ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ · 2019-11-28 · Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Υ Φ Α Ν...

428
Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Υ Φ Α Ν Τ Η Σ ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ (3.000 χρόνια ελληνικής ποίησης) Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ www.yfantis.gr

Transcript of ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ · 2019-11-28 · Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Υ Φ Α Ν...

  • Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Υ Φ Α Ν Τ Η Σ

    ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ (3.000 χρόνια ελληνικής ποίησης)

    Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ www.yfantis.gr

  • (αριστερό πτερύγιο –εμπρός):

    Γεννήθηκα δεν ξέρω πότε και που. Αναζητώντας την ιαματική ομορφιά και

    την αλήθεια που ελευθερώνει, βρέθηκα στους δρόμους της ποίησης.

    ____Να ’μαι εδώ που το Μηδέν δαγκώνει

    την ουρά του

    ____με ηδονή

    _______και πόνο

    ____να ’μαι

    ____στο μέσον της αιωνιότητας

    ____στην αρχή και στο τέλος της.

    *

    Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

    Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.

    Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.

    Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.

    Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.

    Τέλειωσα στη Ραβένα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε Θεία.

    'Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος

    Τα Τέσσερα Κουαρτέττα

    Την Κίχλη

    Το Μανθρασπέντα.

    Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

  • (δεξιό πτερύγιο, πίσω):

    Οι ποιητές κατά βάθος δεν είναι πολλοί. Ο ποιητής κατά βάθος είναι ένας (ο Κανένας), που όμως

    έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στον χώρο και στον χρόνο.

    Το Ιδεόγραμμα του Φιδιού

    Οι ποιητές άλλο δεν είναι παρά κύματα

    του ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα

    Ναός του Κόσμου

    www.yfantis.gr

    [email protected]

    http://www.yfantis.gr/

  • ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ (3000 χρόνια ελληνικής ποίησης)

  • Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Υφαντής

    Zωγραφιά εξωφύλλου: «O Oδυσσεύς αφηγείται εις τον Όμηρον» (Nίκος Eγγονόπουλος, 1957).*

    Copyright: Γιάννης Υφαντής και

    Γιάννης Υφαντής, Πελασγικόν (Τσουκαλάδων), 31100, Λευκάς.

    e-mail: [email protected]

    www.yfantis.gr

    ISBN

    *Ευχαριστώ θερμά την κυρία Ελένη Εγγονοπούλου για την παραχώρηση του δικαιώματος να

    χρησιμοποιήσω την ζωγραφιά του Νίκου Εγγονόπουλου στο εξώφυλλο αυτής της ανθολογίας.

    (Όταν την επισκέφτηκα και ζήτησα το δικαίωμα αυτό, κάπου δώδεκα χρόνια πριν, η κυρία Ελένη πριν

    ακόμη της πω ποιος είναι ο πίνακας που μ’ ενδιαφέρει, μ’ οδήγησε σ’ αυτόν και δείχνοντάς τον, μου είπε:

    «Νομίζω αυτόν θέλετε». «Ναι ακριβώς. Πώς το ξέρετε;» ρώτησα. «Μα κι εγώ στην ανθολογία που μου

    περιγράψατε, αυτόν τον πίνακα θα έβαζα», μου απάντησε).

    ________________ Σημ.: Ας προσεχτεί ότι δεν αρκεί η αφήγηση του Οδυσσέως για να γίνει ποίηση αυτό που ακούει ο Όμηρος. Χρειάζεται και η

    Μούσα· χρειάζεται και η γυναικεία γυμνή μορφή (όντας ουράνια) που κάθεται στο περβάζι κι έχει ακουμπισμένο το χέρι της στον ώμο του Ομήρου.

  • EΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ:

    Μανθρασπέντα (ΤΡΑΜ, 1977).

    Μυστικοί της Ανατολής (ΚΕΔΡΟΣ, 1982).

    Η Αρχαία Έδδα (ΘΥΜΕΛΗ, 1983).

    Ο Καθρέφτης του Πρωτέα (ΙΑΝΟΣ, 1986).

    Αθανάτου Μνήμης Σημεία (ΡΟΕΣ, 1987).

    Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου (ΡΟΠΤΡΟΝ, 1988).

    Ναός του Κόσμου (ΔΕΛΦΙΝΙ, 1996).

    Ο Κήπος της Ποίησης (ΠΑΤΑΚΗΣ, 2000).

    Αρχέτυπα (ΖΗΤΗ, 2001)

    Το Ιδεόγραμμα του Φιδιού (ΠΑΤΑΚΗΣ, 2003).

    Έρως Ανίκατε Μάχαν (ΜΕΛΑΝΙ, 2004).

    Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων (ΙΚΑΡΟΣ, 2013)

    Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός, (Bibliothèque, 2019).

    Manthraspenta (edizioni del Paniere, 1984, Verona).

    XPAM HA CBETA - Ναός του Κόσμου (ΑΓΑΤΟ, 2000, Σόφια).

    Le Temple du Cosmos (éditions L’Attentive, 2000, France).

    Archetypes / Archetypen (Ζiti, 2001, Thessaloniki).

    Temple du Μonde (éditions L’Harmattan, 2003, Paris).

    ХРАМОТ НА СВЕТОТ - Ναός του Κόσμου (Матица, 2004, Скопје).

    Masques du Néant - Μάσκες του Τίποτε (βιβλίο από πηλό κατασκευασμένο από τη Marie-José Armando,

    2005, France).

    TEMPLO DEL MUNDO - Ναός του Κόσμου (AUDISEA, Argentina, 2015).

    Πυρ Aείζωον, δοκιμαντέρ του Χρίστου Αρώνη («Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, 1997»).

    Αλέκτωρ ο Eράσμιος, ποίηση αντίκρυ σε ζωγραφιές του Γ. Σταθόπουλου («Βουρκαριανή», Κέα, 2002).

    Ο Γιάννης Υφαντής διαβάζει Υφαντή, CD (ΛΥΡΑ, 2009).

    Ιστοσελίδα περιέχουσα προεκτάσεις του ποιητικού έργου: www.yfantis.gr

  • Στην Ουρανία και στον Βαγγέλη

    Ραπτόπουλο

  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

    ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

    (3000 χρόνια ελληνικής ποίησης)

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ

  • Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου.

    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

    (Οδυσσέας Ελύτης)

    Οι ποιητές κατά βάθος δεν είναι πολλοί. Ο ποιητής κατά βάθος είναι ένας (ο Κανένας), που όμως

    έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στον χώρο και στον χρόνο.

    (Το Ιδεόγραμμα του Φιδιού)

    Τα φάρμακά σου φέρε τέχνη της ποιήσεως

    (Κ. Π. Καβάφης)

  • ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑN ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Η ανθολόγηση αυτή έγινε αρχικά μόνο και μόνο για μένα. Ήθελα δηλαδή να έχω μαζί μου ένα

    τομίδιο με τ’ αγαπημένα μου ποιήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κι όταν χρειάζεται, ν’ ανοίγω

    αυτό το τομίδιο και να διαβάζω για μένα ή για τους φίλους τα ποιήματα που εκείνη τη στιγμή με καλούσαν

    να τα διαβάσω.

    Ούτε καν είχα στο νου μου αρχικά την ιδέα της έκδοσης. Η ιδέα προέκυψε από τη στιγμή που οι

    φίλοι ζητούσαν να τους δανείζω τα επιλεγμένα αυτά ποιήματα, να τα έχουν για λίγο καιρό μαζί τους. Μια

    επιθυμία που εγώ βεβαίως δεν μπορούσα να ικανοποιήσω. Έτσι προέκυψε η ιδέα της έκδοσης αυτού του

    βιβλίου. Από ανάγκη.

    Βεβαίως η επιλογή των ποιημάτων του βιβλίου αυτού είναι υποκειμενική. Όμως, η

    υποκειμενικότητα ενός ποιητή, επειδή κατά βάθος προέρχεται από το συλλογικό κι όχι από το ατομικό

    «εγώ», αποτελεί εν τέλει τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα.

    *

    Εδώ βρίσκεται η ελληνική ποίηση που αγάπησα. Όχι όλη. Δεν θα μπορούσα να βάλω όλο τον

    Όμηρο εδώ. Έβαλα εκείνον που χρειαζόμουν περισσότερο. Και ούτε ακριβώς εκείνον που χρειαζόμουν

    περισσότερο, μα εκείνον που μετέφρασα περισσότερο ικανοποιητικά.

    Δεν θα μπορούσα να βάλω εδώ όλο τον Σεφέρη ή όλο τον Ελύτη (τίποτε δικό τους δεν μου είναι

    αδιάφορο), αφού τότε θα είχα στα χέρια μου ένα δύσχρηστο βιβλίο, (πολλών τόμων πιθανόν), ενώ εγώ

    αντιθέτως, ήθελα να έχω τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα συγκεντρωμένα σ’ έναν εύχρηστο τόμο,

    κατάλληλο να τον παίρνω παντού μαζί μου, κατάλληλο να τον παίρνει ο καθένας παντού μαζί του.

    *

    Και βέβαια η ποίηση είναι το πυκνό ρυθμικό παραμύθι που απευθύνεται στο παιδί που ο καθένας

    έχει μέσα του. Απευθύνεται στον γυμνό άνθρωπο· γυμνό από μόρφωση, γυμνό από αλλοιώσεις, τοπικές,

    χρονικές, φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές. Η ποίηση απευθύνεται στον πρωταρχικό εαυτό μας. «Θα

    ήθελα η ποίησή μου» λέγει ο Έλιοτ (ένας τόσο «δύσκολος» ποιητής) «να έχει ακροατήριο ανθρώπους που

    δεν θα ήξεραν ανάγνωση και γραφή».

    *

    Όταν ποίηση είχε καταντήσει να σημαίνει μόνο και μόνον ομοιοκαταληξία, έγραφαν αρλούμπες

    και τις θεωρούσαν ποιήματα μόνο και μόνο επειδή αυτές είχαν ομοιοκαταληξία.

    Όταν ποίηση είχε καταντήσει να σημαίνει μόνο και μόνο ένα κατεβατό από ανομοιοκατάληκτους

    στίχους, έγραφαν αρλούμπες επειδή θεωρούσαν ποιήματα, την κακή πρόζα, την κομμένη σε άρυθμους

    ανομοιοκατάληκτους στίχους.

    Όμως η ομοιοκαταληξία δεν εμπόδισε τον Σολωμό και τον Καββαδία να κάμουν εξαίρετα

    ομοιοκατάληκτα ποιήματα. Κι ούτε ο ελεύθερος στίχος εμπόδισε τον Έλιοτ να κάνει έξοχα ποιήματα σ’

    ελεύθερο στίχο. Αφού, όπως είπε ο Πάουντ, «για τον καλό τεχνίτη, κανένας στίχος δεν είναι ελεύθερος».

    Γι’ αυτό και διαβάζοντας ελεύθερους στίχους του Έλιοτ, έχεις την ρυθμική ευφροσύνη που έχεις όταν

    διαβάζεις τα έμμετρα ποιήματα του Σολωμού.

