Πολιτική Οικονομία

49
ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Διδάσκοντες: Καθ. Π.Ήφαιστος, Δρ.Δ.Τσιριγώτης Θεματικές: 1. Διεθνής Πολιτική Οικονομία- Διαδρομή, περιεχόμενο και σημασία. Θεωρητικές προοπτικές της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Φιλελευθερισμός, Ρεαλισμός, Μαρξισμός, Κονστρουκτιβισμός. Βιβλιογραφία: α) Παναγιώτης Ήφαιστος, «Διεθνής Πολιτική Οικονομία. Διαδρομή, περιεχόμενο και σημασία», www.ifestosedu.gr . β) Διονύσης Τσιριγώτης, «Παγκοσμιοποίηση και αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική: Κύριες τάσεις των εναλλακτικών ρευμάτων σκέψης της θεωρίας διεθνών σχέσεων», στο Σιούσουρας Πέτρος- Χαζάκης Κωνσταντίνος,(επιστημονική επιμέλεια) Παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα, Αθήνα, Ποιότητα, 2009. 2. Θεωρητικές προοπτικές της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Ρεαλισμός, Φιλελευθερισμός, Μαρξισμός, Κονστρουκτιβισμός. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.1 ο . Robert Gilpin, Η πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, Αθήνα, Gutenberg, 1996, κεφ.2 ο . T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Gutenberg, 2009, κεφ. 3 ο , 4 ο , 5 ο . 3. Η φύση της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας και της Διεθνούς Πολιτικής αλλαγής. α) Ένα πλαίσιο για την κατανόηση της διεθνούς πολιτικής αλλαγής. Οροθέτηση βασικών εννοιών-κράτος, εθνικά συμφέροντα & αντικειμενικοί πολιτικοί σκοποί, φύση του διεθνούς συστήματος. β) Τύποι διεθνών αλλαγών-αλλαγή συστημάτων, συστημική αλλαγή και αλλαγή αλληλεπιδράσεων. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.2o. R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή, κεφ.1o, 2o. 4. Μελέτη των προσδιοριστικών μεταβλητών της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. α) Κατανομή του πλούτου και οικονομικές δραστηριότητες. β) Εθνική αυτονομία. γ) Διεθνή καθεστώτα. δ) Θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας. Ηγεμονικός πόλεμος και διεθνής αλλαγή, ε) Διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας.

description

Πολιτική, Οικονομία

Transcript of Πολιτική Οικονομία

Page 1: Πολιτική Οικονομία

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Διδάσκοντες: Καθ. Π.Ήφαιστος, Δρ.Δ.Τσιριγώτης Θεματικές:

1. Διεθνής Πολιτική Οικονομία- Διαδρομή, περιεχόμενο και σημασία. Θεωρητικές προοπτικές της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Φιλελευθερισμός, Ρεαλισμός, Μαρξισμός, Κονστρουκτιβισμός.

Βιβλιογραφία: α) Παναγιώτης Ήφαιστος, «Διεθνής Πολιτική Οικονομία. Διαδρομή, περιεχόμενο και σημασία», www.ifestosedu.gr. β) Διονύσης Τσιριγώτης, «Παγκοσμιοποίηση και αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική: Κύριες τάσεις των εναλλακτικών ρευμάτων σκέψης της θεωρίας διεθνών σχέσεων», στο Σιούσουρας Πέτρος- Χαζάκης Κωνσταντίνος,(επιστημονική επιμέλεια) Παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα, Αθήνα, Ποιότητα, 2009.

2. Θεωρητικές προοπτικές της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Ρεαλισμός, Φιλελευθερισμός, Μαρξισμός, Κονστρουκτιβισμός.

Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.1ο. Robert Gilpin, Η πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, Αθήνα, Gutenberg, 1996, κεφ.2ο. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Gutenberg, 2009, κεφ. 3ο, 4ο, 5ο.

3. Η φύση της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας και της Διεθνούς

Πολιτικής αλλαγής. α) Ένα πλαίσιο για την κατανόηση της διεθνούς πολιτικής αλλαγής. Οροθέτηση βασικών εννοιών-κράτος, εθνικά συμφέροντα & αντικειμενικοί πολιτικοί σκοποί, φύση του διεθνούς συστήματος. β) Τύποι διεθνών αλλαγών-αλλαγή συστημάτων, συστημική αλλαγή και αλλαγή αλληλεπιδράσεων. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.2o. R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή, κεφ.1o, 2o. 4. Μελέτη των προσδιοριστικών μεταβλητών της Διεθνούς Πολιτικής

Οικονομίας. α) Κατανομή του πλούτου και οικονομικές δραστηριότητες. β) Εθνική αυτονομία.

γ) Διεθνή καθεστώτα. δ) Θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας. Ηγεμονικός πόλεμος και διεθνής αλλαγή, ε) Διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας.

Page 2: Πολιτική Οικονομία

Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.4ο. R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή, κεφ.5ο.

Διονύσης Τσιριγώτης, «Παγκοσμιοποίηση και αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική: Κύριες τάσεις των εναλλακτικών ρευμάτων σκέψης της θεωρίας διεθνών σχέσεων», στο Σιούσουρας Πέτρος- Χαζάκης Κωνσταντίνος,(επιστημονική επιμέλεια) Παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα, Αθήνα, Ποιότητα, 2009.

5. Το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. α) Το ζήτημα της πλανητικοποίησης των διεθνών χρηματοοικονομικών. β) Αίτια-αιτιατά των χρηματοοικονομικών κρίσεων. Περιπτωσιολογική ανάλυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης των χωρών της Ανατολικής Ασίας και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. γ) Η διαμάχη σχετικά με τη ρύθμιση των διεθνών χρηματοοικονομικών. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.9ο. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, κεφ. 7ο. Π. Ρουμελιώτης, Προς έναν πολυπολικό κόσμο, Αθήνα, Λιβάνη, 2009, κεφ. 7ο, 8ο.

Δ.Τσιριγώτης, «Διεθνής Πολιτική Οικονομία και Διεθνής Οικονομική Διακυβέρνηση. Η πλανητική χρηματοοικονομική κρίση, 2008-2009».

(Υπό δημοσίευση: Βήμα Διεθνών Σχέσεων, τ.17ο) 6. Το κράτος και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. α) Ο ρόλος των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η σημασία των άμεσων

ξένων επενδύσεων στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία. β) Οι ανταγωνιστικές-εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις για την πολυεθνική επιχείρηση και το κράτος. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.11ο, 12ο. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, κεφ. 10ο. Π. Ρουμελιώτης, Προς έναν πολυπολικό κόσμο, κεφ. 4ο. 7. Το έθνος-κράτος στην παγκόσμια οικονομία. α) Ο θρίαμβος του έθνους-κράτους. Η πορεία προς την οικονομική μεγέθυνση και η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς. β) Η αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών. Αίτια και αιτιατά της περιορισμένης φύσης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. γ) Η θεωρία των οικονομικών της ανάπτυξης και η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. δ) Η προοπτική της θεωρίας του «αναπτυξιακού κράτους». Περιπτωσιολογική ανάλυση των χωρών της Ανατολικής Ασίας. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.14ο. R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή, κεφ. 3ο, 2.1-2.3.

Page 3: Πολιτική Οικονομία

Suzan Strange, Η υποχώρηση του κράτους, η διάχυση της εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία, Αθήνα, Παπαζήσης 2004. 8. Διεθνής Οικονομική Διακυβέρνηση. α) Τρεις θεωρητικές προοπτικές για τις αιτίες της διακυβέρνησης του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.15ο.

Δ.Τσιριγώτης, «Διεθνής Πολιτική Οικονομία και Διεθνής Οικονομική Διακυβέρνηση. Η πλανητική χρηματοοικονομική κρίση, 2008-2009».

(Υπό δημοσίευση: Βήμα Διεθνών Σχέσεων, τ.17ο ) Π. Ρουμελιώτης, Προς έναν πολυπολικό κόσμο, σ. 579-588.

9. Εθνικά συστήματα πολιτικής οικονομίας. α) Διαφορές μεταξύ των εθνικών οικονομιών. Συγκριτική ανάλυση τριών εθνικών οικονομικών συστημάτων, (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία). Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.7ο. 10. Το διεθνές εμπορικό σύστημα. α) Η συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου. Προέκταση στο ζήτημα δημοκρατία και πόλεμος. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.8ο. Π. Ρουμελιώτης, Προς έναν πολυπολικό κόσμο, κεφ. 5ο. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, κεφ.8ο. 11. Το διεθνές νομισματικό σύστημα μετά τον Β’ Π.Π. α) Το τέλος των σταθερών ισοτιμιών, η χρηματοπιστωτική επανάσταση και οι νομισματικές υποθέσεις. Πάγια τεχνικά και πολιτικά προβλήματα. β) Διλήμματα-προβλήματα αναφορικά με τον σχεδιασμό-εφαρμογή ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος. Βιβλιογραφία: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ.9ο. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, κεφ.6ο. ΥΛΗ: Robert Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, κεφ. 1ο, 2ο, 4ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 14ο, 15ο. Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική, κεφ. 1ο, 3ο, 5ο. -------------------- Διαφάνεια για το μάθημα της Δευτέρας 2.11.2009

Διεθνής Πολιτική Οικονομία

Αντικείμενο: Μελέτη των αλληλεπιδράσεων της αγοράς με τα κράτη και τους

διεθνικούς δρώντες.

Page 4: Πολιτική Οικονομία

Σχέσεις Κράτους-Αγοράς. Το κράτος βασίζεται στην έννοια της εδαφικότητας, της

αποκλειστικότητας, στο μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης βίας.

Η αγορά βασίζεται στην έννοια της λειτουργικής ολοκλήρωσης, στις συμβατικές

σχέσεις, στην επέκταση της αλληλεξάρτησης μεταξύ αγοραστών και πωλητών.

Κεντρικά Ζητήματα της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

α) Αίτια και αιτιατά της δομής και λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας της

αγοράς. Ερωτήματα: 1. Κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται μια άκρως

αλληλένδετη παγκόσμια οικονομία. 2. Προάγει η εξέλιξη αυτή την αρμονία ή οδηγεί

στην σύγκρουση μεταξύ των κρατών.

β) Σχέση της οικονομικής με την πολιτική αλλαγή.

Ερωτήματα: 1. Ποιες είναι οι επιπτώσεις στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις και ποια

προβλήματα συνδέονται με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια κατανομή των

οικονομικών δραστηριοτήτων. 2. Πως οι πολιτικοί παράγοντες επηρεάζουν τη φύση

και τις συνέπειες των διαρθρωτικών αλλαγών στις οικονομικές υποθέσεις.

γ) Το μέτρο σπουδαιότητας της διεθνούς οικονομίας για τις εθνικές οικονομίες.

Τα ανωτέρω ζητήματα συναρτώνται άμεσα με τη δομή και τη λειτουργία του

παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Διεθνής οικονομική δομή είναι παράγωγο της αλληλεπίδρασης των ετερογενών και

διακριτών οικονομικών. Οριοθετείται από τις οικονομικές συμπεριφορές και τις

ιεραρχικές διαβαθμίσεις των δρώντων στο διεθνές πολιτικό-οικονομικό σύστημα.

Επηρεάζεται και επηρεάζει τις οικονομικές συμπεριφορές των δρώντων μέσω δύο

μηχανισμών: του ανταγωνισμού και της κοινωνικοποίησης, δηλαδή της ενσωμάτωσης

κάθε όψης της κοινωνίας στο πλέγμα των σχέσεων της αγοράς.

ΠΗΓΕΣ:

1. R. Gilpin, Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων, τομ. α’, Αθήνα, Gutenberg, 1995, κεφ. 1-2.

2. T.H. Cohn, Διεθνής Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Gutenberg, 2009, κεφ.3-5. 3. R. Gilpin, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Ποιότητα, 2002, κεφ. 1.

Page 5: Πολιτική Οικονομία

Φιλελεύθερη θεωρία, εδράζεται στα έργα του Α. Σμίθ και του Ντ. Ρικάρντο.

Τρεις βασικές σχολές του φιλελευθερισμού στη διεθνή πολιτική οικονομία:

Α) Κλασική-ορθόδοξη. Υποστηρίζει την Laissez-Faire οικονομία.

Β) Παρεμβατική. Η παρέμβαση του κράτους είναι αναγκαία για την προαγωγή

ισότητας- δικαιοσύνης.

Γ) Φιλελεύθερος θεσμισμός. Εξωτερική παρέμβαση μέσα από ισχυρούς διεθνείς

θεσμούς.

Κεντρικές Αρχές:

1. Τα άτομα είναι οι κεντρικοί δρώντες της πολιτικής οικονομίας, και

λειτουργούν ορθολογικά. Ο ορθολογισμός ισχύει μόνο για την προσπάθεια

όχι για το αποτέλεσμα.

2. Η αγορά και ο μηχανισμός των τιμών είναι τα αποτελεσματικότερα μέσα

για την οργάνωση των εγχώριων και των διεθνών οικονομικών σχέσεων.

3. Η οικονομική τάξη επιτυγχάνεται μέσω ενός «αόρατου χεριού»⎯του

υγιούς ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά.

4. Η αποδοτικότερη πολιτική για τα κράτη είναι η διασφάλιση της

ελεύθερης και ομαλής λειτουργίας των αγορών. Η λογική βάση του

συστήματος της αγοράς είναι ότι αυξάνει την οικονομική αποδοτικότητα,

μεγιστοποιεί την οικονομική ανάπτυξη και επομένως προάγει την

ανθρώπινη ευημερία.

5. Κεντρική μονάδα ανάλυσης: ο ατομικός καταναλωτής, η ατομική

επιχείρηση ή το νοικοκυριό αποτελούν τη βάση της οικονομίας.

6. Πρωταρχικός σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας είναι το όφελος

των ατομικών καταναλωτών.

7. Η αγορά διέπεται από το νόμο της ζήτησης και εκδηλώνει μια τάση προς

την ισορροπία και την εγγενή σταθερότητα τουλάχιστον μακροχρόνια,

(αρμονία συμφερόντων).

8. Η μεγέθυνση της οικονομίας που λειτουργεί ομαλά είναι γραμμική,

βαθμιαία και συνεχής.

Page 6: Πολιτική Οικονομία

9. Το εμπόριο και οι οικονομικές συναλλαγές είναι πηγή ειρηνικών σχέσεων

μεταξύ των εθνών. Γιατί: Λόγω των αμοιβαίων οφελών του εμπορίου και

της διευρυνόμενης αλληλεξάρτησης μεταξύ των εθνικών οικονομιών.

Η Ρεαλιστική προοπτική. Η διεθνής οικονομία ως ένα πεδίο διακρατικού ανταγωνισμού, απότοκο της απουσίας μιας κυβέρνησης των κυβερνήσεων.

Κεντρικές αρχές:

1. Τα κράτη είναι κεντρικοί, ορθολογικοί δρώντες, που λειτουργούν με βάση την αρχή της αυτοβοήθειας για τη διασφάλιση της επιβίωσης-αυτοσυντήρησής τους.

2. Αξονικοί πολιτικοί στόχοι⎯ ασφάλεια, εσωτερική-εξωτερική

κυριαρχία και οικονομική, πολιτική, στρατιωτική αυτάρκεια.

3. Αναδιανεμητικά ζητήματα ⎯απόλυτη-σχετική ισχύς, ιεραρχικά

κριτήρια θέσης, ρόλου, γοήτρου-κύρους. 4. Κεντρικός ο ρόλος της ισχύος στην ανάπτυξη μιας αγοράς. 5. Η αγορά είναι ανεπαρκής για να διαχειριστεί αυτόνομα τα

οικονομικά ζητήματα. Γιατί; Λόγω τεχνολογικών εξελίξεων, δομικής, πολιτιστικής ή ατομικής ανεπάρκειας. Κατά τούτο η παρέμβαση του κράτους καθίσταται αναγκαία.

6. Η κεντρική ιδέα είναι ότι οι οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να υπηρετούν το σκοπό της οικοδόμησης του κράτους και της προαγωγής των κρατικών συμφερόντων. Η πολιτική προηγείται της οικονομίας και οι αλλαγές στην πολιτική ισχύ αντικατοπτρίζονται στην φύση των διεθνών οικονομικών σχέσεων.

Δύο τάσεις του Ρεαλισμού στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία:

1. Θουκυδίδεια παράδοση- αίτια πολέμου. Ακολουθείται από τους Μερκαντιλιστές. Ο πλούτος και η ισχύς είναι θεμιτοί απώτατοι στόχοι της εθνικής πολιτικής.

2. Μακιαβέλι- υπάρχει μικρή σύνδεση μεταξύ οικονομίας-πολιτικής.

Page 7: Πολιτική Οικονομία

Διάκριση μεταξύ αμυντικού- επιθετικού ρεαλισμού:

Αμυντικός ρεαλισμός-υπεράσπιση εθνικών οικονομικών συμφερόντων.

Επιθετικός ρεαλισμός: βλέπει την οικονομία ως στίβο εθνικής-κρατικής μεγέθυνσης.

Μαρξιστική προσέγγιση: αντιμετωπίζει την διεθνή οικονομία ως ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ της αστικής-καπιταλιστικής και της εργατικής τάξης.

Τέσσερις κεντρικές αρχές:

α) διαλεκτική προσέγγιση στη γνώση και στην κοινωνία,

β) υλιστική προσέγγιση της ιστορίας,

γ) κανονιστική αντίληψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης,

δ) δογματική προσήλωση στο σοσιαλισμό.

-Κεντρικοί δρώντες είναι οι τάξεις, που ενεργούν για την ικανοποίηση των υλικών-οικονομικών τους συμφερόντων.

-Η ταξική πάλη στις διεθνείς σχέσεις περιγράφεται στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ πυρήνα (βιομηχανικές χώρες), περιφέρειας, (αναπτυσσόμενες χώρες) και της άνισης ανταλλαγής μεταξύ των δύο.

-Εστιάζονται στην δομή της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, υποστηρίζοντας ότι τα οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης οριοθετούν τις κυβερνητικές επιλογές.

-Η εγγενής τάση της καπιταλιστικής οικονομίας για εξαγωγές προϊόντων και πλεονάζοντος κεφαλαίου.

-Η λύση στα προβλήματα των αγορών είναι η εθνικοποίησή τους σε συνδυασμό με την σχεδιασμένη οικονομία.

Page 8: Πολιτική Οικονομία

-Η μαρξιστική κριτική στον καπιταλισμό. Μαρξ: τα αίτια της πτώσης του ήταν οικονομικά. Λένιν: (αποικιακός ιμπεριαλισμός) σύγκρουση μεταξύ των ανταγωνιζόμενων εμποροκρατικών κρατών.

