Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών...
Transcript of Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών...
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος
Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΑΟΓΙΑΣ-
ΜΟΡΙΑΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ, ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΔΕΙΚΤΕΣ
“Γονιδιακή μελέτη του παράγοντα φλεγμονής και του
παράγοντα ομοιόστασης της ενέργειας του Μεταβολικού
Συνδρόμου στον ελληνικό πληθυσμό”
Σκριάπα Ααμπρινή
Λάρισα, Φεβρουάριος 2010
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Π ΑΝ ΕΓΠΣΤΗΜ I Ο ΘΕΣΣΑΛΙΑΣΣΧΟΛΙΙ ΕΙΙΙΣΤΙΙΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
mmh ΒΙΟΧΙίΚΕίΑΣ-βΙΟΤΕΧΜδΛΟΠΑΣΑβίΒ. Πξρτ.« ....21.... ....... .......
Γονιδιακή μελέτη του παράγοντα φλεγμονής και του παράγοντα
ομοιόστασης της ενέργειας του Μεταβολικού Συνδρόμου στον
ελληνικό πληθυσμό
2
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Ί£ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΝ)
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Ειαικη Συλλογή «Γκρίζα Βιβλιογραφία»
Αρνθ. Εισ.: Ημερ. Εισ.:
Δωρεά: Ταξιθετικός Κωδικός:
8125/116-03-2010
571.944ΣΚΡ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
004000087122
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή
Επιβλέπων Καθηγητής: Μαμούρης Ζήσης, Καθηγητής, Γενετική Ζωικών
Πληθυσμών, Τμήμα Βιοχημείας - Βιοτεχνολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Μούτου Κατερίνα, Επίκουρος Καθηγήτρια Βιολογίας Σπονδυλωτών, Τμήμα
Βιοχημείας - Βιοτεχνολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ζίφα Αιμιλία, Eflίλ. Kcu^.Βιολογίας - Νευροβιολογίας, Τμήμα Βιοχημείας -
Βιοτεχνολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
3
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Πρόλογος
Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της διπλωματικής
διατριβής, των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο εργαστήριο Γενετικής, Συγκριτικής
και Εξελικτικής Βιολογίας του τμήματος Βιοχημείας - Βιοτεχνολογίας του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Καθηγητή Ζήση Μαμούρη, που μου έδωσε την
ευκαιρία να ασχοληθώ με το παρόν θέμα. Επίσης, τον Διδάσκοντα ΠΔ407 Γιάννη
Βασιλόπουλο για την συνεργασία μας καθώς και την Λέκτορα του τμήματος
Θεολογία Σαραφίδου για τις πολύτιμες συμβουλές της.
Τέλος, η παρούσα διπλωματική εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη
βοήθεια των υποψήφιων Διδακτόρων Κωνσταντίνο Σταμάτη, Θεμιστοκλή Γιαννούλη
και Ευαγγελία Κουτσογιανούλη οι οποίοι με ανεξάντλητη υπομονή δέχθηκαν να με
βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειάστηκα κατά το χρονικό διάστημα που παρέμεινα στο
εργαστήριο.
4
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Περίληψη
Το Μεταβολικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται ως ένα συνάθροισμα παραγόντων
κινδύνου (δυσλιπιδαιμία, αυξημένη αρτηριακή πίεση, διαταραγμένος μεταβολισμός
γλυκόζης, κεντρική παχυσαρκία) για πρώιμη ανάπτυξη καρδιοαγγειακών νοσημάτων
καθώς και σακχαρώδη διαβήτη. Ο ολοένα αυξανόμενος επιπολασμός του
Μεταβολικού συνδρόμου παρουσιάζει τις επιδεμικές, πλέον, διαστάσεις του
προβλήματος. Ως προς την αιτιολογία του, το Μεταβολικό σύνδρομο κατατάσσεται,
πλέον, στα πολυπαραγοντικά νοσήματα αφού η εμφάνιση του εξαρτάται από
επιρρεπές γενετικό υπόβαθρο του ατόμου σε συνδυασμό με περιβαλλοντικές
επιδράσεις. Η πιθανή επίδραση συγκεκριμένων γενετικών δεικτών στην ανάπτυξη του
συνδρόμου και η μελλοντική χρήση τους ως βιοδείκτες για την έγκαιρη πρόληψη σε
γενετικά επιρρεπή άτομα είναι ο σκοπός της παρούσας εργασίας. Δείγμα 90 ατόμων
συλλέχθηκε και τα κριτήρια του NCEP ATP III χρησιμοποιήθηκαν για την κατάταξή
τους σε δύο ομάδες (με ή χωρίς Μεταβολικό σύνδρομο). Η τεχνική PCR-RFLP
χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των πολυμορφισμών IL 6 G634C, IL 6 G174C,
TNF G308A, APOC3 3175G και MTHFR C677T. Τα αποτελέσματα για τους
τέσσερις πολυμορφισμούς IL6 G634C, IL6 G174C, TNF G308A, APOC3 3175G
έδειξαν μη σημαντικές διαφορές στη συχνότητα των πολυμορφισμών μεταξύ ατόμων
με και χωρίς μεταβολικό σύνδρομο. Αντίθετα, φάνηκε θετική συσχέτιση του
πολυμορφισμού MTHFR C677T με την εμφάνιση Μεταβολικού συνδρόμου
ενισχύοντας την υπόθεση του σημαντικού ρόλου του γονιδίου MTHFR στη
διαταραχή της μεταβολικής ομοιόστασης της ενέργειας του οργανισμού και τη
συμμετοχή του παράγοντα αυτού στον παθογενετικό μηχανισμό ανάπτυξης του
Μεταβολικού συνδρόμου στον ελληνικό πληθυσμό.
5
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Περιεχόμενα
Περίληψη................................................................................................................................5
Περιεχόμενα ................................................................................................................................. 6
1. Εισαγωγή....................................................................................................................................8
1.1 Ορισμοί-Διαγνωστικά κριτήρια Μεταβολικού Συνδρόμου........................................... 9
1.2 Επιπολασμός Μεταβολικού Συνδρόμου.......................................................................12
1.3 Αιτιολογικοί παράγοντες Μεταβολικού Συνδρόμου.................................................... 14
1.4 Μεταβολικό Σύνδρομο, κοιλιακή παχυσαρκία και καρδιαγγειακές ασθένειες............16
1.5 Θεραπευτικές στρατηγικές ενάντια στο Μεταβολικό Σύνδρομο................................. 18
1.6 Γενετικές Μελέτες για το Μεταβολικό Σύνδρομο........................................................ 19
1.7 Διατροφογενωμική....................................................................................................... 20
1.8 Παράγοντες Φλεγμονής Του Μεταβολικού Συνδρόμου..............................................22
1.8.1 Παράγοντας Νέκρωσης των όγκων α (TNF-a).......................................................23
1.8.2 Ιντερλευκίνη 6 (IL-6).............................................................................................. 27
1.9 Παράγοντες ομοιόστασης της ενέργειας..................................................................... 32
1.9.1 Απολιποπρωτεΐνη C III (apoCIII)............................................................................ 32
1.9.2 Ν5,Ν10-μεθυλενοτετραλϋδροφυλλική αναγωγάση (MTHFR).............................. 37
2. Σκοπός της εργασίας......................................................................................................... 40
3. Υλικά και μέθοδοι............................................................................................................. 41
3.1 Συλλογή δειγμάτων................................................................................................... 41
3.2. Ανθρωπομετρικές μετρήσεις...................................................................................... 41
3.3 Εργαστηριακές αναλύσεις............................................................................................ 42
3.4 Πίεση αίματος..............................................................................................................42
3.5 Απομόνωση DNA..........................................................................................................42
3.5.1 Απομόνωση DNA από αίμα................................................................................... 43
3.5.2 Απομόνωση DNA από βλεννογόνο παρειάς..........................................................43
3.5.3 Έλεγχος απομόνωσης DNA................................................................................... 45
3.6 Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR)................................................................. 45
3.7 Εκκινητές..................................................................................................................... 48
3.8 Ηλεκτροφόρηση σε πηκτή αγαρόζης........................................................................... 50
3.9 Καθαρισμός PCR προϊόντων........................................................................................ 53
3.10 Πέψη με περιοριστικά ένζυμα................................................................................... 54
3.11 Πολυμορφισμθς μθκους περιοριστικοί!) τμήματος (RFLP).......................................... 56
6
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3.12 Ηλεκτροφόρηση σε πήκτωμα ακρυλαμίδης...............................................................57
3.12.1 Παρασκευή πηκτώματος ακρυλαμίδης.............................................................57
3.13 Χρώση πηκτωμάτων (Silver Staining)..........................................................................58
3.14 Στατιστική ανάλυση................................................................................................... 59
4. Αποτελέσματα..........................................................................................................................60
4.1 Συλλονή δειγμάτων, Βιοχημικές και Ανθρωπομετρικές Μετρήσεις............................. 60
4.2 Μέθοδος RFLP και ηλεκτροφόρηση σε πηκτή ακρυλαμίδης.......................................61
4.3 Απομόνωση DNA- Ενίσχυση γονιδίων με PCR............................................................62
4.4 Στατιστική ανάλυση...................................................................................................... 64
5. Συζήτηση................................................................................................................................... 66
6. Βιβλιογραφία........................................................................................................................... 70
7. Ευρετήριο Πινάκων - Εικόνων................................................................................................82
7
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
1. Εισαγωγή
Το Μεταβολικό σύνδρομο είναι μία πολύ-παραγονχική ασθένεια η οποία
περικλείει μία ομάδα πολλών παθολογικών καταστάσεων όπως παχυσαρκία,
υπεργλυκαιμία, δυσλιπιδαιμία, αυξημένη αρτηριακή πίεση καθώς και αντοχή στην
ινσουλίνη.1 Το μεταβολικό σύνδρομο θεωρείται πως είναι αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως περίσσεια θερμίδων και
έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, με γενετικούς επιρρεπείς παράγοντες. Η αντίσταση
στην ινσουλίνη ιστών, όπως οι σκελετικοί μύες, ο λιπώδης ιστός και το συκώτι, δεν
αποτελεί το μοναδικό στοιχείο του Μεταβολικού συνδρόμου, παρ’ όλα αυτά
θεωρείται το κύριο χαρακτηριστικό του.2
Μία συσχέτιση μεταξύ υπέρτασης, υπεργλυκαιμίας και υπερουριχαιμίας,
αρχικά, αναφέρθηκε πριν από σχεδόν 80 χρόνια. Στη συνέχεια, στην ίδια ομάδα
προστέθηκαν η κοιλιακή παχυσαρκία και η δυσλιπιδαιμία τα οποία συσχετίστηκαν με
την αθηροσκλήρωση. Το 1988, ο Reaven και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι μία
ομάδα μεταβολικών ανωμαλιών (υπέρταση, υπερτριγλυκεριδιαμία, χαμηλά επίπεδα
υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών-χοληστερόλης (HDL) και υπερινσουλιναιμία)
σχετίζονται σημαντικά με την αύξηση καρδιαγγειακού κινδύνου και ονόμασαν τοο
σύνολο των καταστάσεων αυτών “Σύνδρομο X”. “Το σύνδρομο της αντίστασης της
ινσουλίνης”, εκτός από τις παραπάνω καταστάσεις, συμπεριέλαβε, επίσης, και την
παχυσαρκία. Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν την άποψη ότι οι παραπάνω
μεταβολικές ανωμαλίες δεν ανήκουν τυχαία σε μία ομάδα, δείχνοντας μάλιστα ότι,
ίσως, ένας μοναδικός παράγοντας ευθύνεται για αυτή τη συσχέτιση. Η αντίσταση
στην ινσουλίνη και η κοιλιακή παχυσαρκία, στοιχεία κλειδιά της ομάδας, σχετίζονται
επίσης με διαταραχές των επιπέδων των λιποκινών, τροποποιημένο μεταβολισμό
λιπιδίων, ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, προ-θρομβωτική κατάσταση και συστεμική
φλεγμονή συνηγορώντας στον ισχυρισμό του μεγάλου εύρους και της
πολυπλοκότητας της παθοφυσιολογίας του Μεταβολικού συνδρόμου, η οποία είναι
ακόμη σε πολύ μικρό βαθμό κατανοητή.1
8
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
1.1 Ορισμοί - Διαγνωστικά Κριτήρια του Μεταβολικού
Συνδρόμου
Ο πρώτος ορισμός του Μεταβολικού συνδρόμου δόθηκε από τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας7 (World Health Organization, WHO) και περιλαμβάνει ως
κριτήρια την υπεργλυκαιμία και /ή την αντίσταση στην ινσουλίνη συνοδευόμενα από
τουλάχιστον δύο ακόμη ανωμαλίες όπως δυσλιπιδαιμία (αυξημένα τριγλυκερίδια
πλάσματος και/ή χαμηλή HDL χοληστερόλη), αυξημένη αρτηριακή πίεση, κεντρική
παχυσαρκία (αυξημένη περιφέρεια μέσης) ή μικρολευκωματουρία (Πίνακας 1). Τόσο
η αθηροσκλήρωση όσο και η στεφανιαία νόσος αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα των
παραπάνω μεταβολικών ανωμαλιών.
Η Εθνική Οργάνωση Επιμόρφωσης για τη Χοληστερόλη (National
Cholesterol Education Program, NCEP) έχει προτείνει έναν ορισμό ο οποίος απαιτεί
τρία ή και περισσότερα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: κεντρική παχυσαρκία,
αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, αυξημένη αρτηριακή πίεση και επηρεασμένη
γλυκόζη νηστείας8.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Διαβήτη (International Diabetes Federation, IDF)
πρότεινε έναν ορισμό παρόμοιο με αυτόν του NCEP με τη διαφορά ότι η αυξημένη
περιφέρεια της μέσης είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό του μεταβολισμού
συνδρόμου9. Στον συγκεκριμένο ορισμό, εξαιτίας φυλετικών διαφορών που είχαν
παρατηρηθεί στο παρελθόν, καθορίστηκαν ειδικά όρια για την περιφέρεια της μέσης
ανάλογα με την εθνικότητα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα πέντε πιο κοινά χαρακτηριστικά του
Μεταβολικού συνδρόμου είναι τα εξής11:
1. Παχυσαρκία: Ένα άτομο θεωρείται παχύσαρκο όταν ο
δείκτης μάζας σώματος (ο οποίος είναι ο λόγος του βάρους δια του
τετραγώνου του ύψους, ΒΜΙ) είναι μεγαλύτερος από 30 kg/m2. Η
παρουσία παχυσαρκίας σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
Μεταβολικού συνδρόμου. Η σχέση, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη.
Έτσι, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένα άτομο έχει χαρακτηρισθεί ως
παχύσαρκο και δεν παρουσιάζει κανένα από τα χαρακτηριστικά του
Μεταβολικού συνδρόμου ενώ, αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου
9
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
τα παχύσαρκα άτομα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά του Μεταβολικού
συνδρόμου (υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, τύπου 2 διαβήτης).
Clinicalmeasure
WHO (1998) EGIR (1999) ATP 111(2001) AACE (2003) ATP III (2004) IDF (2005) AHA/NHLBI(2005)
Ins-R IGT, 1FG, T2DM, or
lowered insulin
sensitivity a plusany 2 of
the following:
Plasma insulin N75th percentile plus any 2 of
the following:
None, but any 3 of the
following
5 features:
IGT or IFG plus any of
the following
based on
clinicaljudgment:
None, but any 3 of the following
5 features:
None None, but any 3 of following
5 features:
Bodyweight
Waist-to-hip ratio N0.90
and/or BM1 N30 kg/m2
WC >94 cm WC >102 cm BM1 >25 kg/m2 WC >102 cm Increased WC N94 cm
plus any 2 of
the following:
WC >102 cm
Lipids TG > 1.7 TG >2.0 TG >1.69 TG >1.69 TG >1.69 TG >1.7 mmol/L TG>1.69mmol/L mmol/L mmol/L, mmol/L mmol/L, or mmol/Land/or HDL-C and/or HDL-C HDL-C and HDL-C HDL-C on TG Rx, HDL-
Cbl.03 mmol/L or
on HDL-C Rx
or on TG Rx.
b0.91 mmol/L bl.01 mmol/L
or treated for
dyslipidemia
bl.03 mmol/L bl .03 mmol/L bl.03 mmol/L HDL-C
bl.03 mmol/L oron HDL-C Rx
BP>160/90 mm
Hg
si40/90 mm
Hgor onhypertensionRx
>130/85 mm
Hg
>130/85 mm
Hg
si 30/85 mm
Hg
S130 mm Hg
systolic or
S85 mm Hg
diastolic or on
hypertension Rx
SI 30 mm Hg
systolic or
S85 mm Hg
diastolic or on
hypertension Rx
Glucose IGT, IFG, IGT or IFG N6.11 mmol/L IGT or IFG (but N5.6 mmol/L S5.6 mmol/L >5.6 mmol/L or
Other
or T2DM
mALB
not diabetes) (includesdiabetes)
not diabetes)
Other features ofins-R b
(includesdiabetes)
(includesdiabetes)
on hypoglycemic
T2DM indicates type 2 diabetes mellitus; WC, waist circumference; TG, triglycerides.
Πίνακας 1: Διαγνωστικά κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου 2
2. Κεντρική παχυσαρκία: Η κεντρική παχυσαρκία, δηλαδή η εναπόθεση
λίπους στην κοιλιακή χώρα είναι ένας προγνωστικός παράγοντας
αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου αλλά και ένα (σχεδόν πάντα)
απαραίτητο χαρακτηριστικό του Μεταβολικού συνδρόμου. Η
περίμετρος μέσης χρησιμοποιείται ως μέτρο κεντρικής παχυσαρκίας.
Περίμετρος μέσης > 102 cm στους άνδρες και > 88 cm στις γυναίκες
υποδεικνύει κεντρικού τύπου παχυσαρκία.
10
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 / αντοχή στην ινσουλίνη: Ως ινσουλινο-
αντοχή χαρακτηρίζεται η κάτω του φυσιολογικού απόκριση των
κυττάρων διάφορων ιστών (κυρίως του λιπώδη ιστού, των σκελετικών
μυών και του ήπατος) αλλά και όλου του σώματος στην ινσουλίνη. Ο
τύπου 2 διαβήτης είναι αποτέλεσμα προοδευτικής δυσλειτουργίας των
β-κυττάρων του παγκρέατος και της μειωμένης ικανότητας των
κυττάρων του σώματος να χρησιμοποιήσουν την ινσουλίνη που είναι
γνωστή και σαν ινσουλινο-αντίσταση. Η αιτιολογία του τύπου 2
διαβήτη δεν είναι γνωστή αλλά πολλές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι
οφείλεται σε έναν συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και
εξωτερικών/περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτοί οι εξωτερικοί
παράγοντες είναι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα και η αύξηση της
ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων και ειδικότερα λίπους. Τα επίπεδα
γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι <126 mg/dl και οτιδήποτε πάνω
από αυτό θεωρείται μη φυσιολογικό και χρειάζεται διερεύνηση.
4. Δυσλιπιδαιμία: Οι δύο βασικές διαταραχές των επιπέδων των λιπιδίων
που είναι γνωστό ότι παρατηρούνται σε άτομα με Μεταβολικό
σύνδρομο είναι η υπερτριγλυκεριδαιμία και τα χαμηλά επίπεδα HDL
χοληστερόλης. Η υπερτριγλυκεριδαιμία ορίζεται ως TG >150 mg/dl
και τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης ως HDL < 40 mg/dl.
5. Υπέρταση: Η πίεση που δημιουργεί η καρδιά για να αντλήσει και να
προωθήσει το αίμα στα αιμοφόρα αγγεία, ονομάζεται πίεση αίματος. Η
υψηλή πίεση αίματος ονομάζεται υπέρταση. Το επίπεδο της πίεσης του
αίματος εξαρτάται από τον αριθμό των κτύπων της καρδιάς και από
την αντίσταση των αιμοφόρων αγγείων. Όταν η καρδιά συστέλλεται
και ωθεί το αίμα στις αρτηρίες, η πίεση είναι υψηλότερη και
ονομάζεται συστολική πίεση. Όταν η καρδιά ξεκουράζεται και γεμίζει
αίμα, η πίεση είναι χαμηλότερη και ονομάζεται διαστολική πίεση. Η
φυσιολογική συστολική πίεση συνίσταται σε < 130 mmHg ενώ η
φυσιολογική διαστολική πίεση σε < 85 mmHg. Μεταξύ των
χαρακτηριστικών του Μεταβολικού συνδρόμου, η υπέρταση, δεν
παρουσιάζει σταθερή συσχέτιση με αυτό.
11
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Σύμφωνα με την Εθνική Οργάνωση Επιμόρφωσης για τη Χοληστερόλη
(NCEP) μία προ-φλεγμονώδης και προ-θρομβωτική κατάσταση χαρακτηρίζει το
Μεταβολικό σύνδρομο η οποία χαρακτηρίζεται από ανώμαλη παραγωγή
κυτταροκινών με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση σηματοδοτικών μονοπατιών που
σχετίζονται με την φλεγμονή. Παρ’ όλα αυτά οι ερευνητές δεν συμφωνούν ακόμη σε
μία χρόνια κατάσταση φλεγμονής. Αν και τα επίπεδα κυτταροκινών δείχνουν να
αυξάνονται σε ασθενείς με Μεταβολικό σύνδρομο, περαιτέρω έρευνες χρειάζονται
για να διευκρινιστεί ο ρόλος της φλεγμονής στην εμφάνιση του Μεταβολικού
συνδρόμου.12
Η επίτευξη ενός ομόφωνου ορισμού για το Μεταβολικό σύνδρομο γίνεται
πολυπλοκότερο ζήτημα εξαιτίας της εξέλιξης της ασθένειας αφού τα διάφορα
χαρακτηριστικά του Μεταβολικού συνδρόμου τείνουν να χειροτερεύουν με τον
χρόνο. Από νωρίς στη ζωή, ο έλεγχος της κατάστασης της παχυσαρκίας είναι σχετικά
εύκολος. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, υπάρχει συνήθως προοδευτική αύξηση
του βάρους, βαθμιαία απώλεια μυϊκής μάζας, σκλήρυνση των αρτηριών, μείωση της
εκκριτικής ικανότητας των παγκρεατικών κυττάρων, μιτοχονδριακή δυσλειτουργία
και αυξημένες φλεγμονώδεις αλλαγές στον λιπώδη ιστό αλλά και άλλες αλλαγές που
σχετίζονται με την ηλικία. Όλες οι παραπάνω αλλαγές οξύνουν τα διάφορα
χαρακτηριστικά του Μεταβολικού συνδρόμου και αυξάνουν τον κίνδυνο για την
ανάπτυξη καρδιαγγειακών ασθενειών. Συχνά το σύνδρομο εμφανίζεται σε ασθενείς
με διαβήτη τύπου 2 γεγονός που αυξάνει, επίσης, κατά πολύ τον κίνδυνο αγγειακών
ασθενειών.13
1.2 Επιπολασμός Μεταβολικού Συνδρόμου
Ο επιπολασμός του Μεταβολικού συνδρόμου αυξάνεται με πολύ ταχείς
ρυθμούς. Ορισμένοι μάλιστα, έχουν χαρακτηρίσει το Μεταβολικό σύνδρομο ως
επιδημία, για να τονίσουν την συνεχώς αυξημένη εμφάνιση του. Οι αιτίες για αυτή
την αλματώδη αύξηση δεν είναι πλήρως διευκρινισμένες. Μολονότι σε ορισμένες
ομάδες, η γενετική προδιάθεση παίζει ένα σημαντικό ρόλο στον υψηλό επιπολασμό
του Μεταβολικού συνδρόμου, δεν έχει ακόμα διευκρινισθεί με ποιο τρόπο αυτοί οι
γενετικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με περιβαλλοντικούς αλλά και με θρεπτικά
συστατικά από τη διατροφή, ώστε να αυξάνεται, τελικά, ο επιπολασμός.
