Ελεονώρα Σουρλάγκα - πάσΠορτ

18

description

μια αληθινή περιπέτεια

Transcript of Ελεονώρα Σουρλάγκα - πάσΠορτ

¢¢ ππ ∞∞ °° ¡¡ øø ™™ ∏∏

™™ÔÔ‡‡ÌÌÂÂÚÚÙÙ

«Ζητάω την άδειά σου για να κάνω ευθανασία στο Σούµπερτ».

Με τη φράση αυτή ξεκίνησαν όλα. Ή, για να ακριβολογώ, ήρ-

θαν στην επιφάνεια. Το ξεκίνηµά τους τοποθετείται χρόνια

πριν, σε στιγµή άγνωστη.

Ήταν ένα ζεστό απόγευµα Τρίτης στα τέλη Σεπτεµβρίου.

Πήγαινα την Άννα στον ορθοδοντικό και ήµουν κολληµένη στην

κίνηση, µε τα µάτια να πηγαινοέρχονται από το ρολόι στο φα-

νάρι, και τούµπαλιν. ∆εν ήµουν καλά, ούτε άσχηµα. Είχα το

αναµενόµενο άγχος που συνοδεύει τα περισσότερα απογεύµατά

µου και είναι η φυσική απόρροια των συνθηκών της ζωής µου.

Ένα άγχος υγιές, σχεδόν ευχάριστο, ζωντανό.

Έχω δύο δίδυµες κόρες εννέα χρονών, την Άννα και την Ει-

ρήνη, γνωστές από τα βρεφικά τους χρόνια ως Άννα-µπανάνα

και Ειρήνη-µανταρίνι. Είµαι χωρισµένη και ζω µε τη µαµά µου

στο πατρικό µου σπίτι. Έχω πολλούς φίλους και θέλω να τους

βλέπω και να τους µιλώ συχνά. Η καθηµερινότητά µου είναι γε-

15

µάτη ανθρώπους, φωνές και αιτήµατα: φιλικές κουβέντες, παιδι-

κές απαιτήσεις, µητρικές παραινέσεις... Πολλοί άνθρωποι λένε,

ρωτάνε και ζητάνε πολλά πράγµατα, όχι απαραιτήτως περιµέ-

νοντας τη σειρά τους.

∆ουλεύω ως ψυχολόγος σε δηµοτικό σχολείο το πρωί και έχω

λίγα ιδιωτικά ραντεβού το απόγευµα. Τη δεύτερη δουλειά την

κάνω για να συµπληρώνω το µισθό του σχολείου. Παρότι παρα-

πονιέµαι ότι αυτά τα ραντεβού είναι λίγα, νοµίζω ότι παραµέ-

νουν λίγα γιατί κατά βάθος δε θέλω περισσότερα. Ένα οχτάωρο

την ηµέρα είναι αρκετό όταν έχεις παιδιά. Ίσως και όταν δεν

έχεις. Αγαπώ τη δουλειά µου, αλλά δεν είµαι φιλόδοξη. Ούτε δι-

κτυωµένη. Τα παιδιά, οι φίλοι και ο έρωτας – µε αυτή τη σειρά –

καταλαµβάνουν όλο το χρόνο που θα µπορούσε να δοθεί σε συνέ-

δρια ή σεµινάρια. Είµαι συµφιλιωµένη µε αυτή την κατάσταση,

αν και συχνά λυπάµαι που δεν µπορώ να προσφέρω στα παιδιά

µου κάτι παραπάνω. Οι κόρες µου µεγαλώνουν µε πολύ λιγότε-

ρες παροχές από ό,τι εγώ ως παιδί.