-Εστιάζουν την προσοχή τους τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διεθνείς επιπτώσεις που έχει η οικονομία της αγοράς στη διανομή του πλούτου.

-Δίνουν έμφαση στη φύση και στη δομή του καταμερισμού της εργασίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Κάθε καταμερισμός εργασίας

συνεπάγεται εξάρτηση⎯πολιτική σχέση.

-Έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζουν οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις στη δυναμική του διεθνούς συστήματος.

-Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης αποτελεί βασική αιτία της διεθνούς πολιτικής αλλαγής.

Κοντστρουκτιβιστές: επικεντρώνονται τόσο στους τρόπους με τους οποίους τα κράτη και οι άλλοι κοινωνικό-πολιτικοί δρώντες διαμορφώνουν τις προτιμήσεις τους, όσο και στις διαδικασίες λήψης και εφαρμογής των πολιτικών αποφάσεων.

-Η διεθνής πολιτική οικοδομείται μάλλον κοινωνικά παρά συνιστά μια αντικειμενική πραγματικότητα. Δύο βασικά αξιώματα- Wendt:

1. οι ανθρώπινες δομές καθορίζονται κυρίως από κοινές ιδέες παρά από υλικές δυνάμεις,

2. οι ταυτότητες και τα συμφέροντα των ανθρώπων οικοδομούνται ή μάλλον είναι προϊόν αυτών των κοινών ιδεών παρά προϊόντα της φύσης

-Οι διεθνείς θεσμοί ενσαρκώνουν και ενισχύουν τις νόρμες και τις πεποιθήσεις που ενυπάρχουν μεταξύ των κρατών, διευκολύνοντας και κατευθύνοντας την διακρατική συνεργασία.

-Επικεντρώνονται στο ρόλο των παραγόντων και των διαδικασιών που δια-δρουν εντός του διεθνούς συστήματος και επιδρούν ως ένα βαθμό στις πολιτικές των κρατών.

Page 9: Πολιτική Οικονομία

-Δίνει έμφαση στο ρόλο των ιδεών, των κοινωνικών δομών και της ανθρώπινης βούλησης στις πολιτικές υποθέσεις.

Μια από τις κεντρικές ιδέες του κονστρουκτιβισμού είναι η ιδέα της ταυτότητας ή του τρόπου με τον οποίον αυτοπροσδιορίζεται μια κοινωνία.

Η βασική κριτική που διατυπώνει για τον ρεαλισμό: είναι καθαρά υλιστικός και αναλύει τον πολιτικό κόσμο μόνο με όρους των τεχνολογικών δυνάμεων, των υλικών συνθηκών και των άλλων αντικειμενικών παραγόντων.

Σύμφωνα με τους κονστρουκτιβιστές οι ρεαλιστές παραβλέπουν τη σημασία της ταυτότητας και εστιάζονται μόνο στα υλικά συμφέροντα. Σε γενικές γραμμές πολλοί κρατοκεντρικοί ρεαλιστές παραδέχονται τη σπουδαιότητα της ταυτότητας αναφορά με τη συμπεριφορά του κράτους, (π.χ. ως προς τη φύση του πολιτικού συστήματος μιας χώρας).

-Κάθε θεωρία που επιζητά να κατανοήσει τον κόσμο, πρέπει να ενσωματώσει τόσο τις ιδέες όσο και τις υλικές δυνάμεις.

Κριτική των Ρευμάτων Σκέψης.

Φιλελευθερισμός- Μαρξισμός θεμελιώνονται στη πίστη ότι είναι δυνατή η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία. Η θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και το μαρξισμό αναφέρεται στα ερωτήματα που τίθενται και στις κοινωνιολογικές του παραδοχές και όχι στην οικονομική μεθοδολογία που χρησιμοποιούν.

Μαρξισμός-Ρεαλισμός αποδέχονται το μέγιστο μέρος της φιλελεύθερης οικονομικής ανάλυσης, ενώ απορρίπτουν πολλές από τις παραδοχές και τις κανονιστικές τις προϋποθέσεις. Ο μαρξισμός όπως αναδιατυπώθηκε από τον Λένιν είναι σχεδόν αδύνατο να διακριθεί από το δόγμα του πολιτικού ρεαλισμού. Ωστόσο υπάρχουν θεμελιακές διαφορές ως προς τη βάση των ανθρώπινων κινήτρων, τη θεωρία του κράτους και τη φύση του διεθνούς συστήματος. Οι μαρξιστές, βλέπουν την ανθρώπινη φύση ως εύπλαστη, ενώ οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι η σύγκρουση απορρέει από την αμετάβλητη ανθρώπινη φύση. Για τους μαρξιστές το κράτος είναι εξαρτημένη μεταβλητή της κυρίαρχης οικονομικής τάξης, ενώ οι ρεαλιστές βλέπουν το κράτος ως αυτόνομη οντότητα που επιδιώκει την προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων. Για τους μαρξιστές το διεθνές σύστημα και η εξωτερική πολιτική καθορίζονται από τη δομή της εγχώριας οικονομίας. Ενώ για τους ρεαλιστές η φύση του διεθνούς συστήματος είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας της εξωτερικής πολιτικής.

Page 10: Πολιτική Οικονομία

Φιλελευθερισμός: Οι περιορισμοί της θεωρίας

-(Carr): Το δόγμα της αρμονίας συμφερόντων προ-επιτάσσει επέκταση της παραγωγής, του πληθυσμού και της ευημερίας.

Α) Τεχνητός διαχωρισμός της οικονομίας από τις άλλες όψεις της κοινωνίας.

Β) Παραβλέπει της έννοιας της ισότητας και της διανεμητικής δικαιοσύνης.

Γ) Θεωρεί δεδομένο ότι η ανταλλαγή είναι πάντα ελεύθερη και διεξάγεται μέσα σε μια ανταγωνιστική αγορά ανάμεσα σε ίσους, οι οποίοι είναι πλήρως ενημερωμένοι και επομένως είναι σε θέση να ωφεληθούν αμοιβαία αν επιλέξουν να ανταλλάξουν αξία με αξία.

Δ) Η ανάλυση της τείνει να είναι στατική.

Ρεαλισμός- περιορισμοί της θεωρίας:

Α) Η προδιάθεση να εκλαμβάνει τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.

Β) Η επιδίωξη της ισχύος και η επιδίωξη του πλούτου βρίσκονται σε σύγκρουση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Γ) Δεν διαθέτει μια ικανοποιητική θεωρία για την εγχώρια κοινωνία, το κράτος και την εσωτερική πολιτική. Έχει την τάση να υποθέτει ότι η κοινωνία και το κράτος αποτελούν μοναδική οντότητα και η εξωτερική πολιτική καθορίζεται από την επιθυμία να προαχθεί το εθνικό συμφέρον.

Δ) Η βασιμότητα που αποδίδει στον προστατευτισμό και στην εκβιομηχάνιση είναι δύσκολο να αποτιμηθεί. Ο ενεργός ρόλος του κράτους είναι μόνον αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη.

Μαρξισμός: Η κύρια αδυναμία να εκτιμήσει το ρόλο των πολιτικών –στρατηγικών παραγόντων στις διεθνείς σχέσεις. Μολονότι ο

Page 11: Πολιτική Οικονομία

ανταγωνισμός για αγορές και διεξόδους κεφαλαίου μπορεί να είναι μια αιτία έντασης κι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, αυτό δεν αποτελεί ικανοποιητική ερμηνεία της συμπεριφοράς των καπιταλιστικών κρατών όσον αφορά την άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής. Π.χ. η ιστορική μαρτυρία δεν επαληθεύει την υπόθεση εργασίας του Λένιν που συνδέει τον Α΄Π.Π. με τη λογική του καπιταλισμού. Επιπλέον δεν επαληθεύεται η υπόθεση εργασίας του Λένιν, ότι το βασικό κίνητρο του ιμπεριαλισμού εδράζεται στην εσωτερική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως απέδειξε ο B. Cohen στην ανάλυση του για τη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, οι πολιτικές και στρατηγικές συγκρούσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν πιο σημαντικές, ήταν τουλάχιστον εν μέρει το στρατηγικό αδιέξοδο ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης που τις ανάγκασε να επεκτείνουν τον διακρατικό τους ανταγωνισμό στον αποικιακό κόσμο.

Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η σημασία του μαρξισμού μειώθηκε σημαντικά, ενώ αυξήθηκε η σημασία του φιλελευθερισμού.

-------------------------------------

Το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Σύστημα.

Η χρηματοοικονομική πλανητικοποίηση ορίζεται ως η διαδικασία διασύνδεσης των αγορών κεφαλαίων τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, η οποία οδηγεί σταδιακά στην ενοποίηση της αγοράς χρήματος σε πλανητική κλίμακα. Ως κύριες συνισταμένες της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης εγγράφονται: η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, οι άμεσες ξένες επενδύσεις, οι αγορές κινητών αξιών (π.χ. μετοχών, ομολόγων, χρηματοοικονομικών προϊόντων, παραγώγων, κ.α.).

Τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών είναι:

1) η διασύνδεση τους μέσω σύγχρονων και αποτελεσματικών επικοινωνιακών δικτύων και 2) η συνεχής-24 ώρες το 24ώρο- λειτουργία τους. Το γεγονός είναι ότι στη συγκαιρινή περίοδο οι διεθνείς κεφαλαιαγορές έχουν αποκτήσει μια αυτόνομη δυναμική. Π.χ. το

Page 12: Πολιτική Οικονομία

μέγεθος της αγοράς συναλλάγμάτος τριπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1989-2004. Το 2004 οι ημερήσιες συναλλαγές σε συνάλλαγμα ξεπέρασαν τα 1.900 δις. δολ. υπερβαίνοντας κατά πενήντα φορές τις συναλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών.

Μερική παγκοσμιοποίηση των διεθνών χρηματοοικονομικών.

1.Σε σχετικούς όρους ο όγκος των χρηματοοικονομικών ροών στις αρχές του 21ο αιώνα εξακολουθεί να είναι μικρότερος από τις διεθνείς κεφαλαιακές ροές των αρχών του 19ο αιώνα. Π.χ. πριν τον Α’Π.Π. οι βρετανοί επένδυαν στο εξωτερικό τα ένα δεύτερο των αποταμιεύσεών τους. Από το 1880 έως το 1913 οι εξαγωγές βρετανικών κεφαλαίων ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 5% του ΑΕΠ και στο αποκορύφωμά τους έφτασαν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ.

Τουναντίον σήμερα μείζονα μέρος των διεθνών κεφαλαιακών ροών είναι βραχυπρόθεσμές (περίπου εξαμηνιαίες) και εξαιρετικά κερδοσκοπικές.

2.Το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα συνεχίζει να έχει σε μεγάλο βαθμό εθνικές βάσεις. Π.χ., χώρες όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, διατηρούν ελέγχους στις κεφαλαιακές ροές. Επιπλέον τα χρηματοοικονομικά εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ένα ισχυρό φαινόμενο « προκατάληψης υπέρ της χώρας καταγωγής».

3.Σε εμπειρικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι η αυξημένη κυκλοφορία διακίνησης κεφαλαίων δεν ολοκλήρωσε τα διεθνή χρηματοοικονομικά. Γιατί εάν υπήρχε πραγματική ολοκλήρωση τότε οι εθνικοί δείκτες αποταμιεύσεων και επενδύσεων δεν θα συσχετίζονταν πλέον στενά και τα επιτόκια σε όλο τον κόσμο θα ήταν τα ίδια. Επίσης το κόστος του κεφαλαίο θα ήταν κατά προσέγγιση το ίδιο παντού.

Οι Χρηματοοικονομικές Κρίσεις Η επιτάχυνση της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης συμβαδίζει με την αστάθεια των κεφαλαιαγορών. Οι κρίσεις που προκαλεί η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση μπορούν να πάρουν τρεις μορφές: χρηματιστηριακές κρίσεις, συναλλαγματικές κρίσεις και πιστωτικές κρίσεις. Τρεις ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Η πρώτη ήταν αποτέλεσμα των πιστωτικών προβλημάτων πολλών λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της Λατ. Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – αρχές δεκαετίας του 80’. Η δεύτερη ήταν η κατάρρευση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών το 1992-93. Η τρίτη κρίση ήταν η κατάρρευση του μεξικανικού πέσο το 1994-95, που απείλησε να προκαλέσει γενική χρηματοπιστωτική κρίση σε ολόκληρη τη Λατ. Αμερική. Η φύση των χρηματοοικονομικών κρίσεων.

Page 13: Πολιτική Οικονομία

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι επαναλαμβανόμενο στοιχείο της διεθνούς οικονομίας και ακολουθούν μια διακριτή και προβλέψιμη πορεία. Η θεωρία της χρηματοοικονομικής αστάθειας-Μinsky. Τα γεγονότα που θα οδηγήσουν σε μια χρηματοπιστωτική κρίση ξεκινούν με αυτό που ο Minsky ονόμασε: «μια μετατόπιση» ή εξωτερικό κλονισμό της οικονομίας, ο οποίος εάν είναι αρκετά μεγάλος και διεισδυτικός αυξάνει τις ευκαιρίες κέρδους σε ένα τουλάχιστον σημαντικό οικονομικό φορέα, ενώ μειώνει αντίστοιχα τις οικονομίες ευκαιρίες σε άλλους τομείς. Ως απάντηση στη μετατόπιση των κερδών πολλές εταιρίες-επιχειρήσεις με επαρκείς οικονομικούς πόρους ή πιστωτικά όρια σπεύδουν στον νέο τομέα και εγκαταλείπουν τους υφιστάμενους. Αν οι νέες ευκαιρίες αποδειχθούν αρκετά προσοδοφόρες αρχίζει μια νέα επενδυτική μανία. Η αυτοενισχυόμενη ή συσσωρευτική διαδικασία οδηγεί σε γρήγορη άνοδο τόσο τα κέρδη όσο και τις επενδύσεις. Αυτή η ανορθολογική εξέλιξη είναι η φάση της «μανίας» ή «φούσκας» της έξαρσης. Καθώς η φάση της μανίας επιταχύνεται, οι τιμές και η ταχύτητα των κερδοσκοπικών χρηματικών ποσών αυξάνονται. Σε κάποιο σημείο αυτής της κερδοσκοπικής τροχιάς ορισμένα άτομα που έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, συνειδητοποιούν ότι το παιχνίδι έχει σχεδόν τελειώσει και αρχίζουν να πουλούν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Ο αγώνας να απαλλαγούν από τα επισφαλή υπερτιμημένα περιουσιακά τους στοιχεία επιταχύνεται και τελικά μετατρέπεται σε μια άτακτη φυγή προς την ποιότητα και την ασφάλεια. Τα βασικά στοιχεία μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι : η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία, η νομισματική (πιστωτική) επέκταση, η άνοδος στις τιμές των επιθυμητών οικονομικών στοιχείων, η αιφνίδια και απροσδόκητα απότομη πτώση στις τιμές των οικονομικών στοιχείων και η αιφνίδια μεγάλη ζήτηση για επενδύσεις σε χρήμα ή επενδύσεις ποιότητας είναι ενδημικά στοιχεία της διεθνούς επιδίωξης υψηλών κερδών από διεθνείς επενδυτές. Κριτική στη θεωρία του Μinsky: 1. Δεν μπορεί να διαμορφωθεί κανένα γενικό μοντέλο χρηματοπιστωτικών κρίσεων, καθώς η κρίση είναι είτε μοναδική είτε ενός πολύ ιδιαίτερου τύπου για τον οποίο απαιτείται ένα ειδικό μοντέλο. 2. Το μοντέλο αυτό θεωρεί δεδομένο ότι αυτού τους είδους οι κρίσεις προκαλούνται από αβεβαιότητα, κερδοσκοπία και αστάθεια, ενώ οι οικονομολόγοι θεωρούν δεδομένοι την ορθολογικότητα και απορρίπτουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Case Study: Η Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση εξελίχθηκε σε μια σειρά σταδίων, ξεκινώντας από την Ταϊλάνδη εξαπλώθηκε και σε άλλες ασιατικές χώρες. Μια γενικευμένη κρίση προκλήθηκε τον Ιούλιο του 1997, όταν η Ταϊλάνδη χρειάστηκε να αφήσει το μπαχτ σε ελεύθερη διακύμανση. Αφού το μπαχτ άρχισε να υποτιμάται, και άλλες χώρες έπρεπε να αφήσουν σε ελεύθερη διακύμανση τα νομίσματά τους καθώς

Page 14: Πολιτική Οικονομία

δέχονταν έντονη πίεση προς τα κάτω. Όταν οι ξένοι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στα νομίσματα αυτών των χωρών, υπήρξε μαζική αναστροφή των ροών κεφαλαίου, και μια σειρά ασιατικές χώρες χρειάστηκε να αναζητήσουν δάνεια από το ΔΝΤ και την ΠΤ για να ενισχύσουν τα νομίσματα και τις οικονομίες τους. Εν ολίγοις η ασιατική κρίση ήταν μια κρίση λογαριασμών κεφαλαίου. Δηλ. οι εγχώριες τράπεζες και οι ιδιωτικές εταιρείες σε αυτές τις χώρες είχαν δανειστεί ιδιαίτερα από ξένους πιστωτές και όφειλα μεγάλα πόσά όταν οι ροές κεφαλαίου αντιστράφηκαν. Οι ασιατικές κυβερνήσεις είχαν δύσκολο και δαπανηρό καθήκον να ανασυντάξουν χρεοκοπημένα τραπεζικά συστήματα και να αναπροσαρμόσουν τα εταιρικά χρέη. Case Study: Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση 2008-2009. Η αύξηση των επιτοκίων στα αμερικανικά ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, (subprimes), συνεπακόλουθη της έκρηξης της στεγαστικής φούσκας στην αγορά των ΗΠΑ, τον Ιούνιο του 2007, απέληξε στην καταγραφή ζημιών για το σύνολο σχεδόν των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών τον Σεπτέμβριο του 2007. Κατά τη διάρκεια του 2008 η κρίση στο τραπεζικό σύστημα εξαπλώθηκε πλανητικά, στην πραγματική οικονομία, απολήγοντας στην κατάρρευση μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων, σε χρηματιστηριακά σοκ και σ’ ένα παγκόσμιο πιστωτικό πάγωμα. Οι γενεσιουργές αιτίες της παρούσας χρηματοοικονομικής κρίσης δύναται να αποκρυσταλλωθούν στην απληστία των συμμετεχόντων στην παγκόσμια αγορά για επιζήτηση υψηλότερων αποδόσεων, στους ισχνούς χρηματοπιστωτικούς κανόνες, στις ανορθολογικές πρακτικές διαχείρισης του κινδύνου, στα πολυσύνθετα και αδιαφανή χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στις ανεπαρκείς μακροοικονομικές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αποτέλεσμα είναι το σύνολο των αναπτυγμένων χωρών να βρίσκεται σε ύφεση και οι οικονομικές προοπτικές για τις αναπτυσσόμενες χώρες να είναι δυσοίωνες. Τρόποι για τη μεταρρύθμιση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής: 1.Κλασσικοί φιλελεύθεροι: Υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς με ελάχιστη ανάμιξη του κράτους. Πιστεύουν ότι τα προβλήματα της διεθνούς χρηματοοικονομίας προκύπτουν από ακατάλληλους εγχώριους θεσμούς και πολιτικές και όχι από την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου. 2.Η δεύτερη ομάδα θεωρητικών συνδυάζει τον κλασσικό με τον θεσμικό φιλελευθερισμό. Όπως και η πρώτη ομάδα, πιστεύουν ότι οι ακατάλληλοι εγχώριοι θεσμοί και οι πολιτικές είναι οι κύριοι παράγοντες που αυξάνουν την έκθεση μιας χώρας σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Π.χ. η ασιατική κρίση προέκυψε από τις υπερβολικά στενές σχέσεις μεταξύ επιχειρηματικών ομάδων και κυβερνήσεων. Εστιάζεται στο ρόλο των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών όπως το ΔΝΤ, η ΠΤ.

