Όμορφη Ζωή!

143
1

description

Το βιβλίο της Λιλής Μαυροκεφάλου κυκλοφορεί ελεύθερο στο διαδίκτυο...!!!

Transcript of Όμορφη Ζωή!

Page 1: Όμορφη Ζωή!

1

Page 2: Όμορφη Ζωή!

2

Όμξρση Ζφή

Μαςρξκεσάλξς Λιλήο

“Inebriate of air am I and debauchee of dew

«Μεθώ απ’ ρξμ αέρα και νεσαμρώμφ με δρξπιά»

Emily Dickinson

Page 3: Όμορφη Ζωή!

3

Απόππαπμα βιβλίξς.

«Όραμ η δύμαμη δεμ μπξρεί μα βρει διένξδξ,

διαπρρέσεραι πε καραπρρξσική ή αςρξκαρξπρρξσική. Γιαρί

η δύμαμη θα σριάνει ή θα ταλάπει…»

Τπόθεπη.

Για ρη ζφή πε απξπύμθεπη , ρημ αμιπόρρξπη ζφή πξς

ζηρά μεραμόρσφπη, ρη ζφή μαο, ξι Ιμδιάμξι Χόπι έτξςμ

μια λένη: κξγιαμιπκάρπι.

Κξγιαμιπκάρπι -διόλξς ρςταία- είμαι κι ξ ρίρλξο

ηλεκρρξμικξύ περιξδικξύ

Η μεαρή δημξπιξγράσξο ρξς περιξδικξύ, η Ισιγέμεια,

επιπκέπρεραι ρξ ξρειμό τφριό Αγμάμριξ, για μα μάθει πώο

η Άμμα, μια μόμη γςμαίκα, πρώημ πρφρεςξςπιάμα,

καράσερε μα ζφμραμέυει μέπα πε ρριάμρα τρόμια ρξ

ερημφμέμξ Αγμάμριξ, ώπρε μα γίμει πρόρςπξ αρμξμικήο

Page 4: Όμορφη Ζωή!

4

πςμβίφπηο- παρά ρημ αμξμξιξγέμεια ρφμ καρξίκφμ ρξς-

και ξικξλξγικήο αμάπρςνηο.

Η έρεςμά ρηο θα γίμει η ασξρμή, μέπα από ρξ

αμαπκάλεμα παλιώμ ξικξγεμειακώμ ρραγφδιώμ και ρη

λύπη εμόο « απρςμξμικξύ» αιμίγμαρξο, μα αμακαλύυει ρξμ

αμθρώπιμξ κρίκξ πξς ρημ εμώμει με ρημ Άμμα…

Από ρη πςγγρασέα

Με ρξ «Όμξρση Ζφή», ρξ δέκαρξ μςθιπρόρημά μξς

θα ήθελα μα μξιραπρώ με ρξμ αμαγμώπρη ρημ πρόραπη

μιαο ζφήο ένφ από ριο ρπιμεμρξςπόλειο ρηο αμεργίαο, ρηο

ακρίβειαο και ρηο απξνέμφπηο∙ πρη σύπη κι από ρη σύπη∙

με αλληλεγγύη κι ότι αλληλξσάγφμα∙ μια αλλαγή

πλεύπηο εμ μέπφ «κακξκαιρίαο». Για κάρι ρέρξιξ ρξ

διαδίκρςξ μξς σάμηκε ρξ καλύρερξ ότημα.

Page 5: Όμορφη Ζωή!

5

ΜΕΡΟ ΠΡΩΣΟ

Άμμα κι Ελπίδα

Κζλεισ να ξζρεισ τα πάντα για μζνα, κζλεισ να κάνεισ δικά ςου τα χρόνια που δε με γνϊριηεσ. Το βλζμμα ςου με παρακινεί να ςου μιλϊ. Μα δε χρειάηομαι παρακίνθςθ, καλζ μου. Σου ανοίγομαι με θδονι, με θδονι ς’ αφινω να περιπλανιζςαι ςτθν παλιά μου ηωι, γίνομαι ο δρόμοσ ςου για να με βρεισ και τότε είναι ςαν να μθν υπάρχουν άλλοι ςτον κόςμο παρεκτόσ εμείσ οι δυο. Πταν δεν είςαι κοντά μου, εξακολουκϊ να ςου μιλϊ. Δεν μπορϊ να ςταματιςω το ποτάμι των αναμνιςεων που με γυρίηουν πίςω ςτο χρόνο. Και βλζπω πια ολοκάκαρα το κοριτςάκι με τα κοτςιδάκια, τα κοντά ξεχειλωμζνα καλτςάκια και το μελαχρινό, πειςματάρικο μουτράκι. Κζλω να το ςφίξω ςτθν αγκαλιά μου, να το φυλάξω από τα μελλοφμενα. Είναι τόςο άπραγο κι ανυποψίαςτο, τόςο γεμάτο εμπιςτοςφνθ ςτθ ηωι! Και τα μάτια του ςτθν παλιά φωτογραφία, που ςχεδόν τθν άρπαξεσ από το κομοδίνο μου, για να ςου κρατά ςυντροφιά μακριά μου, είναι λαμπερά, όμωσ τυφλά. Το πονϊ το κοριτςάκι για τθν απφκμενθ άγνοιά του και ςυγχρόνωσ το καμαρϊνω για τθν περθφάνια του. Σφίγγει τα δόντια να ςυγκρατιςει το κλάμα, όταν πζφτει και ματϊνει τα γόνατα ι όταν τθν ξυλοφορτϊνει θ μαμά τθσ, γιατί « βγάηει γλϊςςα». Κι αργότερα, κοπελίτςα και γυναίκα, πζφτει, ςθκϊνεται, χαμογελά ζορισμένα και πορεφεται με το κεφάλι ψθλά.

Δεν ικελα να ξαναγαπιςω. Είχα πια βαρεκεί τισ αγάπεσ, μα εςφ με ξανάβαλεσ ςτο παιγνίδι μ’ εκείνο το απαιτθτικό, κτθτικό φιλί ςου. Τ’ αναποδογφριςεσ όλα κι ζγινα ευάλωτθ ςτθ κζλθςι ςου. Το βλζμμα ςου είχε προετοιμάςει τθν παράδοςι μου. Μου ζμακε πωσ δεν ιμουν

Page 6: Όμορφη Ζωή!

6

άτρωτθ, πωσ ιμουν ακόμθ γυναίκα. Κανζνασ δεν μ’ ζχει κοιτάξει όπωσ εςφ, Ορζςτθ. Γαλάηιοσ κακρζφτθσ τα μάτια ςου, με κακρεφτίηουν πανζμορφθ κι αγζραςτθ. Και δεν είμαι οφτε το ζνα οφτε το άλλο...

Γαλινθ νιϊκω ςτθν αγκαλιά ςου, είναι ο τόποσ που μου ταιριάηει, το ξανκωπό ςου κορμί θ φωλιά μου. Κι όταν φφγεισ είςαι πάλι παρϊν, όπωσ ο αζρασ που παφει να φυςά. Ζφυγεσ πριν λίγο. Στο ςτρϊμα ζχεισ αφιςει ζνα βακοφλωμα και τθ μυρουδιά ςου ςτα ςεντόνια. Κι εγϊ λαχταρϊντασ τθν επιςτροφι ςου ςοφ μιλϊ κι εςφ μ’ ακοφσ, όπου κι αν είςαι.

Ιρκεσ, όταν δεν ςε είχα ανάγκθ. Ξαναγεννθμζνθ με βρικεσ. Ευτυχιςμζνθ. Στθ φυςικι μου κατάςταςθ. Γι’ αυτό μ’ αγάπθςεσ; Ι για τισ παλιζσ πλθγζσ μου; Δεν ξζρω. Ξζρω μόνο πωσ με κοιτάσ κι ανκίηω.

Τον πρϊτο καιρό εδϊ ςτ’ Αγνάντιο, ςυγγενείσ και γνωςτοί ςχολίαηαν πωσ είχα καφτεί ς’ αυτό το ορεινό αρκαδικό χωριό των είκοςι μόνιμων κατοίκων και κάποιοι μπαίνανε ςτον κόπο να με επιςκεφτοφν, για να ζχουν να λζνε για τθν «εν τάφω ηωι» μου. Τρίβανε τα μάτια τουσ, όταν μ’ ζβλεπαν. Ιμουν μια χαρά, καλφτερα από ποτζ! Ρϊσ ιταν δυνατόν; Ιταν. Κάφτθκα κι αναγεννικθκα ςαν ζνα ςπυρί ςτάρι….

Κι εςφ, Ορζςτθ, απορείσ που γελάω πλοφςια και που τα μάτια μου λάμπουνε ςαν να’ μαι ακόμθ ςτθν πρϊτθ μου νιότθ. Λεσ πωσ μαγεφεςαι. Μα κι εγϊ είμαι μαγεμζνθ. Τρία χρόνια ςτο χωριό κι όλα μου φαίνονται καυμαςτά όπωσ τον πρϊτο καιρό: το ςπιτάκι μου, το περιβόλι μου, θ Ρουπζλα μου με τα υπζροχα γατίςια τόξα τθσ, όταν ξυπνά και τανφηεται, θ Λάρα μου με τθ φοβερι οξυδζρκειά τθσ. Και να φανταςτείσ ότι ςτθν Ακινα θ Λάρα ιταν ζνα ςυνθκιςμζνο ςκυλάκι… Υπάρχουν κι άλλα: Οι βελανιδιζσ κι οι οξιζσ που γζμιςαν πριν λίγεσ μζρεσ κιτρινοκόκκινα φφλλα, θ βροχι ςτα κεραμίδια που νανουρίηει τισ νφχτεσ μου, τα μεγάλα βουνά ολόγυρα που χωνεφονται το ζνα μζςα ςτ’ άλλο και δείχνουν άυλα το δειλινό, τα νυχτερινά φωτάκια των χωριϊν κάτω ςτθν κοιλάδα που μοιάηουν καράβια ακίνθτα ςε αιϊνια αναμονι για ςαλπάριςμα, οι ςυγχωριανοί μου, άγνωςτθ χϊρα ο κακζνασ τουσ που γερνά ςυντροφιά μ’ αγζραςτεσ ιςτορίεσ. Κι οι αγαπθμζνεσ μου φίλεσ, θ Κατερίνα θ ταβερνιάριςςα και θ Ζφθ. Θ Ζφθ με φιλοξζνθςε όταν ζφταςα εδϊ επάνω και δεν είχα «ποφ τθν κεφαλιν κλίναι».

Με ρωτάνε παλιοί γνϊριμοι πϊσ τα καταφζρνω να μθ βαριζμαι ςτθν ερθμιά. Σκάω ςτα γζλια, εκείνοι ςκζφτονται πωσ μάλλον μου ζχει ςτρίψει. Τ’ ομολογεί ο οίκτοσ ςτα μάτια τουσ, θ αμιχανθ ςιωπι τουσ. Μα πϊσ κα μποροφςα να βαριζμαι; Και βζβαια ζχω ζνα ςωρό δουλειζσ να κάνω, αλλά ακόμθ και άεργθ, ακόμθ και δίχωσ ανκρϊπινθ παρζα, με ςυντροφεφει θ ηωι που υπάρχει παντοφ εδϊ πζρα, οι πανταχοφ

Page 7: Όμορφη Ζωή!

7

παροφςεσ ψυχοφλεσ. Στθ ςιγι και τθ γαλινθ ςαν να τισ ακοφω να ψικυρίηουν, όπωσ ακοφω και τθ μζςα μου «φωνοφλα», που ςτθν πόλθ τθν ζπνιγε θ βαβοφρα, τθν παραμόρφωνε ςε αχπνία, άγχοσ, κυμό, απελπιςία. Μα δεν ιταν αρκετά για να με ξεκολλιςουν. Χρειάςτθκε θ καταςτροφι. Τθν ευλογϊ!

Σου μιλάω για όλα αυτά - ςε ποιον άλλον κα μποροφςα;- κι ακοφσ ςαν να τα ξζρεισ ιδθ. Για τθ «φωνοφλα» παρατιρθςεσ πωσ τθν άκουγε κι ο φιλόςοφοσ Σωκράτθσ να τον αποτρζπει να κάνει το ζνα και τ’ άλλο, ποτζ όμωσ να τον προτρζπει. Με πιάςανε τα γζλια για τθν τιμθτικι παρομοίωςθ. Γζλαςεσ κι εςφ. Σπάνια γελάσ. Μόνο χαμογελάσ. Με τα μάτια.

Μελετάσ Ρλάτωνα αυτόν τον καιρό κι εγϊ ςε πειράηω «ο φιλόςοφόσ μου». Μόνο μεσ ςτθ γαλινθ, λεσ, μπορεί κάποτε να αξιωκεί ο φιλόςοφοσ να ατενίςει, πίςω από τον κόςμο των φαινομζνων και τθσ φκοράσ, το όντωσ Ον.