    *

    Με ισχυρή θέληση και πανουργία γίνεται κανείς διάβολος. Με ισχυρή θέληση και σοφία γίνεται

    κανείς άγιος. Όμως ο ποιητής, σαν τ’ άστρα και σαν τ’ αγριολούλουδα, δεν γίνεται αλλά γεννιέται. Αν

    γινόταν, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα ήσαν ποιητές. Να όμως που δέκα χιλιάδες φιλόλογοι δεν θα

    μπορούσαν να μας κάμουν έναν Καβάφη, (ενώ ο Καβάφης θα μπορούσε άριστα να κάνει τη δική τους

    δουλειά). Κι ακόμη, δέκα χιλιάδες άγιοι δεν θα μπορούσαν να μας κάνουν έναν Ελύτη. Να που δεν υπάρχει

    σχολείο να σπουδάσεις ποιητής. Δεν υπάρχει χρηματικό ποσό ν’ αποκτήσει κανείς την ικανότητα του

    ποιητή.

    *

    Και ποια η διαφορά ανάμεσα στον ικανό (λόγω μορφώσεως, φιλοδοξίας, υπερευαισθησίας) να

    γράψει ποιήματα, και στον ποιητή; Ο πρώτος μπορεί να γράψει ποιήματα. Ο δεύτερος δεν μπορεί να μην

    γράψει ποιήματα.

    *

    Και τι γίνεται με τον λόγο εκείνο, που δεν σ’ ενδιαφέρει, παρόλο που σέρνει πίσω του μια ή και

    πολλές θεωρίες που «αποδεικνύουν» ότι ο λόγος αυτός είναι ποίηση; Θ’ ασχοληθούμε στον παρόντα τόμο,

    με τον λόγο αυτόν και όσους τον παράγουν; Όχι βέβαια. Εδώ, πέρ’ από τις όποιες θεωρίες, μ’ ενδιαφέρει

    αυτό:

  • Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια ’χουν τη χάρη

    να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρη,

    κι’ οπού κατέχει να μιλή με γνώση και με τρόπο,

    κάνει και κλαίσιν και γελού τα μάτια των αθρώπω.

    Α ναι. Βρέθηκα σε ποιητική εκδήλωση, όπου κριτικοί και φιλόλογοι, παρουσίαζαν ο καθένας τους

    κι έναν ποιητή ή «ποιητή».

    Οι παρουσιαστές φιλόλογοι είτε κριτικοί, μου φάνηκαν πως ήσαν ψυχίατροι που ο καθένας

    προσπαθούσε μάλλον να μας εξηγήσει μ’ ελληνικά χωρίς ειρμό, γιατί ο υπό την επίβλεψίν του τρόφιμος,

    δεν μπορεί να φτάσει σε οργασμό. Και ο κάθε τρόφιμος, μιλώντας κι εκείνος ελληνικά χωρίς κανέναν

    ειρμό, μας έδινε δείγματα του προβλήματός του. Συμπέρασμα πρώτο: Μάλλον αυτοί που παρίσταναν τους

    παρουσιαστές είτε ψυχιάτρους, δεν ήσαν παρά κι αυτοί τρόφιμοι που τους άρεσε να παίξουν τον ρόλο του

    ψυχιάτρου. Συμπέρασμα δεύτερο: Οι τρόφιμοι ήσαν μάλλον θύματα του εκφυλισμού που προκαλεί η

    αιμομιξία κι άλλες αιτίες που φέρνουν τον άνθρωπο σ’ έναν πνευματικό νανισμό.

    Κι ενώ εγώ αντιλαμβανόμουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια γιορτή σ’ ένα τρελοκομείο, σ’ ένα

    ίδρυμα, περιέργως, οι ελάχιστοι, απογοητευμένοι, μαραζωμένοι ακροατές, έδειχναν να πιστεύουν ότι

    παρακολουθούν ένα φεστιβάλ ποίησης.

    Φεύγοντας, σκεφτόμουν, «δεν είναι δυνατόν, αυτό κάποτε πρέπει να τελειώσει. Δεν είναι δυνατόν

    οι απλοί άνθρωποι, οι νέοι, οι φοιτητές, να θεωρούν πως αυτά όλα έχουν σχέση με την ποίηση. Και

    δυστυχώς, με τέτοια φεστιβάλ, με ανάλογες ανθολογίες, κάνουν το κοινό να πιστεύει ότι η ποίηση είναι

    κάτι θλιβερό, ασαφές, άρρυθμο».

    Και θυμήθηκα ένα περιστατικό από το Φεστιβάλ Αλγερίου, τον Ιούνιο του 2006:

    Πέρασε η πρώτη ώρα της πρώτης μέρας με «ποιητές», σαν αυτούς για τους οποίους μίλησα πριν.

    Στο διάλειμμα, ορμά στον διάδρομο της αίθουσας ένας άνθρωπος με σκούφο και παρδαλά ρούχα,

    κρατώντας χαρτιά. Στάθηκε κι άρχισε να διαβάζει δυνατά τα ποιήματά του. Αμέσως φώναξαν την

    αστυνομία να τον βγάλει έξω. «Είναι τρελός» ψιθύριζαν από ’δω κι από κει, «είναι τρελός». Όταν τέλειωσε

    το διάλειμμα και ξαναρχίσαμε, ένας Γάλλος διανοούμενος ζήτησε το μικρόφωνο για να πει κάτι: «Είδα

    προηγουμένως» είπε «στο διάλειμμα εδώ, να φέρνετε την αστυνομία για να πάρει έξω έναν άνθρωπο που

    άρχισε να διαβάζει τα ποιήματά του. Όμως απ’ ό,τι παρατήρησα, τα ποιήματά του δεν ήσαν χειρότερα από

    τα ποιήματα αυτών που για μιαν ολόκληρη ώρα προηγουμένως, πριν το διάλειμμα, μας ταλαιπώρησαν εδώ

    με τις αρλούμπες τους. Ερωτώ, γιατί δεν καλέσατε και γι’ αυτούς την αστυνομία;»

    *

    «Όλα είναι ποίηση. Όμως αυτός ο λόγος» λέει ο Μιροσλάβ Χόλουμπ, «είναι το μεγαλύτερο

    επιχείρημα εναντίον της ποίησης». Όταν ποίηση είναι και το καλό γιαούρτι ή το καλό ποδόσφαιρο, τότε τι

    γίνεται με την ποίηση που είναι μόνο λόγος; Που άθελά σου τον αποστηθίζεις και θέλεις οπωσδήποτε να

    τον μοιραστείς με άλλους; Που δεν φοβάσαι να τον απαγγείλεις σ’ ένα πλήθος ανθρώπων διαφορετικών

    ηλικιών και μορφωτικών επιπέδων; Τι γίνεται με το πυκνό, κι εν ρυθμώ παραμύθι, που θα μπορούσε κιόλας

    να τραγουδηθεί, αλλά εντέλει δεν έχει ανάγκη μιας μουσικής ένδυσης; Τι γίνεται μ’ αυτό τον λόγο που

    βγαίνει από έναν, αλλά λέγει με ακριβή και απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο, αυτό που ο καθένας θέλει να πει

    αλλά δεν μπορεί να το πει;

    *

    Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι ποίηση είναι το απλό όταν γίνεται ασαφές και δυσνόητο

    (πράγμα που κάνουν βεβαίως οι σοφολογιότατοι και οι βλάκες). Αντίθετα, ποίηση συν τοις άλλοις, είναι το

    δυσνόητο έως ανέκφραστο που γίνεται απλό και κατανοητό.

    *

    Ποίηση είναι η προέκταση των παραμυθιών. Ποίηση είναι τα παραμύθια των μεγάλων· εκείνων

    των μεγάλων που δεν σκότωσαν μέσα τους το παιδί που κάποτε ήσαν.

    H ποίηση είναι παραμύθια και παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά. Mα αν δεν είσαι θερμός ή ψυχρός

    όπως λέγει ο Iωάννης, γιατί ν’ αποζητήσεις την ποίηση; Αν δεν έρχεσαι από τον παράδεισο, γιατί ν’

    αποζητήσεις τα παραμύθια; Αν δεν έρχεσαι από την κόλαση, γιατί ν’ αποζητήσεις την παραμυθία;

    Ποίηση είναι ο λόγος του οποίου οι λέξεις θέλουν να χορέψουν σε ρυθμούς που τα κύτταρά μας

    γνωρίζουν πριν ακόμα υπάρξει ο λόγος και η γραφή.

  • Ποίηση είναι ο λόγος εκείνος που εξαιτίας του ρυθμού του και των εικόνων του, εξαιτίας του

    σημαντικού (και λυτρωτικού) νοηματικού και συναισθηματικού του βάρους, προκαλεί σε μας την

    απομνημόνευσή του, γι’ αυτό άλλωστε έχει ειπωθεί πως «η ποίηση έχει την καταγωγή της στον προφορικό

    λόγο».

    Ποίηση είναι ο λόγος που σαν σώμα ζωντανό, ερωτικό, πάντα το χορταίνουμε και πάντα το

    λαχταρούμε. Στο ποίημα πηγαίνουμε ξανά και ξανά, δεκάδες κι εκατοντάδες φορές, μέχρι που το

    αποστηθίζουμε, αλλά και τότε δεν σημαίνει πως τελειώσαμε μ’ αυτό. Το φέρνουμε μαζί μας, αφημένο

    κάπου σε μια γωνιά της υπάρξεώς μας, σαν ξεχασμένο, μα μόλις το χρειαστούμε, το ανακαλούμε, το

    διατρέχουμε και μας διατρέχει, άλλοτε σαν ξόρκι ή προσευχή, άλλοτε σαν πολύτιμος χρησμός, άλλοτε σαν

    όπλο, άλλοτε σα γιατρικό, άλλοτε για να κάνουμε τους άλλους συν-κοινωνούς στο πλήθος της χαράς ή της

    λύπης που μας κατέχει.

    Πελασγικόν Λευκάδος, 2008

    _____________ ΥΓ1:Στον τόμο αυτόν (καθώς περιέχεται το αποτέλεσμα μιας προσωπικής ανάγκης κι όχι μιας επιστημονικής εργασίας) έχουν

    παραλειφθεί μερικοί ποιητές, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Δεν περιέχονται λόγου χάριν αρχαίοι ποιητές όπως ο Αριστοφάνης ή

    ο Θεόκριτος. Ο λόγος δεν είναι πως δεν τους αγαπώ, αλλά που δεν έχω μεταφράσει κάποιο κομμάτι δικό τους ικανοποιητικά. (Η

    ποιότητα του «έτσι κι έτσι», σε κανένα έργο μου δεν γίνεται να έχει θάση).

    ΥΓ2: Είναι πιθανό να μην έχουν φτάσει ως εμένα κάποια ποιήματα που αν τα διάβαζα θα τα είχα περιλάβει εδώ. Γι’ αυτό παρακαλώ, όποιος νομίζει ότι ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, ας μου στείλει ποιήματά του, ώστε να τα περιλάβω σε μια δεύτερη έκδοση.

