European Expression - Issue 69

52

description

Ευρωπαική Έκφραση - Τεύχος 69

Transcript of European Expression - Issue 69

Page 1: European Expression - Issue 69
Page 2: European Expression - Issue 69

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

Η Ενέργεια ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ εντάσσεται στο Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

Οι Ενέργειες συγχρηματοδοτούνται κατά 80% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο»

H MKO Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με τον Δήμο Σπάτων, υλοποιεί το πρόγραμμα:

Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000 – 2006. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας Μέτρο 6 : «Ενίσχυση της απασχόλησης ανέργων με την ενεργό συμμετοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων»

Έναρξη προγράμματος Τετάρτη, 28 Μαΐου 2008

Για περισσότερες πληροφορίες: Ευρωπαϊκή Έκφραση, τηλ 210 3643224, email: [email protected]

Είσαι μαθητής της Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού στην περιοχή των Σπάτων; Έλα και εσύ στην παρέα μας για να διαχειριστείς δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο σου, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Σπάτων «Χρήστος Μπέκας». Θα πραγματοποιηθούν 11 συναντήσεις δημιουργικής απασχόλησης

Page 3: European Expression - Issue 69

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α 3

EΥΡΩΠΑΪΚΗ EΚΦΡΑΣΗ Τ Ρ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Κ Δ Ο Σ Η Ε Υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ Ο Υ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Υ

ΕτΟς ΙδΡυςης: 1989 • ISSN: 1105-8137 • 5 ΕΥΡΩ • ΧΡΟΝΟΣ 18 • ΤΕΥΧΟΣ 69 • ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2008

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ:"ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΕΚΦΡΑΣΗ-ΘΕ-ςΜΟΙ", Μη Κερδοσκοπικό

ΣωματείοΟμήρου 54 - Αθήνα - 106 72

Τηλ.: +30 210 3643224Fax: +30 210 3646953

E-mail: [email protected]://www.ekfrasi.gr

ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ: 1413

ΕΚΔΟΤΗΣ- ΥΠΕΥΘΥΝΟΣςυΜΦΩΝΑ ΜΕ τΟ ΝΟΜΟ:

Νίκος Γιαννής

ΑΡΧΙςυΝτΑΞΙΑ:Σταματίνα Ξεφτέρη

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:Κατερίνα Ανδρωνά

Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν:

Λεωνίδας ΑντωνακόπουλοςΕλευθέριος Γείτονας

Μαρία ΓιαννιούΜάρθα Θεοδώρου

Παναγιώτης ΙωακειμίδηςΓεώργιος Καρυώτης

Κωνσταντίνος ΚούγιαςΚώστας Λάβδας

Κώστας ΜποτόπουλοςΜάρκος ΠαπακωνσταντήςΧρήστος Πολυζωγόπουλος

Διονυσία ΡηγάτουΜιχάλης ΤσινισζέληςΔημήτρης Χρυσοχόου

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ:Εκδόσεις: «ΗΛΙΑΙΑ»

ΔΗΜ. ΣΧΕΣΕΙΣ:iForce Communications Α.Ε.

Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευκαιρία 4 ...........................................................5του Νίκου Γιαννή

ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Το δίλημμα της Ευρώπης μετά το ιρλανδικό δημοψήφισμα 4 ...............................................7Ιρλανδικό δημοψήφισμα: η ΕΕ ξανά σε κρίση. Ένας απολογισμός. 4 ................................12του Μάρκου Παπακωνσταντή

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

The time frame for the transition to renewable sources and the question of european 4power, πηγή: Τhe Federalist .....................................................................................................14

ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Transatlantic Relations in the 21th Century, 4 ......................................................................19του Γεώργιου Καρυώτη

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η μετεξέλιξη του κοινοτικού προϋπολογισμού 4 ...................................................................24του Κώστα Μποτόπουλου

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Σκέψεις για μια Κοινωνική Ευρώπη 4 .......................................................................................26του Κωνσταντίνου Γ. Κούγια

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ Θ. ΤΣΑΤΣΟ

Δημόσιος Έπαινος στον Καθηγητή Δημήτρη Θ. Τσάτσο 4 ..................................................32του Κώστα Α. ΛάβδαΟ Ευρωπαϊκός Λόγος του Δημήτρη Θ. Τσάτσου 4 .................................................................37του Μιχάλη Ι. Τσινισζέλη και του Δημήτρη Ν. Χρυσοχόου

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Ελληνικό Σχολείο και η Ευρωπαϊκή του Διάσταση 4 .......................................................39 του Ελευθέριου ΓείτοναΑκαδημαϊκή εκπαίδευση στην Ευρώπη 4 .................................................................................41πηγή EUOBSERVER/FOCUS

ΜΚΟ

Άλκηστις- Τηλεργασία και Γυναικεία Απασχόληση 4 ...........................................................43

ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Τα Νέα της Έκφρασης 4 ...............................................................................................................45

Page 4: European Expression - Issue 69

4

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

C o N T E N T S

EvRopaIkI EkFRaSSI q u a R T E R l y E d I T I o N o N E u R o p E a N I S S u E S

FIRST publIShEd: 1989 • ISSN: 1105-8137 • EuRo 5 • yEaR 18 • vol. 69 • apRIl - May - JuNE 2008

pRopRIEToR - EdITIoN:"European Society, politics, Ex-

pression, Institutions", non profit Making Company

54 omirou St., athens 106 72Tel.: +30 210 3643224Fax: +30 210 3646953

E-mail: [email protected]://www.ekfrasi.gr

EdIToR - publIShER by laW:Nicos yannis

publIShING dIRECToR:Stamatina Xefteri

dIRECTIoN:katerina androna

CoNTRIbuToRS:

leonidas antonakopoulosEleutherios Geitonas

Maria GianniouMartha Theothorou

panagiotis IoakeimidisGeorgios karyotis

konstantinos Cougiaskostas lavdas

kostas botopoulosMarkos papakonstantisXristos polyzogopoulos

dionisia RigatouMichalis Tsiniszelis

dimitris Chrysochoou

TEChNICal advISoR:hliea

publIC RElaTIoNSiForce Communications Sa

France, Netherlands and Ireland, this is the chance 4 .............................................................5N. Yannis

THE IRISH REFERENDUM

The dilemma of Europe after the Irish Referendum 4 .............................................................7The irish referendum: European union once again in crisis. Review of facts 4 ................12M.Papakonstantis

THE ENERGY MATTER

The time frame for the transition to renewable sources and the question of european 4power. πηγή: Τhe Federalist .....................................................................................................14

TRANSATLANTIC RELATIONS

Transatlantic Relations in the 21th Century 4 .........................................................................19G.Karyotis

EUROPEAN ECONOMY

Eu budget Reform 4 .....................................................................................................................24C.Botopoulos

TALKING ABOUT EUROPE

Thoughts of a social Europe 4 .....................................................................................................26C.G.Cougias

AN ATTRIBUTE TO DIMITRIOS TSATSOS

laudatio of professor d.Tsatsos 4 ..............................................................................................32 K.LavdasThe European Speech of d.Tsatsos 4 .........................................................................................37D.Chrysochoou and M.Tsinisizelis

EDUCATION

The greek school and its european dimension 4 .....................................................................39E.Geitonasacademic Education in Europe 4 ...............................................................................................41 source: EUOBSERVER/FOCUS

NGO

“alkistis : Telework and Feminine Employment 4 ..................................................................43

PERMANENT COLUMNS

“European Expression” news 4 ..................................................................................................45

Page 5: European Expression - Issue 69

5

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

E d I T o R I a l

Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευκαιρία

η πολιτική τάξη της Ευρώπης, αυτή η ιδιό-τυπη δυτικού τύπου νομενκλατούρα, υπε-ρασπίζεται τα κεκτημένα της δίκην συντη-ρητισμού, τα εθνικά κράτη, ήτοι η εθνική κυριαρχία στον συνδυασμό της με το κοι-

νωνικό κράτος είναι το κοστούμι της, αυτό είναι το ανο-μολόγητο πρόβλημα της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι πολίτες βρίσκουν δυσανάλογα ασθενή, σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες τους στην παγκόσμια σκηνή, την πενιχρή απά-ντηση που κατά μείζονα συμβιβασμό τους προτάθηκε από τη βολεμένη ανά χώρα διακομματική συναίνεση περί Ευ-ρώπης, με τη μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας, ακόμη και με το κατ’ όνομα Σύνταγμα που προηγήθηκε.

Ως Ευρωπαίος πολίτης ορίζεται ο ευφημισμός που περιλήφθηκε για πρώτη φορά στη συνθήκη του Μάα-στριχτ και που περιλαμβάνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και στις Ευρωεκλο-γές όχι μόνο στη χώρα προέλευσης αλλά και στη χώρα κατοικίας, η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση σε οποιοδήποτε κράτος- μέλος, η διπλωματική προστασία από τις προξενικές αρχές άλλων κρατών – μελών όταν ένας Ευρωπαίος βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου η χώρα του δεν διαθέτει τέτοια αρχή, το δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (ombudsman) και το δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως στην ιστορία της δημοκρατίας η ιδιότητα του πολίτη συ-νυφαίνεται πρωταρχικά, αφενός με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αφετέρου με την εκλογή εκείνων που τον κυβερνούν. Αυτά, ακόμη κι αν η συνθήκη της Λισσαβόνας ή το Σύνταγμα είχαν εγκριθεί δεν θα εκπληρώνονταν, αφού ο μεν Χάρτης των Δικαιω-μάτων συμβολική μόνον αξία θα είχε, η δε επιλογή των κυβερνώντων, αν και το Ευρ. Κοινοβούλιο εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία, θα γινόταν πάλι από τις εθνικές κυβερνήσεις. Αφού ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα ήταν κατ’ αδιαμφισβήτητη εκλογή από την προγραμματική και νικηφόρα κομματική πλειοψη-φία του Ευρ. Κοινοβουλίου μετά τις Ευρωεκλογές, αλλά καθ’ υπόδειξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (βλ. κράτη – μέλη/εθνικές πολιτικές τάξεις), που λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα επέτρεπε στο Κοι-

νοβούλιο να τον απορρίψει (μήπως θυμίζει λίγο την καθ’ ημάς έκπτωτη βασιλεία; ήτοι όπου στέμμα το αδιαίρετο άθροισμα εθνικών κυβερνήσεων). Πως μπορεί μετά η ευ-ρωπαϊκή διακυβέρνηση να μην είναι αυτή του ελάχιστου κοινού παρονομαστή; Επίσης ο Ευρωπαίος πολίτης δεν υπηρετεί στρατιωτική θητεία, αφού δεν υπάρχει ευρωπα-ϊκός στρατός και δεν φορολογείται από μια ευρωπαϊκή φορολογική αρχή, άρα ούτε είναι σε θέση να εγκρίνει ή να απορρίψει μια ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική πολιτική αφού αυτή δεν υπάρχει. Ακόμη και η δυνατό-τητα που προβλεπόταν με 1εκ. υπογραφές πολιτών να υποχρεούται η Επιτροπή να εκκινεί μια νομοθετική δι-αδικασία, δεν προσδίδει υψηλή δημοκρατική υπεραξία, αφού πέραν αυτού τίποτα δεν εξασφαλίζει και μια θετική κατάληξη σε μια τέτοια πρωτοβουλία, ειδικώς δε μέσα από τους δαιδάλους της ευρωπαϊκής νομοπαραγωγικής πο-ρείας, που επρόκειτο μάλιστα να επιβαρυνθεί περαιτέρω από τη θεσμική εμπλοκή των εθνικών Κοινοβουλίων σε αυτήν, δικήν φυσικά (εθνικής) δημοκρατίας. Ακόμη και η Συνέλευση (Convention), στην οποία τόσο φεντερα-λιστικό πολιτικό κεφάλαιο επενδύσαμε και τόσο μελάνι χύθηκε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν προϊόν μιας εντο-λής που έδωσαν στα μέλη της οι εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάεκεν. Αυτή δεν εξέφραζε μια καθαρή συντακτική βούληση των Ευρωπαίων πολιτών, αντιθέτως εκινείτο στη λογική των Συνθηκών, τις οποίες δεν είχε προορισμό να ανατρέψει και των σύμφυτων τε-ραστίων συμβιβασμών να αρνηθεί. Το αποτέλεσμα της, πλην της ένδειας περιεχομένου ως προς τον τελικό στόχο της πολιτικής ένωσης, υποβλήθηκε προς έγκριση και τε-λική διατύπωση σε μια διακυβερνητική διάσκεψη, δηλαδή στους εκπροσώπους των εθνικών πολιτικών τάξεων και τέλος τέθηκε προς κύρωση στα εθνικά Κοινοβούλια ή με βάση τα επιμέρους Συντάγματα σε εθνικά δημοψηφίσμα-τα, που έγιναν κατ’ ουσίαν δηλαδή υπό το φως εθνικών κομματικών συσχετισμών, τάσης αποδοκιμασίας των κυ-βερνήσεων, έλλειψης ενημέρωσης για το ευρωπαϊκό δι-ακύβευμα, πολυπλοκότητας του υπό κρίση κειμένου και εθνικών παρά ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων και ατζέντας. Τέλος τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που απαιτείται η ομοφωνία όλων ή έστω μια ενισχυμένη –ειδική- πλειοψη-

Page 6: European Expression - Issue 69

6

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

E d I T o R I a l

φία προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις;η σταδιακή εξέλιξη και τα μικρά βήματα στην πρόοδο

της ευρωπαϊκής ενοποίησης είχαν νόημα και ήταν αποτε-λεσματικά όσο υπήρχε ένας κοινώς αποδεκτός στόχος και ένα σχέδιο μετάβασης. Σήμερα που στην Ευρώπη των 28 κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν υπάρχει, η μέθοδος αποδεικνύεται ατελέσφορη. Για τον ίδιο σκοπό βρίσκονται στην ΕΕ π.χ. το Ην. Βασίλειο, η Πολωνία, η Εσθονία και η Κύπρος με τα έξι αρχικά κράτη;

η πολιτική τάξη απαρτίζεται από τους πο-λιτικούς των κρατών που εκλέγονται επί τη βάσει εθνικών προγραμμάτων για να υπερασπίζονται εθνικά συμφέροντα, την ανώτερη κρατική γραφειοκρατία με αιχ-

μή τα αλληλεξαρτώμενα εθνικά στρατιωτικά, αστυνομικά, διπλωματικά και δικαστικά σώματα με τους υψηλούς και πλειστάκις αδιαφανείς προϋπολογισμούς και τις προτε-ραιότητες αναπαραγωγής και επιβίωσης τους και φυσικά από το ακαδημαϊκό και επιστημονικό κατεστημένο που προστρέχει στην ιδεολογική, θεωρητική και τεχνοκρατική στήριξη των παραπάνω, όλοι μαζί δε σε ένα περιβάλλον διακριτικής οικογενειοκρατίας με τη στενότερη ή ευρύτε-ρη έννοια. Αλλά, πέραν του Συμβουλίου Υπουργών που είναι με βάση τον «οικοδομικό κανονισμό» ο εκφραστής των εθνικών συμφερόντων, ακόμη και το «υπερεθνικό» Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στελεχώνεται από διορισμένους Ευρωβουλευτές και υπαλλήλους, προερχόμενους από τα εθνικά πολιτικά κόμματα εν ελλείψει ευρωπαϊκών κομμά-των. Μόνον στην Επιτροπή και το Δικαστήριο αναπτύσ-σεται συν τω χρόνω ένα υπερεθνικό, ευρωπαϊκό πνεύμα, αν και στα θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας, το κολέ-γιο των Επιτρόπων και γενικώς οι οροφές της γραφειο-κρατικής Επιτροπής, δεν μένουν αλώβητα εθνικών συμ-ψηφισμών, συσχετισμών, συναισθηματισμών και ευρωπα-ϊκών εκπτώσεων, χωρίς να γνωρίζουμε στα ίδια θέματα τι μπορεί να διαμείβεται καμιά φορά μεταξύ του Πρω-θυπουργού και του από αυτόν διορισμένου κατ’ ουσίαν ομοεθνούς δικαστού στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Υπάρ-χουν θεσμικά στεγανά και αλληλο-εξισορροπήσεις, μια αδέκαστη υπερεθνική λειτουργία, ή το εθνικό συμφέρον παραμένει το επιμελώς υποκρυπτόμενο, ιερό και απαρα-βίαστο, φετίχ στον κοινό υδροφόρο ορίζοντα των συνει-δήσεων των κατά σύμβαση δημοσίων λειτουργών της ευ-ρωπαϊκής ιδέας και υπονομεύει κάθε απόπειρα υπερεθνι-κού βηματισμού;

Όπως προκλητικά το διατυπώνει ο Schmitter «Δίχως επανάσταση, πραξικόπημα, απελευθέρωση από ξένη κα-τοχή, ήττα ή νίκη σε πόλεμο, κινητοποιήσεις εναντίον του

ancient regime, ή οικονομική καταστροφή, κανένα κράτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μείζονες αλλαγές στους πολιτικούς του θεσμούς.»

Τι χρειάζεται λοιπόν η Ευρώπη; Μια επαναστατική πολιτική δύναμη που θα οδηγήσει ένα μέρος των κρα-τών - μελών της, με πυρήνα μάλλον τους ιδρυτές των Ε.Κ. οπωσδήποτε δε τους Γάλλους και τους Γερμανούς, στη συ-γκρότηση μιας εν τω γεννάσθαι Ευρωπαϊκής Δημοκρατί-ας, με ομοσπονδιακό χαρακτήρα, με μια εξωτερική πολιτι-κή, μία άμυνα και μια φορολογική και οικονομική πολιτι-κή και στην εκλογή μιας συντακτικής συνέλευσης που θα επεξεργασθεί ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το οποίο κατόπιν θα εγκριθεί με ένα πανευρωπαϊκό δημοψή-φισμα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει εντός του υπάρχοντος θε-σμικού πλαισίου των συνθηκών της ΕΕ, καθώς η -εξάλλου αδοκίμαστη- δυνατότητα ενισχυμένης συνεργασίας είναι ανεπαρκές εργαλείο γι’ αυτόν τον σκοπό. Χρειάζεται μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία που θα οδηγήσει τελικώς στη δημιουργία μιας νέας κυρίαρχης κρατικής οντότητας. Η αυτοσυνειδησία ενός λαού, όχι εθνοτικά προσδιορισμέ-νου, αλλά στη βάση ενός κοινού σχεδίου και αξιών συ-μπόρευσης, υπό συνθήκες ιστορικής ωριμότητας είναι το διακύβευμα των ημερών μας, του ευρωπαϊκού λαού. Αυ-τός είναι και ο μόνος αρμόδιος φορέας άσκησης της συ-ντακτικής εξουσίας. Προπάντων δε αυτό πρέπει να γίνει προτού να είναι αργά. Η κοινωνία πολιτών είναι το φυσι-κό όχημα-ρυμουλκό για την ανάληψη πρωτοβουλίας και ενθάρρυνσης εκείνων των θυλάκων στους κόλπους της πολιτικής τάξης που διαβλέποντας το αυτοκαταστροφι-κό αδιέξοδο θα επιστρατεύσουν την απαιτούμενη γεν-ναιότητα, προβαίνοντας στο διάβημα που θα θέσει ανε-πιστρεπτί τις βάσεις της πολιτικοποίησης του ευρωπαϊ-κού εγχειρήματος. Οι πολίτες έχουν ανάγκες και οράματα που η παρούσα τάξη πραγμάτων δεν ικανοποιεί, αντίθε-τα διευρύνει το έλλειμμα δημοκρατίας, τα φαινόμενα δι-ευρωπαϊκής διαφθοράς και την αναξιοπιστία της πολιτι-κής. Είναι η ώρα η Ευρώπη να απαλλαγεί από τη μακια-βελική κληρονομιά – τροχοπέδη πως “δεν υπάρχει τίπο-τα πιο δύσκολο να κάνει κανείς, ούτε πιο αμφίβολης επι-τυχίας, ούτε πιο επικίνδυνο να διαχειριστείς από το να εισάγεις μια νέα τάξη πραγμάτων». Οι εποχές αλλάζουν κι η ανοιχτή κοινωνία, η δημοκρατία και η ελευθερία που απολαμβάνουμε, το οικουμενικό και επείγον των προκλή-σεων, η αμφισβητούμενη οικονομική βιωσιμότητα και πε-ριβαλλοντική αειφορία της ευημερίας μας, επιτρέπουν ή και επιβάλλουν αυτήν την ανατροπή. Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευρωπαϊκή ευκαιρία.

Νίκος Γιαννής

Page 7: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α 7

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Π.Κ. Ιωακειμίδης

Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ποιο είναι το μέλλον της Ευρωπαικής Ένωσης (ΕΕ) μετά την απόρριψη της Συνθήκης της Λισσαβό-

νας από την Ιρλανδία σε σχετικό δη-μοψήφισμα; Χωρίς αμφιβολία η απόρ-ριψη της Συνθήκης ξαναρίχνει την Ευ-ρωπαϊκή Ένωση σε υπαρξιακή αβεβαιό-τητα αν όχι σε κρίση, σε μια στιγμή που ξεπερνούσε το σόκ από την απόρριψη του Ευρωπαϊκου Συντάγματος το 2005. Έτσι το σενάριο αυτή τη φορά επανα-λαμβάνεται καθώς δεκά εννέα χώρες μέλη έχουν επικυρώσει ήδη τη Συν-θήκη (ανάμεσα τους Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, κ.α.) και μία-Ιρλανδία- με πληθυσμό λιγότερο από το 1% της ΕΕ την απορρίπτει. Πρόκειται κατά βάση για εξόχως αντιδημοκρατική εξέλιξη που προέρχεται από μια χώρα που έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από την ΕΕ. Ένας ετερόκλητος συνασπισμός τάχθηκε ενάντια στη Συνθήκη για λόγους εντε-λώς άσχετους με το περιεχόμενο της. Από την άλλη μεριά, η εξέλιξη αυτή πι-στοποιεί γιατί η μέθοδος του δημοψη-φίσματος δεν πρέπει να χρησιμοποιεί-ται για την επικύρωση τόσο περίπλο-

κων κειμένων, αλλά και ότι «κάτι πάει στραβά» στη λειτουργία της ΕΕ.

Τι θα γίνει όμως απ’ εδώ και πέρα;Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται

τώρα καθαρό πολιτικό λόγο και στό-χο. Δεν χρειάζεται πάντοτε την πολι-τική υποκρισία και τον πλάγιο, ψεύ-τικο λόγο που υποτίθεται ότι οδηγεί στους αναγκαίους συμβιβασμούς. Και αποτελεί μεγίστη υποκρισία η σταθε-ρώς επαναλαμβανόμενη αναφορά ότι «θα σεβασθούμε την ετυμηγορία του Ιρλανδικού λαού» για την καταψή-φιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Αποτελεί υποκρισία πρώτον, γιατί η ΕΕ δεν θα σεβασθεί την ετυμηγορία. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να σταματήσει αμέσως η διαδικασία της επικύρωσης και να ενταφιασθεί η Συνθήκη. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Αντίθετα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επίσημα αποφάσισε να συνεχιστεί η διαδικασία επικύρωσης και να κληθεί ο Ιρλανδικός λαός να ψηφίσει για δεύ-τερη φορά πάνω στη Συνθήκη. Δεύτε-ρον, διότι η ΕΕ δε μπορεί να σεβασθεί την ετυμηγορία του Ιρλανδικού λαού καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν βαθύτατα αντιδημοκρατικό (εάν είχαμε σεβασθεί την αρνητική ετυμηγορία του Δανικού λαού το 1992, τότε σήμερα δεν θα εί-χαμε το ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ). Η Ένωση δεν είναι διακυβερνητικός ορ-γανισμός. Είναι ένα νέου τύπου υπε-ρεθνικό πολιτικό σύστημα στο οποίο οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνο-νται με (ειδική) πλειοψηφία και εφαρ-μόζονται και από τις χώρες - μέλη που τις έχουν καταψηφίσει - κάτι που θα έπρεπε να συμβαίνει και με τις συνθή-κες, έστω με υπεραυξημένη πλειοψη-φία άλλα όχι πάντως με ομοφωνία. Η ομοφωνία οδηγεί σε αντιδημοκρατικές καταστάσεις. Γιατί είναι δύσκολο να θεωρηθεί δημοκρατικό μια μειοψηφία (800.000 π.χ.) να αποφασίζει για την τύχη 495 εκ. πολιτών της Ένωσης. Εάν η Ιρλανδία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα δεν επιθυμεί τη βαθύτερη ενοποίηση, αυτό είναι δικαιωμά της. Αυτό που δεν είναι καθόλου θεμιτό - αντιθέτως είναι εξόχως αλλαζονικό και αντιδημοκρα-τικό - είναι να θέλει να εμποδίσει τους άλλους από το να προχωρήσουν. Θα

Το δίλημμα της Ευρωπαϊκής Ένωσηςμετά το Ιρλανδικό δημοψήφισμα

“Εάν η Ιρλανδία για δεύτερη φορά

καταψηφίσει τη Συνθήκη τότε θα πρέπει

να εγκαταλείψει την Ένωση ως πλήρες μέλος προκειμένου

να προχωρήσουν οι υπόλοιποι σε βαθύτερη ενοποίηση. ”

Page 8: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α8

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

πρέπει επομένως κάποια στιγμή να πούμε «τα σύκα, σύκα». Εάν η Ιρλαν-δία για δεύτερη φορά καταψηφίσει τη Συνθήκη - όπως έχει δικαίωμα να πρά-ξει - τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ένωση ως πλήρες μέλος προκειμέ-νου να προχωρήσουν οι υπόλοιποι σε βαθύτερη ενοποίηση. Οι οποιεσδήποτε πολιτικές επιλογές θα πρέπει να συ-νοδεύονται με τo πολιτικό κόστος για να είναι και υπεύθυνες. Διαφορετικά ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει…

Επιπλέον, η δημοκρατική νομιμο-ποίηση της ΕΕ- ένα εξαιρετικά περί-πλοκο θέμα- θα πρέπει να απαλλαγεί από τη λογική των εθνικών δημοψη-φισμάτων. Μόνον ένα παν-ευρωπαϊκό δημοψήφισμα, που θα απελευθέρωνε τη συζήτηση από τις εθνικές θεμα-τολογίες θα είχε νόημα, εάν βεβαίως πρόκειται να προσφύγουμε σε δημο-ψήφίσματα...

«Communicating Europe»: Η νέα πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το δημοψήφισμα της Ιρλανδίας

Δρ. Μάρθα Θεοδώρου

Επικοινωνιολόγος – Διεθνολόγος

το «όχι» της Ιρλανδίας στη Συνθήκη της Λισσαβό-νας τον Ιούνιο του 2008, μετά το «όχι» της Γαλλίας

και της Ολλανδίας στη Συνταγματική Συνθήκη το 2005, έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σε μία νέα θε-σμική κρίση, την οποία καλείται να δι-αχειριστεί άμεσα η Γαλλική Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιχειρώ-ντας να αποκαταστήσει την εμπιστο-σύνη των πολιτών στην Ένωση μετά από το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, παρουσίασε στα τέλη Ιουνίου του 2008

την Ανανεωμένη Κοινωνική Ατζέντα, με προτάσεις που αφορούν καθημερι-νές ανάγκες τους.

Είχαν προηγηθεί τα αποτελέσμα-τα της τελευταίας δημοσκόπησης του Ευρωβαρομέτρου (Μάρτιος-Μάιος 2008), όπου διαπιστώθηκε μείωση του ποσοστού των θετικών απόψεων των Ευρωπαίων πολιτών για την Ε.Ε.

Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις στο παγκόσμιο περιβάλλον σηματοδοτούν μία νέα πορεία για την Ένωση, η οποία, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, δεν μπορεί να δρομολογηθεί χωρίς τη συ-γκατάθεση των πολιτών της.

Για το λόγο αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αφού συμφώνησε να συ-γκληθεί τον Ιούλιο του 2007 μια Δια-κυβερνητική Διάσκεψη με αποστολή να συμφωνήσει επί ενός κειμένου Με-ταρρυθμιστικής Συνθήκης που θα τρο-ποποιούσε τις ισχύουσες Συνθήκες, υπογράμμισε την καίρια σημασία που θα είχε στο διάστημα αυτό η ενίσχυση της επικοινωνίας με τους ευρωπαίους πολίτες, με την παροχή πλήρους και ολοκληρωμένης πληροφόρησης για την Ε.Ε. και τη συμμετοχή τους σ’ ένα διαρκή διάλογο. Η αμφίδρομη επι-κοινωνία θα ήταν ιδιαίτερα σημαντι-κή κατά τη διαδικασία κύρωσης της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης από τα κράτη-μέλη, αλλά και στις Ευρωεκλο-γές του 2009.

Τον Οκτώβριο του 2007 η Ευρωπαϊ-κή Επιτροπή δημοσιοποίησε προτάσεις για την παρουσίαση της Ευρώπης στο

πλαίσιο εταιρικής σχέσης. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση «Σύμπραξη για την επικοινωνιακή προβολή των ευ-ρωπαϊκών θεμάτων», η συζήτηση για την Ευρώπη έπρεπε να υπερβεί τα όρια των θεσμικών οργάνων και να φτάσει στους πολίτες της. Ο γενικός στόχος της Επιτροπής ήταν να ενισχυθεί η συ-νοχή και οι συνέργιες μεταξύ των δρα-στηριοτήτων που αναλαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και από τα κράτη-μέλη, έτσι ώστε να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα καλύτερης πρό-σβασης και καλύτερης κατανόησης του αντίκτυπου των πολιτικών της Ε.Ε. σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Καθώς οι γνώσεις των πολιτών για την Ε.Ε. είναι περιορισμένες, αυτή η κατά-σταση έπρεπε να αντιμετωπιστεί πρω-τίστως από τα κράτη-μέλη.

Ήδη από το 2005 η Επιτροπή, μετά τα δημοψηφίσματα για τη Συνταγμα-τική Συνθήκη, επιχειρώντας να υποκι-νήσει μια ευρύτερη συζήτηση μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των πολιτών της, είχε προτείνει το Σχέδιο Δ για Δημοκρατία, Διάλογο και Δημόσια συζήτηση. Ακολούθησε, το Φεβρουάριο του 2006, η Λευκή Βί-βλος για την επικοινωνιακή πολιτική της Ένωσης, όπου η Επιτροπή κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να διατυπώσουν τις απόψεις τους για μία ουσιαστικότερη συνεργασία για τη γε-φύρωση του χάσματος.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες πρό-τειναν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα για την αναζωογόνηση της ευρωπα-ϊκής δημοκρατίας με στόχο την ανά-δυση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαί-ρας, στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες θα λαμβάνουν τις πληροφορίες και τα μέσα για να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και για να κάνουν προσωπική τους υπόθεση τo ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Είναι σαφές ότι το «όχι» της Ιρλαν-δίας θα οδηγήσει στην ανασύνταξη και αναδιάρθρωση και της επικοινωνιακής

“Το «όχι» της Ιρλανδίας θα οδηγήσει

στην ανασύνταξηκαι αναδιάρθρωση

και της επικοινωνιακής πολιτικής της Ένωσης. ”

Page 9: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α 9

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

πολιτικής της Ένωσης. Η περίοδος «προβληματισμού» που ακολούθη-σε την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης, καθώς και οι προτάσεις και δράσεις για μία Ευρώπη εγγύτερα στους πολίτες της, δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Καθώς η νέα απόρριψη δημιουργεί τριγμούς στην πορεία προς μία ολοένα στενότερη Ένωση των λαών της Ευρώ-πης, η επιτυχία μίας αποτελεσματικής επικοινωνιακής πολιτικής θα εξαρτη-θεί από τον επαναπροσδιορισμό και την εμπλοκή όλων των «κεντρικών παικτών»-«πολλαπλασιαστών» των μηνυμάτων και των πολιτικών των Βρυξελλών.

Η αμφίδρομη επικοινωνία και η παράλληλη δράση των θεσμικών ορ-γάνων με τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές στα κράτη-μέλη της Ένωσης για την ευαισθητοποίηση των πολιτών αποδείχθηκαν ελλιπείς. Καθώς μία από τις προτεραιότητες της επικοινωνιακής πολιτικής της Ε.Ε. είναι η διασύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες («Going local»), ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικός στη στήριξη του ευρωπαϊκού οικοδο-μήματος.