Το Κεό εννοοφςεσ κι ασ είςαι, λεσ, άκεοσ. Λαχταράσ τθ γαλινθ, μα ακόμθ δεν τθν ζχεισ βρει κι ασ δείχνει το

πρόςωπό ςου ιρεμο, ασ είναι οι κινιςεισ ςου αυτοκυριαρχθμζνεσ. Εκείνθ θ φλεβίτςα ςτον κρόταφό ςου, επάνω από το φρφδι, χτυπά, ακόμθ κι όταν με κρατάσ αγκαλιά. Κι οι νυχτερινοί ςου εφιάλτεσ;.. Γίνομαι τότε μάνα ςου να ςε ςκεπάςω με το κορμί μου, να ςε φυλάξω…

Εμζνα δε με πολυςυγκινεί ο Ρλάτωνασ οφτε θ φιλοςοφία γενικά. Μςωσ φταίει το ςχολείο όπου μασ τθ ςερβίριηαν άνοςτθ, ίςωσ φταίω εγϊ που δεν τα πάω και τόςο καλά με τθ κεωρία. Μακαίνω μζςα από τθν εμπειρία, πζραςα από πολλά λοφκια για να ψθλαφίςω το πρόςωπο τθσ αλικειασ μου. Αχ, δεν ξζρω πϊσ να το πω... Απλϊνομαι, καλζ μου... Πχι απαιτθτικά και κτθτικά, αλλά αγαπθςιάρικα. Να, τισ προάλλεσ που εμφανίςτθκε ςτθν πίςω αυλόπορτά μου θ αλεπουδίτςα, θ φιλενάδα μου, κι ζφαγε από τθ χοφφτα μου ζνιωςα μια χαρά! Χκεσ με τθ μπόρα ξεπόρτιςα ςαν αφθνιαςμζνθ, ανζβθκα ςτο ξζφωτο και χόρεψα το δικό μου χορό τθσ βροχισ. Επζςτρεψα ζνα τριςευτυχιςμζνο μουςκίδι. Μ’ ακοφσ κοιτϊντασ με μ’ εκείνο το τρυφερά περιπαικτικό ςου βλζμμα. Μπορϊ να ςου μιλϊ και γι’ αυτά, καλζ μου…

Για τον τρόπο που με κοιτάσ ς’ αγαπϊ! Μα και για τισ ςιωπζσ ςου. Και για το ςφρςιμο του κουτςοφ ποδιοφ ςου. Ακόμθ και για το πιςτόλι κάτω από το πουκάμιςό ςου ι πλάι ςτο προςκζφαλό μασ, όταν ξαπλϊνουμε. Ροιον φοβάςαι; Κανζναν, λόγοι αςφάλειασ, είπεσ, αόριςτα. Δεν επζμεινα, τρόμαξα όμωσ λιγάκι. Πχι τόςο για το πιςτόλι, άντρα μου, όςο γιατί τα μάτια ςου είχαν ςτερζψει από φωσ.

Page 8: Όμορφη Ζωή!

8

Βρζχει… Ψιλόβροχο. Τ’ ακοφσ κι εςφ; Λατρεφω πια τθ βροχι και τθν ομίχλθ που κάποτε, ςτ’ αρχαία

χρόνια τθσ εφθβείασ μου, μιςοφςα. Υδάτινοσ τοίχοσ τότε ανάμεςα ς’ εμζνα, το επαρχιωτάκι, και τθ ςυναρπαςτικι ηωι των μεγαλουπόλεων θ βροχι κι ο μονότονοσ ιχοσ τθσ ςαν να ςφυρθλατοφςε αλυςίδεσ ςκλαβιάσ. Ρίςω από καμπά τηάμια τα αδθφάγα μάτια μου προςπακοφςαν να τρυπιςουν τθν ομίχλθ, για να διακρίνουν μόνο δζντρα-ςκζλεκρα και κάπου κάπου ανκρϊπουσ-φαντάςματα. Ρονοφςα κι οργιηόμουν, γιατί θ δφναμι μου ζμενε αξόδευτθ κι θ ηωι κάλπαηε αλλοφ.

Και δραπζτευςα από τθν ορεινι κωμόπολθ τθσ βροχισ, για να’ ρκω ςτθν πολιτεία του ιλιου και τθσ νυχτερινισ φωταψίασ. Χρόνια πάλεψα, ζκανα πολλά που ιταν τίποτε κι ζμακα καλά πόςο απατθλι είναι θ λαμπερι νφχτα και πόςο ςκλθρόσ ο ιλιοσ. Κι αν δεν αφυδατϊκθκα τελείωσ, αν δε μεταμορφϊκθκα ςε ξεροτόμαρο είναι ίςωσ γιατί τόςο βακιά με είχαν διαποτίςει τα χρόνια τθσ βροχισ.

Ιρκεσ ςε μζνα ζνα βροχερό πρωινό, Τρίτθ ιταν, κι ακοφω το γάβγιςμα τθσ Λάρασ μου. Αξιοςθμείωτο γεγονόσ, αφοφ ςπάνια κάποια αςυνικιςτθ παρουςία να ταράξει τθ μακαριότθτά τθσ. Ραρατϊ το ανακάτεμα τθσ μαρμελάδασ, τρζχω ςτο παράκυρο. Με το γκριηόμαλλο κεφάλι ςου ξεςκοφφωτο, ςτεκόςουν απζναντι, κάτω από το ςτφλο τθσ Δ.Ε.Θ, και βρεχόςουν. Δε ςε είχα ξαναδεί, δεν ιςουν από το χωριό. Τι γφρευεσ λοιπόν εδϊ πζρα; Γιατί κοίταηεσ το ςπίτι μου; Για μζνα είχεσ ζρκει; Από τθν εφορεία; Από πιςτωτζσ; Μιπωσ είχα ακόμθ οφειλζσ; Τρόμοσ με κυρίεψε και μια γελοία διάκεςθ να κρυφτϊ. Μα θ Λάρα δε γάβγιηε πια, ςε μφριηε κουνϊντασ φιλικά τθν ουρά τθσ. Ζςκυψεσ εςφ και τθ χάιδεψεσ, διόλου τςιγγοφνικα, γενναιόδωρα πολφ, κι καρδιά μου πιγε ςτον τόπο τθσ. Ζτρεξα ςτθν αυλόπορτα να ςε ρωτιςω μιπωσ ζψαχνεσ κάποιον. Διζςχιςεσ το δρομάκι κι ιρκεσ κοντά μου, θ Λάρα κολλθμζνθ ςτα πόδια ςου. «Ζχω παλιά ξαναπεράςει από εδϊ, νομίηω..», είπεσ. «Το ςπίτι ιταν ερείπιο ι κάνω λάκοσ;» «Δεν κάνετε λάκοσ. Το’ φτιαξα εγϊ». «Για να μείνετε μόνιμα;..». Θ φωνι ςου είχε διςταγμό, το βλζμμα ςου κάτι ςαν ελπίδα. «Μόνιμα», είπα κι ευκφσ το πρόςωπο ςου φωτίςτθκε. «Ρολφ όμορφο το κάνατε! Αγνϊριςτο...»

Σε κάλεςα μζςα να δεισ και το εςωτερικό. Αυτό το ςπίτι είναι το καμάρι μου, ζργο μου και τθσ καλοςφνθσ που βρικα εδϊ πζρα, λαχταροφςα το καυμαςμό ςου. «Μια άλλθ φορά», είπεσ, κι όμωσ ςτεκόςουν, εκεί, ακοφνθτοσ, ζνα κεφάλι ψθλότερόσ μου. «Μα βρεχόςαςτε...» «Κι εςείσ βρεχόςαςτε. Γιατί δεν μπαίνετε μζςα;» «Εςείσ γιατί δε φεφγετε;» ςε προκάλεςα.

Page 9: Όμορφη Ζωή!

9

Βάλαμε μαηί τα γζλια, ςαν παιδιά που ςυνωμοτοφν ςκαρϊνοντασ ςκανδαλιζσ, μετά μείναμε να κοιταηόμαςτε μζςα από το παραπζταςμα τθσ βροχισ, μαγεμζνοι κι ζκπλθκτοι, ίςωσ και τρομαγμζνοι μ’ αυτό που ξζραμε πωσ ερχόταν.

Ζντονθ μυρουδιά καμζνου με προςγειϊνει. Τρζχω ςτθν κουηίνα, κάρβουνο θ μαρμελάδα, θ κατςαρόλα τςιμινιζρα. Κλείνω το μάτι τθσ θλεκτρικισ, γεμίηω νερό τθν κατςαρόλα, χαμόσ από υδρατμοφσ. Σπεφδω ζξω να ςου ανακοινϊςω τθν καταςτροφι, μα ζχεισ πάρει κιόλασ τθν κατθφόρα και προςζχω πωσ κουτςαίνεισ λιγάκι. Αν ζτρεχα κα ςε προλάβαινα, αν φϊναηα κα μ’ άκουγεσ, μόλισ ζχεισ προςπεράςει το παλιό ξυλουργείο, μα επιςτρζφω ςτθν κουηίνα. Τρίβω με μανία τον πάτο τθσ κατςαρόλασ κι ι εικόνα ςου με δυναςτεφει. Σκυλομετανιϊνω που δε ςε κράτθςα κοντά μου, φοβάμαι μιπωσ δεν ξανάρκεισ. Θ θρεμία μου ζχει πάει περίπατο, ταραχι με κατζχει. Πμωσ θ πείρα μοφ ζχει διδάξει αντίδοτα. Δε χρειάηεται να πολυςκεφτϊ, αντιδρϊ πια ςτο άγχοσ αντανακλαςτικά, ςυνικωσ πιάνομαι να μθν πνιγϊ από τθν πιο πρόχειρθ ςανίδα, τθ καυματουργι φαςίνα.

Σκοφπιςα, ςφουγγάριςα, ξεςκόνιςα, καταπιάςτθκα με παραμελθμζνα ντουλάπια, μόνο το κρεβάτι μου δεν άγγιξα, εκεί κοιμόταν θ Ρουπζλα και ςπλαχνίςτθκα τθ μακαριότθτά τθσ.

Ξεκεϊκθκα, καταλάγιαςα αρκετά, κάκιςα ςτθν κουνιςτι μου πολυκρόνα να καμαρϊςω το ζργο μου. Πμωσ το ςπιτάκι μου δε με χωροφςε κι ζτρεξα ςτθν Κατερίνα που τα ξζρει όλα κι όλουσ.

«Α, αυτόσ…» ζκανε με διφοροφμενο φφοσ, μόλισ τελείωςα τθν περιγραφι ςου, και ςυνζχιςε να κακαρίηει τισ πατάτεσ τθσ. «Κφριοσ, δε λζω, αλλά παράξενοσ. Μιςάνκρωποσ, παιδί μου… Μζνει κάπου κοντά, μπορεί ςτο Βουνοχϊρι, δεν είναι ςίγουρο όμωσ. Τον ζχουν δει κι αλλοφ… Ράντωσ φτιάχνει καλό κραςί και μζλι. Καμιά φορά μου φζρνει… Μθ μου πεισ, βρε Αννοφλα μου, ότι ςου άρεςε ο τφποσ;»

Ξζςπαςε ςε γζλια ςαν να’ τανε πολφ απίκανο να μου αρζςεισ, με αποτζλεςμα να τθσ ξεφφγει το μαχαίρι και να κόψει το δάχτυλό τθσ. Α, γελάει πολφ θ Κατερίνα! Και πεκαίνοντασ κα ξεκαρδίηεται. Πταν πάλι τθν πιάςει το κλάμα, νομίηεισ δε κα ςταματιςει ποτζ! Πμωσ πρόκειται για μπόρα.

Τθ ρϊτθςα τ’ όνομά ςου. «Ορζςτθσ. Μθ μου πεισ, Άννα, βαρφ όνομα… Κάποτε που ζπαιξα

τθν Θλζκτρα, Ορζςτθσ ιταν κάποιοσ Αναςταςίου. Χάκθκε από το κζατρο όπωσ κι εγϊ…»

Το επίκετό ςου δεν το ιξερε. Αρκζςτθκα ςτο όνομα. Σχεδόν ποτζ δε ς’ ζχω φωνάξει «Ορζςτθ». Δεν ξζρω γιατί.

Page 10: Όμορφη Ζωή!

10

Λιγόλογοσ είςαι, κάκε άλλο παρά επιρρεπισ ςε κολακείεσ,

ειλικρινισ δε μζχρι τραχφτθτασ, όμωσ όταν πρωτομπικεσ, μετά από ζναν ολόκλθρο μινα από τθν πρϊτθ μασ ςυνάντθςθ, ςτο ςπίτι μου είπεσ πωσ είναι το πιο όμορφο ςπίτι του κόςμου. Το κυμάςαι; Κακόςουν ςτθν κουνιςτι πολυκρόνα, μόλισ είχεσ βγάλει τισ λαςπωμζνεσ μπότεσ ςου, το τηάκι ζκαιγε καλά. «Κι εγϊ κα είμαι θ πιο όμορφθ του κόςμου!» ςε πείραξα. «Αυτό να λζγεται! Το ςπίτι είναι ο κακρζφτθσ ςου», και με τράβθξεσ πάνω ςου. Απαιτθτικά και τρυφερά. Είναι ο τρόποσ ςου. Οφτε που ςκζφτθκα να ςου αντιςτακϊ…

Κακρζφτθσ μου! Ρόςο καλά με νιϊκεισ… Τίποτε άλλο δεν υπιρξε ποτζ τόςο δικό μου όςο αυτι θ φωλιά που τθν ζχτιςα με ψυχι, όχι μόνο με χζρια. Άμακα χζρια, μθ μου άπτου, πάλεψαν με τθν πζτρα, το τςιμζντο, τθ λάςπθ. Κι ζςκαψαν, κλάδεψαν, ξεβοτάνιςαν. Μεταμορφϊκθκαν. Τραχιά κι όλο κάλουσ και γδαρςίματα τα τωρινά μου χζρια, τα καμαρϊνω κι ασ προκαλοφν φρίκθ ςτισ παλιζσ φίλεσ μου.

