ΤΑ ΕΙ∆ΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ·...

Post on 22-Jun-2020

9 views 0 download

Transcript of ΤΑ ΕΙ∆ΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ·...

1

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΤΑ ΕΙ∆ΙΚΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Κόκορη –Κόγια Μαρία (Α.Μ. : 1340200800156)

Πανεπιστηµιακό Έτος:2009-2010, δ΄ εξάµηνο

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή

2. Απαρίθµηση των ειδικών δικαστηρίων και συσχέτιση µε το άρθρο 8 του Συντάγµατος

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος

A. Γενικό περιεχόµενο B. Ιστορική πορεία της αρχής του νόµιµου δικαστή

Γ. Ερµηνεία της παραγράφου 1 του άρθρου 8

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του Συντάγµατος Α. Γενικό περιεχόµενο

Β. Οι δικαστικές επιτροπές Γ. Τα έκτακτα δικαστήρια

∆. ∆ιάκριση από τα εξαιρετικά δικαστήρια

5. Το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο Α. Γενικά

Β. Οργάνωση του Α.Ε.∆. Γ. Οι αρµοδιότητες του Α.Ε.∆. ∆. Η πρόσβαση στο Α.Ε.∆.

6. Το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και ιστορική προέλευση Β. Η σύνθεση του δικαστηρίου

Γ. Η αρµοδιότητα του δικαστηρίου και η πρόσβαση σε αυτό

7. Το Ειδικό ∆ικαστήριο ευθύνης υπουργών και Πτ∆

8. Το Ελεγκτικό Συνέδριο Α. Γενικά

Β. Η σύνθεσή του ως δικαστηρίου Γ. Οι αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου

8. Άλλα προβλεπόµενα από το Σύνταγµα ειδικά δικαστήρια

9. Συµπέρασµα

3

Συντοµογραφίες

• Παράγραφος : παρ. • Συντάγµατος : Σ • Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας : Πτ∆ • Κεφάλαιο : κεφ. • Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας : ΚΠολ∆ • Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο : Α.Ε.∆. • Ελεγκτικό Συνέδριο : Ε.Σ. • Νοµικό Πρόσωπο ∆ηµοσίου ∆ικαίου : Ν.Π.∆.∆. • Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου : Ε.Σ.∆.Α.

4

1. Εισαγωγή

Η δικαστική λειτουργία συνιστά έναν από τους πυλώνες του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και συχνά αποτελεί µέσο ελέγχου της δράσης της εκτελεστικής αλλά και της νοµοθετικής εξουσίας, στο µέτρο που κοινός νόµος ενδέχεται να αντιβαίνει σε κάποια συνταγµατική διάταξη1.

Το Σύνταγµα αφιερώνει το Ε΄ τµήµα του και συγκεκριµένα τις διατάξεις 87-100 στον προσδιορισµό της οργάνωσης και λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας φροντίζοντας να παράσχει ένα σύνολο εγγυήσεων για τη δηµοκρατική λειτουργία και τη νοµιµοποίηση των δικαστηρίων. Με βάση αυτά στο άρθρο 87 παρ.1 ορίζεται ρητά ότι «η δικαιοσύνη απονέµεται από δικαστήρια συγκροτούµενα από τακτικούς δικαστές, που απολαµβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία», ενώ στα άρθρα που ακολουθούν τίθεται το πλαίσιο άσκησης της δικαστικής εξουσίας τόσο σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας και τη διάκριση των διαφορετικών δικαστηρίων όσο και σε ό,τι αφορά τα εχέγγυα της αµερόληπτης κρίσης των δικαστών.2

Βέβαια, εγγυήσεις, και µάλιστα πολύ σηµαντικές, για τη δικαστική προστασία εντοπίζονται και σε άλλα άρθρα του Συντάγµατος εκτός του συγκεκριµένου τµήµατος που ορίζει τα της οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων. Μεγάλης σπουδαιότητας είναι το άρθρο 20 του Συντάγµατος, το οποίο ορίζοντας ότι «καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντά του» κατοχυρώνει το δικαίωµα δικαστικής προστασίας, δηλαδή το δικαίωµα του καθενός να προσφύγει στα δικαστήρια προς υπεράσπιση των συµφερόντων του.3Προϋπόθεση της ουσιαστικής εφαρµογής του δικαιώµατος της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή όπως εισάγεται στο άρθρο 8 του Συντάγµατος.4

Οι παραπάνω αναφορές συνιστούν τα θεµέλια της δικαστικής λειτουργίας στη χώρα µας και εκφράζουν τα κύρια στοιχεία πάνω στα οποία εδράζεται το σύστηµα απονοµής της δικαιοσύνης. Στης παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί ανάλυση της δικαστικής λειτουργίας, όπως αυτή ασκείται στα πλαίσια των ειδικών δικαστηρίων και συσχέτιση των τελευταίων µε την αρχή του φυσικού ή νόµιµου δικαστή, όπως προκύπτει µέσα από την προσέγγιση του άρθρου 8 του Συντάγµατος. Αρχικά θα οριστούν και θα απαριθµηθούν τα ειδικά δικαστήρια που προβλέπονται από τις συνταγµατικές διατάξεις και ακολούθως θα γίνει σύνδεσή των τελευταίων µε την αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του Συντάγµατος. Αφού εξηγηθούν οι σηµαντικότερες εκφάνσεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 2, θα προχωρήσει η ενδελεχής ανάλυση και επεξήγηση της λειτουργίας και των αρµοδιοτήτων του κάθε επιµέρους δικαστηρίου που εµπίπτει στην κατηγορία των ειδικών δικαστηρίων.

1 Μαυριάς, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, σελ.779 2 Παντελής, Εγχειρίδιο συνταγµατικού δικαίου, σελ.392-396 3 Χρυσόγονος, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, σελ. 423-424 4 Καράκωστας, Γεωργοπούλου-Αθανασούλη, Το Σύνταγµα. Ερµηνευτικά σχόλια-Νοµολογία, σελ.204

5

2. Απαρίθµηση των ειδικών δικαστηρίων και συσχέτιση µε το άρθρο 8 του Συντάγµατος Ειδικά δικαστήρια ονοµάζονται τα δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας και

αρµοδιότητας τα οποία είναι επιφορτισµένα µε την εκδίκαση ορισµένων και πολύ συγκεκριµένης κατηγορίας υποθέσεων.5 Για το λόγο αυτό τα ειδικά δικαστήρια διαχωρίζονται από τα τακτικά δικαστήρια αφού στα πρώτα υπάγονται υποθέσεις που εµπίπτουν σε περιοριστικά ορισµένο κύκλο δραστηριοτήτων. Από την άλλη πλευρά, τα τακτικά δικαστήρια έχουν µια ευρύτερη αρµοδιότητα στη διαδικασία απονοµής δικαιοσύνης σε σχέση µε τα ειδικά. Τα ειδικά δικαστήρια , όπως προαναφέρθηκε, είναι αρµόδια να εκδικάζουν µόνο

ορισµένες υποθέσεις και απαριθµούνται στο ίδιο το Σύνταγµα. Πιο συγκεκριµένα ως ειδικά δικαστήρια το Σύνταγµα ορίζει περιοριστικά τα εξής6 :

i. Το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο, όπως ορίζεται στο άρθρο 100 στου Συντάγµατος. Ειδικότερα, στο άρθρο 100 του Συντάγµατος απαριθµούνται οι αρµοδιότητες του Α.Ε.∆. , ενώ καθορίζεται επίσης η σύνθεση αλλά και ο τρόπος λειτουργίας του συγκεκριµένου δικαστηρίου

ii. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, του οποίου οι αρµοδιότητες αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 98 του Συντάγµατος.

iii. Το Ειδικό ∆ικαστήριο ευθύνης υπουργών και Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, του οποίου η συγκρότηση και το πλαίσιο λειτουργίας ορίζονται συγκεκριµένα στο άρθρο 86 του Συντάγµατος

iv. Το ∆ικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας , του οποίου η σύνθεση και αρµοδιότητα προσδιορίζονται στο άρθρο 99 του Συντάγµατος

v. Τα δικαστήρια ανηλίκων, τα οποία έχουν διαφορετικούς κανόνες λειτουργίας σε σχέση µε τα τακτικά δικαστήρια λόγω της ανηλικότητας των υποδίκων (άρθρο 96 παρ.3 Συντάγµατος)

vi. Τα διαρκή στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία (άρθρο 96 παρ 4 περίπτωση (α))

vii. Τα δικαστήρια λειών (άρθρο 96 παρ 4 περίπτωση (β)) Η πρόβλεψη της ύπαρξης ειδικών δικαστηρίων αλλά και ο εκ των προτέρων

καθορισµός των αρµοδιοτήτων και της οργάνωσης τους συνιστούν έκφανση της αρχής του νόµιµου ή φυσικού δικαστή, όπως αυτή βρίσκει την έκφραση της στο άρθρο 8 του Συντάγµατος. Η συγκεκριµένη διάταξη έχει ως στόχο τη διασφάλιση της αµερόληπτης δικαστικής κρίσης των υποθέσεων και στο πλαίσιο αυτό επιβάλλει τον εκ των προτέρων καθορισµό του νόµιµου δικαστή για κάθε κατηγορία υποθέσεων.7 Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η αποφυγή του επηρεασµού τα δικαστικής κρίσης από εξωγενείς της δίκης παράγοντες και άλλου είδους συµφέροντα, ικανά να οδηγήσουν σε φαλκίδευση της δικαστικής κρίσης.