Page 15: Πολιτική Οικονομία

3.Η τρίτη ομάδα συνδυάζει τον παρεμβατικό με το θεσμικό φιλελευθερισμό. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιθανότερο να λειτουργούν καλύτερα όταν υφίστανται ρύθμιση. Επίσης δίνει έμφαση στην ανάγκη για έναν καλά χρηματοδοτούμενο δανειστή -έσχατο καταφύγιο. 4.Μαρξιστές. Βλέπουν την ασιατική κρίση ως ένα ακόμη παράδειγμα της διαφθείρουσας ισχύος του διεθνούς κεφαλαίου. Θεωρούν ότι το ΔΝΤ και η ΠΤ είναι θεσμοί μη μεταρρυθμίσιμοι και για αυτό τάσσονται υπέρ της κατάργησής τους. Μέτρα για τον περιορισμό των διεθνών χρηματοοικονομικών κρίσεων: 1.Εμπιστοσύνη στην αγορά. Ένα εντελώς ανοιχτό και μη ρυθμισμένο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από τις διεθνείς χρηματοοικονομικές ροές. Ο ηθικός κίνδυνος συνιστά μείζων πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά μια μη ρυθμισμένη χρηματοπιστωτική αγορά θα τιμωρούσε από μόνη της τους επενδυτές και τους δανειζόμενους που δεν κατόρθωναν να υιοθετήσουν μια συνετή οικονομική συμπεριφορά. 2.Ενίσχυση του ΔΝΤ. Η ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του ΔΝΤ θα μπορούσε να λύση το πρόβλημα της διεθνούς χρηματοοικονομικής αστάθειας. Μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ρόλου του ΔΝΤ: α) Μεγαλύτερη διαφάνεια και βελτιωμένη συλλογή πληροφοριών. β) Κώδικες συμπεριφοράς και καλύτερη κατανόηση. γ) Δανειστής ύστατης προσφυγής.

Η Φύση της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Η πολιτική οικονομία αναφέρετε σε ερωτήματα που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των οικονομικών και των πολιτικών υποθέσεων.

Μεθοδολογικά ζητήματα.

Η μεθοδολογία του ατομικισμού ή της ορθολογικής επιλογής των οικονομικών για την ερμηνεία των κοινωνικών θεσμών, της ανθρώπινης συμπεριφοράς και άλλων μορφών κοινωνικών δραστηριοτήτων που θεωρούνται μη οικονομικής φύσεως.

Τα άτομα είναι η μόνη κοινωνική πραγματικότητα, είναι ορθολογικοί αριστοποιητές και θεωρούνται ομοιογενείς.

Η συμπεριφορά των μεμονωμένων καταναλωτών-παραγωγών στην ορθολογική επιδίωξη των στόχων τους θεωρείται ότι διέπεται από την αρχή της οριακής χρησιμότητας, καθώς οι καταναλωτές καταναλώνουν όλο και περισσότερο ένα αγαθό βιώνουν μια φθίνουσα χρησιμότητα.

Page 16: Πολιτική Οικονομία

Η έννοια της κατά Pareto άριστης κατανομής. Μια ανταγωνιστική κατάσταση ισορροπίας της ελεύθερης αγοράς καθίσταται αποδοτική όταν σε κάθε αγορά η ζήτηση ισούται με την προσφορά και όλοι οι πόροι μιας οικονομίας χρησιμοποιούνται πλήρως.

Το κόστος ευκαιρίας. Επιλέγοντας κανείς να κάνει κάτι πρέπει αυτόματα να παραιτηθεί από την ευκαιρία να κάνει κάτι άλλο, το οποίο θα μπορούσε να είναι ίσης ή ακόμη και μεγαλύτερης αξίας. Δηλαδή με απόλυτους όρους όλα συνεπάγονται ένα κόστος και ένα όφελος.

Δυο βασικές θέσεις της εν λόγω προσέγγισης: 1. Τα άτομα επιδιώκουν να δημιουργήσουν κοινωνικούς θεσμούς

και να υποστηρίξουν δημόσιες πολιτικές που θα προάγουν τη συνολική οικονομική αποδοτικότητα.

2. Η πολιτική οικονομία χρησιμοποιείται για την περιγραφή των συμπεριφορών ατόμων-ομάδων που επιζητούν προσόδους, (ένα π.χ. αυτής της προσέγγισης είναι ο οικονομικός προστατευτισμός). Μακροπρόθεσμός στόχος είναι να καταστήσει ενδογενείς στην οικονομική επιστήμη μεταβλητές ή ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων που παραδοσιακά θεωρούνται εξωγενείς.

Τρεις διαφορετικές οικονομικές σχολές χρησιμοποιούν μια οικονομική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς: ο νεοκλασικός θεσμισμός, η σχολή της δημόσιας επιλογής και η σχολή της «νέας πολιτικής οικονομίας».

Ο Νεοκλασικός θεσμισμός επιχειρεί να ερμηνεύσει την προέλευση, την εξέλιξη και τη λειτουργία κάθε κατηγορίας θεσμών, (κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών) ως το αποτέλεσμα της μεγιστοποιητικής συμπεριφοράς ορθολογικών ατόμων.

Η σχολή της δημόσιας επιλογής επιχειρεί να εφαρμόσει τις μεθόδους των οικονομικών στην ανάλυση της πολιτικής συμπεριφοράς και των θεσμών. Δηλαδή το αντικείμενο της μελέτης είναι το ίδιο με εκείνο της πολιτικής επιστήμης, εφαρμόζοντας της μεθόδους της οικονομικής επιστήμης στις πολιτικές υποθέσεις.

Η Νέα πολιτική οικονομία ενδιαφέρεται κυρίως για τους πολιτικούς παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική πολιτική. Η εθνική πολιτική είναι αποτέλεσμα προσπαθειών ομάδων ιδιωτών να χρησιμοποιήσουν τα δημόσια μέσα για την προώθηση ιδιοτελών συμφερόντων, παρά για την προώθηση συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου.

Η φύση μιας Οικονομίας

Οικονομική ερμηνεία: Η αγορά αποτελείται απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις επί των οποίων μεμονωμένοι παράγοντες μεταξύ αυτών τα κράτη και οι επιχειρήσεις ασκούν ελάχιστο η καθόλου έλεγχο. Αποτελεί ένα αυτάρκες και αυτορυθμιζόμενο σύστημα τιμών στο οποίο

Page 17: Πολιτική Οικονομία

αντιδρούν μεμονωμένοι οικονομικοί παράγοντες για να μεγιστοποιήσουν ή τουλάχιστον να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

H ερμηνεία της πολιτικής οικονομίας ορίζει την οικονομία ως ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που συγκροτείται από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες ή θεσμούς.

Ο ρόλος των θεσμών είναι σημαντικός στον προσδιορισμό της οικονομικής συμπεριφοράς.

Νεοκλασικός θεσμισμός: οι θεσμοί δημιουργούνται για την επίλυση οικονομικών προβλημάτων και συμβάλουν στην αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας.

Θεωρία της δημόσιας επιλογής: οι θεσμοί δημιουργούνται από ισχυρές ομάδες, δημόσιους αξιωματούχους και πολιτικούς για να προάγουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα με συνεπακόλουθο να μειώνουν την αποδοτικότητα.

Πολιτική Οικονομία: οι θεσμοί δημιουργούνται με βάση ποικίλα ορθολογικά-ανορθολογικά κίνητρα. Διατείνονται ότι οι θεσμοί στηρίζονται στην ιδέα της εξάρτησης διαδρομής και ότι οι οικονομικοί και άλλοι θεσμοί είναι αποτέλεσμα ατυχημάτων, τυχαίων επιλογών και συγκυριακών γεγονότων και δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως απότοκο ορθολογικών διεργασιών.

Η Φύση της αγοράς

Κλασική Οικονομία: Η έννοια μιας αυτορυθμιζόμενης και αυτοδιορθούμενης μηχανής που λειτουργεί ομαλά και διέπεται από νόμους και οικονομικές αρχές. Διέπεται από το νόμο της ζήτησης, είναι δυναμική και προκαλεί διαρκώς ενδοκοινωνικές αλλαγές.

Η δυναμική φύση της αγοράς καταδεικνύεται από:

1. τις μεταβολές στις σχετικές τιμές στην ανταλλαγή αγαθών-υπηρεσιών.

2. τον ανταγωνισμό, 3. την επίδραση της αποδοτικότητας στον καθορισμό της

ικανότητας επιβίωσης των οικονομικών παραγόντων. Τύποι διεθνών αλλαγών

Αλλαγή συστημάτων: είναι μια αλλαγή στη φύση των δρώντων που συνθέτουν ένα διεθνές σύστημα. Ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος προσδιορίζεται από τις σημαντικότερες οντότητες, π.χ φυλές, αυτοκρατορίες, έθνη-κράτη, κ.α. Η άνοδος και η πτώση διαφόρων τύπων οντοτήτων και διακρατικών συστημάτων αποτελεί μια θεμελιώδη πτυχή μιας θεωρίας διεθνούς αλλαγής. Κάθε εξέλιξη που επηρεάζει το κόστος και το όφελος που συνεπάγεται για συγκεκριμένα

Page 18: Πολιτική Οικονομία

άτομα η ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας ή ενός θεσμού επιφέρει οργανωτικές αλλαγές.

Συστημική αλλαγή: είναι μια αλλαγή στη μορφή ελέγχου ή διακυβέρνησης του διεθνούς συστήματος. Είναι μια αλλαγή στα πλαίσια του συστήματος, που συνεπάγεται αλλαγές στην διεθνή κατανομή ισχύος, στην ιεραρχία γοήτρου και στους κανόνες και στα δικαιώματα που ενσωματώνονται στο σύστημα.

Αλλαγή αλληλεπιδράσεων: είναι μια αλλαγή στη μορφή των τακτικών αλληλεπιδράσεων ή διαδικασιών ανάμεσα στους δρώντες του διεθνούς συστήματος. Αυτός ο τύπος της αλλαγής συνεπάγεται αλλαγές στα δικαιώματα και στους κανόνες που ενσωματώνονται σε ένα διεθνές σύστημα.

Σταθερότητα-Αλλαγή

Το εάν ένα κράτος θα επιδιώξει ή όχι να αλλάξει το διεθνές σύστημα εξαρτάται από τη φύση του κράτους και της κοινωνίας που εκπροσωπεί.

1. Ένα κράτος θα προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα μόνο εάν διαθέτει ένα σχετικό πλεονέκτημα απέναντι στα άλλα κράτη.

2. Ένα κράτος θα προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα εάν το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει το αναμενόμενο κόστος.

3. Ένα κράτος θα επιδιώξει να αλλάξει το διεθνές σύστημα μέσω εδαφικής, πολιτικής και οικονομικής επέκτασης, μέχρι το οριακό κόστος της περαιτέρω αλλαγής να είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το οριακό όφελος.

4. Αφ’ ης στιγμή επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ κόστους-οφέλους της περαιτέρω αλλαγής και επέκτασης, ή τάση είναι να αυξάνεται το οικονομικό κόστος της διατήρησης του status-quo ταχύτερα από ότι η οικονομική δυνατότητα υποστήριξής του.

5. Το κίνητρο ενός κράτους να προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα επηρεάζεται έντονα από τους κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων κατανέμονται τα εσωτερικά κόστη και οφέλη μια τέτοιας προσπάθειας.

Δύο παράγοντες, ⎯η κοινωνία και η φύση του πολιτικού περιβάλλοντος⎯ επηρεάζουν το εάν ή όχι ένα κράτος θα προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα. Δηλαδή το υλικό περιβάλλον⎯οικονομικό-τεχνολογικές συνθήκες, και η διεθνής ισορροπία ισχύος δημιουργούν σε ένα κράτος κίνητρο ή αντικίνητρο να προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα. Το εάν ή όχι θα το κάνει εξαρτάται από εσωτερικούς παράγοντες όπως τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων, τάξεων και άλλων στην κοινωνία.

Page 19: Πολιτική Οικονομία

Τρεις περιβαλλοντικοί παράγοντες, ⎯το σύστημα επικοινωνιών-συγκοινωνιών, η στρατιωτική τεχνολογία και η φύση της οικονομίας⎯, που επιδρούν στη διαδικασία αλλαγής του διεθνούς συστήματος.

Οικονομικοί παράγοντες:

Αλλαγές σε τρεις γενικές κατηγορίες οικονομικών παραγόντων τείνουν να ενθαρρύνουν ένα κράτος να επεκταθεί και να προσπαθήσει να αλλάξει το σύστημα:

1. Κάθε εξέλιξη που αυξάνει τις οικονομίες κλίμακας μπορεί θα δημιουργήσει σε μια κοινωνία ένα ισχυρό κίνητρο επέκτασης.

2. Ένας άλλος οικονομικός παράγοντας που δημιουργεί κίνητρα για επέκταση είναι η εσωτερίκευση εξωτερικών οικονομιών ή αντιοικονομιών. Εξωτερικές οικονομίες ή αντικοικονομίες είναι οφέλη ή κόστη που αποκομίζουν ή υφίστανται πολιτικοί δρώντες, χωρίς να καταβάλλεται πληρωμή ή αποζημίωση.

3. Ένας τρίτος παράγοντας που δίνει κίνητρο για επέκταση είναι η φθίνουσα απόδοση. Όπως επισημαίνει ο Ντ. Ρικάρντο, προκειμένου να συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη όλοι οι συντελεστές παραγωγής θα πρέπει να αυξάνονται με την ίδια αναλογία. Πάραυτα το γεγονός ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις αυξάνουν την παραγωγικότητα των υφιστάμενων πόρων, σημαίνει ότι οι ποσοτικές αυξήσεις σε όλους τους συντελεστές παραγωγής δεν είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης

Η Μελέτη της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Η οικονομική ανάλυση εστιάζεται στην αποδοτικότητα και τα αμοιβαία οφέλη της οικονομικής συναλλαγής, ενώ η διεθνής πολιτική οικονομία ενδιαφέρεται κυρίως για την κατανομή των κερδών από τις δραστηριότητες της αγοράς-σχετικά κέρδη. Ειδικότερα η Δ.Π.Ο. επικεντρώνεται στην επίδραση της παγκόσμιας οικονομίας στην ισχύ, στις αξίες και στην πολιτική αυτονομία των κρατών. Υποθέτει ότι τα κράτη, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και άλλοί ισχυροί παράγοντες επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους για να επηρεάσουν τη φύση των διεθνών καθεστώτων.

Η κατανομή του πλούτου και οι οικονομικές δραστηριότητες.

Ενώ η οικονομική ανάλυση δίνει έμφαση στην αποδοτική κατανομή των σπανίζοντων πόρων και στα απόλυτα κέρδη που απολαμβάνουν όλοι από τις οικονομικές δραστηριότητες, η κρατικοκεντρική ανάλυση της ΔΠΟ δίνει έμφαση στις διανεμητικές συνέπειες των οικονομικών δραστηριοτήτων. Αναλυτικότερα για την Δ.Π.Ο. οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για τους όρους εμπορίου, την κατανομή των οικονομικών αποδόσεων από τις ξένες επενδύσεις και κυρίως για τους σχετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των εθνικών οικονομιών.

Page 20: Πολιτική Οικονομία

Υπόθεση εργασίας Grieco: τα κράτη ενδιαφέρονται περισσότερο για τα σχετικά παρά για τα απόλυτα κέρδη και αυτό δημιουργεί δυσκολία στην επίτευξη διεθνούς συνεργασίας.

Κριτική: η σημασία των απόλυτων έναντι των σχετικών κερδών εξαρτάται πάρα πολύ από τις συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα μια συγκεκριμένη ανταλλαγή. Π.χ. συχνά τα κράτη αγνοούν τις διανεμητικές συνέπειες των οικονομικών δραστηριοτήτων για λόγους ασφαλείας, (βλ. την υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ στην Δυτ. Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου).

Συμπέρασμα: Τα κράτη ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την κατανομή εκείνων των κερδών που επηρεάζουν την εγχώρια ευημερία, τον εθνικό πλούτο και τη στρατιωτική ισχύ. Για το λόγο αυτό επιδείκνυαν πάντα μεγάλη προσοχή στις συνέπειες της διεθνούς οικονομίας όσον αφορά τους σχετικούς ρυθμούς οικονομική ανάπτυξης.

Η Εθνική Αυτονομία.

Το πρόβλημα εγείρεται λόγω της αυξανόμενης αλληλεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας και της επιθυμίας των κρατών να διατηρήσουν την κυριαρχία-ανεξαρτησία του.

Η σύγκρουση ανάμεσα στην εξελισσόμενη οικονομική και τεχνική αλληλεξάρτηση των εθνικών κοινωνιών και στη συνεχιζόμενη τμηματοποίηση του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος σε κυρίαρχα ανεξάρτητα κράτη είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα της ΔΠΟ.

Η λογική της αγοράς είναι να τοποθετεί τις οικονομικές δραστηριότητες οπουδήποτε θα είναι πιο αποδοτικές και επικερδείς. Αντίστροφα η λογική του κράτους είναι να συλλαμβάνει και να ελέγχει τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης και τη συσσώρευσης κεφαλαίων προκειμένου να αυξήσει τη ισχύ και την οικονομική του ευημερία. Η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική της αγοράς και του κράτους είναι κεντρικό θέμα της ΔΠΟ.

