Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης,...

65
1 Εισαγωγή Η σχέση αλληλεξάρτησης ανθρώπου και γήινου περιβάλλοντας, φυσικού και βιολογικού, αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια αφετηρία συστηματικού προβληματισμού, τα δε συνεχώς αυξανόμενα και εντεινόμενα προβλήματα του γήινου περιβάλλοντος εξαιτίας κυρίως, της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της γης και της αναγωγής της ανάπτυξης σε αυτοσκοπό παγκοσμίως, προσδιορίζουν σήμερα, σημαντικά, την πολιτική σκέψη και πράξη και την αντίληψη των ανθρώπων και επηρεάζουν συνεχώς και περισσότερο την παγκόσμια πολική. Παράλληλα, η τεχνολογία και οι κίνδυνοι που επισείει η μη ορθολογική χρήση της, ενισχύουν τον προβληματισμό για το περιβάλλον και καθιστά ακόμη πιο εύθραυστες τις ισορροπίες που θα πρέπει να διατηρηθούν για να αποτραπεί το εφιαλτικό, αλλά βάσιμο σενάριο της επικείμενης ολοσχερούς εξαφάνισης κάθε μορφής ζωής από τον πλανήτη. Ο προβληματισμός για το γήινο περιβάλλον και τις πεπερασμένες δυνατότητες, ανοχές και αντοχές της γης είναι αρκετά παλιός. Διατυπώθηκε ήδη το 1798 από τον Thomas Malthus και από τότε συνέχισε να απασχολεί όλο και περισσότερο την ανθρωπότητα, ώσπου στην εποχή μας καταφάνηκαν για πρώτη φορά η έκταση και ο βαθμός επικινδυνότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όχι μεμονωμένα για κάποια περιοχή ή χώρα αλλά για τον πλανήτη συνολικά. Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις για τη διατάραξη των περιβαλλοντικών λειτουργιών άρχισαν να εκδηλώνονται μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που εγκαινίασε μια καινούργια εποχή για την ανθρωπότητα: την τεχνολογική και πυρηνική. Η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας και οι καινοτομίες που εισήγαγε στη βιομηχανική και πολεμική παραγωγή επέτειναν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στρατόπεδα της «ψυχροπολεμικής» περιόδου, το δυτικό και το ανατολικό, με δραματικές συνέπειες για το περιβάλλον. Όταν έληξε η περίοδος αυτή, συμβολικά με το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου το 1989, ουσιαστικά με τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1992, η οικονομική και πολιτική κυριαρχία του δυτικού συνασπισμού (ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση) επισκιάστηκε από μια καινούργια δύναμη, την παγκοσμιοποίηση, που προέκυψε αβίαστα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την εξάλειψη των οικονομικών και εμπορικών φραγμών ανάμεσα στα κράτη. Η συμβολή της παγκοσμιοποίησης στην υπόθεση του περιβάλλοντος ήταν ταυτόχρονα θετική και αρνητική. Η ανάδειξη παγκόσμιων οικονομικά και πολιτικά ισχυρών κέντρων αποφάσεων, ως αποτέλεσμα της επικράτησης σε παγκόσμιο επίπεδο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου προς όφελος του ιδιωτικού και η πολιτισμική κυριαρχία του καταναλωτικού τρόπου ζωής, όξυναν τα περιβαλλοντικά προβλήματα και δυσχέραναν την προώθηση λύσεων. Από την άλλη όμως πλευρά, η αντίληψη του κόσμου ως ενιαίου, η οργανωτική και λειτουργική ενοποίησή του και η οικουμενικοποίηση της γνώσης, της πληροφορίας και της εμπειρίας, διευκόλυναν σημαντικά την καλύτερη διαχείριση του περιβάλλοντος και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας του. Το πρόβλημα του περιβάλλοντος καθίσταται βαθμιαία το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει ο κόσμος 1 . 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998

Transcript of Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης,...

Page 1: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

1

Εισαγωγή

Η σχέση αλληλεξάρτησης ανθρώπου και γήινου περιβάλλοντας, φυσικού και

βιολογικού, αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια αφετηρία συστηματικού

προβληματισμού, τα δε συνεχώς αυξανόμενα και εντεινόμενα προβλήματα του

γήινου περιβάλλοντος εξαιτίας κυρίως, της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της γης

και της αναγωγής της ανάπτυξης σε αυτοσκοπό παγκοσμίως, προσδιορίζουν σήμερα,

σημαντικά, την πολιτική σκέψη και πράξη και την αντίληψη των ανθρώπων και

επηρεάζουν συνεχώς και περισσότερο την παγκόσμια πολική. Παράλληλα, η

τεχνολογία και οι κίνδυνοι που επισείει η μη ορθολογική χρήση της, ενισχύουν τον

προβληματισμό για το περιβάλλον και καθιστά ακόμη πιο εύθραυστες τις ισορροπίες

που θα πρέπει να διατηρηθούν για να αποτραπεί το εφιαλτικό, αλλά βάσιμο σενάριο

της επικείμενης ολοσχερούς εξαφάνισης κάθε μορφής ζωής από τον πλανήτη.

Ο προβληματισμός για το γήινο περιβάλλον και τις πεπερασμένες δυνατότητες,

ανοχές και αντοχές της γης είναι αρκετά παλιός. Διατυπώθηκε ήδη το 1798 από τον

Thomas Malthus και από τότε συνέχισε να απασχολεί όλο και περισσότερο την

ανθρωπότητα, ώσπου στην εποχή μας καταφάνηκαν για πρώτη φορά η έκταση και ο

βαθμός επικινδυνότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όχι μεμονωμένα για

κάποια περιοχή ή χώρα αλλά για τον πλανήτη συνολικά.

Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις για τη διατάραξη των περιβαλλοντικών

λειτουργιών άρχισαν να εκδηλώνονται μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που

εγκαινίασε μια καινούργια εποχή για την ανθρωπότητα: την τεχνολογική και

πυρηνική. Η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας και οι καινοτομίες που εισήγαγε

στη βιομηχανική και πολεμική παραγωγή επέτειναν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα

δύο μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στρατόπεδα της

«ψυχροπολεμικής» περιόδου, το δυτικό και το ανατολικό, με δραματικές συνέπειες

για το περιβάλλον. Όταν έληξε η περίοδος αυτή, συμβολικά με το γκρέμισμα του

τείχους του Βερολίνου το 1989, ουσιαστικά με τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1992, η

οικονομική και πολιτική κυριαρχία του δυτικού συνασπισμού (ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή

Ένωση) επισκιάστηκε από μια καινούργια δύναμη, την παγκοσμιοποίηση, που

προέκυψε αβίαστα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την εξάλειψη των οικονομικών

και εμπορικών φραγμών ανάμεσα στα κράτη.

Η συμβολή της παγκοσμιοποίησης στην υπόθεση του περιβάλλοντος ήταν

ταυτόχρονα θετική και αρνητική.

Η ανάδειξη παγκόσμιων οικονομικά και πολιτικά ισχυρών κέντρων αποφάσεων, ως

αποτέλεσμα της επικράτησης σε παγκόσμιο επίπεδο του συστήματος της οικονομίας

της αγοράς, η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου προς όφελος του ιδιωτικού και η

πολιτισμική κυριαρχία του καταναλωτικού τρόπου ζωής, όξυναν τα περιβαλλοντικά

προβλήματα και δυσχέραναν την προώθηση λύσεων.

Από την άλλη όμως πλευρά, η αντίληψη του κόσμου ως ενιαίου, η οργανωτική και

λειτουργική ενοποίησή του και η οικουμενικοποίηση της γνώσης, της πληροφορίας

και της εμπειρίας, διευκόλυναν σημαντικά την καλύτερη διαχείριση του

περιβάλλοντος και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας του.

Το πρόβλημα του περιβάλλοντος καθίσταται βαθμιαία το σημαντικότερο ίσως

πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει ο κόσμος1.

1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998

Page 2: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

2

Η επιδείνωση του περιβάλλοντος έχει τεράστιες επιπτώσεις σε όλα τα πεδία δράσης

του ανθρώπου. Παρόλο που τα κίνητρα της καταστροφής του προβάλλοντος είναι

κυρίως οικονομικά είτε με άμεσο (οικονομικές δραστηριότητες) είτε με έμμεσο τρόπο

(ένοπλες συρράξεις, πώληση πυρηνικών όπλων), τα περιβαλλοντικά προβλήματα

πλήττουν σοβαρά την οικονομία και την ανάπτυξη, δρώντας ανταποδοτικά σύμφωνα

με το «φαινόμενο του μπούμερανγκ».

Η μεγαλύτερη όμως απειλή σχετίζεται με την εξασθένιση των μηχανισμών

υποστήριξης της ζωής, μέσα σε ελάχιστα κλάσματα μιας και μόνης στιγμής του

γεωλογικού χρόνου, καθώς κλιμακώνεται η αθροιστική επίδραση των ανθρώπινων

δραστηριοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο2.

Η εξάντληση των δυνατοτήτων του περιβάλλοντος δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης

του πλανήτη και απειλεί να επαναφέρει την ανθρωπότητα σε κατάσταση αγώνα

πάντων κατά πάντων, που οδηγεί αναπόδραστα στη βία και στον αλληλοσπαραγμό.

Το πρόβλημα του περιβάλλοντος είναι πρόβλημα της ανθρωπότητας συνολικά, καθώς

όλες οι χώρες λίγο ή πολύ, και οι ανεπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες, έχουν

συμβάλει στη διαμόρφωση της σημερινής άθλιας κατάστασης, όπου ο τεχνολογικός

πολιτισμός και η κοινωνία του υλισμού καταστρέφουν το βιολογικό πολιτισμό και

την κοινωνία της αρμονικής συνύπαρξης των έμβιων όντων, διαστρέφοντας

ολόκληρο το σύστημα αξιών της φύσης, που αν και σκληρό στην ουσία του, είναι

εντούτοις σοφά διαρθρωμένο, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής.

Η διεθνοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων έδειξε πόσο έντονη είναι η

αλληλεξάρτηση των κρατών και πόσο μεγάλη είναι η αλληλεπίδραση των ρυπογόνων

δραστηριοτήτων τους, με κλιμάκωση από τοπικό-περιφερειακό επίπεδο (π.χ.

διασυνοριακή ρύπανση) σε παγκόσμιο (π.χ. φαινόμενο του θερμοκηπίου).

Αναπόφευκτες είναι λοιπόν οι εντάσεις που δημιουργούνται μέσα στους κόλπους της

διεθνούς κοινότητας σε σχέση με το περιβάλλον, και αφορούν τα λεγόμενα

«παγκόσμια κοινά», δηλ. συλλογικά αγαθά της ανθρωπότητας, τον έλεγχο των

φυσικών πόρων και των ενεργειακών πηγών, και τις στρατιωτικές δράσεις επί του

περιβάλλοντος που μπορεί είτε να είναι αποτέλεσμα των δυο προηγούμενων

παραγόντων έντασης, είτε να συνιστούν επίδειξη πολιτικοοικονομικής ισχύος των

κρατών.

Η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων από κράτη

και άτομα οδήγησε στην ανάληψη δράσεων υπέρ της προστασίας του.

Κράτη, Διεθνείς Οργανισμοί και Περιβαλλοντικές Οργανώσεις πολιτών συμβάλλουν

στην προσπάθεια αντιμετώπισης της δραματικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος,

εγχείρημα όχι και τόσο εύκολο αφού απαιτείται συντονισμός δράσεων και

ουσιαστική συνεργασία. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται η πολιτική βούληση των

κρατών, που τις περισσότερες δυστυχώς φορές προτάσσουν την οικονομική τους

ανάπτυξη άνω από την προστασία του περιβάλλοντος. Η σύγκρουση ανάπτυξης και

περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα έντονη στις αναπτυσσόμενες χώρες που προσπαθούν

υπό την πίεση των τεράστιων δομικών τους προβλημάτων και υπό το άγχος της

αποπληρωμής του εξωτερικού τους χρέους, να ακολουθήσουν την εξελικτική πορεία

των ανεπτυγμένων κρατών.

Το πρόβλημα του περιβάλλοντος απαιτεί ουσιαστική και αποτελεσματική

αντιμετώπιση, που προϋποθέτει βούληση και δράση. Θα πρέπει να αναθεωρηθεί η

αντίληψη του ανθρώπου για τη φύση ως μέσο ικανοποίησης των εγωιστικών του

επιδιώξεων και ως χώρο απόθεσης των καταλοίπων της εκβιομηχάνισης και του

2 A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου, εκδόσεις

Λυχνός, Αθήνα 1997

Page 3: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

3

καταναλωτισμού, και να αντικατασταθεί από τη θεώρησή της ως τροφοδότη της

ζωής. Απαιτείται η διαμόρφωση ενός συνόλου προτεραιοτήτων που θα εξασφαλίσουν

τη μετάβαση από την αθροιστική καταστροφή του περιβάλλοντος και των βιολογικού

μηχανισμού προς εκείνη τη μορφή διαχείρισης η οποία θα επιτυγχάνει τη διατήρησή

τους.

Page 4: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

4

1

Το περιβάλλον ως εστία εντάσεων των σύγχρονων διεθνών σχέσεων

1.1 Πεδία έντασης

Η σύγκρουση οικονομίας και περιβάλλοντος αποτελεί την αφετηρία των

προβλημάτων του περιβάλλοντος και τη βασικότερη εστία εντάσεων ανάμεσα στα

υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, κυρίως τα κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς και τις

μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η κυριαρχία της αγοράς, η ενίσχυση του ανταγωνισμού

και του ατομικού ωφελιμισμού, το δίλημμα της ένταξης και του αποκλεισμού (για τα

αναπτυσσόμενα κράτη) και η ανάδειξη νέων, παγκόσμιων οικονομικών και πολιτικών

διεθνών υποκειμένων, αναμένεται ότι θα καταστήσουν εντονότερη τη σύγκρουση

αυτή και θα οξύνουν σημαντικά τα προβλήματα του περιβάλλοντος, εκτός αν η

τεχνολογία κατορθώσει να δώσει ριζικές λύσεις, που θα εκτονώσουν το πρόβλημα,

χωρίς να το μεταθέσουν σε άλλους τομείς της ζωής3.

Αποτέλεσμα των άνισων σχέσεων ισχύος των κρατών και της οικονομικής

εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων είναι η δημιουργία πεδίων εντάσεων στο

περιβάλλον, που αντανακλούν την αυξημένη σημασία του στη σημερινή εποχή για τις

διεθνείς σχέσεις. Πεδία εντάσεως δημιουργούνται όταν τίθενται ζητήματα όπως η

διαχείριση και εκμετάλλευση των παγκοσμίων κοινών, η διαχείριση των φυσικών

πόρων (ανανεώσιμων και μη) αλλά και όταν τα κράτη εμπλέκονται σε πολέμους, που

μπορεί είτε να είναι αποτέλεσμα της διαμάχης για την πρόσβαση στους φυσικούς

πόρους είτε να συνιστούν εκδηλώσεις στρατιωτικής ισχύος και οικονομικής και

πολιτικής κυριαρχίας.

Παρακάτω εξετάζονται επιμέρους τα πεδία εντάσεως.

1.1.1. Τα παγκόσμια κοινά

Από οικονομική άποψη, τα Παγκόσμια Κοινά αποτελούν κατηγορία αγαθών στα

οποία έχουν όλοι πρόσβαση και τα οποία καταναλώνουν από κοινού όλοι.

Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε στην Απόφαση 2749 της Γενικής

Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, το 1970: «Οι ωκεανοί και το υπέδαφός τους,

καθώς και οι φυσικοί πόροι που εμπεριέχουν, αποτελούν την Κοινή Κληρονομιά της

ανθρωπότητας. Η περιοχή αυτή δε μπορεί να καταστεί αντικείμενο οικειοποίησης

από κράτη ή άτομα … και ως εκ τούτου, κανένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί ή

να εξασκήσει … κυριαρχικά δικαιώματα επάνω σ’ αυτή».

Κατά διασταλτική ερμηνεία, ο όρος «Κοινή Κληρονομιά της ανθρωπότητας» μπορεί

να συμπεριλάβει ολόκληρο το οικοσύστημα πάνω στο οποίο βασίζεται η ζωή του

3 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998

Page 5: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

5

πλανήτη: ορυκτά, ενεργειακές πηγές, οξυγόνο, φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς

και άλλους φυσικούς πόρους4.

Στα παγκόσμια κοινά ανήκει επίσης ο ατμοσφαιρικός αέρας και το διάστημα.

Τα παγκόσμια κοινά ανήκουν σε όλα τα έθνη του κόσμου και όλα τα έθνη

εξαρτώνται από αυτά. Αποτελούν κατηγορία συλλογικών αγαθών και παρουσιάζουν

τα εξής δύο χαρακτηριστικά: α) χαρακτηρίζονται από αδιαιρετότητα στη κατανάλωσή

τους, δηλ. η ίδια φυσική μονάδα του αγαθού μπορεί να εξυπηρετεί πολλούς

συγχρόνως, και β) δε μπορεί να εφαρμοστεί σ’ αυτά η αρχή του αποκλεισμού, δηλ. ο

καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιεί και να απολαμβάνει τις υπηρεσίες τους, καθώς τα

αγαθά αυτά έχουν την ιδιότητα να μην είναι επιδεκτικά ιδιοποίησης5.

Οι εντάσεις που αφορούν τα παγκόσμια κοινά σχετίζονται με τη νομική φύση των

δικαιωμάτων διαχείρισής και εκμετάλλευσής τους.

Για παράδειγμα, η θάλασσες, οι οποίες καλύπτουν το 70% της επιφάνειας του

πλανήτη, ανήκουν στα κυριότερα κοινά περιουσιακά στοιχεία της ανθρωπότητας.

Προσβάλλονται όμως από τα βιομηχανικά και οικιακά απόβλητα, τις

πετρελαιοκηλίδες και τις διαρροές πετρελαίου, την υπεραλίευση και τις

αδικαιολόγητες ενέργειες καταστροφής (όπως πρακτικές αλιείας με δίχτυα

επιφάνειας από Ιάπωνες και Ταϊβανούς, που πρόσφατα κηρύχθηκε παράνομη).

Τα κράτη προτιμούν να απορρίπτουν τα απόβλητά τους σε περιοχές της θάλασσας

που χαρακτηρίζονται ως παγκόσμια κοινά, παρά σε χώρους της εδαφικής τους

κυριαρχίας, θεωρώντας πως η παραδοσιακή αντίληψη της «ελευθερίας των

θαλασσών» τους δίνει το δικαίωμα να ανάγουν τα περιβαλλοντικά τους προβλήματα

σε συλλογική υπόθεση. Η συνθήκη για το Δίκαιο της θάλασσας, που υπογράφηκε το

1982, κατοχύρωσε υπέρ όλων των κρατών (παράκτιων και περίκλειστων) διάφορες

εκδηλώσεις ελευθερίας στην ανοιχτή θάλασσα: ελευθερία της ναυσιπλοΐας, ελευθερία

της υπέρπτησης, ελευθερία τοποθέτησης υποθαλάσσιων καλωδίων και

σωληναγωγών, ελευθερία κατασκευής τεχνητών νησιών, ελευθερία της αλιείας και

ελευθερία της επιστημονικής έρευνας6.

Οι ελευθερίες όμως αυτές δεν είναι απεριόριστες αλλά διέπονται από μια βασική

αρχή, που ισχύει για όλα τα παγκόσμια κοινά: την αρχή της ισόρροπης άσκησης

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, τα κράτη οφείλουν κατά

την άσκηση στων δικαιωμάτων τους να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα και τα

νόμιμα συμφέροντα των υπόλοιπων κρατών7.

Στην πράξη όμως δεν εφαρμόζεται η αρχή αυτή αλλά μάλλον το δίκαιο του

οικονομικά ισχυρότερου και τεχνολογικά ικανότερου, καθώς τα πιο ανεπτυγμένα

κράτη, που διαθέτουν π.χ. καλύτερους εμπορικούς και αλιευτικούς στόλους ή

καλύτερο τεχνολογικό επίπεδο έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα

και στους ωκεανούς, όπου μπορούν να απορρίπτουν βιομηχανικά κατάλοιπα,

εκρηκτικές ύλες, χημικά προϊόντα και ραδιενεργές ουσίες, να κάνουν πυρηνικές

δοκιμές (συνήθης πρακτική έως το 1972), να καθαρίζουν τις δεξαμενές των

πετρελαιοφόρων τους και έτσι να εκλύουν τα κατάλοιπα του πετρελαίου, να

προκαλούν ατυχήματα από τη μεταφορά πετρελαίου κ.α. Την ίδια στιγμή, μπορούν

4 Frederic Pearson – J. Martin Rochester, “International Relations. The global condition in the

late twentieth century”, Random House 1991 5 Δ. Π. Καράγιωργας, «Δημόσια Οικονομική Ι. Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους»,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1979 6 Εμμανουήλ Ρούκουνας, «Διεθνές Δίκαιο ΙΙ. Δίκαιο της θάλασσας», εκδόσεις Σάκκουλα,

Αθήνα 1982 7 Κ. Ιωάννου – Α. Στρατή, «Εισηγήσεις δικαίου της θάλασσας. Τόμος Α΄», εκδόσεις

Σάκκουλα, Αθήνα 1996

Page 6: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

6

να εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της ανοιχτής θάλασσας, δηλ. να αλιεύουν,

να εξορύσσουν πετρέλαιο, φυσικό αέριο και κοιτάσματα ορυκτών από το διεθνή

βυθό και να προβαίνουν σε επιστημονική έρευνα για την καλύτερη αξιοποίησή τους.

Το ίδιο ισχύει και για την ατμόσφαιρα, στην οποία τα ανεπτυγμένα κράτη, με τις

ποικίλες βιομηχανικές τους δραστηριότητες, διοχετεύουν ατμοσφαιρικούς ρύπους σε

ποσότητες που μπορούν να επηρεάσουν τη δομή, τη σύσταση ή τα χαρακτηριστικά

της.

Με αυτή όμως την πρακτική επιδεινώνουν το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και

περιορίζουν το δικαίωμα των αναπτυσσόμενων χωρών να εκπέμπουν ανθρωπογενή

αέρια θερμοκηπίου, ως αναγκαίο κακό των προσπαθειών τους για ανάπτυξη και

άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου8.

Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της όξινης βροχής, όπου η ρυπογόνος

δραστηριότητα ορισμένων χωρών έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση άλλων

περιοχών του πλανήτη, δείχνοντας ότι τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα

συνδέονται άμεσα με τα τοπικά και περιφερειακά προβλήματα.

Αναπόφευκτα λοιπόν δημιουργούνται εντάσεις στους κόλπους της διεθνούς

κοινότητας, καθώς τα παγκόσμια κοινά ανήκουν σε όλους και όλοι διεκδικούν το

δικαίωμα της ίσης και ισόρροπης διαχείρισης και εκμετάλλευσής τους. Τη

συλλογικότητα όμως των αγαθών αυτών την αντιλαμβάνονται μόνο ως κοινή

προσπάθεια προστασίας τους από διάφορες ρυπαντικές ενέργειες) και όχι ως κοινή

χρήση και συνδιαχείριση.

1.1.2 Οι φυσικοί πόροι και οι πηγές ενέργειας

Οι φυσικοί πόροι περιλαμβάνουν όλο το ζωντανό και μη ζωντανό μέρος της

φύσης, που είναι ή θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στον άνθρωπο9.

Διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

α) πρωτογενείς: περιλαμβάνουν όλες τις βασικές πηγές ενέργειας, τη γη, το νερό, την

ατμόσφαιρα, τον ήλιο, τον αέρα και τα χημικά στοιχεία από τα οποία αποτελείται η

ζωή στη γη, το οξυγόνο, τον άνθρακα και το υδρογόνο.

β) δευτερογενείς: προήλθαν από τη συμβολή των πρωτογενών και περιλαμβάνουν τα

ζώα, τα φυτά και τα ορυκτά.

γ) τριτογενείς: είναι αποτέλεσμα των ανθρώπινων επεμβάσεων στις δύο

προηγούμενες κατηγορίες, που με τη βοήθεια των τεχνολογικών ανακαλύψεων

μετασχημάτισε σε προϊόντα προέλευσης ζωικής (π.χ. δέρμα, μαλλί, τρόφιμα) και

φυτικής (π.χ. επεξεργασμένα τρόφιμα, κλωστοϋφαντουργικές ίνες, φαρμακευτικές

ουσίες, ξυλεία, χαρτί) και προϊόντα από την εξόρυξη και εκμετάλλευση των ορυκτών

(όπως μεταλλεύματα, κεραμικά, γυαλί, τσιμέντο, πετρέλαιο)10

.

Οι φυσικοί πόροι διακρίνονται επίσης σε ανανεώσιμους και μη.

Ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι είναι οι πρωτογενείς, όπως ο αέρας, ο ήλιος και το νερό,

που βρίσκονται σε ανανεώσιμα αποθέματα με φυσικές ή ανθρωπογενείς διαδικασίες.

8 Η προβληματική που αφορά το λεγόμενο «δικαίωμα στη μόλυνση» των αναπτυσσόμενων

κρατών εξετάζεται αναλυτικά στο κεφάλαιο 4 9 Γεώργιος Κώττης, «Οικονομική της προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Παπαζήση,

Αθήνα 1975. 10

Frederic Pearson – J. Martin Rochester, “International Relations. The global condition in

the late twentieth century”, Random House 1991

Page 7: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

7

Μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι είναι ορυκτές ύλες, μεταλλεύματα και ενεργειακές

πηγές όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τα αποθέματα των οποίων είναι

περιορισμένα.

Βασικά οικονομικά ερωτήματα σχετικά με τους φυσικούς πόρους είναι αν η

προσφορά τους είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη, αν

παρουσιάζεται τάση εξάντλησης των αποθεμάτων τους και ποιος είναι ο οικονομικά

ορθότερος τρόπος διαχείρισής τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάστηκε ο κίνδυνος της εξάντλησης των κυριότερων

φυσικών πόρων, όπως του εδάφους, του νερού, των ενεργειακών πηγών και των

ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας.

Καθώς οι φυσικοί πόροι ρυπαίνονται (έδαφος, νερό, αέρας) και ελαττώνονται τα

αποθέματά τους εξαιτίας της εξάντλησης τους από την υπερβολική χρήση τους

(ορυκτά, μεταλλεύματα, καύσιμα), η απειλή μιας μελλοντικής απώλειάς τους γίνεται

όλο και πιο ορατή.

Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα της ανεπάρκειας των μη ανανεώσιμων φυσικών

πόρων, λόγω της αδυναμίας ανανέωσης τους. Η μαζική κατανάλωση τέτοιων πόρων,

που άρχισε στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, συνδέθηκε με την

οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση των κρατών. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η

παγκόσμια ζήτηση ορυκτών όλων των ειδών αυξήθηκε με ρυθμό πενταπλάσιο

τουλάχιστον από το ρυθμό της πληθυσμιακής αύξησης11

.

Η κατανάλωση ορυκτών υλών είναι ιδιαίτερα μεγάλη στη Δυτική Ευρώπη και την

Ιαπωνία που βασίζονται στις εισαγωγές για να ικανοποιήσουν το 90% των αναγκών

τους σε ορισμένες βιομηχανικές πρώτες ύλες. Ακόμη και οι Η.Π.Α., που είναι χώρα

παραγωγής μη καύσιμων ορυκτών, εισάγει ορυκτές ύλες για να μπορέσει να καλύψει

τις όλο και μεγαλύτερες ανάγκες της, ως μεγάλος οικονομικός παίκτης στη διεθνή

εμπορική σκηνή..

Ένα ζήτημα που προκαλεί εντάσεις και εγείρει ανησυχίες είναι το ενεργειακό. Καθώς

αυξάνεται η κατανάλωση ενέργειας από ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, η

πίεση για τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Μόνο

οι Η.Π.Α., που συγκεντρώνουν το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού, αποσπούν το 30%

της ετήσιας παγκόσμια κατανάλωσης ενέργειας12

.

Οι κίνδυνοι εξάντλησης των αποθεμάτων άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου,

των πιο διαδεδομένων δηλ. πηγών ενέργειας, είναι πάντα ορατοί.

Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για τον υπολογισμό του ρυθμού εξάντλησης των

αποθεμάτων ορυκτών πόρων, υπό διάφορες παραδοχές. Μα μελέτη που προκάλεσε

μεγάλη ανησυχία και αποτέλεσε την αφετηρία του συστηματικού περιβαλλοντικού

προβληματισμού, δημοσιεύτηκε το 1972, από το λεγόμενο «Όμιλο της Ρώμης», υπό

τον τίτλο «The limits to growth»13

. Η μελέτη αυτή προειδοποιούσε για τον κίνδυνο

κατάρρευσης του σύγχρονου πολιτισμού, κάτω από την πίεση της ραγδαίας αύξησης

του πληθυσμού της γης και τις επιπτώσεις των ανεξέλεγκτων ρυθμών ανάπτυξης, που

εξαντλούν βαθμιαία το γήινο περιβάλλον και τις ανοχές του.

Εντούτοις, όπως απέδειξαν και οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, το

πρόβλημα της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν είναι τόσο

11

Γεώργιος Κώττης – Αθηνά Πετράκη- Κώττη, «Σύγχρονα οικονομικά θέματα», εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ.352

12

Frederic Pearson – J. Martin Rochester, “International Relations. The global condition in

the late twentieth century”, Random House 1991

13

Meadows D. H. and others, “The limits to growth”, Universe Books, New York 1972

Page 8: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

8

αποτέλεσμα φυσικών παραγόντων όσο συνάρτηση πολιτικών και οικονομικών

σκοπιμοτήτων και υπολογισμών. Οι τεχνολογικές βελτιώσεις μπορούν να

επηρεάσουν τη έρευνα για νέα αποθέματα ορυκτών και την εξόρυξη ή την

επεξεργασία τους. Υποστηρίζεται δε ότι ένα μεγάλο μέρος της μάζας του πλανήτη14

δεν έχει ερευνηθεί λεπτομερώς και επομένως όταν ερευνηθεί προσεκτικότερα και με

πιο εξελιγμένα μέσα, είναι πολύ πιθανό ότι θα αποκαλυφθεί η ύπαρξη σημαντικών

νέων κοιτασμάτων, των περισσότερων, αν όχι όλων, ορυκτών.

Την καλύτερη απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα δίνουν οι ανανεώσιμες πηγές

ενέργειας, δηλ. η ηλιακή, αιολική, γεωθερμική, καθώς όμως απαιτούνται κεφάλαια

και έρευνες για την κατάλληλη αξιοποίησή τους, τα κράτη εμφανίζονται διστακτικά

και προτιμούν για διάφορους λόγους (οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές

σκοπιμότητες) να καταφεύγουν στη χρήση του πετρελαίου, του άνθρακα, του

φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας.

Η πυρηνική ενέργεια παρουσιάζει δύο πολύ βασικά μειονεκτήματα: βασίζεται σε

καύσιμη ύλη που προέρχεται από πεπερασμένες, μη ανανεώσιμες ποσότητες

ουράνιου, και, όπως απέδειξε το ατύχημα του πυρηνικού εργοστασίου Τσερνομπίλ το

1986, δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν τα ραδιενεργά στοιχεία που χρησιμοποιούνται

για την παραγωγή της. Ο βαθμός επικινδυνότητας που παρουσιάζει με του υπάρχον

επίπεδο τεχνολογίας είναι πολύ υψηλότερος από τις υπόλοιπες πηγές ενέργειας, αφού

και το παραμικρό λάθος μπορεί να προκαλέσει αστραπιαία τον αφανισμό της ζωής σε

πολύ μεγάλες περιοχές του πλανήτη.

Καθώς το ενεργειακό ζήτημα είναι συνδεδεμένο όχι απλώς και μόνο με τα

οικονομικά συμφέροντα των κρατών αλλά με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου, το

πρόβλημα της ορθολογικής διαχείρισης του παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο

για τα κράτη (βιομηχανικά και αναπτυσσόμενα, ενεργειακώς πλούσια και

ενεργειακώς ενδεή, παρόχθια και περίκλειστα) αλλά και για τους διεθνείς

περιβαλλοντικούς οργανισμούς, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (οικολογικές

οργανώσεις) και τους ιδιώτες (εξωκρατικές ομάδες συμφερόντων, πολυεθνικές

εταιρείες).

