Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

32
Μίλτος Σαχτούρης από τη συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ Η δύσκολη Κυριακή Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι κάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαρά ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς ή ένα αγνό νέο βλέφαρο ή ένας λατρεμένος λόγος που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή τί κούραση τί κούραση κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός- πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει πάντα πάντα πάντα η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες φίλε αγάπη αίμα φίλε φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο Ήτανε παγωνιά δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο και μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά Ο σωτήρας Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμου δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα) ένα γαλανό παράθυρο πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά δίχως μιά χαραμάδα φως δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου για τον άρρωστο αναγνώστη Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται ανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιά να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία

description

Σαχτούρης

Transcript of Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Page 1: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Μίλτος Σαχτούρηςαπό τη συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Η δύσκολη Κυριακή

Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτεροαπ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου

Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιάπορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσαςόταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνικάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαράένα νέο δέντρο χωρίς ανθούςή ένα αγνό νέο βλέφαροή ένας λατρεμένος λόγοςπου να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά

Έξω αλαλάζουν οι καμπάνεςέξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοισηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγήτί κούραση τί κούρασηκίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζειπάντα πάντα πάνταη ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούςτί μάτια παθιασμένα τί γυναίκεςτί έρωτες τί φωνές τί έρωτεςφίλε αγάπη αίμα φίλεφίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο

Ήτανε παγωνιάδεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοικι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλοκαι μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

Ο σωτήρας

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μουτις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμουδεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτεςδε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νεράμε τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)ένα γαλανό παράθυροπώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικάδίχως μιά χαραμάδα φωςδίχως μιά αναπνοή οξυγόνουγια τον άρρωστο αναγνώστη

Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγήπώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονταιανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιάνα φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζεςκι αν βρω το φαρμακείο κλειστόκι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιόκι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Page 2: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναιμε τον άνεμο και τα καλάμια τουμε τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνεμε την άχρωμη αιμορραγία τουςμε χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μέναμε την ασυχώρετη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαντην ώρα που μετρούσα την αγωνία τους

από τη συλλογή Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Η πληγωμένη Άνοιξη

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια τηςοι βραδινές καμπάνες την κραυγή τουςκι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλασυνάζει στάλα-στάλα το αίμααπ' όλες τις σημαίες που πονέσανεαπό τα κυπαρίσσια που σφάχτηκανγια να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινοςμ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτεςκι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφοκι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφοςτο σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλατο ξίφος θα θερίζει το κορμί της

Αστεροσκοπείο

Διαρρήχτες του ήλιουδεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάριδεν άγγιξαν φλογισμένο στόμαδεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοιδεν ξέρουν αν θα πεθάνουνπαραμονεύουνμε μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπιαμε τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλαμε τις πέτρες τών δειλών στα χέριαπαραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά τηςαπό το χρώμα του το κάθε λουλούδιαπό το χάδι του το κάθε χέριαπ' τ' ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί

Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα

Page 3: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

ζεστό κόκκινο αίμασήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούνμιά γυναίκα μού χαμογέλασεένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλιένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιοκαρφώνω πάνω στις πλάκεςτα γυμνά ποδάρια των περαστικώνείναι όλοι τους δακρυσμένοιόμως κανείς δεν τρομάζειόλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασαείναι όλοι τους δακρυσμένοιόμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμεςκαι μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκιαστον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουντί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;ναι την καρδιά μας καρφώνειώστε λοιπόν είναι ποιητής

Ο βυθός

Ένας ναύτης ψηλάστα κάτασπρα ντυμένοςτρέχει μες στο φεγγάρι

Κι η κοπέλα απ' τη γηςμε τα κόκκινα μάτιαλέει ένα τραγούδιπου δε φτάνει ως το ναύτη

Φτάνει ως το λιμάνιφτάνει ως το καράβιφτάνει ως τα κατάρτια

Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι

Ορυχείο

Σου γράψω γεμάτη τρόμο μέσα από μιά στοά

νυχτερινή

φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθραένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικάψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσειεγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτεπως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιέςγιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στο σπίτιχτεςκαθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκεσκόνη μ' όλα τα ρούχα της μαζίτα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ' αγγίξειφοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα

