Download - Megas Anatolikos 1 Tomos

Transcript
Page 1: Megas Anatolikos 1 Tomos

1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α' TOMOΥ

(Επιλέγεις Κεφάλαιο κάνοντας κλίκ σε αυτό)

1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Απόγευµα της 21ης Μαΐου 1867. Περιγραφή του «Μεγάλου Ανατολικού». Τελευταίες προετοιµασίες προτού αναχωρήσει από Λίβερπουλ γιά Νέα Υόρκη. Ερωτικό επεισόδιο στήν προκυµαία ανάµεσα σε άγνωστο ναύτη και στή µικρή Ελληνίδα Ειρήνη. Τό επεισόδιο παρακολουθούν και σχολιάζουν ο Άγγλος ευπατρίδης Άλτζερνον Κλίφφορντ και ο Ρώσσος Σέργιος Ιβάνοβιτς. Αντίδραση τής παιδαγωγού τής Μαρίας. (ΣΕΛ 3)

2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πρωί της 22ας Μαΐου. Περιγραφή τής αναχωρήσεως τού ΜΑ.

Κατάλογος επιβατών. Ερωτικές φαντασιώσεις τής παιδαγωγού Μαρίας. Ερωτική διέγερση τής νεαράς Σουηδής Γκρέτας στό κατάστρωµα. Η συζήτηση Ειρήνης και Μαρίας καταλήγει στόν αυτοερωτισµό τής δεύτερης.(ΣΕΛ 14

3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Εµφάνιση και περιγραφή και άλλων

ταξιδιωτών. Τρείς νέγροι παίζουν ζάρια. Ο Έλλην ποιητής Ανδρέας Σπερχής ονειρεύεται γεµάτος πάθος τήν Αθηναία κόρη Βεατρίκη. Ερωτική σύµπραξη δυό µικρών Λαπωνίδων µε τήν Γκρέτα και τόν πατέρα της. (ΣΕΛ 23)

4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κατάστρωµα ΜΑ, τρεις ώρες µετά τόν απόπλου. Έκφρασις

ενδυµάτων ανδρών και γυναικών. Ο ταχυδακτυλουργός Γκρεγκουάρ υπνωτίζει τή νεαρά χορεύτρια Μιµί-λά-Ρόζ και επωφελείται. Η βοηθός του Υβόννη παρακολουθεί τά γενόµενα. (ΣΕΛ 32)

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Η ηθοποιός Τζέην Μπόσουελ

επιδεικνύει τά ερωτικά της θέλγητρα στόν ναύτη Στήβ και στόν µικρό Μπίλλυ. Ερωτική σκηνή ανάµεσα στήν Τζέην και στόν γιγαντιαίο µολοσσό Μπόµπ. (ΣΕΛ 38)

Page 2: Megas Anatolikos 1 Tomos

2

6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η νεαρά Υβόννη φιλοσοφεί πάνω στό θέµα τού έρωτα και απελευθερώνεται από τίς ενοχές της. Παρακολουθεί από µακριά αλλεπάλληλα ερωτικά επεισόδια ανάµεσα σε ένα ναύτη και µία θεραπαινίδα Ινδή και ανάµεσα στόν ζωγράφο Αιµίλιο Μπερτιέ και τήν Ινδή. (ΣΕΛ 56)

7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια τών προηγουµένων, προς τό βράδυ. Η Υβόννη

γίνεται πάλι µάρτυρας νέας ερωτικής σκηνής ανάµεσα στόν Μπερτιέ και στήν 11ετή πτωχή παιδίσκη Έθελ πού κυκλοφορεί µόνη στό κατάστρωµα. (ΣΕΛ 71)

8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια τής ιδίας σκηνής ανάµεσα στόν Μπερτιέ και τήν

Έθελ. Η Υβόννη εξακολουθεί να παρακολουθεί και να συµµετέχει σωµατικά και ψυχικά. Η Έθελ αφηγείται περασµένα γεγονότα και ακολουθεί τρίτη ερωτική σύµπραξη Μπερτιέ και παιδίσκης. Η Υβόννη λιποθυµά. (ΣΕΛ 86)

9ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Νύκτα στό κατάστρωµα τού ΜΑ. Ο Ανδρέας Σπερχής

εξακολουθεί να ονειρεύεται µε πάθος τή Βεατρίκη. Συνάντηση και λαγνουργία µεταξύ τού ποιητού και µιάς µυστηριώδους µελανειµονούσας. (ΣΕΛ 115)

10ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αργά τήν ίδια νύκτα. Η Υβόννη συνέρχεται και παρακολουθεί

νέα σκηνή ανάµεσα στόν Μπερτιέ και τήν Έθελ. Η Έθελ αποκαλύπτει τό µυστικό της και συνοδεύει τόν ζωγράφο στήν καµπίνα του. (ΣΕΛ 124)

11ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η αφήγηση επιστρέφει στίς πρώτες εσπερινές ώρες τής ίδιας

ηµέρας. Η 14χρονη Φλώσσυ προσποιείται ότι κοιµάται καθ' ην στιγµήν η µητέρα της Γερτρούδη ετοιµάζεται γιά τόν βραδινό χορό στό σαλόνι του ΜΑ. Η Φλώσσυ προβαίνει σε ορισµένες σκέψεις γιά τόν έρωτα και αναπολεί ερωτικά περιστατικά τού παρελθόντος. (ΣΕΛ 135)

12ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Η Φλώσσυ εξακολουθεί να

βρίσκεται στό κρεβάτι της και να αναπολεί περασµένες περιπέτειες. Τό παλαιό περιστατικό ανάµεσα στή Φλώσσυ και τόν προσωπογράφο της. (ΣΕΛ. 149)

Page 3: Megas Anatolikos 1 Tomos

3

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Όλαι αι προετοιµασίαι είχαν τερµατισθεί και ο γίγας τών θαλασσών ανέµενε τήν ηµέραν τού απόπλου που επρόκειτο να λάβη χωράν εντός τού τελευταίου δεκαηµέρου τού Μαΐου τού 1867 εκ τού λιµένος τού Λίβερπουλ. Το µέγα υπερωκεάνειον σκάφος, τού οποίου η ναυπήγησις µόλις προ ολίγων εβδοµάδων είχε περατωθεί, και τού οποίου αι δοκιµαί έγιναν επιτυχώς προ δεκαπενθηµέρου, ήτο αγκυροβοληµένον εις ανοικτόν τι σηµείον τού λιµένος, διότι αι διαστάσεις του δεν επέτρεπαν τήν είσοδόν του εις τά ντόκς. Κανέν εκ τών εσωτέρων σηµείων τού λιµένος, ακόµη και τό πλέον ευρύχωρον, δεν ήτο δυνατόν να τό δεχθή, και ο θαλάσσιος κολοσσός ανέµενε τήν ώραν τής αναχωρήσεως δια τό παρθενικόν ταξίδιόν του µεγαλοπρεπώς αποµονωµένος από τά λοιπά συνήθη σκάφη, εν τώ µέσω τών οποίων εξεχώριζε, όσον αι κορδιλιέραι τών Άνδεων από τάς αλλάς οροσειράς τής οικουµένης. Ήδη η 21η Μαΐου είχε φθάσει και τήν εποµένην επρόκειτο να λάβη χωράν ο απόπλους. Τό υπερωκεάνειον είχε σηµαιοστολισθεί και αναρίθµητοι λέµβοι, άκατοι και φορτηγίδες µετέφεραν καθ' όλην τήν διάρκειαν τής ηµέρας τά τελευταία εφόδια και τούς τελευταίους επισκέπτας, οίτινες, πλησιάζοντες είτε εκ τής τεραστίας καθέτου πρώρας, είτε εκ τής πελωρίας καµπύλης πρύµνης, απεθαύµαζαν τόν όγκον, τό ύψος και τό ατελεύτητον µήκος τού ποντοπόρου Λεβιάθαν, και εδιάβαζαν κεχηνότες και µε άνω εστραµµένα τά βλέµµατά των, ωσάν να παρετήρουν κορυφήν εγγύς κειµένου κατακόρυφου ορούς, τό επί τών χαλυβδίνων ελασµάτων αναγραφόµενον όνοµα τού πλοίου: « Μέγας Ανατολικός ». Επρόκειτο αληθώς περί απιστεύτου κολοσσού. Τό εκτόπισµά του ήτο άνω τών 25. 000 τόννων. Τό µήκος του υπερέβαινε τούς 690 πόδας, τό πλάτος του τούς 80, τό βάθος του ήτο 58 ποδών, τό δε µέσον βύθισµά του έφθανε τούς 20 πόδας. Και τό µεγαλύτερον εκ τών υπαρχόντων άλλων ανά τήν υφήλιον υπερωκεανείων, θα εφαίνετο νάνος παραβαλλόµενον προς τόν θαλάσσιον αυτόν γίγαντα. Καίτοι η ώρα ήτο προκεχωρηµένη και ο ήλιος δεν απείχε πολύ από τήν δύσιν, ωρισµένοι εργάται και ναύται εχειρίζοντο ακόµη τά βαρούλκα, ενώ άλλοι µετέφεραν επί τών ώµων των δέµατα παντοειδή εις τά καταστρώµατα και τά υποφράγµατα. Ένας νεαρός ανθυποπλοίαρχος µε βραχείαν καπνοσύριγγα εις τό στόµα, ακουµβών επί τής κουπαστής τής γέφυρας, εθώπευε τό ξανθόν υπογένειόν του, ενώ, από καιρού εις καιρόν, εξήρχοντο από τά χείλη του γαλανόφαιαι τολύπαι καπνού αρωµατώδους. Και ενώ ερρέµβαζε ο αξιωµατικός, τό βλέµµα του επλανάτο, οτέ µεν επί τών κλιτύων επί τών οποίων είναι εκτισµένη η µεγάλη πόλις τού Λίβερπουλ, οτέ δε επί τού ήρεµα διερχοµένου προ αυτής πόταµου Μέρσεϋ, ως και επί τών δεξαµενών τού περιφήµου λιµένος, εντός τών οποίων ευρίσκοντο πολλά και ποικίλα πλοία, εκ τών οποίων και τά µεγαλύτερα ακόµη, ήσαν τουλάχιστον δέκα φοράς µικρότερα από τόν « Μέγαν Ανατολικόν », τόν σχεδόν απίστευτον αυτόν τιτάνα. Αι σκέψεις τού νεαρού αξιωµατικού ήσαν προφανώς σκέψεις ηδυπαθείς, διότι, ενώ ερρέµβαζε, η περισκελίς του εξωγκώθη αποτόµως εις τό σηµείον που εκάλυπτε τό πέος του, και ήρχισε να πάλλεται υπό τήν πίεσιν τού ορθωθέντος κάτω από τό ύφασµα γεννητικού οργάνου του. Ο νεαρός αξιωµατικός έθεσε τήν αριστεράν του χείρα εις τόν θύλακα τής περισκελίδος και ψαύων τήν εν στύσει δονουµένην ψωλήν του, εψιθύρισε περιπαθώς τό όνοµα τις οίδε ποίας ποθητής ή αγαπηµένης γυναικός ή κόρης και εξηκολούθησε τόν ρεµβασµόν του.

Page 4: Megas Anatolikos 1 Tomos

4

Την ιδίαν ώραν, ένα µεγάλο πλήθος συγκεντρωµένον εις τήν προκυµαίαν, εθαύµαζε τό τεράστιον σιδηρούν κήτος. Μεταξύ τών θεατών εν ζεύγος που ωµοίαζε µε ζεύγος νεαρών εραστών, ή µεµνηστευµένων µελλονύµφων, ίστατο και παρετήρει. Πλησίον τού ζεύγους ίστατο και µία παιδαγωγός µε ελληνικήν κατατοµήν, έχουσα εις τό πλευρόν της µίαν χαρίεσσαν ξανθήν έως 13 ετών. Όπισθεν τής µικράς, ένας µεσήλιξ ναυτικός µε µακράς και πυκνάς παραγναθίδας, προσποιούµενος ότι τόν σπρώχνουν οι συνωθούµεναι πέριξ αυτού θεαταί, επίεζε τό εξωγκωµένον πέος του επί τών γλουτών τής κορασίδος. « Πόσες µέρες θα κάνουµε, για να φθάσουµε στην Αµερική, δεσποινίς Μαρία; » ηρώτησε ελληνιστί και µε δροσεράν φωνήν η ανύποπτος κόρη. « Νοµίζω οκτώ ή εννέα » απήντησε εις τήν ιδίαν γλώσσαν η παιδαγωγός. « Γιατί µε ρωτάς, Ειρήνη; » « ∆ιότι αυτό τό βαπόρι είναι τόσο ωραίο που δεν θα ήθελα να φθάσουµε πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη. » « Μα δεν βιάζεσαι να συνάντησης τόν πατέρα σου, που λείπει τρία χρόνια τώρα στην Αµερική; » « Ω, ναι, δεσποινίς Μαρία, θέλω πολύ να τόν συναντήσω, θέλω πολύ να τόν χαρώ, άλλα θα ήθελα, αν ήτο δυνατόν, να τόν συναντούσα σε αυτό τό ωραίο βαπόρι, για να ταξιδεύαµε µαζύ δύο ή τρείς µήνες » απήντησε η παιδίσκη εν εξάρσει. Ο µεσήλιξ ναυτικός, ατενίζων και αυτός τό µέγα σκάφος και προσποιούµενος ότι τό πλοίον απορροφούσε όλην τήν προσοχήν του, εξηκολούθει να πιέζη τό εν πλήρει στύσει πέος του επί τών γλουτών τής παιδός. Παρ' όλην όµως τήν έντονον προσήλωσιν τού βλέµµατός του επί τού θαλασσίου κολοσσού, τό πρόσωπον και —αν επρόσεχε κανείς— η όλη στάσις του εξέφραζαν εξαιρετικήν λαγνείαν. Τά χείλη του ήσαν ανοικτά, οι οφθαλµοί του έλαµπαν, οι ρώθωνές του επάλλοντο, τά γόνατά του ήσαν ελαφρώς κεκαµµένα, ενώ τό κάτω µέρος τής κοιλίας του και τό άνω µέρος τών µηρών του µετεκινούντο εις σχεδόν αόρατους, ένεκα τού συνωστισµού, άλλα σταθεράς κινήσεις ηδυπαθούς προστριβής, δια τών οποίων περιφέρων και τρίβων τήν ψωλήν του, οτέ µεν επί τής µιας, οτέ δε επί τής άλλης σφαιρικής παρειάς τού νεαρού κώλου, απελάµβανε ο ναυτικός τούς σφριγηλούς γλουτούς τής ξανθής κορασίδος, εις κινήσεις τών οποίων τήν φύσιν και τήν σηµασίαν οι πέριξ ιστάµενοι θεαταί θα ηδύναντο ευκόλως να εννοήσουν, εάν τό µέγα υπερωκεάνειον δεν απετέλει, κατά τήν ώραν εκείνην, ισχυρότατον και ακατανίκητον µαγνήτην, όστις, κυριολεκτικώς, ηχµαλώτιζε τήν προσοχήν και τά εκστατικά βλέµµατα τής ενθουσιώσης κοσµοσυρροής. Ο φιλήδονος ναυτικός ενθαρρυνόµενος από τό γεγονός ότι δεν είχε γίνει αντιληπτός, και αποδίδων τήν έλλειψιν πάσης διαµαρτυρίας εκ µέρους τής κόρης, όχι µόνον εις τήν έξαρσίν της, άλλα και εις τήν πλήρη αθωότητά της, αφού περιήγαγε τήν ψωλήν του επί ολοκλήρου τής ελαστικής επιφανείας τών γλουτών της, ήδη προσεπάθει να τοποθέτηση τόν ογκώδη ερωτικόν σωλήνα του εις τήν µεταξύ τών δύο αρµονικών ηµισφαιρίων τού νεαρού κώλου βαθείαν σχισµήν, ώστε, τρίβων και πιέζων τήν ψωλήν του εκεί, να εκσπερµατίση εντός τής περισκελίδος του, επωφελούµενος τής εξάρσεως και τής αθωότητος τού κορασίου. Ανύποπτος πάντοτε η µικρά Ελληνίς εξηκολούθει να εκφράζη εις τήν παιδαγωγόν τόν θαυµασµόν της δια τό µέγα πλοίον, ζητούσα να µάθη διαφόρους λεπτοµερείας. Η διδασκάλισσα, µε τό βλέµµα προσηλωµένον κατά ονειροπόλον τρόπον εις τό υπερωκεάνειον, καίτοι δεν ήτο εις θέσιν να απάντηση εις όλας τάς ερωτήσεις, έλεγε εις τήν µαθήτριάν της όσα εγνώριζε

Page 5: Megas Anatolikos 1 Tomos

5

περί τού πλοίου. « Αχ, Θεέ µου ! » επανέλαβε εν τέλει η παίς. « Ας ήτο δυνατόν να διαρκέση τό ταξίδι µας δύο ή τρείς µήνες! » Την ιδίαν στιγµήν, κατά αληθώς περίεργον σύµπτωσιν, η νεαρά µελλόνυµφος, χωρίς να γνωρίζη έστω και µίαν λέξιν τής ελληνικής γλώσσης, και συνεπώς µη έχουσα υπ' όψιν της τι είπε η πλησιέστατα προς αυτήν ισταµένη Ελληνίς, εστράφη προς τόν σύντροφόν της και είπε εις τήν αγγλικήν: « Ω, Χάρρυ! Να ήξευρες πόσο θα ήθελα να µη φθάσωµε γρήγορα στη Νέα Υόρκη! θα είναι τόσο ωραίο τό γαµήλιο ταξίδι µας µε αυτό τό θαυµάσιο καράβι, που θάθελα να διαρκέση τουλάχιστον ένα χρόνο! » « Ω γλυκυτάτη µου ποιητική ψυχή! » ανεφώνησε µε περιπάθειαν ο µνηστήρ της. Η νεαρά Αγγλίς επίεσε απαλά τόν βραχίονα τού συνοδού της και τόν εκοίταξε µε άπειρον τρυφερότητα, µε τά µεγάλα νοσταλγικά της µάτια. Έµπλεως πάθους ο µνηστήρ ήρπασε τήν δεξιάν της και τήν ησπάσθη εις τά δάκτυλα. Ήτο καταφανές ότι οι δύο νέοι ήσαν παραφόρως ερωτευµένοι. Εν τώ µεταξύ, ο λάγνος ναυτικός, βλέπων ότι, τόσον η παιδίσκη, όσον και η παιδαγωγός, ουδόλως είχαν αντιληφθεί τι έκαµνε, προέβη εις νέον τόλµηµα. Προσποιούµενος ότι απωθεί µε τήν αριστεράν παλάµην του κάποιον ιστάµενον προ τής µικράς Ελληνίδος εντός τού πλήθους θεατήν, ώστε να µη συνθλίβεται, δήθεν, ο ίδιος υπέρ τό δέον εις τά νώτα της, ο φιλήδονος άνθρωπος έψαυσε µε τήν ράχιν τής χειρός του τά σφύζοντα µαστίδια τής κορασίδος, χωρίς να φαίνεται ότι έπραττε τούτο επίτηδες. Ταυτοχρόνως, προς µεγίστην χαράν του, επετύγχανε να θέση, επιτέλους, τό προς τά άνω εστραµµένον υπό τήν περισκελίδα πέος του εις τήν σχισµήν τού κώλου τής παιδός, όπου αµέσως ήρχισε να τό πιέζη. Σχεδόν συγχρόνως, η Αγγλίς µελλόνυµφος είπε εις τόν µνηστήρα της: « Ποτέ στη ζωή µου, Χάρρυ, δεν ωνειρεύθηκα για τό ταξίδι µας ένα τόσο ωραίο και τόσο µεγάλο σκάφος! » « Και όµως, αγάπη µου, υπήρχε ήδη όταν έγιναν οι αρραβώνες µας. Η δε ναυπήγησίς του ήρχισε τότε που γνωρισθήκαµε. » « Ναι... Ναι... » εψιθύρισε η νεαρά Αγγλίς. « Υπάρχουν απίστευτες συµπτώσεις, υπάρχουν αφάνταστοι οιωνοί! » Μόλις εξήλθε εκ τών χειλέων τής ερωτευµένης νεανίδος αυτή η φράσις, ηκούσθη µία οξεία φωνή. Η µικρά Ελληνίς, ατενίζουσα πάντοτε τό µέγα πλοίον εξέφραζε τόν θαυµασµόν της. « Κοιτάξτε! Κοιτάξτε, δεσποινίς Μαρία! Κοτζάµ βαπόρι περνά κοντά στην πλώρη τού "Μεγάλου Ανατολικού", και εν τούτοις φαίνεται µπροστά του σαν µικρή βαρκούλα! Είναι κάτι αφάνταστο, κάτι απίστευτο!... Αχ, πότε θα µπαρκάρουµε, δεσποινίς Μαρία;» Πράγµατι, τήν στιγµήν εκείνην, ένα άλλο πλοίον περίπου 1. 000 τόννων, διερχόµενον προ τού σηµαιοστολίστου κολοσσού, έδιδε ζωηρόν ανάγλυφον εις τήν τεραστίαν διαφοράν που εχώριζε τόν χαλύβδινον γίγαντα από όλα τά άλλα σκάφη. Η µικρά Ελληνίς, εν τή εξάρσει της, χοροπηδούσε τώρα επί τόπου, αυξάνουσα τοιουτοτρόπως τήν ηδονήν του πιέζοντος τήν ψωλήν του εις τήν σχισµήν τού κώλου της ναυτικού, όστις, επωφελούµενος πάντοτε τής εξάρσεώς της, ήρπασε έξαφνα τό αριστερόν βυζέττον της και τό έσφιξε δυνατά, ενώ, δια τών σχεδόν αοράτων άλλα ισχυρών ωθήσεών του, έσπρωχνε µε ακόµη µεγαλυ-

Page 6: Megas Anatolikos 1 Tomos

6

τέραν δύναµιν τήν εκ τών κάτω προς τά άνω κινουµένην, ως νευρόσπαστον, εν τώ ενθουσιασµώ της, ωραίαν παιδίσκην και επίεζε τό ούτως αυνανιζόµενον ογκώδες ερωτικόν του µόριον, µεταξύ τών ανερχοµένων και κατερχοµένων σφριγηλών γλουτών της τόσον ζωηρώς και τόσον αποτελεσµατικώς, που ασφαλώς θα εξετόξευε τό σπέρµα του εντός ολίγου. Όµως η εκσπερµάτωσις δεν έλαβε χωράν, διότι αι τελευταίαι ωθήσεις τού φιληδόνου ανδρός υπήρξαν τόσον ισχυραί, που η µικρά Ελληνίς συνεκρούσθη βιαίως µε τόν προ αυτής ιστάµενον θεατήν, επάνω από τούς ώµους τού οποίου έβλεπε τό µέγα πλοίον. Η ψωλή τού ναυτικού εξετοπίσθη προς στιγµήν από τήν οπισθίαν σχισµήν τής κόρης και εχαλαρώθη η επαφή τής παλλόµενης πούτσης του µε τόν στρογγυλόν της κώλον. Η παίς, νοµίζουσα ότι παν ό,τι συνέβη ωφείλετο εις τά σκιρτήµατά της, εζήτησε συγγνώµην από τόν ιστάµενον προ αυτής θεατήν, έπειτα, στρεφόµενη προς τόν λάγνον ναυτικόν και µειδιώσα επιχαρίτως, εζήτησε και από αυτόν συγγνώµην. Ο ηδονιζόµενος ανήρ δεν έχασε τήν ψυχραιµίαν του, και επωφελούµενος τής αγαθής του τύχης και τού γεγονότος ότι η παιδαγωγός εφαίνετο ρεµβάζουσα και υπεκρίνετο αφηρηµένη εις τάς ερωτήσεις που τής έθετε εκ νέου η µαθήτριά της, ετοποθέτησε άλλην µίαν φοράν τόν εξωγκωµένον πούτσον του µεταξύ τών γλουτών τής κόρης, και, µένων κολληµένος επ' αυτών, ήρχισε να τρίβη και να πιέζη τό γεννητικόν του όργανον εις τήν σφικτήν σχισµήν τών δύο ελαστικών ηµισφαιρίων, αποφεύγων τήν φοράν αυτήν να ψαύση τά τιτθία της, ώστε να µην εφελκύση κανενός τήν προσοχήν. Εις µικράν απόστασιν από τάς δύο Ελληνίδας, και εις απόστασιν κατά τι µεγαλυτέραν από τό ζεύγος τών µελλονύµφων εραστών, ίσταντο δύο άνδρες και συνωµίλουν. Οι άνδρες αυτοί εφαίνοντο να είναι οι µόνοι που είχαν αντιληφθεί τι έκαµνε ο άνθρωπος µε τάς µακράς παραγναθίδας. Ο ένας εξ αυτών ήτο υψηλός και νευρώδης. Ο άλλος ήτο µετρίου αναστήµατος και µάλλον πυκνικός. Κάµνων εν νεύµα δια τής κεφαλής προς τήν µικράν Ελληνίδα, ο πυκνικός έλεγε προς τόν σύντροφόν του γαλλιστί, άλλα µε ισχυράν ρωσσικήν προφοράν: « Καϋµένε Άλτζερνον, είσαι ένας αδιόρθωτος σάτυρος. Κοιτάζεις και αυτήν τήν νέα κοπέλλα, µε τήν ίδια λαγνική λαιµαργία µε τήν οποία κοίταζες προ ολίγου τό όµορφο εκείνο κοριτσάκι. Μα τόν Θεό, δεν διαφέρεις πολύ απ' αυτόν τόν σιχαµένον άνθρωπο, που ακόµη τρίβεται επάνω στη µικρούλα κατά τόν πιο αισχρό και άσεµνο τρόπο. » « Αγαπητέ µου Σέργιε », απήντησε ο υψηλός και νευρώδης άνδρας, προδίδων µε τήν προφοράν του τήν αγγλικήν του καταγωγήν. « Σε ευχαριστώ πολύ που µε ονοµάζεις σάτυρο, τι άλλο καλλίτερο θα µπορούσα να είµαι; Μακάρι να είσουν έτσι και συ. Όσο για αυτόν τόν ναυτικό µε τις µπαρµπέτες, βεβαίως δεν διαφέρω πολύ απ' αυτόν. Κοίτα τον! Κοίτα τον! Βλέπεις πως σπρώχνει τήν µικρούλα; Βλέπεις πως τρίβεται στο κωλαράκι της; Οµολογώ πως τόν ζηλεύω. Είναι αλήθεια πολύ όµορφη η µικρή. Μα τόν Θεό, θα ήθελα να είµαι στη θέσι αυτού τού ανθρώπου... » «Άλτζερνον πρόσεχε. Αν εξακολούθησης έτσι, αυτό που δεν µε άφησες να κάνω προ ολίγου, θα σπεύσω να τό κάνω τώρα... Θα φέρω τήν αστυνοµία να συλλάβη τό αισχρό αυτό υποκείµενο αµέσως. Έτσι, ίσως συναισθανθής και συ τι είναι αυτά που λες » είπε ο Ρώσσος αστειευόµενος µόνον εν µέρει. Ο Άγγλος εγέλασε και αφού έρριψε εν φλογερόν βλέµµα επί τής µικράς Ελληνίδος, είπε εις τόν Ρώσσον φίλον του: « Γιατί, Σέργιε Ιβάνοβιτς, θέλεις να φέρης τήν αστυνοµία; Γιατί; Θα

Page 7: Megas Anatolikos 1 Tomos

7

αναστάτωσης όλον τόν κόσµο αδίκως, θα γελοιοποιηθής ο ίδιος, και τίποτε δεν θα αλλάξη. Μόνο που θα πάνε µέσα έναν φουκαρά, για δύο ή τρείς µέρες, χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Να είσαι βέβαιος, αγαπητέ µου, ότι µόλις βγη αυτός ο άνθρωπος από τό κρατηρήριο, πάλι τά ίδια θα αρχίση. Άφησέ τόν λοιπόν να κάνη τό κέφι του. Άφησε τήν φύσι να κάνη τό έργον της. Είναι απείρως σοφώτερη απ' όλους τούς ανθρώπους. Σε λίγο ο ναυτικός θα χύση και θα ησυχάση αυτοµάτως — ίσως για µιά, ίσως για δύο ώρες. Έπειτα θα ξαναρχίση πάλι, γιατί έτσι τό θέλει, Σέργιε, η φύσις. Ακούς; Είπα η φύσις. ∆ιότι αυτό που κάνει ο ναυτικός στο κοριτσάκι, είναι φυσικό και ηδονικό. Για δες τον... Βλέπεις τήν έκφρασί του; Είναι ολοφάνερο πως λυώνει από τήν γλύκα. Φίλτατε Σέργιε, γιατί θέλεις καλά και σώνει να τόν στείλης µέσα; » « Μα αν σου έλεγα ότι... » « Αν µου έλεγες ότι θέλεις να τόν παν φυλακή, για να πάρης εσύ τήν θέσι του, θα σκεπτόµουν ως έξης: Αντιζηλία είναι, υπάρχει ένας λόγος. Αλλά εσύ, καλέ µου Σέργιε, δεν πας γι' αυτό. Άφησε λοιπόν τόν άνθρωπο ήσυχο, άφησέ τον να τελείωση αυτό που άρχισε. Άφησέ τον να απόλαυση όσο µπορεί περισσότερο τό όµορφο κοριτσάκι. Άλλωστε, δεν είναι µόνο καλός τεχνίτης, είναι και διακριτικός. ∆εν βλέπεις; Η γκουβερνάντα τής µικρής ακόµη δεν πήρε χαµπάρι. Έπειτα, δεν σκέπτεσαι, Σέργιε, και τήν µικρούλα; Μπορεί να τής αρέση αυτό που τής κάνει ο ναυτικός. ∆εν είδες που προ ολίγου τής έπιασε τό βυζί και εκείνη γύρισε και τού χαµογέλασε; Άφησέ την λοιπόν και αυτήν να απόλαυση. Είναι τόσο χαριτωµένη! » « Μα αν είναι αθώα, Άλτζερνον; Εγώ είµαι βέβαιος πως είναι αθώα. » « Αν είναι αθώα, πρέπει, αργά ή γρήγορα, να µυηθή. Καλλίτερα γρήγορα παρά αργά. Αλλά δεν αποκλείεται να µην είναι καθόλου αθώα και να καµώνεται µόνο πως δεν καταλαβαίνει, για να µη διακόψη ο θαυµαστής της αυτό που τής κάνει, και χάσει τήν απόλαυσι και αυτή και εκείνος. Άφησέ τους λοιπόν να χαρούν και οι δύο, και µη µε κάνεις να µετανοιώσω που σου εφανέρωσα τήν όµορφη σκηνή. Μα έχω και κάτι άλλο να σου πω. Εσύ, αγαπητέ µου, καταφέρεσαι από τό πρωί ως τό βράδυ κατά τών οργάνων τής τάξεως και τής αστυνοµίας. Πως θέλεις, λοιπόν, να προκαλέσης τώρα τήν επέµβασί των; Νοµίζεις πως η αστυνοµία µπορεί να τά βάλη µε τήν φύσι; » « Καλέ µου Άλτζερνον, όλο για τήν φύσι µου µιλάς. Για πες µου, σε παρακαλώ, πρέπει να αφήνουµε τήν φύσι να κάνη ό,τι θέλει και όταν ακόµη οδηγή στη µαλακία, (εδώ ο Ρώσσος εχαµήλωσε τήν φωνήν του, δια να ψιθυρίση τήν λέξιν µαλακία, και τήν ύψωσε πάλιν δια να συνεχίση) σαν τούτη εδώ αυτού τού αναίσχυντου ναυτικού, επάνω στο κακόµοιρο τό κοριτσάκι; Σε ερωτώ, πρέπει να αφήνουµε τήν φύσι, να κάνη τά παιδιά και τούς µεγάλους να µαλακίζωνται; » (Εις τό σηµείον τούτο, ο Ρώσος εχαµήλωσε πάλιν τήν φωνήν του, για να προφέρη τάς δύο τελευταίας λέξεις. ) Χωρίς να χαµηλώση ποσώς τήν ιδικήν του φωνήν, ο Άγγλος απήντησε αµέσως: « Μάλιστα, Σέργιε Ιβάνοβιτς. Η µαλακία, δεν είναι, βέβαια, η κυριωτέρα, ούτε η σπουδαιοτέρα έδρα τού τεραστίου αδάµαντος που ονοµάζεται Έρως, είναι όµως, οπωσδήποτε, µιά έδρα του αναπόσπαστη, ένα φαινόµενον ερωτικό ουχί άνευ σηµασίας και χρησιµότητος. Φαντάσου, φίλε µου, τι θα γινόταν, αν τά παιδιά και όχι σπάνια και ωρισµένοι ενηλικιωµένοι άνθρωποι, στερούµενοι για τόν ένα ή τόν άλλο λόγο τής δυνατότητος να ολοκληρώσουν πλήρεις ερωτικάς συµπράξεις µε άλλα άτοµα, οσάκις τό επιθυµούν, φαντάσου, φίλε µου, τι θα γινόταν, αν δεν είχαν τήν διέξοδον τής µαλακίας. Τότε θα τρελλαινόντουσαν,

Page 8: Megas Anatolikos 1 Tomos

8

τότε θα αρρώσταιναν, και όχι όπως τούς λέγουν, µαζύ µε αυτόν τόν βλάκα τόν Τισσώ, γονείς, παιδαγωγοί, γιατροί και δάσκαλοι, ότι θα τρελλαθούν ή θα αρρωστήσουν, σωµατικώς και ψυχικώς, µαλακιζόµενοι. Από τό 1830 που πρωτοβγήκε η "Πραγµατεία περί Αυνανισµού", τού επιπόλαιου εκείνου ψευδοεπιστήµονος, καθώς και από τήν εποχή που πρωτοτυπώθηκε τού ιδικού µας ηλιθίου Μπέκκερς τό περιβόητον σύγγραµµα "Ονάνια", (το οποίον, άλλωστε, κυρίως ενέπνευσε τόν Τισσώ) ο αυνανισµός θεωρείται περισσότερον παρά ποτέ νόσος φοβερή, πράξις ακατονόµαστη, ενώ είναι απλώς ένα από τά πολλά φαινόµενα τού ερωτισµού τού ανθρώπου. ∆εν ξέρω αν διάβασες, ή αν εµελέτησες τόν Μπέκκερς ή τόν Τισσώ, ή αν είσαι θύµα άλλων αυνανισµοφόβων, πάντως είσαι και συ, αγαπητέ µου Σέργιε, αν τά πιστεύης όλα αυτά, βαθύτατα πεπλανηµένος.» « Μα, φίλε µου, οι περισσότεροι σοφοί τού κόσµου υποστηρίζουν ότι ο αυνανισµός... » « Καλέ µου Σέργιε, οι περισσότεροι σοφοί είναι ηλίθιοι. Άλλωστε η πολυγνωσία, όπως και η πολυπραγµοσύνη, δεν αποτελούν πάντοτε γνώσι αληθινή, ούτε πραγµατική σοφία. Πρόσεξε, φίλε µου, αυτό που θα σου πω. Η µαλακία δεν είναι µόνο µιά έδρα τού καθολικού και πλήρους έρωτος, είναι και µία φάσις, ένα στάδιον στη φυσική εξέλιξί του προς τήν ολοκληρωµένη του µορφή, που βρίσκεται και πραγµατοποιείται στην φυλετεροφιλία. Αν µερικοί άνθρωποι αργούν περισσότερο από άλλους, και µερικοί δεν κατορθώνουν ποτέ να ξεπεράσουν εν µέρει ή εντελώς τόν αυτοερωτισµό, δεν έπεται ότι η µαλακία είναι διαστροφή, ή πράξις κακή, ή αµαρτία. Αγαπητέ µου Σέργιε, η φυσιολογία είναι τελείως ξένη προς τήν ηθική, και τήν φύσι ποτέ δεν τήν κατάλαβαν οι ηθικολόγοι. Και ακόµη κάτι. Εσύ, έστω και σήµερα, όταν χαϊδεύης µιά γυναίκα, έως τήν στιγµή που θα είσδυσης µέσα της, έως τήν στιγµή που θα αρχίσης να τήν γαµάς, κάνοντας τις γαµικές κινήσεις σου µέσα στον κόλπο της, µήπως και συ ο αυνανισµόφοβος, δεν κάνεις κατά έναν τρόπο, χρήσιν αυνανιστική τού έρωτος, όπως όλος ο κόσµος, κατά τήν φάσι τών θωπειών; Θέλεις να σου πω και κάτι άλλο; Μάθε ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, τόσο απορροφηµένοι από τόν εαυτό τους, που και όταν ακόµη εισδύουν ορθοδόξως στο αιδοίον τής γυναίκας, ή, µάλλον, για να τό πω καλλίτερα και πιο εκφραστικά, όταν εισδύουν στο µουνί της, (πρέπει να µάθης, Σέργιε, να λες τήν ωραία λέξι Μ Ο Υ Ν Ι και τό χαρίεν υποκοριστικό ΜΟΥΝΑΚΙ) υπάρχουν άνθρωποι, που και τότε ακόµη, δηλαδή την ώρα που γαµούν, (αγαπητέ µου, πρέπει να µάθης να χρησιµοποιής ελεύθερα και τό "ΓΑΜΩ", τό εξαίσιο αυτό ρήµα), υπάρχουν λέγω, άνθρωποι, που και σε τέτοιες στιγµές ακόµη, ουσιαστικώς δεν γαµούν, µα αυνανίζονται — δηλαδή, ψυχολογικώς, δεν κάνουν τόν έρωτα µε τήν γυναίκα, αλλά µε τόν εαυτό τους. Αχ, Σέργιε, Σέργιε, τι να σου πω! Με όλες σου τις γνώσεις, δεν ξέρεις τίποτε, όχι µόνο από φυσιολογία, µα ούτε από ψυχολογία. » « Άλτζερνον, είσαι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. » είπε µε κάποιαν δυσαρέσκειαν ο Ρώσσος. « Από τήν µία πλευρά, εκθειάζεις τόν ολοκληρωµένον άνθρωπο και τήν νικήτρια ρώµη, αγαπάς τούς θριαµβευτάς και τούς µεγάλους άνδρας, και από τήν άλλη πλευρά, ανέχεσαι, δικαιολογείς και ακόµη υποστηρίζεις, καµώµατα και πράξεις που αποτελούν τήν καταισχύνην τού ανθρώπου.» Ενώ ο Ρώσσος ωµιλούσε ακόµη, ο Άγγλος εκοίταζε τό µέγα υπερωκεάνειον, όπως κοιτάζει κανείς έναν φίλον µε τόν οποίον συνεννοείται απολύτως. Τά µάτια του έλαµπαν πολύ και τό όλον ύφος του έδειχνε έξαρσιν µεγάλην. Έπειτα

Page 9: Megas Anatolikos 1 Tomos

9

κατευθύνων τό βλέµµα του, οτέ µεν προς τόν ηδονιζόµενον ναυτικόν και τήν µικράν Ελληνίδα, οτέ δε προς τόν Ρώσσον, ο Άγγλος είπε: « Ναι, φίλε µου, διότι για µένα, ο έρωτας µε όλα του τά φαινόµενα, και όχι ως µία έννοια ανεδαφικώς τυποποιηµένη από τήν ηθική, ο έρωτας λοιπόν εν τή πληρότητί του, ο έρωτας ο αληθινός, ο έρωτας ο βιολογικός και πάσα ωστική φορά ή δύναµις είναι εν και τό αυτό — δηλαδή ενέργεια ερωτική και ηδονική τού σώµατος και τής ψυχής, τουτέστιν η πλήρης, ενιαία και αδιαίρετη ουσία, όχι µόνο τού ατόµου, άλλα και τής καθολικής υπάρξεως τού κόσµου. Η ζωή για µένα, Σέργιε, είναι ο Έρως, άλλα ο Έρως πλήρης, µε όλα του τά φαινόµενα αλληλένδετα, συνυφασµένα και συγκρατούντα τήν ολοκληρωτικήν υπόστασιν και µορφήν του. Ενώ εσύ, φίλε µου, βλέπεις µε άγχος τά επιµέρους στοιχεία και ζητήµατα ενός πλήρους και ακεραίου συνόλου, εν ώ επιτυγχάνοµεν ή αποτυγχάνοµεν, αναλόγως µε τόν βαθµόν εις τόν όποιον δεχόµεθα ή δεν δεχόµεθα τό σύνολον τούτο, και τό άγχος σου αυτό, αγαπητέ µου, που δεν διαφέρει καθόλου από τόν φόβο τής κολάσεως τών χριστιανών, σε εµποδίζει, Σέργιε, να δής τόν έρωτα στα µάτια, δηλαδή να δής τήν ζωή εν τή υπερόχω και συµπαγεί, άνευ Καλού ή Κάκου ακεραιότητί της, όταν, εν θριάµβω, µέσα από τούς έρωτας και µέσα από τάς µάχας, εν ηδονή και εν δυνάµει ολοκληρούµεθα. » Ένα ρίγος διέτρεξε τό σώµα τού Ρώσσου συζητητού, επί τώ ακούσµατι τών τελευταίων λέξεων τού Αγγλοσάξονος φίλου του. ∆ια µίαν στιγµήν τού εφάνη ότι, εκεί, δίπλα του, επί τής αναπεπταµένης προκυµαίας, εν τώ µέσω τού βοώντος πλήθους, που απεθαύµαζε τόν « Μέγαν Ανατολικόν », τού εφάνη ότι ίστατο υπό τά ενδύµατα ενός ανδρός τού 19ου αιώνος, ουχί ο Άγγλος φίλος του, αλλά, ως παρουσία ενός θεού ενσαρκωµένου, τού εφάνη ότι ίστατο εκεί, µέσα εις τήν δόξαν τού εκθαµβωτικού εαρινού ηλίου, στιλπνός και παντοδύναµος ο Πάν. Υπό τό κράτος τής ισχυράς του συγκινήσεως, ο Ρώσσος κάτι ήθελε να πή. Όµως παρ' όλην τήν ζωηρότητα τών αισθηµάτων του, ως φαίνεται, δεν είχε ακόµη συντελεσθεί εις τήν ψυχήν του τό πλήρωµα τού χρόνου, και µολονότι είχε σεισθεί ολόκληρος από τά λόγια τού Άγγλου φίλου του, και ησθάνετο επιτακτικήν τήν ανάγκην να εκφράση τά συναισθήµατα που τού εγεννήθησαν από τά λόγια αυτά, ο Ρώσσος έµεινε βωβός, προσπαθών να κάµη χρήσιν, ουχί τού ενθουσιασµού του, αλλά τής πτωχότατης λογικής, εκεί που εχρειάζετο ο παλµός, ο οίστρος τής καταφάσεως, η στύσις. Και ενώ είχε συγκλονισθεί βαθύτατα από τά λόγια τού συντρόφου του, που ως αστραπαί είχαν φωτίσει προς στιγµήν τό σκότος τό βαθύ, όπου επάλαιαν τά ορµέµφυτά του µε τάς επιταγάς και τάς απειλάς τής ηθικής, µε άδηλον τήν έκβασιν τού αγώνος, παρ' όλον ότι ήτο άνθρωπος ειλικρινής και καλής πίστεως αυτός ο Σλαύος, κάτι τόν ωθούσε να αρνηθή ό,τι, εάν τό εδέχετο, θα απετέλει µίαν συνέπειαν, όχι όπως λέγουν λογικήν, µα φυσικήν τής συγκινήσεώς του. Ούτω, ενώ ο Ρώσσος κατά βάθος ήθελε και αυτός να εισδύση, να χύση, να γαµήση, και εκσπερµατίζων να εκτοξευθή ολόκληρος προς τήν άπειρον ηδονήν τού έρωτος, και ενώ, προς στιγµήν, ήνοιξε τό στόµα του, δια να εκβάλη αλαλαγµόν αγαλλιάσεως, εν τέλει, αντί να εκστοµίση τό « γαµώ » τού ιµερικού του πάθους (που άλλοι, επιθυµούντες να κάµουν τό ίδιον, αντί τής λέξεως αυτής λέγουν « Ελελεύ », ή « Σε αγαπώ », ή « ∆όξα εν υψίστοις »), ο Σλαύος αυτός είπε, εν τέλει, όχι « Γαµώ », ή «Θέλω να γαµήσω », αλλά ως µία οικοκυρά περιδεής και πολύ-πολύ γραία, ή, ως κοσµήτωρ αυστηρός παίδων τυραννουµένων, ο Σλαύος αυτός —ο δονηθείς, εν τούτοις, ως εκ σεισµού µόλις προ ολίγου— είπε, όσον τό δυνατόν

Page 10: Megas Anatolikos 1 Tomos

10

πλέον πεζά, όσον τό δυνατόν πλέον αυχµηρά και δήθεν ψυχραίµως: « Άλτζερνον, πάµε να φύγουµε απ' εδώ. Ο τόπος αυτός δεν είναι κατάλληλος για τέτοιες συζητήσεις. Τά λέµε άλλη ώρα, αύριο, ίσως, στο βαπόρι. Τούτο µόνο θα σου ξαναπώ: είσαι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος και άλλο τόσο περίεργες είναι οι θεωρίες σου. » « Τόσο τό καλλίτερο, αγαπητέ µου, » απήντησε ο Άγγλος. « Τόσο τό καλλίτερο και για τούς φίλους µου και δι' εµέ. Έτσι, ούτε σείς, ούτε εγώ θα πάθουµε ποτέ ανία. » « Μήπως θέλεις να πής µε αυτό, ότι εγώ είµαι ανιαρός άνθρωπος, επειδή δεν λέγω εξωφρενικά πράγµατα; » « Όχι, Σέργιε, µη κάνεις τόν κουτό. ∆εν είσαι εσύ ανιαρός. Ανιαρές είναι οι σοσιαλιστικές και κατά βάθος χριστιανικές θεωρίες σου, και όχι εσύ ο ίδιος. Φαντάσου που θα καταντούσε ο κόσµος, αν επικρατούσαν, έστω και για ένα βραχύ µόνο διάστηµα, οι δοξασίες σου! » Οι δύο φίλοι, τών οποίων αι κοσµοθεωρίαι ήσαν εκ διαµέτρου αντίθετοι εµειδίασαν, (το µειδίαµα τού Σεργίου ήτο καταφανώς πλαστόν) και ήλλαξαν θέµα. Εξ όσων έλεγαν τώρα, απερχόµενοι, προέκυπτε ότι και αυτοί επρόκειτο να ταξιδεύσουν µε τό µέγα υπερωκεάνειον τού οποίου η αναχώρησις ωρίσθη δια τήν µεσηµβρίαν τής εποµένης. Ο ήλιος επλησίαζε εις τήν δύσιν και ο κόσµος, ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να αποχωρή. Εν τούτοις, τό πλήθος ήτο ακόµη αρκετά πυκνόν πέριξ τών δύο Ελληνίδων, ώστε να δύναται ο φιλήδονος ναυτικός να µένη προσκεκολληµένος εις τούς γλουτούς τής κορασίδος, χωρίς να προδίδεται η λαγνοπραξία του εις τούς πολλούς. Μεταξύ τών ευρισκοµένων εισέτι επί τής προκυµαίας, ίστατο και τό ζεύγος τών µελλονύµφων, οίτινες, οτέ µεν αντήλλασσαν µε περιπάθειαν φράσεις τρυφεράς, οτέ δε ητένιζαν σιωπηλοί τό µέγα πλοίον, προς τό όποιον έπλεαν ακόµη, έµφορτοι, πολλαί λέµβοι, άκατοι και φορτηγίδες. Όµως παρ' όλην τήν επί µακρόν χρόνον παραµονήν του εις τήν ηδονικήν του θέσιν, ο άνθρωπος µε τάς µακράς παραγναθίδας, διακοπτόµενος κάθε τόσον από τούς προσερχόµενους ή απερχόµενους θεατάς και από τάς κινήσεις τών πλησίον του ισταµένων, µολονότι απελάµβανε εις µεγάλον βαθµόν τούς προεξέχοντας σφικτούς γλουτούς τής µικράς Ελληνίδος, και µολονότι ήθελε διακαώς να χύση επ' αυτών, δεν ηδυνήθη να εκσπερµατίση. Βλέπων δε ότι, κατά τά τελευταία λεπτά, ο κόσµος ήρχισε να αραιώνη µε ολονέν ταχύτερον ρυθµόν, και φοβούµενος µήπως αναγκασθή και αυτός να αποχώρηση, πριν λάβη χωράν η εκτόξευσις τού ψωλοχύµατός του, ο λάγνος ναυτικός ενέτεινε τήν πρόστριψιν τού εξωγκωµένου πέους του επί τών οπισθίων θέλγητρων τής ξανθής παιδός. Αλλά τήν φοράν αυτήν, αι άσεµνοι κινήσεις του είλκυσαν τήν προσοχήν τής εξελθούσης προ ολίγου εκ τού ρεµβασµού τής παιδαγωγού, ήτις, µόλις διεπίστωσε τι έκαµνε ο ναυτικός, τόν εκεραυνοβόλησε δι' αυστηρότατου βλέµµατος και δρασσοµένη πάραυτα τής µαθητρίας της, τήν έσυρε προς τό άλλον της πλευρόν. Ο λάγνος ανήρ κατησχυµένος και έξαλλος, άλλα µε τήν ψωλήν του ακόµη εν στύσει, ετράπη εις φυγήν, υβρίζων ενδοµύχως τήν διδασκάλισσαν Μαρίαν. Ο ήλιος ήρχισε να βυθίζεται. Ήδη µόνον τό ήµισυ τού εν πορφύρα εξαφανιζοµένου δίσκου ήτο ορατόν. Τήν ιδίαν στιγµήν, ολίγαι ριπαί αρκούντως δροσερού ανέµου υπενθύµισαν εις τούς αναµένοντας εις τήν προκυµαίαν περιέργους, ότι ο µην ήτο Μάιος και ότι η πόλις τού Λίβερπουλ ήτο αρκούντως βορεινή, ώστε, τήν εποχήν αυτήν, να είναι αισθητόν, µετά τήν δύσιν τού ηλίου, τό ψύχος. Οι θεαταί γρήγορα διεσκορπίσθησαν, επιστρέφοντες οίκαδε, ή

Page 11: Megas Anatolikos 1 Tomos

11

σπεύδοντες αλλού, και η προκυµαία έµεινε σχεδόν έρηµος. Τώρα, εις τό σηµείον εκείνο, ίσταντο ελάχιστοι µόνον άνθρωποι, και, µεταξύ αυτών, τό ζεύγος τών µελλονύµφων και αι δύο Ελληνίδες. Η παιδαγωγός ύψωσε τόν γιακάν τού επενδύτου της. Έπειτα έκυψε οπίσω από τήν ράχιν τής µαθητρίας της, και, προσποιούµενη ότι διευθετεί τό λεπτόν εαρινόν της φόρεµα, εξήτασε µε αγωνιώδη προσοχήν τό ύφασµα δια να εξακριβώση εάν τούτο έφερε ίχνη σπέρµατος εις τά σηµεία που εκάλυπταν τούς γλουτούς. Πεισθείσα ότι τοιαύτα ίχνη δεν υπήρχαν, η διδασκάλισσα έρριψε επί τών ώµων τής παιδός τό επανωφόριόν της, που τό εκράτει µέχρι τής στιγµής εκείνης εις τάς ιδικάς της χείρας, και, εγειροµένη, είπε µε ύφος προδίδον µεγάλην ταραχήν: « Ειρήνη, είναι αργά και κάνει ψύχρα. Πρέπει να επιστρέψουµε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Όµως, πριν φύγουµε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Τόση ώρα που στεκόµαστε εδώ, δεν κατάλαβες ότι σε έσπρωχνε αυτός ο άνδρας από πίσω; » « Πώς, τό κατάλαβα » απήντησε µε δροσεράν αφέλειαν η κορασίς. Η παιδαγωγός κατέστη πελιδνή και µε αύξουσαν ταραχήν ηρώτησε: « Και γιατί δεν διαµαρτυρήθηκες; Γιατί δεν µου είπες τίποτε; » «Γιατί να διαµαρτυρηθώ; Ήτο µεγάλος ο συνωστισµός και όλοι σπρωχνόµαστε.» « Μα δεν σου έκανε τίποτε εντύπωσι; » « Όχι... Μόνο που µου φάνηκε ότι αυτός που στεκόταν πίσω µου είχε κάτι πολύ µεγάλο και σκληρό στην τζέπη του, µπροστά...» « Και τι νοµίζεις πως είχε στην τζέπη του; » Με τήν ιδίαν πάντοτε αφέλειαν η αθώα παιδίσκη είπε: « Θα έλεγα ότι είχε εκεί µέσα, κάτι µακρύ, χοντρό και στρογγυλό, που ακουµπούσε µε δύναµι επάνω µου. Κάτι σαν ένα µεγάλο αγγούρι, ή ένα γουδοχέρι, ή ένα στειλιάρι από σφυρί... Μα γιατί σας ενδιαφέρει τόσο πολύ, δεσποινίς Μαρία; » Η παιδαγωγός εδάγκασε τά χείλη της και επί τινα δευτερόλεπτα έµεινε σιωπηλή. Η αµηχανία της ήτο µεγάλη. Τέλος η διδασκάλισσα ελευθέρωσε τά χείλη της και είπε: « Μα δεν θυµάσαι που σου είπα πολλές φορές να µην αφήνης κανέναν άνδρα να σε εγγίζη; Άλλη φορά, να προσέχης πιο πολύ... Ακόµη και στους συνωστισµούς... Μου τό υπόσχεσαι; » « Ναι, τό υπόσχοµαι, » απήντησε η κορασίς µε έκφρασιν απορίας εις τό πρόσωπον της. Έπειτα έχουσα υπ' όψιν της ότι επρόκειτο να εγκαταλείψουν τήν προκυµαίαν, εστράφη βιαστικά να ιδή άλλην µίαν φοράν τό µέγα υπερωκεάνειον και ήρχισε να µετρά τούς ιστούς και τάς καπνοδόχους του. « Ένα... δύο... τρία... πέντε φουγάρα!... Ένα... δύο... τέσσερα... έξη κατάρτια!... Ω, τι µεγάλο που είναι! ... ∆εσποινίς Μαρία, πόσους επιβάτες λέτε να σήκω... » Η µικρά Ελληνίς δεν επρόλαβε να συµπλήρωση τήν ερώτησίν της. Τήν στιγµήν εκείνην, τό βλέµµα της συνέλαβε τούς δύο µελλονύµφους, οίτινες, επωφελούµενοι τού γεγονότος ότι κατά τά διαρρεύσαντα λεπτά, εκτός τών δύο Ελληνίδων, άπαντες οι άλλοι θεαταί είχαν αποχωρήσει από τό σηµείον αυτό τής προκυµαίας, ενηγκαλίσθησαν και ήνωσαν τά χείλη τών εις φίληµα περιπαθές µεγάλης διαρκείας. «∆εσποινίς Μαρία! » ανεφώνησεν εν τέλει τό κοράσιον. « Για δέστε αυτούς τούς δύο που φιλιούνται... Γιατί βαστάει τόση ώρα τό φιλί τους; » Η παιδαγωγός όµως δεν απήντησε. Εφαίνετο τώρα περίλυπος και λαµβάνουσα εκ τής χειρός τήν ξανθήν παίδα, εγκατέλειψε τήν προκυµαίαν, ενώ ο µνηστήρ

Page 12: Megas Anatolikos 1 Tomos

12

ησπάζετο ακόµη τήν νεαράν Αγγλίδα εις τό στόµα. Περί τά εκατό µέτρα πάρα κάτω, ενώ αι δύο Ελληνίδες διήρχοντο µεταξύ δύο σειρών από µεγάλα βαρέλλια, πλησίον εις εν εξ αυτών, η παιδαγωγός διέκρινε τόν ναυτικόν, που προ ολίγου ετρίβετο εις τούς γλουτούς τής µαθητρίας της. Τό µέρος εκείνο ήτο τελείως έρηµον. Ο ναυτικός, ιστάµενος προ τού βαρελλίου, προσεποιείτο ότι ουρούσε, αλλά η παιδαγωγός αµέσως παρετήρησε ότι δεν επρόκειτο περί ουρήσεως, αλλά περί άλλου τινός. Ο φιλήδονος άνδρας εκίνει γοργά τήν δεξιάν του χείρα επί τού πέους του και ηυνανίζετο. Όταν αντελήφθη ότι κάποιος επλησίαζε, έκαµε εν πλάγιον βήµα για να κρυφθή οπίσω απ' τά βαρέλλια, αλλά µόλις ανεγνώρισε τάς δύο Ελληνίδας, όχι µόνον δεν εκρύφθη, άλλα στρεφόµενος προς αυτάς, επέδειξε τόν ογκώδη πούτσον του και εξηκο-λούθησε τόν αυνανισµόν απροκαλύπτως. Η παιδαγωγός έγινε κάτωχρος και επετάχυνε τό βήµα. Αλλά η παιδίσκη είχε ήδη διακρίνει τόν αυνανιζόµενον άνδρα και εκοίταζε τήν τεραστίαν ψωλήν του, τούς ταλαντευοµένους από κάτω βαρείς όρχεις, καθώς και τήν ζωηράν χειρονοµίαν που έκαµνε επί τού ερωτικού οργάνου του ο λάγνος ναυτικός, τρίβων αυτό σταθερώς, και καλύπτων και αποκαλύπτων συνεχώς τήν οµοιάζουσαν µε µεγάλην προύµνην χονδρήν και σφύζουσαν ερυθράν κεφαλήν του, και η µικρά Ελληνίς, µε τά µάτια της υπερµέτρως ανοικτά, µε τό βλέµµα της καρφωµένον επί τής σπαργώσης πούτσης και τής ταχέως κινούµενης επ' αυτής χειρός, ηρώτησε έκθαµβος τήν παιδαγωγόν της: «∆εσποινίς Μαρία, τι κάνει εκεί αυτός ο άνθρωπος; » και αίφνης, αναγνωρίζουσα τόν ναυτικόν τής προκυµαίας, ανεφώνησε: «Καλέ είναι αυτός που µε έσπρωχνε στην παραλία!... Αχ, τι είναι αυτό τό πελώριο πράµα που έχει εµπρός του; Αχ, πήτε µου, τι τού κάνει; Γιατί τό τρίβει έτσι; τι έχει µέσα τό σακκούλι που χοροπηδάει από κάτω; » « Ειρήνη, µη τόν κοιτάς » είπε µε τόνον επιτακτικόν η διδασκάλισσα και πλησιάζουσα ολονέν µε τήν ξανθήν κορασίδα, έφθασε προ τού µαλακιζοµένου ανδρός, κοιτάζουσα αδιαλείπτως και ωσάν µαγνητισµένη τό ογκώδες πέος του και τήν ενεργουµένην επ' αυτού ηδονικήν τρίψιν, χωρίς να απαντά εις τάς ερωτήσεις τής µαθητρίας της. Καυλοπυρέσσων και µε τό βλέµµα του προσηλωµένον εις τήν χαρίεσσαν παίδα, ο ναυτικός έκαµνε τώρα µε διάπυρον περιπάθειαν: « Ωωχ!... Ωωχ!... » και « Ααχ!... Ααχ!... » έχων έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν του, µόλις δε έφθασε προ αυτού η µικρά κόρη µε τήν συνοδόν της, επετάχυνε τόν ρυθµόν τού αυνανισµού, ωσάν να ήθελε να επισπεύση τήν άντλησιν τού ψωλοχύµατός του, ώστε να χύση προτού αποµακρυνθούν πολύ αι δύο Ελληνίδες. « Αχ, µα τι κάνει αυτός ο άνδρας; τι είναι αυτό τό πελώριο πράµα µε τό κόκκινο κεφάλι; Γιατί τό τρίβει έτσι; Γιατί κουνάει τό χέρι του, επάνω του, µπρός-πίσω; τι έχει µέσα η σακκούλα που κρέµεται από κάτω; Αχ, µα γιατί βογγάει έτσι; » ηρώτησε εκ νέου η κατάπληκτος παιδίσκη, κοιτάζουσα µε φλογεράν περιέρ-γειαν τόν τρίβοντα τόν ερωτικόν σωλήνα του ναυτικόν. Η διδασκάλισσα όµως, και τήν φοράν αυτήν, δεν ικανοποίησε τήν περιέργειαν τής µαθητρίας της. « Μη τόν κοιτάς. Μη τόν κοιτάς » είπε πάλιν επιτακτικώς, και σύρουσα δια τής χειρός τήν τείνουσαν να επιβραδύνη τό βήµα της κορασίδα, επροχώρησε και εντός ολίγου άφησε οπίσω τόν αυνανιζόµενον άνδρα. Η καρδία τής παιδαγωγού επάλλετο δυνατά. Η έκφρασις τού προσώπου της επρόδιδε διέγερσιν µεγάλην, αλλά συγχρόνως και ταραχήν αγχώδη. Μόλις

Page 13: Megas Anatolikos 1 Tomos

13

επέρασαν, η παίς, παρά τήν απαγόρευσιν εστράφη και εκοίταξε πάλιν τόν µαλακιζόµενον ναυτικόν. « Ειρήνη, σου είπα, µη τόν κοιτάς » επανέλαβε ακόµη πλέον επιτακτικώς η διδασκάλισσα και εξηκολούθησε τόν δρόµον της. Μολονότι ο αυστηρός τόνος τής παιδαγωγού και τό αγχώδες ύφος της ηύξησαν τήν περιέργειαν τής µικράς κόρης, η Ειρήνη τήν φοράν ταύτην υπήκουσε. Όµως η παιδαγωγός, ωθούµενη από εσωτερικήν παρώθησιν βαθείαν, και µη δυναµένη να αντισταθή εις τόν πειρασµόν, τοσούτω µάλλον που ησθάνετο ότι, από στιγµής εις στιγµήν, επρόκειτο να εκσπερµατίση ο ναυτικός, παρ' όλον ότι δεν επέτρεψε εις τήν µαθήτριάν της να ιδή τό ωραίον και συγκλονιστικόν τούτο θέαµα, παρ' όλον ότι ηγωνίζετο απεγνωσµένως η ιδία να επιβληθή εις τόν εαυτόν της, δια να µη πράξη και εκείνη ό,τι είχε κάµει και η κορασίς, έστρεψε τήν κεφαλήν της και εκοίταξε τόν αυνανιστήν, τήν στιγµήν ακριβώς που ανέβλυζε από τό πέος του µε ορµήν τό σπέρµα. Με τόν νουν της φλεγόµενον και µε άγριον παλµόν καρδίας, η διδασκάλισσα Μαρία συνέχισε τόν δρόµον της µε τήν Ειρήνην. Αφού επροχώρησε ολίγα βήµατα, έστρεψε πάλιν τήν κεφαλήν της και εκοίταξε άλλην µίαν φοράν τόν αυνανιστήν. Ο λάγνος ναυτικός είχε τελειώσει και εκούµβωνε τό παντελόνι του. Η πόλις τού Λίβερπουλ και ο λιµήν της, µετά τόν µόχθον και τήν τύρβην τής ηµέρας, ητοιµάζοντο να απολαύσουν τήν ανάπαυσιν. Απέναντι, εις τό µέσον τού πόταµου Μέρσεϋ, ο « Μέγας Ανατολικός », επί τού οποίου ήρχισαν, εδώ και εκεί, να λάµπουν φώτα, ωµοίαζε τώρα εις τό λυκόφως, µε κολοσσιαίον µεγαθήριον τού Τεταρτογενούς, αφαντάστως ογκώδες και επιβλητικόν, αλλά ουδόλως στερούµενον χάριτος, µιας χάριτος γοητευτικής, µιάς χάριτος παραδόξου. —

Page 14: Megas Anatolikos 1 Tomos

14

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Περί τήν δεκάτην πρωινήν τής εποµένης, οι επιβάται ήρχισαν να καταφθάνουν. Εις σειράς ατελευτήτους, που ωµοίαζαν µακρόθεν µε αναρριχωµένας επί δένδρων κάµπας, αναρίθµητοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανήρχοντο διά τών υψηλών κλιµάκων επί τού υπερωκεανείου. Τά βαρούλκα ανεβίβαζαν εν σπουδή τάς αποσκευάς. Φίλοι και συγγενείς τών επιβιβαζοµένων έσειαν εντός λέµβων τά µανδήλιά των ευχόµενοι καλόν ταξίδιον εις τούς αναχωρούντας. Φωναί εγέµιζαν τόν αέρα. Οι πέπλοι τών ταξιδιωτισσών και τά µαλλιά τών λυσικόµων κορασίων εκυµάτιζαν εις εκάστην πνοήν τού ανέµου ενώ, εις τήν ακραίαν κεραίαν τού πρυµναίου ιστού, εκυµάτιζε υψηλά η κυανή και ερυθρά σηµαία τού εµπορικού στόλου τής Μεγάλης Βρεταννίας. Περί τήν δεκάτην και ηµίσειαν, έφθασε ο δήµαρχος τής πόλεως, τό δηµοτικόν συµβούλιον, αι λιµενικαί αρχαί, αντιπρόσωποι τού εµπορικού επιµελητηρίου, µερικά επιφανή µέλη τών µεγάλων βιοµηχανικών οργανισµών, πολλοί δηµοσιογράφοι και τρείς βουλευταί τής περιφερείας. Ολίγον αργότερον έφθασε ο αντιπρόσωπος τής Βασιλίσσης, µε τούς ναυπηγούς και τούς διευθυντάς, καθώς και οι κυριώτεροι µέτοχοι τής εταιρείας εις ην άνηκε τό µέγα πλοίον. Εις τάς ένδεκα, επί τού αχανούς πρωραίου καταστρώµατος, ετελέσθη αγιασµός, παρουσία όλων τών επισήµων, πολλών επιβατών, τών αξιωµατικών και σχεδόν ολοκλήρου τού πληρώµατος, υπό τού αρχιεπισκόπου τής µεγίστης πόλεως τού Λανκασάϊρ, ήτις ήτο συγχρόνως και ο πρώτος λιµήν τού Ηνωµένου Βασιλείου διά πάσαν υπερατλαντικήν συναλλαγήν και εµπορίαν. Μετά ταύτα εξεφωνήθησαν τρείς σύντοµοι λόγοι, προσεφέρθησαν αναψυκτικά και ταχυδροµικά δελτάρια φέροντα τήν εικόνα τού « Μεγάλου Ανατολικού », ηκούσθησαν, έπειτα, άπειρα χειροκροτήµατα και ζωηραί επευφηµίαι και, τέλος, εις τάς δώδεκα ακριβώς, οι επίσηµοι, αφού απεχαιρέτησαν τόν γηραιόν, άλλα θαλερόν κυβερνήτην τού υπερωκεανείου Τζάκ Άντερσον, εγκατέλειψαν τό σκάφος. Οι δύο γιγαντιαίοι τροχοί εις τά πλευρά τού νεότευκτου κολοσσού και η τεραστία έλιξ εις τήν πρύµνην ήρχισαν να περιστρέφονται βραδέως, και ο « Μέγας Ανατολικός », εν µέσω αφρόεντος παφλασµού, ήρχισε, ευθύς µετά τήν ανέλκυσιν τών αγκυρών του, να κινείται πρόσω ήρεµα, κατευθυνόµενος προς τήν έξοδον τού λιµένος, εντός πανδαιµονίου πανηγυρικών συριγµών όλων τών ελλιµενισµένων ατµοπλοίων, οδηγούµενος από δύο προπορευοµένας πλοηγίδας και επευφηµούµενος από τά παραληρούντα εις τά κρηπιδώµατα και τάς προκυµαίας πυκνότατα πλήθη. Κατερχόµενον µε κατά τι ηυξηµένην ταχύτητα τόν Μέρσεϋ, τό µέγα υπερωκεάνειον επλησίαζε ολονέν εις τάς εκβολάς τού πόταµου και µετ' ολίγον εισήρχετο εις τήν θάλασσαν. Εις τό σηµείον τούτο, τά δύο πλοηγικά πλοιάρια απεχαιρέτησαν τόν κολοσσόν, και ο « Μέγας Ανατολικός », προωθούµενος από τούς δύο τεραστίους τροχούς και τήν ισχυράν του έλικα, ανέπτυξε όλην του τήν ταχύτητα και ελεύθερος πλέον, ήρχισε τό παρθενικόν ταξίδιόν του και τήν ιστορικήν πορείαν του, προς τήν πέραν τού Ατλαντικού ήπειρον, κοµίζων εις τόν Νέον Κόσµον τόν χαιρετισµόν τής ανθηροτάτης πάντοτε γηραιάς Ευρώπης. Η ηµέρα ήτο ωραία. Ο ήλιος έλαµπε, ο ουρανός ήτο ανέφελος και µία αύρα ελαφρά εθώπευε τό πελώριον σκάφος και εδρόσιζε τά πρόσωπα και τά σώµατα τών αναριθµήτων επιβατών. Εις τάς λεύκας ως κιµωλία ακτάς τής νοτιοδυτικής Αγγλίας, η θάλασσα προσέθετε τήν διηνεκώς ανανεουµένην δαντέλλαν τού αφρού της. Υψηλότερα, εις τούς κυµατιστούς λειµώνας, όπου

Page 15: Megas Anatolikos 1 Tomos

15

βλαστάνει εις όλας τάς εποχάς τού έτους η καταπράσινη χλόη και φύονται εν εκστάσει τά βαθύσκια δένδρα τής αειθαλούς ταύτης νήσου, εφαίνοντο ακόµη µακρόθεν, αλλού µεν ίπποι που έβοσκαν και αγελάδες, αλλού δε κοµψαί αγροικίαι, εις τά παράθυρα και τάς θύρας τών οποίων οι γαιοκτήµονες και οι ναυτικοί παρετήρουν έκθαµβοι, τινές µε διόπτρας, άλλοι µε γυµνούς οφθαλµούς, τό εν θριάµβω διερχόµενον µέγα υπερωκεάνειον σκάφος. Τό γεύµα είχε τελειώσει και οι περισσότεροι εκ τών επιβατών ευρίσκοντο ήδη εις τά καταστρώµατα, ενώ από τάς θύρας τών διαφόρων αιθουσών, εξήρχοντο κάθε τόσον και άλλοι. Πολλοί ήσαν ανακεκλιµένοι επί σαίζ-λόγκ, άλλοι εκάθηντο επί λικνοκαθεδρών, επί πάγκων ή επί ψαθίνων καθισµάτων, και ενώ πολλοί περιπάτουν σιωπηλοί ή συνοµιλούντες, µερικοί ακουµβούσαν εις τάς κουπαστάς και παρετήρουν ρεµβάζοντες τήν θάλασσαν. Οι πλείστοι τών επιβατών ήσαν Αγγλοσάξονες, Βρεταννοί και Βορειοαµερικανοί, αλλά, εκτός αυτών, υπήρχαν και ουκ ολίγοι αλλοεθνείς ή αλλόφυλοι — Γάλλοι, Πορτογάλοι, Ισπανοί, Ολλανδοί, Σκώτοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί, Πολωνοί, εν ζεύγος Σουηδών, µία οικογένεια Λαπώνων, ένας Ινδός µεγιστάν µετά τών τριών συζύγων του και τών έξη υπηρετών του, τρείς Έλληνες, ολίγοι Ρώσοι, ολίγοι Γερµανοί, αρκετοί Εβραίοι, ένας Ελβετός, εν ζεύγος Ούγγρων, µία οικογένεια εκ τής νήσου Χαβάης, τρείς Βορειοαµερικανοί Νέγροι αφρικανικής καταγωγής, ένας Μεξικανός και ολίγοι Νοτιαµερικανοί, εκ τών οποίων οι περισσότεροι ήσαν ινδοµιγείς. Εις τό προ τού ενός τών καπνιστηρίων τής πρώτης θέσεως κατάστρωµα, ο Άγγλος συνταγµατάρχης λόρδος Άλτζερνον Μπράντον Κλίφφορντ συνεζήτει µε τόν Ρώσσον φίλον του πρίγκιπα Σέργιον Ιβάνοβιτς Μπλαγκοράντοβ. Εις άλλο σηµείον πλέον µεµακρυσµένον και ολιγώτερον πολυσύχναστον, οι χθές µεµνηστευµένοι και σήµερον νεόνυµφοι πλέον ερασταί, ακουµβούσαν επί τής κουπαστής και απελάµβαναν τάς πρώτας ώρας τού γαµηλίου ταξιδίου των αλληλοκοιταζόµενοι µε άπειρον τρυφερότητα εις τά µάτια, οτέ µεν συνοµιλούντες µε έξαρσιν ερωτικήν, οτέ δε παραµένοντες περιπαθώς σιωπηλοί. Εις τό προσήλιον µέρος ενός άλλου καταστρώµατος, εκ τών πλέον αναπεπταµένων τού υπερωκεανείου, η ελληνίς παιδαγωγός µετά τής χαριέσσης µαθητρίας της ήσαν ανακεκλιµέναι επί δύο σαίζ-λόγκ και παρετήρουν, η µεν διδασκάλισσα µε βλέµµα ρεµβώδες και µελαγχολικόν, η δε παιδίσκη µε αγαλλίασιν τήν θάλασσαν και τόν αίθριον ουρανόν, εις τόν όποιον ανήρχετο, από τάς καπνοδόχους, άλλοτε µεν εις πυκνάς, άλλοτε δε εις αραιάς τολύπας, ο εξερχόµενος καπνός. Επί άλλου καθίσµατος, εις ουχί µεγάλην απόστασιν από τάς δύο Ελληνίδας, εκάθητο, έχουσα εις τό πλευρόν της τήν 14έτιδα θυγατέρα της Φλώσσυ, η εν Τορόντο διαµένουσα νέα εισέτι και ευειδής Αγγλίς, Γερτρούδη Νόρρις, χήρα τού προ τριετίας αποθανόντος Καναδού µεγαλέµπορου Καρόλου Νόρρις. Η χήρα έπλεκε. Η κόρη της λικνιζοµένη επί ελαφράς λικνοκαθέδρας, µε τάς χείρας της υπό τήν κεφαλήν, εκοίταζε τόν ουρανόν µε ονειροπόλον βλέµµα. ∆ίπλα εις τήν Καναδήν κορασίδα, εκάθητο µετά τών δυό συζύγων του, ο εκ Νέας Ιερουσαλήµ τής Πολιτείας τής Ιούτα υψηλόσωµος και πυρρόθριξ Μορµόνος Χίραµ Ουάϊτ, και θωπεύων τήν µακράν πατριαρχικήν του γενειάδα, συνωµίλει µε τόν Παρισινόν εξ επαγγέλµατος φωτογράφον Λουδοβίκον Νουµπάρ. Εις µικράν απόστασιν από τόν Μορµόνον, εκάθητο ο Αµερικανός πολυεκατοµµυριούχος Ναθαναήλ Λαίην, εκ Νέας Ορλεάνης τής Λουϊζιάνας, και συνωµίλει µε τόν Ρώσσον µανιώδη κυνηγόν κόµητα Βασίλειον Τσερέπιν, όστις

Page 16: Megas Anatolikos 1 Tomos

16

διέσχιζε τόν Ατλαντικόν διά να φονεύση όσον τό δυνατόν περισσοτέρους βίσονας, εις τάς αχανείς εκείνας εκτάσεις τών Ηνωµένων Πολιτειών, όπου, τό σχεδόν µυθικόν και µεγαλοπρεπές τούτο ζώον διέτρεχε ακόµη τάς ερηµικάς πραιρίας, ουχί κατά αγέλας µόνον, άλλα εις ποταµούς απειραρίθµων κερασφόρων, ανταξίους ενός Μισισιπή, ή ενός Μισσούρι. Παραπλεύρως, κατά σειράν, αλλά εις ανίσους ενίοτε αποστάσεις µεταξύ των, εκάθηντο ο Γάλλος ζωγράφος Αιµίλιος Μπερτιέ, ο Ιταλός τενόρος Τίτο Τιντορέλλι, ο Ελβετός ιατροφιλόσοφος Χάνς Έντελµαν, η νεαρά και µε απίστευτον τάλαντον πεπροικισµένη Αγγλίς ηθοποιός Τζέην Μπόσουελ µε τόν πιστόν της µέγαν µολοσσόν προ τών ποδών της, ο Σκώτος συγγραφεύς Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ, η Γαλλίς τυχοδιώκτις Μαρκελίνη Ντυραντέλ, εις άγνωστος επιβάτης, µε καστανά γένεια και διαυγείς οφθαλµούς, η Ρωσσίς πριγκίπισσα Αναστασία, τό γένος Κριβίτσκυ, σύζυγος τού εν Οδησσώ προξένου τών Ηνωµένων Πολιτειών Νικολάου Γκάλλοπ, µετά τού δωδεκαετούς υιού της Μπίλλυ, ο Ιταλός πολιτευτής Αλφρέντο Κάρµι, η γνωστή εις όλας τάς πρωτεύουσας τής δυτικής Ευρώπης Ιταλίς καλλονή κόµησσα Παολίνα Κρινέλλι, χήρα τού προ διετίας αποθανόντος κόµητος Γκαλεάτσο Κρινέλλι, η σύζυγος τού Αµερικάνου βασιλέως τών γαιανθράκων Ροβέρτου Μαίησον, κυρία Καρολίνα Μαίησον, µετά τού κωφαλάλου υιού της Τζίµ και τής ζωηράς και φιλοπαίγµονος θυγατρός της Αλεξάνδρας, ο Σουηδός βαθύπλουτος µεγαλοκτηµατίας βαρώνος Γουσταύος Χάσσελκβιστ µετά τής ξανθοτάτης κόρης του Γκρέτας, και τελευταία εις τήν οµάδα αυτήν τών ταξιδιωτών, άλλα εις µεγάλην απόστασιν από τούς άλλους, εκάθητο η εικοσαέτις Ευαγγελίνη Ντυµπουά, εκ Λυών τής Γαλλίας, ήτις µετέβαινε εις Ρίτσµονδ τής Βιργινίας, προς συνάντησιν τού εκεί διαµένοντος θείου της Εδµόνδου Ντυµπουά. Μερικοί εκ τών επιβατών αυτών συνωµίλουν µε τούς γείτονάς των, άλλοι απέφευγαν τάς γνωριµίας και έµεναν σιωπηλοί, συλλογιζόµενοι ή ρεµβάζοντες, ενώ, άλλοι, εδιάβαζαν βιβλία, περιοδικά, ή εφηµερίδας. Ο άγνωστος επιβάτης ανεγίνωσκε τούς Λονδινείους « Τάιµς ». Η Τζέην Μπόσουελ τόν δεύτερον τόµον τών « Αποµνηµονευµάτων» τού Τζιάκοµο Καζανόβα. Ο βαρώνος Χάσσελκβιστ έκαµνε, εις τό σηµειωµατάριόν του, διαφόρους υπολογισµούς. Η λεπτοφυής και ωραιοτάτη 18έτις κόρη του, µε γλυκύ αλλά και παράδοξον µειδίαµα εις τά χείλη της, παρετήρει τούς διερχοµένους προ αυτής επιβάτας, και εθώπευε µίαν ευµεγέθη και πολυτελώς ενδεδυµένην κούκλαν, τήν οποίαν εκράτει εις τήν αγκάλην της, ως βρέφος, παρέχουσα τοιουτοτρόπως αλλόκοτον θέαµα εις όσους τήν επρόσεχαν, διότι, ενώ ήτο νεάνις και όχι κορασίς, έκαµνε µε τήν κούκλαν, ωσάν να ήτο παιδίσκη 7 ή 8 ετών, ψιθυρίζουσα, από καιρού εις καιρόν, εις τά ώτα τού χαριτωµένου ανθρωποµόρφου αθύρµατος, λόγια στοργής και τρυφερότητος. Εν τώ µεταξύ, ο Αιµίλιος Μπερτιέ, εκεί που εκάθητο, είχε επί τών γονάτων του ένα βιβλίον, άλλα εκείνην τήν στιγµήν δεν ανεγίνωσκε. Τρείς γλάροι περιΐπταντο υπεράνω, µε νωχελή µεγαλοπρέπειαν. Ο Γάλλος καλλιτέχνης τούς παρετήρει ψιθυρίζων: Souvent pour s'amuser les hommes d' euipages Prennent des albatros, vastes oiseux des mers Έπειτα µεταπηδών εις άλλο ποίηµα εξηκολούθησε να ψιθυρίζει: Homme libre, toujours tu obeiras la mer! La mer est ton miroir, tu contemple ton ame! Ο Ιταλός τενόρος Τίτο Τιντορέλλι, βλέπων τά χείλη τού γείτονός του να κινούνται, έρριψε εν βλέµµα επί τής ράχεως τού βιβλίου, που ευρίσκετο εις τά

Page 17: Megas Anatolikos 1 Tomos

17

γόνατα τού Γάλλου, και, αναγινώσκων τό όνοµα τού ποιητού και τόν τίτλον, εσκέφθη: « τι παράξενος τίτλος "Τα Άνθη τού Κάκου". Ποιος νάναι τάχα αυτός ο Μπωντελαίρ; » Τήν ιδίαν στιγµήν, ένας θαλαµηπόλος, διερχόµενος προ τών εις τό σηµείον τούτο τού καταστρώµατος καθηµένων επιβατών, και µεταφέρων εσπευσµένως έναν ταξιδιωτικόν σάκκον εις άλλο µέρος τού πλοίου, µόλις επλησίασε τάς δύο Ελληνίδας και διέκρινε τήν µικράν Ειρήνην και τήν παιδαγωγόν της, εκοντοστάθη προς στιγµήν, κατάπληκτος, ήνοιξε τό στόµα του, ως άνθρωπος έτοιµος να αναφωνήση και έπειτα συνέχισε τόν δρόµον του, κάτωχρος, στρέφων τήν κεφαλήν του κάθε τόσον, και ρίπτων τό βλέµµα του επί τής µικράς Ελληνίδος και τής διδασκαλίσσης της, προτού εξαφανισθή οπίσω από τήν πρώτην θύραν που συνήντησε. « ∆εσποινίς Μαρία ! ∆εσποινίς Μαρία ! » ανεφώνησε η παίς, αναγνωρίζουσα τόν αυνανιστήν τής προτεραίας και τείνουσα προς αυτόν τόν δείκτην τής δεξιάς της. Η παιδαγωγός, που είχε κλείσει τούς οφθαλµούς της ολίγον προ τής διελεύσεως τού λάγνου ανδρός και ανεπαύετο, όταν ήκουσε τήν φωνήν τής µαθητρίας της, τούς ήνοιξε αµέσως και αναγνωρίζουσα και αυτή, εν τώ προσώπω τού ταχέως αποµακρυνοµένου υπηρέτου, τόν ήρωα τών ασέµνων σκηνών εις τήν προκυµαίαν, είπε µε αγανάκτησιν: « Α, τόν παλιάνθρωπο! ∆εν ήξερα πώς είναι καµαρότος, σε αυτό τό πλοίο... » « Μα τί έκανε, χθές, αυτός ο άνθρωπος, κοντά στα βαρέλλια; » ηρώτησε αµέσως η µικρά Ελληνίς, δρασσοµένη τής ευκαιρίας που τής παρουσιάσθη να δοκιµάση, άλλην µίαν φοράν, να ικανοποίηση τήν περιέργειάν της και εξηκολούθησε: « Γιατί ήτο τόσο πελώριο τό πράµα του, και γιατί τό έτριβε µε τόση µανία; » Αίφνης η χαρίεσσα παίς ανεσκίρτησε επί τού καθίσµατός της και είπε µε οξείαν φωνήν: « ∆εσποινίς Μαρία, µου ήρθε µιά ιδέα... Μήπως αυτό τό πράµα που ένοιωθα πίσω µου, χθές, στην παραλία, όταν µε έσπρωχνε αυτός ο άνθρωπος, µήπως τό πράµα αυτό, ήτο τό πιπί του; » Η µικρά Ελληνίς εσιώπησε προς στιγµήν, προσµένουσα µε λαχταριστήν προσδοκίαν τήν απάντησιν τής παιδαγωγού και έπειτα είπε: « Αχ, πήτε µου, δεσποινίς, αν έχω δίκαιο. » Η διδασκάλισσα, όµως, ουδεµίαν απάντησιν έδωσε. Σιωπηλή και τεταραγµένη, εκοίταζε τήν µαθήτριάν της µε αλλόκοτον ύφος. Η παίς, φοβούµενη µήπως δεν λάβει µέχρι τέλους καµµίαν εξήγησιν, ηγέρθη αποτόµως από τό κάθισµά της και ισταµένη προ τής παιδαγωγού, επανέλαβε µε ένθερµον και παρακλητικήν επιµονήν τάς ερωτήσεις της. « Πήτε µου, αχ, πήτε µου, παρακαλώ, αν έχω δίκαιο. Και πήτε µου, γιατί ήταν τόσο πελώριο τό πράµα αυτού τού ανθρώπου; Πήτε µου, γιατί τό έτριβε έτσι. Να, έτσι... έτσι... έτσι... » Η µικρά Ελληνίς, η οποία, προφανώς, δεν είχε ιδεί ποτέ, προ τής χθεσινής σκηνής, ψωλήν εν στύσει, και η οποία, προφανώς, δεν εγνώριζε τίποτε περί ανδρικού αυνανισµού και περί τής ικανότητος τού πέους να επιµηκύνεται, να εξογκούται και να ίσταται όρθιον, ήνοιξε τά σκέλη της, προέβαλε τήν ηβικήν της χωράν και, κλείουσα τήν δεξιάν παλάµην της, συνόδευσε τάς τελευταίας λέξεις µε πολλάς ζωηράς και εκφραστικάς παλινδροµικάς κινήσεις τής χειρός της εις τό ύψος τού αιδοίου της, µιµούµενη αφελώς και µε µεγάλην ακρίβειαν τάς αυνανιστικάς χειρονοµίας τού φιληδόνου καµαρότου, καθώς και τάς

Page 18: Megas Anatolikos 1 Tomos

18

σπασµωδικάς κινήσεις τών γλουτών του και τού κάτω µέρους τής κοιλίας του προς τά έξω, που τόν είχε ιδεί να κάµνη πλησίον τών βαρελλίων, ολίγον προ τής εκτοξεύσεως τού σπέρµατός του. Η διδασκάλισσα πρώτα εκοκκίνισε και έπειτα έγινε πελιδνή. Ένα ρίγος διέτρεξε τό σώµα της. « Ειρήνη, παύσε αµέσως » είπε, µε τόνον άκρως επιτακτικόν. Η παίς συνεµορφώθη πάραυτα και τήν εκοίταξε µε απορίαν. Η διδασκάλισσα έρριψε δεξιά και αριστερά τό ανήσυχον βλέµµα της, διά να εξακριβώση αν είχαν γίνει αντιληπταί εις τούς πλησίον καθηµένους επιβάτας αι χειρονοµίαι και αι κινήσεις τής Ειρήνης, και αφού εβεβαιώθη ότι ουδείς είχε προσέξει τι είχε κάµει η µαθήτριά της, εστράφη προς αυτήν και είπε: « Κάθησε. » Η κορασίς υπήκουσε. Η Ελληνίς παιδαγωγός έλαβε τήν αριστεράν της χείρα εις τάς ιδικάς της και τήν εκοίταξε εις τά µάτια. Ησθάνετο ότι ήτο ανάγκη κάτι να τής πή, κάπως να τήν νουθέτηση, ότι ήτο ανάγκη να τής οµιλήση, έστω και χωρίς να τής αποκαλύψη τήν αλήθειαν. Αλλά δεν ήτο εις θέσιν να αρθρώση ούτε µίαν λέξιν. Εν νέον ρίγος διέτρεξε τό σώµα της. Μέσα εις τόν νούν της, µαζύ µε τήν αντικειµενικήν εικόνα τής Ειρήνης, έβλεπε µίαν φανταστικήν εικόνα τού θαλαµηπόλου. Και αι δύο εικόνες ήσαν τροµερά εναργείς. Αφ' ενός, η διδασκάλισσα έβλεπε τήν Ειρήνην όπως εκάθητο, δίπλα της, εις τήν πραγµατικότητα. Αφ' ετέρου, εν τη φαντασία της, έβλεπε τόν λάγνον καµαρότον, να ίσταται µεταξύ αυτής και τής µαθητρίας της, µε τό µέγα πέος του εκτεθειµένον, µακρύ, χονδρόν και καυλωµένον, να αυνανίζεται µε πάθος. Η απόστασις που εχώριζε τήν ψώλαν του από τό πρόσωπον τής κορασίδος, ήτο τόσον µικρά, ώστε τό µέλλον να εκτοξευθή —εν τη φαντασιώσει της— εντός ολίγου σπέρµα, θα έπιπτε επάνω εις τό πρόσωπον τής ωραίας παιδός, επάνω εις τά χείλη της, επάνω εις τά µάτια της, επάνω εις τά µαστίδιά της, επάνω εις τά µαλλιά της. Η παιδαγωγός έκαµε τό παν διά να εκδιώξη τήν εικόνα αυτήν. Όµως ο νους της εφλέγετο όσον και αι αισθήσεις της, και η λαγνική εικών παρέµεινε µέσα της ζωηροτάτη. Και ενώ έβλεπε η Μαρία, εις τό όραµά της, τόν θαλαµηπόλον να εξακολουθή µε περιπάθειαν τόν αυνανισµόν και να προσπαθή, προβάλλων τήν κοιλίαν του, να εγγίση, µε τόν σφύζοντα ερωτικόν σωλήνα του, τό πρόσωπον τής κόρης, προσετίθετο εις τήν ψευδαίσθησιν τής οράσεώς της µία ψευδαίσθησις τής ακοής, και η διδασκάλισσα ήκουσε τόν θαλαµηπόλον να λέγη, εν µέσω διαπύρων αναστεναγµών και αναφωνήσεων ηδυπαθείας: « Αααχ!... Αααχ!... Χρυσό µου!... Άγγελέ µου!... Για δες τήν πούτσα µου!... Για δες τήν ψωλή µου !... Για δες τήν πώς έγινε για σένα!... Κοίταξε, κούκλα µου, πώς λαχταρά να χύση!... Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ααα!... Ααα!... Άνοιξε γρήγορα τό στόµα σου... Θέλω να σ' τό γαµήσω... Άνοιξέ το γρήγορα... γρήγορα... Θα... θα χύ-σω!... Αααχ!... Αααχ!... Ααα!... Ααααα!... Χύνω!... Χύνω!... Πάρε τό σπέρµα µου!... Πάρ' τήν ψυχή µου!... » Και ενώ έβλεπε και ήκουε, εν τη φαντασία της, άπαντα ταύτα, η Μαρία έβλεπε, εν τη πραγµατικότητι, µε άπειρον τρυφερότητα άλλα και µε λαγνείαν τήν χαρίεσσαν ξανθήν παίδα, χωρίς να ηµπορή ούτε µίαν λέξιν να αρθρώση. Η µικρά Ελληνίς που εφλέγετο από περιέργειαν να µάθη τί έκαµνε ο καµαρότος εις τήν προκυµαίαν, παρ' όλην τήν επίµονον σιωπήν τής παιδαγωγού και τήν ρητήν εντολήν της να παύση τήν µίµησιν τού ανδρικού αυνανισµού, παρ' όλον τό αλλόκοτον ύφος τής Μαρίας, αφού ανέµεινε επί τινα χρόνον και δεν έλαβε καµίαν απάντησιν εις τά ερωτήµατά της, έκτος τής αυστηράς επιταγής να

Page 19: Megas Anatolikos 1 Tomos

19

παύση τήν άσεµνον µίµησιν, έκαµε πάλιν µε τήν ελευθέραν χείρα της τήν χειρονοµίαν τής ανδρικής µαλακίας, και άλλην µίαν φοράν ηρώτησε µε θέρµην: « Αχ, πήτε µου, παρακαλώ, γιατί έτριβε ο καµαρότος, χθές, τό πράµα του, έτσι... έτσι... » Με τήν χειρονοµίαν και τήν ερώτησιν τής Ειρήνης, η διδασκάλισσα εξήλθε από τήν φαντασίωσίν της, και δρασσοµένη τής άλλης χειρός τής µαθητρίας της, εκράτησε και αυτήν εις τάς ιδικάς της, και, αφού έρριψε πάλιν εν βλέµµα γύρω της, είπε: « Σούτ... σουτ, αγάπη µου... Σε παρακαλώ πολύ, να µη µου θέσης πιά ποτέ τήν ερώτησι αυτή. Επίσης, ποτέ να µη ξανακουνήσης τό χέρι σου µε αυτόν τόν τρόπο... Υπάρχουν ωρισµένα πράγµατα, που θα τά µάθης αργότερα... επί τού παρόντος, πρέπει να αρκεσθής στη σιωπή µου. » « Μα γιατί; Γιατί; » ανεφώνησε µε δυσφορίαν η κόρη. « Και αυτό, θα τό µάθης αργότερα. Σήµερα δεν µπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Τούτο µόνο θα προσθέσω. Αν τύχη και είσαι µόνη σου καµιά φορά, και συναντήσεις αυτόν τόν καµαρότο, να θυµηθής αυτά που σε έβαλα να µου υποσχεθής, χθές, στην προκυµαία, και αν σου µιλήση εκείνος, όχι µόνο να µη τού απαντήσης, µα να µη τόν κοιτάξης καν. » « Μα αν µε πάρη από πίσω, αν εξακολουθή να µου µιλά; » ηρώτησε µε έκδηλον δυσαρέσκειαν διά τήν στάσιν τής παιδαγωγού της η µικρά Ελληνίς. « Να στρίψης τό κεφάλι σου άλλου, και αν δεν φύγη εκείνος, να φυγής εσύ. Αν πάλι προσπαθήση να σε αγγίξη διά τής βίας, είτε µπροστά, είτε πίσω, µπήξε µιά φωνή και ζήτησε βοήθεια. Θα δής, τότε, τί θα τού κάνω εγώ. » Η παιδαγωγός εκοίταξε επί τινα χρόνον µε περιπάθειαν τήν ξανθήν παίδα και εξηκολούθησε: « Πρέπει να ξέρης, ότι σε αυτόν τόν κόσµο υπάρχουν, αγάπη µου, πράγµατα συγκλονιστικά, που δεν επιτρέπεται να τά εξηγή κανείς σε πλάσµατα νέα και τρυφερά, όπως εσύ, πριν µεγαλώσουν. » Η διδασκάλισσα εσιώπησε πάλι, επ' ολίγον, και κοιτάζουσα πάντοτε τήν κορασίδα µε περιπάθειαν εις τά µάτια, αίφνης ηρώτησε: « Κατάλαβες, Ειρήνη; » Η µικρά Ελληνίς εκοίταξε τήν Μαρίαν µε απογοήτευσιν. Έως τήν στιγµήν εκείνην, απέδιδε τήν όλην στάσιν τής παιδαγωγού εις αίσθηµα αιδηµοσύνης, που τήν κατελάµβανε οσάκις είχε να τής απάντηση σχετικώς µε τά γεννητικά όργανα, τών οποίων τήν πραγµατικήν σηµασίαν και τόν ερωτικόν προορισµόν ηγνόει τελείως η Ειρήνη, θεωρούσα αυτά, και εις τά δύο φύλα, ως όργανα απλώς ουρητικά. Τώρα όµως, ήρχισε να υποψιάζεται και έτεινε ολονέν περισσότερον να πιστεύση η µικρά Ελληνίς, ότι εκτός από τήν εντροπήν, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που ηνάγκαζαν τήν παιδαγωγόν της να τηρή τήν έµµονον σιωπήν και τήν αλλόκοτον στάσιν, λόγοι έχοντες σχέσιν µε πράγµατα µυστηριώδη, µε πράγµατα γοητευτικά, τών οποίων τά µυστικά έπρεπε να είναι άκρως ενδιαφέροντα, διά να τά ονοµάζη η δεσποινίς Μαρία συγκλονιστικά, και τά οποία ήθελε τώρα διακαώς να µάθη η Ειρήνη. Χωρίς να απάντηση ακόµη εις τήν ερώτησιν τής παιδαγωγού, η χαρίεσσα κόρη εξηκολούθησε να τήν κοιτάζη. ∆ιατί τά µάτια τής δεσποινίδος Μαρίας ήσαν τόσον υγρά και τόσον στιλπνά; ∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον σκληρά και τόσον τρυφερά συγχρόνως; ∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον ζωηρά και τόσον λυπητερά συνάµα; ∆ιατί έτρεµαν κάθε τόσον τά χέρια της επάνω στα ιδικά της; ∆ιατί ηρνείτο µε τόσην επιµονήν να απαντήση εις τά τόσον άπλα και φυσικά ερωτήµατά της; ∆ιατί ήτο τόσον µεγάλο, τόσον

Page 20: Megas Anatolikos 1 Tomos

20

χονδρό, µακρύ και σκληρό, τό πράµα τού καµαρότου; ∆ιατί τό έτριβε τόσον παράξενα, εκεί, κοντά εις τά βαρέλλια; Μήπως αυτό που ησθάνετο εις τόν συνωστισµόν, ήτο τό πράµα του και όχι ένα ξένο αντικείµενον στην τζέπη του; τι ήσαν όλα αυτά τά µυστήρια επιτέλους; Η χαρίεσσα παίς, σκεπτοµένη εντατικώς άπαντα ταύτα, δεν είχε ακόµη απαντήσει εις τήν ερώτησιν τής Μαρίας. « Κατάλαβες, καλό µου κοριτσάκι; » ηρώτησε εκ νέου η παιδαγωγός. « Κατάλαβες τί σου είπα προ ολίγου; » « Όχι » απήντησε επιτέλους τό κοράσιον, µε απόλυτον ειλικρίνειαν. « ∆εν κατάλαβα τίποτε. » Η δεσποινίς Μαρία ήνοιξε τό στόµα της, ωσάν να ήθελε να πή κάτι, όµως καµία λέξις δεν εξήλθε από τά χείλη της. Κατεχόµενη από συγκίνησιν βαθείαν, εκοίταζε βωβή τήν νεαράν Ειρήνην, ενώ τά µάτια της υγράνθησαν ακόµη περισσότερον και έλαµψαν µε µεγαλυτέραν στιλβηδόνα. Μετά βραχείαν σιωπήν, άφησε τάς χείρας τής µαθητρίας της να ολισθήσουν από τάς ιδικάς της, και εγειροµένη αποτόµως από τό κάθισµα της, είπε µε φωνήν ηλλοιωµένην: « Ειρήνη, µη φυγής απ' εδώ... Σε λίγα λεπτά θα... θα επιστρέψω. » Μόλις εξηφανίσθη η Ελληνίς παιδαγωγός, κάτι τελείως απροσδόκητον συνέβη. Η καθηµένη ολίγον πιό µακρυά λεπτοφυής ως συλφίς νεαρά Σουηδή, χωρίς να προσέξη καν αν τήν έβλεπε κανείς, εξεκούµβωσε τάχιστα τήν µπλούζαν της και µε δύο γοργάς κινήσεις, ωσάν να µην ηµπορούσε να κρατηθή, εξήγαγε εκ τού στηθόδεσµου της ένα ωραιότατον και µεγάλον διά µίαν τόσον λεπτήν νεανίδα σφικτόν βυζί, και επίεσε τήν ηµιεκτοξευµένην ροδαλήν θηλήν του εις τό στόµα τής κούκλας, τήν οποίαν εκράτει εισέτι εις τήν αγκάλην της, συνθλίβουσα τόν σφύζοντα λευκόν µαστόν µε τόν δείκτην και τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς χειρός της, όπως µία γυνή που γαλουχεί ένα βρέφος. Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε τούτο, και, εν συνεχεία, η νεαρά Σουηδή, µε έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν της, ήρχισε να τρίβη µε δύναµιν τήν ρώγαν της επί ολοκλήρου τού προσώπου τής κούκλας, ενώ η θηλή καθισταµένη διπλή εις µέγεθος και σκληρά, εξετοξεύετο, ως φράουλα τραγανή, εις πλήρη στύσιν. Αλλά και αύτη η φάσις δεν διήρκεσε πολύ. Η Γκρέτα, καταφανώς εν µεγάλη διεγέρσει διατελούσα, χωρίς τήν παραµικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλµού τό φόρεµά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγµήν, ένα θαυµάσιον και προεξέχον πολύ, εν µέσω ολίγων αραιών τριχών µουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς µηρούς της, έθεσε τήν κούκλαν µεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν τό ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς µηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί τού καθίσµατός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο µε πάθος, τρίβουσα µανιωδώς τό αιδοίον της, επί τής κεφαλής και τών µαλλιών τού κοµψού ανθρωποµόρφου οµοιώµατος, επιδιώκουσα µε αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως τήν έκχυσιν τού ερωτικού χυµού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερποµένη επιπροσθέτως, από τό γεγονός ότι εξετέλει τήν τόσον άσεµνον, άλλα και τόσον χαριτωµένην αυτήν πράξιν δηµοσία. Κατ' αρχάς, ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, βυθισµένος όπως ήτο εις τούς υπολογισµούς του, δεν αντελήφθη τι έκαµνε η κόρη του — τουτέστιν δεν αντελήφθη τήν φάσιν τού « θηλασµού ». Όταν όµως η Γκρέτα διέκοψε τήν « γαλούχησιν » και, µετά ταύτα, τήν πρόστριψιν τού βυζιού της επί τού προσώπου τής κούκλας, και ήρχισε να µαλακίζεται υπό τό φόρεµά της, µε τό κοµψόν άθυρµα ανάµεσα εις τά σκέλη της, πιέζουσα αυτό, ταυτοχρόνως, και διά τής χειρός, επί τού µουνιού της, ο Σουηδός βαρώνος ηννόησε, τότε,

