h Korh Ths 8alassas

535

description

h Korh Ths 8alassas

Transcript of h Korh Ths 8alassas

Page 1: h Korh Ths 8alassas
Page 2: h Korh Ths 8alassas
Page 3: h Korh Ths 8alassas
Page 4: h Korh Ths 8alassas

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

Οι Κληρονόμοι του Άσωτου Πρίγκιπα

Τα Δάκρυα της Χαράς

Ο Εραστής του Σαββατοκύριακου

Ο Θησαυρός της Αγάπης

Το Μυστικό της Βεατρίκης

Το Τέλος

Όταν Σβήσανε τα Φώτα της Σιωπής

Μια Υπέροχη Ζωή

Η Αεροσυνοδός

Τα Καλύτερά μου Χρόνια

Χωρίσαμε την Ίδια Εποχή

Page 5: h Korh Ths 8alassas

Αλεξάνδρα

Ένα Κομμάτι Ουρανού

(συλλογικό)

Page 6: h Korh Ths 8alassas

ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥ

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ

ΑΘΗΝΑ

Page 7: h Korh Ths 8alassas

Σειρά: EΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Tίτλος: Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Συγγραφέας: ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥ

Γλωσσική επιμέλεια: ΑΝΘΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

Copyright © Βάσω Παπάκου

Copyright © 2012:

EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE

Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 2103617791

http://www.livanis.gr

Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική,μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ήδιασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτετρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ήάλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουνστην Eλλάδα.

Page 8: h Korh Ths 8alassas

Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη

ISBN 978-960-14-2520-7

Page 9: h Korh Ths 8alassas

Δεν μπορεί να υπάρξει φιλία

ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα.

Υπάρχει πάθος, μίσος, λατρεία, αγάπη,

αλλά όχι φιλία.

Όσκαρ Ουάιλντ

Page 10: h Korh Ths 8alassas

1 Το Προξενιό

ΤO ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ τρύπωνε κλεφτά μέσα από τασύννεφα κι έλουζε το αρχοντικό με μια απόκοσμη λάμψη. Οαπόηχος από τον παφλασμό της θάλασσας που σμίλευε ταβράχια κι έγλειφε την αμμουδιά έφτανε ρυθμικός στα αφτιάτης Μυρτώς, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι εκείνη τηνύχτα.

Δαντελένιες κουρτίνες οι σκιές από τα φύλλα της συκιάς,αργοσάλευαν στον τοίχο της κάμαράς της, κι εκείνη, σαν νατην καλούσε για μία φορά ακόμα η καλή της μοίρα,πετάχτηκε με λαχτάρα στο παράθυρο για να ανταποκριθεί στοκάλεσμά της.

Κοίταξε μαγεμένη την πλάση και το βλέμμα της στάθηκεστη θάλασσα, που απλωνόταν μπροστά της ασάλευτη,αρυτίδωτη, σαν απέραντος παλιός καθρέφτης. Μια βάρκα μεκουπιά πρόβαλε στ’ ανοιχτά, και η σκέψη της πέταξε μεμιάςστον άντρα της, τον καπετάν Νικολή. Κόντευε χρόνος από τοτελευταίο του μπάρκο, και η καρδούλα της το ’ξερε πόσοπολύ τον είχε αποθυμήσει. Από τη Μαύρη Θάλασσα της είχεγράψει πως θα ερχόταν για Πάσχα στο νησί, κι εκείνηονειρευόταν την ώρα και τη στιγμή που θα την έσφιγγε και

Page 11: h Korh Ths 8alassas

πάλι στην αγκαλιά του. Ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της,κι ας τον παντρεύτηκε με προξενιό σε μια εποχή όπου οιγάμοι από έρωτα είχαν τον πρώτο λόγο. «Ο Θεός νααναπαύει την ψυχούλα του πατέρα μου, που είχε τη φαεινήιδέα να μου τον προξενέψει», συλλογιζόταν συχνά και τονμακάριζε.

Ο καπετάν Γιώργης είχε διαλέξει για τη μοναχοκόρη τουτον καλύτερο γαμπρό. Λεβέντης ήταν ο Νικολής, ψηλός,γεροδεμένος, με σπινθηροβόλο βλέμμα και καρδιά περιβόλι,και όποιος τον γνώριζε σκλαβωνόταν από τους τρόπους τουμε την πρώτη. Γι’ αυτό και όλα τα πληρώματα μόνο καλάλόγια είχαν να πουν για εκείνον και πολλοί καπεταναίοι τονζαχάρωναν για γαμπρό τους.

Επιστρέφοντας ο καπετάν Γιώργης στο σπιτικό του έπειτααπό ένα μεγάλο ταξίδι, αγκάλιασε τη γυναίκα του και τηνκόρη του και περιχαρής τούς μίλησε για τον Νικολή και τοπροξενιό που είχε στα σκαριά. Η κυρία Μαρκέλλα, η γυναίκατου, χαμογέλασε ευχαριστημένη, ενώ η Μυρτώ κατέβασε ταμούτρα κι έβαλε τις φωνές.

– Αυτά είναι παλιομοδίτικα πράγματα. Εγώ αποκλείεταινα παντρευτώ από προξενιό! δήλωσε και μπέλα φούρκακλείστηκε στην κάμαρά της.

Ο πατέρας της ξαφνιάστηκε.

Page 12: h Korh Ths 8alassas

– Απαιτώ υπακοή και σεβασμό! βροντοφώναξε και,ανάβοντας το τσιμπούκι του, άνοιξε την εξώπορτα κι έφυγεοργισμένος.

Η μάνα της, που την κανάκευε από μικρή και ήξερε να τηνκουλαντρίζει, την άφησε στην ησυχία της να της περάσει οθυμός και, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, της είπε ταδικά της.

– Σύνελθε, κόρη μου όμορφη. Μη φέρνεις τονκατακλυσμό. Ο πατέρας σου μια κουβέντα είπε, κι αυτό για τοκαλό σου. Δε σε υποχρέωσε κανείς να παντρευτείς με τοστανιό. Όμως είναι κρίμα κι άδικο να αρνιέσαι το παλικάριπριν καν το γνωρίσεις.

– Δε θέλω να παντρευτώ από προξενιό! Πόσες φορές θασ’ το πω;

– Μα ο πατέρας σου κάνει λόγο για έναν εξαιρετικό νέο.Αποκλείεται να τον ερωτευτείς μόλις τον δεις;

– Τόσα προσόντα έχει αυτός ο άνθρωπος;

– Μήπως πονάει το δοντάκι σου για κάποιον άλλο;Όμως, απ’ ό,τι ξέρω, ακόμα δε φάνηκε ο εκλεκτός τηςκαρδιάς σου...

– Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για

Page 13: h Korh Ths 8alassas

όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή σταχέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα πράγματα στονου μου. Άλλωστε, μόλις τώρα τέλειωσα το γυμνάσιο. Θέλωνα φύγω από το νησί, να πάω στην πρωτεύουσα, νασπουδάσω, να βρω δουλειά, να κάνω κάτι για εμένα. Είναιπολύ νωρίς να μιλάμε για γάμο. Θα ’ρθει κι αυτός, με τησειρά του. Προς το παρόν, ούτε που σκέφτομαι αυτή τηνπροοπτική.

– Καλά, καλά, μη ζορίζεσαι. Συζήτηση κάνουμε, όμως εγώένα έχω να σου πω εκ πείρας: σαν έρθει η ώρα, είναι καλύτερανα διαλέξεις άντρα με το μυαλό, παρά με την καρδιά. Ότανυπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, η αγάπη έρχεταιμετά, με τον καιρό. Άλλωστε, οι άνθρωποι με τις χάρες τουςαγαπιούνται. Οι έρωτες, όσο μεγάλοι κι αν είναι, σαν τοσυνάχι περνούν και σβήνουν, κι εκείνο που μένει μετά, ανυπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, είναι ηαγάπη για το σύντροφό σου. Στα θεμέλια αυτής της αγάπηςχτίζεται μια σωστή οικογένεια. Και, μα το Θεό, Μυρτώ, σεδιαβεβαιώνω πως όλα τα καλά του κόσμου ξεκινούν από τησωστή οικογένεια. Μπορεί να βάλεις πολλούς στόχους στηζωή σου και να τους πετύχεις. Αν, όμως, δε φροντίσεις όσοείσαι νέα να δημιουργήσεις οικογένεια, θα συνειδητοποιήσειςκάποτε, όταν ο πατέρας σου κι εγώ δε θα είμαστε πια κοντάσου, πως τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την οικογενειακήεστία και θαλπωρή. Και πίνοντας μια γουλιά νερό, η κυρίαΜαρκέλλα συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, με διδακτικό ύφος:

Page 14: h Korh Ths 8alassas

Αν θες να σου μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, θα σου πωπως ο γάμος είναι, σε τελική ανάλυση, μια συναλλαγή, έναςσυνεταιρισμός, μια σπουδαία συμφωνία. Ο γάμος και τοεπάγγελμα που θα ακολουθήσουμε είναι οι σοβαρότερεςαποφάσεις της ζωής μας, γι’ αυτό πρέπει να υπολογίζουμεπροσεκτικά όλες τις παραμέτρους. Η ζωή δεν είναι πάνταανθόσπαρτη. Έχει και αγκάθια και κακοτοπιές. Μόνο με τοσυναίσθημα δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα.Χρειάζεται, επίσης, μυαλό, σύμπνοια, σύνεση και φρονιμάδαγια να προχωρήσει ένα ζευγάρι αγαπημένο. Δε φαντάζεσαιπόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια, και δικαιολογημένα, γιατίείσαι νέα ακόμα κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Όμως,όπως στρώσεις, κόρη μου, θα κοιμηθείς, κατέληξε με στόμφοη κυρία Μαρκέλλα, σαν να έλεγε κάτι εξαιρετικά σπουδαίο,ενώ η Μυρτώ την κοίταζε με βλέμμα κουρασμένο.

– Δε βαρέθηκες πια να λες τα ίδια και τα ίδια; Εγώαπηύδησα να σ’ ακούω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτόμου, δεν έχεις αλλάξει τροπάρι. Έλεος πια!

– Εσείς, η νέα γενιά, όλα τα βρίσκετε βαρετά. Κάποτε θαμε θυμηθείς. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Η Τύχη δεχτυπάει την πόρτα σου κάθε μέρα.

– Άντε ξανά μανά.

– Σε παρακαλώ, κάν’ το για το δικό μου το χατίρι. Δέξου

Page 15: h Korh Ths 8alassas

να δεις τον υποψήφιο. Μόνο να τον δεις. Δώσε, έστω, τηνικανοποίηση στον πατέρα σου, που με τόσο ενθουσιασμόήρθε από τα ξένα φέρνοντάς σου αυτό το προξενιό.

Η Μυρτώ είδε πως δε θα γλίτωνε από το στενόμαρκάρισμα και τις ατέλειωτες συμβουλές της μάνας της, κιέτσι, για να ησυχάσει το κεφάλι της, κατένευσε τελικά, ματόσο απρόθυμα, σαν να έλεγε: «Μια ψυχή που είναι να βγει,ας βγει. Ας τον δω πια αυτό το μορφονιό. Δεν έχω να χάσωκαι τίποτα».

Η κυρία Μαρκέλλα, διαπιστώνοντας την υποχώρηση τηςκόρη της, αμέσως αναθάρρησε.

– Το ’ξερα εγώ πως έχεις μυαλό, είπε μ’ ένα πλατύχαμόγελο κι έσπευσε να ντύσει το σπίτι στα γιορτινά του καινα ετοιμάσει, σαν καλή νοικοκυρά που ήταν, μεζέδες καιγλυκίσματα για να τρατάρει τον καλεσμένο.

Μόλις ο δόκιμος ανθυποπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού,Νικόλαος Μαρκάκης, πέρασε το κατώφλι του αρχοντικού τουκαπετάν Γιώργη με ένα κουτί λουκούμια στα χέρια, η Μυρτώ,που στο μεταξύ έβραζε στο ζουμί της, ανασήκωσε ανόρεχτατα μάτια να τον κοιτάξει και αυτοστιγμεί έπαθε τέτοιοταράκουλο, που της κόπηκε η λαλιά. Με κόπο κατάφερε ναψελλίσει:

Page 16: h Korh Ths 8alassas

– Καλώς ορίσατε.

– Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δεσποινίς Μυρτώ.Έχω ακούσει τόσα για εσάς από τον πατέρα σας που σαςυπεραγαπάει, γι’ αυτό και ήρθα με ιδιαίτερη χαρά να σαςγνωρίσω από κοντά, είπε εκείνος με την άνεση και τησιγουριά που χαρακτηρίζει τους άντρες με προσωπικότητα καιαυτοπεποίθηση.

Η Μυρτώ, με ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη, χάθηκεμέσα στο βλέμμα του, που το ένιωθε να διεισδύει στακατάβαθα του είναι της. «Θεέ μου, τι άντρας είναι αυτός!»σκέφτηκε και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα.

– Περάστε, καθίστε! του πρότεινε η μητέρα της,δείχνοντάς του το βελούδινο καναπέ του σαλονιού, ενώ οκαπετάν Γιώργης τον υποδέχτηκε μ’ ένα πατρικό χτύπημαστην πλάτη και μια πρόσχαρη έκφραση.

– Να σου βάλω ένα ουζάκι, Νικολή; τον ρώτησε μετά,μόλις κάθισε αντίκρυ του.

– Μετά χαράς, καπετάνιε μου, απάντησε εκείνος, και ηΜυρτώ τσακίστηκε να φέρει το ούζο και τους μεζέδες που είχεετοιμάσει η μητέρα της από νωρίς: αχινοσαλάτα, χταποδάκιξιδάτο, μπουκιές από ζυμωτό ψωμί, ελιές και μαριναρισμένογαύρο.

Page 17: h Korh Ths 8alassas

Όταν το καραφάκι άδειασε στο ποτήρι του Νικολή, οκαπετάν Γιώργης ξεστόμισε αυθόρμητα την κλασική ευχή:

– Άντε, θα καλοπαντρευτείς.

Οι δύο άντρες γέλασαν, ενώ οι γυναίκες τούς κοίταζανσυγκρατημένες.

Πότε με μπουνάτσα, πότε με φουρτούνα, ένα χρόνο στοίδιο βαπόρι, ο καπετάν Γιώργης με τον Νικολή είχανμοιραστεί πολλά. Και όσο ξετύλιγαν τις αναμνήσεις τους απ’όσα είχαν ζήσει μαζί, με το κέφι και το πάθος που μαρτυρούσετη μεγάλη τους αγάπη για τη θάλασσα, η Μυρτώ τούςάκουγε με προσοχή.

Η μητέρα της, μπαινοβγαίνοντας στην κουζίνα, περνούσεαπό κόσκινο το γαμπρό και, επειδή τον έβρισκε εξαιρετικάσυμπαθητικό, είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. Απόεμφάνιση ήταν πολύ ανώτερος των προσδοκιών της. Αν ήτανκαι άξιος και καλός, όπως της είχε πει ο άντρας της, που τονγνώριζε καλύτερα, τότε σίγουρα ήταν μια πρώτης τάξεωςευκαιρία για την κόρη της. Ρίχνοντας μια λοξή ματιά στηΜυρτώ, της έκλεισε πονηρά το μάτι σαν να της έλεγε: «Είδεςπου είχα δίκιο; Ο άνθρωπος είναι αστέρι. Βάλε τα δυνατά σουνα τον κατακτήσεις». Και με μια βαθιά ικανοποίηση,ευχαρίστησε νοερά την Αγία Μαρκέλλα, που πίστευε στηχάρη της, και μπήκε με φούρια στην τραπεζαρία να στρώσει το

Page 18: h Korh Ths 8alassas

τραπέζι για το φαγητό.

Ο Νικολής, εκείνη την ώρα, μιλούσε για τουςΛαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τα σύγχρονα τέρατα πουαπάντησαν στο Πορτ Χάρκουρτ της Νιγηρίας. Ο καπετάνΓιώργης κούνησε συνοφρυωμένος το κεφάλι.

– Κακό μπελά βρήκαμε με δαύτους. Έτσι και τουςμιμηθούν κι άλλοι, ζήτω που καήκαμε. Οι πειρατέςξανάρχονται. Πρέπει να πάρουμε μέτρα πριν είναι αργά. Πρινθρηνήσουμε θύματα.

– Πάντως, φτηνά τη γλιτώσαμε τότε, καπετάνιε. Δενάνοιξε ρουθούνι. Μέσα σε τόσα καράβια που ήτανστριμωγμένα στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν τσιμέντο, ταμόνα που την έβγαλαν καθαρή από το πλιάτσικο της μαύρηςσυμμορίας ήταν το δικό μας και το ρωσικό πλάι μας, που τοπλήρωμά του ήταν οπλισμένο. Τράβηξε πιστόλια καιξεπάστρεψε τα καφούρια στο πιτς φιτίλι.

– Ενώ εμείς, κατά πως φάνηκε, γλιτώσαμε μόνο γιατίείχαμε άγιο. Οι ληστές τα κακάρωσαν και δεν πρόλαβαν νασκαρφαλώσουν στο δικό μας πλοίο.

Η Μυρτώ κοίταζε μια τον πατέρα της και μια τον Νικολήκαι ρώτησε ανήσυχη:

– Δηλαδή, κινδυνέψατε;

Page 19: h Korh Ths 8alassas

– Πολύ, απάντησε ο καπετάν Γιώργης κουνώντας τοκεφάλι. Αν δε μας σκότωναν, μπορεί να μας ξαπόστελνανστα βάθη της ζούγκλας και να ζητούσαν λύτρα. Και πίνονταςμια γουλιά ούζο, πρόσθεσε αναστενάζοντας: Δεν το χωράει ονους μου να κινδυνεύουμε από πειρατές στις μέρες μας.Αυτοί αποτελούσαν μάστιγα σε παλιές εποχές. Από τα τέλητου 19ου αιώνα είχαν να παρατηρηθούν κρούσματαπειρατείας. Εγώ είμαι ένας γερο-θαλασσόλυκος και, απ’ ό,τιθυμάμαι, μόνο εκεί στις αρχές του 1960 είχαμε κάτιδυσάρεστα συμβάντα στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας,από τα τοπικά πλοιάρια, τα σαμπάν, που πλησίαζαν τακαράβια δήθεν για να ζητήσουν βοήθεια κι έκαναν κατάληψηκαι λήστευαν το πλήρωμα και το φορτίο. Όμως μια τουκλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα. Πήρανχαμπάρι οι ναυτικοί το κόλπο τους και όπου φύγει φύγει. Έτσιαρμενίζαμε και πάλι ελεύθερα, μέχρι που το 1970, στο Στενότης Μαλάκα, μεταξύ Σουμάτρας και Μαλαισίας, στήθηκεάλλο πανηγύρι. Νέα μορφή πειρατείας. Οι σχιστομάτηδεςανέβαιναν νύχτα στο πλοίο και υποχρέωναν τον καπετάνιο,με το όπλο στον κρόταφο, να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Ηεπιχείρηση ήταν τόσο γρήγορη, που σε πολλές περιπτώσεις ηβάρδια στη γέφυρα δεν έπαιρνε είδηση.

Όσο ο καπετάν Γιώργης μιλούσε, ο Νικολής και η Μυρτώαντίκρυ του έδειχναν να κρέμονται από τα χείλη του, ενώκατά βάθος είχαν το νου τους στη γνωριμία τους. Αυτό,βέβαια, το εξομολογήθηκε ο ένας στον άλλο πολύ αργότερα,

Page 20: h Korh Ths 8alassas

όταν εκείνη η πρώτη τους συνάντηση είχε ως συνέχεια τηγέννηση ενός μεγάλου έρωτα.

– Περάστε στην τραπεζαρία. Το φαγητό είναι έτοιμο,ανακοίνωσε η κυρία Μαρκέλλα.

Ο άντρας της, που είχε πάρει φόρα με το θέμα τηςπειρατείας, σταμάτησε το λογύδριό του για να της πει:

– Τώρα, σε λίγο ερχόμαστε.

Οι δύο ακροατές του αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά καιχαμογέλασαν, ενώ ο καπετάν Γιώργης, που δεν ήτανδιατεθειμένος να αφήσει την κουβέντα του στη μέση,συνέχισε απτόητος:

– Λοιπόν, που λέτε, το θέμα πήρε μεγάλη έκταση τότε. Οιπλοιοκτήτες και οι ασφαλιστικές εταιρείες διαμαρτυρήθηκανέντονα και αναγκάστηκαν οι κυβερνήσεις των γύρω κρατώννα συγκροτήσουν περιπολίες με πολεμικά σκάφη στηνεπικίνδυνη περιοχή κοντά στο Στενό της Μαλάκα.

– Το φαγητό θα κρυώσει! ακούστηκε ξανά η φωνή τηςκυρίας Μαρκέλλας, οπότε ο καπετάν Γιώργης αποφάσισε νατης κάνει τη χάρη και να πάρει θέση στην τραπεζαρία,ακολουθούμενος από τους δύο νέους.

– Πάντως, Νικολή, συνέχισε μόλις κάθισαν όλοι,

Page 21: h Korh Ths 8alassas

ανεξάρτητα από τις περιπολίες στην επικίνδυνη αυτή ζώνη,όλα τα εμπορικά πλοία πρέπει να έχουν αυξημένηετοιμότητα. Το χέρι των επίδοξων πειρατών το οπλίζει ηπείνα. Κι αυτή είναι μεγάλη μάστιγα στη ΝοτιοανατολικήΑσία.

– Μήπως δεν είναι στην Αφρική; Εκεί κι αν λιμοκτονούνοι άνθρωποι.

– Κι αυτό τι θα πει; Πως πρέπει να μας ληστεύουν και ναμας σκοτώνουν;

– Όχι βέβαια! Όμως η πείνα κάνει τον άνθρωπο άγριοθηρίο.

– Οι αναπτυγμένοι λαοί της Δύσης πρέπει να βοηθήσουναυτούς τους άμοιρους, είπε η Μυρτώ, και ο πατέρας τηςχαμογέλασε.

– Τώρα... μάλιστα! Λες να μην το ξέρουν; Εκατομμύριαπαιδιά πεθαίνουν από την πείνα κάθε χρόνο και από τηνάλλη μεριά εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται γιαεξοπλισμούς. Για να σκοτώνει ο ένας άνθρωπος τον άλλο.Φτάσαμε στο φεγγάρι και ακόμα δεν καταφέραμε νασυνεννοηθούμε μεταξύ μας. Είμαστε έτοιμοι, ανά πάσαστιγμή, να αλληλοφαγωθούμε.

Η κυρία Μαρκέλλα άκουσε αυτή την τελευταία φράση κι

Page 22: h Korh Ths 8alassas

έκανε το σταυρό της.

– Συζήτηση που πιάσατε! διαμαρτυρήθηκε. Και βάζονταςτην κουτάλα μέσα στη σουπιέρα, άρχισε να σερβίρει τηναχνιστή σούπα στα βαθιά πιάτα.

– Η συναγρίδα σπαρταρούσε ακόμα όταν την αγόρασα.Την έβγαλε το καΐκι σήμερα το πρωί, είπε ο καπετάν Γιώργης.Κακά τα ψέματα! Τα ψάρια τα δικά μας έχουν άλλη νοστιμιά.Οι θάλασσές μας είναι ευλογημένες. Ούτε μουσώνες ούτεκυκλώνες ούτε θαλάσσια τέρατα.

– Στον Ινδικό εμφανίστηκε μια φάλαινα μήκους 15μέτρων. Ανήκουστο! Να το βρεις στη ρότα σου ένα τέτοιοκήτος και να πάθεις.

– Σαν τι μπορεί να πάθεις εσύ, Νικολή, με το υπερωκεάνιοπου θα κυβερνάς; σχολίασε ο καπετάν Γιώργης, και ο νέοςχαμογέλασε.

– Έχω να φάω, καπετάνιε, πολλά ψωμιά μέχρι νακυβερνήσω πλοίο, και έως τότε, σίγουρα, τίποτα δε θα μεσκιάζει. Όπως εσάς, που σας βλέπω και σας θαυμάζω,δήλωσε ο Νικολής κι έκανε τον καπετάν Γιώργη ναφουσκώσει σαν διάνος.

Έπειτα έπεσε σιωπή. Όλοι έσκυψαν πάνω από τα πιάτατους αμίλητοι, σαν να πρόσεχαν μην τους σταθεί κανένα

Page 23: h Korh Ths 8alassas

κόκαλο στο λαιμό. Η συνάντηση και το τραπέζωμα είχαν ωςαπώτερο σκοπό το προξενιό, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δενείχε γίνει λόγος για το φλέγον θέμα.

Η Μυρτώ, ενώ ήταν συνεσταλμένη στην αρχή και την είχεπιάσει γλωσσοδέτης, σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει και ναβρίσκει τον εαυτό της, καθώς η θετική αύρα του Νικολή τηνπεριέβαλε από την πρώτη στιγμή με τέτοια ζεστασιά, πουγρήγορα έσπασε ο πάγος και είχε την αίσθηση πως τον ωραίονέο που καθόταν αντίκρυ της τον γνώριζε από παλιά.

Μόλις τέλειωσαν το φαγητό και πέρασαν ξανά στοσαλόνι για τον καφέ, το λικέρ και το γλυκό, κοιτάχτηκαν οιδυο τους στα μάτια και, χωρίς λόγια, συνομολόγησαν τηχαρά τους για τη γνωριμία τους. Μετά άρχισαν να μιλούν γιατη ζωή τους, για την καθημερινότητά τους και για ταμελλοντικά τους σχέδια.

– Η Μυρτώ σκοπεύει να γίνει δασκάλα. Όπως ήταν και ημητέρα της πριν με παντρευτεί, πετάχτηκε και είπε τότε οκαπετάν Γιώργης, που ήθελε οπωσδήποτε να συμμετέχει στησυζήτηση. Έχει αδυναμία στα μικρά παιδιά. Τα καλοκαίριαμαζεύει τα γειτονόπουλα στην αυλή μας και τους μαθαίνειτραγούδια.

Ο Νικολής χαμογέλασε.

Page 24: h Korh Ths 8alassas

– Τι τυχερά που είναι! παρατήρησε και μ’ ένα ύφος κάπωςμελαγχολικό εξήγησε στις δύο γυναίκες: Εγώ μεγάλωσα σεορφανοτροφείο. Ο καπετάνιος ξέρει.

Ο νέος είχε χάσει τους γονείς του και τα αδέρφια του σεναυάγιο και ήταν ο μόνος που επέζησε από αυτή τηντραγωδία. Τον είχαν βρει αναίσθητο σε μια βραχονησίδα τουΚρητικού πελάγους. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών και τόσοσοκαρισμένος, ώστε αρνιόταν να περιγράψει πώς βούλιαξε τοκαΐκι του πατέρα του με το οποίο είχαν βγει όλοι μαζί γιαψάρεμα. Μόνο τα ουρλιαχτά της μάνας του αντηχούσαν στααφτιά του, και μόλις συνήλθε και βρέθηκε σε ξένη αγκαλιά,τη μάνα του ζήτησε μ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα. Και δενέπαψε να κλαίει και να τη ζητάει για πολύ καιρό, μέχρι πουαντάμωσε με άλλα ορφανά σ’ ένα ίδρυμα στον Πειραιά όπουτον έστειλαν, αφού κανένας από τους συγγενείς του δεδεχόταν να τον αναλάβει. Έτσι, υποτάχτηκε στη μοίρα τουκαι στο ριζικό του.

Ο Νικολής ήταν ένα υπάκουο και καλόβολο παιδί και απόπολύ νωρίς έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Στογυμνάσιο, οι καθηγητές του είχαν να λένε για την ευστροφίακαι την επιμέλειά του. Οι επιδόσεις του ήταν άριστες σε όλατα μαθήματα, γι’ αυτό και τον προέτρεπαν να δώσει εξετάσειςστις λεγόμενες «πρώτες» σχολές. Θα μπορούσε να γίνειγιατρός, δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός και να σπουδάσειμε υποτροφία ακόμα και σ’ ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο του

Page 25: h Korh Ths 8alassas

εξωτερικού. Εκείνος, όμως, επέλεξε να γίνει ναυτικός. Τηθάλασσα, που του στέρησε το μητρικό χάδι από τότε πουένιωσε τον εαυτό του, πήρε όρκο να τη γνωρίσει καλά, να τηνκατακτήσει.

– Θα γίνω πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, είπε στουςκαθηγητές του κι έβαλε πρώτη επιλογή τη ΣχολήΕμποροπλοιάρχων στις Οινούσσες, που είχε ιδρυθεί το 1965,μαζί με τη Σχολή Μηχανικών της Χίου, χάρη στηνπρωτοβουλία και, προπαντός, τη γενναιοδωρία των ντόπιωνεφοπλιστών, οι οποίοι παρείχαν υποτροφίες στουςαριστούχους απόφοιτους και επαίνους με χρηματικά έπαθλα.

Αν και ο τόπος καταγωγής του Νικολή ήταν έναψαροχώρι της Κρήτης, προτίμησε να μην πάει στη σχολή τουνησιού του, καθώς δε διατηρούσε κανένα δεσμό με τηγενέτειρά του. Όσα χρόνια ήταν στο ορφανοτροφείο, ούτεένας από τους στενούς του συγγενείς –τα αδέρφια της μάναςτου και του πατέρα του– δεν πήγε να τον δει.

Όσο για τις Οινούσσες, το νησάκι κοντά στη Χίο,αποφάσισε να πάει εκεί μόνο και μόνο γιατί έτρεφε ιδιαίτερησυμπάθεια στους Χιώτες, μιας και οι δύο καλύτεροί του φίλοιστο ίδρυμα, ο Πέτρος και ο Μιχάλης, έτυχε να είναι Χιώτεςκαι είχαν μπέσα και φιλότιμο. Άλλωστε, κι εκείνοι ναυτικοί θαγίνονταν, οπότε κίνησαν όλοι μαζί.

Page 26: h Korh Ths 8alassas

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Νικολής αποφοίτησε μεάριστα και με το πέρας των σπουδών του βρέθηκε στο πρώτοτου μπάρκο, ως δόκιμος ανθυποπλοίαρχος, στο πλευρό τουκαπετάν Γιώργη, κερδίζοντας πολύ γρήγορα τη συμπάθειάτου. Κι έτσι το ένα έφερε το άλλο, και να τος τώρα ο φέρελπιςνέος υποψήφιος γαμπρός.

«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε από μέσα του ο καπετάνΓιώργης καμαρώνοντας αντίκρυ του τον Νικολή και τηΜυρτώ, που, όπως το φαντάστηκε, θα μπορούσαν να γίνουνπράγματι ζευγάρι ταιριαστό. Εκείνος, από τη μεριά του, είχεκάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τους σμίξει. Απόεκεί και πέρα, το λόγο είχαν οι καρδιές. Καθώς έπρεπε ναγνωριστούν καλύτερα για να υπάρξει αίσια έκβαση. Βέβαια, ηκαλή μέρα από το πρωί φαίνεται, όμως μια πίστωση χρόνουήταν απαραίτητη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. «Όλοι είμαστε καλοίμέχρι αποδείξεως του αντιθέτου», συλλογίστηκε και,πίνοντας τη μαστίχα που είχε στο ποτηράκι του λικέρ, τουήρθε μια γλυκιά ζάλη. Πριν αρχίσει να κουτουλάει, είπενυσταγμένα:

– Εμένα θα μου επιτρέψετε, να πάω να ρίξω έναν υπνάκογια λίγο.

– Κι εγώ να πηγαίνω, τότε, είπε ο Νικολής, κοιτάζονταςσυνεσταλμένα μια τον καπετάνιο και μια τη γυναίκα του.

Page 27: h Korh Ths 8alassas

– Όχι, μη βιάζεστε. Δεν υπάρχει λόγος να φύγετε απότώρα. Είναι ακόμα νωρίς, πετάχτηκε η κυρία Μαρκέλλα, γιατίείχε δει στα μάτια της κόρης της πόσο πολύ της άρεσε ηπαρέα του νέου, αλλά και πόσο γοητευμένος έδειχνε εκείνοςαπό την παρουσία της Μυρτώς. Έτσι αποσύρθηκε διακριτικάστην κουζίνα για να τους αφήσει μόνους να τα πουν. «Αχ,μακάρι να καταλήξουν σε γάμο γρήγορα, όσο ο Γιώργης είναιεδώ. Πριν φύγει για το καινούριο μπάρκο», σκέφτηκε καιάρχισε να κάνει όνειρα κιόλας για το πρώτο εγγόνι. Κορίτσι ήαγόρι, ούτε που την ένοιαζε. «Φτάνει, Αγία Μαρκέλλα μου,να ’ναι γερό παιδί», ευχήθηκε. «Τα ψάρια στο γιαλό, τοτηγάνι ετοιμάσαμε», συμπλήρωσε από μέσα της και γέλασεμε το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις της. Η επιθυμία τηςγια ένα εγγόνι ήταν τόσο μεγάλη, που ώρες ώρεςυπερέβαλλε. Έριχνε, όμως, και ένα δίκιο στον εαυτό της,καθώς η ίδια είχε προσπαθήσει πολύ για να αποκτήσει τημοναχοκόρη της. Κόντευε τα σαράντα όταν τη γέννησε, γι’αυτό και οι φαρμακόγλωσσες στο νησί την αποκαλούσανΣάρα, σαν τη γυναίκα του Αβραάμ, που έφερε στον κόσμο τογιο τους, Ισαάκ, σε μεγάλη ηλικία. Πού να ’ξεραν τον καημότης...

Και ο άντρας της, αυτός ο άγιος άνθρωπος, πουαγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά, ποτέ δεν την αποπήρε. Ποτέδεν της έριξε ευθύνη που δεν έμενε έγκυος. Ποτέ δε γύρισε νακοιτάξει άλλη γυναίκα στο νησί, που θα μπορούσε να τουδώσει ό,τι δε χαιρόταν από εκείνη. Έκανε υπομονή. Κι όταν

Page 28: h Korh Ths 8alassas

κόντευαν πια να εξαντληθούν τα κουράγια τους και οι ελπίδεςτους, επισκέφτηκε μαζί της ένα γνωστό μαιευτήρα στηνΑθήνα και, έπειτα από μια λεπτή γυναικολογική επέμβαση, ηκυρία Μαρκέλλα απόλαυσε τον πολυπόθητο καρπό τηςκοιλίας.

Η γέννηση της κόρης τους τον βρήκε τον καπετάν Γιώργηστην Ιαπωνία, καθώς πήγαινε να δέσει στο λιμάνι τηςΓιοκοχάμα. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, που έστησε στοκατάστρωμα πανηγύρι τρικούβερτο. Οι Ιάπωνες πράκτορεςπου ανέβηκαν στο καράβι για τις τυπικές διαδικασίες τηςφορτοεκφόρτωσης, τα ’χασαν. Οι άντρες του πληρώματος, μεούζο, χταπόδι και ψαρομεζέδες, βρίσκονταν στο τσακίρ κέφικαι τους υποδέχτηκαν μερακλωμένοι, με τα νησιώτικατραγούδια της πατρίδας να ακούγονται στη διαπασών απόένα μαγνητόφωνο: «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα», «Μες στουΑιγαίου τα νερά», και πάει λέγοντας. Κάποιος τους πρόσφερενα πιουν.

– Αριγκάτο! ευχαρίστησαν αυτοί.

– Στην υγειά σας! απάντησαν οι Έλληνες ναυτικοί και,κοιτάζοντας τον καπετάν Γιώργη, του ευχήθηκαν για μίαφορά ακόμα να του ζήσει η κόρη.

Και τι δε θα ’δινε εκείνος να έμπαινε σ’ ένα αεροπλάνο καινα πήγαινε ίσια στο νεογέννητο και στη λεχώνα γυναίκα του.

Page 29: h Korh Ths 8alassas

Τόσα όνειρα έκανε για την ευλογημένη αυτή στιγμή. Είχανγκριζάρει τα μαλλιά του μέχρι να γίνει πατέρας. Η λαχτάρατου να δει το παιδί του ήταν μεγάλη, όμως το καθήκον τονκαλούσε, κι έτσι έμεινε στο πλοίο και γιόρτασε με τοπλήρωμά του το χαρμόσυνο γεγονός.

Όταν ήρθε η ώρα να βγει και πάλι στη στεριά, η μονάκριβήτου είχε γίνει έξι μηνών και η γυναίκα του, με τη μικρή στηναγκαλιά, τον υποδέχτηκαν στο λιμάνι του Πειραιά. Έναδάκρυ χαράς κύλησε στα αργασμένα από την αλμύραμάγουλά του μόλις αντίκρισε την κόρη του, κι εκείνη, σαν νατον αναγνώρισε, του έσκασε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, πουτον έκανε να λιώσει.

– Παναγία μου, πόσο όμορφη είναι! είπε και, αφού πέρασεστο λαιμό της ένα χρυσό σταυρό κι ένα ματόχαντρο,ευχαρίστησε τη γυναίκα του για το ανεκτίμητο δώρο που τουχάρισε. Έπειτα κίνησαν για το σπίτι τους, να απολαύσουναπερίσπαστοι την ευτυχία τους.

Η μόνιμη κατοικία του καπετάν Γιώργη ήταν στη Χίο, λίγοέξω από τη Χώρα, όμως ύστερα από τόσα χρόνια στηθάλασσα είχε κατορθώσει με τις οικονομίες του να αγοράσεικαι ένα ρετιρέ στο Πασαλιμάνι, και ας μην τον ενδιέφερε ναμείνει σε αυτό ποτέ. Κυρίως το χρησιμοποιούσε η κυρίαΜαρκέλλα. Τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες πουλυσσομανούσαν οι βοριάδες στο νησί και με το σούρουπο

Page 30: h Korh Ths 8alassas

μόνο φαντάσματα κυκλοφορούσαν στους δρόμους, εκείνη,που δεν άντεχε την κλεισούρα, μετακόμιζε εκεί. Η θέα, από τημια, στους πολυσύχναστους δρόμους και, από την άλλη, στοΣαρωνικό και στο λιμάνι όπου ήταν αραγμένα τα πολυτελήκότερα, τη μάγευε. Με τις ώρες αγνάντευε τα πλοία πουπηγαινοέρχονταν στα νησιά κι έκανε όνειρα για την ώρα καιτη στιγμή που θα αντάμωνε και πάλι με τον άντρα της.

Εκείνος, το λίγο διάστημα που έμενε στη στεριά, δενάλλαζε τη διαμονή του στο νησί με κανένα άλλο μέρος τουκόσμου. Σχεδόν πάντα διάλεγε να ξαποσταίνει από ταμπάρκα τους ανοιξιάτικους μήνες, που κόπαζαν οι βοριάδεςκαι η φύση φορούσε τα γιορτινά της, ενώ ο αέραςμοσχοβολούσε θυμάρι και μαστίχα.

Ήταν παραμονές του Πάσχα όταν έφτασαν με τη μικρή στονησί.

– Μετά την Ανάσταση να τη βαφτίσουμε. Μυρτώ να τηνπούμε, όπως τη μάνα μου, είπε στη γυναίκα του ο καπετάνΓιώργης και κάλεσε από το Λονδίνο τον κουμπάρο τους, τονκαπετάν Πέτρο με το όνομα. Γνωρίζονταν οι δυο τους απόπαιδιά. Μάλιστα, τα πρώτα τους μπάρκα τα έκαναν μαζί.Όμως, αν κι είχαν ξεκινήσει και οι δύο με τις ίδιεςπροϋποθέσεις, ο ένας έφτασε να γίνει απλώς ένας καλόςκαπετάνιος και ο άλλος πλοιοκτήτης, μ’ έναν αξιοζήλευτοστόλο στην κατοχή του.

Page 31: h Korh Ths 8alassas

– Λίγοι άνθρωποι είναι γεννημένοι για μεγάλους στόχους.Οι μεγάλοι στόχοι χρειάζονται τεράστια προσπάθεια,αποθέματα ψυχής, επιμονή, υπομονή και γερό συκώτι, έλεγεο καπετάν Γιώργης και θαύμαζε το φίλο του, που είχε γίνεισπουδαίος και τρανός, ρισκάροντας, βέβαια, τα πάντα.Ακόμα και τη ζωή του.

– Είχε την εύνοια της τύχης, σχολίαζε η κυρία Μαρκέλλα.

– Έστω, όμως διέθετε και κότσια. Είχε τα κότσια να τηνπροκαλέσει. Ενώ εγώ ούτε που διανοήθηκα τότε, μετά τονπόλεμο, που ο κόσμος ακόμα πεινούσε, να ρίξω το μικρό μουκομπόδεμα στη θάλασσα. Φοβήθηκα να μη μείνω και πάλιστον άσο. Κακώς, πολύ κακώς, γιατί χωρίς ρίσκο δε γίνεταικαμία μεγάλη δουλειά. Αυτό, φυσικά, το συνειδητοποίησακατόπιν εορτής. «Κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο», λέει ηπαροιμία, κι έτσι έχασα την ευκαιρία με τα Λίμπερτι, που τηντσάκωσε ο Πέτρος και τόσοι άλλοι οι οποίοι ήταν διορατικοίκαι είδαν μπροστά.

»Αυτά τα Λίμπερτι που έριξαν οι Αμερικανοί στην αγοράήταν φτηνά, γιατί είχαν κατασκευαστεί με τη μέθοδο τηςηλεκτροσυγκόλλησης, που κόστιζε πολύ λιγότερο από τημέθοδο του καρφώματος που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότεγια τη σύνδεση των μεταλλικών ελασμάτων των σκαφών.

»Εγώ τα φοβήθηκα, καθώς στην αρχή αρκετά από αυτά

Page 32: h Korh Ths 8alassas

κόπηκαν στη μέση και χάθηκαν αύτανδρα στο βυθό τηςθάλασσας. Όμως πολύ γρήγορα η μέθοδος κατασκευής τουςβελτιώθηκε και η ναυτιλιακή επιτροπή της Αμερικήςαποφάσισε την πώλησή τους σε συμμαχικές χώρες, όπως ηΕλλάδα, ή σε μεμονωμένους εφοπλιστές με κρατική εγγύηση.Και καθώς η ελληνική ναυτιλία εκείνη την εποχή είχε ταχάλια της, αφού στη λαίλαπα του πολέμου χάθηκαν κοντάπεντακόσια ποντοπόρα φορτηγά καράβια και σώθηκαν μόνοκαμιά ενενηνταριά, η ελληνική κυβέρνηση, τον Απρίλη του1946, εγγυήθηκε την αγορά εκατό Λίμπερτι. Αυτή η αγοράήταν και ο θεμέλιος λίθος της μεταπολεμικής ελληνικήςναυτιλίας. Απέφερε εξαιρετικά κέρδη στους πλοιοκτήτες, γιατίτα σκάφη τα αγόρασαν σε πολύ χαμηλή τιμή, ενώ οι ναύλοιδιατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα.

»Λίγες μετοχές πρόλαβε και πήρε ο Πέτρος σ’ έναΛίμπερτι, και με αυτές αβγάτισε τα χρήματά του. Έτσι, μέσασε δύο χρόνια αξιώθηκε να αγοράσει το δικό του καράβι, καιμετά το ένα έφερε το άλλο, και ο Πέτρος έγινε αυτός που είναισήμερα.

»Όμως δεν τον πλάνεψε η επιτυχία, δεν του πήρε το χρήματα μυαλά. Δεν έγινε ο Πέτρος υπερόπτης και αλαζόνας, όπωςτόσοι άλλοι. Ο Πέτρος έμεινε απλός και ποτέ δεν ξέχασε απόπού ξεκίνησε, κατέληξε ο καπετάν Γιώργης καμαρώνονταςγια το φίλο του.

Page 33: h Korh Ths 8alassas

Τον πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο και του ζήτησε να έρθει στονησί να του βαφτίσει την κόρη. Τότε κι εκείνος, αν και ήταντόσο πολυάσχολος, καθώς τα μεγάλα καράβια έχουν καιμεγάλες φουρτούνες, κατά το κοινώς λεγόμενο, αποδέχτηκεμετά χαράς την πρόσκληση και η βάφτιση της Μυρτώςεξελίχτηκε σε κοσμικό γεγονός. Ένα σωρό καλεσμένοικατέφθασαν από την Αθήνα, τον Πειραιά και τα νησιά – ταΨαρά, τις Οινούσσες, τη Λέσβο, τη Σάμο, ακόμα και από τηΣύρο. Στη βασιλική του Αγίου Ισίδωρου, με τα αξιοθαύμασταψηφιδωτά που σώζονται από τη βυζαντινή περίοδο, τελέστηκετο Μυστήριο, και οι συριγμοί από τα κότερα αντηχούσαν σεόλο το νησί.

Ο καπετάν Πέτρος και η φαμίλια του ήταν ιδιαίτερααγαπητοί. Η γυναίκα του, η κυρία Ασπασία, υπήρξε δασκάλαστα νιάτα της, όπως και η κυρία Μαρκέλλα, και οι δυο τουςγνωρίζονταν από παλιά. Με τον καπετάν Πέτρο απέκτησανπέντε παιδιά: τέσσερις κόρες και ένα γιο. Μπορεί τα παιδιά ναζούσαν στο Λονδίνο λόγω της δουλειάς του πατέρα τους,όμως οι δεσμοί με τον τόπο καταγωγής τους ήταν αρραγείςκαι δεν έχαναν ευκαιρία να επισκέπτονται την Ελλάδα. ΗΕλλάδα σήμαινε γι’ αυτά διακοπές, ήλιο, θάλασσα,ξεγνοιασιά.

– Μακάρι να μέναμε για πάντα στο νησί, έλεγε τοστερνοπούλι της οικογένειας, ο Πάρης, που απολάμβανε τηναγάπη του κόσμου. Στη Χίο όλοι μάς χαιρετούν. Ενώ στο

Page 34: h Korh Ths 8alassas

Λονδίνο οι άνθρωποι είναι ψυχροί. Δεν το θέλω το Λονδίνο,φώναζε στη μαμά του όταν τέλειωναν οι διακοπές τους κιέπρεπε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Πλάνταζε, τότε,στο κλάμα και από τη στενοχώρια τού κοβόταν η όρεξη καιμέχρι να ξαναβρεί τον εαυτό του περνούσε καιρός.

Όταν άκουσε εκείνο το Πάσχα πως θα ταξίδευαν στηνΕλλάδα για τη βάφτιση της κόρης του καπετάν Γιώργη,πέταξε από τη χαρά του και ζήτησε από τον πατέρα του ναγίνει εκείνος νονός.

– Είσαι μικρός, δε γίνεται. Δεν αφήνει ο παπάς.

Ο παπάς, όμως, δεν είχε καμία αντίρρηση να συμμετέχεικαι ο Πάρης στο Μυστήριο, κι έτσι η Μυρτώ βαφτίστηκε καιαπό τον καπετάν Πέτρο και από το γιο του.

Όταν την παρέδωσαν μυρωμένη στη μητέρα της, «να είστεπάντα άξιοι» τους ευχήθηκαν όλοι και μετά «να ζήσει να τη

χαίρεστε» είπαν στους ευτυχείς γονείς. Στη συνέχεια, στο αρχοντικό του καπετάν Πέτρου, τίμησαν δεόντως

τους εκλεκτούς μεζέδες που είχαν ετοιμάσει οικαλύτερες μαγείρισσες του νησιού.

Νέες κοπέλες ντυμένες με τοπικές ενδυμασίεςχαιρετούσαν μικρούς και μεγάλους και κοίταζαν νααπασχολήσουν τα παιδιά με χορούς, τραγούδια και ομαδικά

Page 35: h Korh Ths 8alassas

παιχνίδια. Αφού τους μοίρασαν από ένα ροζ μπαλόνι, ταέβαλαν να φάνε τα κεφτεδάκια και τις πατάτες τους και τουςείπαν να αφήσουν ελεύθερα τα μπαλόνια.

Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και δεν ξέφυγε από τηνπροσοχή της νεοφώτιστης Μυρτώς, που τα έδειχνε με ταχεράκια της βγάζοντας χαρούμενες φωνούλες.

Κάποια στιγμή, οι γιαγιάδες πήραν για ύπνο τα παιδιά πουείχαν κουραστεί από την έξαψη της μέρας, και μόλις έπεσε τοσκοτάδι, η μουσική δυνάμωσε. Τότε, το γλέντι άναψε για τακαλά και οι καλεσμένοι το ’ριξαν στο χορό και το τραγούδι.

Ο καπετάν Πέτρος, μέσα σε όλα.

– Στην υγειά σου, κουμπάρε! του φώναζαν οι γλεντοκόποι.

– Σήμερα βαφτίσια έχουμε ή γάμο; αναρωτήθηκε η κυρίαΜαρκέλλα μπροστά σε τέτοιο ξεφάντωμα.

– Να ζήσει η Μυρτώ, να την καμαρώσετε και νυφούλα,ακούγονταν από παντού ευχές.

Η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε καθώς τα θυμήθηκε όλααυτά. «Θεέ μου, πότε πέρασαν τόσα χρόνια! Νομίζω πωςήταν χτες που βαφτίσαμε τη Μυρτώ, και κοίτα πώς μεγάλωσεκι έγινε κοτζάμ κοπέλα και ο πατέρας της της έφερε καιπροξενιό. Για φαντάσου, μου φαίνεται απίστευτο...»

Page 36: h Korh Ths 8alassas

σκέφτηκε, κοιτάζοντας στα κλεφτά από τη μισάνοιχτη πόρτατης κουζίνας την κόρη της να χαριεντίζεται στο σαλόνι με τονυποψήφιο γαμπρό, το λεβεντόπαιδο τον Νικολή. «Μακάρι ναείναι πράγματι ο άντρας της ζωής της και να πάνε όλα κατ’ευχήν».

Page 37: h Korh Ths 8alassas

2 Στη φοιτητική κοινότητα

ΟΠΩΣ ΦΑΝΗΚΕ από εκείνη την πρώτη συνάντηση, οΝικολής με τη Μυρτώ ήταν γραφτό να γίνουν ζευγάρι. Αφούμε την πρώτη ματιά οι καρδιές τους χτύπησαν στον ίδιορυθμό, δεν είχαν νόημα οι καθυστερήσεις. Αυτά αποφάσισαναναμεταξύ τους, συνεπαρμένοι από το πρωτόγνωρο ερωτικόσκίρτημα, και πάνω στο μήνα ανακοίνωσαν και τουςαρραβώνες τους.

Σε στενό οικογενειακό κύκλο, χωρίς ιδιαίτερηεπισημότητα, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, άλλαξαντα δαχτυλίδια, αλλά δεν όρισαν ακριβή ημερομηνία για τογάμο τους.

Μόλις μπήκε το καλοκαίρι, ο καπετάν Γιώργης, που τόσαχρόνια είχε φάει την αλμύρα με το κουτάλι, έφυγε για τοτελευταίο του μπάρκο προς τη Νότια Αμερική, ενώ οΝικολής, αν και επιθυμούσε διακαώς να τον ακολουθήσει,ήταν υποχρεωμένος να παραμείνει για να παρουσιαστεί σταόπλα. Να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικόσε μια εποχή όπου ο λαός ασφυκτιούσε κάτω από τη χούντατων συνταγματαρχών και το ναυτικό ήταν καζάνι που έβραζε.

Page 38: h Korh Ths 8alassas

Οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόρασηυφίσταντο λογοκρισία και η μόνη πηγή αξιόπιστηςπληροφόρησης για τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα ήτανοι ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutsche Welle.

Ο Νικολής παρουσιάστηκε στο ναυτικό τέλη Ιούνη του1973, ένα μήνα ακριβώς μετά την αποχώρηση του πολεμικούπλοίου «Βέλος» από την άσκηση του ΝΑΤΟ και τονκατάπλου του στην Ιταλία, όπου το πλήρωμά του ζήτησεπολιτικό άσυλο. Η ανταρσία αυτή κυριάρχησε για πολλέςμέρες στη διεθνή ειδησεογραφία. Οι ξένοι ραδιοφωνικοίσταθμοί την πρόβαλλαν έντονα, ξεσηκώνοντας ταδημοκρατικά φρονήματα των Ελλήνων απανταχού της Γης.

– Μπράβο, παιδιά! Επιτέλους, κάντε κάτι. Δεν πάει άλλο.Αρκετά μας κάθισαν στο σβέρκο με το έτσι θέλω οικαραβανάδες, οι κολονέλοι, έλεγε ο Νικολής με τονενθουσιασμό της νιότης του, και η Μυρτώ, που είχε μάθειαπό μικρή να ζυγιάζει τις κουβέντες της, σκιαζόταν που τονάκουγε.

– Και οι τοίχοι έχουν αφτιά. Πάψε, μη μιλάς. Ποτέ δενξέρεις ποιος είναι δίπλα σου. Στο στρατό πας για ναυπηρετήσεις τη θητεία σου και να ξεμπερδεύεις. Άσε τα λόγιακαι τις παλικαριές. Οι μέρες είναι πονηρές.

Μόλις το προηγούμενο βράδυ, από το σταθμό της

Page 39: h Korh Ths 8alassas

Deutsche Welle είχε μεταδοθεί η είδηση πως ένα καλάοργανωμένο κίνημα στο ναυτικό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέγιατί προδόθηκε. Ακολούθησαν συλλήψεις τωνεμπλεκόμενων αξιωματικών.

– Σε παρακαλώ, αγάπη μου, κράτα το στόμα σου κλειστό,είπε ψιθυριστά η Μυρτώ στον αρραβωνιαστικό της τη στιγμήτου αποχαιρετισμού, κι εκείνος, που σε όλη του τη ζωή δενείχε κανέναν να τον νοιάζεται και να χολοσκάει, χαμογέλασε.

– Πόσο λίγο με ξέρεις! μουρμούρισε, αγκαλιάζοντάς τη μετο γλυκό, ζεστό του βλέμμα, και πρόσθεσε δίνοντάς της έναφιλί: Δεν έχω ανάγκη εγώ. Μη με φοβάσαι. Εσύ να προσέχειςτον εαυτό σου και να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και σε δύο χρόνιαθα γυρίσω να σε παντρευτώ.

Έπειτα, με το σάκο στον ώμο, ανέβηκε ο Νικολής στοπλοίο, και όταν η Μυρτώ τον έχασε από τα μάτια τηςβούρκωσε. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, η ψυχή της ήτανσφιγμένη σαν κουβάρι. Μόλις τον γνώρισε, μόλις χτύπησε ηκαρδιά της για εκείνον, δεν πρόλαβε να τον χαρεί καιδοκίμασε την πίκρα του αποχωρισμού. Τότε κατάλαβε τονπόνο της μάνας της. Κάθε φορά που ο πατέρας τηςμπάρκαρε, η κυρία Μαρκέλλα κλεινόταν στον εαυτό της καιγια μία εβδομάδα, τουλάχιστον, δεν ήθελε να δει άνθρωπο.Με το που συνήθιζε να ζει με τον άντρα της, να τον έχει πλάιτης, να νιώθει την ανάσα του στο προσκεφάλι της και το χάδι

Page 40: h Korh Ths 8alassas

του στο κορμί της, ήταν αναγκασμένη να τον αποχαιρετήσειπάλι. Κι αυτό, τόσα χρόνια παντρεμένοι, δεν μπόρεσε ποτέ νατο συνηθίσει. Να υπήρχε κάποιος τρόπος να πάει μαζί του...

Τα τελευταία χρόνια, οι σύζυγοι των αξιωματικών τουεμπορικού ναυτικού, με την άδεια του πλοιοκτήτη,μπορούσαν να ταξιδεύουν, έστω για λίγες μέρες, με τουςάντρες τους. Εκείνη, όμως, ούτε που τολμούσε να προτείνειστον Γιώργη κάτι τέτοιο, γιατί σκεφτόταν τη Μυρτώ. Οι άλλεςγυναίκες είχαν μεγάλα παιδιά, αποκαταστημένα, ή υπήρχανπαππούδες και γιαγιάδες που έμεναν στο σπίτι και ταπρόσεχαν. Η κυρία Μαρκέλλα δεν είχε κανέναν. Χώρια τουότι δεν ήθελε να αποχωριστεί ούτε στιγμή τη Μυρτώ όσοήταν μικρή και, από την ώρα που έκανε τα πρώτα της βήματα,την ακολουθούσε καταπόδας.

Ως δασκάλα που ήταν, της έμαθε τα πρώτα της γράμματακαι τη συνόδευε παντού, μέχρι που έφτασε η Μυρτώ στηνεφηβεία και άρχισε να αντιδρά και να νευριάζει με τηνεπιτήρηση της μητέρας της. Αυτός ήταν και ένας λόγος πουμήνυσε η κυρία Μαρκέλλα στον άντρα της να κοιτάξει να βρειγαμπρό για την κόρη τους πριν πάρουν τα μυαλά της αέρα καιδε μαζεύεται με τίποτα. «Ευτυχώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν, οέρωτας έκανε το θαύμα του», συλλογιζόταν χαρούμενη, όμωςόταν είδε εκείνο το απόγευμα την κόρη της κλαμένη,κατάλαβε ότι της είχε στρώσει μια ζωή γεμάτηαποχωρισμούς, όπως τους ζούσε και η ίδια.

Page 41: h Korh Ths 8alassas

– Πάει, έφυγε, ψέλλισε η Μυρτώ και, γέρνοντας στηναγκαλιά της μάνας της, ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάμα.

– Είναι γρουσουζιά να κλαις πίσω από την πλάτη τουανθρώπου που αγαπάς. Όσο και να σε πονάει οαποχωρισμός, πρέπει να τον συνηθίσεις και να εύχεσαι ναείναι ο άνθρωπός σου καλά. Τώρα έφυγε για να υπηρετήσειτην πατρίδα, αύριο θα φεύγει λόγω της δουλειάς του. Γιαόνομα του Θεού, Μυρτώ, μην κάνεις σαν μωρό. Ξέρω, είναισκληρό, όμως θα κάνεις πέτρα την καρδιά σου και θα τοαντέξεις, όπως το άντεξα κι εγώ και τόσες άλλες γυναίκεςπου βρέθηκαν στην ίδια θέση. Κάθε αρχή και δύσκολη, δελέω, όμως θα συνηθίσεις, και όσο πιο πολύ σου λείπει οάντρας σου τόσο περισσότερο θα απολαμβάνεις τη στιγμήπου θα σμίγετε ξανά έπειτα από καιρό. Θα τον περιμένεις μελαχτάρα και θα νιώθεις τόσο έντονα συναισθήματα, σαν νατον ερωτεύεσαι πάλι από την αρχή. Κάθε μέρα μαζί του θαείναι γιορτή, που θα διακόπτεται από το νέο του μπάρκο καιθα ξαναρχίζει πάλι με την επιστροφή του.

Όσο και να προσπαθούσε, όμως, η κυρία Μαρκέλλα ναωραιοποιήσει την κατάσταση για να παρηγορήσει την κόρητης, δεν τα κατάφερνε. Αφότου η Μυρτώ αποχαιρέτησε τονΝικολή, κυκλοφορούσε μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα, ενώ τημελέτη της για τις εισαγωγικές εξετάσεις την είχεπαραμελήσει τελείως. Ανόρεχτα άνοιγε τα βιβλία και ο νουςτης ταξίδευε σ’ εκείνον. Η μητέρα της, που παρακολουθούσε

Page 42: h Korh Ths 8alassas

τα φερσίματά της, απορούσε: «Τι σου είναι ο έρωτας! Γιαπότε δυο άγνωστους τους κάνει ένα».

Όταν η κόρη της έλαβε γράμμα από τον αρραβωνιαστικότης, ένιωσε εξίσου μεγάλη χαρά μ’ εκείνη. «Σ’ έχω πεθυμήσειπολύ. Θα έρθω το Δεκαπενταύγουστο με μια σαρανταοκτάωρηάδεια», έγραφε ο Νικολής, και το χειλάκι της Μυρτώς γέλασεξανά και άρχισε να κάνει όνειρα για τη στιγμή τηςαντάμωσης.

Η κυρία Μαρκέλλα σκέφτηκε να ετοιμάσουν ένα δωμάτιογια να τον φιλοξενήσουν. Όμως αυτή η σκέψη της ήταν πολύπροχωρημένη για την εποχή. Από τη στιγμή που ο καπετάνΓιώργης έλειπε, δεν ήταν σωστό η σύζυγος και η κόρη του,δύο γυναίκες μόνες, να κοιμίσουν στο σπίτι τους τον Νικολή.Θα τις έπιαναν στο στόμα τους οι κουτσομπόλες τηςγειτονιάς και θα τις έκαναν βούκινο. Άλλο μνηστήρας καιάλλο σύζυγος. Έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα, νατηρήσουν τους άγραφους νόμους της μικρής τους κοινωνίαςκαι να σεβαστούν τις παραδόσεις και τις αρχές περί ηθικής. Οκαπετάν Γιώργης περπατούσε με το κεφάλι ψηλά στο νησί.

Έτσι, λοιπόν, νοίκιασαν ένα δωμάτιο για τον Νικολή σεένα ξενοδοχείο κοντά τους, και όταν ήρθε η πολυπόθητηστιγμή της αντάμωσης, μάνα και κόρη τον υποδέχτηκαν στολιμάνι και, μετά τους εναγκαλισμούς, τον πήραν στο σπίτι γιαφαγητό. Στη συνέχεια, πολύ διακριτικά, η κυρία Μαρκέλλα

Page 43: h Korh Ths 8alassas

προφασίστηκε πως έπρεπε να πάει στην εκκλησία για τονεσπερινό και άφησε το ζευγάρι να χαρεί τον έρωτά του. Ωςσύγχρονη γυναίκα που ήταν, καταλάβαινε απόλυτα τιςανάγκες και τις επιθυμίες των δύο νέων.

Εκείνοι, μόλις έμειναν επιτέλους μόνοι, αγκαλιάστηκαν μελαχτάρα και αφέθηκαν ελεύθεροι να απολαύσουν αυτές τιςστιγμές.

– Πόσο πολύ μου έλειψες! ψέλλισε η Μυρτώ, και οΝικολής τής έκλεισε το στόμα μ’ ένα τόσο παθιασμένο φιλί,που εκείνη έχασε τον κόσμο.

– Αγάπη μου, ήρθες για να δώσεις άλλο νόημα στη ζωήμου. Ήρθες για να στολίσεις τα όνειρά μου.

– Σ’ αγαπώ, είπαν και οι δύο και υπέκυψαν στο κάλεσματης φύσης.

Όταν επέστρεψε η κυρία Μαρκέλλα από την εκκλησία, δεντόλμησε να βάλει το κλειδί στην πόρτα. Ξεροβήχοντας,χάιδεψε το σκυλί τους που έτρεξε γαβγίζοντας να τριφτεί σταπόδια της και μετά, αφού έδωσε λίγο χρόνο ακόμα στουςμνηστευμένους για να πάρουν τη σωστή τους θέση στοσαλόνι, χτύπησε το κουδούνι. Ο Νικολής και η Μυρτώ,ξαναμμένοι, τη χαιρέτησαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο καιμελιστάλαχτες φωνές, που αντήχησαν στα αφτιά της σαν

Page 44: h Korh Ths 8alassas

ερωτική μελωδία. Η ευτυχία ξεχείλιζε από το είναι τους κιέκανε τα πρόσωπά τους να λάμπουν. «Θεέ μου, τι ομορφιά!»σκέφτηκε η κυρία Μαρκέλλα, νιώθοντας ευφορία με τηνεικόνα των δύο νέων.

Έμειναν για λίγο όλοι σιωπηλοί, να κοιτάζονται στα μάτιακαι να μοιράζονται αμίλητοι τα ωραία συναισθήματα πουείχαν στην ψυχή τους.

– Είναι αργά, πρέπει να πηγαίνω, είπε τότε ανόρεχτα οΝικολής και, αφού αποχαιρέτησε με μια ζεστή χειραψία τηνκυρία Μαρκέλλα, φίλησε τη μνηστή του στο μάγουλο.Εκείνη, που δεν ήθελε να τον αποχωριστεί, αυθόρμητασφίχτηκε στην αγκαλιά του και άθελά της τον έκανε να νιώσειάβολα κάτω από το βλέμμα της μητέρας της και νατραβηχτεί απότομα.

Η κυρία Μαρκέλλα, υπομειδιώντας, έφυγε βιαστικά απότο σαλόνι.

Την άλλη μέρα το πρωί που γιόρταζε η Μεγαλόχαρη, πήγεστην εκκλησία να μεταλάβει παρέα με την κόρη της και τομέλλοντα γαμπρό της. Αυτή ήταν και η πρώτη επίσημηεμφάνιση του Νικολή στο πλευρό της Μυρτώς, και όλοι οιγείτονες, οι γνωστοί και οι φίλοι, όταν τον είδαν από κοντά,εντυπωσιάστηκαν από τη λεβεντιά και το παράστημά του.

Page 45: h Korh Ths 8alassas

– Να ζήσουν, η ώρα η καλή, ευχήθηκαν άλλοι με τηνκαρδιά τους και άλλοι με μια κρυφή ζήλια, και η κυρίαΜαρκέλλα, για να ξορκίσει το κακό μάτι –γιατί μπορεί να είχεπροοδευτικές ιδέες, αλλά έπαιρνε και τα μέτρα της–, μόλιςεπέστρεψαν στο σπίτι, άναψε δυο καρβουνάκια στο θυμιατόκαι λιβάνισε.

Δύο μέρες πέρασαν μαζί η Μυρτώ και ο Νικολής, και ήταναρκετές για να αλλάξει η διάθεσή της και να ξαναγίνει καιπάλι το χαμογελαστό κορίτσι.

Εκείνος, μετά το πέρας της βασικής του εκπαίδευσης,αποσπάστηκε σε μια φρεγάτα που έκανε περιπολίες στοΑιγαίο. Μόλις έπιανε λιμάνι, έσπευδε να τηλεφωνήσει στηναγαπημένη του, να της πει με δυο λέξεις τα νέα του, ναακούσει τα δικά της και να την αποχαιρετήσει με τη φράσηπου την ανέβαζε στα ουράνια:

– Σ’ αγαπώ. Είσαι ό,τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμοαυτό.

Η Μυρτώ δεν μπορούσε να μαζέψει τα μυαλά της. Σαναλλοπαρμένη πλησίαζε στο παράθυρο και, ατενίζοντας τηθάλασσα, άφηνε τη σκέψη της να περιπλανηθεί στο χρόνο –στο χτες, στο σήμερα, στο αύριο. Τότε αγκάλιαζε νοερά τοναγαπημένο της κι έκανε όνειρα για το μέλλον τους, μέχρι πουη νύχτα κατέβαινε ακροπατώντας από τα αντικρινά βουνά της

Page 46: h Korh Ths 8alassas

Μικράς Ασίας. Μόλις άναβαν τα αστέρια στο στερέωμα καιτα φώτα στα σπίτια, σφάλιζε το παραθύρι της και μ’ ένα βαθύαναστεναγμό άνοιγε τα βιβλία της και προσπαθούσε νασυγκεντρωθεί στη μελέτη της.

Έτσι κύλησε το καλοκαίρι και στα μέσα Σεπτέμβρη, αν καιδεν ήταν καλά προετοιμασμένη, καθώς ο έρωτας την είχεξελογιάσει, έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις και –ω τουθαύματος!– πέρασε στη σχολή της προτίμησής της, τηΜαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία.

– Φέτος είναι η χρονιά σου, της είπε περιχαρής η μητέρατης, ενώ ο πατέρας της της τηλεφώνησε από τη ΝότιαΑμερική για να της πει πόσο πολύ περήφανος ήταν γιαεκείνη.

Ο μνηστήρας της, με τη σειρά του, χάρηκε για την επιτυχίατης και κανόνισαν να τη γιορτάσουν στην επόμενη άδειά του.Όμως, όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα, αυτή η άδεια θααργούσε πολύ να του δοθεί, καθότι ακολούθησε η εξέγερσητων φοιτητών του Πολυτεχνείου και η βίαιη καταστολή τηςαπό τη χούντα, που έθεσε στη συνέχεια σε επιφυλακή τιςένοπλες δυνάμεις της χώρας.

Ο Νικολής, όπως και όλοι οι στρατευμένοι, μάθαιναν τανέα από τα επίσημα μέσα ενημέρωσης, καθώς οι σταθμοί τουBBC και της Deutsche Welle σιωπούσαν στους στρατώνες.

Page 47: h Korh Ths 8alassas

«Εγενικεύθη ο σάλος εις την ανωτάτην παιδείαν. Για τρίτημέρα το Πολυτεχνείο κατέχεται από σπουδαστάς», έγραφαντα πρωτοσέλιδα του ημερήσιου Τύπου, και ο Νικολής από τημια χαιρόταν για το σθένος των φοιτητών που είχαν ορθώσειτο ανάστημά τους μπροστά στα τανκς και από την άλληκάπου μέσα του ανησυχούσε για την τύχη της αγαπημένηςτου. Το τηλέφωνό της στο σπίτι της στον Πειραιά βούιζεσυνέχεια σαν να ήταν κατειλημμένο. Από τις 13 Νοεμβρίουείχε να μιλήσει μαζί της.

– Συνήθισα να πηγαινοέρχομαι με τον ηλεκτρικό από τονΠειραιά στην Αθήνα, του είχε πει. Όλη αυτή η κίνηση, μετάτην απόλυτη ησυχία της Χίου, μου φαίνεται παράξενη, όμωςμου αρέσει. Μου δίνει ζωντάνια, καθώς η σχολή μουβρίσκεται στο κέντρο, στο Κολωνάκι.

Η Μυρτώ πρώτη φορά ξεμύτιζε από την αγκαλιά τηςμάνας της και τα βήματά της στους δρόμους τηςπρωτεύουσας ήταν διστακτικά, όμως γρήγορα ξεθάρρεψε καιάρχισε να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Τοκαλομαθημένο άβγαλτο κορίτσι του νησιού ανήκε πλέον στηφοιτητική κοινότητα. Και με περίσσιο ενθουσιασμόπαρακολουθούσε από κοντά την εξέγερση των φοιτητών τουΠολυτεχνείου. Νιώθοντας απεριόριστο θαυμασμό για τοθάρρος και την τόλμη τους, τους αγκάλιασε με τη σκέψη τηςσαν σύγχρονους ήρωες και μαζί με πλήθος κόσμου έσπευσεπρος συμπαράσταση. «Χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν γύρω

Page 48: h Korh Ths 8alassas

από το Μετσόβιο. Και στην Πάτρα 800 φοιτητές κλείστηκανστο Πανεπιστήμιο. Όλα δείχνουν πως τρίζουν τα θεμέλια τηςχούντας των συνταγματαρχών», ανακοίνωσε το ελληνόφωνοπρόγραμμα του BBC, και οι πιο πολλοί Έλληνες που τοάκουσαν έκαναν το σταυρό τους, λέγοντας «αμήν και πότε».

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ηχούντα, προκειμένου να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικήςζωής του τόπου ευθύς εξαρχής, απαγόρευσε τις φοιτητικέςεκλογές και επέβαλε στους συλλόγους της ΕθνικήςΦοιτητικής Ένωσης Ελλάδας (ΕΦΕΕ) μη εκλεγμένουςαρχηγούς. Τους φοιτητές που τολμούσαν να σηκώσουνκεφάλι τούς αποκαλούσαν «αντιδραστικούς» και τουςστρατολογούσαν υποχρεωτικά, αναγκάζοντάς τους ναπαρατήσουν τις σπουδές τους στη μέση.

Η Μυρτώ, που ζούσε στο γυάλινο κόσμο της μέχρι πρινλίγο καιρό, δεν είχε ιδέα για όλα αυτά που συνέβαιναν, κι έτσιόπως εξελίχτηκαν τα πράγματα τα έμαθε μαζεμένα και τηςήρθε ταμπλάς.

– Η πρώτη φοιτητική εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίοντης χούντας έγινε φέτος το Φλεβάρη. Πού ζεις; Είναι δυνατόνα μην άκουσες τίποτα; της είπε μια φοιτήτρια της Νομικής,που μπήκε στον κόπο να της ανοίξει τα μάτια.

– Φυσικά και γνωρίζω για την κατάληψη της Νομικής,

Page 49: h Korh Ths 8alassas

όπως όλο το πανελλήνιο, όμως λίγοι είναι εκείνοι πουξέρουν τις λεπτομέρειες.

– Άκου, λοιπόν, μικρή, για να μάθεις. Το χειμώνα πουπέρασε, κάναμε κατάληψη στο κτίριο της Νομικής, ζητώνταςτην ανάκληση του χουντικού νόμου που επέβαλε τηνυποχρεωτική στράτευση των φοιτητών. Εκείνο το μήνα είχανστρατολογηθεί 88 συμφοιτητές μας. Έτσι, όλοι μαζίορκιστήκαμε στο όνομα της ελευθερίας να αγωνιστούμε μέχριτέλους για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών μαςελευθεριών και του πανεπιστημιακού ασύλου.

Η Μυρτώ, που κρεμόταν από τα χείλη της, τη ρώτησεγεμάτη περιέργεια:

– Και, τελικά, τι έγινε;

– Οι δικτάτορες, για πρώτη φορά καθώς φάνηκε,αποφάσισαν να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους. Η φωνήμας εισακούστηκε. Η αστυνομία, αν και θα μπορούσε να μαςρίξει στο ψαχνό, το μόνο που έκανε ήταν να συλλάβεικάποιους φοιτητές που διαμαρτύρονταν στους δρόμους γύρωαπό το Πανεπιστήμιο, χωρίς να τολμήσει να παραβιάσει τοπανεπιστημιακό άσυλο.

– Πάλι καλά.

– Έτσι, το φοιτητικό κίνημα πήρε τα πάνω του. Η

Page 50: h Korh Ths 8alassas

κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη ήταν, να ξέρεις, οπροάγγελος της σημερινής εξέγερσης του Πολυτεχνείου,κατέληξε η κοπέλα και μαζί με τη Μυρτώ ανακατεύτηκαν μετο πλήθος που συνωστιζόταν στους δρόμους. Ήταν 16Νοέμβρη και οι φοιτητές του Πολυτεχνείου είχαν αποφασίσειαπό την προπροηγούμενη μέρα να κάνουν αποχή από ταμαθήματά τους και δυναμικές κινητοποιήσεις κατά τηςχούντας. Κλεισμένοι στο κτίριο, ξεκίνησαν τη λειτουργία τουανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού τους. «ΕδώΠολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Λαέ της Ελλάδας, σαςομιλούν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι φοιτητές. ΤοΠολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνασας, του κοινού μας αγώνα κατά της δικτατορίας και υπέρτης δημοκρατίας».

– Μπράβο, παιδιά! φώναζε το πλήθος απέξω, και τότεισχυρές αστυνομικές δυνάμεις με κλομπ, δακρυγόνα καισφαίρες ντουμ ντουμ επιτέθηκαν εναντίον του για να τοδιαλύσουν.

Η Μυρτώ, φεύγοντας από τις αναταραχές, γύρισε κάποιαστιγμή αναψοκοκκινισμένη στο σπίτι της στον Πειραιά, και ημάνα της, που κόντευε να πεθάνει από την αγωνία, μόλις τηνείδε μπροστά της σταυροκοπήθηκε.

– Δόξα τω Θεώ, είπε και, αφού διαπίστωσε πως η κόρητης ήταν καλά, της έστησε τρικούβερτο καβγά: Τι χάλια είναι

Page 51: h Korh Ths 8alassas

αυτά; Πού γυρνάς; Δεν ντρέπεσαι; Δε σε αναγνωρίζω.Ξεμυαλίστηκες με τις καινούριες παρέες σου και ξέχασες πωςέχεις μια μάνα που σε περιμένει στο σπίτι κι έναναρραβωνιαστικό που έσπασε τα τηλέφωνα όλη μέρα.

– Πήρε ο Νικολής; Μα το τηλέφωνο ήταν εκτόςλειτουργίας, μουρμούρισε η Μυρτώ και ρώτησε αμέσωςαναστατωμένη: Τι κάνει; Τι σου είπε;

– Ανησυχεί για εσένα. Οι μέρες είναι πονηρές. Καίγεται ηΑθήνα. Αυτά τα παλιόπαιδα στο Πολυτεχνείο θα φέρουνμεγάλη συμφορά.

– Έχεις μεσάνυχτα, μαμά, απάντησε απότομα η Μυρτώ,και η κυρία Μαρκέλλα εξεμάνη.

– Σε ποιον μιλάς έτσι; Αυτή την ανατροφή σού έδωσα;Έχασες κάθε σεβασμό.

– Πάρ’ το απόφαση. Δεν είμαι πια κοριτσάκι να έρχομαιγύρω από τα φουστάνια σου. Μεγάλωσα. Δεν μπορείς πλέοννα με σέρνεις από τη μύτη. Έχω τη δική μου γνώμη για όλαόσα γίνονται γύρω μου. Και, σε παρακαλώ, να προσέχεις ταλόγια σου. Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, αυτή τη στιγμή,δίνουν τον αγώνα τους για την ελευθερία και τη δημοκρατία,όλος ο κόσμος είναι στο πλευρό τους. Απορώ μ’ εσένα,μαμά. Πώς μπόρεσες να τους κατηγορήσεις, πώς μπόρεσες...

Page 52: h Korh Ths 8alassas

– Αχ, κόρη μου, δεν τους κατηγορώ. Έχουν δει τα μάτιαμου πολλά και φοβάμαι. Τι μπορούν να κάνουν μια χούφταπαιδιά; Οι δικτάτορες είναι παντοδύναμοι, έχουν το στρατόμε το μέρος τους. Δεν πρόκειται να παρατήσουν έτσι εύκολατην εξουσία. Μόλις δουν τα σκούρα, θα κατεβάσουν τοστρατό στην Αθήνα, και όποιον πάρει ο Χάρος. Θα κλάψουνμανούλες!

– Ηττοπάθειες. Αν όλοι σκέφτονταν έτσι, αλίμονό μας. Οιαγώνες δεν κερδίζονται από τους βολεμένους σαν εσένα,μαμά, που παρακολουθούν τις εξελίξεις από τον καναπέ τουσπιτιού τους. Οι αγώνες απαιτούν θυσίες, ψυχική αντοχή,αυτοπεποίθηση, κουράγιο, αυταπάρνηση. «Για τα δέντρα πουθέλουν να φτάσουν σε περήφανα ύψη είναι απαραίτητη ηκαταιγίδα», λέει ο Νίτσε.

Η κυρία Μαρκέλλα συνοφρυώθηκε. Γνώριζε πολύ καλάπως η κόρη της μιλούσε λογικά, όμως ο φόβος της μηνμπλεχτεί σε καμιά φοιτητική συμπλοκή με την αστυνομία τηνέκανε να κωφεύει.

– Εγώ για εσένα νοιάζομαι. Για να μην κακοπάθεις,τόλμησε μόνο να πει, και η Μυρτώ ίσα που δεν της όρμησε.

– Δε με γέννησες για να με κλείσεις σαν το χρυσόψαρο στηγυάλα. Άσε με να ζήσω τη ζωή μου. Να κάνω τον κύκλο μου,όπως εγώ θέλω, και όχι όπως επιθυμείς εσύ. Εσύ κοίτα τον

Page 53: h Korh Ths 8alassas

εαυτό σου. Αρκετά ασχολήθηκες μαζί μου. Με μεγάλωσες,με ανάθρεψες με καλές αρχές, τώρα ήρθε η ώρα να πετάξω μετα δικά μου φτερά. Μην μπαίνεις εμπόδιο στις αποφάσειςμου και στις επιλογές μου. Θα με βρεις αντιμέτωπη. Η ευθύνητων πράξεών μου ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα.

– Δεν αντιλέγω, όμως άκουσέ με. Kάτι ξέρω περισσότερο.Κι εγώ από τα λάθη μου έμαθα και θέλω να σε προλάβω ναμην κάνεις τα ίδια.

– Ό,τι και να πεις, δεν πρόκειται να σε ακούσω, μαμά.Μιλάς με τη γλώσσα της γενιάς σου και κοιτάζεις πίσω.Όποιος, όμως, κοιτάζει πίσω δεν μπορεί ποτέ να πάειμπροστά.

– Ποιος σου τα ’μαθε αυτά;

– Οπωσδήποτε δεν τα άκουσα στη γειτονιά. Κάπου ταδιάβασα, απάντησε η Μυρτώ σε έντονο ύφος και για νασταματήσει αυτό τον εκνευριστικό διάλογο με τη μητέρα της,που δεν έβγαζε πουθενά, άνοιξε το ραδιόφωνο καιπροσπάθησε να πιάσει το σταθμό του Πολυτεχνείου.Ακούγοντας τα μηνύματα, αναρίγησε.

Η κυρία Μαρκέλλα, που είχε σταθεί δίπλα της,συνειδητοποίησε ξαφνικά τον ηρωικό αγώνα των φοιτητών,κοκάλωσε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μάνα και κόρη,

Page 54: h Korh Ths 8alassas

όπως και τόσες άλλες ελληνικές οικογένειες, έμεινανξάγρυπνες τη νύχτα εκείνη. Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, ηχούντα έδωσε εντολή στο στρατό να επέμβει και, όταν ένααπό τα τρία τανκς που είχαν παραταχθεί έξω από τοΠολυτεχνείο γκρέμισε την κεντρική πύλη, τότε ακούστηκαναπό το ραδιοφωνικό σταθμό οι εκκλήσεις των φοιτητώνπρος τους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές τωνανωτέρων τους και να γίνουν ένα μαζί τους. Την ίδια στιγμή,ο εκφωνητής απήγγειλε τον εθνικό ύμνο και απότομα έπεσεσιγή.

Η Μυρτώ κοίταξε τη μάνα της αλαφιασμένη και στοβλέμμα της διάβασε τις σκέψεις που έκανε και η ίδια.Ανάθεμα σε αυτούς που είχαν αποφασίσει να πνίξουν τηνεξέγερση των φοιτητών στο αίμα.

Την άλλη μέρα έμαθαν πως, την ώρα που έπεσε ηκεντρική πύλη, παρέσυρε μια κοπέλα που ήτανσκαρφαλωμένη στα κάγκελα και κρατούσε στα χέρια της τηνελληνική σημαία. Επικράτησε σύγχυση και πανικός, καθώςδυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού μπήκαν στοΠολυτεχνείο και οι φοιτητές έφευγαν για να γλιτώσουν. Τουςκυνηγούσαν, και κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στις γειτονικέςπολυκατοικίες, ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Στο μεταξύέπεφταν πυροβολισμοί και πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν.Τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν τα αιματηράγεγονότα του Πολυτεχνείου κάνοντας λόγο για 34 νεκρούς

Page 55: h Korh Ths 8alassas

και χιλιάδες τραυματίες. Ο δικτάτορας ΓεώργιοςΠαπαδόπουλος κήρυξε για μία φορά ακόμα στρατιωτικόνόμο.

– Αυτός πήρε πολύ σοβαρά το ρόλο του, σχολίασε ηΜυρτώ και χαμογέλασε ειρωνικά.

– Λίγα είναι τα ψωμιά του, είπε η κυρία Μαρκέλλα, καιόταν άκουσαν στο τέλος της επόμενης εβδομάδας πως τονανέτρεψαν οι δικοί του με καινούριο πραξικόπημα, γέλασανπολύ.

«Τώρα που άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, θα τουςφάει όλους το σκοτάδι», σκέφτηκε η Μυρτώ, λαχταρώνταςνα κουβεντιάσει όλα αυτά τα φλέγοντα θέματα με τοναρραβωνιαστικό της, όμως εκείνος δεν έλεγε να φανεί.Γνωρίζοντας το φιλελεύθερο πνεύμα του και τιςδημοκρατικές του πεποιθήσεις, ήξερε πως ο Νικολής θαασφυκτιούσε και, όπως όλοι οι Έλληνες, θα περίμενεεναγωνίως κάποιες εξελίξεις.

Όταν η ορκωμοσία του νέου προέδρου της χουντικήςκυβέρνησης, αντιστράτηγου Φαίδωνα Γκιζίκη, προβλήθηκεαπό την τηλεόραση, η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε.

– Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς,σχολίασε και, βλέποντας στη συνέχεια την ορκωμοσία του

Page 56: h Korh Ths 8alassas

νέου πρωθυπουργού-ανδρείκελου, ΑδαμάντιουΑνδριτσόπουλου, αναρωτήθηκε: Ποιος είναι πάλι αυτός;Από πού ξεφύτρωσε; Ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει. Τι έχουννα δουν ακόμα τα μάτια μας!

Σιγά σιγά, η καθημερινότητα άρχισε να βρίσκει και πάλιτους παλιούς της ρυθμούς. Ο «Άγνωστος Πόλεμος», ηθρυλική τηλεοπτική σειρά του Νίκου Φώσκολου, συνέχιζε ναπροβάλλεται κανονικά από την τηλεόραση με εξαιρετικήεπιτυχία. Και καθώς όλοι, μικροί και μεγάλοι, καθηλώνοντανμπροστά στους δέκτες τους για να παρακολουθήσουν τακατορθώματα του συνταγματάρχη Βαρτάνη, οι δρόμοιερήμωναν την ώρα της μετάδοσης και όλα έδειχναν πωςησυχία, τάξη και ασφάλεια απλώνονταν ανά την επικράτεια.

Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν ξανά τιςπόρτες τους και τα μαθήματα γίνονταν κανονικά. Με βαθιάπικρία, οι φοιτητές γύρισαν στις σπουδές τους, ενώ στουςκύκλους τους, όπως και σε όλο το πανελλήνιο,κυκλοφορούσε ευρέως η φήμη πως τα ηνία του νέουδικτατορικού σχήματος τα κρατούσε ο διοικητής της ΕΣΑ,ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης. Όσοι από τους φοιτητέςείχαν πέσει στα χέρια του κατά την περίοδο της φοιτητικήςεξέγερσης του Πολυτεχνείου είχαν να λένε για τηναπάνθρωπη συμπεριφορά του.

Η Μυρτώ, με την εισαγωγή της στη Μαράσλειο

Page 57: h Korh Ths 8alassas

Παιδαγωγική Ακαδημία, έστρεψε και το ενδιαφέρον της προςτα κοινά και μέσα σε δύο μήνες η σκέψη της ωρίμασε. ΟΝικολής, που είχε να τη δει τόσο καιρό εξαιτίας τωνγεγονότων, όταν κατάφερε τελικά να πάρει την πολυπόθητηάδεια και να πάει κοντά της, την έσφιξε στην αγκαλιά του μελαχτάρα και στα μάτια της αντίκρισε μια άλλη Μυρτώ. Μέσαστο βλέμμα της δεν ήταν ζωγραφισμένη πια η ξεγνοιασιά.Εκείνη, δείχνοντας να έχει μεγαλώσει ξαφνικά, τον κοίταξε μεαγάπη και στοργή, του είπε πόσο πολύ τον αποθύμησε, πόσοπολύ της έλειψε, αλλά μετά τα πρώτα φιλιά τον κοίταξεσοβαρά και τα λόγια ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος από μέσα της,περιγράφοντάς του όλα όσα έζησε τον περασμένο μήνα μέσαστη φοιτητική κοινότητα.

– Έπρεπε να είσαι από μια μεριά να τους έβλεπες, είπε μεθαυμασμό για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Όμως ποιοτο όφελος; Δεν έγινε τίποτα, πρόσθεσε απογοητευμένη. Ηχούντα καλά κρατεί.

Ο Νικολής, ως πιο ώριμος και πιο ενήμερος, την έκλεισεστην αγκαλιά του και της είπε ήρεμα:

– Μπράβο στα παιδιά που τα έβαλαν με τους δικτάτορες.Έχουν τσαγανό. Χτύπησαν τη γροθιά τους στο μαχαίρι.Πάντως, για να ξέρεις, η δικτατορία στην πατρίδα μας είναιμέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, ενός κύματοςδικτατοριών στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Page 58: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ, που τον άκουγε με προσοχή, τον διέκοψε για νατον ρωτήσει δειλά, κοκκινίζοντας για την άγνοιά της:

– Τι είναι ο Ψυχρός Πόλεμος; Πολύς λόγος γίνεται, κι εγώέχω μεσάνυχτα.

– Είναι η ιδεολογική και, προπαντός, η οικονομικήαντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στον κόσμο, Μυρτώ.ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς καθεμία αγωνίζεται γιατα συμφέροντά της, επιδιώκει να προσεταιριστεί όλο καιπερισσότερα κράτη υπό την επιρροή της. Για το σκοπό αυτό,οι μεν Σοβιετικοί ενισχύουν όπου μπορούν τιςφιλοκομουνιστικές ομάδες, οι δε Δυτικοί ενισχύουνστρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα, τα οποία, όπωςσυμβαίνει τα χρόνια αυτά στον τόπο μας, προβάλλουν τονκομουνιστικό κίνδυνο και εδραιώνονται στην εξουσίαπεριορίζοντας τις πολιτικές ελευθερίες. Όμως με το«αποφασίζουμε και διατάσσουμε» δεν κυβερνιούνται οι λαοίστις μέρες μας. Η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείουμπορεί να μην έριξε ακόμα τη χούντα, εντούτοις ανέβασε τοηθικό μας. Το ηθικό του καταπιεσμένου λαού μας. Περιέσωσετην αξιοπρέπειά μας διεθνώς, κάνοντας σε όλο τον κόσμογνωστή την αντίδρασή μας. Θα ακολουθήσουν κι άλλεςεξεγέρσεις. Να μου το θυμάσαι. Οι φίλοι μας οι Αμερικανοίτο ξέρουν αυτό, και να δεις που θα αλλάξουν πολιτική καιπρώτοι εκείνοι θα γυρίσουν την πλάτη τους στους δικτάτορες.Θα τους αδειάσουν μέσα σε μια νύχτα.

Page 59: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ κούνησε αναστενάζοντας το κεφάλι.

– Είχαμε τόσο καιρό να ιδωθούμε, κι εγώ σε ζάλισα με τιςαναλύσεις μου, είπε ο Νικολής.

– Όχι, όχι, καλά έκανες. Είμαι φοιτήτρια πια και θα πρέπεινα έχω γνώση και άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω μου.Καθώς ξέρεις, τα ενδιαφέροντά μου μέχρι χτες ήτανπεριορισμένα. Αν και η μητέρα μου εργαζόταν ως δασκάλαπροτού παντρευτεί και είχε πιο ευρύ νου, εντούτοις δενπαρέλειπε να μου διαβάζει και παραμύθια που μιλούσαν γιαβασιλόπουλα. Έτσι κι εγώ, μέχρι το τέλος της εφηβείας μου,ονειρευόμουν αυτόν που θα ερχόταν πάνω σε ένα άσπροάλογο να μου χτυπήσει την πόρτα. Βλέπεις, ήμουνμοσχαναθρεμμένη. Ο πατέρας μου, οργώνοντας τιςθάλασσες, φρόντιζε να τα έχουμε όλα πλουσιοπάροχα. Ναμη μας λείπει τίποτα. Και η επιθυμία του ήταν να μεκαμαρώσει μια μέρα νυφούλα, να με δει αποκαταστημένη, μ’ένα τσούρμο παιδιά, και να κλείσει τα μάτια του ήσυχος. Ταπροβλήματα δε μας άγγιζαν, ήταν ξένα προς εμάς. Στο νησί,η ζωή μας κυλούσε ήρεμα. Δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνειμε την πολιτική κατάσταση.

Ο Νικολής την κοίταξε κατάματα και είπε χαμογελώντας:

– Mου φαίνεται πως μέσα σε δύο μήνες μεγάλωσεςαπότομα. Είδες πιο σφαιρικά τον κόσμο. Σε άφησα ένα

Page 60: h Korh Ths 8alassas

ονειροπαρμένο κοριτσάκι και σε βρίσκω μια κοπέλαπροσγειωμένη, στο πνεύμα της εποχής, με ανησυχίες καιοράματα για ένα καλύτερο αύριο.

Η Μυρτώ χαμήλωσε το βλέμμα συγκινημένη.

– Θεέ μου, πόσο πολύ σ’ αγαπώ! πρόσθεσε ο Νικολής καιτην έσφιξε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας τα κυματιστά τηςμαλλιά.

Page 61: h Korh Ths 8alassas

3 Στο Λονδίνο

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ, στο άλλο ημισφαίριο της Γης, στο λιμάνιτου Ρίο ντε Τζανέιρο, ο πατέρας της Μυρτώς παρέδιδε τοκαράβι του στο νέο καπετάνιο που ήρθε αεροπορικώς απότην Ελλάδα για να τον αντικαταστήσει. Σοβαροί λόγοι υγείαςτον ανάγκαζαν να ξεμπαρκάρει, και αυτό το έφερε βαρέως.

Βρισκόταν καταμεσής στον Ατλαντικό όταν έμαθε για τααιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου και αμέσωςεπικοινώνησε με την οικογένειά του τηλεγραφικά.

«Όλα βαίνουν καλώς», ήταν η απάντηση της συμβίας του.

Πιάνοντας στεριά, δεν πρόλαβε να της μιλήσει στο τηλέφωνο, γιατί μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο σφαδάζοντας από πόνους στην κοιλιά. Οξεία σκωληκοειδίτιδα διέγνωσαν οι γιατροί και τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο. Κατά την επέμβαση, όμως , διαπίστωσαν πως , εκτός από τη σκωληκοειδίτιδα, είχε κι έναν όγκο στο περιτόναιο και, διά παν ενδεχόμενο, τον αφαίρεσαν κι αυτόν. Η βιοψία έδειξε, δυστυχώς , πως ήταν κακοήθης , και από εκεί άρχισε η περιπέτεια της υγείας του καπετάν Γιώργη.

Page 62: h Korh Ths 8alassas

Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, όμως από την άλλη άκρητης Γης ούτε που διανοήθηκε να αποκαλύψει το παραμικρόστην κυρία Μαρκέλλα και τη Μυρτώ. Κι εκείνες, βέβαια, δεντον ζάλιζαν με σκοτούρες όταν ταξίδευε. Στο πρακτορείο τηςπλοιοκτήτριας εταιρείας στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον περίμεναντα γράμματά τους, στα οποία του έγραφαν πόσο τον είχαναποθυμήσει. Τα ξένα ραδιόφωνα βούιζαν ακόμα για ταγεγονότα του Νοέμβρη στην Ελλάδα, αλλά η γυναίκα και ηκόρη του δεν έκαναν λόγο για το θέμα. Όλα καλά και όλαωραία τού τα παρουσίαζαν. Αυτή ήταν η πάγια τακτική τηςκυρίας Μαρκέλλας, που την είχε επιβάλει και στη Μυρτώ.Αρκετές φουρτούνες αντιμετώπιζε εκείνος. Δεν ήταν ανάγκηνα χολοσκάει και για το τι συνέβαινε πίσω.

«Εμείς είμαστε καλά και σε περιμένουμε εναγωνίως», τουέγραφε η γυναίκα του. «Ο καιρός περνάει γρήγορα. Δε θααργήσει η Λαμπρή, και μαζί της ο ερχομός σου. Και όσοσκέφτομαι πως αυτή τη φορά θα μείνεις για πάντα κοντά μας,αγαπημένε μου Γιώργη, ευχαριστώ το Θεό και τον παρακαλώνα σ’ έχει γερό και να χαρείς τους κόπους σου. Καλέςθάλασσες. Σε ασπάζομαι γλυκά, με αγάπη, Μαρκέλλα».

Ο καπετάν Γιώργης δίπλωσε με αργές κινήσεις ταγράμματα και κοίταξε με δακρυσμένα μάτια τον υποπλοίαρχοπου έστεκε πλάι του.

– Σαράντα χρόνια στη θάλασσα, πρώτη φορά έπαθα

Page 63: h Korh Ths 8alassas

τέτοιο κάζο, είπε και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, πρόσθεσε: Δεθέλω να μάθει ακόμα τίποτα η οικογένειά μου για το μαύρομου το χάλι.

Μόλις ο αντικαταστάτης του έφτασε από την Ελλάδα, οκαπετάν Γιώργης ζήτησε να τον δει και να του παραδώσει οίδιος το πλοίο. Υποβασταζόμενος από τον υποπλοίαρχο,ανέβηκε στο πρώτο κατάστρωμα και, αφού έσφιξε το χέρι τουκαινούριου καπετάνιου, που τον γνώριζε από παλιά,αποχαιρέτησε στη συνέχεια τους άντρες του πληρώματος καιτους ευχήθηκε καλή επάνοδο το Πάσχα στην πατρίδα.

Τότε ο υποπλοίαρχος, ενώπιον όλων, είπε:

– Οι Άγγλοι λένε ότι ο καλός καπετάνιος πρέπει νακερδίσει την αναγνώριση του πληρώματός του ως γενναίοςάντρας, το θαυμασμό ως ναυτικός και το σεβασμό ως κύριος.Με καμάρι σάς διαβεβαιώνουμε, καπετάν Γιώργη, πως εσείςτα κερδίσατε όλα αυτά από εμάς.

Όλοι χειροκρότησαν, και όταν ο καπετάν Γιώργης άρχισενα κατεβαίνει τη σκάλα, οι ναύτες έβαλαν τις σφυρίχτρες τουςστο στόμα και μ’ ένα παρατεταμένο σφύριγμα τονκατευόδωσαν.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από τη συγκίνηση. Μεκόπο κρατιόταν για να μην καταρρεύσει. Κάνοντας δύο

Page 64: h Korh Ths 8alassas

βήματα προς το αυτοκίνητο που τον περίμενε στηνπροβλήτα, έστρεψε το βλέμμα ψηλά στον ουρανό, όπουκυμάτιζε η γαλανόλευκη παιχνιδίζοντας με τους γλάρους, καιόσο και να προσπάθησε, εκείνος δεν κατάφερε τελικά νασυγκρατήσει τα δάκρυά του.

Την ίδια στιγμή, κάποιοι έλυσαν τους κάβους, οι μηχανέςπήραν μπροστά και, μόλις ακούστηκε η μπουρού τρεις φορές,ανακοινώνοντας την αναχώρηση του πλοίου, ο καπετάνΓιώργης το κοίταξε για τελευταία φορά και, κάνοντας πέτρατην καρδιά του, μπήκε στο αυτοκίνητο για να πάει στοαεροδρόμιο. «Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν για πάντα», είπεαπό μέσα του καταστενοχωρημένος.

Η πολύωρη υπερατλαντική πτήση μέχρι τη Μαδρίτη ήταννυχτερινή. Οι πιο πολλοί επιβάτες είχαν αποκοιμηθεί στοκάθισμά τους. Ο καπετάν Γιώργης, όμως, είχε τέτοιοεκνευρισμό και τόση ανησυχία, που δεν κατάφερε να κλείσειμάτι όλη τη νύχτα. Οι σκέψεις του πετούσαν μια στο πλοίοπου άφησε πίσω του και μια στη γυναίκα και στην κόρη του.Πώς θα τους έλεγε τα καθέκαστα; Οι γιατροί τού είχανσυστήσει περαιτέρω θεραπεία, με ακτινοβολίες σε ειδικόαντικαρκινικό κέντρο. Εκείνος, που ήταν γερός και δυνατός σεόλη του τη ζωή και δεν ήξερε ούτε πονοκέφαλος τι θα πει,ξαφνικά κινδύνευε να πεθάνει. Δεν το χωρούσε ο νους του.«Από τη μια μέρα στην άλλη να με βρει τέτοιο κακό;»αναρωτιόταν και προσπαθούσε να σκεφτεί ψύχραιμα τα

Page 65: h Korh Ths 8alassas

πράγματα. «Έτσι και τα κακαρώσω, η κόρη μου και η γυναίκαμου δε θα χαθούν. Έχουν να λαβαίνουν από εμένα αρκετά.Δύο σπίτια και μετρητά. Ο γαμπρός είναι στα σκαριά, το θέμαείναι πώς θα τους μιλήσω τώρα για το σοβαρό πρόβλημα τηςυγείας μου».

Από το αεροδρόμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο είχετηλεφωνήσει στη γυναίκα του για να την προετοιμάσει γιατην ξαφνική επάνοδό του στην Ελλάδα.

– Είσαι καλά; τον είχε ρωτήσει εκείνη με αγωνία.

– Καλά. Άλλαξε ρότα και πλήρωμα το πλοίο, της είχε πειγια δικαιολογία.

Η κυρία Μαρκέλλα από τη μια χάρηκε και από την άλληένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Η διαίσθησή της δεν τηγελούσε. Είχε μέρες που κοιμόταν ανήσυχη κι έβλεπε άσχημαόνειρα. Σύμφωνα με την ερμηνεία που τους έδινε, ερχότανμεγάλη συμφορά.

Με καταρρακτώδη βροχή προσγειώθηκε το αεροπλάνοτης Iberia που έφερε τον καπετάν Γιώργη από τη Μαδρίτηστην Αθήνα, και λίγο έλειψε να βγει έξω από το διάδρομολόγω της ολισθηρότητας. Η κυρία Μαρκέλλα, στημένη απόνωρίς κάτω από το υπόστεγο του εξώστη του αεροδρομίου,κοψοχολιάστηκε, μα αμέσως είδε τα νερά της βροχής να

Page 66: h Korh Ths 8alassas

τινάζονται σαν σιντριβάνι στον αέρα και το αεροπλάνο ναφρενάρει μουγκρίζοντας. Μετά, έστριψε αργά, κατευθυνόμενοπρος την πύλη που βρισκόταν κάτω από τα πόδια της, όπουκαι σταμάτησε.

Οι πόρτες άνοιξαν και ανάμεσα στους επιβάτες πουκατέβαιναν τον διέκρινε και με ένα χαμόγελο κίνησε για νατον ανταμώσει. Λαχταρούσε να πέσει στην αγκαλιά του.Ύστερα από τόσους μήνες που έλειπε μακριά της, τον είχεαποθυμήσει πολύ. Όμως ανέκοψε τη φόρα της μόλις τον είδεστην αίθουσα αφίξεων, σκυφτό και καταβεβλημένο, ναακολουθεί το καρότσι με τις βαλίτσες που έσερνε οαχθοφόρος. Το χαλκοκίτρινο χρώμα του και το θολό βλέμματου αμέσως την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι επέστρεφεάρρωστος, και κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. «Ευτυχώς πουη Μυρτώ είχε διαγώνισμα και δεν ήρθε μαζί μου», σκέφτηκε ηκυρία Μαρκέλλα.

– Καλώς όρισες! τον υποδέχτηκε με φωνή που πίεσε τονεαυτό της να ακουστεί ανάλαφρη και χαρούμενη.

Ο άντρας της την αγκάλιασε συγκρατημένος και για λίγοέμειναν ακίνητοι και βουβοί.

– Έλα, πάμε! της είπε εκείνος μετά, περνώντας το χέριγύρω από τους ώμους της.

Page 67: h Korh Ths 8alassas

Με ένα ταξί πήγαν στο διαμέρισμά τους στον Πειραιά κιεκεί, μόλις έκλεισαν την πόρτα και κάθισαν αντικριστά στοσαλόνι, ο καπετάν Γιώργης τής αποκάλυψε την περιπέτεια μετην υγεία του.

– Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό. Αύριο κιόλας να φύγουμεγια το εξωτερικό. Για την Αγγλία. Η επιστήμη κάνει θαύματαστις μέρες μας. Ο καρκίνος αντιμετωπίζεται με επιτυχία. Αρκείνα τον προλάβουμε, είπε η κυρία Μαρκέλλα, και ο νους τηςπήγε κατευθείαν στον κουμπάρο τους, που ζούσε μόνιμα στοΛονδίνο, προσθέτοντας: Να ειδοποιήσουμε τον καπετάνΠέτρο, αυτός θα μας βοηθήσει. Θα μας στείλει στουςκαλύτερους γιατρούς. Σίγουρα ξέρει ήδη τι σου συμβαίνει.

Και σαν να είχε τηλεπάθεια, την ίδια στιγμή χτύπησε τοτηλέφωνο και από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ηφωνή του ανθρώπου που μελετούσε.

– Μαρκέλλα!

– Καπετάν Πέτρο! Τώρα μιλούσαμε για εσένα.

– Ήρθε ο Γιώργης;

– Ήρθε, ήρθε. Τον έχω εδώ, πλάι μου.

Ο άντρας της έπιασε το ακουστικό.

Page 68: h Korh Ths 8alassas

– Τι κάνεις, παλιόφιλε;

– Εγώ είμαι καλά. Εσύ τι κάνεις;

– Εγώ έμπλεξα. Για μια σκωληκοειδίτιδα μπήκα στονοσοκομείο και άλλο μού βρήκαν.

– Γι’ αυτό σε πήρα. Παράτα τα όλα και έλα στο Λονδίνο.Εγώ είμαι εδώ. Μη σε νοιάζει τίποτα.

– Δε θέλω να σε αναστατώσω. Αρκετές σκοτούρες έχειςστο κεφάλι σου. Θα κάνω εδώ θεραπεία.

– Μην ακούω τέτοια από εσένα, αδερφέ. Σε περιμένω μετη γυναίκα σου. Μην το καθυστερείς. Πάρτε την πρωινήπτήση της Ολυμπιακής και ελάτε. Θα στείλω το σοφέρ μουστο Χίθροου να σας παραλάβει.

– Σ’ ευχαριστώ, όμως...

– Δε σηκώνω κουβέντα. Όπως είπαμε, δήλωσε ο καπετάνΠέτρος κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Ο καπετάν Γιώργης χαμογέλασε.

– Αυτός είναι φίλος, είπε με βαθιά ικανοποίηση. Και όπωςήταν εξαντλημένος από το υπερατλαντικό ταξίδι, έκανε έναμπάνιο, έφαγε σπιτικό φαγάκι που του είχε λείψει και

Page 69: h Korh Ths 8alassas

πλάγιασε να κοιμηθεί.

Η Μυρτώ, όταν γύρισε από το Πανεπιστήμιο, τον βρήκεακόμα να κοιμάται.

– Τι συμβαίνει; Τι έγινε; ρώτησε χαμηλόφωνα τη μητέρατης βλέποντάς τη να ετοιμάζει βαλίτσες. Ακόμα δεν ήρθε ομπαμπάς, πάλι θα φύγει;

– Αυτή τη φορά θα πάω κι εγώ μαζί του, απάντησε η κυρίαΜαρκέλλα και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Ο Θεός ναβάλει το χέρι Του. Μακάρι να τη γλιτώσει. Μακάρι ο καρκίνοςπου τον βρήκε να μην είναι επιθετικός.

Η κοπέλα παραλίγο να πέσει κάτω ξερή από το σοκ. Δενπίστευε στα αφτιά της.

– Μας βρήκε μεγάλο κακό, της είπε η μάνα της. Πρέπει ναοπλιστούμε με υπομονή. Να του δώσουμε κουράγιο. Να μημας δει να κλαίμε και του σπαράξουμε την καρδιά. Ο πατέραςσου είναι δυνατός και θα το παλέψει.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Το κρύο του Δεκέμβρηπερόνιαζε τα κόκαλα. Με χιονόνερο απογειώθηκαν από τηνΑθήνα και, πλησιάζοντας στην αγγλική πρωτεύουσα, τηνείδαν από ψηλά ντυμένη στα λευκά και σκιάχτηκαν.

– Πώς θα προσγειωθεί το αεροπλάνο με τόσο χιόνι;

Page 70: h Korh Ths 8alassas

αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα, που ήταν αμάθητη απόταξίδια. Μέχρι τώρα, τα μόνα που είχε κάνει ήταν από τη Χίοστον Πειραιά με το πλοίο, και το αντίστροφο. Ποτέ δεν τηςείχε δοθεί η ευκαιρία να πάει ένα ταξίδι με αεροπλάνο,μακρινό, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, άλλα ήθη καιέθιμα. Ο άντρας της μια ζωή ταξίδευε, και όλα τα νέα του έξωκόσμου τα μάθαινε από εκείνον, αυτό τής ήταν αρκετό.Άλλωστε, αφού ο Γιώργης της έλειπε, δεν της έκανε κέφι ναπάει κάπου μόνη της. Τον περίμενε πάντα να τον αγκαλιάσεικαι να ακούσει από το στόμα του τις ναυτικές του ιστορίες,άλλοτε διασκεδαστικές και άλλοτε αγωνιώδεις. Το λίγοδιάστημα που έμενε μαζί της στο νησί, ανάμεσα σε κάθεμπάρκο, ούτε που είχε διανοηθεί ποτέ να του προτείνει ναφύγουν για ένα ταξιδάκι αναψυχής παρέα. Μπουχτισμένοςόπως ήταν από τα απανωτά ταξίδια, στο σπίτι τουαναζητούσε την οικογενειακή θαλπωρή και γαλήνη, καιεκείνη φρόντιζε να του τις προσφέρει απλόχερα.

– Λόγω εναέριας κυκλοφορίας η προσγείωσή μας θακαθυστερήσει πέντε λεπτά, ακούστηκε από το μεγάφωνο οπιλότος, και η κυρία Μαρκέλλα κοίταξε τριγύρω ανήσυχη.Ίδρωσε, ξεΐδρωσε, αιώνας τής φάνηκαν αυτά τα πέντε λεπτά,και όταν κάποτε το αεροπλάνο με το καλό προσγειώθηκε,έκανε το σταυρό της.

Έξω από την αίθουσα αφίξεων τους περίμενε ο σοφέρ τουκαπετάν Πέτρου, και μόλις τακτοποιήθηκαν στη λιμουζίνα

Page 71: h Korh Ths 8alassas

και κίνησαν για το σπίτι του, εκείνη ομολόγησε πως η πτήσηήταν πράγματι μια μοναδική εμπειρία.

Τα χιονισμένα δέντρα στα πεζοδρόμια τωνπολυσύχναστων δρόμων ήταν στολισμένα με χιλιάδεςφωτάκια.

– Λες να περάσουμε τα Χριστούγεννα εδώ; ρώτησε ηκυρία Μαρκέλλα τον άντρα της, κι εκείνος κούνησε αδιάφορατο κεφάλι.

– Διόλου απίθανο. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα,δε με νοιάζει τίποτα. Αρκεί που σ’ έχω πλάι μου, της είπε καιτης έσφιξε το χέρι. Το πολύ πολύ να πούμε και της Μυρτώςνα έρθει, συμπλήρωσε και χαμογέλασε.

– Μακάρι να έρθει για λίγο κοντά μας. Όμως έχει και τοναρραβωνιαστικό της. Όλο και κάποια άδεια θα πάρει εκείνοςγια να περάσουν τις γιορτινές μέρες μαζί.

– Την έχουμε αφήσει σε καλά χέρια.

– Ευτυχώς που έκανες αυτό το προξενιό. Ταίριαξαν μιαχαρά. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο, δε βλέπουν την ώρα ναπαντρευτούν.

