HΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕIΧΑ ΠEΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡYΠΑ ΜΕ ΚΥΝΙΚΟYΣ. OΛΟΙ … ·...
Transcript of HΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕIΧΑ ΠEΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡYΠΑ ΜΕ ΚΥΝΙΚΟYΣ. OΛΟΙ … ·...
ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 81808
ISBN: 978-618-03-1808-1
HΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕIΧΑ ΠEΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡYΠΑ ΜΕ ΚΥΝΙΚΟYΣ. OΛΟΙ ΤΟΥΣ ΕIΧΑΝ ΣΤΟ ΜΥΑΛO ΤΟ ΒOΛΕΜΑ. OΛΟΙ ΤΟΥΣ ΔΙΕΠΡΕΠΑΝ ΣΤΟΝ ΤΑΚΤΙΚΙΣΜO. OΛΟΙ ΤΟΥΣ EΨΑΧΝΑΝ ΒΟΛΙΚA ΘYΜΑΤΑ ΝΑ ΦΟΡΤΩΣΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΕΥΘΥΝΕΣ. OΛΟΙ EΦΤΥΝΑΝ, ΚΑΙ ΕΓΛΕΙΦΑΝ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΦΤΥΝΑΝ.
Ο Πέτρος Χρήστου είναι ένα κατ’ ομολογία μέτριο άτομο που ονει-
ρεύεται να αλλάξει τον κόσμο. Η επιπόλαιη συνήθειά του να ανα-
ζητά ερωτικές εμπειρίες στο διαδίκτυο τον φέρνει αντιμέτωπο μ’
έναν μυστηριώδη τύπο, τον Τζον Μάνος. Πώς θα διαχειριστεί τον
διώκτη, τα προσωπικά αδιέξοδα και την ανεπάρκειά του ο Χρήστου,
όταν καλείται ξαφνικά να γίνει το δεξί χέρι της Σωτηρίας, της πρώτης
ελληνίδας πρωθυπουργού;
Παράγοντες της εξουσίας, πολιτικό παρασκήνιο, εσωκομματικοί
ανταγωνισμοί, ανελέητοι εκβιασμοί και συνωμοσίες, χτυπήματα
κάτω απ’ τη μέση, το διαδικτυακό χάος, ο σκοτεινός ρόλος των
μίντια, η ύπουλη εμπλοκή των επιχειρηματιών στη δημοκρατία και
ο κίνδυνος των φονικών αυτόνομων όπλων συνθέτουν ένα συναρ-
παστικό σύγχρονο πολιτικό θρίλερ.
Ο Μανώλης Ανδριωτάκης γεν-
νήθηκε στην Αθήνα το 1974. Έχει
κάνει σπουδές σκηνοθεσίας κινη-
ματογράφου, έχει δημιουργήσει
ντοκιμαντέρ κι έχει δημοσιεύσει
μια πλειάδα βιβλίων. Δημοσιο-
γραφεί σε παραδοσιακά και νέα
μέσα απ’ το 2000, και διδάσκει
δεξιότητες σχετικές με τη γραφή
και την ψηφιακή δημιουργία.
Περισσότερες πληροφορίες για
αυτόν μπορείτε να βρείτε στο
www.andriotakis.com
Το κόμμα, και κυρίως το γραφείο της
Σωτηρίας, έγινε το δεύτερο σπίτι μου.
Έγινα κι εγώ αυτό που στο παρελθόν
κορόιδευα, ένα κανονικότατο και
υπερήφανο «κομματόσκυλο». Bρήκα
επιτέλους μια ομάδα να ανήκω,
έναν χώρο να στεγαστώ, έναν σκοπό
να υπηρετήσω. Δεν ένιωθα πια να
πνίγομαι, δεν ένιωθα να αδικούμαι από
τους άλλους ούτε να με χειραγωγούν.
Ξεδίπλωνα το μέτριο ταλέντο μου,
τη λειψή μου δημιουργικότητα, τις
θολές μου γνώσεις ενώπιον όλων,
χωρίς να φοβάμαι την κριτική,
χωρίς να αυτολογοκρίνομαι ή να
καταρρακώνομαι από τον όποιο
ψόγο, κι αντί να με περιφρονούν,
όπως θα περίμενα, οι άλλοι με
αποδέχονταν και ενίοτε έφταναν
ακόμα και να με επαινούν. Έμοιαζε
σαν επιτέλους να είχα βρει κι εγώ
τη θέση μου στον κόσμο, αν υπάρχει
κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΣΑΚΗΣ ΣΤΡΙΤΣΙΔΗΣ / FRONT
11543_DEXI_XERI_CV.indd 1-2,5 27/02/2019 12:45
Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τόποι και οι καταστάσεις είναι προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, τόπους και γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
9
1
Ονομάζομαι Πέτρος Χρήστου, διετέλεσα σύμβουλος της πρώτης ελληνίδας πρωθυπουργού και μετανιώ
νω δημόσια που δεν κατάφερα να αποτρέψω μια από τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Έχουν γραφτεί πολλά για μένα κι έχω γίνει θέμα σε αμέτρητες συντροφιές, καθώς μια εποχή το όνομά μου έγινε συνώνυμο του εθνικού κομπογιαννίτη, αλλά τώρα ήρθε η δική μου σειρά να μιλήσω. Θα το κάνω μ’ αυτόν τον μάλλον παλιομοδίτικο τρόπο, γιατί έχω διαρρήξει διά παντός τις σχέσεις μου με το ίντερνετ.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι έβαλα κι εγώ βαθιά το χέρι μου στο μέλι της εξουσίας και δεν κατόρθωσα να αντισταθώ σε τίποτα από αυτά που περιγελούσα όταν ήμουν πολύ νεότερος. Μπορεί να μην είμαι ο άμεσα υπεύθυνος για ό,τι συνέβη πριν από πέντε χρόνια, στο διάστημα εκείνης της μεγάλης και επώδυνης εθνικής κρίσης, αλλά οι ευθύνες μου είναι παραπάνω από δεδομένες, καθώς δέχτηκα αψήφιστα να παίξω τον σημαντικότατο ρόλο που μου ανέθεσαν, έναν ρόλο που χωρίς αμφιβολία δεν μου άξιζε, έναν ρόλο που ήταν πολύ
10 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
πάνω από τις ικανότητες, τις γνώσεις και την ποιότητα του χαρακτήρα μου. Αυτή είναι η δυσάρεστη αλήθεια και είμαι σε θέση να τα λέω σήμερα δημόσια αυτά, με την ασφαλή απόσταση του χώρου και του χρόνου που μας χωρίζει από τη μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας. Αν αναρωτιέστε γιατί διάλεξα αυτή τη χρονική συγκυρία για να μιλήσω, δεν έχω πειστική απάντηση να σας δώσω. Για ένα διάστημα φοβόμουν ότι θα εξέθετα τη Σωτηρία, άλλες πάλι φορές ένιωθα ότι όλα είναι μάταια. Μακάρι να ήμουν έτοιμος νωρίτερα, αλλά δεν νομίζω ότι θα είχε διαφορά αν το έκανα ένα ή τρία χρόνια πριν – το κακό έγινε. Όμως μετανιώνω οικτρά που δεν μίλησα την κατάλληλη στιγμή, όταν γινόμουν μάρτυρας όλων εκείνων των θλιβερών γεγονότων. Σιώπησα ενώ γύρω μου έβλεπα καθαρά, με διευθύνσεις και ονόματα, τη διαφθορά, τους εκβιασμούς, τη σαπίλα και την ανικανότητα του πολιτικού και διοικητικού προσωπικού της χώρας, και ζητώ δημόσια συγγνώμη.