Page 21: Megas Anatolikos 1 Tomos

21

αµέσως, τι έκαµνε η κόρη του, και αφού έρριψε γύρω του ένα αγωνιώδες βλέµµα και ανεκουφίσθη, νοµίζων ότι ουδείς είχε αντιληφθεί τήν άσεµνον συµπεριφοράν τής Γκρέτας, καθιστάµενος κατακόκκινος από εντροπήν και οργήν, επέπληξε αυστηρότατα τήν θυγατέρα του, και τήν διέταξε να διακόψη πάραυτα τήν λαγνικήν της πράξιν. Έπειτα, λαµβάνων και σφίγγων δυνατά τόν δεξιόν βραχίονά της και σείων ζωηρώς τήν κινουµένην επί τού καθίσµατός της µε έγκαυλον παραφοράν νεανίδα, τήν διέταξε να σηκωθή αµέσως και να τόν ακολουθήση εις τά διαµερίσµατά των, χωρίς να αντιληφθή ότι η καθηµένη πλησίον του µικρά Αµερικανίς Αλεξάνδρα Μαίησον —φλεγοµένη από µέγιστον ενδιαφέρον, άλλα υποκρινοµένη ότι τίποτε δεν είδε— είχε ιδεί τά πάντα... Η νεαρά Σουηδή, φοβούµενη τήν οργήν τού πατρός της, ηναγκάσθη να αποσύρη τήν κούκλαν από τό αιδοίον της, και παρά τήν έκδηλον σφοδράν διέγερσίν της, συνεµορφώθη µε τάς επιταγάς τού βαρώνου, διακόπτουσα τήν πρωτότυπον µαλακίαν που έκαµνε, χωρίς να φαίνεται ότι είχε τήν παραµικράν συναίσθησιν ότι αυτό που είχε διαπράξει ήτο κάτι τό άσεµνον ή απηγορευµένον, ιδίως όταν εξετελείτο εις δηµοσίους χώρους και ενώπιον πολλών θεατών. Λαµβάνουσα λοιπόν εκ νέου τήν κούκλαν της (ήτις έλαµπε τώρα από τά εκχειλίσµατα τού µουνιού της) εις τήν αγκάλην της, η νεαρά νυµφοµανής ηγέρθη από τήν θέσιν της και ηκολούθησε τόν πατέρα της, ασθµαίνουσα ακόµη από τήν έγκαυλον κατάστασίν της, καταφανώς παραπονεµένη και µε έκφρασιν απορίας εις τό πρόσωπόν της, που µία πράξις τόσον χαριτωµένη και τόσον ευχάριστος κατεδικάζετο, ενώ ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, σύννους και καταστεναχωρηµένος, σύρων αυτήν διά τού βραχίονος, τήν ωδηγούσε απελπι-σµένη εις τά διαµερίσµατά του. Μόλις απεµακρύνθησαν ολίγον, η µικρά Αλεξάνδρα Μαίησον, προφασιζοµένη ότι µεταβαίνει να φέρη από τόν θάλαµόν της ένα βιβλίον, εγκατέλειψε τήν Καρολίναν Μαίησον και τόν κωφάλαλον αδελφόν της, και ηκολούθησε τόν Σουηδόν και τήν αιθερίαν κόρην του διά να εξακριβώση εις ποίους θαλάµους διέµεναν και —ει δυνατόν— να ιδή τι θα συνέβαινε µεταξύ τού βαρώνου και τής νεαράς νύµφης τού Βορρά, εάν ο πατήρ της δεν τήν συγχωρούσε. Την ιδίαν περίπου στιγµήν, ο καθήµενος εις άλλο σηµείον τού αυτού καταστρώµατος και απολαµβάνων τήν ωραίαν ηµέραν Σκώτος συγγραφεύς Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ, αισθανθείς επιτακτικήν ανάγκην να ουρήση, ηγέρθη και αυτός από τό κάθισµά του και κατηυθύνθη προς τά πλησιέστερα αποχωρητήρια. Όµως καθώς έτεινε τήν χείρα του προς τήν λαβήν τής θύρας, διά να εισέλθη εις εν ανδρικόν, από τόν παραπλεύρως ευρισκόµενον, θαλαµίσκον, που προωρίζετο διά τό γυναικείον φύλον, ήκουσε να έρχωνται από µέσα βαθείς αναστεναγµοί και αναφωνήσεις ηδονής, και εκρατήθη. Ρίπτων εν βλέµµα γύρω του, και βλέπων ότι ήτο µόνος του εις τόν µικρόν προθάλαµον, ο Σκώτος έκυψε εις τήν κλειδαρότρυπαν τού γυναικείου αποχωρητηρίου και εκοίταξε. Εις τό βάθος τού θαλαµίσκου, µία γυναίκα έως 33 ή 35 ετών έκαµνε µαλακίαν. Στηρίζουσα τήν ράχιν της εις τό ξύλινον τοίχωµα τού αποχωρητηρίου, εκράτει εις τήν αριστεράν της χείρα τήν φούσταν της και τά εσωφόριά της υψωµένα, και κάµπτουσα ολίγον τά γόνατά της, εκίνει γοργά και µε µεγάλην δεξιοτεχνίαν τά δάκτυλα τής άλλης της χειρός εις τό αιδοίον της. Με τά µάτια της εστραµµένα προς τά επάνω, µε έκφρασιν απεριγράπτου αισθησιακής εξάρσεως εις τό πρόσωπόν της, η λάγνος γυνή επετάχυνε τόν ρυθµόν τής αυνανιστικής τρίψεως, καταπλακώνουσα µε τόν µεσαίον της δάκτυλον τήν εξωγκωµένην κλειτορίδα της, έστρεφε, ως εν απογνώσει, δεξιά και αριστερά τήν κεφαλήν της,

Page 22: Megas Anatolikos 1 Tomos

22

έκαµνε ζωηράς κινήσεις εκ τών άνω προς τά κάτω και τανάπαλιν, ετίνασσε σπασµωδικώς προς τά έξω τό τελείως ανοικτόν από τήν καύλαν της µουνί της, ωσάν να ήθελε να βοηθήση τήν χείρα της εις τήν πρόκλησιν τού οργασµού, και τό αιδοίον της εις τήν έκθλιψιν τού χυµού του, ενώ, από τό ανοικτόν της στόµα, εξήρχοντο, ακαταπαύστως, γόοι περιπαθείς και στεναγµοί ηδονής. Εντός ολίγου, η αυνανιζοµένη γυνή, σειοµένη τώρα φρενιτιωδώς επί τών κεκαµµένων ποδών της, και µη δυναµένη πλέον να περιορίση παρά ελάχιστα τήν ηχηρότητα τών ηδονικών αναφωνήσεων της, µολονότι διέτρεχε τόν κίνδυνον να ακουσθή και εις τούς διαδρόµους, η λάγνος γυνή, σφαδάζουσα τροµακτικά και µε τά µάτια της πεταγµένα έξω από τά κόγχας των, εφώναζε: « Ωωω !... Ααα !... Ααααα !... Αααααααα !... Ειρήνη !... Ειρήνη!... Κάνω!... Κάνω!... Χύνω!... Χύνω για σένα!... Χύυυυυυυνω!... » και τήν ιδίαν στιγµήν ο Σκώτος συγγραφεύς είδε να εξέρχεται, κάτω από τήν τριβοµένην εισέτι σφοδρώς υπερκαυλωµένην κλειτορίδα, µέσα από τήν ερυθράν οπήν τού χαίνοντος αιδοίου, εις αλλεπάλληλα λευκά και λιπαρά κύµατα, ως εµεσσόµενον γάλα, µία µεγάλη ποσότης µουνοχύµατος. Η λάγνος γυνή ευρίσκετο τώρα εις τό απόγαιον τού οργασµού, εις τό ζενίθ τής ηδονής, και η ερωτική της κρέµα έρρεε, ουχί δι' έναν άνδρα, άλλα διά µίαν χαριτωµένην παίδα, διά ένα πλάσµα τού ιδικού της φύλου. Με τό πέος του παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα του, εις πλήρη στύσιν και µε ισχυρόν κτυποκάρδι, ο Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ παρηκολούθησε µέχρι τέλους τήν συνταρακτικήν σκηνή. Ευθύς εξ αρχής είχε αναγνωρίσει τήν αυνανιζοµένην. Η λάγνος γυνή ήτο η συνοδός της µικράς Ελληνίδος. Ήτο η διδασκάλισσα Μαρία... —

Page 23: Megas Anatolikos 1 Tomos

23

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

Ακριβώς έξω από τόν θαλαµίσκον, εντός τού οποίου ηυνανίζετο η Ελληνίς παιδαγωγός, και εις απόστασιν είκοσι, περίπου µέτρων από τό σηµείον όπου ανέµενε τήν επάνοδόν της η ανύποπτος µαθήτριά της, έξη ωραίαι νεανίδες, αποτελούσαι ιδίαν οµάδα, εκάθηντο εις τό κατάστρωµα και συνωµίλουν µε ζωηρότητα και ευθυµίαν. Αι νεάνιδες ήσαν χορεύτριαι τού « Μπάλ Ταµπαρέν » τών Παρισίων, και εταξίδευαν µε τόν διευθυντήν τών εις τάς Ηνωµένας Πολιτείας, δια να µυήσουν τούς Αµερικανούς εις τά αφρώδη και δαντελλωτά µυστήρια τής πτερωτής καδρίλλιας και τού συναρπαστικού «κάν-κάν», µεταφέρουσαι και επί τού υπερωκεανείου κάτι από τήν ηδονικήν ατµόσφαιραν και τήν βοεράν τύρβην τών βουλεβάρτων τής Γαλλικής πρωτευούσης. Πλησίον τών χορευτριών εκάθητο ο µεγαλόσωµος Ιρλανδός πρωτοπυγµάχος Σόαν Ο'Κόννορ, µετά τού µάνατζέρ του Βαρθολοµαίου Ουΐσπ, και ο Ούγγρος καθηγητής τής ξιφασκίας Κάρολος Ντουχόνυϊ, µετά τής συζύγου του Εύας, ενώ ακριβώς έναντι τών χορευτριών ίστατο ο διάσηµος Γάλλος ταχυδακτυλουργός και υπνωτιστής Γκρεγκουάρ, και στηρίζων τήν ράχιν του εις τήν κουπαστήν, εκάπνιζε και συνωµίλει µε τήν 20έτιδα βοηθόν του Υβόννην, παρατηρών συνεχώς τήν ξανθοτέραν εκ τών έξη χορευτριών, τήν επονοµαζοµένην Μιµί-λά-Ρόζ. Μεταξύ αυτών που απέφευγαν τόν πολύν κόσµον, εις ένα άλλο µακρινόν και ολιγοσύχναστον κατάστρωµα, ίστατο ένας µελαχροινός άνδρας, ο Βοηµός βιολιστής Ιάν Τσέρεκ. Εις τό πλευρόν του ίστατο µία ξανθή και ευειδής κόρη περίπου 15 ετών, ήτις ήτο εγγεγραµµένη εις τόν κατάλογον τών επιβατών ως ανεψιά τού καλλιτέχνου, υπό τό όνοµα Μάρθα Στάην. Ο Βοηµός βιολιστής έρριπτε συνεχώς ανήσυχα βλέµµατα δεξιά και αριστερά, και ωµιλούσε µε τήν ανεψιάν του, µε χαµηλήν φωνήν, αλλά µε πάθος. Με τό βλέµµα της προσηλωµένον εις τόν ορίζοντα, η κόρη ήκουε. Κάτω από τά µεγάλα, ονειροπόλα µάτια της, δύο µελανοί κύκλοι έδειχναν ότι ίσως να επεδίδετο συχνά εις πράξεις ηδυπαθείς. Εις τό ίδιον κατάστρωµα, αλλά εις αρκετήν απόστασιν από τό ζεύγος, τρεις Νέγροι αποµονωµένοι εις µίαν γωνίαν, ωσάν να εντρέποντο, ή να εφοβούντο τούς άλλους επιβάτας, εκάθηντο επί ενός πάγκου και έπαιζαν ζάρια. Κύπτοντες ο εις µετά τόν άλλον, έρριπταν τούς κύβους επί τού σανιδώµατος, προσηλωµένοι εµµανώς εις τά κελεύσµατα τής τύχης. Οι τρείς Νέγροι ήσαν αοιδοί και παίκται δεινοί τού µπάντζο. Κατόπιν πολυετούς διαµονής εις τό Ηνωµένον Βασίλειον, όπου είχαν πολλάς επιτυχίας, επέστρεφαν τώρα εις τάς Ηνωµένας Πολιτείας, ελεύθεροι πλέον, µετά τήν νίκην τών Βορείων εις τόν εµφύλιον πόλεµον κατά τών αποχωριστών τού Νότου. Εις εκ τών τριών Νέγρων, βαρυνθείς να παίζη µε τούς κύβους, έλαβε στάσιν νωχελή επί τού πάγκου, και υποτονθορίζων εν άσµα πλήρες παραδόξου γοητείας, εξ εκείνων που µέλπουν τόσον καλώς οι Μαύροι, άφησε τό βλέµµα του να πλανηθή επί τής ανεψιάς τού Βοηµού. Εντός ολίγου, τό πέος του ήρχισε να εξογκούται υπό τήν περισκελίδα του, και ο Νέγρος, διακόπτων τό άσµα, είπε: « Βρε σείς, είδατε αυτή τη µικρή, που στέκει λίγο πάρα κάτω µε εκείνον τόν άνδρα; Προσέξατε τά µάτια της, όταν πέρασε προ ολίγου µπροστά µας; Βάζω τό χέρι µου στη φωτιά πώς η µικρή αυτή ή θα γαµιέται πολύ συχνά, ή θα κάνη µέρα-νύχτα µαλακία.» Οι δύο σύντροφοί του έστρεψαν τάς κεφάλας των προς τήν κόρην. « Ναι, έχεις δίκαιο. Τό ίδιο σκέφθηκα και εγώ » είπε ο ένας εκ τών δύο άλλων

Page 24: Megas Anatolikos 1 Tomos

24

Νέγρων. « Ναι. Ναι. Και είναι πολύ νόστιµη η µικρή... και άσπρη, κάτασπρη και ξανθή... » προσέθεσε ο τρίτος. Ο διακόψας προ ολίγου τό παιχνίδι τών κύβων, έψαυσε τήν ήδη εν στύσει παλλοµένην υπό τό παντελόνι του ψωλήν του, και ηγέρθη. « Είδατε πώς µε καύλωσε αυτή η µικρή; » είπε χαµηλοφώνως, δεικνύων τό παλλόµενον υπό τό ύφασµα γεννητικόν του όργανον και συνέχισε: « Γεια σας, παιδιά... Πάω να τήν παίξω... Μη φύγετε... σε λίγο θα γυρίσω. » Καθώς απεµακρύνετο ο µέλλων να αυνανισθή ανήρ, οι σύντροφοί του εγέλασαν καλοκαγάθως και ανεφώνησαν, εν πλήρει µετ' αυτού αλληλεγγύη: « Καλή επιτυχία, Τζέφ! Ο Θεός µαζύ σου! » Εις εκ τών δύο προσέθεσε: « Όταν γυρίσης, να µας πης τις εντυπώσεις σου. » Ο αποχωρών ένευσε καταφατικώς. Οι δύο άλλοι εξηκολούθησαν τό παιχνίδι των, εν µέσω αγαθών γελώτων. Ολίγη ώρα επέρασε. Αίφνης, εις εκ τών δύο παικτών εφώναξε: « ∆υάρες! Είσαι τυχερός! » Ο άλλος είπε: « Έννοια σου, ο Τζέφ είναι πολύ πιο τυχερός... Τούτη τη στιγµή θα ετοιµάζεται να φέρη εξάρες!... » Ο Νέγρος έλαβε τά ζάρια εις τήν δεξιάν του, και σείων αυτά εις τήν χούφταν του, προσέθεσε: « Να... έτσι... έτσι... Είναι, όπως βλέπεις, η ίδια κίνησι, η ίδια χειρονοµία... » Γέλωτες εξέσπασαν εκ νέου. Μετ' ολίγον, ο ίδιος Νέγρος είπε: « Ξέρεις, πολλοί θα παρεξηγούσανε τόν Τζέφ. Και όµως ο Τζέφ δεν είναι µαλάκας. Αν είχε ένα κορίτσι στη διάθεσί του, θα προτιµούσε, χίλιες φορές, να τό γαµήση. Αφού, όµως, δεν έχει κορίτσι και έχει καύλα, πήγε να τήν παίξη, για να ευχαριστηθή και να ανακουφισθή... Τίποτε φυσικώτερο, νοµίζω. » « Βέβαια. Μήπως και εµείς δεν κάνουµε, συχνά, τό ίδιο; » « Ναι, δόξα να έχη ο Θεός! » « ∆όξα σοι, Κύριε! » ανεφώνησε ο σύντροφός του. Ο άλλος ύψωσε τό βλέµµα του εις τόν ουρανόν και είπε µε κατάνυξιν: « Αµήν. » Ο σύντροφός του, επίσης ύψωσε τό βλέµµα του επάνω και ανεφώνησε αγαλλιών: « Η µέρα είναι ωραία! » Ο άλλος προσέθεσε: «Η Πλάσις είναι ηδονική!» Ο σύντροφός του είπε: « Ο έρωτας είναι παντοδύναµος! » Ο άλλος είπε: « Ο Θεός είναι µεγάλος! » Οι δύο Νέγροι εκοιτάχθησαν και διεπίστωσαν ότι ευρίσκοντο εν ταυτοσήµω εξάρσει. Πράγµατι, ο καιρός ήτο θαυµάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαµπε καταυγάζων και θερµαίνων τά πάντα — τόν ουρανόν, τήν θάλασσαν, τό υπερωκεάνειον, τούς επιβάτας. Όλοι σχεδόν ήσαν χαρούµενοι. Ελάχιστοι µόνον εκ τών ταξιδιωτών έµεναν αµέτοχοι τής γενικής αγαλλιάσεως. Μεταξύ αυτών, συγκατελέγετο και ο τρίτος εκ τών Ελλήνων επιβατών, ένας

Page 25: Megas Anatolikos 1 Tomos

25

άνδρας τεσσαράκοντα περίπου ετών, ο Ανδρέας Σπερχής. Ο άνδρας αυτός ίστατο τήν ώραν εκείνην επί τής γέφυρας, και µε τήν κόµην του ανάστατον από τόν άνεµον, παρετήρει, µελαγχολικός και σύννους, τόν µακρινόν ορίζοντα. Γόνος γνωστής Ελληνικής εν Βλαχία εγκατεστηµένης, άλλοτε, οικογενείας πλοιοκτητών και µεγαλεµπόρων, ο Ανδρέας Σπερχής είχε γνωρίσει τόν πλοίαρχον Άντερσον εν Λονδίνω, όπου αργότερον εγκατεστάθη η οικογένειά του, και, όπου, επί πολλά έτη, έζησε, σπουδάζων και εργαζόµενος, εις τά εκεί γραφεία τού πατρός του, και χάρις εις αυτήν τήν γνωριµίαν, ευθύς ως τήν εζήτησε, έλαβε παρά τού πλοιάρχου τήν άδειαν να ανέρχεται, οσάκις τό επιθυµούσε, εις τήν γέφυραν τού γιγαντιαίου πλοίου. Αλλά, ενώ εις πάσαν άλλην εποχήν, ο Ανδρέας Σπερχής θα ησχολείτο µε τάς απολαύσεις τής ζωής και ιδίως µε τάς ηδονάς τού έρωτος, επιδιώκων να έλθη και ερχόµενος εις αµέσους επαφάς µε πολλάς ωραίας νεανίδας και κυρίας, ο Έλλην αυτός απέφευγε τώρα συστηµατικώς τόν κόσµον και, παραδόξως, δεν εκοίταζε καµµίαν γυναίκα. Ωρισµέναι σκέψεις έµµοναι και πεπυρακτωµέναι τού εφλόγιζαν τόν νούν, και ένα όνοµα γλυκύτερον παντός άλλου συνετάρασσε τήν σφαδάζουσαν συναισθηµατικότητά του. Τό όνοµα τούτο ήτο — Βεατρίκη. Αι σκέψεις — πάν ό,τι είχε σχέσιν µε τήν φέρουσαν τό όνοµα αυτό κόρην, και ιδίως, η απόκρουσις εκ µέρους της τού έρωτος που τής είχε προσφέρει. Ο Ανδρέας Σπερχής είχε αγαπήσει εµµανώς τήν Βεατρίκην εις τάς Αθήνας, όπου είχε διαµείνει πλέον τών τριών µηνών, κατά τήν επιστροφήν του εκ µακρυνού ταξιδίου εις τήν Τουρκίαν, τόν Καύκασον και τήν Ρωσσίαν, πριν επανέλθη εις τό Λονδίνον, όπου, από εικοσαετίας ήδη ήτο εγκατεστηµένος. Η νεάνις, όµως, ηγάπα άλλον άνδρα, και κληθείσα, εν τέλει, κατόπιν µακράς προσπαθείας τού εκ Βλαχίας Έλληνος θαυµαστού της να τήν κατάκτηση, να εκλέξη οριστικώς, µεταξύ αυτού και τού άλλου, επροτίµησε να µείνη πιστή εις τόν πρώτον της έρωτα. Ο Σπερχής, τρωθείς βαθύτατα εις τήν καρδίαν, απεφάσισε να εγκατάλειψη τήν Ελλάδα ενωρίτερον απ' ό,τι υπελόγιζε αρχικώς, και να ζητήση, εις µακρυνά ταξίδια, µίαν λήθην που εφαίνετο προβληµατική, διότι τό πάθος του δια τήν ωραίαν και σεµνήν Αθηναίαν ήτο µέγα και η θλίψις, που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισµός, αβυσσαλέα. Και ενώ, άλλοτε, η ισχυρά του ιδιοσυγκρασία και η εντόνως αισθησιακή του φύσις, εγέµιζαν τήν ψυχήν τού Ανδρέου µε εξαισίας ηδονάς και µε ακαταπόνητον δραστηριότητα, τώρα, µετά τήν ατυχή έκβασιν τού προσφάτου έρωτός του, ο Έλλην αυτός δεν ηµπορούσε να αντιδράση λυσιτελώς, και παρέµενε δέσµιος τής στυγνής µελαγχολίας που τόν κατέτρυχε και αιχµάλωτος, όχι µόνον τών θλιβερών του σκέψεων, άλλα και τών αγχωδών φαντασιώσεών του, αίτινες έφεραν άπασαι τήν σφραγίδα τής και εν τη θλίψει ακόµη ισχυράς του φαντασίας, ην συνεχώς έτρεφε και υπεδαύλιζε, τόσον εν τη λύπη, όσον και εν τη ψυχική ευφορία, η πλουσιωτάτη συναισθηµατικότης του. Ούτω, και κατά τήν παρούσαν στιγµήν, συλλογιζόµενος δια πολλοστήν φοράν τά γεγονότα τής εν Αθήναις διαµονής του, εν τοιούτον όραµα τής φαντασίας εξετόπισε τάς ιστορικώς συγκεκριµένας σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τώ ερωτικώ του σπαραγµώ, τόν εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθηµαγµένον και γεγηρακότα, καθήµενον επί δρυός πεσούσης, µε τήν περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί τής γης, να οδύρεται και να θρηνή, ουχί µακράν από τήν µε φλόγας ζωσµένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η Βεατρίκη εκθύµως υπανδρεύετο τόν Ιµπραήµ, και οι πέριξ ιστάµενοι αγωνισταί, περίλυποι, σιωπούσαν. Αίφνης τά χείλη τού Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουµβών εις τήν κουπαστήν,

Page 26: Megas Anatolikos 1 Tomos

26

εξύφαινε ακόµη τήν φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου τών Κυκλάδων, και είδε τό φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοπόννησω», ταυτιζόµενος, προς στιγµήν, µε τόν βαρέως δεινοπαθήσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε µε τραγικόν καϋµόν: « Μωρηά! Μωρηά κατακαϋµένε ! » Μόλις ωλοκληρώθη εις τόν νούν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής τήν οξυτάτην πικρίαν µε τήν οποίαν τόν εγέµισε τό όραµά του, καθώς και η φράσις που είχε εκστοµίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε τήν θέσιν τής προηγουµένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τόν εαυτόν του ως Αθανάσιον ∆ιάκον, θνήσκοντα εν µέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας τών Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν τού Αλή, αλλά κατά διαταγήν τής Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως µπάς-χανούµ εις τό σεράϊ τών Ιωαννίνων, και περιστοιχιζοµένη εις τόν εξώστην από Έλληνας και Τούρκους εραστάς και ευνοουµένους, παρετήρει τερποµένη τό οικτρόν του τέλος. Και ενώ η λίµνη εφρικία από τάς κραυγάς τών απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τά πέριξ όρη και αι φάραγγες αντιλαλούσαν τάς τροµεράς του οιµωγάς, η Βεατρίκη, µειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούµενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά, µυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τόν εν βασάνοις θνήσκοντα µάρτυρα τής αγάπης. Ο Ανδρέας Σπερχής επέρασε εµπρός από τά µάτια του τήν χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκδιώξη τό αποτρόπαιον τούτο όραµα. Και ενώ, µετά µικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν τόν ορίζοντα, µία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τόν νούν του. Εις τήν φαντασίωσιν ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή τήν νεάνιδα τών Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τόν εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη δια φασγάνου τόν εκλεκτόν τής Βεατρίκης και, ακολούθως, να µαστιγώνη τήν ωραίαν κόρην, τήν οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί παχέος τάπητος, µε τήν κεφαλήν της εγγίζουσαν τό δάπεδον, µε τό φόρεµά της υψωµένον µέχρι τής οσφύος, µε τόν κώλον της γυµνόν και τουρλωµένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τά δηκτικά και συρίζοντα πλήγµατα τού καµτσικίου του, έως που από τήν ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν τών φλεγοµένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη τό αίµα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τόν εαυτόν του να ανατρέπη τήν Αθηναίαν κόρην επί τού τάπητος, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν µαταίως, έβλεπε τόν εαυτόν του ο Σπερχής να ανέρχεται επ' αυτής και µε πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να τήν βιάζη. Επί τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε τήν τρωθείσαν φιλαυτίαν τού Έλληνος, αλλά, εντός ολίγου, τό γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιµάση τοιαύτα συναισθήµατα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρµονα και αγρίαν στάσιν, έναντι τού πλάσµατος που ελάτρευε, τόν έρριψε εις βάραθρον απογνώσεως µεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφιξε σπασµωδικώς τήν κουπαστήν τής γέφυρας και εψιθύρισε: « Βεατρίκη !... Βεατρίκη!... Συγχώρησέ µε. » Καίτοι ο Ανδρέας Σπερχής ήτο υιός πλουσιωτάτου εφοπλιστού και µεγαλεµπόρου, εν τούτοις, ουδέποτε ενδιεφέρθη ουσιαστικώς δια τάς εργασίας τού πατρός του, µολονότι αγαπούσε πολύ τόν άνδρα αυτόν και τόν εθαύµαζε. Εν τέλει —προ έξη περίπου ετών— παρητήθη από τάς επιχειρήσεις τής οικογενείας του, και έκτοτε ησχολείτο µε τήν λογοτεχνίαν και ιδίως µε τήν ποίησιν, γράφων ο ίδιος κατά τρόπον πρωτότυπον και εντελώς προσωπικόν. Τα πράγµατα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων τών άλλων, ήσαν κατά

Page 27: Megas Anatolikos 1 Tomos

27

σειράν, αι ηδοναί τού έρωτος, η ποίησις και τά µεγάλα ταξίδια — όµως, όχι εκείνα που επιτρέπουν, απλώς, τήν µουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν και ταξινόµησιν τού λεγοµένου « εντοπίου χρώµατος », αλλά τά επιτρέποντα τήν προέκτασιν, τήν προβολήν και τήν συµµετοχήν εκάστου « Ενός », εκάστου « Εγώ », εκάστου Ατόµου, δια τής βιουµένης προσωπικής κατανοήσεως τής ολοκληρωτικής ουσίας και τής οικουµενικής εννοίας, εις τήν καθολικότητα και τόν πλήρη ρυθµόν τού Κόσµου. Ούτω, µε πρώτον µέληµα τόν έρωτα και µε σύντροφον τήν ποίησιν —ήτις, εις τήν βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει πολύ από τόν ίµερον— ο Ανδρέας Σπερχής, είχε πραγµατοποιήσει πολλά ταξίδια εις τήν ∆ύσιν και τήν Ανατολήν, εξ ων, τό ανωτέρω ρηθέν, υπήρξε τό µεγαλύτερον. Μετά τήν ατυχή έκβασιν τής ερωτικής του περιπετείας εις τάς Αθήνας, επιστρέψας εις τό Λονδίνον, απεφάσισε να επιβιβασθή επί τού « Μεγάλου Ανατολικού », και άµα τη αφίξει του εις τόν Νέον Κόσµον, να διάσχιση απ' άκρου εις άκρον τάς Ηνωµένας Πολιτείας, τάς οποίας δεν είχε ακόµη επισκεφθεί, και, θέτων άλλην µίαν φοράν εις ενέργειαν τήν περί ταξιδίων θεωρίαν του, να προσπαθήση να λησµονήση τήν νεάνιδα που έκαµνε τήν καρδίαν του να αιµάσση. Ο Έλλην ποιητής, εξερχόµενος από τήν τελευταίαν φαντασίωσίν του, ησθάνθη προς στιγµήν, αλλά µόνον προς στιγµήν, µίαν παρόρµησιν να µεταβή πάραυτα εις τόν θάλαµόν του, δια να δοκιµάση να συνεχίση εκεί ένα ποιητικόν γραπτόν εις πρόζαν, εν κείµενον εντόνως ερωτικόν, αλλ' άσχετον µε τήν Βεατρίκην, τό οποίον είχε αρχίσει εις τάς Αθήνας, προτού γνωρίση τήν ωραίαν κόρην, και τού οποίου τήν τελείωσιν είχε διακόψει η αποτυχούσα περιπέτειά του. Υπακούων εις τήν στιγµιαίαν εσωτερικήν αυτήν παρώθησιν, ο Σπερχής κατηυθύνθη προς τήν κλίµακα τής γέφυρας δια να κατέλθη. Όµως, πριν θέση τόν πόδα του εις τήν πρώτην βαθµίδα, ενθυµηθείς πόσον µάταιαι υπήρξαν πολλαί παρόµοιαι πρόσφατοι απόπειραί του, εγκατέλειψε τήν κλίµακα και επανερχόµενος εις τήν γέφυραν, εξηκολούθησε εκεί τάς µελαγχολικάς και αλγολαγνικάς του σκέψεις. Τήν ιδίαν περίπου ώραν, εις τό σαλόνι τού εκ τριών δωµατίων και ενός θαλάµου δια τήν υπηρεσίαν αποτελουµένου πολυτελούς διαµερίσµατός του, ο βαρώνος Γουσταύος Χάσσελκβιστ, που µόλις έφθασε εκεί κατέφερε δύο ισχυρά ραπίσµατα εις τό πρόσωπον τής σκανδαλωδώς συµπεριφερθείσης προ ολίγου εις τό κατάστρωµα ανωµάλου κόρης του, και ενώ η Γκρέτα, έχουσα αφήσει τήν κούκλαν της να πέση επί τού δαπέδου, έκλαιε σιωπηλά, εις τό µέσον τής κοµψής αιθούσης, ο Σουηδός βαρώνος, απελπισµένος όσον και ωργισµένος, έλεγε εις τήν νυµφοµανή θυγατέρα του: « ∆εν ντρέπεσαι... ∆εν είναι µια ώρα που µου υποσχέθηκες ότι θα ήσουν φρόνιµη, αν σ' έπαιρνα έξω µαζύ µου, και εσύ κόντεψες να µε ντροπιάσης πάλι και να ντροπιασθής... Σου τό είπα και σ' τό ξαναλέω — αφού δεν µπορείς να κρατηθής, είσαι ελεύθερη να κάνης ότι θέλεις, όταν είσαι µόνη σου, στο σπίτι ή στα ξενοδοχεία... Έθεσα µάλιστα τις δύο µικρές Λαπωνίδες υπηρέτριές µας στη διάθεσί σου, µε τήν εντολή να σε ικανοποιούν µε όποιον τρόπο θέλεις, Οσάκις προτιµάς να σε χαϊδεύουν παρά να χαϊδεύεσαι µόνη σου... Θα σου έφερνα ακόµη και τόν αδελφό τους για να παίζης µαζύ του, αν δεν φοβόµουν µήπως, κάποια στιγµή, σε αφήσει έγκυον... Σου είπα όµως, επίσης, ότι όταν είσαι έξω στον κόσµο, πρέπει να είσαι πάντα φρόνιµη. Εσύ όµως, ως φαίνεται, είσαι τελείως αναίσθητη και δεν λογαριάζεις τις επιθυµίες µου, ούτε τά λόγια µου, ούτε τήν πρωτοφανή για έναν πατέρα κατανόησι και καλωσύνη που σου δείχνω. Για τιµωρία σου, λοιπόν, θα µείνης κλειδωµένη στην καµπίνα σου ως αύριο τό

Page 28: Megas Anatolikos 1 Tomos

28

πρωί, και για να βάλης γνώσι, άρπαξε ακόµη δύο µπάτσους... » Με τάς τελευταίας λέξεις ο Γουσταύος Χάσσελκβιστ ερράπισε πάλιν µε δύναµιν εις τάς παρειάς τήν 18έτιδα θυγατέρα του, η οποία, παρά τήν τελείαν σωµατικήν της διάπλασιν και τήν αιθερίαν καλλονήν της, ήτο διανοητικώς πολύ καθυστερηµένη, παρουσιάζουσα, και ασχέτως µε τήν ερωτοµανία της, ψυχικάς αντιδράσεις και συµπεριφοράν κορασίδος 7 ή 8 τό πολύ ετών. Την φοράν ταύτην, η λεπτοφυής ως συλφίς νεάνις εξέσπασε εις γοερούς λυγµούς και µε τό πρόσωπόν της κατακόκκινον από τούς κολάφους, καταλαµβανόµενη από σπασµούς, κατέπεσε επί τού τάπητος και ήρχισε να εκβάλη οξείας κραυγάς απογνώσεως. Ο βαρώνος, πολύ εκνευρισµένος, παρά τήν αντίστασιν και τά λακτίσµατα τής Γκρέτας (µε τά οποία εφανέρωνε, κάθε φοράν, τό ωραίον µουνί της) ηνάγκασε τήν σφαδάζουσαν θυγατέρα του να εγερθή και τήν ωδήγησε εις τό υπνοδωµάτιόν της, όπου τήν εξήπλωσε επί τής κλίνης της. Η δυστυχής νεάνις, κλαίουσα πάντοτε, εξηκολούθησε και εκεί τάς υστερικάς φωνάς της. Τότε, ο Γουσταύος Χάσσελκβιστ, φοβούµενος προφανώς ότι αι κραυγαί της θα ηκούοντο και εις τούς γειτονικούς θαλάµους, και, ίσως, µετανοών δια τήν υπερβολικήν του αυστηρότητα, απεφάσισε να λάβη άλλου είδους µέτρα, µέτρα αληθώς αποτελεσµατικά, τελείως άσχετα µε πάσαν κύρωσιν ή τιµωρίαν, δια να καταπραΰνη τήν ωραίαν κόρην του, και, υψώνων τήν φωνήν του, εκάλεσε τάς δύο µικράς Λαπωνίδας θεραπαινίδας του, που ανέµεναν τάς διαταγάς του, εις τόν συνεχόµενον µε τούς τρεις µεγάλους θαλάµους µικρόν τοιούτον, τόν προοριζόµενον δια τούς ιδιαιτέρους υπηρέτας τών ταξιδιωτών. Αι νεαραί Λαπωνίδες που ήσαν αδελφαί —ή µία 14 ετών και η άλλη 12— και έφεραν αµφότεραι τάς ιδιορρύθµους εθνικάς ενδυµασίας των, παρουσιάσθησαν αµέσως εις τήν αίθουσαν, ταραγµέναι από τάς φωνάς τής Γκρέτας και φοβισµέναι από τό ύφος τού κυρίου των. Μόλις εισήλθαν, ο Σουηδός µεγαλοκτηµατίας, δεικνύων τόν θάλαµόν τής θυγατρός του, διέταξε τήν µεγαλυτέραν αδελφήν, να καθησύχαση τήν Γκρέταν, προσθέτων µε έµφασιν: « Με τόν τρόπο που ξέρεις. » « Μάλιστα, κύριε... αµέσως » απήντησε µε σεβασµόν η παίς, κάµνουσα µίαν µικράν υπόκλισιν, και εισήλθε εις τόν θάλαµον τής Γκρέτας µε ύφος που εφανέρωνε ότι δεν ήτο πρώτη φορά που ελάµβανε τοιαύτην εντολήν, και ότι ήξευρε πολύ καλά αυτό που είχε να κάµη. Ο βαρώνος έκλεισε τήν θύραν, και ιστάµενος προ αυτής εις τό σαλόνι, έτεινε τό ους, µε έκφρασιν ανησυχίας εις τό πρόσωπόν του, και ηκροάσθη. Οι λυγµοί τής κόρης του και αι υστερικαί κραυγαί της εξηκολούθησαν επί τινα χρόνον ακόµη. Εντός ολίγου όµως έπαυσαν, και ενώ ηκροάτο ο Σουηδός µε τεταµένην προσοχήν, µετά από βραχείαν σιωπήν, προερχόµενοι από τόν θάλαµον τής θυγατρός του, ηκούσθησαν γλυκύτατοι αναστεναγµοί ηδονής και πολλαί οξείαι φωναί λαγνείας. Ο βαρώνος έκυψε πάραυτα εις τήν κλειδαρότρυπαν και εκοίταξε. Η Γκρέτα ήτο εξηπλωµένη ανάσκελα, όπως πριν, επί τής κλίνης, αλλά τώρα είχε τά σκέλη της πολύ ανοικτά και τό φόρεµα της υψωµένον έως τήν µέσην. Η νεαρά Λαπωνίς, που έλαβε τήν εντολήν να τήν καταπραΰνη, εξετέλει πράγµατι τήν προσταγήν, και µάλιστα µε µεγάλην ζέσιν... Κύπτουσα επί τής τελείως εκτεθειµένης ηβικής χώρας τής Γκρέτας, και παρατηρούσα µε λιγωµένην τρυφερότητα τό φουσκωτόν αιδοίον της, τήν ηυνάνιζε σταθερά και µε µεγάλην επιδεξιότητα, τρίβουσα τήν υπερσφύζουσαν κλειτορίδα της µε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς της, ενώ, µε τήν αριστεράν της, έτριβε και εµάλασσε τούς ωσαύτως γυµνωµένους και εις πλήρη

Page 29: Megas Anatolikos 1 Tomos

29

σπάργωσιν πυργουµένους σφικτούς µαστούς της, τών οποίων αι εκτοξευµέναι θηλαί ωµοίαζαν τώρα µε δύο κατακαυλωµένας µικροσκοπικάς ψωλίδας. Με όλην της τήν προσοχήν συγκεντρωµένην εις τήν αυνανιστικήν τρίψιν, ώστε να προσφέρη όσον τό δυνατόν περισσοτέραν και πλέον παρατεταµένην ηδονήν εις τήν νεαράν µητροµανή κυρίαν της, απολαµβάνουσα εις µεγάλον βαθµόν αυτό που έκαµνε και καταφανώς διεγειροµένη ολονέν περισσότερον η ιδία, παρατηρούσα µεν, κυρίως, τό ωραίον µουνί τής Σουηδής συλφίδος, αλλ' αποσπώσα από καιρού εις καιρόν, προς στιγµήν, τό βλέµµα της από αυτό, δια να ιδή και τήν έκφρασιν τής αγαλλιάσεως εις τό πρόσωπον τής λάγνου νύµφης, που ήσπαιρε και ετινάσσετο επί τής κλίνης από τήν ηδονήν που εδοκίµαζε, η µικρά υπηρέτρια, οφθαλµοφανώς πολύ καυλωµένη τώρα και αυτή, εξηκολούθησε µε αύξουσαν περιπάθειαν τό ηδυπαθές της έργον. Αίφνης, και ενώ η αναπνοή της καθίστατο ολονέν ταχυτέρα, η χαρίεσσα Λαπωνίς απέσυρε τήν αριστεράν της χείρα από τά στήθη τής Γκρέτας και ανοίγουσα ουκ ολίγον τά σκέλη της, τήν έθεσε γρήγορα υπό τό βραχύ εξωτικόν της φόρεµα και αµέσως ήρχισε να τήν κινή εκεί ζωηρώς, κατά έναν τρόπον που έδειχνε ότι, καθώς ηυνάνιζε αδιακόπως τήν νεαράν κυρίαν της, έκαµνε τώρα και αυτή, συγχρόνως, µαλακίαν... Τέλος η Γκρέτα, σειοµένη µε απερίγραπτον παραφοράν, και ξεφωνίζουσα γλυκύτατα και ακόµη πιο δυνατά από πριν, έχυσε, κοιτάζουσα τήν οροφήν µε πάρα πολύ ανοικτά τά µάτια της, ως εν εκστάσει. Τήν ιδίαν στιγµήν η µικρά υπηρέτρια, βλέπουσα τόν ερωτικόν χυµόν τής θυγατρός τού αυθέντου της να εκθλίβεται εις µεγάλην ποσότητα από τό ανοικτόν µουνί της, ελύγισε τά γόνατά της και τινάσσουσα σπασµωδικώς τό αιδοίον της προς τά έξω, εσείσθη και αυτή σφοδρώς, και παρατηρούσα µε βλέµµα φλογερόν τό πληµµυρισµένον από µουνόκρεµαν γεννητικόν όργανον τής Γκρέτας, και κάµνουσα και αυτή « Ααα!... Ααααα!... Ωωωωω!... Αααααααα!... » από τήν µεγάλην ηδονήν που ένοιωθε, ήτο φανερόν ότι έχυνε και αυτή, επί τών κινουµένων εισέτι κάτω από τό παράδοξον βραχύ της φόρεµα εις τό ιδικόν της αιδοίον δακτύλων της, τό νεανικόν ερωτικόν της γάλα. Τότε µόνον απέσπασε ο Γουσταύος Χάσσελκβιστ τό µάτι του από τήν κλειδαρότρυπαν. Ήτο καταφανές ότι η οργή και ο εκνευρισµός του είχαν διασκορπισθεί τελείως και ότι µόνον διάπυρος καύλα εγέµιζε τώρα τόν άνδρα. Τά περαιτέρω εξετυλίχθησαν ραγδαίως. Με τό πέος του πλήρως εξωγκωµένον υπό τό παντελόνι του, από τό χαριτωµένον θέαµα που παρηκολούθησε, ο βαρώνος έκαµε εν νεύµα εις τήν µικράν δωδεκαέτιδα υπηρέτριαν που ευρίσκετο ακόµη εις τό σαλόνι να τόν ακολουθήση, και, εισερχόµενος µαζύ της εις τόν ιδικόν του θάλαµόν, εκλείδωσε τήν θύραν. Έπειτα διέταξε τήν µικρόσωµον παίδα να γονατίση ενώπιόν του, και ξεκουµβώνων εν ριπή οφθαλµού τήν περισκελίδα του, έβγαλε έξω µίαν πελωρίαν ερυθροκέφαλον λευκήν ψωλήν, αγρίως εν στύσει παλλοµένην. Η µικρά Λαπωνίς, έχουσα, προφανώς, πείραν παροµοίων πράξεων και ούσα εξησκηµένη, εγονάτισε πάραυτα, και εξάγουσα µε προσοχήν και µε ύφος πολύ σοβαρόν τούς όρχεις τού κυρίου της από τό παντελόνι του, τόν ηρώτησε ευσεβάστως: « Πώς θέλετε, κύριε; Με τό χέρι, ή µε τό στόµα; » Αντί άλλης απαντήσεως, ο καυλοπυρέσσων βαρώνος, ωθών τήν κεφαλήν τής µικράς προς τήν ογκώδη ψωλήν του, αφού περιέφερε, µε έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας, τόν σφύζοντα καυλόν του επί ολοκλήρου τού προσώπου της, εν τέλει τόν επίεσε επί τού στόµατός της. Η µικρά Λαπωνίς αµέσως εξετόξευσε τήν γλώσσαν της, και, αφού εγλώττισε και έγλειψε επί τινα χρόνον κατά τρόπον εξαίσιον τήν ουρήθραν του και ιδίως τόν υπερτεντωµένον

Page 30: Megas Anatolikos 1 Tomos

30

από κάτω χαλινόν, και ενώ ο βαρώνος, αναστενάζων και εκβάλλων κατά πυκνά διαστήµατα συγκλονιστικάς αναφωνήσεις από τήν έντασιν τής ηδονής που εδοκίµαζε, εκοίταζε συνεχώς µε γουρλωµένα µάτια αυτό που έκαµνε η κορασίς εις τήν χονδρήν του πούτσαν και εθώπευε σπασµωδικώς τήν πυρρότριχα κόµην της, η χαρίεσσα Λαπωνίς έλαβε τόν πελώριον καυλόν του εις τό στόµα της και ήρχισε να τόν πιπιλίζη µε µεγάλην ζέσιν, ενώ, µε τήν αριστεράν της χείρα, πολύ προσεκτικά αλλά επιµόνως, ήρχισε, ταυτοχρόνως, να σφίγγη και να πιέζη απαλά τούς ευµεγέθεις όρχεις τού ηδονιζοµένου αυθέντου της. ∆ύο έως 2 1/2 λεπτά διήρκεσε ο περιπαθής θηλασµός, όταν ο ακίνητος µέχρι τής στιγµής εκείνης Σουηδός ψώλων, ήρχισε να κινείται σφοδρώς, ωθών βιαίως και παλινδροµικώς τήν µέχρι διαρρήξεως σπαργώσαν πούτσαν του, εις τό στόµα τής µικράς υπηρετρίας, γάµων αυτό µετά µανίας. Έπειτα, αποτόµως, και εκβάλλων µίαν στεντορείαν κραυγήν απροσµετρήτου γλυκασµού, έµεινε πάλιν ακίνητος, µε τόν ερωτικόν σωλήνα του δονούµενον σπαστικώς και µε τόν προυµνοειδή καυλόν του ολόκληρον εµπεπηγµένον εις τό εν τροµερά διαστολή σφίγγον αυτόν τρυφερόν στόµα. Τήν ιδίαν στιγµήν αι παρειαί τής κορασίδος εφούσκωσαν πολύ, και η µικρά Λαπωνίς, ευρισκοµένη τώρα και αυτή εν ευδαιµονική και οιονεί µυστικιστική εξάρσει, µε τά µάτια της εν ίση διαστολή µε τό βυζαίνον τόν ευτυχισµένον πούτσον στόµα της, αποµυζώσα σθεναρώς και ηµιπνιγοµένη από τήν ορµήν και τήν ποσότητα τής αναβλύσεως, κατέπινε όχι µόνον ασµένως, αλλά και µε λαιµαργίαν ό,τι η υπ' αυτής ενεργηθείσα γλυκυτάτη άντλησις ηνάγκασε τήν ασπαίρουσαν ογκώδη ψώλαν να τής προσφέρη, εις πολλάς γλοιώδεις και θερµάς ριπάς, ενώ η µικρά προσεπάθει και τό επετύγχανε να µη τής διαφύγη ούτε µία σταγών τού εκτοξευοµένου ακόµη εις τήν στοµατικήν κοιλότητά της λιπαρού και πολυτίµου αρσενικού ερωτικού χυµού. Εν τώ µεταξύ, και ενώ η µικρά Αµερικανίς Αλεξάνδρα, αφού κατέγραψε εις τήν µνήµην της τόν αριθµόν τού διαµερίσµατος τών Σουηδών, είχε επιστρέψει εις τό πολυσύχναστον κατάστρωµα, όπου εκάθητο η µητέρα της Καρολίνα Μαίησον, χωρίς να έχη ιδεί τίποτε από όσα έκαµε ο βαρώνος και η κόρη του, εις τό άλλο, τό ολιγοσύχναστον και απόµερον κατάστρωµα, όπου ευρίσκετο ακόµη ο Βοηµός βιολιστής και η εύµορφη ανεψιά του, οι δύο Νέγροι, εν αναµονή τού αποχωρήσαντος δια να αυνανισθή συντρόφου των, εξηκολούθουν τό τυχηρόν παιχνίδι των ρίπτοντες εκ περιτροπής εις τό σανίδωµα τά ζάρια. « Σαν να αργή λιγάκι ο Τζέφ » είπε εν τέλει εις εκ τών δύο Νέγρων, συγκρατών εις τήν χούφταν του τούς κύβους και στρέφων τό βλέµµα του προς τήν ανεψιάν τού Βοηµού. Ο άλλος Νέγρος εκοίταξε και αυτός τήν ξανθήν κόρην και είπε: « Ναι. Βλέπεις ήταν πάρα πολύ καυλωµένος, και ίσως χρειάσθηκε να τήν παίξη δυο φορές. » « Έχεις δίκαιο. Αυτό θα συνέβη. Τό κορίτσι είναι πολύ όµορφο και η καύλα τού Τζέφ ήταν πολύ µεγάλη. » Οι δύο Νέγροι εκοίταξαν πάλι τήν ανεψιάν τού βιολιστού επί τινα χρόνον σιωπηλοί. Αίφνης και τών δύο αι ψωλαί ήρχισαν να εξογκούνται. « Άκουσε Τόµ... » είπε εν τέλει ο πρώτος Νέγρος, ψαύων τό πέος του. « Λέγω να πάω να τήν παίξω και εγώ... Βλέπω πώς σου σηκώθηκε και σένα... Τί λες; Θέλεις να πάµε να τις παίξουµε µαζύ; » « Καλή ιδέα, Τζάκ! » απήντησε ο Τόµ, θέτων τήν αριστεράν του χείρα εις τήν περισκελίδα του εµπρός. « Πάµε αµέσως. » Οι δύο Νέγροι ηγέρθησαν πάραυτα, αλλά δεν επρόλαβαν να κάµουν τρία

Page 31: Megas Anatolikos 1 Tomos

31

βήµατα, όταν εις τήν γωνίαν ενός υπερπήγµατος ενεφανίσθη ο Τζέφ. « Στάσου! » ανεφώνησε ο Τζάκ. « Έφθασε ο Τζέφ. Ας µας πή πρώτα τις εντυπώσεις του και πάµε έπειτα... Γειά σου, βρε Τζέφ! Πώς πήγε ο περίπατος;» Περιχαρής και πλήρης ευδιαθεσίας, ο Τζέφ επλησίασε και εστάθη προ τών δύο φίλων του. Τά µάτια του εσπίθιζαν. Τό κέφι του ήτο µέγα. « Γεια σας, παιδιά! » « Πώς πήγε τό ραντεβού µε τό κορίτσι; » « Πώς σου φάνηκε η µικρή; » « Τό κάνει καλά; » « Γαµιέται όµορφα; » « Είναι παρθένα; » « Τήν διεκόρεψες, ή τήν εγάµησες στον κώλο; » Άπαντα ταύτα ελέχθησαν εν µέσω ζωηράς και εξηµµένης, αλλά και καλοκαγάθου ιλαρότητος. Ο Τζέφ, ενθουσιών, έθεσε τήν δεξιάν του επί τών ώµων τού Τζάκ και τήν αριστεράν του επί τών ώµων τού Τόµ, επλησίασε τήν κεφαλήν του εις τάς ιδικάς των, και κοιτάζων µε βλέµµα οξύ και διαπεραστικόν τούς δύο συντρόφους του, είπε εµπιστευτικώς αλλά και εντόνως: « Παιδιά µου, τήν γάµησα δυο φορές. Είναι εξαισία. Έχει ένα µουνάκι τόσο δα, µε ελάχιστες ξανθές τριχούλες σαν µετάξι. Σας τό λέγω και µου έρχεται τό σάλιο στο στόµα... Ένα µουνέττο τόσο δα!... Ένα µουνέλο όλο µέλι!... Ένα µουνάκι θαύµα! » Μόλις ηκούσθησαν τά λόγια αυτά, δύο αναφωνήσεις θερµής ηδυπαθείας εξέφυγαν από τά παχέα χείλη τού Θωµά και τού Ιακώβου. Έπειτα και οι τρείς Νέγροι έστρεψαν τά βλέµµατά των προς τήν ξανθήν κόρην. Με τά µάτια και τά στόµατά των ανοικτά, µε τούς βολβούς ξεπεταγµένους και τούς οδόντας των σφιγµένους και αστράπτοντας εις τόν ήλιον, οι τρείς Νέγροι εκοίταζαν τήν ανεψιάν τού βιολιστού µε άφατον λαγνείαν, και τών τριών τά πέη, εξογκούµενα πάλιν ακαριαίως, ηγέρθησαν υπό τά παντελόνια των εις πλήρεις στύσεις. Τήν ιδίαν στιγµήν, και ενώ τά γεννητικά όργανα και αι καρδίαι τών τριών ανδρών επάλλοντο µε παραφοράν και εδονούντο, από τάς καπνοδόχους τού τεραστίου πλοίου, όπως η λάβα από τά έγκατα τής γης, εξέσπα και αναπηδούσε εις τήν απόλυτον αιθρίαν τού γλαυκού ουρανού, εις τολύπας πυκνάς και θριαµβευτικάς, ως ακατάσχετος αλαλαγµός ερωτικός, ως πίδαξ ύψιστος σπερµατικός, ουρανοµήκης και θερµός ο λυρικός καπνός. Μετ' ολίγα λεπτά, εις τόν θάλαµόν τών Νέγρων, ελάµβανε χωράν τριπλούς αυνανισµός. Έχοντες στρώσει ένα προσόψιον επί µιας τραπέζης και ιστάµενοι πέριξ αυτής, µε τάς ογκώδεις και ισχυράς ψωλάς των ακαλύπτους και ασπαίρουσας εις τάς αδράς των χείρας, µε τούς µεγάλους όρχεις των ωσαύτως εκτεθειµένους, µε τούς οφθαλµούς των προσηλωµένους, εν αναµονή τής συγκλονιστικής λευκής εκρήξεως, εις τούς σφύζοντας χόνδρους καυλούς ο ένας τού άλλου, οι τρείς Νέγροι εµαλακίζοντο περιπαθώς και αλληλεγγύως, αλληλοενθαρρυνόµενοι και επικαλούµενοι, εν µέσω βαθέων στεναγµών και αναφωνήσεων ηδονής, τά µάτια, τό στόµα, τά στήθη, τόν κώλον και προ πάντων και περισσότερον παντός άλλου, τό τρυφερόν µουνί τής ανεψιάς τού βιολιστού. Αίφνης ηκούσθησαν τρείς άγριαι κραυγαί λαγνείας, ωσάν φωναί θηρίων εν λόχµαις βατευόντων, και από τάς µέχρι διαρρήξεως σπαργώσας τεραστίας µαύρας ψωλάς εξετοξεύθη ταυτοχρόνως, εις πολλάς ορµητικάς ριπάς θερµάς και επαλλήλους, πάλλευκον, πλούσιον και πυκνόν, τό σπέρµα τών τριών ανδρών. —

Page 32: Megas Anatolikos 1 Tomos

32

ΚΕΦΑΛΑΙΟN 4

Τρεις περίπου ώρες είχαν παρέλθει, από τήν στιγµήν τής εκκινήσεως τού υπερωκεανείου εκ τού λιµένος τού Λίβερπουλ. Ο «Μέγας Ανατολικός», µε ωριαίαν ταχύτητα 12 1/2 µιλίων, έπλεε προς τόν προορισµόν του, µε τήν άκαµπτον εκείνην αποφασιστικότητα που µετατρέπει τούς ισχυρούς εις κατακτητάς, τούς κατακτητάς εις κυριάρχους και τούς κυριάρχους εις δηµιουργούς, τουτέστιν εις άρχοντας πραγµατικούς τού κόσµου. Ο ήλιος έλαµπε. Τά καταστρώµατα έσφυζαν από τήν ζωηρότητα και τό κέφι τού απολαµβάνοντος τάς πρώτας αυτάς ώρας τού διάπλου πλήθους, και ωµοίαζαν, εις πολλά σηµεία, µε αναπεπταµένας πλατείας, προκυµαίας ή σπιανάδας µεγάλων λουτροπόλεων, ως εµφανίζονται αύται εις τήν ακµήν εκάστης σαιζόν, όταν συναγελάζονται, συµφύρονται και διασταυρούνται εις ποικίλα υπαίθρια κέντρα και εις τούς εξώστας τών µεγάλων ξενοδοχείων, όλαι αι φυλαί και όλαι αι εθνικότητες τής υδρογείου. Το ποσοστόν τών ωραίων γυναικών και νεανίδων ήτο τόσον µέγα, ώστε, όπου και αν έστρεφε κανείς τό βλέµµα, εύρισκε παντού πλάσµατα εξαίσια και γοητευτικά. Και όπως κατά τήν εποχήν τής ανοίξεως, είναι κατάσπαρτοι αι πρασιαί από άνθη πολύχρωµα και παντοειδή, έτσι και τά καταστρώµατα τού τεραστίου πλοίου, ήσαν, κατά τήν ώραν ταύτην, κατάσπαρτα από ξανθάς και σκοτεινοχρώµους καλλονάς, µεταξύ τών οποίων ενεφανίζοντο, εδώ και εκεί, και µερικά! πυρρότριχες Αγγλίδες, Γερµανίδες και Αµερικάναι. Η αυτή παροµοίωσις δύναται να χρησιµοποιηθή και διά τά φορέµατα διότι, όπως και τών γυναικείων καλλονών, ούτω και τών φορεµάτων ήτο πλουσία η ποικιλία, ιδίως εις τά προσήλια καταστρώµατα, εις χρώµατα και σχέδια παντοειδή. Άπαντα σχεδόν τά φορέµατα ήσαν τόσον σφικτά περί τήν µέσην, ώστε να διαχωρίζονται εντόνως τά άνω και τά κάτω µέρη τών σωµάτων εις δύο συγκροτήµατα εκτάκτως πλαστικά, ενούµενα περί τήν οσφυακήν χωράν µε άπειρον χάριν, διογκουµένων τών άνω και τών κάτω θελκτικών στρογγυλοτήτων κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να οµοιάζουν συχνά αι φέρουσαι τά φορέµατα κυρίαι και νεανίδες, µε κοµψάς κλεψύδρας ζωντανάς, µε τούς µαστούς των ανυψούµενους και συνθλιβοµένους, και τούς γλουτούς των καµπυλουµένους, µε έµφασιν και επιµονήν, υπό τήν ηδυπαθή πίεσιν τών κορσέδων. Και ενώ άλλα µεν εκ τών φορεµάτων έτειναν να αναδείξουν περισσότερον τά βυζιά εξοµοιούντα πολλάς καλλιµάστους καλλονάς µε τάς γνωστάς εκείνας προπετείς περί τά στήθη σφίγγας ωρισµένων αρχαϊκών γλυπτών, άλλα φορέµατα, χωρίς να παραµελούν ποσώς τά στήθη, είχαν, εν τούτοις, τόσον µεγάλας και εντέχνως κατεσκευασµένας προσθέτους οπισθίας επί τών γλουτών προεξοχάς, ώστε να κάµνουν τάς κυρίας και τάς δεσποινίδας που τά έφεραν, να οµοιάζουν µε νεαράς φορβάδας καλλιπύγους, ή, µε ωρισµένου είδους νάβας, τών οποίων πυργούται µεν πολύ η πρώρα, αλλά πυργούται ακόµη περισσότερον η πρύµνη — τόσον, που να καταλαµβάνη µέγα µέρος και σηµαντικόν τού όλου σκάφους, εις τρόπον ώστε, κατά τήν διέλευσιν τών φερουσών τά φορέµατα ταύτα κυριών ή δεσποινίδων, να διαρκή και να παρατείνεται επί µακρόν, η εντύπωσις τής τά µάλα εξεχούσης και τονιζούσης τούς γλουτούς έντεχνου ραπτικής προεξοχής, επί τής οποίας έπιπτε συχνά, διά τριγώνου καταλήγον, έν σάλι µεταξωτόν, ή ένας βαρύτιµος µποξάς. Ωρισµέναι κυρίαι και νεανίδες, καίτοι δεν ηδύναντο να κάµουν χρήσιν τών παρασολίων των, ανοίγουσαι αυτά, ένεκα τού πνέοντος ανέµου, ή τού

Page 33: Megas Anatolikos 1 Tomos

33

δηµιουργούµενου ρεύµατος εκ τής φοράς τού πλοίου, επέµεναν, εν τούτοις, να κρατούν εις τάς χείρας των έστω και κλειστά τά κοµψά οµπρελλίνα των, µε τάς αργυράς ή εξ ελεφαντοστού ή λάβας —άλλαι, µεν, από τυφλήν προσήλωσιν εις τόν συρµόν, άλλαι δε, από έµφυτον κοκεταρίαν— ενώ από τάς κεφάλας, τούς ώµους ή τούς πίλους σχεδόν απασών τών ταξιδιωτισσών, ανεµίζοντο και εκυµάτιζαν πέπλοι και εσάρπαι διαφανείς, µεταξύ τών οποίων επεκράτουν αι ελαφρώς µώβ και αι γκρί-πέρλ, κατά τρόπον λυρικόν και χαρίεντα, υπογραµµίζουσαι τήν ποιητικότητα και τήν ευφροσύνην τού γοητευτικού τούτου ταξιδιού. Μεταξύ τών ανδρικών ενδυµασιών εκυριάρχουν τά ανοικτόχρωµα φαιά και τά καστανόχρωµα ταξιδιωτικά κοστούµια, υπήρχαν όµως, ωσαύτως, και πολλά βαθυτέρας αποχρώσεως στακτιά, τά όποια ωρισµένοι επιβάται τά έφεραν εν συνδυασµώ µε ποικιλόχρωµα γιλέκια απλά, ή µε διάφορα διακοσµητικά στοιχεία πεποικιλµένα. Ως προς τούς ανδρικούς πίλους, δύναται τις να είπη ότι εκυριάρχει η χρήσις τού συνήθους κασκέτου, καθώς και τού ναυτικού τοιούτου, αλλά εγίνετο, επίσης, αρκετά µεγάλη χρήσις και τού περιφήµου εκείνου µικρού αγγλικού ταξιδιωτικού πίλου, τού έχοντος έµπροσθεν και όπισθεν διπλήν σκιάζουσαν προεξοχήν, τουτέστιν διπλούν εκ τού αυτού υφάσµατος γείσον, ενθυµίζον ωρισµένα κράνη. Μεταξύ αυτών που έφεραν επανωφόρια, διεκρίνετο ουχί σπανίως, εδώ και εκεί, ένα µακρύ παλτό τύπου « ώλστερ », και που και που ενεφανίζετο και ένα « µακφάρλαν ». Άλλοι άνδρες —ευτυχώς ολίγοι και µάλλον γεγηρακότες— αντί επανωφορίων, έφεραν επί τών ώµων των µποξάδες, παρέχοντες τοιουτοτρόπως, εν τώ µέσω τόσης γυναικείας και ανδρικής κοµψότητος, εν θέαµα κωµικόν, και, δύναται τις να πρόσθεση, χονδροειδώς ακαλαίσθητον. Ο Ινδός µεγιστάν, οι Νοτιοαµερικανοί, οι Ρώσσοι, ο Μεξικανός, έφεραν, άλλοι µεν ολοκλήρους τάς εθνικάς των ενδυµασίας, άλλοι δε, µέρος αυτών, ενώ, κατά τά άλλα, οι τελευταίοι ηκολούθουν τούς ευρωπαϊκούς συρµούς. Οι περισσότεροι Σκώτοι έφεραν σκούφους µε φούντας εις τό µέσον, ή µικρούς πίλους οµοιάζοντας ολίγον µε δίκοχα, µε ταλαντευοµένας όπισθεν ταινίας, ενώ πολλοί εξ αυτών, ως, αίφνης, και ο γνωστός συγγραφεύς Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ, έφεραν τό τόσον ωραίον και αρµονικώς αρρενωπόν « κίλτ », µε τόν επί τού πέους υποβλητικώς πίπτοντα µεγαλοπρεπή και φουντωτόν θύλακα του. Θαλαµηπόλοι ευκίνητοι και τελείως αθορύβως βαδίζοντες µε τά ελαστικά των υποδήµατα, εκόµιζαν συχνά τέϊον, καφέ, κονιάκ και ουίσκυ εις τούς καθηµένους επί τών πάγκων και τών άλλων καθισµάτων επιβάτας, οσάκις ούτοι εζήτουν τοιαύτα ροφήµατα ή αναψυκτικά. Εις ωρισµένα σηµεία τών καταστρωµάτων, µερικά παιδιά έπαιζαν ησύχως προ τών καθηµένων επιβατών, ενώ εις άλλα σηµεία, άλλα παιδιά έτρεχαν αλληλοκυνηγούµενα και αλληλοσυγκρουόµενα, ή εµπίπτοντα εις τά πόδια τών περιπατητών, µε ευθύµους γέλωτας και δροσεράς ιαχάς, ωσάν να ευρίσκοντο εις τό Χάϋδ Πάρκ, ή εις τό ∆άσος τής Βουλώνης. Η Μιµί-λά-Ρόζ, ήτις µέχρι τούδε υπεµειδία ή εγελούσε υπό τό διαπεραστικόν βλέµµα τού ταχυδακτυλουργού και υπνωτιστού Γκρεγκουάρ, απεκρυσταλλώθη, τώρα, αιφνιδίως, εις ωρισµένην στάσιν και παρέµεινε επί τινα δευτερόλεπτα εις τήν θέσιν της, ευθυτενής και στυλωµένη, ενώ, συγχρόνως, τό µειδίαµά της εξηφανίσθη ολοσχερώς και τό ύφος της έγινε, ακαριαίως και παραδόξως, σοβαρόν. Έπειτα ηγέρθη αποτόµως και απεχώρησε. Ο υπνωτιστής, όστις από τινος χρόνου είχε παύσει να συνοµιλή µε τήν βοηθόν του Υβόννην, και, ο

Page 34: Megas Anatolikos 1 Tomos

34

οποίος, από τήν στιγµήν εκείνην, ήρχισε να παρατηρή ασκαρδαµυκτί και µε κάποιαν σκληρότητα τήν νεαράν χορεύτριαν, όταν ηγέρθη η Μιµί, τήν άφησε να προχώρηση περί τά δέκα βήµατα, και, κατόπιν, εγκαταλείπων διά µιάς τήν κουπαστήν, επί τής οποίας εστηρίζετο, τήν ηκολούθησε, ενώ η βοηθός του, βλέπουσα αυτόν να σπεύδη προς τήν άλλην νεάνιδα, ωχρίασε και εδάγκασε τά χείλη της. Η Μιµί είχε προχωρήσει περί τά είκοσι βήµατα ακόµη, όταν ο Γκρεγκουάρ, όστις είχε πλησιάσει και ευρίσκετο εις απόστασιν τριών µόλις βηµάτων όπισθέν της, ακολουθούµενος χωρίς να τό γνωρίζη από τήν βοηθόν του Υβόννην, είπε επιτακτικώς : « Σταµάτα ». Η Μιµί εσταµάτησε αµέσως, ως αυτόµατον. Ο Γάλλος ταχυδακτυλουργός, ακολουθούµενος πάντοτε από τήν βοηθόν του, επλησίασε κατά εν ακόµη βήµα τήν νεαράν χορεύτριαν και διέταξε : « Πήγαινε τώρα κατ' ευθείαν στον θάλαµο 107. » Η Μιµί υπήκουσε πάλιν αµέσως. Ήτο πρόδηλον ότι διετέλει υπό τήν επήρειαν υπνώσεως ή υποβολής. Εισερχοµένη διά µιάς ανοικτής θύρας εις ένα χώλ, κατήλθε µίαν κλίµακα και επροχώρησε εις ένα στενόµακρον διάδροµον. Μετ' ολίγον εστάθη πάλιν ως αυτόµατον προ ενός θαλάµου φέροντος επί τής θύρας τόν αριθµόν 107. « Έµπα µέσα » διέταξε πάλιν ο Γκρεγκουάρ. Η Μιµί ήνοιξε και εισήλθε. Ο υπνωτιστής τήν ηκολούθησε αµέσως και έκλεισε τήν θύραν όπισθέν του. Η Υβόννη εκλονίσθη και παρ' ολίγον να έπιπτε. Τώρα ήτο ακόµη πλέον ωχρά και έτρεµε σύσσωµος. Επί τινα χρόνον εδίστασε, αµφιταλαντευοµένη εις τήν αρχήν τού διαδρόµου, έπειτα ώρµησε εντός αυτού και, µετ' ολίγον, εισήλθε αθορύβως εις τόν παραπλεύρως τού υπ' αριθµόν 107 θάλαµόν, όστις ήτο ο ιδικός της. Κύπτουσα αµέσως εις τήν κλειδαρότρυπαν τής θύρας, διά τής οποίας επικοινωνούσαν αι δύο καµπίναι, η Υβόννη παρηκολούθησε τήν εκτυλισσοµένην παραπλεύρως σκηνήν. Ο ταχυδακτυλουργός είχε ξεκουµβώσει τήν εσθήτα τής Μιµί-λά-Ρόζ και κατησπάζετο τούς εκχειλίζοντας υπό τήν πίεσιν τού σφικτού κορσέ µαστούς της, ενώ, µε τήν δεξιάν του υπό τό φόρεµά της, τής εθώπευε τό αιδοίον και τής έψαυε τούς γλουτούς. Η νεαρά χορεύτρια εδέχετο εκ µέρους του τά πάντα, ωσάν να επρόκειτο περί εραστού εις τόν όποιον παρεδίδετο εθελουσίως. Η Υβόννη όµως είχε εννοήσει ότι η δυστυχής νεάνις διετέλει υπό τό κράτος υπνωτικής υποβολής, και ότι εξετέλει πειθηνίως τάς εντολάς τού υπνωτίσαντος αυτήν Γκρεγκουάρ. Ώστε, εσκέφθη, µε σφοδροτάτην ταραχήν η Υβόννη, αυτό που είχε υποψιασθεί ότι ίσως έκαµνε ο πάτρων της, αλλά που δεν επίστευε ότι ήτο ηθικώς δυνατόν να τό πραγµατοποιή, ήτο λοιπόν γεγονός, γεγονός εξηκριβωµένον από τήν ιδίαν, και ουχί αποκύηµα τής φαντασίας της! Ώστε ο Γκρεγκουάρ, όντως υπνώτιζε πάσαν γυναίκα ή νεάνιδα που τόν έθελγε, και ικανοποιούσε τοιουτο-τρόπως τό ακόρεστον λιβιδινικόν του πάθος. Η διαπίστωσις ήτο οφθαλµοφανής. Η απόδειξις αναµφισβήτητος. Αν παρείχετο, διά πρώτην φορά, σήµερον µόνον, εις τήν Υβόννην, η ευκαιρία και η δυνατότης να παρακολούθηση τόν υπνωτιστήν ταχυδακτυλουργόν, εις τήν µυχιαιτέραν του ζωήν, και να τόν συλλαβή επ' αυτοφώρω εις στιγµάς ερωτικής συµπράξεως µε µίαν γυναίκα, τούτο ωφείλετο εις τό γεγονός ότι, διά πρώτην φοράν, συνέπιπτε να έχη κατά τό ταξίδιον τούτο η νεάνις δωµάτιον δίπλα εις τό ιδικόν του.

Page 35: Megas Anatolikos 1 Tomos

35

Η Υβόννη που από διετίας ήδη ηγάπα τόν Γκρεγκουάρ, σπαρασσοµένη τώρα από φρικτήν ζηλοτυπίαν, έβλεπε µε αιµάσσουσαν καρδίαν τήν εξέλιξιν τής υπό τόσον ασυνήθεις συνθήκας εκτυλισσοµένης ερωτικής σκηνής. Ο Γκρεγκουάρ, αφού εφίλησε και εθώπευσε τήν ισταµένην εισέτι εις τό µέσον τού θαλάµου νεάνιδα, εκάθησε επί τού καναπέ και τήν διέταξε να σταθή µεταξύ τών ανοικτών σκελών του. Ακολούθως χαλαρώνων τό άνω µέρος τού κορσέ της, εξήγαγε τά δύο µεγάλα και σφικτά βυζιά της, και αφού τά συνέθλιψε και τά έτριψε επί τινα χρόνον, ύψωσε τήν φούσταν της και τής κατεβίβασε τήν δαντελλωτήν σκελέαν. Κατόπιν, διά νέας προσταγής, ο ταχυδακτυλουργός υπνωτιστής υπεχρέωσε τήν Μιµί να ανοίξη επαρκώς τά σκέλη της και τήν διέταξε να κράτηση τό φόρεµά της υψωµένον. Αφού δε απεθαύµασε, µε ζωηράς αναφωνήσεις λαγνείας, τό εν όλη του τη ηδυπαθεί ωραιότητι αποκαλυφθέν εν τώ µέσω τών ξανθών τριχών του ερωτικόν της όργανον, τό εφίλησε και ήρχισε να τό αυνανίζη µε επιδεξιότητα κυριολεκτικώς ταχυδακτυλουργικήν. Κατ' αρχάς η Μιµί υφίστατο απαθώς και µε βλέµµα απλανές τήν µαλακίαν. Εντός ολίγου όµως, ο Γκρεγκουάρ τήν διέταξε να χύση και η εύµορφη χορεύτρια, πολύ γρήγορα ήρχισε να ηδονίζεται εντόνως, ασπαίρουσα, αναστενάζουσα, και κινουµένη µε µεγάλην λαγνείαν, υπό τά επιτήδεια δάκτυλά του, που τώρα έτριβαν ζωηρώς τήν διεγερθείσαν και µεγεθυνθείσαν κλειτορίδα της. Με τροµερόν κτυποκάρδι, η Υβόννη παρηκολούθει τήν ερωτικήν σκηνήν. Συγχρόνως µε τά άλλα συγκλονιστικά συναισθήµατα που τήν συνετάρασσαν, η βοηθός τού Γκρεγκουάρ ησθάνετο και κατάπληξιν µεγάλην . . . Αυτή η νεαρά χορεύτρια, αύτη η Μιµί-λά-Ρόζ, µολονότι ετέλει εν πλήρει ασυνειδησία, εν τούτοις ηδονίζετο βαθειά και ενήργει ωσάν να ανταπεκρίνετο, ωσάν να ένοιωθε ενσυνείδητως. « Αααχ! . . . Αααχ ...» έκαµνε συνεχώς και µε µεγάλην ηδυπάθειαν. « Ααα! . . . Ααα! . . . Ωωω! . . . Ααα! . . . » έκαµνε ακαταπαύστως η υφισταµένη τόν επιδέξιον αυνανισµόν νεάνις. Και οτέ µεν µε τά µάτια της άνω εστραµµένα, ως Παναγιά εν γλυκασµώ προσευχοµένη, εκοίταζε τήν οροφήν τού θαλάµου, οτέ δε, κύπτουσα τήν κεφαλήν της, παρετήρει µε φλογεράν προσήλωσιν τήν κινουµένην γρήγορα εις τό µουνί της χείρα. « Έχεις ωραίο µουνί! . . . Έχεις ωραίο κώλο! . . . Είσαι ωραίο κορίτσι! . . . Ωχ, τι ωραίο που είναι τό µουνί σου! . . . Ωχ, τι ωραία βυζιά που έχεις! . . . Αχ, πόσο µου αρέσεις! . . . Θα δής τι καλά που θα σε κάνω να χύσης . . . Θα δής τι γλύκα θα σε κάνω να νοιώσης ...» έλεγε ο Γκρεγκουάρ µε φωνήν και ύφος που επρόδιδαν τήν αύξουσαν διέγερσίν του, και λέγων επετάχυνε τόν ρυθµόν τής αυνανιστικής θωπείας. Η Μιµί, κρατούσα πάντοτε τήν φούσταν της υψωµένην και απολαµβάνουσα ολονέν περισσότερον τήν ηδονικήν τρίψιν, εκινείτο τώρα µε εξαιρετικήν λαγνείαν, άλλοτε µεν, δι' αλλεπαλλήλων γοργών κάµψεων τών γονάτων της επάνω-κάτω, άλλοτε δε, σείουσα τούς γλουτούς της και τινάσσουσα σπασµωδικώς τήν ηβικήν της χωράν προς τά έξω, ενώ οι µαστοί της χοροπηδούσαν εις εκάστην κίνησιν της, µε τάς θηλάς των, εκ τής διεγέρσεως, σκληρότατα εκτοξευµένας. « Εµπρός . . . Κάνε . . . Χύσε . . . Χύσε, κούκλα µου . . . Χύσε γλυκοµούνα µου . . . Χύσε! . . . Χύσε!...» επρόσταξε εν τέλει ο Γκρεγκουάρ, µε έκφρασιν καυλωµένου δαίµονος εις τό πρόσωπόν του. Πράγµατι, σχεδόν αµέσως, εκβάλλουσα οξείας φωνάς από τήν γλύκαν που

Page 36: Megas Anatolikos 1 Tomos

36

εδοκίµαζε, η Μιµί έχυσε εν µέσω σφοδρού οργασµού, σφαδάζουσα και σειοµένη, ωσάν να κατείχετο από ιεράν µανίαν. Μία µεγάλη ποσότης ερωτικής κρέµας, µία µεγάλη ποσότης µουνοχύµατος εξήλθε εις µικρά κύµατα από τό αιδοίον της και εκάλυψε τά δάκτυλα τού θαυµαστού της, ενώ ο διάσηµος ταχυδακτυλουργός, έγκαυλος ο ίδιος, απελάµβανε τήν φρενίτιδα τής λαγνικής εξάρσεώς της. Αλλά ο Γκρεγκουάρ δεν έπαυσε να µαλακίζη τήν Μιµί. Μη επιτρέπων εις αυτήν να αναπαυθή ούτε διά µίαν στιγµήν, αφού τήν έτριψε επί τινα χρόνον µεταξύ τών νυµφών, βυθίζων ενίοτε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς του εις τήν οπήν τού ερωτικού οργάνου της, επανήλθε µετ' ολίγον εις τήν κλειτορίδα της και ήρχισε να τήν τρίβη πάλιν, όπως πριν, ενώ µε τήν αριστεράν του χείρα, οτέ µεν τής επίεζε και τής εµάλασσε τά βυζιά, οτέ δε τής έσφιγγε ή τής έπληττε τάς παρειάς τού σφριγηλού της κώλου. Ήτο φανερόν ότι ο ταχυδακτυλουργός επεδίωκε να προκαλέση άνευ διακοπής τού αυνανισµού, νέαν διέγερσιν τής χορευτρίας. Η δυστυχής νεάνις, µη δυναµένη πλέον να σταθή καλώς επί τών ποδών της, µετά τόν σφοδρόν οργασµόν που µόλις προ ολίγου είχε λήξει, εστηρίχθη µε τάς δύο χείρας της εις τούς ώµους τού καθήµενου επί τού καναπέ Γκρεγκουάρ και τούτο πράττουσα, άφησε να πέση η φούστα της και να κάλυψη τό αιδοίον της και τήν ταχέως κινουµένην εις αυτό χείρα τού εραστού της. Αλλά ο ταχυδακτυλουργός τήν διέταξε να σταθή πάλιν εντελώς ορθία και να ύψωση τό φόρεµα της. Καταβάλλουσα υπεράνθρωπον προσπάθειαν, η νεαρά χορεύτρια υπήκουσε και ο Γκρεγκουάρ εξηκολούθησε να τρίβη τό µουνί της. Επί τινα χρόνον η Μιµί, ταλαντευοµένη επί τών ποδών της, παρά τήν σφοδρότητα τής συνεχιζόµενης ανοικτίρµονος αυνανίσεως, παρέµεινε βωβή, και, έκτος από τήν ταλάντευσιν, ακίνητη, ωσάν να µην ελάµβανε µέρος εις τήν πράξιν, ωσάν να είχε καταληφθεί από είδος τι καταληψίας. Ο Γκρεγκουάρ όµως επέµεινε µετά µανίας, και, µετ' ολίγον, η Μιµί ήρχισε να δεικνύη σηµεία νέας διεγέρσεως. Ένας γλυκύτατος αναστεναγµός εξήλθε από τά χείλη της, ακολουθούµενος από δεύτερον και τρίτον και η νεαρά χορεύτρια, επανευρίσκουσα τήν σταθερότητα τών ποδών της, ήρχισε να κινείται πάλιν µε λαγνείαν, πρώτα βραδέως και κατά διαστήµατα, κατόπιν γοργά και µε αύξουσαν ζωηρότητα, ενώ οι στεναγµοί της εγίνοντο ολονέν πυκνότεροι, πλέον ηχηροί και πλέον βαθείς. Αλλά ο φιλήδονος ταχυδακτυλουργός, τήν φοράν ταύτην, δεν είχε τήν πρόθεσιν απλώς και µόνον να επαναυνανίση τήν Μιµί. Είχε κατά νούν τήν µεγαλυτέραν και βαθυτέραν ηδονήν, και διά τόν εαυτόν του και δι' εκείνην. Η δευτέρα αυνάνισις, δεν ήτο παρά ένα προοίµιον τής υπέρ πάσαν άλλην εξαίσιας πράξεως που επρόκειτο να εκτέλεση. Ούτω, ο Γκρεγκουάρ, αφού ηυνάνισε επί τινα χρόνον ακόµη τήν ωραίαν νεανίδα, διέκοψε διά µιας τήν µαλακίαν και εγειρόµενος, εξήπλωσε τήν Μιµί επί τού καναπέ. Έπειτα έβγαλε τήν εν πλήρει στύσει παλλοµένην ψωλήν του από τήν περισκελίδα του, ήνοιξε τά σκέλη της ασπαιρούσης νέας και ανερχόµενος επ' αυτής, εβύθισε τό γεννητικόν του όργανον εις τό µουνί της και ήρχισε να τήν γαµά µε µεγάλην δύναµιν και ορµήν. Και ενώ τήν εκέντριζε ηδυπαθώς ο µέγας πούτσος, η Μιµί-λά-Ρόζ ήρχισε να κινήται και εκείνη εις προϋπάντησιν τών γαµικών ωθήσεων τού επιβήτορος της, αναστενάζουσα και κραυγάζουσα από τήν γλύκαν της : « Ααα! . . . Ααα! . . . Αααχ! . . . Αααχ! . . . Ωωω! . . . Ααα! . . . Αχ, ναι, ναι . . . Γαµήστε µε! ... Γαµήστε µε! ... Αχ, ΓΑΜΗΣΕ ΜΕ! ...» Αναµιγνύων τάς ιδικάς του λαγνικάς αναφωνήσεις µε τούς αναστεναγµούς και τάς κραυγάς τής Μιµί, ο Γκρεγκουάρ αναστενάζων έλεγε :

Page 37: Megas Anatolikos 1 Tomos

37

« Ωωωχ! . . . Ωωωχ! . . . Αααχ! . . . Αααχ! . . . Σε γαµώ ! . . . Γαµώ σε! ... Μιµί, Μιµί, γαµώ σε! ... Γλυκοµούνα µου! . . . Γλυκοµούνα µου! . . . Σε γαµώ! . . . Ωωωχ! ... Ωωωχ ! ... Ααα! ... Αααχ! ... Γαµώ σε! ... Γαµώ σε! ... Σε γαµώ! ... ». Η Υβόννη δεν ηδυνήθη να παρακολούθηση πέραν τού σηµείου αυτού τήν συνουσίαν. Εγκαταλείπουσα τήν κλειδαρότρυπαν, έπεσε επί τής κουκέττας της και ανελύθη εις πικρότατα δάκρυα, προσπαθούσα να κατάπνιξη εις τό προσκέφαλόν της, όσον ηµπορούσε καλύτερα τούς λυγµούς της, ώστε να µη γίνη αντιληπτή από τόν πάτρωνά της. Και όµως, εσκέπτετο µε απελπισίαν η ερωτευµένη νεάνις, ο άνθρωπος αυτός ήτο, κατά τά αλλά, τόσον, µα τόσον συµπαθής και αξιέραστος. Μόνον που δεν αντελαµβάνετο ή υπεκρίνετο ότι δεν αντιλαµβάνεται τόν έρωτά της. Αλλέως, θα ευρίσκετο εκείνη εις τήν θέσιν τής γαµουµένης τυχηράς χορευτρίας. Αλλέως, δεν θα ήτο δυστυχής, δυστυχεστάτη, αλλά η πλέον ευτυχισµένη νέα εις τόν κόσµον. Οι στεναγµοί τών δύο συνουσιαζοµένων εγίνοντο ολονέν βαθύτεροι και αι φωναί των οξύτεραι. Ήτο πλέον φανερόν, ότι η Μιµί και ο Γκρεγκουάρ, εντός ολίγου, θα έχυναν. Αλλά η Υβόννη, όχι µόνον δεν ηµπορούσε πλέον να ιδή τήν ωραίαν σκηνήν, αλλά ούτε καν ηδύνατο να ακούση τάς φωνάς τού ηδονιζοµένου ζεύγους. ∆ιακόπτουσα διά µιας τούς συλλογισµούς της, ωρθώθη αποτόµως εις τά πόδια της και ώρµησε έξω εις τόν διάδροµον, διά να µη παρα-φρονήση, και καταφεύγουσα εις τόν πλησιέστερον λουτρώνα, αφού έκλεισε µε τό κλειδί τήν θύραν, άφησε να εκσπάση εκεί, ελεύθερα, ο σπαραγµός της. —

Page 38: Megas Anatolikos 1 Tomos

38

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5

Εν τώ µεταξύ, εις τά ηλιόλουστα καταστρώµατα τού «Μεγάλου Ανατολικού» εξηκολούθει µεταξύ τών ωραίων γυναικών και νεανίδων η επίδειξις και ο ανταγωνισµός τών φορεµάτων, διά τών οποίων εκαλύπτοντο τά µη φανερά θέλγητρα τών πολυαρίθµων καλλονών πού ευρίσκοντο επί τού τεραστίου πλοίου. Όµως, όσον και αν εκάλυπταν αι κοµψαί εσθήτες τά µη φανερά θέλγητρα τών καλλονών αυτών, ήτο αδύνατον να τά αποκρύψουν εξ ολοκλήρου. Τά καλύτερα µάλιστα φορέµατα, µολονότι εσκέπαζαν και αυτά τάς αρµόνικας καµπύλας και τάς προεξοχάς τών γοητευτικών πλασµάτων πού τά έφεραν, εν τούτοις τάς υπεγράµµιζαν συγχρόνως, και έδιδαν εις διαφόρους βαθµούς και κατά ποικίλους τρόπους, σηµαντικόν ανάγλυφον πλήρες υπαινιγµών εις ωρισµένα θέλγητρα, ενώ, διά τής ολοκληρωτικής αποκρύψεως ή συγκαλύψεως τών µυχιαιτέρων, τά φορέµατα αυτά προεκάλουν τήν έντασιν και τήν όξυνσιν τών ανδρικών βλεµµάτων, πού απεγνωσµένως προσεπάθουν να εισδύσουν, διά µέσου τών υφασµάτων, ή υπό τάς περιτέχνους των πτυχάς, µέχρι τών περιπαθώς µαντευοµένων και διαπύρως ποθητών, αλλ' εν τώ άµα κεκρυµµένων θησαυρών. Και άλλα µεν εκ τών φορεµάτων αυτών ετόνιζαν περισσότερον τήν ελαστικότητα, τό µέγεθος και τό σχήµα τών βυζιών, άλλα δε, τάς καµπύλας και τήν στρογγυλότητα τών γλουτών, ενώ άλλα πάλιν, ετόνιζαν εξ ίσου τάς άνω και τάς κάτω τής οσφύος αρµόνικας σφαιρικότητας και τήν πλαστικότητα τών γοητευτικών σωµάτων πού έσφυζαν υπό τήν σύνθλιψιν τών κορσέδων, οίτινες εξετέλουν τόν προορισµόν των µε περιπάθειαν και ενίοτε µε µανίαν. Υπό τούς ποδογύρους, προεξείχαν µόνον οι αστράγαλοι και τά υποδήµατα τών κυριών, ενώ αι κορασίδες πού έφεραν φούστας βραχυτέρας, ήσαν αι µόναι πού, µέχρι τινός, και χωρίς να θεωρείται ότι τούτο προσβάλλει τήν δηµοσίαν αιδώ, εφανέρωναν τήν χάριν τών κνηµών των. Αλλ' ενώ επεκράτει, ως επί τό πλείστον, µεγάλη σεµνότης µεταξύ τών κυριών και δεσποινίδων, τινές εξ αυτών, είτε από σκοπού, είτε ασυνειδήτως —διότι η φύσις παραµένει πάντα φύσις— ενίοτε εκάθηντο ή µετεκινούντο τοιουτοτρόπως, ώστε, από καιρού εις καιρόν, να φαίνεται προς στιγµήν, ουχί µόνον εν µέρος τών κνηµών, αλλά και ωρισµένον µέρος τών εσωφορίων, τό µέρος εκείνο ακριβώς, πού εγγίζει και καλύπτει τήν ηβικήν χωράν και τούς µυχιαιτέρους θησαυρούς, ενώ δύο ή τρεις, τουλάχιστον, κυρίαι, και άλλαι τόσαι δεσποινίδες, εκάθηντο κατά τοιούτον τρόπον, ώστε µία στάσις των, µία κίνησίς των, ή µία ριπή ανέµου, να φανερώνη φευγαλέα, ή, κάποτε και µε διάρκειαν µεγαλυτέραν, εις τά έκθαµβα µάτια ωρισµένων τυχηρών επιβατών, ότι, εκτός από τάς φούστας των και τά εσωφόριά των, αι κυρίαι αύται και αύται αι δεσποινίδες, ουδέν άλλο έφεραν από κάτω, αφού πολύ υψηλότερα από τό σηµείον όπου συνήθως φθάνουν αι περικνηµίδες, ερρόδιζε ή επορφύριζε, εις τό βάθος τών ακροµηρίων και µεταξύ τών ανοικτών σκελών, µέσα εις πυκνά ή αραιά δασύλλια από τρίχας, ερόδιζε ή επορφύριζε αιφνιδίως, πότε εδώ και πότε εκεί, εις τά αναπεπταµένα καταστρώµατα τού πλοίου, ως άνθος θεσπέσιον και εκστατικόν, ως άνθος φυόµενον ακαριαίως, πότε εδώ και πότε εκεί, ένα ακάλυπτον µουνί. Μεταξύ τών τελευταίων συγκατελέγετο και η διάσηµος Αγγλίς ηθοποιός Τζέην Μπόσουελ, η οποία, διακόψασα προ ολίγου τήν ανάγνωσιν τού βιβλίου της, εσηκώθη από τήν θέσιν της εις τό κατάστρωµα, µε τόν σκοπό να κάµη έναν

Page 39: Megas Anatolikos 1 Tomos

39

περίπατον και να επιστρέψη πάλιν εις αυτήν. Όµως η ωραία ηθοποιός δεν επανήλθε εις τήν αρχικήν της θέσιν. Αφού περιήλθε όλα τά καταστρώµατα µε τόν αχώριστον µέγαν µολοσσόν της, απολαµβάνουσα τήν θαυµασίαν ηµέραν και τό κάλλος τού τεραστίου πλοίου, εκάθησε επί τής 5ης βαθµίδος µιας κλίµακος ευρισκοµένης µακράν από τά πολυσύχναστα σηµεία τού υπερωκεανείου και συνωµίλει µε έναν νεαρόν ναύτην, όστις ειργάζετο εις τήν σκάλαν, και τού οποίου η ευειδής µορφή και τό αθλητικόν σώµα, ευθύς ως τόν συνήντησε, είχαν ελκύσει τήν πάντοτε εν εγρηγόρσει εντόνως ιµερικήν φύσιν της και διεγείρει έτι µάλλον τάς ήδη διεγερθείσας ζωηρώς αισθήσεις της, από τήν ανάγνωσιν, εις τά « Αποµνηµονεύµατα » τού Καζανόβα, τής θαυµασίας εκείνης περιπετείας του µε τάς δύο εκ Γενούης αδελφάς, τάς οποίας κατέκτησε και εν συνεχεία εγάµησε ο µέγας εραστής και επιβήτωρ, εκάστην υπό τά όµµατα τής άλλης, και τής οποίας περιπετείας τήν ανάγνωσιν µόλις προ ολίγου είχε τελειώσει. Έχουσα τά σκέλη της αρκούντως ανοικτά και καθηµένη σκοπίµως τοιουτοτρόπως, ώστε να βλέπη ο ναύτης εν όλη του τή µαγνητική ωραιότητι τό τρυφερόν µουνί της, η Αγγλίς ηθοποιός —πού ουδέποτε έφερε σκελέας υπό τό φόρεµά της— έθετε τώρα εις τόν νέον µε ευπροσηγορίαν διαφόρους ερωτήσεις, ωσάν να µην είχε αντιληφθή τι τού εφανέρωνε και ποίου είδους ήτο η ισχυρά συγκίνησίς του. Ο νεαρός ναύτης εστίλβωνε τούς ορειχάλκινους παρερειστικούς σωλήνας τής κλίµακος, καθώς και τά µπρούντζινα τρυπητά ελάσµατα πού εκάλυπταν εν µέρει τάς βαθµίδας. Μη φανταζόµενος ότι η Τζέην τού επεδείκνυε σκοπίµως τά απόκρυφα θέλγητρά της, προσεπάθει να µη κοιτάξη τό ερωτικόν της όργανον. Εν τούτοις, παρ' όλας τάς προσπαθείας του, µε τήν ψυχήν στο στόµα και µε άγριον παλµόν καρδίας, ο νέος τό παρετήρει συνεχώς, µε ένα κράµα θαυµασµού, πόθου και δέους, δίδων τάς απαντήσεις του µετά µεγάλου κόπου, ενώ ο µέγας µολοσσός, τρέµων από διέγερσιν και µε τά ώτα του στητά, εκοίταζε και αυτός τό αιδοίον, σείων τήν ουράν του ζωηρώς και λείχων και περιλείχων τό στόµα του µε λαιµαργίαν. Θέτουσα πάντοτε τάς ερωτήσεις της και ακούουσα τάς απαντήσεις του, η νεαρά ηθοποιός, µε φιλοπαίγµον µειδίαµα εις τά χείλη, εφαίνετο να απολαµβάνη τήν ταραχήν και τήν αµηχανίαν τού ναύτου. Μετά βραχείαν σιωπήν, κατά τήν διάρκειαν τής οποίας τό βλέµµα τού συνοµιλητού της παρέµεινε προσηλωµένον εις τό ακάλυπτον µουνί της, η Τζέην εζήτησε να µάθη τό όνοµά του. « Με λένε Στήβ » απήντησε µε συστολήν ο ναύτης. « Ω, τι ωραίο όνοµα! Και πόσων ετών είσαι; » « Εικοσιενός. » « Εικοσιενός και έχεις κιόλας δέκα χρόνια στη θάλασσα! » « Ναι. Ο πατέρας µου µε έπαιρνε πάντα µαζύ του στα ταξίδια, από τόν καιρό πού έφυγε η µητέρα µου µε έναν άλλον. » « Και δεν τήν είδες πιά ποτέ; » « Μόνο δυό-τρείς φορές. » « Και ο πατέρας σου δεν ξαναπαντρεύθηκε; » « Όχι. » « Γιατί; » « ∆εν ξέρω. » Η Τζέην, πού ήθελε να κατευθύνη τήν συνοµιλίαν προς ωρισµένα θέµατα, δυνάµενα να τήν εξυπηρετήσουν, τό ταχύτερον, εις τά µύχια σχέδια, πού από

Page 40: Megas Anatolikos 1 Tomos

40

τήν πρώτην στιγµήν τής συναντήσεώς της µε τόν Στήβ είχε συλλάβει, δρασσοµένη, εις τό σηµείον τούτο, τής ευκαιρίας πού εξ αρχής ανέµενε και πού παρουσιάσθη τώρα, αµέσως είπε : « Εσύ, Στήβ, πότε θα παντρευθής; » Ο Στήβ εδίστασε προς στιγµήν και έπειτα απήντησε, σχεδόν ψελλίζων : « Εγώ θα πα. . . παντρευθώ αρ. . . αργότερα. » « Γιατί αργότερα; ∆εν βιάζεσαι; ∆εν σου αρέσουν τά κορίτσια; Πές µου, γιατί δεν βιάζεσαι να παντρευθής; » Με τάς ερωτήσεις αυτάς, η Τζέην έκλεισε τά σκέλη της, δήθεν τυχαίως, και τά εκράτησε επ' ολίγον κλειστά. Προτού τελείωση όµως τήν τελευταίαν φράσιν της, τά ήνοιξε πάλιν όσον και πριν. Ο νεαρός ναύτης, χωρίς να απάντηση παρηκολούθησε εναγωνίως τήν πρώτην εκ τών δύο κινήσεων. Ήτο πρόδηλον, ότι εφοβήθη προς στιγµήν —όσον διήρκεσε η σύσφιγξις τών µηρών τής συνοµιλήτριας του, και η ίση εις διάρκειαν εξαφάνισις τού αιδοίου της— ότι θα έχανε τό θεσπεσίον θέαµα. Μόλις όµως ήνοιξε η Τζέην τά σκέλη της εκ νέου, και εφάνη πάλιν τό ωραίον µουνί της, χωρίς να ελαττωθή καθόλου η εις τήν θέαν του οφειλοµένη ταραχή του, ο Στήβ, βλέπων ότι εξησφαλίσθη πάλιν η δυνατότης να απολαύση, τουλάχιστον διά τής οράσεως, τό ροδαλόν ερωτικόν της όργανον, ανεκουφίσθη και ανεστέναξε βαθειά, αλλά δεν διέκοψε τήν σιωπήν του. Είναι αληθές ότι ο νέος αυτός ηγάπα πολύ τό γυναικείον φύλον και ήθελε να νυµφευθή. Είναι αληθές ότι ηγάπα πολύ τήν ηδονήν, και ωραµατίζετο συχνά τόν εαυτόν του εις ερωτικάς σκηνάς µε όλας τάς ωραίας πού κατά τύχην συναντούσε, ή και µε πλάσµατα τής φαντασίας του, αυνανιζόµενος περιπαθώς, αυνανιζόµενος συχνά. Ακόµη και όταν ευρίσκετο εν µέσω κόσµου, εφ' όσον ήτο βέβαιος ότι δεν εγίνετο αντιληπτός, έθετε τήν χείρα του εις τήν τζέπην τής περισκελίδος του και ενώ εκοίταζε κρυφίως τήν µίαν ή τήν άλλην, εψιθύριζε, ή έλεγε ενδοµύχως, ψαύων τό πέος του : « Χρυσό µου! . . . Κούκλα µου! . . . Γαµώ! . . . Γαµώ σε! ... Σε γαµώ! ...» Οσάκις όµως είχε να εκτελέση ο Στήβ εις τήν πραγµατικότητα αυτά πού ωραµατίζετο και τόσον πολύ επιθυµούσε, αν επρόκειτο περί νεανίδος ή γυναικός µη ιεροδούλου, κατελαµβάνετο από µέγα άγχος και έµενε αδρανής, µαρτυρικώς σφαδάζων. Ούτω, ενώ ποθούσε διακαώς πάσαν ωραίαν κόρην ή γυναίκα, µόνον εις τάς φαντασιώσεις του και εις τούς αυνανισµούς του ηδύνατο να έχη σχέσεις ερωτικάς µαζύ των, ενώ, εις τήν πραγµατικότητα, δεν ηµπορούσε να έλθη εις καµµίαν επαφήν µε τά αντικείµενα τών πόθων του. Μολονότι λοιπόν τού ήρεζαν πολύ αι γυναίκες, δεν είχε µέχρι σήµερον συµπράξει ερωτικώς παρά µόνον µε πόρνας. Την φοράν ταύτην, η ταραχή πού κατελάµβανε πάντοτε τόν Στήβ, οσάκις ούτος ευρίσκετο ενώπιον µη αγοραίου πλάσµατος τού άλλου φύλου, υπερέβη πάσαν παλαιοτέραν αφ' ενός, διότι η Τζέην τού ήρεζε περισσότερον από κάθε άλλην νεανίδα ή κυρίαν, και, αφ' ετέρου, διότι ουδέποτε µέχρι σήµερον είχε αντικρύσει τό γεννητικόν όργανον µιάς γυναικός µη πόρνης. Ω, πόσον, µα πόσον θα ήθελε να συνουσιασθή µε αυτήν τήν ωραίαν κυρίαν, πού τόσον καθαρά τού έδειχνε τόν µυχιαίτερόν της θησαυρόν! Ω, πόσον επιθυµούσε να τής πη εξ αφορµής τής ερωτήσεώς της : «Ναι, βιάζοµαι πολύ να παντρευθώ, αλλά βιάζοµαι ακόµη πιό πολύ να σας γαµήσω!» Ποιος; Αυτός, ο Στήβ, ο ναυτεργάτης Στήβ, ο χθεσινός ο µούτσος! Και να γαµήση ποίαν: Έναν ωραίον άγγελον, µιαν νεαράν κυρίαν εξαισίαν!