Συνθήκη της Λισσαβόνας: πρόβλημα επικοινωνίας;

Λεωνίδας Αντωνακόπουλος

Εκπρόσωπος Τύπου του Γραφείου του Ευ-ρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα

Από το πρόσφατο αρνητικό αποτέλεσμα του ιρλανδι-κού δημοψηφίσματος προ-κύπτει αβίαστα ένα πρώτο

συμπέρασμα: η Ευρώπη δεν είναι κα-τανοητή-για την ακρίβεια γίνεται όλο και πιο δυσνόητη- από ένα σημαντικό μέρος των Ευρωπαίων πολιτών παρά

το γεγονός ότι από τη γένεσή της προ-ορίζεται να υπηρετεί τα συμφέροντα του Ευρωπαίου πολίτη. Τα αρνητικά δημοψηφίσματα του 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία (ιδρυτικά κράτη-μέλη της ΕΕ) ενισχύουν βεβαίως την άποψη αυτή. Το ιρλανδικό “όχι” απο-τελεί ωστόσο μία δυσάρεστη πολιτική πραγματικότητα για την ΕΕ και βαρύ-νει τους πολιτικούς με περαιτέρω ευ-θύνες όχι μόνο για την εξεύρεση λύσης από το θεσμικό αδιέξοδο αλλά και για τη σωστή ανάλυση των αιτιών.

h απόφαση των Ιρλανδών δημι-ουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας και δυσανεξίας σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι όμως αποτέλεσμα δημοκρατικής δια-δικασίας και πρέπει να γίνει σεβαστή. Παράλληλα όμως, η αναζήτηση λύ-σεων για να είναι υποβοηθητική προς την ιρλανδική κυβέρνηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο την ευαισθησία των Ιρλανδών ψηφοφόρων αλλά και τη γενικότερη πολιτική συ-γκυρία στην Ευρώπη.

Τι συνέβη άραγε και ο ιρλανδικός λαός, έχοντας επωφεληθεί περισσότε-ρο από οποιονδήποτε άλλο από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, γύρισε την πλάτη στη Συνθήκη της Λισσαβόνας; Διαβάζουμε σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρομέτρου ότι 52% των Ιρλαν-

δών δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για τη Συνθήκη, ενώ το 62% θεωρεί ότι η καμπάνια του “όχι” ήταν πιο πειστική από την αντίστοιχη υπέρ του “ναι”. kαι όμως η κυβέρνηση της χώρας και τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα μό-χθησαν για να πείσουν τους Ιρλανδούς πολίτες να υπερψηφίσουν τη Συνθήκη. Πολύ σημαντικό επίσης το μερίδιο της αποχής ιδιαίτερα στους νέους.

Θεωρώ ότι από την πλευρά όσων θέλουμε να συνεχιστεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση και να περισωθεί το πρό-σφατο θεσμικό κεκτημένο θα πρέπει να καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια αφενός ανάλυσης όλων των πολιτι-κοκοινωνικών χαρακτηριστικών που οδηγούν μέρος της κοινής γνώμης σε αρνητισμό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά θέματα και, αφετέρου, αποκατάστασης ενεργούς πολιτικής επικοινωνίας με τους πολίτες. Δεν πρέπει να μας δια-φεύγει πάνω από όλα η αρνητική οικο-νομική συγκυρία στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα . Σύμφωνα με τελευ-ταίες μετρήσεις πάνω από 70% των Ευ-ρωπαίων πολιτών θεωρούν απειλή για το άμεσο μέλλον τους την ακρίβεια, την ανεργία και τη συνεχιζόμενη οικονομι-κή ύφεση. Σε πολλές χώρες ακόμα και στην Ελλάδα 6 στα 10 νοικοκυριά δη-λώνουν δυσκολίες να ανταποκριθούν στα βασικά μηνιαία έξοδα. Tην ίδια στιγμή η εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊ-κούς αλλά και εθνικούς πολιτικούς θε-σμούς δείχνει να υποχωρεί. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 2009, οι πολίτες θα κληθούν στις κάλπες για τις ευρωπαϊκές εκλογές, για να εκλέξουν δηλαδή τους αντιπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (όπου η ψηφοφορία δεν είναι υποχρεωτική) το στοίχημα για τους πολιτικούς θα είναι να πείσουν τους πολίτες να προ-σέλθουν στις κάλπες. Το πραγματικό στοίχημα όμως που πρέπει να κερδί-σουν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και οι ευ-ρωπαϊκοί θεσμοί είναι να ανακτήσουν

“Δεν θα ήταν συνεπώς καλή ιδέα

η όποιου είδους απομόνωση της Ιρλανδίας

ούτε η προκλητική ενίοτε δαιμονοποίηση

του δημοψηφίσματος εφόσον υφίσταται

ως συνταγματική πρακτική σε ορισμένες χώρες. ”

Page 10: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α10

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

τη θετική γνώμη και την εμπιστοσύ-νη των πολιτών. Το μειονέκτημα της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, που πάντα επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά, μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα υπό τον όρο να επι-κεντρωθεί η συζήτηση, ιδιαίτερα εν όψει των ευρωπαϊκών εκλογών στα πραγματικά καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Σε πρόσφατο Ευρωβαρό-μετρο βλέπουμε ότι πάνω από 50% των πολιτών δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν στις ευρωεκλογές με βάση τις θέσεις και τις προτάσεις των κομμάτων για τα ευρωπαϊκά θέματα. Αν και το ποσοστό αυτών που δηλώνουν προτεραιότητα στα εθνικά θέματα είναι υψηλότερο, φαίνεται ότι οι πολίτες, ιδιαίτερα σε περιόδους αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, ελπίζουν και περιμένουν λύσεις από την Ευρώπη.

Είκοσι μία από τις είκοσι εφτά χώρες-μέλη έχουν ήδη επικυρώσει τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Σε ένα αισιόδοξο σενάριο η διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί τον Απρί-λιο του 2009, δύο μήνες πριν τις ευρω-εκλογές. Οι περιπτώσεις της Τσεχίας και της Πολωνίας φαντάζουν δύσκο-λες και ο Πολωνός Πρόεδρος συνδέει τη στάση του με την τελική έκβαση του ιρλανδικού προβλήματος. Δεν θα ήταν συνεπώς καλή ιδέα η όποιου εί-δους απομόνωση της Ιρλανδίας ούτε η προκλητική ενίοτε δαιμονοποίηση του δημοψηφίσματος εφόσον υφίσταται ως συνταγματική πρακτική σε ορισμένες χώρες. Απαιτούνται ευρύτερες, ουσια-στικές πολιτικές πρωτοβουλίες με επί-κεντρο τον πολίτη και τα προβλήματά του. Οι ευρωπαϊκές εκλογές του 2009, με ή χωρίς τη Συνθήκη της Λισσαβό-νας, δεν αποτελούν ένα ακόμα δημο-ψήφισμα, αλλά θα είναι μια ευκαιρία να αποδείξει η Ευρώπη ότι μπορεί να αντιστρέψει το πρόβλημα κατανόησης και “νομιμοποίησης” που φαίνεται να αντιμετωπίζει σήμερα από σημαντικό μέρος των πολιτών της.

Η Ευρώπη μετά το ΟΧΙ των ΙρλανδώνΜαρία Γιαννιού

Δρ. Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Paris III Sorbonne Nouvelle

η αρνητική έκβαση του ιρ-λανδικού δημοψηφίσμα-τος αναφορικά με τη Με-ταρρυθμιστική Συνθήκη

κλόνισε την πορεία του ευρωπαϊκού οι-κοδομήματος και επανέφερε στο προ-σκήνιο μια από τις κυριότερες αδυνα-μίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το δημο-κρατικό έλλειμμα. Οι πολίτες της Ε.Ε. εκφράζουν όλο και πιο συχνά τη δυσα-ρέσκειά τους για μια Ευρώπη που μοιά-ζει όλο και πιο τεχνοκρατική, απόμα-κρη, δυσνόητη. Το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, όπως και τα δημοψηφίσμα-τα του 2005 στη Γαλλία και την Ολ-λανδία, καταδίκασε όχι τόσο το περι-εχόμενο μιας Συνθήκης, ακατανόητο για τον απλό πολίτη, όσο την απομά-κρυνση της Ευρώπης από τα καθημε-ρινά προβλήματα του Ευρωπαίου πο-λίτη.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνί-ου, λίγες ημέρες μετά την καταδικαστι-

κή ψήφο των Ιρλανδών, φανέρωσε την αμηχανία των Ευρωπαίων ηγετών. Αν και μετέθεσε την εξεύρεση λύσης στη σύνοδο του Οκτωβρίου, αναγνώρισε εντούτοις τις δυσκολίες του ευρωπα-ϊκού κοινωνικού συνόλου τονίζοντας ότι είναι «σημαντικό να συνεχιστεί η επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμά-των στους διαφόρους τομείς πολιτικής που ενδιαφέρουν τους πολίτες».

Την επιτακτική αυτή ανάγκη κα-λείται να καλύψει η γαλλική προε-δρία μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Ωστόσο, είναι αυταπόδεικτο το γεγο-νός ότι μια αδύναμη Ευρώπη δεν εί-ναι σε θέση ούτε να προσφέρει οφέλη στους πολίτες της, ούτε να μπορεί να σταθεί πλάι στις μεγάλες δυνάμεις της παγκόσμιας σκηνής και να διεκδικήσει ουσιαστικό ρόλο στα κυριότερα γεω-πολιτικά ζητήματα της υφηλίου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί, στις σχέσεις τις με τις τρίτες χώρες, ένα μο-ντέλο παγκόσμιας διακυβέρνησης, το οποίο στηρίζεται στο διάλογο και τη συνεργασία. Η Ευρώπη, με την «ήπια ισχύ» που ουσιαστικά ασκεί, αρνείται τον ηγεμονισμό μέσω της προβολής έντονης στρατιωτικής δύναμης, προτι-μώντας την πολυμερή προσέγγιση ως ασφαλή οδό επίλυσης των κρίσεων.

Αυτή η στρατηγική επιλογή δεν είναι τυχαία. Βασίζεται, ουσιαστικά, στον τρόπο με τον οποίο τα ίδια τα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής οικογέ-νειας θεσμοθετούν τις σχέσεις τους στο εσωτερικό της Γηραιάς Ηπείρου εδώ και πενήντα χρόνια. Η οικοδόμη-ση της ευρωπαϊκής ιδέας έχει, όντως, στηριχθεί στο συνεχή διάλογο, στις επίπονες διαπραγματεύσεις και στους αναπόφευκτους συμβιβασμούς μετα-ξύ εταίρων. Μέχρι σήμερα, η συνταγή αυτή ήταν επιτυχής.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι ένα επιπλέον βήμα προς την πολιτι-κή ολοκλήρωση της Ευρώπης και των λαών της. Τα κράτη-μέλη κατάφεραν στο παρελθόν να αντιμετωπίσουν εξί-

“Το δημοψήφισμαστην Ιρλανδία καταδίκασε

όχι τόσο το περιεχόμενο μιας Συνθήκης

όσο την απομάκρυνσητης Ευρώπης

από τα καθημερινά προβλήματα του Ευρωπαίου

πολίτη.”

Page 11: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α 11

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

σου σημαντικές κρίσιμες καταστάσεις. Άλλωστε, όλη η πορεία της ευρωπα-ϊκής ενοποίησης έχει θεμελιωθεί σε σειρά εσωτερικών κρίσεων, που πάντα ξεπεράστηκαν με επιτυχία.

Αυτό που λείπει σήμερα από την Ευρώπη δεν είναι η θέληση για διά-λογο και η διάθεση για εξέλιξη: αυτό επιβεβαιώνεται από το συμβιβαστικό κείμενο της Μεταρρυθμιστικής Συν-θήκης. Αυτό που πραγματικά χρειά-ζεται η Ευρώπη και οι λαοί της, είναι ένα σαφές πολιτικό όραμα. Ένα κοινό στόχο προς τον οποίον να πορευθούν. Μια νέα ιδέα να ασπαστούν. Για μια Ευρώπη δυνατή, αποτελεσματική και λειτουργική. Για μια Ευρώπη με λόγο και δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Για μια Ευρώπη ελπιδοφόρα.

Το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και η «Μεταρρυθμιστική» Συνθήκη της Λισσαβόνας

Χρήστος Πολυζωγόπουλος

Πρόεδρος της ΟΚΕ

το αποτέλεσμα του δημο-ψηφίσματος στην Ιρλανδία επικαιροποιεί την προβλη-ματική και το έντονο ρεύ-

μα ευρωδυσφορίας που συνδέθηκε το 2005 με το “ΟΧΙ” των Γάλλων και των Ολλανδών, καθώς η νέα «μεταρρυθμι-στική» Συνθήκη περιτυλίγει το Ευρω-σύνταγμα σε νέα συσκευασία, ενώ η διαδικασία επικύρωσης διαψεύδει τις προσδοκίες για ευρείες συµµετοχικές διαβουλεύσεις µε τους πολίτες σχετι-κά με το μέλλον της Ευρώπης.

Η προτεινόμενη «νέα» πολιτική και θεσμική διευθέτηση αποτυπώνει λογική εξισορρόπησης και συμβιβα-σμού χωρίς να διανοίγει προοπτικές

εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Αναστέλλεται επ’αορι-στον η ομοσπονδιακή προοπτική και πιστοποιείται πλέον η Ευρώπη των δύο ή πολλαπλών ταχυτήτων και ομαδο-ποιήσεων. Ισχυροποιείται ενδεχομέ-νως μια πιο αποτελεσματική Ευρώπη εις βάρος της πιο αυθεντικά πολιτικής Ευρώπης. Διασφαλίζεται η οικονομική διάσταση, αλλά παρακάμπτεται το κα-θολικό αίτημα για δημοκρατικότερη και κοινωνικότερη Ευρώπη, για συμ-μετοχή και ενημέρωση.

Ο προβληματισμός όμως των Ευ-ρωπαίων πολιτών συναρτάται ευθέως με την κρίση που βιώνουν οι ευρωπαϊ-κές κοινωνίες η οποία συμπυκνώνεται στην ανεργία, τον κοινωνικό αποκλει-σμό, την ανασφάλεια και τις τάσεις αναίρεσης του κοινοτικού κεκτημένου υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Επιπλέον, η έγκριση της Συνθήκης συμπίπτει με την κρίση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τρο-φίμων ενώ η ασκούμενη πολιτική δεν επιδιώκει τον έλεγχο της κρίσης, αλλά αντίθετα πριμοδοτεί ευκαιρίες χρημα-τοοικονομικής κερδοσκοπίας.

Η νέα Συνθήκη δυστυχώς δεν

παρέχει στην Ε.Ε. τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στα σοβαρά αυτά προ-βλήματα και στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, αναπα-ράγει το πνεύμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που συνέβαλε στη δημι-ουργία της τρέχουσας κατάστασης και ενισχύει ένα πλαίσιο που τελικά υπονομεύει το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο.

Στη Συνθήκη καταγράφεται επίσης ένα χαμηλότερο επίπεδο αναγνώρισης του ρόλου των κοινωνικών εταίρων. Θεωρώ ότι η αναφορά στον κοινωνι-κό διάλογο / εταίρους πρέπει να έχει εξέχουσα θέση και την ίδια νομική αξία με την προηγούμενη Συνθήκη, με ειδι-κό πλαίσιο διακήρυξης και εφαρμογή πέρα από τα όρια της κοινωνικής πο-λιτικής.

Οι ισχυροί θεσµοί οφείλουν να πα-ράγουν πολιτικές που απαντούν στα προβλήµατα τις προσδοκίες των πο-λιτών και προστατεύουν το κοινωνικό σύνολο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όντως ανέπτυξε πολιτικές και δράσεις που συνέβαλαν καθοριστικά στην ευηµε-ρία και την ειρήνη στην Ευρώπη. Έχει, όµως και σοβαρά «ελλείµµατα» πολι-τικής. Μια Ευρώπη αβεβαιότητας µε 20 εκ. ανέργους απλά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών της.

Θεωρώ ότι η σύνθετη συζήτηση για το μέλλον του Ευρωπαϊκού εγχει-ρήματος δεν περιορίζεται στην νομική υπόσταση και την οικονομική εξέλιξη της Ε.Ε. στο γίγνεσθαι της παγκοσμιο-ποίησης. Αφορά κυρίως το μέλλον των αξιών, των θεσμών και των πολιτικών που θεμελιώνουν την πολιτική, την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της Ευρώπης. Πρόκειται για τις αξίες της δηµοκρατίας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης που συνθέτουν το Ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο. Το μέλλον του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος δεν νομιμοποιείται αν δεν κατοχυρώνει θεσμικά και ουσια-στικά τις αξίες αυτές.

“Η σύνθετη συζήτησηγια το μέλλον

του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος αφορά κυρίως

το μέλλον των αξιών,των θεσμών

και των πολιτικών που θεμελιώνουν

την πολιτική, την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση

της Ευρώπης. ”

Page 12: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α12

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

η Ιρλανδία αποτελεί το μοναδικό κράτος μέλος (ΚΜ) της ΕΕ το οποίο υποχρεούται να προ-

βεί στην κύρωση μιας συνθήκης μόνο μετά τη θετική ετυμηγορία του ιρλαν-δικού λαού μέσα από δημοψήφισμα. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει μετά από την απόφαση του Ανώτατου ιρλανδι-κού δικαστηρίου το 1987. Το τελευταίο έκρινε ότι όταν προκύπτουν σημαντι-κές αλλαγές στο κείμενο μιας συνθή-κης της ΕΕ, οι οποίες προϋποθέτουν αναθεώρηση του ιρλανδικού συντάγ-ματος, της τροποποίησης αυτής θα προηγείται δημοψήφισμα.

Στο δημοψήφισμα της 12 Ιουνίου το 53,4% των Ιρλανδών ψηφοφό-ρων απέρριψε τη συνθήκη της Λισ-σαβόνας, ενώ το 46,6% τάχθηκε υπέρ. Οι λόγοι που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ αυτού του αποτελέσματος είναι πολλοί: το γεγονός ότι η Ιρλανδία δέ-χτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση και την πολιτική του σκληρού ευρώ, η παραίτηση του πρω-θυπουργού ahern για διαφθορά και η

δήλωση του διαδόχου του Cowen ότι δεν έχει διαβάσει τη συνθήκη, η βρα-χεία εκστρατεία ενημέρωσης, ο φόβος απώλειας της εθνικής ταυτότητας και της ουδετερότητας της χώρας, η συ-ζήτηση γύρω από την απώλεια ευρω-βουλευτών και επιτρόπου, η ανατροπή του φορολογικού συστήματος, ο «πό-λεμος» του εκδοτικού συγκροτήματος Murdoch. Ευθύνες αποδόθηκαν και από πολλούς ηγέτες στην ιρλανδι-κή κυβέρνηση και στην ανικανότητά της να παρουσιάσει σωστά τις θετικές πλευρές του κειμένου.

Δηλώσεις-αντιδράσειςΤην επομένη της ανακοίνωσης του

αποτελέσματος οι περισσότεροι Ευρω-παίοι ηγέτες τάχθηκαν υπέρ της συνέ-χισης της διαδικασίας των κυρώσεων και τόνισαν ότι απαιτείται χρόνος και προσπάθειες για να βρεθεί μια βιώσιμη λύση. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Sarkozy, με πρόθεση να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σε όσα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν ακόμα προβεί στην κύρωση της συνθήκης, φωτογραφίζοντας κυ-ρίως την Τσεχία, έσπευσε να δηλώσει ότι όσο υφίσταται το αδιέξοδο θα ήταν φρόνιμο να σταματήσει οποιαδήποτε διεύρυνση της Ένωσης. Ο λόγος φυσι-κά για την Κροατία.

Οι δημόσιες δηλώσεις των Τσέχων για το μέλλον της συνθήκης έσπειραν την ανησυχία στους Ευρωπαίους εταί-ρους τους. Ο ευρωσκεπτικιστής πρό-εδρος, vaclav klaus, χαρακτήρισε τη συνθήκη «νεκρή», ενώ ο πρωθυπουρ-γός, Topolanek, ανέφερε πως η διαδι-κασία κύρωσης καθίσταται περιττή, καθώς έχει διακοπεί de facto. Οι λόγοι των έντονων επιφυλάξεων των Τσέ-χων συνοψίζονται στα εξής : Πρώτον, υπάρχει η αναμονή της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με το εάν η συνθήκη είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του εθνικού συντάγ-ματος. Η απόφαση αναμένεται το φθι-νόπωρο. Δεύτερον, υπάρχει η πολιτική σκοπιμότητα των εθνικών εκλογών του επόμενου Οκτωβρίου. Η τριμερής κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού διαθέτει το ήμισυ του συνόλου των εδρών της τσεχικής Βουλής (100 από τις 200 έδρες). Στόχος της, λοιπόν, να κερδίσει τις εντυπώσεις δημιουργώ-ντας ένα θέμα που το παρουσιάζει ως εξαιρετικής σημασίας για τη χώρα και την ίδια ως φύλακα των εθνικών συμ-φερόντων. Τρίτον, ο πρόεδρος klaus και το κόμμα του odS (φιλελεύθερη δεξιά) εκβιάζουν τους Πράσινους που συμμετέχουν μαζί τους στον κυβερνη-τικό συνασπισμό ότι εάν δεν ταχθούν

Ιρλανδικό δημοψήφισμα:η ΕΕ ξανά σε κρίση. Ένας απολογισμός.

Του Μάρκου Παπακωνσταντή*

* Ο Μάρκος Παπακωνσταντής είναι διδάκτωρ ευρωπαϊκού δικαίου, δικη-γόρος, επιστημονικός συνεργάτης στο ΙΣΤΑΜΕ

Page 13: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ι Ρ Λ Α Ν Δ Ι Κ Ο Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α 13

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

υπέρ της τοποθέτησης του αμερικανι-κού ραντάρ (αντιπυραυλική ομπρέλα), το odS θα ταχθεί κατά της συνθήκης, τη ψήφιση της οποίας στηρίζουν οι Πράσινοι.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 19-20 Ιουνίου

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 19 και 29 Ιουνίου οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι θα πρέπει να δοθεί χρόνος στην κυβέρνηση της Ιρλανδίας προκειμένου να «εισηγηθεί μια κοινή περαιτέρω πορεία». Στο τέλος ανανέ-ωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρί-ου. Στους κερδισμένους της Συνόδου δύο : ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός και ο Τσέχος ομόλογός του. Ο πρώτος δεν δεσμεύτηκε για τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος, ενώ ο δεύτε-ρος «κέρδισε» μια υποσημείωση στα τελικά συμπεράσματα όπου διευκρι-νίζεται ότι προαπαιτούμενο της ολο-κλήρωσης της διαδικασίας κύρωσης αποτελεί η συμβατότητα της συνθήκης με το σύνταγμα της Τσεχίας. Στους χα-μένους της Συνόδου : ολόκληρη η ΕΕ. Η τελευταία δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα, όταν ακόμα οι πληγές από την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθή-κης είναι νωπές. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, εμφανώς μουδιασμένοι από το αποτέ-λεσμα, αποδείχθηκαν για μια ακόμα φορά κατώτεροι των προσδοκιών των Ευρωπαίων πολιτών.

Οποιαδήποτε αναφορά σε μέσα και σε ένα χρονοδιάγραμμα υπέρβασης του αδιεξόδου δεν έγινε. Κοινή επιθυ-μία των περισσότερων κρατών μελών είναι μέχρι τις ευρωεκλογές του 2009 να έχει εφαρμοστεί η νέα συνθήκη. Σε αυτό συνηγορούν οι εξής λόγοι :

Πρώτον, το καθεστώς εκλογής των νέων ευρωβουλευτών εξαρτάται από την κύρωση ή μη της συνθήκης. Οι κανόνες λειτουργίας του Κοινο-βουλίου και των θεσμών διαφέρουν

στη συνθήκη της Νίκαιας από αυτή της Λισσαβόνας.

Δεύτερον, ο αριθμός των ευρωβου-λευτών δεν είναι ο ίδιος. Στη Λισσα-βόνα προβλέπονται 751 έδρες, στη Νίκαια 736, ενώ αυτή τη στιγμή, μετά την τελευταία διεύρυνση, αριθμούν τους 785.

Τρίτον, η Νίκαια προβλέπει ότι μέχρι το 2009 η Επιτροπή θα διαθέτει από έναν επίτροπο. Μετά όριζε ασα-φώς ότι θα μειωθεί ο αριθμός τους. Η Λισσαβόνα προβλέπει ότι μετά το 2014 ο αριθμός τους δε θα ξεπερνά τα 2/3 των κρατών-μελών.

Τέταρτον, όσο παραμένει σε εφαρ-μογή η ισχύουσα συνθήκη, τόσο η δι-αδικασία της διεύρυνσης παραμένει εν αμφιβόλω.

Σενάρια λήξης του αδιεξόδου1ο Εκκίνηση του εγχειρήματος

της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. Ίσως να είμαστε προ των πυλών μιας εξέλιξης που πολλοί χαρακτηρίζουν μονόδρομο για την ευρωπαϊκή ολο-κλήρωση.

2ο Ολοκλήρωση της διαδικασίας των κυρώσεων από τις υπόλοιπες χώ-ρες και διαπραγμάτευση μιας ειδικής σχέσης ΕΕ-Ιρλανδίας. Τεχνικά δύσκο-λα να εφαρμοστεί καθώς θα πρέπει να γίνει κυρίως επανασχεδιασμός της λει-τουργίας των θεσμικών οργάνων και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων.

3ο Ολοκλήρωση της διαδικασίας κυρώσεων και στα υπόλοιπα ΚΜ και προκήρυξη ενός νέου δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία. Και σε αυτή την περί-πτωση προκύπτουν τα εξής προβλή-ματα :

- Η Ιρλανδία και η ΕΕ θα ζημίωναν την αξιοπιστία τους μη εμπιστευόμε-νες την ψήφο των Ιρλανδών.

- Το 2001 είχε προβληθεί ως επι-χείρημα για την επανάληψη του δημο-ψηφίσματος η μεγάλη αποχή (65,2%). Τώρα όμως αυτή έφθασε στο 46%.

- Δύσκολα μπορεί να φανταστεί

κανείς τι θα προσφέρονταν ως αντάλ-λαγμα για να καμφθεί η άρνηση των Ιρλανδών. Υπάρχει δε πάντα ο κίνδυ-νος οι όποιες εξαιρέσεις να ανοίξουν την όρεξη άλλων κρατών, ακυρώνο-ντας τις όποιες διαδικασίες εξέλιξης, όπως αυτές επιτεύχθηκαν με τη νέα συνθήκη.

- Στο εσωτερικό της Ιρλανδίας, ακόμα και το Εργατικό κόμμα που πρωτοστάτησε στο «ναι» δήλωσε ότι σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος θα κάνει εκστρατεία για το όχι.

- Το 2001 οι Ιρλανδοί καταψήφι-σαν τη συνθήκη επειδή διαφωνούσαν σε ένα μόνο στοιχείο της : στο ζήτημα της εγγύησης της ουδετερότητας της χώρας. Σήμερα, διαφώνησαν με τη νέα συνθήκη για ένα πλήθος θεμάτων.

4ο Επαναδιαπραγμάτευση μιας νέας συνθήκης. Πρόκειται για μια λύση με τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχί-ας, καθώς τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει αντίστοιχο με το σημερι-νό αποτέλεσμα. Κανένα ΚΜ δεν έχει ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής. Κάποια δε, την έχουν αποκλείσει. Ο πρόεδρος της Επιτροπής, barroso, λίγο πριν τη διεξαγωγή του δημοψη-φίσματος δήλωνε ότι δεν υπάρχει άλλο πλάνο εξόδου.

5ο Διατήρηση της συνθήκης της Νίκαιας με διάφορες μικρές αλλαγές όπως στον τρόπο λήψης αποφάσε-ων. Υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές αυτής της ιδέας με κύριο επιχείρημα ότι η ΕΕ δεν έπαψε να εξελίσσεται και να λειτουργεί από την είσοδο 12 ΚΜ τα τελευταία 4 χρόνια. Αναμφίβο-λα, όμως, μια τέτοια προοπτική θέτει συγκεκριμένα όρια στην εξέλιξη της Ένωσης, στις δυνατότητές της, στην ανταπόκρισή της στα νέα παγκόσμια δεδομένα.

ΣυμπεράσματαΗ ΕΕ είναι υποχρεωμένη να εξελι-

χθεί. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση στο σημερινό

Page 14: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α14

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

αδιέξοδο. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 τα κράτη μέλη επέλεξαν να ακολουθήσουν τις παγκόσμιες εξε-λίξεις και να δώσουν στο ευρωπαϊκό όραμα σάρκα και οστά. Με μια σειρά αναθεωρήσεις των συνθηκών κατάφε-ραν σε 15 χρόνια να δώσουν στην Ένω-ση τη δυναμική που δεν είχε αποκτήσει για σχεδόν 30 χρόνια υπό το καθεστώς της συνθήκης της Ρώμης. Μετά όμως από τη Νίκαια, η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αδυναμία των Ευρωπαίων εταίρων να δώσουν την ώθηση που απαιτείται προκειμένου η ΕΕ να καταστεί ενεργός ρυθμιστής της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι Εικοσιεπτά γνωρίζουν ότι μόνο ενωμένοι μπορούν να δώσουν τη μάχη, παρά ταύτα παρασύρονται από τη μίζερη εσωτερική πολιτική συ-γκυρία και εξάγουν την αδυναμία τους στο εσωτερικό της Ένωσης. Ο Πολωνός πρόεδρος, lech kaczynski, δήλωσε ότι αρνείται να προσυπογράψει την ήδη κυρωθείσα από το πολωνικό κοινοβού-λιο συνθήκη, μέχρι να ξεπεραστεί και το τελευταίο εμπόδιο που την καθιστά ανεφάρμοστη. Οι αυστριακοί ζητούν επικύρωση μέσω δημοψηφίσματος οποιουδήποτε κειμένου προκύψει μετά από αλλαγές της Συνθήκης της Λισσαβόνας.

Το έργο των Γάλλων να επουλώ-σουν τις πληγές που άνοιξε το ιρλαν-δικό δημοψήφισμα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Η επιθυμία του Γάλλου Προ-έδρου να αναδειχθεί σε σημείο αναφο-ράς των ευρωπαϊκών εξελίξεων μας δίνει κάποια νότα αισιοδοξίας.

Το ιρλανδικό δημοψήφισμα χτύπη-σε σαν καμπανάκι στους Ευρωπαίους ηγέτες πως όσοι πραγματικά ενδιαφέ-ρονται για το εγχείρημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να ενδι-αφερθούν πραγματικά και έμπρακτα. Οι υπόλοιποι θα ήταν καλύτερο να ομολογήσουν τις πραγματικές τους προθέσεις.

For quite a considerable time now, scientists and economists have been debating the question of the possible depletion of the

traditional (so-called non-renewable) energy sources that constitute the basis of the global economy and are the irreplaceable driving force behind growth in the developing world. Given the clear nature of these resources (oil, gas, coal, uranium) — they are “non infinite” and non renewable —, the debate, which has now reached the mainstream media, focuses on two crucial and inter-related questions: a) how many years or decades can we reasonably expect to elapse before these energy sources are completely depleted? and b) What technical and financial resources will have to be employed, and in what quantities, in order to develop economically acceptable solutions based on the use of replacement “renewable” sources of energy, such as photovoltaic solar systems, hydrogen, fuel derived from agricultural products, etc. (and again, what time frame are we looking at?). This is a debate that is unfolding alongside and often overlapping another dramatic issue facing today’ s world: the risk that the continued and

indiscriminate consumption of fossil fuels, and the conse quent increase in the gases responsible for the greenhouse effect, might worsen dramatically, maybe irretrievably, the conditions of life on our planet.