Η ολοκλήρωση της αγοράς δημιουργεί σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, στις οποίες, όπως παρατηρεί ο Hirschman, η οικονομική ισχύς προκύπτει από την ικανότητά τους να διακόπτουν τις οικονομικές σχέσεις. Οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των κρατών συνεπάγονται σχεδόν πάντα σχέσεις ισχύος.

Ακολούθως οι Keohane & Nye εξετάζοντας την οικονομική αλληλεξάρτηση θα προβούν στην διάκριση μεταξύ αλληλεξάρτησης «ευαισθησίας» και αλληλεξάρτησης «τρωτότητας». Η πρώτη αναφέρεται στην επιρροή μεταξύ των οικονομικών μεταβλητών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις δυνατότητες πολιτικής εκμετάλλευσης των αλληλεξαρτήσεων της αγοράς.

Page 21: Πολιτική Οικονομία

Τα κράτη έχουν ισχυρό κίνητρο είτε να μειώσουν τη δική τους εξάρτηση από άλλα κράτη μέσω πολιτικών, όπως η προστασία του εμπορίου και οι βιομηχανικές πολιτικές, είτε να αυξήσουν την αλληλεξάρτηση άλλων κρατών από αυτά μέσω πολιτικών όπως η παροχή ξένης βοηθείας και οι εκχωρήσεις εμπορικών δικαιωμάτων.

Διεθνή Καθεστώτα

Η έννοια των διεθνών καθεστώτων, που ορίζονται ως «σύνολα άτυπων ή ρητών αρχών, νορμών, κανόνων και διαδικασιών λήψης αποφάσεων περί των οποίων συγκλίνουν οι προσδοκίες των παραγόντων σε έναν δεδομένο τομέα των διεθνών σχέσεων» βρίσκεται στην καρδιά της έρευνας αναφορικά με τους διεθνείς θεσμούς.

Keohane: Υποστήριξε ότι τα διεθνή καθεστώτα είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας και ότι χρειάζονται για να διευκολύνουν την αποτελεσματική λειτουργία της διεθνούς οικονομίας.

Τα διεθνή καθεστώτα δημιουργούνται από εγωκεντρικά κράτη προκειμένου να προωθήσουν ατομικά και συλλογικά συμφέροντα. Μεταξύ των καθηκόντων τους είναι η μείωση της αβεβαιότητας, η ελαχιστοποίηση του κόστους συναλλαγών και η αποσόβηση των αποτυχιών της αγοράς.

Σύμφωνα με τον Keohane, τα διεθνή καθεστώτα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση και σταθεροποίηση της διεθνούς οικονομίας. Συνεπαγόμενα πολλοί νεοφιλελεύθεροι μελετητές υποστήριξαν ότι τα διεθνή καθεστώτα και η συνεργασία μεταξύ των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων θα αντικαθιστούσαν την παρακμάζουσα αμερικανική ηγεσία ως βάση της φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης.

Κριτική της Strange: Τα διεθνή καθεστώτα, όπως εκείνα που ρύθμιζαν το εμπόριο και τις νομισματικές υποθέσεις ήταν οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά προκατειλημμένα υπέρ της Αμερική και ότι αυτά τα διεθνή καθεστώτα είχαν δημιουργηθεί από την αμερικανική ισχύ, εξέφραζαν αμερικανικά συμφέροντα και δεν ήταν πολιτικό-οικονομικά ουδέτερα.

Γένεση. Τα διεθνή καθεστώτα αναπτύχθηκαν με διάφορους τρόπους: πολλά προέκυψαν αυθόρμητα χωρίς να συνδέονται με κάποιο συνειδητό σκοπό, π.χ. πολλοί από τους άτυπους κανόνες που διέπουν τις αγορές, αλλά ήταν αποτέλεσμα διεθνών διαπραγματεύσεων, (π.χ. Μπρέτον Γούντς μετά τον Β΄Π.Π.), άλλα επιβλήθηκαν από ισχυρά κράτη σε λιγότερο ισχυρά, (π.χ. τα αποικιακά συστήματα του 19ο αιώνα).

Περιεχόμενο. Το περιεχόμενο ενός διεθνούς καθεστώτος⎯οι ακριβείς κανόνες και οι τεχνικές λήψης αποφάσεων που είναι ενσωματωμένοι σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς⎯ καθορίζεται από τεχνολογικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Τα καθεστώτα που ρυθμίζουν διεθνείς οικονομικές υποθέσεις πρέπει να μπορούν να επιλύουν περίπλοκα οικονομικά ζητήματα. (π.χ. η παροχή διεθνούς ρευστότητας, η δημιουργία ενός μηχανισμούς προσαρμογής για τα κράτη που αντιμετωπίζουν προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών).

Αντικειμενικοί οικονομικό-πολιτικοί στόχοι των διεθνών καθεστώτων:

Page 22: Πολιτική Οικονομία

1. Αποδοτικότητα- αποτελεσματικότητα της διεθνούς συνεργασίας και επίλυση προβλημάτων.

2. Επίτευξη-ενίσχυση της διακρατικής συνεργασίας και κοινοποίηση πληροφοριών, ώστε να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών και να επιλυθούν κοινά προβλήματα.

3. Αναδιανεμητική λειτουργία, (δηλαδή να δημιουργούν ή να διατηρούν ανισότητες). Συνεπαγόμενα οι νόρμες, οι κανόνες και οι αρχές που είναι ενσωματωμένες στα καθεστώτα απεικονίζουν γενικά την ισχύ και τα συμφέροντα των κυριάρχων δυνάμεων. Πάραυτα ο Gilpin θεωρεί απίθανο τα καθεστώτα που διέπουν μια φιλελεύθερη διεθνή οικονομία να αντιπροσωπεύουν μόνο τα συμφέροντα της/των κυρίαρχης/κυρίαρχων δυνάμεων. Αυτό γιατί για να επιβιώσουν θα πρέπει να ικανοποιούν, σε κάποιο βαθμό, τα συμφέροντα όλων των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων.

Συμμόρφωση. Πρόβλημα συμμόρφωσης λόγω απουσίας μιας παγκόσμιας κυβέρνησης. Το πρόβλημα της συμμόρφωσης αποκτά τεράστια σημασία όταν οι κανόνες και οι αρχές ενός διεθνούς καθεστώτος έχουν σημαντικές διανεμητικές συνέπειες για τα κράτη και τις ισχυρές ομάδες στο εσωτερικό τους ή όταν παραβιάζουν σημαντικά την αυτονομία και την ασφάλεια των κρατών.

Επίλυση του ανωτέρω προβλήματος:

1.Θεωρία των επαναληπτικών παιγνίων, για επίλυση του διλήμματος του φυλακισμένου.

2.Η κατηγορία των θεωριών της διεθνούς συνεργασίας. Δηλαδή ότι η συνεργασία λαμβάνει χώρα όταν οι παράγοντες προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους στις πραγματικές ή προβλεπόμενες προτιμήσεις των άλλων, μέσω μιας διαδικασίας συντονισμού των πολιτικών.

Κριτική: Ενώ τα διεθνή καθεστώτα είναι πολύ χρήσιμα στο να παράσχουν λύσεις σε τεχνικά, οικονομικά και άλλα προβλήματα που συνδέονται με την παγκόσμια οικονομία, επηρεάζουν επίσης πάντα την οικονομική ευημερία, την εθνική ασφάλεια και την πολιτική αυτονομία των κρατών. Για το λόγο αυτό συχνά τα κράτη επιχειρούν να χειραγωγήσουν τα διεθνή καθεστώτα ώστε να εξυπηρετήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.

Η ρεαλιστές καταδεικνύουν αυτή την έννοια των διεθνών καθεστώτων ως στίβου πολιτικών συγκρούσεων και ως τεχνικής λύσης. Τα καθεστώτα αποτελούν ταυτόχρονα μέρος και αντικείμενο ενός πολιτικού αγώνα. Συνεπαγόμενα εάν ένα καθεστώς πρόκειται να είναι αποτελεσματικό και να επιβληθούν οι κανόνες τους πρέπει να στηρίζεται σε μια ισχυρή πολιτική βάση.

Θεωρία Ηγεμονικής Σταθερότητας-Η Διαχείριση της Παγκόσμιας Οικονομίας

Μια φιλελεύθερη διεθνής οικονομία χρειάζεται έναν ηγεμόνα ο οποίος να έχει δεσμευτεί έναντι των φιλελεύθερων οικονομικών αρχών, όπως ήταν η Βρετανία τον 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ τον 20ο αιώνα. Η θεωρία στηρίζεται στην ιδέα της διεθνούς συνεργασίας, (η ηγεμονία καθιστά πιο εφικτή τη συνεργασία και δεν είναι αντίθετη

Page 23: Πολιτική Οικονομία

προς αυτήν). Επειδή χωρίς έναν ηγεμόνα η διεθνής συνεργασία στα εμπορικά, νομισματικά και στα περισσότερα άλλα ζητήματα στις διεθνείς υποθέσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Κομβικό σημείο στο ερώτημα εάν είναι δυνατή η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας μέσα από διεθνούς θεσμούς-καθεστώτα, και συνεπαγόμενα στην στοχαστική αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-ρεαλιστών, αποτελεί η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας. Η υπόθεση ότι μια ανοιχτή και φιλελεύθερη οικονομία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ισχυρής πολιτικής ηγεσίας, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Charles Kindleberger στο έργο του The World in Depression, 1929-1939. Σύμφωνα με τον Kindleberger η ηγέτιδα δύναμη καλείται να παροτρύνει τα υπόλοιπα κράτη να υπακούουν στους κανόνες-καθεστώτα που διέπουν τις διεθνείς οικονομικές δραστηριότητες, οριοθετώντας αποδεκτά μοντέλα οικονομικής συμπεριφοράς. Παράλληλα ορισμένα συλλογικά ή δημόσια αγαθά, θα πρέπει να προωθούνται από την ίδια. Τέλος στα καθήκοντά της, για την ομαλή λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς και την ανάσχεση των οικονομικών κρίσεων, εμπερικλείονται ο δανεισμός κεφαλαίου, η δημιουργία ενός καθεστώτος συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο μακροοικονομικός συντονισμός, η διατήρηση των ανοιχτών αγορών και ο ρόλος της ως “δανειστή ύστατης προσφυγής”.

Νεοφιλελεύθεροι: «οι ηγεμονικές δομές εξουσίας, που κυριαρχούνται από μια μόνο χώρα, συμβάλλουν κατά μείζονα βαθμό στην ανάπτυξη ισχυρών διεθνών καθεστώτων, οι κανόνες των οποίων είναι σχετικά εναργής και αρκετά σεβαστοί»[1]. Ωστόσο η ύπαρξη μιας ηγεμονικής δύναμης δεν συνιστά από μόνη της, ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης οικονομίας. Επιπρόσθετες προϋποτιθέμενες συνθήκες είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγάλων οικονομικών-πολιτικών δυνάμεων.

Συνακόλουθα η άσκηση της διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης συναρτάται:

α)από το βαθμό νομιμοποίησής της, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας διεθνούς ιδεολογικής συναίνεσης-νομιμοποίησης,

β) από τη δυνατότητα παραγωγής, ελέγχου και προβολής οικονομικής ισχύος,

γ) από τη δυνατότητα προαγωγής της διεθνούς συνεργασίας, παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα την παρέκκλιση από τους κανόνες των καθεστώτων του συλλογικού διεθνούς συμφέροντος.

Ρεαλιστές: Την υπόθεση εργασίας του Kindleberger την τροποποίησαν εντός του θεωρητικού πλαισίου της ρεαλιστικής παράδοσης, οι Krasner και Gilpin, με παρεπόμενο την κρατο-κεντρική εκδοχή της θεωρίας της ηγεμονικής σταθερότητας. Οι Krasner και Gilpin ισχυρίστηκαν «ότι ο ηγεμόνας δημιουργούσε μια φιλελεύθερη οικονομία κυρίως για να προαγάγει τα δικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα τα πολιτικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας του», στα τελευταία δύναται να συμπεριληφθούν τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα των συμμάχων του.

Page 24: Πολιτική Οικονομία

Ο St. Krasner επιχείρησε να εκλεπτύνει και να προεκτείνει το επιχείρημα του R.Gilpin, υποβάλλοντας σ’ εμπειρικό έλεγχο δύο κεντρικές υποθέσεις εργασίας:

α) οι ηγεμονικές δυνάμεις επιζητούν και ευνοούν την απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους,

β) επειδή οι εν λόγω δυνάμεις είναι ηγεμονικές, εξ’ ορισμού διαθέτουν την ικανότητα να φιλελευθεροποιήσουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.

Το συμπέρασμα του Krasner συναρτά την ανοιχτή παγκόσμια οικονομία με την πρωτοκαθεδρία ενός ηγεμονικού κράτους, επαληθεύοντας την θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας στην περίπτωση της βρετανικής και της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας-ηγεσίας.

Εν κατακλείδι: Η δημιουργία αποτελεσματικών διεθνών καθεστώτων και η εξεύρεση λύσεων στο πρόβλημα της συμμόρφωσης απαιτούν αφενός ισχυρή διεθνή ηγεσία και αφετέρου αποτελεσματική διεθνή διοικητική δομή.

Ηγεμονικός Πόλεμος και Διεθνής Αλλαγή

Καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαχρονίας το κυριότερο μέσο για την επίλυση της ανισορροπίας εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος ήταν ο ηγεμονικός πόλεμος, ο οποίος χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τα αίτια ή τους ρητούς σκοπού, αλλά από το εύρος και το διακύβευμά του. Αν και η ηγεμονία μπορεί να μην είναι το συνειδητό κίνητρο ενός τέτοιου πολέμου, οπωσδήποτε η αναπόφευκτη συνεπεία της νίκης του ενός από τα κράτη είναι η ηγεμονία. Η σημαντικότερη συνέπεια του ηγεμονικού πολέμου είναι ότι αλλάζει το σύστημα σύμφωνα με τη νέα διεθνή κατανομή ισχύος, (επιφέρει μια αναδιάταξη των βασικών συστατικών στοιχείων του συστήματος).

Χαρακτηριστικά του Ηγεμονικού πολέμου:

1.έχει να κάνει με μια άμεση σύγκρουση ανάμεσα στην κυρίαρχη δύναμη ή δυνάμεις και στον ανερχόμενο διεκδικητή ή διεκδικητές. Η σύγκρουση γίνεται ολοκληρωτική και συν τω χρόνω χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή όλων των μεγάλων δυνάμεων.

2.Το βασικό ζήτημα που διακυβεύεται είναι η φύση της διακυβέρνησης του συστήματος.

3.Χαρακτηρίζεται από τα απεριόριστα μέσα που χρησιμοποιούνται και από το γενικό εύρος των εχθροπραξιών.

Προϋποτιθέμενες συνθήκες για την διεξαγωγή ενός ηγεμονικού πολέμου

1.Εντατικοποίηση των συγκρούσεων μεταξύ των κρατών ως αποτέλεσμα του «κλεισίματος» του χώρου και των ευκαιριών. Οι διακρατικές σχέσεις γίνονται όλο και περισσότερο ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο το κέρδος τους ενός κράτος είναι απώλεια για το άλλο.

Page 25: Πολιτική Οικονομία

2.Η δεύτερη προϋπόθεση είναι χρονική και ψυχολογική, παρά χωρική. Είναι η αντίληψη ότι μια θεμελιώδης ιστορική αλλαγή λαμβάνει χώρα και ο βασανιστικός φόβος μίας ή περισσότερων μεγάλων δυνάμεων ότι ο χρόνος με κάποιο τρόπο αρχίζει να δουλεύει εναντίων τους και ότι θα πρέπει κανείς να τακτοποιήσει την κατάσταση μέσω παρεμποδιστικού πολέμου.

3.Η τρίτη προϋπόθεση είναι όταν η πορεία των γεγονότων αρχίζει να ξεφεύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο.

Συμπέρασμα: Ο ηγεμονικός πόλεμος προκύπτει από τις δομικές συνθήκες και την ανισορροπία του διεθνούς συστήματος, αλλά οι συνέπειες σπανίως έχουν προβλεφθεί από τους ηγέτες.

------------------------------------------- 21.11.2009. Διαφάνεια: Πολυεθνικές, ξένες επενδύσεις I) Το κράτος και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι πολυεθνικές εταιρείες. Οι πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν παραγωγικούς συντελεστές σε περισσότερες από μία χώρες. Για να θεωρηθεί πολυεθνική μια επιχείρηση πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα πρόγραμμα άμεσων ξένων επενδύσεων μέσω του οποίου να ασκεί δικαιώματα διοίκησης ή να έχει τον έλεγχο της διοίκησης. Γιατί οι επιχειρήσεις γίνονται πολυεθνικές: Διάκριση μεταξύ οριζόντιας και κάθετης ολοκλήρωσης; Μια οριζόντια ολοκληρωμένη πολυεθνική εταιρεία επεκτείνει τις επιχειρήσεις της στο εξωτερικό, παράγοντας το ίδιο προϊόν ή την ίδια γραμμή προϊόντων στις θυγατρικές της εταιρείες σε άλλες χώρες. Μια κάθετα ολοκληρωμένη πολυεθνική εταιρεία διαχωρίζει γεωγραφικά τα διαφορετικά στάδια της παραγωγής, με τις εκροές ορισμένων από τις θυγατρικές εταιρείες να λειτουργούν ως εισροές σε άλλες θυγατρικές. Οι επιχειρήσεις προχωρούν σε κάθετη ολοκλήρωση για να ελαττώσουν το κόστος παραγωγής, να αποφύγουν την αβεβαιότητα και να μειώσουν τον ανταγωνισμό. Η σημασία της πλανητικοποίησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στις εγχώριες και διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Επιχειρήματα: 1. Η πολυεθνική επιχείρηση έχει απελευθερωθεί από την οικονομία προέλευσής της και έχει καταστεί μια ανεξάρτητη δύναμη. 2.Η πολυεθνική επιχείρηση παραμένει ένα δημιούργημα της οικονομίας προέλευσης. Αντικειμενικός σκοπός των πολυεθνικών είναι να επιτύχουν μερικό ή πλήρη έλεγχο στο μάρκετινγκ, στην παραγωγή ή σε άλλους τομείς σε μια άλλη οικονομία. Αυτού του είδους οι επενδύσεις μπορεί να πραγματοποιηθούν στον τομέα των υπηρεσιών, της βιομηχανικής παραγωγής ή των

Page 26: Πολιτική Οικονομία

εμπορευμάτων. Η υπερπόντια επέκταση συνοδεύεται συχνά από συγχωνεύσεις, εξαγορές ή συμμαχίες με εταιρείες άλλων εθνικοτήτων.