Page 41: Megas Anatolikos 1 Tomos

41

Όµως, παρ' όλον ότι κάτι ήθελε να πή ο Στήβ, παρ' όλον ότι η ωραία εκθέτις ανέµενε ακόµη τήν απάντησίν του, η ταραχή του τόν ηµπόδιζε να οµιλήση, η ταραχή του τόν ηµπόδιζε να πή : « Ναι, βιάζοµαι πολύ να παντρευθώ . . . . » διότι εφοβείτο ότι εάν απαντούσε εις τήν ερώτησιν τής Τζέην, θα τού εξέφευγε και η άλλη φράσις, περί τού πόθου του να τήν γαµήση. Εάν τούτο συνέβαινε, θα εφανέρωνε εις τήν ξανθήν κυρίαν τήν πλήρη σκέψιν του απροκαλύπτως, χωρίς διόλου να γνωρίζη, εάν επίτηδες, ή όλως κατά τύχην, τού έδειχνε η νεαρά ηθοποιός τό αιδοίον της, λέγων ορθά-κοφτά και µε λατρείαν, τήν άλλην φράσιν πού ανήρχετο εις τά χείλη του εκ βαθέων, και τήν οποίαν έτεινε µε πάθος να εκφώνηση : « Ω, δεσποινίς, βιάζοµαι ακόµη πιο πολύ να σας γαµήσω! » Φοβούµενος λοιπόν µήπως εκστοµίση και τήν δευτέραν φράσιν, ο Στήβ δεν είπε ούτε τήν πρώτην και έµεινε σιωπηλός, έµπλεως πάθους, αλλά συγχρόνως και άγχους. Η Τζέην, µαντεύουσα µε τήν µεγάλην της ευαισθησίαν τι ακριβώς συνέβαινε εις τήν ψυχήν τού νέου, ήτο κατενθουσιασµένη. Καµµύουσα τά µάτια της, καθώς εκοίταζε µε φιλοπαίγµον ύφος τόν Στήβ, τώρα ωραµατίζετο και έβλεπε τόν εαυτόν της, να κύπτη επί τής κουπαστής και να γαµιέται εκ τών όπισθεν από τόν ναύτην, µέσα εις τό φως και εις τήν αύραν, και να ηδονίζεται εντόνως, ενώ εισήρχετο και εξήρχετο µε δύναµιν εις τό µουνί της ο έγκαυλος ερωτικός σωλήν τού Στήβ και ενώ η θάλασσα ηδονίζετο υπό τόν ήλιον, όπως και αυτή κάτω απ' τό κέντρισµα τού πούτσου. Αφού απήλαυσε επί τινα ακόµη χρόνον τήν λαγνικήν της φαντασίωσιν και τήν ερωτικήν αµηχανίαν τού νέου, η Τζέην επανέλαβε τήν ερώτησίν της : « Έλα Στήβ, πες µου ... δεν βιάζεσαι να παντρευθής; » Ο ναύτης, πού παρετήρει µε αύξουσαν ιµερικήν λαχτάραν τό αιδοίον τής γοήσσης, κατώρθωσε τήν φοράν ταύτην να απάντηση, απέφυγε όµως να εκστοµίση αυτό πού επιθυµούσε περισσότερον να έκφραση. « Ναι, θέλω και βιάζοµαι πολύ να παντρευθώ, αλλά δεν έχω ακόµη αρκετά χρήµατα ...» είπε, ψευδόµενος ως προς τήν δικαιολογίαν, ενώ η φωνή του έτρεµε από τήν ταραχήν του. « Εν τώ µεταξύ όµως, φαντάζοµαι, θα έχης πολλές φιληνάδες, όµορφα κορίτσια στην Αγγλία, διάφορες περιπέτειες στα ξένα ... ίσως, καµιά φορά, και µε όµορφες ταξιδιώτισσες, κρυφά, επάνω στα καράβια . . . ∆εν είναι έτσι, Στήβ; » Λέγουσα αυτά τά λόγια, η νεαρά ηθοποιός ήνοιξε ακόµη περισσότερον τά ήδη ευρέως ανοιγµένα σκέλη της. Όµως ο ναύτης, µολονότι παρετήρει µε βλέµµα φλογερόν τό αιδοίον της, ετήρησε πάλιν σιωπήν και µόνον ένας αναστεναγµός εξήλθε από τά χείλη του. Βλέπουσα τήν δυσκολίαν τού Στήβ να απάντηση, η ωραία εκθέτις τού είπε µε ύφος όχι µόνον φιλοπαίγµον, αλλά και πονηρόν : « Τι, µήπως έκανα λάθος; Μήπως δεν σου αρέσουν τά κορίτσια; Αυτό όµως δεν είναι δυνατόν . . . ∆εν τό πιστεύω. » Η ψωλή τού Στήβ, πού ήδη είχε αρχίσει να επιµηκύνεται και να φουσκώνη, εξηκολούθησε να µεγαλώνη. Η ταραχή του ηύξανε ολονέν. Τού ήτο πολύ δύσκολον να οµιλήση. Τέλος, µετά µεγάλου κόπου, εψέλλισε ερυθριών : « Είχα και ε. . . έχω φιληνάδες ...» είπε ψευδόµενος εκ νέου, αφού εγνώριζε καλώς, ότι αι ιερόδουλοι µε τάς οποίας συνουσιάζετο, δεν ήσαν φίλαι του. « Είχα και . . . και . . . έχω φιληνάδες, αλλά ...» Ο Στήβ ήθελε να πή : « . . . αλλά τώρα µου αρέσετε σείς περισσότερο απ' όλες ...» όµως δεν ηµπόρεσε να εξακολούθηση και εσιώπησε αγωνιών, ενώ τό

Page 42: Megas Anatolikos 1 Tomos

42

πέος του, πού είχε µακρύνει και φουσκώσει πλήρως, ήρχισε να πάλλεται υπό τήν περισκελίδα του εν σκληροτάτη στύσει. Η Τζέην, πού ευθύς από τής ενάρξεώς της διέκρινε τήν στύσιν, ησθάνετο χαράν µεγάλην. Ποίος έπαινος, ποία φιλοφρόνησις, ποίο άλλο δείγµα ή τεκµήριον πόθου και θαυµασµού, διά τά θέλγητρά της και τήν θηλυκότητά της, ήτο δυνατόν να συγκριθή µε τό φαινόµενον τής στύσεως, µε τό φαινόµενον πού παρουσίαζε, εξ αιτίας της, ο Στήβ, κατά τήν ώραν ταύτην! Ω, ναι! Η Τζέην ησθά-νετο χαράν µεγάλην. Η ψωλή τού νεαρού ναύτου, παλλοµένη κάτω από τό παντελόνι του, έτυπτε κραταιά τό µελανοκύανον µάλλινον ύφασµα, ωσάν να ήθελε να τό τρυπήση, διά να τεντωθή προς τό µουνί της, διά να τό εγγίση, να τό φιλήση, και, τέλος, να είσδυση µέσα του και µε αγριότητα να τό γαµήση. Η Τζέην µόλις συνεκρατείτο. Η καρδία της κτυπούσε δυνατά, τά µάτια της έλαµπαν ησθάνετο τό αίµα της να ανάβη. Ήθελε να πλακωθή, να γαµηθή καλά, να γαµηθή βαθειά, να γαµηθή οπωσδήποτε και απολύτως. Τι έπρεπε να κάµη; Καιρός διά µακράς και υποµονητικάς ερωτοτροπίας δεν υπήρχε. Τό ταξίδιον θα ήτο σύντοµον, αλλά και σύντοµον να µην ήτο, η διέγερσίς της ήτο ισχυρά και οξυτάτη. Ήτο αδύνατον να περιµένη. Ο Στήβ τής ήρεζε πολύ. Ω, ας ανελάµβανε κάποιαν πρωτοβουλίαν επιτέλους! Αλλά ο Στήβ δεν ανελάµβανε καµµίαν. Μόνον τό πέος του εκινείτο. Μόνον ο πούτσος του ωµιλούσε. Τι τροµερόν —εσκέπτετο η Τζέην— η στύσις τής ψυχής να µην ακολουθή πάντοτε συντόνως τήν στύσιν τής σαρκός, τήν στύσιν τής ψωλής, τού πούτσου! « Αχ, Θεέ µου! » είπε µέσα της η Τζέην. « Τί πρέπει λοιπόν να κάνω;» Προς στιγµήν, εσκέφθη να πή εις τόν Στήβ, ορθά-κοφτά : « Στήβ, θέλω να µου τό κάνης. Έλα, χρυσέ µου, στην καµπίνα µου, να µε γαµήσης. » Φοβούµενη όµως, µήπως ο ναύτης τήν εκλάβει ως πόρνην —πράγµα πού απηχθάνετο και ούτε κατά διάνοιαν ήτο— και φοβούµενη ακόµη, µήπως τήν σιχαθή ο Στήβ και φύγει (όπως τής είχε συµβεί µε κάποιον άλλον νέον, από τόν όποιον είχε ζητήσει, χωρίς καµµίαν περιστροφήν ή προετοιµασίαν, να τήν γαµήση) επεβλήθη εις τόν εαυτόν της και απεφάσισε να καταστρώση σχέδιον —εν σχέδιον εύκολον, καλόν και πρακτικόν— διά τού οποίου θα επραγµατοποιείτο η κατάκτησις τού Στήβ, µε γρήγορον ρυθµόν, σήµερον ίσως, αύριον ωρισµένως. Τό σχέδιον αυτό —εσκέφθη η Τζέην αστραπιαίως— έπρεπε να είναι τοιούτον, ώστε, αν δεν θα τής ήτο δυνατόν να κατάκτηση µαζύ µε τήν ψωλήν του ναύτου και τήν ψυχήν του, να ήτο τουλάχιστον δυνατόν να δηµιουργηθούν συνθήκαι τοιαύται, ώστε να µη δυνηθή να απόδραση ο Στήβ, όπως ο άλλος νέος, εάν τά φοβερά διδάγµατα τής ηθικής τού υπάρχοντος σεσηπότος πολιτισµού υπερίσχυαν µέσα του, όπως ήρχισε να φοβήται η Τζέην ότι ίσως συνέβαινε, αφού, µε όλην τήν έκδηλον καύλαν του, δεν επετίθετο ο Στήβ ως άνδρας, µε τήν κανονικήν, τήν φυσικήν αρσενικήν πρωτοβουλίαν, αλλ' έµενε εκεί, ακίνητος και αιδήµων. Εάν δεν είχε ενώπιόν της έναν άνδρα, αλλά ένα παιδάριον ή έναν µείρακα δέκα, δώδεκα ή δεκατεσσάρων ετών —εξηκολούθησε να σκέπτεται η Τζέην— θα ηµπορούσε να τόν πάρη ευκόλως εις τήν καµπίναν της, να παίξη εκεί µαζύ του επ' ολίγον, και έπειτα, εάν τό αγόρι εντρέπετο ή εφοβείτο να τήν γαµήση εξ ιδίας πρωτοβουλίας, θα ηµπορούσε να τό διευκολύνη, ή να τό αναγκάση να τής τό κάµη διά τής βίας, τρίβουσα επιµόνως τήν ψωλήν του διά να τού σηκωθή, εις περίπτωσιν που δεν θα είχε, ένεκα τής συγκινήσεώς του, στύσιν, αν ήτο αµύητος εις τά γαµικά, θα ηµπορούσε πολύ γρήγορα να τόν µύηση. Εάν πάλιν δεν ήτο αµύητος ο παίς, αλλά δεν τά εκατάφερνε από εντροπήν ή φόβον, και έπιπτε η στύσις του τήν ώραν πού θα έπρεπε να τήν

Page 43: Megas Anatolikos 1 Tomos

43

γαµήση, θα ηµπορούσε, αν µη τι άλλο, να τόν µαλακίση και να µαλακισθή η ιδία ενώπιόν του. Ακόµη καλύτερα, θα ηµπορούσε να πάρη στα χείλη της τήν ψωλήν του και να τήν κάµη, µε γλωττισµούς, µε γλείψιµον γλυκύ, µε βύζαγµα, µε αποµυζήσεις, να χύση τό νεανικόν ψωλόχυµά του µέσα εις τό στόµα της και µε αγαλλίασιν να τό καταπιή, ή θα ηµπορούσε να τόν βάλη να τής γαµήση τά βυζιά, παρακαλούσα εν συνεχεία, ή αναγκάζουσα αυτόν, να γλείψη τό µουνί της, έως που και αύτη να χύση. Με έναν άνδρα όµως τόσον ντροπαλόν (και ίσως και πουριτανόν) όπως ο Στήβ, πώς θα τά έκαµνε όλα αυτά και µάλιστα, αν ήτο ανάγκη, διά τής βίας; Εκεί πού ένα αγόρι θα έµενε οικειοθελώς ή εξαναγκαζόµενον, ο Στήβ, µε τήν αιδηµοσύνην του ή τό φιλότιµόν του, θα ήτο ικανός, όπως ο άλλος νέος να φύγη προτροπάδην. Αλλά µήπως έπρεπε και αυτήν τήν µέθοδον να δοκιµάση µε τόν ναύτην; ∆ιά µίαν στιγµήν εδίστασε η Τζέην. Η διαίσθησίς της όµως, τήν ηµπόδισε να τό κάµη. Ο τρόπος ο ορθός, ο δυνάµενος να αποβή λυσιτελής, εις τήν περίπτωσιν αυτήν, θα έπρεπε να είναι διαφορετικός. Ήτο ανάγκη να κατάστρωση σχέδιον κατάλληλον διά τόν Στήβ — τόν Στήβ πού ήτο άνδρας, έστω και αν ήτο ψυχολογικώς παιδί, ώστε να µη τόν χάση, µα πλήρως να τόν απόλαυση. Όλα αυτά τά εσκέφθη η Τζέην εντός δευτερολέπτων. Έπειτα, αφ' ενός, διά να κερδίση χρόνον, ώστε να καταστρώση τό σχέδιον της, αφ' ετέρου, διά να διεγείρη ακόµη περισσότερον τόν ναύτην και, ει δυνατόν, διά να τόν ενθαρρύνη, η νεαρά ηθοποιός, µε τό ίδιον φιλοπαίγµον ύφος εις τό πρόσωπόν της, είπε εις τόν Στήβ, επαναλαµβάνουσα τήν τελευταίαν λέξιν πού είχε εκστοµίσει εκείνος πριν : « Αλλά . . . αλλά ... τι εννοείς µε αυτή τή λέξι; τι ήθελες να πρόσθεσης; Μιλούσαµε για τά κορίτσια και είπες ότι είχες και έχεις φιληνάδες. Έπειτα προσέθεσες τήν λέξη αλλά και εσιώπησες. Γιατί δεν συνεπλήρωσες τήν φράσι σου; Τί ήθελες να πής; Αρχίζω να υποψιάζοµαι ότι δεν µου είπες τήν αλήθεια . . . ότι δεν σου αρέσουν, ίσως, τά κορίτσια. » Ο Στήβ εξηκολούθησε να σιωπά. Όµως, αν έµενε άφωνον τό στόµα του, τό εν πλήρει στύσει πέος του είχε γίνει λαλίστατον. Και όπως προηγουµένως, επί τόσην ώραν, τό µουνί τής Τζέην ωµιλούσε τήν ιδικήν του γλώσσαν, τήν άνευ φωνής, αλλά και τήν τόσον αµέσως και τόσον βαθέως εκφραστικήν, έτσι, τώρα, και η ψωλή τού νεαρού ανδρός ωµιλούσε προς τήν Τζέην, εξ ίσου άµεσα και εκ-φραστικά, τήν γλώσσαν εκείνην, τήν οικουµενικήν, τήν γλώσσαν που αποτελείται, αποκλειστικώς, από ρήµατα και ουσιαστικά, όπως η γλώσσα η σιωπηλή, η οξυτάτη γλώσσα τών υψηλών και ορθίων κορυφών, ή όπως η γλώσσα η άναυδος, η γλώσσα η περιπαθής, τών βαθυτάτων δεκτικών και µυστικών δρυµώνων. Ούτω, ενώ εκοίταζε ο Στήβ, ερυθριών και αµίλητος, τό ροδαλόν µουνί τής Τζέην, τό εν στύσει πέος του δονούµενον από καύλαν, έλεγε, µε τήν ιδικήν του γλώσσαν, περί τών άθλων όλων τών καιρών, περί τών κατορθωµάτων και τών επιτευγµάτων εκείνων, πού κορυφώνονται και εν ευδαιµονία καταλήγουν εις τάς πράξεις τάς ερωτικάς, πού µέσα εις τό σπέρµα αγάλλονται και εµβαπτίζονται και ολοκληρούνται. Και ενώ η Τζέην, σπαργώσα από ερωτικήν διέγερσιν, εκοίταζε µε βλέµµα οξύ και φλογερόν τήν εξογκωθείσαν υπό τό παντελόνι πούτσαν τού Στήβ, πού είχε γίνει µακρά, χονδρή, πολύ σκληρά και επάλλετο τεταµένη, τό ωραίον αιδοίον της, τό εξαίσιον µουνί της έλεγε µε τήν ιδίαν γλώσσαν, περί τών κήπων τής Εδέµ και περί τών εκστατικών τού φύλου της ανθέων, οπού τό αφρόεν πάθος τής ψωλής ευρίσκει και συνθέτει εκείνα τά στοιχεία, πού εν ευφροσύνη

Page 44: Megas Anatolikos 1 Tomos

44

δηµιουργούν τόν σύντονον τόν γλυκασµόν τόν µέγαν, πού µετατρέπει, προς στιγµήν, πάσαν διαφοροποίησιν και πάντα διαχωρισµόν, εις ένθεον και απόλυτον ενότητα κατακτηµένην. Εν τούτοις, παρ' όλον ότι και τών δύο τά γεννητικά όργανα εξεφράζοντο µε τήν ιδίαν γλώσσαν, η στάσις τού Στήβ έναντι τού ερωτικού οργάνου του και έναντι τής ωραίας γυναικός πού τού επεδείκνυε τό ιδικόν της, διέφερε σηµαντικώς από τήν στάσιν που ετήρει η Τζέην έναντι τού αιδοίου της και έναντι τού πέους του ναύτου. Η ξανθή Αγγλίς ήτο απολύτως αλληλέγγυος, σωµατικώς και ψυχικώς, µε τό ερωτικόν της όργανον και τάς βαθειάς του ώσεις, και η θηλύτης της εξεδηλούτο αρµονικώς και ελευθέρα, ως µία υπόστασις αδιαίρετος και ακεραία, εκ τής οποίας, όπως και τό µουνόχυµα, ανέβλυζε θερµός ο πόθος ο ερωτικός και η ενόρµησις προς άµεσον, ει δυνατόν, ικανοποίησίν του. Αντιθέτως ο Στήβ, καίτοι ο πόθος του να απολαύση τήν ωραίαν Αγγλίδα ήτο µέγας, ο ίδιος δεν ήτο, εν τούτοις, αρκετά αλληλέγγυος ψυχικώς µε τήν σφύζουσαν ψωλήν του και τήν οργανικήν διέγερσίν του, φοβούµενος τήν καύλαν του και ό,τι τόσον πολύ ποθούσε — τουτέστιν τήν Τζέην, τήν ωραίαν Τζέην, µε όλα της τά θέλγητρα και τό γλυκύ µουνί της. Ούτω, ενώ θα ήθελε να πιάση και να τρίψη τά βυζιά της, να φιλήση τό στόµα της, τά µάτια της και τήν ερωτικήν οπήν της, αντί να κάµη όλα αυτά ο Στήβ, αναλαµβάνων τήν πρέπουσαν πρωτοβουλίαν, έµενε ακίνητος, βωβός και ωσάν µαρµαρωµένος. Και ενώ, σωµατικώς, ευρίσκετο εκεί ως νεαρός θεός, µε τόν γεννητικόν σωλήνα του παλλόµενον εν πλήρει στύσει, ψυχικώς ήτο ετοιµόρροπος, ως άνθρωπος πού πρόκειται να λιποθυµήση· διότι, ως ήδη ελέχθη, ο Στήβ είχε συνέλθει ερωτικώς µόνον µε ιεροδούλους, και πασά γυνή µη πόρνη, τού εφαίνετο ως πλάσµα υπερούσιον, που µόνον αµαρτάνων, ασχηµονών και εγκληµατών, που µόνον κολαζόµενος εσαεί, θα ηδύνατο να τό γαµήση. Έτσι, ενώ εφλέγετο από τόν πόθον του διά πάσαν ωραίαν νεάνιδα ή κυρίαν, µόνον διά τής φαντασίας ηµπορούσε να πλησίαση τά πλάσµατα τού άλλου φύλου, όταν τά πλάσµατα αυτά δεν ήσαν πόρναι, αυνανιζόµενος περιπαθώς, αυνανιζόµενος συχνάκις. Και ενώ διά τής φαντασίας του επετέλει ερωτικούς άθλους µε όλας τάς καλλονάς πού συναντούσε, εις τήν πραγµατικότητα γαµούσε µόνον πόρνας και ετρέπετο πάντοτε εις φυγήν ενώπιον τών άλλων, αφ' ης στιγµής είχε να κάµη κάτι προς τήν κατεύθυνσιν τής κατακτήσεως, προς τήν κατεύθυνσιν τής ερωτοπραξίας µετ' αυτών, φοβούµενος τούς πόθους του και τάς ισχυροτάτας προς αυτάς ορµάς του, θύµα και αυτός, εν επί πλέον θύµα, τής απανθρώπου και σαθράς εις ό,τι άφορα τόν έρωτα και τά ορµέµφυτα αγωγής και ηθικής δι-δασκαλίας, φεύγων και ακόµη φεύγων προ τών µη ιεροδούλων γυναικών και νεανίδων, πού εν τούτοις τάς ηγάπα παράφορως, αυτός, ο φύσει κυνηγός, αυτός, ο φύσει επιβήτωρ, µεταβαλλόµενος εις θέσει θήραµα παθητικόν, ή, εις χαρίεντα αλλά δειλόν και φεύγοντα προ τών νεαρών φορβάδων πώλον. Ούτω, ενώ µέσα εις τήν φιλαρέσκειαν και τήν φιλοπαίγµονα προκλητικότητα τής νεαράς ηθοποιού, επάλλετο και εκραύγαζε ο πόθος της να γαµηθή από τόν Στήβ, και µολονότι τούτο ήτο ορατόν από ενωρίς, ο κατεχόµενος από άγχος ναύτης, µόλις προ ολίγου ήρχισε να υποψιάζεται αµυδρώς ότι η Τζέην ίσως να ήθελε σύµπραξιν ερωτικήν µαζύ του και ότι, ίσως, ουχί τυχαίως µα σκοπίµως τού επεδείκνυε µε τόσην επιµονήν τό τρυφερόν µουνί της. Και τώρα πού ήρχιζε να υποθρώσκη εις τήν διάνοιάν του η ιδέα, ότι όλα τά λόγια και η όλη στάσις της Τζέην απέναντί του ωφείλοντο, ίσως, εις τό γεγονός ότι η νεαρά γυνή ήθελε να τόν διεγείρη διά να γαµηθή απ' αυτόν, ο αντίστοιχος

Page 45: Megas Anatolikos 1 Tomos

45

πόθος του, η φλογερά του καύλα, τόν έκαναν να αισθάνεται τό ίδιον άγχος πού ησθάνετο ενώπιον πάσης γυναικός µη πόρνης, διότι η ψυχή του δεν ήτο ελευθέρα, διότι η ψυχή του δεν ηµπορούσε να δεχθή αυτό πού εν τούτοις ήθελε και αυτή, µαζύ µε τήν ψωλήν του. Αλλ' εάν µέχρι σήµερον ετρέπετο εις φυγήν ο Στήβ, εµπρός εις πάσαν νεάνιδα ή γυναίκα, τήν φοράν ταύτην, κάτι τόν ηµπόδιζε να φύγη, και µη δυνάµενος να αποµακρυνθή, ησθάνετο σφοδρότερον παρά ποτέ τό ίδιον άγχος. « Θεέ µου! » εσκέφθη ο µη αλληλέγγυος µε τήν καύλαν τής ψωλής τού Στήβ. Α! Θεέ µου, τί µε καρφώνει εδώ πέρα; » Τότε µόνον επρόσεξε ο εν ψυχική διαµάχη τελών ναύτης, ότι τά µάτια του δεν έβλεπαν µόνον τήν ηδονικήν οπήν τού αιδοίου, που εµφωλεύει µεταξύ τών απαλών εσωτερικών χειλέων τής ερωτικής σχισµής όλων τών γυναικών τού κόσµου, αλλά ότι έβλεπαν κάτι, πού δεν ετρέπετο όπως ο κόλπος προς τά έσω, µα αντιθέτως, προς τά έξω, κάτι, πού από τήν στιγµήν πού η Τζέην ήνοιξε περισσότερον τά σκέλη της προ ολίγου, ήρχισε, ως βέλος πολύ µικρόν, ή ως γλωσσίδιον χαρίεν, ή ως στήµων ευαίσθητος θερµού σαρκοπετάλου άνθους, να αιχµίζη εις τό άνω µέρος τού µουνιού, και να τανύεται, να πάλλεται και να εκµυτίζη ως ράµφος µικρού πουλιού, περιπαθώς και επιχαρίτως, ή, ακριβεστέρον ακόµη, ως µία µικρά ψωλίς, ως ένα πεΐδιον µικρόν, µικρούτσικον και υποτυπώδες, τό όποιον θα ήθελε να επιτεθή, να εκτοξευθή, να χύση . . . διά πρώτην φοράν εις τήν ζωήν του, ο Στήβ εξεχώριζε τής γυναικός τήν κλειτορίδα. διά πρώτην φοράν διέκρινε τήν έστω και πόρρωθεν υπάρχουσαν οµοιότητα ή µακρυνήν συγγένειαν τού µέρους αυτού τού γυναικείου ερωτικού οργάνου επάνω από τήν τρυφεράν οπήν, µε τήν ψωλήν τού ανδρός. Εν ρίγος συνεκλόνισε τόν Στήβ. Μία ιδέα ήστραψε εις τόν νούν του. Μήπως υπήρχε κάποτε ψωλή εις τήν θέσιν τού µουνιού, ή, έστω, µαζύ µε τό µουνί; Μήπως βιαίως αφηρέθη; Μήπως απεκόπη και έµεινε εις τήν θέσιν τού ωραίου γίγαντος, τούτο τό µικροσκοπικόν, τό τοσοδούλι πραµατάκι, πού ηγωνίζετο να αναγεννηθή, να αναβλαστήση; Μήπως αν εδοκίµαζε να εισέλθη µε τό ιδικόν του πέος εις τήν µυστηριώδη οπήν, εις τήν µουνότρυπαν αυτής τής ξανθής γοήσσης, θα τού απεκόπτετο η ψωλή και θα τήν έχανε διά παντός; Άραγε αύτη η οπή πού έβλεπε ενώπιόν του ήτο η είσοδος τού Παραδείσου, ή µία πύλη τής Κολάσεως απατηλή; Ο Στήβ δεν ήξευρε τι να συµπεράνη, ως προς τά πέραν τού αντικειµενικού. Και ενώ εγνώριζε καλώς ότι τό θελξικάρδιον πράγµα πού έβλεπε να ανοίγη από τήν καύλαν ολονέν περισσότερον µπροστά του, ως ένα ηδυπαθές θαλάσσιον κογχύλι, και να ροδίζη µεταξύ τών εν ευρεία διαστάσει σκελών τής συνοµιλητρίας του ήτο ένα µουνί, ένα ωραιότατον µουνί µιας θεσπεσίας νέας, και ενώ τό γυναικείον ερωτικόν όργανον ήτο τό πράγµα πού απ' όλα περισσότερον εσκέπτετο, ελάτρευε και ποθούσε ο Στήβ, και παρ' όλον ότι ο ισχυρός αρσενικός λοστός του έτεινε µε διάπυρον περιπάθειαν προς τό µουνί τής Τζέην, τό άγχος τού νεαρού ανδρός ενδυνάµωνε ακόµη. Σκεπτόµενος πώς ετρέπετο συνήθως εις φυγήν προ πολύ µικρότερων προκλήσεων, ο Στήβ επανέλαβε ενδοµύχως : « Θεέ µου, τι µε καρφώνει εδώ πέρα; » Όµως, εκεί πού οιοσδήποτε άλλος θα έλεγε : « Μα φυσικά, αυτή η όµορφη κοπέλλα ...» ο νεαρός ναύτης δεν ηδυνήθη να απαντήση εις τόν εαυτόν του, όπως δεν ηµπορούσε να απάντηση και εις τήν Τζέην. Και µολονότι µία φωνή τού έλεγε µέσα του, επιµόνως, ότι αύτη η ξανθή κυρία ήτο µία γλυκεία και έξυπνη και « όνοραµπλ » γυναίκα, ο Στήβ, µη έχων ποτέ καυλώσει αναφανδόν ενώπιον γυναικών, παρά µόνον όταν ευρίσκετο µε πόρνας, ή εν ώρα

Page 46: Megas Anatolikos 1 Tomos

46

µονώσεως σκοπίµου, φανταζόµενος ότι συµπράττει ερωτικώς µε τρυφερά κοράσια και µε ωραίας κυρίας, τουτέστιν εις ώρας αυνανισµού —αυνανισµού, ουχί ελευθέρως ενεργούµενου, αλλά εν πνεύµατι µεγάλης ένοχης— τώρα, έχων πλήρη συναίσθησιν τής καύλας του, ενώ µόλις προ ενός λεπτού έλεγε µε περιπάθειαν ενδοµύχως : « Αχ, τι όµορφη, τι γλυκεία πού είσαι! Αχ, πόσο ποθώ να σε γαµήσω! » αίφνης, και διά πρώτην φοράν, εκοίταξε εις τά µάτια ο Στήβ τήν Τζέην και είπε µέσα του, µε δριµύτητα : « Πόρνη ! » Έπειτα, διαισθανόµενος χαωδώς, αλλά και εντόνως, ότι η γυναίκα αύτη δεν ήτο πόρνη, δεν ηδυνήθη να τήν ατενίση πλέον, και θεωρών αυτήν, εκ νέου, ως µίαν έντιµον νεαράν κυρίαν, πού κατά τύχην µάλλον είχε αποκαλύψει τό αιδοίον της, έκυψε για να αποκρύψη τήν κραταιάν του στύσιν και τήν ταραχήν του, και εξηκολούθησε να στιλβώνη πιο χαµηλά τούς παρερειστικούς σωλήνας και τούς άλλους µπρούντζους τής κλίµακος, επί τής 5ης βαθµίδος τής οποίας εκάθητο η ωραία εκθέτις. Και ενώ ήθελε πάλιν να τής πή : « Ω, δεσποινίς, δεν ξέρετε πόσο θέλω να σας γαµήσω ...» όχι µόνον δεν είπε τίποτε, αλλά, διά πρώτην φοράν, απέσπασε τό βλέµµα του διά µίαν διάρκειαν µεγαλυτέραν τών 5 ή 6 δευτερολέπτων, από τό ερωτικόν όργανον τής ηθοποιού. Όµως, δεν ηδυνήθη ο Στήβ να µη τό ιδή επί µακρόν. Και ενώ η Τζέην τόν έβλεπε να αγωνία, µετά σχετικώς ολίγον µόνον χρόνον επικύψεως και λυσσώδους στιλβώσεως τών µπρούντζων, ο νεαρός ναύτης ύψωσε εκ νέου τήν κεφαλήν του, και εκοίταξε πάλιν τό ως θαυµάσιον εξωτικόν άνθος ροδαλόν µουνί της, τό οποίον ήτο σχεδόν τελείως ανοικτόν από τήν διέγερσίν του, και εφαίνετο ωσάν να είχε µόλις γαµηθεί, ωσάν να είχε µόλις εξέλθει από τόν κόλπον του ένα ογκώδες πέος, ή, τουλάχιστον, ωσάν να είχε υποστεί τό ωραίον αυτό µουνί, σφοδρόν και επίµονον αυνανισµόν. Η διάσηµος Αγγλίς ηθοποιός, ήτις κατά τό διάστηµα τούτο, είχε συλλάβει και καταστρώσει ένα σχέδιον κατάλληλον διά µίαν περίπτωσιν ως η παρούσα, µε ζωηράν λαγνικήν λαχτάραν, αλλά και µε γλυκύ και φιλοπαίγµον ύφος, εν τέλει είπε : « Καλά, Στήβ, αφού δεν θέλεις να µιλήσης, δεν επιµένω. » Έπειτα, κλείουσα πάλιν τά σκέλη της και κρύπτουσα προς στιγµήν τό αιδοίον της, τά ήνοιξε εκ νέου σχεδόν αµέσως και επιδεικνύουσα πάλιν τό ερωτικόν της όργανον προσέθεσε : « Άκουσε, Στήβ. Έχω να σου πω κάτι άλλο. Ο σκύλος µου Μπόµπ πήρε από κακό µάτι τούς καµαρότους, και οι καµαριέρες τόν φοβούνται, διότι προ δύο ωρών, στην καµπίνα µου, προσπάθησε να καβαλλήση µια απ' αυτές από πίσω, τήν ώρα πού έσκυβε κάτι να σήκωση από χάµω . . . Καταλαβαίνεις, Στήβ, τι ήθελε να τής κάνη, γιατί σίγουρα θα έχης ακούσει ότι υπάρχουν σκύλοι πού δεν ορέγονται µόνο τις σκυλίτσες . . . Επειδή λοιπόν ο Μπόµπ είναι φοβερός γυναικάς και τόν φοβήθηκαν οι υπηρέτριες, ήθελα να σε παρακαλέσω να ...» Την στιγµήν εκείνην, εις τό απόµερον και ολιγοσύχναστον τούτο σηµείον τού καταστρώµατος, ενεφανίσθη ο µικρός Ρωσσοαµερικανός Μπίλλυ Γκάλλοπ. Ο µείραξ αυτός είχε σηκωθεί από τήν θέσιν του εις τό πλευρόν τής µητρός του πριγκιπίσσης Αναστασίας, ολίγον µετά τήν αναχώρησιν τής Τζέην, και, τώρα παίζων κρυφτό-κυνηγητό µετά τινος µικρού του φίλου, ευρέθη, κατά τύχην, αιφνιδίως, εµπρός εις τήν ωραίαν εκθέτιδα. Σταµατών αποτόµως προ τών δύο συνοµιλητών, ο Μπίλλυ διέκοψε τήν Τζέην και ηρώτησε ασθµαίνων : « Μήπως είδατε ένα παιδί µε κόκκινο σκούφο; » Ο Στήβ πού ήκουσε ερυθριών, τά µε προσποιητόν αφέλειαν σκοπίµως λεχθέντα υπό τής Τζέην περί τής λαγνικής επιθέσεως τού µολοσσού, τά οποία

Page 47: Megas Anatolikos 1 Tomos

47

πράγµατι είχαν λάβει χωράν προ δύο ωρών εις τόν θάλαµόν της, ησθάνθη να προστίθεται εις τήν διέγερσίν του και εις τό ταυτόχρονον άγχος του και αηδία, αλλά µία αηδία πού ουδόλως ηλάττωνε τήν ισχυράν του καύλαν. Άµα τή εµφανίσει τού µικρού Ρωσσοαµερικανού, ο ναύτης, διακόπτων τήν στίλβωσιν, εστάθη όρθιος και αφού έρριψε εν βλέµµα επί τού µείρακος, εξηκολούθησε να παρατηρή τό ανοικτόν µουνί τής Τζέην, ενώ, υπό τό εξωγκωµένον παντελόνι του, η ψωλή του διετήρει τάς διαστάσεις τής πλήρους στύσεως. Ήτο δε τόση η κατάπληξις και η ταραχή του, επί τώ ακούσµατι τής κατά τής θαλαµηπόλου λαγνικής απόπειρας τού πελωρίου κυνός, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου, η αδόκητος εµφάνισις τού Μπίλλυ, τόν είχαν αιφνιδιάσει τόσον, πού επί τινα δευτερόλεπτα, ο Στήβ δεν έκαµε τίποτε διά να απόκρυψη τήν έγκαυλον κατάστασίν του. Η ξανθή εκθέτις, µε τά σκέλη πάντοτε πολύ ανοικτά, και µε τό ερωτικόν της όργανον καθαρώτατα ορατόν, εστράφη προς τό παιδίον και πλήρης νέων ελπίδων, µε οφθαλµούς αστράπτοντας και µε γλυκύ µειδίαµα εις τά χείλη της, είπε : « Όχι, δεν είδα κανένα ...» « Αν τό δήτε, σας παρακαλώ να µη τού πήτε ότι µε εί. . . » Ο Μπίλλυ δεν ηδυνήθη να συνεχίση τήν φράσιν του. Εκείνην τήν στιγµήν, τό βλέµµα του εκαρφώθη εις τό µουνί τής νεαράς ηθοποιού και η αναπνοή του εκόπη. Εµβρόντητος και ερυθριών, εκοίταζε τώρα τό ωραίον αιδοίον. Η Τζέην, ενθουσιασµένη και προσποιούµενη ότι δεν είχε αντιληφθεί τίποτε, άφησε τόν µείρακα να συνέλθη και εστράφη προς τόν Στήβ. Εν τώ µεταξύ, ο νεαρός ναύτης, αντιληφθείς ότι εφαίνετο καθαρά η στύσις του, έκυψε πάλιν διά να τήν κρύψη και προσεποιήθη ότι εξηκολούθει τήν στίλβωσιν τών µπρούντζων, ενώ µε ισχυρότατον παλµόν καρδίας εκρυφοκοίταζε τό αιδοίον τής Τζέην. Η φιλήδονος Αγγλίς τόν εκοίταζε µε τό ίδιον ύφος όπως και πριν, και συνεχίζουσα τήν διακοπείσαν πρότασιν πού ήρχισε να τού κάνη όταν ενεφανίσθη ο παίς, είπε : « Επειδή συµβαίνουν, Στήβ, όσα σου έλεγα µε τόν σκύλο µου, και επειδή ο Μπόµπ φαίνεται να σε συµπαθή, ήθελα να σε παρακαλέσω, να έλθης αύριο στην καµπίνα µου, µεταξύ 8 και 9, για να τόν βγάλης εσύ στην πρωινή του βόλτα, ώστε να µην αναγκασθώ να σηκωθώ νωρίς-νωρίς. για να τόν βγάλω εγώ έξω . . . Ονοµάζοµαι Τζέην Μπόσουελ και µένω στον θάλαµο 57. ∆έχεσαι, Στήβ; Θα µε υποχρέωσης. » Ερυθριών ζωηρώς ο Στήβ εδέχθη, παρά τό άγχος πού τόν ανεστάτωνε. Ενοχληµένος όµως από τήν παρουσίαν τού αγοριού, και φοβούµενος να εξακολούθηση τήν οπτευτικήν του απόλαυσιν ενώπιόν του, απήλθε πάραυτα µε τήν περισκελίδα του ακόµη πολύ εξωγκωµένην εις τό σηµείον πού εκάλυπτε τήν ψωλήν του, εγκαταλείπων άθελά του τήν θέσιν του εις τόν Μπίλλυ, χωρίς να ηµπορή να απόκρυψη τήν νέαν ισχυράν συγκίνησιν πού τού επροξένησε η πρότασις τής Τζέην. Πλήρης χαράς και µειδιώσα, η ωραία Αγγλίς, εστράφη πάλιν προς τόν Μπίλλυ, όστις, καθηλωµένος επί τόπου έµπροσθέν της, µαταίως ηγωνίζετο να αποσπάση τό βλέµµα του από τό ανοικτόν µουνί της, και είπε : « Πώς σε λένε, αγόρι µου; » « Με λένε Μπίλλυ » απήντησε ο µικρός Ρωσσοαµερικανός χαµηλοφώνως, κάµνων µε δυσκολίαν µίαν πολύπλοκον κατάποσιν σιέλου. « Γιατί µε ρώτησες για τό άλλο αγόρι; Μήπως παίζεις κρυφτό-κυνηγητό µαζύ του; »

Page 48: Megas Anatolikos 1 Tomos

48

« Ναι. . . Μάλιστα . . . Ναι...» απήντησε ο µικρός εναγωνίως, κοιτάζων εκστατικός τό ερωτικόν όργανον τής νεαράς ηθοποιού. « Ψάχνεις ή κρύβεσαι; » ηρώτησε η Τζέην, απολαµβάνουσα τήν ταραχήν πού προκαλούσε εις τόν µείρακα η θέα τού µουνιού της. « Κρύ. . . κρύβοµαι ...» απήντησε µε τρέµουσαν φωνήν τό αγόρι. « Και τι ήθελες να µε παρακάλεσης προ ολίγου; » « Να µη ... µη πήτε στον φίλο µου ότι πέ. . . πέρασα απ' εδώ. » « Να µείνης ήσυχος Μπίλλυ. » είπε η Τζέην. Έπειτα, εντείνουσα τό µειδίαµά της, προσέθεσε µε τό ίδιον φιλοπαίγµον ύφος : « Μα γιατί µε κοιτάζεις έτσι; » Ο µικρός δεν ηδυνήθη να απάντηση. Ερυθριών ακόµη περισσότερον και µε τό στόµα του ανοικτόν, εκοίταζε κεχηνώς και µαγευµένος τό χαίνον έναντι αυτού ηδυπαθώς µουνί. Αίφνης τό βλέµµα τής ηθοποιού έγινε ρεµβώδες. Η Τζέην ενεθυµήθη τι είχε σκεφθεί ότι θα ηµπορούσε να κάµη εις τόν Στήβ, εάν ο νεαρός ναύτης ήτο αγόρι και όχι άνδρας, όταν, ολίγον προ τής εµφανίσεως τού Μπίλλυ, διενοήθη προς στιγµήν να πή απεριφράστως εις τόν νέον, ότι θα ήθελε να γαµηθή απ' αυτόν. Ό,τι δεν ήτο εύκολον να γίνη µε τόν Στήβ, δι' αναλήψεως εκ µέρους της αµέσου πρωτοβουλίας, εφαίνετο εύκολον —εσκέπτετο τώρα η Αγγλίς— να πραγµατοποιηθή µε τόν µικρούλην. Εν ριπή οφθαλµού η Τζέην έλαβε τήν απόφασιν της. Αλλά δεν ήξευρε πώς να αρχίση. Θα ηµπορούσε, βεβαίως, να ασπασθή τόν Μπίλλυ, θα ηµπορούσε να ψαύση κατά ευθείαν τήν ψωλήν του και έπειτα να τόν οδήγηση, µε ολίγα λόγια τρυφερά εις τόν θάλαµόν της, όπου θα ηµπορούσε να κάµη χίλια-δυό πράγµατα γλυκύτατα µαζύ του, και όπου, εν τέλει, θα ηµπορούσε να τόν βάλη να τήν γαµήση, ή, τουλάχιστον, να δοκιµάση να τής τό κάνη . . . Αλλ' εάν εξαφνιάζετο ο µικρός; Εάν ετρόµαζε και ετρέπετο εις φυγήν; Αν έτρεχε και τά έλεγε όλα εις τήν µαµάν του, προτού προλάβη να τόν κατηχήση; Όχι, ο τρόπος αυτός ήτο υπέρ τό δέον επικίνδυνος. Θα έπρεπε να σκεφθή κάτι διαφορετικόν, κάτι πλέον ασφαλές και λυσιτελές συγχρόνως. Η Τζέην δεν ήργησε να εύρη άλλον τρόπον. Θα τού έλεγε να τήν ακολουθήση εις τήν καµπίναν της, δήθεν διά να τόν κρύψη από τόν σύντροφόν του, και θα εξετέλει εκεί τά σχέδιά της, αφού θα εύρισκε προηγουµένως τρόπον να εξασφαλίση εκ µέρους τού µικρού τήν εχεµύθειάν του, δίδουσα εις αυτόν να εννοήση ότι θα έπρεπε να τήρηση αυστηράν µυστικότητα περί τά όσα θα έκαµναν µαζύ. Πριν όµως θέση εις εφαρµογήν τό σχέδιον τούτο, η Τζέην εσκέφθη να σφυγµοµετρήση τό αγόρι, διά να µάθη πόσην ερωτικήν πείραν είχε και ποίας γνώσεις, πράγµα πού θα τής επέτρεπε να καθορίση καλύτερα τήν τακτικήν και τήν στρατηγικήν της. Πώς, όµως, θα τό έκαµνε αυτό εις τόσον βραχύ διάστηµα, αφού ο παίς, κατά πάσαν πιθανότητα, θα έφευγε γρήγορα, διά να µη τόν συλ-λάβη ο σύντροφός του; Εάν µάλιστα —εσκέφθη η Τζέην— δεν ήτο εκτεθειµένον τό µουνί της, ίσως να είχε ήδη φύγει τό αγόρι. Τό πράγµα δεν ήτο εύκολον. Τι έπρεπε να κάµη; Ελάχιστον ακόµη χρόνον εχρειάσθη να σκεφθή η νεαρά ηθοποιός, και ευρέθη και διά τούτο λύσις. Ατενίζουσα τόν Μπίλλυ ερωτηµατικώς εις τά µάτια, η Τζέην ήρχισε να κινή τήν δεξιάν της χείρα γρήγορα και παλινδροµικώς πρόσω και οπίσω, εµπρός εις τήν φούσταν της τήν ανασηκωµένην τόσον, πού εξ αρχής άφηνε να φαίνεται καθαρά τό ερωτικόν της όργανον, εις τό µέσον τών πολύ ανοικτών σκελών της, και εξηκολούθησε να κινή τήν δεξιάν της τοιουτοτρόπως, ακριβώς εµπρός εις τό αιδοίον της, µεταξύ τών λευκών µηρών της. Η

Page 49: Megas Anatolikos 1 Tomos

49

χειρονοµία της ήτο απαράλλακτη µε αυτήν πού έκαναν προ ολίγης ώρας εις άλλο σηµείον τού υπερωκεανείου οι τρεις Νέγροι, αρχικώς παίζοντες ζάρια εις τό κατάστρωµα, και, αργότερον, αυνανιζόµενοι εις τόν θάλαµόν των ήτο απαράλλακτη µε τήν χειρονοµίαν πού έκαµε ολίγον ενωρίτερον κατά αληθώς µεγάλην σύµπτωσιν και η µικρά Ελληνίς Ειρήνη, µιµούµενη τόν ανδρικόν αυνανισµόν και ζητούσα να µάθη από τήν παιδαγωγόν της, διατί κουνούσε τήν χείρα του επί τού πέους του κατά τόν ίδιον τρόπον ο θαλαµηπόλος, χθές τό απόγευµα εις τήν προκυµαίαν, εκεί κοντά εις τά βαρέλλια. Εκτελούσα τώρα και αύτη τήν χειρονοµίαν τού ανδρικού αυνανισµού εις τόν αέρα, η Τζέην εκοίταζε µε σταθερότητα και επιµονήν τόν Μπίλλυ εις τά µάτια, ωσάν να έλεγε εις τόν µείρακα : « Θέλεις, αγόρι µου, να σου τρίψω τήν ψωλή σου; Θέλεις να σε µαλακίσω; Θέλεις, χρυσό µου, να σε κάνω να ευχαριστηθής, να χύσης; » Ταύτα ποιούσα σιωπηρώς, αλλά και µε έντονον και εκφραστικήν τής χειρός της, τού αιδοίου της και τών οφθαλµών της ευγλωττίαν, η Τζέην είχε µίαν άλλην ερώτησιν έτοιµην εις τόν νούν της, πού αν ήτο ανάγκη να τήν θέση, θα τής επέτρεπε να τήρηση άπαντα τά προσχήµατα, ούτως ώστε, και εις συµπέρασµα να καταλήξη, και τήν διέγερσιν τού Μπίλλυ να επισπεύση, χωρίς εν τούτοις να εκτεθή εις τά µάτια τού αγοριού, εάν ο µείραξ δεν εδέχετο να τήν ακολουθήση. Μόλις είδε ο Μπίλλυ τήν άσεµνον χειρονοµίαν, αµέσως εκοκκίνισε τόσον πολύ, που τό ήδη µέγα ερύθηµα τών παρειών του επεξετάθη και έφθασε µέχρι τών ώτων του και µέχρι τού µετώπου. Ήδη η Τζέην διεπίστωνε µετά χαράς ότι ο παίς ήξευρε τι εσήµαινε η χειρονοµία της και συνεπέρανε ότι, ως ήτο φυσικόν, θα ηυνανίζετο κατά συνέπειαν ο ίδιος. Αφού εκίνησε αρκετάς φοράς τήν χείρα της µε ηµίκλειστον τήν παλάµην παλινδροµικώς εµπρός και οπίσω, προ τού αιδοίου της, χωρίς να οµιλήση, ωσάν να εκράτει εις τήν χούφταν της και να έτριβε ογκώδη πούτσαν, εξηκολούθησε τήν άσεµνον αλλά χαριτωµένην χειρονοµίαν της, και κοιτάζουσα ατενώς τόν Μπίλλυ είπε : « Θέλεις να ... Θέλεις να ... Θέλεις να ...» ∆ιακόπτουσα τήν περαιτέρω εκστόµισιν τής φράσεως πού είχε κατά νούν, η Αγγλίς ηθοποιός επανέλαβε τάς δύο λέξεις, συνοδεύουσα πάντοτε τήν ερώτησιν µε τήν αυνανιστικήν κίνησιν τής δεξιάς της, ενώ ο Μπίλλυ εκοίταζε τό ανοικτόν µουνί της, µε ένα κράµα θαυµασµού και αγωνίας. « Θέλεις να ... Θέλεις να ... Θέλεις να ...» Και πάλιν δεν συνεπλήρωσε τήν φράσιν της η Τζέην, και µετ' ολίγον επανέλαβε άλλην µίαν φοράν τάς δύο λέξεις, διακόπτουσα εκ νέου τήν περαιτέρω εκστόµισιν τής ερωτήσεως, διά να απολαύση τόν αντίκτυπον τής συνεχιζοµένης αυνανιστικής χειρονοµίας της επί τού παιδίου, τήν εντύπωσιν που τού έκαµνε η µίµησις τού ανδρικού αυνανισµού, ήτις, προστιθεµένη εις τήν συγκλονιστικήν εντύπωσιν που προκαλούσε εις αυτόν η θέα τού µουνιού της, ηύξανε τήν ήδη µεγάλην ταραχήν του. Επιτέλους, ενώ τό χέρι της πηγαινοήρχετο ζωηρώς προ τού ερωτικού οργάνου της, και ενώ ο Μπίλλυ τήν εκοίταζε µε ολονέν εντεινοµένην έκπληξιν, θαυµασµόν και δέος, η ωραία εκθέτις, µε τό ίδιον εκείνο φιλοπαίγµον ύφος και µε περίτεχνον ωσαύτως πονηρίαν, ηρώτησε τόν µείρακα, ωσάν να ηννόει εξ αρχής αυτό πού τώρα µόλις έλεγε : « Μπίλλυ, θέλεις να ... θέλεις να παίξουµε ζάρια στην καµπίνα µου; » Έπειτα προσέθεσε αµέσως : « Έτσι θα κρυφθής από τόν φίλο σου και θα διασκεδάσουµε µαζύ επί πλέον.»

Page 50: Megas Anatolikos 1 Tomos

50

Ο Μπίλλυ, καίτοι ηγάπα πολύ τήν µαλακίαν και ηυνανίζετο συχνά, ως υγιές και φυσικόν αγόρι πού ήτο, µόλις ήρχισε να κινή τήν χείρα της η Τζέην, ετρόµαξε µε τήν εκφραστικήν χειρονοµίαν, ωσάν να εφοβείτο αυτό ακριβώς πού υπέρ παν άλλο θα ήθελε να τού έκαµνε η ωραία ξανθή κυρία. Ευθύς όµως µετά τήν ολοκλήρωσιν τής ερωτήσεως πού τού έθεσε η Τζέην, προσθέτουσα τά περί κύβων λόγια, ο µείραξ διαπιστώνων ότι είχε κάµει λάθος εις τάς εικασίας του, ανεκουφίσθη πάραυτα και αναστενάζων είπε : « Ναι . . . Μάλιστα . . . Πολύ ευχαρίστως. » Όµως, αµέσως µετά τήν απάντησίν του αυτήν, κάτι παράδοξον συνέβη µέσα του αντιστρόφως, κάτι εξ ίσου παράδοξον και αλλοπρόσαλλον µε τό µικρόν συναίσθηµα που είχε δοκιµάσει πριν οµιλήση η Τζέην περί τών κύβων. Ενώ ο µετά παραστατικών χειρονοµιών, όπως τόν εφαντάσθη, προ ολίγου, υπαινιγµός, τού είχε προκαλέσει µεγάλην ταραχήν, όταν είδε ότι η νεαρά Αγγλίς, κάτι άλλο ηννόει και όχι µαλακίαν, ο Μπίλλυ εδοκίµασε απογοήτευσιν µεγάλην. Και ενώ προ ενός µόλις λεπτού ησθάνθη ανακούφισιν, όταν η Τζέην επρότεινε τά περί κύβων, εκεί πού αυτός ενόµιζε ότι ηννόει αυνανισµόν, τώρα, αντιθέτως, ελυπείτο σφόδρα, σκεπτόµενος εκ τών υστέρων, πόσον ωραία θα ήτο, εάν εις τήν καµπίναν της, αντί να παίξουν ζάρια, τού έτριβε τήν ψωλήν του η εξαισία αύτη κυρία, και αναλογιζόµενος τό πρόσφατον άγχος του, είπε ενδοµύχως, µεµφόµενος τόν εαυτόν του : « Τι βλάκας πού είµουν να τροµάξω, αφού µου αρέσει τόσο πολύ η µαλακία ... τι κρίµα, αχ, µα τι κρίµα, πού δεν πρόκειται να µου τήν παίξη. » Η Τζέην πού ήδη ευρίσκετο εν µεγάλη διεγέρσει εκ τής επαφής της µε τόν Στήβ, ενθουσιασµένη µε τήν νέαν ευκαιρίαν πού τής προσέφερε η τύχη, πέµπουσα εις αυτήν τόν µικρόν Ρωσσοαµερικανόν, απεφάσισε να επιζήτηση έναν πρόσκαιρον και έστω µη πλήρη κατευνασµόν τής ισχυράς διεγέρσεώς της, αντλούσα από τόν παίδα ό,τι θα ηµπορούσε να τής προσφέρη. Άνευ αναβολής και δίχως άλλην σκέψιν, η Τζέην ηγέρθη από τήν θέσιν της επί τής κλίµακος, και ενώ η ευρεία φούστα της, πίπτουσα ως αυλαία µέχρι τών αστραγάλων της, εκάλυπτε τό αιδοίον της, κατήλθε γρήγορα τά σκαλοπάτια. « Πάµε » είπε, λαµβάνουσα εκ τής χειρός τόν Μπίλλυ. Τήν ιδίαν στιγµήν, ο µέγας κύων Μπόµπ, όστις, αφού εξ αρχής, τρέµων και περιλείχων τά χείλη του, δεν έπαυσε να παρατηρή µε έκδηλον ερωτικήν όρεξιν τό αιδοίον τής Αγγλίδος, και όστις, προ ενός µόλις λεπτού είχε καθήσει περί τά δύο µέτρα οπίσω από τόν Μπίλλυ και ήρχισε να γλείφη γρήγορα τό εκ τής διεγέρσεώς του εκτοξευθέν εν µέρει, κατέρυθρον και αιχµηράν του πέος, ηγέρθη και αυτός. Με τήν βάλανόν του προεξέχουσαν ακόµη από τήν πόσθην, ήρχισε να βαδίζη εις τό πλευρόν τής ωραίας κυρίας του, ήτις προχωρούσε τώρα εν σπουδή έχουσα δεξιά τόν µείρακα, και αριστερά τόν µέγαν και πιστόν της µολοσσόν. Ο Μπίλλυ, λησµονήσας πλήρως τόν µικρόν του φίλον, καθώς και τό κρυφτό-κυνηγητό, εβάδιζε ως εν ονείρω, µε τήν ψυχήν του εν εξάρσει, µε τήν καρδίαν του πάλλουσαν αγρίως, αφ' ενός µεν ένεκα τού θεσπεσίου θεάµατος πού είχε ιδεί κάτω από τό φόρεµα τής Τζέην, εις τό βάθος τών λευκών µηρών της, όπου, τό παχουλόν µουνί της, µε τά χείλη του ανοικτά, εφαίνετο ωσάν να ήθελε να οµιλήση, και, αφ' έτερου, εκ τού γεγονότος ότι ευρίσκετο εις τό πλευρόν της, µε τό χέρι του εις τό ιδικόν της, πλήρης από τό δράµα τής καλλονής αυτής τής ξανθής κυρίας και από τό δράµα τού επιδειχθέντος µέσα εις τάς πυρροξάνθους τρίχας του ζωηρώς ροδίζοντος και εκ τής καύλας ανοικτού ερωτικού της θησαυρού.

Page 51: Megas Anatolikos 1 Tomos

51

Ω, τί ωραία πού ήτο αυτή η χαµογελαστή και τόσον ανοικτόκαρδη και ευγενική κυρία! τί ωραία µάτια πού είχε, τί χέρι απαλό, τί ωραίο στόµα. Τί ωραία χρυσά µαλλιά και τί θαυµάσιο και σαν κογχύλι σπάνιο τριανταφυλλί µουνί! Και τά βυζιά της; Πώς ήσαν τά βυζιά της; Ω, σίγουρα, θα ήσαν και αυτά θαυµάσια, όλο αφρός και στρογγυλάδα, όλο αφρός και παλλοµένη ελαστικότητα, όλο αφρός και γάλα, χάρµα θεσπέσιο τών µατιών και τής αφής, µε κάτι ρώγες τραγανές και όµοιες στο χρώµα µε τό υπέροχο γλυκό µουνί της! Ω! τι καλά πού θάτανε, αν τόν άφηνε να τής τά πιάση, να τής τά ζουλήξη, να τής τά τρίψη, και επάνω απ' όλα, ω, τι καλά πού θάτανε, αν, τήν ίδια ώρα, τού έκανε αυτή η εξαίσια κυρία µαλακία, κουνώντας τό χέρι της όπως τό κούνησε προ ολίγου στον αέρα, κουνώντας το τούτη τή φορά επάνω στην ψωλή του, γλυκά-γλυκά και τρυφερά, γλυκά-γλυκά και απαλά, και, τέλος, σφικτά-σφικτά και δυνατά, ώσπου από τήν γλύκα τήν πολλή, µεσ' απ' τήν χούφτα της να χύση τό ψωλόχυµά του επάνω στα βυζιά της, ώσπου από τήν γλύκα τήν µεγάλη, να τού κοπούν τά γόνατα και πέφτοντας να σωριασθή στην αγκαλιά της. Έτσι εσκέπτετο ο Μπίλλυ, βαδίζων εις τό πλευρόν τής Τζέην, µε βαυκαλιστικήν υπόκρουσιν τό θρόισµα τού φουστανιού της. Όµως δεν επροχώρησε πολύ, όταν ηκούσθη µία φωνή : « Μπίλλυ . . . Μπίλλυ ...» Η φωνή ήρχετο από ένα µικρόν χώλ, προς τό όποιον επλησίαζαν. ∆ιά µιας, ο µικρός Ρωσσοαµερικανός εξήλθε από τούς ρεµβασµούς του. Ήτο η φωνή τού διώκοντας αυτόν µικρού του φίλου. Τό δε χώλ ήτο ο χώρος διά τού οποίου θα έφθαναν εις τόν διάδροµον τόν άγοντα εις τόν θάλαµον τής διασήµου ηθοποιού. Τήν ιδίαν στιγµήν, εις τό άλλο άκρον τού καταστρώµατος, ενεφανίσθη η πριγκίπισσα Αναστασία, συνοµιλούσα µε έναν άνδρα. Η Τζέην είδε µε αποκαρδίωσιν να καταρρέουν αι ελπίδες της, τά σχέδιά της. Σχεδόν συγχρόνως, ο Μπίλλυ απέσπασε τήν χείρα του από τήν ιδικήν της και είπε : « ∆εσποινίς, µε συγχωρείτε . . . Πρέπει να κρυφθώ αµέσως . . . Όχι µόνο επειδή είναι κάπου εδώ κοντά ο φίλος µου και θα µε βρή, µα και επειδή δεν θέλω να µε δη η µητέρα µου — αυτή η κυρία πού έρχεται προς τά εδώ . . . Αν µε πάρη τό µάτι της, θα µε φωνάξη αµέσως. » Παρά τήν απογοήτευσίν της, η Τζέην δεν έχασε τήν ετοιµότητά της. « Καλά » είπε. « Αφού πρέπει να κρυφθής, πήγαινε. Όµως, αν δεν µπορέσεις να έρθης σήµερα στην καµπίνα µου έως τό βράδυ, έλα να µε βρής αύριο τό πρωί στις 10. Μένω στον αριθµό 57. Να τόν θυµάσαι...» Εις τό σηµείον αυτό, η Τζέην έστρεψε τά νώτα της προς τήν µητέρα τού µικρού Ρωσσοαµερικανού, ήτις, χωρίς να έχη παρατηρήσει τόν υιόν της, επλησίαζε ολονέν, και επαναλαµβάνουσα δυό-τρείς φοράς τήν αυνανιστικήν χειρονοµίαν πού είχε κάµει προηγουµένως, προσέθεσε µε πονηρίαν : «Θα σε περιµένω για να παίξουµε ζάρια... Κατάλαβες; Έχω µια ιδέα ότι θα ευχαριστηθής πολύ . . . Να, έτσι . . . έτσι . . . Σήµερα λοιπόν, ή αύριο, να έλθης στην καµπίνα µου . . . Μη τό ξεχάσης ...» « Ω, δεσποινίς, ευχαριστώ! ∆εν θα τό ξεχάσω . . . Θα προσπαθήσω µε κάθε τρόπο να έλθω » είπε ο παίς ερυθριών ζωηρώς, ένεκα τής χειρονοµίας που έκαµε πάλιν η Τζέην, και διερωτώµενος άλλην µίαν φοράν, µε ισχυρότατον παλµόν καρδίας, µήπως εννοούσε η ωραία κυρία µαλακίαν, παρά τήν περί κύβων δήλωσίν της, (αφού µάλιστα ετόνιζε ότι θα εδοκίµαζε µεγάλην ευχαρίστησιν) απεµακρύνθη τρέχων.

Page 52: Megas Anatolikos 1 Tomos

52

Η Τζέην επροχώρησε µε τόν πελώριον κύνα Μπόµπ, αναλογιζοµένη µε ηδονικήν φρικίασιν τάς ορισθείσας διά τήν επαύριον δύο συναντήσεις, και ενώ τό βλέµµα της καθίστατο ονειροπόλον, τά χείλη της εψιθύρισαν περιπαθώς : « Όµορφε Στήβ! . . . Χρυσέ µου Μπίλλυ! ...» ∆εν είχε όµως κάµει πολλά βήµατα, όταν ο Μπίλλυ, τρέχων και ασθµαίνων, έφθασε πάλιν και εστάθη ενώπιόν της. « ∆εσποινίς! » είπε χαµηλοφώνως, αλλά εν εξάψει. « Ο φίλος µου βγήκε από τό χώλ και µε παραµονεύει κάπου εδώ κοντά... Πήτε µου παρακαλώ, που µπορώ να κρυφθώ; ∆είξτε µου γρήγορα ένα µέρος. » Προς στιγµήν η Τζέην πάλιν εσκέφθη να προτείνη εις τόν µείρακα να τόν οδήγηση εις τόν θάλαµόν της, δήθεν διά να τόν κρύψη εκεί, ενώ, εις τήν πραγµατικότητα είχε σκοπόν να κάµη, ή, τουλάχιστον, να αποπειραθή να κάµη έναρξιν λαγνοπραξιών µαζύ του. Όµως η Αναστασία Γκάλλοπ, µε τόν συνοδόν της, ίστατο τώρα ουχί µακράν από τήν είσοδον τού χώλ, πού ωδηγούσε εις τόν θάλαµόν της. Συνεπώς πάσα άµεσος µετάβασις µετά τού Μπίλλυ εις τήν καµπίναν της απεκλείετο. Ρίπτουσα γρήγορα εν βλέµµα γύρω της, η Αγγλίς ηθοποιός ηρεύνησε τό κατάστρωµα και αιφνιδίως είπε : « Να Μπίλλυ, που µπορείς να κρυφθής . . . Μέσα στην πρώτη απ' αυτές τις δέκα βάρκες πού αρχίζουν εδώ κοντά . . . Σε αυτήν που έχει τό πάνινο κάλυµµά της µισολυµένο . . . Τρέχα και έµπα µέσα γρήγορα. Και µη ξεχάσης αυτό πού σου είπα . . . Αν δεν µπορέσεις να έλθης σήµερα στην καµπίνα µου, θα σε περιµένω αύριο τό πρωί ... Τό νούµερό µου σου τό έδωσα. » Ευχαριστών ο Μπίλλυ έτρεξε προς µίαν λέµβον ευρισκοµένην ουχί µακράν από τό σηµείον εκείνο, και σκαρφαλώνων επ' αυτής, εισήλθε εν ριπή οφθαλµού εις τό εσωτερικόν της και εξηφανίσθη. Η Τζέην εξηκολούθησε τόν δρόµον της ακολουθούµενη πάντοτε από τόν µέγαν σκύλον Μπόµπ. Αφού έφθασε µέχρι τής τελευταίας λέµβου, η νεαρά ηθοποιός εστράφη, και προσποιουµένη ότι κάµνει απλώς περίπατον µε τόν αχώριστον µολοσσόν της, κατηυθύνθη προς τήν λέµβον, εντός τής οποίας εκρύπτετο ο µικρός. ∆εν είχε όµως κάµει πολλά βήµατα, όταν η καρδία της εσκίρτησε. Η µητέρα τού Μπίλλυ µε τόν συνοδόν της είχαν φύγει. Κατά πάσαν πιθανότητα —εσκέφθη η Τζέην— και ο µικρός φίλος τού υιού τής κυρίας Γκάλλοπ θα έψαχνε τώρα αλλού, αφού δεν εφαίνετο πουθενά. Ο σφυγµός τής νεαράς γυναικός επεταχύνθη. Ίσως —εσκέφθη— να µην ήτο ακόµη αργά διά µίαν παρτίδα . . . ζάρια. Μετά ένα λεπτόν, η Τζέην εστάθη προ τής λέµβου και ύψωσε ολίγον τό κάλυµµα διά να πή εις τόν Μπίλλυ να τήν ακολουθήση εις τόν θάλαµόν της. Τήν ιδίαν στιγµήν, η καρδία της εσκίρτησε εκ νέου, µε σκίρτηµα ισχυροτέρον από πριν, και τά µάτια της έλαµψαν µε λάµψιν ζωηροτάτην. Εκεί, κάτω από τό πάνινον κάλυµµα τής λέµβου, ο Μπίλλυ εκάθητο επί τού καφασωτού δαπέδου και έτριβε µε πάθος τήν ψωλήν του. Και ενώ η δεξιά του πηγαινοήρχετο γοργά επί τού σφύζοντος νεανικού ερωτικού σωλήνος του, ο καυλωµένος παίς εστέναζε περιπαθώς και έλεγε : « Αααχ! . . . Αααχ! . . . Μις Τζέην! . . . Μις Τζέην! . . . Ααα! . . . Ααα! . . . Ωωω! . . . Ωωω! . . . Γλυκεία µις Τζέην! . . . Ωραία µις Τζέην! . . . Ωωω! . . . Ωωω! ... τι γλύκα! . . . Μα τι γλύκα! . . . Ααα! . . . Ααα! . . . Γλυκεία . . . ωραία . . . µις Τζέην! . . . » Με τά µάτια της πολύ ανοικτά και µε σφοδρότατον κτυποκάρδι, η Τζέην εκοίταζε τό αυνανιζόµενον δι' αυτήν αγόρι. Εντός ολίγου, από τήν ερυθράν κεφαλήν που απεκορύφωνε τήν χαρίεσσαν µικράν πούτσαν, ανέβλυζε µε

Page 53: Megas Anatolikos 1 Tomos

53

ορµήν τό νεανικόν του σπέρµα. Και ενώ εσφάδαζε από τήν γλύκαν του ο Μπίλλυ, και έπιπταν επί τού σανιδώµατος τής λέµβου αι εκτοξευόµεναι ριπαί τού ψωλοχύµατός του, τά χείλη του επανελάµβαναν µε φλογερούς ψιθύρους : « Ααα! . . . Ωωω! . . . Ωωω! . . . Μις Τζέην! . . . Μις Τζέην! . . . Γλυκεία µις Τζέην! . . . Ωραία µις Τζέην! . . . Ααα! . . . Ααα! . . . Ωωω! . . . Ααααα!. . . » Mε τήν ψυχήν στο στόµα, η Τζέην παρηκολούθησε µέχρι τέλους τήν τρυφεράν σκηνήν, χωρίς να τήν αντιληφθή ο Μπίλλυ. Μόλις δε ετερµάτισε ο παίς τήν εκσπερµάτωσίν του, η νεαρά ηθοποιός απεµακρύνθη, και προσποιουµένη ότι έκαµνε περίπατον εις τό κατάστρωµα, απεφάσισε να περιµείνη άλλην µίαν φοράν, διά να καλέση εκ νέου τόν µικρόν να τήν ακολουθήση εις τόν θάλαµόν της, ευθύς ως θα εξήρχετο τής λέµβου, αλλά εκείνην τήν στιγµήν, ενεφανίσθη διά τρίτην φοράν η Αναστασία Γκάλλοπ, συνεχίζουσα τόν περίπατόν της µε τόν σύντροφόν της. Η Τζέην απελπισθείσα, σπαργώσα δε από διέγερσιν και λαγνείαν, και µη δυναµένη πλέον να αναµείνη, έκαµε εν νεύµα εις τόν σκύλον της και απεχώρησε, σπεύδουσα προς τόν θάλαµόν της εν φλογερά ιµερική εξάρσει. Οι ρώθωνές της επάλλοντο, τά στήθη της ανεβοκατέβαιναν γοργά, τά δε κάθυγρα χείλη της εψιθύριζαν περιπαθώς εις τήν µητρικήν της γλώσσαν, λόγια βαθέως και κατ' εξοχήν ερωτικά, χωρίς ανάµιξιν µε άλλα λόγια, και µε προσθήκην µόνον δηλωτικών τού πάθους και τής καύλας της διαπύρων επιφωνηµάτων : « Φώκ, φώκ, φώκ! . . . Πρίκ, πρίκ, πρίκ! . . . Κόντ, κόντ, κόντ! . . . Φώκ, φώκ, φώκ! . . . Σπόνκ, σπόνκ, σπόνκ! . . . Οου, φώκ, φώκ, φώκ, φώκ! ...» Μετ' ολίγον, αρχικώς βαδίζουσα, αλλά και επιταχύνουσα ολονέν τά βήµατά της, τελικώς δε σχεδόν τρέχουσα, και επιταχύνουσα αναλόγως µε τήν ταχύτητα τών βηµάτων της και τόν ρυθµόν τής εκστοµίσεως τών ερωτικών λέξεων και επιφωνηµάτων πού τήν ηνάγκαζε να προφέρη η φλογερά της καύλα, η Τζέην έφθασε ασθµαίνουσα εις τήν καµπίναν της µετά τού Μπόµπ και εισερχοµένη εκλείδωσε τήν θύραν. Έπειτα, εξήπλωσε επί τού καναπέ — όχι εις τό µήκος, αλλά εις τό πλάτος— και υψώνουσα τήν φούσταν της έως τήν µέσην, ήνοιξε διάπλατα τά σκέλη της. « Κόµ Μπόµπυ, κόµ ...» εφώναξε έξαλλος από τήν διέγερσίν της η Τζέην Μπόσουελ. « Λίκ µάϋ κόντ ...» Με ένα άλµα, ο µέγας µολοσσός ευρέθη πάραυτα ανάµεσα εις τά σκέλη τής νεαράς κυρίας του, και ενώ τό κατέρυθρον και αιχµηρόν του πέος εξετοξεύετο εκ νέου από τήν πόσθην, ήρχισε να τής γλείφη µε πάθος και λαιµαργίαν τό µουνί της, εις ένα τόσον τέλειον « κουννιλίγκους », πού καθίστατο πρόδηλον, ότι η επίδοσις τού Μπόµπ εις τήν αιδοιολειχίαν δεν ωφείλετο µόνον εις τά ισχυρά ορµέµφυτά του, αλλά και εις µίαν διδασκαλίαν λαµπράν και εις εξάσκησιν ενδελεχή. « Ωωω! . . . Ωωω! . . . Ααα! . . . Ααα! . . . » έκαµνε τώρα η Τζέην, καυλοπυρέσσουσα και ηδονιζοµένη εντόνως, ενώ η ευρεία γλώσσα τού κυνός, µε πλαταγίσµατα ηχηρά, περνούσε και ξαναπερνούσε επάνω από τό ανοικτόν µουνί της, εισδύουσα παντού, πιέζουσα και λείχουσα και περιλείχουσα τά εξωτερικά του χείλη και τάς νύµφας και γλείφουσα και τήν εξωγκωµένην και προεξέχουσαν εις τήν κορυφήν τής ερωτικής σχισµής σφύζουσαν κλειτορίδα της. « Ωωω! . . . Ωωω! . . . Ααα! . . . Ααα! . . . Ωωω! . . . Ωωωχ! . . . Ωωω! . . . Ααααα! . . . Ααααα! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . Ααααχ!... Ααααααααα! . . . » έκαµνε µε φλογεράν λαγνείαν η Αγγλίς, τινασσοµένη και ωθούσα προς τόν σκύλον τό αιδοίον της, ενώ ο Μπόµπ, µε τήν πελωρίαν κατακόκκινην ψωλήν

Page 54: Megas Anatolikos 1 Tomos

54

του εξέχουσαν τροµακτικά και οµοιάζουσαν µε λόγχην εµβαπτισµένην εις αίµα, εξηκολούθει να τής γλείφη µε παραφοράν τό τρυφερόν και ως εκστατικόν τριαντάφυλλον, διάπλατα ανοικτόν από τήν καύλαν της µουνί της. Ακόµη µερικοί ηχηροί γλωττισµοί τού τυχηρού κυνός, και ενώ η Τζέην εσείετο ολόκληρη σπασµωδικώς και εξέβαλλε οξείας κραυγάς λαγνείας, αίφνης, από τήν χαίνουσαν µεταξύ τών εξωγκωµένων νυµφών ροδαλήν µουνότρυπαν, τήν οποία εσκέπαζε και εξεσκέπαζε συνεχώς η γλώσσα τού κυνός, εξήλθε εις αλλεπάλληλα µικρά λευκά κύµατα, ως γάλα εκχειλίζον από δοχείον υπερπλήρες, άφθονον θηλυκόν σπέρµα, τό οποίον ο µέγας µολοσσός συνέλεξε µε τήν γλώσσαν του και µε έγκαυλον βουλιµίαν τό κατέπιε . . . Ήτο µία µακρά και γλυκύτατη χύσις. Αλλά η Τζέην, ούσα σφοδρότατα καυλωµένη, δεν ηµπορούσε να αρκεσθή εις έναν και µόνον οργασµόν, έστω και αν η ποσότης τού µουνοχύµατος πού εξεκένωσε ήτο µεγάλη. Μόλις λοιπόν ετερµατίσθη η χύσις, και ενώ ο Μπόµπ κατέπινε τάς τελευταίας σταγόνας τού ερωτικού της γλεύκους, η Τζέην εστράφη βιαστικά, εγονάτισε εις τό άκρον τού καναπέ, επί τού οποίου ήτο ξαπλωµένη µέχρι τής στιγµής εκείνης, και στηριζοµένη και επί τών χειρών της, ετούρλωσε τόν κώλον της, και µε τήν φούσταν της πάντοτε υψωµένην, προσέφερε τό κάθυγρον αιδοίον της εις τόν σκύλον, φωνάζουσα µε αλλοιωµένην από τήν λαγνικήν της έξαρσιν φωνήν της : « Κοµ Μπόµπ . . . Κοµ Μπόµπυ . . . Φώκ µη! » Ο µέγας µολοσσός, όστις από πολλού επιθυµούσε να βατεύση τήν νεαράν κυρίαν του, και όστις και χωρίς πρόσκλησιν προφανώς αυτό θα έκαµνε, αµέσως ωρθώθη εις τούς οπισθίους πόδας του, ανήλθε επ' αυτής, και σφίγγων τήν Τζέην µε τούς εµπροσθίους εις τήν µέσην, ήρχισε να κινήται µε δύναµιν όπισθέν της, όπως θα έκαµνε εάν εβάτευε µίαν σκύλαν, επιζητών να εµπήξη εις τήν χαίνουσαν µουνότρυπαν τό πλήρως εκτοξευµένον και φλεγόµενον από τήν καύλαν κατέρυθρον µακρόν του πέος, ενώ η Τζέην, µε έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν της, έστρεφε τήν κεφαλήν της, διά να ιδή τάς γαµικάς κινήσεις πού έκαµνε επ' αυτής ο επιθυµών να εισδύση εις τό αιδοίον της και να τήν γαµήση τετράπους εραστής της. Αι πρώται κρούσεις τού κυνός ηστόχησαν. Η πελώρια ψωλή τού µολοσσού δεν ηδυνήθη να επιτύχη ευθύς εξ αρχής τόν τρυφερό και εν φοβερά διεγέρσει διατελούντα στόχον και ενώ ο τεράστιος σκύλος ωθούσε βιαίως και βιαστικά τήν σφύζουσαν ερωτικήν του λόγχην προς τήν προσφεροµένην εις αυτόν χαρίεσσαν φυλετικήν σχισµήν, ο αιχµηρός καυλός του προσέκρουε δεξιά και αριστερά, ή, ότε µεν υψηλότερα, ότε δε χαµηλότερα, από τήν οπήν τού ανοικτού αιδοίου, εις τό άνω µέρος τού οποίου επάλλετο και σχεδόν πετούσε σπίθες από τήν διέγερσίν της η καυλωµένη κλειτορίς. Ασθµαίνων ο Μπόµπ εξηκολούθησε επί τι διάστηµα ακόµη τάς γαµικάς ωθήσεις του εις τόν αέρα. Όµως, παρ' όλον ότι τό πέος του ηστόχει, ο µέγας κύων, επιθυµών εµµανώς να πραγµατοποίηση τήν µετά τής ωραίας κυρίας του οχείαν, όχι µόνον δεν απεγοητεύθη, όχι µόνον δεν παρητήθη, αλλ' αντιθέτως, ως ήτο φυσικόν, εδιπλασίασε τό µένος τών κρούσεών του, κινούµενος και κατευθύνων τήν ψωλήν του τοιουτοτρόπως, ώστε να εύρη τήν µουνότρυπαν, και συνέχισε µε πάθος τήν σθεναράν του επιδίωξιν να είσδυση εις τό αιδοίον τής Τζέην, ήτις, κύπτουσα εµπρός, µε ακάλυπτον τόν κώλον της και άκρως τουρλωµένον, µε τό µουνί της εν τροµερά διαστολή, εσφάδαζε εν εξάλλω προσδοκία, τινάσσουσα τούς γλουτούς της και τήν ηβικήν της χώραν προς τά οπίσω, εις προϋπάντησιν τών γαµικών κρούσεων τού ερωτευµένου µολοσσού, πού τήν εκέντριζε εδώ και

Page 55: Megas Anatolikos 1 Tomos

55

εκεί, εις τά πέριξ τού πυρέσσοντος αιδοίου της µέρη, επιζητών να εξακοντίση µέσα της βαθειά τό κοχλάζον και έτοιµον να αναπήδηση σπέρµα του. Αίφνης ηκούσθη µια φοβερά φωνή, µια διαπεραστική κραυγή λαγνείας και ευθύς µετά, βαθύτατοι αναστεναγµοί ηδονής ήρχισαν να εξέρχωνται από τό στόµα τής νεαράς ηθοποιού. Η σουβλερά ψωλή τού Μπόµπ είχε εισδύσει επιτέλους εις τό µουνί τής Τζέην. Αι ωθήσεις τού πελωρίου σκύλου ήσαν τόσον σφοδραί, ώστε µόλις εισεχώρησε τό εξωγκωµένον γεννητικόν του όργανον εις τήν χαίνουσαν διά να τό δεχθή µουνότρυπαν, µε τήν πρώτην παλινδροµικήν κίνησιν εξήλθε πάλιν, εισήλθε και εξήλθε εκ νέου, και τούτο επανελήφθη αρκετάς φοράς, αλλά µε βαθυτέραν είσδυσιν κάθε φοράν εντός τού κόλπου, έως που εν τέλει, εισέδυσε οριστικώς εις τό καταστάν κατέρυθρον αιδοίον, πηγαινοερχόµενον πάντοτε κεντριστικώς εµπρός και οπίσω, αλλά χωρίς, ούτε δι' εν δευτερόλεπτον, να τό εγκαταλείπη πλέον. Ευθύς µετά τήν οριστικήν είσδυσιν, ο Μπόµπ, µε τόν λαιµόν του τεντωµένον επί τής ράχεως τής Τζέην, µε τήν γλώσσαν του έξω και πνευστιών ηχηρώς, ήρχισε να κινήται ολονέν ταχύτερον και εν τέλει ραγδαίως, βατεύων τήν κυρίαν του µε πάθος, οχεύων τήν ωραίαν γυναίκα λυσσωδώς, ενώ η Τζέην, σείουσα πάντοτε τόν λευκόν της κώλον, και τινάσσουσα σφοδρώς τό αιδοίον της προς τά οπίσω, εις πλήρη ανταπόδοσιν τών γαµικών ωθήσεων τού επιβήτορός της, οίµωζε και ωλόλυζε από ηδονήν, και ασπαίρουσα υπό τόν κύνα, εφώναζε µε ανεστραµµένους τούς βολβούς τών οφθαλµών της, εφώναζε και επανελάµβανε µε απερίγραπτον λαγνείαν : « Οου, φώκ µη Μπόµπ! ... Οου, φώκ µη Στήβ! ... Οου, φώκ µη Μπίλλυ!... » —

Page 56: Megas Anatolikos 1 Tomos

56

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6

Όταν ανήλθε η Υβόννη εκ νέου εις τό κατάστρωµα είχε νυκτώσει και σχεδόν κανείς άλλος ταξιδιώτης δεν ευρίσκετο εκεί. Αφού ανέπνευσε επί τινα χρόνον τόν εκ τής θαλάσσης δροσερόν αέρα, η νεάνις, υπακούουσα εις µίαν παρώθησιν εξ εκείνων που συχνά ωθούν τούς ερωτευµένους, ησθάνθη επιτακτικήν ανάγκην να ιδή τόν Γκρεγκουάρ, και, παρά τήν θλίψιν που έσπειρε εις τήν καρδίαν της ο ταχυδακτυλουργός, η Υβόννη εγκατέλειψε τό κατάστρωµα και κατηυθύνθη προς τό εστιατόριον τής πρώτης θέσεως, όπου υπελόγιζε ότι θα ευρίσκετο κατά τήν ώραν ταύτην. Μόλις εισήλθε εις τήν µεγάλην αίθουσαν, η δυστυχής νεάνις αµέσως διέκρινε τόν πάτρωνά της, καθήµενον και τρώγοντα µε µεγάλην όρεξιν. ∆ίπλα του, η ιδική της θέσις ήτο κενή, αλλά ο Γκρεγκουάρ δεν εφαίνετο να ενδιαφέρεται διόλου δια τήν τύχην της. Εις µίαν άλλην τράπεζαν η Μιµι-λά-Ρόζ συνέτρωγε µετά τών άλλων χορευτριών τού « Μπάλ Ταµπαρέν ». Ήτο φανερόν ότι είχε συνέλθει πλήρως από τήν ύπνωσιν, αλλά δεν εφαίνετο να γνωρίζη τι τής είχε συµβεί κατά τήν διάρκειάν της. Εφαίνετο εύθυµος και ευδιάθετος. Θα έλεγε κανείς ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι κάποιος τήν είχε αυνανίσει και καταγαµήσει. Μόνον δύο σκοτεινοί κύκλοι κάτω από τά µάτια της και µία ασυνήθης ακαταστασία εις τήν κόµµωσίν της, επρόδιδαν τήν πρόσφατον περιπέτειάν της. Με αιµάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη εκοίταζε ότε µεν τήν ωραίαν χορεύτριαν, ότε δε τόν εις τήν πλησίον ευρισκοµένην τράπεζαν τρώγοντα Γκρεγκουάρ. Η Μιµί-λά-Ρόζ, ήτις είχε µόλις τελειώσει τό φαγητόν της, και προ τής οποίας ο σερβιτόρος είχε θέσει εν καθαρόν πινάκιον, έλαβε από ένα κάνιστρον πλήρες από οπώρας µίαν ευµεγέθη και χονδρήν βανάναν. Αφού τήν εξεφλούδισε, αντί να τήν κόψη και να τήν φάγη µε περόνην, η νεαρά χορεύτρια, κρατούσα από τό ένα άκρον µε τά δάκτυλά της προ τών χειλέων της τήν επιµήκη οπώραν, ήρχισε να τήν τρώγη, θέτουσα τό άλλο άκρον απ' ευθείας εις τό στόµα της. Αίφνης εις τόν νούν τής Υβόννης παρουσιάσθη µία εικών, που παρά τάς µεγάλας προσπαθείας της, δεν ηδυνήθη η ζηλότυπος νεάνις να τήν εκδίωξη. Η εικών αύτη ήτο άκρως ηδυπαθής και είχε µίαν καθαρότητα και µίαν ενάργειαν που τής έδιδαν ζωηρότητα και λαµπρότητα πολύ µεγάλην. Η Υβόννη έβλεπε τώρα τήν Μιµί-λά-Ρόζ γονυπετή ενώπιον τού ισταµένου προ αυτής Γκρεγκουάρ. Η νεαρά χορεύτρια είχε βγάλει από τήν περισκελίδα του τήν καυλωµένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί µιας ευρισκοµένης όπισθέν του τραπέζης (εις τό κέντρον τής οποίας υπήρχε ένα κάνιστρον πλήρες από βανάνας), η Μιµί κρατούσα αβρώς τό πέος τού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε τήν δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και έκαµνε εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους. Τούτο ποιών, εκοίταζε περιπαθώς και λαύρως τήν Μιµί και τό εξαίσιο «µιµί» που τού έκαµνε η φέρουσα τό όνοµα τής γλυκύτατης ταύτης πράξεως νεαρά χορεύτρια, ήτις, έχουσα βουλωµένον τό µε απερίγραπτον θέρµην εργαζόµενον στόµα της

Page 57: Megas Anatolikos 1 Tomos

57

από τήν σπαργώσαν εντός αυτού ψωλήν, και αναµένουσα πώς και πώς τήν επικειµένην αναπήδησιν τού σπέρµατος, απήντα εις τά « Αααχ! » και « Ωωωχ!», και εις τά άσεµνα λόγια τού λάγνου ανδρός, µε περιπαθή « Μµµµµ . . . Μµµµµ . . . Μµµµµ ...» καυλοπυρέσσουσα και αυτή µαζύ του. Αίφνης ο ταχυδακτυλουργός εσείσθη ολόκληρος σπασµωδικώς, και προβάλλων πολύ τήν κοιλίαν του ανέκραξε : « Χύνω! . . . Χύνω! . . . » Τήν ιδίαν στιγµήν, τά µάγουλα τής χορεύτριας εφούσκωσαν από τήν µεγάλην ποσότητα τού ψωλοχύµατος που εξηκοντίζετο εντός τού στόµατός της, και η Μιµί-λά-Ρόζ, σφίγγουσα κατ' επανάληψιν τούς ταλαντευάµενους κάτω από τό εµέσσον πέος όρχεις, ήρχισε να καταπίνη τό αναβλύζον σπέρµα, σειοµένη η ιδία κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να είναι φανερόν ότι, καίτοι δεν ήγγιζε τό αιδοίον της, εν τούτοις έχυνε και αυτή, κάτω από τό φόρεµα της, τό ερωτικόν της γάλα. « Ποιός ξέρει . . . Ίσως να τής τό έκανε και έτσι . . . Ίσως να τήν γάµησε και στο στόµα ...» εσκέφθη µε σπαραγµόν η Υβόννη, κοιτάζουσα από τήν είσοδον τού εστιατορίου τήν καθηµένην εις τήν τράπεζαν αντίζηλόν της, ενώ συγχρόνως, µε ρίγος ισχυρόν ηδυπαθείας, ωµολογούσε εις τόν εαυτόν της, ότι θα ήθελε να δεχθή και αυτή, όχι µόνον εις τό αιδοίον της, αλλά και εις τό στόµα της, και τήν ψωλήν και τό ψωλόχυµα τού πάτρωνός της. Εν τώ µεταξύ, εις τήν πραγµατικότητα, η Μιµι-λά-Ρόζ είχε φάγει τήν βανάναν της και ήδη έπινε ησύχως τόν καφέ της. Μολονότι η Υβόννη υπέφερε πολύ από τήν φλογεράν ζηλοτυπίαν της, εν τούτοις, δεν ηµπορούσε να αποσπάση τό βλέµµα της από τήν νεαράν χορεύτριαν και τόν ταχυδακτυλουργόν Γκρεγκουάρ. Και ενώ η µόλις λήξασα φαντασίωσίς της ηύξανε τόν πόνον της, ελάχιστον χρόνον µετά τήν ολοκλήρωσίν της, δευτέρα φαντασίωσις, εξ ίσου οδυνηρά αλλά και διεγερτική, παρουσιάσθη εις τόν νουν της. Η Υβόννη κατέβαλε µεγάλην προσπάθειαν να εκδίωξη και αυτήν όπως τήν πρώτην, αλλά και τήν φοράν ταύτην αι προσπάθειαί της δεν ετελεσφόρησαν. Αι νέαι εικόνες, επίµονοι και ζωηραί, παρέµειναν εις τόν νούν της µε τροµεράν ενάργειαν. Η Μιµί, εξηπλωµένη επί ενός ντιβανιού, µε τό φόρεµα της σηκωµένον έως τήν µέσην, µε τά σκέλη της ανοικτά, µε τούς µαστούς της γυµνωµένους, εδέχετο επάνω της τόν ταχυδακτυλουργόν. Ο Γκρεγκουάρ είχε ήδη εµπήξει τήν ψωλήν του εις τό αιδοίον της και τήν γαµούσε λαγνοβοών από τήν γλύκαν, ενώ η Μιµί οίµωζε από ηδονήν, κάτω από ταις σθεναραίς γαµιαίς του. Η Υβόννη έβλεπε καθαρά τήν καυλωµένην πούτσαν τού Γκρεγκουάρ, όπως τήν είχε ιδεί και εις τήν πραγµατικότητα τήν ώραν που ο πάτρων της γαµούσε τήν Μιµί εις τόν θάλαµόν του, να µπαινοβγαίνη εις τό µουνί τής χορεύτριας, ενώ τά χείλη τού ερωτικού οργάνου της και ο κόλπος της, περισφίγγοντα τήν κινουµένην παλινδροµικώς εντός αυτών ψωλήν του, εβύζαιναν µε περιπάθειαν και αφάνταστον λαγνείαν. Η εκσπερµάτωσις τού ανδρός και ο οργασµός τής γαµουµένης νέας επλησίαζαν µε γοργόν ρυθµόν. Τό πέος τού Γκρεγκουάρ εισήρχετο και εξήρχετο µε µεγάλην δύναµιν εις τό αιδοίον της ως έµβολον ατµοµηχανής εντός κυλίνδρου. Από στιγµής εις στιγµήν, ο Γκρεγκουάρ και η Μιµί θα έχυναν, και ο ταχυδακτυλουργός θα κατέκλυζε τό τρυφερόν µουνί της µε άφθονον θερµόν ψωλόχυµα, ενώ τό αιδοίον της, πανευτυχές και εµέσσον, θα ανταπέδιδε εκχέον επί τής αγαλλιώσης πούτσης, τήν ιδίαν στιγµήν, τό ιδικόν του γλεύκος. Εις τό σηµείον αυτό τής νέας φαντασιώσεώς της, εν ρίγος έσεισε τήν Υβόννην. « Ποιος ξέρει πόσες φορές έκαναν τόν έρωτα µαζύ ...» εσκέφθη µε απόγνωσιν η δυστυχής νεάνις, και αισθανοµένη ότι επρόκειτο να εκσπάση εκ νέου εις λυγµούς, ετράπη εις φυγήν, µε τήν εικόνα τής πλακώσεως τής Μιµι-λά-Ρόζ

Page 58: Megas Anatolikos 1 Tomos

58

ζωηροτάτην εις τόν νούν της, και εγκαταλείπουσα τήν απλέτως φωτισµένην αίθουσαν τού εστιατορίου, εξήλθε πάλιν εις τά καταστρώµατα, χωρίς να λάβη καµίαν τροφήν τήν εσπέραν εκείνην. Χωρίς να γνωρίζη που κατευθύνεται και κλαίουσα εις τό σκότος, η Υβόννη προχωρούσε εις τά καταστρώµατα, ανερχοµένη και κατερχόµενη τάς εξωτερικάς κλίµακας που κατά διαστήµατα εύρισκε µπροστά της. Τι είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. ∆ιατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; ∆ιατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας πικρίας, ενώ είναι τό µεγαλύτερον αγαθόν, τό µεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τούς ανθρώπους, η µεγαλύτερα απόλαυσις, η βαθύτερα ευτυχία. Τι είναι αυτό που µετατρέπει τόν Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν µαρτυρίων; Τι είναι αυτό που µετατρέπει τό µέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάµνει τόν ατυχή ερωτευµένον να υποφέρη, υπό ωρισµένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει τό αίµα τό ζεστό να γίνεται µέσα στις φλέβες πάγος; Τι συµβαίνει, διηρωτάτο µε σπαραγµόν η νεάνις, και δεν ηµπορεί κανείς να απολαµβάνη πάντοτε τόν έρωτα σαν µίαν ωραίαν οπώραν (εις τό σηµείον αυτό, ενεφανίσθη εις τόν νούν τής Υβόννης η εικών τής Μιµί-λά-Ρόζ µε τό στόµα της πλήρες από τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού, τήν οποίαν επιπίλιζε µε ζέσιν), σαν ένα ωραίο τοπείον, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιοµάτο ευφροσύνη, σαν ένα µυροβόλο περιβόλι, ή σαν µια καθαρή αµµουδιά, λουσµένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιµονίας; Μήπως δεν φταίει καθόλου, µα καθόλου ο έρως - εξηκολούθησε να σκέπτεται µε αιµάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τ ρ ο π ο ς µε τόν οποίον αντιµετωπίζουν οι άνθρωποι τόν έρωτα, τόσον εις τό ατοµικόν, όσον και εις τό κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έµπαινε στη µέση τό λεγόµενον «αίσθηµα» και η λεγοµένη «ηθική», θα ηµπορούσε τότε µόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ' άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναµος - όλο χαρά (µόνο χαρά), όλο γλύκα (µόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «µούπες-σου-πα» και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός τού γάµου αγνότης και όλη η σχετική µε αυτόν απέραντη όσον και µαταία ηθικολογία και φιλολογία; Με τάς τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Τής εφάνη ωσάν να είχε λάµψει αιφνιδίως εις τό σκότος ένα φως λαµπρόν, µία δέσµη φωτεινή µεγάλου φάρου τηλαυγούς. Και εξηκολούθησε να σκέπτεται η Υβόννη . . . Μήπως αν δεν εµάντευε ο Γκρεγκουάρ, ότι έκτος που τής ήρεζε τό πέος, ήτο και πολύ αισθηµατική, µήπως θα είχε κάµει µαζύ της, ή, µάλλον, κ α ι µαζύ της, ότι έκαµε µε τήν Μιµί; Μήπως ο υπνωτισµός ήτο κάτι που χρησιµοποιούσε ο πάτρων της, όχι από στανισµόν, αλλά προς αποφυγήν όλων τών αντιερωτικών στοιχείων, που κατέπνιγαν και κατεσπίλωναν και εν τέλει κατέστρεφαν τόν αληθινόν έρωτα, τόν εν απολύτω ελευθερία δυνάµενον µόνον να άνθιση πλήρως και αληθώς να ολοκληρωθή; Η Υβόννη εσταµάτησε και ύψωσε τό βλέµµα της προς τό στερέωµα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νύξ, πόσον λαµπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταµέτρητον ήτο τό ύψος τού ουρανού! Οποία µεγαλοπρέπεια! Οποία µεγαλωσύνη! Τι ήτο αυτό τό απροσµέτρητον; Ένα µεγάλο χάος, ή µία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασύλληπτων από τήν διάνοιαν τού ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τά πάντα παντοδυνάµου νου; Ήσαν τά πάντα τυχαία, ή ωφείλοντο εις µίαν θέλησιν και µίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις µίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, τής οποίας τά έργα κατέληγαν εις µίαν θεσπεσίαν αρµονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσµοι που τήν

Page 59: Megas Anatolikos 1 Tomos

59

απετέλουν ήσαν τό έργον όχι τού Θεού, που η εκκλησία θέλει να µας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορας, ενός Θεού αλήθεια παντοδυνάµου, που υπήρχε µέσα στα ίδια τά έργα του και σε όλα τά κτίσµατά του, αποτελούντος ένα µε αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ' αοράτου, όπως είναι υπαρκτή µα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν µα αόρατον τό πνεύµα, όπως είναι υπαρκτόν αλλά µη ορατόν εις τούς πολλούς τό Μέγα Φώς τό Άκτιστον, τό Μέγα Φως τό Άπιαστον, τό εν µεγαλείω και δόξη καταυγάζον, τό εις τούς αιώνας άπιαστον, µα εκθαµβωτικά εις τούς αιώνας τών αιώνων ορατόν, µόνον εις όσους ευλογήθηκαν µε τήν υψίστην Χάριν τό Φώς αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο µόνος αληθινός - τουτέστιν µια παµµεγίστη, µια υπέρτατη δύναµις ή ενέργεια «λελογισµένη» και παντάνασσα, και επί τής Γης και εν Υψίστοις; Αλήθεια, µήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιµωρός κριτής - τουτέστιν ένας µεγάλος Άρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος µε τάς εννοίας τού Καλού και τού Κακού; Μήπως εν τή ουσία τών πραγµάτων δεν υπήρχε καµµία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να ύπαρξη ο Κόσµος; Μήπως, µα τόν Θεόν, ο µόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναµος Ψώλων, και ουσιαστικώς, υπήρχαν µόνον ηδοναί, δια τού πανίσχυρου Πέους του και τού υπερπλουσίου Σπέρµατός του χορηγούµεναι,; Και µήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ' οτιδήποτε άλλο τούς ανθρώπους προς τόν Μεγαλοψώλονα Θεόν, τόν απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα τού Κόσµου, τόν απόλυτον Κύριον τών ∆υνάµεων, τόν απόλυτον Άρχοντα τών Ουρανών και τής µικράς µας Γης; Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγµήν ίλιγγον. ∆ια πρώτην φοράν εις τήν ζωήν της εξήρχετο από τά όρια τού συµβατικού, από τά όρια τού θεµιτού. Όλως αιφνιδίως αντιµετώπιζε τώρα θέµατα και εννοίας, αιτήµατα και προβλήµατα, που ουδέποτε µέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον µακράν ευρίσκετο από τήν πεπατηµένην, τήν µικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον µακράν ευρίσκετο από τήν δικτατορικήν εξουσίαν τού Παπισµού, τής Εκκλησίας, τού Καθολικού Χριστιανισµού! Πόσον µακράν ευρίσκετο και από τού Γκρεγκουάρ τήν πρακτικήν ψευδοσοφίαν, τήν µόνον τ α χ υ δ α κ τ υ λ ο υ ρ γ ι κ ή ν και ξένην προς πάσαν πνευµατικήν έξαρσιν και φωτοβολίαν! Ο ίλιγγος τής Υβόννης ήτο στιγµιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεανίδες αφεθέντες ελεύθεροι από κρατητήρια κοσµητόρων και αστυνοµιών, συνέρρεαν µε ορµήν και σφρίγος εις τούς χλοερούς λειµώνας και τά τερπνά άλση τού ελευθέρου λογισµού, τής απολύτου ελευθερίας, επάνω από τά οποία έλαµπε, ως µέγας αδάµας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος τής Αληθείας. Ο στιγµιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό τόν όρον να ξεύρη κανείς να τήν ζη και να ηµπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τά ευρισκόµενα ή τιθέµενα εµπόδια και τάς παγίδας. Η Υβόννη ανέπνευσε βαθειά τήν θαλασσίαν αύραν και εκοίταζε τόν ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε µάθει να αποστηθίζη µάλλον παρά να εννοεί εις τό σχολείον, επανήρχοντο εις τόν νουν της. Ποίος ήτο ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποίος ο Βέγας; Ποίος ο Ζευς; Ποία η Αφροδίτη; τι ήτο ο µέγας επουράνιος ποταµός, ο Γαλαξίας; τι ήτο η Μέδουσα, ο Ιππόκαµπος, ο Αστερίας; τι ήσαν τά µαλάκια και οι σπονδυλωτοί ιχθύες; τι ήτο ο Βροντόσαυρος, τό ∆εινοθήριον, η Φάλαινα, τά Μαµούθ, ο Ελέφας; τι ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τούς πυθµένας τών ωκεανών εις τήν αυγήν τής

Page 60: Megas Anatolikos 1 Tomos

60

προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τάς αυχµηρότητας και τούς κοχλασµούς τής Γης, τούς κατακλυσµούς και τάς πληµµύρας, τάς συρρικνώσεις και τούς παγετούς, εις λόχµας και δάση σκιερά και εις ποταµοβρέκτους πεδιάδας, εις γεννήµατα και οπώρας (εις τό σηµείον αυτό, µε τήν έννοιαν τής οπώρας εις τόν νούν της, η εκστασιαζοµένη Υβόννη, είδε πάλιν µε τήν φαντασίαν της, ένα γυναικείον στόµα να γλείφη και να πιπιλίζη µε παράφορον ερωτικήν ζέσιν ένα µεγάλο φουσκωµένο πέος, ένα πέος βανανοειδές εις διαστάσεις µακράς και χονδρής αγγούρας, µίαν υπερσφύζουσαν ογκώδη ψώλαν έτοιµη να εκσπερµατίση, µε όρχεις σαν µεγάλα σύκα ταλαντευοµένους από κάτω, µίαν πελωρίαν ψωλήν-ψωλάραν, που τήν φοράν ταύτην όµως, δεν έσφυζε εις τό στόµα τής Μιµί-λά-Ρόζ, αλλά εις τό ιδικόν της), ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς ποικίλους, που επέτρεπαν τήν έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασµάτων... Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τι ήτο αυτό που εσύρετο, όταν εγκατέλειψε τά υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυµνάς θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και, καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τούς καρπούς και τάς οπώρας και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; τι ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυµούς και εις ατµώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθηµα, οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τι ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν τήν θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούµενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς », άνθρωπος µε αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις, τουτέστιν µάστορης, κτίστης και πολεµιστής, και, εν τέλει, άρχων τής Γης αναµφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί τών αλόγων αδελφών πλασµάτων; Τι ήσαν αύται αι αλλαγαί και εξελίξεις; τι ήσαν αι µετουσιώσεις; Τι ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο Ωρίων; Τι ήσαν οι προφήται; Τι ήσαν ο Μωυσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαΐας; Τι ήτο ο Ιησούς Χριστός; Τι ήτο ο Σατανάς; Τι ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον τής ύλης ή τού πνεύµατος; Η µήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αµαλγάµατος τών δύο, µιας ενότητος αδιαχώριστου θείας; Αν είχαν τά πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρµα δεν είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαγεγραµµένον. Ουσιαστικώς, αδράνεια δεν υπήρχε, τά πάντα έρρεαν, άλλαζαν ή µετουσιώνοντο — οι κόσµοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά µαζύ, ίσως τό άθροισµα όλων αυτών, ίσως τό ατελεύτητον Σύµπαν να είναι ο Θεός, ο παντοκράτωρ Άρχων. Ναι, ναι, τά πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή µετουσιώνοντο επ' άπειρον, εσαεί... Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόµη τόν ουρανόν. Αίφνης µία άλλη σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν µε τάς προηγουµένας ερχόµενη, έλαµψε εις τόν νούν της. Ήτο µία σκέψις γοργή, θερµή, σαν αίµα σφύζοντος νεανικού οργανισµού... Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως τήν συµπεριφοράν της εις τήν ζωήν ως προς τόν έρωτα, εις τόν όποιον έως σήµερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειµµατίας, θα ήρχιζε δι' αυτήν νέα ζωή, µία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη — η µόνη ορθή, αληθινή και φυσική. Αλήθεια, µήπως τούτο ήτο δυνατόν; Ακόµη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τόν ουρανόν ως εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευµένη, µαγευµένη και αναπνέουσα βαθειά τήν θαλασσίαν αύραν... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαµπαν µε αυτόν τόν τρόπον τά άστρα, αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαµβευτικά και µε τόσην ευρυθµίαν οι τροχοί τού « Μεγάλου Ανατολικού »· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσον θωπευτικά, τόσον ηδονικά, κατά διαστήµατα, εις τό πρόσωπον της, τό υγρόν ψιµύθιον τού θαλασσίου αφρού, η απαλή πνοή τού

Page 61: Megas Anatolikos 1 Tomos

61

ανέµου... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη, και η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αµέσως, θα ήτο ο λυτρωµός της. Όταν, µετ' ολίγον, η Υβόννη εχαµήλωσε τό βλέµµα της, διεπίστωσε ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τά καταστρώµατα τής πρώτης θέσεως, εις τήν οποίαν διέµενε και ηννόησε ότι, καθώς εβάδιζε µηχανικώς εν τή αρχική απελπισία της, είχε φθάσει εις τήν τρίτην θέσιν, εις τό µπαρ τής οποίας απεφάσισε να υπάγη, για να εορτάση τό µέγα γεγονός τής απολυτρώσεώς της από τά παλαιά δεσµά, και δια να εγκαινίαση τήν χειραφέτησίν της και τήν µεγάλην αλλαγήν τής στάσεώς της εις τόν έρωτα, µε ένα ποτόν εκ τών πλέον ισχυρών, όχι διότι ήτο επιρρεπής εις τόν αλκοολισµόν, αλλά διότι ήθελε να θραύση τήν κακήν παράδοσιν, ότι αι φρόνιµοι παρθένοι µόνον σιρόπια δύνανται να καταναλίσκουν, η αθώα ηδύποτα οικιακής κατασκευής. Με βήµα γοργόν, λοιπόν, η Υβόννη κατηυθύνθη προς τήν πρώτην θέσιν. Μη γνωρίζουσα όµως καλώς τήν τοπογραφίαν τού τεραστίου πλοίου, η νεαρά Γαλλίς περιεπλανήθη ολίγον. Ευρίσκετο δε ακόµη εις τήν τρίτην θέσιν, όταν αφού είχε διανύσει περί τά 60 µέτρα, διέκρινε εις τήν µεγάλην ερηµίαν και τόν αραιότερον φωτισµόν τού σηµείου αυτού εις τό όποιον είχε φθάσει, πλησίον ενός φωταγωγού, µίαν νεαράν Ινδήν, ήτις ανήκε, προφανώς, εις τήν υπηρετικήν ακολουθίαν τού συνταξιδεύοντας Ινδού µεγιστάνος. Έχουσα ιδεί επανειληµµένως τήν νεαράν θεραπαινίδα πλησίον τών κυρίων της, κατά τάς πρώτας απογευµατινάς ώρας, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού, µόλις τήν επλησίασε αµέσως τήν ανεγνώρισε από τήν ιδιόρρυθµον εθνικήν ενδυµασίαν της, η οποία ελεύκαζε εις τό ηµίφως. από τήν πρώτην στιγµήν, η Υβόννη είχε παρατηρήσει πόσον ευειδής ήτο η νεαρά υπηρέτρια, πόσον ηδυπαθή ήσαν τά µεγάλα και στιλπνά ως δορκάδος µάτια της και τά ευτραφή της χείλη, τά όποια αµέσως είχε παροµοιάσει η εκ Γαλλίας νέα, µε τά εξωτερικά χείλη ενός ωραίου σφύζοντος µουνιού. Αρχικώς η Υβόννη ενόµισε ότι η νεαρά Ινδή ευρίσκετο µόνη της και ότι ίστατο τελείως ακίνητη εις τό έρηµον εκείνο σηµείον τής τρίτης θέσεως. Όµως πολύ γρήγορα ηννόησε η Γαλλίς ότι η Ινδή δεν ήτο µόνη, ούτε τελείως ακίνητη. Η δεξιά της χειρ εκινείτο ζωηρώς και κατ' ιδιάζοντα τρόπον, ενώ, απέναντί της, ίστατο ένας µεσήλιξ ναύτης, προφανώς µέλος τού πληρώµατος τού πλοίου. Αµφότεροι εφαίνοντο τόσον απορροφηµένοι απ' ό,τι έκαµνε µε τήν δεξιάν της η Ινδή, που µολονότι η Υβόννη είχε πλησιάσει περί τά τέσσερα µέτρα, δεν αντελήφθησαν ότι ευρίσκετο εκεί και ότι τούς εκοίταζε. Σχεδόν αµέσως διέκρινε η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ περί τίνος επρόκειτο και η καρδία της εσκίρτησε. Ο ναύτης είχε βγαλµένην έξω τήν ψωλήν του και η νεαρά Ινδή τού τήν ηυνάνιζε µε ζέσιν. Ο τυχηρός ανήρ παρετήρει µε τεταµένην προσοχήν αυτό που τού έκαµνε η θεραπαινίς και κάθε τόσον ανεστέναζε από τήν ηδονήν που εδοκίµαζε. Τό πέος του ήτο ογκωδέστατον — πολύ χονδρόν, µακρύ και τελείως καυλωµένον. Η νεαρά Ινδή τό κρατούσε εις τήν δεξιάν της χείρα και τό έτριβε αδιακόπως, ενώ εκείνος έκαµνε από τήν γλύκαν του κατά πυκνά διαστήµατα « Αααχ!... Αααχ!... Ωωωχ! » Συνεχίζουσα σθεναρώς τήν ηδυπαθή της πράξιν, η εξωτική θεραπαινίς εκοίταζε και αυτή µε τεταµένην προσοχήν, µε τρυφερότητα και λαγνείαν, τι έκαµνε εις τόν δονούµενον εντός τής δεξιάς της χούφτας πελώριον ερωτικόν λοστόν, και η λεπτή της χείρ, ανερχοµένη και κατερχόµενη σταθερώς και µε περισσήν ευκινησίαν επί τού µέχρι διαρρήξεως σχεδόν εξωγκωµένου πούτσου, εκάλυπτε και απεκάλυπτε συνεχώς τήν σφύζουσαν και χονδρότατον προυµνοειδή του κεφαλήν. Αλλά και ο ναύτης δεν έµενε εκεί τελείως ακίνητος και αδρανής, κατά τήν διάρκειαν τής ηδονικής