Όλα ξεκίνησαν με την ακραία εύνοια της τύχης, αυτής της μεθυσμένης μάγισσας, που ήρθε με τη μορφή μιας σπάνιας γνωριμίας να με τοποθετήσει τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος, εμένα τον πιο επιπόλαιο από τους επιπόλαιους, τον πιο απερίσκεπτο από τους απερίσκεπτους. Η τύχη το ήθελε να πρωταγωνιστώ από τη μια στιγμή στην άλλη δίπλα σε ανθρώπους που ασκούσαν εξουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή και να έχω τη μοναδική ευκαιρία να επηρεάσω τα πράγματα σε βαθμό δυσανάλογα μεγάλο ως προς την επάρκειά μου. Δεν
11Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
ξέρω από πού αντλώ το θάρρος, πιθανόν ευθύνεται το εκκωφαντικό δημόσιο στραπάτσο.
Θα μπορούσα πολύ απλά να είχα αρνηθεί. Είναι κάτι που μ’ έχει βασανίσει πολύ τα τελευταία πέντε χρόνια. Τι θα γινόταν αν αγνοούσα το λαχείο; Θα είχε εξελιχθεί κάτι διαφορετικά; Πολύ αμφιβάλλω. Αν δεν έπαιρνα τη θέση εγώ, θα την έπαιρνε κάποιος άλλος που μπορεί να ήταν ακόμα πιο ανίδεος από εμένα. Έτσι λειτουργεί εδώ το σύστημα, ασύμμετρα. Τα κριτήριά μας είναι θολά και συχνά παράλογα. Το κοινωνικό ασανσέρ της χώρας λειτουργεί με τα φρένα σπασμένα. Μπορεί να βρεις στην κορυφή της ιεραρχίας έναν στόκο ταπεινής καταγωγής και στον πάτο μια μεγαλοαστική ιδιοφυΐα να εργάζεται στην πιο άχαρη δουλειά. Προφανώς αυτό δεν με αθωώνει. Υπό κανονικές συνθήκες, σ’ ένα κανονικό κράτος, στη θέση μου θα έπρεπε να βρισκόταν ένα πολύ ικανότερο πρόσωπο, με περισσότερη ενσυναίσθηση, ευφυΐα και δεξιότητες. Ένας πιο επαρκής επαγγελματίας, χωρίς την κολοσσιαία μου ματαιοδοξία, ένας καλός τεχνοκράτης ας πούμε, από αυτούς που λοιδορούνται συστηματικά σ’ αυτή τη χώρα, θα είχε βοηθήσει σίγουρα την κατάσταση πολύ περισσότερο από εμένα. Δεν αρνήθηκα την πρόταση γιατί κολακεύτηκα και είπα αυτό που λένε όλοι σε αντίστοιχες περιπτώσεις: «Γιατί όχι εγώ;» (κι έτσι καταλήγουμε να έχουμε ακόμα και στόκους πρωθυπουργούς – όχι βέβαια μόνο στην Ελλάδα).
Τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Ήμουν ένας αδύ
12 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
ναμος, βαθιά ανασφαλής, φαντασμένος και αφελής, φοβισμένος και γεμάτος θυμό και παράπονο άνθρωπος που είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση, που πίστευε ότι οι άλλοι τον αδικούσαν και ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του να τους αποδείξει ότι άξιζε πολλά. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι δεν ήμουν κατάλληλος γι’ αυτό το πόστο. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι ήμουν ανάξιος. Παρόλο που πληρούσα τα τυπικά προσόντα και τις προϋποθέσεις, μου έλειπαν οι εμπειρίες, μου έλειπε η μεθοδικότητα, η εξειδικευμένη γνώση, ο βαθμός εστίασης, η ικανότητα σε τελική ανάλυση να χειρίζομαι περίπλοκες καταστάσεις και ανθρώπους. Και το σημαντικότερο όλων: δεν ήμουν ποτέ αυτό που λένε «ο σταθερός χαρακτήρας». Με τέτοια εξάρτυση, αγαπητέ, δεν πας για ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα. Βασικά, έτσι ούτε για απόχη σε μπανιέρα δεν πας. Κι όμως, εγώ έκρινα ότι ήμουν έτοιμος να κάνω ελεύθερη κατάδυση στον ωκεανό. Πίστεψα ότι δεν είχα να ζηλέψω τίποτα από άλλους, έβαλα κοστούμι και γραβάτα, σοβαροφανές ύφος χιλίων καρδιναλίων, πρόβαρα εκφράσεις και περπάτημα και βούτηξα στον βυθό άφοβα, λες και ήμουν γεννημένος γι’ αυτό. Κι επειδή δεν ήμουν ούτε κατά διάνοια κατάλληλος, στο τέλος κατέληξα να κατηγορώ διαρκώς τους άλλους.
Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή. Είμαι ένας μέτριος τύπος, με μέτριες ικανότητες και
μέτριες γνώσεις. Είμαι το τυπικό δείγμα ημιμορφωμένου
13Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
πολίτη με πτυχία και σπουδαιοφανείς συστάσεις. Κι είμαι και Λέων. Τα γράφω αυτά εδώ, στην αρχή, για να μην παρασύρω το αναγνωστικό κοινό σε ερμηνείες που δεν μου αξίζουν. Αυτή είναι η μαρτυρία μου, έχω την ευθύνη της κάθε λέξης μου, και τα δημοσιοποιώ όλα αυτά μόνο και μόνο γιατί έτσι μπορεί κάποια στιγμή να υπάρξουν απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα που προέκυψαν όταν έτυχε να αναμειχθώ στα πράγματα της χώρας. Εσύ, τώρα, αναγνώστη με τις λογοτεχνικές αξιώσεις, προετοιμάσου να μπεις στα ενδότερα της μετριότητας, κι αν περιμένεις κάτι περισσότερο από ένα μέτριο ύφος και μια μέτρια γλώσσα, θα αυταπατηθείς.
Παρόλο που έχουν περάσει μόνο πέντε χρόνια από την τελευταία δημόσια εμφάνισή μου, στα μάτια μου μοιάζει σαν να έχει περάσει ολόκληρη ζωή. Ήταν θυμάμαι νωρίς το πρωί, αρκετά πριν από τις δέκα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη που ήταν η Σωτηρία –κανείς δεν μου τηλεφωνούσε τότε– και της το είπα, καθώς με ξύπνησε (είναι αλήθεια ότι για πολλά χρόνια συνήθιζα να ξυπνάω αργά). Μου είπε ένα αστείο για τους Λέοντες και την αγάπη τους για τον πρωινό ύπνο και μπήκε χωρίς περιστροφές στο θέμα. Είπε κατά λέξη ότι αναλάμβανε την αρχηγία του κόμματος, διότι είχε μόλις πεθάνει ο προηγούμενος αρχηγός, γεγονός που μου επιβεβαίωσε το γαλλικό ραδιόφωνο λίγο μετά, και ήθελε επειγόντως να πάω στην Αθήνα προκειμένου να γίνω σύμβουλός της και να στελεχώσω, μαζί με άλλους, το πολιτικό της γραφείο. Μου έδωσε
14 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
δύο μέρες να το σκεφτώ και το κλείσαμε περικυκλωμένοι και οι δυο από τις προσδοκίες, τους φόβους και τους ενθουσιασμούς μας.