12
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Ανεξάρτητα από τα κριτήρια των ορισμών του Μεταβολικού συνδρόμου, η
συχνότητα των κρουσμάτων αυξάνει με την ηλικία αλλά υπάρχουν σημαντικές
διαφορές μεταξύ διαφόρων εθνοτήτων.14 Μετά από μία έρευνα στις ΗΠΑ (National
Health and Nutrition Examination Survey, NHANES) σε 8,814 ανθρώπους ο
επιπολασμός σε άτομα μεταξύ 20-29 ετών ήταν σχεδόν 7% ενώ ο επιπολασμός σε
άτομα μεταξύ 60-69 ετών υπερέβη το 40%.15 Όσον αφορά τους Ευρωπαίους, αν και ο
επιπολασμός φαίνεται να αυξάνεται με την ηλικία, ο υψηλότερος επιπολασμός
καταγράφηκε στους άνδρες ηλικίας 60-69 ετών με ποσοστό 32%, σύμφωνα με τον
ορισμό WHO.16 Οι διαφορές μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών δεν οφείλεται μόνο
στις γενετικές τους διαφορές αλλά οφείλονται και στις διαφορετικές περιβαλλοντικές20αλληλεπιδράσεις που δέχονται.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια η αύξηση του επιπολασμού της
παχυσαρκίας έχει θετικά συσχετιστεί με την αύξηση του επιπολασμού του
Μεταβολικού συνδρόμου και μάλιστα νωρίς στην παιδική ηλικία. Πρόσφατες
εκτιμήσεις για τον επιπολασμό του Μεταβολικού συνδρόμου σε 5 Ευρωπαϊκές χώρες
(Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία και Ουγγαρία) δείχνουν ότι οι έφηβοι Έλληνες
έχουν τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία (πίσω από τους Γάλλους έφηβους)
Μεταβολικού συνδρόμου (31,4%).17 Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη
περίπου 4% παιδιών και εφήβων που εμφάνιζαν τρεις ή περισσότερες μεταβολικές
ανωμαλίες (impaired fasting glucose, υπέρταση, κοιλιακή παχυσαρκία,
υπερτριγλυκαιμία, χαμηλή HDL-C) είχαν χαμηλή ποιότητα διατροφής και χαμηλή
φυσική δραστηριότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε μία πιο πρόσφατη εργασία, η ομάδα μελέτης ATTICA
σε ένα τυχαίο δείγμα 3042 κατοίκων της περιοχής του λεκανοπεδίου της Αττικής
υπολόγισαν τον επιπολασμό του Μεταβολικού συνδρόμου σε 25% στους άνδρες και
σε 15% στις γυναίκες.18 Σημαντικό είναι να σημειωθεί πως εάν σε αυτή τη μελέτη
προσμετρηθούν οι πιο πρόσφατες οδηγίες για τον ορισμό του συνδρόμου από τη
Διεθνή Διαβητολογική Εταιρεία, η συχνότητα του μεταβολικού συνδρόμου αγγίζει το
53% στους άνδρες και 45% στις γυναίκες, ενώ περίπου το 75% των παραπάνω
ατόμων δεν γνωρίζουν την κατάστασή τους. Ακόμα πιο πρόσφατα, οι Αθύρος και οι
συνεργάτες πραγματοποίησαν μία μελέτη στη νότια Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της
οποίας διαπίστωσαν ότι ο επιπολασμός του Μεταβολικού συνδρόμου σύμφωνα με
τον ορισμό του NCEP ATP III ήταν 25% ενώ σύμφωνα με τον ορισμό του IDF ήταν
43% (οι τιμές είναι προσαρμοσμένες σε ηλικίες).19
13
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
1.3 Αιτιολογικοί Παράγοντες του Μεταβολικού Συνδρόμου
Η παθογένεση του Μεταβολικού συνδρόμου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη αφού
η αλληλεπίδραση και ο συνδυασμός πολλών γενετικών και περιβαλλοντικών
παραγόντων επιδρά με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους σε κάθε μία από τις
καταστάσεις του Μεταβολικού συνδρόμου. Επίσης, στην ραγδαία αύξηση της
εμφάνισης του Μεταβολικού συνδρόμου συμβάλλει ο τρόπος ζωής των τελευταίων
δεκαετιών (μείωση της φυσικής δραστηριότητας, της δίαιτας πλούσιας σε κορεσμένο
λίπος, trans λιπαρά οξέα και κορεσμένα σάκχαρα) μέσω της διαταραχής της
ομοιόστασης. Το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιολογίας (NHLBI) σε συνεργασία με την
Αμερικάνικη Εταιρεία Καρδιολογίας (ΑΜΑ), αναγνωρίζουν τις παρακάτω τρεις
πιθανές αιτιολογικές εξηγήσεις του Μεταβολικού συνδρόμου:
ϊ. Παχυσαρκία και δυσλειτουργία του λιπώδους ιστού
ϋ. Ινσουλινο-αντίσταση
iii. Συνδυασμό ανεξάρτητων παραγόντων (αγγειακής και ανοσολογικής
προέλευσης) οι οποίοι μεσολαβούν σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
του."0
Ο πυρήνας, πιθανώς είναι μια μεταβολική ευαισθησία στο σύνδρομο η οποία
σε συνεργασία με το υπερβολικό σωματικό λίπος οδηγεί στην εμφάνιση του
συνδρόμου (Εικόνα 1). Πολλοί παράγοντες προδιαθέτουν μεταβολική ευαισθησία
όπως, για παράδειγμα, γενετικές ανωμαλίες στα σηματοδοτικά μονοπάτια της
ινσουλίνης, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, διάφορες ανωμαλίες του λιπώδη ιστού,
μιτοχονδριακή δυσλειτουργία, καταγωγή από συγκεκριμένες εθνότητες, ηλικία,
ενδοκρινική δυσλειτουργία αλλά και συγκεκριμένα φάρμακα. Πολλοί άνθρωποι με
Μεταβολικό σύνδρομο εκδηλώνουν αντίσταση στην ινσουλίνη. Μάλιστα, επειδή η
αντίσταση στην ινσουλίνη, συνήθως, συνδέεται με πολλούς παράγοντες μεταβολικού
κινδύνου, συχνά το Μεταβολικό σύνδρομο αναφέρεται και ως σύνδρομο αντίστασης
στην ινσουλίνη. Είναι, ακόμη, αβέβαιο αν η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι η κύρια
αιτία του Μεταβολικού συνδρόμου ή απλώς συνεισφέρει μαζί με πολλούς άλλους
αιτιολογικούς παράγοντες για την εμφάνιση του συνδρόμου. Επίσης, πρέπει να
αναφερθεί ότι η συχνότητα εμφάνισης καθώς και η σοβαρότητα του συνδρόμου
14
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
διαφέρει ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες. Κάποια άτομα είναι πιο επιρρεπή
στη δυσλιπιδαιμία, άλλα πιο επιρρεπή στη υπέρταση και άλλα πιο επιρρεπή στην
εμφάνιση διαβήτη. Αναμφίβολα, οι επιδράσεις στην ανάπτυξη του Μεταβολικού
συνδρόμου εξαρτώνται και από ατομικούς παράγοντες κινδύνου.
SusceptibilityFactors
> Insulin signalingdefects
• Adipose tissuedisorders
> Physical inactivity> Mitochondria! defects• Aging■ Polygenic variation - Individual variation * Ethnic variation
• Drugs
MetabolicSyndrome
Εικόνα 1: Ένα προτεινόμενο σχήμα για την παθογένεια του Μεταβολικού Συνδρόμου. Πολλοί παράγοντες συνηγορούν στην ανάπτυξη του Μεταβολικού συνδρόμου. Σύμφωνα με το μοντέλο, η αύξηση του σωματικού λίπους συνήθως συνδυάζεται με μεταβολική ευαισθησία. Αυτή η μεταβολική ευαισθησία, συχνά, εμφανίζεται ως αντίσταση στην ινσουλίνη. Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες μπορεί να συνεισφέρουν στη μεταβολική ευαισθησία.13
Αν και πολλοί παράγοντες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του Μεταβολικού
συνδρόμου, η εμφάνιση του είναι σχετικά σπάνια όταν απουσιάζει το υπερβολικό
σωματικό λίπος. Όσο η παχυσαρκία αυξάνεται τόσο αυξάνεται και ο επιπολασμός
του Μεταβολικού συνδρόμου. Έτσι λοιπόν, η παχυσαρκία φαίνεται να είναι μία από
τις κύριες δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από το Μεταβολικό σύνδρομο. Στα
παχύσαρκα άτομα ο αυξημένος λιπώδης ιστός απελευθερώνει μία ποικιλία
παραγόντων οι οποίοι συνεισφέρουν στους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη
Μεταβολικού συνδρόμου. Η υπερβολική απελευθέρωση μη εστεροποιημένων
λιπαρών οξέων προδιαθέτει σε έκτοπη συσσώρευση λίπους σε συκώτι, μύες και
σπλαχνικές αποθήκες λιπώδη ιστού. Έχει παρατηρηθεί πως και άλλα προϊόντα του
λιπώδη ιστού όπως οι λιπονεκτίνες, η λεπτίνη, ο αναστολέας του ενεργοποιητή του
πλασμινογόνου -1, η ρεζιστίνη, η αγγειοτενσίνη και οι φλεγμονώδεις κυτταροκίνες
15
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
επηρεάζουν το μεταβολισμό. Στην παχυσαρκία, όλα τα παραπάνω βρίσκονται να
είναι σε αυξημένα επίπεδα εκτός από τις λιπονεκτίνες, οι οποίες για μη κατανοητούς
λόγους είναι μειωμένες. Πολλές μελέτες συσχετίζουν όλους τους παραπάνω
παράγοντες με τον κίνδυνο ανάπτυξης Μεταβολικού συνδρόμου. 13
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η αιτιολογία μεταξύ παχυσαρκίας και
ινσουλινο-αντίστασης είναι δύσκολο να διευκρινιστεί πλήρως αφού και οι δύο
καταστάσεις σχετίζονται με μεταβολικές διαταραχές. Επίσης, μπορεί οι δύο
καταστάσεις να δρουν μαζί για την εμφάνιση του συνδρόμου, είναι όμως εξίσου
πιθανό οι δύο παράγοντες να εκτελούν έναν ανεξάρτητο ρόλο στο σύνδρομο,
προκαλώντας ανεξάρτητα αλλά εξίσου σημαντικά αποτελέσματα στους παράγοντες
κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
1.4 Μεταβολικό σύνδρομο, κοιλιακή παχυσαρκία και
καρδιαγγειακές ασθένειες
Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες στόχους των επιστημόνων είναι η
κατανόηση των κυτταρικών μηχανισμών που συνδέουν τις μεταβολικές ανωμαλίες με
τις παθοφυσιολογικές επιδράσεις που εμφανίζονται στο σύνδρομο. Από τις έως τώρα
μελέτες οι ερευνητές υποθέτουν ότι η παχυσαρκία και η αθηροσκλήρωση σχετίζονται
έμμεσα με την φλεγμονή. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος παίζουν ένα
σημαντικό ρόλο σε όλα τα στάδια της αθηροσκληρωτικής διαδικασίας, αλλά και σε
κυτταρικό επίπεδο η αλληλεπίδραση τους με το ενδοθήλιο φαίνεται να είναι το
στοιχείο-κλειδί κατά τα πρώτα στάδια σχηματισμού των αθηρωμάτων. Τα παραπάνω,
σε συνεργασία με την μείωση του νιτρικού οξειδίου (NO), ρυθμιστή της ομοιόστασης
του ενδοθηλίου, έχουν ως αποτέλεσμα δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και προ-
αθηρωματική κατάσταση των αγγείων. Οι κυτταρικοί και οι μοριακοί μηχανισμοί για
την συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας, Μεταβολικού συνδρόμου αλλά και αυξημένου
κινδύνου καρδιαγγειακών ασθενειών δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητοί.22
Ο σύνδεσμος μεταξύ παχυσαρκίας και φλεγμονής αρχικά προτάθηκε πριν από
περίπου μια δεκαετία μετά την ανακάλυψη ότι η προ-φλεγμονώδης κυτταροκίνη,
TNF-α (παράγοντας νέκρωσης των όγκων - άλφα) υπέρ-εκφράζεται στην
παχυσαρκία. Συμπληρωματικές μελέτες έχουν δείξει ότι και άλλοι φλεγμονώδεις
διαμεσολαβητές (ιντερλευκίνη 6 [IL-6], C-αντιδρώσα πρωτεΐνη [CRP]) βρίσκονται
16
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
σε υψηλά επίπεδα. Ο λιπώδης ιστός είναι σε θέση να παράγει πολλά από αυτά τα
προ-φλεγμονώδη μόρια.
Συστηματικές ερευνες έχουν δείξει ότι ο λιπώδης ιστός, ένα από τα
μεγαλύτερα ενδοκρινή όργανα, παράγει μεγάλο αριθμό βιολογικά σημαντικών
ουσιών, οι οποίες ορίζονται ως λιποκίνες. Οι καλύτερα χαρακτηρισμένες λιποκίνες
είναι η λιπονεκτίνη, η λεπτίνη, ο TNF-α και η IL-6. Οι ερευνητές, πλέον,
υποστηρίζουν ότι αυτές οι λιποκίνες είναι, πιθανότατα, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ
κοιλιακής παχυσαρκίας και αγγείωσης οργάνων έχοντας αποδείξει και τη σχέση τους
με την αντοχή στην ινσουλίνη.
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η υπερτροφία και η υπερπλασία των λιποκυττάρων
που συμβαίνει στη παχυσαρκία, οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή λεπτίνης και προ-
φλεγμονόδων κυτταροκινών (TNF-a και IL-6) ενισχύοντας συγχρόνως την
ενεργότητα του σπλαχνικού λίπους και την επιδείνωση του λιπιδαιμικού προφίλ του
ατόμου.105 Από μελέτες σε ανθρώπους έχει βρεθεί, επίσης, ότι ο TNF-a προκαλεί
αντοχή στην ινσουλίνη και αναστέλλει την αγγειδιαστολή του ενδοθηλίου. Επίσης,
άλλες έρευνες δείχνουν ότι η κύρια δράση του TNF-a στη δυσλειτουργία του
ενδοθηλίου πραγματοποιείται μέσω της αντίστασης στην ινσουλίνη. Τα αυξημένα
επίπεδα της IL-6 στον ορό αλλά και στον λιπώδη ιστό βρίσκονται να είναι θετικά
συσχετισμένα με την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Ενώ η λιπονεκτίνη εκκρίνεται αποκλειστικά από τον λιπώδη ιστό, σε
παχύσαρκους ασθενείς, οι συγκεντρώσεις της στο πλάσμα βρίσκονται να είναι
μειωμένες. Αυτή η παράδοξη μείωση στην έκκριση της λιπονεκτίνης ενώ υπάρχει
αύξηση του λιπώδους ιστού δεν είναι κατανοητή. Ο ακριβής φυσιολογικός ρόλος την
λιπονεκτίνης δεν είναι κατανοητός, αλλά ίσως να εκτελεί έναν αντι-φλεγμονώδη και
προστατευτικό ρόλο ενάντια στην αθηροσκλήρωση ή/και να είναι ένας
ευαισθητοποιητής ινσουλίνης. Μείωση της λιπονεκτίνης σχετίζεται με υψηλό δείκτη
μάζας σώματος, αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσλιπιδαιμία, δυσλειτουργία του
ενδοθηλίου και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών ασθενειών.
Συμπερασματικά, το Μεταβολικό σύνδρομο πιστεύεται ότι σχετίζεται με μία
χρόνια φλεγμονώδης κατάσταση με τις λιποκίνες να διαδραματίζουν έναν σημαντικό
ρόλο, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμη κατανοηθεί.22
17
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
1.5 Θεραπευτικές Στρατηγικές ενάντια στο Μεταβολικό
Σύνδρομο
Εφ’ όσον δεν υπάρχει ένας μοναδικός μηχανισμός πρόκλησης του συνδρόμου,
είναι λογικό να μην υπάρχει και ένα μοναδικό φαρμακευτικό προϊόν για την
καταπολέμηση του. Για παράδειγμα, η αντίσταση στην ινσουλίνη δεν είναι
χαρακτηριστικό όλων των ασθενών που πάσχουν από Μεταβολικό σύνδρομο, άρα
ένα φάρμακο που στοχεύει εκεί δεν θα έχει την ίδια αποτελεσματικότητα σε όλους
τους ασθενείς. Εκτός από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του Μεταβολικού συνδρόμου
(αντίσταση στην ινσουλίνη, παχυσαρκία, υπέρταση), η φυσική δραστηριότητα και ο
τρόπος ζωής των ασθενών όχι μόνο επηρεάζουν την πορεία της νόσου αλλά
σχετίζονται σημαντικά και με τη θεραπεία της.23
Οι στόχοι της θεραπευτικής παρέμβασης στα άτομα με Μεταβολικό σύνδρομο
είναι:
ΐ. Η μείωση του κινδύνου για την εμφάνιση αθηροσκλήρωσης
ϋ. Η πρόληψη της εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη
iii. Σε άτομα με διαβήτη, η μείωση του υψηλού κινδύνου για21αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο
Εί θεραπεία ενός ασθενή με Μεταβολικό σύνδρομο έχει κυρίως δύο στόχους:
την πρόληψη διαβήτη και την πρόληψη καρδιαγγειακών ασθενειών. Οι αλλαγές στον
τρόπο ζωής των ασθενών βρίσκονται στην πρώτη γραμμή θεραπείας του
Μεταβολικού συνδρόμου. Αυτές οι αλλαγές συμπεριλαμβάνουν μείωση του βάρους,
αύξηση της φυσικής δραστηριότητας , δίαιτα βελτιωμένη σε σχέση με τα θρεπτικά
συστατικά που θα περιέχει, καθώς και κόψιμο του καπνίσματος.24
Τα φάρμακα ακολουθούν στη θεραπεία του Μεταβολικού συνδρόμου.
Χρησιμοποιούνται για να θεραπεύσουν και να ελέγξουν μεμονωμένα τον κάθε
παράγοντα του Μεταβολικού συνδρόμου όπως, η υψηλή πίεση του αίματος, υψηλά
τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL χοληστερόλη και υψηλά επίπεδα σακχάρων. Φάρμακα
όπως η ασπιρίνη, μπορούν επίσης να μειώσουν τον κίνδυνο θρόμβωσης του αίματος,
μία κατάσταση που συχνά παρατηρείται στο Μεταβολικό σύνδρομο.24
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο κύριος στόχος κατά τη θεραπεία του
Μεταβολικού συνδρόμου είναι η μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιακών
18
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
ασθενειών. Αυτό επιτυγχάνεται με μείωση της LDL χοληστερόλης, της πίεσης του
αίματος και του διαβήτη (αν οι καταστάσεις αυτές δεν έχουν ήδη εμφανιστεί).24
Ο δεύτερος στόχος είναι να αποτραπεί η εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 (εάν
δεν έχει ήδη εμφανιστεί). Για την πρόληψη του διαβήτη έχει διαπιστωθεί πως
αλλαγές στον τρόπο ζωής των ατόμων έχουν επιφέρει σημαντικά θετικά
αποτελέσματα. Πολλές μελέτες συνηγορούν στα παραπάνω με πιο αξιοσημείωτη
αυτή του Προγράμματος Πρόληψης Διαβήτη (Diabetes Prevention Program), κατά τη
διάρκεια της οποίας όσοι ασθενείς κατάφεραν να χάσουν 7 kg και να περπατούν για
150 λεπτά την εβδομάδα μείωσαν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κατά 58%.25 Σε
πολλές έρευνες έχει βρεθεί ότι οι θειαζολιδινεδιόνες (σταθεροποιούν τα β κύτταρα)
μειώνουν την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη από 58% σε 75%. Βέβαια, η έκταση
των ερευνών αυτών είναι ιδιαίτερα μικρή και έτσι το κόστος σε σχέση με την
αποτελεσματικότητα τους για την πρόληψη του διαβήτη στο Μεταβολικό σύνδρομο
είναι άγνωστη. Αν ο διαβήτης έχει εμφανιστεί, ο στόχος της θεραπείας είναι η μείωση
του κινδύνου εμφάνισης καρδιακών ασθενειών ελέγχοντας όλες τις άλλες
παραμέτρους. 22
Από την παραπάνω συνοπτική αναφορά στη θεραπευτική αντιμετώπιση του
μεταβολικού συνδρόμου διαφαίνεται αφ’ ενός η ανάγκη για πιο αποτελεσματικές
θεραπευτικές στρατηγικές, ενώ συγχρόνως ενισχύεται η άποψη ότι η
αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων θα πρέπει να συνοδεύεται και από την
αλλαγή στον τρόπο ζωής του ατόμου. Καθώς η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρωπαϊκή
Ένωση σε συχνότητα παχυσαρκίας ενηλίκων και δεύτερη σε παιδική παχυσαρκία,
ενώ παράλληλα τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν τη πρώτη αιτία θανάτου στον
Δυτικό κόσμο, καθίσταται αναγκαία η εντατικοποίηση της έρευνας για την εντόπιση
γενετικών δεικτών, για την προληπτική αντιμετώπιση γενετικά προδιαθεσικών
ατόμων σχετικά με την εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου είτε με αλλαγή
διατροφής ή/και του τρόπου ζωής είτε με φαρμακευτική αντιμετώπιση.
1.6 Γενετικές Μελέτες στο Μεταβολικό Σύνδρομο
Όπως ήδη έχει αναφερθεί ανωτέρω, η γενετική βάση της ασθένειας συνεχίζει
μέχρι και σήμερα να αποτελεί φλέγον θέμα συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές.
Πολύ συχνά οι γνώμες τους είναι αντικρουόμενες αν και οι περισσότερες γενετικές
19
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
μελέτες παρουσιάζουν την εμφάνιση της ασθένειας ως πολυπαραγοντική, με την
ύπαρξη ενός γενετικού υπόβαθρου το οποίο προδιαθέτει για την εμφάνιση
Μεταβολικού συνδρόμου. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο σύγχρονος
τρόπος ζωής, δηλαδή η ανθυγιεινή διατροφή, η έντονη καθιστική ζωή και η ελάχιστη
σωματική δραστηριότητα συνηγορούν στη διαμόρφωση ενός “τοξικού”
περιβάλλοντος που σε μεγάλο βαθμό αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης του
Μεταβολικού συνδρόμου. Πολλές γενετικές μελέτες έχουν συσχετίσει το Μεταβολικό
σύνδρομο με διάφορες χρωμοσωμικές περιοχές. Ο Kissebah και οι συνεργάτες τους
έδειξαν στη μελέτη τους ότι η περιοχή 3q27 επηρεάζει την εμφάνιση καταστάσεων
που συναντούνται στο Μεταβολικό σύνδρομο ενώ μέσω ενός επιστατικού
φαινομένου η συγκεκριμένη περιοχή φαίνεται να επηρεάζει την περιοχή 17ρ12 σε
σχέση με τα επίπεδα λεπτίνης του πλάσματος.116 Ο Edwards και οι συνεργάτες του
παρατήρησαν ότι τα ισχυρότερα αποτελέσματα για συσχέτιση με το Μεταβολικό
σύνδρομο παρατηρήθηκαν στη χρωμοσωμική περιοχή 2ql2.1-2ql3 σε λευκά άτομα
ενώ σε άτομα Μεξικάνικης-αμερικάνικης προέλευσης παρατηρήθηκε υψηλότερη
συσχέτιση με την χρωμοσωμική περιοχή 3q26.1-3q29. Γενικότερα, η έρευνα τους
απέδειξε ότι πολλές περιοχές μπορεί να επηρεάζουν την εμφάνιση του Μεταβολικού
συνδρόμου και ότι ανάμεσα σε ομάδες διαφορών εθνικοτήτων μπορεί να υπάρχουν
σημαντικές διαφορές.117 Επίσης, ο Franckle και οι συνεργάτες του μετά από μία
μελέτη σάρωσης του ανθρώπινου γονιδιώματος παρατήρησε ότι η περιοχές 16ρ13 και
17ρ12 σχετίζονται με την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών και Μεταβολικού
συνδρόμου.115 Τέλος, δεν είναι λίγες οι αναφορές σε συγκεκριμένα γονίδια που
ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του Μεταβολικού συνδρόμου όπως η αδιπονεκτίνη,
η IL-6 και ο PPAR-γ, αποτελέσματα τα οποία όμως δεν επαληθεύτηκαν σε άλλες
ερευνητικές μελέτες.118'119
1.7 Λιατροφογενωμική
Ο κύριος στόχος των επιστημόνων, στις μέρες μας, είναι η λήψη προληπτικών
μέτρων νωρίς στη ζωή, τα οποία ίσως να βοηθήσουν να μειωθεί η επίπτωση του
Μεταβολικού συνδρόμου αλλά και άλλων χρόνιων νόσων στην ενήλικο ζωή. Η
διατροφή αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου, πρόκλησης τέτοιων νόσων, αφού μία
«κακή» διατροφή οδηγεί σε πολλές από τις συνιστώσες του Μεταβολικού
20
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
συνδρόμου. Έτσι λοιπόν ένα άτομο, θα μπορούσε να ωφεληθεί ιδιαίτερα μετά από
μία πρώιμη παρέμβαση στη διατροφή του. To American Heart Association και το
National Cholesterol Education Program συμφώνησαν σε μία κοινή στρατηγική και
συνέστησαν σε παιδιά να υιοθετήσουν διαιτητικές συνήθειες που περιορίζουν και την
πρόσληψη λίπους αλλά και την πρόσληψη χοληστερόλης. Το παραπάνω μέτρο,
βοήθησε μεν σε επίπεδο πληθυσμού ωστόσο είναι πλέον καλά τεκμηριωμένο ότι
υπάρχουν σημαντικές διαφορές από άτομο σε άτομο στην απόκριση των
συγκεντρώσεων των λιπιδίων πλάσματος σε μεταβολές στην ποσότητα του λίπους και
της χοληστερόλης στη δίαιτα.4
Μερικά άτομα φαίνεται να είναι χαμηλοί ανταποκριτές στη διαιτητική
παρέμβαση, ενώ άλλα άτομα εμφανίζονται να είναι αρκετά ευαίσθητα δηλαδή υψηλοί
ανταποκριτές. Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί πως ότι είναι ωφέλιμο σε επίπεδο
πληθυσμού δεν είναι απαραίτητα ωφέλιμο και σε ατομικό επίπεδο. Πολλές μελέτες
έχουν αποδείξει ότι η μεταβλητότητα της απόκρισης στη διατροφή καθορίζεται
μερικώς από γενετικούς παράγοντες. Η διαφοροποίηση αυτή εξαρτάται από
συγκεκριμένες πρωτεΐνες που εμπλέκονται σε μεταβολικά μονοπάτια και εμφανίζουν
τροποποιημένη λειτουργικότητα ή διαφορετικά επίπεδα έκφρασης μεταξύ ατόμων
λόγω πολυμορφισμών στα αντίστοιχα γονίδια και στα ρυθμιστικά στοιχεία τους. Η
παρουσία διαφορετικών αλληλομόρφων στα άτομα σε συνδυασμό με τον μεγάλο
αριθμό των διαφορετικών γονιδίων που παίρνουν μέρος στο μεταβολισμό των
θρεπτικών ουσιών, συντελούν στην πολυπλοκότητα και ποικιλότητα της απόκρισης
στη δίαιτα.5
Η Διατροφογενωμική είναι μία επιστήμη που μελετά την επίδραση των
θρεπτικών συστατικών ή των συστατικών της τροφής στη γονιδιακή έκφραση ενώ η
Διατροφογενετική μελετά την επίδραση των γενετικών παραλλαγών στην απόκριση
στα θρεπτικά συστατικά ή στα συστατικά τροφής. Για παράδειγμα, η κατάσταση
χαμηλού φυλλικού οξέος αυξάνει τις συγκεντρώσεις ομοκυστεΐνης πλάσματος ειδικά
σε εκείνα τα άτομα που έχουν ένα συνήθη μονονουκλεοτιδικό πολυμορφισμό (Single
nucleotide polymorphism, SNP) στο γονίδιο της Ν5,Ν10μεθυλενοτετραλϋδροφυλλική
αναγωγάσης C677T.6
21
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Παράγοντες Φλεγμονής του Μεταβολικού Συνδρόμου
Κυτταροκίνες: TNF και IL 6
Είναι πλέον κατανοητό ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη, η δραστηριότητα του
λιπώδους ιστούς και η χρόνια φλεγμονή φαίνεται να αλληλοτροφοδοτούνται στα
πλαίσια του Μεταβολικού συνδρόμου.