Δε μου λείπουν οι επιςκζπτριεσ από τθν Ακινα. Δεν τισ φζρνει μόνο θ περιζργεια, τόςα χρόνια ζχει πια κορεςτεί, τισ φζρνει ίςωσ θ υποςυνείδθτθ λαχτάρα για μια διαφορετικι ηωι.

Το ςπίτι το κλθρονόμθςα ερείπιο, όπωσ το κυμόςουν, κατοικία νυχτερίδων, ποντικϊν, ερπετϊν. Ρεςμζνοι οι τοίχοι, θ ςτζγθ βουλιαγμζνθ, ςκουριαςμζνεσ και ςπαςμζνεσ οι ςωλθνϊςεισ, το περιβόλι άβατο.

Θ Κατερίνα μου ςφςτθςε τον Βίκτωρα το Βοφλγαρο. Εξαιρετικό παλικάρι, δουλευταράσ και πολφ άξιοσ. Του εξιγθςα πωσ δεν ιμουν ςε κζςθ να του πλθρϊςω πολλά μεροκάματα, κα δοφλευα κι εγϊ. Δεν παραξενεφτθκε. Στθν πατρίδα του οι γυναίκεσ επί κομμουνιςμοφ κάνανε κι αντρικζσ δουλειζσ.

Αποδείχτθκε κθςαυρόσ ο Βίκτωρασ. Τα μεςθμζρια, μετά το μεροκάματό του αλλοφ, κατζφκανε με το ςαραβαλάκι του, ζνα προκατακλυςμιαίο Φιατάκι, για να ελζγξει τι είχα κάνει και να ςυνεχίςουμε μαηί. Ζμενε μζχρι που ζπεφτε ςκοτάδι, αν και τον παρακαλοφςα να φφγει νωρίτερα. Δεν ικελε. Ικελε όςο κι εγϊ να τελειϊςει το ςπίτι. Μια νφχτα με πανςζλθνο, το τραβιξαμε μζχρι τισ δφο το πρωί. Τθν άλλθ μζρα κυκλοφόρθςαν κουτςομπολιά- θ Κατερίνα μου τα πρόφταςε- πωσ ιταν εραςτισ μου. Ανυπόςτατο. Ροτζ δε ςυνζβθ κάτι ανάμεςά μασ.

Τα κουτςομπολιά δεν νομίηω να κράτθςαν πολφ. Μάλλον ςβιςανε, όταν οι ςυγχωριανοί άρχιςαν, ο ζνασ μετά τον άλλον, να μου δίνουν ζνα χεράκι. Ρολλζσ από τισ πζτρεσ του ςπιτιοφ, τα πλακάκια τθσ

Page 11: Όμορφη Ζωή!

11

κουηίνασ, τα δζντρα που φυτεφτθκαν τότε ςτο περιβόλι μου κα μποροφςαν να ζχουν τα ονόματά τουσ: Ρζτροσ, Μαρία, Δθμιτρθσ, Ειρινθ, Κανάςθσ.

Τϊρα απορϊ ποφ βρικα το κουράγιο να κάνω ό,τι ζκανα. Ζπιανα δουλειά αξθμζρωτα, ςταματοφςα ςοφρουπο κι αν δε μου ζφερνε θ Κατερίνα κάτι να φάω, κα ζμενα νθςτικι. Σκόνθ, ςακατεμζνο από κοφραςθ κορμί, βρϊμικα και πλθγωμζνα χζρια, αλλά και φπνοσ γλυκφτατοσ και βακφσ ιταν εκείνοι οι δφο μινεσ. Στθ μνιμθ μου πλζον δε μυρίηουν ιδρϊτα, ξεκφμανε θ μυρουδιά του, ευωδιάηουν ανκρϊπινθ αλλθλεγγφθ κι αγάπθ, αυτι θ αγάπθ είναι το αγακό ςτοιχειό που ςτοιχειϊνει το ςπίτι μου και ςε γαλθνεφει, καλζ μου. Ζτςι λεσ. Ρωσ εδϊ μζςα γαλθνεφεισ. Πςο βζβαια γαλθνεφεισ….

Το μπροφτηινο, ρομαντικό κρεβάτι τ’ αγόραςα από παλιατηίδικο και ποτζ δε φαντάςτθκα πωσ κα το μοιραηόμουν με κάποιον άλλον εκτόσ από τθν Ρουπζλα μου. Μαηί με το κρεβάτι αγόραςα τθν κουνιςτι πολυκρόνα, τα δφο ςκαλιςτά κομοδίνα και τθ μικρι βιβλιοκικθ. Το μπαμποφ ςαλονάκι το ανζςυρα από τθν αποκικθ τθσ Κατερίνασ, αραχνιαςμζνο και ταλαιπωρθμζνο. Το περιποιικθκα, του’ φτιαξα μαξιλάρεσ, ζγινε κοφκλα. Τα κεντιματα, τα κουρτινάκια, το τραπζηι τθσ κουηίνασ και το υφαντό ριχτάρι, όλα είναι δϊρα. Μόνο τα κουηινικά, τα ςεντόνια, τισ κουβζρτεσ και το πάπλωμα, τα βιβλία, τα ςτερεοφωνικά, τουσ δυο μιςοτελειωμζνουσ πίνακζσ μου ζφερα από τθν Ακινα. Μςωσ ςφντομα ξαναρχίςω να ηωγραφίηω... Ρροσ το παρόν πλζκω. Θ Κατερίνα μοφ ζμακε. Ρλζκω το πουλόβερ ςου, μπλε ςαν τα μάτια ςου, και ςου μιλϊ... Μςωσ κάποτε ςου φτιάξω και το πορτρζτο….

Ζχω κατοικιςει ςε ωραία διαμερίςματα, με χαλιά και γυαλιςτερά δάπεδα, μοντζρνα ζπιπλα κι άχρθςτα αςθμικά, όμωσ κανζνα δεν υπιρξε ςπίτι μου όςο αυτό. Ευφραίνομαι όταν το αντικρίηω ςτθ ςτροφι του δρόμου, κάπωσ αποτραβθγμζνο, αλλά ανοιχτόκαρδο. Το κατοικϊ και με κατοικεί.

Εδϊ πάνω ζχω τα πάντα και τολμϊ να πω είμαι ευτυχιςμζνθ, ευτυχιςμζνθ και πριν ακόμθ ςε γνωρίςω, ακόμθ πιο ευτυχιςμζνθ τϊρα, καλζ μου. Δεν απαιτϊ τίποτε, μόνο ευγνωμονϊ, όλα μου χαρίηονται αφειδϊσ. Επζςτρεψα ςτθν αλθκινι μου φφςθ και πλζον γεφομαι τθ χαρά να είμαι ηωντανι μεσ ςτο ηωντανό κόςμο. Εςφ τον λεσ κόςμο των αντικζςεων, του καλοφ και του κακοφ, του φωτεινοφ και του ςκοτεινοφ, του ψυχροφ και του κερμοφ, ατζλειωτα τα αντίκετα ηεφγθ, που μάχονται και γεννοφν τθν αρμονία, ςφμφωνα με τον Θράκλειτο, άλλον ζναν ξεχαςμζνο φιλόςοφο των ςχολικϊν μου χρόνων, που εςφ μάλλον τον ζχεισ περί πολλοφ.

Page 12: Όμορφη Ζωή!

12

Σ’ ακοφω προςεκτικά, γοθτεφομαι από τθ βακιά, λίγο βραχνι φωνι ςου, αλλά κατά βάκοσ δεν πολυςκοτίηομαι για φιλοςοφίεσ. Μόνοσ του ο κακζνασ φτάνει -αν ποτζ φτάνει- ςτθν αλικεια του. Θ δικι μου αλικεια είναι -τι άλλθ λζξθ να βρω;- θ ευτυχία. Θ δικι ςου αλικεια λεσ είμαι εγϊ. Θ μιςι μάλλον. Θ υπόλοιπθ κρφβεται ςτθ κλίψθ που κάπου κάπου ςκοτεινιάηει τα μάτια ςου. Τότε το πρόςωπό ςου πετρϊνει και παρατθρϊ πωσ δίχωσ το φωσ του βλζμματόσ ςου θ φυςιογνωμία ςου κα ιταν μάλλον κοινι.

Στθν Κατερίνα δεν είχα προλάβει να πω λζξθ για τθν πρϊτθ νφχτα

που πζραςεσ ςτο ςπίτι μου και τθσ το είχε κιόλασ ςφυρίξει θ γειτόνιςςά μου, θ Αμαλία! Φαντάςου να μθν ιταν και μιςότυφλθ από καταρράκτθ!

Ξαναμμζνθ και φουριόηα θ Κατερίνα- και πότε δεν είναι;- ιρκε τάχα να πιοφμε καφζ, ςτθν πραγματικότθτα να με αποτρζψει να μπλζξω μαηί ςου. Γιατί; Θ ίδια δεν είχε πει πωσ ιςουν εν τάξει, αν και κάπωσ ιδιόρρυκμοσ; Τι άλλαξε; Μιπωσ ςτο μεταξφ πλθροφορικθκε πωσ είςαι κακοφργοσ;

Ριρε φφοσ βακυςτόχαςτο κι άναψε τςιγάρο. Μπορεί να είςαι οτιδιποτε, ποιοσ ξζρει. Αλλιϊσ τι γφρευεσ ςτα

βουνά; Με πιάςανε κάτι γζλια! Κι εμείσ οι δυο τι γυρεφαμε; Θ Κατερίνα ςτθν αρχι κατςοφφιαςε, αλλά αμζςωσ μετά ξεκαρδίςτθκε. Α, δε κζλει και πολλά θ Κατερίνα για να βάλει τα γζλια ι και τα κλάματα, αναλόγωσ, και μετά να μθν μπορεί να ςταματιςει. Πταν θρεμιςαμε, με ςυμβοφλεψε με μθτρικό φφοσ να αφιςω τα παιδιαρίςματα και τουσ ενκουςιαςμοφσ και να ςε ξεψαχνίςω. Να μάκω ποφ ακριβϊσ μζνεισ και ποιοσ είςαι...

Είπεσ, μζνεισ ς’ ζνα ςπιτάκι, μια καλφβα μάλλον, ανάμεςα ςτο Διάςελο και το Βουνοχϊρι, πολφ κοντά ςε ςπθλιά, όπου αποκθκεφεισ τα κραςοβάρελά ςου. Καμιά προκυμία δεν ζδειξεσ να με πασ ςτθ καλφβα ςου, αν και δε ςου διζφυγε πόςο κα το ικελα.

Πςο για το παρελκόν ςου, τα μόνα ςτοιχεία που με το ςταγονόμετρο ςοφ απζςπαςα είναι πωσ είςαι χιροσ και πωσ υπιρξεσ ςτζλεχοσ πολυεκνικισ Εταιρείασ. Αυτό το τελευταίο μου φαίνεται απίςτευτο. Ρϊσ να ςε φανταςτϊ, καλζ μου, βιδωμζνο ς’ ζνα γραφείο, μπροσ από τθν οκόνθ του υπολογιςτι να ςκαλίηεισ χαρτιά και να μιλάσ ςτο τθλζφωνο με πολυάςχολο φφοσ; Εγϊ ςε αποκαλϊ ευγενι άγριο, γιατί θ τραχφτθτά ςου ζχει αρχοντιά.

Δεν πρόκειται να ςε ξαναρωτιςω, άντρα μου. Μου αρκεί θ παρουςία ςου. Μου αρκεί να ςου μιλϊ ακόμθ και ςτθν απουςία ςου..

Page 13: Όμορφη Ζωή!