Τότε ζούσα ήδη έξι χρόνια στο Παρίσι χωρίς φίλους, συντρόφους ή συγγενείς. Δούλευα ακατάπαυστα διά ψηφιακής αλληλογραφίας με την Ελλάδα γράφοντας εργασίες για φοιτητές, γεγονός που γενικά με έκανε να ντρέπομαι. Αλλά ήταν προσοδοφόρος δουλειά και είχε το πλεονέκτημα των ελάχιστων μετακινήσεων από το σπίτι, με την εξαίρεση μερικών σποραδικών επισκέψεων σε ίντερνετ καφέ και πιο σπάνια σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Είχα ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό στο Παρίσι και ήμουν απομονωμένος από τον κόσμο, απέχοντας ακόμα και από το ίντερνετ, συνειδητά. Ζούσα μια σχεδόν ασκητική ζωή, κολλημένος, θα μπορούσε να πει κάποιος, στον διόλου φωτογενή μου βάλτο. Ο λόγος που είχα αποφασίσει να μην επιστρέψω στην Ελλάδα, παρόλο που το ήθελα όλο και περισσότερο εκείνο τον καιρό της μοναξιάς και της απομόνωσης, ήταν τα μηνύματα ενός τύπου ονόματι Τζον Μάνος, ο οποίος τρία χρόνια περίπου πριν από το τηλεφώνημα της Σωτηρίας μού είχε στείλει μια σειρά ιμέιλ που είχαν υποκλαπεί –άγνωστο πώς– από τον σκληρό μου δίσκο. Το αποκορύφωμα ήρθε με το τρίτο μήνυμά του, με ένα βίντεο όπου φαινόμουν καθαρότατα να αυνανίζομαι μπροστά στον υπολογιστή μου. Το σοκ που έζησα εκείνες τις μέρες ήταν ανείπωτο. Πέρασα από πολλές, ακραίες και εκρηκτικές, ψυχικές καταστάσεις, βίωσα απόλυτο τρόμο, θύμωσα
15Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
όσο ποτέ άλλοτε, απελπίστηκα κυριολεκτικά, και στο τέλος κλειδαμπαρώθηκα στον εαυτό μου. Αποσυνδέθηκα από το διαδίκτυο και μου στοίχισε πολύ, γιατί μέχρι τότε είχα αναπτύξει έντονη δραστηριότητα δικτύωσης ως μπλόγκερ, με πλούσια ακτιβιστική δράση και έργο που αναγνωριζόταν τόσο από την κοινότητα του διαδικτύου όσο και από περισπούδαστους ειδικούς.
Ο Τζον Μάνος δεν με εκβίασε ποτέ ανοιχτά και δεν μου ζήτησε ποτέ το παραμικρό. Είχε παραβιάσει κατάφωρα την ιδιωτικότητά μου και το μόνο που ήθελε ήταν να μου το διατυμπανίσει, να με κάνει δηλαδή να νιώσω υπόλογος απέναντί του. Στην κατοχή του βέβαια είχε υλικό το οποίο όχι μόνο με ενοχοποιούσε, αλλά με ντρόπιαζε και με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, υλικό που θα μπορούσε ακόμα και σήμερα να βγει στο φως της δημοσιότητας και να με εξευτελίσει. Δεν έχει νόημα να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου πια: είναι σαφές και αληθές ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν ζούσα μόνος στο Παρίσι, επισκεπτόμουν σελίδες διαδικτυακού σεξ, τσατ και λοιπών ερωτικών υπηρεσιών και έκανα επί πληρωμή διάφορους ερωτικούς πειραματισμούς. Δεν έκανα ποτέ κάτι με ανήλικα άτομα, αλλά φυσικά, όταν μια ιστοσελίδα λέει ότι τα κορίτσια της είναι δεκαοκτώ, δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος ότι μιλούν ειλικρινά. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια που στοιχειώνει ακόμα και σήμερα τη ζωή μου.
Επειδή είναι κάτι που με φέρνει σε δύσκολη θέση, θέλω να δώσω τις απαραίτητες εξηγήσεις, ειδικά εκείνες
16 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
που θεωρώ ότι θα συντελέσουν με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτή η ιστορία μου στο πραγματικό της πλαίσιο. Στο διαδικτυακό σεξ είχα καταφύγει γιατί με απογοήτευαν οι γυναίκες. Είχα αυτό που, μάλλον αδόκιμα, αποκαλείται «γυναικοδιώκτης». Φαίνεται ότι οσμίζονταν όλες τους από μακριά ότι ο κυριότερος στόχος μου ήταν το σεξ χωρίς δεσμεύσεις και γι’ αυτό έτρεχαν μακριά, άλλες για να ενεργοποιήσουν τα κυνηγετικά μου αντανακλαστικά κι άλλες για να γλιτώσουν οριστικά. Αυτό είναι πιθανόν το τίμημα που πληρώνει ο λυσσασμένος Λέων όταν κυνηγάει απεγνωσμένα τα θηράματά του. Μου είναι αδύνατο να ερμηνεύσω διαφορετικά την τότε δυστοκία μου. Ακόμα κι εκείνες οι δύο κοπέλες που όντως μου παραδόθηκαν για ένα μικρό διάστημα τελικά μου έγιναν αφόρητες και διέγειραν επικίνδυνα την επιθετικότητά μου, σε βαθμό που παραλίγο να γίνω πραγματικά μοιραίος για τη σωματική τους ακεραιότητα. Στο τέλος, η καλύτερη λύση ήταν πάντα είτε να τις παρατάω ή να με παρατούν. Αυτό ήταν το μοτίβο των σχέσεών μου, μια προδιαγεγραμμένη και άδοξη λύση ενός σύντομου και κακογραμμένου συμβολαίου.
Η Σωτηρία εμφανίστηκε στη ζωή μου στο πανεπιστήμιο. Έγινε η μοναδική φίλη που είχα ποτέ, και λέγοντας φίλη εννοώ ότι δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ μας κάποια σεξουαλικής φύσης σχέση. Την πρώτη φορά που την είδα στο αμφιθέατρο με εντυπωσίασε με την ευφράδειά της, αλλά, καθώς δεν μου άρεσαν οι τόσο δυναμικές
17Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
γυναίκες, δεν σκέφτηκα να της μιλήσω. Η τύχη όμως το ήθελε πολύ, κι έτσι μας σύστησε ένας συμφοιτητής μας (που δεν θυμάμαι πια καν το όνομά του) και γίναμε γρήγορα αχώριστοι, παρόλο που, όταν μου είπε ότι είναι κι εκείνη Λέων, προβληματίστηκα αρκετά. Θυμάμαι ότι από μακριά μού έδινε την εντύπωση μιας σκληρής και άκαμπτης γυναίκας, μα όταν την πλησίασα και παρατήρησα στο στέρνο της μια φλέβα να πάλλεται, ένιωσα ότι αυτό το κορίτσι για κάποιον μεταφυσικό λόγο θα γινόταν ένας δικός μου άνθρωπος.