Page 62: Megas Anatolikos 1 Tomos

62

προστρίψεως. Αναστενάζων πάντοτε κάθε τόσον, εµάλασσε ηδυπαθώς τούς µαστούς τής θεραπαινίδος, που ότε µεν ενεφανίζοντο γυµνοί (προφανώς ο ναύτης τούς είχε βγάλει έξω από τόν στηθόδεσµον από τήν αρχήν τής λαγνουργίας), οτέ δε εξηφανίζοντο καλυπτόµενοι από τά µακρά ταλαντευόµενα υφάσµατα τής εθνικής ενδυµασίας τής νέας, δια να επανεµφανισθούν µετ' ολίγον πάλιν γυµνοί και εν όλη των τή αφρώδει σφριγηλότητι, µέσα από τάς πεπλοειδείς προεκτάσεις τών υφασµάτων, που παρεµερίζοντο κάθε τόσον από µίαν ριπήν ανέµου, η από τάς εργαζοµένας επί τών ελαστικών σφαιρών τού στήθους τής νεαράς Ινδής χείρας τού καυλωµένου ναύτου, όστις, πιέζων και τρίβων ζωηρώς τάς εκ τρυφεράς σαρκός ηδονικάς σφαίρας, έµοιαζε ότε µεν να « ζυµώνη », ότε δε να « αρµέγη » τά ωραία βυζιά της. Μόλις αντίκρυσε τό ζεύγος, η Υβόννη εστάθη επί τόπου. Όταν δε ηννόησε τι έκαµναν, η νεαρά Γαλλίς έµεινε επί τινα δευτερόλεπτα ως αποσβολωµένη, κατάπληκτος προ τού ωραίου θεάµατος που απεταµίευαν τά µάτια της µε απληστίαν. Μόλις συνήλθε όµως, φοβούµενη µήπως τήν αντιληφθούν οι λαγνουργούντες και διακόψουν τήν συνταρακτικήν συνεργασίαν των, επιθυµούσα δε να απόλαυση µέχρι τέλους τήν χαριτωµένην σκηνήν, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ εκρύφθη οπίσω από µίαν ανεµοδόχον και µε σφοδρότατον παλµόν καρδίας εξηκολούθησε να παρατηρή, εκ τού ασφαλούς, τήν πλησιέστατα προς αυτήν τελουµένην λαγνικήν πράξιν. Ήτο φανερόν ότι η µαλακία ήτο πολύ προχωρηµένη. Η Υβόννη ήτο βεβαία ότι εντός ολίγου θα εξεσπερµάτιζε ο ναύτης· ότι η ψωλή του θα ήρχιζε να εµέσση· ότι αι λευκαί πυκνόρρευστα ρουκέται τού αντλούµενου επιτηδείως υπό τής ευειδούς αυνανιστρίας σπέρµατος τού ανδρός, θα εξεχύνοντο µε ορµήν εις τόν αέρα. Η Υβόννη εκαύλωνε. Αι αισθήσεις της εφλέγοντο. Η δεξιά χειρ τής νεαράς Ινδής ανεβοκατέβαινε τώρα πιο γοργά επί τής χονδρής, σπαργώσης πούτσης. Ο ηδονιζόµενος ανήρ, από τήν γλύκαν που ένοιωθε, έκαµνε κατά ολονέν πυκνότερα διαστήµατα « Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ααα!... Αααχ!... » και η καύλα τής Υβόννης ηύξανε και ενδυνάµωνε ταχέως, τάχιστα. Ακόµη ολίγα δευτερόλεπτα και η νεαρά Γαλλίς, µη δυναµένη να συγκρατηθή, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα υπό τό φόρεµά της και ευρίσκουσα εν ριπή οφθαλµού τό εµπόσθιον άνοιγµα τής σκελέας της, µε τό βλέµµα της καρφωµένον επί τής Ινδής και τού ναύτου, ήρχισε να αυνανίζεται εις τό αυροφίλητον κατάστρωµα, δια πρώτην φοράν εις τήν ζωήν της άνευ τύψεων, δια πρώτην φοράν άνευ συναισθηµάτων ένοχης και ούσα βεβαία ότι πολύ γρήγορα θα εξεσπερµάτιζε ο άνδρας, προσεπάθει να επιφέρη, ει δυνατόν, τόν ιδικόν της οργασµόν τήν ιδίαν στιγµήν, ή τουλάχιστον, εις ελάχιστον µόνον χρόνον µετά τήν αναπήδησιν τού ψωλοχύµατος τού ναύτου. Η Υβόννη ορθώς εµάντευσε ότι επέκειτο η εκσπερµάτωσις. Αλλά δεν είχε προβλέψει ότι θα ανεβάλλετο δι' ολίγον αργότερον, ούτε προείδε δια ποίας πράξεως θα επραγµατοποιείτο. Ολίγα δευτερόλεπτα ακόµη —ίσως 3/4 λεπτού, ίσως ένα λεπτόν— παρήλθαν πριν τό µάθει. Εκείνην τήν στιγµήν ο ναύτης προέβαλε τήν κοιλίαν του και ήρχισε να κινή γρήγορα και µε δύναµιν τό πέος του εµπρός και οπίσω, ωσάν να γαµούσε εις τόν αέρα. Καθ' όλην τήν διάρκειαν αυτών τών κινήσεων, η νεαρά Ινδή, που προφανώς ενόµιζε και αυτή ότι θα έχυνε ο θαυµαστής της, ούτε προς στιγµήν δεν διέκοψε τήν αυνάνισιν, παρά τήν ζωηρότητα τών σπασµωδικών κινήσεων του. Οπισθοχώρησε µόνον κατά 20 περίπου εκατοστά, και, κύπτουσα ελαφρώς εµπρός, επέταξε ολίγον τόν κώλον της προς τά οπίσω, ώστε, αφ' ενός να ηµπορέση ο ναύτης να εξακολούθηση όσον τό δυνατόν πλέον ανέτως τάς

Page 63: Megas Anatolikos 1 Tomos

63

γαµικάς ωθήσεις του εις τόν αέρα, και, αφ' ετέρου, δια να δυνηθή και εκείνη να συνεχίση µε αρκετόν περιθώριον δια τάς παλινδροµικάς κινήσεις τής χειρός της τό τρίψιµον τής ψωλής του, έως που να ολοκλήρωση τήν άντλησιν τού σπέρµατος. Αφού εκινήθη πολλάς φοράς τοιουτοτρόπως, ο ηδονιζόµενος ανήρ αίφνης έµεινε ακίνητος. « Σταµάτα... Σταµάτα αµέσως... Θέλω να σε γαµήσω... » είπε βραχνά, πνευστιών από τήν καύλαν του, ενώ ηγωνίζετο απεγνωσµένως να συγκράτηση τό έτοιµον να εξακοντισθή ψωλόχυµα του. Επιτυγχάνων µετά µεγάλης δυσκολίας εις τήν προσπάθειαν ταύτην, άφησε τά βυζιά τής νεαράς υπηρέτριας και εξηκολούθησε: « Άκουσες, κούκλα µου; Θέλω να σε γαµήσω... Να, πάµε εκεί, σε εκείνο τό αµπάρι... Θα σου τό κάνω πάνω στο κάλυµµα του... » Αν και είχε αιφνιδιασθεί η νεαρά Ινδή από τήν αδόκητον προσταγήν, αν και ανέµενε πώς και πώς τήν εκσπερµάτωσιν δια να τήν απόλαυση, εν τούτοις, συνεµορφώθη πάραυτα και απέσυρε τήν χείρα της από τήν ασπαίρουσαν πούτσαν. Και ενώ ο πελώριος ερωτικός σωλήν επάλλετο τροµακτικά εις τόν αέρα, κοιτάζουσα αυτόν µε θαυµασµόν είπε εις καλήν αγγλικήν, ολίγον δειλά, αλλά µε ύφος που εφανέρωνε ότι και αυτή ευρίσκετο εις ουχί µικράν διέγερσιν: « Αχ, κύριε, θα τόθελα και εγώ πολύ, µα δεν µπορώ να σας αφήσω... Συγχωρήστε µε παρακαλώ... Είµαι παρθένα και αρραβωνιασµένη... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω ως τό τέλος... θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... » Ασθµαίνων ακόµη από τήν έντασιν τής διεγέρσεως του, παρά τήν έκδηλον απογοήτευσιν του, ο ναύτης απήντησε µε αρκετήν συγκατάβασιν: « Καλά... καλά... Αφού είναι αυτός ο λόγος, δεν επιµένω... ∆εν θέλω όµως να µε µαλακίσης περισσότερο... Θέλω να χύσω αλλοιώς... Άκουσε, κούκλα µου, θέλω τουλάχιστον να µου τήν γλείψης... » « Αχ, θέλετε να σας κάνω "οποριστάκα"; » ηρώτησε χαµηλοφώνως η νεάνις. « τι θα πή οποριστάκα; » « Αυτό που µου ζητήσατε... Έτσι τό λέµε στον τόπο µου. » « ∆εν µε νοιάζει πώς τό λέτε... Αυτό όµως θέλω να µου κάνης. » Λέγων ο ναύτης εκάθησε βιαστικά επί ενός παρακειµένου σπιραγίου, και, µε τά σκέλη του πολύ ανοικτά και τήν ψωλήν του παλλοµένην ζωηρώς εις τόν αέρα συνέχισε: « Έλα, πλησίασε... Στάσου εδώ, ανάµεσα στα πόδια µου... ∆εν πιστεύω να έχης αντίρρησι; » Η θεραπαινίς επλησίασε και εστάθη µεταξύ τών σκελών τού ναύτου. « Όχι, δεν έχω αντίρρησι... Μου... µου αρέσει... » απήντησε µε κάποιαν συστολήν η νεαρά Ινδή. « Ωωωχ!... Μπράβο σου!... » ανεφώνησε ο λάγνος άνδρας και η ψωλή του εσκίρτησε µε δύναµιν εις τόν αέρα. « Είσαι πολύ καλό κορίτσι... Για πες µου, σου αρέσει και τό ψωλόχυµα; » « Αχ, ναι... » απήντησε η νέα κοιτάζουσα εκστατική τό πέος. « Ωωωχ!... Μπράβο σου!... » έκαµε πάλιν δ ναύτης και ηρώτησε: « Μήπως τό καταπίνεις; » « Ναι... τό... τό καταπίνω... » είπε µε ένα κράµα σεµνότητος και λαγνικής εξάρσεως η θεραπαινίς. « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανεφώνησε λαγνοβοών εκ νέου ο καυλοπυρέσσων ναύτης και τό πέος του εσκίρτησε µε ακόµη µεγαλυτέραν δύναµιν από πριν. « Μπράβο σου!... Αχ, µπράβο σου!... Είσαι κορίτσι τού Θεού!... ∆εν µου λες... έχεις γλείψει πολλές ψωλές; »

Page 64: Megas Anatolikos 1 Tomos

64

« Έχω γλείψει καµιά δεκαριά... Τού µαχαραγιά και διαφόρων φίλων του που έτυχε να φιλοξενήση κατά καιρούς εις τό παλάτι. » « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανεφώνησε άλλην µίαν φορά ο ναύτης και µε έµφορτον από λαγνείαν τήν φωνήν τού είπε: « Άκουσε, υπόσχοµαι να σε γλείψω και εγώ... Θέλω όµως πρώτα να χύσω... ∆εν βαστάω πια... Έλα... γονάτισε εδώ, µπροστά µου και γλείψε µε... » Η νεαρά Ινδή µε τούς µαστούς της γυµνούς και παλλόµενους γοητευτικώς εις εκάστην κίνησίν της εγονάτισε, έλαβε εις τήν δεξιάν της τόν ογκώδη πούτσον που χοροπηδούσε έµπροσθέν της και ηρώτησε χαµηλοφώνως: « Θέλετε να βγάλω έξω και τις µπάλλες σας; » « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... » απήντησε φλεγόµενος από τήν καύλαν του ο ναύτης. Η συµπαθής όσον και ωραία εξ Ινδιών νεάνις, αµέσως εβύθισε τήν αριστεράν της χείρα κάτω από τήν ψωλήν τού θαυµαστού της και αφού εξήγαγε από τήν περισκελίδα απαλά τόν σάκκον µε τούς ογκώδεις όρχεις, ακινητοποιούσα µε τήν δεξιάν της τόν γαυριώντα πούτσον, έκυψε τήν κεφαλήν της, έβγαλε τήν γλώσσα της και ήρχισε να γλείφη αποφασιστικά τόν τελείως εκτοξευµένον από τήν πόσθην, χονδρόν καυλόν, γλωττίζουσα µε µεγάλην τέχνην, οτέ µεν τόν χαλινόν, οτέ δε τήν ουρήθραν και περιλείχουσα κάθε τόσον περιπαθώς τήν όλην κεφαλήν τού ασπαίροντος πέους. « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανεβόησε πολύ δυνατά ο ναύτης, µόλις ησθάνθη τήν ευκίνητον γλώσσαν τής θεραπαινίδος να εργάζεται επί τού ερωτικού του εργαλείου. Έπειτα, ενώ η πεολειχία εγίνετο ολονέν γλυκύτερα και πλέον περιπαθής, ο φιλήδονος ναύτης, φρενήρης από τήν καύλαν και τήν ηδονήν που εδοκίµαζε, ήρπασε πάλιν τούς µαστούς τής νεάνιδος, και, τρίβων αυτούς µανιωδώς, εξηκολούθησε: « Αχ, τι καλά που τό κάνεις!... Αχ, τι ωραία που γλείφεις !... Αχ, τι καλό κορίτσι που είσαι!... Αχ, Θεέ µου, τι γλύκα!... Θα... θα... ώωω!... ώωω!... άαα... αααχ!... Θα... θα τρελλαθώ από τήν γλύκα!... » Η Υβόννη, που είχε διακόψει συγχρόνως µε τό ζεύγος τήν ιδικήν της µαλακίαν, τώρα, µε σφοδρότερον παρά ποτέ κτυποκάρδι, και µε όλας τάς αισθήσεις τής άκρως τεταµένας, έθεσε πάλιν τήν δεξιάν της εις τό αιδοίον της και ήρχισε να τό τρίβη µε διάπυρον ζέσιν, εµµένουσα εις τήν προσπάθειάν της να εξαπόλυση τήν κρέµαν τού µουνιού της τήν ιδίαν στιγµήν που θα έχυνε ο ναύτης. ∆εν επρόφθασε όµως να συγχρονίση τό χύσιµόν της µε τήν εκσπερµάτωσιν τού ανδρός. Ο τυχηρός ναύτης, τρελλός από τήν καύλαν του και τήν απερίγραπτον γλύκαν που τού έδιδε η ενεργούµενη επ' αυτού πεολειχία, εσείσθη ολόκληρος σφοδρώς και εξεκένωσε µε ορµήν και εις µεγάλην ποσότητα τό σπέρµα του, µικροτέραν τών τριών λεπτών από τής ενάρξεως τού τρυφερού «οποριστάκα». Αι πρώται δύο ριπαί έπεσαν επί τού προσώπου τής νεαράς Ινδής και τό εκάλυψαν, προτού προλάβει η νεάνις να πάρη τό πέος εις τό στόµα της δια να τό πιπιλίση. « Βύζαξε!... Βύζαξε!... » ήκουσε η Υβόννη τόν ναύτην να προστάζη, εν µέσω τών βόγγων και τών αναφωνήσεων τής βαθύτατης ηδονής, εις τήν εξωτικήν φελλάτριάν του. Και χωρίς τήν προσταγήν ταύτην, η ευειδής θεραπαινίς θα είχε κάµει αυτό που τής εζήτει ο θαυµαστής της. Σφίγγουσα τό στόµα της γύρω από τόν σφύζοντα καυλόν τού ναύτου, εξηκολούθησε σθεναρώς τήν άντλησιν, µε ισχυράς εκµυζήσεις και ηχηρά πλαταγίσµατα τών χειλέων της, καταπίνουσα µε λαιµαργίαν τό σπέρµα που ανέβλυζε τώρα εντός τού στόµατός της, ενώ, δια τής αριστεράς χειρός, επίεζε τούς ογκώδεις όρχεις που εταλαντεύοντο κάτω από

Page 65: Megas Anatolikos 1 Tomos

65

τόν εµέσσοντα ερωτικόν σωλήνα. Τρίβουσα µετά µανίας τό αιδοίον της, δια να επιφέρη τό ταχύτερον τόν τόσον ποθητόν οργασµόν, και να ικανοποίηση τήν φλογεράν καύλαν που αι λαγνοπραξίαι τού φιλήδονου ζεύγους είχαν ανάψει εις τό σώµα της και τήν ψυχήν της, η Υβόννη, σειοµένη και αύτη από επαλλήλους οργαστικούς σπασµούς, έχυσε ολίγα δευτερόλεπτα µετά τόν άνδρα, καθ' ην στιγµήν η νεαρά Ινδή, έχουσα καταπιεί ολόκληρον τήν δόσιν τού ψωλοχυµού που τής προσέφερε ο ναύτης, εσκούπιζε µε µίαν άκραν τής ενδυµασίας της από τό πρόσωπόν της τό σπέρµα τών πρώτων αιφνιδιαστικών ριπών. Η Υβόννη εφαντάζετο ότι η λαγνουργία είχε τελειώσει. Επλανάτο όµως. Ο ναύτης, παρά τήν πλουσίαν εκσπερµάτωσιν του, γλυκανθείς από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµασε, εζήτησε από τήν ασθµαίνουσαν θεραπαινίδα να επαναλάβη τό µινέττον δια να χύση άλλην µίαν φοράν, χωρίς ανάπαυλαν µεταξύ τών δύο χύσεων. Λέγων τούτο έδειξε τήν ψωλήν του, ήτις ναι µεν ευρίσκετο τώρα εν χαλάσει, εξηκολούθει όµως να είναι πολύ εξωγκωµένη και µακρά, µε τάσιν προς νέαν ταχείαν καύλωσιν και έγερσιν. « Αχ, Θεέ µου, µακάρι να τού τήν ξαναγλείψη » εσκέφθη η Υβόννη και απεφάσισε να µείνη ακόµη εκεί, δια να ιδή τι θα έκαµνε τό ζεύγος, αναβάλλουσα δι' αργότερον τήν µετάβασίν της εις τό µπαρ. Η υποµονή της γρήγορα ηµείφθη. Η νεαρά Ινδή έδωσε τάχιστα τήν απάντησίν της εις τόν ναύτην. Η απάντησις ήτο σιωπηλή, αλλά κατά τόν πλέον κυριολεκτικόν τρόπον εύγλωττα καταφατική, αφού αντί να συνοµιλήση, χωρίς να µετακινηθή καθόλου από τήν γονυπετή θέσιν της, η χαρίεσσα νεάνις, µόλις κατέπιε τό σπέρµα τού θαυµαστού της, έβγαλε πάλιν τήν γλώσσαν της και ήρχισε να γλείφη εκ νέου τήν φουσκωµένην πούτσαν. « Ωωωχ!... » έκαµε πάλιν δυνατά ο στιβαρός µεσήλιξ ναύτης, µόλις ήγγισε τό γεννητικόν του µόριον η γλώσσα τής θεραπαινίδος. « Ωωωχ!... Ααα!... Αααχ!... » έκαµε λαγνοβοών και αµέσως προσέθεσε µε περιπάθειαν: « Μπράβο σου!... Μπράβο σου! Υπόσχοµαι άλλη µια φορά, µόλις τελειώσω, να γλείψω τό µουνί σου... » « Μµµµµ... Μµµµµ... Μµµµµ... » έκαµε η λείχουσα τόν ογκώδη ερωτικόν σωλήνα τού τυχηρού ανδρός ευειδής υπηρέτρια, εις απάντησιν τής υποσχέσεώς του, και εξηκολούθησε µε έγκαυλον ζέσιν τήν τρυφεράν της πράξιν. Εντός ολίγων δευτερολέπτων, η υφισταµένη τήν εξαισίαν θωπείαν ψωλή, έχουσα εξογκωθεί εις τό έπακρον, ωρθώθη εκ νέου εις πλήρη στύσιν, και ήρχισε να πάλλεται πάλιν ζωηρώς υπό τήν παίζουσαν µε τόν χονδρόν καυλόν, µε τήν ουρήθραν και τόν χαλινόν γλυκειάν γλώσσαν. Εν κύµα συγκλονιστικής ηδυπαθείας συνετάραξε τήν βοηθόν τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ, και η νεαρά Γαλλίς, κοιτάζουσα µε βλέµµα φλογερόν τήν νέαν λαγνοπραξίαν τού ζεύγους, έθεσε πάλιν τήν δεξιάν της εις τό αιδοίον της και ήρχισε να τό αυνανίζη. Είχε αποφασίσει να κάµη δευτέραν µαλακίαν, και εντείνουσα τήν προσοχήν της παρηκολούθει τό ενεργούµενον µινέττον µε τήν ψυχήν και τάς αισθήσεις της εν διαπύρω διεγέρσει, παρά τόν πρόσφατον οργασµόν της. Και η πεολειχία, περιπαθής και ανένδοτος εξηκολούθει. «Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ωωω!... Ααα!... Αααχ!... » έκαµνε συνεχώς µέσα εις τήν αυροφίλητον µαγείαν τής εαρινής νυκτός ο ηδονιζόµενος βαθύτατα πάλιν ναύτης, και οι στεναγµοί και αι αναφωνήσεις του εφαίνοντο εις τήν Υβόννην ότι εκάλυπταν τά πάντα, τό µέγα πλοίον, τόν ωκεανόν, τόν κόσµον και τήν έκαµναν να δονείται ολόκληρη, όπως εδονείτο η εξογκωθείσα και ζωηρώς σπαργώσα

Page 66: Megas Anatolikos 1 Tomos

66

κλειτορίς της, µε τήν βαλανοειδή µικράν της κεφαλήν εκµυτίζουσαν από τό µουνί της, υπό τά ταχέως κινούµενα επ' αυτής επιτήδεια δάκτυλα της. Και τό υψηλόν στερέωµα µέσα εις τήν απεριόριστον ηδυπάθειαν τής ώρας ταύτης, εφαίνετο εις τήν νεαράν Γαλλίδα να αντηχή µέχρι τού απωτάτου ύψους του, να αντιβοά και αυτό, και να στέλλη οπίσω εις τό ζεύγος, ως εν µυστηριακή και παραδόξω µεγεθύνσει, τούς υπό τού ασπαίροντος από ηδονήν ανδρός εκπεµπόµενους ήχους. Και η λαγνική σκηνή εξηκολούθει. Ήτο πλέον φανερόν, ότι η νέα εκσπερµάτωσις τού ναύτου θα ελάµβανε χωράν εντός ολίγου. Ο ναύτης οίµωζε από τήν γλύκαν που εδοκίµαζε. Ήτο δε φανερόν ότι και η νεαρά Ινδή απελάµβανε εις µέγαν βαθµόν αυτό που έκαµνε. Η Υβόννη µε σφοδρόν παλµόν καρδίας και µε υπερµέτρως ανοικτά τά µάτια της, απεταµίευε εις τήν ψυχήν της τήν εξαισίαν σκηνήν, ενώ µε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς της εις τό αιδοίον της, έτριβε µε παραφοράν τήν κλειτορίδα της, ώστε να προκαλέση τήν ρεύσιν τού ερωτικού υγρού της, ει δυνατόν τήν ιδίαν στιγµήν που θα εξηκόντιζε η γλειφοµένη ψωλή τό σπέρµα της εις τό στόµα τής θεραπαινίδος. « Ωχ, θεέ µου !... Ωωω !... Ωωωχ!... Ααα!... Αααχ!... » έκαµνε αγαλλιών ο ναύτης, και αίφνης, ωθών τόν πούτσον του όσον ηµπορούσε βαθύτερον εις τό στόµα τής νεαράς Ινδής, ανέκραξε: « Παρ' τήν ξανά στο στόµα σου και βύζαξ' την, όπως πριν... Γρήγορα... γρήγορα... Θα χύσω!... Ααα!... Ααα!.,. Ωωω !... Ωωω !... Ωωωχ!... Αααααχ!... Αααααχ!... ΧΥΝΩ!... ΧΥΝΩ!... » Η ευειδής θεραπαινίς υπήκουσε αµέσως. Η εκσπερµάτωσις έλαβε χωράν. Ουχί όµως εξ ολοκλήρου εντός τού στόµατος της. Μόνον η πρώτη ριπή εξετοξεύθη εντός αυτού. Τό υπόλοιπον σπέρµα έπεσε µε ορµήν επί τού προσώπου, επί τών βυζιών και τής κόµης τής νεαράς φελλατρίας, διότι, τήν στιγµήν ακριβώς που η χονδρή ψωλή ήρχισε να πτύη τόν πυκνόρρευστον λευκόν οπόν της, ένας επιβάτης, περιδιαβάζων αµέριµνος εις τό µέγα πλοίον, προφανώς δια να απόλαυση τήν θαυµασίαν νύκτα, έχων πλησιάσει χωρίς να γίνη αντιληπτός από τό ηδονιζόµενον ζεύγος, ή από τήν αυνανιζοµένην οπίσω από τήν ανεµοδόχον βοηθόν τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ, ευρέθη αιφνιδίως προ τού ναύτου και τής εχούσης εις τό στόµα της τό πέος του Ινδής. Μόλις διεπίστωσε τι έκαµναν εκεί, ο επιβάτης εστάθη ακαριαίως εις απόστασιν ενός βήµατος από τούς δύο λαγνουργούντας και τούς εκοίταζε κεχηνώς. Όταν τόν αντελήφθη ο µόλις έχων αρχίσει, να εκσπερµατίζη ναύτης, έκαµε έντροµος µίαν απότοµον κίνησιν και απέσυρε τήν µεθυσµένην ψωλήν του από τό βυζαίνον αυτήν απαλόν στόµα. Ήτο όµως πολύ αργά δια να αναχαίτιση τήν ορµητικήν αναπήδησιν τού ερωτικού χυµού του, και η ογκώδης πούτσα, εµέσσουσα εις τόν αέρα συνέχισε τήν χύσιν της και εκάλυψε τό πρόσωπον, τά βυζιά, ακόµη και τά µαλλιά τής νεαράς υπηρέτριας µε άφθονον σπέρµα, που εκπτυόµενον ακατασχέτως εις πολλάς επαλλήλους αναβλύσεις, από τήν σφύζουσαν µικράν οπήν τού ασπαίροντος αρσενικού οργάνου, κατέβρεχε µε τήν γλοιώδη και θερµήν πυκνότητά του τήν χαρίεσσαν Ινδήν ψωλογλειφίδα. Εµβρόντητος ο επιβάτης, εκοίταζε τήν λαγνικήν σκηνήν. Ο ναύτης, µε τό στόµα του ανοικτόν, µε τούς βολβούς τών οφθαλµών του εξέχοντας από τάς κόγχας των, ηδονιζόµενος, αλλά και αγωνιών που ανεκαλύφθη λαγνουργών, ήσθµαινε και καταπνίγων πληµµελώς τούς στόνους και τάς αναφωνήσεις που έφερνε εις τά χείλη του ο µέγας γλυκασµός που εδοκίµαζε, εκ φόβου µήπως καταδοθή από τόν απροσδόκητον αυτόπτην µάρτυρα τής ερωτοπραξίας του, οπισθοχώρησε κατά εν βήµα δια να τραπή εις φυγήν, ενώ τό πτύον εισέτι τό ψωλόχυµα τού

Page 67: Megas Anatolikos 1 Tomos

67

πέος του, εξερχόµενον εν ριπή οφθαλµού από τό στόµα τής θεραπαινίδος έκαµε κατά τήν στιγµήν τής εκστοµατίσεως έναν κρότον εκπωµατιζοµένης φιάλης καµπανίτου, τού οποίου τήν θέσιν τού αφρού κατελάµβανε εις τήν αντιστοιχίαν ταύτην, τό εκ τής πούτσης τού ανδρός, αλλά και τό εκ τών χειλέων τής νέας αναβλύζον σπέρµα. Όµως η κατάστασις εις ην ευρίσκετο ο ναύτης, δεν επέτρεπε τήν άµεσον εκ τού σηµείου εκείνου αποχώρησιν του. Παρά τόν φόβον του έµεινε λοιπόν επί τινα δευτερόλεπτα επί τόπου, κινών σπασµωδικώς τό κάτω µέρος τής κοιλίας του και τήν ψωλήν του προς τά έξω, ωθούµενος πασιφανώς από τό ισχυροτέραν παντός άλλου φυλετικόν του ένστικτον. Και µολονότι τόν εκοίταζε ο τροµάξας αυτόν επιβάτης, ο ναύτης έκαµε καθ' όλην τήν διάρκειαν τής εκσπερµατίσεως του, υπό τά όµµατα τού άγνωστου αυτού κυρίου, ωσάν να γαµούσε εις τόν αέρα, µε τήν χονδρήν ψωλήν του παλλοµένην εν αγρία στύσει και εξακοντίζουσαν τάς υπολειποµένας υγράς ρουκέτας της επί τής γονυπετούς Ινδής. Πώς ήτο δυνατόν να κάµη αλλοιώς τήν ώραν που σειόµενος ως από σεισµόν, από τά ισχυρά εφάλµατα τής αρξαµένης χύσεως, εξετόξευε, είτε τό ήθελε ή όχι, τόν άφθονον ερωτικόν χυµόν του; Έµεινε λοιπόν εκεί ο ναύτης, και µόνον όταν εξαπέλυσε και τήν τελευταίαν ριπήν τού σπέρµατός του εις τόν αέρα, ηµπόρεσε να στραφή και να εγκατάλειψη τό σηµείον εκείνο τής τρίτης θέσεως, τρικλίζων και µε τήν ψωλήν του και τούς όρχεις του ακόµη έξω. Όµως η Ινδή υπηρέτρια, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, δεν είχε αντιληφθεί τήν αιτίαν τής αιφνίδιας φυγής του, διότι, έχουσα τά νώτα της σχεδόν τελείως εστραµµένα προς τόν εµφανισθέντα απροόπτως επιβάτην, δεν είχε παρατηρήσει ότι και κάποιος άλλος ήτο εκεί και µάλιστα ότι παρηκολούθει από τόσον κοντά τήν λαγνικήν της πράξιν. Με τό σπερµατοβριθές, εκ τής πρώτης ριπής τού ψωλοχύµατος τού ναύτου στόµα της ανοικτόν, και δεχόµενη τόν υπόλοιπον θερµόν ερωτικόν του χείµαρρον επάνω της, ασθµαίνουσα δε και αυτή από τήν καύλαν της και από τήν ζέσιν µε τήν οποίαν είχε ενεργήσει τό µινέττον, η χαρίεσσα θεραπαινίς εκοίταζε κατάπληκτη τόν συνεχίζοντα τήν εκσπερµάτισίν του εις τόν αέρα ναύτην. Έπειτα, διαπορούσα και ακίνητη ως κεραυνόπληκτος εις τήν γονυπετή της θέσιν, παρηκολούθησε δια τού βλέµµατος τήν τόσον εσπευσµένην και ανεξήγητον εισέτι δι' αυτήν φυγήν του. Με τό ίδιον όπως και πριν σφοδρόν κτυποκάρδι, η Υβόννη παρετήρει τήν νέαν τροπήν που ελάµβανε η συνταρακτική σκηνή, εις τήν οποίαν τόσον αδοκήτως είχε προστεθεί τό τρίτον πρόσωπον τού οποίου η απρόβλεπτος εµφάνισις είχε προκαλέσει, τήν τελευταίαν στιγµήν, τόσην αναστάτωσιν. Αιφνιδιασθείσα και αύτη, είχε διακόψει τήν πρόστριψιν τού αιδοίου της. Τελούσα κατόπιν τούτου εις απερίγραπτον εκνευρισµόν (διότι ήτο λίαν καυλωµένη και είχε µεγάλην ανάγκην να κατάληξη εις οργασµόν) αλλά κατεχόµενη συγχρόνως και από οξείαν περιέργειαν να ιδή τι θα συνέβαινε, εκράτει ακίνητον τόν µεσαίον δάκτυλον τής παλλοµένης κλειτορίδος της, όπως ένας κυνηγός, εν αναµονή τού θηράµατος, κρατά τόν δείκτην επί τής σκανδάλης τού όπλου του έτοιµος να τήν πίεση, αναµένουσα µε τάς αισθήσεις της εις κατάστασιν πυρακτώσεως, από τήν έντασιν τής διεγέρσεώς της, να συµβούν ενδεχοµένως περαιτέρω εξελίξεις φύσεως λαγνικής και ευχόµενη αι εξελίξεις αύται να λάβουν χωράν πάραυτα, αµέσως, ούσα αποφασισµένη να συνεχίση οπωσδήποτε τόν αυνανισµόν, και εάν ακόµη, παρ' ελπίδα, δεν συνέβαινε τίποτε επί πλέον απ' όσα είχε παρακολουθήσει µέχρι τής στιγµής εκείνης. Η περιέργεια και η λαγνεία τής Υβόννης δεν ήργησαν να ικανοποιηθούν. Μόλις εξηφανίσθη ο τραπείς εις φυγήν ναύτης, ο νεοελθών επιβάτης,

Page 68: Megas Anatolikos 1 Tomos

68

συνερχόµενος γρήγορα από τήν έκπληξιν, εξεκούµβωσε τάχιστα τήν περισκελίδα του εµπρός, και εξήγαγε ένα τεράστιον και ήδη εν στύσει πέος, µαζύ µε τούς ογκώδεις όρχεις του. Επρόκειτο περί ενός ερωτικού σωλήνος ακόµη µεγαλυτέρου από τό ογκώδες πέος τού ναύτου. Η πελώρια ψωλή αµέσως ήρχισε να πάλλεται και να σκιρτά, ως πώλος γαυριών προ νεαράς φορβάδας. Χωρίς να χάση καιρόν, ο ήδη καυλωµένος επιβάτης µετεκινήθη κατά εν βήµα καταλλήλως και εστάθη ακριβώς έναντι τής γονυπετούς εισέτι Ινδής, εις τήν θέσιν που είχε εγκαταλείψει ο µεσήλιξ ναύτης. Μόλις είδε η νεάνις να γαυριά προ τού προσώπου της τό µέγα γεννητικόν όργανον, νέα έκπληξις τήν έκαµε να ανασκιρτήση. Εις ποιον να ανήκε η τεραστία αύτη ψωλή; Η νεαρά υπηρέτρια ύψωσε τό βλέµµα της από τήν παλλοµένην εις απόστασιν 20 περίπου εκατοστών από τό πρόσωπόν της πούτσαν και εκοίταξε τόν κάτοχόν της. Όταν δε είδε εις τό ολίγον φως τών µακρυνών φανών που έφθανε έως εκεί, ποίος ήτο ο νεοελθών ψωλών, ανεφώνησε έντροµος. «Εσείς είσθε, κύριε Μπερτιέ;» και αµέσως προσεπάθησε να σηκωθή από τήν γονυπετή της θέσιν. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ —διότι αυτός ήτο ο νεοελθών— τήν ώθησε πάραυτα προς τά κάτω και τήν ηµπόδισε. « Ναι, εγώ είµαι... Μη σηκωθής... Μείνε εκεί που βρίσκεσαι και µη τροµάζεις... Χαίρω πολύ που σε συναντώ... Θυµάσαι πόσες φορές µου άνοιξες τήν πόρτα, όταν ερχόµουν στου µαχαραγιά, για τό πορτραίτο του στο Παρίσι; Πρέπει να πω, ότι και τότε µου άρεσες πολύ... Έλα... Κάνε µου τώρα ο, τι έκανες σε αυτόν τόν τυχερό ναύτη... Ήτο κουτός που έφυγε µόλις µε είδε... Εµπρός, γλείψε µε... Σας είδα και καύλωσα... Κάνε µε να χύσω... Είσαι, πολύ όµορφη... Μου αρέσεις... » είπε µε ψίθυρον φλογερόν ο Γάλλος καλλιτέχνης, απαντών εις τήν αγγλικήν — τουτέστιν εις τήν γλώσσαν εις τήν οποίαν τού ωµίλησε η νεαρά Ινδή. Έπειτα, αφού περιέφερε τήν ογκώδη ψωλήν του παντού εις τό µουσκευµένον από τό σπέρµα τού ναύτου πρόσωπον τής θεραπαινίδος, πιέζων τόν σφύζοντα καυλόν του επί τού στόµατος της, προσέθεσε: « Έλα, άρχισε... Μην αργείς... Θέλω να χύσω. » Η νεαρά Ινδή είχε ησυχάσει. Ο αρχικός φόβος της είχε διασκορπισθεί. Άλλωστε, εφαίνετο να επιθυµή και αύτη να γλείψη τήν ψωλήν του. « Θα σας κάνω ευχαρίστως αυτό που θέλετε... Μόνο θα σας παρακαλέσω να µην πήτε ποτέ τίποτε στον κύριο µου... » είπε µε κάποιαν συστολήν η νέα παραµερίζουσα ελαφρώς τήν πελωρίαν ψωλήν για να ελευθέρωση τά χείλη της. «Έννοια σου... ∆εν θα πω τίποτε σε κανέναν», είπε ο Μπερτιέ και ανυπόµονων προσέθεσε επιτακτικώς: « Εµπρός. » « Ούτε για αυτά που είδατε, ούτε για αυτά που θέλετε να σας κάνω. » « Ούτε για τό ένα, ούτε για τό άλλο... Έννοια σου... » « Μου τό υπόσχεσθε; » « Ναι... ναι... Τό υπόσχοµαι... Εµπρός... Μην αργείς... Γλείψε µε... » απήντησε αδηµονών ο καλλιτέχνης και ώθησε τήν ψωλήν του προς τό στόµα τής εξωτικής φελλατρίας. Η νεαρά Ινδή έβγαλε τήν γλώσσαν της και αµέσως η Υβόννη ήκουσε έναν µικρόν υγρόν θόρυβον. Η ευειδής θεραπαινίς έγλειφε πάλιν. Με τάς αισθήσεις της φλεγοµένας και µε άκρως τεταµένην προσοχήν η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ εκοίταζε. Η γλώσσα τής νεαράς υπηρέτριας εκέντριζε τώρα και έγλειφε τόν ερωτικόν σωλήνα τού Μπερτιέ, µε τήν ιδίαν τέχνην και τήν ιδίαν περιπάθειαν που είχε γλείψει προ ολίγου και τήν ψωλήν του

Page 69: Megas Anatolikos 1 Tomos

69

ναύτου. Η Υβόννη, τρέµουσα από τήν διέγερσίν της, επίεσε αποφασιστικώς τόν έτοιµον προς τούτο δάκτυλον τής δεξιάς της επί τής παλλόµενης κλειτορίδος της και ήρχισε να τήν τρίβη εκ νέου. « Αααχ!... » έκαµε πάραυτα και δυνατά ο καυλωµένος καλλιτέχνης µόλις ήγγισε τό γεννητικόν του όργανον η γλώσσα τής θεραπαινίδος και προβάλλων σπασµωδικώς τό κάτω µέρος τής κοιλίας του, εξηκολούθησε να λαγνοβοά, δεικνύων εξ αρχής πόσον µεγάλην γλύκαν εδοκίµαζε. Συγχρόνως, κύπτων τήν κεφαλήν του εµπρός, και έχων τό βλέµµα του λαύρως καρφωµένον επί τής ευκινήτου γλώσσης τής Ινδής και επί τής ψωλής του, παρηκολούθει µε έκφρασιν που έδειχνε και αυτή πόσον µεγάλη ήτο η διέγερσις του, τήν ενεργουµένην επί τού δονουµένου πέους του τρυφεράν θωπείαν. Κάθε λεπτόν που παρήρχετο έφερνε τόν Αιµίλιον Μπερτιέ και τήν χαρίεσσαν ψωλογλειφίδα πλησιέστερα προς τήν επιδιωκοµένην περιπαθώς ευτυχή έκβασιν. Η Υβόννη έτριβε µετά µανίας τό µουνί της, δια να χύση ταυτοχρόνως µε τόν καλλιτέχνην και τήν νεαράν Ινδήν. Αίφνης ηκούσθη ένας βόγγος βαθύτερος και ηχηρότερος απ' όλας τάς αλλάς αναφωνήσεις του, και ο Μπερτιέ, κραυγάζων από τήν απερίγραπτον ηδονήν που ένοιωθε, εσείσθη ολόκληρος, και παρατηρών µε γουρλωµένα µάτια τήν νεαράν θεραπαινίδα εις τό ηδυπαθές της έργον, εφώναξε εις τήν αυροφίλητον σιγήν τής ατλαντικής νυκτός, ως µέγας ηδονιζόµενος τρίτων: « Ωωωχ!... Αααχ!... Αχ, Θεέ µου τι γλύκα!... Έρχεται !... Έρχεται!... Θα χύσω... Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ααααα!... Αααααχ!... Αααααχ!... Χύνω !... Παρ' τό όλο... Σ' τό δίνω... ΧΥΝΩ!... » Αι παρειαί τής νεαράς Ινδής, που µόλις προ ολίγων δευτερολέπτων είχε εισαγάγει τήν ψωλήν τού Αιµιλίου εις τό στόµα της, σχεδόν αµέσως εξωγκώθησαν απ' ό,τι ο ζωγράφος εξηκόντιζε εντός αυτού, και η φιλήδονος θεραπαινίς, ωσάν να ήθελε να υποβοήθηση τήν χύνουσαν ψωλήν να εκπτύση όσον τό δυνατόν περισσότερον σπέρµα, έσφιξε γοργά και κατ' επανάληψιν τούς βαρείς όρχεις τού καλλιτέχνου, πιέζουσα αυτούς όπως θα επίεζε κανείς µίαν « poire », κάµνουσα πάλιν µε διάπυρον λαγνείαν, « Μµµµµ ... Μµµµµ... Μµµµµ... » όπως και πριν, όταν αντλούσε τό ψωλόχυµα από τόν ναύτην. Όµως τήν φοράν ταύτην έκαµνε και κάτι άλλο η ευειδής φελλάτρια. Εσείετο ολόκληρη σφοδρώς, και εκινείτο επί τόπου µε τόσην παραφοράν, ώστε κατέστη φανερόν ότι έχυνε και αύτη και µάλιστα αυτοµάτως, αφού δεν ήγγιζε καθόλου µε τάς χείρας της τό ερωτικόν της όργανον. Ούτω, ενώ εξαπέλυαν και οι δύο τούς ερωτικούς χυµούς των, και συνυφαίνοντο µε τούς στόνους τού γλυκασµού τού Αιµιλίου Μπερτιέ οι µε τό γράµα « Μ » αρχίζοντες και µέχρι τέλους συνεχιζόµενοι µελιστάλακτοι φθόγγοι τής υπηρέτριας οι παραγόµενοι από τό ψωλοβουλωµένον στόµα της και εν µέρει και από τήν ρίνα της, η νεαρά Ινδή, χύνουσα και αύτη και εν λαγνική εξάρσει διατελούσα, κατέπινε ταχέως και θα έλεγε κανείς σχεδόν απεγνωσµένως τό εξακοντιζόµενον µε ορµήν εντός τού στόµατός της σπέρµα, ώστε να µην εκχειλίση έξω από τά θηλάζοντα περιπαθώς τόν πούτσον χείλη της ούτε µία σταγών τού παχυρρεύστου αρσενικού όπου. Συγχρόνως µε τό ζεύγος, καθώς απεταµίευε δια τών οφθαλµών εις τήν ψυχήν της τό συγκλονιστικόν και ωραίον τούτο θέαµα, έχυσε και η Υβόννη. Ο οργασµός της µάλιστα υπήρξε τόσον σφοδρός που τά γόνατά της εκόπησαν και η νεαρά Γαλλίς αυνανίστρια κατέπεσε επί τού καταστρώµατος, όπου σφαδάζουσα, απετελείωσε τό χύσιµον της. Όταν συνήλθε η νεάνις, ο Αιµίλιος Μπερτιέ και η Ινδή θεραπαινίς είχαν φύγει.

Page 70: Megas Anatolikos 1 Tomos

70

Με τά σκέλη της ανοικτά και µε τό κάθυγρον αιδοίον της δροσιζόµενον από τήν θαλασσίαν αύραν, η νεαρά Γαλλίς εξέπεµψε βαθύτατον αναστεναγµόν ανακουφίσεως και εκοίταξε τόν ουράνιον θόλον. Οι αναρίθµητοι αστέρες έλαµπαν ακόµη στιλπνότεροι από πριν. Η µυρωδιά τής θαλάσσης ήτο µεθυστική. Η ερωτική της επανάστασις ήρχιζε —εσκέφθη η Υβόννη— υπό καλούς οιωνούς. Ύστερα από αυτά που είδε και τάς αποφάσεις που έλαβε ενωρίτερον, θα ήρχετο γρήγορα η ώρα η ποθητή, που θα εγκαινίαζε τήν νέαν της ερωτικήν ζωήν. Με τήν ψυχήν της πλήρη από ευφορίαν και µε τήν καρδίαν ελαφράν, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ εσκούπισε τό µουνί της και έλαβε τήν άγουσαν προς τά καταστρώµατα τής πρώτης θέσεως, µε τό συναίσθηµα ότι είχε κατανικήσει τήν µέχρι τούδε κακήν της µοίραν. —

Page 71: Megas Anatolikos 1 Tomos

71

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

Η Yβόννη επλησίαζε εις τά καταστρώµατα τής πρώτης θέσεως. Ως ελέχθη ήδη, είχε αποφασίσει, να επισκεφθή τό µπαρ αυτής τής θέσεως, όπου ήλπιζε να συνάντηση τόν Αιµίλιον Μπερτιέ, όστις δεν απεκλείετο —έτσι εσκέπτετο η νεάνις— να µεταβή εκεί διά να αναπολήση πίνων ένα ποτόν, τήν ηδονήν που απήλαυσε µε τήν νεαράν Ινδήν. Εάν τόν εύρισκε εις τήν αίθουσαν αυτήν —εξηκολούθησε να σκέπτεται η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού— θα ηµπορούσε να καθήση εις µίαν τράπεζαν πλησίον του. Πίνουσα ένα απσέντι, η άλλο ισχυρόν ποτόν, θα ηµπορούσε να ελκύση τήν προσοχήν του, µε ωρισµένου είδους µειδιάµατα, µε βλέµµατα υποσχόµενα πολλά, µε µερικήν αποκάλυψιν τών κνηµών της, όπως έκαµναν τόσον συχνά αι ελαφραί γυναίκες, µε διακριτικούς αλλά υπαινισσόµενους γλυκύ µινέττον γλωττισµούς εις τόν αέρα, εις στιγµάς που κανείς άλλος δεν θα έβλεπε. Η συνέχεια θα ήτο ευκολοκατόρθωτη, αφού τήν φοράν αυτήν ήτο αποφασισµένη να µην υπακούση εις καµίαν ηθικήν επιταγήν, αφού ήτο πλέον ελευθερωµένη από τά δεσµά της, αφού είχε πλέον αποσείσει όλους τούς ζυγούς, αφού είχε πλέον διαβεί τό κατώφλι µίας νέας ζωής... Ίσως µάλιστα, πριν παρέλθη πολλή ώρα, να πλακωνόταν, να γαµιόταν από τόν Αιµίλιον Μπερτιέ, τόν ευειδή και φιλήδονον άνδρα, τόν ωραίον αυτόν ψώλονα, τόν συµπατριώτη της... Πλήρης αισιοδοξίας, η Υβόννη είχε φθάσει εις ουχί πολύ µεγάλην απόστασιν από τό κιγκλίδωµα που εχώριζε τά καταστρώµατα τής τρίτης από τά άλλα τής δευτέρας και τής πρώτης, προς τά oποία κατηυθύνετο, όταν διέκρινε έναν επιβάτην καθήµενον επί ενός πάγκου, εις απόστασιν ολίγων µέτρων. Αµέσως η καρδία της εσκίρτησε µε σκίρτηµα ζωηρόν. Ούτε ολίγον ούτε πολύ, ο άνδρας αυτός ήτο ο Αιµίλιος Μπερτιέ. Ηµιανάγυρτος επί τού πάγκου και µε τά σκέλη του ανοικτά, ο καλλιτέχνης είχε ένα πούρον εις τό στόµα και καπνίζων εφαίνετο να απολαµβάνη µε ηδυπάθειαν τήν ωραίαν νύκτα, πλήρης από τήν εξαισίαν εκείνην γαλήνην που ακολουθεί πάσαν επιτυχή εκτέλεσιν ερωτικής πράξεως και πάσαν εκσπερµάτωσιν. Με ισχυρόν κτυποκάρδι, η Υβόννη εσταµάτησε και διηρωτήθη τι έπρεπε να κάµη. Η απάντησις ήλθε γρήγορα: « Όσα σκέφθηκα να κάνω στο µπαρ, µπορώ να τά κάνω και εδώ, δίπλα του, στον πάγκο. Όλα αυτά µπορούν µάλιστα να γίνουν καλλίτερα και ευκολώτερα εδώ... Και τότε, ω, τότε, αν δεν φανώ κουτή, σε µισή ώρα, σε µια ώρα τό πολύ, ίσως να έχω τήν ωραία πούτσα του στο µουνί µου, ή, τουλάχιστον, µέσα στο στόµα µου... » Ο Αιµίλιος δεν είχε αντιληφθεί τήν παρουσίαν τής Υβόννης. Τρέµουσα από τήν συγκίνησίν της και τήν προσδοκίαν τών ηδονικών εξελίξεων τάς οποίας θεωρούσε τώρα ως πλέον ή πιθανάς, η νεαρά Γαλλίς επροχώρησε διανύουσα τά ολίγα βήµατα που τήν εχώριζαν από τόν πάγκον, διά να καθήση εις τό πλευρόν τού συµπατριώτου της, ώστε να κάµη εκεί τό παν διά να επισύρη τήν προσοχήν του και να διεγείρη τόν ίµερόν του, αφού ο άνδρας αυτός είχε αποδείξει περιτράνως πόσον ήτο φιλήδονος και πόσον τού ήρεζαν τά λαγνικά, και αφού ήθελε και εκείνη τόσον πολύ και τόσον διακαώς να αρχίση νέαν ζωήν και να ηδονίζεται απ' εδώ και εµπρός συχνά και απεριορίστως. Μόλις όµως συνεπλήρωσε τό πέµπτον βήµα η Υβόννη, συνέβη κάτι τό τελείως απροσδόκητον, κάτι που εξ αρχής εγέµισε τήν καρδίαν της µε ανησυχίαν. Μία κορασίς έως 11 ετών, µία χαρίεσσα παίς, µε καστανά µαλλιά και µε δέρµα λευκόν, λευκότατον, σαν γάλα, βαδίζουσα αθορύβως και παρατηρούσα δεξιά και αριστερά, ωσάν να απεθαύµαζε τό µέγα πλοίον, ενεφανίσθη εις τό

Page 72: Megas Anatolikos 1 Tomos

72

κατάστρωµα ως πλάσµα αναδυόµενον αιφνιδίως από τό σκότος εις τό φως, ερχοµένη από αντίθετον κατεύθυνσιν. Η παίς έφερε πτωχικά ενδύµατα και εφαίνετο να είναι επιβάτης τής τρίτης θέσεως. Ήτο όµως ωραιοτάτη, µε κάτι τό εκθαµβωτικώς αγγελικόν εις τό πρόσωπόν της. Τό φόρεµά της ήτο από ευτελές ύφασµα, κακώς ερραµµένον, κοντόν και στενόν, ωσάν να ήτο καµωµένον διά κοράσιον κατά δύο έτη τουλάχιστον µικρότερον. Επέτρεπε, όµως, τό φόρεµα τούτο, να διακρίνη κανείς αµέσως, ότι τό σώµα που εκάλυπτε, µολονότι ήτο κάπως ισχνόν, εν τούτοις ήτο καλλίγραµµον, ευλύγιστον και ωραίον, µε ανεπαισθήτως διογκούµενα βυζέττα, µε κώλον µικρόν, αλλά στρογγυλόν, σφικτόν και αρµονικώς προεξέχοντα. Όταν έφθασε η παίς προ τού Μπερτιέ, επεβράδυνε τό βήµα της και εµειδίασε. Αφού απεµακρύνθη ολίγον χωρίς να σταµατήση, έστρεψε τήν κεφαλήν της και εµειδίασε πάλιν, τήν φοράν ταύτην κάπως αινιγµατικά. Η Υβόννη, που µόλις ενεφανίσθη τό κοράσιον, αµέσως εστάθη επί τόπου, έκαµε γρήγορα ολίγα βήµατα ακόµη και επρόλαβε να κρυφθή όπισθεν µίας πλησίον ευρισκοµένης λέµβου, χωρίς να τήν αντιληφθούν. Ο φιλήδονος καλλιτέχνης, βλέπων πόσον ωραία ήτο η παιδίσκη, και ενθαρρυνόµενος από τά µειδιάµατά της, σκεπτόµενος δε ότι θα ηµπορούσε ίσως ευκόλως να κατακτηθή και να αποτελέση εξαισίαν ερωτικήν λείαν, µετά τό δεύτερον µειδίαµά της, αµέσως τής απηύθυνε τόν λόγον εις τήν αγγλικήν. « Στάσου µικρή µου µις... Θέλω να σου µιλήσω. » Η παίς εστάθη πάραυτα και εστράφη. Ήτο καταφανώς ευχαριστηµένη και κολακευµένη που ένας σοβαρός και καλοενδεδυµένος κύριος τήν είχε προσέξει και τήν απεκάλει µάλιστα µικράν δεσποινίδα. « Καλησπέρα σου », είπε ο Αιµίλιος κοιτάζων µε θαυµασµόν και απληστίαν από κεφαλής µέχρι ονύχων τό ιστάµενον εις µικράν απόστασιν ωραίον κοράσιον. « Καλησπέρα σας », απήντησε µε δροσεράν φωνήν και µειδιώσα πάλιν ηρώτησε: « Τί µε θέλετε, κύριε; » « Έλα πιό κοντά... Θέλω να σου πω... » απήντησε ο Μπερτιέ και δεικνύων τόν αµέσως προ αυτού χώρον προσέθεσε: Α.. να, στάσου εδώ, µπροστά µου. » « Τί θέλετε να µου πήτε; » ηρώτησε η κόρη µε ύφος γλυκύτατα αφελές, και πλησιάζουσα εστάθη προ τού Μπερτιέ, εις ελαχίστην απόστασιν από τά ανοικτά του σκέλη, χωρίς τόν παραµικράν ενδοιασµόν. « Θέλω να µου πης που πας µόνη σου τέτοιαν ώρα. » « Βγήκα να κάνω µια βόλτα. » « Τέτοιαν ώρα; Και σε αφήνουν οι γονείς σου να βγαίνης µόνη σου τόσο αργά... Είναι κοντά µεσάνυχτα. » « Έχω µόνο πατέρα », απήντησε µε λευκήν φωνήν η κόρη. « Και σε αφήνει ο πατέρας σου να βγαίνης έξω µόνη σου τήν νύκτα; » Κατόπιν µικρού δισταγµού η χαρίεσσα παίς µε τήν αγγελικήν µορφήν εχαµήλωσε ολίγον τήν φωνήν της και είπε: « Ο µπαµπάς µου µέθυσε και τώρα κοιµάται. Πίνει πολύ και είναι φοβερά αυστηρός. Όλη µέρα µε είχε κλειδωµένη στην καµπίνα µου... Κόντεψα να σκάσω... Επειδή, λοιπόν, όταν πιή ο πατέρας µου κοιµάται πολύ βαθειά και τίποτε δεν τόν ξυπνάει, µόλις τόν πήρε ο ύπνος, βγήκα έξω να αναπνεύσω λίγο και για να δω τό ωραίο βαπόρι.» απήντησε η παίς µειδιώσα πάλιν. « Και γιατί σε είχε υπό περιορισµόν ο µπαµπάς σου; » ηρώτησε µε απορίαν ο Μπερτιέ. « Για να µη βγω έξω µόνη µου... Μα δεν µε είχε µόνον υπό περιορισµό... » Το µειδίαµα εξηφανίσθη από τά χείλη τής κορασίδος και τό ύφος της ήλλαξε.

Page 73: Megas Anatolikos 1 Tomos

73

« Τί άλλο σου έκανε ο πατέρας σου; » ηρώτησε αµέσως ο Αιµίλιος. Η καστανή παίς εδίστασε πάλιν προς στιγµήν και έπειτα εξηκολούθησε µε κάποιαν πικρίαν: « Με έδειρε πολύ... Με έσπασε στο ξύλο... Με δέρνει, ξέρετε, συχνά και πολύ άσχηµα — για τό παραµικρό... Σήµερα µε έδειρε, γιατί βγήκα µία στιγµή, τό απόγευµα, να δω τό πλοίο. » « Μπα! » ανεφώνησε κατάπληκτος ο Γάλλος καλλιτέχνης και µε ύφος συµπονούντος ανθρώπου συνέχισε: « Μα τί πράµατα είναι αυτά!... Πρέπει να είναι πολύ κακός άνθρωπος ο πατέρας σου, για να σε δέρνη έτσι και µάλιστα για τέτοια µικροπράγµατα... Πώς συµβαίνει αυτό; Εσύ φαίνεσαι ένα πολύ καλό κοριτσάκι... Μήπως δεν σε αγαπά ο µπαµπάς σου; » « Όχι. Με αγαπά πολύ και δεν είναι κακός άνθρωπος. Μπορώ να πω µάλιστα, πως είναι συχνά πολύ καλός. Είναι όµως —πώς να τό πω— είναι λίγο παράξενος... Θαρρώ πως τού αρέσει να δέρνη... Στην γειτονιά µας όλοι τόν φοβούνται... » « Μα πως είναι δυνατόν να είναι καλός, αφού σε δέρνει έτσι και αφού τού αρέσει να ξυλίζη; » « ∆εν ξέρω. Γι' αυτό σας είπα πως είναι παράξενος ». « Τί δουλειά κάνει; » « Είναι σιδηρουργός. » « Και τί πάτε να κάνετε στην Αµερική; » « Μεταναστεύουµε... Είµαστε πολύ πτωχοί... Ζούσαµε πολύ δύσκολα στην Αγγλία και πάµε στην Αµερική, όπου ο µπαµπάς ελπίζει να δηµιουργήση ένα καλλίτερο µέλλον. » « Κατάλαβα... Εύχοµαι να βρήτε καλλίτερη τύχη στην Αµερική. Όχι τόσο για τόν πατέρα σου, όσο γιά σένα, γιατί... γιατί είσαι ένα πολύ όµορφο και, νοµίζω, ένα πολύ καλό κοριτσάκι... Έλα πιό κοντά... Θέλω να κουβεντιάσουµε... να µάθω πιό πολλά για σένα... Έλα, ακόµη πιό κοντά... Να, εδώ... εδώ... ακριβώς µπροστά µου... » Η χαρίεσσα παίς καταφανώς κολακευµένη πάλιν επλησίασε και εστάθη εις απόστασιν µόλις 20 εκατοστών από τά ανοικτά γόνατα τού ζωγράφου. Η πικρία της είχε εξαφανισθεί τελείως και τό πρόσχαρον ύφος της επανήλθε. Ρίπτουσα εν βλέµµα εις τήν περισκελίδα τού Μπερτιέ, εις τό σηµείον που εκάλυπτε τό πέος του, ωσάν να ήθελε να υπολογίση τας διαστάσεις τής ψωλής του, αφού διεπίστωσε ότι υπήρχε εκεί µια διόγκωσις τόσον σεβαστή, ώστε να ηµπορή κανείς να εννοήση αµέσως ότι ο άνδρας αυτός τήν είχε οπωσδήποτε —και πριν ακόµη καυλώση— πολύ µεγάλην, η καστανή κορασίς εκοίταξε τόν Αιµίλιον εις τά µάτια και µε εξαισίαν αυθορµησίαν και ύφος αυτόχρηµα αγγελικόν, τόν ηρώτησε χωρίς καµµίαν συστολήν: « Θαρρώ πως σας αρέσουν οι µικρές... Πήτε µου, έχω δίκαιο; » « Ωχ, ναι... ναι... Μου αρέσουν πάρα πολύ... » απήντησε ο Μπερτιέ µε θαυµασµόν αλλά και µε έκπληξιν, διότι δεν επεpίµεvε µίαν τοιαύτην ερώτησιν, εκστοµιζοµένην µάλιστα µε άσχετον προς πάσαν πονηρίαν φυσικότητα και ελευθερίαν, από ένα έστω και αγγελικόν µικρόν κοράσιον. Η χαρίεσσα παίς εµειδίασε γλυκύτατα µόλις ήκουσε τήν απάντησιν τού Αιµιλίου και κοιτάζουσα πάλιν χωρίς κανέν ένοχον ύφος ή ερύθηµα εντροπής τό εξωγκωµένον έµπροσθεν σηµείον τής περισκελίδος του, είπε µε τήν ιδίαν άνεσιν και αµεσότητα όπως και πριν: « Ακόµη και οι πολύ µικρές όπως εγώ... ∆εν είναι έτσι; » « Ωωωχ!... » έκαµε ο Αιµίλιος, µε έµφορτον από λαγνείαν φωνήν και αµέσως

Page 74: Megas Anatolikos 1 Tomos

74

απήντησε: « Ναι! Ναι! Έτσι είναι. Σωστά τό λες, µικρούλα µου! » « Και µε ποιό τρόπο σας αρέσουν οι µικρούλες; » Ο φιλήδονος καλλιτέχνης δεν ηδυνήθη να συγκράτηση µίαν νέαν αναφώνησιν λαγνείας: « Αααχ!... Ωωωχ!... » έκαµε καταφανώς καυλώνων και συνέχισε µε αλλοιωµένην από τήν διέγερσιν φωνήν του : « Έλα ακόµη πιο κοντά και θα σ' τό πω... » « Μα σχεδόν σας εγγίζω... Θέλετε ακόµη πιο κοντά; » είπε µε λευκήν φωνήν και γλυκύτατα φιλοπαίγµον ύφος η µικρά, χωρίς να αποσπάση τό βλέµµα της από τό πασιφανώς εξογκούµενον και εγειρόµενον υπό τήν περισκελίδα εις αγρίαν στύσιν πέος. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι... Θέλω να έρθης ακόµη πιο κοντά και θα... θα σου δείξω µε ποιόν τρόπο µου... µου αρέσουν οι µικρούλες » απήντησε πάλιν ο Μπερτιέ. Η καστανή παίς µε τό λευκόν σαν γάλα δέρµα έλαµπε από απαλωτάτην φιλαρέσκειαν. Κάµνουσα ένα µικρούτσικον βήµα, ηλάττωσε τήν χωρίζουσαν αυτήν από τά γόνατα τού ζωγράφου απόστασιν εις 10 εκατοστά... Ο Αιµίλιος αµέσως ήνοιξε ακόµη περισσότερον τά ήδη ευρέως ανοιγµένα σκέλη του, και, παρατηρών τήν µικράν κόρην µε απληστίαν, ερρόφησε µίαν µεγάλην δόσιν καπνού από τό πούρον του. Εις τό σηµείον όπου εκρύπτετο, η Υβόννη έβλεπε µε σπαραγµόν τά πάντα. Αίφνης, όταν ο Μπερτιέ ήνοιξε ακόµη περισσότερον τά σκέλη του, εν ρίγος ισχυρόν τόν συνεκλόνισε. Ήτο η στιγµή που και αυτή διέκρινε, ότι η ήδη εξ αρχής διογκωµένη εις τό σηµείον που εκάλυπτε τήν ψωλήν του περισκελίς τού συµπατριώτου της, ήρχισε να εξογκούται ακόµη περισσότερον, πολύ περισσότερον, και να γίνεται γρήγορα η διόγκωσις εις τό σηµείον εκείνο διπλή, τριπλή, και να εξακολουθή ακόµη... Τά κακά προαισθήµατα που τήν εγέµισαν όταν ο Μπερτιέ απέτεινε τόν λόγον εις τήν καστανήν κορασίδα —τουτέστιν, ότι υπήρχε κίνδυνος, να πάρη αυτή η παίς τήν θέσιν που ήθελε να καταλάβη η ιδία εις τό πλευρόν τού καλλιτέχνου—, τά προαισθήµατα αυτά έγιναν τώρα βεβαιότης και ένα κύµα ζηλοτυπίας και απελπισίας κατέκλυσε τήν ψυχήν τής Υβόννης, καθώς έβλεπε τήν ταχείαν καύλωσιν τού Αιµιλίου διά τήν ωραίαν κόρην. Και η καύλωσις τού καλλιτέχνου γοργή και ακατάσχετος εξηκολούθει. Και η εξόγκωσις και η επιµήκυνσις τής πούτσης του υπό τό παντελόνι, ήτο εµφανεστάτη. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ εκράτησε εις τό στόµα του επί τινα δευτερόλεπτα τόν καπνόν τού πούρου, έπειτα τόν εφύσηξε και αφού έρριψε τό σιγάρον εις τήν θάλασσαν, ηρώτησε τήν παίδα: « Πως σε λένε; » « Έθελ. » « Ω, τί ωραίο όνοµα!... Και πόσων ετών είσαι; » « Ένδεκα. » « Ω τί ωραία ηλικία! » « Σας αρέσει πολύ και αυτή η ηλικία; » ηρώτησε η κορασίς µειδιώσα, ενώ τό βλέµµα της καρφωµένον ανυποκρίτως εις τήν ψωλήν τού Αιµιλίου έλαµπε. « Ωωωχ!... Αααχ!... Ναι... ναι... Μου αρέσει πολύ... πάρα πολύ... » « Με άλλα λόγια, σας αρέσουν πολύ οι µικρούλες που τις ονοµάζουν "µπεµπέκες"... ∆ηλαδή τά κοριτσάκια που δεν έχουν βγάλει ακόµη τρίχες στα µουνάκια των ». « Ωωω!... Αααχ!... Τί ωραία που τά λες! » ανεφώνησε ο καυλωµένος

Page 75: Megas Anatolikos 1 Tomos

75

καλλιτέχνης κατάπληκτος που µε τόσην ελευθερίαν εξεφράζετο ένα τόσον µικρόν κοράσιον. « Ναι, ναι, µου αρέσουν πολύ, πάρα, πάρα πολύ, µου αρέσουν τροµερά οι µικρούλες αυτές. » « Μήπως θέλετε να δήτε τό µουνάκι µου; ∆εν έχει ούτε µια τριχούλα. » « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου!.,. » ανέκραξε λαγνοβοών ο κατάπληκτος Γάλλος. « Ωχ, ναι... ναι... ναι... » Η Έθελ έρριψε εν βλέµµα δεξιά και αριστερά και βλέπουσα ότι ήτο έρηµον τό κατάστρωµα, ύψωσε γρήγορα τό φόρεµά της και θέτουσα δύο άκρας τού ποδόγυρου εις τήν ζώνην της, επέταξε έξω τήν κοιλίτσαν της και παραµερίζουσα τά κράσπεδα τού ανοίγµατος τού προοριζοµένου διά τήν ούρησιν, έδειξε τό µουνίδιον της, αναµένουσα µε εξαισίαν φιλαρέσκειαν να ιδή ποίαν εντύπωσιν θα έκαµνε τό ερωτικόν της όργανον εις τόν Μπερτιέ. Επρόκειτο περί ενός θεσπεσίου και προεξέχοντος πολύ µουνέττου, µε πολύ εξογκωµένα τά λεία εξωτερικά του χείλη και µε µίαν βαθείαν, ροδαλήν σχισµήν εις τό µέσον, που τό έκαµνε να οµοιάζη µε µεγάλο χυµώδες βερύκοκκο εσφηνωµένον µεταξύ τών µηρών της εις τό κάτω µέρος τής ηβικής της χώρας. « Αααχ!... Ωωωχ!... Ααα!... Τί ωραίο µουνάκι που έχεις! » ανεφώνησε µε έµφορτον από λαγνείαν φωνήν ο Αιµίλιος. « Είναι... είναι θαύµα! » ∆έκα δευτερόλεπτα επέδειξε η αγγελική µικρά τό µουνίδιόν της εις τόν φλεγόµενον από τήν καύλαν του Μπερτιέ, κοιτάζουσα αυτόν µε γλυκύ µειδίαµα εις τά µάτια, προβάλλουσα εις τήν ιδίαν άσεµνον στάσιν τό παχουλόν και χαρίεν ερωτικόν της όργανον. Έπειτα άφησε τό φόρεµά της να καταπέση και έπαυσε να προβάλη τήν κοιλίαν της. Τήν ιδίαν στιγµήν εκάρφωσε πάλιν τό βλέµµα της εις τό σηµείον τής περισκελίδος που εκάλυπτε τό πέος του, παρατηρούσα µε φλογεράν και τεταµένην προσοχήν τήν τεραστίαν εξόγκωσιν που προκαλούσε ο καυλωµένος πούτσος από κάτω. Τό µειδίαµά της σχεδόν αµέσως έσβησε και η Έθελ ήνοιξε πάρα πολύ τά µάτια της, όπως τά ανοίγει κανείς όταν κατέχεται από µέγαν θαυµασµόν και τό βλέµµα της εφαίνετο να προσπαθή να τρυπήση τό ύφασµα, διά να γυµνώση και να ιδή καλά τήν πελωρίαν ψώλαν. Πως να κάµη αλλοιώς η ευαίσθητος, ειλικρινής και πασιφανώς φιλήδονος παιδίσκη, αφού, κάτω από τό παντελόνι, ο µέγας ερωτικός σωλήν τού Αιµιλίου είχε λάβει πλέον τας τεραστίας διαστάσεις τής πλήρους στύσεως και επάλλετο εµφανώς, ωσάν να εζήτει να ελευθερωθή από τό µάλλινον ύφασµα, ενώ η περισκελίς εφαίνετο να καλύπτη εις τό σηµείον εκείνο έναν χονδρόν λοστόν η ένα γιγαντιαίον αγγούρι. Μεγάλη ταραχή κατείχε τήν Υβόννην µεγάλη ταραχή και µέγα άγχος. Όχι µόνον ήξευρε πλέον καλώς ότι η Έθελ ήρεζε πολύ εις τόν Μπερτιέ, αλλά ησθάνετο, ωσαύτως, ότι και η µικρά παρείσακτος ήτο πολύ ευτυχής που τόν συνήντησε και ότι, ασφαλώς (αφού µάλιστα τού έδειξε τό µουνί της) θα «εστέκετο» διά να θωπευθή και διά να κάµη και αυτή εις τόν ζωγράφον τις οίδε τι... Με τήν καρδίαν της αιµάσσουσαν από ζηλοτυπίαν και µίσος διά τήν µικράν αγγελικήν νύµφην, η Υβόννη εκοίταζε τρέµουσα τό ζεύγος, και τούτο ποιούσα εδάγκανε τά χείλη της. Τώρα ήτο φανερόν ότι και η χαρίεσσα παίς, παρά τήν τρυφεράν της ηλικίαν εκαύλωνε. Καθώς εκοίταζε τήν ψωλήν τού Αιµιλίου, τό στόµα της ήνοιξε και η γλώσσα της εξερχοµένη µερικάς φοράς µε ταχύτητα µικράς σαύρας ή σαµιαµιθιού γοργότατα, έγλειψε ενστικτωδώς και κατ' επανάληψιν τά χείλη της. Τά µάτια της έλαµπαν ακόµη περισσότερον από πριν, και τά συµπεπλεγµένα χέρια της έµπροσθεν έσφιγγαν τά δάκτυλα, τό ένα τού άλλου, ωσάν να κατέβαλλε µεγάλην προσπάθειαν η παίς, να εµπόδιση τόν εαυτόν της να

Page 76: Megas Anatolikos 1 Tomos

76

υπακούση εις ισχυράν παρόρµησιν να πιάση τήν χονδρήν ψωλήν. Τότε συνέβη κάτι που έκαµε τήν βοηθόν τού ταχυδακτυλουργού να αισθανθή µίαν τροµεράν σουβλιάν εις τήν καρδίαν της. « Εθελ, χρυσό µου κοριτσάκι, κατάλαβες σε τί βαθµό µου αρέσεις; » είπε ο κατακαυλωµένος καλλιτέχνης, και λέγων έψαυσε όσον ηµπορούσε πλέον εµφανώς τό παλλόµενον υπό τό παντελόνι πέος του. « Ναι... Τό κατάλαβα... Τό βλέπω... Σας σηκώθηκε... Καυλώσαστε πολύ... » απήντησε η εξαισία παιδίσκη µε καταπληκτικήν αµεσότητα και ελευθεροστοµίαν, παρατηρούσα µε αστράπτοντα µάτια και ενδιαφέρον διάπυρον τάς ψαύσεις που έκαµνε εις τόν πούτσον του ο Μπερτιέ. Έπειτα, έκλεισε κατά τό ήµισυ τήν δεξιάν παλάµην της ωσάν να εκράτει εις τήν χούφταν της χονδρήν ράβδον ή άλλον χονδρόν κυλινδρικόν αντικείµενον, και µειδιώσα, παρά τήν αύξουσαν ολονέν διέγερσίν της, αγγελικότατα, εκίνησε γρήγορα τήν δεξιάν της χείρα πολλάς φοράς επάνω-κάτω έµπροσθέν της, ωσάν να έτριβε κάτι µε γοργόν ρυθµόν, και υψώνουσα τό βλέµµα της, εκοίταξε τόν Μπερτιέ εις τά µάτια και µε γλυκυτάτην αφέλειαν είπε: « Μήπως θέλετε, κύριε, να σας κάνω τούτο; » « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανεβόησε µε έµφορτον από λαγνείαν φωνήν ο Γάλλος καλλιτέχνης, µόλις είδε τήν άσεµνον χειρονοµίαν τής Έθελ, και ήνοιξε πάλιν τό στόµα του, διά να είπη κάτι ακόµη, αλλά η χαρίεσσα κορασίς τόν επρόλαβε, και, επαναλαµβάνουσα τήν µίµησιν τής αυνανιστικής προστρίψεως τού πέους µερικάς φοράς, ηρώτησε εν συνεχείς τόν Μπερτιέ, µε τήν ιδίαν γοητευτικήν αφέλειαν: « Πήτε µου, µήπως θέλετε να σας τήν παίξω; » « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε πάλιν ο ζωγράφος και προς στιγµήν εσιώπησε. Τό ανοικτόν στόµα του και τό όλον ύφος του επρόδιδε κατάπληξιν µεγάλην. Καίτοι ήτο φανερόν ότι εξ αρχής ήθελε να παίξη ερωτικώς µε τήν ωραίαν παίδα και να τήν απόλαυση, δεν επερίµενε εν τούτοις τόσην πρωτοβουλίαν εκ µέρους της, φανταζόµενος ότι εκείνος θα είχε να αναλάβη όλην τήν πρωτοβουλίαν και να διανύση µερικά στάδια ακόµη, κλασσικά εις τας ερωτοτροπίας τών ανδρών µε µικρά κοράσια, πριν φθάση εις τήν προταθείσαν υπό τής Έθελ κατά τόσον άµεσον και χαριτωµένον τρόπον, αγαπητήν εις τούς παιδοφίλους εραστάς σπερµατικήν χειράντλησιν, ή εις οιανδήποτε άλλην λαγνουργίαν µαζύ της. Και ιδού που τό εξαίσιον κοράσιον µε τά καστανά µαλλιά και τήν αγγελικήν όψιν, ανελάµβανε απροσδοκήτως ένα σηµαντικόν µέρος τής πρωτοβουλίας, πράγµα που θα εσυντόµευε ή και θα καθίστα τελείως περιττά τά προκαταρκτικά. Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε η σιωπή τού κατάπληκτου ανδρός, και ο Μπερτιέ επρόκειτο να οµιλήση και µάλιστα ενθουσιωδώς όταν η γλυκεία παιδίσκη, νοµίζουσα ότι ο ζωγράφος δεν τήν εφαντάζετο αρκετά πεπειραµένην εις τήν τέχνην τής ψωλαντλήσεως, υπεγράµµισε διά µιας σαφούς διαβεβαιώσεως και µε τήν ιδίαν πάντοτε αµεσότητα και ελευθερίαν, τήν ικανότητά της εις τήν αυνάνισιν τών ανδρών. « Μαλακίζω καλά... Θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω... Ή µήπως έκανα λάθος και δεν θέλετε; » « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου! » έκαµε άλλην µίαν φοράν ο καυλωµένος άνδρας, µόλις ήκουσε τά πρόσθετα λόγια της αγγελικής παιδός, και τήν φοράν ταύτην, εξερχόµενος από τήν κατάπληξίν του, απήντησε πάραυτα ενθουσιωδώς: « Αχ, ναι... Ναι... Βέβαια τό θέλω, χρυσό µου κοριτσάκι... Εσκόπευα µάλιστα να σ' τό ζητήσω ο ίδιος, µα νόµιζα πως ήτο λίγο πρόωρο να σου τό πω αµέσως, και συ —αχ, µπράβο σου!— µε πρόλαβες. »

Page 77: Megas Anatolikos 1 Tomos

77

« Αχ, πόσο χαίρω! » ανεφώνησε η Έθελ και καρφώνουσα πάλιν τό βλέµµα της εις τό παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα πέος, συνέχισε: « Θέλετε να σας τήν βγάλω έξω εγώ, ή θα τήν βγάλετε εσείς; » « Εσύ να τήν βγάλης έξω... Αχ, ναι... εσύ. » « Να βγάλω έξω και τις µπάλλες σας; » « Ναι, κούκλα µου... Αχ, ναι ». Με τά µάτια της λάµποντα πολύ, η αγγελική µικρά νύµφη, χωρίς ερύθηµα, χωρίς ίχνος αιδούς, µε γοητευτικήν αφέλειαν αλλά και µε µεγάλην ανυποµονησίαν, καταφανώς καυλωµένη και αυτή, ήπλωσε τήν δεξιάν της και ήρχισε να ξεκουµβώνη εν τάχει τό παντελόνι τού ζωγράφου. « Αααχ! » έκαµε ο Μπερτιέ και εκοίταζε τήν λεπτήν χείρα τής παιδός, εν αναµονή τής ηδονικής συνεχείας. Όµως πριν ξεκουµβώση τό κοράσιον τό τρίτον κοµβίον, ένας κρότος βηµάτων που επλησίαζαν ηκούσθη, και ο Μπερτιέ, ανήσυχων, είπε χαµηλοφώνως: « Σταµάτα, κούκλα µου, σταµάτα... Κάποιος έρχεται. » Η χαρίεσσα παίς, ενοχληµένη από τήν κακοτυχίαν ταύτην, αµέσως απέσυρε τήν χείρα της από τήν περισκελίδα τού Μπερτιέ, µόλις-µόλις εγκαίρως. Ακόµη 2 ή 3 δευτερόλεπτα και ο πλησιάζων περιπατητής θα είχε ιδεί τι έκαµνε... Ο άνδρας αυτός ήτο ένας επιβάτης που έσπευδε µε βήµα γοργόν τις οίδε που. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ εσταύρωσε τούς πόδας του διά να µη φανή η στύσις του, και, διά να εξαπατήση τόν επιβάτην, ετέντωσε τήν δεξιάν του προς τό στερέωµα και ωσάν να εδίδασκε εις µίαν θυγατέρα του τά ονόµατα τών ουρανίων σωµάτων, είπε µε ηλλοιωµένην, παρά τήν υπόκρισιν, από τήν καύλαν, τήν φωνήν του. « Να, Έθελ... Αυτός είναι ο Σείριος... αυτός, ο Ωρίων... Εκείνος εκεί ο αστερίσκος, είναι η Μεγάλη Άρκτος... » Εν τώ µεταξύ ο νυκτερινός περιπατητής απεµακρύνθη χωρίς να υποψιασθή τι έκαµνε εκεί τό ζεύγος, ενώ η Έθελ, αδηµονούσα, εκοίταζε εναλλάξ τόν ουρανόν και τόν Αιµίλιον. Όταν εξηφανίσθη ο επιβάτης, ο Γάλλος καλλιτέχνης εστράφη προς τήν χαρίεσσαν παιδίσκην και είπε: « Έθελ, εδώ είναι κάπως επικίνδυνο τό µέρος. Μπορεί να περάσουν και άλλοι... Πρέπει να πάµε αλλού,.. Κάπου που να µην είναι εύκολο να µας δούνε... » Η Έθελ αµέσως απήντησε: « Καθώς ερχόµουν πριν, είδα εδώ κοντά ένα άλλο µέρος, που είναι, θαρρώ, καλλίτερο... Έχει λιγώτερο φως και δεν είναι πέρασµα... Να, εκεί, πίσω απ' αυτό τό κατάρτι... Θέλετε να πάµε εκεί; Είναι έως 20 βήµατα απ' εδώ. » « Ναι, κούκλα µου. Πάµε αµέσως... Προχώρησε και σε ακολουθώ. » Χωρίς να χάση καιρόν και οδεύουσα ως εν ονείρω, η Εθελ επροχώρησε προς τό σηµείον που είχε υποδείξει. Ο Αιµίλιος ψαύων τό πέος του τήν ηκολούθησε κατά πόδας, διερχόµενος προ τής ανεµοδόχου που εκάλυπτε τήν Υβόννην, και εξηφανίσθη µε τό γλυκύ κοράσιον, οπίσω από εν υπέρπηγµα ευρισκόµενον πλησίον ενός χονδρού ιστού, εις απόστασιν 8 περίπου µέτρων από τό σηµείον όπου ίστατο η Γαλλίς. Η Υβόννη τώρα δεν τούς έβλεπε, ήκουε όµως τά πάντα. Πρώτη ηκούσθη η φωνή τής Έθελ. « Αυτό είναι τό µέρος που σας έλεγα... Κανένας δεν περνά απ' εδώ... Μπορώ να σας τήν τρίψω χωρίς να µας δη κανείς ». Έπειτα ηκούσθη η φωνή τού Αιµιλίου. « Καλλίτερα ήταν στον πάγκο, µα εδώ είναι ασφαλέστερα... Έλα, καλό µου κοριτσάκι... Άρχισε ». Μία βραχεία σιγή ηκολούθησε και αίφνης ηκούσθη πάλιν η φωνή τής Έθελ.

Page 78: Megas Anatolikos 1 Tomos

78

« Πω! Πω!... Τί µεγάλη που τήν έχετε!... Είναι πελώρια!... Και οι µπάλλες σας είναι και αυτές πολύ µεγάλες... Αχ, κύριε, τί ωραία ψωλή που έχετε! » « Ωωωχ!... Τί ωραία που τά λες!... Πες µου, έχεις δει πολλές; » « Μάλιστα... Ποτέ µου, όµως, δεν είδα µια τόσο µεγάλη ». « Ωωωχ!... Και έχεις τρίψει πολλές; » « Ναι, κάµποσες... » « Αααχ!... ∆ηλαδή έως πόσες; » « Καµιά εκατοστή ». « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου!... Είσαι άγγελος! » « Πω! Πω!... Πως καυλώνετε!... Πως χοροπηδάει η πούτσα σας!... Αχ, µοιάζει µε ψωλή αλόγου!... Πω! Πω!... Τί καύλα που έχετε! » « Αααχ!... Ωωωχ!... Μα τί ωραία που τά λες!... Ναι, καύλωσα πολύ... Καυλώνω... Καυλώνω για σένα, κούκλα µου... Έλα... Τρίψε µε... Θέλω να χύσω... » « Κάνετε πολύ ψωλόχυµα; » « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου, τί ωραία που τά λες! Τρίψε µού την και θα δης... Έλα, καλό µου κοριτσάκι... Άρχισε...» Οπίσω από τήν ανεµοδόχον, η Υβόννη ήκουε µε σπαραγµόν τά διαµειβόµενα. Ούτε µία λέξις δεν τής εξέφευγε. Και όχι µόνον ήκουε ευκρινώς τά πάντα, αλλά και όσα δεν έβλεπε, τά εφαντάζετο µε τόσην ζωηρότητα, ώστε ενόµιζε η δυστυχής ότι τά έβλεπε. Αίφνης ένας διάττων, διαγράφων λαµπρόν τόξον, εφώτισε µε τήν αργυράν του τροχιάν τόν ουρανόν και ευθύς µετά ηκούσθη µία ηχηρά ανδρική κραυγή λαγνείας. Η Υβόννη αµέσως ηννόησε περί τίνος επρόκειτο. Η αυνάνισις τού Μπερτιέ υπό τής Έθελ είχε αρχίσει... Ισταµένη προ τού ζωγράφου, εκεί κοντά εις τόν ιστόν, κάτω από τήν γοητείαν τών αστέρων, η πτωχή κόρη µε τά καστανά µαλλιά και τήν αγγελικήν όψιν, εκράτει εις τήν δεξιάν της χείρα τήν ογκώδη ψωλήν τού καλλιτέχνου και τού τήν έτριβε σταθερά, σύρουσα επάνω-κάτω τήν λεπτήν επιδερµίδα της, καλύπτουσα και αποκαλύπτουσα τήν εξωγκωµένην προυµνοειδή της κεφαλήν, ενώ µε τήν αριστεράν της, έψαυε και ενίοτε επίεζε απαλά τούς ως ωά χηνός µεγάλους όρχεις του. Μόλις ησθάνθη ο Μπερτιέ τήν χείρα της και τήν γλυκυτάτην πρόστριψιν επί τού ερωτικού οργάνου του, εξέβαλε εκείνην τήν κραυγήν που έδωσε εις τήν Υβόννην να καταλάβη ότι είχε αρχίσει η µαλακία. Έπειτα ηκολούθησε σιωπή. Όµως η σιγή αυτή γρήγορα διεσκορπίσθη πλήρως, διότι, πέραν ενός σηµείου, οι στεναγµοί και αι αναφωνήσεις τής ηδονής που εδοκίµαζε ο ήδη πνευστιών Αιµίλιος έγιναν τόσον πυκνοί, τόσον συχνοί, που δεν άφηναν πλέον κενόν, αλλά ηκούοντο αδιαλείπτως. Αίφνης ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης εφώναξε ανάµεσα από τούς στεναγµούς του: « Έθελ!... Έθελ!... Χρυσό µου κοριτσάκι!... Μπράβο σου!... Τί καλά που µου τήν παίζεις!... Ωωωχ!... Ωωωχ! ... Αααχ!... Αααχ!... Τί γλύκα!... Τί γλύκα!... Αχ, τί καλά που τρίβεις!... Τί ωραία που µαλακίζεις!... Αααα! ... Αααα!... Αααχ!... Ααααχ!.... Έθελ!... Έθελ!... Είσαι άγγελος!... » Ούτω λαλήσας, ο Μπερτιέ έπαυσε να οµιλή. Τώρα ηκούοντο πάλιν µόνον οι άκρως ποιητικοί αναστεναγµοί και αι συγκλονιστικαί αναφωνήσεις του, καθώς και ο γδούπος τής έλικος και ο παφλασµός τών πτερυγίων τών τροχών τού υπερωκεανείου, καθώς περιεστρέφοντο και έπλητταν ρυθµικώς τήν θάλασσαν. Ο συντονισµός τών µεν µε τά δε απετέλει µίαν καταπληκτικήν εναρµόνισιν, εν είδος ενορχηστρώσεως, που κατώρθωνε να ολοκληρώση η Έθελ, υπό τήν ευλογίαν τών αστέρων, µε τας σταθεράς και επιτήδειας παλινδροµικάς κινήσεις

Page 79: Megas Anatolikos 1 Tomos

79

τής αυνανιζούσης τό µέγα πέος χειρός της, πραγµατοποιούσα ηδυπαθώς και τελετουργικώς, µέσα εις τήν γλυκυτάτην ταύτην τής ανοίξεως ώραν, ως συνταρακτικόν ηδονικόν µυστήριον, τήν ενεργουµένην αδιαπτώτως σθεναράν χειράντλησιν, διά τής οποίας επεδίωκε µε έγκαυλον ζέσιν να επιφέρη τήν περιπόθητον, τήν µε λαχτάραν εντεύθεν και εκείθεν αναµενοµένην, ορµητικήν αναπήδησιν τού πυκνορρεύστου αρσενικού ερωτικού οπού. Και η τρυφερά θωπεία εξηκολούθει. Η Υβόννη ήκουε µε απόγνωσιν τούς στεναγµούς τού Αιµιλίου, καθώς και τά µε παραφοράν προφερόµενα υπ' αυτού ερωτόλογα, και ωραµατίζετο, φρικιώσα, τας ρυθµικάς κινήσεις τής χειρός τής αυνανιζούσης κορασίδος, επί τού υπερσφύζοντος πελωρίου πούτσου, φανταζοµένη ταυτοχρόνως, µε πόσην διάπυρον προσδοκίαν θα επερίµενε να ιδή η ψωλαντλούσα κόρη, τας εξαισίας λεύκας ρουκέττας, που ασφαλώς, αναποτρέπτως, θα εξηκόντιζε εντός ολίγου τό ασπαίρον πέος. Αν και υπέφερε µαρτυρικώς η Υβόννη από τήν κοχλάζουσαν ζηλοτυπίαν της, θα εξήρχετο, αν ηµπορούσε, από τήν κρύπτην της, και θα επλησίαζε τό ζεύγος, διά να ιδή, εκ τού σύνεγγυς, πως εµαλάκιζε τόν Μπερτιέ τό ήδη µισητόν εις αυτήν κοράσιον. ∆ιότι, παρά τήν ζούλιαν της, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού ήθελε διακαώς να παρακολούθηση από πολύ-πολύ κοντά και εις όλας τας λεπτοµέρειας τήν λαγνοπραξίαν, και τούτο διότι αι αισθήσεις είναι αισθήσεις, και αν διεγερθούν εις µίαν θερµόαιµον γυναίκα, έστω και αν η γυναίκα αυτή σφαδάζει µέσα στο άλγος µιας τροµεράς ζηλοτυπίας, εξακολουθούν αι αισθήσεις της, παρά τήν θέλησίν της, και εις τοιαύτας στιγµάς ακόµη, εξακολουθούν να τήν πυρπολούν, να τήν φλογίζουν και να τήν καυλώνουν, κάθε φοράν που εν θέαµα, εν όραµα ή εν ακρόαµα λαγνικόν παρουσιάζεται εις τήν φαντασίαν της, ή υποπίπτει εις τήν αντίληψίν της. Όµως πάσα µετάβασις τής Υβόννης εις τό σηµείον όπου ίστατο τό ζεύγος απεκλείετο, αφού θα τήν έβλεπαν οι ηδονιζόµενοι, και θα διέκοπταν, ίσως, τήν λαγνουργίαν των, τρεπόµενοι εις φυγήν. Έµεινε λοιπόν εκεί που ευρίσκετο η δυστυχής νεάνις, σφαδάζουσα µαρτυρικώς, αλλά και µε τήν προσοχήν της άκρως τεταµένην. Ένα λεπτόν ακόµη και αίφνης ηκούσθη ένας διάτορος βόγγος ηδονής, ένας ηχηρότατος στόνος, ισχυρότερος από πάσαν προηγουµένην αναφώνησιν, τόν οποίον ο εκπέµψας αυτόν ανήρ, αν και είχε συναίσθησιν τού κινδύνου να επισύρη η φύσις και η έντασις τού βόγγου τήν προσοχήν τυχόν διερχοµένων εκεί πλησίον ταξιδιωτών ή µελών τού πληρώµατος τού πλοίου, όχι µόνον δεν ηδυνήθη να τόν κατάπνιξη, αλλά ούτε καν να τόν περιορίση ηµπόρεσε. « Αχ, Θεέ µου... θα χύση... » εσκέφθη η Υβόννη και εδάγκασε τά χείλη της τόσον δυνατά, που παρ' ολίγον να εξεφώνιζε από τόν πόνον. Σχεδόν αµέσως, δεύτερος και τρίτος βόγγος ηδονής ηκούσθησαν, ακολουθούµενοι όµως και από λόγια, από ολίγας λέξεις εκστοµιζοµένας µε πολύ αλλοιωµένην από γλύκαν και διέγερσιν φωνήν, από ολίγα λόγια αναµεµιγµένα µε συνταρακτικούς αναστεναγµούς και επιφωνήµατα λαγνείας, εκ τών οποίων η τελευταία λέξις ήτο εν ρήµα που αντήχησε ως κορωνίς, ή κατακλείς, ή σάλπισµα αποκορυφωτικόν αγαλλιάσεως και ευφροσύνης, εν ρήµα µε πάθος προφερόµενον και επαναλαµβανόµενον µέσα εις τήν νύκτα στεντορείως: « Χ Υ Ν Ω !... Χ Υ Ν Ω !...» Σιγή διεδέχθη πάραυτα τήν θύελλαν τού γλυκασµού, κατά τήν διάρκειαν τής οποίας, µόνον τό λαχάνιασµα τού εκσπερµατίσαντος ανδρός έφθασε εις τά ώτα τής Υβόννης. Όµως η σιγή ήτο βραχείας διαρκείας. Πρώτη δε τήν διέκοψε η Έθελ και η νεαρά

Page 80: Megas Anatolikos 1 Tomos

80

Γαλλίς τήν ήκουσε να λέγη: « Πω! Πω!... Πόσο κάνατε!... Αχ, κάνετε πάρα πολύ... Με κάνατε µούσκεµα... Με πιτσιλίσατε παντού... Αχ, δεν ξέρετε πόσο χαίρω. » Ο Μπερτιέ ηυχαρίστησε τήν µικράν νύµφην διά τήν ηδονήν που τού προσέφερε και εξεφράσθη ενθουσιωδώς διά τά θέλγητρά της και τήν αυνανιστικήν της ικανότητα. Έπειτα η Υβόννη τόν ήκουσε να λέγη: « Πάµε τώρα πίσω στον πάγκο να καθήσουµε... Θέλω να σου µιλήσω ». Η Υβόννη είδε τό ζεύγος να επανέρχεται. Καθώς διήρχοντο προ τής ανεµοδόχου, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ παρετήρησε κάτι που παρ' ολίγον να τήν έκαµνε να λιποθυµήση. Τό πρόσωπον τής αγγελικής κορασίδος ήτο µούσκεµα από σπέρµα ! Τά µαγουλά της, τά χείλη της, τό µέτωπόν της εκαλύπτοντο από τόν πυκνόν σαν φλέγµα ερωτικόν οπόν τού θαυµαστού της. Ακόµη και εις τά µαλλιά της είχαν πέσει µερικαί χονδραί σταγόνες ψωλοχύµατος, που ελεύκαζαν επάνω εις τας καστανάς τρίχας τής παιδίσκης, ως πέταλα γιασεµιού, ή ως φούλια κοσµούντα τήν κόµην τής µικράς κόρης. Ήτο φανερόν ότι ο φιλήδονος ζωγράφος δεν είχε εκσπερµατίσει εις τόν αέρα, αλλά εις τό πρόσωπον τής Έθελ... Η Υβόννη εκλονίσθη. Κάτι ως εισβολή πυρετού έκαµε τά δόντια της να κροταλίσουν και τά γόνατά της εκάµφθησαν. Αλλά συγκρατουµένη από τήν ανεµοδόχον, η ζηλότυπος νεάνις κατώρθωσε να µείνη ορθία και δεν απέσπασε τό βλέµµα της από τό ζεύγος. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ εκάθησε επί τού πάγκου και η Έθελ εστάθη πάλιν µεταξύ τών ανοικτών σκελών του. Ο Γάλλος καλλιτέχνης, ως ήτο φυσικόν, ήτο καταφανώς πολύ ευχαριστηµένος. Η παιδίσκη εφαίνετο, όπως λέγουν, «κουρδισµένη». Τά µάτια της έλαµπαν πολύ. Τό αγγελικόν της πρόσωπον εξέφραζε έντονον προσδοκίαν... « Είναι καυλωµένη η µικρή σκύλα... » εσκέφθη κρυφοκοιτάζουσα οπίσω από τήν ανεµοδόχον η Γαλλίς αντίζηλός της, ενώ φοβεραί σουβλιαί ζηλοτυπίας επερόνιζαν τήν καρδίαν της. Η Υβόννη δεν είχε άδικον. Πράγµατι, η πτωχή παίς µε τά καστανά µαλλιά και τό λευκόν δέρµα ευρίσκετο εν διεγέρσει. Ο Μπερτιέ αµέσως ηννόησε τι ήθελε η µικρά του φίλη. Επειδή δεν ήτο εγωιστής και επειδή τού ήρεζε πολύ να κάµνη τά κοράσια να χύνουν, ήθελε να προσφέρη πάραυτα τήν αµοιβήν της εις τήν Εθελ, διά τήν ηδονήν που τού έδωσε προ ολίγου, αυνανίζων αυτήν, αλλά η µεγάλη του περιέργεια να µάθη περισσότερα περί τής ωραίας µικράς, που τύχη αγαθή τού είχε πέµψει, τόν έκαµε να αναβάλη επ' ολίγον τήν αυνάνισίν της. « Σε ευχαριστώ άλλη µία φορά, καλό µου κοριτσάκι, για τήν απόλαυσι που µου έδωσες » είπε ο Αιµίλιος και αµέσως προσέθεσε: « Σ' τό ξαναλέω, τό κάνεις θαυµάσια. Είναι φανερό ότι έχεις µεγάλη πείρα. Μα πες µου, είναι αλήθεια ότι έτριψες τόσο πολλούς άνδρες; Μου είπες, θαρρώ, περίπου 100... » « Μα βέβαια είναι αλήθεια... Τουλάχιστον 100 θα έχω τρίψει... Ίσως να έτριψα και πιό πολλούς... » απήντησε αδιστάκτως η µικρά ιέρεια τής Αφροδίτης, µε τήν χαρακτηρίζουσαν αυτήν εξαισίαν ειλικρίνειαν και αφέλειαν. Με τήν ερώτησιν αυτήν τού καλλιτέχνου και τήν απάντησιν που τού έδωσε η Εθελ, η καύλωσις τής µικράς νύµφης ενετείνετο. Η παίς, µόλις ετελείωσε τήν τελευταίαν φράσιν της, ελύγισε τά γόνατά της, προέβαλε όπως και πριν τό κάτω µέρος τής κοιλίας της και ωθούσα τήν ηβικήν της χωράν 5-6 φοράς λίαν ασέµνως αλλά και µε µεγάλην χάριν και δύναµιν ζωηρότατα προς τά έξω, ωσάν να ήθελε να φέρη τό αιδοίον της εις επαφήν µε τόν Μπερτιέ, εκοίταξε τόν

Page 81: Megas Anatolikos 1 Tomos

81

Αιµίλιον παρακλητικά εις τά µάτια, ωσάν να τού εζήτει άµεσον ικανοποίησιν ενώ τό πρόσωπόν της έλαµπε ακόµη από τό σπέρµα που τό εκάλυπτε. Ο Γάλλος καλλιτέχνης κοιτάζων τήν µικράν νύµφην, εµειδίασε µε µεγάλην συµπάθειαν, θαυµάζων πως µια τόσον άσεµνος συµπεριφορά δεν είχε, εν τούτοις, ούτε ίχνος κοινής αναισχυντίας, αλλά µάλλον τελετουργικόν χαρακτήρα και ρυθµόν που απέρρεαν, όπως και η αυνάνισις που τού είχε κάµει, όπως και η ανερυθρίαστος ελευθεροστοµία της, από µίαν τελείως αφοµοιωµένην και βαθέως εδραιωµένην πίστιν τής µικράς διά τήν φυσικότητα και ίσως διά τήν αγιότητα πάσης λαγνοπραξίας. Ο Αιµίλιος ήτο έτοιµος να ικανοποιήση οπωσδήποτε τήν µικράν. Ήθελε όµως πρώτα να ικανοποιήση τήν περιέργειάν του, πράγµα που θα τού επέτρεπε να λαγνουργήση εν συνεχεία µετ' αυτής πληρέστερα και « en connaissance de cause », τοσούτω µάλλον που είχε αρχίσει ο ίδιος να καυλώνη πάλιν. Μειδιών λοιπόν µε συµπάθειαν, αλλά και µε θαυµασµόν, µόλις έπαυσε τας ασέµνους κινήσεις της η παίς, συνέχισε: «Λοιπόν, κούκλα µου, έτριψες 100, τουλάχιστον, άνδρες!» « Ναι. » « Και ποιός σε έµαθε αυτά τά πράγµατα; » « Τά πρώτα µαθήµατα µου τά έδωσε ένα κορίτσι µεγαλύτερο από µένα, που έµενε άλλοτε στη γειτονιά µας — δηλαδή µου τά εξήγησε όλα, και µου έµαθε και τά λόγια. » «Τί ηλικία είχες τότε;» « Είµουν 8 ετών ». « Και τό κορίτσι που σου τά έµαθε; » «Είτανε τότε 10 ετών ». « Και ποιος συνέχισε τήν διδασκαλία; » Η Έθελ εµειδίασε αινιγµατικώς και είπε: « Ένας άνδρας. » « Ποιός άνδρας; » « Ωρκίσθηκα να µη πω ποτέ σε κανέναν τό όνοµα του... Εκείνος µε έµαθε αυτό που σας έκανα και διάφορα άλλα...» Εις τό σηµείον αυτό, η χαρίεσσα παίς προέβαλε πάλιν τήν κοιλίαν της, ελύγισε τά γόνατά της και έκαµε εκ νέου πολλάς φοράς τας ιδίας άσεµνους σπασµωδικάς ωθήσεις τού αιδοίου της προς τά έξω, και, σειοµένη τοιουτοτρόπως, συνέχισε µε διακοπτοµένην κάπως τήν φωνήν της ένεκα τών σφοδρών κλονικών κινήσεών της. « Αργότερα, όταν έγινα 9 χρονών, άρχισα να πη-πηγαίνω και µε άλλους, όπως πη-πήγα και µε... µε σας... » « Ωωωχ!... » ανεφώνησε ο Μπερτιέ, και, καυλώνων πάλιν ολονέν περισσότερον, καθώς εκοίταζε µε βλέµµα φλογερόν τήν σειοµένην κορασίδα έψαυσε τό εξογκούµενον ταχέως πέος του και ηρώτησε: « Και πόσων χρόνων είσουν όταν πήγες µε τόν πρώτον άνδρα; » « Εί-είµουν οκτώ-µι-µισυ χρονών... » απήντησε σειοµένη ακόµη η παίς. « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε πάλιν ο Μπερτιέ, µόλις ήκουσε τήν απάντησιν τής Έθελ, και παρατηρών µε βλέµµα οξύ, οξύτατον, τήν µικράν νύµφην και τας ασέµνους κινήσεις της, ανέκραξε ενθουσιών: « Τόσο µικρή!... Μα µπράβο σου!... Είσαι άγγελος!... » Η χαρίεσσα παιδίσκη εσείσθη µε δύναµιν 5-6 φοράς ακόµη και έπειτα, χωρίς να οµιλήση, εσταµάτησε τας σπασµωδικάς ωθήσεις τής ηβικής της χώρας προς τόν θαυµαστήν της και τόν εκοίταξε ικετευτικά εις τά µάτια. Ο Μπερτιέ έµεινε και αυτός σιωπηλός και λαµβάνων τήν µικράν χείρα τής κορασίδος που τόν είχε αυνανίσει προ ολίγου, τήν εθώπευσε. Εφαίνετο συγκινηµένος και πλήρης από θαυµασµόν διά τήν πτωχήν κόρην. Τέλος ο Αιµίλιος ηρώτησε: « Και πόσο συχνά πηγαίνεις µε άνδρες; » « Όσο µπορώ πιο συχνά... Θα πήγαινα ακόµη πιο συχνά, αλλά φοβάµαι τόν πατέρα µου... Σας είπα — έως σήµερα πήγα µε καµιά εκατοστή... Αν δεν φοβόµουν τόν µπαµπά µου, ίσως να είχα πάει µε άλλους τόσους. »