Ενώ και ο Βορράς και ο Νότος αναγνωρίζουν τη σημασία της διαφύλαξης των

φυσικών πόρων, διαφωνούν στον τρόπο διαχείρισης τους. Ο φτωχός αναπτυσσόμενος

Νότος θεωρεί πως να πρέπει να υπάρξει συνδιαχείριση των φυσικών πόρων μέσω

διεθνών περιβαλλοντικών οργανισμών, στα πλαίσια μια παγκόσμιας ανακατανομής

πλούτου. Συχνά βασίζουν τα επιχειρήματα τους στην «κοινή κληρονομιά της

ανθρωπότητας» και κατηγορούν στις ανεπτυγμένες χώρες για σφετερισμό των

φυσικών πόρων μέσω των πολυεθνικών τους εταιρειών. Από την άλλη πλευρά, οι

πλούσιες χώρες, που επιζητούν περαιτέρω οικονομική μεγέθυνση, ερίζουν μεταξύ

τους για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, καθώς

και για τις προτεραιότητες διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος, έλεγχου

της ρύπανσης, βιομηχανικής εξάπλωσης και οικονομικής μεγέθυνσης, και

ενεργειακής αυτάρκειας15

.

14

Τέτοιες περιοχές αποτελούν η υφαλοκρηπίδα και ο διεθνής βυθός, όπου υπάρχουν

μεγάλα αποθέματα πετρελαίου, άνθρακα, μαγνήσιου, νικέλιου, κοβάλτιου, χαλκού και άλλων

πολύτιμων μετάλλων 15

Frederic Pearson – J. Martin Rochester, “International Relations. The global condition in

the late twentieth century”, Random House 1991

Page 9: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

9

1.1.3 Πόλεμος και περιβάλλον

Επί πολλές χιλιετίες ο πόλεμος αποτελούσε τον παραδοσιακό τρόπο επίλυσης των

διαφορών, σε τοπική συνήθως κλίμακα. Οι τεχνολογικές μεταβολές που σημειώθηκαν

κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπου ξεχωρίζει η ανακάλυψη των πυρηνικών

όπλων, επέτρεψαν τη διεθνοποίησης των συρράξεων και τη δυνατότητα μαζικής

καταστροφής. Ο πόλεμος δεν αποτελεί πλέον τύπο συμπεριφοράς που προορίζεται

για την επίλυση διαφορών και στοχεύει στην κατάκτηση του αντιπάλου αλλά έχει

μεταμορφωθεί σε επιχείρηση καταστροφής και μέσο, πολλές φορές, οικονομικής

πολιτικής. Καθώς η βία και η απειλή της καταστροφής αποτελούν ένα πολύ

αποτελεσματικό τρόπο επιβολής και εξαναγκασμού αναγνώρισης ισχύος, ο πόλεμος

εμπορευματοποιήθηκε και εξελίχθηκε σε ένα άμεσα εμπορεύσιμο προϊόν, με

δυνατότητες εξαγωγής και μεγάλα περιθώρια κέρδους.

Η πολεμική βιομηχανία αποτελεί ένα πολύ αποδοτικό τομέα της οικονομίας, στον

οποίο δαπανούνται τεράστια ποσά για έρευνα και ανάπτυξη, πολύ μεγαλύτερα από

αυτά που διατίθενται για την εκπαίδευση και την υγεία.

Στη σημερινή εποχή, οι πόλεμοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α) σ’ αυτούς που

είναι φυσικό αποτέλεσμα των εντάσεων για την πρόσβαση στους μειούμενους

φυσικούς πόρους, στους οποίους βασίζεται η επιβίωση, και οι οποίοι είναι μη

ελέγξιμοι και β) σ’ αυτούς που είναι τεχνητοί για να ασκήσουν πολιτική και

οικονομική πίεση και ταυτόχρονα να αποφέρουν κέρδη σ’ αυτούς που τους

δημιούργησαν.

Στην πρώτη περίπτωση φυσικοί πόροι όπως τα ορυκτά καύσιμα, οι υδάτινοι πόροι, οι

καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οι τόποι αλιείας αποτελούν ήδη εστίες ένοπλων

συγκρούσεων.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, με πιο πρόσφατο τον Πόλεμο του κόλπου, όπου το

Ιράκ ήθελε να αποκτήσει τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών του Κουβέιτ, ενώ οι

Η.Π.Α. δε μπορούσαν να επιτρέψουν παρόμοια αποσταθεροποιητική μετατόπιση του

ελέγχου μιας από τις βασικότερες πηγές ενέργειας της δυτικής οικονομίας.

Όπως αναφέρει η Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Περιβάλλοντος και ανάπτυξης

(WCED): «Η συνεχιζόμενη και επεκτεινόμενη περιβαλλοντική κρίση αποτελεί

απειλή για την εθνική ασφάλεια –ακόμη και για την επιβίωση- η οποία μπορεί να

είναι μεγαλύτερη εκείνης που προέρχεται από εξοπλισμένους, άσχημα διακείμενους

γείτονες και εχθρικούς συνασπισμούς. Ήδη, σε ορισμένες περιοχές της Λατινικής

Αμερικής, της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, η περιβαλλοντική

υποβάθμιση καθίσταται πηγή πολιτικών αναταραχών και διεθνών εντάσεων, … Οι

συνέπειες των κλιματολογικών μεταβολών θα είναι κατά πάσα πιθανότητα άνισες: θα

διαταράξουν τα αγροτικά συστήματα σε περιοχές οι οποίες παρέχουν μεγάλο μέρος

της παγκόσμιας συγκομιδής δημητριακών, ενδέχεται δε να προκαλέσουν μαζικές

μετακινήσεις πληθυσμών σε παροχές που ήδη ενδημεί η φτώχεια»16

.

Η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η σπανιότητα των φυσικών πόρων προάγουν το

πόλεμο, ο οποίος, όταν ξεσπάσει, επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την

περιβαλλοντική υποβάθμιση και τη μείωση των φυσικών πόρων. Για παράδειγμα, τα

τροπικά δάση του Βιετνάμ τα οποία επλήγησαν συστηματικά από τα χημικά όπλα των

Η.Π.Α. θα χρειαστούν πολλές γενιές για να αναδημιουργηθούν ενώ μια από τις

μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές από αργό πετρέλαιο σημειώθηκε το 1991 στην

περιοχή του Περσικού Κόλπου κατά τη διάρκεια του Πόλεμου του κόλπου.

16

WCED, “our common future”, Oxford University Press, Oxford 1987

Page 10: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

10

Στη δεύτερη περίπτωση η αναπόσπαστη διασύνδεση της πολιτικής και οικονομικής

κυριαρχίας με τη στρατιωτική ισχύ και η επιθυμία των χωρών για στρατιωτική

ασφάλεια, ενθάρρυναν την εκμετάλλευση των τοπικών και περιφερειακών διενέξεων

από χώρες με ανεπτυγμένη πολεμική βιομηχανία, όπως η Η.Π.Α. και παλιότερα η

Σοβιετική Ένωση, με σκοπό την εμπορία όπλων. Η εκμετάλλευση αύτη αρχίζει από

την υποδαύλιση των εχθροτήτων και την αύξηση των εντάσεων ανάμεσα σε χώρες με

εδαφικές, εθνολογικές ή πολιτισμικές διαμάχες, όπου το σύνολο των δαπανών σε

στρατιωτική εκπαίδευση κα όπλα αγγίζει κατά μέσο όρο το 10%περίπου του ΑΕΠ

λόγω του διαρκούς φόβου κλιμάκωσης των εχθροπραξιών, και φτάνει μέχρι την

τεχνητή πρόκληση πολέμων.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η πρόοδος των θετικών επιστημών επέτρεψαν τον

εμπλουτισμό της πολεμική μηχανής με όλη τη γκάμα όπλων μαζικής εξόντωσης κάθε

μορφής ζωής στον πλανήτη. Το πυρηνικό οπλοστάσιο ενός και μόνο υποβρυχίου

Trident είναι αρκετές χιλιάδες φορές ισχυρότερο από τη βόμβα ης Χιροσίμας.

Το μέγεθος, η ένταση και η έκταση των πολέμων αυξάνονται, όπως αυξάνεται και ο

αριθμός των θυμάτων τους, όχι τόσο από τις άμεσες συνέπειές τους όσο από τις

έμμεσες που διαφαίνονται στο απώτερο μέλλον και επηρεάζουν περισσότερες γενιές

ανθρώπων17

.

Ο έντονα μηχανοποιημένος πόλεμος, με τις απαιτούμενες μακροχρόνιες

προετοιμασίες και ασκήσεις προσομοίωσης, δαπανά για την κατασκευή, τη μεταφορά

και τη λειτουργία των όπλων τεράστιες ποσότητες καυσίμων, τα οποία

απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα18

.

Ο πόλεμος όμως έχει και σημαντικές οικονομικές συνέπειες καθώς περιστέλλει το

εμπόριο, καταστρέφει το αστικό περιβάλλον – δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτρισμού,

κατοικίες, νοσοκομεία, σχολεία- και τα πολιτισμικά μνημεία, μολύνει τη γη, τα ύδατα

και τον αέρα και έτσι καταστρέφει τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη

βιομηχανία (οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι ένας από τους πρώτους στόχους

των βομβαρδισμών).

Η πλέον πρόσφατη και θλιβερή απόδειξη των μεγάλων καταστροφών που

επιφυλάσσει ο πόλεμος για το περιβάλλον και την ανθρωπότητα, το οικοσύστημα και

την οικονομία, είναι ο πόλεμος των Νατοϊκών δυνάμεων με την Ομοσπονδιακή

Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, όπου ο κυνικός βομβαρδισμός της Σερβίας

με τις λεγόμενες «έξυπνες βόμβες» από απεμπλουτισμένο ουράνιο, μόλυνε

ανεπανόρθωτα με ραδιενέργεια μια πολύ μεγάλη περιοχή των Βαλκανίων, οι ολέθριες

συνέπειες της οποίας θα διαφανούν στο άμεσο μέλλον19

.

Με λίγα λόγια, ο πόλεμος εξοντώνει τη ζωή και τον πολιτισμό και το μόνο όφελος

που αποφέρει είναι σε αυτούς που κατασκευάζουν και εμπορεύονται όπλα, που όμως

θα αντιμετωπίσουν και οι ίδιοι αργότερα τις συνέπειες του καθώς η ιστορία διδάσκει

ότι η πολιτική και οικονομική παντοκρατορία που βασίζεται στην φυσική και

οικονομική εξόντωση του αντιπάλου δεν έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.

17

Paul Gordon Lauren, “War, Peace and the Environment”, στο βιβλίο: “International

dimensions of the environmental crisis”, edited by Richard Barett, Westview Press, Colorado

1982 18

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου,

εκδόσεις Λυχνός, Αθήνα 1997

19

Η Νατοϊκή συμμαχία ήταν πλήρως ενήμερη για την τραγική καταστροφή που θα

σημειωνόταν στην περιοχή αλλά εντούτοις προχώρησε στους βομβαρδισμούς κατευθυνόμενη

από τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα κυρίως των Η.Π.Α.

Page 11: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

11

2

Η δραματική υποβάθμιση του περιβάλλοντος

2.1 Η εξέλιξη του περιβαλλοντικού προβλήματος

Το γήινο περιβάλλον στα 4.600 περίπου εκατομμύρια χρόνια ζωής του έχει υποστεί

αναρίθμητες αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές επήλθαν στα πλαίσια τριών γεωλογικών

μεταβολών και φυσικών διεργασιών που διαμόρφωσαν το φυσικό περιβάλλον στη

σημερινή του μορφή, παράλληλα όμως σημαντικές μεταβολές οφείλονται στην

ιδιόμορφη εξελικτική πορεία ενός στοιχείου των φυσικών οικοσυστημάτων, του

ανθρώπου20

.

Οι ρίζες της σύγχρονης περιβαλλοντικής κρίσης εντοπίζονται κυρίως στις κοινωνικές

και οικονομικές εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη, με κύριους σταθμούς την αγροτική

επανάσταση, την αστικοποίηση και τη βιομηχανική επανάσταση. Η κρίση αυτή

εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλο τον κόσμο μέσω της επικράτησης των Ευρωπαϊκών

κρατών στην παγκόσμια στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική και πολιτιστική

σκηνή.

Η περίοδος πριν τη βιομηχανική επανάσταση

Ενώ αρχικά ο άνθρωπος αποτελούσε ένα σχετικά ομαλό λειτουργικό μέρος των

φυσικών οικοσυστημάτων, σταδιακά, επεκτείνοντας τις παραγωγικές και

καταναλωτικές του δραστηριότητες, εξελίχθηκε σε εξωγενές στοιχείο που

περισσότερο επεμβαίνει στη φύση παρά επηρεάζεται απ’ αυτή σαν βιολογική μονάδα

της.

Η επέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών του

να ικανοποιήσει τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές κ.λ.π. ανάγκες του. Αρχικό

αντικείμενο των επεμβάσεων αυτών ήταν το φυσικό περιβάλλον, αργότερα όμως και

το ανθρωπογενές , ως προϊόν της πολιτισμικής του δράσης.

Απόρροια της πολιτισμικής διαδικασίας του ανθρώπου υπήρξε η βελτίωση των

συνθηκών διαβίωσης αλλά και η δημιουργία κάποιων νέων προβλημάτων,

σχετιζόμενων με το περιβάλλον και τις λειτουργίες του.

Σε ορισμένους πολιτισμούς, όπως σε εκείνους των δυτικών χωρών, ο άνθρωπος

ανέπτυξε μια εγωκεντρική νοοτροπία για το φυσικό περιβάλλον και, αντί να θεωρεί

τον εαυτό του μέρος του περιβάλλοντος πίστεψε ότι αυτός υπερέχει από όλα τα’ άλλα

πλάσματα της Δημιουργίας και ότι η υπόλοιπη φύση έχει δημιουργηθεί για τη δική

του χρήση και απόλαυση21

.

20

Η εξελικτική αυτή πορεία περιγράφεται συνοπτικά και παραστατικά στο: Γκρήφαν

Μόνικα, (επιμ.) Greenpeace, Αθήνα, Εκδόσεις μετά τη βροχή, 1986, σελ.7 21

Γεώργιος Κώττης – Αθηνά Πετράκη-Κώττη, «Σύγχρονα οικονομικά θέματα», Αθήνα,

εκδόσεις Παπαζήση, 1995, σελ.279

Page 12: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

12

Βάσει της νοοτροπίας αυτής, ο άνθρωπος θεώρησε το φυσικό περιβάλλον σαν μια

διαρκή πηγή πόρων (ενέργεια, πρώτες ύλες, τροφή, ψυχαγωγία) την οποία θα

μπορούσε να εκμεταλλεύεται κατά βούληση.

Η τοπικά συγκεντρωμένη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και η απόρριψη

καταλοίπων, παρουσίαζε κάποιες φορές ορισμένα περιβαλλοντικά προβλήματα (όπως

η ρύπανση του νερού στην αρχαία Ρώμη η καταστροφή του τοπίου στην περιοχή των

ορυχείων στης Αρχαίας Σικελίας22

), επρόκειτο όμως για περιορισμένης κλίμακας

προβλήματα και για μεμονωμένες περιπτώσεις.

Τα πρώτα ουσιαστικά οικολογικά προβλήματα, εμφανίσθηκαν με την αγροτική

επανάσταση και σε μικρότερο βαθμό με την ανάπτυξη της οικόσιτης κτηνοτροφίας,

όπου προοιωνίζεται και η αστικοποίηση στης κοινωνικής οργάνωσης.

Οι αρνητικές επεμβάσεις στο περιβάλλον και τα προβλήματα στο ανθρωπογενές

περιβάλλον εξακολούθησαν και στο Μεσαίωνα μέχρι την απαρχή της βιομηχανικής

επανάστασης (που τοποθετείται περίπου στα 1760).

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα την περίοδο αυτή αποκτούν μονιμότητα με

περιοδικές οξύνσεις και εμφανή μεμονωμένα ή σωρευτικά αποτελέσματα, Όμως, η

υποβάθμιση δεν είχε καθοριστικές για το μέλλον επιπτώσεις ενώ δεν απειλούσε

μακροπρόθεσμα το περιβάλλον ή σημαντικά στοιχεία του σαν όρο ύπαρξης,

ποιότητας ζωής και ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών.

Η περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης

Η βιομηχανική επανάσταση23

είχε άμεσες και έμμεσες αρνητικές επιδράσεις στο

περιβάλλον. Στις άμεσες ανήκει η καταστροφή φυσικών χώρων για εγκατάσταση του

πληθυσμού και εξεύρεση πρώτων υλών και ενέργειας, η απόρριψη στο περιβάλλον

άχρηστων υλικών, ενέργειας και ουσιών που δεν χρησιμοποιήθηκαν κ.λ.π.

Αρνητικός συντελεστής για το περιβάλλον στην περίοδο αυτή ήταν η ύπαρξη των

αστικό-φιλελεύθερων κρατών σαν νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης. Στα πλαίσια της

επιδίωξης αυξημένων οικονομικών μεγεθών το περιβάλλον αποτέλεσε μια

οικονομική παράμετρο μείζονος σημασίας, όμως μόνο ως αντικείμενο εκμετάλλευσης

και όχι προστασίας. Στις έμμεσες επιδράσεις εντάσσεται η καταλυτική επίδραση της

βιομηχανικής επανάστασης στο φαινόμενο της αστικοποίησης, που εντάθηκε στα

πλαίσια της στήριξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, αναπτύχθηκε

η μηχανοποίηση στης γεωργίας μέσα από τις αναγκαιότητες λειτουργίας της με

μειωμένο εργατικό δυναμικό και παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών

προϊόντων για τα αστικά κέντρα.

22

Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός θεωρείται ότι ήταν αυτός που επέφερε τις πιο εκτεταμένες και

άμεσες επιδράσεις στο φυσικό περιβάλλον, ενώ παράλληλα παρουσιάσθηκαν σε

συγκεκριμένες αστικές συγκεντρώσεις οξύτατα προβλήματα σε σχέση με το ανθρωπογενές

περιβάλλον. 23

Με τον πολυσήμαντο όρο βιομηχανική επανάσταση εννοούμε μια διαδικασία που άρχισε

στην Αγγλία το 1760 και έφερε ραγδαίες οικονομικές, τεχνολογικές, κοινωνικές και

πολιτιστικές αλλαγές σε όλο το φάσμα του κοινωνικού χώρου. Τα βασικά χαρακτηριστικά

της βιομηχανικής επανάστασης είναι η εισαγωγή του βιομηχανικού συστήματος και η

αυτοματοποίηση και μηχανοποίηση της παραγωγής (που αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τη

χειρονακτική εργασία), η εισαγωγή νέων μορφών ενέργειας και η σημαντική εξέλιξη των

μέσων μεταφοράς.

Page 13: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

13

Ειδικότερα, η αναζήτηση χώρων εγκατάστασης βιομηχανιών καθώς και χώρων

προμήθευσης πρώτων υλών και ενέργειας εξαφάνισαν ή υποβάθμισαν διάφορα

φυσικά οικοσυστήματα. Η αστικοποίηση αναπτύχθηκε βίαια, σε βάρος του φυσικού

περιβάλλοντος και χωρίς επαρκείς περιβαλλοντικές προϋποθέσεις με συνέπεια τη

δημιουργία έντονων προβλημάτων ποιότητας ζωής, κυρίως σε χώρους μαζικής

εγκατάστασης βιομηχανικού εργατικού δυναμικού.

Παράλληλα, η αποικιοποίηση των άλλων ηπείρων από τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη,

που διέθεταν τα μεταφορικά μέσα, τον πλούτο και τη στρατιωτική ισχύ για την

καθυπόταξη των «άγριων» κατοίκων των νέων εδαφών, είχε ως αποτέλεσμα την

επέκταση των διαδικασιών βιομηχανοποίησης και αστικοποίησης και τη

συνακόλουθη περιβαλλοντική υποβάθμιση. Το τραγικό δε είναι ότι η επιβολή με τη

δύναμη των όπλων του ευρωπαϊκού πολιτισμού έγινε σε περιοχές της γης όπου οι

αυτόχθονες κάτοικοι, αν και φαινομενικά απολίτιστοι (για τους Ευρωπαίους

κατακτητές), εντούτοις είχαν αναπτύξει άλλες μορφές πολιτισμού, στηριζόμενες στην

αρμονική συμβίωση με το περιβάλλον και το σεβασμό των αξιών του

οικοσυστήματος24

.

Σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήματα

Ο εικοστός αιώνας, και κυρίως, η περίοδος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,

εγκαινιάζουν μια καινούργια εποχή τεχνολογικής ανάπτυξης, ανόδου του βιοτικού

επιπέδου και καταναλωτικής ευημερίας, αλλά και οξύτατων περιβαλλοντικών

προβλημάτων τα οποία έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

Α) ένταση και διάρκεια (είναι πολύ πιο έντονα σε σχέση με το παρελθόν και

αποκτούν πλέον μόνιμο χαρακτήρα)

Β) πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα (το καθένα γεννά μια σειρά άλλων

προβλημάτων που σχετίζονται με το αρχικό σε μια ατέλειωτη αλυσίδα αιτίας-

αποτελέσματος)

Γ) μεγάλη ταχύτητα διάδοσης (εμφανίζουν την τάση να ξεπερνούν την περιοχή στην

οποία πρωτοεμφανίστηκαν, κάνοντας την εμφάνιση τους σε διαφορετικά σημεία του

πλανήτη, είτε με την αρχική τους μορφή είτε ως διαφοροποιημένη συνέπειά της)

Δ) αυξημένη επικινδυνότητα που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη με άμεση και

ολοκληρωτική καταστροφή (η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας υπήρξε το κουτί

της Πανδώρας για τον άνθρωπο, απελευθερώνοντας δυνάμεις εξαιρετικά επικίνδυνες,

όπως την πυρηνική ενέργεια, οι οποίες όπως αποδεικνύει η εμπειρία δύσκολα

μπορούν να τιθασευτούν από τον άνθρωπο)

Μερικές από τις κύριες μορφές των σύγχρονων προβλημάτων είναι οι παρακάτω:

Ρύπανση-μόλυνση, υποβάθμιση και καταστροφή οικοσυστημάτων

Καταχρηστική εκμετάλλευση και εξάντληση σημαντικών φυσικών

πόρων (ανανεώσιμων και μη)

Πληθυσμιακή υπερσυγκέντρωση σε αστικά κέντρα, που δημιουργεί

προβληματική σχέση μεταξύ πληθυσμού και περιβάλλοντος (φυσικού

και ανθρωπογενούς)

24

Είναι γεγονός ότι πολλοί λαοί, τελευταία υπολείμματα των παραπάνω πολιτισμών, ακόμη

και σήμερα, όπου επιβιώνουν βιολογικά και πολιτιστικά κάτω από τρομακτικές δυσκολίες,

επιμένουν να διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους, και κυρίως την οικολογική τους συνείδηση,

απορρίπτοντας το «δυτικό»τρόπο ζωής (aborigines της Αυστραλίας, γηγενείς των νησιών

του Ειρηνικού, Ινδιάνοι της Β. και Ν. Αμερικής, Εσκιμώοι κ.λ.π.)

Page 14: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

14

Εξαφάνιση ή μείωση ειδών της άγριας ζωής (χλωρίδα-πανίδα) σε

τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο

Διατάραξη γενικότερων φυσικών ισορροπιών

Σπατάλη και φθορά σημαντικών στοιχείων για την ύπαρξη ζωής, όπως

άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου, θείου και φωσφόρου

Υποβάθμιση και καταστροφή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος

(δομημένου χώρου, μνημείων, καλλιτεχνικών δημιουργημάτων κ.λ.π.)

Κίνδυνος χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής (πυρηνικά, χημικά,

βιολογικά) με αποτέλεσμα τη γενικευμένη εξαφάνιση κάθε μορφής

ζωής σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο

2.2 Αίτια όξυνσης του περιβαλλοντικού προβλήματος

2.2.1 Η πληθυσμιακή αύξηση

Το εντυπωσιακότερο φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού αιώνα είναι η

πρωτόγνωρη ετήσια αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού. Το τεράστιο κύμα αύξησης

του πληθυσμού που παρατηρείται σήμερα, ενισχύεται από τη μείωση της παιδικής

θνησιμότητας στα περισσότερα φτωχά και πολυπληθή κράτη, που αγωνίζονται για

την οικονομική τους ανάπτυξη.

Η αύξηση του πληθυσμού συνεπάγεται αύξηση της συνολικής οικονομικής

δραστηριότητας, επομένως μεγαλύτερη παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και

ενέργειας, καθώς και παραγωγή και απόρριψη μεγαλύτερων ποσοτήτων

ανεπιθύμητων καταλοίπων. Στον αγροτικό τομέα η ανάγκη διατροφής μεγαλύτερου

πληθυσμού αυξάνει την ανάγκη για χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων και

γεωργικών φαρμάκων για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Επίσης, αποτελεί

ένα από τους κύριους παράγοντες αστυφιλίας που, όπως θα δούμε, συνδέεται στενά

με τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Τέλος, με την αύξηση του πληθυσμού ένα

αυξανόμενο ποσοστό της υπαίθρου και των ελεύθερων χώρων οικοπεδοποιείται και

οι διαθέσιμοι για την ψυχαγωγία χώροι περιορίζονται σημαντικά, με αποτέλεσμα να

ρυπαίνονται ακόμη περισσότερο.

Ο υπερπληθυσμός έχει άμεση σχέση με τη φτώχεια, καθώς στα φτωχά και πολυπληθή

κράτη του κόσμου το ένα τέταρτο σχεδόν των ανθρώπων ζουν σε συνθήκες

«απόλυτης φτώχειας»25

, χωρίς να καλύπτει- ούτε είναι πιθανό να καλύψει – τις

στοιχειωδέστερες ανθρώπινες ανάγκες σε τροφή, ιματισμό και στέγαση.

Ο υπερπληθυσμός και η φτώχεια έχουν δυσμενείς και συνυφαινόμενες

περιβαλλοντικές συνέπειες, εκ των οποίων ορισμένες προέρχονται από την

υπερφόρτιση που προκαλεί ο ανθρώπινος πληθυσμός –όπως είναι, για παράδειγμα, οι

25

Το κριτήριο της «απόλυτης φτώχειας» που χρησιμοποιείται από τη Διεθνή Τράπεζα,

αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα μικρότερο από 450 δολάρια ΗΠΑ. Ο Robert Mc Namara,

όταν ήταν πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας, περιέγραψε την απόλυτη φτώχεια ως

«κατάσταση ζωής η οποία περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό από τον υποσιτισμό, τον

αναλφαβητισμό, τις ασθένειες, το άθλιο άμεσο περιβάλλον, την υψηλή βρεφική θνησιμότητα

και τη μικρή προσδοκία επιβίωσης, ώστε είναι πέρα από κάθε λογικό ορισμό της ανθρώπινης

αξιοπρέπειας». (Mc Namara RS, “The Mc Namara Years at the World Bank: Major policy

Addresses of Robert S. Mc Namara 1968-1981”, Baltimore, Johns Hopkins University Press,

1981)

Page 15: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

15

συνέπειες από την υπέρογκη χρήση άνθρακα στην Κίνα, από την εκπομπή μεθανίου

στους ορυζώνες της Ινδίας και της Κίνας, και από την εκτεταμένη αποψίλωση των

δασών σε ολόκληρο τον Τρίτο κόσμο. Άλλες είναι αποτέλεσμα κυρίως της φτώχειας

(σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο)-όπως, για παράδειγμα, η κακή υγιεινή, η χρήση

οριακών καλλιεργήσιμων εδαφών, η διάβρωση του εδάφους από την υπερβολική

χρήση του, η υπερβολική υλοτόμηση, οι εμπρησμοί των δασών (για οικοπεδοποίηση),

και η ανεξέλεγκτη βιομηχανική ρύπανση.

Από την άποψη της ρύπανσης του περιβάλλοντος, το γεγονός ότι η πληθυσμιακή

αύξηση είναι μεγάλη στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και όχι στις πλούσιες26

,

μετριάζει κάπως τις συνολικές οικολογικές επιπτώσεις, καθώς ο μέσος κάτοικος μιας

πλούσιας χώρας καταναλώνει το δεκαπλάσιο από τους κατοίκους των φτωχότερων

περιοχών της γης, και σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα.

Εν τούτοις, η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού σε όσα κράτη έχουν τις

λιγότερες δυνατότητες ν’ αντεπεξέλθουν, και η επιταχυνόμενη φθορά του

περιβάλλοντος λόγω υπερφόρτισης, εξάντλησης και ρύπανσης των οικοσυστημάτων,

αναμένεται να καταστήσει πολλές περιοχές του κόσμου ακατάλληλες για διαβίωση27

2.2.2 Η αστικοποίηση του πληθυσμού

Ο ρυθμός αύξησης του αστικού πληθυσμού στην υφήλιο είναι σχεδόν διπλάσιος

εκείνου του συνολικού πληθυσμού. Οι ρυθμοί αστικοποίησης είναι υψηλότεροι στις

αναπτυσσόμενες χώρες απ’ ό,τι στις ανεπτυγμένες. Σε ορισμένα όμως

αναπτυσσόμενα κράτη, κυρίως Αφρικανικά, ο ρυθμός αστικοποίησης είναι πολύ

υψηλός (έως και 10% ετησίως), καθώς οι εκτοπιζόμενοι φτωχοί αγρότες

μεταναστεύουν στις πόλεις. Τη σημαντικότερη ένδειξη της επιταχυνόμενης

αστικοποίησης παρέχει το γεγονός ότι δημιουργούνται πολύ μεγάλες πόλεις με

πληθυσμό άνω των πέντε εκατομμυρίων.

Όλες σχεδόν οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες πόλεις του κόσμου βρίσκονται σε φτωχά

κράτη και το ένα δεύτερο σχεδόν του αστικού πληθυσμού του Τρίτου Κόσμου ζει υπό

συνθήκες εξαιρετικών στερήσεων28

.

Σ’ αυτό το διογκούμενο πλήθος αναμένεται να προστεθούν και οι «περιβαλλοντικοί

πρόσφυγες», οι οποίοι ανέρχονται ήδη σε εκατομμύρια, θα αυξηθεί δε επικίνδυνα η

πυκνότητα του πληθυσμού στις κοινωνικά ευαίσθητες παρυφές των αστικών

κέντρων.

Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε περιορισμένο χώρο συνεπάγεται

μεγάλη συνολική παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και δημιουργία υπερβολικών

ποσοτήτων απορριμμάτων. Λόγω αυτής της συγκέντρωσης το πρόβλημα της

ρύπανσης του αστικού περιβάλλοντος θα ήταν πολύ σοβαρότερο από εκείνο των

αγροτικών περιοχών ακόμη και αν οι πόλεις δεν αποτελούσαν τα κύρια κέντρα

βιομηχανικής παραγωγής και δεν είχαν κατά κανόνα υψηλότερο μέσο εισόδημα από

τις αγροτικές περιοχές.

26

Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών (όπως η Ελλάδα) είναι

σήμερα μηδενικός ή ακόμη και αρνητικός, ενώ ο ρυθμός αύξησης του Τρίτου Κόσμου είναι

τριπλάσιος. 27

J. Leslie, “The end of the World. The science and Ethics of Human Extinction”, Routledge

editions, London-New York 1996 28

WTO, “Urbanization and health in developing countries. The urban crisis”, World Health

Statistics Quarterly 1991, 44: 189-97

Page 16: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

16

Λόγω της υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας, οι ποσότητες των δημιουργούμενων

καταλοίπων ξεπερνούν σημαντικά την απορροφητικότητα του αστικού

περιβάλλοντος. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στα αστικά κέντρα η κάλυψη ολόκληρης

σχεδόν της εδαφικής έκτασης με κτίσματα και άσφαλτο έχει περιορίσει το φυσικό

περιβάλλον στο ελάχιστο και έχει μειώσει την απορροφητικότητα του αστικού

περιβάλλοντος ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα υγρά και τα στερεά

κατάλοιπα. Για τα αέρια κατάλοιπα, ιδιαίτερο πρόβλημα δημιουργείται από το

γεγονός ότι τα ψηλά κτίρια εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία του ατμοσφαιρικού

αέρα, συντελώντας στην καθυστέρηση της διασκόρπισης των ρύπων σε ευρύτερη

περιοχή.

2.2.3 Η εκβιομηχάνιση και η τεχνολογική ανάπτυξη

Η εκβιομηχάνιση και η τεχνολογική ανάπτυξη είναι αιτία αλλά και αποτέλεσμα της

οικονομικής ανάπτυξης.

Παρόλη τη συμβολή της στην ανάπτυξη, η εκβιομηχάνιση δημιουργεί προβλήματα

περιβαλλοντικής ρύπανσης, κατασπατάλησης των φυσικών πόρων κ.α.

