Κληρονομιά

164
ΠΗΤ ΠΑΠΑΔΑΚΟΣ Θεσσαλονίκη, 2009

description

Ενα διηγημα για μια πλουσια που κινδυνευει η ζωη της απο μαυρη μαγεια και την σωζει ενας μελλοντολόγος

Transcript of Κληρονομιά

Page 1: Κληρονομιά

ΠΗΤ ΠΑΠΑΔΑΚΟΣ

Θεσσαλονίκη, 2009

Page 2: Κληρονομιά

ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

‘ΘΑ ΔΩΣΩ ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΜΟΝΟ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ:ΥΓΕΙΑ!’

Page 3: Κληρονομιά

ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Η Κληρονομιά

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Πητ (Παναγιώτης) Παπαδάκος

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (ΘΗΣΕΩΣ) 272Α, ΚΑΛΛΙΘΕΑ,

ΑΤΤΙΚΗ

ΤΗΛ:2109560560-2109524456

ΚΙΝΗΤΟ:6939100000

ΠΗΤ ΠΑΠΑΔΑΚΟΣ© 2009 – All rights reserved

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν.

2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής

ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή

μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση,

διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει

εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Page 4: Κληρονομιά

ΠΗΤ ΠΑΠΑΔΑΚΟΣ

Θεσσαλονίκη, 2009

Page 5: Κληρονομιά

ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ

ΠΟΥ ΕΠΙ 25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΣΤΗΡΙΞΑΤΕ,

ΜΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΑΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΘΙΕΡΩΣΑΤΕ.

Page 6: Κληρονομιά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦ. 1

Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

ΚΕΦ. 2

ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

ΚΕΦ. 3

ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΜΑΝΤΕΙΑ

ΚΕΦ. 4

ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ

ΚΕΦ. 5

ΣΑΝΤΕΡΙΑ

ΚΕΦ. 6

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

ΚΕΦ. 7

ΔΙΠΛΕΣ ΖΩΕΣ

ΚΕΦ. 8

ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ

ΚΕΦ. 9

ΑΧΑΛΙΝΩΤΟ ΠΑΘΟΣ

ΚΕΦ. 10

ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΘΕΑΜΑ

ΚΕΦ. 11

ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΙΖΑ

ΚΕΦ. 12

ΑΜΜΩΝ ΔΙΑΣ

Page 7: Κληρονομιά

Ω! της γενιάς βαθύριζο κακό,

και συμφοράς αταίριαστη

πληγή ματοβαμμένη.

Ω! πολυστέναχτα κι αβάσταχτα δεινά,

πόνε, που τελειωμό δεν έχεις.

Page 8: Κληρονομιά

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με το ένατο μου βιβλίο, με τίτλο ‘Η Κληρονομιά’ θέλω να παρουσιάσω μια

ιστορία, για να εξάψω τη φαντασία σας, να παρουσιάσω την αέναη πάλη του

Καλού με το Κακό και αφήνω στη δική σας κρίση, εάν πρόκειται για

πραγματική ιστορία που συνέβη στο γραφείο μου ή για μια υποθετική

εξωπραγματική ιστορία. Εγώ πάντως από τη μεριά μου, προσπάθησα όσο

μπορούσα να συγκαλύψω πρόσωπα και καταστάσεις, τα οποία έχουν τύχει

μεγάλης δημοσιότητας τόσο στον Ελλαδικό, όσο και στον διεθνή χώρο.

Επ’ ευκαιρία της εορτής των 25 ετών κοντά σας, αποφάσισα να ξεφύγω από

τα συνηθισμένα και να γράφω κάτι συγκλονιστικό, αλλά συνάμα τόσο κοντά

στην πραγματικότητα. Μαγεία, πληρωμένοι δολοφόνοι, απόπειρες

αυτοκτονίας, ίντριγκες, αχαλίνωτα πάθη, πνεύματα νεκρών, άγγελοι,

δαίμονες, είναι μερικά από τα στοιχεία που περιπλέκονται στο μυθιστόρημα

αυτό. Οι ύποπτοι πολλοί και τα κίνητρα ασαφή…φταίει η Κληρονομιά?

Πιστεύω πως θα σας συναρπάσει και η αγωνία και η αδρεναλίνη θα φτάσουν

στα ύψη. Εσείς θα κρίνετε εάν όταν ολοκληρωθούν τα τεύχη, θα γίνει σενάριο

για την τηλεόραση ή για τον κινηματογράφο.

Απλά απολαύστε το και αφήστε να σας οδηγήσει σε μέρη άγνωστα και

μακρινά αλλά ίσως και πολύ κοντά σας…

Πήτ Παπαδάκος

Page 9: Κληρονομιά

Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

Ο ψυχρός ανοιξιάτικος αέρας μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο.

Κοίταξα το στρόγγυλο, μαύρο ρολόι στον τοίχο απέναντι από το γραφείο μου.

Τρεις. Ξημερώματα. Δεν ήταν σπάνιο να μένω ξύπνιος μέχρι ‘νωρίς’ το πρωί

εκτελώντας ‘εργασίες’ για την προστασία κάποιων πελατών μου.

Αφουγκράστηκα για λίγο παίρνοντας ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα από τον

δροσερό, πρωινό αέρα. Έξω επικρατούσε μια περίεργη γαλήνη. Λες και

κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί και είχε παγώσει το σύμπαν. Δεν άκουγα

αυτοκίνητο, έστω και σε απόσταση, ούτε το απαλό θρόισμα των φύλλων από

τις τρεις λεύκες έξω από το παράθυρο του γραφείου μου. Ξαφνικά η ηρεμία

διακόπηκε από ένα υπόκωφο βουητό. Γύρισα το βλέμμα μου προς τα δεξιά,

επάνω στο δρύινο γραφείο για να δω την οθόνη του κινητού μου να

αναβοσβήνει. ‘Ποίος θα μπορούσε να είναι τέτοια ώρα;’ Αναρωτήθηκα και

στιγμιαία ήρθε η εικόνα μιας όμορφης καστανόξανθης γυναίκας με φωτεινά

μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. Πήρα το κινητό και κοίταξα τον αριθμό στην οθόνη.

Μου ήταν άγνωστος. Αποφάσισα να απαντήσω περισσότερο από περιέργεια

και όχι επειδή ήμουν πεπεισμένος ότι ήταν κάτι επείγον.

Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια μελωδική, αλλά ταραγμένη

γυναικεία φωνή που ρώτησε με δισταγμό:

- ‘Κύριε Παπαδάκο, εσείς;’ και συνέχισε γρήγορα πριν προλάβω να

απαντήσω.

- ‘Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, αλλά είναι πολύ μεγάλη

ανάγκη’

Page 10: Κληρονομιά

- - ‘Ποια είσαι κοπέλα μου;’ ρώτησα σαφώς ταραγμένος για την ώρα που

πήρε τηλέφωνο.

- ‘Λέγομαι Έλεν’, είπε με αποφασιστικό ύφος και συνέχισε. ‘Αν σας πω

το επώνυμο μου θα καταλάβετε την κρισιμότητα της κατάστασης και το

επείγον του ζητήματός μου’.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, κατά τα οποία εγώ, αφενός, περίμενα με

ανανεωμένη, πλέον, περιέργεια να μάθω την ταυτότητα της συνομιλήτριας

μου και η Έλεν, αφετέρου, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ο,τι ο μόνος

τρόπος να δικαιολογήσει αυτό το τηλεφώνημα – και μάλιστα στις τρεις το

πρωί – ήταν να μου αποκαλύψει το επώνυμο της. Τελικά, είπε:

- ‘Είμαι η Έλεν Λ. της γνωστής οικογένειας των εφοπλιστών’.

Δεν μου προξένησε καμιά εντύπωση η αποκάλυψη αυτή. Πολύ συχνά με

παίρνουν τηλέφωνο σημαντικά και διάσημα πρόσωπα της κοινωνικής και

πολιτικής σφαίρας. Αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε και διατήρησε

αμείωτο το ενδιαφέρον μου ήταν το γεγονός ότι το τηλεφώνημα έγινε σε τόσο

ακατάλληλη ώρα και μάλιστα από την ίδια και όχι κάποια γραμματέα.

Συνήθως πρόσωπο τέτοιου βεληνεκούς κλείνουν όλα τα ραντεβού τους μέσω

της ιδιαιτέρας τους και οι συναντήσεις γίνονται πάντα igognito, εκτός από τους

διάσημους φίλους μου που παίρνουν κατευθείαν στο κινητό μου.

Σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασαν από το μυαλό μου οι πρώτες στήλες

των εφημερίδων που εδώ και μια βδομάδα ασχολούνταν με την οικογένεια της

Έλεν, για να μην αναφερθώ και στα διάφορα ενημερωτικά sites, αλλά και τις

μεσημεριανές εκπομπές. Θυμήθηκα ότι είχα δει φωτογραφίες της Έλεν με

γνωστό μέντιουμ, που είναι ακόμη γνωστότερος απατεώνας. Τελικά η

καστανόξανθη που είχα οραματιστεί ήταν η Έλεν.

Page 11: Κληρονομιά

- ‘Άλλη μια λεφτού που τρέχει στον καθένα να της ρίξει τα χαρτιά’,

σκέφτηκα.

Αισθάνθηκα τον φόβο της, αλλά επειδή οι γυναίκες, όπως αυτή, συχνά

αγχώνονται και πανικοβάλλονται με το παραμικρό, δεν φαντάστηκα το

μέγεθος του εφιάλτη που αντιμετώπιζε. Αφού συνεννοηθήκαμε για το

ραντεβού το επόμενο πρωί, η Έλεν έκλεισε ανακουφισμένη το τηλέφωνο, και

ενώ είχα ακόμη το κινητό κολλημένο στο αυτί μου, άκουσα έναν ήχο σαν

παράσιτα ραδιοφώνου. Αφουγκράστηκα καλύτερα γιατί αμέσως κατάλαβα τι

ήταν λόγω εκτεταμένης γνώσης μου επάνω στο θέμα. Λευκός θόρυβος.

Συγκεντρώθηκα λίγο παραπάνω και προσπάθησα να ξεχωρίσω τις λέξεις που

άκουγα… Malo…Mors. Με αυτές τις λέξεις έκλεισα και το τηλέφωνο. Κακό…

Θάνατος…τι να σήμαιναν άραγε;

Το επόμενο πρωί είπα στην γραμματέα μου ότι θα με συναντούσε στο

γραφείο μία πολύ γνωστή κυρία και πως έπρεπε να ακυρώσει όλα μου τα

ραντεβού για κανένα δίωρο. Η γραμματέας μου, συνηθισμένη να με

επισκέπτονται διάσημοι και πλούσιοι, συναίνεσε καταφατικά χωρίς να ρωτήσει

τίποτα παραπάνω.

Στις δέκα και τέταρτο ακριβώς, χτύπησε το κουδούνι. Ο ήχος ήταν λίγο

πιο παρατεταμένος από ένα συνηθισμένο κουδούνισμα και αυτό γινόταν

πάντα για δύο λόγους. Πρώτον, εάν ο επισκέπτης ήταν βιαστικός – και η

πελάτισσα μου σίγουρα ήτανε από φόβο μήπως την δει και την αναγνωρίσει

κάποιος-, και δεύτερον όταν ο επισκέπτης ήταν τόσο φοβισμένος που

βιαζόταν να εισέλθει σε ένα χώρο που θα τον καταλάβαιναν και θα τον

προστάτευαν. Άκουσα τον διαπεραστικό ήχο της αυτόματης ηλεκτρονικής

Page 12: Κληρονομιά

κλειδαριάς και η πόρτα άνοιξε. Άκουσα βήματα από τακούνια στον χώρο

υποδοχής και ένα τριπλό χτύπημα στην πόρτα του γραφείου μου.

«Παρακαλώ, περάστε».

Η πόρτα άνοιξε και μία όμορφη καστανόξανθη γυναίκα γύρω στα 35 με

ένα σκούρο μπλέ ταγιέρ που φαινόταν πανάκριβο και μεγάλα γυαλιά Dior,

πολύ μεγάλα για το λεπτό οβάλ πρόσωπό της, μπήκε στο γραφείο μου και

προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος μου προτείνοντας μου το λεπτό και

περιποιημένο χέρι της λέγοντας «Καλημέρα κύριε Παπαδάκο. Είμαι η…»

«Ξέρω ποια είστε κυρία μου. Καθίστε παρακαλώ» είπα πιάνοντας το

ντελικάτο χέρι της παρατηρώντας για ένα δευτερόλεπτο το ακριβό μονόπετρο

δαχτυλίδι που κοσμούσε το μεσαίο της δάκτυλο. Της έδειξα την μία από τις

δύο δερμάτινες καρέκλες συνεργασίας που βρισκόταν μπροστά στο το

γραφείο μου. Κάθησε, έβγαλε τα πανάκριβα γυαλιά της και με κοίταξε με τα

μεγάλα καστανά μάτια της.

«Είσαστε πολύ πιο όμορφη από κοντά» της είπα. «Μέχρι τώρα σας

έβλεπα μόνο σε φωτογραφίες κοινωνικών στηλών στα περιοδικά».

Χαμήλωσε το βλέμμα της και εστιάζοντας σε κάποιο σημείο στο επάνω

μέρος του γραφείου μου και ψιθύρισε

«Σας ευχαριστώ πολύ».

Σήκωσε τα μάτια της και άρχισε να περιεργάζεται τον τοίχο του

γραφείου στον οποίο υπήρχαν τα διπλώματα μου, ελληνικά και ξένα. ‘Υστερα

το βλέμμα της περιπλανήθηκε στον απέναντι τοίχο που υπήρχαν σε κορνίζες

αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών με προβλέψεις μου που είχαν

επαληθευθεί.

«Είναι απίστευτο» είπε. «Έχετε τόσα διπλώματα και διακρίσεις!».

Page 13: Κληρονομιά

«Φυσικά» αποκρίθηκα. «Εξάλλου, εκτός από μελλοντολόγος, είμαι και

διδάκτωρ της Ψυχολογίας».

Αναστέναξε και είπε,

«Κύριε Παπαδάκο, η επίσκεψή μου οφείλεται και στις δύο ιδιότητες

σας. Εκτός κι αν είσαστε και εξορκιστής, οπότε θα ήσασταν τέλειος για μένα».

Χαμογέλασα. «Με αυτό που μου είπες ‘Ελεν, αν μου επιτρέπεις τον

ενικό, με κάνεις να πιστεύω ότι βιώνεις μία ταινία τρόμου» της είπα.

«Αυτό ακριβώς μου συμβαίνει» είπε καρφώνοντας το βλέμμα της

επάνω μου. «Επέτρεψέ μου να σου εξιστορήσω μία σειρά από γεγονότα που

αναμφίβολα θα σε οδηγήσουν στο ίδιο συμπέρασμα» είπε καταργώντας τον

πληθυντικό βαθμό και από την πλευρά της.

Ήταν αργά το απόγευμα όταν η Έλεν έφευγε κουρασμένη από μία

φρενήρη μέρα στο γραφείο.

Φαίνεται πως θα πρέπει να αποσύρουν το «Θάλασσα Ι», σκεφτόταν.

Είχε φάει τα ψωμιά του και ήταν ένα από τα παλαιότερα πλοία του στόλου.

Πάλι είχε παρουσιάσει μηχανικά προβλήματα και είχε αράξει στην Βραζιλία

για επισκευή.

Προχωρώντας βιαστικά προς το σημείο του Parking που άφηνε το

αυτοκίνητό της έψαχνε απεγνωσμένα τα κλειδιά μέσα στην τσάντα της.

Ρίχνοντας μία ματιά στον χώρο είδε πως μόνο το δικό της, που βρισκόταν

κάτω από το σκέπαστρο και τα δύο αυτοκίνητα που άνηκαν στους

νυχτερινούς φύλακες βρίσκονταν εκεί. Βρήκε τα κλειδιά δύο μέτρα πριν φτάσει

στην πόρτα του αυτοκινήτου, έκλεισε τον συναγερμό και μπήκε μέσα

βάζοντας το κλειδί στην μίζα. Τότε πρόσεξε ότι κάτι υπήρχε επάνω στο

παρμπρίζ πίσω από τον αριστερό υαλοκαθαριστήρα που το συγκρατούσε

Page 14: Κληρονομιά

στην θέση του. Βγήκε αμέσως και έσκυψε να δει από κοντά το αντικείμενο

που βρισκόταν επάνω στο αυτοκίνητό της. Είχε σχεδόν σουρουπώσει και δεν

κατάλαβε αμέσως τι ήταν αυτό που κοίταξε. Μόλις το συνειδητοποίησε

τινάχτηκε προς τα πίσω βγάζοντας μία μικρή κραυγή, με τους μύες του

προσώπου της να συσπώνται από αηδία. ‘Ένα πόδι κοτόπουλου, ένα

τεράστιο πόδι κοτόπουλου με γαμψά νύχια. Παίρνοντας μία βαθιά ανάσα

ανασήκωσε τον υαλοκαθαριστήρα και το πόδι κύλησε επάνω στο καπό και

τότε πρόσεξε πως ήταν τυλιγμένο με χοντρή μαύρη κλωστή. Τεντώθηκε προς

το εσωτερικό του αυτοκινήτου και άρπαξε ένα υφασμάτινο, λευκό μαντίλι

επάνω από το κάθισμα του συνοδηγού και πήρε προσεκτικά το

ακρωτηριασμένο άκρο του πτηνού και το τύλιξε. Θα το έδειχνε στην

Ροζαλίντα, την Κουβανή υπηρέτρια που πρόσεχε με αμέριστο ενδιαφέρον την

μικρή της αδερφή, την Μαρία Λουίζα που είχε μείνει παραπληγική από ένα

ατύχημα που είχε στην ιππασία στα δώδεκά της χρόνια.

«Αυτό ήταν το πρώτο από μία σειρά τριών παράξενων γεγονότων που

μου συνέβησαν τον τελευταίο μήνα» είπε η Έλεν και με κοίταξε όλο

προσδοκία.

«Έδειξες το πόδι του κόκορα στην Ροζαλίντα;» ρώτησα.

«Ναι… Μόλις το είδε γούρλωσε τα μάτια της και μου είπε – Σενιόρα,

σόι οσκούρο –

«Ασφαλώς και είναι κακό», της είπα. «Έχει απόλυτο δίκιο η υπηρεσία

σας. Το πόδι του κόκορα τυλιγμένο με μαύρη κλωστή με τις δύο άκρες της

δεμένες κόμπο, είναι μία προειδοποίηση στο Palo Mayombe1». Με κοίταξε με

1 Η λέξη Palo, απλά σημαίνει ‘παλούκι/σουβλί’ ("stick"). Προέρχεται από την αφρικάνικη θρησκεία του Κονγκό και έφτασε στη Δύση μέσω των σκλάβων. Υπάρχουν διάφορες κύριες σέκτες του Palo, η οποία έχει η καθεμιά της τους κλάδους της. Τα πιο γνωστά είναι: Brillumba, Mayombe, και Kimbisa.

Page 15: Κληρονομιά

απορία αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μπω σε λεπτομέρειες.

«Θέλεις να μου πεις και τα άλλα δύο περιστατικά; Δεν θέλω να βγάλω

βιαστικά συμπεράσματα» είπα και εκείνη συνέχισε την αφήγησή της.

«Το επόμενο περιστατικό μου συνέβη δύο μέρες μετά όταν στον δρόμο

προς το σπίτι μου, γύρω στις εννέα το βράδυ, μία νταλίκα μπήκε στο δικό μου

ρεύμα κυκλοφορίας, εντελώς ξαφνικά και ευτυχώς που είχα γρήγορα

αντανακλαστικά και έστριψα το αυτοκίνητο περνώντας στο αντίθετο ρεύμα,

χάνοντας για λίγο τον έλεγχο του οχήματος και πέφτοντας στο χαντάκι δίπλα

στον δρόμο. Δεν τραυματίστηκα σοβαρά, εκτός από κάτι αμυχές. Το

παράξενο ήταν ότι ο οδηγός της νταλίκας σταμάτησε λίγα μέτρα πιο κάτω!

Ειδοποίησα την τροχαία. Φαίνεται πως ο οδηγός δεν έχει καμία μνήμη από το

γεγονός. Ουσιαστικά, δεν θυμάται την διαδρομή περίπου δύο χιλιόμετρα πριν

από το σημείο συνάντησής μας μέχρι την επόμενη ημέρα που ξύπνησε

φρουρούμενος στο νοσοκομείο. Ένα τέτοιο κενό μνήμης παραξένεψε τόσο

τους αστυνομικούς, όσο και τους γιατρούς, αλλά οι εξετάσεις δεν έδειξαν κάτι

που να τους οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα. Ασφαλώς δεν έκανα μήνυση

αλλά έχω κρατήσει όλα τα στοιχεία του οδηγού» είπε και σταμάτησε

κοιτώντας έξω από το παράθυρο του γραφείου τις λεύκες και το γαλανό

κομμάτι του ουρανού που φαινόταν.

«Ενδιαφέρον» αποκρίθηκα. «Και ποιο είναι το τρίτο γεγονός;»

«Αυτό είναι που με φόβισε περισσότερο από όλα…Σιγουρεύτηκα ότι η

ζωή μου απειλείται και είναι ο λόγος που έσπευσα σε εσάς» είπε και ένα

σύννεφο σκοτείνιασε τα μάτια της. «Κάποιος έκοψε τα φρένα του αυτοκινήτου

Οι μυημένοι ιερείς του Palo καλούνται Paleros (Paleras εάν είναι γυναίκα). Ο Palero/a επίσης αναφέρεται ως "Tata" (Papa) ή "Yaya" (Mama). Πρόκειται για την πιο ‘σκοτεινή’ αφρικάνικη θρησκεία, που ασχολείται κυρίως με την θανατομαγεία.

Page 16: Κληρονομιά

μου. Προχθές. Είχα κατέβει στο κέντρο της Αθήνας για να δώσω κάποια

έγγραφα στον δικηγόρο του πατέρα μου και στην συνέχεια κατευθύνθηκα

προς ένα φυτώριο εκτός πόλης για να παραγγείλω μερικά δενδρύλλια για τον

κήπο στο πίσω μέρος της έπαυλης».

«Εσύ παραγγέλνεις τα δέντρα; Όχι ο κηπουρός;» ρώτησα με έκπληξη.

«Φοβάμαι πως ο κηπουρός μας είναι εξαιρετικός στην δουλειά του

αλλά το γούστο του υστερεί λιγάκι. Άφησα το αυτοκίνητό μου έξω από το

φυτώριο. Πρέπει να ήμουν μέσα περίπου μισή ώρα με σαράντα λεπτά. Όταν

έφυγα από εκεί ανακάλυψα μετά από πέντε λεπτά ότι τα φρένα μου δεν

έπιαναν. Ευτυχώς δεν είχα αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και σε μία απότομη

ανηφόρα το αυτοκίνητο έχασε την φόρα του και γύρισε προς τα πίσω.

Ταλαντεύτηκε και σταμάτησε χτυπώντας πάνω σε ένα δέντρο. Γλίτωσα με

μώλωπες και αμυχές, αλλά θα πρέπει να πάρω άλλο όχημα. Ο μηχανικός μου

είπε πως τα φρένα είχαν κοπεί. Θέλουν να με σκοτώσουν, Πητ. Είναι φανερό.

Πρέπει να με βοηθήσεις. Είσαι ο μόνος που μπορεί να με βοηθήσει» είπε και

βύθισε τα μεγάλα καστανά της μάτια στα δικά μου γεμάτη προσδοκία.

Page 17: Κληρονομιά

ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Το ίδιο βράδυ αποφάσισα να λύσω μερικές απορίες που μου είχαν

δημιουργηθεί σχετικά με το τι συνέβαινε στην Έλεν, καθώς και να

επιβεβαιώσω τις υποψίες μου. Τακτοποίησα την ηλεκτρονική μου

αλληλογραφία και βγήκα από το δωμάτιο που στέγαζε το γραφείο μου και

προχώρησα στο βάθος του διαδρόμου. Έβγαλα από την τσέπη μου το κλειδί

και άνοιξα την πόρτα. Μία γνώριμη, γλυκερή μυρωδιά θυμιάματος ξεχύθηκε.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και χωρίς να ανάψω το φως, αρκούμενος στο

αχνό φέγγρισμα από το φως που έμπαινε από το παράθυρο, κατευθύνθηκα

στο βάθος και δεξιά και άνοιξα ένα ντουλάπι. Έβγαλα από μέσα ένα κουτί με

μεγάλα λευκά κεριά. Μέτρησα επτά από αυτά και τοποθέτησα τα υπόλοιπα με

το κουτί τους πίσω στο ντουλάπι. Πήγα προς το τραπέζι παίρνοντας

ταυτόχρονα μαζί μου ένα θυμιατό που είχα σε ένα ράφι. Άφησα το κεριά και το

θυμιατό επάνω στο τραπέζι και άρχισα να τα τοποθετώ τα κεριά στις επτά

ασημένιες βάσεις που βρίσκονταν επάνω του, τοποθετώντας τα έτσι ώστε να

βρίσκονται σε ευθεία γραμμή. Από ένα συρτάρι του τραπεζιού πήρα έναν

αναπτήρα και άρχισα να ανάβω ένα ένα τα λευκά κεριά πάντα από δεξιά

προς τα αριστερά. Ο λόγος που δεν χρησιμοποιώ σπίρτα είναι ότι περιέχουν

θειάφι το οποίο είναι εξορκιστικό2.

Ένα όμορφο πορτοκαλί φως τύλιξε το δωμάτιο. Μόλις άναψα το

τελευταίο κερί, το πήρα και άναψα τα καρβουνάκια στο θυμιατό το οποίο είχα

τοποθετήσει μπροστά από τα κεριά, στη μέση και η γλυκιά μυρωδιά του

2 Το σπίρτο περιέχει θειάφι που είναι εξορκιστικό. Επομένως, όταν ανάβεις ένα κερί για να ευχηθείς, να παρακαλέσεις ή να προσευχηθείς, μη χρησιμοποιείς σπίρτο αλλά αναπτήρα, διότι εξορκίζεις την ίδια σου την πράξη!

Page 18: Κληρονομιά

θυμιάματος τύλιξε όλο το χώρο για χιλιοστή φορά. Έβαλα το χέρι μου στο

συρτάρι και έψαξα με τα δάκτυλα το εσωτερικό του. Μόλις άγγιξα το γνώριμο

αντικείμενο το πήρα απαλά και το άφησα επάνω στο τραπέζι ακριβώς

μπροστά μου. Κοίταξα το εκκρεμές. Ήταν ένα υπέροχο αντικείμενο που άνηκε

στην μητέρα μου η οποία το είχε χρησιμοποιήσει για να λύσει μία σωρεία

υποθέσεων που περιβάλλονταν από μυστήριο. Έπιασα την άκρη της

ασημένιας αλυσίδας ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού μου

χεριού και άρχισα να σηκώνω αργά το χέρι μου προς τα πάνω,

παρακολουθώντας την να ξετυλίγεται σαν ένα μικροσκοπικό μεταλλικό φιδάκι.

Η αλυσίδα κατέληγε σε ένα κωνοειδές κομμάτι από λευκό χαλαζία.

Κράτησα τον χαλαζία επάνω από το θυμιατό και αυτός χώθηκε στα

συννεφάκια καπνού του θυμιάματος. Κράτησα το χέρι μου ακίνητο, πήρα μία

βαθιά ανάσα, καθάρισα το μυαλό μου και συγκεντρώθηκα στο πρόσωπο για

το οποίο ήθελα να πάρω πληροφορίες. Την Έλεν. Την έφερα στο μυαλό μου,

όπως ακριβώς την είχα δει το πρωί στο γραφείο μου. Επικέντρωσα το βλέμμα

μου στον χαλαζία. Οι πορτοκαλί φλόγες των κεριών δημιουργούσαν μικρά

παιχνίδια φωτός στην επιφάνεια του. Αργά και σταθερά πρόφερα την πρώτη

μου ερώτηση: «Έχει ασκήσει κάποιος μαύρη μαγεία επάνω στην Έλεν;». Το

εκκρεμές στάθηκε ακίνητο για λίγο και τελικά άρχισε να αιωρείται. Μία

ανεπαίσθητη ταλάντωση στην αρχή που αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη

ένταση ώσπου τελικά να σταθεροποιηθεί σε εύρος και να συνεχίσει να κινείται

για αρκετά δευτερόλεπτα. Μπρός – Πίσω… Η απάντηση ήταν ναι. Περίμενα

μέχρι να ακινητοποιηθεί το εκκρεμές και πήρα δυνάμεις για να θέσω την

δεύτερη ερώτησή μου για την οποία επιθυμούσα αρνητική απάντηση χωρίς

όμως και να το ελπίζω.

Page 19: Κληρονομιά

«Υπάρχει κάποιος δαίμονας που την κατατρέχει;» ρώτησα και κράτησα

την ανάσα μου λες και θα ήταν ικανή να αναγκάσει το εκκρεμές να μετακινηθεί

και να μου δώσει λάθος ένδειξη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι το εκκρεμές

της μητέρας μου με τον λευκό χαλαζία ήταν αλάνθαστο. Δεν είχε δώσε ποτέ

λανθασμένη ένδειξη ούτε σε εκείνη, ούτε σε εμένα. Μία μικρή στιγμή

αναμονής και ο χαλαζίας άρχισε να κινείται, με το εύρος της ταλάντωσης να

μεγαλώνει και να δείχνει ένα ξεκάθαρο «Ναι». Αυτό ακριβώς που φοβόμουν.

Τώρα τα πράγματα αποκτούν πολυπλοκότερη και μεγαλύτερη διάσταση. «Οι

επόμενες κινήσεις πρέπει να είναι καλά μελετημένες και με χειρουργική

ακρίβεια. Η ζωή της Έλεν πραγματικά κινδυνεύει» σκέφτηκα και για μία στιγμή

άφησα το μυαλό μου να περιπλανηθεί στα γεγονότα που μου είχε εξιστορήσει

το πρωί η όμορφη εφοπλίστρια.

Οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα όταν αισθάνθηκα τον χώρο να

κρυώνει απότομα. Σαν ένα κρύο ρεύμα αέρα να έμπαινε από το παράθυρο

και να στροβιλιζόταν γύρω μου. Έριξα μία κλεφτή ματιά στο παράθυρο με την

ελπίδα ότι το είχα αφήσει ανοιχτό. Η ματιά αυτή ήταν αρκετή να εξανεμίσει τις

ελπίδες μου και να στείλει ένα κύμα ρίγους στην σπονδυλική μου στήλη.

Αισθάνθηκα κάπως άβολα και αποφάσισα να συνεχίσω με μία ακόμα

ερώτηση. «Είναι τώρα αυτός ο δαίμονας εδώ;» ρώτησα και κράτησα πάλι την

αναπνοή μου προσπαθώντας ταυτόχρονα να αφουγκραστώ τον χώρο. Το

δωμάτιο ήταν τυλιγμένο από μία πηχτή σιωπή και το μόνο που την διέκοπτε

ήταν το ελαφρύ τσιτσίρισμα από κερί που έλειωνε κάτω από την αφόρητη

ζέστη της φλόγας. Κοίταξα με ένταση το διάφανο ημιπολύτιμο λίθο. Άρχισε να

κινείται. Στην αρχή απέκτησε κυκλική κίνηση. Αδρή και ελλειψοειδή στην

αρχή, αλλά στην συνέχεια έγινε καθαρά κυκλική. Ένα αίσθημα ανακούφισης

Page 20: Κληρονομιά

εγκαταστάθηκε σε όλο μου το σώμα που το ένοιωσα να χαλαρώνει και να

αποβάλλει την ένταση. Ξαφνικά, και χωρίς να απολέσει σταδιακά τον τέλειο

κύκλο που διέγραφε, το εκκρεμές άλλαξε κατεύθυνση και άρχισε να κινείται

μπρός πίσω με ιδιαίτερα μεγάλη ένταση. Συνέχισα να το κοιτάζω μέχρι που

σιγά σιγά σταμάτησε. Είχα πάρει την απάντηση μου και σίγουρα δεν μου

άρεσε.

Κοίταξα γύρω μου αποσβολωμένος. Πώς στην ευχή είχα βρεθεί σε

αυτό το δάσος; Τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά που φαίνονταν να χάνονται στον

ουρανό και τα πυκνά κλαδιά τους εμπόδιζαν το φως του ήλιου να τα

διαπεράσει. Είχε υγρασία αλλά δεν άκουγα κανέναν ήχο. Ούτε το θρόισμα

των φύλλων, ούτε πουλιά, ούτε τρεχούμενα νερά, ούτε το σύρσιμο των ζώων

ανάμεσα στους πολυπληθείς θάμνους που έπνιγαν την γη. Πολύ παράξενο

δάσος. Θύμιζε τροπική ζούγκλα μόνο που τα δέντρα ήταν τουλάχιστον

διπλάσια σε μέγεθος και το ίδιο και οι θάμνοι. Δεν θα ήθελα να συναντήσω

κανένα από τους κατοίκους αυτής της περιοχής. Ένα αδιόρατο μονοπάτι

ανάμεσα από τους θάμνους ήταν ο μοναδικός δρόμος που μπορούσα να

ακολουθήσω. Τα αγκαθωτά φυτά βούρτσιζαν το παντελόνι μου και μερικά

αγκάθια διαπερνούσαν το ύφασμα και τρυπούσαν το δέρμα μου. Έστρεψα το

βλέμμα μου προς τα πάνω γιατί στο έδαφος δεν υπήρχαν και πολλά που

μπορούσα να διακρίνω.

Και τότε την είδα. Η Έλεν. Κρέμονταν από ένα χοντρό κλαδί,

κρεμασμένη από τον λαιμό με ένα χοντρό σχοινί. Το πρόσωπό της ήταν

κόκκινο. Μάλλον μοβ. Η αγωνία διαγράφονταν με ευκρίνεια καθώς η τελευταία

πνοή ζωής την εγκατέλειπε. Τα χέρια της κρέμονταν στον πλάι, άψυχα. Το

σώμα της ταλαντώνονταν ακόμα, προφανώς από τις ύστατες προσπάθειες

Page 21: Κληρονομιά

που έκανε να κρατηθεί στην ζωή, βάζοντας τα χέρια γύρω από την θηλιά που

την έπνιγε και τινάζοντας τα πόδια της, σφίγγοντας έτσι ακόμα περισσότερο

τον βρόγχο που την έπνιγε. Φορούσε ένα ολόλευκο, μακρύ, βραδινό φόρεμα.

Γυάλιζε σαν να ήταν από μετάξι. Έτσι όπως κρέμονταν εκεί ψηλά ανάμεσα

στο σκούρο πράσινο φύλλωμα έμοιαζε με έναν άγγελο που αιωρείται. «Τι

μακάβρια κατάληξη για έναν άγγελο» σκέφτηκα.

Ξαφνικά, χωρίς να έχει προηγηθεί ανασάλλευμα των φύλλων, δίχως

να ακουστεί κανένας θόρυβος, ένα υπερμεγέθες μαύρο ζώο ξεπρόβαλλε

κάνοντας ένα άλμα πίσω από τους θάμνους που βρίσκονταν ακριβώς

μπροστά μου και προσγειώθηκε με την χάρη ενός πάνθηρα περίπου τρία

μέτρα από εμένα. Τα πύρινα μάτια του κοίταζαν τα δικά μου και σχεδόν με

υπνώτιζαν. Δεν πρόλαβα να αισθανθώ φόβο. Μονάχα απλή περιέργεια για το

τερατώδες πλάσμα που βρίσκονταν μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής.

Έμοιαζε με μαύρο πάνθηρα, μόνο που είχε πυκνό μαύρο τρίχωμα και το

μέγεθος μίας αρσενικής καφετιάς αρκούδας. Τα κατάμαυρα αιχμηρά του νύχια

σαν μαύρες, καμπυλωτές λεπίδες και σκάλιζαν το χώμα. Φαινόταν πως

ζύγιαζε τον εχθρό του –ή το γεύμα του- πριν επιτεθεί. Σε κλάσματα

δευτερολέπτου τέντωσε το γιγάντιο σώμα του προς τα πίσω και δίνοντας

ώθηση με τα πίσω πόδια όρμηξε στον αέρα καταπάνω μου. Έκανα το σημείο

του σταυρού πάνω του και… άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ξαπλωμένος

στο κρεβάτι μου. Εφιάλτης. Αυτό μου έλειπε. Χρειαζόμουν όση ξεκούραση και

ύπνο μου επέτρεπε το φορτωμένο μου πρόγραμμα και οι εφιάλτες με

οδηγούσαν σε διακοπτόμενο ύπνο με αποτέλεσμα να αισθάνομαι εντελώς

άυπνος και με βαρύ κεφάλι σαν από μεθύσι το επόμενο πρωί.

Page 22: Κληρονομιά

Ανακάθησα στο κρεβάτι μου και στράφηκα προς την ηλεκτρονική

ένδειξη του ρολογιού επάνω στο κομοδίνο στα δεξιά του κρεβατιού. Ακριβώς

εκείνη την στιγμή άλλαξε η κόκκινη ένδειξη από 2:59 και έδειξε τρεις. Δεν είχα

ούτε μία ώρα που έπεσα για ύπνο και με εγερτήριο στις επτά μου έμεναν

μόλις τέσσερις ώρες ύπνου. Γύρισα την πλάτη μου στο ξυπνητήρι και έκλεισα

τα μάτια μου.

«Βρέθηκα σε ένα τελείως διαφορετικό κόσμο αυτή την φορά.

Στεκόμουν σ’ ένα σταυροδρόμι. Λίγα βήματα πριν από το σημείο που

διασταυρώνονταν οι δρόμοι για την ακρίβεια, διότι ακριβώς στο σημείο της

διασταύρωσης καθόταν μία τσιγγάνα. Τα όμορφα, φανταχτερά της ρούχα από

υφάσματα σε έντονο κόκκινο και βαθύ πράσινο χρώμα ήταν εντυπωσιακά. Το

ίδιο και τα ολόχρυσα κοσμήματα που περιέβαλλαν του καρπούς και τον λαιμό

της. Το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο από μία περίτεχνη μαντίλα από

βαθυπράσινο ύφασμα με χρυσά κεντίδια. Γύρισε και με κοίταξε ενώ είχα κάνει

μόλις δύο βήματα προς το μέρος της. Τα μάτια της ήταν σαν δύο μαύρες,

απύθμενες λίμνες.

«Πού πας διαβάτη;» με ρώτησε με την τραχιά, γεροντίστικη φωνή της,

γεγονός που με εντυπωσίασε γιατί η εμφάνισή της δεν έδειχνε να είναι πάνω

από σαρανταπέντε ετών.

«Στο σπίτι μου» αποκρίθηκα.

Γέλασε με ένα μικρό ρόγχο. Ακούστηκε περισσότερο σαν γρύλισμα

παρά σαν γέλιο. Σήκωσε το μελαμψό χέρι της με τα χρυσά βραχιόλια να

κάνουν τον όμορφο, κελαριστό ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν χτυπούν το

ένα το άλλο. Έδειξε προς μία κατεύθυνση. Κοίταξα προς τα εκεί και είδα τον

δρόμο που μου έδειχνε να καταλήγει σε μυτερά, απόκρημνα βουνά. «Από

Page 23: Κληρονομιά

εδώ πας εάν ξεκινήσεις» είπε. Την κοίταξα απορημένος. Τότε μου έδειξε έναν

άλλο δρόμο που φαίνονταν να χάνεται στο πουθενά. «Από εδώ πας, αν

χάσεις». Τίποτα από αυτά δεν έβγαζε νόημα και είχα αρχίσει να θυμώνω.

Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, με πρόλαβε λέγοντας «Στο σπίτι σου

είσαι και ένα βήμα αν κάνεις, εσύ θα χάσεις. Θα μείνει το γινάτι. Μα αν

κερδίσεις στο σπίτι πάλι, με χαρά μεγάλη, αλλά χωρίς ζωή, τι νόημα κανείς να

βγάλει;».

«Τι εννοείς;» την ρώτησα κρατώντας με μεγάλη προσπάθεια τα νεύρα

μου και μία έντονη παρόρμηση να αρχίσω να φωνάζω.

«Ένα βήμα και η ζωή σου σε δίλημμα μεγάλο, αν σταματήσεις πας, αν

προχωρήσεις πάλι, τι νόημα κανείς να βγάλει;»

Ξύπνησα εκνευρισμένος και καταϊδρωμένος. Το μεμφιστοφελικό

παραλήρημα της τσιγγάνας τριβέλιζε το μυαλό μου.

Σε ένα άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο όνειρο, η Έλεν κοιτούσε σαν χαμένη

γύρω της. Βρίσκονταν μέσα σε εξωτερικό χώρο που όμως η πυκνή ομίχλη,

που δημιουργούσε ανεξήγητους στροβίλους στον αέρα και δεν της επέτρεπε

να έχει ορατότητα πάνω από ένα ενάμιση μέτρο, δεν την επέτρεπε να

διακρίνει. Ούτε το Λονδίνο στα χειρότερα του δεν είχε τόσο παχιά και

συμπαγή ομίχλη. Μία νωχελική ηρεμία, μια απόλυτη ησυχία έκαναν το τοπίο

περισσότερο απόκοσμο. Κοίταξε προς τα κάτω αλλά το σώμα της ήταν

βυθισμένο στον λευκό, πυκνό και άοσμο καπνό. Αισθάνθηκε την υγρασία να

ποτίζει τα ρούχα της και να τα κάνει να κολλάνε επάνω στο κορμί της

στέλνοντας κύματα ανατριχίλας στην πλάτη της. Δεν έβλεπε το έδαφος.

Περισσότερο τρομακτικό από κάτι που βλέπεις, είναι αυτό που δεν μπορείς να

δεις. Άρχισε να περπατάει με αργά, προσεκτικά βήματα και διαπίστωσε ότι το

Page 24: Κληρονομιά

έδαφος ήταν ανώμαλο σε κάποια σημεία. Σε ένα βήμα παραπάτησε και λίγο

έλειψε να χάσει την ισορροπία της αλλά τελικά όρθωσε το κορμί της και

σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Νόμιζε ότι κάτι είχε ακούσει και

αφουγκράστηκε, αλλά ήταν απλά το σύρσιμο του ποδιού της επάνω στο χώμα

και μία μικρή ξέπνοη κραυγή που πήγε να βγει από τα πνευμόνια της, αλλά

την συγκράτησε. Οποιαδήποτε φωνή θα φάνταζε πολύ βέβηλη στον κόσμο

της σιωπής. Αποφάσισε ότι θα έπρεπε να βγει από σύντομα από τον

τρομακτικό τούτο χώρο αλλά δεν ήξερε προς τα πού να κατευθυνθεί και

άρχισε να κοιτάζει σαστισμένη γύρω της, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι,

έστω και ένα αμυδρό περίγραμμα, κάποιο οίκημα ή ένα δέντρο. Σε κάποιο

σημείο παρατήρησε ότι η ομίχλη στροβιλίζονταν πιο έντονα, δημιουργώντας

μικρά θολά κενά και νόμισε πως είδε κάτι. Αυτοκίνητο; Πόρτα; Έκλεισε τα

μάτια της, όπως τα κλείνουμε στο έντονο φως, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τι

ήταν αυτό που έβλεπε. Η ομίχλη χόρεψε και έκλεισε τα θολά κενά

δημιουργώντας ένα απροσπέλαστο για το βλέμμα της τοίχο. Αποφάσισε να

προχωρήσει προς εκείνο το σημείο. Τουλάχιστο ήξερε πως εκεί θα έβρισκε

κάτι. Άρχισε να περπατάει με ανανεωμένο ενδιαφέρον προς το σημείο που

νόμιζε ότι είχε δει κάτι να ξεπροβάλλει αλλά η δυσοίωνη ομίχλη δεν θα της

επέτρεπε να το δει παρά μόνο αν είχε φράσσει σε απόσταση μικρότερη του

ενός μέτρου. Το έδαφος τώρα έμοιαζε να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της

και να μετακινείται. Άκουγε τον πνιχτό ήχο των παπουτσιών της που

βυθίζονταν στη λάσπη και κάθε βήμα γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο καθώς

η λάσπη κολλούσε γύρω από τα παπούτσια και τους αστραγάλους της

κάνοντας κάθε της βήμα πιο αδέξιο και βαρύτερο. Η μύτη του δεξιού

παπουτσιού της σκόνταψε σε κάτι συμπαγές και έπεσε μπροστά τεντώνοντας

Page 25: Κληρονομιά

τα χέρια της προκειμένου να προστατέψει το πρόσωπό της από τραυματισμό.

Οι παλάμες της χτύπησαν σε κάτι σκληρό και απίστευτα κρύο και αισθάνθηκε

ένα έντονο τσούξιμο στο εσωτερικό των χεριών της. Γδάρθηκε. Ήταν το

τελευταίο που την ένοιαζε αυτή την στιγμή και συγκεντρώθηκε στο νέο της

εύρημα. Ψηλάφισε το σκληρό και παγωμένο αντικείμενο επάνω στο οποίο

ήταν ακόμα γονατισμένη. Έμοιαζε με γρανίτη. Επεκτείνονταν προς τα πάνω

και ακούμπησε τα χέρια της στην κάθετη στενή επιφάνεια και τράβηξε το

σώμα της για να σηκωθεί. Σε απόσταση μικρότερη των τριάντα εκατοστών

διέκρινε το γκρίζο χρώμα του γρανίτη. Κοίταξε το εύρημά της. Ένας σταυρός

αρκετά ψηλότερος από την ίδια της έφραζε τον δρόμο. Βρισκόταν σε

νεκροταφείο. Το στομάχι της σφίχτηκε και το αισθάνθηκε να ανεβαίνει προς τα

πάνω πιέζοντας της καρδιά και τους πνεύμονες της. Τα κρύα δάχτυλα του

πανικού αγκάλιασαν το μυαλό της και άρχισε να τρέχει, παραπατώντας και

ασθμαίνοντας, βγάζοντας πνιχτές κραυγές κάθε φορά που έχανε την

ισορροπία της. Ξαφνικά η ομίχλη μπροστά της υποχώρησε, δημιούργησε ένα

άνοιγμα και είδε μπροστά της ένα μεγάλο μαύρο στόμα να χάσκει ορθάνοιχτο

έτοιμο να την καταπιεί. Έχοντας ήδη κάνει το βήμα, βρέθηκε στον αέρα σε

μία ελεύθερη πτώση στο μαύρο κενό. Μόνο που η πτώση δεν κράτησε πολύ.