It is over this question of the “time” that remains in order to complete this transition that the experts are divided. The first scientific studies aiming to identify the production-consumption ratio (albeit with refer ence only to oil) date back to the mid-1950s and to the work of american geologist M. king hubbert who, based in the laboratories of Shell oil in houston, calculated that production of crude oil in the united States would peak (hence the term hub-bert’s peak) at the start of the 1970s, after which it would, gradually and inexora-bly, decline. With the benefit of hind-sight, we know that hubbert’s calcula-tions were correct and that the uSa’s oil production peak did, indeed, come in 1970.

hubbert himself, and others in his wake, endeavoured to extend these analyses and to work out on a global level how long it would take for energy sources to run out completely. obvi-ously, enormous difficulties were en-countered in the course of these latter

EnErgy:The Time Frame for the Transition

to renewable Sourcesand the Question of European Power

Page 15: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α 15

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

studies (compared to those conducted in the united States, where the data available had been reliable and plenti-ful), on account of uncertainty over (or partial ignorance of) the real extent of the world reserves. at the end of the 1980s, for example, many of the lead-ing opEC oil-producing countries re-ported sudden increases in their.proven oil reserves but failed, however, to supply details that would have allowed these figures to be verified. leaving aside the more technical aspects of these studies, which were nevertheless based on solid (albeit prevalently statistical) scientif-ic methods, what must be underlined here are their conclusions, which, to a great extent, highlight that the “sup-ply/demand” ratio for oil will reach its “highest point” sometime in the next ten years.

Conversely, we also read of more op-timistic predictions that indicate a time at least twenty or thirty years hence, or that even hypothesise, as leonardo Maugeri says in his recent book The Age of Oil (Westport, Ct., 2006), that there exist in the earth’s subsoil as yet undiscovered reserves of oil, including “unconventional oils” (which will be exploitable thanks to improved extrac-tion technologies, rendered profitable by hiking prices), sufficient to postpone the point of depletion to some far-dis-tant and indefinite time, making — at least for the foreseeable future — the very concept of the “peak” seem ab-surd. What we are faced with here is a complex equation, influenced by a great many scientific and technical-economic variables, not to mention purely politi-cal factors. It is thus not unreasonable to give credence to the more cautious and now generally accepted hypothesis and to accept that there does, in fact, exist a “time” in which energy sources will start to run out and that this time will come within the next twenty, or at most thirty, years. Remarking on the

global [ crisis deepened by the events of September 11, 2001, George Soros, founder of the open Society, writes {The Age of Fallibility, New york City, 2006): “The core of the crisis is the tight supply situation of oil. The, reasons are partly secular and partly cyclical. The secular factor is that oil consumption regularly exceeds the discovery of new reserves.”

as seen with other crucial events in the history of mankind, whereas science may anticipate new

problems and offer possible answers, its falls to the world of politics to take the necessary decisions and to act. as recalled above, experts (scientists and economists) have long been pointing out both the problem of the finite nature of energy sources and the various energy-related environmental problems, most of them pre dicting that the relative crises will manifest themselves in a not too distant future. Equally, technology has developed some possible answers to these problems, which are now well known (recourse to renewable energy sources), and in some cases, thanks to technological innovation, valid solutions already exist. but the world of politics s e e m s incapable of responding w i t h t h e necessary speed and determination. as Colin Campbell wrote in 1997 (The Coming Oil Crisis, brentwood, Essex): “In an ideal world, governments would properly study the resource base and under stand the principles of depletion. They do not, and in democratic societies cannot, because they are elected for short terms and are therefore motivated

to deliver short-term benefits to their electors. as a conse quence, it is most unlikely that the governments of either the united States or the European union will adopt an energy policy with the aim of preparing for the inevitable peak in oil production and subsequent scarcity.” Ten years on, nothing has changed. George Soros, in his book, cited earlier, drew attention to the recurrence of certain, sporadic crises (pirates in Nigeria, hurricanes in Texas and in louisiana, the exacerbation of the conflicts in the Middle East, for example) that, once they are ultimately resolved (or, rather, dampened), result in an increased avail ability of crude oil and a relative reduction in oil prices. his point was that these situations fail, in the medium- to long-term, to alter substantially the oil depletion curves, and in fact “may sap the political will to deal with them; indeed that is what happened after the first energy crisis in the 1970s. It is liable to happen again.”

In truth, and shamefully late in the day, some governments have now raised this question and launched their first tentative

initiatives. Unsurprisingly, the United States were the

first to tackle the issue publicly.

In his State of the

U n i o n address on

J a n u a r y 31,2006, President

Bush, after declaring

Page 16: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α16

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

that “America is addicted to oil,” undertook to set up a vast programme of investment and research into renewable energy sources, the aim being “to replace more than 75 per cent of our oil imports from the Middle East by 2025.” Further details and further undertakings were contained in the 2007 State of the Union address. Even in Europe, °n a political level, we can now observe a growing realisation — albeit more gradual and confused than in the United States — of the fact that we nave to tackle the question of our dependence on non-renewable energy sources, introducing long-term measures designed to make alternative sources of energy available and economically viable. Since it was obvious from the start that most of the EU states were not destined to get very far tackling the problem purely at national level, efforts were made to develop a collective approach. This led, in 2002, to the publication of a European Commission “Green Book” on the issue. This is an ongoing debate that, however, is inevitably conditioned by the substantially “confederal” nature of the Union, which — leaving aside the many declarations of principles, for example on the desirability of creating a “European Environmental and Energy Agency” — makes it entirely pre dictable that the responsibility for carrying out any plans decided at European level will be passed on to the individual states; indeed, this is what is already happening.

at this point, we can draw a few conclusions: the scientific and technological instruments needed for an

effective “global” solution to the energy problem exist, and they presuppose the development of a system based mainly on a combination of different renewable sources; but it is inconceivable that these resources will be available under

economically acceptable conditions before the second or third decade of this century (president bush has talked of 2025), and even then, only providing the political powers have, in the intervening years, taken the decisions (major investments in research, more extensive and safer use of nuclear power, legislation to encourage the use of renewable sources, extensive cam paigns to raise awareness of the need to save energy, etc.) that will allow the transition from the “theoretical” (scientific) stage to the stage of economically sustainable “industrial” realisation, as well as the start of a process of environmental recovery of our planet.

* * *

but this will not suffice. While effective political initiatives under taken today may solve the

long-term problem, the world of politics cannot disregard the equally serious problem of the “transition period”, that is, the problem of the “short to medium term.” In the short to medium term, it will not be enough simply to prepare for the future (developing renewable energy sources); it will be a question of striving to survive on the resources that are currently available. In other words, it will be necessary to establish a world “balance of power” that will allow a fairer and more rational use of the resources that, although dwindling, still exist (oil, gas, uranium, etc.), and without which the economic development of the various countries, in particular the’most backward ones, would basically grind to a halt, having economic and political consequences that are all too easy to imagine.

It is not only a question of prevent-ing deteriorations of the crisis situa-tions, or even the situations of outright war, in the world, particularly in the areas where these resources are to be found (the Middle East, central asia,

africa); it is also one of creating the conditions in which it will be possible to set in motion a sort of “virtuous cycle” that will help to foster their progressive — and not impossible — pacification. Today, on the other hand, the geopoliti-cal choices of the world’s leading pow-ers tend to aggravate these crisis situ-ations. In particular, the united States (despite, according to bush, planning ultimately to break its dependence on Middle Eastern oil) is well aware that, in the short to medium term, it is not in a position to do without the oil it receives from Saudi arabia, the united arab Emirates, kuwait, and other countries in this region, and (using its claims that it is “exporting” democracy and striving to counter the threat of terrorism as an ideological cover for its real political and military objectives) is endeavour-ing to strengthen and develop control-ling positions in the Middle East, in central asia, and now in africa.

China, for the time being at least, appears to have opted for a “softer” (and more positive) approach, partly on account of its currently lesser ca-pacity for direct intervention. Indeed, the policy China has begun to imple-ment is based on the building up of contacts (mainly established through diplomacy and enriched through its provision of economic aid) with many of the oil-producing countries in asia, the Middle East, South america, and africa. These are moves that, while falling within the sphere of traditional “power policy games,” could well lead to “escala tions,” and create a real risk of a serious degeneration of the situation — and whether this occurs will depend on the extent of the transition, already under way, from a unipolar to a bipolar (uSa and China) world political order. There have, indeed, already been signs of such an evolution of events — signs which should not be ignored. In Janu-ary, China fired a ballistic missile that

Page 17: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α 17

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

successfully destroyed one of its own weather satellites located more than 800 km above the earth’s surface. a spokes man for the Chinese Ministry of defence was quick to stress that it was not China’s intention to engage in an “arms race” in space. but as The Economist pointed out (January 27,2007 “Stormy Weather”): “it is hard to see the test other than as a display of China’s ability to challenge ameri-can space power.” and indeed the move certainly prompted nerv ous reactions from both the uS administration and america’s allies in Japan and Taiwan. Meanwhile, the united States’ recent decision to encourage the intervention of Ethiopia (its ally) in Somalia and to create a special military command for africa, must be viewed from the same perspective (that of a potential “con-frontation”).

* * *

In this whole scenario of global geopolitical relations, the major European countries, too, are

looking for a role to play. Germany, in particular, as revealed in a recent German Foreign Ministry document (info@ german-foreign-policy.com), seems to be focusing on the possi bility of establishing a special relationship with Russia through an agreement that would even extend to military collaboration, making provision for the joint deployment, in areas as yet unspecified, of “stabilisation” forces. The European union, on the other hand, is no where to be seen, since, not being a real state, it lacks the normal instruments for intervention in international affairs, namely, a govern ment that can express a single foreign policy and that has at its disposal not only a political but also a military apparatus, as well as sufficient financial resources to pursue a policy of support and alliance vis-a-vis the oil-producing countries.

before moving on, let us get a possible misconception out of the way: whenever we mention the possibility that a

“European power” (a Euro pean federal state) could intervene (in the Middle East for example) in order to protect its own interests, employing all the instruments of so-called power politics, we should not make the mistake of envisaging a return (now quite impossible) to Europe’s colonial past, with its gunboats and landing parties. Instead, we should think back to the events of october 1956, when british and French (and Israeli) troops attempted to occupy the Suez Canal following Egyptian president Nasser’ s decision to nationalise it. To halt the anglo-French campaign, the uS president, d wight Eisenhower, did not have to send in uS troops (he sent in only an aircraft carrier as a token gesture): all it took to make the governments of France and Great britain see reason was a telephone call to the british prime minister, anthony Eden, in which the american president threat ened economic sanctions against them (the sale of uS treasury reserves of sterling and French francs) should they fail to withdraw.

let us try to imagine what might have happened had a European federal state (a European federation) existed in 2003, at the time of the sudden deterioration of the Iraqi crisis. The federation’s presi-dent (or his or her delegated representa-tive) would have discussed the situation with the uS president — on an equal footing, as is possible only between sov-ereign states —, “recommending” that he persevere with the united Nations’ inspections programme, or with other diplomatic endeavours, and at the same time making it quite clear that should

america persist in its unilateral and bel-licose approach, the European Central bank would have no hesitation in selling the uS treasury bonds in its possession. one might say that this is the stuff of po-litical fiction; indeed it is, given that no European federal state as yet exists. but we have to imagine concrete courses of action in order to appreciate fully the very real and positive opportunities that the founding of a European state entity could present. In the absence of a European federal state, however, it is

the nation-states that take the initiative, as in the case, mentioned earlier, of Germany and its return to an “ost-politik” approach in its dealings with Russia. From a federalist per-spective, we should not find these “nationalist” choices particularly sur-

prising. Whether we like it or not, and this applies to Germany and the other European states, the governments’ in-struments (limited as they are) of politi-cal power still lie in the national frame-work and it is only to be expected that, in emergency situations, they will try to use them to defend, albeit partially and rather ineffectively, the interests of their electorate. The German government, like the French and Italian governments, are faced with the problem of ensuring that energy supplies, from Russia, alge-ria, Iran, or elsewhere, are not suddenly inter rupted, and even though they can see that a common (European) line would be beneficial and are indeed will-ing to set up cooperation agree ments (by definition intergovernmental) to this end, they still employ all the national po-litical instruments at their disposal, over which they have direct control (and for the use of which they are answerable to their electorate, in accordance with the principles of democracy), in order to

Page 18: European Expression - Issue 69

Τ Ο Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α18

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

guarantee that their own citizens will not suddenly find themselves without hot water, petrol or electricity. The re-sult, of course, is choices that are contra-dictory and short-sighted, and that tend to create tension between the European states, even threatening to undermine the very balance of power underpinning the union. a recent case in point has been the planned gas pipeline under the bal-tic Sea (now under construction), which will allow Russian gas to reach Germany directly, circumventing poland. at the same time, given the current framework of power in Europe, they are the only choices the states can make.

Instead, it is obvious that a Europe bound together as a state, that is, as the federation envisaged by altiero Spinelli on ventotene and by the founding fa-thers of the European Communities in the 1950s, would be in a position to guarantee the European citizens real protection. It would fall to the European federal state, which would be equipped with the neces sary instruments, to start negotiations with Russia — again, nego-tiations conducted on an equal footing between sovereign states — in order to secure just conditions that would guar-antee continued supplies not only for Germany but for all the states in the fed-eration. Equally, a European federation that were part of a broader confederal union would have not only the power, but also the natural inclination to protect the interests of the union’s other mem-ber states.

Furthermore, a federal state (and only a federal state) would be ideally placed to promote and initiate, possibly through the

united Nations, the “grand bargain” that is now widely felt to be absolutely essential in the Middle East if this area, which is in such close proximity to Europe, is to find a way out of the vicious cycle in which it is caught (the roots of

which can, to a great extent, be traced back to the choices made by the Europeans at versailles in 1919). In this way, Europe would be able to protect the legitimate interests of its own citizens, ensuring, for itself, fairer and better regulated access to the energy supplies it needs, at least for the inevitable transition period; but, more than this, it would also be able to promote a genuine “multilateral” peacemaking policy, feasible through recourse to diplomatic instruments and the launch of a serious pro gramme of economic aid, thereby making its interests coincide entirely with its duty — the moral duty that derives from its acknowledgment of the wrongs of its colonial past.

There is clearly a risk, partly due to objective circumstances, that these choices will run counter to the inter-ests of the united States (and, up to a point, of those of the other world pow-ers); however, a Europe equipped with its own state apparatus (federal and not centralised) would be able to exercise true sovereign power, but a “softer” version than the prevalently military power wielded by the united States. It could, for example, give serious consid-eration to Iran’s proposal to set up a new oil and gas “exchange” where transac-tions would be made in euros; but, at the same time, it would be in a position to insist that Iran, in return, acknowl-edge the existence of the state of Israel, and also to promote direct negotiations between palestine and Israel that might culminate in the two states’ acknowledg-ment of each other, in the definition of undisputed and clear borders, and in a system of international guarantees in which the European state, the united States of america (and possibly China, India and Russia, too), and the regional powers would all play a part, thereby paving the way for a not impossible de-nuclearisation of the whole Middle Eastern area.

but all this hinges on the found-ing of a “European power” — a conti-nental state that, albeit initially without the level of military capabil ity of other continental states, would nevertheless be able to make its presence felt in the framework of international relations. The present European union does not have the power to do this, and neither will it have should the Constitutional Treaty — certainly useful from the per-spective of more efficient management of the Eu’s confederal con figuration — be approved, be it in its current state or after the possible minor modifica-tions that would do nothing to alter its decision-making mechanism or enable it to exercise sovereign state power.

Time is running out. The energy crisis (and the equally alarming envi-ronmental crisis) are already under way and the scientists and eco nomists have long since worked out their formulas, clearly pointing out the unavoidable al-ternatives facing Europe and the world as a whole. It could be that the oil peak will not come before 2025, as president bush seems to think, or before 2030 (or even later), and perhaps the squar-ing up between the emerging asian powers (China in particular) and the united States will be kept on a mainly diplomatic level. but what is certain is that all the leading players on the world stage — those that exercise sovereign state power — are already at work, not only to find more long-term solutions, but also to safeguard their interests in the face of the deadlines of the short- and medium-term period (the period of transition). Meanwhile Europe, conditioned by its own division, could soon find itself substantially in thrall to external powers, making the scenario that luigi Einaudi hypothesised and, in vain, warned against over fifty years ago, seem closer than ever.

The Federalist

Page 19: European Expression - Issue 69

Δ Ι Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ε Σ Σ Χ Ε Σ Ε Ι Σ 19

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

The relationship between the European union (Eu) and the united States (uS) is in many respects the most

important in the global political economy and the global political-security order. The transatlantic partnership, often paralleled to a marriage, is considered crucial for all because when the Eu and the uS agree they change the world, while when they clash, the whole world feels the tremors. Since the end of the second World War, retaining and reinforcing transatlantic relations has thus been one of the driving forces of the international political and economic system and one of its most prominent features.

Nevertheless, in recent years, the transatlantic partnership has shown signs of strain. disagreement over the 2003 military intervention in Iraq re-vealed a rift between the two sides of the atlantic that, for many, reflected the

growing differences in how the uS and the Eu view the emerging international order and the resulting security envi-ronment. british prime Minister Tony blair acknowledged the rift, admitting that ‘there is no point in hiding it, this has thrown up a profound issue about the nature of the transatlantic alliance’ (Jones et al, 2003). developments led academics to question whether a ‘stra-tegic divorce’ is imminent (e.g. Nye, 2000; daalder, 2001). Famously, Robert kagan (2003: 3), went as far as to claim that the relations are so bad that one could think of Europeans and ameri-cans as if they not only live in separate continents, but also in separate planets,

divided by a fundamentally different world outlooks: ‘americans are from Mars and Europeans are from venus: They agree on little and understand one another less and less’.

The aim of this article is to review the status of transatlantic relations. In particular, it aims to identify the reasons for the rift, which, it argues, predates the 2003 Iraq war but was exacerbated by it. The article con-cludes that despite recent tensions, the transatlantic partnership is built on healthy foundations, with enduring ties between the two sides that ensure that any disagreements are likely to be short-lived.

Transatlantic relations in the 21st CenturyGeorgios Karyotis*

* Dr Georgios Karyotis is a lecturer in International Relations at the Univer-sity of Strathclyde in Glasgow. He holds a PhD from the University of Edinburgh and his primary research is in the areas of international security, terrorism and migration. Email for correspondence: [email protected].

Οι ομαλές σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτελούν εχέγγυο για τη παγκό-σμια πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Οι διαφωνίες των

δύο πλευρών όμως με αφορμή την εισβολή στο Ιράκ και τη διαχείρηση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έκαναν πολλούς να μιλούν για ρήξη στις διατλαντικές σχέσεις. Το άρθρο αυτό εξετάζει τις βαθύτε-ρες αιτίες που συνέβαλαν στη διατλαντική κρίση εμπιστοσύνης, αλλά και τους ισχυρούς οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που παραμένουν αναλλοίωτοι, παρά την πρόσφατη ένταση. Η ανάλυ-ση αναδεικνύει την ανάγκη για κοινή δράση και αποτελεσματικότερη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, που να βασίζε-ται πάνω στην πραγματικότητα των κοινών τους στόχων και συμφε-ρόντων.

Page 20: European Expression - Issue 69

Δ Ι Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ε Σ Σ Χ Ε Σ Ε Ι Σ20

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

History of Cooperation and Conflict

Europe and the united States have historically shared a common heritage and close political, economic and

cultural ties. during the Cold War, the European continent represented the defining front of the superpower hostility, with the uS also becoming directly involved in the European integration project right from its outset. Tellingly, american financial assistance to the war-ridden European economies through the Marshall plan was conditional upon European cooperation. Similarly, the uS was the first non-member to officially recognise the European Coal and Steel Community (ECSC) in 1952, which later became part of the European Communities with the founding Treaty of Rome in 1957.

The relations of the uS with the Eu-ropean Communities were formalised in 1990 with the adoption of the Trans-atlantic declaration. a regular politi-cal dialogue between the uS and the European Communities was thereby established at various levels, including regular summit meetings. building on this, the ‘New Transatlantic agenda’ (NTa) was launched in december 1995, establishing a framework for action with four broad objectives: to promote peace, stability, democracy and development around the world, to respond to global challenges, to con-tribute to the expansion of world trade and closer economic relations, and to broaden and strengthen public support for the partnership. Institutionalised cooperation allowed the Eu and the uS to achieve cohesion in many areas and collaborate closely with each other.

Nevertheless, disagreements over various issues started to jeopardise the transatlantic partnership, long before

the 2003 Iraq War. high-profile exam-ples include the tensions over the kyo-to protocol on Global Climate Change, as well as the Treaty establishing the International Criminal Court (ICC). president Clinton signed both but did not submit any of them to the Senate for ratification. his successor, George W. bush rejected the kyoto protocol in March 2001 and unsigned the ICC Treaty in May 2002, causing frustration among European leaders, who were strong advocates of both multilateral initiatives. The uS refusal to sign the Mine ban Treaty (also known as the ottawa Convention) to ban anti-per-sonnel land-mines and its withdrawal from the anti-ballistic Missile Treaty in december 2001, which many Euro-peans felt would undermine nuclear stability, further added to the tensions. divergent views over policies towards Iran, bosnia and the Israel-palestine conflict, as well as bad feelings over trade, with the beef and banana wars being the most prominent examples, completed the picture of a growing di-vide between the two sides.

The emotionally charged atmos-phere caused by the terrorist attacks of September 11 masked the differences, at least temporarily. European leaders expressed their solidarity to america and committed to fight international terrorism with all their powers. Soon however, cracks re-emerged about the appropriate strategies to win the ‘war on terror’. The decision of the uS to proceed with military action against Iraq, without the explicit authorisation of the united Nations Security Council fuelled anger, resentment and frustra-tion in both sides of the atlantic. on the one side, many European states, led by France and Germany, condemned the disregard for international law and multilateralism. on the other side, americans felt betrayed by their Euro-pean allies, who, they felt, did not stand

by them in their hour of need.publicly, both camps defended their

positions rigidly, resulting to an atlan-tic crisis of confidence (allin, 2004). The bush administration proceeded with the axiomatic position that ‘you are either with us or with the terrorists’, which represented a ‘loyalty test’: only those who passed would be considered uS allies (daalder, 2003). according to the National Security adviser Con-doleezza Rice, uS policy should be to ‘punish France’ and ‘ignore Germany’, referred as ‘the old Europe’ by the Secretary donald Rumsfeld. Similarly polarised views were expressed from Europe as well, with French president Jacques Chirac criticising ten Eu can-didate countries from Eastern Europe that sided with the uS on military action for ‘missing an opportunity to shut up’ (peterson, 2004). Such bitter statements epitomised the worsening of transatlantic relations, which Secre-tary of State Colin powell paralleled to a ‘troubled marriage’.

Reasons for the Transatlantic Rift

as noted above, the animosity over the 2003 Iraq was not an isolated incident but symptomatic of a broader

and more fundamental rift between the two sides. This section discusses the main reasons for the transatlantic rift, some of which predate the Iraq war, identifying four main factors that have contributed to the rising tensions.

Structural changes in international politics

The structural changes resulting from the end of the Cold War provide the first reason

for the rising transatlantic tensions. Renowned realist John Mearsheimer predicted in 1990 that we will soon

Page 21: European Expression - Issue 69

Δ Ι Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ε Σ Σ Χ Ε Σ Ε Ι Σ 21

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

miss the order and predictability that the Cold War provided, with detrimental consequences for the transatlantic partnership. according to his pessimistic outlook, ‘take away that offensive threat and the united States is likely to abandon the [European] Continent; the defensive alliance it has headed for forty years may well then disintegrate, bringing an end to the bipolar order that has kept the peace of Europe’ (Mearsheimer, 1990). While some interpreted the end of the military-security dependence of Western Europe on the uS as liberation from its protectorate status, the majority of analysts shared Mearsheimer’s pessimism about the impact of a likely uS disengagement from Europe on regional and global security.

Crucially, with the demise of the Soviet union, the glue of the Cold War appears to be dissolving. For fifty years, stabilising Europe was at the heart of the transatlantic agenda and Europe was the central theatre of the superpower rivalry. Internal disagreements existed during this time but transatlantic leaders had the prudence to subordinate these in or-der to promote the primary objective of countering the Soviet threat. This is no longer the case. Successive uS administrations have started to focus more of their attention on stability in asia, the Caucasus and the Middle East and on improving their econom-ic relations with latin america and China. Meanwhile, the acceleration of the European integration project since the Maastricht Treaty of 1993 has focused the Eu more inwards than outwards. Consequently, the European union’s and america’s geo-political embrace has relaxed, leaving room for their disagreements to often escalate into high-profile, public con-frontations.

Dissatisfaction over the power gap

a second aggravating factor for the transatlantic tensions has to do with the dissatisfaction

over the power gap between the two sides. While the Eu is an economic giant and the largest trading block in the world, a growing psychological,

military and technological gap between the union and the uS is evident. September 11 stressed the asymmetry of the international system. although it revealed the vulnerability of the superpower to terrorist attacks, it also stressed how strong it is compared to any other global actor, leaving Joseph Nye to comment that ‘the united States is more powerful compared to other countries than any entity since Rome’ (katwala, 2002).

The military aspect of this power gap is particularly important. The Eu is committed to developing independent military and defence capabilities and a stronger common foreign policy. yet, progress in that area has been slow and faced with internal disagreements and external pressures from america that appears to be ambivalent towards the creation of an Eu army. The Eu’s in-ability to mobilise military power (e.g.

kosovo war) has restricted its contri-bution mostly to peacekeeping mis-sions and diplomatic initiatives, while NaTo and the uS have kept the lead in peace-making operations. This often created the impression of a division of labour between the European ‘carrot’ and the american ‘stick’. as long as a small stick was used, transatlantic con-flict did not become acute. however, after September 11, the uS appears keener to take military action, playing down the role of diplomacy and multilateralism that the Eu is promot-ing. The resentment this causes among Europeans is balanced by the frustra-tion of americans who accuse the Eu for ‘sticking to carrots’ and not making a substantial military contribution to the war on terror. perhaps worryingly, the military power gap continues to grow instead of declining. Currently, the uS spends about 2.5 times more on military expenditure than the whole of Europe (see graph). This imbalance in military capabilities is therefore a factor that aggravates transatlantic ten-sions and results to bitterness and frus-tration in both sides of the atlantic.

American unilateralism

The third and most discussed reason for the loosening of transatlantic ties has to do

with the perceived uS unilateralism of recent years. In the late Clinton years, the uS foreign policy was somewhat misleading. publicly the uS would suggest more support for international agreements than the administration was actually ready to adopt. This created the impression that the americans would compromise in the end, over such issues as the kyoto protocol, the ICC or the Test ban Treaty. In the end, the uS did not support these, as Clinton was aware that the Senate would not ratify them.

Page 22: European Expression - Issue 69

Δ Ι Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ε Σ Σ Χ Ε Σ Ε Ι Σ22

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

after George W. bush came to power, transatlantic differences became even more apparent.

The perception in Europe is that the uS is acting on its own interests, rather than being driven by international or-der considerations. The results of a poll published in the International herald Tribune in august 2001, revealed widespread European grass roots dis-approval of the bush administration’s foreign policy. In the four countries surveyed - Germany, France, Italy and britain - roughly three-quarters of the respondents took the view that bush ignored European interests in making decisions (Fitchett, 2001).

Following the atrocities of Septem-ber 11, the uS focus on homeland se-curity, the increased militarisation of its foreign policy and its conduct of the war on terror aggregated the percep-tion of the uS as an imperialist power. a survey of 275 ‘influential’ elites from the spheres of politics, media, busi-ness, culture and government, pub-lished on 19 december 2001 –before the Iraq war- exemplifies this. Results revealed that roughly as many opinion leaders in Western Europe (66%) as in the Middle East (71%) believed that the uS was acting mostly in pursu-ing its own interests while battling terrorism, while fewer than 3 in 10 ameri-cans shared this view (28%). (see table 1).

Nevertheless, the uS remained unapologetic and accused the Eu for failing to appreciate the significance of 9/11 and its impact on uS policies and priorities. Senior Republican foreign policy adviser and neo-conservative Richard perle sums up this view: ‘Never has the united States been

more unified, never has it been more purposeful, never has it been more willing, if necessary, to act alone… If we have to choose between protecting ourselves against terrorism and a long list of friends and allies, we will protect ourselves against terrorism’ (Norton-Taylor, 2002). as a result, the increased tendency towards unilateralism of the uS appears to be a major thorn in transatlantic relations.

Disunity within the EU

The rift in transatlantic relations is within Europe a much as it is across the atlantic. henry

kissinger famously asked ‘Who do I call if I want to call Europe?’ despite progress, the European union still fails to speak with a single voice in defence and foreign policy issues. For instance, as noted earlier, Eu states were divided over the Iraq war, which was supported by some but rejected by others. This example is indicative of a broader divide between those in Europe who support greater integration in all areas with the view to create a federal state

and those that remain sceptical or at best ambivalent (e.g. united kingdom) towards the further surrender of powers to the Eu. disunity within the Eu can only be counterproductive to a strong and stable relationship with the uS.

Enduring Transatlantic Ties

Fortunately, not all is bleak in transatlantic relations. There are still many positive signs that their relationship

is strong and able to overcome any crises and short-term disputes. First, the partnership is based on a core of political and social values that are shared between the two sides. democracy, equality, security, justice, free trade and the rule of law are some of those principles that provide the foundation for transatlantic relations.

Second, despite the demise of the Soviet union, Europe and the uS are currently facing an equally grave com-mon threat in the form of internation-al terrorism and the proliferation of Weapons of Mass destruction. Never

uS Total

Non

uS

West.

Europe

East.

Europe/

Russia

latin

amer.

asia M i d -East/

Conflict

area

Islamic

Taking into account the interests of its partners

70 33 34 37 37 25 27 25

acting mainly on its own interests

28 62 66 60 61 65 71 69

don’t know/Refused

2 5 0 3 2 10 2 6

Total 100 100 100 100 100 100 100 100

Source: pEW Research Center (december, 2001)

Table 1: How do you see the conflict – do you think the US is taking into account the interests of its part-ners in the fight against terrorism or do you think the US is acting mainly on its own interests?

Page 23: European Expression - Issue 69

Δ Ι Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ε Σ Σ Χ Ε Σ Ε Ι Σ 23

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

before has there been a greater need for the two sides to work together to safeguard global and regional secu-rity in a volatile and unpredictable international system. Transatlantic cooperation has already intensified in various areas, with increased judi-cial and police collaboration, serving as a prime example. possible areas of further cooperation that can improve transatlantic relations include the re-construction of Iraq, the Middle East partnership Initiative, international efforts against aIdS and many others. Meanwhile, uS presidential candidates John McCain and barack obama have both expressed their intention to adopt more multilateral foreign policies and abandon the unilateralism of recent years.

Third, the Eu and the uS are tied together through a remarkable web of economic interdependence. The trans-atlantic economy is thriving, with Eu-rope and the uS remaining each other’s most important economic partners, as the most recent data available demon-strate (hamilton & quinlan, 2008). Eu-rope remains the top destination of uS foreign direct investment (FdI), with the region accounting for nearly 59% of total uS investment outflows in 2006. Notably, uS FdI in Ireland was nearly double the amount of uS investment in all of South america. Similarly, uS FdI in the Netherlands in 2006 was $33 bil-lion, well in excess of uS investment in all of developing asia ($26 billion) and NaFTa partners Canada and Mexico ($25 billion). In the same year, almost 75% of all inward investment in the uS came from Europe. according to Eu-rostat, the European union invested a record 71 billion euros in the uS in 2006. as these figures indicate, the Eu and the uS depend on each other eco-nomically and their economic relations remain unaffected by any short-term political tensions.

Conclusions

The relationship of the European union with the united States has recently gone through a turbulent

period. The two sides seem to agree on international goals but not on the means to achieve them. The Eu is generally keen to promote a multilateral approach to tackle with difficult issues through diplomacy. on the other hand the uS has demonstrated a preparedness to adopt unilateral actions, if required. The recent tensions over Iraq serve as a clear example. both agreed on the need to disarm Iraq but not on the means to achieve this. overall, the analysis suggests that the structural changes after the end of the Cold War, the perceived uS unilateralism, the dissatisfaction over the power gap and disunity within the Eu have all been contributing factors to the rising transatlantic tensions.