Η εκβιομηχάνιση αποτελεί ρυπογόνο παράγοντα καθώς: αποσπά τεράστιες ποσότητες

φυσικών πόρων από το φυσικό περιβάλλον για να τους μετατρέψει σε βιομηχανικά

προϊόντα (π.χ. αποψίλωση δασών), χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες νερού και

ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα τη σε μεγάλη έκταση μόλυνση των δύο αυτών

φυσικών πόρων και παράγει τεράστιες ποσότητες ενέργειας που προκαλούν ρύπανση

στο περιβάλλον (όπως η ηλεκτρική και η πυρηνική).

Ο βιομηχανικός τομέας χαρακτηρίζεται από μεγάλη τοπική συγκέντρωση της

παραγωγής, ώστε να ξεπερνάει τα όρια της απορροφητικότητας του περιβάλλοντος

και να το καταστρέφει τελείως, ενώ ο διαρκής και επαναληπτικός ρυθμός των κατ’

εξοχήν βιομηχανικών δραστηριοτήτων δε δίνει τον απαιτούμενο χρόνο στο

περιβάλλον να επουλώσει τις πληγές του. Εξάλλου, πολλές από τις ουσίες που

απορρίπτονται στο περιβάλλον, κατά ή μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της

βιομηχανικής παραγωγής είναι τοξικές ή αδιάλυτες, οι οποίες όχι μόνο δεν

απορροφούνται αλλά συσσωρεύονται με αποτέλεσμα να εγκαθίστανται μόνιμα σ’

αυτό, καταστρέφοντας σταθερά τα οργανικά του στοιχεία.

Τέλος, η βιομηχανική ανάπτυξη συντείνει στην καταστροφή του περιβάλλοντος μέσω

της ρύπανσης που προκαλείται από την κατανάλωση των προϊόντων του

βιομηχανικού τομέα, τα οποία, σε αντίθεση με τα αγροτικά προϊόντα, δε δημιουργούν

ρύπανση μόνο κατά το στάδιο της χρησιμοποίησης τους αλλά και κατά την απόρριψή

τους στο περιβάλλον ως άχρηστα καθώς τα περισσότερα δε διαλύονται.

Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει συντελέσει στην επιδείνωση του περιβαλλοντικού

προβλήματος λόγω της εισαγωγής σε κοινή χρήση υλών που δεν αποσυντίθενται

εύκολα (π.χ. αλουμίνιο, πλαστικό, συνθετικά προϊόντα κ.α.) ή που συγκεντρώνονται

στο έδαφος με τρόπο σωρευτικό (π.χ. εντομοκτόνα, χημικά λιπάσματα κ.α.) καθώς

και λόγω της ανακάλυψης μεθόδων εκμετάλλευσης μορφών ενέργειας που

εγκυμονούν σοβαρότατους κινδύνους για το περιβάλλον και τη βιολογική άλυσο (π.χ.

ηλεκτρική, πυρηνική ενέργεια). Στον τομέα της γεωργίας η ανακάλυψη των

αγροχημικών, των συνθετικών λιπασμάτων και των παρασιτοκτόνων μεταβάλουν τη

χημική σύσταση του εδάφους, το συμπιέζουν, το διαβρώνουν και το καθιστούν

άγονο29

.

29

World Commission on Environment and Development, “Our common future”, Oxford,

Οxford University Press, 1987

Page 17: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

17

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι υπάρχουν και τεχνολογικές εξελίξεις με θετικές

συνέπειες για το περιβάλλον, γιατί επιτρέπουν την πρόληψη ή τον περιορισμό της

ρύπανσης με τη μέθοδο της ανακύκλωσης αντικειμένων ή υλών. Η ανάπτυξη της

τεχνολογίας μπορεί να κάνει δυνατή και οικονομικά συμφέρουσα όχι μόνο την

επαναχρησιμοποίηση ορισμένων προϊόντων και υλών αλλά και την αξιοποίηση

πολλών καταλοίπων. Επίσης, η τεχνολογική ανάπτυξη μπορεί να συνεισφέρει στην

εξοικονόμηση των χρησιμοποιούμενων υλών, στη μείωση της κατανάλωσης

ενέργειας ή μη αναπαραγόμενων πόρων, στην εκμετάλλευση των ανανεώσιμων

πηγών ενέργειας, καθώς και στην ανακάλυψη συνθετικών υποκατάστατων πόρων.

Καθώς η στάση των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων απέναντι στα οικολογικά

προβλήματα μεταβάλλεται, δημιουργείται αγορά μέσων περιορισμού της ρύπανσης

και προστασίας του περιβάλλοντος και ενθαρρύνεται η τεχνολογική έρευνα προς

αυτή την κατεύθυνση.

2.2.4 Η οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο

Η οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου υπήρξαν από τις

κύριες αιτίες της επιδείνωσης του οικολογικού προβλήματος. Με την χωρίς

προηγούμενο αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος, αυξήθηκε η κατ’ άτομο ζήτηση

για καταναλωτικά προϊόντα, η παραγωγή αγαθών, η κατανάλωση πρώτων υλών και

ενέργειας και, επομένως, η δημιουργία ανεπιθύμητων καταλοίπων.

Με την αύξηση της υλικής ευμάρειας και του ελεύθερου χρόνου που προκάλεσε η

οικονομική ανάπτυξη, αυξήθηκαν και οι ανθρώπινες ανάγκες για το φυσικό

περιβάλλον και τις δυνατότητες που προσφέρει για ψυχαγωγία, αναψυχή, αισθητική

απόλαυση. Όσο όμως αυξάνεται η ζήτηση για υπαίθριους χώρους (παραλίες,

ποταμούς και λίμνες, δάση, βουνά κ.λ.π.), λόγω της αύξησης του κατά κεφαλή

εισοδήματος, του ελεύθερου χρόνου, της ανάπτυξης και της ιδιοκτησίας των

μεταφορικών μέσων πρόσβασης σ’ αυτούς (π.χ. υπερηχητικά αεροπλάνα, αυτοκίνητα,

σκάφη αναψυχής), τόσο μειώνεται η προσφορά του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο

λόγω εξάντλησης δεν μπορεί πλέον ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες των όλο και

περισσότερων χρηστών του30

.

Επιπλέον, η ανάπτυξη του τουρισμού και η ανάδειξη του σε μία από τις

σημαντικότερες και, για πολλές χώρες, οικονομικά πλέον αποδοτικότερες

δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα παραγωγής, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για

όλους τους τομείς της οικονομίας, είχε ως αποτέλεσμα τη συστηματικότερη

εκμετάλλευση και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.

Οι δυσμενείς επιδράσεις του τουρισμού στο περιβάλλον συντελέστηκαν με τους εξής

τρόπους:

Εκχέρσωση των δασών και οικοπεδοποίησή τους, αλλοίωση του παραδοσιακού

οικιστικού στοιχείου με την οικοδόμηση μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ρύπανση

των θαλασσών από την πολύ μεγάλη κοσμοσυρροή, καταστροφή του τοπικού

οικοσυστήματος των βουνών από την οικοδόμηση χιονοδρομικών κέντρων και

ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, καταστροφή του αιγιαλού για την εγκαθίδρυση

οργανωμένων παραλίων, μεταβολή των φυσικών ομορφιών του τοπίου για την

προσαρμογή τους στις ανάγκες πιο σύγχρονων μορφών τουρισμών, όπως

συνεδριακού, αθλητικού, τουρισμού αισθητικής και υγείας κ.λ.π.

30

Γεώργιος Κώττης, «Οικονομική της προστασίας του περιβάλλοντος», Εκδόσεις Παπαζήση,

Αθήνα 1975

Page 18: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

18

Επίσης, η ανάπτυξη του τουρισμού, λόγω ακριβώς των οικονομικών ωφελειών που

επιφέρει, διαβρώνει την οικολογική συνείδηση και αλλοιώνει τις πολιτισμικές και

ηθικές αξίες των ανθρώπων που ασχολούνται με τον τουρισμό, οι οποίοι

προσβλέποντας στο εύκολο κέρδος στο βραχυχρόνιο διάστημα (καθώς οι τουριστικές

δραστηριότητες αποτελούν μερική απασχόληση, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο)

αντιμετωπίζουν το φυσικό περιβάλλον ως πηγή οικονομικού και μόνο οφέλους.

2.3 Οι οικονομικοί παράμετροι του περιβαλλοντικού προβλήματος

Η ύπαρξη του οικολογικού προβλήματος αποτελεί ένδειξη ότι το οικονομικό

σύστημα δε λειτουργεί ικανοποιητικά. Η δυσλειτουργία αυτή συνδέεται με την

ύπαρξη εξωτερικών επιβαρύνσεων, δηλ. την αδυναμία της αγοράς να ενσωματώσει

στις τιμές το κοινωνικό κόστος31

.

Στην εποχή της φρενήρους εκβιομηχάνισης, της υπερβολικής πληθυσμιακή

συγκέντρωσης και των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, οι εξωτερικές επιβαρύνσεις

που προκαλούνται κυρίως από τη ρύπανση του περιβάλλοντος είναι σημαντικές. Για

παράδειγμα, τα απόβλητα των βιομηχανιών, κυρίως εκείνων που χρησιμοποιούν

χημικές επεξεργασίες, μολύνουν τα ύδατα, καταστρέφουν την πανίδα και τη χλωρίδα

και διαβρώνουν το οικοσύστημα. Το κοινωνικό κόστος από τις εξωτερικές αυτές

επιβαρύνσεις είναι τεράστιο: βλάπτεται η δημόσια υγεία, καταστρέφεται η γεωργία

και η κτηνοτροφία, υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής, χάνονται οι φυσικοί πόροι και

εξαντλούνται οι πηγές ενέργειας, με απώτερα αποτελέσματα την πρόκληση θανάτων,

την αδυναμία εξασφάλισης (καλής) τροφής, τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, τον

οικονομικό μαρασμό της περιοχής, την απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας,

τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό και ένα σωρό άλλα αρνητικά

πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Στην περίπτωση αυτή, το ιδιωτικό κόστος της

ρυπαίνουσας την περιοχή βιομηχανίας είναι σαφώς μικρότερο από το κοινωνικό

κόστος. Και επειδή στην αγορά οι ιδιώτες υπολογίζουν μόνο το ιδιωτικό κόστος για

να αποφασίσουν πόσο θα παράγουν, υπερτιμώνται οι ποσότητες που θα παραχθούν

με αποτέλεσμα την παραγωγή ποσοτήτων μεγαλύτερων από τις κοινωνικά επιθυμητές

που στο μακροχρόνιο διάστημα έχει δυσμενέστατες συνέπειες τόσο για το

περιβάλλον όσο και για την οικονομία.

Η ύπαρξη τέτοιων εξωτερικών επιβαρύνσεων δεν επιτρέπει την επίτευξη μιας άριστης

κατανομής των παραγωγικών πόρων της οικονομίας μεταξύ των διάφορων

δραστηριοτήτων, ενθαρρύνοντας έτσι τη συνέχιση επιβαρυντικών για το περιβάλλον

οικονομικών δραστηριοτήτων32

.

Το πρόβλημα των εξωτερικών επιβαρύνσεων δημιουργείται από την έλλειψη σαφώς

προσδιορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σχετικά με τους φυσικούς πόρους. Όπου

οι πόροι είναι αντικείμενα ατομικής ή ιδιοκτησίας ή υπάρχει κοινωνία δικαιωμάτων

χρήσης τους και υπόκεινται σε τιμολόγηση, χρησιμοποιούνται πιο ορθολογικά33

.

31

R. Costanza, J. Cumberland, H. Daly, R. Goodland, R. Norgaard, “An introduction to

Ecological Economics”, St Lucie Press, Florida 1997 32

Δ. Π. Καράγιωργας «Δημόσια Οικονομική 1. Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους»,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1980 33

Γεώργιος Κώττης, «Οικονομική της προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Παπαζήση,

Αθήνα 1975

Page 19: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

19

Το κατά πόσο ένα αγαθό ή ένας φυσικός πόρος είναι αντικείμενο ατομικής ή κοινής

ιδιοκτησίας ή δεν ανήκει σε κανένα, εξαρτάται από τη διαιρετότητά του, από την

ευχέρεια χρήσης του ως ιδιωτικού ή ως δημόσιου αγαθού και από την ικανότητα του

κράτους να ελέγχει τον πόρο ή το αγαθό και να εμποδίζει ιδιώτες ή ξένα κράτη να τον

χρησιμοποιούν. Κάποια στοιχεία του φυσικού και του ανθρωπογενούς

περιβάλλοντος είναι συλλογικής φύσης και χρήσης και άλλα όχι.

Τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος που ανήκουν σε όλους ονομάζονται «κοινά

σε όλους» και είναι ο ατμοσφαιρικός αέρας σε ελεύθερη κατάσταση, η αιγιαλίτιδα

ζώνη και η ανοιχτή θάλασσα. Κοινόχρηστα είναι τα πράγματα, φυσικά και τεχνητά,

τα οποία το δίκαιο θέτει στην άμεση διάθεση του κοινού γενικά για χρήση σύμφωνη

με τον προορισμό τους, Τα πράγματα αυτά, σε αντίθεση με τα «κοινά σε όλους», όχι

μόνο έχουν το νομικό χαρακτήρα του πράγματος αλλά είναι και επιδεκτικά

εμπράγματων δικαιωμάτων, και μόνο η ιδιωτική συναλλαγή γύρω από αυτά

περιορίζεται, εφόσον αντίκειται στον προορισμό τους ως κοινοχρήστων34

Πράγματα κοινής χρήσης θεωρούνται:

α) τα ύδατα με ελεύθερη και αέναη ροή, δηλ. τα ύδατα που τρέχουν ελεύθερα και

αδιάκοπα σχηματίζοντας ποταμό, αδιάφορο αν αυτός είναι πλεύσιμος ή όχι, μεγάλος

ή μικρός (ρυάκι). Κοινόχρηστη θεωρείται και η κοίτη του ποταμού γιατί χωρίς αυτή

δεν είναι νοητή ελεύθερη και αέναη ροή ύδατος

β) οι όχθες πλεύσιμων ποταμών

γ) οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους. Μεγάλες θεωρούνται οι λίμνες που

σχηματίζονται από την εκβολή αέναων ροών

δ) ο αιγιαλός, δηλ. η λωρίδα γης που περιστοιχίζει τη θάλασσα και που βρέχεται από

το μεγαλύτερο σύνηθες χειμέριο κύμα

ε) τα λιμάνια. Πρόκειται για περιοχές κοντά στη θάλασσα που περιλαμβάνουν τον

αιγιαλό, λωρίδα γης και τμήμα της αιγιαλίτιδας ζώνης και που χρησιμεύουν για τον

ελλιμενισμό των πλοίων και την επικοινωνία τους με τη στεριά

στ) οι όρμοι, τμήματα δηλ. της ακρογιαλιάς, που περικλείονται μεταξύ δύο

ακρωτηρίων και λόγω της φυσικής τους κατασκευής είναι κατάλληλα για το

αγκυροβόλημα των πλοίων

ζ) οι δρόμοι και οι πλατείες.

Τα κοινόχρηστα πράγματα κατά κανόνα ανήκουν στο Δημόσιο ή στην Τοπική

Αυτοδιοίκηση.

Τα αγαθά που είναι κοινά για όλους και τα κοινόχρηστα αγαθά χαρακτηρίζονται από

αδιαιρετότητα, δηλ. η ίδια φυσική μονάδα του αγαθού μπορεί να εξυπηρετεί πολλούς

συγχρόνως. Επειδή δεν είναι επιδεκτικά ιδιοποίησης με το σύστημα ιδιοκτησίας,

συναλλαγών και τιμών που ισχύει στις ελεύθερες αγορές, κανείς δε μπορεί να

αποκλεισθεί από τη χρήση τους. Καθώς ο καθένας έχει πρόσβαση σε αυτά, μπορεί

ανεμπόδιστα να τα ρυπαίνει και να τα καταστρέφει, παρεμποδίζοντας όμως το

δικαίωμα κοινοχρησίας των άλλων. Πράγματι, η απόρριψη στο περιβάλλον των

καταλοίπων που παράγονται από πολλές δραστηριότητες (των επιχειρήσεων και των

ιδιωτών) γίνεται κυρίως σε πόρους κοινής ιδιοκτησίας, όπως τα ύδατα και ο αέρας

και αυτό γιατί τα περιβαλλοντικά στοιχεία δεν τιμολογούνται. Αντίθετα, τα στοιχεία

που είναι αντικείμενα ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή περιορισμένης κοινής ιδιοκτησίας

υπόκεινται σε έλεγχο και τιμολόγηση και επομένως χρησιμοποιούνται πολύ πιο

προσεκτικά και ορθολογικά. Έτσι, οι επιχειρήσεις για λόγους συμπίεσης του

λειτουργικού τους κόστους, προτιμούν να απορρίπτουν τα κατάλοιπά τους στο

περιβάλλον, πράξη για την οποία δεν πληρώνουν τίμημα, παρά να επιβαρύνουν τον

34

Α. Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σελ. 122

Page 20: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

20

προϋπολογισμό τους με δαπάνες μεταφοράς και εναπόθεσης των καταλοίπων σε

ειδικούς χώρους και έξοδα καταστροφής τους με ειδικές διαδικασίες.

Το πρόβλημα λοιπόν των εξωτερικών επιβαρύνσεων προέρχεται από την ασυμμετρία

σχετικά με τη χρήση των διάφορων φυσικών πόρων. Με την υπάρχουσα διάρθρωση

του συστήματος των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπάρχουν στην οικονομία κίνητρα

για περιορισμούς. Το πρόβλημα δε εντείνεται από το γεγονός ότι οι φυσικοί πόροι δε

μπορούν να παραχθούν από τον άνθρωπο.

2.4 Οι οικονομικές επιπτώσεις της ρύπανσης του περιβάλλοντος

Οι έμμεσες αιτίες της ρύπανσης του περιβάλλοντος είναι πάντοτε οικονομικές και

εκπορεύονται από την αλόγιστη, εντατικοποιημένη, μη λαμβάνουσα τα προσήκοντα

μέτρα ασφαλείας, απόσπαση πρώτων υλών από το περιβάλλον, οι οποίες στη

συνέχεια μετατρέπονται σε προϊόντα, καταναλώνονται και απορρίπτονται ξανά στο

περιβάλλον.

Εντούτοις, η διαδικασία αυτή, παράλληλα και εξαιτίας των οικονομικών απολαβών

που αποκομίζουν οι μετέχοντες σ’ αυτή, δημιουργεί αρνητικές οικονομικές συνέπειες

για το σύνολο, το μέγεθος των οποίων διαφαίνεται μόνο μακροπρόθεσμα.

Κάθε βλαπτική ενέργεια για το περιβάλλον δημιουργεί τόσο οικονομικά οφέλη όσο

και επιβαρύνσεις. Οικονομικά οφέλη δημιουργεί συνήθως στους ρυπαντές, ιδιώτες,

επιχειρήσεις, οργανισμούς, κρατικές οντότητες, ενώ οι υλικές ζημιές και οι βλάβες

στην υγεία που προκαλούνται από τις εν λόγω ενέργειες αφορούν, εν μέρει ή στο

σύνολο, ένα αόριστο αριθμό ατόμων που δεν έχουν άμεση σχέση με αυτές, χωρικά

(μπορεί να βρίσκονται σε διαφορετική εντελώς περιοχή από εκείνη όπου

δημιουργείται η ρύπανση) και χρονικά (μπορεί να υφίστανται τις συνέπειες μιας

ρυπογόνους δραστηριότητας σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτή).

Στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, όχι μόνο η ζημία αλλά και τα οφέλη από τη ρύπανση

μπορεί να διαχέονται σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων. Παράδειγμα, η λειτουργία μιας

βιομηχανικής μονάδας, που δε λαμβάνει μέτρα φιλτραρίσματος του καπνού ή άλλων

αερίων που εκλύονται από τη λειτουργία του. Η βιομηχανική αυτή μονάδα μπορεί

μεν να ρυπαίνει το περιβάλλον αλλά δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας στην περιοχή,

μειώνει την ανεργία και τη φτώχεια, βοηθά στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ενώ

την ίδια στιγμή αποφέρει κέρδη στην επιχείρηση, ένα μέρος των οποίων (θεωρητικά

τουλάχιστον) αναδιανέμεται στο κοινωνικό σύνολο, μετά την παρακράτηση του

φόρου από το κράτος και την εναπόθεσή του στο δημόσιο ταμείο, απ’ όπου θα

χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή αναδιανεμητικής πολιτικής (με τη μορφή

κοινωνικών παροχών, κοινωνικής ασφάλισης, παροχής συντάξεων, κλπ.).

Οι διαστάσεις όμως μιας περιβαλλοντικά βλαπτικής ενέργειας διαφαίνονται όχι στο

βραχυπρόθεσμο αλλά στο μακροπρόθεσμο διάστημα, και επειδή απαιτείται μεγάλο

χρονικό διάστημα για την κατάδειξη των επιβαρυντικών συνεπειών της ρύπανσης για

την ανθρώπινη υγεία και το οικοσύστημα, η συνολική κοινωνική ζημιά (στην οποία

συνυπολογίζουμε όχι μόνο τη ζημία των εκτιθέμενων γενών αλλά και των

μελλοντικών), μπορεί να είναι τεράστια ενώ το αντίστοιχο όφελος μηδαμινό,

συγκρινόμενο με το γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικών, οικολογικών και

οικονομικών επιπτώσεων. Χρησιμοποιώντας το παραπάνω παράδειγμα στο

μακροπρόθεσμο διάστημα, το κατά μονάδα κόστος παραγωγής της επιχείρησης

Page 21: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

21

παραμένει χαμηλότερο απ’ ό,τι θα ήταν αν εγκαταστούσε φίλτρα ελέγχου της

ρύπανσης με αποτέλεσμα οι καταναλωτές ν’ αποκτούν σε χαμηλή τιμή το προϊόν που

παράγεται και η επιχείρηση να αυξάνει τα κέρδη της ή, αν μη τι άλλο, να συνεχίζει

την οικονομική της λειτουργία. Από την άλλη όμως πλευρά, η επιχείρηση από ένα

σημείο και μετά μπορεί να υφίσταται ζημία καθώς οι ρυπαντικές εκπομπές της

βιομηχανικής της μονάδας βλάπτουν την υγεία του προσωπικού της και των

κατοίκων της περιοχής και έτσι είναι πολύ πιθανόν να αυξάνεται το λειτουργικό της

κόστος λόγω καταβολής αποζημιώσεων στο προσωπικό της και στους κατοίκους της

περιοχής για τη βλάβη της υγείας τους και τις υλικές ζημιές τους (όπως λ.χ. την

καταστροφή της κτηνοτροφίας).

Η ζημία όχι μόνο του κοινωνικού συνόλου (υπαλλήλων, κατοίκων περιοχής) αλλά

και της ίδιας της επιχείρησης θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την ωφέλειά της, καθώς

η ρύπανση που προκαλεί θα έχει οικονομικές επιπτώσεις και στην παραγωγική της

λειτουργία, αφού η ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον αυξάνεται και οι προτιμήσεις

των καταναλωτών στρέφονται πλέον σε προϊόντα που τηρούν τις προδιαγραφές

ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος και έτσι οι ανταγωνιστικές της

επιχειρήσεις κερδίζουν έδαφος έναντι αυτής.

Όπως αναφέρει και η Έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας, το 1992: «Τα εδάφη που

υποβαθμίζονται, τα υδροφόρα στρώματα που στερεύουν και τα οικοσυστήματα που

καταστρέφονται στο όνομα ης αύξησης του σημερινού εισοδήματος, μπορούν να

θέσουν σε κίνδυνο την προοπτική απόκτησης του αυριανού εισοδήματος»35

.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, οι χώρες που υπερεκμεταλλεύονται τους φυσικούς τους

πόρους έχουν βραχυπρόθεσμα ταχύτερη οικονομική πρόοδο, με βάση την

παραδοσιακή λογιστική, απ’ ό,τι εκείνες που διαχειρίζονται και εκμεταλλεύονται

τους φυσικούς τους πόρους στα πλαίσια της οικολογικής διατηρησιμότητας.

Ωστόσο, η επιτυχία αυτή της παραπλανητικής λογιστικής, η οποία καθοδηγείται από

τη λογική της αγοράς, έχει μικρό χρόνο ζωής διότι η υπερεκμετάλλευση των φυσικών

πόρων οδηγεί εντέλει στην καταστροφή τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που εξάντλησε τους φυσικούς της πόρους,

εξόντωσε –στην κυριολεξία- το φυσικό της περιβάλλον και κατέστρεψε τις ζωές

εκατομμυρίων ανθρώπων αποτελεί η πρώην Σοβιετική Ένωση.

Θύμα μιας παράλογης -με τα σημερινά δεδομένα- νοοτροπίας εκμετάλλευσης και

αδιαφορίας που πρώτο το Σταλινικό καθεστώς εγκαινίασε, η Σοβιετική Ένωση

προσκολλήθηκε στο δόγμα της «εκβιομηχάνισης με κάθε κόστος», για να

ανακαλύψει με οδυνηρό τρόπο μερικές δεκαετίες αργότερα ότι το τίμημα για την

ανάπτυξη ήταν υπερβολικά μεγάλο.

Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αποκαλύφθηκε μια απίστευτης έκστασης

οικολογική καταστροφή. Η χώρα που επί δεκαετίες ήταν πρώτη στην παραγωγή

πετρελαίου και χάλυβα, η χώρα που κατείχε το ¼ των δασών και των αποθεμάτων

του γλυκού νερού του πλανήτη, καταλήστευσε τον εαυτό της, υπονομεύοντας την

υγεία των παιδιών της, την παραγωγικότητα των εδαφών της, την καθαρότητα της

ατμόσφαιρας και του νερού της36

.

Όπως λέει ο βιολόγος και ακαδημαϊκός Αλεξέι Γιαμπλόκοφ, κορυφαία μορφή του

οικολογικού κινήματος στη Ρωσία και επικεφαλής της Επιτροπής για το Κέντρο

Ρωσική Περιβαλλοντικής Πολιτικής, «Στη Ρωσία ο άνθρωπος απέδειξε ότι είναι

35

World Bank, “World Development Report 1992. Development and environment”, Oxford

University Press, Oxford 1992 36

Περιοδικό Γαιόραμα, Μάιος-Ιούνιος 2000, «Ρωσία, αιχμάλωτη της μόλυνσης», συντάκτης

Δήμος Αυγερινός.

Page 22: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

22

ανίκανος για ορθολογική χρήση του περιβάλλοντος. Οι φυσικοί πόροι της χώρας μας

έγιναν αντικείμενο κακής εκμετάλλευσης και κατασπατάλησης σε τέτοιο βαθμό ώστε

σήμερα ν’ αντιμετωπίζουμε οικολογική κρίση. Στο 18% της Ρωσικής έκτασης η

κατάσταση είναι άθλια. Είκοσι περιοχές έχουν επισήμως χαρακτηριστεί ως Ζώνες

Περιβαλλοντικής Καταστροφής, Και το χειρότερο είναι ότι τη μεγαλύτερη

υποβάθμιση έχουν υποστεί οι πιο πυκνοκατοικημένες και εύφορες περιοχές. Αυτό

υποδαύλισε την ανησυχητική έξαρση των ασθενειών. Το 1964 ο μέσος

προσδοκώμενος χρόνος ζωής στην ΕΣΣΔ ήταν υψηλότερος από τον αντίστοιχο στις

ΗΠΑ. Από το 1992 ο δείκτης αυτός άρχισε να μειώνεται δραματικά κατά δύο χρόνια

ετησίως. Τουλάχιστον το 30% αυτής της μείωσης σχετίζεται με περιβαλλοντικούς

παράγοντες».

Η έκθεση του Ρωσικού Υπουργείου Περιβάλλοντος για την Παγκόσμια

Περιβαλλοντική Συνδιάσκεψη το Ρίο ντε Τζανέιρο, το 1992, αποδίδει την ευθύνη

κυρίως στη «βίαιη οικονομική εκβιομηχάνιση που χρονολογείται από τα τέλη της

δεκαετίας του 1920». Το κομμουνιστικό καθεστώς στην προσπάθειά του ν’

ανταγωνιστεί τη Δύση έθεσε ως πρωταρχικό του στόχο την εκβιομηχάνιση «πάση

θυσία», δημιουργώντας τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα που ενδιαφέρονταν

μόνο για την αύξηση των ποσοτήτων της βιομηχανικής παραγωγής και όχι για την

αποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων, των πρώτων υλών και της εργασίας. Η

αποκλειστική έμφαση στην ποσοτική παραγωγή είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση

των φυσικών πόρων, χωρίς όμως και την ανάλογη αξιοποίησή τους. Για παράδειγμα,

το 20% των μετάλλων που εξορύσσονταν παρέμενε ανεκμετάλλευτο37

Επιπλέον, η

σοβιετική βιομηχανία, ελλείψει ανταγωνισμού, δε χρειάστηκε ποτέ να βελτιώσει την

αποτελεσματικότητά της, ούτε να στραφεί προς μια πιο «καθαρή» τεχνολογία. Η

μέθοδος που χρησιμοποιούσε το κομμουνιστικό καθεστώς για να αντιμετωπίζει τα

κρούσματα ρύπανσης που ολοένα πλήθαιναν ήταν η απόκρυψη της αλήθειας και η

συσκότιση των γεγονότων. Οι πληροφορίες σχετικά με τη ρύπανση του

περιβάλλοντος παραποιούνταν και η ανακοίνωσή τους απαγορευόταν. Και μόνο στην

περίπτωση μεγάλων οικολογικών καταστροφών διέρρεε η αλήθεια, και πάλι, μετά

από μεγάλη χρονική καθυστέρηση, όπως στην περίπτωση της έκρηξης του πυρηνικού

αντιδραστήρα του εργοστασίου παραγωγής ενέργειας Τσερνομπίλ, το 198638

.

Ακόμη και μετά την πτώση του κομμουνισμού ο γραφειοκρατικός μηχανισμός

συνεχίζει να σιωπά σε ό,τι αφορά περιβαλλοντικά θέματα.

Η «μέθοδος όμως του στρουθοκαμηλισμού», όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε

την τακτική αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του

περιβάλλοντος και τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων από τις τρομακτικές

συνέπειες της ρύπανσης. Και το πιο τραγικό είναι ότι η θυσία φυσικών πόρων και

ανθρώπινων ζωών δεν είχε καν τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη.

37

Βλ. αναλυτικότερα Michael Kupilik, “ The Environment and Socialism: The Soviet

Model”, στο βιβλίο: “International dimensions of the environmental crisis”, edited by Richard

Barett, Westview Press, Colorado 1982 38

Η ποσότητα της ραδιενέργειας που εκλύθηκε από την έκρηξη ήταν 200πλάσια αυτής που

απελευθέρωσαν οι δύο ατομικές βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, το 1945.

Ραδιενεργά ισότοπα, όπως το Ιώδιο-131, το Καίσιο-137 και το Στρόντιο-90, δηλητηρίασαν τη

γη, τα αποθέματα του υπόγειου νερού, τη βλάστηση, τα τρόφιμα. Μια από τις τραγικότερες

συνέπειες της καταστροφής ήταν η έκθεση 800.000 παιδιών της Λευκορωσίας σε πολύ

υψηλές δόσεις ραδιενέργειας. Σαράντα χιλιάδες παιδιά έχουν πεθάνει ή νοσηλεύονται σε

νοσοκομεία, από ασθένειες σχετιζόμενες με τη ραδιενέργεια.

Page 23: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

23

Το 1990, Σοβιετικοί μελετητές υπολόγισαν το οικονομικό κόστος της υποβάθμισης

του περιβάλλοντος σε 15-17% του εθνικού εισοδήματος, χωρίς να συμπεριλαμβάνουν

τα 27 δισεκατομμύρια ρούβλια το χρόνο που διατίθεντο για νοσήλεια, και τις

απώλειες στην παραγωγή που οφείλονταν σε ασθένειες (κάθε μέρα 4 εκατομμύρια

άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να εργαστούν)39

.

Η κοντόφθαλμη και ανήθικη πολιτική του Σοβιετικού καθεστώτος σχετικά με το

περιβάλλον τοποθέτησε πάνω από τον άνθρωπο και τη φύση το κυνήγι του εφήμερου

κέρδους, κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενο «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη».

Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην καταλήστευση των θησαυρών του περιβάλλοντος

και στην αντιμετώπισή του ως σκουπιδοτενεκέ για: ρίψη βιομηχανικών και χημικών

αποβλήτων, από αντιψυκτικά ως χημικά όπλα, στις θάλασσες, στις λίμνες και στους

ποταμούς χωρίς καμία επεξεργασία, θάψιμο των τοξικών και ραδιενεργών

αποβλήτων σε «χωματερές» κοντά στα εργοστάσια όπου παράγονταν, απελευθέρωση

των αερίων ρύπων των εργοστασίων στην ατμόσφαιρα (όπως θείου και

αιθυλενοχλωριδίου), κ.α.

Η υπερεντατική χρήση των γεωργικών φαρμάκων και των παρασιτοκτόνων στη

γεωργία διέβρωσαν εικοσιτέσσερα εκατομμύρια στρέμματα γεωργικής γης, ενώ το

τραγικότερο θύμα της εντατικής γεωργίας υπήρξε η λίμνη Αράλη, στο Ουζμπεκιστάν.

Η λίμνη αυτή που κάποτε ήταν η τέταρτη σε μέγεθος λίμνη στον κόσμο, με έκταση

64.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μέσο βάθος 30 μέτρα, έχει περιοριστεί σήμερα σε

δύο ρηχές λίμνες που βρίσκονται πολύ μακριά από την αρχική της όχθη.

Όταν το κομμουνιστικό πολίτευμα αντικατέστησε το παραδοσιακό γεωργικό

σύστημα, αποφασίσθηκε η καλλιέργεια σίτου στο Καζακστάν και βαμβακιού στο

Ουζμπεκιστάν, που θα έφερναν «σκληρό» συνάλλαγμα στην ΕΣΣΔ. Θέτοντας τα

πολιτικά και οικονομικά κριτήρια πάνω από τις επιστημονικές μελέτες, τα κέντρα

αποφάσεων του σοβιετικού οικονομικού σχεδιασμού προχώρησαν στην εκτροπή, για

αρδευτικούς σκοπούς, τεράστιων ποσοτήτων νερού από τους ποταμούς Συρνταριά

και Αμού Νταριά που τροφοδοτούσαν τη μεγάλη λίμνη, με συνέπεια τη συρρίκνωσή

της και την αύξηση στης αλμυρότητας του νερού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980

εξαφανίστηκαν τα εμπορικής σημασίας είδη ψαριών, οδηγώντας στην ανέχεια 60.000

ανθρώπους. Το κλίμα της περιοχής έγινε πιο ηπειρωτικό ενώ η θερμοκρασία

αυξήθηκε μέχρι 3C. Η χλωρίδα αφανίστηκε, προκαλώντας όχι μόνο την εξάλειψη

της πανίδας αλλά και τη μείωση των βροχοπτώσεων.

Από τις εκτάσεις του πυθμένα που αποκαλύφθηκαν καθώς τα νερά υποχωρούσαν, οι

άνεμοι σήκωσαν περισσότερους από 43.000.000 τόνους ιζημάτων, που περιείχαν

μεγάλες ποσότητες αλάτων και γεωργικών φαρμάκων και τους μετέφεραν σε όλη την

περιοχή καταστρέφοντας καλλιέργειες και βλάστηση. Θύελλες μολυσμένης σκόνης

από την Αράλη σάρωσαν την περιοχή από τον Αρκτικό Ωκεανό ως το Πακιστάν,

αυξάνοντας τα επίπεδα των σωματιδίων στην ατμόσφαιρα της γης κατά 5%

τουλάχιστον.

Τελικό αποτέλεσμα υπήρξε η δραματική μείωση της γεωργικής και αλιευτικής

δυναμικότητας της περιοχής. Το σύνολο των οικονομικών απωλειών εκτιμάται σε 10

δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως, θα απαιτηθούν δε επιπρόσθετα

δισεκατομμύρια δολάρια απλώς και μόνο για να αποτρέψουν τη μετατροπή των

βαμβακοφυτειών σε έρημο μέχρι το τέλος του αιώνα.

39

Περιοδικό Γαιόραμα, Μάιος-Ιούνιος 2000, «Ρωσία, αιχμάλωτη της μόλυνσης», συντάκτης

Δήμος Αυγερινός.

Page 24: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

24

Η θάλασσα Αράλη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι

λανθασμένοι οικονομικοί υπολογισμοί του ανθρώπου για να εξαναγκάσουν τη φύση

να γίνει πιο παραγωγική και κερδοφόρα, μπορούν να οδηγήσουν σε τελείως αντίθετα

αποτελέσματα: διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και οικονομικό μαρασμό.

Μεγάλα θύματα της ληστρικής επιδρομής του ανθρώπου είναι και τα ρωσικά δάση,

τα οποία αφανίζονται από την όξινη βροχή, τις πυρηνικές δοκιμές και τα ατυχήματα,

τις πυρκαγιές και την εντατική υλοτόμηση, με ρυθμό 120 εκατομμυρίων στρεμμάτων

το χρόνο. Πολλές φορές τα δάση καταστρέφονται μόνο και μόνο για την

εκμετάλλευση των υποκείμενων κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα

και διαμαντιών.

Σήμερα, τα δεκαπέντε κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ είναι

αιχμάλωτα σ’ ένα φαύλο κύκλο ένδειας και οικολογικής καταστροφής.

Η απουσία σταθερών πολιτικών δομών δεν επιτρέπουν στις χώρες αυτές να

αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη του δηλητηριασμένου και εξαντλημένου περιβάλλοντος,

που τους κληροδότησε το πάθος του σοβιετικού καθεστώτος για τη βαριά

βιομηχανία. Παραπαίοντας στο χείλος της οικονομικής καταστροφής είναι

αναγκασμένα να συντηρούν τα λείψανα του όχι και τόσο ένδοξου παρελθόντος της

σοβιετικής εκβιομηχάνισης. Υπάρχουν βάσιμοι φόβοι πως στην προσπάθεια

«αποσοσιαλιστικοποίησης» και ανάπτυξης τους με όρους ελεύθερης οικονομίας, το

περιβάλλον αυτών των χωρών θα υποστεί ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση, εφ’ όσον

επιχειρηθούν εντατικοί ρυθμοί ανάπτυξης με σκοπό την άμβλυνση των ανισοτήτων

με τις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες.

Πράγματι, εργοστάσια χαλκού, μεταλλουργία και χαλυβουργεία που λειτουργούν

χωρίς φίλτρα για τις εκπομπές ρύπων, ιδιωτικοποιούνται και συνεχίζουν την

καταστροφική τους δράση. Το δάσος της Σιβηρίας, η τάιγκα, που είναι το μεγαλύτερο

που έχει απομείνει στη γη και περιλαμβάνει το 1/5 όλων των δέντρων, αποτελώντας

έναν από τους μεγαλύτερους πνεύμονες οξυγόνου, με σημαντικότατο ρόλο στον

έλεγχο του φαινομένου του θερμοκηπίου, κινδυνεύει σήμερα από την εκτεταμένη

υλοτόμηση των ξένων εταιρειών. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να προσελκύσει

ξένο συνάλλαγμα, η Ρωσία κατήργησε το κρατικό μονοπώλιο στην ξυλεία και οι

τοπικές αρχές, ιδίως στη ρωσική άπω Ανατολή, επέκτειναν κατά πολύ τα δικαιώματα

υλοτόμησης των ξένων εταιρειών, ιδιαίτερα ιαπωνικών και νοτιοκορεάτικων, χωρίς

να επιβάλλουν ελέγχους στις μεθόδους τους ούτε να ζητούν αναδάσωση.

Η πρώην Σοβιετική Ένωση και οι χώρες που κληρονόμησαν τα προβλήματά της,

οικολογικά και οικονομικά, αποδεικνύουν πως η πρόοδος και η ανάπτυξη που

στηρίζονται στη συστηματική αφαίμαξη της φύσης μέχρι την τελική εξάντλησή της,

μόνο κατ’ επίφαση μπορούν να ονομάζονται έτσι. Ο σωστός χαρακτηρισμός των

ενεργειών που βλάπτουν το περιβάλλον είναι η οπισθοδρόμηση αφού η διατάραξη

των περιβαλλοντικών λειτουργιών σταματάει στην κυριολεξία την ανάπτυξη της

ζωής. Τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν αρμόζουν ούτε στο homo sapiens (λογική και

ηθική) ούτε στο homo economicus (ορθολογική οικονομική δράση που θέτει ως

στόχο της τη διατηρήσιμη ανάπτυξη).

Το πρόβλημα της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων απαντάται και στα φτωχά

κράτη, που διαθέτοντας πολύ περιορισμένο βιομηχανικό τομέα και επισφαλή

οικονομία, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη στοιχειώδη γεωργία. Λόγω δε

της συνεχιζόμενης αύξησης του πληθυσμού και της υπέρβασης των φυσικών ορίων

από τη μηχανοποιημένη παραγωγή που προορίζεται για εξαγωγές, η παραδοσιακή

αγροτική σύνεση έχει αντικατασταθεί από την υπερβολική χρησιμοποίηση της

καλλιεργήσιμης γης, της διάθεσης ευπαθών εδαφών στη γεωργία και την κακή

Page 25: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

25

διαχείριση της άρδευσης, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξασθένιση των εδαφών και

την απώλεια της γονιμότητας τους.

Όλα τα δεινά από τη ρύπανση και την καταστροφή του περιβάλλοντος δεν είναι

τίποτ’ άλλο παρά το τίμημα για ποσοτική οικονομική ανάπτυξη πέρα από τον

κοινωνικά άριστο ρυθμό40

.

40

Δ. Π. Καράγιωργας «Δημόσια Οικονομική 1. Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους»,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1980

Page 26: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

26

3

Η διεθνοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων

3.1 Η διεθνοποίηση του περιβαλλοντικού προβλήματος

Το περιβαλλοντικό πρόβλημα ήταν –και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι-

θέμα των επί μέρους κρατών της διεθνούς κοινότητας και βέβαια της αντίστοιχης

έννομης τάξης τόσο στην τυπική του υπόσταση όσο και στην ουσιαστική προσπάθεια

επιλύσεώς του.

Ορισμένα περιβαλλοντικά προβλήματα ex ratio είναι παγκόσμια, όπως το φαινόμενο

του θερμοκηπίου, ενώ άλλα «διεθνοποιούνται» από τρία κυρίως αίτια:

1. φυσικά αίτια: αφορούν την τάση διασποράς που παρουσιάζουν οι διάφορες

μορφές ρύπανσης, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ρύπανση των υδάτων, η

έκλυση ραδιενέργειας κλπ.

2. προσχεδιασμένες ανθρώπινες ενέργειες, όπως απόρριψη ρυπαντικών ουσιών

(π.χ. τοξικές και χημικές ουσίες) στο περιβάλλον για εξοικονόμηση χρήματος,

πυρηνικές δοκιμές για επίδειξη ισχύος, παράνομη διακίνηση επικίνδυνων

ουσιών, λειτουργία εργοστασίων με δράση επικίνδυνη για το περιβάλλον ή

ακόμη και απελευθέρωση τεχνητών βακίλων για λόγους τρομοκρατίας,

εκφοβισμού κα.

3. οικονομικά αίτια: συνίστανται στις επιδράσεις του διεθνούς εμπορίου και την

εξάπλωση της εκβιομηχάνισης, δυνάμεις πολύ ισχυρές που ενθαρρύνονται

ακόμη περισσότερο από την επικράτηση σε παγκόσμιο επίπεδο της

οικονομίας της αγοράς και της φιλελευθεροποίησης των οικονομικών

διαδικασιών και λειτουργιών.

Η διεθνοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων μπορεί να θεωρηθεί σαν

αναγκαίο επακόλουθο: α) των σύγχρονων αρνητικών ανθρώπινων επεμβάσεων

μεγάλης εμβέλειας στο περιβάλλον, β) της ενότητας των μεμονωμένων

οικοσυστημάτων αλλά και του συνολικού οικοσυστήματος του πλανήτη, και

γ) της ύπαρξης κρατικών συνόρων με επί μέρους διαφορετικές έννομες τάξεις που

συνεπάγονται διάσπαση στης ενότητας του φυσικού χώρου.

Συγκεκριμένα:

α) Οι τεχνολογικές εξελίξεις παρέχουν τη δυνατότητα στα φυσικά και κυρίως στα

νομικά πρόσωπα (κράτη, πολυεθνικές εταιρείες) να επιφέρουν περιβαλλοντικές

βλάβες σε περιφερειακή ή και παγκόσμια κλίμακα. Για παράδειγμα, η χρήση της

πυρηνικής τεχνολογίας για ειρηνικούς (παραγωγή ενέργειας) ή στρατιωτικούς

σκοπούς (πολεμικές συρράξεις, επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, βιομηχανία όπλων)

μπορεί να έχει ανεξέλεγκτες συνέπειες για το περιβάλλον.

β) Η ενότητα των στοιχείων ενός οικοσυστήματος αλλά και των οικοσυστημάτων

μεταξύ τους αφορά δυο λειτουργίες. Η πρώτη συνίσταται στην ιδιότητα διάφορων

περιβαλλοντικών στοιχείων, και κυρίως του αέρα, των υδάτων αλλά και ειδών της

άγριας πανίδας (τροφική αλυσίδα) να μεταφέρουν ρύπους σε εξαιρετικά μεγάλες

αποστάσεις από την εστία προέλευσής τους, Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της

Page 27: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

27

κατηγορίας είναι το φαινόμενο της όξινης βροχής, της θαλάσσιας ρύπανσης από

ποταμούς που διασχίζουν βιομηχανίες και αστικές συγκεντρώσεις καθώς και η

εξαιρετική διασπορά του τοξικού εντομοκτόνου D.D.T. σε χώρους που δεν

χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Η δεύτερη και λιγότερο εμφανής λειτουργία αφορά τις

αλυσιδωτές και σύνθετες αντιδράσεις που συνεπάγονται οι ανθρώπινες παρεμβάσεις

σε βιοτικά ή αβιοτικά στοιχεία του περιβάλλοντος. Μάλιστα, παρά τις προόδους των

φυσικών επιστημών και ιδιαίτερα της οικολογίας θεωρείται αδύνατο να υπολογισθεί

σύνθετα και συνολικά το μέγεθος της περιβαλλοντικής βλάβης που συνεπάγεται π.χ.

η καταστροφή του δάσους του Αμαζονίου καθώς και η οριστική απώλεια κάποιων

ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας.

γ) Η διεθνής κοινωνία συγκροτήθηκε βάσει πολιτικών κριτηρίων και όχι

οικολογικών, δηλ. βάσει της ενότητας και αλληλεξάρτησης όλων των στοιχείων ενός

οικοσυστήματος, με αποτέλεσμα τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούνται

σε μία περιοχή να μεταφέρονται και στην επόμενη γεωγραφική και οικολογική της

ενότητα (π.χ. στις χώρες της υπό-σαχάριας Αφρικής, όπου τα σύνορα χαράχτηκαν

από τους αποικιοκράτες, οι άνυδρες περιοχές που συνορεύουν με τις έρημους

Σαχάρα και Γκόμπι ερημοποιούνται).

Τα πρώτα διεθνή περιβαλλοντικά προβλήματα εμφανίζονται στις διεθνείς σχέσεις

από τον προηγούμενο αιώνα, εντείνονται στο πρώτο ήμισυ του 20ού και παίρνουν

επικίνδυνες διαστάσεις από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Αρχικά αφορούσαν

τον Ευρωπαϊκό χώρο και τη Β. Αμερική, δηλ. τις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ στη

συνέχεια εξαπλώθηκαν και στις αναπτυσσόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου,

αποδεικνύοντας ότι η ρύπανση και γενικότερα ή περιβαλλοντική υποβάθμιση δε

γνωρίζει κρατικά σύνορα, αλλά ούτε και σύνορα κοινωνικής και αντίστοιχης

οικονομικής οργάνωσης41

.

Περιβαλλοντικά προβλήματα με ομοιότητες αλλά και διαφοροποιήσεις

αντιμετωπίζουν τόσο οι χώρες με καθεστώς οικονομίας της αγοράς όσο και οι χώρες

με οικονομικό σύστημα συγκεντρωτικού σχεδιασμού. Στην πρώτη περίπτωση

ουσιαστικό ρόλο στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος άσκησε η επιδίωξη

μεγιστοποίησης του επιχειρηματικού και ατομικού κέρδους και η ενθάρρυνση του

καταναλωτισμού, ενώ στη δεύτερη η δογματική, αυταρχική και ιδιοτελής

γραφειοκρατική μηχανή που επέβαλε η οικοδόμηση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Τα οξύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες,

όπου τα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα είναι πολύ διαφοροποιημένα. Στις

περισσότερες περιπτώσεις, πέρα από τα φυσικά αίτια, οι περιβαλλοντικές βλάβες

αποδίδονται στις προσπάθειες ανάπτυξης και βελτίωσης του οικονομικού και

βιοτικού επιπέδου των χωρών αυτών42

.

Το περιβαλλοντικό πρόβλημα έχει λοιπόν τρεις διαστάσεις, τοπική, περιφερειακή και

διεθνή, καθώς τα περισσότερα από τα 160 περίπου κράτη της σύγχρονης διεθνούς

κοινότητας διαθέτουν μηχανισμούς «εξαγωγής» της ρύπανσης και επηρεασμού των

φυσικών οικοσυστημάτων και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των άλλων

κρατικών οντοτήτων.

Ο κατάλογος των σύγχρονων διεθνών προβλημάτων του περιβάλλοντος συνεχώς

επεκτείνεται κάτω από τις νέες αναγκαιότητες προστασίας του που επιβάλλουν: η

ύπαρξη και η δράση πολυεθνικών εταιρειών, οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις και ο

41

Γιώργος Σαμιώτης- Γρηγόρης Τσάλτας, «Διεθνής προστασία του περιβάλλοντος. Τόμος Ι.

Διεθνείς πολιτικές και Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990. 42

Redcliff Michael, “Development and the environmental crisis. Red or green alternatives”,

London and New York: Methuen, 1984

Page 28: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

28

ανταγωνισμός για την αύξηση των μεριδίων των κρατών στο παγκόσμιο εμπόριο, η

παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της κουλτούρας (σε μερικές περιπτώσεις

υποκουλτούρας), η τάση επέμβασης των ισχυρότερων κρατών (μόνα τους ή

συλλογικά, πίσω από το περίβλημα Διεθνών Οργανισμών) σε χώρους εκτός της

εθνικής τους δικαιοδοσίας είτε υπό το πρόσχημα ανθρωπιστικών λόγων είτε

επικαλούμενα διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου (π.χ. αποτροπή γενοκτονίας), η

οικονομική και τεχνολογική αδυναμία των αναπτυσσόμενων χωρών να

προστατεύσουν το περιβάλλον τους, η ευχέρεια κάποιων κρατών του Τρίτου Κόσμου

να αγοράζουν και να χρησιμοποιούν πυρηνικά όπλα (π.χ. Ινδία, Πακιστάν), κ.α.

3.1.2 Κατηγοριοποίηση των σύγχρονων διεθνών περιβαλλοντικών

προβλημάτων

1) Διασυνοριακή ρύπανση: πηγές της διασυνοριακής ρύπανσης είναι συνήθως οι

βιομηχανικές δραστηριότητες, οι αστικές συγκεντρώσεις, η σύγχρονη γεωργία που

βασίζεται σε χημικά παρασκευάσματα, η ανάπτυξη των διεθνών μεταφορών κ.λ.π.

Η διασυνοριακή ρύπανση προκαλείται όταν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος με

εξαιρετική ρευστότητα, όπως οι υδάτινες και ατμοσφαιρικές μάζες, μεταφέρουν

ρύπους σε κοντινές ή και μεγάλες αποστάσεις από την πηγή προέλευσης, πλήττοντας

περιβαλλοντικά αγαθά πέρα από την περιοχή/χώρα όπου δημιουργήθηκε ή

εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η ρύπανση43

. Η ρύπανση των διεθνών ποταμών και

λιμνών αλλά και της θάλασσας παράλληλα με τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική

ρύπανση από παραμεθόριες βιομηχανικές δραστηριότητες αποτελούν μερικά από τα

πρώτα διεθνή περιβαλλοντικά προβλήματα που απασχόλησαν τα μέλη της διεθνούς

κοινότητας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστά ιδιαίτερα περίπλοκο το φαινόμενο

της διασυνοριακής ρύπανσης, διευρύνοντας τις μορφές , αυξάνοντας την ένταση και

κλιμακώνοντας τις συνέπειές του (π.χ. η ρύπανση από ραδιενέργεια αποτελεί μια από

τις πιο τρομακτικές μορφές διασυνοριακής ρύπανσης).

Διασυνοριακή ρύπανση αποτελούν κάποια από τα πλέον σοβαρότερα περιβαλλοντικά

προβλήματα, η πλήρης διάσταση των οποίων θα εμφανιστεί τις επόμενες δεκαετίες,

όπως η καταστροφή του όζοντος της στρατόσφαιρας, η όξινη βροχή και το

«φαινόμενο του θερμοκηπίου».

2) Απώλεια της βιοποικιλότητας (άγρια πανίδα και χλωρίδα, ενδημική πανίδα): πρόκειται για χερσαία και υδρόβια θηλαστικά, πτηνά και ψάρια, άγρια είδη φυτών

και δέντρων τα οποία πλήττονται από το διεθνές εμπόριο ή εντάσσονται στα πλαίσια

του δεινούς ενδιαφέροντος σαν βασικό στοιχείο της κοινής κληρονομιάς της

ανθρωπότητας44

.

3) Παραγωγή, αποθήκευση και χρήση κάθε μορφής όπλων: Η ανακάλυψη και

εξέλιξη των όπλων μαζικής καταστροφής, όπως των πυρηνικών, βιολογικών και

χημικών όπλων, έδωσε νέες διευρυμένες διαστάσεις στο περιβαλλοντικό πρόβλημα.

Η ανάδειξη της πολεμικής βιομηχανίας σε ένα από τους πιο κερδοφόρους τομείς της

οικονομίας και η δραστηριοποίηση χωρών σε εδάφη εκτός εθνικής δικαιοδοσίας

43

Eisenstein Fredrick, “Economic implications of European transfrontier population: national

prerogative and attribution of responsibility”, Vol. 11, London, 1981, σελ. 519-520 44

World Commission on Environment and Development, 1987: 147-167, και Miller kenton,

“The earth’s living terrestrial resources: managing their conservation”, Kay D. and Jacobson

H. Ed, 1984, σελ. 241-265

Page 29: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

29

(όπως προαναφέρθηκε, μεμονωμένα ή συλλογικά, για λόγους επίδειξης ισχύος ή

διευθέτησης κρίσεων) επιτείνουν τη σοβαρότητα του προβλήματος αυτού.

4) Νόμιμη και παράνομη διεθνής διακίνηση χημικών και τοξικών ουσιών και

επικίνδυνων αποβλήτων με προέλευση κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες και

προορισμό τις αναπτυσσόμενες 45

.

5) Εξάπλωση των επιβαρυντικών για το περιβάλλον βιομηχανικών

δραστηριοτήτων: συντελείται μέσω της μεταφοράς και εγκατάστασης βιομηχανιών,

όπως οι χημικές, των ανεπτυγμένων χωρών με αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία

σε αναπτυσσόμενες χώρες με ελαστικές ρυθμίσεις, οι οποίες παρέχουν συγχρόνως

πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό αλλά και νέες αγορές των παραγόμενων

προϊόντων46

.

6) Η εξάντληση και η μη ορθολογική διαχείριση των μη ανανεώσιμων φυσικών

πόρων (κυρίως πολύτιμων και μη ανανεώσιμων ορυκτών): Η μη ορθολογική

διαχείριση φυσικών πόρων που ανήκουν κυριαρχικά σε κάποιο κράτος θίγει και τα

συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας καθώς η μείωση των αποθεμάτων μη

ανανεώσιμων πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο συνεπάγεται α) ενεργειακό πρόβλημα για

όλο τον πλανήτη (στην περίπτωση των ορυκτών και των μεταλλευμάτων) και β)

επιδείνωση άλλων διεθνών περιβαλλοντικών προβλημάτων (π.χ. η εκτεταμένη

υλοτόμηση των δασών σημαίνει μείωση της βιοποικιλότητας, διάβρωση του

επιφανειακού στρώματος του εδάφους και επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου,

λόγω ανεπάρκειας ελέγχου του).

7) Έντονη δραστηριοποίηση κρατών και επιχειρήσεων σε χώρους που ανήκουν

στην κοινή χρήση της ανθρωπότητας, όπως η ανοιχτή θάλασσα με το βυθό και το

υπέδαφος και η Ανταρκτική. Το πρόβλημα προκύπτει από τις αυξημένες δυνατότητες

παρέμβασης στους παραπάνω χώρους με σκοπό την ικανοποίηση οικονομικών και

στρατιωτικών επιδιώξεων από το σύνολο σχεδόν των κρατών της διεθνούς

κοινότητας, και συνδέεται με το πρόβλημα της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων

φυσικών πόρων. Καθώς η εξόρυξη των αποθεμάτων π.χ. ορυκτών του υπεδάφους της

ανοιχτής θάλασσας προϋποθέτει τη χρήση τεχνολογικών καινοτομιών, είναι φυσικό

ότι τα πλούσια και τεχνολογικώς ανεπτυγμένα κράτη έχουν τη δυνατότητα

εκμετάλλευσης των πόρων αυτών, άρα και ολοκληρωτικής κάρπωσης τους που

ισοδυναμεί με δυνατότητα εξάντληση τους. Το ίδιο ισχύει και για την αλιεία, καθώς

οι αλιευτικοί στόλοι των πλούσιων κρατών έχουν καλύτερη πρόσβαση στα

παγκόσμια αποθέματα ψαριών. Επίσης, η παρουσία επιχειρήσεων θαλάσσιας

εξόρυξης πετρελαίου καθώς και εμπορικών πλοίων σε χώρους κοινής χρήσης μπορεί

να προκαλέσει σοβαρότατα κρούσματα ρύπανσης (π.χ διαρροή πετρελαίου από

έκρηξη εξέδρας γεώτρησης ή από δεξαμενόπλοια που διέρχονται από το χώρο της

ανοιχτής θάλασσας) που αυτόματα διεθνοποιούνται.

Η παραπάνω παράθεση των σύγχρονων περιβαλλοντικών προβλημάτων, με κάποιες

αναπόφευκτες επικαλύψεις στην κατηγοριοποίηση, δεν εξαντλεί το θέμα της

τυποποίησης τους καθώς καθημερινά προστίθενται νέα διεθνή προβλήματα

περιβάλλοντος σαν συνέπεια της πύκνωσης και επέκτασης των διεθνών

δραστηριοτήτων φυσικών και νομικών προσώπων, ενώ παράλληλα αποκτούν

ανάλογη διεθνή διάσταση δραστηριότητες που παραδοσιακά θεωρούνται θέματα

αποκλειστικά κρατικής υφής47

.

45

Schweitzer Glenn, “Toxic chemicals: steps toward their evaluation and control”, Kay D.

and Jacobson H. Eds, 1983, σελ. 22-42 46

Αναλυτικότερα, στο κεφάλαιο 4 47

World Commission on Environment and Development, 1987, 312

Page 30: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

30

3.2 Τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα

Στην εποχή μας τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προέρχονται από ανθρωπογενείς

δραστηριότητες, γίνονται όλο και πιο έντονα επηρεάζοντας άλλες φορές άμεσα και

άλλες φορές έμμεσα κάθε μορφή ζωής του πλανήτη. Οι περισσότερες μορφές

μόλυνσης έχουν αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και με πολύ γρήγορο ρυθμό κατά το

τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα ενώ τα περιβαλλοντικά προβλήματα γίνονται

όλο και πιο έντονα.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι ορισμένες μορφές ρύπανσης επιτυχώς διευθετούνται

στις χώρες της Δύσης, αν και οι μειώσεις των ρυπαντικών εκπομπών στις Δυτικές

χώρες αντισταθμίζονται από αυξήσεις σε αναπτυσσόμενες νέο εκβιομηχανιζόμενες

χώρες, ενώ άλλες (κυρίως η ρύπανση από πετρελαιοκηλίδες και οι

χλωροφθοράνθρακες) διευθετούνται βάσει Διεθνών ρυθμιστικών πλαισίων.

Γεγονός όμως παραμένει ότι καθώς αυξάνεται η οικονομική ανάπτυξη -για τις

αναπτυσσόμενες χώρες- και συνεχίζεται η οικονομική αύξηση -για τις ανεπτυγμένες

χώρες- αυξάνεται και η ρύπανση του περιβάλλοντος

Τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας περιλαμβάνουν την

ατμοσφαιρική ρύπανση, οι σημαντικότερες εκφάνσεις της οποίας είναι το φαινόμενο

του θερμοκηπίου, το φαινόμενο της όξινης βροχής και το φαινόμενο της τρύπας του

όζοντος, η ρύπανση και η υποβάθμιση του εδάφους, η ρύπανση των υδάτων, η

γενετική ρύπανση και οι μολυσμένες τροφές και η απώλεια της βιοποικιλότητας.

Τα προβλήματα αυτά δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, καθώς το ένα επηρεάζει και

εντείνει το άλλο, εμφανίζοντας μια λειτουργική διασύνδεση που οικοδομεί έναν

ολόκληρο ρυπαντικό μηχανισμό, με την πιο ύπουλα διαβρωτική συνέπεια για το

οικοσύστημα και τις μονάδες ζωής που το αποτελούν.

3.2.1 Η ατμοσφαιρική ρύπανση

Θεωρείται ότι υπάρχει ατμοσφαιρική ρύπανση όταν ο αέρας περιέχει στερεές, υγρές ή

αέριες ουσίες σε ποσότητες που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία του

ανθρώπου ή άλλες ενοχλήσεις ή όταν λείπουν από αυτόν ποσότητες φυσικών του

συστατικών ή ιδιότητες απαραίτητες για τον άνθρωπο ή όταν ο αέρας μπορεί να

διαταράξει την οικολογική ισορροπία της γης σε οποιαδήποτε κλίμακα48

.

Οι πηγές της ατμοσφαιρικής ρύπανσης διακρίνονται σε φυσικές (π.χ. ηφαίστεια,

πυρκαγιές, σήψη οργανικών ουσιών κ.α.) και σε τεχνητές. Οι ρύποι από φυσικές

πήγες είναι συνήθως λιγότερο βλαβεροί για τον άνθρωπο από τους ρύπους από

τεχνητές πηγές. Οι τεχνητές πηγές συνδέονται με ρυπογόνες ανθρώπινες

δραστηριότητες. Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που προκαλούν ατμοσφαιρική

ρύπανση είναι οι εκπομπές πετρελαιοκίνητων οχημάτων, οι καύσεις οχημάτων με

κινητήρες εσωτερικής καύσης, βιομηχανιών και κεντρικών θερμάνσεων, η λειτουργία

εργοστασίων χημικών προϊόντων, βιομηχανιών χρωμάτων και συσσωρευτών κ.α.

Παρακάτω εξετάζονται οι ειδικές κατηγορίες ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

48

Γεώργιος Κώττης- Αθηνά Πετράκη-Κώττη, «Σύγχρονα Οικονομικά Θέματα», εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα 1995

Page 31: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

31

Α. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η μεταβολή του κλίματος

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου οφείλεται στη συσσώρευση ορισμένων αέριων, όπως

τα διοξείδια του άνθρακα και του αζώτου, το μεθάνιο και οι χλωροφθοράνθρακες,

στην ατμόσφαιρα και στην απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας σε πολύ

μεγαλύτερο βαθμό από ότι το οξυγόνο και το άζωτο που αποτελούν το μεγαλύτερο

μέρος της ατμόσφαιρας. Έτσι όμως αυξάνεται η ικανότητα της ατμόσφαιρας να

αποθηκεύει θερμότητα και συνακόλουθα αυξάνεται αργά αλλά σταθερά η μέση

θερμοκρασία της γης.

Απειλείται επομένως μεταβολή των κλιματολογικών συνθηκών που θα επηρεάσει

δυσμενώς τη δυνατότητα για γεωργική παραγωγή και θα προκαλέσει τη σταδιακή

τήξη των πάγων των πολικών περιοχών με αποτέλεσμα την αύξηση της στάθμης των

θαλασσών και την κάλυψη από νερό παραθαλάσσιων περιοχών που έχουν χαμηλό

υψόμετρο.

Από την καταγραφή μετρήσεων σε χιλιάδες σταθμούς ανά τον κόσμο φαίνεται ότι

έχει σημειωθεί αύξηση κατά 0,5 C στη θερμοκρασία του πλανήτη τα τελευταία 100

χρόνια. Η Διεθνής Επιτροπή για την Μεταβολή του Κλίματος, η οποία ιδρύθηκε από

το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ και το Παγκόσμιο Μετεωρολογικό

Οργανισμό, το 1988, ως ειδικό σώμα 300 και πλέον επιστημόνων, εκτιμά ότι η μέση

παγκόσμια αύξηση στης θερμοκρασίας στην επιφάνεια της γης ανέρχεται σε 0,3-0,6

C κατά τα τελευταία 100 χρόνια. Προβλέπεται δε ότι μπορεί να αυξηθεί για άλλους

1,5-4,5 C μέχρι το έτος 2050.