Προσγειώθηκε άγαρμπα με τα χέρια και τα γόνατα μέσα σε έναν σκαμμένο

λάκκο που προφανώς είχε ανοιχτεί για να υποδεχτεί στην μαύρη αγκαλιά του

το σώμα κάποιου την επόμενη μέρα. Σηκώθηκε και έμπηξε τα περιποιημένα

νύχια της στο μαλακό χώμα. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει αλλά γλίστρησε.

Το μαλακό χώμα των τοιχωμάτων του τάφου υποχωρούσε κάτω από το

βάρος της αλλά ευτυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύς. Ανακτώντας τις δυνάμεις

της και με περισσότερη αποφασιστικότητα γαντζώθηκε γερά από τα

Page 26: Κληρονομιά

τοιχώματα και έμπηξε τις μύτες των παπουτσιών της στον μαλακό τοίχο.

Γρήγορες κινήσεις, πριν γλιστρήσει ξανά ήταν αυτό που χρειαζόταν. Μία μάχη

δευτερολέπτων που νόμιζε ότι θα κρατούσε για πάντα στέφθηκε με επιτυχία.

Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα δίπλα στον λάκκο σε μία προσπάθεια να

συγκεντρωθεί και να σκεφτεί την επόμενη κίνηση της πριν ο πανικός λάβει

ξανά την θέση του στο κεφάλι και την καρδιά της. Ανασήκωσε το κεφάλι της

για να παρατηρήσει ότι η ομίχλη είχε αραιώσει αρκετά για να μπορεί να

διακρίνει τον μεγάλο λευκό σταυρό που ορθονώταν επιβλητικός πίσω από τον

ανθρωποφάγο λάκκο. Θολά στην αρχή, με ιδιαίτερη ευκρίνεια στην συνέχεια

διάβασε τα χρυσά γράμματα που κοσμούσαν την μέση του σταυρού. «Έλεν

Λ.»

Από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου επικράτησε μία μικρή σιγή. Η

Έλεν είχε τηλεφωνήσει στις οχτώ το πρωί για να μου διηγηθεί τον νυχτερινό

της εφιάλτη. «Ξύπνησα έντρομη και έσταζα από ιδρώτα» είπε τελικά η

ξεψυχισμένη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Κοίταξα το ρολόι και είδα

ότι ήταν ακριβώς τρεις τα ξημερώματα».

«Πολύ ενδιαφέρον αυτό!» της είπα αναλογιζόμενος τον δικό μου

εφιάλτη.

«Αυτό είναι το μοναδικό που σου έκανε εντύπωση;» ρώτησε γεμάτη

έκπληξη και αγανάκτηση. Της εξήγησα σύντομα τον δικό μου εφιάλτη

παραλείποντας εσκεμμένα το γεγονός ότι την είχα δει κρεμασμένη. Δεν

υπήρχε λόγος να ταράξω την ήδη εύθραυστη ψυχολογία της παραπάνω.

«Στις τρεις ακριβώς!» επανέλαβε μόλις τελείωσα την αφήγησή μου.

«Είδες τίποτα άλλο στην συνέχεια; Έναν άλλο εφιάλτη» ρώτησα.

Page 27: Κληρονομιά

«Όχι. Δεν θα μπορούσα. Έμεινα ξύπνια και περίμενα να πάει οκτώ για

να σου τηλεφωνήσω. Τρόμαξα πολύ γιατί μετά το όνειρο έγινε και κάτι ακόμα»

είπε σύντομα.

«Δηλαδή;»

«Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα ανάβοντας όλα τα φώτα της

έπαυλης κατά την διαδρομή μου προς τα εκεί. Ήπια ένα ποτήρι κρύο γάλα και

επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Ξάπλωσα αναλογιζόμενη το όνειρο που είχα δει

όταν, μακριά στην αρχή, αλλά πολύ κοντύτερα στην συνέχεια, άκουσα γάτες

να ουρλιάζουν. Σαν ένας ομαδικός θρήνος από δεκάδες γάτες που αυξανόταν

διαρκώς σε ένταση. Μέσα σε πέντε λεπτά μου φάνηκε σαν να υπήρχαν

εκατοντάδες γάτες ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου που θρηνούσαν

γοερά. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν ξεσηκώσει τα σκυλιά που παραμένουν

ελεύθερα στον κήπο της έπαυλης κατά την διάρκεια της νύχτας. Δεν άκουγα

κανένα γάβγισμα και αυτό με παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Που ήταν τα

σκυλιά; Γιατί δεν είχαν τρέξει να διώξουν τους εισβολείς; Τότε…» …σιωπή.

«Ναι; Συνέχισε» την παρότρυνα.

«Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Το ξέρω ότι θα ακουστεί παρανοϊκό

αλλά… τέλος πάντων». Μετά από μία σύντομη παύση συνέχισε. «Έστρεψα το

βλέμμα μου προς τη μία γωνία του δωματίου μου. Νομίζω ότι είδα το σκοτάδι

να πυκνώνει σε εκείνο το σημείο και να γίνεται ακόμη πιο μαύρο. Δεν ξέρω αν

καταλαβαίνεις. Σαν να έπαιρνε μορφή το σκοτάδι. Να γινόταν πιο συμπαγές

και να αποκτάει υπόσταση. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» ρώτησε.

Δυστυχώς καταλάβαινα.

Page 28: Κληρονομιά

«Διατρέχεις κίνδυνο» της είπα και περίμενα λίγα δευτερόλεπτα να

επεξεργαστεί την πληροφορία που της είχα δώσει. «Πρέπει να συναντηθούμε

οπωσδήποτε. Σε βολεύει σε μία ώρα στο γραφείο μου;» τη ρώτησα.

«Μπορώ να είμαι εκεί και σε μισή» είπε βιαστικά.

«Καλύτερα σε μία. Πρέπει να τακτοποιήσω πρώτα κάποιες δουλειές

και να αφήσω μήνυμα στην γραμματέα μου –που ερχόταν στις εννέα- να

αναβάλλει δύο πρωινά ραντεβού μου για αύριο» είπα και την χαιρέτησα.

Έκλεισα το τηλέφωνο και για μερικές στιγμές βυθίστηκα σε σκέψεις.

Page 29: Κληρονομιά

ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΜΑΝΤΕΙΑ

Αποφάσισα να κάνω μία τελευταία προσπάθεια και κατευθύνθηκα

βιαστικά στο δωμάτιο που διατηρούσα πάντα κλειδωμένο, το «δωμάτιο

εργασιών». Ξεκλείδωσα και προχώρησα απευθείας στο ντουλάπι. Έψαξα στο

βάθος του τέταρτου ραφιού και μόλις τα δάχτυλά μου ακούμπησαν το

γνώριμο ύφασμα, άρπαξα το λευκό πουγκί μαζί με ένα κύπελλο καλυμμένο με

γνήσιο δέρμα και στράφηκα προς το τραπέζι. Άδειασα προσεχτικά το

περιεχόμενο επάνω στο τραπέζι και τα κιτρινωπά οστά σκόρπισαν με ένα

ξερό ήχο. Κάθισα, συγκεντρώθηκα για λίγα λεπτά και μάζεψα τα οστά και τα

τοποθέτησα ένα, ένα μέσα στο δερμάτινο κύπελλο. Η αστραγαλομαντεία3 είναι

μία αρχαιοελληνική μέθοδος μαντείας που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη γι’ αυτόν

που ήξερε να «διαβάζει» τα κόκαλα. Άκουγα τα οστά να χτυπάνε μεταξύ τους

καθώς έριχνα και τα τελευταία μέσα στο κύπελλο ενώ ταυτόχρονα σχημάτιζα

την ερώτηση στο μυαλό μου. Τα έριξα επάνω στο τραπέζι και αυτά πήραν

παιχνιδιάρικα την θέση τους για να μου δώσουν την απάντηση που έψαχνα. Η

απάντηση βρίσκονταν μπροστά μου, επάνω στο τραπέζι, δυσοίωνη, σκοτεινή

και, κυρίως, τρομαχτική. «Ο ΚΑΚΟΔΑΙΜΩΝ», της τράπουλάς ΖΕΡΟ. Συνέχισα

να κοιτάω επίμονα τα κιτρινωπά οστά. Ήμουν πλέον σίγουρος ότι αυτό που

3 Ως μαντική μέθοδος, ανήκει στην κληρομαντεία και τελείται δια της ρίψης των αστραγάλων.

Οι αστράγαλοι είναι οστά από τις αρθρώσεις των πίσω ποδιών διαφόρων ζώων, όπως του

προβάτου, του ελαφιού και του βοδιού, γνωστά στην σημερινή εποχή ως ‘κότσια’.

Ο Σοφοκλής αποδίδει την επινόηση των αστραγάλων στον Παλαμήδη, ο οποίος τους δίδαξε

(ως παιχνίδι και όχι ως μέσο μαντείας) στους Αχαιούς, κατά τον Τρωικό πόλεμο.

Πάνω από 22.000 αστράγαλοι ανακαλύφθηκαν στο Κωρύκειο Άντρο των Δελφών, όλοι

αφιερώματα στον θεό Απόλλωνα.

Σύμφωνα με τα αρχαιοελληνικά ευρύματα, για τον καθορισμό του εκάστοτε χρησμού, χρησιμοποιούμε πέντε αστραγάλους.

Page 30: Κληρονομιά

συνέβαινε στην Έλεν δεν ήταν μία απλή περίπτωση μαύρης μαγείας με

κουκλάκια και καρφίτσες. Ήταν αυθεντική, δαιμονική, μαύρη μαγεία με

ολέθρια αποτελέσματα. Την είχα συναντήσει μερικές φορές στη ζωή μου και

ήξερα την καταστροφική κατάληξη που μπορούσε να έχει. Και σε αυτόν

επάνω στον οποίο εφαρμόζονταν, και σε αυτόν που θα προσπαθούσε να την

αναχαιτίσει.

Λίγα λεπτά αργότερα κλείδωσα το δωμάτιο και κατευθύνθηκα προς το

χώρο υποδοχής για να αφήσω ένα χειρόγραφο σημείωμα στην γραμματέα

μου προκειμένου να μεταφέρει τα πρωινά ραντεβού μου. Μπήκα στο γραφείο

μου, έκλεισα την πόρτα, κάθησα στην δερμάτινη πολυθρόνα και σκέφτηκα

αυτά που μου είχε διηγηθεί η Έλεν σε συνδυασμό με τα δικά μου όνειρα.

Κάθισα στην αναπαυτική μου καρέκλα και το μυαλό μου ταξίδεψε στο

παρελθόν. Ήταν από αυτά τα ταξίδια που κρατάνε λίγες στιγμές αλλά περνάει

από μπροστά σου μια ολόκληρη ιστορία, ακόμα και μια ολάκερη εποχή του

παρελθόντος. Είχα ανακαλύψει αυτοπροσώπως, μέσω μιας γραφικής

ιστορίας, πως η αστραγαλομαντεία, αν και έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα,

ταξίδεψε ως μαντική τέχνη και χρησιμοποιήθηκε στα πέρατα του κόσμου.

Το δυσκολότερο πράγμα στην μαντική αυτή μέθοδο ήταν να μάθεις να

‘διαβάζεις’ σωστά τα κότσια. Έχει σημασία η θέση που παίρνουν μόλις

πέσουν επάνω στο τραπέζι και η ικανότητα του μάντη να αναγνωρίζει το

μήνυμα που εμφανίζουν. Ταυτόχρονα, χρειάζεται πολύ μεγάλη

αυτοσυγκέντρωση και φυσική ικανότητα του μάντη ώστε να είναι επιδεκτικός

στα κρυμμένα μηνύματα, αλλά και στις εικόνες που παρουσιάζονται στο πίσω

μέρος του μυαλού του – τουλάχιστον εγώ έτσι τις ‘βλέπω’, σαν να

Page 31: Κληρονομιά

δημιουργούνται στο πίσω μέρος του κρανίου και να προβάλλονται μπροστά

μου – ώστε η ‘ανάγνωση’ να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση. Σε ένα ταξίδι μου στην

Κούβα, πολλά χρόνια πριν, συνάντησα έναν μελλοντολόγο. Ο σκουρόχρωμος

Papa4-Μεντίγιο ήταν ένας άντρας γύρω στα 45, σαφώς μεγαλύτερος από

εμένα τότε. Τα λευκά του ρούχα έκαναν μεγάλη αντίθεση με το σκούρο δέρμα

του κάνοντας τον να μοιάζει ακόμη πιο σκοτεινό. Ο Papa – Μεντίγιο φορούσε

ένα εντυπωσιακό συνοθύλλευμα από ετερόκλητα κοχύλια και πολύχρωμες

χάντρες, σε ένα κολιέ το οποίο ήταν περασμένο τρεις φορές γύρω από τον

μελαχρινό, νευρώδη λαιμό του. Οι χάντρες και τα κοχύλια ζωντάνευαν κάθε

φορά που έκανε μια απότομη κίνηση καθώς μιλούσε με ενθουσιασμό για την

τέχνη του, την Σαντερία της οποίας ήταν Babalaw. Και ζωντάνευαν συχνά

γιατί ήταν ένας πληθωρικός άνθρωπος, ο οποίος μιλούσε εκτασιασμένος για

την τέχνη του, κουνώντας κυκλικά τα χέρια του και τα μακριά, οστεώδη

δάχτυλα του, ενώ το σώμα του έδειχνε να αισθάνεται άβολα καθισμένο σε μια

καλοπλεγμένη ψάθινη πολυθρόνα. Ήταν πολύ λογικό για κάποιον που η

τέχνη του και η πρακτική της, του επέβαλλαν να κάθεται στο έδαφος. Θυμάμαι

πως παρακολουθώντας τον σκεφτόμουν πως ήταν υπερβολικά πληθωρικός

για το μέτριο ύψος του και το εξαιρετικά μικρό βάρος του.

Συζητώντας για τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαμε, άρχισε να μου μιλάει με

ενθουσιασμό για την ικανότητά του να διαβάζει τα κότσια και για την

εκπληκτική ακρίβεια της συγκεκριμένης μαντικής τεχνικής. Ο ενθουσιασμός

του ήταν τέτοιος που κουνούσε τα χέρια του σχηματίζοντας αόρατους κύκλος

στον αέρα, με την λευκή βαμβακερή του φορεσιά να ανεμίζει και τις χάντρες

και τα κοχύλια να χορεύουν έναν ακατάληπτο χορό μέσα σε μια πανδαισία 4O όρος Papa είναι το αντίστοιχο του δικού μας, 'Πάτερ' στη θρησκεία του Voodoo και της Santeria.

Page 32: Κληρονομιά

χρωμάτων και κροταλιστών ήχων. Τα ζωηρά, μαύρα μάτια του φάνταζαν

σκοτεινότερα, με τις κατάμαυρες κόρες σε διαστολή, και έδειχναν να

γουρλώνουν όλο και περισσότερο από ενθουσιασμό.

O Papa Μεντίγιο καθώς εξασκεί τη μαντική του τέχνη

Τον άφησα να ολοκληρώσει το παραλήρημα του και πριν τον προσγειώσω

απότομα λέγοντας του ότι τα κότσια ήταν μια αρχαιοελληνική τεχνική,

αναφερόμενος σε ιστορικά στοιχεία τα οποία τόνισα ότι θα μπορούσα να έχω

στη διάθεσή του μόλις επέστρεφα στην Ελλάδα. Το πλούσιο αρχείο μου μου

προσέφερε – και ακόμα το κάνει – μια ανεξάντλητη πηγή γνώσεων και

πληροφοριών. Με κοίταξε συνοφρυωμένος, με μια βαθειά, κάθετη ρυτίδα να

σχηματίζεται ανάμεσα στα φρύδια του. Ακόμα και η ρυτίδα του ήταν ανήσυχη

καθώς μετακινούνταν δεξιά κι αριστερά ανάλογα με ποιο φρύδι ανασήκωνε σε

ένδειξη δυσπιστίας σε όσα του έλεγα. Τελικά, τα μάτια του κατέληξαν να

βυθιστούν στις κόγχες τους και το λιπόσαρκο πρόσωπό του έμοιαζε με ένα

κρανίο επάνω στο οποίο είχε τεντωθεί, στα όρια της αντοχής του, ένα λεπτό

φύλλο από δερματικά κύτταρα.

Καταλήξαμε μετά από πολύωρη συζήτηση στο γεγονός ότι ο καθένας μας

ήταν αμετακίνητος στις απόψεις του για την προέλευση της τεχνικής. Εγώ,

Page 33: Κληρονομιά

βέβαια, είχα την σιγουριά των αδιάσειστων ιστορικών στοιχείων που την

κατέτασσαν ανάμεσα στις γνωστότερες αρχαιοελληνικές τεχνικές μαντείας,

ενώ ο Κουβανός συνομιλητής μου έδειχνε ενοχλημένος από την

πραγματικότητα και βάλθηκε να επιμένει πως, όποια κι αν ήταν η προέλευση

της, εκείνος μπορούσε να διαβάσει τα κότσια καλύτερα και με μεγαλύτερη

ακρίβεια απ’ ότι εγώ. Δεν είχα διάθεση να συνεχίσω την παιδιάστικη

αντιπαράθεσή όταν μου πρότεινε να διαγωνιστούμε μαντεύοντας κάτι για ένα

άτομο που δεν γνώριζε κανένας από τους δύο μας προσωπικά. Δέχτηκα,

κρατώντας μια σημείωση να μην ενοχλήσω ξανά τον σοβινισμό οποιουδήποτε

γιατί όλα κατέληγαν σε έναν αέναο, φαύλο κύκλο.

Επειδή ήταν φανερό πως δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε κανέναν ντόπιο

γιατί λίγο – πολύ όλοι ήξεραν τον Papa – Μεντίγιο και, ασφαλώς, όλους τους

ήξερε, συμφωνήσαμε να πάμε στο ξενοδοχείο που είχα καταλύσει για να

διαλέξουμε έναν από τους πελάτες, να τον πείσουμε να διαβάσουμε τη ζωή

του στα κότσια και να μας πει ποιος είχε μαντέψει καλύτερα.

Η έκπληξη του πανύψηλου, κατάξανθου Φινλαδού που επέλεξε ο Papa –

Μεντίγιο μου προκαλούσε ένα τεράστιο χαμόγελο στην προσπάθειά μου να

καταπνίξω την παρόρμηση που είχα να ξεσπάσω σε τρανταχτά γέλια. Τα

ξεπλυμένα, γαλάζια μάτια του Φινλαδού κοιτούσαν μια εμένα και μια τον

Κουβανό φίλο μου, με τα σχεδόν λευκά φρύδια του να σχηματίζουν δύο μικρά

χιονισμένα τόξα επάνω από τις γαλάζιες, ταλαντευόμενες χάντρες, και το

στόμα του ανοιχτό, να προσπαθεί με τα λιγοστά αγγλικά του να μας ζητήσει

διευκρινήσεις για τον λόγο που του προτείναμε κάτι τέτοιο. Ένας ομοεθνής

του που περνούσε δίπλα μας τον χαιρέτησε και ο Φινλαδός μας τον

σταμάτησε, του είπε κάτι σε μια γλώσσα που μου φάνηκε ότι είχε πολλά

Page 34: Κληρονομιά

σύμφωνα και πολλά φωνήεντα στη σειρά και απομείναν και οι δύο ξανθοί

γίγαντες να μας κοιτούν αποσβολωμένοι. Ήταν η στιγμή που νόμιζα ότι δεν θα

μπορούσα τελικά να κρατηθώ και θα άρχιζα να γελάω δυνατά. Ευτυχώς

κρατήθηκα αρκετά για να ανακαλύψω, αν ο δεύτερος Φιναλδός μιλούσε

υποφερτά αγγλικά, ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να συνεννοηθούμε.

Κατόπιν ολιγόλεπτης συζήτησης και αφού υποσχέθηκα να κεράσω τις μπύρες

τους, οι Φινλανδοί δελεάστηκαν και δέχτηκαν να μας ακολουθήσουν.

Βρισκόμενοι στην ευμεγέθη βεράντα του πολυτελούς σουίτας μου, έχοντας

παραγγείλει μπύρες για τους Φινλανδού, των οποίων τα ονόματα θύμιζαν κάτι

σαν βίζα και οπωσδήποτε μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή γι’ αυτό θα τους

ονομάσω Πέτερ και Μπέργκ, καθίσαμε στις αναπαυτικές μπαμπού

πολυθρόνες με τα απαλά λευκά μαξιλάρια γύρω από ένα αρχοντικό σε

μέγεθος, στρόγγυλο μπαμπού τραπέζι.

Ρώτησα τον Papa – Μεντίγιο αν ήθελε να ξεκινήσει πρώτος και απάντησε

καταφατικά. Ξεκρέμασε από τον ώμο του το υφασμάτινο σακίδιο του και αφού

έψαξε στα τυφλά χώνοντας μέσα το χέρι του, έβγαλε ένα σακουλάκι δεμένο με

λίγο σπάγκο. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και κάθισε στο κατάλευκο

μάρμαρο της βεράντας δίχως να δώσει εξηγήσεις στους Ολλανδούς που σε

αυτή του την κίνηση σταμάτησαν να ρουφάνε τις μπύρες τους με θόρυβο και

αρκέστηκαν να κοιτάνε τον μικροκαμωμένο Κουβανό. Αυτός άδειασε το

περιεχόμενο του σακουλιού στην παλάμη του και τα κότσια ήχησαν με τον

γνώριμο ήχο τους. Έκλεισε τα κότσια στις χούφτες του, ενώνοντας τις

παλάμες του και άρχισε να λέει κάποια λόγια σε μια γλώσσα που

περιελάμβανε ισπανικές λέξεις καθώς και λέξεις από μια διάλεκτο Κρεολί, που

δεν την γνώριζα, αλλά μπορούσα να την ξεχωρίσω. Η φωνή του ξεκίνησε

Page 35: Κληρονομιά

ήρεμη και βαθιά για να δυναμώσει και να καταλήξει να φωνάζει τις τελευταίες

λέξεις με τόση ένταση και θυμό που νόμιζες ότι μάλωνε τα κότσια για να του

αποκαλύψουν την αλήθεια. Τα έριξε στο λευκό μάρμαρο και μερικά απ’ αυτά

αναπήδησαν και κύλισαν σαν μια βροχή από βότσαλα. Ο Papa – Μεντίγιο τα

κοίταξε. Στην συνέχεια στράφηκε και κοίταξε τον Πέτερ. Είχε μείνει να κοιτάει

αποχαυνωμένος, με το χέρι του σε μια μετέωρη κίνηση, να αγκαλιάζει το

παγωμένο ποτήρι με την μπύρα. Χωρίς να έχει καμιά έκφραση στο πρόσωπό

του, ο Κουβανός έστρεψε ξανά το βλέμμα του στα κότσια και άρχισε να τα

διαβάζει. ‘Δουλειά που περιλαμβάνει μετακινήσεις – ευτυχισμένος γάμος – 2

παιδιά με ευνοϊκές μοίρες’ ήταν αυτά που διάβασε πάνω – κάτω ο Κουβανός.

Είχε έρθει η σειρά μου. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου και μπήκα στο

δωμάτιο. Πήρα από την βαλίτσα μου το σακουλάκι και την δερμάτινη θήκη και

επέστρεψα για να βρω τον Papa – Μεντίγιο να έχει γυρίσει στην θέση του και

τους Φινλανδούς να συζητάνε χαμηλόφωνα λες και θα τους καταλαβαίναμε.

Έβαλα τα κότσια μέσα στην δερμάτινη θήκη, τα σταύρωσα τρεις φορές και

συγκεντρώθηκα στον Πέτερ. Έκλεισα τα μάτια μου και σχημάτισα τα βόρεια

χαρακτηριστικά του προσώπου του στο μυαλό μου. Όταν τον είδα καθαρά με

τα μάτια του νου μου, έριξα τα κότσια επάνω στο τραπέζι. Κύλησαν για λίγο

και μετά στάθηκαν.

Ο Πέτερ είχε κάνει δύο γάμους και είχε κάνει τρία παιδιά. Το πρώτο, από την

πρώτη του γυναίκα το είχε χάσει και αυτός ήταν ο λόγος που χώρισε. Με την

δεύτερη γυναίκα του είχε ήδη προβλήματα αν και είχαν παντρευτεί πριν λίγα

χρόνια και είχαν κάνει δύο υγιή παιδιά. Δύο αγόρια. Θεωρούσε την δουλειά

του βαρετή και θα προτιμούσε να είχε ακολουθήσει άλλη καριέρα. Ήταν

καλλιτεχνική φύση. Το μέλλον του έδειχνε πάλι διαζύγιο αλλά όχι και τρίτο

Page 36: Κληρονομιά

γάμο. Έδειχνε και αλλαγή καριέρας. Το νέο του επάγγελμα θα τον

ευχαριστούσε και θα το αγαπούσε πολύ.

Μόλις σταμάτησα και κοίταξα τον Πέτερ, εκείνος με κοίταξε με το ίδιο

απορημένο ύφος που είχε στο λόμπι του ξενοδοχείου όταν του προτείναμε να

διαβάσουμε την ζωή του στα κότσια. Γύρισε προς τον Μπέργ, ο οποίος

ολοκλήρωσε την μετάφραση όσων είχα προβλέψει στην μητρική του γλώσσα.

Ο Πέτερ ξεροκατάπιε. Στράφηκε προς τον ομοεθνή του και άρχισαν να μιλάνε

στη γλώσσα με τα πολλά σύμφωνα και πολλά φωνήεντα στη σειρά. Ήταν

σειρά του Μπέργκ να με κοιτάξει με απορία.

- Λοιπόν; ρώτησα

Ο Μπέργκ άρχισε να μιλάει. Ο Πέτερ είχε χάσει το πρώτο του παιδί από την

πρώτη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε η

γυναίκα του και ο Πέτερ δεν είχε πάψει να την κατηγορεί για τον θάνατο του

παιδιού τους. Η πρώτη του σύζυγος είχε μια μικρή αδυναμία στο ποτό και την

ημέρα και την ημέρα του ατυχήματος είχε πιει μερικά ποτά πριν ξεκινήσει. Το

γεγονός ότι την θεωρούσε υπεύθυνη για το θάνατο του πρωτότοκου γιου του

ήταν και ο λόγος που τους οδήγησε στο διαζύγιο. Πριν τρία χρόνια γνώρισε

την γυναίκα με την οποία ήταν παντρεμένος τώρα. Παντρεύτηκαν σε λιγότερο

από έξι μήνες γνωριμίας γιατί είχε μείνει έγκυος. Δύο χρόνια μετά ήρθε και ο

δεύτερος γιος. Έχουν μόλις τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και δύο μήνες πριν ο

Πέτερ αποκάλυψε ότι η γυναίκα του έχει εξωσυζυγική σχέση. Δεν της είχε πει

κάτι αλλά έκανε αυτό το ταξίδι προφασιζόμενος ότι θα πήγαινε στην αδελφή

του στο Βέλγιο. Ήθελε να σκεφτεί και να αποφασίσει αν θα τη χώριζε ή όχι.

Δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τα παιδιά του. Δούλευε σε μια εταιρεία ως

τεχνικός υπολογιστών αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει μουσικός. Είχε ήδη

Page 37: Κληρονομιά

ηχογραφήσει μερικά τραγούδια του και τα είχε αποστείλει σε διάφορες

δισκογραφικές εταιρείες. Μια από αυτές είχε απαντήσει θετικά και είχε

ραντεβού σε δύο βδομάδες από τώρα για συνέντευξη.

Ο Papa – Μεντίγιο σηκώθηκε, υποκλίθηκε και αποχώρισε ήσυχα

αφήνοντας με με τους δύο ξανθούς γίγαντες, οι οποίοι έχοντας καταναλώσει

ήδη από ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα είχαν αρχίσει να αποκτούν ροδαλό χρώμα

τα μάγουλά τους.

Από τον λήθαργο των σκέψεων μου με έβγαλε ο ήχος από το κλειδί να

γυρνάει στην πόρτα, ένα μακρόσυρτο «καλημέρα» και άκουσα την γραμματέα

μου να κάθεται και να ανοίγει το τερματικό της. Την άκουσα να τηλεφωνεί και

να μεταθέτει τα ραντεβού που της είχα υποδείξει για το πρωί της επόμενης

μέρας. Κοίταξα το στρογγυλό ρολόι στον τοίχο. Εννέα παρά πέντε. Η Έλεν θα

κατάφθανε από στιγμή σε στιγμή. Πέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το

κουδούνι. Ακριβώς στην ώρα της.

Λίγες στιγμές αργότερα η Έλεν καθόταν μπροστά μου, εμφανώς

κουρασμένη, γεγονός που πρόδιδαν οι έντονοι μαύροι κύκλοι γύρω από το

κάτω μέρος των ματιών της. Μικρά κόκκινα αγγεία είχαν κάνει την εμφάνισή

τους στο λευκό μέρος των οφθαλμικών βολβών προσδίδοντας στο πρόσωπο

της Έλεν μία πολύ πιο κουρασμένη έκφραση. Έμοιαζε σαν να είχε να κοιμηθεί

μία ολόκληρη εβδομάδα. Με κοίταξε αμήχανα, προφανώς περιμένοντας να

της μιλήσω εγώ για τα συμπεράσματα στο οποία είχαν καταλήξει.

«Έλεν, χρησιμοποίησα δύο διαφορετικές τεχνικές. Κρυσταλλομαντεία

και αστραγαλομαντεία. Τα αποτελέσματα ήταν πανομοιότυπα. Κάποιος θέλει

να σε βλάψει. Όλα αυτά που βιώνεις τον τελευταίο μήνα είναι απόρροια των

εργασιών που κάνει κάποιο πρόσωπο εναντίον σου» είπα και περίμενα να

Page 38: Κληρονομιά

ακούσω τυχόν απορίες της. Δεν σου λένε κάθε μέρα ότι η ζωή σου απειλείται

και μάλιστα από κάτι το οποίο δεν μπορείς να κατανοήσεις.

«Τι εργασίες είναι αυτές;» ρώτησε κουρασμένα.

«Μαύρης μαγείας. Πραγματικής μαύρης μαγείας, όχι όπως αυτές τις

φανταχτερές τελετές που βλέπεις στις ταινίες τρόμου με μαύρους να χορεύουν

γύρω από φωτιές, να πίνουν και να παθαίνουν κατάληψη από προγονικά τους

πνεύματα. Μιλάμε για επικεντρωμένη μαγεία, που γίνεται με στόχο εσένα. Ή

μάλλον την ζωή σου» είπα.

Το βλέμμα της Έλεν σκοτείνιασε. Χαμήλωσε.

«Σου τα λέω έτσι ωμά για να καταλάβεις την σοβαρότητα της

κατάστασης. Κάθε λεπτό που περνάει είναι εναντίον μας. Ο χρόνος είναι

πολύτιμος γιατί ήδη η επιρροή της μαγείας έχει κάνει ιδιαίτερα εμφανή τα

σημάδια της και κινδυνεύει να γίνει απόλυτα αποτελεσματική από μέρα σε

μέρα, από ώρα σε ώρα».

«Και ποιος νομίζεις ότι τα κάνει αυτά; Ποιος θέλει να με βγάλει από τη

μέση;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα η Έλεν με ένα τρόπο που επιβεβαίωνε

τους φόβους μου. Δεν προσπαθούσε να εντοπίσει κάποιον ικανό να προβεί

σε τέτοιου είδους ενέργειες, αλλά να ξεχωρίσει ποιος από όλους τους

πιθανούς υπόπτους είχε τελικά πάρει την μεγάλη απόφαση.

«Πρέπει να βρούμε ποιος είναι και ποιες μεθόδους έχει

χρησιμοποιήσει» είπα τραβώντας την έξω από την δίνη σκέψεων που την είχε

καταπιεί.

«Ίσως ο ιδιωτικός ερευνητής που έχω προσλάβει να έχει κάποια

ενδιαφέροντα στοιχεία να μας αποκαλύψει» είπε και με κοίταξε.

Page 39: Κληρονομιά

«Το φαντάστηκα ότι μετά το συμβάν με το πόδι του κόκορα θα είχες

προσλάβει κάποιον ντέντεκτιβ» είπα. «Έχεις κανένα ενδιαφέρον νέο;»

ρώτησα.

«Θα μάθω σήμερα το απόγευμα στις τέσσερις. Μου τηλεφώνησε το

πρωί λίγο μετά αφού μιλήσαμε και μου είπε πως έχει σημαντικές πληροφορίες

να μου αποκαλύψει. Έχω μεγάλη περιέργεια» είπε και οι κόρες των ματιών

της διεστάλησαν από την προσδοκία.

Page 40: Κληρονομιά

ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ

«Έλεν, είναι σημαντικό να μάθω μερικά πράγματα για την οικογένεια

σου. Ξέρω τα μέλη από τα οποία αποτελείται αλλά θα ήταν σημαντικό για

μένα να γνωρίσω λίγο καλύτερα τους στενούς σου συγγενείς και τα πρόσωπα

με τα οποία συνδέονται. Θα ήθελες να μου δώσεις αυτές τις πληροφορίες.

Νομίζω ότι θα με βοηθήσουν εξαιρετικά» είπα και την κοίταξα με νόημα.

«Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοείς. Θα σου δώσω τις πληροφορίες

που χρειάζεσαι αμέσως. Σε παρακαλώ, μην διστάσεις να με διακόψεις εάν

θελήσεις διευκρινήσεις ή λεπτομέρειες» είπε και κάθησε λίγο πιο αναπαυτικά

στην καρέκλα της. «Μία θεραπευτική συνεδρία» σκέφτηκα. Όντας καθηγητής

της ψυχολογίας αντιλήφθηκα αμέσως από την στάση του σώματος της και την

έκφραση του προσώπου της ότι ετοιμαζόταν να κάνει σημαντικές

αποκαλύψεις, από αυτές που δεν κάνεις ούτε στον σύντροφό σου, ούτε στην

καλύτερη φίλη σου. Αυτές οι πληροφορίες περιορίζονται μόνο στην ασφάλεια

που προσφέρουν οι τέσσερις τοίχοι του γραφείου μου.

Και η Έλεν άρχισε να διηγείται.

«Ο πατέρας μου, ο καπετάν Γιάννης, όπως αρέσκεται να τον

αποκαλούν, είναι γνωστό πως κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στις

εφοπλιστικές οικογένειες της Ελλάδας. Δεν γεννήθηκε πλούσιος, αλλά

εργατικός. Η μοίρα έριξε μπροστά του μία πανέμορφη γυναίκα, την μητέρα

μου, η οποία τον ερωτεύτηκε παράφορα και αυτός το ίδιο. Παντρεύτηκαν έξι

μήνες μετά την πρώτη τους συνάντηση, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του

πλούσιου πατέρα της. Η μητέρα μου προέρχονταν από μία πολύ εύπορη

Page 41: Κληρονομιά

οικογένεια μεγαλοεμπόρων της παλιάς Αθήνας και ο γάμος της με τον άσημο

και φτωχό πατέρα μου ήταν προσφιλές θέμα στα κοινωνικά σαλόνια των

ευπόρων Αθηναίων, μήνες μετά την τέλεσή του. Όμως ο πατέρας μου

εργατικός και αποφασισμένος να αποδείξει την αξία του, την έπεισε να

αγοράσουν μία ναυτιλιακή εταιρία που κλυδωνίζονταν στο χείλος της

οικονομικής καταστροφής αφού ο ιδιοκτήτης της, γνωστός μέθυσος και

χαρτοπαίκτης, παρουσίαζε σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας. Ο πατέρας

μου αγόρασε την επιχείρηση πληρώνοντας ακριβώς το τίμημα των χρεών του

εφοπλιστή που δεν άγγιζε ούτε στο ένα εκατοστό την αξία της. Σε λιγότερο

από δέκα χρόνια, η εταιρία είχε ανθίσει και ευημερούσε, με τον στόλο των

πλοίων της να έχει τριπλασιαστεί σε αριθμό. Πήγαινε στο γραφείο στις έξι το

πρωί και δεν έφευγε πριν τις εννέα το βράδυ. Συχνά δούλευε και τις Κυριακές.

Δεν θυμάμαι τον πατέρα μου να λαμβάνει μέρος σε οικογενειακές

συγκεντρώσεις ή εορταστικά γεύματα. Δεν άργησε να αποδείξει σε όλους

αυτούς που τον κατηγορούσαν ως καιροσκόπο και προικοθήρα τις ικανότητες

του, δημιουργώντας μονάχος του μία περιουσία πολλαπλάσια του πεθερού

του σε μία μόνο δεκαετία. Η μητέρα μου ήταν περήφανη γι’ αυτόν και τον

λάτρευε. Δυστυχώς η επάρατη νόσος την πήρε πολύ νωρίς από την ζωή.

Ήταν μόλις τριάντα επτά ετών όταν έφυγε. Ο πατέρας μου καταρρακώθηκε

και έμεινε μόνος να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά που είχε αποκτήσει με την

μητέρα μου» είπε και σταμάτησε.

«Πες μου για εσένα και τα αδέλφια σου» είπα απαλά.

«Ο Ρένος είναι ο πρωτότοκος αδερφός μου. Ατίθασος και αντιρρησίας,

διαφωνούσε πάντα με τον πατέρα μου και του θυμάμαι να μαλώνουν για τα

πάντα. Οι μεγαλύτεροι καυγάδες τους αφορούσαν το ανήσυχο και ερευνητικό

Page 42: Κληρονομιά

πνεύμα του Ρένου που ονειρευόταν μία ζωή γεμάτη ταξίδια. Ήθελε από

μικρός να γνωρίσει τον κόσμο και τον δελέαζαν οι ξένοι πολιτισμοί. Ο πατέρας

μου που έβλεπε στο πρόσωπο του πρωτότοκου του τον συνεχιστή της

εταιρίας – χρειαζόταν ένα επιπλέον άτομο εμπιστοσύνης στο γραφείο γιατί

είχε αρχίσει να κουράζεται- ερχόταν σε διαρκείς διαπληκτισμούς μαζί του.

Τελικά, ο Ρένος έπεισε το πατέρα μου να τον στείλει για σπουδές στην

Αμερική, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια από την ζωή του σπουδάζοντας

Ανθρωπολογία, ενώ ο πατέρας μου νόμιζε πως σπούδαζε Διοίκηση

Επιχειρήσεων. Μόλις πήρε το πτυχίο του, επέστρεψε στην Ελλάδα μόνο και

μόνο για να τον πείσει να χρηματοδοτήσει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα

σπουδών που ήθελε να παρακολουθήσει στην Ελβετία. Με τα χρήματα που

απέσπασε από τον πατέρα μου, πήγε στο Κονγκό για να γυρίσει ένα

ντοκιμαντέρ για ένα πολύ γνωστό περιοδικό. Το ντοκιμαντέρ αφορούσε τα

τελετουργικά έθιμα και τις λατρευτικές συνήθειες των ιθαγενών» είπε και με

κοίταξε.

«Εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό» αποφάνθηκα. «Ποιες είναι οι σχέσεις

σου με τον Ρένο;» ρώτησα.

«Πολύ καλές. Μεγαλώσαμε μαζί γιατί έχουμε μόνο δύο χρόνια

διαφορά. Πάντα μου έλεγε τα μυστικά του και τις επιθυμίες που κρατούσε

κρυφές από τον πατέρα μου. Συχνά φρόντισα να κατευνάζω τα πνεύματα

όταν οι ομηρικοί καυγάδες μεταξύ τους έφταναν στα άκρα. Ήμουν ο

συνδετικός τους κρίκος ιδίως για έναν χρόνο μετά την φυγή του Ρένου στο

Κογκό, διάστημα κατά το οποίο ο πατέρας μου αρνιόταν πεισματικά να του

μιλήσει. Ο πατέρας μου μάθαινε νέα του μέσω εμού και ο Ρένος με την σειρά

Page 43: Κληρονομιά

του με πίεζε να μεσολαβήσω για να ηρεμήσει ο πατέρας μου» είπε η Έλεν και

ζήτησε ένα ποτήρι νερό.

Κάλεσα την γραμματέα μου και της ζήτησα να μας φέρει ένα μπουκάλι

νερό με δύο ποτήρια και δύο φλιτζάνια γαλλικό καφέ. Σίγουρα θα είχε

ετοιμάσει γαλλικό καφέ για την ίδια. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε το

πρωί μπαίνοντας στο γραφείο. Στιγμές αργότερα μπήκε κρατώντας έναν

δίσκο με αυτά που είχα ζητήσει και επιπλέον μία μικρή γαλατιέρα και ένα

μπωλάκι με κύβους ζάχαρης. Η πελάτισσά μου ήπιε τρεις γουλιές από το

φλιτζάνι της, το οποίο είχε ενισχύσει με πέντε κύβους ζάχαρης και μία γενναία

δόση γάλα, κλείνοντας απολαυστικά τα μάτια της. Η αλήθεια είναι ότι και σε

εμένα άρεσε ιδιαίτερα ο γαλλικός καφές με άρωμα φουντουκιού, αλλά όλη

αυτή η ζάχαρη και το γάλα αλλοίωναν το άρωμα του.

«Μήπως θα μπορούσα να καπνίσω;» ρώτησε διστακτικά.

«Βέβαια» της είπα και τοποθέτησα ένα πορσελάνινο σταχτοδοχείο

δίπλα στο φλυτζάνι της. Εκείνη έψαξε για λίγο μέσα στην Louis Vouiton

τσάντα της και το χέρι της προέβαλε κρατώντας μία κομψή, ασημένια

ταμπακιέρα, η οποία είχε χαραγμένα επάνω της τα αρχικά της, και έναν

εξίσου όμορφο ασημένιο αναπτήρα. Άναψε με χάρη ένα από τα λεπτά

τσιγάρα που περιείχε η ταμπακιέρα, ήπιε άλλη μία γουλιά καφέ και με κοίταξε

δίνοντας μου έτσι το σήμα να επανέλθουμε στη συζήτησή μας.

«Είναι παντρεμένος ο Ρένος;» ρώτησα.

«Παντρεύτηκε μία Ελληνοαμερικανίδα που είχε γνωρίσει κατά τη

διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στην Αμερική. Την είχε γνωρίσει τον

τελευταίοι μήνα παραμονής του εκεί ως φοιτητής, αλλά ερωτεύτηκαν

παράφορα. Η Λίνα, η γυναίκα του, τότε εργαζόταν ως μοντέλο και όπως

Page 44: Κληρονομιά

καταλαβαίνεις είναι πολύ όμορφη. Ψηλή, λεπτή με μαύρα μακριά ίσια μαλλιά

και λευκό δέρμα. Πραγματική καλλονή. Περίμενε να σου την δείξω» είπε και

αναζήτησε το μαύρο σημειωματάριο της μέσα στην τσάντα της. Έψαξε για

λίγο ανάμεσα σε πέντε- φωτογραφίες και μου πρότεινε μία. Πήρα την

φωτογραφία και την κοίταξα. Μία εντυπωσιακή κοπέλα με μακριά, ίσια μαύρα

μαλλιά και αναλογίες μοντέλου ντυμένη με ένα μαύρο βραδινό φόρεμα. Ήμουν

απόλυτα σίγουρος ότι είχα ξαναδεί αυτήν την γυναίκα. ‘Όχι σε περιοδικό. Ούτε

στην τηλεόραση. Εδώ. Στο γραφείο μου. «Θα το ελέγξω αμέσως μόλις φύγει»

είπα στον εαυτό μου και συγκεντρώθηκα πάλι στην φωτογραφία. Δίπλα της

στεκόταν ένας καλοβαλμένος νέος με καστανόξανθα , σπαστά μαλλιά

ντυμένος σε ένα ακριβό, γυαλιστερό μαύρο κοστούμι.

«Ο Ρένος;» ρώτησα δείχνοντας την φωτογραφία.

«Ναι» είπε.

Της έδωσα πίσω την φωτογραφία και τον έβαλε μέσα στο

σημειωματάριο της, και αυτό με την σειρά του μέσα στην τσάντα της.

«Λοιπόν;» ρώτησα.

«Παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα αφού ο Ρένος είχε

σταθεροποιηθεί οικονομικά. Περιττό να αναφέρω την κάθετη αντίρρηση του

πατέρα μου σε αυτόν τον γάμο, αλλά η αναφορά του Ρένου στον πεθερό του

πατέρα μου και στις δυσκολίες και ενοχές που είχε δημιουργήσει η στάση του

στην μητέρα μου, έκαναν τον πατέρα μου να ξαναθυμηθεί πως είναι να μην σε

θέλουν οι συγγενείς της συντρόφου της ζωή σου και μαλάκωσε. Μία

εβδομάδα μετά, η Λίνα ταξίδεψε στην Ελλάδα και ένα μήνα μετά τελέστηκε ο

γάμος της με τον αδερφό μου» είπε και πήρε μία γερή ρουφηξιά από το

τσιγάρο της.

Page 45: Κληρονομιά

«Πολύ έξυπνη η τακτική του αδερφού σου» είπα.

«Εγώ είμαι η δευτερότοκη. Ο πατέρας μου πάντα μου έδειχνε

αδυναμία. Ίσως γιατί έχω το όνομα της μητέρας του. Ίσως γιατί μοιάζω

εκπληκτικά στην μητέρα μου. Πρόσφατα βρήκα μερικές παλιές φωτογραφίες

ανάμεσα στις οποίες ήταν και μερικές της μητέρας μου όταν ήταν γύρω στα

τριάντα. Της μοιάζω πάρα πολύ. Έχουμε τα ίδια μάτια και το ίδιο χαμόγελο.

Δεν την θυμάμαι σχεδόν καθόλου και η μοναδική φωτογραφία που έβλεπα

πάντα από την μητέρα μου ήταν αυτή του γάμου της με τον πατέρα μου. Ποτέ

δεν τον ρώτησα αν υπήρχαν άλλες. Σκεφτόμουν ότι τις είχε καταστρέψει ίσως

μετά τον πόνο που της προκάλεσε ο πρόωρος χαμός της. Φοβόμουν να

ρωτήσω μήπως και του προκαλέσω θυμήσω πράγματα που προσπαθούσε

να ξεχάσει. Γι’ αυτό όταν ανακάλυψα τυχαία αυτές τις φωτογραφίες μέσα σε

ένα παλιό βιβλίο που κατέβασα από το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης,

απέκρυψα την ανακάλυψή μου από όλους. Αυτές οι φωτογραφίες της μητέρας

μου και η εκπληκτική μου ομοιότητα μαζί της με συγκλόνισαν. Είναι ο μικρός

μου θησαυρός. Τις κρατάω κλειδωμένες στο προσωπικό μου χρηματοκιβώτιο

στο δωμάτιό μου.

