Greek New Testament, Tischendorf 8th Editionfdier.free.fr/gnt.pdf · Βίβλος γενέσεως...

376
Greek New Testament Tischendorf 8th Edition Revision: Tue 14 th Dec, 2004 http://www.bibles.org.uk

Transcript of Greek New Testament, Tischendorf 8th Editionfdier.free.fr/gnt.pdf · Βίβλος γενέσεως...

  • Greek New Testament

    Tischendorf 8th Edition

    Revision: Tue 14th Dec, 2004http://www.bibles.org.uk

    http://www.bibles.org.uk

  • © 2004 Tigran Aivazian. All rights reserved.Typeset with pdfLaTEX under Linux: Tue 14

    th Dec, 2004 at 17:27Permission for personal use only is hereby given.

  • The BooksOf The New Testament

    PageΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 78ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 128ΠΡΑΞΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 165ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 215ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 234ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 252ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 264ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 271ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 278ΠΡΟΣ ΚΟΛΑΣΣΑΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 283ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 288ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 293ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 296ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 301ΠΡΟΣ ΤΙΤΟΝ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 305ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 308ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 310ΙΑΚΩΒΟΥ.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 324ΠΕΤΡΟΥ Α’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 329ΠΕΤΡΟΥ Β’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 334ΙΩΑΝΝΟΥ Α’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 338ΙΩΑΝΝΟΥ Β’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 344ΙΩΑΝΝΟΥ Γ’ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 345ΙΟΥ∆Α. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 346ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 348

  • ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

    Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ ∆αυείδ υἱοῦ Ἀβραάµ. 1Ἀβϱαὰµ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ια- 2κὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, ᾿Ιούδας 3δὲ ἐγέννησεν τὸν Φάρες καὶ τὸν Ζάρα ἐκ τῆς Θαµάρ, Φάρες δὲἐγέννησεν τὸν ᾿Εσρώµ, ᾿Εσρὼµ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράµ, Ἀρὰµ δὲ 4ἐγέννησεν τὸν Ἀµιναδάβ, Ἀµιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών,Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλµών, Σαλµὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν 5Βόες ἐκ τῆς ῾Ραχάβ, Βόες δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιωβὴδ ἐκ τῆς ῾Ρούθ,᾿Ιωβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιεσσαί, ᾿Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν ∆αυ- 6είδ τὸν ϐασιλέα. ∆αυείδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολοµῶνα ἐκ τῆς τοῦΟὐρίου, Σολοµὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν ῾Ροβοάµ, ῾Ροβοὰµ δὲ ἐγέννη- 7σεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσάφ Ἀσὰφ δὲ ἐγέννησεν 8τὸν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιωράµ, ᾿Ιωρὰµ δὲ ἐγέν-νησεν τὸν ᾿Οζείαν ᾿Οζείας δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιωαθάµ, ᾿Ιωαθὰµ δὲ 9ἐγέννησεν τὸν Ἀχάζ, Ἀχὰζ δὲ ἐγέννησεν τὸν ῾Εζεκίαν, ῾Εζεκίας 10δὲ ἐγέννησεν τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησεν τὸν ἈµώςἈµὼς δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιωσείαν ᾿Ιωσείας δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιεχο- 11νίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς µετοικεσίας Βαβυλῶνος.Μετὰ δὲ τὴν µετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σα- 12λαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ζοροβαβέλ, Ζοροβαβὲλ δὲ 13ἐγέννησεν τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ελιακείµ, ᾿Ε-λιακεὶµ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαδώκ, 14Σαδὼκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχείµ, Ἀχεὶµ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ελιούδ,᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησεν τὸν 15Μαθθάν Μαθθάν δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν 16τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγό-µενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰµ ἕως ∆αυείδ 17γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ ∆αυείδ ἕως τῆς µετοικεσίας Βαβυ-λῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς µετοικεσίας Βαβυλῶνοςἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ 18ἡ γένεσις οὕτως ἦν. µνηστευθείσης τῆς µητρὸς αὐτοῦ Μαρίαςτῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς, εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα

  • 2 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 1:19—2:13

    19 ἐκ Πνεύµατος ῾Αγίου. ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς δίκαιος ὢν, καὶµὴ ϑέλων αὐτὴν δειγµατίσαι ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν.

    20 ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυµηθέντος, ἰδοὺ, ἄγγελος Κυρίου κατ΄ ὄναρἐφάνη αὐτῷ, λέγων, ᾿Ιωσὴφ, υἱὸς ∆αυείδ µὴ ϕοβηθῇς παραλαβεῖνΜαριὰµ τὴν γυναῖκά σου. τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύµα-

    21 τός ἐστιν ῾Αγίου, τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνοµα αὐτοῦ᾿Ιησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁµαρτιῶν αὐ-

    22 τῶν. τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου23 διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος, ᾿Ιδοὺ, ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ

    τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνοµα αὐτοῦ ᾿Εµµανουήλ, ὅ ἐστιν24 µεθερµηνευόµενον, Μεθ΄ ἡµῶν ὁ Θεός. ἐγερθεὶς δὲ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ

    τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου, καὶ25 παρέλαβεν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ

    ἔτεκεν υἱόν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνοµα αὐτοῦ ΙΗΣΟΥΝ.2 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεµ τῆς ᾿Ιουδαίας, ἐν ἡµέ-

    ϱαις ῾Ηρώδου τοῦ ϐασιλέως, ἰδοὺ, µάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγέ-2 νοντο εἰς ῾Ιεροσόλυµα, λέγοντες, Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς ϐασιλεὺς

    τῶν ᾿Ιουδαίων· εἴδοµεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ, καὶ3 ἤλθοµεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. ἀκούσας δὲ ὁ ϐασιλεὺς ῾Ηρώδης4 ἐταράχθη, καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυµα µετ΄ αὐτοῦ. καὶ συναγαγὼν

    πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραµµατεῖς τοῦ λαοῦ, ἐπυνθάνετο παρ΄5 αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ, ᾿Εν Βηθλέεµ6 τῆς ᾿Ιουδαίας, οὕτως γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου, Καὶ σύ,

    Βηθλέεµ γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαµῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεµόσιν ᾿Ιούδα,ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούµενος, ὅστις ποιµανεῖ τὸν λαόν µου

    7 τὸν ᾿Ισραήλ. τότε ῾Ηρώδης, λάθρᾳ καλέσας τοὺς µάγους, ἠκρίβω-8 σεν παρ΄ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ ϕαινοµένου ἀστέρος. καὶ πέµψας

    αὐτοὺς εἰς Βηθλέεµ εἶπεν Πορευθέντες ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶτοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ µοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν

    9 προσκυνήσω αὐτῷ. οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ ϐασιλέως ἐπορεύθη-σαν, καὶ ἰδοὺ, ὁ ἀστὴρ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ, προῆγεν αὐτοὺς,

    10 ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα11 ἐχάρησαν χαρὰν µεγάλην σφόδρα. καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν,

    εἶδον τὸ παιδίον µετὰ Μαρίας τῆς µητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντεςπροσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς ϑησαυροὺς αὐτῶν προ-

    12 σήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σµύρναν. καὶχρηµατισθέντες κατ΄ ὄναρ µὴ ἀνακάµψαι πρὸς ῾Ηρώδην, δι΄ ἄλ-

    13 λης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. Ἀναχωρησάντων δὲαὐτῶν, ἰδοὺ, ἄγγελος Κυρίου ϕαίνεται κατ΄ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ, λέ-γων, ᾿Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ, καὶ

  • 2:14—3:10 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 3

    ϕεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι, µέλλει γὰρ῾Ηρώδης Ϲητεῖν τὸ παιδίον, τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ὁ δὲ ἐγερθεὶς 14παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώ-ϱησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρώδου, ἵνα 15πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου, λέγοντος, ᾿ΕξΑἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν µου. τότε ῾Ηρώδης, ἰδὼν ὅτι ἐνε- 16παίχθη ὑπὸ τῶν µάγων, ἐθυµώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλενπάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεµ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐ-τῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσενπαρὰ τῶν µάγων. τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ᾿Ιερεµίου τοῦ 17προφήτου, λέγοντος, Φωνὴ ἐν ῾Ραµὰ ἠκούσθη, κλαυθµὸς καὶ 18ὀδυρµὸς πολύς, ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθε-λεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρώδου, 19ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ϕαίνεται κατ΄ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ,λέγων, ᾿Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ, καὶ 20πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ Ϲητοῦντες τὴν ψυ-χὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν 21µητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρ- 22χέλαος ϐασιλεύει τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ῾Ηρώδουἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν, χρηµατισθεὶς δὲ κατ΄ ὄναρ, ἀνεχώρησενεἰς τὰ µέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λε- 23γοµένην Ναζαρέθ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτιΝαζωραῖος κληθήσεται.