Page 4: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

μαχαίρια

τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπίτο στόμα μου άσπρισε και με πονάειτα χέρια μου είναι πέτρινατα πόδια μου είναι ξύλιναμε τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιάδεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρέςόμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα

χαρούμενα

Να με θυμάσαι

Ο ουρανός

Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκραςδεν είν' εύκολο πράμα ν' αγαπήσετε τον ουρανόπολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιοςξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρεςξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια τουκολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του

Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ' τα δέντρακοιτάτε τ' άσπρο μαντίλι το φεγγάρι τουτη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά τουτο στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια τουτ' άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγουςτην αστραπή τον κεραυνό τη βροχή τουτη μακριά ηδονή του γαλαξία του

από τη συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Η σκηνή

Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσειένα κεφάλι από πηλότους τοίχους τους είχαν στολίσειμε λουλούδιααπάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτίδυο σώματα ερωτικάστο πάτωμα τριγύριζαν φίδιακαι πεταλούδεςένας μεγάλος σκύλος φύλαγεστη γωνιά

Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο απ' όλεςτις πλευρέςδε θά 'ταν φρόνιμο κανείςνα τους τραβήξειένας από τους σπόγγους έσπρωχνε τα σώματαστον έρωτα

Η δυστυχία απ' έξωέγδερνε τις πόρτες

Page 5: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Η νοσταλγία γυρίζει

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο

κρεβάτι

ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμαοι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν

να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι

στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε

κι έσβησε

ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέριέξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά

Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέριέπειτα μπήκε το φεγγάριαγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:

Οι μέρες περνούντο χιόνι μένει

από τη συλλογή ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ

Η πηγή

Φεγγάρι πεθαμένο μουγια ξαναβγές και πάλιθέλω να δω το αίμα σουδεν έκαιγες λυχνάριφώτιζεςτο φοβισμένο πρόσωποθέλω να δωτο φοβισμένο πρόσωποτώραπάλι και πάλιτότεόλο το σώμα μου ήτανμιά πληγήφεγγάριμια πηγήκαι φώτιζετης νύχτας το σκοτάδι

Φεγγάρι πεθαμένο μουθέλω να δω το αίμα σουτώραπάλι και πάλι

από τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Τοπίο

Page 6: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

— Ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στο μαύροεγώ ανεβαίνω σ' έναν άσπρο ουρανό

Μέσα στον έρημο χιονιάένας παπάς κατάμαυρος μέσα στην παγωνιάλίγα μαύρα πουλιά σ' ένα κλαδίκι ένα μόνο λουλούδικαι μιά φωνή:

— Εγώ ανεβαίνω σ' έναν άσπρο ουρανόμέσα στο μαύρο πνίγεται ένα κορίτσι

Το πρωί και το βράδυ

Το πρωίβλέπεις το θάνατονα κοιτάζει απ' το παράθυροτον κήποτο σκληρό πουλίκαι την ήσυχη γάταπάνω στο κλαδί

έξω στο δρόμοπερνάειτ' αυτοκίνητο-φάντασμαο υποθετικός σωφέρο άνθρωπος με τη σκούπατα χρυσά δόντιαγελάεικαι το βράδυστον κινηματογράφοβλέπειςό,τι δεν είδες το πρωίτο χαρούμενο κηπουρότο αληθινό αυτοκίνητοτα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι

ότι δεν αγαπάει το θάνατοο κινηματογράφος

από τη συλλογή ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ

Ο καθρέφτης

Στη Νόρα Αναγνωστάκη

Σα γύρισε ο καθρέφτης μουστον ουρανόφάνηκεένα φεγγάρι μισοφαγωμένοαπό τα κόκκινα μυρμήγκιατης φωτιάςκι ένα κεφάλι πλάι τουνα καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη

βροχή

να λάμπει το κεφάλινα φέγγει

Page 7: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο

η φωτιά

να ψιθυρίζει:— Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιάο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα

τα φτερά

κι ο πόνοςσκύλος με σπασμένο πόδιμένειμένει

Ο ποιητής

Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μουγύρω θά 'χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανόςμιά υποψία θάλασσας θα υπάρχεικι έν' άσπρο πουλί, από πάνω, θ' απαγγέλλει μέσασ' ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.