13

Ρριν τρία χρόνια ζφταςα εδϊ, καλζ μου. Κοιτάηω πίςω ςτο χρόνο και καυμάηω εκείνθ τθν τςακιςμζνθ γυναίκα, με τθν ταραχι ςτθν ψυχι και ςτο μυαλό, που βρικε το κουράγιο να φορτϊςει τα υπάρχοντά τθσ ςτο παλιό ςεατάκι τθσ και να πάρει, ςτθν κυριολεξία, τα βουνά. Τρελι με είπαν τότε! Κι εγϊ λζω: Μακάριοι οι τρελοί, γιατί αυτοί ζχουν ελπίδα να ςωκοφνε! Κα μποροφςα να είχα επιδείξει φρονιμάδα και να παρζμενα ςτθν Ακινα. Τι πιο λογικό από το να ςπαταλϊ τθ ηωι μου ςε ακινθτοποιθμζνα ςτο κυκλοφοριακό πιξιμο λεωφορεία, να αποκοιμίηω το άγχοσ μου με τθλεοπτικζσ μποφρδεσ, να παλεφω τθ μοναξιά με τθλεφωνιματα εδϊ κι εκεί, να βγαίνω πότε πότε με άντρεσ με τουσ οποίουσ δεν είχα τίποτε να πω; Κα μποροφςα να ςυνζχιηα ζτςι, ςε λίγο ζπιανα δουλειά ςτο ςοφπερ-μάρκετ. Λίγα τα λεφτά, οι υπερωρίεσ απλιρωτεσ, αλλά ςτθν θλικία μου και με τζτοια οικονομικι κρίςθ τι καλφτερο να περίμενα;

Ζτοιμθ ιμουν λοιπόν ν’ αρχίςω «καινοφρια ηωι» ςτθν γκαρςονιζρα με το τυφλό κουηινάκι, όπου είχα μετακομίςει. Πμωσ δεν μποροφςα να θςυχάςω. Τθ μζρα ςτριφογυρνοφςα ςαν ςβοφρα, τθ νφχτα, αν και καταπονθμζνθ, κοιμόμουνα με δυςκολία, για να ξυπνιςω τελεςίδικα ςτισ τζςςερισ το πρωί. Οφτε δίαιτεσ οφτε τίποτε χρειαηόμουνα για τθ ςιλουζτα μου. Ζρευα. Τα παλιά ροφχα μου’ ρχονταν γάντι, τα καινοφρια πλζανε επάνω μου. Με ηιλευαν οι γνωςτζσ που πλιρωναν τα μαλλιά τθσ κεφαλισ τουσ ςε διαιτολόγουσ, για τα νεφρα μοφ ςυνιςτοφςαν λεξοτανίλ. Πλεσ τουσ παίρνανε. Μα εγϊ, εκτόσ από τθν «ξεροκεφαλιά» μου, τρζφω και απζχκεια ςτα φαρμακευτικά ςκευάςματα. Το μόνο φάρμακο, που, αν το ιξερα, κα το’ παιρνα τότε ευχαρίςτωσ, ιταν του φπνου δίχωσ ξφπνιο. Πμωσ θ ευκαναςία απαγορεφεται, ςυνιςτάται ο κάνατοσ ςε δόςεισ.

Κάποιεσ ςυμπτϊςεισ μποροφν ν’ αλλάξουν τθν αδιζξοδθ πορεία μασ, να μασ βγάλουν απ’ το λαβφρινκο τθσ παραηάλθσ και του φόβου, καλζ μου! Υπάρχουν προμθνφματα… Κι είναι τότε ςαν μια ςπίκα ν’ ανάβει ςτο μυαλό μασ, κι θ καρδιά μασ ςκιρτά, όπωσ τότε που ιμαςταν παιδιά…

Μια από κείνεσ τισ ανιςυχεσ μζρεσ, λοιπόν, ακοφω άκελά μου ςτο λεωφορείο τθν κουβζντα δφο γυναικϊν ςτθν πίςω μου κζςθ. Με επιφωνιματα οίκτου κι αναςτεναγμοφσ ελεεινολογοφςαν κοινι γνωςτι τουσ, προφανϊσ ςυνομιλικι τουσ, γζννθμα κρζμμα Ακθναία, παλιά μάλιςτα Κολονακιϊτιςςα, που είχε αυτοεξοριςτεί και ηοφςε «ηωι χαριςάμενθ», κατά τουσ ιςχυριςμοφσ τθσ, ςε κατςικοχϊρι άνευ κατςικιϊν, ακόμθ και μετά τθν αναχϊρθςθ για «τόπουσ χλοεροφσ» των τελευταίων τριϊν ντόπιων. Ιταν βζβαιεσ πωσ μια ανϊδυνθ λόξα είχε πια

Page 14: Όμορφη Ζωή!

14

εξελιχκεί ςε παραφροςφνθ, αφοφ θ ερθμίτιςςα επζμενε να ηει ολομόναχθ, με ςυντροφιά δυο λυκόςκυλα ςνομπάροντασ επιδεικτικά τθν πρωτεφουςα. Φρικιοφςαν για το τι τθσ επεφφλαςςε το εγγφσ μζλλον κι αντιπαρζκεταν ςαρκαςτικά τθν απουςία μζριμνασ για τον εαυτό τθσ με τθ ζγνοια τθσ για τα ςκυλιά. Φρόντιηε πάντα να τουσ ζχει αρκετζσ λεκάνεσ γεμάτεσ νερό, ϊςτε, αν εκείνθ ζφευγε από τθ ηωι, να μθν υπζφεραν από δίψα. Οι ίδιεσ δεν το κουνοφςαν ροφπι από τθν Αττικι. Κορόιδα ιταν; Εδϊ βρίςκονταν όλα τα νοςοκομεία, οι καλοί γιατροί και -αχρείαςτεσ να’ ταν- οι μονάδεσ εντατικισ κεραπείασ, ανεπαρκείσ βζβαια για τόςθ ηιτθςθ -οι Αλβανοί ωσ κι από κει εκτοπίηουν τουσ γθγενείσ- αλλά ευτυχϊσ με φακελάκι και «βφςμα», όλο και κάτι βρίςκεται. Λιγουρεφονταν το άδειο κρεβάτι τθσ Εντατικισ! Οφτε νυφικό κρεβάτι να’ ταν! Δεν άντεξα να μθ γυρίςω να τισ κοιτάξω. Ιταν δυο τυπικζσ εξθντάρεσ, με κατάξανκο μαλλί, φρεςκοχτενιςμζνο ςτο κομμωτιριο, χοντρά γυαλιά, μαραμζνα μάγουλα πθγμζνα ςτο ρουη, χείλθ ςφιγμζνα, εγωκεντρικά, ζντονα κόκκινα. Με τίποτε δεν ικελα να καταλιξω ςαν κι αυτζσ. Εγϊ προτιμοφςα τθ λοξι ερθμίτιςςα…

Θ ιςτορία του λεωφορείου ςαν να δοφλευε μζςα μου, ςαν να με προετοίμαηε ς’ ανφποπτο χρόνο για τα μελλοφμενα… Μετά ιρκαν οι ατυχίεσ και, ςαν αινιγματικι αντίςτιξθ, θ κλθρονομιά ενόσ ερειπωμζνου αγροτόςπιτου…

Τι ιξερα ςτα ςαράντα μου από βουνά, χωριά και δζντρα; Κάτι ελάχιςτα και επιφανειακά. Εκδρομοφλεσ ςτθν Ράρνθκα, ςτον Ραρναςςό, ςτο Ριλιο ταβερνοφλεσ με λουκάνικα, διακοςμθτικζσ γκλίτςεσ και υφαντά κατςίκια που ξάφνου ξεπετιοφνται μπροςτά από το αυτοκίνθτο κυκλάμινα που βιάηονται να μαρακοφν. Πμωσ ςτθν κρφπτθ των παιδικϊν χρόνων υπιρχε ςαν μιςοξεχαςμζνο όνειρο θ ορεινι κωμόπολθ τθσ βροχισ και του χιονιοφ, του παιγνιδιοφ παντόσ καιροφ, των ξαναμμζνων μάγουλων, τθσ φυςικισ ηωισ.

Το βράδυ τθσ μεγάλθσ απόφαςθσ, κυμάμαι, κοιμικθκα ςαν πουλάκι και το πρωί ξφπνθςα με μια ενεργθτικότθτα και καλι διάκεςθ που νόμιηα πωσ είχα χάςει για πάντα. Οι λιγοςτοί ςυγγενείσ κι οι φίλεσ φρίκαραν με τθν απόφαςι μου. Κάποιοι πάντωσ ιταν επιεικείσ μαηί μου. Μετά από όςα είχα τραβιξει ιταν αναμενόμενο... Υπονοοφςαν ότι ιταν αναμενόμενο να ςαλτάρω, άφθναν όμωσ από λεπτότθτα τθ φράςθ ατελείωτθ. Μου ςυνιςτοφςαν να κάνω λίγθ υπομονι, μπορεί και ν’ άλλαηα γνϊμθ.

Ζκανα όςθ υπομονι μου χρειαηόταν για να τακτοποιιςω τισ εκκρεμότθτζσ μου κι ζριξα μαφρθ πζτρα πίςω μου..

Page 15: Όμορφη Ζωή!

15

Δυνάμωςα εδϊ επάνω… Τότε ιρκεσ εςφ, άντρα μου. Ακόμθ κι αν φφγεισ, δε κα με ςυντρίψεισ.

Εφχομαι να μείνεισ για πάντα!.. Απρίλθσ ιταν, μουντόσ όμωσ, βραδυποροφςε θ άνοιξθ, όλο

καπρίτςια και πιςωγυρίςματα εκείνθ τθ χρονιά. Κι εγϊ ξεκίνθςα μια Δευτζρα να’ ρκω εδϊ πάνω ν’ αλλάξω τθ ηωι μου ςαν να’ τανε τριμμζνο πανωφόρι, που τα παλιά χρόνια τθσ ζνδειασ θ μοδίςτρα κα το γφριηε το μζςα ζξω, για να δείχνει καινοφριο. Κακϊσ το δελτίο καιροφ τθσ τθλεόραςθσ απειλοφςε με βροχι και πτϊςθ κερμοκραςίασ, δεχόμουν ςυμβουλζσ να αναβάλω το ταξίδι. Τισ αγνόθςα φυςικά. Θ απόφαςι μου ιταν αμετακίνθτθ, τα υπάρχοντά μου ιδθ φορτωμζνα ςτο Σεατάκι. Θ Λάρα, κουταβάκι τότε, κα’ παιρνε τθ κζςθ του ςυνοδθγοφ πλάι μου.

Με είχε πάρει ςτο κατόπι πριν μια εβδομάδα και δεν τθν απόδιωξα, όπωσ ζκανα πάντα με άλλα αδζςποτα, όχι μόνο γιατί μαγεφτθκα με τα ανκρϊπινα μάτια τθσ, αλλά κι επειδι κα ηοφςαμε ςτθν εξοχι. Απεχκάνομαι τθν ιδζα να ανακουφίηω τθ μοναξιά μου με τθ ςυντροφιά ενόσ ηϊου, ζγκλειςτου ςε διαμζριςμα.

Με ρυκμό χελϊνασ βγικαμε από τθν Ακινα. Σφντομα ζνα ψιλόβροχο κάμπωνε τα τηάμια μου, όμωσ άφθνε ανεπθρζαςτθ τθν καλι μου διάκεςθ. Χρόνια είχα να νιϊςω τόςο ηωντανι και κεφάτθ. Ξεκινοφςα για τθ μεγάλθ περιπζτεια, όλο περιζργεια για το τι κα ςυναντοφςα, και με τθν μυςτθριϊδθ πεποίκθςθ πωσ τίποτε δε κα με πτοοφςε.

Θ βροχι δυνάμωςε μετά τον Λςκμό τθσ Κορίνκου, αλλά θ κίνθςθ μειϊκθκε πολφ, θ οδιγθςθ ζγινε απόλαυςθ, ακόμθ και μ’ ζνα ςαράβαλο ςαν το δικό μου. Θ Λάρα είχε μιςοβγάλει το κεφάλι από το παράκυρο κι αγνάντευε τα πζριξ με αδιάπτωτο ενδιαφζρον. Εγϊ τραγουδοφςα. Κεζ μου, αιϊνεσ είχα να κάνω κάτι τζτοιο!

Στθ Νεςτάνθ ζςτριψα δεξιά, για να πάρω το δρόμο, που ςφμφωνα με το χάρτθ, κα μ’ ζφερνε ςτο Αγνάντιο. Ορεινόσ ο δρόμοσ, όλο ςτροφζσ, και το Μαίναλο παραδομζνο ςε μια περιπλανϊμενθ ομίχλθ, που ζβαηε ςε δοκιμαςία τθν όραςθ και τα νεφρα μου. Ιρκαν ηόρικεσ ςτιγμζσ που δεν ζβλεπα οφτε τθ μφτθ μου, αλλά θ θρεμία τθσ Λάρασ ιταν μεταδοτικι.

Χωριά ςχεδόν ζρθμα, χωριά που κάποτε ιταν ηωντανά και δουλευτάρικα. Πμωσ ιταν γνωςτό πωσ οι νζοι είχαν προ πολλοφ φφγει, όςοι απόμεναν δεν βρίςκανε κοπζλα να παντρευτοφν, οι γεννιςεισ ςπάνιεσ, τα ςχολεία βουβά κι αν κάποιο ακόμθ λειτουργοφςε ιταν γιατί μάηευε μακθτζσ από γφρω χωριά. Μελαγχολία και μοιρολατρία

Page 16: Όμορφη Ζωή!