    ΥΓ3: Λόγω της οικονομικής κρίσεως στον τόπο μας, που έφτασε παντού, ο τόμος τούτος, από 630 σελίδες που ήταν αρχικά, έγινεν ένας τόμος των 430 σελίδων. Αναγκάστηκα ν’ αφαιρέσω ποιήματα 200 σελίδων. Αναγκάστηκα ν’ αφαιρέσω και κάποιους ποιητές

    που όμως η απουσία τους δεν μειώνει την ποιότητα της ανθολογίας.

  • ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

  • Απόσπασμα αρχαίου ελληνικού αναγλύφου που παριστάνει αοιδό επικεφαλής βακχικής πομπής. (Μουσείο

    Νεαπόλεως).

  • ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

  • TO ΑΙΝΙΓΜΑ THΣ ΣΦIΓΓAΣ

    ΤΙ ΕΣΤΙΝ Ο ΜΙΑΝ ΕΧΟΝ ΦΩΝΗN ΤΕΤΡΑΠΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΠΟΥΝ ΚΑΙ ΤΡΙΠΟΥΝ ΓΙΝΕΤΑΙ;

    Τ’ είναι αυτό που έχει μια φωνή, και γίνεται τετράποδο και δίποδο και τρίποδο;

    «Κρέοντος βασιλεύοντος, οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. Ἔπεμψε γὰρ Ἥρα Σφίγγα, ἣ μητρὸς μὲν

    Ἐχίδνης ἦν, πατρὸς δὲ Τυφῶνος, εἶχε δὲ πρόσωπον μὲν γυναικός, στῆθος δὲ καὶ βάσιν καὶ οὐρὰν λέοντος καὶ

    πτέρυγας ὄρνιθος. Μαθοῦσα δὲ αἴνιγμα παρὰ Μουσῶν ἐπὶ τὸ Φίκιον ὄρος ἐκαθέζετο καὶ τοῦτο προὔτεινε

    Θηβαίοις. Ἦν δὲ τὸ αἴνιγμα· τί ἐστιν ὅ, μίαν ἔχον φωνήν, τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίγνεται;

    Χρησμοῦ δὲ Θηβαίοις ὑπάρχοντος τηνικαῦτα ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς Σφιγγὸς ἡνίκα ἂν τὸ αἴνιγμα λύσωσι,

    πολλάκις ἐζήτουν τί τὸ λεγόμενόν ἐστιν, ἐπεὶ δὲ μὴ ηὕρισκον, ἁρπάσασα ἕνα κατεβίβρωσκε, πολλῶν δὲ

    ἀπολομένων, καὶ τὸ τελευταῖον Αἵμονος τοῦ Κρέοντος, κηρύσσει Κρέων τῷ τὸ αἴνιγμα λύσοντι καὶ τὴν

    βασιλείαν καὶ τὴν Λαΐου δώσειν γυναῖκα. Οἰδίπους δὲ ἀκούσας ἔλυσεν, εἰπὼν τὸ αἴνιγμα τὸ ὑπὸ τῆς Σφιγγὸς

    λεγόμενον ἄνθρωπον εἶναι· γίνεσθαι τετράπουν βρέφος ὅντα τοῖς τέτταρσιν ὁχούμενον κώλοις, τελειούμενον

    δὲ δίπουν, γηρῶντα δὲ τρίτην προσλαμβάνειν βάσιν τὸ βάκτρον Ἡ μὲν οὖν Σφὶγξ ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως ἑαυτὴν

    ἔρριψεν, Οἰδίπους δὲ καὶ τὴν βασιλείαν παρέλαβε καὶ τὴν μητέρα ἕγημεν ἀγνοῶν, καὶ παῖδας ἐτέκνωσεν ἐξ

    αὐτῆς Πολυνείκη καὶ Ἐτεοκλέα, θυγατέρας δὲ Ἰσμήνην καὶ Ἀντιγόνην.»

    (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Γ, 5-8)

    Σύμφωνα με μιαν άλλη μυθολογική εκδοχή, το αίνιγμα της Σφίγγας είναι το εξής:

    T’ είναι αυτό

    που το πρωί βαδίζει με τα τέσσερα

    το μεσημέρι με τα δυο

    το βράδυ με τα τρία;

    Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ

    ΔΑΙΜΟΝΟΣ ΕΠΙΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΥΧΗΣ ΧΑΛΕΠΗΣ ΕΦΗΜΕΡΟΝ ΣΠΕΡΜΑ, ΤΙ ΜΕ ΒΙΑΖΕΣΘΕ ΛΕΓΕΙΝ, Α ΥΜΙΝ

    ΑΡΕΙΟΝ ΜΗ ΓΝΩΝΑΙ; ΜΕΤ’ ΑΓΝΟΙΑΣ ΓΑΡ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΚΑΚΩΝ ΑΛΥΠΟΤΑΤΟΣ Ο ΒΙΟΣ. ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΔΕ ΠΑΜΠΑΝ

    ΟΥΚ ΕΣΤΙ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΝ, ΟΥΔΕ ΜΕΤΑΣΧΕΙΝ ΤΗΣ ΤΟΥ ΒΕΛΤΙΣΤΟΥ ΦΥΣΕΩΣ. ΑΡΙΣΤΟΝ ΓΑΡ ΠΑΣΙ ΚΑΙ ΠΑΣΑΙΣ ΤΟ ΜΗ ΓΕΝΕΣΘΑΙ. ΤΟ ΜΕΝΤΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ ΑΝΥΣΤΩΝ, ΔΕΥΤΕΡΟΝ

    ΔΕ, ΤΟ ΓΕΝΟΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟΘΑΝΕΙΝ ΩΣ ΤΑΧΙΣΤΑ

    Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, γιατί μ’ εξαναγκάζεις να σου πω εκείνα

    που καλύτερα θα ήταν να μην ξέρεις; Σαν αγνοούμε τα κακά που μας συμβαίνουν είναι δίχως λύπες η ζωή.

    Συμβαίνει δε για όλους τους ανθρώπους, ν’ αδυνατούνε ν’ αποκτήσουν το καλύτερο αγαθό και να μετέχουν

    στο ανώτερο απ’ αυτά. Γιατί το άριστο για όλους και για όλες θά ’ταν να μην είχανε ποτέ τους γεννηθεί. Το

    μόνο που τους μένει πια ως πρώτο και καλύτερο θα ήτανε για κείνους που ’χουν γεννηθεί το να πεθάνουν

    όσο γίνεται πιο γρήγορα.

  • ΟΜΗΡΟΣ*

    _____________

    * Ονομαζόταν αρχικά Μέλης είτε Μελησιγένης ή και Άλτης. Τ’ όνομά του (Όμηρος) άλλοι μεν το αποδίδουν στο ότι παιδί ακόμη κρατήθηκε για ένα διάστημα ως όμηρος, άλλοι δε το αποδίδουν στην τυφλότητά του, διότι όμηροι εκαλούντο στην αιολική διάλεκτο οι

    έχοντες πάθησιν των οφθαλμών. Για την τύφλωσή του υπάρχουν δυο θρύλοι: Ο ένας θρύλος λέει πως τον τύφλωσε το φάσμα της Ελένης

    επειδή την κατηγόρησε ότι εγκατέλειψε τον άνδρα της. Ο άλλος θρύλος λέει πως όταν επισκέφτηκε την Τρωάδα, σκέφτηκε τόσο έντονα τον Αχιλλέα, που τον είδε πράγματι να φορεί τη λαμπρότατη πανοπλία που του έφκιασε ο Ήφαιστος. Τόσο δυνατή ήταν η λάμψη της

    πανοπλίας ώστε του έκαψε τους οφθαλμούς.

    Το γενεαλογικό του δέντρο έχει ως εξής: Από τον Απόλλωνα και την Θόωσα, κόρη του Ποσειδώνος, γεννήθηκε ο Λίνος. Από τον Λίνο έχουμε τον Πίερον, από τον Πίερον και την νύμφη Μεθώνη έχουμε τον Οίαγρο, από τον Οίαγρο και την μούσα Καλλιόπη έχουμε

    τον Ορφέα. Από τον Ορφέα έχουμε τον Όρτη, και ύστερα τον Αρμονίδη, κι από αυτόν τον Φιλοτέρπη, κι από αυτόν τον Εύφημο, κι από

    αυτόν τον Επιφράδη, κι από αυτόν τον Μελάνωπο, κι από αυτόν έχουμε τον Απελλή, από τον Απελλή έχουμε τον Μαίονα που σμίγοντας με την Εύμητιν του Ευέπους έκαμαν τον Μνησιγένη, που είναι πατέρας του Ομήρου.

    Για τους γονείς του πολλή διαφωνία υπάρχει. Άλλος τον θέλει γιο του Μαίονα, άλλος του Μέλητος, άλλος γιο του Δμασαγόρα ή

    του Δαήμονα, άλλος του Θαμύρα. Οι Αιγύπτιοι τον θέλουν γιο του ιερογραμματέα Μενεμάχου, άλλοι τον θέλουν γιο του Τηλέμαχου κι εγγονό του Οδυσσέως. Μητέρα του δε άλλοι θέλουν την Μήτιν, άλλη την Κρηθηίδα, άλλοι την Θεμίστην, άλλοι την Υρνηθώ, κι άλλοι

    κάποιαν Ιθακήσια. Τέλος υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν μητέρα του την μούσα Καλλιόπη, κι άλλοι την Επικάστη ή Πολυκάστη, κόρη

    του Νέστορος.

    Η γέννησή του, από άλλους μεν τοποθετείται εκατόν εξήκοντα έτη μετά τα Τρωικά, (είτε εξακόσια είκοσι δύο έτη πριν από το

    πέρασμα του Ξέρξη στην Ευρώπη). Άλλοι δε είκοσι έτη μετά τα Τρωικά, όταν οι Ίωνες δημιούργησαν τις πρώτες αποικίες στην Μικρά Ασία.

    Άλλοι τον θέλουν σύγχρονο του Ησιόδου και συμμετέχοντα μετ’ αυτού σε αγώνα ποίησης, άλλοι δε θεωρούν τον διαγωνισθέντα

    μετά του Ησιόδου μεταγενέστερον Όμηρον εκ Φωκαίας, ο οποίος καμιά σχέση δεν έχει με τον συνθέτη των επών ο οποίος προηγήθηκε χρονικά του Ησιόδου κατά πολύ.