Το χρυσάφι

Κάποτεθα σταματήσουμεσα μιά γαλάζια άμαξαμέσ' στο χρυσάφι

δε θα μετρήσουμε τα μαύρα

άλογα

δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε δε θά 'χουμε πια τίποτα για να μοιράσουμε

κρατώνταςένα ξύλοθα περάσουμεμέσ' απ' τη μαύρη τρύπα

του ήλιου

που θα καίει

από τη συλλογή ΣΦΡΑΓΙΔΑ Ή Η ΌΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ

Κυριακή

Κύματα Κυριακής τα μάτια μου κύματα μοναξιάς τα χέρια μου

τρίζουν από ύπνο αθώοτα δόντια μέσα στην καρδιά μου

το πεθαμένο το παιδί

Page 8: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

δεν ξενιτεύεται πάει κρατώντας ένα

κόκκινο σκυλάκι

μέσα στο μαντίλι

τέρατα περπατούν ανάποδα στα όνειρα φυσάει ένας άγριος αέρας πάνω απ' τις λεμονάδες πετάει μιά νυχτερίδα σαν πικραμένο ευαγγέλιο

μ' ένα μαύρο πανί μία γυναίκα σκεπάζει το φεγγάρι

Η φεγγαράδα

Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένοκρυμμένο μένει το φεγγάριπότε πίσω από δέντραπότε πίσω από θηρίαπότε πίσω από σύννεφαμε θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλωνκάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνειείναι ακόμα καλοκαίριόμως μιά μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώναδεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσειςκαι οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό

από τη συλλογή ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ

Το ποντίκι

Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρακι ο άλλος ν' απαντάει για έναν ποντικόΟ ένας να μιλάει για έναν Άγιοκι ο άλλος ν' απαντάει για ένα σκύλοκαι είναι τότε που μέσα στη μαυρίλαείδα τον Ποιητή ολομόναχοκαι γύρω του να λάμπειτο κενό

Το κεφάλι του ποιητή

Έκοψα το κεφάλι μουτό 'βαλα σ' ένα πιάτοκαι το πήγα στο γιατρό μου

—Δεν έχει τίποτε, μου είπε, είναι απλώς πυρακτωμένο ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

τό ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους τότε είναι που χάλασε τον κόσμο άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

Page 9: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

γύριζα έξαλλος τους δρόμους

με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

Το πράσινο απόγεμα

Εκείνο το πράσινο απόγεμαο θάνατος είχε βάλει, στόχο την αυλή μουαπ' το νεκρό μου το παράθυρομε το βελούδινό μου μάτιτον έβλεπα να τριγυρνάειγύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζήγύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώληκαι τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύοντανέπαιζαν με πιστόλια και τσίριζαναυτός πάλι γύριζε και πλησίαζεκαι πάλι μάκραινε και έφευγεύστερα ξαναρχότανστο τέλος αγριεύτηκεάρχισε να ουρλιάζειέβαψε τα μάτια και τα νύχια τουφούσκωσε τα βυζιά τουάρχισε να μιλάει με ψιλή φωνήέκανε σα γυναίκα...

τότε είναι που έφυγε οριστικάψιθυρίζοντας:

— Δεν είχα τύχη σήμερααύριο θα ξανάρθω

Τα χελιδόνια μου

Δε σας γνωρίζω εφέτοςκαημένα χελιδόνια μουπετάτε άραγε όπως άλλοτεή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε

όμως το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσετεράστιοτεράστιο και πορφυρό

μονάχα ο ουρανός σάς έχει απομείνειμα νά 'ναι για σας τώρα Ουρανός;

Page 10: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

από τη συλλογή ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ (1980)

Τα Γράμματα

Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα

έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη

θάλασσα

στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο

κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν

στον αφρό

κι ο καπετάνιος ζωντανός

κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε

είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα

και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού

ο πατέρας μου και η μητέρα μου

κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε

τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να

τα διαβάσουν

έχουν ξεχάσει να διαβάζουν

λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον

και συ μου είπες ψέματα

στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού

κρανίου με ξεγέλασες

γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα

και με πιστέψατε

κατάρα με τις εφτά σκιές

Page 11: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

πάντα θα γράφω ποιήματα

Σαν Πανηγύρι

*

Η Κυρα-Λένη όλη μέρα τραγουδάει

δεν το καταλαβαίνει ότι κλαίει

*

Κάθε βράδυ η μάννα μου

με ταΐζει χώμα

έγινα καθώς φαίνεται

πουλί ιστορικό

*

νεκρό πουλί ακονίζω τα μαχαίρια μου

η Ιστορία (βλέπετε) δεν κάνει διάκριση

νεκρός ή

ζωντανός.