Οι κυτταροκίνες είναι δραστικές πρωτεΐνες που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα
στις φυσιολογικές λειτουργίες, ανοσιακές απαντήσεις και φλεγμονώδεις αντιδράσεις
του οργανισμού, ρυθμίζοντας και κατευθύνοντας τόσο την ομοιόσταση, όσο την
πορεία και την έκβαση της ανοσιακής απάντησης και της φλεγμονής. Πρόκειται για
γλυκοπρωτεΐνες, που εκκρίνονται από τα κύτταρα της φυσικής (μη ειδικής) και της
επίκτητης (ειδικής) ανοσίας. Αυτές οι πρωτεΐνες, παράγονται φυσιολογικά σε πολύ
χαμηλές συγκεντρώσεις, αλλά ενεργοποιούνται γρήγορα ως απάντηση στην ασθένεια
ή στον τραυματισμό. Περιλαμβάνουν τις ιντερφερόνες, τις ιντερλευκίνες, τους
παράγοντες νέκρωσης όγκων και τις χημοκίνες. Πολλές, παράγονται τοπικά στον
κατεστραμμένο ιστό και δρουν σε γειτονικά κύτταρα, ενώ άλλες εισέρχονται στην
κυκλοφορία και μεταδίδουν σήματα σε απομακρυσμένα όργανα,
συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφάλου. Το έναυσμα για την παραγωγή
κυτταροκινών δίνεται από προϊόντα βακτηριδίων ή ιών, βλάβη σε κύτταρα ή
απειλητικούς παράγοντες για την κυτταρική επιβίωση, όπως είναι οι τοξίνες ή τα
χαμηλά επίπεδα οξυγόνου. Ένας άλλος ρυθμιστικός παράγων δημιουργίας
κυτταροκινών είναι ο εγκέφαλος, ο οποίος μέσω νευρικών σημάτων προς τους ιστούς
(κυρίως μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος) ή μέσω των ορμονών (όπως
η κορτιζόλη από τα επινεφρίδια), μπορεί να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει τις
κυτταροκίνες.
Οι κυτταροκίνες δρουν κατά τρόπο αυτοκρινή, παρακρινή, ενδοκρινή μέσω
υποδοχέων και αποτελούν μεσολαβητές της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ
των κυττάρων του ανοσιακού συστήματος ή μεταξύ ανοσοκυττάρων και κυττάρων
άλλων βιολογικών συστημάτων (π.χ. του νευροενδοκρινικού συστήματος). Μια
κυτταροκίνη μπορεί να έχει μια ή περισσότερες διαφορετικές δράσεις, αλλά και
περισσότερες της μιας κυτταροκίνες να έχουν την ίδια δράση. Οι περισσότερες
ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα και τις βασικές συνιστώσες της φλεγμονής,
όπως το οίδημα, την τοπική αλλαγή της αιματικής ροής και την απελευθέρωση ενός
22
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
δεύτερου κύματος φλεγμονωδών μορίων. Δρουν σε όλα σχεδόν τα συστήματα του
οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του ήπατος, όπου και ενεργοποιούνται οι
πρωτεΐνες οξείας φάσης. Ωστόσο, παρόλο που οι κυτταροκίνες έχουν πολλές κοινές
δράσεις, διαφέρουν σημαντικά. Κάποιες είναι αντι-φλεγμονώδεις και αναστέλλουν
προ-φλεγμονώδεις διαδικασίες. Οι περισσότερες δρουν τοπικά σε κύτταρα κοντά στο
σημείο παραγωγής τους, ενώ άλλες απελευθερώνονται στην κυκλοφορία, όπως οι, 26 ορμονές.
1.8.1 Παράγοντας Νέκρωσης των όγκων α (TNF-a)
Τα μέλη της οικογένειας TNF ενεργοποιούν διάφορα σήματα που σχετίζονται
με τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων, τη διαφοροποίηση, την επιβίωση και το
θάνατό τους.27 Μέχρι στιγμής, η υπεροικογένεια TNF αποτελείται από 19 μέλη. Μετά
από μελέτες, έχει βρεθεί ότι όλα τα μέλη παρουσιάζουν μία εξελικτική διατήρηση
όσον αφορά τις ακολουθίες των αμινοξέων τους.
Ο Παράγοντας Νέκρωσης Όγκων - άλφα ( Tumor Necrosis Factor - alpha,
TNF-α) είναι μία πολυλειτουργική φλεγμονώδης κυτταροκίνη που παράγεται από
μονοκύτταρα και μακροφάγα σε καταστάσεις οξείας φλεγμονής αλλά έχει28παρατηρηθεί, επίσης, και σε λιποκύτταρα.
Διαταραχές του μεταβολισμού του TNF-α καθώς και διάφοροι πολυμορφισμοί
στο γονίδιο που κωδικοποιεί τον TNF-a φαίνεται να σχετίζονται με πολλές ασθένειες
όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η νόσος του Crohn, το σηπτικό σοκ, η ψωρίαση το
άσθμα, η παχυσαρκία, η ινσουλινοαντίσταση και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Το γονίδιο του TNF-a εντοπίζεται στον μικρό βραχίονα του χρωμοσώματος 6
και πιο συγκεκριμένα στη θέση 6ρ21.3. Βρίσκεται στο τμήμα τάξης II της περιοχής
όπου εντοπίζονται τα γονίδια του Μείζονος Συμπλόκου Ιστοσυμβατότητας (MHC).
Το γονίδιο του TNF-a αποτελείται από 4 εξόνια, τα οποία διακόπτονται από 3 εσόνια.
Περισσότερο από το 80% της ώριμης αλληλουχίας κωδικοποιείται από το εξόνιο 4,
ενώ τα εξόνια 1 και 2 περιέχουν σχεδόν αποκλειστικά τις πεπτιδικές αλληλουχίες του- (29,30,31)εκκινητή.
Ο TNF-a είναι μία διαμεμβρανική γλυκοπρωτέΐνη τύπου II, που αποτελείται
από 233 αμινοξέα, έχοντας ένα εξωκυτταρικό C-τελικό άκρο και μία
ενδοκυτταροπλασματική περιοχή. Μπορεί να βρεθεί σε δύο μορφές, είτε
23
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
συνδεδεμένος στη μεμβράνη είτε σε διαλυτή μορφή. Στα θηλαστικά, ο TNF-α μπορεί
να απελευθερωθεί από τη μεμβράνη μετά τη δράση της TACE πρωτεάσης (TNF-
alpha converting enzyme, TNF-α κονβερτάση ) η οποία δρα κόβοντας τα πρώτα 76
αμινοξέα της πρωτεΐνης τα οποία και αποτελούν μία υψηλά συντηρούμενη
αλληλουχία που φαίνεται να συμβάλει στην αγκυροβόληση του πρόδρομου
πολυπεπτιδίου στη μεμβράνη.32,33 Τελικά, ο TNF-α, στην ώριμη μορφή του,
κυκλοφορεί ως τριμερές και με αυτή τη μορφή συνδέεται στον υποδοχέα. Η δομή του
αποτελείται από οκτώ αντι-παράλληλες β- αλυσίδες (Εικόνα 2).33,34,35
Ο TNF-a μπορεί να δράσει μέσω δύο διαμεμβρανικών υποδοχέων, τους
TNFR1 (75 kDa) και TNFR2 (55 kDa). Ο TNFR1, ο κύριος σηματοδοτικός
υποδοχέας του TNF-α εκφράζεται σε όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου σώματος. Ο
TNFR2, ο οποίος συνδέει εκτός από τον TNF-a και τον TNF-β, εκφράζεται κυρίως
στα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Ο TNF-a συνδέεται ως τριμερές στον υποδοχέα
του και προκαλεί τον τριμερισμό του. Ο τριμερισμός του TNF υποδοχέα ξεκινάει το
σχηματισμό ενός ασυνήθιστα μεγάλου σηματοδοτικού συμπλέγματος (περίπου 700
kDa).
Απουσία του συνδέτη TNF-α, οι TNF-a υποδοχείς μέσω του Ν-τελικού τους
άκρου σχηματίζουν μία προ-συνδετική διαμόρφωση ( PFAD, pre-ligand assembly
domain) ενώ το ενδοκυτταρικό κομμάτι των υποδοχέων συνδέεται στην πρωτεΐνη
Εικόνα 2: Κρυσταλική μορφή του
παράγοντα νέκρωσης όγκων άλφα
(TNF-a) 36
24
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
SODD. Τα PLAD και SODD αποτρέπουν την ενεργοποίηση των υποδοχέων απουσία
συνδέτη. Η σύνδεση του προσδέτη επάγει τον τριμερισμό των υποδοχέων
αποκαλύπτοντας θέσεις σύνδεσης για διάφορες υπομονάδες των υποδοχέων όπως οι
TRADD (TNF receptor - associated death domain), TRAF (TNF receptor-associated
factor), FADD (Fas-associated death domain) RIP (receptor inhibitor protein) κ.α. H
ενεργοποίηση και ο σχηματισμός του συμπλέγματος του υποδοχέα έχει ως
αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της πρωτεϊνικής κινάσης σερίνης/θρεονίνης ΝΙΚ. Η
κινάση ΝΙΚ φωσφορυλιώνει και ενεργοποιεί δύο επιπλέον πρωτεϊνικές κινάσες, τις
ΙΚΚα και ΙΙΚβ. Αυτές αποσπώνται από το σηματοδοτικό σύμπλεγμα και δεσμεύονται
στον αναστολέα I-kB ( τον αναστολέα του NF-kB) όπου τον φωσφορυλιώνουν με
αποτέλεσμα την ουβικουιτινίωση του και τελικά την καταστροφή του. Ο
απελευθερωμένος NF-kB μεταφέρεται στον πυρήνα και ενεργοποιεί την μεταγραφή
ενός μεγάλου αριθμού γονιδίων όπως φαίνεται στην εικόνα 3.37
Ο NF-kB παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην έκφραση μορίων προσκόλλησης,
ενζύμων, χημειοκινών και κυτταροκινών στα ενδοθηλιακά κύτταρα, μέσω του TNFa.
Ανάμεσα σε αυτά είναι, επίσης, και το γονίδιο για τον ίδιο τον ανασταλτικό
παράγοντα Ι-κΒ, έτσι ώστε όταν επιτυγχάνεται ένας αρκετός αριθμός αντιγράφων
αυτής της πρωτεΐνης, αυτός θα δεσμευθεί στον NF-kB, κρατώντας τον στο
κυτταρόπλασμα.
SODD
DDTRADD
TRAF £
RXP1
inhibitorsΙκΒ
NFkB
enzymesiNOSCOX-2cPLA2
adhesionmoleculesVCAM-1ICAM-lE-selectin
cytokinesTTTF-aIL-lpIL-6SM-CSFchemokinesMCP-1SroIL-8
Εικόνα 3: Σχηματική απεικόνιση ενεργοποίησης και σηματοδοτικού μονοπατιού του
TNFa
25
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Ο TNF-α είναι ένας πλειοτροπικός παράγοντας, έχοντας πολλές και
διαφορετικές επιδράσεις σε διαφορετικούς τύπους κυττάρων και σε διαφορετικά
χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια μια φλεγμονής. Εκτός από τη φλεγμονώδη
δράση του συνεισφέρει κατασταλτικά στην αυτονοανοσοποίηση, μεσολαβεί στην
επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων, προκαλεί άμεσα ή έμμεσα οξειδωτικό στρες και
οξείδωση λιπιδίων. Σε πολλές μελέτες έχει φανεί ότι η δράση είναι διαφορετική
ανάλογα με τη συγκέντρωση του αλλά και τη διάρκεια έκθεσης των κυττάρων στον
TNF-α. Τέλος, μέσα από μια ποικιλία κυτταρικών μηχανισμών έχει αποδειχθεί οΙΟ
ρόλος του στον κυτταρικό θάνατο. ’
Μέσα και γύρω από την περιοχή του γονιδίου του TNF-a έχουν βρεθεί πολλοί
πολυμορφισμοί. Η περιοχή του χρωμοσώματος 6 στην οποία βρίσκεται το γονίδιο του
TNF-a εμφανίζεται να έχει τον μεγαλύτερο αριθμό πολυμορφισμών σε όλο το
χρωμόσωμα, με πιο πιθανή αιτία ότι η συγκεκριμένη περιοχή εξασφαλίζει την μεγάλη
ποικιλία των ανοσοαπαντήσεων 40,28
Οι περισσότεροι πολυμορφισμοί εμφανίζονται στις ανοδικές περιοχές του
γονιδίου. Κάποιοι από αυτούς είναι οι εξής: -1031, -863, -857, -851, -376, -308 και
-238. Έχει αποδειχθεί ότι οι περισσότεροι από τους παραπάνω πολυμορφισμούς
σχετίζονται με μεταβολές στην κυτταρική έκφραση του γονιδίου του TNF-a και
ιδιαίτερα στην μεταγραφή του γονιδίου.40,28
Πιο συγκεκριμένα, ο πολυμορφισμός -308 G/A, ο οποίος και μελετάται στην
παρούσα εργασία, προκύπτει από την αντικατάσταση της γουανίνης από αδενίνη στη
θέση 308 στον υποκινητή του γονιδίου του TNF-a. In vitro πειράματα έχουν
αποδείξει ότι το αλληλόμορφο G-308A έχει λειτουργικό ρόλο διότι βρίσκεται μέσα
στην αλληλουχία που αναγνωρίζει ο μεταγραφικός παράγοντας ΑΡ-2. Αυτό έχει ως
συνέπεια, το αλληλόμορφο Α να αυξάνει τη μεταγραφική δραστηριότητα του TNF-
α.109 Ως ομοζυγώτες στον πολυμορφισμό, με γονότυπο ΑΑ, χαρακτηρίζονται τα
άτομα που φέρουν τον πολυμορφισμό και στα δύο αλληλόμορφα ενώ ως
ετεροζυγώτες, με γονότυπο GA χαρακτηρίζονται τα άτομα στα οποία η γουανίνη έχει
αντικατασταθεί μόνο στο ένα αλληλόμορφο. Τέλος, τα άτομα με γονότυπο GG δεν
φέρουν τον πολυμορφισμό και χαρακτηρίζονται ως ομοζυγώτες φυσιολογικοί. Η
συχνότητα του πολυμορφισμού παρουσιάζει πολλές διακυμάνσεις και σχετίζεται με
τον μελετούμενο πληθυσμό. Διάφορες μελέτες δείχνουν σχέση του πολυμορφισμού
με την παχυσαρκία, την ινσουλινοαντίσταση, την υπερλεπτιναιμία αλλά και την
αυξημένη δραστηριότητα του TNF-a. Σύμφωνα με αυτές, ίσως η αυξημένη
26
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
μεταγραφή αυξάνει τα επίπεδα της ινσουλίνης και της γλυκόζης αλλά πιθανότατα και
το ποσοστό του σωματικού λίπους.41,42 Η ύπαρξη του αλληλομόρφου Α έχει, επίσης,
συσχετιστεί με αυξημένη παραγωγή TNF-α σε καλλιέργειες κυττάρων ολικού
αίματος με λιποσακχαρίτες. Αντίθετα, πολλές είναι και οι μελέτες που δεν φαίνεται
να υπάρχει σχέση του πολυμορφισμού με όλα τα παραπάνω, δημιουργώντας μία
σύγχυση και κάνοντας, παράλληλα, πολύ δύσκολη την διεξαγωγή κάποιου ασφαλούς
συμπεράσματος ως προς τον ρόλο του πολυμορφισμού στο Μεταβολικό σύνδρομο 43
1.8.2 Ιντερλευκίνη 6 (IL-6)
Η ιντερλευκίνη-6 (IL-6) είναι μια κυτταροκίνη, η οποία παράγεται από
διάφορους τύπους κυττάρων, όπως τα Τ και τα Β λεμφοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα
ουδετερόφιλα, τους ινοβλάστες, τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα ηπατοκύτταρα, τα
μεσαγγειακά κύτταρα καθώς και από διάφορους τύπους καρκινικών κυττάρων.44
Επίσης πρόσφατα έχει αποδειχθεί ότι απελευθερώνεται και από κύτταρα του μυϊκού
ιστού αλλά και από λιποκύτταρα.45'47 Η IL-6 ρυθμίζει διάφορα γεγονότα, όπως την
κυτταρική διαίρεση και διαφοροποίηση, την επιβίωση, αλλά και την απόπτωση
κυττάρων. Παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού
συστήματος, στην αιμοποίηση και τη φλεγμονή. Επιπλέον, επιδρά σε μια πληθώρα
συστημάτων, όπως το νευρικό, το ενδοκρινικό, στον οστικό μεταβολισμό, στους
σκελετικούς μύες, καθώς και σε πολλά άλλα συστήματα και όργανα.
Το γονίδιο που κωδικοποιεί την IL-6 στους ανθρώπους οργανώνεται σε πέντε
εξόνια και τέσσερα ιντρόνια και βρίσκεται στο μικρό βραχίονα του χρωμοσώματος 7,
στη θέση 7ρ21.48-49 To mRNA του γονιδίου έχει μέγεθος 1,3 kb.50 Η ρυθμιστική
περιοχή, καθώς και η περιοχή του υποκινητή εμφανίζονται σε μια πολύπλοκη
οργάνωση, στην οποία πιθανολογείται να οφείλεται η τόσο μεγάλου βαθμού πολύ-
λειτουργικότητα της πρωτεΐνης. Ρυθμιστικοί παράγοντες όπως ο πυρηνικός
παράγοντας της IL-6 και ο πυρηνικός παράγοντας ΝΕκβ μεσολαβούν στην
ενεργοποίηση του υποκινητή της IL-6. Αντιθέτως, τα στεροειδή (γλυκοκορτικοειδή,
οιστρογόνα, ανδρογόνα) είναι κάποια από τα μόρια που οδηγούν σε αναστολή της
δράσης του υποκινητή της IL-6.51
Η ανθρώπινη IL-6 είναι μία πρωτεΐνη με μοριακό βάρος από 21 kDa έως 28
kDa που αποτελείται από 184 αμινοξέα. Η IL-6 αποτελείται από μία δέσμη τεσσάρων
27
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
α-ελίκων οι οποίες σχηματίζουν δύο ζεύγη αντιπαράλληλων α-ελίκων σύμφωνα με
κρυσταλλογραφικές μελέτες με ακτίνες X (Εικόνα 4). Η δομή αυτή είναι διαδεδομένη
στην οικογένεια των κυτταροκινών, ενώ με βάση το μήκος των α-ελίκων η IL-6
ανήκει στην οικογένεια των “long-chain” κυτταροκινών που περιέχει επιπλέον την
αυξητική ορμόνη (GH), την ερυθροποιητίνη και τον παράγοντα G-CSF19. Για τη
σύνδεση της IL-6 με τους υποδοχείς της, μελέτες μεταλλαξογένεσης έχουν αναδείξει
τρεις σημαντικές περιοχές του μορίου της.52
Εικόνα 4: Τριτοταγής δομή της IL-6. Παρουσιάζονται οι τέσσερις α-έλικες (χρωματισμένες) που σχηματίζουν το μόριο της IL-6 και οι βρόγχοι σύνδεσης (γκρι) των α-ελικών. Παρατηρούνται επίσης οι τρεις απαραίτητες περιοχές σύνδεσης της IL-6 με τους υποδοχείς της και συμβολίζονται ως site I, II και III.52
Ο δραστικός υποδοχέας της IL-6 αποτελείται από δύο μεμβρανικές πρωτεΐνες,
την IL-6Ra (CD 126) με μοριακό βάρος 80 kDa και την gp 130 (CD 130) με μοριακό
βάρος 130 kDa. Και οι δύο πρωτεΐνες ανήκουν στις μεμβρανικές πρωτεΐνες τύπου I
δηλαδή περιέχουν μία διαμεμβρανική περιοχή και ένα εξωκυττάριο αμινο-τελικό
άκρο.52
Η υπομονάδα gp 130 διαθέτει το απαραίτητο ενδοκυττάριο τμήμα για τη
μετάδοση του σήματος, ενώ συνήθως, η υπομονάδα IL-6Ra λόγω του μικρού
ενδοκυττάριου τμήματος, δεν συμμετέχει ενεργά στη μετάδοση του. Ο σχηματισμός
και η ενεργοποίηση του υποδοχέα μπορεί να συμβεί με δύο μηχανισμούς και
εξαρτάται από τον τύπο των κυττάρων (Εικόνα 5). Η κλασσική οδός μετάδοσης του
σήματος της IL-6 περιορίζεται στα κύτταρα που εκφράζουν και τις δύο μεμβρανικές
υπομονάδες του υποδοχέα, όπως τα Τ και τα Β λεμφοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα
ουδετερόφιλα και τα ηπατοκύτταρα 53 54 Αρχικά, σχηματίζεται το ετεροδιμερές
σύμπλεγμα IL-6/IL-6Ra, ακολουθεί η δημιουργία του τριμερούς συμπλέγματος IL-
6/IL-6Ra/gpl30 με στοιχειομετρία 1:1:1 ( το οποίο όμως δεν είναι σε θέση να
28
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
μεταδώσει σήματα) και τελικά, δύο τριμερή IL-6/IL-6Ra/gpl30 συμπλέκονται
σχηματίζοντας το δραστικό εξαμερές σύμπλεγμα που μεταδίδει το σήμα.55 Όμως,
λόγω εναλλακτικού ματίσματος του mRNA και λόγω πρωτεολυτικών μηχανισμών, τα
παραπάνω κύτταρα είναι ικανά να εκκρίνουν και μία διαλυτή μορφή της υπομονάδας
IL-6Ra (sIL-6Ra).56'57 Η παραγωγή της sIL-6Ra και το γεγονός ότι όλα τα κύτταρα
εκφράζουν τη μεμβρανική υπομονάδα gpl30 δημιουργούν τις απαραίτητες
προϋποθέσεις της εναλλακτικής οδού μετάδοσης του σήματος της IL-6. Στην
διάρκεια του μηχανισμού αυτού, δημιουργείται το διαλυτό διμερές IL-6/sIL-6Ra, και
στη συνέχεια ακολουθεί η σύνδεσή του με τη μεμβρανική gp 130 (IL-6/sIL-
6Ra/gpl30) και τελικά, δύο τριμερή IL-6/sIL-6Ra/gpl30 συμπλέκονται
σχηματίζοντας το δραστικό εξαμερές σύμπλεγμα. Συνεπώς, κύτταρα που δεν
μπορούν να διεγερθούν με την κλασσική οδό, εξαιτίας της έλλειψης της μεμβρανικής
υπομονάδας IL-6Ra, ενεργοποιούνται με την εναλλακτική οδό.
Θ (0
Εικόνα 5: Σύνδεση της πρωτεΐνης IL-6 με τον υποδοχέα της (Α) Κλασσική οδός: Η IL-6 προσδένεται στο μεμβρανικό υποδοχέα IL-6Ra. Στη συνέχεια το σύμπλοκο προσδένεται στο μεμβρανικό υποδοχέα gpl30 προκαλώντας το σχηματισμό δραστικού εξαμερούς.(Β) Εναλλακτική οδός: ΗIL-6 συνδέεται με το διαλυτό υποδοχέα slL-6Ra και το σύμπλοκο IL-6/sIL-6Ra προσδένεται στο μεμβρανικό υποδοχέα gpl30 κυττάρων που δεν παράγουν μεμβρανικό IL-6Ra.
Ο σχηματισμός του εξαμερούς συμπλέγματος, είτε με την κλασσική, είτε με
την εναλλακτική οδό πυροδοτεί τη σύνδεση των κινασών jak στο ενδοκυττάριο
τμήμα της gp 130 (Εικόνα 6). Οι κινάσες jak, μετά την σύνδεσή τους στην gp 130,
29
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
αυτοφωσφορυλιώνονται και στη συνέχεια φωσφορυλιώνουν τυροσίνες του
ενδοκυττάριου τμήματος της gpl30.59 Λόγω της φωσφορυλίωσης, το ενδοκυττάριο
τμήμα της gp 130 αποκτά περιοχές που έχουν την ικανότητα να συνδέονται με την
πρωτεΐνη SHP-2. Η πρωτεΐνη SHP-2 φωσφορυλιώνεται από την κινάση Jakl84. Η
φωσφορυλιωμένη SHP-2 αλληλεπιδρά με το σύμπλεγμα Grb2/SOS. Η σύνδεση της
SOS στον υποδοχέα μέσω της πρωτεΐνης - προσαρμογέα Grb2 και τελικά, η
τοποθέτησή της κοντά στην πλασματική μεμβράνη, οδηγεί στην ενεργοποίηση της
Ras, η οποία μεταδίδει μηνύματα που καταλήγουν στην ενεργοποίηση της
ERK/MAPK πυροδοτώντας έτσι το μονοπάτι των MAP κινασών (Ras-Raf-MAPK).
Στις φωσφορυλιωμένες περιοχές της gp 130 την ικανότητα σύνδεσης έχει και ο
μεταγραφικός παράγοντας STAT3, ο οποίος επάγει την οδό jak/ STAT.59-60 Τελικά, η
οδός των MAP κινασών και η οδός jak/STAT ευθύνονται για την κινητοποίηση
ποικιλίας μεταγραφικών παραγόντων, οι οποίοι εισέρχονται στον πυρήνα,
προσδένονται στους υποκινητές των γονιδίων που ρυθμίζονται από την IL-6 και
επάγουν την μεταγραφή τους.59
Εικόνα 6: Ενδοκυττάρια μετάδοση του σήματος. Μετά τη δημιουργία του δραστικού εξαμερούς υποδοχέα οι κινάσες jak του συμπλόκου αυτοφωσφορυλιώνονται και στη συνέχεια φωσφορυλιώνουν τυροσίνες του ενδοκυττάριου τμήματος της gpl30. Το ενδοκυττάριο τμήμα της gpl30 συνδέεται με την πρωτεΐνη SHP-2, η οποία επάγει τις MAP κινάσες (ΜΑΡΚ), αλλά και το μεταγραφικό παράγοντα STAT3. Η οδός των MAP κινασών και η οδός jak/STAT ευθύνονται για την ενεργοποίηση ποικιλίαςμεταγραφικών παραγόντων, οι οποίοι εισέρχονται στον πυρήνα, προσδένονται στους υποκινητές των γονιδίων που ρυθμίζονται από την IL-6 και επάγουν την μεταγραφή
58τους.
Διάφοροι πολυμορφισμοί στον υποκινητή του γονιδίου της IL-6 έχουν
αναλυθεί για την συσχέτισή στους με το μεταβολικό σύνδρομο. Κυρίως, αναφέρονται
οι πολυμορφισμοί IL-6 -174 G/C, IL-6 -634G/C και IL-6 -597G/A.