– Θα γίνει κι αυτό, ας έχουμε την υγειά μας...

Page 72: h Korh Ths 8alassas

– Θα την έχουμε, θα την έχουμε. Όλα θα πάνε καλά. Οκουμπάρος μας σίγουρα θα μας έχει ήδη κλείσει ραντεβού μετον καλύτερο ογκολόγο της Αγγλίας.

– Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, απάντησε ο καπετάνΓιώργης και με ανεβασμένο ηθικό πέρασε το κατώφλι τουσπιτιού του παιδικού του φίλου, που ήταν σωστό παλάτι.

Με ένα πλατύ χαμόγελο τους οδήγησε η οικονόμος στησάλα υποδοχής, και η κυρία Μαρκέλλα θαμπώθηκε από τηνπολυτέλεια που αντίκρισαν τα μάτια της και δεν ήξερε πού νακαθίσει.

– Η κυρία θα έρθει σε λίγο, τους πληροφόρησε ηοικονόμος και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να πιουν καφέ,τσάι ή αναψυκτικό.

– Τίποτα, ευχαριστούμε, απάντησαν και οι δύο και, μόλιςέμειναν μόνοι, αντάλλαξαν μια ματιά γεμάτη θαυμασμό γιατην εξαιρετική διακόσμηση του χώρου. Το βλέμμα τουςστάθηκε στους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Ηθάλασσα ήταν το κυρίαρχο θέμα τους και οι αποχρώσεις τουγαλάζιου τράβηξαν την προσοχή τους.

Η κυρία Μαρκέλλα έκανε διάφορα επιδοκιμαστικά σχόλια,ενώ ο άντρας της δεν έλεγε κουβέντα. Παρέμενε σιωπηλόςκαι, όσο η οικοδέσποινα δεν έλεγε να φανεί, άρχισε να

Page 73: h Korh Ths 8alassas

δυσανασχετεί. Ο κουμπάρος τους λογικά βρισκόταν στογραφείο του τέτοια ώρα, η γυναίκα του όμως; Κοιτάζονταςνευρικά το ρολόι του, άκουσε βήματα κάποια στιγμή και τηνείδε να προβάλλει στο κατώφλι της σάλας. Σηκώθηκε από τηθέση του για να τη χαιρετήσει.

– Καλώς ορίσατε! Λυπάμαι πολύ, συγχωρέστε με που σαςέκανα να περιμένετε. Δε συνεννοήθηκα καλά με τον Πέτρο.Δεν ήξερα πως θα φτάνατε τόσο νωρίς. Όλα αυτά τα είπεμαζεμένα και μετά, με ένα καρφιτσωμένο χαμόγελο σταχείλη, πλησίασε και κάθισε αντίκρυ τους. Ποιος καλόςάνεμος σάς έφερε στην Αγγλία; τους ρώτησε ανέμελα καιτους έκανε να παγώσουν. Βλέποντάς τους συνοφρυωμένους,απόρησε: Τι έχετε; Τι πάθατε;

– Δε σου είπε ο Πέτρος;

– Πού να βρει το χρόνο να μιλήσει μαζί μου; Ο άντραςμου είναι τόσο πολυάσχολος, που μόνο για έναν ύπνοέρχεται στο σπίτι. Τι νομίζετε, πως εγώ καλοπερνάω εδώμέσα; Με έχει φάει η μοναξιά. Από τότε που μεγάλωσαν ταπαιδιά και πήρε καθένα το δρόμο του, γυρίζω σαν τοβρικόλακα σε τέσσερα ντουβάρια. Ο Θεός να με συγχωρέσει,άρχισα να το βλέπω σαν μαυσωλείο. Τι να σας πω... Μόνοστο νησί ζω κι εγώ σαν άνθρωπος, γι’ αυτό και περιμένω πώςκαι πώς...

Page 74: h Korh Ths 8alassas

Ενόσω έλεγε όλα αυτά, η κυρία Μαρκέλλα τηνπαρατηρούσε με προσοχή και δεν την αναγνώριζε. Η ομιλίατης είχε κάτι το ψεύτικο, το προσποιητό, που την έκανεαπόμακρη. Καμία σχέση δεν είχε η γυναίκα αυτή με τηνΑσπασία που γνώριζε άλλοτε, που μεγάλωσαν μαζί, στηνίδια γειτονιά, που μοιράστηκαν τα κοριτσίστικα μυστικά και τανεανικά τους όνειρα.

Αφού εκείνη είπε τα δικά της χωρίς να πάρει ανάσα,κάλεσε με ένα καμπανάκι την οικονόμο και τη ρώτησε ποιοήταν το μενού της μέρας.

– Σήμερα έχουμε ελληνική κουζίνα, κυρία.

– Δηλαδή;

– Μουσακά, κεφτεδάκια, χωριάτικη σαλάτα και χιώτικογλυκό του κουταλιού, πορτοκάλι.

– Μπράβο, περίφημα!

Τότε γυρίζοντας προς τους κουμπάρους της, τους πρότεινενα καθίσουν να φάνε.

Η κυρία Μαρκέλλα κοίταξε συνεσταλμένα τον άντρα της,κι εκείνος, που τόση ώρα οι αντοχές του δοκιμάζονταν,ρώτησε απότομα την Ασπασία:

Page 75: h Korh Ths 8alassas

– Τι ώρα θα έρθει ο καπετάν Πέτρος;

– Κύριος οίδε, ήταν η απάντησή της.

Τότε ο καπετάν Γιώργης σηκώθηκε και πήγε ίσια στοτηλέφωνο, που βρισκόταν πάνω στη ροτόντα της εισόδου,δίπλα από ένα μεγάλο βάζο με λουλούδια. Δεν πρόλαβε,όμως, να σχηματίσει τον αριθμό, γιατί μόλις σήκωσε τοακουστικό, η δίφυλλη δρύινη εξώπορτα άνοιξε και ονοικοκύρης του σπιτιού έκανε την εμφάνισή του με ένα κουτίσοκολατάκια για την κουμπάρα του και ένα κουτί πούραΑβάνας για τον κουμπάρο του. Η άφιξή του κινητοποίησε τοπροσωπικό.

– Με τέτοιο χιονιά δεν είναι να κυκλοφορεί κανείς έξω,σχολίασε δίνοντας το χιονισμένο καπέλο του και το παλτότου σε μια υπηρέτρια και, αφού καλωσόρισε τουςμουσαφίρηδες και τους πρόσφερε τα δώρα του, αγκάλιασετον καπετάν Γιώργη και του είπε πως τα είχε κανονίσει όλα:Αύριο το απόγευμα στις 5 θα σε δει ο δόκτωρ Μίλερ στοιατρείο του. Η γραμματέας μου κατάφερε να κλείσει μαζί τουτόσο σύντομα ραντεβού. Θα σε δεχτεί κατ’ εξαίρεση, γιατίκανονικά θα έπρεπε να περιμένουμε ένα μήνα. Ευτυχώς πουέχουμε τις γνωριμίες μας. Οι δημόσιες σχέσεις πάντα παίζουντο ρόλο τους, είπε, και ο καπετάν Γιώργης χαμογέλασε.

– Μα, τι συμβαίνει; Τι λέτε εσείς οι δύο; ρώτησε η

Page 76: h Korh Ths 8alassas

Ασπασία κι έμαθε τότε το λόγο που τους έφερε εσπευσμένα,μες στο καταχείμωνο, στην Αγγλία. Περαστικά. Ποπό, πόσολυπάμαι! Είναι κακιά αρρώστια ο καρκίνος, σχολίασεαπερίσκεπτα.

Ο άντρας της την κάρφωσε με το βλέμμα του, λέγοντας:

– Εσύ κάνε κουμάντο για να φάμε.

Σε λίγο κάθισαν και οι τέσσερις στο μεγάλο τραπέζι τηςτραπεζαρίας και, αφού τίμησαν δεόντως το φαγητό, πέρασανστο σαλόνι να πιουν μια χωνευτική μαστίχα κι ένα τσάι για ναχαλαρώσουν. Ένας υπηρέτης έβαλε δύο κούτσουρα στο τζάκιμε μπόλικο προσάναμμα, η φωτιά δυνάμωσε και οι φλόγεςσκόρπιζαν μια ωραία ζεστασιά, που σήκωνε ποτό καικουβέντα.

– Ας μη μιλήσουμε άλλο για αρρώστιες. Λοιπόν, τι νέαμάς φέρνετε από την πατρίδα; ρώτησε ο οικοδεσπότης, και οκαπετάν Γιώργης ανασήκωσε τους ώμους.

– Εγώ μέχρι προχτές ήμουν στη Βραζιλία. Ξέρω ό,τι ξέρεις,αδερφέ. Η Μαρκέλλα θα μας πει περισσότερα.

– Τον περασμένο μήνα έγινε χαμός, σκοτώθηκαν τόσανέα παιδιά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

– Πήγαν άδικα. Φταίνε αυτοί που τα ξεσήκωσαν,

Page 77: h Korh Ths 8alassas

πετάχτηκε και είπε η Ασπασία με στόμφο.

– Η καταπίεση τα ξεσήκωσε, Ασπασία, και η στέρησηβασικών ελευθεριών, απάντησε η φίλη της. Μέχρι πότε οιδικτάτορες θα μας βουλώνουν το στόμα; Μέχρι πότε θαμεταχειρίζονται τόσους ανθρώπους βάναυσα; Οι φοιτητέςέχουν άποψη και οράματα για το μέλλον της πατρίδας. Γιατον εκδημοκρατισμό της. Το αίμα τους βράζει. Δεν τουςκρατάει τίποτα. Λίγα είναι τα ψωμιά της χούντας.

Η άλλη φούντωσε.

– Κι όμως, η δικτατορία ήρθε την κατάλληλη στιγμή καιεπέβαλε την τάξη. Γλίτωσε την ψωροκώσταινα από το χείλοςτου γκρεμού, όπου την οδήγησαν οι άχρηστοι πολιτικοί της.

– Το ρωμαίικο θέλει ειδική μεταχείριση. Δεν παίρνει με τοβούρδουλα. Εξαγριώνεται και επαναστατεί, είπε ο καπετάνΠέτρος. Ρωτήστε κι εμένα που έχω στη δούλεψή μου τόσουςσυμπατριώτες μας. Τους ρίχνω στο φιλότιμο. Γι’ αυτό καικουλαντρίζω τα βαπόρια μου από το γραφείο μου με άνεσηκαι σιγουριά. Δεν αφήνω, όμως, τίποτα στην τύχη. Άλλωστε,έτσι έφτασα εδώ όπου είμαι. Ε, Γιώργη, θυμάσαι; ρώτησε τοφίλο του, που τον άκουγε με προσοχή.

– Πώς δε θυμάμαι, είπε εκείνος. Ήσουν γεννημένος γιαμεγάλα πράγματα. Και μακάρι να σου πηγαίνουν όλα πάντα

Page 78: h Korh Ths 8alassas

καλά.

– Ας έχει την υγειά του κι ας κάνει και λίγο κράτει. Τοπαράκανε πια. Το αγώι τρώει τον αγωγιάτη, σχολίασε ηΑσπασία, και πάλι χωρίς να σκεφτεί ότι είχε μπροστά τηςέναν άνθρωπο με σοβαρό πρόβλημα υγείας.

– Φάε τη γλώσσα σου. Τι είναι αυτά που λες; Εμένα ηδουλειά αυτή είναι το οξυγόνο μου. Είναι η ζωή μουολόκληρη. Κι έχω χρέος να διατηρήσω τους καρπούς τωνκόπων μου και να τους αφήσω κληρονομιά στα παιδιά μας.

– Αυτή η συζήτηση θαρρείς και σε τρέφει. Από πούξεκινήσαμε και πού καταλήξαμε. Μιλούσαμε για τη χούντατων συνταγματαρχών, που η κουμπάρα μας από εδώ μας είπεπως παραπαίει και είναι μισητή στη πλειοψηφία τουελληνικού λαού.

– Για να το λέει η κουμπάρα μας που ζει στην Ελλάδα,έτσι μάλλον θα είναι. Εγώ που ζω στο Λονδίνο και διαθέτωένα μικρό στόλο, έχω να σας πω πως η δικτατορία τωνσυνταγματαρχών καθιέρωσε ένα φοροαπαλλακτικόκαθεστώς παρόμοιο με το αγγλικό. Και με αυτές τις ευνοϊκέςπροϋποθέσεις έφερε νέο αίμα στην ελληνική ναυτιλία καιδημιούργησε νέες θέσεις εργασίας, κάνοντας μεγάλο καλόστην οικονομία του τόπου. Επίσης, στήριξε τον τουρισμό.Ξέρετε πόσα δάνεια δόθηκαν για τη δημιουργία σύγχρονων

Page 79: h Korh Ths 8alassas

ξενοδοχειακών μονάδων;

– Μπορεί να συνέβη αυτό, όμως το αποτέλεσμα είναιοικτρό. Αυτοί που πήραν τα χρήματα δε σεβάστηκαν καν τοπεριβάλλον. Αλλοίωσαν το παραδοσιακό χρώμα, γεμίζονταςτα νησιά μας με κακόγουστα μαμούθ εξαμβλώματα.

– Πού τα είδες εσύ, Μαρκέλλα; ρώτησε η οικοδέσποινα μεειρωνεία.

– Πρώτα πρώτα στο νησί μας. Δεν ξέρεις τι γίνεται;

– Καλά, δε θα τσακωθούμε τώρα γι’ αυτά, όμως τα θεωρώυπερβολές. Είμαστε αχάριστοι εμείς οι Έλληνες. Ό,τι και ναμας προσφέρουν, ποτέ δε μένουμε ευχαριστημένοι.

– Εσείς θα λύσετε το πολιτικό ζήτημα της Ελλάδας;παρενέβη τότε ο καπετάν Πέτρος για να κατευνάσει ταπνεύματα και, ανάβοντας ένα πούρο, στράφηκε στονκουμπάρο του. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Μόλιςκαθαρίσεις με το θέμα της υγείας σου, λες να αράξεις στονησί;

– Αυτό είναι το όνειρό μου.

– Εμάς τους θαλασσινούς δε μας σηκώνει για πολύ ηστεριά. Μέχρι να προσαρμοστείς, θα ζοριστείς, σ’ το λέω.Ακόμα και η θαλπωρή του σπιτιού σου ή η γυναίκα σου που

Page 80: h Korh Ths 8alassas

θα τη βλέπεις καθημερινά θα σου τη δίνουν. Εμείςσυνηθίσαμε από μικρή ηλικία να ζούμε μακριά από τηνοικογένεια και τους φίλους. Εγκλιματιστήκαμε στη ζωή της θάλασσας, αρχής γενομένης από τονπεριορισμένο χώρο, τις περιορισμένες κινήσεις, τιςπεριορισμένες παρέες, την περιορισμένη διασκέδαση.

– Ε, όσο για τη θάλασσα, αυτή δεν πρόκειται να μουλείψει. Το σπίτι μου στο νησί είναι πάνω στο γιαλό. Θα τηβλέπω όσο ζω και θα ανοίγει η καρδιά μου. Μακάρι να μεαξιώσει ο Θεός να δω εγγόνια και να τους λέω σαν παραμύθιτις περιπέτειες που σημάδεψαν τη ναυτική ζωή μου. Μπορείόλα όσα έζησα και πόνεσα και χάρηκα στις θάλασσες τόσαχρόνια που τις διασχίζω, να γίνουν παράδειγμα στουςμεταγενέστερους προς μίμηση ή προς αποφυγή. Και ας μηνκατόρθωσα σαν κι εσένα, που είχες τσαγανό, να αποκτήσωούτε μοναχοβάπορο.

– Το έχεις παράπονο;

– Όχι βέβαια. Ό,τι μπόρεσα έκανα. Δεν είχα το σθένος ναπερπατήσω στην κόψη του ξυραφιού, όπως εσύ, είπε οκαπετάν Γιώργης και κοίταξε με θαυμασμό τον Έλληναεφοπλιστή.

Το ίδιο έκανε και η κυρία Μαρκέλλα, ενώ η γυναίκα του,που τραβούσε το δικό της κουπί, καθώς υπέφερε από την

Page 81: h Korh Ths 8alassas

ανία της απραγίας, στραβομουτσούνιασε.

– Εμείς ό,τι κάναμε κάναμε, Γιώργη, σχολίασε ο καπετάνΠέτρος. Σειρά έχουν τώρα τα παιδιά. Τον Πάρη τον έμπασαστο πνεύμα της δουλειάς από μικρό. Κάθε καλοκαίρι, πρινέρθει στο νησί, τον στέλνω ένα μήνα να μαθητεύσει πάνω σεκάποιο βαπόρι, να ψηθεί με την αλμύρα και τη φουρτούνα, νανιώσει την παγωνιά της Βόρειας Θάλασσας και την κάψα τουΙσημερινού. Τον άλλο καιρό, τον έχω κοντά μου στο γραφείο,να ακούει και να μαθαίνει όσον αφορά τα θέματα τηςναυτιλίας. Αν και γεννήθηκε στο Λονδίνο, μιλάει τέλεια ταελληνικά. Η κυρία Ασπασία φρόντισε γι’ αυτό, δεν μπορώ ναπω. Ο Πάρης νιώθει πιο Έλληνας από τους Έλληνες πουγεννήθηκαν στο νησί. Εμείς εδώ, όλη η κοινότητα τηςελληνικής ναυτιλίας του Λονδίνου, διατηρούμε τα ήθη και ταέθιμα του τόπου μας. Εκκλησιαζόμαστε στην ορθόδοξηεκκλησία μας, την Αγία Σοφία, και τα κορίτσια μας κοιτάμενα τα παντρέψουμε με συμπατριώτες μας, και μάλιστα από τοσινάφι μας. Τέσσερις κόρες έχω και, καθώς ξέρεις, και οιτέσσερις πήραν ναυτικούς. Δικούς μας, Χιώτες οι τρειςμεγαλύτερες, Κεφαλλονίτη η μικρή. Μέσα σε λίγα χρόνιαόλοι έγιναν καπεταναίοι και ταξιδεύουν με τα γκαζάδικα.Εκείνες, μέχρι να μείνουν έγκυες, τους ακολουθούσαν σταταξίδια τους. Ακούς; Αυτά δεν τόλμησαν να τα κάνουν οιδικές μας γυναίκες.

– Κι όμως, εγώ θυμάμαι κάποιο καλοκαίρι δύο κυρίες που

Page 82: h Korh Ths 8alassas

ήρθαν σ’ ένα μπάρκο προς την Ιαπωνία και μετάνιωσαν τηνώρα και τη στιγμή, γιατί κάηκαν από τη ζέστη μόλις φύγαμεαπό τον Περσικό. Ήταν η γυναίκα του υποπλοίαρχου και ηγυναίκα του ανθυποπλοίαρχου. Με ένα βιβλίο ή μ’ ένακέντημα στο χέρι περνούσαν τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιούκαι, επειδή ανακατεύτηκαν μια δυο φορές στην κουζίνα καιαπό τα χεράκια τους έφαγε όλο το πλήρωμα σπιτικό φαγητό,στενοχωρηθήκαμε όταν μας αποχαιρέτησαν στη Σιγκαπούρη.

– Να σου πω την αλήθεια, Γιώργη, μέσα σε τόσουςσερνικούς δε μου αρέσει να κυκλοφορούν γυναίκες στοβαπόρι.

– Μα ποιος σου είπε πως κυκλοφορούν σε όλους τουςχώρους; Το πολύ πολύ ανεβαίνουν στη γέφυρα όταν έχει οάντρας τους βάρδια. Τις πιο πολλές ώρες τη βγάζουν στηνκαμπίνα. Άλλωστε, όπως ξέρεις, τα πληρώματά μαςεκτελούν τα καθήκοντά τους με στρατιωτική συνέπεια καιπειθαρχία και τρέφουν απόλυτο σεβασμό προς τουςανωτέρους τους. Κανείς δε θα τολμήσει ποτέ να ρίξει ταμάτια του στη γυναίκα του καπετάνιου ή του αξιωματικού πουτην κάλεσε για λίγο να ταξιδέψουν παρέα.

– Αυτά μού είπαν και οι κόρες μου και τώρα πουαπέκτησαν παιδιά σκέφτονται να μπαρκάρουν για λίγες μέρεςμαζί με τα νήπια στα βαπόρια που ταξιδεύουν οι άντρες τους.Εγώ έχω τις αντιρρήσεις μου, μα εκείνες επιμένουν.

Page 83: h Korh Ths 8alassas

Βάλθηκαν να μου κάνουν τα βαπόρια παιδική χαρά. Και καλάνα ’χει μπουνάτσα. Έτσι και πέσουν σε καμιά τρικυμία, είναιανάγκη τα εγγόνια μου να ξεράσουν τα σωθικά τους; Χώριατου ότι θα φοβηθούν τη θάλασσα βλέποντας τα τεράστιακύματα να πέφτουν με πάταγο στο κατάστρωμα και ναπαρασέρνουν ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ που έμαθα να ζω από τηθάλασσα δε θα το ήθελα καθόλου αυτό. Στα εγγόνια μουβλέπω τους συνεχιστές του έργου μου, και αυτή η προοπτικήμε γεμίζει χαρά και όρεξη για περισσότερη δημιουργία, είπε οκαπετάν Πέτρος και μετά ρώτησε για τη Μυρτώ. Τι κάνει ηβαφτιστήρα μου;

– Το καλοκαίρι την αρραβώνιασα.

– Ναι, κάτι μου είπες τότε από το τηλέφωνο.

– Εγώ της έκανα το προξενιό μ’ ένα δόκιμοανθυποπλοίαρχο που είχα στο βαπόρι και, απ’ ό,τι μου λέει ημάνα της, πέτυχα διάνα. Αυτοί οι δύο φαίνεται ότι είναιπλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Αγαπήθηκαν με την πρώτηματιά.

– Ε, άντε, καλά στέφανα.

– Αφού μου τη βάφτισες, κουμπάρε, πρέπει και να τηνπαντρέψεις.

Ο καπετάν Πέτρος τον κοίταξε συλλογισμένος.

Page 84: h Korh Ths 8alassas

– Να την παντρέψω, δεν έχω καμία αντίρρηση. Όμωςθαρρώ πως της πέφτω λίγο μεγάλος για κουμπάρος.Καλύτερα να την παντρέψει ο Πάρης, ο γιος μου, που είναιεπίσης νονός της, είπε.

Η γυναίκα του και η κυρία Μαρκέλλα συμφώνησαν μαζίτου. Η Μυρτώ είχε να δει τον Πάρη από τότε που ήτανκοριτσάκι κι εκείνος έφηβος. Κι επειδή δεν της είχε δώσεικαμιά σημασία, τον ξέχασε και ούτε ποτέ τον ανέφερε ωςνονό της. Τα δώρα εκ μέρους του, κάθε Πάσχα καιΧριστούγεννα, φρόντιζε να τα στέλνει η μητέρα του, όπωςέκανε και με όλα τους τα βαφτιστήρια. Τα καλοκαίρια, τομεγάλο της νονό, τον καπετάν Πέτρο, η Μυρτώ τον είχε δεικάποιες φορές, όταν μαζί με τους γονείς της τονεπισκέπτονταν στο σπίτι του στο νησί. Πάντα ήταντριγυρισμένος από κόσμο και όλοι έπιναν στην υγειά του καιτον ευχαριστούσαν για κάποιο μεγάλο καλό που είχε κάνειστη φαμίλια τους. Ο καπετάν Πέτρος ήταν καλόκαρδος καιγενναιόδωρος και στους συντοπίτες του είχε προσφέρειπολλά, γι’ αυτό και ήταν τόσο αγαπητός σε όλους. Η Μυρτώάκουγε από μικρή να τον εγκωμιάζουν και μέσα στο μυαλότης τον είχε εξιδανικεύσει και καμάρωνε που ήτανβαφτιστήρα του.

Όταν τηλεφώνησε στο σπίτι του, στο Λονδίνο, το βράδυεκείνο, για να μάθει πώς έφτασαν οι γονείς της και πότε θαέβλεπαν το γιατρό, ο καπετάν Πέτρος την ενημέρωσε

Page 85: h Korh Ths 8alassas

λεπτομερώς και της είπε να μείνει ήσυχη, γιατί ο ίδιος θατους συνόδευε την επομένη στο ραντεβού. Πριν κλείσει τοτηλέφωνο, θυμήθηκε να τη συγχαρεί για τον αρραβώνα τηςκαι να της προτείνει για κουμπάρο το γιο του, τον Πάρη.

– Με μεγάλη μου χαρά, απάντησε η κοπέλα και μετάμίλησε με τη μητέρα της και τον πατέρα της.

Και τι δε θα ’δινε, αυτές τις δύσκολες ώρες, να είχε στοπλάι της τον Νικολή. Του είχε έρθει ξαφνικά μετάθεση για τοαρματαγωγό «Λέσβος» και ετοιμαζόταν για ταξίδι μακρινό.Αυτό το νέο το έμαθε η Μυρτώ το πρωί και, αν δεν ήτανυποχρεωμένη να δίνει παρουσίες στη ΜαράσλειοΠαιδαγωγική Ακαδημία, θα πήγαινε να συναντήσει τουςγονείς της στο Λονδίνο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή τηςπου έμενε ολομόναχη στο σπίτι και δεν τη χωρούσε ο τόπος.

Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να κοιμηθεί και τηνεπομένη κίνησε ανόρεχτα για τα μαθήματά της, ενώ η σκέψητης ήταν κολλημένη στο Λονδίνο.

Page 86: h Korh Ths 8alassas

4 Στην κλινική

Ο ΟΓΚΟΛΟΓΟΣ που εξέτασε τον καπετάν Γιώργη έκρινε ότι ηπερίπτωσή του ήταν πολύ σοβαρή και του σύστησε άμεσηεισαγωγή σε νοσοκομείο.

– Κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί και νέα επέμβαση,στο παχύ έντερο αυτή τη φορά, διέγνωσε, και αμέσως οασθενής διακομίστηκε σ’ ένα ογκολογικό κέντρο κοντά στηΓέφυρα του Πύργου, δίπλα ακριβώς στον Τάμεση. Ο καπετάνΠέτρος φρόντισε να του δώσουν δωμάτιο πρώτης θέσης, μεθέα στο ποτάμι, και αυτό η κυρία Μαρκέλλα το θεώρησευπερβολικό.

– Δεν είμαστε μαθημένοι, κουμπάρε, σε τέτοιεςπολυτέλειες. Το μόνο που μας νοιάζει είναι η καλήπερίθαλψη. Οι καλοί γιατροί. Άλλωστε, δεν μπορούμε νααντιμετωπίσουμε τόσο υψηλά νοσήλια, τόλμησε να του πειιδιαιτέρως, κι εκείνος έγινε κατακόκκινος και την παρακάλεσενα του επιτρέψει να αναλάβει όλα τα έξοδα.

– Ο Γιώργης δεν είναι απλός φίλος. Είναι αδερφός.Μεγαλώσαμε μαζί, μας ενώνουν πολλά. Μη μου στερήσειςαυτή τη χαρά. Εδώ κάνω τόσα για τους ξένους. Δε θα κάνω

Page 87: h Korh Ths 8alassas

για τον άντρα σου, που τον ξέρω από παιδί;

Η γυναίκα ένιωσε άβολα, όμως δεν μπορούσε να κάνειαλλιώς, έτσι μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο δέχτηκε τηγενναιόδωρη προσφορά του.

– Με τόσα καλά που κάνει ο καπετάν Πέτρος, θα αγιάσει,είπε την άλλη μέρα στην Ασπασία, αλλά εκείνη, αντί ναχαμογελάσει ευχαριστημένη, κούνησε απλώς το κεφάλι. Τότεη κυρία Μαρκέλλα δεν άντεξε άλλο και τη ρώτησε: Τι έχεις,Ασπασία; Μήπως σου γίνομαι βάρος; Μήπως είναικαλύτερα να πάω να μείνω σε ένα ξενοδοχείο κοντά στονοσοκομείο; Ο Γιώργης μου αύριο θα χειρουργηθεί και μετάέχει μπροστά του μια μακρά θεραπεία. Βλέπεις, αυτή ηπαλιαρρώστια είναι ύπουλη. Λερναία Ύδρα. Εκεί που κόβειςέναν όγκο, φυτρώνει άλλος.

Η οικοδέσποινα χαμήλωσε το βλέμμα.

– Βρε το φουκαρά τον Γιώργη, είπε και, υψώνοντας τοντόνο της φωνής της, συμβούλεψε την κουμπάρα της να κάνειυπομονή. Τώρα πρέπει να φανείς δυνατή. Να κρατηθείς σταπόδια σου. Να του δώσεις κουράγιο. Να τον στηρίξεις.

Την ίδια στιγμή ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορταςκαι σε λίγο η οικονόμος παρουσιάστηκε στην τραπεζαρία γιανα της πει:

Page 88: h Korh Ths 8alassas

– Κυρία, ήρθε η μασέζ σας.

– Ευχαριστώ. Ποιο είναι το πρόγραμμά μου για σήμερα;

– Στις 11 θα έρθει η κομμώτρια να σας χτενίσει και στη 1είστε καλεσμένη για φαγητό.

– Α, ναι. Στης Χατζηπέτρου. Θα ’χει άλλες τριάντα κυρίεςτης Φιλοζωικής. Και ρίχνοντας μια ματιά στην κουμπάρα της,πρόσθεσε: Εμένα θα μου επιτρέψεις. Θα σε δω το βράδυ στοδείπνο.

– Εγώ θα πάω στον άντρα μου και μετά θα προτιμούσα,όπως σου είπα, να πήγαινα σε ξενοδοχείο.

– Όχι, όχι, αυτό δε γίνεται. Δε θα αρέσει καθόλου στονΠέτρο. Πήγαινε στο καλό και γύρισε όποτε θες. Τοπροσωπικό θα σου ανοίξει την πόρτα και θα σου σερβίρει ναφας. Αλήθεια, δε σε ρώτησα, κοιμηθήκατε καλά στονξενώνα; Είχε αρκετή ζέστη; Γιατί, ενώ έχει ωραία θέα στονκήπο, αυτό το δωμάτιο είναι βορινό και ο ήλιος δεν το βλέπειποτέ τώρα το χειμώνα. Αν κρυώνατε, φαντάζομαι να σαςέκοψε να ρίξετε πάνω σας δυο κουβέρτες. Το ένα μέρος τηςντουλάπας είναι γεμάτο από κλινοσκεπάσματα.

Η κυρία Μαρκέλλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, ενώαπό μέσα της κάτι άρχισε να την τρώει.

Page 89: h Korh Ths 8alassas

– Λοιπόν, όπως είπαμε. Μη διανοηθείς να πας σεξενοδοχείο, γιατί ο Πέτρος θα θυμώσει πολύ.

Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα της Ασπασίας εκείνο τοπρωί και η κυρία Μαρκέλλα, από εκεί που έτρεφε τα καλύτερααισθήματα για τη φίλη της, μούδιασε, τσιτώθηκε καιμετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που αποδέχτηκε τηφιλοξενία της. Ενώ είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονιάκαι ξεκίνησαν τη ζωή τους με τις ίδιες προϋποθέσεις, καθώςήταν και οι δύο δασκάλες και οι άντρες που παντρεύτηκανναυτικοί, στην πορεία πήραν άλλη κατεύθυνση. Η μία έγινεμια μεγαλοκυρία του Λονδίνου και άλλαξαν ριζικά οι τρόποιτης, ενώ η άλλη παρέμεινε η απλή νησιωτοπούλα που ήταναπό μικρή. Το χάσμα της ταξικής διαφοράς ορθώθηκεανάμεσά τους και οι δύο παλιές φίλες και κουμπάρες δεμιλούσαν πλέον την ίδια γλώσσα, ούτε είχαν, φυσικά, τα ίδιαενδιαφέροντα, και οι αναμνήσεις από το παρελθόν που τιςένωναν είχαν πλέον ξεθωριάσει.

«Τι παριστάνουμε τώρα εμείς εδώ, τους φτωχούςσυγγενείς;» αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα, όμως στονάντρα της που την περίμενε εναγωνίως στο νοσοκομείο δενείπε τίποτα. Άλλωστε, ο καπετάν Πέτρος ήταν το ίδιο απλόςκαι προσιτός όπως πάντα. Δεν είχε την έπαρση της γυναίκαςτου. Τα πλούτη δεν είχαν επηρεάσει καθόλου το χαρακτήρακαι τη συμπεριφορά του. Παρέμενε ο άνθρωπος που ήξεραν,ο οποίος τους αγκάλιασε εγκάρδια και έκανε το παν για να

Page 90: h Korh Ths 8alassas

τους βοηθήσει.

Οι γιατροί, μετά τις εργαστηριακές εξετάσεις, έβαλαν τονκαπετάν Γιώργη στο χειρουργείο, και η αγωνία της γυναίκαςτου για την έκβαση της εγχείρησης ήταν μεγάλη. Στο πλευρότης, για συμπαράσταση, βρισκόταν ο καπετάν Πέτρος, ενώ ηκουμπάρα της έλαμψε διά της απουσίας της.

– Συγχωρήστε με, είμαι λιπόψυχη, δεν αντέχω τανοσοκομεία. Η μυρωδιά τους με ανακατεύει, είπε, και οάντρας της, που είχε συνηθίσει τις ιδιοτροπίες της, δεν έδωσεκαμιά σημασία.

Ευτυχώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και η εγχείρηση στηνοποία υποβλήθηκε ο καπετάν Γιώργης είχε απόλυτη επιτυχία,είπαν οι γιατροί. Όταν άνοιξε τα μάτια μετά την πολύωρηνάρκωση και αντίκρισε τη γυναίκα του και τον αδερφικό τουφίλο, χαμογέλασε αμυδρά και με ξεψυχισμένη, βραχνή φωνήαναζήτησε την κόρη του.

– Μαρκέλλα, πού είναι το παιδί; Θέλω να το δω, ψέλλισε,κι έτσι το άλλο πρωί κατέφθασε η Μυρτώ γεμάτη αγωνία στοΛονδίνο.

Ο νονός της έστειλε το σοφέρ του να την παραλάβει απότο αεροδρόμιο και η Ασπασία, με βαριά καρδιά, έδωσεεντολή στο υπηρετικό προσωπικό να ετοιμάσει και το δεύτερο

Page 91: h Korh Ths 8alassas

ξενώνα του σπιτιού. Είχε μεγάλα σχέδια για εκείνα ταΧριστούγεννα. Είχε προγραμματίσει δύο γυναικείεςσυγκεντρώσεις με φιλανθρωπικό σκοπό, υπέρ τωνλιμοκτονούντων παιδιών της Ουγκάντας και της Αιθιοπίας,και μια χοροεσπερίδα για τους Έλληνες πλοιοκτήτες τουΛονδίνου, καθώς επίσης δύο οικογενειακές μαζώξεις για ναχαρεί τα παιδιά και τα εγγόνια της και να τους μοιράσει ταδώρα τους. Οι μουσαφίρηδες από την Ελλάδα δενκολλούσαν σε όλα αυτά, γι’ αυτό και είχε ξινιστεί.

«Βέβαια, οι άνθρωποι έχουν σοβαρό πρόβλημα»,σκέφτηκε. «Όμως εμείς τι φταίμε; Κι αν πω στον άντρα μουτον ψυχοπονιάρη να τους στείλει σε ξενοδοχείο, θα τα βάλειμαζί μου. Χρονιάρες μέρες θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.Μακάρι να αναρρώσει ο καπετάν Γιώργης μια ώρα αρχύτερακαι να περάσει αυτές τις άγιες μέρες με την οικογένειά του στηγενέτειρά του, στο νησί».

Πάνω στην ώρα έκανε την εμφάνισή της η Μυρτώ. Ηοικονόμος την οδήγησε στο σαλόνι, και η Ασπασία, έτσιόπως ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της, τρόμαξε να τηγνωρίσει.

– Νονά! αναφώνησε η κοπέλα.

Η οικοδέσποινα της έριξε μια απορημένη ματιά και μεσφιγμένα χείλη είπε:

Page 92: h Korh Ths 8alassas

– Εσύ είσαι η Μυρτώ; Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να σε δω;Σε θυμόμουν κοριτσάκι και...

Ξαφνικά, μια παγωμένη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους, ηΜυρτώ άρχισε να μουδιάζει.

– Πώς είναι ο μπαμπάς; ρώτησε χαμηλόφωνα και σταεκφραστικά βαθυγάλαζα μάτια της ζωγραφίστηκε η ανησυχίατης.

– Δεν ξέρω και πολλά, μη νομίζεις, έχω κι εγώ τα δικάμου. Η μάνα σου διανυκτέρευσε στο προσκεφάλι του χτες.Δεν την είδα για να μου πει λεπτομέρειες. Βλέπεις, πέσαμεπάνω στις γιορτές, κι εγώ, καθώς καταλαβαίνεις, πνίγομαιστις δουλειές. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δύο συνεργείαδουλεύουν εδώ μέσα για να ετοιμάσουν το σπίτι για ταΧριστούγεννα. Με έχει φάει το άγχος. Τα θέλω όλα στηνεντέλεια. Είμαι τελειομανής και τρέχω πίσω από τους εργάτες,πρόσθεσε.

Η Μυρτώ, θολωμένη απ’ όσα άκουσαν τα αφτιά της,ξεστόμισε αυθόρμητα:

– Τότε κακώς, πολύ κακώς με έφερε ο οδηγός σας εδώ.Έπρεπε να με πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο.

– Μα σ’ έφερε εδώ για να ξεκουραστείς λίγο. Για νατακτοποιηθείς στο δωμάτιό σου, να ανοίξεις τη βαλίτσα

Page 93: h Korh Ths 8alassas

σου...

– Θα πάω σε ξενοδοχείο. Η μητέρα μου κι εγώ δεν έχουμεκαμιά δουλειά να βρισκόμαστε μες στα πόδια σας χρονιάρεςμέρες. Κοιτάξτε το σπιτικό σας, κι εμείς τώρα αμέσως θα σαςαπαλλάξουμε από την παρουσία μας, νονά, είπε σοβαρά ηκοπέλα και σηκώθηκε να φύγει.

– Στάσου, πού πας;

– Στο νοσοκομείο. Χάρηκα που σας είδα. ΚαλάΧριστούγεννα.

– Όχι, όχι, μη φεύγεις. Μια στιγμή να καλέσω τον οδηγό,πώς θα πας μέχρι εκεί;

– Υπάρχουν λεωφορεία, υπόγειος σιδηρόδρομος,υπάρχουν εν ανάγκη και ταξί. Τόσος κόσμος πώςκυκλοφορεί; Λίγοι έχουν σοφέρ όπως εσείς, πρόσθεσεδηκτικά η Μυρτώ και φουρκισμένη, με τη βαλίτσα στο χέρι,έγινε καπνός.

Οι διακοσμήτριες έβαζαν τις τελευταίες πινελιές στημεγάλη σάλα υποδοχής και οι ηλεκτρολόγοι κρεμούσανγιρλάντες με δεκάδες λαμπιόνια στο χιονισμένο φράχτη τουκήπου. Βλέποντας τη Μυρτώ να βγαίνει βιαστικά στον έρημοδρόμο, παραξενεύτηκαν.

Page 94: h Korh Ths 8alassas

– Good morning, της είπαν.

– Good morning, απάντησε εκείνη. I am looking for ataxi, πρόσθεσε, και ένας απ’ όλους προθυμοποιήθηκε να τηνπάει με το φορτηγάκι του στην πλησιέστερη πιάτσα.

Πολύ σύντομα έφτασε στο ογκολογικό κέντρο όπουνοσηλευόταν ο πατέρας της. Ευτυχώς, η όψη του ήτανκαλύτερη απ’ ό,τι περίμενε. Η μετεγχειρητική του πορείαέβαινε καλώς, την ενημέρωσαν οι θεράποντες γιατροί. Έναπλατύ χαμόγελο φώτισε το ωχρό του πρόσωπο μόλις τηνείδε να πλησιάζει στο προσκεφάλι του, και η Μυρτώ αμέσωςαναγάλλιασε.

– Μπαμπά μου, πώς αισθάνεσαι; τον ρώτησε συγκινημένηκαι, σκύβοντας να τον φιλήσει στο μέτωπο, δάκρυα χαράςκύλησαν από τα μάτια της κι έσταξαν στα μάγουλά του.Θέλω να γίνεις γρήγορα καλά. Να φύγουμε από εδώ, ναγυρίσουμε στο σπίτι μας στο νησί. Από μικρή, όταν μουέλειπες πολύ, ονειρευόμουν τη στιγμή που θα γύριζες γιαπάντα κοντά μας. Που θα άφηνες τη θάλασσα και θα ζούσεςστη στεριά μαζί μας. Ήρθε η ώρα, επιτέλους, η μαμά κι εγώνα σε χαρούμε όσο θέλουμε, χωρίς να πρέπει να σεαποχωριστούμε τα Χριστούγεννα και όλες τις μεγάλεςγιορτές που οι οικογένειες τις περνούν μαζί.

Ο καπετάν Γιώργης άκουγε την κόρη του να λέει τα δικά

Page 95: h Korh Ths 8alassas

της και, όταν εκείνη πήρε μια ανάσα, τη ρώτησε:

– Τι κάνει ο Νικολής;

Η κοπέλα χαμογέλασε.

– Είναι καλά, μπαμπά, και σου στέλνει τις ευχές του γιαταχεία ανάρρωση. Σ’ αγαπάει σαν να είσαι πατέρας του. Δεβλέπει την ώρα να ξεμπερδεύει με τη θητεία του και ναανταμώσουμε όλοι στο νησί. Τώρα ταξιδεύει με ένααρματαγωγό προς την Κύπρο.

– Μόλις απολυθεί με το καλό, θα κάνουμε το γάμο, κόρημου.

– Πρώτα ο Θεός. Γίνε εσύ καλά και μας περιμένουνμεγάλες χαρές.

– Θα σας παντρέψει ο μικρός νονός σου, ο Πάρης. Είναιεπιθυμία του πατέρα του.

– Ναι, μου το είπε ο καπετάν Πέτρος από το τηλέφωνο.Αν και δεν τον ξέρω εγώ. Μόνο μία φορά τον είδα στο νησί,όταν ήμουν κοριτσάκι.

– Δεν έχει σημασία. Αφού αυτό θέλει ο καπετάν Πέτρος,ας γίνει το θέλημά του.

Page 96: h Korh Ths 8alassas

– Και βέβαια θα γίνει, απάντησε η Μυρτώ.

Μόλις ο πατέρας της έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκεευχαριστημένος, πήρε τη μητέρα της και πήγαν μέχρι τηνπλησιέστερη καφετέρια να πιουν έναν καφέ και νακολατσίσουν κάτι στα γρήγορα. Εκεί τα είπαν και για τηστάση της Ασπασίας.

– Τι τουπέ έχει! Ποια νομίζει ότι είναι; σχολίασε η κυρίαΜαρκέλλα. Με συγχωρείς, παιδί μου, αλλά θα το πω γιατίμου καίει τη γλώσσα. Με το πορτοφόλι του άντρα τηςκαβάλησε το καλάμι κι έγινε ψηλομύτα, ακατάδεκτη καιαφιλόξενη. Κρίμα, με απογοήτευσε. Και να φανταστείς πωςυπήρξαμε κολλητές φίλες κάποτε. Το λίγο που τησυναντούσα αργότερα, τα καλοκαίρια στο νησί, ήταν πάνταεγκάρδια και ζεστή μαζί μου, όπως τότε που ήμαστε κοπέλες.Τι άλλαξε; Τι έπαθε εδώ στο Λονδίνο; Τι της έκανα και έγινετόσο απρόσιτη;

– Τίποτα δεν της έκανες εσύ, μαμά. Εκείνη έχει τοπρόβλημα. Εδώ στο Λονδίνο νιώθει αλλιώς. Προφανώς, θασυναναστρέφεται τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, κι εσύ τηςπέφτεις λίγη. Εσύ ήσουν και παραμένεις μια γυναίκα απλή.Αντί να καμαρώνει η ανόητη, το παίζει γαλαζοαίματη καιφοβάται μην την πιάσουν στο στόμα τους οι κουτσομπόλεςτης αριστοκρατίας. Εμείς στον τόπο μας δεν έχουμεαριστοκράτες.

Page 97: h Korh Ths 8alassas

– Ποσώς με ενδιαφέρει. Εγώ ξέρω να πω, κόρη μου, πωςκάθε άνθρωπος έχει την αξία του και πρέπει όλοι να είμαστεσεμνοί και ταπεινοί και να δίνουμε την πρέπουσα προσοχήστο συνάνθρωπό μας, πόσο μάλλον στους ανθρώπους μετους οποίους μας δένουν κάποια πράγματα, όπως μια παλιάφιλία ή κουμπαριά. Ο καπετάν Πέτρος έχει πιάσει το νόημα.Γι’ αυτό και δεν άλλαξε. Μας φέρθηκε άψογα. Ενώ η γυναίκατου, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο σπίτιτης, με αντιμετώπισε σαν να ήμουν κουνούπι.

– Το ίδιο έκανε και μ’ εμένα, γι’ αυτό πήρα τη βαλίτσα μουκαι έφυγα αμέσως.

– Καλά έκανες.

– Τώρα πρέπει να βρούμε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά.

– Να ρωτήσουμε το γραφείο πληροφοριών τουνοσοκομείου.

– Δε χρειάζεται. Μου φαίνεται πως πήρε το μάτι μου μιαπανσιόν στην απέναντι γωνία.

– Ε, τότε ας πάμε μέχρι εκεί.

Μια μεσόκοπη Ινδή καθόταν πίσω από το γκισέ της εισόδου,μπροστά στον πίνακα με τα κλειδιά.

Page 98: h Korh Ths 8alassas

– Τι μπορώ να κάνω για εσάς; τις ρώτησε ευγενικά.

Οι δύο γυναίκες εξήγησαν ότι ήθελαν ένα δίκλινοδωμάτιο. Η άλλη τις κοίταξε διστακτικά και είπε:

– Μόλις άδειασε ένα στη σοφίτα. Ελάτε να σας το δείξω,και αν σας αρέσει...

Παλιές ξεφτισμένες ταπετσαρίες κάλυπταν τους τοίχουςκαι το μοναδικό παράθυρο είχε θέα σ’ έναν ακάλυπτοεσωτερικό χώρο όπου έπαιζαν χιονοπόλεμο δύο μελαψάπαιδάκια. Η τιμή του ήταν αρκετά προσιτή, γι’ αυτό και ηΜυρτώ το έκλεισε αμέσως.

– Θα μπορούσαμε να μείνουμε κάπου καλύτερα,παρατήρησε ξινίζοντας τα μούτρα της η κυρία Μαρκέλλα.

– Δε χρειάζεται. Για έναν ύπνο το θέλουμε, της απάντησεη Μυρτώ και, κοιτάζοντας τα καλοσιδερωμένα λευκάσεντόνια, πρόσθεσε: Φτάνει που είναι καθαρό.

Η Ινδή τούς παρέδωσε το κλειδί κι έφυγε. Μάνα και κόρηαποφάσισαν να επιστρέψουν στο νοσοκομείο. Καθώςκατέβαιναν τα σκαλιά, μια πόρτα άνοιξε και από το δωμάτιοπίσω της βγήκε ένα αλλοπρόσαλλο ζευγάρι. Ο άντρας ήτανπροχωρημένης ηλικίας, ενώ η γυναίκα που τον τραβούσε απότο χέρι ήταν μια μικρή λολίτα, που κάλλιστα θα μπορούσε νατην πει κανείς εγγονή του.

Page 99: h Korh Ths 8alassas

– Τι δουλειά έχει ο παλιόγερος με το κοριτσάκι;αναρωτήθηκε η Μυρτώ, και η μητέρα της έγινε κόκκινη σαντο παντζάρι, καθώς της πέρασε από το νου πως η πανσιόνπου διάλεξαν να μείνουν ήταν στέκι του αγοραίου έρωτα.

– Άσε το κλειδί και πάμε γρήγορα να φύγουμε από εδώμέσα, είπε ψιθυριστά στην κόρη της, καθώς πλησίαζαν στηνυποδοχή.

Τότε το βλέμμα της Μυρτώς αντάμωσε με το βλέμμα ενόςνέου καλοβαλμένου καστανού άντρα που την κοίταζεεπίμονα. Πλάι του στεκόταν μια κοκκινομάλλα νταρντάνα,τυλιγμένη σ’ ένα λεοπάρ οικολογικό παλτό, κι έτσι όπως τοείχε ξεκούμπωτο, από το βαθύ ντεκολτέ της ξεχείλιζανπροκλητικά τ

α πλούσια, τροφαντά στήθη της.

Η κυρ

ία Μαρκέλλα κόντεψε να πάθει συγκοπή με τηνεμφάνιση της γυναίκας.

– Μυρτώ, κάνε γρήγορα, της ξέφυγε και είπε δυνατά αυτήτη φο

ρά.

– Καλά, καλά, απάντησε εκείνη.

Τότε ο νέος άντρας τής χαμογέλασε πλατιά.

– Ελληνίδα είστε; τη ρώτησε στα ελληνικά. Καλά τοκατάλαβα.

Page 100: h Korh Ths 8alassas

– Μυρτώ! φώναξε για άλλη μία φορά η κυρία Μαρκέλλα,και στη στιγμή μάνα και κόρη βρέθηκαν στο δρόμο.

– Τι έπαθες, μαμά; Τι σ’ έπιασε;

– Κάνεις ότι δεν κατάλαβες; Κουκουλώσου να μηνπαγώσεις. Τώρα χιονίζει για τα καλά.

– Δε θα ήταν άσχημα να αποκλειστούμε στο Λονδίνο. Ναμια καλή ευκαιρία να το γνωρίσουμε. Να πάμε και στομουσείο της Μαντάμ Τισό, στην Πινακοθήκη, στα Ανάκτορατου Μπάκιγχαμ...

– Πόσο επιπόλαια είσαι, Μυρτώ! Ο πατέρας σου...

– Ο πατέρας μου μέχρι τα Χριστούγεννα θα είναι περδίκικαι θα τα γιορτάσουμε όλοι μαζί.

– Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν.

– Πες ό,τι θες. Εγώ πάντως είμαι αισιόδοξη. Κάτι μου λέειότι όλα θα πάνε καλά, τόνισε η Μυρτώ και, μπαίνοντας και οιδύο ακροπατώντας στο δωμάτιο του καπετάν Γιώργη, τονβρήκαν ξύπνιο και του χαμογέλασαν.

– Πού είστε; Ανησύχησα. Σας περιμένω τόση ώρα.

– Πήγαμε να τσιμπήσουμε κάτι.

Page 101: h Korh Ths 8alassas

Για την επίσκεψή τους στην πανσιόν δεν έβγαλαντσιμουδιά.

Πλησιάζοντας η κυρία Μαρκέλλα στο προσκεφάλι του,του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά άρχισε να τονκανακεύει σαν μωρό. Έσιαξε τα στρωσίδια στο κρεβάτι του,ανασήκωσε τα μαξιλάρια για να βολευτεί εκείνος καλύτερα,του έδωσε με το καλαμάκι να πιει χυμό και μετά δρόσισε τοπρόσωπό του με λίγο νερό και χτένισε προσεκτικά τα γκρίζαμαλλιά του.

– Αύριο θα φέρω κουρέα να σε κουρέψει και να σε ξυρίσει.

– Ναι, πρόσεχε μην παραλείψεις. Για γαμπρός πάω;Άρρωστος άνθρωπος είμαι. Τι περιμένεις;

– Μη θυμώνεις, Γιώργη μου. Εγώ για το καλό σου το λέω.

– Δίκιο έχει η μαμά, παρενέβη η Μυρτώ.

– Τρελαθήκατε και οι δύο; Ας γίνω καλά και μετά...

– Τώρα πάνε πια τα δύσκολα, πέρασαν. Έτσι είπαν οιγιατροί.

– Δόξα τω Θεώ, ψιθύρισε ο καπετάν Γιώργης και τοβλέμμα του στάθηκε στις πυκνές νιφάδες που έπεφταν έξω.Με τέτοια χιονοθύελλα δε νομίζω να έρθει ο Πέτρος να με δει

Page 102: h Korh Ths 8alassas

σήμερα, πρόσθεσε και τα μάτια του συνέχισαν να κοιτάζουνμια το παράθυρο και μια την πόρτα, μέχρι που κάποια στιγμή,όταν σκοτείνιασε και άναψαν τα φώτα, του φάνηκε πωςάκουσε μια γνώριμη φωνή στο διάδρομο και ανασηκώθηκεστο κρεβάτι. Μαρκέλλα, μου φαίνεται ότι ήρθε ο κουμπάροςμας, είπε, και πράγματι δεν είχε άδικο.

Ο καπετάν Πέτρος μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενοςαπό έναν καστανό νέο άντρα, που δεν ήταν άλλος από τομοναχογιό του, τον Πάρη.

– Καλώς τους, τους υποδέχτηκε η κυρία Μαρκέλλα.

– Δεν ήταν ανάγκη, παλιόφιλε, να έρθεις να με δεις μετούτο το χιονιά, παρατήρησε ο καπετάν Γιώργης.

Η Μυρτώ χαιρέτησε τον καπετάν Πέτρο, που της είπε:

– Ήρθε, επιτέλους, η ώρα να γνωρίσεις, βαφτιστήρα, καιτον άλλο σου νονό.

Τότε τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον Πάρη, και ηΜυρτώ, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον καλοβαλμένοάντρα που της είχε μιλήσει λίγες ώρες πριν στην είσοδο τηςπανσιόν, συνοδευόμενος από εκείνη την προκλητική γυναίκα,έμεινε άναυδη. «Τι μικρός που είναι ο κόσμος!» σκέφτηκε τηστιγμή που ο Πάρης έσφιγγε μες στην παλάμη του το χέρι τηςκαι μ’ ένα γοητευτικό χαμόγελο της έλεγε:

Page 103: h Korh Ths 8alassas

– Χάρηκα πολύ. Κρίμα που δεν τo ’ξερα τόσο καιρό πωςείχα μια τόσο ωραία βαφτιστήρα.

Η Μυρτώ χαμογέλασε σφιγμένα.

– Κι όμως, κάπου σ’ έχω ξαναδεί, συμπλήρωσε εκείνος,και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της γεμάτο θαυμασμό,χωρίς να νοιάζεται που τους κοίταζαν όλοι.

«Έχει πολύ μεγάλο θράσος ο τύπος», συλλογίστηκε ηΜυρτώ, και ενώ οι γονείς της με το νονό της κουβέντιαζαν ταδικά τους, εκείνη ένιωθε αμηχανία από το βλέμμα του Πάρη,που την έγδυνε, κι ευχαρίστως θα του άστραφτε ένα χαστούκιαν μπορούσε. Όμως, καθώς δεν μπορούσε, αποφάσισε να τοναγνοήσει. Τότε ο νέος άντρας την πλησίασε και της είπεσχεδόν ψιθυριστά:

– Σε αναγνώρισα αμέσως. Μη βλέπεις που έκανα τοκορόιδο και δεν το έδειξα. Είσαι η όμορφη άγνωστη τηςπανσιόν. Της έκλεισε πονηρά το μάτι, και η Μυρτώ έγινεκατακόκκινη.

– Είχαμε πάει με τη μητέρα μου για να κλείσουμε δωμάτιο,μουρμούρισε ντροπαλά.

– Πού; Στην πανσιόν της Σίντι; είπε εκείνος και κάγχασε,κάνοντας τους άλλους να γυρίσουν και να τον κοιτάξουνπερίεργα.

Page 104: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ ευχόταν να άνοιγε η γη και να την καταπιεί.Εντούτοις κατάφερε να πει:

– Δεν ξέρω πού είναι το αστείο. Πρώτη φορά ήρθαμε στοΛονδίνο. Δεν ξέραμε...

– Δεν ξέρατε, δε ρωτούσατε;

– Θέλαμε ένα κατάλυμα εδώ κοντά, για ναπηγαινοερχόμαστε εύκολα.

Ο Πάρης πρόσεξε την αμηχανία της και αμέσωςσοβαρεύτηκε.

– Καλά που μου το είπες. Θα το φροντίσω εγώ τώρααμέσως, δήλωσε και, πλησιάζοντας αποφασιστικά κοντά στοκρεβάτι του αρρώστου, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνουπου βρισκόταν στο κομοδίνο και έκλεισε ένα δίκλινο δωμάτιοστο πλησιέστερο πεντάστερο ξενοδοχείο της περιοχής.

Ο πατέρας του τον κοίταξε με απορία.

– Τι έκανες, γιε μου; Γιατί; Αφού μένουν στο σπίτι μας.

– Τους πέφτει λίγο μακριά, απάντησε ο Πάρης και,ρίχνοντας το βλέμμα του στη Μυρτώ, που τα είχεκυριολεκτικά χαμένα, της χαμογέλασε.

Page 105: h Korh Ths 8alassas

Την ίδια στιγμή, μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο για νατους αναγγείλει πως το επισκεπτήριο τέλειωσε, και τότε, έναςένας, αφού ασπάστηκαν τον καπετάν Γιώργη και τουευχήθηκαν «καλό ξημέρωμα», αναχώρησαν.

Ο Πάρης, ευγενικός, παρά τις αντιρρήσεις της Μυρτώς,κουβάλησε τη βαλίτσα της μέχρι την έξοδο. Η λιμουζίνα τουκαπετάν Πέτρου τούς περίμενε εκεί. Το χιόνι είχε κοπάσει καιμέσα στην παγωνιά οι ανάσες τους άχνιζαν, δημιουργώνταςσυννεφάκια.

Ο σοφέρ άνοιξε την πόρτα στο αφεντικό του να καθίσειπλάι του μπροστά, ενώ ο Πάρης, κοιτάζοντας τη Μυρτώ καιτη μητέρα της, τις παρότρυνε να μπουν γρήγορα στοαυτοκίνητο, πριν παγώσουν τα χέρια και η μύτη τους.

– Θα πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο να αφήσουμε τις κυρίες,έδωσε εντολή στον οδηγό, μόλις κάθισε κι εκείνος στο πίσωκάθισμα, δίπλα στη Μυρτώ.

Στη μικρή διαδρομή, η κοπέλα μαζευόταν προς τη μεριάτης μητέρας της για να αφήσει άνεση χώρου στον Πάρη, μασε μια στροφή το αυτοκίνητο γλίστρησε στο χιόνι καιαπότομα βρέθηκε στην αγκαλιά του.

– Παναγιά μου! φώναξε φοβισμένη, ενώ η μητέρα τηςέκανε το σταυρό της.

Page 106: h Korh Ths 8alassas

– Δεν είναι τίποτα. Μην ανησυχείτε, τις καθησύχασε οκαπετάν Πέτρος, ενώ ο σοφέρ ζήτησε συγνώμη και ο Πάρηςείχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.

Φτάνοντας στο πολυτελές ξενοδοχείο, συνόδευσε τις δύογυναίκες μέχρι τη ρεσεψιόν, συμπλήρωσε ο ίδιος το σχετικόέντυπο και τους ευχήθηκε «καλή διαμονή».

– Δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω, παιδί μου, του είπετότε η κυρία Μαρκέλλα, ενώ η Μυρτώ τον κοίταξε μ’ έναζεστό βλέμμα, ευχαριστώντας τον κι εκείνη.

– Δεν είναι τίποτα. Αλίμονο! Ξένοι είμαστε; Καληνύχτα, κιαν χρειαστείτε κάτι, πάρτε με τηλέφωνο, πρόσθεσε, βάζονταςστο χέρι της Μυρτώς την κάρτα του.

– Σκίστηκε να μας βοηθήσει ο Πάρης. Να είναι καλά.Φαίνεται ότι έμοιασε του πατέρα του, σχολίασε η κυρίαΜαρκέλλα όταν έπεσε εξουθενωμένη από την κούραση τηςμέρας στο άνετο κρεβάτι.

Η Μυρτώ χαμογέλασε με νόημα, ενώ την ίδια στιγμή ονους της πήγε στον Νικολή, τον άντρα της καρδιάς της. «Αχ,αγάπη μου, πού να ’σαι τώρα;» αναρωτήθηκε και, κλείνονταςτα μάτια, τον έφερε με τη σκέψη της κοντά της. Προσπάθησενα χαλαρώσει και να κοιμηθεί, όμως ο ύπνος δεν έλεγε νατην πάρει. Τότε ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά:

Page 107: h Korh Ths 8alassas

– Μαμά, κοιμάσαι;

– Όχι, δεν μπορώ.

– Το ίδιο κι εγώ. Έχω εκνευρισμό.

– Ηρέμησε.

– Μαμά, ξέρεις ποιος είναι αυτός ο Πάρης;

– Είπαμε, ο δεύτερος νονός σου.

– Καλά, ευχαριστώ. Δεν εννοώ αυτό.

– Θεού θέλοντος, θα γίνει και κουμπάρος σου. Θα σεπαντρέψει.

– Το ξέρω αυτό, το κατάλαβα. Δεν είμαι χαζή.

– Διαλογική συζήτηση θα πιάσουμε μες στη νύχτα; Μαςπεριμένει δύσκολη μέρα αύριο. Άσε τις φλυαρίες καικοιμήσου.

– Θυμάσαι εκείνη την κοκκινομάλλα νταρντάνα με τοαβυσσαλέο ντεκολτέ που είδαμε στην πανσιόν;

– Πώς σου ήρθε τώρα στο νου; Τη θυμάμαι.

– Ο Πάρης τη συνόδευε.

Page 108: h Korh Ths 8alassas

– Αποκλείεται. Κάνεις λάθος. Άντρας είναι, δε λέω, όμωςαν ήθελε να πάει με κοκότα, θα μπορούσε να διαλέξει τηνωραιότερη της Αγγλίας. Αυτή είχε το χάλι της.

– Εγώ δεν κολλάω σε αυτό. Άλλο μού κάνει εντύπωση.Γιατί ένας νέος άντρας της εποχής μας, σαν τον Πάρη, νασυχνάζει στα παλιοξενοδοχεία με τέτοιες γυναίκες; Σίγουρακάποιο βίτσιο θα έχει...

– Πάψε πια. Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Κλείσε τοστόμα σου να κοιμηθούμε. Τι μας νοιάζει τι κάνει στο κρεβάτιτου ο Πάρης; Κι έπειτα από μια παύση, αφού το δούλεψε λίγοτο θέμα στο μυαλό της, πρόσθεσε: Το βίτσιο με τις κοκότεςτο έχουν οι ναυτικοί. Δεν έχεις ακούσει που λένε κάθε λιμάνικαι καημός; Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι; Επειδήστερούνται τις γυναίκες τους, αναζητούν τον αγοραίο έρωτα,κι έτσι μαθαίνουν να γλυκαίνονται με κοκότες.

Η Μυρτώ αναστέναξε. Ο νους της έφυγε ξαφνικά από τονΠάρη και πέταξε πάλι στον αρραβωνιαστικό της. Μόνο πουτον φαντάστηκε σε ξένη αγκαλιά, φούντωσε ολόκληρη. «Σεθέλω δικό μου, καταδικό μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ πωςθα σε μοιραστώ με κάποια άλλη. Είσαι άνθρωπος, δε λέω,και έχεις τις αδυναμίες σου, όμως οι εφήμεροι έρωτες τηςμιας βραδιάς εγκυμονούν κινδύνους για εσένα, για εμένα, γιατην αγάπη μας, για το μέλλον μας. Τι κι αν είσαι ναυτικός; Οικανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Άλλωστε, εσύ δεν είσαι

Page 109: h Korh Ths 8alassas

σαν όλους τους άλλους. Είσαι μοναδικός. Γι’ αυτό σ’αγάπησα με την πρώτη ματιά», αναλογίστηκε και, σιγά σιγά,με τη σκέψη της κολλημένη στον Νικολή, χαλάρωσε καιαποκοιμήθηκε γλυκά έως το άλλο πρωί, που το κουδούνισματου τηλεφώνου την πέταξε από το βαθύ ύπνο της.

– Το τηλέφωνο, μαμά, δεν ακούς; φώναξε.

Η κυρία Μαρκέλλα έκανε ντους εκείνη τη στιγμή, κι έτσι ηΜυρτώ, θέλοντας και μη, σήκωσε αγουροξυπνημένη τοακουστικό.

– Καλημέρα, καρδούλα μου, άκουσε μια αντρική φωνή νατης λέει.

– Ποιος είναι; ρώτησε απότομα και την ίδια στιγμήσυνειδητοποίησε πως στην άλλη άκρη της γραμμήςβρισκόταν ο αρραβωνιαστικός της και ξύπνησε για τα καλά.Νικολή, εσύ; Δεν το πιστεύω. Πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω.Θα πρέπει να επικοινωνούμε με τηλεπάθεια. Όλη τη νύχτα σεείχα στο νου μου. Κοιμήθηκα με τη σκέψη σου.

– Τι σύμπτωση! Κι εγώ.

– Πιάσατε στην Κύπρο;

– Ναι, στην Κερύνεια. Από εδώ σου τηλεφωνώ. Σε λίγοθα σαλπάρουμε για Ελλάδα.

Page 110: h Korh Ths 8alassas

– Ποιος σου είπε ότι μένουμε σε αυτό το ξενοδοχείο;

– Σιγά το δύσκολο. Πήρα τα γραφεία του καπετάν Πέτρουστο Λονδίνο και ζήτησα να μιλήσω με τον ίδιο. Είναιθαυμάσιος άνθρωπος, με κατατόπισε πλήρως για την υγείατου πατέρα σου και μου είπε και για εσένα. Αν όλα πάνε καλά,ελπίζω τα Χριστούγεννα να πάρω άδεια και να τα περάσουμεόλοι μαζί στο νησί.

– Μακάρι, αγάπη μου. Να ’ξερες πόσο πολύ σ’ έχωαποθυμήσει.

– Εγώ να δεις!

– Καλό ταξίδι.

– Καλή αντάμωση, είπε ο Νικολής και έκλεισε.

Η Μυρτώ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Η κυρία Μαρκέλλαείδε τη λάμψη στα μάτια της και χαμογέλασε.

– Έτσι και ο μπαμπάς είναι καλά, μέχρι το τέλος τηςεβδομάδας θα γυρίσουμε στην Ελλάδα για τα Χριστούγεννα.

– Άλλα έλεγες χτες, κόρη μου.

– Είπα, ξείπα. Ο Νικολής είναι το άλφα και το ωμέγα γιαεμένα και, αν πάρει άδεια, τίποτα δε με κρατάει μακριά του.

Page 111: h Korh Ths 8alassas

– Κι αν αποκλειστούμε από τα χιόνια;

– Μην κακομελετάς. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Είμαιικανή να κινήσω γη και ουρανό για χάρη του.

Η κυρία Μαρκέλλα έριξε το βλέμμα της έξω από τοπαράθυρο και, κουνώντας το κεφάλι, συλλογίστηκε: «Αχ, τανιάτα! Κουβαλούν τρέλα, γι’ αυτό και βλέπουν τον κόσμο μεάλλα μάτια. Παθιάζονται και ενθουσιάζονται με τον έρωτα.Όμως ακόμα και οι μεγάλοι έρωτες ξεθωριάζουν καισβήνουν, κι εκείνο που μένει είναι η ανάμνηση των στιγμών,γι’ αυτό και αξίζει να ζούμε εμπειρίες όσο είμαστε νέοι. Ναζυμωνόμαστε με τις χαρές και τις λύπες της ζωής και όχι ναπαραμένουμε απλοί θεατές της».

Στο μεταξύ έκανε και η Μυρτώ ντους και ντύθηκε σταγρήγορα. Κοιτάζοντας τη μητέρα της που έστεκε τόση ώραμπροστά στο παράθυρο σαν αποσβολωμένη, απόρησε.

– Μαμά, τι θα γίνει; Θα φύγουμε καμιά φορά;

– Πάμε, παιδί μου. Ο πατέρας σου μας περιμένει.

Page 112: h Korh Ths 8alassas

5 Ο Πάρης

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ και ο χλομός ήλιος είχεαρχίσει να παίζει το συνηθισμένο του κρυφτούλι με τα γκρίζασύννεφα. Τα εκχιονιστικά μηχανήματα είχαν στοιβάξεισωρούς από χιόνι στις άκρες των δρόμων και στα πεζοδρόμιακαι οι πρωινοί διαβάτες βάδιζαν με προσοχή.

– Πρέπει να πατάμε σταθερά για να μη γλιστρήσουμε,συμβούλεψε η κυρία Μαρκέλλα την κόρη της, καθώςκρατιούνταν από το χέρι.

Μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο, που απείχε μόλις δύοτετράγωνα από το ξενοδοχείο, είδαν κι έπαθαν.

– Η χιονοθύελλα σταμάτησε, αλλά από το κρύο έχουνπαγώσει τα πάντα, είπαν στον καπετάν Γιώργη μπαίνονταςστο δωμάτιό του με τα δόντια τους να χτυπούν, κι εκείνοςχαμογέλασε.

– Μπαμπά, είσαι καλύτερα από χτες, παρατήρησε ηΜυρτώ. Το βλέπω στα μάτια σου. Πότε θα σου κόψουν ταράμματα να πάμε στο καλό; Τηλεφώνησε ο Νικολής και...

Page 113: h Korh Ths 8alassas

– Όλα τα ξέρω. Πήρε κι εδώ. Συνεννοηθείτε με το γιατρό,ήταν η απάντησή του, και από εκεί και μετά η Μυρτώ πήρεσβάρνα τους διαδρόμους και τα γραφεία για να μάθει για τηνπορεία της υγείας του πατέρα της, όπως και την πιθανήημερομηνία εξόδου του.

– Σε δύο μέρες, εκτός απροόπτου, θα είναι σε θέση ναπάρει εξιτήριο ο πατέρας σας, δεσποινίς, και να συνεχίσει τιςχημειοθεραπείες στα εξωτερικά μας ιατρεία, της είπε ογιατρός που τον παρακολουθούσε, και η Μυρτώαναστατώθηκε.

– Τις χημειοθεραπείες δε θα μπορούσε να τις κάνει στηνΕλλάδα; Μας είναι πολύ δύσκολο να παραμείνουμε κι άλλοεδώ, ψέλλισε αγχωμένη.

– Τότε πράξτε κατά συνείδηση. Η κατάσταση της υγείαςτου είναι πολύ σοβαρή. Δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο. Σαςυπενθυμίζω πως πάσχει από επιθετική μορφή καρκίνου, τηςτόνισε ο γιατρός και της έκοψε τη φόρα.

Από εκεί που ήταν αισιόδοξη και ευδιάθετη, σφίχτηκεπάλι η ψυχή της και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να παίξειθέατρο μπροστά στους γονείς της για να μην τουςαποκαρδιώσει κι εκείνους.

Όταν άνοιξε η πόρτα το σούρουπο και είδε μπροστά της

Page 114: h Korh Ths 8alassas

τον καπετάν Πέτρο με το γιο του, ένιωσε την ανάγκη ναμιλήσει στον Πάρη. Μπορεί την πρώτη στιγμή να μην τηςέκανε τόσο καλή εντύπωση, όμως από την ώρα πουπροθυμοποιήθηκε να την πάει μαζί με τη μητέρα της στοξενοδοχείο, κέρδισε τη συμπάθειά της. Άλλωστε, εκτός απόνονός της, θα γινόταν και κουμπάρος της. Με αυτή τη σκέψηπήρε το θάρρος να του πει:

– Κύριε Πάρη, πνίγομαι. Μη βλέπετε που χαμογελάω,παίζω θέατρο.

Ο Πάρης την πήρε κατά μέρος, για να μην τους ακούσουνοι άλλοι.

– Τι έχεις; τη ρώτησε. Εγώ είμαι εδώ για εσένα. Αφού σουέδωσα το τηλέφωνό μου. Γιατί δε μου τηλεφώνησες όλημέρα;

– Ο μπαμπάς δεν είναι καλά. Μη βλέπετε...

– Αυτό είναι γνωστό. Ο καρκίνος δεν αντιμετωπίζεται έτσιεύκολα.

– Θέλω να τον πάρω να φύγουμε στην Ελλάδα. Να κάνειτις χημειοθεραπείες εκεί.

– Και γιατί, παρακαλώ, τόση βιασύνη;

Page 115: h Korh Ths 8alassas

– Μη με παρεξηγείτε, όμως θέλω αυτά τα Χριστούγεννανα τα περάσουμε οικογενειακά στο νησί μας. Θα πάρει και οαρραβωνιαστικός μου την άδειά του...

– Τι πράγματα είναι αυτά; Εκείνο που προέχει είναι η υγείατου πατέρα σου. Υπάρχουν προτεραιότητες στη ζωή. Τι σουείπε ο γιατρός;

– Να πράξω κατά συνείδηση.

– Πολύ σωστά. Αυτό πρέπει να κάνεις. Όμως νομίζω πωςτον πρώτο λόγο τον έχει ο ο πατέρας σου, που είναι και οπαθών.

– Εκείνος θα κάνει ό,τι του πω εγώ.

– Και η μητέρα σου; Δεν πρέπει να ερωτηθεί;

Η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι.

– Η μαμά θα κάνει ό,τι της πει ο μπαμπάς.

– Και ο μπαμπάς ό,τι του πεις εσύ, η μικρή ατομίστρια,που βάζεις πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου. Την προσωπική σουεπιθυμία να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα συντροφιά με τοναρραβωνιαστικό σου.

– Κακό είναι αυτό; Τον αγαπώ και θέλω να είμαι κοντά

Page 116: h Korh Ths 8alassas

του.

– Τότε άσε τους γονείς σου εδώ και πήγαινε στην Ελλάδανα τον βρεις.

– Δυο τρεις μέρες μόνο θα λείψω, γιατί τόση θα είναι ηάδειά του. Αυτή τη στιγμή υπηρετεί τη θητεία του σ’ ένααρματαγωγό.

– Άντε, καλός πολίτης, είπε ο Πάρης.

– Τι λέει η νεολαία μας; ρώτησε ο πατέρας του από τηνάλλη άκρη.

– Εδώ, η Μυρτώ μού λέει για τον αρραβωνιαστικό της.Πόσο πολύ τον αγαπάει. Μίλησε με την τύχη του ο λεβέντης,πρόσθεσε πιο σιγανά, μα όλοι τον άκουσαν καιχαμογέλασαν.

– Είναι πράγματι λεβεντόπαιδο. Αξίζει την αγάπη της,απάντησε ο καπετάν Γιώργης και κοίταξε τη Μυρτώ με έναβλέμμα όλο χαρά.

– Και στα δικά σας, κύριε Πάρη, ευχήθηκε η κοπέλα, αλλάεκείνος, αντί να πει ένα τυπικό, έστω, «ευχαριστώ»,συνοφρυώθηκε.

– Είσαι η Μυρτώ και είμαι ο Πάρης σκέτο. Σε παρακαλώ,

Page 117: h Korh Ths 8alassas

πάψε να μου μιλάς στον πληθυντικό. Μου τη δίνει. Δεν είμαιδα και τόσο μεγαλύτερός σου, της είπε σχεδόν ψιθυριστά.

Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που το επισκεπτήριο τέλειωσε καιη νοσοκόμα τούς έδειξε την πόρτα. Μόλις βρέθηκαν όλοιμαζί στην έξοδο, είπε ο Πάρης:

– Πεινάω σαν λύκος.

– Όλοι πεινάμε, δήλωσε ο πατέρας του και, κοιτάζονταςτην κουμπάρα του και τη βαφτιστήρα του, τους πρότεινε ναδειπνήσουν παρέα στο σπίτι του. Η Ασπασία μάς περιμένει.Λυπήθηκε πολύ που μετακομίσατε στο ξενοδοχείο. Θέλειοπωσδήποτε να σας ξαναδεί.

– Και βέβαια θα ξαναβρεθούμε πριν φύγουμε για τηνπατρίδα. Όμως, κουμπάρε, για σήμερα εγώ δεν μπορώ. Έχωέναν τρομερό πονοκέφαλο από το πρωί. Καλύτερα να πάω νατσιμπήσω κάτι πρόχειρο στο ξενοδοχείο και να αναπαυτώ,είπε η κυρία Μαρκέλλα.

Ο καπετάν Πέτρος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι καιστράφηκε προς τη Μυρτώ.

– Η μητέρα σου απαλλάσσεται, όμως εσύ θα έρθεις ναφας μαζί μας, είπε αποφασιστικά, και η Μυρτώ ούτε πουτόλμησε να φέρει αντίρρηση. Μπροστά στον άντρα της καιστο γιο της, η νονά της σίγουρα θα έδειχνε το καλό της

Page 118: h Korh Ths 8alassas

πρόσωπο, σκέφτηκε και μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελομπήκε στη λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου.

Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του, το βλέμμα τηςήταν κολλημένο στο παράθυρο.

– Λοιπόν, Μυρτώ, πώς σου φαίνεται το χιονισμένο,φωταγωγημένο Λονδίνο, ντυμένο στα γιορτινά του; τηρώτησε κάποια στιγμή ο Πάρης, που καθόταν πλάι της.

– Τα μάτια μου δε χορταίνουν τόση ομορφιά. Είναι έναςμοναδικός συνδυασμός ιστορίας, αρχιτεκτονικής καιμνημείων. Έχω εντυπωσιαστεί. Θα το πω στονΝικολή. Μακάρι να μπορέσουμε ναπεράσουμε το μήνα του μέλιτος εδώ. Στο ξενοδοχείοδιάβασα τον τουριστικό οδηγό με όλα τα αξιοθέατα τηςπόλης και έχω πολύ μεγάλη λαχτάρα να τα δω.

– Είσαι νέα, παιδί μου. Σίγουρα θα σου δοθεί η ευκαιρίανα τα δεις όλα πολλές φορές, παρατήρησε ο καπετάν Πέτρος,ενώ ο γιος του δεν έκανε κανένα σχόλιο.

Πλησιάζοντας στο σπίτι, το είδαν να λαμποκοπάει φωτισμένοαπό ένα μεγάλο αστέρι, που δέσποζε στην κορυφή του πιοψηλού δέντρου, και από δεκάδες πολύχρωμα λαμπιόνια.

– Η μαμά μεγαλούργησε πάλι. Τόσο εντυπωσιακόχριστουγεννιάτικο στολισμό μόνο εμείς έχουμε στο δρόμο

Page 119: h Korh Ths 8alassas

αυτό, σχολίασε ο Πάρης, ο οποίος επισκεπτόταν το πατρικότου αραιά και πού, καθώς προτιμούσε να μένει στο κέντρο τηςπόλης.

Μόλις η λιμουζίνα πέρασε την καγκελόπορτα καιγλίστρησε στο χαλικόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στογκαράζ, τα δύο ροτβάιλερ του καπετάν Πέτρου έτρεξαν να τονυποδεχτούν, και η Μυρτώ σκιάχτηκε.

– Πού ήταν αυτά κρυμμένα; Δεν τα είδα την άλλη φορά.

– Τη μέρα είναι δεμένα. Μόνο το βράδυ τα λύνουμε για ναμας φυλάνε.

Ο σοφέρ άνοιξε την πίσω πόρτα για να βγει η Μυρτώ, κιεκείνη κοντοστάθηκε.

– Σας παρακαλώ, κύριε Πάρη, να δέσετε τα σκυλιά, ταφοβάμαι.

– Μάλιστα, δεσποινίς Μυρτώ, απάντησε εκείνος μ’ έναύφος θεατρικό και την ίδια στιγμή φώναξε έναν υπηρέτη νατα μαζέψει. Μήπως έχετε και κάποια άλλη επιθυμία; τηρώτησε μετά και, πιάνοντάς την από το χέρι, ανέβηκαν μαζίτη μαρμάρινη σκάλα μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού.

Η μητέρα του, ντυμένη στην πένα, τους περίμενε στοκατώφλι. Ο άντρας της είχε προηγηθεί.

Page 120: h Korh Ths 8alassas

– Καλώς όρισες, πουλάκι μου, υποδέχτηκε το γιο τηςδίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο, ενώ ταυτόχρονα τοβλέμμα της έπεσε στη Μυρτώ. Έμαθα πως η κατάσταση τηςυγείας του πατέρα σου εξελίσσεται καλά και χάρηκα, μικρήμου, της είπε.

– Ε, όχι και μικρή, ολόκληρη κοπέλα, της παντρειάς,σχολίασε ο Πάρης.

Η Ασπασία φόρεσε το καλό της χαμόγελο και αγκάλιασετη Μυρτώ με ζεστασιά.

– Πώς περνούν τα χρόνια, γλυκιά μου! Σε θυμάμαι μωρόστο καροτσάκι. Ήσουν ένα πανέμορφο κοριτσάκι.

– Μήπως τώρα τι είναι; είπε ο Πάρης, κοιτάζοντας τηΜυρτώ με ένα βλέμμα που την έκανε να νιώσει και πάλιάβολα.

– Ευχαριστώ, ψέλλισε εκείνη.

Η μητέρα του, βλέποντας το σκηνικό, ξερόβηξε και,δυναμώνοντας τη φωνή της, τους κάλεσε να περάσουν στηντραπεζαρία. Ο καπετάν Πέτρος είχε πάρει ήδη τη θέση τουστην κεφαλή του τραπεζιού.

– Έλα, βαφτιστήρα, κάτσε εδώ πλάι μου, είπε μόλις είδετη Μυρτώ να πλησιάζει συνεσταλμένα.

Page 121: h Korh Ths 8alassas

Το τραπέζι ήταν στρωμένο μ’ ένα ολοκέντητο λευκότραπεζομάντιλο από φίνο λινό ύφασμα και οι πορσελάνες, ταασημένια μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήριαλαμποκοπούσαν κάτω από το μεγάλο πολυέλαιο πουκρεμόταν με μια χρυσή αλυσίδα από την οροφή.

– Έχετε κάποια γιορτή; ρώτησε η Μυρτώ τον Πάρη, πουκάθισε στα δεξιά του πατέρα του, κι εκείνος χαμογέλασεχωρίς να απαντήσει.

Τότε η μητέρα του, από την άλλη άκρη του τραπεζιού,έκανε νόημα στη σερβιτόρα να γεμίσει τα ποτήρια τους μεκρασί κοκκινέλι της πατρίδας και, κοιτάζοντας ακριβώςαπέναντι τον άντρα της και μετά το γιο της και τη Μυρτώ,ύψωσε το ποτήρι της και έκανε μια πρόποση:

– Καλά Χριστούγεννα. Με υγεία και αγάπη και καλέςδουλειές.

– Αμήν, απάντησαν πατέρας και γιος.

– Αμήν, είπε σιγανά και η Μυρτώ.

Στη συνέχεια άρχισε το σερβίρισμα του φαγητού.Λαχανοντολμάδες αβγολέμονο και κατσικάκι ριγανάτο στηλαδόκολλα με πατάτες φούρνου. Οι άντρες, ξελιγωμένοι τηςπείνας, άρχισαν να τρώνε, και τότε η οικοδέσποινα βρήκε τηνευκαιρία να πει τα δικά της στη Μυρτώ:

Page 122: h Korh Ths 8alassas

– Ο άντρας μου τρελαίνεται για την ελληνική κουζίνα.Ζούμε τόσα χρόνια στο Λονδίνο, κι όμως ακολουθούμε τημεσογειακή διατροφή. Η μαγείρισσά μας, που είναι από τηνΕλλάδα, όπως και όλο το προσωπικό, χρησιμοποιεί μόνοεξαιρετικά αγνό παρθένο ελαιόλαδο σε όλα τα φαγητά. Τακρέατα, τα τυριά και τα φρούτα μάς έρχονται ολόφρεσκακαθημερινά, αεροπορικώς από την πατρίδα. Μας κοστίζουνκάτι παραπάνω, αλλά ο καπετάνιος είναι ευχαριστημένος.Έτσι δεν είναι Πέτρο; κατέληξε κοιτάζοντάς τον.

– Τι έλεγες;

– Το παράπονό μου είναι πως δε με προσέχεις ποτέ. Εγώμιλάω κι εσύ έχεις το νου σου αλλού.

Εκείνος κατάπιε την μπουκιά του και στράφηκε στηΜυρτώ, αγνοώντας το σχόλιο της συμβίας του.

– Κρίμα που δεν ήρθε η μητέρα σου. Έχασε.

– Δεν πειράζει, μια άλλη φορά, νονέ.

– Τα Χριστούγεννα προβλέπω να τα γιορτάσουμε με τουςγονείς σου παρέα εδώ, είπε ο Πάρης, καρφώνοντας τηΜυρτώ με τη ματιά του.

Η μητέρα του ξερόβηξε, ενώ ο πατέρας του αναφώνησε:

Page 123: h Korh Ths 8alassas

– Ασφαλώς, όλοι μαζί, εξυπακούεται!

– Ευχαριστώ, αλλά εγώ δε θα μπορέσω, μουρμούρισε ηΜυρτώ.

– Γιατί, κόρη μου, πού θα πας;

– Θα γυρίσω στην Ελλάδα. Έχω και έναναρραβωνιαστικό. Ο νους μου είναι σ’ εκείνον. Έτσι και τουδώσουν άδεια...

– Να του μηνύσεις να έρθει στο Λονδίνο.

– Υπηρετεί τη θητεία του, δεν ξέρω αν μπορεί να ταξιδέψειστο εξωτερικό, είπε η Μυρτώ, ενώ από μέσα της σκέφτηκεπως, και να μπορούσε, δε θα είχε την οικονομική ευχέρεια γιανα το κάνει. Οι οικονομίες του Νικολή από το πρώτο τουμπάρκο ως δόκιμου ανθυποπλοίαρχου ήταν περιορισμένες. Οαρραβωνιαστικός της ήταν ένα φτωχόπαιδο μεγαλωμένο σεορφανοτροφείο, δεν είχε πλάτες όπως ο Πάρης. Ξαφνικά,κάτι μέσα της κλότσησε και ήθελε να φύγει από εκεί. Έτσιπρόσθεσε: Σας ευχαριστώ πολύ. Το φαγητό ήταν περίφημοκαι η παρέα σας ακόμα πιο καλή. Αλλά είναι ώρα ναπηγαίνω. Η μαμά είναι μόνη και... μήπως μπορείτε νακαλέσετε ένα ταξί; κατέληξε με τα χίλια ζόρια, κοιτάζονταςκατάματα τον Πάρη που κρεμόταν από τα χείλη της.

Εκείνος, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, σηκώθηκε από τη θέση

Page 124: h Korh Ths 8alassas

του λέγοντας:

– Αφού μένω στο κέντρο, εγώ θα σε πάω.

Η μητέρα του του έριξε μια παραξενεμένη ματιά.

– Μα... ακόμα δεν πήραμε επιδόρπιο, δε φάγαμε τονμπακλαβά.

– Τον λόγο τον έχει η Μυρτώ.

– Τα αποφεύγω τα γλυκά, νονά, απάντησε εκείνη και,αφού της έσφιξε το χέρι, την ευχαρίστησε για άλλη μία φοράκαι την καληνύχτισε. Το ίδιο έκανε και με το νονό της καιακολούθησε τον Πάρη που βρισκόταν ήδη στη σκάλα.

Στο γκαράζ, εκτός από τη λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου,ήταν παρκαρισμένα δύο σπορ πολυτελή αυτοκίνητα. ΜιαΤζάγκουαρ και μια Άστον Μάρτιν. Ο Πάρης τα έδειξε στηΜυρτώ με καμάρι.

– Σου αρέσουν;

– Είναι πολύ ωραία. Να τα χαίρεστε, κύριε Πάρη.

– Κερί και λιβάνι. Επίτηδες το κάνεις; Σου απαγορεύω ναμου μιλάς στον πληθυντικό, της είπε μεταξύ σοβαρού καιαστείου, και η Μυρτώ μαζεύτηκε.

Page 125: h Korh Ths 8alassas

«Είναι θεόμουρλος ο άνθρωπος», σκέφτηκε καιχαμήλωσε το βλέμμα της για να αποφύγει τη ματιά του.

– Λοιπόν, θα μου πεις με ποιο αμάξι προτιμάς να σε πάωστο Σίτι;

– Με όποιο θέλεις, ψέλλισε εκείνη, χρησιμοποιώντας γιαπρώτη φορά ενικό.

– Έτσι μπράβο! Βλέπω πως, επιτέλους, άρχισες ναπαίρνεις από λόγια, σχολίασε ο νέος άντρας μ’ ένα πλατύχαμόγελο, ανοίγοντάς της την πόρτα της Τζάγκουαρ για ναπεράσει.

– Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του καιο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του,είπε η Μυρτώ αόριστα, κι εκείνος, βάζοντας μπρος τημηχανή, σχολίασε ειρωνικά:

– Τάδε έφη Μυρτώ.

– Όχι βέβαια. Τάδε έφη Θουκυδίδης, τον 4o αιώνα π.Χ.

– Θες να μου πεις πως διαβάζεις και αρχαίουςσυγγραφείς;

– Αφού σπουδάζω στην Παιδαγωγική Ακαδημία...

Page 126: h Korh Ths 8alassas

– Δηλαδή, οι φιλοδοξίες σου είναι να γίνεις μιαδασκαλίτσα σε κάποιο σχολειό και να παντρευτείς το ναυτάκιτου Αιγαίου;

– Ο Νικολής είναι απόφοιτος της ΣχολήςΕμποροπλοιάρχων των Οινουσσών. Μια μέρα θα γίνεικαπετάνιος όπως ο πατέρας μου και μετά μπορεί ναασχοληθεί και με το εμπόριο της θάλασσας και να γίνειπλοιοκτήτης. Τίποτα δεν αποκλείεται. Είναι νέος, ικανός καιφιλόδοξος. Και, πάνω απ’ όλα, μ’ αγαπάει και τον αγαπάω,δήλωσε σε έντονο ύφος η Μυρτώ, γιατί τα υπονοούμενα καιοι μπηχτές του Πάρη την είχαν νευριάσει πολύ. «Κακώς, πολύκακώς δέχτηκα να με πάει στο ξενοδοχείο», σκέφτηκε, όμωςδεν του το είπε. Καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, απόμέσα της έβραζε. «Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε ιερό ούτεόσιο. Δε σέβεται τίποτα», συνέχισε τις σκέψεις της. Καιεφόσον βρισκόταν μόνη πλέον μαζί του, προετοίμαζε τονεαυτό της για το πώς θα αντιδρούσε αν και εφόσον ο Πάρηςαποθρασυνόταν τελείως και άπλωνε χέρι πάνω της.

Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν τόλμησε να το κάνει, όμως γιανα την τσιτώσει πάτησε το γκάζι. Η Μυρτώ τσίμπησε.

– Σε παρακαλώ, σταμάτα να κατέβω. Φοβάμαι.

– Φοβάσαι; Κρίμα, κοριτσάκι, κι εγώ που νόμιζα πως είσαιθαρραλέα, της είπε και ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα.

Page 127: h Korh Ths 8alassas

– Ούτε κοριτσάκι είμαι ούτε κουβαλάω την τρέλα τη δικιάσου. Αρκετά, σταμάτα τις αηδίες. Το παράκανες. Θα τα πωόλα στον πατέρα σου. Ολόκληρος μαντράχαλος και φέρεσαισαν παιδί.

Στο μεταξύ είχαν μπει στους πολυσύχναστους δρόμουςτης πόλης, κι έτσι εκείνος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί.

– Τι κατάλαβες τώρα; Να, ορίστε, πάμε σαν σαλιγκάρια.Μου την έσπασες. Και είχα σχέδια για τους δυο μας απόψε.Να σου δείξω το νυχτερινό Λονδίνο.

– Να μου λείπει. Ή σταμάτα σε μια πιάτσα να πάρω έναταξί ή πήγαινέ με κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Αυτή ήταν ηπρώτη και η τελευταία φορά που μπήκα στο αυτοκίνητό σου.Να το ξέρεις.

– Άσε την γκρίνια και κοίτα μπροστά σου. Η Γέφυρα τουΠύργου. Ανοίγει στα δύο και επιτρέπει στα μεγάλα πλοία, σαναυτό που έρχεται από εκεί κάτω, να περάσουν και νασυνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι τη Γέφυρα του Λονδίνου.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, και η γέφυραάνοιξε.

– Αυτό είναι καταπληκτικό. Τώρα υποχρεωτικά θαπαραμείνουμε εδώ μέχρι να ξανακλείσει. Το ξενοδοχείο σουβρίσκεται στην απέναντι όχθη του Τάμεση.

Page 128: h Korh Ths 8alassas

– Τι γκαντεμιά!

– Γιατί το λες αυτό; Δε χαίρεσαι που θα είμαστε κι άλλομαζί;

– Δεν είσαι καλά. Πρέπει να σε δει γιατρός.

– Να τα μας. Η μικρή έβγαλε γλώσσα.

– Μικρό είναι το μάτι σου. Αρκετά σε ανέχτηκα. Δε βλέπωτην ώρα να φτάσω στο ξενοδοχείο για να γλιτώσω από εσένατον κυκλοθυμικό.

– Πήρες φόρα, βλέπω.

– Καλά κάνω.

Εκείνη τη στιγμή, το φωταγωγημένο καράβι περνούσεανάμεσα από τους δύο πύργους της ανασηκωμένης γέφυραςκαι το θέαμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό.

– Η κρουαζιέρα στον Τάμεση θα παρουσιάζει μεγάλοενδιαφέρον. Διάβασα στον τουριστικό οδηγό πως ταποταμόπλοια πηγαίνουν μέχρι το Γκρίνουιτς. Έχεις πάει;

– Άλλη όρεξη δεν είχα, να κάνω βόλτες στον Τάμεση.Αυτά είναι για τους τουρίστες ή για τους αδαείς που έρχονταιστο Λονδίνο για πρώτη φορά, σαν κι εσένα.

Page 129: h Korh Ths 8alassas

– Για τη δικιά μου γλώσσα λες, αλλά και η δικιά σου δενπάει πίσω. Φαρμάκι στάζει. Αντί να μου πεις μια καλήκουβέντα για να ξεχάσω τη στενοχώρια με τον πατέρα μου,εσύ με τσιγκλάς συνέχεια και, εμμέσως πλην σαφώς, μεμειώνεις. Πριν είπες τον αρραβωνιαστικό μου ναυτάκι.

– Ναυτάκι δεν είναι;

– Τώρα λες εμένα αδαή.

– Αφού δεν έχεις ξανάρθει στο Λονδίνο. Τι κόμπλεξκουβαλάς και λες πως σε μειώνω; Δεν έχω τέτοια πρόθεση.Εγώ, με όλη μου την καλοσύνη, πήγα να σε βοηθήσω καιβρήκα τον μπελά μου. Αντί να μου πεις «ευχαριστώ»...

– Καλά, καλά μη θυμώνεις. Αν είπαμε και μια κουβένταπαραπάνω, ας την πάρει το ποτάμι. Να δω πότε θαξεκολλήσουμε από εδώ. Πότε θα κλείσει αυτή η γέφυρα ναπεράσουμε απέναντι. Έχασες το βράδυ σου μαζί μου. Θαμπορούσες να είσαι με τις παρέες σου.

– Αυτές τις έχω όποτε θέλω. Εσένα, όμως... Ακόμα δε σεγνώρισα, θα σε αποχωριστώ.

– Και τι με αυτό; είπε αδιάφορα η Μυρτώ, και ο Πάρηςξεσπάθωσε.

– Μη μου κάνεις τη χαζή. Είναι ολοφάνερο πως κάτι με

Page 130: h Korh Ths 8alassas

τραβάει κοντά σου. Κάτι πρωτόγνωρο. Κάτι καταπληκτικό. Τοένιωσα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στην πανσιόν τηςΣίντι. Ήσουν η άγνωστη που αγάπησα προτού τη γνωρίσω.

«Κρίμα, κρίμα το παλικάρι», σκέφτηκε η Μυρτώ καικοκάλωσε στη θέση της. «Δεν είναι καλά στα μυαλά του.Αυτό είναι το μόνο σίγουρο».

– Είσαι η γυναίκα των ονείρων μου, συνέχισε εκείνος.

Ευτυχώς, πάνω στην ώρα έκλεισε η γέφυρα και του έκοψετον ειρμό. Η Μυρτώ άφησε ένα επιφώνημα ανακούφισης.

– Αχ, δόξα τω Θεώ! Επιτέλους, περνάμε.

Τότε ο Πάρης, θέλοντας και μη, γύρισε το κλειδί στη μίζακαι, όταν σε λίγα λεπτά σταμάτησε το αυτοκίνητό του έξωαπό το ξενοδοχείο, έπιασε το χέρι της Μυρτώς και τηνπαρακάλεσε να μείνει λίγο ακόμα μαζί του.

– Μη με παρεξηγείς. Ασφαλώς θα νομίζεις πως είμαιτρελός. Σε διαβεβαιώνω πως έχω σώας τας φρένας καιγνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό που κάνω τώρα μαζί σου είναιανεπίτρεπτο. Είναι πέρα για πέρα παράλογο. Όμως έτσινιώθω, έτσι κάνω. Δεν ξέρω να υποκρίνομαι. Σε θέλω πιοπολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.

– Εσύ μπορεί να με θέλεις, όμως εγώ δε σε θέλω. Αγαπώ

Page 131: h Korh Ths 8alassas

τον Νικολή και δεν τον αλλάζω με κανέναν. Χάνεις τα λόγιασου αυτή τη στιγμή. Άντε, καληνύχτα και καλά μυαλά, είπε ηΜυρτώ αναψοκοκκινισμένη απ’ όσα άκουσαν τα αφτιά τηςκαι, ανοίγοντας την πόρτα της Τζάγκουαρ, βγήκε άρον άρον.

Στο μεταξύ, η κυρία Μαρκέλλα καθόταν σε αναμμένακάρβουνα. Το έμπειρο μάτι της είχε πάρει είδηση από τηνπρώτη στιγμή το ενδιαφέρον του Πάρη για την κόρη της, γι’αυτό όσο καθυστερούσε εκείνη να φανεί τόσο την έζωναν ταμαύρα φίδια. Ο νεαρός είχε επιδιώξει να μείνει μόνος μαζίτης, και τα κατάφερε. Η κουμπαριά και η παλιά φιλία τωνοικογενειών τους δε θα κατέπνιγαν τη λαχτάρα του για τηΜυρτώ, σκέφτηκε η κυρία Μαρκέλλα, και η ανησυχία τηςεντάθηκε. Προς στιγμήν τα έβαλε με τον εαυτό της και

τον καταραμένο πονοκέφαλο που την έπιασε και την κράτησε στο ξενοδοχείο. Βέβαια, η Μυρτώ δεν ήταν καμιά

άβγαλτη, ούτε καμιά άμυαλη, που θα μπορούσε οΠάρης να τη φέρει εύκολα στα νερά του. Άλλωστε, ήταντρελά ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της και σίγουρα θακολλούσε στον τοίχο κάθε επίδοξο καρδιοκατακτητή. «ΟΠάρης είναι απλώς ένα κακομαθημένο παιδί. Επομένως ηΜυρτώ δεν κινδυνεύει και άδικα έχω την έννοια της», είπεαπό μέσα της η κυρία Μαρκέλλα.

– Το γαϊδούρι! ήταν το πρώτο που είπε η Μυρτώμπαίνοντας στο δωμάτιο. Πού μπλέξαμε, μαμά; Αυτός οΠάρης είναι μεγάλο νούμερο. Νομίζει πως επειδή έχει λεφτά

Page 132: h Korh Ths 8alassas

μπορεί να πηδήξει όλες τις γυναίκες. Μου τα ’ριξε στα ίσια,δε σεβάστηκε τίποτα. Για να πετύχει το σκοπό του, μουπούλησε έρωτα ο βλάκας. Χτες με γνώρισε και σήμερα είναιτρελός και παλαβός μαζί μου. Είμαι η γυναίκα των ονείρωντου. Αυτό τόλμησε να μου πει ο πανηλίθιος. Σαν να είμαικαμιά ανεγκέφαλη. Αφού μου μοστράρισε τα αμάξια του καιτα πλούτη του, μου έκανε και ερωτική εξομολόγηση. Και αςξέρει πως είμαι αρραβωνιασμένη. Δεν τον σταμάτησε τίποτα.Νομίζει πως είναι κάποιος, ενώ στην ουσία είναι ένας τενεκέςξεγάνωτος. Δε θέλω να τον ξαναδώ στα μάτια μου.

– Μην τον ξαναδείς, κόρη μου. Πάρε το πρώτοαεροπλάνο το πρωί και γύρισε στην Ελλάδα. Ο πατέρας σουπάει καλύτερα. Δεν έχει νόημα να βρισκόμαστε και οι δύο στοπροσκεφάλι του.

– Τι θα γίνει με τις χημειοθεραπείες; Θα τις κάνει εδώ ήστην Ελλάδα; Μακάρι να μπορούσε να τις κάνει στηνΕλλάδα... Θα μιλήσω αύριο ξανά με τους γιατρούς.

– Το έκανα ήδη εγώ. Δε βλέπω την ώρα να γυρίσουμεσπίτι μας. Ο καπετάν Πέτρος θα θυμώσει, όμως πού να ξέρειο δόλιος πως η γυναίκα του και ο γιος του μας υποχρέωσανμε τη συμπεριφορά τους.

Μάνα και κόρη έπεσαν να κοιμηθούν και από την ταραχήύπνος δεν τους κολλούσε. Από τη μια σκέφτονταν τον

Page 133: h Korh Ths 8alassas

άνθρωπό τους που ήταν άρρωστος και από την άλλη τακαμώματα της κουμπάρας και του Πάρη.

– Αυτός ούτε μία γυναίκα δεν είναι ικανός να βγάλει μετην αξία του. Έπρεπε να το καταλάβουμε από την πρώτηστιγμή που πέσαμε πάνω του στην πανσιόν.

– Ξέχνα τον τώρα, Μυρτώ.

– Είναι ανώμαλος, να το ξέρεις.

– Ό,τι και να ’ναι, δε μας νοιάζει. Κοιμήσου.

– Και να φανταστείς πως θα γίνει και κουμπάρος μας. Θαμας παντρέψει. Ποιος; Αυτός ο...

– Φτάνει πια, τον έθαψες για τα καλά.

– Είναι κατάπτυστος... Είναι...

– Μη συγχύζεσαι άλλο. Μη χάνεις τον ύπνο σου για χάρητου. Δεν αξίζει τον κόπο.

– Αν μάθει ο Νικολής ότι μου τα ’ριξε, αλίμονό του.

– Καλά θα κάνεις, τώρα που το είπες σ’ εμένα καιξέσπασες, να κλείσεις το στόμα σου και να το ξεχάσεις. Δεχρειάζεται να ανοίξουμε βεντέτα. Ο πατέρας του Πάρη είναιένας άγιος άνθρωπος και μας φέρθηκε άψογα. Για χάρη του

Page 134: h Korh Ths 8alassas

αξίζει να κάνουμε τα στραβά μάτια και να μη θίξουμε ποτέ τακακώς κείμενα. Άλλωστε, πότε θα τους ξαναδούμε; Αυτοίμένουν μόνιμα στην Αγγλία κι εμείς στην Ελλάδα. Για λίγεςμέρες που έρχονται στο νησί το καλοκαίρι, δεν αξίζει ναχαλάσουμε τις καρδιές μας, παιδί μου. Ακούς;

– Ακούω, μαμά, όμως σου δηλώνω κατηγορηματικά πωςδεν υπάρχει περίπτωση να με στεφανώσει ο Πάρης.

– Καλά, ας έρθει εκείνη η ώρα και βλέπουμε.

– Τι να δούμε; Δεν τον θέλω και θα του το ξεκόψωμαχαίρι, για να ξέρει.

– Ποτέ μην αφήνεις να σε καθοδηγεί ο θυμός. Άνθρωποιείμαστε, σφάλματα κάνουμε, είπε η κυρία Μαρκέλλα καιαποκοιμήθηκε, ενώ η Μυρτώ, με τα μάτια ανοιχτά μες στοσκοτάδι, παρακαλούσε να την αφήσουν επιτέλους ήσυχη οιφωνές του μυαλού της.

Page 135: h Korh Ths 8alassas

6 Τελευταία αποθυμιά

ΑΡΓΟΣΥΡΤΑ ΚΥΛΗΣΕ ΤΟ ΒΡΑΔΥ εκείνο και μια νέαχιονοθύελλα έγινε αφορμή το άλλο πρωί να κλείσουν τααεροδρόμια της αγγλικής πρωτεύουσας και να αναβληθούνεπ’ αόριστον όλες οι πτήσεις. Έτσι, η Μυρτώ αναγκάστηκε ναπαραμείνει στο Λονδίνο και μαζί με τη μητέρα της, ντυμένεςόσο πιο ζεστά γινόταν, πήγαν νωρίς νωρίς στο νοσοκομείο.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο του καπετάν Γιώργη, τονβρήκαν προσηλωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, πουσυμπτωματικά εκείνη τη στιγμή πρόβαλλε εικόνες απόηλιόλουστα ελληνικά ακρογιάλια. Από το παράθυροτρύπωνε κλεφτά το λιγοστό φως του πρωινού, που προμήνυεμια μέρα μουντή και γκρίζα.

Η Μυρτώ, πιο πολύ από συνήθεια, πλησίασεακροπατώντας το κρεβάτι του άρρωστου πατέρα της.

– Καλημέρα, μπαμπά, ψιθύρισε φτάνοντας στοπροσκεφάλι του.

Εκείνος, παίρνοντας τα μάτια από την τηλεόραση, τηςχάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο.

Page 136: h Korh Ths 8alassas

– Πώς είσαι σήμερα;

– Έχω τις μαύρες μου και θέλω να φύγω από εδώ μέσα.Αποθύμησα τον ήλιο της πατρίδας.

– Κάνε υπομονή, Γιώργη μου, να δούμε τι θα πουν οιγιατροί. Βλέπεις, έπεται και συνέχεια με τις χημειοθεραπείες,είπε η γυναίκα του, κουνώντας το κεφάλι με νόημα.

– «Πρέπει να κάνουμε υπομονή για τα παρόντα και ναέχουμε θάρρος για τα μέλλοντα», λένε οι σοφοί, μπαμπά,πρόσθεσε η Μυρτώ.

– Εκείνοι καλώς τα λένε. Εγώ, όμως, δεν αντέχω άλλο.Και στρέφοντας το βλέμμα προς το παράθυρο, συμπλήρωσεαναστενάζοντας: Έχω ψυχοπλακωθεί. Και άμα υποφέρει ηψυχή που είναι από φως, τι να σου κάνει το σώμα που είναιαπό χώμα; Αν μείνω λίγο ακόμα εδώ, θα με πάρει η κάτωβόλτα και ο καρκίνος θα φουντώσει και θα με στείλει μια ώρααρχύτερα στον τάφο. Θέλω να πάω στο σπίτι μου, στο νησίμου. Θέλω αυτά τα Χριστούγεννα να τα περάσουμεοικογενειακά εκεί.

Η Μυρτώ, άλλο που δεν ήθελε, τον αγκάλιασε και τονφίλησε και από εκεί και μετά ασχολήθηκε αποκλειστικά με τοταξίδι της επιστροφής.

– Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, αύριο τέτοια

Page 137: h Korh Ths 8alassas

ώρα θα βρισκόμαστε στην Ελλάδα, είπε στον Πάρηθριαμβευτικά, όταν το απόγευμα, σαν να μη συνέβη τίποτεαναμεταξύ τους, κατέφθασε με τον πατέρα του στην κλινική.

– Πέτρο, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για ό,τι κάνατε γιαεμάς. Δε θα το ξεχάσουμε ποτέ, δήλωσε η κυρία Μαρκέλλα,και οι δύο άντρες έμειναν για λίγο άφωνοι, να κοιτάζουν μιατη μάνα και τη κόρη, μια τον καπετάν Γιώργη στο κρεβάτι. Τοθολό βλέμμα του δεν άφηνε καμία αμφιβολία. Ήταν σαν νατους έλεγε: «Πάω να αράξω για πάντα στο λιμάνι μου. Στολιμάνι όπου πρωτοείδα το φως, όπου γνώρισα τον κόσμο».Ωστόσο, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, εκείνος ψέλλισε βραχνά:

– Καλό το Λονδίνο, αλλά αυτή η καταχνιά μού σφίγγειτην ψυχή. Θέλω ήλιο, θέλω αέρα, θέλω θάλασσα.

– Όπως αγαπάς, Γιώργη, ακούστηκε να λέει χαμηλόφωναο καπετάν Πέτρος, ενώ ο Πάρης, αφού του ευχήθηκε«περαστικά», έριξε ένα ζεστό βλέμμα στη Μυρτώ λέγοντας:

– Εγένετο το θέλημά σου. Να πας στο καλό και, ανχρειαστείς κάτι από εμένα, μη διστάσεις να μουτηλεφωνήσεις.

– Ευχαριστώ πολύ, μουρμούρισε εκείνη, ενώ από μέσα τηςείπε ειρωνικά: «Μείνε ήσυχος, δε θα παραλείψω».

Η πτήση τους για Ελλάδα, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών

Page 138: h Korh Ths 8alassas

συνθηκών που επικρατούσαν, είχε αναταράξεις. Δεμένοι στιςθέσεις τους, κοίταζαν τα μαύρα σύννεφα από κάτω,αδημονώντας να φτάσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα στονπροορισμό τους.

Καθώς το αεροπλάνο έμπαινε στον ελληνικό εναέριοχώρο, άκουσαν τη σχετική αναγγελία από τα μεγάφωνα καιανακουφίστηκαν.

– Αυτή τη στιγμή πετάμε πάνω από την Κέρκυρα, είπε οπιλότος, και ο καπετάν Γιώργης, με τα μάτια κολλημένα στομικρό παράθυρο, είδε ολοκάθαρα το νησί των Φαιάκων απόψηλά, περιτριγυρισμένο από μια θάλασσα γαλάζια, ναλαμποκοπάει στο φως του ήλιου, και ευφράνθηκε η ψυχή του.

– Εδώ είναι άλλος θεός. Αυτός ο τόπος είναιευλογημένος, σχολίασε, και το χλομό του πρόσωποφωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο.

Το αεροπλάνο άρχισε την κάθοδο, τα νησιά του Ιονίουπρόβαλλαν το ένα μετά το άλλο. Ύστερα φάνηκε οΚορινθιακός κόλπος, ο Ισθμός, η Σαλαμίνα και μετά οΠειραιάς.

– Μακάρι να προλάβουμε να φύγουμε σήμερα για το νησίμας, πρόσθεσε, αντικρίζοντας από ψηλά το γνώριμο λιμάνι. Ηλαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, που αν και ένιωθε

Page 139: h Korh Ths 8alassas

καταπονημένος από την αρρώστια και το ταξίδι, εντούτοιςέκανε κουράγιο και το ίδιο απόγευμα που προσγειώθηκαν στοΕλληνικό μπήκαν κατευθείαν στο καράβι για τη Χίο.