Οι προγενέστερες διεθνικές εταιρείες ήταν πολύ πιο ισχυρές από ό,τι είναι οι σύγχρονες πολυεθνικές.

Οι ερμηνείες των άμεσων ξένων επενδύσεων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αδιαφορούν για την πολυεθνική επιχείρηση. Μείζον λόγος που εξηγεί το γιατί οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι δεν μπόρεσαν να παράσχουν μια γενική θεωρητική ερμηνεία για την πολυεθνική επιχείρηση και τις άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ότι η πολυεθνική επιχείρηση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό προϊόν των ατελειών της αγοράς και μοναδικών επιχειρηματικών εμπειριών. Δύο ξεχωριστές προσεγγίσεις των πολιτικών οικονομολόγων για την πολυεθνική επιχείρηση. 1.Μαρξιστικές θεωρίες. Hymer: Οι άμεσες ξένες επενδύσεις μπορούν να ερμηνευτούν ως μέρος της επεκτατικής στρατηγικής μιας εταιρείας και της επιθυμίας της να ελέγξει παραγωγικές ή άλλες εγκαταστάσεις σε ξένες χώρες. Ο Hymer πίστευε ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός καθοδηγείται από δύο θεμελιώδεις νόμους. Ο πρώτος είναι ο νόμος του αυξανόμενου μεγέθους των εταιρειών. Ο δεύτερος είναι ο νόμος της άνισης ανάπτυξης. 2.Ρεαλιστική ερμηνεία: Υποστηρίζει ότι η άνοδος και η επιτυχία της πολυεθνικής επιχείρησης συναρτάται από ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον. Π.χ. η Pax Britannica παρείχε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την υπερπόντια επέκτασή των βρετανικών εταιρειών και επενδυτών στα τέλη του 19ο αιώνα. Η ρεαλιστική θέση υποθέτει αξιωματικά ότι οι πολυεθνικές είναι κατά βάση εθνικές εταιρείες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και η διεθνής οικονομία Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι υπεύθυνες για τα 4/5 περίπου της παγκόσμιας βιομηχανικής απόδοσης, ενώ τυπικά τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού που απασχολούν βρίσκονται στη χώρα προέλευσης. Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι το ενδοεπιχειρησιακό εμπόριο, το οποίο από το 1992 και μετά αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο των αμερικανικών εξαγωγών και στα 2/5 των προϊόντων που εισήχθησαν στις ΗΠΑ. Περίπου το ½ του εμπορίου μεταξύ της ΗΠΑ-Ιαπωνίας είναι ενδοεπιχειρησιακό. Επιπλέον οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι εξαιρετικά συγκεντρωτικές στις ΗΠΑ-Ευρώπη. Αυτή η συγκέντρωση άμεσων ξένων επενδύσεων εξηγείται από το γεγονός ότι ΗΠΑ και Ευρώπη είναι σήμερα οι μεγαλύτερες αγορές πλανητικά. Γεγονός είναι ότι ο ρόλος των πολυεθνικών επιχειρήσεων στη παγκόσμια οικονομία παραμένει αμφιλεγόμενος. Από τη μια πλευρά υποστηρίζεται ότι οι απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς κυριαρχούν στη φύση και στη δυναμική τους διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν λαμβάνουν υπόψη τη σημασία των πολυεθνικών εταιριών για τη

Page 27: Πολιτική Οικονομία

λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας. Αρνούνται ότι οι επενδύσεις, το μάρκετινγκ και οι άλλες οικονομικές δραστηριότητες των εν λόγω εταιριών έχουν αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία του διεθνούς εμπορίου.

Συμπερασματικά, το έθνος-κράτος παραμένει ο κυρίαρχος παράγοντας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και οι εθνικές οικονομίες εξακολουθούν να είναι το σημαντικότερο στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Η τάση προς την περιφερειοποίηση των επενδύσεων, των υπηρεσιών και της παραγωγής.

1. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στις αρχές του 21ο αιώνα αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών εγχώριων επενδύσεων των πλούσιων χωρών, ενώ την προηγούμενη δεκαετία, (πριν το Α’Π.Π.) οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν επενδύσει στο εξωτερικό σχεδόν όσο είχαν επενδύσει και στη χώρα τους και το ευρωπαϊκό απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν υψηλότερο το 1914.

2. Η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και στο εσωτερικό συγκεκριμένων περιοχών, (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). Π.χ. οι αμερικανικές ξένες επενδύσεις έχουν αρχίσει να μετατοπίζουν από την ανατολική Ασία στο Μεξικό. Οι Ιαπωνικές εταιρείες προτιμούν τους υπεργολάβους της Ανατολικής Ασίας. Ενώ η Γερμανία επενδύει τεράστια ποσά στην Ανατ. Ευρώπη, (π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία).

Πως ερμηνεύεται η τάση προς την περιφερειοποίηση των επενδύσεων, των υπηρεσιών και της παραγωγής; Νέοι μέθοδοι παραγωγής και διαχείρισης, όπως είναι η λιτή παραγωγή και η ελαστική βιομηχανική παραγωγή ενθαρρύνουν την περιφερειοποίηση. Η διαμάχη για την πολυεθνική και το έθνος κράτος. Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι (Φιλελεύθεροι) που υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και ο κεντρικός ρόλος της πολυεθνικής εταιρείας στην παγκόσμια οικονομία αντιπροσωπεύουν το θρίαμβο των δυνάμεων της αγοράς και της οικονομικής ορθολογιστικότητας επί του αναχρονιστικού έθνους-κράτους. Σύμφωνα με τον Ohmae, οι διεθνικές εταιρείες της δεκαετίας του 90’ έχουν γίνει αληθινά παγκόσμιες που δεν έχουν εθνικότητα και δεν εξαρτώνται από τη χώρα καταγωγή τους. Π.χ. ο επιχειρηματικός σχεδιασμός είναι πολύ πιθανό να συντελείται σε πλανητικό επίπεδο. Ακόμη και η ίδια η ιδιοκτησία έχει καταστεί ασαφής, καθώς η κατοχή μετοχών, τα κοινά επιχειρηματικά εγχειρήματα και οι συμμαχίες επιχειρήσεων συνδέουν τις εταιρείες πέραν των εθνικών συνόρων. Π.χ. η σημαντική αύξηση που σημειώθηκε στη διεθνοποίηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τη δεκαετία του 90’ παρέχει στήριξη σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει θριαμβεύσει. Το 50% ή και περισσότερο των προϊόντων που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ περιέχει ένα ή περισσότερα εξαρτήματα που παράγονται σε άλλη χώρα και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς την εθνικότητα του προϊόντα, π.χ. τα Honda accords, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν στις ΗΠΑ είναι αμερικανικά ή ιαπωνικά αυτοκίνητα;

Από την άλλη πλευρά, οι ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι ο βαθμός και ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης τονίζονται υπερβολικά, ενώ το κράτος

Page 28: Πολιτική Οικονομία

εξακολουθεί να θέτει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι πολυεθνικές. Αναλυτικότερα για την ρεαλιστική σχολή οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θεωρούνται προϊόντα της οικονομίας προέλευσής τους. Τόσο η βιομηχανική παραγωγή όσο και οι βιομηχανίες υπηρεσιών θεωρείται ότι έχουν βάση τους κυρίως το κράτος. Επίσης η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής λαμβάνουν χώρα πιο συχνά σε περιφερειακή βάση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Β. Αμερική. Ενώ οι πολιτικές και οι οργανισμοί των αναδυόμενων περιφερειακών μπλοκ τείνουν να εκφράζουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών-μελών τους. Π.χ. πολλές βασικές διαφορές στην επιχειρηματική στρατηγική και συμπεριφορά απεικονίζουν εθνικές θεσμικές δομές, οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες. Οι ΗΠΑ έχουν την τάση να υιοθετούν μια στάση laissez-faire έναντι των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η Γερμανία με την έννοια της «κοινωνικής αγοράς» και τον συνεταιρισμό εργαζομένων/διοίκησης έδινε παραδοσιακά μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές ευθύνες ή στις ευθύνες της εταιρείας έναντι της κοινότητας. Η Ιαπωνία έδινε μεγάλη προτεραιότητα στη διατήρηση μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανικής βάσης και στη διαφύλαξη των βασικών στοιχείων του συστήματος της εφ’ όρου ζωής απασχόλησης. Επιπλέον οι εθνικές διαφορές απεικονίζονται και στο επίπεδο του ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου. Π.χ. ενώ οι αμερικανικές εταιρίες χαρακτηρίζονται από μέτριο επίπεδο ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου, οι γερμανικές έχουν υψηλότερο επίπεδο και οι ιαπωνικές πολύ υψηλό. Υπό το πρίσμα της ρεαλιστικής θεωρίας οι πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι απλώς εθνικές εταιρείες που επιδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό και ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξακολουθούν να είναι βαθιά εδραιωμένες στις εθνικές τους κοινωνίες. Ένα διεθνές καθεστώς για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Κεντρικά χαρακτηριστικά: δικαίωμα εγκατάστασης, αρχή της ίσης εθνικής μεταχείρισης και της μη υποβολής σε διακρίσεις. Το πρόβλημα είναι ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις συγκρούονται με τις εθνικές οικονομίες και μπορούν να καταπατήσουν τις εθνικές αξίες και την οικονομική ανεξαρτησία. Γι’ αυτό τον λόγο τα κράτη, ιδιαίτερα οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες είναι απρόθυμα να παραχωρήσουν τη δικαιοδοσία τους επί αυτών των θεμάτων σε ένα διεθνή φορέα. Επιπλέον το γεγονός ότι οι πολυεθνικές λειτουργούν σε δύο ή περισσότερες εθνικές δικαιοδοσίες καθιστά εξαιρετικά δυσχερές το έργο του σχεδιασμού ενός διεθνούς καθεστώτος. Ένα επενδυτικό καθεστώς θα πρέπει να χειρίζεται ευαίσθητα θέματα όπως είναι η φορολογία των ξένων επενδύσεων, ο καθορισμός των τιμών μεταφοράς (οι τιμές που χρεώνει η μία θυγατρική στην άλλη) και η κυβερνητική χρήση των χρηματοοικονομικών και άλλων αμφισβητήσιμων κινήτρων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Συνιστούν απειλή οι πολυεθνικές επιχειρήσεις; Το γεγονός είναι ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυσσόμενων χωρών αλλά και για τις οικονομίες των

Page 29: Πολιτική Οικονομία

ανεπτυγμένων. Π.χ. οι πολυεθνικές αμείβουν καλύτερα τους εργαζομένους τους, δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας από ότι οι εγχώριες εταιρείες και έχουν πολύ υψηλότερα εργασιακά πρότυπα, παράλληλα η οικονομία αποκτά τα κεφάλαια και την τεχνολογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. (Π.χ. στην Τουρκία οι πολυεθνικές καταβάλλουν μισθούς μεγαλύτερους κατά 124% από το μέσο ημερομίσθιο). Αν και για πολλούς η παγκοσμιοποίηση συνιστά απειλή είναι επίσης και μέρος του προβλήματος της υπανάπτυξης. Η βιομηχανική επιτυχία των αναδυόμενων αγορών της Ανατολικής Ασίας καταδεικνύει τη σπουδαιότητα των ξένων επενδύσεων και των εισαγωγών τεχνολογίας. Το επιχείρημα ότι οι μικρές χώρες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στον κόσμο των ισχυρών είναι ανοησία και αντικρούεται από την εμπειρία. Π.χ. η Φιλανδία καθιερώθηκε ως κορυφαία δύναμη στην ασύρματη τηλεφωνία (NOKIA) και σε άλλες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας. Οι τρεις θεωρίες για το ρόλο των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι φιλελεύθεροι θεωρούν τις πολυεθνικές εταιρείες θετικούς φορείς της παγκόσμιας αλλαγής που συνεισφέρουν στην αυξημένη αποδοτικότητα και προκαλούν καινοτομίες, οικονομική μεγέθυνση και απασχόληση. Επίσης υποστηρίζουν ότι πολλές πολυεθνικές γίνονται απάτριδες, απομακρύνονται δηλαδή από τη στενή διασύνδεση με κάποιο συγκεκριμένο κράτος. Οι ρεαλιστές αντίστροφα πιστεύουν πως η εθνικότητα μιας πολυεθνικής κάνει τη διαφορά και πως η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους συνδέεται στενά με την ανταγωνιστικότητα των πολυεθνικών του. Ως εκ τούτου οι χώρες υποδοχής θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν προϋποθέσεις στη λειτουργία και άλλες ρυθμίσεις στις πολυεθνικές εταιρείες για να προωθούν τη βιομηχανική τους ανάπτυξη και να προστατεύουν το εθνικό συμφέρον. Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι οι πολυεθνικές υπερχρεώνουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους, δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης με τις λιγότερο αναπτυγμένες υποδοχής, και αποτελούν απειλή για τις ομάδες των εργαζομένων και στη χώρα προέλευσης και στη χώρα υποδοχής. Δηλαδή οι πολυεθνικές εταιρείες συντελούν στην επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και σε μια ανταγωνιστική κούρσα προς τον πάτο, μεταφέροντας δραστηριότητες σε θυγατρικές εταιρείες που βρίσκονται σε χώρες με χαμηλότερα ημερομίσθια. Εν κατακλείδι τα τρία ρεύματα έχουν ιδιαίτερα διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το τι πρέπει να ρυθμιστεί σε ένα καθεστώς ξένων επενδύσεων ⎯η πολυεθνική, η χώρα υποδοχής ή η χώρα προέλευσης. II) Το έθνος-κράτος στην παγκόσμια οικονομία. Τα οικονομικά της ανάπτυξης, ο νεοφιλελευθερισμός και η θεωρία του αναπτυξιακού κράτους. Τα οικονομικά της ανάπτυξης (περίοδος 1945-70) έδιναν έμφαση στο ρόλο του κράτους, θεωρώντας ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονταν μια παρεμβατική κυβέρνηση. Η εν λόγω θεωρία υποθέτει αξιωματικά ότι οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες διέφεραν ουσιαστικά ως προς τη φύση τους

Page 30: Πολιτική Οικονομία

από τις πιο προηγμένες εκβιομηχανισμένες χώρες και λειτουργούσαν σύμφωνα με διαφορετικές οικονομικές αρχές. Στρατηγική της μεγάλης ώθησης, (P. Rosenstein): το κράτος έπρεπε να διαδραματίσει πολύ πιο ενεργό παρεμβατικό ρόλο στην οικονομία. Ειδικότερα στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες έπρεπε να υπερνικήσει τις αποτυχίες της αγοράς, (έλλειψη επιχειρηματικότητας, χαμηλές εθνικές αποταμιεύσεις, ποικίλες οικονομικές αβεβαιότητες), να γίνει το ίδιο επιχειρηματίας και να προαγάγει τις δημόσιες επενδύσεις. Ο κεϊνσιανισμός υποστήριζε τη θεμελιώδη υπόθεση εργασίας των οικονομικών της ανάπτυξης. Προϋπέθετε δύο διαφορετικούς τύπους οικονομικών:

1) Κλασικά οικονομικά: έδιναν έμφαση σε μια κατάσταση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Αυτό το κλασικό οικονομικό σύμπαν αποτελούνταν από ελαστικές τιμές και ημερομίσθια που μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν σε αλλαγές στη ζήτηση κι έτσι να αποκαταστήσουν μια κατάσταση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης.

2) Κυβερνητικός παρεμβατισμός. Γιατί υπήρχαν καταστάσεις που χαρακτηρίζονταν από αποτυχία της αγοράς (όπως η Μεγάλη Ύφεση) όπου η κατάσταση της ισορροπίας δεν μπορούσε να αποκατασταθεί από την ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς.

Η νεοκλασική αντίληψη (την περίοδο 1970-80) εδράζονταν στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και το δόγμα της διαρθρωτικής προσαρμογής. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι η βασική αιτία της υπανάπτυξης είναι οι κυβερνητικές πολιτικές που στρεβλώνουν τα οικονομικά κίνητρα, αναστέλλουν τις δυνάμεις της αγοράς και στην πραγματικότητα λειτουργούν ενάντια στην οικονομική ανάπτυξη. Υποστήριξαν ότι τα προβλήματα των λιγότερο ισχυρών αναπτυγμένων χωρών οφείλονταν περισσότερο σε κυβερνητικές αποτυχίες παρά σε αποτυχίες της αγοράς, (δηλ. το κράτος ήταν το πρόβλημα). Ως εκ τούτου το άνοιγμα της αγοράς, η δημοσιονομική πειθαρχία και ο μη παρεμβατισμός συνιστούσαν τον δρόμο προς την οικονομική ανάπτυξη. Η κρίση του χρέους των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών τη δεκαετία του 80, (χώρες της Λατ. Αμερικής, της Αφρικής και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, απότοκο της αιφνίδιας ανόδου της τιμής του πετρελαίου το 1973 με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους), σηματοδότησε την αποτυχία της στρατηγικής της ανάπτυξης που βασίζονταν στην υποκατάσταση των εισαγωγών και της ιδέας ότι το κράτος θα πρέπει να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Το πρόβλημα του χρέους σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση με το δόγμα της διαρθρωτικής προσαρμογής το οποίο σήμαινε ότι μια χώρα οφειλέτης που ζητούσε οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ ή την Π.Τ. έπρεπε να δεσμευτεί ότι θα προβεί σε πολλές σκληρές οικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Βραχυπρόθεσμα οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν ως στόχο να επιτύχουν μια προσαρμογή του ισοζυγίου πληρωμών. Μακροπρόθεσμα η αναδιάρθρωση αυτών των οικονομικών θα ήταν αναγκαία προκειμένου να επανέλθουν σε μια κατάσταση επιτυχούς οικονομικής ανάπτυξης. Το δόγμα της διαρθρωτικής