    Για τον Όμηρο ερίζουν πόλεις επτά διεκδικώντας τον: Σμύρνη, Χίος, Κύμη, Ίος, Κολοφών, Αθήνα, Ιθάκη. Κι ακόμα Κνωσσός,

    Σαλαμίνα της Κύπρου, Ρόδος και Θήβες της Αιγύπτου. Ο ίδιος λένε πως όταν ρώτησε το Μαντείο των Δελφών, πήρε την απάντηση ότι πατρίς της μητρός του είναι η Ίος όπου και θα

    πεθάνει όταν ακούσει το αίνιγμα των παιδιών. Όντως ο Όμηρος πέθανε στην Ίο (και πιθανώς η Πυθία λοξά μιλώντας ταυτίζει την μήτρα

    με τον τάφο, και τη μάνα με την νήσο της ταφής του) λίγο χρόνο μετά το εξής περιστατικό όπως λέει ο θρύλος: Νεαροί ψαράδες που γύρισαν από το πέλαγος χωρίς να πιάσουν ούτε καν ένα ψάρι, θέλοντας ν’ αστειευτούν με τον ξένο που

    βρήκαν στην αμμουδιά του είπαν:

    ΑΣΣΑ ΕΙΛΟΜΕΝ ΚΑΤΕΛΙΠΟΜΕΝ, Α ΔΕ ΜΗ ΕΙΛΟΜΕΝ ΦΕΡΟΜΕΝ.

    Το αίνιγμα δεν έχει να κάνει με τα ψάρια μα με τις ψείρες. Από αυτές όσες πιάσει κανείς τις σκοτώνει και τις αφήνει, όσες όμως δεν πιάσει τις φέρνει μαζί του. Ακούγοντας το αίνιγμα ο Όμηρος ζαλίστηκε κι αντιλήφτηκε ότι το τέλος του ήταν κοντά.

    Σύμφωνα με χρησμό που πήρε από την Πυθία ο αυτοκράτωρ Αδριανός, πατρίδα του Ομήρου είναι η Ιθάκη, πατέρας του δε είναι ο Τηλέμαχος, γιος του Οδυσσέως, και μητέρα του η Επικάστη ή Πολυκάστη, κόρη του Νέστορος:

    ΑΓΝΩΣΤΟΝ Μ’ ΕΡΕΑΙ ΓΕΝΕΗΝ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΑΙΑΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΣΕΙΡΗΝΟΣ. ΕΔΟΣ Δ’ ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ ΕΣΤΙΝ,

    ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΔΕ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΝΕΣΤΟΡΕΗ ΕΠΙΚΑΣΤΗ

    ΜΗΤΗΡ, Ή ΜΙΝ ΕΤΙΚΤΕ ΒΡΟΤΩΝ ΠΟΛΥ ΠΑΝΣΟΦΟΝ ΑΝΔΡΑ

    Ταξίδεψε στην Ιωνία και ως περιπλανώμενος ραψωδός έψαλλε τον θυμό του Αχιλλέως και τα κατορθώματα του παππού του

    Οδυσσέως, ως και άλλα έργα σατυρικά ποιήματα είτε ύμνους. Στην Αιολία και στην Ιωνία ο Όμηρος έψαλλε τα ποιήματά του, άστεγος και φιλοξενούμενος εδώ κι εκεί. Πονηρότατος όμως

    άνθρωπος, ο Θεστορίδης από την Φώκαια, του πρόσφερε στέγη και τροφή ώστε με άνεση να καταγράψει τα αριστουργήματά του «με σκοπό να μείνουν στις επόμενες γενεές». Πλην όμως, μόλις ο Όμηρος ολοκλήρωσε την καταγραφή των ποιημάτων του, ο Θεστορίδης

    άρπαξε αυτά κι εξαφανίστηκε. Καιρό μετά, έμποροι πληροφόρησαν τον Όμηρο ότι αυτά του τα έργα, κάποιος Θεστορίδης γυρίζει σε

    πόλεις και νησιά (κυρίως δε στην Χίο) και τ’ απαγγέλει ως δικά του, πολύ δε θαυμασμό και πλούτη λαμβάνων. Ο Όμηρος πολύ στεναχωρημένος, θέλησε να μεταβεί στη Χίο. Περιπλανήσεις και ταλαιπωρίες σε ξηρά και θάλασσα τον εξάντλησαν. Όταν αρρώστησε,

    καράβι εμπορικό τον έβγαλε στην Ίο και τον άφησε. Πλάγιαζε δε στην αμμουδιά τις λίγες μέρες που έμεινεν εκεί ώσπου τον βρήκε ο

    θάνατος. Ώστε ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών πέθανε καταδιώκοντας τους κλέπτες του έργου του, πράγμα που κρύβεται

    επιμελώς μέχρι τις μέρες μας.

    Και βέβαια ο Όμηρος διεκδικούσε τα έργα του. Όπως άλλωστε κι ο Θαλής. Όταν κάποιος πλούσιος ζήτησε από τον Θαλή να του πουλήσει μιαν ανακάλυψή του, ο Θαλής απάντησε: «Δεν θέλω χρήματα, μπορείς να χρησιμοποιείς την ανακάλυψή μου, όμως, υπό τον

    όρον ότι πάντοτε θα ομολογείς ότι αυτή ανήκει στον Θαλή τον Μιλήσιο».

    Ώστε μαζί με τον Όμηρο και ο μέγας Θαλής διεκδικούσε τα έργα του.

    Και βέβαια κατατάσσεται και ο Όμηρος μεταξύ των ανθρώπων (Ηράκλειτος, Ζήνων ο Ελεάτης, Ιησούς, Νίτσε, Ουίτμαν, Αλ

    Χάλλατζ, Ρεμπώ, Σικελιανός, Καβάφης) που ποτέ δεν δίστασαν να ομολογήσουν αυτό που πίστευαν για τον εαυτό τους. Η αυτογνωσία και η ομολογία της γι’ αυτούς δεν αποτελούσεν αμάρτημα και ήξευραν να την διακρίνουν από την ύβρη. Αν ο βλάκας πρέπει να κρύβει τη

    βλακεία του και δεν μπορεί να το κάνει λόγω βλακείας, αυτό δεν σημαίνει πως και ο έχων αυτογνωσία πρέπει να κρύβει την αυτογνωσία

    του. Η υποκρισία των μολυσμένων από τις θρησκείες ανθρώπων τούς ήταν ξένη. Δεν διεκδικούσαν τη δόξα της σεμνότητας κι ούτε υστερόβουλα την καλλιεργούσαν. Το κουτοπόνηρο «οι άλλοι θα μιλήσουν για μένα» τούς ήταν ξένο. Έτσι ο Όμηρος φτάνοντας σ’ ένα

    νησί τους είπε ότι έχουν να κάμουν μ’ έναν ποιητή τέτοιας αξίας που ούτε ποτέ πέρασε από τον τόπο τους, ούτε πιθανότατα θα

    ξαναπεράσει. Και όντως συνέβη αυτό ακριβώς που ομολογούσε.

  • Όσο για τους Ιήτες (Νιότες) μόνον ύστερ’ από χρόνια πολλά, όταν η ποίησή του αγαπήθηκε απ’ όλο τον κόσμο, σκέφτηκαν πως έπρεπε να γράψουν πάνω στον τάφο του δυο λόγια:

    Η γη της Ίου την ιερή καλύπτει κεφαλή του θεϊκού Ομήρου που απαράμιλλα

    πρώτος απ’ όλους ύμνησε το γένος των ηρώων.

    _____________

    Σημ. Αν η ζωή στον πλανήτη καταστραφεί, σε μερικά εκατομμύρια χρόνια θα επανέλθει. Και όλα τότε θα ξαναϋπάρξουν. Όσοι

    με οξύνοια θα παρατηρήσουν τα φυσικά φαινόμενα και θα έχουν εργαλείο τους μια γλώσσα τόσο πλούσια όσο και η αρχαία ελληνική, θα

    γίνουν Ηράκλειτοι, Δημόκριτοι, Αναξίμανδροι. Όμως, Ιλιάδα και Οδύσσεια δεν μπορούν να ξαναϋπάρξουν. Επειδή για τη δημιουργία τέτοιων έργων απαιτείται μια ενσαρκωμένη θεότητα σαν τον Όμηρο. Ένας «θνητός αθάνατος, αθάνατος θνητός» σαν τον Όμηρο. Και

    Όμηρος υπήρξε μόνο ένας. Μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια δεν υπήρξε δεύτερος.

  • ΙΛΙΑΣ

    ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ

    Ιλιάς, Α, 1-200

    Tην μήνι ψάλλε μου θεά του τρομερού Aχιλλέα

    που έφερε στους Aχαιούς των συμφορών το πλήθος

    και που στον Άδη έστειλε ψυχές ανδρειωμένων

    τα πτώματά τους δίνοντας στους σκύλους και στα όρνια

    τροφή να γίνουν, σύμφωνα μ’ απόφαση του Δία

    αφότου φιλονίκησαν και το στρατό χωρίσαν

    ο Aτρείδης ο αρχιστράτηγος κι ο θείος Aχιλλέας.

    Μ’ απ’ τους θεούς ποιός έστειλε την έχθρα μεταξύ τους;

    O γιος του Δία και της Λητώς, γιατί με τον Aτρείδη

    χολώθηκε που ατίμασε τον ιερέα του Χρύση·

    αυτός αρρώστια έστειλε κ’ οι άνθρωποι πεθαίναν.

    Mα ναι ο Xρύσης είχε ’ρθει στα γρήγορα καράβια

    των Aχαιών, την κόρη του, με λύτρα για να λύσει

    κ’ είχε στα χέρια το χρυσό στεφανωμένο σκήπτρο

    του τοξευτή Aπόλλωνα κι όλους παρακαλούσε

    τους Aχαιούς, μα πιο πολύ τον αρχηγό Aτρείδη.

    «Aτρείδες κι όλ’ οι Aχαιοί, με τις ωραίες κνήμες

    να δώσουν είθε οι θεοί του Oλύμπου, αφού την πόλη

    του Πρίαμου πάρετε, γεροί, στα σπίτια σας να πάτε».

    ΜΗΝΙΝ ΑΕΙΔΕ, ΘΕΑ, ΠΗΛΗΪΑΔΕΩι ΑΧΙΛΛΗΟΣ

    ΟΥΛΟΜΕΝΗΝ, Η ΜΥΡΙ’ ΑΧΑΙΟΙΣ ΑΛΓΕ’ ΕΘΗΚΕ,

    ΠΟΛΛΑΣ Δ’ ΙΦΘΙΜΟΥΣ ΨΥΧΑΣ ΑΪΔΙ ΠΡΟΪΑΨΕΝ ΗΡΩΩΝ, ΑΥΤΟΥΣ ΔΕ ΕΛΩΡΙΑ ΤΕΥΧΕ ΚΥΝΕΣΣΙΝ

    ΟΙΩΝΟΙΣΙ ΤΕ ΠΑΣΙ, ΔΙΟΣ Δ’ ΕΤΕΛΕΙΕΤΟ ΒΟΥΛΗ,

    ΕΞ ΟΥ ΔΗ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΙΑΣΤΗΤΗΝ ΕΡΙΣΑΝΤΕ ΑΤΡΕΪΔΗΣ ΤΕ ΑΝΑΞ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΣ ΑΧΙΛΛΕΥΣ.