16

ανζδιδαν οι ξεκωριαςμζνεσ φιγοφρεσ των λιγοςτϊν γερόντων πίςω από τα καμπά τηάμια των καφενείων που κάπνιηαν ςαν γαντηωμζνοι από το τςιγάρο τουσ. Τα ςπίτια ιταν κατάκλειςτα, όμωσ πολλά είχαν καινοφριεσ ςτζγεσ, προφανϊσ ιταν κερινζσ κατοικίεσ.

Με πονοφςε θ εγκατάλειψθ, με πότιηε ςαν ψιλόβροχο. Θ καλι μου διάκεςθ είχε εξατμιςτεί. Ροφ πιγαινα; Σε τι ερθμιζσ; Ρϊσ κα ηοφςα

Πταν επιτζλουσ διάβαςα τ’ όνομα Αγνάντιο ςτθν πινακίδα που ζμοιαηε μετζωρθ ςτθν καταχνιά, θ καρδιά μου ςφίχτθκε. Ρροχϊρθςα ανάμεςα ςτα πρϊτα ςπίτια. Εριμωςθ. Χαλάςματα. Βουβαμάρα. Ράρκαρα και βγικα ζξω τρζμοντασ, όχι μόνο από το κρφο. Ωσ κι θ Λάρα ζδειχνε καταπτοθμζνθ. Κάκιςα τον εαυτό μου για επιπολαιότθτα. Σουροφπωνε… Ροφ ςτθν ευχι κα περνοφςα τθ νφχτα μου;

Βιματα ι μάλλον ποδοβολθτό. Θ Λάρα τεντϊνει τ’ αυτιά τθσ, θ ςτάςθ τθσ όλο ζνταςθ. Ζνα αγόρι ξεςκίηει τθν ομίχλθ, ζρχεται τρεχάτο προσ εμάσ. Μόλισ με διακρίνει, πετρϊνει ςαν να’ χει πζςει ςε Αρειανι. Φοβάμαι μιπωσ κάνει μεταβολι και το βάλει ςτα πόδια, πριν προλάβω να του μιλιςω. Του γνζφω να πλθςιάςει. Διςτακτικά ηυγϊνει. Είναι όμορφο αγόρι, με κοντοκουρεμζνο μαλλί και κόκκινα μάγουλα. Μου ανταποδίδει ντροπαλά το χαμόγελο ςφίγγοντασ αμιχανα τα χζρια. Ξεκαρρεφει όταν θ Λάρα τοφ κουνάει φιλικά τθν ουρά και τον αφινει να τθ χαϊδζψει. Επωφελοφμαι για να του πιάςω κουβζντα. Μόλισ ςχόλαςε, πράγματι μια ςχολικι τςάντα κρζμεται απ’ τουσ ϊμουσ του, και γυρίηει ςπίτι του. Κατενκουςιάηομαι. Εκεί όπου υπάρχει ςχολείο, γιατί να μθν υπάρχει και ξενϊνασ; Ξενϊνασ δεν υπάρχει και το ςχολείο δεν είναι ςχολείο. Είναι το ςπίτι τθσ δαςκάλασ. Ζχει τζςςερισ μακθτζσ. Ρζρυςι ιταν ζξι, αλλά οι δφο φφγανε για αλλοφ. Πταν του χρόνου κα πάει και θ αδελφι του ςτο ςχολείο κα είναι πζντε και με τθ δαςκάλα ζξι. Είναι αρκετά ομιλθτικόσ, όταν όμωσ ρωτϊ τ’ όνομά του, κατεβάηει το κεφάλι και καρφϊνει τα μάτια ςτα λαςπωμζνα ςπορτζξ του. Καταλαβαίνω, ζχω ξαναδεί τθν εικόνα. Δεν είναι από δω; Ραίρνει αμζςωσ φωτιά. Από δω είναι! Ζλλθνασ !Τον λζνε Σάλι, αλλά κα βαφτιςτεί και κα τον λζνε Βαςίλθ. Μόνο οι γονείσ του είναι από τθν Αλβανία…

Οι άλλοι τρεισ ςυμμακθτζσ του ζχουν επίςθσ γονείσ από τθν Αλβανία; Συγκατανεφει ανόρεχτα. Ρροςκζτει πωσ κι οι τρεισ τουσ είναι αδζλφια.

Και πϊσ δεν πιγανε οι γονείσ του ςε καμιά μεγάλθ πόλθ; Υπάρχουν εδϊ πζρα δουλειζσ; Ου, πολλζσ! Βόςκουν κατςίκια, φροντίηουν ςπίτια και χωράφια. Θ μάνα του κοιτάηει και μια γριοφλα, που τα παιδιά τθσ μζνουν ςτθν Ακινα, αλλά αυτι με τίποτε δε κζλει να πάει, τθ ηαλίηουν τ’ αυτοκίνθτα.

Page 17: Όμορφη Ζωή!

17

Ρϊσ! Εγϊ ζχω ζρκει από τθν Ακινα! Γουρλϊνει τα μάτια από καυμαςμό ο μικρόσ. Πταν μεγαλϊςει, κα βρει δουλειά εκεί, ςιγά μθν κάτςει ςτο χωριό να βόςκει γίδια! Θ φωνι του είναι αποφαςιςτικι, το βλζμμα του προκλθτικό και μου κυμίηει το παιδί που ιμουν κάποτε και τθν αγωνία μου να δραπετεφςω από τθ μικρι μου κωμόπολθ.

Μιπωσ υπάρχει καμιά ταβζρνα εδϊ πζρα; Υπάρχει. Τθσ Κατερίνασ. Κα με πάει αυτόσ κι ζχει κιόλασ ςτρογγυλοκακίςει ςτο αυτοκίνθτο, ςτθ κζςθ τθσ Λάρασ που απρόκυμα πθγαίνει πίςω. Σταματάμε ςε μια πλατειοφλα με γυμνά πλατάνια που οι κορυφζσ τουσ χάνονται ςτθν ομίχλθ. Να κι θ ταβζρνα, πετρόχτιςτθ, με κεντθτά κουρτινάκια ςτα παράκυρα και καμινάδα που καπνίηει. Απζναντι υψϊνεται ςε ψθλό βάκρο το άγαλμα ενόσ βλοςυροφ φουςτανελά. Ρριν προλάβω να το ευχαριςτιςω, το αγόρι ζχει κιόλασ εξαφανιςτεί τρζχοντασ.

Μια γλυκιά καλπωρι με καλωςορίηει, μόλισ πατϊ το πόδι μου μζςα. Στο τηάκι τριηοβολά ηωθρι φωτιά και ςπεφδω κοντά να ηεςτάνω τα κοκαλάκια μου. Θ ταβερνιάριςςα άφαντθ, πελάτθσ οφτε για δείγμα, δεξιά κι αριςτερά από το τηάκι, ανάμεςα ςε ςπακιά και γιαταγάνια, κορνιηαριςμζνεσ φωτογραφίεσ από κεατρικζσ παραςτάςεισ: «Οιδίπουσ Τφραννοσ», «Τρωάδεσ», «Βαςιλιάσ Λθρ», «Ο κφκλοσ με τθν κιμωλία». Ζχω ξαφνικά τθν εντφπωςθ πωσ επιςτρζφω ςτθν εποχι των παραμυκιϊν, τότε που πφργοι ξεφφτρωναν από το πουκενά κι θ μάγιςςα μεταμόρφωνε τθν κολοκφκα ςε πολυτελι άμαξα.

Και να ςου ξεπροβάλλει θ μάγιςςα από το πορτάκι ςτο βάκοσ απ’ όπου ζρχεται κι ευωδιά φαςουλάδασ! Ζχει μακριά, κατάμαυρα μαλλιά, τεράςτιουσ κρίκουσ ςτ’ αυτιά, πολφχρωμεσ χάντρεσ ςτο λαιμό και χρυςά βραχιόλια ςτουσ καρποφσ. Αντί για κολοκφκα κρατά δυο μεγάλα κοφτςουρα για το τηάκι. Ραρά το φορτίο τθσ περπατάει ςτθτι, με πεταχτό βιμα και μια χάρθ, κάπωσ παράταιρθ ς’ εκείνθ τθν ερθμιά. Σπεφδω να τθν ξεφορτϊςω κι αυτι με ςφίγγει ςτθν αγκαλιά τθσ και μου ςκάει δυο φιλιά ςτα μάγουλα. Μζνω ζκκαμβθ. Τζτοια κερμι υποδοχι δεν τθν περίμενα, χαρά με κατακλφηει.

Με παρατά, τρζχει ςτθν κουηίνα κι επιςτρζφει φουριόηα μ’ ζνα καραφάκι οφηο, δυο ποτθράκια και ηεςτά τυροπιτάκια. Κζραςμα, λζει, ίςα ίςα να ηεςτακϊ λιγάκι κι οφτε καν με ρωτά πϊσ βρζκθκα ουρανοκατζβατθ εκεί πζρα. Από κοντά δε δείχνει και πολφ νζα. Τα’ χει κι αυτι τα χρονάκια τθσ. Τα φανερϊνουν οι ρυτίδεσ γφρω από τα μάτια, τα βακιά δαχτυλίδια του λαιμοφ, οι κατάλευκεσ ρίηεσ των βαμμζνων μαλλιϊν. Τα μάτια τθσ όμωσ ζχουν φωτιά. Και μαηί ςοφία. Αγζραςτα μάτια!

Page 18: Όμορφη Ζωή!

18

Τθσ εξιγθςα πάνω κάτω τι με είχε φζρει ςτο χωριό. Και βζβαια ιξερε τθν κλθρονομιά μου, το ςπίτι τθσ κείασ μου, τθσ Λαμπρινισ Καρατςϊλθ που ποτζ μου δεν είχα δει. Ιταν μιςοερειπωμζνο, χρόνια ακατοίκθτο, οφτε για αςτείο να μείνω εκεί! Κα με φιλοξενοφςε μζχρι να φτιαχτεί. Από πάνω ιταν το ςπίτι τθσ. Πχι! Ενοίκιο δε κα δεχότανε για ζνα δωματιάκι. Το πολφ πολφ να τθ βοθκοφςα λιγάκι ςτθν ταβζρνα.

Μιλοφςε, χειρονομοφςε, γελοφςε και τα κρεμαςτά τθσ ςκουλαρίκια πιγαιναν πζρα δϊκε χορεφοντασ. Τα είχα απολφτωσ χαμζνα. Δεν ζβριςκα λόγια να τθσ εκφράςω τθν ευγνωμοςφνθ μου, μου φαινόταν πωσ όλα είχαν ςυμβεί για ν’ ανταμϊςω ς’ εκείνο το ομιχλιαςμζνο βουνό αυτιν τθν πλθκωρικι γυναίκα με τθν φκαρμζνθ ομορφιά και τθν τραγουδιςτι φωνι. Μ’ ζκαιγε θ περιζργεια να μάκω πϊσ είχε βρεκεί εκεί πάνω, αποκλείεται να ιταν ντόπια, το κακετί επάνω τθσ μαρτυροφςε μια άλλθ ηωι. Δε χρειάςτθκε να τθ ρωτιςω. Θ Κατερίνα ανυπομονοφςε να μου ανοίξει τθν καρδιά τθσ.

Ιταν θκοποιόσ, ζνα διάςτθμα είχε μάλιςτα παίξει και ςτο Εκνικό. Μςωσ δεν είχε ςπουδαίο ταλζντο, ίςωσ δεν ιταν τυχερι, ποτζ τθσ πάντωσ δεν κατάφερε να πάρει ρόλο τθσ προκοπισ, να ξεχωρίςει. Πλο μικρορολάκια κι αυτά με χίλια βάςανα. Μια ςυνεχισ αγωνία θ ηωι τθσ μιπωσ βρεκεί ζξω απ’ το παιγνίδι. Και θ τζχνθ τθσ, παγιδευμζνθ μζςα ςε ςχζδια επί ςχεδίων για το πϊσ κα οργανϊςει τισ δθμόςιεσ ςχζςεισ τθσ, πϊσ κα πλθςιάςει ανκρϊπουσ του χϊρου, των μζςων μαηικισ ενθμζρωςθσ, αλλά και τθσ πολιτικισ. Δεν μπορεί ο άςχετοσ να φανταςτεί από πόςα φαινομενικά ετερογενι ςτοιχεία αποτελοφνται τα λεγόμενα κυκλϊματα, πϊσ το ζνα παραπζμπει ςτο άλλο, μζχρι να ζρκει το τθλεφϊνθμα που κα ανοίξει κάποια πόρτα. Αλλά για να ςυμβεί αυτό, αν κάποτε ςυμβεί, πρζπει να μθν εφθςυχάηεισ. Ροτζ! Ράντα τα μάτια ορκάνοιχτα, τ’ αυτιά τεντωμζνα, πάντα ςε ετοιμότθτα. Γλειψίματα, αδιάκοπα κουνιματα τθσ ουράσ, ςυςτθματικι παρουςία ςε γελοία πάρτι, ει δυνατόν με τισ κάμερεσ παροφςεσ, αγϊνασ για να μπει θ φωτογραφία ςου ςε κανζνα περιοδικό life style, απ’ αυτά που αναρωτιζςαι ποιοσ τελοςπάντων τ’ αγοράηει. Και πόςεσ φορζσ δεν είςαι υποχρεωμζνθ να πζςεισ ςτο κρεβάτι, να ψευτοβογκιξεισ ςτθν αγκαλιά κάποιου με επιρροι με τθν ελπίδα να ξενερίςεισ. Το ςεξ ζχει ςυχνά τθν πρωτοκακεδρία ςτισ δθμόςιεσ ςχζςεισ.