Could all these lead to a ‘strategic divorce’? after sixty years of ‘marriage’, love might be less intense than before, but there are still more things that tie rather than divide the two sides. The strong economic interdependence, the shared goals and values and the solid institutionalised cooperation at various levels ensure that there is no need for the divorce hearings to begin. There may however be a need to make some adjustments in the transatlan-tic partnership based on the changes that are occurring within Europe and at the international level. a more bal-anced international system, with a stronger European union would prove to be beneficial not only to the Eu but also to the uS and the global security environment. It is important that the European union and the united States find ways to tackle any differences at an early stage and before they escalate into full-blown crises. as James Stein-

berg (2003) suggests, the transatlantic partnership can be seen as an ‘elective’ one. The two sides do not need to do everything together but together they can do everything.

References

allin, d.h. (2004) ‘The atlantic Crisis of Confidence’, International Affairs, vol. 80, no. 4, pp. 649-63.

daalder, I. h. (2001) ‘are the united States and Europe heading for divorce?’, International Affairs, vol. 77, no. 3, pp. 553-67.

daalder, I. h. (2001) ‘The End of atlan-ticism’, Survival, vol. 45, no. 2, pp.147-66.

Fitchett, J. (2001) ‘European leaders hope bush Takes poll Results as a Wake-up Call’, International Herald Tribune, august 17.

hamilton d. S. & J. p. quinlan (2008) The Transatlantic Economy 2008: An-nual Survey of Jobs, Trade, and Investment between the United States and Europe, Washington: Center for Transatlantic Re-lations.

Jones, G., a. la Guardia & T. harnden (2003) ‘Europe and uS ‘face reckoning’ over rift’, The Telegraph, 26 March.

kagan, R. (2003) Of Paradise and Pow-er: America and Europe in the New World Order, New york: knopf, 2003.

katwala, S. (2002) ‘Is america too powerful for its own good?’, The Guard-ian, February 10.

Mearsheimer, J. J. (1990) ‘back to the Future: Instability in Europe after the Cold War’, International Security, vol. 15, no. 1, pp. 5-56.

Norton-Taylor, R. (2002) ‘uS prepared to Go it alone, allies Warned’, The Guard-ian, February 4.

Nye, J. S. (2000) ‘The uS and Europe: Continental drift?’, International Affairs, vol. 76, no. 1, pp. 51-59.

peterson, J. (2004) ‘america as a Euro-pean power: The End of Empire by Integra-tion?’, International Affairs, vol. 80, no. 1, pp. 613-629.

pEW Research Center (2001) ‘america admired, yet its New vulnerability Seen as Good Thing, Say opinion leaders’, de-cember 19, 2001. Report available at http://people-press.org/

Steinberg, J. b. (2003) ‘an Elective part-nership: Salvaging Transatlantic Relations’, Survival, vol. 45, no. 2, pp. 113-46

Page 24: European Expression - Issue 69

Ε υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ η Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Α24

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

τον Σεπτέμβριο του 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το πράσινο φώς για την εκκίνηση ενός διαδι-

κτυακού forum κατάθεσης απόψεων [http://ec.europa.eu/budget/reform/index_en.htm] από όλους τους ενδι-αφερόμενους (κυβερνήσεις, ιδιωτι-κές εταιρίες, ΜΚΟ, πολίτες) σχετικά με την επανεξέταση βασικών πτυχών του προϋπολογισμού της Ε.Ε., τόσο στον τομέα των εσόδων όσο και στον τομέα των δαπανών. Το χρονικό όριο κατάθεσης των απόψεων αυτών έληξε στα μέσα Ιουνίου 2008. Στα τέλη του τρέχοντος έτους/αρχές του επόμενου, αναμένεται η παρουσίαση, από την Επιτροπή, των πιο χρήσιμων κα εφαρ-μόσιμων από τις προτάσεις που υπο-βλήθηκαν.

Ακολουθεί, σε ελληνική απόδοση, η συνεισφορά του στο διαδικτυακό forum για το μέλλον του προϋπολο-γισμού της Ε.Ε.

-Μετεξέλιξη του κοινοτικού προ-

ϋπολογισμού, από προϋπολογισμό προγραμμάτων (program budget) σε προϋπολογισμό αξιολόγησης αποδο-τικότητας των δράσεων (performance budget)

o προϋπολογισμός της Ε.Ε. έχει ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ο,τι αφορά την εφαρμογή των κυριότε-ρων αρχών που διέπουν έναν προϋπο-λογισμό προγραμμάτων. Η παρουσί-ασή του βασίζεται σε αποτύπωση των προγραμμάτων που χρηματοδοτού-νται, ενισχύοντας, με τον τρόπο αυτό, τη διαφάνειά του απέναντι στους ευ-ρωπαίους πολίτες, σε σύγκριση με την κλασική πιο «λογιστική» απεικόνιση ενός τυπικού προϋπολογισμού ακατα-νόητων, στο ευρύ κοινό, κωδικών.

Το επόμενο, κρίσιμο βήμα, είναι η αποτύπωση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., με την συμπερίληψη δεικτών αποδοτικότητας δράσεων (ποσοτικο-ποιημένων όπου είναι δυνατόν) σε ένα ενοποιημένο κείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα καταστεί πιο λειτουργικός, εύληπτος αλλά και αποτελεσματικός. «Πιλότος» στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι προσπάθειες που ήδη έχουν γίνει προς την κατεύθυν-ση αυτή σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (λ.χ. Ολλανδία, Ηνωμένο Βασί-λειο, Γαλλία και Σουηδία). Ιδιαίτερα

χρήσιμη, στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν η μεταλαμπάδευση της δημοσιονο-μικής εμπειρίας των κρατών αυτών στη χρήση δεικτών αποδοτικότητας οι οποίοι αναφέρονται σε παρόμοιες με τις κοινοτικά χρηματοδοτούμενες πολιτικές.

Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της πρότασης εδράζεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί της Ε.Ε. και ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ελε-γκτικό Συνέδριο θα διαθέτουν, όταν η πρόταση υλοποιηθεί πλήρως, ένα «ιστορικό αποδοτικότητας» για κάθε πολιτική, πρόγραμμα ή δράση που χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον κοινοτικό προϋπολογι-σμό. Ένα τέτοιο ιστορικό θα αποτελού-σε μια βασική πυξίδα για την καλύτερη μελλοντική κατανομή πόρων σε ο,τι αφορά όλες τις επιμέρους δράσεις ενώ, ταυτόχρονα, θα ήταν ένα πολύ χρήσι-μο εργαλείο για τον έγκαιρο εντοπισμό ενδεχόμενων ανεπαρκειών.

- Ανακατανομή συγκεκριμένου ποσοστού κονδυλίων που διατίθενται στις επιμέρους πολιτικές για κάθε επό-μενη χρονιά με βάση τα αποτελέσματα αποδοτικότητας των ίδιων πολιτικών κατά το προηγούμενο έτος

Ο ρόλος των δεικτών αποδοτικό-τητας για κάθε χρηματοδοτούμενη δράση της Ε.Ε. (ιδιαίτερα για τις δρά-

Η μετεξέλιξητου Κοινοτικού Προϋπολογισμού

του Κώστα Μποτόπουλου*

* Ο Κώστας Μποτόπουλος, διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου, είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενταγμέ-νος στη Σοσιαλιστική Ομάδα. Συμμετέχει ως τακτικό μέλος στις κοινοβουλευτικές επιτροπές Προϋπολογισμών (Cobu) και Ελέγχου Προϋπολογισμού (CoCobu) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Page 25: European Expression - Issue 69

Ε υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ η Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Α 25

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

σεις οι οποίες είναι «ποσοτικοποιήσι-μες»), είναι κρίσιμος για την επιτυχή εφαρμογή τους.

Προτείνεται επομένως: α) Μετά από προσεκτική μελέ-

τη, να διαμορφωθεί ένας μηχανισμός αξιολόγησης της αποτελεσματικότη-τας των δράσεων που (συγ)χρηματο-δοτούνται από κοινοτικούς πόρους, αποτελούμενος από «κατώφλια και οροφές» αποδοτικότητας. Ενδεικτι-κά, ένας δείκτης αποδοτικότητας από 85-100% θα σηματοδοτούσε μια εξαι-ρετική επίδοση σε ο,τι αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την απορροφητικότητα της χρηματοδο-τούμενης δράσης, ένας δείκτης μετα-ξύ 70-84% θα αντανακλούσε μια πολύ καλή επίδοση, ένας δείκτης μεταξύ 60-69% μια καλή επίδοση κ.ο.κ. και,

β) μετά την «κατάταξη» των ευ-ρωπαϊκά χρηματοδοτούμενων ή συγ-χρηματοδοτούμενων δράσεων με βάση τον ανωτέρω μηχανισμό, να γίνεται μια μικρή, πρόσθετη, ανακατανομή κον-δυλίων [με τη μορφή bonus] υπέρ των δράσεων που σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις κατά το προηγούμενο δημο-σιονομικό έτος.

Προτείνεται, με άλλα λόγια, η εφαρμογή ενός μηχανισμού ο οποίος θα έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: α) από τη μια πλευρά θα αποτελέσει μια ορατή εφαρμογή της δημοσιονο-μικής αρχιτεκτονικής του προϋπολο-γισμού αποδοτικότητας (performance budgeting) ενώ, β) θα δίνει ισχυρό κί-νητρο για κάθε δικαιούχο δράσης που χρηματοδοτείται συνολικά ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. να εργαστεί αποτελεσματικότερα ώστε να καταστεί επιλέξιμος για την αξιο-ποίηση περισσότερων κονδυλίων σε κάθε επόμενο έτος, μέσω του μηχα-νισμού αυτού, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε πολιτικές παρεμβάσεις ή σε άσκηση σχετικών πιέσεων μέσω lobbying.

-Ενίσχυση του ρόλου της υπηρεσί-ας «διαχείρισης διαθεσίμων» του προ-ϋπολογισμού της Ε.Ε.

Έχοντας υπόψη ότι, στο μεσοπρό-θεσμο τουλάχιστον μέλλον και με δε-δομένες τις συνέπειες της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, κανέ-να κράτος μέλος δεν εμφανίζεται δια-τεθειμένο να αυξήσει τη συνεισφορά του στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., ο ρόλος της υπηρεσίας διαχείρισης δια-θεσίμων αναδεικνύεται κρίσιμος.

Μια συγκεκριμένη πρόταση, στο πεδίο αυτό, είναι η ακόλουθη: αντί τα πλεονάσματα του κοινοτικού προϋ-πολογισμού στο τέλος κάθε έτους να χρησιμεύουν ως τα πρώτα έσοδα κάθε επόμενου προϋπολογισμού, τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να διακρατούνται από την υπηρεσία διαχείρισης διαθεσί-μων της Ε.Ε. ή κάποια άλλη υπηρεσία που θα είχε ως αντικείμενο εργασίας αυτή τη διαχείριση και να επενδύο-νται σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα προϊόντα (λ.χ. κρατικά ομόλογα, προ-θεσμιακές καταθέσεις, αυστηρά επι-λεγμένες επενδύσεις στην κτηματαγο-ρά), με χρονικό ορίζοντα τη λήξη του εκάστοτε Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου. Στο τέλος κάθε πενταετίας, με μια σώφρονα αλλά και ενεργητική διαχείριση, τα ποσά αυτά μαζί με τις υπεραξίες τους θα μπορούσαν να απο-

τελέσουν μια πολύ σημαντική «προί-κα» στην έναρξη κάθε επόμενου πε-νταετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, μειώνοντας τότε, αναλογικά και με την οικονομική συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους, αισθητά τις μελλοντικές οικο-νομικές τους υποχρεώσεις προς τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., χωρίς καμία αλλαγή στις οροφές ανάληψης υπο-χρεώσεων και πληρωμών που έχουν θεσπιστεί.

Παρά το γεγονός ότι, ενδεχόμενη υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρότα-σης, κατόπιν των απαραίτητων τεχνι-κών προσαρμογών και διευθετήσεων, θα οδηγούσε στην «απώλεια», κάθε χρόνο, της αναλογικής με την συμ-μετοχή κάθε κράτους, εξοικονόμησης πόρων (στο ισχύον καθεστώς, τα όποια πλεονάσματα στο τέλος κάθε έτους επιστρέφουν αναλογικά στα κράτη-μέλη αφαιρούμενα από τις συμβατικές τους οικονομικές τους συνεισφορές για κάθε επόμενο έτος), η ενεργητικό-τερη διαχείριση των διαθεσίμων αυτών αναμένεται να έχει, μεσοπρόθεσμα, πολλαπλασιαστικά θετικότερες οι-κονομικές αποδόσεις σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση, καθόσον, για διάστημα από 1 έως 4 έτη, η Ε.Ε. θα έχει την δυνατότητα αξιοποίησης των ποσών αυτών σε επενδυτικά συμ-φέρουσες επιλογές παγκοσμίως.

Page 26: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η26

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Εισαγωγή

το «ηχηρό» όχι των Ιρλαν-δών για τη Μεταρρυθμι-στική Συνθήκη φέρνει και πάλι την ανάγκη η Ευρωπα-

ϊκή Ένωση να σφυρηλατήσει ένα κοινό όραμα για την Ευρώπη που θα γεφυ-ρώσει το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και το κέντρο των αποφάσεων .

Κεντρικό στοιχείο του οράματος αυτού είναι η ανάγκη για μια πιο κοι-νωνική Ευρώπη που θα θεραπεύσει τις αδύναμες κοινωνικές πραγματικότη-τες και θα αποτελέσει ανάχωμα στις καταρρέουσες βεβαιότητες της απα-σχόλησης. Τη συγκεκριμένη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη διατρέχονται από ένα διπλό έλλειμμα διακυβέρνησης. Αφενός δεν υφίσταται κυριαρχική ευρωπαϊκή κοινωνική πο-λιτική αφού αυτή προσκρούει στο όνο-μα και την καθ’ύλην αρμοδιότητα της

εθνικής κυριαρχίας και αφετέρου είτε λόγω αρνητικών εξωτερικοτήτων (πα-γκοσμιοποίηση ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση) είτε λόγω μεταβίβασης εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσε-ων έχουν αποδυναμωθεί με θύμα της διπλής ασθενούς διακυβέρνησης το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πρότυπο και τον κεντρικό πυρήνα του, το κοινωνι-κό κράτος..

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος

η θεσμική εμπέδωση και η τα-χεία ποσοτική μεγέθυνση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κρά-

τους, όπως σημειώνεται ειδικότερα κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης «χρυσής εποχής» (1945-1975) των δυ-τικοευρωπαϊκών οικονομιών υπήρξε το αίτιο και το αιτιατό των εξαιρετικά ευ-νοϊκών οικονομικών και ιστορικών συν-θηκών που επικράτησαν τη δεδομένη

περίοδο.Η ταχύρυθμη οικονομική μεγέθυν-

ση σε συνδυασμό με τη φυσική πληθυ-σμιακή αύξηση, την αύξηση του εργα-τικού δυναμικού και την ελεγχόμενη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, είχε ως συνέπεια αφενός την ανάπτυξη των θεσμών του κοινωνικού κράτους και αφετέρου τη μικρότερη επιβάρυνση των συστημάτων κοινωνικής προστασί-ας, επιτρέποντας τη συγκράτηση των σχετικών κοινωνικών δαπανών κατά τρόπο ώστε να ευνοηθεί η κατανομή δημόσιων δαπανών σε οικονομικώς αποδοτικότερες λειτουργίες του κοι-νωνικού κράτους (Κουτσιαράς 2007).

Με τη συνδρομή της σταθεροποι-ητικής και ενισχυτικής σχέσης μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και της αναδιανομής του εισοδήματος, το ευ-ρωπαϊκό κοινωνικό κράτος αναπτύχθη-κε στη βάση των αρχών της κοινωνικής ισότητας, της επιμεριστικής δικαιοσύ-νης και του στόχου της πλήρους απα-σχόλησης κατευθυνόμενο στην παρο-χή δημόσιων αγαθών και συλλογικής ασφάλισης των ατόμων έναντι κοινωνι-κών ή άλλων κινδύνων. Η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, αναγνωρίζοντας το εκτενές των ετερό-κλιτων εθνικών πραγματικοτήτων δύ-ναται να θεωρηθεί ότι βασίζεται σε ένα σώμα αξιών που ενστερνίζεται η πλειο-νότητα των κρατών κυρίως κέντρο-και βόρειο- ευρωπαϊκών κρατών και αφορά τη διαχείριση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής με ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται στην τελευταία.

Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετί-

Σκέψεις για μια Κοινωνική Ευρώπητου Κωνσταντίνου Γ. Κούγια

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Σχολή Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Κρήτης[email protected]

η κοινωνική πραγματικότητα στην Ευρώπη μεταλλάσ-σεται και το ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής προστα-σίας οφείλει να προσαρμοσθεί για να ανταποκριθεί. Ο

παλιός καταμερισμός έργου οδηγεί σε αδιέξοδο, αν θέλουμε να συνεχιστεί η θετική συνάρτηση οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ανάπτυξης θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανώ-φελους δογματισμούς και να καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος προς όφε-λος πρωτίστως των πολιτών της.

Page 27: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η 27

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ας του 1970 και η κατάρρευση του συ-στήματος bretton Woods σηματοδότη-σαν μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού, νομισματικής αστάθειας και ανάσχεσης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών που αφενός κατέδειξε την αναποτελεσμα-τικότητα των κεϋνσιανών στρατηγικών διαχείρισης της ζήτησης (Scharpf 2000) και αφετέρου πυροδότησε συζητήσεις για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλο του κοινωνικού κράτους, τον περιορι-σμό των κοινωνικών δαπανών και την ευθυγράμμιση των κοινωνικών προ-γραμμάτων με τις συνθήκες των αγο-ρών εργασίας.

Στο τέλος της δεκαετίας έγινε φανε-ρό ότι η παραπάνω συνολική «κρίση» δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο εξωτερικών δυναμικά εξελισσόμενων καταστάσεων αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας έπεφταν θύματα της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και της με-τάβασης στη μεταβιομηχανική εποχή.

Η μετακίνηση στην εποχή της μό-νιμης λιτότητας που περιγράφουν οι pierson (1998) και Taylor –Gooby (2002) χαρακτηρίζεται από μια συ-στηματική αντιμετώπιση εκ μέρους του κοινωνικού κράτους μια σειράς νέων κοινωνικών, οικονομικών περιο-ρισμών και κινδύνων ως αποτέλεσμα τόσο πιέσεων από το εξωτερικό περι-βάλλον (παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊ-κή οικονομική ολοκλήρωση), όσο και εγχώριων αλλαγών στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον (δημογραφικοί μετασχηματισμοί, τριτογενοποίηση της οικονομίας).

Παγκοσμιοποίηση

Μελετώντας τις οικονομικές πτυχές της παγκοσμιοποί-ησης ήτοι διεθνής ολοκλή-

ρωση των αγορών και διεθνοποίηση της παραγωγής (Genschel 2004: 616; huber and Stephens 2005: 609–12) και τις επιπτώσεις τους ως βασικής αιτίας

αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και δυσλειτουργίας των αγορών εργα-σίας, οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί λόγω της ιδιαίτερης ερμηνευτικής έλξης που ασκεί η έννοια της παγκοσμιοποίη-σης σε όλο το ιδεολογικό φάσμα.

Αναμφίβολα, η παγκοσμιοποίηση με τα νέα οικονομικά δεδομένα που έφερε έθεσε περιορισμούς στη λειτουργική δι-αχείριση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η ανάδυση των παρά-κτιων αγορών κεφαλαίου συρρίκνωσε τον κυβερνητικό έλεγχο στην εθνική φορολογική βάση, ενώ το άνοιγμα των επιχειρήσεων στο διεθνές περιβάλλον κατέστησε τις εθνικές κυβερνήσεις ευ-άλωτες στα κόστη των εκάστοτε κοινω-νικών ρυθμίσεων.

Τα παραπάνω αφενός αποδυναμώ-νουν την ικανότητα των κυβερνήσεων να ελέγχουν αποτελεσματικά την οι-κονομία και την αγορά εργασίας και αφετέρου μειώνουν τις πιθανότητες για επίτευξη κοινωνικού consensus και οικονομικής ανταγωνιστικότητας (Ferrera 2008). Η λαθεμένη κρατική διαχείριση παρέμβασης δύναται να επιφέρει απώλειες ανταγωνιστικότη-τας με αρνητικές συνέπειες στο μέγε-θος της ανεργίας, ενώ η μη κοινωνική προστασία των κατηγοριών πληθυσμού που υφίσταται τις συνέπειες της εξω-στρέφειας προκαλεί την απώλεια πολι-τικής και κοινωνικής «νομιμοποίησης των αποφάσεων διαχείρισης» (Scharpf 2000). Οι κυβερνήσεις επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις με μετατόπιση της χρηματοδό-τησης του κράτους πρόνοιας από τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές στους φόρους επί της κατανάλωσης και του εισοδήματος. Ωστόσο τέτοιες πολιτικές επηρεάζουν τις προοπτικές της απασχόλησης και συνακολούθως προκαλούν αιτήματα για νέες παροχές πυροδοτώντας ένα φαύλο κύκλο ανα-τροφοδοτούμενης αστάθειας.

Η απαισιόδοξη ανάγνωση της πα-γκοσμιοποίησης αμφισβητείται εντό-

νως κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες (boyer and drache 1996, Evans 1997, leibfried and Rieger 1998, Weiss 1998, Rhodes 2002, Castles 2004). Μελέτες βασισμένες στα εμπειρικά δεδομένα των μεταβολών των κοινωνικών δαπα-νών στις χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευ-ρωπαϊκής Ένωσης1 θεωρούν ότι, ναι μεν υφίσταται οι παραπάνω οικονομικές μεταβολές, ωστόσο τα κράτη ως αντι-στάθμισμα έχουν αναπτύξει εργαλεία προσέλκυσης του κινητού κεφαλαίου εκτιμώντας ότι οι εγχώριοι θεσμοί, τα εθνικά συστήματα πολιτικής οικονο-μίας και οι εμπεδωμένες βιομηχανικές σχέσεις κατά κάποιο τρόπο «διυλίζουν» τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. (Ferrera 2008).

Η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση

η έναρξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίη-σης στηρίχτηκε στο συμ-

βιβασμό-καταμερισμό έργου ‘Smith abroad, keynes at home’σύμφωνα με τον οποίο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στόχευε στη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων ανοιχτής αγοράς (market making), ενώ η κοινωνική πο-λιτική που διόρθωνε και τις όποιες αρ-νητικές επιπτώσεις της αγοράς (market correcting) παρέμενε στη σφαίρα της κρατικής αρμοδιότητας. h ανεπάρ-κεια των μέσων κεϋνσιανού χαρακτή-ρα τόνωσης της ζήτησης κατά τη διάρ-κεια των πετρελαϊκών κρίσεων της δε-καετίας του 1970 καθώς και τα θεσμικά άλματα της εγκαθίδρυσης της ενιαίας αγοράς με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πρά-ξη (1986) και της προώθησης του ενο-ποιητικού εγχειρήματος με την Οικο-

1 Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι 15 πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ) αύξησαν ελαφρώς το επίπεδο των δαπανών κοινωνικής προστα-σίας ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 27% σε 27,8% μεταξύ 2000 και 2005, δηλαδή σε μία πενταετία άνθησης της παγκοσμιοποίησης).

Page 28: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η28

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

νομική και Νομισματική Ένωση (1992) μετέβαλαν τις θεσμικές ισορροπίες, τις ιδεολογικές αναζητήσεις και τις πολιτι-κές στοχεύσεις. Αποτελεσματικές αγο-ρές εργασίας σε περιβάλλον ολοκλη-ρωμένων οικονομικώς αγορών με ενι-αίο νόμισμα δεν τίθενται ως ζητήματα πολιτικής στο πλαίσιο ενός αποκλειστι-κά εθνικού θεματολογίου.

Οι Streeck (1995) και Scharpf (1999,2001) συμφωνούν ότι η εγκαθί-δρυση της ενιαίας αγοράς και η ΟΝΕ απελευθέρωσαν μια δυναμική άνισης ανάπτυξης ανάμεσα στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της Ένωσης, με αποτέλεσμα η διάσταση της θετικής ολοκλήρωσης να υπολείπεται της λογι-κής της αγοράς (κατάργηση φραγμών, ανόθευτος ανταγωνισμός (Scharpf, 1999:50-52). Η ΟΝΕ, η απώλεια δια-χείρισης της νομισματικής πολιτικής και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί του Συμφώνου Σταθερότητας είχαν ως επί-πτωση τα κράτη μέλη να περιορίσουν τις δυνατότητές διατήρησης των υψη-λών επιπέδων κοινωνικής προστασίας. Οι διατάξεις της κοινοτικής έννομης τάξης περιόρισαν την ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να επηρεάσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση στις εθνικές οικονομίες για την επίδο-ση των οποίων είναι πολιτικά υπόλογες (Scharpf 2002:648)

Η παραπάνω αλήθεια αν και δεν αμφισβητείται, δυο επισημάνσεις χρή-ζουν προσοχής: πρώτον η δημοσιονομι-κή πειθαρχία που επιβλήθηκε και η συ-νακόλουθη δημοσιονομική εξυγίανση λειτούργησαν ως επιταχυντές μιας δια-δικασίας ανασχεδιασμού και αλλαγών στο κοινωνικό κράτος που επέβαλλαν οι σύγχρονες προκλήσεις είτε εσωτε-ρικές είτε εξωτερικές και που σε καμία περίπτωση δεν συναρτώνται μονοσή-μαντα με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Ferrera and Rhodes 2000).2

2 Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ύπαρξη των Κοινωνικών Συμφώνων που έδωσε την ευκαιρία για συνολικές επαναδιαπραγματεύσεις τόσο για

Δεύτερον, η θετική συσχέτιση των αγορών εργασίας της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής και η ανεπτυγ-μένη αλληλεξάρτηση των κρατών με-λών κυρίως αυτών που υπάγονται στην ενιαία αγορά αλλά και στη κοινή νομι-σματική ζώνη επιβάλλουν αναθεώρηση των μέσων της παραδοσιακής κοινωνι-κής πολιτικής. Η μετάβαση σε πολιτικές απασχόλησης ενεργητικού χαρακτήρα, ναι μεν μετασχηματίζουν το κοινωνικό κράτος και υιοθετούν τα οικονομικά της προσφοράς, ωστόσο ανταποκρί-νονται καλύτερα σε δύο σημεία αφε-νός οι συνθήκες υψηλής απασχόλησης δυνάμει εξασφαλίζουν και ισχυρότερη «κοινωνική ισότητα» και άρα διατηρή-σιμα κοινωνικά πρότυπα προστασίας και αφετέρου ένα σύστημα πολιτικών απασχόλησης και προστασίας με εμ-μονές σε αρτιοσκληρωτικά εργαλεία πολιτικής αποκομμένο από το οικονο-μικό σύστημα που το στηρίζει όχι μόνο θα αποτελέσει τροχοπέδη ανάπτυξης, αλλά θα θέσει σε κίνδυνο δύο κρίσι-μες πολιτικές για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήμα-τος, αυτή της ενιαίας αγοράς και της νομισματικής ένωσης (Sapir 2006) που αποτελούν και τα συγκριτικά πλεονε-κτήματα της Ευρώπης.

Εσωτερικές προκλήσεις

τα τελευταία τριάντα χρόνια οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βίωσαν μια ταχύτατη μετάβαση σε μια

μεταβιομηχανική τάξη πραγμάτων με τρία βασικά χαρακτηριστικά: την ιδιαί-τερη ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα της παραγωγής (υπηρεσίες), τις δημο-γραφικές αλλαγές και το μετασχηματι-σμό των οικογενειακών δομών.

προσαρμογές της κοινωνικής ασφάλισης, της απορύθμισης των αγορών εργασίας όσο και για τα οφέλη της νομισματικής ενοποίησης και τις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό (pochet 1999)

Οι μεταβιομηχανικές αγορές εργασίας

Οι Iversen και Wren θεωρούν την τριτογενοποίηση της οικονομίας (tertiarisation)

και την αποβιομηχάνιση (de-industrialization) ως τη δεύτερη σε συχνότητα αναφορών για τις αλλαγές στις αγορές εργασίας μετά την παγκο-σμιοποίηση (Iversen and Wren , 1998). Tο 1960 το 60% του εργατικού δυνα-μικού των χωρών του ΟΟΣΑ απασχο-λούνταν στους τομείς της γεωργίας και της βιομηχανίας, ενώ 35 χρόνια αργό-τερα το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο μισό (Iversen Cusack, 1998). Η ανάδυ-ση του τομέα των υπηρεσιών μετασχη-μάτισε την αγορά εργασίας για τέσσε-ρις κυρίως λόγους: πρώτον, η αύξηση της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται πιο δύσκολα σε σχέση με τη βιομηχα-νική παραγωγή 3 (Esping andersen 1999), δεύτερον, ο τομέας των υπηρε-σιών τείνει να ευνοεί τη ζήτηση εργα-σίας για τους υψηλά καταρτισμένους ή τους ανειδίκευτους προσφέροντας λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης για τους εξειδικευμένους μεσαίας κλίμα-κας (olin Wright, 2003), τρίτον, η εξει-δίκευση σε μια δραστηριότητα υπη-ρεσιών δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλη με αποτέλεσμα εργαζόμενοι με ξεπερασμένες δεξιότητες να αντιμετω-πίζουν αυξημένους κινδύνους εργασι-ακού αποκλεισμού (Iversen Cusack, 1998) και τέταρτον άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η διασπορά άτυ-πων και ευέλικτων μορφών απασχό-λησης.

Η νέα οικονομία των υπηρεσιών αδυνατεί να δώσει αποτελεσματικές

3 Στην βιομηχανική παραγωγή ένας συνδυα-σμός μισθολογικών αυξήσεων και μείωσης της τιμής των προσφερόμενων προϊόντων μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ζήτησης και συνε-πώς δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης κάτι που δεν ισχύει στην οικονομία των του τριτογε-νούς τομέα.

Page 29: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η 29

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

και ταυτόχρονες λύσεις στις βασικές στοχεύσεις του κοινωνικού κράτους ήτοι απασχόληση, δημοσιονομική πειθαρχία και υψηλά επίπεδα κοινωνι-κής ισότητας σε όρους απασχόλησης. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότη-τας θέτουν όρια στις εθνικές πολιτικές μετατρέποντας τις παραπάνω τρεις στοχεύσεις σε δίλημμα», απασχόληση έστω με δυσμενείς όρους ή κοινωνική ισότητα σε όρους απασχόλησης.(;)

Δημογραφικές αλλαγές

Οι δημογραφικές αλλαγές συν-δέονται με αυξημένα ποσο-στά μακροζωίας και με μει-

ωμένα ποσοστά γεννήσεων. Σε μελ-λοντικές προβολές του ΟΟΣΑ στην Ένωση των 15 η αναλογία των ανθρώ-πων άνω των 65 θα ανέλθει στο 54,4% έως το έτος 2030. Ο συνδυασμός αυ-τός έχει δυο καίριες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας αφενός, προκαλεί αυ-ξημένες ανάγκες εργατικού δυναμικού που καλύπτεται είτε από μεταναστευ-τικές ροές είτε με παράταση του εργα-σιακού βίου ή με αυξημένα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην αγο-ρά εργασίας και αφετέρου ο πλούτος που παράγεται από τους εργαζομέ-νους χρηματοδοτεί κοινωνικές ανά-γκες μιας ολοένα και μεγαλύτερης με-ρίδας μη ενεργού πληθυσμού θέτοντας ζητήματα άνισης διαγενεακής μεταφο-ράς πόρων. (Esping andersen 2002).

Μετασχηματισμός των οικογενειακών δομών

η αύξηση των μονογονεϊκών οι-κογενειών και των διαζυγίων, τα μειωμένα επίπεδα γεννη-

τικότητας που συνδέονται με την ελεύ-θερη επιλογή της γυναίκας να επιλέξει τη μητρότητα και τα αυξημένα επίπε-δα μόρφωσης των τελευταίων είχαν ως

αποτέλεσμα αφενός να αλλάξει το οι-κογενειακό πρότυπο των δυτικοευρω-παϊκών οικογενειών και αφετέρου να αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό συμ-μετοχής των γυναικών στην αγορά ερ-γασίας (Οrloff 2006). Άμεση επίπτωση των παραπάνω είναι η επέκταση άτυ-πων μορφών εργασίας, αιτήματα για ισότητα στους εργασιακούς χώρους και αυξημένες ανάγκες για υπηρεσίες που συνδέονται με παροχή βοήθειας στους γονείς για την εκπαίδευση και τη φύλαξη των μικρών παιδιών.