Τα κυριότερα ανθρωπογενή αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου

είναι το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο (που ορισμένες φορές ονομάζεται και

αέριο των ελών), το πρωτοξείδιο του αζώτου και οι εξ ολοκλήρου συνθετικοί

χλωροφθοράνθρακες (CFC)49

i) Τα τρία τέταρτα των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οφείλονται

στην καύση ορυκτών καυσίμων άνθρακα (κατά κύριο λόγο τα καυσαέριο των

αυτοκινήτων και των υπολοίπων μέσων μεταφοράς). Το μεγαλύτερο μέρος της

υπόλοιπης ποσότητας προέρχεται από τις πυρκαγιές των τροπικών δασών και σε

μικρότερο βαθμό από την παραγωγή τσιμέντου.

Γεγονός είναι ότι τα ανεπτυγμένα κράτη συνεισφέρουν τη μισή περίπου ποσότητα της

παγκόσμιας παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα ενώ η Ανατολική Ευρώπη και ο

πολυπληθής Τρίτος Κόσμος (ιδιαίτερα η Βραζιλία, η Κίνα και η Ινδία) παράγουν από

ένα τέταρτο αντίστοιχα.

ii) Το ανθρωπογενές μεθάνιο προέρχεται από την αρδευόμενη γεωργία, το

μεταβολισμό των βοοειδών, τα ορυχεία, τους αγωγούς φυσικού αερίου και τους

χώρους ταφής απορριμμάτων, έχει δε αυξηθεί κατά 50% από το 1950 και μετά.

iii) Η έκλυση πρωτοξειδίου του αζώτου οφείλεται στην καύση των ορυκτών

καυσίμων και στη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων.

iv) Οι χλωροφθοράνθρακες, που πρωτοσυναντήθηκαν το 1928, είναι προϊόν εξ

ολοκλήρου ανθρώπινης κατασκευής και έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως

ψυκτικά υγρά, προωθητικά αέρια σε σπρέι, συμπιεστές για το σχηματισμό αφρού και

διαλυτικά.

49

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου, εκδόσεις

Λυχνός, Αθήνα 1997

Page 32: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

32

Εκτιμάται ότι η συνεισφορά καθενός από τα ανθρωπογενή αέρια στην αύξηση της

κατακράτησης θερμότητας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ήταν η εξής:

του διοξειδίου του άνθρακα 55%, των χλωροφθορανθράκων 24%, του μεθανίου 15%

και του πρωτοξειδίου του αζώτου 6%. Ωστόσο, σε διάστημα 50 ετών, το μεθάνιο

μπορεί να καταστεί το κύριο αέριο θερμοκηπίου διότι, καθώς το κλίμα καθίσταται

θερμότερο, οι τεράστιες εκτάσεις του τυρφώδους, μόνιμα παγωμένου εδάφους στις

τούνδρες των υποαρκτικών περιοχών μπορεί να απελευθερώσουν πολύ μεγαλύτερες

ποσότητες μεθανίου.

Οι κυριότερες δε πέντε χώρες, όσον αφορά την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου, ήταν

στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ (18%), η ΕΣΣΔ (12%), η Βραζιλία (11%),

η Κίνα (7%) και η Ινδία (4%)50

.

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου αναμένεται να έχει δυσμενέστατες συνέπειες στο

εγγύς μέλλον καθώς υποστηρίζεται ότι με την αύξηση στης θερμοκρασίας, περιοχές

που σήμερα είναι ημιάνυδρες και με δυσκολία συντηρούν γεωργικούς πληθυσμούς

(π.χ. περιοχές της βορειοανατολικής Βραζιλίας, ορισμένες περιοχές νοτίως της

Σαχάρας, ακόμη και ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ, του Μεξικού κλπ) θα

μεταβληθούν σε τελείως άνυδρες, οι πληθυσμοί τους δεν θα μπορούν πλέον να

συντηρηθούν, θα προκληθούν μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών με δημιουργία

πολύ σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.

Οι κλιματολογικές μεταβολές που προέρχονται από την αύξηση της θερμοκρασίας

λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου έχουν επίσης άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις

στην ανθρώπινη υγεία. Οι άμεσες επιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε ακραίες τιμές

θερμοκρασίας και σε προκύπτουσες φυσικές καταστροφές, όπως μη ελεγχόμενες

πυρκαγιές. Οι έμμεσες επιπτώσεις μπορεί να προέρχονται από την τροποποιημένη

κατανομή των παρασίτων και των διαβιβαστών λοιμωδών νοσημάτων, τη μειωμένη

γεωργική παραγωγή, τις δημογραφικές μεταβολές και τις κοινωνικές αναταραχές.

Β. Το φαινόμενο της όξινης βροχής

Κάθε μορφή όξινων ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι ή χαλάζι) είναι

αποτέλεσμα της συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα συγκεκριμένων ρύπων, ιδιαίτερα

των οξειδίων θείου και αζώτου. Πηγές των παραπάνω ρύπων αποτελούσαν ανέκαθεν

τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα –και

σε μικρότερο βαθμό όσα χρησιμοποιούν πετρέλαιο- , ενώ οι υψηλές τους καπνοδόχοι

βοηθούν τη διασπορά των ρύπων στην ατμόσφαιρα51

.

Η κύρια πηγή της επιπρόσθετης οξύτητας της βροχής (που από τη φύση της είναι

όξινη), είναι οι αέριοι ρύποι του διοξειδίου του θείου, το οποίο ενώνεται με τους

υδρατμούς και σχηματίζει θειώδες και θειικό οξύ. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι

ποσότητες διοξειδίου του θείου που εκπέμπονται ετησίως κατά τις ανθρώπινες

δραστηριότητες αυξήθηκαν μέσα σε εκατό χρόνια από 7 εκατομμύρια τόνους σε 155.

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, οι εκπομπές θείου στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ έχουν

μειωθεί λόγω των αυστηρότερων περιβαλλοντικών προδιαγραφών και το πρόβλημα

έχει μεταφερθεί σε άλλα φτωχότερα υπό εκβιομηχάνιση κράτη, όπως η Κίνα

50

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου, εκδόσεις

Λυχνός, Αθήνα 1997 51

Gerald Segal, “Guide to the World today”, The Simon and Schuster Press, London 1987

Page 33: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

33

Το φαινόμενο της όξινης βροχής αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της

«διεθνοποίησης» των περιβαλλοντικών προβλημάτων καθώς οι επικρατούντες άνεμοι

παρασύρουν το μεγαλύτερο μέρος του διοξειδίου του θείου και το μεταφέρουν στα

όμορα κράτη, όπως συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη, στις ασιατικές στέπες στης

πρώην ΕΣΣΔ και στη Βόρεια Αμερική.

Στις περιοχές ανθρακωρυχείων της νοτιοδυτικής Κίνας τα σημερινά επίπεδα των

όξινων ρύπων πλησιάζουν εκείνα που σημειώνονται στις περιοχές των ΗΠΑ με την

υψηλότερη ρύπανση, ενώ η όξινη βροχή από τη βιομηχανική βορειοανατολική Κίνα

(Μαντζουρία) παρασύρεται ανατολικά προς την Ιαπωνία, Μικρότερες ζώνες

αυξημένης οξύτητας έχουν αναφερθεί και σε άλλες περιοχές, όπως στη Βραζιλία, τη

Βενεζουέλα, τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία.

Οι βλαβερές επιπτώσεις στης όξινης βροχής είναι οι εξής:

α) αύξηση της οξύτητας των επιφανειακών υδάτων στα οποία επιδρά άμεσα η

οξύτητα της βροχής, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση του πληθυσμού των

ψαριών και άλλων υδρόβιων οργανισμών των λιμνών, ποταμών κ.α.

β) διάβρωση διαφόρων υλικών, κυρίως μετάλλων και μαρμάρων, καθώς και άλλες

ζημιές σε χρώματα, υφάσματα, δέρματα, χαρτιά κ.α.

γ) εξασθένιση των δασών και ξήρανση ορισμένων ειδών δέντρων. Η όξινη βροχή

μπορεί να στερήσει από το έδαφος των δασών ορισμένα θρεπτικά συστατικά (π.χ. στο

μαγνήσιο) και κατ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσει ελλείψεις σε απαραίτητες για τα

δέντρα θρεπτικές ουσίες. Ακόμη, κινητοποιώντας τα θειικά και νιτρικά άλατα που

έχουν συγκεντρωθεί στο έδαφος από την έναρξη της εκβιομηχάνισης, μπορεί να

προκαλέσει άμεση βλάβη στην ανάπτυξη των ριζών, όπως και να επιδράσει

απευθείας στο φύλλωμα των δέντρων. Η ευπάθεια και κατά συνέπεια η ταχύτητα με

την οποία προκαλείται η βλάβη, επηρεάζεται από τη φυσική ικανότητα του εδάφους

να ρυθμίζει τη συγκέντρωση των οξέων.

Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών δασών έχει υποστεί βλάβες από την

όξινη βροχή, στις οποίες περιλαμβάνεται η απώλεια του ενός έκτου περίπου της

δυνητικής συγκομιδής ξυλείας.

δ) επιβάρυνση των αγροτικών καλλιεργειών είτε με άμεση χημική βλάβη στη σοδειά,

είτε με μείωση της γονιμότητας του εδάφους είτε με συγκέντρωση μεγάλων

ποσοτήτων τοξικών μετάλλων (όπως καδμίου) λόγω απόπλυσης.

ε) βλάβες στην ανθρώπινη υγεία από αίτια που σχετίζονται με τη ρύπανση του

πόσιμου νερού από την απόπλυση τοξικών μετάλλων από το έδαφος

Γ. Το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος

Το όζον θεωρείται ρύπος μόνο όταν βρίσκεται στα κατώτερα ατμοσφαιρικά

στρώματα ενώ το όζον της στρατόσφαιρας είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο στοιχείο γιατί

εμποδίζει τη διέλευση των υπεριωδών ακτινών οι οποίες προκαλούν καταστροφές

στη γεωργία και στα διάφορα οικοσυστήματα, καθώς και σοβαρότατες βλάβες στην

υγεία52

.

Το όζον δημιουργείται και καταστρέφεται συνεχώς με φυσικές φωτοχημικές

διαδικασίες οι οποίες βρίσκονται σε μια δυναμική ισορροπία. Ωστόσο, η παρουσία

52

Γεώργιος Κώττης- Αθηνά Πετράκη-Κώττη, «Σύγχρονα Οικονομικά Θέματα», εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 302-303

Page 34: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

34

ξένων προς τη διαδικασία καταλυτικών μορίων μπορεί να διαταράξει αυτή την

ισορροπία, Χωρίς να το συνειδητοποιούν, οι βιομηχανικές χώρες από τα μέσα του

εικοστού αιώνα παράγουν και εκλύουν στην ατμόσφαιρα μια οικογένεια συνθετικών

υλικών που καταστρέφουν μακροπρόθεσμα το όζον – τους αλογονάνθρακες και

ιδιαίτερα τους χλωροφθοράνθρακες (CFC). Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται οι

λεγόμενες «τρύπες του όζοντος» γιατί η στοιβάδα του όζοντος στην ατμόσφαιρα

καταστρέφεται, με αποτέλεσμα να μη «φιλτράρονται» πλέον επαρκώς οι υπεριώδεις

ακτίνες από τη συγκέντρωση του όζοντος της ατμόσφαιρας και να φθάνουν στο

έδαφος δυνατές οπότε και προκαλούν βλάβες όπως αυτές που αναφέρθηκαν

παραπάνω. Η αύξηση στης υπεριώδους ακτινοβολίας εμποδίζει τη φωτοσύνθεση,

επηρεάζει τους ρυθμούς ανάπτυξης των φυτών, δέντρων κλπ. και καταστρέφει το

γενετικό υλικό.

Ιδιαίτερη ευθύνη για την καταστροφή του όζοντος της στρατόσφαιρας αποδίδεται

στους χλωροφθοράνθρακες που χρησιμοποιούνται σε μεγάλη κλίμακα στα ψυκτικά

και κλιματιστικά συστήματα και στα αεροζόλ. Ως διαλυτές σε ορισμένες χρήσεις και

ως διογκωτικά σε άλλες. Παρόλο που το πρόβλημα της καταστροφή του όζοντος έχει

εντοπιστεί εδώ και πολύ καιρό, τα οργανωμένα διεθνή βιομηχανικά συμφέροντα

προέβαλλαν εμπόδια στις προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου (απαγόρευση

στη χρήση χλωροφθορανθράκων στα αεροζόλ., στις ψυκτικές και κλιματιστικές

εγκαταστάσεις κ.α.) με κύριο επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατή η δημιουργία

ικανοποιητικών υποκατάστατων των χλωροφθορανθράκων για τις εν λόγω χρήσεις.

Μόλις το 1978 η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαγόρευσε τη χρήση τους ως προωθητικά

αέρια σε σπρέι ενώ η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρότεινε εθελοντική μείωση της χρήσης

τους και το 1983 οι Σκανδιναβικές χώρες επιδίωξαν την απαγόρευση των σπρέι με

CFC σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ενέργειες που ακολούθησαν οδήγησαν στη Συνθήκη

στης Βιέννης, το Μάρτιο του 1985. Το κείμενο αυτό, που υπογράφηκε από 20 κράτη,

διακήρυττε περισσότερο καλές προθέσεις παρά επίσημες δεσμεύσεις.

Ωστόσο, αποτέλεσε προηγούμενο, ως η πρώτη πολυεθνική συμφωνία που

ασχολήθηκε με ένα σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα προτού αποδειχθούν

επιστημονικά οι συνέπειές του.

Όταν το Μάιο του 1985 βρετανοί επιστήμονες δημοσίευσαν σαφείς ενδείξεις μεγάλης

(40%) απώλειας όζοντος στην Ανταρκτική, η κοινή γνώμη άρχισε να συνειδητοποιεί

το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών,

παρατηρήθηκε απώλεια όζοντος και στους δύο πόλους κατά τα τέλη του χειμώνα. Το

1987, τριάντα έξι κράτη συμφώνησαν στο Μόντρεαλ του Καναδά να περιορίσουν την

έκλυση χημικών ενώσεων που βλάπτουν το όζον, με στόχο τη μείωση στο μισό των

εκπομπών χλωροφθορανθράκων μέχρι το έτος 2000. Στο όνομα της οικονομικής

ανάπτυξης επιτράπηκαν παρεκκλίσεις από το γενικό πλαίσιο της Συμφωνίας, ώστε να

μπορέσουν διάφορα κράτη, όπως η Κίνα και η Ινδία, να συνεχίσουν τη μαζική

εγχώρια παραγωγή ψυγείων, καθώς οι ψυκτικές ουσίες που δεν περιέχουν χλώριο

είναι δαπανηρές. Το 1990, το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ αναθεωρήθηκε και τα

βιομηχανικά κράτη συμφώνησαν να έχουν σταματήσει τη χρήση

χλωροφθορανθράκων και halon μέχρι το έτος 2000 ενώ τα αναπτυσσόμενα κράτη

μέχρι το 2010.Το πρωτόκολλο επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει την απαγόρευση

των τετραχλωρανθράκων και του μεθυλικού χλωροφόρμιου, όχι όμως και του

πρωτοξειδίου του αζώτου, εντούτοις παρά τον υποδιπλασιασμό τη μέγιστης τιμής

Page 35: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

35

εκπομπών των CFC, που πέτυχε το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, η καταστροφή του

στρατοσφαιρικού όζοντος θα αυξηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες53

.

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου συμβάλλει στην επιδείνωση της κατάστασης καθώς

στην κατώτερη ατμόσφαιρα παγιδεύεται μεγαλύτερη ποσότητα από τη θερμότητα

που ακτινοβολεί η Γη και κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως προβλέπουν ορισμένοι

επιστήμονες, θα ψυχθεί η στρατόσφαιρα με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η καταλυτική

καταστροφή του όζοντος.

3.2.2 Η ρύπανση και η υποβάθμιση του εδάφους

Η ρύπανση του εδάφους προκαλεί λιγότερη ανησυχία από την ατμοσφαιρική και τη

ρύπανση των υδάτων, καθώς δεν παρουσιάζει τάση διασποράς και εξάπλωσης. Η

εδαφική ρύπανση κατά κανόνα περιορίζεται σε ορισμένες τοποθεσίες ή περιοχές και

δεν εξαπλώνεται εύκολα.

Εντούτοις, το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται συνεχώς. Το έδαφος ρυπαίνεται από

στερεά απόβλητα αλλά και από ύδατα ρυπαρά από εντομοκτόνα, λιπάσματα κα. Τα

απόβλητα είναι δύο κυρίως ειδών: οικιακά και βιομηχανικά. Τα οικιακά απόβλητα

είναι ανεπιθύμητα κατάλοιπα που δημιουργούνται από την καταναλωτική

δραστηριότητα των ατόμων και από την οικονομική λειτουργία γραφείων,

καταστημάτων ξενοδοχείων κ.α. Η αύξηση στης ποσότητας των οικιακών

απορριμμάτων συντελείται με ταχύτατους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της

αύξησης του πληθυσμού, του εισοδήματος και της κατανάλωσης αλλά και από

λόγους κατασκευής, τρόπου διάθεσης και συσκευασίας των αγαθών από υλικά, όπως

το πλαστικό, που δεν αποσυντίθενται εύκολα. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής

είναι η δημιουργία ενός σημαντικότατου προβλήματος ειδικά για τις αστικές

περιοχές: η διάθεση και καταστροφή των απορριμμάτων.

Τα στερεά απόβλητα των βιομηχανικών και άλλων οικονομικών μονάδων

δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής τους δραστηριότητας. Ορισμένα

βιομηχανικά κατάλοιπα περιέχουν ποσότητες τοξικών ή επικίνδυνων ουσιών που

αποτελούν απειλή για την υγεία και το περιβάλλον. Οι βιομηχανίες που είναι

υπεύθυνες για το 90% των τοξικών αποβλήτων είναι τα διυλιστήρια, οι

κλωστοϋφαντουργίες, στις βιομηχανίες παραγωγής χημικών και λιπαντικών

προϊόντων, ηλεκτρικών συσκευών, επιμεταλλώσεων, συσσωρευτών, τα βυρσοδεψεία,

υφαντουργεία, βαφεία και φινιριστήρια, τα μεταλλεία και τα εργοστάσια

επεξεργασίας αμιάντου54

.

Ευτυχώς, η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει την επεξεργασία των περισσότερων

τοξικών βιομηχανικών απόβλητων και τη διάθεση τους έτσι ώστε να μην αποτελούν

περιβαλλοντικό κίνδυνο. Απαιτείται όμως και η βούληση των βιομηχανικών μονάδων

να κάνουν χρήση των εξισορροπιστικών δυνατοτήτων που προσφέρει το υπάρχον

επίπεδο της τεχνολογίας.

Ειδικές κατηγορίες στερών απορριμμάτων αποτελούν τα ραδιενεργά, φαρμακευτικά

καθώς και τα μολυσματικά απορρίμματα των νοσοκομείων.

53

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου, εκδόσεις

Λυχνός, Αθήνα 1997, σελ. 292 54

Ομιλία του Νίκου Κατσαρού με θέμα: «Βιομηχανική ρύπανση», στο συνέδριο

«Περιβάλλον: η πρόκληση του 21ου

αιώνα», υπό την αιγίδα του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας

και Επικοινωνίας, στις 27-28/1/2000

Page 36: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

36

Πρόβλημα ρύπανσης του εδάφους (όπως και των υδάτων) δημιουργεί η διάδοση των

εντομοκτόνων, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και άλλων ουσιών που

χρησιμοποιούνται στη γεωργία και την κηπουρική. Η αλόγιστη αύξηση της χρήσης

τέτοιων ουσιών μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο συνέτεινε μεν στη ραγδαία βελτίωση

της αποδοτικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της διατροφής του

πληθυσμού, καθώς και στην οικονομική ευημερία των ανεπτυγμένων κυρίως κρατών

αλλά όχι χωρίς στο ανάλογο τίμημα που είναι η σοβαρή βλάβη της υγείας ορισμένων

οργανισμών. Καθώς οι τοξικές ουσίες εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό και

σωρεύονται, εκφράζονται ανησυχίες για τις ενδεχόμενες μακροχρόνιες επιδράσεις

τους στη ζωή και την υγεία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι ορισμένες ουσίες είναι

καρκινογόνες.

Η ύπαρξη όμως συμφερόντων σχετικά με την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση

τέτοιων ουσιών δεν επιτρέπει τον δραστικό περιορισμό τους, αν όχι στην οριστική

τους παύση. Καθώς ολόκληρη η δομή της γεωργίας στηρίζεται στη χρήση των

χημικών λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, που προσφέρουν αυξημένη

παραγωγικότητα, έχει δημιουργηθεί ένα κατεστημένο συμφερόντων το οποίο δεν

είναι πρόθυμο να καταφύγει σε εναλλακτικές λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον

αλλά ούτε και να περιορίσει το κυνήγι του εύκολου κέρδους.

Η υποβάθμιση του εδάφους αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο καθώς ο πληθυσμός

στης γης αυξάνει και αφετέρου η γεωργική εκμετάλλευση καθίσταται εντονότερη,

περισσότερο μηχανοποιημένη και λιγότερο εναρμονισμένη με τις τοπικές οικολογικές

ανάγκες.

Οι ακατάλληλες μέθοδοι καλλιέργειας της γης, όπως η αντικατάσταση της

παραδοσιακής αγρανάπαυσης και εναλλαγής των καλλιεργειών με την εντατική και

συνεχή καλλιέργεια του ίδιου είδους φυτού (μονοκαλλιέργεια), η υπερβολική

βόσκηση των εδαφών και η αποψίλωση των δασών αποτελούν τους κύριους, περίπου

ισοδύναμους, λόγους υποβάθμισης του εδάφους.

Η απαξίωση του εδάφους, επηρεάζει αρνητικά τη γεωργική παραγωγή και καθιστά

ακατάλληλες για καλλιέργεια συνεχώς περισσότερες εκτάσεις, που εγκαταλείπονται

από τους καλλιεργητές και παραμένουν άγονες, χωρίς δυνατότητα επανακαλλιέργειάς

τους. Το φαινόμενο αυτό ερημοποίησης, που έχει προσλάβει ανησυχητικές

διαστάσεις, ιδιαίτερα στις μη αναπτυγμένες χώρες, δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο της

μεταβολή της εύφορης γης σε άνυδρο έρημο, αλλά οδηγεί και σε μαζικές

μετακινήσεις πληθυσμών, σε εκτεταμένη αποδάσωση και σε καταστροφή της άγριας

χλωρίδας και πανίδας, προκαλεί δηλ. αλυσιδωτά προβλήματα στο περιβάλλον55

.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΗΕ, από το 1945, το ένα πέμπτο περίπου όλων

των περιοχών που μπορούν να καλλιεργηθούν και να χρησιμοποιηθούν ως

βοσκότοποι έχει υποστεί μέτρια έως και σοβαρότατη υποβάθμιση. Σήμερα, η

διάβρωση και η ερημοποίηση απειλούν το 40% της επιφάνειας της Αφρικής που δεν

καλύπτεται ακόμη από έρημους, το 30% της Ασίας, το 20% της Λατινικής Αμερικής,

το 17% της Ευρώπης και το 4% της Αμερικής. Κάθε χρόνο χάνονται μέσω της

υποβάθμισης του εδάφους περίπου 6 εκατομμύρια εκτάρια παραγωγικής

καλλιεργήσιμης γης του πλανήτη, δηλ. το 4% περίπου της καλλιεργούμενης γης

καταστρέφεται ή υφίσταται ανεπανόρθωτες βλάβες ανά δεκαετία. Η μακροχρόνια

υποβάθμιση του εδάφους μπορεί να οδηγήσει στην «ερημοποίησή» του, που

συνεπάγεται τη μη αναστρέψιμη, ουσιαστικά, ελάττωση της βιοποικιλότητας και της

παραγωγικότητας του εδάφους. Αποτελεί δε ιδιαίτερο πρόβλημα στις περιοχές που

χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Η υποβάθμιση της αγροτικής γης και των

55

Ευστράτιος Β. Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998.

Page 37: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

37

βοσκοτόπων περιλαμβάνει όλες τις ηπείρους, ιδιαίτερα όμως την Ασία και την

Αφρική, όπου κατοικούν πολλοί από τους φτωχότερους γεωργούς του κόσμου. Η

ερημοποίηση των εδαφών σημαίνει έλλειψη τροφής και πόρων, ενισχύοντας έτσι το

κύμα των πεινασμένων προσφύγων οι οποίοι διαμένουν σε πρόχειρους οικισμούς στα

όρια των μεγάλων πόλεων της Αφρικής.

Είναι πλέον φανερό ότι τα όρια των δυνατοτήτων συντήρησης της γεωργικής και

δασικής παραγωγής έχουν ανεπανόρθωτα παραβιαστεί και μολονότι υπάρχει η

τεχνολογική γνώση για την αναστολή της διάβρωσης του εδάφους και την

αποκατάσταση της γονιμότητάς του, υπάρχουν πολλές δυσχέρειες για να συμβεί

αυτό. Οι φεουδαρχικές δομές, η έλλειψη δημοκρατικών πολιτικών θεσμών και οι

πιέσεις που ασκεί η οικονομία της αγοράς για οικονομική ανάπτυξη και επίτευξη

κέρδους εμποδίζουν την υιοθέτηση μεθόδων συνετούς διαχείρισης της γης

Ο κίνδυνος όμως απώλειας της γονιμότητας του εδάφους είναι εξίσου έντονος ακόμη

και για τις πιο παραγωγικές περιοχές του πλανήτη, καθώς η αλλαγή του κλίματος που

οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μπορεί να επιφέρει αύξηση της

θερμοκρασίας και να μεταβάλει τις βροχοπτώσεις στις εύκρατες ζώνες.

3.2.3 Η ρύπανση των υδάτων

Ρύπανση των υδάτων υπάρχει όταν αυτά δεν χαρακτηρίζονται από πλήρη

καθαριότητα. Στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες η ρύπανση των υδάτων έχει

λάβει τεράστιες διαστάσεις, όπως στην περίπτωση της ρύπανσης των μεγάλων

λιμνών της Βόρειας Αμερικής (των λιμνών Superior, Huron, Michigan και Erie),

όπου η ρύπανση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούνται βιολογικά

νεκρές. Βιολογικά νεκρή θεωρείται επίσης και η μεγαλύτερη λίμνη με γλυκό νερό

στον κόσμο, η λίμνη Βαϊκάλη56

στην πρώην Σοβιετική Ένωση, θύμα της απάνθρωπης

εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος από ένα καθεστώς που προσπαθούσε μανιωδώς

για πολλά χρόνια να κερδίσει το στοίχημα της εκβιομηχάνισης με τη Δύση.

Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους υδάτινους πόρους, όπως τα ρωσικά ποτάμια

Βόλγα, Βόκνα, ΄Ομπ, αλλά και για το Ρήνο και τους διάφορους παραπόταμούς του

στη Γερμανία και σε άλλες χώρες.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί τις θάλασσες είναι οι πετρελαιοκηλίδες που

σχηματίζονται από τη διαρροή τεράστιων ποσοτήτων αργού πετρελαίου από

δεξαμενόπλοια που βυθίζονται ή παθαίνουν ζημιές. Οικολογική όμως καταστροφή

προξενείται και από τα λύματα των πόλεων που χύνονται από τα αποχετευτικά τους

συστήματα στα ποτάμια και τις θάλασσες, από τα σκουπίδια που επιρρίπτονται στο

νερό κ.α. Τέτοιας φύσεως προβλήματα αντιμετωπίζει η Μεσόγειος, μια θάλασσα

κατεξοχήν «κλειστή».

Άλλες κύριες πηγές ρύπανσης των υδάτων είναι οι βιομηχανίες, τα οικιακά απόνερα,

τα εντομοκτόνα και οι άλλες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη γεωργία, τα

πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κ.α.

Στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα βιομηχανικά απόβλητα

διοχετεύονται συχνά σε ποταμούς και λίμνες χωρίς καμία προηγούμενη επεξεργασία,

καθώς το τρεχούμενο νερό αποτελεί μια εύκολη και ανέξοδη μέθοδο για την

απομάκρυνση των βιομηχανικών εκροών.

56

Αναλυτικότερα, βλ. Michael Kuplik: “The environment and Socialism: The soviet model”,

σελ. 164-165, στο βιβλίο “International dimensions of the environmental crisis”, edited by R.

Barett, Westview Press, Colorado 1982

Page 38: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

38

Οι βιομηχανίες που προκαλούν σημαντική ρύπανση των υδάτινων πόρων είναι οι

βιομηχανίες τροφίμων, κλωστοϋφαντουργίας, χάρτου, πετρελαιοειδών και

πετροχημικών, πρωτογενών μετάλλων, μεταφορικού υλικού κ.α. Από τις οικιακές

χρήσεις του νερού σημαντική ρύπανση προξενεί το πλύσιμο των ρούχων και των

οικιακών σκευών λόγω των απορρυπαντικών καθώς και η έκχυση ανθρώπινων

ακαθαρσιών στο αποχετευτικό δίκτυο57

.

Σοβαρότατη μορφή ρύπανσης αποτελεί η ρύπανση από ραδιενεργές ύλες, που

παράγονται κατά τη διάρκεια πυρηνικών δοκιμών και από τη λειτουργία εργοστασίων

ατομικής ενέργειας. Ο ρυθμός αποσύνθεσης των ραδιενεργών ουσιών είναι

εξαιρετικά αργός, δημιουργώντας έτσι σοβαρά προβλήματα διάθεσης των

ραδιενεργών καταλοίπων.

Στην περίπτωση των ραδιενεργών καταλοίπων των εργοστασίων παραγωγής

ηλεκτρικής ενέργειας, σημαντικές ποσότητες τους με χαμηλή περιεκτικότητα

ραδιενέργειας προερχόμενες από την καθημερινή λειτουργία των αντιδραστήρων

συχνά διαλύονται στα ποτάμια. Ακόμη όμως και αυτές οι μικρές ποσότητες που

αποτελούνται από στρόντιο, κέσιο, άνθρακα και άλαλες ραδιενεργές ουσίες

εγκυμονούν σοβαρότατους κινδύνους για το οικοσύστημα. Καθώς μάλιστα

εναποτίθενται στα ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες) μεταφέρονται σε πολύ

ευρύτερες περιοχές από αυτές στις οποίες παρήχθησαν, «διεθνοποιώντας» έτσι τα

περιβαλλοντικά προβλήματα και θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία ενός αόριστου

αριθμού ατόμων.

Το πρόβλημα της διάθεσης των ραδιενεργών αποβλήτων γίνεται όλο και πιο σοβαρό

καθώς αυξάνονται οι ποσότητές τους και διαπιστώνεται η ακριβής έκταση των

κινδύνων.

Η ρύπανση των υδάτων προκαλεί σοβαρές βλάβες στην υγεία του ανθρώπου και των

άλλων ζωικών και φυτικών οργανισμών καθώς και περιουσιακές ζημιές.

Εκφράζονται φόβοι ότι η σημαντική συγκέντρωση οργανικών χημικών ουσιών στο

νερό μπορεί να προκαλέσει καρκίνο ή και γενετικές ανωμαλίες. Έχουν παρουσιαστεί

σοβαρές δηλητηριάσεις από υδράργυρο και κάδμιο των οποίων οι ποσότητες

βρίσκονται συχνά σε λίμνες και ποτάμια ρυπαινόμενα από βιομηχανικές

εγκαταστάσεις. Ακόμη βέβαια δεν έχουν εξακριβωθεί όλες οι επιδράσεις της

ρύπανσης του ύδατος στην υγεία του ανθρώπου, λόγω του τεράστιου αριθμού των

ρυπαντικών ουσιών, στων απέραντων εκτάσεων που καλύπτονται από τους υδάτινους

πόρους και της ανεπάρκειας χρηματικών κονδυλίων.