Έσβησε την γόπα που κάπνιζε στο σταχτοδοχείο και ήπιε μία γουλιά

νερό.

«Γιατί αποφάσισες να αναλάβεις εσύ τις επιχειρήσεις του πατέρα

σου;» την ρώτησα. «Μήπως θεώρησες ότι από την στιγμή που το πρωτότοκο

παιδί δεν αξιώθηκε –κατά κάποιον τρόπο- να βοηθήσει τον εργατικότατο και

χτυπημένο από την μοίρα πατέρα σου, όφειλες εσύ να πάρεις την θέση του

Ρένου;». Η διάγνωσή μου ήταν απόλυτα ακριβής.

Page 46: Κληρονομιά

«Έτσι είναι» αποκρίθηκε. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, αν και

ήμουν πολύ μικρή, ανέλαβα ένα μεγάλο μέρος της φροντίδας του Ρένου και

της Μαρίας Λουίζας και ακόμη περισσότερο του μικρούλη Άλεξ. Αμέσως μόλις

τελείωσα τις σπουδές μου στο «London School of Economics» έπιασα

δουλειά στην εταιρία. Η αλήθεια είναι, βέβαια, για να μην το παίξω θύμα και

έρμαιο των καταστάσεων, ότι πάντα με ενθουσίαζε η ιδέα να αναλάβω την

εταιρία». Με αυτά τα λόγια άνοιξε ξανά την ταμπακιέρα της και άναψε άλλο

ένα τσιγάρο.

«Πες μου για την Μαρία Λουίζα» είπα αργά. «Καταλαβαίνω πως είχε

ένα ατύχημα στην παιδική της ηλικία».

«Ναι. Δυστυχώς» είπε και φύσηξε τον καπνό με ένα μικρό

αναστεναγμό. «Η ζωή της επιφύλασσε μία πολύ άσχημη έκπληξη. Η Μαρία

Λουίζα είναι τρία χρόνια μικρότερη από εμένα και έχει ήδη περάσει είκοσι

σχεδόν χρόνια σε μία αναπηρική καρέκλα. Κατά την διάρκεια ενός μαθήματος

ιππασίας, το άλογο αφηνίασε ξαφνικά και πέταξε την Μαρία Λουίζα στο

έδαφος. Τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα η σπονδυλική της στήλη και έμεινε

ανάπηρη μόλις στα δώδεκα χρόνια της. Ήταν τραγικό. Ο πατέρας μου δεν

μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το δεύτερο αυτό χτύπημα. Ούτε και η μικρή μου

αδερφή. Από ένα χαρωπό και κοινωνικό παιδί, μετατράπηκε σε ένα

απόμακρο και ακριβοθώρητο πρόσωπο. Σπάνια εγκαταλείπει το δωμάτιο της

και περνάει ώρες ατελείωτες μαζί με την Ροζαλίντα, την Κουβανή υπηρέτρια,

με την οποία φαίνεται να έχει αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό. Βλέπεις πήραμε

την Ροζαλίντα αμέσως μόλις έπαθε το ατύχημα για να κάνει παρέα και να

προσέχει την Μαρία Λουίζα. Από τότε, δεν έχει λείψει στιγμή από κοντά της.

Ακόμη και όταν χρειάστηκε να ταξιδέψει μέχρι την Ελβετία για μία επέμβαση,

Page 47: Κληρονομιά

δεν ρωτήσαμε καθόλου την Ροζαλίντα αν θα ήθελε να την συνοδέψει ούτε την

Μαρία Λουίζα αν θα πρέπει να προνοήσουμε για την διαμονή της Ροζαλίντας

στο ίδιο δωμάτιο με εκείνη, στην ιδιωτική κλινική της Ζυρίχης. Θεωρήθηκε από

όλους αυτονόητο.

«Μάλιστα» είπα σκεφτικός.

«Πολύ καλά» είπα. «Δεν νομίζω ότι έχω κάτι παραπάνω να σε ρωτήσω

για την Ροζαλίντα. Ήρθε η ώρα να μου μιλήσεις και για τον Βενιαμίν της

οικογένειας σου. Τον Άλεξ αν δεν με απατά η μνήμη μου» της είπα

αλλάζοντας την ροή της συζήτησης.

«Α, ναι!» είπε η Έλεν χαμογελώντας. «Ο Άλεξ! Το μαύρο πρόβατο της

οικογενείας. Τουλάχιστο έτσι τον αποκαλεί ο πατέρας μου και, μεταξύ μας,

δεν έχει και άδικο».

«Γιατί αυτό;»

«Ο Άλεξ ήταν ο μικρότερος και ο πιο κακομαθημένος. Ούτε η Μαρία

Λουίζα δεν είχε την ευνοϊκή αντιμετώπιση του Άλεξ στο σπίτι. Πάντα ήξερε με

τις γαλιφιές του να καταφέρνει τον πατέρα μου, αλλά και εμένα που του είχα

ιδιαίτερη αδυναμία. Σπούδασε κι αυτός στην Αγγλία οικονομικά, αλλά επέλεξε

ένα πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Ο πατέρας μου τον έστειλε εκεί με την

ελπίδα να μπορέσει και αυτός να καταλάβει διοικητική θέση στον Όμιλο. Στο

τελευταίο του έτος στο πανεπιστήμιο, συνδέθηκε συναισθηματικά με μία

κοπέλα, Αγγλίδα, που ήταν συμφοιτήτριά του και παρακολουθούσαν μαζί

κάποιες διαλέξεις. Ερωτεύτηκαν και, με την γνωστή παρόρμηση του αδερφού

μου, παντρεύτηκαν τρεις μήνες μετά, πριν ακόμα πάρουν το πτυχίο τους. Ο

Άλεξ το είχε εκμυστηρευτεί σε εμένα αλλά με όρκισε να το κρατήσω κρυφό

από τον πατέρα μου, μέχρι να βρεί τρόπο να του το αποκαλύψει. Ειλικρινά,

Page 48: Κληρονομιά

δεν πίστευα ότι υπήρχε τέτοιος τρόπος αλλά αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι

του Άλεξ και να μην του χαλάσω την ευτυχία. Δυστυχώς, ο πατέρας μου είδε

μία φωτογραφία από την γαμήλια δεξίωση του Άλεξ με την Τζούλια, την οποία

είχε τραβήξει κάποιος παραράτσι και είχε δημοσιευτεί στην στήλη με τα

κοσμικά νέα μίας εβδομαδιαίας Αγγλικής εφημερίδας για τον εμπορικό κόσμο,

την οποία και λάμβανε κάθε εβδομάδα και ο πατέρας μου στο γραφείο του.

Εκείνη την ημέρα καυγάδισα με τον πατέρα μου, ο μοναδικός διαπληκτισμός

που είχαμε ποτέ μεταξύ μας, γιατί του αποκάλυψα ότι γνώριζα το γεγονός

τουλάχιστο πέντε ημέρες πριν το ανακαλύψει εκείνος» είπε η Έλεν και

βάλθηκε να κοιτάει την ασημένια της ταμπακιέρα που είχε τοποθετήσει

μπροστά της, επάνω στο γραφείο μου, σαν να υπολόγιζε τον αριθμό των

τσιγάρων που είχε καπνίσει από το πρωί και αν θα ήταν φρόνιμο να ανάψει

ακόμα ένα. Τελικά το αποφάσισε και πήρε άλλο ένα κοιτώντας υποτιμητικά το

εσωτερικό της ταμπακιέρας που περιείχε μόνο άλλα δύο τσιγάρα.

«Τελικά, συγχώρησε ο πατέρας σου την απερισκεψία του Άλεξ; Δεν

διέφερε και πολύ από αυτή του Ρένου» είπα επαναφέροντας την Έλεν, η

οποία είχε ξεχαστεί κοιτώντας τον καπνό που έβγαινε στροβιλιζόμενος από το

τσιγάρο που έιχε ανάψει.

«Και όμως ήταν. Εντελώς διαφορετική» είπε.

«Πώς το εξηγείς αυτό;» ρώτησα.

«Κοίταξε. Ο Ρένος μεγάλωσε ερχόμενος σε καθημερινή, χεδόν,

αντιπαράθεση με τον «Καπετάν Γιάννη». Κατά βάθος ο πατέρας μου περίμενε

τον Ρένο να κάνει την επανάστασή του και να αποφασίσει μόνος του για την

ζωή του, καθώς και το να ακολουθήσει ένα διαφορετικό επάγγελμα, εκτός

Ομίλου. Το είχε δηλώσει πολλές φορές και ήταν τουλάχιστο αναμενόμενο. Με

Page 49: Κληρονομιά

τον Άλεξ ήταν διαφορετικά. Ουδέποτε δεν έφερε αντίρρηση στα σχέδια που

του ανέλυε ο πατέρας μου πως είχε γι’ αυτόν. Μία θέση στην επιχείρηση ήταν

ότι ακριβώς χρειαζόταν ο τεμπέλης Άλεξ γιατί δεν φαινόταν ποτέ ότι είχε την

διάθεση να προσπαθήσει πολύ για να πετύχει κάτι στην ζωή του. Μάλιστα

ενίσχυε τις ελπίδες του πατέρα λέγοντας του ότι μόλις μπει και αυτός στην

εταιρία, θα μπορούσε να ξεκουραστεί, να φύγει για διακοπές ή ακόμα και να

συνταξιοδοτηθεί».

Παρατήρησα ότι το τσιγάρο της Έλεν εξαφανιζόταν με γοργούς

ρυθμούς αφήνοντας στην θέση του την ξέπνοη, γκρίζα στάχτη.

«Ο Άλεξ μάλωσε έντονα με τον πατέρα μου κι αυτός απείλησε να τον

αποκληρώσει. Ο Άλεξ τον προσέβαλε λέγοντας του πως αν ήταν να

αποκληρώσει κάποιον, αυτή έπρεπε να είναι η Αννούλα».

«Ποια είναι η Αννούλα;» ρώτησα με περιέργεια.

«Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας μου, ο πατέρας μου σύναψε

ερωτική σχέση με την Τάνια, την μόνιμη υπηρέτρια που είχαμε στο σπίτι, από

όταν ζούσε ακόμα η μητέρα μου. Από αυτή την σχέση, γεννήθηκε η Αννούλα.

Η μικρότερη ετεροθαλής αδερφή μου» είπε και έσβησε το τσιγάρο της ίσως με

λίγη περισσότερη δύναμη από ότι έπρεπε.

«Την αναγνώρισε ο πατέρας σου δηλαδή» είπα.

«Ασφαλώς. Ένα τέτοιο σκάνδαλο δεν θα άρμοζε στην οικογένειά μας,

και προκειμένου η Τάνια να τον σύρει στα δικαστήρια, όπως είχε απειλήσει

και να γίνουμε περίγελος όλων των σκανδαλοθηρικών περιοδικών και

εφημερίδων, την αναγνώρισε με δικαστική πράξη που έγινε κεκλεισμένων των

θυρών και με απόλυτη μυστικότητα».

«Αλήθεια; Και που μένουν τώρα; Η Τάνια και η Αννούλα εννοώ»

Page 50: Κληρονομιά

«Στην έπαυλη φυσικά. Η Τάνια «προήχθει» σε ιδιαιτέρα γραμματέα του

πατέρα μου –για να μπορεί και να τον ελέγχει- και η Αννούλα μεγάλωσε

κανονικά, σαν αδελφή μας. Την αποδεχτήκαμε καλά μπορώ να πω. Βέβαια

μάθαμε την αλήθεια αρκετά χρόνια αργότερα, ότι δηλαδή ήταν πραγματικά

αδερφή μας. Πάντα ήταν η μικρούλα της οικογένειας και την αντιμετωπίζαμε

ως ισότιμο μέλος. Άλλωστε έμενε μαζί μας και γνωρίζαμε την μητέρα της από

τότε που γεννηθήκαμε.» κατέληξε.

«Τι έγινε τελικά με τον Άλεξ» ρώτησα κρατώντας μία σημείωση στο

μυαλό μου να φροντίσω να μάθω περισσότερες πληροφορίες για την Τάνια.

«Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να συγχωρήσει τον τρόπο που του

μίλησε ο Άλεξ. Δεν τον αποκλήρωσε βέβαια, αλλά του απαγόρεψε να του

μιλήσει ξανά και να έρθει στο σπίτι αν δεν ζητούσε ειλικρινά και ταπεινά

συγγνώμη. Ο μικρός, πεισματάρης και απέραντα εγωιστής Άλεξ, δεν έχει

ζητήσει συγγνώμη μέχρι σήμερα. Μάλιστα, μόλις πήρε το πτυχίο του φρόντισε

να λάβει μία αξιόλογη θέση σε μία έναν ανταγωνιστικό Ελληνικό όμιλο, αφού

έκανε περίπου τέσσερις μήνες να πείσει την Τζούλια να εγκαταλείψει την

πατρίδα της» είπε και κοίταξε όλο νόημα την ταμπακιέρα της.

Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό της και άρπαξε την τσάντα της για

να βγάλει ένα πανάκριβο κινητό που δεν έχω δει προς το παρόν στην

Ελληνική αγορά. Κοίταξε την οθόνη και έκανε έναν μικρό μορφασμό και

χαμογέλασε. «Έλα μικρέ» είπε. Άκουσε για λίγο και είπε «Δεν ξέρω αν μπορώ

να διαθέσω ένα τέτοιο ποσό. Καλά… Θα δω τι μπορώ να κάνω… Βολεύεσαι

με δύο χιλιάρικα;…Καλά. Τρία, αλλά ούτε σεντς παραπάνω» έκλεισε το

τηλέφωνο και με κοίταξε. «Ο Άλεξ ήτανε» είπε.

«Θέλει λεφτά;» ρώτησα με μεγάλο ενδιαφέρον.

Page 51: Κληρονομιά

«Παρέλειψα να σου πω την μικρή αδυναμία του αδερφού μου» είπε και

χαμογέλασε με ένα πικρό χαμόγελο.

«Χαρτιά;» είπα μαντεύοντας.

«Ρουλέτα» απάντησε.

« Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο» απάντησα. «Πόσα;»

«Δέκα, αλλά θα του δώσω τρία, ίσως τέσσερα»

«Τον καλύπτεις συχνά οικονομικά;» ρώτησα και περίμενα την

απάντησή της, αν και ήδη την ήξερα.

«Αρκετά. Δεν του ικανοποιώ όλες του τις απαιτήσεις πάντα. Απλά τον

χρηματοδοτώ τόσο όσο χρειάζεται για να μην βρεθεί μαχαιρωμένος σε κανένα

σκοτεινό σοκάκι από τους μπράβους κανενός τοκογλύφου. Το ξέρω ότι δεν

είναι αυτή η λύση, αλλά για να το αντιμετωπίσει πρέπει πρώτα να παραδεχτεί

ότι είναι άρρωστος. Δυστυχώς, δεν παραδέχεται τον εθισμό του» είπε

μελαγχολώντας.

«Ακριβός εθισμός» είπα με νόημα. «Και επικίνδυνος».

Ένευσε καταφατικά και βάλθηκε να μαζεύει την ταμπακιέρα και τον

αναπτήρα της.

«Θα ήθελα να έρθεις μαζί μου στον ιδιωτικό ερευνητή το απόγευμα. Θα

μπορούσες να μου κάνεις αυτή την χάρη;» ρώτησε καθώς σηκωνόταν από

την πολυθρόνα.

«Με μεγάλη μου χαρά» είπα και συνέχισα «πάρε με τηλέφωνο να μου

πεις το σημείο συνάντησης. Την ώρα την θυμάμαι. Στις τέσσερις, έτσι δεν

είναι;» ρώτησα καθώς σηκώθηκα και εγώ από την καρέκλα μου για να την

συνοδεύσω μέχρι την πόρτα του γραφείου μου.

Page 52: Κληρονομιά

«Ακριβώς» είπε και στράφηκε να φύγει. Σαν να σκέφτηκε κάτι και

σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε κοιτώντας με στα μάτια

«Σ’ ευχαριστώ πολύ». Χαμογέλασα και έγνευσα με κατανόηση.

Page 53: Κληρονομιά

ΣΑΝΤΕΡΙΑ

Η Έλεν αποφάσισε ότι ήταν πολύ αναστατωμένη για να πάει στο

γραφείο. Θα πήγαινε στο σπίτι και θα έστελνε μερικά e-mail από εκεί. Ίσως

και ένα-δύο τηλεφωνήματα. Καθώς οδηγούσε στον πέτρινο δρόμο που

κατέληγε μπροστά στην είσοδο της έπαυλης, σκέφτηκε πως θα έπρεπε να

μιλήσει λίγο με την Μαρία Λουίζα. Είχε παραμελήσει λίγο την αδερφή της με

το φόρτο εργασιών του γραφείου, αλλά και με τα παράξενα μεταφυσικά

γεγονότα που αντιμετώπιζε. Ίσως να μπορούσαν να κάνουν ένα ταξίδι μαζί.

Πλησίαζε η εποχή για το εξαμηνιαίο check up της Μαρίας Λουίζας σε μία

πανάκριβη, υπερπολυτελή κλινική στην Ζυρίχη. Από εκεί θα μπορούσαν να

επισκεφτούν το Λονδίνο. Ναι, αυτό ήταν. Θα της πρότεινε να πάνε στο

Λονδίνο για ψώνια. Αυτή η αιώνια μελαγχολική, γκρίζα πόλη ήταν η

αγαπημένη της αδερφής της. Τα καταστήματα ήταν προσβάσιμα στο

αναπηρικό αμαξίδιο, παντού υπήρχαν τουαλέτες για ανάπηρους και επιπλέον,

το βρετανικό πρωινό ενθουσίαζε την Μαρία Λουίζα τόσο πολύ, που η Έλεν

έκανε ειδική συμφωνία με το ξενοδοχείο, με μία μικρή επιβάρυνση στην τιμή,

να είναι διαθέσιμο ακόμα και για μεσημεριανό ή και βραδινό. ΄Αλλωστε, η

αγγλική κουζίνα δεν είχε τίποτα αξιόλογο, εκτός από το πλούσιο σε λίπος και

θερμίδες, γευστικότατο και χορταστικό πρωινό της.

Με αυτή την σκέψη να της φτιάχνει λίγο την διάθεση, άφησε το

αυτοκίνητό της μπροστά στην είσοδο της έπαυλης και ανέβηκε τρέχοντας τα

μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην εξώπορτα. Θα αναπλήρωνε με

τον καλύτερο τρόπο την έλλειψη προσοχής στο πρόσωπο της αδερφής της.

Page 54: Κληρονομιά

Σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει τα κλειδιά της στον λαβύρινθο της

τσάντας της, στέφθηκε νικήτρια. Μπήκε στον τεράστιο προθάλαμο της βίλας.

Τα υπερμεγέθη παράθυρα άφηναν τις καθησυχαστικές ακτίνες του

ανοιξιάτικου ήλιου να εισβάλουν στο ευρύχωρο δωμάτιο και να παιχνιδίζουν

με τα έπιπλα και τους τοίχους. Πάντα της άρεσε αυτό το παιχνίδισμα.

Σταμάτησε μία στιγμή να προσέξει τον χορό τον μορίων της σκόνης καθώς

αυτά έμπαιναν μέσα σε μία αχτίδα. Ένας αέναος στροβιλισμός από χιλιάδες

μόρια σκόνης, η παρουσία των οποίων γινόταν εμφανής μόλις εισέβαλαν σε

μία λαμπερή φωτεινή ακτίνα. Είχε περάσει ατέλειωτα, βαρετά, ζεστά

καλοκαιρινά μεσημέρια παρατηρώντας αυτόν τον τρελό χορό της ζωηρής και

αεικίνητης σκόνης, η οποία τελικά, αποκαμωμένη, επικάθεται σε οποιαδήποτε

επιφάνεια για να ξαποστάσει.

Βγαίνοντας από την ονειροπόληση της, η Έλεν ανεβαίνει με ορμή την σκάλα

για να διασχίσει τον φαρδύ διάδρομο του πρώτου ορόφου και να φτάσει στο

βάθος του, μπροστά από την πόρτα του δωματίου της Μαρίας Λουίζας. Πριν

χτυπήσει την πόρτα, κοιτάζει το ρολόι της. Ίσως να κοιμάται αυτή την ώρα.

Χτυπάει την δρύινη πόρτα απαλά και περιμένει απάντηση. Ησυχία. Στρέφεται

να φύγει, αλλά αποφασίζει πως μία εκδρομή θα έφτιαχνε την διάθεση της

Μαρίας Λουίζας και δεν θα την πείραζε εάν την ξυπνούσε για να της το

ανακοινώσει. Αποφασιστικά, τραβάει το πόμολο της πόρτας προς τα κάτω και

την σπρώχνει. Το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο. Έχει μία παράξενη,

απροσδιόριστη μυρωδιά. Προχώρησε αργά μέσα στο δωμάτιο.

Μπροστά από το κρεβάτι της Μαρίας Λουίζας βρισκόταν ένα τραπεζάκι

του καφέ σκεπασμένο με ένα λευκό ύφασμα. Πλησίασε και έμεινε να κοιτάει το

συνοθύλευμα των ετερόκλητων αντικειμένων. Κόκκινες κορδέλες ήταν

Page 55: Κληρονομιά

ριγμένες κατά πλάτος του τραπεζιού. Στη μέση, ένα καθολικό αγαλματίδιο της

Παναγίας, με δύο κόκκινα κεριά να καίνε εκατέρωθεν. Μικρές, ξύλινες εικόνες,

αγνώστων στην Έλεν, αγίων πλαισίωναν το αγαλματίδιο. Ακριβώς μπροστά

του βρίσκονταν ένα πήλινο δοχείο με καπάκι επάνω στο οποίο ήταν δεμένο

ένα κολιέ από κόκκινες και λευκές χάντρες. Η Έλεν γύρισε και κοίταξε την

Μαρία Λουίζα. Κοιμόταν ήσυχα, παίρνοντας τις βαθιές, ήρεμες και αραιές

ανάσες αυτών που βρίσκονται σε βαθύ ύπνο. Στράφηκε προς την πόρτα και

αφουγκράστηκε. Δεν άκουσε κάτι αλλά πάλι η παχιά μοκέτα θα έπνιγε τα

βήματα οποιουδήποτε, όσο βαριά κι αν ήταν αυτά. Κυριευμένη από

περιέργεια, αποφάσισε να ανοίξει το δοχείο. Πλησίασε λίγο πιο κοντά και

άπλωσε το χέρι της αργά. Άγγιζε το καπάκι και αισθάνθηκε την ραχοκοκαλιά

της να ανατριχιάζει. Μία βαθιά ανάσα και ένα απότομο τράβηγμα ήταν αρκετά

για να αποκαλύψουν το περιεχόμενο του δοχείου. Καθώς και να κάνουν το

αίμα στις φλέβες της Έλεν να παγώσει. Δύο φωτογραφίες, μία δική της και μία

της Μαρίας Λουίζας βρίσκονταν μέσα στο δοχείο γεμάτες από κόκκινες

σταγόνες που έμοιαζαν με αίμα. Μία μικρή λίμνη από το κόκκινο υγρό είχε

σχηματιστεί στο κέντρο του δοχείου. Με τα γόνατά της έτοιμα να λυθούν και

τα πόδια της να θέλουν να αρχίσουν να τρέχουν, η Έλεν συγκέντρωσε όλες

τις δυνάμεις της για να επιβληθεί στο σώμα της. Πλησίασε κι άλλο και έσκυψε

επάνω από το δοχείο. Πήρε μία βαθιά ανάσα και η μυρωδιά του χαλκού

εισέβαλε βίαια στο ρουθούνια της. Δεν έκανε λάθος. Η χαρακτηριστική

μυρωδιά του αίματος την έκανε να αναγουλιάσει και με κόπο συγκράτησε το

στομάχι της που άρχισε να πάλλεται για να ελευθερωθεί από το περιεχόμενό

του. Έβαλε το καπάκι του δοχείου στη θέση του και κατευθύνθηκε προς ένα

από τα μεγάλα παράθυρα. Διάλεξε αυτό που βρισκόταν μακρύτερα από το

Page 56: Κληρονομιά

κρεβάτι της Μαρίας Λουίζας, τράβηξε με προσοχή την κουρτίνα και το άνοιξε

αφήνοντας τον δροσερό, ανοιξιάτικο αέρα να χωθεί στο δωμάτιο και να

παρασύρει την αναγουλιαστική μυρωδιά.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Αισθάνθηκε να ζαλίζεται και το στομάχι

της να διαμαρτύρεται ακόμη μία φορά. Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο

αηδιαστικό. Και το αίμα. Ποια ήταν η προέλευσή του; Γιατί; Τι σήμαινε όλο

αυτό; Τι θέση είχε η Παναγία και οι άγιοι με τις φωτογραφίες και το αίμα;

Ξαφνικά, τα σύννεφα που εμπόδιζαν την σκέψη της διαλύθηκαν και

ξεπρόβαλλε ένα όνομα. Ροζαλίντα. Ήταν η μοναδική που έμπαινε στο

δωμάτιο της Μαρίας Λουίζας καθημερινά και παρέμενε με τις ώρες. Σίγουρα

όλα αυτά ήταν δικός της δάκτυλος. Και η Μαρία Λουίζα δεν το ήξερε; Πώς

ήταν δυνατό; Μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της από στιγμή σε στιγμή και να

δει τα πάντα. Αν το ήξερε, πάλι, σημαίνει ότι συναινούσε. Πώς μπορούσε να

συναινέσει ποτέ σε κάτι τέτοιο;

Ένα πλήθος ερωτήσεων και σκέψεων σφυροκοπούσαν το μυαλό της

και της προκαλούσαν έναν αφόρητο πονοκέφαλο. Έριξε άλλη μία ματιά στην

Μαρία Λουίζα που κοιμόταν γαλήνια και έφυγε με μεγάλους δρασκελισμούς

από το δωμάτιό της. Κατέβηκε την σκάλα και έστριψε δεξιά για να πάει στην

κουζίνα, το πιθανότερο δωμάτιο του σπιτιού στο οποίο θα έβρισκε την

Ροζαλίντα. Έπρεπε να της δώσει εξηγήσεις για αυτά που συνέβαιναν στο

δωμάτιο της μικρής της αδερφής. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και όρμησε

μέσα. Δεν βρισκόταν εκεί αν και ένα λευκό, πορσελάνινο φλιτζάνι με αχνιστό

τσάι επάνω στον πάγκο έδειχνε ότι δεν θα έπρεπε να είναι και πολύ μακριά.

Κατευθύνθηκε στο βάθος της μεγάλης κουζίνας, στην οποία είχε περάσει τόσο

ελάχιστο χρόνο που ήταν σίγουρη ότι θα της ήταν αδύνατο να περιγράψει τον

Page 57: Κληρονομιά

χώρο αν κάποιος της το ζητούσε ποτέ, και φτάνοντας στην πόρτα της

υπηρεσίας, έριξε μία ματιά στον κήπο. Είδε την Ροζαλίντα, ντυμένη με ένα

γαλάζιο φόρεμα να περπατάει ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, απολαμβάνοντας

τον ήλιο. Σταματούσε μερικές φορές για να θαυμάσει κάποιο από τα

τριαντάφυλλα. Άνοιξε την πόρτα.

-«Ροζαλίντα!» φώναξε.

Η οικονόμος στράφηκε προς το μέρος της με τα μεγάλα καστανά μάτια

της να την διαπερνούν.

-«Μις Έλεν;!» απάντησε με ένα ερωτηματικό τρόπο που φανέρωνε την

έκπληξή της. Σίγουρα δεν θυμόταν την τελευταία φορά που είχε δει την Έλεν

στην κουζίνα και αυτό το γεγονός από μόνο του δεν θα μπορούσε να σημαίνει

κάτι καλό. Προχώρησε προς το μέρος της Έλεν με γοργά βήματα

προσπαθώντας ταυτόχρονα να διαβάσει το πρόσωπο της κυράς της που

φανέρωνε σαφώς τον πόλεμο των συναισθημάτων του φόβου, της αμφιβολίας

και του θυμού. Από την έκφραση της Ροζαλίντας θα ήταν φανερό στον

οποιοδήποτε ότι είχε καταλάβει πως η Μις Έλεν είχε δει…

Η Έλεν περίμενε κρατώντας ανοιχτή την πόρτα της υπηρεσίας μέχρι να

μπεί στην κουζίνα. Η οικονόμος περνώντας δίπλα της άκουσε την βαριά της

ανάσα και ήταν πλέον σίγουρη ότι η Μις Έλεν είχε ανακαλύψει αυτό που τόσα

χρόνια είχε καταφέρει να κρατήσει κρυφό από όλους μέσα στην βίλα εκτός

από την γλυκιά και άτυχη Μαρία Λουίζα.

«Ροζαλίντα, τι σημαίνουν αυτά που βρήκα στο δωμάτιο της Μαρίας

Λουίζας:΅» ρώτησε μόλις η Ροζαλίντα μπήκε μέσα στην κουζίνα.

«Όχι κακό Μις Έλεν. Καλό» άρχισε η Ροζαλίντα με τα θλιβερά ελληνικά

της.

Page 58: Κληρονομιά

«Τι εννοείς: Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκοπό έχουν» απάντησε η

Έλεν και αισθάνθηκε το αίμα να ανεβαίνει πάλι στα μηνίγγια της και να τα

σφυροκοπάει αλύπητα.

«Αυτά θρησεία Ροζαλίντας. Κούβα. Καλό. Όχι κακό» επέμεινε στην

προηγούμενη θέση της.

«Εννοείς ότι προέρχονται από την θρησκεία σου στην Κούβα;» ρώτησε

η Έλεν προσπαθώντας να καταλάβει ολόκληρες προτάσεις από τις μισές της

οικονόμου. «Και ποια είναι η θρησκεία σου στην Κούβα;» ρώτησε η Έλεν και

ξαφνικά κατάλαβε ότι το ζήτημα της θρησκείας δεν είχε απασχολήσει ποτέ

εκείνη ή τον πατέρα της. Είχαν πάρει μία οικονόμο που φρόντιζε καθημερινά

την Μαρία Λουίζα, χωρίς ποτέ να ρωτήσουν ή έστω να ενδιαφερθούν για τις

θρησκευτικές τις πεποιθήσεις. Ένα ασυγχώρητο λάθος, επισήμανε στον εαυτό

της.

Θυμωμένη ακόμα περισσότερο με τον εαυτό της και την σημαντική

αυτή παράλειψη, άρχισε να χάνει την υπομονή της και είπε «Ροζαλίντα, την

Παναγία και τις εικόνες των αγίων, εντάξει, τα καταλαβαίνω. Τι σημαίνουν οι

φωτογραφίες; Το αίμα;».

«Καλό Μις Έλεν. Protection5. Μις Μαρία Λουίζα, Μις Έλεν» είπε η

Ροζαλίντα και τα διακεκομμένα ελληνικά της εκνεύριζαν την Έλεν ακόμη

περισσότερο από ποτέ. Πως, τέλος πάντων, επικοινωνούσε μαζί της η Μαρία

Λουίζα και τι συζήτηση μπορούσαν να κάνουν. Τελικά θυμήθηκε ότι η

Ροζαλίντα μιλούσε πολύ καλύτερα αγγλικά από ελληνικά και πως το επίπεδο

αγγλικών την Μαρίας Λουίζας ήταν εξαιρετικό αφού είχε σπουδάσει Αγγλική

Λογοτεχνία δι’ αλληλογραφίας σε ένα εξαιρετικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής.

5 Αγγλ. Προσοχή

Page 59: Κληρονομιά

«Ροζαλίντα, η υπομονή μου εξαντλείται. Πες μου σε παρακαλώ. Για

ποιόν είναι αυτό το αίμα;» ρώτησε βάζοντας τα χέρια της στο πλάι του

κεφαλιού της, πιέζοντάς το για να ανακουφίσει τον πόνο.

«Xango Miss Helen! Xango is here. He will help us» είπε η Ροζαλίντα

και την ίδια στιγμή φάνηκε να μετανοιώνει την φλυαρία της. Αλλά ήταν πλέον

αργά.

-«Ποιος Τσάνγκο; Τι είναι αυτά που μου λες; Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα

στην χριστιανική θρησκεία…».

Ξαφνικά, στο μυαλό της Έλεν ήρθε το πόδι του κόκκορα που είχε βρει

στο αυτοκίνητό της πριν μερικές εβδομάδες. Θυμήθηκε την ευκολία με την

οποία η οικονόμος είχε αναγνωρίσει την παγανιστική θρησκεία από την οποία

αυτό προερχόταν. Πως το είχε πει;

«Είναι Σαντερία;» ρώτησε.

Η Ροζαλίντα σώπασε και κοίταξε την Έλεν με τα μεγάλα, καστανά της

μάτια που άρχισαν να υγραίνονται από τα δάκρυα που προσπαθούσε να

συγκρατήσει.

«Σε ρωτάω, Ροζαλίντα. Είναι Σαντερία;» και η φωνή της ανέβηκε σε

τέτοιο υψηλό τόνο που τρόμαξε και η ίδια.

«Ναι, Μις Έλεν. Καλό όμως. Μόνο καλό» προσπάθησε να

δικαιολογηθεί.

Η Έλεν αισθανόταν το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει.

«Τι εννοείς καλό; Και το πόδι του κόκκορα για καλό ήταν;» η φωνή της

άγγιζε επίπεδα που θα ζήλευε η ικανότερη σοπράνο.

Page 60: Κληρονομιά

«Όχι Μις Έλεν. Αυτό κακό. Ροζαλίντα καλό» ψέλλισε η οικονόμος. Τα

δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της έχοντας καταλάβει πως είχε

ακολουθήσει πολύ κακή στρατηγική.

«Πώς είναι δυνατό να μου λες κάτι τέτοιο; Είσαι καλά; Και κάνεις όλα

αυτά και ένας Θεός ξέρει τι άλλο στην Μαρία Λουίζα τόσα χρόνια;» η ένταση

της φωνής της ξεπέρασε αυτή της σοπράνο και άρχισε να ραγίζει ηχώντας

περισσότερο με κραυγή απελπισίας παρά με φωνή.

«Θέλω να φύγεις. Τώρα. Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε. Θα

πάρεις την αποζημίωσή σου από τα γραφεία της εταιρίας. Στο λογιστήριο.

Αύριο» η Έλεν προσπάθησε να συγκροτήσει τον εαυτό της και να βυθιστεί

πάλι στον ακέραιο και σοβαρό εαυτό της. «Και θα ενημερώσω τον πατέρα

μου για όλα αυτά αμέσως» είπε και βγήκε σαν σίφουνας από την κουζίνα

αφήνοντας την Ροζαλίντα που τώρα έκλαιγε με λυγμούς ψιθυρίζοντας «Per

que» ανάμεσα στα αναφιλητά της.

Κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της και άρπαξε το ακουστικό του

τηλεφώνου που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της. Με

δάχτυλα που έτρεμαν από σύγχυση, πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του

γραφείου και πάτησε τον εσωτερικό κωδικό για να συνδεθεί αμέσως με το

προσωπικό τηλέφωνο του πατέρα της. Άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο και

περίμενε ακούγοντας την ανάσα της να απαντήσει ο πατέρας της. Λίγα

κουδουνίσματα αργότερα συνδέθηκε με τον αυτόματο τηλεφωνητή. Θα πρέπει

να τον καλέσει στο κινητό. Τοποθετώντας το ακουστικό στην θέση του,

άκουσε φωνές. Η Μαρία Λουίζα. Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο της και

κατευθύνθηκε στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Η πόρτα από το δωμάτιο της

Μαρίας Λουίζας ήταν ανοιχτή και μπήκε μέσα για να βρει την Ροζαλίντα να

Page 61: Κληρονομιά

στέκεται κοντά στο κρεβάτι της αδερφής της κλαίγοντας και την αδερφή της να

φωνάζει υστερικά στα αγγλικά και στα ελληνικά, απαιτώντας εξηγήσεις για το

λόγο που η Ροζαλίντα της είχε ανακοινώσει πως έφευγε.

«Ροζαλίντα μπορείς να φύγεις» είπε αυστηρά στην οικονόμο και

στράφηκε στην αδερφή της.

«Τι συμβαίνει; Γιατί φεύγει; Εσύ την έδιωξες;» ρώτησε ανάμεσα στα

δάκρυά της η Μαρία Λουίζα.

«Ναι. Έπρεπε. Δεν βλέπεις τι κάνει;»

«Τι κάνει δηλαδή; Τι από αυτά που κάνει είναι χειρότερο από αυτό που

μου συνέβη;» ρώτησε μέσα στα αναφιλητά της.

«Σταμάτησε Μαρία Λουίζα. Είναι για το καλό σου» προσπάθησε να την

καθησυχάσει η Έλεν.

«Και τι ξέρεις εσύ για το καλό μου;» φώναξε η Μαρία Λουίζα και η Έλεν

σκέφτηκε ότι ποτέ πριν δεν είχε δει περισσότερη ζωή και σθένος στην αδερφή

της.

«Οφείλω να σε προστατεύσω» είπε η Έλεν ήρεμα.

«Από τι; Να με προστατέψεις από ποιόν; Από την μοναδική μου

παρέα; Τώρα θυμήθηκε να το παίξει μάνα; Δεν είσαι η μάνα μου και ούτε ποτέ

θα αξιωθείς να γίνεις μητέρα» ούρλιαξε η Μαρία Λουίζα.

Τα λόγια της, σαν καλοακονισμένα μαχαίρια, καρφώθηκαν στο μυαλό

και την καρδιά της Έλεν, φέρνοντας αθέλητα δάκρυα στα μάτια της και ένα

έντονο κάψιμο στον λαιμό της. Έκανε αμέσως μεταβολή από φόβο μην

εκστομίσει κάτι εξίσου απρεπές στην Μαρία Λουίζα και βγήκε από το δωμάτιο

της αδερφής της κατευθυνόμενη προς το δικό της. Έκλεισε πίσω της την

πόρτα και έπεσε επάνω στα απαλά σκεπάσματα, χώνοντας το πρόσωπό της

Page 62: Κληρονομιά

σε ένα από τα ευωδιαστά μαξιλάρια της. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός

από την τελευταία φορά που είχε κλάψει και επιτέλους η συσσωρευμένη

πίεση, η κούραση και τα ανάμικτα συναισθήματα φόβου και αβεβαιότητας

είχαν βρει διέξοδο.

Page 63: Κληρονομιά

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Είχα αποφασίσει να αφιερώσω λίγο από τον χρόνο μου κάνοντας

διαλογισμό και ολοκληρώνοντας τα πρωινά ραντεβού, κατευθύνθηκα στο

δωμάτιο εργασιών. Είχα αρκετό χρόνο πριν χτυπήσει το τηλέφωνο για να με

πληροφορήσει η Έλεν για το σημείο και την ακριβή ώρα της συνάντησής μας

με τον ιδιωτικό ερευνητή, και αποφάσισα να τον εκμεταλλευτώ. Είπα στην

Ειρήνη να κρατήσει όλες τις κλήσεις μου και να σημειώσει οτιδήποτε

σημαντικό για να ενημερωθώ.

Το μεσημέρι εξελίσσονταν υπέροχο και η δροσερή άνοιξη θύμιζε λιγάκι

το ζεστό καλοκαίρι. Έκλεισα το παράθυρο για να μην με αποσπούν οι ήχοι

της πόλης. Κάθισα στην αναπαυτική καρέκλα και έκλεισα για ένα λεπτό τα

μάτια μου. Δεν είναι πάντα εύκολο να συγκεντρωθείς σε μία έντονη

πνευματική προσπάθεια όταν τα μυαλό σου κατακλύζεται από σωρεία

υποχρεώσεων, συζητήσεων και δισεπίλυτων υποθέσεων. Μερικές αργές,

βαθιές ανάσες και η δημιουργία μίας γαλήνιας εικόνας συχνά βοηθάνε και γι

‘αυτό σχημάτισα στο μυαλό μου το αγαπημένο μου τοπίο. Ένα ερημικό

κομμάτι μίας ήσυχης παραλίας. Ο λαμπερός ήλιος κάνει την θάλασσα να

στραφταλίζει και να μοιάζει σε σημεία με ένα υπέροχο, χρυσό υγρό. Οι

μοναδικοί ήχοι είναι αυτοί της θάλασσας από τα κύματα που, εξουθενωμένα

από το μακρύ τους ταξίδι, φτάνουν επιτέλους ξέπνοα στην ακτή για να την

φιλήσουν και να απομακρυνθούν αμέσως μετά για να δώσουν την θέση του

στα επόμενα.

Page 64: Κληρονομιά

Μόλις χαλάρωσα, έδιωξα ακόμα και αυτήν την ήρεμη εικόνα από

μυαλό μου για να το καθαρίσω από οποιαδήποτε σκέψη.

Άναψα το κερί που είχα τοποθετήσει στην βάση του και με αυτό άναψα

τα καρβουνάκια στο πήλινο δοχείο. Έριξα λίγο από το θυμίαμα επάνω στα

καρβουνάκια και μία γνώριμη γλυκερή μυρωδιά τρύπησε τα ρουθούνια μου.

Κάθισα σε στάση διαλογισμού και έκλεισα τα μάτια μου. Άρχισα να

προσεύχομαι.

Λίγα λεπτά αργότερα μία άγνωστη, γλυκιά ευωδιά πλημμύρισε το

δωμάτιο. Ήμουν παραπάνω από σίγουρος ότι δεν είχα μυρίσει ποτέ ξανά

αυτό το όμορφο άρωμα που η έντασή του υπερκερούσε την μυρωδιά του

θυμιάματός μου. Άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες δίχως να χάσω την

αυτοσυγκέντρωσή μου.

«Σίγουρα είναι η εκδήλωση κάποιας οντότητας» σκέφτηκα ύστερα από

λίγο. Τέντωσα τις αισθήσεις μου ακόμα περισσότερο. «Θετικής οντότητας».

Ένοιωσα μία ζεστασιά στο σώμα μου και μία ανατριχίλα που ξεκινούσαν από

την βάση της πλάτης μου και προχωρούσα αργά προς τα επάνω, για να

καταλήξει στο Τσάκρα του Χιλιοπέταλου Λωτού, στην κορυφή του κεφαλιού

μου. Αισθάνθηκα να βυθίζομαι στην γλυκύτητα των συναισθημάτων και,

ενστικτωδώς, άνοιξα τα μάτια μου.

Το όραμα που είδα ήταν πεντακάθαρο και διαυγές. Δύο πανύψηλοι

άγγελοι στέκονταν ακριβώς μπροστά μου. Ο ένας φορούσε έναν πορφυρό

χιτώνα. Το πρόσωπο του είχε σοβαρό και αυστηρό ύφος. Ήταν ιδιαίτερα

επιβλητικός. Στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ δίστομο σπαθί. Τα μεγάλα του

φτερά είχαν ένα ανοιχτό γκρίζο χρώμα.

Page 65: Κληρονομιά

Ο άλλος άγγελος φορούσε έναν γαλαζωπό χιτώνα, οι πτυχές του

οποίου φαινόταν να γίνονται τυρκουάζ. Το πρόσωπό του ήταν πολύ φιλικό και

μία γλυκιά, μειλίχια έκφραση τον έκανε προσφιλή. Τα γαλανά του μάτια

εξέπεμπαν ζεστασιά και πραότητα που τα ένιωθα μέσα στην καρδιά μου. Στο

χέρι του κρατούσε μία χρυσαφένια ράβδο που κατέληγε σε έναν

ολοστρόγγυλο δακτύλιο. Τα φτερά του ήταν κατάλευκα.

Οι δύο εντυπωσιακού άγγελοι ήταν ξανθοί, με τα μαλλιά του να

κατεβαίνουν κυματιστά μέχρι τους ώμους τους.

«Ποιοι είναι;» σκέφτηκα και οι άγγελοι «ακούγοντας» την σκέψη μου

απάντησαν «Μπένι Ελοϊμ». Είχα πολύ καιρό να ακούσω μία λέξη στα

Αραμαικά. «Υιοί του Θεού» μετέφρασα στον εαυτό μου».

Μιλούσαν ταυτόχρονα, με απόλυτο συγχρονισμό, ενώνοντας τις φωνές

τους έτσι ώστε να φαίνονται σαν μία. Ένα εκπληκτικό ηχητικό άκουσμα, με

την φωνή του αγγέλου με τον πορφυρό χιτώνα να είναι βαθιά και μεταλλική,

και εκείνου με τον γαλάζιο να ακούγεται απαλή και μελωδική. Ο ήχος που

συνέθεταν οι δύο φωνές ήταν εξωπραγματικός, αλλά και καθησυχαστικός

ταυτόχρονα.

«Επειδή γνωρίζουμε πως διψάς για γνώση και σε ενδιαφέρει η

αλήθεια που κρύβεται κάτω από τα πράγματα θα σου αποκαλύψουμε μερικές

αλήθειες’, είπαν και αμέσως συνέχισαν.

‘Το Μεγάλο Όν έπλασε μια τεράστια στρατιά από υπηρέτες και

αγγελιοφόρους του θελήματος Του. Αυτοί είχαν ως αρμοδιότητα οτιδήποτε

βλέπει και δεν βλέπει το ανθρώπινο μάτι.

Page 66: Κληρονομιά

Είμαστε οι Παρατηρητές που έμειναν στην Γη για να παρατηρούν και

να φυλάγουν το ανθρώπινο είδος» είπαν οι δύο άγγελοι με την συνδυασμένη

φωνή τους.

‘Είστε αυτοί που αναφέρονται στο βιβλίο του Ενώχ, ως Watchers!

Εσείς μεταδώσατε τις τέχνες και τη γνώση στους ανθρώπους, σωστά;’ τους

ρώτησα με απορία.

‘Αλήθεια είναι αυτό. Υπάρχουμε πολύ πριν δημιουργηθεί το ανθρώπινο

είδος και κατοικούσαμε εκεί που τώρα κατοικείται εσείς’, είπαν με μια φωνή.

‘Δηλαδή, στη Γη;’ ρώτησα αμέσως. ‘Και τώρα που κατοικείτε;’

πρόσθεσα.

