ερημωμενα χωρια (B2)

5
Οι εικόνες που πλουτίζουν την παραστατικότητα του ποιήματος είναι πολυάριθμες και άκρως συγκινησιακές . Η πρώτη ενότητα του ποιήματος ξεκινά με την αφηγηματική περιγραφή της καταστροφής του τοπίου και των ανθρώπινων απωλειών. Τα χωριά είναι ερειπωμένα και τα ποτάμια είναι ξερά λόγω του καύσωνα του καλοκαιριού. Οι εκκλησίες είναι γκρεμισμένες από βομβαρδισμούς και ο άνεμος μπλέκεται με τα σφυρίγματα των ριπών. Ένας ιερέας, με κλεμμένες μπότες από ένα νεκρό αξιωματικό, πηδά το φράχτη και ακολουθεί τα στρατεύματα που υποχωρούν. Τα συνθήματα στους τοίχους έχουν σβηστεί και οι εχθρικοί κανονιοβολισμοί επικυρώνουν την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων που έχουν ήδη αποχωρήσει. Νεκρά ζώα συμπληρώνουν το ερημωμένο πεδίο μάχης. Στη δεύτερη ενότητα οι νικημένοι στρατιώτες βρίσκονται στο προσκήνιο. Οι καιρικές συνθήκες στο ποιητικό και στο ιστορικό τοπίο είναι αντίθετες. Το σφοδρό κρύο που επικρατούσε στο αλβανικό μέτωπο του ένδοξου παρελθόντος ταλαιπωρούσε τους ηττημένους πολεμιστές, καθώς κολλούσαν οι κάλτσες στα παπούτσια μα και στη σάρκα των ποδιών τους ύστερα από τη μεγάλη πεζοπορία. Παρά το γεγονός αυτό, ορκίζονται πως και χωρίς πόδια θα επιστρέψουν να ξανά πολεμήσουν. Νιώθουν πολύ ντροπιασμένοι, σαν να τους έσκισαν οι αντίπαλοι πατριωτικά κείμενα ή τις ίδιες τις σημαίες τους. Στο αφηγηματικό παρόν από την άλλη πλευρά, οι βασανισμένοι από το λιοπύρι στρατιώτες αντικρίζουν τώρα τα σύννεφα στον ουρανό και θυμούνται τις εστίες ευτυχισμένων, στο παρελθόν, σπιτικών που έχουν πλέον βομβαρδιστεί. Όμως, στην καρδιά τους κρύβουν και πασχίζουν να προστατέψουν το φως της ελπίδας. Παρά την απογοήτευση, το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας και της διάθεσής τους και την ταπείνωση που αισθάνονται, η φλόγα των τσιγάρων τους αντικατοπτρίζει και τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα τους για επάνοδο δυναμικότερη και νίκη επί των εχθρών. Αυτή η τελευταία είναι και η συγκινητικότερη όλων των εικόνων, αφού το ύφος του ποιητή σ’ αυτούς τους στίχους « Σκύψαν πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν. Χάθηκαν. Μονάχα τα τσιγάρα τους μακριά πότε πότε μια κόκκινη λάμψη») είναι ιδιαίτερα λυρικό, ενώ τα συναισθήματα θαυμασμού που προκαλεί στους αναγνώστες για τους εξουθενωμένους αλλά γενναίους αγωνιστές είναι πολύ δυνατά

description

 

Transcript of ερημωμενα χωρια (B2)

Page 1: ερημωμενα χωρια (B2)

Οι εικόνες που πλουτίζουν την παραστατικότητα του ποιήματος είναι πολυάριθμες και άκρως συγκινησιακές . Η πρώτη ενότητα του ποιήματος ξεκινά με την αφηγηματική περιγραφή της καταστροφής του τοπίου και των ανθρώπινων απωλειών. Τα χωριά είναι ερειπωμένα και τα ποτάμια είναι ξερά λόγω του καύσωνα του καλοκαιριού. Οι εκκλησίες είναι γκρεμισμένες από βομβαρδισμούς και ο άνεμος μπλέκεται με τα σφυρίγματα των ριπών. Ένας ιερέας, με κλεμμένες μπότες από ένα νεκρό αξιωματικό, πηδά το φράχτη και ακολουθεί τα στρατεύματα που υποχωρούν.