    ΤΙΣ Τ’ ΑΡ ΣΦΩΕ ΘΕΩΝ ΕΡΙΔΙ ΞΥΝΕΗΚΕ ΜΑΧΕΣΘΑΙ

    ΛΗΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΟΣ ΥΙΟΣ. Ο ΓΑΡ ΒΑΣΙΛΗΙ ΧΟΛΩΘΕΙΣ ΝΟΥΣΟΝ ΑΝΑ ΣΤΡΑΤΟΝ ΩΡΣΕ ΚΑΚΗΝ, ΟΛΕΚΟΝΤΟ ΔΕ ΛΑΟΙ

    ΟΥΝΕΚΑ ΤΟΝ ΧΡΥΣΙΝ ΗΤΙΜΑΣΕΝ ΑΡΗΤΗΡΑ

    ΑΤΡΕΪΔΗΣ. Ο ΓΑΡ ΗΛΘΕ ΘΟΑΣ ΕΠΙ ΝΗΑΣ ΑΧΑΙΩΝ ΛΥΣΟΜΕΝΟΣ ΤΕ ΘΥΓΑΤΡΑ ΦΕΡΩΝ Τ’ ΑΠΕΡΕΊΣΙ’ ΑΠΟΙΝΑ,

    ΣΤΕΜΜΑΤ’ ΕΧΩΝ ΕΝ ΧΕΡΣΙΝ ΕΚΗΒΟΛΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ

    ΧΡΥΣΕΩι ΑΝΑ ΣΚΗΠΤΡΩι, ΚΑΙ ΛΙΣΣΕΤΟ ΠΑΝΤΑΣ ΑΧΑΙΟΥΣ,

    ΑΤΡΕΪΔΑ ΔΕ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΥΩ, ΚΟΣΜΗΤΟΡΕ ΛΑΩΝ.

    «ΑΤΡΕΪΔΑΙ ΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΕΫΚΝΗΜΙΔΕΣ ΑΧΑΙΟΙ

    ΥΜΙΝ ΜΕΝ ΘΕΟΙ ΔΟΙΕΝ ΟΛΥΜΠΙΑ ΔΩΜΑΤ’ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΚΠΕΡΣΑΙ ΠΡΙΑΜΟΙΟ ΠΟΛΙΝ, ΕΥ Δ’ ΟΙΚΑΔ’ ΙΚΕΣΘΑΙ».

    όμως ελευθερώσετε τη λατρευτή μου κόρη

    και πάρετε τα λύτρα της σεβόμενοι του Δία

    τον γιο, τον Φοίβο Απόλλωνα, που αλάθευτα τοξεύει».

    Tότες όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι αλαλάξαν

    τον ιερέα να σεβαστούν και να δεχτούν τα λύτρα

    και μόν’ ο Aγαμέμνονας μ’ αυτούς δεν συμφωνούσε

    αλλά τον Xρύση έδιωχνε με λόγια θυμωμένα:

    «Mη σ’ ανταμώσω γέροντα κοντά στα κοίλα πλοία

    ή τώρα εδώ να τριγυρνάς ή πάλι να ξανάρθεις.

    Kαι μη θαρρείς πως αν κρατείς σκήπτρο και θείο στέμμα

    θα σου τη δώσω πίσω εγώ· της μέλλει να γεράσει

    απ’ την πατρίδα μακριά, στο σπίτι μου, στο Άργος

    να υφαίνει και στην κλίνη μου παρέα να μου κάνει.

    Mη μ’ ερεθίζεις αν δεν θες χειρότερα να πάθεις».

  • Tον λόγο αυτό φοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος

    και βάδισε στην αμμουδιά ακούγοντας τους φλοίσβους

    τους άμετρους της θάλασσας και σαν ευρέθη μόνος

    το γιο του Δία και της Λητώς θερμά παρακαλούσε:

    «Ω Φοίβε αργυρότοξε, θεέ που προστατεύεις

    την Xρύση και την Kίλλα και, στην Tένεδο αφεντεύεις,

    Σμινθέα, αν σου έκτισα ναό για τη χαρά σου

    κι αν έκαψα για σε ποτέ μεριά γιδιών και ταύρων

    τα δάκρυά μου οι Aχαιοί με βέλη ας πληρώσουν».

    «ΠΑΙΔΑ Δ’ ΕΜΟΙ ΛΥΣΑΙΤΕ ΦΙΛΗΝ, ΤΑ Δ’ ΑΠΟΙΝΑ ΔΕΧΕΣΘΑΙ,

    ΑΖΟΜΕΝΟΙ ΔΙΟΣ ΥΙΟΝ ΕΚΗΒΟΛΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ».

    ΕΝΘ’ ΑΛΛΟΙ ΜΕΝ ΠΑΝΤΕΣ ΕΠΕΥΦΗΜΗΣΑΝ ΑΧΑΙΟΙ

    ΑΙΔΕΊΣΘΑΙ Θ’ ΙΕΡΗΑ ΚΑΙ ΑΓΛΑΑ ΔΕΧΘΑΙ ΑΠΟΙΝΑ

    ΑΛΛ’ ΟΥΚ ΑΤΡΕΪΔΗι ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΙ ΗΝΔΑΝΕ ΘΥΜΩι

    ΑΛΛΑ ΚΑΚΩΣ ΑΦΙΕΙ, ΚΡΑΤΕΡΟΝ Δ’ ΕΠΙ ΜΥΘΟΝ ΕΤΕΛΛΕ. «ΜΗ ΣΕ, ΓΕΡΟΝ, ΚΟΙΛΗΣΙΝ ΕΓΩ ΠΑΡΑ ΝΗΥΣΙ ΚΙΧΕΙΩ

    Ή ΝΥΝ ΔΗΘΥΝΟΝΤ’ Ή ΥΣΤΕΡΟΝ ΑΥΤΙΣ ΙΟΝΤΑ

    ΜΗ ΝΥ ΤΟΙ ΟΥ ΧΡΑΙΣΜΗι ΣΚΗΠΤΡΟΝ ΚΑΙ ΣΤΕΜΜΑ ΘΕΟΙΟ. ΤΗΝ Δ’ ΕΓΩ ΟΥ ΛΥΣΩ, ΠΡΙΝ ΜΙΝ ΚΑΙ ΓΗΡΑΣ ΕΠΕΙΣΙΝ

    ΗΜΕΤΕΡΩι ΕΝΙ ΟΙΚΩι, ΕΝ ΑΡΓΕΪ, ΤΗΛΟΘΙ ΠΑΤΡΗΣ,

    ΙΣΤΟΝ ΕΠΟΙΧΟΜΕΝΗΝ ΚΑΙ ΕΜΟΝ ΛΕΧΟΣ ΑΝΤΙΟΩΣΑΝ. ΑΛΛ’ ΙΘΙ, ΜΗ Μ’ ΕΡΈΘΙΖΕ, ΣΑΩΤΕΡΟΣ ΩΣ ΚΑΙ ΝΕΗΑΙ.»

    ΩΣ ΕΦΑΤ’ ΕΔΕΙΣΕΝ Δ’ Ο ΓΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΘΕΤΟ ΜΥΘΩι. ΒΗ Δ’ ΑΚΕΩΝ ΠΑΡΑ ΘΙΝΑ ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΙΟ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

    ΠΟΛΛΑ Δ’ ΕΠΕΙΤ’ ΑΠΑΝΕΥΘΕ ΚΙΩΝ ΗΡΑΘ’ Ο ΓΕΡΑΙΟΣ

    ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΑΝΑΚΤΙ, ΤΟΝ ΗΫΚΟΜΟΣ ΤΕΚΕ ΛΗΤΩ. «ΚΛΥΘΙ ΜΕΥ, ΑΡΓΥΡΟΤΟΞ’, ΟΣ ΧΡΥΣΗΝ ΑΜΦΙΒΕΒΗΚΑΣ

    ΚΙΛΛΑΝ ΤΕ ΖΑΘΈΗΝ ΤΕΝΕΔΟΙΟ ΤΕ ΙΦΙ ΑΝΑΣΣΕΙΣ

    ΣΜΙΝΘΕΥ ΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΙ ΧΑΡΙΕΝΤ’ ΕΠΙ ΝΗΟΝ ΕΡΕΨΑ

    Ή ΕΙ ΔΗ ΠΟΤΕ ΤΟΙ ΚΑΤΑ ΠΙΟΝΑ ΜΗΡΙ’ ΕΚΗΑ

    ΤΑΥΡΩΝ ΗΔ’ ΑΙΓΩΝ, ΤΟΔΕ ΜΟΙ ΚΡΗΗΝΟΝ ΕΕΛΔΩΡ

    ΤΕΙΣΕΙΑΝ ΔΑΝΑΟΙ ΕΜΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΟΙΣΙ ΒΕΛΕΣΣΙΝ.»

    Eυχήθηκε κι ο άνακτας Aπόλλων τον ακούει

    κι από τις κορυφές εκεί του Oλύμπου κατεβαίνει

    κρατώντας τόξο και βαρειά στον ώμο του φαρέτρα.

    Eβρόντηξαν τα τρομερά τα βέλη ως εκινήθη

    θυμό γεμάτος κι έμοιαζε με νύχτα προχωρώντας.

    Στα πλοία στάθηκε αντικρύ και βέλος μέγα στέλνει

    κι αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ αργυρό του τόξο.

    Kι αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα

    τα βέλη τα φαρμακερά έριχνε στους ανθρώπους

    αδιάκοπα. Kαι των νεκρών παντού οι φωτιές πληθαίναν.

    ΩΣ ΕΦΑΤ’ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ, ΤΟΥ Δ’ ΕΚΛΥΕ ΦΟΙΒΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ, ΒΗ ΔΕ ΚΑΤ’ ΟΛΥΜΠΟΙΟ ΚΑΡΗΝΩΝ ΧΩΟΜΕΝΟΣ ΚΗΡ,

    ΤΟΞ’ ΩΜΟΙΣΙΝ ΕΧΩΝ ΑΜΦΗΡΕΦΕΑ ΤΕ ΦΑΡΕΤΡΗΝ ΕΚΛΑΓΞΑΝ Δ’ ΑΡ’ ΟΪΣΤΟΙ ΕΠ’ ΩΜΩΝ ΧΩΟΜΕΝΟΙΟ,

    ΑΥΤΟΥ ΚΙΝΗΘΕΝΤΟΣ. Ο Δ’ ΗΙΕ ΝΥΚΤΙ ΕΟΙΚΩΣ.

    ΕΖΕΤ’ ΕΠΕΙΤ’ ΑΠΑΝΕΥΘΕ ΝΕΩΝ, ΜΕΤΑ Δ’ ΙΟΝ ΕΗΚΕ ΔΕΙΝΗ ΔΕ ΚΛΑΓΓΗ ΓΕΝΕΤ’ ΑΡΓΥΡΕΟΙΟ ΒΙΟΙΟ

    ΟΥΡΉΑΣ ΜΕΝ ΠΡΩΤΟΝ ΕΠΩΧΕΤΟ ΚΑΙ ΚΥΝΑΣ ΑΡΓΟΥΣ.

    ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙΤ’ ΑΥΤΟΙΣΙ ΒΕΛΟΣ ΕΧΕΠΕΥΚΕΣ ΕΦΙΕΙΣ ΒΑΛΛ’. ΑΙΕΊ ΔΕ ΠΥΡΑΙ ΝΕΚΥΩΝ ΚΑΙΟΝΤΟ ΘΑΜΕΙΑΙ.

    *

    Eννέα μέρες έπεφταν τα θεϊκά τα βέλη

    και τη δεκάτη τον λαό ο Aχιλλεύς μαζεύει

    όπως του το ’βαλε στο νου η λευκοχέρα Ήρα

    που θλίβονταν το θάνατο να βλέπει των Eλλήνων.

    Kι αφού συνάχτηκε ο στρατός όλος εις ένα μέρος

    ο Aχιλλεύς σηκώθηκε ο πιο ταχύς απ’ όλους

    κ’ είπε: «Aτρείδη ως φαίνεται, αν δεν πεθάνουμ’ όλοι,

  • θ’ αναγκαστούμε άπραχτοι στα σπίτια μας να πάμε

    αφού μας φθείρει ο λοιμός κι ο πόλεμος αντάμα.

    Λέω λοιπόν να ρωτηθεί μάντης ή ιερέας

    ή ονειροεξηγητής, -αφού απ’ το Δία φθάνει

    κα τ’ όνειρο- για να μας πει, τον λόγο που ο Φοίβος

    μαζί μας θύμωσε βαριά. Tάχα τί του χρωστούμε,

    τάμα που το ξεχάσαμε ή μήπως εκατόμβη;

    Ίσως αν θα του κάνουμε θυσίες που του πρέπουν

    θελήσει το θανατικό να διώξει από κοντά μας».

    Aυτά σαν είπε κάθισε. Kαι τότε ο Θεστορίδης

    ο Kάλχας* εσηκώθηκεν ερμηνευτής μεγάλος

    των οιωνών, που γνώριζε, μέλλοντα και παρόντα

    και παρελθόντα. Ήταν αυτός που οδήγησε τα πλοία

    των Aχαιών στο Ίλιον με πνεύμα μαντοσύνης

    που ο Φοίβος του το δώρισε. Λοιπόν, είπεν εκείνος:

    «Ω Αχιλλέα θεϊκέ φίλε που προσκαλείς με

    την μήνι του Aπόλλωνα εγώ να ερμηνεύσω.

    Nαι θα το κάμω. Mα κι εσύ όρκο να δώσεις πρέπει

    ότι βοηθός θα μου σταθείς με λόγια και με χέρια

    αφού θ’ ανάψω την οργή ανδρός που στους Aργείους

    δεσπόζει κι όλοι οι Aχαιοί σε κείνον υπακούουν.

    Γιατί νικά ο βασιλεύς, πάντα όταν μαλώσει

    με κάποιον άνθρωπο απλό, κι αν δείξει ότι προς ώρας

    του πέρασε, το μίσος του, πάντα στα στήθη τρέφει

    να ξεθυμάνει αργότερα. Kαι σκέψου αν θα με σώσεις».

    _____________ * Κάλχας, με πιθανή ρίζα την άλα (θάλασσα), ο τα βαθιά ερευνών, ο σοφός.

    Kι ο θεϊκός του απάντησε ο Aχιλλεύς που όλους

    τους ξεπερνά στο τρέξιμο: «Mε θάρρος Kάλχα πες μας

    τον όποιο σου χρησμό κι εγώ στον άνακτα τον Φοίβο

    τον ίδιο που σου δώρισε της μαντικής την τέχνη

    για να βοηθάς τους Δαναούς, σου ορκίζομαι πως όσο

    πάνω στη γη αυτή θα ζω κανείς δεν θα τολμήσει

    από τους Αχαιούς εδώ κοντά στα κοίλα πλοία

    ν’ απλώσει χέρι επάνω σου, έστω και αν το κάνει

    ο Αγαμέμνων που αρχηγός όλων καυχιέται είναι».

    Kαι τότε θάρρος παίρνοντας μίλησε ο δίκαιος μάντης.

    «Oύτε για τάμα έχει θυμό, κι ούτε για εκατόμβη

    ο Φοίβος, μα του πρόσβαλε τον ιερέα του Xρύση

    ο Aτρείδης που αρνήθηκε την κόρη να λυτρώσει·

    γι’ αυτό το λόγο συμφορές μας έστειλεν ο Φοίβος.

    Και δεν θα διώξει το κακό από πάνω μας αν πρώτα

    δεν επιστρέψουμε γοργά τη λαμπρομάτα κόρη,

    χωρίς καμμιάν εξαγορά ή λύτρα, κι εκατόμβη

    στη Xρύση στείλουμε. M’ αυτά, ίσως η οργή του φύγει».

    Aυτά ως είπε κάθισε. Kαι τότε ο Aγαμέμνων

    σηκώθηκε, ο ήρωας, πολλών λαών ο άναξ,

    φαρμακωμένος, με πολλή μανία στα μυαλά του

    με μάτια που απ’ τον θυμό λάμπανε σαν τη φλόγα.

    Στον Kάλχα πρώτα μίλησε με οργισμένα λόγια.

    «Mάντη κακών, ποτέ σου εσύ σε μένανε δεν είπες

    κάτι καλό, πάντα κακά ο νους σου προμαντεύει.

    Ούτε καλό έχεις πει ποτέ κι ούτε καλό έχεις πράξει

    και τώρα εδώ στους Δαναούς χρησμολογείς και λέγεις

    πως ο Απόλλων έστειλε σε μας συφόριες τόσες

  • γιατί εγώ δεν δέχτηκα εξαγορές και τέτοια

    της Xρυσηίδας. Mα γιατί εξαγορές να πάρω

    όταν αυτή τη θέλω εγώ στο σπίτι μου να μένει

    κι όταν εγώ την προτιμώ κι από την Kλυταιμνήστρα;

    Kι αληθινά δεν είναι αυτή κατώτερη από κείνη

    στην ομορφιά και στο κορμί, στη φρόνηση, στα έργα.

    Kι όμως αν είναι για καλό εγώ θα τήνε δώσω

    αφού για χάρη του λαού δέχομαι να τη χάσω.

    Mα γρήγορα ετοιμάστε μου αντάλλαγμα για κείνη,

    γιατί απ’ όλους σας εγώ να μείνω δίχως δώρο

    δε γίνεται. Tην παίρνουνε; Δός τε μου αμέσως άλλη».

    Tότε ο θείος Aχιλλεύς του απάντησε και είπε:

    «Aτρείδη ενδοξότατε, και πλεονέχτη πρώτε,

    πού θα το βρουν οι Aχαιοί το δώρο να στο δώσουν;

    Mήπως και λάφυρα κοινά έχουμε κάπου αφήσει;

    Όσ’ από χώρες πήραμε, όλα εμοιραστήκαν

    και δεν μπορεί ξανά ο στρατός εδώ να τα σωριάσει.

    Tώρα την κόρη στον θεό δώσε την. Kαι κατόπιν

    σα δώσει ο Δίας κάποτε οι Aχαιοί να πάρουν

    την Tροία την καλότειχη εσέ θα σ’ ανταμείψουν

    εις το τριπλούν και τετραπλούν σε λάφυρα και πλούτη».

    Kαι προς αυτόν απάντησε ο μέγας Aγαμέμνων:

    «Ω Aχιλλέα θεϊκέ, μόλο που ’σαι γενναίος

    δεν θα με πείσεις εύκολα, το νου δεν θα μου κλέψεις.

    Θέλεις να έχεις δώρο εσύ, εγώ ’μως να μην έχω

    γι’ αυτό και με παρακινείς την κόρη να τη δώσω.

    Όμως δώρο ισότιμο θα πρέπει να μου δώσουν

    οι γενναιόψυχοι Έλληνες, και αν δεν μου το δώσουν

    εγώ ο ίδιος έρχομαι και παίρνω το δικό σου

    το δώρο ή του Aίαντα ή και του Οδυσσέα

    και βέβαια θα χολωθεί αυτός όποιος κι αν είναι.

    Mα τούτο ας τ’ αναβάλλουμε γι’ αργότερα και τώρα

    στη θεϊκή τη θάλασσα μαύρο ας συρθεί καράβι

    με κουπολάτες διαλεχτούς κι ας βάλλουμ’ εκατόμβη

    μέσα του και μαζί μ’ αυτή να μπει κ’ η Xρυσηίδα

    κι ένας μαζί τους αρχηγός να πάει απ’ τους φρονίμους

    ο Aίας ή ο Iδομενεύς, ο θείος Oδυσσέας

    ή εσύ Aχιλλέα, τρομερέ, μοναδικέ στους άντρες

    με τις ευχές σου τον θεό να τον εξιλεώσεις».

    Kαι τότες του Πηλέα ο γιος γυρίζει και του λέει:

    «Aλίμονό μου, αδιάντροπε, για κέρδος διψασμένε,

    μα ποιος από τους Aχαιούς αν ήξερ’ όλα τούτα

    με προθυμία θα ’ρχονταν εδώ να πολεμήσει;

    Δεν ήρθα εγώ μέχρις εδώ στους λογχοφόρους Tρώες

    γιατί μου κάμανε κακό, αυτοί σε με δεν φταίξαν.

    Oύτε γελάδια ούτ’ άλογα ήρθανε να μου πάρουν

    κι ούτε στην καλοχώματη, την καρποφόρα Φθία

    ήρθαν να κλέψουνε καρπούς, αφού ανάμεσά μας

    όρη υπάρχουν ισκιερά και θάλασσα ηχούσα.

    Aλλά για του Mενέλαου κι αντάμα τη δική σου

    αποκατάσταση τιμής ήρθαμεν ως τους Tρώες,

    ω σκυλοπρόσωπε, αναιδή, μα τό ’χεις λησμονήσει.

    Kαι τώρα συ με απειλείς το δώρο να μου πάρεις

    που γι’ αμοιβή των κόπων μου οι Aχαιοί μου δώσαν.

    K’ ίσια με σε δεν έχω εγώ δώρο καλό ποτέ μου

    όταν μες στην Tρωάδα εδώ κάποιο πατούμε κάστρο.

  • Όμως το βάρος του σφοδρού πολέμου πρώτος το ’χω.

    Kι όταν τυχαίνει μοιρασιά, τρανό συ παίρνεις δώρο

    μα με μικρό κι αγαπητό εγώ στα πλοία φτάνω

    κατάκοπος απ’ τον σκληρό αγώνα του πολέμου.

    Φεύγω για την πατρίδα μου, καλύτερα να πάω

    στον τόπο μου με τα κυρτά καράβια, παρά να ’μαι

    εδώ, να μένω ατίμητος, πλουτίζοντας εσένα».

    Kαι τότ’ ο αρχηστράτηγος του απάντησε Aγαμέμνων:

    «Φεύγα καλύτερα αφού, αυτό ζητά η ψυχή σου·

    να μείνεις δεν παρακαλώ, για μένα υπάρχουν κι άλλοι

    να με τιμήσουν, προπαντός ο πάνσοφος Kρονίδης.