30
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Ο πολυμορφισμός IL-6 -174 G/C έχει πρόσφατα συσχετιστεί με τον αυξημένο
κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα,61 με αρχικά στάδια της χρόνιας αρθρίτιδας62
αλλά και με το σύνδρομο Sjogren’s. Βρίσκεται στον υποκινητή του γονιδίου και
έχει βρεθεί να επιδρά στη μεταφραστική ρύθμιση αφού η αντικατάσταση των
νουκλεοτιδίων δημιουργεί μία θέση πρόσδεσης του μεταγραφικού παράγοντα.
Αρκετές μελέτες για τη βιολογική σημασία αυτού του πολυμορφισμού έχουν δείξει
ότι οι απλότυποι που περιέχουν το αλληλόμορφο -174C είναι ασθενέστεροι
ενισχυτικοί παράγοντες της μεταγραφής από ότι αυτοί που περιλαμβάνουν το -
174G.64'65 Συνήθως η συχνότητα του G αλληλομόρφου είναι μεγαλύτερη σε
φυσιολογικά άτομα. " Η ακριβής σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου πολυμορφισμού
και της κυκλοφορούσας IL-6 είναι πολύ συγκεχυμένη στην βιβλιογραφία. Ενώ σε
πολλές μελέτες το αλληλόμορφο -174C δείχνει να σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα
IL-6 στο πλάσμα,68'69 σε άλλες μελέτες φαίνεται να μην υπάρχει σχέση μεταξύ -
174G/C και IL-6.66 Ο J.W.Stephens και οι συνεργάτες του δεν παρατήρησαν άμεση
σχέση μεταξύ του πολυμορφισμού IL-6 -174 G/C και μεμονομένων καταστάσεων
που χαρακτηρίζουν το Μεταβολικό σύνδρομο. Παρατήρησαν, όμως, πως καθώς ο
αριθμός των στοιχείων που συνθέτουν το Μεταβολικό σύνδρομο αυξανόταν, τόσο
αυξανόταν τα επίπεδα της IL-6 στο πλάσμα αλλά και η συχνότητα του -174C70αλληλομόρφου.
31
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
1.9 Παράγοντες ομοιόστασης της ενέργειας
Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας και την
πιθανή μετέπειτα εμφάνιση του Μεταβολικού συνδρόμου σημαντικό ρόλο παίζει η
διαταραχή του ισοζυγίου ενέργειας, δηλαδή η αύξηση της ενεργειακής πρόσληψης σε
σχέση με την ενεργειακή κατανάλωση. Αυτή η διαταραχή του ισοζυγίου ενέργειας
προκαλεί αύξηση του αποθηκευμένου λίπους και τελικά, παχυσαρκία. Λόγω του ότι η
παχυσαρκία αλλά και το Μεταβολικό σύνδρομο, είναι πολύ-παραγοντικές ασθένειες
δεν είναι μόνο μία ή αιτία που τις προκαλεί αλλά πρόκειται για συνδυασμό
παραγόντων, που έχουν γενετική και περιβαλλοντική προέλευση.71
Το ενεργειακό ισοζύγιο ρυθμίζεται από πλήθος ορμονικών και μεταβολικών
διεργασιών. Διακυμάνσεις σε οποιοδήποτε συστατικό ή καθοριστικό φυσιολογικό
παράγοντα του ισοζυγίου εξισορροπούνται με άλλες αλλαγές που μεταβάλλουν την
ενεργειακή κατανάλωση ή πρόσληψη προκειμένου να αποκατασταθεί ξανά η
ισορροπία.
Σύμφωνα με μελέτες, γονίδια που επηρεάζουν πολλές παραμέτρους που
σχετίζονται τόσο με την ενεργειακή πρόσληψη όσο και με την ενεργειακή
κατανάλωση μπορούν να επηρεάσουν και το ενεργειακό ισοζύγιο. Τα γονίδια της
απολιποπρωτέΐνης C-III (apoC-III) και της Ν5,Ν10-μεθυλενοτετραλϋδροφυλλικής
αναγωγάσης (MTHFR) μεσολαβούν στη ρύθμιση του ενεργειακού ισοζυγίου
παίρνοντας μέρος στο μεταβολισμό των τροφών που λαμβάνονται από τον οργανισμό72με τρόπο που θα αναπτυχθεί για κάθε ένα ξεχωριστά, παρακάτω.
1.9.1 Απο -λιποπρωτεΐνη C III
Η απο -λιποπρωτεΐνη C III ( apoC-III) είναι μία γλυκοπρωτεΐνη 8.8 kDa, η
οποία εκκρίνεται, κυρίως, από το συκώτι αλλά και από το έντερο, σε μικρότερο
βαθμό.73 Αρχικά, η apoC-III εκκρίνεται ως ένα πεπτίδιο 99 αμινοξέων και στη
συνέχεια ένα τμήμα 20 αμινοξέων αποκόπτεται στο ενδοπλασματικό δίκτυο έτσι
ώστε να προκόψει μία ώριμη πρωτεΐνη 79 αμινοξέων. Εμφανίζεται σε τρεις
ισομορφές στο πλάσμα που εξαρτάται από το επίπεδο γλυκοσυλίωσης : η apoC-III0
είναι μη γλυκοσυλιωμένη ισομορφή ενώ οι apoC-IIIi και apoC-IIE είναι
γλυκοσυλιωμένες ισομορφές με ένα και 2 μόρια σιαλικού οξέος, αντίστοιχα. Και οι
32
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
τρεις ισομορφές της apoC-III έχουν τον ίδιο χρόνο ημιζωής στο πλάσμα προτείνοντας
παρόμοιο μηχανισμό σύνθεσης και καταβολισμού, και πιθανώς και παρόμοιες
φυσιολογικές λειτουργίες.74'73 Οι apoC-IIIi και apoC-1112 είναι οι κύριες ισομορφές
της apoC-III, με ποσοστό εμφάνισης στο πλάσμα σχεδόν μεγαλύτερο από 90%.
Η APOC3 βρίσκεται σε μία συστάδα γονιδίων στη χρωμόσωμική περιοχή
llq23.73 Βρίσκεται μεταξύ των γονιδίων apoAI και apoAIV, αποτελείται από 4
εξώνια και καλύπτει μία περιοχή μικρότερη των 60 kb. Πολλά μονοπάτια έχουν
προταθεί για την ρύθμιση του γονιδίου της apoC-III. Η έκφραση της APOC3
ρυθμίζεται αρνητικά από την ινσουλίνη μέσω του υποκινητή IRE (insulin-response
element) που δρα πάνω στο γονίδιο της APOC3. Επιπλέον, η μεταγραφή του
γονιδίου της apoC-III ρυθμίζεται και από τους PPARs (peroxisome-proliferator-
activated receptors). Η επαγωγή από τους PPARs, και κυρίως από τον τύπο PPARa,
μειώνει την έκφραση της του γονιδίου της apoC-III (Εικόνα 7).78'79
3’ 3’ 5'
ΑροΑ-Ι
Sst I
PPAR α
ΙΛ <Ν «Λ 00
-200 -400
NFkB
ιΛΟ-ι-fNfOTt<£><£>«£>
l.L....m4 3 2 1
...
;1i /f n | 1 1-800
Insulin
Εικόνα 7: Σχηματική αναπαράσταση του γονιδίου της apoC-III Ο αγωνιστής PPARa αναστέλλει την έκφραση της apoC-III, ενώ σηματοδοτικά μονοπάτια φλεγμονής (μέσω NF-kB) επάγουν την έκφραση της apoC-III. Πολυμορφισμοί στα εξόνια 3 και 4 έχουν συσχετιστεί με αυξημένες συγκεντρώσεις apoC-III και τριγλυκεριδίων.80
Τα παραπάνω πειραματικά ευρήματα προτείνουν ότι, σε καταστάσεις όπου
εμφανίζεται αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως το μεταβολικό σύνδρομο και ο
διαβήτης τύπου 2, η έκφραση και η έκκριση της apoC-III, είτε από το συκώτι είτε από
33
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
το έντερο, θα απορυθμίζεται.80 Επίσης, στις παραπάνω μελέτες, έχει αναφερθεί ότι
στις καταστάσεις που παρατηρούνται στο μεταβολικό σύνδρομο η συγκέντρωση της
apoC-III στο πλάσμα παρουσιάζεται να αυξημένη.
Η APOC3 είναι συστατικό των λιποπρωτεϊνών που είναι πλούσιες σε
τριγλικερίδια (TRLs), όπως στα VLDL και χυλό μικρά. Η apoC-III σχετίζεται με
λιποπρωτεΐνες που περιέχουν apoB και μόρια HDL και μετακινείται γρήγορα μεταξύ
αυτών των μορίων (Εικόνα 8). Κατά τη διάρκεια της υδρόλυσης των VLDL από την
λιποπρωτεϊνική λιπάση, η apoC-III ανακατανέμεται από τα VLDL στα HDL και στη
συνέχεια μεταφέρεται ξανά σε νεοσυντιθέμενα μόρια VLDL.81'82 Μελέτες δείχνουν
ότι η κινητική της apoC-III στις VLDL και HDL είναι παρόμοια, προτείνοντας μία
γρήγορη ανταλλαγή μεταξύ των δύο λιποπρωτεϊνών. Σε καταστάσεις
υπερτριγλυκεριδαιμίας, η πλειοψηφία των μορίων της apoC-III συνδέεται με
τριγλυκερίδια, ενώ σε φυσιολογικές καταστάσεις η πλειοψηφία των μορίων της
apoC-III συνδέεται με μόρια HDL. Ωστόσο, ο μηχανισμός ρύθμισης της
υποτιθέμενης ανταλλαγής μεταξύ TRLs και HDL παραμένει άγνωστος. Επιπλέον,
σημαντικό είναι το γεγονός ότι ενώ υπάρχει μόνο ένα μόριο apoB-ΙΟΟ για κάθε μόριο
VLDL σε φυσιολογικές καταστάσεις, σε καταστάσεις υπερτριγλυκεριδαιμίας ο83 86αριθμός των μορίων apoC-III για κάθε μόριο VLDL ανέρχεται σε 50.
Πολλές είναι οι λειτουργίες που έχουν αποδοθεί στην apoC-III. Η apoC-III
αναστέλλει την πρωτεϊνική λιπάση (LPL), ένα ένζυμο που εμπλέκεται στον
μεταβολισμό των τριγλυκεριδίων μέσω των λιποπρωτεϊνών. Η πρωτεϊνική λιπάση
υδρολύει τα τριγλυκερίδια των TRLs, απελευθερώνοντας λιπαρά οξέα στο πλάσμα
μετασχηματίζοντας τα χυλομικρά (μεγάλα μόρια πλούσια σε τριγλυκερίδια) σε
μικρότερα μόρια που δεν περιέχουν τριγλυκερίδια και ονομάζονται υπολείμματα
χυλομικρών (CRs). Από in vitro μελέτες αποκαλύφθηκε ότι η apoC-III δρα ως μη-
ανταγωνιστικός αναστολέας εναντίον της apoC-II, η οποία αποτελεί έναν
συμπαράγοντα για την λιποπρωτεϊνική λιπάση, δείχνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την
αντίθετη ρυθμιστική δράση των δύο αυτών λιποπρωτεϊνών στον μεταβολισμό των
τριγλυκεριδίων. Για αυτό το λόγο, η αναλογία των μεταξύ apoC-III και apoC-II
μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη ρύθμιση της υδρόλυσης των
τριγλυκεριδίων. Επίσης, η apoC-III επηρεάζει την ηπατική απορρόφηση των
λιποπρωτεϊνών που μεταφέρουν τριγλυκερίδια, πιθανότατα αναστέλλοντας την
ηπατική λιπάση, ένα λιπολυτικό ένζυμο που συντίθεται στο συκώτι με δραστηριότητα
λιπάσης τριγλυκεριδίων αλλά και δραστηριότητα φωσφολιπάσης Α1.80
34
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Εικόνα 8: Σχηματική απεικόνιση της γρήγορης και ελεύθερης ανταλλαγής της apoC-III
μεταξύ των λιποπρωτεινών που περιέχουν αροΒ και HDLs στην κυκλοφορία
Άλλες έρευνες αναφέρουν ότι η apoC-III μπορεί να παρεμβαίνει στη σύνδεση
των TRLs και των υπολειμμάτων τους στους ηπατικούς τους υποδοχείς (Εικόνα 9).
Η apoC-III έχει την δυνατότητα να αναστείλει τη λειτουργία των apoB και apoE είτε
μέσω κάλυψης είτε αλλάζοντας τη δομή τους.87"88 Οι απολιποπρωτε'ΐνες αυτές
μεσολαβούν στη σύνδεση των λιποπρωτεινών LDL στους ηπατικούς LDL
υποδοχείς τους (LDLR). Παρομοίως, από την apoC-ΓΙΙ αναστέλλεται και η σύνδεση
των χυλομικρών και των VLDL στους υποδοχείς LSR ( lypolysis-stimulatedOQ
redeptor).
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αυξημένη συγκέντρωση apoC-III στο
πλάσμα και ειδικότερα η συσσώρευση της στα TRLs και στα υπολείμματα τους,
θεωρείται η αιτία της υπερτριγλυκεριδαιμίας που παρατηρείται στο μεταβολικό
σύνδρομο.80
Η ρυθμιστική δράση της apoC-III στο ένζυμο ακετυλοτρανφεράση της
λεκιθινο-χοληστερόλης (LCAT) παραμένει ακόμη αμφιλεγόμενη. Η πρωτεΐνη LCAT
καταλύει την ωρίμανση των αναπτυσσόμενων HDL σε ώριμα μόρια HDL. Πιστεύεται
ότι η apoC-III ρυθμίζει το ένζυμο LCAT έμμεσα μέσω απολιποπρωτεϊνών που το
ενεργοποιούν, αν και περισσότερες μελέτες χρειάζονται για να επιβεβαιωθεί αυτό το
ενδεχόμενο.90"91
35
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Εικόνα 9: Η ApoC-III ρυθμίζει τον μεταβολισμό των λιποπρωτεινών μέσω πολλών
μηχανισμών.
Λίγες έρευνες έχουν δημοσιευθεί σε σχέση με την επίδραση της apoC-III και
της πρωτεΐνης μεταφοράς εστέρα χοληστερόλης (CETP, cholesteryl ester transfer
protein). Η πρωτεΐνη CETP είναι μία γλυκοπρωτεΐνη που διευκολύνει την ανταλλαγή
ουδέτερων λιπιδίων μεταξύ TRL και HDL. Μία έρευνα στην οποία
χρησιμοποιήθηκαν ανασυνδυασμένα μόρια HDL προτείνουν ότι η apoC-III ίσως
ενεργοποιεί την πρωτεΐνη CETP. Όπως και στην περίπτωση του ενζύμου LCAT,
περισσότερες μελέτες χρειάζονται για να προσδιοριστεί η ακριβής σχέση μεταξύ92apoC-III και πρωτεΐνη CETP.
Αυξημένη παραγωγή VLDL-apoC-III εξηγούν τα υψηλότερα επίπεδα VLDL-
apoC-III στο πλάσμα σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο που εμφανίζουν
υπερτριγλυκεριδαιμία. Η αυξημένη ταχύτητα παραγωγής και η αυξημένη
συγκέντρωση VLDL-apoC-III σχετίζονται εξίσου με αυξημένα επίπεδα VLDL
τριγλυκεριδίων, κάτι που έχει ως συνέπεια την αυξημένη έκκριση VLDL-apoB και
τον μειωμένο καταβολισμό VLDL-apoB λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης της
apoC-III.93
36
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Επίσης, μπορεί να υπάρχει και κάποια σχέση μεταξύ της apoC-III και της
apoA-V, οι οποίες φαίνονται να διαδραματίζουν έναν αντίθετο ρόλο στον
μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών που μεταφέρουν τα τριγλυκερίδια.93
Πολλές από τις λειτουργίες της apoC-III, που αναφέρθηκαν ανωτέρω,
φαίνεται να επιβεβαιώνονται από έρευνες σε πειραματόζωα αλλά και ανθρώπους.
Υπερέκφραση της ανθρώπινης apoC-III σε ποντίκια έχει ως αποτέλεσμα
υπερτριγλυκεριδαιμία,94 ενώ σε “knockout” ποντίκια με έλλειψη του γονιδίου για την
apoC-III παρουσιάζουν υποτριγλυκεριδαιμία.95
Πολλοί πολυμορφισμοί έχουν παρατηρηθεί γύρω και μέσα στην περιοχή του
γονίδιου της apoC-III όπως οι apoC-III C-482T και T-455C και C-3238G. Ο πιο καλά
μελετημένος πολυμορφισμός είναι ο apoC-III C-3238G ή αλλιώς SstI
πολυμορφισμός, παίρνοντας το όνομά του από το ένζυμο περιορισμού που
χρησιμοποιείται για την ανίχνευση του. Στο συγκεκριμένο πολυμορφισμό
παρατηρείται υποκατάσταση μιας κυτοσίνης σε γουανίνη, στο νουκλεοτίδιο 3238,
στην 3' αμετάφραστη περιοχή του γονιδίου. Ο πολυμορφισμός δημιουργεί δύο
αλληλόμορφα, τα S1 και S2. Η συχνότητα του λιγότερο εμφανιζόμενου
αλληλομόρφου S2 ποικίλει ανάμεσα σε άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων. Σύμφωνα
με πολλές μελέτες ο πολυμορφισμός και πιο συγκεκριμένα το S2 αλληλόμορφο (GG),
φαίνεται να σχετίζεται θετικά με αυξημένες συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων στο
πλάσμα, όπως επίσης και αυξημένες συγκεντρώσεις apoB, αλλά και αυξημένα
επίπεδα της ίδιας της apoC-III.95
1.9.3. Ν5,Ν10-μεθυλενοτετραλϋδροφυλλική αναγωγάση (MTHFR)
Η ομοκυστέίνη είναι ένα θειούχο αμινοξύ, σχηματιζόμενο κατά το
μεταβολισμό της μεθειονίνης που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής. Η ομοκυστέίνη
μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω δύο οδών, της επαναμεθυλίωσης και της διαθείωσης
(Εικόνα 10).
Κατά την πρώτη οδό, η ομοκυστέίνη μεθυλιώνεται προς μεθειονίνη με τη
δράση του ενζύμου συνθετάση της μεθειονίνης (methionine synthase MS), με τη
συμβολή του φυλλικού οξέος (Ν5-μεθυλ-τετραϋδροφυλλικό οξύ) ως πηγή της
μεθυλικής ρίζας και με τη βιταμίνη Β12 ως συμπαράγοντα, ενώ η Ν5,Ν10-
μεθυλενοτετραλϋδροφυλλική αναγωγάση (Ν5,Ν10 methylenotetrahydrofolate
37
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
reductase, MTHFR) δρα καταλυτικά στην όλη διαδικασία της επαναμεθυλίωσης. Υπό
κανονικές μεταβολικές συνθήκες το 50% της ομοκυστέΐνης επαναμεθυλιώνεται σε
ομοκυστεΐνη. Η μεθειονίνη είναι απαραίτητη για τη βιοσύνθεση των πρωτεϊνών και
τη μεθυλίωση του DNA (μέσω της S-αδενοσυλομεθειονίνης) αλλά και τη σύνθεση
δεοξυθυμιδυλικού (dTMP) και πουρινών για τη σύνθεση DNA και RNA.96
Dietary
CystathionineTrans sutfura tion I pathway Cysteine
JGlutathionine
r r 97Εικόνα 10: Σχηματική απεικόνιση του μεταβολισμού της ομοκυστέΐνης
Η οδός της διαθείωσης κινητοποιείται υπό συνθήκες περίσσειας μεθειονίνης
και κατά τη διάρκεια της από την ομοκυστεΐνη και τη σερίνη παράγεται
κυσταθειονίνη με τη μεσολάβηση του ενζύμου β-συνθετάση της κυσταθειόνης
(cystathionine^-synthase, CBS), με την καταλυτική δράση της βιταμίνης Β6. Η
κυσταθειόνη μετατρέπεται, στη συνέχεια σε γλουταθειόνη και άλλες θειούχες
ενώσεις, που αποβάλλονται με τα ούρα.98 Πρόσφατες έρευνες, μελετούν οδό
μετατροπής της ομοκυστέΐνης σε μεθειονίνη με τη σύμπραξη του tRNA."
Το γονίδιο MTHFR βρίσκεται στο χρωμόσωμα 1 στη ζώνη 1ρ36.3. Μέχρι
τώρα, δύο μόνο πολυμορφισμοί έχουν ανιχνευθεί, οι A1298C και C677T, εκ των
οποίων ο δεύτερος θα μελετηθεί στην παρούσα εργασία. Στον πολυμορφισμό C677T
η κυτοσίνη στη θέση 677 αντικαθίσταται από μία θυμίνη στο εξόνιο 4 του γονιδίου
MTHFR. Η αλλαγή αυτή προκαλεί την αντικατάσταση μιας αλανίνης από μια βαλίνη
στη θέση 222 της πρωτεΐνης του ενζύμου MTHFR, με αποτέλεσμα το ένζυμο να
38
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
υφίσταται μερική απώλεια της καταλυτικής του δραστικότητας και να καθίσταται
θερμοευαίσθητο in vitro. Η μείωση της ενζυμικής δραστικότητας του MTHFR, στους
φορείς του MTHFR 677Τ αλληλομόρφου και κυρίως στους MTFIFR 677ΤΤ
ομοζυγώτες, προκαλεί χαμηλότερα επίπεδα φυλλικού οξέος στο πλάσμα αποτέλεσμα
την ελάττωση της διαθεσιμότητας της μεθειονίνης και την αύξηση των επιπέδων της
ομοκυστέΐνης στο πλάσμα. Έτσι λοιπόν, η υπομεθυλίωση του DNA κάτω από
συνθήκες ανεπάρκειας φυλλικού οξέος έχει συσχετιστεί με αυξημένη επικινδυνότητα
καρκινογένεσης. Επίσης η αντικατάσταση C677T έχει συσχετιστεί με αυξημένο
κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και με εμφάνιση υψηλής αρτηριακής πίεσης κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.100
39
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
2. Σκοπός της Εργασίας
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εντόπιση γενετικών δεικτών στον
ελληνικό πληθυσμό οι οποίοι στο μέλλον θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως
βιοδείκτες για την προληπτική αντιμετώπιση γενετικά προδιαθέσιμων παχύσαρκων
ατόμων σχετικά με την εμφάνιση του Μεταβολικού συνδρόμου. Θα διερευνηθεί η
προδιάθεση σε δύο επιμέρους πτυχές του Μεταβολικού συνδρόμου:
ΐ. Την ομοιόσταση της ενέργειας μέσω των γονιδίων της απολιποπρωτεΐνης
CIII και της Ν5,Ν10-μεθυλενοτετραλϋδροφυλλικής αναγωγάσης.
Μεταλλάξεις στο γονίδιο της απολιποπρωτεΐνης CIII έχουν σχετιστεί με
την εμφάνιση υψηλών επιπέδων τριγλυκεριδίων και δυσλιπιδαιμία ενώ η
αναγωγάση του Ν5,Ν10-μεθυλενοτετραλϋδροφυλλικού αποτελεί το κύριο
ένζυμο στο μεταβολισμό του φυλλικού οξέος και η μείωση της
ενεργότητας της, που προκύπτει από την μετάλλαξη, σχετίζεται με αύξηση
της ομοκυστείνης και αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αγγειακών
παθήσεων π.χ. αθηροσκλήρυνση.
ϋ. Την φλεγμονώδη διεργασία και αντίσταση στην ινσουλίνη μέσω των
γονιδίων της ιντερλευκίνης 6 και του παράγοντα νέκρωσης των όγκων -
άλφα, που πιθανόν αποτελούν τον σημαντικότερο παθοφυσιολογικό
μηχανισμό που συνδέει την παχυσαρκία με το μεταβολικό σύνδρομο και
συχνά είναι εγκατεστημένη από την παιδική ηλικία.
40
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3. Υλικά και μέθοδοι
3.1 Συλλογή δειγμάτων
Συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν 90 δείγματα ατόμων από την Α' Παιδιατρική
Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Η Αγία Σοφία” καθώς
και από Διατροφολογικά κέντρα της Κεντρικής Ελλάδας. Τα δείγματα που
χρησιμοποιήθηκαν για απομόνωση DNA και περαιτέρω έρευνα ήταν είτε σε μορφή
αίματος είτε το δείγμα πάρθηκε από βλεννογόνο παρειάς. Τα δείγματα που
επιλέχθηκαν για την έρευνα, αναλύθηκαν για τη συλλογή πληροφοριών και την
κατάταξη των ατόμων σε δύο αμάδες: άτομα με Μεταβολικό σύνδρομο και άτομα
χωρίς Μεταβολικό σύνδρομο.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των ατόμων σε
πάσχοντες ή μη από Μεταβολικό σύνδρομο ήταν από τον ορισμό της αναθεωρημένης
έκδοσης του NCEP ATP III (Εθνική Οργάνωση Επιμόρφωσης για τη Χοληστερόλη
(National Cholesterol Education Program). Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, για
την κατάταξη ενός ατόμου ως ασθενή μεταβολικού συνδρόμου θα πρέπει να
παρουσιάζει τουλάχιστον 3 από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 1.Δείκτης μάζας
σώματος (body mass index, ΒΜΙ) >30 kg/m, 2.Ιστορικό υπέρτασης ή αρτηριακή
πίεση >140/90 mm Hg, 3.Επίπεδα γλυκόζης στο αίμα >110 mg/dl. 4.Επίπεδα
τριγλυκεριδίων στο πλάσμα >150 mg/dl, 5.HDL χοληστερόλη < 40 mg/dl (50 mg/dl
για γυναίκες).
Από τα άτομα που επιλέχθηκαν, 30 άτομα κατηγοριοποιήθηκαν ως άτομα με
Μεταβολικό σύνδρομο και 60 άτομα παχύσαρκα/υπέρβαρα, χωρίς κλινικά ή
εργαστηριακά σημεία Μεταβολικού συνδρόμου επιλέχθηκαν ως άτομα ελέγχου. Όλοι
οι συμμετέχοντες στην παρούσα μελέτη έδωσαν την έγγραφη συγκατάθεση τους για
τη συμμετοχή τους στην ερευνητική μελέτη.
