Ιταλικο ελληνικά

15
γαρνιτούρα guarnitura γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος) γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος) καντίνα cantina καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο) καρμπονάρα carbonara κολατσιό colazione κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο) κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ) λεμόνι limone < περσικό limun μουρταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum α(= μύρτο) μουστάρδα mostarda (= σινάπι) μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος) μπίρα birra < γερμανικό Bier μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο) μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός) νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα) παστέλι pastello < pasta παστίλια pastiglia παστίτσιο pasticcio

description

Greek words and their Italian origin, dictionary, linguistics, etymology

Transcript of Ιταλικο ελληνικά

Page 1: Ιταλικο ελληνικά

γαρνιτούρα guarnitura

γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)

γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)

καντίνα cantina

καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)

καρμπονάρα carbonara

κολατσιό colazione

κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)

κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)

λεμόνι limone < περσικό limun

μουρταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum

α(= μύρτο)

μουστάρδα mostarda (= σινάπι)

μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)

μπίρα birra < γερμανικό Bier

μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)

μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)

νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga

ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl

πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)

παστέλι pastello < pasta

παστίλια pastiglia

παστίτσιο pasticcio

πέτσα pezza (= τεμάχιο)

πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)

πίτσα pizza

πορτοκάλι portogallo

Page 2: Ιταλικο ελληνικά

ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)

σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)

σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)

σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)

σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)

σόδα soda

σούπα zuppa

τρατάρω trattare (= φιλεύω)

φέτα fetta (= τεμάχιο)

φιλέτο filetto < filo (= νήμα)

φράουλα fragola

φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης

φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)

φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)

ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)

αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)

βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)

βαλίτσα valigia

βαρέλι barella

βεντάλια ventaglio

βεντούζα ventosa

βίλα villa

γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)

κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)

κασόνι cassone < cassa

κομοδίνο comodino

κουκέτα cuccetta

Page 3: Ιταλικο ελληνικά

λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok

μεζούρα misura ή mesura

μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon

ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)

πάγκος banco (= θρανίο)

πακέτο pacchetto

παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)

πετσέτα pezzetta

πολυθρόνα poltrona

πόμολο pomolo

πορσελάνη porcellana

σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)

σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)

σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)

σπίρτο spirto < spirito

ταράτσα terrazza

τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)

τσουκάλι zucca

φασίνα fascina

γράσο grasso (= λίπος)

καδρόνι quadrone

καρότσα carrozza

λασκάρω lascare

λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)

μπάζα bazza (= όγκος χώματος)

μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)

πέργολα pergola (= κληματαριά)

Page 4: Ιταλικο ελληνικά

πινέλο penello < penis (= ουρά)

στόκος stocco

τανάλια tanaglia

τσάπα zappa (= σκαπάνη)

τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)

γκριμάτσα grimazza

κάλος callo < λατινικό callus ή callum

μπούστο busto (= στηθόδεσμος)

φράντζα frangia

γκαρνταρόμπα guardaroba

γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από

ατους Κροάτες ιππείς

κάλτσα calza

καπέλο capello

κολάρο collaro

κορδέλα cordella

κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)

λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro

παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok

παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon

ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba

σκαρπίνι scarpino

σκούφια scuffia

τακούνι taccone

τιράντα tirante (= τραβηγμένος)

φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)

φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)

Page 5: Ιταλικο ελληνικά

φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος

πανιού

λιμάρω limare (= ακονίζω)

λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)

μασέλα mascella

μάσκαρα mascara

μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)

μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)

ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)

περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)

φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)

φινέτσα finezza

φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)

κάβα cava

μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)

μπόγιας boja (= δήμιος)

πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)

φουγάρο fogara

ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)

κασετίνα cassettina

μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere

α(= κινώ)

μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)

φασαρία fassaria

γκρίζος grigio

σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)

γάλος gallo

Page 6: Ιταλικο ελληνικά

γάτα gatta < λατινικό catta

καρδερίνα cardellino

μπαμπουίνος babbuino

παπαγάλος papagallo

πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin

πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)

σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας

βιολέτα violetta

μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon

μπάλα balla (= δέσμη) < palla

κοστίζω costare

μαγαζί magazzino < αραβικό machazin

μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)

πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)

βαγόνι vagone < αγγλικό wagon

κολόνα colonna < λατινικό columna

κόρνα corna

μανιβέλα manovella

μανούβρα manovra

μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok

ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, κατα-

αθέτω)

παρκάρω parcare (= σταθμεύω)

ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)

σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)

τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)

τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)

Page 7: Ιταλικο ελληνικά

τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)

βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)

γόνδολα gondola

καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)