Έχω µια σχέση εξ αποστάσεως, η οποία µεταφράζεται σε

καθηµερινά, µακροσκελή τηλεφωνήµατα και πολλά πέρα δώθε

µε το πλοίο της γραµµής Ραφήνα-Τήνος. Τα µποφόρ διαδραµα-

τίζουν έναν κρίσιµο ρόλο στη ζωή µου, το ίδιο και οι ταξιδιωτι-

κοί σάκοι. Ο Κάρολος µε περνάει είκοσι χρόνια ακριβώς. Είµαι

σαράντα τρία και είναι εξήντα τρία. Ζει µόνος σε ένα υπέροχο

τοπίο και περνάει την ηµέρα του εξασκώντας το επάγγελµα του

χρηµατιστή µέσω ίντερνετ, σκάβοντας τον κήπο του, κάνοντας

γυµναστική κι ακούγοντας κλασική µουσική στη διαπασών. Εί-

ναι πολύ µοναχικός κι εγώ πολύ κοινωνική. Αγαπάµε όµως και

οι δύο τη φύση. Αργά το βράδυ, αφού ετοιµαστώ και πέσω στο

16

Π A Σ Π O P T

κρεβάτι, του τηλεφωνώ και µιλάω ακατάπαυστα για περίπου µι-

σή ώρα µέχρι να ξεθυµάνω. Εκείνος όχι απλώς µε ακούει µε γνή-

σιο ενδιαφέρον και υποµονή, αλλά επιπροσθέτως βρίσκει την

καθηµερινότητά µου ιδιαιτέρως διασκεδαστική. Του λέω ανέκ-

δοτα και λογοπαίγνια, του περιγράφω αστεία, δραµατικά ή πε-

ρίεργα περιστατικά από τη δουλειά µου στο σχολείο, του διαβά-

ζω αποσπάσµατα από βιβλία και απαντώ στις ανεξάντλητες

ερωτήσεις του που κυµαίνονται από το τι έφαγα, τι ώρα το έφα-

γα και αν χόρτασα, αν τσακώθηκαν η Άννα και η Ειρήνη και τι

ακριβώς ειπώθηκε, µέχρι το αν η δυσλεξία φαίνεται και από τον

τρόπο που µιλάµε. Κάποια στιγµή ο Κάρολος λέει «καλά, παιδί

µου», σηµάδι ότι βαδίζουµε προς τον επίλογο. Ύστερα από λίγο

λέει «έχεις βαρύ πρόγραµµα αύριο;», οπότε προχωρώ σε µια συ-

νοπτική παρουσίαση της επόµενης µέρας, χασµουριέµαι δυνατά,

καληνυχτιζόµαστε και κοιµάµαι.

Κοιµάµαι ήρεµα και αδιατάρακτα, προστατευµένη από την

αγάπη των µικρών και µεγάλων ανθρώπων που µε περιβάλλουν.

Που µιλώντας, ζητώντας και διεκδικώντας την προσοχή µου,

την αντοχή µου και το τελευταίο δευτερόλεπτο του χρόνου µου,

µε κάνουν να νιώθω χρήσιµη και ζωντανή. Και µου δίνουν σε

αντάλλαγµα τόση αφοσίωση, θαυµασµό και ανοχή στις αδυνα-

µίες µου, ώστε να µπορώ να πω χωρίς δεύτερη σκέψη ότι θεωρώ

τον εαυτό µου τυχερό, αν όχι ευλογηµένο. Κοιµάµαι µε τη γαλή-

νη του ανθρώπου που χαίρει άκρας υγείας και που προσβλέπει

στην επόµενη µέρα µε εµπιστοσύνη και ασφάλεια.