Συνεπώς, το άρθρο 8 του Συντάγµατος συνιστά παράγοντα ιδεολογικής νοµιµοποίησης της συνταγµατικής πρόβλεψης των ειδικών δικαστηρίων καθώς και του καθορισµού της αρµοδιότητας και των αδρών γραµµών της σύνθεσης ορισµένων από τον ίδιο το συντακτικό νοµοθέτη. Η ακόλουθη ανάλυση του άρθρου 8 του Συντάγµατος αποδεικνύει τη λειτουργία του ως νοµιµοποιητικής βάσης των ειδικών δικαστηρίων. 3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 στου Συντάγµατος 5 Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ.219 6 Παντελής, Εγχειρίδιο συνταγµατικού δικαίου, σελ. 387 7 Χρυσόγονος, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, σελ. 405

6

Α. Γενικό περιεχόµενο Το άρθρο 8 του Συντάγµατος αναφέροντας στην πρώτη του παράγραφο ότι «κανένας δε στερείται χωρίς τη θέληση του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος», εισάγει στην έννοµη τάξη την αρχή του φυσικού ή νόµιµου δικαστή. Η αρχή αυτή εκφράζει την απαίτηση να προϋπάρχει για κάθε κατηγορία υποθέσεων ένας κανόνας δικαίου που να καθορίζει σαφώς την κατά τόπον, καθ’ ύλη και κατά λειτουργία αρµοδιότητα του κάθε δικαστηρίου να δικάσει υπόθεση που συγκεντρώνει ορισµένα γενικά χαρακτηριστικά.8Με άλλα λόγια η αρχή του νόµιµου δικαστή, όπως εκφράζεται στην παρ. 1 του άρθρου 8 Σ, τονίζει την ανάγκη προσδιορισµού µε αντικειµενικά κριτήρια του δικαστηρίου που θα δικάσει ορισµένη υπόθεση χωρίς την εµπλοκή προσωπικών συµφερόντων ή οποιουδήποτε υποκειµενικού κριτηρίου σχετιζόµενου µε κάποια συγκεκριµένη υπόθεση. Για το λόγο αυτό σύµφωνα µε τη διάταξη, ο καθορισµός της αρµοδιότητας των δικαστηρίων πρέπει να γίνεται µε διατάξεις του νόµου που έχουν γενικό και αφηρηµένο χαρακτήρα ώστε να µην υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες στη διαδικασία κρίσης µιας υπόθεσης.9 Αντιστρόφως η αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή απαγορεύει την αφαίρεση ορισµένης υπόθεσης από το δικαστή που έχει ορίσει ο νόµος και την υπαγωγή της αλλού.10 Αυτό σηµαίνει ότι δεν επιτρέπεται στον κοινό νοµοθέτη να ορίσει εκ των υστέρων ως αρµόδιο για την εκδίκαση ορισµένης υπόθεσης άλλο δικαστή από το νόµιµο, δηλαδή από τον εκ των προτέρων προβλεπόµενο. Αντίστοιχα, ούτε η εκτελεστική λειτουργία δικαιούται µε διοικητική πράξη να προχωρήσει σε ex post µεταβολή του δικαστηρίου που δικάζει συγκεκριµένη υπόθεση.11 Τα άρθρο 8 παρ.1 Σ εκτός απ τα παραπάνω απαγορεύει και την κατάργηση γενικότερα µιας δικαιοδοσίας χωρίς να ιδρυθεί άλλη στη θέση της, καθώς και την κατάργηση ένδικου µέσου, αν η ενέργεια αυτή οδηγεί σε χειροτέρευση της θέσης του διαδίκου. 12 Κι αυτό γιατί η κατάργηση δικαιοδοσίας ή ένδικου µέσου, εφόσον επιβαρύνει εκ των υστέρων τη θέση του διαδίκου, συνιστά έµµεση στέρηση του δικαιώµατος του τελευταίου στο φυσικό του δικαστή. Είναι φανερό ότι η αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή συµπλέκεται στενά µε τον πυρήνα της απονοµής δικαιοσύνης, γεγονός που τη συνδέει άρρηκτα και µε άλλες γενικές συνταγµατικές αρχές. Κατά συνέπεια, µπορούµε να πούµε ότι η αρχή

του νόµιµου δικαστή θεµελιώνεται µεταξύ άλλων και στην αρχή του κράτους δικαίου, καθώς συνιστά σηµαντική πτυχή του καθορισµού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Επίσης, βρίσκει αιτιολογική βάση στην αρχή της ανθρώπινης

αξιοπρέπειας και γενικότερα στην προστασία των ουσιαστικών δικαιωµάτων, αφού η απαγόρευση στέρησης του εκ του νόµου οριζόµενου δικαστή συνιστά αναµφίβολα θεµέλιο της προστασίας τους. Τέλος, η αρχή του νόµιµου δικαστή αποτελεί σάρκωση της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 Συντάγµατός), µιας και παρέχει στον καθένα

8 Καράκωστας, Γεωργοπούλου-Αθανασούλη, το Σύνταγµα. Ερµηνευτικά σχόλια -Νοµολογία , σελ. 204-205 9 ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Ατοµικά δικαιώµατα, σελ. 1005 10 Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ.213 11 Καράκωστας, Γεωργοπούλου-Αθανασούλη, το Σύνταγµα. Ερµηνευτικά σχόλια -Νοµολογία , σελ. 205 12 Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, σελ.503

7

το δικαίωµα υπεράσπισης των συµφερόντων του ενώπιον αµερόληπτου και εκ των προτέρων οριζόµενου δικαστηρίου.13 Β. Ιστορική πορεία της αρχής του νόµιµου δικαστή Η αρχή που εκφράζεται στο άρθρο 8 του Συντάγµατος έχει διανύσει µια πλούσια διαδροµή µέχρι την τελική ενσωµάτωση της στον κορµό του ελληνικού Συντάγµατος.

Ήδη η διαµόρφωση της αρχής του νόµιµου ή φυσικού δικαστή συνδέεται µε την κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας στην Αγγλία του 11ου αιώνα. Θα µπορούσαµε µάλιστα να πούµε ότι αντλεί την καταγωγή της από τα αγγλικά συνταγµατικά κείµενα και πιο συγκεκριµένα τη Magna Charta του 1215 και το µεταγενέστερο Bill of Rights του 1689.14

Ωστόσο, η αρχή του νόµιµου δικαστή µε το σύγχρονο περιεχόµενο της εµφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγµα της Γαλλίας το 1791 (κεφ.V, άρθρο 4) και αργότερα στους Συνταγµατικούς χάρτες του 1814 και του 1830.15 Θα λέγαµε όµως ότι η διατύπωση της αρχής του νόµιµου δικαστή που αποτέλεσε το πρότυπο για την µετέπειτα αποτύπωση σε άλλα Συντάγµατα αλλά και στην ελληνική έννοµη τάξη ήταν αυτή του βελγικού Συντάγµατος του 1831.16

Στα πλαίσια της ελληνικής συνταγµατικής ιστορίας, η αρχή του νόµιµου δικαστή καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του Άστρους το 1823 ( παρ. ι΄και πα΄) και ακολούθως στο Σύνταγµα της Τροιζήνας το 1827 (άρθρα 22 και 138).17 Την τελική της µορφή έλαβε στο Σύνταγµα του 1844, όπως διατυπώθηκε στο άρθρο 8918 ( «Ουδείς αφαιρείται ακών του παρά του Νόµου ωρισµένου εις αυτόν ∆ικάστού. Όθεν δικαστικαί επιτροπαί και έκτακτα δικαστήρια υφ’ οποιονδήποτε όνοµα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν»).Από τότε η αρχή του νόµιµου δικαστή επαναλαµβάνεται σε όλα τα µετέπειτα ελληνικά Συντάγµατα. Γ. Ερµηνεία της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος Το άρθρο 8 του Συντάγµατος ορίζει συγκεκριµένα ότι «κανένας δε στερείται χωρίς τη θέληση του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος». Προχωρώντας σε ερµηνεία των επιµέρους σηµείων της διάταξης µπορούµε να διακρίνουµε ορισµένα επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα, µε τον όρο «νόµος» νοείται όχι µόνο ο τυπικός νόµος αλλά και κάθε ουσιαστικός νόµος, όπως για παράδειγµα οι ατοµικές διοικητικές πράξεις.19 Ακόµα, όταν η διάταξη αναφέρεται στο δικαστή που «έχει ορίσει» ο νόµος, νοείται ο

δικαστής που έχει οριστεί εκ των προτέρων, δηλαδή πριν την έναρξη της οποιασδήποτε εκκρεµοδικίας. Με βάση τη σκέψη αυτή δεν επιτρέπεται βέβαια ούτε η µεταβολή του δικαστή µετά την έναρξη της δίκης.20 Βέβαια, η οριοθέτηση αυτή δε

σηµαίνει τον απόλυτο περιορισµό της δράσης του νοµοθέτη. Άλλωστε, δεν αντίκεινται στο άρθρο 8 ούτε η αναδροµική εφαρµογή δικονοµικών κανόνων σε ήδη

13 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β, σελ. 475 14 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β, σελ. 474 15 Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, σελ. 503 16 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β, σελ. 474 17 Στο ίδιο, σελ. 474 18 Στο ίδιο, σελ. 474 19 Στο ίδιο, σελ. 475 20 Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ. 213-214

8

εκκρεµείς υποθέσεις ούτε άλλες υπηρεσιακά επιβαλλόµενες ενέργειες που στοχεύουν στην εύρυθµη λειτουργία και καλύτερη οργάνωση της δικαστηριακής διαδικασίας και πρακτικής.21

Ακόµα, δεν αντιτίθεται στο άρθρο 8 παρ.1 Σ ούτε η παραποµπή µιας υπόθεσης από ένα δικαστήριο σε άλλο, ισόβαθµο, εφόσον ατό προβλέπεται από το νόµο(π.χ. άρθρα 42 και 867 ΚΠολ∆) και παρέχονται όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις αµεροληψίας.22 Ως υποκείµενο του δικαιώµατος στο νόµιµο δικαστή ορίζεται ο καθένας («κανένας δε στερείται…»), υπό τη έννοια ότι το συγκεκριµένο δικαίωµα αφορά κάθε πρόσωπο ,είτε ηµεδαπό είτε αλλοδαπό.23

Με τη αναφορά αυτή εισάγεται η υποκειµενική διάσταση του δικαιώµατος στο νόµιµο δικαστή, καθώς έχουµε την κατοχύρωση ενός ατοµικού δικαιώµατος των διαδίκων και µάλιστα θεµελιώδους. Βλέπουµε δηλαδή ότι αξιώνεται η αποχή του κράτους από οποιαδήποτε παρέµβαση που θα µπορούσε να θίξει το δικαίωµα στο νόµιµο δικαστή και τον αµερόληπτο προσδιορισµό του.24