Η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης

Μια δεύτερη ανάγνωση των εξωτερικών προκλήσεων και εσωτερικών πιέσεων

πέρα από το προφανές της ανάγκης των μεταρρυθμίσεων ως αντικείμενο εθνικών πρωτοβουλιών και άρα ετερό-κλιτων δράσεων ώστε να συνεχιστεί η θετική σύνδεση οικονομικής και κοι-νωνικής διάστασης αποκαλύπτει την ανάγκη για μια αναλυτική προσέγγι-ση που θα προσμετρήσει τις αθροιστι-κές επιδράσεις των κοινωνικών πραγ-ματικοτήτων ευνοώντας μια διακρι-τική αλλά ουσιαστική παρουσία της Ένωσης. Μια πιο κοινωνική Ευρωπα-ϊκή Ένωση καθίσταται αναγκαία για τρεις κυρίως λόγους:

Πρώτον, η ανάγκη για μια δικαιό-τερη κατανομή ευκαιριών με άξονα την εκπαίδευση και την κατάρτιση ανάμε-σα στους ευρωπαίους πολίτες αποτελεί sine qua non προϋπόθεση προκειμέ-νου να καταστεί εφικτός ο στόχος του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευ-ρωπαϊκή Ένωση περί προώθησης της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Η ευρωπαϊκή και η εθνική εμπειρία έχει δείξει ότι από μόνη της η διάχυση του οικονομικού αποτελέσματος στο κοινωνικό πεδίο δεν ισχύει. Η αξιολο-γική και η θεσμική εμπλαισίωση της

οικονομικής μεγέθυνσης ευ ειδε οίδη ενωσιακού κοινωνικού θεματολογίου με τα στοιχεία της κοινωνικής δικαιο-σύνης, της ασφάλειας και της προστα-σίας που αποτελούν κοινή κληρονομιά ενός ευρωπαϊκού αξιακού κοινωνικού πολιτισμού κρίνεται απαραίτητη. Αν και η καθ’ύλην αρμοδιότητα της κοινωνικής πολιτικής είναι εθνική, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε άμεση μέσω νομοθετικών παρεμ-βάσεων είτε έμμεση μέσω καινοτόμων εργαλειακών προσεγγίσεων όπως η Στρατηγική της Λισσαβόνας που δια-μορφώνει μια κοινή πλατφόρμα ιδεών και μέσων κρίνεται σκόπιμη στο μέτρο που οι ανάγκες και οι προσδοκίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών αναμετρώνται με κοινές προκλήσεις και ευνοούν ευ-ρωπαϊκές λύσεις.

Δεύτερον, το κοινωνικό σύστημα προστασίας δεν λειτουργεί αποκομμέ-νο από το οικονομικό σύστημα που το στηρίζει, αλλά βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με αυτό. Μια πιο κοινωνική Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απαραίτη-τη στο βαθμό που στηρίζει τους δύο βασικούς πυλώνες της ευρωπαϊκής οικονομίας, την ενιαία αγορά και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι η ενιαία αγορά την περίοδο 1992-2006 προσέθεσε 2,25% στο ΑΕΠ των 25 και δημιούργησε 2,75 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης. Μια πιο κοινωνική Ευ-ρωπαϊκή Ένωση σεβόμενη την αρχή της επικουρικότητας λειτουργεί διττά: πρώτον, διευκολύνει τις μεταρρυθμί-σεις στο κοινωνικό πεδίο κατά τρόπο που αποδεσμεύει τη δυναμική του οι-κονομικού παρέχοντας τα οφέλη της ενιαίας αγοράς και τα πλεονεκτήματα του κοινού νομίσματος στους ευρωπαί-ους πολίτες, διαλύοντας το φόβο του «Πολωνού υδραυλικού», αυξάνοντας την παραγωγικότητα και προσθέτο-ντας νέες θέσεις απασχόλησης (Sapir 2006) και δεύτερον, προσφέρει μια «ασφάλεια» ευκαιριών στη λογική της

Page 30: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η30

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

κοινωνικής δικαιοσύνης καθιστώντας ισχυρότερη την «κοινωνική ισότητα», ενώ ταυτοχρόνως απελευθερώνει και ενθαρρύνει τους πολίτες να καινοτο-μούν και να επιχειρούν συμβάλλοντας στην παραγόμενη προστιθέμενη αξία (Giddens 2005). Αφενός αναδεικνύεται η κοινωνική πολιτική ως παραγωγικός συντελεστής που εμφορείται από τα στοιχεία της κοινωνικής ισότητας και της αποτελεσματικότητας και αφε-τέρου αναδύεται η ιδέα ότι όχι μόνο δεν υφίσταται αρνητική συσχέτιση μεταξύ υψηλού επιπέδου κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής μεγέθυνσης αλλά τουναντίον το κόστος ευκαιρίας μη λήψης μέτρων κοινωνικής πολιτι-κής καθίσταται ιδιαιτέρως υψηλό και επιβαρυντικό για τις επιδόσεις της οι-κονομίας.

Τρίτον, η επίτευξη μιας πιο κοινω-νικής Ε.Ε καθίσταται αναγκαία αφε-νός λειτουργικά και αφετέρου νομι-μοποιητικά. Λειτουργικά θα επιφέρει την ισορροπία σε αυτό που ο Scharpf περιέγραψε ως επικάλυψη της οικονο-μικής ολοκλήρωσης επί των θεμάτων κοινωνικής προστασίας (Scharpf 1999) και νομιμοποιητικά με την αντιστροφή της εικόνας των πολιτών για την Ένωση ως μιας γραφειοκρατικής οντότητας αποξενωμένης από τις ανάγκες των πολιτών. Μια πιο κοινωνική Ένωση θα δώσει την απαραίτητη λαϊκή δυναμι-κή νομιμοποίησης για το ενοποιητικό εγχείρημα και θα καταστήσει τα ξενο-φοβικά αιτήματα και τα νέο- προστα-τευτισμού ιδεολογήματα άκυρα.

Πεδία δυνητικής δράσης

η παρουσία της Ένωσης με δε-δομένες τις ουσιαστικές δι-αφοροποιήσεις των εθνικών

συστημάτων κοινωνικής προστασί-ας δεν μπορεί ούτε πρέπει να υποκα-ταστήσει τις εθνικές αρμοδιότητες. Η Ένωση θα πρέπει αφενός να λειτουρ-γήσει ως εξωτερικός καταλύτης διευ-

κόλυνσης των αναγκαίων αλλαγών και αφετέρου ως αξιόπιστος υπερα-σπιστής συλλογικών συμφερόντων και αξιών αποτόκων ενός αξιακού ευ-ρωπαϊκού πολιτισμού.

Το πλαίσιο δράσης της Ένωσης θα πρέπει να εξυπηρετεί αφενός την τριπλή αναγκαιότητα κοινωνική δικαι-οσύνη, αποτελεσματικότητα, νομιμο-ποίηση και αφετέρου τη διαμόρφωση δεσμών των πολιτών της Ένωσης με την τελευταία.

Υπό αυτές τις συνθήκες η πρότα-ση του Μ. Ferrera (2005) για μια δέσμη βασικών κοινών προτύπων ισχυόντων σε όλη την ενωσιακή επικράτεια συ-μπεριλαμβανομένων ρυθμιστικών και διακυβερνητικών προαπαιτουμένων που θα επιτρέπουν την αμοιβαία ανα-γνώριση των «καθεστώτων» κοινωνι-κής πολιτικής και απασχόλησης στο σύνολο των κρατών μελών δύναται να θεωρηθεί πρακτικά βιώσιμη στο βαθμό που συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και τις υπάρχουσες διακρατικές διαφορές. Η πρόταση αυτή διατρέχεται από τη λογική ότι χωρίς διαδικασίες που διασφαλίζουν κοινά προαπαιτούμενα και δομούν αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι αδύνατη η αντίστοιχη αμοιβαία αναγνώριση.

Προεκτείνοντας τη σκέψη του Ferrera μπορούμε να εντοπίσουμε δύο βασικά πεδία που η δέσμη των προ-τύπων μπορεί να μετουσιωθεί σε μια ουσιαστική Ενωσιακή παρουσία:

Πρώτον, στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας της κοινωνικής πολιτικής. Δεν είναι ούτε το κοινωνικό κράτος παρωχημένο ούτε η έννοια της κοινω-νικής πολιτικής ξεπερασμένη. Η κοι-νωνική συνοχή και η αλληλεγγύη θα πρέπει να εξακολουθούν να λειτουρ-γούν ως συνδετικός αρμός στις ευρω-παϊκές κοινωνίες. Αυτό που χρειάζεται είναι η αναδιοργάνωση της κοινωνικής πολιτικής ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβιομηχανικές συνθήκες. Χρειάζε-ται η ανανέωση του θεωρητικού υπό-

βαθρου, σε δύο επίπεδα: πρώτον, της ανανοηματοδότησης των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνι-κής προστασίας και δεύτερον ο επα-ναπροσδιορισμός του περιεχομένου της κρατικής παρέμβασης στη βάση μιας επανεξέτασης της αρχής της επικουρικότητας. Η Ένωση έχοντας το πλεονέκτημα της κατανόησης της αθροιστικής επίδρασης των διαφόρων μεταβλητών επί της κοινωνικής πραγ-ματικότητας οφείλει να ανανοημα-τοδοτήσει την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης κατά Rawls εισάγοντας σε αυτή την κοινωνική ισότητα των ευκαι-ριών, προτρέποντας το κοινωνικό κρά-τος να μετατραπεί σε κράτος ενεργών κοινωνικών επενδύσεων που βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις εξελισσόμενες πραγματικότητες. Μέσα στα κείμενά της, στις πρωτοβουλίες της όπως αυτή της Κοινωνικής Ατζέντας και στις δρά-σεις συγκεκριμένων θεσμών και οργα-νισμών (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής για την Παγκοσμιοποίηση) οφείλει να εμπνεύσει και να παράξει αποτελε-σματικά. Τα κράτη μέλη οφείλουν στο μέτρο του δυνατού να καταλάβουν το αλληλένδετο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και το διαφαινό-μενο αδιέξοδο του ισχύοντος καταμε-ρισμού εργασίας Ένωσης και κρατών στο κοινωνικό πεδίο αναθεωρώντας τις διαστάσεις της επικουρικότητας.

Δεύτερον, στο πεδίο της πολιτικής μεθοδολογίας και των εργαλείων πολι-τικής. Με δεδομένη τη διαφορετικότη-τα στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και δη στην απασχόληση, η επιλογή των εργαλείων διακυβέρνησης διαδρα-ματίζει τεράστιο ρόλο. Σήμερα η Ένω-ση όλο και απομακρύνεται από κλασ-σικές προσεγγίσεις διακυβέρνησης4 με

4 Για μια αναλυτική παρουσίαση ορισμών και μεθόδων διακυβέρνησης βλέπε Rhodes, R. a. W (2000), Governance and public administration, in J.piere (ed.), debating Governance authority, Steering and democracy, oxford: oxford uni-versity press, pp.55-63.

Page 31: European Expression - Issue 69

Μ Ι Λ Ω Ν Τ Α Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η 31

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

προσδιορισμένο κέντρο αποφάσεων, ιεραρχική δομή, συγκεκριμένους εκτε-λεστικούς μηχανισμούς, εποπτεία και επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις πα-ραβίασης νομοθετικού κεκτημένου και ευνοεί διακυβερνητικές μεθόδους που συγκροτούν πολυαρχικά δικτυακά λει-τουργικά «καθεστώτα» με διαφορετικά κέντρα αντανακλώντας τις αρχές της ευελιξίας, της επικουρικότητας, της δια-φορετικότητας και της αποκέντρωσης. Η κοινωνική θεματική σαφέστατα διευ-κολύνεται ως προς τη λειτουργικότητα της από τη δεύτερη επιλογή. Η Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού που αναπτύσ-σεται στο πεδίο της Απασχόλησης, της Κοινωνικής Ενσωμάτωσης αντανακλά ακριβώς τη λογική της πλουραλιστικής διακυβέρνησης με έντονο τον πειρα-ματικό χαρακτήρα της διδαχής μέσα από συγκριτικές επιδόσεις προγραμ-μάτων. Ωστόσο η αλληλοδιδακτική μέθοδος, η εξέταση από ομοτίμους και ο «χαλαρός» συντονισμός έχουν όρια αποτελεσματικότητας και πόρρω απέχουν τα μέχρι τώρα αποτελέσματα από το να θεωρηθούν ικανοποιητικά, αφού αφενός ο εθελοντικός χαρακτή-ρας δεν ευνοεί την νομιμοποίηση και αφετέρου είναι δύσκολο να πετύχεις ταυτοχρόνως πειθαρχία και ευελιξία. Η υιοθετούμενη μεθοδολογία της ευελι-σφάλειας (flexicurity) ως οδηγός για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποτελεί ένα παράδειγμα νέας μεθοδο-λογίας που επιχειρεί να μεταφέρει την πετυχημένη εμπειρία της Σκανδιναβίας στην υπόλοιπή Ένωση το αν θα επιτευ-χθεί ή όχι ο χρόνος θα δείξει ωστόσο η εμπειρία αποτελεί κεφάλαιο.

Στο κλίμα αυτό προτείνεται η πρό-σθεση ενός κοινωνικού κεφαλαίου στις Ολοκληρωμένες Κατευθύνσεις μαζί με τις κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής και της πο-λιτικής απασχόλησης ως οδηγός των μεταρρυθμίσεων (Zeitlin 2008:442), η ενίσχυση της θέσπισης ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών εν είδει ήπιας συ-

γκριτικής αξιολόγησης και η σύνδεσή τους με χρηματοοικονομικά κίνητρα – ήδη γίνεται στο πεδίο της απασχό-λησης και της κοινωνικής ενσωμάτω-σης – αναφέρεται συχνά ως βελτιωτι-κού χαρακτήρα πρόταση (Τσούκαλης, 2007), ενώ τέλος ο Scharpf προκειμέ-νου αφενός να εξισορροπηθεί το έλ-λειμμα δεσμευτικότητας μεταξύ των ρυθμίσεων που διέπουν την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και των κανόνων οικονομικής ολοκλήρωσης και αφετέ-ρου να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες προτείνει το συνδυασμό διαφοροποιημένων οδη-γιών-πλαίσιο που θα απευθύνονται σε υποσύνολα των κρατών μελών με τη χρήση της ΑΜΣ στις ομάδες που χαρακτηρίζονται από ομοειδείς οικο-νομικές και κοινωνικές συνθήκες (συν-δυασμός κοινοτικής δικαιικής διάστα-σης στη λογική της διαφορετικότητας) (Scharpf 2002).

Η κοινωνική πραγματικότητα στην Ευρώπη μεταλλάσσεται και το ευρω-παϊκό πρότυπο κοινωνικής προστασί-ας οφείλει να προσαρμοσθεί. Ο παλιός καταμερισμός έργου οδηγεί σε αδιέξο-δο, αν θέλουμε να συνεχιστεί η θετική συνάρτηση οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ανάπτυξης θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανώφελους δογματι-σμούς και να καταστήσουμε την Ευ-ρωπαϊκή Ένωση μέρος ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος προς όφελος πρωτίστως των πολιτών της.

Βιβλιογραφία

andré Sapir, (2006) ‘Globalization and the Reform of European Social Models’,Journal of Common Market Studies, vol.44, no 2, pp.376-381boyer R. and d. drache (1996). ‘States against Markets: the Limits of Globalization’.london: RoutledgeCastles, Francis G. (2004) ‘The Future of the Welfare State: Crisis Myths and Crisis Realities’,

oxford: oxford university pressEsping-andersen, Gösta (1999). ‘Social Foundations of Postindustrial Economies.’oxford and New york: oxford university press. Esping-andersen, Gösta, duncan Gallie, anton hemerijck and John Myers (2002). ‘Why We Need a New Welfare State.’ oxford and New york: oxford university press. Evans, p. (1997). ‘The Eclips of the State? Reflections on Stateness in an Era of Globalization’, Wold Politics, 50: 62-87.Ferrera, M. and M. Rhodes (eds.) (2000), Recasting European Welfare States, london, Frank Cass;Ferrera, Μ (2005) The boundaries of Welfare: European Integration and the New Spatial politics of Social protection. oxford, oxford university press, 2005Ferrera, Maurizio (2008) ‘The European Welfare State: Golden achievements, Silver prospects’, West European politics, 31:1, 82 — 107Genschel, philip (2004). ‘Globalization and the Welfare State: a Retrospective’, Journal of European public policy, 11:4, 613–36Giddens, a. (2005), ‘debating the social model: Thoughts and suggestions’, in The Hampton Court Agenda:A Social Model for Europe, policy Network, london, pp.95–150huber, Evelyn, and John Stephens (2005). ‘State Economic and Social policy in Global Capitalism’, in Thomas Janoski et al. (eds.), The handbook of political Sociology: States, Civil Societies, and Globalization. Cambridge: Cambridge university press, 607–29.Iversen, Torben and anne Wren (1998). ‘Equality, Employment and budgetary Restraint:The Trilemma of the Service Economy’, World Politics 50 (July): 507-546.Iversen, Torben and Thomas R. Cusack (1998). ‘The Causes of Welfare State Expansion:deindustrialization or Globalization?’, WZB discussion paper FS I 98-304. leibfried Stefan and Elmar Rieger (1998). ‘Welfare limits to Globalization’, politics and Society, 26, 4: 363-390.

Page 32: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο32

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

orloff, ann Shola (2006), ‘From Maternalism to “employment for all:”State policies to promote women’s employment across the affluent democracies’, In Jonah levy (ed.). The State after Statism. Cambridge: harvard university press.pierson, paul (1998). ‘Irresistible Forces, Immovable objects: post-Industrial Welfare StatesConfronting permanent austerity’. Journal of European public policy, 5:4, 539–60.pochet, p. (ed.) (1999), ‘Monetary Union and Collective Bargaining in Europe’, Frankfurt/M, p.I.E. – peter lang;Rhodes, Martin (2002). ‘Globalization and the West European Welfare State:a critical Review of Recent debates’, Journal of European Social Policy 6(4): 305-327Scharpf, F. W. (1999), ‘Governing in Europe: Effective and Democratic?’ oxford: oxford university press 1999;Scharpf, F.W. (2001), ‘democratic legitimacy under conditions of regulatory competition:Why Europe differs from the united States, in: k. Nicolaidis and R. howse (eds.) ‘The Federal Vision – Legitimacy and levels of governance in the United States and the European Union’, oxford: oxford university press, pp. 355-374;Scharpf, F.W. (2002), ‘The European Social Model: Coping with the Challenges of diversity’, in:Journal of Common Market Studies, vol. 40, no. 4, pp.

645-670;Scharpf, Fritz (2000). ‘Economic Changes, vulnerabilities, and Institutional Capabilities’,in Fritz Scharpf and vivien Schmidt (eds.), Welfare and Work in the open Economy.volume I: From vulnerability to Competitiveness. oxford: oxford university press, 21–124.Streeck, W. (1995). ‘From Market Making to State building. Reflections on the political Economy of European Social policy’, in: S. leibfried and p. pierson (eds.) (1995),Taylor-Gooby, peter (2002). ‘The Silver age of the Welfare State. perspectives on Resilience’, Journal of Social policy, 31:4, 597–621.Weiss, l. (1998). ‘The myth of the powerless state’. Cambridge and New york: Cambridge university pressWright, Erik olin and Rachel dwyer (2003). ‘The patterns of job expansions in the uSa: a comparison of the 1960s and 1990s’, Socioeconomic Review 1: 289-325. Zeitlin, J. ‘JCMS Symposium: Eu Governance after lisbon,JCMS 2008 volume 46. Number 2. pp. 413–450Κουτσιαράς, Νίκος (2007), ‘Η ανάπτυξη, η αμφισβήτηση και η μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους: “Is the economy stupid!”’, ElIaMEp, occasional paper, 07.01Τσούκαλης, Λουκάς (2007), ‘Global, Social and political Europe’, ElIaMEp, occasional paper, 07.04

Ι. Η ανακήρυξη ενός Διδά-κτορα επί Τιμή είναι μια

εξαιρετική στιγμή για ένα Πα-νεπιστήμιο. Όταν ένα πανεπι-στημιακό τμήμα αποφασίζει να απονείμει την ύψιστη τιμή που έχει την αρμοδιότητα να απευθύνει, τότε αφενός τιμά-ται το πρόσωπο του Διδάκτο-ρα επί Τιμή, αφετέρου, όμως, τιμάται και το Τμήμα με το οποίο ο διαπρεπής τιμώμενος

αποκτά μιαν ισόβια σχέση, έναν ισόβιο δεσμό.

Στο πρόσωπο του Καθηγη-τή Δημήτρη Τσάτσου, το Τμή-μα Πολιτικής Επιστήμης τιμά σήμερα έναν κορυφαίο ευ-ρωπαίο συνταγματολόγο και πολιτειολόγο. Κατά μείζονα δε λόγο, τιμά έναν ακαδημαϊ-κό δάσκαλο που αποτελεί κο-ρυφαίο σύγχρονο παράδειγμα μιας κατεξοχήν ευρωπαϊκής

Δημόσιος Έπαινος (Laudatio) στον Καθηγητή

Δημήτρη Θ. Τσάτσο για την Ανακήρυξη του σε Επίτιμο Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης

του Κώστα Α. Λάβδα, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και Καθηγητή στην Έδρα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» του

Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης (ΗΠΑ).

Όταν μου ζητήθηκε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστή-μης να απευθύνω τον καθιερωμένο Δημόσιο Έπαι-νο, τη laudatio, προς τον Καθηγητή Δημήτρη Τσά-

τσο αισθάνθηκα την εξαιρετικά μεγάλη ευθύνη και διερωτή-θηκα μήπως κάποιος άλλος θα ήταν περισσότερο κατάλλη-λος για το έργο αυτό. Στη συνέχεια όμως αμβλύνθηκαν κάπως οι επιφυλάξεις μου. Πρώτον διότι μεταφέρθηκαν οι επιφυλά-ξεις αυτές στον Καθηγητή Τσάτσο και η δική του αντίδρα-ση και επιμονή με έπεισε ότι είχα άδικο. Δεύτερον, διότι μου ήλθε στο μυαλό μια εμπειρία που είχα πρόσφατα στη Μασα-χουσέτη, στις ΗΠΑ, με την ανακήρυξη σε Επίτιμο Διδάκτορα ενός διακεκριμένου φιλοσόφου. Ο συνάδελφος που απηύθυνε τον καθιερωμένο Δημόσιο Έπαινο επεσήμανε ότι ισχύει συνή-θως η γενίκευση ότι, όσο διαπρεπέστερος είναι ο τιμώμενος, τόσο ελλιπέστερο θα φαίνεται το περιεχόμενο του δημόσιου επαίνου, της laudatio, που του απευθύνεται με την ευκαιρία της αναγόρευσης. Εφησύχασα, λοιπόν, με τη σκέψη ότι, όταν πρόκειται για τον Δημήτρη Τσάτσο και το έργο του, κάθε Δη-μόσιος Έπαινος θα φαίνεται, ίσως, ανεπαρκής.

Page 33: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο 33

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

συνάντησης: της συνάντησης του επι-στημονικού πνεύματος και του υπεύθυ-νου πολιτικού λόγου και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης.

Πριν εστιαστούμε στο έργο του Κα-θηγητή Τσάτσου, λίγα λόγια για το δι-ακεκριμένη πορεία του. Ο Καθηγητής Δημήτρης Θ. Τσάτσος είναι ένας από τους διαπρεπέστερους Ευρωπαίους Συνταγματολόγους. Δίδαξε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης κατά τα έτη 1960-1969 και υπήρξε συνεργάτης του Max-planck-Institut, στον τομέα του Συγκρι-τικού Δικαίου κατά τα έτη 1964-1965. Εξελέγη υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1968, με απαγόρευση διδασκαλίας από το δικτατορικό καθεστώς. Το ίδιο έτος εξελέγη ως Υφηγητής του γερμανικού Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εξελέγη, επίσης, Καθηγη-τής της Νομικής Σχολής του Πανεπι-στημίου Θεσσαλονίκης το 1969, αλλά δεν διορίστηκε επί δικτατορίας. Κατά τη Μεταπολίτευση, ο Δημήτρης Τσά-τσος υπήρξε Υφυπουργός Ανωτάτης Παιδείας το 1974 οπότε θεσπίζει την κάθαρση των Πανεπιστημίων από τους συνεργάτες της δικτατορίας και δια-μορφώνει τον πρώτο Νόμο-Πλαίσιο για την ανώτατη παιδεία. Ο Καθηγητής Τσάτσος συνέβαλε στη διαμόρφωση του Συντάγματος της χώρας, ως Γενικός Ει-σηγητής της Μειοψηφίας στην λεγόμε-νη Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή. Διετέλεσε Ευρωβουλευτής με ιδιαίτερη συμβολή στη θεσμική διαμόρφωση της ενωσια-κής Ευρώπης. Το 1995 του απενεμήθη το «Βραβείο Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» για τη συμβολή του ως Ευρωβουλευ-τή και το 2002 ο Μεγαλόσταυρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερ-μανίας. Υπήρξε εκλεγμένος εκπρόσω-πος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη Διακυβερνητική Διάσκεψη το 2000. Κα-θηγεσίες του ΔΤ: 1971 στη Βόννη, 1975 στη Θεσσαλονίκη, 1979 στο Χάγκεν και 2003 στο Πανεπιστήμιο Ντίσελντορφ.

ΙΙ. Θα ήταν αδύνατο να παρουσιά-σω ή έστω να σχολιάσω διεξοδι-

κά το έργο του Δημήτρη Τσάτσου στα χρονικά πλαίσια του παρόντος Δημό-σιου Επαίνου. Αυτό που θα επιχειρήσω να κάνω, είναι να αναφερθώ στο έργο του επιλέγοντας ως κύριους άξονες (α) το Σύνταγμα και την Πολιτεία, (β) τα Πολιτικά κόμματα και την Πολιτική Διαδικασία, και (γ) τους θεσμούς, τις αξίες και την προοπτική της Ευρωπα-ϊκής Ένωσης.

Α. Η μεγάλη συμβολή του Καθηγη-τή Δημήτρη Τσάτσου αναφέρεται τόσο σε ζητήματα ερμηνείας και θεωρίας του συντάγματος όσο και σε ζητήματα πε-ριεχομένου και εφαρμογών. Η προσέγ-γιση του Δημήτρη Τσάτσου προτάσσει ένα ερμηνευτικό σχεσιακό υπόδειγμα, βάσει του οποίου η αναζήτηση του κα-νονιστικού περιεχομένου του συνταγ-ματικού κειμένου οφείλει να λάβει υπό-ψη το ιστορικό και πολιτικό συγκείμενο (context), που καθίσταται αναπόφευκτο «περιβάλλον» της ερμηνείας. Πράγμα-τι, σύμφωνα με αυτή την άποψη οι συ-νταγματικοί κανόνες είναι μεν από μορ-φολογική άποψη σύνολα λεκτικά, όμως από άποψη περιεχομένου είναι σύνολα νοηματικά. Άρα συναρτώνται με τον αναγνώστη, με τον ερμηνευτή. Με αυτή την έννοια, το σύστημα ερμηνείας του Συντάγματος είναι ένα ανοικτό σύστη-μα, ένα σύστημα το οποίο βρίσκεται σε ένα χώρο δημοσιότητας. Σπεύδω στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι η επιλογή αυτή, όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, δεν συνεπάγεται απαραίτητα έναν επιστημολογικό ή/και ηθικό σχε-τικισμό. Για να θυμίσω τη γνωστή ρήση του karl Mannheim: “Relationismus – kein Relativismus”.

Τα ίδια ισχύουν αναφορικά με τη φύση του αξιακού νοήματος, το οποίο τελεί και αυτό σε αέναη ιστορική εκκρε-μότητα. Και η φύση αυτή του αξιακού νοήματος, άρα και η αέναη εκκρεμότη-τα, δεν μεταβάλλονται όταν ένα αξιακό

σύστημα γίνεται θεμέλιο μιας έννομης τάξης, όπως θεωρούμε ότι συμβαίνει όταν δεχόμαστε την ερμηνευτική θέση, ότι το Σύνταγμα συνιστά μια αξιακή τάξη. Η φύση αυτή δεν μεταβάλλεται διότι, όταν ένα αξιακό σύστημα γίνε-ται θεμέλιο μιας έννομης τάξης, τότε η αποδοχή κάποιων αιώνιων αρχών θα προσέκρουε στην αρχή της λαϊκής κυ-ριαρχίας. Αρχή η οποία νοείται, μεταξύ άλλων, και ως αρχή που διασφαλίζει και στις επόμενες γενιές το δικαίωμα νέων αξιακών επιλογών και ανανοηματοδο-τήσεων. Βεβαίως, όπως μας θυμίζει ο Καθηγητής Τσάτσος, με τη νομικοποί-ηση μιας αξιακής αρχής, εισέρχονται στο διοικητικό σύστημα τα συγκρουσι-ακά ή πάντως διαλεκτικά στοιχεία του αξιακού λόγου, τα οποία και γίνονται έτσι αντικείμενο νομικής ερμηνείας. Πράγματι, με τη νομικοποίηση τους, οι αξίες εισέρχονται στην ιστορική ζωή και αφενός μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλιο μιας έννομης τάξης, ενώ αφετέρου υφίστανται και τις συνέπειες αυτής της τριβής με την πραγματικότη-τα, υπόκεινται σε ανανοηματοδότηση, όπως υπόκεινται και στον έλεγχο της έννομης δημοκρατικής τάξης.

Σε κάθε όμως περίπτωση, μια εκδο-χή σχεσιακής ερμηνείας, η οποία δεν είναι απαραίτητα σχετικιστική, αποτε-λεί ανασταλτικό παράγοντα στη χρή-ση του Συντάγματος ως συντηρητικού αναχώματος απέναντι σε κάθε εξέλιξη. Επιτρέψτε μου να παραθέσω στο σημείο αυτό, ως την απόλυτη ίσως αντίθεση με την προσέγγιση του Τσάτσου, μια χα-ρακτηριστική και πολύ πρόσφατη ρήση ενός κορυφαίου Αμερικανού νομικού και δικαστή, ο οποίος είναι σήμερα ένα από τα 9 μέλη του Ανωτάτου Ομοσπον-διακού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναφέρομαι στον antonin Scalia, ο οποίος είναι, βέβαια, ένας από τους πλέον συνεπείς (ορισμένοι θα προσέθεταν «και ακραίους») νέο-συντηρητικούς νομικούς στις ΗΠΑ. Ολοκληρώνοντας μια ομιλία του για το

Page 34: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο34

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ζήτημα της συνταγματικής ερμηνείας, και αφού επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με την πρώιμη ταξινόμηση του Savigny και άλλων, σε 4 μεθόδους ερμηνείας (γραμ-ματική, λογική, ιστορική, συστηματική), ο Scalia επιτίθεται σε όσους αναζητούν συγκειμενικά εδραιωμένο νόημα και καταλήγει υποστηρίζοντας μια εκδοχή της αρχής του «original meaning» του συνταγματικού κανόνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο κείμενο αυτό ο Scalia εκ-φράζει ανοικτά και μια (συχνά λανθά-νουσα) βαθειά συντηρητική αντίληψη για το ρόλο του συντάγματος: “The whole purpose of the Constitution is to prevent a future society from doing what it wants to do”.

Πρόκειται, θα έλεγα, για μια ασυ-νήθιστα σαφή διατύπωση αυτής της προσέγγισης. Αντιλαμβανόμαστε όμως ότι μια συγκειμενική ερμηνευτική προ-σέγγιση, όπως αυτή που πρεσβεύει ο ΔΤ, είναι σε θέση να τοποθετήσει και αυτή την απόλυτη αντίληψη στη δική της θέση, κατ’ αυτή την έννοια σχετι-κοποιώντας την.

Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να επισημανθεί το εξής: ότι η συγκειμενική και σχεσιακή ερμηνευτική προσέγγιση του Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου δύ-ναται η ίδια να διαθέτει κάποια σημεία αξιολογικής αναφοράς. Από το πρίσμα μάλιστα ενός πολιτικού επιστήμονα, ιδι-αίτερα σημαντική είναι η ανάλυση του ΔΤ για την «προερμηνευτική επιλογή». Πρόκειται για την αναζήτηση ενός κα-θοριστικού, σε τελική ανάλυση, κριτη-ρίου ερμηνείας. Ως τέτοιο προτείνεται η αρχή ότι «εν αμφιβολία, ορθότερη είναι η λύση που συμβάλλει στη διαδικασία εκδημοκρατισμού», η οποία «νοηματικά προϋποθέτει την υπέρβαση της αντίθε-σης κράτους και κοινωνίας». Μια άλλη χαρακτηριστική πτυχή της κριτικής και συνάμα βαθύτατα πολιτικής οπτικής γωνίας του ΔΤ είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται μια προσέγγιση ουσίας στην έννοια του Κράτους Δι-καίου: ένα Κράτος Δικαίου οφείλει να

είναι ένα «δίκαιο κράτος», ένα κράτος που εξασφαλίζει μια «ουσιαστικά δίκαιη μεταχείριση του πολίτη».

Παράλληλα, και σε ένα διαφορετικό επίπεδο, βασική επιλογή αποτελεί και η θέση ότι ο συνταγματικός κανόνας σήμερα «ερμηνεύεται ως συστατικό στοιχείο όχι μόνο του εθνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού». Η θέση αυτή έχει κρίσιμες συνέπειες σε μια σειρά πεδίων και εφαρ-μογών. Έτσι, για παράδειγμα, η ίδια η άσκηση της συντακτικής εξουσίας ανα-φέρεται πλέον σήμερα σε ένα πλέγμα από αξίες και νόρμες που συνθέτουν τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας δε μπορεί να σημαίνει «νομιμοποίηση των όποιων ατομικών ή συλλογικών δικαϊ-κών αυθαιρεσιών … αλλά εξέλιξη του δικαίου στο πλαίσιο του δημοκρατι-κού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού». Αυτό, όμως, είναι ένα σημείο στο οποίο θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

Β. Ας στραφούμε τώρα, με συντομία και πάλι, στο δεύτερο άξονα, αυτό των πολιτικών κομμάτων και γενικότερα της πολιτικής διαδικασίας.

Στην Πολιτειολογία του ΔΤ, το Πο-λιτικό Σύστημα προσεγγίζεται με ευρεία έννοια, από την άποψη του συνόλου των πολιτικών διαδικασιών και λειτουρ-γιών. Ο Καθηγητής Τσάτσος ορίζει ως Πολιτικό Σύστημα «τη συστηματική οργάνωση θεσμών, πολιτικών και κοι-νωνικών δυνάμεων, που διαμορφώνουν την πολιτική βούληση της πολιτείας». Η προσέγγιση αυτή αντανακλάται στην κατεξοχήν πολιτική επιστημολογία την οποία υιοθετεί και στην κατεξοχήν πο-λιτική θεώρηση των πραγμάτων που προτάσσει ο Δημήτρης Τσάτσος.

Στο επιστημολογικό αυτό πλαίσιο, ένα πεδίο στο οποίο έχει ιδιαίτερα συμ-βάλει ο «Μέντορας των Ελλήνων Συ-νταγματολόγων», όπως τον αποκάλεσε ο Βασίλειος Σκουρής, ο Έλληνας Δικα-στής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, είναι

αυτό του δικαίου των πολιτικών κομμά-των. Και έχει συμβάλει ο ΔΤ στο πεδίο αυτό, όπως μας θύμισε ο Καθηγητής ulrich battis, με τρόπο αποφασιστικό, τόσο στη Γερμανία όσο και την Ευρώπη γενικότερα. Η καταλυτική συμβολή του στη γερμανική ακαδημαϊκή και πολιτι-κή συζήτηση αφορά σειρά ζητημάτων του δικαίου των κομμάτων, όπως είναι αυτό της χρηματοδότησης των πολι-τικών κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό ο Καθηγητής Τσάτσος έχει προτάξει και ορισμένες τολμηρές και ρηξικέλευθες απόψεις αναφορικά με τη σχέση και τη σύνδεση μεταξύ δημοκρατικά οργανω-μένης πολιτείας και δημοκρατικά οργα-νωμένων κομμάτων.

Το ζήτημα της συνταγματικής κα-τοχύρωσης της εσωκομματικής δημο-κρατίας τίθεται, μεταξύ άλλων κειμένων του, και στο εμβληματικής σημασίας «Η ενδοκομματική αντιπολίτευση ως πρόβλημα του συνταγματικού δικαί-ου». Εφόσον το Σ (άρθρο 29 παρ. 1) αναφέρει ότι και η «οργάνωση» των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατι-κού πολιτεύματος», τα κόμματα οφεί-λουν – σύμφωνα με αυτή την άποψη – να έχουν εσωτερική δημοκρατική δομή και λειτουργία.

Η προσέγγιση του Δημήτρη Τσά-τσου στη λειτουργία των κομμάτων, προσέγγιση κατεξοχήν θεσμική, απο-καλύπτει ίσως και μια βαθιά πολιτική αγωνία του συνταγματολόγου. Μια πολιτική αγωνία για την ανάγκη θεσμι-κής και συνταγματικής κατοχύρωσης σε μια εποχή που, για να αναφερθώ σε μια διατύπωση του Καθηγητή Γιάννη Με-ταξά, τα Μέσα Μαζικής Απεύθυνσης έχουν προχωρήσει σε μια ευρύτατη ιδι-ωτικοποίηση των μηχανισμών δημοσίου ελέγχου.

Στο ίδιο πλαίσιο, αυτό των πολιτι-κών κομμάτων και της πολιτικής διαδι-κασίας, ο ΔΤ έχει διατυπώσει και ορι-σμένες εξαιρετικά σημαντικές θέσεις για το ρόλο, την οργάνωση και τη χρη-

Page 35: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο 35

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, όπως δραστηριοποιούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό το σχετικά νέο, και πάντως αναβαθμιζόμε-νο, φόρουμ πολιτικής διαβούλευσης και αποφάσεων.

Γ. Έχουμε, νομίζω, προσεγγίσει το κατάλληλο σημείο για να στραφούμε στην ευρωπαϊκή διάσταση του έργου και της συμβολής του Δημήτρη Τσά-τσου. Η ευρωπαϊκή αυτή διάσταση περι-λαμβάνει πτυχές που αφορούν τόσο τις επιμέρους θεσμικές και νομιμοποιητικές διαστάσεις του ενοποιητικού εγχειρή-ματος όσο και – πιο πρόσφατα – μια σημαντικότατη απόπειρα σύλληψης του σημερινού status της ενωσιακής τάξης στο σύνολο της. Αυτή η συνολικότερη απόπειρα σύλληψης έχει ως αφορμή τη γόνιμη συζήτηση για τη συνταγμα-τοποίηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, έχει ως αφορμή μια εντελώς επίκαιρη συζήτηση, αλλά εκτείνεται πολύ πέραν της συγκυρίας και της συγκεκριμένης αφορμής.

Πρέπει, καταρχήν, να θυμηθούμε ότι ο ΔΤ υπήρξε ο πρώτος που επεσήμανε, τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στον επιστημονικό διάλογο, πως θα ήμασταν ακριβέστεροι και περισσότε-ρο διαφανείς στον πολιτικό και θεσμι-κό μας λόγο εάν καθιερώναμε τον όρο «Συνταγματική Συνθήκη». Το ζήτημα είναι, βέβαια, σύνθετο, και εισέρχεται στον πυρήνα των σχέσεων μεταξύ της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής, των νομιμοποιητικών ελλειμμάτων της ενω-σιακής τάξης, και της ιστορικής παρά-δοσης του συνταγματισμού.

Δεν πρέπει στο σημείο αυτό να ξε-χνάμε ότι ο συνταγματισμός ως κίνη-μα του 19ου αιώνα για την καθιέρωση φιλελεύθερων συνταγμάτων προηγή-θηκε της διάδοσης της καθολικότητας της ψήφου και πολλών σημερινών δη-μοκρατικών αυτονόητων. Αφορούσε βέβαια ένα βαθμό εκδημοκρατισμού, αφορούσε όμως και την αναζήτηση

μιας αυξημένης προβλεψιμότητας στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Και μπορούμε να προσθέσουμε ότι, στη σημερινή ΕΕ, ζητήματα νομιμοποίησης και ζητήματα αποτελεσματικότητας (άρα και αυξημένης προβλεψιμότητας) αλληλοδιαπλέκονται σε βαθμό ολοένα και πιο σύνθετο.

Το αρκτικό σημείο εδώ δεν μπορεί παρά να είναι η ευρέως αποδεκτή άπο-ψη του Καθηγητή Τσάτσου για τη διττή νομιμοποίηση της ΕΕ, ως «ένωσης λαών και κρατών». Πράγματι, ο στοχασμός του ΔΤ γύρω από την θεμελιώδη αυτή αμφισημία του ενωσιακού φαινομένου αποτυπώνεται στην ακόλουθη σαφή όσο και κρίσιμη διαπίστωση:

«Είναι διπλή η ιδιοσυστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιστορικού χώ-ρου. Η μία συνιστώσα της είναι εκείνη της πολιτιστικής ομοιογένειας και των κοινών ιστορικών δεδομένων, που υπα-γορεύει και την ενοποιητική διαδικασία. Η άλλη συνιστώσα είναι εκείνη της Ευ-ρώπης που γέννησε το κρατικό φαινό-μενο, δηλαδή την έννοια του κράτους ως θεσμικής αποκρυστάλλωσης των εθνικών πολιτισμών. Γι’ αυτό ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να νοηθεί παρά τόσο ως ένωση λαών όσο και ως ένωση κρατών».

Αλλά αντί να εφησυχάσει στην προ-σέγγιση του αυτή, που – επαναλαμβά-νω – έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτή, ο ΔΤ συνέχισε στο δρόμο της κριτικής αναζή-τησης μιας απάντησης στο ερώτημα για την μορφολογική και οντολογική υφή της Ένωσης. Ο ΔΤ εστιάστηκε στην αναζήτηση μιας διεξόδου με τη μορφή ενός θεσμικού είδους που να ξεπερνά το πεδίο έντασης μεταξύ διεθνούς δικαίου και συνταγματικού δικαίου. Η αναζήτη-ση αυτή οδήγησε τον Καθηγητή Τσάτσο στην σημαντικότατη για τη διεθνή συ-ζήτηση έννοια της Ευρωπαϊκής Συμπο-λιτείας.

Η έννοια αυτή προέκυψε ως απόρ-ροια της συνειδητοποίησης της ανά-γκης απεγκλωβισμού του ενωσιακού

φαινομένου από την αδιέξοδη, πλέον, αντιπαράθεση μεταξύ φεντεραλιστών και αντι-φεντεραλιστών.

Αναφερόμενος στο σύστημα συλλο-γικής διακυβέρνησης της ΕΕ ως «ένωση κρατικά οργανωμένων πατρίδων», ο ΔΤ αποσαφηνίζει με τρόπο υποδειγματικό τόσο τη δισυπόστατη υφή της ΕΕ ως ένωσης κρατών και λαών, όσο και την ικανότητά της να συμφιλιώνεται μέσα από μια μαθησιακή διαδικασία με την πλούσια πολιτική και συνταγματική παράδοση της Ευρώπης ως ιστορικού χώρου που γέννησε το εδαφικά προσδι-ορισμένο εθνικό κράτος. Ωστόσο η ίδια η ιστορικότητα του ευρωπαϊκού εθνικού κράτους ως πολιτικής μορφής θέτει όρια στην αναλογικού τύπου σκέψη. Όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Τσάτσος:

«Η ΕΕ ούτε είναι, ούτε μπορεί ποτέ λόγω της ιστορικής της ιδιοσυγκρασίας να γίνει κράτος. Επειδή όμως παράγει και ασκεί εξουσία – έστω δοτή από τα κράτη – πρέπει να υπαχθεί σε κατο-χυρωμένα όρια, που στη λογική και τη θεωρία του κράτους συγκροτούν την έννοια της δημοκρατίας».

Η προσέγγιση του ΔΤ σήμερα ανα-πτύσσει περαιτέρω την σημαντική ανά-λυση του ιδίου για το «θεσμικό δυϊσμό» της ΕΕ, έννοια με την οποία είχε από πολλών ετών προσδιορίσει την ειδοποιό διαφορά του συστήματος της ΕΕ τόσο σε σχέση με το εθνικό κράτος όσο και με τα πρότυπα της ομοσπονδίας. Εδώ άλ-λωστε έγκειται η μεγάλη συμβολή του ΔΤ στη σύγχρονη θεωρητική συζήτηση γύρω από τη σύνθετη φυσιογνωμία του θεσμικού ευρωπαϊκού εγχειρήματος: η ανανοηματοδότηση της έννοιας της δημοκρατίας και ειδικότερα της δημο-κρατικής αρχής ως θεσμικής ιδιότητας μιας ιδιότυπης, πλην όμως διακριτής, συμπολιτειακής τάξης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ συγκροτεί μια «ευρωπαϊκή θε-ωρία για τη δημοκρατία», απαλλαγμένη τόσο από τις αγκυλώσεις μιας κληρονο-μημένης κρατοκεντρικής προσέγγισης

Page 36: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο36

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

όσο και από τις αυτάρεσκες βεβαιότη-τες ενός ήδη παρωχημένου φεντεραλι-σμού, που επιδιώκει να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνητική έστω ικανότητα για το μετασχηματισμό της σε ένα ευρωπαϊκό κράτος.

Στην ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ τα συστατικά εθνικά κράτη δεν με-ταφέρουν την ουσία της κρατικής τους ποιότητας σε ένα νέο ομοσπονδιακό «κέντρο»: οι επιμέρους εθνικές πολιτεί-ες, ως αυθύπαρκτες συνταγματικά αλλά αλληλεπιδρούσες πολιτικά και λειτουρ-γικά κρατικές οντότητες, συγκροτούν ένα νέο ομοσπονδιακό υποκείμενο με τη συμβατική έννοια του όρου, αλλά ενθέτουν την ικανότητά τους να ανα-δεικνύουν και κυρίως να επενδύουν τις προσδοκίες των συστατικών τους δήμων σε ένα κοινώς διαμορφωμένο θεσμικο-πολιτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, μια συμπολιτειακής έμπνευσης «ένωση λαών με ισχυρές πατρίδες».

Ας στραφούμε στο ερώτημα, πώς οραματίζεται ο ίδιος ο ΔΤ το θεσμικό μέλλον της αναδυόμενης ενωσιακής δημοκρατίας; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η ίδια η αναγωγή της δημόσι-ας πολιτικής εξουσίας στη σφαίρα του δήμου δε μπορεί να περιορίζεται μόνον στην κλασική αντίληψη περί δημοκρα-τίας, αλλά να αποτελεί δυναμικό φορέα ανανοηματοδότησης της δημοκρατικής αρχής στο σύνθετο θεσμικό οικοδόμημα της ενωσιακής τάξης. Ο ΔΤ πασχίζει να αποφύγει την απλή αναγωγή των κρι-τηρίων δημοκρατίας στα γνώριμα υπο-δείγματα που κληρονομήσαμε από την εμπειρία των εθνικών κρατών.

Αλλά η ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ διαφοροποιείται από τις συμ-βατικές θεωρήσεις γύρω από τις προϋ-ποθέσεις της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, μιας που συμπεριλαμβάνει στην έννοια του ευρωπαϊκού δήμου, όχι μόνον το σύνολο των δικαιωμάτων και ελευθε-ριών που συγκροτούν την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη και, άρα, την αθροι-

στική, αν όχι κοινή, πολιτικότητα των επιμέρους εθνικών δήμων, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς και νομι-κούς θεσμούς της ευρωπαϊκής συμπο-λιτείας αλλά και των πολιτειακών της υποσυνόλων. Αυτή η διαπίστωση κατα-δεικνύει και την κύρια πρόκληση αυτής της υβριδικής ένωσης. Της Ένωσης που καλείται να αναδείξει νέες πολιτειολο-γικές κατηγορίες γύρω από τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας στο εσωτερικό μιας σύνθετης πολιτείας, η οποία δεν εκτοπίζει το κράτος αλλά το καθιστά, μέσα από νέους όρους, ένα θεμελιώδη παράγοντα του ενωσιακού πολιτικού συστήματος.

Συνολικά, η συμβολή του ΔΤ στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα στρέφει το ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας από τις κλασικές προσεγγίσεις των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου στην κανονιστική πολιτειολογική θεωρία εφαρμοζόμενη στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται μάλιστα για μια κανονιστι-κή ευρωπαϊκή πολιτειολογία η οποία λαμβάνει υπόψη τη συνεχή αξιολογική αλληλεπίδραση και ανατροφοδότηση μεταξύ των εθνικών αξιακών συστημά-των και του υπό διαμόρφωση ενωσιακού αξιακού συστήματος. Υπό αυτό το πρί-σμα, η έννοια της «ευρωπαϊκής συμπο-λιτείας» του ΔΤ είναι σε θέση να κατευ-θύνει την έρευνα σε νέες νοηματοδοτή-σεις, ικανές να εντάξουν τη μελέτη της πιο σύνθετης, ίσως, μορφής πολιτείας στην ιστορία των πολιτικών θεσμών σε αξιόπιστες, νοηματικά σημαντικές και επιστημονικά ελεγχόμενες κατηγορίες πολιτικής οργάνωσης.

Η ευρωπαϊκή συμπολιτεία δεν κα-ταργεί τα συστατικά κρατικά μορφώ-ματα, αλλά αποτελεί το σημείο συνά-ντησης των επιμέρους βουλήσεων των ευρωπαϊκών λαών για τη συνδιαμόρ-φωση ενός υποδείγματος ενός κοινού πολιτικού συστήματος, συμπολιτειακής μορφής. Ο ευρωπαϊκός λόγος του ΔΤ προσφέρει, έτσι, μια πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του Συνταγματικού Δικαίου,

του Διεθνούς Δικαίου και της Πολιτι-κής Επιστήμης.

Σε τελική βέβαια ανάλυση, ως Συ-μπολιτεία, η ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη αποτελεί ένα εξελισσόμενο, ένα υπό διαμόρφωση πολιτικό σύστημα. Με τα λόγια του ΔΤ, «τόσο η έννοια της ευρω-παϊκότητας όσο και το νοηματικό περιε-χόμενο των αξιών, πάνω στις οποίες βα-σίζεται η ενωσιακή τάξη, δεν ορίζονται εφάπαξ και οριστικά. Πιο σωστά: δεν ορίζονται, διότι, όπως είπε ο Nietzsche, ορισμό επιδέχονται μόνο όσα έχουν δεν έχουν ιστορία».

Με άλλα λόγια, παραμένοντας συ-νεπής προς τη συγκειμενική και σχεσι-ακή, αλλά όχι σχετικιστική προσέγγιση του στο πολιτειακό φαινόμενο και τους συνταγματικούς και διοικητικούς θε-σμούς, ο ΔΤ προσθέτει μια ανάλογης σημασίας προσέγγιση στο ευρωπαϊ-κό ενωσιακό φαινόμενο, το οποίο και αναδεικνύει μέσα από την έννοια της ευρωπαϊκής συμπολιτείας.

III. Εν κατακλείδι. Ακαδημαϊ-κός δάσκαλος, κορυφαίος

Ευρωπαίος συνταγματολόγος, άνθρω-πος του υπεύθυνου πολιτικού λόγου και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης, ο Δημήτρης Τσάτσος έχει κορυφαία και ευρωπαϊκής εμβέλειας επιστημονική προσφορά αλλά και έμπρακτη συμβολή στη διαμόρφωση θεσμών και πολιτικής στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το έργο του και τις παρεμβάσεις του συνέβαλε και συμβάλλει στην ευρύτερη πολιτική διαφώτιση και ευαισθητοποί-ηση. Οι θεωρητικές και πολιτικές του αυτές θέσεις και στάσεις έχουν γίνει και γίνονται έργο ζωής και αποδεικνύονται έμπρακτα, όπως φαίνεται και από τους αγώνες του για τη δημοκρατία στη δι-άρκεια της δικτατορίας του 1967-1974 αλλά και στη συνεχή, έγκυρη, και προ-παντός, υπεύθυνη συμβολή του στα ακαδημαϊκά και πολιτικά πράγματα έκτοτε.

Page 37: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο 37

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ΜΕ ΑφΟρΜΗ ΕνΑν ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΠΑΙνΟ:

Ο Ευρωπαϊκός Λόγος του Δημήτρη Θ. Τσάτσουτου Μιχάλη Ι. Τσινισζέλη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

του Δημήτρη Ν. Χρυσοχόου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης

ςτις 7 Ιουνίου 2008, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πα-νεπιστημίου Κρήτης

τίμησε έναν από τους κορυφαί-ους σύγχρονους Ευρωπαίους στοχαστές, τον Καθηγητή Δη-μήτρη Θ. Τσάτσο. Η καταξιω-μένη πνευματική διαδρομή του τιμώμενου δεν θα μπορούσε να χωρέσει στις λίγες παραγρά-φους που ακολουθούν, γι αυτό και η εστίαση των όσων έπονται αφορά στον ευρωπαϊκό του λόγο και ειδικότε-ρα στη διαρκή επικαιρότητα και χρησι-μότητα του όρου που ο ίδιος καθιέρω-σε στη νομική και πολιτική ορολογία των σύγχρονων Ευρωπαϊκών Σπου-δών, την έννοια της «ευρωπαϊκής συ-μπολιτείας». Η αναγόρευσή του σε δι-δάκτορα επί τιμή του Τμήματος Πολι-τικής Επιστήμης σηματοδοτεί την ανα-γνώριση της συμβολής του Δημήτρη Θ. Τσάτσου στην προώθηση της δια-λεκτικής επικοινωνίας μεταξύ της Επι-στήμης του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης: μια «γέ-φυρα» συνομιλίας μεταξύ δύο κλάδων που, εν τέλει, ασχολούνται, μέσα από διαφορετικές οπτικές, με το φαινόμενο της πολιτείας, ως κορυφαίας έκφρασης της οργανωμένης συλλογικής συμβί-ωσης. Η ύψιστη αυτή διάκριση συνο-δεύτηκε από μία επιστημονική διημε-ρίδα με τίτλο «Σύνταγμα και Πολιτι-κή: Σύγχρονη Συζήτηση και Συμβολή του Δημήτρη Θ. Τσάτσου», όπου ανα-πτύχτηκαν κρίσιμα ζητήματα που σχε-τίζονται, μεταξύ άλλων, με την εξέλι-

ξη της σύγχρονης συνταγματικής και πολιτικής θεωρίας, με το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής θεσμικής συ-γκρότησης, καθώς και με επίκαιρα ζη-τήματα δημοκρατίας, δικαιωμάτων και νομιμοποίησης εντός και εκτός εθνι-κών συνόρων.

Ας ξεκινήσουμε, όμως, με μια κοι-νή θεωρητική παραδοχή γύρω από την αινιγματική, αν όχι αμφίσημη, νομικοπολιτική οντολογία της Ευρω-παϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τις επακόλου-θες δυσκολίες ταξινόμησής της στις συμβατικές κατηγορίες της πολιτικής οργάνωσης, του κράτους και του διε-θνούς οργανισμού: Η ενωσιακή τάξη αποτελεί το πλέον προωθημένο σύ-στημα διαμοιρασμού της πολιτικής εξουσίας – μια εξόχως δυναμική και ταυτόχρονα σταθερή μορφή συλλογι-κής διακυβέρνησης ή «συντατεγμένης συγκυριαρχίας». Πέραν, βέβαια, της κρατικής αναλογίας και των κλασικών τυπολογιών της διεθνούς οργάνωσης, η θεωρητική μελέτη της σύνθετης ενω-σιακής τάξης βρίσκεται σήμερα σε ιδι-αίτερα δημιουργική τροχιά. Προς αυ-

τήν την κατεύθυνση έχει συμβάλει καθοριστικά ο ευρωπαϊκός λόγος (καθώς και η θεσμική δράση στο πεδίο των ενωσιακών θεσμών) του Δημήτρη Θ. Τσάτσου. Ας δούμε γιατί.

Ως ένωση κρατών όσο και λαών και, άρα, ως σύνθεση κρα-τοκεντρικών και δημοκεντρικών δομών πολιτικής διακυβέρνησης, η εναργής επεξεργασία τόσο των δομικών όσο και λειτουργικών ιδι-

οτήτων και προϋποθέσεων της κοινής ενωσιακής συγκρότησης από τον Δη-μήτρη Τσάτσο συμπυκνώνεται στη εύ-στοχη θεώρησή του περί «ευρωπαϊκής συμπολιτείας». Η εν λόγω θεωρητική κατασκευή παραπέμπει σε ένα πολυαρ-χικό σύστημα συνεργουσών πολιτειών, όχι πέραν του εθνικού κράτους, όπως συχνά υπονοείται από ευρωσκεπτικι-στικούς κύκλους, αλλά παράλληλα με αυτό. Υπό αυτό το πρίσμα προκύπτει σήμερα μια νέα πολιτειολογική και, για την ακρίβεια, μεταπολιτειολογική κατηγορία, την οποία χαρακτηρίζουν επάλληλες δομές πολιτικής εξουσίας και δικαιοταξίας, οι οποίες με τη σειρά τους ευνοούν την ανάδυση μιας νέας μορφής συλλογικής συμβίωσης στην Ευρώπη της ύστερης νεωτερικότητας. Ο περί συμπολιτείας λόγος του Δημή-τρη Τσάτσου, χωρίς να ευνοεί ή έστω να υπονοεί την απομείωση ή απίσχνα-ση της εθνικής κυριαρχίας προς ένα νέο –ομοσπονδιακής ή άλλης έμπνευ-σης– ευρωπαϊκό πολιτικό «κέντρο», ενισχύει τη διαλεκτική σύζευξη μετα-ξύ εθνικών και ευρωπαϊκών δημόσιων

Page 38: European Expression - Issue 69

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Σ Τ Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Θ . Τ Σ Α Τ Σ Ο38

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

σφαιρών, καθώς και νομικοπολιτικών, πολιτισμικών και άλλων παραδόσεων, με την κρατική κυριαρχία να προσαρ-μόζεται σε ένα δυναμικό περιβάλλον πολλαπλών θεσμικών και αξιακών εξι-σορροπήσεων.1

Η ευρωπαϊκή συμπολιτεία χαρα-κτηρίζεται, με άλλα λόγια, από την έμπρακτη προσήλωση των συστατι-κών μερών –κρατών και δήμων– σε κοινώς διαμορφωμένους κανόνες δι-καίου και στις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δημόσιου πολιτισμού: στις αξιακές συνιστώσες ενός διευρυμένου δημόσιου πολιτικού χώρου. Η αξιακή θεμελίωση της κοινής ευρωπαϊκής συ-γκρότησης δεν εδράζεται, συνεπώς, σε σχέσεις ιεράρχησης, εξουσίασης ή επι-βαλλόμενης ενότητας, αλλά προβάλ-λει ένα μεικτό καθεστώς κυριαρχίας, το οποίο, χωρίς να ευνοεί –κανονιστικά ή άλλως– κάποια από τις επιμέρους συ-νταγματικές τάξεις, τις ενθέτει σε μια συναρχική αντίληψη περί διακυβέρνη-σης. Εξίσου κεντρικός, όμως, στόχος του συμπολιτειακού προτύπου είναι η ανάδειξη κοινών δημοκρατικών «τόπων» μεταξύ διακριτών αλλά συ-στατικών πολιτειών:2 μιας εύτακτης πολλαπλότητας αυτονομιών, και όχι μιας αυτόνομης πολλαπλότητας, η οποία, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δημήτρης Τσάτσος, παίρνει τη μορφή μιας ένωσης «κρατικά οργανωμένων πατρίδων».3 Η συμπολιτειακή φύση της ΕΕ αποδίδει μια νέα διαλεκτική ποιότητα στις σύγχρονες σχέσεις κυ-ριαρχίας, ανανοηματοδοτώντας το ουσιώδες περιεχόμενο της κρατικής

1 Μ. Ι. Τσινισιζέλης, Quo Vadis Europa?, Αθή-να: Σμυρνιωτάκης, 2001.2 Κ. Α. Λάβδας, «Πολιτική αρχιτεκτονική και συλλογικότητες στον φιλελεύθερο ρεπου-μπλικανισμό: Κανονιστική θεωρία και πολιτική ανάλυση», στο Κ. Α. Λάβδας και Δ. Ν. Χρυσο-χόου (επιμ.), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία: Η Πρόκληση του Ρεπουμπλικανισμού, Αθήνα Ι. Σιδέρης, 2004.3 Δ. Τσάτσος, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία: Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πο-λιτισμού, Αθήνα: Λιβάνης, 2007.

κυριαρχίας στην ίδια τη γενέτειρά της. Με τον τρόπο αυτό συμφιλιώνει την ιστορική ιδιοσυγκρασία της Ευρώπης με την ποιοτική της μετάβαση από ένα καθεστώς (συν)διαχείρισης σύνθετων αλληλεξαρτήσεων στη σφαίρα ενός μοναδικού πολιτικού αστερισμού.

Με την εν λόγω θεώρηση να συμ-φιλιώνει λοιπόν τις αντίρροπες τάσεις για τμηματική αυτονομία και συστη-μική συνοχή, η συμπολιτειακή λογική της ενωσιακής διάταξης εξελίσσεται σε κορυφαία οργανωτική αρχή της ενοποιητικής άσκησης και μηχανικής, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά των συγκυρίαρχων δρώντων στα δεδομέ-να μιας σύνθετης, μεικτής και διαρκώς εξελισσόμενης νομικοπολιτικής τάξης. Το συμπολιτειακό πρότυπο, επανα-προσδιορίζοντας τη δομική λογική μιας νομικά συντεταγμένης και πο-λιτικά οργανωμένης πολλαπλότητας αυτονομιών, έρχεται να ρυθμίζει τους όρους της συλλογικής συμβίωσης των μελών της, προσφέροντας παράλληλα ένα νέο παράδειγμα διακυριαρχικών και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με-τακυριαρχικών σχέσεων. Ανιχνεύοντας αυτή τη διακυριαρχική και μετακυρι-αρχική ποιότητα της ενωσιακής τάξης ως ποιοτική μετάλλαξη των σύγχρο-νων σχέσεων κυριαρχίας, ο ευρωπαϊ-κός στοχασμός του Δημήτρη Τσάτσου προσφέρει νέες δομές κατανόησης του φαινομένου της πολιτείας, μεθερμη-νεύοντας τη βεστφαλιανή αρχή περί κυριαρχικής κρατικότητας ως δυνα-τότητα συμμετοχής στη συνάσκηση μιας δέσμης κυριαρχικών αρμοδιοτή-των, ακόμη και θεμελιωδών εξουσιών. Όπως γράφει ο Taylor, το δικαίωμα συμμετοχής σε κοινές συνεργασίες αποτελεί πολύ πιο σημαντικό κριτήριο κυριαρχίας από το δικαίωμα της απο-κλειστικής διαχείρισης ή ακόμη και δι-καιοδοσίας.4 Το κρίσιμο στοιχείο εδώ

4 p. Taylor, The End of European Integration: Anti-europeanism Examined, london: Rout-ledge, 2008.

αφορά την αξίωση των συστατικών κρατών –ως ποιοτική επιλογή και όχι ως προϊόν καταναγκασμού ή επιβο-λής– να μετέχουν ενεργά στο γενικό-τερο πολιτειακό μόρφωμα, εντός του οποίου, η εκπλήρωση των υποχρεώ-σεών τους αποτελεί πλέον ένα από τα κριτήρια της κυριαρχίας.