Το καλοκαίρι που έκλεισα τα δεκαπέντε, οι γονείς µου µου

επέτρεψαν να πάω σε ντισκοτέκ για πρώτη φορά. Το καλοκαίρι

του 1981, η ντίσκο Σέβεν στη Μυτιλήνη βρισκόταν στο πίσω µέ-

17

∆ I A Γ N Ω Σ H

ρος ενός υπέροχου, παλιού αρχοντικού. Πληρώναµε είσοδο 90

δραχµές και πίναµε κοκτέιλ φρούτων µε γεύση γρεναδίνη. Ήµα-

σταν µια µεγάλη παρέα και οι γονείς µας µια άλλη µεγάλη παρέα

που συχνά βρισκόταν στον ίδιο χώρο. Χορεύαµε µπλουζ, ροκ και

ντίσκο, γελούσαµε πολύ κι ενίοτε προέκυπταν µικροί, καλοκαιρι-

νοί έρωτες. Κατά τη διάρκεια των ερώτων αυτών, τα όσα υπονο-

ούσαµε, ελπίζαµε, µαντεύαµε ή συζητούσαµε µε τους άλλους

ήταν απείρως περισσότερα και διαφωτιστικότερα απ’ αυτά που

λέγαµε ή κάναµε µε το ταίρι µας. Τα καλοκαίρια εκείνα µου θυ-

µίζουν τους στίχους του Μιχάλη Γκανά: «Όλα µικρά κι αγαπη-

µένα µέσα στη χούφτα σου χωρούν, την οµορφιά δοξολογούνε

και την ασχήµια συγχωρούν». Έως ενός ορίου βεβαίως, γιατί η

σύντοµη εµπειρία µου στην τουαλέτα της ντίσκο Σέβεν δεν µπο-

ρούσε να χωρέσει στη χούφτα µου µε τίποτα, πολλώ δε µάλλον

στο µυαλό µου. Μια λεπτεπίλεπτη κοπέλα, µε κολλητό άσπρο

παντελόνι, ψηλά τακούνια και µακριά ξανθά µαλλιά, έπλενε τα

χέρια της, ενώ εγώ περνούσα από πίσω της για να βγω έξω.

Ξαφνικά γύρισε προς το µέρος µου και, µε φωνή τενόρου κι ένα

µήλο του Αδάµ που χοροπηδούσε στο λαιµό της ενώ µιλούσε, µε

ρώτησε: «Έχεις ώρα, κουκλί µου;» Η καλή µου ανατροφή δε µου

επέτρεψε να το βάλω στα πόδια προτού απαντήσω ευγενικά.

Ψέλλισα την ώρα και κουτρουβάλησα µέχρι το τραπέζι µας,

όπου σωριάστηκα µε τρεµάµενα πόδια και την καρδιά µου να

χτυπάει ανεξέλεγκτα. Τι µου προκάλεσε αυτό το σοκ; Όχι βέ-

βαια το ότι αντίκρισα µια ευγενική και κόσµια τραβεστί. Αλλά η

ακλόνητη βεβαιότητα πως αυτό που βλέπω είναι γυναίκα, η πε-

ποίθηση ότι τα µάτια µου δε µε ξεγελούν ισοπεδώθηκε σε δευτε-

ρόλεπτα. Αυτό που έβλεπα και ήξερα και θεωρούσα παιδιόθεν

18

Π A Σ Π O P T

δεν ήταν αυτό, αλλά κάτι άλλο. Ο κόσµος ήρθε τα πάνω κάτω ή,

στην περίπτωσή µου, τα πίσω µπρος, διότι συνάντησα ένα πλά-

σµα που ήταν από πίσω γυναίκα κι από µπρος άντρας και το

οποίο έκανε τη µοιραία στροφή χωρίς καµία προειδοποίηση, για

παράδειγµα, «προσοχή γυρνάω». Αν είχε προαναγγείλει τη στρο-

φή, χωρίς καν να δηλώσει τι θα δω, το σοκ θα είχε αποφευχθεί.

Το σοκ συµβαίνει γιατί στη ζωή δε γίνονται πρόβες. Όλα εί-

ναι σε απευθείας µετάδοση. Αν όµως το καλοσκεφτείς, ακόµα

και ύστερα από δεκάδες πρόβες, οι ηθοποιοί λένε ότι στις παρα-

στάσεις συµβαίνουν απρόοπτα, αυτοσχεδιασµοί, σαρδάµ, βρα-

διές υποτονικές και βραδιές εκστατικές. Ότι κάθε παράσταση

είναι µοναδική. Άρα η πρόβα δεν είναι παρά µια προσπάθεια

περιορισµού του απρόοπτου. Ένα µικρό χαλινάρι σ’ αυτό που

διαφορετικά θα ήταν ένας ξέφρενος, διαρκής αυτοσχεδιασµός.

Το απρόοπτο παραφυλάει σε κάθε µας βήµα κι όποτε γουστάρει

πετάγεται µπροστά µας και κάνει «ΜΠΟΥ». Το απρόοπτο είναι

ικανό να σε κάνει να χοροπηδάς από τη χαρά σου, φωνάζοντας

«ευχαριστώ, Θεέ µου», ή να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο,

φωνάζοντας «γιατί, Θεέ µου;» Επειδή όµως δε γίνεται την κάθε

στιγµή να περιµένεις το «ΜΠΟΥ» κι επειδή είναι αλήθεια ότι το

απρόοπτο µπορεί να εξαφανιστεί για χρόνια, το ξεχνάς και ζεις

σαν να µην υπάρχει.