3.2 Ανθρωπομετρικές Μετρήσεις
Το σωματικό βάρος των ατόμων μετρήθηκε με ζυγαριά ακρίβειας στο
πλησιέστερο 0,1 Kg και το ύψος μετρήθηκε με προσαρμοσμένο αναστημόμετρο στο
πλησιέστερο 0,5 cm. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index, ΒΜΙ)
υπολογίστηκε με τον τύπο ΒΜΙ=Βάρος (Κ§)/Ύψος (m ).
41
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Η περιφέρεια μέσης και ισχίων μετρήθηκε με πλαστική μεζούρα στο πλησιέστερο
0,1 cm Η περιφέρεια μέσης μετρήθηκε απουσία ρουχισμού, στο μέσο της απόστασης
μεταξύ του τελευταίου πλευρού και του άκρου του λαγόνιου οστού, περίπου στο
ύψος του αφαλού. Η περιφέρεια ισχίων μετρήθηκε στο σημείο που παρουσίαζε τη
μεγαλύτερη περίμετρο.
Η κατηγοριοποίηση των ατόμων σε υπέρβαρα και παχύσαρκα έγινε σύμφωνα
με τις τιμές του ΒΜΙ που έχει υιοθετήσει η Διεθνής Ομάδα Δράσης για την
Παχυσαρκία (IOTF).
3.3 Εργαστηριακές Αναλύσεις
Οι εργαστηριακές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα άτομα που
συμμετείχαν στη μελέτη είναι οι εξής:
Γενική εξέταση αίματος: αιματοκρίτης, αιμοσφαιρίνη, λευκά και ερυθρά
αιμοσφαίρια, μέσος όγκος ερυθρών (MCV), μέση αιμοσφαιρίνη ερυθρών (MCH),
μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης ερυθρών (MCHC)
Βιοχημικές εξετάσεις: γλυκόζη ορού, ολική χοληστερόλη ορού, HDL
χοληστερόλη, τριγλυκερίδια ορού
3.4 Πίεση Αίματος
Η συστολική και διαστολική πίεση των ατόμων μετρήθηκε σε φάση ηρεμίας
με χειροκίνητο σφυγμομανόμετρο τύπου FOCAL.
3.5 Απομόνωση DNA
Το πρώτο βήμα στη μελέτη των δειγμάτων μας συνίσταται στη σωστή
απομόνωση DNA από τα κύτταρα του αίματος ή από κύτταρα βλεννογόνου παρειάς.
Μία αποτελεσματική μέθοδος απομόνωσης θα πρέπει να δίνει επαρκή ποσότητα
DNA αλλά, επίσης, το DNA θα πρέπει να είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή να είναι
άθικτο και όχι σπασμένο σε μικρά κομμάτια.
Σκοπός της συγκεκριμένης διαδικασίας που χρησιμοποιήθηκε ήταν η απομόνωση
πυρηνικού DNA χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο επώασης με πρωτεϊνάση Κ.101
42
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3.5.1 Πρωτόκολλο απομόνωσης DNA από αίμα
1. Αναμιγνύεται 0,5 ml αίμα και 1 ml SSC lx.Ανακινούνται έντονα με vortex. Ακολουθεί φυγοκέντρηση 13000 rpm 3 min στους 4°C.Απομάκρυνση 1 ml υπερκείμενου. Προσθήκη 1 ml SSC lx. Ανακινούνται έντονα με vortex και στη συνέχεια φυγοκέντρηση 13000 rpm 3 min στους 4°C.
2. Απομάκρυνση υπερκείμενου. Προσθήκη 0.5 ml NaOAc 0.2Μ, vortex και στη συνέχεια προσθήκη 50 μΐ SDS 5% και 5 μΐ πρωτεϊνάσης Κ. Επώαση για 1 ώρα στους 55° C. Ανακίνηση δειγμάτων κάθε 15 min.
3. Προσθήκη 0,5 ml φαινόλης και 0,5 ml χλωροφορμίου - ισοαμυλικής αλκοόλης (24V:1V). Ανάδευση σε vortex και φυγοκέντρηση 13000 rpm 10 min στους 4°C.
4. Το υπερκείμενο μεταφέρεται σε νέα eppendorfs. Προσθήκη 1 ml χλωροφορμίου - ισοαμυλικής αλκοόλης. Ανάδευση σε vortex και φυγοκέντρηση 13000 rpm 5 min στους 4°C.
5. Μεταφορά το υπερκειμένου σε νέα eppendorfs. Προσθήκη 1 ml ισοπροπανόλης. Ανακίνηση και επώαση στους -20° C για 15 min. Ακολουθεί φυγοκέντρηση 13000 rpm 20 min στους 4°C.
6. Απομάκρυνση υπερκείμενου. Προσθήκη 1 ml παγωμένης αιθανόλης 70%.
Φυγοκέντρηση 13000 rpm 10 min.
7. Απομάκρυνση υπερκείμενου. Ξήρανση για 1 hour στους 37° C.
8. Προσθήκη 100 μΐ ddH20 για διάλυση του ιζήματος.
9. To DNA φυλάσσεται στους 4°C για άμεση χρήση ή στους -20 °C για
μελλοντική χρήση.
3.5.2 Πρωτόκολλο απομόνωσης DNA από βλεννογόνο παρειάς
1. Στα eppendorfs που περιέχουν τα βουρτσάκια προστίθεται 0.5 ml NaOAc0.2Μ, vortex και στη συνέχεια προσθήκη 50 μΐ SDS 5% και 5 μΐ πρωτεϊνάση Κ. Επώαση για 1 ώρα στους 55° C με συνεχή ανακίνηση (τοποθετούμε τα eppendorfs στον αναδευτήρα)
2. Τα βουρτσάκια αφαιρούνται με τσιμπίδα που απολυμαίνεται μετά από κάθε δείγμα.
Η απομόνωση συνεχίζεται όπως παραπάνω μεταβαίνοντας στο βήμα 3.
43
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Τα διαλύματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της απομόνωσης είναι τα
εξής:
10% SDS:
10 gr Sodium Dodecyl Sulphate
ddH20 ως τα 100 ml (θέρμανση για επιτάχυνση της διάλυσης)
Ρύθμιση του pH σε 7,2 χρησιμοποιώντας σταγόνες HC1
20x SSC:
175.4 gr NaCl 3Μ
88.2 gr Sodium Chloride-Citrate 0.3M
Προσθήκη ddH20 ως τα 1000 ml
Διαμόρφωση pH σε 7 χρησιμοποιώντας HC1
3Μ Sodium Acetate:
40,81 gr Sodium Acetate (NaOAc)
Προσθήκη ddH20 ως τα 100 ml
Ρύθμιση pH σε 5.2 με οξικό οξύ
Όπως φαίνεται παραπάνω, αρχικά, χρησιμοποιείται Sodium Dodecyl Sulphate
(SDS) για το σπάσιμο των κυττάρων. Στη συνέχεια, ακολουθεί το διάλυμα Sodium
Chloride-Citrate (SSC) το οποίο είναι ένα ιονικό απορρυπαντικό που χρησιμοποιείται
για τη διάσπαση της πυρηνικής μεμβράνης αλλά και για την αποδιάταξη των
πρωτεϊνών με αποτέλεσμα την προστασία του DNA από τις νουκλεάσες. Στη
συνέχεια, η χρήση της πωτεϊνάσης Κ προκαλεί την πέψη των πρωτεϊνών. Η φαινόλη
χρησιμοποιείται για την αποδιάταξη των πρωτεϊνών αλλά και για το διαχωρισμό
μεταξύ λιπιδίων, πρωτεϊνών και νουκλεικών οξέων. Με το διάλυμα της φαινόλης να
είναι σε pH μεγαλύτερο του 7, το DNA μέσα σε ένα όξινο περιβάλλον κατανέμεται
στην υπερκείμενη υδατική φάση. Το χλωροφόρμιο καθιστά ευκολότερο το
διαχωρισμό λόγω μεγάλης πυκνότητας, μετουσιώνει τις πρωτεΐνες αλλά, επίσης, είναι
σε θέση να απομακρύνει τη διαλυμένη φαινόλη από την υδατική φάση. Η ισοαμυλική
αλκοόλη χρησιμοποιείται για την σταθεροποίηση του χλωροφορμίου. Η
ισοπροπανόλη κατακρημνίζει το DNA και στη συνέχεια η χρήση της αιθανόλης 70%
πραγματοποιείται διότι το DNA παραμένει αδιάλυτο στους παραπάνω οργανικούς
διαλύτες.
44
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3.5.3 Έλεγγ(κ αποιιόνωσης του DNA:
Μπορούμε να ελέγξουμε ποιοτικά και ποσοτικά το αποτέλεσμα της απομόνωσης
με ηλεκτροφόρηση σε 1% αγαρόζης και με φωτομέτρηση, αντίστοιχα.
Μετά την μέτρηση της απορρόφησης στα 260nm και 280nm στο
φασματοφωτόμετρο καθορίζεται η συγκέντρωση και η καθαρότητα του
απομονωμένου DNA. Το διάλυμα που θα φωτομετρηθεί είναι αραιωμένο ως εξής: 1
ml δείγματος DNA σε 49 ml ddTEO. Η τιμή της απορρόφησης στα 260nm (OD260)
αντιστοιχεί στη συγκέντρωση του DNA στο δείγμα ενώ η τιμή της απορρόφησης στα
280nm (OD280) αντιστοιχεί στη ποσότητα των προσμίξεων σε πρωτεΐνες που
υπάρχουν στο δείγμα. Από τα παραπάνω προκύπτει ο λόγος OD26o/OD28o ο οποίος
είναι δείκτης της καθαρότητας του απομονωμένου DNA και πρέπει να παίρνει τιμές
μεταξύ 1,80-2,00. Αν ο λόγος OD260/OD280 είναι πολύ μικρότερος απ’ ότι πρέπει τότε
το δείγμα περιέχει αρκετή ποσότητα φαινόλης ή πολλές πρωτεΐνες. Στο φωτόμετρο
που χρησιμοποιήθηκε στο εργαστήριο ( UV-Vis της Eppendorf) ο λόγος των
απορροφήσεων εμφανίζονται αυτόματα στην οθόνη κατά τη διαδικασία της
φωτομέτρησης των δειγμάτων.
3.6 Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR)
Η PCR χρησιμοποιείται για να ενισχυθεί ένα μικρό, καλά προσδιορισμένο τμήμα
ενός κλώνου DNA. Αυτό το τμήμα μπορεί να είναι ένα απλό γονίδιο, ή απλά ένα
τμήμα ενός γονιδίου. Σε αντίθεση με τους ζωντανούς οργανισμούς, η τεχνική της
PCR μπορεί να αντιγράψει μόνο μικρά τμήματα DNA, συνήθως μέχρι 10 kb.
Συγκεκριμένες μέθοδοι μπορούν να αντιγράψουν τμήματα μεγέθους μέχρι 47 kb, που
όμως δεν παύει να είναι πολύ μικρότερο από το χρωμοσωμικό DNA ενός
ευκαρυωτικού κυττάρου. Για παράδειγμα, ένα ανθρώπινο κύτταρο περιέχει περίπου
τρία δισεκατομμύρια ζεύγη βάσεων.102
Η πραγματοποίηση μίας PCR απαιτεί τα παρακάτω συστατικά:
• Τον κλώνο DNA, που περιέχει την περιοχή του τμήματος DNA που θα
ενισχυθεί
45
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
• Δύο εκκινητές, που προσδιορίζουν την αρχή και το τέλος της περιοχής
που θα ενισχυθεί
• Την Taq πολυμεράση, μία DNA πολυμεράση, που αντιγράφει την
περιοχή που θα ενισχυθεί
• Τριφωσφορικά - δεοξυριβονουκλεοτίδια (deoxynucleotides-
triphosphate, dNTP’s) από τα οποία η DNA πολυμεράση χτίζει το νέο
DNA
• Διάλυμα (buffer), που παρέχει το κατάλληλο χημικό περιβάλλον για την
βέλτιστη λειτουργία της DNA πολυμεράσης.
Εικόνα 11: Σχηματική απεικόνιση του κύκλου της PCR (1) Αποδιάταξη στους 94-96°C. (2) Υβριδισμός στους (π.χ.) 68° C. (3) Επιμήκυνση στους 72° C(Ρ=Polymerase-IΊολυμεράση). (4) Ο πρώτος κύκλος έχει ολοκληρωθεί. Οι δύο νέοι κλώνοι θα αποτελόσουν το εκμαγείο για τον επόμενο κύκλο, διπλασιάζοντας έτσι την ποσότητα του DNA που αντιγράφεται σε κάθε νέο κύκλο.102
46
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Η τεχνική της PCR εκτελείται μέσα σε έναν θερμοκυκλοποιητή (thermal cycler).
Αυτή είναι μία μηχανή που θερμαίνει και ψύχει τους σωλήνες αντιδράσεων
αγγίζοντας έτσι τις κατάλληλες θερμοκρασίες για κάθε βήμα της αντίδρασης. Για να
αποφευχθεί η εξάτμιση του μείγματος της αντίδρασης (τυπικοί όγκοι μεταξύ 15-
1 ΟΟμΙ ανά σωλήνα), ένα θερμαινόμενο καπάκι τοποθετείται πάνω από τους σωλήνες
αντίδρασης ή μία στρώση λαδιού μπαίνει στην επιφάνεια του μείγματος της
αντίδρασης.102
Η διαδικασία της PCR συνήθως αποτελείται από μία σειρά από είκοσι έως
τριάντα πέντε κύκλους. Κάθε κύκλος αποτελείται από τρία βήματα (Εικόνα 11).
1. Το δίκλωνο DNA πρέπει να θερμανθεί στους 94-96°C (ή στους
98°C αν χρησιμοποιείται μία ιδιαίτερα θερμοσταθερή πολυμεράση) έτσι ώστε
να διαχωριστούν οι κλώνοι. Αυτό το στάδιο ονομάζεται αποδιάταξη
(denaturation). Σπάνε οι δεσμοί υδρογόνου που συνδέουν τους δύο κλώνους
του DNA. Πριν από το πρώτο βήμα, το DNA συχνά αποδιατάσσεται για
εκτεταμένο χρόνο έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κλώνοι του DNA αλλά και
οι εκκινητές έχουν διαχωριστεί και είναι όλοι μονόκλωνοι. Χρόνος: συνήθως
1-2 λεπτά, αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι και 5 λεπτά. Επίσης μερικές
πολυμεράσες ενεργοποιούνται σε αυτό το στάδιο.
2. Αφού αποχωριστούν οι κλώνοι του DNA, η θερμοκρασία
μειώνεται για να προσδεθούν οι εκκινητές σε μονόκλωνο DNA. Το στάδιο
αυτό ονομάζεται υβριδισμός (annealing). Η θερμοκρασία στο στάδιο αυτό
εξαρτάται από τους εκκινητές και είναι συνήθως 5°C χαμηλότερα από την
θερμοκρασία τήξης τους (45-60°C). Μία λάθος θερμοκρασία στην διάρκεια
του σταδίου του υβριδισμού μπορεί να καταλήξει στην μη πρόσδεση των
εκκινητών στο DNA ή στην τυχαία πρόσδεσή τους. Χρόνος: 1-2 λεπτά.
3. Τέλος, η DNA πολυμεράση πρέπει να αντιγράψει του κλώνους
του DNA. Ξεκινάει από τον υβριδισμένο εκκινητή και συνεχίζει κατά μήκος
του κλώνου του DNA. Το στάδιο αυτό ονομάζεται επιμήκυνση (elongation). Η
θερμοκρασία επιμήκυνσης εξαρτάται από τις πολυμεράσες. Ο χρόνος αυτού
του σταδίου εξαρτάται τόσο από την πολυμεράση όσο και από το μήκος του
τμήματος του DNA που θα ενισχυθεί. Ένας απλός εμπειρικός κανόνας που
ακολουθείται σε αυτή την περίπτωση είναι 1 λεπτό ανά 1000 ζεύγη βάσεων.
Ένα τελικό στάδιο επιμήκυνσης χρησιμοποιείται συχνά μετά τον τελευταίο
47
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
κύκλο για να διασφαλιστεί η αντιγραφή των τελευταίων μονόκλωνων DNA.
Αυτό διαφέρει από τα άλλα στάδια επιμήκυνσης, μόνο στο ότι είναι πιο
παρατεταμένο, συνήθως 10-15 λεπτά.102
Στον πίνακα 2 φαίνονται οι συνθήκες της διαδικασίας PCR που
χρησιμοποιήθηκαν για το κάθε ένα από τα 5 γονίδια που αναλύθηκαν κατά τη
διάρκεια της μελέτης. Τα αντιδραστήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την
αντίδραση PCR είχαν τις εξής αρχικές συγκεντρώσεις: Buffer lx, dNTPs
10mM each, primers: 50 pmol/μΐ, και Taq πολυμεράση 5u/pl.
Γονίδια Συνθήκες PCR [MgClz] Μέγεθοςπροϊόντων
IL6
G634C95° C -» 5min 95° C —» 45 sec' 57 ° C —► 45 sec 72° C —> 45 sec 12° C —» 10 min
„ 34 κύκλοι
1,5 mM 182 bp
IL 6 G174C
95° C -♦ 5 min 95° C —» 45 sec' 57° C —> 45 sec 72° C-> 45 sec 72° C—> 10 min
» 34 κύκλοι
1,5 mM 198 bp
TNFG308A
95° C — 5min 95° C — 45 sec- 570 C-> 45 sec 72°C —* 45 sec 72° C—> 10 min
» 34 κύκλοι
1,5 mM 228 bp
APOC33175G
95° C > 5min 95° C —> 45 sec' 59°C 45 sec72°C —► 45 sec 72° C —> 10 min
» 34 κύκλοι
2 mM 428 bp
MTHFRC677T
95° C —* 5min 95° C —> 45 sec~| 55°C^45 sec 72° C-* 45 sec 72° C — 10 min
, 34 κύκλοι
1,5 mM 198 bp
Πίνακας 2: Οι συνθήκες PCR που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε γονίδιο και το μήκος
των ενισχυμένων τμημάτων.
3.7 Εκκινητές (primers)
Το τμήμα DNA που πρόκειται να ενισχυθεί προσδιορίζεται από τους
εκκινητές που θα επιλεχθούν. Οι εκκινητές είναι μικροί, τεχνητοί κλώνοι DNA - όχι
περισσότερο από 50 και συνήθως μόνο 17 με 30 ζεύγη βάσεων μήκος - που είναι
συμπληρωματικοί στην αρχή και στο τέλος του τμήματος DNA που θα ενισχυθεί.
Αυτοί προσδένονται στο DNA με το να προσφύονται σε αυτά τα σημεία στην αρχή
48
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
και στο τέλος, όπου η DNA πολυμεράση προσδένεται και ξεκινάει την σύνθεση του
νέου DNA κλώνου.102
Η επιλογή του μήκους των εκκινητών και η θερμοκρασία τήξης (melting
temperature, Tm) τους εξαρτάται από ένα αριθμό παραγόντων. Η θερμοκρασία τήξης
ενός εκκινητή - δεν πρέπει να συγχέεται με την θερμοκρασία τήξης του DNA στο
πρώτο βήμα της διαδικασίας PCR - προσδιορίζεται ως η θερμοκρασία στην οποία τα
μισά σημεία πρόσδεσης του εκκινητή έχουν καταληφθεί. Η θερμοκρασία τήξης
αυξάνει με το μήκος του εκκινητή. Οι εκκινητές που είναι πολύ μικροί σε μήκος θα
είχαν την ικανότητα να προσδεθούν σε πολλές θέσεις πάνω σε ένα μακρύ τμήμα
DNA, γεγονός το οποίο θα κατέληγε σε μη ειδικά αντίγραφα. Από την άλλη πλευρά
όμως, το μήκος του εκκινητή περιορίζεται από την θερμοκρασία τήξης που απαιτεί.
Θερμοκρασίες τήξης που είναι πολύ υψηλές π.χ. πάνω από 80°C, μπορούν να
προκαλέσουν προβλήματα αφού η DNA πολυμεράση είναι λιγότερο ενεργή σε
τέτοιες θερμοκρασίες. Το βέλτιστο μήκος ενός εκκινητή γενικά είναι από 17 έως 30
νουκλεοτίδια με μία θερμοκρασία τήξης ανάμεσα στους 55°C και 65°C. 102
Οι παραπάνω παράγοντες κάνουν τον σχεδίασμά των εκκινητών μία
διαδικασία ακρίβειας, το προϊόν της οποίας βασίζεται στα εξής:
■ Το περιεχόμενο σε GC (GC content) πρέπει να είναι ανάμεσα
στο 40-60%
■ Το υπολογισμένο Tm και των δύο εκκινητών που
χρησιμοποιούνται στην αντίδραση δεν πρέπει να διαφέρει >5°C και το
Tm του προϊόντος της ενίσχυσης δεν πρέπει να διαφέρει από τους
εκκινητές >10°C.
■ Η θερμοκρασία πρόσδεσης των εκκινητών είναι συνήθως 5°C
χαμηλότερα από την υπολογισμένη χαμηλότερη Tm. Ωστόσο πρέπει
να επιλέγεται εμπειρικά για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
■ Ατομικές φουρκέτες συμπληρωματικότητας >4 και διμερή >8
πρέπει να αποφεύγονται.
■ Η 3' τελική περιοχή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη περίπτωση - δεν
πρέπει να είναι συμπληρωματική με καμία περιοχή του άλλου
εκκινητή (ή ακόμη και του ίδιου του εκκινητή) που χρησιμοποιείται
στην αντίδραση και πρέπει να παρέχει σωστή συμπληρωματικότητα
στο αντίγραφο.
49
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Υπάρχουν προγράμματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που βοηθούν στον
σχεδίασμά των σωστών εκιννητών.
Στον πίνακα 3 φαίνεται η αλληλουχία εκκινητών που χρησιμοποιήθηκε για
την ενίσχυση κάθε ενός από τα γονίδια που αναλύθηκαν στη παρούσα μελέτη.
Γονίδια Αλληλουχίες ΕκκινητώνIL 6 G634C F: 5’ GAG ACG CCT TGA AGT AAC TG 3’
R: 5’ AAC CAA AGA TGT TCT GAA CTG 3’IL6 G174C F: 5’ TGA CTT CAG CTT TAC TCT TTG T 3’
R: 5’ CTG ATT GGA AAC CTT ATT AAG 3’TNFG308A F: 5’ AGG CAA TAG GTT TTG AGG GCC AT 3’
R: 5’ TCA TCT GGA GGA AGC GGT AG 3’APOC3 3175G F: 5’ GGT GAC CGA TGG CTT CAG TTC CCT GA 3’
R: 5’ CA GAA GGT GGA TAG AGC GCT GGC CT 3’MTHFR C677T F: 5’ TGA AGG AGA AGG TGT CTG CGG GA 3’
R: 5’ AGG ACG GTG CGG TGA GAG TG 3’
Πίνακας 3: Οι αλληλουχίες των εκκινητών που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε γονίδιο στην αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης
3.8 Ηλεκτροφόρηση σε πηκτή αγαρόζης
Για να ληφθούν τα αποτελέσματα της αντίδρασης PCR σε μία μορφή η οποία
να μπορεί να αναλυθεί, ηλεκτροφορείται το προϊόν της σε μία πηκτή αγαρόζης. Βάση
αυτής της τεχνικής διαχωρίζονται σε μία πηκτή, με την βοήθεια ηλεκτρικού
δυναμικού, διαφορετικού μεγέθους τμήματα DNA. Η τεχνική βασίζεται στον
διαχωρισμό των μορίων DNA μόνο βάσει μεγέθους ενώ απαιτεί σχετικά μεγάλες
ποσότητες DNA και είναι ανίκανη να διακρίνει μικρές αλλαγές στο μέγεθος ενός
DNA μορίου. Οι φωσφορικές ομάδες που σχηματίζουν το σκελετό σακχάρου-
φωσφορικής ομάδας σε κάθε κλώνο του DNA παρέχουν ένα μεγάλο βαθμό
αρνητικού φορτίου. Ένα μικρό τμήμα DNA θα έχει μικρότερο αρνητικό φορτίο από
ένα μεγαλύτερο τμήμα, αφού αυτό περιέχει λιγότερες φωσφορικές ομάδες. Το ολικό
φορτίο, όμως, ανά μονάδα μήκους και για το μικρό και για το μεγάλο τμήμα DNA
είναι το ίδιο. Έτσι αν εφαρμοζόταν ηλεκτρικό ρεύμα σε ένα δείγμα από μικρό και
μεγάλο τμήμα DNA σε ελεύθερο διάλυμα, θα μετακινούνταν και τα δύο προς το
θετικό ηλεκτρόδιο (άνοδος) με τον ίδιο ρυθμό, υποθέτοντας ότι η τριβή είναι
αμελητέα στο ελεύθερο διάλυμα. Επομένως, ένας μηχανισμός με τον οποίο τα μόρια
50
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
του DNA θα μπορούσαν να διαχωριστούν θα ήταν να αυξηθεί η ποσότητα της τριβής
έτσι ώστε τα μικρά τμήματα DNA να κινούνται προς την άνοδο γρηγορότερα έχοντας
το πλεονέκτημα του ότι έχουν λιγότερη τριβή από τα μεγαλύτερα τμήματα DNA. Το
τρέξιμο των τμημάτων DNA μέσα από μία πηκτή μπορεί να παρέχει την απαραίτητη
τριβή για τον διαχωρισμό των τμημάτων DNA διαφορετικών μεγεθών. Κατά τη
διάρκεια της ηλεκτροφόρησης η πηκτή υποβάλλεται σε ένα συνεχές ηλεκτρικό πεδίο
και το DNA κινείται προς το θετικό ηλεκτρόδιο (άνοδος) (Εικόνα 12).
Η αγαρόζη, η οποία χρησιμοποιείται για την κατασκευή μιας πηκτής, είναι
ένα φυσικό κολλοειδές που εξάγεται από τα φύκι. Είναι ένας γραμμικός
πολυσακχαρίτης φτιαγμένος από την βασική επαναλαμβανόμενη μονάδα
αγαροβιόζης, που αποτελείται από μονάδες γαλακτόζης και 3,6- αφυδρογαλακτόζης.