Η ευρωπαϊκή «μεταπολιτειολογία» του Δημήτρη Τσάτσου, απαλλαγμένη τόσο από τις δυσανεκτικές επιπτώ-σεις της εθνοπολιτισμικής ομοιογενο-ποίησης, όσο και από τις αυτάρεσκες ρητορείες ενός άκριτου και υπερβάλ-λοντος ευρωκεντρισμού, προσφέρει σήμερα τη διέξοδο της μεγάλης σύν-θεσης, υπερβαίνοντας τις διαλεκτικές αντινομίες και αντιθέσεις της ενοποί-ησης ως έκφραση οργανωμένης συ-γκυριαρχίας – με τα συστατικά μέρη να μην μεταθέτουν, πολλώ δε μάλλον απεμπολούν, την ουσία της κρατικής τους υπόστασης σε μια ύπατη κεντρι-κή αρχή, αλλά, ως συγκυρίαρχοι δρώ-ντες, να συνδιαμορφώνουν, μέσα από συναινετικές διαδικασίες, το μέλλον της κοινής τους πορείας.5 Στο σημείο αυτό, ο μεταπολιτειολογικός λόγος του Δημήτρη Τσάτσου ανανοηματοδοτεί το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής, ενθέτοντας στην έννοια του σύνθετου ευρωπαϊ-κού δήμου, όχι μόνον τη νομική ύλη της κοινής ευρωπαϊκής πολιτειότητας, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς και συνταγματικούς θεσμούς τόσο του όλου, όσο και των μερών. Έτσι, η ευρωπαϊκή συμπολιτεία συναιρεί τις θεσμικές και τις μεταθεσμικές ιδιότη-τες της ενωσιακής διαδικασίας, προά-γοντας με τον πλέον γόνιμο τρόπο τη συνομιλία μεταξύ της Επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολι-τικής Επιστήμης.

5 Δ. Ν. Χρυσοχόου, Προς μια Ευρωπαϊκή Με-ταπολιτειολογία, Τόμος 9, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκ-κουλας, 2008.

Page 39: European Expression - Issue 69

Ε Κ Π Α Ι δ Ε υ ς η 39

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Για να προσδιοριστεί ο ρόλος της Ευρώπης στο παγκόσμιο περιβάλλον πρέπει πρώτα να ορίσουμε τις δικές μας δυνά-

μεις.Και το λέγω αυτό διότι όσο πιο

δυνατή είναι η Ευρώπη κι όσο πιο αν-θρωποκεντρικός είναι ο κοινωνικός της ιστός, τόσο πιο πολύ μπορεί να επηρεάσει το παγκόσμιο περιβάλλον.

Αν προσπαθήσουμε να αναγνώ-σουμε τη στάση της Ευρωπαϊκής ́ Ενω-σης λίγο πριν και μετά από την πτώση του τείχους του Βερολίνου θα δούμε σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη «ότι η Ευρώπη φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως αν δεν δημιουργήσει ζωτικό χώρο στην Αν. Ευρώπη και τη Μεσόγειο, η ευημε-ρία των ίδιων των λαών της και η θέση της στον κόσμο θα διακυβευτεί. Όμως η έννοια του ζωτικού χώρου για την Ευρώπη φαίνεται ότι δεν γίνεται αντι-ληπτή κατά τρόπο ομοιόμορφο από τα κράτη μέλη. Άλλωστε αυτή καθ’ εαυτή η έννοια της ένταξης τελεί υπό ορισμέ-νους όρους (οικονομικούς, πολιτικούς κ.ά.) η εκπλήρωση των οποίων, όπως προσδιορίστηκε από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αφορά κάθε χώρα μέλος της Ένωσης

Εκτιμώ όμως ότι εκτείνομαι πέραν των ορίων ενός εκπαιδευτικού. Γι’ αυτό θα ήθελα να καταθέσω εν συντομία μερικές σκέψεις μου που αποτέλεσαν

τους βασικούς άξονες Φιλοσοφίας για τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Ορ-γανισμού.

Τα Εκπαιδευτήρια ΓΕΙΤΟΝΑ έχουν Ελληνοκεντρική Δυναμική, Ευρωπα-ϊκή Διάσταση και Οικουμενική Προ-οπτική.

Τα τρία αυτά σημεία αναφοράς αποτελούν και τις τρεις κατευθυντήρι-ες γραμμές για την οργάνωση του Σχο-λείου, το σχεδιασμό των προγραμμά-των του και τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής μας οικογένειας.

Από τα τρία αυτά σημεία αναβλύ-ζουν οι κυρίαρχες αξίες για τη διαμόρ-φωση και ανάπτυξη των μαθητών. Με βάση αυτά συντάσσεται ο κώδικας για την καθημερινή διδακτική πράξη και παιδαγωγία, την ανίχνευση και τον προσδιορισμό των αλλαγών που

συντελούνται ή πρόκειται να συντε-λεστούν.

Η σύγχρονη εκπαιδευτική φιλοσο-φία, οι ξεκάθαροι και υψηλοί εκπαιδευ-τικοί στόχοι, η συνέπεια, η ικανότητα διαλόγου με το μέλλον και γενικά η πίστη στη δημιουργία, δημιούργησαν έναν εκπαιδευτικό οργανισμό που οι μαθητές του βιώνουν την Ελλάδα, εμπεδώνουν την Ευρώπη και προσεγ-γίζουν την οικουμένη.

Το κλειδί της επιτυχίας είναι η ικα-νότητα που έχουμε ως ομάδα να αξιο-ποιούμε την επιστημονική γνώση.

Αξιοποιώντας την επιστημονική παιδαγωγική γνώση, κατανοούμε εύ-κολα τις εξελίξεις και οδηγούμεθα έτσι σε αποφάσεις που υπηρετούν τον άν-θρωπο του μέλλοντος.

Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύουμε

Το Ελληνικό Σχολείοκαι η Ευρωπαϊκή του Διάσταση

του Ελευθερίου Γείτονα*

* Ο εκπαιδευτικός Ελευθέριος Γείτονας εί-ναι Πρόεδρος των «Εκπαιδευτηρίων Γείτονα Α.Ε.Μ.Ε.»

Page 40: European Expression - Issue 69

Ε Κ Π Α Ι δ Ε υ ς η40

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

καθημερινά πόσο ευπροσάρμοστοι και ετοιμοπόλεμοι είμαστε.

Στο χώρο της εκπαίδευσης σήμερα μιλάμε κυρίως για απόκτηση ικανοτή-των προσαρμογής στις νέες καταστά-σεις, αφού ζούμε σ’ έναν κόσμο συνε-χώς μεταβαλλόμενο.

Μιλάμε για δεξιότητες ζωής: μητρι-κή γλώσσα, δύο ευρωπαϊκές γλώσσες, πληροφορική, εθισμός στην ΄άθληση, μύηση και συμμετοχή στην ουσία και το βάθος του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Όμως για να προσαρμοσθεί κανείς χρησιμοποιώντας τις δεξιότητές του πρέπει κατανοήσει και να αποκωδι-κοποιήσει την κατάσταση που τον ορίζει.

Πρέπει να γνωρίζει σε βάθος τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που άλλαξε και τι είναι αυτό που τώρα αλλάζει.

Η γνώση αυτή προϋποθέτει τρία πράγματα:

Ανοιχτή διάθεση και μηχανισμό ενη-��

μέρωσηςΜηχανισμό άμεσης και ειλικρινούς ��

πληροφόρησηςΜηχανισμούς άμεσης και αποτελεσμα-��

τικής υλοποίησης των σχεδιασμών

Εκτιμώ ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι, γιατί ο Ευρωπαίος εκπαιδευτικός έχει περίπου συνειδη-τοποιήσει ότι η οικονομία δεν είναι το μόνο εργαλείο για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Η οικονομία δεν θα απο-τελεί το κυρίαρχο στοιχείο στην πορεία για την Eυρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων, στα τριάντα τους σήμερα, θεωρούν την Ευρώπη πατρίδα τους. Η ελπίδα όμως για το μέλλον της Ευρώπης εί-ναι οι νέοι που σήμερα είναι μαθητές ή φοιτητές. Ο Ζαν Μονέ είπε κάπο-τε πως, αν είχε την ευκαιρία να θέσει ξανά τις βάσεις της ΕΟΚ, θα εστίαζε την προσοχή του στην εκπαίδευση και όχι στην οικονομία.

Να τολμήσω την ερμηνεία, ότι θα εστίαζε την προσοχή του στους εκπαι-

δευτικούς και όχι στους οικονομολό-γους;

Και τολμώ αυτή την ερμηνεία, διότι πιστεύω πως δεν μπορείς να επιτύχεις οικονομική σύγκλιση και ενιαία νομι-σματική πολιτική, χωρίς να υιοθετή-σεις κοινούς άξονες στην εκπαίδευση, χωρίς να εξασφαλίσεις τις προϋποθέ-σεις που θα προσδίδουν στο ευρωπα-ϊκό κοινωνικό σύστημα το χαρακτήρα του ανθρωπόφιλου και του ανθρωπο-κεντρικού.

η Ευρώπη, από την ημέρα της συστάσεώς της, όταν μιλούσε για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εννοούσε

την ενιαία και χωρίς σύνορα αγορά και τη χρήση του ίδιου νομίσματος.

Μόνο στη συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε κάποια υποχώρηση και άρχισαν να γίνονται συζητήσεις που αφορούν στον καθορισμό των τομέων στους οποίους η Κοινότητα μπορεί να έχει διάφορους βαθμούς παρέμβασης: «μικρή» παρέμβαση στους τομείς παιδεία, επαγγελματική κατάρτιση και νεότητα, πολιτισμός, δημόσια υγεία, προστασία καταναλωτών και βιομηχα-νία, «μέτρια» στους τομείς κοινωνική πολιτική, περιβάλλον και αναπτυξιακή συνεργασία και «μεγαλύτερη» σε ό,τι αφορά την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και τις μεταφορές.

Προσωπικά δεν θα υποστήριζα ποτέ την εγκαθίδρυση ενιαίου εκπαι-δευτικού συστήματος στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν υιοθετώ ούτε στα στε-νά όρια της χώρας μας. Ο μαθητής της Αθήνας χρειάζεται ένα διαφορετικό αναλυτικό πρόγραμμα από το μαθη-τή του Μετσόβου. Διαφορετικές είναι τόσο οι ανάγκες όσο και η εγκατεστη-μένη γνώση του καθενός.

Γι’ αυτό υποστηρίζω και υιοθετώ την εκπαιδευτική διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί ο κάθε νέος να ανιχνεύ-σει την πραγματική διάσταση και να κατανοήσει την ενότητα του ευρωπα-

ϊκού χώρου.Ο Ουμπέρτο Έκο στην προσπάθειά

του να δώσει την ουσία της ενότητας του ευρωπαϊκού χώρου σημειώνει ότι θεωρεί τον εαυτό του κατά πρώτο λόγο Ευρωπαίο και κατά δεύτερο Ιτα-λό. Εξηγώντας αυτή την αίσθηση δη-λώνει το εξής: « Όταν βρίσκομαι στη Γαλλία ή στη Γερμανία δεν σκέπτομαι ως Ευρωπαίος. Νιώθω και σκέπτομαι σαν Ιταλός. Όταν όμως βρίσκομαι στις Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποιώ ότι είμαι Ευρωπαίος. Αυτό με κάνει να πι-στεύω σε μια Ευρώπη που κατά έναν τρόπο είναι πράγματι ενωμένη».

Θα μπορούσα να ενισχύσω την άποψη του Ουμπέρτο ΄Εκο και με δύο καταπληκτικές ερμηνείες για την ενό-τητα του ιστού της Ευρωπαϊκής διανό-ησης, που δίνει και πάλι ο καθηγητής Κοντογιώργης.

«Θα ήταν δύσκολο και εντελώς πε-ριοριστικό αν, μιλώντας για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, παραλεί-παμε να αναφερθούμε στο κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, έτσι όπως το προσέλαβε ο Σολωμός μέσω του Ελληνοϊταλού δασκάλου του Ούγκο Φόσκολο.

Δε χρειάζεται να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα, αλλά αξίζει να επι-σημάνω ότι δύο νομπελίστες Έλληνες ποιητές, ο Σεφέρης και ο Ελύτης, θα ήταν ακατανόητοι δίχως τη δραματι-κή ποίηση του ΄Ελιοτ και το γαλλικό υπερρεαλισμό.»

Αυτός ο υψηλός δείκτης συνοχής στον ιστό της Ευρωπαϊκής διανόησης αποτελεί νομίζω το αποτελεσματικό-τερο εργαλείο για την αναζήτηση της Ευρωπαϊκής διάστασης του Ελληνικού Σχολείου και τη συναρμογή του με τα άλλα Ευρωπαϊκά Σχολεία προκειμέ-νου ο ίδιος Ευρωπαϊκός εκπαιδευτικός ιστός να αποτελέσει και το αποτελε-σματικότερο εργαλείο της Ευρώπης για να οικοδομήσει συνθήκες οικονομικής ισορροπίας και κοινωνικής δικαιοσύ-νης στο Παγκόσμιο Περιβάλλον.

Page 41: European Expression - Issue 69

Ε Κ Π Α Ι δ Ε υ ς η 41

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

τα ευρωπαϊκά πανεπιστή-μια είναι αναγκαίο να βγούν από την παραδο-σιακή τους απομόνωση

από τον εξωτερικό κόσμο, προκει-μένου να αποφύγουν την παραγωγή άνεργων πτυχιούχων, αναφέρει ο Ευ-ρωπαίος Επίτροπος για την εκπαίδευ-ση Jan Figel.

Το 2010, η Ευρώπη θα έρθει ενώ-πιον δύο προθεσμιών, οι οποίες συν-δέονται με το χαρτοφυλάκιο του Σλο-βάκου Επιτρόπου:

πρώτον, να καταστεί η οικονο-μία της ΕΕ ανταγωνιστικότερη και βασισμένη στη γνώση και δεύτερον, να ολοκληρωθεί στις 46 χώρες που συμμετέχουν στην διαδικασία της bologna η δημιουργία ενός χώρου ανώτατης εκπαίδευσης.

Ο κ. Figel υποστηρίζει ότι οι δύο αυτοί στόχοι συνδέονται μεταξύ τους καθώς οι πανεπιστημιακές μεταρρυθ-μίσεις και οι προσπάθειες ενίσχυσης της συμβατότητας (ισοδυναμίας)των πανεπιστημίων, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν έξω από το πλαί-σιο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας στην Ευρώπη.

Ως μέρος της διαδικασίας της Μπολόνιας, όλα τα συμμετέχοντα κράτη έχουν σημειώσει πρόοδο αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα με την εγκαθίδρυση ενός πανεπιστημιακού συστήματος τριών κύκλων [ bachelor, μεταπτυχιακός και διδακτορικός βαθμός ], ενός credit system και την αναγνώριση των δι-

πλωμάτων από άλλα πανεπιστήμια, ανέφερε ο Επίτροπος σε συνέντευξή του στον Euobserver. Τώρα, τονίζει, είναι ώρα να αντιμετωπίσουμε το «δύσκολο έργο» της αναβάθμισης της ποιότητας της εκπαίδευσης, κα-θώς οι πανεπιστημιακές σπουδές θα πρέπει να καταστούν πιο σχετικές και συνδεδεμένες με την επιστήμη και την εργασία.

Τρόπος ενίσχυσης της ποιότητας

η πιο χαρακτηριστική αδυ-ναμία μας είναι ο τεμαχι-σμός μεταξύ των διάφορων

εκπαιδευτικών θεσμών/οργανισμών και η 200ετής παράδοση του συστή-ματος humboldt, στο οποίο ο ακα-δημαϊκός κόσμος είναι αρκετά απο-μονωμένος από τον εξωτερικό κόσμο, λεέι ο κ. Figel.

Προφανώς, πρέπει να παραμείνει αυτόνομος και ανεξάρτητος αλλά όχι απομονωμένος, “ συνεχίζει ο Επίτρο-πος, προσθέτοντας ότι περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί όπου οι πτυχιούχοι είναι περισσότερο ανα-γκαίοι.

Με το να καταστήσουμε τα πανε-πιστήμια πιο σχετικά δημιουργείται επίσης ένας τρόπος ενίσχυσης της πι-θανότητας επενδύσεων στην έρευνα και την εκπαίδευση από τις επιχειρή-σεις, με το γενικό επίπεδο επενδύσε-ων στην Ευρώπη να υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Είναι σαφές ότι πιθανόν να μην

επιτύχουμε το στόχο της Λισσαβόνας (3% του ΑΕΠ επενδύσεις στην έρευνα μέχρι το 2010), αλλά θα μπορούσε να υπάρξει μια άνοδος από 1,9 % το 2000 σε 2,5 % μέχρι το τέλος αυτής της δε-καετίας – κάτι που θα ήταν αρκετά σημαντικό.

Τρόπος μέτρησης ποιότητας

Παρόλο που ο κ. Figel πιστεύ-ει, ότι η αναζήτηση για πε-ρισσότερη ποιότητα στο εκ-

παιδευτικό σύστημα της Ευρώπης, θα μπορούσε να αποτελέσει τον βασικό παράγοντα της επόμενης φάσης,της διαδικασίας της Μπολόνιας - που χρονολογείται από το 1999 όταν 29 ευρωπαϊκές χώρες την υπέγραψαν - δε βλέπει στον ορίζοντα την δημιουρ-γία ενός επίσημου καταλόγου αξιολό-γησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημί-ων, σύμφωνα με την απόδοσή τους.

Τέτοιου είδους πίνακες είναι εξαι-ρετικά ενδιαφέροντες και τους παρα-κολουθούμε στενά, όμως εντοπίζουμε επίσης και τις ελλείψεις τους, υποστη-ρίζει, αναφερόμενος στην ακαδημα-ϊκή ταξινόμηση των πανεπιστημίων παγκοσμίως που δημιουργήθηκε από το πανεπιστήμιο της Σαγγάης Jiao Tong, και στον συμπληρωματικό πί-νακα των Τάιμς για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Και οι δύο αυτοί πίνακες είναι βασισμένοι, πρώτιστα, στην αξιο-λόγηση των ερευνητικών ικανοτή-των των πανεπιστημίων, κάτι που ο

Ακαδημαϊκή Εκπαίδευση στην ΕυρώπηΜετάφραση: Διονυσία Ρηγάτου

Καιρός να συνδεθεί η ακαδημαϊκή εκπαίδευση με τις ανάγκες της εργασίας, τονίζει Ευρωπαίος Επίτροπος

Page 42: European Expression - Issue 69

Ε Κ Π Α Ι δ Ε υ ς η42

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Επίτροπος υποστηρίζει ότι αποτελεί μόνο μια πτυχή της αξιολόγησης της εκπαίδευσης.

Διαθέτουμε ένα δίκτυο ανεξάρ-τητων επιτροπών και θεσμών αξιο-λόγησης της ποιότητας καθώς και ορισμένες βασικές συνιστώμενες αρχές αναφορικά με το τι πρέπει να ληφθεί υπόψην και να εξεταστεί αλλά δεν μπορούμε να τις περιορίσουμε σε έναν δείκτη, όπως για παράδειγμα οι παραπομπές του πανεπιστημιακού προσωπικού.

Μόνο δύο ευρωπαϊκά πανεπι-στήμια φιγουράρουν μεταξύ των κορυφαίων δέκα θέσεων και στους πίνακες των Τάιμς και της Σαγγάης (το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και τα δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο).

Το γενικό αποτέλεσμα για τα ευ-ρωπαϊκά πανεπιστήμια είναι “Καλό

αλλά όχι Άριστο” παραδέχεται ο Επίτροπος σημειώνοντας ότι - ακρι-βώς όπως και στο ποδόσφαιρο - εάν η ήπειρος θέλει να γίνει παγκόσμιος ηγέτης, οφείλει να είναι πιο ανοιχτή στον έξω κόσμο και να δίνει μεγαλύ-τερη υποστήριξη στην επένδυση και στην εκπαίδευση.

Η ΕΕ και τα πανεπιστήμια

Ανασταλτικός παράγοντας εί-ναι το γεγονός ότι όλες οι βελ-τιώσεις σε αυτήν την περιοχή

πρέπει να γίνουν σε εθελοντική βάση, λέει ο κ. Figel όταν ερωτήθηκε σχετικά με τη δυνατότητα περισσότερης ολο-κλήρωσης της ΕΕ στην εκπαίδευση - μια θεματική που αυτήν την περίοδο βρίσκεται πλήρως στα χέρια των κρα-τών μελών. “Δεν είμαι υπέρ της εναρ-μόνισης ή της επιβολής λύσεων άνω-θεν, αλλά μάλλον υπέρ της συνεργα-

σίας μεταξύ των κρατών και των πανε-πιστημίων τα οποία θα ήταν ανοικτά σε όλους. Τέτοιες λύσεις - εάν συντο-νίζονται σε εθελοντική βάση με εμπει-ρία - είναι ικανοποιητικές.

Από τη μεριά της, η επιτροπή προγραμματίζει την προώθηση των υπαρχόντων προγραμμάτων που προωθούν την κινητικότητα και τις ανταλλαγές σπουδαστών - όπως το Erasmus – κυρίως με την επέκταση του πεδίου της στους επιχειρηματίες και τους καλλιτέχνες, καθώς επίσης και με την ώθηση των κεφαλαίων για τους σπουδαστές έξω από την ΕΕ. Όμως η επιτυχία τους θα εξαρ-τηθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις και την προθυμία τους να χορηγή-σουν τα κονδύλια και τα εθνικά σχέ-δια ανταλλαγής για να προωθηθεί η σπουδαστική κινητικότητα, λέει ο κ. Figel.

Τα κράτη - μέλη φοβούνται τον τουρισμό υποτροφιών

Καθώς όλο και περισσότε-ροι Ευρωπαίοι σπουδά-ζουν σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, δημιουργούνται

σοβαρές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίζο-νται την κοινωνική βοήθειά τους για τους σπουδαστές.

Τον προσεχή μήνα, σε μια έντονα αναμενόμενη άποψη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα δώσει μια προκαταρ-κτική απάντηση στο κρίσιμο ερώτη-μα: Μέχρι ποιό σημείο οι ξένοι σπου-δαστές έχουν το δικαίωμα να αντιμε-τωπίζονται με τους ίδιους όρους όπως και οι εγχώριοι σπουδαστές.

Η απόφαση - η άποψη του Γενι-κού Συνηγόρου ακολουθείται γενικά στην τελική κρίση από το δικαστήριο - τίθεται ως στόχος σε μεγάλο βαθ-μό να καθορίσει εάν τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχιστούν με τις γεν-

ναιόδωρες εκπαιδευτικές επιχορηγή-σεις και εάν μπορούν να αποτρέψουν αυτό που είναι γνωστό ως τουρισμός υποτροφιών.

Η συγκεκριμένη περίπτωση αφο-ρά μία Γερμανίδα σπουδάστρια, την Jaqueline Foerster, η οποία πήγε για σπουδές στην Ολλανδία το 2000.

Η κα Foerster εργάστηκε τον ελά-χιστο αριθμό ωρών εργασίας προκει-μένου να είναι επιλέξιμη για μια ολ-λανδική επιχορήγηση, καθώς ένα από τα κριτήρια στην Ολλανδία είναι οι ξένοι σπουδαστές να εργάζονται. Το Ολλανδικό Συμβούλιο Υποτροφιών, το οποίο αρχικά της χορήγησε τη συν-δρομή σπουδαστών, το 2005 απαίτη-σε μερική επιστροφή του βοηθήματος καθώς η κα Foerster δεν είχε εργαστεί το δεύτερο εξάμηνο του 2003.

Η Γερμανίδα φοιτήτρια πήγε την υπόθεση στα δικαστήρια, υποστηρί-

ζοντας ότι η κίνηση ήταν μεροληπτι-κή δεδομένου ότι οι Ολλανδοί σπου-δαστές δεν απαιτείται να εργάζονται. Η απόφαση του δικαστηρίου αναμέ-νεται στις 10 Ιουλίου, διατηρώντας έντονη την ανησυχία των κρατών μελών, για το εάν θα είναι σε θέση να προστατεύσουν τα δαπανηρά προ-γράμματα υποτροφιών τους από τους ξένους σπουδαστές.

Δείγμα του ενδιαφέροντος που έχει προκαλέσει η υπόθεση αποτελεί το γεγονός ότι την ακροαματική δια-δικασία παρακολούθησαν οι γερμα-νικές, βρετανικές, βελγικές, σουηδι-κές και φινλανδικές κυβερνήσεις.

Ανώτερος υπάλληλος της ΕΕ ση-μείωσε ότι στην ακρόαση, το δικα-στήριο εμφανίστηκε να έχει επίγνωση «των επιπτώσεων μιας εκτεταμένης απόφασης που θα έθετε ένα προη-γούμενο».

Page 43: European Expression - Issue 69

Ε Κ Π Α Ι δ Ε υ ς η 43

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Πρόσθεσε ότι στην ακρόαση ήταν εμφανής η αίσθηση ότι το δικαστή-ριο θα προσπαθούσε να λάβει μια απόφαση, η οποία θα ήταν «συγκε-κριμένη» για την υπόθεση έχοντας κατά νου τις «ευρύτερες οικονομικές συνέπειες» για τα κράτη μέλη.

Δεν είναι η πρώτη περίπτωση

Αυτή δεν αποτελεί την πρώτη υπόθεση σε αυτόν τον τομέα. αλλά έχει προκύψει από μια

παλαιότερη κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2005 σε μια παρό-μοια ερώτηση.

Η υπόθεση του 2005 αφορούσε τον dany bidar, έναν Γάλλο σπουδα-στή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος προσέφυγε στο δικαστήριο, καθώς του αρνήθηκαν υποτροφία Βρετανών σπουδαστών.

Το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του, αναφέροντας ότι οι σπουδαστές οι οποίοι «έχει καταδείξει έναν ορι-σμένο βαθμό ένταξης στην κοινωνία του κράτους» πρέπει να απολαμβά-νουν τα ίδια δικαιώματα με τους εγ-χώριους σπουδαστές.

Τα κράτη μέλη ερμήνευσαν αυτήν την απόφαση για να σημάνουν ότι οι ξένοι σπουδαστές πρέπει να έχουν δι-αμείνει στη χώρα για πέντε έτη, για να έχουν δικαίωμα στην ίση μεταχείριση με τους εθνικούς σπουδαστές.

Η υπόθεση Foerster ανοίγει τα ίδια ερωτήματα αναφορικά με τον βαθμό στον οποίο οι υπήκοοι - σπου-δαστές της χώρας μπορούν να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τους αλλοδαπούς σπουδαστές, διότι η ολ-λανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι είχε το δικαίωμα να θέσει τα ελάχιστα κριτήρια εργασίας επειδή τα αποτε-λέσματα της περίπτωσης bidar δεν είχαν τεθεί ακόμη σε ισχύ.

Ο Εκπαιδευτικός Νόμος της ΕΕ και εντάσεις σε άλλα μέρη

Οι Βρυξέλλες έχουν θέσει συγκεκριμένα δικαιώματα στον τομέα της εκπαίδευ-

σης στην προστασία των νόμων της ΕΕ. Το άρθρο 149 της συνθήκης δη-λώνει ότι η δράση της ΕΕ «θα συμ-βάλει στην ανάπτυξη της ποιότητας της εκπαίδευσης, ενθαρρύνοντας τη

συνεργασία μεταξύ των κρατών με-λών».

Αλλά, παρά το ότι η εκπαίδευση παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της ένας – ζηλόφθονα προστατευμένος – τομέας των κρατών μελών, το δι-καστήριο έχει εν δυνάμει ένα ευρύ φάσμα αρμοδιότητας. Χρησιμοποιεί και το άρθρο κατά των διακρίσεων της συνθήκης, το οποίο προλαμβά-νει, μεταξύ άλλων, τη διάκριση βάσει της υπηκοότητας και προστατεύει τα δικαιώματα κάθε πολίτη της ΕΕ στην ελευθερία κινήσεων μέσα στις χώρες μέλη.

Σε μια άλλη υπόθεση αναφορι-κά με την εκπαίδευση μεταξύ της Γερμανίας και της Αυστρίας, το δι-καστήριο αποφάσισε ότι η Αυστρία παραβίαζε το νόμο της ΕΕ θέτοντας περιορισμούς στους αλλοδαπούς οι οποίοι επιθυμούσαν να σπουδάσουν ιατρική και οδοντιατρική στη χώρα. Ο περιορισμός αφορούσε Γερμανούς φοιτητές οι οποίοι ήρθαν μαζικά στην Αυστρία για να σπουδάσουν στις Ια-τρικές Σχολές της, αλλά κατόπιν επέ-στρεψαν στη Γερμανία για άσκηση του επαγγέλματος.

Παρόμοιες τάσεις οι οποίες αφο-ρούσαν Γάλλους σπουδαστές μπο-ρούν να εντοπισθούν στο Βέλγιο . Το γαλλόφωνο μέρος της χώρας το 2006 υιοθέτησε ποσοστώσεις σε εννέα το-μείς σπουδών, συμπεριλαμβανομένου της ιατρικής και της κτηνιατρικής φοβούμενοι, όπως στην Αυστρία, ότι το δημόσιο σύστημα υγείας του θα υπονομευόταν.

Προς το παρόν, οι Βρυξέλλες τηρούν μια στάση «παρατήρησης-παρακολούθησης». Το προηγούμε-νο έτος δόθηκε και στις δύο χώρες χρονικό περιθώριο πέντε ετών, για τη συλλογή στοιχείων, ώστε να δι-καιολογήσουν εάν τα περιοριστικά μέτρα που έλαβαν ήταν «αναγκαία» και «αναλογικά».

Πηγή: Euobserver/Focus

Page 44: European Expression - Issue 69

Μ Κ Ο44

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

το Έργο «Άλκηστις» υλο-ποιείται από την Αναπτυξι-ακή Σύμπραξη «Δίκτυο για την Άρση του Κοινωνικού

Αποκλεισμού των Γυναικών (δ.τ. Άλ-κηστις)» στο πλαίσιο του Άξονα Προ-τεραιότητας 4: Ίσες ευκαιρίες για άν-δρες και γυναίκες, Μέτρο 4.1: Συνδυ-ασμός οικογενειακής και επαγγελματι-κής ζωής της Κοινοτικής Πρωτοβουλί-ας Equal, με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

Σκοπός του Έργου είναι η παροχή συμβουλευτικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών σε εργαζόμενες/ους, οι οποίες/οι έχουν τη φροντίδα εξαρτώ-μενων μελών, η κατάργηση των στε-ρεοτύπων για το ρόλο των δύο φύλων στην οικογένεια/εργασία και η προώ-θηση νέων προτύπων οργάνωσης της εργασίας με στόχο τη συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής ανδρών και γυναικών.

Το έργο, ξεκίνησε να υλοποιείται τον Απρίλιο του 2005 και προβλέπε-ται να ολοκληρωθεί έως τον Ιούλιο του 2008.

Στη συνέχεια ακολουθεί ενημε-ρωτικό κείμενο, μέρος της μελέτης «Τηλεργασία, μορφές, οφέλη, προ-οπτικές, ένας πρακτικός οδηγός για τη χρήση της τηλεργασίας σε μια μι-κρομεσαία επιχείρηση» η οποία εκ-πονήθηκε από τον ΙΟΜ, στο πλαίσιο του έργου Άλκηστις και θα τη βρείτε αναρτημένη στην ιστοσελίδα του έρ-γου www.alkistis-equal.gr.

Η σχέση μεταξύ τηλεργασίας και γυναικείας απασχόλησης υπήρξε το θέμα πολλών μελετών εδώ και δυο

περίπου δεκαετίες. Οι πρώτες μελέτες εστίασαν κυρίως στην τηλεργασία από το σπίτι, λόγω του ότι πολλές παραδο-σιακές οικοκυρικές εργασίες (σε τομείς όπως τα υφάσματα) διεξάγονταν από γυναίκες και αυτές οι εργαζόμενες στο σπίτι υπέφεραν από υψηλή εκμετάλ-λευση και φτωχές εργασιακές συνθή-κες. Το θέμα αυτό θίχτηκε αρχικά το 1984 από την ursula huws που παρα-τήρησε ότι ενώ η εργασία στο σπίτι πα-ρουσιαζόταν σαν μια επιθυμητή εναλ-λακτική λύση που θα επέτρεπε στο άτομο να έχει τον έλεγχο της ζωής του και να συνδυάζει την εργασία με άλλες δραστηριότητες, εν τούτοις φάνηκε να συνυπάρχει με αυτό το αισιόδοξο όρα-μα, ένα άλλο πολύ διαφορετικό στερε-ότυπο: αυτό του εργαζόμενου στο σπίτι ως ενός θύματος εκμετάλλευσης.

Αρχικά πρέπει να επισημανθούν δύο σημεία.