Με μια ασυνήθιστη μπουνάτσα για την εποχή, έφτασαν ταχαράματα στο νησί, και ο καπετάν Γιώργης, όταν αντίκρισεαπό μακριά τους τρούλους και τα καμπαναριά, ένα δάκρυχαράς κύλησε στα ρυτιδωμένα μάγουλά του.

«Τώρα δε με νοιάζει τίποτα. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει»,είπε από μέσα του, και τα μάτια του, μόλις βγήκε στηναποβάθρα, δε χόρταιναν να κοιτάζουν την εικόνα της Χώραςκαι τα απέναντι βουνά της Μικράς Ασίας, τυλιγμένα σταροδαλά πέπλα της αυγής.

Όταν λίγο αργότερα έφτασαν μ’ ένα αγοραίο σπίτι τους,όλη η πλάση είχε ξυπνήσει και τα ψαροκάικα επέστρεφαν απότα ανοιχτά. Με το που τα είδε ο καπετάν Γιώργης απόμακριά, πετάχτηκε στο μόλο. Η πρωινή αύρα εισχώρησε σταπνευμόνια του, και αναζωογονημένος στάθηκε στο αγνάντι κιέστησε καρτέρι στα καΐκια. Ήθελε να μιλήσει με τουςψαράδες, να δει την ψαριά τους και να διαλέξει μέσα από ταδίχτυα τους σπαρταριστά ψάρια. Του είχε ανοίξει η όρεξη γιαμια ζεστή κακαβιά και μια συναγρίδα στα κάρβουνα. «Τα πιονόστιμα ψάρια του κόσμου βγαίνουν στις θάλασσες τις δικέςμας», συλλογίστηκε και, μόλις το πρώτο καΐκι έδεσε στολιμάνι, πήδηξε πρώτος στην κουβέρτα του.

Page 140: h Korh Ths 8alassas

– Καλώς τον καπετάν Γιώργη! Τι χαμπάρια; Τι νέα μάςφέρνεις από τα ξένα; τον υποδέχτηκε ο γερο-καπετάνιος,αλλά, πριν πάρει απάντηση, αντίκρισε το χαλκοκίτρινο χρώματου άλλου και βουβάθηκε. Μπορεί να μην τον έβλεπετακτικά, όμως τον γνώριζε από τα γεννοφάσκια του.«Πέρασες αρρώστια, καπετάν Γιώργη;» πήγε να τον ρωτήσει,όμως το μετάνιωσε. «Καλύτερα να μην ξύνω πληγές»,σκέφτηκε και, δείχνοντάς του με καμάρι τα δίχτυα, του είπε:Διάλεξε ό,τι αγαπάει η καρδιά σου. Καθώς βλέπεις, έχωπράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει.

Οι δύο θαλασσόλυκοι γέλασαν, ο καπετάν Γιώργηςδιάλεξε τον αφρό και, όταν γύρισε φορτωμένος στο σπιτικότου, ένιωσε μια βαθιά ικανοποίηση. Ήταν παραμονήΧριστουγέννων και το νησί έσφυζε από δραστηριότητα. Οινοικοκυρές πηγαινοέρχονταν με τα ζεμπίλια στην αγορά γιανα προμηθευτούν όλα τα χρειαζούμενα για το γιορτινότραπέζι. Κάθε οικογένεια είχε κι από έναν, τουλάχιστον,ναυτικό και, αν αυτός τύχαινε να βρίσκεται ξέμπαρκος τέτοιεςγιορτινές μέρες, στο σπίτι του γιόρταζαν διπλά. Ταφαγοπότια, τα γλέντια και οι χοροί, τα κεράσματα και οιεπισκέψεις έδιναν κι έπαιρναν.

Χωρίς χριστουγεννιάτικα δέντρα, χωρίς αστέρια καιπολύχρωμες γιρλάντες, χωρίς όλα αυτά τα ξενόφερταστολίδια, μόνο μ’ ένα καράβι φωτισμένο στη σάλα τουσπιτιού γιόρταζαν οι νησιώτες τα Χριστούγεννα. Την

Page 141: h Korh Ths 8alassas

παραμονή, μόλις οι καμπάνες σήμαιναν χαρμόσυνα, ταπαιδιά της γειτονιάς, και αυτά μ’ ένα μικρό καράβι στα χέριαπου έκανε χρέη κουμπαρά, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κιέλεγαν τα κάλαντα.

Ο καπετάν Γιώργης, που είχε χρόνια να κάνειΧριστούγεννα στο σπιτικό του, όταν τα παιδιά τού χτύπησαντην πόρτα εκείνο το πρωί, συγκινήθηκε.

– Μπράβο, να ’στε καλά και του χρόνου, τους είπε,γεμίζοντας το καραβάκι τους με κέρματα, και οι αναμνήσειςτης παιδικής του ηλικίας ήρθαν μαζεμένες στο μυαλό του.

Τότε θυμήθηκε που με το φίλο του τον Πέτρο έφερνανβόλτα όλα τα σπίτια. Και με τι χαρά μετρούσαν τοαπομεσήμερο τις δεκάρες που είχαν μαζέψει και πήγαιναν νααγοράσουν ζαχαρωτά για να γλυκαθούν. «Αχ, χρόνιαξέγνοιαστα! Με πόσα λίγα πράγματα χαιρόμασταν!»σκέφτηκε και είδε τον εαυτό του με κοντά παντελονάκια, νακλοτσάει μια πάνινη μπάλα φτιαγμένη από τα χεράκια τηςπροκομμένης της μάνας του. «Σαν να σε βλέπω, κυρα-Μυρτώ», μονολόγησε, «καθισμένη στον οντά να μπαλώνειςτις βράκες του πατέρα και μετά το απομεσήμερο να κεντάςπάνω στους τσεβρέδες άνθη και σοφά λόγια για να τα κάνειςκάδρα και να τα πουλήσεις στο παζάρι».

«Οσάκις εμίλησα, πολλάκις μετάνιωσα. Οσάκις δεν

Page 142: h Korh Ths 8alassas

εμίλησα, ουδέποτε μετάνιωσα», και άλλα τέτοια έγραφαν τακάδρα που κρέμονταν στους τοίχους του μικρού πέτρινουσπιτιού τους, και μόνο που τα έφερε στο νου του, ο καπετάνΓιώργης χαμογέλασε. Τα ρητά αυτά τα ξεσήκωνε η μάνα τουαπό το ημερολόγιο που κρεμόταν στην κουζίνα. Κάθε πρωίξεκολλούσε κι έναν ημεροδείκτη και, πριν τον πετάξει, τονγύριζε ανάποδα και διάβαζε προσεκτικά αυτό που ήτανγραμμένο πίσω. Αν της άρεσε, το κεντούσε με καλλιγραφικάγράμματα στον τσεβρέ. «Είναι απορίας άξιο πώς μια γυναίκασαν τη κυρα-Μυρτώ, που δεν κατάφερε να τελειώσει τοδημοτικό και ίσα που γνώριζε ανάγνωση και γραφή, είχε τόσοωραίο γραφικό χαρακτήρα. Ανάρπαστα γίνονταν τα κάδρατης στο παζάρι», θυμήθηκε ο καπετάν Γιώργης και, με τιςαναμνήσεις εκείνης της παλιάς εποχής, αποκοιμήθηκε στηνπολυθρόνα.

Η γυναίκα του και η κόρη του είχαν φωνάξει μιαγειτόνισσα να τις βοηθήσει στις δουλειές και, αφούξεσκόνισαν και πάστρεψαν το σπίτι, έστρωσαν το καλότραπεζομάντιλο στο τραπέζι και μπήκαν στην κουζίνα ναετοιμάσουν την κακαβιά και τους ψαρομεζέδες.

– Μακάρι να ερχόταν και ο Νικολής, να είμαστε όλοι μαζίτην άγια νύχτα, είπε η Μυρτώ, που από την ώρα που έφτασανστο νησί ο νους της ήταν συνέχεια στον αρραβωνιαστικό της.Τέσσερις μέρες έχουν περάσει από τότε που μου τηλεφώνησεστο Λονδίνο και μου είπε πως θα έκαναν σκάντζα τους

Page 143: h Korh Ths 8alassas

στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ στην Κερύνεια και θα γύριζαν πίσωστην Ελλάδα. Κανονικά θα πρέπει να έχουν φτάσει. Να δεις,μαμά, που θα μας ψάχνει ο Νικολής στο Λονδίνο ή στονΠειραιά, κατέληξε και την ίδια στιγμή το τηλέφωνο στο χολάρχισε να κουδουνίζει.

Η Μυρτώ έτρεξε σαν σίφουνας να το σηκώσει, υπό ταπειράγματα της μητέρας της:

– Σιγά, παιδάκι μου, θα παρασύρεις τα πάντα!

– Εμπρός; Λέγετε! είπε με αδημονία η κοπέλα.

– Τι έπαθες, κούκλα μου, και ακούγεσαι αγχωμένη;ρώτησε η γνώριμη αντρική φωνή, και η Μυρτώ φωτίστηκεολόκληρη από τη χαρά της.

– Αγάπη μου, πού είσαι;

– Στη Σαλαμίνα. Επιστρέψαμε χτες.

– Κι εμείς.

– Χρόνια πολλά, καρδιά μου! Πόσο χαίρομαι που σ’ακούω.

– Εγώ να δεις!

– Πώς είναι ο πατέρας σου;

Page 144: h Korh Ths 8alassas

– Καλά. Δηλαδή, ας τα λέμε καλά. Θα σου πω από κοντά.Πότε θα σε δω; Σ’ έχω αποθυμήσει τόσο. Δεν αντέχω μακριάσου. Τι έγινε με την άδεια που μου έλεγες; Ο μπαμπάςπεριμένει πώς και πώς να σε δει. Θέλει να περάσουμε όλοιμαζί τα Χριστούγεννα εδώ, στο νησί.

– Σε μία ώρα το πλοίο σαλπάρει. Το χάραμα θα είμαικοντά σου.

– Αχ, τι ωραία! Θα σε περιμένω στο λιμάνι.

– Όχι, όχι, δεν υπάρχει λόγος. Ξέρω ότι πηγαίνετε όλοιμαζί στη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία. Να πας καλύτεραστην εκκλησία με τους γονείς σου. Κι εγώ, μόλις βγω, θαέρθω να σε βρω εκεί. Σ’ αγαπώ πολύ.

– Κι εγώ. Φιλάκια και καλή αντάμωση, είπε η Μυρτώ και,ακουμπώντας το ακουστικό στη θέση του, ένιωσε μια γλυκιάευφορία. Μου φαίνεται πως τα Χριστούγεννα αυτά θα είναιαπό τα πιο ωραία της ζωής μας, μαμά, δήλωσεεπιστρέφοντας στην κουζίνα, και η κυρία Μαρκέλλαχαμογέλασε πλατιά.

Τα αστέρια δεν είχαν σβήσει ακόμα στον ουρανό όταν οικαμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα για τη γέννηση του θείουβρέφους. Η Μυρτώ, έτσι κι αλλιώς, από την ανυπομονησίατης να ανταμώσει τον Νικολή, δεν κατάφερε να κλείσει μάτι

Page 145: h Korh Ths 8alassas

τη νύχτα εκείνη. Πρώτη πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της,για να ετοιμαστεί για την εκκλησία.

Όλοι οι γείτονες, ντυμένοι με τα γιορτινά τους, κρατώνταςφαναράκια στα χέρια και ανταλλάσσοντας ευχές,ακολουθούσαν την ίδια πορεία.

– Χρόνια πολλά, με υγεία και χαρά!

– Κι εσείς να χαίρεστε την οικογένειά σας!

«Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμωτο φως το της γνώσεως», έψαλλε ο ιερέας, και μαζί του οιπιστοί, ενώ η Μυρτώ, που είχε το νου της στην άφιξη τουΝικολή, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και, ψιθυρίζοντας δυολόγια στη μητέρα της, αποτραβήχτηκε προς την έξοδο. Τότεάκουσε ανάμεσα από τις ψαλμωδίες την μπουρού του πλοίουπου ερχόταν από Πειραιά και δεν την κρατούσε τίποτα. Άλλαείχε συμφωνήσει με τον Νικολή και άλλα έκανε. Τα πόδια τηςέβγαλαν φτερά και σε λίγα λεπτά βρέθηκε στο λιμάνι.

Γλυκοχάραζε η αυγή όταν οι λιγοστοί επιβάτες άρχισαννα βγαίνουν στη στεριά και, μόλις η Μυρτώ διέκρινε ανάμεσάτους τον αρραβωνιαστικό της, έτρεξε προς το μέρος του καιρίχτηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος την έσφιξε με λαχτάρα.

– Κορίτσι μου, αγάπη μου! Πόσο μου έλειψες! της είπε.

Page 146: h Korh Ths 8alassas

Είχαν απομείνει πια οι δυο τους στην αποβάθρα, και οκαπετάνιος του πλοίου, που τους είδε από τη γέφυρα,χαμογέλασε και τους αποχαιρέτησε μ’ ένα κούνημα τουχεριού. Αμέσως μετά έβαλε πλώρη για τη Λέσβο, ενώ ηΜυρτώ με τον Νικολή, αγκαλιασμένοι, προχώρησαν προς τολιμενοβραχίονα.

Η υγρασία και το πρωινό αγιάζι περόνιαζαν τα κόκαλα,όμως εκείνων το αίμα έβραζε κι έλιωναν από τη λαχτάρα ναγίνουν ένα. Μέσα σε ένα παρατημένο σκαρί βρήκανκαταφύγιο για να υμνήσουν τον έρωτά τους. Τα χείλη τουςενώθηκαν μ’ ένα φιλί που τους παρέσυρε σ’ ένα παράφοροσμίξιμο πάνω στην ξεχαρβαλωμένη κουκέτα του άγνωστουκαραβοκύρη. Λόγια που έβγαιναν μέσα από την καρδιά τηςψιθύριζε η Μυρτώ, καθώς τα χέρια του Νικολή χάιδευαν τοκορμί της με πόθο. Σε λίγο, και οι δυο μαζί, μαγεμένοι, μεένταση και πάθος έφταναν στον ερωτικό παράδεισο καισυγκλονισμένοι από τη δόνηση κοιτάχτηκαν στα μάτια καιδάκρυσαν. Γεύτηκαν ξετρελαμένοι ο ένας τον άλλο και ούτεπου σκέφτηκαν πόση ώρα έμειναν εκεί, στον κόσμο το δικότους, ενώ όλοι οι άλλοι γιόρταζαν τη γέννηση τουθεανθρώπου.

Σφιχταγκαλιασμένοι απόλαυσαν, έπειτα από τόσο καιρό,το νέκταρ της ηδονής. «Μακάρι αυτές οι στιγμές να μηντέλειωναν ποτέ», συνομολόγησαν κι ένα χαμόγελοπλήρωσης και απόλυτης ευτυχίας ήταν χαραγμένο στα χείλη

Page 147: h Korh Ths 8alassas

τους, καθώς κοίταζαν με ονειροπόλο βλέμμα, μέσα από τοαλατισμένο, θολό φινιστρίνι, τα κύματα που έσπαζαν με ορμήστον κυματοθραύστη.

– Θα έχει φουρτούνα στ’ ανοιχτά. Ο καιρός άλλαξε. Αυτάτα σύννεφα θα φέρουν βροχή, είπε ο Νικολής έπειτα από μιαπαρατεταμένη σιωπή και, έτσι όπως κρατούσε τη Μυρτώ στηναγκαλιά του, χαλάρωσε τα χέρια του και της ψιθύρισε πωςήταν ώρα να πηγαίνουν.

Η Μυρτώ, από τον έβδομο ουρανό, επανήλθε ξαφνικάστην πεζή πραγματικότητα και την έπιασαν οι βιασύνες. Ηχριστουγεννιάτικη λειτουργία μόλις είχε τελειώσει και οιπιστοί είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, οπότε ανακατεύτηκανμαζί τους και βάδισαν με την ησυχία τους προς το σπίτι.

Η κυρία Μαρκέλλα είχε προλάβει να ανάψει το τζάκι και οκαπετάν Γιώργης, καθισμένος στην πολυθρόνα του, είχε τονου του στην πόρτα. Όταν είδε την κόρη του με τοναρραβωνιαστικό της να περνούν το κατώφλι, η καρδιά τουφτερούγισε.

– Καλώς τα παιδιά μου! αναφώνησε.

Ο Νικολής τον αγκάλιασε με ζεστασιά και συγκίνηση,όπως θα αγκάλιαζε τον αληθινό του πατέρα, τον φίλησε στομάγουλο και, κοιτάζοντάς τον, του είπε:

Page 148: h Korh Ths 8alassas

– Καπετάν Γιώργη, είσαι λεβεντιά. Μπράβο, σε βλέπω μιαχαρά!

Εκείνος κούνησε το κεφάλι.

– Δεν το βάζω κάτω, Νικολή. Θα το παλέψω το κακό πουμε βρήκε. Είναι παλιαρρώστια ο καρκίνος, όμως διάλεξε τολάθος άνθρωπο. Δε θα με νικήσει εύκολα. Γι’ αυτό καιζήτησα να γυρίσω στον τόπο μου. Για να δώσω τον αγώναμου εντός έδρας, που νιώθω πιο άνετα. Ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο. Το Λονδίνο με έπνιγε. Ενώ, από την ώρα που πάτησα το πόδι μου εδώ, νιώθω σαν να έγινα τελείως καλά, είπε και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, φώναξε: Γυναίκα, στρώσε να φάμε.Χριστούγεννα έχουμε.

Το γιορτινό τραπέζι, με τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικαγλυκά, ήταν ήδη έτοιμο. Η κυρία Μαρκέλλα έφερε τηντσαγιέρα με το μυρωδάτο τσάι του βουνού και μ’ ένα καλόπρωινό ξεκίνησε το φαγοπότι της γιορτής.

– Μεγάλη η χάρη σου, Κύριε. Δοξασμένο το όνομά Σου!Μας έδωσες πλούσια τα ελέη. Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, είπε οκαπετάν Γιώργης βλέποντας τη φαμίλια του τριγύρω και,καθώς έπινε αργά αργά το τσάι του, καμάρωνε τοαρραβωνιασμένο ζευγάρι αντίκρυ του, στο οποίο έδωσε γιαμία ακόμα φορά την ευχή του: Να ζήσετε και να ευτυχήσετε,

Page 149: h Korh Ths 8alassas

παιδιά μου. Ο Θεός να σας χαρίσει υγεία, αγάπη και καλούςαπογόνους.

Η Μυρτώ και ο Νικολής τον ευχαρίστησαν, ενώ η λάμψητης ευτυχίας περιέβαλλε σαν φωτοστέφανο τα πρόσωπάτους.

– Φτου να μη βασκαθείτε! είπε και η κυρία Μαρκέλλα καιτην ίδια στιγμή πρότεινε στο γαμπρό της να φάει έναν ακόμακουραμπιέ.

– Κράτα την όρεξή σου, Νικολή, για το μεσημέρι, που θαέχουμε εκλεκτή ψαροφαγία, παρενέβη ο καπετάν Γιώργης καιάρχισε να λέει τα δικά του: Βαρέθηκα τα κρέατα και ταάνοστα ψάρια του ωκεανού. Λαχτάρησα τα νόστιμα ψάρια ταδικά μας. Θυμάμαι πώς τα μαγείρευε η συχωρεμένη η μάναμου. Εκείνη έκανε τη γυναίκα μου ξεφτέρι στη μαγειρική. Αςείναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, κυρα-Μυρτώ,πρόσθεσε σαν να την έβλεπε μπροστά του, και η κυρίαΜαρκέλλα παραξενεύτηκε. «Πού τη θυμήθηκε; Λες να μαςβρει κάνα αναπάντεχο;» είπε με το νου της και την ίδιαστιγμή δάγκωσε τη γλώσσα της. «Έξω από εδώ και μακριά,χρονιάρες μέρες. Θεός φυλάξοι. Ιησούς Χριστός νικά και όλατα κακά σκορπά».

– Γυναίκα, στρώσε στον Νικολή να ξαπλώσει λίγο. Είναιξάγρυπνο το παιδί. Όλη νύχτα ταξίδευε. Μυρτώ, κοίτα να

Page 150: h Korh Ths 8alassas

περιποιηθείς τον αρραβωνιαστικό σου. Άναψε τοθερμοσίφωνα να κάνει ένα μπάνιο ζεστό, έδωσε εντολές οκαπετάν Γιώργης, και οι δύο γυναίκες κούνησαν καταφατικάτο κεφάλι.

Μετά το λουκούλλειο μεσημεριανό γεύμα, τον καφέ και τογλυκό, ο νοικοκύρης έγειρε ευχαριστημένος στην πολυθρόνατου για να πάρει έναν υπνάκο.

– Άσε τον μπαμπά να κοιμηθεί, συνέστησε η Μυρτώ στημάνα της και του έκλεισε την πόρτα, να τον αφήσει στηνησυχία του.

Το απόγευμα, τρεις ξέμπαρκοι ναυτικοί φίλοι του ήρθαννα τον δουν, μα εκείνος δεν κατάφερε να τους δεχτεί, καθώςείχε φύγει για πάντα από τη ζωή. Ήσυχα, ήρεμα και γλυκά,πέρασε από τον ένα κόσμο στον άλλο χωρίς να το καταλάβει.Μες στο βαθύ ύπνο του έπαθε ανακοπή, διέγνωσε ο γιατρόςτου νησιού που κατέφθασε μόλις τον ειδοποίησαν.

– Ο Θεός τον αγαπούσε και τον πήρε χωρίς να τονταλαιπωρήσει, είπαν οι φίλοι του που βρέθηκαν εκείνη τηνώρα στο σπίτι.

Η είδηση του θανάτου πέρασε γρήγορα από στόμα σεστόμα και οι πάντες στενοχωρήθηκαν.

– Κρίμα, ήταν καλός άνθρωπος. Δεν πρόλαβε να χαρεί

Page 151: h Korh Ths 8alassas

τους κόπους του. Τώρα που θα έμενε στη στεριά, κοντά στηφαμίλια του... Κρίμα, κρίμα. Έφυγε πρόωρα, έλεγαν μεταξύτους οι συντοπίτες του.

Το βράδυ τηλεφώνησε και ο καπετάν Πέτρος για ναευχηθεί και να μάθει πώς ήταν τα πράγματα. Ότανπληροφορήθηκε από τη Μυρτώ τα κακά μαντάτα, του έπεσετο ακουστικό από το χέρι και λίγο έλειψε να του έρθειταμπλάς.

– Δεν έπρεπε να φύγει από εδώ. Αν ήταν μέσα στονοσοκομείο, θα τον προλάβαιναν, είπε μόλις συνήλθε από τοπρώτο σοκ. Και ενώ το σπίτι του στο Λονδίνο, ανήμερα ταΧριστούγεννα, πλημμύριζε από χαρούμενες παιδικές φωνές,γέλια και συζητήσεις, τους παράτησε όλους σύξυλους καιετοιμάστηκε να πάρει την τελευταία πτήση για Ελλάδα.Μάταια η γυναίκα του προσπάθησε να τον πείσει να φύγει τοπρωί.

– Σήμερα έχουμε εδώ τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, θαανταλλάξουμε δώρα.

– Έχασα τον αδερφό μου. Δεν έχω όρεξη για τίποτα. Αχ,γιατί τον άφησα να φύγει; είπε και ένας λυγμός τον έπνιξε.

Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε και ο γιος του και,βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση, σοκαρίστηκε. Ήταν η

Page 152: h Korh Ths 8alassas

πρώτη φορά που τον έβλεπε να κλαίει.

– Πατέρα, για το Θεό! προσπάθησε να τον συνεφέρει.Έπειτα, μαθαίνοντας για το θάνατο του καπετάν Γιώργη, τουπρότεινε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα για το τελευταίο«αντίο».

– Όχι, όχι.

– Δεν μπορώ να σ’ αφήσω μόνο σου, πατέρα. Άλλωστε,τον ήξερα κι εγώ, και ειλικρινά λυπάμαι πολύ που έφυγε έτσιξαφνικά.

– Δεν είχε ελπίδες, και το διαισθανόταν, γι’ αυτό ζήτησε ναεπιστρέψει στο νησί.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο καπετάν Πέτρος και ο γιος τουέφτασαν στην Αθήνα. Για λίγες ώρες κατέλυσαν σ’ έναξενοδοχείο του Φαλήρου και πρωί πρωί πέταξαν με ένα μικρόαεροπλάνο για το νησί.

Στο σπίτι του συχωρεμένου, η πόρτα ήταν ανοιχτή, καθώςσυγγενείς, φίλοι και συντοπίτες μπαινόβγαινανμαυροφορεμένοι. Κατέφθαναν σκυθρωποί να συλλυπηθούντη χήρα και την κόρη του. Ανάμεσά τους, ο Νικολής, μ’ έναθλιμμένο αλλά ψύχραιμο ύφος, δεχόταν κι εκείνος τασυλλυπητήρια και κοίταζε να στηρίζει με τον τρόπο του τηναρραβωνιαστικιά του και τη μητέρα της, που από τη μεγάλη

Page 153: h Korh Ths 8alassas

τους πίκρα μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους.

Πρώτος εκείνος είδε στη σάλα τον καπετάν Πέτρο και τογιο του και παρότι τους έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή τουαπό κοντά, αμέσως τους αναγνώρισε, καθώς οι φωτογραφίεςτους δημοσιεύονταν συχνά στις τοπικές εφημερίδες και σταναυτιλιακά περιοδικά.

Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος τους. ΗΜυρτώ, αντικρίζοντας τον Πάρη, τον κοίταξε με απορία,επειδή ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενε ναβρίσκεται εκεί τη στιγμή εκείνη.

Αυτός πλησίασε κοντά της με αργά βήματα και, τείνονταςτο χέρι να τη συλλυπηθεί, αυθόρμητα την αγκάλιασε και τηφίλησε στο μέτωπο.

– Ζωή σε λόγου σας, της είπε, ενώ ο πατέρας του έλεγε ταίδια λόγια στη μητέρα της δίπλα, που συντετριμμένη έγειρεστον ώμο του και ξέσπασε σε νέους θρήνους και οδυρμούς.

– Δυστυχώς, με τα κλάματα δεν τον φέρνουμε πίσω,προσπάθησε να τη συνεφέρει ο Νικολής.

Οι κουμπάροι συμφώνησαν, και τότε βρήκε την ευκαιρίανα τους συστηθεί.

– Νικόλαος Μαρκάκης, ο αρραβωνιαστικός της Μυρτώς,

Page 154: h Korh Ths 8alassas

είπε σοβαρά.

Ο Πάρης τον κοίταξε καλά καλά. «Είναι ωραίος ο τύπος»,σκέφτηκε.

– Ο συχωρεμένος σε αγαπούσε πολύ, λεβέντη μου,δήλωσε ο καπετάν Πέτρος. Κρίμα, δεν πρόλαβε να ζήσει τιςχαρές σας.

– Εγώ θα σας παντρέψω, πρόσθεσε τότε ο Πάρης, και οΝικολής κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

– Το έμαθα και σας διαβεβαιώ πως χάρηκα πάρα πολύ.Μου είστε πολύ συμπαθής, και εσείς και ο πατέρας σας.Μπορεί να σας βλέπω για πρώτη φορά σήμερα εδώ, όμωςσας παρακολουθώ και σας θαυμάζω από καιρό. Είστε απότους σημαντικούς παράγοντες της ναυτιλίας μας...

Ωραία και καλά ήταν όλα αυτά, όμως ελέχθησαν σεακατάλληλο χρόνο και τόπο, γι’ αυτό και ο καπετάν Πέτροςδεν έδωσε σημασία. Ο Πάρης, όμως, για τους δικούς τουπροσωπικούς λόγους, συνέχισε απτόητος την κουβέντα τουμε τον Νικολή, που εξαιτίας του τον απέρριψε η Μυρτώ, καιαπό εκείνη τη μέρα της κηδείας του καπετάν Γιώργη οι δύονέοι άντρες αντάλλαξαν τηλέφωνα και άρχισαν ναεπικοινωνούν. Έτσι ξεκίνησε μια φιλία που έμελλε να περάσειαπό σαράντα κύματα, να δοκιμαστεί από

Page 155: h Korh Ths 8alassas

αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και συναισθήματα και νακρατήσει μια ζωή.

Τη σορό του καπετάν Γιώργη συνόδευσε στην τελευταία τουκατοικία σχεδόν όλο το νησί. Στη βασιλική του ΑγίουΙσίδωρου εψάλη η εξόδιος ακολουθία και στο λιμάνι οισημαίες στα καράβια κυμάτιζαν μεσίστιες. Επικήδειουςεκφώνησαν οι φίλοι του εκλιπόντος που έτυχε να βρίσκονταιστη στεριά, ενώ όλοι οι άλλοι που ταξίδευαν στις θάλασσεςέστειλαν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα.

– Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου φίλε και αδερφέ, είπεμε τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Πέτρος, ρίχνοντας μια χούφταχώμα στο φέρετρο κατά την ταφή. Και, παίρνοντας μια βαθιάανάσα, πρόσθεσε: Ο καπετάν Γιώργης ήταν ένα άξιο τέκνοτης ναυτικής μας οικογένειας. Ας είναι καλοτάξιδος.

Page 156: h Korh Ths 8alassas

7 Το μοιραίο λάθος

– «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΑΣ και θάνατος. Γονιμοποιεί,γεννάει και σκοτώνει», γράφει κάπου ο Καζαντζάκης, είπε μιαμέρα η Μυρτώ στη μητέρα της, που πάνω στο μεγάλο τηςπένθος τα είχε βάλει μαζί Του. Η ζωή συνεχίζεται, μαμά. Αςβρούμε τους ρυθμούς μας και ας κοιτάξουμε μπροστά. Οχρόνος τα γιατρεύει όλα. Πρέπει να φανούμε δυνατές. Κάθεαρχή και δύσκολη, το ξέρω, όμως θα τα καταφέρουμεθέλοντας και μη.

– Μα θαρρώ πως τον βλέπω τον πατέρα σου ακόμαμπροστά μου. Ώρες ώρες παραλογίζομαι. Του μιλώ λες καιτον έχω αντίκρυ μου.

– Μήπως θα ήταν καλύτερα, τώρα που όλα τέλειωσαν, ναέρθεις μαζί μου στον Πειραιά; Εγώ πρέπει να γυρίσω στησχολή μου. Εσύ τι θα κάνεις εδώ;

– Είναι νωπός ο χαμός του. Δεν μπορώ να του το κάνωαυτό. Μετά το μνημόσυνο, αν νιώσω καλύτερα, θα έρθω νασε βρω. Τώρα πήγαινε στο καλό. Κοίτα τη ζωή σου, κοίτα τηνπρόοδό σου. Ο πατέρας σου, πριν φύγει, φρόντισε για όλα.Έχουμε να πορευτούμε. Θα βγάλω και τη σύνταξη από το

Page 157: h Korh Ths 8alassas

ΝΑΤ.

Με τούτα και μ’ εκείνα, πέρασαν οι πρώτες μέρες τουπένθους, ήρθε η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνια και ανήμερα τουΑϊ-Γιαννιού η Μυρτώ μπήκε στο καράβι για τον Πειραιά. Ανκαι έτρεφε μια κρυφή ελπίδα πως στο λιμάνι θα την περίμενεο αγαπημένος της, εντούτοις η λαχτάρα της να τονανταμώσει σκιάστηκε από μια ζάλη και μια κακοκεφιά πουτης ανακάτεψε τα σωθικά. Η ναυτία τής ήταν άγνωστη,καθώς μπαινόβγαινε από μικρή στα καράβια και είχεσυνηθίσει τους κλυδωνισμούς και τις φουρτούνες. «Τι έπαθα,που να πάρει η ευχή;» αναρωτήθηκε σε μια στιγμή και,βγαίνοντας με φούρια από την καμπίνα της, στάθηκε στοκατάστρωμα της πλώρης να πάρει αέρα. Το κρύο του Γενάρη

ήταν τσουχτερό. Τα μάτια της δάκρυσαν από το μαστίγωμα του δαιμονισμένου αέρα. Τα δόντια της

κροτάλιζαν. Πιασμένη γερά από τα ρέλια, ανάσανε βαθιά καιμ’ ένα βογκητό άδειασε το στομάχι της στη θάλασσα. Μετά,κίτρινη σαν το φλουρί, μπήκε ξανά στην καμπίνα της κι έπεσεξερή στην κουκέτα, μα δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Όσα είχανγίνει τον τελευταίο καιρό ήρθαν στο νου της ξανά. Τοπροξενιό με τον Νικολή, ο έρωτας με την πρώτη ματιά, οαρραβώνας, η θητεία του, η φοιτητική ζωή, η εξέγερση τουΠολυτεχνείου, η περιπέτεια της υγείας του πατέρα της πουκατέληξε στο θάνατό του, η συνάντησή της με τον Πάρη. Τηςήρθε στο νου και πάλι η απαράδεκτη συμπεριφορά του στοΛονδίνο. «Κι όμως, με την οικογένειά του, με τον πατέρα του,

Page 158: h Korh Ths 8alassas

μας συνδέουν τόσα πολλά. Ο Πάρης είναι ένα κακομαθημένοπαιδί», κατέληξε, θέλοντας μέσα της να τον δικαιολογήσει.«Έμαθε, καθώς φαίνεται, από μικρός να κάνει πείσματα εκείόπου του περνάει. Μ’ εμένα έφαγε τα μούτρα του καιμαζεύτηκε. Τελικά, τις πιο πολλές φορές, από εμάς τουςίδιους εξαρτάται η συμπεριφορά των άλλων. Γι’ αυτό στηνκηδεία ήταν μετρημένος, σοβαρός και ευγενικός με τονΝικολή».

Χαλαρώνοντας κάπως με αυτές τις σκέψεις, νανουρίστηκεγια λίγο, όμως το πρώτο φως της μέρας τρύπωσε κλεφτά απότο φινιστρίνι κι έκανε τα βλέφαρά της να τρεμοπαίξουν.«Φτάνουμε», είπε από μέσα της και, μόλις ανασηκώθηκεστην κουκέτα της, είδε την ανατολή να ροδίζει στον ορίζοντακαι άκουσε από τα μεγάφωνα τη σχετική ανακοίνωση τηςάφιξής τους στον Πειραιά. «Αν έχει πάρει άδεια ο Νικολής,σίγουρα θα με περιμένει στην αποβάθρα», σκέφτηκε καικοίταξε στα γρήγορα να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της καινα σουλουπωθεί. Να χτενιστεί, να βάλει λίγο ρουζ... Μην τηδει ο αγαπημένος της ωχρή σαν φάντασμα και τρομάξει.Ευτυχώς, το στομάχι της το ένιωθε πολύ καλύτερα. Μόνο τοστόμα της ήταν πικρό και πήγε στο μπαρ να πιει ένα τσάι μεζάχαρη και λεμόνι για να συνέλθει.

Δεν πρόλαβε να το κατεβάσει και ανακατώθηκε ξανά. Τοπλοίο έμπαινε αργά αργά στο λιμάνι, οι ταξιδιώτεςσυνωστίζονταν στις στενές καραβόσκαλες με τα μπαγκάζια

Page 159: h Korh Ths 8alassas

τους και τα αγουροξυπνημένα παιδιά τους, και η Μυρτώκοίταξε να βρει πέρασμα για να πάει στο κατάστρωμα ναβγάλει τα σωθικά της.

Κάποιοι πρόσεξαν ότι ήταν διπλωμένη στα δύο και τηςέκαναν χώρο, γλιτώνοντάς την από το ρεζιλίκι.

Η Μυρτώ άδειασε το στομάχι της για δεύτερη φορά στηθάλασσα και βγήκε τρεκλίζοντας στη στεριά. Μέσα στονκόσμο που περίμενε να υποδεχτεί τους δικούς του, διέκρινεκάτι ναύτες, αλλά δεν ήταν πουθενά ο Νικολής της.Φτάνοντας στο σπίτι της μ’ ένα ταξί, ένιωθε τόσοεξουθενωμένη, που αποφάσισε να τηλεφωνήσει αμέσως σεγιατρό. Πλησιάζοντας στο τηλέφωνο, την πρόλαβε τοκουδούνισμά του, και από την άλλη άκρη της γραμμήςακούστηκε η φωνή του αρραβωνιαστικού της.

– Καλώς όρισες, αγάπη μου, της είπε γλυκά και τρυφερά.Λυπήθηκα πολύ που δεν ήρθα να σε παραλάβω. Σε λίγοσαλπάρουμε και πάλι για το Αιγαίο. Δεν ήταν δυνατό ναπάρω άδεια. Είσαι καλά; Δε σ’ ακούω. Εμπρός, εμπρός...

– Εντάξει είμαι. Καλό σου ταξίδι, απάντησε η Μυρτώξεψυχισμένα και, αφού του είπε πόσο τον αγαπάει, έκλεισε.

Ξεφυλλίζοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο βρήκε τοναριθμό κάποιου παθολόγου που είχε κουράρει τη μητέρα της

Page 160: h Korh Ths 8alassas

την προηγούμενη χρονιά, όταν είχε αρρωστήσει απόπνευμονία. Έτσι, έκλεισε ραντεβού μαζί του για να τηνεξετάσει το ίδιο απόγευμα.

Στο ιατρείο του, του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τασυμπτώματα, κι εκείνος, αφού την άκουσε προσεκτικά, τηςψηλάφισε την κοιλιά και στη συνέχεια της έκανε κάποιεςερωτήσεις σχετικά με τον κύκλο της.

– Γιατί με ρωτάτε όλα αυτά, γιατρέ; ζήτησε να μάθει ηΜυρτώ.

– Η μήτρα σου, κορίτσι μου, φαίνεται διογκωμένη. Θαπρέπει να επισκεφτείς κάποιο γυναικολόγο.

– Γυναικολόγο; είπε εκείνη κι ένιωσε τα μάγουλά της ναφλογίζονται.

– Μπορεί οι ζαλάδες, οι εμετοί και η ναυτία να είναισυμπτώματα εγκυμοσύνης.

Η Μυρτώ κόντεψε να πέσει ξερή. «Αυτό μας έλειπε», είπεαπό μέσα της και κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. «Πάνω στοπένθος, να αναγκαστούμε να κάνουμε και γάμο εσπευσμένα,εξαιτίας μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Τι θα πει ο κόσμος!Οι γείτονές μας, οι γνωστοί μας, οι φίλοι μας! Θα τρίζουν τακόκαλα του πατέρα στον τάφο. Στο νησί, οι άνθρωποι είναιαυστηροί με αυτά τα ζητήματα. Αχ, Νικολή! Τι κάναμε; Πώς

Page 161: h Korh Ths 8alassas

δεν προσέξαμε; Πώς αφεθήκαμε στη δίνη του πάθους;Παναγία μου, βάλε το χέρι σου. Κάνε να μην είναι αλήθεια.Κάνε να μην είμαι έγκυος», ευχήθηκε η Μυρτώ, μα ηεπίσκεψή της στο γυναικολόγο την επομένη επιβεβαίωσε τηνυποψία του παθολόγου. Εκείνη, πανικόβλητη, έβαλε τακλάματα.

– Μην κάνεις έτσι, κορίτσι μου. Όλα διορθώνονται στιςμέρες μας. Δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, της είπε ηβοηθός του γιατρού, που την είδε να φεύγει κλαμένη, και ηΜυρτώ κούνησε το κεφάλι. Από τη μια δεν ήθελε να πάρειτην αμαρτία στο λαιμό της και από την άλλη ήταν βουνό ηγέννηση ενός παιδιού στη φάση εκείνη της ζωής της.

«Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», σκεφτόταν και δεντολμούσε ένα τόσο σοβαρό θέμα να το κουβεντιάσει μεκανέναν. Ο Νικολής, που ήταν ο άμεσα ενδιαφερόμενος,αρμένιζε στο πέλαγος και η επικοινωνία μαζί του ήταναδύνατη. Όσο για να το εξομολογηθεί στη μητέρα της, ούτελόγος.

Πάνω στην απελπισία της, και αφού έχασε τον ύπνο τηςεπί τρία ολόκληρα βράδια, έριξε τα μούτρα της και με βαριάκαρδιά εμπιστεύτηκε το πρόβλημά της σε μια συμφοιτήτριάτης, τη Μαρίνα, που είχε ήδη κάνει μια άμβλωση και ήξερε νατης δείξει το δρόμο.

Page 162: h Korh Ths 8alassas

– Οι αμβλώσεις απαγορεύονται διά νόμου και οι γιατροίτις κάνουν με κάθε προφύλαξη. Ευτυχώς που έχω ξάδερφογυναικολόγο και μπορώ να του το ζητήσω. Αν δεν έχειςλεφτά, θα τον πληρώσεις με δόσεις. Μη χολοσκάς. Δεν είναιτίποτα. Δέκα λεπτά υπόθεση. Θα είσαι νηστική, θα σεναρκώσουν και δε θα καταλάβεις τίποτα, της είπε η Μαρίνακαι το άλλο πρωί τη συνόδευσε στο ιατρείο του ξαδέρφου τηςστα Εξάρχεια.

Η Μυρτώ, τρέμοντας από την αγωνία και το φόβο,ανέβηκε τα σκαλιά του παλιού κτιρίου που μύριζε υγρασία.Ένας κοντόχοντρος, φαλακρός ανθρωπάκος την καλημέρισε,που φορούσε λευκή μισοτριμμένη μπλούζα, κι εκείνη, αν δενέβλεπε τη συμφοιτήτριά της να τον χαιρετάει με οικειότητα,θα τον περνούσε κάλλιστα για χασάπη.

Η νοσοκόμα, μια κακομούτσουνη μεσόκοπη γυναίκα,μπήκε ανάμεσά τους και, κοιτάζοντας τη Μυρτώ στα μάτια,της είπε ψιθυριστά να πάει να ουρήσει και στη συνέχεια τηςυπέδειξε να καθίσει στη γυναικολογική καρέκλα με τα πόδιαανοιχτά. Δένοντάς τα στη θέση αυτή με τα λουριά, κάλεσε τογιατρό και την αναισθησιολόγο κι έκλεισε την πόρτα τουδωματίου, αφήνοντας τη Μαρίνα να περιμένει στο χολ.

Η Μυρτώ άκουγε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά καινόμιζε πως θα σπάσει.

Page 163: h Korh Ths 8alassas

– Χαλάρωσε, κορίτσι μου, να σου βάλω το μητροσκόπιο,είπε ο κοντοπίθαρος γιατρός, και η Μυρτώ, όπως είχε ταμάτια καρφωμένα στο ταβάνι, είδε μια αράχνη να κρέμεταιαπό τον ιστό της και ταράχτηκε. «Χειρουργείο είναι αυτό ήσφαγείο;» αναρωτήθηκε και την ίδια στιγμή την κυρίευσεπανικός, μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε και ήθελε να φύγει.

– Όχι, μη! Μην προχωράτε! φώναξε δυνατά.

Όμως ήταν πλέον αργά. Η αναισθησιολόγος είχε τρυπήσειτη φλέβα της και το κορμί της άρχισε να χαλαρώνει, ταβλέφαρά της βάρυναν και το ταβάνι με την αράχνη έπεφτεσαν ταφόπλακα και την πλάκωνε. Δεν καταλάβαινε πλέοντίποτα.

Όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια, βρισκόταν σ’ ένα φορείο. Καιμε το νοσοκομειακό μεταφερόταν επειγόντως για μετάγγισηαίματος στον «Ευαγγελισμό». Δυστυχώς για εκείνη, πάνωστην επέμβαση την έπιασε ακατάσχετη αιμορραγία και λίγοέλειψε να χάσει τη ζωή της. Ο χασάπης γιατρός φοβήθηκε τοαυτόφωρο και εξαφανίστηκε, ενώ η συμφοιτήτριά της πουείχε τη φαεινή ιδέα να της τον συστήσει, από τη μιακαταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ανακατεύτηκε καικόντεψε να την πάρει στο λαιμό της και από την άλλη έψαχνεεναγωνίως να βρει αιμοδότες.

Οι συμφοιτητές της προσφέρθηκαν, μα το προσωπικό

Page 164: h Korh Ths 8alassas

θέμα της Μυρτώς πέρασε από στόμα σε στόμα κι έγινε σεόλους γνωστό. Οι θεράποντες γιατροί στον «Ευαγγελισμό»έκαναν το καθήκον τους, σεβόμενοι το ιατρικό απόρρητο,όμως το πάθημά της διέρρευσε στις εφημερίδες καιανακοινώθηκε από το δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ, ωςπαράδειγμα προς αποφυγήν για τις νέες κοπέλες πουπιθανώς βρίσκονταν στην ίδια θέση με τη Μυρτώ. Πήγε ηδόλια να γλιτώσει το ρεζιλίκι στο νησί κι έγινε βούκινο στοπανελλήνιο.

Μια γειτόνισσα το πρόλαβε με μισόλογα στη μάνα τηςκαι, όπως ήταν φυσικό, η κυρία Μαρκέλλα δεν πίστευε στααφτιά της.

– Όχι, για το Θεό. Χτες μίλησα μαζί της, είπεαλαφιασμένη. Την άκουσα καλά. Πότε έγινε αυτό; Είχεεξετάσεις το πρωί. Τώρα, κανονικά, θα πρέπει να έχει γυρίσειστο σπίτι. Με νευρικές κινήσεις σχημάτισε τον αριθμό τουσπιτιού τους στον Πειραιά και, όσο άκουγε το τηλέφωνο ναχτυπάει τόσο έτρεμε από την αγωνία, μέχρι που της ήρθεζαλάδα και σωριάστηκε βαριά σε μια καρέκλα με τοακουστικό στο χέρι. Είχε αντιληφθεί πια ότι κάτι δεν πήγαινεκαλά.

Στα βιαστικά έριξε πάνω της ένα πανωφόρι, έχωσε στηντσάντα της όσα λεφτά είχε καταχωνιασμένα στο συρτάρι καιπήρε δρόμο κι έφυγε για το λιμάνι. Ίσα που πρόλαβε να μπει

Page 165: h Korh Ths 8alassas

στο πλοίο της γραμμής και, μέχρι να φτάσει στον Πειραιά τοάλλο πρωί, είδε κι έπαθε. Ένα ταξίδι μιας βραδιάς τήςφάνηκε αιώνας. Παρακαλούσε το Θεό να κάνει το θαύμα Τουκαι να φυλάξει την κόρη της από κάθε κακό. «Ας τη βρωζωντανή κι ας πεθάνω. Δε με νοιάζει η δικιά μου η ζωή. Εγώέζησα και χάρηκα και πόνεσα. Φτάνει η κόρη μου να είναικαλά. Αχ, Θεέ μου, κόψε χρόνια από εμένα και δώσ’ τα σ’εκείνη», έλεγε και ξανάλεγε, μέχρι που ξημέρωσε.

Η κυρία Μαρκέλλα μ’ ένα ταξί πήγε ίσια στον«Ευαγγελισμό» και, όταν αντίκρισε την κόρη της ωχρή κιεξαντλημένη, σπάραξε η ψυχή της, όμως χαμογέλασε για νατης δώσει κουράγιο.

– Μαμά! ψέλλισε με πανιασμένα χείλη η Μυρτώ και ταδάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι από τα μάτια της.

– Μην κλαις, πουλάκι μου. Μην κλαις, κοριτσάκι μου.Φτάνει που είσαι καλά. Όλα θα περάσουν και θα ταξεχάσουμε.

– Συγχώρα με, μανούλα μου, συγχώρα με. Δεν πρόσεξακαι...

– Σώπα, κοριτσάκι μου. Ηρέμησε. Ούτε η πρώτη είσαι ούτεη τελευταία. Η φύση δε λαθεύει. Εμείς οι άνθρωποι βάλαμεαπαγορευτικά για να μη γεννιούνται νόθα παιδιά. Εσύ, όμως,

Page 166: h Korh Ths 8alassas

είσαι αρραβωνιασμένη κοπέλα, δεν πήγες με κανέναντυχόντα. Βιάστηκες, έπρεπε να με συμβουλευτείς. Εγώ ποτέδε θα σε άφηνα να πέσεις στα χέρια κάποιου χασάπη. Ποτέ δεθα σε άφηνα να ρίξεις το παιδί.

– Σκέφτηκα τον κόσμο, την ντροπή. Κηδείες και γάμοιμαζί...

– Αφού έτσι ήθελε ο Θεός...

– Ποιος Θεός; Το μυαλό μου το κλούβιο φταίει, που δενπήρα τα μέτρα μου.

– Εσύ ή ο Νικολής;

– Και οι δύο.

– Τέλος πάντων, τώρα ό,τι έγινε έγινε, είπε η κυρίαΜαρκέλλα και αυθόρμητα αναστέναξε. Τι ανάγκη έχουν οιάντρες; Όλα εμείς τα τραβάμε. Ο Νικολής ταξιδεύει, κι εσύείδες το Χάρο με τα μάτια σου. Πόσες μέρες έχεις να μιλήσειςμαζί του;

– Από τη Δευτέρα, και σήμερα είναι Παρασκευή. Λογικά,θα πρέπει να έχει πιάσει το καράβι του σε λιμάνι και να μεψάχνει στο τηλέφωνο. Πού να ξέρει...

– Τα κακά μαντάτα διαδίδονται γρήγορα, απάντησε η

Page 167: h Korh Ths 8alassas

κυρία Μαρκέλλα καθώς σκέφτηκε τα δημοσιεύματα στιςεφημερίδες, αλλά προτίμησε να μην κάνει κανένα σχόλιο.

Η Μυρτώ υπέθεσε πως τη μητέρα της την ειδοποίησε ηΜαρίνα, μόλις είδε τα σκούρα.

– Σε αναστάτωσα, μανούλα μου. Έχεις τον πόνο σου,έχεις και τη δικιά μου έγνοια. Αχ, αυτή η Μαρίνα, δεν έπρεπενα σου τηλεφωνήσει.

– Τι λες, παιδάκι μου, μάνα σου είμαι. Αν δε σταθώ εγώστο πλευρό σου, ποιος θα σταθεί; Έλα, ξέχνα τα τώρα αυτάκαι κοίτα να γίνεις καλά. Να φας, να δυναμώσεις. Έχασεςτόσο αίμα! Ευτυχώς που έτρεξαν τα παιδιά να σε σώσουν.

– Τα παιδιά; Ποια παιδιά;

Η κυρία Μαρκέλλα τής εξήγησε και η Μυρτώ ευχόταν ναάνοιγε η γη να την καταπιεί από την ντροπή της.

– Με τέτοιο ρεζιλίκι, δε θα ’χω μούτρα να ξαναπατήσωστη σχολή.

– Υπερβολές!

Και ενώ η μάνα προσπαθούσε να παρηγορήσει και νακαθησυχάσει την κόρη της, μια νοσοκόμα μπήκε στοδωμάτιο και πίσω της ακολουθούσε ένας νεαρός με μια

Page 168: h Korh Ths 8alassas

ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα.

– Για την κοπελιά στο βάθος είναι τα λουλούδια, είπε μ’ένα συγκαταβατικό χαμόγελο η νοσοκόμα, και οι άλλες δύοασθενείς που νοσηλεύονταν μαζί με τη Μυρτώανασηκώθηκαν στα κρεβάτια τους.

– Θα είναι από τον αρραβωνιαστικό μου, υπέθεσε εκείνηκαι το χλομό της πρόσωπο φωτίστηκε προς στιγμήν καιαμέσως μετά σκοτείνιασε. «Δεν είναι δυνατό. Πώς το έμαθε;Ποιος του το είπε;» σκέφτηκε και πρόσθεσε φωναχτά,απευθυνόμενη στη νοσοκόμα: Λάθος κάνετε.

Αλλά τότε παρενέβη ο νεαρός που έφερε την ανθοδέσμη.

– Η κάρτα που συνοδεύει τα λουλούδια έχει το όνομά σας,δεσποινίς.

Η κυρία Μαρκέλλα πήρε την ανθοδέσμη και του έδωσεφιλοδώρημα, λέγοντάς του να πάει στο καλό, ενώ η Μυρτώάνοιξε βιαστικά την κάρτα κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμότης.

– Δεν είμαστε καλά, είπε ξεροκαταπίνοντας το σάλιο της.Πού στην ευχή με ανακάλυψε αυτός εδώ μέσα;

– Ποιος είναι αυτός; Ο Νικολής;

Page 169: h Korh Ths 8alassas

– Όχι βέβαια. Ο Πάρης.

– Ποιος;

– Ο Πάρης, ο κουμπάρος. Μου έστειλε από το Λονδίνολουλούδια και ευχές για ταχεία ανάρρωση. «Θα τα πούμεσύντομα από κοντά», γράφει.

Η κυρία Μαρκέλλα έμεινε βουβή, να κοιτάζει μια την κόρητης και μια τα κόκκινα τριαντάφυλλα που είχε τακτοποιήσει σ’ένα βάζο στο κομοδίνο.

Καθώς ο Πάρης παρακολουθούσε ανελλιπώς τα πράγματαστην Ελλάδα και διάβαζε κάθε μέρα τις ελληνικές εφημερίδεςπου έφταναν αεροπορικώς στο Λονδίνο, μετά ταπρωτοσέλιδα με τα κατορθώματα της χούντας του Ιωαννίδη,τα μάτια του έπεσαν κάποια στιγμή σ’ ένα άρθρο για τιςαμβλώσεις· για τον απαγορευτικό νόμο, για τα ταμπού και τιςαπαρχαιωμένες αντιλήψεις, ενώ στην ίδια σελίδα ήτανκαταχωρισμένη η είδηση της άτυχης σπουδάστριας από τηΧίο, που διακομίστηκε με ακατάσχετη αιμορραγία στον«Ευαγγελισμό», και διαβάζοντας το όνομά τηςσυνοφρυώθηκε.

Προς στιγμήν υπέθεσε πως επρόκειτο για συνωνυμία,όμως η αναφορά στη Χίο τον έβαλε σε σκέψεις. «Τέτοιασύμπτωση;» είπε από μέσα του και, γεμάτος περιέργεια,

Page 170: h Korh Ths 8alassas

σήκωσε το ακουστικό, κάνοντας μια προσπάθεια να τη βρειστο τηλέφωνο. Μάταια. Τότε τηλεφώνησε στον«Ευαγγελισμό» και την εντόπισε. Ευτυχώς, η Μυρτώ είχεδιαφύγει πλέον τον κίνδυνο, κι εκείνος χαμογέλασε μεανακούφιση.

Από την άλλη, ο Νικολής, μόλις βγήκε από το καράβιστη Ρόδο, έτρεξε αμέσως σ’ ένα περίπτερο για νατηλεφωνήσει στην αγαπημένη του, αλλά, όπως ήταν φυσικό,εκείνη δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Τσατισμένος, αγόρασεένα πακέτο τσιγάρα και μια εφημερίδα και κάθισε σ’ έναπαγκάκι να τη διαβάσει. Όταν πληροφορήθηκε κι αυτός τα

καθέκαστα, έπεσε από τα σύννεφα. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια», σκέφτηκε. «Πότε, πώς και γιατί; Πώς είναι

δυνατό η Μυρτώ να έκανε κάτι τέτοιο χωρίς να μου το πει; Το παιδί αυτό ήταν και δικό μου. Ήταν ο καρπός του έρωτά μας. Μπορεί να έμεινε έγκυος σε ακατάλληλη στιγμή, όμως

τι με αυτό; Αφού αγαπιόμαστε. Αφού αποφασίσαμε ναπαντρευτούμε. Τι τώρα, τι αύριο. Δεν έχει καμιά σημασία. Θεέμου, θα τρελαθώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω», κατέληξε μεσφιγμένα χείλη και από τα νεύρα του έκανε την εφημερίδακομμάτια. «Τι ατυχία να βρίσκομαι μακριά και να μην μπορώνα επικοινωνήσω μαζί της! Κάτι τρέχει», μονολόγησε και,παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ξανατηλεφώνησε στο σπίτιστον Πειραιά. Και πάλι, τίποτα.

Αμέσως μετά ζήτησε από τις πληροφορίες το τηλέφωνο

Page 171: h Korh Ths 8alassas

του «Ευαγγελισμού». Μόλις του επιβεβαίωσαν πως πράγματιη Μυρτώ νοσηλευόταν εκεί, κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε.

– Είναι καλά; ρώτησε γεμάτος αγωνία και, παίρνονταςκαθησυχαστική απάντηση, έκλεισε τη γραμμή και τα ’βαλε μετην καλή του και τις επαρχιώτικες αντιλήψεις της. «Κρίμα, κιεγώ νόμιζα πως είχες απαγκιστρωθεί πλέον από τα νοσηρά“πρέπει”, Μυρτώ. Από τα ταμπού που καθιέρωσαν άνθρωποιστενόμυαλοι μιας άλλης εποχής. Και το χειρότερο είναι πωςγια ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορά και τους δυο μας, μεαγνόησες παντελώς κι έκανες του κεφαλιού σου. Πώς μπορώαπό εδώ και μπρος να σ’ εμπιστευτώ; Πώς θα μοιραστώ τηζωή μου μαζί σου όταν στο βάθος του μυαλού μου θαγνωρίζω πως είσαι απρόβλεπτη, παρορμητική και επιπόλαιη;Αχ, Μυρτώ! Τα κατέστρεψες όλα», αναλογίστηκε.

Το καθήκον τον καλούσε πίσω στο καράβι, κι έτσι πήρε μεβαριά βήματα το δρόμο της επιστροφής. Ατενίζοντας ταμεσαιωνικά τείχη της παλιάς πόλης των Ιπποτών του ΑγίουΙωάννη, κοντοστάθηκε. Το αίμα του έβραζε και τα μηνίγγιατου χτυπούσαν από θυμό. Με τέτοια χάλια, δεν ήταν σε θέσηνα μιλήσει σε κανέναν. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του,είδε πως είχε λίγο ακόμα χρόνο στη διάθεσή του. Έτσι, αντίνα πάει προς το λιμάνι, πέρασε τη μεγάλη πύλη του κάστρουκαι ανηφόρισε προς την Οδό των Ιπποτών.

Ο αέρας βούιζε στα αφτιά του κι έφερνε, θαρρείς, ήχους

Page 172: h Korh Ths 8alassas

από το παρελθόν. «Τα καταλύματα των ιπποτών, με τουςθυρεούς στις εισόδους, σώζονται ακέραια μέσα στους αιώνες.Εμείς οι άνθρωποι, όμως, είμαστε περαστικοί από τη ζωή,φθαρτοί. Και αντί να χαιρόμαστε την κάθε στιγμή που είναιμοναδική, όλο και κάτι βρίσκουμε για να δηλητηριάζουμε τηνκαθημερινότητά μας», σκέφτηκε. Και φιλοσοφώντας πάνωσε αυτό, ανακατεύτηκε με τους χειμερινούς τουρίστες τηςΡόδου και προχώρησε μαζί τους μέχρι το επιβλητικό παλάτιτου μεγάλου μαγίστρου, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείοτου κάστρου, στο τέρμα της Οδού των Ιπποτών, απέναντι απότην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.

– Το παλάτι αυτό χτίστηκε το 14ο αιώνα, στη θέση τηςβυζαντινής ακρόπολης, από τους Ιωαννίτες ιππότες, οιοποίοι έκαναν νέες προσθήκες στο αρχικό οικοδόμημα, μεσκοπό να αποτελέσει διοικητικό κέντρο του ιπποτικούκράτους, είπε η ξεναγός, και ο νους του Νικολή ξέφυγε απότο πρόβλημα που τον βασάνιζε, ενώ ο θυμός του άρχισε ναξεθυμαίνει.

Όταν κατηφόρισε προς την πύλη του λιμανιού, πουπλαισιώνεται από δύο πύργους και βρίσκεται στο νότιο μέροςτου κάστρου, είχε ανακτήσει την ψυχραιμία του και,παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, βάδισε σταθερά προς το σημείοόπου ήταν δεμένο το καράβι του πολεμικού ναυτικού. Μετάτο προσκλητήριο, οι ναύτες και οι αξιωματικοί βρέθηκαν στοπόστο τους και ο καπετάνιος έβαλε πλώρη για άλλο νησί του

Page 173: h Korh Ths 8alassas

Ανατολικού Αιγαίου.

Την ίδια στιγμή η Μυρτώ, στον «Ευαγγελισμό»,βλέποντας τα τριαντάφυλλα του Πάρη στο κομοδίνο, άναβεκαι κόρωνε, μέχρι που ζήτησε από τη μητέρα της να ταπετάξει από το παράθυρο.

– Τι σου φταίνε τα λουλούδια, κόρη μου; Θα τα βγάλωστο διάδρομο, μην κάνεις έτσι. Πολλά νεύρα έχεις, ηρέμησε.

– Πώς να ηρεμήσω; Ποιος θα το πίστευε πως η κακοτυχίαμου θα μ’ έκανε διάσημη και πως θα έφταναν τα χαμπέριαμου μέχρι το Λονδίνο;

– Κι αυτοί οι παλιοδημοσιογράφοι ψοφάνε για κάτι τέτοια.Τα σερβίρουν τάχα μου δήθεν ως παραδείγματα προςαποφυγήν και, για να κάνουν ντόρο, την τρίχα την κάνουντριχιά. Άντε να χαθούν. Μη δίνεις σημασία. Αύριο θα βρουννα καταπιαστούν με κάποιο άλλο θέμα και η περίπτωσή σουθα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν τόσες άλλες. Δεν έχουμεκανέναν ανάγκη. Εκείνο που προέχει είναι να γιάνεις και τοπάθημα να σου γίνει μάθημα.

Η Μυρτώ κούνησε πικραμένη το κεφάλι.

– Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, είπε σοβαρά καιτην ίδια στιγμή ο νους της πήγε στον αρραβωνιαστικό της καιαναστέναξε. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, να δεις

Page 174: h Korh Ths 8alassas

που θα τα ’χει μάθει τα κατορθώματά μου κι ο Νικολής απότις εφημερίδες.

– Διόλου απίθανο.

– Ε, τότε γιατί δεν έστειλε έστω ένα τηλεγράφημα;

– Δεν ξέρω, τι να σου πω;

– Θα σου πω εγώ, μαμά. Γιατί του ’ρθε ταμπλάς. Έπαθετην πλάκα του και σίγουρα δε θα θέλει να με ξαναδεί. Και μετο δίκιο του, βέβαια. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, θατρελάθηκε ο άνθρωπος. Ξέρεις τι θα πει να μάθει κάτι τέτοιοαπό τις εφημερίδες; Τι διάολος με καβάλησε; Θέλωσκότωμα. Τα κατέστρεψα, τα γκρέμισα όλα μέσα σε μιαστιγμή, είπε αναψοκοκκινισμένη η Μυρτώ κι έβαλε τακλάματα.

Πάνω στην ώρα, στο θάλαμο μπήκε η προϊσταμένη για νατης αναγγείλει πως την επομένη θα έπαιρνε εξιτήριο, καθώςο αιματοκρίτης της είχε επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα.

– Δόξα τω Θεώ! αναφώνησε η κυρία Μαρκέλλα.

– Καλύτερα να πέθαινα, πρόλαβε να πει η Μυρτώ μέσααπό τους λυγμούς της και από εκεί και πέρα η μόνη τηςέννοια ήταν ο Νικολής.

Page 175: h Korh Ths 8alassas

Την άλλη μέρα, μόλις μπήκαν στο σπίτι τους στον Πειραιά, ηκυρία Μαρκέλλα άφησε τη Μυρτώ να ξεκουραστεί και βγήκενα κάνει κάποια ψώνια. Επιστρέφοντας, βρήκε τη Μυρτώ στοχολ κοντά στο τηλέφωνο και τη ρώτησε γεμάτη περιέργεια:

– Τι έγινε, κοριτσάκι μου, σε πήρε;

– Ποιος;

– Ο Νικολής.

– Όχι, δυστυχώς. Με πήρε κάποιος άγνωστος από έναανθοπωλείο και ζήτησε να μάθει τη διεύθυνσή μας για να μαςφέρει λουλούδια.

– Λουλούδια; Αυτή τη φορά, σίγουρα θα τα στέλνει οΝικολής. Άδικα των αδίκων ανησύχησες κι έχασες τον ύπνοσου. Ο Νικολής σ’ αγαπάει.

Πάνω στην ώρα ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορταςκαι στο κατώφλι τους πρόβαλε ένας νεαρός με μιαανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα. Η κυρία Μαρκέλλαχαμογέλασε πλατιά και η Μυρτώ βουβάθηκε. Οαρραβωνιαστικός της ήταν ένας απλός έφεδρος αξιωματικόςτου πολεμικού ναυτικού και δεν είχε την οικονομική ευχέρειανα στείλει μια τόσο εντυπωσιακή ανθοδέσμη, σκέφτηκε καιχαμήλωσε το βλέμμα, μαντεύοντας από ποιον προερχόταν.

Page 176: h Korh Ths 8alassas

– Τι ωραία τριαντάφυλλα μπακαρά! Είναι ολόφρεσκα, είπεη κυρία Μαρκέλλα ανυποψίαστη, και επειδή η Μυρτώ ταπεριφρόνησε και δεν άπλωσε το χέρι να πάρει ούτε την κάρταπου τα συνόδευε, την κίνηση αυτή την έκανε εκείνη. Έλα,διάβασε, πουλάκι μου, να δεις τι σου γράφει ο καλός σου. Τιέπαθες ξαφνικά; Αντί να γελάς, κατσουφιάζεις;

Η Μυρτώ έριξε μια θλιμμένη ματιά στην κάρτα και,διαβάζοντας πάλι το όνομα του Πάρη, την τσαλάκωσε μεςστη χούφτα της και την έκανε χίλια κομμάτια.

– Αυτός βάλθηκε να μας τρελάνει, σχολίασε και τα μάτιατης πέταξαν σπίθες από οργή. Άλλα λουλούδια χτες, άλλασήμερα... Μπορείς να μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά;φώναξε στην εμβρόντητη μάνα της, ρίχνοντας τηνανθοδέσμη στον κουβά με τα σκουπίδια.

– Μην εξάπτεσαι, κόρη μου. Μην κάνεις σαν μανιακή.Επειδή μας δένουν δεσμοί φιλίας με την οικογένειά του καικουμπαριές, είχε την καλοσύνη να σου στείλει τις ευχές τουγια ταχεία ανάρρωση με δυο αγκαλιές λουλούδια. Δεν έκανεκαι κανένα έγκλημα ο άνθρωπος. Αν το θεωρείς υπερβολή,σου θυμίζω πως όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και σταλάχανα.

– Μαμά, για το Θεό, μη μου κάνεις τη χαζή. Ξέρεις πολύκαλά πού το πάει ο τύπος. Έτσι και το μάθει ο Νικολής,

Page 177: h Korh Ths 8alassas

αλίμονό του, είπε και αναστέναξε και ο νους της πέταξε σ’εκείνον για τον οποίο χτυπούσε η καρδιά της. «Πού είσαι,αγάπη μου; Δε βλέπω την ώρα να με σφίξεις και πάλι στηναγκαλιά σου, να σου ζητήσω μέσα από τα βάθη της ψυχήςμου να με συγχωρέσεις. Δεν ήθελα τώρα που υπηρετείς τηθητεία σου να σε αναστατώσω. Αλλά φοβήθηκα, πελάγωσα,μου σάλεψε το μυαλό. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Τώρα πια ξέρω,δε ζω χωρίς εσένα. Εσύ είσαι η αγάπη μου, ο έρωτάς μου, ηζωή μου. Εσύ είσαι το πεπρωμένο μου», σκέφτηκε η Μυρτώκαι, ρίχνοντας μια αγωνιώδη ματιά στο τηλέφωνο, το άκουσενα χτυπάει και σκίρτησε η ψυχή της. «Παναγίτσα μου, κάνε ναείναι ο Νικολής», είπε από μέσα της.

Και πράγματι αυτός ήταν. Όταν από την άλλη άκρη τηςγραμμής άκουσε τη φωνή του, την έπιασε ταραχή.

– Αγάπη μου, αγάπη μου! μουρμούρισε και, έπειτα απόμια στιγμιαία σιωπή, ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα.

– Είσαι καλά;

– Δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Έγιναν τόσα πολλά.

– Το ξέρω, θα τα πούμε από κοντά. Αύριο θα βρίσκομαιστον Πειραιά, της είπε, και η Μυρτώ φωτίστηκε ολόκληρη,βρήκε ξαφνικά το κέφι της και τον εαυτό της και κοίταξε νακαλλωπιστεί και να προετοιμαστεί κατάλληλα για να

Page 178: h Korh Ths 8alassas

υποδεχτεί τον αρραβωνιαστικό της.

Page 179: h Korh Ths 8alassas

8 Στο μνημόσυνο

«ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ, πρέπει να αντέξεις τηβροχή», λέει μια σοφή παροιμία, και η Μυρτώ οπλίστηκε μευπομονή.

Σκυθρωπός, ψυχρός και απόμακρος σαν ξένος ήταν οΝικολής σ’ εκείνη τη συνάντησή τους. Η Μυρτώ έπεσε μελαχτάρα στην αγκαλιά του, μα δε βρήκε ανταπόκριση καιμαζεύτηκε. Ο έρωτάς τους, που άλλοτε έσφυζε από πάθος καιζωντάνια, γέμισε μαύρα σύννεφα.

Κάθισαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο πάνω από τα βράχια τηςΠειραϊκής και αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά.

– Σε παρακαλώ, δώσ’ μου άλλη μία ευκαιρία, ψέλλισε ηΜυρτώ έπειτα από μια παγωμένη σιωπή.

Ο Νικολής παρέμεινε ανέκφραστος, με σφιγμένα χείλη.

– Μίλα μου, πες μου κάτι, βρίσε με. Δεν αντέχω να σεβλέπω έτσι. Το ύφος σου με σκοτώνει. Έκανα ένα μεγάλολάθος και σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Πέρασα τραγικέςστιγμές.

Page 180: h Korh Ths 8alassas

– Εγώ να δεις..., είπε ο Νικολής μ’ ένα πικρό παράπονο.

Η Μυρτώ τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα.

– Θέλω να τα ξεχάσουμε όλα και να συνεχίσουμε τη ζωήμας.

– Δεν είναι τόσο εύκολο για εμένα που πίστεψα στονκαθαρό, ακέραιο χαρακτήρα σου, στην ειλικρίνειά σου.

– Μα σ’ αγαπώ πολύ.

– Κι εγώ σ’ αγαπώ, όμως δε θα τολμούσα ποτέ να κάνωκάτι τόσο σοβαρό πίσω από την πλάτη σου... Νόμιζα πωςήσουν το άλλο μου μισό και απογοητεύτηκα.

– Πόσο ανόητα φέρθηκα! ψιθύρισε η Μυρτώ και,νιώθοντας ένα λυγμό να ανεβαίνει στο λαιμό της,προσπάθησε να συγκρατηθεί, γιατί κατάλαβε ότι με τακλάματα δε θα γινόταν τίποτα. Τα κλάματα θα επιβάρυνανμόνο το ήδη άσχημο κλίμα, καθώς αυτές οι πληγές δενεπουλώνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλουν το χρόνοτους και με υπομονή, επιμονή κι αγάπη ίσως υπήρχανελπίδες ο ήλιος να ανατείλει ξανά και όλα να γίνουν όπωςπρώτα.

Εκείνο το απόγευμα, όταν είδε η Μυρτώ ότι ο καλός της ήτανβαθιά πληγωμένος και δεν έπαιρνε από λόγια, αναγκάστηκε

Page 181: h Korh Ths 8alassas

να τον αποχαιρετήσει με βαριά καρδιά. Επέστρεψε στο σπίτιτης και κλείστηκε στην κάμαρά της, αποφασισμένη ναμαζέψει τα μυαλά της, να δει πού βρίσκεται και να βάλει μιατάξη στη ζωή της. Ο Γενάρης κόντευε να τελειώσει, κι εκείνη, με τα δεινοπαθήματα, είχε παραμελήσει τα μαθήματά της. Αν συνέχιζε το ίδιο βιολί, τη χρονιά τηνείχε σίγουρα χαμένη.

Για να αναπληρώσει τις ελλείψεις της, έπεσε με τα μούτραστη μελέτη. Στην αρχή, τα γράμματα χοροπηδούσανμπροστά στα μάτια της και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί.Δέκα φορές διάβαζε το ίδιο κεφάλαιο, ενώ ο νους τηςστριφογύριζε πότε στον Νικολή και πότε στους συμφοιτητέςτης, που ντρεπόταν να τους κοιτάξει στα μάτια.

– Ποιος ξέρει τι θα λένε πίσω από την πλάτη μου, είπε μιαμέρα στη Μαρίνα, αλλά εκείνη την αποπήρε.

– Άλλη όρεξη δεν έχουν, να ασχολούνται μαζί σου.Τρελάθηκες, μωρέ; Πού ζεις; Εδώ έγινε χαμός πάλι χτες.

– Τι έγινε; Δεν έχω ιδέα. Εγώ μετά το μάθημα έφυγα.

– Για το τίποτα, για έναν ασήμαντο διαπληκτισμό, ήρθανοι ΕΣΑτζήδες να μας τρίξουν τα δόντια και όσοι από τουςφοιτητές τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν βρέθηκανμπλεγμένοι. Ανάμεσά τους ήταν και ο δικός μου, ο Βύρων,

Page 182: h Korh Ths 8alassas

είπε η Μαρίνα, και η φωνή της ακούστηκε βραχνή. Ανάθεματην ώρα και τη στιγμή, πρόσθεσε με αγανάκτηση. Τουςμπουζούριασαν όλους στα κρατητήρια της ΕΣΑ και, αφούτους περιποιήθηκαν ανάλογα, το ξημέρωμα τους έστειλανστα κέντρα νεοσυλλέκτων. Από την Κόρινθο μουτηλεφώνησε ο Βύρων σήμερα το πρωί και μου είπε ταμαντάτα, κι εγώ, καθώς καταλαβαίνεις, από εκείνη την ώραέχω τρελαθεί. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως από τη μιαστιγμή στην άλλη ο αγαπημένος μου βρέθηκε στο στρατό καιοι σπουδές του κόπηκαν απότομα στη μέση. Τόσοι και τόσοιαγώνες έγιναν από πέρσι τέτοιο καιρό για την κατάργησηαυτού του καταραμένου νόμου που επιβάλλει τηνυποχρεωτική στράτευση των φοιτητών, αλλά δυστυχώς δενκαταφέραμε τίποτα. Τύφλα να ’χει ο Παπαδόπουλοςμπροστά σε αυτό τον Ιωαννίδη. Αυτός είναι πιο σκληρόκαρύδι και μέχρι στιγμής δε φαίνεται πουθενά. Κινεί τανήματα από τα παρασκήνια. Μέσα σε δύο μήνες εξόρισεόλους τους αμνηστευμένους από τον Παπαδόπουλοπολιτικούς, και μαζί με αυτούς εξόρισε και απλούς αριστερούςπολίτες, ηθοποιούς, ανθρώπους της τέχνης και τωνγραμμάτων. Τα ξερονήσια του Αιγαίου έχουν πάλι γεμίσει. Οκόσμος ασφυκτιά και οι δικτάτορες διατυμπανίζουν από τοραδιόφωνο και την τηλεόραση πως είναι στο πλευρό τουλαού, στο πλευρό του αγρότη και πως όλοι μαζί, με πίστη καισεβασμό στις ελληνοχριστιανικές αρχές, θα πάμε μπροστά.Ποιον κοροϊδεύουν; Το παρατράβηξαν πια. Δεν πάει άλλο.

Page 183: h Korh Ths 8alassas

Ως πότε ο λαός θα σκύβει το κεφάλι; Κάποτε θα εκραγεί. Θατους πάρει φαλάγγι και, με τέτοιο άχτι που τους έχει, θα τουςλιντσάρει, να γλιτώσουμε από το βραχνά τους.

– Αμήν και πότε, είπε η Μυρτώ και ο νους της πήγε στοναγαπημένο της, που σίγουρα θα είχε τα δικά του άγχη, αλλάαπό τότε που ψυχράνθηκαν οι σχέσεις τους δεν τα μοιραζότανπλέον μαζί της, αν και κάθε φορά που έδενε το καράβι του σελιμάνι δεν παρέλειπε να της τηλεφωνήσει. Μπορεί να ήτανμετρημένα τα λόγια του, όμως μόνο που άκουγε η Μυρτώ τηφωνή του ησύχαζε και οι φόβοι της για την οριστική διάλυσητου αρραβώνα τους καταλάγιαζαν. «Αφού κρατάει τις πόρτεςανοιχτές, θα πει πως με θέλει. Πως ακόμα μ’ αγαπάει»,σκεφτόταν και αναθαρρούσε με τη σκέψη αυτή, και στη φίλητης τη Μαρίνα που το είπε, εκείνη συμφώνησε μαζί της.

– Είναι θέμα χρόνου. Όπου να ’ναι, όλα θα περάσουν καιθα τα ξεχάσετε. Γιατί αγαπιέστε, Μυρτώ.

Εκείνη χαμογέλασε. Η φίλη της, αν και είχε τον πόνο τηςμε τον αγαπημένο της που τον αποχωρίστηκε ξαφνικά,εντούτοις τη στήριζε όσο μπορούσε, και η Μυρτώ ένιωσεκαλύτερα.

– «Πόνος που μοιράζεται αμέσως μετριάζεται», έλεγε ηγιαγιά μου, πρόσθεσε η Μαρίνα, και από τότε οι δυο τουςήρθαν πιο κοντά κι έγιναν αχώριστες.

Page 184: h Korh Ths 8alassas

Η κυρία Μαρκέλλα, έπειτα απ’ όσα έγιναν, για να μην ξύνειπληγές, έπαψε να ρωτάει την κόρη της για τον Νικολή.

– Το μόνο που με νοιάζει, Μυρτώ μου, είναι να ’χεις τηνυγειά σου και να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, της είπε έναπρωί στις αρχές Φλεβάρη, προτού φύγει για το νησί,προκειμένου να ετοιμάσει το μνημόσυνο του συχωρεμένουτου άντρα της. Κόντευαν σαράντα μέρες από το θάνατό του,η ψυχή του στριφογύριζε ακόμα ανάμεσά τους και το καντήλιτου ήταν σβηστό. «Θεέ μου, εσύ που ξέρεις τα βάσανά μου,συγχώρα με», είπε στην προσευχή της, και όταν τοαπομεσήμερο το μικρό αεροπλάνο προσγειώθηκε στοαεροδρόμιο της Χίου, εκείνη, χωρίς να ξαποστάσει, πήγε ίσιαστο νεκροταφείο να κάνει ένα τρισάγιο στον τάφο τουσυχωρεμένου του καπετάν Γιώργη.

Σουρούπωνε όταν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της, καιτο κρύο ήταν τσουχτερό. Η υγρασία από τη θάλασσαπερόνιαζε τα κόκαλα και ο άνεμος λυσσομανούσε, κάνονταςτα παραθυρόφυλλα να τρίζουν. Η κυρία Μαρκέλλακοντοστάθηκε στη σάλα και, αντικρίζοντας στο μισοσκόταδοτο γνώριμο χώρο, αναρίγησε. Της φάνηκε σαν μαυσωλείο,παγωμένος και έρημος. Η οσμή της κλεισούρας μπούκωσε ταρουθούνια της και της έφερε έναν ξερόβηχα που κόντεψε νατην πνίξει. Πηγαίνοντας στην κουζίνα να πιει λίγο νερό,σκόνταψε στην κουνιστή πολυθρόνα του καπετάν Γιώργη καισκιάχτηκε. «Έλα Χριστέ και Παναγιά!» μονολόγησε και

Page 185: h Korh Ths 8alassas

άρχισε να ανάβει ένα ένα όλα τα φώτα, στο σαλόνι, στιςκρεβατοκάμαρες, στις βεράντες, και να κοιτάζει τριγύρω, σαννα περίμενε να εμφανιστεί από καμιά μεριά εκείνος που έχασεγια πάντα. Μετά, επειδή τουρτούριζε, άναψε με έναπροσάναμμα τα κούτσουρα στο τζάκι και κάθισε να παρατηρείτις φλόγες που ξεπηδούσαν σαν πύρινες γλώσσες καισκόρπιζαν ζεστασιά.

Χαλαρώνοντας σιγά σιγά, βάλθηκε να αναπολεί τιςωραίες στιγμές που έζησε με τον άντρα της και την κόρη τηςμέσα σε αυτό το σπίτι. «Όλα είναι ωραία με τουςαγαπημένους μας παρέα», συλλογίστηκε αναστενάζοντας κιέπειτα, φέρνοντας ένα γύρο το βλέμμα στο καλοστημένονοικοκυριό της, στάθηκε στο πορτρέτο του άντρα της πουδέσποζε στο σαλόνι. Βουρκωμένη, αντί να ξεσπάσει σ’ ένασπαραξικάρδιο κλάμα, ευχαρίστησε το Θεό που την αξίωσενα ζήσει όσα έζησε μ’ εκείνον που αγαπούσε. «Έτσι κι αλλιώς,δεν υπάρχει μόνιμη ευτυχία. Υπάρχουν μόνο στιγμές ευτυχίας,κι εγώ έζησα πολλές τέτοιες στιγμές μαζί σου, αγαπημένεμου. Η ανάμνησή τους θα μου κρατάει συντροφιά μέχρι τημέρα που θα ’ρθω να σε ανταμώσω», είπε η κυρία Μαρκέλλακαι ευθύς αμέσως ήρθε στα συγκαλά της και, πλησιάζονταςτο τηλέφωνο, άρχισε να καλεί φίλους και γνωστούς για τομνημόσυνο, που θα γινόταν την Κυριακή, μετά τη θείαλειτουργία.

Μες στο καταχείμωνο, όπως ήταν φυσικό, οι πιο πολλοί

Page 186: h Korh Ths 8alassas

φίλοι του συχωρεμένου καπετάν Γιώργη, ναυτικοί κι εκείνοι,ταξίδευαν στις θάλασσες. Όμως οι γυναίκες τους δεν υπήρχεπερίπτωση να λείψουν.

Τηλεφώνησε και στο Λονδίνο, και όταν η κουμπάρα της,η Ασπασία, άκουσε τη φωνή της, άρχισε τα γνωστά της.

– Πότε πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες! Θαρρώ πως τονβλέπω μπροστά μου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τονσκεπάζει. Όμως εμείς δεν μπορούμε να παραβρεθούμε στομνημόσυνο. Την άλλη φορά που ήρθε ο άντρας μου στηνκηδεία, αρρώστησε και ακόμα τραβιέται, Μαρκέλλα μου.Θέλω να με καταλάβεις και να μας συγχωρέσεις, είπεμελιστάλαχτα.

Ο γιος της, που την άκουσε, έμαθε έτσι για το μνημόσυνοτου πατέρα της Μυρτώς και προθυμοποιήθηκε ναεκπροσωπήσει εκείνος την οικογένειά τους.

– Όχι, για το Θεό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρέχεις.Να καθίσεις στ’ αβγά σου. Αρκετά πια. Αφού πήγες στηνκηδεία, δεν είναι ανάγκη να πας και στο μνημόσυνο, τοναπέτρεψε η μάνα του.

Όμως ο Πάρης δε θα έχανε με τίποτα την ευκαιρία ναβρεθεί κοντά στη Μυρτώ, που η μορφή της είχε καρφωθεί στομυαλό του και δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Από τόσες και

Page 187: h Korh Ths 8alassas

τόσες κοπέλες που γνώρισε, αυτή ήταν η μόνη που του γύρισετην πλάτη, και το έφερε βαρέως. Ήταν αδύνατο να τοκαταπιεί. Κι επειδή δεν είχε μάθει στη ζωή του να υποχωρεί,επιστράτευσε όλα τα μέσα για να πετύχει το σκοπό του: να δειτη Μυρτώ να πέφτει στα πόδια του, όπως είδε όλες τις άλλεςπου έβαζε κατά καιρούς στο μάτι.

Για να μην πάει μόνος του στην Ελλάδα, ξεσήκωσε καιδύο από τους φίλους του, τους έκανε τα έξοδα, και όλοι μαζί,μόλις έφτασαν αεροπορικώς στην Αθήνα, πήγαν ίσια στονΠειραιά να πάρουν το πλοίο της γραμμής για το νησί.

Ήταν Παρασκευή απόγευμα. Η Μυρτώ με τη φίλη της τηΜαρίνα είχαν κανονίσει να ταξιδέψουν κι εκείνες την ίδιαμέρα με το ίδιο πλοίο. Φτάνοντας στο λιμάνι, στριμώχτηκανανάμεσα στους άλλους ταξιδιώτες και κοίταξαν ναπροφυλαχτούν από το μαστίγωμα του ανέμου πουλυσσομανούσε σε θάλασσα και στεριά.

– Πού πάμε με τέτοιο καιρό; Θα πνιγούμε, ψέλλισετρομαγμένη η Μαρίνα, που ήταν αμάθητη.

– Έλα, μη φοβάσαι. Αυτά τα πλοία δεν έχουν ανάγκη.Είναι φτιαγμένα για πολλά μποφόρ. Άλλωστε, αν υπήρχεκίνδυνος, το λιμεναρχείο θα είχε απαγορεύσει τον απόπλου,απάντησε η Μυρτώ και, ανεβαίνοντας βιαστικά τηνκαραβόσκαλα, είδε μπροστά της τον Πάρη μ’ ένα κόκκινο

Page 188: h Korh Ths 8alassas

μαντίλι στο κεφάλι, σαν κουρσάρος, να την κοιτάζει επίμονα,κι έμεινε στήλη άλατος.

– Χριστός και Παναγία! αναφώνησε. Πάρη! Τι γυρεύειςεσύ εδώ;

– Σουτ, πιο σιγά. Μη φωνάζεις. Ταξιδεύω ινκόγκνιτο, τηςείπε χαριτολογώντας, και οι φίλοι του ξεκαρδίστηκαν σταγέλια.

– Ποια είναι τα παιδιά; ρώτησε η Μαρίνα, και τότε έγινανοι συστάσεις και όλοι μαζί κάθισαν στο σαλόνι της πρώτηςθέσης.

Η Μυρτώ όσο άκουγε τον Πάρη να μιλάει για τα ράλι, τοσκι και το σαφάρι που έκανε στην Αφρική τόσο βαριόταν καιήθελε να φύγει.

– Κουράστηκα, θέλω να πάω στην καμπίνα μου ναξαπλώσω, δήλωσε κάποια στιγμή απότομα και, χωρίς άλληκουβέντα, έκανε νόημα στη Μαρίνα να φύγουν.

– Έχουμε ολόκληρο ταξίδι μπροστά μας. Είναι ανάγκη ναπάτε να κλειστείτε από τώρα στον τάφο του Ινδού;παρατήρησε ο Πάρης, και οι φίλοι του το βρήκαν πολύ αστείοκαι γέλασαν ξανά.

Όταν επιτέλους οι δύο κοπέλες μπήκαν στην καμπίνα

Page 189: h Korh Ths 8alassas

τους κι έκλεισαν την πόρτα, ανάσαναν με ανακούφιση.

– Τι έπαρση έχει αυτός ο Πάρης! Ποιος νομίζει ότι είναι;Όλο βλακείες λέει. Κι εκείνοι οι δύο, οι φίλοι του, που τονκοιτάζουν σαν θεό και γελάνε, οι ανεγκέφαλοι, με τις κρυάδεςτου; Γλοιώδεις και εμετικοί σαν αυλοκόλακες είναι.

– «Ο ισχυρός έχει σκλάβους, ο πλούσιος κόλακες και οσοφός φίλους», λέει ο Ισοκράτης, Μαρίνα.

– Βλέπω πως το έμαθες καλά το μάθημά σου.

– Μην το γελάς!

– Ο Πάρης έχει τόσα πολλά λεφτά όσα δείχνει;

– Έχει, αλλά δεν τα έκανε μόνος του, τα βρήκε από τονπατέρα του.

– Έτσι εξηγούνται όλα. Γι’ αυτό προσελκύει τους κόλακεςόπως το μέλι τις μύγες. Εκείνοι, για να αποκομίσουν οφέλη,είναι μαζί του ευχάριστοι και σίγουρα θα επικροτούν κάθε τουενέργεια και θα τα βρίσκουν όλα τέλεια πάνω του.

– Μάντισσα είσαι;

– Μην κοροϊδεύεις. Θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του,κερδίζοντας τη συμπάθεια και τη φιλία του, για το προσωπικό

Page 190: h Korh Ths 8alassas

τους συμφέρον.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Ε, λοιπόν, εσύ αδικείσαι. Κακώς πας για δασκάλα. Εσύείσαι γεννημένη ψυχολόγος. Δεν πρόλαβες να τους δεις τουςανθρώπους και τους έραψες κοστούμι. Τους έκανες και τοψυχογράφημα.

– Εγώ δε λαθεύω. Ο Πάρης, όμως, μπορείς να μου πειςπώς τους ανέχεται; Δεν είναι κανένας χαζός.

– Ασφαλώς και δεν είναι. Ξέρει πολύ καλά ποιοι τονπεριβάλλουν, όμως είναι κακομαθημένος και έχει συνηθίσεινα τους έχει όλους του χεριού του. Να τους βλέπει ναυποκλίνονται μπροστά στα καπρίτσια του και στα «θέλω»του. Να τους χρησιμοποιεί σαν πιόνια του. Εγώ, Μαρίνα μου,από τη στιγμή που τον γνώρισα στο Λονδίνο, αμέσωςκατάλαβα πως ο άνθρωπος είναι εγωπαθής, νάρκισσος καιυπερόπτης, γι’ αυτό και ήμουν πολύ συγκρατημένη μαζί του.Όταν έφτασε στο σημείο να μου τα ρίξει στα ίσια, του έδωσατα παπούτσια στο χέρι.

– Τι είπες; Σου ρίχτηκε, ενώ ήξερε πως είσαιαρραβωνιασμένη με τον Νικολή;

– Μάλιστα.

Page 191: h Korh Ths 8alassas

– Για κάτι τέτοιους τύπους, η απόρριψη δεν υφίσταται,Μυρτώ.

– Πράγματι, δεν το βάζει κάτω. Όσο εγώ του γυρίζω τηνπλάτη τόσο εκείνος επιμένει. Δεν ξέρω από ποιαπαλιοφυλλάδα έμαθε για τη νοσηλεία μου στον«Ευαγγελισμό» και μου έστειλε ανθοδέσμη δύο φορές. Κιενώ τον έγραψα κανονικά και ούτε ένα τηλέφωνο δεν τονπήρα για «ευχαριστώ», αυτός κίνησε να έρθει στο μνημόσυνοτου πατέρα μου.

– Αυτό είναι το πρόσχημα.

– Λες να μην το ξέρω;

– Είναι αποφασισμένος να κάνει το παν για να σεδελεάσει, να σε φέρει στα νερά του, μόνο και μόνο για ναικανοποιήσει τον αρρωστημένο εγωισμό του. Κι έτσι και τακαταφέρει, θα σε πετάξει κι εσένα σαν στυμμένηλεμονόκουπα, όπως προφανώς θα πέταξε τόσες άλλες.

– Λάθος πόρτα χτύπησε. Εγώ δε θα παίξω το παιχνίδι του.Δεν είμαι κανένα τσακλοκούδουνο. Τι ανάγκη τον έχω;

– Καμία, κι αυτό είναι που του τη δίνει. Μπορεί νασκαρφιστεί, όμως, κάτι και να σε μπλέξει στα δίχτυα τουχωρίς να το καταλάβεις.

Page 192: h Korh Ths 8alassas

– Με τα λεφτά του πατέρα του έμαθε να εξαγοράζει ταπάντα. Ακόμα και τους φίλους και την αγάπη και τον έρωτα.

– Ασφαλώς θα πιστεύει πως όλα έχουν μια τιμή. Φτάνεινα υπάρχουν χρήματα. Κι αφού διαθέτει τόσα πολλά, δενκωλώνει πουθενά.

– Άντε να δούμε τι άλλο θα κάνει για να κερδίσει τηνπροσοχή μου. Κατά βάθος τον λυπάμαι, Μαρίνα. Είναιπροβληματικό άτομο.

– Τι είναι αυτά που λες; Σιγά που θα τον λυπηθείς,ολόκληρο μαντράχαλο. Ο Θεός έδωσε μυαλό στον άνθρωπογια να σκέφτεται και πόδια για να περπατάει και να βρίσκει τοδρόμο του. Δεν έχεις καμιά δουλειά μαζί του. Εσύ ήδη έχειςκάνει τις επιλογές σου, και μακάρι να σου βγουν σε καλό.

– Έτσι και φτιάξουν τα πράγματα με τον Νικολή, ο Πάρηςθα μας παντρέψει.

– Τι είπες; Αυτό είναι τελείως κουφό.

– Είναι επιθυμία του πατέρα του, που είναι και νονός μου.Με την οικογένειά του μας δένουν δεσμοί φιλίας πολλώνετών και κουμπαριές. Η θέση μου είναι πολύ λεπτή, γι’ αυτόκαι πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική και τυπική μαζί του. Δεχρειάζεται να τραβήξω το σκοινί. Θα κρατήσω τις αποστάσειςκαι δε θα του επιτρέψω ποτέ να υπερβεί τα όρια.

Page 193: h Korh Ths 8alassas

–Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Ποτέδεν ξέρεις. Ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γιατίποτα, ακόμα και για τον εαυτό μας. Όσα φέρνει η ώρα, δεντα φέρνει ο χρόνος.

– Άσε τις παροιμίες και κοίτα να κλείσεις τα μάτια σου.Σαν κουνουπίδια θα βγούμε το πρωί στο νησί.

– Μην αλλάζεις κουβέντα, έτσι; Μου φαίνεται πως τοενδιαφέρον του Πάρη σε κολακεύει. Κατά βάθος, τογουστάρεις.

– Έχεις νοσηρή φαντασία, Μαρίνα. Δε με ξέρεις καλά.Εγώ έμαθα από μικρή το «ναι» μου να είναι «ναι» και το«όχι», «όχι». Δεν άγομαι και φέρομαι. Τον Νικολή τοναγαπώ. Είναι ο άντρας της καρδιάς μου και δεν μπορώ ναφανταστώ τον εαυτό μου χωρίς εκείνον. Η ψυχή μου το ξέρειπώς περνάω αυτό τον καιρό μακριά του. Συνέχεια ταξιδεύει.Κάποτε έπαιρνε και μια άδεια. Τώρα με τον Ιωαννίδη, ταπράγματα αγριέψανε. Δεν τους αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ποιοςξέρει τι μαγειρεύει ο δικτάτορας και οι ένοπλες δυνάμεις είναισυνέχεια σε επιφυλακή. «Πολύ λυπάμαι που δε θα μπορέσωνα παραβρεθώ στο μνημόσυνο του πατέρα σου», μου είπεαπό το τηλέφωνο. «Ξέρεις πόσο πολύ τον αγαπούσα»,πρόσθεσε, και η χροιά της φωνής του έσταξε βάλσαμο στηνψυχή μου, όμως δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τασυναισθήματά μου. Η γραμμή έκλεισε, κι εγώ ζω με τη σκέψη

Page 194: h Korh Ths 8alassas

του.

Η Μαρίνα δεν έκανε κανένα σχόλιο. Με τα μάτιαορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, έβλεπε τα αγριεμένα κύματα ναχτυπούν στο φινιστρίνι και σκεφτόταν το δικό της αγαπημένο.Σε λίγο, παρά το ταρακούνημα του πλοίου από τηθαλασσοταραχή, ένας γλυκός ύπνος ήρθε να την πάρει.

Αντίθετα η Μυρτώ, στην κουκέτα ακριβώς από πάνω της,δεν κατάφερε να κλείσει μάτι.

Την άλλη μέρα στο μνημόσυνο, μόνο που έβλεπε ναστέκει πλάι της ο Πάρης και όχι ο Νικολής, της ανέβαινε τοαίμα στο κεφάλι. Άψογος μέσα στο μαύρο κοστούμι του, είχεπάρει ένα θλιμμένο βλέμμα, και πολλοί ήταν εκείνοι που τονπέρασαν για τον Νικολή.

– Άξιο παλικάρι φαίνεται ο γαμπρός, ψιθύρισαν στηνκυρία Μαρκέλλα, κι εκείνη κάτω από τη μαύρη πλερέζα τηςέγινε κατακόκκινη.

– Αυτός δεν είναι ο γαμπρός, είναι ο κουμπάρος,αναγκάστηκε να πει και, χωρίς να το θέλει, έδωσε τροφή στιςκουτσομπόλες του νησιού για πολύ καιρό.

Ο Πάρης, αφού επέβαλε την παρουσία του στο πλευρό τηςΜυρτώς, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο, ακόμα και στονκαφέ της παρηγοριάς, στη συνέχεια πρώτος και καλύτερος

Page 195: h Korh Ths 8alassas

κάθισε στο οικογενειακό τραπέζι και, αφού ευχήθηκε υπέραναπαύσεως της ψυχής του τεθνεώτος, κοίταξε τη χήρα τουκαι της υποσχέθηκε πως ήταν έτοιμος να της συμπαρασταθείσε οποιαδήποτε ανάγκη της.

– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, μουρμούρισε εκείνη, που τα είχεκυριολεκτικά χαμένα.

– Αυτό ισχύει και για εσένα, πρόσθεσε μετά ο Πάρης,απευθυνόμενος στη Μυρτώ.

Η κοπέλα, για να τον αποφύγει, σηκώθηκε διακριτικά καιβγήκε έξω. Μια ξερολιθιά χώριζε την αυλή από την ακτή, καιη φουρτουνιασμένη θάλασσα ξέσπαγε το θυμό της σταβράχια και μετά εισχωρούσε στο μικρό λιμανάκι μ’ έναναπαλό κυματισμό, που έσβηνε παφλάζοντας ρυθμικά στηνάμμο.

Ήταν απομεσήμερο, και μες στο καταχείμωνο ο ήλιοςμάτωνε νωρίς νωρίς τον ορίζοντα, όπως έγερνε στη δύση του.

Η Μυρτώ, ξαναμμένη από την ένταση της μέρας, δελογάριασε το αγιάζι και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στηνακροθαλασσιά. Ο αέρας τής ανακάτευε τα μαλλιά καιεισχωρούσε στα ρουθούνια της ψυχρός κι αλμυρός, όμως δεντην ένοιαζε. Είχε ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη, να φύγειαπό την παράσταση που έδινε μέσα στο σπίτι της ο Πάρης. Οι

Page 196: h Korh Ths 8alassas

στενοί συγγενείς, οι θείες και οι ξαδέρφες της, όπως και οιφίλοι του που τους κουβάλησε από την Αγγλία, τονπαρακολουθούσαν με προσοχή και είχαν εντυπωσιαστεί απότο ενδιαφέρον του για εκείνη και τη μητέρα της. «Ο βήχας καιο έρωτας δεν κρύβονται», σκέφτηκαν, και μόνο πουαναλογίστηκαν τα πλούτη του νεαρού, ζήλεψαν την τύχη τηςΜυρτώς. «Το παίζει σε διπλό ταμπλό. Κρατάει καβάτζα τοναρραβωνιαστικό μέχρι να αποσπάσει την επίσημη πρότασηγάμου του κουμπάρου», είπαν από μέσα τους οι θείες μόλιςσηκώθηκαν από το τραπέζι και, κοιτάζοντας τις κόρες τους,που δεν είχε βγει ακόμα το τυχερό τους, αναστέναξαν.Σκυθρωπές αποχαιρέτησαν την κυρία Μαρκέλλα, ενώ οΠάρης στο πλάι της προθυμοποιήθηκε να τις ξεπροβοδίσειμέχρι έξω.

Τότε είδε στην πεζούλα μπροστά στο λιμανάκι τη Μυρτώνα αγναντεύει τη θάλασσα και πλησίασε κοντά της.

– Ο καιρός χάλασε. Έλα μέσα, θα πουντιάσεις, τηςφώναξε και άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει για να τηνπροστατέψει τάχα μου δήθεν από το κρύο.

– Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που κάνεις; Θα μας δεικανένα μάτι και θα νομίζουν...

– Άσε τον κόσμο να νομίζει ό,τι θέλει.

Page 197: h Korh Ths 8alassas

– Πάρη, σε παρακαλώ, σύνελθε. Εδώ είναι νησί. Ηκοινωνία είναι πολύ μικρή. Και το σούσουρο θα πάεισύννεφο.

– Και λοιπόν; Εγώ είμαι εδώ. Όσο έχεις εμένα πλάι σου,μη φοβάσαι κανέναν.

– Μα είμαι αρραβωνιασμένη κοπέλα. Σεβάσου τη θέσημου.

– Είσαι τόσο γλυκιά! Και τόσο καλή και τρυφερή, που μεσκλαβώνεις.

– Δε θέλω να τσακωθώ μαζί σου. Όμως μην τοπαρακάνεις. Αρκετά έγινα ρεζίλι στο νησί με τα πρόσφατακατορθώματά μου. Δεν είναι ανάγκη να γίνω και μ’ εσένα.Άσε με στην ησυχία μου.

– Μα εγώ σ’ έχω στην καρδιά μου. Ό,τι και να μου πεις,δεν μπορώ να πάψω να σε σκέφτομαι και να σε νοιάζομαι.Είσαι η μόνη γυναίκα που θα μπορούσα να παντρευτώ.

– Πάρη, για το Θεό! Μη λες χαζομάρες. Αφού ξέρεις, εγώαγαπώ τον Νικολή και δε βλέπω την ώρα να απολυθεί για ναπαντρευτούμε. Δεν έχω μάτια για κανέναν άλλο, παρά μόνογια εκείνον. Πάρ’ το απόφαση.

– Τα συναισθήματα δε λειτουργούν κατά παραγγελία,

Page 198: h Korh Ths 8alassas

Μυρτώ. Είναι αυθόρμητα. Και όσο συμπιέζονται τόσοφουντώνουν... Από τη στιγμή που σε πρωτοείδα τυχαία στοΛονδίνο, σ’ εκείνη την παλιοπανσιόν, έπαθα κάτι. Ένιωσακάτι πρωτόγνωρο, κάτι συγκλονιστικό, που με ταρακούνησεολόκληρο, και ήθελα να τρέξω από πίσω σου να σεσταματήσω, να σου μιλήσω, να σε γνωρίσω. Ωραίες κοπέλες γνώρισα πολλές και καλές, όμως καμιά δε μετράβηξε κοντά της σαν μαγνήτης όπως εσύ. Η έλξη αυτή μ’έχει κάνει να χάσω το μυαλό μου. Όπου βρεθώ και όπουσταθώ, σε σκέφτομαι. Και όσο βλέπω να με αποφεύγεις τόσοπιο πολύ σε θέλω και πεισμώνω και τρελαίνομαι. Παράτησατη δουλειά μου και όλα μου τα ενδιαφέροντα. Δεν το βλέπειςπόσο υποφέρω για εσένα;

Η Μυρτώ δεν απάντησε.

– Μίλα μου. Γιατί δε μου μιλάς; Είμαι τρελός καιπαλαβός μαζί σου. Τι άλλο θέλεις να σου πω; Τι άλλο θέλειςνα κάνω για να κερδίσω, έστω, τη συμπάθειά σου; Δεναντέχω να σε βλέπω έτσι απόμακρη. Θέλω να καταλάβειςπως είμαι δικός σου άνθρωπος. Κι είμαι σίγουρος πως σιγάσιγά, με τον καιρό, θα μ’ αγαπήσεις κι εσύ.

– Μα πόσες φορές πρέπει να σου πω πως αγαπώ άλλον;

– Και τι μ’ αυτό;

Page 199: h Korh Ths 8alassas

– Δύο αγάπες δε χωρούν σε μια καρδιά. Γι’ αυτό μηντρέφεις ελπίδες.

– Ποτέ δεν ξέρεις. Μην είσαι τόσο απόλυτη. Ο επιμένωννικά. Κι εγώ δεν έμαθα στη ζωή μου να χάνω.

– Αυτό είναι το κακό, σχολίασε η Μυρτώ μ’ ένα ειρωνικόχαμόγελο στις άκρες των χειλιών της.

Ο Πάρης δεν πτοήθηκε.

– Τουλάχιστον, αφού δε θέλεις προς το παρόν να γίνουμεζευγάρι, μπορούμε να είμαστε φίλοι;

– Τη φιλία μου ποτέ δε σου την αρνήθηκα. Γι’ αυτό καιαποδέχτηκα ευχαρίστως την πρόταση του πατέρα σου ναγίνεις εσύ ο κουμπάρος στο γάμο μου με τον Νικολή, είπε και,ύστερα από μια στιγμιαία σιωπή, κοιτάχτηκαν στα μάτια και ηΜυρτώ συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: Όταν έρθει η ώρα η καλή.

– Αλήθεια, πού βρίσκεται τώρα ο ναύτης σου;

– Ταξιδεύει με το οχηματαγωγό «Λέσβος». Από τότε πουήρθε στα πράγματα ο Ιωαννίδης, τον βλέπω αραιά και πού,ομολόγησε εκείνη συνοφρυωμένη, γιατί θυμήθηκε πόσοαπόμακρος και ψυχρός ήταν ο Νικολής μαζί της στηντελευταία τους συνάντηση, όμως δεν έβγαλε άχνα.

Page 200: h Korh Ths 8alassas

– Κάτι μου κρύβεις εσύ. Κάτι συμβαίνει.

Η Μυρτώ, με σφιγμένα χείλη, κοίταξε πέρα μακριά τονορίζοντα, που είχε γίνει ένα με τη θάλασσα.

– Σουρούπωσε, είναι ώρα να πηγαίνουμε. Έχω παγώσει,είπε όταν κάποτε μίλησε, και ο Πάρης χαμογέλασε.

– Μην πας να μου ξεφύγεις, κάτι σε ρώτησα. Και αν θεςνα είμαι καλός σου φίλος, δικαιούμαι μια απάντηση. Τι σεβασανίζει; Τι σε πονάει; Μήπως έχει σχέση με την υγεία σου;

– Απ’ ό,τι βλέπεις, είμαι καλά. Έκανα μια τρέλα και τηνπλήρωσα ακριβά.

– Αφού είσαι τώρα καλά, ξέχασέ το. Κι εμένα να μεσυγχωρείς που σου το θύμισα, παρατήρησε εκείνος και τηνκοίταξε στοργικά στα μάτια.

– Ας φύγουμε, είπε τότε η Μυρτώ, και οι δυο τους γύρισανβιαστικά στο σπίτι.

Η κυρία Μαρκέλλα, στο μεταξύ, είχε ανάψει το τζάκι, και ηΜαρίνα με τους φίλους του Πάρη κάθονταν ολόγυρα καιμιλούσαν για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

– Ο αόρατος δικτάτορας λύνει και δένει. Με τη βίακρατάει στα χέρια του την τύχη του λαού μας, όμως μέχρι

Page 201: h Korh Ths 8alassas

πότε; Δεν πάει άλλο πια. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.

– Στο εξωτερικό έχει πολύ άσχημη φήμη. Μετά τιςσυναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη και τις αντιδικτατορικέςπορείες διαμαρτυρίας που διοργάνωσε η Μελίνα Μερκούρηστο Παρίσι, όλος ο κόσμος έχει ευαισθητοποιηθεί κι έχειστρέψει το βλέμμα του στην Ελλάδα. Ο ευρωπαϊκός Τύποςαναφέρεται στον ελληνικό λαό που ασφυκτιά κάτω από τηχούντα.

– Η Μελίνα και ο Μίκης έχουν κάνει σπουδαία δουλειά.Χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη τους, κατάφεραν ναπλησιάσουν προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους και τιςέπεισαν, καθώς φαίνεται, να στραφούν δημόσια κατά τουκαθεστώτος.

– Γι’ αυτό οι δικτάτορες αφαίρεσαν από τη Μελίνα τηνελληνική υπηκοότητα και αποπειράθηκαν δυο τρεις φορές νατη δολοφονήσουν.

– Η τελευταία λίγο έλειψε να είναι και η φαρμακερή και νατης στερήσει για πάντα τη ζωή, συμπλήρωσε ο Πάρης, πουμπαίνοντας στη σάλα άκουσε την κουβέντα τους και έσπευσενα πάρει μέρος.

Η Μυρτώ άπλωσε τα χέρια της στη φωτιά να τα ζεστάνεικαι κάθισε σε μια μαξιλάρα πλάι στη Μαρίνα. Οι δύο φίλες

Page 202: h Korh Ths 8alassas

διψούσαν να μάθουν πώς εξελισσόταν ο αντιδικτατορικόςαγώνας στο εξωτερικό.

Ο Πάρης, σαν να οσμίστηκε το ενδιαφέρον τους, είπε πωςείχε την εξαιρετική τύχη να παρακολουθήσει μια συναυλίαστο Παρίσι, όπου η Μελίνα και η Μαρία Φαραντούρητραγούδησαν τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

– Όσοι Έλληνες βρισκόμασταν στο συναυλιακό χώρο,είχαμε καταληφθεί από μεγάλη συγκίνηση. Και ναφανταστείτε πως τότε ο μεγάλος συνθέτης βρισκόταν υπόπεριορισμό στην Ελλάδα και τα τραγούδια που έγραφε ταέστελνε κρυφά στη Μελίνα στο Παρίσι. Το έργο τουαγαπήθηκε από το ευρωπαϊκό κοινό και ξεσήκωσε θύελλαδιαμαρτυριών. Άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Άρθουρ Μίλερ,ο Ιβ Μοντάν και ο Λόρενς Ολίβιε, δημιούργησαν επιτροπέςγια την απελευθέρωσή του και, τελικά, οι συνταγματάρχες,υπό τη διεθνή πίεση, αναγκάστηκαν να τον αφήσουνελεύθερο. Την άφιξή του στο Παρίσι, το 1970, όπου τονυποδέχτηκε, μεταξύ άλλων, και η Μελίνα Μερκούρη, τηνέδειξε η τηλεόραση. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε, όμωςσυνεχίζει να δίνει συνεντεύξεις σε όλα τα ευρωπαϊκά μέσαενημέρωσης και να κάνει δηλώσεις για τη δικτατορία στηνΕλλάδα και την επαναφορά της δημοκρατίας.

– Καιρός είναι τα λόγια του να πιάσουν τόπο, είπε ηΜυρτώ.