    ᾿Εν δὲ ταῖς ἡµέραις ἐκείναις παραγίνεται ᾿Ιωάννης ὁ ϐαπτι- 3στὴς, κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήµῳ τῆς ᾿Ιουδαίας λέγων, Μετανοεῖτε, 2ἤγγικεν γὰρ ἡ ϐασιλεία τῶν οὐρανῶν. οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ῥη- 3ϑεὶς διὰ ᾿Ησαΐου τοῦ προφήτου, λέγοντος, Φωνὴ ϐοῶντος ἐν τῇἐρήµῳ, ῾Ετοιµάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβουςαὐτοῦ. αὐτὸς δὲ ὁ ᾿Ιωάννης εἶχεν τὸ ἔνδυµα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν 4καµήλου, καὶ Ϲώνην δερµατίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τρο-ϕὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ µέλι ἄγριον. τότε ἐξεπορεύετο πρὸς 5αὐτὸν ῾Ιεροσόλυµα καὶ πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωροςτοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταµῷ ὑπ΄ αὐ- 6τοῦ ἐξοµολογούµενοι τὰς ἁµαρτίας αὐτῶν. ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν 7Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχοµένους ἐπὶ τὸ ϐάπτισµα εἶπεναὐτοῖς, Γεννήµατα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑµῖν ϕυγεῖν ἀπὸ τῆςµελλούσης ὀργῆς· ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς µετανοίας, 8καὶ µὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Πατέρα ἔχοµεν τὸν Ἀβραάµ, 9λέγω γὰρ ὑµῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραιτέκνα τῷ Ἀβραάµ. ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων 10

  • 4 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 3:11—4:14

    κεῖται, πᾶν οὖν δένδρον µὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται11 καὶ εἰς πῦρ ϐάλλεται. ἐγὼ µὲν ὑµᾶς ϐαπτίζω ἐν ὕδατι εἰς µε-

    τάνοιαν, ὁ δὲ ὀπίσω µου ἐρχόµενος ἰσχυρότερός µού ἐστιν, οὗοὐκ εἰµὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήµατα ϐαστάσαι, αὐτὸς ὑµᾶς ϐαπτίσει

    12 ἐν Πνεύµατι ῾Αγίῳ καὶ πυρί, οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶδιακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς

    13 τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Τότεπαραγίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην πρὸς

    14 τὸν ᾿Ιωάννην, τοῦ ϐαπτισθῆναι ὑπ΄ αὐτοῦ. ὁ δὲ διεκώλυεν αὐτὸνλέγων, ᾿Εγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ ϐαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός

    15 µε· ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν, Ἄφες ἄρτι, οὕτωςγὰρ πρέπον ἐστὶν ἡµῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. τότε ἀφίη-

    16 σιν αὐτόν. ϐαπτισθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εὐθὺς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος,καὶ ἰδοὺ, ἀνεῴχθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδεν Πνεῦµα ϑεοῦ κατα-

    17 ϐαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν ἐρχόµενον ἐπ΄ αὐτόν. καὶ ἰδοὺ, ϕωνὴ ἐκτῶν οὐρανῶν, λέγουσα, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός µου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧεὐδόκησα.

    4 Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρηµον ὑπὸ τοῦ Πνεύµατος,2 πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου. καὶ νηστεύσας ἡµέρας τεσσε-3 ϱάκοντα καὶ τεσσεράκοντα, νύκτας ὕστερον ἐπείνασεν καὶ προ-

    σελθὼν ὁ πειράζων εἶπεν, αὐτῷ Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ ϑεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ4 λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν Γέγραπται,

    Οὐκ ἐπ΄ ἄρτῳ µόνῳ Ϲήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ΄ ἐπὶ παντὶ ῥήµατι5 ἐκπορευοµένῳ διὰ στόµατος Θεοῦ. Τότε παραλαµβάνει αὐτὸν

    ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτε-6 ϱύγιον τοῦ ἱεροῦ, καὶ λέγει αὐτῷ, Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, ϐάλε

    σεαυτὸν κάτω, γέγραπται γὰρ ὅτι Τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖταιπερὶ σοῦ καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε, µήποτε προσκόψῃς πρὸς

    7 λίθον τὸν πόδα σου. ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, Πάλιν γέγραπται, Οὐκ8 ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου. πάλιν παραλαµβάνει αὐ-

    τὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας9 τὰς ϐασιλείας τοῦ κόσµου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, καὶ εἶπεν αὐ-

    10 τῷ, Ταῦτά σοι πάντα δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς µοι. τότελέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ῞Υπαγε, Σατανᾶ. γέγραπται γάρ, Κύριον

    11 τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ µόνῳ λατρεύσεις. τότεἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ, ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διη-

    12 κόνουν αὐτῷ. Ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν13 εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὰ ἐλθὼν κατῴκησεν

    εἰς Καφαρναοὺµ τὴν παραθαλασσίαν, ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ14 Νεφθαλείµ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ ᾿Ησαΐου τοῦ προφήτου,

  • 4:15—5:13 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 5

    λέγοντος, Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείµ, ὁδὸν ϑαλάσσης, πέ- 15ϱαν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήµενος ἐν 16σκότει ϕῶς εἶδεν µέγα, καὶ τοῖς καθηµένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷϑανάτου ϕῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κη- 17ϱύσσειν καὶ λέγειν, Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ ϐασιλεία τῶν οὐ-ϱανῶν. Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν ϑάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν 18δύο ἀδελφούς, Σίµωνα τὸν λεγόµενον Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀ-δελφὸν αὐτοῦ, ϐάλλοντας ἀµφίβληστρον εἰς τὴν ϑάλασσαν, ἦσανγὰρ ἁλεεῖς καὶ λέγει αὐτοῖς, ∆εῦτε ὀπίσω µου, καὶ ποιήσω ὑµᾶς 19ἁλεεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν 20αὐτῷ. καὶ προβὰς ἐκεῖθεν, εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον 21τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳµετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐ-τῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ 22τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ἐν ὅλῃ τῇ 23Γαλιλαίᾳ διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, καὶ κηρύσσων τὸεὐαγγέλιον τῆς ϐασιλείας, καὶ ϑεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶ-σαν µαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην 24τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας,ποικίλαις νόσοις καὶ ϐασάνοις συνεχοµένους, καὶ δαιµονιζοµέ-νους, καὶ σεληνιαζοµένους, καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεναὐτούς. καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας 25καὶ ∆εκαπόλεως καὶ ῾Ιεροσολύµων καὶ ᾿Ιουδαίας καὶ πέραν τοῦ᾿Ιορδάνου.

    ᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος. καὶ καθίσαντος αὐ- 5τοῦ, προσῆλθαν αὐτῷ οἱ µαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνοίξας τὸ στόµα 2αὐτοῦ, ἐδίδασκεν αὐτοὺς, λέγων, Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύ- 3µατι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ ϐασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ 4πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονοµήσουσιν τήν γῆν Μακάριοι οἱ πεν- 5ϑοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ 6διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι 7οἱ ἐλεήµονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ 8τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. Μακάριοι οἱ εἰρηνο- 9ποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. Μακάριοι οἱ δεδιωγµέ- 10νοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ ϐασιλεία τῶν οὐρανῶν.Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑµᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν 11πᾶν πονηρὸν καθ΄ ὑµῶν ψευδόµενοι, ἕνεκεν ἐµοῦ, χαίρετε καὶ 12ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ µισθὸς ὑµῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὕτωςγὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑµῶν. ῾Υµεῖς ἐστε τὸ ἅλας 13τῆς γῆς, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας µωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται· εἰς οὐδὲν

  • 6 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 5:14—33

    ἰσχύει ἔτι, εἰ µὴ ϐληθὲν ἔξω καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.14 ὑµεῖς ἐστε τὸ ϕῶς τοῦ κόσµου, οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω15 ὄρους κειµένη, οὐδὲ καίουσιν λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν

    µόδιον, ἀλλ΄ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάµπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.16 οὕτως λαµψάτω τὸ ϕῶς ὑµῶν ἔµπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως

    ἴδωσιν ὑµῶν τὰ καλὰ ἔργα, καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑµῶν τὸν17 ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νοµίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόµον18 ἢ τοὺς προφήτας, οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀµὴν

    γὰρ λέγω ὑµῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ µία19 κεραία οὐ µὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόµου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς

    ἐὰν οὖν λύσῃ µίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξῃοὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ ϐασιλείᾳ τῶνοὐρανῶν, ὃς δ΄ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος µέγας κληθήσεται ἐν

    20 τῇ ϐασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. λέγω γὰρ ὑµῖν ὅτι ἐὰν µὴ περισσεύσῃὑµῶν ἡ δικαιοσύνη πλεῖον τῶν γραµµατέων καὶ Φαρισαίων, οὐ

    21 µὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν ϐασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρ-ϱέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ ϕονεύσεις, ὃς δ΄ ἂν ϕονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται

    22 τῇ κρίσει, ἐγὼ δὲ λέγω ὑµῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόµενος τῷ ἀδελφῷ αὐ-τοῦ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει, ὃς δ΄ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά,ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ, ὃς δ΄ ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς

    23 τὴν γέενναν τοῦ πυρός. ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸϑυσιαστήριον, κἀκεῖ µνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ,

    24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔµπροσθεν τοῦ ϑυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε,πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ

    25 δῶρόν σου. ῎Ισθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ, ἕως ὅτου εἶ µετ΄αὐτοῦ, ἐν τῇ ὁδῷ µήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ

    26 κριτὴς τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς ϕυλακὴν ϐληθήσῃ. ἀµὴν λέγω σοι,οὐ µὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν, ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.

    27, 28 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Οὐ µοιχεύσεις. ἐγὼ δὲ λέγω ὑµῖν, ὅτι πᾶςὁ ϐλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυµῆσαι ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν

    29 τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. εἰ δὲ ὁ ὀφθαλµός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε,ἔξελε αὐτὸν καὶ ϐάλε ἀπὸ σοῦ, συµφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν

    30 τῶν µελῶν σου, καὶ µὴ ὅλον τὸ σῶµά σου ϐληθῇ εἰς γέενναν. καὶεἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ ϐάλε ἀπὸσοῦ, συµφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν µελῶν σου, καὶ µὴ

    31 ὅλον τὸ σῶµά σου εἰς γέενναν. ἀπέλθῃ ᾿Ερρέθη δέ ῝Ος ἂν ἀπο-32 λύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. ἐγὼ δὲ λέγω

    ὑµῖν, ὅτι πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, παρεκτὸς λόγουπορνείας, ποιεῖ αὐτὴν µοιχευθῆναι καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυµένην γα-

    33 µήσῃ µοιχᾶται. Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐκ

  • 5:34—6:8 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 7

    ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. ἐγὼ δὲ 34λέγω ὑµῖν µὴ ὀµόσαι ὅλως, µήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι ϑρόνος ἐ-στὶν τοῦ Θεοῦ, µήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστὶν τῶν ποδῶν 35αὐτοῦ, µήτε εἰς ῾Ιεροσόλυµα, ὅτι πόλις ἐστιν τοῦ µεγάλου ϐασι-λέως, µήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀµόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι µίαν τρίχα 36λευκὴν ποιῆσαι. ἢ µέλαιναν ῎Εστω δὲ ὁ λόγος ὑµῶν, ναὶ ναί, 37οὒ οὔ, τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. ᾿Ηκούσατε 38ὅτι ἐρρέθη, ᾿Οφθαλµὸν ἀντὶ ὀφθαλµοῦ, καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος,ἐγὼ δὲ λέγω ὑµῖν µὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ, ἀλλ΄ ὅστις σε ῥαπί- 39Ϲει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην, καὶ τῷ 40ϑέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶτὸ ἱµάτιον, καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει µίλιον ἕν, ὕπαγε µετ΄ αὐτοῦ 41δύο. τῷ αἰτοῦντί σε δός καὶ τὸν ϑέλοντα ἀπὸ σοῦ δανίσασθαι 42µὴ ἀποστραφῇς. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον 43σου, καὶ µισήσεις τὸν ἐχθρόν σου, ἐγὼ δὲ λέγω ὑµῖν, ἀγαπᾶτε 44τοὺς ἐχθροὺς ὑµῶν, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑµᾶς,ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑµῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥ- 45λιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ ϐρέχει ἐπὶδικαίους καὶ ἀδίκους. ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑ- 46µᾶς, τίνα µισθὸν ἔχετε· οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν καὶ 47ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς ἀδελφοὺς ὑµῶν µόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε·οὐχὶ καὶ οἱ ἐθνικοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν· ἔσεσθε οὖν ὑµεῖς τέλειοι, 48ὡς ὁ πατὴρ ὑµῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστιν

    Προσέχετε δὲ τὴν δικαιοσύνην ὑµῶν µὴ ποιεῖν ἔµπροσθεν 6τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ ϑεαθῆναι αὐτοῖς, εἰ δὲ µήγε, µισθὸν οὐκἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑµῶν τῷ ἐν οὐρανοῖς. ῞Οταν οὖν ποιῇς ἐ- 2λεηµοσύνην, µὴ σαλπίσῃς ἔµπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύµαις, ὅπως δοξασθῶ-σιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀµὴν λέγω ὑµῖν, ἀπέχουσιν τὸν µισθὸναὐτῶν. σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεηµοσύνην µὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου 3τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἐλεηµοσύνη ἡ ἐν τῷ κρυπτῷ, 4καὶ ὁ πατήρ σου ὁ ϐλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι Καὶ ὅταν 5προσεύχησθε οὐκ ἔσεσθε ὡς οἱ ὑποκριταί, ὅτι ϕιλοῦσιν ἐν ταῖςσυναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχε-σθαι, ὅπως ϕανῶσιν τοῖς ἀνθρώποις, ἀµὴν λέγω ὑµῖν, ἀπέχουσιντὸν µισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταµεῖόν 6σου, καὶ κλείσας τὴν ϑύραν σου, Πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷκρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ ϐλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοιΠροσευχόµενοι δὲ µὴ ϐατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦ- 7σιν γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. µὴ οὖν 8

  • 8 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 6:9—30

    ὁµοιωθῆτε αὐτοῖς, οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑµῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ9 τοῦ ὑµᾶς αἰτῆσαι αὐτόν. οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑµεῖς, Πάτερ

    10 ἡµῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνοµά σου, ἐλθάτω ἡ ϐα-σιλεία σου, γενηθήτω τὸ ϑέληµά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς,

    11, 12 τὸν ἄρτον ἡµῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡµῖν σήµερον, καὶ ἄφες ἡµῖντὰ ὀφειλήµατα ἡµῶν, ὡς καὶ ἡµεῖς ἀφήκαµεν τοῖς ὀφειλέταις ἡ-