Η Σωτηρία διέγνωσε γρήγορα τα προβλήματά μου και ανέλαβε αμέσως να με γιατρέψει, να με φέρει στον ίσιο δρόμο, να με κάνει άνθρωπο που λένε, και έγινε η καλύτερη νοσοκόμα μου. Εγώ προσπάθησα πολύ να γίνω ο αστρολόγος της, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα, κι ας λένε οι δημοσιογράφοι ό,τι θέλουν – η Σωτηρία διάβαζε μανιωδώς λογοτεχνία, όχι αστρολογικά περιοδικά. Όταν είχε έρθει για μία εβδομάδα ως τουρίστρια στο Παρίσι, μου είχε πει με ύφος γιατρού που ξέρει ότι ανακοινώνει δυσάρεστα νέα στον ασθενή πως τα προβλήματά μου με τις γυναίκες οφείλονταν ξεκάθαρα στη μάνα μου και όχι στα άστρα, καθώς εκείνη ήταν που δεν με εμπιστεύτηκε ποτέ, που δεν με άκουσε ποτέ, που δεν με ένιωσε ποτέ, και αντ’ αυτού μια ζωή με χάιδευε σαν το μικρό της αγόρι, κάτι που βέβαια ήταν εντελώς αληθές. Γι’ αυτό και πονούσε. Η Σωτηρία ήταν σπουδαία ψυχολόγος. Αν δεν την κέρδιζαν οι σπουδές στην πολιτική επιστήμη και στη δημόσια διοίκηση, κάλλιστα θα
18 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
διέπρεπε στην ψυχοθεραπεία. Είχε το χάρισμα να συνδέει το παρελθόν με το παρόν μέσα από την οικογενειακή σου ιστορία και ήταν ειδήμων στην αναγνώριση μοτίβων, με έφεση σ’ εκείνα που προαναγγέλλουν σοβαρές ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις. Ποτέ δεν την ενδιέφεραν πραγματικά, όσο κι αν το προσπάθησα, οι συναστρίες και οι καρμικές σχέσεις. Σ’ εμένα είχε δει έγκαιρα πόσο καταστροφική ήταν η επιρροή της σχέσης της μάνας με τον πατέρα μου και επέμενε ότι, αν ήθελα να κάνω την ανατροπή, θα έπρεπε να βρω μια γυναίκα να την εμπιστευτώ ακραία, ακόμα κι αν θεωρούσα ότι το ωροσκόπιό της ήταν ασύμβατο με το δικό μου. Ήταν πάντα πολύ ορθολογική στις κρίσεις της για μένα. Φυσικά, όταν μου τα έλεγε αυτά, ήμουν εντελώς αρνητικός. Νομίζω ότι είναι πολύ συχνό ανθρώπινο φαινόμενο όταν σπεύδει ένα χέρι να σε βοηθήσει, εσύ να θες να το δαγκώσεις.
Η πρόταση να δουλέψω μαζί της με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Δεν πίστευα ότι υπήρχε άνθρωπος που εκτιμούσε το πρόσωπό μου τόσο που να θέλει με κάποιον τρόπο να ενταχθώ στην προσπάθειά του και να συμβάλω με τις δικές μου δυνάμεις. Κατ’ αρχάς τότε δεν πίστευα καν ότι είχα δυνάμεις. Το πιο σύνηθες ήταν να νιώθω αδικημένος απ’ όλες κι απ’ όλους. Μπορεί να μην είχα ακόμη πλήρη επίγνωση της μετριότητάς μου και να ένιωθα ότι είχα κάποιες αξιοσημείωτες και ανεκμετάλλευτες δυνατότητες, αλλά ήμουν μάλλον παραδομένος στη δίχως νόημα καθημερινότητά μου και στο ένοχο
19Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
παρελθόν, που πάσχιζα αποτυχημένα να απωθήσω κάτω από το φτηνό χαλί του ΙΚΕΑ στο ενοικιαζόμενο παρισινό διαμέρισμα. Από την άλλη, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η καλύτερή μου φίλη, η μοναδική μου φίλη στην πραγματικότητα, θα γινόταν, εκτός απροόπτου, πρωθυπουργός της χώρας. Η Σωτηρία, μια λιονταρίνα με αρετές τσακαλιού, με συγκροτημένους γονείς, που μεγάλωσε με αγάπη, ασφάλεια και υποστήριξη, η φίλη μου από το πανεπιστήμιο, θα γινόταν πρωθυπουργός. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να το χωνέψω. Τη θυμόμουν στα αμφιθέατρα, στις κομματικές νεολαίες, να αμφισβητούμε συνέχεια το καθεστώς, να ψάχνουμε καινούργιες αναφορές σε κείμενα και στοχαστές, να αναλωνόμαστε σε έντονους καβγάδες, να αναριγούμε στην προοπτική μιας νίκης στις φοιτητικές εκλογές με το ταπεινό σχήμα που κατεβαίναμε («Οι τραχείς οδοιπόροι» το είχαμε ονομάσει), αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο ότι θα έφτανε τόσο γρήγορα στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας.
Από πολύ μικρός ήθελα να αφήσω το δικό μου στίγμα στον κόσμο. Πριν εγκατασταθώ μόνιμα στο Παρίσι, είχα συμμετάσχει σε πλήθος κινηματικών ενεργειών, ακτιβισμών, καταλήψεων και διαδηλώσεων. Έβλεπα ακόμα και τον έρωτα μέσα από το συλλογικό πρίσμα, μάλλον για να αποκτώ πλεονέκτημα στο φλερτ με τα κορίτσια, αφού τους εξηγούσα εγκαίρως και περιπαθώς ότι η αληθινή ταξική αλληλεγγύη ξεκινά από το κρεβάτι με την ανταλλαγή των σωματικών υγρών. Ένας φίλος
20 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
είχε πει ότι είμαστε θιασώτες της κλινοπάλης των τάξεων. Αλλά η συλλογική δράση διακόπηκε απότομα στο Παρίσι για λόγους που αγνοώ ακόμα κι εγώ ο ίδιος. Μια μέρα είπα ότι κουράστηκα να σώζω τον κόσμο και σταμάτησα, έτσι απλά. Κι έτσι απλά σταμάτησε η καριέρα μου ως ερασιτέχνη επαναστάτη της κλινοπάλης.