Ταυτόχρονα όµως η αρχή του νόµιµου δικαστή έχει και µια αντικειµενική διάσταση, αφού µε το άρθρο 8 εισάγεται ένας αντικειµενικός κανόνας δικαίου, µια θεσµική εγγύηση που προστάζει την εξασφάλιση της ανεπηρέαστης κρίσης του δικαστηρίου.25

Για να πραγµατωθεί η εγγύηση της αντικειµενικής διαδικασίας κρίσης µιας υπόθεσης επιβάλλεται και ο καθορισµός της αρµοδιότητας του δικαστηρίου µε γενικά και αφηρηµένα κριτήρια από το νοµοθέτη. Μία ακόµα σηµαντική διευκρίνιση που αφορά την παρ. 1 του άρθρου είναι ο προσδιορισµός του πού ακριβώς αναφέρεται κα τι καλύπτει η αρχή του νόµιµου δικαστή. Όπως γίνεται δεκτό, µε την προσφυγή στο άρθρο 8 Σ καλύπτεται τόσο το ζήτηµα του καθορισµού της αρµοδιότητας των δικαστηρίων όσο και το ζήτηµα του καθορισµού της σύνθεσης του κάθε δικαστηρίου, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που κάθε φορά το συγκροτούν.26 Εποµένως, η αρχή του νόµιµου δικαστή επηρεάζει πρώτα από όλα τον καθορισµό της δικαιοδοσίας και της αρµοδιότητας του κάθε δικαστηρίου, επιβάλλοντας µια αντικειµενική και απρόσωπη διαδικασία βάσει γενικών και αφηρηµένων κριτηρίων. Από την άλλη πλευρά, επηρεάζεται και ο τρόπος προσδιορισµού της σύνθεσης των δικαστηρίων, δηλαδή των προσώπων που κάθε φορά θα καλούνται να κρίνουν ορισµένη υπόθεση, υπό την έννοια ότι τα πρόσωπα αυτά επιβάλλεται να ορίζονται µε αντικειµενικά κριτήρια και γενικούς όρους προγραµµατικής διάρθρωσης και όχι κατά βούληση και µετά από γνώση της προς κρίση υπόθεσης.27 Επιλογικά, µπορούµε να πούµε ότι η παρ. 1 του άρθρου 8 Σ διατρέχει και επηρεάζει µεγάλο µέρος του δικαίου καθώς εκφράζει µια θεµελιώδη αρχή του σύγχρονου κράτους δικαίου. Η αρχή του νόµιµου δικαστή βρίσκει έκφραση και σε διεθνή κείµενα, το σηµαντικότερο εκ των οποίων είναι η ΕΣ∆Α. Συγκεκριµένα, στο άρθρο 6 παρ. 1 θεµελιώνεται το δικαίωµα να δικαστεί κανείς «υπό δικαστηρίου …νοµίµως λειτουργούντος και αµερολήπτου». 28

Με τη διάταξη αυτή καλύπτεται και σε διεθνές επίπεδο η αρχή της αµεροληψίας κατά τη διαδικασία δικαστικής κρίσης. 21 Καράκωστας, Γεωργοπούλου-Αθανασούλη, Το Σύνταγµα. Ερµηνευτικά σχόλια-Νοµολογία, σελ. 206 22Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ. 215

23 Στο ίδιο, σελ. 203 24 ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Ατοµικά ∆ικαιώµατα, σελ. 1006 25 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β, σελ. 475 26 ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Ατοµικά ∆ικαιώµατα, σελ. 1007 27 Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ. 213 28 Χρυσόγονος, ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα, σελ. 411

9

4. Η παρ. 2 του άρθρου 8 Α. Γενικό περιεχόµενο

Στην παρ. 2 του άρθρου 8 Σ ο συντακτικός νοµοθέτης αναφέρει ρητά ότι «δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν».

Με τη διατύπωση αυτή ο νοµοθέτης συγκεκριµενοποιεί την έννοια της διάταξης τα παραγράφου 1. Αν και πολλοί θεωρούν ότι η παρ. 2 του άρθρου 8 είναι µια πλεοναστική αναφορά29, αυτό µπορεί να δικαιολογηθεί κυρίως ιστορικά. Πράγµατι, η προστασία της παρ. 1 καλύπτει και τις αναφορές της παρ. 2. Ωστόσο, επειδή η σύσταση δικαστικών επιτροπών ή έκτακτων δικαστηρίων υπήρξε στο παρελθόν η πιο συνηθισµένη εκδήλωση της καταστρατήγησης της αρχής του νόµιµου δικαστή,30 φαίνεται ότι στην παρ.2 ο συντακτικός νοµοθέτης θέλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση µε απόλυτα ξεκάθαρο τρόπο. Β. Οι δικαστικές επιτροπές

Έτσι διαπιστώνουµε ότι η παρ. 2 του άρθρου 8Σ απαγορεύει αρχικά τις

δικαστικές επιτροπές. Ω δικαστικές επιτροπές µπορούµε να ορίσουµε τις επιτροπές που αποτελούνται από διάφορα πρόσωπα, δικαστικούς, δηµόσιους υπαλλήλους ή ακόµα και ιδιώτες, µε σκοπό να δικάσουν συγκεκριµένη υπόθεση. 31

Στις δικαστικές επιτροπές δίνονται εποµένως δικαστικές αρµοδιότητες χωρίς να έχουν συγκροτηθεί από δικαστές, δηλαδή από πρόσωπα που απολαµβάνουν τα εχέγγυα της αµερόληπτης κρίσης (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία). Συνεπώς, η συγκρότηση δικαστικών επιτροπών είναι παράνοµη ήδη πριν την απαγόρευση της από το άρθρο 8 παρ. 2 Σ καθώς αντίκειται στα άρθρα 26 παρ 3 και 87 παρ 1 Σ.32 Συνήθως, οι δικαστικές επιτροπές, πέρα από τη µη νοµίµως διαµορφωµένη σύνθεση, λειτουργούν ως ad hoc δικαστήρια που συγκροτούνται για να καταδικάσουν ή να αθωώσουν συγκεκριµένα πρόσωπα.33 Για το λόγο αυτό µπορούµε να πούµε ότι πρόκειται για καταστρατήγηση κάθε έννοιας δίκαιης δίκης. Είναι ευνόητο βέβαια ότι στην παραπάνω απαγόρευση δεν εµπίπτουν οι διοικητικές επιτροπές µε αρµοδιότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, εφόσον οι τελευταίες εµπίπτουν στον ακυρωτικό έλεγχο των δικαστηρίων.34 Γ. Τα έκτακτα δικαστήρια Η παρ. 2 του άρθρου 8 Σ απαγορεύει επίσης τη συγκρότηση έκτακτων δικαστηρίων. Ως έκτακτα δικαστήρια ορίζονται τα δικαστήρια των οποίων η αρµοδιότητα δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων µε γενικά και αφηρηµένα κριτήρια, αλλά ex post facto και µε σκοπό την εκδίκαση ορισµένης και ήδη γνωστής υπόθεσης.35 Πρόκειται δηλαδή για δικαστήρια που συγκροτούνται µετά την τέλεση ορισµένης αξιόποινης πράξης για να δικάσουν αυτή τη δεδοµένη υπόθεση ή κάποιο

29 Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, σελ. 504 30 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β, σελ. 477 31 Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, σελ. 218 32 ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Ατοµικά ∆ικαιώµατα, σελ. 1008 33 Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, σελ. 218 34 Χρυσόγονος, Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, σελ. 411 35 ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Ατοµικά ∆ικαιώµατα, σελ. 1008

10

συγκεκριµένο άτοµο. Βλέπουµε και σε αυτή την περίπτωση ότι έχουµε

καταστρατήγηση της αρχής του νόµιµου δικαστή, όπως και µε τις δικαστικές επιτροπές. Η διαφορά µεταξύ δικαστικών επιτροπών και έκτακτων δικαστηρίων βρίσκεται στο γεγονός ότι τα έκτακτα δικαστήρια συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς, ενώ στη σύνθεση των δικαστικών επιτροπών µπορούν να µετέχουν και άλλα πρόσωπα, δηλαδή δεν πρόκειται για δικαστήρια από λειτουργική και οργανωτική άποψη.36 ∆. ∆ιάκριση από τα εξαιρετικά δικαστήρια Οι δικαστικές επιτροπές και τα έκτακτα δικαστήρια δεν πρέπει να συγχέονται µε τα εξαιρετικά δικαστήρια, τα οποία επιτρέπονται κάτω από ειδικές περιστάσεις. Πιο συγκεκριµένα, η σύσταση εξαιρετικών δικαστηρίων προβλέπεται από το άρθρο 48 παρ.1 Σ, όπου ο νοµοθέτης ορίζει ότι σε περίπτωση έκτατων καταστάσεων εξωτερικών ή εσωτερικών κινδύνων37, ο νοµοθέτης δικαιούται να θέσει σε εφαρµογή το νόµο για την Κατάσταση Πολιορκίας και δικαιούται να αναστείλει εν µέρει την εφαρµογή του άρθρου 8 Σ. 38

Σύµφωνα µε την κρίση το νοµοθέτη, όπως διατυπώνεται στο Νόµο περί Καταστάσεως Πολιορκίας, στα εξαιρετικά δικαστήρια µπορούν να µεταβιβάζονται για εκδίκαση υποθέσεις που εκκρεµούν ήδη ενώπιον άλλου δικαστηρίου.39

Ωστόσο, ο καθορισµός των κριτηρίων για τον ορισµό της αρµοδιότητας των εξαιρετικών δικαστηρίων γίνεται πάλι µε γενικά και αφηρηµένα κριτήρια από τον κοινό νοµοθέτη.40

Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνουµε ότι, σε αντίθεση µε τις περιπτώσεις των δικαστικών επιτροπών και των έκτακτων δικαστηρίων, έχουµε διασφάλιση της αρχής του νόµιµου δικαστή, όπως εκφράζεται στην παρ.1 του άρθρου 8 Σ. Τέλος, στην απαγόρευση της παρ.2 του άρθρου 8 Σ δεν εµπίπτουν σε καµία περίπτωση τα ειδικά δικαστήρια, η ύπαρξη, λειτουργία και οργάνωση των οποίων προβλέπεται αυτοτελώς σε πλειάδα άλλων άρθρων του Συντάγµατος. 36 Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, σελ. 218 37 Χαρακτηριστικά το Σύνταγµα στο άρθρο 48 παρ 1 ορίζει ότι :»Σε περίπτωση πολέµου, επιστράτευσης εξαιτίας εσωτερικών κινδύνων ή άµεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλό κίνηµα γα την ανατροπή του δηµοκρατικού πολιτεύµατος η Βουλή [….]συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια […]» 38 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 478 39 Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, σε. 504 40 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 478

11

5. Το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο (Α.Ε.∆.) Α. Γενικά Το Α.Ε.∆ εντάσσεται στην κατηγορία των ειδικών δικαστηρίων, που προβλέπονται από το Σύνταγµα ξεχωριστά από τα τακτικά. Φυσικά, και αυτά λειτουργούν στο πλαίσιο που θέτει η αρχή του φυσικού ή νόµιµου δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 Σ. Σε ό,τι αφορά το Α.Ε.∆., τα σχετικά µε την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες του προβλέπονται στο άρθρο 100 Σ. Ειδικότερα, στην παρ. 1 απαριθµούνται οι περιπτώσεις υποθέσεων που υπάγονται στο Α.Ε.∆., δηλαδή καθορίζεται σε αδρές γραµµές η αρµοδιότητα του. Στις παρ. 2 και 3 ορίζεται η σύνθεση του δικαστηρίου και παραπέµπεται στον κοινό νοµοθέτη η εξειδίκευση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του. Περεταίρω, η παρ. 4 αναφέρεται στην ισχύ των αποφάσεων του Α.Ε.∆. και η παρ. 5 σε ορισµένες ειδικές περιπτώσεις όπου πρέπει να συγκληθεί η ολοµέλεια για να αποφασίσει. Ιστορικά, ο θεσµός είναι σχετικά νέος καθώς το Α.Ε.∆. ιδρύθηκε µόλις το 1975, δηλαδή µε το µεταπολιτευτικό Σύνταγµα. Πριν από την ίδρυσή του, οι αρµοδιότητες που στο εξής του ανατέθηκαν ανήκαν σε άλλα θεσµικά όργανα. Συγκεκριµένα, σε ό,τι αφορά την εκδίκαση ενστάσεων ως προς το κύρος των εκλογών, αρµόδιο να κρίνει τις ενστάσεις ήταν υπό το Σύνταγµα του 1952 το Εκλογοδικείο (άρθρο 73 Σ του 1952), ενώ την απόφαση για έκπτωση κάποιου προσώπου από το βουλευτικό αξίωµα έπαιρνε η ίδια η Βουλή και όχι δικαστήριο ( άρθρο 72 εδ. γ Σ του 1952). Ακόµα, ως προς τις διάφορες µεταξύ διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων το Σύνταγµα του 1952 προέβλεπε για την επίλυση τους ειδικό θεσµό, το ∆ικαστήριο Σύγκρουσης Καθηκόντων. Τέλος ως προς τι υπόλοιπες αρµοδιότητες που συγκεντρώνει σήµερα τα Α.Ε.∆. δεν υπήρχε ρύθµιση σε προγουµενά Συντάγµατα.41

∆ιαπιστώνουµε λοιπόν ότι το Α.Ε.∆. αποτελεί ένα συνονθύλευµα στοιχείων και συγκεντρώνει αρµοδιότητες και στοιχεία που σχετίζονται µε την κορυφή της δικαιοσύνης. Αποτελεί συνεπώς ένα ανεξάρτητο δικαστικό όργανο στην κορυφή της πυραµίδας του συστήµατος απονοµής δικαιοσύνης. Β. Οργάνωση του Α.Ε.∆. Η οργάνωση και ειδικότερα η σύνθεση του δικαστηρίου ορίζονται από το ίδιο το Σύνταγµα. Έτσι κατά την παρ. 2 του άρθρου 100 Σ το Α.Ε.∆. συνθέτουν οι Πρόεδροι του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου µαζί µε τέσσερις Συµβούλους Επικρατείας και τέσσερις Αρεοπαγίτες, που ορίζονται ως µέλη µε κλήρωση κάθε δυο χρόνια. Σε ορισµένες περιπτώσεις στη σύνθεση του δικαστηρίου µετέχουν και δύο καθηγητές νοµικών σχολών της χώρας, που ορίζονται µε κλήρωση.42

Ως προς τις κληρώσεις των µελών του Α.Ε.∆., αυτές

41 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 526 42 Συγκεκριµένα, το άρθρο 100 παρ. 2 αναφέρει « Το δικαστήριο της προηγούµενης παραγράφου συγκροτείται από τους Προέδρους του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις Συµβούλους Επικρατείας και από τέσσερις αρεοπαγίτες, που ορίζονται ως µέλη µε κλήρωση κάθε δύο χρόνια. […] Στις περιπτώσεις δ΄ και ε΄ της προηγούµενης παραγράφου (παρ.1) µετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και δυο τακτικοί καθηγητές νοµικών µαθηµάτων των νοµικών σχολών των πανεπιστηµίων της .Χώρας, οι οποίοι ορίζονται µε κλήρωση.»

12

γίνονται κάθε δυο χρόνια ενώπιον της ολοµέλειας του ΣτΕ µε βάση ειδικούς καταλόγους.43 Γ. Οι αρµοδιότητες του Α.Ε.∆. Σε ό,τι αφορά την αρµοδιότητα του Α.Ε.∆., αυτή ορίζεται περιοριστικά από τα άρθρο 100 παρ. 1 Σ και αφορά τα εξής ζητήµατα:

Την εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58 Σ Η ειδικότερη διαδικασία εκδίκασης ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών ρυθµίζεται από τον κοινό νοµοθέτη κατά τον Ν.345/1976. Με βάση το νόµο αυτό και συγκεκριµένα τα άρθρα 24-34 διαπιστώνουµε ότι το Α.Ε.∆. είναι αρµόδιο να εκδικάζει κάθε ένσταση κατά πρωτοδικείου που ανακήρυξε ορισµένο πρόσωπο ως βουλευτή, ενώ κατά νοµολογία του ίδιου του Α.Ε.∆., ένσταση µπορεί να διατυπωθεί κατά τον ίδιο τρόπο και κατά του κύρους των ευρωεκλογών.44 Ένσταση νοµιµοποιείται να ασκήσει οποιοδήποτε πρόσωπο είχε ανακηρυχθεί υποψήφιο στην ίδια εκλογική περιφέρεια µε τον ανακηρυχθέντα ως βουλευτή αλλά και οποιοσδήποτε εκλογέας της συγκεκριµένης εκλογικής περιφέρεια, µόνο όµως για έλλειψη νόµιµων προσόντων ή για παρανοµία κατά τη διεξαγωγή της εκλογής.45

Ο ανακηρυχθείς υποψήφιος αλλά όχι τελικά βουλευτής µπορεί να ασκήσει ένσταση και για λάθος στη µέτρηση των ψήφων, έκτος των άλλων δυο αιτιολογικών (έλλειψη νόµιµων προσόντων, παρανοµία κατά την εκλογική διαδικασία).46 Αν το δικαστήριο θεωρήσει ότι ο ανακηρυχθείς ως βουλευτής δεν έχει τα νόµιµα προσόντα του εκλέγεσθαι κηρύσσει την ανακήρυξη ως άκυρη και προχωρά σε ανακήρυξη ως βουλευτή του επόµενου στη σειρά εκλογής. Αν από την άλλη µεριά, θεωρήσει ότι υπήρξε παρανοµία κατά τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας, ικανή να δηµιουργήσει αµφιβολία για το αποτέλεσµα, διατάσσει επανάληψη της εκλογής µεταξύ των υποψηφίων εκείνων και στην έκταση που κρίνει ότι ίσως υπάρξει µεταβολή στα αποτελέσµατα της ψηφοφορίας. Τέλος, αν διαπιστωθεί λάθος στην καταµέτρηση των ψήφων, το δικαστήριο µεταβάλει τα αποτελέσµατα σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα.47 Τον έλεγχο του κύρους αποτελεσµάτων δηµοψηφίσµατος που ενεργείται κατά

το άρθρο 44 παρ. 2 Σ. Το ζήτηµα αυτό επίσης ρυθµίζεται ειδικά στον Ν.345/1976, και συγκεκριµένα στα άρθρα 35-38. Με βάση αυτά, η ένσταση κατά του κύρους δηµοψηφίσµατος υποβάλλεται µε αίτηµα προς το Α.Ε.∆. και µέσα σε προθεσµία 10 ηµερών από τη δηµοσίευση των αποτελεσµάτων του.48 Η ένσταση µπορεί να αφορά το κύρος των αποτελεσµάτων σε µια ή περισσότερες περιφέρειες ή και σε ολόκληρη την Επικράτεια, ενώ νοµιµοποιείται να υποβάλλει ένσταση κάθε πολίτης εγγεγραµµένος στους εκλογικούς καταλόγους. Ως λόγος ένστασης κατά του κύρους του δηµοψηφίσµατος µπορεί να προβληθεί είτε η παραβίαση το νόµου κατά τη διαδικασία διεξαγωγής του δηµοψηφίσµατος, είτε κάποιο λάθος στην καταµέτρηση των ψήφων. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει όντως παράβαση του νόµου κατά τη διεξαγωγή του δηµοψηφίσµατος, διατάσει επανάληψη της ψηφοφορίας στο εκλογικό τµήµα ή την περιφέρεια όπου διαπιστώθηκε η

43 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 528 44 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ 391 45Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 529

46 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 390 47 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 530 48 Στο ίδιο, σελ. 390