    13 µῶν, καὶ µὴ εἰσενέγκῃς ἡµᾶς εἰς πειρασµόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡµᾶς14 ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώ-15 µατα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑµῖν ὁ πατὴρ ὑµῶν ὁ οὐράνιος, ἐὰν δὲ

    µὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑµῶν ἀφήσει τὰ παρα-16 πτώµατα ὑµῶν. ῞Οταν δὲ νηστεύητε, µὴ γίνεσθε ὡς οἱ ὑποκριταὶ

    σκυθρωποί, ἀφανίζουσιν γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν, ὅπως ϕανῶσιντοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες, ἀµὴν λέγω ὑµῖν ἀπέχουσιν τὸν µι-

    17 σθὸν αὐτῶν σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν, καὶ τὸ18 πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως µὴ ϕανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων,

    ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυφαίῳ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ ϐλέπων19 ἐν τῷ κρυφαίῳ ἀποδώσει σοι Μὴ ϑησαυρίζετε ὑµῖν ϑησαυροὺς

    ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ ϐρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διο-20 ϱύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν, ϑησαυρίζετε δὲ ὑµῖν ϑησαυροὺς ἐν

    οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε ϐρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται21 οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν. ὅπου γάρ ἐστιν ὁ ϑησαυρός22 σου ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου ὁ λύχνος τοῦ σώµατός ἐστιν

    ὁ ὀφθαλµός, ἐὰν ᾖ, ὁ ὀφθαλµός σου ἁπλοῦς ὅλον τὸ σῶµά σου23 ϕωτεινὸν ἔσται, ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλµός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶ-

    µά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ ϕῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν τὸ24 σκότος πόσον· οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, ἢ γὰρ τὸν

    ἕνα µισήσει, καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται, καὶ τοῦἑτέρου καταφρονήσει, οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ µαµωνᾷ

    25 διὰ τοῦτο λέγω ὑµῖν, µὴ µεριµνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑµῶν, τί ϕάγητε µη-δὲ τῷ σώµατι ὑµῶν, τί ἐνδύσησθε. οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς

    26 τροφῆς, καὶ τὸ σῶµα τοῦ ἐνδύµατος· ἐµβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰτοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ ϑερίζουσιν, οὐδὲ συνάγου-σιν εἰς ἀποθήκας. καὶ ὁ πατὴρ ὑµῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά,

    27 οὐχ ὑµεῖς µᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν· τίς δὲ ἐξ ὑµῶν µεριµνῶν28 δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα· καὶ περὶ

    ἐνδύµατος τί µεριµνᾶτε· καταµάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, πῶς29 αὐξάνουσιν, οὐ κοπιῶσιν οὐδὲ νήθουσιν, λέγω δὲ ὑµῖν ὅτι οὐδὲ30 Σολοµὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. εἰ

    δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήµερον ὄντα, καὶ αὔριον εἰς κλίβανονϐαλλόµενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀµφιέννυσιν, οὐ πολλῷ µᾶλλον ὑµᾶς,

  • 6:31—7:21 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 9

    ὀλιγόπιστοι· µὴ οὖν µεριµνήσητε, λέγοντες, Τί ϕάγωµεν, ἤ τί πί- 31ωµεν, ἤ τί περιβαλώµεθα· πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦσιν, 32οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑµῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.Ϲητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν ϐασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ 33ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑµῖν. µὴ οὖν µεριµνήσητε εἰς τὴν 34αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον µεριµνήσει ἑαυτῆς, ἀρκετὸν τῇ ἡµέρᾳ ἡκακία αὐτῆς.

    Μὴ κρίνετε, ἵνα µὴ κριθῆτε, ἐν ᾧ γὰρ κρίµατι κρίνετε κρι- 7, 2ϑήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ µέτρῳ µετρεῖτε, µετρηθήσεται ὑµῖν. τί δὲ 3ϐλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλµῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲἐν τῷ σῷ ὀφθαλµῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς· ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ 4σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλµοῦ σου, καὶ ἰδοὺἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλµῷ σοῦ· ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ 5ὀφθαλµοῦ σοῦ, τὴν δοκόν καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρ-ϕος ἐκ τοῦ ὀφθαλµοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς 6κυσίν µηδὲ ϐάλητε τοὺς µαργαρίτας ὑµῶν ἔµπροσθεν τῶν χοί-ϱων, µήποτε καταπατήσουσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶστραφέντες ῥήξωσιν ὑµᾶς. Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑµῖν, Ϲητεῖτε, 7καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑµῖν. πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν 8λαµβάνει, καὶ ὁ Ϲητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται. ἢ 9τίς ἐστιν ἐξ ὑµῶν ἄνθρωπος, ὃν αἰτήσει ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, µὴλίθον ἐπιδώσει αὐτῷ· ἢ καὶ ἰχθὺν αἰτήσει µὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐ- 10τῷ· εἰ οὖν ὑµεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόµατα ἀγαθὰ διδόναι 11τοῖς τέκνοις ὑµῶν, πόσῳ µᾶλλον ὁ πατὴρ ὑµῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖςδώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν· πάντα οὖν ὅσα ἐὰν ϑέλητε ἵνα 12ποιῶσιν ὑµῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑµεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς, οὗτοςγάρ ἐστιν ὁ νόµος καὶ οἱ προφῆται. Εἰσέλθατε διὰ τῆς στενῆς 13πύλης, ὅτι πλατεῖα [ἡ πύλη,] καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσαεἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόµενοι δι΄ αὐτῆς, ὅτί 14στενὴ [ἡ πύλη,] καὶ τεθλιµµένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν Ϲω-ήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν. Προσέχετε ἀπὸ τῶν 15ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑµᾶς ἐν ἐνδύµασιν προ-ϐάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν 16ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, µήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὰςἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα· οὕτως πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς κα- 17λοὺς ποιει, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ, οὐ 18δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ἐνεγκεῖν οὐδὲ δέν-δρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ἐνεγκεῖν πᾶν δένδρον µὴ ποιοῦν 19καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ ϐάλλεται. ἄραγε ἀπὸ τῶν 20καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. οὐ πᾶς ὁ λέγων µοι, Κύ- 21

  • 10 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 7:22—8:12

    ϱιε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν ϐασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ΄ ὁ22 ποιῶν τὸ ϑέληµα τοῦ πατρός µου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. πολλοὶ

    ἐροῦσίν µοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡµέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόµατιἐπροφητεύσαµεν καὶ τῷ σῷ ὀνόµατι δαιµόνια ἐξεβάλοµεν, καὶ τῷ

    23 σῷ ὀνόµατι δυνάµεις πολλὰς ἐποιήσαµεν· καὶ τότε ὁµολογήσωαὐτοῖς, ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑµᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ΄ ἐµοῦ οἱ ἐργα-

    24 Ϲόµενοι τὴν ἀνοµίαν. πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει µου τοὺς λόγουςτούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁµοιωθήσεται ἀνδρὶ ϕρονίµῳ, ὅστις ᾠ-

    25 κοδόµησεν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ κατέβη ἡ ϐροχὴκαὶ ἦλθον οἱ ποταµοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεµοι, καὶ προσέπεσαντῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσεν τεθεµελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.