Το σοκ, λοιπόν, έρχεται όταν είσαι πλήρως απροετοίµαστος,

ξένοιαστος και αθώος, µέσα στο απαλό κουκούλι της βεβαιότη-

τας ότι τα πράγµατα είναι αυτά που είναι και θα παραµείνουν

έτσι εις τους αιώνες των αιώνων.

Όταν ο Κάρολος ξεστόµισε τη φράση «ζητώ την άδειά σου

για να κάνω ευθανασία στο Σούµπερτ», το σοκ που ακολούθησε

19

∆ I A Γ N Ω Σ H

ήταν εφάµιλλο µε αυτό που µόλις περιέγραψα. Ο Κάρολος που

ήξερα έλεγε λέξεις που τον έκαναν να µην είναι ο Κάρολος που

ξέρω. Τι ήταν τότε; Ανάλγητο τέρας; Σαδιστής δολοφόνος; Η

γνώση ότι το άγχος τού προκαλεί τόση δυσφορία, ώστε να λέει

πράγµατα που δεν εννοεί, ήρθε αργότερα στη σχέση µας. Κα-

θώς και η γνώση ότι αγχώνεται εύκολα, συχνά και έντονα. Τότε

ήµουν αθώα. Ίδρωσα, στέγνωσε το στόµα µου και κάτι µέσα µου

τεντώθηκε επικίνδυνα. Σαν να µπήκε ένα χέρι µέσα στο κεφάλι

µου και άρχισε να το τραβάει, προσπαθώντας να το ξεχειλώσει.

Ενδεχοµένως για να χωρέσει µέσα του αυτό που άκουγα. Η

φράση αυτή σφυροκοπούσε και τραβολογούσε το µυαλό µου,

ενώ περίµενα στην αίθουσα αναµονής του ορθοδοντικού αλλά

και όλες τις ώρες που ακολούθησαν µέχρι να ξαναµιλήσουµε.

Ο σκύλος Σούµπερτ δεν ήταν ετοιµοθάνατος. Είχε ψώρα σε

συνδυασµό µε την επικίνδυνη συνήθεια να πηδάει το φράχτη και

να εξαφανίζεται για ώρες στα γύρω βοσκοτόπια, πράγµα επικίν-

δυνο για τον ίδιο, αλλά κυρίως για τα νεύρα του αφέντη του. Ο

Κάρολος είναι συγκεντρωτικός και έντονα ελεγκτικός. Μόνο

έτσι µπορεί να κατευνάσει το άγχος του. Το απρόοπτο είναι ο

χειρότερος εχθρός του και η πρόβα ο καλύτερος φίλος του. Στη

δική του γλώσσα η πρόβα ονοµάζεται πρόγραµµα, µέθοδος, γερ-

µανική κουλτούρα, σχεδιασµός, καθώς και µια πλειάδα άλλων

όρων, που στόχο έχουν να περικυκλώσουν το απρόοπτο από

όλες τις µπάντες και να το αφοπλίσουν. Στον αντίποδα αυτής

της λογικής, κατά την άποψή του, βρίσκοµαι εγώ και ο όρος χύ-

µα ή, εναλλακτικά, σχολή Αηδονοπούλου. Οι πάµπολλες οµοιό-

τητες που κάθε τόσο εντοπίζει ανάµεσα στην πρώην γυναίκα

του και σε µένα τον έχουν οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι η καλ-

20

Π A Σ Π O P T

λιτεχνική φύση και η έλλειψη ορθολογισµού καλλιεργήθηκαν συ-

στηµατικά στο σχολείο απ’ όπου αποφοιτήσαµε και οι δύο.

Οι αλλεπάλληλες εξαφανίσεις του Σούµπερτ και ο έντονος

φόβος του Κάρολου ότι θα τον σκοτώσει κάποιος βοσκός, κα-

θώς και το επίµονο, θορυβώδες ξύσιµο που δεν έλεγε να κοπά-

σει παρά τα γιατροσόφια προσέκρουαν µε πάταγο στην ανάγκη

του να ελέγχει, να διευθετεί και να αποφεύγει ό,τι τον ενοχλεί.