13

παράβαση. Αν πάλι διαπιστώσει λάθος στην καταµέτρηση µεταβάλλει το αποτέλεσµα σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα που προκύπτουν.49 Την κρίση για τα ασυµβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτών κατά τα άρθρα 55

παρ. 2και 57 Σ Το ζήτηµα της κρίσης για τα ασυµβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτών ρυθµίζεται ειδικά από τα άρθρα 39-41 του Ν.345/1976 και επιπλέον αφορούν και αντίστοιχα ζητήµατα για τους ευρωβουλευτές(Ν.1180/1981).50 Με βάση τα νοµοθετήµατα αυτά η απόφαση για έκπτωση βουλευτή από το αξίωµα του λαµβάνεται ύστερα από αίτηση, την οποία νοµιµοποιείται να υποβάλλει είτε βουλευτής, συµπεριλαµβανοµένου και αυτού στο πρόσωπο του οποίου αφορά αµφισβήτηση, είτε αυτός που δικαιούται να καταλάβει την έδρα σε περίπτωση έκπτωσης του βουλευτή σε σχέση µε τον οποίο έχει δηµιουργηθεί το ζήτηµα, είτε οποιοσδήποτε εκλογέας της εκλογικής περιφέρειας όπου εγείρεται η αµφισβήτηση.51 Οι λόγοι έκπτωσης βουλευτή απαριθµούνται συγκεκριµένα στο άρθρο 55 πα.2 και 57 Σ και αφορούν κυρίως ζητήµατα ιθαγένειας, ηλικίας και ασυµβίβαστα του βουλευτικού αξιώµατος µε ορισµένες δηµόσιες θέσεις.52 Την άρση των συγκρούσεων Συγκεκριµένα το Σύνταγµα ορίζει ότι στο Α.Ε.∆. υπάγεται «η άρση των συγκρούσεων µεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή µεταξύ του Συµβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός, και των αστικών ή ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, µεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Τα Α.Ε.∆. εποµένως αναλαµβάνει να επιλύσει συγκρούσεις αρµοδιότητας είτε µεταξύ δικαστηρίων και διοίκησης είτε µεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών κλάδων. Πρόκειται λοιπόν για «σύγκρουση καθηκόντων» 53, που θα είναι καταφατική, όταν και οι δυο αρχές θεωρούν ότι η υπόθεση εµπίπτει στη δικαιοδοσία τους, ή αποφατική, όταν και οι δυο αρχές θεωρούν ότι είναι αναρµόδιες για την εκδίκαση της διαφοράς.54 Την άρση της αµφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα ή την

έννοια διατάξεων τυπικού νόµου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Το ελληνικό σύστηµα ελέγχου της Συνταγµατικότητας των νόµων προβλέπει διάχυτο και παρεµπίπτοντα έλεγχο

55, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει σε έκδοση αντικρουόµενων αποφάσεων από τα δικαστήρια. Αν η διαφωνία ως προς τη συνταγµατικότητα κάποιου τυπικού νόµου φτάσει σε επίπεδο ανώτατων δικαστηρίων χωρίς να επιλυθεί τότε για να υπάρχει ενότητα στη νοµολογία,56 τη διαφωνία λύνει το Α.Ε.∆., του οποίου η απόφαση είναι ιεραρχικά πάνω από τα υπόλοιπα δικαστήρια, υπό τη έννοια ότι αν το Α.Ε.∆ κρίνει µια διάταξη νόµου ως

49 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 531 50 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 391 51 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 531 52 Συγκεκριµένα στο άρθρο 55 αναφέρεται ότι : «Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόµιµη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συµπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του κατά τη µέρα της εκλογής Βουλευτής που στερήθηκε κάποιο από τα παραπάνω προσόντα εκπίπτει αυτοδικαίως από το βουλευτικό αξίωµα», ενώ το άρθρο 57 αναφέρει «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυµβίβαστα µε τα έργα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή µετόχου ή […]επιχείρησης που […]» 53 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικάιου, σελ. 391 54 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 532 55 Στο ίδιο, σελ.533 56 Παντελής, Εγχειρίδιο συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 391

14

αντισυνταγµατική τότε η διάταξη αυτή κηρύσσεται ανίσχυρη και δεν εφαρµόζεται στο εξής από κανένα δικαστήριο.57 Την άρση της αµφισβήτησης για το χαρακτηρισµό κανόνων του διεθνούς

δικαίου ως γενικά παραδεδεγµένων κατά την παρ. 1 του άρθρου 28 Σ. Το άρθρο 28 Σ ορίζει ότι «οι γενικά παραδεδεγµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου […]αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόµου», γεγονός που σηµαίνει ότι αν θεωρηθεί κάποιος κανόνας ως γενικά παραδεδεγµένος κανόνας του διεθνούς δικαίου, αυτό έχει άµεσες συνέπειες στην εσωτερική έννοµη τάξη. Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση αµφισβήτησης αρµόδιο να λύσει το ζήτηµα αν κάποιος κανόνας του διεθνούς δικαίου είναι γενικά παραδεδεγµένος ή όχι καθίσταται τα Α.Ε.∆. Ειδικότερα, η αµφισβήτηση µπορεί να δηµιουργηθεί είτε ενώπιον δικαστηρίου είτε ενώπιον διοικητικής αρχής. Σε περίπτωση που το πρόβληµα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια δίκης, το Α.Ε.∆. αναλαµβάνει να άρει την αµφιβολία κατόπιν παραπεµπτικής απόφασης του δικαστηρίου, ενώ αν το θέµα γεννηθεί ενώπιον διοικητικής αρχής, παραπέµπεται στο Α.Ε.∆. µε αίτηση του αρµόδιου υπουργού. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως αναβάλλεται οποιαδήποτε ενέργεια µέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης. Πάντως, µετά την έκδοσή της, η απόφαση του Α.Ε.∆. έχει ισχύ έναντι πάντων και υπάρχουν µηχανισµοί για τη διασφάλιση της εφαρµογής της.58

∆. Η πρόσβαση στο Α.Ε.∆. Το Α.Ε.∆. δεν είναι ένα συνηθισµένο δικαστήριο στην αλυσίδα απονοµής της δικαιοσύνης. Αντίθετα συνιστά ειδικό δικαστήριο και για το λόγο αυτό η πρόσβαση σε αυτό συνοδεύεται από ορισµένες ιδιαίτερες προϋποθέσεις. Πρώτον, για να παραπεµφθεί µια υπόθεση στο Α.Ε.∆. πρέπει πρώτα να έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις και να έχουν κατά συνέπεια εκφραστεί διαφορετικές κρίσεις για το θέµα από τα δυο εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων ( Άρειος Πάγος, Συµβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο). Επίσης, στο Α.Ε.∆. παραπέµπονται προς τελική κρίση οι αντίθετες αποφάσεις που αφορούν την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα η την έννοια διάταξης κάποιου τυπικού νόµου, δηλαδή νόµου ψηφισµένου από τη Βουλή και όχι π.χ. διοικητικής πράξης. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τα ζητήµατα αντισυνταγµατικότητας, από το Α.Ε.∆. εξετάζεται βασικά η ουσιαστική και όχι η τυπική αντισυνταγµατικότητα ενός κανόνα δικαίου, καθώς τα interna corporis της Βουλής δεν αφορούν το δικαστήριο. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι προς κρίση στο Α.Ε.∆. µπορεί να τεθεί µόνο συγκεκριµένη διάταξη και όχι νόµος στο σύνολο του.59 Ως προς τις καθαρά δικονοµικές προϋποθέσεις υπαγωγής µιας υπόθεσης στο Α.Ε.∆., µπορούµε να σηµειώσουµε αρχικά ότι η παραποµπή γίνεται αυτεπαγγέλτως.60 Με άλλα λόγια, εφόσον υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις των δύο εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων για κάποιο ζήτηµα αυτό οφείλει να παραπεµφθεί στο Α.Ε.∆., ακόµα κι αν δε ζητηθεί κάτι τέτοιο από τους διαδίκους. Επίσης σύµφωνα µε τον Ν. 345/1976 αίτηση στο Α.Ε.∆. για να κρίνει µια υπόθεση µπορούν να υποβάλλουν από τη µια πλευρά ο υπουργός δικαιοσύνης, ο εισαγγελέας του ΑΠ, ο γενικός επίτροπος

57 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Τόµος β΄, σελ.534 58 Στο ίδιο, σελ. 532-533 59 Στο ίδιο, σελ. 535 60 Στο ίδιο, σελ. 536

15

της Επικρατείας στο ΕΣ ή ο γενικός επίτροπος της διοικητικής δικαιοσύνης και από την άλλη πλευρά και κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που έχει έννοµο συµφέρον.61 Καταληκτικά αξίζει να σηµειωθεί ότι οι αποφάσεις του Α.Ε.∆. είναι αµετάκλητες και ισχύουν έναντι πάντων. Μάλιστα, σε περίπτωση που διάταξη νόµου κριθεί ως αντισυνταγµατική, τότε κηρύσσεται ανίσχυρη και δεν εφαρµόζεται στο εξής από κανένα δικαστήριο.62

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν το ιδιαίτερο ρόλο του Α.Ε.∆. αλλά και την ιδιαίτερα σηµαντική θέση που αυτό κατέχει µέσα στο σύστηµα απονοµής δικαιοσύνης.