    26 καὶ πᾶς ὁ ἀκούων µου τοὺς λόγους τούτους καὶ µὴ ποιῶν αὐτοὺς,ὁµοιωθήσεται ἀνδρὶ µωρῷ, ὅστις ᾠκοδόµησεν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν

    27 ἐπὶ τὴν ἄµµον, καὶ κατέβη ἡ ϐροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταµοὶ καὶἔπνευσαν οἱ ἄνεµοι, καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσεν

    28 καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς µεγάλη. Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ ᾿Ιη-σοῦς τοὺς λόγους τούτους ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ

    29 αὐτοῦ, ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡςοἱ γραµµατεῖς. αὐτῶν

    8 Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι2 πολλοί, καὶ ἰδοὺ, λεπρὸς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων,3 Κύριε, ἐὰν ϑέλῃς δύνασαί µε καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα,

    ἥψατο αὐτοῦ λέγων, Θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθερίσθη4 αὐτοῦ ἡ λέπρα. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ῞Ορα µηδενὶ εἴπῃς,

    ἀλλὰ ὕπαγε, σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ, καὶ προσένεγκον τὸ δῶρον5 ὃ προσέταξεν Μωϋσῆς εἰς µαρτύριον αὐτοῖς. Εἰσελθόντος δὲ

    αὐτοῦ εἰς Καφαρναοὺµ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατοντάρχης παρακα-6 λῶν αὐτὸν, καὶ λέγων, Κύριε, ὁ παῖς µου ϐέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ7 παραλυτικός, δεινῶς ϐασανιζόµενος. λέγει αὐτῷ ᾿Εγὼ ἐλθὼν ϑε-8 ϱαπεύσω αὐτόν. ἀποκριθεὶς δέ ὁ ἑκατοντάρχης ἔφη, Κύριε, οὐκ

    εἰµὶ ἱκανὸς ἵνα µου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς, ἀλλὰ µόνον εἰπὲ9 λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς µου. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰµι

    ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ΄ ἐµαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πο-ϱεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ῎Ερχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ

    10 δούλῳ µου, Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐ-ϑαύµασεν καὶ εἶπεν τοῖς ἀκολουθοῦσιν, Ἀµὴν λέγω ὑµῖν, οὐδὲ ἐν

    11 τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. λέγω δὲ ὑµῖν, ὅτι πολλοὶ ἀπὸἀνατολῶν καὶ δυσµῶν ἥξουσιν καὶ ἀνακλιθήσονται µετὰ Ἀβραὰµ

    12 καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ, ἐν τῇ ϐασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶτῆς ϐασιλείας ἐξελεύσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ἐκεῖ ἔσται

  • 8:13—34 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 11

    ὁ κλαυθµὸς καὶ ὁ ϐρυγµὸς τῶν ὀδόντων. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς 13τῷ ἑκατοντάρχῃ ῞Υπαγε, ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθηὁ παῖς ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν 14Πέτρου, εἶδεν τὴν πενθερὰν αὐτοῦ ϐεβληµένην καὶ πυρέσσου-σαν, καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός, 15καὶ ἠγέρθη, καὶ διηκόνει αὐτῷ ὀψίας δὲ γενοµένης προσήνεγ- 16καν αὐτῷ δαιµονιζοµένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύµαταλόγῳ, καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν, ὅπως πλη- 17ϱωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ ᾿Ησαΐου τοῦ προφήτου, λέγοντος, Αὐτὸς τὰςἀσθενείας ἡµῶν ἔλαβεν καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. ᾿Ιδὼν δὲ ὁ 18᾿Ιησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν, ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸπέραν. καὶ προσελθὼν εἷς γραµµατεὺς εἶπεν αὐτῷ, ∆ιδάσκαλε, 19ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, 20Αἱ ἀλώπεκες ϕωλεοὺς ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατα-σκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴνκλίνῃ. ῞Ετερος δὲ τῶν µαθητῶν εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, ἐπίτρεψόν 21µοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ ϑάψαι τὸν πατέρα µου. ὁ δὲ λέγει αὐ- 22τῷ, Ἀκολούθει µοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς ϑάψαι τοὺς ἑαυτῶννεκρούς. Καὶ ἐµβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον, ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ 23µαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ ἰδοὺ, σεισµὸς µέγας ἐγένετο ἐν τῇ ϑαλάσσῃ, 24ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυµάτων, αὐτὸς δὲ ἐκάθευ-δεν Καὶ προσελθόντες ἤγειραν αὐτόν, λέγοντες, Κύριε, σῶσον 25ἀπολλύµεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς, Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι· Τότε 26ἐγερθεὶς ἐπετίµησεν τοῖς ἀνέµοις καὶ τῇ ϑαλάσσῃ. καὶ ἐγένετογαλήνη µεγάλη. οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύµασαν, λέγοντες, Ποταπός 27ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεµοι καὶ ἡ ϑάλασσα αὐτῷ· ὑπακούουσινΚαὶ ἐλθόντος αὐτοῦ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν 28ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιµονιζόµενοι ἐκ τῶν µνηµείων ἐξερχόµε-νοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε µὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦἐκείνης, καὶ ἰδοὺ, ἔκραξαν λέγοντες, Τί ἡµῖν καὶ σοί, υἱὲ τοῦ 29Θεοῦ· ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ ϐασανίσαι ἡµᾶς· ἦν δὲ µακρὰν 30ἀπ΄ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν ϐοσκοµένη. οἱ δὲ δαίµονες πα- 31ϱεκάλουν αὐτὸν, λέγοντες, Εἰ ἐκβάλλεις ἡµᾶς, ἀπόστειλον ἡµᾶςεἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ῾Υπάγετε. οἱ δὲ 32ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ἰδοὺ, ὥρµησεν πᾶσα ἡἀγέλη κατὰ τοῦ κρηµνοῦ εἰς τὴν ϑάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖςὕδασιν. οἱ δὲ ϐόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν 33ἀπήγγειλαν πάντα, καὶ τὰ τῶν δαιµονιζοµένων. καὶ ἰδοὺ, πᾶσα 34ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς ὑπάντησιν τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν, πα-ϱεκάλεσαν ὅπως µεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.

  • 12 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 9:1—22

    9 Καὶ ἐµβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πό-2 λιν. καὶ ἰδοὺ, προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης ϐεβλη-

    µένον, καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ,3 Θάρσει, τέκνον, ἀφίενταί σου αἱ ἁµαρτίαι καὶ ἰδού, τινες τῶν4 γραµµατέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς, Οὗτος ϐλασφηµεῖ. καὶ ἰδὼν ὁ

    ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυµήσεις αὐτῶν εἶπεν, ῾Ινατί ἐνθυµεῖσθε πονηρὰ5 ἐν ταῖς καρδίαις ὑµῶν· τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, Ἀφί-6 ενταί σου αἱ ἁµαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ῎Εγειρε καὶ περιπάτει· ἵνα δὲ

    εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναιἁµαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ, – ᾿Εγερθεὶς ἆρόν σου τὴν

    7 κλίνην, καὶ ὕπαγε εἰς τὸν καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐ-8 τοῦ. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν, τὸν9 δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις. Καὶ παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς

    ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήµενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Μαθθαῖον λε-γόµενον, καὶ λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει µοι. καὶ ἀναστὰς ηκολούθει

    10 αὐτῷ. Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειµένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἰδοὺ, πολλοὶτελῶναι καὶ ἁµαρτωλοὶ ἐλθόντες, συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς

    11 µαθηταῖς αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον τοῖς µαθηταῖςαὐτοῦ, ∆ιατί µετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁµαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκα-

    12 λος ὑµῶν· ὁ δὲ ἀκούσας εἶπεν Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες13 ἰατροῦ, ἀλλ΄ οἱ κακῶς ἔχοντες. πορευθέντες δὲ µάθετε τί ἐστιν,

    ῎Ελεος ϑέλω, καὶ οὐ ϑυσίαν, οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλ-14 λὰ ἁµαρτωλούς Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ µαθηταὶ ᾿Ιωάννου,

    λέγοντες, ∆ιατί ἡµεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύοµεν οἱ δὲ µαθηταί15 σου οὐ νηστεύουσιν καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, Μὴ δύνανται οἱ

    υἱοὶ τοῦ νυµφῶνος πενθεῖν, ἐφ΄ ὅσον µετ΄ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυµφίος·ἐλεύσονται δὲ ἡµέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ΄ αὐτῶν ὁ νυµφίος, καὶ τότε

    16 νηστεύσουσιν. Οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβληµα ῥάκους ἀγνάφουἐπὶ ἱµατίῳ παλαιῷ. αἴρει γὰρ τὸ πλήρωµα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱµα-