‘Εχεις ακούσει στις μυθολογίες για την εποχή των Θεών; Ήταν η εποχή

όπου κατοικούσαμε στη Γη. Ήταν η εποχή που η Γη μόλις είχε δημιουργηθεί

και ήταν ένας απέραντος παράδεισος. Το Μεγάλο Ον μας τοποθέτησε

φύλακες της κατοικίας Του’, είπαν.

‘Καλά, ποιο είναι το Μεγάλο Ον; Και γιατί φύγατε από τη Γη;’ ρώτησα

αμέσως.

‘Το Μεγάλο Ον είναι αυτό που αποκαλείται εσείς Θεό και κατοικούσαμε

στη Γη, μέχρι που ήρθατε εσείς’, είπαν και τα μάτια του αγγέλου με τον

πορφυρό χιτώνα, άναψαν σαν μανιασμένες φλόγες.

Από το φόβο μου δεν μίλησα, αλλά σκέφτηκα για ποιο λόγο να φύγουν

επειδή ήρθαμε εμείς!

‘Αυτός θέλησε να σας θέσει στην κορυφή της δημιουργίας Του, αλλά

άνοους και χωρίς Γνώση’, απάντησε ο άγγελος με τον πορφυρό χιτώνα.

Page 67: Κληρονομιά

‘Τότε, κάποιοι από εμάς αντέδρασαν σε αυτή του την επιλογή και

αντέδρασαν. Έδωσαν στη φυλή σας τη Γνώση και αυτό ήταν και η αιτία της

πτώσης μας’, είπε ο άγγελος με τον γαλάζιο χιτώνα.

‘Δηλαδή;’ ρώτησα. Άρα ο μύθος του Προμηθέα είναι αληθινός!!

‘Ναι, φυσικά. Όπως και σε όλους τους μύθους των ανθρώπων

κρύβονται πολλές αλήθειες, που συν τω χρόνω απέκτησαν μυθολογικές

διαστάσεις. Η πτώση που περιγράφει ο Ενώχ, οι Αννουνάκι των Βαβυλωνίων,

οι Πεπτωκότες του Ιουδαιοχριστιανισμού, οι Τιτάνες των αρχαίων Ελλήνων

είμαστε εμείς’, απάντησαν με μια φωνή και συνέχισαν, λέγοντας: ‘Εμείς σας

διδάξαμε όλες τις τέχνες, εμείς σας δώσαμε τη Γνώση του Καλού και του

Κακού’.

Τότε ήταν που αντιλήφθηκα ποιους πραγματικά είχα μπροστά μου.

Ήταν δύο αρχέγονες πνευματικές οντότητες με εκατομμύρια χρόνια γνώσης

και εμπειρίας.

«Και τι θέλετε από εμένα;» ρώτησα.

Τότε μίλησε ο άγγελος με τον πορφυρό χιτώνα.

«Είμαι το αριστερό χέρι Του Θεού. Είμαι η ΓΚΕΜΠΟΥΡΑ, ή ΝΤΙΝ» είπε

και σώπασε..

«Αυστηρότητα» μετέφρασα. «Δικαιοσύνη».

Αμέσως έλαβε το λόγο ο άγγελος με τον γαλάζιο χιτώνα

«Είμαι το δεξί χέρι Του Θεού. Είμαι η ΧΕΣΕΔ, η ΝΕΤΖΑ» είπε και

σώπασε και αυτός.

«Έλεος» συνέχισα να μεταφράζω στον εαυτό μου. «Ομορφιά».

Τότε είπαν ταυτόχρονα:

Page 68: Κληρονομιά

«Είμαστε αυτοί που ορίζουν το καλό και το κακό, και ελέγχουμε την

ισορροπία ανάμεσα τους».

‘Πως ελέγχετε την ισορροπία ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, αφού

έχετε εκπέσει;’ ρώτησα απορημένος.

‘Το Μεγάλο Ον, εμπεριέχει τα πάντα και είναι τα πάντα. Εκπέσαμε από

την κατάσταση που είμασταν. Δεν χάσαμε την φύση, τις ιδιότητες και τις

λειτουργίες μας’ είπαν και συνέχισε να μιλάει ο άγγελος με τον γαλάζιο

χιτώνα, ‘Οι άνθρωποι βιώνουν την πολικότητα διαφορετικά από εμάς. Το

Καλό και το Κακό δεν έχει ηθική φύση για μας, αλλά κοσμική. Για μας, το

Κακό είναι η ανισορροπία μεταξύ δύο καταστάσεων ή ενεργειών. Είναι πολύ

δύσκολο να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Το ότι πιστεύουν οι άνθρωποι

σε κάτι δαιμονικό σχετίζεται με ενέργειες ανθρώπινες, ψυχές κακών, ας πούμε

ανθρώπων, που μετά το θάνατο τους, διατηρούν αυτή την κακία τους. Το

Μεγάλο Ον, ο Θεός ας πούμε, ποτέ δεν έπλασε κάτι κακό ή βλαβερό’.

‘Πολύ σωστά’, συμπλήρωσα, αλλά τότε πως ελέγχετε την αρμονία

μεταξύ Καλού και Κακού, ρώτησα.

‘Το Καλό και το Κακό είναι πολωμένες καταστάσεις μιας ενέργειας.

Είναι σαν τις δύο όψεις ενός νομίσματος. Όσο υπάρχει ισορροπία, ανάμεσα

τους, τότε δεν χάνεται η φύση αυτής της ενέργειας, του νομίσματος με τις δύο

όψεις και δεν διασαλεύεται η τάξη’, είπαν με μια φωνή.

«Από εμένα, όμως, τι ζητάτε;» επέμεινα στην ερώτησή μου.

Τότε το όραμα των δύο αγγέλων εξαφανίστηκε. Στη θέση τους

εμφανίστηκε ένα μικρό κοριτσάκι, με ξανθά κυματιστά μαλλιά. Στο αριστερό

του χέρι κρατούσε μία οχιά και στο δεξί ένα λευκό κρίνο. Μου χαμογέλασε

παιχνιδιάρικα και είπε με μία φωνή που ακουγόταν να έρχεται από πολύ

Page 69: Κληρονομιά

βαθιά, αν και στεκόταν ακριβώς μπροστά μου «Ξέρουμε ότι πασχίζεις για το

καλό. Γνωρίζουμε, ακόμα, ότι σου έχουν επιτεθεί σκοτεινές δυνάμεις και σε

έχουμε προστατέψει από πολλά δεινά. Ήρθαμε να σε ενημερώσουμε και να

σε προειδοποιήσουμε».

«Για ποιο πράγμα θέλετε να με προειδοποιήσετε;» ρώτησα και

περίμενα την απάντηση.

«Για την νεαρή γυναίκα που σε επισκέφθηκε» είπε η βαθιά φωνή.

«Κινδυνεύει η Έλεν;»

«Διατρέχετε μεγάλο κίνδυνο και εσύ και η Έλεν. Η ισορροπία τείνει να

ανατραπεί» είπε το κοριτσάκι.

‘Ποιος κυνηγάει την Έλεν;’ ρώτησα.

‘Η Έλεν έχει αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς ερήμην της και κινδυνεύει

και από τους δικούς της δαίμονες που την καταδιώκουν.

Το βλέμμα μου πήγαινε συνέχεια στην οχιά στο αριστερό χέρι του

κοριτσιού.

«Τι συμβολίζει άραγε;» αναρωτήθηκα μέσα στο μυαλό μου και το

κοριτσάκι απάντησε αμέσως.

«Μην χάνεσαι στις εικόνες. Άκουσε αυτά που λέμε καθαρά. Αυτό μόνο»

είπε και εξαφανίστηκε από το όραμά μου το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.

Ένιωσα το δωμάτιο να δονείται από την μεγάλη συγκέντρωση

ενέργειας στον χώρο. Έριξα λίγο ακόμη θυμίαμα στο κάρβουνο και

συγκεντρώθηκα κλείνοντας πάλι τα μάτια μου. Άκουσα ξανά την φωνή τους

στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και τους είδα πάλι, όπως πριν σε όραμα.

«Η Ροζαλίντα είναι πιστή και φροντίζει για το καλό της Μαρίας

Λουίζας».

Page 70: Κληρονομιά

«Καταλαβαίνω» είπα και περίμενα την επόμενη πρόταση.

«Η Ροζαλίντα είναι μια βασανισμένη ψυχή, με πολύ ισχυρές δυνάμεις

και πολύ καλές προθέσεις…

Ζούσε ευτυχισμένη με τη μητέρα και τον πατέρα της στην Κούβα. Ο

πατέρας της ήταν ένας δυνατός Σαντέρο6 που ασκούσε την λευκή μαγεία και

πολεμούσε πολλές φορές με σκοτεινές δυνάμεις και ανθρώπους. Η μητέρας

της ήταν μια επίσης πολύ ισχυρή Mambo, γνωστή σε όλη την επικράτεια∙ η

οποία χωρίς να το γνωρίζει ο συζυγός της, πολεμούσε δυνατούς Palero, οι

οποίοι σκότωναν με θανατομαγεία αντί ακριβού αντιτίμου ή κατέστρεφαν τις

ζωές άλλων ανθρώπων, με ‘εργασίες’ κακοτυχίας…’

Τότε, πήρε τον λόγο, ο άγγελος με τον πορφυρό χιτώνα και είπε: «Ο

θάνατος επισκίασε αυτή την οικογένεια…Έκαναν πολλές προσπάθειες να

σκοτώσουν την μητέρα της Ροζαλίντας, αλλά ήταν μητέρα και η ροζαλίντα είχε

μεγάλες προοπτικές να γίνει μια ισχυρή λευκή Mambo και μόνο η μητέρα της

μπορούσε να την μυήσει και γι’ αυτό το λόγο, αντί να πεθάνει η μητέρα,

πέθανε ο πατέρας της».

Πήρε τον λόγο ο έτερος άγγελος και συμπλήρωσε, λέγοντας ‘και ο

θάνατός του ήταν αιφνίδιος και ήσυχος, σε αντίθεση με αυτό που

προσπαθούσε αυτή η ομάδα, η ομάδα των Μαύρων Πανθήρων, όπως

αυτοαποκαλούνται. Ήθελαν, δηλαδή, να πεθάνει με αργό και βασανιστικό

θάνατο’.

‘Για αυτό το λόγο, εμείς είμαστε οι προστάτες και ανάδοχοι της

Ροζαλίντας’, είπαν με μια φωνή.

‘Καλά η Ροζαλίντα, αλλά με το Ρένο τι συμβαίνει;’, ρώτησα.

6 Ιερέας της Σαντερίας

Page 71: Κληρονομιά

«Ο Ρένος διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Έχει μπει σε σκοτεινά μονοπάτια,

των οποίων η κατάληξη μπορεί να αποβεί μοιραία» είπαν.

«Κινδυνεύει η ζωή του, δηλαδή» ζήτησα επιβεβαίωση για να

σιγουρευτώ ότι είχα καταλάβει σωστά.

«Δεν κινδυνεύει μόνο να απολέσει την ζωή του, αλλά και την ίδια του

την ψυχή» μου είπαν οι φωνές και συνέχισαν ‘ο Ρένος ασχολήθηκε με

τεχνικές πέρα από την δική του κουλτούρα και ενώ αρχικά κυνηγούσε την

γνώση και την εμπειρία, μπλέχτηκε σ’ έναν κυκεώνα, όπου αναζητούσε μόνο

την δύναμη και έναν τρόπο για να λύσει τα όποια προβλήματα του’.

‘Όσο χρησιμοποιούσε το Voodoo, για να έχει καλοτυχία και εύνοια στα

οικονομικά’, είπε ο άγγελος με τον γαλάζιο χιτώνα, ‘τότε τα πράγματα

κυλούσαν ομαλά’

‘Το πρόβλημα ξεκίνησε, όταν άρχισε να επιθυμεί εκδίκηση, να ζηλεύει

και να νιώθει συναισθηματικά αδύναμος’, είπε ο άγγελος με τον πορφυρό

χιτώνα και συνέχισε ‘τότε ξεκίνησε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό∙ ένα ταξίδι, που

αν σταματήσεις, πέφτεις και αν γυρίσεις πίσω, καίγεσαι’.

Μου έδωσαν και άλλες πληροφορίες και πολύτιμες συμβουλές που

στην συνέχεια θα με βοηθούσαν να ολοκληρώσω το έργο μου.

Όταν τελείωσε το όραμα αισθανόμουν σαν υπνωτισμένος. Μία γλυκιά

ζάλη έκανε την αυτοσυγκέντρωση μου δύσκολη. Περίμενα λίγο ακόμα, πήρα

μερικές βαθιές ανάσες. Μόλις αισθάνθηκα έτοιμος, αποφάσισα να σηκωθώ.

Page 72: Κληρονομιά

ΔΙΠΛΕΣ ΖΩΕΣ

Στις τέσσερις παρά είκοσι η Ειρήνη απαντάει το κινητό μου. Η

συνάντηση με τον ιδιωτικό ερευνητή θα πραγματοποιηθεί σε μία καφετέρια με

θέα την Ακρόπολη. Καθόλου άσχημη επιλογή. Βρήκα τις πληροφορίες

βγαίνοντας από το δωμάτιο εργασιών σ’ ένα σημείωμα επάνω στο γραφείο

μου. Αμέσως σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου της ΄Ελεν και την άκουσα να

απαντάει πριν καν ηχήσει το πρώτο σήμα κλήσης. Προφανώς περίμενε με το

κινητό της τηλέφωνο στο χέρι. Την διαβεβαίωσα ότι θα παρευρισκόμουν στην

συνάντηση και ότι θα ήμουν στο προκαθορισμένο σημείο στην ώρα μου. Με

ευχαρίστησε σύντομα και μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει από κοντά.

Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο προφανώς για να προλάβει να ετοιμαστεί. Η

φωνή της Έλεν με παραξένεψε λίγο. Σπασμένη και επιθετική, μιλούσε

γρήγορα λες και πάσχιζε να προλάβει τον χρόνο. Αν είχε ανακαλύψει έστω και

ψήγματα από αυτά που είχα ανακαλύψει εγώ, είχε απόλυτο δίκιο να έχει

πανικοβληθεί. Η οξυμένη μου διαίσθηση μου έλεγε ότι αυτό ακριβώς είχε

συμβεί. Κοίταξα την ένδειξη της ώρας στην οθόνη του κινητού μου. Τέσσερις

παρά πέντε. Μόλις και μετά βίας προλάβαινα να ετοιμαστώ εγώ και να

καταφθάσω εγκαίρως στο σημείο συνάντησης, πόσο μάλλον μία κομψή

γυναίκα με ιδιαίτερα προσεγμένη εμφάνιση όπως η Έλεν.

Έφτασα στο σημείο συνάντησης με βρετανική ακρίβεια αφού την

στιγμή που μόλις είχα παρκάρει στο αυτοκίνητό μου έριξα μία κλεφτή ματιά

στην ένδειξη την ώρας στο καντράν του αυτοκινήτου μου. Τέσσερις και είκοσι

οχτώ.

Page 73: Κληρονομιά

Μπαίνοντας στην καφετέρια αναζήτησα με το βλέμμα την Έλεν. Ήμουν

σίγουρος ότι θα είχε φτάσει πριν από εμένα γιατί περίμενε αυτή την

συνάντηση με μεγάλη ανυπομονησία. Την είδα να κάθεται στο τελευταίο

τραπέζι από αυτά που βρισκόταν δίπλα στα παράθυρα. Με είδε και

χαμογέλασε μηχανικά. Κατευθύνθηκα αμέσως προς το τραπέζι ου καθόταν με

έναν άντρα μεσαίου αναστήματος. Στην ώρα του. «Πολύ επαγγελματικό»

σκέφτηκα και προς τα δεκαπέντε περίπου μέτρα που διήνυσα μέχρι να φτάσω

εκεί παρατήρησα ότι μόλις άλλα δύο τραπέζια είχαν πελάτες. Στο ένα, στο

βάθος, στον πιο σκοτεινό σημείο καθόταν ένα αταίριαστο ζευγάρι ενός

μεσήλικα άντρα με ψαρά μαλλιά και μίας κοπέλας με εντυπωσιακή ξανθιά

κόμη γύρω στα τριάντα. Το άλλο τραπέζι φιλοξενούσε μία παρέα τριών

ανδρών που συζητούσαν χαμηλόφωνα χαμένοι σε ένα κυκεώνα χαρτιών,

σημειώσεων και lap top υπολογιστών.

Μόλις έφτασα στο τραπέζι, ο άντρας σηκώθηκε και άκουσα την Έλεν

να λέει. Κύριε Χ., (ανέφερε το επώνυμο του ιδιωτικού ερευνητή) να σας

συστήσω με τον διάσημο μελλοντολόγο κ.Παπαδάκο. Ο κύριος Χ., μου

πρότεινε το χέρι του. Μία εγκάρδια, γερή χειραψία που υποδήλωνε έναν

άνθρωπο με μεγάλη αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τον εαυτό του. Μόλις

συστηθήκαμε κάθισα στα αριστερά την Έλεν, τοποθετώντας την με αυτό τον

τρόπο ανάμεσα σε εμένα και τον ιδιωτικό ερευνητή. Έριξα μια ματιά στο

τραπέζι μπροστά μου. Ένα πλήθος φωτογραφιών ήταν αραδιασμένες

μπροστά στην Έλεν. Κοίταξα τον ερευνητή και το επεξεργάστηκα για μερικά

δευτερόλεπτα. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος με ανακατεμένα

καστανά μαλλιά και μία ελαφριά πτώση στα βλέφαρα των ματιών του που του

προσέδιδε την εμφάνιση ενός ανθρώπου που μονίμως νυστάζει. Θα

Page 74: Κληρονομιά

μπορούσε κάποιος εύκολα να τον περάσει για έναν βαριεστημένο εργένη με

την ελαφρώς ατημέλητη εμφάνισή του. Ακόμα και η μπεζ καμπαρτίνα του, τι

θα ήταν ένας ντεντέκτιβ χωρίς την απαραίτητη καμπαρτίνα, την οποία δεν είχε

κάνει τον κόπο να την βγάλει σαν να ήταν έτοιμος να φύγει από στιγμή σε

στιγμή, ήταν τσαλακωμένη προφανώς από την συνήθεια που είχε να κάθεται

με φορώντας την. Στην σκέψη ότι καμία ταινία, σειρά ή βιβλίο δεν έχει

παρουσιάσει ποτέ ιδιωτικό αστυνομικό στον ζεστό ήλιο του καλοκαιριού,

θεώρησα πως ήταν σκόπιμο γιατί δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν

ιδιωτικό αστυνομικό με βερμούδα και σανδάλια.

Το βλέμμα μου μετακινήθηκε στην Έλεν που κάπνιζε νευρικά.

«Θα θέλατε να με κατατοπίσετε σχετικά με τις πληροφορίες που

έχετε;» ρώτησα κοιτάζοντας την αλλά απευθύνοντας την ερώτησή μου στον

κ.Χ.

«Έχουμε εξελίξεις στο σπίτι» είπε η Έλεν και με κοίταξε τραβώντας μία

γενναία ρουφηξιά από το τσιγάρο της, η κάφτρα του οποίο αναψοκοκκίνησε

και μεγάλωσε σε μήκος σχεδόν κατά ένα ολόκληρο εκατοστό.

«Είναι κάτι που πρέπει να ξέρω;» ρώτησε ο κ.Χ και η Έλεν ξέσπασε.

«Δεν μου φτάνουν όλα τα άλλα προβλήματα, έχω και την μάγισσα

μέσα στο σπίτι μου. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι βρήκα. Τι κάνει. Δεν ξέρω

πώς να το περιγράψω. Κοντεύω να τρελαθώ» είπε η Έλεν και πίεσε το

μέτωπό της με τον αντίχειρα και τα δύο μικρά δάκτυλα του δεξιού της χεριού,

κρατώντας ταυτόχρονα με τον δείκτη και τον μέσο το τσιγάρο με την

εντυπωσιακά μεγάλη κάφτρα που σιγά σιγά έχανε την αίγλη της για να

αποκτήσει το ουδέτερο, γκρίζο χρώμα της στάχτης. Φαινόταν πραγματικά

αγχωμένη και σε απόγνωση.

Page 75: Κληρονομιά

«Α» είπε ο ιδιωτικός ερευνητής και ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα

σχηματίστηκε στα χείλη του. «Μιλάς για την Ροζαλίντα».

«Το ξέρεις;» ρώτησε η Έλεν ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της,

κοιτάζοντας με προφανή έκπληξη τον κ.Χ.

«Θα σας πω γι’ αυτή στη συνέχεια. Θα θέλατε να ξεκινήσουμε από την

αρχή;» ρώτησε ο κ.Χ και βάλθηκε να αναζητεί κάτι ανάμεσα στις

φωτογραφίες. Βρήκε μία σελίδα με φωτοτυπημένα αποκόμματα αεροπορικών

εισιτηρίων κάτω από αυτές και την τράβηξε λέγοντας «εδώ είναι». Έδωσε την

σελίδα στην Έλεν που την κοίταξε με ενδιαφέρον διαβάζοντας προσεκτικά τα

μικρά, ηλεκτρονικά γράμματα που φαίνονταν ογκώδη και μουτζουρωμένα από

το καρμπόν των αεροπορικών εισιτηρίων, και η ανάγνωση των οποίων

γινόταν ακόμα δυσχερέστερη από την φωτοτύπησή τους.

«Ο Ρένος δεν είναι απλά ένας ανθρωπολόγος» άρχισε ο κ.Χ. «Πολύ

συχνά ταξιδεύει στο Μπενί της Νιγηρίας. Τρία στα τέσσερα ταξίδια του τα

τελευταία δύο χρόνια γίνονται με αυτό τον προορισμό» είπε και περίμενε την

Έλεν να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του από την φωτοτυπία.

«Μα είναι φυσικό. Προφανώς θα πρόκειται για κάποια έρευνα για ένα

από τα συγγράμματά του. Δεν βρίσκω κάτι περίεργο σε αυτόν τον προορισμό.

Είναι αλήθεια ότι ο αδερφός μου πάντα μιλούσε με θαυμασμό για τις

αφρικανικές θρησκείες και τον τρόπο λατρείας τους» είπε η Έλεν δίνοντάς μου

ταυτόχρονα την σελίδα με τις φωτοτυπίες τεσσάρων εισιτηρίων. Παρατήρησα

αμέσως ότι τα ταξίδια πραγματοποιήθηκαν όλα από την αρχή του έτους

δηλαδή σε διάστημα τριών μηνών.

Page 76: Κληρονομιά

«Δεν αφορούν μονάχα έρευνα των αφρικανικών θρησκειών» είπε ο κ.Χ

και απλώνοντας λίγο ακόμα τις φωτογραφίες στο τραπέζι μπροστά μας

διάλεξε δύο από αυτές και τις έδωσε στην Έλεν.

Το βλέμμα της Έλεν πήρε ένα αριθμό εκφράσεων με την παρακάτω

σειρά. Πρώτα φανέρωσε έκπληξη, με τα φρύδια της να ανασηκώνονται και τα

μάτια της να ανοίγουν διάπλατα, τους μύες του προσώπου της να

χαλαρώνουν αφήνοντας την κάτω σιαγόνα να ανοίξει ελαφρά.

Την έκπληξη στο πρόσωπο της διαδέχτηκε το σκωπτικό ύφος της

αμφιβολίας καθώς έφερε τις φωτογραφίες πιο κοντά στο πρόσωπό της,

μισοκλείνοντας τα μάτια της για να διακρίνει καλύτερα τις λεπτομέρειες, με το

σαγόνι της να επανέρχεται στην θέση του για να ξεροκαταπιεί μερικές φορές,

κοιτώντας διαδοχικά τις δύο φωτογραφίες ξανά και ξανά.

Τελικά, τα φρύδια της Έλεν έσμιξαν σαν δυο μικρά, λεπτά, κυματιστά

φιδάκια με δύο κάθετες ρυτίδες να σχηματίζονται ανάμεσά τους και μία

έκφραση αηδίας παραμόρφωσε τα καλοσχηματισμένα χείλια της. Μου έδωσε

τις φωτογραφίες. Εκείνη την στιγμή ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει την

παραγγελία μας. Παρήγγειλα ένα «πολλά βαρύ ελληνικό» . Ο κ.Χ ένα γαλλικό

και η Έλεν ζήτησε να της φέρουν ένα έξτρα ντράι μαρτίνι ανάβοντας νευρικά

ακόμη ένα τσιγάρο.

Οι φωτογραφίες ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τις δραστηριότητες

του Ρένου. Η αγάπη του για τις αφρικανικές θρησκείες τον είχε οδηγήσει

πραγματικά σε σκοτεινά και επικίνδυνα μονοπάτια. Στην μία φωτογραφία

απεικονίζονταν ο Ρένος, γυμνός από την μέση και πάνω, με το πρόσωπό του

βαμμένο με λευκή μπογιά, ξυπόλητος, με το σώμα του να γυαλίζει από τον

ιδρώτα, και τα μάτια του ανοιχτά με τις κόρες ψηλά, σχεδόν κάτω από τα

Page 77: Κληρονομιά

βλέφαρα σαν να βρισκόταν σε φάση κατάληψης, να είναι γονατισμένος, το

παντελόνι του γεμάτο χώμα και λάσπη, το επάνω μέρος του σώματος να

γέρνει προς τα πίσω και μπροστά του, όρθια μια γυναίκα με φανταχτερά

ρούχα σε έντονο πράσινο χρώμα να κρατάει επάνω από το στήθος του ένα

πουλερικό που έμοιαζε με κόκορα από τα πόδια. Το πτηνό αιμορραγούσε και

το αίμα του έσταζε επάνω στο στήθος του Ρένου σχηματίζοντας κόκκινα

ρυάκια που κυλούσαν για να απορροφηθούν από το ύφασμα του παντελονιού

του, νοτίζοντάς το. Ο πορτοκαλοκίτρινος φωτισμός της φωτογραφίας και οι

έντονες σκιές που σχηματίζονταν έκαναν φανερό ότι ο φωτισμός προερχόταν

από αναμμένες φωτιές, οι οποίες, όμως, δεν φαινόταν στην φωτογραφία

επειδή ο λήπτης της είχε φροντίσει να κάνει ζουμ ώστε να είναι ευδιάκριτα τα

χαρακτηριστικά του Ρένου.

Μια από τις φωτό που έδειξε ο ιδιωτικός ερευνητής στην Έλεν. Φαίνεται ξεκάθαρα, η

προετοιμασία της τελετής Voodoo.

Page 78: Κληρονομιά

Η δεύτερη φωτογραφία περιλαμβάνει τον αδελφό της Έλεν να χορεύει

μπροστά από έναν μαύρο άντρα, ντυμένο μόνο με το παντελόνι του επίσης,

με γραμμές από λευκή μπογιά στο πρόσωπο που κρατάει με τεντωμένα χέρια

πάνω από τον κεφάλι του ένα μεγάλο φίδι.

«Τί είναι όλα αυτά;» ρωτάει τελικά η Έλεν.

«Αυτή η συγκεκριμένη» λέω και δείχνω στην Έλεν την δεύτερη

φωτογραφία, «είναι από τελετή Voodoo προς τιμήν του θεού Obatala. Αυτός

που βλέπεις είναι ιερέας Voodoo και το φίδι συμβολίζει την θεότητα. Έχω

έρθει σε αντιπαράθεση με τέτοιους ιερείς στο παρελθόν».

Το veve του Θεού του Voodoo Damballah. Το χαράσσουν στο έδαφος με

καλαμποκάλευρο και πάνω εκεί γίνονται οι τελετές.

«Πράγματι οι φωτογραφίες προέρχονται από τελετές Voodoo. Δεν

μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες σαν εσάς κ. Παπαδάκο, αλλά έχω ένα

πλήθος από τέτοιες φωτογραφίες από διάφορες παρόμοιες τελετές στις

οποίες έχει παραβρεθεί ο Ρένος» είπε ο κ.Χ κοιτώντας την Έλεν.

«Μπορεί να έλαβε μέρος για να έχει πληρέστερη άποψη για κάποιο

βιβλίο του. Δεν σημαίνει ότι ο αδερφός μου ασπάζεται αυτή την πρωτόγονη,

Page 79: Κληρονομιά

παγανιστική θρησκεία. Αδυνατώ να πιστέψω κάτι τέτοιο. Όσο περισσότερο το

σκέφτομαι, τόσο πιο πιθανό μου φαίνεται» είπε η Έλεν που έδειχνε ότι ούτε η

ίδια δεν πίστευε στα λεγόμενα της. Απλά προσπαθούσε να καθησυχάσει τον

εαυτό της βρίσκοντας μία πιθανή δικαιολογία για τις αποκαλύψεις του κ.Χ.

«Έχω το σύνολο των φωτογραφιών στη διάθεσή σου, Έλεν» είπε ο

ιδιωτικός ερευνητής και συμπλήρωσε «υπάρχουν ακόμη και βίντεο που

τράβηξα με την ψηφιακή κάμερα. Όλα βρίσκονται εδώ μέσα» είπε και έβγαλε

από την τσέπη του ένα memory stick και της το έδωσε. Η Έλεν το πήρε και το

κράτησε από την άκρη του σαν να ήταν ένα μιασμένο αντικείμενο που θα

μόλυνε και την ίδια, απλά και μόνο με το που το κρατούσε. Τελικά, το έβαλε

στην τσάντα της.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και ήπιε μία γουλιά από το μαρτίνι της,

κατεβάζοντας στο μισό το περιεχόμενο του ποτηριού της . Βρήκα ευκαιρία να

πιω μία γουλιά από τον καφέ μου. Ο κ.Χ. ανακάτεψε με μανία την ζάχαρη που

έριζε στον καφέ του ανοίγοντας μία από τις χάρτινες συσκευασίες με ζάχαρη

που είχαν καταφθάσει στο τραπέζι μας μαζί με τα ροφήματά μας. Μετά από

δεκαπέντε ατελείωτα δευτερόλεπτα επαναλαμβανόμενων συγκρούσεων του

κουταλιού στα εσωτερικά τοιχώματα του λευκού φλιτζανιού με τον αχνιστό,

γαλλικό καφέ προκειμένου να σιγουρευτεί ότι η ζάχαρη είχε λιώσει εντελώς, ο

κ.Χ. φάνηκε ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και ήπιε μία μικρή γουλιά από

τον καφέ του, μισοκλείνοντας τα μάτια του με ευχαρίστηση. Έβαλε το χέρι του

στο εσωτερικό της καμπαρτίνας για να βγάλει μία μεταλλική ταμπακέρα. Την

άνοιξε και πήγε να πάρει ένα τσιγάρο. Το ξανασκέφτηκε και πήρε ένα άλλο,

δύο τσιγάρα πιο πέρα από αυτό που είχε διαλέξει πρώτα. Το κοίταξε, το

έχωσε κάτω από τη μύτη του και το μύρισε από την μία άκρη εως την άλλη,

Page 80: Κληρονομιά

απολαμβάνοντας φανερά την μυρωδιά του, σαν να ήταν κανένα πανάκριβο,

αρωματικό πούρο Αβάνας, και έψαξε πρώτα στην δεξιά και μετά στην

αριστερή τσέπη της καμπαρτίνας του για να βρει τον αναπτήρα του. Άναψε το

τσιγάρο του και έβγαλε νωχελικά τον καπνό από τα ρουθούνια του, φανερά

ευχαριστημένος. Ήπιε ακόμη μία γουλιά καφέ και πήρε άλλη μία τζούρα

καπνό.

«Αυτή είναι ιεροτελεστία για να πιεις καφέ» σκέφτηκα. «Φαντάσου τι

γίνεται με τον πρωινό καφέ».

Η Έλεν κοιτούσε με ενδιαφέρον την παράξενη συμπεριφορά του κ.Χ.

Άρχισε να χτυπά τα δάκτυλά της ανυπόμονα στο τραπέζι, γεγονός που δεν

πτόησε καθόλου τον κ.Χ.. Ακολούθησε την ιεροτελεστία του σχολαστικά, μέχρι

τα τελειώσει το τσιγάρο του. Βέβαια με αυτή την τακτική, είχε τελειώσει σχεδόν

όλο τον καφέ του, που προφανώς τον έπινε καυτό. Μόλις έσβησε το

υπόλειμμα του τσιγάρου στο διάφανο σταχτοδοχείο που ήδη μετρούσε πέντε

τσιγάρα της Έλεν, μας κοίταξε και είπε «έχω σημαντικά στοιχεία και για την

σύζυγο του αδερφού σου, ΄Ελεν».

«Αυτά τα ξέρω. Τα έμαθα απευθείας από την πηγή» σκέφτηκα και

ανακάθισα.

«Μισό λεπτό σας παρακαλώ» είπε η Έλεν και σήκωσε το χέρι της για

να τραβήξει την προσοχή του σερβιτόρου. Αυτός ήρθε αμέσως.

«Κύριοι, θα πάρετε κάτι ακόμα;» μας ρώτησε η πλούσια κληρονόμος.

Αρνηθήκαμε ευγενικά. Η αλήθεια είναι ότι ανακουφίστηκα μόλις άκουσα

την αρνητική απάντηση του κ.Χ γιατί δεν θα μπορούσα να υποστώ άλλη μία

τσιγαρο-καφε-ιεροτελεστία. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τα

γέλια μου αυτή την φορά.

Page 81: Κληρονομιά

«Πολύ καλά. Εγώ θα πάρω άλλο ένα έξτρα ντράι μαρτίνι» είπε στον

σερβιτόρο που έφυγε ταχύτατα για να μεταφέρει την παραγγελία του στον

μπάρμαν.

Τα γεγονότα της ημέρας και οι συνεχείς αποκαλύψεις του ιδιωτικού

ερευνητή απαιτούσαν ανασυγκρότηση των δυνάμεων από την πλευρά της

Έλεν, η οποία προφανώς επέλεγε την εύκολη οδό της ελαφριάς μέθης.

«Τι μάθατε για την Λίνα;» ρώτησε ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο.

«Η νύφη σας διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις με ένα νεαρό μοντέλο,

που κάνει καριέρα στην Ελλάδα. Είναι ο Κωνσταντίνος Π.» είπε ο κ.Χ. και

συγκέντρωσε τις περισσσότερες φωτογραφίες από τραπέζι. Τις έδωσε στην

Έλεν, η οποία άρχισε να τις παρατηρεί με την ησυχία της. Το μαρτίνι της

κατέφθασε, αλλά δεν καταδέχτηκε να διακόψει για να πιει λίγο από αυτό. Αυτό

με έκανε να καταλάβω πως αυτή η αποκάλυψη δεν την έπιασε εξ απροόπτου.

Είχε δει ή απλά είχε καταλάβει κάτι. Ήταν μία έξυπνη γυναίκα και η

επιχειρηματική της δεινότητα αποκάλυπταν πως ήταν οξυδερκής και

προνοητική. Ένα ανερχόμενο, νεαρό μοντέλο που κατάγεται από μία φτωχή

οικογένεια μπορεί εύκολα να πείσει έναν βιβλιοφάγο επιστήμονα ότι αποτελεί

την ιδανική επιλογή για σύζυγο.

Η Έλεν αναστέναξε και είπε δίνοντάς μου τις φωτογραφίες

«Αναμενόμενο. Παντρεύτηκε τον πλούσιο και μόλις έλυσε το οικονομικό της

πρόβλημα, άρχισε να ψάχνει τον νέο και ωραίο. Δεν είναι ασυνήθιστη

ιστορία». Ήπιε μία γουλιά από το ποτό της.

Κοίταξα με την σειρά τις φωτογραφίες. Υπήρχε τρεις που έδειχναν την

Λίνα να ερωτοτροπεί με τον Κωνσταντίνο μέσα στο αυτοκίνητό της. Άλλη μία

σε ένα πάρκο να βολτάρουν σαν ερωτευμένο ζευγάρι, πιασμένοι από το χέρι.

Page 82: Κληρονομιά

Άλλη μία σε ένα ακριβό εστιατόριο, να τρώνε ένα ρομαντικό δείπνο υπό το

φως των κεριών.

«Οι προφυλάξεις της νύφης σου δεν ήταν ιδιαίτερες, τολμώ να πω»

είπε ο κ.Χ. Πρόσεχε, βέβαια για την παρουσία κάποιου παπαράτσι , αλλά

μάλλον θεωρούσε την Ελλάδα μία σχετικά «ασφαλή» χώρα, νομίζοντας ότι

δεν θα την αναγνώριζαν εύκολα. Το γεγονός ότι ο Ρένος τον τελευταίο χρόνο

αποφεύγει εντελώς να εκτίθεται δημόσια, δεν έχει πάει σε καμία εκδήλωση και

δεν βγαίνει έξω για φαγητό, στέρησαν από την Λίνα την χαρά των βραδινών

εξόδων και των δημοσίων εμφανίσεων» είπε ο αλλόκοτος κ.Χ.

«Το γνωρίζει άραγε ο αδερφός μου;» αναλογίστηκε δυνατά η Έλεν.

«Νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα απορροφημένος από τις δραστηριότητες

του. Ίσως το υποπτεύεται, αλλά κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην

Αφρική, δεν έδειξε να ασκεί κανέναν έλεγχο στην γυναίκα του. Της

τηλεφωνούσε μόνο μία φορά την ημέρα, κατά τις έντεκα το πρωί και η

συνομιλία δεν κρατούσε πάνω από πέντε με έξι λεπτά τη φορά».

«Έτσι ακριβώς είναι ο αδερφός μου. Το μοναδικό πάθος και η

παράφορη αγάπη του για την επιστήμη του, δεν έχουν αφήσει χώρο στην

καρδιά του για κανέναν» είπε η Έλεν σκεπτική.

«Τι άλλες πληροφορίες μπορείτε να μας δώσετε για τον Κωνσταντίνο;»

επενέβησα στην συζήτηση. Ήμουν κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι η ερωτική

ζωή του θα ήταν εξαιρετικά πλούσια.

«Βίος και πολιτεία!» είπε με ενθουσιασμό ο κ.Χ. Πήρε τις υπόλοιπες

φωτογραφίες που είχε αραδιάσει επάνω στο τραπέζι. Τις κοιτούσε μία μία και

τις έδινε στην Έλεν λέγοντας στην κάθε φορά στοιχεία για την γυναίκα που

εμφανίζονταν στην κάθε φωτογραφία.

Page 83: Κληρονομιά

«Εδώ είναι με την κ.Α. Την αναγνωρίζεται βέβαια»

Η Έλεν έγνεψε καταφατικά και κοίταξε την φωτογραφία για μερικά

δευτερόλεπτα. Ύστερα μου την έδωσε.

«Μάλιστα. Σκέφτηκα. Πραγματικό ζιγκολό». Η φωτογραφία παρουσίαζε

μία πασίγνωστη κυρία της κοινωνικής ζωής της Ελλάδας, η οποία, από αυτά

ου γνώριζα, ήταν παντρεμένη, είχε δύο παιδιά και περνούσε τον χρόνο της

ξοδεύοντας την αμύθητη περιουσία του άντρα της σε ταξίδια στο Παρίσι και

στην Ιταλία για ψώνια, αλλά και διάφορα φιλανθρωπικά και ευαγή ιδρύματα,

σε αρκετά από τα οποία είχε την τιμή να είναι πρόεδρος ή μέλος του

διοικητικού συμβουλίου. Φυσικά, η κυρία αυτή έχαιρε τουλάχιστον σαράντα

επτά Μαΐων αν και η περιποίηση προσώπου και σώματος που της

εξασφάλιζαν τα χρήματα του άντρα της, καθώς και η πανάκριβη, κομψότατη

γκαρνταρόμπα της αποτελούμενη από κομμάτια γνωστών σχεδιαστών μόδας,

της αφαιρούσαν τουλάχιστο δέκα από αυτούς.

«Εδώ είναι με την κυρία Γ. Θα την αναγνωρίζεται σίγουρα. Είσαστε,

κατά καποιο τρόπο, συνάδελφοι» είπε ο παράξενος κ.Χ. και η Έλεν

χαμογέλασε βλέποντας την φωτογραφία.

«Μα αυτή είναι αρκετά μεγάλη σε ηλικία» είπε προσπαθώντας να φανεί

ευγενική, ενώ κατά βάθος θα ήθελε να πει «τι δουλειά έχει με αυτή την

παλιόγρια;»

Σιγουρεύτηκα για το ύφος και τις σκέψεις την Έλεν μόλις είδα την

φωτογραφία. Η ερίτιμος κυρία Γ., χήρα πλοιοκτήτου, απαθανατισμένη σε ένα

τρυφερό τετ-α-τετ με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος έδειχνε φρέσκος και

δροσερός σαν ένα τραγανό κεράσι δίπλα σε ένα γέρικο, σταφιδιασμένο και

αποξηραμένο δαμάσκηνο.

Page 84: Κληρονομιά

«Πρέπει να είναι τουλάχιστο εξήντα πέντε ετών» είπα στον εαυτό μου,

αλλά μάλλον η σκέψη μου ξέφυγε φωναχτά γιατί αμέσως άκουσα τον κ.Χ., ο

οποίος φαινόταν πως απολάμβανε το γεγονός ότι εξέθετε πλούσιες, διάσημες,

ώριμες κυρίες σε δύο ανθρώπους εντελώς αγνώστων σε αυτές. Το χαμόγελό

του είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά του και έδειχνε ιδιαίτερα περήφανος για το

υλικό που είχε συγκεντρώσει. Προφανώς, έτσι θα δικαιολογούσε την

παχυλότατη αμοιβή του,

«Εβδομήντα δύο τον Ιούνιο, κύριε Παπαδάκο» και χαμογέλασε πάλι.

«Έτσι έ,» είπα και ξανακοίταξα την φωτογραφία. «Χρειάζεται ένα

διαφορετικού είδους σθένος και αντοχή για να κάνει ένας άντρας αυτή την

δουλειά» είπα πάλι δυνατότερα από ότι περίμενα.

«Και είναι ελάχιστοι αυτοί που διαθέτουν αυτά τα προσόντα» είπε ο

απίθανος κ.Χ.

Κάναμε όλη μία ανάπαυλα από τις φωτογραφίες. Άφησα αυτή που

κρατούσα ανάποδα επάνω στο τραπέζι. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, δεν

νομίζω καμία στιγμή να ήταν κατάλληλη, για να αναλογιστώ για το απόθεμα

ψυχικού σθένους και την αναισθησία του Κωνσταντίνου σε ερωτικά θέματα.

«Κάνατε εκπληκτική δουλειά κ.Χ.» είπε η Έλεν. «Το υλικό που

προσκομίσατε είναι εξαιρετικό. Είμαι σίγουρη πως και οι υπόλοιπες

φωτογραφίες και τα βίντεο στο stick που μου δώσατε θα έχουν την ίδια

ευκρίνεια. Είσαστε άξιος της φήμης και της αμοιβής σας».

«Μα έχω κι άλλες αποκαλύψεις» είπε ο κ.Χ. με ένα φανερά

προσβεβλημένο ύφος. «Νομίσατε ότι είναι μόνον αυτά;» ρώτησε και αμέσως

είπε «Θα θέλατε, ίσως, άλλο ένα μαρτίνι; Τα επόμενα νέα είναι εξίσου

συγκλονιστικά» είπε περιχαρής, γεγονός που με έκανε να τον χαρακτηρίσω

Page 85: Κληρονομιά

ως σαδιστή γιατί πλέον ήταν φανερό πως απολάμβανε την έκπληξη των

πελατών του για τις πικάντικες και ζοφερές αποκαλύψεις του.

Με αυτή την πρόταση η Έλεν έγνεψε στον σερβιτόρο για άλλο ένα, ο

οποίος έσπευσε να το παραγγείλει έχοντας καταλάβει αμέσως την αυτοσχέδια

νοηματική γλώσσα που είχε χρησιμοποιήσει η Έλεν για την παραγγελία.

«Έχεις έρθει με το αυτοκίνητό σου;» ρώτησα την Έλεν μέχρι να

καταφθάσει το ποτό της.

«Όχι. Με έφερε ο σωφέρ του μπαμπά Θα μπορούσες να με πας εσύ

στο σπίτι σε παρακαλώ;» ρώτησε ευγενικά αλλά άμεσα.

«Ασφαλώς. Θα σου το πρότεινα ούτως ή άλλως» είπα και χαμογέλασε

γιατί κατάλαβε πως είχα ανησυχήσει για την ποσότητα του αλκοόλ που είχε

ήδη καταναλώσει.

«Θαυμάσια. Ευχαριστώ» είπε και άναψε άλλο ένα τσιγάρο.

Μόλις κατέφθασε και το τρίτο μαρτίνι και ρούφηξε μία ακόμα γενναία

γουλιά είπε «Σας ακούω κ.Χ».

«Πρόκειται για την Τάνια» είπε ο σαδιστής κ.Χ.

«Τι συμβαίνει με αυτή;» ρώτησε η Έλεν και έδειξε να αναζωπυρώνεται

το ενδιαφέρον της.

Ο κ.Χ. της έδειξε τις δύο τελευταίες από τις φωτογραφίες που κρατούσε

στα χέρια του. Η αρχική έκπληξη έγινε θυμός στα μάτια της Έλεν, η οποία

μελέτησε τις φωτογραφίες και μου τις έδωσε αναφωνώντας «Την πρόστυχη»

κάνοντας εμφανές ότι θα ήθελε να την αποκαλέσει ακόμα χειρότερα αλλά της

το απαγόρευε η καλή της ανατροφή.