Page 82: Megas Anatolikos 1 Tomos

82

« Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε άλλην µίαν φοράν ο Γάλλος καλλιτέχνης. Ο τόνος τής αναφωνήσεώς του και η έκφρασις τού προσώπου του έδειχναν τήν αύξουσαν έντασιν τής καυλώσεώς του. Θωπεύων τήν χείρα τής Έθελ και κοιτάζων αυτήν ωσάν να ήθελε να ασπασθή τό µουσκευµένον από τό σπέρµα του πρόσωπον της, ο Αιµίλιος ηρώτησε: « Αφού είναι τόσο αυστηρός ο µπαµπάς σου, και σε έδειρε τό απόγευµα τόσο πολύ, πώς τό απεφάσισες και ήρθες τόσο εύκολα µαζύ µου; » Με τήν γοητευτικήν της ειλικρίνειαν, η καυλωµένη παίς απήντησε αµέσως: « Αφού µε έδειρε ο µπαµπάς µου, πήγε και µέθυσε. Όπως σας είπα, όταν µεθάη πολύ, πηγαίνει και κοιµάται και τίποτε, µα τίποτε δεν τόν ξυπνάει. Τις περισσότερες φορές, σε τέτοιες στιγµές τό σκάω και πηγαίνω µε άνδρες...» « Αααχ!... Ωωωωχ!... » ανεφώνησε µε διάπυρον λαγνείαν ο Μπερτιέ, και, παρατηρών µε έγκαυλον λαιµαργίαν τήν πτωχήν κόρην, τής οποίας τό πρόσωπον έλαµπε ακόµη από τό ψωλόχυµά του, ηρώτησε: « Εθελ, πες µου, είσαι παρθένα ή σε έχουν διακορεύσει; » « Είµαι παρθένα... » απήντησε η ωραία παίς και έκαµε πάλιν πολλάς ισχυράς ωθήσεις τού µουνιού της προς τόν καλλιτέχνην, κατά τόν πλέον άσεµνον και χαριτωµένον τρόπον. Ο Μπερτιέ, διά να ιδή ποίαν απάντησιν θα έδιδε η καυλωµένη παίς, και ωσάν να επρόσεχε εκείνην µόνον τήν στιγµήν τας σπασµωδικάς κινήσεις της, µε πλαστήν απορίαν είπε: « Μα γιατί κουνιέσαι έτσι, κούκλα µου; » « Γιατί καύλωσα, κύριε... γιατί κα-καυλώνω... » απήντησε η Έθελ αδιστάκτως και σειοµένη ακόµη ζωηρώς εκοίταζε µε επιµονήν τόν Αιµίλιον εις τά µάτια. « Ωωωχ! Αααχ! Είσαι άγγελος... άγγελος... » ανεφώνησε ο Μπερτιέ καυλοπυρέσσων και προσέθεσε: « Έννοια σου, δεν είµαι εγωιστής. Οπουδήποτε δεν θα σε άφηνα έτσι... Ήθελα όµως να µάθω περισσότερα για σένα... Έλα... Θέλω να τρίψω τό µουνάκι σου. » Η Έθελ που ήδη ίστατο µεταξύ τών σκελών του, ήνοιξε τά πόδια της και εκοίταξε τόν Μπερτιέ µε ευγνωµοσύνην. « Αχ, πόσο τό ήθελα!... Σας ευχαριστώ » είπε, σφύζουσα πασιφανώς από διέγερσιν και τρέµουσα από ανυποµονησίαν. Η χαρά της ήτο πολύ µεγάλη. Νοµίζουσα µάλιστα ότι ο Μπερτιέ θα ήρχιζε πάραυτα τήν αυνάνισίν της, ήνοιξε ακόµη περισσότερον τά σκέλη της, ώστε να δυνηθή ο θαυµαστής της να κίνηση µε άνεσιν τήν χείρα του εις τό µουνί της. Ο Αιµίλιος όµως ήθελε να τής ζήτηση ακόµη κάτι πριν αρχίση, και αντί να τήν µαλακίση αµέσως, ψαύων τό φουσκωµένον πέος του, είπε: « Πριν σ' τό χαϊδέψω, κούκλα µου, θέλω να µου ξαναδείξης τό µουνάκι σου... Είναι ένα θαύµα!... Σαν ένα µεγάλο ζουµερό βερύκοκκο ! Πριν σου τό τρίψω, θέλω να τό δω άλλη µια φορά ολόκληρο... γιατί τήν ώρα που θα σε µαλακίζω, θα τό κρύβη, κάπως, τό χέρι µου, καθώς θα δουλεύη επάνω του... Έλα λοιπόν... ∆είξε µου το... ∆εν πρόλαβα, πριν, να τό δω αρκετά. » Με µεγάλην προθυµίαν και µε λάµποντα τά µάτια της η αγγελική παιδίσκη, αφού έρριψε πάλιν γρήγορα εν βλέµµα δεξιά και αριστερά, και είδε ότι τό κατάστρωµα ήτο έρηµον, ύψωσε όπως και πριν τό φόρεµα της, έθεσε δύο άκρας τού ποδογύρου εις τήν ζώνην της, ήνοιξε τήν προοριζοµένην διά τήν ούρησιν σχισµήν τής σκελέας της, και προβάλλουσα πάλιν λίαν ασέµνως τήν ηβικήν της χωράν, έδειξε εις τόν λάγνον Γάλλον τό εξέχον πολύ µουνέττον της, τό οποίον εν τώ µεταξύ, από τήν διέγερσίν της, είχε ανοίξει αρκετά — τόσον, ώστε να εκµυτίζη ολίγον ως ένα χαρίεν κουκουναράκι, εν διεγέρσει ωσαύτως,

Page 83: Megas Anatolikos 1 Tomos

83

υψιτενής και σφύζουσα, η µικρά της κλειτορίς. Αµέσως, ο Αιµίλιος έσκυψε εµπρός και τό εκοίταξε από κοντά. « Ωωωωχ! Ααααχ! Αχ, Θεέ µου, τί ωραίο µουνί που έχεις !... Και... ώωωχ... άααχ... άρχισε να ανοίγη... Φάνηκε και τό κουµπάκι του!... Λίγο ακόµη και θα φανούν και τά εσωτερικά χειλάκια του! Αχ, Θεέ µου, τί όµορφο που είναι τό µιµί σου!... » ανεφώνησε έκθαµβος ο καυλωµένος καλλιτέχνης, έκθαµβος και λιγωµένος επί τη θέα τού νεαρού µουνιού. Η Υβόννη, µε σφοδρόν κτυποκάρδι, τόν είδε να γλείφη τά χείλη του εις µικράν απόστασιν από τό ανοίγον ολονέν περισσότερον τά εξωγκωµένα εξωτερικά χείλη του ερωτικόν κογχύλι τής Έθελ, απαράλλακτα όπως τά λαίµαργα παιδιά, όταν ευρίσκωνται προ ωραίου, πλουσίου γλυκίσµατος. Ο Αιµίλιος, µάλιστα, εξετόξευσε κατ' επανάληψιν τήν γλώσσαν του εις µίαν προσπάθειαν να φθάση εις τό γλυκύ µουνέττον, τού οποίου η διαστολή τών παχέων εξωτερικών χειλέων του είχε γίνει τόση, ώστε να φαίνονται εν µέρει αι ροδαλαί του νύµφαι ως πέταλα απαλά σαρκώδη, τείνοντα να ξεδιπλωθούν και να φανερωθούν τελείως, σφύζουσαι και σαλεύουσαι ως τό περιεχόµενον ενός µεγάλου, φρεσκοαλιευµένου ζωντανού τελείως λείου και µαλακού θαλασσίου οστράκου. Ητο φανερόν ότι ο Γάλλος καλλιτέχνης ποθούσε διακαώς να γλείψη τό εξαίσιον µουνίδιον, αλλά εκεί που εκάθητο η γλώσσα του δεν τό έφθανε. Εξάλλου, η Έθελ, φλεγοµένη από τήν διέγερσίν της και τήν ανυποµονησίαν της να ηδονισθή, και µη έχουσα αντιληφθεί, ότι ο θαυµαστής της ήθελε να τήν γλείψη, αφού ηλευθέρωσε τας δύο άκρας τού ποδογύρου της από τήν ζώνην της, άφησε τό φόρεµά της να καταπέση ως µικρόν στόρι (διότι, καίτοι θα προτιµούσε πολύ να έβλεπε ο Μπερτιέ τό µουνί της καθώς θα τήν ηυνάνιζε, ο κίνδυνος, ωστόσο, να εννοήση ένας οιοσδήποτε τυχαίως διερχόµενος επιβάτης τι έκαµναν εκεί, θα ήτο έτσι µεγαλύτερος και η έγκαιρος απόκρυψις ή συγκάλυψις τής ασέµνου πράξεως δυσκολοτέρα, παρά αν τήν ηυνάνιζε ο θαυµαστής της µε τήν χείρα του κάτω από τό φόρεµά της) ύψωσε τά µάτια της και κοιτάζουσα µε σφύζουσαν ιµερικήν έξαρσιν και λαχταριστήν λαγνικήν προσδοκίαν τόν έναστρον ουρανόν, µε εξαισίαν ανυποµονησίαν και γλυκύτατα ίκετευτικήν φωνήν είπε: « Σας τό έδειξα... Αχ, τρίψτε το... Τρίψτε το... Μαλακίστε µε... θέλω να χαρώ... Θέλω να κάνω... » και λέγουσα ετίναξε 5-6 φοράς πάλιν, κάµπτουσα ολίγον τά γόνατά της, µε δύναµιν και σπασµωδικώς τό αιδοίον της προς τόν ζωγράφον. « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε λαγνοβοών πιο ηχηρά παρά ποτέ ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης, και αφ' ενός µεν, µη δυνάµενος εις τήν θέσιν που εκάθητο να γλείψη τό µουνέλον της, αφ' ετέρου δε, αντιλαµβανόµενος πόσον µεγάλη, πόσον επιτακτική ήτο η ανάγκη τής Έθελ να ικανοποιηθή τό ταχύτερον, ανεστηλώθη επί τού πάγκου, και έχων τήν µικράν νύµφην µεταξύ τών σκελών του, µόλις ήκουσε τήν φωνήν της και είδε τας συγκλονιστικάς σπασµώδεις προβολάς τής ηβικής της χώρας προς αυτόν, έθεσε πάραυτα τήν δεξιάν του υπό τό φόρεµά της, και ήρχισε να κινή τήν χείρα του µεταξύ τών ανοικτών ποδών της, κατά τρόπον που και ένας πολύ µύωψ ακόµη θα ηννόει αµέσως ότι ο Μπερτιέ ηυνάνιζε τήν ωραίαν παίδα. « Ααα!... Ωωω!... Αααχ!... » ανεφώνησε µε οξυτάτην λαγνικήν γλυκύτητα η αγγελική κόρη, µόλις ησθάνθη τήν χείρα τού Μπερτιέ εις τό µουνί της, και µε ανοικτόν τό στόµα της και µε τά µάτια της εν ευρεία διαστολή, διακόπτουσα επ' ολίγον τας ισχυράς κλονίσεις τού µουνιού της προς τά έξω, εξηκολούθησε να κοιτάζη µε προσδοκίαν λαχταριστήν τόν ουρανόν, ωσάν να ανέµενε να ιδή εκεί εν υπερκόσµιον όραµα. Τό χέρι τού θαυµαστού της είχε βρει τάχιστα, τόν

Page 84: Megas Anatolikos 1 Tomos

84

τρυφερόν στόχον, και έτριβε τώρα σταθερώς και µε µεγάλην τέχνην, έτριβε, έτριβε, κινούµενον υπό τό φόρεµά της κατά τρόπον που έκαµνε τό ύφασµα να τινάσσεται ζωηρώς εις τό σηµείον που εκάλυπτε τό αιδοίον της, και η αυνάνισις τής Έθελ εξειλίσσετο αισίως. Το µαρτύριον τής Υβόννης, που έβλεπε και ήκουε τά πάντα, ηύξανε. Ω, πόσον θα ήθελε να ευρίσκετο εις τήν θέσιν τής µικράς αυτής παρεισάκτου, τήν οποία ήδη απεκάλει ενδοµύχως πόρνην. Και αντ' αυτού, τί; Η καταδίκη να είναι αναγκασµένη να εκτιµά και να υπολογίζη, χωρίς να λαµβάνη µέρος η ιδία εις τήν λαγνουργίαν, τό µέγεθος τής ηδονής και τήν έντασιν τής απολαύσεως που εδοκίµαζε η άλλη, η µικρά, αλλά —έτσι εσκέπτετο η Υβόννη— γεννηµένη µεγάλη πόρνη. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, καυλοπυρέσσων, εξηκολούθει µε µεγάλην ζέσιν τήν τρυφεράν πρόστριψιν, κινών µε επιδεξιότητα εις τό νεαρόν µουνί τόν µεσαίον δάκτυλον τής πεπειραµένης του χειρός. Ήτο πρόδηλον ότι και ο ίδιος απελάµβανε αυτό που έκαµνε και παρετήρει συνεχώς, µε βλέµµα οξύ τό πρόσωπον τής παιδίσκης, διά να διακρίνη τήν πρόοδον και τήν βαθµιαίαν αύξησιν τού γλυκασµού που η ηδυπαθής θωπεία του τής έδιδε. Η Έθελ, ισταµένη προ αυτού µε τά σκέλη της πάρα πολύ ανοικτά, αφού εξέβαλε τήν πρώτην αναφώνησίν της, έµεινε επί τι διάστηµα σιωπηλή και σχεδόν τελείως ακίνητη, µε τό ωραίον της πρόσωπον βρεγµένον ακόµη από τήν µεγάλην ποσότητα τού ψωλοχύµατος, που ο Μπερτιέ είχε εξακοντίσει επ' αυτού προ ολίγης ώρας, κατά τήν πρώτην σπερµάντλησιν που τού έκαµε. Με τό βλέµµα της προσηλωµένον εις ωρισµένον σηµείον τού ουρανού, µε τό στόµα της ανοικτόν, µε όλας τας αισθήσεις της άκρως τεταµένας, η φιλήδονος κορασίς ηδονίζετο ήδη εν εκστάσει, επικαλούµενη ενδοµύχως τήν έτι µεγαλυτέραν αύξησιν τού συσσωρευοµένου γλυκασµού που διεχέετο ολονέν περισσότερον εις τό σώµα της και τήν ψυχήν της. Επί ένα περίπου λεπτόν εστάθη έτσι, σχεδόν τελείως ακίνητη και σιωπηλή η Έθελ. Αλλά η έκφρασις τού προσώπου της και η ανεπαισθήτως ευρυνοµένη έτι µάλλον διάστασις τών ποδών της και κάποια τάσις προς ακόµη µεγαλυτέραν κάµψιν τών γονάτων της, έδειχναν ότι η πτωχή παίς ανταπεκρίνετο ήδη εξ αρχής θερµώς εις τήν αυνάνισιν, µολονότι ουδεµία θυελλώδης εκδήλωσις είχε εµφανισθεί ακόµη. Γρήγορα όµως η επιταχυνοµένη αναπνοή της ήρχισε να γίνεται πολύ πιο ηχηρά, βαθυτέρα, στοναχοειδής. Τούτο επέτρεπε, όχι µόνον εις τόν Μπερτιέ, αλλά και εις τήν Υβόννην να εννοήσουν ότι δεν θα αργούσε πολύ να επέλθη η κλασσική, η σφοδροτάτη, η πλήρης αγαλλιάσεως και ηδυπαθεστάτου σάλου περαιτέρω φάσις, η αποτελούσα τήν αρχήν τής καταλήξεως θεσπεσία λαίλαψ. Ο Μπερτιέ αφού έτριψε επί τινα χρόνον τήν ερωτικήν σχισµήν τής κορασίδος, εις τό πλησίον τής µουνοτρυπίδος και µεταξύ τών απαλών νυµφών τρυφερόν σηµείον, εζήτησε να εξακριβώση διά τών δακτύλων του εις ποίον βαθµόν καυλώσεως είχε φθάσει η κλειτορίς της. Ευρών δε αυτήν τελείως εξωγκωµένην και σφύζουσα απεριγράπτως, µε τήν µικράν της κεφαλήν ψωλοειδώς εκτοξευµένην, µετέφερε εις τό παλλόµενον και υπερευαίσθητον τούτο σηµείον τού νεαρού µουνιού τήν µαλακίαν, και, καταπλακώνων απαλά αλλ' ανενδότως τόν ασπαίροντα στήµονα τού τρυφερού αιδοίου, τόν έτριψε µε σοφίαν και πάθος. Σχεδόν ένα λεπτόν ακόµη διήρκεσε η άκρως τεταµένη, αλλά φαινοµενικώς σχετικώς ήρεµος εισέτι κατάστασις τής Εθελ. Έπειτα, ως µία επερχοµένη αιφνιδίως εν πλήρει καλοκαιρία καταιγίς, εξέσπασε η λαγνική θύελλα η αγγέλλουσα τήν έλευσιν τού οργασµού και η συµπεριφορά τής παιδός ήλλαξε ακαριαίως. Νέον γλυκύτατον « Αααχ! » εξέφυγε από τά χείλη της,

Page 85: Megas Anatolikos 1 Tomos

85

ακολουθούµενον από πλήθος άλλων αναστεναγµών και µικρών αιχµηρών κραυγών οξυτάτης λαγνείας, και η αγγελική παίς κάµπτουσα ακόµη ολίγον τά γόνατα της, και προβάλλουσα ακόµη περισσότερον τό κάτω µέρος τής κοιλίας της ήρχισε εις τήν απιθάνως άσεµνον και αφαντάστως χαριτωµένην αυτήν στάσιν να κουνιέται ζωηρώς επάνω-κάτω, και, ταυτοχρόνως, συσπωµένη ως από διοχέτευσιν ισχυρού ηλεκτρικού ρεύµατος, ωθούσε σφοδρώς τό µουνί της προς τά έξω — τόσον σφοδρώς, πού, εν τέλει, ηναγκάσθη να στηριχθή επί ενός ώµου τού Μπερτιέ, διά να µη πέση, ενώ ο Αιµίλιος έπρεπε και αυτός να προσέχη ώστε να µην εκτοπισθή ο αυνανίζων τό µουνέττον της µεσαίος δάκτυλος τής δεξιάς του. Τοιουτοτρόπως σειοµένη, η µικρά µετανάστις, µε τά µάτια της απιστεύτως ανοικτά, εκοίταζε τόν ουρανόν µε ευδαιµονικήν θα έλεγε κανείς απόγνωσιν, ωσάν να έβλεπε πάλιν υψηλά κάτι τό συγκλονιστικώς θεσπέσιον — ίσως µίαν ίσην προς τούς ιστούς του « Μεγάλου Ανατολικού » εν στύσει ψωλήν, επί τής οποίας, αναρριχώµενοι πολλοί εν εκστάσει διατελούντες θηλυκοί θελξικάρδιοι άγγελοι κατησπάζοντο τό γιγαντιαίαν γεννητικόν όργανον εις αναρίθµητα σηµεία τού σφύζοντος ατελευτήτου µήκους του, και τό γαργαλούσαν τόσον πολύ και τόσον εξαισίως µε τας αναρριχήσεις των και τούς ασπασµούς των, που η τιτανική ψωλή, εντός ολίγου, θα έχυνε, ως µέγα ηφαίστειον εκπτύον και εµέσσον παχύ γάλα, τό πυκνόρρευστον και λευκόν και χειµαρρώδες και θερµόν, γλοιώδες πλούσιον σπέρµα της όλον επάνω της, εν µέσω µυρίων « Ωσαννά και ∆όξα εν υψίστοις», εν µέσω µυρίων « Θεέ, γαµώ, γαµώ, γαµώ τά πάντα ». Ακόµη ολίγα δευτερόλεπτα, κατά τήν διάρκειαν τών οποίων, η σειοµένη κλονικώς κόρη εφάνη εις τήν Υβόννην, ένεκα τού είδους τών κινήσεών της ως έφιππος µικρά µαινάς, αυνανιζοµένη διά προστρίψεως τού αιδοίου της επί τής ράχεως καλπάζοντας φρενήρους ίππου, εις µίαν επέλασιν τροµακτικήν τού ζώου, και ενώ αι άσεµνοι κινήσεις τής Έθελ έφθαναν εις τήν πλέον παράφορον έντασίν των, τά δάκτυλα και η παλάµη τής δεξιάς χειρός τού θαυµαστού της εκαλύφθησαν µε άφθονον νεανικόν µουνόχυµα, τού οποίου η ποσότης εφάνη καταπληκτική εις τόν δονούµενον από τήν διέγερσίν του Αιµίλιον, αφού τό αφρόγαλα αυτό τό έχυνε ουχί µία νεάνις 17 ή 18 ετών, ούτε καν µια κόρη 14 ή 15 ανοίξεων, αλλά εν τρυφερόν µικρόν κοράσιον µόλις 11 ή 11 1/2 ετών. « Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο... » εψιθύρισε σφαδάζουσα εις τήν κρυφήν της σκοπιάν η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ. Και αποταµιεύουσα άθελά της, παρά τήν ζηλοτυπίαν της, µε απληστίαν τό ωραίον και συνταρακτικόν τούτο θέαµα εις τήν ψυχήν της, µε εν είδος εξάρσεως οδυνηρότατα ηδονικής, η Υβόννη επανέλαβε µε ψίθυρον φλογερόν και µε µίσος, ενώ η Έθελ εσείετο ακόµη από τούς σπασµούς τού οργασµού της: « Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο... » και προσέθεσε: « Αστροπελέκι να πέση επάνω σου, να σε κάψη. » Όµως κάτι παράδοξον συνέβαινε. Ενώ µε µίσος εξεφράζετο η Υβόννη, προτού τελείωση τήν φράσιν της, ελύγισε τά γόνατά της όπως η Έθελ, και, παρά τήν θέλησίν της, ήρχισε να σείεται και αυτή επάνω-κάτω και εµπρός και οπίσω, όπως τό ηδονιζόµενον αντικείµενον τού µίσους της, τινάσσουσα τό µουνί της προς τά έξω, σφοδρώς και ραγδαίως, αλλά χωρίς οργασµόν, χωρίς να χύση, ενώ τά χείλη της επαναλάµβαναν µε τό ίδιον µένος: « Πουτανοκόριτσο... Πουτάνα... Αστροπελέκι να πέση επάνω σου, να σε κάψη... τώρα... τώρα που χύνεις... » —

Page 86: Megas Anatolikos 1 Tomos

86

KΕΦΑΛΑΙΟΝ 8

Αι µηχανικαί κινήσεις τής Υβόννης εσταµάτησαν µόλις η Έθελ, έχουσα ολοκληρώσει τόν οργασµόν της, έµεινε ασάλευτη. Ο Μπερτιέ τότε µόνον απέσυρε τήν δεξιάν του από τό αιδοίον τής παιδός. Τό χέρι του ήτο µούσκευµα και ο καλλιτέχνης, αφού εκοίταξε µε θαυµασµόν και λαγνικήν έξαρσιν τόν νεανικόν ερωτικόν χυµόν, είπε εις τήν µικράν του φίλην: « Μπράβο σου, κούκλα µου!... Κάνεις µπόλικο... πάρα πολύ, γιά ένα κοριτσάκι τής ηλικίας σου... Κάνεις όσο θα έκανε ένα κορίτσι τουλάχιστον 15 ετών!... Θαρρώ πως απήλαυσες πολύ... ∆εν είναι έτσι; » « Αχ, ναι... πάρα πολύ... και σας ευχαριστώ », απήντησε η Έθελ πνευστιώσα. Ο Μπερτιέ εξήγαγε τό ρινόµακτρόν του και αφού εσκούπισε τήν χείρα του, τότε µόνον εσφούγγισε από τό πρόσωπον τής κορασίδος τό εναποµένον επ' αυτού ψωλόχυµά του, καθώς και τό ψωλόχυµα που είχε πέσει εις τά µαλλιά της. Έπειτα έδωσε τό µανδήλιόν του εις τήν µικράν και είπε: « Σκούπισε, αν θέλης, τό µουνάκι σου. » « Η Έθελ, που µόλις-µόλις ήρχισε να συνέρχεται από τήν τρικυµίαν τού οργασµού της, έλαβε τό ρινόµακτρον, έθεσε τήν χείρα της υπό τό φόρεµά της, και, ασθµαίνουσα ακόµη από τήν ηδονήν που είχε δοκιµάσει, αφού εσκούπισε επιµελώς τό αιδοίον της, επέστρεψε τό µανδήλιον εις τόν ζωγράφον. « Σκρόφα... Σκατούλα... Παλιοκόριτσο... » έλεγε ενδοµύχως η Υβόννη, διερωτωµένη τι θα έβλεπαν ακόµη τά µάτια της. Η νεαρά Γαλλίς δεν ήργησε να ιδή τήν συνέχειαν. Ο καυλωµένος καλλιτέχνης άφησε τήν παίδα να αναπνεύση ολίγον και έπειτα τήν ηρώτησε: « Εκτός από τό τρίψιµο που µου έκανες πριν σε χαϊδέψω, τί άλλο κάνεις, κούκλα µου, όταν πηγαίνεις µε άνδρες; » Η ωραία παιδίσκη εκοίταξε τόν ζωγράφον µε απαλωτάτην φιλαρέσκειαν και µε ύφος ελαφρώς φιλοπαίγµον και ολίγον αινιγµατικόν είπε: « Κάνω διάφορα,.. Κάµποσα... » « Πες µου τα... Πες µου τα... » Με τήν εξαισίαν της αυθορµησίαν, η Έθελ εκίνησε έµπροσθέν της παλινδροµικώς τήν δεξιάν της χείρα, εννοούσα αυνανιστικόν τρίψιµον τού πέους, και είπε: « Εκτός από αυτό, κάνω και... τούτο. » Η χαρίεσσα µικρά νύµφη, µόλις επρόφερε τήν τελευταίαν λέξιν, έβγαλε τήν γλώσσαν της και τήν εκίνησε γρήγορα µεταξύ τών χειλέων της εµπρός και οπίσω. « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανεβόησε µε διάπυρον λαγνείαν ο Μπερτιέ και προσέθεσε λιγωµένος: « Τό κάνεις και αυτό µικρούλα µου!» « Ναι » απήντησε µε δροσεράν φωνήν η µικρά γόησσα και πλήρης ευδιαθεσίας ένευσε και µε τήν κεφαλήν της, διά να τονίση έτι µάλλον τήν καταφατικήν απάντησίν της. « Αααχ!... Μπράβο σου Έθελ!... Είσαι ένας άγγελος αληθινός!... Και τί άλλο κάνεις, κούκλα µου; » « Βουρτσίζω τό µουνί µου µε ψωλές και αφήνω να µου τό βουρτσίζουν... » « Αααχ!... Ωωωχ!... » έκαµε πάλιν ο Μπερτιέ και συνέχισε: « Μπράβο σου!... Και τί ωραία, µα τί ωραία που τά λες! » « Κάνω και κάτι άλλο... Θέλετε να σας τό πω; » ηρώτησε η Έθελ, κοιτάζουσα µε τσαχπινιάν τόν καυλωµένον εραστήν της.

Page 87: Megas Anatolikos 1 Tomos

87

« Μα βέβαια... Σε παρακαλώ µάλιστα... » Η χαρίεσσα κορασίς µε τήν ιδίαν φιλαρέσκειαν όπως και πριν και µε τήν ιδίαν τσαχπινιάν αµέσως είπε: « Κάνω και µόνη µου µπροστά σε άλλους... » « Ωωωχ!... Αααχ!... » ανέκραξε πάλιν ο Μπερτιέ. « Θέλεις να πής πώς µαλακίζεσαι µπροστά σε άνδρες; » « Ναι », απήντησε ανερυθρίαστος η αγγελική παις και µε τήν ιδίαν απόλυτον άνεσιν και χαριτωµένην αφέλειαν προσέθεσε: « Ξέρετε, υπάρχουν µερικοί κύριοι, που τούς αρέσει να βλέπουν κορίτσια να κάνουν µόνα των... ∆ηλαδή να µαλακίζωνται µπροστά των. Οι ίδιοι, κοιτάζοντας, τρίβουν τις πούτσες των και κάνουν και αυτοί, συνήθως, τήν ίδια ώρα, µαλακία... Ξέρω δύο τέτοιους ... Είναι και οι δυό τους πολύ πλούσιοι, µε καρρότσες και άλογα δικά των... Θαρρώ πώς είναι λόρδοι. Ο ένας µάλιστα, έχει µια πούτσα πελώρια... να, τόση, τόση... στο ίδιο µέγεθος µε τη δική σας... » « Αααχ!... Αχ, Θεέ µου!... » ανεβόησε πάλιν ο Μπερτιέ και εκοίταξε τήν µικράν νύµφην µε φλογεράν λαγνείαν. Η Έθελ εχαµογέλασε γλυκά και µε ύφος αµίµητα αγγελικόν είπε: « Μήπως θα θέλατε και σείς να µε δήτε να κάνω µόνη µου; Ξέρετε, µαλακίζοµαι πολύ όµορφα... » Εµβρόντητος ο Γάλλος καλλιτέχνης εκοίταξε επί τινα δευτερόλεπτα τήν φιλήδονον παιδίσκην, χωρίς να ηµπορή να απάντηση. Η µικρά µετανάστις επανέλαβε µε άλλα λόγια τήν ερώτησίν της. « Αν θέλετε, µπορώ να κάνω, εδώ, µπροστά σας. Θα φαίνεται πολύ καλά τό µουνάκι µου και τό τρίψιµο που θα τού κάνω... Θέλετε;» Την φοράν ταύτην ο Μπερτιέ απήντησε αµέσως: « Αχ, ναι... Θέλω πολύ... Τρίψε το, κούκλα µου, να σε δω... » « Θέλετε να κάνω ανάγυρτη, εδώ, στον πάγκο, ή όρθια, µπροστά σας; » « Ανάγυρτη, στον πάγκο, γιά να βλέπω καλύτερα τό µιµί σου... Να βγάλης όµως τό παντελονάκι σου. » « Κι αν µας δουν; » « Τέτοια ώρα δεν φαντάζοµαι να περάση κανείς... Αν όµως περάσει κάποιος, θα κατεβάσης αµέσως τό φόρεµά σου, και εγώ θα κάνω πάλι ότι σου µαθαίνω τ' άστρα... Σύµφωνοι; Εµπρός µικρούλα µου... µαλακίσου.. Τρίψε τό µουνάκι σου, να σε δω... » Ωσάν να επρόκειτο περί απλής αφαιρέσεως επανωφορίου, η Έθελ έλυσε τά κορδόνια τής σκελέας της και τήν αφήρεσε. « Πού θέλετε να καθήσω; » ηρώτησε και τό πρόσωπόν της έλαµπε. « Να, εδώ, στη γωνιά αυτή, κοντά στο χέρι τού πάγκου... Εγώ θα πλησιάσω όσο µπορώ περισσότερο. » Η Έθελ ακούµβησε τήν σκελέαν της µε τελετουργικήν σοβαρότητα επί τού πάγκου και εκάθησε επ' αυτού εις τό σηµείον που τής είχε υποδείξει ο Αιµίλιος. Έπειτα έγειρε οπίσω και αφήνουσα τόν ένα πόδα της να εγγίζη τό κατάστρωµα, ύψωσε τόν άλλον επί τού καθίσµατος και µε κεκαµµένον τό γόνυ, ήνοιξε τούς µηρούς της και ανέσυρε τό φόρεµα της. Αµέσως εφάνη τό χαρίεν και τελείως άτριχον µικρόν µουνί της, ένα νεανικόν µουνέττον εξαισίου κάλλους, πάρα πολύ φουσκωτόν και προεξέχον, που ωµοίαζε αληθώς πολύ µε κογχύλι ροδαλόν, ή µε καΐσι µέγα ζουµερόν, µε τήν βαθείαν σχισµήν του πάλιν ολίγον ανοιγµένην. « Ααααχ!... » ανεβόησε λιγωµένος ο λάγνος καλλιτέχνης, και καρφώνων τό βλέµµα του επί τού νεαρού µουνιού, εξηκολούθησε: « Θεέ µου, τί ωραίο

Page 88: Megas Anatolikos 1 Tomos

88

µουνάκι που έχεις! » Έπειτα, ψαύων τό από πολλού θηριωδώς εξωγκωµένον υπό τήν περισκελίδα του γεννητικόν του µόριον, εσιώπησε, αναµένων µε φλογεράν ανυποµονησίαν να ιδή τήν µικράν νύµφην να αυνανίζεται. ∆εν είχε να περιµείνη πολύ ο Μπερτιέ. Εν ριπή οφθαλµού, η Έθελ εσιέλωσε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς της, και ήρχισε να τόν κινή εντός τής σχισµής τού αιδοίου της. Ο δάκτυλός της γλιστρούσε απαλά, µε αργόν αλλά σταθερόν ρυθµόν, ανάµεσα από τά τρυφερά µικρά χείλη τού ερωτικού οργάνου της, πλησίον τής οπής του, ενώ µε δύο δάκτυλα τής αριστεράς της, η νεαρά αυνανίστρια εκράτει ανοικτά τά παχέα και εξέχοντα πολύ εξωτερικά χείλη τού µουνιού της, ώστε να ιδή ο θαυµαστής της τά κάλλη του και πάρα µέσα. « Ωωωωχ!... Ααααχ!... Ααααχ!... » ανεβόησε πάλιν ο καυλωµένος καλλιτέχνης, έκθαµβος και υπερλιγωµένος από τήν θέαν τού εξαισίου µουνέττου, καθώς και από τήν πράξιν που εξετέλει εντός αυτού, µε αβρότητα αλλά και επιτηδειότητα µεγάλην, η φιλήδονος παις. Η χειρ τής πτωχής κόρης, µε τόν µεσαίον της δάκτυλον ολισθαίνοντα θωπευτικώς και γαργαλιστικώς, µεταξύ τών ανοικτών νυµφών τού αιδοίου της, εκινείτο, ως ήδη ελέχθη, αργά και ελαφρά και επιµόνως, όπως µία παιχνιδίζουσα πέριξ ωραίου άνθους ερωτευµένη χρυσαλλίς. Κατ' αρχάς, η Έθελ έµενε σιωπηλή, και πλην τών κινήσεων τής αυνανιζούσης χειρός της, και τού δεξιού βραχίονός της, έµενε ακίνητη, κοιτάζουσα περιπαθώς τόν Αιµίλιον εις τά µάτια, ικανοποιηµένη από τήν ιµερικήν του έξαρσιν και τήν έκδηλον καύλαν του. Γρήγορα όµως, η Έθελ ήρχισε να επιταχύνη τήν ηδονικήν τρίψιν, και καθώς εκινείτο η χειρ της πιό γοργά, τό αιδοίον της ήρχισε σιγά-σιγά αλλά οφθαλµοφανώς να ανοίγη ολόκληρον µε τά εξογκωθέντα εν τώ µεταξύ υπεράγαν από τήν διέγερσιν µικρά χείλη του εν τοιαύτη διαστολή, ανάµεσα εις τά τελείως ανοικτά εξωτερικά παχέα τοιαύτα, ώστε να αφήνουν να φανή, εν τέλει, καθαρότατα, εις τό µεταξύ αυτών τρυφερόν βαθούλωµα η ερυθρά µουνοτρυπίς... Ταυτοχρόνως, τό µέχρι τής στιγµής εκείνης ασάλευτον σώµα της, ήρχισε να κινείται κατά τρόπον ηδυπαθέστατον, θα έλεγε κανείς κυµατοειδώς, και από τό σιωπηλόν µέχρι τούδε στόµα της, ήρχισαν να εξέρχωνται, κάθε τόσον, γλυκύτατοι αναστεναγµοί και µικραί οξείαι φωναί ερωτικής λαχτάρας. Με τό στόµα του ανοικτόν και πλήρες σιέλου, ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης, κύπτων επί τής Έθελ, εκοίταζε έκθαµβος και ωσάν µαγνητισµένος, οτέ µεν τήν αυτοθωπευοµένην παίδα εις τά µάτια, οτέ δε τό ανοικτόν µουνέλον της και τήν κινουµένην εις αυτό χείρα της, ψαύων συνεχώς τήν υπό τήν περισκελίδα του εξωγκωµένην µέχρι διαρρήξεως ψωλήν του. Η καύλα που τόν εφλόγιζε ήτο πολύ µεγάλη. Τό ωραίον θέαµα τόν συνεκλόνιζε βαθύτατα. Από καιρού εις καιρόν εν ρίγος ισχυρόν έσειε τό σώµα του. Ναι, η καύλα ήτο φοβερά. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, µη δυνάµενος πλέον να µείνη αδρανής, ηγέρθη αποτόµως, έβγαλε τό πέος του και τούς όρχεις του έξω, και ιστάµενος προ τής µαλακιζοµένης κορασίδος, ανεφώνησε: « Κοίταξε Έθελ, κοίτα µε... Κάνω όπως οι δυό σου λόρδοι », και ήρχισε πάραυτα να τρίβη τήν πελωρίαν ψωλήν του, ακριβώς επάνω από τό µουνί τής µικράς µετανάστιδος, προσεχών να ρύθµιση τήν έντασιν τής ιδικής του τρίψεως κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να µην εξακοντισθή τό σπέρµα του προώρως. « Αααα!... Ααααχ!... Πό-πόσο ήθελα να τήν δω!... Αχ, τι-τι ωραία ψωλή που έχετε!... Εί-είµουν βέβαιη πώς θα τήν βγάζατε και θα τήν παίζατε... » ανεφώνησε η Έθελ, και επιταχύνουσα πολύ τό τρίψιµον τού µουνιού της,

Page 89: Megas Anatolikos 1 Tomos

89

εκάρφωσε τό βλέµµα της εις τήν πλησίον της χειραντλούµενην υπό τού κατόχου της ογκώδη πούτσαν. Από εκείνην τήν στιγµήν, η µικρά νύµφη, µε υπερµέτρως ανοικτά τά µάτια της, δεν έπαυσε να κοιτάζη εκστατικά τήν ψώλαν τού Μπερτιέ και να στενάζη και να οιµώζη. Εις έκαστον ηδυπαθές της « Αααχ! », ή « Ααα! », η « Ωωω! », ο Αιµίλιος απήντα µε ίσην ηδυπάθειαν µε βαθύτατα « Ωωωχ! » ή « Αααχ! » λαγνείας, εις ένα συγκλονιστικώς γλυκύ ντουέττον, παρατηρών µε βλέµµα φλογερόν και γουρλωµένα µάτια τό προ αυτού τριβόµενον θαυµασίαν µουνέττον, ενώ η δεξιά του πηγαινοήρχετο επί τού τεραστίου γεννητικού µορίου του µε πάθος, µε πάθος αλλά και πολύ προσεκτικά, ώστε να µην εκσπερµατίση, πριν χύση η αυνανιζοµένη παις τό ερωτικόν της γάλα... Ακόµη ολίγα δευτερόλεπτα έτριψε η Έθελ τό αιδοίον της µεταξύ τών εξογκωθέντων νυµφοπετάλων του, και, αίφνης, διακόπτουσα τό τρίψιµον τούτο, διά µιάς µετέφερε τήν αυνάνισιν εις τήν εν πλήρει στύσει εκµυτίζουσαν ως ζωντανόν κουκουναράκι κλειτορίδα της και ήρχισε να τήν τρίβη γρήγορα, καταπλακώνουσα αυτήν µε τόν µεσαίον της δάκτυλον µετά µανίας. Ητο φανερόν ότι η τελική φάσις επλησίαζε. Ο Αιµίλιος ηύξησε τήν έντασιν τής µαλακίας του. Αίφνης µία οξυτέρα κραυγή εξήλθε από τά χείλη τής παιδός. Η Έθελ ύψωσε τήν κοιλίαν της και ήρχισε να κινήται σπασµωδικώς και πολύ γρήγορα επί τού πάγκου, τινάσσουσα σφοδρώς τό µουνίδιόν της προς τά έξω, ενώ η δεξιά της χειρ εκινείτο τόσον ταχέως επί τής κλειτορίδος της, ώστε ωµοίαζε µε χέρι κιθαρωδού παίζοντος εις τό όργανόν του ένα γοργόν και οργιώδες « πρέστο ». ∆ευτέρα ισχυρά αναφώνησις οξυτάτης λαγνείας, και τρίτη, και τετάρτη εξήλθαν από τά χείλη τής κορασίδος, ενώ η κοιλία της εσείετο τώρα ως παλλόµενον ντέφι µε συνεχείς δονισµούς γοργούς και ακατασχέτους. Ο Μπερτιέ ήξευρε καλά περί τίνος επρόκειτο. ∆εν θα εχρειάζετο πλέον να συγκράτηση επί µακρόν ακόµη τό έτοιµον να αναβλύση σπέρµα του. Επιταχύνων ακόµη περισσότερον τόν ιδικόν του αυνανισµόν, έτριψε τώρα τήν ψωλήν του γρήγορα και µε µεγαλυτέραν δύναµιν. Τήν ιδίαν στιγµήν, η Έθελ εσείσθη ολόκληρη, ωσάν να είχε δεχθή εις τό σώµα της ισχυρόν ηλεκτρικόν ρεύµα, τό πρόσωπόν της επήρε πάλιν τήν έκφρασιν µιας άκρως ηδονικής απογνώσεως, µία κραυγή αγαλλιάσεως οξύτερα απ' όλας τάς προηγουµένας εξήλθε από τό στόµα της, και ο Μπερτιέ είδε να εµφανίζεται µεταξύ τών σφυζουσών νυµφών τού παχουλού νεανικού αιδοίου (πού τό κρατούσε ακόµη τελείως ανοικτόν η παις µε τά δάκτυλα τής αριστεράς χειρός της), κάτω από τήν φουσκωµένην κλειτορίδα της, όπου ειργάζετο πυρετωδώς ο µεσαίος δάκτυλος τής δεξιάς της, είδε ο Μπερτιέ να εµφανίζεται αιφνιδίως κάτι λευκόν που ωµοίαζε µε γάλα, µε γάλα εκθλιβόµενον εις µικράς περλοειδείς σταγόνας, από τήν σφύζουσαν κοµψήν µουνότρυπαν. Ο οργασµός τής Έθελ είχε εκσπάσει. Ο Αιµίλιος ως ένας αναβάτης κέλητος εις ιπποδροµίας, που συγκρατεί αρχικώς τόν ίππον του, και που εν όψει τού τέρµατος, όχι µόνον αφήνει εν τέλει ελευθέρον τό ζώον να τρέξη, αλλά και τό µαστιγώνει, και τό κεντρίζει µανιωδώς, διά να αυξήση εις τό ακρότατον όριον τήν ορµήν και τήν αποτελεσµατικότητα τής επελάσεώς του, έτριψε αµέσως µε πολύ µεγάλην δύναµιν τό πέος του, διά να επιφέρη τό ποθητόν αποτέλεσµα µε πλήρη συγχρονισµόν. Άλλο που δεν ήθελε ο ασπαίρων πούτσος... Ακόµη 5-6 γοργαί παλινδροµικαί κινήσεις τής δεξιάς του, ακόµη 5-6 ισχυραί, και, τήν φοράν ταύτην σπασµωδικαί τρίψεις, από τήν ρίζαν µέχρι τού καυλού και τανάπαλιν ήρκεσαν... Εν ρίγος έσεισε πατόκορφα τόν καλλιτέχνην, µία στεντορεία κραυγή απεριγράπτου γλυκασµού ηκούσθη, και ενώ ο Αιµίλιος εκοίταζε µε πεταγµένα τά µάτια του έξω από τάς

Page 90: Megas Anatolikos 1 Tomos

90

κόγχας των τό εµέσσον µουνέττον τής παιδός, έχυσε και αυτός. Άφθονον και πυκνόν, τό σπέρµα του εξηκοντίσθη, όπως ο αφρός που εκχύνεται µε ορµήν από εκπωµατιζοµένην φιάλην καµπανίτου, και έπεσε εις µεγάλην ποσότητα εις πολλάς, χονδράς λεύκας ριπάς, επί τής κοιλίας και ιδίως επί τού ανοικτού µικρού µουνιού τής τινασσοµένης εισέτι εν πλήρει οργασµώ παιδίσκης, εξαπλούµενον και εδώ και εκεί, ως πλούσιον και γλοιώδες γλεύκος. Οπίσω από τήν ανεµοδόχον, η Υβόννη εκόντευε να παραφρονήση. Υπέφερε δεινώς βλέπουσα τήν λαγνικήν σκηνήν, αλλά µε κανέναν τρόπον δεν ηµπορούσε να αποσπάση τό βλέµµα της από τό ζεύγος. Παρά τό µίσος της διά τήν Έθελ, και τήν πικρίαν της διά τόν ρόλον που έπαιζε εις τό πλευρόν της ο Μπερτιέ, αι εν διεγέρσει αισθήσεις της τήν εφλόγιζαν άθελά της εις τοιούτον βαθµόν που, περί τό τέλος τής τρυφεράς πράξεως, ήρχισε πάλιν να κινήται µηχανικώς, όπως και πριν, όταν ηυνάνιζε ο Αιµίλιος τήν Έθελ. Τήν φοράν ταύτην όµως, όταν είδε τό φιλήδονον κοράσιον να χύνη και να πίπτη τό εκτοξευόµενον ψωλόχυµα τού συµπατριώτου της, ως εξ ουρανού λευκή βροχή, επί τού µουνιού τής ηδονιζοµένης κόρης, ησθάνθη κάτι που διά πρώτην φοράν συνέβαινε εις τήν ζωήν της. Ήτο ωσάν να έσκαζε µέσα της µία πλήρης αφρώδους γάλακτος πελωρία ποµφόλυξ. Τά γόνατά της εκάµφθησαν πολύ, και η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ, συγκρατουµένη απεγνωσµένως από τήν ανεµοδόχον, εσείσθη κατ' επανάληψιν σφοδρώς και έχυσε πλήρως, χωρίς να εγγίση ούτε προς στιγµήν τό αιδοίον της. Κλείουσα δε, εντέλει, τούς οφθαλµούς της, παρέµεινε εκεί, στηριζοµένη εις τήν ανεµοδόχον, έως που να καταπαύσουν τελείως οι σπασµοί, που, ολονέν αραιότερα και ασθενέστερα, εξηκολούθησαν να τήν δονούν και µετά τήν λήξιν τού παραδόξου οργασµού της. Όταν ήνοιξε τά µάτια της η Υβόννη, ο Αιµίλιος Μπερτιέ και η Έθελ, έχοντες συνέλθει πλήρως, είχαν καταλάβει πάλιν τάς αρχικάς των θέσεις εις τόν πάγκον και συνέχιζαν τήν συνοµιλίαν των ωσάν να µην είχε συµβεί τίποτε µεταξύ των. Ο Αιµίλιος, µε τήν µικράν µετανάστιδα ορθίαν ανάµεσα εις τά σκέλη του, έλεγε: «Και ποιός σε έµαθε να κάνης όλα αυτά; » «Εκτός απ' αυτό που κάναµε προ ολίγου, όλα τά άλλα µου τά έµαθε ο πρώτος.» «Μα ποίος, τέλος πάντων, είναι αυτός ο πρώτος; ∆εν θα µου µιλήσης, επιτέλους, γιά αυτόν τόν τυχερό άνθρωπο;» «Όχι, δεν µπορώ να σας µιλήσω γι' αυτόν... Να µε συγχωρήτε, µα, όπως σας είπα, ωρκίσθηκα να µη πω ποτέ τίποτε γιά αυτόν σε κανέναν... Μην επιµένετε... ό,τι άλλο θέλετε θα σας τό πω. » « Καλά... καλά... ∆εν επιµένω... Πες µου όµως κάτι άλλο, όταν στέκεσαι γιά να παίξουν µαζύ σου οι άνδρες, τό κάνεις µόνο γιά να ευχαριστηθής και να ευχαριστήσης, ή τό κάνεις γιά να σου δώσουν χρήµατα ή άλλα δώρα; » « Μόνο γιά να ευχαριστηθώ και γιά να ευχαριστήσω, γιατί µου αρέσουν όλα αυτά... ∆υό-τρείς φορές µόνο, στην αρχή, δέχθηκα κάτι χρήµατα που µερικοί µου δώσανε... Όταν, όµως, έµαθα από κάτι µικρές µου φίλες, πώς χρήµατα δέχονται µόνο οι πούτες, δεν ξαναδέχθηκα πιά ποτέ, κι ας είµαστε πολύ πτωχοί.» « Μα µπράβο σου, κούκλα µου!... Είσαι αληθινός άγγελος !... » ανεφώνησε ο Μπερτιέ ενθουσιών, και λέγων, έψαυσε εµφανώς τό πέος του, τό οποίον, παρά τήν πρόσφατον εκσπερµάτισίν του, ήρχισε να φουσκώνη πάλιν υπό τήν περισκελίδα του, και τούτο ποιών προσέθεσε: « ∆εν ξέρεις Έθελ πόσο µου αρέσεις! »

Page 91: Megas Anatolikos 1 Tomos

91

Η Έθελ εµειδίασε µε γλυκυτάτην φιλαρέσκειαν και καρφώνουσα τό βλέµµα της εις τό εξωγκωµένον σηµείον που έψαυε ο θαυµαστής της, είπε µε δροσεράν αφέλειαν: « Πώς... Τό ξέρω... Τό βλέπω... Βλέπω τήν ψωλή σας που φουσκώνει πάλι... Σας ξανασηκώνεται... » «Αααχ!... Έθελ!... Έθελ!... Τί ωραία που τά λες!... » « Αν και σας τήν έπαιξα και τήν παίξατε και µόνος τώρα δα, και χύσατε µπόλικο και τις δύο φορές, καυλώνετε πάλι... » « Μα βέβαια, κούκλα µου... Πώς να µην καυλώσω, όταν έχω µπροστά µου ένα τόσο όµορφο κοριτσάκι σαν σένα, µια... µια... » « Μια µουνίτσα, µήπως; » ηρώτησε µε τσαχπινιάν η Εθελ. « Ωωωχ!... Αααχ!... Πώς τό 'πες αυτό; Άκουσα καλά; » « Είπα µια "µουνίτσα"... Υπέθεσα µήπως θα θέλατε να µε ονοµάσετε έτσι... ∆ιότι, ξέρετε, 5-6 κύριοι απ' αυτούς που ακολούθησα µε λέγαν, σε ωρισµένες στιγµές, " Μ Ο Υ Ν Ι Τ Σ Α ". » « Ωωωχ!... Ωωωχ!... Τί ωραίο όνοµα!... Ήθελα, καλό µου κοριτσάκι, να σε πω "κούκλα µου", µα τώρα θα σε λέω και Μουνίτσα...» « Είναι πολύ πιό ωραίο από τό Έθελ », είπε µε τήν ιδίαν φιλαρέσκειαν η αγγελική παιδίσκη κοιτάζουσα τήν ολονέν εξογκουµένην ψωλήν και τάς ασέµνους ψαύσεις που τής έκαµνε ο Αιµίλιος και προσέθεσε: « Μου αρέσει να µε λεν Μουνίτσα.» « Αχ, µπράβο σου!... Μπράβο!... » Ο Μπερτιέ έσκυψε και εφίλησε τήν Έθελ εις τό στόµα επί µακρόν και έπειτα ανεφώνησε: « Αχ, τι γλυκά χειλάκια που έχεις!» « Μοιάζουν µε τού µουνιού µου; » ηρώτησε µε εξαισίαν αφέλειαν η χαρίεσσα παίς, και καρφώνουσα πάλιν τό βλέµµα της εις τήν φουσκωµένην ψωλήν τού καλλιτέχνου, ανέµενε τήν απάντησίν του. « Αααχ!... Αχ, ναι... ναι... Μοιάζουν πολύ, µα πάρα πολύ, µε τά χειλάκια τού µουνιού σου... » « Με τά εξωτερικά, τά µεγάλα, µοιάζουν πιό πολύ, η µε τά εσωτερικά, τά µικρά; » ηρώτησε µε γλυκυτάτην τσαχπινιάν η Έθελ. « Ωωωχ!... Ωωωχ!... Μοιάζουν και µε τά δυό, Μουνίτσα µου, µα πιό πολύ µε τά εσωτερικά, τά µικρά, που είναι σαν ροδοπέταλα χονδρά... θέλω να πω σαρκώδη... γλυκύτατα σαρκώδη... » απήντησε µε λιγωµένην φωνήν ο Αιµίλιος. « Και τί προτιµάτε, τό στόµα µου, ή τό µουνάκι µου; » « Ωωωχ!... Αααχ!... Μου αρέσουν και τά δυό πολύ, µα προτιµώ τό µιµί σου... Τό µουνάκι σου... » απήντησε αµέσως, ψαύων ζωηρώς τό γεννητικόν του µόριον ο Μπερτιέ. « Αααχ!... » ανεφώνησε ευχαριστηµένη η Έθελ. « Σας ευχαριστώ! Αυτή είναι η απάντησις που ήθελα να µου δώσετε ». « Μα φαντάζοµαι ότι στους 100 άνδρες, οι 99, αυτή τήν απάντησι θα έδιναν... » είπε ο Αιµίλιος, και ψαύων πάντοτε τήν ψωλήν του, µε αλλοιωµένην από τήν καύλαν τήν φωνήν του, προσέθεσε: « Άκουσε, Μουνίτσα µου... Θάθελα και εγώ να σου έδινα ένα όµορφο όνοµα.» «Αχ, ναι!... ∆ώστε µου!... » ανεφώνησε πάραυτα η αγγελική κορασίς και πλήρης προσδοκίας τόν εκοίταξε εις τά µάτια. « Τι όνοµα θα µου δώσετε; » « Μουµούνα. » « Αχ, τι ωραίο που είναι! » « Σου αρέσει; »

Page 92: Megas Anatolikos 1 Tomos

92

« Αχ, ναι... πάρα πολύ... » απεκρίθη κολακευµένη η ωραία παις και αφού ηυχαρίστηκε τόν Αιµίλιον µε απαλωτάτην φιλαρέσκειαν, συνέχισε: « Και ποιό αγαπάτε πιό πολύ απ' όλα τά άλλα θέλγητρα τών κοριτσιών... Τά βυζάκια των, τόν κώλο των, ή τά µουνιά των; » « Ωωωχ!... Αααχ!... Αχ, όλα, Μουµούνα µου, µα απ' όλα πιό πολύ, αγαπώ τά µιµί των, τά µουνάκια των, Μουνίτσα µου. » « Αυτό κατάλαβα και εγώ », ανεφώνησε η Έθελ και µε τσαχπινιάν προσέθεσε: « Αν είµουν άνδρας, και εγώ θα προτιµούσα τά µουνάκια των, ή τά µιµί των, όπως τά λέτε. » « Και σένα, απ' όλα πιό πολύ, στους άνδρες, τι σου αρέσει; » Η Έθελ κατηύθυνε πάλιν τό βλέµµα της προς τό γεννητικόν όργανον τού καλλιτέχνου και µε χαριτωµένην όπως πάντοτε αυθορµησίαν είπε: « Η ψωλή. » « Ωωωχ!... Αααχ!... Μπράβο σου!... Μπράβο σου! ... Και τι ωραία που τά λες!... Πες µου, τά λες όλα; » « Ναι... όταν είµαι βέβαιη πώς δεν θα παρεξηγηθώ... Τουλάχιστον, λέω όσα ξέρω. » « Αχ, µπράβο σου!... Και ξέρεις πώς αλλοιώς λένε τήν ψωλή; » « Πούτσα... ή πούτσο... » απήντησε µε τήν ιδίαν εξαισίαν αυθορµησίαν η παιδίσκη, παρατηρούσα µε βλέµµα φλογερόν τό πιλατευόµενον υπό τού κατόχου του ογκώδες πέος. « Ωωωχ!... » έκαµε πάλιν µε έµφορτον από λαγνείαν φωνήν ο Μπερτιέ και συνέχισε: « Και αυτό που χύνει η ψωλή, ξέρεις πώς τό λένε; » « Ψωλόχυµα, ή σπέρµα... Μερικές όµως από µας, τό λέµε, γιά γούστο, και "ψωλόγαλα", ή "ψωλόκρεµα", επειδή είναι άσπρο και παχύ και µοιάζει µε γάλα, ή κρέµα », απήντησε η Έθελ. « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου, τι ωραία που τά λες! », ανεφώνησε άλλην µίαν φοράν ο Αιµίλιος, και µη δυνάµενος, παρά τήν νέαν καύλωσίν του, να υπερνίκηση τήν περιέργειάν του, εδοκίµασε πάλιν να εκµαίευση τό µυστικόν τής Έθελ, αιφνιδιάζων αυτήν, και, φανταζόµενος ότι η αγγελική αφέλειά της θα ηµπορούσε να τήν οδήγηση τελικώς εις ακριτοµυθίαν, έψαυσε πάλιν τό πέος του και µε τήν ωραίαν βαθειάν φωνήν τού είπε: « Έθελ, Μουµούνα µου, καλό µου κοριτσάκι, εσύ που τά λες όλα τόσο ωραία, πες µου και γιά τόν πρώτο εραστή σου... Πώς ήταν και πώς άρχισες µαζύ του; » Η πτωχή παίς, µολονότι κατελήφθη εξ απρόοπτου, δεν παρεσύρθη και δεν προέβη εις καµµίαν αποκάλυψιν. Με ύφος πάλιν κάπως αινιγµατικόν, αλλά και µε πολλήν γλυκύτητα απεκρίθη: « Μη µε παρεξηγήσετε... ∆εν θέλω να σας λυπήσω, µα σας τό ξαναλέγω — δεν µπορώ να σας πω τίποτε γιά τό ζήτηµα αυτό... Αν επιµένετε, θα µε αναγκάσετε να φύγω, ενώ θέλω πολύ να µείνω... Σας είπα, ωρκίσθηκα να µη µιλήσω ποτέ για αυτό τό πρόσωπο σε κανέναν. » Τροµοκρατηθείς µε τήν ιδέαν ότι θα ηµπορούσε η µικρά γόησσα να φύγη, ο Αιµίλιος δεν επέµεινε, διότι, ως ήτο φυσικόν, δεν ήθελε, επ' ουδενί λόγω, να χάση τό ευειδές κοράσιον, που η τύχη τού είχε πέµψει. Αλλάσσων, λοιπόν, θέµα, και εκφράζων µίαν άλλην εύλογον απορίαν, ο καλλιτέχνης έθεσε άλλην ερώτησιν. « Πες µου, τουλάχιστον, πώς και γιατί σε δέρνει ο µπαµπάς σου. Νοµίζω ότι κάτι µου έκρυψες, όταν µου είπες ότι από σκέτη παραξενιά σου δίνει ξύλο... Μήπως σε τσάκωσε καµιά φορά µε κανέναν άνδρα και γι' αυτό σε δέρνει; »

Page 93: Megas Anatolikos 1 Tomos

93

∆ια µίαν στιγµήν η χαρίεσσα παις έµεινε σιωπηλή, ωσάν να εσκέπτετο αν έπρεπε ή όχι να απάντηση. Έπειτα, αποφασιστικά και µε µεγάλην ειλικρίνειαν, είπε: « Τώρα που σας γνώρισα περισσότερο, θαρρώ πως µπορώ να απαντήσω σε αυτή τήν ερώτησί σας. Μόνο, σας παρακαλώ, αυτό που θα σας πω, να µη τό πήτε σε κανέναν. » « Αχ, µπράβο σου!... Να µη φοβάσαι τίποτε... ∆εν θα επαναλάβω ούτε µια λέξι απ' όσα θα µου πης. » « Να, λοιπόν... Αυτό που είπατε συνέβη... Ο µπαµπάς µου µε τσάκωσε, µια µέρα, να κάνω κάτι µε έναν κύριο... στο σπίτι µας. Νόµιζα πώς ο πατέρας µου δεν θα επέστρεφε παρά τό βράδυ, και ωδήγησα τόν κύριο αυτόν, νωρίς τό απόγευµα, στην καµαρούλα µου... Μου φάνηκε πολύ καλός και µου µίλησε γλυκά και ευγενικά... Ήταν και καλοντυµένος... ∆εν ξέρω γιατί, αλλά από τήν πρώτη στιγµή που τόν αντίκρυσα, είπα µέσα µου: "Θα έχει, σίγουρα, και µεγάλη πούτσα". » « Ωωωχ! » ανεφώνησε πλήρης λαγνείας ο Μπερτιέ και ηρώτησε: « Και πόσων ετών είσουν τότε; » « Αυτά συνέβησαν προ 2 1/2 ετών... Είµουν, λοιπόν, περίπου 8 1/2 χρονών », απήντησε µε έκδηλον φιλαρέσκειαν η παιδίσκη. « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε πάλιν ο Μπερτιέ και έψαυσε ζωηρώς τό πέος του. « Πώς θάθελα νάµουν και τότε στη θέσι αυτού του κυρίου !... Και τι ηλικίας ήτο αυτός ο φίλος σου; » « Μα περίπου τής ηλικίας σας... ίσαµε 50 ετών » απήντησε η Έθελ µειδιώσα και µε τό βλέµµα της προσηλωµένον εις τήν ογκώδη προεξοχήν τής περισκελίδος του Αιµιλίου, µε χαριτωµένην τσαχπινιάν προσέθεσε: « Μα, θαρρώ, είσθε στη θέσι του... » « Α, τι ωραία που τά λες!... Έχεις δίκαιο... Είµαι στη θέσι του και ευχαριστώ τόν Θεό γι' αυτό... Εννοούσα όµως, Μουµούνα µου, ότι θα ήθελε να έπαιζα µαζύ σου, και όταν είσουν ακόµη 8 ή 9 χρονών... Εξακολούθησε όµως τήν ιστορία σου... » « Ο κύριος περίµενε σε µια µάνδρα, όχι πολύ µακρυά από τό σπίτι µας, από τήν οποία περνούσα συχνά, γιά να πάω στον φούρνο, ή στον µπακάλη... Όταν έφτασα µπροστά του, µε χαιρέτησε πολύ ευγενικά και µε παρακάλεσε να σταµατήσω. Εγώ σταµάτησα αµέσως, γιατί τόν βρήκα πολύ συµπαθητικό και του χαµογέλασα. "Πώς σε λένε;" µε ρώτησε, "και πόσων χρονών είσαι;" Χαµογελώντας πάντα, αµέσως απάντησα: "Με λένε Έθελ και είµαι 8 1/2 ετών." Ο κύριος έκαµε λιγωµένος, "Αααχ!" και είπε: "Ξέρεις, κοριτσάκι µου, µου αρέσεις πολύ... Είναι δύο µέρες τώρα που σε παρακολουθώ, και σήµερα αποφάσισα να σου µιλήσω... Έχω να σου ζητήσω κάτι... Αν είσαι καλή µαζύ µου, θα είµαι και εγώ καλός µαζύ σου... Θέλω να µε ακολουθήσης... θα δης, θα ευχαριστηθής πολύ." Εγώ έρριξα µια µατιά στο παντελόνι του µπροστά, και είδα πώς ήταν κιόλας πολύ φουσκωµένο... καλή ώρα, όπως τό δικό σας, τώρα...» « Ωωωχ! Αααχ! Πώς να µην είναι φουσκωµένο τό δικό µου, και πώς να µην ήταν και του κυρίου, αφού και στους δύο µπροστά, βρισκόσουν και βρίσκεσαι εσύ, Μουνίτσα µου, εσύ γλυκό µου κοριτσάκι... » ανεφώνησε εις τό σηµείον αυτό µε έξαρσιν ιµερικήν ο λάγνος καλλιτέχνης, και ψαύων πάλιν ζωηρώς, ζωηρότατα τήν εξωγκωµένην ψωλήν του, ανέµενε δονούµενος τήν περαιτέρω εξιστόρησιν τής περιγραφοµένης υπό τής Έθελ περιπετείας.

Page 94: Megas Anatolikos 1 Tomos

94

Πολύ ευχαριστηµένη από τήν κατάστασιν του Μπερτιέ, και παρατηρούσα µε µάτια λάµποντα τάς ασέµνους χειρονοµίας που έκαµνε επί τού πέους του, η εξαισία παις εξηκολούθησε: « Αν και είχα καταλάβει τι ήθελε να µου ζήτηση ο κύριος, τόν κοίταξα στα µάτια και χαµογελώντας πάλι τόν ρώτησα: "Τί θέλετε να µου ζητήσετε;" Εκείνος έρριξε µια γρήγορη µατιά τριγύρω, µε πήρε από τό χέρι και είπε: "Έλα µαζύ µου και θα δης." Είχα αποφασίσει από τήν αρχή να µείνω µαζύ του, και έτσι τόν ακολούθησα αµέσως. Εκείνος µε ωδήγησε πίσω από κάτι ψηλά µαδέρια ακουµπισµένα στον τοίχο τής µάνδρας, σε τρόπο που µπορούσε κανείς να σταθή από κάτω, σαν να βρισκότανε σε καλυβάκι. Μόλις φθάσαµε εκεί, ο κύριος ξεκουµπώθηκε γρήγορα-γρήγορα και έβγαλε έξω τήν πούτσα του... » « Ωωωχ! » «... ένα πράµα σαν αγγούρι... να, τόσο... µια ψωλή λίγο µόνο µικρότερη απ' τη δική σας, και, δείχνοντας µου την, είπε: "Να τι θέλω να σου ζητήσω, κούκλα µου..." και λέγοντας, κούνησε 3-4 φορές τό χέρι του επάνω-κάτω στο χοντρό πράµα του που στεκόταν όρθιο σαν σηκωµένο µπαστούνι. » « Ωωωχ! Αααχ! » ανεφώνησε λαγνοβοών εκ νέου ο Μπερτιέ και ηρώτησε: « Και τότε τι έγινε; » « Τού χαµογέλασα άλλη µια φορά, µε τρόπο που έδειχνε ότι µου άρεσαν όλα αυτά. Μου χαµογέλασε και εκείνος και µου µίλησε πολύ γλυκά. Μου είπε ότι τού αρέσουν πολύ τά µικρά κοριτσάκια, και ιδίως τά µεταξύ 8 και 10 και 11 ετών, ότι από τήν πρώτη στιγµή που µε είδε µε ερωτεύθηκε, και, αφού µε ρώτησε αν είχα τρίψει ποτέ άλλον άνδρα, και απάντησα εγώ, ναι, πήρε τό δεξί µου χέρι, και, βάζοντας τό επάνω στην ψωλή του, µου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να τού τήν παίξω. » « Αααχ! Ωωωχ! » ανεβόησε µε περιπάθειαν ο Μπερτιέ, και πνευστιών από τήν καύλαν του, ηρώτησε: « Και εσύ τι έκανες; » «Του τήν έπαιξα» απήντησε µε δροσεράν φωνήν η αγγελική παίς, απολαµβάνουσα τήν διέγερσιν τού θαυµαστού της. «Ωωωχ! Αααχ! Έθελ, Μουµούνα µου, Μουνίτσα µου, είσαι άγγελος!... Άγγελος!... Λέγε µου πάρα κάτω... » « Ήταν τόσο καλός και ευγενικός αυτός ο κύριος, είχε µια ψωλή τόσο όµορφη, τόσο µεγάλη και χοντρή (όπως σας είπα, ήταν σχεδόν σαν τη δική σας) που πολύ ευχαρίστως τού τήν έτριψα... » « Αααχ! Ωωωχ! Αααχ! » έκαµε πάλιν λαγνοβοών ο Γάλλος καλλιτέχνης, και ψαύων µε δύναµιν τό πέος του, παρώτρυνε τήν Έθελ να συνεχίση τήν αφήγησιν. Και η µικρά γόησσα εξηκολούθησε. « Έως εκείνη τήν ηµέρα, πολλοί άνδρες µου είχαν δείξει τις πούτσες των και οι πιό πολλοί απ' αυτούς µου ζητούσαν να τις τρίψω. Εγώ όµως, δεν είχα πάει ακόµη µε κανέναν, έξω από τόν πρώτον, γιατί φοβόµουν και, τότε ακόµη, ντρεπόµουν. Είχα τρίψει, βέβαια, πολλές φορές τήν ψωλήν τού πρώτου µου, ήθελα όµως πολύ να δω, να πιάσω και να τροµπάρω και άλλες και, έτσι, εκείνη τήν ηµέρα, τό αποφάσισα. Άλλωστε βλέποντας τήν ωραία πούτσα αυτού τού συµπαθητικού κυρίου κατακαυλωµένη εµπρός µου, γρήγορα καύλωσα και εγώ. ∆έχθηκα λοιπόν αµέσως, όπως είδατε, τις προτάσεις του, και άρχισα να τόν µαλακίζω, πίσω από τά µαδέρια, δίπλα στον µανδρότοιχο, που ήταν ψηλός και µας έκρυβε από τόν δρόµο. Συνήθως αυτή η µάνδρα ήταν ήσυχη και είχε ασφάλεια. Λίγοι σχετικώς περαστικοί τήν διέσχιζαν και η ησυχία ήταν ακόµη µεγαλύτερη πίσω από τά ξύλα. Οι περισσότεροι άνδρες που τήν

Page 95: Megas Anatolikos 1 Tomos

95

επισκεπτόντουσαν πήγαιναν εκεί γιά να κάνουν τό νερό τους, ή, όπως κατάλαβα γρήγορα, πήγαιναν εκεί γιά να παίξουν ερωτικά παιχνίδια µε µικρά κορίτσια. Μεταξύ αυτών ήταν και κάµποσοι από εκείνους που τούς αρέσει να δείχνουν τις πούτσες των σε όσες µικρές ή πιό µεγάλες γουστάρουν να τις βλέπουν, ή να τις τροµπάρουν. Πολλές φορές, περνώντας απ' αυτή τήν µάνδρα, είχα δει γυµνές ψωλές και άκουσα παρακάλια να σταθώ, γιά να τις δω καλά και να τις τρίψω, και, µερικές φορές, είδα διαφόρους άνδρες να κάνουν, όχι µόνον αυνανισµό µονάχοι των, µα και άλλα πολύ ωραία πράµατα µαζύ µε κορίτσια µεγάλα και µικρά... Μια µέρα που πήγα και εγώ να κατουρήσω, πίσω από τά µαδέρια, είδα έναν νέον πάστορα εκεί, χωρίς να µε δη εκείνος. Στεκόταν µπρος στον τοίχο. Στην αρχή νόµιζα πώς κατουρούσε- γρήγορα όµως κατάλαβα ότι έκανε κάτι άλλο. Τήν έπαιζε. Έκανε µαλακία. Κάτω από τά µαδέρια ήτανε 2-3 µεγάλα βαρέλλια γιοµάτα ροκανίδια και 5-6 σακκιά µε άµµο. Κρύφθηκα αµέσως πίσω απ' τά βαρέλλια και κοίταξα τόν ιερέα. Είχε µια ασυνήθιστη ψωλή, λεπτή και στενή, αλλά πολύ µακρυά και σχεδόν σουβλερή, µε ένα µεγάλο µα κάπως µυτερό, σαν µαϊµούς ή σκύλου, καυλί. Όταν πλησίασα, στην αρχή, κουνούσε τό δεξί του χέρι επάνω της σιγά-σιγά και απαλά, ψιθυρίζοντας µε πάθος τό όνοµα κάποιου κοριτσιού ή γυναίκας. "Μόλλυ! Μόλλυ!" έλεγε αναστενάζοντας βαθειά και όλο έπαιζε, έπαιζε τήν ψωλή του. Ητο φανερό ότι ένοιωθε µεγάλη γλύκα και καθώς µαλακιζότανε και αναστέναζε, κοίταζε τόν τοίχο απέναντί του, σαν να έβλεπε ξυπνητός ένα πολύ ωραίο όνειρο. Σε λίγο, άρχισε να κουνάη τό χέρι του πολύ γρήγορα και µε δύναµι επάνω στην ψωλή του, σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας τό κόκκινο κεφάλι της. Αίφνης, σαν να έβγαινε από τό όνειρο, ο νέος πάστορας χαµήλωσε τά µάτια του, κάρφωσε τό βλέµµα του στην στενόµακρη πούτσα του και τρίβοντας τήν ακόµη πιό δυνατά άρχισε να κουνιέται γρήγορα µπρός-πίσω επί τόπου σαν να τό έκανε σε κάποιαν, και τόν άκουσα να λέη µε µεγάλη θέρµη ανάµεσα από τούς αναστεναγµούς του: "Ωωω!... Ωωω!... Αααχ!... Αααχ!... Μόλλυ!... Μόλλυ!... Σε γαµώ!... Σε γαµώ!... Ωωω!... Ωωωχ!... Αααααχ!... Αααααααααχ!... Μόλλυ!... Μόλλυ !... Γαµώ σε !... Γαµώ σε!..." και είδα να ξεπετιούνται από τήν πούτσα του µε ορµή, σαν αστραπές, πολλές άσπρες ρουκέττες από παχύ ψωλόγαλα... Ο νέος πάστορας έκανε µπόλικο. Όταν έφυγε, πήγα να δω τό σπέρµα του. Στον τοίχο απέναντι, έρρεε σιγά-σιγά προς τά κάτω ένα λευκό ρυάκι, πολύ πυκνό και γλοιώδες, σαν από φλέγµα... » « Και συ τι έκανες τότε; » ηρώτησε ο Μπερτιέ µε πολύ ηλλοιωµένην από τήν καύλαν τήν φωνήν του. « Μάζεψα από τόν τοίχο σχεδόν όλο τό ψωλόχυµα του πάστορα, τό µύρισα και έπειτα έτριψα µε αυτό πολλή ώρα τό µουνί µου.» « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε λαγνοβοών πολύ ηχηρά ο Γάλλος καλλιτέχνης και, ανυποµονών να ακούση περισσότερα, τίποτε άλλο δεν είπε. Η χαρίεσσα παίς, διεγειροµένη η ιδία µε όσα περιέγραφε, εξηκολούθησε: « Μια άλλη µέρα που είχα δει, σε αυτή τη µάντρα, έναν σκύλο να καβαλλάη µια σκυλίτσα, µε µεγάλη επιµονή και µε µανία, έως που τήν γάµησε, αφού παρακολούθησα έως τό τέλος τήν όµορφη σκηνή, καύλωσα τόσο πολύ που έτρεξα πίσω από τά µαδέρια γιά να κάνω µόνη µου. Πριν µπω, άκουσα κάτι "Ωχ!" και "Αχ!" της γλύκας, που έβγαιναν από στόµα ανδρικό, και µπήκα σιγά-σιγά, νυχοπατώντας και σκυφτή γιά να µη µε δουν, και κρύφθηκα πάλι πίσω απ' τά βαρέλλια. Ένα κοριτσάκι ακόµη µικρότερο και από µένα, ένα κοριτσάκι έως 7, ή τό πολύ 7 1/2 ετών, νόστιµο σαν κουκλάκι, στεκότανε µπρος σε έναν γεροδεµένο εργάτη έως 45 ετών και πιπίλιζε τήν ψωλή του — ένα

Page 96: Megas Anatolikos 1 Tomos

96

πράµα µεγάλο και χοντρό σαν πελώριο λουκάνικο. Ήταν τόσο µεγάλη η πούτσα που δεν χωρούσε ολόκληρο τό κεφάλι της µέσα στο στοµατάκι τής µικρής, µα µόνο τά 2/3 του. Ο εργάτης τήν κοίταζε µε µάτια φλογισµένα και τής χάιδευε τά µαλλιά. Τής έλεγε λόγια αισχρά και τρυφερά ανακατεµένα και βογγούσε από τήν µεγάλη, τήν πολύ µεγάλη γλύκα που ένοιωθε. Η µικρούλα, εκτελώντας δική του εντολή, καθώς βύζαινε τήν ψωλή του, που κόντευε να σκάση από τήν καύλα, ζουλούσε µε τό ένα χεράκι τής τις µπάλες που κρεµόντουσαν από κάτω σαν µεγάλα αυγά σε πέτσινη σακκούλα, και µε τό άλλο βαστούσε τό χοντρό κοκκινοκέφαλο λουκάνικο, επάνω στο οποίο δούλευαν τά χειλάκια της και η γλωσσίτσα της γλυκά-γλυκά. Θα κρυφοκοίταζα ίσαµε 3 λεπτά, όταν ο εργάτης έβγαλε ένα πολύ δυνατό βόγγο και πέταξε έξω τήν κοιλιά του. Τήν ίδια στιγµή, τά µάγουλα τής κουκλίτσας φούσκωσαν πολύ... Ήταν φανερό πώς ο εργάτης γέµιζε τό στόµα της µε τό ψωλόχυµά του. Η µικρούλα έκαµε να ξεφύγη, µα ο άνδρας τής κράτησε σφικτά τό κεφάλι και τήν εµπόδισε. Τό καϋµένο, έγλειφε, φαίνεται, πρώτη φορά και ξαφνιάσθηκε. Ίσως να µην ήξερε καν ότι αυτό που έκανε θα είχε τέτοιο αποτέλεσµα. Πάντως δεν τό περίµενε και ξαφνικά βρέθηκε µε τό στοµατάκι της γιοµάτο... Ήτο φανερό ότι δεν τής άρεζε η γεύσι τού σπέρµατος. Ωστόσο κατάπινε γρήγορα-γρήγορα γιά να µην πνιγή, και, καταπίνοντας, έκανε 2-3 φορές µε τό λαρύγγι τής τόν ήχο που κάνει κανείς όταν τούρχεται να ξεράση, ενώ τήν ίδια στιγµή, από τις γωνιές τών χειλιών της, ξεχείλιζε και ξέφευγε κάµποση ψωλόκρεµα. Μόνον όταν τέλειωσε εντελώς τη χύσι του ο άνδρας, τήν άφησε να ξεκολλήση τό στόµα της απ' τήν ψωλή του. Αµέσως, η µικρούλα άρχισε να φτύνη όσο από τό σπέρµα δεν είχε καταπιεί και µετά 3 ή 4 δευτερόλεπτα έκανε έναν τροµερό εµετό και έβγαλε ό,τι είχε φάει η καϋµενούλα απ' τό πρωί. Ο εργάτης, αν και δεν είχε συνέλθει ακόµη από τήν γλύκα που ένοιωσε, τήν έπιασε από τό µέτωπο όσο ξερνούσε, γιά να τήν βοηθήση. Έπειτα τής χάιδεψε τό µάγουλο και ενώ τόν κοίταζε, πολύ χλωµή και παραπονεµένη η µικρούλα, τήν παρηγόρησε λέγοντάς της πώς αν ξανακάνει 2-3 φορές ακόµη αυτό που έκανε, ίσως να τής αρέση τόσο, που όχι µόνο δεν θα φτύνη πιά, όχι µόνο δεν θα ξερνά, µα ίσως να κάνη σαν τρελλή γιά να τροµπέρνη µε τό στόµα της τις πούτσες... Κατόπιν έβγαλε από µια τζέπη του µια χάρτινη σακκούλα µε καραµέλλες και τήν έδωσε στο κουκλί. "Είναι οι καραµέλλες που υποσχέθηκα να σου δώσω αν έκανες ό,τι ήθελα..." είπε, "Παρ' τες... Ευχαριστήθηκα πολύ... Είσουν πολύ καλό κορίτσι..." Η όµορφη µικρούλα αµέσως ξέχασε τόν εµετό και τά παράπονά της. Τό πρόσωπό της έλαµψε. Πήρε τήν σακκούλα, ευχαρίστηκε και έφυγε ενθουσιασµένη, τρώγοντας µια καραµέλλα. Μετά ένα λεπτό, αφού έβαλε πίσω στο παντελόνι τήν ψωλή του που σιγά-σιγά ξεφούσκωνε τώρα, έφυγε χαρούµενος και ο εργάτης. Εγώ έµεινα πίσω από τά µαδέρια ακόµη δέκα λεπτά. Καταλαβαίνετε γιατί... Ύστερα από τήν τόσο όµορφη σκηνή που είχα δει, είµουν πολύ ερεθισµένη. Τό µουνάκι µου µε έτρωγε. Είχα µεγάλη ανάγκη να χαρώ. Τότε δεν έχυνα, γιατί είµουν πολύ µικρή και δεν έκανα µουνόχυµα ακόµη. Τό µουνί µου δεν ξεχείλιζε όπως σήµερα. Υγραινόταν µόνο. Απελάµβανα όµως και τότε τρελλά τήν κάθε µαλακία, και η ψυχή µου ξεχείλιζε όπως και τώρα που έχω µπόλικο µουνόγαλα... «Έκανα λοιπόν µόνη µου, πίσω από τά ξύλα, και δεν έφυγα παρά όταν χάρηκα. » « Ωωωχ! Αααχ » ανεφώνησε πάλιν, πολύ δυνατά, εις τό σηµείον αυτό ο Μπερτιέ καυλοπυρέσσων, και προσέθεσε: « Μα τι ωραία που τά λες!... Και από πότε κάνεις µουνόχυµα, χρυσό µου; »

Page 97: Megas Anatolikos 1 Tomos

97

«Κάνω µουνόχυµα από 9 1/2 ετών... Λίγο τούς πρώτους 3-4 µήνες, και από' κει και πέρα, µπόλικο... Τώρα είναι κάτι περισσότερο από 1 1/2 χρόνος που χύνω.» «Αχ, µπράβο σου!... Από τόσο µικρή!... » ανεφώνησε µε έγκαυλον θαυµασµόν ο Αιµίλιος. « Ναι, από τόσο µικρή. » « Ωωωχ! Ωωωχ! Έθελ, Μουνίτσα µου!... Είσαι άγγελος!... » ανέκραξε ο λαγνοπυρέσσων καλλιτέχνης και αµέσως έθεσε άλλην µίαν ερώτησιν εις τήν χαρίεσσαν παίδα. « γιά πες µου, Μουµούνα µου, εσύ, όταν γλείφης τούς άνδρες, καταπίνεις τό σπέρµα των, ή σου αρέσει µόνο να τό τροµπέρνης µε τό στόµα, και τό φτύνεις µετά, όπως η µικρούλα που έγλειψε τόν εργάτη; » « Τό καταπίνω όλο... Γιατί όχι µόνο τρελλαίνουµαι να γλωσσοκοπονάω και να βυζαίνω τις ψωλές, µα και γιατί µου αρέσει πάρα πολύ και η γεύσι τής ψωλόκρεµας... » είπε µε τήν εξαισίαν αυθορµησίαν της η φιλήδονος µικρά νύµφη. « Ωωωχ!... Αααχ!... Έθελ, Μουµούνα µου, θα τρελλαθώ µαζύ σου. Άκουσε, κούκλα µου, θα σε λέω τώρα και Ψωλέττα... Ακούς; Θα σε λέω Μουνίτσα, Μουµούνα και Ψωλέττα!... Λέγε µου, λοιπόν, λέγε µου τώρα πάρα κάτω » ανεφώνησε ο Αιµίλιος Μπερτιέ, και κατατρώγων τήν αγγελικήν παίδα µε τά µάτια, έψαυσε πάλιν µε µεγάλην ζέσιν τήν ψωλήν του και ανέµενε πνευστιών τήν συνέχειαν τής εξιστορήσεως. «Αχ, τι ωραία ονόµατα που µου δίνετε!» είπε ενθουσιασµένη η µικρά γόησσα και διεγειροµένη οφθαλµοφανώς ολονέν περισσότερον εξηκολούθησε: « Μια άλλη µέρα, είδα κάτι άλλο που συνέβη πίσω απ' τά µαδέρια... Περνούσα από τήν µάνδρα γιά να πάω στον µπακάλη, όταν είδα έναν αστυνόµο να µπαίνη κάτω από τά ξύλα, σπρώχνοντας µπροστά του µε τρόπο απότοµο ένα πολύ φτωχοντυµένο, µα πολύ όµορφο κορίτσι έως 14 χρονών. Η µικρή ήταν πάρα πολύ αδύνατη, µα καλοκαµωµένη. Αµέσως κατάλαβα ότι ο αστυνόµος τήν πήγαινε εκεί, τουλάχιστον γιά να τήν τρίψη ή γιά να τόν τρίψη εκείνη, αν όχι και γιά πιό πολλά... Απεφάσισα, λοιπόν, να πάω και εγώ εκεί, γιά να κρυφοκοιτάξω. Άφησα να πέραση έως ένα λεπτό και πήγα... Ο αστυνόµος τής µιλούσε αυστηρά. Η µικρή έκλαιε. Ως φαίνεται, είχε κλέψει ένα καρβέλι από έναν φούρνο και ο αστυνόµος τήν εξεβίαζε. Ήθελε να τήν γαµήση και τής έλεγε ότι αν δεν τόν άφηνε να τής τό κάνη, θα τήν πήγαινε στο τµήµα και από 'κει θα τήν στέλνανε στη φυλακή γιά τουλάχιστον 3-4 µήνες. Αντιθέτως, αν στεκόταν να γαµηθή, ευθύς µετά θα τήν άφηνε ελεύθερη, χωρίς να πή τίποτε γιά τήν κλεψιά της σε κανέναν. Τό κορίτσι, κλαίοντας, έλεγε ότι είναι παρθένα και τόν θερµοπαρακαλούσε να τήν λυπηθή. "Είµαι ορφανή, ο πατέρας µου είναι άρρωστος στο νοσοκοµείο, δεν έχω να φάω, πεινούσα, γι' αυτό έκλεψα... Αν δεν είµουν παρθένα, θα σας άφηνα... µα είµαι, και αν µε γαµήσετε, θα µε καταστρέψετε..." έλεγε η κακοµοίρα και έκλαιε, έκλαιε γοερά. Τότε ο αστυνόµος εζήτησε να τόν αφήση να τήν γαµήση στον κώλο της. Αυτό ήταν η µόνη υποχώρησι που µπορούσε να κάνη, είπε. Αν δεν δεχόταν ούτε αυτό, θα τήν επήγαινε οπωσδήποτε στο τµήµα. Τό κορίτσι, τούτη τη φορά, αναγκάσθηκε να δεχθή. Ο αστυνόµος τήν έβαλε αµέσως να σκύψη επάνω στα τσουβάλια µε τήν άµµο. Έτσι τουρλώθηκε πολύ ο πισινός της. Ο αστυνόµος, χωρίς να χάση καιρό, εσήκωσε τό µπαλωµένο φόρεµά της. ∆εν φορούσε τίποτε από κάτω και έτσι εφάνηκε αµέσως ο κώλος της γυµνός. Ήταν µικρός, πολύ στρογγυλός και κάτασπρος. Ο αστυνόµος δεν τήν γάµησε αµέσως. Άνοιξε τά πόδια της καλά και έσκυψε και κοίταξε από πίσω και από πολύ κοντά, ανάµεσα από τά ανοικτά

Page 98: Megas Anatolikos 1 Tomos

98

της σκέλη, τό µουνί της. Έπειτα τόν είδα να τό πασπατεύη. Στην αρχή, νόµισα ότι έψαχνε να δη αν ήταν παρθένα ή όχι, και ίσως αυτό να έκανε όταν πρωτόβαλε τό χέρι του στο πράµα της. Σε λίγο όµως είδα ότι τήν µαλάκιζε. ∆εν ξέρω αν τό έκανε γιά να τήν ευχαριστήση, ή γιά να ευχαριστηθή ο ίδιος. Ίσως να ήθελε και τά δύο, αν και, έτσι πολύ εγωιστής όπως ήταν, µάλλον γιά να γλεντήση ο ίδιος θα τήν έτριψε... Πάντως τήν µαλάκισε γιά τά καλά, µε επιµονή και ως τό τέλος. ∆ύο λεπτά, ίσως τρία, έµεινε τελείως ασάλευτο τό κορίτσι και όλο έκλαιε. Έπειτα, ξαφνικά, σταµάτησαν τά κλάµατα και άκουσα να γίνεται η αναπνοή της πιό γρήγορη και πιό βαθειά. Ο αστυνόµος εξακολούθησε να τήν µαλακίζη και σε λίγο, η καϋµένη, άρχισε να κουνάη τό στρογγυλό της κωλαράκι, σιγά στην αρχή, κατόπιν πολύ γρήγορα και σπασµωδικά, σαν να γαργαλιόταν... Τέλος άκουσα ένα δυνατό λαχάνιασµα, η µικρή σείσθηκε ολόκληρη πολλές φορές, (όλα αυτά, νοµίζω, άθελά της), τά γόνατά της κόπηκαν και σωριάσθηκε µπρούµυτα, µε τήν κοιλιά, πάνω στα σακκιά, αποκαµωµένη από τήν γλύκα που µε τό στανιό τήν έκαµε να νοιώση ο αστυνόµος. Ήταν ολοφάνερο, πώς είτε τό ήθελε ή όχι, είχε χαρεί πολύ η µικρή. Άλλωστε όταν ο µαλακιστής πήρε τό χέρι του από τό µουνί της, είδα πώς ήταν µούσκεµα τά δάκτυλά του. Τώρα ήταν η σειρά τού αστυνόµου να χαρή. Γρήγορα-γρήγορα έβγαλε έξω τήν καυλωµένη πούτσα του, που ήταν τουλάχιστον όσο και τού εργάτη µεγάλη και χοντρή, και έβγαλε και τις µπάλλες του. Αντί να τήν σαλιώση, τί νοµίζετε πώς έκανε; Πασάλειψε µε µπόλικο µουνόχυµα τό πελώριο κόκκινο καυλί του, παίρνοντας τρείς φορές από τό πράµα της. Έπειτα µάζεψε όσο απόµεινε ακόµη στο µουνί της, και άλειψε µε αυτό τήν κωλότρυπά της. Με µάτια που πετούσανε φωτιές, ο αστυνόµος κοίταξε τό σωριασµένο στα σακκιά κορίτσι και πρόσταξε µε τραχιά φωνή: "Εµπρός... Στάσου τώρα καλά, όπως πριν, στα πόδια σου, και στηρίξου γερά µε τούς αγκώνες στα σακκιά... Σκύψε καλά και τούρλωσε τόν κώλο σου..." Η µικρή ερρίγησε και είδα καθαρά (είµουν κρυµµένη πολύ κοντά τους) τό δέρµα της να ανατριχιάζη... ∆εν τόλµησε όµως η δύστυχη να µη συµµορφωθή. Άλλωστε, είχε πει πώς θα στεκόταν. Μόλις είδα τήν ψωλή τού αστυνόµου, τρόµαξα µε τη σκέψι ότι ένα τόσο χοντρό πράµα θα έµπαινε στο κωλάκι τού κακόµοιρου τού κοριτσιού. Είµουν βέβαιη πώς θα τής έσχιζε τήν τρύπα. Ο αστυνόµος όµως δεν φαινόταν να νοιάζεται καθόλου. Κοίταζε τό κέφι του µόνο. Ό,τι ακολούθησε µε τάραξε πάρα πολύ, δεν µπόρεσα όµως να µην κοιτάξω, γιατί αν και λυπόµουν πολύ τό κορίτσι, µε ενδιέφερε πολύ η πράξι. Μάλιστα, αν δεν ήταν τόσο µικρός ο κώλος και τόσο χονδρή η πούτσα, όσο και να πονούσε στην αρχή, θα έπρεπε, στο τέλος, µάλλον να άρεσε στη µικρή η πράξι. Βλέποντας όµως τήν δυσαναλογία, τη στιγµή που ακούµπησε στη µικρή κωλοτρυπίτσα τήν χονδρή κοκκινοκέφαλη αγγούρα του ο αστυνόµος, ανατρίχιασα όσο και η δύστυχη η µικρή. Μάλιστα, πριν φωνάξη ακόµη, άκουσα µέσα µου τις κραυγές της. Ο αστυνόµος, κατακαυλωµένος, ζυγίσθηκε καλά στα πόδια του, λύγισε τά γόνατά του όσο χρειαζόταν γιά να έρθη ίσια µε τόν κώλο της η ψωλή του, και µε 5-6 τροµερές σπρωξιές, τήν έχωσε όλη µέσα έως τήν ρίζα, έως τά αρχίδια του, που κόλλησαν, γιά µια στιγµή, πάνω στο κωλαράκι της. Κάτι φοβερές κραυγές, που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, και που µε κυνηγούσαν πάνω από 3-4 µήνες, και στον ύπνο µου και στα όνειρά µου, βγήκαν από τό στόµα τής µικρής, και τά ωραία µάτια της πετάχθηκαν σχεδόν έξω από τις κόγχες των. Σκυµµένη πάνω στα σακκιά, η µικρή ούρλιαζε από τόν πόνο σαν να τήν έσφαζαν. γιά µια στιγµή ο αστυνόµος έµεινε ακίνητος, µε τήν ψωλή του µπηγµένη στον µικρό κώλο, σαν να παλούκωνε τό κορίτσι. Έπειτα, µια και έχωσε ως µέσα-µέσα τήν ψωλή του, έσκυψε πάνω στη µικρή και

Page 99: Megas Anatolikos 1 Tomos

99

βούλωσε τό στόµα της µε τό ένα του χέρι ενώ µε τό άλλο τής έπιασε τά βυζάκια της και άρχισε να τής τά ζουλά και να τής τά τρίβη. Έπειτα, διά µιας, άρχισε να τήν γαµά µε πολύ δυνατές και γρήγορες γαµιές. Από εκεί που κοίταζα, έβλεπα καθαρά τήν χονδροπούτσα του να µπαινοβγαίνη γοργά και σταθερά, σαν πιστόνι ατµοµηχανής, στο άσπρο κωλαράκι, και άκουα τώρα τήν µικρή να βογγάη υπόκωφα, κάτω από τήν χερούκλα που τής βούλωνε τό στόµα. Αν δεν είχε εκεί τό χέρι του ο αστυνόµος, είµαι βέβαιος πώς οι φωνές της θα ακουγόντουσαν πέρα πολύ από τήν µάνδρα, έως τούς δρόµους και τά σπίτια. Ήτανε φανερό πώς ο πόνος ήτο αβάσταχτος και ότι τό κορίτσι υπέφερε µαρτυρικά, µα ο αστυνόµος εξακολούθησε αλύπητα. Ευτυχώς γιά τήν µικρή, τό γαµήσι αυτό δεν διήρκεσε πολύ. Ο αστυνόµος ήταν φοβερά καυλωµένος. Τού άρεσε, φαίνεται, η µικρή πολύ, και ποιος ξέρει πόσες µέρες είχε να γαµήση. Τρία ή τέσσερα λεπτά τό πολύ, διήρκεσε τό παλούκωµα. Αφού κινήθηκε πίσω της σαν τρελλός, θυµίζοντάς µου τούς σκύλους τήν ώρα που τό κάνουνε στις σκύλες, µε µια πιό δυνατή σπρωξιά και µε έναν βαρύ βόγγο, έµεινε καρφωµένος έως τις µπάλλες του µέσα στον κώλο τής µικρής και έµεινε έτσι µέσα της, όλη τήν ώρα που τής γέµιζε τόν πισινό µε τό ψωλόχυµά του. Μόνο όταν τέλειωσε εντελώς τό χύσιµό του, έβγαλε τήν ψωλή του. Ήτανε σκεπασµένη σε όλο της τό µάκρος µε αίµα, γιατί είχε σκίσει τήν κωλότρυπα, και, ίσως, και τά πάρα µέσα τής µικρής. Με αγωνία και φρίκη κοίταζα τόν ξεσχισµένο κώλο, τά αίµατα και τήν ακόµη ορθία και περήφανη ψωλή, µε αγωνία και φρίκη, µα πρέπει να οµολογήσω, και µε καύλα, γιατί δεν είναι δυνατόν να βλέπη κανείς, έστω και άγρια ερωτικά, χωρίς να ερεθίζεται, χωρίς να καυλώνη. Η καϋµενούλα η γαµηµένη, µόλις-µόλις στεκότανε στα πόδια της. Ήταν φανερό πώς πονούσε ακόµη πολύ. Βαστούσε τόν κώλο της και έκλαιε σιωπηλά. Αντιθέτως ο αστυνόµος φαινότανε πανευτυχής. Ίσως γιά µια στιγµή, αλλά γιά µια σύντοµη στιγµούλα µόνο, να τήν λυπήθηκε λιγάκι, διότι, αφού σκούπισε τά αίµατα και τό σπέρµα του από τήν ψωλή του µε τό κουρελοφόρεµα τής µικρής, τής είπε να σταθή όρθια, και όταν µε δυσκολία στάθηκε η µικρή, τής έδωσε 6 πέννες και είπε: "Τώρα είσαι ελεύθερη να πάς όπου θέλεις... Είσουν καλό κορίτσι... Χάϊντε, πάρε αυτές τις 6 πέννες γιά να αγοράσης ένα καρβέλι και δύο λουκάνικα να κόψης τήν πείνα σου ". Έπειτα έβαλε πίσω στη θέσι της, στο παντελόνι τήν πούτσα του, που είχε πέσει πιά µα ήταν ακόµη πολύ φουσκωµένη, και έφυγε σφυρίζοντας µε κέφι έναν χαρούµενο σκοπό, χωρίς καν να ζήτηση να τού πη η µικρή τό όνοµά της. Τό κορίτσι, κλαίοντας ακόµη, κοίταξε λυπητερά τις 6 πέννες και έφυγε απ' τήν ψευτοκαλύβα που εσχηµάτιζαν τά µαδέρια, περπατώντας σιγά-σιγά, παράξενα και κάπως αστεία, σαν να είχε ακόµη στον κώλο της, η καϋµενούλα, µια χοντροπούτσα ή ένα παλούκι. « Ωχ!... Ωωωχ!... Και συ τι έκανες όταν έφυγε η µικρή; » ηρώτησε τήν Εθελ ο Μπερτιέ και έψαυσε πάλιν επιδεικτικώς τό εξωγκωµένον υπό τήν περισκελίδα πέος του. « Ύστερα απ' όσα είδα, αν και είχα λυπηθή πολύ τήν µικρή, είµουν καυλωµένη, πολύ καυλωµένη. Έµεινα λοιπόν εκεί ακόµη λίγη ώρα και έκανα µόνη µου... µαλακίσθηκα. » « Αααχ!... Αχ, Θεέ µου!... Είσαι άγγελος... άγγελος !... Θέλω όµως να ακούσω όλη τήν περιπέτειά σου µε τόν κύριο που συνήντησες στη µάνδρα... » είπε ο Γάλλος καλλιτέχνης µε βραχνήν από τήν καύλαν τήν φωνήν του. Ανυποµονώ να µάθω τι απέγινε µε αυτόν τόν άνδρα, που, όπως κατάλαβα, ήταν ο πρώτος µε τόν οποίον πήγες, µετά τόν µυστηριώδη "πρώτο" σου, τόν κρυφό.»