*

Ευλογημένη Κυριακή

καταραμένη μέρα

που μ’ ένα χτύπημα

Page 12: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

ο θεοκόπος

μ’ έσπασε στα δυό.

ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ

Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό

άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα

κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια

και ουρλιάζαν

όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες

πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που

κρέμονταν

μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν

και τα μισούσαν

από τη γη κοίταζαν κίτρινοι

οι αστροναύτες

δεν το περίμεναν

Ο ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣDANTE GABRIEL ROSSETIΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Άκου!

Σου έλεγα τότε την αλήθεια

την ήξερα τότε την αλήθεια

Page 13: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

– Όχι, μου έλεγες

τα πουλιά φυτρώνουν

τα γουρούνια πετάνε

τα λουλούδια περπατάνε

οι άνθρωποι, λένε πάντα ψέματα

σου έδειχνα ένα πουλί

έλεγες – Είναι λουλούδι

σου έδειχνα ένα λουλούδι

όχι, έλεγες – Είναι πουλί

κι οι άνθρωποι λένε πάντα ψέματα

τώρα εγώ βλέπω το φεγγάρι

αυτό το σπασμένο σπαστικό

παιδί

που ο Ιούλιος Βερν

έλεγε κάποτε:

– Οι άνθρωποι θα το κατοικήσουν

βλέπω

αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο

που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο

πάνω του πρόκες

κι επιμένουνε

να τ’ ονομάζουν

ΓΗ

ίσως να είχες δίκιο τότε

Page 14: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

γι’ αυτό μπόρεσες και έζησες

γι’ αυτό μπόρεσα και έζησα

ΑΥΓΗ

ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Όμως υπάρχουν ακόμα

λίγοι άνθρωποι

που δεν είναι κόλαση

η ζωή τους

υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης

η Fraülein Ramser

και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες

οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

ψάξε καλά

βρες τους, Ποιητή!

κατάγραψέ τους προσεχτικά

γιατί όσο παν και λιγοστεύουν

λιγοστεύουν

Page 15: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Η ΛΑΜΨΗ

– Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.

Ο άλλος σιγά σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά σιγά

είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο πάνω από τη γη.

– Όμως – είπε ο πρώτος:

Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να σ’ το

καρφώσω το μαχαίρι.

Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και μ’ ένα

σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου

χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.

Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας

το άχρηστο πια χέρι του.

ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ

Μέσα στον τάφο μου

Περπατώ ταραγμένος

τ’ απάνω κάτω

τ’ απάνω κάτω

ακούω τα πράγματα τριγύρω

να ουρλιάζουν

ιδέες-αυτοκίνητα

αυτοκίνητα-ιδέες

ανθρώποι περνάνε

μιλούνε, γελάνε

για μένα

Page 16: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

λένε αλήθειες

λένε ψευτιές

για μένα, για μένα!

– Μή, τους φωνάζω

μη μιλάτε

για τις νεκρές αγάπες μου

θα ξυπνήσουν

θα σας βγάλουν τα μάτια!

ΑΣΑΗ

Όταν ανέβαινες στο βουνό

εσύ κατέβαινες στην πεδιάδα

να κυνηγάς ψυχές

να κυνηγήσεις άσπρες πεταλούδες

και τις περνάς σε ασημένια ψιλά σύρματα

γιατί ο ίδιος είσαι συ αυτός που ανεβαίνει

κι αυτός που κατεβαίνει

δεν είναι λοιπόν η πεταλούδα, πεταλούδα

η πεθαμένη δεν είναι πεθαμένη

ούτε ο τάφος, τάφος της

– Ασάη! σου εφώναξα λοιπόν

όπως σου έλεγα εγώ τις σκάλες κατεβαίνοντας

εγώ ο ίδιος τις σκάλες ανεβαίνοντας

και λίγο έλειψε να τσακιστούμε

Page 17: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

εγώ τραβώντας για τον Ουρανό

εγώ πέφτοντας κατακόρυφα

φωνάζοντας κι οι δυό μαζί:

– Ασάη Εσμέ! Εσμέ Ασάη!