Μία γυναίκα, με ωραίο και επιβλητικό παρουσιαστικό, ήταν σε τρυφερή

σκηνή με ένα ψηλό, γεροδεμένο άντρα με στολή. Το ζευγάρι φαινόταν να

Page 86: Κληρονομιά

κρύβεται πίσω από έναν ψηλό θάμνο, αλλά η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη

από τέτοια γωνία ώστε τα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών να είναι

ευδιάκριτα. Η φωτογραφία φαινόταν πως έχει τραβηχτεί από επίπεδο αρκετά

υψηλότερο του εδάφους και η γυναίκα ήταν στραμμένη έτσι ώστε νόμιζες πως

αν κοιτούσε λίγο πιο δεξιά, τα μάτια της θα καρφωνόταν κατευθείαν στην

κάμερα. Είχε τα κοκκινωπά μαλλιά της πιασμένα ψηλά και στα αυτιά της

κρέμονταν δύο ευμεγέθη μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Το πρόσωπό της δεν

ήταν άσχημο, αλλά τα έντονα ζυγωματικά της και τα λεπτά χείλη της την

έκαναν να μοιάζει λίγο με κακιά μάγισσα. Σίγουρα την αίσθηση αυτή επέτεινε

το μαύρο μολύβι με το οποίο είχε βάψει το περίγραμμα των ματιών της και η

σκούρα πράσινη σκιά επάνω από τα βλέφαρά της, σε ταιριαστή απόχρωση με

το σκουροπράσινο φόρεμά της. Στο βλέμμα της ήταν εύκολο να διακρίνεις την

τρυφερότητα με την οποία κοίταζε μέσα στα μάτια του συντρόφου της. Ο

παρτενέρ της ήταν σχεδόν γυρισμένος με την πλάτη στον φακό, αλλά

φαινόταν να έχει ρωμαλέα σωματική διάπλαση και αξιόλογο ανάστημα. Τα

ξανθωπά μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα και είχε τα χέρια του περασμένα

γύρω από την μέση της Τάνιας.

Η δεύτερη φωτογραφία ήταν τραβηγμένη πάλι σε εξωτερικό χώρο. Ο

άντρας δεν φορούσε το σακάκι του και είχε διπλώσει τα μανίκια του λευκού

του πουκαμίσου μέχρι τους αγκώνες. Με το ένα χέρι κρατούσε ένα λάστιχο

ποτίσματος με ένα ειδικό εξάρτημα στην ελεύθερη άκρη του που έκανε το

νερό να τρέχει σαν ντουζ, πλένοντας με αυτό μία μαύρη Ρολς Ρόυς, και με το

άλλο είχε αγκαλιάσει την Τάνια, η οποία στεκόταν ακριβώς μπροστά του,

περνώντας το χέρι του επάνω στην κοιλιά της, κρατώντας της σφιχτά επάνω

στο δικό του σώμα. Η Τάνια φαινόταν να το διασκεδάζει γελώντας. Τα κόκκινα

Page 87: Κληρονομιά

μαλλιά της ήταν βρεγμένα και έδειχναν σκουρότερα από την άλλη

φωτογραφία. Το ίδιο βρεγμένο ήταν και το γαλάζιο μπλουζάκι της και το λευκό

παντελόνι της.

«Ποιος είναι ο κύριος;» ρώτησα γιατί προφανώς ήμουν ο μοναδικός

που δεν γνώριζε εκείνη την στιγμή την ταυτότητα του άντρα που είχε κλέψει

την καρδιά της προσωπικής γραμματέως του καπετάν-Γιάννη, και μητέρας της

μικρότερης κόρης του, της Αννούλας.

«Ο Μαξ. Ο σωφέρ και προσωπικός σωματοφύλακας του πατέρα μου»

είπε η Έλεν και με κοίταξε.

«Ο Μάξ;» είπα με νόημα. «Πόσο καιρό δουλεύει για τον πατέρα σου;»

ρώτησα.

«Έχει κλείσει δεκαετία. Θυμάμαι όταν είχε πρωτοέρθει ως Μάκης.

Μέχρι τότε δούλευε στη νύχτα ως μπράβος σε μαγαζιά. Είπε στον πατέρα μου

ότι ήθελε να ξεφύγει και ζητούσε μία σταθερή δουλειά. Σχεδόν έκλαιγε. Ο

πατέρας μου στην αρχή σκέφτηκε να τον προσλάβει σαν φύλακα στη εταιρία.

Δούλεψε εκεί περίπου έξι μήνες και ταυτόχρονα το χρησιμοποιούσε ως οδηγό

γιατί ο προηγούμενος είχε μόλις συνταξιοδοτηθεί. Η ευθύτητα του Μαξ και η

προθυμία του, έκαναν τον πατέρα μου να τον εμπιστευτεί και να του αναθέσει

τα καθήκοντα του προσωπικού του φρουρού και οδηγού. Η αλήθεια είναι ότι

δεν είχε πέσει στην αντίληψη μου, μέχρι σήμερα, κάτι μεμπτό για τον Μαξ. Ο

πατέρας μου θα τρελαθεί όταν το μάθει. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να του το

πω». Με τα τελευταία λόγια η Έλεν έπεσε σε σκέψεις.

Μετά από λίγες στιγμές παύσης, η νεαρή εφοπλίστρια αποφασίζει να

αναδυθεί από τις σκέψεις της και να απευθύνει τον λόγο πάλι στον κ.Χ.

«Έχετε να μου πείτε κάτι για την Ροζαλίντα;»

Page 88: Κληρονομιά

«Για την Ροζαλίντα θα σου πω εγώ» επεμβαίνω προκαλώντας άλλη

μία έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο της Έλεν.

«Εσύ; Τι ξέρεις για την Ροζαλίντα;»

«Η Ροζαλίντα είναι μία βασανισμένη ψυχή. Τρέφει απεριόριστη αγάπη

για την Μαρία Λουίζα. Αγαπάει και σέβεται και εσένα και τον πατέρα σου. Δεν

θα έκανε ποτέ κακό σε κανένα σας και όλες τις οι πράξεις αποσκοπούν στο

καλό και στην προστασία σας. Η μητέρα της, όταν ήταν στην Κούβα ήταν από

τις γνωστότερες Mambo εκεί».

«Τι είναι οι Mambo;» ρώτησε η Έλεν.

«Έτσι ονομάζονται οι γυναίκες «μάγισσες» στην Κούβα. Αυτές που

εξασκούν Σαντερία. Όταν, λοιπόν, κάποιοι μαύροι μάγοι σκότωσαν τον άντρα

της, πήρε τα παιδιά της και κατέφυγε εδώ, στην Ελλάδα όπου βρισκόταν η

αδελφή της».

«Ούτε εγώ δεν κατάφερα να συγκεντρώσω αυτές τις πληροφορίες»

είπε ο ιδιωτικός ερευνητής με την βλεφαρόπτωση. Ήμουν σίγουρος πως αν

δεν είχε πεσμένα βλέφαρα, θα είχε καταφέρει να αποδώσει την έκπληξη που

προσδίδουν τα γουρλωμένα μάτια στο πρόσωπο των ανθρώπων. «Πώς

βρήκατε όλες αυτές τις πληροφορίες;» ρώτησε.

«Έχω κι εγώ τις πηγές μου» είπα και αποφάσισα να τον αφήσω στο

σκοτάδι για την προέλευση των πληροφοριών που μόλις είχα αποκαλύψει.

«Μα αν είχες δει αυτά που είδα σήμερα Πητ, δεν νομίζω να πίστευες

ότι θέλει το καλό μας».

«Θα ήθελες να μας εξηγήσεις;» ρώτησα απαλά.

Η Έλεν άρχισε να αφηγείται την σκηνή που εξελίχθηκε στο σπίτι της.

Περιέγραψε με όση λεπτομέρεια μπορούσε αυτά που είχε δει και δεν

Page 89: Κληρονομιά

παρέλειψε τίποτα από την συζήτηση που είχε με την Ροζαλίντα. Σκέφτηκα

πως παρ’ όλη τη σύγχυση και τον θυμό της, είχε μία πολύ καλή μνήμη και δεν

άφηνε καμία λεπτομέρεια απαρατήρητη. Θυμόταν ακριβώς μέχρι και το όνομα

Τσάνγκο που είχε αναφέρει η οικονόμος.

«Μπορώ να σε διαβεβαιώσω» είπα αφού είχα ακούσει με προσοχή την

περιγραφή της Έλεν, ότι τίποτα από αυτά δεν προκαλεί το κακό. Είναι τελετή

προστασίας. Σίγουρα την είχε μάθει από την μητέρα της.

«Ναι, αλλά όλα αυτά είναι τόσο μακάβρια και παγανιστικά» είπε η Έλεν

με την φωνή της να φανερώνει ότι σκεφτόταν όσα της είπα. Είχε εμπιστοσύνη

στις γνώσεις μου και το γεγονός ότι επιβεβαίωνα τους ισχυρισμούς της

Ροζαλίντας την έκαναν να σκέφτεται πως είχε αντιδράσει παρορμητικά και

απερίσκεπτα, διώχνοντας την μοναδική παρέα της Μαρίας Λουίζας από την

έπαυλη, αναγκάζοντας την να γίνει πικρόχολη με την ίδια.

«Κύριε Παπαδάκο, θα μας φας την δουλειά» είπε ο κ.Χ. και

χαμογέλασα.

«Δεν το έχω σκοπό αγαπητέ μου κύριε» απάντησα. «Εσείς, μήπως

έχετε κάποια επιπλέον πληροφορία να προσθέσετε;» τον ρώτησα.

«Όχι, εκτός από το γεγονός ότι η Ροζαλίντα αγόραζε συχνά διάφορα

βοτάνια από ένα βοτανοπωλείο στο κέντρο της πόλης, σε κάποιο στενό,

καθώς και έναν ζωντανό κόκορα που μόλις κατάλαβα πως τον

χρησιμοποίησε» απάντησε με την σειρά του. Με αυτά τα λόγια, έβγαλε ξανά

την ταμπακιέρα του και επιδόθηκε άλλη μία φορά στην αναζήτηση του

αναπτήρα του, έστω και αν στο φλιτζάνι μπροστά του δεν υπήρχε καθόλου

καφές.

Page 90: Κληρονομιά

Εκείνη την στιγμή, το κινητό τηλέφωνο της Έλεν κουδούνισε και εκείνη

το πήρε στα χέρια της και κοίταξε την φωτεινή οθόνη.

«Ο Ρένος» είπε και τα φρύδια της ανασηκώθηκαν άλλη μία φορά σε

ένδειξη έκπληξης.

«Έλα μεγάλε αδερφέ» είπε και έσμιξε τα χείλη της ακούγοντας τον

Ρένο να της μιλάει. Ταυτόχρονα κοίταξε το εντυπωσιακό της Ρόλεξ.

«Αν θέλεις μπορούμε να συναντηθούμε σε σαράντα πέντε λεπτά…

Ναι… Ξέρω που είναι… Εντάξει… Τα λέμε από κοντά». Έκλεισε το τηλέφωνο

και μας κοίταξε.

«Θέλει να με δει. Θα φύγουν ταξίδι εκτός Ελλάδος με την Λίνα. Είπε

πως θέλει οπωσδήποτε να με δει πριν φύγει» είπε και έμεινε σκεπτική να

κοιτάει το σταχτοδοχείο με τα αποτσίγαρα.

«Θα σε πάω εγώ» της είπα διακόπτοντας την σιωπή όλων μας.

«Σε ευχαριστώ Πητ» είπε βάζοντας τον αναπτήρα και την ταμπακέρα

της στην τσάντα, αφού πρώτα έλεγξε τον αριθμό των τσιγάρων που είχαν

απομείνει. Πήρε το κινητό της και σηκώθηκε. Ταυτόχρονα σηκώθηκα κι εγώ.

Ακολούθησε ο κ.Χ. ο οποίος μου πρότεινε το χέρι του ξανά.

«Είστε πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος κύριε Παπαδάκο. Είμαι

πανευτυχής που σας γνώρισα επιτέλους και από κοντά». Έσφιξε το χέρι μου

επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενά του.

«Αύριο το πρωί θα τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες που έχουμε» του

είπε η Έλεν και έδωσε το χέρι της με την σειρά της στον παράξενο ιδιωτικό

ερευνητή.

«Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης» είπε ο κ.Χ. χαμογελώντας.

Page 91: Κληρονομιά

«Σας ευχαριστώ πολύ για την συνεργασία» είπε η Έλεν και άφησε ένα

χαρτονόμισμα στο τραπέζι που έφτανε για την παραγγελία τουλάχιστον

άλλων δέκα ατόμων. Ο σερβιτόρος είχε ήδη καταφτάσει για να πληρωθεί

καθώς μας είχε δει που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, δεν είχε άλλωστε και

πολύ δουλειά, και οι κόρες του διεστάλησαν όταν είδε το χαρτονόμισμα και

άκουσε την Έλεν να του λέει:

«Κρατήστε τα ρέστα».

Page 92: Κληρονομιά

ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ

Ο Ρένος είχε ήδη φτάσει στο πολυτελές καφέ – εστιατόριο. Προφανώς

είχε τουλάχιστο δέκα λεπτά γιατί ήδη είχε παραγγείλει το ποτό του και

απολάμβανε το πούρο του. Το μαυρισμένο του πρόσωπο, αγρίευε τα γλυκά

του χαρακτηριστικά. Η Έλεν δεν είχε συνηθίσει τον βιβλιοφάγο αδερφό της με

αυτή την παράξενη απόχρωση, ο οποίος μόνιμα χωμένος σε στοίβες βιβλίων

και αρχείων, κλεισμένος στο γραφείο του περνώντας ατελείωτες ώρες

μπροστά στον υπολογιστή του, είχε μόνιμα ένα χλωμό και άτονο δέρμα. Το

δέρμα του έδειχνε γερασμένο και πού σκουρότερο από ότι συνήθως. Μάλιστα

σε κάποια σημείο στο μέτωπο, την μύτη και τα μάγουλά του το δέρμα

φαινόταν κατακόκκινο, προδίδοντας του μία κοκκινόμαυρη όψη που έμοιαζε

με χρωματισμένη αφρικανική μάσκα. Η Έλεν είχε δει πολλές από δαύτες σε

προηγούμενες συζητήσεις με τον μεγάλο της αδερφό, ο οποίος

ενθουσιασμένος της έδειχνε πάντα τις καινούριες του ανακαλύψεις και

ενασχολήσεις.

«Καλησπέρα μεγάλε αδερφέ» του είπε χαμογελώντας και αυτός

σηκώθηκε από το κάθισμά του και την φίλησε σταυρωτά.

«Καλησπέρα τσίκα» της είπε χαμογελώντας ο Ρένος. Το προσωνύμιο

τσίκα της το είχε κολλήσει από πολύ παλιά όταν την φώναζε συνέχεια

πιτσιρίκα, εως ότου τελικά αποφάσισε να χρησιμοποιεί μία αυτοσχέδια

σύντμηση.

«Πες μου τα νέα σου» είπε η ‘Ελεν και βολεύτηκε σε ένα αναπαυτικό

κάθισμα απέναντι του. Τον κοίταζε και παρατηρούσε ένα τελείως διαφορετικό

άνθρωπο από αυτόν που ήξερε για αδερφό της. Ένα ογκώδες, χρυσό

Page 93: Κληρονομιά

δαχτυλίδι με ένα περίεργο σύμβολο επάνω του κοσμούσε το δεξί του χέρι.

Υπό άλλες περιστάσεις θα της προκαλούσε ιδιαίτερη έκπληξη, γιατί ο Ρένος

δεν συνήθιζε να φοράει κοσμήματα και μάλιστα τόσο εντυπωσιακά. Το

φανταχτερό του πουκάμισο με τα έντονα χρώματα ήταν επίσης εντελώς εκτός

των ενδυματολογικών του προτιμήσεων. Τα κοντά μανίκια, άφηναν ακάλυπτο

το χέρι του από τον αγκώνα και κάτω και ένα πολύπλοκο τατουάζ δέσποζε

στο αριστερό του αντιβράχιο. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο τατουάζ για

λίγα δευτερόλεπτα και η άφιξη του σερβιτόρου για να πάρει την παραγγελία

της, της έδωσε τον χρόνο που χρειαζόταν.

«Το συνηθισμένο;» ρώτησε ο Ρένος.

Έγνεψε καταφατικά και προσηλώθηκε στο τατουάζ. Ήταν ένα

παράξενο γεωμετρικό σχήμα, αποτελούμενο από πολλούς μικρούς ρόμβους

και μικρά αστεράκια στο κέντρο τους. Κάθετες γραμμές περνούσαν μέσα από

τους ρόμβους και τα αστεράκια. Άκουσε τον Ρένο να ολοκληρώνει την

παραγγελία του ζητώντας άλλο ένα μαύρο ρούμι για τον εαυτό του και

παρατήρησε ότι το ποτήρι του ήταν άδειο με εξαίρεση μερικά μισολειωμένα

παγάκια. Επέστρεψε το βλέμμα της στο πρόσωπό του για να παρατηρήσει

ένα κολιέ από εναλλασσόμενες μπλε και λευκές χάντρες που κοσμούσε τον

λαιμό του.

«Αποφάσισες να αλλάξεις τον τρόπο ντυσίματός σου» ρώτησε η Έλεν.

«Ναι. Λίγο» είπε ο Ρένος χαμογελώντας.

«Όχι και λίγο. Σαν κολομβιανός έμπορος ναρκωτικών είσαι».

Ο Ρένος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια αποκαλύπτοντας τα κατάλευκα

δόντια του που φαίνονταν ακόμη λευκότερα σε αντίθεση με το σκούρο χρώμα

του δέρματός του. Η Έλεν παρέμεινε να τον κοιτάει. Είχε αλλάξει τόσο πολύ.

Page 94: Κληρονομιά

Ο Ρένος που ήξερε δεν εξωτερίκευσε τα συναισθήματα του με αυτό τον τρόπο

και, ασφαλώς, δεν γελούσε με την καρδιά του. Είχε πολλά χρόνια να τον δει

να γελάει έτσι. Χαμογέλασε και αυτή.

«Ε, όχι κι έτσι» είπε ο Ρένος μόλις ηρέμησε.

Τεντώθηκε και έπιασε το χέρι της Έλεν. «Κοίτα τσίκα… Πολλά

πράγματα έχουν άλλη σκοπιμότητα. Κάποια άλλα, πάλι,…»

«…δεν είναι αυτό που φαίνονται» είπε η Έλεν συμπληρώνοντας την

πρότασή του. Την κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.

«Το ξέρω αυτό Ρένο. Μου το έχεις πει χιλιάδες φορές» είπε η Έλεν και

ο Ρένος άφησε το χέρι της και κοιτώντας την στα μάτια τραβήχτηκε πίσω για

να μπορέσει ο σερβιτόρος να αφήσει τα ποτά τους. Τα ποτήρια ήχησαν

χαρούμενα μόλις ακούμπησαν το τραπέζι και το θελκτικό, παγωμένο,

αλκοολούχο περιεχόμενο τους λαμπύριζε προκλητικά. Η Έλεν έβγαλε την

ταμπακέρα και τον αναπτήρα της και άναψε ένα τσιγάρο πριν πιει μία γουλιά

από το έξτρα ντράι μαρτίνι της και ο Ρένος ξανάναψε το πούρο του που εν τω

μεταξύ είχε σβήσει. Ήπιαν και οι δύο από μία μεγάλη γουλιά,

απολαμβάνοντας τον κάψιμο του αλκοόλ στο λαρύγγι, ανακατεμένο με την

γεύση του αγαπημένου τους καπνού. Μία απόλαυση που γνωρίζουν μόνο οι

καπνιστές και την οποία τα αδέρφια μοιράστηκαν εκείνο το γλυκό, ανοιξιάτικο

απόγευμα.

«Τώρα, μπορείς να μου πεις τα νέα σου» είπε η Έλεν απολαμβάνοντας

την στιγμή.

«Πούλησα ένα ντοκιμαντέρ στο Discovery Channel για τις θρησκευτικές

μαγικές πρακτικές στην Αφρική. Πρέπει να τους άρεσε πολύ γιατί κέρδισα ένα

σεβαστό ποσό. Παράλληλα, πούλησα αρκετές φωτογραφίες και τρία άρθρα

Page 95: Κληρονομιά

που θα βγουν σε συνεχόμενα τεύχη σε ένα αμερικάνικο περιοδικό. Πολύ

καλές κινήσεις αν σκεφτείς ότι σε τρεις μήνες θα βγει στην κυκλοφορία το

βιβλίο μου για τις τελετές Voodoo με την πλήρη έρευνα που έκανα» είπε ο

Ρένος και ήπιε άλλη μία γουλιά από το μαύρο ρούμι που είχε παραγγείλει.

Φαινόταν πως ο Ρένος έπινε περισσότερο τελευταία γιατί στο

παρελθόν, θυμόταν η Έλεν, απέφευγε το αλκοόλ γιατί του «θόλωνε την

νόηση» όπως έλεγε.

«Απολαμβάνεις το ποτό σου βλέπω» είπε η Έλεν.

«Μα για αυτό το λόγο δεν υπάρχουν τα ποτά. Τα ποτά, τα φαγητά, ο

χορός. Όλα αυτά είναι ανθρώπινες απολαύσεις και κατακρίνω τον εαυτό μου

που τα στερήθηκα τόσα χρόνια. Ο κύριος λόγος είναι ότι δεν ήξερα τι έχανα.

Στα διαλείμματα μου ανάμεσα στο διάβασμα έτρωγα συνήθως ένα σάντουιτς

με…»

«…Καπνιστό χοιρομέρι και μαρούλι» συμπλήρωσε η Έλεν γελώντας.

«Τι πανδαισία γεύσεων αλήθεια» είπε και ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.

Ο Ρένος φαινόταν πιο χαλαρός και ελεύθερος Απολάμβανε

περισσότερο την ζωή του. Ίσως η ενασχόλησή του με κάτι που αγαπούσε

τόσο πολύ να μην του έκανε και τόσο μεγάλο κακό. Δυστυχώς η Έλεν δεν

μπορούσε να διατυπώσει δυνατά αυτές τις σκέψεις.

«Πες μου για το καινούριο σου ενδιαφέρον, το Voodoo» είπε η Έλεν και

ανακάθησε για να μπορέσει να σκύψει λίγο περισσότερο μπροστά ώστε να

ακούσει τα λεγόμενα του Ρένου δίχως να χάσει κουβέντα και με την μικρότερη

δυνατή προσπάθεια.

«Α, ναι. Το Voodo. Μία πολύ ενδιαφέρουσα θρησκεία. Η λέξη θρησκεία

είναι δυτικός όρος που χρησιμοποιούν για όλες τις πρακτικές που

Page 96: Κληρονομιά

προέρχονται από την Αφρική. Η λέξη Voodoo προέρχεται από την αφρικανική

λέξη Vodun που σημαίνει «πνεύμα». Στην Κούβα, για παράδειγμα, εξασκούν

τη Santeria και το Palo. Στην Αϊτή το Voodoo. Στη Νέα Ορλεάνη το Hoodoo,

στη Βραζιλία τη Macumba και την Brujeria. Στα νησιά Μπαρμπάντος και στην

Τζαμάικα ασχολούνται με την Obeah και πάει λέγοντας. Η ρίζα όλων είναι η

Αφρική» είπε ο Ρένος κάνοντας μία σύντομη ανασκόπηση στις «σκοτεινές»

θρησκείες αφρικανικής προέλευσης.

«Και όλα αυτά ασχολούνται με μαύρη μαγεία δηλαδή;» ρώτησε η Έλεν.

«Όχι μικρή μου» είπε ο Ρένος χαμογελώντας. «Το Voodoo δεν είναι

απαραίτητα μαύρη μαγεία. Στο Voodoo, όπως και στις άλλες κοινές με αυτό

θρησκείες, υπάρχει σαφής διαχωρισμός πρακτικής και συστημάτων. Για

παράδειγμα, ο ιερέας-μάγος στο Voodoo αποκαλείται Houngan. Αντίθετα,

αυτός που ασχολείται και εξασκεί μαύρη μαγεία ονομάζεται Bokor. Ακόμη,

υπάρχουν συστήματα, ας τα ονομάσουμε «λευκά», όπως η Santeria, η οποία

περιλαμβάνει και καθολικούς αγίους στην λατρεία της, αλλά και συστήματα

όπως το Palo Mayombe και το Palo Kimbisa που είναι ότι πιο σκοτεινό και

νεκρομαντικό υπάρχει».

Η Έλεν ανατρίχιασε στη σκέψη ότι κάποιος θα μπορούσε να κάνει

νεκρομαντεία! Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε με το βλέμμα της καρφωμένο

σε κάποιο σημείο στο πάτωμα, πέρα και δεξιά από την καρέκλα του Ρένου.

Φαινόταν πως είχε ξεχαστεί αλλά μία ερώτηση γαργαλούσε την άκρη της

γλώσσας της και έφτανε ακριβώς πίσω από τα δόντια της. Στην προσπάθεια

της να την κρατήσει μέσα στο στόμα της πίεζε τα χείλη της μεταξύ τους,

γεγονός που ανάγκαζε την γλώσσα της να πιέσει με δύναμη τον ουρανίσκο

της. Τελικά, κοίταξε τον Ρένο στα μάτια και αποφάσισε να τον ρωτήσει. Ακόμα

Page 97: Κληρονομιά

και αν έφτανε σε σημείο να αρνηθεί οποιαδήποτε ανάμιξή του με το Voodoo,

είχε μαζί της τις φωτογραφίες που αποτελούσαν ακλόνητο και αδιαμφισβήτητο

ντοκουμέντο που θα ανάγκαζαν τον αδερφό της να παραδεχτεί την αλήθεια.

«Εσύ έχεις ασχοληθεί καθόλου με αυτές τις θρησκείες;» ρώτησε και

περίμενε.

«Τι εννοείς αν έχω ασχοληθεί. Ασφαλώς και έχω ασχοληθεί. Πως

αλλιώς θα έγγραφα το βιβλίο μου, αλλά κυρίως, πως θα εξασφάλιζα την

βασική πηγή εσόδων μου, δηλαδή το ντοκιμαντέρ και τα άρθρα μου;» είπε ο

Ρένος αποφεύγοντας με επιμέλεια το βλέμμα της.

«Δεν εννοώ αυτό» είπε η Έλεν.

«Τι εννοείς,δηλαδή;» ρώτησε ο Ρένος προσποιούμενος ότι δεν

καταλάβαινε τα λεγόμενα της αδερφής του.

«Σε παρακαλώ Ρένο» είπε η Έλεν. «Είσαι ιδιαίτερα ευφυής και, επίσης,

πολύ κακός ψεύτης. Τουλάχιστο εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Σε ξέρω

πολύ καλά για να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο».

«Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω» συνέχισε ο Ρένος και κρύφτηκε πίσω

από το ποτήρι με το ποτό του.

«Ωραία λοιπόν» είπε η Έλεν και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της

για να κερδίσει λίγο χρόνο ώστε να βρει το κουράγιο να κάνει απευθείας την

ερώτηση, η απάντηση της οποίας είχε τόση σημασία για εκείνη. «Έχεις λάβει

μέρος σε καμία από αυτές τις τελετές; Αυτό είναι που θέλω να μάθω» είπε

φανερά ανακουφισμένη για την ικανότητά της να διατηρήσει την ψυχραιμία

της, πράγμα που την εξέπληξε ελαφρά.

«Κοίταξε τσίκα…» ο Ρένος σκέφτηκε την απάντησή του για μερικά

δευτερόλεπτα. «Προκειμένου να μελετήσω τις τελετές επάνω στις οποίες

Page 98: Κληρονομιά

βασίζεται η μελέτη μου για το βιβλίο μου, ήταν απαραίτητο να

παρακολουθήσω κάποιες από αυτές εκ του σύνεγγυς. Μία «ιδίοις όμμασι»

περιγραφή είναι σαφώς προτιμότερη και λεπτομερέστερη από την λεκτική

περιγραφή ενός οποιουδήποτε μάγου-ιερέα. Δεν νομίζεις κι εσύ πως έχω

δίκιο;»

«Ναι, βέβαια. Δεν μπορώ να διαφωνήσω σε αυτό» είπε η Έλεν και

αποφάσισε να επιμείνει στην ερώτησή της κάνοντας την περισσότερο

διευκρινιστική διότι ο Ρένος φρόντιζε με επιμέλεια να αποφύγει να απαντήσει.

«Σε αυτές τις τελετές, που λες ότι παρακολούθησες, ήσουν αμέτοχος ή έλαβες

μέρος στο τελετουργικό;» συνέχισε αποφασισμένη να πάρει την απάντηση

που περίμενε.

«Μα… τι ερωτήσεις είναι αυτές; Που θέλεις να καταλήξεις;» είπε ο

Ρένος φροντίζοντας να κερδίσει λίγο ακόμη χρόνο για να προετοιμάσει την

απάντησή του στο μυαλό του.

«Σε παρακαλώ. Απάντησε μου» είπε κοφτά η Έλεν για να δείξει πως

δεν αστειευόταν και ότι είχε αρχίσει να βαριέται το παιχνίδι των «είκοσι

ερωτήσεων».

«Η ενασχόλησή μου με αυτές τις, παράξενες για εμάς τους δυτικούς,

θρησκείες σε τρομάζει έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ρένος με κατευναστικό τόνο

στη φωνή του.

«Ναι» είπε η Έλεν. «Για την ακρίβεια, με τρομοκρατεί».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς τόσο μικρή μου. Αν μελετούσα τους

Σαμουράι θα ντυνόμουν με την παραδοσιακή στολή τους, θα έτρωγα τα

παραδοσιακά φαγητά τους και μελετούσα τον τρόπο ζωής και εκπαίδευσής

τους «εκ των έσω» ώστε να έχω μία σαφέστερη εικόνα για να μπορέσω να

Page 99: Κληρονομιά

αποδώσω τα στοιχεία που θα συγκέντρωνα με μεγαλύτερη ακρίβεια και

λεπτομέρεια. Η συμμετοχή μου σε μία τελετή οποιασδήποτε θρησκείας δεν

σημαίνει τίποτα για μένα από άποψη πίστης αλλά γίνεται καθαρά από

επαγγελματική επιταγή, προκειμένου να είμαι όσο το δυνατό καλύτερος

επιστήμονας και επαγγελματίας» είπε ο Ρένος ικανοποιημένος από την

εξήγηση που κατάφερε να δώσει στην αδερφή του.

«Δίκιο έχεις» είπε η Έλεν δείχνοντας ότι σκέφτεται τα λόγια του, τα

οποία έβρισκε απολύτως λογικά. «Η προσωπική εμπειρία και γνώμη είναι

ιδιαίτερα σημαντικά, κυρίως για θέματα που είναι παρεξηγημένα, άγνωστα ή

αμφίβολα» είπε σαν να αποκάλυπτε την σκέψη της δυνατά.

«Χαίρομαι που μπόρεσες να δεις τα πράγματα από την δική μου

οπτική γωνία» είπε ο Ρένος και άναψε ξανά το πούρο του ξαπλώνοντας

νωχελικά και με θριαμβευτικό ύφος στο κάθισμά του. «Η ενδελεχής

ενασχόλησή μου με την ανθρωπολογία έχει και ορισμένα μειονεκτήματα

ωστόσο» είπε ξαφνικά κοιτώντας αδιάφορα τον καπνό που μόλις είχε φυσήξει

να ανεβαίνει προς τα πάνω και να διαλύεται σε ένα λεπτό σύννεφο που

εξαφανιζόταν μερικά μέτρα πιο πάνω.

«Δηλαδή, σε ποια μειονεκτήματα αναφέρεσαι;» ρώτησε η Έλεν που

κατάλαβε αμέσως πως ο αδερφός της ετοιμαζόταν να κάνει μία εξομολόγηση

που αφορούσε προσωπικά του θέματα.

«Η αφοσίωσή μου στην επιστήμη μου» είπε ο Ρένος με σοβαρό ύφος

«με έκανε να παραμελήσω την Λίνα. Η Λίνα είναι ένας άνθρωπος που

αρέσκεται στην καλή ζωή, της αρέσουν τα πάρτι, οι κοινωνικές εμφανίσεις, οι

δεξιώσεις και γενικά όλες οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται για να μπορέσει να

Page 100: Κληρονομιά

φορέσει τις καινούριες της τουαλέτες και να επιδείξει τα όμορφα κοσμήματά

της και – ασφαλώς- το όμορφο και προκλητικό σώμα της».

«Θέλεις να πεις ότι δεν βγαίνατε αρκετά συχνά έξω;» ρώτησε η Έλεν.

«Η αλήθεια είναι…» είπε ο Ρένος και ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό από

το πούρο του τυλίγοντας στο άρωμα του την Έλεν, «…ότι δεν έβγαινα σχεδόν

ποτέ μαζί της έξω. Όλες αυτές οι κοινωνικές εκδηλώσεις με αποσπούσαν από

τις μελέτες μου και μου στοίχιζαν πολύτιμο χρόνο. Έλειψα και αρκετά από το

σπίτι λόγω των επαγγελματικών μου ταξιδιών. Άφησα την Λίνα μόνη της για

μεγάλο χρονικό διάστημα».

«Ξέρει» σκέφτηκε η Έλεν. «Γνωρίζει την εξωσυζυγική σχέση της

Λίνας». Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και άρπαξε το ποτήρι της και κρύφτηκε

πίσω του φέρνοντάς το κοντά στο πρόσωπό της σαν να ετοιμάζονταν να πιει

αλλά δεν το αποφάσιζε.

«Που είναι τώρα η Λίνα; Γιατί δεν ήρθε μαζί σου;» ρώτησε και ήπιε

τελικά εκείνη την γουλιά.

«Μάλλον πήγε για ψώνια ή κάτι τέτοιο. Αποφάσισα, λοιπόν, να της

χαρίσω ένα ταξίδι στο Σαν Τροπέ. Φεύγουμε σήμερα το βράδυ. Γι αυτό

βιαζόμουν να σε δω μέσα στο απόγευμα» είπε ο Ρένος.

«Δεν είναι άσχημη ιδέα. Πολύ κοσμοπολίτικο μέρος. Νομίζω ότι θα την

ενθουσιάσει. Ακόμα και αν έχει ξαναπάει» είπε η Έλεν.

Ξαφνικά το βλέμμα του συννέφιασε και η εύθυμη διάθεσή του

εξαφανίστηκε. Το πρόσωπό του φάνηκε να σκοτεινιάζει και τα μάτια του

θάμπωσαν, έτσι όπως θαμπώνουν τα μάτια που προσπαθούν να

συγκρατήσουν τα δάκρυα.

«Όλα καλά big brother; « ρώτησε γνωρίζοντας την απάντηση.

Page 101: Κληρονομιά

«Απλά ήθελα να σε δω. Να σε αποχαιρετήσω» είπε ο Ρένος και το

πρόσωπό του σκυθρώπιασε ακόμα περισσότερο.

«Τι εννοείς να με αποχαιρετήσεις;» είπε η Έλεν προσπαθώντας να

διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Τα λόγια του Ρένου ακούστηκαν πολύ μακάβρια

και ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. «Δεν πηγαίνεις στο Σαν Τροπέ

για να μείνεις μόνιμα. Έχει κάνει μεγαλύτερα ταξίδια χωρίς να μπεις στον

κόπο να με αποχαιρετήσεις ούτε από το τηλέφωνο» είπε και συνέχισε να τον

κοιτάζει. Ήθελε τόσο πολύ να το αγκαλιάσει, να του πει ότι όλα θα πήγαιναν

καλά, ότι μπορούσε να ξανακερδίσει την γυναίκα του αρκεί να της έδινε λίγη

περισσότερη σημασία. Δεν χρειαζόταν να είναι τόσο απορροφημένος με την

επιστήμη του. Τώρα ήταν παντρεμένος. Ίσως να σκεφτόταν να αποκτήσει ένα

παιδί. Ακόμα και τα μοντέλα θυσιάζουν την εμφάνισή τους για τους λίγους

μήνες της εγκυμοσύνης. Ήταν σίγουρη πως ένα παιδί θα κρατούσε την Λίνα

απασχολημένη και θα αποτελούσε ένα νέο σκοπό στην ζωή της. Η Έλεν

γνώριζε πολλές γυναίκες του κύκλου τους που ενώ έκαναν έντονη ζωή και

είχαν πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες ακόμα και μετά τον γάμο τους,

σοβαρεύτηκαν και αφοσιώθηκαν στην οικογένεια τους μόλις απέκτησαν το

πρώτο τους παιδί. Αντί να πει όλα αυτά, είπε «Ρένο, δεν φεύγεις για πάντα.

Έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω τσίκα. Μπορεί» είπε και πήρε το ποτήρι του και στράγγισε

την τελευταία γουλιά από το ποτό του.

«Τι είναι αυτά που λές. Με τρομάζεις» είπε και έσκυψε με την σειρά της

για να αγγίξει το μπράτσο του. «Θέλεις να πεις στην τσίκα σου τι συμβαίνει;»

ρώτησε απαλά.

Ο Ρένος την κοίταξε και ένευσε καταφατικά.

Page 102: Κληρονομιά

«Ναι» είπε και ξεροκατάπιε. Σήκωσε με κόπο τα μάτια του για να

κοιτάξει την αδερφή του. «Νομίζω… όχι δεν νομίζω… ξέρω… ότι η Λίνα με

απατάει» είπε και περίμενε την αντίδραση της Έλεν.

«Είσαι σίγουρος για αυτό που λες. Είναι μία πολύ σοβαρή κατηγορία»

είπε η Έλεν.

«Είμαι απόλυτα σίγουρος. Είχα ενδείξεις από καιρό, αλλά τώρα

επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μου. Άλλο ένα;» ρώτησε και έδειξε με τα μάτια τα

άδεια ποτήρια τους. Η Έλεν θα θεωρούσε οποιαδήποτε άλλη μέρα ότι είχε

πιει αρκετά μαρτίνι για μία εβδομάδα, αλλά μερικές ακόμα γουλιές από το

δροσερό, υποκίτρινο υγρό της φάνηκαν τόσο δελεαστικές που συμφώνησε

νεύοντας καταφατικά και περίμενε τον σερβιτόρο να πάρει την παραγγελία

πριν προχωρήσει στην ερώτησή της.

«Τι εννοείς; Για ποιες ενδείξεις μιλάς;»

«Στην αρχή κατάλαβα ότι σταμάτησε να γκρινιάζει όταν περνούσα

ατελείωτο χρόνο στο γραφείο μου μελετώντας και συγγράφοντας. Θεώρησα

ότι το είχε πάρει απόφαση πια και είχε αποδεχθεί ότι είχε παντρευτεί ένα

άνθρωπο ερωτευμένο με την επιστήμη του. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε

γιατί δεν έπρεπε να προσπαθώ να την ηρεμήσω από τις μικρές κρίσεις

υστερίας που πάθαινε όταν γυρνούσα πολύ αργά από το γραφείο μου ή της

τηλεφωνούσα για να της πω ότι θα ανέβαλλα την επιστροφή μου για μερικές

ημέρες» είπε και άναψε ξανά το πούρο του.

Η Έλεν βρήκε ευκαιρία να ανοίξει ένα καινούριο πακέτο τσιγάρων που

ξέθαψε από την τσάντα της. Δεν έκανε τον κόπο να τοποθετήσει τα τσιγάρα

μέσα στην ταμπακέρα της. Ήταν πολύ ζαλισμένη για να ασχοληθεί με αυτή

την λεπτομέρεια. Αντί για αυτό, έβαλε την ταμπακέρα πίσω στην τσάντα της

Page 103: Κληρονομιά

και άφησε το πακέτο επάνω στο τραπέζι. Εκείνη την στιγμή ήρθε ο

σερβιτόρος και αντικατέστησε τα άδεια ποτήρια του με γεμάτα. Αφού ήπιαν

και οι δύο από μία γουλιά από τα άρτι αφιχθέντα ποτά τους, η Έλεν συνέχισε

την συζήτηση τους.

«Ποια άλλα σημάδια απιστίας είδες;»

« Μερικές φορές δεν απαντούσε στο κινητό. Όχι πάντα. Φαίνεται πως

το σήμα της δυσχεραίνει μόνο όταν ερχόμαστε στην Ελλάδα. Είτε δεν έχει

σήμα, ή το κινητό θα κλείσει από μπαταρία, ή θα έχει μπλοκάρει. Το

παράξενο ήταν ότι όλα αυτά συνέβαιναν όταν την έπαιρνα εγώ τηλέφωνο,

γιατί όλες τις άλλες φορές, το κινητό της φαινόταν να λειτουργεί κανονικά». Ο

Ρένος κοίταξε την Έλεν και περίμενε την αντίδρασή της.

«Δίκιο έχεις. Όλα αυτά είναι ύποπτα σημάδια και θα έκαναν το

οποιοδήποτε να υποπτευτεί την σύντροφό του για απιστία. Αλλά όλα αυτά δεν

αποτελούν αδιάσειστα στοιχεία για να βασιστεί μία τόσο σοβαρή κατηγορία»

είπε η Έλεν αποφασίζοντας να κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου.

«Σωστά. Βέβαια, όταν άρχισαν να αλλάζουν οι προτιμήσεις της στον

σεξουαλικό τομέα, τότε βεβαιώθηκα».

«Τι εννοείς δηλαδή…Συγγνώμη που ρωτάω. Το ξέρω ότι είναι κάτι

αυστηρά προσωπικό, αλλά, επειδή το ανέφερες μόνος σου…» είπε η Έλεν

αποδίδοντας την τόλμη της να εισέλθει σε κάτι τόσο προσωπικό στα μαρτίνι

που είχε καταναλώσει μέχρι στιγμής.

«Να σου εξηγήσω. Ενώ παλιότερα ήταν ρομαντική και τρυφερή στις

ιδιαίτερες στιγμές μας, άρχισε να ζητάει μεγαλύτερη ένταση και να γίνεται πιο

άγρια και επιθετική. Δεσποτική, θα έλεγα αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω

Page 104: Κληρονομιά

αυτό τον χαρακτηρισμό χωρίς να σου έρθουν στο μυαλό τίποτα μαστίγια και

αλυσίδες» είπε και χαμογέλασε.

«Καταλαβαίνω. Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, που λένε».

«Ακριβώς αυτό εννοώ» είπε ο Ρένος φανερά ανακουφισμένος που η

αδερφή του είχε καταλάβει τι ήθελε να πει χωρίς να χρειαστεί να υπεισέλθει σε

λεπτομέρειες που προφανώς θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση.

«Ωραία όλα αυτά. Αλλά από μόνα τους δεν αποδεικνύουν τίποτα»

επέμεινε η Έλεν στην αρχική της θέση.

«Με ξέρεις καλύτερα, τσίκα μου. Δεν θα παρέμενα ποτέ μόνο στις

ενδείξεις. Τίποτα δεν ισχύει εκτός και αν καταφέρεις να το αποδείξεις» είπε ο

Ρένος και φάνηκε να εκνευρίζεται στην σκέψη αυτών των αποδείξεων.

«Δηλαδή… θέλεις να πεις…» η Έλεν φοβόταν την συνέχεια της

πρότασή της.

«Έβαλα ντετέκτιβ. Πλήρωσα έναν ιδιωτικό ερευνητή, ο οποίος μου

έφερε τις αποδείξεις που χρειαζόμουν».είπε και λέγοντας αυτά έβγαλε μερικές

φωτογραφίες και τρία DVD από τον χαρτοφύλακά του που τόση ώρα

ξεκουράζονταν στην καρέκλα ακριβώς δίπλα του.

Η Έλεν βρέθηκε για δεύτερη φορά σε μία ημέρα να κοιτάει τις

φωτογραφίες με τα κατορθώματα της άπιστης νύφης της, μόνο που αυτές οι

φωτογραφίες ήταν περισσότερο αποκαλυπτικές, απαθανατίζοντας τους δύο

εραστές σε «δράση». Πάντα αναρωτιόταν πως στην ευχή κατάφερναν να

κάνουν τέτοιες λήψεις οι ιδιωτικοί ερευνητές. Γι’ αυτό είναι τόσο ακριβοί στις

υπηρεσίες τους σκέφτηκε αναλογιζόμενη το ποσό που έπρεπε να καταβάλλει

στον κ.Χ την επόμενη ημέρα.

Page 105: Κληρονομιά

«Δεν χρειάζεται να μου πεις το περιεχόμενο των DVD» είπε η Έλεν.

«Το καταλαβαίνω αν κρίνω από τις φωτογραφίες».

«Ούτε το κρεβάτι μας δεν σεβάστηκε» είπε ο Ρένος φανερά θυμωμένος

πια. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει ακόμα περισσότερο και δύο έντονες

κάθετες ρυτίδες σχηματίστηκαν ανάμεσα στα φρύδια του καθώς το πρόσωπό

του έπαιρνε την έκφραση του θυμού. «Μοιράστηκε μαζί του ακόμα και το

κρεβάτι της πανάκριβης σουίτας που είχα νοικιάσει για να περάσουμε μαζί τις

διακοπές μας».

«Ναι… αλλά έχεις και εσύ μερίδιο σε αυτή την απιστία» είπε η Έλεν

διακινδυνεύοντας την καλή σχέση με τον αδερφό της.

«Θέλεις να πεις…» έκοψε την πρότασή του στη μέση δίχως να έχει το

κουράγιο να παραδεχτεί ανοιχτά ότι η δική του αδιαφορία και περιφρόνηση

για τις ρηχές ενασχολήσεις της συζύγου του την οδήγησαν σε αυτό το σημείο.

«Ακριβώς αυτό θέλω να πω. Μόνος σου παραδέχτηκες ότι την

παραμελούσες συνεχώς. Λογικό είναι να αισθάνθηκε μόνη της, να της έλειπε

η τρυφερότητα, η παρέα, η αγάπη, η ζεστασιά ενός άντρα. Πολλές γυναίκες,

αλλά και άντρες στρέφονται στην απιστία μετά από παρατεταμένη αδιαφορία

των συντρόφων τους…» η αγόρευση της Έλεν σε υπεράσπιση της νύφης της

διακόπηκε από τον ήχο κουδουνίσματος του κινητού της.

Η Έλεν κοίταξε την γαλάζια οθόνη που αναβόσβηνε και έκανε μία

γκριμάτσα που φανέρωνε πως δεν αναγνώριζε τον αριθμό που την καλούσε.

Κοίταξε τον Ρένο και αυτός ανασήκωσε τους ώμους του σε ένδειξη

αδιαφορίας δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι είχε ολοκληρώσει τις

προσωπικές του εξομολογήσεις και συνεπώς του ήταν αδιάφορο το

Page 106: Κληρονομιά

τηλεφώνημα που θα διέκοπτε την συζήτησή τους. Αυτό ήταν το σήμα που

περίμενε η Έλεν πριν αποφασίσει αν θα απαντήσει στην εισερχόμενη κλήση.

«Ναι;»

«Ναι εγώ είμαι». Η Έλεν ανασηκώθηκε από την νωχελική στάση που

είχε λάβει στο κάθισμά της.