61 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 536 62 Στο ίδιο, σελ. 538

16

6. Το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και ιστορική προέλευση Το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας είναι επίσης ένα συνταγµατικά προβλεπόµενο εδικό δικαστήριο µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες. Η οργάνωση και η λειτουργία του προβλέπονται κατά βάση από το άρθρο 99 του Συντάγµατος. Ως κακοδικία ορίζεται η πρόκληση ζηµίας σε κάποιον από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Μάλιστα, πρέπει η ζηµιογόνος δράση να τελείται µέσα στα πλαίσια τη άσκησης των καθηκόντων του τελευταίου για να προκύψει ζήτηµα κακοδικίας.63

Επειδή το ζήτηµα της πρόκλησης ζηµίας από δικαστικό λειτουργό, και µάλιστα εξαιτίας της δικαστικής του κρίσης, είναι ιδιαίτερα σοβαρό τόσο σε ό,τι αφορά την προσωπική φήµη του κάθε λειτουργού όσο και ως προς το κύρος του µηχανισµού απονοµής δικαιοσύνης, το Σύνταγµα προβλέπει έναν ειδικό µηχανισµό εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, µε πυρήνα το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας. Ο ειδικότερος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας προβλέπεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 99 Σ, ενώ οι περαιτέρω διαδικασίες και αρµοδιότητες που το αφορούν εξειδικεύονται κάθε φορά από τον κοινό νοµοθέτη. Ιστορικά, η πρώτη πρόβλεψη του δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριµένα στο Σύνταγµα του 1911 (άρθρο 103). Ωστόσο, η συγκεκριµένη πρόβλεψη παρουσίαζε πολλές διαφορές σε σχέση µε το σήµερα. Το δικαστήριο σχεδόν στη σύγχρονή του µορφή προβλέφθηκε από το Σύνταγµα του 1952(άρθρο 110), µε τις τροποποιήσεις που έγιναν στις ως τότε ισχύουσες διατάξεις.64 Τα ζητήµατα του δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας αντιµετωπίζονται περαιτέρω από τον κοινό νοµοθέτη µε βάση τον Ν.693/1977, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 13366/1983. Β. Η σύνθεση του δικαστηρίου Η σύνθεση του δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας ορίζεται από το ίδιο το Σύνταγµα, στο άρθρο 99 παρ. 1. Συγκεκριµένα, το δικαστήριο αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ, ο οποίος κατά κανόνα προεδρεύει, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύµβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δυο τακτικούς καθηγητές νοµικών σχολών πανεπιστηµίων της χώρας και δυο δικηγόρους, µέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συµβουλίου των δικηγόρων, που ορίζονται έπειτα από κλήρωση. Από τα µέλη του δικαστηρίου εξαιρείται σε κάθε υπόθεση εκείνο το µέλος που ανήκει στον κλάδο της δικαιοσύνης ή το σώµα εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή κακοδικίας και για ενέργεια ή παράλειψη του οποίου καλείται να αποφασίσει τι δικαστήριο.65

Το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας δικάζει µε επταµελή σύνθεση, ενώ τα µελή του , πλην του Προέδρου, τοποθετούνται κατόπιν κλήρωσης και έχουν θητεία ενιαύσια.66 Με βάση τα παραπάνω, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας δε συνίσταται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς αλλά είναι ένα δικαστήριο που κατά συνταγµατική επιλογή περιλαµβάνει στη σύνθεσή του και πρόσωπα που δεν είναι κατ’ επάγγελµα δικαστές.67

63 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 388 64 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 523 65 Στο ίδιο, σελ. 523 66 Στο ίδιο, σελ. 524 67 Στο ίδιο, σελ. 523

17

Γ. Η αρµοδιότητα του δικαστηρίου και η πρόσβαση σε αυτό Το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας είναι αρµόδιο για την εκδίκαση πολύ συγκεκριµένων υποθέσεων, που εµπίπτουν στο πεδίο τα ευθύνης δικαστικών λειτουργών. Πράγµατι, το δικαστήριο είναι αρµόδιο για την εκδίκαση αγωγών κακοδικίας εναντίον δικαστικών λειτουργών µε αντικείµενο αστική ευθύνη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μάλιστα, ο νόµος εξειδικεύει, αναφέροντας ότι οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους µόνο για δόλο, βαριά αµέλεια ή αρνησιδικία και µόνο εφόσον από αυτά προήλθε ζηµία στο πρόσωπο που τους ενάγει.68 Η αρνησιδικία ως έννοια ορίζεται ως η αδικαιολόγητη άρνηση από τον ίδιο το δικαστικό λειτουργό να αποφανθεί επί αιτήσεως των διαδίκων που έχουν υποβληθεί νοµίµως, ή ως η αδικαιολόγητη παρέλκυση της έκδοσης απόφασης επί ώριµης προς αυτό διαφοράς µε τη χρήση οποιασδήποτε πρόφασης ιδίως της σιωπής ή της ασάφειας του νόµου.69 Το δικαστήριο πέραν των αγωγών κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών είναι αρµόδιο επιπλέον και για την εκδίκαση ορισµένων µισθωτικών διαφορών, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 88 παρ. 2 Σ. Συγκεκριµένα, το άρθρο 88 παρ. 2 αναφέρει ότι σε ό,τι αφορά τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και εφόσον ο καθορισµός αυτών επηρεάζει ευρύτερα τον προσδιορισµό των αποδοχών ενός ευρύτερου κύκλου προσώπων, τότε οι υποθέσεις αυτές τίθενται κατ’ εξαίρεση υπό την κρίση του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 99 Σ.70 Υπό αυτή του την ιδιότητα µπορούµε να πούµε ότι το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99 Σ λειτουργεί επιπροσθέτως και ως µισθοδικείο. 71 Παρόλο που το άρθρο 99 Σ δεν εξαιρεί κανένα πρόσωπο από τη δυνατότητα άσκησης αγωγής κακοδικίας ο κοινός νοµοθέτης έχει επιλέξει να θέσει ορισµένους δικαστικούς λειτουργούς στο απυρόβλητο της αγωγής κακοδικίας µάλλον για να διαφυλάξει έτσι το γενικό κύρος του συστήµατος απονοµής δικαιοσύνης. Αγωγή κακοδικίας δε χωρεί αρχικά κατά των µελών του κατά το άρθρο 100 Σ Ανωτάτου Ειδικού ∆ικαστηρίου ούτε και κατά των µελών των δικαστηρίων που κρίνουν το κύρος εκλογών στους Ο.Τ.Α. Ακόµα δε µπορεί να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας κατά των δικαστικών λειτουργών που µετέχουν σε συµβούλια κρίσης της υπηρεσιακής ή της γενικότερης κατάστασης των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων. Τέλος είναι ευνόητο ότι δε χωρεί αγωγή κακοδικίας κατά των δικαστών που µετέχουν στο ειδικό δικαστήριο αγωγών κακοδικίας για αποφάσεις που εκδίδονται επί ήδη υφιστάµενων αγωγών κακοδικίας.72 Σε ό,τι αφορά τις δικονοµικές προϋποθέσεις της προσφυγής στο δικαστήριο αγωγών κακοδικίας αξίζει να σηµειωθεί ότι για να θεωρηθεί παραδεκτή µια αγωγή ενώπιον του πρέπει πρώτα να έχουν εξαντληθεί όλα τα τακτικά ένδικα µέσα που χωρούν κατά της απόφασης, δηλαδή πρέπει η απόφαση να έχει καταστεί αµετάκλητη. Εφόσον αυτό συµβεί, ο ενάγων µπορεί να προσφύγει στο ειδικό δικαστήριο του 68 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 524 69 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 388 70 Συγκεκριµένα το άρθρο 88 παρ. 2 Σ αναφέρει ότι «[…] Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94,95 και 98, διαφορές σχετικά µε τις κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση ων σχετικών νοµικών ζητηµάτων µπορεί να επηρεάσει τη µισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από τα ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. […]» 71 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ 388 72 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 524

18

άρθρου 99 Σ, ασκώντας αγωγή κακοδικίας, µέσα σε προθεσµία έξι µηνών.73 Τέλος, αφού το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας συνιστά ειδικό δικαστήριο και µάλιστα µε υψηλή θέση στην πυραµίδα απονοµής της δικαιοσύνης, είναι ευνόητο ότι έναντι της απόφασής του δε χωρεί κανένα ένδικο µέσο.74 Με άλλα λόγια οι αποφάσεις του δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας είναι εξ’ ορισµού αµετάκλητες. 7. Το Ειδικό ∆ικαστήριο ευθύνης υπουργών και Πτ∆ Ένα πολύ ιδιαίτερο και εξειδικευµένο ειδικό δικαστήριο προβλέπεται από το άρθρο 86 παρ. 2 Σ, όπου αναφέρεται το ειδικό δικαστήριο ευθύνης υπουργών. Στο ίδιο δικαστήριο παραπέµπεται µετά από ορισµένη διαδικασία και ο Πτ∆ σε περίπτωση που πληρούνται οι όροι του άρθρου 49 παρ. 3,4 Σ. Η οργάνωση, η σύνθεση και οι όροι λειτουργίας του συγκεκριµένου δικαστηρίου προβλέπονται ρητά από τις συνταγµατικές διατάξεις. Συγκεκριµένα, στην παρ. 4 του άρθρου 86 Σ, ο συντακτικός νοµοθέτης ορίζει ότι σε περίπτωση που εν ενεργεία ή πρώην µέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός δεχτεί δίωξη κατά τους όρους και σύµφωνα µε τις πλειοψηφίες των προηγούµενων παραγράφων του ίδιου άρθρου, αρµόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσής του σε πρώτο και τελευταίο βαθµό είναι το συγκεκριµένο δικαστήριο του άρθρου 86 Σ. Τα δικαστήριο συγκροτείται από έξι µέλη του Συµβουλίου της Επικρατείας και επτά µέλη του Αρείου Πάγου κατά τους όρους της διάταξης.75

Στο δικαστήριο αυτό παραπέµπει ο συντακτικός νοµοθέτης και την εκδίκαση υπόθεσης που αφορά το πρόσωπο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, εφόσον επίσης του ασκηθεί δίωξη σύµφωνα µε τους όρους και τις διαδικασίες που επιτάσσει το Σύνταγµα.76 Εξετάζοντας τις συνταγµατικές διατάξεις που αφορούν το συγκεκριµένο δικαστήριο, µπορούµε αναµφίβολα να διακρίνουµε τόσο την πολιτική του διάσταση όσο και τη µεγάλη σηµασία που του προσδίδει ο νοµοθέτης. Αυτό φυσικά είναι εύλογο, αφού στην κρίση του τίθενται πρόσωπα που ενσαρκώνουν το δηµοκρατικό πολίτευµα και εκπροσωπούν το λαό.