Οι οικονομικές συνέπειες της ρύπανσης των υδάτων γίνονται αισθητές στην αλιεία

και το εμπόριο, λόγω θανάτου και ασθενειών οστρακοφόρων και ψαριών (γεγονός

που επιτείνεται και από την κακή και έντονη αλίευση)58

, στον τουρισμό, εξαιτίας της

υποβάθμισης του τοπίου και των δυνατοτήτων που προσφέρει στους επισκέπτες, στην

ιδιοκτησία (μείωση της αγοραίας αξίας), στη βιομηχανία (χρησιμοποίηση ρυπαρού

νερού ακατάλληλου για τη λειτουργίας τους) και τέλος στην παραγωγή ενέργειας,

αφού το νερό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές ανανεώσιμης ενέργειας.

Οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο είναι οι παρόχθιες χώρες του Τρίτου

Κόσμου, όπου τα αποθέματα ψαριών που αποτελούν βασικό είδος διατροφής

εξαντλούνται με ταχύτατους ρυθμούς, Η μείωση αυτή οφείλεται στην υπεραλίευση,

57

Γεώργιος Κώττης- Αθηνά Πετράκη-Κώττη, «Σύγχρονα Οικονομικά Θέματα», εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα 1995 58

Η αλιεία, επεξεργασία και εμπορία αλιευμάτων απασχολεί 200 εκατομμύρια άτομα σε όλο

τον κόσμο. Η θάλασσα, περισσότερο από κάθε άλλο υδάτινο πόρο αποτελεί πηγή τροφής

(αλιεία), και εσόδων (ναυσιπλοΐα, εμπόριο, τουρισμός, ψυχαγωγία) για ένα πολύ μεγάλο

αριθμό χωρών στη γη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Page 39: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

39

στην αναίτια εξόντωση ψαριών και θαλάσσιων θηλαστικών από τα δίχτυα επιφανείας

-τόσο από εκείνα που υπόκεινται σε εμπορικό έλεγχο όσο και από εκείνα που έχουν

εγκαταλειφθεί-, στη θανάτωση των θαλάσσιων ειδών λόγω της παράκτιας ρύπανσης,

στη διατάραξη του μεγέθους και της σύστασης των πληθυσμών των ψαριών εξαιτίας

της μεταβολής της θερμότητας του νερού, καθώς και στην παράνομη και άναρχη

αλίευση από στόλους ξένων πλούσιων κρατών.

Οι οικονομικοί παράμετροι της ρύπανσης των υδάτων σχετίζονται με την αδυναμία

ενσωμάτωσης του κοινωνικού κόστους στο ιδιωτικό όφελος των ρυπογόνων

υποκειμένων (εξωτερικές επιβαρύνσεις).

3.2.4 Η γενετική ρύπανση και οι μολυσμένες τροφές

Η γενετική ρύπανση αφορά την αλλοίωση και καταστροφή του γενετικού υλικού

ζωικών και φυτικών οργανισμών, μέσω τεχνητών επεμβάσεων του ανθρώπου. Η

εργαστηριακή διασταύρωση διαφορετικών ειδών φυτών και ζώων της ίδιας ή άλλης

οικογένειας καθώς και οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (φυτά, ζώα, ιοί και

βακτήρια) αποτελούν τις πρόσφατες καινοτομίες στο χώρο της λεγόμενης γενετικής

τεχνολογίας59

. Στη γενετική τεχνολογία ο γενετικός κώδικας κατασκευάζεται στην

κυριολεξία από τον άνθρωπο με στόχο τη δημιουργία καινούργιων ή τη βελτίωση

ήδη υπαρχόντων φυτικών ή ζωικών οργανισμών με μικρό σχετικά κόστος. Η γενετική

τεχνολογία αποτελεί μια πρωτοφανή επανάσταση στο χώρο της γεωργίας και της

κτηνοτροφίας καθώς διαφοροποιεί πλήρως τις συνήθεις συνθήκες καλλιέργειας

φυτών και εκτροφής ζώων, μειώνοντας κατά πολύ τους χρόνους που απαιτούνται για

την ωρίμανση των σπόρων και την ανάπτυξη των ζώων.

Ακόμη δεν έχουν γίνει γνωστές οι συνέπειες που έχουν οι γενετικώς τροποποιημένοι

οργανισμοί για την ανθρώπινη υγεία εκφράζονται όμως φόβοι ότι η αλλοίωση του

γενετικού υλικού μπορεί να επηρεάσει και τον ανθρώπινο γενετικό κώδικα μέσω της

κατανάλωσης τροφών που εμπεριέχουν ή αποτελούνται από γενετικώς

τροποποιημένους οργανισμούς («είμαστε αυτό που τρώμε»)60

.

Οι μολυσμένες τροφές αποτελούν μια άλλη σοβαρότατη εστία ρύπανσης που απειλεί

πολύ έντονα ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η μόλυνση των τροφίμων μπορεί να είναι

συνέπεια άλλων μορφών ρύπανσης, όπως η ρύπανση του εδάφους ή η ρύπανση στων

υδάτων, όταν φυτά και ζώα τρέφονται από μολυσμένο έδαφος και νερό. Η ρύπανση

του εδάφους και των υδάτων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη καθώς μπορεί να

συσσωρεύεται βιολογικά σε ολόκληρη τη διατροφική αλυσίδα. ¨Όταν το ένα ζωικό ή

φυτικό είδος τρώει το άλλο, η μόλυνση της αρχικής τροφής περνάει στην επόμενη, με

τελικό προορισμό τον άνθρωπο που αποτελεί και το μεγαλύτερο καταναλωτή της

φύσης.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος με την παρέμβαση του μολύνει

φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Η παρέμβαση αυτή συμβαίνει στους τομείς της

γεωργίας και της κτηνοτροφίας και αφορά τη χορήγηση ακατάλληλων (αφύσικων)

ζωοτροφών για την εκτροφή των ζώων και την εκτεταμένη χρήση χημικών

προϊόντων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων στις καλλιέργειες.

59

Steven Yearley, “Sociology, Environmentalism, Globalization”, Sage Publications, London

1990, σελ. 40-42 60

Βλ. John Leslie, “The end of the World. The science and ethics of human extinction”,

Routledge Editions, London- New York 1996

Page 40: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

40

Οι λόγοι για τους οποίους ο άνθρωπος παρεμβαίνει στις φυσικές διαδικασίες

ανάπτυξης των φυτών και των ζώων είναι φυσικά οικονομικοί. Στόχος τους είναι η

μείωση του κόστους παραγωγής, μέσω της μείωσης των χρόνων σιτισμού των ζώων

και ωρίμανσης των σοδειών. Όπως όμως αποδείχθηκε πρόσφατα, πρόκειται για ένα

ολέθριο λάθος που αναμένεται να στοιχίσει τη ζωή εκατομμυρίων καταναλωτών στον

κόσμο.

Το θλιβερό αυτό φαινόμενο εμφανίστηκε πριν λίγα χρόνια υπό την ονομασία

«διατροφικό σκάνδαλο», και ήρθε στην επιφάνεια όταν εκδηλώθηκε η λεγόμενη

«νόσος των τρελών αγελάδων» ή -πιο επιστημονικά – σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια,

την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα61

. Η ασθένεια αυτή επηρεάζει το

κεντρικό νευρικό σύστημα των βοοειδών και πιστεύεται ότι προέρχεται από τη

χορήγηση μολυσμένης ζωοτροφής (από κρέας προβάτου ψηλούς περιεκτικότητας σε

πρωτεΐνη). Η κατανάλωση ζωοτροφής που απέχει κατά πολύ από το σύνηθες

διαιτολόγιο των ζώων αυτών, προκαλεί μόλυνση στον οργανισμό τους αλλά και στον

οργανισμό των άλλων ζώων που καταναλώνουν το κρέας τους, μεταξύ των οποίων

και ο άνθρωπος. Το πρόβλημα της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών είναι

ιδιαίτερα έντονο στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρά τα μέτρα που λαμβάνει

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξακολουθεί να υφίσταται επανερχόμενο κάθε λίγο στην

επικαιρότητα.

Ήδη έχουν σημειωθεί αρκετοί θάνατοι ανθρώπων από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια

ώστε να μην υπάρχουν πια αμφιβολίες για τις συνέπειες της κατανάλωσης

μολυσμένου βοοειδούς κρέατος.

Στο χώρο της γεωργίας, η χρήση χημικών παρασκευασμάτων για την αύξηση του

μεγέθους των καρπών και των φρούτων μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες

βλάβες στην ανθρώπινη υγεία.

Ο κίνδυνος τόσο της γενετικής ρύπανσης όσο και των μολυσμένων τροφών είναι

παγκόσμιος, αλλά εξαιρετικά ύπουλος καθώς μπορεί να παραμονεύει σε κάθε κρίκο

της βιολογικής αλυσίδας. Το πρόβλημα είναι εξίσου έντονο τόσο για τις

ανεπτυγμένες χώρες όσο και για τις αναπτυσσόμενες.

Ο μεν πλούσιος και οικολογικώς ενήμερος Βορράς αγνοεί κατά πόσο οι αγροτικές

πρακτικές στον χωρίς κοινωνική μέριμνα και νομοθετικά πλαίσια για το περιβάλλον

Νότο, εγγυώνται ότι τα φρούτα, τα λαχανικά και το κρέας που εξάγει είναι ασφαλή.

Από την άλλη πλευρά, το ίδιο ισχύει και για το φτωχό Νότο στον οποίο ο πλούσιος

Βορράς βλέπει μια καλή ευκαιρία εξαγωγής τροφίμων αποτελούμενων από γενετικώς

τροποποιημένους οργανισμούς, η ποιότητα των οποίων αμφισβητείται έντονα στις

ανεπτυγμένες χώρες. Η διαδικασία όμως αυτή, απάνθρωπη στην ουσία της, έχει ως

αποτέλεσμα να δημιουργείται το «φαινόμενο του μπούμερανγκ», δηλ. οι μολυσμένες

τροφές που εξάγουν οι ανεπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες επιστρέφουν σε

αυτές με τις εισαγωγές, με άλλη μορφή, και ίσως περισσότερο επικίνδυνη καθώς στις

χώρες του Νότου δεν υπάρχει καν ρυθμιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια των

τροφίμων και την προστασία των καταναλωτών.

3.2.5 Η απώλεια της βιοποικιλότητας

Η βιοποικιλότητα, η ποικιλία δηλ. των ειδών, υφίσταται σε τρία επίπεδα:

ποικιλότητα ειδών, γενετική ποικιλότητα στο ίδιο είδος και ποικιλότητα των

61

Η «νόσος των τρελών αγελάδων» εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1985 σε βοοειδή στη

Βρετανία και την Ιρλανδία.

Page 41: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

41

οικοσυστημάτων. Και στα τρία επίπεδα η απώλεια της βιοποικιλότητας θέτει σε

κίνδυνο την ευημερία και την υγεία του ανθρώπινου πληθυσμού.

Η απώλεια της βιοποικιλότητας σημαίνει διαταραχή που απειλεί να φθάσει έως την

καταστροφή και εξαφάνιση ολόκληρης της βιολογικής αλυσίδας.

Η απώλεια των γενετικώς διαφορετικών πληθυσμών (ποικιλίες) πολλών ειδών δε

μειώνει απλώς τη γενετική ευελιξία-και επομένως την ικανότητα προσαρμογής- αλλά

απειλεί και την παραγωγικότητα και βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων. Τα

οικοσυστήματα62

, μπορούν να χάσουν τη συνοχή τους εξ αιτίας της απώλειας ακόμη

και ενός μόνο ή λίγων ειδών που έχουν ρόλους-κλειδιά και εκτελούν θεμελιώδεις

λειτουργίες, όπως π.χ. η γονιμοποίηση των φυτών από πουλιά και έντομα.

Η απώλεια της βιολογικής ποικιλότητας, η οποία -όπως εκτιμάται- θα έχει ως

αποτέλεσμα την εξαφάνιση του ενός δευτέρου του συνόλου των ειδών που υπάρχουν

σήμερα μέχρι το τέλος του επόμενου αιώνα,63

64

οφείλεται σε ποικίλες ανθρώπινες

ενέργειες. Σε αυτές περιλαμβάνονται η καταστροφή και οι κατακερματισμός του

φυσικού χώρου διαβίωσης πολλών ειδών (λόγω της εξάπλωσης των πόλεων, της

αποψίλωσης των δασών, και της αποστράγγισης και καταστροφής των παράκτιων

υγροβιότοπων)65

, η τοξική επίδραση της ρύπανσης, η υπερβολική κατανάλωση ειδών

της ξηράς και της θάλασσας και η εισαγωγή ειδών τα οποία δεν αποτελούν φυσικούς

κυνηγούς ή ανταγωνιστές. Αν στις ενέργειες αυτές προσθέσουμε και τις οικολογικές

διαταραχές, όπως η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση του

στρώματος του όζοντος, οι οποίες προέρχονται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες

(όπως αναλύθηκαν πιο πάνω) τότε γίνεται φανερό το μέγεθος της ζημίας που έχει

προκαλέσει ο άνθρωπος στα υπόλοιπα είδη που προσπαθούν να συμβιώσουν μαζί

του.

Καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο από όσο του αναλογεί και θυσιάζοντας τους

φυσικούς πόρους στο βωμό της οικονομικής του ανάπτυξης, εκτοπίζει σταθερά τους

άλλους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς από το φυσικό τους περιβάλλον. Σύμφωνα

με ορισμένες επιστημονικές εκτιμήσεις, οι άνθρωποι έχουν ήδη ιδιοποιηθεί (είτε

καταναλώνοντας, είτε παρακρατώντας, είτε καταστρέφοντας) το ένα τέταρτο της

φωτοσυνθετικής παραγωγής της γης –στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% της

«καθαρής πρωτογενούς παραγωγής» στην ξηρά66

.

Η ανθρώπινη απληστία και οι λαθεμένοι, στενοκέφαλοι οικονομικοί υπολογισμοί, οι

οποίοι έχουν ως βάση το εφήμερο, βραχυχρόνιο κέρδος , νέμεται και χρησιμοποιεί το

φυσικό περιβάλλον με τέτοιο τρόπο ώστε να το εξαντλεί τελικά και να καταστρέφει

τη συνοχή του. Ο παρών ρυθμός εξαφάνισης των ειδών είναι κατά αρκετές χιλιάδες

φορές ταχύτερος από εκείνον που ισχύει συνήθως στη φύση και ο οποίος δεν είναι

καταστροφικός67

.

62

Οικοσύστημα είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητα συμπλέγματα βιολογικών στοιχείων

συνδεδεμένων μεταξύ τους με ενεργειακές ροές. Στο οικοσύστημα λαμβάνουν χώρα οι

λειτουργίες της παραγωγής, κατανάλωσης και αποδόμησης των στοιχείων του. 63

Wilson EO, “Threats to biodiversity”, Scientific American 1989, 261 (3): 60-6 64

Soule ME, “Conservation: Tactics for a constant crisis”, Science 1991, 253: 744-50 65

Οι υγροβιότοποι είναι πλούσιες πηγές γενετικής ποικιλότητας. Αποτελούν βασικές

περιοχές αναπαραγωγής ψαριών και πουλιών, και από αυτούς προέρχονται διάφορα είδη

ρυζιού και ορισμένα δέντρα, όπως οι ελαιοφοίνικας 66

Vitousek PM, Ehrlich PR, Ehrlich AH, Matson PA, “Human appropriation of the products

of photosynthesis”, Bioscience 1986, 36: 368-73 67

Wilson EO, “Threats to biodiversity”, Scientific American 1989, 261 (3): 60-6

Page 42: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

42

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η εξαφάνιση κάποιων ειδών, αφού στη φύση τα είδη

συνεχώς εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται, το πρόβλημα είναι ο ρυθμός με τον

οποίο καταστρέφεται κάθε τόσο ένας κρίκος της βιολογικής αλυσίδας. Η εξόντωση

θηλαστικών όπως η γαλάζια φάλαινα και η μεσογειακή φώκια από τους ψαράδες

επειδή τους στερούν μέρος της ψαριάς τους, ο αφανισμός του ρινόκερου, της

αρκούδας και της τίγρης για την παρασκευη παραδοσιακών, αμφίβολης χρησιμότητας

«φαρμακευτικών» προϊόντων, τα οποία διοχετεύονται στις αγορές της Ασίας,

δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεων του προκειμένου

να εξασφαλίσει το άμεσο αλλά παροδικό όφελος.

Η καταστροφή των τροπικών δασών είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της

κοντόφθαλμης νοοτροπίας του ανθρώπου για επιδίωξη του βραχυχρόνιου κέρδους, με

θυσία των πόρων προσπορισμού του μακροχρόνιου.

Ο αφανισμός των τροπικών δασών του Αμαζονίου68

αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα

οικολογικά (και όχι μόνο) εγκλήματα όλων των εποχών, όπως και των πλούσιων

τροπικών δασών της Ινδονησίας, που θυσιάζονται στο όνομα της εκβιομηχάνισης και

της αστικοποίησης.

Όσον αφορά τον Τρίτο κόσμο υπάρχουν κάποιες δικαιολογίες που εκπορεύονται από

το γεγονός ότι ο απελπισμένος και πεινασμένος άνθρωπος μιας χώρας που μαστίζεται

από την ένδεια και τον υπερπληθυσμό δεν έχει την πολυτέλεια των οικολογικών

ανησυχιών αλλά υποκινείται από το ένστικτο της επιβίωσης, που αποτελεί άλλωστε

και τον θεμελιώδη νόμο της φύσης. Οι δικαιολογίες όμως για τον ανεπτυγμένο κόσμο

έχουν τελειώσει προ πολλού, καθώς και τη γνώση των συνεπειών των ενεργειών του

έχει, και το κανονιστικό σύστημα οριοθέτησής τους, και την τεχνολογική υποδομή

για την εξεύρεση μιας μεθόδου συνετότερης διατήρησης του οικολογικού

συστήματος, χωρίς να χρειαστεί να περιστείλει κατά πολύ την οικονομική του

μεγέθυνση και να στερηθεί τον καταναλωτικό τρόπο ζωής στον οποίο είναι

εθισμένος.

Γιατί, ακόμη και αν παραβλέψουμε την ηθική και την αισθητική διάσταση της

καταστροφής της χλωρίδας και της πανίδας, δε μπορούμε να αγνοήσουμε την

οικονομική τους σημασία ως ένα τεράστιο κεφάλαιο το οποίο μπορεί να

χρησιμοποιηθεί για το δικό μας μακροπρόθεσμο όφελος. Τα δάση, τα φυτά και οι

άλλοι βιολογικοί πόροι αποτελούν ένα τεράστιο θησαυρό για τη φαρμακευτική και

την ιατρική που όμοιο του η γενετική μηχανική –παρά τις έξυπνες λύσεις που

προσφέρει- δε μπορεί να κατασκευάσει.

Η απώλεια όμως της βιοποικιλότητας συνεπάγεται ένα ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο,

ίσως τον πιο τρομακτικό που θα αντιμετωπίσουν οι μελλοντικές γενιές: τη μείωση

των αποθεμάτων τροφής. Η βιοποικιλότητα αποτελεί πηγή εναλλακτικών ειδών

φυτών, τα οποία μπορούν να καλλιεργηθούν σε μη παραγωγικά ή υποβαθμισμένα

εδάφη, καθώς και πηγή «άγριων» γενετικών ποικιλιών για διασταυρώσεις ή για τη

δημιουργία υβριδίων με καθιερωμένα βρώσιμα είδη, έτσι ώστε να διατηρηθεί η

βιωσιμότητα τους και να αυξηθεί παραγωγή. Το ίδιο ισχύει και για τα βρώσιμα είδη

ζώων. Στη σύγχρονη γεωργική πρακτική επικρατούν οι μονοκαλλιέργειες, δηλ. η

καλλιέργεια μίας μόνο ποικιλίας από κάθε είδος, χάριν της βραχυπρόθεσμης αύξησης

της παραγωγικότητας. Οι μονοκαλλιέργειες όμως όχι μόνο εκτοπίζουν εκατοντάδες

ποικιλίες φυτών που είχαν προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες αλλά είναι και

68

Αναλυτικότερα, στο Editorial, “Costing the Earth”, The Economist, September 2, 1989,

σελ. 16

Page 43: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

43

εξαιρετικά ευπαθείς, καθώς υπόκεινται περιοδικά σε προσβολές από παράσιτα και

ασθένειες. Η καταστροφή της γενετικής ποικιλότητας σημαίνει μείωση των

αποθεμάτων τροφής, που σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη είναι ούτως ή άλλως

λίγα. Η βιοτεχνολογία, παρά τις προόδους που σημειώνει, δεν θα μπορέσει ποτέ να

αντικαταστήσει τη φύση στην παραγωγή διατροφικών ειδών. Εξάλλου, οι πρόοδοι

της γενετικής μηχανικής εξαρτώνται από το διαθέσιμο γενετικό υλικό άλλων

ποικιλιών ή ειδών φυτών που απαντώνται στη φύση, το οποίο μπορεί να αποσπαστεί

και εν συνεχεία να συναφθεί στο γενετικό υλικό του φυτού-αποδέκτη. Αποτελεί

ειρωνεία το γεγονός ότι καταστρέφουμε την τροπική «γενετική τράπεζα» από την

οποία θα χρειαστούμε άγρια γονίδια από τροπικά φυτά, για να τα εμφυτεύσουμε στο

γενετικό υλικό φυτών των εύκρατων περιοχών, έτσι ώστε να αντέχουν σε υψηλότερες

θερμοκρασίες ή σε αυξημένη έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία (λόγω της μείωσης

του όζοντος)69

.

69

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου,

εκδόσεις Λυχνός, Αθήνα 1997, σελ. 292

Page 44: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

44

4

Οι σχέσεις ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών και η επίδρασή τους στο περιβάλλον

4.1 Το ιστορικό πλαίσιο

Ο κόσμος χωρίζεται σε δύο ζώνες: η πρώτη βρίσκεται γεωγραφικώς στο Βορρά και

τα οικονομικά της χαρακτηριστικά είναι η βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη

και η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου, ενώ η δεύτερη βρίσκεται γεωφυσικώς στο

Νότο και η οικονομική της κατάσταση χαρακτηρίζεται από υπανάπτυξη και μεγάλη

φτώχεια.

Οι σχέσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών σημαδεύονταν ανέκαθεν από την

αδικία και την εκμετάλλευση που υπέστησαν τα λιγότερο από τα περισσότερο

ανεπτυγμένα κράτη. Ο σπόρος της αδικίας φυτεύτηκε από τις πλούσιες χώρες στις

φτωχές όταν θέτοντας τις βάσεις της αποικιοκρατίας, χρησιμοποίησαν την ισχύ που

τους προσέδιδαν τα όπλα και το κεφάλαιο για να καθυποτάξουν τμήματα της

Αφρικής, της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής, και να τα εκμεταλλευθούν ως:

μέσα προμήθευσης εργασίας και πρώτων υλών

νέες αγορές για απορρόφηση βιομηχανικών προϊόντων

πεδία νέων επενδύσεων

εργαλεία διεκδίκησης ηγετικής θέσης στο παιχνίδι της πολιτικής και

οικονομικής πρωτοκαθεδρίας στη διεθνή σκηνή που είχαν στήσει τότε οι

Ευρωπαϊκές δυνάμεις

Όπως είπε ο Cecil Rhodes, ο ιδρυτής της Ροδεσίας (σημερινής Ζάμπια και

Ζιμπάμπουε): «Θα πρέπει να’ αναζητήσουμε νέα εδάφη, από τα οποία θα μπορούμε

ν’ αποκτήσουμε εύκολα πρώτες ύλες και ταυτόχρονα να εκμεταλλευθούμε τη φθηνή

εργασία των σκλάβων που μας παρέχουν οι ιθαγενείς στις αποικίες. Οι αποικίες θα

μπορούσαν επίσης να μας προσφέρουν τόπους απόρριψης του πλεονάσματος των

αγαθών που παράγουν οι βιομηχανίες μας»70

.

Η ανεξαρτητοποίηση των αποικιών παρά την αρχική ευφορία και τον ενθουσιασμό,

δεν άλλαξε σημαντικά την κατάσταση. Ο παραδοσιακός ιμπεριαλισμός

αντικαταστάθηκε από την οικονομική αποικιοκρατία, μέσω των διεθνών εμπορικών

συμφωνιών και η υποδούλωση συνεχίστηκε υπό το ζυγό του αυξανόμενου

εξωτερικού χρέους και της οικονομικής (και πολλές φορές πολιτικής) δράσης των

πολυεθνικών εταιρειών.

Οι φτωχές χώρες συνέχισαν να είναι δεμένες στο άρμα των πλουσίων, που όρισαν

αυτή τη φορά ως έπαθλο της αρματοδρομίας τους την κατάκτηση των αγορών και την

κυριαρχία τους στο διεθνές εμπόριο.

Την περίοδο που ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εποχή όπου συμπίπτει

η αλματώδης εκβιομηχάνιση και η άνοδος του καταναλωτικού επιπέδου των

ανεπτυγμένων χωρών με την ανεξαρτητοποίηση των αποικιών, πρωταρχική επιδίωξη

70

Editorial. The Uruguay round: “Gunboat diplomacy by another name”. The Ecologist 1990,

20:202-3

Page 45: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

45

των βιομηχανικών κρατών ήταν η ένταξη των πρώην υποτελών τους εδαφών και νυν

ανεξάρτητων κρατών του λεγόμενου τρίτου Κόσμου, στη σφαίρα της οικονομικής

τους επιρροής, και συγκεκριμένα στο σύστημα της αναδυόμενης οικονομίας της

αγοράς.

Αυτή η ένταξη θα προσέφερε μια συνεχώς επεκτεινόμενη αγορά για τους

βιομηχάνους και μια αδιάκοπη ροή πρώτων υλών προς τις μητροπόλεις71

. Η εν λόγω

προσπάθεια θα απαιτούσε δύο μορφές ανάπτυξης σε αυτές τις περιφερειακές χώρες:

αύξηση της αγοραστικής δύναμης και ενισχυμένη δυνατότητα παροχής πρώτων υλών.

Οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη, το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Τράπεζα και η GATT (σήμερα Παγκόσμιος

Οργανισμός Εμπορίου), δεν υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί.

Γρήγορα έγινε σαφές ότι οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δύσκολα θα μπορούσαν να

δραπετεύσουν από την οικονομική στασιμότητα, εξαιτίας:

i) προβλημάτων υπερπληθυσμού. Οι πολύ γρήγοροι ρυθμοί πληθυσμιακή αύξησης

εμποδίζουν την αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος, των αποταμιεύσεων και των

επενδύσεων.

ii) ανεπάρκειας φυσικών πόρων (καλής γεωργικής γης, ορυκτών, ενεργειακών πηγών,

ευνοϊκού κλίματος κ.α.) και έλλειψη τεχνολογίας και τεχνογνωσίας για την καλύτερη

εκμετάλλευση και αξιοποίησή τους.

iii) έλλειψης υλικού κεφαλαίου (εξοπλισμού, κτιρίων, δρόμων, λιμανιών,

αεροδρομίων κ.α.), λόγω δε αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει

χαμηλή.

iv) κακής κατάστασης του ανθρώπινου δυναμικού. Η κακή διατροφή, η ανεπαρκής

ιατρική περίθαλψη, οι άσχημες στεγαστικές συνθήκες, η ελλιπής εκπαίδευση κ.α.,

συμβάλλουν στη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και εμποδίζουν την

εκβιομηχάνιση, τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και γενικότερα την ανάπτυξη.

v) απαξίωσης του εργατικού δυναμικού λόγω της ανεργίας και της υποαπασχόλησης

vi) απουσίας δημοκρατικών θεσμών διακυβέρνησης και έλλειψης κοινωνικής

συνοχής. Η δημόσια ζωή των αναπτυσσόμενων χωρών χαρακτηρίζεται από διαφθορά,

ευνοιοκρατία, νεποτισμό, αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης και έντονες

γραφειοκρατικές δομές στη δημόσια διοίκηση, όπου κυριαρχούν οι πολιτικές και

κοινωνικές ελίτ, ενώ η έλλειψη φυλετικής ομοιογένειας του πληθυσμού επιφέρει

κοινωνικές ανισότητες και αποτελεί πολύ συχνά αιτίες συγκρούσεων που φθάνουν ως

τον εμφύλιο σπαραγμό.

4.2 Η περιβαλλοντική υποβάθμιση των αναπτυσσόμενων κρατών

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση των αναπτυσσόμενων

κρατών ήταν αναγκαίο επακόλουθο των στρεβλών προσπαθειών τους για αναρρίχηση

στην κλίμακα της ανάπτυξης.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντέλεσαν στην όξυνση του περιβαλλοντικού

προβλήματος των φτωχών κρατών, ένα πρόβλημα που είναι πολύ πιο πολύπλοκο απ’

ό,τι στις πλούσιες χώρες, καθώς τις εγκλωβίζει σ’ ένα φαύλο κύκλο περαιτέρω

υπανάπτυξης, υποβάθμισης και φτώχειας.

71

A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη Ιωαννίδου,

εκδόσεις Λυχνός, Αθήνα 1997

Page 46: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

46

Οι παράγοντες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης των αναπτυσσόμενων χωρών

διακρίνονται σε ενδογενείς, σε παράγοντες δηλ. που συνδέονται με δομικά

προβλήματα των χωρών αυτών, και εξωγενείς που αναφέρονται σε επεμβάσεις και

δραστηριοποιήσεις των ανεπτυγμένων χωρών.

Ο κυριότερος ενδογενής παράγοντας είναι η φτώχεια, που είναι ταυτόχρονα

γενεσιουργό αίτιο αλλά και αποτέλεσμα του υπερπληθυσμού. Οι ρυθμοί αύξησης του

πληθυσμού είναι συνήθως σημαντικά υψηλότεροι σε πληθυσμούς χαμηλού

εισοδηματικού επιπέδου. Οι μεγάλοι πληθυσμοί με τη σειρά τους τείνουν να

αυξήσουν το βαθμό της φτώχειας ενώ ασκούν ισχυρότερη πίεση στη βάση των

φυσικών πόρων72

.

Η εκτεταμένη αποψίλωση των δασών και οι πυρκαγιές, η διάβρωση του εδάφους από

την καλλιέργεια οριακών εδαφών, η εξόντωση της τοπικής πανίδας και χλωρίδας, η

ρύπανση των κοινόχρηστων αγαθών (αέρα και νερού), είναι μερικά μόνο από τα

αποτελέσματα της φτώχειας των πεινασμένων κατοίκων του Τρίτου Κόσμου, όπου οι

οικολογικές ευαισθησίες είναι άγνωστες καθώς υπερισχύει το ένστικτο της

επιβίωσης.

Η άναρχη εκβιομηχάνιση των φτωχών κρατών και η κακή αντιγραφή και εφαρμογή

των προτύπων ανάπτυξης της Δύσης, αποτελεί ένα άλλο ενδογενή παράγοντα

περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Τα πλούσια βιομηχανικά κράτη αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τα φτωχά,

που ασθμαίνοντας να ακολουθήσουν το δρόμο της ανάπτυξης των πρώτων ξεχνούν

ότι η ανάπτυξη αυτή συντελέστηκε εις βάρος του περιβάλλοντος και της υγείας του

πληθυσμού και πως το κόστος της το πληρώνουν και τα ίδια, αντιμετωπίζοντας

διεθνή περιβαλλοντικά προβλήματα όπως τη μείωση του στρώματος του όζοντος ή το

φαινόμενο του θερμοκηπίου, που σωρεύονται στα εγχώρια.

Και καθώς η ανάπτυξη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου απαιτεί οπωσδήποτε

θυσίες, τα αναπτυσσόμενα κράτη δηλώνουν διατεθειμένα να πληρώσουν το τίμημα,

έστω και καταστρέφοντας το ίδιο τους το περιβάλλον, που όμως αυτό τους τρέφει και

τους παρέχει τις δυνατότητες να πραγματοποιούν τα μεγαλεπήβολα σχέδια τους.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες υποστηρίζουν ότι η όποια ανάσχεση ή επιβράδυνση της

ανάπτυξής τους θα διαιώνιζε και θα αύξανε τα προβλήματα του περιβάλλοντος, αφού

η φτώχεια και η υστέρηση της ανάπτυξης συντελούν σημαντικά στην υποβάθμισή

του73

.