«Από πού;… τι εννοείται;». Η φωνή της αυξήθηκε σε ένταση και

πέρασε το αριστερό της χέρι στην τούφα των μαλλιών της που είχε κατέβει

στο μέτωπό της εδώ και πολύ ώρα, αφήνοντας στην συνέχεια την παλάμη της

να αγγίζει το μέτωπό της σαν να είχε πονοκέφαλο.

… Ο Ρένος δεν χρειαζόταν να ακούσει τι έλεγε ο συνομιλητής της

αδερφής του από την άλλη άκρη της γραμμής για να καταλάβει πως ότι και αν

ήταν αυτό, προκάλεσε μία σύσπαση τρόμου στο πρόσωπο της Έλεν.

Ανασηκώθηκε και εκείνος ανήσυχος από το κάθισμά του.

«Ποιος;… Καλά. Έρχομαι αμέσως» είπε η Έλεν με φωνή που έτρεμε.

Κοίταξε το Ρένο με τα μάτια της ορθάνοιχτα και μία μάσκα τρόμου

ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ξεροκατάπιε και το βλέμμα της πλανήθηκε

στο τραπεζάκι από το οποίο άρπαξε το πακέτο με τα τσιγάρα της και με

δάχτυλα που τρέμανε έβγαλε ένα τσιγάρο ρίχνοντας άλλα δύο κάτω και

προσπάθησε να το ανάψει χωρίς επιτυχία με τον αντίχειρά της να γλιστρά

επάνω στον ακριβό της αναπτήρα. Ο Ρένος έσκυψε μπροστά και της πρότεινε

την φλόγα από τον δικό του αναπτήρα. Η Έλεν άναψε το τσιγάρο της και

έσκυψε να πάρει το ποτήρι με το μαρτίνι της το οποίο ήπιε με μία γουλιά.

«Έλεν, τι συμβαίνει; Εσύ τρέμεις» είπε ο Ρένος με ανυπομονησία.

Page 107: Κληρονομιά

«Είναι… έγινε…» τραύλισε η Έλεν χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί.

«Ποιος τηλεφώνησε;» ρώτησε ο Ρένος για να τη βοηθήσει να

συγκεντρωθεί.

«Ήταν… ήταν από την ασφάλεια. Τα κεντρικά» είπε η Έλεν και

επιτέλους συγκέντρωσε το τρομαγμένο της βλέμμα στο δικό του.

«Τι σου είπαν. Τι ήθελαν;» συνέχισε ο Ρένος έχοντας κερδίσει την

προσοχή της.

«Μου είπαν πως κάτι συνέβη στον Αλέξη» είπε και σταμάτησε.

«Στον Αλέξη;» ρώτησε ο Ρένος φανερά ανήσυχος. «Τι του συνέβει;

Είναι καλά; Τι σου είπαν;».

«Όχι δεν είναι καλά» είπε η Έλεν και τα μάτια της βούρκωσαν. Δάκρυα

άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της και έκρυψε το στόμα της με το αριστερό

της χέρι σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει μία κραυγή που πάλευε να

βγει από το στήθος της. Κοίταξε τον Ρένο με τα μάτια της θολά από τα

δάκρυα.

«Πρέπει να πάω στο νεκροτομείο».

«Στο…» ένας λυγμός ανέβηκε στον λάρυγγά του Ρένου και σταμάτησε

την φράση του στη μέση. «Στο νεκροτομείο…» είπε και έπιασε το κεφάλι του

με τα δύο του χέρια κλείνοντας τα μάτια του σαν να προσπαθούσε να

οραματιστεί την σκηνή της αναγνώρισης. Λαμπερά δάκρυα γυάλισαν στις

άκρες των κλειστών ματιών του και κατρακύλησαν στο ηλιοκαμένο δέρμα του

προσώπου του. Πήρε με την σειρά του το ποτό του και στράγγιξε το ποτήρι

του με μία γουλιά.

«Θα πάμε μαζί» της είπε ενώ το βλέμμα του χτένισε το τραπεζάκι και

σταμάτησε στα κλειδιά του πολυτελούς σπορ αυτοκινήτου του. «Πάμε», είπε

Page 108: Κληρονομιά

βιαστικά και άφησε ένα πράσινο χαρτονόμισμα στο τραπεζάκι, ενώ η Έλεν

συγκέντρωνε τα πράγματά της με προσοχή. Σε μία τραγική στιγμή, τα απλά,

καθημερινά πράγματα αποτελούν μία κατευναστική ιεροτελεστία που σου

αποδεικνύει πως όλα εξακολουθούν να υφίστανται ως είχαν.

Page 109: Κληρονομιά

ΑΧΑΛΙΝΩΤΟ ΠΑΘΟΣ

Αμέσως μόλις ο Ρένος έφυγε από την πολυτελή σουίτα του

ξενοδοχείου στο οποίο είχαν καταλύσει για το χρονικό διάστημα της

παραμονής τους στην Αθήνα, η Λίνα μπήκε στο ντους. Μάζεψε με επιμέλεια

τα γυαλιστερά, μακριά μαλλιά της και έβγαλε την ροζ μεταξωτή ρόμπα της και

τα ασορτί εσώρουχα και άνοιξε τη ντουζιέρα. Πάντα έκανε ντους με κρύο νερό

γιατί τη βοηθούσε να διατηρήσει την επιδερμίδα της σφριγηλή, σύμφωνα με

όλα τα δημοσιεύματα μίας πληθώρας γυναικείων, αμερικάνικων περιοδικών

που αφορούσαν την εμφάνιση και τη μόδα. Αναρρίγησε μόλις το κρύο νερό

άγγιξε την ζεστή της επιδερμίδα καθώς οι νευρικές απολήξεις κάτω από το

δέρμα της προσπαθούσαν να προστατέψουν το σώμα της από το ψυχρό σοκ

ανασηκώνοντας τις τρίχες και προκαλώντας την χαρακτηριστική διόγκωση του

δέρματος στην βάση της τρίχας, κάνοντας το δέρμα της να μοιάζει με εκείνο

ενός μαδημένου κοτόπουλου. Πήρε το φουντωτό της σφουγγαράκι, είχε

διαλέξει ένα όμορφο τυρκουάζ αυτή τη φορά που της θύμιζε τα ήρεμα,

πεντακάθαρα, κρυστάλλινα νερά στο Πόρτο Κατσίκι της Λευκάδας, που είχαν

επισκεφτεί το περσινό καλοκαίρι με τον Ρένο. Ένα καλοκαίρι που είχε

μοιράσει ανάμεσα στον Ρένο και τις παράνομες συναντήσεις της με τον

αρρενωπό, όμορφο Κωνσταντίνο. Άλλωστε, γι’ αυτόν ετοιμαζόταν και τώρα.

Μετά την επίσκεψή της στον Πητ Παπαδάκο, μόλις εκείνος είχε λύσει το

δέσιμο από το φυλαχτό του Κωνσταντίνου, είχε αισθανθεί μία πλήρη

ανακούφιση. Δεν σκεφτόταν πια τον γοητευτικό νέο κάθε λεπτό της ημέρας

που περνούσε και μπορούσε να διασκεδάσει με τον άντρα της και να

Page 110: Κληρονομιά

ευχαριστηθεί τις ξεκούραστες στιγμές που μοιραζόταν μαζί του στο πολυτελές

κρουαζιερόπλοιο που είχε στην κατοχή του ο πατέρας του. Μετά την πάροδο

λίγων ημερών, όμως, άρχισε να της λείπει το όμορφο, ηλιοκαμένο πρόσωπο

του Κωνσταντίνου με τα έντονα ζυγωματικά και τα σαρκώδη χείλη. Άρχισε να

τον νοσταλγεί και δέκα ημέρες αργότερα του τηλεφώνησε και κανόνισε να

βρεθούν για να «συζητήσουν» όπως του είπε μόλις επέστρεφε στην Αθήνα,

αν και η ίδια ήλπιζε να περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από μία απλή

συζήτηση αυτή η συνάντησή τους. Τελικά, αποφάσισε ότι είχε αρχίσει να

ερωτεύεται το νεαρό μοντέλο και, αν έκρινε από την χαρά του όταν του

τηλεφώνησε, καθώς και από την επαφή που είχε διατηρήσει μαζί της ακόμα

και όταν εκείνη έλειπε για μήνες στην Αμερική, πρέπει και αυτός να ήταν

ερωτευμένος μαζί της.

Έκλεισε την ντουζιέρα και άρπαξε μία χνουδωτή, απαλή πετσέτα σε

ροζ καραμελένιο χρώμα και την τύλιξε γύρω από το σώμα της,

απολαμβάνοντας την απαλή ζέστη που της χάριζε. Βγήκε από το μπάνιο και

σήκωσε το τηλέφωνο του δωματίου καλώντας το 9 για να μιλήσει με την

ρεσεψιόν.

«Παρακαλώ;» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή.

«Με συνδέετε με το δωμάτιο 507;» είπε.

Δύο χτυπήματα αργότερα ακούστηκε η βαθειά φωνή του

Κωνσταντίνου.

«Ναι…»

«Εγώ είμαι. Έφυγε. Θα λείψει κανένα δίωρο. Έρχομαι» είπε βιαστικά η

Λίνα και έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς το επόμενο δωμάτιο της

σουίτας για να διαλέξει ένα από τα πιο προκλητικά της φορέματα.

Page 111: Κληρονομιά

Το μικροσκοπικό, μαύρο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτη την μισή πλάτη

και τα καλλίγραμμα, μακριά πόδια της, συνδυασμένο με τα πανάκριβα, μαύρα,

ψηλοτάκουνα πέδιλα με τα κρύσταλλα Σβαρόφσκι, δεν την είχε απογοητεύσει

ποτέ. Έριξε μία τελευταία ματιά στον ολόσωμο καθρέπτη της σουίτας και

βγήκε παίρνοντας μαζί της μόνο το ηλεκτρονικό κλειδί της πόρτας του

διαμερίσματος. Μπήκε στον κοντινότερο ανελκυστήρα και κατέβηκε δύο

ορόφους πιο κάτω, λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της καθώς

περπατούσε βιαστικά στον διάδρομο, σαν να περπατούσε σε μία νοερή

πασαρέλα. Τα μικρά, σφιχτά στήθη της ανεβοκατέβαιναν σε κάθε βήμα,

γεγονός που υποδήλωνε ότι δεν είχε φορέσει σουτιέν. Φτάνοντας μπροστά

στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου που η ίδια είχε πληρώσει, καθώς ο εραστής

της δεν διέθετε την ανάλογη οικονομική δυνατότητα, στράφηκε πίσω,

ελέγχοντας τον φαινομενικά άδειο διάδρομο. Ο ιδιωτικός ερευνητής που την

ακολουθούσε, έχοντας προβλέψει την κίνησή της, χώθηκε πίσω από τον τοίχο

που οδηγούσε στις σκάλες. Ακούγοντας το συνθηματικό, τριπλό χτύπημα

στην πόρτα του δωματίου 507, τόλμησε να σκύψει για να δει την πόρτα να

ανοίγει και τον γοητευτικό ζιγκολό να προβάλει στην πόρτα φορώντας ένα

ξεθωριασμένο, στενό τζην παντελόνι και ένα στενό λευκό T-shirt που

επέτρεπε στους γυμνασμένους μυς του επάνω μέρους του σώματός του να

διαγράφονται προκλητικά. Την άρπαξε από την μέση, σφίγγοντας την επάνω

του και την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε και ο ιδιωτικός

ερευνητής κινήθηκε προς τα μπροστά, όταν το εκπαιδευμένο αυτί του άκουσε

την πόρτα να ανοίγει ξανά και χώθηκε ξανά με ένα άλμα που θα θαύμαζε και

το πιο γυμνασμένο αιλουροειδές πίσω από τον τοίχο κρατώντας την αναπνοή

του. Η πόρτα έκλεισε και ο ιδιωτικός ερευνητής έσκυψε για να δει το κόκκινο

Page 112: Κληρονομιά

καρτελάκι με την ένδειξη Do not disturb να ταλαντώνεται θυμωμένο επάνω

στο χερούλι της πόρτας. Έτρεξε με τα βήματά του να πνίγονται επάνω στην

παχιά γκρίζα μοκέτα του διαδρόμου και σταμάτησε μπροστά στο διπλανό

δωμάτιο, το 505. Έβγαλε το ηλεκτρονικό κλειδί του και άνοιξε την πόρτα,

μπήκε και την έκλεισε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω του. Το δωμάτιο

ήταν σκοτεινό και του πήρε δύο – τρία λεπτά για να συνηθίσουν τα μάτια του

και να αρχίσει να διακρίνει τις αδρές γραμμές από τα έπιπλα του δωματίου.

Προχώρησε προς τον τοίχο που χώριζε το δωμάτιό του με το 507 και με

προσοχή έβγαλε το κάδρο με το προχειροζωγραφισμένο τοπίο.

«Τι κρίμα που ένα τόσο καλό ξενοδοχείο δίνει τόση λίγη σημασία στη

διακόσμηση» σκέφτηκε. Ακούμπησε τον πίνακα με προσοχή στην μοκέτα.

Μία φωτεινή, στρογγυλή κηλίδα είχε εμφανιστεί στον τοίχο στο σημείο που

καλύπτονταν αυτός από το κάδρο. Έσκυψε επάνω στον τοίχο και έκλεισε το

αριστερό του μάτι, τοποθετώντας ταυτόχρονα το δεξί επάνω στην τρύπα. Είδε

τα δύο νεαρά μοντέλα αγκαλιασμένα να συνομιλούν. Τέλεια. Είχε φοβερή

οπτική γωνία. Τώρα θα είχε τις εξαιρετικές φωτογραφίες που είχε υποσχεθεί

στον Ρένο στην αρχή της συνεργασίας τους. Προχώρησε αθόρυβα προς το

κρεβάτι και πήρε τον ορθοστάτη της ηλεκτρονικής κάμερας και τον

τοποθέτησε μπροστά από την φωτεινή κουκίδα. Προσάρμοσε την κάμερα

επάνω σε αυτόν και έσπρωξε με αργές κινήσεις ένα σωλήνα μέσα στην τρύπα

στον τοίχο. Η μικροκάμερα που θα χρησιμοποιούσε του είχε στοιχίσει αρκετά

χρήματα, αλλά είχε αποσβεσθεί το έξοδό της από αυτή και μόνο την υπόθεση.

Συνέδεσε την μικροκάμερα με την κάμερα στον ορθοστάστη και στερέωσε το

ελεύθερο άκρο της επάνω σε αυτόν. Μόλις είχε τις ακλόνητες αποδείξεις που

χρειαζόταν θα τηλεφωνούσε στον πελάτη του.

Page 113: Κληρονομιά

Ο Κωνσταντίνος κρατούσε την Λίνα στην αγκαλιά του, έχοντας περάσει

το χέρι του γύρω από την μέση της. Το άλλο του χέρι χάιδευε την μισόγυμνη

πλάτη της. Η Λίνα χαμογέλασε.

«Είπα ότι θέλω να μιλήσουμε γι’ αυτό κάθησε φρόνιμα σε παρακαλώ».

«Φρόνιμος είμαι. Αν νομίζεις ότι γίνομαι άτακτος, μπορείς να με

τιμωρήσεις» είπε προκαλώντας γέλιο στην Λίνα που τραβήχτηκε προς τα

πίσω στρέφοντας στα πλάγια το κεφάλι της για να αποφύγει τα σαρκώδη

χείλη του που κατευθυνόταν προς τα δικά της.

«Θα το σκεφτώ» του είπε παιχνιδιάρικα ενώ μόνο στην σκέψη οι θηλές

της έγιναν σκληρές, γεγονός που ο Κωνσταντίνος κατάλαβε αμέσως μόλις την

τράβηξε πάλι κοντά του, πιέζοντας της επάνω του, αναγκάζοντας τες να

γίνουν ακόμα σκληρότερες.

«Μη…» είπε η Λίνα άλλη μία φορά στρέφοντας το κεφάλι της προς την

άλλη πλευρά για να αποφύγει ακόμα μία απόπειρα του Κωνσταντίνου να τη

φιλήσει. Έχοντας τον λαιμό της εκτεθειμένο, ο Κωνσταντίνος ακούμπησε

απαλά τα χείλη του επάνω του και άρχισε να την φιλάει με μικρά, τρυφερά

φιλία. Το χέρι του έφυγε αργά από την πλάτη της και κατευθύνθηκε προς τα

μικρά της στήθη με τις ορθωμένες ρόγες. Ένας αναστεναγμός που ξέφυγε

από τα χείλη της Λίνας ήταν αρκετός για να καταλάβει πως μόλις είχε λάβει το

πράσινο φως για να προχωρήσει. Άγγιξε το στήθος της επάνω από το

φόρεμα και τα δάχτυλά του επεξεργάστηκαν τις μικρές θηλές, ενώ ταυτόχρονα

συνέχισε να φιλάει τον λεπτό, μακρύ λαιμό της που μοσχοβολούσε από το

αγαπημένο της άρωμα. Τράβηξε το ελαστικό μαύρο φόρεμα από το ντεκολντέ

και αποκάλυψε το ένα της στήθος. Το έκλεισε στην χούφτα του και χάιδεψε το

απαλό δέρμα που το περιέβαλλε τραβώντας την σκληρή θηλή λίγο με τον

Page 114: Κληρονομιά

δείκτη και τον αντίχειρα. Ένας ακόμα αναστεναγμός και το χέρι του

κατευθύνθηκε χαμηλά, χαϊδεύοντας πρώτα την επίπεδη κοιλιά της και

προχωρώντας προς τα κάτω άγγιξε το λείο δέρμα των μηρών της. Η Λίνα τον

αγκάλιασε σφιχτά και πέρασε το αριστερό της πόδι γύρω από τον γοφό του,

αποκαλύπτοντας έτσι το σημείο που ήθελε να κατευθυνθεί έπειτα το χέρι του.

Ο ερωτικός της σύντροφος ανασήκωσε ελαφριά το ύφασμα του φορέματός

της και έσπρωξε το χέρι του απαλά ανάμεσα στα πόδια της για να ανακαλύψει

ότι όχι μόνο δεν φορούσε εσώρουχο, αλλά και ότι τα ερωτικά της υγρά είχαν

πλημμυρίσει το ζεστό φύλο της. Έσπρωξε λίγο βίαια τα δάχτυλά του για να

ακολουθήσει ένα τράνταγμα του σώματος της με μία σειρά από δυνατά

βογγητά. Την αγκάλιασε από τα οπίσθια και την ανασήκωσε λίγο. Η Λίνα

τύλιξε τώρα τους γοφούς του και με τα δύο πόδια και τον έσφιξε με τους

γυμνασμένους μηρούς της ώστε το διογκωμένο του μόριο να τριφτεί στο

ερεθισμένο φύλο της. Προχώρησε δύο βήματα προς το κρεβάτι που

βρισκόταν πίσω της και, βάζοντας το ένα γόνατο επάνω στην άκρη του

κρεβατιού, έσκυψε μπροστά για να την αφήσει να πέσει επάνω στα μαλακά

σκεπάσματα. Έβγαλε το λευκό T-shirt αποκαλύπτοντας το γυμνασμένο του

σώμα, το οποίο έχαιρε ιδιαίτερης περιποίησης από τον ίδιο, αφού του

προσέφερε μία εύκολη και άνετη ζωή, πληρωμένη από πλούσιες,

παντρεμένες γυναίκες που συχνά τον ερωτεύονταν και του

πραγματοποιούσαν τις περισσότερες από τις υλικές του επιθυμίες.

«Μου έλειψες…» είπε η Λίνα με ναζιάρικα ανοίγοντας τα πόδια της για

να αποκαλύψει την περιποιημένη, τρυφερή περιοχή ανάμεσα στους μηρούς

της. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε ξεκουμπώνοντας το στενό, ξεθωριασμένο

Page 115: Κληρονομιά

τζην παντελόνι του ενώ το βαμβακερό μαύρο σλιπάκι του έκανε ασφυκτιούσε

από την πίεση του διεγερμένου μορίου του.

«Κι εμένα…» είπε και αφαίρεσε το τελευταίο ρούχο του για να ανέβει

στο κρεβάτι και να πάρει αμέσως θέση γονατισμένος ανάμεσα στα ανοιχτά

πόδια της Λίνας, που έκλεισε τα μάτια της για να αισθανθεί καλύτερα τον

σύντροφό της, με το ένα της στήθος να ξεπροβάλει από το επάνω μέρος του

φορέματός της.

Ο ιδιωτικός ερευνητής στο διπλανό δωμάτιο προχώρησε αργά προς το

πλήρως εξοπλισμένο mini-bar του δωματίου του. Το άνοιξε και έβγαλε ένα

από τα μπουκάλια της μπύρας. Αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου,

υπό τον αχνό φωτισμό της λάμπας του, αναζήτησε το ανοιχτήρι που

βρισκόταν επάνω στο mini-bar. Άνοιξε την μπύρα του και ήπιε μία γερή

γουλιά. Ο πλούσιος κληρονόμος του οποίου η σύζυγος έβγαζε τα μάτια της

στο διπλανό δωμάτιο, δεν θα είχε ασφαλώς αντίρρηση να χρεωθεί τα ποτά

που θα κατανάλωνε. Επιπλέον, δεν θα είχε αντίρρηση να δώσει κάτι

παραπάνω στον manager του ξενοδοχείου για να κλείσει την τρύπα που είχε

ανοίξει στον τοίχο, καθώς και να αποσιωπήσει το γεγονός.

Το κεχριμπαρένιο ποτό άφρισε στο λάρυγγα του και κατεβαίνοντας

στο στομάχι του έκαψε γλυκά τον οισοφάγο του. Ήπιε άλλη μία γουλιά και

αποφάσισε να ρίξει μία ματιά στα δρώμενα του διπλανού δωματίου. Κατά τη

διάρκεια όλων των ετών που εργαζόταν ως ιδιωτικός ερευνητής είχε

ανακαλύψει ότι οι άπιστες σύζυγοι απολάμβαναν ιδιαίτερα την απιστία τους,

ακόμα κι όταν αυτή διαδραματιζόταν κάτω από το βαρύ πέπλο της ενοχής,

ενώ οι σύζυγοι διέπρατταν την απιστία για καθαρά εγωιστικούς λόγους και

συχνά οι «αποδόσεις» τους ήταν πολύ κάτω του μετρίου. Αντίθετα οι γυναίκες

Page 116: Κληρονομιά

μετατρέπονταν σε πραγματικές μηχανές ηδονής. Παρακολουθώντας τες

αναρωτιόταν πάντα αν η ερωτική τους μαεστρία και η υπερχειλίζουσα ηδονή

που επιδεικνύανε ήταν η ίδια που προσφέρανε και στον απατημένο σύζυγο

τους. «Προφανώς όχι» κατέληξε νοερά χαμογελώντας ο ιδιωτικός ερευνητής

και χαμογέλασε ρουφώντας λαίμαργα άλλη μία μεγάλη γουλιά από το

περιεχόμενο του μπουκαλιού που κρατούσε. Το κοίταξε σηκώνοντάς το στο

ύψος του προσώπου του, κρατώντας το έτσι ώστε το φως από το mini bar να

πέφτει επάνω του. Η στάθμη είχε κατέβει επικίνδυνα και σηκώθηκε από την

άκρη του κρεβατιού που είχε καθήσει και προχώρησε αθόρυβα προς το mini

bar και έσκυψε λίγο για να επιθεωρήσει το –πραγματικά- ασφυκτικά γεμάτο

εσωτερικό του. Έκανε μία γρήγορη απογραφή. Ένα ακόμη μπουκάλι μπύρα,

δύο μικρά κρασιά, μία μικρή σαμπάνια, οχτώ μπουκαλάκια μινιατούρες με

διάφορα ουίσκι και βότκες, δύο εμφιαλωμένα νερά και τέσσερα αναψυκτικά.

Κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι του και κράτησε μία νοερή σημείωση να

τοποθετήσει στην τσάντα του αυτά τα οποία δεν θα προλάβαινε να

καταναλώσει. Κοίταξε το χώρο επάνω από το ψυγείο και σημείωσε να πάρει

μαζί του τα σακουλάκια και τα κουτιά με τους διάφορους ξηρούς καρπούς.

Άνοιξε ένα κουτί με κάσιους, έριξε κάμποσα στη χούφτα του και τα έβαλε όλα

μαζί στο στόμα του. Κατευθύνθηκε μασουλώντας προς τον τοίχο που είχε

πρόσβαση στο διπλανό δωμάτιο και κοίταξε στην οθόνη προβολής της

κάμερας.

Η Λίνα, πραγματική αμαζόνα, είχε καθίσει επάνω στο «άτι» της και

προσπαθούσε να το «τιθασεύσει» λικνίζοντας το αψεγάδιαστο, λεπτό κορμί

της μπρος-πίσω, αργά και αισθησιακά. Ο ρυθμός της αυξανόταν βαθμιαία,

μαζί με την απόλαυσή της, από αυτά που μπορούσε να δει ο ιδιωτικός

Page 117: Κληρονομιά

ερευνητής, γιατί ασφαλώς δεν είχε την δυνατότητα να ανοίξει τον ήχο. Παρόλα

αυτά, μία ιδιωτική προβολή αργότερα θα του προσέδιδε την χαρά να

απολαύσει την σεξουαλική σκηνή σε όλο της το μεγαλείο και την ένταση. Ήπιε

την τελευταία μεγάλη γουλιά από την μπύρα του και γύρισε στο mini bar για

να πάρει και την δεύτερη. Την άνοιξε με προσοχή, έριξε τα υπόλοιπα κάσιους

στο στόμα του απευθείας από το κουτάκι και κατευθύνθηκε πάλι προς την

κάμερα για να μην χάσει το μεγάλο φινάλε που ήταν σίγουρος πως πλησίαζε.

Πράγματι, μόλις πλησίασε την κάμερα, είδε στην οθόνη της την Λίνα να

«ιππεύει» μανιασμένα. «Η Λίνα έγινε Ζήνα» σκέφτηκε και χαμογέλασε με το

επιτυχημένο λογοπαίγνιο του, επιβραβεύοντας τον εαυτό του με ακόμη μία

παρατεταμένη γουλιά από το μπουκάλι που κρατούσε.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, το πάθος των εραστών είχε

καταλαγιάσει. Ο Κωνσταντίνος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι και

κρατούσε στην αγκαλιά του την όμορφη γυναίκα. Έμεινα έτσι μερικά λεπτά και

αναρωτήθηκε εάν θα αποκοιμηθούν, αλλά το ζευγάρι παρέμεινε

αγκαλιασμένο σφιχτά. Εκείνη είχε ακουμπήσει τρυφερά το χέρι της στο

στήθος του και αυτός έβαλε το δικό του χέρι επάνω στο δικό της.

Όταν άρχισαν να μιλάνε, βλαστήμησε που είχε ξεχάσει τα ακουστικά

που συνδέονταν με την κάμερα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν θυμόταν που ακριβώς

τα είχε βάλει μετά την τελευταία παρακολούθηση. Έβλεπε τα χείλη τους να

κινούνται και η περιέργεια του αυξήθηκε κατακόρυφα. Δεν διακινδύνευε να

ανοίξει το μεγάφωνο ωστόσο. Ίσως καταστρώναν ένα ιδιοφυές σχέδιο για να

βγάλουν από τη μέση τον πλούσιο σύζυγο και να ζήσουν ευτυχισμένοι με τα

χρήματα που θα κληρονομούσε η νεαρή ζωντοχήρα. Από μία πρόχειρη

έρευνα που είχε κάνει, ο Ρένος είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα

Page 118: Κληρονομιά

που του απέφερε αρκετά κέρδη. Την είχε αποκτήσει επενδύοντας έξυπνα το

μερίδιο του από τα κέρδη της επιχείρησης που κανονικά έπρεπε να έχει

αυτός, αλλά είχε παραχωρήσει στην αδερφή του, την Έλεν.

Στο διπλανό δωμάτιο, η Λίνα ανακάθησε στο κρεβάτι και κοίταξε τον

Κωνσταντίνο.

«Τι εννοείς ποιο φυλαχτό; Εκείνο που μου έστειλες φυσικά. Μην μου

πεις ότι το ξέχασες κιόλας» είπε η Λίνα και έκανε μία ψεύτικη, παιχνιδιάρικη

γκριμάτσα απογοήτευσης που σήμαινε «δεν με αγαπάς καθόλου, αδιαφορείς

για μένα».

Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κι αυτός. Την φίλησε

απαλά στην άκρη της μύτης της και είπε « Το θυμάμαι μωρό μου. Ασφαλώς

και το θυμάμαι».

«Είπα κι εγώ!» είπε η Λίνα και έσκυψε με τη σειρά της να τον φιλήσει.

«Πότε φεύγετε τελικά;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος στην προσπάθεια του

να αλλάξει συζήτηση.

«Δεν συζητούσαμε αυτό» τον επανέφερε η όμορφη κοπέλα.

«Δεν συζητούσαμε τίποτα συγκεκριμένο. Με ρώτησες απλά αν θυμάμαι

το φυλαχτό που σου έστειλα και σου απάντησα πως το θυμάμαι. Αυτό ήταν

όλο» είπε ο ξανθός άντρας και ξάπλωσε νωχελικά στο κρεβάτι βάζοντας τα

χέρια του πίσω από το κεφάλι του, κάνοντας το γυμνασμένο, άτριχο στέρνο

του να τεντωθεί.

«Ε, γι’ αυτό θέλω να σου μιλήσω» είπε η Λίνα και σηκώθηκε από το

κρεβάτι και βάλθηκε να αναζητάει κάτι στις τσέπες του παντελονιού του

Κωνσταντίνου. Βρήκε αυτό που αναζητούσε στην πίσω δεξιά τσέπη. Έβγαλε

ένα μαλακό πακέτο τσιγάρα και πήρε ένα. Έχωσε πάλι το χέρι της μέσα στην

Page 119: Κληρονομιά

τσέπη προς αναζήτηση του αναπτήρα. Άφησε το παντελόνι και το πακέτο να

πέσουν στο πάτωμα και γύρισε στο κρεβάτι με το αναμμένο τσιγάρο στο

στόμα της, και κάθησε γυμνή στην άκρη του κρεβατιού κοντά στα πόδια του

Κωνσταντίνου.

«Από πού το πήρες;» ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία κρατώντας με

χάρη το τσιγάρο ανάμεσα στον δείκτη και το μέσο δάκτυλο του δεξιού της

χεριού και φυσώντας τον καπνό προς τα πάνω γέρνοντας το κεφάλι της λίγο

προς τα πίσω.

Ο Κωνσταντίνος ανακάθησε και τράβηξε το σώμα του προς τα πίσω.

Τώρα ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στα μαλακά μαξιλάρια.

«Τι εννοείς από πού το πήρα;» ψέλλισε.

«Δεν εννοώ κάτι άλλο από αυτό ακριβώς που ρωτάω» είπε η Λίνα

απότομα. «Από πού το αγόρασες;» ρώτησε επιτακτικά και τον κοίταξε βαθιά

μέσα στα πρασινογάλαζα μάτια του.

«Δεν…δεν θυμάμαι μωράκι μου. Γιατί ρωτάς;» είπε και σηκώθηκε για

να πάρει ένα τσιγάρο από το πακέτο που βρισκόταν δίπλα στο παντελόνι του,

εκεί που τα είχε πετάξει η –καθόλου καλή νοικοκυρά όπως πάντα το

υποπτευότανε- ερωμένη του. Έψαξε με το βλέμμα για τον αναπτήρα, σήκωσε

το παντελόνι του από το πάτωμα και κοίταξε από κάτω. Το άφησε επάνω

στην πολυθρόνα και έσκυψε στο πάτωμα ψαχουλεύοντας με το χέρι του κάτω

από την πολυθρόνα. Δευτερόλεπτα αργότερα γύρισε στο κρεβάτι

τροπαιούχος, με το τρόπαιό του να καπνίζει μανιασμένα.

«Καλά… ένα δώρο μου πήρες και δεν θυμάσαι;» επέμεινε η Λίνα

προσθέτοντας έναν ελαφρά ειρωνικό τόνο στη φωνή της.

Page 120: Κληρονομιά

«Ειλικρινά όχι. Γιατί με ρωτάς όμως;» είπε ρουφώντας λαίμαργα τον

καπνό του τσιγάρου του και αφήνοντας ένα διάφανο σύννεφο από αυτόν να

μπει ανάμεσα σε αυτόν και την γυναίκα.

«Γιατί ήθελα να πάρω ένα για την κουνιάδα μου, την Έλεν. Ξέρεις, την

αγαπημένη αδερφή του λατρεμένου μου συζύγου» είπε και γέλασε.

«Δεν ξέρω. Θα προσπαθήσω να θυμηθώ αλλά…» είπε και δεν

πρόλαβε να συνεχίσει την φράση του.

«Μην κάνεις τον κόπο» είπε η Λίνα. «Βρήκα εγώ την προέλευση του

φυλαχτού που μου χάρισες».

«Τι βρήκες… πώς;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος με τα γαλαζοπράσινα

μάτια του να μεγαλώνουν από την έκπληξη και το μέτωπό του να αρχίσει να

ιδρώνει από την αγωνία.

«Να σου εξηγήσω. Όταν μου έστειλες το φυλαχτό, ανακάλυψα ότι είχε

μία πολύ περίεργη ιδιότητα» είπε η Λίνα και κοίταξε με νόημα τον εραστή της.

παρατηρώντας τις στρόγγυλες σταγόνες ιδρώτα που είχαν σχηματίστηκαν στο

μέτωπό του. Η σιωπή της παρέτεινε την αγωνία του και το απολάμβανε.

Ο Κωνσταντίνος ξεροκατάπιε. «Για ποια ιδιότητα μιλάς ακριβώς;»

ρώτησε και απέστρεψε τα μάτια του από το διαπεραστικό βλέμμα της. Ήταν

φανερό ότι γνώριζε την αλήθεια.

«Μόλις το είδα χάρηκα που με θυμόσουν ακόμα και θεώρησα πολύ

τρυφερή την κίνησή σου. Στην αρχή σκέφτηκα να το πετάξω για να μην το

βρει ο Ρένος, αλλά μετά σκέφτηκα πως δεν έψαχνε ποτέ τα πράγματά μου και

ότι ήταν πολύ απορροφημένος με την επιστήμη του για να αρχίσει να το κάνει.

Το έκρυψα λοιπόν σε ένα συρτάρι με διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιώ

σπάνια. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν την επόμενη ημέρα βρήκα το

Page 121: Κληρονομιά

φυλαχτό μέσα στην τσάντα μου» είπε η Λίνα και έκανε την απαραίτητη παύση

για να ακούσει την άποψη του Κωνσταντίνου.

«Δεν σημαίνει κάτι αυτό. Μήπως νόμιζες πως το έβαλες στο συρτάρι.

Σε όλους μας έχει συμβεί» είπε αυτός.

«Έτσι νόμιζα κι εγώ όμως... το τοποθέτησα πάλι στο συρτάρι. Την

επόμενη ημέρα βρέθηκε ξανά στην τσάντα μου. Σε διαφορετική τσάντα αυτή

τη φορά» είπε σταύρωσε τα καλλίγραμμα πόδια της.

«Εννοείς ότι…ότι το φυλαχτό σε…σε ακολουθούσε;» ρώτησε ο

Κωνσταντίνος με φωνή που μόλις και μετά βίας ακουγόταν.

«Ναι. Αυτό ακριβώς εννοώ. Οπουδήποτε και να το τοποθετούσα, αυτό

ερχόταν πάντα μαζί μου. Φοβήθηκα» είπε η Λίνα και αναρρίγησε.

«Τώρα που μου το λες, φοβάμαι κι εγώ» είπε ο Κωνσταντίνος και

πέρασε το αριστερό του χέρι ανάμεσα από τα ανακατεμένα, ξανθά μαλλιά του.

«Κατάλαβα ότι ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό δωράκι. Δεν

ήξερα τι ακριβώς, βέβαια, μέχρι που επέστρεψα στην Ελλάδα. Ασφαλώς δεν

χρειάστηκα να μπω στον κόπο να το αναζητήσω για να το πάρω μαζί μου. Το

βρήκα μέσα στην ταξιδιωτική μου τσάντα όταν έφτασα στο αεροδρόμιο» είπε

η Λίνα και περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση του φίλου της.

«Τι έμαθες εδώ, στην Ελλάδα δηλαδή;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος

σβήνοντας το τσιγάρο του νευρικά στο σταχτοδοχείο που βρισκόταν επάνω

στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι.

«Επισκέφτηκα τον πασίγνωστο μελλοντολόγο Πητ Παπαδάκο ο οποίος

μου εξήγησε αμέσως την λειτουργία του φυλαχτού. Και όχι μόνο αυτό» είπε

τονίζοντας την τελευταία λέξη της με νόημα.

Page 122: Κληρονομιά

«Τον ξέρω. Είναι διάσημος. Τι άλλο σου είπε;». Ο Κωνσταντίνος

σηκώθηκε και πήρε ακόμη ένα τσιγάρο από το πακέτο του. Γύρισε στο

κρεβάτι και ξανακάθησε. Άναψε το τσιγάρο του και κοίταξε σε ένα σημείο

κάπου στη μοκέτα του δωματίου, αποφεύγοντας το βλέμμα της ερωμένης

του.

«Δεν είπε. Έκανε. Το κατάστρεψε και έτσι κατάστρεψε την επιρροή που

είχε επάνω μου» είπε η όμορφη γυναίκα και τεντώθηκε νωχελικά.

Ο Κωνσταντίνος κοίταξε την Λίνα και ξεροκαταπίνοντας είπε «Εγώ

μωρό μου ήθελα να με αγαπάς όπως σε αγαπώ κι εγώ. Δεν θα σου

προκαλούσε κανένα κακό. Πρέπει να με πιστέψεις. Δεν ήθελα να σε χάσω και,

ασφαλώς, δεν είχα τα χρήματα για να έρθω στην Αμερική να σε δω. Εσύ πάλι

δεν μπορούσες να αφήσεις τον άντρα σου και να έρθεις να με δεις στην

Ελλάδα. Νόμιζα πως θα με ξεχνούσες μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Ήθελα

μόνο να με θυμάσαι. Τίποτα παραπάνω. Θέλω να ξέρεις…».

Η ακατάσχετη φλυαρία του διακόπηκε από ένα νεύμα που έκανε η Λίνα

με το χέρι της που σήμαινε πως είχε ακούσει αρκετά.

«Αγάπη μου» είπε ήρεμα η Λίνα, «το μόνο που έκανε το φυλαχτό είναι

να μου δημιουργεί ένα άσβεστο πόθο για σένα. Στην πραγματικότητα δεν το

χρειαζόσουν ποτέ».

«Γιατί;»

«Γιατί σε λατρεύω αγαπούλη μου» είπε και χαμογελώντας έπεσε στην

αγκαλιά του.

Page 123: Κληρονομιά

ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΘΕΑΜΑ

Για την Έλεν η διαδρομή από την καφετέρια στο νεκροτομείο θα

παραμείνει για πάντα θαμμένη βαθιά κάπου στις δαιδαλώδεις σήραγγες της

μνήμης της. Δεν θυμόταν πως πήγαν στο αυτοκίνητο, πως μπήκαν μέσα, την

σαρανταπεντάλεπτη διαδρομή, αν συζήτησαν για οτιδήποτε με τον Ρένο κατά

την διάρκειά της. Τίποτα απολύτως. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θυμήθηκε.

Ήταν λες είχε μεταφερθεί στο χρόνο μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, και

βρέθηκε ξαφνικά, σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, μπροστά στην πίσω

είσοδο ενός νοσοκομείου, όπου την περίμεναν ο Στρατηγός της Αστυνομίας

μαζί με έναν ψηλόλιγνο, ξερακιανό αστυνομικό του τμήματος

ανθρωποκτονιών, όπως έμαθε λίγες στιγμές αφού κατέβηκε από το

αυτοκίνητο του Ρένου.

Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, η Έλεν βρέθηκε να κοιτάζει γύρω της

προσπαθώντας να καταλάβει πως είχε βρεθεί εκεί, ποιος ήταν ο ένστολος,

μεσήλικος άντρας που άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου και, κυρίως, που

ακριβώς βρισκότανε. Κοίταξε τον Ρένο, δίχως να δώσει σημασία στον ένστολο

άνδρα που μιλούσε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα λόγια του.

Αισθανόταν πως είχε ξυπνήσει από έναν τρομαχτικό εφιάλτη. Δυστυχώς, ο

εφιάλτης δεν είχε περάσει ακόμα τις πύλες του συνειδητού της. θα το

ανακάλυπτε λίγο αργότερα.

«Φτάσαμε Έλεν» είπε ο Ρένος με την βαθιά, σοβαρή φωνή του.

«Φτάσαμε;» ρώτησε Έλεν.

Page 124: Κληρονομιά

«Ναι. Είμαστε στο νοσοκομείο. Πρέπει να πάμε στο νεκροτομείο για να

αναγνωρίσουμε το πτώμα του Αλέξη» εξήγησε ο αδερφός της που είχε

αντιληφθεί κατά την διάρκεια της διαδρομής, όταν μιλούσε στην Έλεν και αυτή

όχι μόνο δεν του απαντούσε μα φαινόταν πως δεν τον άκουγε, βυθισμένη σε

ένα κόσμο νιρβάνας, έχοντας αποκλείσει εντελώς τα εξωτερικά ερεθίσματα,

κουλουριασμένη στο κάθισμα του πολυτελούς αυτοκινήτου, με το βλέμμα της

καρφωμένο σε ένα σημείο που ο Ρένος υπολόγισε ότι ήταν ο αερόσακος του

συνοδηγού.

Η Έλεν αναρρίγησε και προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Πήρε την

τσάντα της και κοίταξε τον μεσήλικο αστυνόμο που κρατούσε την πόρτα του

συνοδηγού ανοιχτή και είχε σκύψει λίγο για να μπορεί να την βλέπει.

«Ευχαριστώ» ψέλλισε βγαίνοντας και παραπάτησε ελαφρά. Ο

Στρατηγός έσπευσε να την στηρίξει βάζοντας το μπράτσο του κάτω από το

δικό της. «Ευχαριστώ» είπε σχεδόν ψυθιριστά για δεύτερη φορά.

«Ελάτε από εδώ» της υπέδειξε ο Στρατηγός και προχώρησε λίγο προς

της πόρτα του νοσοκομείου. Σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει τους δύο

πλούσιους κληρονόμους που είχαν συναντηθεί μπροστά από το αυτοκίνητο.

Ο Ρένος αγκάλιασε της αδερφή του και προχωρήσαν αργά προς το μέρος

του. Μόλις έφτασαν μπροστά σε έναν ψηλό και υπερβολικά αδύνατο άντρα

που στεκόνταν δίπλα στην πόρτα, ο Στρατηγός σταμάτησε και τους τον

σύστησε.

«Ο κύριος Αντρέας Μ. Ανήκει στο εγκληματολογικό» είπε και ο κύριος

Μ. πρότεινε το χέρι του πρώτα στην Έλεν και μετά στον Ρένο.

«Ας περάσουμε μέσα» είπε ο Στρατηγός και ένας αστυνομικός από

τους τέσσερις που βρισκόταν διάσπαρτοι στην πίσω αυλή του νοσοκομείου,

Page 125: Κληρονομιά

αλλά όχι πολύ μακριά, προχώρησε κι άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και

κράτησε την βαριά μεταλλική, σαν φυλακής, πόρτα ανοιχτή. Ο Στρατηγός

έκανε νόημα στην Έλεν και τον Ρένο να περάσουν πρώτοι.

Μόλις η Έλεν μπήκε, η χαρακτηριστική, «άρρωστη» οσμή του

νοσοκομείου της επιτέθηκε. Πάντα απεχθάνονταν αυτή την μυρωδιά. Μύριζε

αντισηπτικό και καθαριστικά, αλλά ήταν μία αναγουλιαστική, γλυκερή μυρωδιά

που δεν μπορούσε να την συνηθίσει και της θύμιζε αρρώστια και θάνατο. Το

θάνατο της μητέρας της για αρχή. Και τώρα…τον θάνατο του μικρού αδερφού

της.

Ακολουθούσε τον Στρατηγό και τον κ.Μ του εγκληματολογικού.

Έστριψαν δεξιά και βρέθηκαν σε ένα χώρο που φωτιζόταν ελάχιστα.

«Θα κατέβουμε με το ασανσέρ» είπε ο μεσήλικος άντρας και

σταμάτησε μπροστά σε δύο ανελκυστήρες.

«Οι άσπροι τοίχοι του νοσοκομείου μοιάζουν περισσότερο με γκρι»

σκέφτηκε η Έλεν. Ίσως έφταιγε ο κακός φωτισμός, ίσως το γεγονός ότι είχαν

να βαφτούν πολλά χρόνια, ίσως, πάλι, αυτό να ήταν το εξαρχής επιθυμητό

χρώμα. Άλλωστε, αυτό ήταν ένα δημόσιο νοσοκομείο και η Έλεν δεν θυμόταν

την τελευταία φορά που μπήκε σε ένα τέτοιο.

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε για να αποκαλύψει ένα μακρόστενο

κουβούκλιο με ένα αποκρουστικό, κίτρινο φως. Μπήκε μέσα μαζί με τον

αδερφό της, τον Στρατηγό, τον κύριο του εγκληματολογικού και δύο ακόμη

από τους τέσσερις αστυνομικούς που τους ακολουθούσαν αθόρυβα. Μπήκε

πρώτη και κατευθύνθηκε στο βάθος και γύρισε για να κοιτάει την πόρτα.

Εκείνη έκλεισε και ένας από τους αστυνομικούς πάτησε το κουμπί που είχε

την ένδειξη μείον ένα. Ανακάλυψε πως υπήρχαν μόνο ένα ακόμη κουμπί

Page 126: Κληρονομιά

εκτός από αυτό. Εκείνο που είχε την ένδειξη μηδέν. Ήταν φανερό πως το

ασανσέρ στο οποίο βρισκότανε είχε πρόσβαση μόνο στο υπόγειο, όπου

προφανώς βρισκόταν το νεκροτομείο.

«Γιατί πάντα τα νεκροτομεία είναι στο υπόγειο; Μήπως επειδή

προετοιμάζουν τους «φιλοξενούμενους» τους για την κατάβασή τους στην

παγερή αγκαλιά της γης;» σκέφτηκε η ΄Ελεν.