Πώς θα μπορούσα λοιπόν τώρα μέσα σε μία μέρα να υποδυθώ τον σύμβουλο της μελλοντικής πρωθυπουργού; Τι ρόλο θα μπορούσα να παίξω εγώ στην κεντρική πολιτική σκηνή, ένας εντελώς απομακρυσμένος από την πολιτική ζωή της χώρας πολίτης, ένας παρίας της δημόσιας σφαίρας; Σίγουρα είχα αρκετές γνώσεις πάνω σε πλείστα αντικείμενα, αλλά δεν είχα εντρυφήσει σε κάτι πραγματικά βαθιά. Ήμουν ο ορισμός της τσαπατσουλιάς. Τη στιγμή όμως που θα έπρεπε να συνειδητοποιώ τη μετριότητά μου, ένα ειρωνικό γύρισμα της τύχης, αυτής της μεθυσμένης θεότητας, επαναλαμβάνω, με καλούσε να αποδείξω τις υποτιθέμενες σπουδαίες ικανότητές μου, ικανότητες που θα επηρέαζαν δυναμικά το μέλλον της ταλαιπωρημένης πατρίδας μου.
Στην πραγματικότητα ήμουν εντελώς ανέτοιμος για όλο αυτό. Ψυχικά και πρακτικά απροετοίμαστος που λένε. Ακόμα και η μετακόμιση στην Αθήνα μού φαινόταν άθλος. Δεν είχα πάρα πολλά πράγματα στο Παρίσι, αλλά ύστερα από έξι χρόνια ένα σχετικό άχθος το κουβαλούσα κι εγώ ο έρμος. Αν έπαιρνα την απόφαση, θα άφηνα πίσω μου μια οργανωμένη ζωή χωρίς εντάσεις και εκπλήξεις, μια συνθήκη για την οποία είχα κοπιάσει
21Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
πολύ, μια συνθήκη που θα μου ήταν πολύ δύσκολο να επιδιώξω πάλι από την αρχή. Ήμουν πια σαράντα πέντε χρονών, μόνος, χωρίς υποχρεώσεις προς τρίτους, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς ρίζες βαθιές. Αν το αποφάσιζα, ένας μόνο άνθρωπος εκτός της Σωτηρίας θα χαιρόταν με την επιστροφή μου στην Αθήνα, κι αυτός δεν ήταν παρά η μάνα μου.
Ήταν ένα δύσκολο βήμα αυτό και έπρεπε να το κάνω ολομόναχος. Το βραδάκι μετά τη συνομιλία μας πήγα τη συνηθισμένη μου βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα και, πάνω σε μια πρωτόγνωρη κρίση υπευθυνότητας, στάθηκα στην Pont des Arts για να σκεφτώ καλύτερα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, εξουσιοδοτώντας το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου να δουλέψει για μία φορά εντατικά, τη στιγμή που το δεξί δεχόταν έναν καταιγισμό αστραφτερών ερεθισμάτων από τα διερχόμενα τουριστικά ποταμόπλοια. Η γέφυρα στα πλαϊνά της κάγκελα ήταν γεμάτη λουκέτα υπόσχεσης αιώνιου έρωτα και φιλίας. Εκείνη τη μία και μοναδική φορά που με είχε επισκεφθεί στο Παρίσι η Σωτηρία είχαμε τοποθετήσει κι εμείς ένα λουκέτο (ένας αφρικανός μετανάστης βρισκόταν, όπως πάντα, στο σωστό σημείο πώλησης τη σωστή στιγμή) γελώντας, για να σφραγίσουμε τη φιλία μας (και την καρμική μας σχέση, έλεγα εγώ). Τώρα το φαινόμενο είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως καθετί που ξεκινά για πλάκα και βρίσκει γρήγορα μιμητές.
Με τη μετεγκατάσταση στην Ελλάδα θα μου δινόταν
22 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
επιτέλους η ευκαιρία να κάνω κάτι αξιοσημείωτο στη ζωή μου, να βοηθήσω στην οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, να πραγματοποιήσω δηλαδή το ξεχασμένο εφηβικό μου όνειρο. Αν και πολλά κιλά πιο κυνικός, η φλόγα μέσα μου δεν είχε σβήσει. Η Σωτηρία ήταν ένα πρόσωπο που με ενέπνεε, ένας άνθρωπος που μπορούσα να πιστέψω. Για όλα είχε λύσεις και για όλα μπορούσε να δουλέψει εποικοδομητικά. Πίστευα ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να ηγηθεί τη δεδομένη στιγμή, αν και φοβόμουν ότι ίσως και να προηγούνταν της εποχής της. Σε κάθε περίπτωση, ένιωθα πολύ τυχερός που τη γνώριζα. Εκεί, πάνω στη γέφυρα, με το ψυχρό αεράκι να μου δίνει σκαμπίλια στο μάγουλο, παρακολουθώντας την ορμητική ροή του ποταμού, πίστεψα ότι είχε έρθει η ώρα να συναντηθώ με το δικό μου κάρμα. Ανατρίχιασα καθώς το σκεφτόμουν, αν και ο έμφυτος σκεπτικισμός μου δεν με άφηνε σε πλήρη ησυχία. Η χονδροειδής σωτηριολογική σκέψη μου υπαγόρευε ότι η Σωτηρία ήταν η σωτηρία μου και ίσως η σωτηρία της ίδιας της χώρας μου.
Οι δύο μέρες της διορίας πέρασαν πολύ γρήγορα. Αποφάσισα να της απαντήσω θετικά, έχοντας παρασυρθεί από την παρόρμηση μιας εσωτερικής φωνής που μου επαναλάμβανε ότι άξιζα, και ότι μπορεί να μην ήμουν ο σπουδαιότερος όλων αλλά ξεπερνούσα σίγουρα τους μισούς. Το μυαλό μου δεν ήθελε με τίποτα να σκεφτεί ότι ίσως και να ήμουν κάτω του μέσου όρου. Ναι, θα μετακόμιζα στην Αθήνα, θα γινόμουν σύμβουλος μιας
23Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
ηγέτιδας, θα άρπαζα την ευκαιρία από τα μαλλιά (παρεμπιπτόντως, αν κάτι με τρέλαινε επάνω της, αυτό ήταν τα σκούρα, ίσια, μαύρα της μαλλιά).
Την κάλεσα το αμέσως επόμενο πρωινό για να της το ανακοινώσω και έδειξε να χαίρεται πραγματικά πολύ. Σαν παιδί έκανε. Φώναζε, γελούσε, τραγουδούσε. Ώρες ώρες η Σωτηρία έμοιαζε πραγματικά αθώα. Ίσως τελικά αυτό να ήταν το μεγαλύτερο προσόν, αλλά και η αχίλλειος πτέρνα της. Μου είπε ότι, αν την αφήσουν, θα ονομάσει την καμπάνια της «Γέφυρα στο μέλλον». Εντυπωσιακά σύντομα ωστόσο σοβάρεψε και μου έδωσε νέα διορία, μία εβδομάδα αυτή τη φορά, για να εμφανιστώ στο γραφείο της στην οδό Ακαδημίας και να πιάσουμε επειγόντως δουλειά.