Ραραηοριηόταν μ’ όλα αυτά θ Κατερίνα, ζχαςε τον φπνο τθσ, ζπακε ζλκοσ ςτομάχου, ϊςπου μια μζρα, ςιχάκθκε, τα ςιχτίριςε όλα κι ιρκε εδϊ πάνω να ξεχάςει το ςινάφι και τα πάντα. Δεν πιρε ξαφνικά τθν απόφαςθ. Τθν κλωςοφςε χρόνια, από τότε που είχε περάςει τυχαία από το Αγνάντιο με μια παρζα. Ιταν και ο πρϊθν τθσ μαηί. Μαγεία το χωριό

Page 19: Όμορφη Ζωή!

19

κι άνοιξθ κανονικι, όχι ςαν τθν κατουρλιάρα τθ φετινι. Τουσ είχε κόψει θ πείνα, ψάχνανε για κανζνα ταβερνάκι. Μάταια. Τότε κάποιοσ τθσ παρζασ είπε πωσ αν αποφάςιηε να παρατιςει το κζατρο, κ’ ανζβαινε εδϊ πάνω να κάνει τον ταβερνιάρθ. Πλο και κα του τφχαινε κανζνασ πειναςμζνοσ.

Δζκα χρόνια αργότερα ξαναβρζκθκε εδϊ πάνω, όχι και τόςο τυχαία αυτι τθ φορά, κι ζπεςε επάνω ςτο ξεκωριαςμζνο πωλθτιριο ενόσ ςπιτιοφ ςτθν πλατεία του χωριοφ. Είχε κάποια χριματα. Τ’ αγόραςε. Ράμφκθνο.

Ζτςι θ Κατερίνα ζκανε ταβζρνα τον ιςόγειο παλιό ςτάβλο, τον επάνω όροφο ςπίτι τθσ, κι εγκαταςτάκθκε ςτο Αγνάντιο. Δεν το’ χε αποφαςίςει να μείνει για πάντα, όμωσ ο καιρόσ περνοφςε και δεν τθσ ζκανε καρδιά να το κουνιςει. Και το πιο απίςτευτο! Δεχότανε, τον πρϊτο τουλάχιςτον καιρό, τόςεσ προτάςεισ για να παίξει ςτο κζατρο, όςεσ δεν είχε δεχτεί όλα εκείνα τα χρόνια που τισ κυνθγοφςε!

«Ζτςι είναι θ ηωι, Αννοφλα», ςυμπζρανε θ Κατερίνα. «Ραλαβιάρα. Κι εγϊ είμαι παλαβιάρα. Ριςτεφω πωσ ζτςι και φφγω από δω, κα βουρκϊςουν τα βουνά και κα ςτερζψουν οι βρυςοφλεσ, όπωσ λζνε τα δθμοτικά τραγοφδια!..» Ξζςπαςε ςε γζλια, άτςαλα γζλια, αυτοςαρκαςτικά.

«Δεν ξζρω για τα βουνά και τισ βρυςοφλεσ, αλλά εγϊ αν δεν ερχόμουν ςτθν ταβζρνα ςου, αν δε ςε γνϊριηα, δεν ξζρω τι κα ζκανα, Κατερίνα…» είπα.

«Σιγά μθ βάλεισ τα κλάματα τϊρα, Άννα… Δεν είμαι δα κι ο μόνοσ άνκρωποσ εδϊ πζρα!... Θ αλικεια είναι βζβαια πωσ ζχω γίνει ζνα με το χωριό. Πταν καμιά φορά κατεβαίνω ςτθν Ακινα, εκτόσ που δυςκολεφομαι ν’ αναςάνω, βαριζμαι. Εδϊ οι μζρεσ, κα το δεισ κι εςφ αν τελικά μείνεισ, γλιςτράνε ςαν νεράκι. Ασ μοιάηουν μονότονεσ. Πλο κάτι νζο φζρνουν, ίςωσ επειδι ζχουμε χρόνο να παρατθροφμε το κακετί…»

Τθ φιλοςοφικι τθσ διάκεςθ διζκοψε θ εμφάνιςθ ενόσ γεροδεμζνου, μάλλον κοντοφ και κατςοφφθ νζου με κοντομάνικο μπλουηάκι και ςαγιονάρεσ. «Σου μάηεψα ςαλιγκάρια», είπε ανόρεχτα κι ακοφμπθςε ςτο τραπεηάκι μασ ζνα καλάκι με ηωντανά ςαλιγκάρια. Για τθν κατςαρόλα προορίηονταν και τα καταλυπικθκα.

Ο νεαρόσ ιταν ο Νίκοσ, δεξί τθσ χζρι κι όχι μόνο...Ο Νίκοσ χαμογζλαςε ηοριςμζνα με το υπονοοφμενο, μου’ ςφιξε άγαρμπα το χζρι κι εξαφανίςτθκε ςτθν κουηίνα μαηί με τα άτυχα ςαλιγκάρια.

«Καλό παιδί!... Άξιο και δυνατό. Χρειάηομαι βοικεια, ζναν άντρα, αλλιϊσ τα πράγματα είναι λιγάκι δφςκολα...» Θ Κατερίνα κόμπιαςε κι ζριξε πίςω τα μαλλιά τθσ. «Δεν ςκόπευα ν’ αρχίςω ερωτοδουλειζσ, ζχει

Page 20: Όμορφη Ζωή!

20

τα μιςά μου χρόνια και βάλε, αλλά προζκυψε. Αγαπθκικαμε...» Χαμογζλαςε μ’ ζνα πικρό χαμόγελο που δεν ταίριαηε ςτα ηουμερά, βαμμζνα κόκκινα χείλθ τθσ. «Κα φφγει κάποτε. Ρρζπει να φφγει... Το ξζρω. Πμωσ γιατί ν’ αρνθκϊ αυτό το δϊρο τθσ ηωισ; Για να μθν πονζςω μετά; Είναι λογικό αυτό;»

Δε με κοίταηε, ςαν να με είχε ξεχάςει, ςαν να μονολογοφςε. Πταν ζςτρεψε το βλζμμα τθσ επάνω μου, θ κλίψθ του με τάραξε. Πμωσ τθν άλλθ κιόλασ ςτιγμι θ Κατερίνα γελοφςε μ’ ζνα άγριο γζλιο.

«Δάγκωςε το μιλο όςο το κρατάσ ςτο χζρι, γιατί ςε λίγο κα’ χει ςαπίςει ι κα ςου ζχουν πζςει τα δόντια, αυτι είναι θ φιλοςοφία μου».

Μουρμοφριςα -κι ιμουν ειλικρινισ- πωσ ιταν πολφ όμορφθ και κα ιταν για πολλά χρόνια ακόμθ.

«Ρϊσ όμωσ κα καταλάβω ότι γζραςα; Εννοϊ εγκαίρωσ. Ρριν το δω ςτα μάτια του, Αννοφλα;..»

Το τρίξιμο τθσ πόρτασ μ’ ζβγαλε από τθν αμθχανία μιασ απάντθςθσ Στο άνοιγμα ςτεκόταν ζνα μεςόκοπο ηευγάρι Θ γυναίκα φοροφςε ζνα αρχαίο παλτό κι ζνα πανάρχαιο καπελάκι και ςτθριηόταν βαριά επάνω ς’ ζναν μικρόςωμο άντρα με αςτεία, φαρδιά καμπαρτίνα και τραγιάςκα ςτθν κορφι του κεφαλιοφ. «Καλϊσ τθν Ζφθ και το Σταφρο!» ξεφϊνθςε παραλθρϊντασ από ενκουςιαςμό θ Κατερίνα κι ζτρεξε να τουσ φζρει ςτο τραπζηι. Άπλωςα το χζρι μου να ςφίξω το χζρι τθσ Ζφθσ, όμωσ εκείνθ δεν ζκανε τθν παραμικρι κίνθςθ, μ’ όλθ τθν εγκαρδιότθτά τθσ. Κατάλαβα ότι, παρά τα γυαλιά τθσ με τουσ χοντροφσ φακοφσ, δεν είχε δει το χζρι μου. Αργότερα μου εξιγθςε ότι ζβλεπε πολφ αμυδρά -κι αυτό μόνο με δυνατό φωσ- εξαιτίασ τθσ αποκόλλθςθσ του φακοφ των ματιϊν τθσ. Τρείσ εγχειριςεισ είχε υποςτεί με αποτζλεςμα να είναι μιςότυφλθ.

Είχε μια ηεςτι, πλοφςια φωνι, που ς’ ζκανε να ξεχνάσ τθν αςκιμια τθσ. Μιλοφςε για πράγματα μάλλον αςιμαντα, για το γλυκό που είχε φτιάξει με τθ βοικεια του άντρα τθσ, για τθ γάτα τθσ που είχε γεννιςει τζςςερα γατάκια, για τον ανιψιό που τθσ είχε τθλεφωνιςει, μα είχε το χάριςμα να τα κάνει ν’ ακοφγονται ενδιαφζροντα. Ο άντρασ τθσ τθν κοίταηε με καμάρι και κάτι ςαν ηιλια με τςίμπθςε.

Πταν ζμακε πωσ ςκόπευα να μείνω ςτο χωριό είπε ςε τόνο που δε ςικωνε αντίρρθςθ: «Κα μείνει μαηί μασ, Σταφρο, θ Άννα μζχρι να φτιαχτεί το ςπίτι τθσ!». Θ αντίρρθςθ ιρκε από τθ μεριά τθσ Κατερίνασ. Ιμουν δικι τθσ φιλοξενοφμενθ. Τελεία και παφλα! Θ Ζφθ όμωσ επζμενε με παιδικό πείςμα να με πάρει εκείνθ. Για φαντάςου, καλζ μου! Μια πρϊθν θκοποιόσ και μια μιςότυφλθ να τςακϊνονται για το ποια κα φιλοξενοφςε μια γυναίκα που μόλισ είχαν γνωρίςει και δεν ξζρανε τίποτε για το παρελκόν τθσ! Εγϊ θ ξεριηωμζνθ κι θ ανζςτια ιμουν το

Page 21: Όμορφη Ζωή!

21

μιλον τθσ ζριδοσ! Δεν άντεξα. Κάτι ζλιωςε μζςα μου και μ’ ζπιαςαν τα κλάματα. Μάταια προςπακοφςα να ςυγκρατθκϊ, τα δάκρυά μου τρζχανε δίχωσ να λογαριάηουν τθ κζλθςθ και τθ ντροπι μου. Οφτε κατάλαβα πϊσ βρζκθκα ςτθν αγκαλιά τθσ Ζφθσ…

Με ςυνζφερε το άρωμα τθσ φαςολάδασ. Ζνα ξζχειλο πιάτο με μπόλικο ςζλινο άχνιηε μπροςτά μου κι εγϊ πεινοφςα ςαν λφκαινα. Σου τ’ ορκίηομαι, Ορζςτθ, πιο νόςτιμο φαί ςτθ ηωι μου δεν ζχω ξαναφάει κι ασ ζχω ςτο παρελκόν επιςκεφτεί πανάκριβα εςτιατόρια. Αλλά και τι κραςί! Κάκε γουλιά του με κζρμαινε και με εφφραινε και δεν εννοϊ μόνο ςωματικά. Δικό ςου πρζπει να ιταν… Το’ πινα και δεν ιξερα ακόμθ πϊσ ιταν τα χζρια ςου, τα μάτια ςου. Θ αγκαλιά ςου…

Γλυκόπιοτο το κραςί ςου ςτυφίηει κάπωσ ςτο τζλοσ, όπωσ ςτυφίηει κι θ απουςία ςου, κι όχι μόνο όταν λείπεισ. Είναι ςτιγμζσ που, μεσ ςτο ςπίτι μου, μεσ ςτο κρεβάτι μασ, απουςιάηεισ και κατοικείσ αλλοφ…

Θ Κατερίνα ιταν απαςχολθμζνθ να ςερβίρει μια παρζα από φαςαριόηουσ, ηωθροφσ νζουσ. Ιταν βοςκοί, με πλθροφόρθςε ο Σταφροσ, κι εγϊ ξαφνιάςτθκα, γιατί ςτθν παρωχθμζνθ φανταςία μου οι βοςκοί φοροφςαν κάπεσ και κρατοφςαν γκλίτςεσ. Αυτοί φοροφςαν μπουφάν και κρατοφςαν κομπολόγια. Τακτικοί πελάτεσ, ςυντθροφςανε ουςιαςτικά τθν ταβζρνα, μιασ και ιταν όλοι τουσ ανφπαντροι. Ροφ να ζβριςκαν οι καθμζνοι εκεί πάνω ςφηυγο; Δεν ζχει μείνει οφτε για δείγμα κοπζλα τθσ παντρειάσ. Πλεσ κάνουν ςαν παλαβζσ να κατεβοφν ςτισ πόλεισ να πιάςουν δουλειά ςε κανζνα μαγαηί, ςε κανζνα γραφείο, να βρουν και γαμπρό ανάλογο. Κι αυτοί βολεφονται με τισ αλλοδαπζσ ςτα ςκυλάδικα. Ζνα ςωρό παράγκεσ ζχουν ξεφυτρϊςει ςτθ μζςθ του πουκενά κι απ’ ζξω τα βράδια, ειδικά τα ςαββατόβραδα, τα αγροτικά αυτοκίνθτα ςχθματίηουν ουρζσ. Ζχουν προκφψει και δυο τρεισ γάμοι με ςκυλοφδεσ, αλλά κανείσ δε ςτζριωςε.