Page 100: Megas Anatolikos 1 Tomos

100

« Μα βέβαια θα σας τήν πω. Θέλω όµως να µου πήτε και σείς, αν, εκτός από άγγελος, είµαι πάντοτε γιά σας και " Μουνίτσα "...» ανεφώνησε γλυκύτατα, µε εξαισίαν τσαχπινιάν και φιλοπαίγµον ύφος η χαρίεσσα παίς, διεγειροµένη ολονέν περισσότερον και παρατηρούσα µε βλέµµα στιλπνόν τάς ψαύσεις που έκαµνε εις τό πέος του ο θαυµαστής της. « Ναι, κούκλα µου, βέβαια. » « Είµαι και "Μουµούνα"; » « Ωχ, ναι!... Βέβαια... Βέβαια... » « Είµαι και "Ψωλέττα"; » « Αααχ!... Ωχ, ναι... ναι... και Ψωλέττα. » « Μήπως είµαι και... και "Ψωλίνα"; » « Αααχ!... Ωωωχ!... µα τι ωραία που τά λες !... Είσαι... ναι... ναι... Είσαι γιά µένα πάντα και Ψωλίνα... Είσαι άγγελος, Μουνίτσα, Μουµούνα, Ψωλέττα και Ψωλίνα... πάντοτε... πάντα... Λέγε µου όµως γρήγορα πάρα κάτω τήν περιπέτειά σου µε τόν κύριο τής µάνδρας, γιατί... » « Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης. « Θέλω όµως να ακούσω πρώτα ολόκληρη τήν ιστορία σου µε τόν κύριο τής µάνδρας. » Ενθουσιασµένη η εξαισία παις, ηυχαρίστησε τόν Μπερτιέ και κοιτάζουσα µε ηδυπαθή τσαχπινιάν οτέ µεν τόν λάγνον ζωγράφον εις τά µάτια, οτέ δε τάς χειρονοµίας που έκαµνε επί τού ογκώδους ερωτικού σωλήνος του, µετά µικρόν προοίµιον, εξηκολούθησε τήν αφήγησιν. « Επρόκειτο οπωσδήποτε να σας πω ολόκληρη τήν ιστορία αυτή. Τις άλλες που ακούσατε, σας τις διηγήθηκα γιά να δήτε ότι υπήρχε σχετικώς µεγάλη ασφάλεια στην µάνδρα και ιδίως στην ψευτοκαλύβα της, όπου µε ωδήγησε ο συµπαθητικός εκείνος κύριος που, ως φαίνεται, ήξερε καλά τά κατατόπια. Σας είπα όµως τις άλλες ιστορίες και γιά δύο άλλους λόγους πολύ πιό σπουδαίους — γιά να καταλάβετε καλά ποιά ήταν η ζωή µου, όταν είµουν µεταξύ 8 και 9 χρονών, και, επίσης, επειδή είδα ότι σας αρέσουν πολύ όλα αυτά. Και τώρα συνεχίζω... Σας είχα πει, ότι ο συµπαθητικός κύριος είχε βγάλει έξω τήν ψωλή του, και ότι είχα αρχίσει να τού τήν παίζω, όπως ήθελε εκείνος, και όπως ήθελα και εγώ, γιατί είχα δει κάµποσες ψωλές έως τότε και τις ωρεγόµουν πολύ, µα δεν είχα τρίψει εκτός από τού πρώτου, δεν είχα αρµέξει καµµίαν άλλη, γιατί φοβόµουν τότε ακόµη, και, λίγο, ντρεπόµουν... Είχα όµως πάρει τήν ηµέρα εκείνη, όπως σας είπα, τήν απόφασι να πάω και µε άλλους άνδρες, και να που βρισκόµουν µε τήν πούτσα τού συµπαθητικού κυρίου στο χέρι µου και τού τήν έτριβα ακριβώς στο ίδιο σηµείο όπου ο εργάτης είχε βάλει εκείνη τήν µικρούλα τών 71/2 ετών να γλείψη τήν ψωλή του. Η µαλακία ήταν αρκετά προχωρηµένη. Θα τού τήν έπαιζα 3 ή 4 λεπτά τής ώρας, και εκείνος αναστέναζε βαθειά και βογγούσε κάθε τόσο από τήν γλύκα που τού έδινα, όταν, ξαφνικά, ακούσαµε βήµατα κάπου πολύ κοντά, έξω απ' τά µαδέρια, και, προτού προλάβουµε να κρυφθούµε, µια νέα κοπέλλα, πολύ νόστιµη, έως 22 ετών, στάθηκε µπροστά µας. Χωρίς να µε ξέρη εκείνη, εγώ αµέσως τήν ανεγνώρισα, γιατί ήταν γνωστή στη γειτονιά µας, ως κόρη ενός αγαθού και φιλάνθρωπου γιατρού. Όπως σας

Page 101: Megas Anatolikos 1 Tomos

101

είπα, τήν ώρα που µας ανακάλυψε, η µαλακία ήταν αρκετά προχωρηµένη και ο κύριος δεν θα χρειαζόταν πολύ τροµπάρισµα ακόµη, γιά να χύση. Η κοπέλλα που είχε καρφώσει, κατάπληκτη, τά µάτια της στην καυλωµένη πούτσα και τήν κοίταζε µε θαυµασµό και λαιµαργία, κοκκινίζοντας πολύ, ανεφώνησε "Πω! Πω!... τι κάνετε εκεί; ∆εν ντρέπεσθε!... Εσείς, κοτζάµ άνδρας, και παίζετε τό-τόσο άσεµνα και αισχρά παι-παιχνί-δια µε ένα τόσο µι-µικρούλι κο-κοριτσάκι!..." Εγώ τρόµαξα και παράτησα τήν ψώλα, που σπαρταρώντας απ' τήν µεγάλη καύλα της σαν ψάρι έξω απ' τό νερό, χοροπηδούσε δυνατά επάνω-κάτω στον αέρα, βγάζοντας κάθε τόσο από τό στοµατάκι της µερικές διάφανες σαν από κρύσταλλο, σταγόνες, από εκείνο τό λιπαρό υγρό, που είναι σαν πρόδροµος τού ψωλοχύµατος. "Μη σταµατάς... Μη σταµατάς, µικρούλα µου... µη µε αφήσεις στη µέση... Ακόµη λίγο και θα έχυνα... Ακόµη λίγο και θα... θα χύσω..." φώναξε ο κύριος µε τήν ψυχή στο στόµα του και εξακολούθησε: "Τρίψε µε λοιπόν µικρούλα µου... Τρίψε µου τήν καλό µου κοριτσάκι... Θέλω να χύσω και θαρρώ πώς η κοπέλλα θέλει να µε δη να κάνω, και σένα, να µου τήν τροµπέρνης... ∆εν είδες που έχανε τά λόγια της απ' τήν συγκίνησί της, και, αν και µας µάλωσε, δεν φεύγει, µα κάθεται και χαµογελάει... κάθεται και µας κοιτάζει λιγωµένη..." Όπως κατάλαβα λίγο αργότερα, ο κύριος είχε απολύτως δίκαιο. Έχοντας µάλιστα πεποίθησι σε αυτά που έλεγε, πήρε τό χέρι µου, τό έβαλε πάλι επάνω στην ψωλή του και εξακολούθησε λαχανιασµένος: "Τρίψε µε λοιπόν, µικρούλα µου... Παίξε µου την... Μη φοβάσαι... Τρίψε µου την καλά, χρυσό µου κοριτσάκι... Η δεσποινίδα, σου λέω, θέλει να µας δη... Τό µάλωµα τό έκανε στα αστεία... Αν δεν µιλάει τώρα, είναι γιατί ντρέπεται... γιά δες την... Όχι µόνο δεν φεύγει, µα εξακολουθεί να µας χαµογελάη. Βάζω µάλιστα στοίχηµα πώς καυλώνει.... ∆εν έχω δίκαιο δεσποινίς; Θέλετε να µας δήτε... Θέλετε να µας δήτε και καυλώνετε... ∆εν είναι έτσι;" Η όµορφη, νέα δεν απάντησε. Κοκκινίζοντας πάντοτε πολύ, σιωπούσε. Ήταν ολοφάνερο πώς ντρεπόταν να µιλήση. ∆εν έπαυσε όµως να χαµογελά, έχοντας διαρκώς τά µάτια της καρφωµένα στην πελώρια αγγούρα τού κυρίου που παλλόταν σαν τρελλή, αµο-λώντας και άλλες και άλλες προσπερµατικές σταγόνες. Ο καυλωµένος κύριος, στράφηκε πάλι προς εµέ και συνέχισε τά παρακάλια του: "Έλα λοιπόν, µικρούλα µου, τι περιµένεις... Λίγες τριψιές ακόµη και θα κάνω... Θα χύσω... Θα σου δώσω µπόλικο από κάτι που θα σου αρέση, νοµίζω, πολύ... από κάτι που µοιάζει µε γάλα, µα που είναι πολύ πιό πλούσιο και παχύ... Έλα, λοιπόν, καλό µου κοριτσάκι... Σε παρακαλώ... Τρίψε µε... Τό έχω ανάγκη... Μη µε τρελλαίνεις... Τρίψε µε... τρίψε µου την, και θα δής..." Έτσι µε παρώτρυνε και µε παρακαλούσε ο καυλωµένος κύριος, και λέγοντας, µε ανάγκασε, µε τό δικό του χέρι, να κουνήσω πάλι τό δικό µου, κάµποσες φορές επάνω στην όρθια πούτσα του, που έκανε σαν τρελλή από τόν πόθο της να χύση. Η αλήθεια είναι πώς η νόστιµη κοπέλλα, µολονότι κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, µας χαµογελούσε µε µια παράξενη έκφρασι στο πρόσωπό της, και κοίταζε συνεχώς τήν φουσκωµένη ψώλα, αλήθεια σαν λιγωµένη. Σήµερα είµαι βέβαιη πώς ήθελε πολύ να µε δη να τήν τροµπέρνω, και τήν ωραία ψωλή να πιτσιλάη µε δύναµι και να πετάη τις άσπρες ρουκέττες της επάνω µου, ή στον αέρα, και, σίγουρα, θα καύλωνε καθώς µας κοίταζε. Εγώ όµως, µη έχοντας, τότε, αρκετή πείρα, τρόµαξα τόσο πολύ µε τήν ξαφνική εµφάνισι τής νέας, και µε τά λόγια που µας είπε, που δεν µπόρεσα να κάνω ό,τι µου ζητούσε ο κύριος, και ας τόθελα κι εγώ πάρα πολύ. Με όλα λοιπόν τά παρακάλια τού συµπαθητικού αυτού κυρίου, και µε όλον τόν πόθο µου να τόν κάνω να χύση, παράτησα τήν ψωλάρα του, που ή-ταν σκληρή σαν ξύλο και κτυπούσε µέσα στη χούφτα µου, σαν νάχε µια καρδιά

Page 102: Megas Anatolikos 1 Tomos

102

δική της, και πετάχθηκα πανικόβλητη έξω απ' τά µαδέρια που µας προστάτευαν, κάνοντας νοήµατα στον κύριο να µε ακολουθήση. Εδώ πρέπει να κάνω µια διευκρίνησι. ∆εν ήταν η παρουσία τής νέας που µε τρόµαζε. Αντιθέτως, τό ότι µε έβλεπε µια όµορφη κοπέλλα να µαλακίζω έναν άνδρα, µε ευχαριστούσε πολύ και αύξανε ακόµη περισσότερο τήν τόσο µεγάλη απόλαυσι που µου έδινε τό γλυκοτρίψιµο τής ψώλας. Εκείνο που µε φόβιζε ήταν κάτι άλλο — τό ότι η νέα, κι ας µας χαµογελούσε, µπορούσε πολύ εύκολα να µας καταδώση και να µάθαινε, έτσι, ο πατέρας µου, τι έκανα... Και τώρα θα σας πω τά υπόλοιπα αυτής τής ιστορίας... Ο κύριος, πολύ απογοητευµένος και τροµερά εκνευρισµένος, έκρυψε µε κόπο τήν ψωλή του που σπαρταρούσε ακόµη η καϋµένη, και µε ακολούθησε. Εγώ τού είπα γιατί φοβόµουν να αποτελειώσω µπρος στην κοπέλλα, αυτό που άρχισα πριν φθάση, και αφού τού εξήγησα ότι θα είµουν µόνη στο σπίτι µας πολλές ώρες, διότι ο µπαµπάς µου γύριζε πάντα αργά τό βράδυ απ' τη δουλειά του, τού είπα ότι θα µπορούσα να τόν µαλακίσω εκεί, χωρίς κανένα φόβο... » « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε εις τό σηµείον αυτό ο καυλοπυρέσσων Μπερτιέ, και ψαύων πάλιν ζωηρώς τό εξωγκωµένον πέος του ηρώτησε µε βραχνήν φωνήν: « Και τι έκανε τότε ο κύριος; Ήρθε στο σπίτι σας και τού τήν έπαιξες εκεί; » Η Έθελ, παρατηρούσα µε βλέµµα στιλπνότατον οτέ µεν τόν λάγνον καλλιτέχνην εις τά µάτια, ότε δε τό παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα πέος του και τάς ψηλαφήσεις που έκαµνε ο Αιµίλιος επ' αυτού, εξηκολούθησε: « Ο κύριος εδίστασε µια στιγµή και έπειτα είπε: "Καλά, πάµε... ∆εν έπρεπε όµως να διακόψης... Η κοπέλλα µας ψευτοµάλωσε... Είναι ολοφάνερο πώς ήθελε να µας δη ως τό τέλος." Εγώ όµως είµουν πολύ τροµαγµένη και προχωρούσα γρήγορα. Όταν αποµακρυνθήκαµε κάπου 150 µέτρα, ο κύριος θυµήθηκε ότι είχε αφήσει τό καπέλλο του στη ψευτοκαλύβα. "Τρέξε να µου τό φέρης" είπε, ακόµη πολύ εκνευρισµένος. "Θα σε περιµένω εδώ." Εγώ αµέσως έτρεξα, φθάνω στα µαδέρια, και τί να δω; Η κοπέλλα ήταν ακόµη εκεί! Είχε καθήσει µε ανοικτά τά σκέλη της στα σακκιά µε τήν άµµο, είχε σηκώσει και λυγίσει τό ένα πόδι της επάνω στους σάκκους, είχε υψώσει τήν φούστα της και τό µεσοφόρι της έως τήν µέση, και... έκανε µόνη της! Από τήν ανοιγµένη σχισµή τού βρακιού της, φαινόταν καθαρά ολόκληρο τό µουνί της, σαν ένα παχύχειλο στενόµακρο χωνί από κοράλλι, µέσα σε ένα µικρό δασάκι από καστανές τρίχες. Ήταν κιόλας υγρό και ανοικτό από τήν µαλακία και τήν καύλα. Και η κοπέλλα τό έτριβε, τό έτριβε πολύ όµορφα, µε θέρµη και µε χάρι, µε τό µεσαίο δάκτυλο τού δεξιού χεριού της. Κουνούσε τό κεφάλι της δεξιά και αριστερά, και όλη τήν ώρα έκανε: "Ααα!... Ααα!... Ωωω!... Ααα!..." από τήν γλύκα που ένοιωθε. Όταν µε είδε, χωρίς να σταµατήση ούτε µια στιγµή τήν µαλακία, µου είπε λιγωµένη: "Εσάς σκεπτόµουν... Εσένα και τόν κύριο και αυτό που... που έκανες στην ψω-ψωλή του... Γιατί... Αααχ!... Ωωωχ!... Γιατί έφυγες! Γιατί ανάγκασες και τόν κύριο να φύγη;... Εγώ σας µά-µάλωσα στα αστεία... Ααα!... Ααα! ... Ωωωχ!... Αααχ!... Ήθελα... ήθελα να σας δω έως τό τέλος... Εσένα, κούκλα µου, να τού τήν παίζης, και εκείνον να... να... σε κάνη µού-µούσκεµα µε... µε τήν κρέµα του... µε τό ψωλόγαλά του... Τουλάχιστον φέ-φέρε τόν πίσω να µε δήτε και οι δύο να... να κάνω µόνη µου εδώ, µπροστά σας..." Εγώ όµως, όπως σας είπα, είµουν τότε ακόµη άπειρη και τάχασα. Αντί να τρέξω να φέρω τόν κύριο, στάθηκα εκεί σαν αποσβολωµένη και κοίταζα τήν κόρη τού γιατρού να τρίβη τό ωραίο µουνί της. Τώρα µου φαινόταν ακόµη πιό κόκκινο και η υγρασία του αύξανε κάτω απ' τά ευκίνητα δάκτυλα της. "Τουλάχιστον... δείξε µου, τό µου... µουνάκι σου, να το... Τό δω..." είπε µε τήν φωνή της φορτωµένη από λαγνεία η

Page 103: Megas Anatolikos 1 Tomos

103

κοπέλλα, και εξακολούθησε ακόµη πιό ζωηρά τήν γλυκεία της πράξι. Τούτη τη φορά, αυτό που µου ζήτησε, µπόρεσα να τό κάνω. Σήκωσα τό φορεµατάκι µου και τής έδειξα τό µουνί µου. "Αααχ!... Αααχ!..." έκαµε η κόρη τού γιατρού µόλις τό είδε. "Τι... τι όµορφο µιµί που έχεις !..." Και άρχισε να κουνιέται πολύ γρήγορα και να τινάζεται πάνω στα σακκιά µε πάθος, βγάζοντας κάτι γλυκείες φωνές λαγνείας, γλυκείες, γλυκύτατες, µα και µυτερές και διαπεραστικές σαν βελονίτσες, µε τά µάτια της συνεχώς καρφωµένα στο µουνάκι µου. Βλέποντας πόσο τής άρεζε, και έχοντας πάρει θάρρος µε αυτά που έβλεπα και άκουα, καυλωµένη πάλι, όπως είµουν, εστήριξα τη ράχι µου σ' ένα βαρέλλι απέναντί της, λύγισα λίγο τά γόνατά µου, και ανοίγοντας πολύ τά σκέλη µου, πέταξα έξω τό "µιµί" µου, όσο µπορούσα γιά να τό δη καλλίτερα η νέα. Αµέσως η κοπέλλα έτριψε πιό γρήγορα τό µουνί της, σείσθηκε πιό δυνατά πάνω στους σάκκους, κάνοντας σαν τρελλή, και καθώς τιναζόταν φώναξε: "Αχ, τι ωραίο που είναι τό µουνάκι σου!... Αχ, τι όµορφα που µου τό δείχνεις!... Αχ, τι ωραία πούτσα που είχε ο κύριος!... τι... τι όµορφα που τού τήν έτριβες!... τι κρίµα που διέκοψες... Αχ, να τόν είχαµε εδώ, να... να µας κατέβρεχε µε τό ψωλόγαλά του!... Ωωωχ!... Αααχ!... Γλύκα... Γλύκα... θα τρελλαθώ από τη γλύκα... Ψωλή !... Ψωλή !... Μουνί!... Μουνάκι!... Ωωω !... Ωωωχ!... Ααα!... Αααχ!... θα κάνω... θα κάνω... Κοίτα µε... Κοίτα µε... Ααααα!... Ααααα!... Αααααααα!... Αααααααααααα!... Κάαανω!... Κάαααανω!... Χύυυυνω!... Χύυυυυυυνω!..." τήν ίδια στιγµή, τό µουνί τής κοπέλλας άνοιξε ακόµη πιό πολύ, τόσο πολύ, που τώρα έµοιαζε µε µεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο έτοιµο να ρίξη όλα του τά πέταλα µπροστά µου, και είδα µπόλικο µουνόχυµα να βγαίνη από τήν τρύπα του, σε πολλά µικρά άσπρα κύµατα, καθώς, κοιτάζοντας µε ηδονική απόγνωσι και διάπλατα ανοιγµένα µάτια τό µουνί µου, η κοπέλλα έσπρωχνε σπασµωδικά τήν κοιλιά της προς τά έξω, κουνώντας σαν δαιµονισµένη. » « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου!... Αααχ!... » έκαµε πάλιν εις τό σηµείον αυτό ο Μπερτιέ λαγνοβοών στεντορείως, και τήν φοράν ταύτην εξεκουµβώθη αστραπιαίως, έθεσε τήν δεξιάν του εις τό εξωγκωµένον πέος του, και λαµβάνων αυτό εις τήν χούφταν του, τό έσφιξε εντός τής περισκελίδος του. Η Έθελ, παλλοµένη από τήν διέγερσίν της και σχεδόν τρέµουσα από ιµερικήν συγκίνησιν, κοιτάζουσα τόν Αιµίλιον µε σπιθίζοντα τά µάτια της, ανεφώνησε. « Θα τήν παίξετε µέσα στο παντελόνι σας!... Αχ, θάναι κρίµα!... Βγάλτε τήν έξω να σας τήν παίξω εγώ... » Ο Αιµίλιος όµως δεν επρόκειτο να αυνανισθή. Απλώς, έχων φθάσει εις απερίγραπτον βαθµόν καυλώσεως, έσφιγγε τήν ψωλήν του, ώστε να αποµακρύνη τόν κίνδυνον µιάς αυτοµάτου εκσπερµατίσεως, έχων σκοπόν να λαγνουργήση µε τήν Έθελ, µόλις θα ετελείωνε η παις τήν αφήγησίν της, είπε: « Όχι, Ψωλέττα µου! ∆εν θα τήν παίξω... Τήν πιάνω µόνο γιά να µη χύση µόνη της από τήν καύλα που έχω,.. Θέλω να κρατήσω τό σπέρµα µου γιά να µου τό τροµπάρης εσύ, γιατί θέλω εσύ να τρίψης τήν ψωλή µου... Τέλειωνε, λοιπόν, γρήγορα τήν ιστορία σου, άγγελε µου. » « Αααχ!... Σας ευχαριστώ! » απήντησε η φιλήδονος παιδίσκη, και µε τούς οφθαλµούς της καρφωµένους εκεί που είχε τήν δεξιάν του ο Μπερτιέ, εξηκολούθησε τήν αφήγησιν. « Έχοντας δει τό µουνί τής όµορφης κοπέλλας και τήν µαλακία που έκανε, είχα καυλώσει πάλι πολύ. Μόλις, λοιπόν, τελείωσε η νέα, και έπεσε ανάσκελα σαν µισολιπόθυµη στα σακκιά, ποθώντας τώρα πάλι τρελλά να ξαναπιάσω τήν αγγούρα τού κυρίου, και τούτη τη φορά να τού τήν παίξω ως τό τέλος, έτρεξα πίσω στο σηµείο όπου µε περίµενε, ανησυχώντας πολύ, µήπως δεν θα τόν

Page 104: Megas Anatolikos 1 Tomos

104

εύρισκα εκεί, γιατί, µε όσα συνέβησαν από τήν ώρα που πήγα να φέρω τό καπέλλο τού κυρίου, είχαν περάσει τουλάχιστον 12 λεπτά. Ευτυχώς ο κύριος δεν είχε φύγει. Βρισκόταν στο ίδιο σηµείο που τόν άφησα, στην άλλη άκρη τής µάνδρας. Μόνο που τώρα είχε στραφεί προς τόν τοίχο, µε τήν πλάτη του προς εµέ, και, σκύβοντας τό κεφάλι του, κοίταζε χαµηλά και µε προσοχή µπροστά του. Στην αρχή νόµισα πώς κατουρούσε, αλλά καθώς πλησίαζα, είδα ότι κουνούσε τό δεξί µπράτσο του γρήγορα και σταθερά επάνω-κάτω, επάνω-κάτω, και τόν άκουσα να αναστενάζη. Καταλαβαίνετε τι έκανε... Τήν έπαιζε... Έκανε µαλακία... Κάνω λίγα πλάγια βήµατα γρήγορα-γρήγορα, πλησιάζοντας πιό πολύ, και βλέπω τήν κατακαυλωµένη πούτσα του και τό χέρι του που δούλευε επάνω της µε αποφασιστικότητα και επιµονή, ενώ οι µεγάλες βαρειές µπάλλες του ταλαντευόντουσαν από κάτω, σαν αυγά µέσα σε πέτσινη σακκούλα. Η ψωλή του είχε γίνει πάλι πελώρια, σαν ένα πολύ µεγάλο λουκάνικο ή σαν χοντρό σαλάµι. Και ο συµπαθητικός κύριος όλο έκανε, «Ωωωχ! Ωωωχ!» και « Αααχ! Αααχ! » από τήν γλύκα που ένοιωθε, και όλο κουνούσε ζωηρά τό χέρι του επάνω-κάτω στην ψωλή του, ανεβοκατεβάζοντας τήν πέτσα της και σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας ρυθµικά τό κατακόκκινο χοντρό κεφάλι της... Χωρίς να χάσω καιρό, έτρεξα και στάθηκα δίπλα του, ελπίζοντας ότι θα σταµατούσε µόλις θα µε έβλεπε, ώστε να συνέχιζα εγώ τό τρίψιµο, τούτη τη φορά έως τό τέλος, και να τόν έκανα εγώ να χύση, όπως ήταν η συµφωνία µας και όπως τό ήθελα τόσο πολύ και εγώ... Ευτυχώς, µόλις µε είδε ο κύριος, αµέσως διέκοψε τήν µαλακία και έκρυψε —πάλι µε δυσκολία— τήν ψωλή του. "Αχ, ήρθες!" φώναξε χαρούµενος. "Και εγώ που νόµιζα πώς µε παράτησες και τήν έπαιζα µόνος µου, σκεπτόµενος εσένα!... Πες µου, µικρούλα µου, γιατί άργησες; Αν δεν έλειπε τό καπέλλο µου, ίσως να είχα πάει άλλου να τρίψω τήν ψωλή µου..." ∆εν ξέρω γιά ποιό λόγο, µα ντράπηκα να πω τήν αλήθεια και είπα ένα ψέµα. "Άργησα, γιατί µε έπιασε ξαφνικά ανάγκη να κάνω κακά, και µόλις τελείωσα, έτρεξα και ήρθα..." είπα, και δίνοντάς του τό καπέλλο του, τού ζήτησα συγγνώµη. Εκείνος ήταν τόσο ευχαριστηµένος που επέστρεψα, που ξέχασε τελείως τόν εκνευρισµό του, και µου είπε ότι ήταν έτοιµος να µε ακολουθήση σπίτι µου. Άλλο που δεν ήθελα, και αµέσως ξεκινήσαµε. Ήτανε τόσο καυλωµένος από τό τρίψιµο που τού έκανα στην ψευτοκαλύβα και από τήν µαλακία που άρχισε να κάνη µόνος του λίγο πριν επιστρέψω, που η πούτσα του δεν εννοούσε να ξεφουσκώση, και εσχηµάτιζε, καθώς προχωρούσαµε, ένα βουνό στο παντελόνι του µπροστά, καλή ώρα όπως η δική σας πούτσα. Στον δρόµο, εκεί που βαδίζαµε, 2-3 κοριτσάκια τής ηλικίας µου περίπου, καθώς και 1-2 µεγαλύτερά µου —πού µερικά απ' αυτά ίσως να είχαν πάει κάποτε µαζύ του—, κοιτάζοντας τό φούσκωµα τού παντελονιού του γέλασαν, και µια απ' αυτές —µια έξυπνη µικρούλα έως 10 ετών— τού φώναξε: "Κύριε, αφού τό αγγούρι σας φούσκωσε τόσο πολύ, θα τρυπήση τό ωραίο παντελόνι σας. Γιατί δεν βάζετε τήν µικρή που σας συνοδεύει να σας τό ξεφουσκώση;... Θα σώσετε τό παντελόνι σας..." και έσκασε πάλι στα γέλια. Λίγο πάρα κάτω, σ' ένα λιγοσύχναστο σοκκάκι, µια άλλη πολύ νόστιµη µικρή, έως 12 ετών, µε κόκκινα µαλλιά, που ήταν µε µια επίσης νόστιµη φίλη της καστανή, έως 13 χρονών, τού φώναξε χαχανίζοντας: "Αφού έχετε στο παντελόνι σας ένα τόσο µεγάλο µαστάρι, σίγουρα θα κατεβάζετε µπόλικο γάλα... ∆εν δίνετε λίγο και σε µας;... Εµείς, ξέρετε, όχι µόνο αρµέγουµε, µα και βυζαίνουµε... Τό καταπίνουµε µάλιστα όλο, γιατί µας αρέσει πολύ η γεύσι που έχει τό ψωλόγαλα." Η λίγο µεγαλύτερη φίλη της, γελώντας και αυτή, είπε: "Αν θέλετε, σας δίνουµε γιά αντάλλαγµα απ' τη δική µας κρέµα... Φτιάνουµε και οι δυό µας κάµποση..."Αν

Page 105: Megas Anatolikos 1 Tomos

105

σας αρέσει τό µουνόχυµα, δώστε µας λίγο ψωλόχυµα και θα σας δώσουµε όσο µπορούµε απ' τό δικό µας γάλα... Ελατέ µαζύ µας... Εδώ κοντά υπάρχει µια ήσυχη µάντρα µε µια καλύβα στο βάθος..." Η πιό µικρή, η κοκκινοµάλλα, γελώντας πάλι, προσέθεσε: "Να πάρετε και τήν µπεµπέκα σας µαζύ... Έχετε, σίγουρα, αρκετό ψωλόχυµα και γιά τις τρείς µας..." Και χά-χά-χά γελούσαν και ξεκαρδιζόντουσαν οι δύο φίλες. Η πιό µεγάλη µάλιστα, αφού έρριξε γύρω της µία µατιά, και είδε ότι οι πλησιέστεροι διαβάτες ήταν τουλάχιστον 70 µέτρα µακρυά, σήκωσε γρήγορα τό φόρεµα της, και µας έδειξε γιά µια στιγµή τό µουνί της — ένα όµορφο νεανικό µουνί, µέσα σε λίγες, ελάχιστες καστανές τριχούλες. Μόλις είδε η πιό µικρή τι έκανε η πιό µεγάλη, έρριξε και αύτη µια γρήγορη µατιά γύρω της, και µε ύφος πολύ τσαχπίνικο, σήκωσε και αύτη τό φόρεµά της και µας έδειξε τό µιµί της, που ήταν ακόµη πιό όµορφο από τής µεγαλύτερης — ένα µουνάκι πολύ φουσκωτό και τελείως άτριχο, ένα µουνάκι θαύµα, σαν µεγάλο, ζουµερό καΐσι... Με τήν επίδειξι τών µουνιών, ο κύριος, και µαζύ του και εγώ, σταµατήσαµε, γιά να τά δούµε. Ήταν φανερό πώς τού άρεσαν και τά δύο, µα νοµίζω ότι τό τελείως άτριχο µουνί τής πιό µικρής, τής κοκκινοµάλλας, τού άρεσε πιο πολύ, γιατί, µόλις τό είδε, ένα βαθύ "ωωωχ". " θαυµασµού και λαγνείας ξέφυγε από τό στόµα του, και αµέσως ο κύριος έπιασε τήν ψωλή του, που ήταν ακόµη πολύ φουσκωµένη κάτω από τό παντελόνι του, και τήν πασπάτεψε ζωηρά. Βλέποντας πόσο τού άρεσαν τά δύο κορίτσια, και ιδίως τό πιό µικρό, µε τά κόκκινα µαλλιά και τό άτριχο µουνάκι, φοβήθηκα πώς θα µε παρατούσε γιά να ακολουθήση τις δύο φίλες, και η καρδιά µου σφίχθηκε. Μα όλα πήγαν καλά. Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της (και τά δύο κορίτσια µοιάζαν να είναι ακόµη πιό πτωχά από µένα και φορούσανε κουρέλια), ο κύριος έσκυψε και είπε στις δύο µικρές κάτι, χαµηλοφώνως, κάτι που πρέπει να ήταν ραντεβού, γιατί και οι δυό τους, αµέσως απάντησαν χαρούµενες — "Καλά, θα σας περιµένουµε µεθαύριο εκεί που είπατε." Έπειτα, έκλεισε µε νόηµα τό µάτι, και ενώ οι αδιάντροπες µικρές, χαχανίζοντας καλοκάγαθα µας χαιρετούσαν, µε πήρε από τό χέρι και φύγαµε. Είµουν όχι µόνο ευχαριστηµένη που δεν µε παράτησε ο κύριος, µα και κολακευµένη που µε προτίµησε (τουλάχιστον γιά εκείνη τήν ηµέρα) από τις δύο άλλες και ας είταν και οι δύο πολύ νόστιµες. Τά λόγια τών κοριτσιών, οι τόσο άσεµνες, µα τόσο φυσικές και χαριτωµένες χειρονοµίες των, η θέα τών όµορφων µουνιών των και τά έξυπνα και συµπαθητικά πειράγµατά των, µας άναψαν ακόµη πιό πολύ τά αίµατα και, στο τέλος, σχεδόν ξεσπάσαµε σε τρεχάλα, από τη βιασύνη µας να πάµε να παίξουµε µαζύ. Επιτέλους φθάσαµε στο σπίτι µου. Με τήν βεβαιότητα ότι ο µπαµπάς µου δεν θα επέστρεφε πριν βραδυάσει, ωδήγησα τόν κύριο στην καµαρούλα µου. Εκεί τόν έβαλα να σταθή µπροστά σε έναν κουβά, έβγαλα γρήγορα-γρήγορα τήν κατακαυλωµένη ψωλή του και τόν γλυκοµαλάκισα... » « Ωωωχ! Αααχ! » ανεφώνησε µε ασυγκράτητον λαγνείαν εις τό σηµείον τούτο ο Μπερτιέ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, και προσέθεσε πυρέσσων: « τι τύχη που είχε αυτός ο άνδρας! » Η Έθελ, και αυτή εν διεγέρσει διατελούσα, εµειδίασε µε φιλαρέσκειαν και εξηκολούθησε: « Ο κύριος έκανε σαν τρελλός. Εστέναζε, βογγούσε και µου έλεγε λόγια πολύ τρυφερά ανακατεµένα µε αισχρόλογα. Σε λίγο µε έβαλε να υποσχεθώ ότι θα τόν άφηνα να κοιτάξη από πολύ κοντά τό µουνάκι µου, και ότι —άλλο που δεν ήθελα— θα τόν άφηνα να µου τό γλείψη... Τέλος ο συµπαθητικός κύριος έβγαλε µια δυνατή φωνή, πέταξε έξω τήν κοιλιά του, σείσθηκε ολόκληρος πολλές

Page 106: Megas Anatolikos 1 Tomos

106

φορές απανωτά και έχυσε µια πελώρια ποσότητα ψωλόχυµα µες στον κουβά, µπρος στον οποίο τόν είχα βάλη να σταθή επίτηδες, γιά να χύση εκεί τό σπέρµα του. » « Ωωωχ! Αααχ! τι τυχερός άνθρωπος! » ανεφώνησε πάλιν ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης, και εξηκολούθησε να σφίγγη εντός τής περισκελίδος του τό πέος του. « Τώρα όµως θα δήτε τι συνέβη... » ανεφώνησε η χαρίεσσα παις µειδιώσα, και µε τό βλέµµα της καρφωµένον επί τού ογκώδους γεννητικού µορίου τού Μπερτιέ συνέχισε: « Ο κύριος ήθελε να κάνη δεύτερη φορά, χωρίς διακοπή... » « Ωωωχ!... ∆ηλαδή ήθελε "ντουµπλέ" !... Μα είχε δίκαιο, Μουνίτσα µου! » « Ναι, ήθελε "ντουµπλέ", και µόλις τελείωσε τό πρώτο χύσιµό του, ενώ ετοιµαζόµουν να σταµατήσω τό κούνηµα τού χεριού µου πάνω στην πούτσα του, φώναξε: "Μη σταµατάς, µικρούλα µου... µη σταµατάς!... Έχω και άλλο να σου δώσω..." » « Ωωωχ!... Ωωωχ!... » έκαµε πάλιν λαγνοβοών ο καυλωµένος καλλιτέχνης και έσφιξε εκ νέου εντός τής περισκελίδος του τό σφύζον πέος του. Κοιτάζουσα πάντοτε τι έκαµνε εις τόν χονδρόν ερωτικόν λοστόν του ο Γάλλος θαυµαστής της, η φιλήδονος µικρά νύµφη εξηκολούθησε. « Όπως µου είπε, έτσι έκανα... ∆εν εσταµάτησα ούτε µια στιγµή τό τρίψιµο και σε λίγο, ίσως σε 5, ίσως 6 λεπτά µετά τό πρώτο χύσιµό του, ανάγκασα τόν κύριο να χύση πάλι µπόλικο ψωλόχυµα... » « Αααχ!... Αχ, Θεέ µου!... Μπράβο σου, Μουµούνα µου!... Μπράβο σου, Ψωλέττα!... » ανέκραξε δονούµενος από τήν καύλαν του ο Αιµίλιος, παρατηρών µε βλέµµα φλογερόν τήν µικράν µετανάστιδα. « Θα δήτε όµως τι συνέβη, τήν ώρα ακριβώς που τέλειωνε ο κύριος... Καθώς φώναζε ακόµη από τήν γλύκα του, και εγώ, τροµπέρνοντας ακόµη, εκοίταζα σαν µαγνητισµένη τήν ψωλή του και τις άσπρες ρουκέττες που πετούσαν στον αέρα πριν πέσουν στον κουβά, µπαίνει στην καµαρούλα µου ο πατέρας µου, τήν ίδια στιγµή που εκτοξευόταν από τό στοµατάκι της µεθυσµένης χοντροπούτσας η τελευταία ρουκέττα της... Μόλις είδε ο πατέρας µου τι κάναµε, ορµάει, αρπάζει τόν κύριο απ' τόν λαιµό, τόν σπάζει στο ξύλο, βάζει αναποδογυρισµένο τόν κουβά µε τά ψωλοχύµατα επάνω στο κεφάλι του, και τόν πετάει έξω από τό σπίτι µας µε κλωτσιές, µε τήν ψωλή του ακόµη έξω από τό παντελόνι του... Έπειτα µε αρπάζει από τά µαλλιά, µε ρίχνει στο κρεββάτι, σηκώνει τό φόρεµά µου και µε δέρνει αλύπητα, σαν τρελλός, τόσο που αιµάτωσα. » « Ωωωχ!... Και που σε έδειρε ο πατέρας σου; » « Στο κωλάκι µου... Κόντεψε να µου τό γδάρη... » « Αααχ!... » « Από τότε ο πατέρας µου µε υποψιάζεται γιά τό παραµικρό... και όταν ακόµη δεν έχω κάνει τίποτε... και κάθε φορά που µε υποψιάζεται, µε δέρνει αλύπητα...» Η Υβόννη που ήκουε σφαδάζουσα όλας τάς µακράς περιγραφάς της κορασίδος, εσκέφθη µε φοβερούς σπασµούς ζηλοτυπίας: « Καλά να πάθης βρωµοκόριτσο... Έπρεπε να σου είχε γδάρει τόν κώλο σου ο πατέρας σου... Σκατούλα!... Πόρνη !... » Ο Αιµίλιος Μπερτιέ όµως είχε αντίθετον γνώµην, και ενώ η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ εξηκολούθει να υβρίζη ενδοµύχως τήν πτωχήν παίδα, ο καλλιτέχνης εξέφρασε άλλην µίαν φοράν µε έγκαυλον θέρµην τόν θαυµασµόν του δι' αυτήν.

Page 107: Megas Anatolikos 1 Tomos

107

« Έθελ!... Είσαι ένας άγγελος! » Ητο φανερόν ότι ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης, που από ώρας πολλής ήθελε να λαγνουργήση µε τήν µικράν γόησσαν, δεν ήτο πλέον εις θέσιν να ανθέξη εις αλλάς αναβολάς. « Έθελ! » ανεφώνησε, πνευστιών από τήν καύλαν του. « Κοίταξε !... » και µε µίαν γοργήν κίνησιν τής χειρός του εξεκουµβώθη εµπρός και εξέθεσε τό πέος του και τούς όρχεις του. Ο ογκώδης ερωτικός σωλήν ίστατο όρθιος και ήρχισε να πάλλεται και να σκιρτά εις τόν αέρα, µε τόν χονδρόν καυλόν του τελείως εκτοξευµένον. « Ααα!... Αααχ!... » έκαµε η ωραία παίς, µόλις είδε τό γεννητικόν µόριον τού θαυµαστού της. Αι αναφωνήσεις της ήσαν οξείαι και πλήρεις λαγνείας. Η µικρά καστανή κόρη, µε τήν λευκήν επιδερµίδα και τήν αγγελικήν όψιν, ευρίσκετο και αυτή, από ώραν πολλήν, εν διεγέρσει και ήθελε να παίξη πάλιν ερωτικώς µε τόν Αιµίλιον. « Αααχ! » έκαµε άλλην µίαν φοράν και κοιτάζουσα µε βλέµµα φλογερόν τήν σφύζουσαν ψώλαν, προσέθεσε: « Κύριε, θα σας τό ξαναπώ: τι όµορφη και τι πελώρια πούτσα που έχετε! » « Έθελ... » είπε πάλιν ο Μπερτιέ, πνευστιών. « Ναι, κύριε. » « Ξέρεις τι θέλω; » « Μήπως θέλετε να κάνετε πάλι; » « Ναι, κούκλα µου... ακριβώς. Αλλά πριν αρχίσουµε, θέλω να δω πάλι τό µουνάκι σου... » « Θέλετε να σας τό δείξω εδώ... αµέσως; » « Ναι,.. Εδώ... αµέσως... Τέτοια ώρα δεν περνούν πολλοί απ' εδώ... Βγάλε όµως πάλι, σε παρακαλώ, τό σωβρακάκι σου και σήκωσε τό φόρεµα σου. » Η Έθελ, ευχαριστηµένη και πλήρης από ανυποµονησίαν, αρεσκοµένη δε να επιδεικνύη τό ερωτικόν της ανθός, έθεσε τάς χείρας της υπό τό φόρεµα της και ήρχισε να ψάχνη, διά να εύρη τά συγκρατούντα τήν σκελέαν της κορδόνια. Όταν τά βρήκε, τά έσυρε, αλλά εν τη νευρικότητι τής ανυποµονησίας, αντί να τά λύση αµέσως, όπως πριν, τήν φοράν ταύτην έκαµε κόµβον. Η κορασίς έκαµε µίαν απεγνωσµένην απόπειραν να λύση τόν κόµβον, αλλά απέτυχε. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, φλεγόµενος από τήν νέαν καύλαν του και ανυποµονών, ηρώτησε τήν παιδίσκην διατί αργούσε, και πληροφορηθείς ότι είχε γίνει κόµβος αδηµονούσε. Οπίσω από τήν ανεµοδόχον, η Υβόννη εξηκολούθει να υποφέρη µαρτυρικώς, αλλά ούτε προς στιγµήν δεν εσκέφθη να αποχώρηση. Παρά τήν σφοδράν ζηλοτυπίαν της, ήθελε να ιδή τι άλλο θα έκαµνε τό ζεύγος και ανέµενε και αυτή, µε παράδοξον ανυποµονησίαν, να ιδή όσα εν τούτοις εγνώριζε ότι οπωσδήποτε θα έκαµναν τήν καρδίαν της να αιµάσση. Τέλος η Έθελ εστράφη προς τόν Αιµίλιον µε έκδηλον θάρρυνσιν. « Αδύνατον να λύσω τόν κόµπο... Είναι πολύ σφικτός. » Ο Αιµίλιος έγινε σκυθρωπός και εκοίταξε τήν παίδα και έπειτα τόν παλλόµενον πούτσον του µε απογοήτευσιν. Γρήγορα όµως τό πρόσωπόν του εφωτίσθη, ωσάν να τού ήλθε έµπνευσις. « Έθελ,» είπε, « τό σωβρακάκι σου έχει ένα άνοιγµα µπροστά... Σήκωσε, λοιπόν, τό φόρεµά σου, χώσε τόν ποδόγυρο στη ζώνη σου, τράβηξε καλά δεξιά και αριστερά τό άνοιγµα να φανή τό µουνέττο σου, και εγώ θα σκύψω να τό κοιτάξω... τούτη τη φορά από πολύ κοντά. » «Αχ, ναι... τι καλή ιδέα!.., » απήντησε η παις και αµέσως έκαµε ό,τι τής είπε ο ζωγράφος.

Page 108: Megas Anatolikos 1 Tomos

108

Όµως τό άνοιγµα τής σκελέας, που προωρίζετο διά τήν ούρησιν, ετρέπετο ανεπαρκώς προς τά επάνω, και η όπτευσις τού νεαρού µουνιού δεν θα ήτο πολύ ευχερής. Μόλις ηννόησε τούτο ο Αιµίλιος, συνωφρυώθη πάλιν, αλλά σχεδόν αµέσως τό πρόσωπόν του έλαµψε εκ νέου. « Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω. Επειδή η σχισµή τού βρακιού σου τραβάει µάλλον προς τά κάτω, γιά να εξυπηρετήση, ως φαίνεται, και τήν ψιλή και τήν χονδρή σου ανάγκη, σε αυτή τη στάσι θα φανή καλά ολόκληρο τό µουνέλο σου... Έπειτα θα πάµε άλλου γιά τη συνέχεια... κάπου που νάχη λιγώτερο φως, γιά να µη φαινόµαστε — ίσως εκεί που πήγαµε πριν, σ' εκείνον τόν φωταγωγό κοντά στο κατάρτι... Τώρα όµως, τό θέλω τό πιό πολύ φως που έχουµε εδώ, γιά να απολαύσω άλλη µια φορά τη θέα τού µουνιού σου όσο τό δυνατόν καλύτερα και πιό πολύ... Έλα, ανέβα και σκύψε... Είναι απίθανο να πέραση κανείς τέτοια ώρα, µα αν παρουσιασθή κάποιος, θα κατεβάσω αµέσως τό φόρεµα σου, και συ θα κάνης πώς σ' έπιασε εµετός... Κατάλαβες; » Ενθουσιασµένη, η Έθελ ανήλθε επί τού πάγκου, έσκυψε εµπρός και ύψωσε τό φόρεµά της από πίσω, µέχρι τής οσφύος. Αµέσως o Αιµίλιος Μπερτιέ παραµέρισε τά κράσπεδα τού ανοίγµατος τής σκελέας, ήνοιξε καλά τήν σχισµήν τού λευκού υφάσµατος, και κύπτων και αυτός εµπρός, πλαγίως, εκοίταξε τό εµφανισθέν εις τά έκθαµβα µάτια του νεαρόν µουνί. « Ωωωχ!... Αααχ!... » έκαµε ο φιλήδονος ανήρ µέσα εις τήν αλληλέγγυον, θα έλεγε κανείς, ηδυπάθειαν τής εαρινής νυκτός µόλις διέκρινε µέσα από τό άνοιγµα τής σκελέας τό φουσκωτόν και τελείως άτριχον µουνέττον τής παιδίσκης, τού οποίου τό τρυφερόν κάλλος ήτο αληθώς εξαίσιον. « Είναι ένα θαύµα τό µουνάκι σου, άγγελε µου! » Λέγων ο καυλωµένος καλλιτέχνης έπιασε τήν σφύζουσαν πούτσαν του και τήν έτριψε επί τινα δευτερόλεπτα, ενώ από τά χείλη του εξήρχοντο χειµαρρωδώς και άλλαι φωναί ηδυπαθείας και λόγια θαυµασµού. Έπειτα απέσυρε τήν χείρα του από τήν ψωλήν του και ήνοιξε µε τά δάκτυλα των δύο χειρών του, όσον ηµπορούσε περισσότερον τά απαλά χείλη τού νεανικού αιδοίου. Αµέσως εις τήν κορυφήν τής ροδαλής σχισµής εφάνη, ήδη εκµυτίζουσα και παλλοµένη, ως µικροσκοπική ψωλίς, τελείως εξωγκωµένη και µε υψιτενές ήδη τό βαλανοειδές της κεφαλάκι, πασιφανώς εκλιπαρούσα γλείψιµον ή τρίψιµον και άκρως τεταµένη, πολύ ερυθρά δε και ερεθισµένη, εις έπακρον χαρίεσσα και εξαισίως αναιδής, προεξέχουσα ως µικρόν αλλά σκληρόν και τραγανόν κουκουναράκι, εις τήν κορυφήν τής ροδαλής σχισµής εφάνη, σφύζουσα πάρα πολύ και ζωηρότατη, τού τρυφερού µουνιού τής κορασίδος η καυλωµένη κλειτορίς. Ωσαύτως, ολίγον πάρα κάτω, µεταξύ τών απαλών εσωτερικών χειλέων τού νεαρού αιδοίου εφάνη, ως στόµιον µικράς κοµψής χοάνης, η ως κλειδωµένη νοσταλγός οπή-νυµφίς που διακαώς τόν διαρρήκτην-εισβολέα προσµένει, ερυθρωπή και µε τόν παρθενικόν υµένα της φραγµένη εισέτι, εφάνη τής Έθελ η γλυκεία και υγρά µουνοτρυπίς. « Ωωωχ!... » έκαµε πάλιν ο Μπερτιέ καυλοπυρέσσων σφόδρα, και παρατηρών από πολύ κοντά τά εσωτερικά κάλλη τού θελξικαρδίου αιδοίου τής αγγελικής παιδός, εξήτασε µε µεγάλην προσοχήν και φλογερόν ενδιαφέρον τάς νύµφας, τήν κλειτορίδα, τήν ουρήθραν και τήν µικράν µουνότρυπαν, ενώ η πελωρία ψωλή του, σπαργώσα µέχρι διαρρήξεως, χοροπηδούσε επάνω-κάτω και

Page 109: Megas Anatolikos 1 Tomos

109

ετεντώνετο µετά µανίας, ωσάν να ήθελε να φθάση εις τό αποκαλυφθέν παχουλόν µουνίδιον τής κόρης, ωσάν να εζήτει άµεσον επαφήν µε αυτό και άµεσον είσδυσιν... « Ωωωχ!... Αααχ!... Αχ, Θεέ µου, τι οµορφιές! » ανεφώνησε λιγωµένος ο καυλωµένος καλλιτέχνης, και υπακούων εις µίαν ισχυράν παρόρµησιν, αφού απεθαύµασε εις όλας του τάς λεπτοµερείας τό ωραίον άτριχον µουνέττον, τό ησπάσθη µε περιπάθειαν. Ακολούθως, εκτοξεύων τήν γλώσσαν του, ήρχισε να τό γλείφη ενδελεχώς, γλωττίζων αυτό εκ τών άνω προς τά κάτω και τανάπαλιν, µε απερίγραπτον λαιµαργίαν. « Ωωω!... Ααα!... Ααα!... » έκαµε µε οξυτάτην λαγνείαν η χαρίεσσα κορασίς, µόλις ησθάνθη να εγγίζη τό µουνέλλον της η γλώσσα του ζωγράφου, και σείουσα ζωηρώς τόν τουρλωµένον κώλον της, ήρχισε να ωθή µε δύναµιν τό ερωτικόν κογχύλιόν της προς τό στόµα τού Αιµιλίου. « Ααα!... Ωωω!... Ααα!... Ααααα!... » έκαµνε καυλοπυρέσσουσα τώρα όσον και ο θαυµαστής της, και εξηκολούθησε να σείη τούς λευκούς γλουτούς της και να σπρώχνη τό φουσκωτόν µουνέλον της προς τά οπίσω, ωσάν να ήθελε να υπογραµµίση εντόνως πόσον τής ήρεζαν αυταί αι θωπείαι, και πόσον θα ήθελε να εξακολουθήσουν, µέχρι τής φυσικής υγράς εκβάσεως, µέχρι τής οργαστικής αγαλλιάσεως, οι γλωττισµοί αυτοί! Ενώ τό γλυκύ µιµί εξηκολούθει, η δυστυχής Υβόννη, σφαδάζουσα οπίσω από τήν ανεµοδόχον, εκοίταζε τήν ωραίαν σκηνήν σπαρασσοµένη από φρικτήν ζηλοτυπίαν, και, αναλογιζοµένη τήν καλήν τύχην τής Έθελ και τήν ιδικήν της ατυχίαν, εδάγκασε τά χείλη της µε λύσσαν. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ ήθελε εξ αρχής να γλείψη τό µουνί τής αγγελικής παιδίσκης, αλλά εσκόπευε να εκτέλεση ολίγον αργότερον τήν τρυφεράν πράξιν, εις χώρον ασφαλέστερον και εις στάσιν πλέον άνετον. Όµως, όταν είδε τό γλυκύ µουνέττον, και µάλιστα από τόσον κοντά, εµέθυσε από τό κάλλος του και τήν προκλητικότητά του, και η ήδη µεγάλη καύλα του ενετάθη τόσον που, µόλις τό ησπάσθη, αµέσως απεφάσισε να εκτέλεση τό µινέττον, αψηφών τόν κίνδυνον να τόν ιδούν να λαγνουργή, και µάλιστα µε ένα εντελώς ανήλικον κοράσιον, εις τό έρηµον αλλά τελείως ανοικτόν τούτο σηµείον τού καταστρώµατος, οι δυνάµενοι να διέλθουν ενδεχοµένως εκείθεν τυχαίως επιβάται, ή άνδρες τού πληρώµατος, και αµέσως ήρχισε να γλείφη ο Μπερτιέ τό ερωτικόν κογχύλιον που τού προσέφερε η κόρη, διά να προκαλέση τούς σπασµούς, που θα ηνάγκαζαν τό µουνίδιον να εκχειλίση. Ωστόσον η επίκυψις που έκαµνε, διά να φθάση η γλώσσα του εις τό αιδοίον, ήτο τόσον µεγάλη και τόσον κοπιαστική, που ο καλλιτέχνης δεν ηδυνήθη να µείνη εις τήν άβολον αυτήν θέσιν όσον εχρειάζετο, διά να επιφέρη τό τόσον ποθητόν και εις τούς δύο αποτέλεσµα... Αισθανόµενος ότι εκόπτετο η αναπνοή του και καταλαµβανόµενος από σκοτοδίνην, παρά τήν καύλαν του, ηναγκάσθη να αποσπάση τό στόµα του από τό σφύζον µουνέττον και να αναστηλωθή επί τού πάγκου, διά να αναπνεύση, επιφυλασσόµενος να συνεχίση τήν τρυφεράν πράξιν µετ' ολίγον. Την ιδίαν στιγµήν, η Έθελ, που ήτο πολύ ερεθισµένη και δεν απείχε πολύ από τόν οργασµόν, ανέκραξε: « Αχ, µα τι κάνετε... Μη σταµατάτε... Μη σταµατάτε... Κοντεύω να κάνω... Σας παρακαλώ... Μη... µη σταµατάτε... Σε λίγο θα... θα χύσω... Μη µε αφήσετε στη µέση... Θα... θα τρελλαθώ... » και η παιδίσκη, εν απογνώσει, εξηκολούθησε να σείη τόν κώλον της και να ωθή τό αιδοίον της προς τά έξω... Όµως ο Αιµίλιος, µολονότι η στύσις του δεν είχε χαλαρωθεί καθόλου, δεν είχε συνέλθει ακόµη, και, παρά τάς ικεσίας τής φιλήδονου κορασίδος, δεν

Page 110: Megas Anatolikos 1 Tomos

110

ηµπορούσε εισέτι να συνεχίση τήν αιδοιολειχίαν. Πνευστιών και κατέρυθρος εις τό πρόσωπον, µόλις και µετά βίας κατώρθωσε να εξήγηση εις τήν ασπαίρουσαν µικράν ιέρειαν τής Αφροδίτης τι τού είχε συµβεί. Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, πνευστιών ακόµη, αλλά γοητευµένος, εκοίταζε µε πολύ διεσταλµένους οφθαλµούς τό αφ' εαυτού του τώρα πλέον ανοικτόν µουνίδιον και τά κινούµενα επ' αυτού ταχέως δάκτυλα τού κορασίου, ενώ τό ογκώδες πέος του επάλλετο µε δύναµιν εις τόν αέρα, επάνω από τούς ωσαύτως εκτεθειµένους βαρείς όρχεις του. Η Υβόννη, που προς στιγµήν είχε ελπίσει ότι δεν θα έχυνε η αγγελική παιδίσκη, εκοίταζε µε απελπισίαν εναλλάξ τήν υπερµεγέθη πούτσαν τού ζωγράφου και τό χαρίεν µουνί τής ανηλίκου αντιζήλου της, ενώ η τρίβουσα αυτό µικρά νύµφη, βλέπουσα ανάµεσα από τά σκέλη της, καθώς έκυπτε εµπρός, τήν παλλοµένην ψωλήν τού θαυµαστού της έσειε γοργά τόν κώλον της και έκαµνε συνεχώς: « Ααα!... Ααααα!... » και « Ωωω!... Ωωωωω!... » µε απερίγραπτον λαγνείαν, περιχαρής που τήν έβλεπε ο Αιµίλιος να κάµνη άλλην µίαν φοράν µετά µανίας µαλακίαν — πράγµα που ηύξανε και ώξυνε τήν ήδη διάπυρον διέγερσίν της. Ο Γάλλος καλλιτέχνης, έχων συνέλθει εν µέρει, αλλά ασθµαίνων ακόµη έκαµε στεντορείως: « Ωωωωωχ! » και µη δυνάµενος πλέον να ανθέξη εις τήν απαίτησιν τής καύλας του, έπιασε τήν ψωλήν του και ήρχισε να τήν τρίβη. Μόλις είδε τήν χειρονοµίαν η ξεφωνίζουσα από τήν γλύκαν της και από τήν ζέσιν µε τήν οποίαν εµαλακίζετο µικρά µετανάστις, εξέβαλε µίαν οξυτέραν κραυγήν ερωτικής λαχτάρας, και, µεταφέρουσα πάραυτα τήν αυνανιστικήν τρίψιν από τόν µεταξύ τών νυµφών τρυφερόν χώρον, εις τήν υπερσφύζουσαν κλειτορίδα της, και τρίβουσα αυτήν ζωηρώς, ζωηρότατα και αποκλειστικώς, επί ένα και πλέον λεπτόν τής ώρας, εσείσθη εν τέλει µανιωδώς, και ενώ ο Μπερτιέ έκαµνε µε φλογεράν λαγνείαν « Ωωωχ!... Ωωωχ!... » και « Αααχ!... Αααχ!... » και εξηκολούθει να τήν κοιτάζη µε άκρως τεταµένην προσοχήν και γουρλωµένα µάτια, η φιλήδονος αγγελική παίς, ασπαίρουσα και οιµώζουσα από τήν έντασιν τού γλυκασµού που ένοιωθε, εξαπέλυσε, υπό τό πύρινον βλέµµα τού θαυµαστού της, µίαν νέαν και καταπληκτικώς πάλιν µεγάλην διά τήν ηλικίαν της δόσιν νεανικού µουνοχύµατος, επί τών γοργοκινουµένων εισέτι εις τό αιδοίον της λεπτοφυών δακτύλων της. Τότε, ο Μπερτιέ, έχων συνέλθει εν τώ µεταξύ τελείως από τήν σκοτοδίνην, δεν ηδυνήθη να ανθέξη εις τόν πειρασµόν να φέρη εκ νέου τό στόµα του εις επαφήν µε τό χύνον µουνέλλον και να γευθή τήν αναβλύζουσαν κρέµαν του, διέκοψε τήν πρόστριψιν τού πέους του και πίπτων εις τά γόνατά του, έστρεψε τήν Έθελ όσον ήτο δυνατόν προς τό εξωτερικόν µέρος τού πάγκου, εκόλλησε τά χείλη του γύρω από τήν εµέσσουσαν µεταξύ τών ανοικτών νυµφών µικράν µουνότρυπαν, και αποµυζών µε απληστίαν, ερρόφησε µέχρι και τής τελευταίας σταγόνος τό εξερχόµενον εις αλλεπάλληλα µικρά κύµατα από τό νεαρόν µουνέττον ερωτικόν γάλα, ενώ η Υβόννη, σφαδάζουσα µαρτυρικώς και σειοµένη από ρίγος ισχυρόν, αλλά µη δυναµένη να αποσπάση τό βλέµµα της από τήν συνταρακτικήν σκηνήν εκοίταζε, εκοίταζε τό ζεύγος. Αφού κατέπιε όλον τό µουνόχυµα που τού προσέφερε η Έθελ, ο Αιµίλιος Μπερτιέ έκρυψε εις τήν περισκελίδα του µετά µεγάλης δυσκολίας τό

Page 111: Megas Anatolikos 1 Tomos

111

δονούµενον εν πλήρει στύσει πέος του, και λαµβάνων εκ τής χειρός τήν µόλις κατελθούσαν εκ τού πάγκου και σειοµένην εισέτι, που και που, από µικρούς σπασµούς και εφάλµατα τής ηβικής της χώρας παίδα, εκάθησε εκ νέου επί τού καθίσµατος και έσυρε πάλιν τήν Έθελ µεταξύ τών ανοικτών σκελών του. « Είσαι εξαισία!... Άγγελος!... » είπε µε έγκαυλον έξαρσιν ο καλλιτέχνης, « Και η κρέµα τού µουνιού σου είναι θαύµα!... Μυρίζει, κούκλα µου, ροδόσταµο και βανίλια... Λυπάµαι που ζαλίστηκα προ ολίγου και δεν µπόρεσα να σε γλείψω ως τό τέλος... Ευχαριστήθηκα όµως που σε είδα να κάνης πάλι µόνη σου, και είµαι ευτυχής που πρόλαβα να ρουφήξω τό µουνόχυµά σου... Σε ευχαριστώ και υπόσχοµαι να γλείψω πάλι απόψε τό µιµί σου, έως που να µου γεµίσης ξανά τό στόµα µου... » Η Έθελ κατέρυθρος ακόµη από τήν επίκυψιν και ασθµαίνουσα από τήν σφοδρότητα τού µόλις λήξαντος οργασµού της, αλλά καταφανώς πολύ ευχαριστηµένη, µόλις και µετά βίας ίστατο επί τών ποδών της. Ο Μπερτιέ τής συνέστησε να καθήση, διά να αναπαυθή. Η πτωχή κόρη, αφού διευθέτησε τά ενδύµατά της, εκάθησε δίπλα του και ακούµβησε µε αγγελικήν χάριν τήν κεφαλήν της επί τού αριστερού βραχίονός του. Τότε µόνον έπαυσαν ολοσχερώς αι σείουσαι αυτήν κατά ολονέν αραιότερα διαστήµατα και καθιστά-µεναι ολονέν ολιγώτερον σπασµώδεις κλονικαί αναπάλσεις, αι εκ τού ηδονισθέντος µουνιού της προελθούσαι. Ο Αιµίλιος εθώπευσε επί τινα χρόνον τήν καστανήν της κόµην, χωρίς να οµιλήση. Μετ' ολίγον έθεσε τήν δεξιάν του εις τό στήθος της και εψηλάφησε τά µαστίδιά της, ωσάν να ήθελε να υπολογίση τό µέγεθος και τό σφρίγος των, και ήρχισε να τά ζουλά. «Ωωωχ!... τι ωραία βυζάκια που έχεις!... Άρχισαν κιόλας, λίγο, να φουσκώνουν... Είναι σαν µικρούλια νεραντζάκια τά βυζέττα σου!» ανεφώνησε ο Μπερτιέ, εξακολουθών να ψηλαφή και να πιέζη τά νεαρά µαστίδια. Έπειτα, ξεκουµβώνων εν ριπή οφθαλµού τό φόρεµα τής Έθελ εις τό σηµείον που εκάλυπτε τό στήθος της, εγύµνωσε τά τιτθία της και τής τά έτριψε, ενώ η µικρά νύµφη, ευχαριστηµένη υπεµειδία µε ηδυπαθή φιλαρέσκειαν. Καίτοι τό άτριχον και φουσκωτόν µουνίδιόν της κατείχε οπωσδήποτε και ασφαλώς τά σκήπτρα, ήσαν και τά βυζέττα της, όπως και τά µάτια της, όπως και τό στόµα της, όπως και ο κώλος της, πολύ µεγάλου κάλλους. Αφού τά έτριψε επί τίνα χρόνον χωρίς να οµιλή, κοιτάζων αυτά µε φλογερόν βλέµµα, ο Μπερτιέ έκυψε τήν κεφαλήν του και έγλειψε περιπαθώς τάς εκτοξευθείσας, εν τώ µεταξύ, πολύ µεγάλας, αναλόγως µε τάς διαστάσεις τών βυζολοφίσκων, ροδαλάς θηλάς των. Τούτο ποιών έθεσε τήν δεξιάν του εις τόν σφύζοντα τροµακτικά υπό τήν περι-σκελίδα του ογκώδη πούτσον του και τόν έψαυσε αυνανιστικώς, όσον τό επέτρεπε τό παντελόνι του, ενώ η αγγελική κόρη, καταφανώς τερποµένη και ταχέως εκ νέου διεγειροµένη, εξηκολούθησε να υποµειδιά και εκοίταζε µε χαριτωµένην φιλαρέσκειαν τι έκαµνε ο Μπερτιέ εις τά βυζέττα της και πώς, µε τήν άλλην χείρα του, έψαυε τήν ψωλήν του. Αίφνης τό ύφος τής φιλαρεσκείας έγινε έκφρασις λαγνείας και η Έθελ, µε έξαρσιν ιµερικήν, ανεφώνησε: « Πήτε µου, τι κάνετε; Πιάνετε τήν πούτσα σας; Θαρρώ πώς θέλετε να χύσετε πάλι... Θέλετε να σας τήν βγάλω έξω και να σας τήν ξανατρίψω ή προτιµάτε να τήν παίξετε µόνος σας; » « Ωωωχ! » έκαµε ο Μπερτιέ αποσπών τά χείλη του από τάς ορθίας θηλάς και φλεγόµενος από τήν καύλαν του εστάθη όρθιος και µε λαγνοβαρή φωνήν είπε: « Ναι, Μουνίτσα µου... ναι, Μουµούνα µου... από τήν καύλα µου τήν έπιασα... Έλα... πάµε... από ώρα πολλή θέλω να κάνω... Περίµενα µόνο να συνέλθης και να ξεκουρασθής... ∆εν µπορώ όµως να περιµένω πια... Κοντεύω να τρελλαθώ

Page 112: Megas Anatolikos 1 Tomos

112

από τήν καύλα που µου ανάβεις... Θέλω τώρα και εγώ να χύσω... Όχι όµως, κούκλα µου, µε τό χέρι σου, ούτε µε τό δικό µου... Τούτη τη φορά θέλω να κάνω αλλοιώς — επάνω στο µουνάκι σου, επάνω στο µουνί σου... Έλα, Έθελ... Πάµε... » « Που; Πίσω, εκεί, κοντά στο κατάρτι;» « Ναι. » « Τί θέλετε να κάνουµε; » « Θα δής... Έλα... Πάµε... » « Μήπως θέλετε να µου τό βουρτσίσετε µε τήν πούτσα σας; » « Ωωωχ!... Μα τι ωραία που τά λες! » ανεφώνησε ο λάγνος καλλιτέχνης και εξηκολούθησε µε έγκαυλον στοµατικόν µένος: « Ναι, κούκλα µου, θέλω να σου τό βουρτσίσω µε τήν ψωλή µου και να σου κάνω και άλλα... Εδώ που βρισκόµαστε είναι λίγο επικίνδυνο... Έως τώρα δεν µας είδε κανείς, επειδή, όµως, όσα θέλω να κάνουµε, θα διαρκέσουν κάµποση ώρα, στο τέλος κάποιος µπορεί να µας τσακώση... Πάµε λοιπόν εκεί που είπαµε... Θυµάσαι, υπάρχει εκεί ένα σπιράγιο, πίσω απ' τό κατάρτι... Θα κάτσω εγώ επάνω του και συ θα καθήσης καβάλλα στα γόνατά µου... » « Και ενώ θα τρέχη τό άλογο και θα τεντώνη τό κεφάλι του, θα χοροπηδώ εγώ επάνω του, ώσπου να µε κάνη τό άλογό σας µούσκεµα, ε; Μα έννοια σας, θα σας κάνω και εγώ µουσκίδι... Θα τό δήτε... » είπε χαριεντιζοµένη η Έθελ. « Ωωωχ!... Ωχ, Θεέ µου, τι ωραία που τά λες! » απήντησε λαγνοβοών ο Αιµίλιος, και σύρων βιαστικά τήν µειδιώσα παίδα εξηφανίσθη µαζύ της κατευθυνόµενος προς τό σηµείον που είχε ήδη επισκεφθεί ενωρίτερον, καθ' υπόδειξίν της. Οπίσω από τήν ανεµοδόχον, η Υβόννη ήτο άρρωστη από καϋµόν και ζούλιαν. Παρ' όλον ότι ήθελε να ιδή τήν συνέχειαν τών ερωτοπραξιών τού καλλιτέχνου και τής µικράς του φίλης, που τήν έκαµναν εν τούτοις τόσον πολύ να υποφέρη, δεν ηδυνήθη επί τινα χρόνον να µετακινηθή διά να τούς ακολουθήση. Βαθύτατα τεταραγµένη και αλγούσα ψυχικώς, παρέµεινε επί ώραν πολλήν εις τήν ιδίαν θέσιν, τελείως ακίνητη, ωσάν να είχε πάθει αγκύλωσιν τών κάτω άκρων. Όταν, εν τέλει, ηµπόρεσε να κινηθή, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ κατηυθύνθη µε χιλίας προφυλάξεις προς τό σηµείον όπου ο Αιµίλιος και η πτωχή κόρη είχαν εξαφανισθεί. Η δυστυχής Γαλλίς είχε διανύσει τά ολίγα µέτρα που τήν εχώριζαν από τό ζεύγος, όταν, πλησίον τού ιστού και εµπρός από έναν χαµηλόν φωταγωγόν, είδε εις τό φως ενός µακρυνού φανού δύο µορφάς. Η καρδία τής Υβόννης εσκίρτησε σχεδόν έως τό στόµα της. Ήτο ο Μπερτιέ και η µικρά µετανάστις. Η Υβόννη επροχώρησε ακροποδητί και όταν έφθασε εις απόστασιν δέκα βηµάτων, εστάθη και εκρύφθη όπισθεν ενός µικρού υπερπήγµατος. Προφανώς ο Γάλλος καλλιτέχνης είχε τελειώσει τό « πινέλλον » και τώρα έκαµνε κάτι άλλο εις τήν παίδα. Τό φως που έφθανε εκεί ήτο ελάχιστον. Εν τούτοις, η Υβόννη, εντείνουσα τό βλέµµα της, ηµπόρεσε να διακρίνη. Η Έθελ ευρίσκετο πάλιν εις τήν ιδίαν στάσιν όπως πριν, όταν προσέφερε τό αιδοίον της εις τόν Αιµίλιον, επί τού πάγκου. Γονατιστή, επί τού φωταγωγού, τήν φοράν ταύτην, και στηριζοµένη επ' αυτού εις τά τέσσερα, έχουσα τούς µηρούς της πολύ ανοικτούς και τό φόρεµά της υψωµένον έως τήν µέσην, ετούρλωνε πάλιν τόν κώλον της, όστις τώρα πλέον ήτο τελείως γυµνός, απηλλαγµένος από τήν σκελέαν... Γονυπετής ωσαύτως, όπισθέν της, αλλά επί τού καταστρώµατος και εις στάσιν πολύ πλέον άνετον από τήν προηγουµένην φοράν και µη συνεπαγοµένην τόσον µεγάλην επίκυψιν, ο Αιµίλιος Μπερτιέ, διά να αµείψη τήν παιδίσκην διά τάς ηδονάς που τού προσέφερε, αλλά ωρισµένως και επειδή τού ήρεζε η αιδοιολειχία και ήθελε να γευθή εκ νέου τήν νεανικήν µουνόκρεµάν της, είχε θέσει πάλιν τό στόµα του εις τό αιδοίον της και τής τό

Page 113: Megas Anatolikos 1 Tomos

113

έγλειφε µε πάθος, ενώ η µικρά νύµφη, αναστενάζουσα ηχηρώς και στοναχούσα γλυκύτατα, έσειε, όπως και πριν, τούς και εις τό ηµίφως αστράπτοντας λευκούς γλουτούς της µε εξαιρετικήν λαγνείαν. « Ααααα!... Ααααα!... Ωωωωω!... Ωωωωω!... Ααααα!... » έκαµνε συνεχώς η Έθελ και έσπρωχνε µε δύναµιν τό ερωτικόν της κογχύλιον προς τό στόµα τού θαυµαστού της, τού οποίου η γοργοκίνητος και λίαν εξησκηµένη ως χαµαιλέοντος γλώσσα, έπληττε αόκνως τό φουσκωτόν µουνέττον, κεντρίζουσα και γλείφουσα τάς νύµφας, τήν ουρήθραν και τήν µικράν µουνότρυπαν, διά να επιδοθή εν τέλει εις τό γλωσσοκοπάνισµα τής εκ νέου υπερσφυζούσης εν ακροτάτη στύσει κλειτορίδος τού φιληδόνου κορασίου. Μικτά αλληλοσυγκρουόµενα συναισθήµατα εξέσχιζαν εις δύο τήν Υβόννην. Αφ' ενός, εύρισκε τό θέαµα και τό ακρόαµα αυτό αποτρόπαια (έκτος τών αναστεναγµών και τών αναφωνήσεων τής Έθελ, η δυστυχής Γαλλίς ήκουε ευκρινώς και τά πλαταγίσµατα τής γλώσσης τού Μπερτιέ εις τό κάθυγρον µουνίδιον της παιδίσκης), αφ' ετέρου, παρά τήν θέλησίν της, εύρισκε εξαίσια, αφαντάστως ελκυστικά, γοητευτικά και άκρως διεγερτικά τά ίδια πράγµατα. Εν πάση περιπτώσει, µολονότι υπέφερε πολύ, ησθάνετο και διέγερσιν µεγάλην, και κατέβαλλε υπεράνθρωπους προσπαθείας να συγκράτηση τήν δεξιάν της χείρα, που, ωσάν να υπήκουε εις ξένην θέλησιν τελείως ανεξάρτητον από τήν ιδικήν της, εισέδυε κάθε τόσον, ή έτεινε να είσδυση υπό τά ενδύµατά της, διά να τρίψη τό σφύζον εκ τής διεγέρσεως αιδοίον της. Αίφνης η Έθελ έσεισε µετά µανίας τόν κώλον της και ώθησε µε τόσην δύναµιν τό µουνί της προς τό στόµα τού ζωγράφου, που η γλώσσα του εκόντεψε να εκτοπισθή. Ο Μπερτιέ όµως, αισθανόµενος ότι επλησίαζε η έκρηξις τού οργασµού της, εστήριξε τήν αριστεράν του εις τόν κινούµενον σπασµωδικώς κώλον τής κορασίδος, σταθεροποιών µέχρι τινός τήν αγγελικήν παίδα, και, ταυτοχρόνως, εκόλλησε σφικτά τά χείλη του γύρω από τήν οπήν τού νεαρού αιδοίου, και ήρχισε να ροφά και να πιπιλίζη µε δύναµιν, βυζαίνων κυριολεκτικώς τό παχουλόν µουνέττον, διά να αποµυζήση και να δεχθή µέσα εις τό στόµα του, διά δευτέραν φοράν εντός διαστήµατος µικρότερου τής µιας ώρας, τό ερωτικόν γάλα τής κόρης. Τότε η Υβόννη παρετήρησε ότι, χαµηλώτερα από τό αιδοίον τής Έθελ και τήν κεφαλήν τού Αιµιλίου, κάτι εσάλευε γοργά, κάτι εκινείτο... Ήτο η δεξιά χειρ τού καλλιτέχνου, που πηγαινοήρχετο µε γρήγορον ρυθµόν επί τού πελωρίου πέους του. Ένα σύγκορµον ρίγος έσεισε τήν Υβόννην. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, γλείφων τήν κορασίδα, έκαµνε ταυτοχρόνως µαλακίαν, και, προφανώς, προβλέπων ότι τό χύσιµον τής µικράς νύµφης επέκειτο, επετάχυνε τώρα τήν τρίψιν τής ψωλής του, ώστε να εκσπερµατίση τήν ιδίαν στιγµήν που θα εγέµιζε η παις τό στόµα του µε τό γλυκύ µουνόχυµα της. « Ααααα!... Ααααα!... Ωωωω!... Ααααα!... Αααααχ!... Αααααχ!... ΑΑΑΑΑ!... ΑΑΑΑΑΑΑΑ!... » εκραύγασε η ηδονιζοµένη κόρη, και, σειοµένη φρενιτιωδώς, τήν στιγµήν ακριβώς που τό αντλούµενον υπό τού Μπερτιέ ερωτικόν της γάλα ήρχισε να ρέη εις νέαν καταπληκτικήν διά τήν ηλικίαν της δόσιν εις τό στόµα τού ζωγράφου, ανεφώνησε µε παραφοράν: « τι γλύυυκα!... τι γλύυυυυκα!... ΑΑΑΑΑΧ!... ΑΑΑΑΑΧ!... Κύριε!... Κύριε!... ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!... ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!.... ΚΑΑΑΑΑΝΩΙ... ΚΑΑΑΑΑΝΩ!... » Την ιδίαν στιγµήν η Υβόννη είδε κάτι που παρ' ολίγον να τήν έκαµνε να παραφρονήση. Εµπρός από τήν κινουµένην εις τό ηµίφως χείρα τού Μπερτιέ, εξετοξεύθησαν µε ορµήν, ως ξαφνικαί λευκαί αστραπαί, αι αλλεπάλληλοι πυκναί ριπαί τού σπέρµατος τού καλλιτέχνου. Τότε, εντελώς αυτοµάτως, η

Page 114: Megas Anatolikos 1 Tomos

114

βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ, παρά τήν λυσσώδη αντίστασιν που κατέβαλλε µία πλευρά τής αγωνιώσης προσωπικότητός της, έκαµψε µηχανικώς τά γόνατα, ήνοιξε τά σκέλη της και ήρχισε να κινήται και αύτη σφοδρώς, όπως η Έθελ επί τόπου, ωθούσα µανιωδώς τό αιδοίον της προς τά έξω, και, χωρίς να εγγίση καθόλου τό µουνί της, καταπνίγουσα τάς οιµωγάς τού γλυκασµού που ανήρχοντο εις τά χείλη της, έχυσε και αυτή, παρά τήν θέλησίν της, µίαν µεγάλην ποσότητα µουνοχύµατος. Αίφνης, και ενώ ετελείωνε η αυτόµατος χύσις τής Υβόννης, µία πνοή ανέµου παρέσυρε ένα πανί, που ελεύκαζε επί τού σανιδώµατος προ τού φωταγωγού. Η πνοή τού άνεµου τό ώθησε προς τήν όργωσαν Γαλλίδα. Ήτο ένα λευκόν εσώρρουχον, που εν τέλει περιεπλάκη εις τούς πόδας της. Η Υβόννη, µολονότι ήσπαιρε και ευρίσκετο εις τούς τελευταίους σπασµούς τού οργασµού της, αµέ-σως τό ανεγνώρισε. Ήτο η σκελέα τής Έθελ, τήν οποίαν, ένεκα τού κόµβου που εσχηµατίσθη εις τά κορδόνια, είχε σχίσει και αφαιρέσει βιαίως ο καυλοπυρέσσων καλλιτέχνης εν τη ανυποµονησία του να γλείψη τό αιδοίον τής µικράς καστανής νύµφης. Και ιδού που ενώ εξήρχοντο εκ τού µουνιού τής Υβόννης αι τελευταίαι σταγόνες τής ερωτικής της κρέµας, η δυστυχής νεάνις ησθάνθη να φεύγη αποτόµως τό αίµα της από τήν κεφαλήν της, και κλονιζόµενη έπεσε λιπόθυµος εις τό κατάστρωµα, τήν στιγµήν ακριβώς που ο Μπερτιέ, έχων καταπιεί όλην τήν νέαν δόσιν τού µουνογάλακτος που τού προσέφερε η Έθελ, απέσπασε από τό εκστατικόν µουνέττον της τά κάθυγρα χείλη του, και, εγειρόµενος από τό σηµείον όπου εγονάτιζε, εστάθη όρθιος κοντά εις τήν ερωτοµανή παιδίσκην και προ τού λιµνάζοντος τώρα επί τού καταστρώµατος αφθόνου ψωλοχυµού του, αναπνέων λαχανιασµένος µα ευτυχής τήν θαλασσίαν αύραν, ενώ η Έθελ, πνευστιώσα ωσαύτως, και µε τόν κώλον της ακάλυπτον ακόµη, κατέπιπτε επί τού σπιραγίου, τινασσοµένη εισέτι από καιρού εις καιρόν, από ηπιωτέρους µετά τόν οργασµόν της κραδασµούς, εξ ίσου ευτυχής, εξ ίσου ολβία µε τόν ευδαίµονα εραστήν της. —

Page 115: Megas Anatolikos 1 Tomos

115

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9

O ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθµητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο « Μέγας Ανατολικός » γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσµιον φάντασµα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως µονάς, άλλα ως ολόκληρη αρµάδα, νύκτωρ εξορµήσασα, µε όλα τά φώτα της αναµµένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόµητος, πλέων, εν πυκνώ σχηµατισµώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσµου. Ο Ανδρέας Σπερχής µόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούµενος τής ερηµιάς, ήθελε να βηµατίση µόνος του εις εν εκ τών καταστρωµάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγµατι λαµπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήν ώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς µετριασµόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του. Ω, πόσον διαφορετικόν θα ηµπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής µε σπαραγµόν, ενώ εβηµάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάµβανε ενδοµύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόµενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε µε σιωπηλήν περιπάθειαν, µεθυσκοµένη από τήν θέρµην τού έρωτός του, µε τήν ωραίαν της καστανήν κόµην κυµατίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωµοίαζε µε πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μποργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, µε τά επιµήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των µάτια της συλλαµβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς µαρµαρυγάς τών άστρων. Αντ' αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό µοναχικόν και µελαγχολικόν ταξίδιον, µε τήν πικρίαν ριζωµένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καµµίαν σαφή προοπτικήν µπροστά του, και µε τήν έµµονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εµφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης µόνον, τό τελευταίον τούτο δίµηνον τού µαρτυρίου του. Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας µην ήτο πλέον ο προγεγραµµένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιµηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσµον. Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηµατισµούς εις τό κατάστρωµα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκοµένου µακράν από τό άµεσον φως τών φανών, και µε ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθµικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασµόν, που προεκάλουν µε τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου. Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όµως η ηµέρα είχε ανατείλει! Εν άρωµα από γαρδένιες και γαζίες εγέµιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιµήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγµα τούτο ήτο σαν µία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, µίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευοµένης, ή εις τούς µαστούς και τό αιδοίον µίας γυναικός ερωτευµένης, που, κατόπιν µακράς αναµονής, συνευρίσκεται µε τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιµύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύµατα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα

Page 116: Megas Anatolikos 1 Tomos

116

προµηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυµαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης µιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εµφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου. « Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθηµα όλβου και µια γαλανή γαλήνη εγέµισαν τώρα τήν µέχρι προ ολίγου ακόµη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιµονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις µίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυµαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, µε καστανά µαλλιά και βελούδινα µάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόµενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη. Ήτο ακόµη νύξ. Από µίαν αίθουσαν µακρυνήν ηκούετο µουσική χορού. Η ορχήστρα έπαιζε ένα βαλς. Η καρδία τού τεθλιµµένου Έλληνος εσφίχθη εκ νέου. Ήτο λοιπόν µόνον όνειρον αυτό που είδε . . . Γρήγορα, ως χείµαρρος ακατάσχετος, ή ως ανερχοµένη πληµµυρίς, η απελπισία ήρχισε πάλιν να τόν κατακλύζη. Μία ποµφόλυξ διαµαρτυρίας, βαρεία και τροµερά εξωγκωµένη, ανήρχετο από τά σπλάχνα του και έτεινε να εκραγή. Ο Έλλην ποιητής εστάθη εις τούς πόδας του αποτόµως και ήνοιξε τό στόµα του δια να κραυγάση. Αίφνης µία λέξις, µία λέξις κόκκινη σαν αίµα εκτοξευόµενον από κοµµένην καρωτίδα εξήλθε από τό στόµα του και αντήχησε µέσα εις τήν νύκτα. ∆ια πρώτην φοράν εις τήν ζωήν του, ο Ανδρέας Σπερχής εφώναζε: « Αµάν! » Την ιδίαν στιγµήν, εις τό θαµπόν φέγγος τής µεµακρυσµένης αυτής γωνίας τού καταστρώµατος, όπου είχε καταφύγει, εις µεγάλην απόστασιν από τήν άµεσον φωτοχυσίαν τών φανών, ο Έλλην ποιητής διέκρινε µίαν σκοτεινήν µορφήν που προχωρούσε µε χιλίας προφυλάξεις. Προερχοµένη από εν ζοφερόν σηµείον τού πλοίου, όπισθεν ενός ιστού, και αθορύβως κινουµένη, η σκοτεινή µορφή κατηυθύνετο προς αυτόν ως φάσµα. Τώρα που είχε πλησιάσει περισσότερον, διεγράφετο καθαρώτερα τό περίγραµµά της. Ήτο µία γυνή που έφερε ένα βαθύπτυχον µαύρον φόρεµα ποδήρες, µε κάλυµµα τής κεφαλής, ένα φόρεµα ελάχιστα διαφέρον από ντόµινον ή ράσον δυτικού καλογήρου, αλλ' άνευ ζώνης ή σχοινιού εις τήν µέσην. Ο Ανδρέας Σπερχής διηρωτήθη, προς στιγµήν, αν έβλεπε πάλιν όνειρον. Γρήγορα όµως επείσθη ότι η εγρήγορσίς του ήτο πλήρης και ότι δεν επρόκειτο περί ενυπνίου, άλλα περί πραγµατικότητος απτής. Όταν έφθασε εις απόστασιν 4 ή 5 µέτρων από τού σηµείου όπου ευρίσκετο ο ποιητής, η µυστηριώδης µορφή ύψωσε τήν δεξιάν της και τού ένευσε να πλησίαση. Προφανώς εφοβείτο ότι πέραν αυτού τού σηµείου, δεν θα επρόφθανε να αποσυρθή, δια να κρυφθή εις τό πυκνότερον σκότος, εις περίπτωσιν αδοκήτου εµφανίσεως άλλων προσώπων εις τό κατάστρωµα τούτο, διατρέχουσα ούτω τόν κίνδυνον να αναγνωρισθή. Ο Έλλην ποιητής, µη γνωρίζων τι να υπόθεση, επλησίασε τήν µυστηριώδη γυναίκα. Η µελανειµονούσα ήτο µάλλον υψηλή και εφαίνετο να έχη ωραίον αγαλµατώδες σώµα. Πέραν τούτου, ο Σπερχής δεν ηδυνήθη να διακρίνη τίποτε άλλο, διότι η µυστηριώδης γυνή, πλην τού µαύρου ενδύµατος, έφερε και προσωπίδα τού αυτού χρώµατος και εις τάς χείρας της έφερε µαύρα χειρόκτια. Αίφνης η καρδία τού ποιητού εσκίρτησε εις τό στήθος του. Με µίαν απότοµον κίνησιν τών χειρών της, η µελανειµονούσα έσυρε δεξιά και αριστερά επί τού στήθους της τό άνω µέρος τού παραδόξου φορέµατός της. ∆ια µιάς

Page 117: Megas Anatolikos 1 Tomos

117

απεκαλύφθησαν εις τό ηµίφως, στρογγυλοί και ωραίοι, οι δύο ευµεγέθεις, κατάλευκοι και ελαστικοί µαστοί της, διότι η γυναίκα αύτη δεν έφερε τίποτε από κάτω. Ο Έλλην ποιητής τήν εκοίταξε άναυδος. Η µυστηριώδης γυνή, αφού τόν άφησε να ιδή και να θαυµάση, επί τινα χρόνον, τά σφαιρικά ταύτα θέλγητρα, εκάλυψε τό στήθος της. Έπειτα, ρίπτουσα εν βλέµµα πέριξ αυτής και βλέπουσα ότι ουδείς άλλος ευρίσκετο εις τό σηµείον εκείνο τού καταστρώµατος, µε µίαν ταχείαν κίνησιν τής αριστεράς χειρός της, ύψωσε τό φόρεµά της µέχρι τού οµφαλού και ανοίγουσα τά σκέλη της, έδειξε τό αιδοίον της εις τόν κατάπληκτον Σπερχήν. Παρά τόν σφοδρόν του έρωτα δια τήν Βεατρίκην, ο Έλλην δεν ηδυνήθη να απόσπαση τό βλέµµα του από τόν πολύτιµον ερωτικόν θησαυρόν τής εκθέτιδος, όπως, προ ολίγου, δεν ηδυνήθη να µη κοιτάξη, µαγευµένος, τούς σφύζοντας µαστούς της. Και ενώ παρετήρει έκθαµβος τό µουνί τής γυναικός αυτής, πέριξ τού οποίου εχλόαζε τό πυκνόµαλλον δέρας τής ηβικής της χώρας, αίφνης η µυστηριώδης επιβάτις έθεσε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς της εις τήν οπήν τού αιδοίου της και ήρχισε να τόν κινή εκεί εµπρός και οπίσω, τουτέστιν µέσα-έξω, κατά τρόπον εµφαίνοντα ότι ήθελε να γαµηθή. Επί τινα χρόνον ακόµη, η µελανειµονούσα, ήτις δεν είχε προφέρει, µέχρι τούδε, ούτε µίαν λέξιν, εξηκολούθησε να επιδεικνύη τό αιδοίον της εις τόν Σπερχήν, χωρίς να παύση τήν αυνανιστικήν χειρονοµίαν που έκαµνε εις τήν µουνότρυπάν της. Ο ποιητής εµβρόντητος τήν παρετήρει και η καρδία του, παρά τήν θλίψιν που τόν κατείχε, ήρχισε να κτυπά κατά τρόπον φρενήρη. Άκρως φιλήδονος όπως ήτο, είχε γνωρίσει πολλάς περιπέτειας και είχε συµπράξει ερωτικώς µε παντοειδείς γυναίκες, νεανίδας και µε πολλά κοράσια, µεταξύ τών οποίων συγκατελέγοντο και 4-5 εκθέτιδες, άλλα ουδέποτε δεν τού έτυχε περιπέτεια τόσον µυστηριώδης και παράδοξος ως η παρούσα. Εκείνην τήν στιγµήν διηρωτήθη αν η προσωπιδοφόρος άγνωστος ήτο µόνον εκθέτις και αυνανίστρια, ή µήπως ήθελε επί πλέον, και µάλιστα αµέσως, να γαµηθή. Η απάντησις ήλθε σχεδόν πάραυτα, σαφής και κατηγορηµατική. Η λάγνος γυνή άφησε τό φόρεµά της να καταπέση αιφνιδίως και ετέντωσε τόν δείκτην τής δεξιάς της προς τόν Σπερχήν, τόν έστρεψε κατόπιν προς τό στήθος της, δεικνύουσα τόν εαυτόν της και έπειτα, κλείουσα σφικτά τήν αριστεράν παλάµην της, ήρχισε να κινή τόν δείκτην τής δεξιάς της εντός τής κλειστής αριστεράς, όπως κάµνουν όσοι θέλουν να παραστήσουν ή να υπαινιχθούν σιωπηρώς τήν πράξιν τής συνουσίας. ∆εν υπήρχε λοιπόν καµία θέσις δι' αµφιβολίαν. Μήπως η άγνωστος κυρία —εσκέφθη ο Σπερχής— δεν ήτο µόνον εκθέτις, δεν ήτο µόνον αυνανίστρια τού κόλπου ή τής κλειτορίδος, άλλα ήτο και µία Μεσσαλίνα που εξήρχετο και ενήργει κατ’ αυτόν τόν τρόπον, ουχί δια να επίδειξη απλώς τά πλέον απόκρυφα θέλγητρά της, ή δια να αυνανισθή ενώπιον τρίτων, αλλά δια να γαµηθή από πάντα βουλώµενον να τήν πλησίαση. Αίφνης µία ιδέα εφώτισε τόν νούν του. Η γυναίκα αυτή είχε τό ίδιον ανάστηµα µε τήν Βεατρίκην. Τά στήθη της, µολονότι ήσαν µεγαλύτερα, εφαίνοντο να έχουν τό ίδιον σφρίγος που εµάντευε, όταν ευρίσκετο πλησίον της, ότι είχαν τά στήθη τής Αθηναίας κόρης. Ίσως —εσκέπτετο τώρα ο Σπερχής—, ίσως να κατώρθωνε να αυξήση µε τήν φαντασίαν του ακόµη περισσότερον τήν αναλογίαν ή τήν οµοιότητα αυτής τής γυναικός, τήν έστω και µερικήν, µε τήν νεάνιδα τών Αθηνών. Επί πλέον, η γυναίκα αυτή, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα, θα ανήκε εις υψηλήν ή και υψηλοτάτην τάξιν, µη επιθυµούσα να αναγνωρισθή καθόλου µέχρι τέλους, τόσον δι’ αυτόν όσον και δι' άλλους

Page 118: Megas Anatolikos 1 Tomos

118

ευνόητους λόγους, ίσως να µην απέσπα ούτε προς στιγµήν τήν µάσκαν της από τό πρόσωπόν της. Υπό τοιαύτας συνθήκας —εξηκολούθησε να σκέπτεται ο Έλλην ποιητής— ίσως, δι' ολόκληρον νύκτα, ή, δι' ολίγας στιγµάς, να επλησίαζε εις τάς αγκάλας τής αγνώστου προσωπιδοφόρου, δια τής ψευδαισθήσεως, δια τού παραληρήµατος, τήν Αθηναίαν κόρην που απεποιήθη τόν φλογερόν του έρωτα. Εν ριπή οφθαλµού, ο Έλλην ποιητής έλαβε τήν απόφασίν του. Έχων πείραν τών εκθετών και τών ποικίλων αντιδράσεών των, δια µιάς ταχείας κινήσεως τής χειρός του εξήγαγε τήν ψωλήν του, που είχε ήδη αρχίσει να εξογκούται, και έκαµε µε τήν κεφαλήν εν νεύµα καταφατικόν, δια να δώση εις τήν άγνωστον να εννοήση ότι ανταπεκρίνετο εις τάς σιωπηλάς, άλλα τόσον εκφραστικάς λαγνικάς προτάσεις της. «Αααχ!» ανεφώνησε δυνατά η µελανειµονούσα, µόλις αντίκρυσε τό πελώριον πέος τού Ανδρέου, και ύψωσε πάραυτα τάς χείρας της, ωσάν να ήθελε να κατάπνιξη τήν ισχυράν ιµερικήν κραυγήν που τής διέφυγε. Ήτο όµως αργά. Η κραυγή είχε αντηχήσει ευκρινώς µέσα εις τήν νύκτα, πλήρης λαγνείας, πλήρης λαχτάρας, πλήρης θαυµασµού, σαν σάλπισµα ηδονής και καύλας. Την ιδίαν στιγµήν τό πέος τού Ανδρέου Σπερχή ωρθώθη εις πλήρη στύσιν. Και ήτο αληθώς θαυµασία η ψωλή τού Έλληνος ποιητού. Αι διαστάσεις της ήσαν καταπληκτικαί. Εκτός δε τού τεραστίου µεγέθους της και τού εξαιρετικού της σφρίγους, εφαίνετο αµέσως ότι ήτο προικισµένη µε δύναµιν ασυνήθη. Εν τώ συνόλω η ψωλή αυτή, ο πούτσος αυτός ο µέγας, ενθύµιζε πολύ πέος ίππου επιβήτορος εν στύσει. « Αααχ! » έκαµε πάλιν δυνατά και µε έγκαυλον περιπάθειαν η άγνωστος κυρία, χωρίς να υψώση τήν φοράν ταύτην τάς χείρας της εις τό στόµα. Κατόπιν τούτου όµως, έµεινε σιωπηλή, αποφεύγουσα να µιλήση, ώστε να µην καταστήση, προφανώς, ευκολωτέραν εν τώ µέλλοντι τήν ανακάλυψιν τής ταυτότητός της. Και ενώ µέχρι τής στιγµής εκείνης, η µυστηριώδης γυνή ενήργει αδιστάκτως, τώρα εφάνη προς στιγµήν να διστάζη. Πράγµατι, η µελανειµονούσα προσωπιδοφόρος εδίσταζε, διότι διάφοροι σκέψεις περνούσαν από τόν νουν της. ∆εν ήξευρε πώς να ερµηνεύση τήν χειρονοµίαν τού Σπερχή, καθώς και τό νεύµα τής κεφαλής του. Τί εννοούσε ο εις απόστασιν ολίγων µέτρων ιστάµενος επιβάτης; Ήθελε να τήν γαµήση; Ήθελε να τού κάµη εκείνη µαλακίαν; Ήθελε απλώς να τής επίδειξη τήν ψωλήν του ως εκθέτης και οπτεύων βλέπτης, εις ανταπόδοσιν τών ιδικών της επιδείξεων και χειρονοµιών; Πάντως δεν τής εφαίνετο ότι ο άνδρας αυτός ήθελε να κάµη µόνος του µαλακίαν ενώπιόν της, αφού παρ' όλον ότι τό τεράστιον πέος του επάλλετο µε µεγάλην δύναµιν εις τόν αέρα, εν τούτοις, δεν τό έτριβε, ούτε τό ήγγιζε καν. Μήπως ήτο εξ εκείνων τών εκθετών-βλεπτών, που βλέποντες τό αντικείµενον τού ιµέρου των, χύνουν εντός ολίγου χρόνου αυτοµάτως; Αλλά τότε, δεν θα έπρεπε, είτε δια νεύµατος, είτε δια παρακλήσεως, ο άνδρας αυτός να τής ζήτηση να τού δείξη πάλιν τό µουνί και τά βυζιά της; ∆ια να διευκρινισθή πλήρως, τι ήθελε να κάµη αυτός ο άνδρας, η άγνωστος κυρία παραµέρισε τελείως τό εµπρόσθιον µέρος τού φορέµατός της, και επιδεικνύουσα τήν φοράν ταύτην συγχρόνως τό ερωτικόν της όργανον και τά βυζιά της, εκίνησε επί τινα χρόνον τήν δεξιάν της χείρα εµπρός εις τό µουνί της, όπως κάµνουν οι άνδρες όταν τρίβουν τά πέη των αυνανιζόµενοι. Κατόπιν άφησε τό φόρεµά της να πέση πάλιν, και αµέσως επανέλαβε τήν χειρονοµίαν που είχε κάµει προ ολίγου, µε τόν δείκτην τής δεξιάς της εις τήν κλειστήν παλάµην τής αριστεράς. Έπειτα, δια καταλλήλων ερωτηµατικών νευµάτων τής

Page 119: Megas Anatolikos 1 Tomos

119

κεφαλής και τών χειρών, έδωσε εις τόν Έλληνα να εννοήση ότι ζητούσε να µάθη τι επιθυµούσε εκείνος — να τόν µαλακίση, ή, όπως τό ήθελε η ιδία και όπως τού τό έδειξε όσον ηµπορούσε σαφέστερα, προ ολίγου, προτιµούσε και αυτός να τήν γαµήση εκεί, επί τόπου, ή κάπου άλλου όχι µακρυά από τό σηµείον εκείνο. Η αλήθεια είναι ότι ο Ανδρέας Σπερχής εσκέπτετο πάλιν τήν Βεατρίκην. Εις τήν θέσιν τής µυστηριώδους γυναικός που ίστατο απέναντι του, έβλεπε τώρα τήν Αθηναίαν κόρην, φανταζόµενος ότι εδείκνυε εις εκείνην και όχι εις τήν άγνωστον προσωπιδοφόρον τήν εν στύσει τεραστίαν ψωλήν του, και ότι έπραττε τούτο, ουχί επί ενός καταστρώµατος τού « Μεγάλου Ανατολικού », αλλά εις ένα ροδώνα τού λεκανοπεδίου τής Αττικής, µε πρόσθετον παρουσίαν πανσελήνου, ή, εις τόν παρά τά βασιλικά ανάκτορα µεγάλον κήπον, εν Αθήναις, λέγων µε περιπάθειαν εις τήν Βεατρίκην : « Για δες, αγάπη µου, τήν ψωλή µου . . . Για δες την, πώς καύλωσε για σένα ...» ενώ τό ρωµαλέον γεννητικόν του όργανον, όρθιον, µακρύ, χονδρόν και εξωγκωµένον, επάλλετο εις τόν αέρα αγρίως, υπό τό έναστρον στερέωµα, που τήν στιγµήν εκείνην τό έβλεπε ο Ανδρέας µε τήν φαντασίαν του, να καλύπτη ουχί τό µέγα υπερωκεάνειον και τόν Ατλαντικόν, αλλά τήν Ελληνίδα γην. Χωρίς αυτήν τήν στιγµιαίαν ρέµβην, ο Έλλην ποιητής θα είχε ορµήσει προς τήν µυστηριώδη εκθέτιδα, που τού είχε κάµει τήν υψηλήν τιµήν, τήν συγκλονιστικήν, να τού επιδείξη τά πλέον απόκρυφα θέλγητρα τού σώµατός της, όπως θα είχε κάµει, πάραυτα, εις πάσαν άλλην εποχήν τής ζωής του, χωρίς καµµίαν ανάγκην διευκρινήσεων, χωρίς κανένα δισταγµόν η αµφιταλάντευσιν, χωρίς κανένα « µούπες-σούπα », εξαρτών τό τι θα ελάµβανε χωράν, µεταξύ αυτού και οιουδήποτε στόχου τού ίµερου του, κυρίως εκ τής ιδικής του πρωτοβουλίας εν τή αµέσω δράσει. Αλλά και κατά τήν στιγµήν ταύτην, δεν ήργησε πολύ να κινηθή. Ολίγα δευτερόλεπτα µετά τά νεύµατα και τάς χειρονοµίας τής αγνώστου, ο Ανδρέας Σπερχής, εξερχόµενος από τόν ρεµβασµόν του, ανέλαβε τήν πρωτοβουλίαν, προσπαθών συνάµα να προβάλη επί τής µυστηριώδους ερωτοµανούς όσον τό δυνατόν πληρέστερα τήν εικόνα τής Βεατρίκης, ως είχε αυτή αποτυπωθεί εις τήν ερωτευµένην ψυχήν του. Χωρίς άλλην σκέψιν παρά τό πώς να ηδονισθή όσον τού τό επέτρεπαν περισσότερον αι ιδιάζουσαι συνθήκαι, τουλάχιστον εις τάς αγκάλας τής αγνώστου επιβάτιδος, θωπεύων, θωπευόµενος και γάµων αυτήν, ο Έλλην ποιητής έθεσε τήν δεξιάν του επί τού ογκώδους πέους του, ύψωσε και κατεβίβασε τήν πόσθην 5-6 φοράς, και έπειτα, αφήνων τήν ψωλήν του να πάλλεται και να σκιρτά εις τόν αέρα, επανέλαβε τήν χειρονοµίαν που είχε κάµει δύο φοράς η µελανειµονούσα µε τόν δείκτην τής δεξιάς της εντός τής κλειστής αριστεράς, δίδων εις τήν εκθέτιδα να εννοήση ότι επιθυµούσε και αυνανισµόν και συνουσίαν µαζύ της. Κάτι σαν καταπνιγόµενος λυγµός φλογέρας λαγνείας, που προήρχετο από τήν µυστηριώδη γυναίκα ηκούσθη, και η άγνωστος επιβάτις τού ένευσε να πλησίαση. Και χωρίς τό νεύµα, ο Ανδρέας Σπερχής θα είχε ορµήσει προς τήν λάγνον Μεσσαλίναν. Εις περίπτωσιν δε που η κυρία αυτή, αντί να επιζητή να γαµηθή, απεπειράτο να αντισταθή, βέβαιον ήτο ότι, εις τήν κατάστασιν που ευρίσκετο ο Σπερχής, θα τήν είχε οπωσδήποτε βιάσει. Μόλις τήν επλησίασε, η µυστηριώδης επιβάτις τόν ωδήγησε εις ένα σηµείον πολύ σκοτεινόν, όπισθεν ενός µεγάλου σπιραγίου, και αφαιρούσα εκεί τά δερµάτινα χειρόκτιά της εν σπουδή, αφού εσήκωσε τό µαύρον προ τού στόµατός της ύφασµα τής

Page 120: Megas Anatolikos 1 Tomos

120

προσωπίδας, εφίλησε µε περιπάθειαν τήν ψωλήν του, και ήρχισε κατόπιν να τήν αυνανίζη, ενώ ο Σπερχής, δια τής µιάς χειρός της έτριβε τά βυζιά και δια τής άλλης τό µουνί της. Καίτοι ο Έλλην ποιητής εδοκίµαζε ασυγκρίτως µεγαλυτέραν και πληρεστέραν ηδονήν γάµων παρά αυνανιζόµενος, ή υφιστάµενος µαλακίαν, και µολονότι, ως άριστος επιβήτωρ που ήτο, θα προτιµούσε απολύτως, υπό αλλάς συνθήκας, να συνουσιασθή µε τήν προσωπιδοφόρον, παρά να τόν αυνανίση εκείνη, σήµερον ήθελε πολύ τήν µαλακίαν, διότι, η πράξις αυτή, θα τού παρείχε περισσότερον και ανετώτερον τήν δυνατότητα να εκµεταλλευθή νοερώς και να επεξεργασθή τάς λαγνικάς φαντασιώσεις τάς οποίας ήθελε να εξυφάνη καθ' όλην τήν διάρκειαν τής λιβιδινικής συνεργασίας του µε τήν άγνωστον γυναίκα, µε αντικείµενον ερωτικόν εν τώ προσώπω της τήν Αθηναίαν κόρην. Ούτω, ο Ανδρέας Σπερχής, όχι µόνον αφέθη εις τήν επιδαψίλευσιν τών αυνανιστικήν θωπειών, αλλ' επεδίωκε να άντληση απ' αυτάς τό ανώτατον όριον τής ηδονής, τής δια τής φαντασίας του υποκαταστάσεως τής µελανειµονούσης Μεσσαλίνας υπό τής Βεατρίκης, προτιθέµενος να συνουσιασθή κατόπιν και να απολαύση τό αποκορύφωµα τής ηδονής, γάµων εν τέλει τήν εκθέτιδα, διότι, η άµεσος και πλήρης κατοχή τού σώµατός της, δια τής εισδύσεως εις τό γεννητικόν της όργανον, εάν ελάµβανε χώρα προ τού αυνανισµού, δεδοµένου ότι η περιπέτεια αύτη, εις τό κατάστρωµα, δεν θα ήτο, κατά πάσαν πιθανότητα, πολύ µεγάλης διαρκείας, ίσως να τόν ηµπόδιζε εις τήν όσον τό δυνατόν πλέον εντατικήν απόλαυσιν τών πλασµατικών του παραστάσεων, γύρω από τό πρόσωπον τής Βεατρίκης, κατά τόν χρόνον τής συµπράξεώς του µε τήν λάγνον προσωπιδοφόρον. Και ενώ ο Σπερχής εθώπευε τά στήθη και τό αιδοίον τής αγνώστου, η εκθέτις εξηκολούθει να τρίβη τήν ψωλήν του µε µεγάλην επιδεξιότητα, οτέ µεν επιταχύνουσα, οτέ δε επιβραδύνουσα τόν ρυθµόν τού αυνανισµού, δια να τόν επιταχύνη εν καιρώ εκ νέου. Εντός ολίγου, ο Σπερχής ήρχισε να αναστενάζη. Τό είδωλον τής Βεατρίκης ήτο ζωηρότατα παρόν εις τήν φαντασίαν του. Τά οράµατά του ανεπτύσσοντο αισίως, υποδαυλιζόµενα ηδονικώς και διηνεκώς από τόν ερωτικόν του οίστρον, και από τήν µαλακίζουσαν αυτόν άγνωστον γυναίκα. Τά βυζιά που έτριβε ήσαν πολύ ωραία. Τό µουνί που εµαλάκιζε ήτο εξαίσιον. Η εκθέτις ήτο πολύ φιλήδονος. Όµως δια τόν Ανδρέαν Σπερχήν, η άγνωστος γυνή δεν ήτο η προσωπιδοφόρος, δεν ήτο η µυστηριώδης επιβάτις, άλλα η Βεατρίκη. Μία µακρά αλληλουχία ερωτικών εικόνων, που ήρχιζαν εις τήν φλεγοµένην φαντασίαν τού Έλληνος µε αβράς φιλοφρονήσεις και εξειλίσσοντο εις αρχικώς ελαφράς ερωτοτροπίας, κατόπιν δε εις ζωηρώς ηδυπαθείς τοιαύτας, και, τέλος, εις πράξεις εξαιρετικής λαγνείας, µε τήν Βεατρίκην σφαδάζουσαν από ηδονήν, και οτέ µεν ζητούσαν έλεος, οτέ δε εκλιπαρούσαν και άλλην, παρήλαυναν εις τόν νούν του, ενώ εις τήν πραγµατικότητα η άγνωστος ταξιδιώτις εξηκολούθει να αυνανίζη ενδελεχώς τόν ποιητήν, αναστενάζουσα και αύτη µαζύ του. Και καθώς τήν ηυνάνιζε και εκείνος, ιστάµενος προ αυτής, εις τό έρηµον τούτο σηµείον τού τεραστίου πλοίου, υπό τήν µαγείαν τών αστέρων και µέσα εις τήν αυροφίλητον ηδυπάθειαν τής εαρινής ατλαντικής νυκτός, αι στοναχαί και αι αναφωνήσεις τού ηδονιζοµένου ζεύγους εγέµιζαν τόν πέριξ τού σπιραγίου χώρον, συνυφαινόµεναι εις µίαν συνταρακτικήν, εις µίαν εξαισίαν αρµονίαν λαύρως ερωτικήν. « Αααχ! . . . Ωωωχ! . . . Ωωωωωχ! . . . Αααααχ! . . . » έκαµνε κάθε τόσον ο Έλλην ποιητής.