Αν ο Σούµπερτ πήγαινε να ξυστεί σιωπηλά σε κάποια απόµερη

γωνιά του κήπου κι αν µπορούσε να µιλήσει και να πει «αύριο το

απόγευµα στις πέντε θα βγω για λίγο να ξεσκάσω, δε θα πλη-

σιάσω κανένα πρόβατο και θα ’µαι πίσω στις οχτώ», όλα θα πή-

γαιναν κατ’ ευχήν. Αντ’ αυτού, ο µοναδικός σκύλος µε τον οποίο

έχω ποτέ συνδεθεί, µια και ποτέ δεν είχα η ίδια κάποιο ζώο, κα-

τέληξε στο άσυλο σκύλων, τοποθετηµένο πίσω ακριβώς από το

εµβληµατικό οικοδόµηµα της εκκλησίας της Παναγίας. Η τύχη

του εναποτέθηκε σε δύο καλές κυρίες, καθώς και στη Μεγαλό-

χαρη γειτόνισσά του, της οποίας η χάρη ελπίζω να είναι τόσο

µεγάλη όσο και το όνοµα, ώστε να τον συνοδεύει και να τον

προστατεύει στην καινούργια του ζωή.

Ο Σούµπερτ είναι χαδιάρης και ευσυγκίνητος. Η επιµονή µε

την οποία ζητάει το βλέµµα και το άγγιγµα σκάει γάιδαρο. Είµαι

σίγουρη ότι οι δύο καλές κυρίες δε θα έχουν το χρόνο να του δώ-

σουν ούτε το ένα εκατοστό από τα χάδια που έχει συνηθίσει. Αλ-

λά ο Σούµπερτ δε θα το βάλει κάτω. Τις νύχτες, που θα βγαίνει να

πάρει τον αέρα του στη γειτονιά, θα ανεβαίνει κουνιστός και λυγι-

στός τα σκαλιά της εκκλησίας και θα αγναντεύει τη θάλασσα πε-

ριµένοντάς την. Εκείνη θα βγαίνει νυχοπατώντας ξυπόλυτη, µε το

θείο βρέφος να κοιµάται µακαρίως στον ώµο της. Θα κάθονται

21

∆ I A Γ N Ω Σ H

µαζί σ’ ένα παγκάκι κι εκείνη θα τεντώνει το κουρασµένο της κορ-

µί και θα βγάζει το µαντίλι της. Ο Σούµπερτ θα χώνει τη µουσού-

δα του στα χρυσοποίκιλτα, αραχνοΰφαντα ρούχα της, γεµίζοντάς

τα σάλια, ίσως και ψώρα. Κι εκείνη θα τον χαϊδεύει ανέµελα όσο

τραβά η ψυχή του. Θα τα λένε ψιθυριστά, χασκογελώντας µέχρι

τα χαράµατα. Τη σιωπή θα σπάει µονάχα το ρυθµικό χτύπηµα

της ουράς του πάνω στο ξύλινο παγκάκι, σαν σήµαντρο που µε-

τρά απρόθυµα αλλά µεθοδικά τη νύχτα που φεύγει.

Η πρώτη νύχτα του Σούµπερτ στο άσυλο σκύλων ήταν µία

εφιαλτική αποκάλυψη. Ο Κάρολος κι εγώ συζητήσαµε σε τό-

νους πολιτισµένους γι’ αυτή του την απόφαση. ∆εν έγινε ποτέ

καµία αναφορά στην ατυχή επιλογή της λέξης «ευθανασία». ∆εν

ξαναµιλήσαµε γι’ αυτόν. Ο Σούµπερτ για µένα έγινε θέµα τα-

µπού. ∆ε θέλω να πλησιάσω και δε θέλω να κοιτάξω µέσα σ’