Page 203: h Korh Ths 8alassas

Ο Πάρης χαμογέλασε και πρόσθεσε:

– Περιοδεύει σε όλο τον κόσμο και δίνει συναυλίες, πουγίνονται αφορμή διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και γιαάλλους λαούς που ζουν υπό δικτατορικό καθεστώς καιαντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Ισπανοί,Πορτογάλοι, Ιρανοί, Χιλιανοί, και δεν ξέρω πόσοι άλλοι,τραγουδούν μεταφρασμένα τα τραγούδια του που μιλούνστην ψυχή τους.

Η Μυρτώ και η φίλη της κρέμονταν από τα χείλη του, κιεκείνος ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που είχε καταφέρει ναπροσελκύσει την προσοχή τους.

Η κυρία Μαρκέλλα, αφού σήκωσε τα πιάτα από το τραπέζικαι τακτοποίησε την κουζίνα της, πήρε θέση στη σάλα καικοίταζε από απόσταση τα νιάτα που είχαν στήσει πηγαδάκικαι μιλούσαν για τις ανησυχίες τους και τουςπροβληματισμούς τους. Ο Πάρης πρωτοστατούσε στηνκουβέντα και της έκανε εντύπωση η ευφράδειά του. Προςστιγμήν, τα έβαλε με την κόρη της που δεν τον συμπαθούσε.Είχε, βέβαια, τα δίκια της, όμως εκείνος έδειξε μεταμέλειαμετά την κακή συμπεριφορά του στο Λονδίνο, και αυτόέπρεπε να το λάβει υπόψη της η Μυρτώ και να είναι πιοδιαλλακτική μαζί του.

Μετά ο νους της πήγε στον Νικολή. Από τότε που έμαθε

Page 204: h Korh Ths 8alassas

πως κρατούσε στην κόρη της μούτρα, μπορεί να μην της είπετίποτα, όμως της ίδιας της κακοφάνηκε πολύ. «Καλά έκανεστην αρχή και θύμωσε με την τρέλα της Μυρτώς, όμως τοπαράκανε. Επιτρέπεται να το κρατήσει μανιάτικο και να μηστείλει ούτε ένα τηλεγράφημα για το μνημόσυνο τουσυχωρεμένου; Εγώ τι του έφταιξα; Όμως ας όψεται η κόρημου που του έδειξε μεγάλη αδυναμία και το πήρε πάνω του»,είπε από μέσα της και, κοιτάζοντας πάλι τον Πάρη, συνέχισετις σκέψεις της: «Μπορεί ο Νικολής να είναι ένας φέρελπιςνέος, όμως και ο Πάρης δεν πάει πίσω». Τότε, αστραπιαία,φαντάστηκε στη θέση του αρραβωνιαστικού της Μυρτώς τομοναχογιό του καπετάν Πέτρου, που έδειχνε τόσο μεγάλοενδιαφέρον για την κόρη της και είχε ολόκληρο στόλο δικότου, και το θλιμμένο της πρόσωπο άλλαξε έκφραση.

Page 205: h Korh Ths 8alassas

9 Η μεταπολίτευση

«ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ μου έτυχε ν’ ανακαλύψω,

περιδιαβάζοντας τον κόσμο, πως μου λείπουνε λέξεις. Έτυχε

να ιδώ

τοπία ωραία ή πρόσωπα. Έτυχε απ’ την άλλη

να ιδώ αγωνίες, τραύματα, φόβους, αλλά δεν μπόρεσα.

Δεν είχα τ’ απαιτούμενα να τ’ αναπαραστήσω.

Υπήρχαν πράγματα χωρίς λέξεις. Έτσι κατάλαβα

πως είναι η γλώσσα μου γυμνή. Πως στέκομαι όπως ένας

ψευδός μπρος σε μια θάλασσα ανέκφραστη που βουίζει,

βουίζει,

βουίζει,

Page 206: h Korh Ths 8alassas

βουίζει,

ατελεύτητη».

Αυτό το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου διάβασε οΝικολής σ’ εκείνο το ταξίδι, που του έδωσε αφορμές για νασκεφτεί. Ένα κουβάρι η ψυχή του και βαθιά μέσα του ένιωθεένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ένα μεγάλο «γιατί» τον βασάνιζε.Πελαγωμένος, όσες φορές έβγαινε σε λιμάνι και πλησίαζετηλέφωνο, σχηματίζοντας τον αριθμό της Μυρτώς, μόλιςάκουγε τη φωνή της, δίσταζε, κόμπιαζε, έχανε τα λόγια τουκαι, επειδή ένιωθε ανήμπορος να εκφράσει τα συναισθήματάτου, συνήθως με μια φράση λακωνική την αποχαιρετούσε. Κιενώ η Μυρτώ λαχταρούσε να μάθει τα νέα του, να της πειπότε, επιτέλους, θα γύριζε κοντά της, εκείνος έκλεινεαπότομα τη γραμμή, και η κοπέλα έμενε με τη γλύκα. Σαν ναέφτανε διψασμένη στην πηγή και να την έβρισκε στερεμένη.

«Αχ, Νικολή. Γιατί μου το κάνεις αυτό;» αναρωτιόταν μεπόνο και περίμενε υπομονετικά τον άνεμο της λησμονιάς ναπάρει μακριά τα μαύρα σύννεφα που είχαν σκεπάσει τηναγάπη τους.

Από την άλλη μεριά, ο Πάρης από το Λονδίνο, για να μηχάνει επαφή, της τηλεφωνούσε στην αρχή δυο τρεις φορέςτην εβδομάδα και μετά καθημερινά. Ό,τι ανέφερε οημερήσιος βρετανικός Τύπος για τα πολιτικά πράγματα της

Page 207: h Korh Ths 8alassas

Ελλάδας, της το αναμετέδιδε, γιατί ήξερε πως την ενδιέφερεκαι τον άκουγε με προσοχή. Άλλα ήθελε, βέβαια, να της πει,όμως τα φύλαγε να τα σερβίρει την κατάλληλη στιγμή.«Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι», λέει η λαϊκήπαροιμία, και ο Πάρης όσο άκουγε τη Μυρτώ να του μιλάειευγενικά και να σχολιάζει μαζί του από τηλεφώνου τηνελληνική επικαιρότητα τόσο έπαιρνε τα πάνω του και ήτανσίγουρος πως αργά ή γρήγορα θα την έφερνε στα νερά του.Μέρα τη μέρα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη οικειότητακαι, παρότι τους χώριζαν τόσα μίλια, έρχονταν όλο και πιοκοντά.

«Τη φιλία μου θέλεις, Μυρτώ; Θα την έχεις», έλεγε οΠάρης από μέσα του και χαμογελούσε, γιατί γνώριζε καλάπως η φιλική σχέση μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε ερωτική,ενώ το αντίθετο αποκλείεται. Δύο παλιοί εραστές είναι πολύδύσκολο, έως αδύνατο, να γίνουν φίλοι. Πάντα θα αιωρείταιανάμεσά τους το πάθος, που έσβησε αφήνοντας πληγές.

«Ο Πάρης, ως φίλος, θα μπορούσε να είναι ιδανικός»,σκεφτόταν η Μυρτώ και κάθε μέρα τον συμπαθούσε όλο καιπιο πολύ. Όταν τη ρωτούσε για τον αρραβωνιαστικό της, ποτέδεν τόλμησε να του πει πως είχαν ψυχρανθεί.

– Είναι καλά ο Νικολής μου. Ταξιδεύει, και δε βλέπω τηνώρα να τον ανταμώσω, ήταν η απάντησή της, κι εκείνοςέσφιγγε τα χείλη και έλεγε στη συνέχεια:

Page 208: h Korh Ths 8alassas

– Όταν μιλήσεις μαζί του, να του δώσεις τουςχαιρετισμούς μου.

– Δε θα το παραλείψω, μονολογούσε μ’ ένα πικρόχαμόγελο η Μυρτώ, μόλις έβαζε το ακουστικό στη θέση τουκαι ο νους της πήγαινε ξανά σ’ εκείνον που αγαπούσε. Ναπάρει η ευχή το γινάτι σου, Νικολή. Μίλα μας και μη μαςαγαπάς, ψιθύριζε οργισμένη, ενώ στα βάθη της καρδιάς τηςήταν σίγουρη πως εκείνος την αγαπούσε. Αν μάθαινε για τιςτηλεφωνικές συνομιλίες της με τον Πάρη, το πιο πιθανό ναζήλευε. Και ή θα πείσμωνε περισσότερο ή θααναζωπυρωνόταν το ενδιαφέρον του για εκείνη από το φόβομην τη χάσει, σκέφτηκε ως πονηρό θηλυκό η Μυρτώ.

Τότε, σ’ ένα από τα σύντομα τηλεφωνήματα τουαρραβωνιαστικού της, πρόλαβε να του διαβιβάσει τουςχαιρετισμούς του κουμπάρου τους, και ο Νικολής, από εκείπου της κρατούσε πόζα και της μιλούσε ψυχρά, ξαφνικά έβαλεζάχαρη στη φωνή του.

– Τρέφω αφάνταστη εκτίμηση στον καπετάν Πέτρο και τογιο του. Μόλις απολυθώ, θα πάω να τους βρω. Μακάρι ναμπαρκάρω σ’ ένα από τα καράβια τους. Έχω ακούσει ότι είναιαπό τους πιο ξηγημένους εργοδότες, σχολίασε ο Νικολής,που σύνδεσε αμέσως τους χαιρετισμούς του κουμπάρου με τημελλοντική επαγγελματική του αποκατάσταση.

Page 209: h Korh Ths 8alassas

– Όλα θα γίνουν. Φτάνει να είμαστε καλά, Νικολή,ψέλλισε η Μυρτώ και, έπειτα από μια στιγμιαία σιωπή,πρόσθεσε τρέμοντας από τη συγκίνηση: Σ’ αγαπώ. Περιμένωπώς και πώς να με σφίξεις και πάλι στην αγκαλιά σου. Πότεθα γυρίσεις να σε δω έστω για λίγο;

– Ένας Θεός ξέρει. Είμαστε σε διαρκή κίνηση. Τώρακατηφορίζουμε και πάλι προς την Κερύνεια, για να κάνουμεσκάντζα τους άντρες της ΕΛΔΥΚ με νεότερους συναδέλφουςτους.

– Σ’ αποθύμησα.

– Κι εγώ, απάντησε εκείνος κάπως απόμακρος, ωστόσο ηΜυρτώ πέταξε στα ουράνια.

– Ο αρραβωνιαστικός μου σε συμπαθεί πολύ, είπε το ίδιοβράδυ στον Πάρη, ο οποίος δεν έκανε κανένα σχόλιο, όμωςαπό την άλλη μέρα, προφανώς για να δημιουργήσει ακόμακαλύτερες εντυπώσεις, άρχισε να τηλεφωνεί και στη μητέρατης.

Η κυρία Μαρκέλλα, όταν άκουσε έτσι ξαφνικά τη φωνήτου, τα ’χασε. Νόμισε πως κάποιο κακό μαντάτο είχε να τηςπει για τους γονείς του και ρώτησε με αγωνία:

– Έπαθαν τίποτα οι δικοί σου; Ο πατέρας σου, η μητέρασου είναι καλά;

Page 210: h Korh Ths 8alassas

– Εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε όλοι καλά. Εσείς τι κάνετε;

– Τι να κάνω, παιδί μου; Είναι πρόσφατο το πένθος μουκαι, τώρα που μαζεύτηκα στο κονάκι μου, πονάω ακόμα πιοπολύ. Βλέπεις, σε όλη μου τη ζωή είχα μάθει να περιμένω τονΓιώργη μου να γυρίσει από τα ξένα, και τώρα ώρες ώρεςξεγελιέμαι και έχω την ίδια ψευδαίσθηση. Αγναντεύω τηθάλασσα και ενδόμυχα περιμένω εκείνον που πήρε το δρόμοχωρίς γυρισμό. Οι αναμνήσεις από τα περασμένα έρχονται καιμου κρατούν συντροφιά. Τον αγαπούσα πολύ και δεν τονβγάζω από το μυαλό μου.

– Μόνο η αγάπη και η μνήμη είναι ικανές να ακυρώσουντο θάνατο, κυρία Μαρκέλλα. Το ότι με την αγάπη σαςκρατάτε τον άνθρωπό σας ζωντανό στη μνήμη σας, αυτόείναι πολύ σπουδαίο.

Η γυναίκα χαμογέλασε. Αναπτερωμένη, ευχαρίστησε τονΠάρη που είχε την ευγενή καλοσύνη να της τηλεφωνήσει καινα της πει δυο λόγια παρηγοριάς και συγκινημένη το είπε στηΜυρτώ.

– Ο Πάρης έχει σπάνια αισθήματα. Κακώς τονπαρεξήγησες.

– Τώρα πια τον θεωρώ καλό μου φίλο, απάντησε εκείνησοβαρά. Ευτυχώς που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω

Page 211: h Korh Ths 8alassas

καλύτερα, γιατί, τελικά, δεν είναι ο επιπόλαιος,καλοπερασάκιας τύπος που νόμιζα. «Φαίνεται πολύξηγημένος», μου είπε ο Νικολής.

– Πότε πρόλαβε να τον γνωρίσει και έχει και άποψη;Αυτός έφυγε κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ούτε φωνή ούτεακρόαση. Σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.

– Δάγκωσε τη γλώσσα σου. Δεν ντρέπεσαι; Τι κακίες είναιαυτές που ξεστομίζεις; Χτες μου τηλεφώνησε. Τραβάνε ζόριαστο ναυτικό. Διαταγές εκτελούν. Οι χουντικοί έχουν τρελαθείτελείως. Βλέπουν μέρα τη μέρα το έδαφος να υποχωρεί κάτωαπό τα πόδια τους και δεν ξέρουν από πού να πιαστούν.

– Έχω την αίσθηση ότι προμηνύονται γεγονότα. Ο Θεόςνα βάλει το χέρι Του, γιατί θα κλάψουν μανούλες. Θα χυθείαίμα, είπε η κυρία Μαρκέλλα αναστενάζοντας καισυμβούλεψε την κόρη της να προσέχει πολύ. Να κοιτάζει τιςσπουδές της και να κρατάει το στόμα της κλειστό. Δεχρειάζεται να κάνεις την έξυπνη. Το έξυπνο πουλί από τημύτη πιάνεται.

Με τούτα και μ’ εκείνα, ο χρόνος κύλησε και τον Ιούνη ηΜυρτώ πέρασε τις εξετάσεις του πρώτου έτους με επιτυχία,ενώ ο Νικολής συνέχιζε να ταξιδεύει και ο Πάρης από τοΛονδίνο να τηλεφωνεί.

Page 212: h Korh Ths 8alassas

Στις 15 Ιούλη την πήρε ανάστατος για να της πει για τηνανατροπή του Μακαρίου με πραξικόπημα οργανωμένο απότη χούντα του Ιωαννίδη.

– Ο Μακάριος είναι ζωντανός; ρώτησε ανήσυχη η Μυρτώ.

– Ευτυχώς, σώθηκε την τελευταία στιγμή και διέφυγε προςάγνωστη κατεύθυνση. Μόλις μάθω νεότερα θα σου πω.

– Ο Νικολής έφυγε προχτές πάλι για Κύπρο. Να πάρει ηευχή, οι μέρες είναι πονηρές και φοβάμαι. Βέβαια, το ταξίδιαυτό το έχει κάνει και άλλες φορές. Μεταφέρουν από τηνΕλλάδα άντρες της ΕΛΔΥΚ για να αντικαταστήσουν τουςπαλαιότερους που υπηρέτησαν ήδη στην Κύπρο καιεπαναπατρίζονται.

– Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Ο καλός σουδε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, απάντησε ο Πάρης και, απόεκεί και πέρα, άρχισε να παρακολουθεί επισταμένως τιςεξελίξεις.

«Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, μέσω Μάλτας,κατευθύνεται στο Λονδίνο», μετέδωσε το BBC την επομένη.

Η Μυρτώ, κολλημένη στο τηλέφωνο, περίμενε από στιγμήσε στιγμή να ακούσει τη φωνή του Νικολή και άκουγε μόνοτου Πάρη.

Page 213: h Korh Ths 8alassas

– Τι γίνεται, που να πάρει η ευχή; Πότε στο καλό θαφτάσει το καράβι του Νικολή στην Κύπρο; Ανησυχώ πολύ.

– Πρόεδρος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης τηςΚύπρου, μετά την ανατροπή του Μακαρίου, ανέλαβε ο ΝίκοςΣαμψών.

– Σκασίλα μου μεγάλη. Ούτε που με νοιάζει ποιος είναι οκύριος και από πού κρατάει η σκούφια του.

– Ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ και γνωστόςδημοσιογράφος.

– Δεν πα να ήταν και πάπας της Ρώμης; Εμένα μόνο τοπού βρίσκεται ο Νικολής με απασχολεί αυτή τη στιγμή. Μεκουπιά πάει το καράβι του στην Κύπρο; Έλεος πια. Πότε θαφτάσει;

Ο Πάρης τσιτώθηκε, αλλά δεν το έδειξε.

– Κάνε υπομονή, είπε μόνο κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Και επειδή τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία, αλλά στηνΕλλάδα έφταναν πάντα καθυστερημένα, αφού συνέχιζαν ναπερνούν πρώτα από τη χουντική λογοκρισία, ο Πάρης, μόλιςέμαθε κάτι για το «Λέσβος», τηλεφώνησε αμέσως στηΜυρτώ να της πει την ευχάριστη είδηση.

Page 214: h Korh Ths 8alassas

– Σήμερα το πρωί έφτασε στην Αμμόχωστο. Άδικα τωναδίκων έφερες τον κατακλυσμό. Όπου να ’ναι θα σε πάρει οΝικολής. Και ξεροβήχοντας πρόσθεσε: Χαιρετίσματα να τουπεις κι από εμένα.

Εκείνη τη μέρα η Μυρτώ την πέρασε δίπλα στο τηλέφωνο.Συμπτωματικά, όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί της θυμήθηκαννα της τηλεφωνήσουν, εκτός από τον αρραβωνιαστικό της. Ηίδια είχε άσχημο προαίσθημα, κι αυτό ενέτεινε την αγωνίατης.

Όταν κάποτε, αργά τη νύχτα, τα βλέφαρά της βάρυναν κιαποκαμωμένη έγειρε να κοιμηθεί, ξύπνησε κατατρομαγμένηαπό ένα φοβερό εφιάλτη. Μούσκεμα στον ιδρώτα, πετάχτηκεαπό το κρεβάτι της να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, καιτότε είδε το ραδιόφωνο στο κομοδίνο της και κοντοστάθηκε.Προσπάθησε να πιάσει το BBC για να μάθει κάποιο νέο.Καθώς γύριζε το κουμπί των συχνοτήτων, άκουσεστρατιωτικά εμβατήρια από τους σταθμούς της ελληνικήςραδιοφωνίας και χαμογέλασε ειρωνικά. «Ωραίο πρωινόξύπνημα μας κάνουν οι καραβανάδες», σκέφτηκε και την ίδιαστιγμή το τηλέφωνο χτύπησε. Από τη βιασύνη της νααπαντήσει, σκόνταψε στο χαλί και στραμπούλιξε το πόδι της.

– Ναι, ποιος είναι; ρώτησε με ξεψυχισμένη φωνή, μόλιςκατάφερε να σηκώσει το ακουστικό. Πάρη, εσύ; Δε σε ακούωκαλά. Πώς και με θυμήθηκες πρωί πρωί;

Page 215: h Korh Ths 8alassas

– Μίλησες χτες με τον Νικολή;

– Όχι. Και κοντεύω να τρελαθώ.

– Σήμερα το πρωί οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στηνΚύπρο. Σκούρα τα πράγματα, Μυρτώ. Την ανατροπή τουΜακαρίου από τη χούντα τη χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα ηΤουρκία, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε τα τουρκικάστρατεύματα σφυροκοπούν τη Βόρεια Κύπρο από ξηράς καιαέρος. Ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι τηςΚερύνειας.

– Χριστέ μου! Ο Νικολής βρίσκεται μες στη φωτιά.

– Μην κάνεις έτσι. Αφού το καράβι του βρισκόταν χτεςστην Αμμόχωστο, λογικά θα πρέπει να άφησε εκεί τουςστρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, να πήρε τους παλιούς προςεπαναπατρισμό και να επιστρέφει στην Ελλάδα.

– Στο μεταξύ, όμως, έγινε η τουρκική εισβολή. Είναιδυνατό να επιστρέφουν στην Ελλάδα; Θα έμειναν εκεί για ναπολεμήσουν.

– Μα οι Τούρκοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά.

– Και να βρίσκονταν μεσοπέλαγα, σίγουρα θα τουςγύρισαν πίσω, είπε η Μυρτώ, και δεν είχε άδικο.

Page 216: h Korh Ths 8alassas

Όπως έμαθε εκ των υστέρων από τον ίδιο τον Νικολή, τηναποφράδα εκείνη μέρα της 20ής Ιουλίου 1974, ο κυβερνήτηςτους άκουσε από το ραδιόφωνο της Κύπρου για την τουρκικήεισβολή, όπως και για την κήρυξη γενικής επιστράτευσης.Ενώ βρίσκονταν εν πλω προς την Ελλάδα, επικοινώνησεαμέσως με το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και του δόθηκε ηδιαταγή να επιστρέψει στην Κύπρο και να αποβιβάσει τους450 επαναπατριζόμενους στρατιώτες στην Πάφο. Τοαπομεσήμερο, με κίνδυνο να βυθιστεί από την τουρκικήαεροπορία, το οχηματαγωγό «Λέσβος» έφτασε στην Πάφοκαι με τρία πλοιάρια άρχισε η αποβίβαση των οπλιτών. Οεπικεφαλής αξιωματικός τούς ζήτησε, μόλις αποβιβάζονταν,να πουν, για να αναπτερώσουν το ηθικό των Κυπρίων, πωςείναι ο στρατός που ήρθε από την Ελλάδα για να ενισχύσειτην Εθνοφρουρά. Γι’ αυτό και το όλο πράγμα έγινεθεαματικά. Οι στρατιώτες μεταπήδησαν από το πλοίο στααποβατικά πλοιάρια με σκοινιά, ενώ με κανονιοβολισμούςχτύπησαν το μιναρέ του τζαμιού στον τουρκοκυπριακόθύλακο.

Στη συνέχεια, το πλοίο απέπλευσε ολοταχώς, και οκυβερνήτης ακολούθησε νότια πορεία, προς τις αιγυπτιακέςακτές, παραπλανώντας έτσι την τουρκική αεροπορία, που είχεβγει προς αναζήτησή του. Το αποτέλεσμα αυτών τωνκινήσεων ήταν η σύγχυση των Τούρκων, και τα μαχητικάαεροσκάφη τους βύθισαν κατά λάθος ένα δικό τους πλοίο,καθώς το πέρασαν για το ελληνικό.

Page 217: h Korh Ths 8alassas

Έπειτα από ώρες, ο κυβερνήτης έκρινε σκόπιμο να πάρειτην κανονική του πορεία προς τα βορειοδυτικά, κι έτσιεπέστρεψαν στην Ελλάδα πλήρωμα και καράβι, σώοι καιαβλαβείς.

Όταν όλα πέρασαν και αποτελούσαν πια ιστορία, τηνπεριπέτειά του αυτή με το οχηματαγωγό «Λέσβος» οΝικολής τη διηγήθηκε πάρα πολλές φορές σε παλιούς καινέους φίλους.

Η Μυρτώ, βέβαια, ήταν η πρώτη που την άκουσε από ταχείλη του, όταν καταταλαιπωρημένος ψυχικά και σωματικάεμφανίστηκε και πάλι, ύστερα από καιρό, μπροστά της.

Εκείνο το καλοκαίρι, όλος ο ελληνισμός ανά την υφήλιοήταν ανάστατος. Και για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειράτους, μόλις το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974 η Μυρτώεπικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Πάρη και έμαθε για τιςσειρήνες του πολέμου, που σήμαναν στην ευαίσθητη περιοχήτης Κύπρου, άνοιξε το ραδιόφωνο και άκουσε το διάγγελματης χουντικής κυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό:

«Η Τουρκία ενήργησε σήμερον, κατά παράβασιν τωνυφισταμένων συνθηκών και συμμαχικών υποχρεώσεων καιτων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, απόβασιν στρατιωτικώνδυνάμεων εις την Κύπρον».

Page 218: h Korh Ths 8alassas

– Μυρτώ, τρελάθηκες κι έβαλες το ραδιόφωνο στηδιαπασών; Με ξεκούφανες! φώναξε η κυρία Μαρκέλλα απότην κρεβατοκάμαρά της και αγουροξυπνημένη πετάχτηκε απότο κρεβάτι της να κατσαδιάσει την κόρη της.

Πλησιάζοντας κοντά της, άκουσε καθαρά την τελευταίαφράση:

«Ενόψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως διετάχθηγενική επιστράτευσις».

– Επιστράτευση; αναρωτήθηκε φωναχτά η κυρίαΜαρκέλλα, τρίβοντας με την ανάστροφη του χεριού τα μάτιατης, και η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι.

– Έχουμε πόλεμο, μαμά!

– Ο Θεός να βάλει το χέρι Του, είπε εκείνη ξεψυχισμένα.

Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και από την άλλη άκρη τηςγραμμής ήταν πάλι ο Πάρης από την Αγγλία, που είπε:

– Μυρτώ, αυτή τη στιγμή που σου μιλώ, βλέπω στηντηλεόραση τον ουρανό της Βόρειας Κύπρου να σκοτεινιάζειαπό τα τουρκικά αεροπλάνα και τους εκατοντάδεςαλεξιπτωτιστές που πέφτουν σωρηδόν. Παράλληλα, τοτουρκικό πεζικό που αποβιβάστηκε στις παραλίες τηςΚερύνειας προελαύνει χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση προς το

Page 219: h Korh Ths 8alassas

εσωτερικό. Η τουρκική εισβολή που έχει το όνομα «Αττίλας»βρίσκεται σε εξέλιξη.

– Πάρη, φτάνει, δεν μπορώ να ακούω άλλο. Καλύτερα ναμην ξέρω τίποτα. Εδώ, η χούντα κήρυξε γενική επιστράτευση.

– Το άκουσα κι αυτό, αλλά ευελπιστώ πως οι μεγάλοι θααποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

– Μακάρι.

– Έτσι κι αλλιώς, όμως, εγώ είμαι υποχρεωμένος να έρθωστην Ελλάδα, να παρουσιαστώ στο ναυτικό.

– Υπηρέτησες κι εσύ;

– Γιατί, εγώ δεν είμαι Έλληνας; Και βέβαια υπηρέτησα,Μυρτώ. Τι με πέρασες; Ανυπότακτο; Υπηρέτησα κανονικά.Μπορεί να μην μπήκα σε καράβι όπως ο Νικολής και να τηνπέρασα τη θητεία μου σε κάποιο γραφείο της ΣχολήςΔοκίμων, όμως το καθήκον μου στην πατρίδα το έκανα, καιτώρα που με καλεί, θα έρθω ευχαρίστως να το ξανακάνω, είπεο Πάρης, αλλά τελικά δε χρειάστηκε, καθώς η χούντα, σταχάλια που είχε, δεν αντέδρασε κατά της Τουρκίας.

Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη συνήλθε το ΣυμβούλιοΑσφαλείας του ΟΗΕ και αποφάσισε την άμεση κατάπαυσητου πυρός από τις 4 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου. Λίγο

Page 220: h Korh Ths 8alassas

μετά, η χούντα, μπροστά στο χάος που δημιούργησε με τιςαλόγιστες κινήσεις της, αποφάσισε να παραδώσει τηδιακυβέρνηση της χώρας στους εξόριστους πολιτικούς. Ηπτώση του στρατιωτικού καθεστώτος έπειτα από επτά χρόνιαήταν σπουδαίο γεγονός. Τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν τηνείδηση και, όπως ήταν φυσικό, στην Ελλάδα ο κόσμοςξεχύθηκε στους δρόμους να πανηγυρίσει.

Ο Πάρης, ενθουσιασμένος, τηλεφώνησε στη Μυρτώ.

– Επιτέλους, ξεκουμπίστηκαν.

– Δόξα τω Θεώ!

Και την επομένη την πήρε πάλι να της πει:

– Το βράδυ καταφθάνει από το Παρίσι ο Καραμανλής μεαεροπλάνο που του παραχώρησε ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν.

– Καλώς να ορίσει, απάντησε η Μυρτώ συγκινημένη καιμαζί με τη μητέρα της και τη φίλη της τη Μαρίνα, που ήρθεγια λίγες μέρες κοντά τους στο νησί, στήθηκαν μπροστά στηντηλεόραση να δουν τη λαοθάλασσα που πλημμύρισε τουςδρόμους της Αθήνας μέχρι το αεροδρόμιο.

Νέοι, γέροι και παιδιά, με αναμμένες λαμπάδες στα χέρια,πήγαιναν χαρούμενοι να υποδεχτούν τον ΚωνσταντίνοΚαραμανλή σαν μεσσία έπειτα από έντεκα χρόνια

Page 221: h Korh Ths 8alassas

αυτοεξορίας του στο Παρίσι.

Λίγο πριν ξημερώσει η 24η Ιουλίου, ορκίστηκε η νέακυβέρνηση εθνικής ενότητας και το πρωί της ίδιας μέραςανέλαβε αμέσως τα καθήκοντά της για να βγάλει τη χώρααπό το αδιέξοδο.

Η Μυρτώ, κολλημένη στην τηλεόραση, ενημερωνόταν γιατις εξελίξεις και περίμενε από λεπτό σε λεπτό να χτυπήσει τοτηλέφωνο και να πάρει, επιτέλους, κάποια είδηση από τοναρραβωνιαστικό της. Το ένστικτό της της έλεγε πωςβρισκόταν εκτός κινδύνου, όμως δεν έπαυε να αγωνιά. «Αςακούσω τη φωνή σου, να ξέρω σίγουρα πως είσαι καλά,αγαπημένε μου, και μετά δε με νοιάζει αν μου κρατάς ακόμαμούτρα», έλεγε από μέσα της και κοίταζε το τηλέφωνο σαννα του έστελνε τηλεπαθητικά κύματα.

Η μητέρα της, που συμμεριζόταν την αγωνία της, αν καιδεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα πλέον για τον Νικολή,πήρε το θυμιατό και άρχισε να λιβανίζει.

Το λιβάνι μπούκωσε τα ρουθούνια της Μυρτώς και τηςέφερε ναυτία.

– Φτάνει, θα πνιγώ, είπε ξεροβήχοντας.

Έτσι, η κυρία Μαρκέλλα άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα ναγίνει ρεύμα και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει μια

Page 222: h Korh Ths 8alassas

φανουρόπιτα.

– Να δεις που ο Άγιος Φανούρης θα σου φανερώσει ό,τιαγαπάς, είπε μετά στην κόρη της και την παρότρυνε να πάει ηίδια τη φανουρόπιτα στην εκκλησία.

Η Μυρτώ, αν και δεν ήταν και τόσο προσκολλημένη σταθεία, πήρε τη φανουρόπιτα να πάει να τη διαβάσει ο παπάς,και η Μαρίνα, μόλις την είδε, έβαλε τα γέλια.

– Με τον πόνο μου παίζεις; είπε νευριασμένη η Μυρτώ,και η φίλη της μαζεύτηκε. Μάλιστα, την ακολούθησε στηνεκκλησία, και μετά οι δυο τους μοίρασαν μαζί τηφανουρόπιτα στον κόσμο που έτυχε να βρίσκεται εκεί.

Μόλις γύρισαν και πάλι στο σπίτι, έμειναν εμβρόντητεςμαθαίνοντας από την κυρία Μαρκέλλα πως ο Νικολής είχεδώσει σημεία ζωής.

– Τηλεφώνησε πριν λίγο από την Κρήτη. Είπε πως χαίρειάκρας υγείας. Είχε μια περιπέτεια, αλλά, αφού πέρασε,ευελπιστεί πως σύντομα θα γυρίσει στον Πειραιά.

– Μακάρι! Κρίμα που δεν ήμουν εδώ να του μιλήσω.Ήθελα τόσο πολύ να ακούσω τη φωνή του.

– Αν τα καταφέρει, θα σε ξαναπάρει, Μυρτώ. Του είπα πωςαγωνιάς για εκείνον και πως πήγες φανουρόπιτα στην

Page 223: h Korh Ths 8alassas

εκκλησία για να σου τον φανερώσει ο Άγιος Φανούρης.

– Φαίνεται ότι το έκανε το θαύμα του, απάντησε η Μυρτώκαι σταυροκοπήθηκε, ενώ η Μαρίνα πλάι της την κοίταζε μεαπορία.

Και ο δικός της, ο Βύρων, υπηρετούσε τη θητεία του σεπαραμεθόρια περιοχή στον Έβρο και είχε μέρες ναεπικοινωνήσει μαζί της, οπότε την επομένη έκανε κι εκείνημια φανουρόπιτα, γιατί «δεν ξέρεις καμιά φορά», είπε απόμέσα της.

Και ενώ οι δύο κοπελιές αδημονούσαν να έρθουν σεεπαφή με τους αγαπημένους τους, παρακολουθούσανσυγχρόνως με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις.

Λόγω των συγκλονιστικών γεγονότων στην Κύπρο, οεγκάθετος πρόεδρος Νίκος Σαμψών παραιτήθηκε καιανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Την άλλη μέρα θα άρχιζανστη Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο μεταξύτων υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών, τηςΕλλάδας, της Τουρκίας και της Αγγλίας.

Έπειτα από πέντε μέρες, στα τέλη Ιούλη 1974, άκουσαναπό το ραδιόφωνο ότι επιτέλους επετεύχθη συμφωνία και οιτρεις υπουργοί Εξωτερικών, Μαύρος, Γκιουνές και Κάλαχαν,υπέγραψαν διακήρυξη, που τα κύρια σημεία της ήταν: 1) Η μη

Page 224: h Korh Ths 8alassas

επέκταση των περιοχών που έχουν κάτω από τον έλεγχό τουςοι αντίπαλες δυνάμεις. 2) Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείαςμεταξύ των αντιμαχομένων. 3) Η εκκένωση των τουρκικώνθυλάκων από την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. 4) Τοδικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομίακαι δυνάμεις ασφαλείας. 5) Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεωνμε συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων γιαοριστική διευθέτηση του Κυπριακού.

– Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αρκεί να τηρηθούν,σχολίασε η Μυρτώ κλείνοντας το ραδιόφωνο, και η μητέρατης είπε αναστενάζοντας:

– Πολύ αμφιβάλλω, κόρη μου. Η Ιστορία έχει δείξει πωςδεν έχουν μπέσα οι Τούρκοι.

– Μην κακομελετάς. Σκέψου θετικά. Όλα θα πάνε καλάκαι θα γυρίσουν τα παλικάρια μας στα σπίτια τους. Φτάνουνπια τόσοι θάνατοι και τόσο κακό που έγινε. Να βρεθεί μιαλύση ειρηνική, οι αντιπαλότητες και οι πόλεμοι δε μαςβγάζουν πουθενά. Είναι ψυχοφθόροι και για τους νικημένουςκαι για τους νικητές.

– Οι επιθετικές τουρκικές ενέργειες πρέπει να σταματήσουνεδώ. Αυτό δήλωσαν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι σχολιαστέςστα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όμως, δυστυχώς, δεν ιδρώνειτο αφτί των Τούρκων, καθώς τη διχοτόμηση της Κύπρου την

Page 225: h Korh Ths 8alassas

είχαν προγραμματίσει από το 1964, είπε ο Πάρης από τοτηλέφωνο, καθώς παρακολουθούσε το ζήτημα.

– Δηλαδή, η διακήρυξη που υπογράφηκε λες να μείνει σταχαρτιά; τον ρώτησε έπειτα από λίγες μέρες η Μυρτώ, ότανάκουσε από το ραδιόφωνο για τη δεύτερη φάση τωνειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης.

– Κάτι τέτοιο προβλέπουν οι Κασσάνδρες διεθνώς,απάντησε εκείνος, και δυστυχώς βγήκε αληθινός.

Ο νέος κύκλος των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στηΓενεύη έληξε με παταγώδη αποτυχία και το πρωί της 14ηςΑυγούστου, παραμονή της μεγάλης γιορτής της Παναγίας,ξεκίνησε το δεύτερο κύμα επίθεσης των Τούρκων, με τον«Αττίλα 2» και την κατάληψη της Αμμοχώστου και συνολικάτου 36% του κυπριακού εδάφους.

– Οι Τούρκοι, τροπαιοφόροι, μόλις πέτυχαν τουςστρατιωτικούς τους σκοπούς με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ,αποδέχτηκαν την κατάπαυση του πυρός, είπε ο Πάρης στηΜυρτώ, όταν της τηλεφώνησε μετά το Δεκαπενταύγουστο, κιεκείνη αναστέναξε.

– Δεν το χωράει ο νους μου. Τι είδους συμμαχία είναι αυτότο ΝΑΤΟ που επέτρεψε σε δύο μέλη της να συγκρουστούν;

– Αχ, καημένη Μυρτώ! Μεγάλα παιχνίδια παίζονται πάνω

Page 226: h Korh Ths 8alassas

στις πλάτες των μικρών, ανίσχυρων λαών.

– Μα σκοτώθηκε τόσος κόσμος. Σφαγιάστηκανγυναικόπαιδα. Εκδιώχτηκαν τόσοι άνθρωποι από τα σπίτιατους, λεηλατήθηκαν οι περιουσίες τους.

– Και λοιπόν; Δεν κατάλαβες ακόμα πως καμιά αξία δενέχουν οι ανθρώπινες απώλειες μπροστά στα συμφέροντα τωνμεγάλων; Μην ακούς αυτά που μας σερβίρουν επίσημα μεβαρύγδουπες δηλώσεις. Όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποιγνωρίζουν πλέον ότι πίσω από το πραξικόπημα στην Κύπροκαι την τουρκική εισβολή βρίσκεται το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό οΚαραμανλής, με το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στηΓενεύη, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από τοστρατιωτικό σκέλος του.

– Ναι, το άκουσα και ήθελα να σε ρωτήσω.

– Ποιος ξέρει τι προκλήσεις δέχτηκε! Προφανώς, οιΆγγλοι τάχτηκαν υπέρ της Τουρκίας και, βλέποντάς τους οΈλληνας πρωθυπουργός να ενισχύουν με τη στάση τους τουςεισβολείς και να αγνοούν παντελώς τις ελληνικές θέσεις,αγανάκτησε και τα μάζεψε κι έφυγε. Οι επιπτώσεις αυτής τηςενέργειάς του θα φανούν αργότερα. Το έγκλημα κατά τουκυπριακού λαού θα μας πονάει πάντα. Όμως εκείνο πουπροέχει τώρα είναι να επουλώσουμε τις πληγές μας, ναανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας και να κοιτάξουμε

Page 227: h Korh Ths 8alassas

μπροστά, είπε ο Πάρης και μετά θυμήθηκε να τη ρωτήσει γιατον Νικολή.

– Λογικά, όπου να ’ναι θα φανεί, απάντησε εκείνη, και μεαυτή την ελπίδα φωτίστηκε ξαφνικά το πρόσωπό της από έναπλατύ χαμόγελο.

Page 228: h Korh Ths 8alassas

10 Στο νησί

«Η ΖΩΗ, ΠΑΡΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ, τους πόνους και τις λύπεςτης, είναι και θα παραμείνει θαυμαστή», σκέφτηκε η Μυρτώ,νιώθοντας συγκίνηση όταν άκουσε, επιτέλους, τη φωνή τουαγαπημένου της από το τηλέφωνο. Ό,τι είχε σκιάσει τηναγάπη τους, διαλύθηκε μονομιάς. Οι χτύποι της καρδιάς τηςαυξήθηκαν και μια απέραντη ευεξία απλώθηκε στα κύτταρατου κορμιού της. Είχε την αίσθηση ότι πετούσε στα ουράνια.Όλα τα έβλεπε τόσο αγγελικά πλασμένα, που νόμιζε πωςβρισκόταν στον Παράδεισο.

– Σε αποθύμησα! της είπε ο αρραβωνιαστικός τηςτρυφερά, και ο ήχος της φωνής του ξεσήκωσε όλα τα ωραίασυναισθήματα που είχε φυλαγμένα για εκείνον στον κόρφοτης.

– Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ! ψέλλισε η Μυρτώ.

– Αύριο, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρίσκομαι στο νησί,της δήλωσε, και οι ώρες της προσμονής τής φάνηκαναιώνες.

Από τα άγρια χαράματα κατέβηκε η Μυρτώ στο λιμάνι.

Page 229: h Korh Ths 8alassas

Δυο τρεις αγωγιάτες και κάποιοι λιμενικοί ήταν οι μόνοι πουβρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί. Η πρωινή αύρα δρόσιζε τοπρόσωπό της και της ανακάτευε τα μαλλιά. Με ένα ρυθμικόπαφλασμό, η φουσκωμένη θάλασσα έσκαγε στη στεριά καιέλουζε τα βράχια και τις πλάκες του λιμενοβραχίονα.

Εκείνη, με τα μάτια στυλωμένα στ’ ανοιχτά, μόλις είδε ναξεπροβάλλει στον ορίζοντα το πλοίο της γραμμής, άρχισε νατρέχει προς την προβλήτα. Έτσι όπως είχε βγάλει στα πόδιατης φτερά, ξαφνικά περδουκλώθηκε κι έπεσε, χτυπώντας μεδύναμη το κεφάλι πάνω στις πλάκες.

– Κοπελιά, είσαι καλά; τη ρώτησε ένας λιμενικός πουέτυχε να βρίσκεται κοντά της. Χτύπησες άσχημα, μην έπαθεςδιάσειση; πρόσθεσε και προθυμοποιήθηκε να την πάει μέχριτο νοσοκομείο.

– Όχι, όχι, καλά είμαι, μουρμούρισε η Μυρτώ, κι ας ταέβλεπε όλα γύρω της διπλά, κι ας βούιζε το κεφάλι της σανκυψέλη. Σε πόση ώρα θα δέσει το πλοίο; ρώτησε ξεψυχισμένακαι, κάνοντας μια προσπάθεια να σηκωθεί, ένιωσε τα πόδιατης να τρέμουν. «Αχ, Νικολή, τι περνάω για χάρη σου!» είπεαπό μέσα της και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,συμπλήρωσε: «Χριστέ μου, βόηθα με να αντέξω». Τοστομάχι της ανακατευόταν και είχε τάση για εμετό. Τι ατυχία!μονολόγησε και, για να μη σωριαστεί καταγής για δεύτερηφορά, έκανε κουράγιο και αργά αργά βάδισε μέχρι το πρώτο

Page 230: h Korh Ths 8alassas

παγκάκι της προκυμαίας. Κλείνοντας για λίγο τα μάτια,προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί και να διώξει τη ζάλη καιτο βουητό μέσα στο κεφάλι της, όμως οι δυνάμεις της τηνεγκατέλειψαν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για νασυνέλθει και να τη δει ο Νικολής στα συγκαλά της.

Η μπουρού αντήχησε πέρα έως πέρα. Το καράβι πλεύρισε,οι ναύτες έδεσαν τα σκοινιά στους ντόκους, οι πρώτοιταξιδιώτες, αγουροξυπνημένοι, άρχισαν να αποβιβάζονται.Αγοραία και φορτηγά κατέκλυσαν ξαφνικά τον παραλιακόδρόμο. Το λιμάνι, μέσα σε λίγα λεπτά, είχε ζωντανέψει. Οιγλάροι πότε πετούσαν ψηλά στον ουρανό και πότε χαμηλά,πάνω από το νερό, βουτώντας να αρπάξουν με το ράμφοςτους κανένα αφρόψαρο.

Η Μυρτώ, καθισμένη στο παγκάκι, με το βλέμμα θολό,είδε από μακριά τον αρραβωνιαστικό της να βαδίζει στηναποβάθρα. Σηκώθηκε τρέμοντας και φώναξε με όση δύναμηείχε:

– Νικολή! Εδώ είμαι.

Εκείνος την εντόπισε και, τρέχοντας με λαχτάρα προς τομέρος της, την είδε κατακίτρινη σαν το φλουρί και φοβήθηκε.

– Τι έχεις, αγάπη μου; Τι έπαθες; ρώτησε με αγωνία.

Άπλωσε τα χέρια για να την αγκαλιάσει, κι εκείνη αφέθηκε

Page 231: h Korh Ths 8alassas

στην αγκαλιά του.

– Το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου! ψέλλισε με κόπο κιέγειρε λιπόθυμη.

Ανέκτησε τις αισθήσεις της στο νοσοκομείο του νησιούκαι είδε τον αγαπημένο της να στέκεται γεμάτος αγωνία στοπροσκεφάλι της. Εγκεφαλική διάσειση διέγνωσαν οι γιατροίκαι σύστησαν κατάκλιση τουλάχιστον για μία εβδομάδα,ελαφριά τροφή, ηρεμία και ησυχία.

Στο σπίτι πια, η Μυρτώ θέλησε να απολογηθεί.

– Τι υποδοχή σού επιφύλαξα, ε; σχολίασε. Μήνεςπερίμενα τη στιγμή που θα βρισκόμουν στην αγκαλιά σου, καινα πώς κατέληξε.

Ο Νικολής την κοίταξε στοργικά.

– Κοίτα να γίνεις καλά, και όλα θα φτιάξουν. Δεν ξέρειςπόσο πολύ σε χρειάζομαι.

– Σ’ αγαπώ.

– Κι εγώ σ’ αγαπώ, κορίτσι μου, γι’ αυτό πόνεσα τόσοπολύ και ταλαντεύτηκα και πέρασα μαύρες μέρες μακριά σου,μέχρι που αντίκρισα στην Κύπρο το θάνατο από κοντά καιτότε λογικεύτηκα. Η ζωή μας κρέμεται από μια κλωστή.

Page 232: h Korh Ths 8alassas

Κανείς δεν ξέρει το αύριο τι θα φέρει. Πρέπει να ζούμε με χαράτην κάθε στιγμή και να μην τη χαραμίζουμε σε πείσματα καιανόητες αντιπαραθέσεις. Εμείς αγαπηθήκαμε πολύ. Λόγωμιας λανθασμένης πράξης σου με απογοήτευσες, δε λέω,όμως αφού κατάλαβες το σφάλμα σου, έπρεπε να σεσυγχωρήσω αμέσως. Όποιος αγαπάει, Μυρτώ, πρέπει ναξέρει κα να συγχωρεί. Η αγάπη όλα τα υπομένει. Η αγάπηόλα τα συγχωρεί. «Απ’ όπου περνάει ο όλεθρος, έρχεταιοικοδόμος η αγάπη», λέει μια σοφή ρήση.

– Βάλσαμο στην καρδιά μου στάζουν τα λόγια σου,άγγελέ μου, ψέλλισε η Μυρτώ.

Την ίδια στιγμή κουδούνισε το τηλέφωνο και τηνξάφνιασε. Ο ήχος του έστειλε σουβλιές στο πονεμένο κεφάλιτης.

– Σε παρακαλώ, Νικολή, σήκωσέ το. Δεν αντέχω, είπεενοχλημένη, και ο αρραβωνιαστικός της έσπευσε ναυπακούσει, καθώς εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο οι δυο τουςστο σπίτι. Η κυρία Μαρκέλλα είχε πάει στην εκκλησία για τονεσπερινό. Είχε περάσει μεγάλες λαχτάρες με την κόρη της καιόλο παρακλήσεις και προσευχές έκανε, πότε στον ΆγιοΙσίδωρο και πότε στην Αγία Μαρκέλλα τη θαυματουργή.

– Εμπρός. Ποιος είναι; είπε ο Νικολής και, όταν έφτασεστα αφτιά του από την άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του

Page 233: h Korh Ths 8alassas

Πάρη, έμεινε εμβρόντητος. Πώς ήταν αυτό; Είστε όλοι καλά;ρώτησε, μη γνωρίζοντας ότι ο γιος του καπετάν Πέτρου είχετόσα πάρε δώσε με την αρραβωνιαστικιά του.

– Καλά, καλά. Εγώ τηλεφωνώ τακτικά. Δε σου το είπε ηΜυρτώ; Όσο έλειπες, έστω κι από μακριά, έκανα το καθήκονμου ως κουμπάρος, φίλος και αδερφός. Μήπως θαμπορούσα να πω δυο λόγια και σ’ εκείνη;

– Δυστυχώς, δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο, γιατίέπαθε διάσειση και...

– Διάσειση; Σοβαρά; Πότε; Πολύ λυπάμαι. Δώσ’ της τουςχαιρετισμούς μου και πες της «περαστικά». Αύριο θαξαναπάρω να δω πώς πάει.

Ο Νικολής, όταν έκλεισε το τηλέφωνο, κοίταξε τη Μυρτώμε απορία. Το ενδιαφέρον του Πάρη τού φάνηκε υπερβολικό,όμως μολονότι από τη μια τον τσίτωσε, από την άλλη τονευχαρίστησε.

Τρεις μέρες έμεινε στο νησί κοντά στην αγαπημένη του, τρειςφορές μίλησε στο τηλέφωνο με τον Πάρη, και εκτός από τασχετικά για την υγεία της Μυρτώς, είπαν κι άλλα πολλά. Γιατην εισβολή στην Κύπρο, για το οχηματαγωγό «Λέσβος»,για τη σωτηρία του πληρώματος από του Χάρου τα δόντιαλόγω του εύστοχου παραπλανητικού ελιγμού του κυβερνήτη,

Page 234: h Korh Ths 8alassas

για το τέλος της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση.

– Τώρα που ησύχασαν τα πράγματα, θα κοιτάξω να έρθωστο νησί με τους δικούς μου για λίγες μέρες. Μπορεί να μαςδοθεί η ευκαιρία να τα πούμε κι από κοντά, είπε ο Πάρης.

– Μακάρι, αλλά λίγο χλομό το βλέπω. Δύο φορές άδειαμέσα στον ίδιο μήνα μάλλον αποκλείεται να μου δώσουν.

– Έστω. Όταν απολυθείς, έλα να με βρεις.

– Αυτή η μέρα αργεί ακόμα πολύ.

– Πότε υπολογίζεις;

– Του χρόνου τέτοιο καιρό.

– Τι είναι ένας χρόνος μπροστά στην αιωνιότητα;απάντησε ο Πάρης και γέλασε με το αστείο του, ενώ οΝικολής έμεινε άφωνος.

– Περίεργος τύπος μού φαίνεται ο κουμπάρος μας, είπεστη Μυρτώ μετά.

Το σχόλιό του το άκουσε η κυρία Μαρκέλλα, πουπετάχτηκε φουριόζα από την κουζίνα και υπερασπίστηκε τονΠάρη.

– Είναι ένας εξαίρετος νέος και μας αγαπάει πολύ. Ο Θεός

Page 235: h Korh Ths 8alassas

τον έστειλε κοντά μας. «Ό,τι και να χρειαστείς, μη διστάσειςνα μου το ζητήσεις», μου είπε την άλλη φορά και μεσυγκίνησε.

– Ποια άλλη φορά;

– Τότε που ήρθε για το μνημόσυνο του συχωρεμένου.

– Το χειμώνα;

– Ναι, τότε που εσύ αρμένιζες...

– Μαμά! φώναξε η Μυρτώ από το κρεβάτι της για να τηςκόψει τη φόρα.

Τον Νικολή δεν τον είχε καλοδεχτεί η κυρία Μαρκέλλαόπως παλιά, του κρατούσε πόζα. «Κάτι έχει βάλει στο νου τηςαυτή», σκέφτηκε η Μυρτώ και κούνησε το κεφάλι.

Όταν ήρθε η δύσκολη ώρα του αποχωρισμού, οι δύομνηστευμένοι κοιτάχτηκαν στα μάτια και το βλέμμα τουςφανέρωνε πίκρα.

– Θα μου λείψεις. Θα μετράω τις μέρες μέχρι να σεανταμώσω.

– Και πού είσαι ακόμα! Πρέπει να συνηθίσουμε. Οιαποχωρισμοί θα είναι κομμάτι της ζωής μας. Θα παντρευτείς

Page 236: h Korh Ths 8alassas

ναυτικό, Μυρτώ. Αυτό μην το ξεχνάς. Σκέψου καλά τι πας νακάνεις, έχεις έναν ολόκληρο χρόνο ακόμα μπροστά σου.

– Τι είναι αυτά που λες; Εγώ τις αποφάσεις μου τις έχωπάρει προ πολλού. Σ’ αγαπώ. Τι άλλο θέλεις να σου πω;

Ο Νικολής τής έκλεισε το στόμα μ’ ένα φιλί, κι έπειταέμειναν αγκαλιασμένοι, να ακούν τους χτύπους της καρδιάςτους.

– Να πας στο καλό. Θα σε σκέφτομαι κάθε ώρα, κάθελεπτό, κάθε στιγμή, είπε η Μυρτώ, που μίλησε πρώτη μετά τησιωπή.

Ο Νικολής την κοίταξε γαλήνια, και στα χείλη τουσχηματίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο.

– Καλή αντάμωση, καλή μου, ευχήθηκε κι έφυγε βιαστικά.

– Ώρα καλή στην πρύμη σου και αέρα στα πανιά σου!μουρμούρισε η κυρία Μαρκέλλα, που παρακολουθούσε τοζευγάρι.

Από τη μέρα που της μπήκε στο νου πως τη θέση αυτούτου απλού ναυτικού στο πλευρό της κόρης της θα μπορούσενα την πάρει ο γιος του εφοπλιστή, του καπετάν Πέτρου, δενμπορούσε ούτε να τον κοιτάξει. Αν και έκανε κάποιεςπροσπάθειες να του γλυκομιλήσει, εντούτοις δεν της έβγαινε

Page 237: h Korh Ths 8alassas

και σε πρώτη ευκαιρία τής ξέφευγαν κουβέντες που έσταζανφαρμάκι. Ενώ γνώριζε το μεγάλο έρωτα της κόρης της γιατον Νικολή, δεν έπαυε να ελπίζει σε κάποια ανατροπή.«Μέσα σ’ ένα χρόνο που θα είναι έτοιμος ο Νικολής ναπαντρευτεί τη Μυρτώ, πολλά μπορεί να συμβούν», σκέφτηκε,καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται.

Την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, κι εκείνη έσπευσεμε φούρια να το σηκώσει.

– Χαιρετώ την αγαπητή κυρία Μαρκέλλα, άκουσε να τηςλέει η γνώριμη φωνή του Πάρη.

Αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα πλατύχαμόγελο.

– Τι κάνεις, παιδί μου; τον ρώτησε μελιστάλαχτα. Πόσοχαίρομαι που σ’ ακούω! Οι δικοί σου, καλά;

– Είμαστε υπ’ ατμόν για το ταξίδι μας στην Ελλάδα.

– Καλώς να ορίσετε. Μην παραλείψετε να περάσετε απότο σπίτι. Θα σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά. Πες μου ποιοείναι το αγαπημένο σου ελληνικό φαγητό κι εγώ θα σου τοφτιάξω.

– Όχι, όχι, δε χρειάζεται. Μην κάνετε τον κόπο.

Page 238: h Korh Ths 8alassas

– Κόπος είναι για εμένα, Πάρη μου, που ξέρω πόσο μαςαγαπάς και μας σκέφτεσαι; Μην το ξαναπείς αυτό. Είναι χαράμου μεγάλη να σε περιποιηθώ.

– Τι κάνει η Μυρτώ;

– Πάει καλύτερα. Δεν έχει πια τάση για εμετό. Θα τηφώναζα να σου μιλήσει, όμως ο γιατρός δεν της επιτρέπειακόμα να σηκωθεί από το κρεβάτι. Φτηνά τη γλίτωσε. Έπεσεάσχημα. Αφού δεν άνοιξε το κεφάλι της στα δύο σανκαρπούζι, πάλι καλά. Είχε άγιο, πρόσθεσε και, αφού συζήτησεγια λίγο ακόμα μαζί του, έβαλε το ακουστικό στη θέση τουκαι πήγε στο δωμάτιο της κόρης της να της πει τα μαντάτα:Έρχεται ο καπετάν Πέτρος με τη φαμίλια του.

– Και λοιπόν;

– Μακάρι να έχεις σηκωθεί μέχρι τότε. Να σε δουν καλά.

– Γιατί, δεν κατάλαβα. Για νύφη πάω;

– Άσε τις φλυαρίες. Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τουςπου μας σκέφτονται και μας τηλεφωνούν οι άνθρωποι.

– Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Ποιοι μας σκέφτονταικαι μας τηλεφωνούν; Μόνο ο γιος τους. Η βασιλομήτωρΑσπασία δεν καταδέχτηκε να πατήσει ούτε στην κηδεία τουμπαμπά και ο καπετάν Πέτρος είναι πνιγμένος με τις δουλειές

Page 239: h Korh Ths 8alassas

του.

– Έστω, ο γιος τους. Λίγο το θεωρείς αυτό; Από τότε πουσε συνάντησε στο Λονδίνο, κοντεύει να γίνει χαλί να τονπατήσεις. Άνοιξε τα μάτια σου. Αυτός είναι τρελάερωτευμένος μαζί σου. Κοιμάται και ξυπνάει με τη σκέψη σου.

– Και λοιπόν; Εγώ τι φταίω; Εγώ τον βλέπω σαν φίλο, κιέτσι σκοπεύω να τον κρατήσω. Αν εκείνος έχει βάλει άλλα μετο νου του, πρόβλημά του. Όμως δε νομίζω. Από τότε πουξεκαθάρισα τη θέση μου και του είπα ορθά κοφτά ότι αγαπώτον Νικολή, έπαψε να με πολιορκεί. Μάλιστα, οι δυο τουςέχουν μια πολύ καλή σχέση. Γι’ αυτό και ο Νικολής, όταν μετο καλό απολυθεί, σκοπεύει να ζητήσει δουλειά στην εταιρείατου πατέρα του Πάρη.

Φορτωμένος δώρα χτύπησε την πόρτα τους ο Πάρης τηνπρώτη Κυριακή του Σεπτέμβρη. Την ώρα εκείνη, η κυρίαΜαρκέλλα έλειπε στην εκκλησία, ενώ η Μυρτώ, φορώντας τηλευκή δαντελένια ρομπίτσα της, έπαιρνε το πρωινό της στηβεράντα που έβλεπε στη θάλασσα. Τα πυρόξανθα κυματιστάμαλλιά της αγκάλιαζαν με χάρη το αγγελικό της πρόσωπο,που είχε πάρει πάλι το ροδαλό χρώμα της υγείας.

– Σε βλέπω μια χαρά, της είπε εκείνος μόλις βολεύτηκεστον καναπέ πλάι της.

Page 240: h Korh Ths 8alassas

– Ευτυχώς, νιώθω περίφημα. Πάει, πέρασε κι αυτό. Δεθέλω να το θυμάμαι. Στα καλά καθούμενα κόντεψα να μείνωστον τόπο. Εσύ πώς τα πας;

– Μία από τα ίδια.

– Δηλαδή;

– Όπως τα ξέρεις. Ρουτίνα. Κάθε μέρα είναι απαράλλαχτημε την προηγούμενη. Τίποτα καινούριο. Τίποτασυνταρακτικό. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι.

– Είναι καιρός να βάλεις κι άλλα ενδιαφέροντα στη ζωήσου. Η ζωή δεν είναι δύο πράγματα μόνο. Είναι ένα σωρόεπιλογές, και για έναν άντρα της ηλικίας σου, της τάξης σουκαι της οικονομικής σου επιφάνειας, οι δυνατότητες είναιάπειρες.

– Όλα τα δοκίμασα και όλα τα βαρέθηκα.

– Δεν ντρέπεσαι να λες κάτι τέτοιο; Είναι αμαρτία, είναιαχαριστία στην ίδια τη ζωή που σου πρόσφερε τα πάντααπλόχερα. Είσαι γερός, δυνατός, νέος, μορφωμένος,πλούσιος, τι άλλο θέλεις; Πολλοί θα ζήλευαν τη θέση σου.Μόνο που εσύ δεν έχεις μάτια να ξεχωρίσεις τη χαρά, γιατίστο μυαλό σου κουβαλάς εμμονές, που σε τυφλώνουν και σερίχνουν στο σκοτάδι.

Page 241: h Korh Ths 8alassas

– Πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;

– Μα τόσο καιρό που επικοινωνούμε τηλεφωνικά καιγίναμε φίλοι, είδα καθαρά πως οι εμμονές σου σε βασανίζουνκαι σε κρατούν δέσμιο. Ξεκόλλα. Η ζωή είναι ωραία.

– Όταν έχω εσένα πλάι μου, όταν νιώθω την αύρα σου ναμε αγκαλιάζει, τότε γίνομαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τουκόσμου.

«Πάλι τα ίδια», είπε η Μυρτώ από μέσα της και άφησε τοβλέμμα της να πλανηθεί στη θάλασσα που απλωνότανγαλήνια μπροστά της. Η στιγμιαία σιωπή έπεσε βαριά, και οΠάρης δυσανασχέτησε.

– Τι έπαθες; Γιατί σταμάτησες απότομα να μιλάς; Αν είπακάτι που δεν έπρεπε, συγχώρα με. Παρασύρθηκα από ταπρωτόγνωρα συναισθήματα που νιώθω για εσένα.

– Πάρη, μήπως σου κάνει κακό που ήρθες εδώ να με δεις;Μήπως είναι καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ πια;Σέβομαι τα συναισθήματά σου για εμένα, όμως ξέρεις καλάπως δεν είναι αμοιβαία και, αν δεν αποδεχτείς τηνπραγματικότητα, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστεφίλοι. Και σου ορκίζομαι στο Θεό, τη φιλία σου τη θέλω καιαληθινά σ’ αγαπώ φιλικά. Νιώθω τόσο άνετα μαζί σου. Μετον τρόπο σου, τόσους μήνες που μιλάμε από το τηλέφωνο,

Page 242: h Korh Ths 8alassas

κέρδισες την εμπιστοσύνη μου και, πίστεψέ με, αν τύχει και δεμιλήσουμε κάποιες μέρες, μου λείπεις και σε αναζητώ.

– Κάτι είναι κι αυτό, σχολίασε ο Πάρης μ’ ένα αμυδρόχαμόγελο, και η Μυρτώ, για να αλλάξει το κλίμα, τονξεσήκωσε να πάνε μια βόλτα μέχρι εκεί όπου έδεναν ταψαροκάικα.

– Κοίτα, ένα ένα γυρίζουν. Πάμε να διαλέξουμε μια καλήψαριά για το μεσημέρι.

– Θα ανάψουμε την ψησταριά;

– Βέβαια.

– Να σταματήσουμε και στο μανάβη να πάρουμε φρέσκεςντομάτες για σαλάτα.

– Πάμε, πάμε να πάρουμε απ’ όλα.

– Και παστέλι και χαλβά και βανίλια με άρωμα μαστίχας.

– Ό,τι θες. Τα καλούδια του νησιού μας είναι πολλά.

– Το ξέρω. Θα κάνουμε τσιμπούσι.

– Αν θες, πες και στους δικούς σου. Η μητέρα μου θαγυρίσει όπου να ’ναι από την εκκλησία και θα φάμε τομεσημέρι όλοι μαζί στην αυλή μας. Κάτω από την

Page 243: h Korh Ths 8alassas

κληματαριά.

Ο Πάρης ενθουσιάστηκε με την ιδέα, ωστόσο φάνηκε νατο σκέφτεται.

– Θα ήταν υπέροχα να τρώγαμε όλοι μαζί εδώ, όμως οπατέρας μου είναι πολυάσχολος. Το ίδιο και η μητέρα.Σίγουρα θα έχουν κάνει το πρόγραμμά τους για σήμερα τομεσημέρι.

– Μα πώς; Αφού ήρθαν για διακοπές. Οι διακοπέςπροϋποθέτουν ελευθερία κινήσεων. Ξεγνοιασιά, έξω καρδιά,όσα πάνε κι όσα έρθουν. Αρκετό ζόρι τραβούν οι άνθρωποιστις πόλεις με τα πιεστικά ωράρια, που τους αγχώνουν καιτους αναγκάζουν να τρέχουν. Στις διακοπές πηγαίνουν για ναχαλαρώσουν.

– Αυτό ισχύει για τους απλούς ανθρώπους. Όχι για τονπατέρα μου, που τα καράβια του πηγαινοέρχονται στα πέρατατης Γης. Όλο και κάτι τυχαίνει και τα τηλέφωνα δεσταματούν να χτυπούν. «Μεγάλα καράβια, μεγάλεςφουρτούνες», λέει ο σοφός λαός. Για να μη μιλήσω για τημητέρα μου, που εξαιτίας της αβάσταχτης μοναξιάς τηςβρίσκει διέξοδο στα φιλανθρωπικά σωματεία και στιςσυγκεντρώσεις που οργανώνουν οι κυρίες της υψηλήςκοινωνίας.

Page 244: h Korh Ths 8alassas

– Καλά κάνει.

– Όμως και εκεί, αντί να βρίσκει κάποιο νόημα στη ζωήτης, την τρώει το σαράκι του ανταγωνισμού.

– Τι εννοείς;

– Η γυναικεία ματαιοδοξία σε όλο της το μεγαλείο. Κυρίεςκαθωσπρέπει κοιτάζουν πώς θα υπερέχει η μία της άλλης καιτρώγονται για το ποια θα φοράει τα ακριβότερα παρισινάμοντέλα και κοσμήματα.

– Έλυσαν όλα τους τα προβλήματα και αγχώνονται γιανα ξεχωρίσουν; ρώτησε η Μυρτώ, και ο Πάρης κούνησε τοκεφάλι.

– Ναι, δυστυχώς.

– Δεν το χωράει ο νους μου. Το θεωρώ –και με συγχωρείςπου το λέω, γιατί αφορά και τη μητέρα σου–, πολύ ποταπόκαι ανόητο. Αυτές οι γυναίκες δεν μπορεί να γεννήθηκανπλούσιες. Αυτές είναι σίγουρα νεόπλουτες. Δεν έχουνχορτάσει τα πλούτη. Δεν έχουν συνηθίσει στα χρήματα, γι’αυτό και δεν ξέρουν πώς να τα διαχειριστούν. Τα χρήματαείναι το μέσο για να βελτιώσουμε το επίπεδο και τηνποιότητα της ζωής μας, όχι για να τα επιδεικνύουμε. Σετελική ανάλυση, τι σημασία έχει πόσα διαθέτει καθένας στοντραπεζικό του λογαριασμό; Αυτό που έχει σημασία, κατά την

Page 245: h Korh Ths 8alassas

άποψή μου, είναι να συμπεριφέρεται κόσμια και να αγαπάειτους συνανθρώπους του. Αν έχει βάλει στόχο να ξεχωρίσει,θα τον παραδεχτώ μόνο όταν έχει κατορθώσει να γίνειεξαιρετικός επιστήμονας ή καλλιτέχνης που με το έργο τουθα συμβάλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Βέβαια, καιστους πλούσιους βγάζω το καπέλο αν χρησιμοποιούν μέροςαπό τα πλούτη τους για κοινωφελή έργα, όπως έκαναν τόσοικαι τόσοι ευεργέτες στον τόπο μας.

– Τι ωραία που τα λες! Όμως ο νεοπλουτισμός είναιαρρώστια. Όσοι πάσχουν, δεν τους αρκεί να είναι πλούσιοι.Θέλουν και να φαίνεται ότι είναι. Η μισή χαρά του πλούτουτους είναι να τον απολαμβάνουν και η άλλη μισή να τονδείχνουν, είπε ο Πάρης και, χτυπώντας την τρυφερά στηνπλάτη, την παρότρυνε να πάει να ντυθεί για να φύγουν για ταψώνια τους.

– Δε θα αργήσω, σε ένα λεπτό θα είμαι έτοιμη, απάντησεεκείνη.

Πράγματι, σε λίγο εμφανίστηκε και πάλι μπροστά του μεένα τζιν και ένα μακό μπλουζάκι. Εκείνος την κοίταξε καιχαμογέλασε.

– Να ’ξερες πόσο μου αρέσει η απλότητά σου. Μείνε αυτήπου είσαι. Ατόφια και ανεπιτήδευτη. Μην αλλάξεις ποτέ.

Page 246: h Korh Ths 8alassas

– Έλα, πάμε. Τι σ’ έπιασε τώρα; Τι είναι αυτά που λες;Γιατί να αλλάξω;

Ο Πάρης κούνησε το κεφάλι και προχώρησε προς τηναυλόπορτα χωρίς να μιλήσει. Αυτό που είχε κατά νου να πειτο άφησε να το πάρει το ποτάμι. Θεωρούσε ότι οι άνθρωποι,δυστυχώς, επηρεάζονται από το βιοτικό τους επίπεδο και τιςπιο πολλές φορές αλλάζουν και συνήθειες και γούστα καισυμπεριφορά. Λοξοκοιτάζοντας τη Μυρτώ που βάδιζεαμέριμνη στο πλάι του, σκέφτηκε πως ποτέ μέχρι τώρα δενείχε πάει με κάποιον από τους δικούς του να διαλέξουν ψάριααπό το καφάσι του ψαρά. Πάντα τα έβρισκεκαλοσερβιρισμένα στο πιάτο του και δεν τον ένοιαζε ηπροέλευσή τους. Αυτή τη γνώριζε μόνο η μητέρα του και ηοικονόμος τους, που ήταν υπεύθυνη για τις παραγγελίες καιτον ανεφοδιασμό του σπιτιού σε τρόφιμα. Και όλα έφτανανμε ένα τηλεφώνημα.

Ακούγοντας έπειτα από λίγο τους ψαράδες να διαλαλούντην ψαριά τους, πλησίασε χαμογελαστός κοντά τους.Σκύβοντας να διαλέξει τα ψάρια της αρεσκείας του, ζήτησεκαι τη γνώμη της Μυρτώς, και αφού γέμισαν μια σακούλα μεσπαρταριστά μπαρμπούνια για το τηγάνι και μια άλλη με έναφαγκρόπουλο για ψητό, έφυγαν από την ιχθυόσκαλα καιπήγαν ίσια στα μανάβικα να αγοράσουν ντομάτες και φρέσκασταφύλια της εποχής. Αυτή η μικρή βόλτα μέχρι την αγοράέδωσε στον Πάρη ιδιαίτερη χαρά. Κάθε λίγο και λιγάκι

Page 247: h Korh Ths 8alassas

σταματούσε και χάζευε και ρωτούσε και όλο και κάτι αγόραζε.

– Η καρδιά κάθε τόπου χτυπάει στην αγορά, σχολίασεμετά. Και τίποτα να μην πάρεις, μόνο που θα δεις τόσακαλούδια και θα ανακατευτείς με τόσο κόσμο, σίγουρα θαξεσκάσεις. Γι’ αυτό οι ψυχολόγοι συμβουλεύουν τουςκαταθλιπτικούς να βγαίνουν συχνά στα μαγαζιά. Η κίνησητης αγοράς, οι βιτρίνες, τα εμπορεύματα τραβούν τηνπροσοχή και κάνουν το μυαλό να ξεφεύγει από ταπροβλήματα που το απασχολούν.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Σε βλέπω ευχαριστημένο και χαίρομαι, του είπε, κιεκείνος της έκλεισε το μάτι.

– Πάμε τώρα στο σπίτι. Εσύ θα αναλάβεις το τηγάνι κι εγώτην ψησταριά. Αχ! Ξεχάσαμε να πάρουμε κάρβουνα.

– Δε χρειάζεται. Θα πρέπει να έχουμε. Ο Νικολήςκουβάλησε τις προάλλες. Δεν μπορεί να σώθηκαν. Μία φοράμόνο έψησε.

Ο Πάρης, μόνο που άκουσε το όνομα του Νικολή,απότομα βουβάθηκε. Η Μυρτώ το πρόσεξε, όμως δενπτοήθηκε. «Πρέπει να συνηθίσει. Πρέπει να καταλάβει πωςεγώ με τον Νικολή είμαστε ζευγάρι. Αν με θέλει για φίλη τουτόσο πολύ, θα πρέπει να αποδεχτεί και την παρουσία του

Page 248: h Korh Ths 8alassas

Νικολή», σκέφτηκε και συνέχισε να μιλάει για εκείνον.

– Κρίμα που δεν είναι εδώ. Θα κάνατε περίφημη παρέα οιδυο σας. Ο Νικολής είναι έξω καρδιά και ξέρει να περνάεικαλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, με πολύ λίγα πράγματα.Είναι αισιόδοξος κι έχει πάντα μια καλή κουβέντα για όλους.Γι’ αυτό και ο πατέρας μου τον ξεχώρισε σ’ εκείνο το μπάρκοπου τον είχε μαζί του και τον αγάπησε τόσο πολύ, ώστεέφτασε στο σημείο να μου τον προξενέψει.

– Τι είπες; Ο πατέρας σου σου τον γνώρισε;

– Ναι, εκείνος είχε τη φαεινή ιδέα να τον φέρει στο σπίτιμας για γαμπρό, και ήταν της τύχης γραφτό να δέσει αμέσωςτο γλυκό, είπε η Μυρτώ, και ο Πάρης χαμογέλασε.

– «Αν έχεις τύχη διάβαινε...» που λένε. Εγώ, όμως, θεωρώπως τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχουμε εμείς οι ίδιοι.

– «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», έλεγαν οι αρχαίοι ημώνπρόγονοι. Αν δεν κινηθούμε κι εμείς, μην περιμένουμε ναπέσει η τύχη στα πόδια μας. Πρέπει να την προκαλέσουμε. ΟΝικολής την προκάλεσε την τύχη του όταν αποδέχτηκε τηνπρόταση του συχωρεμένου του πατέρα μου να με γνωρίσει,και να που μας βγήκε σε καλό. Οι τυχερές στιγμές είναιπολλές και αναλογούν σε όλους μας, αρκεί να είμαστεανοιχτοί κι έτοιμοι να τις δεχτούμε. Η τύχη δεν περιμένει. Σου

Page 249: h Korh Ths 8alassas

χαμογελάει, κι αν δεν ανταποκριθείς, φεύγει. Και μετά μηντην είδατε! Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο, λοιπόν, άδειασε τομυαλό σου από τις εμμονές, τις προκαταλήψεις, τα ταμπούκαι θα δεις πως τα απλά, καθημερινά πράγματα μπορούν ναγεμίσουν τη ζωή σου. Τότε εκεί που δεν το περιμένεις θαανταμώσεις το άλλο σου μισό.

– Δεν το νομίζω. Είμαι πολύ δύσκολος.

– Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ. Για να σου πάνε ταπράγματα καλά θα πρέπει πάντα να σκέφτεσαι θετικά, για νααγκαλιάσει η θετική ενέργεια την αύρα σου. Είναι σαν ναμιλάς με το Θεό. Σαν να προσεύχεσαι για το καλό. Γι’ αυτόκαι η δύναμη της προσευχής, όταν τη λέει κανείς με την ψυχήτου, μπορεί να κάνει θαύματα.

– Δηλαδή, τι θες να πεις; Να προσευχηθώ για να μουστείλει ο Θεός μια καλή κοπέλα σαν κι εσένα;

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Απλώς σου προτείνω να καλομελετάς και να πάψεις,επιτέλους, να είσαι μια σκέτη άρνηση, πεισματάρης καιπνεύμα αντιλογίας.

– Μου τα ψέλνεις για τα καλά κι εγώ κάθομαι και σ’ακούω ευχαρίστως. Αυτό πώς το βρίσκεις; Αν μ’ έβλεπε απόκαμιά μεριά κάποιος από τους γνωστούς μου, δε θα πίστευε

Page 250: h Korh Ths 8alassas

στα μάτια του. Έχεις ένα δικό σου τρόπο να λες αυτό πουθέλεις χωρίς να εξοργίζεις τον άλλο.

– Αν παραμείνουμε φίλοι, να ξέρεις ότι εγώ πάντα θα σουλέω τα πράγματα με το όνομά τους. Όπως τααντιλαμβάνομαι, τουλάχιστον. Δε διεκδικώ το αλάθητο. Είναιπολύ πιθανό να πέφτω έξω στην κρίση μου, όμως να είσαισίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να σου γλυκάνω το χάπι.Και το ίδιο θα ήθελα να κάνεις κι εσύ για εμένα. Η μεταξύ μαςειλικρίνεια θα είναι το σύνθημά μας. Οι υπεκφυγές και οικολακείες είναι για λυκοφιλίες. Όχι για εμάς, που μας δένεικαι η μακρόχρονη καρδιακή φιλία των πατεράδων μας.

– Πιστεύεις, αλήθεια, στην πηγαία, ανιδιοτελή φιλίαανάμεσα σ’ έναν άντρα και σε μια γυναίκα;

– Τι σου λέω, Πάρη, τόση ώρα; Και βέβαια πιστεύω.Φτάνει να είναι μεταξύ τους ξεκάθαροι από την αρχή.

– Μα η έλξη του αρσενικού για το θηλυκό πάντα θααιωρείται. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Η φύση γέννησεαρσενικά και θηλυκά για να διασταυρώνονται.

– Αυτό ισχύει για τα ζώα. Όχι για τον άνθρωπο, πουδιαθέτει νου και κρίση και μπορεί να ελέγχει τις σεξουαλικέςτου ορμές.

Ο Πάρης στράφηκε και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα

Page 251: h Korh Ths 8alassas

γαλήνιο, χωρίς να σχολιάσει την τελευταία της φράση.Βάδισαν για λίγο σιωπηλοί και, φτάνοντας στο σπίτι,αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά κι έπιασαν αμέσως δουλειά.

Η κυρία Μαρκέλλα είχε στο μεταξύ γυρίσει από τηνεκκλησία και, όταν τους είδε στο νεροχύτη να καθαρίζουν ταψάρια παρέα, χαμογέλασε ευτυχισμένη και απομακρύνθηκεδιακριτικά από κοντά τους.

Η Μυρτώ αλεύρωσε τα μπαρμπούνια και τα έβαλε στοτηγάνι, ενώ ο Πάρης προσπάθησε αδέξια να ανάψει τακάρβουνα στην ψησταριά για να ψήσει το φαγκρόπουλο,αλλά έτσι ανίδεος που ήταν καταμουντζουρώθηκε. Επιπλέον,το ψάρι το άφησε παραπάνω και άρπαξε η πέτσα του και τοέβγαλε από τη σχάρα διαλυμένο.

Η Μυρτώ έστρωσε ένα λουλουδάτο τραπεζομάντιλο στοτραπέζι κάτω από την κληματαριά και, όταν εμφανίστηκε μετα φρεσκοτηγανισμένα μπαρμπούνια στην πιατέλα, ο Πάρηςκοίταξε μια τα μπαρμπούνια και μια το φαγκρόπουλο καικατσούφιασε σαν μικρό παιδί.

– Μου φαίνεται πως τα θαλάσσωσα. Πάει τοφαγκρόπουλο, το έκανα μαντάρα.

– Μπορεί να είναι πεντανόστιμο, είπε εκείνη κι έβαλε μιαμπουκιά στο στόμα της, που ήταν πικρή σαν φαρμάκι, και την

Page 252: h Korh Ths 8alassas

κατάπιε με το ζόρι.

– Λοιπόν, ακόμα επιμένεις πως είναι πεντανόστιμο;

– Για να είμαι ειλικρινής, όπως σου υποσχέθηκα, αυτή ηπρώτη σου απόπειρα δε στέφθηκε και με τόση επιτυχία. Τηνεπόμενη φορά είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις καλύτερα.Ευτυχώς, τα μπαρμπούνια είναι αρκετά. Με σαλάτα καιφρέσκο ψωμί που έφερε η μητέρα μου, θα φάμε περίφημα. Θαπιούμε και μια μαστίχα χωνευτική και αργότερα, πριν πέσει οήλιος, θα κάνουμε και μια βουτιά εδώ μπροστά στο λιμανάκιμας.

Όση ώρα μιλούσε η Μυρτώ, χρωματίζοντας τη φωνή της,ο Πάρης την άκουγε προσεκτικά, σαν να του έλεγε κάτισπουδαίο. Κάτι πρωτάκουστο. Οι απλές συνήθειες μιαςκυριακάτικης μέρας στο νησί τού έδωσαν χαρά και μιαπρωτόγνωρη αίσθηση ανεμελιάς. Με τη Μυρτώ και τημητέρα της κάθισαν στο τραπέζι, απόλαυσαν το φαγητό τουςκαι, αφού όλοι μαζί συμμάζεψαν μετά, πήγαν για μια σιέστα.

Ο Πάρης διάλεξε να ξαπλώσει στην αιώρα που κρεμόταναπό δυο μουριές, η κυρία Μαρκέλλα κλείστηκε στηνκρεβατοκάμαρά της και η Μυρτώ διάλεξε την ντιβανοκασέλατης σάλας, όπου υπήρχε ανεμιστήρας. Η ζέστη τουΣεπτέμβρη μπορεί να μην ήταν αφόρητη, όμως εκείνη τηνπρώτη εβδομάδα ακόμα καλά κρατούσε.

Page 253: h Korh Ths 8alassas

Ο νέος άντρας, που ήταν καλομαθημένος και τονενοχλούσαν τα έντομα, οι μύγες και τα κουνούπια, κοιμήθηκεεντούτοις του καλού καιρού στην αιώρα, απολαμβάνονταςτην αύρα της θάλασσας που δρόσιζε την αυλή κι έφερνε τηναλμύρα του πελάγους. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό τουένιωθε πάντοτε περιορισμένος. Η υπερπροστατευτική μητέρατου, όταν ήταν μικρός, φοβόταν μην κακοπάθει ο κανακάρηςτης, που τον απέκτησε ύστερα από τέσσερα θηλυκά, και τονείχε συνέχεια υπό επιτήρηση. Δύο νταντάδες είχαν αναλάβειτη φροντίδα του, και δύο δασκάλες, μια Αγγλίδα και μιαΕλληνίδα, του έμαθαν τα πρώτα του γράμματα. Όταν εκείνοςενηλικιώθηκε και ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία τουστον ελληνικό στρατό, η κυρία Ασπασία επαναστάτησε.

– Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού. ΣτηνΕλλάδα πηγαίνουμε μόνο για διακοπές το καλοκαίρι. ΟΠάρης δεν έχει καμιά δουλειά να τρέχει στα κατσάβραχα. Θαπληρώσουμε για την απαλλαγή του και θα ξεμπερδεύει,φώναξε στον άντρα της και τον έβγαλε από τα ρούχα του.

– Ποιος είναι ο γιος μας που θα πληρώσουμε για να μηνπάει στρατό; Κανένας μαλθακός ή κανένας ντιντής; Θα πάεινα παρουσιαστεί και να υπηρετήσει κανονικά, όπως όλα ταπαιδιά της Ελλάδας.

– Μα εμείς μένουμε εκτός Ελλάδας. Έπειτα, είναιμοναχογιός. Αν γίνει καμιά στραβή; Δικτατορία έχουν εκεί

Page 254: h Korh Ths 8alassas

κάτω. Οι συνταγματάρχες δεν αστειεύονται.

– Τι λες, ανόητη γυναίκα; Κρίμα, ήσουν και δασκάλα. Ογιος μας θα υπηρετήσει κανονικά τη θητεία του, όπως τηνυπηρετούν όλοι οι Έλληνες του εξωτερικού που διατηρούντην ελληνική ιθαγένεια. Δεν τον κάναμε για να τον έχεις γύρωαπό τα φουστάνια σου, φώναξε έξαλλος ο καπετάν Πέτρος,κι έτσι υπηρέτησε κανονικά ο Πάρης στο ναυτικό.

Βέβαια, σε πόστο εκλεκτό. Μακριά από αντάρες καιφουρτούνες. Στη Σχολή Δοκίμων. Ως αγγλόφωνος καιπτυχιούχος ναυτιλιακών σπουδών, φάνηκε χρήσιμος εκεί.Όμως δε ζορίστηκε, για να δει τι σημαίνει σκληραγωγία.«Τέλος πάντων, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα»,σκέφτηκε ο πατέρας του όταν ο Πάρης επέστρεψε στηνΑγγλία με το απολυτήριο στα χέρια, κι από εκεί και μετά τονέστρωσε στη δουλειά. Το ένα μπάρκο διαδεχόταν το άλλο.

– Αν δε γεμίσουν τα ρουθούνια σου με την αλμύρα τηςθάλασσας, του έλεγε, δε θα μπορέσεις ποτέ να έρθεις στηθέση μου. Να κοντρολάρεις τόσα καράβια και τόσαπληρώματα από το γραφείο σου στο Λονδίνο. Για ναπετύχεις στη δουλειά σου πρέπει να έχεις τα πληρώματα με τομέρος σου. Οι καπετάνιοι θα είναι δικοί σου. Αν είναι δυνατό,συγγενείς σου. Δεν πάντρεψα κατά τύχη τις αδερφές σου μεκαπετάνιους. Το σκέφτηκα καλά. Μέσα σε τόσους πουγνώρισα, διάλεξα τους καλύτερους, για να κάνουν οικογένειες

Page 255: h Korh Ths 8alassas

σωστές και να πάει και η δουλειά μας καλά. Κι εσύ πρέπει ναπάρεις μια κοπελιά δικιά μας. Να ξέρει τις χαρές και τις πίκρεςτης θάλασσας. Να νιώθει τον ιδρώτα σου και τις αγωνίεςσου. Σε άφησα όσο ήσουν νέος να χαρείς τον ποδόγυρο, μαμόλις πάμε το καλοκαίρι στο νησί, ετοιμάσου να δεχτείςπροξενιά. Έχουμε προτάσεις πολλές. Κοπέλες από άριστεςοικογένειες. Στόλους ολόκληρους έχουν οι πατεράδες τους.Θα διαλέξεις εκείνη που θα μιλήσει, γιε μου, στην καρδιάσου. Μετά, τα άλλα, άσ’ τα σ’ εμένα. Θα τα μιλήσω εγώ μετους δικούς της και με το γάμο σας θα φτιάξουμεαυτοκρατορία. Ακούς, γιε μου; Αυτοκρατορία.

Page 256: h Korh Ths 8alassas

11 Στην Αρμάτα

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να ανακαλύψει νέουςωκεανούς αν δεν έχει το θάρρος να απομακρυνθεί από τηνακτή. Όταν, όμως, πάρει φόρα, τις πιο πολλές φορές δεν τονσταματάει τίποτα. Όπως τον καπετάν Πέτρο, που ακόμα καιτους γάμους των παιδιών του τους σχεδίαζε με πρωταρχικόγνώμονα το συμφέρον της δουλειάς του. Βέβαια, στηνπερίπτωση του μοναχογιού του λογάριαζε χωρίς τονξενοδόχο. Χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Πάρη, πουφούντωνε από θυμό κάθε φορά που άκουγε τον πατέρα τουνα κάνει σχέδια για το δικό του μέλλον. Για να μην αρπαχτείμαζί του και τον κακοκαρδίσει, άλλαζε αμέσως κουβέντα καιτου ξεγλιστρούσε.

Εκείνη την πρώτη Κυριακή των διακοπών του στο νησί,ούτε που εμφανίστηκε όλη μέρα στην έπαυλη της οικογένειάςτου που βρισκόταν σ’ έναν πανέμορφο όρμο στοβορειοανατολικό μέρος, περιτριγυρισμένη από ένοπλουςφρουρούς. Οι απαγωγές ήταν και είναι ο φόβος τωνπλουσίων, γι’ αυτό και ο καπετάν Πέτρος έπαιρνε τα μέτρατου.

– Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά, έλεγε και

Page 257: h Korh Ths 8alassas

αγόγγυστα πλήρωνε για την ασφάλειά του, τον προσωπικότου σωματοφύλακα που ήταν και ο οδηγός του στο Λονδίνο,όπως και τους μόνιμους φρουρούς ή τους έκτακτους πουπροσλάμβανε κατά καιρούς, ανάλογα με τις μετακινήσειςτου.

Ο Πάρης, μόνο που τους έβλεπε, ανακατευόταν. Ένιωθεεγκλωβισμένος, σαν να ζούσε σε χρυσή φυλακή.

Γι’ αυτό πέρασε θαυμάσια με την παρέα της Μυρτώς. Γιατίένιωθε ελεύθερος. Ψώνισαν, μαγείρεψαν, έφαγαν, ήπιαν,αναπαύτηκαν και το απογευματάκι κολύμπησαν κι έκανανβαρκάδα μέχρι να γείρει ο ήλιος.

Ο Πάρης τραβούσε το κουπί και η Μυρτώ τού διηγούνταντις ιστορίες που της έλεγε ο πατέρας της από τα ταξίδια τουστην Άπω Ανατολή.

– Όταν παντρευτούμε με τον Νικολή, θέλω να πάμεγαμήλιο ταξίδι στη μακρινή Ιαπωνία. Στο Τόκιο, στο Κιότο,στη Γιοκοχάμα. Εκεί έμαθε ο πατέρας μου πως η μητέρα μουήταν έγκυος σ’ εμένα και έστησε μαζί με τους ναύτες τουγλέντι τρικούβερτο. Μακάρι, βρε Πάρη, να γνώριζες κι εσύ τηγυναίκα της ζωής σου και να το κάναμε το ταξίδι αυτό όλοιμαζί.

Ο Πάρης δεν απάντησε. Απέφυγε να την κοιτάξει και ο

Page 258: h Korh Ths 8alassas

νους του πήγε στον πατέρα του και στα προξενιά που είχε στασκαριά.

– Κάτι ετοιμάζει ο πατέρας για εμένα, είπε ξαφνικά,περισσότερο για να της κεντρίσει τη ζήλια, γιατί βαθιά μέσατου πίστευε πως την ενδιέφερε, αλλά εκείνη δεν ήθελε να τοπαραδεχτεί.

Ωστόσο η Μυρτώ χαμογέλασε χαρούμενη.

– Μακάρι, μακάρι να σου κάτσει. Μακάρι να είναι αυτήπου περιμένεις. Να τα ταιριάξετε, να αγαπηθείτε με την πρώτηματιά.

Τότε ο Πάρης δεν άντεξε.

– Μυρτώ, με δουλεύεις; Αυτά γίνονται μόνο στο σινεμά.Είναι δυνατό στην εποχή μας να πάρω γυναίκα με προξενιό;

– Και τι με αυτό; Έτσι κι αλλιώς, κάπου θα τη γνωρίσεις.Κάποιος θα σου τη γνωρίσει. Όπως έγινε μ’ εμένα και τονΝικολή.

Έπεσε μεταξύ τους σιωπή, όμως το ύφος του Πάρηέδειχνε πως ήταν έτοιμος να εκραγεί. Με γρήγορο κουπίγύρισε πίσω στο λιμανάκι κι έβγαλε τη βαρκούλα τουσυχωρεμένου του καπετάν Γιώργη στη στεριά.

Page 259: h Korh Ths 8alassas

– Γιατί θύμωσες; Είπα κάτι που δεν έπρεπε; τον ρώτησετότε η Μυρτώ. Δε σε ανάγκασε κανείς να παντρευτείς με τοστανιό. Κουβέντα κάναμε.

Ευχαρίστως θα την κατσάδιαζε εκείνη τη στιγμή.«Κανονικά πρέπει να πάρω δρόμο και να φύγω και να μηντην ξαναδώ. Εγώ κάνω το παν για να την ευχαριστήσω κιεκείνη μ’ έχει πρήξει με τον Νικολή. Επίτηδες το κάνει; Δενξέρω, ίσως, μπορεί...» σκέφτηκε, μα μόλις την άφησε στηνπόρτα της, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο ήλιοςείχε χαθεί πίσω από τα βουνά. Κι ένα ολόγιομο φεγγάρικαθρεφτιζόταν στο πέλαγος και άστραφτε η πλάση.

«Τι κρίμα μια τόσο ωραία βραδιά να είμαι μόνος!» είπεαπό μέσα του ο Πάρης, αγναντεύοντας από το μπαλκόνι τηςκρεβατοκάμαράς του. Το σαλόνι της έπαυλης, οι κήποι και οιεξώστες ήταν γεμάτοι κόσμο. Οι σερβιτόροι γέμιζαν τουςμπουφέδες με εκλεκτά εδέσματα, η ορχήστρα είχε πάρει τηθέση της κάτω από το κιόσκι κι έπαιζε νησιώτικους χορούς,ενώ η ρακή, το κρασί και η σαμπάνια έρρεαν άφθονα.

– Καλώς ορίσατε! Καλές διακοπές! έλεγαν οι καλεσμένοικαι τσούγκριζαν τα ποτήρια τους πότε με τον καπετάν Πέτροκαι πότε με τη γυναίκα του.

Οι ομιλίες, τα γέλια και η μουσική έφταναν ανακατεμέναστα αφτιά του Πάρη και τον ζάλιζαν. Ο πατέρας του, έπειτα

Page 260: h Korh Ths 8alassas

από μεγάλη πίεση, του είχε αποσπάσει την υπόσχεση ότι θαπαραβρισκόταν έστω για λίγο στη δεξίωση, αλλά εκείνος,μόνο που έβλεπε από μακριά όλο αυτό το νταβαντούρι, αντίνα ευθυμήσει, πάθαινε ψυχοπλάκωμα. Και τι δε θα ’δινε ναπερνούσε και το βράδυ του κοντά στη Μυρτώ. Και ας τονκακοκάρδισε πριν αποχωριστούν. Πέρασε μαζί της όλη τημέρα τόσο ήρεμα, τόσο απλά, τόσο ανθρώπινα. «Τι τιςθέλουν οι γονείς μου αυτές τις βεγγέρες;» αναρωτήθηκε καιαπότομα έκλεισε την μπαλκονόπορτα για να μην ακούει.Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, μπήκε ανόρεχτα στομπάνιο. Όλοι οι πλοιοκτήτες του νησιού με τις φαμίλιες τουςδιασκέδαζαν εκείνη την ώρα στο σπίτι τους. «Θεέ μου, πόσοτα βαριέμαι όλα αυτά!» είπε από μέσα του, κοιτάζοντας τοπρόσωπό του στον καθρέφτη καθώς ξυριζόταν. «Μάλλονματαιοπονώ με τη Μυρτώ», συνέχισε τις σκέψεις του, αλλάστη στιγμή άλλαξε γνώμη. «Δε θα καταθέσω τα όπλα.Κάποια φρούρια πέφτουν αμέσως και κάποια άλλα έπειτααπό μακροχρόνια πολιορκία. Δε θα παραιτηθώ έτσι εύκολα.Θα γίνω η σκιά της. Όσο ο αρραβωνιαστικός της βρίσκεταιμακριά, έχω το χρόνο με το μέρος μου, καθώς μάτια που δεβλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται», κατέληξε καιχαμογέλασε ικανοποιημένος.

Η ολιγόλεπτη παρουσία του στη γιορτή εκείνο το βράδυέδωσε ιδιαίτερη χαρά στον πατέρα του, που τον περίμενεεναγωνίως για να τον συστήσει με καμάρι στις ελεύθερεςκόρες των συναδέλφων του. Μια χαρά κοπέλες ήταν οι πιο

Page 261: h Korh Ths 8alassas

πολλές. Καλομεγαλωμένες, με εκλεπτυσμένους τρόπους καισυμπεριφορά, όμως ο Πάρης δεν είχε μάτια για καμία. Αφούαντάλλαξε δυο τυπικές κουβέντες με όλες, τις άφησε ναχορέψουν τους νησιώτικους χορούς και με ελαφράπηδηματάκια αποσύρθηκε στα ιδιαίτερά του.

Η μουσική συνέχιζε να παίζει έως αργά. Εκείνος, όσο καινα προσπάθησε, δεν τα κατάφερε να κλείσει μάτι.Μπαινοβγαίνοντας στο μπαλκόνι, κοίταζε τον έναστροουρανό και παρακαλούσε να ξημερώσει η καινούρια μέρα γιανα πάει να χτυπήσει και πάλι την πόρτα της Μυρτώς.

Χλομός και κουρασμένος από το ξενύχτι έφτασε στοκατώφλι της το άλλο πρωί και της ζήτησε έναν καφέελληνικό. Όταν του τον έφερε σερβιρισμένο στο δίσκο με τοκολλαριστό δαντελένιο πετσετάκι, συνοδευόμενο από δύοσπιτικά κουλουράκια, την κοίταξε με τρυφερότητα.

– Πώς τα πέρασες χτες; Τι έγινε τελικά; Ήταν ωραία ηγιορτή;

– Όπως το περίμενα. Μια βαρετή βραδιά.

– Γιατί; Δεν ήρθαν οι κοπελιές; Δεν έγινε γλέντι; Δεν είχανκέφι; Δε χορέψατε;

– Σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη. Μη μου το θυμίζεις. Δεθέλω να μιλάω για ένα ακόμα βράδυ στο οποίο

Page 262: h Korh Ths 8alassas

σκυλοβαρέθηκα.

– Αλήθεια, τι έγιναν οι κολλητοί σου; Πώς και δεν τουςκουβάλησες μαζί σου αυτή τη φορά;

– Τους βαρέθηκα κι αυτούς. Όλα τα βαρέθηκα. Θέλω νααλλάξω τη ζωή μου ριζικά. Δε νιώθω ευχαριστημένοςπουθενά. Μόνο μαζί σου περνάω καλά, γι’ αυτό, αν δε σεενοχλώ, θα έρχομαι καθημερινά να σε βλέπω όσο βρίσκομαιστο νησί.

– Να έρχεσαι, να έρχεσαι, η παρέα σου μου δίνει χαρά.

– Να έρθω αύριο να σε πάρω με το σκάφος του πατέρα ναπάμε στα απέναντι παράλια; Θα κολυμπήσουμε, θαψαρέψουμε, θα κάνουμε σκι.

– Δεν ξέρω σκι.

– Και λοιπόν; Να μια καλή ευκαιρία να μάθεις. Τίποτα δενείναι. Λίγη δύναμη στα πόδια και με τεντωμένα χέρια κρατάςτο σκοινί και γλιστράς πάνω στο νερό. Έτσι ανάλαφρη πουείσαι εσύ, αμέσως θα σηκωθείς.

– Μου αρέσει η ιδέα, όμως τι να σου πω; Θα προτιμούσανα οργανώναμε μια τέτοια εκδρομούλα αν είχαμε μαζί μαςκαι τον Νικολή, που ξέρει από σκάφη και θα κάνατε ωραίαπαρέα οι δυο σας.

Page 263: h Korh Ths 8alassas

Ο Πάρης δεν κόμπιασε.

– Θα γίνει κι αυτό. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα γίνεισίγουρα. Όμως, προς το παρόν, ο καλός σου κωλύεται.

– Μου τηλεφώνησε χτες βράδυ. Βγήκε για λίγο στονΠειραιά. Με ρώτησε για εσένα και τον πατέρα σου. Του είπαπως σου κάνει προξενιά, και ο Νικολής σού στέλνει τις ευχέςτου.

– Ευχαριστώ, απάντησε ο Πάρης με μια μικρήκαθυστέρηση. Η λέξη «προξενιά» αντήχησε στα αφτιά τουσαν βρισιά, αλλά δεν τη σχολίασε.

Η μέρα τους γέμισε μετά με μπάνιο στη θάλασσα, ψώνια,μαγείρεμα, φαγητό και κουβέντα. Ο διάλογος φέρνει τουςανθρώπους πιο κοντά. Αυτό πίστευε ο Πάρης κι αυτό έκανε.

– Σου αρέσει το ψάρεμα;

– Μου αρέσει.

– Σου αρέσει να παίζεις ρακέτες στην άμμο;

– Με τρελαίνει.

– Πάμε, λοιπόν! Τι καθόμαστε; Διακοπές έχουμε καιπρέπει να τις χαρούμε.

Page 264: h Korh Ths 8alassas

Έτσι ο Πάρης συνέχισε να επισκέπτεται καθημερινά τηΜυρτώ, με την ανοχή, βέβαια, και τις ευλογίες της μητέραςτης, που τον ήθελε πολύ περισσότερο από τον Νικολή γιαγαμπρό της τώρα πια. Ο Νικολής μπορεί να ήταν λεβέντης,αθλητικός και να υπερείχε σε εμφάνιση από τον Πάρη, πουήταν μετρίου αναστήματος, με γαμψή μύτη και αραιά μαλλιά,αλλά ο Πάρης ήταν ο μοναχογιός του καπετάν Πέτρου. Τουμεγάλου και τρανού καπετάν Πέτρου, που η φήμη του έφτανεστα πέρατα του κόσμου. Η κόρη της, αν παντρευόταν τονΠάρη, θα γινόταν βασίλισσα. Θα ζούσε ζωή χαρισάμενη. Θαείχε πάντα το σύντροφό της στο πλευρό της και δε θατραβούσε τα βάσανα και τις ατέλειωτες μοναξιές τηςγυναίκας του ναυτικού, που πέρασε και η ίδια. «Ό,τι είναι ναγίνει, ας γίνει γρήγορα, Παναγιά μου», ευχόταν η κυρίαΜαρκέλλα και σταύρωνε κι έφτυνε την κόρη της. Ήδη το νησίβούιζε και τα στόματα έκοβαν κι έραβαν στη γειτονιά, στοπαζάρι, στο λιμάνι, στην πλατεία, αφού η Μυρτώ και ο Πάρηςπεριφέρονταν απροκάλυπτα παρέα.

Στο μεταξύ, η κυρία Μαρκέλλα περίμενε ένα τηλεφώνημαή μια επίσκεψη από τον πατέρα του Πάρη, όσο βρισκόταν στονησί, όμως αυτός δεν έκανε καμία κίνηση. Σαν να είχαν κοπείοι δεσμοί που τους ένωναν μετά το θάνατο του άντρα της. Οκουμπάρος τους την είχε αγνοήσει τελείως, και δεν περίμενεμια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του. Από τη γυναίκα του,την Ασπασία, την περίμενε. Όχι, όμως, από τον καπετάνΠέτρο. «Λες να έμαθε για τις καθημερινές επισκέψεις του γιου

Page 265: h Korh Ths 8alassas

του και να του κακοφάνηκε που τον μαζεύω στο σπίτι, ενώ ογαμπρός μου λείπει;» αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα.«Ίσως», απάντησε στον εαυτό της, χωρίς να τη νοιάξει καιπολύ. «Άλλωστε, μετράει πάνω απ’ όλα τι θέλει ο Πάρης.Και, σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν πάρουν άλλη τροπή οισχέσεις της Μυρτώς και του Πάρη, που το εύχομαι ολόψυχα,άμα θέλει η νύφη και ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός.Τύφλα να ’χει ο κόσμος όλος», κατέληξε μέσα της η κυρίαΜαρκέλλα και χαμογέλασε.

Πλησίαζε το δεύτερο σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη, και οΠάρης, που περνούσε τις καλύτερες διακοπές της ζωής του μετη Μυρτώ, δεν ήθελε να σκεφτεί πως πολύ σύντομα ήτανυποχρεωμένος να την αποχωριστεί. Εκείνη έπρεπε να γυρίσειστην Αθήνα για τις σπουδές της κι αυτός στο Λονδίνο για τηδουλειά του. Ο αρραβωνιαστικός της, που βρισκόταν στηΚρήτη, της τηλεφωνούσε κάθε βράδυ την ίδια πάντα ώρα,μάθαινε τα νέα της, της έστελνε την αγάπη του και, πρινκλείσει το τηλέφωνο, δεν παρέλειπε να της πει να δώσειχαιρετισμούς στο μέλλοντα κουμπάρο τους. Ήταν τόσοσίγουρος για τη σχέση τους, που δεν καταδέχτηκε καν νασχολιάσει τις καθημερινές επισκέψεις του Πάρη στο σπίτι τηςαρραβωνιαστικιάς του.

– Την Παρασκευή που μας έρχεται είναι πολύ πιθανό ναπιάσουμε στον Πειραιά και να πάρω για λίγες ώρες άδεια,ενημέρωσε την αγαπημένη του, και τη Μυρτώ δεν την

Page 266: h Korh Ths 8alassas

κρατούσε τίποτα και ξεσηκώθηκε να φύγει από το νησί.

– Έτσι κι αλλιώς, την άλλη εβδομάδα ξεκινούν ταμαθήματα στη σχολή. Τι τότε, τι τώρα, είπε στον Πάρη, αλλάεκείνος, αντί να κατσουφιάσει, χαμογέλασε.

– Να σου πω την αλήθεια, Μυρτώ, κι εγώ είχα κατά νουνα πάω στις Σπέτσες αυτό το σαββατοκύριακο για τηναναπαράσταση της ναυμαχίας της 8ης Σεπτεμβρίου 1822.

– Ναι, έχω ακούσει πως, κάθε χρόνο, το δεύτεροσαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη είναι αφιερωμένο στιςεκδηλώσεις για τον εορτασμό της Παναγίας της Αρμάτας καιτης επετείου της ναυμαχίας. Μάλιστα, έχω δει καιφωτογραφίες στις εφημερίδες από την πυρπόληση τουομοιώματος της τουρκικής ναυαρχίδας, που βούλιαξεμπροστά στο λιμάνι, όμως δεν έτυχε να βρεθώ ποτέ σε αυτήτη γιορτή.

– Λοιπόν, άκου, είναι ευκαιρία να πάμε μαζί. Θα δεις τοναγαπημένο σου την Παρασκευή στον Πειραιά και το Σάββατοτο πρωί θα σε πάρω με το κότερο και θα πάμε μαζί στιςΣπέτσες.

Η Μυρτώ τον κοίταξε σκεφτική.

– Μπορεί να καταφέρει ο Νικολής να πάρει όλο τοτριήμερο άδεια και να έρθει μαζί μας, της είπε τότε για να την

Page 267: h Korh Ths 8alassas

καθησυχάσει, και της Μυρτώς της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα,αλλά δεν το έδειξε. Ο Πάρης συνέχιζε να προσπαθεί να τηνπείσει: Οι πιο πολλοί Έλληνες πλοιοκτήτες που βρίσκονταιαυτή την εποχή στην Ελλάδα με τα κότερά τους θα βάλουνπλώρη για τις Σπέτσες. Καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει. Ηαναπαράσταση της ναυμαχίας είναι εκπληκτική. Δεν πρέπεινα τη χάσουμε, Μυρτώ, θέλω πολύ να τη δω.

Της μιλούσε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, και ηκοπέλα, με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, τελικά κούνησεκαταφατικά το κεφάλι.

Η μητέρα της, όταν η Μυρτώ την πληροφόρησε για τασχέδια του Πάρη, είπε χαμογελώντας πλατιά:

– Να πας στο καλό και να περάσεις καλά. Είσαι μεγάληκοπέλα. Εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Η ζωή είναι δικιά σου.Σου ανοίγονται δρόμοι πολλοί. Κοίτα να επιλέξεις τονκαλύτερο.

Με το πλοίο της γραμμής έφτασε η Μυρτώ τηνΠαρασκευή το πρωί στον Πειραιά, και σε μία ώρα από τηνάφιξή της στο διαμέρισμα, την πόρτα της χτύπησε ο Νικολής.Αντικρίζοντάς τον μπροστά της με την κατάλευκη στολή τουκαι το αγέρωχο ύφος του, έπεσε στην αγκαλιά του καιαφέθηκε στα χάδια του και τα φιλιά του.

Page 268: h Korh Ths 8alassas

– Σ’ αγαπώ.

– Κι εγώ σ’ αγαπώ, κορίτσι μου.

– Είσαι ο θησαυρός μου. Είμαι τυχερή που έχω εσένα πλάιμου, ακριβέ μου. Η λαχτάρα της για εκείνον ήταν τόσομεγάλη, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του.

– Τι έπαθες;

– Με τρελαίνεις. Δε σε χορταίνω. Σε αποθύμησα τόσοπολύ! Και όσο σκέφτομαι ότι θα φύγεις σε λίγο και ποιοςξέρει έπειτα από πόσο καιρό θα σε ξαναδώ, κάτι παθαίνω.

– Το καλύτερο σου το άφησα για το τέλος, της είπε τότεεκείνος και μ’ ένα πονηρό χαμόγελο της έκλεισε το μάτι. Τοκαράβι θα παραμείνει στη Σαλαμίνα και ο κυβερνήτης μούέδωσε τριήμερη άδεια.

Η Μυρτώ έμεινε κόκαλο.

– Το λες αλήθεια;

– Αλήθεια.

– Αυτό είναι θαυμάσιο! Καταπληκτικό! Αν ήξερες τιπρόταση έχουμε γι’ αυτό το σαββατοκύριακο! Ο Πάρης μάςκάλεσε να πάμε μαζί του στις Σπέτσες για την Αρμάτα, την

Page 269: h Korh Ths 8alassas

αναπαράσταση της ναυμαχίας.

Ο Νικολής παρέμεινε για λίγο σιωπηλός.

– Είναι ευκαιρία να τον γνωρίσεις κι εσύ καλύτερα,πρόσθεσε η Μυρτώ, και ο αρραβωνιαστικός της χαμογέλασε.

– Μου αρέσει η ιδέα, και αυτή η ναυτική γιορτή είναι τοκάτι άλλο. Πρόσφατα ξαναδιάβασα για τη ναυμαχία τωνΣπετσών. Θέλεις να σου φρεσκάρω λίγο τη μνήμη σου;

– Και βέβαια θέλω, απάντησε η Μυρτώ και κούρνιασεπλάι του.

– Ο τουρκικός στόλος, ορμώμενος από τη Μονεμβασιά,κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο, που το πολιορκούσαν απόξηράς οι δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντη και απόθαλάσσης οι δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.Μόλις έφτασαν στη Σπετσοπούλα, τα τουρκικά πλοίαβρέθηκαν αντιμέτωπα με το στόλο των τριών ένδοξωννησιών μας, των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών. Τότε οναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έδωσε διαταγή να κινηθεί οελληνικός στόλος προς τον Αργοσαρωνικό, για ναεγκλωβίσει εκεί τον τουρκικό. Οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι,όμως, για να μην αφήσουν τις Σπέτσες ανυπεράσπιστες στοέλεος των Τούρκων, αγνόησαν τη διαταγή του Μιαούλη καιεπιτέθηκαν εναντίον τους. Η σφοδρότητα της ναυμαχίας

Page 270: h Korh Ths 8alassas

ήταν τέτοια, που οι Υδραίοι έβλεπαν τον καπνό και νόμιζανότι οι Σπέτσες καίγονται.

»Μέσα σε αυτή την αντάρα, ο Σπετσιώτης πυρπολητήςΚοσμάς Μπαρμπάτσης, αψηφώντας τον κίνδυνο, όρμησε μετο πυρπολικό του στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού καιπυρπόλησε την εχθρική ναυαρχίδα, που βούλιαξε μπροστάστο λιμάνι. Έτσι, ο τουρκικός στόλος υποχώρησε άπρακτος,είπε ο Νικολής, και η Μυρτώ, έτσι όπως είχε γείρει στηναγκαλιά του και τον άκουγε προσεκτικά, σαν να της έλεγεπαραμύθι, όταν έπαψε εκείνος να μιλάει, της κακοφάνηκε.