από τη συλλογή ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)

ΟΤΑΝ

Όταν κλείνω τα μάτια

ξεκινάει από μακριά

η αγαπημένη έρχεται

και με κοιτάζει

όταν σβήνω το φως

έρχεται ο θάνατος και

μου φιλά τα χέρια.

Η ΑΓΙΑ

Χ.

Ήταν εκείνο το φθινόπωρο απόγεμα που

η Αγία με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε

στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα

δεν υπήρχε καν.

Γιατί αν υπήρχε τότε τί ήταν αυτά τα αίματα

κι οι στρατιώτες που ξεπετάχτηκαν από τους γύρω

δρόμους και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι,

Page 18: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

τέσσερις μήνες, κι όταν πια με λύσανε ήτανε

χειμώνας, έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε

κι ούτε που ξαναφάνηκε πια.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣΣΤΟΝ ΠΟΡΟ

Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος

στον Πόρο

τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα

τσιγάρα να καίνε σαν κεριά

γύρω γύρω στα τραπέζια

τσιγάρα πάνω στις καρέκλες

τσιγάρα παντού

κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.

Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος

τα μάτια του να καίνε.

— Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;

εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.

— Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα

στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο

το φοβερό γέλιο του·

πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια

ένα σύννεφο σπουργίτια

πέρα απ’ το θάνατό του.

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Page 19: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Εδώ και πολλά χρόνια

σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα

(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου

δε θέλει δώρα

δε θέλει χρήματα

πάγο και χρόνια

χιόνια και πάγο

σκισμένα ρούχα

αχνά παπούτσια

ο χρυσός νεκρός

θα βγει έξω

δεν τον γνωρίζει κανένας

τον αλήτη νεκρό

θα κάτσει στο πικρό καφενείο

να πιεί τον καφέ του

κι ύστερα πάλι

σε λίγες μέρες

ήσυχα θα πεθάνει

(ο νεκρός)

όταν έρθει ο χρόνος

κι όλες οι ρόδες

κόκκινες όπως πρώτα

θα γυρίζουν πάλι.

από τη συλλογή ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ (1990)

ΟΝΕΙΡΟ

Page 20: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Ένα μικρό σε μια κούνια έιναι πεθαμένο.

Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται από πά-

νω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το ση-

κώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο

αρχίζει να περπατάει.

— Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει.

ΗΣΥΧΑΣΤΕ

Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,

είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου.

«Τον αγαπημένο μας φίλο…» έγραφε.

Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς.

Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά.

Σ’ όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που

γράφαν:

«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».

Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.

Καθοταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα

βούρτσιζε τα ρούχα του.

— Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.

— Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.

— Ησυχάστε

— Ησυχάστε

— Ησυχάστε

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Page 21: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Ένας κρύος αγέρας φύσηξε μέσ’ απ’ τα πρόσωπα του Μεγά-

λου Καθρέφτη μου. Τα πήρε ύστερα ο ήλιος κι ησύχασαν

Είναι μέσα στον καθρέφτη, ζωντανοί μαζί και νεκροί: Εγώ

ο Κάφκα, μια μεταβυζαντινή αγία κι ο Ντύλαν Τόμας.

Ο Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, έβγαλε μια κραυγή κι έσκασε

με κρότο. Οι στίχοι του όμως μείναν ανέπαφοι, ωραίοι, μα-

ζί με τους δικούς μου αγκαλιάζονται. Ο Κάφκα έβγαλε μέσ’

απ’ τα μάτια του δυό ψάρια και δυό αναμμένα κάρβουνα.

Τα πέταξε κατ’ επάνου μας για να μας κάψει.

Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που

γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της.

Στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάβολος

και ησυχάζουν.

LYNNE

Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαιμονισμένα

πορτοκάλια;

στον Πόρο

βρέθηκε

η Lynne

ένα κορίτσι

από την γηραιά Αλβιόνα

όμως ξαφνικά έκλεισε το μπαρ

βλέπω όνειρα φριχτά

στον Πόρο

μπαρ και μπαράκια

και τα κουμπαράκια.