εκείνο το κοµµάτι του που µπόρεσε να προφέρει αυτή τη λέξη

και που µπόρεσε να αποχωριστεί έναν από µας. Ξέρω πως είναι

αδύνατο να τον αγαπήσω αληθινά εάν πρώτα δεν τον αποδεχθώ

ολόκληρο. Ας δεχτούµε, λοιπόν, ότι για την ώρα τον γνωρίζω σι-

γά σιγά κι αναρωτιέµαι αν µπορώ να τον αγαπήσω. Σαν να ’µαι

οχτώ χρονών και να παίζω τυφλόµυγα. Με το µαντίλι σφιχτά

δεµένο γύρω από τα µάτια, ψηλαφώ ένα σώµα, ακούω την ανά-

σα του, το µυρίζω και ψάχνω να βρω ποιος είναι. Πάνω στο

παιχνίδι, όµως, µου δίνει µια κλωτσιά εκεί που πονάει περισσό-

τερο. Θα µπορούσα να ’χα πετάξει το µαντίλι θυµωµένη και να

’χα σταµατήσει να παίζω. Για καλή µου τύχη, ο πόνος ήρθε αρ-

γότερα, σε δόσεις. Ήταν µεγάλος πόνος και τον είχα πολλή

ανάγκη, γιατί – αυτό να λέγεται – ο Κάρολος ξέρει να συµπονά.

Έβαλα, λοιπόν, το κεφάλι µου στο µαξιλάρι τη νύχτα εκείνη,

22

Π A Σ Π O P T

µε την ανακούφιση ότι το θέµα είχε λήξει, έστω και πρόχειρα,

εθελοτυφλοµυγώντας. Έκλεισα τα µάτια µου, πέρασαν λίγα λε-

πτά και η µουσούδα του Σούµπερτ ήρθε και ακούµπησε πάνω

στο πόδι µου. Γύρισα και τον κοίταξα. Σήκωσε το κεφάλι του

και µε κοίταξε κι αυτός. ∆εν τολµούσα να τον αγγίξω. Ντρεπό-

µουν φρικτά. Με κοιτούσε µε βλέµµα επίµονο κι έντονο. Το

ήξερα ότι δεν επρόκειτο να φύγει προτού εξηγηθούµε. ∆εν µπό-

ρεσα να πείσω τον Κάρολο να τον κρατήσει, αλλά τουλάχιστον

του όφειλα µια ειλικρινή αποκάλυψη για το πώς νιώθω. Τι να

κάνουµε; Αυτό είναι ό,τι πολυτιµότερο έχω να προσφέρω. Να

σκαλίσω βαθιά µέσα µου και να του πω: «Να τι βρήκα! Σ’ το χα-

ρίζω». Αν ήµουν κρεοπώλης, ίσως του χάριζα ένα βουνό κόκαλα

να µοιραστεί µε τους φίλους του κι ίσως έτσι να του ήµουν πολύ

πιο χρήσιµη τελικά. Σε τι µπορεί να βοηθήσει έναν σκύλο η λύ-

πη µιας γυναίκας; Μόνο αν δεχτούµε πως όλοι είµαστε ένα και

πως ό,τι αυθεντικό γεννιέται µέσα µας κι εξωτερικεύεται θρέφει

κι οµορφαίνει τους πάντες και τα πάντα γύρω µας, τότε ναι,

ίσως είχε κάποιο νόηµα αυτό το ξενύχτι. Σήκωσα αµήχανα το

χέρι µου και το ακούµπησα απαλά στο κεφάλι του.

«Συγγνώµη», του είπα κι έβαλα αµέσως τα κλάµατα. «Λυπά-

µαι πολύ για ό,τι έγινε. Ελπίζω να µη νιώθεις πολύ µόνος και δυ-

στυχισµένος απόψε. Ελπίζω να συµπαθήσεις τα σκυλιά που κοι-

µούνται γύρω σου, να µην τα φοβηθείς και να γίνετε γρήγορα

φίλοι. Να παίζεις ελεύθερος και να χαίρεσαι. Ελπίζω οι κυρίες

να σε χαϊδεύουν συχνά και καλά, κι όλες µου οι σκέψεις και οι

ευχές να σε χαϊδεύουν κι αυτές, κι ας µην το παίρνεις χαµπάρι.