Τα συνθήματα στους τοίχους έχουν σβηστεί και οι εχθρικοί κανονιοβολισμοί επικυρώνουν την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων που έχουν ήδη αποχωρήσει. Νεκρά ζώα συμπληρώνουν το ερημωμένο πεδίο μάχης. Στη δεύτερη ενότητα οι νικημένοι στρατιώτες βρίσκονται στο προσκήνιο. Οι καιρικές συνθήκες στο ποιητικό και στο ιστορικό τοπίο είναι αντίθετες. Το σφοδρό κρύο που επικρατούσε στο αλβανικό μέτωπο του ένδοξου παρελθόντος ταλαιπωρούσε τους ηττημένους πολεμιστές, καθώς κολλούσαν οι κάλτσες στα παπούτσια μα και στη σάρκα των ποδιών τους ύστερα από τη μεγάλη πεζοπορία. Παρά το γεγονός αυτό, ορκίζονται πως και χωρίς πόδια θα επιστρέψουν να ξανά πολεμήσουν. Νιώθουν πολύ ντροπιασμένοι, σαν να τους έσκισαν οι αντίπαλοι πατριωτικά κείμενα ή τις ίδιες τις σημαίες τους. Στο αφηγηματικό παρόν από την άλλη πλευρά, οι βασανισμένοι από το λιοπύρι στρατιώτες αντικρίζουν τώρα τα σύννεφα στον ουρανό και θυμούνται τις εστίες ευτυχισμένων, στο παρελθόν, σπιτικών που έχουν πλέον βομβαρδιστεί.

Όμως, στην καρδιά τους κρύβουν και πασχίζουν να προστατέψουν το φως της ελπίδας. Παρά την απογοήτευση, το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας και της διάθεσής τους και την ταπείνωση που αισθάνονται, η φλόγα των τσιγάρων τους αντικατοπτρίζει και τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα τους για επάνοδο δυναμικότερη και νίκη επί των εχθρών. Αυτή η τελευταία είναι και η συγκινητικότερη όλων των εικόνων, αφού το ύφος του ποιητή σ’ αυτούς τους στίχους « Σκύψαν πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν. Χάθηκαν. Μονάχα τα τσιγάρα τους μακριά πότε πότε μια κόκκινη λάμψη») είναι ιδιαίτερα λυρικό, ενώ τα συναισθήματα θαυμασμού που προκαλεί στους αναγνώστες για τους εξουθενωμένους αλλά γενναίους αγωνιστές είναι πολύ δυνατά

Page 2: ερημωμενα χωρια (B2)

Η φράση «Και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε» πραγματικά κάνουν τον αναγνώστη να ανατριχιάζει για δύο κυρίως λόγους. Αρχικά, βιώνουν μέσα από ένα πολύ ρεαλιστικό ποίημα τη σκληρότητα, τη βαρβαρότητα του πολέμου, η οποία, στην περίπτωση που δε σκότωνε τους στρατιώτες τους άφηνε με μεγάλες και ανίατες αναπηρίες εξαιτίας των αδέσποτων ριπών ή των κακουχιών που υπέφεραν (κρυοπαγήματα, μολύνσεις των τραυμάτων, έλλειψη τροφής, νερού, ιατρικής φροντίδας, ανυπόφορη ζέστη κ.λπ.).

Μια από τις αβάσταχτες αυτές ταλαιπωρίες περιγράφει και η φράση αυτή των πολεμιστών του ιστορικού αλβανικού μετώπου του παρελθόντος, που, ξεχνώντας για λίγο τον πόνο τους σωματικό και ηθικό καθώς το σφοδρό κρύο, η μεγάλη πεζοπορία και η σκληρή ήττα τούς βασανίζουν συνεχίζουν την πορεία της υποχώρησης δίνοντας, όμως όρκο να επιστρέψουν και να κερδίσουν το χαμένο έδαφος.

Page 3: ερημωμενα χωρια (B2)

Tα «... χαμηλά στον ορίζοντα η σιγαλιά του χαμένου πολέμου», «Τρίζαν οι αραποσιτιές παράξενα σα να μας σκίζαν τα χαρτιά με τα πατριωτικά τραγούδια μας σα να μας σκίζαν τις σημαίες μας», «Δυο λιγνά σύννεφα κρέμονταν πάνω στο βουνό σα δυο πλεξούδες σκόρδο δίπλα σ’ ένα τζάκι σ’ ένα βομβαρδισμένο σπίτι», «Σκύψαν πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν. Χάθηκαν» είναι οι λεκτικές εικόνες που επιλέγει ο ποιητής για να δώσει την απογοήτευση των πολεμιστών του αλβανικού μετώπου και των ηττημένων στρατιωτών του παρόντος στο μέγιστο βαθμό.