Page 31: Πολιτική Οικονομία

προσαρμογής βασιζόταν σε αυτό που ο Williamson ονόμασε συναίνεση της Ουάσιγκτον. Η θεωρία του αναπτυξιακού κράτους (τέλη δεκαετίας 80’ αρχές 90’) ήρθε να αμφισβητήσει τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά ήταν σύμφωνη με τα οικονομικά της ανάπτυξης, υποστηρίζοντας ότι το κράτος έπρεπε να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Αποδίδει τη ραγδαία εκβιομηχάνιση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας στον κεντρικό ρόλο του κράτους, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει ότι η επιτυχία των οικονομικών αυτών οφειλόταν στην εμπιστοσύνη που έδειξαν στην αγορά και στον ελάχιστο κρατικό παρεμβατισμό. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία η εκπληκτική οικονομική επιτυχία της Ιαπωνίας και άλλων ασιατικών χωρών οφειλόταν στην υιοθέτηση του μοντέλου του αναπτυξιακού κράτους, σύμφωνα με το οποίο το κράτος έπρεπε να διαδραματίζει τον κεντρικό ρόλο στην καθοδήγηση της οικονομικής ανάπτυξης και έπρεπε μάλλον να προηγείται παρά να έπεται της αγοράς. Οι θεωρίες του αναπτυξιακού κράτους υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις της Ταϊβάν, Ν. Κορέας και άλλων πρόσφατα εκβιομηχανιζόμενων οικονομιών επινόησαν μια σειρά κινήτρων που ενθάρρυνε τις ιδιωτικές επενδύσεις σε στρατηγικές βιομηχανίες. Οι πολιτικές των εν λόγω κυβερνήσεων εσκεμμένα όρισαν τις τιμές λάθος προκειμένου να μεταβάλουν τη συμπεριφορά των εταιρειών, για να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά των εταιρειών χρησιμοποίησαν επίσης μη τιμολογιακά μέσα. Η στρατηγική της καθοδηγούμενης από το κράτος εκβιομηχάνιση συνίστατο στη χρησιμοποίηση του μηχανισμού των τιμών για την ενθάρρυνση των επιχειρηματιών να προβούν σε ενέργειες που η κυβέρνηση θεωρούσε ότι ήταν προς όφελος της ραγδαίας εκβιομηχάνισης. Περά από την προστασία του εμπορίου και τις κυβερνητικές επιδοτήσεις, οι βιομηχανικές τους πολιτικές περιλάμβαναν πολιτικές οικονομικής καταστολής όπως την επιλεκτική κατανομή πιστώσεων και την εσκεμμένη στρέβλωση των επιτοκίων προκειμένου να διοχετευτούν φτηνές πιστώσεις σε ευνοούμενους οικονομικούς τομείς. Οι υποστηρικτές του αναπτυξιακού κράτους ισχυρίζονται ότι η θεωρία της κατευθυνόμενης αγοράς ερμήνευε την εκπληκτική οικονομική επιτυχία των πρόσφατα εκβιομηχανιζόμενων οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Στην καρδιά του αναπτυξιακού κράτους και λόγος για την εκπληκτική του επιτυχία ήταν οι στενοί δεσμοί μεταξύ της κυβέρνησης, των τοπικών τραπεζών και της βιομηχανίας. Εκτός από τα εσωτερικά χαρακτηριστικά, πολλοί διεθνείς παράγοντες ωφέλησαν τις πρόσφατα εκβιομηχανιζόμενες οικονομίες. Ως σύμμαχοι των ΗΠΑ έτυχαν ιδιαίτερης μεταχείρισης από τις αμερικανικές οικονομικές και άλλες πολιτικές. Επιπλέον ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός τους είχε κληροδοτήσει υλική υποδομή, μορφωμένο πληθυσμό και αποτελεσματικούς θεσμούς που ευνοούσαν την οικονομική ανάπτυξη. Επίσης οι εν λόγω οικονομίες μπόρεσαν να ακολουθήσουν μια προσανατολισμένη στις εξαγωγές στρατηγική ανάπτυξης λόγω του παγκόσμιου περιβάλλοντος του ελεύθερου εμπορίου. Το ελκυστικότερο στοιχείο της θεωρίας του αναπτυξιακού κράτους είναι ότι φαίνεται να αποτελεί το κατάλληλο μέσο για το συνδυασμό της οικονομικής ανάπτυξης με την πολιτική ανεξαρτησία.

Page 32: Πολιτική Οικονομία

Πολλοί νεοκλασικοί οικονομολόγοι απορρίπτουν τη θεωρία του αναπτυξιακού κράτους. Π.χ. ο P. Krugman υποστήριξε ότι οι κοινωνίες της Ανατολικής Ασίας ήταν επιτυχημένες κυρίως λόγω της γρήγορής συσσώρευσης κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, δηλ. των βασικών συντελεστών παραγωγής. Το κύριο πόρισμα της Έκθεσης για την Παγκόσμια Ανάπτυξη ήταν ότι δεν είχε σημειωθεί κανένα οικονομικό θαύμα στην Ανατολική Ασία. Αντίθετα ήταν επιτυχημένες επειδή προσαρμόστηκαν σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης το οποίο βασιζόταν στη συσσώρευση συντελεστών. Η χρηματοπιστωτική/οικονομική κρίση των Χωρών της Αν. Ασίας. Σύμφωνα με τη δεσπόζουσα δυτική ερμηνεία περί «καπιταλισμού της παρέας», το αναπτυξιακό κράτος της Ανατολικής Ασίας εμπεριείχε τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής. Οι επικριτές του μοντέλου αυτού επέρριψαν την ευθύνη στα ακόλουθα ελαττωματικά στοιχεία του καπιταλισμού της παρέας: 1) στους στενούς δεσμούς μεταξύ των τοπικών πολιτικών, των τραπεζών και της βιομηχανίας, 2) στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω τραπεζών παρά μέσω χρηματιστηρίου, 3) στους η διαφανείς οικονομικούς διακανονισμούς στους οποίους εμπλέκονταν οι ευνοούμενες από την κυβέρνηση επιχειρήσεις και οι τράπεζες. Αντίστροφα οι υποστηρικτές του αναπτυξιακού κράτους απορρίπτουν την παραπάνω ανάλυση και αποδίδουν την κρίση στην ολέθρια συμπεριφορά των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Το έθνος-κράτος στην Παγκόσμια Οικονομία Το κεντρικό ζήτημα είναι εάν το έθνος-κράτος έχει υπονομευθεί από τις διεθνικές δυνάμεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Εάν η αγορά απέσπασε τον έλεγχο από το κράτος στους ανώτερους τομείς της οικονομίας και ότι ο οικονομικός ρόλος του κράτους βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του. Εάν έχει αναδυθεί ή αναδύεται μια παγκόσμια οικονομία στην οποία δεν υπάρχουν πλέον διακριτές εθνικές οικονομίες, ενώ οι εθνικές πολιτικές δεν είναι πλέον εφικτές. Νεοφιλελεύθεροι: Πολλοί υποστηρίζουν ότι η θεμελιώδης φύση της διεθνούς πολιτικής αλλάζει λόγω του γεγονότος ότι η ισχύς του έθνους-κράτους έχει γίνει περισσότερο αδιόρατη. Η κεντρική συνισταμένη της ανωτέρω θέσης εδράζεται στις ακόλουθες υποθέσεις εργασίας:

1. Αποδυνάμωση της κρατικής κυριαρχίας και ειδικότερα της πρωτοκαθεδρίας του κράτους ως αποκλειστικού θεσμού της εθνικής οικονομικής πολιτικής και διαχειριστή των οικονομικών ζητημάτων.

Το εν λόγω «οικονομικό» επιχείρημα εστιάζεται σε δύο κεντρικά σημεία. Στη παραδοχή ότι το κράτος δεν είναι πλέον πολιτικά αυτόνομο στην διαχείριση των οικονομικών του υποθέσεων και ότι όλα τα κράτη αποκτούν οικονομική ομοιομορφία, (ίδιο τύπο οικονομίας), μετασχηματιζόμενα σε όμοιους οικονομικούς δρώντες.

Τοιουτοτρόπως στην εξασθένιση της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους, συμβάλει και η υψηλή κινητικότητα του κεφαλαίου, με συνεπαγόμενο την αδυναμία ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων στη διασυνοριακή ροή των κεφαλαίων, στην ρύθμιση των επιτοκίων, στην διαμόρφωση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και στην εφαρμογή αξιόπιστων μακροοικονομικών πολιτικών.

Page 33: Πολιτική Οικονομία

Το σημείο τρωτότητας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού επιχειρήματος που κρυσταλλώνετε στον διαχωρισμό της πολιτικής από την οικονομία. 2.Η ισχύς του κράτους φθίνει στο βαθμό και στο μέτρο που συνιστά έναν και μόνο δρώντα που ανταγωνίζεται με περισσότερους διαφορετικούς διεθνικούς δρώντες, (π.χ. διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές επιχειρήσεις, κ.α.), εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος. 3. H ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας των κρατών εξασθενεί λόγω της απώλειας του ελέγχου τους, στη δομή και λειτουργία των αγορών. Η εν λόγω υπόθεση είναι παρεπόμενο της λειτουργικής αδυναμίας του κράτους να διαχειριστεί την οικονομική του πολιτική, με αποτέλεσμα την αναφυόμενη αλλαγή στην ισορροπία ισχύος «από τα κράτη στις αγορές».

Ωστόσο οι ανωτέρω υποθέσεις εργασίας διαψεύδονται από το γεγονός ότι το ειδοποιό χαρακτηριστικό του 20ο αιώνα ήταν η αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων-κυρίαρχων κρατών.

Ακόμα δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η κοινωνικό-πολιτική οργάνωση των συλλογικών οντοτήτων στο πλαίσιο του έθνους-κράτους ίσως είναι και το αποτελεσματικότερο μέσο άμυνας στις πλανητικές απειλές, στις πολιτικές αβεβαιότητες των δυτικών αρχών περί οικουμενικής ηθικής και στις ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων, παρεπόμενο των πλανητικών αξιώσεων ισχύος των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών. Επίσης δεν δύναται να διαμφισβητηθεί το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εκκίνησε από τις πολιτικές των κρατών.

Τέλος αν και η παγκοσμιοποίηση των αγορών καθιστά δυσχερή την άσκηση οικονομικών πρωτοβουλιών από τα κράτη, αυξάνει παράλληλα τόσο τα αναμενόμενα οφέλη από μια αποτελεσματική κρατική δράση, όσο και το πραγματικό κόστος σε μια ανεπιτυχή κρατική πολιτικό-οικονομική ενέργεια.

Ρεαλιστές: Το κράτος είναι ο σημαντικότερος δρώντας στην διεθνή πολιτική. Παρά τα αναφυόμενα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης σε μείζονες τομείς, (π.χ. οικονομία, εμπόριο, τεχνολογία, επικοινωνίες, περιβάλλον, κ.α.), το έθνος-κράτος εξακολουθεί να είναι μια αυτόνομη, διακριτή και αποτελεσματική μορφή συλλογικής κοινωνικό-πολιτικής οργάνωσης. Το αναφαίρετο και αποκλειστικό δικαίωμα της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας των κρατών δεν έχει εξασθενίσει σε σημαντικό βαθμό. Τουναντίον αυτό που καταδεικνύεται είναι ότι μακροπρόθεσμα η άσκηση ελέγχου από τα κράτη αυξάνεται, δηλαδή η «de facto κυριαρχία ενισχύεται παρά αποδυναμώνετε».

Η πλανητικοποίηση είναι εξαρτημένη μεταβλητή-αποτέλεσμα, των πολιτικών των κρατών: 1.Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας εξαρτάται άμεσα από την υποστήριξη των κρατών, ενώ οι μελλοντικές προοπτικές της εν λόγω διαδικασίας είναι απόλυτα συναρτημένες από την ύπαρξη και την βιωσιμότητα του έθνους-κράτους. 2.Στο ίδιο πλαίσιο δεν επιβεβαιώνετε η κεντρική υπόθεση των Φιλελεύθερων ρευμάτων, ότι η αποτελεσματική συμμετοχή στην παγκόσμια οικονομία προϋποθέτει τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, δηλαδή την αποδυνάμωση της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους.

Page 34: Πολιτική Οικονομία

3.Η έκταση και οι συνέπειες της πλανητικοποίησης για το μέλλον του έθνους κράτους είναι περιορισμένες. Αυτό γιατί όπως επισημαίνει και ο Vincent Cable, δεν είναι εύκολο να συνεκτιμήσει και να αξιολογήσει κανείς ολοκληρωτικά τις επιπτώσεις που ενέχει η παγκοσμιοποίηση για το έθνος-κράτος. Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομίας στα κράτη είναι ποικιλόμορφες και διαφορικές σε συνάρτηση με τα αναφυόμενα θέματα, (π.χ. τα χρηματοοικονομικά είναι περισσότερο ολοκληρωμένα σε πλανητικό επίπεδο, απ’ ότι ο τομέας των υπηρεσιών και της βιομηχανίας). Η αποτελεσματικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής. Η μακροοικονομική πολιτική αποτελείται από δύο βασικά εργαλεία διαχείρισης μιας εθνικής οικονομίας: τις δημοσιονομικές πολιτικές και τις νομισματικές πολιτικές. Τα βασικά όργανα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η φορολογία και οι κυβερνητικές δαπάνες. Η νομισματική πολιτική λειτουργεί μέσω του καθορισμού του μεγέθους και της ταχύτητας του κυκλοφορούντος χρήματος ενός κράτους. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να δώσει ώθηση ή να καταστείλει το επίπεδο των οικονομικών δραστηριοτήτων αυξάνοντας ή περιορίζοντας την προσφορά δολαρίων που είναι διαθέσιμα στους καταναλωτές και παραγωγούς. Για να εξετασθεί σε ποιο βαθμό η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει υπονομεύσει την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική των κρατών, με απότοκο οι κυβερνήσεις να μην δύναται να διαχειριστούν τις οικονομίες τους πρέπει να εφαρμόσουμε τη λογική του τριλήμματος ή της ασυμβίβαστης τριάδας. Κάθε κράτος έρχεται αντιμέτωπο με μια αναπόφευκτη επιλογή μεταξύ των τριών ακόλουθων επιθυμητών στόχων της οικονομικής πολιτικής: τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, την εθνική αυτονομία στην μακροοικονομική πολιτική και τη διεθνή κινητικότητα κεφαλαίων. Δυστυχώς μια κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτύχει και τους τρεις στόχους ταυτόχρονα, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να επιτύχει δύο. Αυτό που διαπιστώνουμε από μια τέτοια ανάλυση είναι ότι αν και η οικονομική παγκοσμιοποίηση περιορίζει πράγματι τις κυβερνητικές επιλογές όσον αφορά τις πολιτικές που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν, δεν επιβάλει κάποιο χρηματοοικονομικό περιορισμό στις εθνικές μακροοικονομικές πολιτικές. Οι πιο σημαντικοί περιορισμοί που τίθενται στην μακροοικονομική πολιτική εντοπίζονται σε εθνικό επίπεδο. Αν μια οικονομία απομονωνόταν από τη διεθνή οικονομία, η δημοσιονομική πολιτική θα περιορίζονταν από το κόστος δανεισμού. Αν μια εθνική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε ελλειμματική χρηματοδότηση για να τονώσει την οικονομία της, το απορρέον έλλειμμα του προϋπολογισμού θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από εγχώριους δανειστές. Ένας άλλος σημαντικός περιορισμός στη νομισματική πολιτική στο εσωτερικό μιας εγχώριας οικονομίας είναι η απειλή του πληθωρισμού, η οποία θέτει ένα ανώτερο όριο στην ικανότητα μιας κεντρικής τράπεζας να δίνει ώθηση στην οικονομία αυξάνοντας την προσφορά χρήματος ή να μειώσει τα επιτόκια.

Page 35: Πολιτική Οικονομία

Εν κατακλείδι υπάρχουν όρια στη μακροοικονομική πολιτική που δεν έχουν καμία σχέση με τη διεθνή οικονομία, και αυτοί οι εγχώριοι περιορισμοί υπήρχαν πολύ πριν δημιουργηθεί ο όρος παγκοσμιοποίηση. Συνεπαγόμενα αν και η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει αυξήσει τα περιθώρια δράσης των κυβερνήσεων αναφορικά με την υιοθέτηση επεκτατικών οικονομικών πολιτικών μέσω του υπέρμετρου δανεισμού από το εξωτερικό, σοβαρές χρηματοπιστωτικές κρίσεις στη μεταπολεμική εποχή, (π.χ. η μεξικανική κρίση 1994-95, η χρηματοπιστωτική κρίση της Αν. Ασίας, και η κατάρρευση του ρώσικου ρουβλίου το 1998) καταδεικνύουν τους τεράστιους και εκτεταμένους κινδύνους που συνεπάγεται μια τέτοια προοπτική.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Διεθνής Οικονομική Διακυβέρνηση

Όταν μιλάμε για έλεγχο ή διακυβέρνηση στο διεθνές σύστημα, ο όρος θα πρέπει να γίνει κατανοητός ως «σχετικός έλεγχος» και «επιδίωξη ελέγχου». Ο έλεγχος-διακυβέρνηση του συστήματος είναι συνάρτηση τριών στοιχείων:

1.Η κατανομή ισχύος μεταξύ των πολιτικών συνασπισμών. Η κατανομή ισχύος ανάμεσα στους συνασπισμούς κρατών καθορίζει ποιος κυβερνά το διεθνές σύστημα και ποιανού συμφέροντα προωθούνται από τη λειτουργία του.

2.Η ιεραρχία του γοήτρου ανάμεσα στα κράτη. Στις διεθνείς σχέσεις το γόητρο είναι λειτουργικό αντίστοιχο του ρόλου της εξουσίας στην εσωτερική πολιτική. Το γόητρο είναι η φήμη για ισχύ και κυρίως για στρατιωτική ισχύ. Αναφέρεται πρωτίστως στις αντιλήψεις των άλλων κρατών σχετικά με τις ικανότητες ενός κράτους και την ικανότητα και προθυμία του να χρησιμοποιήσει την ισχύ του. Έχει να κάνει με την αξιοπιστία της ισχύος ενός κράτους και την προθυμία του να αποτρέψει ή να πειθαναγκάσει άλλα κράτη, προκειμένου να πετύχει τους αντικειμενικούς του στόχους.

3. Το τρίτο συστατικό της διακυβέρνησης είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων και κανόνων που διέπουν ή τουλάχιστον επηρεάζουν τις αλληλεπιδράσεις των κρατών. Οι κανόνες είναι γενικές επιβεβλημένες αρχές που απαιτούν ή εξουσιοδοτούν καθορισμένες τάξεις ατόμων ή ομάδες να συμπεριφέρονται με καθορισμένους τρόπους. Οι κανόνες αυτές μπορεί να έχουν τη θέση του νόμου, της ηθικής του εθίμου ή της εθιμοτυπίας ή απλώς των λειτουργικών διαδικασιών ή των κανόνων του παιχνιδιού.

Το αξονικό ερώτημα της μελέτης κρυσταλλώνεται στο εάν και σε ποιο βαθμό είναι εφικτή η διακυβέρνηση της παγκόσμιας οικονομίας μέσω διεθνών θεσμών-καθεστώτων.

Τρεις εναλλακτικές απαντήσεις υπό το πρίσμα της Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων.