Ενϊ θ Κατερίνα εξυπθρετοφςε ςβζλτα τουσ βοςκοφσ τθσ, δεν παρζλειπε να μου ςτζλνει χαμόγελα ςαν να απολογιόταν που δεν ιταν μαηί μου. Καμιά φορά μασ πλθςίαηε κλεφτά και τςοφγκριηε το ποτιρι τθσ ςτα πεταχτά με τα δικά μασ, μζχρι που ξεκεωμζνθ κι αςκμαίνουςα, ξανακάκιςε, μιασ κι οι βοςκοί μοιάηανε χορτάτοι κι ιρεμοι. Μου εξιγθςε ότι θ καθμζνθ θ Ευδοκία -θ βοθκόσ τθσ- ιταν ακόμθ κρεβατωμζνθ με γρίπθ κι ο Νίκοσ δεν εννοοφςε να αςχολθκεί με ςερβίριςμα. Είχε τθν ψωροπερθφάνια του.

Δεν πρόλαβε να αποτελειϊςει το ποτιρι τθσ κι θ αντροπαρζα τθν κάλεςε με απαιτθτικζσ αγριοφωνάρεσ να πιει μαηί τουσ. Θ Κατερίνα, μ’ ζναν βακφ αναςτεναγμό, αλλά και λιγάκι κολακευμζνθ, τουσ ζγνεψε πωσ

Page 22: Όμορφη Ζωή!

22

ζρχεται. Δεν κ’ αργοφςε, μασ παρθγόρθςε. Ζνα ποτθράκι μόνο… Θ Ζφθ είχε ςοβαρζσ αμφιβολίεσ. Σιγά μθν τθ γλίτωνε τόςο φτθνά θ Κατερίνα! Ρρόβλεπε γερό ξενφχτι και κραςοκατάνυξθ. Και μ’ εμζνα τι κα γινόταν; Κα περίμενα ν’ αδειάςουν τθ γωνιά οι λεβζντεσ για να αναπαφςω το ταλαίπωρο κορμάκι μου; Μετά ιταν κι θ άρρωςτθ Ευδοκία. Αν με κολλοφςε γρίπθ; Το ςωςτό ιταν ολοφάνερο. Κα’ πρεπε να με φιλοξενοφςε εκείνθ.

Με το ποφ πιρε μια ανάςα θ Κατερίνα και κάκιςε ςτο τραπζηι μασ, θ Ζφθ τθν κεραυνοβόλθςε με τα ςοβαρότατα επιχειριματά τθσ και τθν ανάγκαςε ςε προςωρινι υποχϊρθςθ.

Το άλλο πρωί ξυπνϊντασ ςτθν πεντακάκαρθ καμαροφλα τθσ Ζφθσ κι αντικρίηοντασ από το παράκυρο ανεμπόδιςτο ουρανό και μακρινά βουνά τυλιγμζνα ακόμθ ςτθν καταχνιά ζνιωςα ευλογθμζνθ.

Από τότε τολμϊ πια να αφινομαι ςτο άγνωςτο, ν’ αφινομαι και ς’ εςζνα, καταδικζ μου άγνωςτε, όπωσ αφζκθκε ςτο κρεβάτι τθσ Ζφθσ το ταλαιπωρθμζνο μου κορμί.

Από κείνο το πρωινό, καλζ μου, τολμϊ να το πω, ηω μζςα ς’ ζνα

καφμα ι μάλλον επιςτρζφω ςτον καιρό των καυμάτων. Ζκπλθκτθ και με ευγνωμοςφνθ γεφομαι τθν πρωινι δροςιά ςτα φφλλα, ακόμθ κι όταν δεν υπάρχουν οφτε δροςιά οφτε φφλλα. Δεν υπιρξα ποτζ ιδιαίτερα εφπιςτθ, θ αυτοάμυνα με κωράκιςε με ςκεπτικιςμό, όμωσ περνάνε οι ϊρεσ, οι μζρεσ, οι μινεσ και το καφμα απλϊνεται, ενϊ θ επιφφλαξθ ςυρρικνϊνεται. Ακόμθ και όταν ςιωπϊ, εννοϊ μζςα μου, κάποιοσ ςαν ν’ αφουγκράηεται… Κάποιοσ ςαν να μ’ ακοφει με ευμζνεια. Φτωχζσ οι λζξεισ μου, ζχουν τόςθ ςχζςθ μ’ αυτι τθν αίςκθςθ όςο το φωσ των άςτρων με τα άςτρα. Είναι δυνατόν; αναρωτιζμαι. Είναι, απαντά θ μζςα μου φωνι και γεμίηω γλφκα μζχρι που βουρκϊνω. Ο δρόμοσ άνοιξε. Το αδφνατο γίνεται δυνατό. Θ παράδοςθ είναι χαρά. Είναι δφναμθ. Δεν επιδζχονται ψιλοκοςκίνιςμα τα καφματα. Σε ευλογοφν κι ανοίγουν δρόμο για το επόμενο, ανοίγουν μάτια και ςυνείδθςθ. Μπορεί να ςυνζβαιναν και πριν τθν θρωικι μου ζξοδο από τθν Ακινα, όμωσ δεν τα διζκρινα, όπωσ δε διζκρινα τον ουρανό πίςω από το τςιμζντο, τα άςτρα πζρα από τισ φωτεινζσ διαφθμίςεισ, τθν ευλογία μεσ ςτθν καταςτροφι. Θ ψυχι μου φοροφςε χοντροπάπουτςα, άντρα μου, μθν τθν ξεςκίςουν τ’ αγκάκια και τςαλαπατοφςε όςα τυχόν καφματα φφτρωναν ςτο δρόμο τθσ, μζχρι που ξζςπαςε θ καταιγίδα και ςάρωςε ψευτιζσ κι αυταπάτεσ. Χτυπικθκα, οργίςτθκα, πόνεςα, ζμακα...

Ιμουν εξόριςτθ κι επζςτρεψα. Από το δρόμο τθσ απελπιςίασ. Φαίνεται αυτόσ είναι ο δρόμοσ...

Page 23: Όμορφη Ζωή!

23

Άραγε αν με ςυναντοφςεσ εκεί κάτω, κα με αναγνϊριηεσ, Ορζςτθ; Κι εγϊ; Μςωσ ν’ αναρωτιόμουν φευγαλζα ποιοσ να είςαι, πριν εξαφανιςτείσ ςτο πλικοσ αφινοντασ μου ζνα ερωτθματικό προοριςμζνο να ςβιςει ςφντομα.

Σ’ αφινω να φεφγεισ, για να είςαι ελεφκεροσ να ξανάρχεςαι. Θ λφπθ μου όταν ςε χάνω απ’ τα μάτια μου είναι το τίμθμα για τθ χαρά να ςε ξαναβλζπω. Είναι τυχαίο άραγε που ςχεδόν πάντα βρίςκομαι ςτθν αυλι όταν ζρχεςαι; Ρριν φανερωκείσ, ακοφω τα βιματά ςου, όμωσ κρατιζμαι ςτθ κζςθ μου. Ρλθςιάηεισ, διακρίνω το περίγραμμά ςου. Ραιδεμζνο. Τίποτε το περίςςιο δεν του ζχει απομείνει.

Για τα καφματα λοιπόν ςου’ λεγα, άντρα μου, που μοιάηουν

καταςτροφζσ, για τθν ευλογίεσ που μοιάηουν κατάρεσ και μόνο όταν καταλαγιάςει θ αντάρα βλζπεισ και εννοείσ...

Ασ αρχίςω από τον άγονο γάμο μου… Οι ρωγμζσ του όλο και φάρδαιναν, οι χαριτωμζνεσ διαφωνίεσ των πρϊτων χρόνων είχαν παγιωκεί ςε διαφορετικζσ ςτάςεισ ηωισ, θ ερωτικι ζλξθ είχε ξεπζςει ςε ανιαρι ρουτίνα, θ αδιαφορία ςωρευότανε ςαν ςκόνθ ςε ξεχαςμζνα ζπιπλα. Οι καβγάδεσ όμωσ ςπάνιηαν ανάμεςα ς’ εμζνα και το ςφηυγό μου, βαριόμαςταν. Αποροφςα πϊσ ςτα είκοςί μου με είχε τόςο γοθτεφςει, ϊςτε να παρατιςω για χάρθ του τισ ςπουδζσ μου και να του παραδϊςω τθν ελευκερία μου.

Ο γάμοσ μου απαιτοφςε κατεδάφιςθ, ζκανα μικρομερεμζτια. Κι αυτά ανόρεχτα. Ιμουν βολεμζνθ, γι’ αυτό παράλυτθ. Μζχρι που ςυνζβθ ο ςειςμόσ. Θ άλλθ ιταν χιρα με δυο μικρά παιδιά κι ο άντρασ μου γοθτεφτθκε από τθν προοπτικι να γίνει πατζρασ ζτοιμων παιδιϊν, δίχωσ πλζον να υφίςταται ιατρικζσ εξετάςεισ και μάταιεσ κεραπείεσ για ανεπαρκι γονιμότθτα. Ερωτεφτθκε μια άχρωμθ και άοςμθ γυναίκα και μ’ εκδικικθκε, γιατί ιμουν γόνιμθ κι αυτόσ ςτείροσ. Ροτζ δε κα ξεχάςω με πόςθ ςκλθρότθτα, με πόςθ περθφάνια, μοφ ηιτθςε διαηφγιο! Εγϊ ζχυνα μαφρο δάκρυ, τον παρακαλοφςα να μείνει, ζβαλα λυτοφσ και δεμζνουσ να τον μεταπείςουν, ζφταςα ςτο ςθμείο να πιςτζψω πωσ μου ιταν απαραίτθτοσ, πωσ τον αγαποφςα. Ζνα ράκοσ περιφερόμουνα εδϊ κι εκεί, με πρθςμζνα και κατακόκκινα από το κλάμα μάτια και φάτςα πζνκιμθ. Ο πρϊθν μου ευτυχϊσ ιταν αμετάπειςτοσ. Πςο εγϊ χτυπιόμουνα, τόςο ςκλιραινε εκείνοσ. Στισ απαίςιεσ μζρεσ μου ζδωςε τζλοσ το διαηφγιο και ο αςτραπιαίοσ γάμοσ του. Ζτςι ξεμφτιςα δειλά δειλά απ’ το κλουβί μου, αποφαςιςμζνθ ν’ αποδείξω πωσ μποροφςα να πετάξω. Και βζβαια ανάγκθ πάςα να κερδίηω πλζον τα προσ το ηθν, θ τακτικι μερίδα από κανναβοφρι ανικε ςτο παρελκόν. Ζκαψα μια για πάντα τα ςχζδια για

Page 24: Όμορφη Ζωή!

24

ςυνζχιςθ των ςπουδϊν μου ωσ ανεδαφικά, μετακόμιςα ςτο ιδιόκτθτο τριάρι μου, πιρα δάνειο από τθν Τράπεηα και άνοιξα κατάςτθμα με είδθ δϊρων. Άγνωςτθ χϊρα το εμπόριο για μζνα, προζρχομαι από οικογζνεια δθμοςίων υπαλλιλων, αλλά θ επιτυχία μου ιταν ηιτθμα ηωισ και κανάτου. Επζτυχα πάνω από τισ προςδοκίεσ μου. Θ πελατεία μου αφξαινε, αποκτοφςα ςιγά ςιγά όνομα, χαιρόμουνα να μετρϊ κάκε βράδυ τισ ειςπράξεισ μου. Γριγορα αγόραςα αυτοκίνθτο και ξόδευα πλοφςια για τθν εμφάνιςι μου. Επιπλζον εξοφλοφςα το δάνειό μου με άνεςθ.

Χρόνια μόχκου και ικανοποίθςθσ, τρεχάλασ με κομμζνθ τθν ανάςα, οι αναπολιςεισ κι οι ενδοςκοπιςεισ κομμζνεσ. Χρόνια δζκα όςα κι οι εραςτζσ .