– Και μετά; ρώτησε γεμάτη περιέργεια.

Ο Νικολής γέλασε.

– Τη συνέχεια θα τη μάθεις αύριο στις Σπέτσες. Εγώ ό,τιήξερα σου το είπα.

Το τηλέφωνο κουδούνισε νωρίς το πρωί και με μια κεφάτηφωνή ο Πάρης καλημέρισε τη Μυρτώ.

– Βρίσκομαι κοντά σου. Στο λιμάνι της Ζέας. Έχει μιαμπουνάτσα μούρλια. Λάδι η θάλασσα. Δεν κουνιέται φύλλο.Σε δύο ώρες θα είμαστε στις Σπέτσες. Κάνε γρήγορα. Σουθυμίζω, «Ασπασία» λένε το κότερο και είναι νηολογημένοστο Σαουθάμπτον.

Page 271: h Korh Ths 8alassas

– Καλά, καλά, ερχόμαστε, είπε η Μυρτώ και δεν πρόλαβενα του μιλήσει για τον Νικολή, γιατί ο Πάρης έκλεισε τοτηλέφωνο.

Μόλις έβαλε το ακουστικό στη θέση του,συνειδητοποίησε την τελευταία λέξη που άκουσε και τουανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Την τύχη μου μέσα!» σκέφτηκε τσατισμένος. «Τώραβρήκε να βγει ο ναύτης στη στεριά; Λες να κάνω λάθος;Όμως άκουσα καλά. Μίλησε στον πληθυντικό. “Ερχόμαστε”,είπε. Αποκλείεται να έρχεται με τη μάνα της, σίγουρα έρχεταιμε το μορφονιό. Φταίω κι εγώ που τον κάλεσα. Όμως τοέκανα μόνο και μόνο για να την πείσω να έρθει μαζί μου.Έπαιξα κι έχασα», κατέληξε, και από εκεί που ήτανευδιάθετος, κατέβασε τα μούτρα και με σφιγμένα χείληπερίμενε να δει τι άλλο του έμελλε να πάθει για χάρη τηςΜυρτώς.

Όταν την είδε σεινάμενη κουνάμενη να καταφθάνει με τοναρραβωνιαστικό της, ήθελε να φουντάρει στη θάλασσα. Πιοόμορφη από ποτέ, με τα πλούσια μαλλιά της να πέφτουνανάλαφρα στους ώμους της, που άφηνε ακάλυπτους τοεξώπλατο μπλουζάκι της, με το τζιν εφαρμοστό παντελόνι νατονίζει τις καλλίγραμμες καμπύλες της, πριν ανέβει στοσκάφος έσκυψε να βγάλει τα πέδιλά της, και ο αγαπημένοςτης, που δεν την άφηνε από τα μάτια του, την κράτησε από το

Page 272: h Korh Ths 8alassas

χέρι για να μην παραπατήσει.

Ο Πάρης, που ήθελε τόσο πολύ να βρισκόταν στη θέσητου, αναστέναξε. «Έχει αστέρι ο τύπος», είπε από μέσα τουκαι, ξεροβήχοντας για να διώξει τον κόμπο που του στάθηκεστο λαιμό από τη ζήλια, πήρε μια βαθιά ανάσα καικαρφίτσωσε στα χείλη του ένα πλατύ χαμόγελο.

– Καλημέρα, καλώς τους, καλώς ορίσατε! είπε με βραχνήφωνή.

– Καλώς σε βρήκαμε, απάντησε ο Νικολής και του έσφιξεεγκάρδια το χέρι.

Η Μυρτώ, στο πλάι του, του ’σκασε ένα γλυκό χαμόγελοκαι κάθισε στον κατάλευκο δερμάτινο καναπέ της πρύμης.Την ίδια στιγμή, το πλήρωμα, ο καπετάνιος, ο μηχανικός καιοι τέσσερις ναύτες, φορώντας απαστράπτουσες λευκέςστολές, πέρασαν ένας ένας και καλωσόρισαν τουςκαλεσμένους. Ένας καμαρότος πήρε τις αποσκευές τους καιτις κατέβασε στην καμπίνα τους, ενώ ένας άλλος τούςπρόσφερε φρέσκο φρουτοχυμό.

– Εις υγείαν. Καλό μας ταξίδι και καλά να περάσουμε, είπεο Νικολής και, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω στοπολυτελέστατο κότερο, άφησε ένα θαυμαστικό επιφώνημα.Ποπό! Καλοτάξιδο να είναι. Σπουδαίο σκαρί. Να το χαίρεσαι,

Page 273: h Korh Ths 8alassas

κουμπάρε. Μπράβο!

– Ευχαριστώ, όμως δεν είναι δικό μου, είναι του πατέραμου. Γι’ αυτό κι έχει το όνομα της μητέρας μου. Το δικό μουθα έχει το όνομα της γυναίκας μου, παρατήρησε ο Πάρηςλοξοκοιτάζοντας τη Μυρτώ και, κουνώντας το κεφάλι,πρόσθεσε: Αλλά ακόμα δε βρέθηκε η κατάλληλη.

– Σου εύχομαι να βρεις την καλύτερη, και θα τη βρεις.

Ο Πάρης δε μίλησε.

– Τι γίνεται; Γιατί δε φεύγουμε; ρώτησε έπειτα από παύσηο Νικολής.

– Περιμένουμε τους γονείς μου. Πήγαν για ψώνια στονΠειραιά, και όπου να ’ναι θα φανούν.

– Α, θα είμαστε μεγάλη παρέα! Τον πατέρα σου τονσυμπαθώ ιδιαίτερα. Άκουσα τόσες ιστορίες από τοσυχωρεμένο τον πεθερό μου για εκείνον. Τον αγαπούσε καιτον θαύμαζε πολύ για τη διορατικότητα και το θάρρος του.

Ενώ ο Πάρης, από την ώρα που είδε τον Νικολή, με τοζόρι άνοιγε το στόμα να μιλήσει, ο Νικολής ήταν λαλίστατοςκαι τόσο άνετος μαζί του, που του έκανε εντύπωση. Ύστερααπό την πρώτη κρυάδα, άρχισε σιγά σιγά κι εκείνος ναξεμουδιάζει και να σκέφτεται λογικά. «Στους δύο τρίτος δε

Page 274: h Korh Ths 8alassas

χωρεί». Αυτό το ήξερε από την αρχή και κανονικά έπρεπε ναβγάλει από το νου του τη Μυρτώ. Το φταίξιμο ήταν δικό του,γι’ αυτό και θα υφίστατο αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες. Εδώόπου είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν μπορούσε να κάνει κιαλλιώς. Ούτε να τους πετάξει στη θάλασσα ούτε να τουςδιαολοστείλει. Ολόκληρο παραμύθι πούλησε στον πατέρατου για να τον πείσει να περάσουν από τη Ζέα και να πάρουνστις Σπέτσες μαζί τους και τη Μυρτώ.

– Το καημένο το κορίτσι, που είναι ολομόναχο, κλεισμένοστο πένθιμο σπίτι με τη μάνα της τη χαροκαμένη. Κοντεύει νακαλογερέψει.

– Μα αφού είναι αρραβωνιασμένη.

– Λείπει ο αρραβωνιαστικός της, υπηρετεί τη θητεία του.Να την πάρουμε μαζί μας να ανοίξει λίγο η ψυχή της. Είναιτόσο καλή, πατέρα, και τόσο ευγενική. Ειλικρινά τη λυπάμαι.Γι’ αυτό.

– Καλά, καλά, εντάξει, απάντησε ο καπετάν Πέτρος, ενώ ησυμβία του είχε τις αντιρρήσεις της.

– Κολλάει στον κύκλο μας ή θα πετάξει τίποταμαργαριτάρια και θα μας κάνει ρεζίλι; Στο Λονδίνο που τηνείδα μου φάνηκε τσαούσα και γλωσσού.

– Μαμά, μη γίνεσαι άδικη. Μια χαρά κοπέλα είναι.

Page 275: h Korh Ths 8alassas

Νόστιμη, καλλιεργημένη, δασκάλα θέλει να γίνει, σαν κιεσένα. Επειδή δεν έχει τη δικιά μας οικονομική ευχέρεια καιτα ρούχα της δεν είναι σινιέ, πρέπει να την υποτιμάμε;

– Οχ, αδερφέ! Τι χαζομάρες είναι αυτές! Πες στο κορίτσινα έρθει μαζί μας να χαρεί κι αυτό. Να γελάσει λίγο το χειλάκιτου. Αρκετά δάκρυα έχυσε, είπε ο πατέρας του, κι έγινε τοθέλημά του.

Μόλις η λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου έφτασε στο λιμάνικαι σταμάτησε έξω από το σκάφος του, όλο το πλήρωματέθηκε σε εγρήγορση. Η Μυρτώ, που καθόταν στα καρφιάαπό την ώρα που άκουσε πως θα συνταξίδευε στις Σπέτσεςμε την αντιπαθητική μητέρα του Πάρη, όταν την είδε μπροστάτης, αναγκαστικά φέρθηκε ευγενικά.

– Γεια σου, παιδί μου, της είπε η άλλη ψυχρά, κοιτάζονταςστο πλάι της τον ωραίο καστανό άντρα.

– Νικολής Μαρκάκης, ο αρραβωνιαστικός της Μυρτώς,συστήθηκε εκείνος με τη ζεστή του τη φωνή, καθώς έσφιγγετο χέρι της μέσα στο δικό του, και αυτή η επαφή, σαν να τηςμετέδωσε ξαφνικά θετική ενέργεια, έκανε το πρόσωπό της ναφωτιστεί από ένα πλατύ χαμόγελο. Τότε κοίταξε ξανά μια τονΝικολή και μια τη Μυρτώ και –ω του θαύματος!– τουςαγκάλιασε και τους δύο μ’ ένα βλέμμα ζεστό, επιδοκιμαστικό.

Page 276: h Korh Ths 8alassas

– Είστε πανέμορφο ζευγάρι, σας εύχομαι καλά στέφανακαι καλούς απογόνους, είπε με την καρδιά της, αν καισυνήθως ήταν φειδωλή στις ευχές και στις καλές κουβέντες.Φαίνεται πως ο Νικολής είχε κερδίσει τη συμπάθειά της απότην πρώτη στιγμή, κι αυτό διευκόλυνε, βέβαια, και τη θέσητης Μυρτώς, που, όπως και να το κάνουμε, δε θα μπορούσενα χαλαρώσει και να περάσει καλά με τη δυσάρεστηπαρουσία της Ασπασίας. Η πρώτη τους συνάντηση στοΛονδίνο της είχε μείνει... αλησμόνητη.

Ο καπετάν Πέτρος, από την άλλη, άνετος και απλός,αγκάλιασε τους δύο μνηστευμένους και είπε πολλές φορέςπόσο χάρηκε που κατάφερε την τελευταία στιγμή να πάρειάδεια ο Νικολής και να είναι μαζί τους. Ρώτησε για την υγείατης κυρίας Μαρκέλλας και διαβεβαίωσε πως ότανευκαιρούσε θα πήγαινε να την επισκεφτεί. Ο μόνοςδυσαρεστημένος σ’ εκείνο το σκάφος ήταν ο Πάρης, πουαλλιώς τα λογάριασε και αλλιώς τού ήρθαν τα πράγματα. Κιενώ όλοι περνούσαν μια χαρά, εκείνος καθόταν σε μια μεριάσιωπηλός και από μέσα του έβραζε.

Ο Νικολής πρόσεξε το ύφος του, που έδειχνε πως κάτι τοναπασχολούσε, και πλησίασε κοντά του. Χωρίς να τονρωτήσει τι του συνέβαινε, από διακριτικότητα, τον παρότρυνενα πάνε στη γέφυρα κοντά στον καπετάνιο.

– Αν μου το επιτρέψει, θα ήθελα να κρατήσω για λίγο το

Page 277: h Korh Ths 8alassas

τιμόνι αυτού του θαυμάσιου πλεούμενου.

Ο Πάρης τού έκανε το χατίρι ανόρεχτα.

Όταν ανέβηκαν στη γέφυρα, ο Νικολής αντίκρισε τα πιοσύγχρονα ναυτιλιακά όργανα και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ,που με αυθορμητισμό δήλωσε:

– Έτσι και μου πέσει το λαχείο, το πρώτο που θα πάρωείναι ένα τέτοιο σκάφος.

– Αυτό το σκάφος έχει τεράστια έξοδα για να κινηθεί. Θαπρέπει να σου πέσουν άλλα δύο λαχεία για να μπορείς να τοσυντηρείς.

– Δίκιο έχεις, απάντησε ο Νικολής εύθυμα. Δεν αρκεί νακερδίσω ένα λαχείο. Πρέπει να κερδίσω τρία για να βγει τοόνειρό μου αληθινό. Οπότε θα βολευτώ, προς το παρόν, μετο βαρκάκι που μας άφησε ο καπετάν Γιώργης και, αν θέλωπολυτέλειες, θα έρχομαι μαζί σου.

«Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κάνει κανείςακίνδυνους τους φτωχούς είναι να τους μάθει να μιμούνταιτους πλούσιους», σκέφτηκε την ίδια στιγμή ο Πάρης καιχαμογέλασε, γιατί του πέρασε από το νου πως θα μπορούσε οΝικολής να γίνει του χεριού του. Όπως οι υποτακτικοί φίλοιτου. Μόνο τότε θα ξέπεφτε στα μάτια της Μυρτώς. Έτσικοίταξε από εκείνη τη στιγμή και μετά πώς να τον δελεάσει,

Page 278: h Korh Ths 8alassas

για να τον σκλαβώσει και να τον κάνει κάποια μέρα υποχείριότου. Να του τσακίσει τον εγωισμό, την έπαρση και τηνπερηφάνια και να τον αναγκάσει να κατέβει άδοξα από τοβάθρο του.

Το σκάφος, διασχίζοντας τα ήρεμα νερά του Αργοσαρωνικού,παρέπλεε τα νησιά, και ο συναρπαστικός συνδυασμός τουπράσινου της στεριάς και του απέραντου γαλάζιου τηςθάλασσας μαγνήτισε τα βλέμματα της μικρής παρέας, καιόλοι κοίταζαν με θαυμασμό τα διαμάντια του τόπου μας.Καθένα με τη χάρη του, η Αίγινα, ο Πόρος, η Ύδρα.

Καθώς πλησίαζαν στις Σπέτσες, φάνηκε το παλιό λιμάνι.Τα κότερα που είχαν ήδη αράξει εκεί ήταν τόσο πολλά, πουμετά βίας άφηναν άδειο χώρο για να φανεί και λίγηθάλασσα. Το ένα δίπλα στο άλλο, περιτριγυρισμένα από ταλεγόμενα μπαλόνια για να μην τρίβονται αναμεταξύ τους,σχημάτιζαν τρεις σειρές από την προκυμαία κι έμοιαζαν απόμακριά σαν πυκνοκατοικημένη συνοικία με φλάμπουρα καικατάρτια.

– Πού θα δέσουμε, καπετάνιε; ρώτησε ο Νικολής. Πότεπρόλαβαν και ήρθαν όλοι αυτοί;

– Όπου γάμος και γιορτή, εμείς οι Έλληνες είμαστεπρώτοι, φίλε, είπε ο θαλασσόλυκος, ενώ ο Πάρης στο πλάιτου κούνησε απλώς το κεφάλι. Πάμε προς την Ντάπια, το νέο

Page 279: h Korh Ths 8alassas

λιμάνι, και αν δε βρούμε κι εκεί θέση, θα αναγκαστούμε ναμείνουμε αρόδο ή να πάμε απέναντι στο Πόρτο Χέλι. Εκείσίγουρα θα βρούμε.

– Πάντως ο πατέρας δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Παράτην κοσμοσυρροή, θα μας περιμένει θέση στο νέο λιμάνι,πετάχτηκε και είπε ο Πάρης με σιγουριά.

Ο καπετάνιος χαμογέλασε.

– Με το χέρι στην τσέπη βρίσκεις και ψύλλους στ’ άχυρα,σχολίασε.

– Γι’ αυτό επιλέγονται σε όλα τα κρατικά πόστα οι αρεστοίκαι όχι οι άριστοι, είπε ο Νικολής, και ο Πάρης τον κοίταξεκαλά καλά.

– Οχ, αδερφέ! Αρκεί να κάνουμε τη δουλειά μας, είπε τότεο καπετάνιος και, κόβοντας ταχύτητα, πέρασε μπροστά απότα καφενεδάκια της Ντάπιας και, μόλις πρόβαλε το«Ποσειδώνιο», το παλιό αρχοντικό ξενοδοχείο, είδεπράγματι πλάι στα πολυτελή κότερα που ήταν δεμένα στομόλο μια θέση να τους περιμένει κι έκανε μανούβρα για ναρίξει άγκυρα και να πλευρίσει εκεί με προσοχή.

Οι ναύτες, επί ποδός, άλλοι κρεμούσαν δεξιά κι αριστεράτα μπαλόνια και άλλοι πήδηξαν στη στεριά να δέσουν τασκοινιά. Ο καπετάν Πέτρος εμφανίστηκε περιχαρής στην

Page 280: h Korh Ths 8alassas

πρύμη, όπου κάθονταν οι γυναίκες της παρέας, και ότανέσβησαν οι μηχανές, κάθισε κι εκείνος ανάμεσά τους να πιειτο καφεδάκι του και να απολαύσει τη χαρούμενη εορταστικήατμόσφαιρα.

Στη σημαιοστολισμένη προβλήτα, οι νησιώτες έκαναν τηβόλτα τους και κοντοστέκονταν να χαζέψουν τα κότερα τωνπλουσίων που κατέκλυσαν το νησί τους εξαιτίας της γιορτής.Με το χαμόγελο στα χείλη καλημέριζαν τους εκλεκτούςεπισκέπτες, κι εκείνοι ανταπέδιδαν το χαιρετισμό.

Τα άλογα με τις άμαξες πηγαινοέφερναν τον κόσμο, καιτάκα τάκα τα πέταλά τους πάνω στα πλακόστρωτα δρομάκιαέδιναν μια ατμόσφαιρα άλλης εποχής.

Λουκούμια, αμυγδαλωτά, σάμαλι και παστέλι πουλούσανοι μικροπωλητές στο δρόμο που ανηφόριζε προς τηνεκκλησία της Παναγίας, και το άρωμα του ροδόνερου και τηςβανίλιας ήταν διάχυτο στον αέρα κι άνοιγε την όρεξη για ένα

παραδοσιακό γλυκό. Άλλοι το έτρωγαν στο πόδι και άλλοι στα ζαχαροπλαστεία της Ντάπιας ή στο καφενείο

του «Ποσειδώνιου», που η αρχιτεκτονική του με τους πυργίσκους στη σκεπή το έκανε να μοιάζει με

ξενοδοχείο της Αγγλίας.

Η Μυρτώ αγκάλιασε με το βλέμμα της όλο το σκηνικό, μακαθώς κοίταζε αμέριμνη το ξενοδοχείο, αφαιρέθηκε προς

Page 281: h Korh Ths 8alassas

στιγμήν και φαντάστηκε πως έβλεπε στα μπαλκόνια του τουςήρωες της Άγκαθα Κρίστι να λιάζονται κάτω από τομεσογειακό ήλιο του Σεπτέμβρη.

– Πού τρέχει ο λογισμός σου; τη ρώτησε ο Πάρης, πουεμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της, κι εκείνη χαμογέλασε.

– Ονειρεύομαι, απάντησε απλά και γλυκά.

– Άσε, κορίτσι μου, τα όνειρα και πήγαινε να βάλεις τομαγιό σου, είπε ο Νικολής, που ήρθε στο κατόπι του Πάρη. Ομέλλων κουμπάρος μας θέλει να μας πάρει να πάμε με τοκρις κραφτ απέναντι στη Χινίτσα για μια βουτιά.

– Η θάλασσα είναι περίφημη. Να πάτε! πετάχτηκε και είπεο καπετάν Πέτρος.

– Γιατί δεν πάμε κι εμείς μαζί τους; πρότεινε η γυναίκατου.

Εκείνος χαμογέλασε.

– Τι δουλειά έχουμε εμείς, μεγάλοι άνθρωποι, με τηνεολαία, γυναίκα; Εκτός αυτού, δεν έχουμε τις ίδιες αντοχές.Κάτσε στ’ αβγά σου, λοιπόν. Δε μας παίρνει. Από την άλλη, ηκολλητή παρέα μαζί μας τους τη σπάει. Δε νιώθουν άνετα.Δεν ξεδίνουν, δε χαλαρώνουν, δεν ανοίγονται να πουν ταδικά τους, να γελάσουν.

Page 282: h Korh Ths 8alassas

– Τότε τι ήρθαν να κάνουν μαζί μας;

– Απλώς για να δουν το βράδυ τη γιορτή που έχει μεγάλοενδιαφέρον για μικρούς και μεγάλους, είπε ο καπετάν Πέτρος.

Την ίδια στιγμή, ένας ναύτης ήρθε να τον ειδοποιήσει πωςτον καλούσαν στο ραδιοτηλέφωνο από τον Παναμά.

– Όχι που θα με άφηναν στην ησυχία μου, μουρμούρισεεκείνος καθώς έφευγε με φούρια, ενώ η Ασπασία, που έμεινεμόνη της, έβγαλε, ως συνήθως, από την τσάντα της τηντράπουλα και άρχισε να ρίχνει πασιέντζες.

Η μέρα της στις Σπέτσες ξεκίνησε σαν όλες τις άλλες. Μεμοναξιά και βαρεμάρα. Το μεσημέρι κάθισε στηνπολυτελέστατη τραπεζαρία του σκάφους να γευματίσειανόρεχτα ένα άνοστο στήθος από κοτόπουλο με χορταρικά,που το μαγείρεψε ο μάγειρας σύμφωνα με τις οδηγίες που τηςείχε δώσει ο διαιτολόγος της. Απέναντί της, η θέση τουσυζύγου της ήταν άδεια, καθώς συνέχιζαν να τοναπασχολούν τα προβλήματα της δουλειάς του, που δεσταματούσε ούτε τις Κυριακές ούτε τις γιορτές.

Αντίθετα, η Μυρτώ με τον αρραβωνιαστικό της και τονΠάρη πέρασαν υπέροχα. Αξέχαστα τους έμειναν τα γέλια μετον Νικολή, που βάλθηκε, σώνει και ντε, να μάθει σκι μέσα σ’ένα πρωί. Ο Πάρης, σαν να το έκανε επίτηδες, πατούσε το

Page 283: h Korh Ths 8alassas

γκάζι της μηχανής στο φουλ, και ο Νικολής έτρωγε τη μιατούμπα μετά την άλλη, μέχρι που βρήκε κάποτε τηνισορροπία του και άρχισε πραγματικά να το απολαμβάνει.

– Μου αρέσει το σκι, Μυρτώ, η σειρά σου, δοκίμασε κιεσύ.

– Να μου λείπει. Δε θέλω να βρέξω τα μαλλιά μου,τόλμησε να πει, και τότε οι δύο νέοι άντρες, σαν να ήτανσυνεννοημένοι, την έπιασαν ο ένας από τα πόδια και ο άλλοςαπό τα χέρια και την πέταξαν στη θάλασσα.

– Όχι, μη! πρόλαβε να φωνάξει εκείνη πριν βυθιστεί στονερό. Μόλις βγήκε για να πάρει αναπνοή, κάποιος της έκανεπατητή και βρέθηκε πάλι στο βυθό. Αϊ στο καλό! Θα μεπνίξετε. Φτάνει! είπε μετά αγριεμένη, και ο Νικολής τηνέσφιξε στην αγκαλιά του.

– Εντάξει, μια πλάκα κάναμε, προσπάθησε ναδικαιολογηθεί ο Πάρης, που είδε τα μάτια της να πετούνσπίθες από το θυμό.

Βγαίνοντας ο ένας μετά τον άλλο στην ακροθαλασσιά,κάθισαν στην αμμουδιά για να ξαποστάσουν, κι εκεί τουςάνοιξε η όρεξη για έναν ουζομεζέ. Έτσι βρέθηκαν στοταβερνάκι της παραλίας, κι επειδή το ένα ούζο έφερε το άλλο,τους έπιασε νύστα και, αντί να γυρίσουν πίσω στο σκάφος να

Page 284: h Korh Ths 8alassas

κοιμηθούν, άπλωσαν τις πετσέτες τους κάτω από ένα δέντροκαι άραξαν ο ένας πλάι στον άλλο. Τα τζιτζίκια από πάνωτους τους νανούριζαν, ενώ το αγέρι της θάλασσας φυσούσεαπαλά και δρόσιζε τα ηλιοκαμένα τους κορμιά.

– Τι ωραία που είναι εδώ! Νιώθω θαυμάσια. Είχα καιρό ναξεδώσω, είπε ο Νικολής όταν ξύπνησαν.

– Κι εγώ το ίδιο, απάντησε ο Πάρης.

Η Μυρτώ χαμογέλασε. «Τελικά, ο Πάρης είναι ανώτεροςάνθρωπος», συλλογίστηκε, βλέποντας πόσο καλά φερότανεκείνος στον αρραβωνιαστικό της. «Ψυχούλα, κι εγώ ηανόητη τον αδίκησα τόσο στην αρχή που τον γνώρισα».Άνοιξε τα μάτια της και τον αγκάλιασε μ’ ένα ζεστό βλέμμα.

– Λοιπόν, κουμπάρε, τι έχει το πρόγραμμα από εδώ καιμπρος; τον ρώτησε.

– Εμένα ρωτάς;

– Εσένα, ποιον άλλο; Εσύ έχεις τις καλές ιδέες.

– Μυρτώ, με δουλεύεις;

– Νικολή, πες του.

– Πάρη, συμφωνώ κι εγώ. Περνάμε μαζί σου θαυμάσια,

Page 285: h Korh Ths 8alassas

δήλωσε ο Νικολής με ενθουσιώδη τόνο στη φωνή του.

Ο Πάρης χαμογέλασε από μέσα του πονηρά.

Με τη δύση του ήλιου ξεκίνησε η μεγάλη ναυτική γιορτή.Ψαρόβαρκες, ψαροκάικα και όλα τα πλεούμενα τηςΑργολίδας, εφοδιασμένα με πυροτεχνήματα, παρατάχτηκανσε σχηματισμό γύρω από το ομοίωμα της τουρκικήςφρεγάτας.

Η Μυρτώ, επιστρέφοντας στο σκάφος, αφού έλουσε ταμαλλιά της και φρεσκαρίστηκε, κάθισε απαστράπτουσα στοπάνω κατάστρωμα, ανάμεσα στον αρραβωνιαστικό της καιτον Πάρη. Ο καπετάν Πέτρος και η Ασπασία έκαναν βίζιταστο διπλανό σκάφος και προτίμησαν να παρακολουθήσουντη γιορτή από εκεί.

Η ορχήστρα είχε πάρει τη θέση της στην προβλήτα καιαπό τα μεγάφωνα ακούγονταν γνωστά νησιώτικα τραγούδια,ενώ νέοι και νέες με παραδοσιακές φορεσιές χόρευαν μπάλο,ζευγαρωτό, συρτό και πεντοζάλη.

Ο Νικολής, ευδιάθετος όπως ήταν, τραγουδούσε καιμερακλωμένος έριχνε γλυκές ματιές στην καλή του, ενώ οΠάρης δίπλα του άκουγε αδιάφορα.

– Κάτι πρέπει να γίνει με την περίπτωσή σου, κουμπάρε,του είπε ο Νικολής και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

Page 286: h Korh Ths 8alassas

– Τι εννοείς;

– Ένα παλικάρι σαν του λόγου σου δεν πρέπει νακυκλοφορεί αζευγάρωτο.

Ο Πάρης, από εκεί που ήταν χαλαρός, σοβαρεύτηκε.

Η Μυρτώ το πρόσεξε.

– Επιλογή του είναι. Εσύ τι ανακατεύεσαι;

– Εγώ μόνο αν βρω κάποια κοπέλα σαν τη Μυρτώ θαπαντρευτώ, απάντησε ο Πάρης στα ίσια, και ο Νικολήςχαμογέλασε όλο καμάρι.

Πάνω στην ώρα άρχισε η αναπαράσταση της ναυμαχίαςτων Σπετσών. Η μουσική σταμάτησε, οι χορευτέςαποχώρησαν και η προβλήτα σειόταν από τις κροτίδες πουέσκαγαν σωρηδόν και ακούγονταν σαν κανονιοβολισμοί.Τότε το πυρπολικό του μπουρλοτιέρη πλησίασε τη ναυαρχίδακαι της έβαλε φωτιά, και η νύχτα έγινε μέρα μαζί με ταπυροτεχνήματα που άστραφταν στον ουρανό. Όταν η καμένηναυαρχίδα βούλιαξε στο βυθό, οι συριγμοί από ταπλεούμενα, μεγάλα και μικρά, σήμαναν το τέλος της γιορτής.

Ο Πάρης, η Μυρτώ και ο Νικολής έμειναν λίγο ακόμα στοκατάστρωμα και, αφού καληνύχτισαν τον καπετάν Πέτρο καιτη συμβία του που επέστρεψαν για ύπνο, κίνησαν για

Page 287: h Korh Ths 8alassas

νυχτοπερπατήματα στα μπαράκια και στα μπουζουκομάγαζατου νησιού.

Page 288: h Korh Ths 8alassas

12 Ο γάμος

«ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτό δε γίνεται χωρίς να έχειυποκειμενική διάσταση. Η ανιδιοτέλεια είναι έννοια σπάνια,που τη συναντάμε πλέον στις μέρες μας μόνο στα μικράπαιδιά», διάβασε σ’ ένα από τα βιβλία της σχολής της ηΜυρτώ, και ο νους της ξέφυγε από τη μελέτη και πήγε πάλιστον Πάρη και σε όλα όσα έκανε για εκείνη και τον Νικολή τοσαββατοκύριακο που πέρασαν όλοι μαζί στις Σπέτσες.Σκίστηκε να τους περιποιηθεί.

Οι μαγαζάτορες στα μπαρ και στα μπουζούκια έκανανχρυσές δουλειές. Οι πλούσιοι πελάτες συναγωνίζονταν ποιοςθα ξοδέψει τα πιο πολλά λεφτά και πετούσαν βουνά ταλουλούδια στην πίστα, ενώ άνοιγαν με τις ντουζίνες τα ουίσκικαι τις σαμπάνιες για να κεράσουν την παρέα τους και όλουςτους παρατρεχάμενους.

Ο Πάρης, αφού ήπιε στην καθισιά του ένα μπουκάλιουίσκι, άρχισε να ραίνει με γαρίφαλα τον Νικολή, πουσηκώθηκε να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, και αφού πλήρωσε ένακάρο λεφτά στη λουλουδού, της άφησε και κάμποσαχιλιάρικα για πουρμπουάρ να τον θυμάται. Αυτή η απλοχεριάεντυπωσίασε τον Νικολή και, όταν γύρισαν το πρωί με την

Page 289: h Korh Ths 8alassas

αυγούλα στο σκάφος, ψιθύρισε ευχαριστημένος:

– Του στοίχισε του Πάρη ο κούκος αηδόνι τοσαββατοκύριακο. Και όλα αυτά για να μας ευχαριστήσει.

– Μην το λες αυτό. Δεν το έκανε μόνο για εμάς. Κιεκείνος πέρασε καλά με την παρέα μας.

– Εξυπακούεται, όμως... Εγώ τον πάω τον τύπο, κι επειδήβλέπω πόσο πολύ με συμπαθεί, θα κοιτάξω να γίνωκολλητός του. Αυτή η κουμπαριά θα μας βγει σε καλό. Ναμου το θυμάσαι, πρόλαβε να πει στη Μυρτώ, πριν τον πάρει ούπνος στο διπλό κρεβάτι της πολυτελέστατης καμπίνας πουτους παραχώρησαν.

Μεγαλωμένος στο ορφανοτροφείο, ο Νικολής ούτε πουείχε φανταστεί τον εαυτό του σε τέτοια μεγαλεία. Ούτε πουείχε διανοηθεί πως κάποιος θα ξόδευε μέσα σ’ ένα βράδυ όσαπερίπου κέρδισε αυτός στο πρώτο του μπάρκο.

Όταν κάποτε ξύπνησαν εκείνη την Κυριακή στις Σπέτσες,τα φρεσκοψημένα κρουασάν και ο μυρωδάτος καφές τούςέσπασαν τη μύτη. Ανεβαίνοντας στην τραπεζαρία, ο Πάρηςτούς καλημέρισε με μια βραχνή φωνή, που μετά βίας έβγαινε.

– Τι έπαθες; Δεν ξύπνησες με τα κέφια σου; Ή μήπωςάρπαξες καμιά πούντα;

Page 290: h Korh Ths 8alassas

– Είναι από το ξενύχτι, σε λίγο θα είμαι περδίκι, είπε και,αποτελειώνοντας τον καφέ που είχε στο φλιτζάνι του, τουςρώτησε αν ήθελαν να περάσουν τη μέρα τους στο νησί τουκαπετάν Ανδρέα.

Όπως ήταν φυσικό, ο Νικολής με τη Μυρτώ δεν είχανκαμιά αντίρρηση.

– Ό,τι πεις, κουμπάρε, μόνο που δεν τον γνωρίζουμε τονάνθρωπο.

– Δεν πειράζει. Είναι φίλος του πατέρα, και η πρόσκλησηισχύει για όλους μας. Το νησί που ήταν ακατοίκητο μέχριπρότινος, ανήκει πλέον σε αυτόν. Οι αρχιτέκτονες πουπροσέλαβε, σεβόμενοι το φυσικό περιβάλλον, το μετέτρεψανσε επίγειο παράδεισο. Είναι ευκαιρία, μια που βρισκόμαστετόσο κοντά, να πάμε.

Όταν έφτασαν στο νησί του καπετάν Ανδρέα, ο οδηγόςτου τους παρέλαβε με το τζιπ και τους έκανε μια μικρήπεριήγηση στις ακρογιαλιές, πριν τους αφήσει στην πλατείαόπου ήταν η εκκλησία και τα κύρια κτίσματα. Η ταβέρνα, τοκαφενείο, το πέτρινο σπίτι του ιδιοκτήτη με τα γήπεδα τουτένις και του βόλεϊ, η πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων και οιπαραθαλάσσιες βίλες για τους καλεσμένους. Στο λιμανάκι,εκτός από το κότερο του καπετάν Ανδρέα, ήταν δεμένα και τακότερα των καλεσμένων του, ενώ στο ελικοδρόμιο που

Page 291: h Korh Ths 8alassas

βρισκόταν στο ύψωμα, ένα ελικόπτερο περίμενε νααπογειωθεί.

– Είναι θαυμάσιο. Έχω ενθουσιαστεί, είπε ο Πάρης. Εδώ οκαπετάν Ανδρέας θα βρίσκει πράγματι την ησυχία του. Εδώθα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, μακριά από τα βλέμματαγειτόνων, ξένων και περαστικών. Έχει τις ανέσεις του, τουςφίλους του και τη μοναξιά του, όταν και εφόσον την επιθυμεί.

– Να μου λείπει, απάντησε αυθόρμητα η Μυρτώ, και οΠάρης συνοφρυώθηκε.

– Γιατί το λες αυτό;

– Είναι κατάρα η μοναξιά.

– Κι όμως, χωρίς μοναξιά, καμιά σοβαρή δουλειά δενμπορεί να γίνει. Και αν θες να ξέρεις, ο μεγάλος Γκαίτε είπεπως ο άνθρωπος μπορεί να μάθει πολλά πράγματα από τηνκοινωνία, όμως αν θέλει να εμπνευστεί για να δημιουργήσειθα πρέπει να μείνει μόνος. Άλλωστε, είμαστε ελεύθεροι μόνοόταν είμαστε μόνοι μας.

– Πες ό,τι θες, Πάρη. Εμένα η μοναξιά με τρομάζει και δεθέλω ούτε καν να φανταστώ τον εαυτό μου μόνο, έστω καιπάνω σε αυτό το νησί, που είναι πράγματι ένας επίγειοςπαράδεισος, απάντησε η Μυρτώ και στράφηκε να κοιτάξειτον αρραβωνιαστικό της. Εσύ τι λες; τον ρώτησε.

Page 292: h Korh Ths 8alassas

– Εγώ νομίζω πως η μοναξιά, από τη μια, εκφράζει τηλύπη τού να είσαι μόνος και, από την άλλη, τη χαρά τού ναείσαι μόνος. Τα έχει και τα δύο, είπε εκείνος και μ’ ένα πλατύχαμόγελο πρόσθεσε: Διαλέγετε και παίρνετε.

– Πολύ διπλωματικό. Ζύγιασες τις δύο εκδοχές και μαςτις σέρβιρες, σχολίασε ο Πάρης.

– Όπως και να ’χουν τα πράγματα, παντού και πάνταυπάρχουν τα θετικά και τα αρνητικά. Γι’ αυτό και δεν πρέπεινα είμαστε απόλυτοι.

Η οικονόμος του καπετάν Ανδρέα πλησίασε χαμογελαστήκοντά τους, τους καλωσόρισε ευγενικά και τους οδήγησε σεδύο κουκλίστικες καμπάνες πάνω στη θάλασσα.

– Ο καπετάν Ανδρέας και η κυρία θα σας περιμένουν σεμία ώρα στο κιόσκι της ταβέρνας για φαγητό, τους είπε και,μόλις απομακρύνθηκε από κοντά τους, ο Πάρης κοίταξε μεθαυμασμό για άλλη μία φορά το ησυχαστήριο τουοικοδεσπότη τους και είπε με ζέση:

– Πόσο τον ζηλεύω! Μακάρι να καταφέρω να αποκτήσωκι εγώ μια μέρα λίγα στρέμματα καταπράσινης γηςμεσοπέλαγα.

– Σου το εύχομαι, φίλε, απάντησε ο Νικολής, ενώ ηΜυρτώ κοίταξε τον Πάρη σαν να ήταν μικρός μαθητής και

Page 293: h Korh Ths 8alassas

παρατήρησε:

– Είσαι από τους πολύ τυχερούς της ζωής. Δε σου λείπειτίποτα. Εσύ, ειδικά, δεν πρέπει να ζηλεύεις κανέναν. Σε αυτήτη ζωή πάντα θα υπάρχουν πιο πλούσιοι, όπως και πιοφτωχοί. Πάντα ορισμένοι άνθρωποι θα είναι σε ευνοϊκότερηθέση από τους άλλους, όπως και σε χειρότερη. Άλλωστε,όπως διάβαζα στο βιβλίο της ψυχολογίας που κάνω στησχολή, η ψυχική γαλήνη και η ουσία της ζωής δενεξασφαλίζονται με το συνεχή αγώνα για την κατάκτηση τηςόλο και πιο ψηλής κορυφής, αλλά με την προσοχή μας στηνίδια τη ζωή, στην ομορφιά κάθε στιγμής.

– Η Μυρτώ είναι πολύ ρομαντική, πετάχτηκε και είπε τότεο Νικολής και, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, έσκυψε και τηφίλησε απαλά στο μάγουλο.

Ο Πάρης πήρε απότομα τα μάτια του από πάνω τους.«Πάω καλά;» αναρωτήθηκε μετά, όταν μπήκε στην καμπάνατου κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Μόνο το φανάρι που δενέχω κρατήσει ακόμα στη Μυρτώ και σε αυτό το μορφονιό»,σκέφτηκε αναστενάζοντας, αλλά ούτε που διανοήθηκε νακάνει πίσω.

Ο καπετάν Ανδρέας, περιτριγυρισμένος από τουςκαλεσμένους του, που άλλους τους γνώριζε και άλλους τουςέβλεπε για πρώτη φορά, όπως τον Νικολή και τη Μυρτώ, ίσα

Page 294: h Korh Ths 8alassas

που πρόλαβε να τσουγκρίσει το ποτήρι του μαζί τους και ναακούσει τις ευχές τους για υγεία και καλές δουλειές. Ογραμματέας του τον πλησίασε ξαφνικά, του ψιθύρισε κάτι, καιο καπετάν Ανδρέας αποσύρθηκε διακριτικά στα ιδιαίτερά του.Πιστός στη συστηματική μέθοδο αγοραπωλησιών, αγόραζεόταν οι άλλοι πουλούσαν και πουλούσε όταν οι άλλοιαγόραζαν. Με την κρίση της ναυτιλίας εκείνη τη χρονιά,πολλοί ήταν οι μικροεφοπλιστές που βρέθηκαν ξαφνικά σεδυσχέρεια να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσειςστις τράπεζες του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης καιαναγκάζονταν να πουλήσουν τα πλοία τους έστω και κάτωτου κόστους, μόνο και μόνο για να μην τους τα βγάλουν οιτράπεζες στο σφυρί και τους τα πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί.

Ο καπετάν Ανδρέας, εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, έκανεσκληρό παζάρι για τρία τέτοια πλοία, που ανήκαν στην ίδιαναυτιλιακή εταιρεία. Χωρίς να δείχνει το πραγματικό τουενδιαφέρον, καραδοκούσε τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης τουςθα περιόριζε τις απαιτήσεις του στο ελάχιστο.

– Ήρθε στα μέτρα μας, του σφύριξε ο γραμματέας τουεκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι και τον έκανε με την μπουκιάστο στόμα να τρέξει στο τηλέφωνο.

Ο βασικός κανόνας της αγοράς απαιτεί ταχύτητακινήσεων. Εφόσον γίνεται η επιθυμητή αντιπρόταση, ησυμφωνία πρέπει να κλείσει πάραυτα, καθώς η παραμικρή

Page 295: h Korh Ths 8alassas

καθυστέρηση μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.

Ο καπετάν Ανδρέας το γνώριζε πολύ καλά αυτό, αφού τηνεπιτυχημένη πορεία του στο χώρο της ναυτιλίας την όφειλεκατά ένα μεγάλο μέρος και στις αγοραπωλησίες των πλοίων.Τι κι αν πήγε στο ιδιόκτητο νησί του για να ησυχάσει, να κάνειδιακοπές αποκομμένος από τα άγχη και τα προβλήματα τηςκαθημερινότητάς του; Ως εφοπλιστής που διαχειριζόταν έναδιεθνή στόλο έπρεπε πρωτίστως να έχει το νου του στακαράβια του. Αλλιώς πολύ εύκολα μπορούσε να τον πάρει ηκάτω βόλτα. Και τότε αλίμονο. Δεν τον έσωζε τίποτα. Όσογρήγορα πλουτίζει κανείς από τη θάλασσα, ακόμα πιογρήγορα είναι δυνατό να βουλιάξει και να πνιγεί στα χρέη.

Τα καλέσματα, λοιπόν, στο νησί του και τα τραπεζώματαήταν δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στη συμφωνία πουήθελε να κλείσει. Και όταν άκουσε το μεγάλο «ναι» από τηνάλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής κι έκλεισε τη δουλειάμε τους όρους που ήθελε, γέλασαν και τα μουστάκια του.

– Συγχαρητήρια, καλορίζικα! του ευχήθηκε ο γραμματέαςτου, και ο καπετάν Ανδρέας, ενθουσιασμένος, τουυποσχέθηκε ένα καλό ρεγάλο. Έπειτα, επιστρέφοντας στηνπαρέα του, έστησε γλέντι τρικούβερτο, μέχρι που ο ήλιος πήρενα γέρνει προς τη δύση του και ένας ένας οι καλεσμένοιάρχισαν να αποχωρούν.

Page 296: h Korh Ths 8alassas

Όταν το σκάφος του καπετάν Πέτρου έδεσε στο λιμάνι τηςΖέας, η Μυρτώ και ο Νικολής ευχαρίστησαν από καρδιάς τονΠάρη και τους γονείς του.

– Μας δώσατε μια μοναδική ευκαιρία να περάσουμε μαζίσας ένα αξέχαστο σαββατοκύριακο, είπε η Μυρτώ, ενώ οαρραβωνιαστικός της, χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τονΠάρη, συμπλήρωσε:

– Έκανες πολλά για εμένα, φίλε. Σ’ ευχαριστώ για τηφιλοξενία και επιφυλάσσομαι μια μέρα να σου τηνανταποδώσω. Ο Πάρης χαμογέλασε και ο Νικολής απτόητοςσυνέχισε: Ελπίζω αυτή η μέρα να μην αργήσει πολύ. Έτσι καιαπολυθώ από το ναυτικό, ποιος με πιάνει. Έχω όρεξη νακάνω πολλά. Έχω όνειρα μεγάλα. Με λίγη τύχη και με πολλήπροσπάθεια θα τα καταφέρω. Θέλω να τα καταφέρω. Θέλωνα ξεφύγω από τη μετριότητα. Θέλω να πετάξω ψηλά.

– Σου εύχομαι το καλύτερο, απάντησε ο Πάρης,προφανώς για να δείξει την ανωτερότητά του στη Μυρτώ,που κρεμόταν από τα χείλη του αρραβωνιαστικού της.

Ο καπετάν Πέτρος που στεκόταν παραδίπλα, κοίταξεκαλοσυνάτα τον Νικολή και τον ενθάρρυνε:

– Φτάνει να υπάρχουν όνειρα και στόχοι υψηλοί. Μετέτοια νιάτα, παλικάρι μου, και με τόση λεβεντιά, όλος ο

Page 297: h Korh Ths 8alassas

κόσμος είναι δικός σου. Μη σταματάς πουθενά, πρόσθεσετονίζοντας την τελευταία φράση.

Ο Νικολής, που είχε την έπαρση στο αίμα του, φούσκωσεακόμα πιο πολύ.

– Θα σε κάνω βασίλισσα, είπε στη Μυρτώ το άλλο πρωί,όταν φόρεσε και πάλι την κατάλευκη στολή του και έσκυψε νατην αποχαιρετήσει μ’ ένα φιλί.

– Στη ζωή τίποτα δε μας χαρίζεται. Όλα κερδίζονται μεκόπους, του απάντησε εκείνη και σκεφτική πήρε το δρόμο γιατη σχολή της στην Αθήνα.

Εκεί αντάμωσε με τη φίλη της τη Μαρίνα, που είχε να τηδει καιρό και, αφού έκαναν την εγγραφή και πήραν τοπρόγραμμα σπουδών για τη νέα χρονιά, ανηφόρισαν προς τοΛυκαβηττό και κάθισαν σ’ ένα καφενεδάκι να πουν τα δικάτους. Στην ηλικία τους, οι σχέσεις ήταν το κύριο μέλημάτους, γι’ αυτό και πίνοντας αργά αργά το αναψυκτικό τουςμίλησαν για τους άντρες της καρδιάς τους.

– Ο δικός μου μου κάνει νερά. Ίσως με αντικατέστησε μεκάποια από την Αλεξανδρούπολη, όπου υπηρετεί αυτή τηνεποχή, είπε η Μαρίνα, και η Μυρτώ κοίταξε να της δώσεικουράγιο.

– Ποιος ξέρει τι ζόρια περνάει, κι εσύ με το μυαλό σου

Page 298: h Korh Ths 8alassas

κοντεύεις να τον παντρέψεις.

– Τέλος πάντων, ό,τι να ’ναι θα φανεί. Προς το παρόν,κάνω υπομονή μέχρι να γυρίσει να εξηγηθούμε από κοντά.Όμως άσε με εμένα. Εσύ πώς τα πας; Σε βλέπω μαυρισμένη,ανανεωμένη, ξεκούραστη, μες στην καλή χαρά.

Τότε η Μυρτώ άρχισε να της μιλάει για τοσαββατοκύριακο που πέρασε στις Σπέτσες με τοναρραβωνιαστικό της και τον κουμπάρο, και η Μαρίνα έμεινεμε το στόμα ανοιχτό.

– Δηλαδή ο Πάρης με τον Νικολή έγιναν φίλοι;

– Ναι, τι σου λέω τόση ώρα; Ο Πάρης, τελικά, είναιανώτερος άνθρωπος. Άδικα τον παρεξηγήσαμε. Να δειςπόσο άψογα φέρθηκε στον Νικολή...

– Μην είσαι αφελής, φιλενάδα. Κάπου αποβλέπει. Τουγυάλισες και δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν κάνει το δικότου. Τα είπαμε αυτά, μην τα ξαναλέμε. Ο τύπος είναι τρελόςγια εσένα.

– Εγώ ξεκαθάρισα τη θέση μου κι έχω τη συνείδησή μουήσυχη. Είμαι σίγουρη πως το πήρε πια απόφαση ότι θαπαντρευτώ τον Νικολή, γι’ αυτό και μας αγκάλιασε και τουςδύο σαν φίλους.

Page 299: h Korh Ths 8alassas

– Καλά, επικοινωνείς ή τρελάθηκες;

– Ο Νικολής, πάντως, ενθουσιάστηκε μαζί του.

– Ο Θεός να με βγάλει ψεύτρα, αλλά να δεις πως θα τονκαθαρίσει με το γάντι.

– Έχεις αρρωστημένη φαντασία. Τι τον πέρασες τον Πάρη,εγκληματία; Πολλά αστυνομικά φαίνεται πως διάβασες τοκαλοκαίρι.

– Να δεις που τον έχει από κοντά για να τον ρίξει σιγάσιγά στα μάτια σου.

– Πώς; Με τι τρόπο; Ο Νικολής είναι για εμένα το παν.Και το ξέρει αυτό ο Πάρης πολύ καλά.

– Τι λέει η μητέρα σου για όλα αυτά;

– Τον Πάρη τον συμπαθεί ιδιαίτερα. Άλλωστε δεν είναιόποιος κι όποιος. Όλοι στο νησί μας τον υπολήπτονται καιτον συμπαθούν. Ο πατέρας του έχει κάνει τόσα καλά στιςοικογένειες των ναυτικών μας, που δίκαια πίνει ο κόσμοςνερό στο όνομά του.

– Αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο σου πρώτα ο Νικολής, θαμπορούσες να τον ερωτευτείς;

Page 300: h Korh Ths 8alassas

– Ερώτημα θέλει; Και βέβαια θα μπορούσα. Ο Πάρηςμπορεί να μην είναι ωραίος άντρας, όμως είναι πολύσυμπαθητικός.

– Με τα χρήματα του πατέρα του σίγουρα είναι καιερωτεύσιμος, σχολίασε η Μαρίνα μ’ ένα σαρκαστικό τόνο στηφωνή της.

Έπειτα έμειναν για λίγο σιωπηλές, κοιτάζονταςαφηρημένα την τσιμεντούπολη που απλωνόταν στα πόδιατους. Και καθώς η σκέψη τους στριφογύριζε πότε στα τωρινάκαι πότε στα μελλούμενα, μια φαεινή ιδέα κατέβηκε στομυαλό της Μυρτώς και την είπε.

– Έτσι και τα χαλάσεις, τελικά, με τον δικό σου, θες νασου προξενέψω τον Πάρη;

– Τι κουφό ήταν αυτό, φιλενάδα; Σκέφτηκες πολύ για νατο πεις;

– Γιατί; Θα βρεις κάποιον καλύτερο; Είναι λίγοιδιόρρυθμος, όμως εσύ είσαι ξύπνια και θα τον φέρεις στανερά σου.

– Άσε τις χαζομάρες. Αφού αυτός είναι ερωτευμένος μαζίσου. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.

– Πες μου εσύ το «ναι» και άσε τα υπόλοιπα πάνω μου.

Page 301: h Korh Ths 8alassas

Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Όταν ξανάρθει στην Αθήνα,θα του προτείνω να βγούμε παρέα, και ό,τι ήθελεπροκύψει. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Από εκεί που δεν το περιμένεις, μπορεί να τα βρείτε και να αλλάξει η τύχη σου.

Η Μαρίνα κούνησε το κεφάλι και η Μυρτώ τσατίστηκε.

– Εγώ σοβαρολογώ κι εσύ κοροϊδεύεις, είπε με πίκα.

Η φίλη της χαμογέλασε.

– Καλά, μη θυμώνεις. Αφού θες σώνει και καλά να τοπαίξεις προξενήτρα, δε θα σου χαλάσω το χατίρι.

Το ίδιο βράδυ η Μυρτώ, μόλις την πήρε ο Πάρης από τοΛονδίνο για να της πει τα δικά του, του το ’σκασε τοπαραμύθι, κι εκείνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

– Πού το βλέπεις το αστείο; Πρόκειται για μια κοπέλα μετα όλα της. Όμορφη, καλλιεργημένη, ανοιχτόκαρδη. Πρέπεινα τη θυμάσαι, είναι η Μαρίνα, η συμφοιτήτριά μου, πουγνώρισες πέρυσι στο μνημόσυνο του πατέρα μου.

Ο Πάρης έμεινε για λίγο αμίλητος κι έπειτα,ξεροβήχοντας, είπε:

– Δε μου λες, Μυρτώ, πλάκα μού κάνεις; Πού την είδες

Page 302: h Korh Ths 8alassas

την ομορφιά της; Αυτή η Μαρίνα είναι μια σπαστικιά.

– Κάνεις λάθος, δεν τη θυμάσαι καλά.

– Έστω, μπορεί. Αφού δεν έχω μάτια για καμιά άλληγυναίκα στον κόσμο, κουμπαρούλα μου, πρόσθεσε μετά μ’ένα γλυκό τόνο στη φωνή του, και η Μυρτώ, που είχεσυνηθίσει τόσο καιρό να ακούει τα κολακευτικά του λόγια,χαμογέλασε.

Όταν σε λιγάκι τηλεφώνησε ο αρραβωνιαστικός της, δενπαρέλειψε να του πει πως μίλησε με τον Πάρη, κι εκείνοςχάρηκε.

Οι μέρες κύλησαν, μπήκε ο Οκτώβρης, και η Μυρτώ, κάθεβράδυ, πριν πέσει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί, μιλούσε στοτηλέφωνο πότε με τον Πάρη και πότε με τον Νικολή.

– Σε σκέφτομαι, σε νοιάζομαι, έλεγε ο ένας.

– Σ’ αγαπώ, δε βλέπω την ώρα πότε θα σε ξαναδώ, έλεγεο άλλος, και η Μυρτώ, ευτυχισμένη, έκλεινε τα ματάκια τηςκαι ονειρευόταν και τους δύο, καθώς και οι δύο πλέον είχανπάρει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της.

Τα μαθήματα στην Ακαδημία συνεχίζονταν κανονικά καιη φοιτητική κοινότητα άρχισε να συσπειρώνεται ανάλογα μετις ιδεολογικές κατευθύνσεις των κομμάτων, που θα

Page 303: h Korh Ths 8alassas

λάβαιναν μέρος στις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές μετάτην πτώση της χούντας. Με το σύνθημα «Καραμανλής ήτανκς», η Νέα Δημοκρατία θριάμβευσε το Νοέμβρη του 1974,και ο αρχηγός της, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά τουως πρωθυπουργός της χώρας, νομιμοποίησε το ΚΚΕ. ΤρειςΚυριακές αργότερα, στις 8 Δεκέμβρη, ο λαός αποφάσισε μεδημοψήφισμα πως θέλει αβασίλευτη προεδρευομένηδημοκρατία.

– Ο λαός, επιτέλους, έπειτα από τόσα χρόνια που τουκρατούσαν το στόμα κλειστό, ανάσανε με ανακούφιση καιαπολαμβάνει τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας,είπε η Μυρτώ στον Πάρη, που μαζί σχολίαζαν από τοτηλέφωνο την ελληνική επικαιρότητα, όπως έκαναν και τιςτελευταίες μέρες της χούντας, μόνο που τότε ο Πάρης ήτανπιο ενημερωμένος, ενώ μετά τη μεταπολίτευση οι όροιαντιστράφηκαν. Προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίαςανέλαβε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας ΜιχάληςΣτασινόπουλος, συμπλήρωσε η κοπέλα.

– Σκασίλα μου μεγάλη. Αυτόν δεν τον ξέρει ούτε η μάνατου. Άλλη ακτινοβολία έχει ένας βασιλιάς. Εγώ, να σου πωτην αλήθεια, λυπήθηκα με το αποτέλεσμα τουδημοψηφίσματος. Τον τέως βασιλιά τον γνωρίζω προσωπικά.Εδώ, στην ελληνική κοινότητα του Λονδίνου, είναι πολύδημοφιλής, έχει μια τέλεια οικογένεια, να χαίρεσαι να τηβλέπεις.

Page 304: h Korh Ths 8alassas

– Δεν αντιλέγω. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, όμως αςκάτσει εκεί όπου κάθεται. Με το πραξικόπημα τωνσυνταγματαρχών δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.Άλλωστε, ο κυρίαρχος λαός αποφάσισε πλέον οριστικά καιαμετάκλητα για το πολίτευμα της χώρας.

– Μυρτώ, βλέπω πως σε απασχολούν πολύ τα πολιτικάπράγματα του τόπου μας. Λες αντί για δασκάλα να γίνειςπολιτικός;

– Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό; Απλώς συμβαδίζω με τοπνεύμα της εποχής. Για το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίαςέχουν δοθεί αιματηροί αγώνες. Χιλιάδες άνθρωποι έχουνθυσιαστεί. Η γενιά μας είναι τυχερή. Βέβαια, πρόσφατααπαλλαχθήκαμε από τη χούντα. Δεν είναι δυνατό, ως διάμαγείας, να λυθούν με τη μία όλα τα προβλήματα πουσυσσωρεύονταν τόσο καιρό. «Πρέπει να κάνουμε υπομονήγια τα παρόντα και να έχουμε θάρρος για τα μέλλοντα», είπεο Ισοκράτης.

– Πόσο ωραία τα λες! σχολίασε ο Πάρης. Θα χαρώ πολύνα τα πούμε και από κοντά. Έρχονται Χριστούγεννα,σκέφτεσαι να πας στο νησί;

– Όλα θα εξαρτηθούν από τον Νικολή. Δεν ξέρω αν θατου δώσουν άδεια. Με τις εκλογές και το δημοψήφισμα ήτανσυνέχεια επιφυλακή.

Page 305: h Korh Ths 8alassas

– Μου το είπες. Μακάρι να μπορούσατε να έρθετε στοΛονδίνο να περάσουμε τις γιορτές εδώ, παρέα.

– Αστειεύεσαι; Δεν μπορεί ο Νικολής στη φάση αυτή ναταξιδέψει στο εξωτερικό, αφού υπηρετεί τη θητεία του.Πάντως, συνέχεια με ρωτάει για εσένα. Δεν ξέρω τι του έχειςκάνει και τον έχεις μαγέψει, είπε η Μυρτώ, και ο Πάρηςστράβωσε τα μούτρα του.

«Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα», σκέφτηκεκλείνοντας το τηλέφωνο και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,συνέχισε να περιμένει κάποιο φως στην άκρη του τούνελ,όμως αυτό δεν έλεγε να φανεί.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ήρθαν και πέρασαν χωρίς τίποτα τοιδιαίτερο. Χωρίς εκπλήξεις και γεγονότα σημαντικά για τονΠάρη. Με ένα ταξίδι αστραπή στην Ελλάδα, με δύο σύντομεςσυναντήσεις με τη Μυρτώ στο ρετιρέ του Πειραιά, παρουσίατης μητέρας της, και με ατέλειωτα τηλεφωνήματα και ευχέςαπό τον Νικολή, που βαρέθηκε να υπηρετεί στο ναυτικό καιδεν έβλεπε την ώρα να απολυθεί.

Έτσι γύρισε ο χρόνος. Ο ελληνικός λαός, πανηγυρίζονταςτη λευτεριά του, υποδέχτηκε τον καινούριο, και όλοι άρχισαννα βρίσκουν τους ρυθμούς της ζωής με τα νέα δεδομένα. Τοσυνδικαλιστικό κίνημα, που βρισκόταν σε ύπνωση τόσαχρόνια, ενεργοποιήθηκε δυναμικά. Έτσι κι αλλιώς, μετά τη

Page 306: h Korh Ths 8alassas

μεταπολίτευση, όλοι έδειχναν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τακοινά και τα κόμματα βρήκαν πρόσφορο έδαφος στακοινωνικά στρώματα, προσπαθώντας να κερδίσουν ψήφουςστις επόμενες εκλογές.

Η Μυρτώ τέλειωσε με επιτυχία την ΠαιδαγωγικήΑκαδημία και ο αρραβωνιαστικός της πήρε, επιτέλους, τοπολυπόθητο απολυτήριό του. Ο Πάρης τού τηλεφώνησε απότο Λονδίνο και του ευχήθηκε εγκάρδια «καλός πολίτης», ενώγια να τον ξεφορτωθεί προφανώς μια ώρα αρχύτερα τουπρότεινε να μπαρκάρει άμεσα σ’ ένα από τα τάνκερ τουπατέρα του που φόρτωνε πετρέλαιο από τον Περσικό κόλποκαι το μετέφερε στην Ιαπωνία.

– Είναι μοναδική ευκαιρία για εσένα να αρχίσεις τησταδιοδρομία σου από τον Περσικό.

– Δεν πάω πουθενά αν δεν κατέβεις πρώτα στην Ελλάδανα μας παντρέψεις, είπε ορθά κοφτά ο Νικολής, και ο Πάρηςξαφνιάστηκε. «Δεν είμαστε καλά. Σήκωσε μούρη ομορφονιός», συλλογίστηκε και πήρε ανάποδες.

– Πνίγομαι στη δουλειά αυτό τον καιρό. Λυπάμαι, αλλάδε θα μπορέσω.

– Όπως νομίζεις, ήταν η ενοχλημένη απάντηση τουΝικολή, και τότε ο Πάρης μαλάκωσε κάπως και πρόσθεσε:

Page 307: h Korh Ths 8alassas

– Δεν το καταλαβαίνω, τι πάθατε ξαφνικά; Γιατί τόσηβιασύνη; Εσύ δεν έχεις καν δουλειά.

– Δεν πάω πουθενά, σου είπα, αν δεν την παντρευτώ,δήλωσε ο Νικολής, και ο Πάρης έκλεισε φουρκισμένος τοτηλέφωνο.

– Ο γάμος μας θα γίνει την άλλη Κυριακή, είπε το ζευγάριστην κυρία Μαρκέλλα, όταν πήγε να την επισκεφτεί στο νησί.Κι εκείνη, που είχε βάλει άλλα με το νου της, αντί να χαρεί,αναστέναξε.

– Ακόμα έχω πένθος. Πώς θα έρθω στις χαρές σας; Δεμου πάει να βγάλω τα μαύρα από τώρα. Κάντε λίγο κράτει. Δεσας πήραν τα χρόνια...

Τότε η κόρη της την κατακεραύνωσε με το βλέμμα και τηνέκανε να μετανιώσει για τα λόγια της.

– Βέβαια, εσείς ξέρετε, προσπάθησε η κυρία Μαρκέλλα νατα μπαλώσει. Εμένα τι λόγος μού πέφτει; Δικιά σας είναι ηζωή. Όμως, να, σαν μάνα κι εγώ, είπα τα δικά μου. Μη μεπαρεξηγείτε. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Θέλω ναπαντρευτείτε με δόξες και τιμές, και όχι να κουκουλωθείτε σταβιαστικά και γρήγορα. Αν ζούσε ο πατέρας σου, το ίδιο θασου έλεγε, Μυρτώ. Έκανε τόσα όνειρα ο καημένος για εσένακαι τον Νικολή!

Page 308: h Korh Ths 8alassas

– Σου είπαμε, παντρευόμαστε την άλλη Κυριακή.

– Τι θα προλάβουμε να κάνουμε μέχρι τότε; Νυφικό θαδιαλέξουμε ή το δώρο του κουμπάρου, που θα πρέπει να είναικάτι ιδιαίτερο και εκλεκτό, γιατί ο Πάρης είναι...

– Είναι πρώτα απ’ όλα φίλος μας, μαμά. Αν και πνιγότανστη δουλειά, τελικά θα τα βροντήξει όλα και θα έρθει να μαςπαντρέψει. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου μιλούσε μία ώρα.Μας αγαπάει και το κάνει με την καρδιά του. Δεν τοννοιάζουν τα δώρα και οι πολυτέλειες. Έχει χορτάσει. Έτσι κιαλλιώς, τα οικονομικά μας είναι πολύ περιορισμένα, και τοξέρει.

– Γι’ αυτό σου λέω, κόρη μου. Κανονικά θα ’πρεπε ναμπαρκάρει πρώτα ο Νικολής, να μαζέψει κάποιαλεφτουδάκια, και μετά, όταν γυρίσει με το καλό, να γίνουνόλα όπως πρέπει.

– Όταν γυρίσει, μπορεί να είναι πλέον αργά. Οιμακροχρόνιοι αρραβώνες, μαμά, πολλές φορές έχουνδυσάρεστη κατάληξη. Κι επειδή στη βράση κολλάει τοσίδερο, τώρα που αγαπιόμαστε τρελά θα παντρευτούμε,τελεία και παύλα, δήλωσε η Μυρτώ, και ο τόνος της φωνήςτης έδειχνε ότι δε σήκωνε άλλη κουβέντα.

Την επόμενη Κυριακή, ο Πάρης, με βαριά καρδιά, κατέφθασε

Page 309: h Korh Ths 8alassas

από το Λονδίνο, και ένας Θεός ξέρει τι δοκιμασία πέρασε τημέρα εκείνη. Βλέποντας την αγαπημένη του με τοαραχνοΰφαντο νυφικό της να ανεβαίνει τα σκαλιά τηςεκκλησίας, το μυαλό του θόλωσε. Οι χτύποι της καρδιάς τουδυνάμωσαν και κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Με δυσκολίαέμεινε στη θέση του και δεν έτρεξε να την αρπάξει στηναγκαλιά του και να βροντοφωνάξει τα αισθήματά του. «Θεέμου, δώσ’ μου τη δύναμη να αντέξω», είπε από μέσα του, ενώένιωθε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του.

Την ίδια στιγμή, ο Νικολής με το γαμπριάτικο κοστούμιτου και τη νυφική ανθοδέσμη στα χέρια, όπως ήταν ψηλόςκαι θεωρητικός, φάνταζε στο κεφαλόσκαλο σανκινηματογραφικός αστέρας, και όλοι οι καλεσμένοι είχαν ναλένε για εκείνον.

– Τυχερή η Μυρτώ, παίρνει λεβέντη, σχολίαζαν αναμεταξύτους.

– Είναι ζευγάρι ταιριαστό. Να ζήσουν και να ευτυχήσουν.

– Άντε, και καλούς απογόνους, τους εύχονταν μετά, αλλάδίσταζαν να δώσουν τις ευχές τους και στον κουμπάρο, πουέστεκε πλάι στους νεόνυμφους ωχρός, αγέλαστος καιψυχρός.

Κι επειδή τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, όλοι

Page 310: h Korh Ths 8alassas

γνώριζαν τη συμπάθειά του για τη νύφη. Όλοι τούς είχαν δειτο περασμένο καλοκαίρι στις ακρογιαλιές, στην ιχθυόσκαλακαι στην αγορά. Τελικά, το πλουσιόπαιδο έμεινε μπουκάλα.Του την άρπαξε μέσα από τα χέρια το παλικάρι. Γι’ αυτό καιείχε τα χάλια του ο καημένος.

– Σιγά μη λυπηθούμε το γιο του καπετάν Πέτρου, που έχειένα στόλο με τάνκερ δικό του και άλλον ένα γενικού φορτίου.Με τόσα πλούτη, έτσι και κουνήσει το δαχτυλάκι του, όλος ογυναικείος πληθυσμός είναι στα πόδια του.

– Απ’ ό,τι είδες, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η Μυρτώ γύρισετην πλάτη στα πλούτη του και πήρε τον άντρα της καρδιάςτης. Και σε πληροφορώ πως είναι πολλές σαν τη Μυρτώ.Μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Αναντίρρητα, τα πλούτη έχουνμεγάλη δύναμη, όμως δεν μπορούν να εξαγοράσουν τασυναισθήματα. Να εξαγοράσουν την ευτυχία, την αγάπη, τηχαρά. Η χαρά δεν πάει πακέτο με τον παρά. Η αγάπη είναι ημόνη δύναμη που μπορεί να διεισδύσει στα σκοτάδια του εγώκαι να τα διαλύσει. Με την αγάπη οδηγό πήρε η Μυρτώ τιςαποφάσεις της, χωρίς αναβολές. Άλλωστε, η ζωή μας δεναναβάλλεται. Η ζωή κυλάει και οι συνέπειες ακολουθούν τιςεπιλογές μας, είπαν κάποιοι που παραβρέθηκαν στο γάμο.

Το ζευγάρι, το ίδιο βράδυ, έζησε το δικό του μύθο καιγεύτηκε στη νυφική παστάδα το μεγαλείο της απέραντηςευτυχίας.

Page 311: h Korh Ths 8alassas

– Σ’ αγαπώ.

– Εγώ σ’ αγαπώ πιο πολύ, ψέλλισε η Μυρτώ, και οΝικολής, άντρας της πια, όπως την κρατούσε στην αγκαλιάτου, την κοίταξε στα μάτια και της ψιθύρισε τρυφερά:

– Η αγάπη δεν έχει υπέρτατο βαθμό. Τα αστέρια δεν έχουναριθμό και η θάλασσα δεν έχει αναπαμό. Φτάνει που μ’αγαπάς και σ’ αγαπώ.

Page 312: h Korh Ths 8alassas

13 Απ’ τη χαρά στη λύπη

«ΣΟΡΟΚΟΣ 7 ΜΠΟΦΟΡ, με αστραπιαία προβέντζα μαΐστρου8-9 και βαρομετρικό χαμηλό» έδινε το δελτίο της ΕΜΥ τηνώρα που μπάρκαρε ο Νικολής. Μες στο κατακαλόκαιρο, κιόμως ο ουρανός ήταν ένα με τη θάλασσα, σε χρώμα μολυβί.

Το καράβι του καπετάν Πέτρου, μόλις βγήκε από τολιμάνι, άρχισε να χτυπιέται ανάμεσα στα αφρισμένα κύματα,μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα.

– Στο καλό, ακριβέ μου. Να ’χεις το νου σου αδειανό, να’χεις και πρίμα τον καιρό, ψιθύρισε η Μυρτώ,επαναλαμβάνοντας τα λόγια που έλεγε η μητέρα της όταναποχαιρετούσε το συχωρεμένο τον πατέρα της, και μεσκυμμένο το κεφάλι κίνησε για το σπίτι της.

Εκείνη η πρώτη μέρα του αποχωρισμού ήταν μαρτυρική.Το ήξερε και είχε προετοιμαστεί να κάνει πέτρα την καρδιάτης και να μη σκιρτήσει, να μη λυγίσει, να μη δακρύσει. Νασταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αγέρωχη, σαν άξιαγυναίκα ναυτικού. Πολύ βαρύ το τίμημα, όμως μπροστά στηναγάπη της για τον Νικολή δε λογάριασε τίποτα.

Page 313: h Korh Ths 8alassas

– Στο καλό, ακριβέ μου, ψιθύρισε ξανά και, όπωςπροχωρούσε, άρχισαν ξαφνικά οι αστραπές και ταμπουμπουνητά και ξέσπασε μια τόσο δυνατή μπόρα, που τηνέκανε μούσκεμα.

Αν και οι δρόμοι μέσα σε λίγα λεπτά μετατράπηκαν σερυάκια που παρέσυραν ό,τι σκουπίδια έβρισκαν στο πέρασμάτους, εντούτοις η Μυρτώ, αντί να ψάξει να βρει κάποιοστέγαστρο για να προστατευτεί, συνέχιζε απτόητη ναπερπατάει στη βροχή.

– Κάνε στην άκρη, κοπελιά, της φώναξε κάποιος από ένααυτοκίνητο που πέρασε ξυστά δίπλα της και πέταξε σανσιντριβάνι τα νερά της βροχής.

«Δεν έχω ανάγκη εγώ, άνθρωπέ μου. Πατώ στη στεριά.Αλίμονο σ’ εκείνους που ταξιδεύουν στη θάλασσα με τέτοιοκαιρό», είπε από μέσα της, και η ψυχή της σφίχτηκε ακόμαπιο πολύ.

Όταν κάποτε έφτασε στο διαμέρισμα στο Πασαλιμάνι,έκανε ένα μπάνιο και κάθισε μπροστά στην τζαμαρία.Περίμενε να περάσει η θεομηνία, αλλά τότε ένα δυνατόχαλάζι, χοντρό σαν ρεβίθι, άρχισε να κοπανάει τα τζάμια.Επειδή φοβήθηκε μη σπάσουν, κατέβασε αμέσως τα ρολά καικλείστηκε στους τέσσερις τοίχους μέχρι να κοπάσει το κακό.

Page 314: h Korh Ths 8alassas

Γυροφέρνοντας νευρικά το βλέμμα της στο γνώριμοχώρο, τα μάτια της στάθηκαν στο χολ κι έπεσαν πάνω στοτηλέφωνο. Έτσι όπως είχε τις μαύρες της, εκείνη τησυγκεκριμένη στιγμή αναζήτησε τον Πάρη. Είχε ανάγκη ναμιλήσει μαζί του, να ανοίξει τα εσώψυχά της, για να της φύγειτο βάρος από μέσα της και να ξαλαφρώσει. Τον ένιωθε δικότης άνθρωπο. Πολλές φορές είχε πει στον άντρα της πως τονΠάρη τον θεωρούσε αδερφό της. Ήταν ο μόνος, εκτός απότον Νικολή, που εμπιστευόταν απόλυτα.

Τον τελευταίο καιρό δεν τον είχε ακούσει στο τηλέφωνοκαι της είχε λείψει. Μετά το γάμο εξαφανίστηκε, σαν ναάνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Ούτε στο γαμήλιο τραπέζι δενήταν παρών. Προβάλλοντας ως δικαιολογία μια ξαφνικήαδιαθεσία, έφυγε σαν κυνηγημένος, και μετά μην τον είδατε.Έγινε άφαντος. Μάταια η Μυρτώ και ο Νικολής τοναναζήτησαν παντού.

– Το βράδυ του γάμου διανυκτέρευσε εδώ και το πρωίήρθε ελικόπτερο από την Αθήνα και τον πήρε, έμαθαν απότον επιστάτη της έπαυλης.

Στο μεταξύ εκείνοι, αντί να πάνε γαμήλιο ταξίδι στηνΙαπωνία, όπως ήταν το όνειρο της Μυρτώς, πήγαν με τοκαράβι της γραμμής μέχρι τη Μυτιλήνη. Σ’ ένα πέτρινοπαραδοσιακό σπιτάκι, ανάμεσα στο ασημοπράσινο τωνελαιώνων και το βαθυγάλαζο του Αιγαίου, πέρασαν την

Page 315: h Korh Ths 8alassas

εβδομάδα του μέλιτος, καθώς για μήνα του μέλιτος ούτελόγος. Τα χρήματά τους ήταν μετρημένα και δεν ήθελαν ναβάλουν χέρι στα έτοιμα, που κληρονόμησαν από τον καπετάνΓιώργη.

Επιστρέφοντας τρισευτυχισμένοι, τηλεφώνησαν στονκουμπάρο τους για να κανονίσει το μπάρκο του Νικολή,όμως δεν τον βρήκαν και πάλι πουθενά. Τότε η Μυρτώμίλησε απευθείας στο νονό της, κι εκείνος, χωρίς χρονοτριβή,έπραξε τα δέοντα.

Έτσι μπάρκαρε ο Νικολής ως ανθυποπλοίαρχος στοπρώτο καράβι του καπετάν Πέτρου που αναχωρούσε εκείνη τηχρονική περίοδο από το λιμάνι του Πειραιά. «Ας είναι καλά ονονός μου! Ο Θεός να του δώσει ό,τι αγαπάει», ευχήθηκεαπό την καρδιά της η Μυρτώ και την ίδια στιγμή ο νους τηςπήγε στον Πάρη και με μια πικρία αναρωτήθηκε γιατί είχεεξαφανιστεί. «Τι του κάναμε; Γιατί δεν απαντάει στατηλέφωνα; Γιατί μας αποφεύγει; Από εκεί που μας αγκάλιασετόσο εγκάρδια, μας γύρισε την πλάτη. Είναι λογικά πράγματααυτά; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Σίγουρα κάτι τουκάθισε στραβά. Όμως τι; Πάντως, ο άντρας μου κι εγώήμαστε ειλικρινείς και ξεκάθαροι μαζί του από την αρχή. Ναπάρει η ευχή, μας οφείλει μια εξήγηση», είπε από μέσα τηςεκείνο το απόγευμα η Μυρτώ και προσπάθησε για πολλοστήφορά να επικοινωνήσει μαζί του.

Page 316: h Korh Ths 8alassas

Σχηματίζοντας τον αριθμό του, άφησε το τηλέφωνο ναχτυπήσει πάνω από δέκα φορές. Τη στιγμή που ήταν έτοιμηνα το κλείσει, άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τηφωνή του και ανάσανε με ανακούφιση.

– Πάρη, εσύ; ρώτησε τότε για να σιγουρευτεί.

– Εγώ, απάντησε εκείνος ψυχρά και απότομα, όμως ηΜυρτώ αγνόησε τον τόνο της φωνής του και πρόσθεσε:

– Είσαι καλά; Ανησύχησα. Σε ψάχνω τόσες μέρες.

– Με δουλεύεις; Αφού έλειπες γαμήλιο ταξίδι.

– Αυτό πάει, τέλειωσε. Μία εβδομάδα κράτησε μόνο.Βλέπεις, όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα.

– Το ξέρω.

– Ο Νικολής έφυγε τελικά. Μπάρκαρε σήμερα.

– Κι αυτό το ξέρω.

– Νιώθω ένα απέραντο κενό. Πώς θα συνηθίσω να ζωμακριά του τόσο πολύ καιρό;

– Θα τα καταφέρεις εσύ. Είσαι δυνατή, απάντησε σοβαράεκείνος, κι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Έχεις τίποτε άλλο ναμου πεις; ρώτησε ύστερα από αυτή την παύση ο Πάρης.

Page 317: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ, έτσι όπως ήταν βαλαντωμένη, ψέλλισε αργά:

– Έχω πολλά να σου πω. Και ξέσπασε σ’ ένα βουβόκλάμα.

Τότε ο Πάρης, όσο και να προσπάθησε να κάνει τονσκληρό, λύγισε. Οι λυγμοί της ράγιζαν την καρδιά του καιόλα τα ωραία συναισθήματα που είχε κρυμμένα εκεί, μόνο γιαεκείνη, ξεπήδησαν μονομιάς και τον τρέλαναν.

– Τι κρίμα να μην είμαι κοντά σου αυτή τη στιγμή!

– Σε χρειάζομαι, είπε η Μυρτώ με τρεμάμενη φωνή, και οΠάρης έλιωσε.

«Τι κι αν παντρεύτηκε!» σκέφτηκε αστραπιαία. «Τίποτακαι κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να την αγαπώ.Άλλωστε, δεν αποκλείεται σιγά σιγά, με τον καιρό, να μεαγαπήσει κι εκείνη. Επειδή παντρεύτηκε τον Νικολή, δεν πάεινα πει πως θα τον αγαπάει σε όλη της τη ζωή. Τα αισθήματατων ανθρώπων αλλάζουν. Σπάνια παραμένουν τα ίδια. Πόσαζευγάρια που αγαπήθηκαν κάποτε πολύ, έγιναν έπειτα απόχρόνια άσπονδοι εχθροί ή κοιτάζονται σαν ξένοι. Όλαπαίζονται».

– Πάρη, μ’ ακούς; ρώτησε τότε η Μυρτώ και,σκουπίζοντας με την παλάμη τα δάκρυά της, τον άκουσε ναλέει:

Page 318: h Korh Ths 8alassas

– Και βέβαια σ’ ακούω, καλή μου. Εγώ πάντα θα σ’ακούω. Κοίτα να ηρεμήσεις. Να βρεις τον εαυτό σου και ταενδιαφέροντά σου. Εγώ είμαι εδώ για εσένα. Σ’ έχω στηνκαρδιά μου και είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσία γιαχάρη σου. Φτάνει να σ’ ακούω να γελάς. Φτάνει να σε βλέπωευτυχισμένη.

– Είσαι μεγάλη ψυχή, Πάρη. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Να ’ξερεςπόσο ανακουφίστηκα που μίλησα μαζί σου!

– Θα σε πάρω αύριο να τα ξαναπούμε.

– Θα περιμένω, απάντησε η Μυρτώ κι έκλεισε τοτηλέφωνο. Τότε, ανοίγοντας ένα ένα τα ρολά, είδε τα μαύρασύννεφα να φεύγουν μακριά και ένα ουράνιο τόξο ναπροβάλλει απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό. «Πάει, πέρασε ημπόρα», συλλογίστηκε και μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο άρχισενα ετοιμάζει τη βαλίτσα της για να επιστρέψει στο νησί.

Την ίδια στιγμή, ο Πάρης στο Λονδίνο τεντώθηκενωχελικά και, αφού έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε στα γρήγορακι έφυγε. Οι πεταλούδες της νύχτας τον είχαν μάθει πλέοντόσα χρόνια και τον περίμεναν στα στέκια του αγοραίουέρωτα για να ανακουφίσουν τις ορμές του. Ήταν εξαιρετικάγενναιόδωρος μαζί τους, γι’ αυτό και σκίζονταν να τονευχαριστήσουν. Κι επειδή όσες σχέσεις έκανε κατά καιρούς μεκαθωσπρέπει κοπέλες πήγαν όλες κατά διαόλου εξαιτίας της

Page 319: h Korh Ths 8alassas

αδυναμίας του να λειτουργήσει μαζί τους σεξουαλικά,εμπιστεύτηκε το πρόβλημά του σε έναν ψυχολόγο.

Ύστερα από αρκετές συνεδρίες, εκείνος διαπίστωσε πωςκαμία από τις κοπέλες αυτές δεν τον είχε συγκινήσειιδιαίτερα, γι’ αυτό και του είπε:

– Να δεις που όταν γνωρίσεις την κοπέλα που θα μιλήσειστην καρδιά σου και θα αγγίξει το είναι σου από την πρώτηστιγμή, θα νιώσεις αλλιώς. Συνεπαρμένος από τηνπρωτόγνωρη έλξη, θα γίνεις ένα μαζί της και θαανταποκριθείς στο κάλεσμα της φύσης. Με σώμα και ψυχή, ηένταση της ερωτικής κορύφωσης είναι το κάτι άλλο. Είναι τοτέλειο. Είναι το θεϊκό.

Γι’ αυτό και ο Πάρης χρόνια έψαχνε να βρει τη γυναίκαπου θα τον συγκινούσε με την πρώτη ματιά, κι αυτή έτυχεσυμπτωματικά να είναι η Μυρτώ, που ήταν ήδηαρραβωνιασμένη και τρελά ερωτευμένη. Ήρθε αργά στοδρόμο της ζωής του και, έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματαμε τον αιφνίδιο γάμο της, πήγε να χάσει τις ελπίδες του,όμως και μόνο που άκουσε από το τηλέφωνο τη φωνή της,αμέσως αναθάρρησε κα συνέχισε υπομονετικά να ζει στη σκιάτης.

Ανήμερα της Αγίας Μαρκέλλας, στις 22 Ιούλη, έφτασε ηΜυρτώ μ’ ένα κουτί γλυκά στο πατρικό της και μόλις που

Page 320: h Korh Ths 8alassas

πρόλαβε την εορτάζουσα μητέρα της στο σπίτι για να τηςευχηθεί «χρόνια πολλά». Είχε ξεσηκωθεί από τα άγριαχαράματα με άλλες τρεις γειτόνισσες να πάνε για το πανηγύριστο μοναστήρι που βρισκόταν στα βορειοδυτικά του νησιού.

– Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Δε χρειάζεται, μανούλαμου, να πας τόσο δρόμο.

– Θέλω να κάνω μια δέηση για όλους μας υπέρ υγείας καιμια άλλη υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του πατέρα σου.

– Άναψε το καντήλι και προσευχήσου εδώ, στοεικονοστάσι μας. Μη φεύγεις τώρα που ήρθα εγώ κι έχουμετόσα να πούμε. Ακόμα δεν προλάβαμε να μιλήσουμε για τογάμο, για τα κουτσομπολιά που σίγουρα θα έγιναν πίσω απότην πλάτη μας.

– Έχουμε καιρό. Θα τα πούμε με την ησυχία μας το βράδυπου θα γυρίσω. Συγχώρα με, Μυρτώ μου, αλλά δεν μπορώ νακάνω αλλιώς. Θα το έχω βάρος στην ψυχή μου. Μεγάλη ηχάρη της Αγίας Μαρκέλλας που φέρω το όνομά της. Είναικαι θαυματουργή. Γι’ αυτό συγκεντρώνονται προσκυνητές απ’όλη την Ελλάδα κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο πανηγύρι της.Εγώ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχω λείψειούτε μία φορά και πάντα μετά το προσκύνημα γυρίζωγαλήνια, με ένα μπουκαλάκι αγιασμό που αναβλύζει από τοντόπο του μαρτυρίου της και ραντίζω το σπιτικό μας για να

Page 321: h Korh Ths 8alassas

έχουμε την ευλογία της. Έλα, κόρη μου, κι εσύ να πάμε ναπροσκυνήσουμε φέτος μαζί την Αγία Μαρκέλλα, που τηφθόνησε ο εωσφόρος κι έστειλε τον παράφρονα πατέρα τηςνα την αποκεφαλίσει.

– Να μου λείπει. Δεν έχω καμία όρεξη να τραβήξω τόσηταλαιπωρία, άσε που είμαι κουρασμένη από το ταξίδι. Μετά,για να σου πω την αλήθεια, και ο Θεός ας με συγχωρέσει, εγώαυτά τα πανηγύρια τα θεωρώ σκέτη καπηλεία. Οι επιτήδειοιπλουτίζουν πουλώντας στους πιστούς εικόνες, σταυρούς,κομποσκοίνια, βίους αγίων, ακόμα και άδεια κουτιά, γιατίγράφουν με χρυσά γράμματα πως περιέχουν... άγιο αέρα.Αρνούμαι να παραβρεθώ σε αυτό το παραεμπόριο και θαήθελα κι εσύ να κάνεις το ίδιο, μαμά.

– Μα εγώ πάω για την αγία και όχι για το παζάρι,απάντησε η κυρία Μαρκέλλα και μαζί με τις άλλεςγειτόνισσες κίνησαν μ’ ένα αγοραίο για το μοναστήρι, όπου

ήταν της μοίρας γραφτό να μη φτάσουν ποτέ. Σε μια απότομη στροφή πετάχτηκε ένα σκυλί στο δρόμο, και για να το αποφύγει ο οδηγός έστριψε το τιμόνι και έριξε το

αυτοκίνητο στον γκρεμό. Οι επιβάτισσες μαζί με τον οδηγόανασύρθηκαν από τα συνεργεία διάσωσης ημιθανείς, και ηκυρία Μαρκέλλα που είχε χτυπήσει άσχημα στο κεφάλιάφησε την τελευταία της πνοή καθ’ οδόν προς τονοσοκομείο.

Page 322: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ, ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού, εκείπου γλάρωνε και πήγαινε να την πάρει ο ύπνος, άκουσεδυνατά χτυπήματα στην πόρτα και ξαφνιασμένη πετάχτηκεσαν ελατήριο.

– Ποιος είναι; φώναξε με μια βραχνάδα στη φωνή της και,ρίχνοντας μια ρόμπα πάνω της, άνοιξε την εξώπορτα. Είδε ναστέκονται στο κατώφλι δύο αστυφύλακες και παραξενεύτηκε.

– Καλημέρα σας.

– Καλημέρα. Τι συμβαίνει; Τι ζητάτε; τους ρώτησεαπορημένη.

– Είστε η κόρη της κυρίας Μαρκέλλας;

– Μάλιστα.

Έπειτα από στιγμιαία σιωπή, ο ένας είπε κομπιάζοντας:

– Η μητέρα σας...

– Η μητέρα μου απουσιάζει. Πήγε στο μοναστήρι τηςαγίας...

– Περί αυτού πρόκειται, πετάχτηκε και είπε ο άλλος, και ηΜυρτώ αμέσως κατάλαβε πως δεν ήρθαν για καλό κι έχασετο χρώμα της.

Page 323: h Korh Ths 8alassas

– Τι έγινε; Θα μου πείτε επιτέλους;

– Η μητέρα σας, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στονοσοκομείο.

– Τραυματίστηκε σε τροχαίο.

– Παναγία μου! Τι λέτε; Είναι σοβαρά; Μια στιγμή ναντυθώ κι έρχομαι.

– Μη βιάζεστε. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να βιάζεστε...

– Πώς; Τι;

Έτσι έμαθε η Μυρτώ για το χαμό της μητέρας της και μεθρήνους και οδυρμούς πήγε μέχρι το νοσοκομείο ναπαραλάβει τη σορό της και να φροντίσει τα της κηδείας. Ηδυσάρεστη είδηση πέρασε αστραπιαία από στόμα σε στόμακαι μαθεύτηκε σε όλο το νησί. Μέσα σε λίγη ώρα, συγγενείς,φίλοι και γνωστοί κατέφθασαν στο καπετανόσπιτο ναθρηνήσουν την αδικοχαμένη γυναίκα.

– Ίσα που πρόλαβε η δόλια να καμαρώσει την κόρη τηςνυφούλα.

– Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα της.

– Βιάστηκε να πάει να βρει τον κύρη της.

Page 324: h Korh Ths 8alassas

– Γιατί, Θεέ μου; Γιατί; αναρωτιόταν η Μυρτώ καισπάραζε στο κλάμα. Αν είχε στο πλευρό της τον άντρα της,θα ήταν αλλιώς. Θα τη στήριζε, θα την παρηγορούσε, θα τηςέδινε κουράγιο, κι εκείνη δε θα ένιωθε τόσο μόνη.

Κοιτάζοντας τριγύρω τα γνώριμα πρόσωπα, ήταν έτοιμηνα τους πει να την αφήσουν στο πόνο της και να φύγουν.Εκείνοι ήρθαν για συμπαράσταση και η Μυρτώ δεν ήθελεούτε τη λύπη τους ούτε τη συμπόνια τους. Δεν ήθελε τίποτεαπό κανέναν. Μόνο τον άντρα της ήθελε, που βρισκόταν,όμως, εν πλω και ήταν παντελώς αδύνατο να σταθεί στοπλευρό της, γι’ αυτό και απέφυγε να του στείλει κάποιοτηλεγράφημα με τη δυσάρεστη είδηση.

Και ενώ το σπίτι της ήταν βουτηγμένο στο πένθος και τακλάματα και τα μοιρολόγια αντηχούσαν σε όλη τη γειτονιά, οΠάρης, ανίδεος όπως ήταν, έκανε το καθιερωμένο τουτηλεφώνημα στη Μυρτώ κι έμεινε κόκαλο μόλιςπληροφορήθηκε τα συμβάντα.

– Δεν το πιστεύω! είπε έπειτα από παύση. Πότε; Πώς;Πόσο λυπάμαι! Αυτά έχει η ζωή. Σήμερα είμαστε, αύριο δενείμαστε. Βρε την καημένη την κυρία Μαρκέλλα! Ο Θεός να τησυγχωρέσει, πρόσθεσε.

Σε αυτά τα λόγια, η Μυρτώ ξέσπασε σε αναφιλητά.

Page 325: h Korh Ths 8alassas

– Έλα, κορίτσι μου, σε παρακαλώ, μην κάνεις έτσι, μουσπαράζεις τη καρδιά, μουρμούρισε ο Πάρης από την άλληάκρη της γραμμής. Θέλω να φανείς δυνατή, κι εγώ θακοιτάξω να έρθω το συντομότερο.

– Όχι, Πάρη, δε χρειάζεται. Μην κάνεις τόσο κόπο,ψέλλισε η Μυρτώ μέσα από τα αναφιλητά της.

– Μην το ξαναπείς. Δεν είναι δυνατό να σε αφήσωολομόναχη αυτές τις δύσκολες ώρες.

– Μα, έτσι κι αλλιώς, δεν προλαβαίνεις. Η κηδεία θα γίνειαύριο το απόγευμα.

– Θα πάρω την πρώτη πτήση για Αθήνα και από εκεί θαέρθω με ελικόπτερο στο νησί.

– Αχ, Πάρη! Είναι πολύ αυτό που θα κάνεις για εμένα! Νααφήσεις τις δουλειές σου και να τρέχεις εδώ πέρα!

– Κοίτα να φροντίσεις τον εαυτό σου, κι εγώ θα κάνωαυτό που αισθάνομαι. Οι δουλειές μπορούν να περιμένουν,είπε και τα παράτησε όλα για να φτάσει εγκαίρως στο νησί καινα συνοδεύσει μαζί με την κουμπάρα του και όλους τουςνησιώτες τη σορό της κυρίας Μαρκέλλας στην τελευταία τηςκατοικία.

Μετά την κηδεία, βέβαια, και τους καφέδες της

Page 326: h Korh Ths 8alassas

παρηγοριάς σ’ ένα καφενείο της παραλίας, τα κουτσομπολιάπήραν κι έδωσαν. Όλοι ξέχασαν την αδικοχαμένη καιέπιασαν στο στόμα τους την κόρη της και τον κουμπάρο, πουήρθε άρον άρον για την κηδεία και για να κρατήσει συντροφιάστη βαρυπενθούσα.

– Ο άντρας της θαλασσοπνίγεται και αυτή έμπασε στοσπίτι τον άλλο, είπαν οι κακές γλώσσες, και οι καλοθελητέςτο μετέφεραν στη Μυρτώ.

– Δεν πα να λένε ό,τι θέλουν... Καθαρός ουρανόςαστραπές δε φοβάται, απάντησε εκείνη και συνέχισε ναφιλοξενεί τον Πάρη. Πάνω στο μεγάλο της πόνο, το τριήμεροπου παρέμεινε κοντά της της έκανε καλό. Μοιράστηκε τονκαημό της μαζί του, κι εκείνος προσπάθησε με τον τρόπο τουκαι την κουβέντα να κάνει το μυαλό της να ξεφύγει, έστω γιαλίγο, από την εικόνα της νεκρής μάνας της.

– Άλλο να χάσεις κάποιο δικό σου άνθρωπο έπειτα απόμακροχρόνια αρρώστια και άλλο να τον χάσεις στα ξαφνικά,είπε κάποια στιγμή η Μυρτώ. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά.Στη μια περίπτωση προετοιμάζεσαι ψυχολογικά για τομοιραίο και το παίρνεις απόφαση, ενώ στην άλλη σου ’ρχεταιταμπλάς, και μέχρι να το συνειδητοποιήσεις και να τοχωνέψεις, περνάει καιρός.

– Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, απάντησε ο Πάρης και

Page 327: h Korh Ths 8alassas

πρόσθεσε: Στάθηκες τυχερή που δεν πήγες μαζί με τη μητέρασου στο πανηγύρι.

– Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω. Ο Θεόςνα με συγχωρέσει, αλλά, από τότε που διάβασα το βίο τηςΑγίας Μαρκέλλας, πολύ αμφιβάλλω αν ήταν πράγματιυπαρκτό πρόσωπο ή δημιούργημα της νοσηρής φαντασίαςκάποιου ιερωμένου του Μεσαίωνα. Βέβαια, για να πω και τημαύρη αλήθεια, δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα. Αν καιπιστεύω στο Θεό, δηλαδή σε μια ανώτερη δύναμη, και συχνάεπικαλούμαι τη χάρη Του και τη βοήθειά Του, μόνο αραιά καιπού πηγαίνω στην εκκλησία, κι αυτό γίνεται συνήθως ταΧριστούγεννα και το Πάσχα.

– Δε μου λες κάτι καινούριο. Το ίδιο κάνω κι εγώ.

– Μακάρι να μην έπεφτε ποτέ στα χέρια μου το βιβλιαράκιμε το βίο της Αγίας Μαρκέλλας.

– Τι σου κάθισε στραβά;

– Είναι παραμύθι για παιδιά.

– Δηλαδή;

– Ένα καλό κορίτσι που γεννήθηκε από πατέραειδωλολάτρη και μητέρα χριστιανή κι έμεινε σε μικρή ηλικίαορφανή. Μεγαλώνοντας, ο πατέρας της άρχισε να την

Page 328: h Korh Ths 8alassas

επιθυμεί ερωτικά και να την κυνηγάει. Τότε η Μαρκέλλα, γιανα γλιτώσει από τις κτηνώδεις ορέξεις του, εγκατέλειψε τοπατρικό της και πήρε τα βουνά. Ο πατέρας της έψαξελυσσαλέα να τη βρει, κι ενώ εκείνη κρύφτηκε μέσα σε μιαμεγάλη βάτο, ένας βοσκός την πρόδωσε και ο σαρκολάτρηςπατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγειέξω. Η Μαρκέλλα κατάφερε να βρει διέξοδο ανάμεσα απότους καπνούς και, τρέχοντας στο ξέφωτο πάνω στα βράχιακοντά στη θάλασσα, την πήρε το μάτι του πατέρα της καιτρελός από θυμό τη σημάδεψε με το τόξο του και τηνπλήγωσε. Τα βράχια βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα της,όμως εκείνη συνέχισε να τρέχει, μέχρι που οι δυνάμεις τηςάρχισαν να την εγκαταλείπουν. Τότε ύψωσε το βλέμμα τηςστον ουρανό και παρακάλεσε με όλη τη δύναμη της ψυχήςτης το Θεό να σκίσει το βράχο που πατούσε και να την κρύψειμέσα. Η παράκλησή της εισακούστηκε και στη στιγμή οβράχος άνοιξε και δέχτηκε το σώμα της Μαρκέλλας μέχρι τοστήθος. Ο πατέρας της, τρελαμένος, έτρεξε κοντά της και,αντικρίζοντας το παράδοξο θέαμα, άφρισε από το κακό τουκαι μ’ ένα μαχαίρι έκοψε τους μαστούς της κόρης του και τουςπέταξε στα βράχια και μετά έκοψε το κεφάλι της και το πέταξεστη θάλασσα.

– Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, πετάχτηκε καιείπε ειρωνικά ο Πάρης.

– Μη βιάζεσαι, δεν τέλειωσε ακόμα. Δεν άκουσες το

Page 329: h Korh Ths 8alassas

καλύτερο. Ο σκισμένος βράχος, που δέχτηκε το σώμα τηςΜαρκέλλας, σώζεται μέχρι σήμερα. Η Μαρκέλλα, που ήταναπό μικρή προικισμένη με σοφία και αμέτρητα ψυχικάχαρίσματα, μετά το μαρτυρικό της θάνατο έγινε αγία και όσοιπροσκυνητές προσεύχονται με πίστη βλέπουν καθαρά πάνωστο βράχο τα κόκκινα σημάδια από το αίμα της, ενώ το νερόπου αναβλύζει στον τόπο του μαρτυρίου της είναι αγίασμακαι έχει ιαματικές ιδιότητες. Για να γεμίσει ένα μπουκαλάκι μεαυτό το θαυματουργό νερό κίνησε η μανούλα μου τη μέρατης γιορτής της να πάει στο μοναστήρι της αγίας και χάθηκεγια πάντα, κατέληξε η Μυρτώ και τα μάτια της βούρκωσανξανά. Έχεις να πεις τίποτα; ρώτησε τον Πάρη και,αλλάζοντας τόνο, πρόσθεσε: Όλα αυτά συμβαίνουν στον 20όαιώνα. Ο άνθρωπος κατάφερε να πατήσει το πόδι του στοφεγγάρι και ακόμα πιστεύει σε τέτοια παραμύθια.

– Μη σε παραξενεύει, Μυρτώ. Οι θρησκείες έχουν τοντρόπο τους να μετατρέπουν το φιλόθεο άνθρωπο, τονπονεμένο, τον αδύναμο, που στηρίζει τις ελπίδες του στοΘεό, σε φιλόθρησκο. Και σιγά σιγά τον φανατίζουν και μπορείνα τον μεταβάλουν σε στρατιώτη που υπακούει τυφλά καιδιαπράττει στο όνομα του Θεού τα πιο αποτρόπαιαεγκλήματα.

– Η Ιστορία έχει να μας δώσει άπειρα τέτοιαπαραδείγματα. Η Ιερά Εξέταση, οι σταυροφορίες, ακόμα καιοι ιεροί πόλεμοι, από ποιους έγιναν; Από φανατισμένους

Page 330: h Korh Ths 8alassas

πιστούς.

– Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, εμένα δύο πράγματα μεγεμίζουν θαυμασμό και δέος. Ο ουρανός με τα άστρα πουείναι πάνω από το κεφάλι μας και ο ηθικός νόμος, η φωνήτης συνείδησής μας, που μιλάει μέσα μας και μας λέει τιπρέπει να κάνουμε και τι να αποφεύγουμε.

– «Ο ηθικός νόμος είναι κατά πολύ ανώτερος τουγραπτού νόμου της πολιτείας και αφορά ζητήματαμεγαλύτερης σημασίας», γράφει ο Αριστοτέλης. Ο άρχοντας,κατά τον Αριστοτέλη, είναι ασφαλής από το γραπτό νόμο,όχι όμως και από τον ηθικό.

– Οι σημερινοί άρχοντες της πολιτείας δυστυχώς θεωρούνπως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, απάντησε ο Πάρης και,κοιτάζοντας κατάματα τη Μυρτώ, ένιωσε μια βαθιάανακούφιση, γιατί κατάφερε με τούτα και μ’ εκείνα να τηνκάνει να ξεχάσει έστω για λίγο το μεγάλο της πόνο από τοναιφνίδιο θάνατο της μητέρας της.

Page 331: h Korh Ths 8alassas

14 Χριστούγεννα σε λιμάνια ξένα

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ, ο βαθυκόκκινος ήλιοςακτινοβολούσε μελαγχολία. Στο θλιμμένο φόντο τουουρανού, η γνώριμη μορφή του Νικολή πρόβαλε ξανά, και ηΜυρτώ, καθώς την κοίταζε, αναρίγησε. Ήταν τόσο μεγάλη ηαποθυμιά της για τον αγαπημένο της, που τον έφερνεολοζώντανο στη σκέψη της και τα μάτια της τον έβλεπανκαθαρά να δεσπόζει στο οπτικό της πεδίο. Στο αγνάντι όπουκαθόταν τα δειλινά αναπολούσε όλες τις ευτυχισμένεςστιγμές που έζησαν μαζί. Από την ώρα που τονπρωτογνώρισε στη σάλα του σπιτιού της, τότε που τον έφερεο πατέρας της για γαμπρό, μέχρι και την τελευταία νύχτα πρινμπαρκάρει για λιμάνια ξένα. Σφιχταγκαλιασμένοιξημερώθηκαν μέχρι το πρωί και, σαν να μην τους αρκούσανοι γαμήλιοι όρκοι που έδωσαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων,έδωσαν και άλλους τόσους αναμεταξύ τους τη νύχτα εκείνη.

– Κάθε μέρα θέλω να μου γράφεις με δυο λέξεις πώςπέρασες. Θα το κάνεις;

– Σου τ’ ορκίζομαι.

– Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Θέλω να μαθαίνω τα πάντα για

Page 332: h Korh Ths 8alassas

εσένα. Θα ζω με τη σκέψη σου.

«Το μεγαλύτερο βάσανο της γυναίκας του ναυτικού,ειδικά όταν δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, είναι ημοναξιά», θυμήθηκε η Μυρτώ πως έλεγε η συχωρεμένη ημανούλα της, που είδε κι έπαθε να μείνει έγκυος και στηδιάρκεια της μακράς προσπάθειας κοίταζε να βρίσκει νέαενδιαφέροντα για να γεμίζει τις ώρες της και να ξεδίνει ο νουςτης. Γι’ αυτό, εκτός από τα μαθήματα που παρέδιδε στοσχολείο τα πρωινά, τα απογεύματα προγύμναζε δωρεάν ταμεγάλα παιδιά της γειτονιάς στην αριθμητική και τα πιο μικράτα μάθαινε ανάγνωση και γραφή.

«Κάτι ανάλογο πρέπει να φροντίσω να κάνω κι εγώ,ειδάλλως θα τρελαθώ», σκέφτηκε η Μυρτώ, καθώς ο χρόνοςτης χωρίς δημιουργική απασχόληση δεν περνούσε με τίποτα.Το καλοκαίρι εκείνο που έχασε και τη μητέρα της τηςφαινόταν ατέλειωτο.

Όταν ο Νικολής έλαβε το γράμμα της με τη δυσάρεστηείδηση, είχαν ήδη περάσει είκοσι μέρες από την κηδεία.Απάντησε γράφοντας πόσο πολύ του στοίχισε ο θάνατος τηςπεθεράς του και πόσο λυπήθηκε που αυτές τις δύσκολεςώρες απουσίαζε από το πλευρό της γυναίκας του.

Εκείνη, ως κόρη και σύζυγος ναυτικού, γνώριζε καλά ότι εκτων πραγμάτων θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει τα

Page 333: h Korh Ths 8alassas

μεγάλα και τα μικρά προβλήματα της καθημερινότητάς τηςμόνη, γι’ αυτό και δε δυσανασχέτησε. Η γυναίκα του ναυτικούείναι ο στυλοβάτης της οικογένειας. Είναι η σύγχρονηΠηνελόπη που υφαίνει τον πέπλο προσμένοντας το δικό τηςΟδυσσέα. Εκείνος, για να προσκομίσει τα προς το ζην,θαλασσοδέρνεται, κι εκείνη αγωνίζεται να κρατήσει σε ομαλήπορεία το σπιτικό της. Να αντιμετωπίσει αρρώστιες,θανάτους, γέννες, να αναθρέψει τα παιδιά της σαν μάνα καιπατέρας μαζί και να φροντίσει για τη σωστή διαπαιδαγώγησήτους και την άρτια μόρφωσή τους. Έχει ακόμα την ευθύνη νακρατήσει ψηλά το όνομα της οικογένειας και πολλές φορέςνα έρχεται αντιμέτωπη με την κριτική και τα κουτσομπολιάτου περίγυρου. Η ίδια αποφασίζει για όλα, και η μεγάληευθύνη για τις επιλογές της, κάποιες φορές, τη ζορίζει πολύκαι αναρωτιέται αν έχει πράξει το σωστό, καθώς δε θέλει ναεπιβαρύνει τον άντρα της με πρόσθετες έγνοιες.

Η Μυρτώ, τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της τοκαλοκαίρι εκείνο, θυμήθηκε τη συμβολή της μητέρας τηςστην ισορροπία της δικής τους οικογένειας και αναπόλησετην παιδική της ηλικία. Ήταν ένα χαρούμενο παιδί, που είχεμεγαλώσει με αμέριστη αγάπη και στοργή σ’ ένανοικοκυρεμένο σπιτικό, άρτια οργανωμένο από την κυρίαΜαρκέλλα. Ως δασκάλα που ήταν, δεν παρέλειπε κάθεβράδυ να τη νανουρίζει μ’ ένα διδακτικό παραμύθι, που οιήρωές του συχνά ζωντάνευαν στα όνειρά της. Τότε ξυπνούσετο πρωί με ένα γλυκό αίσθημα δικαίωσης, καθώς όλα τα

Page 334: h Korh Ths 8alassas

παραμύθια που διάλεγε η μητέρα της να της πει είχαν τέλοςκαλό. Ο κακός έπαιρνε την τιμωρία που του άξιζε και ο καλόςτην επιβράβευση. Ο ένας κατρακυλούσε στα Τάρταρα και οάλλος απολάμβανε στον Παράδεισο όλα τα καλά του Θεού.

– Τέτοια παραμύθια θα λέω κι εγώ στην κόρη μου,ξεστόμισε αυθόρμητα κάποια από τις πολλές φορές πουέκανε αναπόληση του παρελθόντος, και ασυναίσθηταχαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε την κοιλιά της.

Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τότε που ο άντραςτης μπάρκαρε για τα ξένα και, προφανώς, η εβδομάδα τουμέλιτος που πέρασαν στη Μυτιλήνη υμνώντας το μεγάλοτους έρωτα δε συνέπεσε με τις γόνιμες μέρες της Μυρτώς.Αυτό σκέφτηκε, και ενώ με τον Νικολή δεν είχαν προλάβει ναεκφράσουν την επιθυμία τους για ένα παιδί, εκείνη, πάνω στημοναξιά της, το λαχτάρησε πολύ. Τότε θυμήθηκε τη μεγάληαμαρτία που είχε κάνει δύο χρόνια πριν και αναστέναξε.«Έχουμε καιρό. Είμαστε ακόμα τόσο νέοι», συλλογίστηκεμετά για να παρηγορηθεί. «Ας ξεμπερδεύω και με τιςσπουδές και έχει ο Θεός. Τρία παιδιά θα τα κάνουμεοπωσδήποτε. Ο Νικολής τα αγαπάει τα παιδιά, κι εγώ, ότανέρθει η ώρα, θα φροντίσω να τους στήσω ένα ζεστό σπιτικό.Θα κάνω το παν για να δημιουργήσω μια οικογένεια γεμάτηευτυχία και αγάπη.

Και ενώ η Μυρτώ είχε το νου της στον άντρα της και στα

Page 335: h Korh Ths 8alassas

παιδιά που ονειρευόταν να αποκτήσει μαζί του, ο Πάρηςσυνέχιζε να της τηλεφωνεί καθημερινά. Μετά τα τριήμερα τηςμητέρας της επέστρεψε στη δουλειά του στο Λονδίνο καιξαναήρθε στο νησί για τα σαράντα.

Ήταν τέλη Αυγούστου, και οι γονείς του βρίσκονταν ήδηστην έπαυλή τους, οπότε δεν παρέλειψαν να παραβρεθούνστο μνημόσυνο. Βλέποντας το γιο τους στο πλευρό τηςΜυρτώς, κάτι έπαθαν. Το βλέμμα του πρόδιδε τα βαθιάαισθήματά του για εκείνη, κι επειδή οι φήμες για τονερωτοχτυπημένο κουμπάρο έφτασαν στα αφτιά τους, έφυγανσαν κυνηγημένοι και από την άλλη μέρα άρχισαν ναοργανώνουν βεγγέρες για προξενιά.

Ο Πάρης τα έβρισκε τόσο ανιαρά όλα αυτά, που ούτε ταμάτια του δε σήκωνε να κοιτάξει την εκάστοτε υποψήφιανύφη.