Page 36: Πολιτική Οικονομία

Για τους νεοφιλελεύθερους τα κράτη δημιουργούν διεθνείς θεσμούς για την μεγιστοποίηση των απόλυτων κερδών τους, μέσω του συντονισμού των πολιτικών τους (κυρίως σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής) και της ανάπτυξης- ενίσχυσης της διακρατικής συνεργασίας. Αν και αναγνωρίζουν-αποδέχονται την άναρχη οργανωτική αρχή του συστήματος, την φύση και την λειτουργία των κεντρικών του μονάδων⎯κράτη ως ορθολογικοί δρώντες, θεωρούν ότι η συνεργασία στα πλαίσια διεθνών θεσμών, όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά και ωφέλιμη. Αυτό γιατί στο βαθμό που αναφύονται κοινές δράσεις και κοινοί στόχοι μεταξύ των κρατών, με παρεπόμενο τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο τα αποτελέσματα των δράσεών τους να είναι παρόμοια, καθίσταται αποδοτική η διακρατική συνεργασία στα πλαίσια διεθνών θεσμών, εφόσον μειώνεται το κόστος πραγμάτωσης των αμοιβαίων πολιτικών-οικονομικών στόχων και αυξάνονται τα απόλυτα κέρδη. Συνακόλουθα, οι θεσμοί διευκολύνουν την έξοδο από το δίλημμα του φυλακισμένου και μειώνουν τον φόβο της εξαπάτησης.

Εν κατακλείδι, για τους νεοφιλελεύθερους οι θεσμοί δημιουργούνται για την επίλυση των πλανητικών προβλημάτων ή των δυσλειτουργιών-ανωμαλιών της παγκόσμιας οικονομίας, όπως είναι οι ατέλειες, οι αποτυχίες της αγοράς, η οικονομική αβεβαιότητα, κ.α.

Για τους ρεαλιστές τα ισχυρότερα κράτη επιζητούν τη συνεργασία στα πλαίσια διεθνών θεσμών, για την προαγωγή των εθνικών τους συμφερόντων, διατηρώντας τους εν ενέργεια καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που η λειτουργία τους δεν επιφέρει μείωση της σχετικής τους ισχύος. Η συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι εφικτή, ωστόσο είναι δύσκολο να επιτευχθεί και αν επιτευχθεί αντανακλά τις διαμορφωμένες ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διατήρησή της, εξαιτίας του προβλήματος της εξαπάτησης και των σχετικών κερδών. Με διαφορετικά λόγια, οι ρεαλιστές τονίζουν ότι οι διεθνείς θεσμοί υπήρχαν πάντοτε, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τα κράτη να υπεισέρχονται σε ανταγωνισμούς ή συγκρούσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και για την διατήρηση της θέσης-ρόλου τους στο διεθνές σύστημα.

Ως εκ τούτου αδυνατούν,(ως προς ένα βαθμό), να υπεισέλθουν σε συνεργατικές διαδικασίες με τους εταίρους τους, επειδή μέσα από αυτές της διαδικασίες κάποιοι εταίροι θα αποκομίσουν μεγαλύτερα σχετικά κέρδη, γεγονός που δύναται να παρωθήσει στην αύξηση της σχετικής τους ισχύος, με συνεπακόλουθο την γένεση αναθεωρητικών τάσεων⎯αλλαγή της υπάρχουσας ισορροπίας ισχύος.

Κομβικό σημείο στο ερώτημα εάν είναι δυνατή η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας μέσα από διεθνούς θεσμούς-καθεστώτα, και συνεπαγόμενα στην στοχαστική αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-ρεαλιστών, αποτελεί η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας. Η υπόθεση ότι μια ανοιχτή και φιλελεύθερη οικονομία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ισχυρής πολιτικής ηγεσίας, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Charles Kindleberger στο έργο του The World in Depression, 1929-1939. Σύμφωνα με τον Kindleberger η ηγέτιδα δύναμη καλείται να παροτρύνει τα υπόλοιπα κράτη να υπακούουν στους κανόνες-καθεστώτα που διέπουν τις διεθνείς οικονομικές

Page 37: Πολιτική Οικονομία

δραστηριότητες, οριοθετώντας αποδεκτά μοντέλα οικονομικής συμπεριφοράς. Παράλληλα ορισμένα συλλογικά ή δημόσια αγαθά, θα πρέπει να προωθούνται από την ίδια. Τέλος στα καθήκοντά της, για την ομαλή λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς και την ανάσχεση των οικονομικών κρίσεων, εμπερικλείονται ο δανεισμός κεφαλαίου, η δημιουργία ενός καθεστώτος συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο μακροοικονομικός συντονισμός, η διατήρηση των ανοιχτών αγορών και ο ρόλος της ως “δανειστή ύστατης προσφυγής”.

Τη θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας την οικειοποιήθηκαν αρκετοί φιλελεύθεροι-νεοφιλελεύθεροι και ρεαλιστές στοχαστές, προσαρμόζοντάς την στα κεντρικά αρχέτυπα των θεωρητικών τους ρευμάτων.

Κατά τους νεοφιλελεύθερους, «οι ηγεμονικές δομές εξουσίας, που κυριαρχούνται από μια μόνο χώρα, συμβάλλουν κατά μείζονα βαθμό στην ανάπτυξη ισχυρών διεθνών καθεστώτων, οι κανόνες των οποίων είναι σχετικά εναργής και αρκετά σεβαστοί». Ωστόσο η ύπαρξη μιας ηγεμονικής δύναμης δεν συνιστά από μόνη της, ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης οικονομίας. Επιπρόσθετες προϋποτιθέμενες συνθήκες είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγάλων οικονομικών-πολιτικών δυνάμεων.

Συνακόλουθα η άσκηση της διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης συναρτάται από το βαθμό νομιμοποίησής της, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας διεθνούς ιδεολογικής συναίνεσης-νομιμοποίησης

Τοιουτοτρόπως, την υπόθεση εργασίας του Kindleberger την τροποποίησαν εντός του θεωρητικού πλαισίου της ρεαλιστικής παράδοσης, οι Krasner και Gilpin, με παρεπόμενο την κρατο-κεντρική εκδοχή της θεωρίας της ηγεμονικής σταθερότητας. Η διαφορά είναι ότι «ενώ ο Kindleberger υποστήριξε ότι ο ηγέτης δημιουργούσε μια φιλελεύθερη οικονομία τόσο για τους δικούς του όσο και για κοσμοπολίτικους οικονομικούς λόγους», οι Krasner και Gilpin ισχυρίστηκαν «ότι ο ηγεμόνας δημιουργούσε μια φιλελεύθερη οικονομία κυρίως για να προαγάγει τα δικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα τα πολιτικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας του», στα τελευταία δύναται να συμπεριληφθούν τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα των συμμάχων του. Ως εκ τούτο ο R. Gilpin θα υποστηρίξει ότι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις συνιστούν εξαρτημένες μεταβλητές της δομής του διεθνούς συστήματος, στο βαθμό που τα κράτη επιζητούν εξίσου ασφάλεια και ισχύ.

Υπό το παραπάνω πρίσμα ο St. Krasner επιχείρησε να εκλεπτύνει και να προεκτείνει το επιχείρημα του R.Gilpin, υποβάλλοντας σ’ εμπειρικό έλεγχο δύο κεντρικές υποθέσεις εργασίας:

α) οι ηγεμονικές δυνάμεις επιζητούν και ευνοούν την απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους,

β) επειδή οι εν λόγω δυνάμεις είναι ηγεμονικές, εξ’ ορισμού διαθέτουν την ικανότητα να φιλελευθεροποιήσουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.

Page 38: Πολιτική Οικονομία

Το γενικό συμπέρασμα του Krasner συναρτά την ανοιχτή παγκόσμια οικονομία με την πρωτοκαθεδρία ενός ηγεμονικού κράτους, επαληθεύοντας την θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας στην περίπτωση της βρετανικής (από τα μέσα του 19ο αιώνα μέχρι την έναρξη του Α’Π.Π.) και της αμερικανικής (μετά το τέλος του Β’Π.Π. με την εγκαθίδρυση του συστήματος του Μπρέντον-Γουντς) πρωτοκαθεδρίας-ηγεσίας, στην οικοδόμηση και λειτουργία μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας οικονομίας.

Αντίστροφα οι προσεγγίσεις του κονστρουκτιβισμού επικεντρώνονται τόσο στους τρόπους με τους οποίους τα κράτη, οι κυβερνήσεις και άλλοι κοινωνικό-πολιτικοί δρώντες διαμορφώνουν τις προτιμήσεις τους, όσο και στις διαδικασίες λήψης και εφαρμογής των πολιτικών αποφάσεων. Για τους κονστρουκτιβιστές οι θεσμοί είναι σύνολα επαληθευμένων διυποκειμενικά συντακτικών και ρυθμιστικών κανόνων. Υποβοηθούν τη συνεργασία και την ανάπτυξη προτύπων συμπεριφοράς, προσανατολίζοντάς την σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ενώ συμβάλουν και στην οικοδόμηση νέων συλλογικών ταυτοτήτων, κοινών συμφερόντων και πρακτικών. Δημιουργούνται μέσω της επικοινωνίας, του διαλόγου και των αλληλοεπιδράσεων μεταξύ των κρατών, γεγονός που καθιστά ευμετάβλητα τα εθνικά συμφέροντα και τις εθνικές ταυτότητες. Ως εκ τούτου αντανακλούν, είτε τις κρατικές ορθολογιστικές πρακτικές, είτε τις διαμορφωμένες ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων. Ουσιαστικά οι διεθνείς θεσμοί ενσαρκώνουν και ενισχύουν τις νόρμες και τις πεποιθήσεις που ενυπάρχουν μεταξύ των κρατών, διευκολύνοντας και κατευθύνοντας την διακρατική συνεργασία.

Τέλος οι θεσμοί δύναται να λειτουργήσουν ως εξωτερικοί περιοριστικοί μηχανισμοί στις πολιτικές των κρατών, εάν και εφόσον τα τελευταία:

α) εξαναγκασθούν να υπακούσουν και να εφαρμόσουν τους συμφωνηθέντες κανόνες,

β) συνεκτιμήσουν-αξιολογήσουν ότι η αποτελεσματική λειτουργία των εκάστοτε θεσμών είναι προς ιδίων συμφέρον.

Διακυβέρνηση της παγκόσμιας οικονομίας.

Χρειάζεται ένας μηχανισμός διεθνούς διακυβέρνησης για να αναλάβει ορισμένες λειτουργίες στην νέα παγκόσμια οικονομία. Συγκεκριμένα για να παράσχει δημόσια αγαθά και να αντιμετωπίσει της αποτυχίες της αγοράς. Υπάρχουν τρεις θέσεις αναφορικά με την διακυβέρνηση της διεθνούς οικονομίας:

Α) ο νεοφιλελεύθερος ινστιτουσιοναλισμός, ο οποίος συνεχίζει να αποδέχεται τη σημασία του κράτους και πιστεύει ότι τα επίσημα διεθνή καθεστώτα και οι θεσμοί είναι απαραίτητοι.

Κεντρικές αρχές: κεντρικός δρώντας στις διεθνείς υποθέσεις είναι το κράτος, το οποίο είναι φιλελεύθερο, προσανατολισμένο στην αγορά και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη συνεργασία και τα απόλυτα κέρδη. Οι διεθνείς θεσμοί είναι αρκετά ισχυροί για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις μιας

Page 39: Πολιτική Οικονομία

παγκοσμιοποιημένης διεθνούς οικονομίας. Επιπλέον τα υφιστάμενα καθεστώτα αν κριθούν ανεπαρκή μπορούν να δημιουργηθούν νέα ή να τροποποιηθούν τα παλιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ουσιαστικής μεταρρύθμισης ενός διεθνούς θεσμού αποτελεί η αντικατάσταση της GATT από τον ΠΟΕ το 1995.

Ωστόσο αυτή η προσέγγιση έχει πολλούς περιορισμούς.

1)Το επιτακτικό πρόβλημα των διεθνών θεσμών είναι το δημοκρατικό τους έλλειμμα, δηλαδή ότι δεν είναι υπόλογοι σε κάποιο δημοκρατικό εκλογικό σώμα.

2) Με αυτό το πρόβλημα συνδέεται στενά και το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην αρμοδιότητα των υφιστάμενων θεσμών και στη μεταβαλλόμενη κατανομή της ισχύος στο διεθνές σύστημα. Παρά τη σημαντική μετατόπιση της οικονομικής ισχύος που σημειώθηκε στο δεύτερο μισό του 20 αιώνα η αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων και η δικαιοδοσία στο ΔΝΤ στον ΠΟΕ και στην Παγκόσμια Τράπεζας συνεχίζουν να ασκούνται κατά τρόπο δυσανάλογο από τις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό από την Δυτ. Ευρώπη.

3) Θεσμική μεταρρύθμιση. Πολλοί πιστεύουν ότι οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν λόγω των αλλαγών που σημειώθηκαν στη φύση της παγκόσμιας οικονομίας.

Β) ο νέο μεσαιωνισμός, βασίζεται στην υπόθεση ότι ο κόσμος βιώνει το τέλος της εθνικής κυριαρχίας απορρίπτει την ιδέα μιας φιλελεύθερης οικονομίας. Προδηλώνει ότι κράτος και το σύστημα κρατών έχουν υπονομευτεί από τις οικονομικές, τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις και ότι έχουν επισκιαστεί από μη κυβερνητικούς παράγοντες και την εμφάνιση μιας διεθνούς κοινωνίας πολιτών. Αυτές οι αλλαγές διαβρώνουν τους ιεραρχικούς οργανισμούς και υπονομεύουν τις συγκεντρωτικές δομές εξουσίας, με συνεπαγόμενο να αντικαθίσταται ή άλλοτε κυρίαρχη ιεραρχική τάξη των εθνών-κρατών από οριζόντια δίκτυα κρατών, εθελοντικές οργανώσεις και διεθνείς θεσμούς. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί με τη σειρά της στην επίλυση των προβλημάτων μέσω της συνεργασίας και των ενδιαφερομένων ατόμων-ομάδων του κόσμου.

Reinicke: η κυβέρνηση και οι λειτουργίες της διοίκησης μπορούν να διαχωριστούν η μία από την άλλη. Ο όρος κυβέρνηση παραπέμπει σε επίσημους θεσμούς που απολαμβάνουν εθνική κυριαρχία, που κατείχαν ένα μονοπώλιο ισχύος σε μια συγκεκριμένη επικράτεια και δεν λογοδοτούν σε κάποια εξωτερική αρχή. Από την άλλη πλευρά η διοίκηση είναι μια κοινωνική λειτουργία που είναι απαραίτητη για μια οικονομία της αγοράς σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο και δεν είναι απαραίτητα το ίδιο με την κυβέρνηση.

Οι οπαδοί του μεσαιωνισμού πιστεύουν ότι η αυξανόμενη σπουδαιότητα των μη κυβερνητικών οργανώσεων στις διεθνείς σχέσεις είναι ένα στοιχείο που ευνοεί την ανάδειξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών.

Page 40: Πολιτική Οικονομία

R. Cox: έχει υποστηρίξει ότι η κοινωνία πολιτών απαρτίζεται από ανθρώπους και ομάδες που επιζητούν εναλλακτικές λύσεις στην παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος. Η αναδυόμενη διεθνής κοινωνία πολιτών λέγεται ότι αποτελείται από εγχώριες και διεθνικές μη κυβερνητικές ομάδες οι οποίες έχουν οργανωθεί κυρίως λόγω έντονων ανησυχιών για τις ακολουθούμενες πολιτικές και οι οποίες εστιάζουν την προσοχή τους σε θέματα όπως το περιβάλλον και η κατάργηση των πυρηνικών όπλων.

Αν και οι υπερασπιστές το νέο-μεσαιωνισμού μιλούν για την ανάδυση μιας παγκόσμιας πολιτικής κουλτούρας κοινών αξίων και αντιλήψεων που θα μπορούσαν να παράσχουν τις κοινωνικές και πολιτικές βάσεις ενός κόσμου που θα διαχειρίζονταν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό δεν είναι ορθά.

Γ) ο διακυβερνητισμός, η διεθνής συνεργασία εθνικών κυβερνητικών υπηρεσιών σε συγκεκριμένους λειτουργικούς τομείς αντικαθιστά με γρήγορους ρυθμούς τις λειτουργίες λήψης αποφάσεων των συγκεντρωτικών εθνικών κυβερνήσεων στη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας. Τρεις υποθέσεις εργασίας:

1.τα έθνη-κράτη μπορούν να διαιρεθούν στα συστατικά τους μέρη, (Allison).

2.τα τεχνικά και λειτουργικά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν χωριστά από τις ευρύτερες εθνικές υποθέσεις και τα τοπικιστικά πολιτικά ζητήματα.

3.αγνοεί τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής και προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει καμία ιεράρχηση ή προτεραιότητα μεταξύ των θεμάτων που ενδιαφέρουν τις κυβερνήσεις.

Ενώ υπογραμμίζει τα απόλυτα κέρδη από τη διακυβερνητική συνεργασία, σιωπά όσον αφορά τα ζητήματα των σχετικών κερδών και των διανεμητικών προβλημάτων που ανακύπτουν σε όλες σχεδόν τις σοβαρές διεθνείς συζητήσεις. Κατά συνέπεια ο διακυβερνητισμός οραματίζεται έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει σχεδόν εσωτερική και διεθνής πολιτική.

Η διακυβέρνηση σε οποιοδήποτε επίπεδο είτε εθνικό, είτε διεθνές, πρέπει να στηρίζεται σε κοινές πεποιθήσεις, πολιτισμικές αξίες και κυρίως σε μια κοινή ταυτότητα.

Εθνικά Συστήματα Πολιτικής Οικονομίας

Οι κεντρικές διαφορές μεταξύ των εθνικών οικονομιών εντοπίζονται:

1.στους κύριους στόχους της οικονομικής δραστηριότητας του κράτους.

Page 41: Πολιτική Οικονομία

2.στον ρόλο του κράτους στην οικονομία, π.χ. κρατικός παρεμβατισμός ή Laissez-faire

3. στη δομή του επιχειρηματικού τομέα και των ιδιωτικών επιχειρηματικών πρακτικών.

Case Studies:

Το Αμερικανικό σύστημα πολιτικής οικονομίας προσεγγίζει το νεοκλασικό σύστημα κατά το οποίο οι αγορές είναι ανταγωνιστικές. Έμφαση στον καταναλωτισμό και στη δημιουργία πλούτου. Χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα επιχειρησιακού καπιταλισμού.

Ο ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο επίπεδο της μικροοικονομικής πολιτικής είναι αμφιλεγόμενος.