Σε πέντε μέρες βρισκόμουν στην Αθήνα, στο πατρικό μου στα Άνω Πετράλωνα. Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ύστερα από τόσα χρόνια βρισκόμουν ξανά στο παιδικό μου δωμάτιο, αν και με παρηγορούσε ένα άρθρο εφημερίδας που έπεσε τυχαία στα χέρια μου το οποίο επικαλούνταν μια έρευνα για τους Έλληνες που εγκαταλείπουν τα πατρικά τους σπίτια αργότερα από κάθε άλλον Ευρωπαίο. Το σπίτι ουσιαστικά ήταν ακατοίκητο. Πριν μετακομίσει στο χωριό, η μάνα μου είχε αλλάξει τη διαρρύθμιση του χώρου, μετατρέποντας το δωμάτιο σε ένα υβρίδιο γυμναστηρίου και χώρου χειροτεχνίας.
Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να προσαρμοστώ, εξάλ
24 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
λου είναι αυτή η προσαρμοστικότητά μου το χαρακτηριστικό που με ωθούσε πάντα να πιστεύω ότι ανήκω στην κατηγορία των έξυπνων. Επισκέφθηκα αμέσως το παλιό μου σχολείο στο Θησείο, κάθισα στο παγκάκι όπου σύχναζε η παρέα του λυκείου καπνίζοντας τα πρώτα της τσιγάρα και περπάτησα στους δρόμους της εφηβείας μου ως ενήλικας πια. Στάθηκα έξω από το θερινό σινεμά όπου έδωσα το πρώτο φιλί μου και, περνώντας μέσα από τα τυφλά στενά των Πετραλώνων, πιάστηκα αιχμάλωτος της μυρωδιάς μιας απλωμένης μπουγάδας, που με προσγείωσε στο μοσχομυριστό σύμπαν της παιδικής μου ηλικίας. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες εκείνης της εποχής, θα τα αφήσω αυτά για μια μελλοντική επίσκεψη σε ψυχαναλυτή.
Η μάνα μου είχε έρθει ειδικά για μένα από το χωριό, αλλά έδειχνε κουρασμένη και ανήσυχη. Απόμακρη. Οι χειροτεχνίες δεν έδειχναν να τη βοηθούν ιδιαίτερα. Εκτός της αρχικής της ευδιαθεσίας, δεν είχε κάτι χρήσιμο να μου προσφέρει. Φαγητό δεν μαγείρευε, συζητήσεις δεν έκανε, πρωτοβουλίες δεν έπαιρνε. Με τις λειψές μου γνώσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία τής διέγνωσα προχωρημένη κατάθλιψη. Όταν της το είπα, έδειξε έκπληξη, αλλά έπειτα το αρνήθηκε. Την κέρασα φαγητό στο Θεραπευτήριο, επιχειρώντας μάταια να την κάνω να γελάσει με αστεία για τους Γάλλους. Δεν ήταν πια όπως παλιά. Είχε να με δει από το Παρίσι, τέσσερα χρόνια είχαν περάσει, αλλά δεν έδειξε ούτε στιγμή να χαίρεται με την ψυχή της. Αρχικά το έριξα στον εαυτό μου, μετά
25Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
όμως σιγουρεύτηκα ότι πίσω από τη λύπη της βρισκόταν η τοξικοεξάρτηση του αδελφού μου. Είχα μεγάλη σκοτούρα στο μυαλό μου με αυτό που πήγαινα να κάνω, κι ενώ ήθελα να της ζητήσω πληροφορίες για την κατάσταση του αδελφού μου, δεν το έκανα. Έλεγα στον εαυτό μου να κάνει υπομονή μέχρι να ομαλοποιηθεί η δική μου κατάσταση, και να αναζητήσουμε μαζί μια λύση, κάτι που θα αργούσε πολύ.
Προσγειώθηκα στο γραφείο της Σωτηρίας αγχωμένος, αλλά με διάθεση όρεξης και αισιοδοξίας, μια χειμωνιάτικη και κρύα Δευτέρα, μ’ έναν δυσοίωνο ουρανό να σκεπάζει το αθηναϊκό σκηνικό. Λίγο πριν είχα μπει στο ίντερνετ και είχα αγοράσει τις υπηρεσίες μιας εταιρείας που έσβησε όλα τα ψηφιακά μου ίχνη από το παρελθόν, τους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το μπλογκ, τις αναζητήσεις, τα πάντα, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
Η Σωτηρία έλειπε από το γραφείο της. Ο χώρος, ασφυκτικά γεμάτος από άγνωστα σ’ εμένα πρόσωπα, μου προκάλεσε ξαφνικά ένα αίσθημα πνιγμού, που ευτυχώς ήταν παροδικό. Γραμματείς, σύμβουλοι, κομματικά στελέχη, σκυφτοί σε οθόνες εθελοντές, με μέσο όρο ηλικίας τα είκοσι πέντε, περιφέρονταν στους διαδρόμους και στα γραφεία με μια αίσθηση κατεπείγοντος, φορούσαν όλοι κάζουαλ ρούχα και δεν έδιναν καθόλου την εντύπωση ότι δούλευαν σε πολιτικό γραφείο. Για μια
26 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
στιγμή πίστεψα ότι βρίσκομαι στα γραφεία μιας νεοφυούς επιχείρησης τεχνολογίας. Τι ήθελα εγώ εκεί μέσα με όλα αυτά τα παιδαρέλια;
Το κόμμα είχε ανανεωθεί σε ποσοστό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό. Τα χαμηλά εκλογικά ποσοστά των προηγούμενων εκλογών είχαν δώσει κίνητρο στα παλιά πρωτοκλασάτα στελέχη να αποσυρθούν ή να μετακινηθούν σε αντίπαλα κόμματα όπου έβλεπαν πιο σίγουρες προοπτικές. Η είσοδος της Σωτηρίας στο προσκήνιο είχε εμπνεύσει νέα παιδιά να μπουν στην πολιτική και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, σε μια ηρωική προσπάθεια να γίνει ένα νέο ξεκίνημα. Στη συνείδηση του κόσμου η πολιτική ήταν συνυφασμένη από χρόνια με τη βρομιά και τον κυνισμό. «Η πολιτική είναι ανθρωποκτόνο σπορ» μου είχε πει η Σωτηρία στο Παρίσι «πρέπει κανείς να είναι διαρκώς προετοιμασμένος για το χειρότερο». Ιδεολογικά το κόμμα κινούνταν πλέον όλο και πιο καθαρά στον χώρο του Κέντρου και της μετριοπάθειας. Είχε σχηματιστεί έπειτα από τη διάσπαση ενός αριστερόστροφου πρώην μεγάλου κόμματος, ενώ το όνομά του είχε αλλάξει και αποκαλούνταν τώρα «Δημοκράτες», γεγονός που είχε δώσει επαναλαμβανόμενα την αφορμή για σκληρότατη κριτική, τόσο απέξω όσο και από μέσα. «Μα πόσο αμερικανάκια είναι αυτά τα Ρουλάκια;» επαναλάμβαναν οι επικριτές της. «Ρουλάκια» έγιναν όλοι οι στενοί συνεργάτες και οι εθελοντές της Σωτηρίας από τον ίδιο τον Παύλο. Σε αυτό θα επανέλθω αργότερα.