Ελπίζω όταν θα θυµάσαι το µαξιλάρι σου δίπλα στην πόρτα, την

καρέκλα σου δίπλα στην τηλεόραση, το κτήµα να µη λυπάσαι

23

∆ I A Γ N Ω Σ H

πάρα πολύ. Να σου λείπουν µόνο για λίγο και µετά κάτι άλλο,

πιο ενδιαφέρον από µια ανάµνηση, να τραβάει την προσοχή

σου. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο αυτό που σου ζητώ, αλλά προ-

σπάθησε να µην κρατήσεις µεγάλη κακία στον Κάρολο. Το ίδιο

θα προσπαθήσω να κάνω κι εγώ. Σε ένα µεγάλο βαθµό σ’ έδωσε

για να σε προστατέψει, αλλά και για να προστατέψει τον εαυτό

του από το άγχος που του προξενούσε η φροντίδα σου. ∆εν το

άντεχε. Εσύ κι εγώ δεν καταλαβαίνουµε γιατί δεν το άντεχε, αλ-

λά σ’ το εγγυώµαι ότι δεν το άντεχε. ∆εν σου άξιζε να είσαι µε

κάποιον που δε σ’ αντέχει. Πρέπει να είµαστε εκεί που µας θέ-

λουν και µας χαίρονται. Σε παρακαλώ, µη χάσεις εντελώς την

εµπιστοσύνη σου στους ανθρώπους. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι

τόσο ειλικρινείς, ούτε τόσο πιστοί όσο οι σκύλοι, και ναι, αλλά-

ζουν γνώµη και δεν µπορούν πια ενώ νόµιζαν πως µπορούσαν,

αλλά µη νοµίζεις ότι δεν τους κοστίζει. Όλα αυτά τα πέρα δώθε

είναι πολύ εξαντλητικά. Οι άνθρωποι περνούν πολύ πιο δύσκο-

λες ζωές από τους σκύλους. Είµαι σίγουρη ότι αυτό το έχεις ήδη

καταλάβει, γι’ αυτό και είσαι τόσο υποµονετικός και ανεξίκακος

µαζί µας. Έλα τώρα να κοιµηθούµε...»

Ο Σούµπερτ αναστέναξε µε έναν απ’ αυτούς τους υπέροχους,

σκυλίσιους αναστεναγµούς, τους γεµάτους στωικότητα και µεγα-

λοθυµία και κουλουριάστηκε γύρω από τον εαυτό του. Κουλουριά-

στηκα κι εγώ σε ένα κουβάρι από νύστα, µύξες και δάκρυα. Για λί-

γα λεπτά φαινόταν πως όπου να ’ναι θα κοιµάµαι. Κι ακριβώς τη

στιγµή που είχα αγγίξει τις παρυφές του ύπνου, ο Σούµπερτ άνοι-

ξε τα µάτια του και µε κοίταξε µε τρόµο. Ακίνητος και παγωµένος.

«Φοβάµαι», ακούστηκε από κάπου.

Ήταν ένα µεγάλο «φοβάµαι». Ένα µπαλόνι µέσα στο οποίο

24

Π A Σ Π O P T

ήµασταν και οι δύο κλεισµένοι, µε τον αέρα ολοένα να λιγοστεύει.

«Φοβάµαι», σαν ήχος οδοστρωτήρα που πλησιάζει. «Φοβά-

µαι», σαν κλαρί που το φυσάει παγωµένος αέρας και το ξεριζώ-

νει από τον κορµό.

Έµεινα ασάλευτη. Καµία κίνηση, κανένας ήχος και καµία

σκέψη δεν επρόκειτο να γεννηθούν στη σκιά αυτού του φόβου.

∆εν µπορούσα πια να παρηγορήσω το Σούµπερτ γιατί ήµουν ο

Σούµπερτ. Ολοµόναχη, σε ένα άγνωστο σκοτεινό µέρος, µε οτι-

δήποτε άγγιξα, µύρισα κι εµπιστεύτηκα να µου έχει αφαιρεθεί

απότοµα και για πάντα. Βυθίστηκα σ’ αυτό τον τρόµο που κυ-

κλοφορούσε ελεύθερα µέσα µου, καταλαµβάνοντας πραξικοπη-

µατικά κάθε γωνιά µου. Ήµουν µια σκοτεινή, σιωπηλή πόλη

στο έλεος εξαγριωµένων λωποδυτών.