Έτσι, διεκδικούν κι’ αυτά το «δικαίωμα στη μόλυνση», δηλ. της δυνατότητας

ανάπτυξης δραστηριοτήτων επιβλαβών μεν για το περιβάλλον, απαραίτητων δε για

την οικονομική τους ανέλιξη. Το «δικαίωμα στη μόλυνση», συνυφασμένο τόσο

έντονα με το δικαίωμα στην ανάπτυξη, αποκτά και ηθική διάσταση αν αναλογιστούμε

ότι το συντριπτικό ποσοστό του 95% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών

διοξειδίου του άνθρακα, για παράδειγμα, προέρχεται από τις ανεπτυγμένες χώρες του

βορείου ημισφαιρίου. Αντίθετα, το Μπαγκλαντές, λόγου χάρη, στο οποίο κατοικεί

πλέον του 2% του παγκόσμιου πληθυσμού, δημιουργεί λιγότερο από το 0,1 % των

παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αλλά θα υποστεί μεγάλο μέρος των

συνεπειών από τη μεταβολή του κλίματος, διαταραχή που οι ανεπτυγμένες χώρες

προξένησαν.

72

Tom Tietenberg, «Οικονομική του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων», μετάφραση

Νικηφόρος Σταματάκης, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1998 73

Ευστράτιος Β. Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998.

Page 47: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

47

Στις τέσσερις προηγούμενες δεκαετίες, ο μέσος άνθρωπος που ζούσε σε ανεπτυγμένη

χώρα επιβάρυνε την ατμόσφαιρα με δεκαπλάσια ποσότητα άνθρακα απ’ ό,τι ο μέσος

άνθρωπος που κατοικούσε σε αναπτυσσόμενη χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα

αναπτυσσόμενα κράτη αντιμετωπίζουν σήμερα ένα κόσμο με μειωμένη ικανότητα να

απορροφά τις δικές τους εκπομπές άνθρακα.

Τα αναπτυσσόμενα κράτη προάγοντας το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης πάνω

από τις οικολογικές αξίες, που όμως είναι και οικονομικά συμφέρουσες, ακολουθούν

το δρόμο της εκβιομηχάνισης, που πρώτα τα πλούσια κράτη χάραξαν, διακόσια

χρόνια πριν, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που έχει μια τέτοια πορεία όχι μόνο

για το περιβάλλον –αφού αυτό το έχουν απορρίψει από την αρχή ως εμπόδιο στην

πρόοδο- αλλά και για την οικονομία τους. Γιατί είναι βέβαιο πλέον, και το

αποδεικνύουν τα καταλυτικά παραδείγματα των κρατών που βάσισαν την ανάπτυξή

τους στην ανορθολογική εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων, ότι στο

μακροπρόθεσμο διάστημα η οικονομική ανάπτυξη έχει φθίνουσα πορεία, καθώς η

γρήγορη εξάντληση των φυσικών πόρων από την εντατική και ασύμμετρη χρήση

τους σημαίνει μείωση των εμπορεύσιμων αγαθών.

Για παράδειγμα, η πρόσφατη ετήσια αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας της

Ινδονησίας είναι σχεδόν ίση με την ετήσια απώλεια της γονιμότητας του εδάφους,

λόγω της εντατικής γεωργίας. Παράλληλα, η ανάπτυξη της βιομηχανίας

χαρτοπολτού, που έχει βασιστεί στην αποδάσωση, θα έχει μικρή χρονική διάρκεια

ζωής λόγω γρήγορης εξάντλησης της πρώτης ύλης.

Καθώς όμως η εκχέρσωση και η υλοτόμηση των δασών προσφέρει άμεσα οφέλη στις

κυβερνήσεις των κρατών του Τρίτου Κόσμου, που υφίστανται ισχυρές πιέσεις από

τον εξωτερικό δανεισμό, τους φτωχούς και άκληρους αγρότες και την ασφυκτική

αύξηση του πληθυσμού, αγνοείται η μελλοντική οικονομική ζημία από την

καταστροφή του περιβάλλοντος.

Γεγονός είναι ότι η ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων κρατών θα έχει πολύ μικρότερο

κύκλο ζωής απ’ ό,τι η ανάπτυξη των ανεπτυγμένων για τον απλούστατο λόγο ότι οι

τελευταίες πρόλαβαν να εξαντλήσουν τα όρια αντοχής του περιβάλλοντος, ώστε στη

σημερινή εποχή με τα τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα που υφίσταται ο

πλανήτης, να έχουν στενέψει κατά πολύ τα περιθώρια περαιτέρω υποβάθμισης του

περιβάλλοντος.

Πρόκειται λοιπόν για μια ηθική σύγκρουση του δικαιώματος στην ανάπτυξη, που

προβάλει ο αναπτυσσόμενος και πεινασμένος Νότος με το δικαίωμα σε ένα καθαρό

και ασφαλές περιβάλλον, που προβάλει ο ανεπτυγμένος και –γι’ αυτό το λόγο-

οικολογικά ευαίσθητος Βορράς.

Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας στο Τρίτο Κόσμο και τις μετακομμουνιστικές ευρωπαϊκές

χώρες αναγκάζει τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών να ακολουθούν μια οικονομική

πολιτική προσανατολισμένη στις εξαγωγές, σε βάρος της κοινωνίας και του

περιβάλλοντος74

.

Ιδιαίτερα, τα κράτη του Τρίτου Κόσμου αντιμετωπίζουν προβλήματα ως προς την

εμπορευσιμότητα των προϊόντων τους, που συνδέονται με τη θεωρία της

χειροτέρευσης των όρων εμπορίου: η διεθνής ζήτηση για τα προϊόντα του

πρωτογενούς τομέα που εξάγουν οι αναπτυσσόμενες χώρες αυξάνεται με αργό ρυθμό

(λόγω χαμηλής εισοδηματικής ελαστικότητας, ανταγωνισμού από φθηνότερα

74

Ulrich Beck, «Τι είναι παγκοσμιοποίηση», μετάφραση Γιώργος Παυλόπουλος, εκδόσεις

Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Page 48: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

48

υποκατάστατα75

που παράγονται στις ανεπτυγμένες χώρες, τεχνολογικών μεταβολών

που επιτρέπουν οικονομικότερη χρήση τους κ.α.), ενώ η ζήτηση για τα βιομηχανικά

προϊόντα που εισάγουν αυξάνεται με ταχύ ρυθμό (λόγω υψηλής εισοδηματικής

ελαστικότητας, τεχνολογικής αναγκαιότητας κ.α.).

Η κατάσταση χειροτερεύει από τις συγκεκαλυμμένες πιέσεις που ασκούν οι πλούσιες

χώρες, στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και παλιότερα της

GATT, για περισσότερο απρόσκοπτη πρόσβαση στις πηγές πρώτων υλών –και στην

καταναλωτική αγορά- των χωρών του Τρίτου Κόσμου.

Όταν οι πολιτικές δυνάμεις στις ανεπτυγμένες χώρες συνωμοτούν για να εξαλείψουν

ή να περιορίσουν ουσιαστικά φυσικές αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών, οι

πολιτικές αυτές όχι μόνο διογκώνουν τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά

και έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Πολυϊνική Συμφωνία, που είχε ως

αποτέλεσμα τη μείωση των εξαγωγών κλωστοϋφαντουργικών ειδών από τις

αναπτυσσόμενες χώρες. Η Συμφωνία αυτή, μειώνοντας τεχνητά τις αγορές για τα

κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ανάγκασε ορισμένες χώρες, που χρειάζονται ξένο

συνάλλαγμα, να αντικαταστήσουν τις πιο φιλικές προς το περιβάλλον τεχνικές

παραγωγής ινών, που είναι έντασης εργασίας με ευεργετικές επιπτώσεις στην

απασχόληση, με οικονομικές δραστηριότητες έντασης παραγωγικών πόρων, όπως

είναι η εξαγωγή ξυλείας76

.

Το άγχος για την αύξηση των μεριδίων συμμετοχής στο παγκόσμιο εμπόριο έχει

σοβαρότατες συνέπειες για το περιβάλλον, καθώς αναγκάζει τις φτωχές χώρες να

γίνουν πιο ανταγωνιστικές και πιο παραγωγικές καταφεύγοντες σε πρακτικές

ανορθολογικής χρήσης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.

Για παράδειγμα, με την αύξηση της εμπορευματοποίησης της γεωργίας στον Τρίτο

Κόσμο, η γεωργική παραγωγή εντατικοποιείται με τη χρήση αγροχημικών φαρμάκων

και παρασιτοκτόνων, ενώ αλλάζουν τα είδη των καλλιεργούμενων φυτών: οι αγρότες

εγκαταλείπουν τις καλλιέργειες που παρέχουν τροφή και στρέφονται προς το τσάι,

τον καφέ, τον καπνό, το βαμβάκι και άλλα εξαγώγιμα αγαθά.

Η εξάρτηση όμως από τις εντατικές μονοκαλλιέργειες υψηλής απόδοσης αφενός

διαταράσσει την οικολογική ισορροπία, διότι εξαφανίζει την παραδοσιακή ανάμειξη

και εναλλαγή των καλλιεργειών, και αφετέρου αυξάνει την ευπάθεια των φυτών

έναντι παρασιτοκτόνων και ασθενειών, και συνακόλουθα τους κίνδυνους

καταστροφής της σοδειάς, καθιστώντας εξαιρετικά ευάλωτη την αγροτική οικονομία

των χωρών αυτών που στηρίζουν τις εξαγωγές τους σε ένα ή δύο προϊόντα.

Η μάχη των φτωχών κρατών δυσκολεύει ακόμη περισσότερο από το χρέος τους προς

τα πλούσια κράτη77

, του μεγάλου εξαγωγικού κόστους και των περιορισμών των

δασμών και των ποσοστώσεων που πλήττουν τα εξαγόμενα αγαθά.

Ο κυριότερος εξωγενής παράγοντας υποβάθμισης του περιβάλλοντος των

αναπτυσσόμενων χωρών συνδέεται με την πρακτική των ανεπτυγμένων κρατών να

«εξάγουν» τα περιβαλλοντικά τους προβλήματα.

75

Για παράδειγμα, οπτικές ίνες αντί χάλκινων καλωδίων στις τηλεφωνικές γραμμές και

συνθετικές γλυκαντικές ουσίες αντί της ζάχαρης. 76

Tom Tietenberg, “Οικονομική του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Τόμος Β΄”,

μετάφραση Νικηφόρος Σταματάκης, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1998 77

Σε περιόδους υψηλών πραγματικών επιτοκίων, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους είναι

μια σημαντική αιτία αφαίμαξης του συναλλαγματικού αποθέματος. Όταν μια φτωχή χώρα

χρησιμοποιεί το ξένο συνάλλαγμα της για να εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος, στερείται

τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το συνάλλαγμα αυτό για εισαγωγές που είναι αναγκαίες

για τις δραστηριότητες επιβίωσης, και να βοηθήσει έτσι στο μετριασμό της φτώχειας.

Page 49: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

49

Μια μέθοδος που χρησιμοποιείται από τις μεγάλες εταιρείες του ανεπτυγμένου

κόσμου, για να μην αναγκαστούν να λάβουν αντιρρυπαντικά μέτρα ή στη χειρότερη

περίπτωση, να διακόψουν τη λειτουργία τους, λόγω της αυστηρής περιβαλλοντικής

νομοθεσίας, είναι η μεταφορά των βιομηχανικών τους μονάδων στις φτωχές και

υπανάπτυκτες χώρες του Τρίτου κόσμου, σε σχέση βέβαια και με μια ευρύτερη

στρατηγική μείωσης του κόστους παραγωγής και εκμετάλλευσης φθηνών πρώτων

υλών και μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που ακόμη δεν έχουν εξαντληθεί στα

κράτη αυτά.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εταιρείες μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους όχι τόσο για

να μην εφαρμόσουν την περιβαλλοντική νομοθεσία όσο για να αποφύγουν

κοινωνικές αντιδράσεις και καθυστερήσεις78

.

Στις φτωχές χώρες ο περιβαλλοντικός έλεγχος είναι ελάχιστος έως ανύπαρκτος καθώς

δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Είναι

δύσκολο να επιβληθούν μέτρα για το περιβάλλον και την έκθεση σε παράγοντες

κινδύνου στους χώρους εργασίας, επειδή υπάρχει έλλειψη επαγγελματικής

εκπαίδευσης, καταγραφής των φυσικών πόρων, ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης

και φυσικά, πολιτικής βούλησης, αφού αυτό που προκρίνουν οι τοπικές κυβερνήσεις

και οι πολιτικές ελίτ είναι η προσέλκυση επενδύσεων με κάθε τίμημα. Η ανάγκη για

άμεσες ξένες επενδύσεις και ξένη βοήθεια είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς μην έχοντας

τα μέσα (υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, τεχνογνωσία, τεχνολογία) και τις συνθήκες

(σταθερό πολιτικό κλίμα και δημοκρατική διακυβέρνηση), τα φτωχά κράτη

αδυνατούν να αξιοποιήσουν κατάλληλα μόνα τους φυσικούς τους πόρους και

χρειάζονται την ξένη συνδρομή για την ανάπτυξη των οικονομιών τους.

Έτσι, οι φτωχές χώρες αποδέχονται πρόθυμα την εγκατάσταση πολυεθνικών

εταιρειών στο έδαφός τους, φτάνοντας στο σημείο να εκποιούν στην κυριολεξία την

εθνική τους περιουσία και τους φυσικούς τους πόρους για να μπορέσουν να

εξοφλήσουν τα χρέη τους και να προάγουν την ανάπτυξή τους.

Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι αναπτυσσόμενες χώρες προσφέρουν και

οικονομικά κίνητρα για την εγκατάσταση πολυεθνικών εταιρειών, όπως φορολογικές

ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις για την κατασκευή εργοστασίων

Οι 500 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες του κόσμου παρέχουν το 1/3 της

παγκόσμιας παραγωγής και ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου τσαγιού,

καφέ, κακάο, βάμβακος, δασικών προϊόντων, καπνού, γιούτας, χαλκού,

μεταλλευμάτων σιδήρου και βωξίτη79

.

Από την πλευρά τους οι πολυεθνικές εταιρείες, εξασφαλίζουν τις επενδύσεις με τη

βοήθεια τοπικών αντιδημοκρατικών καθεστώτων, με συμφέροντα στενά συνδεδεμένα

με τα δικά τους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες πέρα από τις ευκαιρίες που παρουσιάζουν

για τις βιομηχανικές χώρες για εκμετάλλευση πρώτων υλών και φθηνής εργατικής

δύναμης και διοχέτευσης στην αγορά τους των βιομηχανικών τους προϊόντων,

προσφέρονται, και μάλιστα οικειοθελώς, ως χώρος απορρόφησης των ρυπαντικών

εκροών των εργοστασίων των ανεπτυγμένων χωρών.

Υπάρχει δηλ. το εξής σχήμα:

Παραγωγή στο έδαφος των φτωχών χωρώνσταδιακή φθορά των φυσικών τους

πόρων (γεωργική γη, ορυκτά, ενεργειακές πηγές, δάση, πανίδα και χλωρίδα) από την

78

Steven Yearley, “Sociology, Environmentalism, Globalization”, Sage publications, London

1996 79

Editorial. The Uruguay round: “Gunboat diplomacy by another name”. The Ecologist 1990,

20:202-3

Page 50: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

50

υπερεκμετάλλευσηαποστολή των βιομηχανικών προϊόντων στις πλούσιες

χώρεςκατανάλωσή τουςαναπαραγωγή διαδικασίας μέχρι την ολοσχερή

καταστροφή των φυσικών πόρων και του οικοσυστήματος των φτωχών χωρών.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος των

φτωχών χωρών, η επιδείνωση της υγείας των κατοίκων τους και ο κίνδυνος, όχι μόνο

μεταφορικά (σε οικονομικό επίπεδο) αλλά κυριολεκτικά (σε βιολογικό επίπεδο), της

εξαφάνισής τους.

Οι δυσμενείς όμως συνέπειες αγγίζουν και τις πλούσιες χώρες αφού εξαντλούνται

σταδιακά οι δυνατότητες των φτωχών χωρών για ανατροφοδότηση των

καταναλωτικών συνηθειών και την εξασφάλιση υψηλού καταναλωτικού επιπέδου

των πλούσιων χωρών.

Είναι πολλά τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η νοοτροπία αυτή δεν είναι μόνο

άδικη για τις φτωχές χώρες αλλά φανερώνει και πόσο υποκριτική είναι η στάση των

πλούσιων χωρών απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα, καθώς δεν έχουν

αντίρρηση να συνεχίζονται οι ρυπαντικές μορφές συμπεριφοράς των βιομηχανιών

τους αρκεί να λαμβάνουν χώρα αλλού και τις συνέπειες τους να τις υφίστανται άλλοι

Οι ανεπτυγμένες χώρες δεν εξάγουν όμως μόνο τις ρυπογόνους βιομηχανικές τους

δραστηριότητες ,αλλά και τα επικίνδυνα κατάλοιπά τους.

Τη δεκαετία του 1980, με την αφύπνιση της κοινής γνώμης απέναντι στα

περιβαλλοντικά προβλήματα, τέθηκε το ζήτημα της διάθεσης των επικίνδυνων

αποβλήτων. Η διάθεσή τους ήταν είτε πολύ δαπανηρή λόγω των ειδικών μεθόδων

που απαιτούσαν οι αρχές (όπως καύση), είτε αδύνατη καθώς καμιά τοπική κοινότητα

δεν δεχόταν να αναλάβει τον κίνδυνο λειτουργίας χώρων απορριμμάτων μέσα στα

όριά τους. Η πιο προφανής λύση για τις κυβερνήσεις ήταν η εξαγωγή των

επικίνδυνων αποβλήτων σε χώρες που ήταν τόσο απελπισμένες για την αύξηση του

εθνικού τους εισοδήματος ώστε να παραβλέψουν τους κινδύνους. Αν μάλιστα οι

χώρες αυτές είχαν μη δημοκρατικές κυβερνήσεις, επιρρεπείς σε δωροδοκία, τα

πράγματα διευκολύνονταν ακόμη περισσότερο80

.

Είναι φανερό λοιπόν ότι οι φτωχοί είναι τα θύματα της αδιαφορίας των πολυεθνικών

εταιρειών για τη λήψη περιβαλλοντικών μέτρων, και της εθελοτυφλίας των πλούσιων

κρατών που ενδιαφέρονται μεν για την προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι όμως

διατεθειμένα ούτε να επιβραδύνουν την οικονομική τους αύξηση αναστέλλοντας με

την περιβαλλοντική νομοθεσία την παραγωγική δραστηριότητα των βιομηχανιών

τους, ούτε να επιβαρύνουν το έδαφός και τον προϋπολογισμό τους με τη διάθεση των

επικίνδυνων καταλοίπων.

Ταυτόχρονα, η αναπτυσσόμενη χώρα είναι διπλά ζημιωμένη καθώς δεν προωθεί ούτε

την οικονομική της ανάπτυξη, αφού τα οφέλη που αποκομίζει από τη

δραστηριοποίηση πολυεθνικών εταιρειών στο έδαφός της είναι ελάχιστα.

Λόγω της θέσπισης μέτρων περιβαλλοντικής πολιτικής στις βιομηχανικές χώρες που

αυξάνουν το κόστος της παραγωγής, υπάρχει διαφοροποίηση της έδρας της

επιχείρησης και της μονάδας παραγωγής. Η έδρα βρίσκεται στην ανεπτυγμένη χώρα,

πράγμα που σημαίνει ότι τα κέρδη της εταιρίας εισρέουν σ’ αυτή με τη μορφή των

φόρων κλπ., ενώ η μονάδα παραγωγής λειτουργεί στην αναπτυσσόμενη χώρα με

συνέπειες δυσμενείς για τους φυσικούς της πόρους, το περιβάλλον και την υγεία των

κατοίκων της. Τα έσοδα των πολυεθνικών εταιρειών μεταφέρονται συνήθως στις

μητρικές στους χώρες ή κρύβονται με παραποίηση στοιχείων σχετικών με

δοσοληψίες μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιρειών, ενώ δεν προωθείται η

80

Steven Yearley, “Sociology, Environmentalism, Globalization”, Sage publications, London

1996

Page 51: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

51

έρευνα ή η δημιουργία υψηλού επιπέδου στελεχών στις αναπτυσσόμενες χώρες γιατί

τα ερευνητικά τμήματα των πολυεθνικών εταιρειών βρίσκονται στις ανεπτυγμένες

χώρες.

Η μεγάλη ανάγκη των αναπτυσσόμενων χωρών για ξένες επενδύσεις και

εκβιομηχάνιση τις κάνει να παραβλέπουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και το

γεγονός ότι οι πολυεθνικές εταιρείες των βιομηχανικών κρατών ενδιαφέρονται μόνο

για την εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων και της φθηνής εργατικής δύναμης,

με σκοπό τη συνέχιση της λειτουργίας τους σε έδαφος χωρίς αυστηρή

περιβαλλοντική νομοθεσία και την αύξηση των κερδών τους.

Η διακρατική εκμετάλλευση και ανισότητα ενισχύονται από την ενδοκρατική

κοινωνική αδικία, προερχόμενη από τις πολιτικές ελίτ των φτωχών κρατών, που

προκειμένου να μη θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ξένων επενδυτών και να

διατηρήσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, συναινούν στην οικονομική

εκμετάλλευση της χώρας τους και ενθαρρύνουν την οικολογική της «αφαίμαξη»,

με το να μη λαμβάνουν τα κατάλληλα προστατευτική μέτρα.

Επίσης, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων των φτωχών χωρών δεν επιτρέπει

την ανάπτυξη οικολογικών ευαισθησιών, καθώς ο καθημερινός αγώνας για την

επιβίωση είναι πιο σημαντικός από τέτοιου είδους πολυτέλειες.

Αυτό όμως που τα φτωχά κράτη ξεχνούν και τα πλούσια αποφεύγουν να τους

υπενθυμίσουν, είναι ότι υπάρχει το αρνητικό προηγούμενο των βιομηχανικών

κρατών, που στο όνομα της εκβιομηχάνισης, της καταναλωτικής ευμάρειας και της

τεχνολογικής προόδου θυσίασαν την καθαρότητα της ατμόσφαιρας και των υδάτων,

καταλήστευσαν τους φυσικούς τους πόρους, κατέστειλαν την παραγωγικότητα του

εδάφους, κατέστρεψαν τη βιολογική αλυσίδα, επιδείνωσαν την υγεία και την

ποιότητα ζωής των κατοίκων τους και υποθήκευσαν το μέλλον των επόμενων γενεών.

Page 52: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

52

5

Περιβαλλοντικές δράσεις

5.1 Η εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας και η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης

Τρία σημαντικά γεγονότα χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας

μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

α) Ο απότομος υπερδιπλασιασμό των κρατών- μελών της διεθνούς κοινότητας μετά

την αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού και την ανάκτηση της ελευθερίας από τον

Τρίτο Κόσμο. Η αύξηση των μελών της διεθνούς κοινότητας είχε ως αποτέλεσμα την

αλλαγή στον αριθμητικό συσχετισμό δυνάμεων, αφού η άλλοτε σχετική πλειοψηφία

του ανεπτυγμένου Βορρά βρέθηκε, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, στη θέση της

ισχνής αριθμητικά μειοψηφίας. Η συνειδητοποίηση ότι η ανάπτυξη των πλούσιων

χωρών συντελέστηκε σε βάρος του περιβάλλοντος και του οικοσυστήματος, με

αποτέλεσμα τη δραματική τους υποβάθμιση που έχει αρνητικό αντίκτυπο και στις

προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών για ανάπτυξη, μεταβλήθηκε από

προσωπική υπόθεση των υπαίτιων της περιβαλλοντικής κρίσης σε υπόθεση όλων, με

δικαίωμα οργανωμένης πλέον παρέμβασης κάτω από την απειλή μιας γενικευμένης

καταστροφής81

.

β) Η ανάπτυξη των διεθνών οργανισμών, ως μορφή πολυμερούς τεχνικής

συνεργασίας των κρατών. Οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν υποκείμενα του

διεθνούς δικαίου και αναλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο κύκλο από αρμοδιότητες, που

κατά κανόνα αφαιρούνται από την κλασική δομή της κρατικής κυριαρχίας82

.

Η ανάγκη κοινής αντιμετώπισης θεμάτων συλλογικής ειρήνης, ασφάλειας και

άμυνας, και ρύθμισης τεχνικών, οικονομικών και πολιτισμικών ζητημάτων, οδήγησε

στην ίδρυση παγκόσμιων διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και οι ειδικευμένες

οργανώσεις του, καθώς καθώς και περιφερειακών οργανισμών83

.

Το γενικότερο πρόβλημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης οδήγησε όλους σχεδόν

τους οργανισμούς του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών στην ενασχόληση

γενικότερα, ή εξειδικευμένα στο συντονισμό των δραστηριοτήτων τους γύρω από

αυτό το θέμα.

γ) Η δημιουργία των μη κυβερνητικών οργανισμών που αποτέλεσαν το προϊόν μιας

νέας αντίληψης περί συμμετοχής ειδικών ομάδων κοινού στη διαχείριση θεμάτων

81

Γιώργος Σαμιώτης – Γρηγόρης Τσάλτας, «Διεθνής προστασία του περιβάλλοντος. Τόμος Ι.

Διεθνείς πολιτικές και Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990 82

Εμμανουήλ Ρούκουνας, «Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ. Διεθνείς Οργανισμοί», εκδόσεις Σάκκουλα,

Αθήνα 1983 83

Ο διεθνής οργανισμός είναι μια ένωση υποκειμένων διεθνούς δικαίου που α) έχει ιδρυθεί

με διεθνή συνθήκη, β) χαρακτηρίζεται από μονιμότητα, γ) αποβλέπει σε κοινούς σκοπούς

διεθνούς συνεργασίας, δ) διαθέτει ιδιαίτερα όργανα, ξεχωριστά από εκείνα των κρατών

μελών του, ε) τα όργανα αυτά εκδηλώνουν δική τους βούληση και στ) έχει ιδιαίτερη νομική

προσωπικότητα

Page 53: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

53

που τις αφορούν, αφαιρώντας έτσι την πρωτοκαθεδρία του κράτους στη χάραξη και

λήψη πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων.

Η διεθνοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και η ευαισθητοποίηση των

πολιτών των ανεπτυγμένων κυρίως χωρών απέναντι σε οικολογικά ζητήματα,

οδήγησαν στην ανάπτυξη του οικολογικού κινήματος και στη δημιουργία

οικολογικών οργανώσεων, τοπικού ή διεθνούς επίπεδου, με αμιγή μη κυβερνητικό

χαρακτήρα.

5.1.1 Η εξέλιξη του δικαιώματος επί του περιβάλλοντος

Η εξέλιξη του δικαιώματος επί του περιβάλλοντος συντελέστηκε μέσα από τις τρεις

γενιές ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στην πρώτη γενιά ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα επί του περιβάλλοντος

αποτελεί ατομικό δικαίωμα με περιεχόμενο:

την υποχρέωση του κράτους να μην προσβάλλει άμεσα το περιβάλλον των

ατόμων με δραστηριότητες ή αποφάσεις που λαμβάνει στο πλαίσιο της

δημόσιας εξουσίας.

την υποχρέωση αποχής από βλαπτικές ενέργειες κατά του περιβάλλοντος

ώστε το τελευταίο να αποτελέσει πεδίο ελεύθερης ανάπτυξης της

προσωπικότητας.

την υποχρέωση θέσπισης νομοθετικών και διοικητικών ρυθμίσεων για την

προστασία του περιβάλλοντος.

Στη δεύτερη γενιά ανθρωπίνων δικαιωμάτων το δικαίωμα επί του περιβάλλοντος

εντάσσεται στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωμάτων, για την ικανοποίηση των

οποίων δεν αρκεί η αρνητική αποχή του κράτους αλλά απαιτείται η λήψη θετικών

μέτρων και παροχών . Η προστασία του περιβάλλοντος μόνο με την ενεργό επέμβαση

του κράτους μπορεί να επιτευχθεί84

.

Η εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας και η ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης μετά

το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε στην τρίτη γενιά ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που

ονομάζονται και δικαιώματα αλληλεγγύης.

Το δικαίωμα για ένα καθαρό περιβάλλον τοποθετήθηκε δίπλα στο δικαίωμα στην

ειρήνη, στο δικαίωμα στην ανάπτυξη και στο δικαίωμα στην κοινή κληρονομιά της

ανθρωπότητας.

Τα δικαιώματα αλληλεγγύης θεωρήθηκαν ότι αποτελούν τις πραγματικές ελευθερίες

που πρέπει να έχουν ως αποστολή την υλοποίηση της συμφιλίωσής τους με τις

ουσιαστικές ελευθερίες που αποτελούν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα85

.

Εντούτοις, τα δικαιώματα αλληλεγγύης δεν μπορούν εύκολα να εφαρμοστούν από τη

σημερινή διακρατική κοινότητα λόγω: α) της εμβρυακής τους ηλικίας, β) της γενικής

τους διατύπωσης και γ) έλλειψης συστηματοποίησης τους μέσα από τις σχετικές

Παγκόσμιες Διακηρύξεις.

Η αναγνώριση του δικαιώματος σε ένα καθαρό περιβάλλον έγινε μέσα από τη

Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών στη Στοκχόλμη το 1972. Παρόλο που η Γενική

Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε σε γενικές γραμμές τη Διακήρυξη της

Στοκχόλμης, δεν υπάρχει ακόμη γραπτή διακήρυξη του δικαιώματος αυτού παρά τις

84

Γλυκερία Σιούτη, «Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος»,

εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1985 85

Βλ. ειδικότερα την ανάλυση του K. Vasak: “A 30 years struggle. The sustained efforts to

give force to law to the universal declaration of human rights”, UNESCO, November 1977

Page 54: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

54

επανειλημμένες προτάσεις από περιφερειακούς οργανισμούς, κυβερνητικούς και

μη86

.

5.2 Δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος

Η δραματική υποβάθμιση του περιβάλλοντος κατά τον 20

ο αιώνα οδήγησε στη

συνειδητοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που είναι τόσο άμεσα

συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή και στην κατανόησή τους ως υπόθεση όλων, τόσο

των ατόμων όσο και της κοινωνίας και του κράτους.

Η εμφάνιση του περιβαλλοντικού-οικολογικού κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του

1960, που αποτέλεσε την έμπρακτη τοποθέτηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας

απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα, προκάλεσε και την αφύπνιση των κρατών

και της αντίστοιχης διεθνούς οργάνωσης.

Η προστασία του περιβάλλοντος έπαψε να είναι υπόθεση μόνο του κράτους.

Η διεθνοποίηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και η αντίληψη της προστασίας

της φύσης ως συλλογικής υπόθεσης, έθεσε σε κίνηση το μηχανισμό της διεθνούς

κοινότητας: α) μέσω των διεθνών οργανισμών και β) μέσω των μη κυβερνητικών

οργανισμών διεθνούς εμβέλειας, όπως το WWF, η Greenpeace, οι Friends of the

Εarth κ.α.

Πιο κάτω εξετάζονται οι δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος από τα

κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς και τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς.

5.2.1 Κράτη και Διεθνείς Συνδιασκέψεις

Τα κράτη προστατεύουν το περιβάλλον καταρχήν μέσα στις εθνικές τους έννομες

τάξεις. Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στο περιβάλλον ως ατομικό

αλλά και κοινωνικό δικαίωμα αποτελεί τον πανηγυρικό τρόπο αναγνώρισης της

σημασίας του και υποχρεώνει το κράτος στη λήψη μέτρων διαφύλαξης του

περιβάλλοντος. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν: α) θέσπιση νόμων που απαγορεύουν

συμπεριφορές κατά του περιβάλλοντος (αστική, ποινική και διοικητική νομοθεσία),

β) επιβολή κυρώσεων δια των αρμοδίων κρατικών οργάνων σε αυτούς που

παραβιάζουν τις διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος, και γ) επικύρωση των

διεθνών συμβάσεων για περιβαλλοντικά θέματα (διμερείς ή πολυμερείς), οι οποίες

ενσωματώνονται στο εσωτερικό δίκαιο.

Το δικαίωμα σε ένα υγιές και αρμονικό περιβάλλόν συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα

στην υγεία και το δικαίωμα στη ζωή. Μεταφράζεται δηλαδή ως δικαίωμα σε

καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας, με την έννοια αυτή είναι σίγουρο ότι το

δικαίωμα στο περιβάλλον δημιουργεί υποχρεώσεις ταυτόχρονα στο κράτος και τον

απλό πολίτη87

.

Τα κράτη μέχρι πρόσφατα είχαν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους περιβαλλοντικά

προβλήματα, για τα οποία εφάρμοζαν την αρχή «think national, act national”.

Η διεθνοποίηση όμως των περιβαλλοντικών προβλημάτων κατέστησε αναγκαία τη

διακρατική συνεργασία για τη συλλογική αντιμετώπιση διεθνών περιβαλλοντικών

86

βλ. κυρίως τον Αφρικανικό Χάρτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων

των λαών (Ιανουάριος 1981) 87

Ευστράτιος Β. Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998.