Page 22: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Αν δεν βρει αλλού δουλειά

η Lynne

θα γυρίσει πίσω

στα ζώα και τα θηρία της

και την αγαπώ

Lynne, Lynne,

πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος

Πόρος, θερμοκρασία 43o

κάτι το πρωτοφανές!

και τότε καληνύχτα σας.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ

Ο Έρωτας είναι ο θάνατος

καθώς περιμένω μέρες και μέρες

για να γυρίσεις

έτσι που τριγυρίζεις τα νησιά

νησιά θανάτου καθώς περιμένω

τόσες ημέρες κι ώρες θανάτου

για να γυρίσεις

γιατί έρωτας είναι ο θάνατος

απ’ του θανάτου τα νησιά

να ξαναρθείς.

ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Page 23: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987

είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987

ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!

σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…

Ά! ναι είναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Διονύσιος Σολωμός

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Νίκος Εγγονόπουλος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Μπουζιάνης

πόσα ο Σκλάβος

πόσα ο Καρυωτάκης

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα

πέρασε ο Σκαλκώτας

πόσα

πόσα

Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.

ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ

Ο αδύνατος ευγενικός κύριος

με το βυσσινί πόδι

φαίνεται πολύ ευτυχισμένος

αντίθετα με το κοριτσάκι

που κλαίει διαρκώς

γιατί η μαμά του δεν του αγοράζει

το μικρό ανεμιστηράκι·

Page 24: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

κι εγώ πελιδνός ποιητής

«πράσινος ήλιος

τα δέντρα καίνε»

κάποτε θα περπατήσω

επί των υδάτων

όπως ο Ιησούς Χριστός.

Όμως επί του παρόντος

είμαι πολύ κουρασμένος

και σας Χαιρετώ

πέρα-για-πέρα

όπως ο Καραγκιόζης.

από τη συλλογή ΕΚΤΟΤΕ (1996)

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

μνήμη Άρη Κωνσταντινίδη

Βάδιζα κατά μήκος της ακτής

μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό

τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά

κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία

μια δύναμη μ’ έσπρωχνε να κάνω στροφή

ν’ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα

μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα

κύματα

και η ψυχή μου ήταν νεκρή.

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα

Page 25: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

σύννεφα.

η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια

ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.

ΙΟΥΛΙΟΣ 1999

– Έ, Μάρκο Πόλο

μου φώναξε τότε «ο Χριστός»

άδεια η Φωκίωνος Νέγρη

μονάχα εμείς οι δύο

είχαμε μείνει

και τα σκυλιά.

Η ΜΗΤΕΡΑ

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν

γεμάτοι ερείπια· μοναχά τοίχους πεσμένους και

πέτρες έβλεπες· κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.

Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.

Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,

με πήρε απ’ το χέρι και βρεθήκαμε σ’ ένα

συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.

Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά…

Κι αυτή: Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.

Page 26: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Καημένε Νίκο

τί ζωή ήταν κι αυτή

κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες

οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου

όμως εσύ καλά έκανες

έπινες τα ουζάκια σου

κι όλους αυτούς τους μούντζωνες

και πριν να φύγεις

πρόφτασες κι αρπάχτηκες

από ένα κάτασπρο σύννεφο

από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό

κοιτάζεις

την αθανασία σου.

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ

Στο καφενείο

έρχεται ο χοντρός νονός μου

με τις λίρες

Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει

γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου

που περίμενα.

Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου

— Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

από τη συλλογή ΑΝΑΠΟΔΑ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ (1998)

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Page 27: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ

Κάθε χρόνο

κατά το μήνα Αύγουστο

εισβάλλει στο προαύλιο

του Μοναστηριού του Πόρου

η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού

πετάει από πέτρα σε πέτρα

τα παιδιά προσπαθούν

να την πιάσουν

αλλά δεν το κατορθώνουν

είναι η Άγια-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου

πετάει από πέτρα σε πέτρα

μόνο για λίγες μέρες

κι ύστερα χάνεται

για να ξαναεμφανιστεί

πάλι τον άλλο Αύγουστο

η Άγια μαύρη-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου…

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ

Γέλασε

ο μαύρος κόκορας

όταν του είπαν

πως θα τον σφάξουν

όταν όμως ήρθε η ώρα

η κακή του ώρα

έκλαψε ο μαύρος κόκορας

Page 28: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

έκλαψε ο μαύρος κόκορας

Ο ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ

Ο θλιβερός γάμος που δεν έγινε

αναποδογύρισαν τα βάζα

σπάσαν τα λουλούδια

τα στέφανα πήραν φωτιά

και τα πετροβολήσαν με κουφέτα.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρω

Πέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τους

τοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζονταν

και είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου.

Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό,

και νά, ξαφνικά βρέθηκα

μπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμη

όρθιο.

Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και

καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη

πόρτα του σαλονιού, είδα το Χριστό,

μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα

στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.

Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,

έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.

Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Page 29: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Όλοι κοιμούνται

κι εγώ ξαγρυπνώ

περνώ σε χρυσή κλωστή

ασημένια φεγγάρια

και περιμένω να ξημερώσει

για να γεννηθεί

ένας νέος θεός

μες στην καρδιά μου

την παγωμένη

από άγρια φαντάσματα

και τη μαύρη πίκρα.

ποιήματα που έστειλε η Ε.Ε. (και δεν είναι γνωστό από ποιά συλλογή είναι)

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Έρχεται φέτος κουρασμένηη Άνοιξη(να) κουβαλάει τόσα χρόνιατα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποιστις γωνιές την παραμονεύουνγια να την τσακίσουν.

Αυτή όμωςμε κρότοανάβει ένα-ένατα λουλούδια τηςστα μάτια τους τα ρίχνει(για) να τους στραβώσει.

Ο ΑΓΙΟΣ

Τρελά ποντίκιαροκανίζουν το χλωμό μυαλό τουόλο λέει να πάρει ένα αυτοκίνητο

να πάει

Page 30: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

στον τόπο που έζησε ο έρωτάς τουόμως πάντα στο ίδιο μέρος μένειγιατί τρελά ποντίκια έχουν ροκανίσειτο χλωμό μυαλό του.

ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ

Αυτά τα αιματώδη γαρίφαλαπου στολίζουν το γραφείο μουμου θυμίζουν το αίμα που έβγαζαστα νιάτα μουόταν άλλοι πολεμούσανκαι άλλοι γλένταγανστην καταραμένη χώρα.

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Ξάφνου μια ομάδα μαύρων σκύλωνόρμησε πάνω στη σκηνή.- Αυτό δεν το 'χαμε προβλέψει, ούρλιαξεπανικόβλητος ο θεατρίνος.

Η ΛΗΜΟΝΗΣΜΕΝΗ (6ο μέρος)

Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξαστόχησε η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε

Ο σταθμός

Page 31: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,γεμίζει λάσπη τ' ονειρό μουείναι ενα σκοτεινό τοπείο και περιμένω ένα τραίνο.

Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτεςπου φύτρωσαν πάνω στις ράγιεςγιατί έχει πολύν καιρό νάρθητραίνο σ' ετούτον το σταθμόκαι ξάφνου πέρασαν τα χρόνιακάθομαι πίσω απ' ένα τζάμιμάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια σά νάμαι άρρωστος πολύκι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος σιγά-σιγά έρχεται εκείνηκρατάει στο χέρι ένα μαχαίριμε προσοχή με πλησιάζειτο μπήγει στο δεξί μου μάτι!

Ποιήματα (1945-1971)

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες τα πεινασμένα τα φαντάσματα καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές να κλαίνε τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα και μπαίνουν μέσα ο Kώστας σκοτωμένος ο Oρέστης σκοτωμένος ο Aλέξης σκοτωμένος σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα και μπαίνουν μέσα ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι με φώτα με σημαίες με δέντρα φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του παιδιά τον ακoλουθάνε στις μύτες των ποδιών δεν είναι ο Oιδίποδας είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς.

Page 32: Σαχτούρης-Ποιήματα.pdf

(με άγνωστο τίτλο)

«Tον έστησαν εκεί όπου φυσάει ο πιο άγριος άνεμος τον έταξαν στις παγωνιές του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο και μια γραβάτα κόκκινη έναν μαύρο ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει μαύρα γυαλιά...» .

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν' ο ουρανός και λίγο χιόνι έσφιξα τα σκοινιά μου πρέπει και πάλι να ελέγξω τ' αστέρια εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω.

Μακάρι να βρει πέννα και χαρτί εκεί που πάει.....

[Απάνθισμα]