Περίµενα... Πέρασε πολλή ώρα. Τίποτα δε συνέβη. Ήµουν

ακόµα εδώ και ήταν νύχτα και θα ξηµέρωνε άλλη µια κανονική

µέρα. Ήµουν ένας άνθρωπος στο κρεβάτι του. ∆εν ήµουν ένας

σκύλος στο άσυλο. Πώς να µας ξαναβάλω στις αρχικές µας θέ-

σεις έτσι που µας µπέρδεψα;

«Θυµάσαι», ξεκίνησα, «που ήπιες τρία λίτρα νερό µονοκοπα-

νιά εκείνο το απόγευµα όταν επέστρεψες ύστερα από µια εξα-

φάνιση οχτώ ωρών; Θυµάσαι που προσπαθούσαµε να σε βάλου-

µε στη θάλασσα και φοβόσουν; Θυµάσαι που επιχείρησες να

µου σκίσεις µε τα νύχια σου, πηδώντας πάνω µου, ένα δαντελέ-

νιο, σέξι σετ εσωρούχων και για να το σώσω έβαλα από πάνω

µια νιτσεράδα; Θυµάσαι;»

«Θυµάµαι».

«Θυµάσαι;»

«Θυµάµαι».

25

∆ I A Γ N Ω Σ H

Αράδιαζα τις κοινές στιγµές της µικρής µας κοινής ζωής,

όπως ένα παιδί αραδιάζει σιγά σιγά κι απολαυστικά τα στρατιω-

τάκια του. Έφτιαχνα έναν στρατό αναµνήσεων για να προστα-

τέψει αυτή τη φοβισµένη, σκοτεινή πόλη. Μια παράταξη από

ό,τι είχαµε, για να ξορκίσει ό,τι δεν είχαµε. Ανέσυρα εικόνες,

στιγµές και ήχους, ανάσες και γλειψίµατα, νυχιές και βλέµµατα.

«Θα µου λείψεις... θα µου λείψεις», έλεγα κάθε τόσο και κάτι

ξεκολλούσε κι έφευγε από µέσα µου, έφευγε ανεπιστρεπτί,

ώσπου ξηµέρωσε.

Στις οχτώ παρά τέταρτο το πρωί, όρθια, ντυµένη και πλυ-

µένη, έτοιµη για τη δουλειά, έκλαιγα µε το κεφάλι ακουµπι-

σµένο στην τζαµαρία του σαλονιού, έκλαιγα ξανά σκεπτόµενη

το Σούµπερτ να ξυπνάει στο καινούργιο µέρος. Θυµάται; ανα-

ρωτήθηκα.

∆εν ξέρω πόση µνήµη έχουν οι σκύλοι, δεν ξέρω καν αν εκεί

που πήγε είναι καλύτερα. Πολύ πιθανό. Ξέρω, όµως, µε βεβαιό-

τητα πως εγώ ανακάλυψα µια περιοχή µέσα µου που αγνοούσα

πως υπήρχε. Τώρα πρέπει να ξαναχαράξω το χάρτη του εαυτού

µου, ώστε να τη συµπεριλάβω.

∆εν µπορώ να προσδιορίσω τι ήταν ακριβώς αυτό που ξεκόλ-

λησε κι έφυγε από µέσα µου εκείνη τη νύχτα. Έµοιαζε µε ροζ

µεµβράνη που εξωράιζε τον κόσµο. Έµοιαζε µε µια παρατεταµέ-

νη αθωότητα που, για να διατηρηθεί, έπρεπε να καταπίνει τον

πόνο προτού τολµήσει να τον νιώσει. Η απόφαση του Κάρολου

να δώσει το σκύλο του – µια απόφαση δόκιµη και σεβαστή στο

επίπεδο της αντικειµενικής ενήλικης σκέψης – προσγείωσε

µπροστά µου τελεσίδικα µια πραγµατικότητα που έπρεπε επιτέ-

λους να αναγνωρίσω. Υπάρχει πόνος. Στη µεγάλη µου κατρακύ-

26

Π A Σ Π O P T

λα από το ροζ σύννεφο, στη διάρκεια µιας νύχτας, έκλαψα και

ξαγρύπνησα, µπερδεύτηκα και ξεµπερδεύτηκα, παρηγόρησα και

παρηγορήθηκα. Έφτασα στη δουλειά εξοντωµένη και κατευθύν-

θηκα αµέσως προς την τουαλέτα όπου είδα µε έκπληξη δύο κη-

λίδες αίµα.

27

∆ I A Γ N Ω Σ H