Η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και στις άλλες οικονομίες, με εξαίρεση τη Βρετανία, εντοπίζεται στη βιομηχανική πολιτική, η οποία αναφέρεται σε εσκεμμένες προσπάθειες μιας κυβέρνησης να καθορίσει τη δομή της οικονομίας μέσω επιδοτήσεων, προστασίας του εμπορίου ή κυβερνητικής προμήθειας.

Η λογική αιτιολόγηση της βιομηχανικής πολιτικής και των παρεμβατικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με αυτή είναι ότι ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς είναι σημαντικότεροι από άλλους για τη συνολική οικονομία. Οι βιομηχανίες που επιλέγονται θεωρούνται ότι δημιουργούν καλύτερες θέσεις εργασίας, ότι παράγουν τεχνολογικές ή άλλες εξωτερικές επιπτώσεις για τη συνολική οικονομία και ότι έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Αυτές οι βιομηχανίες συχνά συνδέονται με την εθνική άμυνα ή θεωρούνται ότι έχουν εξαιρετικά ωφέλιμη επίδραση στην υπόλοιπη οικονομία.

Το αμερικανικό σύστημα εταιρικής διοίκησης και η αμερικανική βιομηχανική δομή είναι ανάλογα με το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Η διοίκηση-οργάνωση των αμερικανικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται από κατακερματισμό κι από γενική ελλείψει

Page 42: Πολιτική Οικονομία

πολιτικού συντονισμού. Μάλιστα οι ισχυρότερες αμερικανικές αντί-μονοπωλιακές πολιτικές και πολιτικές ανταγωνισμού έχουν ως στόχο την παρεμπόδιση της συγκέντρωσης επιχειρηματικής ισχύος και διαχείρισής.

Το Γερμανικό σύστημα του καπιταλισμού της «Κοινωνικής Αγοράς»

Το γερμανικό σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό του συνεταιρικού καπιταλισμού ή του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτή η συνεταιρική εκδοχή χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη εκπροσώπηση των εργαζομένων και της ευρύτερης κοινωνίας στη διοίκηση των επιχειρησιακών υποθέσεων.

Η συμβολή του γερμανικού κράτους στην οικονομική επιτυχία της οικονομίας του ήταν έμμεση.

Στον πυρήνα του γερμανικού συστήματος πολιτικής οικονομίας βρίσκεται η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα, η οποία δημιούργησε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον.

Βασικά χαρακτηριστικά της γερμανικής βιομηχανικής οργάνωσης:

1.Ο εξέχων ρόλος των μεσαίου μεγέθους ιδιωτικών εταιρειών.

2. Οι εταιρείες του δημοσίου των οποίων οι μετοχές διακινούνται ελεύθερα στο Χρηματιστήριο.

3.Οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα ήταν εκείνες που συνδέονται με τις τράπεζες.

Η ενοποίηση της χρηματοδότησης και της βιομηχανίας υπήρξε σημαντικό χαρακτηριστικό της εταιρικής διοίκησης στη Γερμανία.

Η διοικητική δομή της γερμανικής βιομηχανίας επηρεάζεται από την ανοχή της γερμανικής κυβέρνησης όσον αφορά στη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος, από την οριζόντια συνεργασία και από τις διασυνδέσεις ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στις βιομηχανίες.

Συμπερασματικά:

Το αμερικανικό σύστημα ενσωματώνει νεοκλασικές αρχές όσον αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία μιας οικονομίας.

Page 43: Πολιτική Οικονομία

Το ιαπωνικό σύστημα δίνει μεγάλη προτεραιότητα στην κοινωνική αρμονία και στην εθνική ισχύ.

Το γερμανικό σύστημα της «κοινωνικής αγοράς» έχει πολλές από τις αρετές και τα ελαττώματα τόσο του αμερικανικού όσο και του ιαπωνικού συστήματος.

Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών

Δύο κεντρικές θέσεις: Η πεποίθηση ότι τα έθνη εμπλέκονται σε έναν οικονομικό αγώνα μηδενικού αθροίσματος. Τουναντίον οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το ελεύθερο εμπόριο και ο διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός παράγουν αμοιβαία οφέλη.

Η καταλληλότερη μονάδα μέτρησης (κατά τον Krugman) της απόδοσης μιας οικονομίας είναι η παραγωγικότητα και όχι το ισοζύγιο εμπορίου ή διεθνών πληρωμών. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην εθνική παραγωγικότητα. Είναι η ικανότητα μια κοινωνίας να μετασχηματίζεται διαρκώς ανάλογα με τις οικονομικές, πολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές.

Ποιες είναι οι δυνατές λύσεις στα προβλήματα που προκαλούνται από τις εθνικές διαφορές:

1. Σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία της σύγκλισης οι διαφορές μπορούν να εξαλειφθούν ή να μετριαστούν μέσω της λειτουργίας της αγοράς. Δηλ. η οικονομική αλληλεξάρτηση θα οδηγήσει στην σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των εθνικών οικονομιών, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης, τα επίπεδα παραγωγικότητας και τα εθνικά εισοδήματα προσεγγίζουν μεταξύ τους.

2. Η εναρμόνιση των εθνικών πρακτικών μέσα από πολιτικές διαπραγματεύσεις. Η εναρμόνιση βασίζεται σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και στην αμοιβαιότητα που οδηγεί στην εξάλειψη των εθνικών διαφορών.

3. Αμοιβαία αναγνώριση. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, κάθε κράτος θα πρέπει να παραδέχεται τη νομιμότητα των

Page 44: Πολιτική Οικονομία

κανόνων βάσει των οποίων τα άλλα κράτη διαχειρίζονται την οικονομία τους.

Το Εμπορικό Σύστημα

Η συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου.

Η φιλελεύθερη δέσμευση προς το ελεύθερο εμπόριο βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο σκοπός της οικονομική δραστηριότητας είναι να ωφελήσει τον καταναλωτή και να μεγιστοποιήσει τον παγκόσμιο πλούτο.

Πλεονεκτήματα από τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου:

1.Αυξάνει τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές και έτσι υπονομεύει τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές, μειώνει τις τιμές, αυξάνει τις επιλογές των καταναλωτών και την εθνική αποδοτικότητα.

2.Αυξάνει τόσο τον εθνικό όσο και τον παγκόσμιο πλούτο διευκολύνοντας τις χώρες να εξειδικευτούν και να εξαγάγουν εκείνα τα αγαθά-υπηρεσίες που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.

3.Ενθαρύνει επίσης της διάδοση της τεχνολογίας-τεχνογνωσίας σε ολόκληρο τον κόσμο.

4.Αυξάνει τις προοπτικές για μια παγκόσμια ειρήνη.

Προστατευτισμός: Οι οικονομικοί εθνικιστές θεωρούν την προστασία του εμπορίου ένα εργαλείο για τη δημιουργία κράτους και για την άσκηση πολιτικής, (π.χ. ένα εμπορικό πλεόνασμα θεωρείται ωφέλιμο για την εθνική ασφάλεια). Η πιο συστηματική οικονομική αιτιολογία για τον οικονομικό εθνικισμό και την προστασία του εμπορίου δόθηκε από τον F.List, ο οποίος υποστήριξε ότι κάθε βιομηχανικό κράτος ακολούθησε και θα πρέπει να ακολουθεί προστατευτικές πολιτικές προκειμένου να διαφυλάξει τις νηπιακές βιομηχανίες του.

Στις αρχές του 21ο αιώνα πολλοί οπαδοί του εμπορικού προστατευτισμού συνιστούν την προώθηση μέσω εθνικών βιομηχανικών πολιτικών των τομέων υψηλής τεχνολογίας και ορισμένων άλλων ευνοούμένων τομέων προκειμένου να

Page 45: Πολιτική Οικονομία

οικοδομηθεί η βιομηχανική δύναμη του κράτους και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά του.

Το μοντέλο του αποθέματος των παραγωγικών συντελεστών ή της σχετικής αφθονίας των παραγωγικών συντελεστών ως εργαλείο ανάλυσης του διεθνούς εμπορίου.

Κεντρικές αρχές:

1.Μια χώρα θα εξάγει εκείνα τα προϊόντα που είναι εντάσεως στον συντελεστή που βρίσκεται σε αφθονία, (δηλ. μια πλούσια σε κεφάλαιο χώρα θα εξαγάγει αγαθά εντάσεως κεφαλαίου).

2.Το εμπόριο θα ωφελήσει τους ιδιοκτήτες των συντελεστών που βρίσκονται σε αφθονία και θα ζημιώσει τους ιδιοκτήτες των σπανιζόντων συντελεστών.

3.Το εμπόριο των συντελεστών (κεφαλαίου-εργασίας) και το εμπόριο των αγαθών θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα και μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως το ένα το άλλο.

4.Υπο ορισμένες συνθήκες το εμπόριο των αγαθών με την πάροδο του χρόνου θα εξισώσει την απόδοση (ημερομίσθια προς εργασία και κέρδη προς κεφάλαιο) για κάθε συντελεστή παραγωγής.

Το βασικό πρόβλημα με το εν λόγω μοντέλο είναι ότι τα πραγματικά εμπορικά μοντέλα συχνά διαφέρουν από αυτό που προβλέπει η θεωρία. Μια ιδιαίτερη σημαντική τροποποίηση της θεωρίας αυτής είναι το παράδοξο του Leontief.

Η πιο σημαντική εξέλιξη που αμφισβητεί τη συμβατική θεωρία του διεθνούς εμπορίου είναι η θεωρία του «στρατηγικού εμπορίου». Η θεωρία στρατηγικού εμπορίου προχωρεί την ύπαρξη ατελούς ή ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού ένα βήμα παραπέρα και εισηγείται ότι μια κυβέρνηση μπορεί να υιοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα για να βοηθήσει τις δικές της ολιγοπωλιακές εταιρείες. Συνεπαγόμενα παραδέχεται την ικανότητα ενός κράτους να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στα εμπορικά ζητήματα και κατά συνέπεια να κερδίζει δυσανάλογα. Η απόφαση μιας κυβέρνησης να στηρίξει τα σχέδια μιας εγχώριας εταιρείας για να αυξήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες ή ακόμη και για να σηματοδοτήσει την πρόθεσή της να αναπτύξει υπερβολική παραγωγική ικανότητα αποτελεί παράδειγμα πολιτικής στρατηγικής εμπορίου.

Page 46: Πολιτική Οικονομία

Θεμελιώδεις αρχές GATT/ΠΟΕ για το διεθνές εμπόριο:

1.Αρχή αμεροληψίας: Δύο διαστάσεις, μία εξωτερική (τη μεταχείριση του μάλλον ευνοούμενου κράτους) και μία άλλη εσωτερική (την εθνική μεταχείριση). Ορίζει κατηγορηματικά ότι κάθε πλεονέκτημα ή προνόμιο που δίνει ένα μέλος της GATT σε ένα κράτος θα πρέπει να επεκτείνεται αμέσως και χωρίς προϋποθέσεις, σε όλα τα μέλη της GATT.

2.Αμοιβαιότητα. Η ιδέα ότι ένα κράτος που επωφελείται από τις εμπορικές υποχωρήσεις ενός άλλου κράτους πρέπει να παρέχει σε αντάλλαγμα σχεδόν ισάξια οφέλη.

3.Τα μέτρα διασφάλισης αναφέρονται σε κυβερνητικές δράσεις για τον περιορισμό των εισαγωγών που μπορεί να βλάψουν έναν κλάδο ή ολόκληρη την οικονομία μιας χώρας.

Οι τρεις θεωρίες για το διεθνές εμπόριο.

Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι πιστεύουν πως οι αναπτυγμένες χώρες, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και οι μεταβατικές οικονομίες, επωφελούνται από τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Όσον αφορά τις συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης για τις υπηρεσίες, τις επενδύσεις, και την πνευματική ιδιοκτησία, οι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως θα έπρεπε να σηματοδοτούν μόνο την αρχή, όχι την ολοκλήρωση μιας νέας φιλελευθεροποίησης.

Οι ρεαλιστές καταδεικνύουν ότι τα κράτη δεν κινούνται ομοιόμορφα προς την φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Υποστηρίζουν ότι η τριαδοποίηση είναι πιο κυρίαρχη από την παγκοσμιοποίηση. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εμπορίου διεξάγεται μεταξύ και εντός των τριών αυτών περιοχών-ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπη, Αν. Ασία.

Οι μαρξιστές όπως και οι ρεαλιστές, επισημαίνουν την ύπαρξη ιεραρχίας μεταξύ των κρατών όσον αφορά στο εμπόριο, στην οποία κυριαρχεί ο Βορράς. Σύμφωνα με τους Μαρξιστές, (οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις στο Νότο) οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες έγιναν ενεργοί συμμετέχοντες στο παγκόσμιο εμπορικό καθεστώς από ανάγκη παρά επιλογή.

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Η δημιουργία του διεθνούς νομισματικού συστήματος εκκινά με την εμφάνιση της αγοράς του ευρωδολαρίου τη δεκαετία του 60’.

Page 47: Πολιτική Οικονομία

Ακόλουθος η πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 73 και το τεράστιο χρηματοοικονομικό πλεόνασμα του ΟΠΕΚ οδήγησε στη δημιουργία ενός διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε στην ενοποίηση του διεθνούς χρήματος και των διεθνών χρηματοοικονομικών.

Ο στόχος του διεθνούς νομισματικού συστήματος είναι να διευκολύνει τις συναλλαγές στην πραγματική οικονομία (εμπόριο, βιομηχανική παραγωγή κ.λ.π.). Ενώ ο στόχος του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι να παράσχει τα επενδυτικά κεφάλαια που απαιτούνται για οικονομικές δραστηριότητες και ανάπτυξη σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το μεταπολεμικό νομισματικό καθεστώς του Μπρέτον Γούντς

Το εν λόγω σύστημα βασιζόταν στον μεταπολεμικό συμβιβασμό του παρεμβατικού φιλελευθερισμού. Ο συμβιβασμός του παρεμβατικού φιλελευθερισμού είχε τρία βασικά στοιχεία:

1. Ο συναλλαγματικός κανόνας χρυσού ήταν μια συναλλαγματική ισοτιμία προσαρμοζόμενων αναλογιών και όχι ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.

2. Το ΔΝΤ παρείχε βραχυπρόθεσμα δάνεια σε χώρες με προβλήματα του ισοζυγίου πληρωμών.

3. Οι χώρες θα ασκούσαν εθνικούς ελέγχους στις κεφαλαιακές ροές.

Τρία κεντρικά ερωτήματα τέθηκαν για την επάρκεια των στοιχείων του αποθεματικού έτσι ώστε να στηρίζεται ένα νομισματικό καθεστώς:

1.Υπάρχουν επαρκή αποθεματικά (π.χ. χρυσός και αμερικανικό δολάριο) για ρευστότητα ή για χρηματοδοτικούς σκοπούς; Οι συμμετέχουσες χώρες πρέπει να διαθέτουν επαρκή οικονομικά αποθέματα για να καλύπτουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών που προκαλούν οι οικονομικοί κλυδωνισμοί του συστήματος.

2.Υπάρχει εμπιστοσύνη στα στοιχεία του αποθεματικού; Όταν οι χώρες δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι ένα περιουσιακό στοιχείο θα διατηρήσει την αξία του, διστάζουν να το κρατούν στα αποθεματικά τους.

3.Τι επιλογές προσαρμογής έχουν οι χώρες για να αντιμετωπίσουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών; Ένα

Page 48: Πολιτική Οικονομία

αποτελεσματικό καθεστώς πρέπει να προσφέρει σε όλες τις χώρες με ελλείμματα (συμπεριλαμβανομένης της χώρας με το κορυφαίο νόμισμα- ΗΠΑ) επιλογές προσαρμογής.

Γενικότερα πρέπει να καθορίζει τη μέθοδο με την οποία οι εθνικές οικονομίες θα αποκαθιστούν την ισορροπία (δηλαδή πως θα μειώσουν ένα έλλειμμα ή ένα πλεόνασμα) στους διεθνείς λογαριασμούς τους (ισοζύγιο πληρωμών).

Απειλές του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος:

1.Η δημιουργία της ΟΝΕ και του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος συνιστούν σοβαρή απειλή. Το ερώτημα είναι αν το ευρώ θα αντικαταστήσει ή όχι το δολάριο ως το βασικό νόμισμα του κόσμου ποιες θα είναι οι συνέπειες για τις ΗΠΑ.

Το κεντρικό επιχείρημα των αμερικανών οικονομολόγων είναι ότι το ευρώ, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα δεν θα υπονομεύσει την διεθνή κυριαρχία του δολαρίου. Μόνο στην περίπτωση δημιουργίας μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής χρηματοπιστωτικής αγοράς στην δυτική Ευρώπη θα μπορούσε το ευρώ να αντικαταστήσει το δολάριο.

Από την άλλη πλευρά πολλοί δυτικοευρωπαίοι ηγέτες πιστεύουν ότι το ευρώ θα ενισχύσει πάρα πολύ την πολιτική τους θέση έναντι των ΗΠΑ στις διεθνείς οικονομικές διαπραγματεύσεις. Το ευρώ θα μπορούσε να εξαλείψει τη σχεδόν αυτόματη χρηματοδότηση του ελλείμματος του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών και να περιορίσει τη σημαντική χρηματοοικονομική ελευθερία που είχαν οι ΗΠΑ στις διεθνείς οικονομικές διαπραγματεύσεις.

2. Μια άλλη πιθανή απειλή προκύπτει από τη δολαριοποίηση των εθνικών νομισμάτων. Ο όρος αναφέρεται στην απόφαση μιας λιγότερο αναπτυγμένης χώρας να συνδέσει στενά το νόμισμά της με το δολάριο ή να αποδεχτεί το δολάριο ως νόμισμά της.

Επιχειρήματα υπέρ της δολαριοποίησης:

1.Επιβάλλει δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχία στα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη και μειώνει τη νομισματική αβεβαιότητα. Επίσης, όπως μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, μειώνει την αβεβαιότητα και το κόστος συναλλαγών. Τέλος μειώνει τη νομισματική κερδοσκοπία και την πιθανότητα εκδήλωσης χρηματοπιστωτικών κρίσεων και ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.

Από την άλλη πλευρά αυτό που είναι καλό για μια μεγάλη χώρα μπορεί να μην είναι καλό για μια μικρότερη οικονομία. Π.χ. μια

Page 49: Πολιτική Οικονομία

λιγότερο αναπτυγμένη χώρα της οποίας το νόμισμα είναι συνδεδεμένο με το δολάριο μπορεί να επιθυμεί να δώσει ώθηση στην οικονομία της ενώ οι ΗΠΑ μπορούν να μην επιθυμούν κάτι τέτοιο.