Σε αντίθεση, με λιγότερες φράσεις αλλά πολύ λιγότερες συγκριτικά με τις προηγούμενες, δηλώνει το γενναίο φρόνημα των εξουθενωμένων παλικαριών, που παλιά ονειρεύονταν και λαχταρούσαν τη γρήγορη επιστροφή τους στο πεδίο της χαμένης μάχης και τη στέψη του καινούργιου αγώνα με νίκη και κατατρόπωση των εχθρών. Το ύφος του ποιητή σε αυτές τις περιγραφές της βαθιάς ψυχολογίας των αγωνιστών είναι ιδιαίτερα υψηλό και προκαλεί ηθική ανάταση και περηφάνια για την ανδρεία των στρατιωτών αυτών ακόμη και σε μια τόσο αποκαρδιωτική φάση του πολέμου τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Η τόλμη και το αστείρευτο ψυχικό σθένος των παλαιοτέρων αλλά και των νέων πολεμιστών είναι ολοφάνερο στους στίχους: «Θα ξαναρθούμε είπαν. Και δίχως πόδια θα ξαναρθούμε», «Να κρύψουμε τούτο το ψωμί μας το πάρουνε κι αυτό –πού να το κρύψουμε;– είπε», «Μονάχα τα τσιγάρα τους μακριά πότε ποτάμια κόκκινη λάμψη». Το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, ο ευθύς λόγος και οι επαναλήψεις συγκεκριμένων ρημάτων («Θα ξαναρθούμε .»)Να κρύψουμε... –πού να το κρύψουμε;– ...») που φανερώνουν τον αποφασιστικό τόνο των λεγομένων των στρατιωτών αλλά και το επίθετο «κόκ-κινη λάμψη» που επιλέγει ο ποιητής υπογραμμίζουν την αγωνιστική διάθεση των ηττημένων πολεμιστών και υπερκαλύπτουν τις φράσειςπου προβάλλουν την απογοήτευσή τους.

Page 4: ερημωμενα χωρια (B2)

Τα εκφραστικά μέσα που επιστρατεύει ο ποιητής για να αποδώσει ρεαλιστικά την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από το πεδίο της χαμένης μάχης είναι ο μεγάλος αριθμός εικόνων, οι οποίες άλλες φορές αποπνέουν ιδιαίτερη σκληρότητα –αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του πολέμου – κι άλλοτε ξεχωριστή ευαισθησία και θλίψη – λογικό επακόλουθο της σφοδρότητας και της βαναυσότητας της χαμένης μάχης.

Οι ρεαλιστικές αυτές εικόνες του Ρίτσου επιτυγχάνονται με την επιλογή  δυνατών, εύστοχων, πλούσιων σε πραγματικές και σαφείς πληροφορίες επιθέτων, όπως «ερημωμένα», «ανελέητο», «βομβαρδισμένες», « άγρια » ,« υπόκωφοι», «χαμένου», « πατριωτικά ».

Συμβολιστικού περιεχομένου μπορούν να θεωρηθούν μόνο τα επίθετα «λιγνά», «κόκκινη», τα οποία μαζί με τις παρομοιώσεις («σαν τον τρελό ... στο ντουφεκίδι », «σα να μας σκίζαν ... σα να μας σκίζαν τις σημαίες μας», «σα δυο πλεξούδες ... βομβαρδισμένο σπίτι»), τις επαναλήψεις του ποιήματος ( «Θα ξαναρθούμε ... θα ξαναρθούμε», «σα να μας σκίζαν ... σα να μας σκίζαν», «Να κρύψουμε ... –πού να το κρύψουμε;– ... », «Βομβαρδισμένες εκκλησιές ... βομβαρδισμένο σπίτι») και τις μεταφορές («Να κρύψουμε τούτο το φως μη μας το πάρουνε κι αυτό πού να το κρύψουμε;– ... », «Σκύψαν πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν ... ») επιτείνουν τα συναισθήματα που προκαλούν οι ρεαλιστικές περιγραφές του τοπίου και των ανθρώπων από τον ποιητή.

Page 5: ερημωμενα χωρια (B2)

ΖΩΗ ΓΑΖΗ ΚΡΑΝΙΩΤΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΑΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