Page 55: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

55

προβλημάτων, όπως η διασυνοριακή ρύπανση, η τρύπα του όζοντος, το φαινόμενο

της όξινης βροχής κ.α.

Έτσι, τα κράτη έμαθαν να ενεργούν βάσει της αρχής «think globally, act locally»,

δηλ. κατανόηση της διεθνικής διάστασης των προβλημάτων και προσαρμογή των

λύσεων σε τοπικό, περιφερειακό επίπεδο.

Βέβαια, πολλές φορές τα κίνητρα των κρατών για την προστασία του περιβάλλοντος

δεν είναι καθαρά οικολογικά αλλά συνδέονται με τα οικονομικά τους συμφέροντα,

καθώς η «εισαγωγή μόλυνσης»88

από όμορες ή γεωγραφικής εγγύτητας χώρες,

βλάπτει καίρια σημαντικότατους τομείς της οικονομίας, όπως την γεωργία, την

κτηνοτροφία ή τον τουρισμό.

Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται η διεθνής συνεργασία και η σύναψη διεθνών

συμβάσεων (διμερών και πολυμερών) μεταξύ των κρατών καθώς οι κυβερνήσεις δε

μπορούν να εμποδίσουν τη ρυπογόνο δραστηριότητα αλλοδαπών νομικών και

φυσικών προσώπων.

Επίσης, πίσω από την πίεση που ασκούν τα ανεπτυγμένα κράτη στα αναπτυσσόμενα,

στα πλαίσια των διεθνών συνδιασκέψεων για το περιβάλλον, για θέσπιση

αυστηρότερης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, μπορεί να υποκρύπτονται οικονομικοί

υπολογισμοί, όπως η μείωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων των

αναπτυσσόμενων χωρών. Στις χώρες χωρίς αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, τα

λειτουργικά έξοδα των βιομηχανιών τους είναι λιγότερα και συνεπώς οι τιμές των

προϊόντων τους είναι χαμηλότερες στη διεθνή αγορά. Αν όμως η περιβαλλοντική

νομοθεσία είναι ίδια για όλα τα κράτη, οι τιμές θα υψωθούν και ο ανταγωνισμός θα

μειωθεί.

Ο συντονιστικός φορέας των περιβαλλοντικών δράσεων των κρατών είναι ο

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.

Το 1972 πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη η πρώτη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων

Εθνών για το περιβάλλον89

.

Η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης αποφάσισε την προώθηση μιας καλύτερης

διαχείρισης του περιβάλλοντος, δηλ. την προστασία και βελτίωση του με κατάλληλες

τεχνολογικές παρεμβάσεις και λήψη μέτρων μέσα στα πλαίσια της ισχύουσας

πολιτικής και οικονομικής πρακτικής. Για το σκοπό αυτό δημιούργησε το

περιβαλλοντικό πρόγραμμα UNEP (United Nations Environment Program), που

παρακινεί, συντονίζει και προσφέρει πολιτική καθοδήγηση για ενέργειες που έχουν

ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος σε ολόκληρο τον κόσμο. Υπό την αιγίδα

του UNEP λειτουργεί και το Μεσογειακό Πρόγραμμα Δράσης, όπου συμμετέχουν

χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο θάλασσα και ενδιαφέρονται για την

οικολογική της διαχείριση και διάσωση του ενάλιου πλούτου.

Η ασυμβατότητα ανάπτυξης και περιβάλλοντος που επιβεβαιώθηκε στη Στοκχόλμη,

αποτέλεσε τη βάση για την περαιτέρω προώθηση του προβληματισμού για το

περιβάλλον, στον οποίο συνέβαλε επίσης, σημαντικά και η διάσταση μεταξύ

ανεπτυγμένων και μη ανεπτυγμένων χωρών, που εκδηλώθηκε έντονα στις δεκαετίες

1970 και 1980. Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού αναπτύχθηκε η έννοια της

88

Οι κυριότεροι τρόποι μεταφοράς ρύπανσης είναι μέσω των υδάτων (διεθνή ποτάμια,

θάλασσες) του αέρα και των ζώων (μεταδοτικές ασθένειες) 89

Η σύγκληση της Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον αποφασίστηκε με

την Απόφαση 2398 (ΧΧΙΙΙ) της 3ης

Δεκεμβρίου 1968 από τη Γενική Συνέλευση. Αντικείμενό

της ήταν ο προσδιορισμός από κοινού δράσης για τη διατήρηση και βελτίωση του

περιβάλλοντος καθώς και η ενεργοποίηση των προσπαθειών προς την κατεύθυνση αυτή.

Page 56: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

56

«βιωσιμότητας», δηλ. της μη εξάντλησης του γήινου κεφαλαίου και των ανοχών του

περιβάλλοντος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες90

.

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στη διακρατική συνεργασία για το περιβάλλον ήταν η

Διάσκεψη κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη

(UNCED) στο Ρίο της Βραζιλίας το 1992, που επιβεβαίωσε και θεσμοποίησε την

αντίληψη της βιώσιμης ανάπτυξης. Η Διάσκεψη ενέκρινε τρία κείμενα: τη Διακήρυξη

για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη που περιλαμβάνει 27 αρχές και υποστηρίχθηκε

κυρίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες, τη Δήλωση Αρχών για τα δάση της γης, ένα

κείμενο που χαρακτηρίσθηκε ως ιδιαίτερα άτολμο, και την Agenda 21 3-14/6/1992,

ένα πρόγραμμα δράσης που αποτελεί το σημαντικότερο κείμενο της Διάσκεψης. Στη

Διάσκεψη υπογράφηκαν και δύο Διεθνείς Συνθήκες: η Σύμβαση-πλαίσιο για το κλίμα

κα η Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα, ενώ αποφασίσθηκε και η ίδρυση της Επιτροπής

Βιώσιμης Ανάπτυξης (CSD), για να παρακολουθεί την εφαρμογή των

συμφωνηθέντων στη Διάσκεψη91

.

Αν και πολλά από τα περιεχόμενα της Agenda 21 χαρακτηρίσθηκαν ως απλές

ρητορικές διακηρύξεις χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, αποτελεί ένα κείμενο που

επιχειρεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά αρκετά από τα σύγχρονα προβλήματα της

ανάπτυξης και του γήινου περιβάλλοντος.

Πολλές ήταν οι διεθνείς συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν για το περιβάλλον, σε

πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο, και πολυάριθμες οι πολυμερείς διεθνείς

συμβάσεις που συνήφθησαν, στα πλαίσια κυρίως των Ηνωμένων Εθνών αλλά και

άλλων διεθνών οργανισμών.

Ενδεικτικά αναφέρονται:

Συνθήκη της Βιέννης για την προστασία του στρώματος του όζοντος (1985),

Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τη μείωση της έκλυσης χημικών ενώσεων που

βλάπτουν το στρώμα του όζοντος, κυρίως των χλωροφθορανθράκων (1987),

Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την ερημοποίηση (1994), Σύμβαση για τη

βιοποικιλότητα (1992), Σύμβαση για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών

αγρίων ζώων (1979), Σύμβαση για τη Συνεργασία στο Αμαζόνιο (1978), Συνθήκη για

την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς (1972),

Συμφωνία απαγόρευσης πυρηνικών δοκιμών στην ατμόσφαιρα, στο διάστημα και

κάτω από το νερό (1963), Σύμβαση για το Διεθνές εμπόριο προστατευομένων ειδών

άγριας πανίδας και χλωρίδας (1973), Πρωτόκολλο του Κιότο για την καταπολέμηση

του φαινομένου του θερμοκηπίου (1998), Σύμβαση του Άαρχους για την πρόσβαση

στην πληροφορία, την κοινή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και την απονομή

δικαιοσύνης για περιβαλλοντικά ζητήματα (1998) κ.α.92

.

90

Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην έκθεση της Παγκόσμιας

Επιτροπής για το περιβάλλον το 1987, με τον τίτλο “Our common future”, γνωστή ως

Έκθεση Brutland, από το όνομα της προέδρου της Επιτροπής αυτής, Gro Harlem Brutland,

που εισήγαγε και τον όρο αυτό. 91

Στην Επιτροπή Βιώσιμης Ανάπτυξης υποβάλλονται οι ετήσιες εκθέσεις των κρατών

σχετικά με την πρόοδο που σημειώνουν στο θέμα της ενσωμάτωσης του πλαισίου

στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης. 92

Βλ. http:// sedac. ciesin.οrg/pidb/texts-subject.html

Page 57: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

57

5.2.2 Διεθνείς οργανισμοί

Η εμπλοκή των διεθνών οργανισμών (παγκόσμιων και περιφερειακών) σε θέματα

προστασίας του περιβάλλοντος ήταν αναγκαίο επακόλουθο της ανάγκης των κρατών

για οργανωμένη και συντονισμένη δράση απέναντι στα μεγάλα περιβαλλοντικά

προβλήματα της εποχής μας, που προκαλούν εντάσεις και περιπλοκές στους κόλπους

της διεθνούς κοινότητας.

Από την πλευρά τους οι διεθνείς οργανισμοί προωθούν μέσω των περιβαλλοντικών

θεμάτων τη διάσταση της συλλογικότητας, καλλιεργώντας δεσμούς συνεργασίας

ανάμεσα στα κράτη, ενισχύουν τη συνεκτικότητα των εσωτερικών τους δομών και

παράλληλα αυξάνουν την επιρροή και το κύρος τους μέσα στη διεθνή κοινότητα.

Η Διακήρυξη της Στοκχόλμης ενθάρρυνε την παρέμβαση ήδη υπαρχόντων διεθνών

οργανισμών αλλά και τη σύσταση νέων αρμοδιότερων για ανάληψη περιβαλλοντικής

δράσης, ορίζοντας ότι: «τα κράτη οφείλουν να παρακολουθούν αν οι διεθνείς

οργανισμοί παίζουν ένα ρόλο συντονιστικό, αποτελεσματικό και δυναμικό στην

προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος».

α) Το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον

Στα πλαίσια της παραπάνω επιταγής και σύμφωνα με την Απόφαση 1897 (ΧΧVΙΙ)

του 1972, ιδρύθηκε το «Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον», με

όργανα: α) Διοικητικό Συμβούλιο β) Γραμματεία γ) Ταμείο για το Περιβάλλον δ)

Επιτροπή Συντονισμού για το περιβάλλον με έδρα το Ναϊρόμπι.

Κύριος σκοπός του UNEP είναι η υλοποίηση των αρχών της Διακήρυξης της

Στοκχόλμης αναφορικά με την ευθύνη των κρατών για οικολογικές καταστροφές

καθώς και η ενθάρρυνση για τη σύναψη πάσης φύσεως διεθνών συνθηκών για την

προστασία του περιβάλλοντος93

.

β) Οι ειδικευμένοι οργανισμοί του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον

Η κλιμάκωση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης ώθησε όλους σχεδόν τους

οργανισμούς του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών να ασχοληθούν γενικότερα ή και

εξειδικευμένα με την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Πέντε από τους οργανισμούς αυτούς θεωρείται ότι έχουν επιδείξει ιδιαίτερη

ευαισθησία στο θέμα.

i) Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (F.A.O.) ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη

διατήρηση των φυσικών πηγών μέσα από την επίβλεψη των συνθηκών του εδάφους,

την απογραφή των παγκόσμιων αποθεμάτων σε νερό αλλά και την ανάπτυξη

υδρογραφικών περιοχών.

ii) Η UNESCO έχει επιδείξει μεγάλη ευαισθησία στα περιβαλλοντικά ζητήματα, είτε

μέσα από ειδικές έρευνες, είτε μέσω της διοργάνωσης διεθνών συνδιασκέψεων με

αποτέλεσμα τη συμβατική ρύθμιση πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως για

παράδειγμα η Συνθήκη του RAMSAR «για την προστασία των υγροβιότοπων

93

Βλ. αναλυτικότερα στο site www.unep.org

Page 58: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

58

διεθνούς σημασίας»94

και η «Συνθήκη για την προστασία της κοινής πολιτιστικής και

φυσικής κληρονομιάς»95

.

iii) Η Διεθνής Οργάνωση Υγείας (O.M.S.) επιβλέπει και ενισχύει με τεχνική βοήθεια

τις όποιες διεθνείς προσπάθειες για την καταπολέμηση συνθηκών μόλυνσης,

ιδιαίτερα επιβλαβών για την υγεία.

iv) Η Διεθνής Οργάνωση Μετεωρολογίας (O.M.M.) παίζει με τη σειρά της ένα

σημαντικό ρόλο στον τομέα πρόβλεψης των φυσικών καταστροφών, ενώ με τα μέσα

που διαθέτει παρατηρεί τις διάφορες καταστροφές από τη μόλυνση του

περιβάλλοντος, έχοντας συμμετάσχει ενεργά και στη σύσταση του Παγκόσμιου

Συστήματος συνεχούς παρακολούθησης του Περιβάλλοντος (G.E.M.S.).

v) Η Διεθνής Ναυτιλιακή Οργάνωση έχει ως στόχο το συντονισμό της διεθνούς

συνεργασίας για την αποφυγή της μόλυνσης των ωκεανών και έχει επιδείξει

σημαντικό νομοθετικό έργο, αφού υπό την αιγίδα της συνομολογήθηκαν μεγάλες

διεθνείς συνθήκες αναφορικά με τη προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου

χώρου96

.

γ) Διεθνείς περιφερειακοί οργανισμοί

Ο Ο.Ο.Σ.Α. έχει συμβάλλει σημαντικά στη αποδοχή του διεθνούς δικαίου του

περιβάλλοντος, με τις διακηρύξεις αρχών για τη διασυνοριακή ρύπανση, τη

διαχείριση των φυσικών πηγών και τις τοξικές και επικίνδυνες ουσίες. Ασκεί

περιβαλλοντική πολιτική μέσω της Επιτροπής Περιβαλλοντικής Πολιτικής,

που συχνά εξετάζει θέματα που συζητούνται παράλληλα και στην Ευρωπαϊκή

Ένωση, και της Επιτροπής Περιβαλλοντικών επιδόσεων (G.E.P.), που

συγκεντρώνει πληροφορίες για όλους τους τομείς που συνθέτουν την

κατάσταση του περιβάλλοντος των κρατών μελών του.

Πρόσφατα, (Ιανουάριος 2001), ο Ο.Ο.Σ.Α. και η Παγκόσμια Τράπεζα (με τη

συμμετοχή μη κυβερνητικών οργανισμών) εγκαινίασαν ένα πρόγραμμα για

την ανάπτυξη αγορών που θα προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες της

βιοποικιλότητας (όπως οργανικά αγροτικά προϊόντα, δασικά προϊόντα από

εναλλακτικές μορφές ξυλείας, οικολογικό τουρισμό κ.α.), σε μια προσπάθεια

να αποδείξουν πως η ανάπτυξη μπορεί να είναι συμβατή με την προστασία

της φύσης.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τη σύσταση της «Επιτροπής ειδικών για τη

διατήρηση της φύσης και των φυσικών πηγών», το 1962, καθώς και της

«Επιτροπής για τη μόλυνση του νερού», το 1964, έχει από παλιά επιδείξει ένα

σημαντικότατο έργο στα πλαίσια της οργανωμένης δράσης για την προστασία

του περιβάλλοντος. Η δράση αυτή συνεπικουρείται και από Αποφάσεις

καθοδήγησης που παίρνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα στα πλαίσια

διυπουργικών συνδιασκέψεων97

. Επίσης, από το 1967 λειτουργεί το Κέντρο

πληροφόρησης Naturopa, με αρμοδιότητες τη συγκέντρωση και παροχή

πληροφοριών για τη διατήρηση της φύσης, συνεπικουρώντας έτσι η

διακρατική δράση. Υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης

94

2 Φεβρουαρίου 1971 (Ιράν) 95

16 Νοεμβρίου 1972 (Παρίσι) 96

Όπως οι Συμβάσεις του Λονδίνου, 1954, 1972 και 1973 97

Βλ. Διάσκεψη Βρυξελλών (23-24 /3/1976), Διάσκεψη Βέρνης (19-21/3/1979), Διάσκεψη

Αθήνας (25-27/4/1984). Διάσκεψη Άγκυρας (9-10/7/1991)

Page 59: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

59

υπογράφτηκε το 1982 η Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας

ζωής και των φυσικών κατοικιών της στην Ευρώπη.

H Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο θεσμικά όσο και πρακτικά, μέσω της

ενεργοποίησης προγραμμάτων περιβαλλοντικών σχεδίων δράσης98

, έχει

συμβάλλει σε πολύ σημαντικό βαθμό στο συντονισμό των δραστηριοτήτων

των μελών της αλλά και στην οργάνωση των ενεργειών που αυτά έχουν

αναλάβει για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, τόσο σε

περιφερειακό-εθνικό επίπεδο όσο και σε πανευρωπαϊκό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει καταρχήν το κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος

(οδηγίες, κανονισμοί, αποφάσεις), που ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο, και

μεριμνά για την εφαρμογή του, προσφεύγοντας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν η παραβιάζουν τις

κοινοτικές διατάξεις.

Παράλληλα, δημιουργεί θεσμούς προστασίας του περιβάλλοντος όπως ο

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος99

ενώ ενθαρρύνει τη συνεργασία

των κρατών μελών σε περιβαλλοντικά θέματα, μέσω θεσμών όπως το Δίκτυο

Αξιωματούχων Επικοινωνίας Περιβάλλοντος (GREEN SPIDER network).

Καταλυτικός είναι όμως και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διεθνές

επίπεδο και ειδικότερα στα πλαίσια των σχέσεων της με τρίτα κράτη, καθώς

και η συμμετοχή της σε διεθνείς συμβάσεις σχετικές με την προστασία του

περιβάλλοντος. Ο ρόλος της ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δύσκολος καθώς

προσπαθεί να συμφιλιώσει την οικονομική ανάπτυξη, την οποία προωθεί, με

την βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος σε μια στάθμιση

αγαθών, η οποία πρέπει να επιτυγχάνεται μέσα από ορισμένες χρυσές τομές

που δεν είναι πάντα εύκολο να επιτευχθούν100

.

Σημαντικός είναι τέλος ο ρόλος ποικίλλων περιφερειακών διεθνών οργανισμών στη

σύναψη Διεθνών Συμβάσεων προστασίας του περιβάλλοντος, όπως ο ASEAN

(Συμφωνία για τη διατήρηση της φύσης και των φυσικών πόρων,1985), η BENELUX

(Σύμβαση για τη διατήρηση της φύσης και την προστασία των τοπίων, 1982) κ.α.

5.2.3 Το οικολογικό κίνημα και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί

Το σύγχρονο οικολογικό κίνημα οργανωμένο σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές

επίπεδο, διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο για τη δημιουργία περιβαλλοντικών

ρυθμίσεων και θεσμών.

Οι κοινωνικές, οικονομικές, και πολιτικές συνθήκες στα ανεπτυγμένα κράτη της

ελεύθερης αγοράς –Δ. Ευρώπη και Β. Αμερική- δημιούργησαν στις δεκαετίες 1960-

1970 ώριμες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του σύγχρονου οικολογικού κινήματος.

98

Το πέμπτο και πιο πρόσφατο περιβαλλοντικό σχέδιο δράσης, με τίτλο "Στόχος η αειφορία",

συνεχίζεται ως σήμερα 99

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος ιδρύθηκε το 1993 και έχει έδρα την

Κοπεγχάγη. Κύρια αρμοδιότητά του είναι να παρέχει αντικειμενικές, αξιόπιστες και

συγκρίσιμες πληροφορίες για όσους ασχολούνται με τη διαμόρφωση, εφαρμογή και

περαιτέρω ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον, καθώς και για το

ευρύτερο κοινό. Για περισσότερες πληροφορίες στο site www.eea.eu.int 100

Ομιλία του Γιώργου Κρεμλή με θέμα: «Το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής

περιβάλλοντος», στο συνέδριο «Περιβάλλον: η πρόκληση του 21ου

αιώνα», υπό την αιγίδα

του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας, στις 27-28/1/2000

Page 60: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

60

Η κρίση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, η συνεπαγόμενη

υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, η πετρελαϊκή κρίση 1973-1974 και η γενικευμένη

επιστημονική και πολιτική επιχειρηματολογία σχετικά με τους μη ανανεώσιμους

φυσικούς πόρους, η διαμόρφωση καινούργιων βιοφιλοσοφιών, όπως η υγιεινή ζωή

και διατροφή, η άνοδος κινημάτων όπως το φεμινιστικό, το ειρηνιστικό, το

αντιπυρηνικό κ.λ.π., αποτέλεσαν παράγοντες που ευνόησαν την εξέλιξη του

οικολόγου κινήματος. Επίσης, πρωτοποριακές εργασίες σε σχέση με την

περιβαλλοντική υποβάθμιση καθώς και εκτεταμένες περιβαλλοντικές καταστροφές

προκάλεσαν γενικευμένη ανησυχία σε κυβερνήσεις και πολίτες. Η Διάσκεψη της

Στοκχόλμης (1972) και τα πορίσμάτα της είχε επίσης διεθνή απήχηση101

.

Η οργάνωση και η δράση του σύγχρονου οικολογικού κινήματος λαμβάνει δύο

μορφές: α) τη συγκρότηση περιβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανισμών και β) την

ίδρυση πολιτικών οργανώσεων, που συμμετέχουν στο κοινοβουλευτικό σύστημα των

δυτικών δημοκρατιών.

α) Οι περιβαλλοντικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί αποτελούν μη κερδοσκοπικές, μη

κομματικές οργανώσεις που ενεργοποιούνται σε περιβαλλοντικά ζητήματα, είτε

ειδικού και τοπικού χαρακτήρα (π.χ. προστασία μεσογειακής φώκιας) είτε γενικού

και παγκόσμιου χαρακτήρα (π.χ. διάσωση των δασών). Οι περιβαλλοντικές

οργανώσεις, οι οποίες είναι πολυάριθμες, παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσει

μεταξύ τους. Περιλαμβάνουν άτυπες οργανώσεις, που στηρίζονται στον εθελοντισμό

και η χρηματοδότησή τους γίνεται από συνεισφορές των μελών τους, και οργανώσεις

με γραφειοκρατική δομή, που λειτουργούν ως εταιρείες ή ιδρύματα, με διοικητικό και

τεχνοκρατικό προσωπικό, με ιδιαίτερα υψηλές αποδοχές. Οργανώσεις όπως η

Greenpeace και η Friends of the Earth με παγκόσμια εμβέλεια και δράση, έχουν

κατηγορηθεί για έλλειψη δημοκρατικών δομών και διαφάνειας, καθώς και για

προσπάθεια μονοπώλησης της εκστρατείας για το περιβάλλον. Μεγάλες είναι όμως

και οι διαφορές ανάμεσα στις περιβαλλοντικές οργανώσεις των πλουσίων χωρών και

των φτωχών.

Στον ανεπτυγμένο Βορρά η πλειοψηφία των περιβαλλοντικών οργανώσεων έχουν

καθαρά οικολογικό προσανατολισμό και στόχους, ενώ στον αναπτυσσόμενο Νότο

στόχος είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και η αντιπροσώπευση μαζικών κινημάτων ή

ενώσεων102

.

Τα τελευταία χρόνια, σημειώνεται αύξηση των περιβαλλοντικών οργανώσεων στις

χώρες του πρώην κομμουνιστικού συνασπισμού (Ρωσία, Πολωνία, Βουλγαρία), όπου

τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι πολύ σοβαρά, και σε αναπτυσσόμενες χώρες

του Τρίτου Κόσμου (Αφρική, Βραζιλία), που προσπαθούν να εμποδίσουν τους

κίνδυνους εξαφάνισης ειδών της άγριας ζωής, καταστροφής των πολύτιμων

τροπικών δασών και αφανισμού των γηγενών κατοίκων που κινδυνεύουν από τη

ραγδαία περιβαλλοντική υποβάθμιση. Οι περιβαλλοντικές αυτές οργανώσεις, μικρής

εμβέλειας και ισχύος, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις

του Δυτικού Κόσμου, για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα, αφενός τη

ρυπογόνο δράση των πολυεθνικών εταιρειών και αφετέρου τις περιβαλλοντικά

επικίνδυνες πολιτικές που επιβάλλουν στις χώρες τους οι διεθνείς χρηματοδοτικοί

101

Γιώργος Σαμιώτης – Γρηγόρης Τσάλτας, «Διεθνής προστασία του περιβάλλοντος. Τόμος Ι.

Διεθνείς πολιτικές και Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990

102

Barbara Bramble – Gareth Porter, “Non-governmental organizations and the making of US

international environmental policy”, στο “The international politics of the environment”,

Andrew Hurrell and Benedict Kingsbury eds, Clarendon Press, Oxfrord 1992

Page 61: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

61

οργανισμοί (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα). Οι «πράσινοι»

μη κυβερνητικοί οργανισμοί των πλουσίων χωρών εξελίσσονται έτσι σε ισχυρές

ομάδες πίεσης (lobbies) προς τις κυβερνήσεις τους για δράση υπέρ της προστασίας

του περιβάλλοντος, τόσο του δικού τους όσο και των φτωχών χωρών, των οποίων τα

συμφέροντα εκπροσωπούν.

Παράλληλα, οι περιβαλλοντικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί συνεργάζονται με

διεθνείς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Ο.Ο.Σ.Α..

β) Η δημιουργία πολιτικών κομμάτων με σημαντική παρουσία στα κοινοβούλια

πολλών ευρωπαϊκών κρατών, όπως και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποτελεί μια

προσπάθεια του πολιτικοποιημένου οικολογικού κινήματος να παρέμβει στη

διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής για το περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα απηχεί μια

διαφορετική προσέγγιση της κινητοποίησης για την προστασία του περιβάλλοντος,

αυτή της πολιτικής σκέψης και δράσης.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δημιουργίας του Κόμματος των Πράσινων

στη Γερμανία. Το κόμμα αυτό, που ιδρύθηκε το 1979, παρ’ όλα τα προβλήματα

πολιτικού προσανατολισμού και οργάνωσης που αντιμετωπίζει σήμερα, αποτελεί μια

αρκετά σταθερή και υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, ικανή σε κάποιο βαθμό να

επηρεάσει θετικά την περιβαλλοντική πολιτική που ασκείται στη χώρα αυτή.

Η επιτυχία του Κόμματος των Πράσινων στη Γερμανία ενθάρρυνε τη δημιουργία και

άλλων οικολογικών κομμάτων στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο, αλλά μόνο σε επίπεδο

εκλογών Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου κατάφεραν να συγκεντρώσουν ικανοποιητικά

ποσοστά103

.

103

Η διαφοροποιημένη τελική κοινοβουλευτική παρουσία των «Πράσινων Κομμάτων» σε

χώρες της Δύσης επηρεάζονται από το εκλογικό και πολιτικό σύστημα. Για παράδειγμα, στις

ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, που έχουν παρόμοιο πολιτικό σύστημα, κρίνεται εξαιρετικά

δύσκολη η επιβίωση και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση παρόμοιου πολιτικού φορέα

Page 62: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

62

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Άγγελος Αγγελόπουλος, «Ο τρίτος κόσμος και οι πλούσιες χώρες», εκδόσεις

Παπαζήση, 1972

2. Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία. 1998

3. Richard N. Barett, “International dimension of the environmental crisis”,

Westview Press, Colorado 1982

4. Ulrich Beck, «Τι είναι παγκοσμιοποίηση», μετάφραση Γιώργος

Παυλόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη 1999

5. Robert Constanza, John Cumberland, Herman Daly, Robert Goodland,

Richard Norgaard, “An introduction to Ecological Economics”, St Lucie

Press, Florida 1997

6. Γεώργιος Κώττης, «Οικονομική της προστασίας του περιβάλλοντος»,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1975

7. Γεώργιος Κώττης – Αθηνά Πετράκη-Κώττη, «Σύγχρονα Οικονομικά

Θέματα», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995

8. Anthony Mc Grew – Paul G. Lewis, “Global politics”, Polity Press,

Cambridge 1992

9. A. J. Mc Michael, «Ο πλανήτης σε κρίσιμη καμπή», μετάφραση Ελένη

Ιωαννίδου», εκδόσεις Λυχνός, Αθήνα 1997

10. Guy de Lacharriere, “Commerce exterieur et sous -developpement”, Presses

Universitaires de France, 1964

11. John Leslie, “The end of the World”, Routledge editions, London- New York

1996

12. Frederic S. Pearson – J. Martin Rochester, “International Relations. The global

condition in the late twentieth century”, Random House 1991

13. Εμμανουήλ Ρούκουνας, «Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ. Διεθνείς Οργανισμοί», εκδόσεις

Σάκκουλα, Αθήνα 1983

14. Γιώργος Σαμιώτης – Γρηγόρης Τσάλτας, «Διεθνής προστασία του

περιβάλλοντος. Τόμος Ι, Διεθνείς Πολιτικές και Δίκαιο του περιβάλλοντος»,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990

15. Gerald Segal, “Guide to the World today”, The Simon and Schuster Press,

London 1987

Page 63: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

63

16. Tom Tietenberg«Οικονομική του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.

Τόμος Β΄», μετάφραση Νικηφόρος Σταματάκης, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα

1998

17. Steven Yearley, “Sociology, Environmentalism, Globalization”, Sage

publications, Londonh1996

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

1. “Environmental policy and law”, τεύχος 3, Δεκέμβριος 2000

2. “Economic Geography”, τεύχος 76, Οκτώβριος 2000

3. “Capital and class, special issue, Environmental politics”, τεύχος 72, Φθινόπωρο

2000

4. «Γαιόραμα», Μάιος-Ιούνιος 2000, τεύχος 37

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

www.minenv.gr

www.oecd.org

www.eea.eu.int

www.unep.org

www.coe.int

www.wwf.org

www.globelaw.com

Page 64: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

I

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ___________________________________________________ 1

1. ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΩΣ ΕΣΤΙΑ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ____________________________________________________ 4

1.1 ΠΕΔΙΑ ΕΝΤΑΣΗΣ ___________________________________________ 4

1.1.1. Τα παγκόσμια κοινά _____________________________________________ 4

1.1.2 Οι φυσικοί πόροι και οι πηγές ενέργειας _____________________________ 6

1.1.3 Πόλεμος και περιβάλλον __________________________________________ 9

2. Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ____________ 11

2.1 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ __________ 11

2.2 ΑΙΤΙΑ ΟΞΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ______ 14

2.2.1 Η πληθυσμιακή αύξηση _________________________________________ 14

2.2.2 Η αστικοποίηση του πληθυσμού __________________________________ 15

2.2.3 Η εκβιομηχάνιση και η τεχνολογική ανάπτυξη ______________________ 16

2.2.4 Η οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο _____________________ 17

2.3 ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ _____________________________________________ 18

2.4 ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ____________________________________________ 20

3. Η ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ _____ 26

3.1 Η ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ____ 26

3.1.2 Κατηγοριοποίηση των σύγχρονων διεθνών περιβαλλοντικών προβλημάτων

___________________________________________________________________ 28

3.2.1 Η ατμοσφαιρική ρύπανση _______________________________________ 30

Page 65: Εισαγωγή - Your Site NAME Goes HERE · 1 Ευστράτιος Αλμπάνης, «Παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1998. 2 Η

II

Α. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η μεταβολή του κλίματος _____________ 31

Β. Το φαινόμενο της όξινης βροχής ____________________________________ 32

Γ. Το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος ________________________________ 33

3.2.2 Η ρύπανση και η υποβάθμιση του εδάφους __________________________ 35

3.2.3 Η ρύπανση των υδάτων __________________________________________ 37

3.2.4 Η γενετική ρύπανση και οι μολυσμένες τροφές ______________________ 39

3.2.5 Η απώλεια της βιοποικιλότητας __________________________________ 40

4. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ____________________________ 44

4.1 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ _____________________________________ 44

4.2 Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ____________________________________________________ 45

5. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ________________________________ 52

5.1 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ ____________________________ 52

5.1.1 Η εξέλιξη του δικαιώματος επί του περιβάλλοντος ___________________ 53

5.2 ΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ __________ 54

5.2.1 Κράτη και Διεθνείς Συνδιασκέψεις ________________________________ 54

5.2.2 Διεθνείς οργανισμοί _____________________________________________ 57 α) Το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον ________________ 57

β) Οι ειδικευμένοι οργανισμοί του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών για το

περιβάλλον _______________________________________________________ 57

γ) Διεθνείς περιφερειακοί οργανισμοί __________________________________ 58

5.2.3 Το οικολογικό κίνημα και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί _____________ 59

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ______________________________________________ 62