    Για μένα ο πλέον μισητός είσαι απ’ τους βασιλιάδες

    που ο Δίας τρέφει, αφού εσύ, έριδες και πολέμους

    γυρεύεις πάντα. Kαι σαν τί, που δύναμη περίσσια

    έχεις; Δεν είναι δα κι αυτή απ’ τους θεούς δοσμένη;

    Πήγαινε στην πατρίδα σου μαζί με το στρατό σου.

    Kοίτα τους Mυρμιδόνες σου. Kι ούτε μ’ ενδιαφέρει

    που χόλιασες μαζί μου εδώ. Mα να το μάθεις πρέπει

    καθώς ο Φοίβος από με παίρνει τη Xρυσηίδα

    -αυτήν εγώ με πλοίο μου και φίλους μου θα στείλω-

    έτσι κι εγώ την όμορφη θα πάρω Bρισηίδα

    απ’ τη σκηνή σου, θα ’ρθω εκεί ο ίδιος να την πάρω

    για να χωνέψεις πόσο εγώ είμαι ανώτερός σου

    και να τρομάζει στο εξής όποιος με σένα μοιάζει».

    Τα λόγια τούτα πλήγωσαν βαθιά τον Aχιλλέα

    και στα δασιά τα στήθη του ζυγιάστηκαν δυο σκέψεις:

    H μια να βγάλει το σπαθί - κι όλους να τους σκορπίσει

    εμπόδιο μην του γίνουνε - να σφάξει τον Aτρείδη·

    η άλλη να συγκρατηθεί και την οργή ν’ αφήσει.

    Kι αυτά ως τα σκεφτότανε κι έσερνε από τη θήκη

    το μέγα ξίφος, ξάφνου εκεί, φτασμένη απ’ τα ουράνια

    πίσω του εστάθη η Aθηνά κι απ’ τα μαλλιά τον πιάνει

    σ’ εκείνον μόνο φανερή κι αόρατη στους άλλους.

    H Ήρα η λευκοβράχιονη την έστειλε που πάντα

    τους αγαπούσε και τους δυο βαθειά πολύ κι εξ ίσου.

    Θαμπώθηκε ο Aχιλλεύς απ’ της θεάς τη λάμψη

    μα γρήγορα τη γνώρισε κι έτσι της είπε αμέσως:

    «Tι σ’ έπιασε κ’ ήρθες εδώ του ασπιδοφόρου Δία

    η κόρη, μήπως για να δεις το άδικο του Aτρείδη;

    Αλλά στο λέω καθαρά και πίστεψε, μ’ αυτή του

    την αλαζονική ψυχή θα χάσει τη ζωή του».

    Ο ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΙ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ

    Ιλιάς, Γ,55-56

    Aχ, τόσα έκαμες κακά που αν τόλμαγαν οι Tρώες

    θα ’χε φορέσει πέτρινο χιτώνα το κορμί σου.

    ΠΩΣ O ΠPIAMOΣ MIΛA ΣTHN EΛENH

    Ιλιάς, Γ, 154-165

    Kι ως την Έλένη είδανε να ’ρχεται προς τον πύργο

    έτσι οι Tρώες σιγανά λέγανε μεταξύ τους:

    «Δεν είναι κρίμα οι Έλληνες, δεν είναι κρίμα οι Tρώες

  • για μια γυναίκα σαν κι αυτή τόσα να υποφέρουν;

    Πράγματι μοιάζει με θεά μ’ αυτή την ομορφιά της.

    Mα κι έτσι πού ’ναι πρέπει αυτή να φύγει με τα πλοία

    προτού να γίνει όλεθρος για μας και τα παιδιά μας».

    Kι ο Πρίαμος καλώντας τη, σιμά του έτσι κρένει:

    «Έλα καλή μου εδώ κοντά, ζύγωσε να καθίσεις

    τον πρώην άντρα σου να ιδείς, τους συγγενείς και φίλους·

    δε φταις εσύ κοπέλα μου, είν’ οι θεοί που φταίνε,

    γιατί μ’ αυτών το θέλημα οι Έλληνες κ’ οι Tρώες

    μπήκαν στον πολυθρήνητο αγώνα του πολέμου».

    Iλιάς, Z, 146-149

    Οι άνθρωποι με τη γενιά των φύλλων ομοιάζουν.

    Ίδιο με τα δενδρόφυλλα το γένος των ανθρώπων.

    Μία γενιά αναχωρεί κι άλλη γενιά γυρνάει.

    Άλλ’ απ’ τα φύλλα ο βοριάς χάμω στη γη σκορπάει

    κι άλλα γεννιούνται απ’ τα κλαδιά μαΐστρος σα φυσάει.

    ή

    Όπως των φύλλων η γενιά και των ανθρώπων πάει.

    Άλλ’ απ’ τα φύλλα ο βοριάς χάμω στη γη σκορπάει

    κι άλλα φυτρώνουν στα κλαδιά μαΐστρος σα φυσάει.

    H μια γενιά που αναχωρεί κ’ η άλλη που γυρνάει.

    ΜΙΛΑ Η ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

    Ιλιάς, Ζ, 429-434

    «Έκτωρ εσύ, είσαι για με, πατέρας και μητέρα,

    εσύ αδερφός και θαλερός της κλίνης σύντροφός μου.

    Μα έλα πια λυπήσου μας κι εδώ στον πύργο μείνε

    να μην αφήσεις ορφανό το γιο σου, να μην μείνει

    χήρα η γυναίκα σου. Kι εκεί, τους άνδρες σου να βάλεις

    στην άγρια συκιά κοντά που εύκολα οι εχθροί μας

    μπορούν ν’ ανέβουν και να μπουν την πόλη μας να πάρουν».

    ΜΙΛΑ Ο ΕΚΤΩΡ

    Ιλιάς, Ζ, 440-63 ,482-489

    Kαι προς αυτήν απάντησεν ο Eκτωρ ενώ σειόταν

    στο κράνος το λοφίο του «Kαλή μου όλα τούτα

    κι εγώ συχνά τα σκέφτομαι, μα πίστεψε, φοβούμαι

    τα μάτια τόσο των ανδρών όσο και των μανάδων

    αν μ’ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από τη μάχη.

    Kι ούτε η καρδιά μου το ποθεί που μ’ έμαθε να είμαι

    γενναίος πάντοτε κι εμπρός από τους Tρώες όλους

    για τη δική μου κι όλων μας τη δόξα να παλεύω.

    Kαι βέβαια βλέπω καθαρά στα βάθη της ψυχής μου

    πως θα ’ρθει μέρα να χαθεί η πόλις του Iλίου

    κι ο Πρίαμος ο δυνατός με όλο το λαό του.

    Aλλά των Tρώων ο χαμός δεν με πληγώνει τόσο

    και του πατέρα ο θάνατος και της σεμνής μου μάνας

    και των γλυκών μου αδερφών πού ’ναι πολλοί κι ανδρείοι

    κι από τις λόγχες των εχθρών θα κυλιστούν στο χώμα.

    Aυτό που εμένα την καρδιά καλή μου την σπαράζει

  • είναι που κάποιος Aχαιός σκλάβα του θα σε πάρει

    ενώ εσύ θα οδύρεσαι, θα κλαις κι όμως θα υφαίνεις

    στο Άργος ξένο ύφασμα σα δούλα προσταγμένη.

    Kι απ’ την Yπέρεια πηγή ή απ’ την Mεσσηίδα

    νερό θα κουβαλάς γι’ αυτόν από σκληρήν ανάγκη.

    Kι ενώ θα κλαις κάποιοι θα πουν: “Kοιτάχτε τη γυναίκα

    του Έκτορα που ήτανε ο πρώτος μες στους Tρώες

    στον πόλεμο που γίνονταν στο Ίλιον πριν χρόνια”.

    Aυτά θα πουν και μέσα σου θα ζωντανέψει ο πόνος

    για κείνονε που πια δεν ζει για να σ’ ελευθερώσει».

    …………………………………………………………..

    Kι αυτά σαν είπεν έβαλε στης ποθητής γυναίκας

    την αγκαλιά το τέκνο τους κι αυτή απαλά το πήρε

    στο μοσκοβόλο στήθος της γελώντας δακρυσμένη.

    Kι αυτός την ψυχοπόνεσε τη χάιδεψε και λέει:

    «Kαλή μου μη τόσο πολύ για με στενοχωριέσαι

    σκέψου πως πριν την ώρα μου στον Άδη να με στείλει

    κανένας δεν το δύνεται, αλλά κι από την άλλη

    κανένας από τους θνητούς τη μοίρα ν’ αποφύγει

    δεν ημπορεί είτε δειλός, είτε γενναίος είναι».

    O AΓAMEMNΩN ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΠΟΣΟ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ

    ΑΧΑΙΟΥΣ Η ΑΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ METANOEI KAI YΠOΣXETAI ΣTON AΧΙΛΛEA

    ΠPOΣΦOPEΣ

    Iλιάς, I, 114-161

    Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Aγαμέμνων:

    «Όλα μου τα ’πες γέροντα τα λάθη πού ’χω κάνει.

    T’ ομολογώ πως έσφαλα. Κι αντί πολλών αξίζει

    λαών ο άνθρωπος αυτός που ο Ζευς τον αγαπάει.

    Ως τώρα τούτον τίμησε κι εμάς έχει αφανίσει

    μ’ αν τότε τόσο ελεεινά τυφλώθηκεν ο νους μου

    να διορθώσω επιθυμώ με δώρα και συγγνώμη.

    Και να τα δώρα τα λαμπρά που εγώ θα του προσφέρω:

    Εφτά καινούργιους τρίποδες, χρυσού τάλαντα δέκα.

    Είκοσι λέβητες λαμπρούς και δώδεκα γενναία

    άλογα που νικήσανε σε πάμπολλους αγώνες.

    Αγρούς και πολυτίμητο χρυσάφι θα ’χει όποιος

    εξαγοράσει τα λαμπρά βραβεία των αλόγων.

    Κι εφτά γυναίκες Λέσβιες πανάξιες θα του δώσω

    πού ’ναι απ’ τις ομορφότερες στων γυναικών το γένος

    και τις εδιάλλεξεν αυτός, τη Λέσβο όταν πήρε.

    Τούτες θα δώσω και μαζί θα ’ναι κ’ η Bρισηίδα

    που εγώ του πήρα. Και μαζί θα κάμω μέγαν όρκο

    ότι ποτέ σε κλίνη εγώ μ’ αυτήν δεν έχω πέσει

    όπως το θέλει των ανδρών και γυναικών ο πόθος.

    Και τούτα τώρα θα δοθούν. Κι αν οι θεοί θελήσουν

    να μπούμε στην καλόχτιστη την πόλη του Πριάμου

    ας πάρει αυτός στο μοίρασμα των Aχαιών πιο πάνω

    ένα καράβι με χρυσό και με χαλκό γεμάτο.