Τα καλώδια από τα οποία κρέμονταν το κουβούκλιο του ανελκυστήρα

διαμαρτυρήθηκαν τρίζοντας έντονα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα

άνοιξε και το λευκό, εκτυφλωτικό φως του διαδρόμου μπήκε ορμητικά

τυφλώνοντας την ομάδα με το πένθιμο έργο.

Ο Στρατηγός περίμενε να βγουν όλοι πριν αρχίσει να κατευθύνετε προς

τα αριστερά σε ένα μεγάλο διάδρομο με διάφορες κλειστές πόρτες δεξιά και

αριστερά. Στο βάθος του διαδρόμου βρισκόταν μία μεγάλη πόρτα και στα

δεξιά της είχε μία, κάποτε χρυσαφί, τώρα θαμπή χρυσοχάλκινη, ταμπέλα.

«ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ».

Μόλις έφτασαν ακριβώς μπροστά σε αυτή την πόρτα, η πομπή

σταμάτησε. Ο Στρατηγός στράφηκε προς τα δύο αδέλφια και είπε «Η

κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο αδερφός σας είναι πολύ άσχημη. Παρόλα

αυτά, επειδή δεν βρέθηκαν προσωπικά αντικείμενα, θα επιμείνω να

προσπαθήσετε να αναγνωρίσετε τον αδερφό σας από σημάδια και τατουάζ

που φαίνονται στο σώμα του. Το πρόσωπο είναι, δυστυχώς, μη

αναγνωρίσιμο».

Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης ή Έλεν αισθάνθηκε ένα κρύο

δάγκωμα στο πίσω μέρος του αυχένα της. Αισθάνθηκε το σβέρκο της να

παγώνει καθώς κρύες σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στην πλάτη της, φτάνοντας

Page 127: Κληρονομιά

χαμηλά στην μέση της για να εξαφανιστούν εκεί απορροφημένες από το

υφασμάτινο παντελόνι της. Τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν κάθιδρη και η

θερμοκρασία του χώρου έκανε τον ιδρώτα της να παγώνει και να της φέρνει

μία φρικτή ανατριχίλα σε όλο της το σώμα. Αισθάνθηκε τα γόνατά της να

λύνονται λες και οι σύνδεσμοι που κρατούσαν τον μηνίσκο στη θέση του

αποφάσισαν ταυτόχρονα να υποχωρήσουν. Προφανώς είχε χλωμιάσει γιατί ο

Ρένος την κοίταξε και την ρώτησε αν ήταν καλά.

«Μήπως θέλετε να σας φέρουμε λίγο νερό ή μία καρέκλα να

καθήσετε;» ρώτησε ο Στρατηγός.

«Όχι ευχαριστώ. Μία στιγμή μόνο. Θα συνέλθω» είπε η Έλεν χωρίς να

το πολυπιστεύει. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μερικές βαθιές ανάσες.

«Συγκεντρώσου κορίτσι μου» είπε στον εαυτό της. «Πρέπει να φανείς δυνατή.

Είναι κάτι που πρέπει να γίνει». όρθωσε το σώμα της, πήρε μερικές ανάσες

ακόμα με όλους τους παριστάμενους να την παρακολουθούν.

«Εντάξει είμαι» είπε με φωνή που την φάνηκε πως έτρεμε. «Ας

προχωρήσουμε στην διαδικασία της αναγνώρισης».

Ο Στρατηγός άνοιξε την βαριά πόρτα του θαλάμου του νεκροτομείου

και την κράτησε ανοιχτή για να περάσουν μέσα ο Ρένος και η Έλεν. Αμέσως

ένας από τους αστυνομικούς πήρε τη θέση του και κράτησε την πόρτα για να

περάσει ο Στρατηγός, ο ξερακιανός άντρας του εγκληματολογικού και ο

συνάδελφός του.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε η Έλεν ήταν η χαμηλή

θερμοκρασία του χώρου. Η εξαιρετικά έντονη οσμή απολυμαντικού στο χώρο

ήταν ανακατεμένη με μία άλλη παράξενη, πρωτόγνωρη και απροσδιόριστη

μυρωδιά. Ο χώρος ήταν πολύ καθαρός, πράγμα που δεν ήταν αναμενόμενο

Page 128: Κληρονομιά

από την ίδια γιατί πάντα θεωρούσε το νεκροτομείο σαν ένα χώρο

κατακλυσμένο από ανθρώπινα πτώματα, τοποθετημένα επάνω σε ειδικά

τραπέζια, περιτριγυρισμένα από ειδικά τραπεζάκια με πλήθος περίεργων στην

όψη, καλογυαλισμένων, αιχμηρών εργαλείων. Ένας γιατρός, ντυμένος με μία

πεντακάθαρη, πράσινη μπλούζα χειρουργού καθόταν σε ένα γραφείο στο

βάθος του δωματίου στα αριστερά. Μία λάμπα που έβγαζε ένα έντονο κίτρινο

φως ήταν αναμμένη και αυτός φαινόταν απορροφημένος από μία στοίβα

χαρτιών μέσα στα οποία ήταν κυριολεκτικά χωμένος. Η στάση του σώματός

του βοηθούσε ιδιαίτερα αφού είχε ακουμπησμένους και τους δύο αγκώνες του

επάνω στο γραφείο με τις παλάμες του να αγκαλιάζουν τα φουσκωτά

μάγουλά του, ώστε να στηρίζει το στρογγυλό του κεφάλι, με την πλάτη

ελαφρά καμπουριαστή, διπλωμένος όσο του επέτρεπε η ευμεγέθης κοιλιά

του. Φορούσε γυαλιά με λεπτό, στρόγγυλο, μεταλλικό σκελετό και τα κοντά,

καστανά, ίσια μαλλιά του έδειχναν ίχνη αραίωσης. Δεν φάνηκε να παρατηρεί

την ομάδα των ανθρώπων που μόλις είχαν εισέλθει στα άδυτά του, ή απλά

δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός άνθρωπος. Πολλές φορές οι άνθρωποι

επιλέγουν ένα επάγγελμα γιατί ταιριάζει στον χαρακτήρα τους και όχι με

κοινωνικά ή οικονομικά κριτήρια.

Η Έλεν παρατήρησε ότι οι στιγμές της φαίνονταν να περνούν πολύ

αργά. Μέχρι ο ένας από τους δύο αστυνομικούς να πλησιάσει και να μιλήσει

χαμηλόφωνα στον γιατρό, παρατήρησε πως το τεράστιο δωμάτιο οδηγούσε

σε τρεις ακόμη χώρους αφού υπήρχαν δύο πόρτες στον τοίχο στο βάθος και

μία στα δεξιά τους. Ένα μεγάλο τραπέζι βρισκόταν τρία μέτρα δεξιά τους και

μία μεγάλη λάμπα, από αυτές που χρησιμοποιούν στις εγχειρήσεις βρισκόταν

δίπλα σε αυτό.

Page 129: Κληρονομιά

Ο γιατρός ανασήκωσε το βλέμμα του από την στοίβα με τα χαρτιά του

και κοίταξε τον αστυνομικό. Ακολούθησε ένας σύντομος διάλογος από τον

οποίο δεν ακούστηκε τίποτα. Ίσως είναι το μακάβριο του χώρου που σε κάνει

να μιλάς σιγά, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ζωντανοί ασθενείς σε

αυτό το χώρο του νοσοκομείου. Κανένας δεν επρόκειτο να ενοχληθεί αν

κάποιος μιλούσε δυνατά. Ούτε να ξυπνήσει.

Ο ευτραφής νεκροτόμος σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα του που

έτριξε καθώς ανακουφίστηκε μόλις απαλλάχτηκε από το αξιόλογο βάρος του

και προχώρησε προς το μέρος τους με αργά βήματα, μετακινώντας το βάρος

του με προφανή κόπο από το ένα πόδι στο άλλο. Μόλις σηκώθηκε, φάνηκε το

πραγματικό, και άκρως εντυπωσιακό μέγεθός του, το οποίο κρυβόταν πίσω

από το γραφείο. Το ύψος του, το οποίο ήταν σαφώς κάτω του μετρίου, τον

έκανε να μοιάζει με μία στρογγυλή, πράσινη μπάλα. Το πρόσωπό του,

στρογγυλό και αναψοκοκκινισμένο, είχε παιδικά χαρακτηριστικά, με δύο

γαλάζια, ζωηρά μάτια, μία μικρή, στρογγυλή μύτη και τροφαντά μάγουλα που

ανεβοκατέβαιναν με σθένος όταν μιλούσε. Ήταν μία φυσιογνωμία που θα

ταίριαζε περισσότερο να ξεπροβάλει πίσω από ένα πάγκο ενός

παντοπωλείου γεμάτο χρωματιστά ζαχαρωτά και διάφορες άλλες λιχουδιές,

που μύριζε ζάχαρη, βούτυρο και φρέσκο ελαιόλαδο, παρά πίσω από το

αυστηρό γραφείο ενός νεκροτομείου που μύριζε απολυμαντικά και

αντισηπτικά.

Τους πλησίασε με τα μάτια του να χαμογελούν, αλλά διατηρώντας ένα

σοβαρό και μετρημένο ύφος, όπως άρμοζε στο επάγγελμα του και το χώρο

στον οποίο βρίσκονταν.

Page 130: Κληρονομιά

«Καλησπέρα σας. Είμαι ο δόκτωρ Ζαχαρίας Δ. είπε και η Έλεν

θεώρησε πως το όνομά του ήταν απόλυτα ταιριαστό με την διάπλασή του.

Πράγματι έμοιαζε με φουσκωτό λουκουμάνθρωπο.

«Γιατρέ ήρθαμε για την αναγνώριση» είπε Στρατηγός.

«Μάλιστα» είπε ο γιατρός και τα μάτια του φάνηκαν να σκουραίνουν

και να σκυνθρωπιάζουν. «Ακολουθήστε με παρακαλώ».

Προχώρησε στο βάθος του δωματίου με τα αργά του βήματα, και μέσα

στην ησυχία ακουγόταν να ασθμαίνει κάθε φορά που μετακινούσε το βάρος

του από το ένα πόδι στο άλλο. Προχώρησε αργά με την ετερόκλητα πομπή να

τον ακολουθάει προς την πόρτα που βρισκόταν σχεδόν πίσω από το γραφείο

του. Προσπερνώντας το φορτωμένο με χαρτιά και φακέλους γραφείο, η Έλεν

δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κοιτάξει τι ήταν αυτό στο οποίο ήταν

προσηλωμένος ο κοντός, εύσωμος άντρας με το μακάβριο επάγγελμα. Μία

φευγαλέα ματιά αρκούσε για να καταλάβει ότι το ανάγνωσμα δεν ήταν τίποτα

άλλο από έναν χρωματιστό οδηγό μαγειρικής. «Μεσογειακή Κουζίνα» έγραφε

στο εξώφυλλο το βιβλίο με μεγάλα, πορτοκαλί γράμματα.

Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκαν σε ένα άλλο δωμάτιο στο οποίο το φως

δεν ήταν τόσο έντονο. Στον ένα τοίχο υπήρχαν μεταλλικές, τετράγωνες

πόρτες, ψυγεία που φιλοξενούσαν αυτούς που είχαν την ατυχία να αφήσουν

τα επίγεια. Εδώ η θερμοκρασία ήταν ακόμη χαμηλότερη. Στην μέση, σχεδόν,

του δωματίου υπήρχε ένα τραπέζι επάνω στο οποίο υπήρχε ένας σάκος που

περιείχε το άψυχο σώμα του Αλέξη.

Η Έλεν επανήλθε στην πραγματικότητα. Ένα κύμα συναισθημάτων την

συνεπήρε σαν να είχε μόλις συνειδητοποιήσει το λόγο του ερχομού της στο

νεκροτομείο. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και αναζήτησε την αγκαλιά του

Page 131: Κληρονομιά

Ρένου για να στηριχτεί γιατί πραγματικά αισθανόταν ότι θα κατέρρεε ανά

πάσα στιγμή. Ο Ρένος την αγκάλιασε από τη μέση και την έσφιξε επάνω του.

Χωμένη στην αγκαλιά του τον αισθάνθηκε να τρέμει και μακάρισε την τύχη της

που τουλάχιστο είχε μαζί της κάποιον για να μοιραστεί μία τόσο δύσκολη

στιγμή.

«Είσαστε καλά;» ρώτησε ο γιατρός με την απαλή φωνή του. «Αν θέλετε

μπορώ να σας φέρω μία καρέκλα. Ξέρω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο αυτό

που καλείστε να κάνετε, οπότε μπορείτε να μου πείτε αν δεν είσαστε έτοιμη.

Το καταλαβαίνω απόλυτα» είπε και πλησίασε την Έλεν και έπιασε το χέρι της

από τον καρπό. Ένα ιατρικό άγγιγμα που μετρούσε τους σφυγμούς της, ενώ

ταυτόχρονα ο γιατρός παρατηρούσε το πρόσωπό της.

«’Οχι. Σας ευχαριστώ. Είμαι εντάξει. Ας προχωρήσουμε. Δεν

αισθάνομαι καλά εδώ μέσα» είπε η Έλεν σκουπίζοντας τα δάκρυά της με την

ανάποδη της παλάμης της.

«Ναι. Ας τελειώνουμε με την διαδικασία σας παρακαλώ» είπε ο Ρένος

και την έσφιξε δυνατότερα επάνω του.

«Πολύ καλά. Όπως επιθυμείτε» είπε ο κοντόχοντρος γιατρός και πήρε

αμέσως επαγγελματικό και απόλυτα αυστηρό ύφος. «Θα ήθελα να σας

ενημερώσω ότι σώμα του άτυχου αυτού άντρα βρέθηκε χωρίς ρούχα,

κοσμήματα ή άλλα διακριτικά. Αυτός είναι ο λόγος που σας καλέσαμε.

Ασφαλώς μπορούμε τα πιστοποιήσουμε ότι είναι ο αδερφός σας αν κάνουμε

μία εξέταση DNA αλλά είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο. Αν θέλετε μπορείτε να

επιλέξετε αυτή την μέθοδο και να αποφύγετε την διαδικασία της αναγνώρισης.

Αρκεί να μας δώσετε, ο ένας από τους δύο ένα δείγμα αίματος» είπε ο

γιατρός.

Page 132: Κληρονομιά

Η Έλεν και ο Ρένος κοιταχτήκανε και πήραν την απάντησή τους ο ένας

από τον άλλο δίχως να χρειαστεί να μιλήσουνε.

«¨Όχι γιατρέ. Είναι καλύτερο να ξέρουμε όσο το δυνατό συντομότερα

για να κανονίσουμε και τα διαδικαστικά της ταφής» είπε ο Ρένος.

«Πολύ καλά. Τότε να σας ενημερώσω ότι δεν πρόκειτε να σας δείξω το

πρόσωπο διότι δεν είναι αναγνωρίσιμο» είπε ο γιατρός και έλαβε θέση για να

ανοίξει το φερμουάρ του ειδικού σάκου.

«Γιατί;» ρώτησε η Έλεν με μία φωνή που μόλις και μετά βίας

ακούστηκε στην απόλυτη ησυχία.

«Βλέπετε…» ο γιατρός ξεροκατάπιε ψάχνοντας έναν ήπιο τρόπο για να

πει την αλήθεια, αλλά δυστυχώς η αλήθεια δεν είναι ποτέ ούτε ήπια, ούτε

ευχάριστη. «Ξέρετε…» ξεκίνησε πάλι την πρότασή του «ο άντρας αυτός

βρέθηκε καμένος».

Μία αποκρουστική εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της Έλεν, ενός

ανθρώπου τυλιγμένου στις φλόγες, με τον καυτό και γεμάτο καπνό αέρα να

γεμίζει τα πνευμόνια του εμποδίζοντας τις κραυγές του και το δέρμα του να

καίγεται και να μαυρίζει, με τον ήχο του λίπους να λυώνει κάτω από την

υψηλή θερμοκρασία και ταυτόχρονα να ανοίγει σε σημεία αποκαλύπτοντας το

φρικιαστικό, κόκκινο εσωτερικό του.

Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε το στομάχι της να ανεβαίνει στην βάση

της γλώσσας της. Άρχισε να συσπάται και ο γιατρός ακούστηκε να λέει. Μία

καρέκλα. Εκεί στο βάθος. Ένας από τους αστυνομικούς έφερε γρήγορα μία

καρέκλα στην οποία σωριάστηκε η Έλεν. Το στομάχι της συσπόταν τόσο

δυνατά που έκανε όλο το σώμα της να τραντάζεται. Ο γιατρός άπλωσε το χέρι

του στο οποίο κρατούσε ένα μεταλλικό δοχείο που έμοιαζε με μικρό κουβά

Page 133: Κληρονομιά

αλλά χωρίς την λαβή. Ο Ρένος τον άρπαξε και τον απίθωσε απότομα στα

χέρια της Έλεν η οποία τον αγκάλιασε και άδειασε μέσα του το περιεχόμενο

του στομάχου της.

Ο γιατρός είχε ήδη φύγει από τη θέση του για να κατευθυνθεί σε ένα

ράφι από το οποίο πήρε μία χούφτα χάρτινες χειροπετσέτες τις οποίες έδωσε

στην Έλεν.

«Θέλετε να βγείτε λίγο έξω για να πάρετε αέρα;» ρώτησε ο γιατρός.

«Όχι. Είμαι καλά. Παρακαλώ συνεχίστε» είπε η Έλεν και σηκώθηκε

από την καρέκλα, αφήνοντας επάνω της τον μεταλλικό κουβά και πετώντας

μέσα τις χειροπετσέτες. Έκανε δύο αδύναμα βήματα μπροστά και κοίταξε τον

γιατρό στα μάτια.

«Όπως σας έλεγα, είναι εντελώς αδύνατο να γίνει αναγνώριση από το

πρόσωπο» συνέχισε ήρεμα ο γιατρός. «Το σημαντικό είναι ότι υπάρχουν

κάποια σημεία στο σώμα του άντρα που δεν καήκαν ολοσχερώς και σε δύο

από αυτά υπάρχουν μικρά κομμάτια από δύο τατουάζ. Αυτά καλείστε να

αναγνωρίσετε» είπε και ετοιμάστηκε να ανοίξει το φερμουάρ του σάκου. Πριν

το κάνει, σήκωσε το βλέμμα του και έριξε μία εξεταστική ματιά στα δύο

αδέρφια.

Μόλις κοίταξε τον Ρένο, εκείνος ένευσε καταφατικά με το κεφάλι του.

Στον χώρο επικρατούσε απόλυτη ησυχία την οποία έσκισε ο συριχτός ήχος

από το φερμουάρ. Το πρόσωπο του Αλέξη ήταν καλυμμένο με μία

σκουρόχρωμη πετσέτα. Ο γιατρός φόρεσε τα γάντια του, έπιασε τα χείλη του

σάκου και τα τράβηξε προς τις δύο μεριές για να ανοίξουν αποκαλύπτοντας

ένα βδελυρό θέαμα. Το σώμα ενός άντρα που έμοιαζε να έχει καλυφθεί από

μία ανομοιόμορφη ζελατίνα από μαύρο και κόκκινο χρώμα ξεπρόβαλε και η

Page 134: Κληρονομιά

μυρωδιά της καμένης σάρκας πλημμύρισε τον χώρο. Ο ένας αστυνομικός

έκανε δύο βήματα πίσω και απέστρεψε το βλέμμα του από το φρικτό θέαμα.

«Θεέ και Κύριε!» είπε ο Στρατηγός μέσα από τα δόντια του και

καταλαβαίνοντας το ακατάλληλο της φράσης του πρόσθεσε «Με συγχωρείτε»

και σώπασε.

Η Έλεν ποτέ δεν είχε φανταστεί μία τέτοια κατάληξη για τον ζωηρό,

ατίθασο και μπλεγμένο με τυχερά παιχνίδια μικρό αδερφό της. Ήξερε, βέβαια,

ότι ζούσε μία έντονη και επικίνδυνη ζωή και πως ο χώρος της νύχτας και των

τυχερών παιχνιδιών εγκυμονούσε ένα πλήθος κινδύνων, αλλά πίστευε πως ο

Αλέξης ήξερε πώς να φυλαχτεί και, κυρίως, πότε έπρεπε να απομακρυνθεί για

να μην χωθεί μέχρι το λαιμό στα χρέη. Αρκετές φορές του είχε δώσει χρήματα

για να πληρώσει οφειλές που είχε δημιουργήσει, περισσότερο, όμως, για να

τον αναγκάσει να φύγει γιατί γινόταν πολύ φορτικός όταν έφτανε στο σημείο

να ζητήσει δανεικά.

Με αυτές τις σκέψεις, συνέχισε να παρατηρεί το καμένο σώμα του

αδερφού της. Παρατήρησε πως το επάνω μέρος του σώματος φαινόταν να

ήταν καμένο σε μεγαλύτερο βαθμό από την λεκάνη ή τα πόδια του. Ήταν

σχεδόν πλήρως απανθρακωμένο και έμοιαζε με οτιδήποτε μπορούσε να έχει

αναλωθεί από μία φωτιά. Οι ιστοί έμοιαζαν με κάρβουνο και το λίπος είχε

λιώσει αφήνοντας μόνο τα καμένο δέρμα, ανοιχτό σε διάφορα σημεία που

αποκάλυπταν ένα εξίσου μαύρο περιεχόμενο. Αν το καμένο σώμα δεν είχε

διατηρήσει το ανθρώπινο σχήμα του θα μπορούσε να μοιάζει με ένα

απανθρακωμένο ζώο. Προχωρώντας προς το κάτω μέρος της κοιλιάς

πρόσεξε πως υπήρχαν μαύρα σημεία, αλλά και κάποια που δεν είχαν καεί

εντελώς αλλά διακρίνονταν κόκκινες γυαλιστερές επιφάνειες. Αντίθετα στα

Page 135: Κληρονομιά

πόδια το δέρμα φαινόταν κόκκινο όπως όταν καίγεσαι από καυτό σίδερο ή

ζεματιστό νερό. Ο κορμός του, όμως, έμοιαζε να έχει παραμορφωθεί, να έχει

φουσκώσει σε σημεία και το δέρμα, όσο πλησίαζε προς το λαιμό να γίνεται

ολοένα και πιο σκούρο, σχεδόν μαύρο. Το ίδιο και τα χέρι του με τα

ακροδάχτυλα να μοιάζουν λιωμένα από την υψηλή θερμοκρασία και εντελώς

μαύρα.

«Θέλω αν μπορείτε να πλησιάσετε λίγο και να παρατηρήσετε δύο

τατουάζ που φαίνονται στα πόδια του» είπε ο γιατρός χωρίς να σηκώσει το

βλέμμα του από το σώμα του άντρα πλησιάζοντας επικίνδυνα κοντά το

πρόσωπό του σε ένα σημείο στο αριστερό πόδι του Αλέξη. Ο Ρένος και η

Έλεν πλησίαζαν το τραπέζι του νεκροτομείου και πέρασαν πίσω του και

στάθηκαν δίπλα στο γιατρό.

«Να. Εδώ. Βλέπετε;» είπε ο γιατρός και υπέδειξε ένα σημείο χαμηλά

στο πόδι, σχεδόν επάνω στον έσω σφυρό.

Η Έλεν συγκεντρώθηκε στο σημείο που υποδείκνυε ο γιατρός. Το

δέρμα ήταν κόκκινο και πρησμένο, οι τρίχες είχαν καεί και η μυρωδιά της

καμένης σάρκας την έκαναν να θέλει να απομακρυνθεί γρήγορα για να πάρει

μερικές βαθιές ανάσες καθαρού αέρα. Πράγματι, φαινόταν σαν να ήταν κάτι

γραμμένο με έναν μαρκαδόρο που είχε μουτζουρωθεί ελαφρά. Πράσινα

σχήματα με μαύρο περίγραμμα. Αν πήγαινες λίγο πιο κοντά, άρχισαν να

μοιάζουν με γράμματα. Έμοιαζαν μισοσβησμένα να είχε παρασύρει το χρώμα

που δεν είχε στεγνώσει καλά ένα κύμα νερού. Έσκυψε λίγο περισσότερο γιατί

η περιέργεια κατανίκησε την αποστροφή της. Ήταν σίγουρη πως αν έβλεπε

ολόκληρο το τατουάζ θα το αναγνώριζε αμέσως, αλλά η τωρινή του

κατάσταση ήταν ένα μικρό κομμάτι από ένα μεγάλο παζλ.

Page 136: Κληρονομιά

«Είναι γράμματα» είπε η Έλεν σιγά, σχεδόν μόνο στον εαυτό της, όμως

ακούστηκε μέσα στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο.

Μισοέκλεισε τα μάτια της για να διακρίνει καλύτερα αυτό που έβλεπε.

«Ο – Κ – Ε» διάβασε η πλούσια κληρονόμος έχοντας σχεδόν κολλήσει

το πρόσωπό της στην σάρκα του αδερφού της. Ανασηκώθηκε αργά, με τους

πάντες να την κοιτάνε περιμένοντας να τους ενημερώσει για το αν μπορούσε

να βεβαιώσει ότι ο νεκρός άντρας ήταν ο αδερφός της.

«Αυτός είναι» είπε και πλησίασε τον Ρένο που άνοιξε τα χέρια του για

να την πάρει στην αγκαλιά του για άλλη μία φορά. Τα μάτια του ήταν κόκκινα,

αλλά δεν φαινόταν δάκρυα να γυαλίζουν μέσα σε αυτά. Ήταν προφανές ότι

έκανε προσπάθεια να συγκρατηθεί και να μην ξεσπάσει σε λυγμούς.

«Είσαστε σίγουρη;» ρώτησε ο κοντόχοντρος γιατρός που έμοιαζε με

πράσινη μπάλα θαλάσσης.

Η Έλεν είχε χώσει το πρόσωπό της στο στήθος του αδερφού της. Λίγες

στιγμές αργότερα, τραβήχτηκε και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της.

«Απόλυτα» είπε και συνέχισε με αργή, ήρεμη φωνή «Είναι ο JOKER,

το τελευταίο τατουάζ που έκανε ο Αλέξης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία».

«Μάλιστα» είπε ο γιατρός. «Συγγνώμη που θα επιμείνω, αλλά είναι

σημαντικό να είμαστε εντελώς βέβαιοι για την ταυτότητα του ατόμου. Θα σας

πείραζε να κοιτάξετε ακόμη ένα σημείο;» ρώτησε και μετακινήθηκε

βαριανασαίνοντας σε κάθε του βήμα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο

Στρατηγός έκανε δύο βήματα πίσω για να αποφύγει την άμεση επαφή με τον

ευτραφή άντρα.

Page 137: Κληρονομιά

«Που ακριβώς πρέπει να κοιτάξω;» ρώτησε η Έλεν καθώς

κατευθυνόταν και η ίδια προς την πλευρά του τραπεζιού που στέκονταν τώρα

ο γιατρός.

«Εδώ ακριβώς» είπε και με το γαντοφορεμένο του δάκτυλο έδειξε ένα

σημείο χαμηλά στον γοφό. Ταυτόχρονα τράβηξε μία λάμπα με έντονο φως

όσο το δυνατό κοντύτερα επέτρεπε ο σπαστός βραχίονάς της.

Η Έλεν έσκυψε άλλη μία φορά και πλησίασε το πρόσωπό της για να

δει καλύτερα.

«Περιμένετε λίγο να ανασηκώσω το σώμα» είπε ο γιατρός και ξεκίνησε

άλλον έναν μαραθώνιο αγκομαχητών μέχρι την άλλη πλευρά του τραπεζιού.

Τοποθέτησε το ένα του χέρι στην μέση του νεκρού άντρα και το άλλο ψηλά

στο μηρό του και τράβηξε το σώμα με δύναμη. Ακούστηκαν ταυτόχρονα ένα

σύρσιμο, ένας ήχος σαν ξυλαράκια που έσπαζαν και ένας ήχος που θύμιζε

κόψιμο ή σχίσιμο δέρματος. Ο αστυνομικός που είχε απομακρυνθεί

κατευθύνθηκε προς την πόρτα και κοίταξε τον Στρατηγό που τον

παρακολουθούσε με παρακλητικό βλέμμα και κίτρινη όψη. Με ένα νεύμα του

ο Στρατηγός του επέτρεψε να εξέλθει από το δωμάτιο, πράγμα που έκανε με

εντυπωσιακή ταχύτητα.

Με το σώμα του νεκρού άντρα ανασηκωμένο, η Έλεν μπόρεσε να

παρατηρήσει πως η μέση του δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το

υπόλοιπο σώμα. Παρόλο που το δέρμα ήταν καμένο σε πολλά σημεία,

παρατήρησε ένα σημάδι που έμοιαζε με μελανιά. Ένα μικρό, μαύρο σχήμα,

σαν μία ανάποδη μαύρη καρδιά ήταν αυτό που είχε απομείνει σαν κατάλοιπο

του τατουάζ ενός άσσου μπαστούνι που είχε ο αδερφός της.

Page 138: Κληρονομιά

«Ναι. Το τατουάζ του με τον άσσο μπαστούνι» είπε και ο γιατρός

άφησε το σώμα να επανέλθει στην θέση του με ένα αγκομαχητό.

«Τι συνέβη στον αδερφό μας κύριε ιατροδικαστά;» ρώτησε ο Ρένος.

«Δεν έχω σχηματίσει ακόμα πλήρη άποψη, αλλά αν θέλετε μπορώ να

σας πω τα ευρήματα της προκαταρκτικής μου εξέτασης» είπε ο εύσωμος

άντρας βγάζοντας τα γάντια του και πετώντας τα σε ένα μεταλλικό κάδο

αποριμμάτων με καπάκι.

«Παρακαλώ. Πείτε μας» είπε ο Ρένος.

«Λοιπόν. Θα πρέπει, ασφαλώς, να γίνει η απαραίτητη νεκροτομή, αλλά

με μια πρώτη ματιά θεωρώ πως ο αδερφός σας βασανίστηκε πριν πεθάνει»

είπε και κοίταξε τον Ρένο με τα ζωηρά του μάτια.

«Βασανίστηκε;» ρώτησε η Έλεν. «Δηλαδή;»

«Δυστυχώς δεν τολμώ να σας πω περισσότερα πριν ολοκληρώσω την

νεκροτομή. Καταλαβαίνετε τη θέση μου. Δεν θα ήθελα να πω κάτι το οποίο τα

στοιχεία που θα βρω θα το αναιρέσουν αργότερα. Το μόνο που μπορώ να

σας πω είναι πως είναι πολύ πιθανό να μην ήταν ζωντανός όταν κάηκε.

Περισσότερα στοιχεία θα έχω αύριο, αλλά θα πρέπει να ξέρετε πως η πλήρης

εξέταση των ευρημάτων θα ολοκληρωθεί σε μερικές ημέρες. Ιδίως αν τα

ευρήματα που έχω αποκαλύψουν το DNA του δολοφόνου».

«Έχετε τέτοια στοιχεία;» ρώτησε η Έλεν πλησιάζοντας τον

ιατροδικαστή λίγο ακόμη.

«Ναι. Ασφαλώς. Κυρία μου, η επιστήμη της ιατροδικαστικής έχει κάνει

τεράστια άλματα. Επιπλέον, λόγω της κοινωνικής σας θέσης, και επειδή έχει

ήδη ειδοποιηθεί ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, έχουμε εντολή να κάνουμε

όλες τις απαραίτητες εξετάσεις και εδώ, αλλά και στον τόπο του εγκλήματος.

Page 139: Κληρονομιά

Αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν απαραίτητο να γίνει η αναγνώριση το

συντομότερο δυνατό» είπε ο λουκουμάνθρωπος και συμπλήρωσε «ελάτε μαζί

μου. Θα ενημερώσω κάποιον για να γίνουν οι απαραίτητες διατυπώσεις».

Η ομάδα ανασάλεψε αμέσως, ακούστηκε ένας αναστεναγμός

ανακούφισης από τον Στρατηγό και αμέσως μετά ψύθιροι ενώ ο ξερακιανός

άντρας του εγκληματολογικού έλεγε κάτι εμπιστευτικό στον αστυνομικό υπό το

άγρυπνο βλέμμα του Στρατηγού. Ακολούθησαν όλοι το γιατρό έξω από το

δωμάτιο, πίσω σε αυτό του γραφείου. Ο γιατρός πρότεινε με το χέρι του τη

καρέκλα συνεργασίας που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του και η Έλεν

κάθισε με την κίτρινη λάμπα να την προσδίδει μία ακόμη χλωμότερη όψη.

Κάθησε στην καρέκλα του και αυτή διαμαρτυρήθηκε ξανά υποχωρώντας λίγα

εκατοστά κάτω από το βάρος του. Σήκωσε το τηλέφωνο, πληκτρολόγησε ένα

εσωτερικό πενταψήφιο νούμερο και συνεννοήθηκε με λίγες φράσεις με

κάποιον από την άλλη άκρη της γραμμής. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του

και είπε «καταλαβαίνω. Είναι πολύ λογικό» και έκλεισε το τηλέφωνο.

«Ακολουθήστε με. Θα πάμε στον πρώτο όροφο στο γραφείο

διεκπεραίωσης» είπε και ξανασηκώθηκε με κόπο.

Λίγο πριν βγούνε εντελώς από το νεκροτομείο, σταμάτησε, με την

ομάδα να σταματάει πίσω του, στράφηκε προς τον Ρένο και είπε «Θα πρέπει

να σας ενημερώσω και για κάτι ακόμα. Έχετε το δικαίωμα να επιλέξετε έναν

οποιοδήποτε ιατροδικαστή για να παρίσταται στη νεκροτομή ή ακόμη και να

την κάνει ο ίδιος. Με ενημέρωσαν ότι αυτή είναι η εντολή του διοικητή του

νοσοκομείου. Είναι σημαντικό να το γνωρίζω, όμως, ώστε να μην

προχωρήσω σήμερα σε επιπλέον εξέταση».

Page 140: Κληρονομιά

«Ναι. Σας ευχαριστούμε» είπε ο Ρένος και ήταν φανερό πως ήδη είχε

σκεφτεί το άτομο που θα ήθελε να καλέσει. «Επιτρέψτε μου να κάνω ένα

τηλεφώνημα και θα σας απαντήσω σε λίγα λεπτά» είπε.

Μόλις βγήκαν από το ασανσέρ στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου

κατευθύνονταν ο Ρένος απομακρύνθηκε και έκανε μία κλήση από το κινητό

του. Σε μία συζήτηση που κράτησε περίπου πέντε λεπτά, και ήταν φανερό ότι

γινόταν στα Αγγλικά, ο Ρένος συνεννοήθηκε με τον επιστήμονα της επιλογής

του. Επέστρεψε στην ομάδα και ενημέρωσε τον τροφαντό γιατρό πως την

επόμενη ημέρα θα έφτανε από την Αμερική ένας διακεκριμένος ιατροδικαστής

που ήταν από τους καλύτερους της Αμερικής.

Είκοσι λεπτά αργότερα, η Έλεν και ο Ρένος βρισκόταν έξω από την

πίσω πόρτα του νοσοκομείου. Ο δροσερός βραδινός αέρας ήταν μία

ευχάριστη αλλαγή από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του νοσοκομείου. Η Έλεν

πήρε μερικές βαθιές ανάσες.

«Ας πάμε να καθήσουμε στο αυτοκίνητο τσίκα» είπε ο Ρένος και

κατευθύνθηκε προς το πολυτελές αυτοκίνητο. Η Έλεν τον ακολούθησε.

Κάθησε στην θέση του συνοδηγού και αναζήτησε το πακέτο με τα τσιγάρα της

μέσα στην τσάντα της. Πήρε ένα και πρότεινε ένα στον Ρένο. Άναψε το δικό

της και πήρε μία βαθιά ρουφηξιά που έκαψε τα πνευμόνια της. Έδωσε τον

αναπτήρα της στον Ρένο για να ανάψει και το δικό του.

«Τώρα τι γίνετε;» ρώτησε άχρωμα ο Ρένος.

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Έλεν με την σειρά της χωρίς να τον κοιτάξει.

«Πρέπει να τον πούμε στον πατέρα και στην Μαρία Λουίζα» είπε.

«Ναι» σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα και πρόσθεσε «Μάλλον μόνο

στον πατέρα. Προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν ξέρω. Πρέπει να ετοιμάσουμε

Page 141: Κληρονομιά

και τα απαραίτητα για την κηδεία. Ο πατέρας δεν έχει καλή υγεία τώρα

τελευταία και ανησυχώ για το αποτέλεσμα ενός τέτοιου σοκ» είπε η Έλεν σαν

να απευθύνονταν στον εαυτό της.

«Ποιος λες να το έκανε;» ρώτησε ο Ρένος.

«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως πρόκειται για έναν πολύ σκληρό

άνθρωπο που ήθελε απεγνωσμένα τα χρήματά του πίσω και που προφανώς

ήταν τόσα που ο Αλέξης δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Δεν γνώριζα πως

ήταν τόσο βαθιά χωμένος στον τζόγο. Πάντα θεωρούσα το χαρτοπαίγνιο ένα

χόμπι για αυτόν. Είχα διαβάσει πολλά άρθρα για την αρρώστια του τζόγου

αλλά πάντα πίστευα ότι η περίπτωση του μικρού αδερφού μας ήταν εντελώς

διαφορετική. Ίσως ήμουν πολύ απασχολημένη για να διακρίνω τα σημάδια

της» είπε η Έλεν.

«Ο καθηγητής Alan Benson θα βοηθήσει στην διαλεύκανση της

δολοφονίας» είπε ο Ρένος με σιγουριά.

«Φίλος σου;» ρώτησε η Έλεν.

«Ναι. Διδάσκουμε στο ίδιο πανεπιστήμιο και είναι πολύ αγαπητός μου

φίλος. Θεωρείται από τους κορυφαίους στο είδος του, αν όχι ο καλύτερος. Του

εξήγησα περί τίνος πρόκειται και αμέσως ο ίδιος πρότεινε να παραστεί στην

νεκροτομή. Από την στιγμή που τον εμπιστεύεται το FBI καλά θα κάνουμε να

τον εμπιστευτούμε κι εμείς» συμπλήρωσε.

«FBI; Πρέπει να είναι πολύ καλός» είπε η Έλεν με ανακούφιση.

«Είναι. Ασφαλώς δεν χρειάζεται να διαρρεύσει αυτή η πληροφορία»

είπε ο Ρένος με νόημα.

«Δεν χρειαζόταν ούτε να μου το πεις» είπε η Έλεν γνωρίζοντας ότι η

πληροφορία αυτή έπρεπε να μείνει κρυφή ακόμα κι από τον πατέρα της.

Page 142: Κληρονομιά

Εκείνη τη στιγμή ο ηλεκτρονικός ήχος ενός κινητού διέκοψε τη

συζήτησή τους. Ο Ρένος αναζήτησε το κινητό του στην τσέπη του.

«Πρέπει να απαντήσω» είπε ο Ρένος κοιτώντας την οθόνη του κινητού

του.

Η Έλεν κοιτούσε τον αδερφό της ενώ εκείνος άκουγε τον συνομιλητή

του με ιδιαίτερη προσοχή χωρίς να λέει κάτι ο ίδιος.

«Εντάξει. Σ’ ευχαριστώ πολύ» είπε τελικά και έκλεισε το τηλέφωνο.

«Έλεν, θα της δώσω μία δεύτερη ευκαιρία, όχι γιατί πιστεύω ότι το

αξίζει, αλλά για μένα. Θέλω να το κάνω. Είμαι ένα βήμα πριν από την

κόλαση» είπε και πήρε άλλη μία βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που

κρατούσε.

«Τι έγινε; Συμβαίνει κάτι σοβαρό; Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;» ρώτησε η

Έλεν

«Ήταν ο ντετέκτιβ. Η Λίνα από την στιγμή που έφυγα από το

ξενοδοχείο, έφυγε από το δωμάτιό μας, αλλά δεν βγήκε από το ξενοδοχείο.

Επιπλέον δεν πήγε ούτε στο εστιατόριο, ούτε στο μπαρ, ούτε στο

κομμωτήριο, ούτε στο γυμναστήριο. Άρα…»

«…άρα;…» ρώτησε η Έλεν φοβούμενη την απάντηση του Ρένου.

«Άρα βγάζει τα μάτια της αυτή τη στιγμή που μιλάμε» είπε ο Ρένος και

σώπασε βυθισμένος σε σκέψεις.

«Κάνε όπως νομίζεις ότι θα είναι καλύτερα» είπε η Έλεν ενώ θα ήθελε

να πει «φρόντισε να απαλλαγείς από αυτήν όσο είναι καιρός. Εάν προκύψει

ένα παιδί θα σου είναι απείρως δυσκολότερο γιατί θα βρεθείς στο δίλημμα

είτε να το στερηθείς, είτε να του στερήσεις τη μητέρα του».

«Θα με πας στο σπίτι;» ρώτησε η Έλεν.

Page 143: Κληρονομιά

Στη διαδρομή του γυρισμού απέφυγαν να μιλήσουν για τον θάνατο του

Αλέξη. Η Έλεν είπε στον Ρένο για τα περιστατικά που συνέβησαν στην ζωή

της τον τελευταίο καιρό. Απέφυγε να τον ενημερώσει για την συνεργασία της

με τον Πητ Παπαδάκο, αλλά του εκμυστηρεύτηκε όλα τα υπόλοιπα. Όταν

έφτασε στο σημείο να του εξιστορήσει την ιστορία με την Ροζαλίντα με όσες

λεπτομέρειες η ίδια γνώριζε ο Ρένος αποφάσισε να συμμετάσχει στην

συζήτηση.

«Τσάγκο ε; Άδικα την έδιωξες την Ροζαλίντα τσίκα. Πραγματικά ήθελε

το καλό της Μαρίας Λουίζας. Ήθελε στα αλήθεια να την προστατεύσει και

αυτή και εσένα. Και πίστεψέ με, αυτό το διάστημα, έτσι όπως βλέπω να

πηγαίνουν τα πράγματα, χρειάζεσαι όση προστασία μπορείς να βρεις».

«Φαίνεται να κατέχεις καλά το σπορ» είπε η Έλεν με μία ελαφρά

ειρωνική διάθεση.

«Τι Tata7 θα ήμουν τότε;» ρώτησε Ρένος και η Έλεν, αν και δεν

κατάλαβε τι εννοούσε, αποφάσισε να μην δώσει συνέχεια.

7 Η λέξη Tata υποδηλώνει το χρίσμα της ιερωσύνης στη θρησκεία του Palo Mayombe, κάτι αντίστοιχο με το χριστιανικό ‘πάτερ’.

Page 144: Κληρονομιά

ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΙΖΑ

Όταν η Έλεν μπήκε στο σπίτι, κατευθύνθηκε για δεύτερη φορά την ίδια

ημέρα στην κουζίνα. Με το κεφάλι της βαρύ από έναν έντονο πονοκέφαλο,

αισθανόταν σαν να περπατούσε σε μία άλλη διάσταση, λες και όλα αυτά

συνέβαιναν σε μία άλλη Έλεν και ότι η ίδια τα παρατηρούσε σαν να έβλεπε

τηλεόραση, σαν να ήταν ένα άσχημο όνειρο που δεν έλεγε να τελειώσει. Γι’

αυτό το λόγοι δεν αντιλήφθηκε αμέσως την ασυνήθιστη φασαρία που

προερχόταν από την κουζίνα. Ξαφνικά, στα μισά της διαδρομής

συνειδητοποίησε ότι άκουγε φωνές που δυνάμωναν καθώς πλησίαζε, καθώς

και τον ήχο από πιάτα και ποτήρι που έσπαγαν. Δύο καμαριέρες βρισκόταν

όρθιες έξω από την πόρτα της κουζίνας, με τα μάτια γουρλωμένα, κοιτώντας η

μία την άλλη, δίχως να τολμούν να διακόψουν το παραλήρημα της Μαρίας

Λουίζας. Μόλις είδαν την Έλεν, η μεγαλύτερη από αυτές, η Σωτηρία, μία

τροφαντή πενηντάχρονη γυναίκα με ροδαλά μάγουλα και καστανόξανθα

μαλλιά μαζεμένα ψηλά σε έναν κότσο που σχημάτιζε μία ολοστρόγγυλη

μπαλίτσα ψηλά στο κεφάλι της, πλησίασε την Έλεν.

«Κυρία Έλεν, η κυρία Μαρία Λουίζα φωνάζει και σπάει τα πιάτα. Μόλις

τα είχα πλύνει και τα είχα επάνω στον πάγκο και…»

«Εντάξει Σωτηρία. Ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να αποσυρθείτε για

σήμερα. Θα μαζέψω εγώ τα σπασμένα πιάτα» είπε βιαστικά η Έλεν και

παρατήρησε την έκπληξη να σχηματίζετε στο αγαθό πρόσωπο της Σωτηρίας.

Page 145: Κληρονομιά

«Αυτό σίγουρα θα ήθελαν να το παρακολουθήσουν και οι δύο τους»

σκέφτηκε η Έλεν καθώς τις παρακολουθούσε να απομακρύνονται

σιγοψυθιρίζοντας.

Μπήκε στην κουζίνα την στιγμή που η Μαρία Λουίζα, έχοντας σπάσει

όλα τα αντικείμενα στα οποία είχε πρόσβαση από την αναπηρική πολυθρόνα

της, είχε βαλθεί να ανοίξει ένα από τα ντουλάπια χρησιμοποιώντας το κοντάρι

μίας σκούπας.

«Μαρία Λουίζα!» είπε η Έλεν και εκείνη γύρισε προς το μέρος της

εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από τα

δάκρυα τα οποία γυάλιζαν κατηφορίζοντας από τα μάγουλά της.

«’Εδιωξες την Νάνα. Που είναι η Νάνα μου;» φώναξε η Μαρία Λουίζα

με την φωνή της βραχνή από τα δάκρυα που κατέβαιναν στον λάρυγγα της.

«Πρέπει να μιλήσουμε σαν δύο ενήλικες. Θέλεις να βγούμε στον

κήπο;» ρώτησε ήρεμα η μεγάλη αδερφή για να πάρει την συναίνεση της

μικρότερης με ένα νεύμα του κεφαλιού της, ενώ τα δάκρυα συνέχισαν να

κατεβαίνουν ορμητικά από τα μάγουλά της και να φτάνουν στο πηγούνι της

από όπου έπεφταν στην γαλάζια μπλούζα της σχηματίζοντας σκούρες

κηλίδες.