Πρώτον, η στάση των ανδρών ως προς την εργασία στο σπίτι είναι διαφο-ρετική από αυτή πολλών γυναικών. Ο χώρος εργασίας δε θεωρείται συνήθως ουδέτερος ως προς τα δύο φύλα. Σύμ-φωνα με το επικρατούν στερεότυπο, το να πηγαίνει κάποιος στη δουλειά θεωρείται “ανδρική” δραστηριότητα, ενώ το να μένει σπίτι ως “γυναικεία”. Αυτό προσδίδει διαφορετικό νόημα, στην ενέργεια του να πηγαίνει κάποιος στη δουλειά, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Θεωρούν δηλαδή οι άνδρες την γυναίκα που μένει στο σπίτι ότι δεν μπορεί να εργάζεται.

Μια ενδιαφέρουσα έρευνα του Institute for Employment Studies στην Αγγλία, διερεύνησε το πώς αντιμετώ-πιζαν τα δύο φύλλα την τηλεργασία στο σπίτι. Περιλάμβανε μια ταχυδρο-μική έρευνα 188 τηλεργαζομένων, σε όλη την Ευρώπη, συνδυασμένη με ένα

Τηλεργασία και γυναικεία απασχόληση

Page 45: European Expression - Issue 69

Μ Κ Ο 45

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

μικρότερο αριθμό κατ’ ιδίαν συνεντεύ-ξεων από τους ερευνητές.

Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι η αντιμετώπιση από τα δύο φύλα της τηλεργασίας είναι πολύ πιο πολύ-πλοκη απ’ ότι μια απλή ανάλυση θα μπορούσε να δείξει. Διαπιστώθηκε επίσης, μια σύγκλιση απόψεων όσον αφορά τη συμπεριφορά των ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας, αν και παρατηρήθηκαν ορισμένα δείγμα-τα εμμονής σε παραδοσιακές συμπε-ριφορές όσον αφορά τη φροντίδα των παιδιών και το νοικοκυριό.

Ίδια περίπου αποτελέσματα είχαν και άλλες μελέτες. Για παράδειγμα, μια έρευνα σε Φιλανδούς τηλεργαζό-μενους στο σπίτι έδειξε ότι οι τηλερ-γαζόμενες γυναίκες οργάνωναν την εργασιακή τους ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα της οικογένειας.

Σε αντίθεση, οι περισσότεροι άν-δρες που εργάζονταν στο σπίτι οργά-νωναν τη μέρα τους σύμφωνα με τις δικές τους εργασιακές ανάγκες, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά επιπλέον υποχρέωση σχετικά με δουλειές του σπιτιού από αυτές που θα είχαν σε πε-ρίπτωση που θα εργάζονταν σε κάποιο γραφείο.

Μια έρευνα σε δεκατρείς τηλερ-γαζόμενους ως σχεδιαστές λογισμι-κού της Italtel βρήκε επίσης διαφορές μεταξύ των πέντε γυναικών και οκτώ ανδρών που μελετήθηκαν. Γενικά, φά-νηκε ότι πιο δύσκολο ήταν για τους άνδρες να συνδυάσουν τις απαιτήσεις εργασίας και οικογένειας απ’ ότι ήταν για τις γυναίκες. Στους άνδρες ήταν πιο δύσκολο να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους.

Δεύτερον, υπάρχει το θέμα της φροντίδας των παιδιών και η προσ-δοκία ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι μπορούν να τη συνδυάσουν καλύτερα με τις εργασιακές τους υποχρεώσεις. Στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της τηλεργασίας, κάποιοι μελετητές υπο-στήριξαν ότι θα μπορούσε να επιτευ-

χθεί μια περισσότερο ολοκληρωμένη ισορροπία μεταξύ οικογενειακής και εργασιακής ζωής. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Σημειώνει κάποιος συγγραφέας χαρακτηριστι-κά ότι, πράγματι, το να συνδυάζει κανείς παιδιά με εργασία είναι μια πολύ ελκυστική ιδέα· αλλά μήπως εί-ναι πολύ καλή για να είναι αληθινή; Μεταξύ άλλων παραδειγμάτων, ο εν λόγω συγγραφέας αναφέρεται και σε μια γυναίκα, που δούλευε στο επάνω γραφείο του σπιτιού της, ενώ το γιο της πρόσεχε μια νταντά και κάθε φορά που το παιδί έκλαιγε, αισθανόταν ενοχές, μέχρι που στο τέλος κατέφυγε στο να εργάζεται φορώντας ακουστικά. Αυτό δεν συνιστά προφανώς μια ολοκληρω-

μένη ύπαρξη, όπως παρατηρεί ο συγ-γραφέας. Στην πραγματικότητα, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό από τους ειδι-κούς στην τηλεργασία, ότι η τηλεργα-σία από το σπίτι δεν είναι η λύση στο πρόβλημα της φροντίδας των παιδιών. Απ΄ την άλλη βέβαια, παρέχεται μια ευελιξία στους γονείς – όταν για παρά-δειγμα πρέπει να φροντίσουν το παιδί όταν αρρωσταίνει ή όταν πρέπει να παραστούν σε κάποια σχολική εκδή-λωση. Η τηλεργασία μπορεί να είναι ένας πολύτιμος τρόπος για τις γυναί-κες, ώστε να επιστρέψουν στη μισθω-τή εργασία μετά από κάποιο διάλειμμα στην καριέρα τους (για το μεγάλωμα π.χ. των μικρών παιδιών τους).

Μια έρευνα σε ένα μικρό δείγμα τηλεργαζομένων γυναικών στη Ν. Ζη-λανδία έδειξε ότι η τηλεργασία ήταν το μέσο επανεισόδου τους στην εργασία με τους δικούς τους όρους, μετά από μια περίοδο απόσυρσης από την ερ-γασία τους σε επιχειρήσεις. Για όλες τις γυναίκες ήταν ένας τρόπος ενίσχυσης της αυτονομίας τους ενώ τους επέτρε-πε να διατηρήσουν την αμειβόμενη εργασία, σε συνθήκες όπου η ανελα-στικότητα της επιχείρησης έμοιαζε να αποκλείει τη συνεχή συμμετοχή τους.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορού-σαμε να πούμε σχετικά με την ισότη-τα των δύο φύλων, ότι η τηλεργασία έχει την δυνατότητα και να επιβάλλει τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, αλλά και να τους κάνει καλύ-τερους. Θα πρέπει όμως στην πορεία ανάπτυξης της τηλεργασίας να εί-μαστε προσεκτικοί στο χειρισμό ορι-σμένων ρόλων και πολιτικών που θα εφαρμόσουμε.

Για περισσότερες πληροφορίες επι-σκεφθείτε την ιστοσελίδα του έργου: www.alkistis-equal.gr ή επικοινωνήστε με το Γραφείο Τύπου του έργου (ΕΚΠΕ-ΘΕ: Ομήρου 54, τηλ. 210-3643224, φαξ 210-3646953, [email protected]).

Φορείς υλοποίησηςτου έργου:

ΕΕΟ Group ΑΕ, (Ευρωπαϊκός Επιχειρησιακός Όμιλος), Γενι-κή Γραμματεία Ισότητας, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Εμπορικό και Βιομη-χανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ), Ινστιτούτο Οπτικοα-κουστικών Μέσων (ΙΟΜ), Κέ-ντρο Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού (ΚΜΟΠ), Ελληνικό Δί-κτυο Γυναικών Ευρώπης, Κέντρο Έρευνας και Υποστήριξης Θυμά-των Κακοποίησης και Κοινωνικού Αποκλεισμού (ΕΚΥΘΚΚΑ), Ελλη-νικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυ-γες, Προμηθευτική Α.Ε. Δήμου Βροντάδων, ΚΕΚ ΑΚΜΗ Α.Ε., και Όμιλο Ευρωπαϊκή Έκφραση (ΕΚΠΕΘΕ: Ευρωπαϊκή Κοινωνία Πολιτική Έκφραση Θεσμοί).

Το Έργο Άλκηστις συγχρηματο-δοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοι-νωνικό Ταμείο και το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

Page 46: European Expression - Issue 69

Ν Ε Α τ η ς Ε Κ Φ Ρ Α ς η ς 46

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

u Εκδηλώσεις Ευρωπαϊκής Έκφρασης για την ήμερα της Ευρώπης

Με μεγάλη επιτυχία διοργά-νωσε και φέτος η Ευρωπα-ϊκή Έκφραση εκδηλώσεις

για την ημέρα της Ευρώπης σε συνερ-γασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κα-λάμου, τους δήμους Ασπροπύργου και Άνοιξης και με την υποστήριξη του Ευ-ρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Γραφείο για την Ελλάδα.

Η έναρξη των εκδηλώσεων έγινε στις 9 Μαΐου στον Ασπρόπυργο. Ο κ. Νίκος Γιαννής, Καθηγητής Ευρωπαϊ-κής Πολιτικής και Αναπλ. Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, παρουσίασε το επετειακό θέμα και συντόνισε τη συ-ζήτηση. Στην εκδήλωση μίλησαν η κ. Μαρία Παναγιωτοπούλου – Κασσιώ-του, Ευρωβουλευτής και ο κ. Πανα-γιώτης Λιαργκόβας, Αναπλ. Καθηγη-τής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

– Πρόεδρος του Οι-κονομικού Τμήματος. Χαιρετισμό απηύ-θυναν ο Δήμαρχος Ασπροπύργου, κ. Νί-κος Μελετίου, καθώς και ο Αντιδήμαρχος Ασπροπύργου, κ. Γιώργος Τσόκας.

Στις 10 Μαΐου ακολούθησε η εκ-δήλωση στο Δήμο Καλάμου. Την εκδή-λωση χαιρέτησε ο Δήμαρχος Καλάμου, κ. Παναγιώτης Λί-τσας. Μίλησαν ο κ. Μανώλης Αγγελά-κας, Ευρωβουλευτής, ο κ. Νίκος Γιαννής, Καθηγητής Ευρω-παϊκής Πολιτικής, ο κ. Γιάννης Σμυρλής, Πρόεδρος Νεολαίας

Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και ο κ. Παναγιώτης Χάσκος, Οικονομο-λόγος και Δημοτικός Σύμβουλος. Το συντονισμό της εκδήλωσης έκανε η κ. Μαρία Δέδε.

Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν

στο Δήμο Άνοιξης τη Δευτέρα 12 Μα-ΐου. Το θέμα παρουσίασε και την εκ-δήλωση συντόνισε ο κ. Νίκος Γιαννής. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Άνοιξης, κ. Γιώργος Ζυγούνας. Μίλησαν ο κ. Κώ-στας Μποτόπουλος, Ευρωβουλευτής, ο κ. Κωνσταντίνος Τσουτσοπλίδης, Γ.Γ. Διαχείρισης Κοινοτικών & Άλλων Πό-ρων του Υπουργείου Απασχόλησης, ο κ. Θανάσης Λεβέντης, Βουλευτής Πε-ριφέρειας Αττικής και ο κ. Λεωνίδας Αντωνακόπουλος, εκπρόσωπος τύπου του γραφείου Ευρωπαϊκού Κοινοβου-λίου για την Ελλάδα.

Τις εκδηλώσεις παρακολούθησαν πλήθος κόσμου, δημοτικοί και νομαρ-χιακοί σύμβουλοι, στελέχη ΜΚΟ και εκπρόσωποι ΜΜΕ.

u Συμμέτοχη Ευρωπαϊκής Έκφρασης στην 7η γιορτή εθελοντισμού στο Θησείο

η Ευρωπαϊκή Έκφραση συμμε-τείχε, μέσω της νεολαίας της, και φέτος στην 7η γιορτή εθε-

λοντισμού, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 17 Μαΐου στον πεζόδρο-

Page 47: European Expression - Issue 69

Ν Ε Α τ η ς Ε Κ Φ Ρ Α ς η ς 47

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

μο Αποστόλου Παύλου στο Θησείο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, έλα-βαν χώρα πολλά δρώμενα, όπως πα-ρουσίαση μαριονέτας από την ομάδα του Francisco britο, θεατρικό δρώμενο από την «Προγεννητική Αγωγή», Πα-ρουσίαση μεθόδων πρώτων βοηθειών από τον «Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό», διαδραστικά παιχνίδια από τον διορ-γανωτή της Γιορτής aIESEC καθώς και συναυλία με τον Βασίλη Λέκκα.

u Κηπουρικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Έκφρασης - Ανατολική Αττική στο ΠΝΑ

η Ευρωπαϊκή Έκφραση - Ανα-τολική Αττική σε συνεργασία με το Παιδοψυχιατρικό Νο-

σοκομείο Ατ-τικής διοργά-νωσε κηπουρι-κές δραστηρι-ότητες την Τε-τάρτη 25 Ιουνί-ου στον Ξενώ-να της Παλλή-νης «Όρμος» και την Παρα-σκευή 27 Ιουνί-ου στον Ξενώ-να της Αρτέμι-δας «Σπίτι του Ήλιου».

Οι δραστη-ριότητες αφο-ρούσαν τη φύ-τευση και την συντήρηση φυ-τών με σκοπό την επαφή των παιδιών με το γνωστικό αντι-κείμενο, αλλά και την ενασχό-ληση τους με τον καλλωπισμό του χώρου όπου

βιώνουν την καθημερινότητα τους.

u Εκδηλώσεις για τις ανανεώ-σιμες πήγες ενέργειας (Α.Π.Ε.)

Μεγάλη απήχηση στο κοινό του Λαυρίου είχε η διημερί-δα που διοργάνωσε η Ευ-

ρωπαϊκή Έκφραση, η οποία πραγμα-τοποιήθηκε στις 3-4 Ιουλίου 2007 στο Λαύριο, και συγκεκριμένα στην προ-κυμαία Λαυρίου και στο αιολικό πάρ-κο του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) στο Ελαιοχώρι με θέμα : «Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργει-ας».

Την εκδήλωση χαιρέτησε ο δήμαρ-χος Λαυρίου κ. Δημήτριος Λουκάς. Μετά την εισαγωγική ομιλία του Δρ Νίκου Γιαννή, καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής, ο οποίος είχε την ευθύνη συντονισμού του συνεδρίου, έγινε η έναρξη των εισηγήσεων με την ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Καρύτσα, προ-ϊστάμενου τμήματος Γεωθερμίας και Θερμικών Ηλιακών Συστημάτων του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέρ-γειας (ΚΑΠΕ), αναφορικά με τις ανα-νεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα. Ακολούθησε η εισήγηση του κ. Σταύρου Μηλιώνη, προέδρου της ΜΚΟ «Κύττα-ρο Εναλλακτικών Αναζητήσεων Νέων» (ΚΕΑΝ). Η βραδιά έκλεισε με την προ-βολή ντοκιμαντέρ για τις Ανανεώσι-μες Πηγές Ενέργειας και ακολούθησε

Page 48: European Expression - Issue 69

Ν Ε Α τ η ς Ε Κ Φ Ρ Α ς η ς 48

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

δεξίωση και μουσικό δρώμενο από το συγκρότημα «Μελωδείον».

Τη δεύτερη μέρα, στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στο αι-ολικό πάρκο του Κέντρου Ανανεώσι-μων Πηγών Ενέργειας στο Ελαιοχώρι από τον κ. Σωκράτη Τεντζεράκη, διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός του τομέα Αιολικής Ενέργειας. Συζητήθηκαν τεχνικά θέματα για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας καθώς και για τις δυ-νατότητες που υπάρχουν στην Ελλάδα για περεταίρω ανάπτυξή τους.

Η διημερίδα είχε στόχο την ευαι-σθητοποίηση και την ενημέρωση των πολιτών αναφορικά με τις Ανανεώσι-μες Πηγές Ενέργειας.

Η διημερίδα αυτή αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την πραγματοποί-ηση αυτών των στόχων. Το επόμενο

βήμα θα είναι η δημιουργία δικτύου οργανώσεων για την προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Ελλάδα.

u SAVE THE PLANETΗ Ευρωπαϊκή Έκφραση ήταν υπο-

στηρικτής της πρωτοβουλίας του Κι-βωρίου Τέχνης και του Αρκτούρου για τη Διάσωση του Πλανήτη (Save the planet). Στο πλαίσιο αυτής της πρω-τοβουλίας, διοργανώθηκε το Σάββατο 28 Ιουνίου στο γήπεδο της Ραφήνας, συναυλία από τους Γιάννη Κότσιρα και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Οι εθελοντές της Ευρωπαϊκής Έκφρασης βοήθησαν και στήριξαν για άλλη μια φορά πρω-τοβουλίες οι οποίες έχουν στόχο τη διάσωση του πλανήτη μας.

u Εκδήλωση με θέμα το σιδηρόδρομο

η Ευρ ωπαϊκ ή Έκφρ ασ η-Ανατολική Αττική σε συνερ-γασία με την Εταιρεία Μου-

σειακών Σιδηροδρόμων Αττικής και τον Δήμο Κερατέας διοργάνωσε στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κερατέας ημερίδα με θέμα «Μουσειακοί Σιδηρό-δρομοι & Εθελοντισμός: Το παράδειγ-μα της Κερατέας». Την εκδήλωση χαι-ρέτισε ο Δήμαρχος κ. Σταύρος Ιατρού, ενώ το συντονισμό της εκδήλωσης είχε ο κ. Νίκος Γιαννής, καθηγητής Ευρω-παϊκής Πολιτικής. Την παρουσίαση και τους στόχους του προγράμματος έκανε η κ. Μαρία Μήλα, διευθύντρια της οργάνωσης. Στη συνέχεια ο κ. Νί-κος Σμπαρούνης πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος ΕΜΣΑ μίλησε για τους Μουσειακούς Σιδηροδρόμους, τόσο για την ελληνική όσο και για τη διε-θνή εμπειρία. Ακολούθησε ο κ. Αντώ-νης Φιλλιπουλίτης, οργανωτής επιχει-ρήσεων και τέως πρόεδρος συλλόγου φίλων σιδηροδρόμων, ο οποίος συνδυ-άζοντας λόγο, εικόνα και ήχο παρου-σίασε το Σιδηροδρομικό Ηχόραμα, ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία των μου-σειακών σιδηροδρόμων.

u Εκδήλωση για τη συμφιλίωση οικογενειακής & επαγγελματικής ζωής

Με επιτυχία πραγματοποιή-θηκε στα Άνω Λιόσια στις 10 Ιουλίου, η εκδήλωση που

διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με τον Δήμο Άνω Λιοσίων και τη συμμετοχή του Εθνικού Θεμα-τικού Δικτύου «Εναρμόνιση Επαγγελ-ματικής & Οικογενειακής Ζωής», στην αίθουσα Μελίνα Μερκούρη. Την εκδή-λωση τίμησαν με την παρουσία τους μέλη της τοπικής κοινωνίας, αντιπρό-

Page 49: European Expression - Issue 69

Ν Ε Α τ η ς Ε Κ Φ Ρ Α ς η ς 49

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

σωποι συλλόγων, φορέων και Μ.Κ.Ο, αλλά και εκπρόσωποι της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και των Μ.Μ.Ε.

Χαιρετισμό απηύθυνε η κα Ελένη Χανιωτάκη, Δημοτική Σύμβουλος και Πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανι-σμού Δήμου Άνω Λιοσίων. Την έναρξη της ημερίδας σήμανε με την εισήγησή του ο Δρ Νίκος Γιαννής, καθηγητής Ευ-ρωπαϊκής Πολιτικής και Αναπληρωμα-τικός Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, ο οποίος είχε και την ευθύνη συντονι-σμού της εκδήλωσης. Στην εισήγησή του τόνισε την ιδιαίτερη σημασία της εναρμόνισης της επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, όντας ο ίδιος πολύτε-κνος και εργαζόμενος, ενώ εστίασε στα οφέλη που μπορεί αυτή να αποφέρει.

Ακολούθησε η εισήγηση της κ. Δήμητρας Αλειφέρη, εκπροσώπου του Εθνικού Θεματικού Δικτύου της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας Equal, η οποία παρουσίασε τη δράση του Εθνι-κού Θεματικού Δικτύου. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε προβολή του ντο-κιμαντέρ «Είμαστε Ίσοι», ενώ την εκ-δήλωση έκλεισε παρουσίαση των απο-τελεσμάτων της έρευνας για τα στερε-ότυπα της ελληνικής οικογένειας.

Το Εθνικό Θεματικό Δίκτυο απο-τελείται από πέντε Αναπτυξιακές Συ-μπράξεις, οι οποίες είχαν ως στόχο τη

συμφιλίωση οι-κογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Μέρος των δράσεων τους αποτελού-σε η σύσταση και η λειτουργία δομών στήριξης οικογένειας, π.χ. παιδικοί σταθ-μοί, παροχή συμ-βουλευτικής, δη-μιουργικά εργα-στήρια παιδιών, ενημέρωση για

εργασιακά ζητήματα, νομοθεσία και άλλα.

Μέσω της εκδήλωσης επετεύχθη η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοι-νωνίας και ειδικά των γονέων, για την σημασία της εναρμόνισης της οικογε-νειακής και της επαγγελματικής ζωής, αλλά και των κρατικών και μη φορέων για την ανάγκη λήψης δράσεων για το εν λόγω θέμα.

u Ευρωπαϊκή ήμερα για τα δικαιώματα των ασθενών

η Ευρωπαϊκή Έκφραση συμμε-τείχε φέτος στον πανευρω-παϊκό εορτασμό της ημέρας

(18 Απριλίου 2008) που αφιερώθηκε στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών. Μετά από την πρωτο-βουλία και υπό την καθοδήγηση της active Citizenship Network (aCN) ή Cittadinanzattiva, μιας ιταλικής ορ-γάνωσης που δρα στο χώρο της Κοι-νωνίας Πολιτών και συνεργάζεται με 100 περίπου Μη

Κυβερνητικές Οργανώσεις ανά την Ευ-ρώπη, προωθήθηκε η ευαισθητοποίη-ση και η ενημέρωση των πολιτών, αλλά και των φορέων υγείας μέσω της κα-τάστρωσης μιας «Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων των Ασθενών», που συ-νέταξαν 16 οργανώσεις.

Υλοποιώντας πλέον το όραμα ενός ετήσιου εορτασμού για τη διεύρυνση της προστασίας των δικαιωμάτων που αφορούν στην υγεία των πολιτών, η aCN εξειδικεύει το δικαίωμα των πο-λιτών στην υγεία που εγγυάται το άρ-θρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαι-ωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να παρέχεται πράγματι σε όλους μια πλήρης προστασία και όχι μια απλή γενική θεωρητική διακήρυξη.

Η Ευρωπαϊκή Έκφραση έλαβε ενεργά μέρος στην πανευρωπαϊκή αυτή προσπάθεια, αφού ανέλαβε την ανάρτηση αφισών και τη διανομή φυλλαδίων και κονκάρδας σε δημό-σια νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές, σε ασθενείς στις αίθουσες αναμονής και σε ιδιωτικά ιατρεία, τα οποία ανα-γράφουν το σκοπό του εορτασμού και αναλύουν τα 14 δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει ο ασθενής. Επίσης, η καμπάνια γνωστοποιήθη-κε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διάδοση ανάλογων δραστη-ριοτήτων, καθώς και σε ΜΚΟ και σε εθελοντές, είτε ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών υγείας είτε όχι.

Page 50: European Expression - Issue 69

50

Σκοπός της έκδοσης είναι η παρουσίαση διαφο-ρετικών απόψεων –αρκεί να μην εκφέρονται αυθαίρετα– και η δημιουργία κατάλληλου πλαισίου διαλόγου και ανταλλαγής ιδεών με

επίκεντρο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ελληνική συμμετοχή σ’ αυτήν. Οι απόψεις που εκφράζο-νται δεν δεσμεύουν αποκλειστικά την ιδιοκτησία, τον εκ-δότη ή την σύνταξη.

Τα άρθρα τα οποία δημοσιεύονται στην Ευρω-παϊκή Έκφραση, επιλέγονται από τη σύνταξη με κριτήρια την επιστημονική εγκυρότητα,

την ποιότητα, τη θεματική κάθε τεύχους, την πρωτοτυπία και επικαιρότητα. Μπορεί να δημοσιευθεί κείμενο και σε ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά ή γαλλικά) κατόπιν συνεννόησης. Η έκταση του κειμένου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 900 λέξεις.

Όσον αφορά τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, υποβάλλονται οποτεδήποτε, σε τρία αντίτυ-πα, υπακούουν στις διεθνείς προδιαγραφές επιστημονικής μεθοδολογίας, δεν έχουν δημο-

σιευθεί ούτε με παραπλήσια μορφή ή περιεχόμενο σε άλ-λα έντυπα, κρίνονται από μέλη της Επιστημονικής Επι-τροπής της Ευρωπαϊκής Έκφρασης, με πλήρη διασφάλιση της αντικειμενικής κρίσης (ανωνυμία του κρινομένου και

των κρινόντων, ο κρινόμενος πληροφορείται βέβαια ολό-κληρη την κρίση) και η έκτασή τους κυμαίνεται μεταξύ 2000 - 3000 λέξεων. Ο υποψήφιος αποστέλλει σύντομο βιογραφικό σημείωμα.

Σε όλες τις περιπτώσεις μαζί με κάθε υποβολή κειμένου συμπεριλαμβάνεται και περίληψη στα γαλλικά ή στα αγγλικά (100-200 λέξεις).

Το κείμενο θα πρέπει να αποστέλλεται και σε δισκέτα pC ώστε να αποφεύγονται οι αδυναμίες της δακτυλογράφησης και γενικά να επιτυγχάνεται η έκδο-ση. Καλό είναι επίσης να αποστέλλεται φωτογραφία του συγγραφέα. Χειρόγραφα, δισκέτες και άλλα πρωτότυπα δεν επιστρέφονται.

Απαγορεύεται αυστηρά η μερική ή ολική ανα-δημοσίευση ή αναδιανομή με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός αν υπάρχει έγγραφη άδεια του εκδότη. Οι συγγραφείς, μετά την ανακοίνωση

σ’ αυτούς της θετικής κρίσης για μελλοντική δημοσίευση του άρθρου στην Ευρωπαϊκή Έκφραση, δεσμεύονται αυτό να μην δημοσιευθεί οπουδήποτε αλλού. Οι συγγραφείς λαμβάνουν δωρεάν δύο αντίτυπα του οικείου τεύχους. Η ιδιοκτησία διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να διανέμει με οποιουσδήποτε όρους, άρθρα, περιλήψεις και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Έκφραση διαμέσου του δικτύου Ίντερνετ.

1

2

3

4

Επιθυμώ να γραφτώ συνδρομητής στο περιοδικό “Ευρωπαϊκή Έκφραση”Ετήσια Διετής

Τακτικός Συνδρομητής 20 Ευρώ 35 ΕυρώΔημόσιοι Οργανισμοί,Τράπεζες, Βιβλιοθήκες,ΑΕΙ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Εταιρείες,Σύλλογοι 50 Ευρώ 100 ΕυρώΕυρώπη 25 Ευρώ 45 ΕυρώΆλλες ήπειροι 30 Ευρώ 55 ΕυρώΦοιτητής, σπουδαστής,στρατιώτης 15 Ευρώ 25 ΕυρώΣυνδρομή ενίσχυσης-υποστήριξης 50 Ευρώ 90 Ευρώ

ΔΕΛΤIΟ ςυΝδΡΟΜητΟυ

Όνομα........................................................................................

Επώνυμο ...................................................................................

Διεύθυνση .................................................................................

Ταχ. Κώδικας ............................................................................

Πόλη ..........................................................................................

Τηλέφωνο: ................................................................................

E-mail: .......................................................................................

Επάγγελμα: ..............................................................................

Ημερομηνία Υπογραφή

Έτος ίδρυσης: 1989 Ομήρου 54, 106 72, Αθήνα,τηλ: 210 3643224, fax: 210 3646953, e-mail: [email protected]

5

δηΜΟςΙΕυςΕΙς ςτηΝ ΕυΡΩΠΑΪΚη ΕΚΦΡΑςη

ΕυΡΩΠΑΪΚηΕΚΦΡΑςη

Ε υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ η Ε Κ Φ Ρ Α ς η

Οι συνδρομές καταβάλλονται στα γραφεία της Έκφρασης 9π.μ. - 5 μ.μ.,

με ταχυδρομική επιταγή, ή τέλος στην Εθνική Τράπεζα (αρ. λογαριασμού 701/29600287)

Page 51: European Expression - Issue 69

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης

2000 – 2006Επιχειρησιακό

Πρόγραμμα «Απασχόληση και

Επαγγελματική Κατάρτιση»

του Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής

Προστασίας Μέτρο 6 :

«Ενίσχυση της απασχόλησης

ανέργων με την ενεργό

συμμετοχή των Μη Κυβερνητικών

Οργανώσεων»

Η Ενέργεια ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ εντάσσεται στο Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική

Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.Οι Ενέργειες συγχρηματοδοτούνται κατά 80% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο»

H MKO Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με το Δήμο Παιανίας, υλοποιεί το πρόγραμμα:

Είσαι μαθητής της Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού στην περιοχή της Παιανίας; Έλα και εσύ στην παρέα μας για να

διαχειριστείς δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο σου, στο Κ.Ε.Ε. (Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων), Κεντρική

Πλατεία Παιανίας. Θα πραγματοποιηθούν 15 συναντήσεις δημιουργικής απασχόλησης

Έναρξη προγράμματος Παρασκευή, 23 Μαΐου 2008

και ώρα 18:30-20:30

Για περισσότερες πληροφορίες: Ευρωπαϊκή Έκφραση, τηλ 210 3643224, email: [email protected]

Page 52: European Expression - Issue 69

www.euchinastf.eu

FOR FURTHER DETAILS ON HOW TO APPLY, PLEASE VISIT:

www.euchinastf.eu

andec.europa.eu/europeaid/cgi/fram

e12.pl

DOWNLOAD THE APPLICATION FORM

AND SEND IT BACK, WITH ALL REQUIRED

DOCUMENTS BEFORE 20

TH JUNE OR 5TH SEPTEM

BER, 2008 TO:

Postal address:

Mrs Cristina QUEROL CARCELLER

Head of Finance, Contracts and Audit SectionEuropean UnionDelegation of the European Com

mission to China and M

ongoliaNo. 15 Dongzhim

enwai Street, Sanlitun, Chaoyang District

100600 BeijingPeople’s Republic of China

Address for hand delivery / delivery by private courier service:

Mrs Cristina QUEROL CARCELLER

Head of Finance, Contracts and Audit SectionEuropean UnionDelegation of the European Com

mission to China and M

ongolia4th floor, Qian Kun M

ansion, 6, Sanlitun Xi Liu Jie 100027 BeijingPeople’s Republic of China

JOIN THE SCIENCE & TECHNOLOGY FELLOW

SHIP PROGRAMME IN CHINA NOW!ARE YOU A YOUNG EUROPEAN RESEARCHER?

The EU is offering you a unique opportunity to establish or deepen a partnership w

ith a Chinese research institution!

Today, the European Union offers you the opportunity to take part in a research m

obility programm

e in China during 24 months! There are only 30 fellow

ships available on tw

o consecutive pilot projects so don’t miss this chance.

The experience consists of 6-month Chinese language training in Beijing

followed by an 18-m

onth practical research opportunity in a Chinese host organisation. Through its Science & Technology Fellow

ship Programm

e China (STF China) schem

e the EU will offer financial support to a sm

all group of carefully selected em

inent researchers in their respective areas of scientific competence.

APPLICATIONS MUST BE SUBM

ITTED BY 20TH JUNE OR 5

TH SEPTEMBER 2008

JOIN THE SCIENCE & TECHNOLOGY FELLOW

SHIP PROGRAMME IN CHINA NOW!FOR THE 1

ST INTAKE OF STF CHINA, STARTING IN DECEM

BER 2008

Apply by 20th June, 2008

FOR THE 2ND INTAKE OF STF CHINA, STARTING

IN APRIL 2009

Apply by 5th Septem

ber, 2008

BUILDING BRIDGES

BETWEEN THE

EU AND CH

INA

IN THE RAPIDLY DEVELO

PING SCIEN

CE

& TECH

NO

LOG

Y AREA

BUILDING BRIDGES

BETWEEN THE

EU AND CH

INA

IN THE RAPIDLY DEVELO

PING SCIEN

CE

& TECH

NO

LOG

Y AREA