Τα τμήματα DNA πρέπει να σηματοδοτηθούν ώστε να γίνουν ορατά. Ο πιο
κοινός τρόπος σηματοδότησης των τμημάτων συμπεριλαμβάνει τη χρήση
βρωμιούχου αιθιδίου. Το βρωμιούχο αιθίδιο είναι ένα επίπεδο δυσδιάστατο μόριο που
έχει την δυνατότητα να παρεμβάλλεται ανάμεσα στα στοιβαγμένα ζεύγη βάσεων του
DNA. Η πρόσδεση του βρωμιούχου αιθιδίου στο DNA καταλήγει στην διαστροφή
της δομής της διπλής έλικας και στην τοπική αποδιάταξη της έλικας. Το βρωμιούχο
αιθίδιο μπορεί να προσδεθεί πολύ καλά στο δίκλωνο DNA, αλλά πολύ πιο ασθενώς
στο μονόκλωνο DNA και RNA. Φωτίζοντας τη πηκτή με υπεριώδες φως (260-
300nm) καταλήγει στον φθορισμό του βρωμιούχου αιθιδίου, και έτσι το DNA103φαίνεται πάνω στη πηκτή σαν μπάντες φθορισμού.
DNA fragments migrate from the negative end to the positive end of the gel
+ Positive Eiectrode
Εικόνα 12: Σχηματική αναπαράσταση της διαδικασίας της ηλεκτροφόρησης104
51
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Χρησιμοποιώντας πηκτή αγαρόζης επιτυγχάνεται άριστος διαχωρισμός των
μορίων DNA εύρους 200 - 15000 bp. Η ηλεκτροφορητική κινητικότητα του DNA
στα πηκτώματα αγαρόζης εξαρτάται κυρίως από τέσσερις παράγοντες:
• Το μέγεθος του DNA. Τα γραμμικά δίκλωνα DNA κινούνται με ρυθμό
αντιστρόφως ανάλογο του log του μοριακού βάρους.
• Τη στερεοδιάταξη του DNA. To DNA μπορεί να βρίσκεται σε
διαφορετικές μορφές (υπερελεικωμένη κυκλική μορφή, ανοικτή
κυκλική μορφή, γραμμικό DNA) οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετική
ηλεκτροφορητική κινητικότητα. Οι κινητικότητες των παραπάνω
μορφών επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Κάτω από ορισμένες
συνθήκες μπορεί να κινείται πιο γρήγορα η πρώτη μορφή σε σχέση με
τις άλλες δύο. Κάτω, όμως, από άλλες συνθήκες μπορεί μία άλλη
μορφή να κινείται γρηγορότερα.
• Τη συγκέντρωση αγαρόζης. Όπως είναι λογικό, η κινητικότητα ενός
κομματιού DNA διαφέρει σε πηκτώματα διαφορετικής συγκέντρωσης
αγαρόζης. Χρησιμοποιώντας πηκτώματα διαφορετικών
συγκεντρώσεων μπορούμε να διαχωρίσουμε διάφορα μεγέθη DNA.
• Την ένταση του ρεύματος. Σε χαμηλή τάση η κινητικότητα γραμμικών
κομματιών DNA είναι ανάλογη με τα volts που χρησιμοποιούνται
κατά τη διάρκεια της ηλεκτροφόρησης. Αν αυξήσουμε την ένταση του
ηλεκτρικού ρεύματος, η κινητικότητα κομματιών DNA αυξάνεται με
διαφορετικό συντελεστή για κάθε κομμάτι DNA.103
Για την παρασκευή της πηκτής 2% ζυγίζεται η απαραίτητη ποσότητα
αγαρόζης με βάση τον όγκο του διαλύματος που χρειάζεται και τοποθετείται σε μία
κωνική φιάλη μαζί με τον απαιτούμενο όγκοδιαλύματος TAE lx. Αφού θερμανθούν
και μετά από ανάδευση κατά διαστήματα, η αγαρόζη θα διαλυθεί και στη συνέχεια θα
προσθέσουμε βρωμιούχο αιθίδιο σε τελική συγκέντρωση lmg/ml. Έπειτα, θα
μεταφερθεί το διάλυμα στο καλούπι, το οποίο εκ των προτέρων έχει ετοιμαστεί, όπου
η αγαρόζη θα κρυώσει και η πηκτή θα πολυμεριστεί και θα στερεοποιηθεί.
Κατά τη διάρκεια της ηλεκτροφόρησης είναι απαραίτητη η χρήση loading
buffer. To loading buffer είναι ένα διάλυμα το οποίο προσδίδει βάρος στο δείγμα
ώστε να εισαχθεί ευκολότερα στα πηγαδάκια του πηκτώματος αλλά καθιστά και το
52
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
δείγμα ορατό ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ηλεκτροφόρησης.
Χρησιμοποιήθηκε 3 μΐ loading buffer για κάθε 5 μΐ δείγματος. Το μείγμα
τοποθετείται στα πηγαδάκια του πηκτώματος και αφού ταυτόχρονα τοποθετήθηκε και
ένας μάρτυρας μοριακών βαρών (ladder) σε ένα από τα πηγαδάκια της πηκτής
ξεκινήσαμε την ηλεκτροφόρηση (110V). Μετά το τέλος της ηλεκτροφόρησης
ακολουθεί παρατήρηση σε λάμπα υπεριώδους φωτός.
Τα διαλύματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της ηλεκτροφόρησης
είναι τα εξής:
ΤΑΕ 5Οχ (500 ml)
121 gr Tris base
28.5 ml Acetic acid
50ml EDTA 0,5M
ddH20 ως τα 500 ml
Loading Buffer 6x
1 ml Bromophenol blue 1% w/v
1 ml TBE lOx
5 ml Glycerol 100%
ddH20 ως τα 100 ml
3.9 Καθαρισμός PCR προϊόντων
Μετά το τέλος της PCR θέλουμε το ενισχυμένο προϊόν πρέπει να καθαριστεί
από υπολείμματα εκκινητών, ενζύμων (Taq πολυμεράση), buffer κ.α. Για αυτό το
λόγο εφαρμόστηκε το παρακάτω πρωτόκολλο καθαρισμού:
1. Αναμιγνύεται 30 μΐ Η20 με 20 μΐ PCR product έτσι ώστε ο όγκος του
διαλύματος να είναι 50 μΐ διάλυμα.
2. Προστίθεται 25 μΐ phenol και 25 μΐ chloroform (προσθέτουμε δηλαδή ‘Λ
του όγκου του δ/τος phenol και !4 του όγκου του δ/τος chloroform).
Φυγοκέντρηση 8000 rpm για 5 min.
3. Μεταφέρεται το υπερκείμενο σε νέα eppendorfs και προστίθεται 50 μΐ
chloroform. Φυγοκέντρηση 8000 rpm για 5 min.
4. Μεταφέρεται το υπερκείμενο σε νέα eppendorfs και προστίθεται 0,1
volume sodium acetate pH 5.5 (5 μΐ) και 2 volumes 100% EtOH (125 μΐ).
Ανάδευση για να γίνει ομοιογενές. -20ο C overnight ή -80ο C για 15-20
min.
5. Φυγοκέντρηση 12000 rpm για 15 min.
53
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
6. Αφαιρείται το υπερκείμενο και η πελέτα αφήνεται να ξεραθεί στους 37ο C
για lh -l,5h.
7. Επαναδιάλυση του DNA σε 20 μΐ ddH20.
3.10 Πέψη DNA με ένζυμα περιορισμού
Τα ένζυμα περιορισμού (restriction enzymes) είναι ένζυμα που
απομονώθηκαν από διάφορους προκαρυωτικούς οργανισμούς, κυρίως βακτήρια. Τα
ένζυμα περιορισμού προστατεύουν τους μικροοργανισμούς αυτούς από την εισβολή
ξένου DNA, και έχουν ως ιδιότητα να πέπτουν το DNA σε συγκεκριμένες
αλληλουχίες. Η προστασία του πυρηνικού DNA του ξενιστή (host) από τα ένζυμα
περιορισμού χαρακτηρίζεται από τροποποιήσεις που επιφέρουν στις θέσεις στόχους
αυτών.
Υπάρχουν δυο κύριες ομάδες ενζύμων περιορισμού. Η πρώτη ομάδα
περιλαμβάνει τα ένζυμα που δημιουργούν κολλώδη μονόκλωνα άκρα (sticky ends). Η
δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει ένζυμα που δημιουργούν μη κολλώδη δίκλωνα άκρα
(blunt ends). Σχεδόν όλα τα ένζυμα περιορισμού αναγνωρίζουν παλίνδρομες θέσεις
στις οποίες η αλληλουχία στον κάθε κλώνο είναι η ίδια όταν διαβάζεται στην
κατεύθυνση 5’ προς 3’. Οι ενδονουκλεάσες περιορισμού μπορεί να τεμαχίζουν το
DNA σε σημεία που βρίσκονται εντός ή κοντά στην αλληλουχία αναγνώρισης αλλά
και σε σημεία που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από το σημείο αναγνώρισης. Τα
περισσότερα ένζυμα περιορισμού λειτουργούν ως διμερή, αποτελούμενα από δύο
πανομοιότυπες υπομονάδες που εφαρμόζουν στο DNA με τέτοιο τρόπο, ώστε ο
άξονας της αμφίπλευρης συμμετρίας τους να συμπίπτει με αυτόν της αλληλουχίας
αναγνώρισης. Το ένζυμο κινείται κατά μήκος του DNA και, όταν φτάσει στην
αλληλουχία-στόχο, κόβει τους δύο κλώνους.
Τα ένζυμα περιορισμού αναγνωρίζουν συγκεκριμένες αλληλουχίες τεσσάρων
έως οκτώ ζευγών βάσεων. Οι αλληλουχίες που υπάρχουν στο γενετικό υλικό του
ίδιου του βακτηρίου που παράγει το ένζυμο προστατεύονται από τον τεμαχισμό λόγω
της μεθυλίωσης μιας τριφωσφορικής αδενοσίνης ή τριφωσφορικής κυτοσίνης. Οι
αλληλουχίες που προέρχονται από “ξένο” DNA, εκτός δηλαδή του ίδιου του
βακτηρίου, δεν είναι μεθυλιωμένες άρα αναγνωρίζονται και τεμαχίζονται από τα
ένζυμα περιορισμού.106
54
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Γονίδια Ένζυμα πέψης Συνθήκες πέψης Προϊόντα πέψηςIL 6 G634C BsrBI 37° C 122 bp, 60 bpIL6G174C Lwel (SfaNI) 37° C 140 bp, 58 bpTNFG308A Ncol 37° C 208 bp, 20 bpAP0C33175G SacI 37° C 160 bp, 268 bpMTHFR C677T Hinfl 37° C 176 bp, 22 bp
Πίνακας 4: Συνθήκες και μήκη των τμημάτων που προκύπτουν μετά την πέψη με το κάθε περιοριστικό ένζυμο για κάθε ένα από τα γονίδια
Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν 5 διαφορετικά ένζυμα περιορισμού
για τους ισάριθμους πολυμορφισμούς γονιδίων που μελετήθηκαν. Στον πίνακα 4
παρατίθενται τα ένζυμα που χρησιμοποιήθηκαν ενώ στον πίνακα 5 παρατίθενται τα
αντιδραστήρια και οι ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν για την αντίδραση πέψης.
Τέλος, από τον πίνακα 6 παρατηρούνται οι περιοχές αναγνώρισης των ενζύμων.
Αντιδραστήρια Τελικέςσυγκεντρώσεις
Ποσότητες
PCR προϊόν - 10 μΐBuffer lOx lx 1,5 μΐΈνζυμο lOu/μΙ 2u 0,2 μΐddH20 - 8,3 μΐΤελικός όγκος - 20 μΐ
Πίνακας 5: Συστατικά αντίδρασης πέψης με ένζυμο περιορισμού
Γονίδια Ένζυμα πέψης Περιοχή αναγνώρισης1L6G634C BsrBI 5'... C CGTCTC... 3'
3'... GGCpAG,.. 5'Κόβει παρουσία του Gαλληλομόρφου
IL6G174C Lwel (SfaNI) 5...GCATC (N)5v..,3- 3'.,. CG T AG (N)ia. ., 5'
Κόβει παρουσία του Gαλληλομόρφου
TNF G308A Ncol 5... C#CATGG,..3' 3'... G G T A C4C ... 5'
Κόβει παρουσία του Gαλληλομόρφου
APOC33175G Sad 5... GAGCTTC. .3' 3 .. CJCGAG .5
Κόβει παρουσία του Gαλληλομόρφου
MTHFR C677T Hinfl 5. GTANTC. 3' 3'... C T N AaG ... 5'
Κόβει παρουσία του Ταλληλομόρφου
Πίνακας 6: Περιοχές αναγνώρισης των ενζύμων
55
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3.11 Πολυμορφισμός μήκους περιοριστικού τμήματος (RFLP)
Ο πολυμορφισμός μήκους περιοριστικού τμήματος (restriction fragment
length polymorphism, RFLP) αποτελεί μία τεχνική που χρησιμοποιεί περιοριστικά
ένζυμα (περιοριστικές ενδονουκλεάσες) τα όποια κόβουν το DNA στόχο, συνήθως
προϊόν προηγούμενης PCR, σε κλάσματα διαφόρου μήκους, τα οποία μπορούν να
διαχωριστούν ακολούθως με ηλεκτροφόρηση. FI τεχνική μας πληροφορεί για την
παρουσία ή απουσία ενός στόχου για ένα περιοριστικό ένζυμο, συνήθως λόγω ενός
πολυμορφισμού ή μιας συγκεκριμένης μετάλλαξης σε μια βάση. Έτσι, αφού ο
πολυμορφισμός ενός γονιδίου προκύπτει λόγω διαφορών στη νουκλεοτιδική
αλληλουχία των σημείων κοπής ή αναγνώρισης των ενζύμων περιορισμού ανάμεσα
σε διαφορετικά άτομα, ως αποτέλεσμα υπάρχει η δημιουργία τμημάτων περιορισμού
διαφορετικού μεγέθους τα οποία στη συνέχεια θα διαχωριστούν και θα ανιχνευτούν
με ηλεκτροφόρηση. Κατά την εκτέλεση της τεχνικής ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να
δοθεί στο γεγονός ότι για την επιτυχία της θα πρέπει η πέψη των τμημάτων DNA να
είναι πλήρης έτσι ώστε τα προϊόντα μερικής πέψης να μην αποτελούν πρόβλημα κατά
την ανάλυση των τμημάτων περιορισμού που θα προκύψουν από την πέψη.107
Η πληροφορία που μας παρέχει η μέθοδος αυτή δεν είναι τόσο ακριβής όσο η
ανάλυση της αλληλουχίας, αλλά είναι χρήσιμη για τον έλεγχο μιας γνωστής γενετικής
ανωμαλίας (π.χ. γονίδιο κυστικής ίνωσης) ή την παρουσία μεταλλάξεων ή
πολυμορφισμών (π.χ. ογκοκατασταλτικών γονιδίων) που μπορεί να έχουν
προδιαθεσική επίδραση στην ανάπτυξη ενός τύπου καρκίνου. Τέλος, λόγω των
διαφορών μεταξύ των ατόμων στην απόσταση μεταξύ των περιοριστικών θέσεων η
μέθοδος RFLP χρησιμοποιείται και στις δοκιμασίες επιβεβαίωσης πατρότητας.107
Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιείται ηλεκτροφόρηση των τμημάτων DNA
που προκύπτουν μετά την πέψη σε πήκτωμα ακρυλαμίδης λόγω της ικανότητας της
ακρυλαμίδης να διαχωρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα τμήματα DNA απ’ ότι
συμβαίνει σε ένα πήκτωμα αγαρόζης.
56
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
3.12 Ηλεκτροφόρηση σε 8% gel ακρυλαμίδης
Τα δείγματα του DNA για να διαχωριστούν φορτώνονται σε πηκτή
πολυακρυλαμίδης. Η ακρυλαμίδη είναι ένα μονομερές το οποίο έχει τη δυνατότητα
να πολυμερίζεται σε μακριές αλυσίδες παρουσία ελεύθερων ριζών οι οποίες
προσφέρονται από το ammonium persulfate (APS) ενώ η διασύνδεση των αλυσίδων
πραγμαοποιείται μέσω ενός πολυσυνδέτη, συνήθως του Ν,Ν-methylenebisacrylamide
(TEMED). Ο πολυμερισμός της ακρυλαμίδης και η διασύνδεση των αλυσίδων έχει ως
αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας πορώδους πηκτής, της οποίας το μέγεθος των πόρων
εξαρτάται από τη συγκέντρωση του πηκτώματος (Εικόνα 13). Η συγκέντρωση της
πηκτής εξαρτάται από το μέγεθος των τμημάτων DNA που αναλύονται. Στην
παρούσα εργασία τα πηκτώματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν συγκέντρωσης 8%. 108
3.12.1 Παρασκευή πηκτής ακρυλαιιίόης:
Για την παρασκευή μιας πηκτής ακρυλαμιδίου διαστάσεων 20x20cm και
πάχους 2mm απαιτούνται 62,5 ml διαλύματος ακρυλαμίδης 8%. Σε ένα ποτήρι
ζέσεως προστίθενται 8 gr ουρία, 16,625 ml μητρικό διάλυμα ακρυλαμίδης 30 %, 8,25
ml ΤΒΕ ΙΟχ και 30 ml ddEEO. Στη συνέχεια, το διάλυμα αναδεύεται ως τη πλήρη
διαλυτοποίηση της ουρίας και ακολουθεί διήθηση του διαλύματος και συμπλήρωση
με ddEBO ως τα 62,5 ml. Τέλος, προστίθενται 83,75 μΐ TEMED και 500 μΐ APS 20%
τα οποία είναι απαραίτητα για τον πολύ μερισμό της πηκτής. Το διάλυμα τοποθετείται
γρήγορα στο καλούπι του πηκτώματος και παραμένει εκεί για περίπου 30 λεπτά.
Μετά τη στερεοποίηση του πηκτώματος ακρυλαμίδης, η πηκτή τοποθετείται
στη συσκευή ηλεκτροφόρησης και φορτώνονται τα δείγματα. Χρησιμοποιούνται 5 μΐ
loading buffer και 10 μΐ από το δείγμα μας. Έπειτα, η κάθετη συσκευή όπου θα
πραγματοποιηθεί η ηλεκτροφόρηση γεμίζεται με ΤΒΕ lx και η ηλεκτροφόρηση
αρχίζει και διαρκεί για περίπου 2,5 ώρες με τάση 220 volts.
57
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Sample with tracking dye being
loaded into well
Polyacrylamide gel slab positioned between two
glass plates
Upper reservoir with buffer
Negative electrode (cathode)
Tracking dye shows extent of electrophoretic movement
Positive electrode (anode)
Staining solution in tray 0 G®·Copyright 1ΘΘ9 John Wiley and Sone. Inc, All rights reserved
Power source
Εικόνα 13: Σχηματική απεικόνιση ηλεκτροφόρησης σε πηκτή ακρυλαμίδης
Διαλύματα που χρησιμοποιήθηκαν για την ηλεκτροφόρηση σε ακρυλαμίδη:
ΤΒΕ ΙΟχ (2 It):
216 gr Tris base
80 ml EDTA 0,5M
110 gr Boric acid
ddH20 ως τα 2 It
APS 20% w/v (Ί0 ml):
2 gr ammonium persulfate
ddPEO ως τα 10 ml
Μητρικό διάλυιια ακρυλαιιίδτκ:
29 gr ακρυλαμίδη 99%
I gr bis-ακρυλαμίδη
ddPEO ως τα 100 ml
3.13 Χρώση πηκτωμάτων ακρυλαμίδης (Silver Staining)
Για να γίνει ορατό το αποτέλεσμα της ηλεκτροφόρησης χρησιμοποιείται η
τεχνική silver staining. Η τεχνική βασίζεται στην ιδιότητα του αργύρου να συνδέεται
στο DNA και έπειτα να αντιδρά με τη φορμαλδεΰδη παρουσία βάσης. 108 Μετά το
58
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
τέλος της χρώσης, οι ζώνες του DNA φαίνονται καφέ πάνω σε ένα κίτρινο φόντο. Η
χρώση των πηκτωμάτων γίνεται χρησιμοποιώντας τα τρία παρακάτω διαλύματα.
Το πρώτο διάλυμα παρασκευάζεται ως εξής: Αναμιγνύονται 380 ml ddH20
με 8 ml αιθανόλη και ο,5 ml οξικό οξύ. Το διάλυμα συμπληρώνεται με ddH20 έτσι
ώστε ο τελικός όγκος του διαλύματος να είναι 400 ml. Πραγματοποιούνται 2
πλύσεις με 200 ml για 5 min στην κάθε μια. Ακολουθεί ξέπλυμα 1 φορά με
απεσταγμένο Η20 για 1 min.
Το δεύτερο διάλυμα είναι αυτό του νιτρικού αργύρου. Για την παρασκευή του
προστίθενται 0,2 gr AgN03 σε 200 ml ddH20. Πραγματοποιείται μία πλύση με 200
ml για 15 min και ακολουθούν 2 πλύσεις με απεσταγμένο Η20 για 2 min η κάθε μία.
Η παρασκευή του τρίτου διαλύματος είναι η εξής: σε 180 ml ddH20
προστίθενται 3 gr ΝαΟΗ, 0.01 gr NaBH4 και 1 ml φορμαλδεύδη. Το διάλυμα
παραμένει στο gel για τουλάχιστον 15 min έτσι ώστε το να πραγματοποιηθεί η χρώση
του gel.
3.14 Στατιστική Ανάλυση
Οι συχνότητες των αλληλόμορφων εκτιμήθηκαν με την μέθοδο
καταμέτρησης των γονιδίων. Διεξήχθησαν δοκιμές χ2 για να εξεταστεί κατά πόσον
οι συχνότητες των γονοτύπων ήταν σε ισορροπία Hardy-Weinberg. Για όλους τους
πολυμορφισμούς , οι πληθυσμοί των ασθενών με Μεταβολικό σύνδρομο και των
φυσιολογικών μαρτύρων μελετήθηκαν μη παραμετρικά , χρησιμοποιώντας 2x2
πίνακες συνάφειας, ομαδοποιώντας τους ετερόζυγους και τους ομόζυγους για το
σπάνιο αλληλόμορφο σε κάθε περίπτωση και συγκρίνοντάς το με το ρίσκο της
ομάδας του κοινού αλληλόμορφου. Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε
σε ρ<0.05. Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων έγινε με την χρησιμοποίηση των
στατιστικών προγραμμάτων SPSS 14 και SISA
(http//home. clara.net/sisa/twoby2.htm).
59
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
4. Αποτελέσματα4.1 Συλλογή δειγμάτων, Βιοχημικές και Ανθρωπομετρικές Μετρήσεις
Για τον σκοπό της μελέτης 90 δείγματα ατόμων με ή χωρίς Μεταβολικό
σύνδρομο αναλύθηκαν με στόχο την ανίχνευση των παρακάτω πολυμορφισμών: IL 6
G634C, IL 6 G174C, TNF G308A, APOC3 3175G και MTHFR C677T και την
εκτίμηση των συχνοτήτων τους στον ελληνικό πληθυσμό.
Τα άτομα που συμμετείχαν στην παρούσα μελέτη, επιλέχθηκαν τυχαία,
άσχετα με το φύλο τους. Συνολικά 90 άτομα συμμετείχαν (31 άνδρες και 59 γυναίκες
από 5-72 ετών) από τα οποία τα 30 διαγνώστηκαν με Μεταβολικό Σύνδρομο (9
άνδρες και 21 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας 39,03±3,05από 11-62 ετών). Η
συγκέντρωση των δειγμάτων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση αποδεκτών προτύπων
και αποθηκεύτηκαν στους -20°C έως ότου να γίνει η ανάλυση. Τα κύρια κλινικά και
εργαστηριακά δεδομένα από τα άτομα με Μεταβολικό Σύνδρομο και τα άτομα
ελέγχου, συνοψίζονται στον Πίνακα 7. Επίσης ο ΔΜΣ των ατόμων με Μεταβολικό
Σύνδρομο ήταν 38,88±1,08 ενώ των ατόμων ελέγχου 27,87±0,83. Τα τριγλυκερίδια
188,46±20,5 και 87,55±5,39 αντίστοιχα, ενώ η HDL χοληστερόλη 44,69±1,83 και
51,66± 1,54 για την κάθε ομάδα, αντίστοιχα.
Συνολικά 60 άτομα (22 άνδρες και 38 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας
24,06±2,00 από 5-72 ετών) χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου. Ήταν υπέρβαρα
και παχύσαρκα άτομα χωρίς όμως ιστορικό κάποιας ασθένειας.
Παράμετροι Ασθενείς με Μεταβολικό Σύνδρομο(η=30)
Φυσιολογικά άτομα (η=60)
Φύλο (Α/Θ) 9/21 22/38Ηλικία (έτη) 39,03±3,05 24,06±2,00ΔΜΣ (kg/m2) 38,88±1,08 27,87±0,83Περιφέρεια Μέσης (cm) 123,57±2,33 112±3,82Συστολική πίεση (mmHg) 130±3,52 111,97±1,81Διαστολική πίεση (mmHg) 78,27±2,01 67,04±1,03HDL πλάσματος (mg/dl) 44,69±1,83 51,66± 1,54TG ορού (mg/dl) 188,46±20,5 87,55±5,39Γλυκόζη νηστείας (mg/dl) 109,86±7,51 85,26±0,79ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος, TG: Τριγλυκερίδια, HDL-C: Υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη- χοληστερόλη (Μέση τιμή ± σφάλμα μέσης τιμής)
Πίνακας 7: Κύριες κλινικές παράμετροι ατόμων αναφοράς και ατόμων με ΜεταβολικόΣύνδρομο
60
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
4.2 Απομόνωση DNA - Ενίσχυση γονιδίων με PCR
Για να πραγματοποιηθεί η ανάλυση, γενετικό υλικό απομονώθηκε από
δείγματα αίματος και βλεννογόνου παρειάς. Στη συνέχεια, ακολούθησε φωτομέτρηση
και ηλεκτροφόρηση των δειγμάτων για τον έλεγχο της απομόνωσης. Από τις τιμές
της φωτομέτρησης, κυρίως, υπολογίστηκε η ποσότητα του DNA που θα
χρησιμοποιούνταν για κάθε αντίδραση PCR για κάθε δείγμα (κάθε αντίδραση PCR
απαιτεί 100-200 ng DNA για αξιόπιστα αποτελέσματα). Στην εικόνα 14 μπορεί να
παρατηρηθεί η ποσότητα του DNA που περιέχει κάθε δείγμα.