73 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 525 74 Στο ίδιο, σελ. 525 75 Ως προς τη σύνθεση του δικαστηρίου το Σύνταγµα στο άρθρο 86 παρ. 4 µεταξύ άλλων αναφέρει «[…] Εδικό ∆ικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι µέλη του Συµβουλίου της Επικρατείας και επτά µέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωµατικά µέλη του Ειδικού ∆ικαστηρίου κληρώνονται µετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δηµόσια συνεδρίαση της Βουλής, µεταξύ των µελών των δυο ανώτατων αυτών δικαστηρίων […]. Του Ειδικού δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθµό από τα µέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και µεταξύ οµοιοβάθµων ο αρχαιότερος». 76 Άρθρο 49 παρ. 1,2 Σ

19

8. Το Ελεγκτικό Συνέδριο Α. Γενικά Το Ε.Σ. αποτελεί άλλο ένα συνταγµατικά προβλεπόµενο ειδικό δικαστήριο που ανήκει στα ανώτερα κλιµάκια της πυραµίδας του συστήµατος απονοµής δικαιοσύνης. Η σύνθεση, η οργάνωση και η αρµοδιότητες του ορίζονται από το συντακτικό νοµοθέτη στο άρθρο 98 Σ και ρυθµίζονται περαιτέρω από τον κοινό νοµοθέτη και τη διοίκηση. Το Ε.Σ. αποτελεί παλαιό κρατικό θεσµό, ο οποίος σε αδρές γραµµές έχει διατηρήσει τη φύση και τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, όπως αυτά µεταφέρθηκαν στην ελληνική έννοµη τάξη από τη Γαλλία, Τα Ε.Σ. ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1833 κατά το πρότυπο του αντίστοιχου γαλλικού δικαστηρίου77

και έκτοτε διατηρεί τη διττή του φύση λειτουργώντας τόσο ως όργανο της διοικητικής δικαιοσύνης, δηλαδή ως δικαστήριο, όσο και ως διοικητικό όργανο, επιφορτισµένο µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες. Έτσι, άλλοτε λειτουργεί ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο(άρθρο 98 παρ.1 Σ, )που δεν υπόκειται καν στον αναιρετικό έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας. Σε άλλες περιπτώσεις όµως το Ε.Σ. συνιστά απλώς µέρος της διοικητικής οργάνωσης του κράτους λειτουργώντας ως απλό όργανο µε ελεγκτικές και γνωµοδοτικές αρµοδιότητες (άρθρο 98 παρ.1 Σ)και πάντα εντός και υπό τους περιορισµούς του πλαισίου οργάνωσης της διοίκησης.78 Β. Η σύνθεση του ως δικαστηρίου Το Ε.Σ. , δεδοµένου του διπλού του ρόλου και χαρακτήρα αποτελείται τόσο από δικαστικούς λειτουργούς όσο και από διοικητικό προσωπικό. Σε ό,τι αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς που είναι ενταγµένοι στο Ε.Σ., ο αριθµός και η θέση τους ορίζεται από συγκεκριµένα νοµοθετήµατα. Με βάση αυτά, µπορούµε να σηµειώσουµε ότι το Ε.Σ. ως δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο, τρείς αντιπροέδρους, συµβούλους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιµους εισηγητές. Επίσης, την εισαγγελική αρχή στο Σ.Ε. αντιπροσωπεύουν ένας γενικός επίτροπος της Επικράτειας και ένας αντεπίτροπος.79 Το Ε.Σ. µπορεί να συγκροτείται είτε σε Ολοµέλεια είτε σε Τµήµατα είτε σε Κλιµάκια. ∆ικαστικές αρµοδιότητες ασκεί σε Ολοµέλεια ή σε Τµήµατα. Συνήθως οι υποθέσεις που υπάγονται προς εκδίκαση στο Ε.Σ. εισάγονται στα Τµήµατα, τα οποία αποφαίνονται αρχικά για τη διαφορά, ενώ η Ολοµέλεια ενεργοποιείται µόνο για την εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως για τις αποφάσεις των Τµηµάτων.80 ∆ιαπιστώνουµε δηλαδή ότι τα Τµήµατα είναι αυτά που πρωτοδίκως εντός του Ε.Σ. κρίνουν µια υπόθεση, αλλά η κρίση τους σε περίπτωση αµφισβήτησης της νοµιµότητας της απόφασης παραπέµπεται προς έλεγχο στην Ολοµέλεια. Συνεπώς, οι αποφάσεις του Ε.Σ. δεν υπόκεινται µεν στον αναιρετικό έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας, υπόκεινται όµως σε εσωτερικό έλεγχο από την Ολοµέλεια του ίδιου δικαστηρίου. Βέβαια, το Ε.Σ. επιτελεί και διοικητικές λειτουργίες. Προς τούτο διαθέτει φυσικά έναν ξεχωριστό µηχανισµό, δοµηµένο µε διαφορετικό τρόπο σε σχέση µε το δικαστικό του τµήµα.

77 Παντελής, Εγχειρίδιο συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 387 78 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 519 79 Στο ίδιο, σελ. 520 80 Στο ίδιο, σελ. 520

20

Γ. Οι αρµοδιότητες του Ε.Σ. Το ίδιο το Σύνταγµα αναφέρει λεπτοµερώς τις αρµοδιότητες του Ε.Σ. και προσδιορίζει τις υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία του. Ειδικότερα, το ζήτηµα της αρµοδιότητας του Ε.Σ. ρυθµίζεται στο άρθρο 98 και συγκεκριµένα το Ε.Σ. ορίζεται αρµόδιο, πρώτον, να ελέγχει τις κρατικές δαπάνες τις δαπάνες των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Ν.Π.∆.∆., εφόσον ο έλεγχός τους υπάγεται σε αυτό µε διάταξη νόµου. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού εντάσσεται και ο έλεγχος των δηµόσιων υπολόγων και των Ο.Τ.Α. καθώς και άλλων Ν.Π.∆.∆. και η υποβολή έκθεσης στη Βουλή για τον απολογισµό και ισολογισµό του κράτους.81 Ακολούθως το Ε.Σ. αναλαµβάνει να ελέγχει τις συµβάσεις µεγάλης αξίας στις οποίες ο ένας αντισυµβαλλόµενος είναι το ∆ηµόσιο µε την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή µε την έννοια του ευρύτερού από τον κλειστό κρατικό πυρήνα δηµόσιου τοµέα. Επίσης, το Ε.Σ. είναι αρµόδιο να γνωµοδοτεί σε σχέση µε συνταξιοδοτικά ζητήµατα και σε συνδυασµό µε το άρθρο 78 παρ. 2 Σ.82 Αυτές είναι κατά βάση οι διοικητικές ή νοµοπαρασκευαστικές αρµοδιότητες του Ε.Σ. και για το λόγο αυτό σε ό,τι τις αφορά δεν εφαρµόζονται η αρχή της δηµοσιότητας ούτε η αρχή της υποχρεωτικής αιτιολόγησης των αποφάσεων ούτε η αρχή της υποχρεωτικής δηµοσίευσης της γνώµης της µειοψηφίας.83 Πρόκειται δηλαδή για εσωτερικές διοικητικές διαδικασίες οπού δε χρειάζεται να τηρηθούν οι εγγυήσεις που συνοδεύουν τις κρίσεις των δικαστηρίων. Ως προς τις καθαρά δικαστικές αρµοδιότητες του Ε.Σ., έχουµε τον προσδιορισµό τους επίσης στο άρθρο 98 Σ. Συγκεκριµένα το Ε.Σ. είναι αρµόδιο να δικάσει υποθέσεις που αναφέρονται στην ευθύνη δηµοσίων υπαλλήλων, πολιτικών ή στρατιωτικών, καθώς και υπαλλήλων Ο.Τ.Α. ή άλλων Ν.Π.∆.∆. που βρίσκονται υπό κρατική εποπτεία, εφόσον προκλήθηκε ζηµία µε δόλο ή αµέλεια τους σε βάρος του ∆ηµοσίου. Επίσης, το Ε.Σ. ως δικαστήριο είναι αρµόδιο για την εκδίκαση διαφορών που ανακύπτουν σε σχέση µε την απονοµή συντάξεων.84 Οι παραπάνω αρµοδιότητες του Ε.Σ. προσδιορίζονται από το ίδιο το Σύνταγµα. Ωστόσο, ο συντακτικός νοµοθέτης στην απρ. 2 του άρθρου 98 επιτρέπει στον κοινό νοµοθέτη να ρυθµίσει κα να οργανώσει τις αρµοδιότητες αυτές κατά την κρίση του και τις εκάστοτε κρατικές ανάγκες. Με βάση αυτό, το Ε.Σ. είναι κατά το νόµο αρµόδιο ως δικαστήριο να εκδικάζει ένδικα µέσα για διαφορές που σχετίζονται µε την απονοµή συντάξεων αλλά και ένδικα µέσα που αφορούν διαφορές σχετικές µε τον έλεγχο λογαριασµών . Τέλος εξειδικεύοντας την παρ. 1 του άρθρου 98 Σ το Ε.Σ.