κότερο cotero < αγγλικό cutter

κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius

λοστρόμος nostromo

μαρίνα marina

μόλος molo

μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)

μπαρκάρω imbarcare

μπατάρω battere (= χτυπώ)

ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)

σαλπάρω salpare

φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)

φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη,

αδυστυχία, κακοτυχία)

άρπα arpa < γερμανικό Harfe

καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)

κλαρινέτο clarinetto

κλαρίνο clarino

κοντραμπάσο contrabbasso

μαντολίνο mandolino

όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)

πιάνο piano (= σιγά)

ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)

τρομπέτα trombetta < tromba

Page 8: Ιταλικο ελληνικά

τρομπόνι trombone < tromba

φλάουτο flauto

ακόρντο accordo

αρλεκίνος arlecchino

ατάκα attacca

βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)

βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)

γιρλάντα ghirlanda

εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)

καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)

κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)

κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)

κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)

μαέστρος maestro

μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)

μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)

μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant

μπιλιάρδο bigliardo

μπρίο brio (= ζωηρότητα)

ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)

όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera

α(= εργασία, έργο)

παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)

παλιάτσος pagliaccio

πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)

πιανίστας pianista

πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)

Page 9: Ιταλικο ελληνικά

ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)

σιγοντάρω secondare

σκάκι scacco (= ζατρίκιο)

στάμπα stampa

στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)

τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)

τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)

τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)

τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)

φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)

φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce

φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)

φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)

αμόρε amore

καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)

κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτά-

αρω) < corte (= βασιλική αυλή)

κουφέτο confetto

μπομπονιέρα bonboniera

σκέρτσο scherzo

άγαρμπος α στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)

αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)

βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)

Εγγλέζος Ingleso

καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)

καπάτσος capace

κοπέλα coppella

Page 10: Ιταλικο ελληνικά

λέτσος lezzo (= δυσωδία)

μάγκας mango (= σωματέμπορος)

μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)

μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba

α(= γενειάδα)

μπόμπιρας bombero

μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)

ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)

νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)

πορτιέρης portiere < λατινικό porta

ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)

ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό

αromanice < Romanus (= Ρωμαίος)

σβέλτος svelto (= ευκίνητος)

σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus

σκάρτος scarto (= απόρριψη)

σκερτσόζος scherzoso

φορτσάτος forzato

φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)

αμολάω amollare (= αφήνω)

αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus

ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυ-

αντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)

βαρελότο barelotto

βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)

βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)

βόμβα bomba

Page 11: Ιταλικο ελληνικά

γκρίνια / γρίνια grigna

γουστάρω gustare

γούστο gusto

γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)

διάνα diana

ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)

καζίνο casino < casa (= σπίτι)

καραμπίνα carabina

καρικατούρα caricatura

κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)

κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολο-

ακληρώνω ή είμαι ευγενικός)

κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser <

α< λατινικό compresso (= συμπιέζω)

κόντρα contra

κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)

κουμαντάρω comandare

κουράγιο coraggio

λάβα lava (= πλημμύρα)

λίστα lista (= σειρά, γραμμή)

μακέτα macchietta

μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)

μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)

μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)

μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)

μαρκάρω marcare

μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)

Page 12: Ιταλικο ελληνικά

μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)

μινιατούρα miniatura

μοντάρω montare

μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)

μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)

μπλοκάρω bloccare

μπουκάρω boccare

μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)

μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)

ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα,

απαράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)

παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)

πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)

πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)

πατατράκ patatrac

πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)

πέρλα perla

ποντάρω pontare

πόστο posto (= θέση, τόπος)

πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)

ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)

ρίσκο risco

σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)

Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)

σινιάλο segnale (= σήμα)

σκέτος schietto

σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)

Page 13: Ιταλικο ελληνικά

σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)

σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)

στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)

σφαλιάρα sfagliaro

τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)

τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)

τόμπολα tombola

τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)

τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)

φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης

φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro

φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus

φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)

στραπατσάδα (strapazzada)Μανέστρα Κολοπίμπιρι (Collu pimpiri) Ρύζι - μπίζι (Rizi-bizi) Σαβόρο ή Σαβούρο (Pesse in Saor) Μπουρδέτο (Βενετ. Bordeto) Μπακαλιάρος Μπιάνκο (in Bianco)Τίνγκολα (Intigolo) Φιγαδέλια (Figa) Νούμπουλο φουμικάδο (Nombolo) Μάντολες (Mandorle)Πασταφρόλλες (Pasta frolla) Μαντολάτο (Mandolato) Παντεσπάνια (Pan di Spagna) Κουτσούλοι πιπεράτοι (Pevarini) Κολομπίνα (Colombin) Τζαλέτια (Zaleti) Στουφάδο (El Stufado)