– Ζω μια φρίκη. Σκέφτομαι να τα μαζέψω και να φύγω.Δεν αντέχω πια να μου ορίζουν τη ζωή μου. Δεν είμαι κανέναπαιδαρέλι. Έχω προ πολλού περάσει τα τριάντα και είμαικύριος του εαυτού μου. Αρκετά. Ο γάμος είναι προσωπικήυπόθεση. Το είπα χίλιες φορές στον πατέρα, αλλά δε θέλει νατο καταλάβει. Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, μόλις πατάει το πόδιτου στο νησί, κάνει τα ίδια. Αν δεν ήσουν εσύ εδώ, σου τ’ορκίζομαι, Μυρτώ, δεν υπήρχε περίπτωση να έρθω. Υπάρχουνκι άλλα νησιά για να πάω διακοπές, της έλεγε με αγανάκτηση

Page 336: h Korh Ths 8alassas

τα πρωινά που την επισκεπτόταν, κι εκείνη πάντα φρόντιζε νατον ηρεμήσει.

– Μεγάλος άνθρωπος είναι, Πάρη μου, ο πατέρας σου.Μην τον παρεξηγείς. Για εκείνον πάντα θα είσαι το μικρό τουαγοράκι. Άλλωστε, τι έκανε; Για το καλό σου νοιάζεται.Μέχρι πότε θα είσαι μόνος; Πρέπει κι εσύ να κοιτάξεις,κάποια στιγμή, να βρεις την κατάλληλη σύντροφο.

– Μυρτώ, πάψε, σε παρακαλώ. Αυτή η κουβέντα μού τηδίνει. Μη μου ξαναπείς τίποτα. Δε θέλω να επαναλαμβάνωτα ίδια. Κουράστηκα. Βαρέθηκα..., τόνισε κι έκοψε τη φράσητου στη μέση. Από τότε που η αγαπημένη του Μυρτώστεφανώθηκε με τον Νικολή, κρατούσε τα προσχήματα καιαπέφευγε να τη φέρει σε δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε πολύκαλά πως δεν είχε, προς το παρόν, καμία ελπίδα. Όμως, μόνοπου άκουγε τη φωνή της, μόνο που αντίκριζε το ζεστόβλέμμα της, αγαλλίαζε κι επέστρεφε στις υποχρεώσεις του μεάλλο κουράγιο.

Εκείνο το μακρόσυρτο καλοκαίρι κάποτε τέλειωσε, και στηνΕλλάδα το γεγονός που μονοπώλησε την επικαιρότητα ήτανη δίκη των πρωταιτίων της χούντας. Στα τέλη Αυγούστουβγήκε η απόφαση, και οι επικεφαλής καταδικάστηκαν σεθάνατο. Έπειτα από δύο μέρες, το υπουργικό συμβούλιοαποφάσισε ομόφωνα τη μετατροπή των θανατικών ποινώνσε ισόβια δεσμά, και ο πρωθυπουργός της χώρας,

Page 337: h Korh Ths 8alassas

Κωνσταντίνος Καραμανλής, διαβεβαίωσε σε ομιλία του τολαό ότι «όταν ομιλούμε για ισόβια δεσμά, εννοούμε ισόβιαδεσμά».

Με αυτή την απόφαση, που δεν άρεσε σε πολλούς οιοποίοι διώχτηκαν άγρια από τη χούντα και βασανίστηκανβάναυσα, η πολιτική ηγεσία της μεταπολίτευσηςπροσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες στοχουντοκρατούμενο μηχανισμό του κράτους και τουστρατεύματος.

Στα τέλη Σεπτέμβρη, η Μυρτώ άφησε το νησί της καιεγκαταστάθηκε και πάλι στο ρετιρέ του Πειραιά. Μεπροτεραιότητα τη συνέχιση των σπουδών της για άλλα δύοχρόνια στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, όπου μετεκπαιδεύοντανοι απόφοιτοι της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, κοίταξε ναμαζέψει τα μυαλά της και να οργανώσει τη ζωή της. Ταπρωινά κυλούσαν γρήγορα, όμως όταν επέστρεφε το βράδυστο άδειο σπίτι, ένιωθε ένα τεράστιο κενό και οι ώρες δενπερνούσαν με τίποτα. Αν την περίμενε η μητέρα της θα ήταναλλιώς, σκεφτόταν συχνά και ξεσπούσε σε κλάματα. Τότεέβρισκε παρηγοριά στα γράμματα που έφταναν μαζεμένα απότα ξένα και τα διάβαζε ξανά και ξανά.

«Ευτυχώς που υπάρχεις εσύ, άγγελέ μου», έλεγε από μέσατης και ηρεμούσε. Η ζωή του ναυτικού είναι πολύ σκληρή.Αυτό, τουλάχιστον, το γνώριζε καλά η Μυρτώ, όμως ο

Page 338: h Korh Ths 8alassas

άντρας της απέφευγε να της γράψει για τις αντίξοες συνθήκεςτης δουλειάς του, για τις φουρτούνες που έκαναν το βαπόριτους πότε να καβαλάει σαν καρυδότσουφλο τα υδάτιναβουνά και πότε να χάνεται ανάμεσα στις κορυφές τους. Ταγράμματά του, στο σύνολό τους, ήταν ένας ύμνος στηναγάπη τους. Κάποιες φορές τής έγραφε και κάτι για τουςξένους τόπους που γνώριζε, κι επειδή μία εικόνα ισούταισυχνά με χίλιες λέξεις, της έστελνε και καρτ ποστάλ.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, και η Μυρτώ, μόνο που σκεφτότανπως τις άγιες μέρες θα τις περνούσε μόνη, ένιωθε την ψυχήτης να σφίγγεται. Το ίδιο ακριβώς ένιωθε και ο άντρας της,που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά της. Οι άλλοιαξιωματικοί του πληρώματος τον έβλεπαν μελαγχολικό καικουνούσαν σκεφτικοί το κεφάλι.

– Τι το ’θελες να γίνεις ναυτικός; Δεν το ’ξερες πως γιαεμάς όλες οι μέρες του χρόνου είναι ίδιες; τόλμησε να του πειο υποπλοίαρχος, και ο Νικολής έγινε κατακόκκινος. Τογόητρό του δε σήκωνε τέτοια. Ήταν έτοιμος να λογομαχήσειμε τον ανώτερό του, όμως τελικά έδωσε τόπο στην οργή καιδεν έβγαλε άχνα. Όταν διάλεξε να γίνει αξιωματικός τουεμπορικού ναυτικού, γνώριζε πάρα πολύ καλά ταμειονεκτήματα της δουλειάς. Όμως τότε δεν είχε βρεθεί στοδρόμο του η Μυρτώ. Ήταν ολομόναχος, ελεύθερος καιωραίος, και δεν τον έδενε τίποτα με τη στεριά. «Μελλοντικά,όταν αποκτήσω γυναίκα και παιδιά, θα τον αντιμετωπίσω τον

Page 339: h Korh Ths 8alassas

πόνο του αποχωρισμού, όπως όλοι οι ναυτικοί», είχε πει στονεαυτό του και προχώρησε. Δεν είχε διανοηθεί τότε πως θαπλησίαζαν Χριστούγεννα και θα έχανε τον ύπνο του μόνο καιμόνο γιατί δε θα μπορούσε τις άγιες μέρες να τις περάσεισυντροφιά με τη γυναίκα του. «Μακάρι να μην ξημέρωνανΧριστούγεννα, να μην έρχονταν γιορτές», συλλογίστηκε όταντο βαπόρι έδεσε στο Πόρτου Αλέγκρε της Βραζιλίας για ναξεφορτώσει την παρτίδα ποτάσας που είχε φορτώσει στηΛετονία. Οι λιμενεργάτες έκαναν στα γρήγορα τη δουλειάτους, τους ευχήθηκαν «Φελίς Ναβιδάδ» κι έφυγανχαμογελαστοί για τα σπίτια τους.

Από την εκκλησία που βρισκόταν κοντά στην αποβάθρα,ακούγονταν ψαλμωδίες. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Ο κόσμοςείχε μαζευτεί να γιορτάσει οικογενειακά τη γέννηση τουΚυρίου. Ο Νικολής και το πλήρωμα αγωνιούσαν. Ήθελαν ναξεμπερδέψουν μια ώρα αρχύτερα με τα καθήκοντά τους στοπλοίο για να βγουν στη στεριά. Οι ναύτες, με τις μάνικες σταχέρια, ιδροκοπούσαν μέσα στην αφόρητη ζέστη για νακαθαρίσουν τα αμπάρια. Να τα ετοιμάσουν για να δεχτούν τιςντάνες με το βραζιλιάνικο καφέ που προορίζονταν για ταλιμάνια της Ευρώπης. Ο καφές ήταν κλειδωμένος στιςαποθήκες. Εξαιτίας της μεγάλης γιορτής, έπρεπε κι εκείνος ναπεριμένει για να φορτωθεί όταν οι λιμενεργάτες θαεπέστρεφαν στο πόστο τους.

Τελειώνοντας τις προβλεπόμενες εργασίες, οι άντρες του

Page 340: h Korh Ths 8alassas

πληρώματος φρεσκαρίστηκαν κι ετοιμάστηκαν για τηβραδινή έξοδο. Φτάνοντας με βιαστικά βήματα στην πύλητου λιμανιού, έδειξαν τα ναυτικά τους φυλλάδια στο φύλακακαι με τις ευχές του για καλές γιορτές απομακρύνθηκαν.

Μόλις βρέθηκαν στην κεντρική λεωφόρο, που ήτανπαντελώς άδεια, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους περίεργα. Ταλαμπιόνια των διακοσμητικών αγγέλων και τωνχριστουγεννιάτικων δέντρων στα κομβικά σημείααναβόσβηναν κανονικά, οι σηματοδότες της τροχαίας τοίδιο, μόνο που εκτός από εκείνους δεν κυκλοφορούσε στουςδρόμους ψυχή ζώσα.

Ψάχνοντας ανάμεσα στα στενά να βρουν τα καμπαρέ καιτα μπαρ όπου οι γυναίκες τούς περίμεναν συνήθως μεανοιχτές αγκάλες, τα βρήκαν κι αυτά κλειστά καιαπηυδισμένοι γύρισαν χρονιάρα μέρα όλο τσατίλα στοκαράβι.

Ο Νικολής, μόλις κατέβηκε από το καράβι, πήγε ίσια στηνεκκλησία. Άναψε ένα καντηλάκι για το καλό και μετά, με τησκέψη του στη Μυρτώ, βάδισε για ώρα πολλή στην κεντρικήλεωφόρο που οδηγούσε στο πάρκο της πόλης. Νεκρική σιγήβασίλευε κι εκεί. Ακόμα και οι συνηθισμένοι κάτοικοί του, οιάστεγοι, τα πρεζόνια και οι τσιγγάνοι, πήγαν να περάσουν ταΧριστούγεννα σε κάποιο άλλο λημέρι, σκέφτηκε καιαναστέναξε. Κοιτάζοντας αφηρημένα το φωτισμένο

Page 341: h Korh Ths 8alassas

σιντριβάνι, αφουγκράστηκε για λίγο το νερό που έπεφτερυθμικά, σπάζοντας την απόλυτη σιωπή, και τότε διέκρινεανάμεσα στα δέντρα έναν τηλεφωνικό θάλαμο, και η καρδιάτου άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Μακάρι να λειτουργεί», είπεμε το νου του, επιταχύνοντας το βήμα του. Μόλις σήκωσε τοακουστικό και άκουσε το σήμα, αναγάλλιασε. Ευτυχώς, ητσέπη του ήταν γεμάτη με βραζιλιάνικα κέρματα που είχεφροντίσει να πάρει από το καράβι.

Σχηματίζοντας τον αριθμό του σπιτιού στο νησί, τονέπιασε τρέμουλο. Το τηλέφωνο, όμως, δεν απαντούσε. «Πούείναι, άραγε; Είναι δυνατό μια τέτοια μέρα να έμεινε μόνη τηςστον Πειραιά; Τουλάχιστον στη Χίο θα είχε τις ξαδέρφες της,τις θείες της, θα περνούσε οικογενειακά. Αχ, Μυρτώ, αγάπημου! Τι κρίμα να μη σ’ έχω κοντά μου! Μόλις πάρω βαθμούς,θα έχω το δικαίωμα να σε παίρνω μαζί μου. Και τότε σουυπόσχομαι πως όλα τα Χριστούγεννα της ζωής μας θα ταπερνάμε παρέα», συλλογίστηκε και σχημάτισε τον αριθμό τουρετιρέ στον Πειραιά.

Η Μυρτώ, έτσι κακόκεφη που ήταν, κοίταξε με αποστροφήτην τηλεφωνική συσκευή. Με τον Πάρη, όπως και με τηΜαρίνα και κάποιες άλλες συμφοιτήτριές της, είχαν ήδηανταλλάξει ευχές από νωρίς και δεν είχε καμία όρεξη ναμιλήσει με κανέναν άλλο. Όλοι είχαν τα κέφια τους. Όλοιένιωθαν χαρά, κι εκείνη ένιωθε μόνο θλίψη. Ο Πάρης τηθερμοπαρακάλεσε να πάει στο Λονδίνο για τα Χριστούγεννα,

Page 342: h Korh Ths 8alassas

μα ήταν ανένδοτη.

– Αφού ο άντρας μου ταξιδεύει, δεν έχω καμία δουλειά ναπάω πουθενά. Άλλωστε, δεν είμαι εγώ για γιορτές. Φρέσκοςείναι ακόμα ο τάφος της μητέρας μου. Καλά Χριστούγεννα,κουμπάρε, ήταν η τελευταία της φράση.

– Ευχαριστώ, είπε εκείνος, χωρίς να προσπαθήσει άλλο νατη μεταπείσει, γιατί γνώριζε καλά πως δεν υπήρχε περίπτωσηνα τα καταφέρει.

Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει.

– Εμπρός, απάντησε η Μυρτώ απότομα και ψυχρά. Κιέπειτα, ακούγοντας τη γνώριμη, ζεστή φωνή του Νικολή,έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και από την έξαψη φούντωσεολόκληρη. Αγάπη μου! Πού είσαι; φώναξε.

Η φωνή του ξεσήκωσε ξαφνικά όλες τις αισθήσεις της.

– Καλά Χριστούγεννα, της ευχήθηκε, κι εκείνη πλημμύρισεχαρά.

Ο Νικολής, συγκινημένος, ήθελε να έβγαζε φτερά και ναπετούσε στην αγκαλιά της. Ένας κόμπος τού στάθηκε στολαιμό και δεν κατάφερε να πει πολλά. Μ’ ένα «σ’ αγαπώ»έδωσε τέλος στη συνομιλία και, βγαίνοντας από τοντηλεφωνικό θάλαμο, τα πόδια του έτρεμαν και ο ιδρώτας του

Page 343: h Korh Ths 8alassas

έτρεχε ποτάμι. Στη Βραζιλία, τα Χριστούγεννα έπεφτανκατακαλόκαιρο.

Σ’ ένα παγκάκι πλάι στο σιντριβάνι κάθισε για λίγο ναξαποστάσει και να βρει τον εαυτό του. Μεγαλωμένος σεορφανοτροφείο, ήταν σκληραγωγημένος από μικρός καιμαθημένος να κάνει πέτρα την καρδιά του και νααντιμετωπίζει με ψυχραιμία τις δύσκολες στιγμές. Βουτώνταςτα χέρια του στη λιμνούλα που σχημάτιζε το σιντριβάνι,δρόσισε το πρόσωπό του και ανασήκωσε το κεφάλι. «Είναιώρα να πηγαίνω. Το πλήρωμα θα με περιμένει», είπε με τονου του και κίνησε για το καράβι.

Πλησιάζοντας στην αποβάθρα, είδε από μακριά τηνελληνική σημαία να κυματίζει στον ουρανό του νότιουημισφαιρίου και ένιωσε σαν να επέστρεφε στο σπίτι του.Ανέβηκε στο κατάστρωμα και πήγε στο καπνιστήριο τωναξιωματικών. Τους βρήκε όλους εκεί. Ο καπετάνιος, ουποπλοίαρχος, ο αʹ μηχανικός, ο γραμματικός, ο βʹμηχανικός, ο μαρκόνης, ο ηλεκτρολόγος, ο άλλοςανθυποπλοίαρχος, οι γʹ μηχανικοί, ο δόκιμος μηχανικός καιο μάγειρας, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του και τονχαιρέτησαν μ’ ένα νεύμα. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες.Οι γιορτές, γεμάτες οικογενειακή θαλπωρή και ζεστασιά γιατον περισσότερο κόσμο, είναι βουβές και πένθιμες για τουςναυτικούς και τις οικογένειές τους.

Page 344: h Korh Ths 8alassas

Έτσι άχαρα κύλησαν οι ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα πουχτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, αναγγέλλοντας τηγέννηση του Κυρίου. Το πλήρωμα βγήκε στο κατάστρωμα,ενώ οι άδειοι δρόμοι, τα πάρκα και οι πλατείες γέμισανξαφνικά κόσμο. Ο ουρανός αστραφτοκοπούσε από ταβεγγαλικά. Ο απόηχος από τις χαρούμενες φωνές, τα γέλιακαι τα τραγούδια των κατοίκων αυτής της πόλης έφτανε στααφτιά των ναυτικών. Ο καπετάνιος γέμισε το ποτήρι του μεκρασί.

– Εβίβα, λεβέντες. Χρόνια πολλά! ευχήθηκε στους άντρεςμε τη βροντερή του φωνή.

Όλοι τον κοίταξαν μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο σταχείλη και, γεμίζοντας κι εκείνοι τα ποτήρια τους, ήπιαν για τοκαλό. Μετά, άλλοι βγήκαν για νυχτοπερπατήματα σταστενοσόκακα του λιμανιού και άλλοι πλάγιασαν στιςκουκέτες τους. «Δε βαριέσαι, μια ιδέα είναι και οι γιορτές.Πάνε, πέρασαν κι αυτές», σκέφτηκαν όταν σε μία εβδομάδαγύρισε ο χρόνος και τους βρήκε στη μέση του Ατλαντικού, μεπορεία προς το Γιβραλτάρ.

Ο Νικολής είχε τελειώσει τη βάρδια του και, έχονταςαποσυρθεί στην καμπίνα του, προσπαθούσε να γράψει τοκαθιερωμένο του γράμμα στη Μυρτώ, αλλά δεν τακατάφερνε. Tο στιλό που κρατούσε χοροπηδούσε πάνω στοχαρτί, καθώς το πλοίο κοπανιόταν από θεόρατα κύματα.

Page 345: h Korh Ths 8alassas

Όμως, τόσο διάστημα στη θάλασσα, εκείνος είχε συνηθίσειπια τα τερτίπια της.

Κλείνοντας το επιστολόχαρτο στο συρτάρι του, κοίταξεαπό το φινιστρίνι τους λευκούς αφρούς που περιέλουζαν τηνπλώρη και την κουκούλωναν σαν να ήταν υποβρύχιο τοκαράβι, κι ένιωσε την αδρεναλίνη του στο κόκκινο. «Ό,τικρύβει κίνδυνο, κρύβει και μαγεία», σκέφτηκε και αναρίγησεαπό υπερδιέγερση. Μπροστά στα στοιχεία της φύσης δεδείλιαζε, δεν υποχωρούσε. Αντίθετα, ένιωθε πιο δυνατός,έτοιμος να παλέψει μαζί τους και να βγει νικητής, σανσύγχρονος Ηρακλής. Αυτή η αίσθηση που έκρυβε την ηδονήτου κινδύνου ήταν πάρα πολύ επικίνδυνη, του είχαν μάθει στησχολή. Τα ατυχήματα στη θάλασσα, όπως και στον αέρα,συμβαίνουν, ως επί το πλείστον, από ανθρώπινα λάθη, πουοφείλονται κυρίως στην υπερεκτίμηση δυνάμεων. Οκαπετάνιος πρέπει να είναι τολμηρός, αλλά και σχολαστικόςσυνάμα. Οφείλει να τηρεί τους κανόνες της ναυσιπλοΐας κατάγράμμα.

Ο Νικολής όσο ταξίδευε τόσο καλύτερα μάθαινε τηναυτική τέχνη που είχε μελετήσει στα θρανία. Σ’ εκείνη τηφουρτούνα, όπως και σε όλες τις άλλες, έτρεξε αμέσως στοπλευρό του καπετάνιου, πρώτα για να εκτελέσει τις διαταγέςτου και μετά για να διδαχτεί από την εμπειρία του.

Η γυναίκα του στον Πειραιά, την ίδια στιγμή, μόλις

Page 346: h Korh Ths 8alassas

τέλειωσε τις εργασίες της, έπιασε να του γράψει γράμμα,καταλήγοντας με την ίδια στερεότυπη φράση όπως και στατόσα άλλα: «Ζω με τη σκέψη σου. Σ’ αγαπώ. Δε βλέπω τηνώρα να σφιχτώ στην αγκαλιά σου. Φιλάκια. Καλήαντάμωση».

Έτσι κύλησε ο καιρός για το νιόπαντρο ζευγάρι, κι ενώ οΝικολής είχε μπαρκάρει μόνο για ένα χρόνο, η πλοιοκτήτριαεταιρεία, δηλαδή ο καπετάν Πέτρος ή ο γιος του, έδωσαν τηνευκαιρία σε όσα μέλη του πληρώματος το επιθυμούσαν ναπαρατείνουν το μπάρκο τους στο ίδιο καράβι για άλλον έναχρόνο.

Δύο χρόνια διαρκούς θαλάσσιας εργασίας απαιτούντανγια να πάρει ο Νικολής, έπειτα από εξετάσεις, τηνπολυπόθητη προαγωγή του, γι’ αυτό και την πρόταση τηβρήκε πολύ ελκυστική. Από την άλλη μεριά, όμως, ήθελετόσο πολύ να ανταμώσει με τη γυναίκα του, που ώρες ώρεςνόμιζε πως θα τρελαινόταν αν δεν την έβλεπε. Η λαχτάρα τουνα τη σφίξει στην αγκαλιά του ήταν τόσο μεγάλη, πουτιναζόταν μέσα στον ύπνο του φωνάζοντας το όνομά της.

Εκείνη, από τη μεριά της, μόλις τέλειωσε και το τρίτο έτοςτων σπουδών της, επέστρεψε στο νησί, να ετοιμάσει το σπίτι,να ασπρίσει και να καθαρίσει για να υποδεχτεί τον άντρα της.Τόσα όνειρα έκανε έναν ολόκληρο χρόνο γι’ αυτή τη στιγμή.«Πλησιάζει η μεγάλη ώρα, Χριστέ μου, σ’ ευχαριστώ», έλεγε

Page 347: h Korh Ths 8alassas

από μέσα της και μετρούσε μία μία τις μέρες, μέχρι που ένααπόγευμα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την Ολλανδία καιδεν πίστευε στα αφτιά της.

– Μωρό μου, πάρε το πρώτο αεροπλάνο και έλα στοΆμστερνταμ. Θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο. Το καράβι θαπαραμείνει μία εβδομάδα εδώ για επισκευές και αλλαγήπληρώματος.

– Αγάπη μου, τι είναι αυτά που λες; Σε περιμένω στο σπίτι.Τι τις θέλουμε τις διακοπές στην Ολλανδία; Το νησί μας είναιΠαράδεισος αυτή την εποχή.

– Μυρτώ, έλα σε παρακαλώ. Υπάρχει λόγος. Είμαι σεπολύ δύσκολη θέση.

– Τι έχεις; Μήπως δεν είσαι καλά στην υγεία σου;

– Όχι, όχι. Μην πάει ο νους σου στο κακό. Είμαι μια χαρά.

– Τότε μίλα μου καθαρά. Άσε τα μισόλογα.

– Θα σ’ τα πω όλα από κοντά, απάντησε ο Νικολής, και ηΜυρτώ, αλαφιασμένη, ετοίμασε τη βαλίτσα της και το ίδιοβράδυ μπήκε στο πλοίο της γραμμής και με την πρωινήπτήση της Ολυμπιακής πέταξε για το Άμστερνταμ.

Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Κάτι σοβαρό συνέβαινε στον

Page 348: h Korh Ths 8alassas

άντρα της, όμως δεν πήγαινε κάπου ο νους της. «Αφού έχειτην υγειά του, ό,τι και να είναι, θα το ξεπεράσουμε», σκέφτηκεκι έκανε κουράγιο. Ένα χρόνο ολόκληρο περίμενε για να τονανταμώσει και τρεισήμισι ώρες πτήση μέχρι το Άμστερνταμτης φάνηκαν ατέλειωτες. Όταν κάποτε ακούστηκε από ταμεγάφωνα η αναγγελία της προσγείωσης, η Μυρτώ ένιωσετους χτύπους της καρδιάς της να δυναμώνουν και τα χέριατης να παγώνουν.

Το αεροπλάνο, μετά την τροχοδρόμηση, σταμάτησεμπροστά στο κτίριο των αφίξεων, κι εκείνη, μόλις βρέθηκεστη μεγάλη αίθουσα, προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα στονκόσμο που πηγαινοερχόταν τον άνθρωπό της. Όταν τοβλέμμα της τον εντόπισε έξω από το τελωνείο, δεν τηνκρατούσε τίποτα.

Εκείνος, όπως ήταν ψηλός και θεωρητικός, της κούνησετο χέρι από μακριά, και η Μυρτώ, αδιαφορώντας για τοβάρος της βαλίτσας της, έτρεξε κι έπεσε με φόρα στηναγκαλιά του. Τα χέρια του την κράτησαν σφιχτά κάμποσαλεπτά, και όσο και να προσπάθησε δεν τα κατάφερε νασυγκρατήσει τα δάκρυα χαράς που κύλησαν από τα μάτια τουκι έγιναν ένα με τα δικά της.

– Αγάπη μου, αγάπη μου, ψέλλισαν και οι δύο, και μ’ έναταξί πήγαν ίσια σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο στο κέντρο τηςπόλης. Εκεί ξημερώθηκαν με ολονύχτιους ύμνους στον

Page 349: h Korh Ths 8alassas

έρωτά τους και, όταν κάποτε ξεδίψασαν πίνοντας το νέκταρτης ηδονής, κοιτάχτηκαν ευτυχισμένοι και χαμογέλασαν.

– Επιτέλους! Πάλι μαζί! είπε η Μυρτώ.

– Πάντα μαζί, απάντησε ο άντρας της.

– Θα μου πεις γιατί μ’ έφερες εδώ; Εγώ ετοίμασα το σπίτικι εσύ...

– Σ’ αγαπώ, Μυρτώ. Είσαι ο κόσμος όλος για εμένα.

– Το ξέρω.

– Θέλω να γίνω ένας καλός καπετάνιος.

– Κι αυτό το ξέρω. Και είμαι σίγουρη πως θα γίνεις.

– Η επιτυχημένη καριέρα, ειδικά για έναν άντρα, είναισημαντική καταξίωση.

– Το ίδιο ισχύει και για μια γυναίκα στις μέρες μας.

– Όχι ακριβώς, αλλά τέλος πάντων. Αφού πρεσβεύεις τηνισότητα των δύο φύλων, εγώ δε θα σου πάω κόντρα.Άλλωστε, με τέτοιο σκεπτικό, θα ’ρθεις στη θέση μου και θαμε καταλάβεις καλύτερα.

– Πού θες να καταλήξεις, αγάπη μου; Προς τι όλος αυτός

Page 350: h Korh Ths 8alassas

ο πρόλογος;

– Για να γίνω μια μέρα καπετάνιος, πρέπει να περάσω απ’όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, και για καθένα από αυτάχρειάζονται δύο χρόνια διαρκούς θαλάσσιας εργασίας. Όσοκαι να το θέλω, Μυρτώ, δε θα βγω στη στεριά φέτος, καρδιάμου. Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, που θα δώσω εξετάσεις καιγια το δίπλωμα του υποπλοίαρχου.

Η Μυρτώ τον άκουσε ατάραχη.

– Η ναυτοσύνη απαιτεί θυσίες, το ξέρω. Εγώ δεν πρόκειταινα σταθώ εμπόδιο στην καριέρα σου. Έτσι κι αλλιώς, αφούέβαλες στο νου σου να προχωρήσεις, ακόμα και να έβγαινεςστη στεριά φέτος, έστω και για δύο μήνες, θα καθόσουν στακαρφιά. Θα σε είχα πλάι μου ξέμπαρκο και φευγάτο. Κάνεαυτό που νομίζεις, Νικολή, κι εγώ μαζί σου. Εγώ θα σεπεριμένω. Μακάρι να μείνω έγκυος και, μέχρι να γυρίσεις, ναέχω γεννήσει και το πρώτο μας παιδί, είπε σοβαρά η Μυρτώκαι κούρνιασε και πάλι στην αγκαλιά του.

Μία εβδομάδα στο Άμστερνταμ, σε αυτή την πανέμορφηρομαντική πόλη του Βορρά, ήθελαν να χορτάσουν τόσο πολύο ένας τον άλλο, ώστε δεν ξεμύτισαν καν από το ξενοδοχείο.Να κάνουν μια βόλτα με το βαπορέτο στα κανάλια, ναεπισκεφτούν το μουσείο του Βαν Γκογκ ή κάποιο άλλο,καθώς η πόλη διαθέτει καμιά πενηνταριά. Να πάνε έναν

Page 351: h Korh Ths 8alassas

περίπατο στο ιστορικό κέντρο για να θαυμάσουν τηναρχιτεκτονική των κτιρίων. Να καθίσουν σ’ ένα παραδοσιακόταβερνάκι για να πιουν την μπίρα τους και να απολαύσουνένα γεύμα εκλεκτό. Δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για όλα αυτά. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η αγάπη τους, ο έρωτάς τους, η αγκαλιά. Έτσι πέρασαν μιαδεύτερη εβδομάδα του μέλιτος, που τους έμεινε αξέχαστη,και όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, αυτή τη φοράπόνεσαν διπλά.

Μαζί πήγαν στο αεροδρόμιο και, μόλις εκείνος έσκυψε νατη φιλήσει, η Μυρτώ γαντζώθηκε πάνω του και δεν ήθελε νατον αφήσει. Μόνο όταν η αναγγελία για την αναχώρηση τηςπτήσης για Αθήνα ακούστηκε από τα μεγάφωνα, μόνο τότεχαλάρωσε τα χέρια της και με σκυμμένο κεφάλι έφυγεβιαστικά.

Ο Νικολής, με βαριά καρδιά, πήρε το τρένο για τοΡότερνταμ, όπου είχε δέσει το καράβι. Φτάνοντας στο λιμάνι,μόλις τον φύσηξε ο θαλασσινός αέρας, άλλαξε, θαρρείς,απότομα η διάθεσή του και με το κεφάλι ψηλά βάδισε γοργάπρος τον ντόκο και το «Πάρης».

Τον τελευταίο χρόνο, ο καπετάν Πέτρος είχε αποφασίσεινα κάνει μια δίκαιη μοιρασιά του στόλου του στις κόρες τουκαι στο γιο του. Οι γαμπροί του, που δούλευαν στα καράβιατου ως καπετάνιοι, του ζήτησαν κάποιες μετοχές, κι εκείνος,

Page 352: h Korh Ths 8alassas

για να μην μπλέξει στην περιουσία του ξένα ονόματα, έγραψεστα παιδιά του ό,τι ανήκε στο καθένα, τους έδωσε την ψιλήκυριότητα και ο ίδιος κράτησε την επικαρπία.

Το συγκεκριμένο καράβι με το οποίο θα ταξίδευε οΝικολής για δεύτερη χρονιά ήταν του Πάρη. Ανεβαίνονταςστο κατάστρωμα, παρουσιάστηκε στον καινούριο καπετάνιο,τον χαιρέτησε με τον πρέποντα σεβασμό και, βλέποντας στοντοίχο πίσω από το γραφείο του ένα κάδρο με τη φωτογραφίατου κουμπάρου του, χαμογέλασε.

– Τι συμβαίνει, ανθυποπλοίαρχε; Γιατί μειδιάς; τονρώτησε ο καπετάνιος σοβαρά, και τότε ο Νικολής εξήγησε τησχέση του με τον εικονιζόμενο στο κάδρο, που προφανώς τοκρέμασαν πρόσφατα, γιατί στο προηγούμενο μπάρκο του δενυπήρχε.

– Κουμπάρος σου είναι; Κρίμα. Αν ερχόσουν πιο νωρίς,θα τον προλάβαινες εδώ.

– Αλήθεια; Ειλικρινά λυπάμαι, ήταν η απάντηση τουΝικολή και, αφού συστήθηκε στους άλλους αξιωματικούςτου πληρώματος που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στοκαπνιστήριο, πήγε στην καμπίνα του να τακτοποιήσει ταπράγματά του, να αλλάξει ρούχα και να πιάσει δουλειά.

Την ίδια στιγμή, η γυναίκα του πετούσε με το αεροπλάνο

Page 353: h Korh Ths 8alassas

της Ολυμπιακής για Αθήνα, αλλά αντί να κάθεται στηντουριστική θέση, όπως είχε πληρώσει, καθόταν σ’ ένααναπαυτικό κάθισμα της πρώτης θέσης, πλάι στον Πάρη.

Η έκπληξή της ήταν μεγάλη όταν τον είδε ξαφνικάμπροστά της στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. Εκείνηπερίμενε στην ουρά για να τσεκάρει το εισιτήριό της και, έτσιόπως ήταν σκεφτική και θλιμμένη, άκουσε μια γνώριμη φωνήνα λέει το όνομά της και σάστισε. Ανασηκώνοντας το θολόβλέμμα της, σίγουρη για την ταυτότητα εκείνου που τηνκαλούσε, τον κοίταξε με απορία.

– Πόσο μικρός είναι ο κόσμος, Χριστέ μου! Δεν τοπιστεύω. Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;

– Πάω στην Αθήνα. Πού το βρίσκεις το περίεργο;

– Θα φύγεις τώρα με την Ολυμπιακή;

– Έτσι λέω, απάντησε ο Πάρης, που παρακολουθούσε τιςκινήσεις της και τα είχε όλα προσχεδιασμένα. Δώσε μου τοεισιτήριό σου. Δεν είναι δυνατό να πετάξουμε με το ίδιοαεροπλάνο και να καθίσουμε χώρια, της είπε αποφασιστικάκαι στη στιγμή έκανε την αλλαγή, πλήρωσε τη διαφορά καιαπό εκεί και πέρα την είχε συνέχεια από κοντά.

Εκείνη του έλεγε τον πόνο της που αποχωρίστηκε πάλιτον άντρα της, κι εκείνος έδειχνε πως τη συμπονούσε, ενώ

Page 354: h Korh Ths 8alassas

απολάμβανε την παρουσία της στο πλευρό του και δεν έδινεκαμία σημασία στα λεγόμενά της. «Πού θα πάει, θα τονβαρεθεί τον δικό της. Με μία εβδομάδα το χρόνο δενκρατιέται γάμος», σκεφτόταν. Αφού την άφησε, λοιπόν, ναξεσπάσει, της είπε τα σχέδια του για εκείνο το καλοκαίρι.

– Πριν πάω στο νησί, θα ήθελα να μείνω λίγες μέρες στηνΑθήνα. Αύριο έχει παράσταση στο Ηρώδειο το ΚρατικόΘέατρο Βορείου Ελλάδος και δε θέλω να τη χάσω. Ηλέκτρατου Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού. Και μεθαύριο τοΕθνικό Θέατρο παρουσιάζει στην Επίδαυρο τη Μήδεια, μεπρωταγωνιστές την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Νίκο Τζόγια.

Η Μυρτώ έκανε πως δεν άκουσε.

– Ξέρω πως σ’ ενδιαφέρουν και οι δύο παραστάσεις. Μεμεγάλη μου χαρά θα σε συνοδεύσω, εάν και εφόσον τοεπιθυμείς, της είπε σοβαρά, και η Μυρτώ τον κοίταξεδιστακτικά.

– Βρε Πάρη, δε βλέπεις που έχω τα χάλια μου; Δεν είμαικαλή παρέα. Δεν υπάρχει λόγος, επειδή έχω εγώ τις μαύρεςμου, να σου χαλάσω κι εσένα το κέφι. Δουλεύεις από το πρωίμέχρι το βράδυ στο Λονδίνο όλο το χρόνο κι έρχεσαι λίγεςμέρες στην Ελλάδα να ξεκουραστείς και να ξεδώσει ο νουςσου. Είναι ανάγκη να έχεις κι εμένα, τη μουρτζούφλα, πλάισου;

Page 355: h Korh Ths 8alassas

– Πώς το είπες αυτό;

– Μουρτζούφλα.

– Πρώτη φορά την ακούω αυτή τη λέξη και δεν είναικαθόλου εύηχη. Να μην την ξαναπείς. Εσύ είσαι μια λεπτήύπαρξη. Με το δίκιο σου είσαι στενοχωρημένη σήμερα, όμωςαύριο θα σου περάσει. Ο άντρας σου είναι μια χαρά. Δουλεύειο άνθρωπος. Δεν έπαθε, Θεός φυλάξοι, κανένα κακό για να’χεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα.

Την ίδια στιγμή η αεροσυνοδός πλησίασε κοντά του μεένα μπουκάλι σαμπάνια και τον ρώτησε αν ήθελε να γεμίσειτο ποτήρι του.

– Ναι, ευχαριστώ, ήταν η απάντησή του.

Έπειτα η αεροσυνοδός, κοιτάζοντας τη Μυρτώ στο πλάιτου, που είχε στραμμένο το βλέμμα της έξω από τοπαράθυρο, στο κενό, ρώτησε:

– Η κυρία σας; Θα πιει λίγη σαμπάνια ακόμα;

«Η κυρία μου», επανέλαβε εκείνος από μέσα του και,αγγίζοντας απαλά τον ώμο της Μυρτώς, την έκανε ναστραφεί.

Εκείνη κοίταξε μια τον Πάρη και μια την αεροσυνοδό και

Page 356: h Korh Ths 8alassas

είπε:

– Όχι, ευχαριστώ.

Ο Πάρης χαμογέλασε.

– Γιατί δεν πίνεις, βρε κοριτσάκι μου, ένα ποτήρι ακόμα ναχαλαρώσεις; της πρότεινε τρυφερά, ενώ η προσφώνηση τηςαεροσυνοδού αντηχούσε ακόμα στα αφτιά του. «Η κυρία μου.Ναι, η κυρία μου», σκέφτηκε λοξοκοιτάζοντας την κουμπάρατου και, μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιοτου Ελληνικού, τη συνόδευσε με μια λιμουζίνα μέχρι τονΠειραιά. Αντί να την αφήσει, όμως, στο σπίτι της στοΠασαλιμάνι, την έπεισε να κάνουν μια στάση πρώτα στοΜικρολίμανο, για να φάνε φρέσκο ψαράκι.

– Εγώ ξέρεις καλά πως δεν έχω φίλους στην Ελλάδα.Μόνο κάποιους γνωστούς στο νησί. Μη με αφήσεις να πάωμόνος μου στο θέατρο, δε θα το αντέξω. Δεν είναι δυνατό ναμου κάνεις αυτό το κακό, της είπε χαριτολογώντας.

Η Μυρτώ απέφυγε να απαντήσει.

Ο Πάρης, τρώγοντας τα μπαρμπούνια του και πίνοντας τοκρασάκι του, κάποια στιγμή την ξαναρώτησε:

– Λοιπόν, τι θα γίνει;

Page 357: h Korh Ths 8alassas

– Τι θες να γίνει; Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.Αυτή τη στιγμή είμαι τόσο κουρασμένη, τόσο εξουθενωμένηαπό τη συγκινησιακή φόρτιση του αποχωρισμού, που δεν έχωόρεξη για τίποτα. Δε θέλω να σου χαλάσω το χατίρι, όμως ανσυνεχίσω και αύριο να νιώθω έτσι, με συγχωρείς πολύ, δε θαμπορέσω να έρθω.

– Καλά. Όπως νομίζεις. Εγώ, πάντως, έχω ήδη φροντίσεινα βγάλω εισιτήρια, κι αν δεν έρθεις, θα πάνε χαμένα.

Η Μυρτώ δυσανασχέτησε.

– Μα πότε πρόλαβες; Πού ήξερες πως θα μ’ έβρισκες στοαεροδρόμιο;

– Λίγο πολύ γνωρίζω τις κινήσεις σου. Ο άντρας σουδουλεύει σε δικό μου καράβι. Αυτό μην το ξεχνάς.

Page 358: h Korh Ths 8alassas

15 Η θεά της ευγονίας

«ΜΟΝΟ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ, αγάπη και αμοιβαίες υποχωρήσειςδιατηρείται μια φιλία. Πολλές φορές, χρειάζεται για τουςφίλους μας να κάνουμε και κάποια θυσία», σκέφτηκε ηΜυρτώ το βράδυ εκείνο, μόλις έμεινε μόνη, και η σκέψη αυτήτην αναστάτωσε και της δημιούργησε ενοχές. «Δεν έπρεπε ναείμαι τόσο αρνητική με τον Πάρη. Εκείνος είχε όλη τηδιάθεση να με πάρει μαζί του στις καλύτερες παραστάσεις τουκαλοκαιριού, κι εγώ τον αποπήρα. Είναι τόσο καλός, που ναπάρει η ευχή, ώστε ώρες ώρες με σκλαβώνει. Φέρεται τόσοάψογα, είναι τόσο ζεστός και φιλικός».

Έτσι, την άλλη μέρα το μεσημέρι που της τηλεφώνησεεκείνος, απολογήθηκε για τη στάση της.

– Κάθε φορά που φεύγει ο Νικολής, εγώ τα βλέπω όλαμαύρα. Συγχώρα με, Πάρη μου. Εσύ δε φταις σε τίποτα, είπεκαι αποφάσισε να ντυθεί και να στολιστεί για να πάει μαζί τουστο Ηρώδειο.

Η παράσταση ήταν εκπληκτική. Το κατάμεστο θέατροσειόταν από τα χειροκροτήματα του κόσμου, που αποθέωνετους σπουδαίους ηθοποιούς και το σκηνοθέτη Μίνω

Page 359: h Korh Ths 8alassas

Βολανάκη.

Η Μυρτώ ενθουσιάστηκε.

– Μπράβο, ήταν υπέροχα, είπε από καρδιάς. Πάρη, σ’ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να ζήσω αυτή τηνπρωτόγνωρη εμπειρία.

– Άλλη φορά να μ’ ακούς, της απάντησε εκείνος μ’ έναγλυκό χαμόγελο.

Φεύγοντας από το Ηρώδειο, στράφηκαν και κοίταξανπίσω τους τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, με τα μεγαλειώδη,φωτισμένα μνημεία.

– Θεέ μου, τι όμορφα που είναι! είπε η Μυρτώ.

Ο Πάρης τη συνόδευσε για δείπνο στο εστιατόριο ακριβώςαπέναντι, για να φάνε απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα. Μετα σχόλια για το καταπληκτικό περιβάλλον και τηνπαράσταση, πέρασε η βραδιά και, πριν χωριστούν, ο Πάρηςτής θύμισε πως είχαν να δουν και τη Μήδεια στην Επίδαυρο.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Εσύ είσαι ένας κοσμοπολίτης κι εγώ μια νησιωτοπούλαμεγαλωμένη σ’ ένα κλειστό περιβάλλον. Να φανταστείς πωςτο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δεν είχα την τύχη μέχρι

Page 360: h Korh Ths 8alassas

σήμερα να το επισκεφτώ. Άκουσα πως ο δρόμος έχει πολλέςστροφές, ανεβοκατεβαίνεις βουνά για να φτάσεις, κι εγώ,Πάρη μου, ζαλίζομαι με τις στροφές. Δεν τις μπορώ καθόλου.

– Μα τι δουλειά έχουμε εμείς με τις στροφές; Εμείς θαπάμε με το σκάφος του πατέρα. Είναι ήδη δεμένο στη Ζέα καιμας περιμένει για να σαλπάρουμε το πρωί.

Η Μυρτώ ξαφνικά κόμπιασε. Έπειτα από μια στιγμιαίασιωπή, ρώτησε δειλά:

– Θα είναι και οι γονείς σου;

– Όχι, δεν έχουν έρθει ακόμα στην Ελλάδα. Θα είμαστεμόνοι μας με το πλήρωμα.

Εκείνη τον κοίταξε διστακτικά.

– Μη με παρεξηγήσεις, αλλά πολύ τολμηρό ακούγεται. Τιθα λένε οι άνθρωποι για εμένα; Ο άντρας μου λείπει κι εγώπάω βόλτες με τον κουμπάρο;

– Και λοιπόν; Πού το είδες το κακό; Τι είμαι εγώ; Κανέναςάξεστος ή κανένας παλιάνθρωπος που θα εκμεταλλευτώ τηνεμπιστοσύνη που μου δείχνετε εσύ και ο άντρας σου;Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε, Μυρτώ. Για να συμβεί κάτιαναμεταξύ μας, θα πρέπει να το θέλουμε και οι δύο.

Page 361: h Korh Ths 8alassas

– Εγώ σ’ το έχω ξαναπεί. Σε θεωρώ τον πιο δικό μουάνθρωπο και σ’ αγαπώ. Τώρα που έχασα και τους δύο γονείςμου, σε βλέπω παραπάνω από αδερφό μου.

«Αυτό είναι το κακό», συλλογίστηκε ο Πάρης, αλλάέκρυψε τη σκέψη του με ένα χαμόγελο.

– Για να τελειώνουμε με το θέμα αυτό. Δεν έχουμεκανέναν ανάγκη. Θέλω να ξεφύγεις από τις στενόμυαλεςεπαρχιώτικες αντιλήψεις. Είμαστε άνθρωποι προοδευτικοί καιφιλελεύθεροι και οι δύο, και κοιτάμε μπροστά. Η νοοτροπίατης κλειστής κοινωνίας του νησιού μάς αφήνει αδιάφορους.Να δεις που και ο Νικολής έχει την ίδια άποψη. Λίγο τον έχωσυναναστραφεί, αλλά μου έδωσε την εντύπωση πως έχειανοιχτό μυαλό.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Έχω άντρα λεβέντη, είπε με καμάρι και, όταν περασμέναμεσάνυχτα γύρισε στο σπίτι της, κάθισε να του γράψει για τηνπαράσταση που είχε παρακολουθήσει στο Ηρώδειο.

Ο Πάρης, που δεν την έβγαλε από το νου του τη νύχταεκείνη, έστειλε νωρίς το πρωί μια λιμουζίνα να την πάρει απότο σπίτι της και να την πάει στο σκάφος στη Ζέα.

Η Μυρτώ που δεν ήταν μαθημένη σε πολυτέλειες, όταν οοδηγός τής άνοιξε την πόρτα για να βγει και το πλήρωμα

Page 362: h Korh Ths 8alassas

στην πρύμη την υποδέχτηκε με υποκλίσεις, ένιωσε κάπωςάβολα. Όχι πως δεν της άρεσε αυτή η υποδοχή, όμως γιαεκείνη, που ήταν απλή κοπέλα, της φάνηκε υπερβολική.

– Πάρη, με κακομαθαίνεις, του είπε μόλις τον είδε στοσαλόνι, κι εκείνος την καλημέρισε μ’ ένα φιλί στο μάγουλοκαι έδωσε εντολή στον καμαρότο να τακτοποιήσει τηναποσκευή της στην καμπίνα της.

– Ο καιρός είναι υπέροχος, σε δυόμισι ώρες θα είμαστεστην Επίδαυρο, εκτός αν θέλετε να σταματήσουμε σε κανένανησί του Αργοσαρωνικού για μπάνιο, είπε ο καπετάνιος στονΠάρη, κι εκείνος κοίταξε τη Μυρτώ.

– Τι λες, καλή μου;

Η Μυρτώ δεν ήξερε τι να πει. Αμάθητη όπως ήταν, κάπωςκόμπλαρε προς στιγμήν.

– Δε λέω τίποτα. Αφήνω τη μοίρα μου στα χέρια σουσήμερα, απάντησε χαριτολογώντας, και ο Πάρηςχαμογέλασε.

– Αυτό είναι θαυμάσιο, καταπληκτικό. Να δεις που δε θατο μετανιώσεις.

– Αν κρίνω από το χτεσινό βράδυ!

Page 363: h Korh Ths 8alassas

– Και πού είσαι ακόμα..., είπε εκείνος και την ίδια στιγμή,αλλάζοντας τόνο, έδωσε εντολή στον καπετάνιο να βάλειπλώρη για Αίγινα. Κάλεσε κι ένα ταξί να μας πάει στοναρχαίο ναό της Αφαίας, πρόσθεσε μετά και μ’ ένα πλατύχαμόγελο έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στη Μυρτώ καισυνέχισε: Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός με γοητεύει. Ότανεπισκέπτομαι τα αρχαία ιερά, νιώθω δέος. Οι πρόγονοί μαςδιάλεξαν να τα χτίσουν στα ωραιότερα μέρη του τόπου μας.Έχω ξαναεπισκεφτεί αυτό το ναό στην Αίγινα πριν απόχρόνια. Είναι χτισμένος στη βορειοανατολική πλευρά τουνησιού. Αξίζει να καλέσουμε και μια ξεναγό για να μαςξεναγήσει, κατέληξε, και όλα έγιναν όπως τα προγραμμάτισε,συνοδεύοντας τη φιλομαθή Μυρτώ στον αρχαίο ναό με πριβέξεναγό.

– Αφαία ή Άφα θα πει «άφαντη», άρχισε να τους εξηγείεκείνη. Η θεότητα αυτή, σύμφωνα με τη μυθολογία,ταυτίζεται με τη Δίκτυνα ή Βριτόμαρτη της Κρήτης. Οβασιλιάς Μίνωας την ερωτεύτηκε και την κυνηγούσε, κιεκείνη, για να γλιτώσει, έπεσε στη θάλασσα. Οι ψαράδες πουτην έσωσαν τη μετέφεραν στην Αίγινα, μα μόλις βγήκε στηστεριά άρχισε να την κυνηγάει ένας από αυτούς. Τότε, πάνωστην απόγνωσή της, κατέφυγε στο ιερό άλσος της θεάςΆρτεμης και με τη βοήθειά της εξαφανίστηκε. Όταν οιΑιγινήτες έψαξαν να τη βρουν, αντί για εκείνη, βρήκαν έναάγαλμα, κι έτσι την ονόμασαν Αφαία. Στη θέση αυτή ίδρυσανένα ιερό, όπου αργότερα χτίστηκε ναός. Το ιερό της Αφαίας

Page 364: h Korh Ths 8alassas

το αναφέρει και ο Παυσανίας και, πριν βρεθούν οι επιγραφές,το θεωρούσαν ιερό της Αθηνάς ή του Ηρακλή. Γι’ αυτό καιαπό πολλούς ονομάζεται ναός της Αθηνάς Αφαίας. Όπωςβλέπετε, είναι περίπτερος, δηλαδή έχει κολόνες γύρω γύρω,δωρικού ρυθμού, 12 στις μακριές πλευρές και 6 στις στενές. Οχώρος του ιερού παρουσιάζει ίχνη λατρείας μιας γυναικείαςθεότητας από την ύστερη ακόμα μυκηναϊκή περίοδο. Γύρωστο 1300 π.Χ., στη σπηλιά που, σύμφωνα με το μύθο,κρύφτηκε η Βριτόμαρτη όταν ήρθε στην Αίγινα, μετά τιςανασκαφές, βρέθηκαν ειδώλια προελληνικής θεότητας τηςευγονίας.

Η Μυρτώ, ακούγοντας αυτό το χαρακτηρισμό, ένιωσεκάπως περίεργα.

– Ο ναός θεωρείται κορυφαία δημιουργία της αρχαϊκήςαρχιτεκτονικής, συνέχισε η ξεναγός. Πολλοί είναι εκείνοι πουπιστεύουν πως αποτέλεσε το πρότυπο για τους αρχιτέκτονεςτου Παρθενώνα, Ικτίνο και Καλλικράτη.

Το μυαλό της Μυρτώς είχε κολλήσει στη θεότητα τηςευγονίας. «Προφανώς, εδώ έρχονταν οι στείρες γυναίκες τηςαρχαιότητας, άφηναν το τάμα τους κι έκαναν παράκληση γιανα απολαύσουν τον πολυπόθητο καρπό της κοιλίας»,σκέφτηκε και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πόσο οδυνηρόπράγματι είναι για μια γυναίκα να μην μπορεί να αποκτήσειπαιδί και αυθόρμητα αναστέναξε.

Page 365: h Korh Ths 8alassas

Ο Πάρης, πλάι της, το αντιλήφθηκε και την κοίταξεανήσυχος.

– Τι έχεις, καλή μου; Τι έπαθες ξαφνικά; Μήπως σεκούρασε η ξενάγηση; Καμιά φορά, οι τόσες πληροφορίεςγίνονται κουραστικές, της ψιθύρισε.

Εκείνη χαμογέλασε.

– Μην ανησυχείς. Μια χαρά τα λέει η ξεναγός.

– Τότε τι έπαθες;

– Τίποτα, τίποτα, θα σου πω μετά.

Αυτή η επιμονή του Πάρη να ρωτάει τα πάντα και ναπαρακολουθεί ακόμα και τον αέρα που ανέπνεε η Μυρτώ,ήταν μία από τις συνήθειές του που πολύ συχνά την έφερνανσε δύσκολη θέση. Δεν ήταν άντρας της, κουμπάρος της ήταν,και δεν μπορούσε να μοιραστεί όλες τις σκέψεις της μαζί του.Υπήρχαν πράγματα που λέγονταν και άλλα που δε λέγονταν.Πώς να του ομολογούσε πως επιθυμούσε διακαώς να κάνειπαιδί και αγωνιούσε μήπως και δεν τα κατάφερνε; Αν τηνκατέστρεψε εκείνος ο γιατρός; Η θύμηση της έκτρωσης πουείχε κάνει την κατέτρυχε όλο και πιο συχνά τελευταία. «Μόνοόταν αξιωθώ να μείνω έγκυος και γεννήσω ένα γερό παιδί,μόνο τότε θα γλιτώσω από τις τύψεις που με βασανίζουν καιτην ιδέα που μου έχει καρφωθεί ότι μπορεί να έχω μείνει

Page 366: h Korh Ths 8alassas

στείρα», σκέφτηκε, τη στιγμή που η ξεναγός, αφού έκανε έναολιγόλεπτο διάλειμμα για να δροσίσει το λαρύγγι της με λίγονερό, έλεγε σε πόσο καλή κατάσταση σωζόταν ο αρχαίοςναός.

– Αυτός που βλέπουμε τώρα, χτίστηκε γύρω στο 500 με490 π.Χ., μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε αυτό τοπανέμορφο πευκόφυτο τοπίο με θέα την απέραντη γαλάζιαθάλασσα. Σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει τόσο καθαρήατμόσφαιρα. Όταν, όμως, η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, απόεδώ φαίνεται ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, από τη μια,και ο Παρθενώνας, από την άλλη. Οι τρεις αυτοί αρχαίοι ναοίσχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Μπορεί να το έχετεακουστά. Είναι το περίφημο ιερό τρίγωνο της αρχαιότητας.

Τότε οι ακροατές της την ευχαρίστησαν, και εκείνη, αφούπήρε την αμοιβή της, τους άφησε να απολαύσουν με τηνησυχία τους το χώρο.

– Λοιπόν, ακούω εντυπώσεις, είπε ο Πάρης στη Μυρτώμόλις έμειναν μόνοι. Πώς σου φάνηκε η ιδέα μου;

– Καταπληκτική. Άξιζε τον κόπο να έρθουμε. Σ’ευχαριστώ πολύ.

– Γιατί;

– Θέλει και ρώτημα; Μου έδωσες την ευκαιρία να δω από

Page 367: h Korh Ths 8alassas

κοντά ένα τόσο σημαντικό μνημείο, που το γνώριζα μόνο απότα βιβλία. Από χτες μέχρι σήμερα έχω πλουτίσει τις γνώσειςμου κατά πολύ.

– Όρεξη να ’χεις, κι εγώ είμαι έτοιμος να σου δείξω όλοτον κόσμο.

– Κάτι τέτοια λες και με σκλαβώνεις.

Ο Πάρης χαμογέλασε. Έδειχνε ξέγνοιαστος καιευχαριστημένος.

Βαδίζοντας αργά, πλάι πλάι, απομακρύνθηκαν από τοναρχαιολογικό χώρο και κάθισαν σ’ ένα καφενεδάκι να πιουνένα αναψυκτικό και να ξαποστάσουν. Τότε εκείνος βρήκε τηνευκαιρία να την ευχαριστήσει με τη σειρά του.

– Μαζί σου περνώ υπέροχα. Άλλωστε, το βλέπεις, τονιώθεις. Είσαι καλή παρέα, Μυρτώ. Με ηρεμείς. Με καμιάάλλη γυναίκα δεν έχω αισθανθεί έτσι. Σ’ το έχω ξαναπεί.

Η Μυρτώ, ξεροκαταπίνοντας, πήγε να αλλάξει κουβέντα,γιατί φοβήθηκε τα χειρότερα. Κατά βάθος ήξερε πολύ καλά τιένιωθε ο Πάρης για εκείνη, αλλά το κουκούλωνε. Τοπροσπερνούσε. Έπαιρνε αυτά που ήθελε: το ενδιαφέρον του,τη φροντίδα του, τη φιλία του.

– Εμείς, πέρα από κουμπάροι, είμαστε φίλοι καρδιακοί,

Page 368: h Korh Ths 8alassas

τόνισε για να τον φέρει στα ίσια του.

Εκείνος, μ’ ένα στοχαστικό βλέμμα, έκανε τότε το εξήςσχόλιο:

– Η φιλία, κάποιες φορές, γεννάει αισθήματα δυνατάόπως ο έρωτας.

Η Μυρτώ χαμήλωσε τα μάτια και σφάλισε το στόμα της.

– Η φιλία είναι έρωτας χωρίς σεξ, συμπλήρωσε ο Πάρης.

Ευτυχώς, η σερβιτόρα τούς πλησίασε για να τουςπροσφέρει λουκούμι, και η Μυρτώ βιάστηκε να το καταπιεί,παροτρύνοντας και τον Πάρη να δοκιμάσει. Έτσι παρέκαμψετο σκόπελο.

– Κάνει ζέστη, είπε μετά, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από τομέτωπό της.

– Ώρα για καμιά βουτιά, απάντησε εκείνος, και λίγοαργότερα κολυμπούσαν και οι δύο κοντά στην Αγία Μαρίνα,σ’ έναν όρμο κλειστό, προσβάσιμο μόνο από τη θάλασσα. Τααπόκρημνα βράχια που ορθώνονταν από πάνω τους είχανμια γοητευτική αγριάδα.

Αφού απόλαυσαν το μπάνιο τους, έφαγαν ένα γεύμα λιτόστο σκάφος και κίνησαν για την Επίδαυρο. Μια παγωμένη

Page 369: h Korh Ths 8alassas

σιωπή απλώθηκε τότε ανάμεσά τους, και η Μυρτώ άρχισε ναδυσανασχετεί και να νιώθει άβολα. Για να κρύψει τηναμηχανία της, το ’ριξε στη μελέτη του αρχαίου δράματος πουθα έβλεπαν το βράδυ.

Ο Πάρης, αντίκρυ της, ενώ άρχισε να λύνει σταυρόλεξα,γρήγορα τα βαρέθηκε και τα παράτησε.

– Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Νιώθω πως είμαστε μαζί καιχώρια, είπε, και η Μυρτώ ανασήκωσε τα μάτια από τη Μήδειατου Ευριπίδη, που την είχε βρει σ’ ένα τραπεζάκι στο κότερο,και τον κοίταξε σοβαρά.

– Έχεις δίκιο. Κάτι δεν πάει καλά. Ο χώρος είναι μικρός,και αυτή η εγγύτητα μάς τη βαράει.

– Αν ήμαστε εραστές, θα ήταν αλλιώς.

– Ασφαλώς. Αυτό το είπαμε, το ξεκαθαρίσαμε και δενυπάρχει κανένας λόγος να επανερχόμαστε στα ίδια. Μη μεκάνεις να μετανιώσω που ήρθα μαζί σου.

– Καλά, καλά, μη θυμώνεις. Μια κουβέντα είπα. Θέλεις ναπαίξουμε χαρτιά;

– Να μια καλή ιδέα. Και βέβαια θέλω.

Έτσι, αντί να απολαύσουν την ωραία διαδρομή

Page 370: h Korh Ths 8alassas

καθισμένοι στο κατάστρωμα, κάθισαν στο σαλόνι γιακουμκάν. Ο Πάρης είχε ρέντα, ενώ η Μυρτώ δεν μπορούσε νακάνει ούτε τρίτη.

– Μην τσατίζεσαι. Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στηναγάπη, την πείραξε.

– Βαρέθηκα. Δεν παίζεσαι με τίποτα, του απάντησε και,αφήνοντας την τράπουλα, έπιασε πάλι τη Μήδεια στα χέριατης. Πώς βρέθηκε αυτό το βιβλιαράκι εδώ; ζήτησε να τηςλύσει την απορία.

– Το αγόρασα μαζί με τα εισιτήρια.

– Έχεις ξαναδεί άλλη παράσταση της Μήδειας;

– Όχι. Όμως ξέρω καλά περί τίνος πρόκειται.

– Σε αυτή την τραγωδία ο Ευριπίδης παρουσιάζει τοναιώνιο τύπο της γυναίκας που από τη μεγάλη αγάπη στονάντρα της, όταν τον βλέπει να την παραμερίζει και να τηνπεριφρονεί, αποφασίζει να τον εκδικηθεί με το χειρότεροτρόπο. Γίνεται μανιακή και φόνισσα και σκοτώνει τα παιδιάτης.

– Η απόρριψη δεν καταπίνεται εύκολα από κανέναν,Μυρτώ. Κακά τα ψέματα, απάντησε ο Πάρης και από μέσατου έκανε διάφορες σκέψεις.

Page 371: h Korh Ths 8alassas

Σε λίγη ώρα το σκάφος έδεσε στο μικρό λιμάνι τηςΕπιδαύρου, κι εκείνοι, μέχρι να μπανιαριστούν και ναφρεσκαριστούν, έσπρωξαν το χρόνο έως το βραδάκι, πουκίνησαν μ’ ένα ταξί για το αρχαίο θέατρο.

Ο χώρος άφησε άναυδη τη Μυρτώ, η παράσταση ήτανκαταπληκτική και η Ελένη Χατζηαργύρη, στο ρόλο τηςΜήδειας, ανεπανάληπτη. Δίκαια την αποθέωσαν με τοχειροκρότημά τους 12.000 θεατές, Έλληνες και ξένοι.

Η Μυρτώ, από τη χαρά της, αγκάλιασε ενθουσιασμένητον Πάρη και τον ευχαρίστησε με ένα φιλί στο μάγουλο.

Επιστρέφοντας στο σκάφος, το πρώτο μέλημά της ήταννα γράψει και πάλι στον άντρα της για ό,τι είδε το βράδυεκείνο, να του στείλει τους χαιρετισμούς και την αγάπη τουκουμπάρου τους και να του ευχηθεί, όπως πάντα, «καλάταξίδια». Κλείνοντας, θυμήθηκε ναπροσθέσει σε υστερόγραφο το απωθημένο της: «Μακάρι τηνεβδομάδα που περάσαμε στην Ολλανδία να σκαρώσαμε τοπρώτο μας παιδί. Το θέλω σαν τρελή».

Ο μήνας κύλησε και, απ’ ό,τι φάνηκε, ούτε η δεύτερηεβδομάδα του μέλιτος συνέπεσε με τις γόνιμες μέρες τηςΜυρτώς.

Αυτή τη φορά κόντεψε να σκάσει από τη στενοχώρια της.

Page 372: h Korh Ths 8alassas

Ο Πάρης, επιστρέφοντας στην Αγγλία, σταθερός στησυνήθεια που είχε υιοθετήσει, της τηλεφωνούσε καθημερινάκαι από τη χροιά της φωνής της καταλάβαινε πως εκείνη δενήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση και ρωτούσε να μάθει τιτη βασάνιζε.

Η Μυρτώ απέφευγε να του πει την αλήθεια, αλλά κάποιοβράδυ που οι τύψεις από την παλιά αμαρτία την έπνιξαν, τουάνοιξε αυθόρμητα τα εσώψυχά της και, σαν να μιλούσε στονπνευματικό της, τα είπε όλα και στο τέλος ζήτησε τη βοήθειάτου.

– Θέλω να βρεις τον καλύτερο γυναικολόγο της Αγγλίας,Πάρη. Σε ξορκίζω. Μην πεις τίποτα σε κανέναν, όμως νομίζωπως με κατέστρεψε μια για πάντα εκείνος ο αλμπάνης.

– Σώπα, βρε κορίτσι μου, μη φέρνεις τον κατακλυσμό.Νιόπαντρη είσαι ακόμα. Έτσι εύκολα πιάνονται τα παιδιά; Οιαδερφές μου, μέχρι να μείνουν έγκυες, ταξίδευαν μήνες μαζίμε τους γαμπρούς μου, είπε αυθόρμητα και την ίδια στιγμή τομετάνιωσε. Αλλά ήταν αργά για να πάρει την κουβέντα τουπίσω.

– Δηλαδή, τι θες να πεις; Θα έπρεπε να μπαρκάρω κι εγώμαζί με τον Νικολή;

– Μην είσαι τόσο βιαστική. Κάνε προς το παρόν υπομονή,

Page 373: h Korh Ths 8alassas

δε σε πήραν τα χρόνια.

Έτσι πέρασαν οι εβδομάδες, οι μήνες, ο χρόνος, και οΝικολής ξεμπάρκαρε κι έδωσε εξετάσεις και πήρε το πτυχίοτου δεύτερου. Περιχαρής αντάμωσε με τη γυναίκα του στονησί.

Εκείνη, από την πλευρά της, είχε ξεμπερδέψει με τιςσπουδές της, και κατάφεραν επιτέλους, έπειτα από τόσοκαιρό που ήταν παντρεμένοι, να περάσουν μια νέα περίοδοτου μέλιτος, που αυτή τη φορά κράτησε δύο μήνεςολόκληρους και όχι μόνο μία εβδομάδα.

Όμως, δυστυχώς, ο πελαργός δεν έλεγε να φανεί. Τότετην έζωσαν τη Μυρτώ τα μαύρα φίδια, και πριν μπαρκάρειξανά ο άντρας της, επισκέφτηκαν μαζί τους καλύτερουςγιατρούς της Αθήνας.

Ο Νικολής δεν είχε πρόβλημα κανένα, εκείνη, όμως, ό,τιφοβόταν έπαθε. Ο γιατρός την είχε κατακρεουργήσει.

– Ακόμα κι έπειτα από λεπτές επεμβάσεις στις σάλπιγγεςκαι τις ωοθήκες, οι πιθανότητες να μείνει έγκυος είναιμηδαμινές, εμπιστεύτηκαν οι γιατροί στον Νικολή, κι αυτόςαπέφυγε να πει της γυναίκας του τη μαύρη αλήθεια για ναμην την απογοητεύσει. «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία»,σκέφτηκε και αναχώρησε με βαριά καρδιά για το νέο του

Page 374: h Korh Ths 8alassas

μπάρκο.

Τότε η Μυρτώ, πάνω στην απελπισία της, πήρε τηλέφωνοτον Πάρη και τον παρακάλεσε για μία φορά ακόμα να τηςβρει τον καλύτερο γυναικολόγο της Αγγλίας.

– Δεν εμπιστεύομαι κανέναν εδώ. Όλοι οι Έλληνες γιατροίμού απαντούν με μισόλογα, σαν να είμαι καμιά χαζή. Κάτιπολύ σοβαρό μού συμβαίνει.

– Ησύχασε, καλή μου. Η επιστήμη, στις μέρες μας, κάνειθαύματα.

– Ο άντρας μου λείπει, κι εγώ πρέπει ολομόναχη νααντιμετωπίσω ένα τόσο σοβαρό θέμα.

– Δεν είσαι μόνη σου, Μυρτώ. Εγώ είμαι εδώ. Πόσεςφορές θες να σ’ το πω;

Έτσι ο Πάρης κίνησε γη και ουρανό και, αφού κανόνισεραντεβού με τους κορυφαίους γυναικολόγους της Αγγλίας,κάλεσε τη Μυρτώ στο Λονδίνο. Μάλιστα, για να μη νιώσειεκείνη άβολα στο σπίτι του, της έκλεισε σουίτα σ’ έναπεντάστερο ξενοδοχείο και, μ’ ένα εφηβικό καρδιοχτύπι, πήγενα την παραλάβει από το αεροδρόμιο του Χίθροου.

Όταν την είδε να τον πλησιάζει, ένιωσε όλο του το είναι ναπάλλεται από ευφορία. Από τότε που τη γνώρισε, πάμπολλες

Page 375: h Korh Ths 8alassas

φορές την είχε καλέσει στο Λονδίνο, όμως εκείνη ποτέ δενανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις του. Πάντα έβρισκε μιαδικαιολογία και τον άφηνε ξεκρέμαστο.

– Καλώς όρισες, Μυρτώ, είπε τη στιγμή που εκείνη έσφιξετο χέρι του μέσα στο δικό της κι έγειρε στον ώμο του. Είχεςκαλό ταξίδι;

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, και καθώς βάδιζανπρος την έξοδο, τα βλέμματά τους αντάμωσαν και του είπεαπό καρδιάς:

– Πάρη, σ’ ευχαριστώ.

– Μα δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Δύο τηλεφωνήματαμόνο.

– Το ότι βρίσκεσαι εδώ αυτή τη στιγμή είναι πολύσπουδαίο. Η παρουσία σου μου εμπνέει ασφάλεια καισιγουριά. Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος.

«Είμαι, που να πάρει η ευχή, και μου αξίζουν πολλά, όμωςεσύ δεν το βλέπεις», είπε με το νου του και όλο ευγένεια τηςέδωσε το προβάδισμα στην έξοδο.

Ο οδηγός του τους παρέλαβε από εκεί με το αυτοκίνητοκαι τους πήγε ίσια στο ξενοδοχείο. Ανεβαίνοντας στη σουίτατου έκτου ορόφου, η Μυρτώ θαμπώθηκε από την πολυτέλεια.

Page 376: h Korh Ths 8alassas

Εκτός από την κρεβατοκάμαρα με το υπέρδιπλο κρεβάτι, είχεκαι ένα σαλόνι πιο μεγάλο από του σπιτιού της, με θέα στοποτάμι. Τα κόκκινα μπακαρά τριαντάφυλλα στα βάζα έδινανόψη γιορτινή στο χώρο.

– Πάρη, για το Θεό! αναφώνησε η Μυρτώ. Τι τις ήθελεςτώρα αυτές τις υπερβολές; Εγώ δεν είμαι μαθημένη σε τέτοιεςπολυτέλειες. Άλλωστε, τα οικονομικά μου δε μου τιςεπιτρέπουν.

– Τις επιτρέπουν, όμως, τα δικά μου, Μυρτώ. Κι επειδή σεθεωρώ πολύ δικό μου άνθρωπο, έκανα ό,τι θα έκανα για τηγυναίκα μου.

– Σ’ ευχαριστώ, όμως τι να σου πω τώρα, πως μεστενοχωρείς;

– Δε θέλω να το κουβεντιάσομε άλλο το θέμα, αρκετά.Από τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου στο Λονδίνο, είσαιφιλοξενούμενή μου και θα σε περιποιηθώ όπως νομίζω εγώ.

Στους δύο κορυφαίους γυναικολόγους της Αγγλίας τησυνόδευσε σαν να ήταν άντρας της. Συγκλονισμένος, άκουσεμετά τις εξετάσεις πόσο σοβαρή ήταν η περίπτωσή της και ηψυχή του έγινε κουβάρι. «Κρίμα, μια τόσο ωραία γυναίκα, πουθα μπορούσε να φέρει στον κόσμο πανέμορφα και γεράπαιδιά, να μείνει στείρα», σκέφτηκε και κοίταξε να κάνει τα

Page 377: h Korh Ths 8alassas

αδύνατα δυνατά για να βρεθεί λύση, γι’ αυτό και κάλεσειατρικό συμβούλιο.

Η Μυρτώ, όλες αυτές τις μέρες που πηγαινοερχότανστους γιατρούς, ήταν ένα ψυχολογικό ράκος.

– Μην κάνεις έτσι, γλυκιά μου. Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα.Η περίπτωσή σου είναι δύσκολη, όμως να δεις πως με τηνεπέμβαση που πρότειναν οι γιατροί, όλα θα πάνε καλά, τηςέδινε κουράγιο εκείνος.

– Αχ, Πάρη! Είσαι θησαυρός. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύτυχερό που σ’ έχω πλάι μου. Δεν ξέρω πώς να σεευχαριστήσω. Τι θα έκανα χωρίς εσένα! Πρέπει να τα γράψωόλα στον Νικολή, να ξέρει πόσο μου συμπαραστέκεσαι σεαυτή τη δύσκολη φάση της ζωής μου.

Ο Πάρης, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο και ένα γαλήνιοβλέμμα, την κοίταξε στα μάτια. Η Μυρτώ, συγκινημένη, τουέπιασε το χέρι κι έμειναν έτσι για λίγο, μεταβιβάζοντας ο έναςστον άλλο βαθιά και ειλικρινή συναισθήματα.

Η γυναικολογική επέμβαση κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες,και ο Πάρης στην αίθουσα αναμονής κόντεψε να λιώσει απότην αγωνία του. Την ίδια ώρα, ο άντρας της από τοΒανκούβερ προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του για ναμάθει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις ιατρικές

Page 378: h Korh Ths 8alassas

εξετάσεις της γυναίκας του. Για το χειρουργείο δεν του είχεαναφέρει τίποτα εκείνη στο γράμμα της, ώστε να μην τοναγχώσει. Από το γραφείο του Πάρη του έδωσαν κανονικόραπόρτο, και ο Νικολής τον ζήτησε στο τηλέφωνο τηςκλινικής.

Ο Πάρης ξαφνιάστηκε. Όταν άκουσε τη φωνή τουκουμπάρου του από την άλλη άκρη της γραμμής, του ήρθε νατον στείλει στο διάολο.

– Πάρη, εσύ; Δε σ’ ακούω καλά. Τι κάνει η Μυρτώ;Ανησυχώ.

– Δεν υπάρχει τίποτα νεότερο. Για μία ακόμα εξέτασηβρίσκεται εδώ.

– Μπορώ να της μιλήσω;

– Όχι βέβαια. Είναι με το γιατρό. Μόλις τελειώσει, θα σουστείλει τηλεγράφημα.

– Σ’ ευχαριστώ για όλα, κουμπάρε. Να είσαι καλά. Μ’έχεις καταϋποχρεώσει.

– Ναι, ναι, για εσένα κάνω ό,τι κάνω, μονολόγησε οΠάρης ειρωνικά, βάζοντας το ακουστικό στη θέση του καιεπιστρέφοντας στην αίθουσα αναμονής.

Page 379: h Korh Ths 8alassas

Τότε είδε το φορείο με τη Μυρτώ να βγαίνει από τοχειρουργείο και να το πηγαίνουν οι νοσοκόμοι προς ταδωμάτια της πρώτης θέσης, οπότε έτρεξε ξοπίσω τους.Εκείνη μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη νάρκωση.Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της, αντίκρισε τον Πάρη μέσαστη θολούρα της, και στα πανιασμένα χείλη τηςζωγραφίστηκε μια υποψία χαμόγελου.

– Όλα τέλειωσαν. Όλα πήγαν καλά, της είπε εκείνοςχαϊδεύοντας το ωχρό της πρόσωπο.

– Σ’ ευχαριστώ πολύ, ψέλλισε η Μυρτώ με δυσκολία.

Μια νοσοκόμα την τακτοποίησε στο κρεβάτι, της έβαλεορό και με μια βρεγμένη γάζα δρόσισε τα χείλη της.

Ο Πάρης, εκείνη την πρώτη μέρα της εγχείρησης, δεν τοκούνησε ρούπι από το προσκεφάλι της.

– Ούτε άντρας μου να ήσουν, Πάρη μου, του είπε το άλλοπρωί, όταν συνήλθε για τα καλά. Σε κούρασα πολύ. Θα σουείμαι ευγνώμων όσο ζω. Ο Θεός να σου ανταποδώσει τομεγάλο καλό που έκανες σ’ εμένα.

Εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος. Ένιωθε να έρχεταιόλο και πιο κοντά του η Μυρτώ, και αυτή η συναισθηματικήπροσέγγιση τον γέμιζε ικανοποίηση.

Page 380: h Korh Ths 8alassas

Κάποια στιγμή, αφού εκείνη έφαγε το νερόβραστοκοτόπουλο της κλινικής και ήπιε και το χυμό της, έριξε τοβλέμμα της έξω από το παράθυρο. Ήταν ένα φθινοπωρινόδειλινό, μουντό και καταθλιπτικό.

– Μήπως θέλει κάτι η κυρία; τη ρώτησε η αποκλειστικήνοσοκόμα που καθόταν στην πολυθρόνα πλάι της. Και οΠάρης, που έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση, στράφηκε και τηνκοίταξε απότομα.

Τότε η Μυρτώ, αναστενάζοντας, είπε:

– Να ’ξερε ο άντρας μου πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή!

– Αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος. Ο ναυτικόςμπορεί να ξενιτεύεται, όμως γλιτώνει και από τις σκοτούρεςτης οικογένειας, ξεστόμισε ο Πάρης, αλλά επειδή η Μυρτώάλλαξε αμέσως ύφος, βιάστηκε να ομολογήσειξεροκαταπίνοντας πως είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τονΝικολή.

– Αλήθεια; είπε με απορία η Μυρτώ. Γιατί δε μου το είπες;

– Ήσουν ακόμα στο χειρουργείο.

– Με σκέφτεται. Έχει την έννοια μου. Δε φαντάζομαι νατου είπες για την επέμβαση.

Page 381: h Korh Ths 8alassas

– Όχι βέβαια. Γιος καπετάνιου είμαι κι εγώ και ξέρω τονκαημό... Δε θα έκανα ποτέ μια τέτοια γκάφα.

– Μόλις γίνω καλά, θα πάω στο πρώτο λιμάνι όπου θαδέσει το καράβι του να τον ανταμώσω.

Ο Πάρης ταράχτηκε και ξέσπασε σ’ έναν ξερόβηχα, όμωςη Μυρτώ, απτόητη, συνέχισε:

– Θα μπαρκάρω κι εγώ. Θα εγκατασταθώ στην καμπίνατου Νικολή και θα ταξιδέψω μαζί του όσο χρειαστεί, όπωςέκαναν και οι αδερφές σου μέχρι να μείνουν έγκυες. Εσύ μουτο είπες.

Εκείνος δαγκώθηκε, του ήρθε να μουντζωθεί.

– Εκείνο που προέχει τώρα είναι να γίνεις καλά. Να πάρειςεξιτήριο και να κοιτάξεις να αναλάβεις. Να βρεις τον εαυτόσου. Τα ενδιαφέροντά σου. Και όταν έρθει η ώρα, θα μείνειςκαι έγκυος. Δεν είναι ανάγκη να θαλασσοπνιγείς για νασυλλάβεις. Κι αν μέχρι να το αντιληφθείς συμβεί κάτι καιαποβάλεις; Έχεις κακό ιστορικό. Δεν είσαι σαν τις αδερφέςμου. Από εδώ και πέρα δεν πρέπει να διακινδυνεύσεις. Ξέχνατα ταξίδια. Η θάλασσα δεν αστειεύεται.

– Και πώς θα μείνω έγκυος, με τον κρίνο;

Μακάρι να είχε το θάρρος να της πει τη φράση που είχε

Page 382: h Korh Ths 8alassas

στο στόμα του. Όμως το’ξερε πως ήταν παντελώςακατάλληλη στιγμή για να την ξεστομίσει, γι’ αυτό και τηνκατάπιε.

Η Μυρτώ, μόλις συνήλθε, παρά την επιμονή του Πάρη,επέστρεψε στην Ελλάδα. Και αφού έκανε συστηματικά τηθεραπεία που της σύστησαν οι γιατροί, χωρίς δεύτερη σκέψη,την άνοιξη μπήκε στο αεροπλάνο και πέταξε στην αγκαλιάτου Νικολή, που την περίμενε στη μακρινή Σιγκαπούρη. Μετην άδεια του καπετάνιου, ταξίδεψε μαζί του τρεις μήνες.

Τρεις μήνες στο καράβι, μέσα σε τόσους άντρες, δεν ήταναπλή υπόθεση. Η θέση της ήταν πολύ λεπτή κι έπρεπε ναπροσέχει. Να μην κυκλοφορεί σε όλους τους χώρους και ναντύνεται σεμνά. Τα λόγια της ήταν μετρημένα και οικουβέντες περιορισμένες στον κύκλο των αξιωματικών, καιαυτό μόνο την ώρα του φαγητού. Στο καράβι ανέβηκε με ένασκοπό, και αυτόν βάλθηκε να φέρει σε πέρας μέσα στη μικρήκαμπίνα του Νικολή.

Ευτυχώς, η κουκέτα ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρέσειτον έρωτα των δύο συζύγων, που έπειτα από τρία χρόνιαγάμου ένιωθαν ακόμα σαν νιόπαντροι, αφού άλλωστε δενείχαν προλάβει να χορτάσουν το πάθος τους.

Το καράβι, ανηφορίζοντας προς την Ιαπωνία, έδενε κάθετόσο σε κάποιο λιμάνι της Άπω Ανατολής, ξεφόρτωνε το

Page 383: h Korh Ths 8alassas

φορτίο του, φόρτωνε καινούριο και συνέχιζε τη ρότα του.Φιλιππίνες, Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, όλα τα λιμάνια,μικρά ή μεγάλα, είχαν την ίδια όψη. Με τις μαούνες, τουςγερανούς, τα φορτηγά αυτοκίνητα και τον ατέλειωτο μόχθοτων εργατών, μελαψών, λευκών ή κίτρινων.

Φτάνοντας στη Γιοκοχάμα, ο Νικολής πήρε άδεια απότον καπετάνιο να μείνει λίγο περισσότερο στη στεριά. Ήθελενα δείξει στη γυναίκα του τις παραδόσεις του τόπου που ήτανόνειρο ζωής για εκείνη, μετά τις ατέλειωτες αφηγήσεις τουπατέρα της.

Μ’ ένα ταξί πήγαν σε μια παραδοσιακή παγόδα, κι εκεί ηΜυρτώ, από το λίγο που είδαν τα μάτια της, κατάλαβε πως ηΙαπωνία είναι το βασίλειο των αντρών. Οι δύο γκέισες πουτους καλωσόρισαν με υπόκλιση στην είσοδο τουςσυνόδευσαν σ’ ένα σεπαρέ, πήραν τα πανωφόρια τους, τουςέδωσαν σαγιονάρες και κιμονό, βοήθησαν μόνο τον Νικολήνα φορέσει το δικό του και στη συνέχεια τους έβαλαν νακαθίσουν σε μαξιλάρες. Σε μικρά ατομικά τραπεζάκια πουτοποθέτησαν μπροστά τους σέρβιραν τα τοπικά εδέσματα –σουκιγιάκι, σούσι, τεμπούρα–, γέμισαν τα ποτήρια τους μεσάκε, και από εκεί και πέρα άρχισαν τα ωραία.

Η μία γκέισα, με ρυθμική κίνηση, γονάτισε μπροστά στονΝικολή και άρχισε να του εξηγεί τι ακριβώς ήταν το κάθεφαγητό, ενώ η άλλη, στη γωνιά, ούτε που στράφηκε να

Page 384: h Korh Ths 8alassas

κοιτάξει τη Μυρτώ. Όλη η ιεροτελεστία του δείπνου γινόταν,θαρρείς, αποκλειστικά για τον άντρα, ενώ τη γυναίκα τηνείχαν, στην κυριολεξία, παραμελημένη.

Αφού τέλειωσε ο Νικολής το φαγητό του, εκείνες, όλοχαμόγελα, σήκωσαν τα πιάτα και στήθηκαν μπροστά του νατον διασκεδάσουν. Η μία άρχισε να παίζει ένα έγχορδομουσικό όργανο και να τραγουδάει, ενώ η άλλη χόρευεαισθησιακά, ρίχνοντας λάγνες ματιές στον Νικολή πουλοξοκοίταζε τη γυναίκα του και παραλίγο με το ύφος της ναβάλει τα γέλια.

– Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η γιαπωνέζικη φιλοξενία; τηρώτησε όταν έφυγαν από την παγόδα.

– Τώρα κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου αγαπούσε τόσοπολύ τη χώρα αυτή και είχε τόσα να μας πει, απάντησε ηΜυρτώ, ανταποδίδοντας στον άντρα της το πονηρό βλέμμα.

Το καράβι, μετά την Ιαπωνία, έβαλε πλώρη για την άλλημεριά του Ειρηνικού, το Βανκούβερ του Καναδά, με ενδιάμεσοσταθμό στα νησιά της Χαβάης. Μέρες είχαν να δουν στεριά,και όσο ο Νικολής έκανε τη βάρδια του στη γέφυρα, η Μυρτώστην καμπίνα ή διάβαζε ξανά και ξανά την ποιητική συλλογήΜαραμπού του Νίκου Καββαδία, που μιλούσε στην ψυχήκάθε ναυτικού, ή ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Πριν φύγειαπό το σπίτι της, είχε φροντίσει να πάρει μαζί της μια βαλίτσα

Page 385: h Korh Ths 8alassas

βιβλία.

– Οι ατέλειωτες μέρες στη θάλασσα δεν περνούν χωρίςβιβλίο, της είχε πει ο άντρας της, πριν πάρει τη μεγάληαπόφαση να ταξιδέψει μαζί του.

Όταν κουράζονταν τα μάτια της από το διάβασμα,καθόταν μπροστά στο φινιστρίνι και, ατενίζοντας τοναπέραντο ωκεανό, έπλαθε όνειρα για το παιδί πουλαχταρούσε να αποκτήσει. Δυστυχώς, όμως, μήνα το μήνα,τα όνειρα αυτά αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να ταξεχάσει, καθώς, παρά τις προσπάθειες, δεν έβλεπε φως. Τότετην έπιανε μελαγχολία και ο Νικολής προσπαθούσε να βρειλόγια για να τη συνεφέρει.

– Η ζωή είναι ωραία. Μακάρι να έχουμε την υγειά μας καιτην αγάπη μας και να πορευτούμε παρέα μέχρι τα βαθιά μαςγεράματα.

– Ένα παιδί θα ολοκλήρωνε την ευτυχία μας, ψέλλισε μεπαράπονο η Μυρτώ μια τέτοια στιγμή.

– Δίκιο έχεις. Αν, όμως, δεν έρθει, δε θα πεθάνουμεκιόλας, δε θα καταστραφεί η ζωή μας. Υπάρχουν τόσαορφανά παιδάκια στον κόσμο που περιμένουν μια ζεστήαγκαλιά, γονείς να τα μεγαλώσουν με αγάπη και στοργή.Ρώτα κι εμένα που μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο, είπε ο

Page 386: h Korh Ths 8alassas

Νικολής, και η ζεστή φωνή του έσταξε βάλσαμο στην ψυχήτης.

Page 387: h Korh Ths 8alassas

16 Η Ροδάνθη

– ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΜΗ ΝΙΩΘΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ, είναι καλύτερα νανιώθεις κάτι, είτε αυτό είναι ευχάριστο είτε δυσάρεστο,απάντησε ο ψυχολόγος στον Πάρη, όταν του εμπιστεύτηκε τομεγάλο του καημό για τη Μυρτώ.

Η τρίμηνη απουσία της ήταν μαχαιριά στην καρδιά του.Είχε χάσει τον ύπνο του και κόντευε να τρελαθεί. «Δεν τηθέλω τέτοια ζωή», έφτασε να σκέφτεται. Μπορεί να ζούσανμακριά, όμως άλλοτε επικοινωνούσαν καθημερινά, κάτι πουήταν αδύνατο να γίνει πια όσο εκείνη ταξίδευε με τον άντρατης.

– Αργά ή γρήγορα θα τον βγάλω από τη μέση. Ποιοςείναι αυτός ο τυχάρπαστος, ο άσημος, ο άσχετος, μπροστά σ’εμένα; έλεγε στον ψυχολόγο του, κι εκείνος ήρεμα καισοβαρά, με λογικά επιχειρήματα, προσπαθούσε να βάλει τιςσκέψεις του σε μια σειρά και να τον κάνει να δει καθαρά πωςο άντρας της αγαπημένης του Μυρτώς δεν του έφταιγε σετίποτα και κακώς, πολύ κακώς τα έβαζε μαζί του.

– Το λάθος είναι δικό σου. Για φαντάσου να ορεγότανκάποιος τη γυναίκα σου και να τη διεκδικούσε, όπως κάνεις

Page 388: h Korh Ths 8alassas

τώρα εσύ. Θα σου άρεσε; Όχι βέβαια, γι’ αυτό ποτέ μην κάνειςστους άλλους αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν.

Ο Πάρης συνοφρυώθηκε.

– Σε ψυχολόγο ήρθα ή σε παπά; ξεστόμισε φουρκισμένοςκαι τα μάτια του πέταξαν σπίθες.

– Μην προσπαθείς να με φέρεις στα νερά σου. Μηνπεριμένεις να πάρεις από εμένα την απάντηση που σεβολεύει. Εγώ είμαι παρατηρητής, και η δουλειά μου είναι νασου πω τα πράγματα με το όνομά τους και να σε κάνω ναανοίξεις τα μάτια σου και να δεις την αλήθεια. Και για ναέρθουμε και πάλι στο διά ταύτα. Άδικα αναλώνεσαι με τηνκουμπάρα σου. Κάνε πέρα. Η γυναίκα αγαπάει τον άντρα της.

– Αυτός τα φταίει όλα. Αν δεν ήταν αυτός, θα την είχαδικιά μου. Αυτός μου στερεί την ευτυχία μου! Τον μισώ!φώναξε ο Πάρης υστερικά, και ο ψυχολόγος τον είδε σεμεγάλη ένταση, γι’ αυτό αμίλητος τον άφησε να πει ό,τι τουκατέβαινε στο νου για να ξεσπάσει.

Όταν ο χρόνος της επίσκεψης κόντευε να συμπληρωθεί,μόνο τότε τον διέκοψε.

– Θα τα πούμε στην επόμενη συνεδρία. Το μόνο που θέλωαπό εσένα είναι να σκεφτείς με την ησυχία σου όσακουβεντιάσαμε σήμερα. Έστω για μία φορά, προσπάθησε να

Page 389: h Korh Ths 8alassas

βάλεις στην άκρη το εγώ σου, και τότε θα δεις τελείωςδιαφορετικά τα πράγματα. Όλοι έχουμε την αξία μας. Μεγάλη ή μικρή, δεν έχει σημασία. Βέβαια, είναι δικαίωμά σου να θεωρείς τον εαυτό σου σπουδαίο. Άσε, όμως, να σ’ το πουν οι άλλοι.

Ο Πάρης, έτσι βαλαντωμένος που ήταν, αποχαιρέτησετυπικά το γιατρό και, μόλις βγήκε στο δρόμο και τον φύσηξεο αέρας, πήγε ολοταχώς στα γνωστά λημέρια του αγοραίουέρωτα και επιδόθηκε σε ολονύχτια ερωτικά παιχνίδια για ναξεδώσει.

Μεσημέριασε μέχρι να πάει στο γραφείο του την άλλημέρα, και η πρώτη του δουλειά ήταν να επικοινωνήσει με τοκαράβι με το οποίο ταξίδευε η γυναίκα που ποθούσε. Μίλησεμε τον καπετάνιο και, αφού συζήτησαν κάποιες λεπτομέρειεςγια το φορτίο, δε δίστασε να ζητήσει στο ραδιοτηλέφωνο τηνκυρία Μυρτώ Μαρκάκη.

– Ο άντρας της είναι εδώ πλάι μου, απάντησε οκαπετάνιος, δίνοντας βιαστικά το ακουστικό στον Νικολή.

– Τι γίνεται, κουμπάρε; Πώς πάνε τα κέφια; Πολύ χαίρομαιπου σ’ ακούω.

«Εγώ να δεις», είπε από μέσα του ο Πάρης και τουανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Page 390: h Korh Ths 8alassas

– Δε μου λες; Τι κάνει η γυναίκα σου εκεί τόσο καιρό; Δενέπηξε ακόμα;

– Η καρδούλα της το ξέρει. Πάντως εγώ τη βλέπω μιαχαρά. Το έχει ρίξει στο διάβασμα.

«Και στις αγκαλιές!» σκέφτηκε ο Πάρης και φούντωσεολόκληρος.

– Πες της να ετοιμάζεται. Καιρός είναι να τη σκατζάρεικάποια άλλη κυρία. Έχουν κι άλλοι αξιωματικοί ψυχή,δήλωσε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Του Νικολή του κακοφάνηκε, αλλά δεν το έδειξε μπροστάστον καπετάνιο.

– Μπορείς να μου πεις τι μύγα τσίμπησε ξαφνικά τονκουμπάρο μας; ρώτησε αργότερα τη γυναίκα του.

– Γιατί; Τι έγινε;

– Σε ζήτησε στο ραδιοτηλέφωνο.

– Εμένα; Τι να με κάνει;

– Θέλει να κατέβεις στο πρώτο λιμάνι.

Η Μυρτώ έμεινε κόκαλο.

Page 391: h Korh Ths 8alassas

– Και γιατί, παρακαλώ; Δεν ξέρει πως ήρθα για σκοπόιερό; Αυτή τη στιγμή δε με δένει τίποτα με τη στεριά. Δεν πάωπουθενά! είπε στον άντρα της, υψώνοντας τον τόνο τηςφωνής της, κι εκείνος χαμογέλασε με πίκρα.

– Ευσεβείς πόθοι! Ακόμα και δικό μας να ήταν το καράβι,δε θα μπορούσες να ταξίδευες ες αεί μαζί μου, Μυρτώ. Πάψενα σκέφτεσαι σαν κακομαθημένο παιδί. Για να μιλήσει έτσι οκουμπάρος, σίγουρα ο καπετάνιος θα του διαβίβασε κάποιαπαράπονα από τους άλλους αξιωματικούς. Άλλωστε, το είπεκαθαρά. «Έχουν κι άλλοι ψυχή».

Η Μυρτώ πολλά έβαλε με το νου της, αλλά απέφυγε νατα κουβεντιάσει με τον Νικολή.

– Πόσες γυναίκες αξιωματικών μπορούν να ταξιδεύουνσυγχρόνως στο ίδιο καράβι; τον ρώτησε για να λύσει τηναπορία της.

– Απ’ ό,τι ξέρω, μία ή, το πολύ, δύο. Βέβαια, την τελικήαπόφαση την έχει ο καπετάνιος, σε συνεννόηση με τονπλοιοκτήτη.

Η Μυρτώ κατσούφιασε. «Μπράβο, κουμπάρε, κατά πάσαπιθανότητα έβαλες το δαχτυλάκι σου για να με βγάλεις μιαώρα αρχύτερα στη στεριά», είπε από μέσα της καιαναψοκοκκίνισε. Ο θυμός της ήταν μεγάλος. Ξαφνικά ξέχασε

Page 392: h Korh Ths 8alassas

όλα τα καλά που είχε κάνει ο Πάρης για εκείνη, κι έτσι και τονέβλεπε μπροστά της θα του ’στηνε καβγά τρικούβερτο.

Στη Σιγκαπούρη, όπου είχε επιβιβαστεί στο πλοίο με τόσαόνειρα και ελπίδες, αποβιβάστηκε έπειτα από τρεις μήνες μεβαριά καρδιά και με τσακισμένα τα φτερά.

Στη διάρκεια της πολύωρης πτήσης με το αεροπλάνο τηςΟλυμπιακής προς Αθήνα, ο νους της στριφογύριζε στομεγάλο της πρόβλημα.

Ελπίζοντας πως η τελευταία βραδιά που κοιμήθηκε με τονάντρα της ήταν και η τυχερή, μάζεψε τα μυαλά της και,φτάνοντας ξημερώματα στην Αθήνα, πήγε ίσια στο σπίτι τηςστο Πασαλιμάνι. Η σκόνη και η μυρωδιά της κλεισούραςήταν ανυπόφορες, όμως δεν είχε το κουράγιο, έπειτα απότόσες ώρες ταξίδι, να ασχοληθεί και με την καθαριότητα. Τομόνο που έκανε ήταν να ανοίξει τα παράθυρα για να μπειφρέσκος αέρας, και κατάκοπη έπεσε να κοιμηθεί. Με τηναλλαγή της ώρας από τόπο σε τόπο, το βιολογικό της ρολόιείχε απορυθμιστεί και τα μάτια της έτσουζαν και ήτανκατακόκκινα. Από την υπερένταση, η καρδιά της χτυπούσεδυνατά και, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι, δε βολευότανπουθενά. «Θεέ μου, δώσε μου λίγο ύπνο, σε παρακαλώ»,ευχήθηκε, και αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της πουσκέφτηκε να πάρει κάποιο ηρεμιστικό.

Page 393: h Korh Ths 8alassas

Τότε θυμήθηκε πως η συχωρεμένη η μάνα της έπαιρνεκάπου κάπου κάτι φυτικά χαπάκια με βαλεριάνα για νακοιμάται και, ψαχουλεύοντας στο ντουλάπι του μπάνιου, ταβρήκε. Για να είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα, κατάπιε δύομαζεμένα και –ω του θαύματος!– χαλάρωσε και κοιμήθηκεκαι δεν ξύπνησε το απόγευμα για να πάρει το πλοίο για τονησί, αλλά τα μεσάνυχτα από το τηλέφωνο που κουδούνιζεασταμάτητα.

Έσυρε τα βήματά της μέχρι το χολ.

– Ναι, ποιος είναι; ρώτησε νυσταγμένα.

– Τι έχεις, κορίτσι μου, είσαι καλά; Κοντεύω να τρελαθώ,από το πρωί σε παίρνω.

– Πάρη, εσύ;

– Εγώ. Έχω ανησυχήσει πολύ. Έρχομαι αμέσως.

– Πού; Εδώ; Τρελάθηκες; Κοιμάμαι, είμαι ψόφια. Καλά,εσύ δεν είσαι στην Αγγλία;

– Όχι, βρίσκομαι στην Ελλάδα. Έχω μεγάλα σχέδια, θασου πω.

– Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Άσε με να κοιμηθώ. Θα ταπούμε άλλη στιγμή, είπε και, κλείνοντας απότομα το

Page 394: h Korh Ths 8alassas

ακουστικό, πήγε να συνεχίσει τον ύπνο της, αλλά δεν τακατάφερε. «Αϊ στο καλό. Με τάραξε μες στον ύπνο μου»,σκέφτηκε φουρκισμένη και, αφού χασμουρήθηκε δυο τρειςφορές απανωτά, τεντώθηκε και ξύπνησε για τα καλά. «Έχειαποθρασυνθεί τελείως. Δεν υπολογίζει τίποτα. Τι θα κάνωεγώ τώρα μέχρι να ξημερώσει; Θα ’θελε εκείνος να τονενοχλήσω ενώ κοιμάται; Ανησύχησε. Άκου ανησύχησε! Μ’έφερε άρον άρον στην Αθήνα και θέλει να κάνει κι ό,τιγουστάρει; Ας τολμήσει να περάσει από εδώ και θα τουσούρω τα εξ αμάξης. Καιρός είναι πλέον να του μιλήσω έξωαπό τα δόντια. Αρκετά. Για ποια με πέρασε; Επειδή ο άντραςμου βρίσκεται στη δούλεψή του, θαρρεί πως μπορεί να μαςέχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε; Ας γίνει καπετάνιος οΝικολής, και μετά να δούμε ποιος θα μπορεί να του μιλήσειγιατί έφερε τη γυναίκα του στο πλοίο».

Με αυτές τις σκέψεις πέρασε τη νύχτα και πρωί πρωί, αφούέκανε ένα ζεστό μπάνιο, κατέβηκε να πάει μέχρι την πλατείανα αγοράσει κάτι για φαγητό, γιατί τα ντουλάπια της ήτανάδεια.

Μόλις το ασανσέρ σταμάτησε στο ισόγειο, την πόρτα τηνάνοιξε ο Πάρης, φορτωμένος με κρουασάν, χυμούς, φρούτα,μαρμελάδες και όλα τα σχετικά για ένα καλό πρωινό, και ηΜυρτώ έμεινε κάγκελο. Ξαφνιασμένη, τον κοίταξε από πάνωμέχρι κάτω, ενώ εκείνος την καλημέρισε μ’ ένα πλατύχαμόγελο.

Page 395: h Korh Ths 8alassas

– Καλώς όρισες, της είπε μετά, σκύβοντας να τη φιλήσειστο μάγουλο, και οι δύο μαζί ανέβηκαν στο σπίτι της.

Μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, το κλίμα έγινε βαρύκι ασήκωτο. Αμίλητοι μπήκαν στην αραχνιασμένη κουζίνα ναφτιάξουν έναν καφέ, και ο Πάρης με νευρικές κινήσειςξεσκόνισε το τραπέζι και άπλωσε τις σακούλες με τακαλούδια.

– Εδώ μέσα είναι παντελώς αφιλόξενα, είπε μετά,προφανώς για να πει κάτι, κι εκείνη, που ήταν ηφαίστειοέτοιμο να εκραγεί, τον κοίταξε αγριεμένη.

– Τι περίμενες, δηλαδή, έπειτα από τόσους μήνες πουλείπω; Εγώ δεν έχω την άνεση σαν κι εσένα να στείλω τουςυπηρέτες μου να μου ετοιμάσουν το σπίτι. Εγώ είμαι μια απλήθνητή, ενώ εσύ είσαι βασιλικότερος του βασιλέως. Άσε με ναζήσω στον κόσμο μου κι εσύ μείνε στο δικό σου.

– Αν ήθελες, θα μπορούσα να σε κάνω βασίλισσα, όμωςεσύ...

– Εγώ αγαπώ τον άντρα μου και θα τον περιμένω σαν τηπιστή Πηνελόπη. Πάρ’ το απόφαση. Δεν τον αλλάζω μεκανέναν. Πόσες φορές θες να σ’ το πω για να το καταλάβεις;

– Μη θυμώνεις. Δεν ήρθα εδώ για να τσακωθούμε. Εγώτρέφω τα καλύτερα αισθήματα για εσένα. Ήρθα να σου πω

Page 396: h Korh Ths 8alassas

πόσο πολύ μου έλειψες αυτούς τους μήνες που ταξίδευες.

– Γι’ αυτό έδωσες εντολή να κατέβω στο πρώτο λιμάνι;Εσύ είσαι που μ’ αγαπάς και θέλεις το καλό μου; Μόνο τονεαυτό σου αγαπάς, Πάρη. Δε θα πάθαινες τίποτε αν μεάφηνες λίγο ακόμα στο καράβι, μέχρι να έμενα έγκυος.

Τότε ο Πάρης απότομα σοβάρεψε και την κοίταξεκατάματα.

– Επιτέλους, Μυρτώ, θεωρώ χρέος μου να σου πω τηναλήθεια, για να πάψεις να βασανίζεσαι. Το τρένο τηςμητρότητας, καθώς δείχνουν τα πράγματα, το έχεις χάσει μιαγια πάντα. Ακόμα και μετά την επέμβαση, οι γιατροί έδωσανελάχιστες πιθανότητες. Μην τα βάζεις, λοιπόν, μαζί μου. Τιθα ’θελες να κάνω; Να σε αφήσω να ταξιδεύεις με τον άντρασου περιμένοντας ένα θαύμα; Στο μεταξύ έγιναν παράπονα κιαπό το πλήρωμα για άνιση μεταχείριση. Η εταιρεία μας, γιανα πάει μπροστά, πρέπει όλοι να δουλεύουν με κέφι καιμεράκι. Αν είναι δυσαρεστημένοι, δεν αποδίδουν όπως πρέπεικαι οι επιπτώσεις βαραίνουν τον καπετάνιο και, προπαντός,τον πλοιοκτήτη.

Η Μυρτώ πάγωσε. Ενώ ενδόμυχα γνώριζε την αλήθεια,εντούτοις δεν ήθελε να την αποδεχτεί.

– Θα το πάρω απόφαση. Πού θα πάει; ψέλλισε αργά. Κι

Page 397: h Korh Ths 8alassas

από εκεί που ήθελε να βρίσει τον Πάρη, ξαφνικά βούρκωσεκαι του ζήτησε να τη συγχωρέσει. Έγινα αφόρητη με τησυμπεριφορά μου. Όλα μού φταίνε. Παντού βλέπω εχθρούς.Και ο μόνος εχθρός μου είναι ο εαυτός μου. Εγώ τα έκαναόλα...

– Μην επανέρχεσαι στα ίδια, Μυρτώ. Αρκετά. Φτάνει πια.Η ευτυχία στη ζωή δεν εξαρτάται από ένα παιδί.

– Κι όμως, να ’ξερες πόσο πολύ το ήθελα! είπε τότεεκείνη και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα.

Όσο ο Πάρης προσπαθούσε να την παρηγορήσει, άθελάτου την έκανε να νιώθει χειρότερα. Πολλές φορές, τα λόγιατης παρηγοριάς, αντί να κατευνάσουν τα πνεύματα,λειτουργούν αντίθετα. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά.

– Τι φταις εσύ, κορίτσι μου; Ήταν της μοίρας γραφτό.

– Τη μοίρα μου την έγραψα μόνη μου. Έβαλα τα χέρια μουκι έβγαλα τα μάτια μου! Καλά να πάθω! Ο Θεός με τιμώρησε!φώναξε υστερικά, και ο Πάρης κούνησε το κεφάλι.

– Είναι αλήθεια πως η ευθύνη για ό,τι μας συμβαίνει στηζωή βαραίνει ως επί το πλείστον εμάς.

– Αυτό σου λέω κι εγώ τόση ώρα, κι εσύ προσπαθείς ναμου γλυκάνεις το χάπι, είπε η Μυρτώ. Λοξοκοιτάζοντας τον

Page 398: h Korh Ths 8alassas

Πάρη, που έπινε αργά αργά τον καφέ του, ένιωσε τύψεις. Γι’αυτό πρόσθεσε: Σ’ έπρηξα πια με τα δικά μου. Κι εσύ είσαιάνθρωπος κι έχεις προβλήματα, όμως... Κόβοντας απότοματη φράση της στη μέση, τον ρώτησε: Αλήθεια, πώς βρέθηκεςστην Αθήνα τέτοια εποχή; Αποκλείεται να άφησες τηδουλειά σου για εμένα. Αυτό πάει πολύ...

Ο Πάρης χαμογέλασε.

– Όχι βέβαια. Αποφάσισα να μεταφέρω τα γραφεία μουστον Πειραιά. Η έδρα της εταιρείας μας θα παραμείνει στηνΑγγλία, οπότε θα το έχω δίπορτο. Σκέφτομαι να αγοράσω κιένα σπίτι στην Εκάλη. Καθώς καταλαβαίνεις, έχω δουλειές μεφούντες.

– Εύχομαι όλα να σου πάνε καλά. Κι επειδή σ’ αγαπώ, θαχαρώ ιδιαίτερα, να το ξέρεις, αν μάθω πως βρήκες και τηνκατάλληλη γυναίκα για να παντρευτείς.

– Κάτι παίζει τελευταία, απάντησε τότε αυθόρμητα οΠάρης.

Η Μυρτώ δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο και γι’ αυτότον κοίταξε με απορία.

– Αλήθεια; Δεν το πιστεύω...

– Να το πιστέψεις.

Page 399: h Korh Ths 8alassas

– Δηλαδή, βρήκες το άλλο σου μισό;

– Είναι νωρίς ακόμα για να ξέρω, όμως έχει όλες τιςπροϋποθέσεις.

– Δόξα τω Θεώ.

– Ντρέπομαι που το λέω, αλλά έπειτα από τόσα προξενιάπου με άφησαν αδιάφορο, το τελευταίο, με την κόρη τουΒρετόπουλου, του μεγαλοεφοπλιστή, μου κάθισε καλά.

– Πώς τη λένε την κοπελιά;

– Ροδάνθη, και είναι τόσο πρόσχαρη, τόσο αυθόρμητη καιτόσο απλή, που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που τηναντίκρισα. Το βλέμμα της είναι πεντακάθαρο σαν το δικόσου. Έχετε πολλά κοινά. Εσύ είσαι δασκάλα για παιδιά τουδημοτικού κι εκείνη παιδαγωγός για παιδιά με ειδικέςανάγκες. Μέχρι στιγμής προσφέρει τις υπηρεσίες της δωρεάν.

Η Μυρτώ τον αγκάλιασε μ’ ένα ζεστό βλέμμα και τουέδωσε τις καλύτερες ευχές της, ενώ από μέσα της ένιωσεκάπως περίεργα. Κάτι ήταν αυτό που της κακοφάνηκε, αλλάπροσπάθησε να μη δώσει σημασία. Αφού τα συναισθήματάτης ήταν ξεκάθαρα, έπρεπε να χαρεί ολόψυχα για τον Πάρηκαι όχι να προσποιηθεί τη χαρούμενη.

– Είχες σπουδαία νέα να μου πεις, γι’ αυτό ήρθες πρωί

Page 400: h Korh Ths 8alassas

πρωί, σχολίασε, κι εκείνος χαμογέλασε.

– Ήθελα να τα μάθεις πρώτη.

– Καλά έκανες, Πάρη μου, και λυπάμαι ειλικρινά που δε μεβρήκες στις καλές μου.

– Σκέφτομαι να σε καλέσω σε δείπνο στο κλαμπ τηςΕκάλης για να σου γνωρίσω τη Ροδάνθη.

– Πολύ ευχαρίστως, όμως εγώ το απόγευμα θα φύγω γιατο νησί. Δεν πειράζει. Άσ’ το για μια άλλη φορά. Έτσι κιαλλιώς, δεν πρόκειται να χαθούμε, αφού θα μετοικήσεις καιστην Ελλάδα.

– Γιατί θα φύγεις τόσο γρήγορα για το νησί;

– Δεν έχει κανένα νόημα να μείνω πλέον εδώ. Καλύτερανα πάω εκεί όπου είναι οι ρίζες μου και να κοιτάξω ναστρώσω τη ζωή μου.

Ο Πάρης δεν προσπάθησε να τη μεταπείσει, όπως θαέκανε άλλες φορές.

– Στο καλό να πας, της είπε γλυκά και μ’ ένα φιλί στομάγουλο την αποχαιρέτησε κι έφυγε.