Page 121: Megas Anatolikos 1 Tomos

121

« Ωωω! . . . Ωωω! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . » έκαµνε η µυστηριώδης προσωπιδοφόρος. Και η λαγνουργία, σύντονος, αλληλέγγυος και ζωηρά εξηκολούθει. Και ο γλυκασµός τού ζεύγους ηύξανε ολονέν. Ο Ανδρέας Σπερχής τώρα ηγωνίζετο να συγκρατηθή επί τινα εισέτι χρόνον τήν ανερχοµένην γρήγορα πληµµυρίδα τού ψωλοχύµατός του, και να επιβραδύνη τήν εξακόντισιν τού σπερµατικού οπού του, ώστε να παρατείνη όσον τό δυνατόν τήν εκµετάλλευσιν τής ηδονής και τήν επεξεργασίαν της δια τής φαντασίας του, αλλά ο αυνανισµός είχε ήδη διαρκέσει επί µακρόν και πάσα περαιτέρω αναχαίτισις τής υπερωρίµου και επί θύραις ευρισκοµένης εκσπερµατίσεώς του ήτο δυσκολωτάτη. Τέλος, ο ποιητής, µη δυνάµενος πλέον να συγκρατήση τόν ερωτικόν του πίδακα, εξετόξευσε τό σπέρµα του εις πολλάς και αλλεπαλλήλους ορµητικάς ριπάς επί τής λευκαζούσης εις τό σκότος κοιλίας τής ασπαιρούσης προσωπιδοφόρου. « ΑΑΑΧ!. . . ΑΑΑΑΑΧ!. . . ΑΑΑΑΑ!. . . ΑΑΑΑΑ!. . . » έκαµε πολύ δυνατά ο ποιητής, χάνων σχεδόν τελείως τόν έλεγχον επί τού εαυτού του. Παρ' ολίγον, µάλιστα, να εφώναζε « Βεατρίκη ! Βεατρίκη ! . . . » διότι, ενώ τό σπέρµα του εξηκοντίζετο εις µεγάλην ποσότητα ανάµεσα από τά δάκτυλα τής εξακολουθούσης τήν πρόστριψιν τής πούτσης του µυστηριώδους επιβάτιδος, ο Ανδρέας έβλεπε εν τή φαντασία του ότι έχυνε ουχί επί τής κοιλίας τής αυνανιστρίας του, άλλα επί τών ωραίων βυζιών τής Αθηναίας κόρης. Και ενώ ο ερωτικός χυµός τού ποιητού έπιπτε άφθονος και θερµός, αρχικώς επί τής κοιλίας της και, ευθύς µετά, επί τών χειλέων τού µουνιού της, προς τό όποιον κατηύθυνε τό υπερσφύζον γεννητικόν µόριον τού Έλληνος, προβάλλουσα συγχρόνως όσον τό δυνατόν περισσότερον τήν ηβικήν της χωράν, και ενώ ο σπερµατικός όµβρος τού ανδρός επότιζε τό εφήβαιον και τό µουνί της, και κατέβρεχε και τά κινούµενα εκεί δάκτυλά του, έχυνε και αύτη κά-µνουσα δυνατά : « ΑΑΑΧ! . . . ΑΑΑΑΑΧ! , . . » και « ΩΩΩΩΩ ! ... ΑΑΑΑΑ! ... » µαζύ του, χωρίς να είναι εις θέσιν, ούτε αυτός ούτε εκείνη, να καταπνίξουν, ή να περιορίσουν δια λόγους ασφαλείας, τήν ηχηρότητα τών στόνων και τών αναφωνήσεων, που η ηδονή τήν οποίαν εδοκίµαζαν και οι δύο τούς ηνάγκαζε να εκβάλλουν. Αίφνης ο Ανδρέας Σπερχής, µε τήν τελευταίαν ριπήν τού ψωλοχυµού που ανέβλυζε από τόν εξωγκωµένον πέος του, έσφιξε µετά µανίας µε τήν άλλην χείρα του τά στήθη τής προσωπιδοφόρου, και προφέρων τό γλυκύ όνοµα, που προ ολίγου είχε κατορθώσει να µην τό αφήση να εξέλθη εκ τών χειλέων του, εκραύγασε δυνατά, µε πάθος και λαγνείαν : « Βεατρίκη µου ! . . . Βεατρίκη µου ! . . . ΑΑΑΑ ! . . . ΑΑΑΑΑ! ... ΑΑΑΑΑΧ!.. . » Τέλος, οι δύο άγνωστοι µεταξύ των ερασταί, εστάθησαν ακίνητοι και ασθµαίνοντες µέσα εις τήν νύκτα. Τήν ιδίαν στιγµήν ηκούσθησαν βήµατα σπεύδοντας γοργά κυνός, όστις κατηυθύνετο εκ τού φωτιζοµένου µέρους τού καταστρώµατος προς τούτο τό βυθισµένον εις τό σκότος σηµείον, όπου ευρίσκοντο οι δύο λαγνουργούντες, και σχεδόν αµέσως επλησίασε ο κύων. Ήτο ο µέγας µολοσσός τής Τζέην Μπόσουελ, που προχωρούσε µε βήµα ταχύ και απλωτόν, σταµάτων εδώ και εκεί και οσφραινόµενος, οτέ µεν τό δάπεδον, οτέ δε τά ξύλινα κτίσµατα και τά υπερπήγµατα, ή τά σιδηρά και ορειχάλκινα κιγκλιδώµατα τού καταστρώµατος, σηκώνων πότε τόν ένα και πότε τόν άλλον οπίσθιον πόδα του, και ουρών ολίγον εδώ και ολίγον εκεί, κατά τόν τρόπον τών αρρένων σκύλων. Τέλος, προσήγγισε εις τό σηµείον όπου ανεπαύοντο ασθµαίνοντες ακόµη οι δύο ερασταί, και, ωσάν να έβλεπε εξ ίσου εις τό σκότος, όσον και εις τό φως, αµέσως κατηυθύνθη προς αυτούς, οδηγούµενος δια τής οσφρήσεως, και αφού εµύρισε τά γεννητικά των όργανα, τά όποια είχαν

Page 122: Megas Anatolikos 1 Tomos

122

καλύψει εν τώ µεταξύ και οι δύο, ήρχισε να οσφραίνεται τό προ αυτών σανίδωµα, έως που, εύρων όσον από τό σπέρµα τού Σπερχή είχε πέσει εκεί, τό συνέλεξε µε πλαταγίσµατα τής γλώσσης του ηχηρά και λαίµαργα, και τό κατέπιε. Πριν τελείωση εντελώς, ηκούσθη µία διαυγής γυναικεία φωνή να κράζη εξ αποστάσεως : « Μπόµπυ . . . Μπόµπυ .... Μπόµπυ . . . » Εις τήν δευτέραν εκφώνησιν τού ονόµατός του, ο µέγας κύων επεράτωσε τήν περισυλλογήν και τήν κατάποσιν τού ψωλοχύµατος, και µε τήν τρίτην, εγκατέλειψε τόν χώρον αυτόν και τούς δύο εραστάς, και έσπευσε προς τήν κυρίαν του, µε γαύρον και ευδιάθετον καλπασµόν, σείων µε κέφι τήν ουράν του. Γρήγορα έσβησε ο ήχος τού καλπασµού τού σκύλου. Η ωραία διαυγής φωνή τής Τζέην δεν ηκούσθη πλέον. Επί τινα χρόνον ο Ανδρέας Σπερχής και η µελανειµονούσα προσωπιδοφόρος εστάθησαν ακόµη εκεί, τείνοντες τά ώτα µε ανησυχίαν, έτοιµοι να αλλάξουν θέσιν και να καταφύγουν άλλου δια τήν εξακολούθησιν τών ερωτοπραξιών των, εις περίπτωσιν που η καλέσασα τόν µολοσσόν γυνή ή άλλος τις ήθελον πλησιάσει. Ολίγα λεπτά ακόµη διήρκεσε η αναµονή. Έπειτα ο Ανδρέας Σπερχής εξήγαγε εκ νέου από τήν περισκελίδα του τόν πούτσον του, που ήδη ήρχιζε να εξογκούται πάλιν, και παραµερίζων τό φόρεµα τής µυστηριώδους γυναικός, έψαυσε πρώτον τούς µαστούς της και ακολούθως τό µουνί της. Κατόπιν, λαµβάνων µίαν χείρα της, τήν έκλεισε και εκίνησε εντός αυτής τόν δείκτην τής δεξιάς του, δίδων εις τήν εκθέτιδα να εννοήση, ότι τώρα ήθελε να τήν γαµήση. Είναι, αληθές ότι ο Έλλην ποιητής, έχων πάντοτε κατά νούν τήν ωραίαν Αθηναίαν, τήν γλυκυτάτην Βεατρίκην, επρόκειτο οπωσδήποτε να συνουσιασθή µε τήν προσωπιδοφόρον, ολίγον µετά τήν υπ' αυτής αυνάνισίν του, αλλά δύναται τις να είπη, ότι η νέα διέγερσις τού ιµέρου, τόσον αυτού, όσον και τής αγνώστου γυναικός, επεταχύνθη και επήλθε τόσον ραγδαίως µετά τήν λαγνικώς λαίµαργον πράξιν τού µολοσσού ενώπιον των, ώστε αµφότεροι η-σθάνοντο επιτακτικήν ανάγκην να συνουσιασθώσι αµέσως. Η φιλήδονος ταξιδιώτις, µόλις ησθάνθη τάς ψαύσεις τού Έλληνος ποιητού εις τά βυζιά της και τάς κινήσεις τού δακτύλου του εις τήν κλειστήν παλάµην της, έπεσε πάραυτα εις τά γόνατά της και αυνανιζοµένη µανιωδώς µε τήν δεξιάν της, ήρχισε να γλείφη, να γλωττίζη και να πιπιλίζη µε φλογεράν ηδυπάθειαν τήν τεραστίαν ψωλήν του, πιέζουσα συγχρόνως απαλά τούς ογκώδεις όρχεις του µε τήν αριστεράν της, ενώ τό ήδη τροµερά εξωγκωµένον πέος τού Έλληνος, βαρύ και στιβαρόν, µόλις τό ήγγισαν τά χείλη τής αγνώστου, ωρθώθη εκ νέου εις πλήρη στύσιν, και εγέµισε, δια τής χονδρής βαλάνου του και µόνον, τό λίαν ανοιγµένον στόµα τής λάγνου γυναικός. Ο Ανδρέας Σπερχής, σπαργών απέναντι της, µε τήν µίαν χείρα του τής εθώπευε τήν κόµην, και µε τήν άλλην τής έτριβε πάλιν τά βυζιά, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν έντασιν τού γλυκασµού που εδοκίµαζε. Αίφνης η µελανειµονούσα εξήγαγε τήν ογκωδεστάτην πούτσαν από τό στόµα της, ηγέρθη αποτόµως, και κύπτουσα επί τού φωταγωγού, προ τού οποίου είχε ενεργηθεί η αυνανιστική λαγνοπραξία, εσήκωσε τό ντοµινοειδές της φόρεµα, απεκάλυψε τόν κώλον της και ήνοιξε τά σκέλη της. Ο Σπερχής έκαµψε τά γόνατά του και εύρων, µετά σύντοµον ψάξιµον, τήν οπήν τού µουνιού της, εβύθισε τήν πελωρίαν ψώλαν του, και κρατών τήν άγνωστον από τήν µέσην, ήρχισε να κινείται όπισθέν της λυσσωδώς, γάµων αυτήν µε πάθος. Νέαι στοναχαί και αναφωνήσεις ηδονής τού Έλληνος ηκούσθησαν, ακόµη

Page 123: Megas Anatolikos 1 Tomos

123

ηχηρότεραι από τάς προηγουµένας, εις τάς οποίας προσετέθησαν οι αναστεναγµοί και αι αναφωνήσεις τής γαµουµένης προσωπιδοφόρου, ήτις εσφάδαζε και συνεστρέφετο, σείουσα ζωηρότατα τούς ελαστικούς λευκούς γλουτούς της, υπό τάς ισχυράς ωθήσεις και τάς παλινδροµικάς κινήσεις τού γαµέως της. Η λαγνική αύτη τρικυµία διήρκεσε επί δύο λεπτά ακόµη. Ο Έλλην ποιητής, φρενήρης από καύλαν, εκινείτο ως δαίµων όπισθεν της. Η άγνωστος µητροµανής ωλόλυζε. Η ηδονική έκβασις επλησίαζε. Αίφνης, µε µίαν ώθησιν ισχυροτέραν απ' όλας τάς άλλας, ο Ανδρέας Σπερχής έµεινε καρφωµένος µέχρι τής ρίζης τού υπερεξωγκωµένου γεννητικού οργάνου του εις τό µουνί τής λάγνου προσωπιδοφόρου, εξακοντίζων µέσα της βαθειά τό σπέρµα του. Τήν ιδίαν στιγµήν ηκούσθη µία δυνατή κραυγή εις τό σκότος. Μέσα εις τήν σιγήν τών πρώτων µεταµεσονυκτίων ωρών, που τήν ετάρασσε µόνον ο παφλασµός τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου, ο γδούπος τής έλικος και οι ολολυγµοί τών λαγνουργούντων, ο Έλλην ποιητής εκσπερµατίζων εκραύγαζε δυνατά κάτω από τ' άστρα : «Βεατρίκη µου! ,..Βεατρίκη µου! ... Σε γαµώ! ... Σε γαµώ! ... ΓΑΜΩ ΣΕ! ... » —

Page 124: Megas Anatolikos 1 Tomos

124

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10

Εις τό κατάστρωµα τής 3ης θέσεως, και εις τό σηµείον όπου έχουσα χάσει τάς αισθήσεις της είχε καταπέσει, η Υβόννη τώρα συνήρχετο. Η λιποθυµία της είχε διαρκέσει αρκετήν ώραν. Κατά τάς πρώτας στιγµάς τής επανόδου τών αισθήσεών της, η ατυχής νεάνις δεν ενεθυµείτο τίποτε απ' όσα είχε ιδεί να κάµνουν εκεί πλησίον ο Αιµίλιος Μπερτιέ και η Έθελ. Συνερχοµένη τώρα, ησθάνθη αρχικώς ένα κενόν. Η διάνοια της λειτουργούσε τόσον βραδέως, ώστε, σχεδόν, να αδρανή. Ολίγον κατ' ολίγον όµως, τό πνεύµα της, όπως και τό σώµα της, ήρχισαν να αντιδρούν ζωηρότερα και η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ εξήλθε από τήν αναισθησίαν, εις τήν οποίαν, επί τινα χρόνον, είχε βυθισθεί. Τέλος, µία ανδρική φωνή τήν επανέφερε εις τήν πραγµατικότητα και αµέσως όλαι αι µεταξύ τού Αιµιλίου Μπερτιέ και τής µικράς καστανής παιδός σκηναί επανήλθαν εις τήν µνήµην της, και διά µιάς ανεµοχλεύθησαν µέσα της όλα τά οδυνηρά συναισθήµατα, τά όποια τήν είχαν συνταράξει προ τής λιποθυµίας, καθώς παρηκολούθει τάς ερωτικάς παιδιάς τού ζεύγους. Η Υβόννη ηγέρθη µετά κόπου και παραπαίουσα εις τό κατάστρωµα έτεινε τά ώτα, ενώ, δια τών οφθαλµών της, προσεπάθει να διακρίνη τι συνέβαινε τώρα, εκεί πλησίον της. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ και η µικρά του φίλη ευρίσκοντο ακόµη εις τόν ίδιον προ τού φωταγωγού και τού ιστού χώρον, εις απόστασιν µόλις 4 ή 5 µέτρων. Εις τό ελάχιστον φως που έφθανε εκεί από τούς µακρυνούς φανούς, τά σώµατά των διεγράφοντο αµυδρώς, αλλ' αρκετά εν τούτοις, δια να ηµπορή η Υβόννη να διακρίνη τι έκαµνε τό ζεύγος. Ο καλλιτέχνης ίστατο προ τής κορασίδος και είχε βγαλµένην πάλιν έξω τήν ψωλήν του και τούς όρχεις του. Η Έθελ ευρίσκετο γονυπετής εµπρός του και είχε εις τό στόµα της τήν ογκώδη ψωλήν του. Εις τήν στάσιν αυτήν και έως που να αντιληφθή ο παρατηρών, µέσα εις τό πυκνόν ηµίφως, τι ακριβώς συνέβαινε, θα ηµπορούσε να υποθέση προς στιγµήν ότι η µικρά προσηύχετο, άλλα µόλις έβλεπε ότι είχε εις τό στόµα της κάτι χονδρόν και µακρύ, θα ηµπορούσε να υπόθεση ότι τό πτωχόν κοράσιον έτρωγε µίαν υπερµεγέθη βανάναν, ή ότι επιπίλιζε ένα πελώριον αγγούρι. Η Υβόννη όµως, αµέσως διέκρινε ότι η αγγελική παίς, ούτε προσηύ-χετο, ούτε έτρωγε βανάναν ή αγγούρι, αλλ' ότι είχε εις τό στόµα της έναν τεράστιον εξωγκωµένον πούτσον, και ότι τόν έγλειφε µε απληστίαν, ενώ ο άνδρας εκοίταζε αυτό που τού έκαµνε η παιδίσκη, εκβάλλων βαθείς αναστεναγµούς και συνταρακτικάς στοναχάς από τήν ηδονήν που εδοκίµαζε. Κατάπληκτος µε τήν ερωτικήν ικανότητα τού συµπατριώτου της και φλεγοµένη από φρικτήν ζηλοτυπίαν, η νεαρά Γαλλίς εσκέπτετο, ότι, ο άνδρας αυτός, πού, αν ήτο ολίγον τυχερή, ίσως να είχε γίνει ιδικός της εραστής, ο άνδρας αυτός ητοιµάζετο να εκσπερµατίση δια 6ην φοράν εντός ολιγωτέρου χρόνου τών τριών ωρών, και υβρίζουσα ενδοµύχως τήν µισητήν εις αυτήν κορασίδα, τήν εµακάριζε συγχρόνως δια τήν καλήν της τύχην. « Μα τόσο πολύ τού αρέσει η σκατούλα! » εψιθύρισε µε σπαραγµόν η Υβόννη, και µε υπερµέτρως ανοικτά τά µάτια της, εξηκολούθησε να κοιτάζη τήν τόσον πλησίον της εκτυλισσοµένην τρυφεράν σκηνήν, ενώ ο Μπερτιέ, ηδονιζόµενος βαθέως, εξέφραζε τήν απύθµενον γλύκαν του λαγνοβοών. « Ωωωχ! ... Αααχ! ... Αααααχ! ... Εθελ! ... Έθελ! ... Τι... Τι ωραία που γλείφεις! ... Τι καλά που τό κάνεις! ... Είναι Παράδεισος! ... Ααα! ... ΑΑΑΑΑ! ... Αααχ! ... ΑΑΑΑΑΧ! Τι γλύκα! ... τι γλύκα! ... Θα ... θα τρελλαθώ από τήν γλύκα! ...» και λέγων ο Αιµίλιος εθώπευε περιπαθώς µε τήν µίαν χείρα του τήν κόµην τής Έθελ και µε τήν άλλην τά µόλις εξέχοντα µαστίδιά της.

Page 125: Megas Anatolikos 1 Tomos

125

Η αγγελική ψωλογλειφίς, καταφανώς εν διεγέρσει πάλιν διατελούσα, εξηκολούθησε µε αύξουσαν ζέσιν τήν τρυφεράν της πράξιν. Η Υβόννη υφίστατο όπως και πριν µαρτύριον, άλλα δεν ηµπορούσε ούτε προς στιγµήν να αποσπάση τό βλέµµα της από τήν εξαισίαν και συναρπαστικήν αυτήν λαγνοπραξίαν. Ακόµη τρία λεπτά παρήλθαν και αίφνης τόν χείµαρρον τών φλογερών αναφωνήσεων τόν διεδέχθη µία βραχεία σιωπή, που τήν διετάρασσαν µόνον οι διάπυροι στόνοι τού υπερκαυλωµένου ανδρός, και κάθε τόσον, τό πλατάγισµα και οι ποππυσµοί τών χειλέων τής λειχούσης µετά µανίας µέσα εις τό στόµα της, και, εν τώ άµα, πιπιλιζούσης εντός αυτού θηλαστικώς και σθεναρώς τήν ογ-κώδη σπαργώσαν πούτσαν µικράς νύµφης. Έπειτα εξέσπασε κάτι σαν λαχάνιασµα σφοδρόν, θυελλώδες, και µετά ταύτα ηκούσθησαν πολλαί άναρθροι κραυγαί και ηχηρότεροι ακόµη στόνοι, και ο Αιµίλιος, προβάλλων τήν κοιλίαν του, ήρχισε να κινήται ζωηρώς εµπρός και οπίσω, ωσάν να γαµούσε τήν βυζαίνουσαν τήν ψώλαν του παιδίσκην εις τό στόµα της, τού οποίου τά απαλά χείλη περιέσφιγγαν µε έγκαυλον περιπάθειαν τήν χονδροπούτσαν, ενώ η γλώσσα της επαιχνίδιζε και έπληττε, ή εκέντριζε πάντοτε, εις τήν στοµατικήν της κοιλότητα, µε απερίγραπτον ζέσιν και ηδυπάθειαν, όλα τά καίρια σηµεία τού σφύζοντος, µέχρι διαρρήξεως, προυµνοειδούς καυλού τού πελωρίου γεννητικού οργάνου του. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ, αλλόφρων από τό µέγεθος τής ηδονής που ένοιωθε, έχυνε τώρα µε παραφοράν εντός τού στόµατος τής Έθελ, και η φιλήδονος αγγελική κόρη κατέπινε µε αφάνταστον λαιµαργίαν τόν πυκνόρρευστον και γλοιώδη σπερµατικόν οπόν που τής προσέφερε ο αγαλλιών ζωγράφος, προσπαθούσα να µη τής διαφύγη ούτε µία σταγών τού εξακοντιζοµένου ψωλοχύµατος. Η Υβόννη, αλγούσα, άλλα διεγειροµένη πάλιν ταυτοχρόνως, έβλεπε και ήκουε τά πάντα, σφαδάζουσα από τό κακόν της. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωµοπούτανο ...» έλεγε µέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εµέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόµενον εις τό στόµα τής Έθελ παχύ σπέρµα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυµού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ηµπορούσε, µε ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ... Εκτός από τήν ζηλοτυπίαν, τό γεγονός ότι δεν είχε ακόµη αποκτήσει καµµίαν (έκτος τού αυνανισµού) ερωτικήν πείραν, ενώ ένα τόσον µικρόν όσον η Έθελ κοράσιον είχε καταπληκτικώς µεγάλην δια τήν ηλικίαν της τοιαύτην, τήν ετραυµάτιζε δεινώς. Η µικρά καστανή παίς, αφού απεστράγγισε και κατέπιε και τήν τελευταίαν σταγόνα τού ψωλοχύµατος τού θαυµαστού της, απέσπασε τό στόµα της από τό πέος του. Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερµώς, και πνευστιών ακόµη από τόν µέγαν γλυκασµόν που είχε δοκιµάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα από τό σπέρµα του χείλη της, εκφράζων και τόν θαυµασµόν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανότητας τής νεαράς φελλατρίας. « Είσαι µια υπέροχη µικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην µίαν φοράν εις τό στόµα. Η Υβόννη εκοίταξε τόν ουρανόν, ωσάν να ζητούσε απ' αυτόν βοήθειαν. Τά άστρα όµως, όσον και τό στερέωµα εφαίνοντο ψυχρά και αδιάφορα. Η δυστυχής Γαλλίς έκλεισε δι' ολίγην ώραν τά µάτια της και εδάγκασε τά χείλη της, δια να µην εκσπάση εις λυγµούς. Όταν τά ήνοιξεν πάλιν, είδε τόν Μπερτιέ και τήν Έθελ ακουµβισµένους εις τήν κουπαστήν 5 ή 6 µέτρα πέραν τού σηµείου εις τό όποιον είχαν λαγνουργήσει. Αναπνέων τήν θαλασσίαν αύραν, ο Γάλλος

Page 126: Megas Anatolikos 1 Tomos

126

καλλιτέχνης συνοµιλούσε µε τήν µικράν του φίλην. ΜΠΕΡΤΙΕ. Έθελ, έκτος από τό ερωτικό ταµπεραµέντο σου, µου κάνει µεγάλη εντύπωσι και η τέχνη σου. Θέλω να µάθω περισσότερα για σένα. Ποιος από τούς 50 τόσους άνδρες που παίξανε µαζύ σου σε έµαθε να γλείφης; ΕΘΕΛ. Ο πρώτος. ΜΠΕΡΤΙΕ. Πάλι αυτός; Και επιµένεις πάντοτε να µη θέλης να µου πής τίποτε γι' αυτόν τόν άνθρωπο; ΕΘΕΛ. (Κατόπιν βραχείας σιγής) Τώρα που σας γνώρισα περισσότερο, ίσως πάρω τήν απόφασι να σας µιλήσω γι' αυτόν ... Αφήστε µε όµως να σκεφθώ λίγη ώρα, αν είναι σωστό ή όχι. ΜΠΕΡΤΙΕ. (Ενθουσιασµένος) Καλά, σε αφήνω ... Εν τώ µεταξύ, όµως, έχω να σε ρωτήσω και κάτι άλλο ... Ύστερα απ' όσα κάναµε, δεν πιστεύω να µε παρεξήγησης . . . ΕΘΕΛ. ∆εν θα παρεξηγήσω τίποτε ... Σας συµπαθώ πολύ ... Τι θέλετε να µε ρωτήσετε; ΜΠΕΡΤΙΕ. Είναι λίγο λεπτό ... Μερικά κορίτσια δυσκολεύονται να απαντήσουν σε αύτη τήν ερώτησι. ΕΘΕΛ. (Με απορία) Μα τι θέλετε να µε ρωτήσετε; ΜΠΕΡΤΙΕ. (Με γλυκύτητα) Έθελ, όταν κοίταζα τό µουνάκι σου, τό βρήκα πολύ ερεθισµένο, και, σε ωρισµένα µέρη, πολύ φουσκωµένο — θέλω να πω, και πέρα από τό σπάνιο, σε αυτόν τόν βαθµό, µεγάλο φούσκωµα που έδωσε η φύσις στο µουνί σου, κάνοντας τό να µοιάζη µε θεσπέσιο φρούτο ροδοκόκκινο, να προεξέχη σφηνωµένο ανάµεσα στα µπουτάκια σου, κάτω απ' τήν κοιλίτσα σου. Ιδίως βρήκα πολύ ερεθισµένα τά µικρά χείλια του —αυτά που ονοµάζονται και « νύµφες »— καθώς και τό « κουµπάκι » του, δηλαδή τήν κλειτοριδούλα σου, που µου φάνηκε και αύτη φουσκωµένη και ερεθισµένη πολύ — θέλω να πω και άσχετα απ' τις καύλες σου ... Ίσως να κατάλαβες, τώρα, τι εννοώ. Με άλλα λό-για, ήθελα να σε ρωτήσω κούκλα µου, µήπως έκτος που σου χαϊδεύουν και σου τρίβουν συχνά τό µουνάκι σου τόσοι και τόσοι άνδρες, έκτος πού, όπως µου είπες, καµµία φορά, τό τρίβεις και συ η ίδια µπροστά σε ωρισµένους άλλους, που θέλουν να σε βλέπουν να κάνης µόνη σου, ενώ, κάνοντας και αυτοί, µονάχοι των, εµπρός σου, σε κοιτάζουν µε τήν ψυχή στο στόµα των, χωρίς να σε εγγίζουν, έως που να τελειώσετε, και συ και εκείνοι, ήθελα κι εγώ Μουνίτσα µου, Μουµούνα µου γλυκεία, να σε ρωτήσω, µήπως έκτος απ' όλα αυτά, τρίβεις τό µουνάκι σου και όταν είσαι µόνη σου ... και ... µάλιστα ... πολύ συχνά ... συχνότατα . . . ΕΘΕΛ. (Αδιστάκτως και µε αγγελικήν αυθορµησίαν και ειλικρίνειαν) ∆ηλαδή, θέλετε να µάθετε αν κάνω µαλακία και όταν είµαι µόνη µου ... και αν µαλακίζωµαι συχνά ... Μα βέβαια, κύριε ... Μαλακίζοµαι, και µάλιστα πάρα πολύ συχνά ... Σχεδόν δεν σταµατώ ... Γι' αυτό, όπως είπατε, είναι ερεθισµένο τό µουνί µου, και όχι µόνον απ' τούς πολλούς τούς άνδρες και τό πολύ «πινέλλο». Τό έχω όµως πάντα καθαρό. Τό πλένω συχνά και τό περιποιούµαι τό µουνάκι µου ... Είναι, βλέπετε, ό,τι καλύτερο µου έδωσε ο Θεός . . , ό,τι καλύτερο έχω . . . ΜΠΕΡΤΙΕ. (Ψαύων ζωηρώς τό πέος του) Ωωωωωχ! ... Αααααχ! ... Μπράβο σου! ... Μπράβο σου! ... Και τι ωραία που τά λες! ... Είσαι άγγελος! ... Και πόσο συχνά µαλακίζεσαι, χρυσό µου; ΕΘΕΛ. Μα όπως τό υποψιασθήκατε και όπως σας είπα — πάρα πολύ συχνά, τόσο, που σχεδόν, σας τό ξαναλέω, σχεδόν δεν σταµατώ ... ιδίως όταν δεν πηγαίνω µε άνδρες. Τότε κάνω µόνη µου και 5 και 7 και κάποτε-κάποτε, όχι

Page 127: Megas Anatolikos 1 Tomos

127

σπάνια, και 10 φορές τήν ηµέρα και, τουλάχιστον, 2-3 φορές τήν νύκτα. Όταν όµως πηγαίνω µε άνδρες, µαλακίζοµαι, µόνη µου, λιγώτερες φορές — τις µισές περίπου και κάτω απ' τις µισές καµιά φορά . . . ΜΠΕΡΤΙΕ. Ωωωχ!... Ωωωωωχ!... Χρυσό µου κοριτσάκι ! ... Είσαι µια µικρή θεά! ... Πές µου, τι άλλο κάνεις µε τούς θαυµαστάς σου, σαν µικρούλα παρθένα που είσαι; Εννοώ, έκτος απ' όσα µου είπες, όταν σε ρώτησα ενωρίτερα. ΕΘΕΛ. (Με τήν ιδίαν αγγελικότητα) ∆εν τό µαντεύετε; Τί κάνουν τά κορίτσια που πρέπει να µείνουν παρθένες; ΜΠΕΡΤΙΕ. Ωωωχ! ... Αααααχ! ... Τό κάνεις και αυτό; Στέκεσαι να σε γαµήσουν από πίσω; ΕΘΕΛ. Ναι ... Στέκοµαι ... Γαµιέµαι στον κώλο . . . ΜΠΕΡΤΙΕ. (Καυλοπυρέσσων) ΩΩΩΩΩΧ! Και... και ... σου αρέσει; ΕΘΕΛ. Και βέβαια µου αρέσει. Αν και, όπως µου λένε όλοι και όπως και εγώ φαντάζοµαι, τό να γαµιέσαι στο µουνί είναι ακόµη καλύτερο —και µάλιστα σίγουρα τό καλύτερο απ' όλα—, µου αρέσει πολύ να µε γαµούν στον κώλο, σχεδόν όσο µου αρέσει να τροµπέρνω µε τό στόµα µου τις ψωλές και να τρώγω τό σπέρµα ξέρω ως τώρα, είναι αύτη που απ' όλες πιο πολύ αγαπώ, και κάνω πιο συχνά, τρίβοντας πάντα τό µουνάκι µου και χύνοντας πάντα µπόλικο ενώ γλειφοβυζαίνω. Μου αρέσει όµως να µου τό κάνουν και στο κωλάκι µου ... Πονάω λίγο, ή και κάµποσο στην αρχή, και µάλιστα στις πρώτες σπρωξιές, ιδίως όταν η πούτσα είναι πολύ χοντρή και πολύ µεγάλη, σαν τή δική σας, µα υστέρα, µιά και µπει και αρχίσει τό καλοστουµπωµένο πάει και έλα, τό µέσα-έξω τών γαµιών όσο αλύπητες κι αν είναι, ο πόνος γίνεται όλο γλύκα ... Θέλω όµως, τήν ίδια ώρα να µου τρίβουν τό µουνί, ιδίως αν η ψωλή που µε γαµά είναι πελώρια, και τότε χύνω και εγώ, συχνά µάλιστα δύο φορές στη µια τού κυρίου, που µου τό κάνει, ιδίως αν τό κωλογαµήσι διαρκεί κάµποση ώρα... ΜΠΕΡΤΙΕ. (Καυλοπυρέσσων σφόδρα) Ωωωωωχ! ... ΩΩΩΩΩΧ ! ... Ωχ, Θεέ µου! ... Θέλω να δω τό κωλαράκι σου ... ∆είξε µου το, κούκλα µου ... Θέλω να τό δω και αυτό καλά και από κοντά ... Εννοώ όχι µόνο τά µαγουλά του, µα και τήν τρυπίτσα του. ΕΘΕΛ. Θέλετε να µε γαµήσετε στον κώλο; ΜΠΕΡΤΙΕ. Ωχ, Θεέ µου, τι ωραία που τά λες! ... Ναι, τό θέλω πάρα πολύ ... Θέλω όµως, πρώτα, να δω, αν χωράει να µπη µέσα του η ψωλή µου, γιατί, µολονότι κατάλαβα, απ' όσα µου λες, πώς η τρυπίτσα του πρέπει να έχη µεγάλη ελαστικότητα, φοβάµαι µήπως σου τήν σχίσω κάµποσο, γιατί, όπως είδες, τήν έχω αρκετά µεγάλη. ΕΘΕΛ. (Με θαυµασµό) Αχ, ναι, τήν έχετε πελώρια και ... και πάρα πολύ ωραία ... Μου θυµίζει πούτσα αλόγου ή γαϊδάρου ... Ίσως λίγο βούτυρο ή βαζελίνη να βοηθούσαν, µα και χωρίς αυτά, αν βάλετε σάλιο µπόλικο και σπρώξετε αλύπητα, θα µπη χωρίς να µε παραξεσχίσετε, γιατί η κωλότρυπά µου, όπως είπατε, έχει αρκετή ελαστικότητα ... Μήπως θα θέλατε να µου βάλετε κωλοδάκτυλο για να τήν δοκιµάσετε; ΜΠΕΡΤΙΕ. Ωωωχ! ... Αααχ! ... Αχ, ναι, θέλω και πρέπει να τήν δοκιµάσω, διότι —σου τό λέω αλήθεια— δεν θάθελα να σε ξεσχίσω, ούτε να σε παραπονέσω, ιδίως σήµερα που πρέπει να υποφέρη πολύ τό κωλαράκι, σου, µετά τό ξύλο που έφαγες απ' τόν µπαµπά σου ... Έλα, σήκωσε τό φόρεµά σου και τούρλωσε καλά τόν κώλο σου. Η χαρίεσσα και λάγνος παίς συνεµορφώθη αµέσως. Με µίαν κίνησιν τών χειρών της, ύψωσε τό φόρεµά της, και, µη φέρουσα πλέον σκελέαν, εφανέρωσε πάραυτα γυµνούς τούς γλουτούς της, οίτινες, παρά τά απογευµατινά

Page 128: Megas Anatolikos 1 Tomos

128

κτυπήµατα τού πατρός της και τά ζωηρά ίχνη των, έσφυζαν, σφριγηλοί, σφικτοί και ολοστρόγγυλοι, δεξιά και αριστερά από τήν βαθειάν σχισµήν που τούς εχώριζε εις δύο τρυφερά και αρµονικά ηµισφαίρια. Ο Αιµίλιος Μπερτιέ ήναψε 5-6 πυρεία αλληλοδιαδόχως και κατόπιν εκοίταξε από κοντά τόν νεανικόν κώλον. « Ωωωχ! » ανεφώνησε µε έµφορτον από λαγνείαν τήν φωνήν του, µόλις εφωτίσθησαν τά οπίσθια θέλγητρα τής µικράς νύµφης. « Ωχ, τι ωραίο κωλαράκι που έχεις! » Έπειτα, βλέπων τά φοβερά µελανά ίχνη τού ξυλοδαρµού επί τών δύο σφαιρικών παρειών, εσφύριξε και είπε : « Πω! Πω! ... Τι βλέπω! ... Καλέ, κόντεψε να σου τό γδάρη ο πατέρας σου! ... » « Είδατε! ... Είδατε! ... » « Ναι, τό βλέπω ... Τό βλέπω ... Μα αυτό είναι φοβερό! ... Είναι θηρίο ο µπαµπάς σου! ... Όσο και να θυµώνει που πας µε άνδρες, αυτό δεν τό φανταζόµουν. » Η Έθελ δεν είπε λέξιν δια τόν πατέρα της. Μετά βραχείαν σιωπήν και ενώ ο Αιµίλιος ήναπτε ακόµη ένα πυρείον, δια να εξέταση τούς γλουτούς της, µε τήν χαριτωµένην της αυθορµησίαν είπε : « Θα µου βάλετε τώρα κωλοδάκτυλο; » Αντί άλλης απαντήσεως, ο Μπερτιέ, µε µίαν γοργήν κίνησιν εβύθισε τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς του εις τήν εµφωλεύουσαν µεταξύ τών σφικτών γλουτών της µικράν κωλότρυπαν. « Ααα! ... » ανεφώνησε η Έθελ, µόλις ησθάνθη να εισχωρή ο δάκτυλος τού καλλιτέχνου εις τόν πρωκτόν της. « Πόνεσες, κούκλα µου; » ηρώτησε ο Αιµίλιος κρατών προς στιγµήν τόν δάκτυλόν τού ακίνητον εντός τής µικράς οπισθίας στενωπού. « Όχι, γαργαλήθηκα ...» « Ωωωχ! » ανεφώνησε ο ζωγράφος και αµέσως ήρχισε να κινή τόν δάκτυλόν του εµπρός και οπίσω, εις τόν πρωκτόν τής κορασίδος. « Ααα! ... Ααα! ... Ωωω ! ... Ωωω !... » έκαµνε τώρα η µικρά µετανάστις, και κύπτουσα χαµηλώτερα, µέχρι τής δευτέρας σιδηράς ράβδου τού παρερειστικού κιγκλιδώµατος τής κουπαστής, ετούρλωσε ακόµη περισσότερον τόν κώλον της και ήρχισε να τόν κινή ηδυπαθώς. ∆ιεγειροµένη τάχιστα, η φιλήδονος παίς απελάµβανε καταφανώς αυτό που τής έκαµνε ο θαυµαστής της. « Ωωωχ! ... Ωωωχ! ... » έκαµνε και ο Μπερτιέ, καυλώνων ολονέν περισσότερον και εξηκολούθησε να κινή τόν δάκτυλόν του εις τήν σφικτήν κωλοτρυπίδα, ενώ η πτωχή κόρη µε τό λευκόν δέρµα και τήν αγγελικήν όψιν έσειε ζωηρώς τόν κώλον της. « Είναι µικρή και πολύ σφικτή η κωλοτρυπίτσα σου, µα και πολύ ελαστική . , . Θαρρώ πώς µε λίγη υποµονή εκ µέρους σου και µε µπόλικο σάλιο, θα µπόρεση, αν σπρώξω µε µεγάλη δύναµι τήν πούτσα µου, να τήν δεχθή. » « Αχ, ναι. . . ναι. . . σίγουρα ... Μου τήν άνοιξε, ξέρετε, συστηµατικά ο πρώτος ... Στην αρχή, µε τό δάχτυλο, έπειτα µε καρότο, έπειτα µε µικρό αγγούρι, κατόπιν µε µεγαλύτερο και ακόµη µεγαλύτερο, και, τέλος, µε τήν ψωλή του. » « Ωωωχ! ... Ωωωχ! ... Και τήν είχε µεγάλη; » « Πολύ µεγάλη ... Σχεδόν σαν τή δική σας. » « Αααχ! ... Ωωωχ! ... Και δεν πονάει αβάσταχτα τό κωλαράκι σου, όταν οι ψωλές που µπαίνουν µέσα του και σε γαµούν είναι πολύ µεγάλες; » « Όπως σας είπα, τίς πρώτες φορές πονούσα κάµποσο µε τίς σχετικώς µικρές, και πάρα πολύ µε τίς µεγάλες ... Έπειτα συνήθισα ... Τώρα, αν είναι µεγάλη η ψωλή, πονάω ακόµη, άλλα πολύ λιγώτερο και µόνο στην αρχή, όταν µου τήν

Page 129: Megas Anatolikos 1 Tomos

129

χώνουν, και στις πρώτες σπρωξιές, έως που να µπή η ψωλή ως µέσα-µέσα, και αρχίσουν (Ααα ... Αααχ! ... Αααχ! ... Τι ... Τι ωραία που κουνάτε στον κώλο µου τό δάχτυλό σας!) και αρχίσουν οι καθαυτό γαµιές, όσο χοντρή (Ααα! ... Αααχ! ... Ωωω ! ... Ωωωχ! ... Πώς καυλώνω µε ... µε τό δάχτυλο σας!), όσο µεγάλη κι αν είναι η πούτσα που µου τό κάνει, όσο αλύπητα κι αν µε γαµά (Ωωω ! ... Ωωω! ... Ααα! ... Αααχ!...), δεν υποφέρω, δεν πονάω πιά κα... καθόλου ...» « Ωωωχ! ... Αααχ! ... Χρυσό µου κοριτσάκι! » ανεφώνησε ο καυλοπυρέσσων ολονέν περισσότερον Αιµίλιος Μπερτιέ, και κινών γοργά τόν δάκτυλόν του εις τόν πρωκτόν τής Έθελ, εξηκολούθησε : « Και από τήν στιγµή εκείνη, αν κατάλαβα καλά, σου αρέσει τό κωλογαµήση έστω κι αν σε γαµούν αλύπητα στο κωλαράκι σου, έστω κι αν η ψωλή που πάει κι έρχεται στο έντερο σου είναι πελώρια ...» « Αχ, ναι. . . ναι, µου ... µου αρέσει πολύ ... πάρα πολύ ... περισσότερο κι απ' τό "πινέλλο" ... εξ ίσου µε ... µε τή µαλακία ... και. . . και αµέσως µετά τό τροµπάρισµα τής πούτσας µε τό στόµα ... αυτό που καταλήγει σε γλυκεία πληµµύρα από ωραίο παχύ ψωλόγαλα ... ψω. . . ψωλόκρεµα ... ψωλόχυµα (Αααχ! ... Αααααχ! ... ) σπέρµα ... σπέρµα ...» « ΩΩΩΧ! ... ΑΑΑΧ! ...» έκαµε µε λαγνοβαρή φωνήν εις τό σηµείον αυτό ο Μπερτιέ. « Είσαι άγγελος! ... Καυλάγγελος! ... Μουνίτσα γλυκεία τού Παραδείσου! ... » και ψαύων πάλιν ζωηρώς τό εν αγρία στύσει παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα πέος του, επετάχυνε έτι µάλλον τάς παλινδροµικάς κινήσεις τού δακτύλου του εις τήν οπισθίαν οπήν τής µικράς µετανάστιδος, ενώ η Έθελ, σφαδάζουσα από τήν καύλαν της, εξηκολούθει τάς λαγνικάς αναφωνήσεις της και τά συνταρακτικά τού γυµνωµένου κώλου της γοργά κουνήµατα. « Ααα! ... Ααα! ... Κύριε ... κύριε ... Ωωω! ... Ωωω! ... Αχ, κύριε µε καυλώνετε πολύ µε αυτό που µου κάνετε στον κώλο µου ... Τό δάχτυλο σας µπαινοβγαίνει µέσα µου σαν πούτσα ... Ααα! ... Αααχ! ... Ωωω! ... Αααχ!----Κύριε, τό ξέρω ... Τό νοιώθω ... θέλετε να µε γαµήσετε στο µουνάκι µου, µα είναι ακόµη φραγµένο, και, µολονότι θέλω και εγώ να µου τό κάνετε εκεί, τόσο πολύ, δεν κάνει, γιατί θα µε σκοτώση ο πατέρας µου αν χάσω τήν παρθενιά µου ... Γιατί λοιπόν δεν µε γαµάτε στο κωλάκι µου ... Μου αρέσει πολύ τό δάχτυλό σας και µε καυλώνει αααχ! ... ωωωχ! ... πολύ ... µα θα µου άρεζε χίλιες φορές περισσότερο να βάζατε τήν πούτσα σας στον κώλο µου και να µε άααχ! ... άααχ! ... να µε γαµούσατε µε αυτήν εκεί ... Γιατί, λοιπόν, δεν µου τήν χώνετε και δεν µου τό κάνετε από πίσω ... αφού, τό θέλετε και σείς ... είµαι βεβαία. .. άααχ! ... άααχ! ... ώωωχ! ... άααχ! ... Θα ... θα τρελλαθώ από τήν καύλα ...» Ο Αιµίλιος Μπερτιέ που εφλέγετο από τόν πόθον του και ανυποµονούσε να γαµήση τουλάχιστον εις τόν κώλον τήν µικράν ερωτοµανή παρθένον, και που επρόκειτο οπωσδήποτε να τό κάµη, ανέβαλε τήν εκτέλεσιν τής πρωκτοσυνουσίας, διότι καθώς ήκουε τό λαγνικόν παραλήρηµα τής αγγελικής παιδός, µία ιδέα ήστραψε εις τόν νούν του — µία ιδέα που θα τόν επέτρεπε να εκβιάση τήν µικράν του φίλην και να τήν αναγκάση να αποκάλυψη, επιτέλους, τό µέγα µυστικόν της, τουτέστιν ποίος ήτο ο πρώτος εραστής της, πράγµα που θα καθίστατο εύκολον, εάν εξεµεταλλεύετο τήν έξαρσιν τής διεγέρσεως εις τήν οποίαν ευρίσκετο κατά τήν στιγµήν ταύτην η φιλήδονος κόρη. Θέτων πάραυτα εις εφαρµογήν ό,τι η ιδέα αυτή τού υπηγόρευε, και κινών ραγδαίως τόν δάκτυλόν του µέσα-έξω, εις τήν σφύζουσαν σχεδόν όσον και τό µουνέττον της κωλότρυπάν της, µε τήν βεβαιότητα πως ό,τι δεν επέτυχε δια τής πειθούς, θα τό επετύγχανε τώρα εκµεταλλευόµενος καταλλήλως τήν διάπυρον καύλαν τής µικράς νύµφης, είπε :

Page 130: Megas Anatolikos 1 Tomos

130

« Καλά τό κατάλαβες, κούκλα µου ... Θέλω να σε γαµήσω στο κωλάκι σου ... Τό θέλω πολύ ... όσο θέλεις και συ να γαµηθής ... ∆εν θα τό κάνω όµως, παρά µόνο αν µου πής προηγουµένως ποιός ήταν ο πρώτος εραστής σου ... Αλλοιώς δεν θα σε γαµήσω, παρά µετά 3-4 µέρες, ή και καθόλου ... Σε θεωρώ κυρίως και προ παντός " Μουνίτσα " µου και " Μουµούνα" µου, µάλιστα και "∆ιπλοµουνίτσα" και "∆ιπλοµουµούνα" µου, γιατί και τό στόµα σου είναι και αυτό γλυκό µουνί. Τώρα αν θέλεις, όπως τό θέλω τόσο πολύ και εγώ, να σε κάνω και "Κωλίτσα" ή "Κωλέττα" µου, πες µου τό µυστικό σου, και αµέσως θα σε κωλογαµήσω ... Αλλοιώς θα περίµενες κάµποσο, ή και πάρα πολύ ...» Μία κραυγή απογνώσεως αλλά συγχρόνως και λαγνείας εξέφυγε από τά χείλη τής καυλωµένης κορασίδος, και µόλις ετελείωσε τήν τελευταίαν φράσιν του ο Μπερτιέ, η Έθελ, χωρίς να παύση να κινή τόν κώλον της γοργά, είπε ικετεύουσα : « Αχ, όχι, όχι, κύριε, µη µου τό ζητάτε πάλι αυτό ... Σας είπα, ωρκίσθηκα να µη τό πω ποτέ ... Αααχ! ... Ωωωχ! ... Ωωωχ! ... Με ... µε τρελλαίνετε µε τό δάχτυλο σας ... Αααχ! ... Αααχ!... Γαµήστε µε... Γαµήστε µε ... Σας παρακαλώ ... Σας ικετεύω ...» « Τότε, θα βγάλω και τό δάχτυλο από τόν κώλο σου, και, αντί να χώσω µέσα τήν ψωλή µου, αντί να σε γαµήσω, θα σε στείλω να κοιµηθής ...» απήντησε ο Μπερτιέ, και λέγων, εξήγαγε τόν δάκτυλόν του από τόν σειόµενον εισέτι νεανικόν κώλον. Νέα κραυγή απογνώσεως, οξύτερα και πλέον σπαρακτική από τήν προηγουµένην, εξήλθε από τό στόµα τής σφαδαζούσης κόρης και η Έθελ εφώναξε : « Όχι ... Όχι ... ∆εν µπορώ να περιµένω άλλη µέρα ... θα ... θα τρελλαθώ από τήν καύλα µου ... θα αρρωστήσω ... Γαµήστε µε, σας παρακαλώ ... Σας συµπαθώ τόσο πολύ ... Γαµήστε µε ... χωρίς ... χωρίς να πω αυτό που µου ζητάτε ...» Ο Γάλλος καλλιτέχνης όµως, αισθανόµενος ότι, εάν έµενε ανένδοτος, θα επετύγχανε και εις τάς δύο επιδιώξεις του, επέµενε εις τήν αξίωσίν του, ενώ η λάγνος παίς, πάντοτε σείουσα τόν κώλον της, κατά τόν ίδιον άκρως άσεµνον και χαριτωµένον τρόπον, τόν ικέτευε ακόµη. Με τό βλέµµα του καρφωµένον επί τών κινουµένων σπασµωδικώς, επί τόπου, σφριγηλών γλουτών της, και απολαµβάνων τό ωραίον θέαµα ο Αιµίλιος είπε :. « Αν δεν µου πής αµέσως ποιος ήταν ο πρώτος εραστής σου, θα σε αφήσω και θα τραβήξω στην καµπίνα µου να κοιµηθώ, αφού τήν παίξω πρώτα, σκεπτόµενος τό µουνί σου, τό στόµα σου και τόν κώλο σου, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, εκαύλωσα και εγώ πολύ. » Έτσι ελάλησε ο λάγνος άνδρας, και προεξοφλών τήν νίκην του, εξεκουµβώθη εν ριπή οφθαλµού και έβγαλε έξω τήν υπερεξωγκωµένην και σφύζουσαν τροµακτικά ψωλήν του, έτοιµος να τήν βύθιση εις τόν πρωκτόν τής Έθελ, που κύπτουσα πάντοτε εις τήν ιδίαν θέσιν, έσειε ακόµη σπασµωδικώς τόν τουρλωµένον κώλον της, χωρίς να βλέπη τι έκαµνε αυτός, ιστάµενος όπισθέν της. « Αχ, όχι . . , όχι ... µη τό κάνετε αυτό ...» ανεφώνησε εναγωνίως η αγγελική παιδίσκη, µόλις ήκουσε τά λόγια τού Γάλλου θαυµαστού της. « Θα είναι κρίµα ... αµαρτία ... Πώς θα πετάξετε µόνος σας, στην καµπίνα σας, τό ψωλόχυµά σας στον αέρα, όταν είµαι εγώ εδώ, και θέλω τόσο πολύ τήν ψώλα σας και τό παχύ σας γάλα ...» « Σε αυτό δεν φταίω εγώ, Μουµούνα µου, µα εσύ ...» απήντησε ο Μπερτιέ, µειδιών ολίγον σατανικά, µε τήν βεβαιότητα ότι θα εθριάµβευε η πονηρία του

Page 131: Megas Anatolikos 1 Tomos

131

και η τακτική του. Έπειτα υποκρινόµενος ότι θα απεσύρετο, έβγαλε έξω και τούς όρχεις του, και τρίβων ελαφρώς τό πελώριον και παλλόµενον αγρίως πέος του, είπε : « Γεια σου Έθελ ... Σε ευχαριστώ πολύ για όλα τά θαυµάσια πράµατα που µου έκανες, και που µε επέτρεψες να σου κάνω ... Μετά 3-4 µέρες, ίσως σε ξαναδώ ... Καλή νύχτα σου, Μουνίτσα µου. » Μόλις επρόφερε ο Μπερτιέ τήν τελευταίαν λέξιν, κάτι σαν λυγµός ηκούσθη, ακολουθούµενος από µίαν οξείαν φωνήν πλάσµατος απελπισµένου. « Όχι, µη φεύγετε ... Σταθήτε ... Αφού µε αναγκάζετε, θα σας πω τό µυστικό µου. Αν µου υποσχεθήτε να µη τό πήτε σε κανένα. » Ό Αιµίλιος Μπερτιέ είχε νικήσει. Περιχαρής και διερωτώµενος αν θα ήκουε, κατόπιν τόσης µυστικότητος, τό όνοµα γνωστού κόµητος, δουκός, ή άλλου µέλους τής υψηλής αριστοκρατίας, ή γνωστού τινός πολιτικού ανδρός, ή επισκόπου, ή διασήµου συγγραφέως, ή στρατηγού, εξ εκείνων που αγαπούν να λαγνουργούν µε µικράς κορασίδας, ο Γάλλος καλλιτέχνης ανεφώνησε : « Μπράβο σου Έθελ ... Σου τό είπα — είσαι άγγελος ... Λέγε λοιπόν ... Ορκίζοµαι να µη πω τό µυστικό σου σε κανέναν. » Κάτι σαν νέος λυγµός ηκούσθη, και η Έθελ έπαυσε να κινή τόν κώλον της. Έπειτα ηκούσθη πάλιν η φωνή της, τής οποίας ο τόνος εφανέρωνε τό ψυχικόν της άλγος που εξηναγκάζετο να γίνη επίορκος, που εξεβιάζετο να αποκάλυψη κάτι, που δεν άνηκε µόνον εις αυτήν. « Ο πρώτος εραστής µου ... ήταν ο ... ο πατέρας µου, και ... και εξακολουθεί να είναι ε, . . εραστής µου ...» είπε µε σπαραγµόν η Έθελ και εσιώπησε. « Ωωωχ! ... Αααααχ! ... » ανεφώνησε µε έµφορτον από λαγνείαν φωνήν ο Αιµίλιος, και µε τό στόµα του ανοικτόν, έµεινε εκεί, ως αποσβολωµένος, ενώ τό όρθιον πέος του επάλλετο και εδονείτο εις τόν αέρα, µε τροµερά σκιρτήµατα και αναπάλσεις. H κατάπληξίς του ήτο τοσαύτη, ώστε επί τινα δευτερόλεπτα, δεν ηδυνήθη ούτε µίαν λέξιν να αρθρώση, παρατηρών εµβρόντητος τήν κύπτουσαν ακόµη επί τού κιγκλιδώµατος, µε τουρλωµένον τόν γυµνόν κώλον της παίδα, ενώ η Έθελ, παρά τήν συγκίνησίν της —διότι η καύλα είναι πάντα καύλα— αφού έµεινε επ' ολίγον ακίνητη και κλαυθµυρίζουσα, έπαυσε αιφνιδίως να κλαίη και ήρχισε πάλιν να κινή τόν κώλον της, οτέ µεν σείουσα αυτόν, οτέ δε περιστρέφουσα σπειροειδώς τούς αρµονικούς γλουτούς της, φανερώνουσα εκ νέου τοιουτοτρόπως, πόσον ήθελε να γαµηθή. Την ιδίαν στιγµήν ο Αιµίλιος, συνερχόµενος γρήγορα από τήν έκπληξίν του, και µε τό βλέµµα του καρφωµένον επί τού κινουµένου πάλιν τρυφερού κωλαρακίου, ανεφώνησε : « Τώρα καταλαβαίνω ... Τά καταλαβαίνω όλα ... Γιατί σε υποψιάζεται, γιατί σε κλειδοµανταλώνει, γιατί σε σπάει στο ξύλο ο πατέρας σου ... Όχι από αυστηρότητα, κούκλα µου, µα από ζήλεια, από ζήλεια φρικτή, σε µεταχειρίζεται έτσι. » Τίποτε άλλο δεν είπε ο ζωγράφος. Είχε ανάγκην όχι να οµιλήση, αλλά να ενεργήση, να ενεργήση πάραυτα, αµέσως ... Φλεγόµενος από τήν καύλαν του, εστάθη ακριβώς οπίσω από τήν Έθελ, και θέτων άφθονον σίελον επί τού προυµνοειδούς καυλού του, κατηύθυνε τόν σφύζοντα πούτσον του προς τό κέντρον τού τουρλωµένου ενώπιον του νεανικού κώλου, έκαµψε όσον εχρειάζετο τά γόνατα του, για να φθάση εις τήν κωλοτρυπίδα, και µε µίαν ι-σχυροτάτην και ανοικτίρµονα ώθησιν, ενέπηξε δια µιας τό 1/3 τού πελωρίου ερωτικού σωλήνος του εις τόν µικρόν πρωκτόν τής κορασίδος. « ΑΑΑ ... ΑΑΑΑΑ ...» εφώναξε σπαρακτικά η αµέσως µέλλουσα να γαµηθή

Page 132: Megas Anatolikos 1 Tomos

132

ωραία παιδίσκη. « Πόνεσες, κούκλα µου; » ηρώτησε ο Μπερτιέ, διακόπτων τήν σιωπήν του και, προς στιγµήν, τήν είσδυσιν, και πνευστιών από τόν πόθον του να συνουσιασθή µε τήν µικράν. « Ναι. . . πόνεσα πολύ, άλλα µη ... µη σταµατάτε ... Έτσι συµβαίνει πάντα, όπως σας είπα, στην αρχή ... Έπειτα δεν πονάω ... µου ... µου αρέσει ... Αν θέλετε όµως, µαλακίστε µε, όσο µε γαµάτε ... Αν δεν θέλετε ... θα κάνω µόνη µου τήν ίδια ώρα ...» Καυλοπυρέσσων απεριγράπτως, 6 Αιµίλιος Μπερτιέ εκινήθη ως δαίµων οπίσω από τήν µικράν ερωτοµανή κόρην και, µε 3-4 ακόµη πολύ ισχυράς ωθήσεις, έχωσε τήν ογκώδη ψωλήν του µέχρι τής ρίζης και τών βαρέων του όρχεων εις τόν πρωκτόν της, αιµατώνων αυτόν και διανοίγων τόν σφιγκτήρα της και πέραν τού ανωτάτου ορίου τής φυσιολογικής διαστολής του. Κραυγαί ακόµη πλέον σπαρακτικά, από τάς πρώτας ηκούσθησαν µέσα εις τήν νύκτα, οξύταται κραυγαί εντονωτάτου πόνου. « ΑΑΑ ... ΑΑΑΑΑ ... ΑΑΑΑΑΑΑ ...» έκαµνε ολολύζουσα η αλγούσα παίς, και εκοίταζε µε υπερµέτρως ανοικτούς τούς οφθαλµούς της τόν εκτεινόµενον προ αυτής ωκεανόν. ∆ια µίαν µόνον στιγµήν εσταµάτησε ο Μπερτιέ. Όχι όµως από οίκτον, αλλά δια να στηριχθή καλώς οπίσω από τόν παρά τούς πόνους προσφερόµενον εις αυτόν, υπό τής Έθελ, κώλον της. Έπειτα κρατών τήν παίδα µε δύναµιν από τήν µέσην, ήρχισε να τήν γαµά σφοδρώς, µανιωδώς, ενώ νέαι κραυγαί, νέαι ολολυγαί άλγους εξήρχοντο από τά χείλη τής µικράς του φίλης, αναµεµιγµένον, ωστόσον, µε παρακλήσεις και παροτρύνσεις εκ µέρους της να µη διακόψη καθόλου τήν γάµευσιν ο Αιµίλιος, πράγµα που ουδόλως είχε κατά νούν ο υπερκαυλωµένος καλλιτέχνης. Εντός ολίγου, ο Μπερτιέ έκυψε επί τής ράχεως τής πτωχής κόρης, και θέτων τήν δεξιάν του εις τό αιδοίον της, ήρχισε να τήν αυνανίζη, τρίβων τήν κλειτορίδα της. Αι κραυγαί τού πόνου γρήγορα κατέπαυσαν και γρήγορα τάς διεδέχθησαν γλυκύτατοι αναστεναγµοί ηδονής και, κάθε τόσον, ηκούοντο και εξαίσιαι, συνταρακτικαί κραυγαί οξείας λαγνείας, ενώ αι γαµικαί κινήσεις τού βαθέως ηδονιζοµένου ανδρός καθίσταντο ολονέν πλέον ζωηραί και κραταιότεραι. Τέλος ένας ισχυρός βόγγος, αναγγέλλων τήν επικειµένην εξακόντισιν τού ψωλοχύµατός του, εξέφυγε από τό στόµα τού Αιµιλίου, και ο Μπερτιέ εκινήθη τώρα µε γοργότατον ρυθµόν, µε τό υπερεξωγκωµένον πέος του εισερχόµενον µέχρι τού σάκκου τών όρχεων εις τόν πρωκτόν τής κορασίδος, και εξερχόµενον (χωρίς ποτέ να εγκαταλείπη τήν οπήν τού κώλου) µέχρι τής βάσεως τού καυλού, πηγαινοερχόµενον ραγδαίως, κατά τρόπον συγκλονιστικόν, ηδυπαθέστατον, και, δύναται τις να είπη, επικόν. Ακόµη ολίγα δευτερόλεπτα, και νέος βαθύς βόγγος ανδρικός ηκούσθη, ακολουθούµενος από 3-4 στεντορείους κραυγάς απροσµετρήτου γλυκασµού, και, µε µίαν υστάτην ώθησιν, που εκόντεψε να ρίψη τήν γαµευοµένην παίδα επί τού σανιδώµατος τού καταστρώµατος, ο Αιµίλιος Μπερτιέ, ακινητών αιφνιδίως, αλλά κλονούµενος κατ' επανάληψιν και εντόνως επί τόπου, µε τόν τεράστιον πούτσον του εµπεπηγµένον µέχρι τής ρίζης του έως µέσα-µέσα, εις τόν εν τροµερά διαστολή σφίγγοντα αυτόν µικρόν πρωκτόν τής Έθελ, εξεκένωσε µε ακατάσχετον ορµήν και εις πολλάς επαλλήλους λιπαράς εκτοξεύσεις µίαν µεγάλην δόσιν σπέρµατος εις τό έντερόν της, ενώ η σοδοµιζοµένη ανήλικος ιέρεια τής Αφροδίτης, σείουσα φρενιτιωδώς τό κωλαράκι της και ξεφωνίζουσα γλυκύτατα από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, κατέβρεχε τά τρίβοντα εισέτι τό µουνίδιόν της δάκτυλα τού

Page 133: Megas Anatolikos 1 Tomos

133

ζωγράφου µε τόν ιδικόν της ερωτικόν χυµόν. Μόνον όταν παρήλθε η ηδονική λαίλαψ, και επανεύρον τήν κανονικήν των αναπνοήν οι ερασταί, απέσυρε ο Μπερτιέ τό πέος του από τόν γαµηθέντα νεαρόν κώλον. Καθώς δε εκούµβωνε τήν περισκελίδα του, και η Έθελ ηγείρετο από τήν επί τού κιγκλιδώµατος πρόκυψιν, ηκούσθη πάλιν η φωνή του. « ∆εν µου λες, κούκλα µου, όταν µεθάη ο πατέρας σου, αλήθεια δεν ξυπνάει ως τό πρωί; » « Συνήθως κοιµάται πολύ βαθειά έως τά ξηµερώµατα ...» « Ξέρεις γιατί σε ρωτώ; » « Γιατί; » « ∆ιότι, µου αρέσεις τόσο πολύ, άγγελε µου, που θάθελα να έρθης στην καµπίνα µου, να ξαπλώσης ολόγυµνη µαζύ µου έως τό πρωί, χωρίς όµως να φας πάλι ξύλο από τόν µπαµπά σου ... ∆έχεσαι ; » « Θέλετε να παίξουµε και εντελώς γυµνοί, επάνω στο κρεββάτι σας; » « Ναι ... ναι, Μουνίτσα µου ...» « Μήπως θα θέλατε να πέσετε επάνω µου, σαν να µε πλακώνατε από εµπρός, στο µουνάκι µου; » « Αχ, ναι, Μουµούνα µου, αχ ναι, άγγελε µου. Πώς τό κατάλαβες; » « Τό κάνει αυτό, καµιά φορά, ο µπαµπάς µου, αλλά χωρίς να µε διακορέψη ... Κουνιέται επάνω µου, σαν να µε πλακώνη, µα µόνο τρίβει απ' έξω τήν ψωλή του, χωρίς να µπαίνη µέσα. » « Ωωωχ! ... Αααχ! ... » « Μου κάνει, δηλαδή, σε στάσι πλακώµατος ξαπλωτό " πινέλλο ", έως που να χύση. » « Αααχ! ... Ωωωχ! ... Και χύνεις και συ µε τόν µπαµπά σου; » « Μα βέβαια χύνω ... Κουνιέµαι και εγώ έως που να κάνω. » « Ωωωχ! ... Ωωωχ! ... Και καµιά φορά ... σίγουρα ... θα σε πλακώνει και στ' αλήθεια ο µπαµπάς σου, µα από πίσω — θέλω να πω, στο κωλαράκι σου ...» « Ναι. Καµιά φορά µε βάζει και ξαπλώνω µπρούµυτα, πέφτει επάνω µου και µε πλακώνει, κάνοντας µου το στον κώλο, ώσπου να µου τόν γεµίση ...» « Αααχ! ... Ωωωχ! ... Μα τι ωραία που τά λες και που τά κάνεις όλα! ... Θα δής τι καλά που θα περάσουµε στην καµπίνα µου, µαζύ, γλυκεία Μουνίτσα µου, που ... που έγινες τώρα και Κωλίτσα µου ... και Κωλέττα µου ... Θα δής, θα δής χρυσό µου κοριτσάκι ... Θα σου γλείψω πάλι τό µουνάκι σου, ενώ εσύ, τήν ίδια ώρα, θα µου τροµπέρνης µε τό στόµα τήν ψωλή, στην στάσι που ονοµάζουµε 69 ... Θα σου κάνω "πινέλλο" ξαπλωτός επάνω σου, σαν να σε γαµώ µες στο µουνάκι σου, και λίγο αργότερα, ανεβασµένος, πάλι, επάνω σου, µε σένα µπρούµυτα από κάτω, θα σε κωλοπλακώσω στο κρεββάτι, όπως ... ο µπαµπάς σου ... ∆ε µου είπες όµως άγγελε µου ... ∆έχεσαι να έρθης στην καµπίνα µου, να παίξουµε ως τό πρωί µαζύ; » « Μα βέβαια δέχοµαι. . . και σας ευχαριστώ πολύ », απήντησε πάραυτα µε µεγάλην χαράν και µε αγγελικήν γλυκύτητα η Έθελ. « Αχ, µπράβο σου Έθελ! » ανεφώνησε ο Μπερτιέ ενθουσιασµένος και αµέσως προσέθεσε : « Και ξέρεις τί; Λίγο πριν βγή ο ήλιος και σε οδηγήσω πίσω στην καµπίνα τού µπαµπά σου, αφού ξεκουρασθούµε µία-δύο ώρες, καθώς µάλιστα θα πείνας µετά τά τόσα µας ωραία παιχνίδια, θα σου δώσω άλλη µια φορά να γλείψης και να τροµπάρης µε τό στόµα σου τήν πούτσα µου, ώστε, γλυκοβυζαίνοντάς τήν να τής απόσπασης και να φας άλλη µια δόσι από τήν παχειά της άσπρη κρέµα που τόσο αγαπάς, αντί για άλλο πρωινό, αντί για τσάι ή γάλα ...»

Page 134: Megas Anatolikos 1 Tomos

134

« Αχ, τι ωραία! Αχ, σας ευχαριστώ, κύριε, µε όλη µου τήν καρδιά ... Ξέρετε, όταν µπαίνει µέσα µου µια πούτσα, και χύνει στο στόµα µου ή στον κώλο µου τό σπέρµα του ένας άνδρας, νοιώθω σαν να παίρνω µέσα µου τόν Θεό, σαν να µε γεµίζει η χάρι Του, και σαν να γίνουµαι ένα και εγώ µαζύ Του. » Ένα ρίγος ισχυρόν διέτρεξε τό σώµα τού Αιµιλίου Μπερτιέ, και ένα αίσθηµα αγαλλιάσεως εγέµισε τήν ψυχήν του, επί τώ ακούσµατι αυτών τών λόγων. Ο θαυµασµός του δια τήν µικράν ερωτοµανή κόρην ήτο απεριόριστος. Τά λόγια της τόν ύψωναν εις σφαίρας, οπού τά πάντα βρίσκουν δικαίωσιν και ολοκλήρωσιν, όπου τά πάντα καταλήγουν εις πλήρη κατάφασιν και αρµονίαν. Αίφνης ο Αιµίλιος έπεσε στα γόνατα και αφού εφίλησε τούς πόδας της ανέκραξε : « Έθελ! ... Μουνίτσα µου! ... Σε προσκυνώ, χαριτωµένη! ...» Έπειτα ηγέρθη και αγκαλιάζων τήν κατάπληκτον παίδα τήν ησπάσθη µε παραφοράν εις τό στόµα, και τούτο ποιών, επίεζε, µε τήν δεξιάν του υπό τό φόρεµα της, τό υγρόν εισέτι αιδοίον της, ωθών τόν µεσαίον του δάκτυλον µέχρι τής µεµβράνης τής αδιατρήτου ακόµη τρυφεράς µουνοτρυπίδος της. Το φίληµα διήρκεσε επί µακρόν και η γλώσσα τού Μπερτιέ ελάµβανε µέρος ενεργόν εις αυτό, εντός τού στόµατος τής Έθελ. Τέλος, ο Αιµίλιος, απέσπασε τά χείλη του από τά χείλη τής ωραίας κορασίδος και ανέκραξε αγαλλιών : « Έθελ! Έθελ! Σ' τό είπα και σ' τό ξαναλέω — είσαι Μουνίτσα και άγγελος ... Μουνάγγελος ... Πλάσµα τού Παραδείσου ευλογηµένο ... και τό στόµα σου ... Αααχ! ... Ωωωχ! ... µυρίζει ακόµη από τό σπέρµα µου! ... » Χωρίς να είπη άλλον λόγον και ενώ µία πληµµυρίς ευδαιµονίας κατέκλυζε τήν ψυχήν του, ο Αιµίλιος Μπερτιέ έλαβε εκ τής χειρός τήν χαρίεσσαν ερωτικήν παιδίσκην και εξηφανίσθη µαζύ της, κατευθυνόµενος προς τά καταστρώµατα τής πρώτης θέσεως. Εκείνος εβάδιζε σταθερά, αλλά η µικρά νύµφη, µε τόν κώλον της γιοµάτον σπέρµα και τόν πρωκτόν της τσούζοντα πολύ, µετά τήν γάµευσίν της από ένα τόσον χονδρόν και µέγα πέος, παρέπαιε τώρα τόσον, που ο Γάλλος καλλιτέχνης ηναγκάσθη να τήν υποβαστάξη. Η Υβόννη έµεινε επί τίνα χρόνον εκεί που ευρίσκετο, τελείως ασάλευτη και µετά τήν αποχώρησιν τού ζεύγους, ως πλάσµα κεραυνόπληκτον. Η δυστυχής νεάνις, έχουσα ιδεί και ακούσει τά πάντα, ησθάνετο τώρα, ωσάν να ήτο µία έκτασις γης, που προ ολίγου ήτο χλοερά και αιφνιδίως µετεβλήθη εις έρηµον πεπυρακτωµένην. Τά ώτα της εβούιζαν, η καρδία της επάλλετο ανωµάλως, εις τό αιδοίον της ησθάνετο οδυνηρούς νυγµούς, και εις τήν ψυχήν της µίαν αφόρητον ξηρασίαν. Ήθελε να φωνάξη, αλλά δεν ηδύνατο. Ήθελε να κλαύση, αλλά δεν ηµπορούσε. Αίφνης εν ρίγος σύγκορµον τήν έσεισε, και, η βοηθός τού ταχυδακτυλουργού Γκρεγκουάρ, αλλόφρων, σχεδόν τρέχουσα, εγκατέλειψε τά καταστρώµατα τής τρίτης θέσεως και, εντός ολίγου, έφθασε εις ένα κατάστρωµα τής πρώτης, ασθµαίνουσα και πνευστιώσα, ενώ κρύος ιδρώς περιέλουε τό µέτωπόν της. Τότε και µόνον τότε εσταµάτησε η Υβόννη, και πίπτουσα επί ενός πάγκου, ανελύθη εκ νέου εις λυγµούς, κλαίουσα µε απελπισίαν, κάτω από τούς σπινθηρίζοντας εις τό µεγαλοπρεπές στερέωµα, εν πλήρει αδιαφορία δια τόν πόνον της, λαµπρούς αστέρας. —

Page 135: Megas Anatolikos 1 Tomos

135

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11

Έχοντες περιγράψει τά περιλαµβανόµενα εις τά 4 προηγούµενα κεφάλαια επεισόδια, τά oποία έλαβον χώραν, άλλα µεν προ τού µεσονυκτίου, άλλα δε µετά τό µεσονύκτιον τής πρώτης ηµέρας τού ταξιδίου τού «Μεγάλου Ανατολικού», ας επανέλθωµεν εις τάς πρώτας εσπερινάς ώρας τής ιδίας ηµέρας. Περί τήν 7ην και 1/2 µ.µ. και ενώ τό µέγα υπερωκεάνειον ευρίσκετο εις απόστασιν 90 περίπου µιλίων από τάς ακτάς τής Αγγλίας, η Φλώσσυ, η νεαρά και ως µαγνόλια απαλή θυγάτηρ τής Γερτρούδης Νόρρις, παρ' όλον ότι δεν ενύσταζε καθόλου, εν τούτοις είχε αναγκασθεί να κατακλιθή ευθύς µετά τό δείπνον —δηλαδή ενωρίτερον τού συνήθους— διότι η µητέρα της, προτιθέµενη να µεταβή µόνη της εις τόν αναγγελθέντα από τής µεσηµβρίας µέγαν χορόν, τήν παρεκάλεσε να κοιµηθή ενωρίς. Η Φλώσσυ, φέρουσα βαρέως τό γεγονός ότι η µητέρα της ουδέποτε τήν έπαιρνε µαζύ της εις τάς διασκεδάσεις της, συνεµορφώθη µεν ως προς τήν κατάκλισιν, αλλά δεν απεκοιµήθη. ∆ια πρώτην φοράν εις τήν ζωήν της έλαβε τήν απόφασιν να εξέλθη σήµερον κρυφίως, δια να παρακολούθηση, εν ευθέτω χρόνω, µετά τήν έξοδον τής µητρός της, τόν µέγαν χορόν. Εξηπλωµένη εις τήν κουκέτταν της και προσποιούµενη ότι τήν κατέλαβε διά µιάς ο ύπνος, η ωραία παίς ανέµενε τήν κατάλληλον στιγµήν δια να ενδυθή και να εξέλθη προς εκτέλεσιν τού µυστικού σχεδίου της. Εν τώ µεταξύ, µε χαµηλωµένα τά βλέφαρα, η µικρά Καναδή παρετήρει τάς κινήσεις τής µητρός της εις τόν παραπλεύρως θάλαµον. Η Γερτρούδη Νόρρις είχε ανοίξει µίαν µεγάλην βαλίτσαν. Αφού εξήγαγε µίαν κοµψήν εσθήτα, µερικά εσώρρουχα και έναν κορσέ, εβύθισε τήν δεξιάν της χείρα µέχρι τού πυθµένος, ηρεύνησε επί τινα χρόνον και τέλος ανέσυρε, υποµειδιώσα, εν άδετον βιβλίον. Έπειτα, κλίνουσα τήν κεφαλήν της προς τό στήθος της, όπου ευρίσκετο εξηρτηµένον από χρυσούν φιόγγον ένα µικρόν ωρολόγιον κεκοσµηµένον µε πολυτίµους λίθους, εκοίταξε τήν ώραν. Κατόπιν ακούµβησε τό βιβλίον επί τού καναπέ, και εισερχόµενη εις τόν θάλαµον τής θυγατρός της, έκυψε επ' αυτής και τήν ησπάσθη απαλά εις τό µέτωπον. « Καληνύκτα, Φλώσσυ ...» εψιθύρισε. « Εγώ, σε λίγο, θα ντυθώ για τόν χορό. Αύριο, αν κάνη καλό καιρό, θα ...» Νοµίζουσα, όµως, ότι η Φλώσσυ πράγµατι κοιµάται, η Γερτρούδη δεν εξηκολούθησε τήν φράσιν της, δια να µη τήν αφυπνίση, τοσούτω µάλλον που ο ύπνος τής θυγατρός της εξυπηρέτει τά σχέδιά της. Αφού εχαµήλωσε τό φως τής εκκρεµούς λυχνίας, ώστε να καίη ως κανδήλα, η χήρα τού Καναδού µεγαλεµπόρου Καρόλου Νόρρις επέστρεψε ακροποδητί εις τόν ιδικόν της θάλαµον — θύµα τής τελείας προσποιήσεως τής κόρης της. Τό πρώτον της µέληµα ήτο να αφαιρέση τόν γάντζον από τήν θύραν τής επικοινωνίας, δια να τόν κλείση, αλλά µόλις τήν έσυρε, ένας τριγµός τήν έκαµε να φοβηθή ότι, αν εξηκολούθει, ο συνεχιζόµενος κρότος θα αφύπνιζε τήν Φλώσσυ, και αλλάσσουσα γνώµην, η εκ Τορόντο χήρα έθεσε εκ νέου τόν γάντζον εις τήν θέσιν του και άφησε τήν θύραν ανοικτήν. Έπειτα εκοίταξε άλλην µίαν φοράν τό ωρολόγιόν της, και βλέπουσα ότι είχε ακόµη καιρόν, έλαβε τό βιβλίον, εξήπλωσε επί τού καναπέ και ήρχισε να διαβάζη. Η Φλώσσυ ήτο εξ εκείνων τών µικρών κορασίων που από τής τρυφεροτάτης ηλικίας των ασκούν µίαν εξαιρετικώς µεγάλην γοητείαν επί τών ενηλίκων, ιδίως τών ανδρών, εµβάλλοντα αυτούς εις ισχυροτάτους πειρασµούς. Εκτός από τά

Page 136: Megas Anatolikos 1 Tomos

136

πολλά φυσικά της θέλγητρα, τά γλαυκά και ονειροπόλα µάτια της, τά συχνάκις ηµιανοιγµένα ροδαλά της χείλη και τά χρυσόξανθα µαλλιά, εκτός από τήν εξαισίαν πλαστικότητα τού νεανικού της σώµατος, από τά ήδη στρογγυλότατα και προώρως ανεπτυγµένα µαστίδιά της, µέχρι τών σφριγηλών γλουτών τού καλλιγράµµου κώλου της, εκτός από τήν επιτρέπουσαν πολλάς ηδυπαθείς ερµηνείας και φαντασιώσεις γλυκυτάτην έκφρασιν τού αγγελικού προσώπου της, εκτός από τό συχνάκις οµοιάζον µε απαλότατον οριζόντιον µουνέττον στόµα της, η Φλώσσυ είχε και ήθος που υπερέβαινε κατά πολύ τούς λεγοµέ-νους καλούς τρόπους, και µίαν ευκολοδιάκριτον αισθησιακήν ευαισθησίαν, που ηύξανε έτι µάλλον τήν ακατανίκητον γοητείαν, που ανεδίδετο απ' όλην τήν προσωπικότητά της. Εκ πρώτης όψεως, η κορασίς αύτη δεν εφαίνετο εξαιρετικά ευφυής. Όµως µία στενωτέρα επαφή µαζύ της επέτρεπε να διαπιστώση ο προσεκτικώτερος παρατηρητής ότι όχι µόνον ήτο έξυπνη η ωραία παίς, αλλ' ότι είχε ουσιαστικήν ευφυΐαν, και όχι απλώς τήν ευστροφίαν εκείνην, τήν αβαθή και εξωτερικήν, που ηµπορεί µεν να τέρπη, αλλά αδυνατεί να επεξεργάζεται, µε κάποιαν ενδελέχειαν, αισθήµατα και νοήµατα και ακαθορίστους καταστάσεις συναισθηµατικάς. Μόνον οι µωροί, ή οι επιπόλαιοι, θα ηµπορούσαν να διατηρήσουν τήν εσφαλµένην αρχικήν εντύπωσιν, ότι δεν είχε επαρκή οξύτητα τό πνεύµα της, η οποία εντύπωσις ενεποιείτο ουχί λόγω ελλείψεως ευφυΐας παρά τή Φλώσσυ, αλλ' ένεκα µιας αυτοµάτου εσωτερικής παρακολουθήσεως που ήσκει επί τού εαυτού της σχεδόν διαρκώς, καθώς και ένεκα µιάς ζωηράς αιδηµοσύνης, που (έξω από ωρισµένας στιγµάς και ωρισµένας ειδικάς συν-θήκας) συνήθως τήν κατείχε. Όµως αυτή η εκτρεφοµένη πολλάκις από τήν « αυτοπαρακολούθησιν » αιδηµοσύνη τής θελκτικής παιδός παρενοείτο από τούς απλοϊκούς παρατηρητάς ή τούς κουτούς ανθρώπους, οι οποίοι συχνά ενόµιζαν ότι απέρρεε από µίαν µεγάλην αν µη καθολικήν αθωότητα, ενώ, οι οξυδερκέστεροι, ηδύναντο άνευ κόπου να διακρίνουν ότι η έντονος αύτη ντροπαλότης δεν ωφείλετο εις αθωότητα, αλλά ήτο, τουναντίον, µία αντίδρασις αµυντική τής συνειδητής πλευράς τής προσωπικότητάς της, αφ' ενός, έναντι πολλών ερεθιστικών δια τάς αισθήσεις της προκλήσεων και πειρασµών τού εξωτερικού κόσµου, αφ' ετέρου, µία άµυνα κατά τών εσωτερικών της ώσεων και ενορµήσεων που εξεπορεύοντο από τήν θερµήν ιδιοσυγκρασίαν της και τήν πλουσίαν ιµερικήν αισθαντικότητα τής φύσεώς της — µιας φύσεως άκρως ερωτικής και προώρως ανεπτυγµένης. Εις επίµετρον, τά βιώµατα τής Φλώσσυ τής είχαν δώσει ωρισµένας ευκαιρίας να οξύνη ενωρίς, ό,τι εις άλλα µικρά κοράσια παραµένει εις αµβλύτητα µεγαλυτέραν και να συνειδητοποίηση, όχι µόνον εις πολύ µεγαλύτερον βαθµόν, αλλά και πολύ ενωρίτερον ό,τι άλλαι κορασίδες συνειδητοποιούν πολύ αργότερον και εις µερικάς περιπτώσεις ποτέ. Ωσαύτως, δεν πρέπει να αποσιωπηθή, ότι η Γερτρούδη Νόρρις, ναι µεν υπήρξε µία καλή και στοργική δι' αυτήν µητέρα, ούχ ήττον όµως, η προσωπικότης, και είς τινας περιπτώσεις, η συµπεριφορά της εις τήν ζωήν ούσαι ιδιόρρυθµοι, συνετέλεσαν εις τό να διαµορφωθή κατά ιδιαίτερον τρόπον ο ψυχισµός τής Φλώσσυ. Η µικρά Καναδή ήτο ένθερµος αυνανίστρια. Όπως όλα τά κοράσια και όλα τά αγόρια, αλλά έχουσα αρχίσει ενωρίτερον από τά περισσότερα, έκαµνε και αυτή µαλακίαν. Όµως, όπως δηλοί και τό χρησιµοποιηθέν επίθετον, η Φλώσσυ υπερέβαινε όχι µόνον κατά τήν συχνότητα, αλλά και κατά τήν έντασιν και τό πάθος τόν µέσον όρον τού συνήθους αυνανισµού τών περισσοτέρων κορασίδων, προσδίδουσα εις τούς ιδικούς της µίαν πυκνότητα

Page 137: Megas Anatolikos 1 Tomos

137

ερωτισµού, µίαν έξαρσιν τού πόθου και τής φαντασίας, µίαν ποιότητα εξαιρετικήν. Παρά τό ζωηρόν συναίσθηµα ένοχης που τής έδιδαν οι αυνανισµοί της, η Φλώσσυ εµαλακίζετο καθηµερινώς, τουλάχιστον 2-3 φοράς κατά τήν διάρκειαν τής ηµέρας — εις ώρας που ευρίσκετο µόνη της, εις τό δωµάτιόν της, εις τό σπουδαστήριον, τό αποχωρητήριον ή τό λουτρόν, και, ακόµη, κατά τούς περιπάτους, αποσυρόµενη εις µέρη ασφαλή, οπίσω από δένδρα ή θάµνους, εις εξοχάς, δασύλλια ή κήπους, λέγουσα, οσάκις δεν ήτο µόνη, ότι αποσύρεται, οτέ µεν δια να ούρηση, ή να ενεργηθή (το δεύτερον τής παρείχε µεγαλυτέραν πίστωσιν χρόνου), οτέ δε, δια να συλλέξη δήθεν άνθη. Επίσης, όσας φοράς και αν ηυνανίζετο κατά τήν διάρκειαν τής ηµέρας, η απαλή ως µαγνόλια παίς έκαµνε µαλακίαν και καθ' εκάστην νύκτα, εις τήν κλίνην της, τουλάχιστον 1 ή 2 φοράς, τρίβουσα τό αιδοίον της πριν αποκοιµηθή και επαναλαµβάνουσα τήν αυτοερωτικήν πράξιν κατά τήν διάρκειαν τής νυκτός, ή, ενωρίς, προ τής εγέρσεώς της τήν πρωίαν. Ωστόσον, κατά τήν εσπέραν ταύτην, τής πρώτης ηµέρας τού ταξιδίου, µη έχουσα τήν πρόθεσιν να παραδοθή εις τάς αγκάλας τού Μορφέως, και φοβούµενη µήπως γίνη αντιληπτή από τήν µητέρα της, η Φλώσσυ ανέβαλε τήν εκτέλεσιν τής µαλακίας δι' αργότερον, όταν θα επέστρεφε εκ τής σχεδιαζοµένης τώρα µυστικής εξόδου της. Και ιδού που ενώ προσεποιείτο ότι κοιµάται, ετελειοποιούσε νοερώς τό σχέδιον που είχε καταστρώσει δια να παρακολουθήση τήν εορτήν κρυφίως, αναµένουσα µε αδηµονίαν τήν έξοδον τής µητρός της εκ τού διπλανού θαλάµου. Με τά µάτια της σχεδόν τελείως κλειστά, η µικρά Καναδή διελογίζετο. ∆ιατί, ω, διατί, να είναι υποχρεωµένη να αναµένη τό 16ον, τό 18ον ή τό 20ον έτος τής ηλικίας της, δια να ηµπορή και αυτή να συµµετέχη εις τήν ζωήν και τάς περιπετείας τών ενηλίκων, τών µεγάλων; ∆ιατί να µην ηµπορή να συµµερίζεται τάς τέρψεις των και τήν χαράν των; ∆ιατί να είναι υποχρεωµένη να παίζη ακόµη µε άψυχες κούκλες και µε άλλα αστεία πράγµατα, όταν υπάρχουν άλλα παιχνίδια και άλλαι παιδιαί, ασυγκρίτως πλέον απολαυστικαί και ενδιαφέρουσαι, παιδιαί παιζόµεναι µε ζωντανά και έµψυχα πλάσµατα τόσον ποθητά και ωραία; Τί και αν ήτο µόλις 14 ετών; Μήπως δεν είχε τά ίδια θέλγητρα µε τίς µεγάλες; Μήπως δεν είχε και αυτή ωραία µάτια και χείλη, εκφραστικά χέρια και πόδια; Μήπως δεν είχε στο στήθος της δυο όµορφα βυζάκια που φούσκωναν κάθε µήνα πιό πολύ και κόντευαν να γίνουν σαν δυο µικρά πορτοκάλλια, ή σαν δυο ολοζώντατα άσπρα τόπια, σαν αυτά που προεξέχουν και χοροπηδούν στα στήθη τών µεγάλων κοριτσιών και δεσποινίδων, κάθε φορά που οι κοπέλλες αυτές δεν φορούν στηθοδέσµους, ή σφικτά κάτω από τίς µπλούζες των µπουστάκια; Μήπως δεν είχε και αυτή ανάµεσα στα σκέλη της και µέσα σε ένα απαλώτατο χνούδι µεταξωτό τόν πιό ωραίο και πιό πολύτιµό της θησαυρό — ένα µικρό και τρυφερό και παχουλό και (αχ! . . . αχ! . . .) απειροευαίσθητο πραµατάκι, που έµοιαζε και µε κογχύλι εξαίσιο, ροδαλό, και µε λουλούδι θε-σπέσιο, εξωτικό, ένα πραµατάκι, που ενδιέφερε τόσο, µα τόσο πολύ όλους τούς άνδρες, νέους και γέρους, κυρίους και υπηρέτες, και στο οποίο ήτο φανερό ότι φώλιαζε όλη η µεγαλύτερη τού κόσµου γλύκα; Μήπως οι άνδρες δεν τήν κοίταζαν επίµονα και µε λαχτάρα, συχνά ακόµη µεγαλύτερη από εκείνη µε τήν οποία κοίταζαν τίς µεγαλύτερες κοπέλλες; Μήπως ωρισµένοι απ' αυτούς δεν τής έλεγαν πιάνοντας τό «πράµα» τούς πάνω απ' τό παντελόνι, ή, βγάζοντάς το έξω και δείχνοντάς το (τό πράµα αυτό, που συνήθως ήτο πολύ µεγάλο, φουσκωµένο και µακρύ τήν ώρα εκείνη, ή, που αν δεν ήτο έτσι εξ αρχής —δηλαδή τήν πρώτη στιγµή τής επιδείξεως— οπωσδήποτε γρήγορα

Page 138: Megas Anatolikos 1 Tomos

138

φούσκωνε, µεγάλωνε, γινόταν πελώριο, και στεκόταν µόνο του όρθιο και σκληρό, ή µε λίγο τρίψιµο κατάλληλο), µήπως δεν τής έλεγαν όλοι αυτοί µε τήν ψυχή στα χείλη τους, λόγια σαν τούτα : « Κούκλα µου! . . . Μουνίτσα µου! . . . Μουνέλλα µου! . . . » ή « Άγγελέ µου! . . . » ή, ακόµη, µήπως δεν τής έλεγαν: « Έλα, χρυσό µου, να παίξουµε µαζύ . . . » ή « Έλα, κοριτσάκι µου, να µου τήν παίξης . . . », ή, ακόµη « Έλα, µικρούλα µου, να σου τό κάνω . . . »; Μήπως δεν έµαθε, µια µέρα, µε κατάπληξι, ότι οι λέξεις «αγάπη» και «έρως », εσήµαιναν κάτι διαφορετικό απ' ό,τι εφαντάζετο αρχικώς, και µήπως δεν έµαθε σιγά-σιγά ότι τά κοιτάγµατα αυτά, τά λόγια αυτά, οι άσεµνες χειρονοµίες τών ανδρών και προ πάντων τά φουσκωµένα χονδροπράµατά των, τά τόσο συγκλονιστικά, που µοιάζαν µε πελώρια αγγούρια ή παχιά λουκάνικα, ήσαν όλα πράγµατα ερωτικά ; Μήπως δεν έµαθε πολύ γρήγορα τι εσήµαιναν τά ουσιαστικά, ΨΩΛΗ, ΜΟΥΝΙ, ΣΠΕΡΜΑ και Η∆ΟΝΗ, καθώς και εκείνο τό περίφηµο ρήµα ΓΑΜΩ, που οσάκις τό ήκουε, άλλοτε, ενόµιζε ότι αντίκρυζε µίαν άγνωστη µυστηριώδη χώρα, γιοµάτη από πράγµατα και πλάσµατα τροµακτικά, µα και πολύ γοητευτικά συγχρόνως; ∆ιατί, λοιπόν, να µην ηµπορή και αυτή να λαµβάνη µέρος στις απολαύσεις τών « µεγάλων »; ∆ιατί τά « ερωτικά » πράγµατα, να επιτρέπωνται µόνον σε εκείνους και όχι και σε αυτήν, που είχε εννοήσει, επιτέλους, ότι όλα τά απόρρητα τών ενηλίκων, ήσαν, πέρα για πέρα, ερωτικά — δηλαδή, ό,τι πιό ωραίο, πιό εξαίσιο, ό,τι πιό απολαυστικό και πιό σπουδαίο υπάρχει σε αυτόν τόν κόσµο; Μήπως δεν τό είχε υποψιασθεί στην αρχή, και τό έµαθε αργότερα, θετικά και συγκεκριµένως, από ωρισµένα ψιθυρίσµατα και από διάφορες ακριτοµυθίες, από ωρισµένα βιβλία, µε ή χωρίς εικόνες, τού είδους εκείνου που ονοµάζουν άσεµνα ή αισχρά, από διάφορα µισόλογα τόν πρώτο καιρό, και έπειτα, από πολλές παστρικές και ξεκάθαρες κουβέντες, µε υπηρέτριες στο σπίτι, µε ωρισµένες συµµαθήτριες στο σχολείο, από ωρισµένα πράγµατα που είδε να κάνουν οι άλλοι, και, εν τέλει, από τήν ιδική της πείρα; Με άλλα λόγια, µήπως δεν ήξερε πολύ καλά ότι ο ένας ησχολείτο µε τά κρυφά µέρη τού σώµατος τού άλλου; ∆ιατί, λοιπόν, δεν τήν άφηναν να κάνη και αύτη όπως οι µεγάλοι; ∆ιατί να θεωρούνται ένοχα αυτά τά πράγµατα, όταν τά σκέπτονται και τά επιζητούν οι µικρούλες, ενώ δεν είναι, ούτε θεωρούνται ένοχα, όταν τά κάνουν οι άλλοι, οι ενηλικιωµένοι, οι µεγάλοι; Αλήθεια, Τι και αν ήτο µόλις 14 ετών; Μήπως δεν εγνώριζε ότι τό « πράµα » τών ανδρών είναι τελείως διαφορετικό από τό γυναικείο; Μήπως δεν εγνώριζε τό σχήµα του, τίς ιδιότητές του, τίς ικανότητές του και τίς συνήθειές του; Μήπως δεν εγνώριζε ότι εκτός που ονοµάζεται «ψωλή», λέγεται και «πούτσα» ή «πούτσος»; Και αν στην αρχή τήν τρόµαζε αυτό τό πράµα, µήπως δεν τό αγάπησε πολύ γρήγορα τρελλά, και δεν τό εθαύµασε κατόπιν; Μήπως δεν ήξερε ότι η ψωλή εξογκώνεται πολύ και µεγαλώνει; Ότι γίνεται τεράστια και σκληρή, και ότι σηκώνεται και πάλλεται από τόν πόθο, µόλις τήν αγγίζει ένα κορίτσι ή µία γυναίκα, ή και πριν ακόµη τήν αγγίξουν; Μήπως δεν εγνώριζε ότι σε τέτοιες στιγµές όλοι οι άνδρες, από τά αγόρια ως τούς γέρους, θέλουν πάντοτε να χύσουν; Ότι, αν τρίψη κανείς τίς ψωλές των κατά ωρισµένο τρόπο, που µοιάζει µε τροµπάρισµα, όλοι τους χύνουν µε απερίγραπτη ηδονή, µε αληθινή αγαλλίασι, κάτι ζεστό, λιπαρό και γλοιώδες, κάτι άσπρο σαν γάλα, αλλά πολύ πιό πλούσιο και πυκνό, κάτι που τρελλαινόταν να τό βλέπη να ξεπετιέται, να αναβλύζη, κάτι που έµαθε λίγο αργότερα, ότι τό ονοµάζουν « ψωλόχυµα » και «σπέρµα»; Μήπως δεν είχε τρίψει η ίδια µε αυτόν τόν τρόπο µερικούς άνδρες, και, µεταξύ άλλων, εκείνον τόν κύριον µε τό µακρύ παλτό και

Page 139: Megas Anatolikos 1 Tomos

139

τό γούνινο καλπάκι, που ήταν ο πρώτος άνδρας τού οποίου άγγιξε τήν πούτσα, πίσω από κάτι πυκνούς θάµνους εις τό δασύλλιο που χώριζε τό σπίτι της από τό σχολείο της, µια µέρα που επέστρεφε µόνη της; Μήπως και εκείνος δεν τήν έκανε να ευχαριστηθή τόσο, µα τόσο πολύ, τρίβοντας τό µουνάκι της, πρώτα µε τά δάκτυλά του και έπειτα µε τό πελώριο πράµα του, χωρίς να προσπαθήση να τής τό τρυπήση, κάνοντας της, εκεί, και µε τό χέρι του και µε τήν ψωλή του, αυτό που συνήθιζε να κάνη µόνη της στο µουνί της, τόσο συχνά µε τά δικά της δάκτυλα, κρυφά, απ' τόν καιρό που µία υπηρέτρια, στο σπίτι της, τήν έµαθε να µαλακίζεται σε ηλικία οκτώ ετών — µία υπηρέτρια νέα και όµορφη, που στην αρχή έκανε, τάχα, πως έπαιζε γαργαλητό µαζύ της, ενώ, πραγµατικά, σηµάδευε διαρκώς τό άτριχο µουνάκι της και δούλευε τό χέρι της εκεί, δείχνοντάς της, αργότερα, τό δικό της τό µουνί τό τριχωτό, και τρίβοντάς το, συγχρόνως, µε τό δικό της χέρι, ή βάζοντας τήν εκείνην να τής τό τρίψη, έως που έκανε « Ααα! . . . Ααα! . . . » κουνώντας σαν τρελλή, και έχυνε µπόλικο µουνόχυµα, τό οποίον τό ονόµαζε «µουνόγαλα», ή «µουνόκρεµα» — ένα υγρό, που µόνο όταν έγινε 11 ή 11 1/2 χρονών η ίδια, άρχισε να µπορή να χύνη τέτοιο και αυτή. Αλήθεια, τί και αν ήτο µόλις 14 ετών; Μήπως δεν ήξερε που µπαίνει η ψωλή, ποιά είναι η σωστή της θέσι, και πώς τήν χώνουν εκεί οι άνδρες, και τήν κουνάνε, µε δύναµι, σπρωχτά και ρυθµικά µπρός-πίσω, µες στα µουνιά τών γυναικών, γιά να χαρούν και αυτοί και εκείνες; Μήπως δεν ήξερε τί ηδονή, τί αφάνταστη γλύκα δίνει και στους δυο αύτη η πράξις που λέγεται Γ Α Μ Η Σ Ι — δηλαδή η πράξις που περιγράφεται από εκείνο τό παράξενο ρήµα, τό ρήµα ΓΑΜΩ; Μήπως δεν ήξερε πώς γίνονται τά παιδιά; Μήπως δεν ήξερε ότι µπορεί κανείς να τά αποφυγή, όταν θέλη ; Μήπως δεν ήξερε ότι µπορεί να γίνη τό «γαµώ» και αλλού, και όχι µονάχα στο µουνί . . . ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι., τρόποι κατάλληλοι και για µικρές και για µεγάλες; Γιατί, λοιπόν, να έχη τόση σηµασία τό ζήτηµα τής ηλικίας; Μήπως δεν έµαθε, σιγά-σιγά, τόσα και τόσα; Μήπως δεν είχε δει, µέσα από µία κλειδαρότρυπα, µία µέρα που έλειπε η µαµά της, τόν ίδιο τόν πατέρα της, να κάνη τό «γαµώ» µες στο γραφείο του σε µια όµορφη καµαριέρα τού σπιτιού των; Μήπως δεν τόν είχε δει, να στέκη όρθιος πίσω απ' τήν κοπέλλα και να κουνάη τό « πράµα » του µε δύναµι µες στο µουνί της µέσα-έξω, κρατώντας τήν σφικτά από τή µέση, µε µία έκφρασι που δεν εφαντάζετο ποτέ ότι θα ήτο δυνατόν να έπαιρνε τό πρόσωπό του; Η υπηρέτρια, που ήτο νέα και καλοκαµωµένη, έσκυβε επάνω από µια πολυθρόνα, µε τήν φούστα της σηκωµένη έως τήν ράχη, µε τόν κώλο της τελείως γυµνό και τουρλωµένο, µε τά άσπρα της βυζιά βγαλµένα έξω. Τό πράµα τού µπαµπά της, χονδρό, σκληρό και απίστευτα µεγάλο, µπαινόβγαινε γρήγορα στο πράµα της, σαν έµβολο ατµοµηχανής, ενώ βογγούσανε και οι δυο από τήν γλύκα που ένοιωθαν . . . Μήπως, µεταξύ άλλων ερωτικών σκηνών που είχε παρακολουθήσει, κατά καιρούς, κρυφά, µήπως δεν είχε δει, προ ολίγων ηµερών, στο ξενοδοχείο των, στο Παρίσι, µέσα από τήν κλειδαρότρυπα τής πόρτας ενός διπλανού δωµατίου, µία γλυκεία και νόστιµη κυρία, πολύ όπως πρέπει, να γαµιέται; Ήταν ανάγυρτη στην άκρη ενός κρεββατιού, µε τά σκέλη της πολύ ανοικτά, µε τό φουστάνι της και τά µεσοφόρια της σηκωµένα, µε τά αφράτα της βυζιά βγαλµένα έξω. Ένας µικρός γκρουµ έως 15 ετών είχε τήν φουσκωµένη του ψωλή µες στο µουνί της, και όρθιος ανάµεσα στα σκέλη της, κουνιόταν σαν τρελλός µπρός-πίσω, ενώ εκείνη έκανε « Αααχ! . . .» και « Αααχ! . . . » και φώναζε « Τι γλύκα! . . . Τι γλύκα! . . . » και έµοιαζε να βρίσκεται στον Παράδεισο, κοιτάζοντας µε µάτια υγρά και λιγωµένα τό αγόρι, που όλο