Η Έλεν πήρε με προσοχή την σκούπα από το χέρι της αδερφής της και

έσπρωξε με αυτή τα κομμάτια της πορσελάνης που βρίσκονταν στο πάτωμα

της κουζίνας για να ανοίξει δρόμο για το αμαξίδιο της Μαρίας Λουίζας. Εκείνη

βγήκε από την κουζίνα και η Έλεν την ακολούθησε κοιτώντας ταυτόχρονα το

ρολόι της που την πληροφορούσε πως η πατέρας της θα επέστρεφε σε μισή

ώρα περίπου. Όχι. Είχε χρόνο. Σήμερα ήταν βραδιά μπριτζ και θα επέστρεφε

πολύ αργότερα από ότι συνήθως. Ευτυχώς είχε χρόνο.

Page 146: Κληρονομιά

Άνοιξε την πόρτα του σαλονιού που οδηγούσε στον κήπο στο πλάι της

βίλας, ενός κήπου πνιγμένου στις τριανταφυλλιές που μοσχοβολούσαν

αρωματίζοντας το ανοιξιάτικο σούρουπο με μία μυρωδιά μεθυστική.

Η Έλεν άφησε την Μαρία Λουίζα να βγει πρώτη, η οποία σταμάτησε το

αμαξίδιο της δίπλα σε ένα σαλόνι κήπου από μεγάλες μπαμπού πολυθρόνες

με ψηλή πλάτη και λευκά, φουσκωτά μαξιλάρια. Η Έλεν τράβηξε μία από τις

πολυθρόνες για να κάνει χώρο για το αμαξίδιο και μόλις η αδερφή της πήρε

θέση μπροστά στο ψηλό τραπέζι, κάθησε στην διπλανή πολυθρόνα. Τα

δάκρυα είχαν στερέψει από τα μάτια της Μαρίας Λουίζας αλλά τα ρυάκια που

είχαν σχηματίσει γυάλιζαν ακόμα στο πρόσωπό της.

«Μαρία Λουίζα… γνώριζες από καιρό τις προστατευτικές τελετές της

Ροζαλίντας;» ρώτησε προσέχοντας να τονίσει την λέξη «προστατευτικές».

«Η Ροζαλίντα με πρόσεχε πάντα. Με αγαπάει πολύ. Με προστάτευε

και ότι έκανε το έκανε για καλό. Την πρώτη φορά που είδα μία τελετή ήταν ένα

χρόνο αφού η Ροζαλίντα είχε έρθει να μείνει μαζί μας. Μου φάνηκε αλλόκοτη,

αλλά δεν με φόβισε. Γνωρίζοντας ότι ήταν από άλλη χώρα υπέθεσα ότι είχε

διαφορετικά έθιμα. Ίσως και διαφορετική θρησκεία» είπε και σώπασε.

«Πώς την είδες; Πού;» επέμεινε η Έλεν.

«Είχα ξυπνήσει από τον μεσημεριανό ύπνο και δεν άκουσε όταν την

φώναξα. Φαντάστηκα ότι θα ήταν στην κουζίνα για να πιει τσάι ή να φάει

απογευματινό. Μπήκα στο ασανσέρ που έφτιαξε ο μπαμπάς για το αμαξίδιο

και πήγα στην κουζίνα αλλά δεν την βρήκα. Κατάλαβα πως θα ήταν στο

δωμάτιό της και αποφάσισα να πάω. Θα κρυφάκουγα στην πόρτα και αν

άκουγα θόρυβο θα χτυπούσα να μου ανοίξει. Κατευθύνθηκα προς τα δωμάτια

υπηρεσίας και όταν έφτασα έξω από το δωμάτιό της έσκυψα για να

Page 147: Κληρονομιά

αφουγκραστώ. Την άκουσα να τραγουδάει κάτι που θεώρησα τοπικό τραγούδι

της πατρίδος της και άνοιξα την πόρτα. Την είδα που είχε στήσει τα

αντικείμενά της στο πάτωμα, αναμμένα κεριά, εικόνες αγίων, ένα μπωλ με

νερό και διάφορα άλλα. Παρακολούθησα για ένα λεπτό και απομακρύνθηκα

φοβούμενη μην με αντιληφθεί. Πέρασε περίπου άλλος ένας χρόνος πριν της

αποκαλύψω τι είχα δει. Άρχισε να μου εξηγεί για την Σαντερία και μερικά

χρόνια αργότερα της ζήτησα να μου δείξει. Έκτοτε της επέτρεπα να κάνει τις

τελετές στο δωμάτιό μου όταν ήθελε. Άλλωστε, ήταν για προστασία και ένας

Θεός ξέρει πόσο την χρειαζόμουν» είπε η Μαρία Λουίζα, η ανάσα της οποίας

είχε πλέον ξαναβρεί τον ρυθμό της.

«Καταλαβαίνω. Αλλά τρόμαξα. Ίσως αν μου το είχες πει νωρίτερα…»

άφησε την πρότασή της στην μέση.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η ανάπηρη κοπέλα.

Η Έλεν της εξήγησε μερικά από τα γεγονότα που είχαν συμβεί,

αποκρύπτοντας την αλήθεια για τις τελετές Voodoo στις οποίες συμμετείχε ο

Ρένος και, φυσικά, τον τραγικό θάνατο του Αλέξη. Η Μαρία Λουίζα

χρησιμοποίησε μία άσχημη λέξη για να περιγράψει την Λίνα μόλις άκουσε τα

κατορθώματά της και η Έλεν χαμογέλασε. Δεν είχε ακούσει ποτέ την μικρή

της αδερφή να χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα. Η Μαρία Λουίζα παρατήρησε το

αχνό, κουρασμένο χαμόγελο της Έλεν και γέλασε και η ίδια. Πάντα την

αντιπαθούσε και κατηγορούσε ενδόμυχα τον πατέρα της που της στέρησε την

ιδιότητα της μικρής, χαϊδεμένης κόρης σπέρνοντας ένα εξώγαμο, δηλώνοντας

με αυτόν τον τρόπο σε όλους ότι είχε ξεπεράσει τον θάνατο της μητέρας της

και συζύγου του. Είχε χαρεί που πλέον θα αποδεικνυόταν περίτρανα η

Page 148: Κληρονομιά

ορθότητα της άποψής της για την «πύρινη μάγισσα», όπως αποκαλούσε την

Τάνια, προκαλώντας το γέλιο στην Έλεν και τον θυμό του πατέρα της.

Χαιρέτησαν και οι δύο τον πατέρα τους και αυτός έσκυψε και τις φίλησε

στο μάγουλο, ξεκινώντας από την μικρότερη.

«Θα πω εγώ στον πατέρα για την Ροζαλίντα» είπε η Μαρία Λουίζα και

σοβάρεψε.

«Εντάξει, αλλά μόνο γι’αυτό» είπε η Έλεν και της έκλεισε το μάτι πίσω

από την πλάτη του πατέρα τους.

Η Μαρία Λουίζα χαμογέλασε στη σκέψη των αποκαλύψεων που μόλις

είχαν ξεδιπλωθεί μπροστά της και ένευσε καταφατικά. Η Έλεν πήγε βιαστικά

στην κουζίνα για να μαζέψει τα κομμάτια από τα πορσελάνινα πιάτα

αφήνοντας την Μαρία Λουίζα στον κήπο να εξηγεί στον άναυδο εφοπλιστή τα

δρώμενα της ημέρας. Αργότερα, μόλις η Μαρία Λουίζα αποσυρόταν στο

δωμάτιό της, έπρεπε να ενημερώσει τον πατέρα της για αυτό που είχε συμβεί

στον μικρότερο γιό του. Ανησυχούσε πολύ και η καρδιά της φτερούγιζε σαν

μικρό περιστέρι. Η κλονισμένη του υγεία τώρα τελευταία αποτελούσε κακό

προάγγελο για το αποτέλεσμα των μακάβριων αποκαλύψεων που σκόπευε

να κάνει. Για μία στιγμή σκέφτηκε μήπως ήταν υπερβολικό να μάθει τόσα

πολλά σε μία ημέρα και αναλογίστηκε μήπως έπρεπε να σταματήσει την

Μαρία Λουίζα πριν ολοκληρώσει την συζήτησή της με τον πατέρα της, αλλά

έδιωξε τη σκέψη γιατί πάντα πίστευε ότι τα άσχημα νέα έρχονται σαν

χιονοστιβάδα και τελικά οι Άγγλοι, ή μήπως οι Αμερικανοί, είχαν απόλυτο δίκιο

όταν έβγαζαν το διάσημο ρητό τους ‘it never rains but it pours’.8

Πήγε στο ντουλάπι που πάντα φύλαγε τα απαραίτητα «καύσιμα»,

όπως τα ονόμαζε, για τις υπερβολικά δύσκολες ημέρες, που τώρα τελευταία 8 Μετάφραση: ποτέ δεν βρέχει, αλλά (πάντα) βρέχει καταρρακτωδώς.

Page 149: Κληρονομιά

πύκνωναν επικίνδυνα. Το άνοιξε και παραμέρισε δύο κουτιά με διάφορα

αναμνηστικά από τις πόλεις του εξωτερικού που είχε επισκεφθεί. Δεν της

άρεσε να μαζεύει συνηθισμένα σουβενίρ όπως τον πύργο του Αίφελ σε

μινιατούρα ή τον ναό του Αγίου Στεφάνου. Αντίθετα, από την Γαλλία είχε

φυλάξει το απόκομμα του εισιτηρίου της που της επέτρεψε την είσοδο της στα

διάσημα μπαλέτα του Μουλέν Ρουζ όταν είχε επισκεφθεί το Παρίσι με το

φοιτητικό της έρωτα και από την Αυστρία είχε αγοράσει μία κουδούνα στο

μέγεθος ενός ποτηριού ουίσκι με ζωγραφισμένο ένα τοπίο και την λέξη Austria

γραμμένη από κάτω με κόκκινα γράμματα.

Πήρε ένα μπουκάλι με ακριβό ουίσκι και ένα ακόμη πακέτο τσιγάρα και

σκέφτηκε πως έπρεπε να αναγομώσει το ντουλάπι της γιατί ήταν το τελευταίο

της μπουκάλι και είχαν απομείνει μόνο δύο ακόμα πακέτα από τα αγαπημένα

της τσιγάρα. Το υπηρετικό προσωπικό είχε ασφαλώς καταλάβει την συνήθειά

της γιατί ποτέ δεν έκανε το κόπο να κρύψει τα πειστήρια της συνήθειάς της.

Τα ποτήρια που χρησιμοποιούσε απλά τα άφηνε στο τραπέζι του δωματίου

της και το βράδυ βρισκόταν πάλι εκεί πλυμένα και αναποδογυρισμένα σε ένα

ασημένιο δίσκο.

Πήρε ένα από τα ποτήρια του δίσκου και σέρβιρε στον εαυτό της μία

ποσότητα που η ίδια την αποκαλούσε διπλή, αν και οποιοδήποτε κατάστημα

που σερβίριζε αλκοόλ θα έβγαζε τουλάχιστον τέσσερα ποτά. Ήπιε λαίμαργα

μία γουλιά και κράτησε το αλκοόλ στο στόμα της για να αισθανθεί την γεύση

και το άρωμα του. Κατάπιε την γουλιά της και το υγρό αμέσως ζέστανε πρώτα

το λαιμό της, ύστερα το στήθος της και κατέληξε στο στομάχι της. Ήπιε άλλη

μία κατευθυνόμενη προς το μεγάλο κρεβάτι της και πέταξε επάνω το πακέτο

με τα τσιγάρα της. Ανέβηκε κρατώντας με το δεξί της χέρι το ποτήρι με το

Page 150: Κληρονομιά

ουίσκι. Πάντα πίστευε πως το κρεβάτι της ήταν κάπως ψηλότερο από ότι

έπρεπε. Κάθησε ακουμπώντας την πλάτη της σε μία σειρά από μεγάλα,

φουσκωτά μαξιλάρια και άφησε το ποτήρι της επάνω στο κομοδίνο.

Τεντώθηκε για να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα της. το άνοιξε πετώντας την

ζελατίνα και το ασημί κάλυμμα επάνω στο κομοδίνο και πήρε τον αναπτήρα

που είχε πάντα στο συρτάρι του. Έναν έντονο φούξια αναπτήρα με το όνομά

της γραμμένο κατά μήκος με μαύρα, καλλιγραφικά, κεφαλαία γράμματα. που

δεν εννοούσε να πετάξει αλλά και δεν είχε καμία πρόθεση να χρησιμοποιήσει

δημόσια. Της τον είχε χαρίσει μία συμφοιτήτρια της για τα εικοστά γενέθλιά

της και τον είχε καταχωνιάσει σε ένα συρτάρι της ντουλάπας της. Όταν τον

βρήκε τυχαία πριν τρεις μήνες, της προκάλεσε νοσταλγικές σκέψεις για την

ανέμελη, φοιτητική ζωή της. Η εποχή που μοναδική της έννοια, εκτός από το

διάβασμα, ήταν η βραδυνή έξοδος της αποτελεί πλέον μία τρυφερή

ανάμνηση. Τότε δεν ήξερε τι ακριβώς ζούσε. Θεωρούσε πως η φοιτητική ζωή

ήταν μία ενοχλητική περίοδος γεμάτη διάβασμα, διαλέξεις και εξετάσεις που

ήταν απαραίτητη για την είσοδό της σε μία πιο ανέμελη ζωή όπου θα είχε τα

δικά της χρήματα και δεν θα έπρεπε να δίνει αναφορά για τα έξοδά της στον

πατέρα της. Η αλήθεια ήταν ότι θα έδινε πολλά από αυτά τα χρήματα τώρα

για να μπορέσει να ξαναζήσει έστω και για μία εβδομάδα σε εκείνη την

ενοχλητική περίοδο.

Ήπιε άλλη μία γουλιά από το θαυμάσιο ποτό της και βάλθηκε να

καπνίζει το τσιγάρο της παρακολουθώντας τους στροβιλισμούς του καπνού

που ανέβαινε μέχρι τον ουρανό του κρεβατιού της και διαλύονταν εκεί

χτυπώντας στα βαριά, βελούδινα υφάσματα.

Page 151: Κληρονομιά

ΑΜΜΩΝ ΔΙΑΣ

Ήταν μία το πρωί όταν χτύπησε το κινητό μου και με βρήκε να διαβάζω

με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα χοντρό πακέτο από χειρόγραφα που αφορούσαν

έναν πελάτη που με είχε επισκεφθεί στο γραφείο μου προκειμένου να τον

βοηθήσω με κάποιους εφιάλτες που είχε από τότε που είχε πεθάνει ένας,

πολύ μεγάλος σε ηλικία θείος του, του οποίου ήταν ο μοναδικός κληρονόμος.

Μαζί με την διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία, του είχε κληροδοτήσει κι ένα

σπίτι, μία μονοκατοικία, σε ένα προάστειο της Αθήνας, περιτριγυρισμένη από

ένα πυκνό δάσος από πεύκα. Τα χειρόγραφα που μελετούσα τα είχε βρει σε

ένα ξύλινο σεντούκι σε αυτό το οίκημα. Από εκείνη τη μέρα φριχτοί εφιάλτες

στοίχειωναν τον ύπνο του. Τα χειρόγραφα ήταν δεμένα με δερμάτινο

εξώφυλλο με φανερή φθορά από τον χρόνο, το οποίο ήταν φανερό πως ήταν

λερωμένο από κιλήδες που έμοιαζαν με αίμα, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι

ήταν πράγματι αίμα, και έγραφε με χρυσά γράμματα γοτθικής γραφής LIBER

SPIRITUM MALORUM9. Το περιεχόμενο με είχε συνεπάρει και διάβαζα

απορροφημένος όταν το κουδούνισμα του κινητού μου διέκοψε την ησυχία

της νύχτας και την μελέτη μου.

«Όποιος και να είναι, θα πρέπει να βρίσκεται σε πολύ μεγάλο πόνο και

ανησυχία» είπα στον εαυτό μου γιατί μόλις συγκεντρώθηκα στο πρόσωπο

που μου τηλεφωνούσε διαισθάνθηκα πόνο και κίνδυνο. Κοίταξα την οθόνη και

το όνομα την Έλεν αναβόσβηνε ρυθμικά. Απάντησα αμέσως.

«Έλεν, τι συβαίνει;» ρώτησα και αμέσως άκουσα την γνώριμη φωνή

που φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει.9Μτφ. Το βιβλίο των κακών πνευμάτων

Page 152: Κληρονομιά

«Πητ. Συγγνώμη που τηλεφωνώ τόσο αργά αλλά είναι σημαντικό να

σου μιλήσω» είπε και την άκουσα να πίνει κάτι καταπίνοντας με θόρυβο.

«Κανένα πρόβλημα Έλεν. Πες μου τι έγινε» είπα και περίμενα.

Μου εξιστόρησε την συνάντηση με τον Ρένο και όλα όσα ειπώθηκαν

μεταξύ τους. Όταν έφτασε στο σημείο που μπήκε στο νεκροτομείο για να κάνει

την αναγνώριση, η φωνή της άρχισε να τρέμει και κατάλαβα πως με κόπο

συγκρατούσε τους λυγμούς που έπνιγαν τα λόγια της μερικές φορές.

«Μπορείς να περιμένεις λίγο;» ρώτησε πριν αρχίσει να μου περιγράφει

την κατάσταση στην οποία ήταν το σώμα του μικρού αδερφού της. «Θέλω να

βάλω λίγο ουίσκι ακόμα» είπε.

«Ασφαλώς. Περιμένω» είπα και εξαφανίστηκε από την γραμμή για ένα

περίπου λεπτό.

Γύρισε με ένα προφανώς γεμάτο ποτήρι το οποίο σιγόπινε κάνοντας

μία μικρή παύση την οποία παρέτεινε για να πάρει μία ρουφηξιά από το

τσιγάρο της, αφήνοντας τον καπνό να βγει με θόρυβο επάνω στο ακουστικό.

Άκουσα την περιγραφή της και ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι ίσως ο θάνατος

του Αλέξη να μην ήταν έργο κάποιου τοκογλύφου. Θα έπρεπε να την

ενημερώσω.

«Πητ, είσαι ακόμα εκεί;» ρώτησε η Έλεν.

«Ναι. Απλά σκεφτόμουν κάτι. Θα ήθελα να σου το πω, αλλά πρέπει να

παραμείνεις ψύχραιμη. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι και πέρασες μία ημέρα

γεμάτη αποκαλύψεις και πόνο, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα

απορρίψεις την ιδέα πριν τη βασανίσεις για λίγο στο μυαλό σου» είπα και

περίμενα την απάντησή της.

Page 153: Κληρονομιά

«Πες μου Πητ. Ξέρεις πόσο εκτιμώ τη γνώμη σου και πόση

εμπιστοσύνη έχω στην διορατικότητά σου» είπε η Έλεν με ανυπομονησία.

«Λοιπόν» άρχισα, «θα ήθελα να σκεφτείς την πιθανότητα ο θάνατος

του Αλέξη να μην προήλθε από κάποιον στον οποίο χρωστούσε ένα μεγάλο

χρηματικό ποσό» είπα και περίμενα την απόκριση της Έλεν.

«Και από ποιόν θα μπορούσε να είναι;» ρώτησε η Έλεν και φάνηκε ότι

υποπτεύθηκε αμέσως την αλήθεια, αλλά προτιμούσε να την ακούσει από

εμένα.

«Είναι φανερό πως κάποιος ή κάποιοι σε έχουν βάλει στο μάτι. Αυτό

υποδηλώνουν τα γεγονότα των τελευταίων μηνών και, προσωπικά,

δυσκολεύομαι να πιστέψω πως η δολοφονία του αδερφού σου αποτελεί

ξεχωριστό γεγονός» είπα συνοψίζοντας τις σκέψεις μου όσο καλύτερα

μπορούσα.

«Καταλαβαίνω» είπε η Έλεν. «Η αλήθεια είναι πως πέρασε από το

μυαλό μου για λίγο αλλά το σοκ με το θέαμα του αδερφού μου ήταν πολύ

μεγάλο για να μου αφήσει περιθώριο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο».

«Άλλωστε» συνέχισα «ο αδερφός σου μπορεί να μην διέθετε άμεσα τα

κεφάλαια που χρειαζόταν για να αποπληρώσει το χρέος του, αλλά είναι

απόλυτα λογικό ότι, αν υπήρχε ανάγκη, αν γνώριζε ότι απειλείτο η ζωή του,

θα είχε την δυνατότητα να τα προμηθευτεί από εσένα».

«Πράγματι. Εάν ερχόταν και μου έλεγε πως κινδύνευε θα του παρείχα

οποιοδήποτε χρηματικό ποσό μου ζητούσε. Τα χρήματα δεν είναι κανένα

πρόβλημα για την οικογένειά μας» είπε σκεφτική η Έλεν.

«Πρέπει να σκεφτείς, επίσης, ότι αυτό το γνώριζαν οι άνθρωποι που

δάνειζαν στον αδερφό σου τα χρήματα για να παίξει. Γνώριζαν πολύ καλά ότι

Page 154: Κληρονομιά

δάνειζαν σε τράπεζα, σε κάποιον που είχε τη δυνατότητα να τους τα

επιστρέψει όλα και με τον τόκο που ζητούσαν. Ο θάνατός του σημαίνει πως

χάνουν όλα τους τα δανεικά, μαζί με τον τόκο που υπολόγιζαν για κέρδος.

Είναι απλά λογικό» είπα με σιγουριά.

«Δεν έχεις άδικο. Όλοι ήξεραν ότι ήταν γόνος μίας ιδιαίτερα

ευκατάστατης οικογένειας. Ίσως της σθεναρότερης οικονομικά στην Ελλάδα.

Δεν θα κέρδιζαν τίποτα δολοφονώντας τον» άκουσα την Έλεν να σκέφτεται

φωναχτά.

“Θα πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτική από εδώ και μπρός” της είπα.

“Θα ήθελα, ακόμη, να με κρατάς ενημερωμένο για όλες τις εξελίξεις, καθώς

και για το πόρισμα της ιατροδικαστικής έρευνας, όταν αυτό είναι διαθέσιμο.

Είναι σημαντικό να γνωρίζω τι συμβαίνει” της είπα.

“Μην ανησυχείς Πητ. Θα σε ενημερώνω για όλα. Δεν ξέρω τι να

πρωτοκάνω. Όλα μου φαίνονται τόσο μάταια. Σε λίγο θα πρέπει να

ενημερώσω και τον πατέρα μου και ανησυχώ πολύ για την κατάσταση της

υγείας του. Δεν υπάρχει εύκολος ή ήπιος τρόπος για να ανακοινώσεις τέτοιου

είδους ειδήσεις, έτσι δεν είναι;” είπε η Έλεν κάνοντας μία ρητορική ερώτηση.

“Νομίζω ότι θα ήταν καλό να έχεις πρόχειρο το τηλέφωνο του

προσωπικού γιατρού του πατέρα σου πριν προβείς σε οποιασδήποτε

ανακοίνωση. Ακόμη, θα έπρεπε να τηλεφωνήσεις αμέσως στον κ.Κ, τον

ιδιωτικό ερευνητή με τον οποίο συνεργάζεσαι και να του αναθέσεις να

διερευνήσει την υπόθεση λεπτομερώς. Οποιαδήποτε πληροφορία θα είναι

σημαντική σε αυτή την φάση. Κατέθεσε του ένα σεβαστό ποσό αύριο το πρωί

ή, ακόμη καλύτερα, πραγματοποίησε μία μεταφορά τώρα μέσω internet, αν

έχεις τον λογαριασμό του. Θα πρέπει να έχει μετρητά για να χρηματίσει όσους

Page 155: Κληρονομιά

χρειαστεί προκειμένου να αποσπάσει τις πληροφορίες που χρειάζεται” είπα

ακούγοντας την Έλεν να ανασαίνει με ανακούφιση από την άλλη πλευρά.

“Το ήξερα ότι θα μου έδινες μία καλή συμβουλή” είπε. “Θα

πραγματοποιήσω την μεταφορά αμέσως μόλις κλείσουμε το τηλέφωνο”.

“Ωραία. Χαίρομαι που μπόρεσα να σε βοηθήσω. Μην διστάσεις να μου

τηλεφωνήσεις οποιαδήποτε ώρα και για οποιονδήποτε λόγο” της είπα και

σκέφτηκα πως θα ήταν μία ταραγμένη νύχτα, συνεπώς θα έπρεπε να

ξαπλώσω για να προλάβω να ξεκουραστώ.

'Ευχαριστώ πολύ. Θα ακολουθήσω τις συμβουλές σου” είπε η Έλεν και

ετοιμάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο.

“Να είσαι καλά και να προσέχεις. Τα συλλυπητήρια μου για τον θάνατο

του αδερφού σου” της είπα πριν κλείσει.

“Ευχαριστώ πολύ” είπε και η φωνή της χαμήλωσε και έσπασε.

Μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο, τακτοποίησα το ενδιαφέρον σύγγραμμα

που κρατούσα σε ένα συρτάρι και έσπευσα να ετοιμαστώ να ξαπλώσω. Αν

υπολόγιζα καλά, και ήμουν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό, θα ξυπνούσα πολύ

νωρίς το πρωί.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με το μυαλό να τριγυρνάει στον αδερφό της

πλούσιας κληρονόμου. Αυτό που του είχε συμβεί ήταν απάνθρωπο και

φρικιαστικό. Ήμουν απόλυτα πεπεισμένος ότι η Έλεν κινδύνευε. Οφείλει να

είναι προσεκτική και ίσως θα έπρεπε να της συστήσω να προσλάβει έναν

σωματοφύλακα για λίγο καιρό. Τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα, όπως

άλλωστε είπε και η ίδια, και θα αισθανόμουν κι εγώ πιο ήσυχος. Είχα ένα

έντονο προαίσθημα που φορούσε την Έλεν και, δυστυχώς, ήταν πολύ

δυσοίωνο.

Page 156: Κληρονομιά

Με αυτές τις σκέψεις, αισθάνθηκα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και το

μυαλό μου να αδειάζει από κάθε σκέψη. Αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν

το μυαλό βυθιστεί στο πρώτο στάδιο του ύπνου, είναι μία ξεχωριστή στιγμή

λήθης, μία ενσυνείδητη κατάσταση στην οποία τα προβλήματα και οι

στεναχώριες φαίνονται τόσο απομακρυσμένα και αδιαφόρα, τόσο μικρά και

ασήμαντα. Πάντα απολάμβανα αυτά τα πολύτιμα δευτερόλεπτα και την

αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και ανεμελιάς που περιλαμβάνουν.

Ξαφνικά βρέθηκα σε μία πολύ όμορφη περιοχή, την οποία δεν

αναγνώριζα. Τα νερά από ένα ποτάμι ακούγονταν σε μικρή απόσταση, ένα

δροσερό αεράκι έκανε τις νεαρές ελιές που ήταν σκορπισμένες ολόγυρα να

λικνίζονται απαλά και τα χρυσοπράσινα φύλλα τους να θροίζουν χαρούμενα

και να λαμπυρίζουν κάτω από έναν ζεστό, απογευματινό ήλιο. Η μυρωδιά

στον αέρα μου θύμιζε νοτισμένο χώμα μετά από μία σύντομη, ανοιξιάτικη

μπόρα. Σε ένα βράχο στα δεξιά μου υπήρχαν ακουμπισμένα πέντε κόκκαλα,

όπως αυτά που χρησιμοποιούσα στην αστραγαλομαντεία. Πλησίασα και

άγγιξα την πέτρα που είχε κρύα αίσθηση κάτω από τα δάχτυλά μου. Σκέφτηκα

πως σίγουρα είχε βρέξει. Κοίταξα ολόγυρα για να εντοπίσω τον ιδιοκτήτη των

αστραγάλων, αλλά φάνηκε πως ήμουν μόνος μου. Γύρισα παραξενεμένος το

βλέμμα μου και ανακάλυψα πως βρισκόμουν σε ένα ύψωμα. Κοιτώντας προς

τα κάτω ανακάλυψα πως δεν έβλεπα πολυκατοικίες ή σπίτια. Στον ορίζοντα

δεν διέκρινα ηλεκτρικές ή τηλεφωνικές γραμμές και στήλους. Αφουγκράστηκα

για λίγο και δεν άκουσα κανένα μηχανικό ήχο. Τα μόνα που μπορούσα να

ακούσω ήταν τιτιβίσματα πουλιών, γάργαρα νερά να κυλούν, το ζωηρό

βούισμα εντόμων και το ανέμελο θρόισμα των φύλλων. Έστρεψα τα μάτια μου

στον ουρανό και αντίκρυσα τον καθαρότερο ουρανό που είχα δει ποτέ μου.

Page 157: Κληρονομιά

Ένα πανέμορφο, ζωηρό γαλάζιο με φουντωτές πιτσιλιές από χνουδωτά,

λευκά σύννεφα που ταξίδευαν βιαστικά. Βρισκόμουν σε έναν τόπο που ο

βάρβαρος ανθρώπινος πολιτισμός δεν είχε αγγίξει. Πήρα μία βαθειά ανάσα

και αισθάνθηκα το αρωματισμένο από λουλούδια, φυτά και μοσχοβοληστό

χώμα να γεμίζει τα σωθικά μου και να φτάνει στις βάσεις των πνευμόνων μου.

Κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα και πρόσεξα ότι τα πάντα ήταν

τόσο ευδιάκριτα, μέχρι εκεί που φαινόταν η γραμμή του ορίζοντα. Ένας

υπέροχος τόπος. Τόσο καθαρός, τόσο ευωδιαστός και χαρούμενος.

Αισθανόμουν πολύ όμορφα, ήρεμα και γαλήνια.

Σύντομα αποφάσισα να στρέψω την προσοχή μου πάλι στα κόκκαλα

διότι δεν μπορούσα να διακρίνω κανέναν άνθρωπο ή κάποιο κτίσμα στο

οπτικό μου πεδίο. Τα οστά αυτά, όμως ήταν περίτρανη απόδειξη ανθρώπινης

παρουσίας στην περιοχή. Ανήκαν σε κάποιον. Ακουμπησα πάλι τον δροσερό

βράχο. Τα κόκκαλα ήταν αφημένα επάνω του, όχι ριγμένα, γιατί όταν τα

ρίχνεις σκορπίζονται. Αυτά βρισκόταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο

σαν να τα είχε πάρει ένα παιδί και, οραματιζόμενο βλοσυρούς και

σκληροτράχηλους στρατιώτες, τα είχε τοποθετήσει το ένα δίπλα στο άλλο, σε

όρθια θέση, σαν να βγαίνανε στην αναφορά.

Μάζεψα ένα ένα τα οστά στη χούφτα μου και άκουσα τον ήρεμο

κροταλιστό τους ήχο καθώς το ένα άγγιξε το άλλο. Προσπάθησα να

συγκεντρωθώ για να κάνω μία ερώτηση, την απάντηση στην οποία θα μου

έδιναν τα οστά που κρατούσα. Σε λίγα δευτερόλεπτα στο μυαλό μου ήρθε η

Έλεν. Έκανα νοερά την ερώτηση αν και δεν υπήρχε κανένας να με ακούσει.

“Κινδυνεύει;” Έριξα τα κόκκαλα επάνω στον αγέρωχο βράχο που η κορυφή

του είχε λειανθεί από την βροχή και τον αέρα. Χοροπήδησαν ελαφρά με έναν

Page 158: Κληρονομιά

ξερό ήχο καθώς χτυπούσαν την σκληρή επιφάνεια. Σταμάτησαν σε μία θέση

που μου έδινε σαφώς την απάντηση στο ερώτημα που είχα θέσει. Η

απάντηση, όμως, με ξάφνιασε. Ενώ περίμενα μία καταφατική απάντηση στο

ερώτημα του κινδύνου που διέτρεχε η Έλεν, τα κόκκαλα έδειχναν κάτι εντελώς

διαφορετικό. Στην αστραγαλομαντεία, το κάθε ρίξιμο των πέντε αστραγάλων,

ανάλογα με το αποτέλεσμα, δηλαδή, ανάλογα με τη θέση που παίρνουν τα

οστά, αντιστοιχεί σε μία διαφορετική αρχαία Ελληνική θεότητα. Το μήνυμα των

αστραγάλων ήταν ξεκάθαρο. Η Έλεν είχε την εύνοια και την προστασία του

Άμμωνα Δία.

Μόλις συνειδητοποίησα την απάντηση, σήκωσα το βλέμμα μου στον

χώρο για να ανακαλύψω ότι βρισκόμουν σε μία εντελώς διαφορετική

τοποθεσία. Το γρασίδι γύρω μου ήταν πολύ πυκνότερο και είχε ένα ζωηρό,

πράσινο, γυαλιστερό χρώμα. Τα νερά που άκουγα να ρέουν, τώρα

ακούγονταν δυνατότερα και κοντύτερα και από διαφορετικές διευθύνσεις. Στα

δεξιά μου σε απόσταση τριάντα μέτρων, έστεκε επιβλητικό ένα

αρχαιοελληνικό κτίσμα που έμοιαζε με την ακρόπολη. Τεράστιες μαρμάρινες

στήλες από λαξευμένο, ολόλευκο Πεντελικό μάρμαρο στήριζαν περιμετρικά

τον ναό, σαν θεόρατα πόδια ενός μαρμάρινου γίγαντα. Μου φάνηκε πως ο

ναός που είχα μπροστά μου ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος αυτού του

Παρθενώνα. Το εντυπωσιακό αέτωμα ήταν σκαλισμένο από άκρη σε άκρη με

λεπτομερέστατες παραστάσεις. Στο κέντρο ο Δίας, ο πατέρας των θεών των

αρχαίων Ελλήνων, καθόταν στον θρόνο του, με δύο ιερείς, έναν δεξιά και έναν

στα αριστερά του να κρατάνε κάτι που έμοιαζε με θυμιατό. Στα αριστερά, μία

ομάδα δούλων κουβαλούσε στους ώμους ένα κριάρι το οποίο είχαν δέσει από

τα πόδια σε ένα ξύλινο -προφανώς- δοκάρι και στα δεξιά, ένα τρελό

Page 159: Κληρονομιά

συνοθύλευμα από τραγοπόδαρους σατύρους να έχουν παρασυρθεί σε έναν

φρενήρη χορό.

Άρχισα να πλησιάζω στην προς την είσοδο του ναού, πεπεισμένος

πως ένας τέτοιος χώρος θα χρειαζόταν ένα πολυάριθμο προσωπικό για να

συντηρηθεί. Οπωσδήποτε θα έβρισκα κάποιον μέσα για να του μιλήσω.

Άκουγα το απάτητο γρασίδι να συνθλίβεται κάτω από τις σόλες των

παπουτσιών μου και, καθώς περπατούσα με σταθερό βήμα, αντιλήφθηκα

πως όλοι οι υπόλοιποι ήχοι είχαν πάψει και ότι ο ήχος των παπουτσιών μου

επάνω στο χορτάρι ήταν ο μοναδικός θόρυβος που άκουγα. Πλησίασα στη

εντυπωσιακά μεγάλη είσοδο του ναού. Καθώς πλησίαζα παρατήρησα ότι το

εσωτερικό μου φαινόταν πολύ σκοτεινό, γεγονός που με παραξένεψε γιατί

πάντα πίστευα ότι οι ναοί αυτού του τύπου ήταν σχεδόν ανοιχτοί από επάνω

για να μπαίνει ανενόχλητο το καταπραϋντικό φως του ήλιου, η εξαγνιστική

βροχή και ο αναζωογονητικός αέρας. Μόλις μου προέκυψε πως αν όντως

ήταν έτσι, οι ιερείς ή οι ιέρειες του ναού θα έπρεπε να είχαν έντονο μελαμψό

χρώμα, αποτέλεσμα της μόνιμης έκθεσης τους στην ηλιακή ακτινοβολία, και

να βρίσκονταν μόνιμα με σκούπες και πανιά στο χέρι για να στεγνώσουν το

εσωτερικό που θα πλημμύριζαν οι βροχές και να το καθαρίσουν από την

σωρεία φύλλων που θα είχε παρασύρει εκεί ο αέρας. Για να μην σχολιάσω τα

μιερά και βρωμερά περιττώματα πουλιών που θα έπρεπε να βγάζουν από τα

αγάλματα που κοσμούσαν το εσωτερικό, καθώς και από τους πάρα πολύ

ψηλούς τοίχους.

Έφτασα στην είσοδο και κοίταξα στο εσωτερικό του ναού. Το σκοτάδι

πήχτωνε τόσο πολύ που στα δύο μέτρα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα.

Ένας πάλευκος μαρμάρινος ναός με μαύρο σαν την πίσσα εσωτερικό.

Page 160: Κληρονομιά

Εξαιρετικά αποτελεσματική τακτική για να διατηρηθεί το εσωτερικό του ναού

μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα όπως το δικό μου.

Τώρα βρισκόμουν στα πενήντα εκατοστά από την, τουλάχιστο, τριών

μέτρων ψηλή είσοδο. Αφουγκράστηκα, κρατώντας την ανάσα μου, αλλά δεν

μπορούσα να ακούσω κανέναν ήχο που να προέρχεται από το εσωτερικό.

Σκέφτηκα να φωνάξω αν ήταν κάποιος μέσα αλλά για μία στιγμή δίστασα.

Ήμουν σίγουρος πως αισθανόμουν μία παρουσία να με παρακολουθεί

κρυμμένη στο απόλυτο σκοτάδι. Μήπως φοβόταν; Όχι. Δεν ήταν φόβος σε

καμία περίπτωση αυτό που αισθανόμουν.

Ξαφνικά άκουσα ένα απαλό θρόισμα. Στην αρχή ανεπαίσθητο, αλλά

ολοένα και εντείνονταν μέχρι που το άκουγα καθαρά. Ήμουν απόλυτα

σίγουρος πως κάποιος από το εσωτερικό πλησίαζε προς εμένα. Το πρώτο

που διέκρινα ήταν δύο πορτοκαλοκίτρινα φώτα, μικρά και στρογγυλά να

σχίζουν το σκοτάδι και να κατευθύνονται προς το μέρος μου. Σαν

πυγολαμπίδες με εκατό φορές μεγαλύτερη φωτεινότητα, σε σταθερό ύψος και

απόσταση μεταξύ τους σαν δύο πύρινα μάτια ενός μυθικού γίγαντα. Λίγες

στιγμές αργότερα αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο ακριβώς για αυτό ακριβώς. Στα

δύο περίπου μέτρα από την είσοδο, εκεί που το σκοτάδι έπαιρνε να αραιώνει

διέκρινα ξεκάθαρα τη ρωμαλαία φιγούρα ενός άντρα. Με ύψος περίπου δύο

μέτρα, φαρδιούς ώμους και τις δύο πύρινες σφαίρες στην θέση των ματιών.

Κατάλαβα πως στεκόμουν στο δρόμο του άντρα ακριβώς μπροστά

στην είσοδο και έκανα δύο βήματα στο πλάι για να βγω από την πορεία του.

Δευτερόλεπτα αργότερα, ο εντυπωσιακός γίγαντας στεκόταν μπροστά μου,

λουσμένος από το χρυσό και πορτοκαλί φως ενός πορφυρού δίσκου που

φαινόταν να είχε πάρει τη θέση του ήλιου που έδυε.

Page 161: Κληρονομιά

Ήταν αναπόφευκτο να στρέψω το κεφάλι μου προς τα πάνω για να

καταφέρω να παρατηρήσω το πρόσωπο του. Ένα δυνατό, τετράγωνο

πρόσωπο που πλαισιωνόταν από πυκνά, σγουρά καστανόξανθα μαλλιά από

τα οποία ξεπρόβαλαν -μα αλήθεια πρόβαλλαν από το κεφάλι του;- δεξιά και

αριστερά δύο μεγάλα, γυριστά κριαρίσια κέρατα. Το τετράγωνο πηγούνι του

κατέληξε σε μία περιποιημένη γενειάδα που γινόταν μυτερή στην άκρη της. Οι

στρογγυλεμένοι, γεμάτοι μύες ώμοι του ταίριαζαν απόλυτα με το μυώδες,

γυμνό και άτριχο στέρνο του. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε μία βαριά

σιδερένια ασπίδα επάνω στην οποία υπήρχε από μέταλλο ένα κεφάλι

κριαριού. Υπολόγισα ότι το μέγεθος το πάχος της την κατέτασσαν μεταξύ των

σαράντα με πενήντα κιλών σε βάρος. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα κοντάρι ή

ένα σκήπτρο που η κορυφή του έφτανε το ύψος του κεφαλιού του με μία

χρυσή σφαίρα στην άκρη της. Ο ογκώδης θωρακικός κλωβός του στένευε στη

μέση του γύρω από την οποία βρισκόταν ένα λευκό κομμάτι ύφασμα που

γυάλιζε σαν να ήταν από μετάξι, μόνο που δεν ήταν καθόλου τσαλακωμένο.

Από την άκρη του υφάσματος ξεπρόβαλαν οι δύο γυμνασμένοι, χοντροί σαν

κορμοί δέντρων μηροί του. Προσπάθησα να διακρίνω τα σανδάλια ή

οτιδήποτε ήταν αυτό που φορούσε στα πόδια του, αλλά βρίσκονταν μόνιμα

μέσα σε ένα λευκό σύννεφο ομίχλης. Κάπου εκεί χανόταν και η άκρη του

σκήπτρου.

“Δεν πίστευα πως υπήρχαν οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων” είπα και

ταυτόχρονα αναρωτιόμουνα την χροιά της φωνής του γίγαντα που στεκόταν

μπροστά μου.

“Τα πάντα είναι ενέργεια” είπε με μία βαθιά, καθαρή φωνή. “Όλα

υπήρξαν και υπάρχουν. Ίσως με άλλη ονομασία κάθε εποχή”.

Page 162: Κληρονομιά

“Τα κόκκαλα10 έδειξαν πως προστατεύεις την Έλεν. Έχω δίκιο;”

ρώτησα τον Άμμωνα Δία.

“Προστατεύω κάθε άδικο θύμα ισχυρής μαγείας και χωρίς να το ξέρεις,

σε έχω βοηθήσει πολλές φορές στο παρελθόν όπου είχες έρθει αντιμέτωπος

με ισχυρά τελώνια που προκαλούν δυσαρμονία, έριδες και ατυχήματα σε ένα

σπίτι ή ακόμα και σε περιπτώσεις διένεξής σου με αυτούς που αποκαλείς

μαύρους μάγους”.

“Εγώ, όμως, σε αντικρίζω για πρώτη φορα'.

“Πρόσφατα είδες ένα όραμα...” είπε και περίμενε την απάντησή μου.

“Αυτό με το κοριτσάκι και τους δύο αγγέλους;” ρώτησα.

“Σου είπα πως όλα είναι ενέργεια. Τα πάντα στον πνευματικό κόσμο

έχουν πολλές όψεις αλλά μία φύση” είπε ο γίγαντας με τον λακωνικό του

τρόπο.

“Ποιός είσαι τελικά. Είσαι άγγελος, θεός ή δαίμονας;” συνέχισα τον

καταιγισμό των ερωτήσεων μου.

“Ο όρος δαίμων στην αρχαία Ελλάδα δεν αφορούσε κάτι σκοτεινό11. Ας

πούμε ότι είμαι μία πολύ ισχυρή ενέργεια που προστατεύει”.

“Πόσο κινδυνεύει η Έλεν;” επέμεινα.

“Έχεις στα χέρια σου, διόλου τυχαία, ένα σπάνιο βιβλίο. Το είχε γράψει

ένας σπουδαίος ερευνητής του μεταφυσικού που έζησε αρκετούς αιώνες πριν.

Μέσα εκεί περιγράφεται ένα τυπικό με το οποίο κανείς μπορεί να αποκτήσει

ότι θέλει στον κόσμο αυτό”.

“Αν ισχύει αυτό...”

10Εννοώ την αστραγαλομαντεία11Δαίμων εκ του Δαϊμων, ο τέλειος γνώστης κάποιου πράγματος ή τέχνης

Page 163: Κληρονομιά

“Μην με αμφισβητήσεις ποτέ ξανά” ακούστηκε η φωνή του Δία σαν

βρυχηθμός αν και δεν διέκρινα θυμό στο πύρινο βλέμμα του.

“Το μυστικό αυτό θα το εξαφανίσω. Από εμένα δεν υπάρχει κανένας

κίνδυνος” φρόντισα να καθησυχάσω τον βροντόλαλο γίγαντα.

“Το θέμα είναι πως το γνήσιο πρωτότυπο το έχει ένα πολύ σκοτεινό

άτομο το οποίο έχει ως συμφέρον να σκοτώσει την Έλεν”.

“Ποιός είναι αυτός” ζήτησα να μάθω.

Ένα τρανταχτό γέλιο που έκανε τον πλατύ του θώρακα να φουσκώνει

και να ξεφουσκώνει τάραξε την ησυχία του σούρουπου. “Αυτό είναι δουλειά

σου να το ανακαλύψεις. Ο ρόλος μου είναι να σε ενημερώνω και να σε

προστατεύω. Να προστατεύω εσένα και την Έλεν”.

“Τι πρέπει να κάνω” ρώτησα με ανυπομονησία.

“Όταν έρθει η ώρα θα πολεμήσεις αυτό τον, έστω και κατά μία έννοια,

άνθρωπο. Τώρα δες καλά αυτή την σφραγίδα και όταν ξυπνήσεις θα την

σχεδιάσεις σε ένα χαρτί, θα την χαράξεις σε χαλκό και θα την δώσεις στην

Έλεν να την φοράει”.

“Είναι από το βιβλίο; Γιατί έχει πολλές σφραγίδες προστασίας για κάθε

λόγο και αιτία. Είναι γεμάτο σφραγίδες και σχήματα” είπα και συγκέντρωσα το

βλέμμα μου στην σφραγίδα που μου έδειχνε.

Page 164: Κληρονομιά

'Το βιβλίο περιέχει μία αρχαία, βαβυλωνιακή μέθοδο όπου με βάση το

όνομα και τις αστρολογικές επιρροές κατασκευάζεις ένα φυλαχτό για ένα

άτομο. Είναι πολύ ισχυρά φυλακτά, αλλά σε αυτή την περίπτωση

αντιμετωπίζεις κάτι πολύ χθόνιο και δυνατό. Σου δίνω μία σφραγίδα μόνο για

την Έλεν. Ας πούμε είναι ένας “ψυχικός βομβητής” για να βρίσκομαι στο

πλευρό της όταν με χρειάζεται.