Εικόνα 14: Απεικόνιση ηλεκτροφόρησης σε πηκτή αγαρόζης 1% για έλεγχο
απομόνωσης
Εικόνα 15: Έλεγχος PCR IL6 G634C: στην πρώτη θέση βρίσκεται ο μάρτυρας
γνωστών μοριακών βαρών ανά 100 bp, στις θέσεις 1,2,3 και 4 βρίσκονται δείγματα
των οποίων το DNA έχει ενισχυθεί για το γονίδιο της 1L 6, στη θέση 5 βρίσκεται ο
αρνητικός μάρτυρας που χρησιμοποιήθηκε για την αντίδραση PCR.
61
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Στη συνέχεια, ακολούθησε η ενίσχυση καθ’ ενός από τα γονίδια όπως
αναφέρθηκε ανωτέρω με την τεχνική PCR. Κάθε ένα από τα προϊόντα της PCR
ελέγχονταν αφού ακολουθούσε ηλεκτροφόρηση 5 μΐ δείγματος σε πηκτή αγαρόζης
2%. Σε όποιο από τα δείγματα εμφανιζόταν η αναμενόμενη ζώνη, αυτό επιλεγόταν
για περαιτέρω ανάλυση. Στην εικόνα 15 φαίνεται ενδεικτικά μία εικόνα
ηλεκτροφόρησης για τον έλεγχο της αντίδρασης PCR.
4.3 Μέθοδος RFLP και ηλεκτροφόρηση σε πηκτή ακρυλαμίδης
Μετά και τον έλεγχο της αντίδρασης PCR ακολουθεί καθαρισμός των
προϊόντων PCR και στη συνέχεια πέψη με το κατάλληλο ένζυμο για κάθε γονίδιο,
αντίστοιχα. Μετά την πέψη τα δείγματα ηλεκτροφορήθηκαν σε πήκτωμα
ακρυλαμίδης. Στις εικόνες 16, 17, 18 και 19 παρουσιάζονται ενδεικτικά μερικά από
τα πρότυπα που παρατηρήθηκαν για κάθε ένα από τα γονίδια.
Εικόνα 16: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό IL6 G174C. Τα
δείγματα 1, 4, 8 και 15 είναι ομόζυγα (CC). Τα δείγματα 6, 7, 9 και 11 είναι ετερόζυγα
(GC). Τα δείγματα 2, 3, 5, 10, 12, 13, 14, 16, 17είναι ομόζυγα για το SNP (GG).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μας για το γονίδιο της IL-6 και πιο
συγκεκριμένα για τον πολυμορφισμό IL6 G174C στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τα
άτομα - είτε πρόκειται για άτομα με μεταβολικό σύνδρομο είτε όχι - είναι ομόζυγα
και δεν φέρουν τον πολυμορφισμό (GG). Ενώ, σε συχνότητα εμφάνισης ακολουθούν
τα ετερόζυγα (GC) άτομα για τον πολυμορφισμό και τέλος, τα ομόζυγα άτομα που
φέρουν τον πολυμορφισμό (CC). Η μελέτη μας έδειξε την εμφάνιση δύο γονοτύπων
για τον πολυμορφισμό IL6 G634C συνολικά στα άτομα που πήραν μέρος στη μελέτη
μας. Πιο αναλυτικά, τα περισσότερα άτομα, σύμφωνα με τη μελέτη μας, ήταν
62
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
ομόζυγα και δεν έφεραν τον πολυμορφισμό (GG), ενώ τα υπόλοιπα άτομα ήταν
ετερόζυγα για τον πολυμορφισμό (GC). Στην έρευνα μας δεν υπήρξε κάποιο άτομο
ομόζυγο για τον πολυμορφισμό (CC).
Εικόνα 17: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό 1L6 G634C. Τα
δείγματα 2, 3, 4, 7, 8, 9, 10 και 13 είναι ομόζυγα (GG). Τα δείγματα 6, 11, 12 και 14
είναι ετερόζυγα (GC). Το δείγμα 1 είναι ομόζυγο για το SNP (CC) ενώ στο δείγμα 5 δεν
υπάρχει καθόλου ποσότητα DNA.
Για τον πολυμορφισμό TNFa G308A η τεχνική PCR-RFLP που
χρησιμοποιήσαμε έδειξε τρεις γονότυπους με διαφορετικές όμως συχνότητες
εμφάνισης. Τα περισσότερα άτομα που πήραν μέρος στη μελέτη είναι ομόζυγα και
δεν φέρουν τον πολυμορφισμό (GG). Σε μικρότερη συχνότητα εμφανίζεται ο
γονότυπος GC ενώ η συχνότητα των ομόζυγων ατόμων για τον πολυμορφισμό είναι
ιδιαίτερα μικρή (ΑΑ).
Εικόνα 18: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό TNFa G308A. Το
δείγμα 1 είναι ομόζυγο για το SNP (ΑΑ). Τα δείγματα 4 και 9 είναι ετερόζυγα (GA). Τα
δείγματα 2, 5, 6, 7, 8, 10 και 11 είναι ομόζυγα (GG) ενώ στο δείγμα 3 δεν υπάρχει
DNA.
63
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Στο γονίδιο MTHFR εμφανίστηκαν επίσης τρεις διαφορετικοί γενότυποι στα
άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη. Τα άτομα που ήταν ομόζυγα και δεν έφεραν τον
πολυμορφισμό (CC) ήταν σαφώς περισσότερα, με τα ετερόζυγα άτομα (CT) να
ακολουθούν. Επίσης, αρκετά άτομα ήταν ομόζυγα για τον πολυμορφισμό MTHFR
C677T (ΤΤ).
Τέλος, στο γονίδιο της απολιποπρωτέίνης CIII εμφανίστηκαν επίσης, τρεις
γονότυποι μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη. Όπως και στο γονίδιο
MTHFR τα ομόζυγα άτομα που δεν έφεραν τον πολυμορφισμό(ΌΌ) ήταν το
μεγαλύτερο ποσοστό, ακολουθούν τα ετερόζυγα άτομα (GC) και τέλος, ακολουθούν
σε μικρό ποσοστό τα άτομα ομόζυγα για τον πολυμορφισμό (CC).
Εικόνα 19: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό MTHFR C677T. Τα
δείγματα 1, 3, 4 και 6 είναι ομόζυγα (CC). Τα δείγματα 2, 5, 7 και 8 είναι ετερόζυγα
(CT), ενώ στο πήκτωμα δεν υπάρχει άτομο ομόζυγο για το SNP (ΤΤ).
4.4 Στατιστική Ανάλυση
Μετά το τέλος των πειραμάτων και τη συλλογή των αποτελεσμάτων
ακολούθησε στατιστική ανάλυση με σκοπό την καλύτερη δυνατή ανάλυση και
επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιώντας τα στατιστικά προγράμματα
SPSS 14 και SISA. Από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε ο
πίνακας 8. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης
είναι στατιστικά σημαντικά για τον πολυμορφισμό MTHFR C677T ενώ δεν είναι
στατιστικά σημαντικά για τους άλλους τέσσερις πολυμορφισμούς. Όσον’ αφορά το
γονίδιο MTHFR από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι οι φορείς του αλληλόμορφου
MTHFR 677Τ διατρέχουν περίπου τέσσερις φορές περισσότερο κίνδυνο για την
εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου (OR=4.02, C.I: 1.496-10.777: ρ=0.003). Αυτό το
64
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
αποτέλεσμα αντικατοπτρίζεται και από την σημαντική αύξηση της συχνότητας του
MTHFR 677Τ που παρατηρείται στον πληθυσμό του μεταβολικού συνδρόμου (0.52)
σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (0.23). Επίσης, από τον πίνακα 8 μπορεί να
παρατηρηθεί ότι η τιμή ρ για τον πολυμορφισμό TNFa G-308A βρίσκεται πολύ
κοντά στο όριο σημαντικότητας το οποίο έχουμε θέσει (ρ<0.05), γεγονός που ίσως
υποδηλώνει επίτευξη του ορίου σε μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων.
SNP Δείγματα Γονότυπος(Κοινό/
Ετερόζυγο/Σπάνιο)
Σύνολο Συχνότητα(κοινού
αλληλομόρφου)
Odds ratio (CI95%) p-value
TNFa G-308A MetS 18/12/0 30 0.80 0.41 (0.159-1.077) 0.07Cnt 47/12/1 60 0.88
IL-6 G-634C MetS 25/4/0 30 0.90 1.4 (0.405-4.856) 0.592Cnt 49/11/0 60 0.92
IL-6 G174C MetS 15/14/1 30 0.73 0.71 (0.296-1.723) 0.453Cnt 35/22/3 60 0.77
MTHFR C677T MetS 7/15/8 30 0.48 4.02 (1.496-10.777) 0.003Cnt 33/26/1 60 0.77
APOC3 C3175G MetS 23/7/0 30 0.87 0.505 (0.163-1.56) 0.23Cnt 52/7/1 60 0.92
*odds ratio : κατά προσέγγιση ** p-value [Fisher test]
Πίνακας 8: Μελέτη συσχέτισης μονού πολυμορφισμού σε πληθυσμούς ασθενών με MetS
και ομάδας ελέγχου.
65
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
5 .Συζήτηση
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 90 άτομα διαφόρων ηλικιών, τα οποία
υποβλήθηκαν σε ανθρωπομετρικές και βιοχημικές μετρήσεις και στη συνέχεια
ακολούθησε έλεγχος του γονοτύπου για τους πολυμορφισμούς IL 6 G634C, IL 6
G174C, TNF G308A, APOC3 3175G και MTHFR C677T . Τα αποτελέσματα των
γενετικών δεικτών που προέκυψαν εξετάστηκαν ως προς την καταλληλότητα τους να
χρησιμοποιηθούν ως βιοδείκτες για την εύρεση ατόμων που βρίσκονται σε
υψηλότερο κίνδυνο για την εμφάνιση Μεταβολικού συνδρόμου.
Στην παρούσα μελέτη, από τους 5 πολυμορφισμούς που αναλύθηκαν μόνο ο
πολυμορφισμός του γονιδίου MTHFR βρέθηκε να είναι στατιστικά σημαντικός και
να σχετίζεται με την εμφάνιση του Μεταβολικού συνδρόμου. Συγκεκριμένα, οι
φορείς του αλληλομόρφου MTFIFR 677Τ φαίνεται να έχουν χ4 ρίσκο για την
εμφάνιση Μεταβολικού συνδρόμου. Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, διαπιστώθηκε
πως οι Ellingrod και οι συνεργάτες μελετώντας και εκείνοι τον πολυμορφισμό
MTHFR C677T, σε έναν πληθυσμό διαφορετικής παθολογίας αλλά με κοινά
βιομετρικά χαρακτηριστικά, παρουσίασαν παρόμοια αποτελέσματα (OR=3.7, C.I:
1.24-12.66: ρ=0.02) με τη δική μας μελέτη, ενισχύοντας την άποψη θετικής
συσχέτισης του πολυμορφισμού με την εμφάνιση Μεταβολικού συνδρόμου. Από
την ανάλυση των αποτελεσμάτων των άλλων πολυμορφισμών δεν προέκυψε κάποιο
στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα.
Το Μεταβολικό σύνδρομο είναι μία κατάσταση που τείνει να πάρει επιδημικές
διαστάσεις σε όλο τον κόσμο. Στην εκδήλωση του Μεταβολικού συνδρόμου
περικλείονται διάφορες άλλες καταστάσεις όπως ο διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση, ο
αυξημένος δείκτης μάζας σώματος και η δυσλιπιδαιμία. Η σύνδεση ανάμεσα σε όλες
αυτές τις μεταβολικές διαταραχές οδήγησε στην υπόθεση ότι η παχυσαρκία και/ή η
αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες στην εκδήλωση
πολλαπλών διαταραχών σε ένα άτομο. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις οι οποίες
εμπλέκουν γονίδια που συμβάλλουν στη φλεγμονή (όπως το γονίδια TNF-α και IL-6)
στην εκδήλωση παχυσαρκίας και αντίστασης στην ινσουλίνη.110 Επίσης, η
δυσλιπιδαιμία, μία κατάσταση που περικλείει και την υπερτριγλυκεριδαιμία καθώς
και τα χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης στον ορό αποτελεί μία από τις πιο
σύνηθες καταστάσεις που εμφανίζονται στο Μεταβολικό σύνδρομο. Η
66
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
απολιποπρωτεΐνη CIII παίρνει μέρος στον καταβολισμό των λιπιδίων και πιθανόν
γενετικοί πολυμορφισμοί στο γονίδιο της να συμβάλλουν στις παραπάνω
καταστάσεις.111
Επιπροσθέτως, υψηλές συγκεντρώσεις ομοκυστεΐνης πλάσματος είναι
γνωστό ότι συνδέονται με το Μεταβολικό σύνδρομο. Η ομοκυστεΐνη είναι ένα
αμινοξύ που παράγεται από τον μεταβολισμό της μεθειονίνης των τροφών. Για την
υπερομοκυστεϊναιμία, έχει αναφερθεί ότι είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου
για την εκδήλωση καρδιαγγειακών ασθενειών. Αρκετοί πολυμορφισμοί διάφορων
γονιδίων που εμπλέκονται στον μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης έχουν ενοχοποιηθεί
κατά καιρούς για την εκδήλωση τέτοιων ασθενειών. Ίσως η πιο συχνά γενετική αιτία
είναι ο πολυμορφισμός MTHFR C677T στο γονίδιο της Ν5,Ν10-
μεθυλενοτετραλϋδροφυλλική αναγωγάσης. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο που
διατρέχουν τα άτομα που πάσχουν από Μεταβολικό σύνδρομο και
υπερομοκυστεϊναιμία για την εκδήλωση τέτοιων ασθενειών είναι σημαντικό να
ερευνήσουμε τη σχέση του συγκεκριμένου πολυμορφισμού με την κατάσταση του
Μεταβολικού συνδρόμου.
Μία υπόθεση η οποία μπορεί να στηριχθεί βάση των δεδομένων της παρούσας
μελέτης για τον πολυμορφισμό MTHFR C677T αποτελεί ο σημαντικός ρόλος που
φαίνεται να διαδραματίζει ο παράγοντας ομοιόστασης της ενέργειας στην ανάπτυξη
του Μεταβολικού συνδρόμου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο πολυμορφισμός στο
γονίδιο MTHFR και ιδιαίτερα η εμφάνιση του Τ αλληλομόρφου προκαλεί μειωμένη
δραστικότητα στο ένζυμο με αποτέλεσμα μειωμένα επίπεδα φολικού οξέος και
αυξημένη ποσότητα ομοκυστεΐνης στο πλάσμα και τελικά, την εκδήλωση
υπερομοκυστεϊναιμίας. Τα αποτελέσματα μας καθώς και η πιθανή σχέση του
συγκεκριμένου πολυμορφισμού με το Μεταβολικό σύνδρομο φαίνονται να
επιβεβαιώνονται και από άλλες μελέτες. Έχει προταθεί ότι η υπερομοκυστεϊναιμία
μπορεί να επηρεάζει την έκκριση ινσουλίνης, να αναστέλλει το σηματοδοτικό
μονοπάτι της ινσουλίνης όπως, επίσης, και να οδηγεί στην δυσλειτουργία του1 12
ενδοθηλίου, συνεισφέροντας, τελικά, στην αντίσταση στην ινσουλίνη.
Συζητώντας τα αποτελέσματα των άλλων πολυμορφισμών θα έπρεπε να
αναφερθεί ότι πολλοί λόγοι μπορεί να συντέλεσαν στα συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Αρχικά, σημαντική παράμετρος της συγκεκριμένης μελέτης είναι ο αριθμός των
ατόμων που χρησιμοποιήθηκε. Όπως ήδη έχει αναφερθεί η τιμή ρ για τον
πολυμορφισμό TNF G308A είναι πολύ κοντά στο όριο σημαντικότητας το οποίο
67
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
έχουμε θέσει. Αυτό υποδηλώνει, ότι ίσως σε έναν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων το
αποτέλεσμα μπορεί να προέκυπτε στατιστικά σημαντικό, καθώς θα πολλαπλασίαζε
αισθητά την στατιστική δύναμη της παρούσας μελέτης. Μία άλλη σημαντική
παράμετρος είναι το εύρος της ηλικίας των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη. Ο
μέσος όρος της ηλικίας των ατόμων που έλαβαν μέρος στην μελέτη ήταν σχετικά
μικρός, απαρτιζόμενος κυρίως από νεαρά άτομα, γεγονός το οποίο μπορεί να
αποτελέσει έναν περιοριστικό παράγοντα για τα αποτελέσματα μας αφού τα
συμπτώματα και η εμφάνιση του Μεταβολικού συνδρόμου παρατηρείται κυρίως στη
μέση ηλικία. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένοι πολυμορφισμοί (IL 6 G634C, IL 6
G174C, TNF G308A, APOC3 3175G) μπορεί πράγματι να μην σχετίζονται με την
γενετική προδιάθεση εκδήλωσης του Μεταβολικού συνδρόμου όπως αυτό
αναφέρεται και σε άλλες μελέτες, διαφορετικών εθνικοτήτων από τον υπό μελέτη
πληθυσμό της παρούσας εργασίας.113'114
Είναι όμως γεγονός πως σε αυτό το στάδιο τίποτα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί
με ακρίβεια αφού η κύρια αιτία ανάπτυξης του Μεταβολικού συνδρόμου παραμένει
άγνωστη, ενώ παράλληλα οι διαφορετικές παθεγενετικές συνιστώσες ανάπτυξης του
συνδρόμου φαίνεται να αλληλεπιδρούν συμπληρωματικά καθιστώντας αδύνατη την
ενοχοποίηση ενός μόνο γονιδίου ή πολυμορφισμού για την εκδήλωση της ασθένειας.
Οι επόμενοι στόχοι που θέτονται για την συνέχιση της παρούσας μελέτης
είναι η συνέχιση της έρευνας σε έναν μεγαλύτερο πληθυσμό και ίσως πιο στοχευμένο
σε σχέση με τις ηλικίες των ατόμων που θα παίρνουν μέρος στη μελέτη, όπως επίσης
και η επιλογή ενός κατάλληλου συνδυασμού γονιδίων για τη δημιουργία ενός
απλοτύπου ο οποίος θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας σημαντικός δείκτης για
την ανίχνευση ατόμων με προδιάθεση να αναπτύξουν μεταβολικό σύνδρομο ανάμεσα
στα άτομα του γενικού πληθυσμού. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξεταστεί με
την κατασκευή απλοτύπων η συνέργεια των γονιδίων MTHFR και ΑΡΟΑ5
(Μεταπτυχιακή Διατριβή I. Γκουτζέλας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα
Βιοχημείας & Βιοτεχνολογίας, Λάρισα 2010), στην γενετική βάση της διαταραχής
της μεταβολικής ομοιόστασης της ενέργειας του οργανισμού και την συμμετοχή του
παράγοντα αυτού στον παθογενετικό μηχανισμό ανάπτυξης του Μεταβολικού
συνδρόμου στον ελληνικό πληθυσμό.
Η επίδραση των παραπάνω πολυμορφισμών στο Μεταβολικό σύνδρομο δεν
έχει μελετηθεί ιδιαίτερα στον ελληνικό πληθυσμό ενώ ελάχιστες είναι παγκοσμίως οι
έρευνες που αφορούν τον παιδικό πληθυσμό. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο οι
68
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
πολυμορφισμοί αυτοί καθώς και άλλοι που μπορεί να σχετίζονται με την κατάσταση
του Μεταβολικού συνδρόμου να αποτελόσουν θέμα ερευνητικού ενδιαφέροντος και
στο μέλλον, ώστε να εξαχθούν περισσότερο έγκυρα συμπεράσματα, που είναι πιθανό
να ωφελήσουν στην πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση του Μεταβολικού
συνδρόμου σε παχύσαρκα ή υπέρβαρα άτομα με αλλαγή του διατροφικού τρόπου
ζωής τους ή την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, έχοντας ως απώτερο σκοπό την
αποτροπή των καρδιαγγειακών παθήσεων που συνοδεύουν το Μεταβολικό σύνδρομο.
69
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
6. Βιβλιογραφία
1. Gerard Τ Chew, Seng Khee Gan and Gerald F Watts. Revisiting the
metabolic syndrome MJA 2006; 185: 445^149
2. Robert A. Hegele and Rebecca L. Pollex Am Genetic and
physiological insights into the metabolic syndrome. J Physiol Regul
Integr Comp Physiol 289: R663-R669, 2005
3. Vague J. The degree of masculine differentiation of obesities: a factor
determining predisposition to diabetes, atherosclerosis, gout and uric
calculous disease. Am J Clin Nutr 1956; 4: 20-34
4. Louis Perusse and Claude Bouchard, Gene-diet interactions in obesity,
2000, Am J Clin Nutr 2000;72(suppl):1285S-90S
5. Chavez A, Munoz de Chavez M Nutrigenomics in public health
nutrition: short-term perspectives. Eur J Clin Nutr. 2003;57 Suppl
1:S97-100
6. Whelan K, McCarthy S, Pufulete M. Genetics and diet—gene
interactions: involvement, confidence and knowledge of dietitians.
2007 Br J Nutr. 2008 Jan;99(l):23-8
7. Alberti KG, Zimmet PZ. Definition, diagnosis and classification of
diabetes mellitus and its complications. Part 1: diagnosis and
classification of diabetes mellitus provisional report of a WHO
consultation. Diabet Med. 1998 Jul;15(7):539-53
8. Executive Summary of the Third Report of the National Cholesterol
Education Program (NCEP) Expert Panel on Detection in Adults
(Adult Treatment Panel III), JAMA 2001; 285:2486-2497
9. Zimmet P, Alberti KG, Kaufman F, Tajima N, Silink M, Arslanian S,
Wong G, Bennett P, Shaw J, Caprio S; IDF Consensus Group, The
metabolic syndrome in children and adolescents - an IDF consensus
report. Pediatr Diabetes. 2007 Oct;8(5):299-306
10. Pasquale Strazzulloa, Antonio Barbato a, Alfonso Siani b, Francesco P.
Cappuccio c, Marco Versiero a, Pierluigi Schiattarella a, Omella Russo
a, Sonia Avallone a, Elisabetta della Valle d, Eduardo Farinaro d
Diagnostic criteria for metabolic syndrome: a comparative analysis in
70
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
an unselected sample of adult male population. Metabolism Clinical
and Experimental 57 (2008) 355-361
11. Ζαμπέλας Αντώνιος, Διατροφή και Διαιτολόγια, Ιατρικές εκδόσεις Π.
X. Πασχαλίδης, 2007, Σελ 940-947
12. So Yeon Ryu, Ki Soon Kim, Jong Park, Guen Kang, Mi Ah Han. The
association between Circulating Inflammatory Markers and Metabolic
Syndrome in Korean Rural Adults
13. Scott M. Grundy, Controversy in Clinical Endocrinology, Metabolic
Syndrome: A Multiplex Cardiovascular Risk Factor, 2007, J Clin
Endocrinol Metab 92: 399-^-04
14. Meigs JB, Wilson PW, Nathan DM, D'Agostino RB Sr, Williams K,
Haffner SM. Prevalence and characteristics of the metabolic syndrome
in the San Antonio Heart and Framingham Offspring Studies. Diabetes
2003;52:2160-7
15. The DECODE Study Group. Comparison of three different definitions
for the metabolic syndrome in non-diabetic Europeans. Br J Diabetes
Vase Dis 2005;5:161-8
16. Ford ES, Giles WH, Dietz WH. Prevalence of the metabolic syndrome
among US adults: findings from the third National Health and
Nutrition Examination Survey. JAMA 2002;287:356-9
17. Ferrannini E, Natali A. Essential hypertension, metabolic disorders,
and insulin resistance. Am Heart J 1991. 121:1274-1282
18. Panagiotakos DB, Pitsavos CH, Chrysohoou C, Skoumas J, Tousoulis
D, Toutouza M, Toutouzas PK, Stefanadis C. The Impact of Lifestyle
Habits on the Prevalence of the Metabolic Syndrome among Greek
adults from the ATTICA study. Am Heart J 2004. 147:106-112
19. Athyros VG, Ganotakis ES, Elisaf M, Mikhailidis DP. The prevalence
of the metabolic syndrome using the National Cholesterol Educational
Program and International Diabetes Federation definitions. Curr Med
Res Opin 2005.21:1157-1159
20. Caroline Day. Metabolic syndrome, or What you will: definitions and
epidemiology Diabetes Vase Dis Res 2007;4:32-8
21. Grundy SM. Metabolic syndrome: therapeutic considerations. Handb
Exp Pharmacol. 2005;(170): 107-33
71
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
22. Ritchie SA, Connell JM, The link between abdominal obesity,
metabolic syndrome and cardiovascular disease. 2oo6, Nutr Metab
Cardiovasc Dis. 2007 May; 17(4):319-26
23. Mark Stolar, Metabolic syndrome: Controversial but useful, 2007
Cleveland Clinic Journal of Medicine Vol 74, No 3
24. http://www.nhlbi.nih.gov/health/dci/Diseases/ms/ms_treatments.html
25. Knowler WC, Barrett-Connor E, Fowler SE, et al; Diabetes Prevention
Program Research Group. Reduction in the incidence of type 2
diabetes with lifestyle intervention or metformin. N Engl J Med 2002;
346:393-^403
26. Ψαρρά A. Κυτταροκίνες - Γενικά χαρακτηριστικά, Νοσοκομειακά
Χρονικά, Τόμος 70, Τεύχος 1, Ιαν-Απρ 2008
27. The TNF superfamily. Cytokine & Growth Factor Reviews 14 (2003)
181-184
28. Hajeer AH, Hutchinson IV. TNF-alpha gene polymorphism: clinical
and biological implications. Microsc Res Tech. 2000 Aug 1;50(3):216
29. Atlas of Genetics and Cytogenetics in Oncology and Haematology
www.infobiogen.fr/services/chromcancer/Genes7TNFaIS319.html
30. Cruse MJ, Naismith HJ. Atlas of Immunology. CRS Press
31. Wilson AG, di Giovine FS, Blakemore AI, Duff GW. Single base
polymorphism in the human tumour necrosis factor alpha (TNF alpha)
gene detectable by Ncol restriction of PCR product. Hum Mol Genet.