81 Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου, σελ. 388 82 Συγκεκριµένα το άρθρο 98 παρ. 1 Σ αναφέρει ότι «Στη αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως :α. ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων, που υπάγονται µε ειδική διάταξη νόµου στο καθεστώς αυτό. Β. ο έλεγχος των συµβάσεων µεγάλης οικονοµικής αξίας στις οποίες αντισυµβαλλόµενος είναι το ∆ηµόσιο ή άλλο νοµικό πρόσωπο που εξοµοιώνεται µε το ∆ηµόσιο[…] γ. ο έλεγχος των λογαριασµών των δηµόσιων υπολόγων και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων […] δ. η γνωµοδότηση για τα νοµοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώµατος σύνταξης […]ε. η σύνταξη και υποβολή έκθεσης για τον απόλογισµό και ισολογισµό του κράτους […] 83 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ.521 84 Συγκεκριµένα ο συντακτικός νοµοθέτης ορίζει ότι στην αρµοδιότητα του Ε.Σ. εντάσσεται : «[…]στ. η εκδίκαση διαφορών σχετικά µε την απονοµή συντάξεων […]ζ. η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δηµόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου για κάθε ζηµία που από δόλο ή αµέλεια προκλήθηκε στο κράτος, τους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νοµικά πρόσωπα του δηµοσίου δικαίου

21

καλείται µε βάση συγκεκριµένους νόµους να δικάσει τις υποθέσεις που αναφέρονται στην αστική ευθύνη των δηµοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων Ο.Τ.Α. και των υπαλλήλων Ν.Π.∆.∆. για κάθε πρόκληση υπαίτιας ζηµίας.85 Αξίζει να σηµειωθεί ότι όλα τα ένδικα βοηθήµατα κρίνονται από τα Τµήµατα του Ε.Σ. και µόνο η αίτηση αναιρέσεως παραπέµπεται στην Ολοµέλεια. Αίτηση αναιρέσεως µπορεί να υποβληθεί µόνο για κακή σύνθεση του Τµήµατος που εξέτασε την υπόθεση , για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας ή για πληµµελή εφαρµογή ή εσφαλµένη ερµηνεία του νόµου.86 Εν ολίγοις, η αίτηση αναιρέσεως αφορά ζητήµατα διαδικασίας και νοµιµότητας µιας απόφασης. Συνεπώς, η Ολοµέλεια δεν εισέρχεται στην ουσία σε καµία περίπτωση.

85 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 521-522 86 Στο ίδιο, σελ. 522

22

9. Άλλα προβλεπόµενα από το Σύνταγµα ειδικά δικαστήρια Έκτος από τα προαναφερθέντα ειδικά δικαστήρια, ο συντακτικός νοµοθέτης έχεις προβλέψει επίσης την ύπαρξη ορισµένων άλλων ειδικών δικαστηρίων, των οποίων η οργάνωση, λειτουργία και αρµοδιότητα καθορίζονται από τον εκάστοτε κοινό νοµοθέτη. Με βάση τα παραπάνω µπορούµε να απαριθµήσουµε και ορισµένα επιπλέον ειδικά δικαστήρια:

Τα δικαστήρια ανηλίκων, που προβλέπονται συνταγµατικά από το άρθρο 96 παρ. 3. Λόγω της ευαίσθητης ηλικίας των δραστών ο συντακτικός νοµοθέτης εξαιρεί τα συγκεκριµένα δικαστήρια από την εφαρµογή της αρχής της δηµοσιότητας των συνεδριάσεων. Επίσης εξαιρεί την εκδίκαση κακουργηµάτων από µικτά ορκωτά87, θεωρώντας ότι οι δράστες λόγω της ανηλικότητας τους θα πρέπει να έχουν ιδιαίτερη αντιµετώπιση.

Τα µικτά ορκωτά δικαστήρια, η ύπαρξη και δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται από το άρθρο 97 Σ. Τα µικτά ορκωτά δικαστήρια αποτελούνται από σύνθεση τακτικών δικαστών και ενόρκων. Στη συνήθη αρµοδιότητα των µικτών ορκωτών δικαστηρίων υπάγονται τα κακουργήµατα και ορισµένα πολιτικά εγκλήµατα που ορίζει ο νόµος.88

Τα «διαρκή»89 στρατιωτικά δικαστήρια. Πρόκειται για τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, των οποίων η ύπαρξη προβλέπεται από το άρθρο 96 παρ.4 Σ, το οποίο αναφέρει ότι «Ειδικοί νόµοι ορίζουν : α) Τα σχετικά µε τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία[…]». Αν και το Σύνταγµα παραπέµπει ευθέως σε τυπικούς νόµους για τον περαιτέρω καθορισµό των ζητηµάτων που αφορούν τα συγκεκριµένα δικαστήρια, θέτει το ίδιο ορισµένες βασικές αρχές. Αρχικά, απαγορεύει ρητά την υπαγωγή ιδιωτών στα δικαστήρια αυτά.90

Ακόµα ο συντακτικός νοµοθέτης προβλέπει την κατά πλειοψηφία συγκρότηση των δικαστηρίων αυτών από µέλη του δικαστικού σώµατος των ένοπλων δυνάµεων, τα οποία βέβαια απολαµβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως προβλέπει η παρ.5 του άρθρου 96 παρ. 4 Σ.91 Τέλος, κατ’ εξαίρεση στα δικαστήρια αυτά δεν εφαρµόζονται οι αρχές της δηµοσιότητας, της αιτιολόγησης των αποφάσεων, της υποχρεωτικής δηµοσίευσης της γνώµης της µειοψηφίας καθώς και δε γίνεται έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων.92

Το δικαστήριο λειών, όπως προβλέπεται στην περίπτωση β΄ του άρθρου 96 Σ.93 Πρόκειται για ένα ειδικό διοικητικό δικαστήριο που είναι αρµόδιο για τον 87 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ. 540 88 Ειδικότερα ως προς την αρµοδιότητα των µικτών ορκωτών δικαστηρίων το άρθρο 97παρ. 2 Σ. ορίζεται ότι «Κακουργήµατα και πολιτικά εγκλήµατα ου […] έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν µε ΄νοµο στην αµοδιότητα των µικτών ορκωτών δικαστηρίων». 89 Στο ίδιο, σελ. 541 90 Στο άρθρο 96 παρ. 4 Σ ορίζεται ότι : « […] τα σχετικά µε τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρµοδιότητα των οποίων δε µπορούν να υπαχθούν ιδιώτες» 91 Συγκεκριµένα αναφέρεται ότι «Τα δικαστήρια του στοιχείου α της προηγούµενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από µέλη του δικαστικού σώµατος των ενόπλων δυνάµεων, που περιβάλλονται µε τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άθρου 87 παρ. 1 του Συντάγµατος[…]» 92 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ 541 93 Η διάταξη του άρθρου 96 παρ 4 ορίζει ότι «ειδικοί νόµοι ορίζουν : […] β) τα σχετικά µε το δικαστήριο λειών»

23

έλεγχο του κύρους των κατασχέσεων πλοίων ή φορτίων που επιβάλλεται για διάφορους λόγους από την πολιτεία.94

10. Συµπέρασµα Στο ευρύτερο πλαίσιο της αρχής του νόµιµου δικαστή και της ένδικης προστασίας εντάσσονται και τα ειδικά δικαστήρια. Τα δικαστήρια αυτά απαριθµούνται περιοριστικά και κατοχυρώνονται συνταγµατικά. Η σύνδεση τους µε το άρθρο 8 Σ είναι ξεκάθαρη, καθώς περιλαµβάνονται στο πλέγµα των ρυθµίσεων του και αφορούν την υπαγωγή ορισµένων υποθέσεων και προσώπων σε αυτά. Υπό αυτό το πρίσµα, συνιστούν το φυσικό δικαστή για τις υποθέσεις αυτές. Η ύπαρξη και το γενικό πλαίσιο λειτουργίας των ειδικών δικαστηρίων οριοθετείται από το συντακτικό νοµοθέτη, ενώ η περαιτέρω ρύθµιση γίνεται µε βάση κοινά νοµοθετήµατα. Τελικά τα ειδικά δικαστήρια κατέχουν εξέχουσα θέση στην ελληνική έννοµη τάξη διαφυλάσσοντας µάλιστα το κύρος των θεσµών και των προσώπων που κάθε φορά τους εκπροσωπούν.

94 Τσάτσος, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, τόµος β΄, σελ 541

24

10. Περίληψη Τα ειδικά δικαστήρια απαριθµούνται περιοριστικά από το συντακτικό νοµοθέτη, ο οποίος δίνει και τις κατευθυντήριες γραµµές σε ό,τι αφορά τη λειτουργία τους. Πρόκειται για το Ανώτατο Εδικό ∆ικαστήριο, το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, τα δικαστήρια ανηλίκων, τα µικτά ορκωτά δικαστήρια, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, τα δικαστήρια λειών καθώς και για το Ειδικό ∆ικαστήριο ευθύνης υπουργών και Προέδρου της ∆ηµοκρατίας. Τα δικαστήρια αυτά, παρά των ειδικό τους χαρακτήρα, συνιστούν άµεση έκφανση της αρχής του νόµιµου ή φυσικού δικαστή (άρθρο 8 Σ). Το Σύνταγµα δηλαδή (και έπειτα κοινοί νόµοι) ορίζουν τα συγκεκριµένα δικαστήρια ως αρµόδια για την εκδίκαση ορισµένων υποθέσεων και τα καθιστούν το νόµιµο δικαστή για τα ζητήµατα και τα πρόσωπα που αφορούν. Λήµµατα Αρχή νόµιµου δικαστή, φυσικός δικαστής, άρθρο 8, ειδικά δικαστήρια

25

Βιβλιογραφία

Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος, «Επίτοµο Συνταγµατικό ∆ίκαιο», εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Κοµοτηνή, 1998

∆αγτόγλου Π.∆., «Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Ατοµικά ∆ικαιώµατα»,

εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1991

Καράκωστας Βελισσάριος, Γεωργοπούλου-Αθανασούλη Ελένη,

«Το Σύνταγµα. Ερµηνευτικά Σχόλια-Νοµολογία», Νοµική Βιβλιοθήκη

Μανιτάκης Αντώνης, «Το Σύνταγµα της Ελλάδος

1975/1986/2001/2008», εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008

Μάνεσης Αριστόβουλος, «Ατοµικές Ελευθερίες. Πανεπιστηµιακές

παραδόσεις συνταγµατικού δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1979

Μαυριάς Κώστας, Συνταγµατικό ∆ίκαιο», εκδόσεις Αντ.

Σάκκουλα, 2005

Παντελής Αντώνης, «Εγχειρίδιο Συνταγµατικού ∆ικαίου»,

εκδόσεις Λιβάνη, 2007 Τσάτσος ∆ηµήτριος, «Συνταγµατικό ∆ίκαιο», εκδόσεις Αντ.

Σάκκουλα Αθήνα- Κοµοτηνή, 1993

Χρυσόγονος Κώστας, «Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα»,

Νοµική Βιβλιοθήκη, 2006