Page 140: Megas Anatolikos 1 Tomos

140

ευτυχία, σφρίγος και ορµή, τής έκανε µε µανία τό «γαµώ », όπως ο πατέρας της τό είχε κάνει στην όµορφη υπηρέτρια, αλλά σε άλλη στάσι . . . Αλήθεια, γιατί να έχη τόση σηµασία τό ζήτηµα τής ηλικίας; Εκτός απ' όσα ήξερε απ' τίς δικές της περιπέτειες, σχετικά µε τό θέµα τής αγάπης πολλών ανδρών για τά µικρά κορίτσια, µήπως δεν έµαθε πολλά και από διάφορες άλλες σκηνές που είχε δει — σκηνές, στις όποιες, οι άνδρες « παίζανε », όχι µε κυρίες ή δεσποινίδες, µα µε µικρές παιδούλες. Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «µιµί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »; H σκηνή αυτή, που ήταν µία από τίς πιό άσεµνες, µα και από τίς πιό χαριτωµένες, απ' όσες έτυχε να παρακολούθηση, είχε εκτυλιχθεί µπροστά της, όταν ήταν 9 ετών, σε ένα αρκετά µεγάλο και πυκνό δασάκι, που βρισκότανε όχι πολύ µακρυά από τό σπίτι τους σ' ένα ωραίο προάστειο τού Τορόντο, όπου πήγαιναν καθηµερινώς, τό καλοκαίρι και τήν άνοιξι µερικές µητέρες µε τά παιδιά των και κάµποσες νταντάδες, παραµάνες και παιδαγωγοί. Πάγκοι υπήρχαν µόνο στην αρχή, στα κράσπεδα τού δάσους, εκεί που τά δένδρα ήταν αραιότερα. Η µαµά της καθόταν σε έναν απ' αυτούς και διάβαζε. Εκείνη, µάζευε µανιτάρια - τού είδους που έχουν όµορφα κόκκινα κεφάλια, που µοιάζουν µε ψωλοκεφαλές ξεπεταγµένες - και χωρίς να τό καταλάβη, είχε αποµακρυνθεί από τήν µαµά της τόσο, που βρέθηκε στο βαθύτερο και πυκνότερο, στο πιό ολιγοσύχναστο σηµείο τού µικρού δάσους. Έξαφνα, εκεί που έσκυβε και διάλεγε τά πιό όµορφα µανιτάρια, λίγο µεθυσµένη από τά δυνατά αρώµατα τής γης και τής πλουσίας βλαστήσεως, άκουσε έναν βόγγο ανδρικό. Κοιτάζει αµέσως ανάµεσα από τά κλαριά ενός µεγάλου θάµνου, που βρισκόταν κοντά της, και τι να δη ! . . . Ένας µεσόκοπος κύριος, µε γκρίζα µαλλιά και περιποιηµένα γένεια, ένας κύριος κοµψά ντυµένος στεκόταν σε απόστασι 5 ή 6 µέτρων, κάτω από κάτι θεόρατα δένδρα, µπροστά σε ένα πολύ ωραίο κο-ριτσάκι έως 7 ετών. ∆ίπλα στη µικρούλα, στεκόταν µια νόστιµη κοπέλλα 22 ή 23 ετών, ντυµένη όπως ντύνονται οι γκουβερνάντες. Ο κύριος ένας σοβαρός άνδρας περίπου 55 ετών - είχε βγαλµένο τό πράµα του έξω από τό παντελόνι, καθώς και τό σακκούλι µε τίς µπάλλες του - µία ψωλή πάρα πολύ εξωγκωµένη, φουσκωµένη πελώρια, που έµοιαζε µε πολύ µακρύ και πολύ χοντρό λουκάνικο ή αγγούρι, και κάτι µπάλλες που τής θύµιζαν στο µέγεθος (έτσι όπως τίς υπολόγιζε από τό σχήµα και τό βάρος τους µες στη σακκούλα) τά αυγά τής χήνας. Η καρδιά τής Φλώσσυ σκίρτησε και για µια στιγµή πιάσθηκε η αναπνοή της. Η ωραία παιδούλα είχε στο στόµα της τό µισό κεφάλι τής ψωλής - τό µισό, γιατί δεν χωρούσε µέσα ολόκληρο - και γλυκοπιπίλιζε τήν ωραία ψώλα, σαν νάταν ένα τεράστιο γλειφιτσούρι, και τό κόκκινο κεφάλι της, η άκρη ενός πελώριου µασταριού. Η γκουβερνάντα έσκυβε επάνω απ' τήν µικρούλα, και κοιτάζοντας φλογερά αυτό που έκανε στην πούτσα τού κυρίου, τήν ενεθάρρυνε και τήν παρώτρυνε µε µεγάλη θέρµη να εξακολουθήση τήν γλυκεία πράξι µέχρι τέλους και να µη σταµατήση, ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ούτε για µια στιγµή, ό,τι και αν συνέβαινε, όσο παράξενο ή απροσδόκητο και αν επρόκειτο να τής φανή αυτό, έστω και αν τήν ξάφνιαζε, έστω και αν τήν τρόµαζε λίγο στην αρχή, προσθέτοντας µε τήν ίδια πάντα θέρµη, ότι, σε λίγο, θα έβλεπε και θα ένοιωθε η παιδούλα να γίνεται κάτι µέσα στο στόµα της, κάτι πάρα πολύ όµορφο, πάρα πολύ ωραίο, κάτι πάρα πολύ γλυκό, που ποτέ δεν θα τό ξεχνούσε, κάτι που σίγουρα θα τήν ενδιέφερε τροµερά και που µε πάθος θα τό αγαπούσε, κάτι που

Page 141: Megas Anatolikos 1 Tomos

141

πολύ γρήγορα θα τό ζητούσε και θάθελε να τό κάνη, να τό νοιώθη και να τό απολαµβάνη συχνά, συχνότατα σε όλη της τήν ζωή, λέγοντας ακόµη η γκουβερνάντα ότι ήταν τυχερό και αξιοζήλευτο κοριτσάκι η µικρούλα, που είχε στο στόµα της αυτό τό ωραίο και πελώριο πράµα, που έσφυζε τόσο πολύ, και έκανε σαν τρελλό γι' αυτήν . . . Τήν ίδια ώρα που µιλούσε η γκουβερνάντα (ήταν λαχανιασµένη και ο τόνος τής φωνής της φανέρωνε και αυτός τό µέγεθος τής διεγέρσεώς της) είχε τά σκέλη της πολύ ανοιγµένα και κουνούσε εξ αρχής γοργά και µε µεγάλη ζέσι τό δεξί της χέρι κάτω από τό φόρεµά της σε ωρισµένο µέρος και µε τέτοιο τρόπο, που ήταν φανερό ότι, καθώς µιλούσε, κοιτάζοντας τήν παιδούλα να βυζαίνη, εκείνη έκανε µε πάθος µαλακία ... Ο κύριος βογγούσε και αναστέναζε βαθειά από τήν απροσµέτρητη γλύκα που ένοιωθε, και κοίταζε, κοίταζε µε γουρλωµένα µάτια, αυτό που έκανε τό κοριτσάκι στη ψωλή του, ενώ µε τό ένα του χέρι χάιδευε πυρετωδώς τά ξανθά µαλλάκια τής µικρούλας και, µε τό άλλο περασµένο στο ξεκουµπωµένο άνοιγµα τής µπλούζας τής δασκάλας, τής έτριβε και τής ζουλούσε µε δύναµι τά ωραία της βυζιά. « Ωωωχ! . . . Ααα!.. . Ααα!. . . Ουχ . . . Ουχ! . . . Ααα!. . . Αααχ!. . . Ωωωχ! . . . Ααα! . . . Αααχ! . . . Ωωωχ! . . . Ωωωχ! . . . Αααχ! ... Τι γλύκα! ... Τι γλύυυυκα! ... Τι όµορφο κοριτσάκι που είσαι! . . . Τι ωραίο µιµί που κάνεις! . . . » έλεγε ανάµεσα στους στόνους και στους στεναγµούς τής ηδονής που εδοκίµαζε ο λάγνος άνδρας, ενώ η καλή µικρούλα, που ήταν ολοφάνερο ότι πρώτη φορά γλειφοπιπίλιζε µια πούτσα, υπακούοντας στις οδηγίες που κάθε τόσο τής έδινε η δασκάλα, και προσέχοντας πολύ να τίς εκτελή σωστά (µεταξύ άλλων η γκουβερνάντα τής έλεγε να µη πιπιλίζη µόνο τήν ξετρελλαµένη ψώλα, µα να τήν γλωσσοκοπανά αλύπητα µέσα στο στόµα της συγχρόνως και να τήν γλυκογλείφη εκεί), η αθώα µικρούλα εξακολουθούσε µε χαριτωµένη ευσυνειδησία και συγκινητική προσήλωσι τήν τρυφερή της πράξι, τό εξαίσιο βύζασµα, τόν ψωλοθηλασµό, χωρίς να υποψιάζεται καθόλου τι επρόκειτο σε λίγο µέσα στο στόµα της να συµβή . . . Αίφνης ο κύριος ελύγισε τά γόνατα του, πέταξε τήν κοιλιά του έξω, έκαµε µια κίνησι σπασµωδική και δυνατή, από τά κάτω προς τά επάνω και χώνοντας βιαίως τόν πελώριο πούτσο του όσο µπορούσε βαθύτερα µέσα στο στοµατάκι τής µικρούλας, έβγαλε µια δυνατή κραυγή λαγνείας σαν να αλάλαζε. Τήν ίδια στιγµή, τά µάγουλα τής παιδούλας φούσκωσαν πολύ. Η αθώα µικρή, κατάπληκτη και ξαφνιασµένη, έκαµε µια απότοµη κίνησι τού κεφαλιού της προς τά πίσω, για να αποσύρη τό στόµα της από τήν πούτσα, ώστε να αποφυγή τόν γλοιώδη χείµαρρο και να φτύση τό πυκνό σπέρµα που τό πληµµύριζε, τού οποίου τήν απροσδόκητη γι' αυτήν αναπήδησι, χωρίς να ξέρη τι τήν επερίµενε, είχε, η ίδια, µε τά γλυκά της χάδια, προκαλέσει. Η γκουβερνάντα, όµως, δεν τήν άφησε. Έσπρωξε µε δύναµι τό κεφαλάκι της προς τήν πελώρια ψωλή, που µε επανωτούς σπασµούς ξερνοβολούσε τίς λιπαρές ρουκέττες της στην στοµατική κοιλότητά της, και κρατώντας τό στη θέσι που έπρεπε για να µη βγή η χονδροπούτσα από τό στόµα της προτού αδειάση εκεί ο κύριος όλο τό ψωλόχυµα που είχε να τής δώση, εµπόδισε τήν έξοδο τής υπερεξωγκωµένης βαλάνου από τό στοµατάκι της µικρούλας, και χωρίς να παύση να κάνη η ίδια κάτω από τό φόρεµά της µαλακία, µε πολύ αλλοιωµένη από τήν καύλα τήν φωνή της, είπε στη µαθήτριά της, προστάζοντας µα και ικετεύοντας τήν ταυτοχρόνως : «Μη . . . µη τήν αφήνεις . . . Κράτα τήν ωραία ψωλή στο στόµα σου και βύζαινέ την . . . βύζαινέ την . . . Μη σταµατάς . . . Τροµπάρισέ την καλά-καλά και ρουφά όλη τήν κρέµα που σου δίνει . . . Είναι η πιό πλούσια που υπάρχει . . . Μπορεί στο τέλος, να σου αρέση, κούκλα µου, πάρα πολύ ...» Αυτά τά λόγια είπε, µε τήν ψυχή στα χείλη της η γκουβερνάντα, και δουλεύοντας

Page 142: Megas Anatolikos 1 Tomos

142

πάντα µανιωδώς τό δεξί της χέρι στο µουνί της, κουνήθηκε ραγδαίους σαν φρενιασµένη επάνω-κάτω επί τόπου, στα λυγισµένα τώρα γόνατά της, και τινάζοντας σπασµωδικά και γρήγορα τό κάτω µέρος τής κοιλίας της προς τά έξω, µε τά µάτια της πάρα πολύ ανοικτά και τό βλέµµα της καρφωµένο στη χύνουσα ακόµη ψώλα τού κυρίου, και στο γιοµάτο στόµα τής µικρής, βγάζοντας οξείες φωνές λαγνείας και κάνοντας σαν τρελλή, η γκουβερνάντα έχυσε και αυτή. Η µικρούλα που κατά πάσαν πιθανότητα ήκουε για πρώτη φορά στη ζωή της τήν λέξι « ψωλή », και ασφαλώς εγεύετο για πρώτη φορά τό σπέρµα, για να µην πνιγή - η Φλώσσυ θυµόταν και τήν παραµικρή λεπτοµέρεια τής όµορφης σκηνής - κάνοντας στην αρχή σαν να επρόκειτο να ξεράση, αναγκάσθηκε να καταπιή τό περισσότερο ψωλόχυµα τού θαυµαστού της, από τό όποιον ένα µικρό µέρος µόνο ξέφυγε από τό µπουκωµένο έως τό λαρύγγι στοµατάκι της, µπουρµπουλίζοντας στις δύο γωνίες του και τρέχοντας προς τόν λαιµό της, σε µικρά λευκά ρυάκια. Ακίνητος και βογγώντας από τήν παραδεισιακή γλύκα που ένοιωθε, ο κύριος εξεσπερµάτιζε ακόµη, γεµίζοντας τό στόµα τής παιδούλας και, αγαλλιών, τήν κοίταζε µε βλέµµα φλογερό. Φαινόταν πανευτυχής και ευδαίµων - πως να µην ήτο, αφού βρισκόταν στην Εδέµ - και όλη τήν ώρα που έσπερνε, οι βαρείες µπάλλες του κάτω απ' τήν ψωλή του, µε κάθε υγρή ρουκέττα που εξακόντιζε, σάλευαν παράξενα µες στο σακκούλι τους, σαν να τίς κουνούσε εκεί, αναµοχλεύοντάς τις, µια δυνατή φουσκοθαλασσιά, µια φουσκοθαλασσιά ανοικτού πελάγους . . . Όταν τελείωσε ο τυχερός άνδρας, έβγαλε τό χοντρό πράµα του από τό στόµα τής µικρούλας, και ενώ έφτυνε εκείνη όσο από τό σπέρµα του δεν είχε ακόµη καταπιεί, και έκανε, φτύνοντας, µία µικρή γριµάτσα σιχαµάρας η παιδούλα, καθώς έσταζε από τά χείλη της σε παχειές σαν από άσπρο φλέγµα σταγόνες η αρσενική του κρέµα, ο κύριος έδωσε δύο χρυσά νοµίσµατα στην γκουβερνάντα. Κατενθουσιασµένη, και λαχανιασµένη ακόµη από τόν οργασµό της, η παιδαγωγός, χωρίς ίχνος ντροπής ή τύψεων, τέντωσε τό µουσκευµένο από τό µουνόχυµά της χέρι της και, ευχαριστώντας θερµά, πήρε ό,τι ήτο, ως φαίνεται, η αµοιβή της, για τήν βοήθεια που είχε δώσει στον φιλήδονο κύριο να χαρή τήν όµορφη µαθητριούλα της, πείθοντας τήν µικρή, ποιος ξέρει πως, ή, αναγκάζοντάς την, να γλείψη τήν ψωλή του. Έτσι τελείωσε αύτη η συγκλονιστικώς γλυκεία σκηνή, που αναρίθµητες φορές επανήρχετο, όπως και τώρα, εις τόν νουν τής Φλώσσυ, διεγείρουσα αυτήν σφοδρώς, σφοδρότατα, και ωθούσα αυτήν, όπως και τόσοι άλλαι ποικίλαι ερωτικαί σκηναί, πραγµατικαί ή φανταστικοί, εις επανειληµµένας µαλακίας. Αλλά µήπως δεν ήξευρε —εξηκολούθησε να σκέπτεται εις τήν κουκέτταν της η προσποιούµενη ότι κοιµάται παίς—, µήπως δεν έµαθε και ένα σωρό άλλα ερωτικά, από τήν δική της πείρα, τήν πείρα της τήν προσωπική, και όχι µόνο απ' όσα είδε κατά καιρούς, ή άκουσε από φίλες της, ή διάβασε σε άσεµνα βιβλία, αφού οι ερωτικές συµπράξεις της µε άνδρες, βεβαίως δεν περιωρίζοντο µόνο στην περιπέτειά της µε τόν κύριο µε τό γούνινο καλπάκι και τό µακρύ παλτό, µα επλουτίζοντο κάθε τόσο και από άλλες περιπέτειες πολύ πιό σηµαντικές και πιό απολαυστικές, έστω και αν τούτο δεν συνέβαινε όσο θα τό ήθελε συχνά και απεριορίστως; Μήπως 2 ή 3 µήνες µετά τά όσα συνέβησαν µε τόν κύριο µε τό µακρύ παλτό, ο ζωγράφος στο εργαστήριο τού οποίου πήγαινε για τό πορτραίτο της, που τού τό είχε παραγγείλει η µητέρα της, και ενάµισυ χρόνο αργότερα, δηλαδή προ ολίγων ήµερων ακόµη, ένας καµαριέρης τού ξενοδοχείου των στο Παρίσι, και ενδιαµέσως, πέρυσι, ο αρχιφύλακας τού κτήµατος τού θείου της, στον Καναδά, καθ' όλην τήν διάρκειαν τού καλοκαιριού, και παλαιότερα, προ τριών ετών, µια συµµαθήτριά της, σε ένα παρθεναγωγείον

Page 143: Megas Anatolikos 1 Tomos

143

τής Κεµπέκ, εις τό όποιον έµεινε ως εσωτερική επί 9 µήνες, µήπως όλοι αυτοί δεν τής έκαναν διάφορα πράγµατα γλυκύτατα, εξαίσια, που παρ' όλη της τήν συστολή και τήν ντροπαλότητα, και παρ' όλο τό συναίσθηµα ένοχης που τής εµφυσούσαν τά πράγµατα αυτά, όχι µόνον τά εδέχετο ευχαρίστως, µα και διακαώς τά ήθελε και µε λαχτάρα αφάνταστη τά προσδοκούσε. Ω, πόσον ωραίαι ήσαν εκείναι αι θωπείαι! Έτσι καθώς ηγρύπνει η Φλώσσυ, εξηπλωµένη µε τά µάτια της ηµίκλειστα, εν αναµονή τής εξόδου τής Γερτρούδης, ανεµιµνήσκετο µε ουχί µικρόν αίσθηµα ενοχής, αλλά και µε βαθειάν ικανοποίησιν και φιλάρεσκον υπερηφάνειαν συγχρόνως, τό ερωτικόν της παρελθόν. Και όπως όταν ερρέµβαζε, τό απόγευµα, ανακεκλιµένη, εις τό κατάστρωµα τού τεραστίου πλοίου, ατενίζουσα εν εκστάσει, οτέ µεν τόν ωκεα-νόν, οτέ δε τό γλαυκόν στερέωµα που εκάλυπτε τά πάντα, ούτω και τώρα, πολλαί, πάµπολλαι αναµνήσεις, µε αναρίθµητους λεπτοµερείας ήρχισαν να συρρέουν εις τήν διάνοιάν της, φλογίζουσαι τήν σάρκα της και τήν ψυχήν της. Τώρα η Φλώσσυ έβλεπε τόν εαυτόν της εις τό εργαστήριον τού ζωγράφου. Ευθύς εξ αρχής, είχε εννοήσει ότι ήρεζε πολύ εις τόν διακεκριµένον καλλιτέχνη, ο δε καλλιτέχνης, αν και δεν ήτο ωραίος, τής ήτο συµπαθής. Εκείνο όµως, που ευθύς εξ αρχής τόν κατέστησε πολύ ενδιαφέροντα και ελκυστικόν, δεν ήτο τόσον τό σοβαρόν του πρόσωπον, η ευγένειά του ή τό τάλαντόν του, όσον η ψωλή του, η οποία, έτσι όπως διεγράφετο καθαρά υπό τήν σφικτήν περισκελίδα του, και όταν ήτο εν χαλάσει ακόµη, έδιδε εις τήν Φλώσσυ µίαν σαφή ιδέαν τού µεγέθους της και τής οµορφιάς της. Ο καλλιτέχνης εζωγράφιζε όρθιος. Από τήν πρώτην πόζαν, η µικρά Καναδή έβλεπε τό ερωτικόν του όργανον να φουσκώνη και να λαµβάνη διαστάσεις τόσον µεγάλας, που αν ήτο αθώα, θα ηµπορούσε να υποθέση, ότι εκεί, κάτω από τήν περισκελίδα του, ο ζωγράφος εφύλασσε ένα τεράστιον αγγούρι, ή ένα πελώριον γουδοχέρι. Και εις έναν µη πολύ παρατηρητικόν άνθρωπον, θα καθίστατο γρήγορα φανερόν, ότι ο δυστυχής προσωπογράφος, παρά τήν λεπτότητα και τήν σοβαρότητά του, εκαύλωνε δι' αυτήν. Τρεις φοράς εµέτρησε η Φλώσσυ ότι τού εσηκώθη η ψωλή κατά τήν πρώτην συνεδρίαν. Κάθε φοράν δε που τούτο συνέβαινε, η απαλή ως µαγνόλια παίς ησθάνετο χαράν µεγάλην, τήν οποίαν δεν ήξευρε πώς να απόκρυψη, τοσούτω µάλλον, που µολονότι εκοκκίνιζε, τής ήτο αδύνατον να παύση να κρυφοκοιτάζη διαρκώς τήν διαγραφοµένην τόσον καθαρά, υπό τό ύφασµα, ογκώδη πούτσαν. Αχ, πόσον ήθελε να τήν ιδή γυµνήν! Αχ, πόσον ήθελε να παίξη µαζύ της! Πόσον ήθελε να τήν απολαύση και να τής αποσπάση, εν τέλει, τό πυκνόρρευστον ζεστό της γάλα! Την δευτέραν ηµέραν, πάλιν εκαύλωσε ο καλλιτέχνης. Αλλά, ενώ κατά τήν πρώτην συνεδρίαν κατώρθωσε να επιβληθή εις τόν εαυτόν του, και εκοίταζε —δήθεν— ως µοντέλλο µόνον τήν Φλώσσυ, κατά τήν δευτέραν συνάντησιν, έδειξε νευρικότητα και δεν εκοίταζε απλώς τήν Φλώσσυ, αλλά, εις ωρισµένας στιγµάς, κυριολεκτικώς τήν κατέτρωγε µε τά µάτια του. Αίφνης, κατά τήν συνε-δρίαν ταύτην, κάτι απροσδόκητον συνέβη. Ο προσωπογράφος τυραννούµενος προφανώς από τήν µεγάλην καύλαν του, εγκατέλειψε αποτόµως τό εργαστήριον και χωρίς να είπη λέξιν, εκλειδώθη εις έναν παρακείµενον µικρόν θάλαµόν που εχρησίµευε ως τουαλέττα. Η Φλώσσυ ακούσασα να ρέη ύδωρ, έσπευσε ακροποδητί προς τήν πόρταν τού θαλάµου και εκοίταξε από τήν κλειδαρότρυπαν. Αυτό που είδε έκαµε τήν καρδίαν της να σκιρτήση. Ο δυστυχής ζωγράφος είχε βγάλει έξω τήν ψωλήν του —ένα πελώριον «πράµα» ενθυµίζον πολύ χονδρόν αλλάντα— που επάλλετο εν πλήρει στύσει, και τήν κατέβρεχε επάνω από τήν λεκάνην τού νιπτήρος, µε άφθονον ψυχρόν νερό,

Page 144: Megas Anatolikos 1 Tomos

144

πασιφανώς δια να καταπολέµηση τήν κραταιάν του στύσιν! ∆εν τό κατώρθωσε όµως αµέσως. Αφού εξεκένωσε τό πρώτον δοχείον, ηναγκάσθη να αδειάση και τό δεύτερον, τό βοηθητικόν, επάνω εις τό παλλόµενον εισέτι γεννητικόν του µόριον. Ούτω, η Φλώσσυ είχε αρκετόν καιρόν να ιδή τόν τεράστιον ερωτικόν σωλήνα εις τήν πληρότητα τών διαστάσεών του, µε τήν ερυθράν και ενθυµίζουσαν χονδρόν µύκητα βάλανόν του ογκωδώς προεξέχουσαν από τήν πόσθην. Τέλος η ψωλή κατεβίβασε τήν κεφαλήν της και ήρχισε να ξεφουσκώνη. Καίτοι, δεν εξεφούσκωσε πλήρως, η εξόγκωσίς της περιωρίσθη κάπως και ο χονδρός σωλήν περιήλθε εις χάλασιν. Μετ' ολίγον ο καλλιτέχνης επανήλθε εις τήν θέσιν του και συνέχισε τό πορτραίτο τής ωραίας παιδός, ήτις µόλις τρία δευ-τερόλεπτα προ τής επιστροφής του επρόφθασε να καθήση και να ακινητήση εις τήν στάσιν που εξ αρχής τής είχε δώσει. Όλην εκείνην τήν ηµέραν, και ωσαύτως τήν νύκτα, η Φλώσσυ εσκέπτετο κατ' οίκον τήν ψωλήν τού καλλιτέχνου, τάς περισσοτέρας φοράς, κάµνουσα ταυτοχρόνως µαλακίαν. Και καθώς έτριβε τό αιδοίον της, άλλοτε µεν έβλεπε ότι αυτή ηυνάνιζε τήν ψωλήν του, ή ότι εκείνος τής έκαµνε γλυκύ πινέλλο, άλλοτε δε έβλεπε ότι έπαιρνε εις τό στόµα της τό «πράµα» του και τού τό έγλειφε και τό πιπίλιζε µε λαιµαργίαν, έως που ηνάγκαζε τήν χονδροπούτσαν να τής γεµίση τό στόµα µε άφθονον παχύ ψωλόχυµα . . . Όταν έφθασε η µικρά Καναδή τήν εποµένην, διά τρίτην φοράν εις τό εργαστήριον τού καλλιτέχνου, ήτο πελιδνή και αρκετά τεταραγµένη. Ο ζωγράφος όµως δεν παρετήρησε, ή προσεποιήθη ότι δεν παρετήρησε τήν συγκίνησίν της. Ήτο όπως πάντοτε πολύ σοβαρός και ευγενής, αλλά κάπως εκνευρισµένος, τά δε µάτια του καθώς τήν ζωγράφιζε, έλαµπαν ζωηρώς, κάθε φοράν που τήν εκοίταζε. Η Φλώσσυ έρριπτε κάθε τόσον τό βλέµµα της εις τήν περισκελίδα του, και τήν τρίτην φοράν είδε ότι είχε φουσκώσει πάρα πολύ. Επί εν τέταρτον τής ώρας, ο καλλιτέχνης ανθιστάµενος ηρωικώς εις τήν διέγερσίν του, προσεπάθησε να ζωγραφίση ηρέµως. Γρήγορα όµως ήρχισε να ζωγραφίζη νευρικά, µε βίαιες πινελλιές, σχεδόν σπασµωδικάς, ενώ οι ρώθωνές του επάλλοντο. Ήτο φανερόν ότι η µικρά Καναδή τού ήρεζε πάρα πολύ και ότι εφλέγετο από τόν πόθον του να τήν πλησίαση ερωτικώς, ήτο όµως εξ ίσου φανερόν ότι, είτε από ευσυνειδησίαν, είτε εκ φόβου δια τάς συνεπείας, κατέβαλε υπεράνθρωπους προσπάθειας να µην εκδήλωση εµπράκτως τόν πόθον αυτόν. Αλλά η ερωτική διέγερσις είναι κατά πολύ ισχυροτέρα και από τόν φόβον και από τήν ηθικήν, και ο καλλιτέχνης παρά τήν ευσυνειδησίαν του και τήν σοβαρότητα του, µη δυνάµενος να αντισταθή αρκετά εις τήν καύλαν του, τέλος διέκοψε τήν εργασίαν του και έσπευσε πάλιν εις τόν θάλαµον τής τουαλέττας, µε τήν ψωλήν του τόσον εξωγκωµένην, που η Φλώσσυ, προς στιγµήν ενόµιζε ότι θα εξέσχιζε τό ύφασµα τού παντελονιού. « Συγχωρήστε µε παρακαλώ . . . Πρέπει να σας αφήσω για λίγη ώρα . . . Έχω να κάνω κάτι βιαστικό . . . Περιµένετε µε και σε 5-6 λεπτά θα επιστρέψω ...» είπε µε τόνον φωνής πολύ διαφορετικόν και εισήλθε εις τήν τουαλέτταν. Μόλις εκλείδωσε τήν θύραν, η Φλώσσυ έτρεξε εις τήν κλειδαρότρυπαν, δια να κρυφοκοιτάξη, νοµίζουσα ότι ο προσωπογράφος θα κατέβρεχε πάλιν τήν ψωλήν του, δια να καταπολέµηση τήν διέγερσίν του. «Τι κρίµα που δεν χρησιµοποιεί τήν καύλα του µαζύ µου! » εσκέφθη µε καϋµόν η φιλήδονος παίς και έκυψε πάραυτα εις τήν οπήν τού κλείθρου, ώστε, τουλάχιστον, να απολαύση άλλην µίαν φοράν τό ωραίον θέαµα µίας ισχυράς και καυλωµένης πούτσης να πάλλεται γυµνή, και µάλιστα δι' αυτήν, εκεί τόσον πλησίον της, οπίσω από τήν πόρταν . . . Αυτό όµως που είδε υπερέβη κατά πολύ τήν προσδοκίαν της, και η καρδία της εσκίρτησε σχεδόν

Page 145: Megas Anatolikos 1 Tomos

145

έως τό στόµα της. Ο ζωγράφος δεν κατέβρεχε τήν ψωλήν του. Έκαµνε κάτι άλλο, πολύ ωραιότερον και αυτόχρηµα συνταρακτικόν, κάτι ασυγκρίτως περισσότερον ενδιαφέρον, και, ωρισµένως, ουχί αρνητικόν, όπως θα ήτο η πράξις τού καταβρέγµατος. Ιστάµενος προ τού νιπτήρος, ο καλλιτέχνης έκαµνε επάνω απ' τήν λεκάνην µαλακίαν. Με τήν δεξιάν του χείρα κινουµένην επάνω-κάτω, έτριβε « βιαστικά » και µε σθένος τόν πελώριον πούτσον του, ενώ οι βαρείς όρχεις εταλαντεύοντο από κάτω, ως µεγάλα ωά, εντός τού σάκκου των. Ηδονιζόµενος σφοδρώς, ο σοβαρός ανήρ εκοίταζε αυτό που έκαµνε µε φλογεράν λαγνείαν και εψιθύριζε µε περιπάθειαν τό όνοµά της! Παρατηρούσα µε άκρως τεταµένην προσοχήν και µε τήν ψυχήν στα µάτια της τήν συγκλονιστικήν και τόσον απροσδόκητον αυτήν σκηνήν, η Φλώσσυ έθεσε ορµεµφύτως τήν δεξιάν της υπό τό φόρεµά της και ήρχισε, µε µεγάλην ζέσιν, να τρίβη τό µουνί της. Αλλά δεν επρόφθασε να χύση. Ο ζωγράφος ήτο πάρα πολύ ερεθισµένος και είχε αρχίσει προ αυτής τήν ιδικήν του µαλακίαν. Τρία έως τέσσερα τό πολύ λεπτά διήρκεσε ο αυνανισµός, και αίφνης, εις µίαν πυκνήν αλληλουχίαν πυκνορρεύστων ρουκεττών που ανεπήδησαν µε ορµήν από τήν σφύζουσαν ψωλήν του και έπεσαν ως λευκή βροχή εις τήν λεκάνην, ο ευσυνείδητος αλλά και τόσον καυλωµένος καλλιτέχνης εξετόξευσε µίαν µεγάλην ποσότητα σπέρµατος, και παρατηρών µε γουρλωµένα µάτια τήν εµέσ-σουσαν ψωλήν του, εψιθύρισε µε ψίθυρον φλογερόν : « Φλώσσυ! . . . Φλώσσυ ! . . . Για σένα . . . Για σένα . . . Φλώσσυ ! . . . Φλώ-συ! . .. » Η απαλή ως µαγνόλια παίς, που και προ τού συνταρακτικού αυτού θεάµατος εύρισκε συµπαθή τόν καλλιτέχνην και ποθητήν τήν πούτσαν του, αυνανιζοµένη µανιωδώς, έβλεπε µε τήν φαντασίαν της τόν τεράστιον ερωτικόν σωλήνα να χύνη, όχι εις τήν λεκάνην, αλλά εις τό πρόσωπόν της και τό στόµα της τό λιπαρόν σπερµατικόν του πίαρ ... Ο νους της και αι αισθήσεις της εφλέγοντο. Α-κόµη ολίγον τρίψιµον τού µουνιού της και θα έχυνε και αυτή. Αλλά ο ζωγράφος είχε τελειώσει και ήδη εσκούπιζε τό πέος του µε τό ρινόµακτρόν του, ετοιµαζόµενος να επιστρέψη εις τό εργαστήριον. ∆ια να µην τήν συλλάβη µαλακιζοµένην, η Φλώσσυ ηναγκάσθη να διακόψη τόν αυνανισµόν και µεµφοµένη τήν ευσυνειδησίαν ή τήν δειλίαν τού ζωγράφου, που έκαµνε µόνος του αντί να λαγνουργή µαζύ της επανήλθε εις τήν θέσιν της άκρως εκνευρισµένη, µόλις 15 δευτερόλεπτα προ τής επιστροφής τού καλλιτέχνου. Η υπόλοιπος συνεδρία διεξήχθη µε τόν ζωγράφον εργαζόµενον, µετά τήν εκσπερµάτωσίν του, εν ηρεµία και γαλήνη. Η Φλώσσυ όµως υπέφερε, διότι, εκτός που ευρίσκετο από ήµερων εν διεγέρσει, εκτός τού παραπόνου της δια τήν αδράνειαν τού πορτραιτίστα, είχε διακόψει τόν ιδικόν της αυνανισµόν, και µάλιστα ενώ επλησίαζε, ενώ ελάχιστα απείχε η λυτρωτική έκβασις τού οργασµού της. Επί πλέον, ώφειλε να διατηρή τήν πόζαν που έδωσε ο ζωγράφος, πράµα που ηύξανε τό µαρτύριόν της και ενέτεινε πολύ τόν εκνευρισµόν της. Απελπισµένη λοιπόν και δυσανασχετούσα, απεφάσισε να κάµη κάτι, δια να προκαλέση εκείνη, όχι µόνον µίαν νέαν στύσιν τής ψωλής τού καλλιτέχνου, αλλά και κάποιαν —επιτέλους!— εκ µέρους του ανδρικήν πρωτοβουλίαν . . . Τρέµουσα από συγκίνησιν, πρώτον τού εµειδίασε δειλά-δειλά, αλλά µε νόηµα, και έπειτα, ενώ ερύθηµα βαθύ εκάλυπτε τάς πα-ρειάς της, εκοίταξε µε συστολήν αλλ' επιµόνως τό µετρίως µόνον τώρα εξωγκωµένον, υπό τήν περισκελίδα του, πέος τού ζωγράφου. Μόλις προέβη εις τό τόλµηµα τούτο, ο καλλιτέχνης τήν εκοίταξε µε απορίαν, αλλά, είτε επειδή τήν ενόµιζε, αν όχι τελείως αθώαν, πάντως τελείως άπειρον εις τά ερωτικά και λαγνικά, οπωσδήποτε δε, µη φανταζόµενος ότι η Φλώσσυ τόν είχε ιδεί να

Page 146: Megas Anatolikos 1 Tomos

146

κάµνη µαλακίαν, ούτε τήν επλησίασε, ούτε ωµίλησε, ούτε έκαµε τό παραµικράν απ' όσα ήλπιζε η φιλήδονος παίς. Εµειδίασε µόνον προς στιγµήν καλοκαγάθως και εξηκολούθησε να ζωγραφίζη µέχρι τού τέλους τής συνεδρίας . . . Τότε η χαρίεσσα κορασίς, φλεγόµενη από τήν διέγερσίν της και ουκ ολίγον προσβεβληµένη, από τήν ηρεµίαν τού ζωγράφου, µόλις τελείωσε η πόζα, αντί να φύγη δια να επιστρέψη οίκαδε, εισήλθε εις τήν τουαλέτταν θυµωµένη, και, πρωτίστως δια να ανακουφισθή, διά να καταπραΰνη τάς αισθήσεις της, αλλά ωσαύτως και διά να εκδικηθή κάπως τόν καλλιτέχνην, διά τήν υπέρµετρον ψυχραιµίαν του και τήν υπερβολικήν του ευσυνειδησίαν, έκλεισε τήν πόρταν τού θαλάµου, χωρίς να τήν κλειδώση, και αφού εκοίταξε µε σφοδρόν παλµόν καρδίας τό εντός τού νιπτήρος λιµνάζον άφθονον ψωλόχυµα τού προσωπογράφου, συνέλεξε µίαν ικανήν ποσότητα µε τήν δεξιάν της, τό ωσφράνθη, µεθυσκοµένη από τήν ισχυράν οσµήν του, και έπειτα, στρεφοµένη τοιουτοτρόπως ώστε να αντικρύζη τελείως τήν θύραν τού θαλάµου, ανοίγουσα τά σκέλη της και κάµπτουσα ολίγον τά γόνατά της, εσήκωσε τό φόρεµά της και ήρχισε να αυνανίζεται µε πάθος, αναστενάζουσα και ψελλίζουσα αρκετά ηχηρώς ώστε να ακουσθή : « Ψωλή! . . . Ψω-ψω-λή ! . . . Γλυκεία ψωλή! . . . Πούτσα! . . . Πούτσα! . . . Ψω. . . Ψωλάρα!...» προφέρουσα που και που τό όνοµα τού ζωγράφου, και ελπίζουσα, παρά τό συναίσθηµα ενοχής που ησθάνετο, ότι ο πορτραιτίστας θα έκυπτε εις τήν κλειδαρότρυπαν και θα τήν έβλεπε . . . Μολονότι, τήν εποχήν εκείνην έχυνε ολίγον σχετικώς µουνόχυµα ακόµη, ο οργασµός της υπήρξε σφοδρότατος, και όταν εξήλθε από τήν τουαλέτταν, µόλις και µετά βίας ίστατο επί τών ποδών της. Τώρα δε, που είχε παρέλθει η διέγερσις, η χαρίεσσα παιδίσκη, πλήρης εντροπής και κοκκινίζουσα µέχρι τών ώτων, εχαιρέτησε τόν καλλιτέχνην, χωρίς να τολµήση να τόν κοιτάξη εις τά µάτια, και έφυγε από τό εργαστήριόν του πολύ ανακουφισµένη, αλλά µε αίσθηµα ένοχης οξύ. Ουδέποτε έµαθε µε βεβαιότητα η απαλή ως µαγνόλια κόρη, αν ο ζωγράφος τήν είδε να κάµνη µαλακίαν, αν ήκουσε τούς αναστεναγµούς της και τά ψελλίσµατά της, ή, εάν, και χωρίς να κοιτάξη από τήν οπήν τού κλείθρου, εννόησε τι είχε κάµει εις τόν θάλαµον τής τουαλέττας. Πάντως, κατά τήν εποµένην συνάντησίν των µετά δύο ηµέρας, η συµπεριφορά τού καλλιτέχνου ήλλαξε τελείως και εντελώς απροσδοκήτως. Ναι µεν, κατ' αρχάς, δεν ετήρησε καµίαν διαφορετικήν στάσιν, αλλά µετά δέκα λεπτά τής ώρας, αφού ειργάσθη πυρετωδώς και ωσάν να εβιάζετο να ασχοληθή εν συνεχεία µε κάτι άλλο, έπαυσε να ζωγραφίζη, και, µε τό πέος του εν πλήρει στύσει, εκοίταξε τήν Φλώσσυ σταθερά και διεισδυτικά εις τά µάτια, ωσάν να ήθελε να ερευνήση τήν ψυχήν της. Έπειτα εµειδίασε µε καλωσύνην, αλλά και κάπως παράξενα συγχρόνως, και παρατηρών µε επιµονήν τήν παίδα, επέρασε τόν χρωστήρα του από τήν δεξιάν του χείρα εις τήν αριστεράν, εις τήν οποίαν ήδη εκράτει τήν παλέτταν του, και έψαυσε πολύ εµφανώς, πολύ επιδεικτικώς τό εξωγκωµένον πέος του. Ερύθηµα βαθύ εκάλυψε πάραυτα τάς παρειάς τής Φλώσσυ, και, προς στιγµήν, η µικρά Καναδή εχαµήλωσε τό βλέµµα της. Όµως η αιδηµοσύνη της, πολύ γρήγορα ηττήθη κατά κράτος, από τήν ασυγκρίτως ισχυροτέραν λαγνικήν της φύσιν, τοσούτω µάλλον, που η εξαισία παίς, από τήν πρώτην ηµέραν τής γνωριµίας της µε τόν ζωγράφον, επιθυµούσε να παίξη µε αυτό που έψαυε τώρα τόσον ασέµνως ο σοβαρός αυτός ανήρ, και η φιλήδονος κορασίς σχεδόν αµέσως ύψωσε πάλιν τό βλέµµα της, και ερυθριώσα πάντοτε, εκοίταξε µε χαριτωµένην συστολήν και µε επιµονήν τήν ψαυοµένην από τόν ίδιον ψωλήν του

Page 147: Megas Anatolikos 1 Tomos

147

καλλιτέχνου. Αφού εψηλάφησε επί τινα χρόνον τό ερωτικόν του εργαλείον, ο προσωπογράφος απέσυρε τήν χείρα του από τό πέος του, και µε λάµποντα πολύ τά µάτια του, µε τό ίδιον πάντοτε παράδοξον µειδίαµα εις τά χείλη του, αφού έτεινε 2-3 φοράς τόν δείκτην τής δεξιάς του προς τήν Φλώσσυ, έκλεισε τήν παλάµην του και εκίνησε ζωηρώς τήν χείρα του πολλάς φοράς προ τού γεννητικού οργάνου του επάνω-κάτω εις τόν αέρα, κοιτάζων συγχρόνως ερωτηµατικώς τήν κόρην ωσάν να τής έλεγε, ο τόσον σοβαρός και εµπνέων πλήρη εµπιστοσύνην άνδρας : « Θέλετε να σας τήν δείξω ; Θέλετε να παίξετε µαζύ της; » Έπειτα εστάθη ακίνητος αναµένων µε λαχταριστήν προσδοκίαν µίαν απάντησιν από τήν παίδα, ωσάν να ήθελε να βεβαιωθή πριν προχώρηση περαιτέρω, ότι ηµπορούσε µε τήν συγκατάθεσίν της και µε πλήρη συµµετοχήν της, να κάµη χρήσιν τού πέους του αφόβως . . . Η Φλώσσυ περιχαρής και µη πιστεύουσα σχεδόν τά µάτια της, ένευσε καταφατικώς και ενθαρρυνοµένη από τήν απροσδόκητον µεταστροφήν τού σοβαρού ανδρός, διεγειροµένη δε τάχιστα και ωθούµενη από ένα κύµα λαγνείας ακατασχέτου, δεν ηρκέσθη εις τό νεύµα, αλλά προέβη εις µίαν άλλην πράξιν, που ήτο δι' αυτήν τόλµηµα µέγα. Μολονότι εκοκκίνιζε ως παπαρούνα από εντροπήν, και παρ' όλον ότι κατείχετο από συναίσθηµα ένοχης, έγειρε οπίσω τήν κεφαλήν της, ύψωσε δειλά-δειλά µέχρι τού οµφαλού τό φόρεµά της, ήνοιξε τά σκέλη της καλώς, τρέµουσα από τήν συγκίνησίν της, (όπως κάθε φοράν που ήθελε να σαγηνεύση έναν άνδρα, ούτω και τήν ηµέραν εκείνην παρέλειψε σκοπίµως να φορέση τήν σκελέαν της) και έδειξε τό παχουλόν και τελείως άτριχον µουνέττον της εις τόν ζωγράφον. Μόλις τό είδε ο πορτραιτίστας, τά µάτια του εσπίθισαν, τό σώµα του εδονήθη από ρίγος ισχυρόν, η παλέττα του και τά πινέλλα εξέφυγαν από τήν αριστεράν του, και ο καλλιτέχνης, έκθαµβος, καρφώνων τό βλέµµα του εις τό εµφανισθέν ωραιότατον νεαρόν µουνί, ανεφώνησε µε θαυµασµόν και µε διάπυρον λαγνείαν : « Ωωωχ! . . . Ωωωχ! . . . Αααααχ! . . . » Μετά δέκα δευτερόλεπτα, ο ζωγράφος ευρίσκετο γονυπετής µεταξύ τών ανοικτών σκελών τής φιληδόνου κορασίδος. Έχων κολλήσει τό στόµα του εις τό αιδοίον της, τό έγλειφε και τό πιπίλιζε µε πάθος, ενώ τό ογκώδες πέος του, τό όποιον είχε βγάλει από τήν περισκελίδα του, εσείετο επάνω-κάτω εν πλήρει στύσει, ως πέος ίππου ή όνου. Ασπαίρουσα από τήν γλύκαν της, η Φλώσσυ εξέβαλλε µικράς οξείας φωνάς λαγνείας, και τινασσοµένη ζωηρώς έσπρωχνε τό αιδοίον της προς τό άπληστον στόµα του. Ο καλλιτέχνης εξηκολούθησε µε παραφοράν τούς γλωττισµούς και τάς αποµυζήσεις, έως που ηνάγκασε τήν παίδα να τού δώση όσον νεανικόν µουνόχυµα ηδύνατο να έκθλιψη τήν εποχήν εκείνην. Πέντε λεπτά µετά τόν οργασµόν της, ο προσωπογράφος, καυλοπυρέσσων σφόδρα, ίστατο προ τής καθηµένης εις τήν ιδίαν θέσιν Φλώσσυ, µε τήν ψωλήν του παλλοµένην προ τού προσώπου της. Η απαλή ως µαγνόλια κορασίς εκράτει εις τήν δεξιάν της τήν σφύζουσαν πούτσαν του και τήν ηυνάνιζε µε µεγάλην ζέσιν, κοιτάζουσα περιπαθώς τήν δίκην χονδρής ερυθροκεφάλου ράβδου γεµίζουσαν τήν κινουµένην χούφταν της τεραστίαν ψώλαν, ενώ µε τήν αριστεράν της χείρα εζύγιζε και συνέθλιβε ελαφρώς τούς βαρείς του όρχεις. Αναστενάζων και βογγών από τήν ηδονήν που τού έδιδε τό τρυφερόν τροµπάρισµα τού υπερεξωγκωµένου ερωτικού σωλήνος του, ο ζωγράφος εθώπευε τά µαλλιά τής Φλώσσυ και εκοίταζε, όπως και εκείνη, µε άκρως τεταµένην προσοχήν τήν ασπαίρουσαν εις τήν γοργοκινουµένην χείρα της

Page 148: Megas Anatolikos 1 Tomos

148

ψωλήν, καθώς και τήν γλυκυτάτην πρόστριψιν που εξετέλει επ' αυτής η παις, προς άντλησιν τού σπέρµατός του. Αίφνης, µετά τρίψιν 2 1 /2 ή 3 λεπτών ακόµη, ο καλλιτέχνης πνευστιών ως ατµοµηχανή, προέβαλε τήν κοιλίαν του αποτόµως, τρεις στόνοι ισχυρότεροι απ' όλας τάς αλλάς αναφωνήσεις του εξήλθαν από τά χείλη του, και ο λευκός πίδαξ που η Φλώσσυ ανέµενε πως και πως να ανάβλυση, ανεπήδησε µε ορµήν και εις πολλάς λιπαράς ριπάς εις τόν αέρα, ενώ τό πρόσωπον τής ωραίας κορασίδος εκαλύπτετο συγχρόνως µε άφθονον και πυκνόν ψωλοχυµόν . . . Από τήν ηµέραν εκείνην, ολίγον µόνον χρόνον διέθετε ο ζωγράφος δια τήν εκτέλεσιν τού πορτραίτου, τό όποιον αντί να τό παραδώση, όπως είχε δηλώσει αρχικώς, εις 15 ηµέρας, τό παρέδωσε εις 30, λέγων, δια να δικαιολογήση τάς επί πλέον επισκέψεις, ότι ήθελε να επιµεληθή ιδιαιτέρως τό έργον αυτό, ενώ η αλήθεια ήτο ότι διέθετε τόν περισσότερον χρόνον εκάστης συνεδρίας εις διαφόρους λαγνουργίας µε τό νεαρόν µοντέλον του, χωρίς να υποψιασθή τίποτε η Γερτρούδη Νόρρις απ' όσα συνέβαιναν εις τό εργαστήριόν του, µεταξύ αυτού και τής µικράς της θυγατρός. Το διάστηµα τούτο υπήρξε δια τήν Φλώσσυ είδος τι µηνός µέλιτος. Κάθε φοράν που επεσκέπτετο τόν προσωπογράφον, αι ηδοναί που εµοιράζετο µαζύ του ηύξαναν και εγίνοντο όχι µόνον µεγαλύτεραι αλλά και βαθύτεραι και πλέον συγκλονιστικαί. Άφθονον σπέρµα έρρευσε, και προς µεγίστην χαράν τής φιληδόνου κορασίδος, καθώς και τού εραστού της, κατά τήν διάρκειαν τού µηνός αυτού, και η ποσότης τού µουνογάλακτος που έχυνε τό τρυφερόν αιδοίον της καθίστατο βαθµηδόν µεγαλυτέρα έως που έφθασε να εκπέµπη η απαλή ως µαγνόλια παίς, κατά τάς τελευταίας λαγνοπραξίας µε τόν ζωγράφον, δόσεις ερωτικού χυµού διπλάς από τάς αρχικάς, εις έκαστον οργασµόν της. —

Page 149: Megas Anatolikos 1 Tomos

149

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12

Εν αναµονή τής εξόδου τής µητρός της, η Φλώσσυ, προσποιούµενη ότι κοιµάται, εξηκολούθησε να σκέπτεται και να οραµατίζεται τάς ερωτικάς περιπετείας της και όλην τήν µέχρι τούδε ερωτικήν της εµπειρίαν. Τι ήτο αυτό που ησθάνετο κάθε φοράν που τήν έστρωνε ο προσωπογράφος επί τού καναπέ, και παραµερίζων τό φόρεµα και τά εσώρρουχά της, ησπάζετο µε περιπάθειαν τό µουνί της και τής τό έγλειφε — πρώτα ολόκληρον, παντού, και έπειτα, µε απεριγράπτους γλωττισµούς και µε κεντρίσµατα εις τήν µικράν εκείνην προεξοχήν που εξεµύτιζε εις τήν κορυφήν τών χειλέων τού ερωτικού οργάνου της και επάλλετο, µικρούλα µεν, αλλά ισχυρά και τραγανή και θαρραλέα, σφύζουσα εν πλήρει στύσει, ως µικροσκοπική ψωλίς, επάνω από τάς νύµφας και τήν κλειστήν εισέτι παρθενικήν µουνότρυπάν της, ωσάν να ήθελε να µιµηθή τόν γίγαντα τών ανδρών — γλωττίζων και λείχων, ο προσωπογράφος, τό ροδαλόν µουνέλον της, κατά τρόπον που τής απέσπα πάντοτε οξείας φωνάς λαγνείας και τής έδιδε, εν τέλει, τους συγκλονιστικούς εκείνους κραδασµούς, που τήν εξεσφενδόνιζαν εις πελάγη αγαλλιάσεως και ευφροσύνης. Τι ήτο αυτό που ησθάνετο ωσαύτως, κάθε φοράν που ο Καναδέζος καλλιτέχνης έθετε τήν χείρα της επί τής πούτσης του και τής εζήτει να τού τήν τρίψη, ενώ η ψωλή του, σπαργώσα, επάλλετο δυνατά µέσα εις τήν χούφταν της, ωσάν να είχε µια καρδιά δική της! Ω, µε τι αφάνταστον διέγερσιν και λαχτάραν εκοίταζε τόν φουσκωµένον πούτσον και τήν χονδρήν του κεφαλήν, τήν κατακόκκινη, καθώς τήν εκάλυπτε και τήν απεκάλυπτε, ή τήν άφηνε συνεχώς τελείως ασκεπή, ανεβοκατεβάζουσα ολίγον πάρα κάτω τήν απαλήν και ευαίσθητόν της πέτσαν, καθ' όλην τήν διάρκειαν τής χειραντλήσεως τού σπέρµατος! Και Τι ήτο αυτό που ησθάνετο να µεταβιβάζεται δια τών δακτύλων της και τής κλειστής παλάµης της, από τόν σφύζοντα πελώριον αρσενικόν λοστόν, µέχρι τού µυχιαιτέρου και βαθυτέρου σηµείου τού είναι της! Ω, µε Τι παραφοράν κτυποκάρδι ανέµενε, µε τήν ψυχήν στα µάτια της, να ιδή, εν τέλει, τό αποκορύφωµα τών τρυφερών προστρίψεων που ενήργει — τουτέστιν τάς πυκνάς, λεύκας ρουκέττας τού λιπαρού αρσενικού οπού, τού πλουσίου ψωλοχυµού, να αναπηδούν και να εκτοξεύωνται µε ορµήν εις τόν αέρα, και να πίπτουν ως χονδραί υγραί πέρλαι επάνω της, ενώ εκείνη, επιθυµούσα διακαώς να πέση η σπερµατική βροχή όσον τό δυνατόν πληρεστέραν επ' αυτής, κατηύθυνε τήν ασπαίρουσαν ογκώδη ψώλαν τοιουτοτρόπως, ώστε να εκσπάση ο θεσπέσιος γλοιώδης όµβρος επάνω της, επί τού στήθους της, επί τής κόµης της και ιδίως εις τό πρόσωπόν της, ανοίγουσα, ταυτοχρόνως, τό στόµα της, ώστε, ει δυνατόν, να εισέλθη τό σπέρµα µέσα εκεί, αισθανοµένη πόθον διάπυρον και φοβερόν πειρασµόν, να πάρη τόν εµέσσοντα πούτσον εις τό στόµα της, δια να πιπιλίση και να καταπιή τό εξακοντιζόµενον µπόλικον πάντοτε ψωλόχυµα, που αι θωπείαι της ηνάγκαζαν τό καυλωµένον όργανον να χύνη — πράγµα που παρά τήν σφοδρότητα τού πόθου της και τήν έντασιν τής καύλας της δεν είχε ακόµη, τήν εποχήν εκείνην, τολµήσει να εκτέλεση µολονότι εφλέγετο να κάµη τήν γλυκυτάτην ταύτην πράξιν — ίσως, διότι και ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου. (Εδώ πρέπει να σηµειωθή, εντός παρενθέσεως, ότι τούτο συνέβαινε, παρ' όλον ότι ήρεζε πολύ εις τήν Φλώσσυ και τήν εµέθυσκε η ισχυρά οσµή τού σπέρµατος,

Page 150: Megas Anatolikos 1 Tomos

150

που εξηκοντίζετο τόσον συχνά, κατόπιν µαλακίας, εις τό πρόσωπόν της, παρ' όλον ότι είχε γευθεί και καταπιεί µε έξαρσιν µεγάλην, όσας ποσότητας τού ψωλοχύµατος εξήρχοντο εις τό ανοικτόν συνήθως προς τόν σκοπόν αυτόν διψαλέον στόµα της, καθώς και όσην ψωλόκρεµαν έπιπτε επί τών χειλέων της, κατά τάς στιγµάς τών εκσπερµατίσεων παρ' όλον ότι, µε µίαν λέξιν, ήθελε να πιπιλίση, να βυζάξη και να φάγη, όχι µόνον τό µέρος αυτό, αλλά ολοκλήρους τάς δόσεις τού πολυτίµου όσον και ηδονικού σπερµατικού καϊµακίου, ώστε να απόλαυση όχι µόνον τό «τροµπάρισµα », τήν πράξιν τής αντλήσεως και τό συν-ταρακτικόν θέαµα εκάστης εκσπερµατίσεως, αλλά και τήν ιδιάζουσαν οσµήν και τήν πυκνοτάτην γεύσιν τού προσφεροµένου εκάστοτε ψωλοχύµατος. Ούτω, ενώ ελάτρευε κυριολεκτικώς τόσον τήν οσµήν όσον τήν γεύσιν και τό γλοιώδες τού σπέρµατος, η λάγνος παίς, παραδόξως, έως τήν εποχήν εκείνην (ως ελέχθη, ανωτέρω, ήτο τότε 11 ετών), δεν είχε εισέτι πραγµατοποιήσει τήν πράξιν τής πεολειχίας, καίτοι, µετά τήν πλήρη εις τό αιδοίον συνουσίαν, η λαγνοπραξία αυτή, ήτο εκείνη που απ' όλας περισσότερον επιθυµούσε και ωνειρεύετο να εκτέλεση η Φλώσσυ.) Αλλά µήπως δεν ήτο πολύ µεγάλη, εξαισία, η ηδονή που ησθάνετο, οσάκις ο προσωπογράφος τήν εξήπλωνε εις τό άκρον µιας τραπέζης, και ιστάµενος µεταξύ τών ανοικτών σκελών της, έτριβε τό τελείως άτριχον µουνέττον της, εις όλον τό µήκος τής τρυφεράς σχισµής του (µόλις και µετά βίας ανθιστάµενος εις τόν πειρασµόν να τήν διακορεύση, και, χώνων τήν ογκώδη ψωλήν του εις τόν κόλπον της έως µέσα-µέσα, να τήν καταγαµήση) έως που, εν µέσω πολλών αναφωνήσεων και στεναγµών, ιδικών του και ιδικών της, ησθάνετο η Φλώσσυ να εκσπά και να αναβλύζη επάνω εις τό µουνί της, πλούσιον, κρεµώδες και θερµόν, τό ελιξήριον τής ζωής, τό θεσπεσίον βάλσαµον τής ηδονής, τό υπερούσιον πίαρ τής ψωλής, τό σπέρµα! « Ω Φροντενάκ! . . . Ω Φροντενάκ! ...» εψιθύρισε εις τό σηµείον τούτο τών αναπολήσεων της, ώστε να µην ακουσθή από τήν µητέρα της η προσποιούµενη ότι κοιµάται Φλώσσυ, και εξηκολούθησε όσον ηµπορούσε καλλίτερα τήν προσποίησίν της. Εδώ πρέπει να σηµειωθή, ωσαύτως, ότι η χαρίεσσα Καναδή παίς; είχε βαπτίσει εκάστην ερωτικήν περιπέτειάν της µε τό όνοµα που έδιδε ενδοµύχως εις τόν συγκεκριµένον ήρωα τής κάθε µιάς, ασχέτως µε τά πραγµατικά ονόµατα τών εραστών της. Ούτω, ο « Φροντενάκ » ήτο ο πορτραιτίστας — Καναδός γαλλικής καταγωγής. Τόν κύριον τού δασυλλίου, µε τόν γούνινον πίλον και τό µακρύ παλτό, τόν είχε ονοµάσει « Λαµπραντόρ ». Τήν υπηρέτριαν που τήν εµύησε εις τάς ηδονάς τού αυνανισµού, τήν ονόµαζε « Μανιτόµπα ». Τήν συµµαθήτριάν της, που τήν επεσκέπτετο εις τήν κλίνην της εις τό παρθεναγωγείον και ανερχοµένη επ' αυτής, έτριβε τό µουνί της µε τό ιδικόν της, και που αλλάς φοράς, περνούσε ώρας να τήν γλείφη και να τήν µαλακίζη, όταν, εις τό σκότος τής νυκτός, τά άλλα κορίτσια εκοιµώντο, τήν συµµαθήτριαν αυτήν τήν ωνόµαζε « Τρόµπα Μαρίνα ». Τόν θαλαµηπόλον τού Παρισινού ξενοδοχείου τής εντελώς προσφάτου περιπέτειας της, τόν έλεγε « Συρκούφ ». Τόν δε αρχιφύλακα τού κτήµατος τού θείου της, παρά τή οµωνύµω λίµνη, τόν είχε ονοµάσει « Οντάριο », « Στοιχείον τών Λιµνών » και « Ρήγα τών ∆ρυµών », τού οποίου προφέρουσα τώρα τό όνοµα ψιθυριστά, «Οντάριο!... Οντάριο!...» ενεθυµήθη πάραυτα, δια χιλιοστήν φοράν, τήν περυσινήν της περιπέτειαν µαζύ του, τής οποίας τήν ονοµασίαν και τήν ανάµνησιν παρέτεινε και ενέτεινε, και τώρα όπως πάντα, η ποιητική και νοσταλγός ψυχή της, προσθέτουσα εις τό επικόν τούτο όνοµα, όπως συνέβαινε

Page 151: Megas Anatolikos 1 Tomos

151

τόσον συχνά, αλλά τήν φοράν ταύτην άκρως χαµηλοφώνως, ώστε να µην ακουσθή από τήν µητέρα της εις τόν παραπλεύρως θάλαµον, τό λυρικόν και τόσον σύνηθες παρά τοις αγγλοφώνοις ένθερµον επιφώνηµα, « Οου! . . . Οου! . . . » και ωρισµένα άλλα λόγια, λόγια θαυµαστικά, δοξαστικά και εκ βαθέων εκπορευόµενα : «Οου! Οου! Οντέριο! Οντέριο! Σπίριτ οβ δη Κανέντιαν Λέηκς έντ Κιγκ οβ δη Γκρέητ Βούντλαντς! » Και ιδού που εζωντάνευε τώρα µε καταπληκτικήν ενάργειαν η περιπέτεια, που τό υπ' αυτής δοθέν όνοµα εις τόν φύλακα έφερνε εις τόν νούν της . . . Ήτο µία ηµέρα τών θερινών διακοπών τής Φλώσσυ, εις τάς όχθας τής µεγάλης λίµνης. Τά δένδρα τού δάσους έφθαναν έως τήν ακρολιµνιά, από τήν οποίαν, όχι πολύ µακρυά, ήτο κτισµένη η καλύβη τού αρχιφύλακος, από µεγάλα στρογγυλά ξύλα και βορδωνάρια. Η ξανθή παίς, κατόπιν µακράς περιπλανήσεως, είχε καθίσει εις ένα σηµείον ευρισκόµενον εις µεγάλην απόστασιν από τήν εξοχικήν οικίαν τού θείου της, δια να αναπαυθή εις τήν ρίζαν ενός γιγαντιαίου κωνοφόρου, µέσα εις τήν χλόην και τό πούσι τού βαθυσκίου δάσους τού γέµοντος από µέλποντα πουλιά και από µικρά και διαφανή µαµούνια, που ίπταντο και περιεδινούντο εις τόν αέρα µε αµέριµνον βόµβον, ενώ σκίουροι και άλλα χαριτωµένα ζωάρια τού δρυµού, µε µάτια λάµποντα και ρώθωνας παλλοµένους, σκιρτούσαν εκβάλλοντα µικράς φωνάς. Και ενώ ερρέµβαζε η Φλώσσυ εις τήν πυκνήν τού δάσους γοητείαν, άνεµος απαλός, άνεµος µυστηριακός, άνεµος ιµερικός, έπνεε ελαφρά και έκαµνε κάθε τόσον όλα τά δένδρα να θροΐζουν, και έκαµνε να κυµατίζουν τά µαλλιά της και εµπρός στα πόδια της η χλόη. Η Φλώσσυ ησθάνετο µίαν συγκίνησιν παράδοξον και βαθειάν. Πλήθος υγρών συναισθηµάτων κατέκλυζε τήν ψυχήν της. Κάτι απερίγραπτον συνέβαινε πέριξ αυτής και εντός της. Ήτο ωσάν να είχαν µαγευθή τά πάντα. Ήτο ωσάν να ήγγιζαν αι κορυφαί τών κωνοφόρων εν σέλας γαλανόν και πορφυρίζον, εν σέλας προικισµένον µε ευαισθησίαν νεανίδος ερωτευµένης. Ολόκληρη η πλάσις εφαίνετο ως στοιχειωµένη, αλλά από πνεύµατα αγαθά, αφού τά πάντα απέπνεαν σφρίγος και ευδαιµονίαν, αφού τά πάντα, τό δάσος, ο ουρανός, τά ζωντανά, η λίµνη, περιείχαν και ανέδιδαν όλην τήν ευτυχίαν και τήν χαράν τού κόσµου. Οποία αγαλλίασις! Ω, πώς επάλλετο η καρδιά της! Πώς επτερούγιζε η ψυχή της! Πολλάς φοράς είχε διαβάσει εις τά βιβλία, πολλάς φοράς είχε ακούσει εις τό σχολείον και άλλου, ότι η φύσις είναι τούτο, ότι η φύσις είναι εκείνο, και διαφόρους φράσεις ως αι εξής : « η ωραία φύσις », « η φύσις, η µάνα µας », « η φύσις, τό έργον τού Θεού » — αλλά ποτέ δεν είχε φαντασθεί η Φλώσσυ ότι η Φύσις είναι τόσον ωραία, τόσον υπέροχος, όσον η ιδία εφανέρωνε τήν ώραν εκείνην ότι ήτο. Τήν αγαλλίασιν που ησθάνετο µέσα εις τους κόλπους της και εµπρός σε κάθε καλλονήν της, µόνον ο αυνανισµός τήν έφθανε και µόνον ο έρως τήν ξεπερνούσε . . . Εν ρίγος διέτρεξε τήν στιγµήν εκείνην τό σώµα τής ευαίσθητου κόρης. Τώρα η Φλώσσυ ησθάνετο µίαν διπλήν ανάγκην να εκχειλίση η ιδία προς τά έξω, και να δοθή εις τόν ουρανόν, εις τό δάσος, εις τήν λίµνην, και, ταυτοχρόνως, να πάρη µέσα της, να απορρόφηση όλην τήν οµορφιάν και τήν ουσίαν τού έξω κόσµου, και ούτω να γίνη εν µε ό,τι τώρα ένοιωθε ότι ήτο ο ατέρµων κόσµος ο εκστατικός, τό άπειρον, τό σύµπαν και η ανεξάντλητος εκείνη ηδονή που ονοµάζεται µε µίαν λέξιν Φύσις. Ω, ας ήρχετο κάποιος να τήν διακορεύση! Ας ήρχετο κάποιος να τής τό κάνη, να

Page 152: Megas Anatolikos 1 Tomos

152

τήν πλακώση, να τήν γαµήση! Ας ήρχετο κάποιος να θέση τέρµα, επιτέλους, εις τήν µακράν αναµονήν, ικανοποιών εν τη πραγµατικότητι τόν βαθύτερον και µεγαλύτερον πόθον της, ολοκληρώνων αυτό που εκείνη επί τόσον καιρόν διαπύρως προσδοκούσε. Ω, ναι, ας ήρχετο κάποιος να τήν κάµη κορίτσι-γυναίκα που γαµιέται, κορίτσι-γυναίκα που εις αιώνα τόν απαντά γαµιέται. . . Αίφνης η µικρά Καναδή, έτσι ανακεκλιµένη όπως ήτο, έρριψε οπίσω τήν ξανθήν της κεφαλήν, ήνοιξε πολύ τά σκέλη της και υψώνουσα έµπροσθεν τό φόρεµά της, ήρχισε να κάµνη µαλακίαν. Ω, πόσον γλαυκός ήτο επάνω ο ουρανός! Τι αιχµηρά που ήσαν τά κωνοφόρα δένδρα και πώς ελόγχιζαν τήν γαλανήν και ηδονικήν αιθρίαν! Πόσον σκληρά και τραγανή είχε γίνει η κλειτορίς της ! Η αβρά χείρ τής παιδός ήρχισε να κινείται πιο γοργά. Η ευφροσύνη τής φύσεως τώρα εχύνετο εντός της. « Αααχ! . . . Αααχ! . . . » έκαµνε ηδυπαθώς η Φλώσσυ και κλείουσα τά άνω εστραµµένα µάτια της εξηκολούθησε να αυνανίζεται και να στενάζη. Τώρα τά πάντα ήσαν ρόδινα, γαλάζια και λευκά. Τά πάντα εξεπορεύοντο από τήν αιωνιότητα και έτειναν πάλιν προς αυτήν. Και ήσαν τά πάντα γλυκασµός και ενεβαπτίζοντο τά πάντα εις ένα πυκνόν και πλούσιον και εξαίσιον σπέρµα. « Αααχ! . . . Αααχ! . . . » έκαµνε τώρα σχεδόν αδιαλείπτως και αναστενάζουσα ακόµη πλέον ηχηρά η Φλώσσυ. « Αααχ! . . . Αααχ! . . . » έκαµνε συνεχίζουσα µε αύξουσαν περιπάθειαν τήν µαλακίαν. « Ααα! . . . Ααααα! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . » έκαµνε ασπαίρουσα από ηδονήν επί τής χλόης . . . Και ο αυνανισµός εξηκολούθει. Αίφνης, κάτι τελείως απροσδόκητον συνέβη. Η µικρά Καναδή ησθάνθη να παραµερίζεται τό αυνανίζον χέρι της και να καταλαµβάνη, επί τού µουνιού της, τήν θέσιν τών λεπτοφυών δακτύλων της, ένα θερµόν και µέγα χέρι, που αµέσως συνέχισε τήν ηδονικήν τρίψιν. Η Φλώσσυ ήνοιξε πάραυτα τά µάτια της. Οποία έκπληξις τήν ανέµενε! Ένας µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας στιβαρός, µε µάτια φωτεινά στιλπνά, ένας άνδρας µε κολλητά πέτσινα ενδύµατα εις τό σώµα του, πεποικιλµένα µε αναρίθµητα δερµάτινα κρόσσια παντού, µε υψηλά µαλακά υποδήµατα εις τους πόδας του και µε πίλον επί τής κεφαλής του από γούναν κάστορος, τού οποίου η παχειά ούρα εταλαντεύετο εις τήν ράχιν του, ένας άνδρας µεσήλιξ, αλλά ακόµη απιστεύτως νέος, µε κόκκινα γένεια και µε γαλανά µάτια εκτάκτως λαµπερά, ευρίσκετο γονυπετής εις τό πλευρόν της και τήν ηυνάνιζε µε προσοχήν και στοργικά, αλλά και µε µεγάλην ζέσιν, παρατηρών µε βλέµµα οξύ και ζωηρόν, οτέ µεν τό αιδοίον της, οτέ δε τό πρόσωπόν της. Ο άνδρας αυτός ήτο ο αρχιφύλαξ τού κτήµατος τού θείου της. Μολονότι η µαλακία ήτο πολύ προχωρηµένη, και µολονότι η Φλώσσυ ήδη ήσπαιρε από τήν γλύκαν, µόλις ησθάνθη εις τό αιδοίον της τήν ξένην χείρα, αµέσως έκλεισε τά σκέλη της από εντροπήν και τά έσφιξε, αλλ' η αντίστασίς της υπήρξε πολύ µικρά και στιγµιαία µόνον. Ο φύλαξ τού παραλιµνίου κτήµατος, χωρίς να διακόψη ούτε προς στιγµήν τήν αυνάνισιν, και χωρίς να προφέρη ούτε µίαν λέξιν, εχώρισε µε τήν άλλην χείρα του τους µηρούς της και εξηκολούθησε µε ανένδοτον επιµονήν και σταθερότητα τήν τρυφεράν θωπείαν. Η Φλώσσυ, που κατά βάθος ήθελε πολύ να συνεχίση ο φύλαξ τήν τρίψιν τού µουνιού της, και επιθυµούσε διακαώς να χύση, όχι µόνον δεν αντέταξε καµµίαν περαιτέρω αντίστασιν, αλλά µόλις εχώρισε ο στιβαρός ανήρ, µέχρι τινός, τά σκέλη της, τά

Page 153: Megas Anatolikos 1 Tomos

153

ήνοιξε µόνη της διάπλατα, ώστε να δυνηθή ο αδόκητος εραστής της να συνεχίση ανέτως τήν λαγνικήν του πράξιν, έχουσα, τώρα, µίαν επί πλέον διεγερτικήν ικανοποίησιν — ότι, ο αυνανίζων αυτήν ανήρ ηδύνατο να ιδή ακόµη καλύτερα από πριν τό ανοικτόν και σφύζον από τήν µαλακίαν µουνί της. Έπειτα, κλίνουσα πάλιν τήν κεφαλήν της προς τά οπίσω, ητένισε δια µέσου τών κλάδων εκ νέου τόν ουρανόν, που ελογχίζετο ηδυπαθώς από τά γιγαντιαία κωνοφόρα δένδρα, και εξηκολούθησε να αναστενάζη γλυκύτατα από τήν ηδονήν που ηύξανε, ηύξανε ολονέν και έτεινε προς τό αποκορύφωµά της. « Αααααχ! . . . Αααααχ! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . » έκαµνε τώρα συνεχώς η απαλή ως µαγνόλια κόρη. « Ωωωωω! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . » έκαµνε σφαδάζουσα από τήν γλύκαν. Μαζύ µε τάς αισθήσεις της, εφλέγετο και η διάνοιά της. Τιτανικαί ψωλαί εφαίνοντο, τήν ώραν εκείνην, εις τήν ηδονιζοµένην Φλώσσυ, τά ουρανοµήκη κωνοφόρα, τά ευθυτενή και τεταµένα από τήν φύσιν, τά υψιτενή και τά παλλόµενα από τήν καύλαν, τήν καύλαν τήν οικουµενικήν — τιτανικαί ψωλαί τείνουσαι, όχι προς ένα στερέωµα κενόν, αλλά προς εν εξ αναρίθµητων µουνιών-αστέρων βρίθοντα τρισµέγιστον γαλάζιαν θόλον. Εκεί, υψηλά, έκαστον δένδρον-ψωλή εκέντριζε ηδυπαθώς και αδιακόπως ένα άστρον-αιδοίον, ένα ως ρόδον εκ διεγέρσεως ανοικτόν ωρίµου νεανίδος ή νέας γυναικός µουνί (µουνί εκχειλίζον από γλυκείς ερωτικούς χυµούς), ένα τελείως άτριχον και φουσκωτόν µουνέττον µιας γοητευτικής παιδός ανήβου, µιας κορασίδος εις ηλικίαν τρυφεράν, τρυφεροτάτην, ένα µουνέττον λείον και παχουλόν και προεξέχον, ένα µουνέλον απαλόν, ένα µουνίδιον ροδαλόν και σφύζον, προσφέρον τήν στιλπνήν υγράν σχισµήν του εις τάς εγκαύλους κρούσεις εκάστου λογχίζοντος αυτό ψωλοκορµού, ενώ µια ισχυρά και µεθυστική οσµή σπέρµατος εγέµιζε τόν αέρα και ανεµιγνύετο, σαφώς κυριαρχούσα, µε όλα τά αρώµατα τού µαγευµένου δάσους. Και η λαγνουργία συνεχίζετο υπό τά δένδρα. Ο φύλαξ, σιωπηλός και πολύ σοβαρός, αλλά καταφανώς πολύ καυλωµένος και διεγειρόµενος ολονέν περισσότερον, εξηκολούθησε τήν τρυφεράν θωπείαν, παρατηρών πάντοτε µε άκρως τεταµένην προσοχήν πότε τό ωραίον νεανικόν µουνί και πότε τό πρόσωπον τής εκστασιαζοµένης Φλώσσυ. Η φιλήδονος κόρη έκλεισε πάλιν τους οφθαλµούς της, και, εντός ολίγου, ήρχισε να συστρέφεται και να τινάσσεται σπασµωδικώς επί τής χλόης. Και ενώ επυκνούντο οι αναστεναγµοί της και καθίσταντο οξύτεραι αι ήδη αρκούντως διαπεραστικαί φωναί λαγνείας που εξήρχοντο από τό στόµα της, η χαρίεσσα παίς σφαδάζουσα και γοργοσειοµένη υπό τήν σταθεράν αυνάνισιν που τής έκαµνε ο στιβαρός ανήρ, έχυσε πλήρως και εγέµισε µε καταπληκτικώς πολύ δια τήν ηλικίαν της παρθενικόν µουνόχυµα τά δάκτυλα και τήν παλάµην τού φύλακος, φωνάζουσα µε παραφοράν : « Ααααα! . . . Ααααα! . . . Αααααχ!. . . Ααααα! . . . Κύριε φύλακα! . . . Κύριε φύλακα! . . . Ωωωωω! . . . Ωωωωω ! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . Αααααχ! . . . Κάνω! . . . Κάνω! ... Ααααα! . . . Αααααχ! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . Αααααααααα! . . . Κάνω! . . . Κάααααααααανω! . . . » Ο φύλαξ ευχαρίστως εκπλαγείς από τήν µεγάλην ποσότητα τού ερωτικού χυµού που τού προσέφερε τό νεαρόν µουνί, καθώς και από τήν σφοδρότητα και τήν διάρκειαν τού οργασµού τής κόρης, πλήρης από θαυµασµόν δι' αυτήν και τροµερά καυλοπυρέσσων από τήν θέαν τού εξαισίου µουνιού της και τήν συνταρακτικήν πράξιν που εξετέλει επ' αυτού, επιθυµών δε, πασιφανώς, να τήν επαναλάβη, δεν απέσυρε τήν χείρα του από τό µουσκευµένον αιδοίον τής

Page 154: Megas Anatolikos 1 Tomos

154

Φλώσσυ, ούτε µετά τήν ολοκλήρωσιν τής υγράς εκβάσεως. Αφήνων τήν χείρα του εις τό µουνί της, ήλλαξε τάς κινήσεις, και διακόπτων τήν τρίψιν, ήρχισε να πλήττη ελαφρώς και θωπευτικώς µε τήν πλήρη από µουνόκρεµαν χούφταν του τό ροδαλόν αιδοίον της, προκαλών ηχηρούς και τερπνούς πλαταγισµούς µε τήν πλέουσαν εις τό γλυκύ ερωτικόν αφρόγαλα παλάµην του. Έπειτα, ευθύς µετά τόν τερµατισµόν τής χύσεως, χωρίς να αφήση τήν µικράν νύµφην να αναπαυθή καθόλου, και πλήττων ακαταπαύστως µε τήν χούφταν του τό ανοικτόν µουνέλον της, αφού επήνεσε τήν Φλώσσυ δια τά κάλλη της και τάς µεγάλας ερωτικάς της ικανότητας, µε ύφος σοβαρόν και µε έκφρασιν που έδειχναν, παρά τήν ψυχραιµίαν του, πόσον ήτο συγκινηµένος και ποιάς φύσεως ήτο η κατέχουσα αυτόν συγκίνησις, ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί τήν Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, αλλά και µε µεγάλην σταθερότητα, προµηνύουσαν ανένδοτον αποφασιστικότητα και θέλησιν άκαµπτον, µε τήν ωραίαν βαθειάν φωνήν του, τήν ηρώτησε : « Μπορείτε, µικρή µου Μίς, να κάνετε άλλη µια φορά εν συνεχεία; Έχετε ένα τόσο ωραίο µιµί, και κάνετε τόσο όµορφα και τόσο πολύ, για τήν ηλικία σας, που θάθελα να σας τό ξανατρίψω ... Τί λέτε; Μπορείτε να κάνετε δεύτερη φορά, χωρίς διακοπή, ή µήπως προτιµάτε να ξεκουρασθήτε, πρώτα, λίγο; » Η Φλώσσυ, που συνήθως µετά από έκαστον χύσιµον ησθάνετο κάποιαν συστολήν, µέχρι τής εποµένης διεγέρσεως, τήν φοράν ταύτην δεν ησθάνθη καµίαν εντροπήν, και, µολονότι είχε χύσει πολύ, επί τή σκέψει ότι θα εδοκίµαζε πάλιν, και µάλιστα αµέσως, τόν ίδιον µεγάλον γλυκασµόν, και ότι, αυτήν τήν νέαν ηδονήν, ήθελε µε τόσην θέρµην να τής τήν προσφέρη αυτός ο τόσον σοβαρός και ωραίος άνδρας, που εξ αρχής τής ήρεζε πολύ, διεγειροµένη τάχιστα εκ νέου, από τά πλαταγίζοντα θωπευτικά πλήγµατα τής µουσκευµένης χειρός του εις τό αιδοίον της, καθώς και από τήν διαπίστωσιν τής εκδήλου καύλας τού ανδρός, ασθµαίνουσα ακόµη από τόν µόλις λήξαντα οργασµόν της, αντί να κλείση τά σκέλη της, τά άφησε ανοικτά, µε τελείως ακάλυπτον τό µουνί της, και αµέσως απήντησε λιγωµένη : « Αχ, ναι. . . ναι. . . µπορώ . . . µπορώ . . . και τό θέλω ...» « Ωωωχ! . . . » έκαµε µε λαγνοβαρή φωνήν ο φύλαξ και ανεφώνησε ενθουσιών : « Μπράβο σας, µικρή µου Μίς . . . Είσθε όχι µόνο ένα πολύ όµορφο κοριτσάκι, µα και πολύ καλό . . . Ένας άγγελος αληθινός ...» Έπειτα ηρώτησε : « Και πόσων ετών είσθε; Απ' τό µιµί σας, σας κάνω 11 ή 12 τό πολύ χρονών . . . Απ' τά βυζάκια σας, σας κάνω 13 1/2 προς 14, γιατί έχουν αρχίσει να φουσκώνουν κάµποσο ...» « Είµαι 12 1/2 χρονών ...» απήντησε, σχεδόν ψελλίζουσα, η Φλώσσυ. « Ωωωχ! . . . » έκαµε πάλιν ο καυλωµένος άνδρας, και αµέσως είπε : « Είµαι τυχερός, µικρό µου κυριάκι, γιατί, εκτός που αγαπώ ιδιαιτέρως τά πολύ νέα κοριτσάκια, σείς είσθε τό πιο όµορφο που έχω δει, και έχετε τό ωραιότερο µιµί που αντίκρυσαν ποτέ τά µάτια µου . . . Είναι σαν ένα µεγάλο καΐσι ζουµερό τού Παραδείσου, και —όπως τά προτιµώ— δεν έχει ακόµη ούτε µια τριχούλα. Θα δήτε, µικρή µου Μις, πόσο θα σας κάνω να χαρήτε πάλι. . . Μόνο, µην πήτε ποτέ ούτε µια λέξι απ' όλα αυτά στον θείο σας, ή στη µαµά σας, ή σε οποιονδήποτε άλλον ...» Τίποτε άλλο δεν είπε ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας. Ούτε µίαν λέξιν. Με τά δάκτυλά του πλέοντα εις τό µουνόχυµα τής Φλώσσυ, και πριν τελείωση ακόµη τάς τελευταίας λέξεις, έπαυσε να κτυπά µε τήν παλάµην του τό αιδοίον της και παραµένων εις τήν ιδίαν γονυπετή θέσιν, ήρχισε να τήν αυνανίζη πάλιν, τρίβων τό πλήρες θηλυκού σπέρµατος νεαρόν µουνί και παρατηρών εκ νέου

Page 155: Megas Anatolikos 1 Tomos

155

αυτό και ό,τι τού έκαµνε µε βλέµµα οξύτατον, µε µάτια λάµποντα πολύ και ρώθωνας παλλόµενους. Επί τινα χρόνον, ο στιβαρός ανήρ έτριψε σιωπηλός τό χαρίεν µουνέττον. Κατά τό ίδιον διάστηµα και η κορασίς έµεινε ωσαύτως σιωπηλή και µόνον αι εντεινόµεναι, αναπνοαί των ηκούοντο ολονέν πιο ευκρινώς. Εντός ολίγου όµως, µε 2-3 σπασµωδικάς κινήσεις, η Φλώσσυ ήρχισε να αναστενάζη πάλιν από τήν γλύκαν που τής έδιδε η νέα µαλακία, και τότε µόνον η σιωπή τού φύλακος ελύθη. Καυλοπυρέσσων και µε τήν ωραίαν βαθείαν φωνήν του βραχνήν από τήν διέγερσιν, ήρχισε να οµιλή πάλιν εις τήν ηδονιζοµένην παίδα, εκφράζων µε µεγάλην λαγνικήν έξαρσιν τόν θαυµασµόν του δια τά κάλλη της και ιδίως δια τό γλυκύ µουνί της, αποκαλών αυτό ακόµη (εκ σεβασµού δια τόν θείον της και δι' αυτήν τήν ιδίαν) ουχί µουνί, µουνέττο, ή µουνάκι, αλλά « µιµί », παροτρύνων αυτήν συγχρόνως, να ηδονισθή καλώς, να « κάµη », να χύση εκ νέου, ενώ η δεξιά του χειρ ειργάζετο εις τήν διωγκωµένην υγράν σχισµήν της, χωρίς διακοπήν και µε επιταχυνόµενον συνεχώς ρυθµόν. Η Φλώσσυ ήρχισε να συστρέφεται πάλιν και να τινάσσεται επί τής χλόης. Ο θαυµαστής της, κοιτάζων, όπως και πριν, πότε τό αιδοίον της και πότε τό πρόσωπόν της, µετέφερε κάθε τόσον τήν αυνανιστικήν τρίψιν από τάς ανοικτάς νύµφας εις τήν σφύζουσαν κλειτορίδα, και από τήν κλειτορίδα εις τόν µεταξύ τών νυµφών τρυφερόν χώρον. Και ενώ οι αναστεναγµοί τής κόρης καθίσταντο ολονέν πυκνότεροι και ηχηρότεραι από τόν αύξοντα γλυκασµόν, η Φλώσσυ, όπως και κατά τήν πρώτην αυνάνισιν, µη φοβούµενη να ακουσθή από κανέναν, ήρχισε να εκπέµπη µέσα εις τήν µεγάλην τού δάσους ηρεµίαν πολλάς διαπεραστικάς φωνάς οξείας ηδυπαθείας. « Ααααα! . . . Ααααα! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . Αααααχ! . . . Ωωωωωχ! . . . Ααααα! . . . Ααααα! . . . » έκαµνε συνεχώς, σειοµένη µε παραφοράν επί τής χλόης, και, έτσι καθώς ηδονίζετο υπτία, µε τά µάτια της πάρα πολύ ανοικτά, εκοίταζε πάλιν εκστατική τόν αίθριον υπεράνω ουρανόν, τόν εκτεινόµενον εις τό άπειρον, εν όλη του τη γλαυκή απεραντοσύνη, και διαφαινόµενον εξαισίως, δια µέσου τών κλάδων τού τεραστίου δένδρου, εις τάς ρίζας τού οποίου, ασπαίρουσα τρικυµιωδώς, ετέρπετο η λάγνος κόρη. Ο φύλαξ, δονούµενος από τήν διέγερσίν του και παρατηρών πάντοτε, εναλλάξ, τό ροδαλόν µουνί και τό πρόσωπον τής Φλώσσυ, εξηκολούθει τήν αυνάνισιν, εγκωµιάζων συνεχώς τά θέλγητρα και τήν λαγνείαν της και ενθαρρύνων αυτήν εις τήν ηδυπάθειαν της. Αίφνης ο στιβαρός ανήρ, υπακούων εις τόν οίστρον που τού εµφυσούσε η καύλα, έθεσε κατά µέρος πάσαν συµβατικήν φρασεολογίαν, έχουσαν σχέσιν µε τήν λεγοµένη κοσµιότητα, και ήρχισε να οµιλή εις τήν ωραίαν παίδα µε µεγάλην ελευθεροστοµίαν, αναµιγνύων µε τάς απαλάς εκφράσεις τής τρυφερότητος, τά πλέον τολµηρά και άσεµνα λόγια —ωραία λόγια συγκλονιστικώς εκφραστικά, που εξέφραζαν τόσον τό πάθος του, όσον και τήν διέγερσιν του— αποκαλών τό αιδοίον της µικράς Καναδής, ουχί πλέον µόνον « µιµί », αλλά πολύ συχνότερον « µουνί », « µουνάκι » και « µουµούνι », και τήν ιδίαν τήν Φλώσσυ ουχί µόνον « µικρή µου Μις », ή « κούκλα µου », ή « άγγελε µου », αλλά κυρίως και προ πάντων, « Μουνίτσα µου », « Καυλίτσα µου » και « Μουµούνα », παροτρύνων αυτήν εις τόν ενικόν και µε µεγάλην θέρµην, να χύση πάλιν καλώς, να γλυκοχύση, και παρακαλών αυτήν να τού δώση πάλιν τό γάλα τού µουνιού της, τήν κρέµαν του, τό γλυκύ µουνόχυµά της, αντί να τής λέγη εις τόν πληθυντικόν και ευσεβάστως : « Κάµετε ...» ή « Ξανακάµετε ...» ή « Απολαύσετε άλλη µια φορά ...» η « Νοιώσετε πλέρια ...»

Page 156: Megas Anatolikos 1 Tomos

156

Και η αυνάνισις, ζωηρά και ανένδοτος εξηκολούθει. Η στιβαρά χειρ τού φύλακος συνέχιζε αόκνως, εις τό ανοικτόν εκ τής διεγέρσεως νεαρόν αιδοίον τό γλυκύ της έργον, τρίβουσα, οτέ µεν, τά πλησίον τής µικράς µουνότρυπας, µεταξύ τών νυµφών, ευαίσθητα σηµεία, οτέ δε, δια τού µεσαίου δακτύλου, τήν εξωγκωµένην κλειτορίδα τής φιληδόνου κόρης, τής οποίας αι λαγνικαί κραυγαί έκαµναν να αντηχή και να φρίσση ο πέριξ αυτής σύνδενδρος χώρος. Ητο φανερόν ότι η Φλώσσυ, ήτις απελάµβανε τώρα και τά άσεµνα λόγια τού θαυµαστού της, επρόκειτο να χύση πάλιν. Ο µεγαλόσωµος αυνανιστής της, βλέπων ότι ο τελικός όλβος επλησίαζε µε γοργόν ρυθµόν, και ότι δεν ήτο δυνατόν να αργήση η έκρηξις τού νέου οργασµού της, επιθυµών δε να ιδή τό θηλυκόν της σπέρµα να εκχειλίζη πάλιν τό σφύζον µουνέττον της, ως γάλα που κοχλάζον επί µακρόν εν τέλει χύνεται από εν επί πύρας θερµαινόµενον σκεύος, έπαυσε να τρίβη πότε εις τό ένα, και πότε εις τό άλλο σηµείον τό καυλωµένον µουνίδιον, και συγκεντρώνων τάς θωπείας του επί τής εν αγρία στύσει παλλοµένης κλειτορίδος της, εξηκολούθησε τό τρίψιµον µόνον εκεί, καταπλακώνων και τρίβων σπειροειδώς τήν φουσκωµένην επιγλωττίδα τού κοµψού αιδοίου, µε τήν άκραν τού µεσαίου δακτύλου του. Τούτο ποιών ο ρωµαλέος άνδρας έπαυσε να κοιτάζη πότε τό πρόσωπον και πότε τό ερωτικόν όργανον τής Φλώσσυ, και εκάρφωσε τό βλέµµα του εις τό σπαργών µουνί της, παρατηρών µε άκρως τεταµένην πάλιν προσοχήν τήν µικράν οπήν, οπόθεν ήξευρε ότι θα εξήρχετο οσονούπω τό έτοιµον να ρεύση εκ νέου ερωτικόν της γάλα, ώστε να ιδή καλώς και εξ αρχής τήν συναρπαστικήν ανάβλυσιν τού µουνοχύµατος. Αίφνης, η απαλή ως µαγνόλια παίς ήνοιξε ακόµη περισσότερον τά ήδη υπερµέτρως ανοιγµένα µάτια της, ωσάν να έβλεπε εν δράµα θείον και τινασσοµένη φρενιτιωδώς ανέκραξε : « Ααααα! . . . Ααααα! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . Τι γλύκα! ... Τι γλύκα! . . . Κύριε φύλακα ... θα ... θα ξανακάνω ! . . . Θα χύσω! . . . Ωωωωω! . . . Ααααα! . . . Ααααα! . . . Αααααχ!. . . Ααααα! . . . Ααααα! . . . Αααααααααα!. . . Κάνω! . . . Κάνω! . . . Χύνω! . . . Ξαναχύυυυυυυνω !...» Παραληρούσα πάλιν, όπως και κατά τόν προηγούµενον οργασµόν της, και σειοµένη ως δαιµονισµένη, η Φλώσσυ εξαπέλυσε, δια δευτέραν φοράν εντός ολίγης ώρας, µίαν νέαν και ουχί µικράν δια τήν ηλικίαν της (ήτο, τότε, µόλις 12 1 /2 ετών) δόσιν µουνοχύµατος. Και ενώ ανέβλυζε τό γλυκύ ερωτικόν γάλα και εκάλυπτε µε τόν αφρόν του τά κινούµενα εισέτι (εις τό ανοικτόν από τήν ηδονήν µουνί της, δάκτυλα τού θαυµαστού της, έµελπαν χαρµοσύνως τά πουλιά, τά έντοµα εβοµβούσαν, και άνεµος απαλός και πλήρης αρωµάτων εθώπευε τήν πλάσιν και τό καυλοπυρέσσον ζεύγος, µε δροσεράς και, θα έλεγε κανείς, αλληλέγγυους, εν ηδονή ριπάς. Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν µουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον µουνόχυµα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της. Σιγά-σιγά, η λαγνική τρικυµία εκόπασε και η Φλώσσυ, ασθµαίνουσα και ευτυχής, µε τά σκέλη της ακόµη ανοικτά, έµεινε ακίνητη επί τής χλόης. Τήν

Page 157: Megas Anatolikos 1 Tomos

157

φοράν αυτήν, ο αρχιφύλαξ απέσυρε τήν χείρα του από τό κάθυγρον µουνί της, και αφού τό εξήτασε από πολύ κοντά µε µεγάλην προσοχήν, τό εφίλησε περιπαθώς και ερρόφησε µε έγκαυλον λαιµαργίαν όλην τήν εναποµένουσαν εις τήν τρυφεράν σχισµήν µουνόκρεµαν. Κατόπιν µη θέλων, τρόπον τινά, να αφήση αδιάθετον ούτε µίαν σταγόνα τού πολυτίµου ερωτικού υγρού, τού οποίου τήν ρεύσιν είχε προκαλέσει δια δευτέραν φοράν, έγλειψε ενδελεχώς και µε λαιµαργίαν τά µουσκευµένα δάκτυλα του, και αφού κατέπιε και τό επ' αυτών παρθενικόν µουνόγαλα, ο στιβαρός ανήρ, ψαύων τό καυλωµένον πέος του, εφίλησε εις τό στόµα τήν ωραίαν παίδα, µεταβιβάζων ούτω τήν ερωτικήν της κρέµαν, από τά χείλη τού αιδοίου της, εις τά χείλη του στόµατός της, αναγκάζων τοιουτοτρόπως τήν µικράν νύµφην να γευθή η ιδία τόν γλυκόν µουνοχυµόν της. Η Φλώσσυ, ηµιλιπόθυµος από τήν ηδονήν που είχε δοκιµάσει, έκλεισε πάλιν τά µάτια της και απήλαυσε εν τω άµα, και τό φιλί τού ανδρός, και τό ιδικόν της ερω-τικόν γλεύκος. Μία γλυκύτατη χαύνωσις τήν επληµµύριζε, και η απαλή ως µαγνόλια παίς ησθάνετο να εξαπλούται, εις όλον της τό είναι, η αίσθησις εκείνη, που αντιστοιχούσε µέσα της µε τήν ακριβεστέραν και πληρεστέραν έννοιαν τού όλβου. Η ποσότης τού µουνοχύµατος, που προσέφερε η Φλώσσυ εις τόν φύλακα, ήτο πάλιν µεγάλη, και η χαρίεσσα µικρά ιέρεια τής Αφροδίτης είχε ανάγκην µικράς αναπαύσεως. Τούτο ήτο φανερόν. Αλλά η γεύσις τού χυµού τής ηδονής τής εξαισίας κόρης, εκτός που είχε αυξήσει εις τό έπακρον τήν γενικήν καύλαν τού ρωµαλέου ανδρός, είχε προκαλέσει εις τόν φύλακα και τήν ειδικήν εκείνην καυλικήν δίψαν, τήν καύλαν τήν στοµατικήν, που ωθεί πολλούς εραστάς εις τήν αιδοιολειχίαν, τήν µουνοαποµύζησιν και τήν τελικήν κατάποσιν τού αντλούµενου θηλυκού σπέρµατος. Ούτω µόλις απέσπασε ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας τά χείλη του από τό στόµα τής Φλώσσυ, χωρίς να αφήση τήν παίδα να συνέλθη πλήρως από τόν γλυκύτατον « ντουµπλέν », έχων µεθύσει από τό νεανικόν µουνόχυµα που εγεύθη, χωρίς να είπη λέξιν, παρ' όλον ότι η κόρη είχε χύσει δύο φοράς, έτσι γονατιστός όπως ήτο προ τών ανοικτών σκελών της, έκυψε και εκόλλησε τό στόµα του εις τό αιδοίον της. Η µικρά Καναδή ευχαρίστως εκπλαγείσα, έκαµε « Ααα! . . . Αααχ! . . . » και εννοήσασα Τι ήθελε ο εραστής της, παρά τους δύο προσφάτους οργασµούς της, αµέσως ετοιµάσθηκε να ανταποκριθή µε ζέσιν εις τό αρξάµενον περιπαθές µινέττον. Μετά 5-6 λεπτά η Φλώσσυ ήσπαιρε εκ νέου υπό τό δένδρον. Μετά τρία λεπτά ακόµη, τρελλαινοµένη από τους γλωττισµούς που εξετέλει ο καυλοπυρέσσων άνδρας εις τήν κλειτορίδα και τάς νύµφας της, καθώς και από τάς ισχυράς ως βδελλών αποµυζήσεις που έκαµνε µε τά χείλη του εις τήν µουνότρυπάν της, σειοµένη µε παραφοράν και εκβάλλουσα, όπως και όταν τήν ηυνάνιζε ο φύλαξ, οξείας κραυγάς λαγνείας, ήνοιξε υπερµέτρως τά µάτια της και αισθανοµένη επιτακτικήν ανάγκην να ιδή τόν στιβαρόν άνδρα να τήν γλείφη, εστηρίχθη, όσον τήν επέτρεπαν αι ζωηραί λαγνικαί κινήσεις της, εις τους αγκώνας της, και ήρχισε να εξαπολύη τρίτην δόσιν ερωτικού χυµού, τήν φοράν ταύτην εις τό στόµα τού θαυµαστού της. Τήν ιδίαν στιγµήν, η απαλή ως µαγνόλια παίς, είδε κάτι που τήν συνετάραξε βαθέως, ενέτεινε τήν σφροδρότητα τού οργασµού της και ηύξησε τήν ποσότητα τού ρέοντος µουνογάλακτός της. Ήτο κάτι που δεν τό επερίµενε. Ο φύλαξ, σκυµµένος όπως ήτο επάνω από τήν ηβικήν της χωράν, χωρίς να αποσπάση τά χείλη του από τό µουνί της, µόλις ησθάνθη να ρέη εντός τού στόµατός του ο θηλυκός ερωτικός χυµός, εσείσθη ως από τροµερόν

Page 158: Megas Anatolikos 1 Tomos

158

σεισµόν, και βογγών κατά υπόκωφον τρόπον, έθεσε τήν δεξιάν του κάτω από τήν κοιλίαν του και έκαµνε µερικάς κινήσεις, ωσάν να εξεκούµβωνε πολύ βιαστικά τό παντελόνι του. Έπειτα, κινούµενος πολύ γρήγορα, ως σκύλος που βατεύει, ήρχισε να κάµνη ισχυράς γαµικάς ωθήσεις εις τόν αέρα, ενώ η δεξιά του χειρ επανήλθε πάραυτα εις τήν προτέραν θέσιν της επί τής χλόης, δίπλα εις τήν άλλην. « Αχ! . . . έβγαλε έξω τήν ψωλή του και χύνει αυτοµάτως! » εσκέφθη η Φλώσσυ, και εκβάλλουσα και αλλάς οξείας φωνάς λαγνείας, εξηκολούθησε να χύνη εις τό στόµα τού εραστού της, σφαδάζουσα και κινούµενη και αύτη —η τόσον αγγελικώς γλυκεία παιδίσκη— ως µικρά µαινάς, φανταζοµένη ότι έγλειφε και εβύζαινε τήν πούτσαν τού θαυµαστού της, ωσάν να ήτο πελώριον µαστάρι τεραστίας αγελάδας, και ότι η ψωλή του —την οποίαν δεν έβλεπε ένεκα τής στάσεως του, µα που δικαίως τήν εφαντάζετο κολοσσιαίαν— έχυνε µε ορµήν και εγέµιζε τό στόµα της µε ανεξάντλητον λιπαρόν και γλοιώδες σπέρµα. Ταυτοχρόνως, εις τήν πραγµατικότητα, και ενώ έχυνε ακόµη η λάγνος παίς, αίφνης ησθάνθη να καταβρέχονται οι µηροί της από κάτι πυκνόρρευστον και θερµόν, κάτι που εξηκοντίζετο µε δύναµιν επάνω της . . . Αν και δεν είχε ιδεί τό πέος του, η Φλώσσυ ορθώς ηννόησε περί τίνος επρόκειτο, διότι ο στιβαρός ανήρ, λαγνοβοών υποκώφως, πράγµατι εξεσπερµάτιζε από τήν έντασιν τής καύλας του αυτοµάτως —τουτέστιν χωρίς να τρίβη τό πέος του, χωρίς να αυνανίζεται— και τό ψωλόχυµά του, εξακοντιζόµενον µε ορµήν, έπιπτε ως θερµή βροχή επί τών γυµνών µηρών τής κορασίδος και επί τής χλόης. Μόλις ησθάνθη η παίς, εν τω µέσω τού οργασµού της, τόν λιπαρόν αρσενικόν οπόν επάνω της, εκόντεψε να τρελλαθή από τήν έντασιν τής ηδυπαθείας της. Μία οξυτάτη κραυγή εξήλθε από τά χείλη της και, φρίσσουσα ολόκληρη, ύψωσε δια µιας τό σώµα της τόσον πολύ, ώστε τούτο να µην εφάπτεται πουθενά µε τό έδαφος, παρά µόνον δια τής κορυφής τής κεφαλής της και δια µέρους τών πελµάτων της και δια τών δακτύλων τών ποδών της. ∆ιαγράφουσα εις τήν στάσιν αυτήν εν µέγα τόξον, και τινασσοµένη εις τόν αέρα, ωσάν να εδέχετο συνεχώς τό σώµα της εν ισχυρότατον ηλεκτρικόν ρεύµα, η Φλώσσυ έσπρωχνε µε παραφοράν τό ανοικτόν πάλιν µουνί της προς τά επάνω, µέχρις ολοκληρώσεως τού οργασµού της, χωρίς να βλέπη πλέον µε τά υπερµέτρως ανοιγµένα µάτια της, παρά τόν αίθριον επάνω από τους κλάδους ουρανόν, που έσκεπε τήν αγαλλίασίν της, ενώ ο φύλαξ, ανυψούµενος πάραυτα και αυτός όσον εχρειάζετο δια να µην αποσπασθούν τά χείλη του από τό γλυκύ µουνί της, και ολοκληρώνων και αυτός τήν χύσιν του, εξηκολούθησε να αποµυζά µε πάθος τόν γαλακτώδη ερωτικόν χυµόν που τού προσέφερε η εν σχήµατι τόξου, σχεδόν τελείως µετεωριζοµένη και ολολύζουσα από τό µέγεθος τής ηδονής της κόρη. —