    17 τίου, καὶ χεῖρον σχίσµα γίνεται. οὐδὲ ϐάλλουσιν οἶνον νέον εἰςἀσκοὺς παλαιούς, εἰ δὲ µήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκ-χεῖται, καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπόλλυνται, ἀλλὰ ϐάλλουσιν οἶνον νέον εἰς

    18 ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀµφότεροι συντηροῦνται. Ταῦτα αὐτοῦ λα-λοῦντος αὐτοῖς, ἰδοὺ, ἄρχων εἰσελθών προσεκύνει αὐτῶ, λέγων ῾Ηϑυγάτηρ µου ἄρτι ἐτελεύτησεν, ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου

    19 ἐπ΄ αὐτήν, καὶ Ϲήσεται. Καὶ ἐγερθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἠκολούθει αὐτῷ20 καὶ οἱ µαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ ἰδοὺ, γυνὴ αἱµορροοῦσα δώδεκα ἔτη,

    προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱµατίου αὐτοῦ.21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ᾿Εὰν µόνον ἅψωµαι τοῦ ἱµατίου αὐτοῦ, σω-22 ϑήσοµαι. ὁ δὲ στραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν, εἶπεν Θάρσει, ϑύγατερ,

  • 9:23—10:7 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 13

    ἡ πίστις σου σέσωκέν σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκεί-νης. καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος, καὶ ἰδὼν 23τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον ϑορυβούµενον, ἔλεγεν Ἀναχωρεῖτε, 24οὐ γὰρ ἀπέθανεν τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλωναὐτοῦ. ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησεν τῆς χει- 25ϱὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. καὶ ἐξῆλθεν ἡ ϕήµη αὕτη 26εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην. Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ ᾿Ιησοῦ, ἠ- 27κολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ, κράζοντες καὶ λέγοντες, ᾿Ελέησονἡµᾶς, υἱὸς ∆αυείδ ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, προσῆλθον αὐτῷ οἱ 28τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, Πιστεύετε ὅτι δύναµαι τοῦτοποιῆσαι· λέγουσιν αὐτῷ, Ναί, Κύριε. τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλµῶν 29αὐτῶν, λέγων, Κατὰ τὴν πίστιν ὑµῶν γενηθήτω ὑµῖν. καὶ ἀνε- 30ῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλµοί. καὶ ἐνεβριµήθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦςλέγων, ῾Ορᾶτε µηδεὶς γινωσκέτω. οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήµισαν 31αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. Αὐτῶν δὲ ἐξερχοµένων, ἰδοὺ, προσή- 32νεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιµονιζόµενον, καὶ ἐκβληθέντος 33τοῦ δαιµονίου, ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύµασαν οἱ ὄχλοι, λέ-γοντες, Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. οἱ δὲ Φαρισαῖοι 34ἔλεγον, ᾿Εν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιµονίων ἐκβάλλει τὰ δαιµόνια. Καὶ 35περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώµας, διδάσκωνἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς ϐα-σιλείας, καὶ ϑεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν µαλακίαν ἰδὼν 36δὲ τοὺς ὄχλους, ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐσκυλµένοικαὶ ἐρριµµένοι ὡσεὶ πρόβατα µὴ ἔχοντα ποιµένα. τότε λέγει τοῖς 37µαθηταῖς αὐτοῦ, ῾Ο µὲν ϑερισµὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι,δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ ϑερισµοῦ, ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς 38τὸν ϑερισµὸν αὐτοῦ.

    καὶ προσκαλεσάµενος τοὺς δώδεκα µαθητὰς αὐτοῦ, ἔδωκεν 10αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευµάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ, καὶϑεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν µαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα 2ἀποστόλων τὰ ὀνόµατά ἐστιν ταῦτα, πρῶτος Σίµων ὁ λεγόµενοςΠέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ζεβε-δαίου, καὶ ᾿Ιωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Φίλιππος, καὶ Βαρθολο- 3µαῖος, Θωµᾶς, καὶ Μαθθαῖος ὁ τελώνης, ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίουκαὶ Λεββαῖος Σίµων ὁ Καναναῖος καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης ὁ 4καὶ παραδοὺς αὐτόν. τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιη- 5σοῦς παραγγείλας αὐτοῖς, λέγων, Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν µὴ ἀπέλθητε,καὶ εἰς πόλιν Σαµαριτῶν µὴ εἰσέλθητε, πορεύεσθε δὲ µᾶλλον 6πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. πορευόµενοι 7δὲ κηρύσσετε, λέγοντες ὅτι ῎Ηγγικεν ἡ ϐασιλεία τῶν οὐρανῶν.

  • 14 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 10:8—30

    8 Ἀσθενοῦντας ϑεραπεύετε, νεκροὺς ἐγείρετε, λεπροὺς καθαρίζετε,9 δαιµόνια ἐκβάλλετε. δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. Μὴ κτήση-

    10 σθε χρυσὸν, µηδὲ ἄργυρον, µηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς Ϲώνας ὑµῶν, µὴπήραν εἰς ὁδὸν, µηδὲ δύο χιτῶνας, µηδὲ ὑποδήµατα, µηδὲ ῥά-

    11 ϐδον, ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ εἰς ἣν δ΄ ἂν πόλιν ἢκώµην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστιν, κἀκεῖ µείνατε,

    12 ἕως ἂν ἐξέλθητε. εἰσερχόµενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, ἀσπάσασθε αὐ-13 τήν. καὶ ἐὰν µὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθάτω ἡ εἰρήνη ὑµῶν ἐπ΄

    αὐτήν, ἐὰν δὲ µὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑµῶν πρὸς ὑµᾶς ἐπιστραφήτω.14 καὶ ὃς ἂν µὴ δέξηται ὑµᾶς µηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑµῶν, ἐ-

    ξερχόµενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης, ἐκτινάξατε τὸν15 κονιορτὸν ἐκ τῶν ποδῶν ὑµῶν. ἀµὴν λέγω ὑµῖν, ἀνεκτότερον

    ἔσται γῇ Σοδόµων καὶ Γοµόρρων ἐν ἡµέρᾳ κρίσεως, ἢ τῇ πόλει16 ἐκείνῃ. ᾿Ιδοὺ, ἐγὼ ἀποστέλλω ὑµᾶς ὡς πρόβατα ἐν µέσῳ λύκων,

    γίνεσθε οὖν ϕρόνιµοι ὡς οἱ ὄφεις, καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.17 προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων. παραδώσουσιν γὰρ ὑµᾶς εἰς

    συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν µαστιγώσουσιν ὑµᾶς,18 καὶ ἐπὶ ἡγεµόνας δὲ καὶ ϐασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐµοῦ, εἰς19 µαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ὅταν δὲ παραδῶσιν ὑµᾶς,

    µὴ µεριµνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε, δοθήσεται γὰρ ὑµῖν ἐν ἐκεί-20 νῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε, οὐ γὰρ ὑµεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ21 τὸ Πνεῦµα τοῦ πατρὸς ὑµῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑµῖν. παραδώσει δὲ

    ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς ϑάνατον, καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστή-22 σονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ ϑανατώσουσιν αὐτούς. καὶ ἔσεσθε

    µισούµενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνοµά µου, ὁ δὲ ὑποµείνας εἰς τέ-23 λος, οὗτος σωθήσεται. ὅταν δὲ διώκωσιν ὑµᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ,

    ϕεύγετε εἰς τὴν ἑτέραν, ἀµὴν γὰρ λέγω ὑµῖν, οὐ µὴ τελέσητε τὰς24 πόλεις τοῦ ᾿Ισραὴλ, ἕως ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Οὐκ ἔστιν

    µαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον, οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐ-25 τοῦ. ἀρκετὸν τῷ µαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ,

    καὶ ὁ δοῦλος ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζε-26 ϐοὺλ ἐπεκάλεσαν πόσῳ µᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ· µὴ οὖν

    ϕοβηθῆτε αὐτούς, οὐδὲν γάρ ἐστιν κεκαλυµµένον, ὃ οὐκ ἀποκα-27 λυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. ὃ λέγω ὑµῖν ἐν τῇ

    σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ ϕωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ28 τῶν δωµάτων. καὶ µὴ ϕοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶµα,

    τὴν δὲ ψυχὴν µὴ δυναµένων ἀποκτεῖναι. ϕοβεῖσθε δὲ µᾶλλον τὸν29 δυνάµενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶµα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. οὐχὶ δύο

    στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται· καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν30 γῆν, ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑµῶν, ὑµῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς

  • 10:31—11:11 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 15

    πᾶσαι ἠριθµηµέναι εἰσίν µὴ οὖν ϕοβεῖσθε, πολλῶν στρουθίων 31διαφέρετε ὑµεῖς. πᾶς οὖν ὅστις ὁµολογήσει ἐν ἐµοὶ ἔµπροσθεν 32τῶν ἀνθρώπων, ὁµολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ, ἔµπροσθεν τοῦ πατρόςµου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὅστις δ΄ ἂν ἀρνήσηταί µε ἔµπροσθεν τῶν 33ἀνθρώπων, ἀρνήσοµαι κἀγὼ αὐτὸν ἔµπροσθεν τοῦ πατρός µουτοῦ ἐν οὐρανοῖς. Μὴ νοµίσητε ὅτι ἦλθον ϐαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν 34γῆν, οὐκ ἦλθον ϐαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ µάχαιραν. ἦλθον γὰρ δι- 35χάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ϑυγατέρα κατὰ τῆςµητρὸς αὐτῆς, καὶ νύµφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς, καὶ ἐχθροὶ 36τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. ῾Ο ϕιλῶν πατέρα ἢ µητέρα ὑ- 37πὲρ ἐµὲ οὐκ ἔστιν µου ἄξιος, καὶ ὁ ϕιλῶν υἱὸν ἢ ϑυγατέρα ὑπὲρἐµὲ, οὐκ ἔστιν µου ἄξιος. καὶ ὃς οὐ λαµβάνει τὸν σταυρὸν αὐ- 38τοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω µου, οὐκ ἔστιν µου ἄξιος. ὁ εὑρὼν τὴν 39ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦἕνεκεν ἐµοῦ εὑρήσει αὐτήν. ῾Ο δεχόµενος ὑµᾶς ἐµὲ δέχεται, 40καὶ ὁ ἐµὲ δεχόµενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά µε. ὁ δεχόµενος 41προφήτην εἰς ὄνοµα προφήτου µισθὸν προφήτου λήµψεται καὶὁ δεχόµενος δίκαιον εἰς ὄνοµα δικαίου µισθὸν δικαίου λήµψεταικαὶ ὃς ἂν ποτίσῃ ἕνα τῶν µικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ µόνον 42εἰς ὄνοµα µαθητοῦ, ἀµὴν λέγω ὑµῖν, οὐ µὴ ἀπολέσῃ τὸν µισθὸναὐτοῦ.

    Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα 11µαθηταῖς αὐτοῦ, µετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐνταῖς πόλεσιν αὐτῶν. ῾Ο δὲ ᾿Ιωάννης ἀκούσας ἐν τῷ δεσµωτηρίῳ 2τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέµψας διὰ τῶν µαθητῶν αὐτοῦ, εἶπεν αὐ- 3τῷ, Σὺ εἶ ὁ ἐρχόµενος, ἢ ἕτερον προσδοκῶµεν· καὶ ἀποκριθεὶς ὁ 4᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες ἀπαγγείλατε ᾿Ιωάννῃ ἃ ἀκού-ετε καὶ ϐλέπετε, τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν καὶ χωλοὶ περιπατοῦσιν 5λεπροὶ καθαρίζονται, καὶ κωφοὶ ἀκούουσιν καὶ νεκροὶ ἐγείρον-ται, καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται, καὶ µακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν µὴ 6σκανδαλισθῇ ἐν ἐµοί. τούτων δὲ πορευοµένων ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς 7λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ ᾿Ιωάννου, Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρηµον ϑε-άσασθαι· κάλαµον ὑπὸ ἀνέµου σαλευόµενον· ἀλλὰ τί ἐξήλθατε 8ἰδεῖν· ἄνθρωπον ἐν µαλακοῖς ἠµφιεσµένον· ἰδοὺ, οἱ τὰ µαλακὰϕοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν ϐασιλέων Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε προφή- 9την· ἰδεῖν· ναί, λέγω ὑµῖν, καὶ περισσότερον προφήτου, οὗτός 10ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται, ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν µουπρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔµπροσθένσου. ἀµὴν λέγω ὑµῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν 11µείζων ᾿Ιωάννου τοῦ ϐαπτιστοῦ. ὁ δὲ µικρότερος ἐν τῇ ϐασιλείᾳ

  • 16 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 11:12—12:5

    12 τῶν οὐρανῶν µείζων αὐτοῦ ἐστιν. ἀπὸ δὲ τῶν ἡµερῶν ᾿Ιωάννουτοῦ ϐαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ ϐασιλεία τῶν οὐρανῶν ϐιάζεται, καὶ ϐια-

    13 σταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόµος ἕως14 ᾿Ιωάννου ἐπροφήτευσαν, καὶ εἰ ϑέλετε δέξασθαι, αὐτός ἐστιν ᾿Η-

    15, 16 λείας ὁ µέλλων ἔρχεσθαι. ὁ ἔχων ὦτα ἀκουέτω. τίνι δὲ ὁµοιώσωτὴν γενεὰν ταύτην· ὁµοία ἐστὶν παιδίοις καθηµένοις ἐν ταῖς ἀγο-

    17 ϱαῖς ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑτέροις λέγουσιν, Ηὐλήσαµεν ὑµῖν,18 καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαµεν καὶ οὐκ ἐκόψασθε. ἦλθεν

    γὰρ ᾿Ιωάννης µήτε ἐσθίων µήτε πίνων, καὶ λέγουσιν ∆αιµόνιον19 ἔχει. ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγου-

    σιν, ᾿Ιδοὺ, ἄνθρωπος ϕάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν ϕίλος καὶ20 ἁµαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτῆς. Τότε

    ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάµεις21 αὐτοῦ, ὅτι οὐ µετενόησαν, Οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊ-

    δάν ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάµεις αἱ γενόµεναι22 ἐν ὑµῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ µετενόησαν. πλὴν λέγω

    ὑµῖν, Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡµέρᾳ κρίσεως ἢ ὑ-23 µῖν. καὶ σύ, Καφαρναούµ µὴ ἕως οὐρανοῦ ὑψωθήσῃ ἕως ᾅδου

    καταβιβασθήσῃ, ὅτι εἰ ἐν Σοδόµοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάµεις αἱ24 γενόµεναι ἐν σοί, ἔµεινεν ἂν µέχρι τῆς σήµερον. πλὴν λέγω ὑ-

    µῖν, ὅτι γῇ Σοδόµων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡµέρᾳ κρίσεως, ἢ σοί.25 ᾿Εν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν, ᾿Εξοµολογοῦµαί

    σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἔκρυψας ταῦτα26 ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις, ναί ὁ27 πατήρ, ὅτι οὕτως εὐδοκία ἐγένετο ἔµπροσθέν σου. πάντα µοι

    παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός µου, καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει, τὸν υἱ-ὸν, εἰ µὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ µὴ ὁ υἱὸς,

    28 καὶ ᾧ ἐὰν ϐούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. δεῦτε πρός µε πάντες29 οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισµένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑµᾶς. ἄρατε

    τὸν Ϲυγόν µου ἐφ΄ ὑµᾶς καὶ µάθετε ἀπ΄ ἐµοῦ, ὅτι πραΰς εἰµι καὶταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑµῶν,

    30 ὁ γὰρ Ϲυγός µου χρηστὸς, καὶ τὸ ϕορτίον µου ἐλαφρόν ἐστιν.12 ᾿Εν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς σάββασιν διὰ