Συστήθηκα στον εικοσάχρονο γραμματέα με το πα
27Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
ράξενο κούρεμα και τα ακουστικά που καθόταν πίσω από το γραφείο της εισόδου κι εκείνος μου εξήγησε ότι ο πυρετός και η αντάρα που βιώναν εκείνη την ώρα οφείλονταν στην προετοιμασία μιας σημαντικής ομιλίας που θα έδινε η Σωτηρία ακριβώς μία ημέρα μετά. Σχεδόν ταυτόχρονα με πλησίασε πρόσχαρα ένας νεαρός με οικείο πρόσωπο, φαλάκρα και χοντρό σκελετό γυαλιών και με ευγενικό τρόπο με κατεύθυνε προς μια ήσυχη γωνιά της κεντρικής αίθουσας, που έμοιαζε μ’ έναν ανοιχτό χώρο συνεδριάσεων, γεμάτη μαξιλάρια και μερικές όρθιες θέσεις εργασίας στα πλαϊνά της μέρη. Στη μια γωνία της αίθουσας ένα αγόρι κι ένα κορίτσι έπαιζαν με τις ρακέτες τους σ’ ένα τραπέζι πινγκ πονγκ.
«Είσαι ο Πέτρος; Ο νέος σύμβουλος επικοινωνίας;» με ρώτησε τείνοντας το αριστερό του χέρι για χειραψία, αφού με το δεξί κρατούσε υπολογιστή, καφέ, κινητό και έγγραφα.
«Εγώ είμαι» απάντησα δίνοντας διστακτικά το ίδιο χέρι.
«Χαίρομαι πάρα πολύ! Σήφης Παραστατάκης».«Ο μπλόγκερ!» αναφώνησα.«Ναι, αυτός, ο βετεράνος!» μου είπε εκείνος.«Είστε εδώ;» του αντέτεινα.«Μίλα μου, σε παρακαλώ, στον ενικό» είπε. «Δεν το
έχω δημοσιοποιήσει, αλλά ναι, είμαι εδώ και καιρό στην ομάδα της Σωτηρίας, και είμαι πολύ χαρούμενος που έρχεσαι να στελεχώσεις την ομάδα μας. Μας έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια η Σωτηρία για εσένα».
28 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
«Ναι» είπα ψιθυριστά «μας απορρόφησε όλους το σύστημα».
Ήταν σαν να κατάπινα υδράργυρο. Ο Παραστατάκης σύμβουλος της Σωτηρίας.
«Είσαι ο “Καρλ Μαρξ”, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε.«Ναι, εγώ είμαι» συνέχισα ψιθυρίζοντας.Ήμουν αποσβολωμένος, πραγματικά δεν ήξερα τι να
πω. Καμία τακτική, ούτε η ειρωνεία ούτε ο σαρκασμός ούτε τίποτα, δεν μπορούσε τώρα να με βγάλει από τη δύσκολη θέση.
«Σε διάβαζα. Και ειλικρινά σε εκτιμώ. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι μ’ έχεις αδικήσει σε κάποια σχόλια που έχεις αφήσει στο μπλογκ μου».
«Ε, κοίτα…» ξεκίνησα να λέω μασώντας τα λόγια μου.«Δεν σου κρατάω κακία. Ήταν μια δύσκολη περίοδος
εκείνη. Είχε ενορχηστρωθεί επίθεση εναντίον μου και ήταν δύσκολο να διαφοροποιηθεί κάποιος από την κοινότητα, ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν κρατάω κακία όμως. Άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, εσύ είχες αφήσει ένα ή δύο σχόλια μόνο. Ήταν κάπως μνησίκακα… έχει βέβαια περάσει καιρός από τότε, αλλά αναρωτιέμαι, ρε παιδί μου, γιατί τόσο μίσος;…»
«Ήταν, όπως λες, μια δύσκολη φάση. Το παρατραβούσες όμως κι εσύ».
«Χμ…» έκανε «εγώ απλώς έλεγα την άποψή μου, Πέτρο. Εσείς μου επιτεθήκατε πραγματικά σαν θηρία σε αρένα. Δεν μπορούσατε να γνωρίζετε ποιος είμαι ούτε πώς ένιωθα. Δεν μου δίνατε καν την ευκαιρία να
29Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
υπερασπιστώ ισότιμα τον εαυτό μου. Σχηματίσατε γύρω μου μια αγέλη και με κανιβαλίσατε. Και τι έλεγα; Ότι η γενικευμένη ανωνυμία στο ίντερνετ μπορεί να φέρει μεγάλα προβλήματα, ότι ευνοεί φασιστικά φαινόμενα. Κι εσείς τι κάνατε; Το επιβεβαιώσατε! Με λιντσάρατε με ψηφιακές πέτρες».
Είχα χάσει τα λόγια μου. Ψέλλιζα κάτι ασυνάρτητες ψιλοεπιθετικές, ψιλοηθικολογικές κουβέντες, αδυνατώντας να πω το μόνο που θα είχε νόημα εκείνη τη στιγμή, μια απλή συγγνώμη. Ευτυχώς, φαίνεται ότι μιλούσε το βλέμμα μου ή ότι ο συνομιλητής μου ήταν καλός άνθρωπος.
«Δεν πειράζει» μου είπε ο Παραστατάκης «περασμένα ξεχασμένα. Η Σωτηρία μού είπε ότι είσαι εξαιρετικό παιδί και την εμπιστεύομαι απόλυτα. Πιστεύω ότι θα γίνουμε ανίκητη ομάδα. Είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσουμε και τις εκλογές».
«Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ!» είπε η Σωτηρία, που βρέθηκε αθόρυβα μόλις ένα βήμα πίσω μου. Φιληθήκαμε και αγκαλιαστήκαμε θερμά. Μου μύρισε τσιγαρίλα.
«Α στο διάολο» είπα «άρχισες το κάπνισμα;». «Πιάνουμε δουλειά;» είπε με το γνωστό πρόσχαρο
ύφος της.
Η Σωτηρία είχε αλλάξει πολύ, ακόμα και εμφανισιακά. Τα μαλλιά της ήταν πιο λαμπερά, το πρόσωπό της πιο σφιχτό, το σώμα της γεμάτο σφρίγος. Είχε αρχίσει να καπνίζει πούρα, αλλά μόνο μπροστά στους πολύ οικείους
30 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ
της. Έλεγε ότι τη χαλάρωνε ο καπνός. Η ευθύνη πάντως την είχε ανανεώσει και την είχε ωριμάσει απότομα, δεν ήταν πια το κορίτσι των φοιτητικών μου χρόνων, ήταν μια ελκυστική και δυναμική γυναίκα που πρόβαρε τον σημαντικότερο ρόλο της ζωής της. Προφανώς είχε ξεκινήσει και εντατικό γυμναστήριο. Μου φάνηκε επίσης τότε και ελαφρώς εξαρτημένη από το «έξυπνο» ρολόι της, νομίζω ότι το συμβουλευόταν λίγο περισσότερο από το κανονικό. Αμέσως μετά την αγκαλιά μας ανέθεσε στον Παραστατάκη να με ξεναγήσει στα γραφεία, να μου γνωρίσει τους συνεργάτες και να μου δώσει κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με το πρόγραμμα. Βασική μου συνεργάτιδα, εκτός του Παραστατάκη, θα ήταν ένα άλλο γελαστό πρόσωπο, η εικοσιεξάχρονη Μαρία Κούγια. Σε παιδική χαρά είχα έρθει, όχι σε κομματικό επιτελείο, σκεφτόμουν.