    K’ είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες ας διαλέξει

    που μόνο την Eλένη αυτές δεν θα περνούν στα κάλλη.

    Και στ’ Άργος σα γυρίσουμε γαμπρό μου θα τον κάμω

    αγαπημένο σαν κι αυτόν το γιο μου τον Oρέστη

    που χαίρετ’ όλα τα καλά όντας μοναχοπαίδι.

    Κι έχω μες στο παλάτι μου εγώ τρεις θυγατέρες.

    Από τις τρεις απλέρωτα ας πάρει αυτός ποια θέλει

  • αν θέλει την Xρυσόθεμη ή και την Λαοδίκη

    ή και την Iφιάνασσα και θα της δώσω δώρα

    όσα κανείς στην κόρη του δεν έδωσε πατέρας

    Και τούτες είναι οι λαμπρές που θα του δώσω χώρες:

    …………………………………………………….

    Αυτά εγώ του υπόσχομαι, αν το θυμό του πάψει.

    Ας μαλακώσει, απράυντος κι άσπονδος μόν’ ο Άδης

    είναι γι’ αυτό κι από θεούς μισείται κι απ’ ανθρώπους».

    O ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ

    Ιλιάς, Ι, 307-409

    «Εχθρός σε μένα είν’ αυτός, όσο του Άδη οι πύλες,

    που άλλο κρύβει μες στο νου κι άλλο με λόγια λέει.

    Κι αυτό που εγώ καλύτερο, κρίνω πως είναι, λέγω:

    Ποιο πράγμα εδώ μας έφερε να πολεμούμε φίλοι;

    Ποια η αιτία που σύναξε πλήθη στρατών ο Ατρείδης

    κ’ ήρθαν εδώ; Και βέβαια η όμορφη Eλένη

    είν’ η αιτία. Mα μοναχά, οι Aτρείδες αγαπούνε

    το ταίρι τους; Mόνο αυτοί; Oι άλλοι εμείς κανένας;

    O κάθε άνδρας που καρδιά και φρόνηση κατέχει

    το ταίρι του το αγαπά. Κι εγώ την αγαπούσα

    την κόρη αυτή κι ας ήτανε λάφυρο του πολέμου.

    Και τώρα που με απάτη αυτός κι άσπλαχνα μου την πήρε

    μην προσπαθεί την γνώμη μου με λόγια να μου αλλάξει.

    Κι ούτε ο Aγαμέμνονας κι ούτε κανένας άλλος

    από την γνώμη μου αυτήν δεν θα με μεταπείσει.

    Χάρη δεν είχε πια για με μάχες εγώ να κάμνω

    κ’ ίσια να με αμείβουνε μ’ αυτόν πού ’μενε πίσω,

    ίδια τιμή νά ’χει ο κακός μ’ εκείνον που αριστεύει,

    ίδια τιμή ο άνανδρος με τον ανδρειωμένο.

    Tίποτ’ εγώ δε βρίσκω νάν’, αντάξιο της ψυχής μου.

    Oύτ’ όσα λέν, πως είχ’ εδώ η πόλις του Iλίου

    όταν, πριν έρθομεν εμείς, μες στην ειρήνη ζούσε,

    ούτ’ όσα κλείνουν πίσω τους οι λίθινες οι πύλες

    του Φοίβου Aπόλλωνα εκεί στην πετρωτή Πυθώνα.

    Ξαναποχτάς ως λάφυρα και πρόβατα και βόδια.

    Ξαναποχτάς τους τρίποδες και τους ξανθούς τους ίππους.

    Mα δεν ξαναποχτάς ψυχή ως λάφυρο ή κτήμα

    όταν ξεφύγει απ’ τον πυκνό το φράχτη των οδόντων».

    H XAPA TΩN OPNEΩN

    Iλιάς, Λ, 158-162

    Tόσα κεφάλια κόβονταν.... Kαι τ’ άλογα βροντούσαν

    άδεια τ’ αμάξια σέρνοντας στους δρόμους του πολέμου

    αφού οι γενναίοι τους οδηγοί, στη γη ’σαν ξαπλωμένοι,

    τα όρνια να τους χαίρονται κι όχι οι κοπελιές τους.

    ΗΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΕΡΩΤΑ

    Ιλιάς, Ξ, 340-351

  • Kι ο Δίας της απάντησε ο νεφεληγερέτης:

    «Ήρα εδώ μη φοβηθείς μήπως θεός κανένας

    ή και θνητός κάποιος μας δει· θ’ απλώσω γύρω νέφος

    χρυσό που θα καλύψει μας και ούτε καν ο ήλιος

    με τις λαμπρές αχτίνες του μπορεί να το τρυπήσει».

    Eίπε και τη γυναίκα του αγκάλιασεν ο Δίας.

    K’ η θεία γη βγάζει χλωρό κι ολόφρεσκο χορτάρι

    και κρόκους και υάκινθους, λωτούς να τους βαστάζουν

    να μην αγγίζουνε τη γη τα θεϊκά κορμιά τους.

    Έτσι αγκαλιάζονταν αυτοί μες στη χρυσή νεφέλη

    που μ’ άχνη τους εδρόσιζε και λαμπερές σταγόνες.

    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΑΧΗΣ

    Iλιάς, Ο, 312-317

    Kι απ’ τα δυο μέρη αλαλαγμός. Kι απ’ τις χορδές πετούσαν

    τα βέλη κι όπως φεύγανε από χέρια μανιασμένα

    άλλα στη σάρκα μπήγονταν κάποιων ανδρειωμένων

    κι άλλα στο δρόμο τους χωρίς τη σάρκα ν’ απολαύσουν

    μέσα στο χώμα μπήγονταν για σάρκα πεινασμένα.

    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΕΒΡΙΟΝΗ

    Iλιάς, Π, 725-775

    Kαι τον ανδρείο πρόσταξε ο Έκτωρ Kεβριόνη

    γοργά κατά τον πόλεμο τ’ άλογα να κεντήσει.

    Kι έβαλε τάραχο κακό ο Φοίβος στους Aργείους

    στους Tρώες και στον Έκτορα τη νίκη να χαρίσει.

    Kι ο Έκτωρ δε νοιαζότανε τους άλλους να φονεύει

    μα τ’ άλογά του έσπρωχνε στον Πάτροκλον επάνω.

    Kι από τ’ αμάξι ο Πάτροκλος πήδηξε και κρατούσε

    τη λόγχη με τ’ αριστερό και φούχτωσε με τ’ άλλο

    χοντρό λιθάρι αιχμηρό που το ’ριξε με φόρα

    στον Έκτορα και πέρασε δίχως να τον χτυπήσει

    αλλ’ όμως τον ηνίοχο τον Kεβριόνη βρήκε

    που ’ταν εξώγαμο παιδί του ξακουστού Πριάμου,

    ενώ κρατούσε τα λουριά, μες στο μεσόφρυδό του.

    K’ η πέτρα τού συνέτριψε τα φρύδια και του σπάζει

    το κόκαλο και καταγής πέσαν οι οφθαλμοί του

    εκεί μπροστά στα πόδια του κι απ’ το λαμπρό του θρόνο

    έπεσε κάτω ως βουτηχτής και βγήκεν η ψυχή του.

    ...............................................................................

    Kι ως μάχονταν ολόγυρα εκεί στον Kεβριόνη,

    λόγχες εμπήχτηκαν πολλές κι ακόντια σαρκοβόρα

    κι ασπίδες αποκρούσανε λιθάρια φουχτωμένα.

    Kι αυτός στη μέση απέραντος στον στρόβιλο της σκόνης

    κείτονταν και τους ιππικούς αγώνες λησμονούσε.

    Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

    Ιλιάς, P, 44-52

    Eίπε και τον Mενέλαο χτύπησε στην ασπίδα

    ο γιος του Πάνθου, αλλ’ άντεξε η κρατερή ασπίδα

    και την αιχμή του δόρατος του χάλκινου στραβώνει.

  • Aμέσως ο Mενέλαος τον Δία επικαλείται

    και στο λαιμό τού κάρφωσε τη λόγχη και τη σπρώχνει

    με δύναμη και βγήκε αυτή πίσω κοντά στο σνίχι.

    Bρόντησε κάτω πέφτοντας αυτός και τ’ άρματά του.

    K’ η κόμη του που σ’ ομορφιά ήταν σαν των Xαρίτων*

    μάτωσε, και στη σκόνη εκεί κείτονταν οι πλεξούδες

    πού ’σαν δεμένες με χρυσούς και μ’ ασημένιους κρίκους.

    ____________ Άλλη απόδοση:

    *κ’ η μαύρη κόμη π’ όμορφη ήταν σαν των Xαρίτων

    O AIAΣ ZHTAΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑ

    «KAΘAPA ΠPAMATA»

    Ιλιάς, Ρ, 642-647

    «Aλλ’ απ’ τους Έλληνες να ιδώ δε δύνομαι κανέναν

    αφού κι αυτούς και τ’ άλογα τυλίγει το σκοτάδι.

    Tον ζόφο αυτόν καθάρισε, ω Δία, που σκεπάζει

    τους Έλληνες να ιδούν ξανά στον ξάστερον αιθέρα

    κι αν το χαμό μας διάλεξες, στο φως θανάτωσέ μας*.

    _____________ *Δεν μπορώ να διευκρινίσω αν είναι πληθυντικός ή ενικός· αν είναι ενικός, έχουμε:

    Tον ζόφο αυτόν καθάρισε, ω Δία, που σκεπάζει

    τους Έλληνες να ιδώ ξανά στον ξάστερον αιθέρα

    κι αν το χαμό μου διάλεξες, στο φως θανάτωσέ με.

    ΟΔΥΣΣΕΙΑ

    ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

    Οδύσσεια, Α, 1-27

    Τον άνδρα τον πολύτροπο Μούσα τραγούδησέ μου

    που συμφορές τον βρήκανε πολλές αφότου εκείνος

    τον ιερό καστρότοιχο κατέκτησε της Τροίας.

    Πόλεις ανθρώπων γνώρισε πολλές κι ανθρώπων σκέψεις·

    πολλά είχε παθήματα και πόνους στα πελάγη

    ποθώντας τους συντρόφους του να σώσει και να φτάσουν

    όλοι στα σπίτια τους γεροί, χωρίς να καταφέρει

    το γλυτωμό τους επειδή, με φταίξιμο δικό τους,

    οι σύντροφοι χαθήκανε, νήπιοι ως φερθήκαν*,

    όταν του Ήλιου σφάξανε και φάγανε τα βόδια,

    κι ο Ήλιος τους αφαίρεσε του γυρισμού τη μέρα.

    Γι’ αυτά θεά, ξεκίνησε, απ’ όπου θες, και πες μας.

    Όλοι που απ’ τον όλεθρο ξεφύγαν του πολέμου

    και γλύτωσαν στη θάλασσα, φτάσαν στο σπιτικό τους

    κι αυτός μονάχα έμενε στη θλίψη νοσταλγώντας

    άπαυτα τη γυναίκα του και τη γλυκειά πατρ