1992 Aug;l(5):353
32. Blobel CP. Metalloprotease-disintegrins: links to cell adhesion and
cleavage ofTNFalpha and Notch. Cell 1997;90(4):589-92
33. Ware CF, Santee S, Glass A. Tumor necrosis factor related ligands and
receptors. The cytokine handbook, New York: Academic Press; 1998.
p. 549-92
34. Idriss HT, Naismith JH. TNF alpha and the TNF receptor superfamily:
structure-function relationship(s). Microsc Res Tech 2000; 50 (3): 184
-95
35. Gruss HJ. Molecular, structural, and biological characteristics of the
tumor necrosis factor ligand superfamily. Int J Clin Lab Res
1996;26(3): 143-59
72
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
36. http://www.elements4heafth.com/inflammatory-molecules-play-a-role-
in-weakening-of-bones-in-diabetes.html
37. www.cellbiol.net/ste/bookimages.php
http://cme.medscape.com/viewarticle/444124_2
38. Wang XL, Oosterhof J. Tumour necrosis factor alpha G-308-->A
polymorphism and risk for coronary artery disease. Clin Sci (Lond).
2000 Apr;98(4):435-7
39. Feldman AM, Combes A, Wagner D, Kadakomi T, Kubota T, Li YY,
McTieman C. The role of tumor necrosis factor in the pathophysiology
of heart failure. J Am Coll Cardiol. 2000 Mar l;35(3):537-44
40. Tumor Necrosis Factor. Online Mendelian Inheritance in Man
www.ncbi.nlm.nih.gov/Omim
41. Wang Y, Ng MC, So WY, Ma R, Ko GT, Tong PC, Chan JC.
Association between tumour necrosis factor-alpha G-308A
polymorphism and risk of nephropathy in obese Chinese type 2
diabetic patients. Nephrol Dial Transplant. 2005 Dec;20(12):2733-8.
Epub 2005 Sep 2
42. Morris AM, Fleilbronn LK, Noakes M, Kind KL, Clifton PM. -308
Nco I polymorphism of tumour necrosis factor alpha in overweight
Caucasians. Diabetes Res Clin Pract. 2003 Dec;62(3): 197-201
43. Bronwen Dalziel, Alison K. Gosby, Rosemary M. Richman, Janet M.
Bryson, and Ian D. Caterson. Association of the TNF-308 G/A
Promoter Polymorphism with Insulin Resistance in Obesity. Obes Res.
2002 May;10(5):401-7
44. Nishimoto N, Kishimoto T, Yoshizaki K. Anti-interleukin receptor
antibody treatment in rheumatic disease. Ann Rheum Dis 2000; 59
Suppl l:i21-7
45. Akira S, Taga T, Kishimoto T. Interleukin-6 in biology and medicine.
Adv Immunol. 1993;54:1-78
46. Mohamed-Ali V, Goodrick S, Rawesh A, Katz DR, Miles JM, Yudkin
JS, Klein S, Coppack SW. Subcutaneous adipose tissue releases
interleukin-6, but not tumor necrosis factor-alpha, in vivo. J Clin
Endocrinol Metab. 1997 Dec;82(12):4196-200
73
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
47. Steensberg A, Febbraio MA, Osada T, Schjerling P, van Hall G, Saltin
B, Pedersen BK. Interleukin-6 production in contracting human
skeletal muscle is influenced by pre-exercise muscle glycogen content.
J Physiol. 2001 Dec l;537(Pt 2):633-9
48. Bowcock AM, Kidd JR, Lathrop GM, Daneshvar L, May LT, Ray A,
Sehgal PB, Kidd KK, Cavalli-Sforza LL. The human "interferon-beta
2/hepatocyte stimulating factor/interleukin-6" gene: DNA
polymorphism studies and localization to chromosome 7p21.
Genomics. 1988 Jul;3(l):8-16
49. Yasukawa K, Hirano T, Watanabe Y, Muratani K, Matsuda T, Nakai
S, Kishimoto T. Structure and expression of human B cell stimulatory
factor-2 (BSF-2/IL-6) gene. EMBO J. 1987 Oct;6(10):2939-45
50. May LT, Ghrayeb J, Santhanam U, Tatter SB, Sthoeger Z, Helfgott
DC, Chiorazzi N, Grieninger G, Sehgal PB. Synthesis and secretion of
multiple forms of beta 2-interferon/B-cell differentiation factor
2/hepatocyte-stimulating factor by human fibroblasts and monocytes.
J Biol Chem. 1988 Jun 5;263(16):7760-6
51. Kestler DP, Goldstein KM, Agarwal S, Fuhr JE, Andrews R, Hall RE.
Hematopoietic differentiation activity of a recombinant human
interleukin-6 (IL-6) isoform resulting from alternatively spliced
deletion of the second exon. Am J Hematol. 1999 Jul;61(3):169-77
52. Τουμπανάκης Δ, Βασιλακόπουλος Θ. Μοριακοί μηχανισμοί δράσης
της Ιντερλευκίνης-6 (IL-6) PNEUMON Number 2, Vol. 20, April -
June 2007
53. Rose-John S, Waetzig GH, Scheller J, Grotzinger J, Seegert D. The IL-
6/sIL-6R complex as a novel target for therapeutic approaches. Expert
Opin Ther Targets 2007; 11(5):613-24
54. Taga T. IL6 signalling through IL6 receptor and receptor-associated
signal transducer, gpl30. Res Immunol 1992; 143(7):737-9
55. Boulanger MJ, Chow DC, Brevnova EE, Garcia KC. Hexameric
structure and assembly of the interleukin-6/IL-6 alpha-receptor/gpl30
complex. Science 2003; 300(5628):2101-4
56. Horiuchi S, Koyanagi Y, Zhou Y, Miyamoto H, Tanaka Y, Waki M, et
al. Soluble interleukin-6 receptors released from T cell or granulocyte/
74
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
macrophage cell lines and human peripheral blood mononuclear cells
are generated through an alternative splicing mechanism. Eur J
Immunol 1994; 24(8): 1945-8
57. Mullberg J, Schooltink H, Stoyan T, Gunther M, Graeve L, Buse G, et
al. The soluble interleukin-6 receptor is generated by shedding. Eur J
Immunol 1993; 23(2):473-80
58. Σ. Τζίμα, Ο Ρόλος της Ιντερλευκίνης-6 στη Φλεγμονή και στη
Ρευματοειδή Αρθρίτιδα. Ελληνική Ρευματολογία 2008,19(3):203-214
59. Heinrich PC, Behrmann I, Muller-Newen G, Schaper F, Graeve L.
Interleukin-6-type cytokine signalling through the gpl30/Jak/STAT
pathway. Biochem J 1998; 334 ( Pt 2):297-314
60. Heinrich PC, Behrmann I, Haan S, Hermanns HM, Muller-Newen G,
Schaper F. Principles of interleukin (IL)-6-type cytokine signalling and
its regulation. Biochem J 2003; 374(Pt 1): 1-20
61. Humphries SE, Talmud PJ, Hawe E, Bolla M, Day IN, Miller GJ.
Apolipoprotein E4 and coronary heart disease in middle-aged men who
smoke: a prospective study. Lancet. 2001 Jul 14;358(9276):115-9
62. Fishman D, Faulds G, Jeffery R, Mohamed-Ali V, Yudkin JS,
Humphries S, Woo P. The effect of novel polymorphisms in the
interleukin-6 (IL-6) gene on IL-6 transcription and plasma IL-6 levels,
and an association with systemic-onset juvenile chronic arthritis J Clin
Invest. 1998 Oct 1; 102(7): 1369-76
63. Hulkkonen J, Pertovaara M, Antonen J, Pasternack A, Hurme M.
Elevated interleukin-6 plasma levels are regulated by the promoter
region polymorphism of the IL6 gene in primary Sjogren's syndrome
and correlate with the clinical manifestations of the disease.
Rheumatology (Oxford). 2001 Jun;40(6):656-61
64. Interleukin-6 promoter haplotypes and interleukin-6 cytokine
responses. Rivera-Chavez FA, Peters-Hybki DL, Barber RC, O'Keefe
GE. Shock. 2003 Sep;20(3):218-23
65. Acalovschi D, Wiest T, Hartmann M, Farahmi M, Mansmann U,
Auffarth GU, Grau AJ, Green FR, Grond-Ginsbach C, Schwaninger
MStroke. Multiple levels of regulation of the interleukin-6 system in
stroke. 2003 Aug;34(8): 1864-9. Epub 2003 Jul 3
75
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
66. Qi L, van Dam RM, Meigs JB, Manson JE, Hunter D, Hu FB. Genetic
variation in IL6 gene and type 2 diabetes: tagging-SNP haplotype
analysis in large-scale case-control study and meta-analysis. Hum Mol
Genet. 2006 Jun 1;15(11):1914-20. Epub 2006 Apr 27
67. Wemstedt I, Eriksson AL, Bemdtsson A, Hoffstedt J, Skrtic S, Hedner
T, Hulten LM, Wiklund O, Ohlsson C, Jansson JO. A common
polymorphism in the interleukin-6 gene promoter is associated with
overweight. Int J Obes Relat Metab Disord. 2004 Oct;28( 10): 1272-9
68. Brull DJ, Montgomery HE, Sanders J, Dhamrait S, Luong L, Rumley
A, Lowe GD, Humphries SE. Interleukin-6 gene -174g>c and -572g>c
promoter polymorphisms are strong predictors of plasma interleukin-6
levels after coronary artery bypass surgery. Arterioscler Thromb Vase
Biol. 2001 Sep;21(9): 1458-63
69. Jones KG, Brull DJ, Brown LC, Sian M, Greenhalgh RM, Humphries
SE, Powell JT. Interleukin-6 (IL-6) and the prognosis of abdominal
aortic aneurysms. Circulation. 2001 May 8; 103(18):2260-5
70. Stephens JW, Hurel SJ, Lowe GD, Rumley A, Humphries SE.
Association between plasma IL-6, the IL6 -174G>C gene variant and
the metabolic syndrome in type 2 diabetes mellitus Mol Genet Metab.
2007 Apr;90(4):422-8. Epub 2006 Nov 22
71. Maffeis C. Aetiology of overweight and obesity in children and
adolescents. Eur J Pediatr. 2000 Sep; 159 Suppl LS35-44
72. Mela DJ, Rogers PJ Food composition, food intake and energy
balance. Food, eating and obesity. Chapman & Hall; 1998. pp. 74-100.
73. Bruns GA, Karathanasis SK, Breslow JL. Human apolipoprotein A-I-
C-III gene complex is located on chromosome 11. Arteriosclerosis
1984; 4: 97-102
74. Ito Y, Breslow JL, Chait BT. Apolipoprotein C-IIIO lacks carbohydrate
residues: use of mass spectrometry to study apolipoprotein structure. J
Lipid Res 1989; 30: 1781-7
75. Vaith P, Assmann G, Uhlenbruck G. Characterization of the
oligosaccharide side chain of apolipoprotein C-III from human plasma
very low density lipoproteins. Biochim Biophys Acta 1978; 541: 234-
40
76
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
76. Huff MW, Fidge NH, Nestel PJ, Billington T, Watson B. Metabolism
of C-apolipoproteins: kinetics of C-II, C-III1 and C-III2, and VLDL-
apolipoprotein B in normal and hyperlipoproteinemic subjects. J Lipid
Res 1981; 22: 1235-46
77. Li WW, Dammerman MM, Smith JD, Metzger S, Breslow JL, Leff T.
Common genetic variation in the promoter of the human apoCIII gene
abolishes regulation by insulin and may contribute to
hypertriglyceridemia. J Clin Invest 1995; 96: 2601-5
78. Hertz R, Bishara-Shieban J, Bar-Tana J. Mode of action of peroxisome
proliferators as hypolipidemic drugs. Suppression of apolipoprotein C-
III. J Biol Chem 1995; 270: 13470-5
79. Staels B, Vu-Dac N, Kosykh V et al. Fibrates downregulate
apolipoprotein C-III expression independent of induction of
peroxisomal acyl coenzyme A oxidase. A potential mechanism for the
hypolipidemic action of fibrates. J Clin Invest 1995; 95: 705-12
80. Esther Μ. Μ. OOI, P. Hugh R. Barrett, Dick C. CHAN and Gerald F.
WATTS Apolipoprotein C-III: understanding an emerging
cardiovascular risk factor 2008 Clinical Science 114, 611-624
81. Glangeaud MC, Eisenberg S, Olivecrona T. Very low density
lipoprotein. Dissociation of apolipoprotein C during lipoprotein lipase
induced lipolysis. Biochim Biophys Acta 1976; 486: 23-35
82. Wu AL, Windmueller HG. Relative contributions by liver and intestine
to individual plasma apolipoproteins in the rat. J Biol Chem 1979; 254:
7316-22
83. Takahashi T, Hirano T, Okada K, Adachi M. Apolipoprotein CIII
deficiency prevents the development of hypertriglyceridemia in
streptozotocin-induced diabetic mice. Metabolism 2003; 52: 1354-9
84. Nguyen AIN, Chan DC, Dwyer KP, Bolitho P, Watts GF, Barrett PHR.
Use of Intralipid for kinetic analysis of HDL apoC-III: evidence for a
homogeneous kinetic pool of apoC-III in plasma. J Lipid Res 2006; 47:
1274-80
85. Malmendier CL, Lontie JF, Grutman GA, Delcroix C. Metabolism of
apolipoprotein C-III in normolipemic human subjects. Atherosclerosis
1988;69:51-9
77
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
86. Grundy SM. Atlas of Atherosclerosis: Risk Factors and Treatment,
Current Medicine. Philadelphia, PA: Current Medicine, LLC, 2005
87. Clavey, V., Lestavel-Delattre, S., Copin, C., Bard, J. M. and Fruchart,
J. C. Modulation of lipoprotein B binding to the LDL receptor by
exogenous lipids and apolipoproteins Cl, CII, CIII and E. Arterioscler.
Thromb. 1995 Vase. Biol. 15, 963-971
88. Sehayek, E. and Eisenberg, S. Mechanisms of inhibition by
apolipoprotein C of apolipoprotein E-dependent cellular metabolism of
human triglyceriderich lipoproteins through the low density lipoprotein
receptor pathway. 1991 J. Biol. Chem. 266, 18259-18267
89. Mann, C. J., Troussard, A. A., Yen, F. T. et al. Inhibitory effects of
specific apolipoprotein C-III isoforms on the binding of triglyceride
rich lipoproteins to the lipolysis-stimulated receptor. 1997 J. Biol.
Chem. 272,31348-31354
90. Nishida, Η. I., Nakanishi, T., Yen, E. A., Arai, FI., Yen, F. T. and
Nishida, T. Nature of the enhancement of lecithin-cholesterol
acyltransferase reaction by various apolipoproteins. 1986 J. Biol.
Chem. 261, 12028-12035
91. Jonas, A., Sweeny, S. A. and Herbert, P. N. Discoidal complexes of A
and C apolipoproteins with lipids and their reactions with lecithin:
cholesterol acyltransferase. 1984 J. Biol. Chem. 259, 6369-6375
92. Sparks, D. L. and Pritchard, P. H. Transfer of cholesteryl ester into
high density lipoprotein by cholesteryl ester transfer protein: effect of
HDL lipid and apoprotein content. 1989 J. Lipid Res. 30, 1491-1498
93. Chan DC, Watts GF, Nguyen MN, Barrett PHR. Apolipoproteins C-III
and A-V as predictors of very-low-density lipoprotein triglyceride and
apolipoprotein B-100 kinetics. Arterioscler Thromb Vase Biol 2006;
26: 590-6
94. Ito Y, Azrolan N, O’Connell A, Walsh A, Breslow JL.
Hypertriglyceridemia as a result of human apo CIII gene expression in
transgenic mice. Science 1990; 249: 790-3
95. Russo GT, Meigs JB, Cupples LA, Demissie S, Otvos JD, Wilson PW,
Lahoz C, Cucinotta D, Couture P, Mallory T, Schaefer EJ, Ordovas
JM. Association of the Sst-I polymorphism at the APOC3 gene locus
78
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
with variations in lipid levels, lipoprotein subclass profiles and
coronary heart disease risk: the Framingham offspring study.
Atherosclerosis. 2001 Sep;l 58(1): 173-81
96. Reljic A, Simundic AM, Topic E, Nikolac N, Justinic D, Stefanovic M.
The methylenetetrahydrofolate reductase (MTHFR) C677T
polymorphism and cancer risk: the Croatian case-control study. Clin
Biochem. 2007 Sep;40(13-14):981-5. Epub 2007 May 24
97. http://herkules.oulu.fi/isbn9514270703/html/x305.html
98. Chen M, Peyrin-Biroulet L, Xia B, Gueant-Rodriguez RM, Bronowicki
JP, Bigard MA, Gueant JL. Methionine synthase A2756G
polymorphism may predict ulcerative colitis and
methylenetetrahydrofolate reductase C677T pancolitis, in Central
China. BMC Med Genet. 2008 Aug 13;9:78
99. Medina MA, Amores-Sanchez MI. Homocysteine: an emergent
cardiovascular risk factor? Eur J Clin Invest. 2000 Sep;30(9):754-62
100. Meshkin B, Blum K. Folate nutrigenetics: a convergence of dietary
folate metabolism, folic acid supplementation, and folate antagonist
pharmacogenetics. Drug Metab Lett. 2007 Jan;l(l):55-60
101. Budowle, B., Allen, R. C, 1990, Discontinuous polyacrylamide gel
electrophoresis of dna fragments, molecular biology in medicine,
volume 7
102. “PCR”, http://en.wikipedia.org/wiki/PCR
103. Richard J. Reece, “Analysis of Genes and Genomes”, 2004, 88-95
104. http://www.mtholyoke.edu/courses/cwoodard/biol210/GelElectrophore
sisFigure.jpg
105. Despres JP, Lemieux I, Prud'home D. Treatment of obesity need to
focus on high risk abdominally obese patients. BMJ, 2001: 322:716-20
106. Watson, Caudy, Myers, Witkowski, Ανασυνδυασμένο DNA,
Ακαδημαϊκές Εκδόσεις Μπασδρά, 2007
107. http://www.onco.gr/documents/KapranosRontogianni.pdf
108. Ainsworth P.J. , Surh L.C. , Coulter - Mackiel M.B: Diagnostic single
strand conformational polymorphism, ( SSCP): a simplified non-
radioisotopic method as applied to a Tay-Sachs Bi variant. Nucleic
Acids Research 19: 405-406, 1991
79
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
109. Silvia C. Sookoian, Claudio Gonza'lez, and Carlos J. Pirola. Meta
analysis on the G-308A Tumor Necrosis Factor _ Gene Variant and
Phenotypes Associated with the Metabolic Syndrome OBESITY
RESEARCH Vol. 13 No. 12 December 2005
110. Grundy SM, Cleeman JI, Daniels SR, Donato KA, Eckel RH, Franklin
BA, Gordon DJ, Krauss RM, Savage PJ, Smith SC Jr, Spertus JA,
Costa F; American Heart Association; National Heart, Lung, and
Blood Institute. Diagnosis and management of the metabolic
syndrome: an American Heart Association/National Heart, Lung, and
Blood Institute Scientific Statement. Circulation. 2005 Oct
25;112(17):2735-52.
111. Oliviero Olivieri,, Antonella Bassi, Chiara Stranieri, Elisabetta
Trabetti, Nicola Martinelli, Francesca Pizzolo, Domenico Girelli,
Simonetta Friso, Pier Franco Pignatti and Roberto Corrocher.
Apolipoprotein C-III, metabolic syndrome, and risk of coronary artery
disease. Journal of Lipid Research Volume 44, 2003, 2374-2381
112. Sofia Kimi Uehara, Glorimar Rosa. Association of homocysteinemia
with high concentrations of serum insulin and uric acid in Brazilian
subjects with metabolic syndrome genotyped for C677T polymorphism
in the methylenetetrahydrofolate reductase gene. Nutrition Research 28
(2008)760-766
113. S.C. Lee, Y.B. Pu, G.N. Thomas, Z.S. Lee, B. Tomlinson, C.S.
Cockram, J.A. Critchley, J.C. Chan, Tumor necrosis factor alpha gene
G-308A polymorphism in the metabolic syndrome, Metabolism 49
(2000)1021-1024.
114. Aline Meirhaeghe, Dominique Cottel, Philippe Amouyel, Jean
Dallongeville. Lack of association between certain candidate gene
polymorphisms and the metabolic syndrome. Molecular Genetics and
Metabolism 86 (2005) 293-299
115. Stephan Francke, Meera Manraj, Corinne Lacquemant, Cecile
Lecoeur, Frederic Lepretre, Philippe Passa, Annick Hebe, Laetitia
Corset, Solange Lee Kwai Yan, Sa'ida Lahmidi, Sarojini Jankee,
Teman K. Gunness, Uday S. Ramjuttun, Vinod Balgobin, Christian
Dina and Philippe Froguel. A genome-wide scan for coronary heart
80
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
disease suggests in Indo-Mauritians a susceptibility locus on
chromosome 16pl3 and replicates linkage with the metabolic
syndrome on 3q27.Human Molecular Genetics, 2001, Vol. 10, No. 24
2751-2765
116. Ahmed H. Kissebah, Gabriele E. Sonnenberg, Joel Myklebust, Michael
Goldstein, Karl Broman, Roland G. James, Jacqueline A. Marks,
Glenn R. Krakower, Howard J. Jacob, James Weber, Lisa Martin, John
Blangero, and Anthony G. Comuzzie. Quantitative trait loci on
chromosomes 3 and 17 influence phenotypes of the metabolic
syndrome. PNAS 14478-14483, 2000 vol. 97 no. 26
117. Karen L. Edwards, Carolyn M. Hutter, Jia Yin Wan, Helen Kim and
Stephanie A. Monks. Genome-wide Linkage Scan for the Metabolic
Syndrome: The GENNID Study. Obesity (2008) 16, 1596-1601.
doi:10.1038/oby.2008.236
118. Ridker PM, Pare G, Parker A, Zee RY, Danik JS, Buring JE,
Kwiatkowski D, Cook NR, Miletich JP, Chasman DI. Loci related to
metabolic-syndrome pathways including LEPR,HNF1A, IL6R, and
GCKR associate with plasma C-reactive protein: the Women's
Genome Health Study. Am J Hum Genet. 2008 May;82(5):l 185-92.
Epub 2008 Apr 24
119. Dongxia L, Qi H, Lisong L, Jincheng G. Association of peroxisome
proliferator-activated receptorgamma gene Prol2Ala and C161T
polymorphisms with metabolic syndrome.Circ J.2008 Apr;72(4):551-7
120. Ellingrod VL, Miller DD, Taylor SF, Moline J, Holman T, Kerr J.
Metabolic syndrome and insulin resistance in schizophrenia patients
receiving antipsychotics genotyped for the methylenetetrahydrofolate
reductase (MTHFR) 677C/T and 1298A/C variants. Schizophr Res.
2008 Jan;98(l-3):47-54
81
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
7. Ευρετήριο Πινάκων - Εικόνων
Εικόνα 1: Ένα προτεινόμενο σχήμα για την παθογένεια του Μεταβολικού Συνδρόμου
(Σελ 13)
Εικόνα 2: Κρυσταλική μορφή του παράγοντα νέκρωσης όγκων άλφα (Σελ 21)
Εικόνα 3: Σχηματική απεικόνιση ενεργοποίησης και σηματοδοτικού μονοπατιού του
TNFa (Σελ 22)
Εικόνα 4: Τριτοταγής δομή της IL-6 . (Σελ 25)
Εικόνα 5: Σύνδεση της πρωτεΐνης IL-6 με τον υποδοχέα της (Σελ 26)
Εικόνα 6: Ενδοκυττάρια μετάδοση του σήματος (Σελ 27)
Εικόνα 7: Σχηματική αναπαράσταση του γονιδίου της apoC-III (Σελ 30)
Εικόνα 8: Σχηματική απεικόνιση της γρήγορης και ελεύθερης ανταλλαγής της apoC-
III μεταξύ των λιποπρωτεινών που περιέχουν apoB και HDLs στην κυκλοφορία
(Σελ 32)
Εικόνα 9: Η ApoC-III ρυθμίζει τον μεταβολισμό των λιποπρωτεινών μέσω πολλών
μηχανισμών (Σελ 33)
Εικόνα 10: Σχηματική απεικόνιση του μεταβολισμού της ομοκυστεΐνης (Σελ 35)
Εικόνα 11: Σχηματική απεικόνιση του κύκλου της PCR (Σελ 42)
Εικόνα 12: Σχηματική αναπαράσταση της διαδικασίας της ηλεκτροφόρησης (Σελ 47)
Εικόνα 13: Σχηματική απεικόνιση ηλεκτροφόρησης σε πηκτή ακρυλαμίδης (Σελ 54)
Εικόνα 14: Απεικόνιση ηλεκτροφόρησης σε πηκτή αγαρόζης 1% για έλεγχο
απομόνωσης (Σελ 57)
Εικόνα 15: Έλεγχος PCR IL6 G634C: στην πρώτη θέση βρίσκεται ο μάρτυρας
(Σελ 57)
Εικόνα 16: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό IL6 G174C
(Σελ 58)
Εικόνα 17: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό IL6 G634C
(Σελ 59)
Εικόνα 18: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό TNFa G308A
(Σελ 59)
Εικόνα 19: Αποτελέσματα ηλεκτροφόρησης για τον πολυμορφισμό MTHFR C677T
(Σελ 60)
82
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7
Πίνακας 1: Διαγνωστικά κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου (Σελ 8)
Πίνακας 2: Οι συνθήκες PCR που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε γονίδιο και το μήκος
των ενισχυμένων τμημάτων (Σελ 44)
Πίνακας 3: Οι αλληλουχίες των εκκινητών που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε γονίδιο
στην αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (Σελ 46)
Πίνακας 4: Συνθήκες και μήκη των τμημάτων που προκύπτουν μετά την πέψη με το
κάθε περιοριστικό ένζυμο για κάθε ένα από τα γονίδια (Σελ 51)
Πίνακας 5: Συστατικά αντίδρασης πέψης με ένζυμο περιορισμού (Σελ 51)
Πίνακας 6: Περιοχές αναγνώρισης των ενζύμων (Σελ 51)
Πίνακας 7: Κύριες κλινικές παράμετροι φυσιολογικών ατόμων και ατόμων με
Μεταβολικό Σύνδρομο (Σελ 56)
Πίνακας 8: Μελέτη συσχέτισης μονού πολυμορφισμού σε πληθυσμούς ασθενών με
MetS και φυσιολογικών μαρτύρων. (Σελ 61)
83
Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly08/12/2017 05:24:47 EET - 137.108.70.7