Αν και χρειαζόμουν κάποιον χρόνο προσαρμογής, κανείς εκεί μέσα δεν έδειχνε να το συμμερίζεται. Από την πρώτη κιόλας στιγμή μού μιλούσαν όλοι σαν να ήμουν ανέκαθεν ένα κανονικό μέλος της ομάδας. Δεν βρήκα άλλη ευκαιρία να τη δω ξανά εκείνη τη μέρα. Στον λίγο ωστόσο χρόνο που μου διέθεσε πρόλαβε να μου δείξει το γραφείο της, στον κεντρικό τοίχο του οποίου είχε κρεμάσει έναν ευμεγέθη πίνακα που απεικόνιζε ιμπρεσιονιστικά την Pont des Arts, και να μου συστήσει τον δημιουργό του έργου, που βρισκόταν τυχαία στον χώρο και δεν ήταν άλλος από τον άντρα της, τον Άγγελο. Από τη στιγμή που μου έδωσε το χέρι του
31Τ Ο Δ Ε Ξ Ι Χ Ε Ρ Ι
αυτός ο άνθρωπος ένιωσα κάτι να με μαγνητίζει. Αυτός δεν γελούσε ούτε έβγαζε την αύρα του πολυάσχολου που έχει για όλα κάτι να πει. Το αυστηρό του βλέμμα με έκανε να θέλω να τον γνωρίσω και να του εκμυστηρευτώ πράγματα για τη ζωή μου. Κι ένα λοξό μειδίαμα στην έκφρασή του μεγάλωνε την επιθυμία να του μιλήσω. Μερικοί άνθρωποι το έχουν αυτό, είναι μια δύναμη που δεν ξέρω πώς να τη χαρακτηρίσω. Η παρουσία τους και μόνο σε καλεί να ανοιχτείς. Τον ρώτησα τι ζώδιο είναι, αλλά εκείνος απέφυγε επιδέξια να μου πει. Πόσο έμοιαζαν με τη Σωτηρία! Μετά δήλωσα ειλικρινά ενθουσιασμένος με το έργο στον τοίχο, λέγοντας ότι αυτή η συγκεκριμένη γέφυρα ήταν μακράν η αγαπημένη μου για πολλούς λόγους, και ζήτησα να δω κι άλλα έργα του. Επειδή δεν είχε ιστοσελίδα, μου έδωσε μια φθαρμένη κάρτα του, που έβγαλε από το πορτοφόλι, και μου πρότεινε να επικοινωνήσω μαζί του μέσω ιμέιλ για να μου στείλει δείγμα της δουλειάς του. Το τάιμινγκ ήταν εξαιρετικό και, καθώς καιγόμουν να μιλήσω σε κάποιον, αποφάσισα να του γράψω μια πρώτη επιστολή.
ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 81808
ISBN: 978-618-03-1808-1
HΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕIΧΑ ΠEΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡYΠΑ ΜΕ ΚΥΝΙΚΟYΣ. OΛΟΙ ΤΟΥΣ ΕIΧΑΝ ΣΤΟ ΜΥΑΛO ΤΟ ΒOΛΕΜΑ. OΛΟΙ ΤΟΥΣ ΔΙΕΠΡΕΠΑΝ ΣΤΟΝ ΤΑΚΤΙΚΙΣΜO. OΛΟΙ ΤΟΥΣ EΨΑΧΝΑΝ ΒΟΛΙΚA ΘYΜΑΤΑ ΝΑ ΦΟΡΤΩΣΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΕΥΘΥΝΕΣ. OΛΟΙ EΦΤΥΝΑΝ, ΚΑΙ ΕΓΛΕΙΦΑΝ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΦΤΥΝΑΝ.
Ο Πέτρος Χρήστου είναι ένα κατ’ ομολογία μέτριο άτομο που ονει-
ρεύεται να αλλάξει τον κόσμο. Η επιπόλαιη συνήθειά του να ανα-
ζητά ερωτικές εμπειρίες στο διαδίκτυο τον φέρνει αντιμέτωπο μ’
έναν μυστηριώδη τύπο, τον Τζον Μάνος. Πώς θα διαχειριστεί τον
διώκτη, τα προσωπικά αδιέξοδα και την ανεπάρκειά του ο Χρήστου,
όταν καλείται ξαφνικά να γίνει το δεξί χέρι της Σωτηρίας, της πρώτης
ελληνίδας πρωθυπουργού;
Παράγοντες της εξουσίας, πολιτικό παρασκήνιο, εσωκομματικοί
ανταγωνισμοί, ανελέητοι εκβιασμοί και συνωμοσίες, χτυπήματα
κάτω απ’ τη μέση, το διαδικτυακό χάος, ο σκοτεινός ρόλος των
μίντια, η ύπουλη εμπλοκή των επιχειρηματιών στη δημοκρατία και
ο κίνδυνος των φονικών αυτόνομων όπλων συνθέτουν ένα συναρ-
παστικό σύγχρονο πολιτικό θρίλερ.
Ο Μανώλης Ανδριωτάκης γεν-
νήθηκε στην Αθήνα το 1974. Έχει
κάνει σπουδές σκηνοθεσίας κινη-
ματογράφου, έχει δημιουργήσει
ντοκιμαντέρ κι έχει δημοσιεύσει
μια πλειάδα βιβλίων. Δημοσιο-
γραφεί σε παραδοσιακά και νέα
μέσα απ’ το 2000, και διδάσκει
δεξιότητες σχετικές με τη γραφή
και την ψηφιακή δημιουργία.
Περισσότερες πληροφορίες για
αυτόν μπορείτε να βρείτε στο
www.andriotakis.com
Το κόμμα, και κυρίως το γραφείο της
Σωτηρίας, έγινε το δεύτερο σπίτι μου.
Έγινα κι εγώ αυτό που στο παρελθόν
κορόιδευα, ένα κανονικότατο και
υπερήφανο «κομματόσκυλο». Bρήκα
επιτέλους μια ομάδα να ανήκω,
έναν χώρο να στεγαστώ, έναν σκοπό
να υπηρετήσω. Δεν ένιωθα πια να
πνίγομαι, δεν ένιωθα να αδικούμαι από
τους άλλους ούτε να με χειραγωγούν.
Ξεδίπλωνα το μέτριο ταλέντο μου,
τη λειψή μου δημιουργικότητα, τις
θολές μου γνώσεις ενώπιον όλων,
χωρίς να φοβάμαι την κριτική,
χωρίς να αυτολογοκρίνομαι ή να
καταρρακώνομαι από τον όποιο
ψόγο, κι αντί να με περιφρονούν,
όπως θα περίμενα, οι άλλοι με
αποδέχονταν και ενίοτε έφταναν
ακόμα και να με επαινούν. Έμοιαζε
σαν επιτέλους να είχα βρει κι εγώ
τη θέση μου στον κόσμο, αν υπάρχει
κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΣΑΚΗΣ ΣΤΡΙΤΣΙΔΗΣ / FRONT
11543_DEXI_XERI_CV.indd 1-2,5 27/02/2019 12:45