Μόλις η Μυρτώ έμεινε μόνη, περιέφερε το βλέμμα της

Page 401: h Korh Ths 8alassas

ολόγυρα στο άδειο σπίτι, έχοντας την αίσθηση πως θαέπεφταν οι τοίχοι και θα την πλάκωναν. Με νευρικές κινήσειςάρχισε να αδειάζει τις ντουλάπες της σε δύο βαλίτσες, ενώ τομυαλό της ήταν κολλημένο στον Πάρη. Από τότε που τονγνώρισε, η σχέση τους πέρασε από πολλές διακυμάνσεις.Στην αρχή τον μίσησε που είχε το θράσος να της κολλήσειστα ίσια, ενώ γνώριζε πως ήταν αρραβωνιασμένη, στησυνέχεια τον αποδέχτηκε για τα θετικά του στοιχεία και στοτέλος τον συνήθισε στη σκιά της, με όλα τα θετικά του και τααρνητικά του. Ο γάμος του με τη Ροδάνθη θα άλλαζε τημεταξύ τους σχέση, σκέφτηκε και αναστέναξε. «Αχ, Πάρη!»είπε από μέσα της και τα ’βαλε πάλι με τον εαυτό της. «Είσαικαι πολύ εγωίστρια, κυρία Μυρτώ. Τα θέλεις όλα δικά σου.Και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο. Ο Πάρης έχειδικαίωμα να φτιάξει τη ζωή του. Ευτυχώς που βρέθηκε αυτή ηΡοδάνθη για να ξεκολλήσει από εσένα, που βάλθηκες σώνεικαι καλά να τον έχεις φίλο σου καρδιακό. Να τον βλέπεις σαναδερφό, γιατί έτσι σε βόλευε. Σαν να μην ήξερες, εσύ πουδιάβασες τόσα βιβλία, πως είναι μάλλον απίθανο να υπάρξειαγνή φιλία ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα. Μπορείνα υπάρξει πάθος, μίσος, λατρεία, αγάπη, αλλά ποτέ φιλία,λένε αυτοί που ξέρουν. Ο άντρας σου έλειπε κι εσύ σκότωνεςτη μοναξιά σου με την τηλεφωνική παρέα του Πάρη. Τοενδιαφέρον του σου ανέβαζε το ηθικό, σε κολάκευε. Κακά ταψέματα». Η αυτοκριτική της συνοδεύτηκε από τύψεις που τηνταλαιπώρησαν σε όλο το ταξίδι της μέχρι το νησί.

Page 402: h Korh Ths 8alassas

Φτάνοντας στο πατρικό της το χάραμα, αποφάσισε ναγυρίσει σελίδα και να κοιτάξει μπροστά. Ήταν μια σύζυγοςναυτικού σαν τις πιο πολλές γυναίκες του νησιού. Αφού δενείχε δικά της παιδιά και οι ελπίδες για να αποκτήσει είχανσχεδόν σβήσει, σκέφτηκε να αγκαλιάσει τα παιδιά τηςγειτονιάς της και να τους μάθει τα πρώτα τους γράμματα,όπως έκανε πριν από χρόνια η μητέρα της. Το οικόπεδο όπουήταν χτισμένο το σπίτι της ήταν αρκετά μεγάλο. Δίπλα στοκιόσκι με την κληματαριά, όπου συνήθιζαν να παίρνουν τονκαφέ τους τα καλοκαιρινά πρωινά, έστησε ένα λυόμενοξύλινο σπιτάκι κι εκεί, με ιδιαίτερη χαρά, άρχισε να δίνει ταφώτα της στα γειτονόπουλα. Ανάμεσα στα δέντρα του κήπουέστησε και μια μικρή παιδική χαρά, με κούνια, τραμπάλα καιτσουλήθρα, και όταν τέλειωναν το μάθημα της ανάγνωσηςκαι της γραφής, έβγαζε τα παιδιά στον κήπο για να παίξουνμέχρι να έρθουν οι μητέρες τους να τα πάρουν.

Η δημιουργική αυτή απασχόληση έδωσε άλλο νόημα στηζωή της. Οι χαρούμενες παιδικές φωνές ζέσταιναν την ψυχήτης κι έκαναν το μεγάλο πρόβλημα που την ταλάνιζε τόσοκαιρό να γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο μικρό.

Εκείνο το καλοκαίρι που ασχολήθηκε αποκλειστικά με ταπαιδιά της γειτονιάς της, μπήκαν οι βάσεις για τη μελλοντικήπορεία της. Η φήμη της πέρασε από στόμα σε στόμα και οιμικροί της μαθητές, από τρεις που ήταν στην αρχή, γρήγοραέγιναν δεκατρείς, και μόνη της δεν μπορούσε πλέον να τα

Page 403: h Korh Ths 8alassas

βγάλει πέρα μαζί τους. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να πάρει μια βοηθό νηπιαγωγό, και τότε η ερασιτεχνική τηςαπασχόληση μετατράπηκε σε επαγγελματική. Το λυόμενοστην αυλή δεν ήταν πλέον κατάλληλο, γι’ αυτό καιαναζήτησε νέο χώρο. Ξοδεύοντας ένα σημαντικό ποσό απότα χρήματα που της άφησε ο πατέρας της, δημιούργησε έναπρότυπο νηπιαγωγείο, το οποίο σε σχετικά σύντομο χρονικόδιάστημα προεκτάθηκε και σε δημοτικό σχολείο.

Ο άντρας της, πότε από κοντά και πότε από μακριά,μάθαινε για την πρόοδό της και χαιρόταν διπλά.

– Είσαι σπουδαία, Μυρτώ. Μπράβο! Πάντα πίστευα σ’εσένα. Είσαι άξια και δυνατή.

– Τη δύναμή μου την αντλώ από τα παιδιά. Η χαρά τουςείναι και χαρά μου. Η πρόοδός τους είναι και δική μου. Στααθώα μάτια τους βλέπω την αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα πιοκαθάριο στον κόσμο αυτό από το παιδικό βλέμμα.Επικοινωνώ απευθείας με την ψυχή τους. Ας είναι καλά. Όλατα παιδιά τα αγαπώ το ίδιο. Σαν να είμαι μάνα τους. Δενμπορώ να τα ξεχωρίσω.

Ο Πάρης, από την άλλη μεριά, από τότε πουαποχαιρέτησε τη Μυρτώ στο σπίτι της στο Πασαλιμάνι, έριξεμαύρη πέτρα πίσω του και χάθηκε τελείως. Μόνο μιαχριστουγεννιάτικη κάρτα τής έστειλε τις γιορτές, κι αυτό ήταν

Page 404: h Korh Ths 8alassas

όλο. «Κανονικά, θα πρέπει να έχει εγκατασταθεί στηνΕλλάδα. Μπορεί και να παντρεύτηκε, ποιος ξέρει»,αναλογιζόταν η Μυρτώ, όταν αραιά και πού τον έφερνε στομυαλό της, και του έστελνε νοερά τις ευχές της. «Ας είναικαλά. Έχει κι αυτός τις ασχολίες του και τα ενδιαφέροντάτου. Όλοι μας μπλεκόμαστε με τις υποχρεώσεις μας καιξεχνιόμαστε. Ο Πάρης, με το γάμο του, θα μπήκε σε άλλακανάλια».

Κάποια μέρα, προς μεγάλη της έκπληξη, έλαβε έναγαμήλιο προσκλητήριο αλλιώτικο από τα συνηθισμένα. Αντίνα είναι σε φάκελο, ήταν μέσα σ’ ένα μπουκάλι, σαν ταμηνύματα των ναυαγών μιας άλλης εποχής.

Βγάζοντας προσεκτικά το μικρό ρολό από πάπυρο,διάβασε για τον επικείμενο γάμο του Πάρη και της Ροδάνθηςκαι χαμογέλασε πλατιά.

– Δε μας ξέχασες, κουμπάρε, ψιθύρισε η Μυρτώ και, μόλιςξαναδιάβασε την ημερομηνία του γάμου, θυμήθηκε πως οάντρας της θα ξεμπάρκαρε δύο μέρες νωρίτερα και χάρηκεδιπλά.

Στο παρεκκλήσι των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, πουβρισκόταν στην έπαυλη του καπετάν Πέτρου στο νησί, θαγινόταν το Μυστήριο και θα ακολουθούσε δεξίωση.

Page 405: h Korh Ths 8alassas

Πλησίαζε Πάσχα. Η φύση είχε ντυθεί στα χρώματα τηςάνοιξης, και η Μυρτώ, τα βράδια πριν την πάρει ο ύπνος,σκεφτόταν το γάμο του Πάρη. Οι εφημερίδες τού είχαν δώσειμεγάλη δημοσιότητα και τον παρουσίαζαν ως το κοσμικόγεγονός της χρονιάς. Όλη η αφρόκρεμα θα έδινε το παρών.

Εκείνη, από τότε που άρχισε να αναπτύσσει επαγγελματικήκαι επιχειρηματική δραστηριότητα, ενδιαφερόταν για τιςδημόσιες σχέσεις και τις γνωριμίες με παράγοντες:δημόσιους λειτουργούς, μεγαλέμπορους, εφοπλιστές. Μεόραμα να καταστήσει το νηπιαγωγείο της επιχείρησηπροσοδοφόρα, κοίταξε να επεκτείνει την πελατεία της και στανήπια των επιφανών οικογενειών του νησιού. Κι ενώ ποτέ δενέδινε ιδιαίτερη σημασία στο ντύσιμό της, για το γάμο τουΠάρη την έπιασε η κοκεταρία της. Και τη Μεγάλη Εβδομάδα,με τις διακοπές του Πάσχα, πήρε το αεροπλάνο για Αθήνα,μόνο και μόνο για να αγοράσει από του Τσεκλένη έναφόρεμα ανάλογο της περίστασης, που να ταιριάζει στον τύποτης.

Τελικά επέλεξε μια αραχνοΰφαντη μουσελίνα σε χρώμασμαραγδί και ευχαριστημένη πήγε και στου Κάρλου μ’ έναπαλιό κοστούμι του Νικολή και στα ίδια μέτρα τού αγόρασεένα καινούριο σε ανοιχτό μπεζ. Πήρε και την ανάλογηγραβάτα, διάλεξε και για δώρο του γάμου ένα καλό ασημικόκαι με τα πακέτα στα χέρια επέστρεψε πανέτοιμη στο νησί τοΜεγάλο Σάββατο. Ανάσταση θα έκανε με τις θείες της.

Page 406: h Korh Ths 8alassas

Αυτές φιλοξενούσαν κάτι ανίψια τους από την Αμερική,που ήθελαν οπωσδήποτε να δουν το ρουκετοπόλεμο στοΒροντάδο, κι έτσι πήγαν όλοι μαζί στην Παναγιά τηνΕρυθιανή. Αν και ήταν γέννημα θρέμμα Χιώτισσα, η Μυρτώπρώτη φορά θα έκανε Ανάσταση σε αυτή την εκκλησία. Ημητέρα της απεχθανόταν τις κροτίδες και τα βεγγαλικά, γι’αυτό και ποτέ δεν την πήγε να δει το φαντασμαγορικό έθιμοστο Βροντάδο, που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία καιπροσελκύει κάθε χρόνο επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο.

Μόλις ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη», οι ενορίες τηςΠαναγίας Ερυθιανής και του Αγίου Μάρκου άρχισαν ναεξαπολύουν ρουκέτες, με στόχο τα καμπαναριά των δύοεκκλησιών. Δεκάδες χιλιάδες αυτοσχέδιες ρουκέτεςεκτοξεύονταν από τις δύο πλευρές, και η Μυρτώ ήθελε ναφύγει τρέχοντας από εκείνο το μέρος, που θύμιζε πεδίομάχης.

Στην προσπάθειά της να γλιτώσει, πήγε να βρει καταφύγιοστο αυτοκίνητο, αλλά μόλις απομακρύνθηκε από τον πολύκόσμο, την πήρε ξυστά μια κροτίδα στο κεφάλι κι έπεσε πάνωστους αγκαθωτούς θάμνους που πλαισίωναν τοπλακόστρωτο δρομάκι.

– Παναγία μου! φώναξε πιάνοντας πρώτα το κεφάλι καιμετά το μάτι της.

Page 407: h Korh Ths 8alassas

Όμως δεν την άκουγε κανείς. Κάνοντας μια προσπάθειανα σηκωθεί, ζαλίστηκε και έπεσε πάλι φαρδιά πλατιά πάνωστα αγκάθια. Εκεί τη βρήκαν οι θείες της και τα ξαδέρφια τηςαπό την Αμερική και, αντί να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι τουςνα φάνε τη μαγειρίτσα, πήγαν στο νοσοκομείο.

– Φτηνά τη γλίτωσε η κυρία με τρία ράμματα στο κεφάλι,είπε ο εφημερεύων γιατρός, που πρόσφερε τις πρώτεςβοήθειες. Βέβαια, τα αγκάθια θα μπορούσαν να της είχανβγάλει το μάτι, όμως φαίνεται ότι πρόλαβε και το έκλεισε, κιέτσι έχει μόνο εξωτερικές εκδορές. Όσο για τους μώλωπες σεόλο της το κορμί, αυτοί δεν είναι τίποτα. Θα περάσουν με τονκαιρό. Ευτυχώς, ήταν μικρό το κακό.

– Ευχαριστούμε, γιατρέ. Χριστός Ανέστη, του ευχήθηκανοι θείες.

– Αληθώς, απάντησε εκείνος, και η Μυρτώ, σοκαρισμένη,όταν έφτασε κάποτε στο σπίτι της, έκανε το σταυρό της.

«Τελικά, ό,τι φοβόμουν έπαθα», σκέφτηκε και αναρίγησε.«Κοίτα που με τη σκέψη μου προσέλκυσα το κακό. Ποτέ μηνκακομελετάς, λέει ο σοφός λαός, κι εγώ... Τέλος πάντων. Ό,τιέγινε έγινε. Να δω πώς θα πάω με αυτά τα χάλια στο γάμο,που έκανα τόσα σχέδια, που ήθελα κι εγώ μια φορά στη ζωήμου να εντυπωσιάσω με την εμφάνισή μου. Με τομπλαβισμένο μάτι και τη γάζα στο κεφάλι, η μουσελίνα του

Page 408: h Korh Ths 8alassas

Τσεκλένη με μάρανε».

Οι θείες της της χτύπησαν νωρίς το πρωί την πόρτα με ένακαλάθι κόκκινα πασχαλινά αυγά, κουλούρια και τσουρέκια.Ήπιαν το καφεδάκι τους, της έδωσαν τις ευχές τους γιαταχεία ανάρρωση κι έφυγαν.

Σε λίγο, η πόρτα της χτύπησε ξανά, κι αυτή τη φορά, προςμεγάλη της έκπληξη, αντίκρισε στο κατώφλι της τον Πάρη,με ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα σοκολατένιο αβγό σταχέρια, κι έμεινε.

– Πάρη! Πώς ήταν αυτό; Πόσο χαίρομαι! Πόσο καιρό έχωνα σε δω! αναφώνησε, κι εκείνος την αγκάλιασε μ’ ένα ζεστόκαι τρυφερό βλέμμα, γεμάτο στοργή.

– Έμαθα για τον τραυματισμό σου και τρελάθηκα. Σε μιαμικρή κοινωνία σαν τη δικιά μας, τα νέα τρέχουν γρήγορα. Τιέπαθες, κορίτσι μου; Σ’ εσένα έτυχε; ρώτησε ανήσυχοςβλέποντας το χάλι της.

Μόλις πέρασε στο σαλόνι της και κάθισαν αντικριστά, ηΜυρτώ τον κοίταξε βουρκωμένη.

– Λυπάμαι πολύ, αλλά, καθώς καταλαβαίνεις, δε θαμπορέσω να παραβρεθώ την άλλη Κυριακή στο γάμο σου. Τοήθελα τόσο πολύ, όμως...

Page 409: h Korh Ths 8alassas

– Αυτό είναι το λιγότερο. Εσύ να γίνεις καλά. Έναχτύπημα στο κεφάλι μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες,είπε και της έπιασε στοργικά το χέρι. Θα καλέσω ελικόπτερονα σε πάω στην Αθήνα.

– Δε συντρέχει λόγος. Τα τραύματά μου είναι επιπόλαια. Ογιατρός έκρινε ότι δε χρειαζόταν καν να παραμείνω στονοσοκομείο. Άλλωστε νιώθω καλά. Μη με βλέπεις έτσιμπανταρισμένη και τρομάζεις.

– Αχ, Μυρτώ! Αν ήξερες τι είσαι για εμένα, δε θα το ’λεγεςαυτό.

Η Μυρτώ χαμήλωσε το βλέμμα. «Παναγία μου, τι έγινεπάλι; Τι έπαθε;» αναρωτήθηκε από μέσα της και η καρδιάτης άρχισε να χτυπάει δυνατά.

– Ό,τι και να κάνω, δεν μπορώ να σε ξεχάσω, συνέχισεεκείνος. Όσο και να προσπάθησα, δεν κατάφερα να σε σβήσωαπό τη σκέψη μου. Είσαι η γυναίκα των ονείρων μου, η αγάπημου, η ζωή μου.

Τόσο απροκάλυπτα της μιλούσε για πρώτη φορά μετά τογάμο της με τον Νικολή, και αυτό το έκανε μία εβδομάδαακριβώς πριν παντρευτεί τη Ροδάνθη. Η Μυρτώ, κάπουκολακεύτηκε, αλλά και κάπου ενοχλήθηκε με αυτά τααμφίρροπα συναισθήματα και δεν ήξερε τι να πει και τι να

Page 410: h Korh Ths 8alassas

κάνει.

– Πάμε να φύγουμε από εδώ, της είπε εκείνος.

– Πού να πάμε;

– Όλος ο κόσμος είναι δικός μας. Φτάνει να μου πεις το«ναι». Έχεις αισθήματα για εμένα, το ξέρω. Το νιώθω. Τοβλέπω στα μάτια σου. Το είδα και τότε που σου είπα για τηγνωριμία μου με τη Ροδάνθη. Είχες χάσει το χρώμα σου, κιεγώ σε άφησα τόσο καιρό ανενόχλητη μόνο και μόνο για νατο σκεφτείς καλύτερα και να κατασταλάξεις.

– Πάρη, για το Θεό, σύνελθε. Εγώ πάντα θα είμαι εδώ καιθα σ’ αγαπώ σαν φίλο, όπως χιλιάδες φορές σού έχω πει.Τώρα που βρήκες αυτή την κοπέλα, μην κάνεις πίσω. Μηντην πικράνεις. Μην γκρεμίσεις τα όνειρά της. Άνθρωπος είναικι έχει ψυχή. Και, απ’ ό,τι μου έχεις πει, είναι καλόςάνθρωπος.

– Πράγματι. Είναι καλοπροαίρετη, υπομονετική και,προπαντός, αυθεντική. Είναι ο εαυτός της, όπως κι εσύ.

– Μη διστάζεις, λοιπόν. Τα πράγματα στη ζωή μας δενέρχονται όπως ακριβώς τα θέλουμε πάντα. Γι’ αυτό πρέπει ναπροσαρμοζόμαστε στις καταστάσεις και να κινούμαστεανάλογα. Είδες τι έκανα εγώ από τη στιγμή πουσυνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να αποκτήσω δικό μου

Page 411: h Korh Ths 8alassas

παιδί; Αγκάλιασα τα ξένα παιδιά σαν να είναι δικά μου καιγέμισα, κατά κάποιον τρόπο, το μεγάλο κενό της ψυχής μου.

– Το έμαθα, Μυρτώ, και χάρηκα πολύ. Μπράβο! Βρήκεςμια διέξοδο. Το νηπιαγωγείο ήταν η καλύτερη λύση για τηνπερίπτωσή σου και σου αφήνει και χρήματα.

– Δεν είναι τόσο τα χρήματα όσο το γεγονός ότι κάνω κάτιστο οποίο αξίζει να αφιερωθώ. Πολλές φορές, τη ζωή μαςδεν την πάμε εμείς, αλλά μας πάει εκείνη. Εμείς απλώςκάνουμε μια εκτίμηση των καταστάσεων, ζυγιάζουμε ταδεδομένα και προχωρούμε. Εσύ, Πάρη, είσαι από τους πολύτυχερούς ανθρώπους, σ’ το έχω ξαναπεί πολλές φορές, γιατίέχεις ξεκινήσει από διαφορετική βάση, αλλά δε θες να τοκαταλάβεις. Κολλάς και υποφέρεις άδικα.

Αυτή ήταν η τελευταία τους κουβέντα πριν από το γάμο.Ο Πάρης την αποχωρίστηκε με βαριά καρδιά την Κυριακή τουΠάσχα και την Κυριακή του Θωμά χόρεψε το χορό του Ησαΐαμε τη Ροδάνθη στο παρεκκλήσι της έπαυλης του πατέρα του.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η Μυρτώ, εξαιτίας τουτραυματισμού της, δεν παραβρέθηκε στο γάμο. Όμως μεταξύτων εκλεκτών καλεσμένων έλαμψε ο άντρας της. Μετά τοΜυστήριο και το μεγάλο φαγοπότι που ακολούθησε στηδεξίωση, όταν στήθηκε ο χορός, πάνω στο τσακίρ κέφισηκώθηκε να χορέψει εκείνος ένα ζεϊμπέκικο κι έγινε χαμός.

Page 412: h Korh Ths 8alassas

– Τι παίδαρος είναι αυτός! Να τον χαίρεται όποια τον έχει.

– Είναι ο άντρας της δασκάλας της Μυρτώς.

– Βρε την τυχερή!

Τα σχόλια έφτασαν και στα αφτιά της νύφης, πουεστιάζοντας το βλέμμα της πάνω του, χαμογέλασε.

– Ο ωραίος χορευτής είναι ο κουμπάρος σου; ρώτησεψιθυριστά τον άντρα της, και ο Πάρης, κουνώνταςκαταφατικά το κεφάλι, χαιρέτησε τον Νικολή από μακριά μεένα του νεύμα.

Τότε ο Νικολής πλησίασε στο τραπέζι της νύφης και τουγαμπρού.

Με τη λεβέντικη κορμοστασιά του, το βαρύ πάτημα του ποδιού και το περήφανο τίναγμα του χεριού, ακολουθούσε άψογα τις μπουζουκοπενιές , χτυπώντας την παλάμη του πότε στο μηρό και πότε στο πάτωμα. Ξεδιπλώνοντας το αντρίκειο κορμί του έπαιρνε στροφή και, καθώς άνοιγε τα χέρια σαν φτερούγες , θύμιζε περήφανο αετό έτοιμο να πετάξει. Με τέτοια λεβεντιά και χάρη, δίκαια τράβηξε όλα τα βλέμματα. Άντρες και γυναίκες , παντρεμένες και ανύπαντρες , τον καταχειροκρότησαν. Στη συνέχεια, οι κοπελιές είχαν να λένε για τον ωραίο υποπλοίαρχο Νικολή Μαρκάκη, που έκλεψε με τη γοητεία του την παράσταση.

Page 413: h Korh Ths 8alassas

– Είναι όλα υπέροχα. Συγχαρητήρια! Κρίμα που λείπει ηγυναίκα μου από τις χαρές σας. Είχε ένα ατύχημα στηνΑνάσταση.

– Το έμαθα, είπε η νύφη.

«Χωρίς να είναι όμορφη, είναι πολύ συμπαθής»,σκέφτηκε ο Νικολής και συνέχισε να μιλάει άνετα μαζί της.

– Όσο θα βρίσκομαι στη στεριά φαντάζομαι να μας δοθείη ευκαιρία να ιδωθούμε ξανά και να τα πούμε καλύτερα.

– Βεβαίως. Έχω ακούσει τόσα καλά λόγια από τον Πάρηγια εσάς και τη σύζυγό σας.

– Ο Πάρης δε μας έχει παντρέψει μόνο. Είναι, πάνω απ’όλα, φίλος μας, δήλωσε ο Νικολής κι έκλεισε το μάτι στονΠάρη.

Εκείνος χαμογέλασε. «Ο μορφονιός είναι στα κέφια του»,είπε από μέσα του και όσο τον έβλεπε να περιφέρεταιανάμεσα στους καλεσμένους, να μιλάει με όλους, νααγκαλιάζει πότε τον πατέρα του και πότε το συμπέθερο, ναπίνει και να χορεύει και να γελάει, τόσο το μυαλό τουστριφογύριζε στη Μυρτώ, που την είχε ο τυχεράκιας δικιά του,καταδικιά του, και ο Πάρης υπέφερε από ζήλια και φθόνο.

Page 414: h Korh Ths 8alassas

17 Η δελεαστική πρόταση

ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ πως πολλές φορές κατά το παρελθόν αυτήη ζηλοφθονία του Πάρη για τον Νικολή τον είχε φέρει στοαμήν. Με τόσα χρήματα που διέθετε, ήταν το μόνο εύκολο ναβάλει κάποιον να τον βγάλει από τη μέση μια για πάντα.Τόσα και τόσα γίνονταν.

Όμως, για να φτάσει στο έγκλημα, θα πρέπει να είχε χάσειτελείως τα λογικά του. Να ήταν τρελός για δέσιμο. Κάτι πουδε συνέβαινε, βέβαια. Μπορεί να μπαινόβγαινε σε ψυχίατρουςκαι ψυχολόγους εδώ και χρόνια, όμως κανένας δεν είχεδιαγνώσει σχιζοφρένεια ή άλλη βαριά ψυχολογική πάθηση.

Ο Πάρης είχε πρόβλημα στο σεξουαλικό τομέα, που τουπροέκυψε από μια κακή συνήθεια της εφηβείας, το ναικανοποιείται, δηλαδή, μόνο με γυναίκες ελευθερίων ηθών,και σε αυτό οφείλονταν τα ψυχονευρωτικά του συμπτώματα.

Ο χωρίς ανταπόκριση έρωτάς του για τη Μυρτώ τονπείσμωνε και τον κατέτρωγε, και όταν τον έπιανε κρίση,άφριζε από το κακό του και έβριζε και καταριόταν τον υπαίτιοτης μοίρας του, δηλαδή τον Νικολή.

Page 415: h Korh Ths 8alassas

– Θα τον σκοτώσω! Θα τον εξαφανίσω! Θα τον πατήσωσαν το σκουλήκι! φώναζε τότε έξαλλος, όμως αυτά ήτανμόνο λόγια. Ποτέ δε θα έφτανε στα άκρα. Όσο και να μισούσετον Νικολή, έψαχνε να βρει άλλους τρόπος για να τοναπομακρύνει από τη Μυρτώ, όμως ό,τι και να σοφίστηκεμέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε καταφέρει τίποτα. Εκείνοι οιδύο ήταν ένα ζευγάρι ευτυχισμένο, κι ας ζούσαν ελάχισταμαζί. Με την αγάπη τους για οδηγό, είχαν δρομολογήσει τηζωή τους κι έκαναν προσπάθειες για να πραγματοποιήσουντα όνειρά τους και τις φιλοδοξίες τους.

Ο Νικολής ήθελε να γίνει το γρηγορότερο καπετάνιος καιη Μυρτώ να επεκτείνει την επιχείρησή της. Και οι δύο είχανήδη κάνει μια επιτυχημένη αρχή και η επαγγελματική τουςπορεία διαφαινόταν λαμπρή.

Σαν το νερό στο αυλάκι κύλησαν τα χρόνια, και η νέαδεκαετία του 1980 τούς βρήκε απόλυτα ικανοποιημένους απότην επίτευξη των στόχων τους. Ο Πάρης, πουπαρακολουθούσε τη ζωή τους από κοντά, όταν έμαθε πως οΝικολής πήρε το πτυχίο του πρώτου καπετάνιου, τον κάλεσεστο γραφείο του στον Πειραιά και, αφού του έδωσε τασυγχαρητήριά του, γνωρίζοντας πόσο φιλόδοξο άτομο ήταν,του έκανε μια δελεαστική πρόταση.

– Εσύ, κουμπάρε, αξίζεις πολλά. Έχεις μεγάλεςικανότητες, έχεις κότσια και τσαγανό για να κάνεις ένα κάπως

Page 416: h Korh Ths 8alassas

ριψοκίνδυνο μπάρκο που θα σου αποφέρει πάρα πολλά.

Ο Νικολής δε χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα για νακαταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Μόλις πριν ένα μήνα, στις 22Σεπτέμβρη του 1980, το Ιράκ είχε επιτεθεί εναντίον του Ιράνμε ταυτόχρονη εισβολή από ξηράς και αέρος.

– Ο πόλεμος στον Περσικό ίσως είναι μια μεγάλη ευκαιρίαγια εσένα, πρόσθεσε ο Πάρης, και ο Νικολής, που ούτε κανφαντάστηκε πως η πρόταση του είχε γίνει εκ του πονηρού, μευστεροβουλία, χαμογέλασε πλατιά.

– Εμείς οι Έλληνες έχουμε παράδοση σε ριψοκίνδυνεςαποστολές. Η ελεύθερη ναυσιπλοΐα δεν πρέπει ναεπηρεάζεται από πολιτικά παιχνίδια και πολέμους, απάντησε.

Ο Πάρης, αυτή τη φορά, σηκώθηκε από τη θέση του καιτον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

– Έτσι μπράβο! Σε βρίσκω ενήμερο.

– Αλίμονο! Από πού κατέβηκα, από τον Άρη; Στηδεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου,ελληνικά πλοία μετέφεραν όπλα και άλλα εφόδια και για τιςδύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Και στον Πόλεμο τηςΚορέας, ένας από τους πιο γνωστούς εφοπλιστές μαςονομάστηκε από τον αμερικανικό Τύπο «κόκκινοςκαρχαρίας», επειδή τα βαπόρια του μετέφεραν πολεμοφόδια

Page 417: h Korh Ths 8alassas

τόσο στη Νότια όσο και στη Βόρεια Κορέα. Μετά, όταν ηΚίνα υπέστη το αμερικανικό εμπάργκο, τη δεκαετία του 1950,μην ξεχνάς πως μόνο τα ελληνικά πλοία εξακολούθησαν ναμεταφέρουν φορτία στα κινεζικά λιμάνια. Το ίδιο έκαναν καιστον Πόλεμο του Βιετνάμ.

– Είχαν, όμως, καπετάνιους λεβέντες, που έβραζε το αίματους σαν και το δικό σου, του είπε για να τον κολακέψει οΠάρης, και ο Νικολής σοβαρεύτηκε.

– Άσε τα μεγάλα λόγια. Δεν είμαστε παιδιά. Αλισβερίσιγίνεται, και οι καπετάνιοι, ανάλογα με τα ρίσκα τους,απαιτούν και τις αμοιβές τους. Άλλωστε, εκείνος που παίρνειτη μερίδα του λέοντος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα οπλοιοκτήτης.

Ο Πάρης ήταν έτοιμος να του δώσει την κατάλληληαπάντηση. Να του πει: «Αυτό μας έλειπε. Δε φτάνει πουρισκάρει ο άνθρωπος τα καράβια του μες στη φωτιά», αλλάδεν είπε τίποτα, καθώς αμέσως σκέφτηκε πως οι ανθρώπινεςαπώλειες σε κάθε συμφορά δε συγκρίνονται ποτέ με τιςυλικές. Θα τον έκανε τον Νικολή ηφαίστειο μια τέτοιακουβέντα. Και ο Πάρης το είχε αυτό το καλό. Πριν ανοίξει τοστόμα του να μιλήσει, βουτούσε πρώτα τη γλώσσα στομυαλό του. Ειδικά όταν είχε απέναντί του ένα συνομιλητή σαντον Νικολή. «Ποτέ μην υποτιμάς τη νοημοσύνη των άλλων.Ιδίως των συνεργατών σου», του είχε μάθει ο πατέρας του,

Page 418: h Korh Ths 8alassas

που είχε πείρα από τις συναλλαγές του με τα πληρώματα. «Οιναυτικοί είναι ως επί το πλείστον αψείς και οξύθυμοιχαρακτήρες εξαιτίας της φύσης της δουλειάς τους. Από τοτίποτα μπορεί να προκύψει παρεξήγηση, που μπορεί νααποβεί εις βάρος μας. Γι’ αυτό με το μαλακό. Μια στο καρφίκαι μια στο πέταλο. Με πολιτική».

«Καπετάν Πέτρο, πόσα σου χρωστάω!» είπε ο Πάρης μετο νου του μόλις συλλογίστηκε τα λόγια του πατέρα του, καιεκείνη τη στιγμή βρήκε ο Νικολής να του πει:

– Ο πατέρας σου τα ξέρει καλύτερα όλα αυτά, γιατί ταέζησε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ τωνΗνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, τακαράβια Ελλήνων εφοπλιστών μετέφεραν φορτία στασοβιετικά λιμάνια. Άλλοι, πάλι, έγιναν πλούσιοιπαραβιάζοντας, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τοναποκλεισμό της Ροδεσίας από τους Βρετανούς.

Ο Πάρης κούνησε το κεφάλι.

– Ε, τώρα έχουμε κι εμείς σειρά. Τα βαπόρια μου, μεκάποιους άξιους καπετάνιους σαν κι εσένα, πρέπει ναπαραβιάσουν τον αποκλεισμό στον Περσικό κόλπο.

Ο Νικολής δεν απάντησε.

– Λοιπόν, πώς βρίσκεις την ιδέα μου, κουμπάρε;

Page 419: h Korh Ths 8alassas

– Θα τη μελετήσω και θα σου πω, δήλωσε σοβαρά, και οΠάρης έγινε κατακόκκινος.

– Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Στη βράση κολλάει τοσίδερο. Ό,τι προλάβουμε τώρα. Αύριο μπορεί ο πόλεμος στονΠερσικό να τελειώσει, και όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.Ήδη έχει περάσει ένας μήνας από την έναρξή του.

– Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα, ήταν η τελευταίακουβέντα του Νικολή, που έκανε τον Πάρη τούρμπο.

– Ε, αϊ στο διάολο! είπε μετά, μόλις έμεινε μόνος στογραφείο του. Πίστευε πως η πρότασή του θα ήταν εξαιρετικάδελεαστική για το φιλόδοξο κουμπάρο του, αλλά έπεσε έξω.

Ο Νικολής γνώριζε καλά πως οι εμπόλεμες ζώνες στιςμέρες μας, με τόσο εξελιγμένα όπλα μαζικής καταστροφής,αποτελούν ναρκοπέδια για τους παραβάτες θαλάσσιωναποκλεισμών. Το ρίσκο ήταν πολύ μεγαλύτερο από τωνπρογενέστερων καπετάνιων που το είχαν τολμήσει, κι έτσιαποκόμισαν τεράστια κέρδη και για την πλοιοκτήτρια εταιρείακαι για τον εαυτό τους.

Πέραν τούτου, η περιοχή του Περσικού κόλπουεγκυμονούσε και άλλους κινδύνους, λόγω των υφάλων πουβρίθουν στις βόρειες ακτές, αλλά και των καταιγίδων και τωνσφοδρών ανέμων που πνέουν συνήθως εκεί, γι’ αυτό και ο

Page 420: h Korh Ths 8alassas

Περσικός χαρακτηρίζεται από τους ναυτικούς «άξενοςκόλπος».

Όλα αυτά σκέφτηκε ο Νικολής και, επειδή δεν είχεαποκτήσει ακόμα πείρα ως καπετάνιος σε τάνκερ, αρνήθηκετην ευκαιρία για γρήγορο πλουτισμό που του πρότεινε οκουμπάρος του.

Παρόλο που η εισβολή στο Ιράν έγινε με σκοπό ναεκμεταλλευτεί το Ιράκ το χάος που είχε προκαλέσει στη χώραη επανάσταση και η ανατροπή του σάχη, το Ιράκ δενκατάφερε να επιτύχει σπουδαία πράγματα. Μέσα σε πολύσύντομο χρονικό διάστημα η προέλαση των ιρακινώνστρατευμάτων του Σαντάμ Χουσεΐν αναχαιτίστηκε από ταιρανικά στρατεύματα του Αγιατολάχ Χομεϊνί και, μέχρι τονΙούνη του 1982, οι Ιρανοί επανέκτησαν όλα τα χαμένα εδάφητους. Από εκεί και μετά οι όροι αντιστράφηκαν, και το Ιράνπέρασε στην επίθεση.

Τότε ο Πάρης ξανακάλεσε στο γραφείο του τον Νικολή, οοποίος μόλις είχε επιστρέψει από το τελευταίο του μπάρκο,που επιδίωξε να το κάνει με τάνκερ για να αποκτήσει πείρα.

– Λοιπόν, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Ο πόλεμος στονΠερσικό συνεχίζεται. Πολλοί είναι εκείνοι από τους δικούςμας που έχουν κάνει ήδη την τύχη τους. Να δεις πόσοικαπετάνιοι θα γίνουν, έπειτα από αυτό το πανηγύρι,

Page 421: h Korh Ths 8alassas

εφοπλιστές στο άψε σβήσε.

– Βάζοντας το κεφάλι στον τορβά λόγω των αμερικανικώνπυραύλων που πέφτουν σαν βροχή, σχολίασε χαμηλόφωνα οΝικολής, αλλά ο Πάρης τον άκουσε και του είπε ειρωνικά:

– Άμα δε φας θεριό, δε θεριεύεις.

Ο Νικολής έμεινε συλλογισμένος για μερικές στιγμές καιμετά ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες τωνχειλιών του, που έδειχνε πως σκεφτόταν να τολμήσει κιεκείνος να παραβιάσει το εμπάργκο στον Περσικό.

– Δε χάνω τίποτα να δοκιμάσω. Μέχρι τον Κόλπο τουΟμάν δεν υπάρχει πρόβλημα. Από τα στενά του Ορμούζ καιπάνω θέλει γερά νεύρα, μου είπαν οι συνάδελφοί μου πουπήραν ήδη το βάπτισμα του πυρός, παρατήρησε σοβαρά.

Ο Πάρης χαμογέλασε πλατιά.

– Μπράβο, έτσι σε θέλω. Είμαι σίγουρος πως θα τακαταφέρεις. Αν δε ρισκάρει κανείς, δεν κάνει ποτέ τα όνειράτου πραγματικότητα. Οι μεγάλες αποφάσεις σαν κι αυτή πουπήρες μόλις τώρα, έχουν πάντα ρίσκο. Όμως, ακόμα κι αν δενκαταφέρεις να φτάσεις εκεί όπου στοχεύεις, θα έχεις τηνικανοποίηση ότι προσπάθησες. Ότι δεν έμεινες στάσιμος.

Η πρώτη απόπειρα του Νικολή να περάσει τα Στενά του

Page 422: h Korh Ths 8alassas

Ορμούζ και να ανηφορίσει προς τα αποκλεισμένα λιμάνια τουΙράν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Έτσι, από εκεί και μετάπήρε φόρα, έμαθε να αποφεύγει τις κακοτοπιές και όσοέβλεπε τις απολαβές του να μεγαλώνουν τόσο συνέχιζε ναπηγαινοέρχεται στον Περσικό, σε όλη τη διάρκεια τουπολέμου.

Παρόλο που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσεεπανειλημμένα σε κατάπαυση του πυρός τα δύοαντιμαχόμενα κράτη, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν μέχρι τονΑύγουστο του 1988.

Όταν κάποτε η Μυρτώ έμαθε πως ο άντρας τηςδιακινδύνευε τη ζωή του στην εμπόλεμη ζώνη, έπεσε ναπεθάνει και κοίταξε παντοιοτρόπως να τον πείσει να ταπαρατήσει όλα και να γυρίσει κοντά της. Τα δακρύβρεχταγράμματά της και τα παρακάλια της τον έκαναν κουρέλι,όμως δε στάθηκαν ικανά να τον σταματήσουν. Μεθυσμένοςαπό την επιτυχία και τα λεφτά, φανταζόταν τον εαυτό τουπλοιοκτήτη κι έκανε όνειρα να προσφέρει στην αγαπημένητου Μυρτώ μια χλιδάτη ζωή, με τις πολυτέλειες πουαπολάμβαναν οι σύζυγοι των άλλων πλοιοκτητών. «Θα τηνκάνω βασίλισσα. Θα της φτιάξω ένα παλάτι στο νησί πουόμοιό του δε θα υπάρχει», έλεγε από μέσα του κάθε φοράπου την έφερνε στη σκέψη του, και όταν ξεμπάρκαρε καιγύριζε κοντά της, την αγκάλιαζε τρυφερά και της ορκιζότανπως το επόμενο ταξίδι του στον Περσικό θα ήταν και το

Page 423: h Korh Ths 8alassas

τελευταίο.

Όμως επειδή ο καταραμένος πόλεμος δεν έλεγε νατελειώσει, αυτό το τελευταίο ταξίδι έπαιρνε διαρκώς και νέααναβολή.

Απηυδισμένη η Μυρτώ, κάποια στιγμή πάνω στηναπελπισία της επισκέφτηκε τον κουμπάρο της στο γραφείοτου στον Πειραιά. Ήταν τόσο πολύ στενοχωρημένη, τόσοβαλαντωμένη, που ήθελε οπωσδήποτε να τον δει από κοντάκαι να του τα ψάλει για τα καλά, καθώς ήταν σίγουρη πως μετις ευλογίες του έπαιζε ο άντρας της κορόνα γράμματα τηζωή του.

Ο Πάρης, που είχε προβλέψει αυτή την επίσκεψη καιενδόμυχα την περίμενε, όταν ειδοποιήθηκε από τη γραμματέατου για την άφιξη της κυρίας Μαρκάκη, έτριψε τα χέρια τουκαι σηκώθηκε όρθιος να την προϋπαντήσει.

– Μυρτώ! Πώς από εδώ; Να ’ξερες τι χαρά μου δίνεις.Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε στον Πειραιά; είπε με στόμφοκαι αυθόρμητα την αγκάλιασε.

Η Μυρτώ τραβήχτηκε απότομα.

– Πάρη, κόψε την πλάκα. Αρκετά, του απάντησε ξερά καιτον αγριοκοίταξε.

Page 424: h Korh Ths 8alassas

– Για το Θεό. Τι έπαθες; Το ύφος σου με φοβίζει. Πρώτηφορά σε βλέπω έτσι.

– Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Το σκέφτηκες πολύ να στείλειςτον άντρα μου μες στη φωτιά;

– Δεν κατάλαβα. Τι είναι ο άντρας σου, Μυρτώ; Κανέναανήλικο παιδάκι; Ολόκληρος καπετάνιος, που έχει φάει τηθάλασσα με το κουτάλι, και θα του πω εγώ τι πρέπει να κάνει;Θα επηρεάσω εγώ τις επιλογές του και την επαγγελματικήτου πορεία; Μήπως τρελάθηκες;

Η Μυρτώ, ενώ είχε μπει με άγριες διαθέσεις στο γραφείοτου, άρχισε να μαζεύεται. Ο Πάρης το πρόσεξε και συνέχισεαπόλυτα σοβαρός:

– Εγώ είμαι απλώς ο εργοδότης του Νικολή Μαρκάκη.Αύριο αυτός μπορεί κάλλιστα να παρατήσει τα καράβια μουκαι να δουλέψει σε κάποια άλλη εταιρεία, ή ακόμα να αξιωθείνα αποκτήσει δικά του. Ο άντρας σου είναι φιλόδοξος,Μυρτώ. Στοχεύει ψηλά. Δεν το ’ξερες αυτό; Τώρα τομαθαίνεις; Επειδή διάλεξε να πάει στον Περσικό για ναπλουτίσει μια ώρα αρχύτερα, εγώ τι φταίω; Μην τρελαθούμετελείως.

– Κι όμως, εγώ πιστεύω πως, αν ήθελες, θα μπορούσες νατον αποτρέψεις.

Page 425: h Korh Ths 8alassas

– Αφού δεν τα κατάφερες εσύ που είσαι γυναίκα του και σευπεραγαπάει, θα τα καταφέρω εγώ που είμαι απέξω;Επικοινωνείς ή όχι;

Η Μυρτώ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

Ο Πάρης τη λοξοκοίταξε και αμέσως μαλάκωσε.

– Στις δουλειές δε χωρούν συναισθηματισμοί. Κακά ταψέματα. Ο άντρας σου κάνει τη δουλειά του κι εγώ κάνω τηδικιά μου. Άλλωστε, δεν είναι ο μοναδικός καπετάνιος πουμπαινοβγαίνει αυτή τη στιγμή στον Περσικό. Όλοι όσοι τολέει η καρδούλα τους το ίδιο κάνουν.

– Μα ο Νικολής δεν έχει κανένα λόγο να προκαλεί τηντύχη του. Όλα τα έχουμε, δε μας λείπει τίποτα. Αν αποκτήσεικαράβι δικό του, τι θα αλλάξει; Απλώς οι σκοτούρες του θαμεγαλώσουν.

– Θα αλλάξει το βιοτικό σας επίπεδο. Θα νιώσετε πιοελεύθεροι και, επιτέλους, δε θα είναι υποχρεωμένος οάνθρωπος να θαλασσοδέρνεται για τον επιούσιο. Θα κάθεταισ’ ένα γραφείο, όπως εγώ, και θα κουμαντάρει τα καράβια τουεκ του ασφαλούς. Από τη στεριά.

– Ωραία και καλά είναι αυτά που λες, όμως είναι πολύδύσκολο να βγουν αληθινά.

Page 426: h Korh Ths 8alassas

– Αν ήταν εύκολο, Μυρτώ, όλοι θα είχαν γίνειεφοπλιστές. Αυτές οι δουλειές είναι για τους τολμηρούς σαντον Νικολή. Μη χτυπιέσαι και οδύρεσαι, λοιπόν, γιατί έτσιδεν πρόκειται να βγάλεις τίποτα. Μακάρι να σταθεί τυχερός,πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο, ενώ από μέσα του ευχήθηκεακριβώς το αντίθετο.

Η Μυρτώ, από τη στιγμή που άνοιξε τα εσώψυχά της,ένιωσε κάπως καλύτερα.

– Ο Θεός μαζί του, ψέλλισε και, ρίχνοντας το βλέμμα τηςέξω από το παράθυρο, στο πολυσύχναστο λιμάνι, κίνησε ναφύγει.

– Πού πας από τώρα;

– Αρκετά σε απασχόλησα από τη δουλειά σου. Έχω κιεγώ δουλειά στο νησί.

– Έμαθα πως άνοιξες συνεταιρικά και δημοτικό σχολείο.Μπράβο!

– Δόξα τω Θεώ, τα βολεύω μια χαρά. Όλη η έγνοια μουαυτή τη στιγμή είναι για τον άντρα μου, που δε θέλει νακαταλάβει πως εμένα δε με ενδιαφέρουν τα πλούτη και ταμεγαλεία.

– Ενδιαφέρουν, όμως, εκείνον, Μυρτώ, και είναι πολύ

Page 427: h Korh Ths 8alassas

εγωιστικό εκ μέρους σου να θέλεις να του επιβάλεις με τοστανιό τις επιθυμίες σου. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός καικανένας δεν είναι απόλυτα όμοιος με τον άλλο. Η συμβίωσηαπαιτεί σεβασμό στις προσωπικές επιθυμίες του συντρόφουσου.

Η Μυρτώ τον κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα.

– Άσε με εμένα. Αρκετά. Ως συνήθως, σε ζάλισα πάλι.Πες μου για εσένα. Πώς πάει ο γάμος σου; Είσαι τόσο καιρόπαντρεμένος, κι εγώ δεν αξιώθηκα ακόμα να γνωρίσω τηγυναίκα σου.

– Δεν έχασες και τίποτα σπουδαίο.

Η Μυρτώ έμεινε άφωνη με την απάντησή του.

– Δηλαδή; ρώτησε ύστερα από μερικές στιγμές.

– Ο γάμος μου ήταν πράξη συμφέροντος, κι ενώ ελπίζαμεκαι οι δύο σε μια καλύτερη επαφή με την πάροδο του χρόνου,δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Η Ροδάνθη ζει τονπερισσότερο καιρό στην Αγγλία, προσφέροντας εθελοντικάτις υπηρεσίες της σε σπαστικά παιδιά, κι εγώ πηγαινοέρχομαι.Το σπίτι μας στο Λονδίνο λειτουργεί θαυμάσια με εξαμελέςπροσωπικό, με βεγγέρες στις ονομαστικές εορτές και σταγενέθλια, με φαγοπότια και όλα τα σχετικά, μόνο που εμείς,ως ζευγάρι, δεν είμαστε μαζί, κοιμόμαστε σε χωριστές

Page 428: h Korh Ths 8alassas

κρεβατοκάμαρες...

– Κρίμα, λυπάμαι. Κι εγώ που νόμιζα... Τελικά τα κάναμερόιδο και οι δύο. Εγώ ζω μες στην αγωνία...

– Κι εγώ μες στην ανία, είπε αυθόρμητα ο Πάρης, και ηΜυρτώ κούνησε το κεφάλι.

– Εσύ μπορείς να το σταματήσεις όλο αυτό ανά πάσαστιγμή με ένα συναινετικό διαζύγιο. Εγώ, όμως; Έτσι καιπάθει κάτι κακό ο Νικολής, δεν πρόκειται να ζήσω. Του έχωτόσο μεγάλη αδυναμία, που θα τον ακολουθήσω στον τάφο,να το ξέρεις.

– Πάψε να λες χαζομάρες. Δεν μπορώ να ακούω. Διώξεαπό το μυαλό σου αυτές τις μακάβριες σκέψεις.

– Αν είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε παιδί, ίσως και ναμην ένιωθα τόσο εξαρτημένη από τον Νικολή.

Ο Πάρης άλλαξε απότομα ύφος και, έπειτα από μιαστιγμιαία σιωπή, χτύπησε την παλάμη του στο γραφείολέγοντας:

– Πάμε μια βόλτα, δεν έχω όρεξη για δουλειά.

Πατώντας το κουμπί της ενδοσυνεννόησης, ζήτησε απότη γραμματέα του να αναβάλει όλα τα ραντεβού του για

Page 429: h Korh Ths 8alassas

εκείνη τη μέρα και να ειδοποιήσει το σοφέρ του να φέρει τοαυτοκίνητο. Ήταν μία από τις αλκυονίδες μέρες του Γενάρη. Μες στο καταχείμωνο, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, και οι αργόσχολοι κάθονταν στις καφετέριεςαπολαμβάνοντας το καφεδάκι τους στον ανοιχτό αέρα.

Κατηφορίζοντας προς την παραλιακή λεωφόρο, η Μυρτώ,καθισμένη πλάι στον Πάρη, κοίταζε αφηρημένα τις γνώριμεςεικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια της, και ο νουςτης έτρεχε στον Νικολή. Και τι δε θα ’δινε την ώρα εκείνη νατον είχε κοντά της. Να ένιωθε την αύρα του να τηνπεριβάλλει, να άκουγε τη φωνή του, να αντίκριζε το τρυφερόβλέμμα του, το χαμόγελό του. «Αρκετά τον στερήθηκα. Δεναντέχω άλλο να ζούμε χώρια», σκέφτηκε και, ασυναίσθητα,πήρε περίλυπο ύφος.

– Τι συμβαίνει; Τι έπαθες; τη ρώτησε τότε ο Πάρης, πουδεν την άφηνε από τα μάτια του.

– Τίποτα, τίποτα. Τι όμορφη μέρα! προσπάθησε εκείνη ναυπεκφύγει.

Ο Πάρης χαμογέλασε.

– Από τότε που εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Ελλάδα,πίστεψέ με, Μυρτώ, νιώθω άλλος άνθρωπος, δήλωσε. Τουπέροχο κλίμα και ο καταγάλανος αττικός ουρανός με

Page 430: h Korh Ths 8alassas

μαγεύουν. Μου φτιάχνουν τη διάθεση.

– Είμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτή την πανέμορφηχώρα. Ο Νικολής, κάθε φορά που ξεμπαρκάρει, αυτό μουλέει.

«Ο Νικολής, πάλι ο Νικολής», είπε από μέσα του οΠάρης και κατσούφιασε. «Αυτός ο μπάσταρδος δε θα μεαφήσει να ησυχάσω. Ελπίζω να φάει τα μούτρα του με τηναπληστία του».

Μετά το γεύμα με φρέσκα θαλασσινά, σε ένα από ταταβερνάκια της παραλίας, ο Πάρης και η Μυρτώαποχαιρετίστηκαν. Εκείνη αναχώρησε με το αεροπλάνο τηςΟλυμπιακής για το νησί, ενώ εκείνος γύρισε στο γραφείο τουγια να επικοινωνήσει με το βαπόρι που κυβερνούσε οΝικολής. «Άραγε, πήρε το μεγάλο ρίσκο να σπάσει τοναποκλεισμό στο Βόρειο Περσικό, πλησιάζοντας στο λιμάνιτης Μπαντάρ ε Μπουσέρ, ή συνεχίζει να πηγαινοέρχεται στηνείσοδο του κόλπου;» αναρωτήθηκε.

– Όλα βαίνουν καλώς, του απάντησε ο ασυρματιστής στοραδιοτηλέφωνο, και όταν μίλησε μαζί του ο Νικολής και τουέδωσε την ίδια απάντηση, ο Πάρης ζήτησε να μάθειπερισσότερες λεπτομέρειες, όμως άρχισε βομβαρδισμός και ηεπικοινωνία διακόπηκε απότομα.

Page 431: h Korh Ths 8alassas

Όσο και να προσπάθησε να ξαναεπικοινωνήσει, δεν τακατάφερε. Πόλεις, λιμάνια και εγκαταστάσεις επεξεργασίαςκαι εξόρυξης πετρελαίου βομβαρδίστηκαν και έγινανπαρανάλωμα του πυρός, ενώ όσα πλοία έτυχε να βρίσκονταιστην περιοχή έβαλαν ολοταχώς πλώρη για το Νότο, στηνπροσπάθειά τους να ξεφύγουν από την Κόλαση.

«Η σύγκρουση του Ιράν και του Ιράκ για την κυριαρχία στοΣατέλ Αράμπ διαρκώς εντείνεται και η περιοχή του Περσικούκόλπου είναι τυλιγμένη στις φλόγες», μετέδωσαν τα δελτίαειδήσεων το άλλο πρωί, και ο Πάρης κούνησε το κεφάλι.«Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια», σκέφτηκε,αναλογιζόμενος τη δυσχερή θέση του κουμπάρου του, ενώ ηΜυρτώ, μόλις άκουσε τα νέα, πνίγηκε στο κλάμα.

– Σε παρακαλώ, Νικολή, σε ξορκίζω, γύρνα πίσω, του είπεμόλις επικοινώνησε μαζί της. Παράτα τα. Φτάνει πια. Δενέχουμε ανάγκη. Με έχει φάει η αγωνία για εσένα. Σύνελθε.Έλα στα συγκαλά σου. Είναι κρίμα κι άδικο να χάσεις τη ζωήσου για τα λεφτά. Τι θα τα κάνεις τότε τα πλούτη; Μήπωςέχουμε παιδιά, ώστε να τα χαρούν, τουλάχιστον, εκείνα;Στάχτη και μπούλμπερη θα γίνουν όλα.

Όμως ο Νικολής, δυστυχώς, δεν έπαιρνε από λόγια.

– Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, αγάπη μου, και θα είμαστεμετά για πάντα μαζί. Δε θα χρειαστεί να ξαναφύγω από κοντά

Page 432: h Korh Ths 8alassas

σου. Θα ζω εγώ για εσένα κι εσύ για εμένα.

– Κάνε μου τώρα το χατίρι, σε παρακαλώ.

– Μυρτώ μου, κατάλαβέ με. Δεν το αντέχει η περηφάνιαμου να φύγω σαν δειλός, με την ουρά στα σκέλια. Αφούμπήκα στο χορό, θα χορέψω, απάντησε, και όσο εκείνοςέπαιζε με τη φωτιά, η Μυρτώ έβρισκε παρηγοριά στα θεία.

Εκείνη την περίοδο της ζωής της έγινε πιο θρήσκα απόποτέ. Γονυπετής παρακαλούσε την Παναγία και όλους τουςαγίους να φέρουν τον άντρα της σώο και αβλαβή στηναγκαλιά της. Ποιος να της το ’λεγε! Μέχρι και στο μοναστήριτης Αγίας Μαρκέλλας, που δεν πίστευε άλλοτε στη χάρη της,πήγε κι έταξε λαμπάδα ίσαμε το μπόι της για την επιστροφήτου συζύγου της. «Αγία Μαρκέλλα μου, κάνε το θαύμα σου»,προσευχήθηκε. «Συγχώρα με την άπιστη. Έπρεπε ναδοκιμαστώ για να αποθέσω τις ελπίδες μου στο Θεό και στηχάρη όλων των αγίων».

Ύστερα απ’ όλες αυτές τις προσευχές, επέστρεφε στο σπίτιτης κάπως ανακουφισμένη και κοίταζε να συνεχίσει τηνκαθημερινότητά της, σαν να έλειπε ο άντρας της σ’ ένα ταξίδισυνηθισμένο, προσπαθώντας να βγάλει από τη σκέψη της τοκακό για να μπορέσει να λειτουργήσει. Να αγκαλιάσει τουςμικρούς της μαθητές και να τους δώσει τα φώτα της.

Page 433: h Korh Ths 8alassas

Ο Νικολής συνέχισε να πηγαινοέρχεται στον Περσικό, μεςστην αντάρα του πολέμου, μέχρι τον Αύγουστο του 1988, πουσήμανε επιτέλους η λήξη του. Μετά την επίσημηανακοίνωση, όταν η Μυρτώ τον είδε να στέκεται στο κατώφλιτης, έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά του, χωρίς να πει λέξη.Δεν έβρισκε λόγια για να εκφράσει τη συγκίνηση και τη χαράτης. Το βλέμμα της φωτίστηκε, και μες στα χέρια του ένιωθετόσο ανάλαφρη, σαν να πετούσε.

– Αυτό ήταν. Τα βάσανά μας τέλειωσαν, Μυρτώ, τηςψιθύρισε εκείνος.

– Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ!

Τρισευτυχισμένοι κι οι δύο, έπειτα από τόσα χρόνια γάμουέσμιξαν ξανά σαν να ήταν η πρώτη τους φορά και μέχρι τοάλλο πρωί αντάλλασσαν λόγια αγάπης, πίστης καιαφοσίωσης.

Η σιρμαγιά του Νικολή από τα επικίνδυνα μπάρκα ήτανμεγάλη. Πλην όμως δεν έφτανε για να αποκτήσει τομοναχοκάραβο των ονείρων του, καθώς οι συγκυρίες δενήταν κατάλληλες. Η ναυτιλία είχε τα πάνω της και, κατάσυνέπεια, οι τιμές των καραβιών βρίσκονταν σε υψηλάεπίπεδα. Γι’ αυτό ο Νικολής τοποθέτησε τα λεφτά του σε μιατράπεζα του Λονδίνου και καιροφυλακτούσε να παρουσιαστείευκαιρία για να τα επενδύσει.

Page 434: h Korh Ths 8alassas

Τα σχέδιά του τα εμπιστεύτηκε στον Πάρη, κι εκείνος, ενώτον άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή και του ευχήθηκε τακαλύτερα, μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του τον έστειλε στοδιάολο. «Είναι τυχερός ο μορφονιός», είπε με το νου του καικόντεψε να σκάσει από τη ζήλια του. Όσο περνούσε ο καιρόςκαι τον έβλεπε να δυναμώνει και να θεριεύει, ένιωθε πωςέχανε την αγαπημένη του Μυρτώ για πάντα και σκύλιαζε.Έτσι, βάλθηκε να σκαρφιστεί κάποια καινούρια παγίδα για νατου στήσει.

Κι ενώ ο Νικολής βρισκόταν ξέμπαρκος στο νησί καιαπολάμβανε με τη γυναίκα του τις χαρές της θάλασσας,πηγαίνοντας καθημερινά πότε για μπάνιο και πότε γιαψάρεμα, κατέφθασε ο Πάρης με το σκάφος του πατέρα τουκαι τους ξεσήκωσε να πάνε όλοι μαζί μια μικρή κρουαζιέραμέχρι τη Σάμο.

– Θα έρθει και η γυναίκα σου; Είναι ευκαιρία, επιτέλους, νατη γνωρίσω, είπε η Μυρτώ, αλλά ο Πάρης κούνησε αρνητικάτο κεφάλι.

– Η Ροδάνθη απεχθάνεται τις κρουαζιέρες. Παθαίνειναυτία.

– Κρίμα! Και θα κάναμε καλή παρέα, πετάχτηκε και είπε οΝικολής.

Page 435: h Korh Ths 8alassas

– Δεν πειράζει, θα πάμε οι τρεις μας. Τη Ροδάνθη θα τηδείτε μια άλλη φορά. Προς το παρόν έχει εγκατασταθεί στηνέπαυλη του πατέρα και κάνει παρέα με τις αδερφές μου.Παίζουν από το πρωί μπιρίμπα.

– Αφού αυτό τις ξεκουράζει, καλά κάνουν. Εγώ δε θαάντεχα να κάθομαι όλη μέρα και να παίζω χαρτιά. Είμαινευρόσπαστο, φαίνεται.

– Όχι βέβαια. Είσαι μια χαρά γυναίκα. Απλώς δε σουαρέσει να περνάς έτσι την ώρα σου. Σε θυμάμαι και στοκαράβι, τότε που ταξίδεψες μαζί μου τρεις ολόκληρους μήνες.Ούτε μία φορά δεν έπιασες στα χέρια σου την τράπουλα, είπεο Νικολής.

Όταν επιβιβάστηκαν στο κότερο, κοίταξε τους γνώριμουςχώρους του και είπε με θαυμασμό:

– Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που πρωτοπάτησα τοπόδι μου εδώ, και ακόμα το βρίσκω εντυπωσιακό. Είναι σεάριστη κατάσταση. Ο πατέρας σου, κουμπάρε, το συντηρείπερίφημα.

– Όντως. Όμως ο καπετάν Πέτρος γέρασε πια και δεν τοχαίρεται ούτε εκείνος ούτε κανείς από εμάς. Η γυναίκα μου δεθέλει να το δει στα μάτια της, οι γαμπροί μας έχουν τα δικάτους, και το «Ασπασία», αυτό το υπέροχο σκαρί, θα το

Page 436: h Korh Ths 8alassas

βγάλουμε προς πώληση. Αν ξέρεις κανένα μερακλή ναενδιαφέρεται...

– Όλα εξαρτώνται από την τιμή. Όσο καλοδιατηρημένοκαι να είναι, έχει πέσει στη θάλασσα πριν από πολύ καιρό. Ταέχει τα χρονάκια του και τη φθορά του, κι ας φαίνεται ακόμαολοκαίνουριο, είπε ο Νικολής, και ο Πάρης χαμογέλασε.

– Αν είναι να το πάρεις εσύ, η τιμή, καθώς καταλαβαίνεις,θα είναι φιλική. Στην πιάτσα είσαι. Ρώτα και μάθε, κι εγώ θαπείσω τον πατέρα να σου το δώσει κοψοχρονιά.

– Και τζάμπα να μας το δώσει, δεν μπορούμε να τοπάρουμε, είπε η Μυρτώ, και οι δύο άντρες την κοίταξαν καλάκαλά.

– Γιατί το λες αυτό; Το σκάφος είναι τζιτζί. Το βλέπεις.Θέλει έναν τιμονιέρη μαγκιόρο σαν τον άντρα σου, είπε οΠάρης θέλοντας να κολακέψει τον Νικολή.

– Εγώ, από εδώ και πέρα, δεν πρόκειται να ξαναμπαρκάρωγια περισσότερο από ένα οκτάμηνο. Θέλω να χαρώ τη ζωήμου, δήλωσε εκείνος κοιτάζοντας κατάματα τη Μυρτώ καισυμπλήρωσε: Θα επιστρέφω το Πάσχα στο νησί και, μόλιςκλείνουν τα σχολεία, θα φεύγουμε με το κότερο γιακρουαζιέρα στο Αιγαίο, στο Ιόνιο ή όπου αλλού τραβάει ηψυχή σου, αγάπη μου. Ποιον έχουμε ανάγκη; Τι μας κρατάει

Page 437: h Korh Ths 8alassas

στη στεριά; Τα παιδιά ή τα σκυλιά;

Η Μυρτώ άκουγε τον άντρα της να μιλάει με τονενθουσιασμό μικρού παιδιού και δεν ήθελε να τοναποκαρδιώσει, όμως η ιδέα να πάρουν ένα τέτοιο σκάφος τήςφαινόταν πέρα για πέρα τρελή.

– Και όταν θα λείπεις, θα σκουριάζει στο λιμάνι; ρώτησεμ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο, για να τον φρενάρει κάπως.

– Όχι, βέβαια. Θα συμβληθούμε μ’ ένα γραφείοενοικιάσεως σκαφών και θα μας το νοικιάζουν σε τουρίστεςγια να βγάζουμε τα έξοδά του.

– Δεν ξέρω τι να σου πω, άσε να το σκεφτούμε, είπε εκείνη.

– Θα αλλάξει η ζωή σας, Μυρτώ, παρενέβη ο Πάρης.

– Το σκάφος αυτό δεν είναι για τα μέτρα μας. Είναι γιαανθρώπους πλούσιους σαν εσένα και τον πατέρα σου.

– Μα και ο άντρας σου είναι πλούσιος τώρα. Ξεφορτώσουπια αυτή τη συντηρητική νοοτροπία.

– Καλά σου λέει, Μυρτώ. Τόσα και τόσα περάσαμε. Μαςαξίζει, επιτέλους, να ζήσουμε βασιλικά, πρόσθεσε ο Νικολής,και εκεί η συζήτηση έλαβε τέλος.

Page 438: h Korh Ths 8alassas

– Θέλεις σκότωμα, είπε η Μυρτώ κάποια στιγμή στονΠάρη. Πολύ κακώς φουσκώνεις τα μυαλά του άντρα μου. Ανμείνει ξενοίκιαστο, πώς θα το συντηρήσουμε εμείς αυτό τομεγαθήριο; Θα αναγκαστεί ο Νικολής να ριψοκινδυνέψει ξανάγια να αντεπεξέλθει στις νέες υποχρεώσεις που πάει ναδημιουργήσει και θα γίνει η ζωή μας κόλαση. Όχι, για το Θεό,θα μπλέξουμε σε περιπέτεια μεγάλη.

– Αν βρεθείτε σε ανάγκη, ξέρεις πολύ καλά πως εγώ θαείμαι στο πλευρό σας.

– Σ’ ευχαριστώ, όμως καλά θα κάνεις να κλείσεις τοστόμα σου και να μην ξεσηκώνεις τον άντρα μου γιαμεγαλεία. Εγώ έμαθα να ξανοίγομαι μέχρι εκεί όπου φτάνει τοχέρι μου και να μην πετάω στα σύννεφα. Δεν το θέλω αυτό τοσκάφος. Η βαρκούλα του πατέρα μου μου φτάνει, του είπεσοβαρά, πίσω από την πλάτη του Νικολή, όμως ο Πάρης είχεήδη προλάβει να του βάλει το μικρόβιο στο μυαλό, και απόεκεί και μετά η Μυρτώ είδε κι έπαθε να τον μεταπείσει.

– Άσε, κουμπάρε, δεν είναι καιρός για σκάφη αναψυχής.Κοίτα να το δώσεις αλλού. Προέχει να αγοράσω ένα καράβιγια να κάνω τη δουλειά μου, κατέληξε ο Νικολής λίγοαργότερα.

Ο Πάρης, πυρ και μανία μετά την αποτυχία του να του τηστήσει, αποφάσισε να του πετάξει καινούρια

Page 439: h Korh Ths 8alassas

μπανανόφλουδα, για να την πατήσει, επιτέλους, ο Νικολήςαυτή τη φορά και να εξαφανιστεί από προσώπου Γης.Εντούτοις, παρά το μίσος που έτρεφε για εκείνον, ήταναπορίας άξιο πόσο καλά το έκρυβε και πόσο πειστικά τουέκανε το φίλο. Ούτε επαγγελματίας ηθοποιός να ήταν. Τόσοκαλά έπαιζε το ρόλο του.

Με το δεύτερο πόλεμο στον Περσικό κόλπο, του ήρθε νέαφαεινή ιδέα. Τον Αύγουστο του 1990, μόλις το Ιράκ κατέλαβεαιφνιδιαστικά το Κουβέιτ, με την πρόφαση ότι το Κουβέιτέκανε γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και με τον τρόποαυτό έκλεβε το ιρακινό πετρέλαιο, ο Πάρης τηλεφώνησεαμέσως στον Νικολή.

– Μου φαίνεται πως παρουσιάστηκε η ευκαιρία της ζωήςσου. Όσα σου λείπουν για να αγοράσεις το δικό σουγκαζάδικο θα τα αποκτήσεις τώρα. Σκέψου και αποφάσισε,του είπε.

– Έχει μεγάλο ρίσκο.

– Το ξέρω.

Η Μυρτώ, μόλις άκουσε από την τηλεόραση τα νέα,αμέσως της μπήκαν ψύλλοι στα αφτιά, και επειδή είδε τονάντρα της να κάθεται στα καρφιά, διαισθάνθηκε τις διαθέσειςτου και τον άρπαξε από τα μούτρα.

Page 440: h Korh Ths 8alassas

– Έτσι και διανοηθείς να πας πάλι στη φωτιά, αν σταθείςτυχερός και γυρίσεις σώος, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να μεβρεις εδώ. Τελεία και παύλα. Εγώ δεν είμαι διατεθειμένη ναξαναζήσω το ίδιο μαρτύριο. Ο γάμος μας θα τελειώσει εδώκαι τώρα. Το κατάλαβες;

Ο Νικολής δεν έβγαλε άχνα.

– Πάντως εγώ σου εξηγήθηκα ντόμπρα και σταράτα. Ηαπόφαση είναι δική σου.

– Ηρέμησε, ησύχασε, δεν πάω πουθενά, ήταν η απάντησήτου και κάθισε στ’ αβγά του.

Τριάντα ένα κράτη υπό την αρχηγία των ΗΠΑ και τηνεξουσιοδότηση του ΟΗΕ συμμάχησαν για την εκδίωξη τουιρακινού στρατού από το Κουβέιτ και την απελευθέρωσή του.Αμέσως μετά την εισβολή, επιβλήθηκαν οικονομικέςκυρώσεις από τον ΟΗΕ και οι εχθροπραξίες άρχισαν τονΙανουάριο του 1991 και κατέληξαν στην ολοκληρωτική νίκητων συμμαχικών δυνάμεων.

Ο Νικολής, που παρακολουθούσε με προσοχή τιςεπιχειρήσεις, σχολίασε τις εξελίξεις με τον κουμπάρο του καιστο τέλος τού είπε.

– Έτσι και πήγαινα εκεί, δε θα είχα καμία τύχη. Ευτυχώςπου δε σε άκουσα.

Page 441: h Korh Ths 8alassas

– Ευτυχώς, απάντησε εκείνος μέσ’ από τα δόντια του κιέκλεισε απότομα το τηλέφωνο, διπλωμένος στα δύο απόέναν πόνο στην κοιλιά σαν σφάχτη.

Page 442: h Korh Ths 8alassas

18 Αποκριάτικος χορός

«OΣΟ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ και δε βλέπω άκρη τόσοπροσπαθώ να βρω το τέλος της αγάπης μου, αλλά σταματώγιατί είναι απέραντη. Καλή αντάμωση. Νικολής, 3 Μαρτίου1976».

Τα γράμματα από την πολυκαιρία είχαν ξεθωριάσει, τοκιτρινισμένο επιστολόχαρτο ήταν μισοσκισμένο, όμως ηΜυρτώ το ξεδίπλωσε προσεκτικά και το διάβασε γιαπολλοστή φορά. Εκείνο το βράδυ δεν ένιωθε καλά. Ήταν

Απόκριες. Οι γείτονες διασκέδαζαν. Γέλια, χάχανα, τραγούδια έφταναν στα αφτιά της, και αντί να

ευθυμήσει κι εκείνη, είχε μελαγχολήσει.

«Θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ...»τραγουδούσαν δίπλα και χόρευαν, και η Μυρτώ, που δενμπορούσε να κλείσει μάτι, έμεινε ξάγρυπνη μέχρι το πρωί, μετη σκέψη της στον Νικολή. Σε δύο μήνες το πολύ, θα ήτανκαι πάλι κοντά της. Καθώς εκείνος ξεμπάρκαρε συνήθωςκοντά στο Πάσχα, άρχισε να μετράει αντίστροφα τις μέρες κιέκανε σχέδια πώς να τον υποδεχτεί. Τι αλλαγές έπρεπε νακάνει στο σπίτι, τι αγορές, τι προετοιμασίες, τι μαγειρέματα.

Page 443: h Korh Ths 8alassas

Η επιστροφή του στο σπίτι ήταν, από την αρχή του γάμουτους, το σπουδαιότερο γεγονός της ζωής της, και ας είχανπεράσει τόσα χρόνια από τότε. Αυτός ο αναγκαστικόςαποχωρισμός εξαιτίας της δουλειάς του, αντί να τουςαποξενώσει με τον καιρό, τους είχε φέρει πιο κοντά.Κρατούσε ζωντανή τη σχέση τους και τον έρωτά τους, γι’αυτό και περίμεναν με λαχτάρα και οι δύο τη στιγμή που θααντάμωναν. Στο μακροχρόνιο έγγαμο βίο τους, οι καβγάδεςήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, και αιτία τουςόλες τις φορές τα ριψοκίνδυνα μπάρκα του Νικολή.

– Ευτυχώς, γλιτώσαμε κι απ’ αυτά, μονολόγησε η Μυρτώκαι, κλείνοντας το μπαουλάκι με τα αμέτρητα γράμματα τουσυζύγου της, που ήταν στο σύνολό τους κατάθεση ψυχής,ένιωσε πολύ καλύτερα.

Γέρνοντας στο μαξιλάρι της, το ξημέρωμα της καινούριαςμέρας τη βρήκε να κοιμάται ήσυχα. Οι πρωινές ηλιαχτίδεςτρύπωσαν κλεφτά από τις γρίλιες και, σαν να ήτανσυνεννοημένες, αντάμωσαν πάνω από το κεφάλι της,σχηματίζοντας φωτοστέφανο.

Κι ενώ ήταν παραδομένη στις αγκάλες του Μορφέα, τοξαφνικό κουδούνισμα του τηλεφώνου την τάραξε μες στονύπνο της. Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της, τα άνοιξεαπότομα και, τυφλωμένη από το φως, τα έκλεισε ξανά.

Page 444: h Korh Ths 8alassas

Το τηλέφωνο συνέχιζε να κουδουνίζει στο κομοδίνο πλάιτης. Αγουροξυπνημένη, σήκωσε το ακουστικό.

– Ναι, ποιος είναι; ρώτησε άκεφα.

– Μυρτώ, πεθαίνω, άκουσε να της λέει η γνώριμη φωνήτου Πάρη από την άλλη άκρη της γραμμής, κι εκείνη,σαστισμένη, ανακάθισε στο κρεβάτι.

– Τι έπαθες; Τι έχεις;

– Πεθαίνω, σου είπα.

– Πάρη, για το Θεό, τι λες; Πού βρίσκεσαι;

– Στο «Υγεία».

– Γιατί;

– Είμαι του θανατά. Καρκίνο στο παχύ έντερο διέγνωσανοι γιατροί, και η πρώτη που το μαθαίνεις είσαι εσύ.

– Όχι, αποκλείεται, είπε αυθόρμητα η Μυρτώ και μετάέμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Είναι αλήθεια πως τους τελευταίους μήνες ο Πάρης, εκτόςαπό τις ψυχονευρωτικές του διαταραχές, υπέφερε αρκετάσυχνά πότε από πόνους σε όλο του το κορμί και πότε στηνκοιλιά. Στην αρχή πορεύτηκε με παυσίπονα, αλλά οι πόνοι

Page 445: h Korh Ths 8alassas

δεν πέρασαν, έτσι αποφάσισε να μπει σε ένα νοσοκομείο γιαεξονυχιστικό έλεγχο.

Δυστυχώς, τα ευρήματα ήταν τόσο απελπιστικά, που δενάντεξε και πήρε αμέσως στο τηλέφωνο την αγαπημένη τουΜυρτώ.

– Ποιος είναι πλάι σου; τον ρώτησε εκείνη.

– Κανείς.

– Πού είναι η γυναίκα σου;

– Τι μου λες τώρα; Σαν να μην ξέρεις. Ποτέ δεν είχα άλληγυναίκα εκτός από εσένα.

– Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες;

– Ξέρεις πολύ καλά τι λέω. Μη μου κάνεις τη χαζή.Αρκετά. Ήρθε ο καιρός να πέσουν οι μάσκες.

Η Μυρτώ αναρίγησε. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Ήταναλήθεια τόσο σοβαρά άρρωστος ο Πάρης ή σκαρφίστηκεκάποιο καινούριο τέχνασμα για να τραβήξει ο αθεράπευταπεισματάρης την προσοχή της; αναρωτήθηκε καικομπιάζοντας τον ρώτησε:

– Δηλαδή, τι έγινε με τη Ροδάνθη;

Page 446: h Korh Ths 8alassas

– Όλα τέλειωσαν. Οριστικά και με το νόμο. Δε συντρέχειπλέον κανένας λόγος να παίζουμε τους παντρεμένους.Πήραμε διαζύγιο.

– Λυπάμαι πολύ.

– Γιατί λυπάσαι; Απαλλάχτηκα, επιτέλους, από αυτό τοβραχνά. Ποτέ δε ρώτησες πώς πέρασα τόσο καιρό μέσα στοψέμα. Και όλα αυτά για να κάνω το χατίρι του πατέρα μου.Εγώ σας σκέφτομαι όλους, κι εμένα δε με σκέφτεται κανείς.

– Έχεις παράπονο από εμένα που δε σε ξεχωρίζω απόαδερφό μου;

– Έχω ήδη τέσσερις αδερφές, δε μου χρειάζεται καιπέμπτη.

– Πάρη, είσαι θυμωμένος. Έχεις τα νεύρα σου και δενξέρεις τι λες. Θα πάρω το αεροπλάνο και θα έρθω να σε δω.

– Όχι, δε χρειάζεται. Δε θέλω τον οίκτο σου. Την αγάπησου θέλω.

– Ας μην παίζουμε πρωί πρωί με τις λέξεις. Αρκετά. Μέχριτο απόγευμα θα βρίσκομαι κοντά σου. Ό,τι χρειαστείς, θαείμαι στο πλευρό σου.

– Ο λόγος σου με χόρτασε και το φαΐ σου φά’ το. Δε

Page 447: h Korh Ths 8alassas

χρειάζεται να κάνεις τον κόπο.

– Είσαι στ’ αλήθεια άρρωστος; ρώτησε τότε αυθόρμητα ηΜυρτώ, και ο Πάρης, ως απάντηση, της έκλεισε τοτηλέφωνο.

«Είναι τρελός για δέσιμο», σκέφτηκε εκείνη βάζοντας τοακουστικό στη θέση του και την ίδια στιγμή προσπάθησε ναεπικοινωνήσει με τον άντρα της για να του πει τα μαντάτα.

– Κρίνω πως πρέπει να τον επισκεφτείς στο νοσοκομείο.Κουμπάρος μας είναι και, αν πράγματι βρίσκεται σε τόσοδυσχερή θέση, χρειάζεται συμπαράσταση, της είπε ο Νικολής.

Έτσι, το τριήμερο της τελευταίας Αποκριάς, η Μυρτώ τοπέρασε στην Αθήνα, προσπαθώντας να τον συναντήσει. Στο«Υγεία» που τον αναζήτησε, της είπαν πως είχε παραμείνειένα βράδυ για έλεγχο ρουτίνας και είχε φύγει το πρωί.

– Μήπως γνωρίζετε τα αποτελέσματα των εξετάσεων;ρώτησε βλακωδώς, και η αδελφή προϊσταμένη τηναγριοκοίταξε.

– Για όνομα του Θεού, κυρία μου! Ακόμα και να ταγνωρίζουμε, είναι δυνατό να σας τα πούμε; Δεν μπορούμε ναπαραβούμε το ιατρικό απόρρητο. Τα αποτελέσματα τωνιατρικών εξετάσεων γνωστοποιούνται μόνο στον ασθενή καιστους πλησιέστερους συγγενείς.

Page 448: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ έγινε κατακόκκινη με την γκάφα της. Στηνπροσπάθειά της να τη διορθώσει, τα έκανε χειρότερα.

– Μα εγώ, ξέρετε, είμαι συγγενής του.

– Η σύζυγος;

– Όχι, η κουμπάρα του.

Η άλλη χαμογέλασε ειρωνικά, και η Μυρτώ, για να μηντης πει καμιά βαριά κουβέντα, έφυγε βιαστικά. «Έπεσα σεκομπλεξική», είπε με το νου της μόλις μπήκε στο ταξί καιζήτησε από τον οδηγό να την πάει ίσια στον Πειραιά, σταγραφεία του Πάρη.

Μπορεί, λόγω της αργίας της Καθαράς Δευτέρας, να ήτανκλειστά, όμως λογικά θα υπήρχε προσωπικό ασφαλείας εκεί,γιατί τα καράβια που ταξίδευαν στα πέρατα της Γης δεσταματούσαν κατά τις γιορτές και αργίες, κι έπρεπε κάποιοςνα έχει την έννοια τους, να λαβαίνει τα μηνύματά τους.

Στο γραφείο του Πάρη την πληροφόρησαν πως τοαφεντικό έλειπε στο Λονδίνο για το τριήμερο. Απηυδισμένη,πήγε στο σπίτι της στον Πειραιά και βάλθηκε να τον ψάχνειστο τηλέφωνο. Η οικονόμος του στο Λονδίνο τής είπε πωςβρισκόταν στην Ελλάδα και η άλλη οικονόμος του στη βίλατης Εκάλης τής είπε πως απουσίαζε στο Λονδίνο.

Page 449: h Korh Ths 8alassas

«Αχ, Πάρη! Με αναστάτωσες καλά καλά και τώρα έγινεςκαπνός», σκέφτηκε τσατισμένη η Μυρτώ και την ίδια στιγμήέβαλε τα γέλια. «Κουβαλάς μεγάλη τρέλα. Αυτό το ξέρωχρόνια τώρα. Ας είναι ψέματα όσα μου είπες στο τηλέφωνοκαι δε θα σου κρατήσω κακία που με έφερες άρον άρον στηνΑθήνα».

Και μια που δεν είχε τι άλλο κάνει, αποφάσισε να γυρίσειστο νησί. Κοιτάζοντας το ρολόι της, διαπίστωσε πως τοαεροπλάνο το είχε χάσει και δεν ήταν διατεθειμένη να πάρειτο πλοίο της γραμμής, όπως παλιά. Έτσι, άνοιξε ταπαράθυρα να αερίσει το σπίτι.

Η θυρωρός, από τότε που η Μυρτώ άρχισε να της δίνειένα μηνιαίο χαρτζιλίκι, το συντηρούσε περίφημα, όμως ημυρωδιά της κλεισούρας, μια που δεν κατοικούνταν, ήτανδιάχυτη.

Βγαίνοντας στη βεράντα, ατένισε για λίγο, πέρα στ’ανοιχτά, τα μεγάλα καράβια που είχαν βάλει πλώρη για τολιμάνι του Πειραιά, και αυτόματα ο νους της πήγε στον άντρατης. Στη διάρκεια τόσων χρόνων σχέσης και γάμου, ποτέ δενείχε τύχει να περάσουν την Αποκριά μαζί. Να χορέψουν, νατραγουδήσουν, να ξεφαντώσουν.

Εκείνη την Αποκριά, ο Νικολής είχε αράξει σε κάποιοβραζιλιάνικο λιμάνι και ασφαλώς θα παρακολουθούσε το

Page 450: h Korh Ths 8alassas

τρελό καρναβάλι, υπέθεσε η Μυρτώ, ενώ η ίδια, μέχρι ώρας,δεν είχε δει ούτε μια χούφτα κομφετί. Ούτε μια σερπαντίνα.

Τότε της ήρθε να τηλεφωνήσει στην παλιά φίλη της, τηΜαρίνα. Ναυτικό είχε παντρευτεί τελικά κι εκείνη και είχεαποκτήσει δύο τρισχαριτωμένα κοριτσάκια.

Μόλις άκουσε τη φωνή της Μυρτώς στο τηλέφωνο,αναφώνησε με ενθουσιασμό:

– Φιλενάδα! Τι έκπληξη ήταν αυτή! Μη μου πεις πωςβρίσκεσαι εδώ;

– Εδώ βρίσκομαι.

– Ο Νικολής;

– Ταξιδεύει.

– Ο δικός μου είναι ξέμπαρκος και το βράδυ θα πάμε στοχορό των εμποροπλοιάρχων, στο «Intercontinental».

– Σας εύχομαι καλή διασκέδαση.

– Να έρθεις κι εσύ. Μη μου το χαλάσεις. Ευκαιρία να σεδω ύστερα από τόσο καιρό.

– Θα το ήθελα πολύ, όμως... δεν είμαι προετοιμασμένη,δεν έχω αμφίεση.

Page 451: h Korh Ths 8alassas

– Αυτό είναι λεπτομέρεια. Έλα από εδώ και όλο και κάτιθα βρούμε. Άλλωστε, δε θα πάμε στο χορό των ανακτόρων,στο χορό των εμποροπλοιάρχων θα πάμε και θα λάμψουμεμε το κέφι μας και την ακτινοβολία μας.

– Δεν έχεις άδικο, όμως δεν το βλέπω να γίνεται,απάντησε η Μυρτώ διστακτικά, σαν να έλεγε «τραβάτε με κιας κλαίω».

– Μην το ζαλίζεις άλλο. Πάρε ένα ταξί κι έλα στο σπίτιμου. Μέχρι τις δέκα που είναι ο χορός, έχουμε ώρα μπροστάμας να γίνουμε πιο κούκλες από τις κούκλες.

Η Μυρτώ χαμογέλασε και, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο,μπήκε αμέσως στο μπάνιο να φρεσκαριστεί. Είχε κι εκείνη τοδικαίωμα να πάει σ’ έναν αποκριάτικο χορό. Και μολονότι δεθα συνοδευόταν από τον άντρα της, δε θα έδειχνε σαν τημύγα μες στο γάλα. Το περιβάλλον ήταν οικείο. Μαζί με όλεςτις κυρίες θα χόρευε κι εκείνη τους γνωστούς νησιώτικουςχορούς. Ποιος είπε πως, επειδή ο άντρας της έλειπε στα ξένα,εκείνη έπρεπε να κλειδωθεί στο σπίτι;

Γι’ αυτό ντύθηκε χωρίς κανέναν ενδοιασμό, σενιαρίστηκεκαι, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη, έμεινεαπόλυτα ικανοποιημένη από την εμφάνισή της, οπότεσκέφτηκε ότι δε χρειαζόταν να περάσει από το σπίτι τηςΜαρίνας για να φτιαχτεί.

Page 452: h Korh Ths 8alassas

– Θα σας περιμένω στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, τηςείπε στο τηλέφωνο.

– Όπως νομίζεις. Θα είμαστε στην ώρα μας εκεί.

Η Μυρτώ, απαστράπτουσα, πέρασε την περιστρεφόμενηείσοδο του «Intercontinental» και, κάνοντας δύο βήματαπρος το σαλόνι, είδε μπροστά της τον Πάρη κι έμεινε στήληάλατος.

– Δεν το πιστεύω! αναφώνησε εκείνος. Ποιος σου είπεπώς είμαι εδώ;

– Ο καλός μου άγγελος, απάντησε εκείνη μ’ ένααφοπλιστικό χαμόγελο.

Ο Πάρης τής έπιασε το χέρι και την κοίταξε μ’ ένα βλέμματόσο διεισδυτικό, που την έκανε να νιώσει πως έβλεπε τηνψυχή της.

– Ανησύχησα πολύ με όσα μου είπες το πρωί, τουομολόγησε. Πες μου πως είναι ψέματα.

Εκείνος, αντί για απάντηση, την τράβηξε από το χέρι καιτην οδήγησε στο μπαρ.

– Έλα να πιούμε ένα ποτό να πάνε τα φαρμάκια κάτω, τηςπρότεινε μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο.

Page 453: h Korh Ths 8alassas

– Τι σου συμβαίνει; Θα μου πεις, επιτέλους, την αλήθεια;

– Την ξέρεις εδώ και πολλά χρόνια.

– Άσε τις υπεκφυγές, μίλα μου καθαρά. Είσαι καλά; Ξέρωπως έκανες ένα τσεκάπ ρουτίνας, όπως με ενημέρωσαν στονοσοκομείο. Τι έδειξαν οι εξετάσεις;

Ο Πάρης δαγκώθηκε.

– Τα είπαμε αυτά. Δε θέλω να τα ξαναλέω.

– Γιατί παίζεις με τα νεύρα μου; Από τη στιγμή που μουτηλεφώνησες, μ’ έχει φάει η αγωνία. Έχω αισθήματα γιαεσένα, το καταλαβαίνεις;

– Εγώ να δεις! της αντιγύρισε και, για να διώξει τον κόμποπου του στάθηκε στο λαιμό, ήπιε μονορούφι το ουίσκι πουήταν στο ποτήρι του. Κάνοντας νεύμα στον μπάρμαν να τουφέρει ένα ακόμα, έστρεψε το βλέμμα προς την είσοδο και είδετα καλοντυμένα ζευγάρια να έρχονται για το χορό. Λοιπόν,θα μου πεις πώς βρέθηκες εδώ; ρώτησε τότε τη Μυρτώ.

– Αφού έφαγα γη και ουρανό για να σε βρω, έκανα ένατηλεφώνημα στη Μαρίνα, τη φίλη μου, θα πρέπει να τηθυμάσαι, και... ήταν της τύχης γραφτό να σε δω.

– Πόσο χαίρομαι, να ’ξερες!

Page 454: h Korh Ths 8alassas

– Τότε γιατί μου κρυβόσουν;

– Δεν ήθελα να δεις τα χάλια μου.

– Πάρη, τρελάθηκες; Για ποια χάλια μιλάς; Εγώ σε βλέπωμια χαρά. Μου φαίνεται πως θέλεις να ψαρέψεις κομπλιμέντα.Το χρώμα σου είναι περίφημο. Το μαγουλάκι σου ροδαλόροδαλό, όπως πάντα.

– Μη βλέπεις τώρα, έχει βοηθήσει και το ποτό.

– Θα πας στο χορό;

– Δε νομίζω. Εκτός κι αν μου κάνεις την τιμή να σεσυνοδεύσω.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Έχω ήδη κανονίσει να καθίσω με τη Μαρίνα. Όμως δενπιστεύω ότι θα υπάρξει πρόβλημα να βάλουν και μια καρέκλαγια εσένα.

– Δεν κατάλαβες καλά. Εγώ έχω τιμητική πρόσκληση απότον πρόεδρο του συλλόγου να καθίσω με την παρέα μου στοπρώτο τραπέζι.

– Καλά, δε θα τα χαλάσουμε τώρα για τη θέση. Το πολύπολύ να πούμε στη Μαρίνα και στον άντρα της να καθίσουν

Page 455: h Korh Ths 8alassas

μαζί μας.

Ο Πάρης, ευχαριστημένος, την κοίταξε με τρυφερότητα.

– Είσαι η ζωή μου, ξεστόμισε αυθόρμητα, και η Μυρτώπαραξενεύτηκε.

– Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό;

– Πριν από λίγο είχα τις μαύρες μου, είχα αποφασίσει ναβράσω τους χορούς και τα πανηγύρια, να κλειστώ στοδωμάτιό μου και μ’ ένα υπνωτικό χάπι να ξεραθώ. Από τηστιγμή, όμως, που σε είδα, έγινα άλλος άνθρωπος. Σαν ναήμουν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψα. Είσαι η ζωή μου,Μυρτώ, επανέλαβε γλυκά, αγγίζοντας απαλά το χέρι της.

Πάνω στην ώρα, είδε η Μυρτώ από μακριά τη φίλη της μετον άντρα της να βαδίζουν προς το ασανσέρ για να κατέβουνστην αίθουσα του χορού και φώναξε το όνομά της, κόβονταςαπότομα τις τρυφερότητες του Πάρη. Αν δεν της είχε τόσομεγάλη αδυναμία, σίγουρα θα τσατιζόταν, όμως το άφησε νατο πάρει το ποτάμι.

– Πάρη, πάμε, τα παιδιά μάς περιμένουν, του είπε εκείνησαν να ήταν ακόμα στην πρώτη τους νιότη, και μεενθουσιασμό τον τράβηξε από το χέρι.

Η Μαρίνα, βλέποντάς τη να πλησιάζει κοντά της με τον

Page 456: h Korh Ths 8alassas

Πάρη, αν και είχε να τον δει χρόνια, αμέσως τον αναγνώρισε.Κι επειδή θυμόταν πως αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελάερωτευμένος με τη φίλη της από τα νιάτα τους, έβαλε με τοπονηρό μυαλό της άλλα και συνοφρυώθηκε. «Καθώςφαίνεται, η Μυρτώ το παίζει σε διπλό ταμπλό», είπε απόμέσα της. Συμπτωματικά, ο άντρας της έκανε ακριβώς τηνίδια σκέψη και δεν έδωσε καμία σημασία στη Μυρτώ, ενώ τονπλοιοκτήτη στο πλάι της τον χαιρέτησε εγκάρδια καιαποδέχτηκε ευχαρίστως την πρότασή του να καθίσουν όλοιμαζί στο τραπέζι του.

Ο πρόεδρος του συλλόγου των πλοιάρχων και τωναξιωματικών του εμπορικού ναυτικού πήρε το λόγο,καλωσορίζοντας από μικροφώνου πρώτα τους υψηλούςκαλεσμένους – τον υπουργό Ναυτιλίας και όλους τουςπλοιοκτήτες που τους τιμούσαν με την παρουσία τους.

Η Μυρτώ λοξοκοίταξε με θαυμασμό τον Πάρη, κι εκείνοςήταν όλο καμάρι. Η Μαρίνα το πρόσεξε και σκούντησε μετρόπο τον άντρα της.

Στο μεταξύ, ο ομιλητής έκανε ευχές για όλους τουςαπόντες πλοιάρχους και αξιωματικούς που βρίσκονταν τηναποκριάτικη εκείνη βραδιά εν υπηρεσία.

– Στην υγειά του Νικολή! φώναξε τότε κεφάτα η Μυρτώ,υψώνοντας το ποτήρι της, μα κανείς στο τραπέζι δεν

Page 457: h Korh Ths 8alassas

επανέλαβε την ευχή της.

Η Μαρίνα με τον άντρα της την κοίταξαν αδιάφορα, ενώ οΠάρης κατέβασε τα μούτρα του.

– Σας εύχομαι να περάσετε μια αξέχαστη βραδιά,κατέληξε ο ομιλητής, και η ορχήστρα άρχισε να παίζειγνωστές μελωδίες.

Μόλις τέλειωσε το σερβίρισμα του φαγητού, τα πρώταζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν στην πίστα ένα βαλς.

– Κυρία μου, μου χαρίζετε αυτό το χορό; ψιθύρισε ο Πάρηςστο αφτί της Μυρτώς με ύφος θεατρικό, κι εκείνη τουχαμογέλασε πλατιά.

Μόλις την αγκάλιασε, ένιωσε να την εξουσιάζει απόλυτα,καθώς τον ακολουθούσε στο ρυθμό του, καιστριφογυρίζοντας είχε την αίσθηση πως ήταν έτοιμος ναπετάξει μαζί της στον έβδομο ουρανό.

– Σ’ ευχαριστώ, της είπε στο τέλος του πρώτου χορού, κιεκείνη χαμογέλασε ξανά.

Μετά το βαλς ακούστηκαν οι νότες ενός παθιασμένουτανγκό, κι έτσι ενθουσιασμένος που ήταν ο Πάρης, τηνέσφιξε στην αγκαλιά του, τρέμοντας από τη συγκίνηση.

Page 458: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ έκανε να τραβηχτεί, όμως εκείνος δεν τηνάφησε. Κράτησε κολλημένο το κορμί της στο δικό του και,αγγίζοντας με το μάγουλό του το μάγουλό της, ένιωσε τηζεστή ανάσα της στο αφτί του και τρελάθηκε. Η καρδιά τουχτυπούσε δυνατά, σαν να ήταν πρωτάρης έφηβος.

– Μυρτώ, σ’ αγαπώ, ψέλλισε.

Τότε εκείνη, με μια κίνηση νευρική, τον έκανε πέρα.

– Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω, του είπε. Φαίνεται πως με τοντρόπο μου σε άφησα μια ζωή να τρέφεις φρούδες ελπίδες.

Ο Πάρης έγινε κατακόκκινος.

– Είσαι η αγάπη μου, η ανάσα μου, η ψυχή μου. Χωρίςεσένα, η ζωή μου είναι άδεια. Δεν έχω άλλες αντοχές.Βαρέθηκα, κουράστηκα να παίζω το φίλο και τον κουμπάρο.Είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα. Δεν έχω πολλάπεριθώρια. Οι μέρες μου από εδώ και μπρος είναι μετρημένες.

– Τι είναι αυτά που λες; Σε λίγο θα γίνουμε περίγελος.Όλος ο κόσμος ξέρει ποιος είσαι εσύ και ποια είμαι εγώ.

– Πάμε πάνω στο δωμάτιό μου να σ’ τα πω με την ησυχίαμου.

– Εδώ μένεις;

Page 459: h Korh Ths 8alassas

– Εδώ. Όταν είμαι ταραγμένος, προτιμώ το ξενοδοχείοαπό το σπίτι. Στο ξενοδοχείο νιώθω πιο ελεύθερος. Μπορώνα κάνω ό,τι θέλω. Ακόμα και μια γλυκιά αμαρτία, χωρίς ναμε πάρει είδηση κανείς. Μακριά από τα βλέμματα τουυπηρετικού προσωπικού, που με παρακολουθούν μέρα νύχτα.Έλα, σε παρακαλώ. Αρκετά μείναμε. Πάμε να φύγουμε.

– Τι θα πούμε στους φίλους μου;

– Δεν έχουμε να λογοδοτήσουμε σε κανέναν.«Ευχαριστούμε πολύ για την παρέα σας, καληνύχτα σας καικαλή Σαρακοστή». Νομίζω πως είναι αρκετό, είπε, κι έτσιέκανε.

Η Μαρίνα, παγωμένη στη θέση της, κοίταζε τη Μυρτώ ναφεύγει με τον κουμπάρο της και δεν ήξερε πώς να τηδικαιολογήσει στον άντρα της.

– Καλή τσούλα είναι η φίλη σου, είπε εκείνος και τηνάλλη μέρα την έβγαλε βούκινο.

Τα κουτσομπολιά πέρασαν αστραπιαία τον Ατλαντικό κιέφτασαν στη Βραζιλία και στου Νικολή τα αφτιά, μα εκείνος,αντί να θυμώσει, αντί να γίνει Τούρκος, γέλασε. Ήταν τόσοσίγουρος για τον εαυτό του και για την αγάπη της γυναίκαςτου, που ούτε στιγμή δεν πίστεψε πως θα μπορούσε να τουκάνει απιστία με τον κουμπάρο. Άλλωστε, το ότι ο Πάρης είχε

Page 460: h Korh Ths 8alassas

Με ποιον έπρεπε να φύγει δηλαδή, με κανέναν άσχετο; ΟΠάρης ήταν κατ’ αρχάς νονός της και μετά κουμπάρος τους.Τον γνώριζε από μικρή. Αντιμετώπιζε και κάποιο σοβαρόπρόβλημα υγείας ο άνθρωπος εκείνη την εποχή και όφειλε νατου συμπαρασταθεί. Μέσα στη βαβούρα του χορού και τουκεφιού δε θα μπορούσε, όπως ήταν φυσικό, να της ανοίξειτην καρδιά του. Να της πει τον πόνο του, για να ξαλαφρώσεικάπως από το σοβαρό πρόβλημά του. Αυτά σκέφτηκε οΝικολής και συνέχισε αμέριμνος να κάνει τη δουλειά του στοάλλο ημισφαίριο της Γης. Κι εδώ που τα λέμε, δεν έπεσε έξωστους συλλογισμούς του. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.

Η Μυρτώ αρνήθηκε, βέβαια, να ακολουθήσει τον Πάρηστο δωμάτιό του.

αδυναμία στη Μυρτώ και πολύ θα την ήθελε για γυναίκα του το γνώριζε καλά. Ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται. Μόνο χαζός δεν ήταν ο Νικολής . Όμως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Στο μόνο που υπερτερούσε ο Πάρης έναντί του ήταν το χρήμα. Μα η Μυρτώ δεν έδινε καμία σημασία στα πλούτη και τα μεγαλεία. Ήθελε να ζει μια άνετη ζωή με τον άντρα της καρδιάς της , κι αυτό έκανε. Μπορεί η αγάπη του Πάρη να την κολάκευε ως γυναίκα, όμως όλα είχαν τα όριά τους , και η Μυρτώ γνώριζε καλά να κρατάει τη θέση της . Το ότι έφυγε από το χορό παρέα με τον Πάρη, αυτό το θεώρησε ο Νικολής παντελώς φυσιολογικό.

Page 461: h Korh Ths 8alassas

– Προτιμώ να καθίσουμε να τα πούμε εδώ στο σαλόνι,πλάι στο τζάκι, του είπε, κι εκείνος συγκατατέθηκε.

Αφού πήραν από μια βότκα, κοιτάχτηκαν στα μάτια κιέμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Πάρης δεν έλεγε να ανοίξει τοστόμα του, κι έτσι η Μυρτώ μίλησε πρώτη.

– Πόσο χαίρομαι να σε βλέπω ήρεμο.

– Είπαμε, αυτό το οφείλω σ’ εσένα και σ’ ευχαριστώ. Γιατελευταία φορά θα σου το πω, θέλω να ζήσω το υπόλοιποτης ζωής μου μαζί σου.

– Πάρη, σύνελθε. Ας μη λέμε πράγματα χιλιοειπωμένα.Κάτι τέτοιο αποκλείεται και το ξέρεις καλά. Αγαπώ τον άντραμου πιο πολύ κι από τον εαυτό μου.

– Το ξέρω.

– Τότε βγάλ’ το από το νου σου.

– Προσπάθησα, είναι κάτι υπεράνω των δυνάμεών μου.Από τη στιγμή, δε, που έμαθα ότι είναι περιορισμένος οχρόνος της ζωής μου, έχω τρελαθεί. Θέλω να χαρώ ό,τι δεχάρηκα. Θέλω να σου χαρίσω τον κόσμο μου, τον κόσμοόλο.

– Τι συμβαίνει ακριβώς, μπορώ να μάθω επιτέλους;

Page 462: h Korh Ths 8alassas

– Σ’ τα είπα ήδη. Οι γιατροί μού έδωσαν δύο τρία χρόνιαζωής. Εκτός κι αν γίνει ένα θαύμα.

Η Μυρτώ έμεινε για λίγο αμίλητη.

– Και βέβαια θα γίνει θαύμα, είπε μετά βεβαιότητος καιστη συνέχεια, κουνώντας το κεφάλι, άλλαξε τόνο φωνής καιπρόσθεσε: Είναι πολύ πιθανό οι γιατροί του «Υγεία» πουέκαναν αυτή τη διάγνωση να έχουν πέσει έξω. Κανονικά, θαέπρεπε να πας και αλλού για να διασταυρώσεις απόψεις. Γιαένα τόσο σοβαρό θέμα χρειάζεται εξονυχιστικός έλεγχος.Εγώ, αν ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα να με κοιτάξουν οιγιατροί στο Λονδίνο ή ακόμα και στην Αμερική.

– Αυτό έχω κατά νου να κάνω. Όμως δε θέλω να πειςτίποτα σε κανέναν. Άσε να δούμε πώς θα εξελιχτούν ταπράγματα.

– Είμαι σίγουρη πως θα πάνε όλα καλά. Άλλωστε, οκαρκίνος στις μέρες μας αντιμετωπίζεται.

– Μόνο όταν βρίσκεται στα πρώτα στάδια, και ο δικόςμου, καθώς φαίνεται, είναι προχωρημένος.

– «Think positive», λένε οι φίλοι σου οι Άγγλοι.

Με αυτή την κουβέντα, ξαφνικά το κλίμα έγινε βαρύ. ΟΠάρης παράγγειλε δύο βότκες ακόμα, αλλά η Μυρτώ

Page 463: h Korh Ths 8alassas

κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

– Ήπιαμε πολύ. Κι εγώ δεν το σηκώνω το ποτό.

– Το ξέρω. Όμως ίσως είναι η τελευταία μας βραδιά,σχολίασε εκείνος και της έπιασε τρυφερά το χέρι.

– Πάρη, σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω να σε ακούω να μουμιλάς έτσι.

– Πάντως, ό,τι και να γίνει, να θυμάσαι πως σ’ αγάπησαπολύ.

– Δε θα γίνει απολύτως τίποτα.

– Παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του.

– Πάρη, θα σε μαλώσω. Φτάνει πια. Δεν είναι λόγια αυτά.

«Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου, σ’ το ’χω πει καιπάντα θα σ’ το λέω», έπαιζε η ορχήστρα στην αίθουσα χορούκαι, καθώς άνοιξαν προς στιγμήν οι πόρτες, ο απόηχοςέφτασε στο σαλόνι.

– Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου, επανέλαβε ο Πάρης,προσπαθώντας να διαλύσει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

«Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είναι η ζωή, να γελάς καινα κλαις βράδυ και πρωί», ακούστηκε από την αίθουσα

Page 464: h Korh Ths 8alassas

χορού όταν άνοιξαν πάλι οι πόρτες, και αυτή τη φορά ηΜυρτώ ήταν εκείνη που επανέλαβε τους στίχους τουτραγουδιού μ’ ένα αισιόδοξο χαμόγελο.

Τότε ο Πάρης έγινε πιο τολμηρός. Την κοίταξε φιλήδονα,κι εκείνη μαζεύτηκε.

– Πόσο θα ’θελα να κοιμηθώ μαζί σου απόψε... Χάρισέμου μία βραδιά. Μόνο μία βραδιά, αγάπη μου, μοναδική μουαγάπη, ψέλλισε, και την ίδια στιγμή ένιωσε το χέρι τηςΜυρτώς να παγώνει μέσα στο δικό του. Τα μάτια τηςβούρκωσαν και, όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε νασυγκρατήσει τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της.

– Γιατί μου το κάνεις αυτό; Ζήτα μου ό,τι άλλο θες. Αφούξέρεις... Τον άντρα μου τον έχω κορόνα στο κεφάλι μου καιδεν πρόκειται ποτέ να τον προδώσω, του είπε σοβαρά και,σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης τα δάκρυά της,αναδεύτηκε στη θέση της και, κοιτάζοντας προς τη ρεσεψιόν,πρόσθεσε: Πρέπει να καλέσω ένα ταξί. Είναι ώρα να πηγαίνω.

Μόλις σηκώθηκε όρθια, ο Πάρης τη βοήθησε να φορέσειτο πανωφόρι της, κι εκείνη τον αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί στομάγουλο, λέγοντας:

– Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά. Μπόρα είναι καιθα περάσει. Θέλω να σταθώ στο πλευρό σου. Αν το θέλεις,

Page 465: h Korh Ths 8alassas

βέβαια, κι εσύ.

– Δε χρειάζεται, Μυρτώ. Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν,δήλωσε, παίρνοντας μια παγερή έκφραση.

Η Μυρτώ, με γρήγορα βήματα, προχώρησε προς τηνπεριστρεφόμενη πόρτα και βγαίνοντας στράφηκε και κοίταξεγια τελευταία φορά προς το μέρος του Πάρη, αλλά εκείνος δεβρισκόταν πια εκεί όπου τον είχε αφήσει.

Page 466: h Korh Ths 8alassas

19 Η Θεώνη

ΜΠΗΚΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. Οι μέρες περνούσαν,όμως η Μυρτώ άργησε πολύ να συνέλθει από την ταραχή. Ηερωτική εξομολόγηση του Πάρη, το βράδυ εκείνο στο«Intercontinental», καρφώθηκε στην καρδιά της σανμαχαιριά. Δεν ήθελε να τη θυμάται, γιατί την πονούσε πολύ.Γι’ αυτό και στον άντρα της που τη ρώτησε πώς πέρασε σ’εκείνο τον αποκριάτικο χορό με τον κουμπάρο τους,αρκέστηκε να του πει πως ήταν μια βραδιά θλιβερή.

– Φαίνεται πως περνάει ο δόλιος πολύ δύσκολες στιγμέςμε την υγεία του, σχολίασε εκείνος, και όσο και ναπροσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, δεν τακατάφεραν. Σαν να είχε χαθεί από προσώπου Γης, κανείς δενήξερε πού βρισκόταν.

Τη διεύθυνση της εταιρείας του την είχε αναθέσει στουςγαμπρούς του και τα σταθερά τηλέφωνα των σπιτιών του σεΑθήνα και Λονδίνο, όπως και τα κινητά του, είχαν αλλάξει.«Όλα τελειώνουν εδώ», είχε πει στη Μυρτώ, και, καθώςφάνηκε, το εννοούσε.

«Ίσως είναι καλύτερα έτσι για όλους μας», σκέφτηκε

Page 467: h Korh Ths 8alassas

εκείνη και σιγά σιγά επικεντρώθηκε στις ασχολίες τηςκαθημερινότητάς της και τον έφερνε στο νου της αραιά καιπού. «Αφού δε μαθαίνω νέα του, θα πει πως είναι καλά. “Nonews, good news”», συμπέραινε και γύριζε στα δικά της.

Δόξα τω Θεώ, όλα τής πήγαιναν καλά. Ήτανευχαριστημένη από τη ζωή της. Ο Νικολής συνέχιζε ναμπαρκάρει, με διαστήματα ανάπαυλας στην αγκαλιά της,είχαν την υγειά τους, την αγάπη τους και τις καταθέσεις τουςσε τράπεζα της Αγγλίας, που όλο και αυξάνονταν. Με τηνπρώτη ευκαιρία, το όνειρο του άντρα της να αποκτήσουν ένακαράβι ήταν πλέον βέβαιο πως θα έβγαινε αληθινό. Τοσχολείο της Μυρτώς δούλευε ρολόι. Με τους συνεταίρουςτης τα πήγαινε θαυμάσια. Έκανε με ζήλο και μεράκι τηδουλειά της, και οι μικροί μαθητές της διαισθάνονταν πόσοπολύ τους αγαπούσε και της ανταπέδιδαν αυτή την αγάπη μεκάθε τρόπο. Πότε με μια ζωγραφιά, πότε με ένααγριολούλουδο, πότε με μια ζεστή αγκαλιά. «Παίρνω μεγάληχαρά από τα παιδιά. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ», έλεγε απόκαρδιάς και τα έβλεπε όλα σαν να ήταν δικά της. Τακαλοκαίρια, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, που έκλειναν τασχολεία για τις διακοπές και ήταν αναγκασμένη να τααποχωριστεί, μέχρι να το συνηθίσει, στενοχωριόταν πολύ.Τότε ευχόταν να είχε ένα δικό της παιδί και σκεφτότανσοβαρά να υιοθετήσει. Ο άντρας της ήταν απόλυτασύμφωνος με αυτή την ιδέα. Όμως, επειδή δεν τους είχανπάρει και τα χρόνια, διατηρούσαν μια κρυφή ελπίδα μήπως

Page 468: h Korh Ths 8alassas

και από θαύμα τούς επισκεπτόταν ο πελαργός, γι’ αυτό καιδεν είχαν βάλει μπρος τη διαδικασία της υιοθεσίας.