    τῶν σπορίµων, οἱ δὲ µαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλ-2 λειν στάχυας καὶ ἐσθίειν. οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπαν αὐτῷ,

    ᾿Ιδοὺ, οἱ µαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστιν ποιεῖν ἐν σαββάτῳ.3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησεν ∆αυείδ ὅτε ἐπείνα-4 σεν καὶ οἱ µετ΄ αὐτοῦ, πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, καὶ

    τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγον, ὃ οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ ϕαγεῖν,5 οὐδὲ τοῖς µετ΄ αὐτοῦ, εἰ µὴ τοῖς ἱερεῦσιν µόνοις· ἢ οὐκ ἀνέγνωτε

  • 12:6—31 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 17

    ἐν τῷ νόµῳ, ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατονϐεβηλοῦσιν καὶ ἀναίτιοί εἰσιν λέγω δὲ ὑµῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ µεῖζόν 6ἐστιν ὧδε. εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν, ῎Ελεος ϑέλω καὶ οὐ ϑυσίαν, 7οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους. κύριος γάρ ἐστιν τοῦ σαβ- 8ϐάτου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ µεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν 9συναγωγὴν αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος χεῖρα ἔχων ξηράν. καὶ 10ἐπηρώτησαν αὐτὸν, λέγοντες, Εἰ ἔξεστιν τοῖς σάββασιν ϑεραπεῦ-σαι ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Τίς ἔσται ἐξ 11ὑµῶν ἄνθρωπος, ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐµπέσῃ τοῦτο τοῖςσάββασιν εἰς ϐόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ· πόσῳ οὖν 12διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου. ὥστε ἔξεστιν τοῖς σάββασιν καλῶςποιεῖν. τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ, ῎Εκτεινόν σου. τὴν χεῖρα καὶ 13ἐξέτεινεν καὶ ἀπεκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. ἐξελθόντες, δὲ οἱ 14Φαρισαῖοι συµβούλιον ἔλαβον κατ΄ αὐτοῦ ὅπως αὐτὸν ἀπολέσω-σιν. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν, καὶ ἠκολούθησαν 15αὐτῷ πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας, καὶ ἐπετίµησεν 16αὐτοῖς, ἵνα µὴ ϕανερὸν αὐτὸν ποιήσωσιν, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥη- 17ϑὲν διὰ ᾿Ησαΐου τοῦ προφήτου, λέγοντος, ᾿Ιδοὺ, ὁ παῖς µου ὃν 18ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός µου εἰς ὃν ηὐδόκησεν ἡ ψυχή µου, ϑήσω τὸπνεῦµά µου ἐπ΄ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ. οὐκ 19ἐρίσει, οὐδὲ κραυγάσει οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴνϕωνὴν αὐτοῦ. κάλαµον συντετριµµένον οὐ κατεάξει, καὶ λίνον 20τυφόµενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν. καὶ 21τῷ ὀνόµατι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαι- 22µονιζόµενος, τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστετὸν κωφὸν λαλεῖν καὶ ϐλέπειν. καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι 23καὶ ἔλεγον, Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ∆αυείδ οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀ- 24κούσαντες εἶπον, Οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιµόνια, εἰ µὴ ἐν τῷΒεελζεβοὺλ ἄρχοντι τῶν δαιµονίων. εἰδὼς δὲ τὰς ἐνθυµήσεις 25αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς, Πᾶσα ϐασιλεία µερισθεῖσα καθ΄ ἑαυτῆς ἐ-ϱηµοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία µερισθεῖσα καθ΄ ἑαυτῆς, οὐσταθήσεται. καὶ εἰ ὁ Σατανᾶς τὸν Σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ΄ ἑαυτὸν 26ἐµερίσθη, πῶς οὖν σταθήσεται ἡ ϐασιλεία αὐτοῦ· καὶ εἰ ἐγὼ ἐν 27Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιµόνια, οἱ υἱοὶ ὑµῶν ἐν τίνι ἐκβάλλου-σιν διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ. ἔσονται ὑµῶν εἰ δὲ ἐν Πνεύµατι Θεοῦ 28ἐγω ἐκβάλλω τὰ δαιµόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ΄ ὑµᾶς ἡ ϐασιλεία τοῦΘεοῦ. ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ 29καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι ἐὰν µὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν·καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσῃ. ὁ µὴ ὢν µετ΄ ἐµοῦ, κατ΄ 30ἐµοῦ ἐστιν καὶ ὁ µὴ συνάγων µετ΄ ἐµοῦ, σκορπίζει. διὰ τοῦτο 31

  • 18 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 12:32—50

    λέγω ὑµῖν, Πᾶσα ἁµαρτία καὶ ϐλασφηµία ἀφεθήσεται τοῖς ἀν-32 ϑρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύµατος ϐλασφηµία οὐκ ἀφεθήσεται καὶ

    ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐ-τῷ, ὃς δ΄ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύµατος τοῦ ῾Αγίου, οὐκ ἀφεθήσεται

    33 αὐτῷ, οὔτε ἐν τούτῳ τῷ αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ µέλλοντι. ἢ ποιήσατε τὸδένδρον καλὸν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δέν-δρον σαπρὸν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν, ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ

    34 τὸ δένδρον γινώσκεται. γεννήµατα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰλαλεῖν, πονηροὶ ὄντες· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας

    35 τὸ στόµα λαλεῖ. ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ ϑησαυροῦἐκβάλλει τά ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ

    36 ϑησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά. λέγω δὲ ὑµῖν, ὅτι πᾶν ῥῆµα ἀργὸνὃ λαλήσουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσιν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν

    37 ἡµέρᾳ κρίσεως. ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν38 λόγων σου καταδικασθήσῃ. Τότε ἀπεκρίθησαν αὐτῷ τινες τῶν

    γραµµατέων καὶ Φαρισαίων, λέγοντες, ∆ιδάσκαλε, ϑέλοµεν ἀπὸ39 σοῦ σηµεῖον ἰδεῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, Γενεὰ πονηρὰ

    καὶ µοιχαλὶς σηµεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σηµεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ,40 εἰ µὴ τὸ σηµεῖον ᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου. ὥσπερ γὰρ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν

    τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡµέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσταιὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡµέρας καὶ τρεῖς

    41 νύκτας. ἄνδρες Νινευεῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει µετὰ τῆςγενεᾶς ταύτης, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι µετενόησαν εἰς τὸ

    42 κήρυγµα ᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ, πλεῖον ᾿Ιωνᾶ ὧδε. ϐασίλισσα νότουἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει µετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖαὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν

    43 Σολοµῶνος καὶ ἰδοὺ, πλεῖον Σολοµῶνος ὧδε. ὅταν δὲ τὸ ἀκά-ϑαρτον πνεῦµα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι΄ ἀνύδρων

    44 τόπων, Ϲητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει. τότε λέγει, εἰς τὸνοἶκόν µου ᾿Επιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον, καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολά-

    45 Ϲοντα, καὶ σεσαρωµένον, καὶ κεκοσµηµένον. τότε πορεύεται καὶπαραλαµβάνει µεθ΄ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύµατα πονηρότερα ἑ-αυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γε-

    46 νεᾷ ταύτῃ τῇ πονηρᾷ. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις, ἰδοὺἡ µήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, Ϲητοῦντες αὐτῷ

    47, 48 λαλῆσαι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν τῷ λέγοντι αὐτῷ, Τίς ἐστιν ἡ49 µήτηρ µου· καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί µου· καὶ ἐκτείνας τὴν

    χεῖρα ἐπὶ τοὺς µαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν, ᾿Ιδοὺ, ἡ µήτηρ µου καὶ οἱ50 ἀδελφοί µου. ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ ϑέληµα τοῦ πατρός µου

  • 13:1—23 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 19

    τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός µου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ µήτηρ ἐστίν.᾿Εν τῇ ἡµέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκ τῆς οἰκίας ἐκάθητο 13

    παρὰ τὴν ϑάλασσαν. καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολ- 2λοί, ὥσ