Πλησίαζε Πάσχα. Το ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε στοναστροκέντητο ουρανό και σκόρπιζε στην πλάση μιααπόκοσμη ασημένια λάμψη.

Η Μυρτώ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τα μάτιαανοιχτά, θωρούσε έξω από το παράθυρο τη φεγγαρόλουστηνυχτιά και μες στην απόλυτη ησυχία αφουγκραζόταν όλουςτους ήχους. Ο ρυθμικός παφλασμός από το κύμα που έσπαζεστην ακροθαλασσιά μπροστά στο καπετανόσπιτο, εκεί που τηνανούριζε, έφτασε ξαφνικά στα αφτιά της αλλιώτικος και τηνπαραξένεψε. «Τι να συμβαίνει άραγε;» είπε με το νου της καιάνοιξε το παράθυρο.

Μια βάρκα με κουπιά τής φάνηκε ότι ερχόταν από ταανοιχτά, μα ως διά μαγείας εξαφανίστηκε από το οπτικό τηςπεδίο. Τρίβοντας τα μάτια της, έκανε μια γκριμάτσαμονολογώντας:

– Δεν είμαι στα καλά μου. Έχω παραισθήσεις φαίνεται.

Την ίδια στιγμή, οι σκιές από τα φύλλα της συκιάςαργοσάλευαν στον τοίχο της κάμαράς της σαν δαντελένιεςκουρτίνες, μαγνητίζοντας το βλέμμα της. Τότε, σαν μαγεμένη,στάθηκε εκεί και, χωρίς να το καταλάβει, η σκέψη της έτρεξε

Page 469: h Korh Ths 8alassas

στα περασμένα. Όλη της η ζωή ξεδιπλώθηκε μπροστά σταμάτια της. Όταν κάποτε γύρισε και πάλι στο κρεβάτι της γιανα κοιμηθεί, δεν πρόλαβε να ακουμπήσει το κεφάλι της στομαξιλάρι και άκουσε μωρουδίστικα κλάματα.

«Χριστός και Παναγία, πού βρέθηκε το μωρό μες στηνύχτα;» σκέφτηκε και πετάχτηκε στη βεράντα.

Αυτή τη φορά, ούτε η ακοή της ούτε η όρασή της τηνξεγελούσαν. Το μωρουδίστικο κλάμα ερχόταν από τη βάρκατου πατέρα της που ήταν αραγμένη στο λιμανάκι μπροστάστο σπίτι.

Τρελαμένη κατέβηκε φουριόζα τα σκαλιά, άρπαξε έναφανάρι από τον κήπο και πλησίασε γοργά στο σημείο απ’όπου ακούγονταν τα κλάματα. Αντικρίζοντας μέσα σ’ έναψαράδικο πανέρι ένα μωράκι τυλιγμένο σε μια κουβερτούλανα σπαράζει στο κλάμα, έκανε το σταυρό της.

– Κύριε ελέησον, δεν είναι δυνατό! Ποια άκαρδη μάνα σ’εγκατέλειψε εδώ, πουλάκι μου; Σώπα, καρδούλα μου. Σώπα,ψυχή μου, είπε και, φέρνοντας ένα γύρο το βλέμμα της σταβράχια του μικρού λιμανιού, μήπως και πάρει το μάτι τηςκάποια ανθρώπινη φιγούρα να παραφυλάει, σήκωσεπροσεκτικά το πανέρι με το μωρό και το πήγε στο σπίτι της.

Μόλις το κράτησε στον κόρφο της, το μωρό σταμάτησε

Page 470: h Korh Ths 8alassas

να κλαίει. Βλέποντας καθαρά το προσωπάκι του στο φως,«Χριστέ μου, πόσο όμορφο είσαι!» είπε η Μυρτώ και αμέσωςαναρωτήθηκε αν ήταν κορίτσι ή αγόρι. Τότε, θέλοντας να δειτο φύλο του, βρήκε μέσα στην κουβερτούλα του ένα κομμάτιχαρτί που έγραφε με δακτυλογραφημένα γράμματα: «Είμαι ηκόρη της θάλασσας, θέλω η δασκάλα η Μυρτώ να μεαναθρέψει σαν δικό της παιδί».

Διαβάζοντάς το, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά.Νόμιζε πως ονειρεύεται. Τα χέρια της έτρεμαν και τα μάτιατης γέμισαν δάκρυα από τη συγκίνηση. «Ποιος, Χριστέ μου,ποιος έστειλε σ’ εμένα αυτό το θείο δώρο;» αναρωτήθηκε καιδε χόρταινε να κοιτάζει το μωρό, μέχρι που εκείνο έβαλε καιπάλι τα κλάματα.

– Πεινάς; Πεινάς, καρδούλα μου, κι εγώ η άσχετη, αντί νασε ταΐσω λίγο γαλατάκι, κάθομαι και σε κοιτάζω; ψιθύρισε,βγάζοντας από το ψυγείο το μπουκάλι με το γάλα, που τοάδειασε σ’ ένα κατσαρολάκι για να το ζεστάνει, και τότεσυνειδητοποίησε πως δεν είχε μπιμπερό.

Έτσι, αποφάσισε να χτυπήσει μες στη νύχτα την πόρτα τηςγειτόνισσας που είχε μικρά παιδιά, για να της ζητήσει τηβοήθειά της.

Την επόμενη μέρα όλη η γειτονιά είχε μάθει πως ηδασκάλα απέκτησε κόρη και όλοι αναρωτιούνταν ποια,

Page 471: h Korh Ths 8alassas

άραγε, κοπελιά γέννησε μούλικο και της το πάσαρε. ΗΜυρτώ, μόλις συνήλθε από το ξαφνικό, κάλεσε τονπαιδίατρο να εξετάσει το βρέφος.

– Είναι σαράντα ημερών, απόλυτα υγιές, της είπε και,δίνοντάς της οδηγίες για τη φροντίδα του, της ευχήθηκε νατης ζήσει.

– Σας ευχαριστώ, γιατρέ. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψωπως το εγκατέλειψαν.

– Μα το εμπιστεύτηκαν σ’ εσάς.

– Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μπορεί, από στιγμή σεστιγμή, να εμφανιστεί η μάνα του μετανιωμένη και να ζητήσεινα το πάρει πίσω. Γι’ αυτό, όσο και να με ενθουσιάζει η ιδέαπως θα μπορούσε το παιδί αυτό να γίνει δικό μου, συγκρατώτα συναισθήματά μου για να μην πικραθώ αν χρειαστεί να τοαποχωριστώ. Να φανταστείτε πως στον άντρα μου δεν έχωπει τίποτα μέχρι στιγμής.

– Σας εύχομαι το καλύτερο για όλους. Ελπίζω μέχρι ναξεμπαρκάρει ο σύζυγός σας να έχει ξεδιαλύνει το μυστήριο μετη μικρή άγνωστη. Καλό Πάσχα, είπε ο παιδίατρος κι έφυγε, και η Μυρτώ άφησε το μωρό στη γειτόνισσα και

με τα αποδεικτικά στοιχεία στα χέρια, δηλαδήτο ψαράδικο πανέρι, την κουβερτούλα και το

Page 472: h Korh Ths 8alassas

δακτυλογραφημένο χαρτί, πήγε να δηλώσει το περιστατικόστην αστυνομία.

– Κάντε ό,τι είναι δυνατό, σας παρακαλώ, για να βρεθεί ημάνα της μικρής το συντομότερο, ζήτησε. Θέλω να μεκαταλάβετε. Αν δεθώ με αυτό το πλασματάκι και μου τοπάρουν ξαφνικά από την αγκαλιά μου, θα τρελαθώ.

– Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, κυρίαΜαρκάκη. Μείνετε ήσυχη. Αν δε βγάλουμε άκρη σύντομα, θαδώσουμε την ανάλογη δημοσιότητα στο θέμα.

– Σας ευχαριστώ πολύ. Θα περιμένω με μεγάλη αγωνίανέα σας, είπε η Μυρτώ και έπειτα από λίγες μέρες όλα ταδελτία ειδήσεων ανακοίνωναν την εγκατάλειψη βρέφους σεβάρκα μπροστά στο σπίτι του καπετάν Νικολή Μαρκάκη στηΧίο. «Όποιος γνωρίζει κάτι σχετικό με την περίπτωση τηςμικρής παρακαλείται να επικοινωνήσει με τις τοπικές Αρχέςκ.λπ.»

Οι μέρες κύλησαν και οι τοπικές Αρχές δε δέχτηκαν ούτεένα τηλεφώνημα σχετικά με το βρέφος. Σαν να το γέννησεστ’ αλήθεια η θάλασσα για να το χαρίσει στη Μυρτώ, πουτόσο πολύ λαχταρούσε να αποκτήσει παιδί. Και όσο εκείνη τοκρατούσε στον κόρφο της και το τάιζε και το νανούριζε και τοκανάκευε τόσο περισσότερο το ένιωθε σαν δικό της. Προίκαολόκληρη του αγόρασε: καροτσάκι, πορτμπεμπέ, φορμίτσες,

Page 473: h Korh Ths 8alassas

κουβερτούλες, κούνια, κρεβατάκι, κουνουπιέρα,κουδουνίστρες, μπανιέρα, όλα τα καλά.

Ανήμερα το Πάσχα επέστρεψε από τα ξένα στο σπίτι του οΝικολής και, αντικρίζοντας τη γυναίκα του με το μωρό στηναγκαλιά, έπαθε την πλάκα του.

– Τίνος είναι το παιδί, γυναίκα; ρώτησε με απορία.

Εκείνη κοίταξε το βρέφος όλο λατρεία, λέγοντας αργά:

– Είναι η κόρη της θάλασσας, Νικολή. Και στη συνέχεια,αφού την έβαλε στη φρουφρουδένια κούνια της, άρχισε μεκάθε λεπτομέρεια να εξιστορεί στον άντρα της πώς βρέθηκετο κοριτσάκι στην αγκαλιά της.

Όσο η Μυρτώ μιλούσε, ο Νικολής είχε κολλημένα ταμάτια του στην κούνια και παρατηρούσε με προσοχή το μικρόαγγελούδι, που πότε σούφρωνε τα χειλάκια του και πότεάνοιγε το στοματάκι του σαν να του χαμογελούσε.

– Τι χαρούμενη φατσούλα είναι αυτή; Είσαι όμορφη. Είσαιπολύ όμορφη, είπε στο μωρό ενθουσιασμένος και,απλώνοντας τα χέρια να το πάρει στην αγκαλιά του,πρόσθεσε: Τι ωραία που μυρίζουν τα μωρά! Σαν κουφέτο.Έλα, γλυκιά μου, έλα σ’ εμένα.

– Πρόσεχε, Νικολή, πιάσε πρώτα το κεφαλάκι της.

Page 474: h Korh Ths 8alassas

– Είναι τόσο μικρή και τόσο εύθραυστη. Φοβάμαι να τηναγγίξω.

Τότε η Μυρτώ, που είχε ήδη εξοικειωθεί, την πήρε στηναγκαλιά της και την έβαλε προσεκτικά στη δικιά του. ΟΝικολής την κράτησε για λίγο και, όταν την έδωσε και πάλιστη γυναίκα του, της είπε με λαχτάρα:

– Μακάρι να μας την άφηναν για πάντα.

– Είναι τόσο καλή και τόσο ήσυχη, το κλάμα της μόνο τηνπρώτη βραδιά ακούστηκε. Από την ώρα που ήρθε στο σπίτιμας, μας έφερε χαρά. Αν, τελικά, εμφανιστεί η μάνα τηςμετανιωμένη και μας την πάρει, θα την παρακαλέσουμετουλάχιστον να τη βαφτίσουμε. Αν δε γίνουμε οι θετοί τηςγονείς, ας γίνουμε οι πνευματικοί της.

– Κάτι είναι κι αυτό, είπε ο Νικολής.

Το Πάσχα πέρασε. Ήρθε η Κυριακή του Θωμά, και η κόρη τηςθάλασσας παρέμενε στα αζήτητα. Οι έρευνες της αστυνομίαςγια τον εντοπισμό της βιολογικής της μητέρας απέβησανάκαρπες και τότε ο Νικολής με τη Μυρτώ ανέθεσαν τηνυπόθεση σε ένα δικηγόρο και υπέβαλαν αίτηση υιοθεσίας.

Μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση και να βγει η απόφαση,κόντεψαν να τρελαθούν από την αγωνία τους, γιατί το παιδίτο είχαν ήδη αγαπήσει πολύ και φοβούνταν μήπως την

Page 475: h Korh Ths 8alassas

τελευταία στιγμή συμβεί κάτι και το στερηθούν. Ευτυχώς,όμως, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και η κόρη της θάλασσας έγινεκαι με το νόμο κόρη της Μυρτώς και του Νικολή.

Με συγκίνηση άκουσαν τη δικαστική απόφαση οι θετοίγονείς και, αγκαλιάζοντας κι οι δυο τη μικρή τους πριγκίπισσαμε στοργή, αποφάσισαν να την ονομάσουν Θεώνη, γιατί ήτανπράγματι θεόσταλτη.

– Καλά θα είναι η βάφτισή της να γίνει πριν το νέο μουμπάρκο, είπε μια μέρα ο Νικολής καθώς γύριζαν με τηγυναίκα του και την κόρη του από το πάρκο, και ο νους τουπήγε αμέσως στον κουμπάρο τους. Τι να κάνει άραγε αυτή ηψυχή; αναρωτήθηκε φωναχτά. Τόσος ντόρος που έγινε με τοπαιδί μας, θα πρέπει, αν βρίσκεται στην Ελλάδα, όλο και κάτινα έμαθε. Όμως ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

– Ο άνθρωπος έχει το μεγάλο του πρόβλημα. Παλεύει μετην επάρατη νόσο. Μ’ εμάς θα ασχολείται;

– Αν βρίσκεται σε ανάρρωση, θα ήθελα να το ξέρω, για νατου προτείνω να μας βαφτίσει τη μικρή. Αφού μας πάντρεψε,κανονικά πρέπει να μας βαφτίσει και το πρώτο μας παιδί.

– Ωραία και καλά είναι αυτά, όταν υπάρχει υγεία. Αν οάνθρωπος πνέει τα λοίσθια αυτή τη στιγμή, σκοτίστηκε για τοδικό μας το παιδί.

Page 476: h Korh Ths 8alassas

– Πνέει τα λοίσθια; Φάε τη γλώσσα σου, χτύπα ξύλο.

– Δύο με τρία χρόνια, το πολύ, του είχαν δώσει οι γιατροίστο «Υγεία». Έτσι, τουλάχιστον, μου είχε πει τότε, κι έχουνπεράσει ήδη τα δύο.

– Μακάρι να τους βγάλει ψεύτες τους γιατρούς.

– Μακάρι, ποιος δεν το θέλει αυτό; Ο Πάρης μπορεί ναείναι ιδιόρρυθμος, αλλά είναι πολύ καλός άνθρωπος.

– Και σου έχει μεγάλη αδυναμία.

Η Μυρτώ χαμογέλασε.

– Κι εγώ τον αγαπώ, Νικολή, σαν αδερφό μου. Καιειλικρινά σου λέω, με πονάει πολύ που μας έχει κάνει πέρα,τώρα που περνάει δύσκολα. Θα ήθελα να τουσυμπαρασταθώ, όμως εκείνος μου το απέκλεισε. Βλέπεις,αυτή η καταραμένη αρρώστια ξεφτιλίζει τον άνθρωπο. Τονκάνει να μοιάζει με ζωντανό λείψανο. Έχει εγωισμό ο Πάρης.Δε θέλει να τον δούμε σε τέτοια χάλια. Γι’ αυτό χάθηκε.

– Το ξέρω. Όμως αν έχει κάποια βελτίωση, μπορεί και ναδεχτεί να μας βαφτίσει τη μικρή, έστω σ’ ένα ξωκλήσι.Μακριά από τον κόσμο. Μόνο εμείς θα παραβρεθούμε στοΜυστήριο.

Page 477: h Korh Ths 8alassas

– Μας αγαπάει πολύ και αν είναι σε θέση να γίνει νονόςτου παιδιού μας, σίγουρα θα το κάνει ευχαρίστως.

– Θα προσπαθήσω πάλι να τον βρω σε κάποιο τηλέφωνο.Θα ζητήσω από την εταιρεία του το καινούριο κινητό του. Κιαν δεν τα καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί του, θα πάω στηνέπαυλη του πατέρα του εδώ στο νησί. Συνήθως όλο καικάποιος από την οικογένεια βρίσκεται τέτοια εποχή εκεί. Τοπρόσωπο είναι σπαθί. Άλλο να τον γυρεύουμε στο τηλέφωνοκαι άλλο να τον γυρεύουμε στο σπίτι του.

– Σίγουρα. Συμφωνώ. Έτσι πρέπει να κάνουμε, είπε ηΜυρτώ.

Επιστρέφοντας στο σπίτι τους από την απογευματινήβόλτα, ασχολήθηκαν με χαρά κι οι δύο με την κορούλα τους.Την έλουσαν, άφησαν το κορμάκι της να χαλαρώσει μες στοζεστό νερό, τη σαπούνισαν, την ξέβγαλαν και την τύλιξαν στομπουρνούζι της. Όλη αυτή την ιεροτελεστία του μπάνιου τηςτη χαίρονταν καθημερινά μαζί και μετά αναλάμβανε η Μυρτώνα την ταΐσει και να τη βάλει για ύπνο.

Εκείνο το βράδυ, μόλις βασίλεψαν τα ματάκια της,απομακρύνθηκε σιγά σιγά από κοντά της, και ο Νικολής, πουτην περίμενε στη βεράντα, τη ρώτησε ψιθυριστά:

– Κοιμήθηκε;

Page 478: h Korh Ths 8alassas

– Σαν αγγελούδι. Είναι ήρεμο μωρό.

– Ας είναι γερό και καλότυχο, είπε ο Νικολής και,κοιτάζοντας τη γυναίκα του στα μάτια, έσκυψε και τη φίλησε.Είμαστε τυχεροί. Μας τα έδωσε όλα η ζωή, συμπλήρωσε. Δεφαντάζομαι να έχεις παράπονο.

– Αυτό το καλοκαίρι περνώ μαζί μ’ εσένα και το παιδί μαςτις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Νικολή μου,έρχονται στιγμές, σαν τούτη εδώ, που νιώθω τέτοιαπληρότητα, τέτοια ολοκλήρωση, ώστε φοβάμαι. Αυτή ηαπόλυτη ευτυχία με φοβίζει.

– Ζήσε, κορίτσι μου, το σήμερα. Το όνειρο της ζωής μαςβγήκε αληθινό. Η ευτυχία δεν είναι παντοτινή. Έχειπεριορισμένη διάρκεια. Γι’ αυτό ας μη χάνουμε καιρό. Τώραπου χτύπησε την πόρτα μας, ας την απολαύσουμε στοακέραιο. Άσε, λοιπόν, τον εαυτό σου ελεύθερο. Μας τηχρωστούσε η ζωή και μας την έδωσε απλόχερα. Τι άλλοθέλεις;

– Να τη μοιραστούμε, αν είναι δυνατό, με τον κουμπάρομας, που δοκιμάζεται αυτή τη στιγμή.

Έτσι, την άλλη μέρα, αφού προσπάθησε ο Νικολής ναεπικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Πάρη και δεν τα κατάφερε,πήρε το απογευματάκι τη γυναίκα του και την κορούλα του

Page 479: h Korh Ths 8alassas

και πήγαν στην έπαυλη του καπετάν Πέτρου.

Τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού ήταν κλειστά. Όμως οθυρωρός βρισκόταν στη θέση του στο σπιτάκι παραπλεύρωςτης καγκελόπορτας. Όταν είδε το ζευγάρι με το μωρό, τουςκοίταξε περίεργα.

– Ποιον γυρεύετε; ρώτησε βγαίνοντας από το σπιτάκι.

– Τον κουμπάρο μας, τον Πάρη, απάντησε ο Νικολής.

– Δεν περιμένει κάποια επίσκεψη ο κύριος Πάρης, είπεαυθόρμητα ο θυρωρός και την ίδια στιγμή ξεροβήχονταςπρόσθεσε: Πώς είναι, άλλωστε, δυνατό να περιμένει επίσκεψηαφού απουσιάζει;

– Πού βρίσκεται;

– Κανείς δεν ξέρει. Τα μεγάλα αφεντικά δε μας δίνουνλογαριασμό, καπετάνιε.

Ο Νικολής χαμογέλασε.

– Πού το ξέρεις πως είμαι καπετάνιος;

– Είμαι χρόνια στη δούλεψη του καπετάν Πέτρου και τουγιου του. Ξέρω πρόσωπα και πράγματα.

– Μήπως είναι εδώ η κυρία Ασπασία; ρώτησε τότε η

Page 480: h Korh Ths 8alassas

Μυρτώ το θυρωρό, κι εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

– Δεν είναι κανείς εδώ για κανέναν, απάντησε ξερά και τηνίδια στιγμή πλησίασαν κοντά τους δύο ένστολοι φρουροί.

– Τι συμβαίνει, πατριώτη; ρώτησαν και οι δύο μαζί τονΝικολή, κι εκείνος, αφού τους έδωσε τις ανάλογες εξηγήσεις,άφησε στο θυρωρό ένα γράμμα για τον κουμπάρο του, που τοείχε ετοιμάσει από το σπίτι.

«Αγαπημένε μας κουμπάρε», του έγραφε, «είσαι παλικάρι,είσαι λεβέντης, είσαι μαχητής. Έχεις τη δύναμη να βγαίνειςπάντα νικητής. Σ’ εκτιμάμε απεριόριστα και σε θαυμάζουμε. Ηγυναίκα μου κι εγώ πιστεύουμε σ’ εσένα. Η νίκη θα είναι δικήσου και αυτή τη φορά. Μόλις μπορέσεις, επικοινώνησε μαζίμας. Έχουμε κάτι πολύ σπουδαίο να σου πούμε. Εντελώςανέλπιστα, αποκτήσαμε κόρη και από τα βάθη της καρδιάςμας επιθυμούμε να γίνεις ο νονός της. Περιμένουμε τηναπάντησή σου. Με όλη μας την αγάπη, Νικολής, Μυρτώ».

– Ο Πάρης είναι εδώ, να το ξέρεις, είπε η Μυρτώ στονάντρα της μόλις απομακρύνθηκαν από την έπαυλη. Οθυρωρός μπέρδεψε τα λόγια του.

– Όντως, τα έκανε μούσκεμα. «Δεν είναι κανείς εδώ γιακανέναν», ήταν η φράση του. Σαν να μας έλεγε, έτσι μουείπαν να σας πω και έτσι σας λέω. Τέλος πάντων. Τι νόημα

Page 481: h Korh Ths 8alassas

έχει; Πάντως το γράμμα θα το δώσει σίγουρα στον Πάρη.

– Αν εκείνος δε βρίσκεται στα τελευταία του, τουλάχιστοντηλεφωνικά θα επικοινωνήσει μαζί μας, είπε η Μυρτώ και,επιστρέφοντας στο σπίτι τους, περίμενε εναγωνίως τοτηλεφώνημα του κουμπάρου τους.

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές, αλλά μέχρι να τοσηκώσει σταμάτησε. Μετά ήταν η ώρα για να μπανιάρει τημικρή μαζί με τον Νικολή, και το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, καιπάλι της ήταν αδύνατο να απαντήσει. Όταν κάποτε έβαλαντη μικρή να κοιμηθεί και κάθισαν στη βεράντα να ρεμβάσουν,είχαν και οι δύο το νου τους στον Πάρη. Με την έννοια τουπέρασαν το βράδυ εκείνο και το άλλο πρωί ένας νεαρός τούςέφερε μια ανθοδέσμη με αμέτρητα ροζ τριαντάφυλλα. Ηκάρτα που τη συνόδευε έγραφε: «Να σας ζήσει, να τη χαίρεστετην κόρη της θάλασσας που σας διάλεξε για γονείς της.Εφόσον τόσο πολύ το επιθυμείτε, ανυπομονώ να τη βαφτίσωτο συντομότερο. Ο κουμπάρος σας Πάρης».

Η Μυρτώ διάβασε προσεκτικά την κάρτα και κοίταξε μεαπορία τον άντρα της.

– Κόρη της θάλασσας αποκάλεσε τη μικρή. Αυτό θα πειπως είναι ενήμερος.

– Με τέτοια δημοσιότητα που έδωσε η αστυνομία στο

Page 482: h Korh Ths 8alassas

θέμα, την ξέρει το πανελλήνιο. Τι σου φαίνεται περίεργο,Μυρτώ;

– Ήξερε τόσο καιρό ο Πάρης πως αποκτήσαμε κόρη καισιωπούσε;

– Μην επανέρχεσαι στα ίδια. Το αποτέλεσμα μετράει.Ίσως περίμενε την πρώτη κίνηση από εμάς.

– Το τηλέφωνό του δεν είναι γραμμένο στην κάρτα. Θαπρέπει να ξαναπάμε στην έπαυλη του πατέρα του και νααφήσουμε καινούριο γράμμα.

– Αν δε μας τηλεφωνήσει μέχρι το βράδυ...

– Σήμερα είναι Τρίτη, μέχρι την Κυριακή μακάρι να έχουμεκάνει τη βάφτιση.

– Από εκείνον εξαρτάται.

Ο Πάρης, από τη μεριά του, δεν μπήκε στον κόπο να τουςτηλεφωνήσει. Έκαναν τις συνεννοήσεις για τη βάφτιση δι’αλληλογραφίας.

– Τι καμώματα είναι αυτά; Γιατί, άραγε, δε μας μιλάει ούτεστο τηλέφωνο;

– Ποιος ξέρει. Μπορεί η επάρατη νόσος να έχει προσβάλει

Page 483: h Korh Ths 8alassas

και τις φωνητικές του χορδές, είπε ο Νικολής και κάπου μέσατου μετάνιωσε που αναστάτωσε τον κουμπάρο τους, αφούγνώριζε την κατάσταση της υγείας του.

Μόλις έλαβαν το γράμμα που επιβεβαίωνε πως ηβάφτιση θα γινόταν στο παρεκκλήσι της έπαυλης τουκαπετάν Πέτρου την προσεχή Κυριακή, στις 11 το πρωί, οΝικολής με τη Μυρτώ αναγάλλιασαν.

– Ας έρθει η άγια η ώρα, είπαν, κρύβοντας ο ένας από τονάλλο μια ανησυχία για την πραγματοποίηση του Μυστηρίου.

Στο παρεκκλήσι έφτασαν την Κυριακή, με τη μικρή τουςπριγκίπισσα στο καροτσάκι, μία ώρα νωρίτερα και το βρήκανστολισμένο με εκατοντάδες ροζ τριαντάφυλλα. Ηκολυμπήθρα αστραφτοκοπούσε σαν μαλαματένια και ταρούχα για τη νεοφώτιστη με τη λαμπάδα της βρίσκονταν σεένα τραπεζάκι.

Η Μυρτώ άναψε ένα κερί κι έκανε ευλαβικά το σταυρό της.Το ίδιο έκανε και ο άντρας της και μετά έπιασαν από έναστασίδι περιμένοντας υπομονετικά. Η μικρή, από εκεί πουήταν ήσυχη, μέσα στον κλειστό άγνωστο χώρο άρχισε ναδυσανασχετεί. Η Μυρτώ πήγαινε πέρα δώθε το καρότσι τηςγια να της αποσπάσει την προσοχή και να σταματήσει τηνγκρίνια. Εκείνη, όμως, σαν να ήταν βαλτή, αντί να ηρεμήσει,άρχισε να κλαίει μ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα.

Page 484: h Korh Ths 8alassas

Τότε η Μυρτώ την άρπαξε στην αγκαλιά της και,βγαίνοντας από το παρεκκλήσι, έπεσε πάνω στον Πάρη καιξαφνιάστηκε. Ενώ περίμενε να τον δει αδύνατο καικαταβεβλημένο, τον είδε τροφαντό τροφαντό. Θα είχε πάρειτουλάχιστον πέντε έξι κιλά, τα μαλλιά στο κεφάλι του ήτανόπως πάντα αραιά και τίποτα στην όψη του δε θύμιζεάρρωστο βαριά.

«Χριστέ και Παναγιά!» είπε από μέσα της και έμεινε νατον κοιτάζει με απορία, σαν να έβλεπε κανέναν ξένο.

Ο Πάρης έριξε τα μάτια του μόνο στη μικρή.

– Να σας ζήσει, Μυρτώ, είναι όμορφη και δυνατή. Ακούςπώς κλαίει; Ξεσήκωσε τον τόπο.

– Συνήθως είναι χαμογελαστή.

– Φαίνεται πως σ’ εμένα επιφύλαξε μια τέτοια υποδοχή.Για να δούμε τι θα κάνει στη συνέχεια..., είπε, κι εκείνη τηστιγμή ο Νικολής έσπευσε να τον χαιρετήσει με μια θερμήχειραψία.

– Πόσο χαίρομαι που, επιτέλους, σε βλέπω. Μας έλειψεςπολύ.

– Έτσι έπρεπε να γίνει, απάντησε εκείνος αόριστα, και οΝικολής, από λεπτότητα, δε ρώτησε τίποτε απολύτως για την

Page 485: h Korh Ths 8alassas

κατάσταση της υγείας του. Το μόνο που είπε ήταν:

– Σε βλέπω μια χαρά.

– Παρομοίως, παρατήρησε εκείνος σοβαρά, αλλά τότε οιερέας, που βρισκόταν στο ιερό, παρουσιάστηκε στην ΩραίαΠύλη και σε λίγο άρχισε το Μυστήριο.

Μόλις κράτησε ο Πάρης τη μικρή στην αγκαλιά του, τηφίλησε απαλά στο μέτωπο, κι εκείνη, αν και τον έβλεπε γιαπρώτη φορά, του έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο που τονσκλάβωσε.

– Είσαι πολύ γλυκιά, ψέλλισε, και η Μυρτώ, που δεν τουςάφηνε από τα μάτια της, είδε στο πρόσωπο του Πάρηζωγραφισμένη τη χαρά και τη συγκίνηση κι ένιωσε μια βαθιάευχαρίστηση.

«Δόξα τω Θεώ. Φαίνεται πως το ξεπέρασε το πρόβλημάτου», συλλογίστηκε.

– Απετάξω τω Σατανά; τον ρώτησε ο ιερέας τρεις φορές.

– Απεταξάμην, απάντησε εκείνος και μετά, παραδίδονταςτο κοριτσάκι στη Μυρτώ για να το ξεντύσει και να τοετοιμάσει για την κολυμπήθρα, ήταν η πρώτη φορά πουαντάμωσαν τα βλέμματά τους και ήταν σαν νασυνομολογούσαν ανακωχή εξαιτίας του Μυστηρίου.

Page 486: h Korh Ths 8alassas

– Βαπτίζεται η δούλη του Θεού, Θεώνη, εις το όνομα τουΠατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είπε ο ιερέαςβουτώντας τη μικρή στο νερό της κολυμπήθρας, κι εκείνηξαφνιασμένη έβαλε τα κλάματα και άρπαξε τον ιερέα από ταμακριά του γένια.

Μόλις ο νονός της άπλωσε το χέρι του στο κορμάκι τηςνα τη λαδώσει, ενώ γάνιαζε στο κλάμα, ξαφνικά σταμάτησε.Και μέχρι να την παραδώσει στη Μυρτώ ντυμένη καιμυρωμένη, η φωνούλα της δεν ξανακούστηκε.

– Πάντα άξιος, κουμπάρε, του ευχήθηκαν η Μυρτώ και οάντρας της και βγήκαν όλοι μαζί με το χαμόγελο στα χείληαπό το παρεκκλήσι.

– Δε θα θέλαμε να τελειώσει εδώ η σημερινή μέρα, είπετότε η Μυρτώ.

– Ποιος είπε τέτοιο πράγμα; απάντησε αυθόρμητα οΠάρης, κι εκείνη του χαμογέλασε ζεστά, λέγοντας:

– Πάμε να πάρουμε ένα μεζεδάκι στο σπίτι μας για τοκαλό.

– Έχω ήδη φροντίσει να γευματίσουμε εδώ. Αν δεν έχετε,βέβαια, αντίρρηση, παρατήρησε ο κουμπάρος τους, σαν ναμιλούσε σε κάποιους γνωστούς και όχι σε ανθρώπους με τουςοποίους τον έδενε φιλία από τα νιάτα τους.

Page 487: h Korh Ths 8alassas

Ανηφορίζοντας όλοι μαζί προς την έπαυλη, όλη του ηέννοια ήταν στη Θεώνη. Έσπρωχνε το καροτσάκι της κι είχεμάτια μόνο για εκείνη, που πότε του έσκαγε χαμόγελα καιπότε κατσούφιαζε.

– Είσαι σαν τη θάλασσα. Πότε γαληνεύεις και πότεαγριεύεις. Εκείνος που σ’ έβγαλε κόρη της θάλασσας, κάτιήξερε, είπε κάποια στιγμή στη μικρή, που βέβαια δεν τονκαταλάβαινε.

– Αυτό το παιδί μού έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά της ζωήςμου. Ο Θεός το έστειλε, δήλωσε η Μυρτώ πλησιάζονταςκοντά του.

– Το ξέρω, το ξέρω.

– Το αγαπώ τόσο πολύ. Είμαι ικανή να θυσιαστώ για χάρητου, αν χρειαστεί.

– Το ξέρω, Μυρτώ. Και εύχομαι να είσαι πάντα γερή καιδυνατή για να το μεγαλώσεις και να το αναθρέψεις σωστά.

– Τα λόγια σου με συγκινούν, όμως το ύφος σου είναιαπόμακρο. Μιλάω μαζί σου και νομίζω πως δε μιλάω με τονΠάρη που ξέρω.

Εκείνος δεν απάντησε. Τότε ο Νικολής, που είχε μείνει γιαλίγο πίσω τους, ζήτησε να μάθει τι κουβέντιαζαν.

Page 488: h Korh Ths 8alassas

– Μιλάμε για τη Θεώνη. Ποιος ξέρει πού και πώςγεννήθηκε και την έστειλαν στην αγκαλιά μας, είπε η Μυρτώ.

– Τα αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή το ψαράδικο πανέρι, ηκουβερτούλα και το σημείωμα, δείχνουν ότι τη γέννησεκάποια φτωχή κοπέλα, που γνώριζε καλά τη Μυρτώ και τηςεμπιστεύτηκε τον καρπό του παράνομου έρωτά της, σχολίασετότε ο Πάρης, και οι άλλοι δύο συμφώνησαν κουνώνταςκαταφατικά το κεφάλι, ενώ από μέσα τους απόρησαν με τηλεπτομερή ενημέρωση του Πάρη για τη μικρή.

Στη μεγάλη τραπεζαρία της έπαυλης, τα κρυστάλλινα βάζαήταν στολισμένα με ροζ τριαντάφυλλα και ένα ροζ κεντημένοτραπεζομάντιλο από οργαντίνα ήταν στρωμένο στο τραπέζι.

Η Μυρτώ, με τη Θεώνη στην αγκαλιά, κάθισε ακριβώςαπέναντι από τον Νικολή, και ανάμεσά τους, στην κεφαλήτου τραπεζιού, πήρε θέση ο Πάρης. Θαλασσινά και φρέσκοψάρι περιλάμβανε το μενού, όμως, πριν σερβιριστεί, ήπιε ηΘεώνη το γαλατάκι της, ρεύτηκε, την άλλαξαν, και ότανέκλεισε τα ματάκια της για να πάρει το μεσημεριανό τηςυπνάκο, μόνο τότε οι γονείς της και ο νονός της έκαναν μιαπρόποση στην υγειά της και άρχισαν να γευματίζουν.

Η Μυρτώ έβλεπε τον Πάρη να τρώει με όρεξη και ήθελεπολλά πράγματα να τον ρωτήσει σχετικά με την υγεία του,που παρουσίαζε μια τόσο θεαματική βελτίωση, αλλά το

Page 489: h Korh Ths 8alassas

απόμακρο ύφος του τη συγκράτησε. Έτσι η κουβένταπεριορίστηκε στη βάφτιση της Θεώνης.

– Ήταν χάρμα οφθαλμών. Και τι ζόρικη! Τράβηξε τονπαπά από τα γένια.

– Η Θεώνη μού φαίνεται ότι θα γίνει πολύ ζωηρή καιτσαούσα.

– Έτσι ζωηρός ήμουν κι εγώ, είπε ο Πάρης μ’ ένα πλατύχαμόγελο.

– Εγώ δεν ξέρω αν ήμουν ζωηρός ή ήσυχος. Σεορφανοτροφείο μεγάλωσα. Δεν πρόλαβα να ζήσω πολύ με τημάνα μου για να μου πει πώς ήμουν μικρός, παρατήρησε οΝικολής.

– Εγώ ξέρω πως ήμουν καλόβολο μωρό. Και μετά,μεγαλώνοντας, έγινα ένα καλό και υπάκουο κορίτσι, δήλωσεη Μυρτώ.

– Έτσι είναι. Μπορεί να ήμουν εννιά χρόνων όταν σεβάφτισα μαζί με τον πατέρα μου, όμως θυμάμαι καλά πωςούτε η φωνούλα σου δεν ακούστηκε όταν σ’ έβαλαν στηνκολυμπήθρα.

– Πώς είναι δυνατό να το θυμάσαι έπειτα από τόσαχρόνια;

Page 490: h Korh Ths 8alassas

– Ήσουν το πρώτο μωρό που είχα κρατήσει στην αγκαλιάμου και η κόρη της θάλασσας είναι το δεύτερο.

Η Μυρτώ είχε πάρει ένα γλυκανάλατο ύφος όσο άκουγετον Πάρη να φλυαρεί, μα ξαφνικά στο άκουσμα τουχαρακτηρισμού «κόρη της θάλασσας» κατσούφιασε.

– Σε παρακαλώ, όσο και να σ’ αγαπώ και να σ’ εκτιμώ, δεθέλω να ξαναπείς την κόρη μας έτσι. Έχει και μάνα καιπατέρα και νονό και είναι και θεόσταλτη, γι’ αυτό τηβαφτίσαμε Θεώνη.

Ο Πάρης, από εκεί που ένιωθε μες στο σπίτι του οκυρίαρχος του παιχνιδιού, κατάπιε τη γλώσσα του καιαναδεύτηκε νευρικά στην πολυθρόνα του, ρίχνοντας μιαπαγερή ματιά στους κουμπάρους του. Την ίδια στιγμή, τοβλέμμα του έπεσε στο αγγελούδι που κοιμόταν στοκαροτσάκι του και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κατάφερε νασυγκρατήσει τα νεύρα του. Ευτυχώς, γιατί τον τελευταίο καιρόαρπαζόταν με το παραμικρό και θα μπορούσε να τουςδιαολοστείλει. Πάντως η ατμόσφαιρα είχε γίνει τόσο βαριά,που προκάλεσε δυσφορία σε όλους.

– Καλύτερα να πηγαίνουμε. Να αφήσουμε τον κουμπάρομας να ξεκουραστεί, είπε τότε ο Νικολής κοιτάζοντας τηγυναίκα του, που είχε πάρει ένα ύφος σαν να ήταν έτοιμη νακλάψει.

Page 491: h Korh Ths 8alassas

Εκείνη τη στιγμή τούς σέρβιραν την πουτίγκα. Έπειτα έναςσερβιτόρος άνοιξε μια ροζέ σαμπάνια για το καλό και, μόλιςτην άδειασε στα ποτήρια τους, όλοι κοιτάχτηκανανέκφραστοι.

Ο Πάρης, ξεροβήχοντας για να διώξει τον κόμπο που τουείχε σταθεί στο λαιμό, ύψωσε το ποτήρι του και αγέλαστοςέκανε μια πρόποση.

– Να ζήσει η Θεώνη. Να τη χαιρόμαστε.

– Πάντα άξιος, κουμπάρε, είπαν και πάλι η Μυρτώ και οΝικολής, με ύφος το ίδιο ψυχρό και απόμακρο με το δικό του,και χωρίς να δοκιμάσουν καν το γλυκό ήπιαν μια γουλιάσαμπάνια και πήραν τη νεοφώτιστη κι έφυγαν.

Page 492: h Korh Ths 8alassas

20 Η Μάργκαρετ και η Ρέιτσελ

– ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ ο κουμπάρος πάντα να γεμίζει σαντην αγελάδα την καρδάρα με γάλα και να τη χύνει, δενμπορώ να καταλάβω, είπε η Μυρτώ στον άντρα της εκείνητην Κυριακή, όταν γύρισαν, μετά τη βάφτιση της Θεώνης, στοσπίτι τους.

Ο Νικολής κούνησε το κεφάλι.

– Δε μου κάνει εντύπωση. Ανέκαθεν ήταν κυκλοθυμικόςκαι απρόβλεπτος. Τώρα, με την αρρώστια του, φαίνεται πωςπαράγινε.

«Αν πιστέψουμε πως είναι πράγματι άρρωστος»,συλλογίστηκε η Μυρτώ, όμως τη σκέψη της αυτή δεν την είπεστον άντρα της, γιατί δεν ήθελε να ανοίξει κουβέντα πουμπορεί να έριχνε τον Πάρη τελείως στα μάτια του. Καλύτεραόλα τα τρελά με τη συμπεριφορά του να τα έριχνε στηναρρώστια του. Αληθινή ή ψεύτικη, εκείνος το ήξερε. Έτσι κιαλλιώς, τα δύο τελευταία χρόνια τούς κρατούσε μακριά απότη ζωή του. Το ότι δέχτηκε να βαφτίσει τη Θεώνη ήταν κάτισπουδαίο. Ενώ ήταν τόσο απόμακρος και ψυχρός μαζί τους,ήταν τόσο τρυφερός με τη μικρή... Την αγκάλιασε με τόση

Page 493: h Korh Ths 8alassas

αγάπη και στοργή. Της αγόρασε τα πιο ακριβά βαφτιστικά καιο μπριγιαντένιος σταυρός που κρέμασε στο λαιμό τηςσίγουρα κόστιζε μια περιουσία.

– Ο κουμπάρος μας δεν αξιώθηκε να αποκτήσει δικά τουπαιδιά, σαν κι εμάς, γι’ αυτό αγκάλιασε τη Θεώνη σαν ναήταν δικό του παιδί, σχολίασε ο Νικολής.

– Είναι τυχερή η κόρη μας. Μακάρι αυτή η καλή τύχη νατη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή, είπε η Μυρτώ και, αφούστάθηκε για λίγο πάνω από την κούνια της μικρής, έκλεισετην κουνουπιέρα και, πλαγιάζοντας πλάι στον άντρα της,κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι μέχρι το πρωί.

Η ημερομηνία για το επόμενο μπάρκο του πλησίαζε καιπάλι. Για πρώτη φορά από τότε που έγινε ναυτικός, οΝικολής είχε μείνει ξέμπαρκος πέντε ολόκληρους μήνες, κιαυτό για χάρη της Θεώνης, που ήρθε ξαφνικά κι έδωσε άλλονόημα στη ζωή τους.

– Μακάρι να μην ξαναμπάρκαρες, Νικολή, του είπε ηγυναίκα του, όταν τον είδε υπ’ ατμόν για το νέο του μπάρκο.Έχουμε μαζέψει τόσα πολλά χρήματα στην τράπεζα, που μαςφτάνουν και μας περισσεύουν για να ζήσουμε με το κοριτσάκιμας άνετα όλο το υπόλοιπο της ζωής μας. Δεν είναι ανάγκηπια να ζούμε αυτό τον αγιάτρευτο πόνο του αποχωρισμού καινα είμαστε τους πιο πολλούς μήνες χώρια.

Page 494: h Korh Ths 8alassas

Τόσο καιρό είχε συνηθίσει να κοιμάται και να ξυπνάει μετον άντρα της, να ασχολούνται μαζί με τη φροντίδα τηςΘεώνης, να τη λούζουν, να την ντύνουν, να την ταΐζουν, νατης κάνουν ατέλειωτες βόλτες πότε στην παραλία και πότεστο παρκάκι της πλατείας.

Όλοι οι γείτονες, οι γνωστοί και οι φίλοι που τουςαντάμωναν στη βόλτα, τους έβλεπαν να καμαρώνουν τηνκορούλα τους και, επειδή και οι πέτρες πια στο νησί γνώριζανπως τη βρήκαν στη βάρκα τους, μακάριζαν την τύχη τουπαιδιού και την ευτυχία που έδωσε στο άκληρο ζευγάρι.

– Νικολή, σε παρακαλώ, θέλω να το σκεφτείς σοβαρά.Παράτα τα πια όλα και μείνε κοντά μας, ξαναείπε η Μυρτώστον άντρα της, κι εκείνος χαμογέλασε.

– Ο άνθρωπος χωρίς απασχόληση, γυναίκα, πάνω στηνωριμότητά του, όπως εγώ τώρα, όσο και να μην έχει ανάγκητα χρήματα, νιώθει σαν σακάτης.

– Σωστά τα λες, όμως με τόσα προσόντα που έχεις, αφούθες να δουλέψεις, όλο και κάτι θα βρεις να κάνεις στη στεριά.

– Κακά τα ψέματα. Εγώ είμαι θαλασσινός. Έμαθα νακυβερνώ καράβια. Και τα καράβια ταξιδεύουν μόνο στηθάλασσα.

– Μα ξέρουμε τόσους και τόσους ναυτικούς που βγήκαν

Page 495: h Korh Ths 8alassas

στη στεριά και έπιασαν δουλειά σε ναυτιλιακές εταιρείες.

– Καλά έκαναν, Μυρτώ. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να τοκάνω. Δεν μπορώ με τίποτα να γίνω υπάλληλος γραφείου καινα λογοδοτώ στον προϊστάμενό μου. Εγώ έμαθα να είμαιανεξάρτητος. Ως πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, έμαθανα ορίζω το καράβι μου, και ας ανήκει σε κάποιονπλοιοκτήτη. Ο πλοιοκτήτης, για να με προσλάβει, θα πει πωςμε εμπιστεύεται απόλυτα. Κι εγώ, επειδή σέβομαι τη θέσημου, κάνω τη δουλειά μου όσο μπορώ καλύτερα, γι’ αυτό καιτο όνομά μου στην πιάτσα τυγχάνει μεγάλης εκτίμησης. Τοκατάλαβες, Μυρτώ; κατέληξε υψώνοντας τον τόνο τηςφωνής του, και η γυναίκα του μαζεύτηκε.

– Καλά, ηρέμησε. Δεν είναι ανάγκη να χαλάσουμε τιςκαρδιές μας. Μια κουβέντα είπα.

Τότε ο Νικολής, ρίχνοντας το βλέμμα του έξω από τοπαράθυρο, πήρε μια βαθιά ανάσα ατενίζοντας τη θάλασσακαι, αλλάζοντας ύφος, στράφηκε και κοίταξε πάλι τη γυναίκατου λέγοντας:

– Κάνε υπομονή. Έτσι και αποκτήσω το καράβι πουονειρεύομαι, θα έχουμε άλλες προοπτικές. Και, απ’ ό,τι ξέρεις,είμαι πολύ κοντά στο στόχο μου. Αν όλα πάνε καλά, μπορείτο ένα καράβι να φέρει το άλλο, και τότε, θέλοντας και μη, θαβγω στη στεριά για να κουμαντάρω τις δουλειές μου.

Page 496: h Korh Ths 8alassas

Η Μυρτώ δε μίλησε. Ο άντρας της είχε μεγαλεπήβολασχέδια για το μέλλον.

– Με λίγη τύχη θα γίνω κι εγώ πλοιοκτήτης, γυναίκα. Καιμάλιστα αυτοδημιούργητος. Όχι σαν τον Πάρη, που μαςκάνει τον σπουδαίο, ενώ τα βρήκε όλα έτοιμα από τον πατέρατου.

«Δε βαριέσαι... Και τι χάρηκε; Μες στη δυστυχία ζει», πήγενα πει η Μυρτώ, αλλά το μετάνιωσε και το άφησε να το πάρειτο ποτάμι.

Όταν ήρθε η ώρα να μπαρκάρει, ο Νικολής αποχαιρέτησε μεμια σφιχτή αγκαλιά τη γυναίκα του και την κόρη του καικίνησε με όνειρα και ελπίδες για το νέο του ταξίδι.

Η Μυρτώ, ως εργαζόμενη μητέρα, κοίταζε να οργανώσειτη ζωή της βάσει των νέων δεδομένων, όταν μια Κυριακήπρωί χτύπησε απρόσμενα την πόρτα της ο Πάρης,συνοδεύοντας μια τροφαντή γυναίκα.

– Πάρη! Τι έκπληξη είναι αυτή! Πόσο χαίρομαι που σεβλέπω!

– Δεν ήρθα για εσένα, Μυρτώ. Ήρθα για τη Θεώνη. Ωςπνευματικός της πατέρας, έκρινα σκόπιμο να της φέρω μιαΑγγλίδα γκουβερνάντα να την προσέχει όσο εσύ θα λείπειςτα πρωινά στη δουλειά σου, είπε, κι εκείνη έμεινε προς

Page 497: h Korh Ths 8alassas

στιγμήν άφωνη.

Τότε ο Πάρης βρήκε την ευκαιρία να κάνει τις συστάσεις.

– Η κυρία Μάργκαρετ, η κυρία Μυρτώ.

– Nice to meet you! είπε η Αγγλίδα.

– How do you do? είπε η Μυρτώ, και μόλις κάθισαναντικριστά στο σαλόνι βουβάθηκαν.

– Πού είναι η Θεώνη; ρώτησε τότε ο Πάρης, και η Μυρτώ,που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα, τον κοίταξε περίεργα. Τοβλέμμα του ήταν θολό και τα μάτια του κομμένα. Για να μηντον αποκαρδιώσει τού είπε:

– Σε βλέπω μια χαρά. Το ενδιαφέρον σου για τη Θεώνη μεσυγκινεί ιδιαίτερα. Σ’ ευχαριστώ πολύ.

– Ας αφήσουμε τις αβρότητες και ας μπούμε στην ουσία.Το παιδί αυτό, το θεόσταλτο όπως το είπες κι εσύ, θέλω ναμεγαλώσει σαν πριγκίπισσα. Από εσένα είμαι σίγουρος πωςθα έχει πολλή αγάπη, γιατί σε γνωρίζω καλά. Από εμένα θαέχει μαζί με την αγάπη μου και την οικονομική ευχέρεια νασπουδάσει στα πιο φημισμένα σχολεία του κόσμου και νασυναναστραφεί με τους γόνους των σημαντικότερωνοικογενειών. Γι’ αυτό και από τώρα που είναι μικρή τής έφερατην κυρία από εδώ, που είναι μία από τις πιο καλές

Page 498: h Korh Ths 8alassas

γκουβερνάντες της Αγγλίας. Θα την προσέχει όσο λείπεις εσύστη δουλειά σαν τα μάτια της και, επιπλέον, θα της μάθει ναμιλάει την αγγλική γλώσσα σαν να είναι η μητρική της. Τηνελληνική, έτσι κι αλλιώς, θα τη μάθει οπωσδήποτε.

Πάνω στην ώρα, η Θεώνη, που ήταν μαθημένη στηναπόλυτη ησυχία, άκουσε τις ομιλίες στο σαλόνι και ξύπνησεκλαψουρίζοντας. Η Μυρτώ πετάχτηκε από τη θέση της και οΠάρης έτρεξε στο κατόπι της.

– Πάλι με κλάματα υποδέχεσαι το νονό σου, Θεώνη; είπεεκείνη πλησιάζοντας στην κούνια του παιδιού.

Την πήρε στην αγκαλιά της και η μικρή σταμάτησε νακλαίει, ενώ ο Πάρης τής έκανε χαρούλες και ζήτησε να τηνκρατήσει.

– Κούκλα μου, αγάπη μου, ζωή μου, ψιθύρισε τρυφερά στομωρό, και ο μελιστάλαχτος τόνος της φωνής του, όπως και ηχαρά που ζωγραφίστηκε στο χλομό του πρόσωπο, έκαναντόσο μεγάλη εντύπωση στη Μυρτώ, που του είπε:

– Σε ξετρέλανε κι εσένα όπως κι εμάς.

– Εμένα μ’ έχει ξετρελάνει πιο πολύ απ’ όλους, απάντησεεκείνος, και η Μυρτώ έσπασε το κεφάλι της να βρει γιατίχρησιμοποίησε τον υπερθετικό βαθμό όταν αναφέρθηκε στοάτομό του.

Page 499: h Korh Ths 8alassas

Την ίδια στιγμή εκείνος, με το βλέμμα πάντα στραμμένοστη Θεώνη, πρόσθεσε:

– Εσύ είσαι η τελευταία χαρά της ζωής μου και η πιομεγάλη.

Η Μυρτώ ταράχτηκε.

– Λοιπόν, όπως είπαμε, συνέχισε ο Πάρης. Η παραμάναθα μείνει εδώ κι εγώ θα τηλεφωνώ καθημερινά για ναμαθαίνω τα νέα της Θεώνης, είπε αποφασιστικά, σαν να ήτανο πατέρας της και να είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγοστη διαπαιδαγώγηση της μικρής.

Η Μυρτώ φούντωσε ολόκληρη.

«Με ποιο δικαίωμα ανακατεύεσαι στο μεγάλωμα τηςκόρης μου», πήγε να του πει, αλλά κόμπιασε, αποφεύγοντας,στην κατάσταση που ήταν εκείνος, να διαπληκτιστεί μαζί του,γι’ αυτό και διάλεξε τη διπλωματική οδό.

– Βλέπω πως πήρες το ρόλο σου ως πνευματικός πατέραςτης Θεώνης πολύ σοβαρά. Μπράβο σου! Είσαι αξιέπαινος. Ηιδέα σου να φέρεις μια τόσο καλή γκουβερνάντα για τηβαφτιστήρα σου είναι καταπληκτική και σ’ ευχαριστώ πολύπου πήρες μια τέτοια πρωτοβουλία. Όμως έχω την εντύπωσηπως βιάστηκες κάπως, Πάρη μου. Η Θεώνη έχει και πατέρακαι μητέρα, δε θα ’πρεπε πρώτα να πάρεις και τη σύμφωνη

Page 500: h Korh Ths 8alassas

γνώμη μας;

– Δεν έχω καιρό για χάσιμο, ήταν η απάντηση του καικίνησε βιαστικά να φύγει.

– Για το Θεό, πού πας έτσι βιαστικός; Θέλω ναμιλήσουμε. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε.

– Σου δήλωσα από την αρχή πως ήρθα μόνο για τηΘεώνη, απάντησε εκείνος ξερά και, ανοίγοντας τηνεξώπορτα, φάνηκε χαλκοκίτρινος, έτσι όπως τον χτύπησε τοφως.

Σκυφτός, βάδισε βιαστικά προς το αυτοκίνητο που τονπερίμενε στο σοκάκι. Ο οδηγός τού άνοιξε την πόρτα για ναπεράσει και μετά, βγάζοντας τις βαλίτσες της γκουβερνάνταςαπό το πορτμπαγκάζ, τις πήγε στο σπίτι της Μυρτώς και τιςάφησε στην είσοδο.

Η Μυρτώ θα ήθελε να πει και να κάνει πολλά, όμωςμπροστά στο τετελεσμένο γεγονός σκέφτηκε και τη θετικήπλευρά του πράγματος και συγκρατήθηκε. Η κυρίαΜάργκαρετ μπορεί πράγματι να ήταν μια καλή καισυνεργάσιμη γυναίκα. Έτσι κι αλλιώς, είχε ανάγκη από μιανταντά για να προσέχει τη Θεώνη τις ώρες που θα έλειπε στηδουλειά της.

Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει, κι από εκεί που απέφευγε

Page 501: h Korh Ths 8alassas

να την κοιτάξει τόση ώρα που ήταν καθισμένη στο σαλόνισαν μαρμαρωμένη, της απηύθυνε το λόγο με ένα αμυδρόχαμόγελο, λέγοντας:

– Welcome Mrs. Margaret. Come to show you your room.

Το δωμάτιο υπηρεσίας βρισκόταν στο ισόγειο, πλάι στηνκουζίνα, όμως η Μυρτώ εγκατέστησε την γκουβερνάντα σεμία από τις κρεβατοκάμαρες του πάνω ορόφου, που είχαν θέαστη θάλασσα.

Κοιτάζοντας από το παράθυρο τον ανοιχτό ορίζοντα, ταβαθυγάλαζα νερά και τους γλάρους που βουτούσαν για νααρπάξουν με το ράμφος τους κάποιο ψάρι, η κυρίαΜάργκαρετ χαμογέλασε.

– Τι ησυχία! Τι ηρεμία! Τι καθαρή ατμόσφαιρα! είπε στηγλώσσα της. Εδώ είναι Παράδεισος.

Μαθημένη από παιδιά, τη Θεώνη την αγκάλιασε μεστοργή και της πρόσφερε τις φροντίδες της με αφοσίωση.Εκείνη την πρώτη Κυριακή που εγκαταστάθηκε στοκαπετανόσπιτο του Νικολή και της Μυρτώς, αφούτακτοποίησε τα πράγματά της στην ντουλάπα, ζήτησε νακάνει ένα μπάνιο και μετά, πάνω από τα ρούχα της, φόρεσεμια κατάλευκη ποδιά και ανέλαβε υπηρεσία.

Στην ιεροτελεστία του μπάνιου της Θεώνης τον πρώτο

Page 502: h Korh Ths 8alassas

καιρό συμμετείχε και η Μυρτώ, όμως πολύ γρήγορα τηνεμπιστεύτηκε στην γκουβερνάντα, που ήταν εξαιρετικάέμπειρη κι έκανε άψογα τη δουλειά της.

– Τι αστέρι είναι αυτό που έφερες για τη Θεώνη! είπε στονΠάρη όταν της τηλεφώνησε για να μάθει τα νέα της μικρής,κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο ευχαριστημένος.

Όταν της ξανατηλεφώνησε, η Μυρτώ προσπάθησε να τουπει δυο λέξεις παραπάνω για την καθημερινότητά της, για τομοναδικό συναίσθημα της μητρότητας που την αξίωσε οΘεός να απολαύσει, όμως δεν τα κατάφερε. Τρεις κουβέντεςόλες κι όλες είχε πάντα η τηλεφωνική τους επικοινωνία.

– Τι κάνει η Θεώνη;

– Είναι πολύ καλά.

Η γραμμή έκλεινε, και η Μυρτώ έκανε σχέδια στο επόμενοτηλεφώνημα να έλεγε κάτι καινούριο, για να τραβούσεπερισσότερο το ενδιαφέρον του Πάρη και να παρέτεινε λιγάκιτο διάλογο.

– Τι κάνει η Θεώνη;

– Σήμερα μίλησε και είπε «μάμη».

Ο Πάρης, αυτή τη φορά, κράτησε λίγο ακόμα το

Page 503: h Korh Ths 8alassas

τηλέφωνο ανοιχτό.

– Ξεκαρδίζεται στα γέλια. «Μάμη» φωνάζει εμένα,«μάμη» και την γκουβερνάντα.

– Είναι έξυπνο παιδί, απάντησε ο Πάρης κι έκλεισε τηγραμμή.

Τα λογάκια της Θεώνης τα είπε η Μυρτώ και στον άντρατης, κι εκείνος γέλασε.

– Δε βλέπω την ώρα να έρθω να τη δω.

– Κάθε μέρα μεγαλώνει και αλλάζει. Έχει γίνειπανέμορφη. Το προσωπάκι της στρογγύλεψε και το μαλλάκιτης μάκρυνε κι έγινε πυρόξανθες μπούκλες. Το χρώμα τωνματιών της παρέμεινε, τελικά, βαθυγάλαζο. Περίμενε, θα σουστείλω τις τελευταίες φωτογραφίες της.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, και η Μυρτώ, με περίσσια χαρά,εκείνη τη χρονιά έντυσε το σπίτι στα γιορτινά του, στόλισε τοχριστουγεννιάτικο δέντρο και, για να ευχαριστήσει την κυρίαΜάργκαρετ, σκέφτηκε να της κάνει ένα καλό δώρο και να τηςδώσει και άδεια για να πάει να περάσει τις άγιες μέρες με τηνοικογένειά της.

Η Αγγλίδα τής είχε εμπιστευτεί πως ήταν χήρα με τρίαπαιδιά και πως για να τα σπουδάσει είχε αναγκαστεί να

Page 504: h Korh Ths 8alassas

ξενιτευτεί. Αν και ήταν από τη φύση της η κυρία Μάργκαρετεσωστρεφής χαρακτήρας και δεν της έπαιρνες κουβέντα γιατη ζωή της και για την οικογενειακή της κατάσταση, σεκάποια στιγμή που ήπιε ένα ποτηράκι κρασί με τη Μυρτώ, τηςείπε δυο κουβέντες παραπάνω. Ακούγοντας, όμως, τηγενναιόδωρη πρόταση της Μυρτώς, αντί να χαρεί, κούνησεαρνητικά το κεφάλι.

– Δε μου επιτρέπεται να λείψω προς το παρόν ούτε λεπτόμακριά από τη Θεώνη, είπε, και η Μυρτώ στράφηκε και τηνκοίταξε περίεργα.

«Τι λέει αυτή;» αναρωτήθηκε από μέσα της, νομίζονταςπως δεν κατάλαβε καλά τι εννοούσε. Μπορεί να μιλούσε μεευχέρεια την αγγλική γλώσσα, όμως δεν έπαυε να της είναιξένη, γι’ αυτό και είπε αργά και καθαρά στην γκουβερνάντα:

– Εξαιτίας των διακοπών των Χριστουγέννων, τα σχολείαείναι κλειστά, οπότε θα έχω όλη την άνεση να ασχοληθώ μετην κορούλα μου. Δε σε χρειάζομαι αυτές τις μέρες, γι’ αυτόμπορείς να πας στην Αγγλία να χαρείς τα παιδιά σου. Ταέξοδά σου θα τα αναλάβω εγώ.

Η παραμάνα την κοίταξε συνοφρυωμένη.

– Σας παρακαλώ, κυρία Μυρτώ, μη με φέρνετε σεδύσκολη θέση. Αυτή τη συμφωνία έχω κάνει με τον κύριο

Page 505: h Korh Ths 8alassas

Πάρη, που με πλήρωσε αδρά, και, καθώς καταλαβαίνετε, δενμπορώ να την παραβώ.

Η Μυρτώ έγινε κατακόκκινη σαν παπαρούνα. «Από πούκαι ως πού ο Πάρης απέκτησε τέτοια δικαιώματα στηνοικογένειά μου; Με το έτσι θέλω μού έμπασε στο σπίτινταντά και της έδωσε εντολή να μην κουνήσει ρούπι από τοπαιδί μου; Έλα Χριστέ και Παναγία! Τι άλλο θα κάνει οθεοπάλαβος!» σκέφτηκε με αγανάκτηση και την ίδια στιγμήθυμήθηκε το χαλκοκίτρινο χρώμα που είχε εκείνος τηντελευταία φορά που τον είδε και αναρίγησε.

Αν δεν είχε τα χάλια του, θα έμπαινε στο αεροπλάνο ναπάει στην Αθήνα, να τον βρει και να του τα ψάλει από τηνκαλή. Να του πει: «Σε διάλεξα για νονό της κόρης μου και όχιγια πατέρα της. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα ναανακατεύεσαι στην ανατροφή της;»

Όμως, εξαιτίας της αρρώστιας του, έδωσε και πάλι τόποστην οργή.

– Τι κάνει η Θεώνη; τη ρώτησε το βράδυ από τοτηλέφωνο, με μια βραχνή φωνή που έβγαινε με το ζόρι.

– Μεγαλώνει και θεριεύει, του απάντησε η Μυρτώ, κιεκείνος έκλεισε ευχαριστημένος τη γραμμή και της έστειλε γιατα Χριστούγεννα, μαζί μ’ ένα πανέμορφο φουστανάκι, και μια

Page 506: h Korh Ths 8alassas

Παναγιά μαλαματένια, να την κρεμάσουν στο κρεβατάκι τηςγια να τη φυλάει.

Οι γιορτές πέρασαν μαζί με την ονομαστική γιορτή τηςΘεώνης, που ήταν στις 5 του Γενάρη, παραμονή τωνΘεοφανίων. Δώρα και ευχές ήρθαν και πάλι από το νονό τηςκαι από τον πατέρα της, και σε λίγο που γιόρτασε τα πρώτατης γενέθλια έγινε το ίδιο.

Δύο άλμπουμ με τις καλύτερες φωτογραφίες της γέμισε ηΜυρτώ και τους έστειλε από ένα.

Ο Νικολής, έπειτα από λίγους μήνες που βγήκε και πάλιστη στεριά, την καμάρωσε από κοντά, την έζησε, την έπαιξε,τη χάρηκε, ενώ ο νονός της δε γεύτηκε αυτή τη

χαρά. Φαίνεται πως η κατάσταση της υγείαςτου είχε επιδεινωθεί και απέφυγε να έρθει στο νησί να τη δει.

Η Αγγλίδα γκουβερνάντα παρέμεινε κοντά τους άλλονενάμιση χρόνο. Στα τέλη του καλοκαιριού, βουρκωμένηαποχωρίστηκε τη Θεώνη, που την είχε κρατήσει στην αγκαλιάτης από επτά μηνών βρέφος και την άφηνε δυόμισι χρόνων.

– Να σας ζήσει να τη χαίρεστε, είπε στη Μυρτώ,προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Τώρα ήρθε ηώρα να γυρίσω κι εγώ στην πατρίδα μου. Το συμβόλαιο πουυπέγραψα με τον κύριο Πάρη ήταν μέχρι σήμερα. Ο Θεός να

Page 507: h Korh Ths 8alassas

τον έχει καλά. Μου έδωσε μια μεγάλη ευκαιρία! Με έβγαλεμια για πάντα από τη μιζέρια.

Η κυρία Μάργκαρετ άφησε πίσω της ένα μεγάλο κενό. ΗΘεώνη την είχε συνηθίσει και την αναζητούσε, ενώ η Μυρτώείχε μάθει στις άψογες υπηρεσίες της και μόνη της με τημικρή τα βρήκε δύσκολα. Πριν μπει στη διαδικασία ανεύρεσηςμιας καινούριας γκουβερνάντας, ο Πάρης τής έστειλε μιαΑγγλίδα παιδαγωγό, και ήρεμη πλέον βρήκε τους ρυθμούςτης.

Η Ρέιτσελ ήταν πολύ πιο νέα από τη Μάργκαρετ, δεν είχεοικογένεια και παιδιά και ήταν ομιλητική και πρόσχαρη.

– Ο αόρατος άνθρωπος (έτσι αποκαλούσε τον Πάρη, γιατίδεν τον είχε γνωρίσει από κοντά), μου έκανε μια πολύδελεαστική πρόταση και υπέγραψα συμβόλαιο να παραμείνωκοντά σας δύο χρόνια, είπε στη Μυρτώ.

– Παρόμοιο συμβόλαιο, καθώς φαίνεται, είχε υπογράψεικαι η προκάτοχός σου, της απάντησε εκείνη και της έδωσε τοίδιο δωμάτιο που είχε παραχωρήσει στη Μάργκαρετ.

Η Ρέιτσελ την ευχαρίστησε ευγενικά και την παρακάλεσενα μη διστάσει να της υποδείξει ό,τι κατά την άποψή της θαωφελούσε στην ανατροφή της Θεώνης.

– Είμαι πρόθυμη να προσφέρω στο παιδί αυτό τον

Page 508: h Korh Ths 8alassas

καλύτερό μου εαυτό. Αν κάτι από τη συμπεριφορά μου σαςενοχλεί, σας παρακαλώ να μου το επισημάνετε, για να τοδιορθώσω. Δε θέλω με τίποτα να δυσαρεστηθείτε από εμένακαι να διακινδυνεύσω να χάσω αυτή τη μοναδική ευκαιρίατης ζωής μου. Ο αόρατος άνθρωπος ήταν σαφής. Ησυμφωνία μας ισχύει αν και εφόσον όλα πάνε καλά, μέχρι τηλήξη της διετίας.

– Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά, της απάντησε ηΜυρτώ και της ευχήθηκε καλή διαμονή, ενώ από μέσα τηςσκέφτηκε πως η Μάργκαρετ και η Ρέιτσελ σίγουρα θαστοίχισαν στον κουμπάρο της μια περιουσία. «Στηνκατάστασή του, έτσι κι αλλιώς, καμιά αξία δεν έχουν ταχρήματα», είπε μετά με το νου της και τον συμπόνεσε πολύ.

– Για να μην εμφανίζεται στο νησί να δει τη βαφτιστήρατου, που της έχει τόσο μεγάλη αδυναμία, θα πει πως είναι στατελευταία του, σχολίασε στον Νικολή κάποια στιγμή και τονρώτησε αν είχε ακουστεί τίποτα για την υγεία του κουμπάρουτους.

– Κανείς δε γνωρίζει κάτι μετά βεβαιότητος, γυναίκα.Άλλοι εικάζουν πως έχει αποσυρθεί σε κάποιο εξωτικό νησίκαι άλλοι ότι είναι του θανατά στην έπαυλή του στην Εκάλη.

– Το δεύτερο μού φαίνεται το πιο πιθανό, απάντησε ηΜυρτώ στον άντρα της, κι εκείνος, αφού εξέφρασε τη βαθιά

Page 509: h Korh Ths 8alassas

λύπη του, γύρισε στα δικά του.

Page 510: h Korh Ths 8alassas

21 Το μοναχοκάραβο

ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ τον Νικολή τον είχε φάει η έννοιαμε το βαπόρι που είχε βάλει στο μάτι και ήθελε οπωσδήποτενα το αποκτήσει.

– Αυτό το γκαζάδικο είναι στα μέτρα μας, Μυρτώ. Έτσικαι μας κατεβάσουν λίγο ακόμα την τιμή, θα γίνει δικό μας.

– Να γίνει. Μακάρι, του απαντούσε εκείνη, που το είχεπάρει πια απόφαση ότι ο άντρας της δε θα μπορούσε ναμείνει στη στεριά, αλλά η αγοραπωλησία, δυστυχώς, έπαιρνεκάθε τόσο νέα αναβολή, καθώς ο πλοιοκτήτης που τοπουλούσε δε συμβιβαζόταν με την πρόταση του Νικολή στηντιμή.

Εκεί που τα παζάρια συνεχίζονταν, έπειτα από ένα χρόνο,εξαιτίας της κρίσης, βγήκαν αρκετά βαπόρια στο σφυρί, κι ένααπό αυτά το χτύπησε ο Νικολής σε δημοπρασία. Μόλιςκατοχυρώθηκε στο όνομά του και είδε το όνειρο της ζωής τουνα βγαίνει αληθινό, έτρεξε κατευθείαν να μοιραστεί τημεγάλη του χαρά με τη γυναίκα του.

– Μυρτώ, επιτέλους αποκτήσαμε το καράβι των ονείρων

Page 511: h Korh Ths 8alassas

μας, είπε με έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό και την αγκάλιασεσφιχτά.

– Καλοτάξιδο να είναι, ευχήθηκε εκείνη.

Τότε ο Νικολής, ρίχνοντας το βλέμμα του στιςφωτογραφίες της κόρης τους που δέσποζαν στο σαλόνι,δήλωσε μεγαλόφωνα:

– Το καράβι μας θα το βαφτίσω «Θεώνη». Θα του δώσωτο όνομα της κόρης μας, που είναι θεόσταλτη και καλότυχη.

Η Μυρτώ χαμογέλασε. Πάνω στην ώρα, η Θεώνη με τηνπαιδαγωγό της γύρισαν από το πάρκο και η μικρή έτρεξεχαρούμενη στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος τη σήκωσεψηλά και τη στριφογύρισε σαν την μπερλίνα.

– Το παρθενικό ταξίδι του καραβιού θα το κάνουμε όλοιπαρέα, είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, και η Θεώνη τον κοίταξεπαραξενεμένη.

– Πού θα μας πας, μπαμπά; ρώτησε.

– Ταξίδι μακρινό. Σε άλλες θάλασσες, σε άλλα μέρη.

Η κόρη του, χαρούμενη, του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο,και όταν καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, η Μυρτώ τού είπεχαμηλόφωνα:

Page 512: h Korh Ths 8alassas

– Μην ξεσηκώνεις τη μικρή άδικα. Είναι δύσκολα ταταξίδια με τα παιδιά.

– Θα πάρουμε και τη μις Ρέιτσελ μαζί να την προσέχει.Άλλωστε δε θα μείνετε στο καράβι για πολύ. Στο πρώτολιμάνι θα βγείτε και με το αεροπλάνο θα γυρίσετε πίσω. Πεςπως είμαι προληπτικός. Θέλω η Θεώνη μας να πατήσειπρώτη το ποδαράκι της στο μοναχοκάραβό μας.

– Αφού το θες τόσο πολύ, μπορούμε να σου χαλάσουμετο χατίρι;

– Σε όλη μου τη ζωή περίμενα τη μέρα που θα με αξίωνε οΘεός να καπετανέψω το δικό μου καράβι.

– Το ξέρω, αγαπημένε μου, και είμαι πολύ περήφανη γιαεσένα.

Μόλις ολοκληρώθηκαν τα τυπικά της αγοραπωλησίαςκαι το καράβι πήρε και στα χαρτιά το όνομα «Θεώνη»,μεταφέρθηκε στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για τιςαπαραίτητες επισκευές. Τα χρήματα, όμως, του Νικολή είχανήδη δαπανηθεί για την αγορά του πλοίου, οπότε για τιςεπισκευές του αναγκάστηκε να πάρει ένα δάνειο από τηντράπεζα, με ενέχυρο, βέβαια, το απόκτημά του. Στη συνέχεια,αφού έκανε μια έρευνα αγοράς, συνεργάστηκε μ’ έναναυλομεσίτη για να κλείσει τα φορτία και τους ναύλους.

Page 513: h Korh Ths 8alassas

Επέλεξε το πλήρωμα της αρεσκείας του και, όταν έπειτα απότρεις μήνες το «Θεώνη» έπεσε στη θάλασσα και ήτανπανέτοιμο για το παρθενικό του ταξίδι, κατέφθασε στονΠειραιά η οικογένειά του από το νησί.

Όλοι χαρούμενοι τη μέρα εκείνη, γιόρτασαν τηνκαθέλκυση του πλοίου. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί τούςτίμησαν με την παρουσία τους. Πλην του κουμπάρου τους.

Η Μυρτώ, αν και τα τηλεφωνήματά του είχαν αραιώσειτους τελευταίους μήνες, του έστειλε πρόσκληση,επισυνάπτοντας ένα ιδιόχειρο σημείωμα, που έγραφε: «Όσοκαι να μας αποφεύγεις, δεν έπαψες ούτε λεπτό να είσαι ο πιοσημαντικός άνθρωπος της ζωής μας. Σ’ αγαπάμε πολύ.Μακάρι να σε δούμε».

Ο Πάρης, μόλις το διάβασε, το τσαλάκωσε νευρικά κιέδωσε εντολή στην οικονόμο του να στείλει μια ανθοδέσμη.

Οι καλεσμένοι που παραβρέθηκαν στην τελετή τηςκαθέλκυσης, μετά τις ευλογίες του ιερέα, απόλαυσαν τουςπλούσιους μπουφέδες που στήθηκαν στο κατάστρωμα καιστη συνέχεια, αφού ευχήθηκαν ξανά να είναι καλοτάξιδο,αναχώρησαν.

Ο καπετάνιος με την οικογένειά του και το πλήρωμακοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ της μεγάλης χαράς στο πλοίο,

Page 514: h Korh Ths 8alassas

που με το ξημέρωμα σάλπαρε για το παρθενικό του ταξίδι μεπροορισμό τον Περσικό κόλπο και την Ιαπωνία.

Μόλις πέρασαν το Σούνιο και ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ηΜυρτώ με τη Θεώνη και τη μις Ρέιτσελ άρχισαν να μετρούν τανησιά που ξεπρόβαλλαν μπροστά στα μάτια τους, όμως ήταντόσα πολλά, που γρήγορα έχασαν το λογαριασμό.

Ο Νικολής στη γέφυρα, τρισευτυχισμένος, έδινε τιςοδηγίες του στο πλήρωμα και η γυναίκα του τον κοίταζε μεκαμάρι. Ταξίδευαν με πορεία προς το αιγυπτιακό λιμάνι τουΠορτ Σάιντ.

Κάποια στιγμή, η Θεώνη πλησίασε τον πατέρα της κιεκείνος της χάιδεψε το κεφαλάκι και τη ρώτησε:

– Σου αρέσει το πλοίο μας;

– Είναι πολύ ωραίο, μπαμπά. Όμως εμένα μου αρέσει τοταξίδι.

– Έχεις πολλές ώρες ακόμα για να το χορτάσεις. Μίαμέρα και μία νύχτα θα ταξιδεύουμε ακόμα μαζί και μετά...

– Τι θα κάνουμε μετά;

– Όταν φτάσουμε στο πρώτο λιμάνι θα αποχαιρετιστούμε.Εσείς θα γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα κι εγώ θα συνεχίσω να

Page 515: h Korh Ths 8alassas

ταξιδεύω, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, είπε ο Νικολής, κιενώ η Θεώνη, που ήταν μόλις τρεισήμισι χρόνων, τον άκουγεμέχρι εκείνη τη στιγμή με προσοχή, ξαφνικά έβαλε τακλάματα.

– Τι έχεις, κοριτσάκι μου; Τι έπαθες;

– Δε θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω μαζί σου.

– Δε γίνεται, κούκλα μου, πετάχτηκε τότε και είπε η Μυρτώκαι την άρπαξε στην αγκαλιά της. Εμείς θα πάμε στο νησίμας, στο σπίτι μας.

Η Θεώνη δεν καταλάβαινε τίποτα.

– Θέλω να πάω με τον μπαμπά! φώναξε μέσα από τααναφιλητά της, και η μητέρα της, για να την ησυχάσει, τηςείπε:

– Ας φτάσουμε πρώτα με το καλό στο πρώτο λιμάνι καιμετά βλέπουμε.

Η μις Ρέιτσελ, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ελληνικά,άκουσε την απάντηση που έδωσε η Μυρτώ στην κόρη της καικούνησε το κεφάλι. «Κρίμα, και είναι δασκάλα σε σχολείο»,σκέφτηκε. «Ξέχασε πως με τα παιδιά εμείς οι μεγάλοι πρέπεινα είμαστε ξεκάθαροι. Το “ναι” μας πρέπει να είναι “ναι” καιτο “όχι” “όχι”. Αφού είναι αποφασισμένο να κατεβούμε στο

Page 516: h Korh Ths 8alassas

Πορτ Σάιντ, δεν έπρεπε να δώσει ελπίδες στη μικρή».

Όταν το απομεσήμερο της άλλης μέρας ο Νικολής έδεσετο καράβι του στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ, η κόρη του τουσπάραξε την ψυχή με το κλάμα της.

– Δεν πάω πουθενά, θέλω τον μπαμπά.

Τότε εκείνος πήρε την απόφαση να κρατήσει τις γυναίκεςκάποιες ώρες ακόμα στο καράβι και να τις βγάλει μετά τηδιώρυγα του Σουέζ, στο λιμάνι του Σουέζ. Η γυναίκα του τονκοίταξε σκεφτική.

– Και τι θα κάνουμε στο Σουέζ;

– Θα πάτε οδικώς μέχρι το Κάιρο και από εκεί θα πάρετετο αεροπλάνο για την Ελλάδα.

– Θα ταλαιπωρηθούμε μέσα στην Αίγυπτο με τέτοιααποπνικτική ζέστη. Αν είναι να περάσουμε τη διώρυγα,καλύτερα να περάσουμε και την Ερυθρά θάλασσα και να μαςαφήσεις στο Ντουμπάι, στον πολιτισμό, είπε η Μυρτώ, και οάντρας της χαμογέλασε.

– Δεν έχεις άδικο. Είναι ευκαιρία, μια που μπήκατε σε αυτήτην περιπέτεια, να γνωρίσετε από κοντά πώς ένα ψαροχώριτης ερήμου μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια με ταπετροδολάρια σε στολίδι της Ανατολής.

Page 517: h Korh Ths 8alassas

– Οι πιο σπουδαίοι αρχιτέκτονες του κόσμου έχουνμεγαλουργήσει εκεί. Είδα ένα σχετικό ντοκιμαντέρ στηντηλεόραση και εντυπωσιάστηκα.

– Ωραία, λοιπόν, το ταξίδι μας συνεχίζεται, είπε ο Νικολήςστην κόρη του, κι εκείνη, ενθουσιασμένη, έπεσε στην αγκαλιάτου.

– Αυτή τη φορά σού έκανα το χατίρι, όμως να ξέρεις πωςστο Ντουμπάι θα κατεβείτε οπωσδήποτε. Δε θέλω άλλακλάματα και γκρίνιες, αρκετά.

Η Θεώνη σούφρωσε τα χειλάκια της και κούνησε με νάζικαταφατικά το κεφάλι.

Μόλις ήρθε η σειρά τους να μπουν στη διώρυγα, οΝικολής στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα του που στεκότανστη γέφυρα πλάι του.

– Πώς σου φαίνεται το κανάλι; τη ρώτησε, και η Μυρτώχαμογέλασε.

– Έχω την αίσθηση πως το καράβι μας βγήκε στη στεριά,είπε κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά την έρημη γη.

– Η διώρυγα του Σουέζ είναι η μεγαλύτερη του κόσμου.

– Το ξέρω.

Page 518: h Korh Ths 8alassas

– Έχει μήκος 168 χιλιόμετρα και, αν προσθέσουμε και τααγκυροβόλια, καθώς και το μήκος της ενδιάμεσης λίμνης,φτάνει τα 190 χιλιόμετρα.

– Τόσες φορές που την έχεις περάσει, την έχεις μάθειαπέξω κι ανακατωτά.

– Το μεγαλύτερο πλάτος της σε ορισμένα σημεία φτάνειτα 160 με 200 μέτρα και το βάθος της είναι 11 μέτρα και 60εκατοστά ακριβώς.

– Μου αρέσει η λεπτομέρεια, Νικολή, απάντησε η Μυρτώεύθυμα.

– Εγώ φταίω που σου τα εξηγώ όλα, σχολίασε εκείνος, καιη Μυρτώ, έτσι όπως ήταν χαλαρή και χαρούμενη, τοναγκάλιασε και τον φίλησε μπροστά στον αξιωματικόυπηρεσίας και τον τιμονιέρη.

– Να έρθει η ώρα να σας αφήσω στο Ντουμπάι, γιατί μ’εσάς, μάνα και κόρη, κοντεύω να χάσω κάθε σεβασμό στοπρόσωπό μου από το πλήρωμα.

Η Μυρτώ μαζεύτηκε ξαφνικά.

– Έχεις δίκιο, είπε και άφησε τον άντρα της στην ησυχίατου, να κάνει τη δουλειά του.

Page 519: h Korh Ths 8alassas

Η μονότονη πλεύση κούρασε τη Θεώνη και τηνπαιδαγωγό της, που βαρέθηκαν να βλέπουν τόσες ώρες τοίδιο τοπίο, και, αφού έπαιξαν για λίγο με τους κύβους, τοέριξαν και οι δύο στον ύπνο. Αυτό έκανε και η Μυρτώ.

Μόλις το καράβι πέρασε τη διώρυγα και βγήκαν έπειτααπό δώδεκα ολόκληρες ώρες στον Κόλπο του Σουέζ,αμέσως το κατάλαβαν από τον κλυδωνισμό και ξύπνησαναπότομα.

– Βγήκαμε στην Ερυθρά θάλασσα, είπε τότε η Μυρτώ και,ρίχνοντας το βλέμμα της έξω από το φινιστρίνι, είδε στο φωςτης καινούριας μέρας εκατομμύρια ερυθρωπά ζωόφυτα ναεπιπλέουν στην επιφάνεια και το πρωτοφανές θέαμα τράβηξετην προσοχή της. Να γιατί τη θάλασσα αυτή τη λένε Ερυθρά,είπε στην κόρη της, που κούρνιασε στην αγκαλιά της καικοίταζε κι εκείνη.

Πάνω στην ώρα μπήκε στην καμπίνα ο Νικολής, που ήτανστο πόδι από πολύ νωρίς, και καθώς κάθισε για λίγο ναξαποστάσει, τους είπε δυο λόγια για τις ιδιομορφίες τηςθαλάσσιας αυτής περιοχής.

– Οι ακτές της είναι χαμηλές και αμμώδεις. Ο βυθός της,όμως, είναι απότομος και ακανόνιστος και σε πάρα πολλάσημεία πολύ επικίνδυνος εξαιτίας των κοραλλιογενώνυφάλων. Αυτά, βέβαια, εσάς δε σας ενδιαφέρουν, όμως θέλω

Page 520: h Korh Ths 8alassas

να ξέρετε πως, όσο κατηφορίζουμε, υπάρχει περίπτωση ναμας τύχουν δυνατοί άνεμοι, οι γνωστοί μουσώνες. Τότε τοπλοίο θα κουνιέται αρκετά, γι’ αυτό και δε θα μετακινηθείτεαπό την καμπίνα, τους συνέστησε για να έχει το κεφάλι τουήσυχο.

Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες ταξίδευαν κατά μήκος τηςΕρυθράς, και ευτυχώς δε συνάντησαν στη ρότα τουςμουσώνες.

– Είμαστε τυχεροί, είπε η Μυρτώ, καθώς το καράβι άφηνετην Ερυθρά θάλασσα κι έπλεε ολοταχώς προς τον Κόλποτου Άντεν, που βρίσκεται ανάμεσα στις νότιες ακτές τηςΑραβίας και τη Σομαλία. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, το πρωινόαεράκι φυσούσε απαλά, όμως οι υψηλές θερμοκρασίες, μαζίμε την υγρασία, το έκαναν να φτάνει στα πρόσωπα καυτό καινα κόβει την ανάσα.

– Μη βγαίνετε στο κατάστρωμα. Είναι καλύτερα να μείνετεμέσα που λειτουργεί ο κλιματισμός, είπε ο Νικολής στηγυναίκα του, κι ενώ έπαιρναν με την ησυχία τους το πρωινότους στην τραπεζαρία και κοίταζαν από τα φινιστρίνια τοναπέραντο Ινδικό ωκεανό που απλωνόταν στο βάθος, είδανδύο μικρά ταχύπλοα σκάφη. Και όσο τα έβλεπαν ναπλησιάζουν, άρχισαν να μετρούν τους επιβαίνοντες σ’ αυτά.

Ξαφνικά, ενώ τους κοίταζαν αμέριμνοι, οι άνθρωποι αυτοί,

Page 521: h Korh Ths 8alassas

φτάνοντας στα εκατό μέτρα από το καράβι, άρχισαν να τοπυροβολούν και να το γαζώνουν με Καλάσνικοφ καιρουκέτες.

– Παναγία μου, πειρατές! φώναξε η Μυρτώ, αρπάζονταςτη Θεώνη στην αγκαλιά της.

– Oh mighty God! φώναξε η Ρέιτσελ και κρύφτηκε κάτωαπό το τραπέζι, ενώ οι πειρατές ζύγωναν.

Ο Νικολής, στη γέφυρα, από τη μια φώναζε από ταμεγάφωνα στους άντρες του πληρώματός του να καλυφθούνκαι από την άλλη φώναζε στη γυναίκα του να κρατήσει τηνψυχραιμία της.

Μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν όλοι τη ζωή τους,εκείνος αναγκάστηκε να σταματήσει το βαπόρι. Τότε οιπειρατές ανέβηκαν πάνω και από εκεί και πέρα άρχισε ημεγάλη περιπέτειά τους.

«Χριστέ μου, ποιο κακό μάτι μάς βάσκανε;» αναρωτήθηκεη Μυρτώ κι έκανε το σταυρό της, μην μπορώντας να πιστέψειαυτό που ζούσε. «Μέσα σε λίγα λεπτά περάσαμε από τηνευτυχία στη δυστυχία. Πώς είναι δυνατό, Παναγία μου, ναμας συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μακάρι να είναι κακό όνειρο.Μακάρι να είναι εφιάλτης», είπε με το νου της, τη στιγμή πουτα ποδοβολητά και οι φωνές των πειρατών αντηχούσαν στα

Page 522: h Korh Ths 8alassas

αφτιά της.

Η Θεώνη, γραπωμένη πάνω της, δεν έβγαζε άχνα, ενώ ηΡέιτσελ καταριόταν τη μοίρα της.

– Ο αόρατος άνθρωπος θα κάνει το θαύμα του. Θα μαςσώσει, είπε σε μια στιγμή, και η Μυρτώ στύλωσε το βλέμμαπάνω της. He is a strong man. He is a real strong man,πρόσθεσε η άλλη μέσ’ από τα δόντια της.

Εκείνη την ώρα οι πειρατές μπήκαν στην τραπεζαρία καιυπό την απειλή των όπλων τις οδήγησαν πάνω στη γέφυρα,όπου είχαν συγκεντρώσει όλο το πλήρωμα. Δεκατέσσεριςήταν αυτοί, δεκατέσσερα και τα μέλη του πληρώματος.

Αφού τους έδεσαν όλους χειροπόδαρα, είπαν στονκαπετάνιο:

– Τώρα θα πάμε στη Σομαλία και, αν πληρώσουν οιπλοιοκτήτες 15 εκατομμύρια δολάρια, θα σας αφήσουμεόλους ελεύθερους.

Ο Νικολής, χωρίς να τους αποκαλύψει πως εκείνος ήταν οπλοιοκτήτης και δεν είχε στην τράπεζα ούτε ένα τσακιστόδολάριο, τους κοίταξε με αγέρωχο βλέμμα και απαίτησε νααφήσουν πρώτα ελεύθερη τη γυναίκα του, την κόρη του καιτη δασκάλα της.

Page 523: h Korh Ths 8alassas

– Καθώς καταλαβαίνετε, οι γυναίκες δεν έχουν καμιάδουλειά ανάμεσα στους άντρες, σχολίασε, και οι πειρατές,αφού αντάλλαξαν δυο τρεις λέξεις αναμεταξύ τους, έριξαν τοφθονερό βλέμμα τους στη Μυρτώ, τη Θεώνη και τη Ρέιτσελ.

Τότε ο ένας από αυτούς, που μιλούσε κάτι ψευτοαγγλικά,έσκασε ένα χαμόγελο, αφήνοντας να φανούν τα σάπιαδόντια του, και, δείχνοντας με το δάχτυλο τη Ρέιτσελ και τηΘεώνη, είπε:

– Αυτές οι δύο θα μείνουν. Η άλλη, η μάνα, να φύγει.

Η Θεώνη, που δεν καταλάβαινε όλο αυτό το θέατρο τουπαραλόγου που αντίκριζαν τα αθώα ματάκια της, καθώς ήτανσφιγμένη στην αγκαλιά της μάνας της άρχισε να κλαίει μ’ ένασπαραξικάρδιο κλάμα.

– Όχι! φώναξε τότε ο Νικολής. Απαγορεύεται να χωρίσετετη μάνα από το παιδί της.

Οι πειρατές έσκασαν στα γέλια και του έκλεισαν το στόμαμε μια μπουνιά.

– Η μάνα θα πάει να μας φέρει τα λεφτά. Όσο θα ξέρει ότιτο παιδί της βρίσκεται στα χέρια μας, σίγουρα θα βρει ταλεφτά που ζητάμε για να το πάρει πίσω. Φαίνεται καλή μάνα,είπε αυτός με τα σάπια δόντια, και όλοι οι άλλοι, πουσυνέχιζαν να σημαδεύουν το πλήρωμα, γέλασαν ξανά.

Page 524: h Korh Ths 8alassas

– Χωρίς την κόρη μου δεν πάω πουθενά! φώναξε τότε ηΜυρτώ, και ο πειρατής που είχε αναλάβει τις συνεννοήσεις τηχτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο κεφάλι και τηνέριξε ημιλιπόθυμη στο δάπεδο της γέφυρας.

Ο Νικολής, σαν το λιοντάρι στο κλουβί, ούρλιαξεαγριεμένος, όμως δεμένος χειροπόδαρα όπως ήταν, δενμπόρεσε να προσφέρει στη γυναίκα του καμία βοήθεια.

– Τώρα θα πάμε στη Σομαλία, είπε ο πειρατής και,κοιτάζοντας για μία φορά ακόμα τη Μυρτώ, της έδωσε μιακλοτσιά στο γοφό, προσθέτοντας: Άμα θες να φανείςχρήσιμη, σήκω και φύγε τώρα αμέσως. Αλλιώς θα σεπετάξουμε στη θάλασσα, να σε φάνε οι καρχαρίες.

Η Μυρτώ, μέσα στην παραζάλη της, είδε πως δενμπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, κι έτσι, σηκώνοντας τα χέριαψηλά, ακολούθησε τον πειρατή. Εκείνος με αγριάδα, αφού τηδιέταξε να πάρει την τσάντα της με το κινητό της τηλέφωνο,το διαβατήριό της, λίγα δολάρια και τις πιστωτικές τηςκάρτες, την πήγε με το ταχύπλοο μέχρι τις ακτές της Υεμένηςκαι την άφησε, ευτυχώς, σε μια κατοικημένη περιοχή, κοντάστο Άντεν.

Στο μεταξύ, οι άλλοι πειρατές της συμμορίας οδήγησαντο καράβι του Νικολή σ’ έναν απόμερο όρμο της Σομαλίας,όπου τους περίμεναν άλλα είκοσι τέρατα. Όλοι μαύροι και

Page 525: h Korh Ths 8alassas

ξερακιανοί, με πόδια σαν καλάμια και ένα θανατηφόροβλέμμα.

Αυτοί έλυσαν τα δεσμά του Νικολή και τον υποχρέωσαννα ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Το περιεχόμενο, ως φαίνεται,δεν τους ικανοποίησε και τον σακάτεψαν στο ξύλο, πριν τονδέσουν και πάλι χειροπόδαρα και τον πετάξουν στη γέφυρα

μαζί με όλους τους άλλους. Στη συνέχεια επιδόθηκαν στο πλιάτσικο του πλοίου, αδειάζοντας τις αποθήκες

και τα ψυγεία από τα τρόφιμα, και αφού έκλεψαν ταπορτοφόλια και τα προσωπικά είδη του πληρώματος,άρχισαν να μασουλούν ένα χόρτο και σαν αφιονισμένοι ναχοροπηδούν και να τσακώνονται μεταξύ τους.

Ο Νικολής και οι άντρες του ζούσαν τη φρίκη τηςΚόλασης, με ανυπόφορα υψηλές θερμοκρασίες και τουςσατανάδες να τους χαστουκίζουν, να τους κλοτσούν, να τουςφτύνουν και μετά να γρονθοκοπιούνται αναμεταξύ τους, νασπάζουν τις μύτες τους και να αιμορραγούν. Μέσα σε έναβράδυ, η γέφυρα βρομοκοπούσε ξεραμένα αίματα, ιδρώτα καιβρομερά χνότα.

Η Ρέιτσελ με τη Θεώνη, ευτυχώς, έτυχαν καλύτερηςμεταχείρισης. Οι πειρατές τις κλείδωσαν στην καμπίνα τουκαπετάνιου, τους έδωσαν νερό και από μια κούπα ρύζι και τηνάλλη μέρα έφεραν ένα τηλέφωνο και διέταξαν τη Ρέιτσελ νατηλεφωνήσει στη μητέρα του παιδιού και να το βάλει να της

Page 526: h Korh Ths 8alassas

μιλήσει.

Η Μυρτώ, αφού πέρασε των παθών της τον τάραχο,κατάφερε, τελικά, από το Άντεν να επιβιβαστεί σε ένααεροπλάνο και, μέσω Τζέντα, έφτασε την άλλη μέρα στηνΑθήνα.

Με τον τρόμο ζωγραφισμένο ακόμα στα μάτιααποβιβάστηκε στο Ελληνικό και ενεργοποίησε το τηλέφωνότης. Τότε το άκουσε να χτυπάει και την έπιασε τρέμουλο.

– Εμπρός, απάντησε γεμάτη αγωνία, μα μόλις άκουσε απότην άλλη άκρη της γραμμής την κόρη της να φωνάζει «μάμη,μάμη», φωτίστηκε ολόκληρη. Θεώνη μου, αγάπη μου, είναιένα κακό όνειρο και θα περάσει. Σε λίγο θα είμαι κοντά σας,πρόλαβε να πει πριν κλείσει η γραμμή.

Οι πειρατές είχαν υπολογίσει πότε ακριβώς θα έφτανε ηΜυρτώ από την Υεμένη στην Αθήνα. Μπορεί και να είχανβάλει ανθρώπους τους να την παρακολουθούν. Γιατί μέχρι ναβγει από το αεροδρόμιο, το τηλέφωνό της χτύπησε ξανά.

– Κοίτα να βρεις 15 εκατομμύρια δολάρια, αλλιώς δενπρόκειται να ξαναδείς ζωντανούς την κόρη σου και τον άντρασου, άκουσε μια φωνή να της λέει στα αγγλικά.

Page 527: h Korh Ths 8alassas

22 Η πιο μεγάλη ώρα

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΟΝΤΑΣ όση δύναμη της είχε απομείνει, ηΜυρτώ προχώρησε με βήμα γοργό προς την έξοδο τουαεροδρομίου.

Μόλις τη φύσηξε ο αέρας της πατρίδας, πήρε, θαρρείς,κουράγιο και, μπαίνοντας σ’ ένα ταξί, η φωνή της ακούστηκεδυνατή και καθαρή.

– Στην Εκάλη, παρακαλώ, είπε στον οδηγό και,ψαχουλεύοντας στην τσάντα της, βρήκε την κάρτα με τηδιεύθυνση του κουμπάρου της.

Τόσα χρόνια που έμενε ο Πάρης στην Εκάλη, πρώτη φοράπήγαινε να τον επισκεφτεί εκεί.

Καθώς το ταξί διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας, οοδηγός άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούσει τα νέα, και η πρώτηείδηση έκανε τη Μυρτώ να βγάλει μια άναρθρη κραυγή και νατον ξαφνιάσει.

– Τι πάθατε; Τι έγινε; ρώτησε ο άνθρωπος, κοιτάζοντάςτην από τον καθρέφτη.

Page 528: h Korh Ths 8alassas

– Τίποτα, τίποτα, μουρμούρισε εκείνη χλομιάζοντας.

«Το ελληνικών συμφερόντων δεξαμενόπλοιο “Θεώνη”καταλήφθηκε στον Κόλπο του Άντεν από Σομαλούςπειρατές. Άγνωστη παραμένει η τύχη των δεκατεσσάρωνΕλλήνων ναυτικών του πληρώματος, του καπετάνιου ΝικολήΜαρκάκη, όπως και της γυναίκας του, της κόρης του και τηςΑγγλίδας παιδαγωγού που τους συνόδευε». Η φωνή τουεκφωνητή συνέχισε να μεταδίδει τις άλλες ειδήσεις κι έπειτααπό ένα σύντομο μουσικό διάλειμμα ακολούθησε η μαρτυρίαενός πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού που είχε πέσει κιαυτός πρόσφατα θύμα πειρατείας από Σομαλούς πειρατές.

– Στη Σομαλία δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει τίποτα. Γι’αυτό και οι πειρατές έχουν αποθρασυνθεί τελείως. Οιπερισσότεροι είναι από είκοσι μέχρι τριάντα χρόνων καιδιαθέτουν ταχύπλοα σκάφη, όπλα, ρουκέτες και πιστόλια.Καταλαμβάνουν εξ εφόδου τα καράβια. Μόλις πλησιάζουντα πολεμικά πλοία, απειλούν να σκοτώσουν τους ομήρους.Για να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση,αναγκάζουν τους καπετάνιους να συμμετέχουν σε άλλεςπειρατείες. Με το πιστόλι στον κρόταφο με υποχρέωσαν,εμένα προσωπικά με το βαπόρι μου, να ρίξω ένα άλλο στα

δίχτυα τους. Γι’ αυτό και τα πολεμικά πλοίαδυσκολεύονται να τους εντοπίσουν εγκαίρως και να τουςδιαλύσουν. Δε γνωρίζουν ότι κάποια πλοία που βρίσκονταιυπό κατάληψη διαπράττουν πειρατείες. Η ακτή της Σομαλίας

Page 529: h Korh Ths 8alassas

έχει μήκος 2.000 μίλια και είναι πολύ δύσκολο ναπεριφρουρηθεί. Μόνο με πόλεμο μπορεί να λυθεί τοπρόβλημα, είπε ο πλοίαρχος, και η δημοσιογράφος τουσταθμού τον ρώτησε:

– Μήπως θα μπορούσατε να μας πείτε δυο λόγια και γιατη μέρα της απελευθέρωσής σας;

– Πολύ ευχαρίστως. Κάποια στιγμή, έπειτα από παζάρια, ηπλοιοκτήτρια εταιρεία ήρθε σε συμφωνία με τους πειρατές ναπληρώσει το ένα τέταρτο των αρχικών τους απαιτήσεων. Τα20 εκατομμύρια δολάρια έγιναν πέντε. Όμως και πάλι ήτανένα αστρονομικό ποσό. Κατά τις υποδείξεις των πειρατών, οιυπεύθυνοι της εταιρείας τα έβαλαν σε δύο πλαστικούςσάκους και μ’ ένα αεροπλανάκι τα μετέφεραν πάνω από τολημέρι των πειρατών και τα έριξαν στη θάλασσα. Οι πειρατές,μόλις μάζεψαν τους σάκους, τους άδειασαν στην αμμουδιάκαι, χορεύοντας πάνω στα δολάρια όπως γίνεται στις ταινίες,έκαναν επιτόπου τη μοιρασιά και, ικανοποιημένοι από τημεγάλη επιτυχία τους, μας άφησαν ελεύθερους.

– Βρε τα παλιοκαφούρια, τα κατάφεραν! είπε ο ταξιτζήςμόλις τέλειωσε η μαρτυρία του πλοιάρχου και, γυρίζοντας τοκουμπί του ραδιοφώνου, διάλεξε ένα σταθμό με μουσική. Δεβαριέσαι, ποιος ξέρει πόσοι σκοτώνονται στη Γη την ώρα πουμιλάμε..., όπως λέει το τραγούδι του Χατζή, σχολίασε μετάκαι, φτάνοντας πλέον έξω από την έπαυλη του Πάρη, που

Page 530: h Korh Ths 8alassas

θύμιζε ανάκτορο, μουρμούρισε: Αυτά έχει η ζωή. Άλλοιγεννιούνται στα ψηλά κι άλλοι στα χαμηλά. Και παίρνονταςτην αμοιβή του μετά μουσικής, έφυγε ολοταχώς για τηνεπόμενη κούρσα.

Η Μυρτώ στάθηκε έξω από την έπαυλη και, βλέποντας ταπαραθυρόφυλλα κλειστά, αναρίγησε.

«Αν απουσιάζει ο Πάρης ή αν, ακόμα χειρότερα, έχειαποδημήσει εις Κύριον, είμαστε και εμείς χαμένοι», σκέφτηκεκαι την έπιασε τρέμουλο. Ο Πάρης ήταν η μόνη της ελπίδα.Οι πειρατές δε γνώριζαν πως το καράβι ανήκε στον άντρα της,ούτε και ότι είχε ξετιναχτεί οικονομικά για να το αποκτήσει.Όμως και να τους το έλεγαν, δεν υπήρχε περίπτωση να τουςπίστευαν. Θα τους εξόργιζαν περισσότερο και πολύ πιθανό νατους πετούσαν στη θάλασσα μια ώρα αρχύτερα.

Βέβαια, αφού το καράβι ήταν υπό ελληνική σημαία, ηΜυρτώ είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια τηςελληνικής πολιτείας. Όμως οι πειρατές ήθελαν λύτρα, δενήθελαν λόγια. Η ελληνική πολιτεία μόνο διά τηςδιπλωματικής οδού θα προσπαθούσε να βρει κάποια λύση. Ηυπόθεση θα τραβούσε σε μάκρος και οι όμηροι, μέρα τη μέρα,θα έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο από τα όπλα τωνπειρατών.

– Θεέ μου, λυπήσου μας! μονολόγησε η Μυρτώ. Κάνε το

Page 531: h Korh Ths 8alassas

θαύμα σου. Κάνε να ξαναδώ την κόρη μου και τον άντρα μου.Κάνε να είναι ο Πάρης ζωντανός.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, χτύπησε το κουδούνι.

– Τι ζητάτε; τη ρώτησε μια γυναικεία φωνή από τηθυροτηλεόραση.

– Τον κουμπάρο μου. Τον κύριο Πάρη, απάντησε και,κομπιάζοντας από την ταραχή, πρόσθεσε με κόπο: Είμαι ηΜυρτώ Μαρκάκη.

– Περιμένετε, παρακαλώ, της είπε η ίδια φωνή, και ηΜυρτώ αναθάρρησε. Για να της πει να περιμένει, σήμαινε πωςο Πάρης ήταν στο σπίτι.

Έπειτα από λίγο, ο θυρωρός έσπευσε να της ανοίξει τηνπόρτα και η οικονόμος την πέρασε στο σαλόνι.

– Ο κύριος Πάρης δεν είναι καλά, της είπε και την ίδιαστιγμή παρουσιάστηκε μια νοσοκόμα και την οδήγησε στηνκάμαρά του.

Μόλις η Μυρτώ αντίκρισε τον Πάρη στο κρεβάτι,κοκάλωσε. «Αυτός δεν είναι ο κουμπάρος μου. Είναι η σκιάτου εαυτού του», είπε από μέσα της, αλλά προσπάθησε να μηδείξει την ταραχή της.

Page 532: h Korh Ths 8alassas

– Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ, ψέλλισε και με τρεμάμενηφωνή πρόσθεσε: Μας βρήκε μεγάλη συμφορά.

– Το ξέρω, τα έμαθα όλα. Βουίζουν τα ραδιόφωνα απόχτες. Πού είναι η Θεώνη; Πού είναι η κόρη μας, Μυρτώ; Μημου πεις πως την κράτησαν οι πειρατές;

Η Μυρτώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι κι αμέσωςσκέφτηκε:

«Τον καημένο, του σάλεψε από την αρρώστια και λέει τηΘεώνη κόρη του». Βουρκωμένη, άγγιξε απαλά τααποστεωμένα χέρια του και τον κοίταξε στα μάτια.

– Η βαφτιστήρα σου κινδυνεύει και οι πειρατές ζητούνπολλά λύτρα για να την απελευθερώσουν, του είπε.

Τα θολά μάτια του, που λες και στέκονταν με το ζόρι στιςκόχες, γέμισαν δάκρυα.

– Θα δώσω όσα όσα για να γλιτώσω το παιδί μου. Δεφτάνει που λιώνω τόσα χρόνια με τον καρκίνο, ήρθε και ηαπαγωγή της Θεώνης μας, για να μου δώσει τη χαριστικήβολή. Έχω δώσει ήδη εντολή στον τραπεζίτη μου να έρθει σεσυνεννόηση με τους πειρατές.

– Ζητούν 15 εκατομμύρια δολάρια.

Page 533: h Korh Ths 8alassas

– Η κόρη μας έχει ανεκτίμητη αξία, Μυρτώ, είπε.

Κι εκείνη, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει κατάματα,απάντησε:

– Οι πειρατές με άφησαν ελεύθερη μόνο και μόνο για νατους εξασφαλίσω τα λύτρα.

– Έτσι κι αλλιώς, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσίαμου και όσα χρήματα έχω στην τράπεζα, τα προορίζω για τηΘεώνη. Εσύ θα τα διαχειριστείς μέχρι την ενηλικίωσή της,ψέλλισε αργά και, επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις τού είχαναπομείνει, κατάφερε να υπογράψει μια ανοιχτή επιταγή στοόνομα της Μυρτώς.

Τότε εκείνη, συγκινημένη, έσκυψε να τον φιλήσει στομέτωπο, και ο Πάρης, καθώς την κοίταζε βουρκωμένος,έγειρε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα.Μαζί του άρχισε να κλαίει και η Μυρτώ και, όπως τονκρατούσε στον κόρφο της, τον άκουσε να λέει μέσα από τααναφιλητά του:

– Σ’ αγάπησα περισσότερο και από τη ζωή μου. Σεδιεκδίκησα με όλη τη δύναμή μου. Όταν είδα να τελειώνει ηζωή μου και να σε χάνω για πάντα, δεν το άντεξα καισκέφτηκα να κερδίσω την αγάπη σου μέσω της κόρης μου. ΗΘεώνη, Μυρτώ, που υπεραγαπάς, είναι πραγματική μου κόρη.

Page 534: h Korh Ths 8alassas

Είναι αίμα μου. Είναι σάρκα από τη σάρκα μου. Περιουσίαολόκληρη μου κόστισε η συγκατάθεση της Μάργκαρετ ναμείνει έγκυος με το σπέρμα μου, με τη μέθοδο τηςεξωσωματικής γονιμοποίησης, και να τη γεννήσει.

Η Μυρτώ έμεινε άφωνη.

– Εμένα δε μ’ αγάπησες ποτέ, συνέχισε ο Πάρης. ΤηΘεώνη, όμως, τη λάτρεψες από την πρώτη στιγμή που τηνείδες. Η Θεώνη είναι κομμάτι του εαυτού μου. Είναι ησυνέχειά μου. Άρα θα αγαπάς κι εμένα όσο ζεις και θα με

πονάς και θα με νοιάζεσαι. Τώρα που πέτυχα το σκοπό μου, μπορώ να φύγω ήσυχος, κατέληξε και,

ανασαίνοντας με κόπο, άφησε την τελευταία του πνοή μέσαστην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Μυρτώς.

Page 535: h Korh Ths 8alassas

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ θερμά τον πλοίαρχο του εμπορικού ναυτικού,κύριο Μαθιό Τσουπάκη, για την πολύτιμη βοήθειά του.

Ευχαριστώ, επίσης, την καπετάνισσα κυρία ΕλισάβετΑλεξοπούλου, που η αυθόρμητη εξομολόγησή της μουέδωσε την έμπνευση για το βιβλίο αυτό.

Ακόμα ευχαριστώ το σύντροφό μου, ΓρηγόρηΒερναρδάκη, για την εποικοδομητική κριτική και τις εύστοχεςπαρατηρήσεις του.

Τέλος, ευχαριστώ από καρδιάς την επιμελήτριά μου, ΑνθήΡοδοπούλου.

Β. Π.