Δεν ευκαιροφςα να εμβακφνω ςτισ ςχζςεισ μου οφτε και οι άντρεσ είχαν τζτοια διάκεςθ. Ζνα επιδίωκα: να αποκτιςω παιδί ζςτω και δίχωσ γάμο. Πμωσ ςτον τομζα αυτό οι εργϊδεισ προςπάκειζσ μου δεν ευοδϊκθκαν κι άρχιςα να κατακλφηομαι από αμφιβολίεσ για τθν τεκνοποιθτικι μου ικανότθτα, αφοφ οι μιςοί εραςτζσ μου ιταν πατζρεσ, ο ζνασ μάλιςτα πολφτεκνοσ. Από τθν άλλθ μεριά, οι γυναικολογικζσ μου εξετάςεισ δείχνανε μια χαρά. Ωςτόςο διζνυα τθν τζταρτθ δεκαετία τθσ ηωισ μου και μια κάμψθ γονιμότθτασ ιταν, κατά τουσ γιατροφσ, φυςιολογικι.

Ζκανα το τόλμθμα να βάλω ςτο κρεβάτι μου ζναν ρωμαλζο εικοςάρθ μιπωσ και επιτευχκεί ο ςκοπόσ μου. Μθδζν.

Λίγο αργότερα ιρκαν τα προμθνφματα τθσ καταςτροφισ... Ζνα ανοιξιάτικο πρωινό θ γθραλζα πολυκατοικία απζναντι από το

μαγαηί μου δζχεται επίκεςθ μπουλντόηασ. Πγκοι τςιμζντου ξεκολλάνε μζςα ςε εκκωφαντικό κόρυβο, ςφννεφα ςκόνθσ ςθκϊνονται, ξεγυμνωμζνεσ ςιδερόβεργεσ κρζμονται ςτο κενό. Κόςμοσ βγαίνει ςτα μπαλκόνια, καταςτθματάρχεσ και πελάτεσ τρζχουμε ςτισ πόρτεσ. Το κζαμα είναι ςυγκλονιςτικό.

Γερι καταςκευι θ πολυκατοικία, θ κατεδάφιςθ προχωροφςε μάλλον αργά, βουναλάκια από μπάηα φορτϊνονταν ςτα φορτθγά προκαλϊντασ κυκλοφοριακι ςυμφόρθςθ κι εγϊ με το ξεςκονόπανο ςτο χζρι πολεμοφςα να διϊξω τθ ςκόνθ που με τρομερι ταχφτθτα ςκζπαηε τηάμια κι εμπορεφματα. Είχα αρκετό χρόνο για ξεςκόνιςμα, μιασ και οι πελάτεσ μου είχαν αραιϊςει, προςωρινά νόμιηα τότε.

Θ Δάφνθ από το διπλανό κατάςτθμα με τισ κουρτίνεσ με πλθροφόρθςε ότι κα χτιηόταν πολυκατάςτθμα-γίγαντασ, οκταϊροφο μάλιςτα. «Κα μασ αφανίςει αυτό το μεγακιριο», μουρμοφριηε κακϊσ τφλιγε με μαεςτρία τον χφμα καπνό τθσ ςε τςιγαρόχαρτο, με τθν πεποίκθςθ ότι το χειροποίθτο τςιγάρο είναι λιγότερο τοξικό από το

Page 25: Όμορφη Ζωή!

25

βιομθχανικό. Δεν ςυμμεριηόμουν τθν απελπιςία τθσ. Κεωροφςα, τουλάχιςτον για τθ δικι μου περίπτωςθ, τουσ φόβουσ τθσ υπερβολικοφσ. Το μαγαηί μου διακρινόταν για τθν προςωπικότθτα και τθ φινζτςα του, με τθν πελατεία μου είχα χτίςει ηεςτζσ, προςωπικζσ ςχζςεισ. Κα άντεχα τον ανταγωνιςμό του κθρίου, ενϊ για τθ Δάφνθ και τισ ςυνθκιςμζνεσ κουρτίνεσ τθσ τα πράγματα κα ιταν ςκοφρα. Κοφνια που με κοφναγε!

Το κθρίο τρεφόταν κακθμερινά με τόνουσ τςιμζντο και υψωνόταν με γοργοφσ ρυκμοφσ, ενϊ εγϊ, με νφχια και δόντια, αγωνιηόμουν να διατθριςω το θκικό μου κι οργάνωνα τθν άμυνά μου. Ζκλειςα ακριβοπλθρωμζνθ και περιηιτθτθ διακοςμιτρια να μου ανακαινίςει τθ βιτρίνα και ςφχναηα ςε εκκζςεισ για να επιλζγω ό,τι πιο εκλεκτό και πρωτότυπο υπιρχε, ϊςτε να ζχω ποιοτικά πλεονεκτιματα, όταν κα λειτουργοφςε το κθρίο. Στο μεταξφ θ φαςαρία και θ ακαταςταςία του δρόμου εξαιτίασ τθσ οικοδομισ είχαν οδυνθρό αντίκτυπο ςτισ ειςπράξεισ, όχι μόνο τισ δικζσ μου, αλλά και των υπόλοιπων γειτονικϊν μαγαηιϊν.

Μεςθμζρι Τετάρτθσ ιταν, θλιόλουςτθ μζρα, μαφρθ για μζνα. Βλζπεισ, καλζ μου, οι μόνοι που είχαν πατιςει ςτο μαγαηί τόςεσ ϊρεσ ιταν δυο ηθτιάνοι, ζνασ πλαςιζ απορρυπαντικϊν και τρεισ για πλθροφορίεσ. Κλείνοντασ αποφάςιςα να κάνω μια μεγάλθ βόλτα ςτο Μοναςτθράκι μιπωσ βελτιωκεί θ διάκεςι μου. Για μια ακόμθ φορά διαπίςτωνα πωσ τίποτε δεν είναι πιο κεραπευτικό από τθν πεηοπορία. Τα πόδια μου πονοφςαν, αλλά θ καρδιά μου ιταν ανάλαφρθ, όταν πζφτω επάνω ς’ ζνα καροτςάκι με μεταχειριςμζνα βιβλία. Χρόνια δεν ευκαιροφςα να διαβάςω κάτι άλλο εκτόσ από εμπορικοφσ καταλόγουσ και καμιά εφθμερίδα ςτθ χάςθ και ςτθ φζξθ, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ζνα βιβλίο κα μου κρατοφςε ςυντροφιά ςτθν απραξία και κα διαςκζδαηε τισ αρνθτικζσ μου ςκζψεισ. Ρεριθγικθκα τουσ τίτλουσ, τθν προςοχι μου τράβθξε ζνα μπλε εξϊφυλλο, λιγάκι τριμμζνο ςτισ άκρεσ, με τον τίτλο: «Το Μικρό είναι Πμορφο». Υπιρχε και υπότιτλοσ: «Θ Ομορφιά και θ Ανκρωπιά τθσ Μικρισ Οικονομίασ». Δίχωσ δεφτερθ ςκζψθ τ’ αγόραςα και κάκιςα ς’ ζνα παγκάκι να το ξεφυλλίςω. Το απόκτθμά μου ιταν ςε κάποια ςθμεία υπογραμμιςμζνο. Λατρεφω τισ υπογραμμίςεισ. Φαντάηομαι το άγνωςτο πρόςωπο, ςτοχαςτικό, ςκυμμζνο επάνω από τισ αράδεσ, το χζρι αιωροφμενο, ζτοιμο να ςθμαδζψει με το ςτυλό, όχι τθν ξζνθ ςκζψθ, αλλά τθ δικι του που με αγαλλίαςθ βλζπει τυπωμζνθ. Με τθν υπογράμμιςθ τθν παραδίδει ςτον επόμενο αναγνϊςτθ. Σε μζνα. «Είναι γνωςτικό το μικρό, ζςτω και μόνο λόγω του μικροφ και αποςπαςματικοφ τθσ ανκρϊπινθσ ςοφίασ». «Θ γθ ζχει αρκετά να ικανοποιιςει τθν ανάγκθ του κάκε ανκρϊπου, όχι όμωσ

Page 26: Όμορφη Ζωή!

26

και τθν απλθςτία του». Αυτι θ δεφτερθ υπογράμμιςθ ιταν λόγια του Γκάντι. Είχα δει τθν ταινία και είχα εντυπωςιαςτεί.. Ζνα μιςόγυμνο, κοκαλιάρικο ανκρωπάκι, να τα βάηει με κοτηάμ βρετανικι αυτοκρατορία και να τθν νικά με τθν πακθτικι αντίςταςθ! Κι αλλοφ: «Τα γιγάντια ςυγκροτιματα, οιςτρθλατθμζνα από το πάκοσ τθσ πλεονεξίασ προκαλοφν τεράςτιεσ ςυμφορζσ...» Ξεκάκαρεσ, ντόμπρεσ κουβζντεσ δίνανε φωνι ςτισ δικζσ μου αγωνίεσ. Δεν ιμουν μόνθ...

Τθν άλλθ μζρα θ Δάφνθ με βρικε βυκιςμζνθ ςτθν ανάγνωςθ. Γζμιςε το τςιγαρόχαρτό τθσ με καπνό και ενδιαφζρκθκε να μάκει τι μελετοφςα με τόςθ εμβρίκεια. Μ’ άκουςε αςυγκίνθτθ.

«Μθν παραμυκιάηεςαι με κεωρίεσ και μπλα μπλα, κορίτςι μου. Ράντα ζτςι γίνεται. Το μεγάλο ψάρι τρϊει το μικρό. Μόνο που τϊρα ο καρχαρίασ ιρκε απζναντί μασ και κα μασ χάψει!» Και ακάκεκτθ ςυνζχιςε: «ίχνεισ λεφτά εδϊ μζςα! Σκορπάσ για ομορφιζσ κι αλλαγζσ! Καλφτερα μθν ξανοίγεςαι. Μπορεί να ςου χρειαςτοφνε για κάτι άλλο τα λεφτουδάκια ςου…».

«Ραλεφω! » τθν αντζκρουςα. «Δε κ’ αφιςω το κθρίο να με βάλει κάτω!»

«Οφτε που κα μπει ςτον κόπο. Κα μασ ρουφιξει!» και ροφφθξε με εκφραςτικότθτα τον καπνό του τςιγάρου τθσ.

Για αντιπεριςπαςμό τισ ανακοίνωςα πωσ κα ξαναβάφτιηα το μαγαηί μου μ’ ζνα όνομα που κα τραβοφςε ψαγμζνουσ πελάτεσ. Θ πλζμπα ασ πιγαινε απζναντι.

«Το Μικρό είναι Πμορφο». Ζτςι κα το βάφτιηα. Θ Δάφνθ εντυπωςιάςτθκε τόςο που άρχιςε να ςταυροκοπιζται,

κάτι που δεν είχε ξανακάνει, τουλάχιςτον μπροςτά μου. Πταν το κθρίο άρχιςε να λειτουργεί, διαφιμιςα «Το Μικρό είναι

Πμορφο» ςε φυλλάδια, ςε περιοδικά, ςτο ραδιόφωνο, και κάκε δεκαπζντε μζρεσ άλλαηα βιτρίνα. Ξεπαραδιαηόμουν. Ζτρωγα από τισ ςάρκεσ μου. Και τ’ αποτελζςματα; Μθδαμινά. Ροφ ιταν οι ψαγμζνοι πελάτεσ να με ςτθρίξουν; Υπιρχαν ι τοφσ είχα φανταςτεί; Και ςτο μεταξφ ζξω από τθν είςοδο του κθρίου να ςχθματίηονται ουρζσ το πρωί, πριν ακόμθ ανοίξει! Πταν περίςςευε και για μζνα κανζνασ πελάτθσ, μόνο που δεν ζβαηα τα κλάματα από τθ ςυγκίνθςθ, μόνο που δε χοροπθδοφςα από τθ χαρά μου.

Αποδφκθκα και ςε εμπορικι καταςκοπεία, καλζ μου! Μολονότι ο ςκοπόσ μου ιταν να εντοπίςω τισ ελλείψεισ του κθρίου ςτα ανταγωνιςτικά με τα δικά μου είδθ, δεν ιταν λίγεσ οι φορζσ που υπζκυπτα ςτθ γοθτεία τθσ αφκονίασ, τθσ πολυχρωμίασ, του φωτιςμοφ, τθσ απαλισ μουςικισ και περιφερόμουν ζνα με τα πλικθ ςτον

Page 27: Όμορφη Ζωή!

27

λαβφρινκο τθσ κατανάλωςθσ ςαν τθν Αλίκθ ςτθ Χϊρα των Καυμάτων. Στον δεφτερο όροφο, όπου ιταν κι ο προοριςμόσ μου, με ςυνζτριβε θ αφκονία και θ ποικιλία των παιγνιδιϊν, των κορνιηϊν, των γυαλικϊν, των διακοςμθτικϊν. Και οι τιμζσ τουσ, ςαφϊσ χαμθλότερεσ από τισ δικζσ μου. Κάποια είδθ πουλιόντουςαν εκεί πζρα όςο εγϊ τ’ αγόραηα!

Στο μεταξφ θ Δάφνθ είχε κλείςει το μαγαηί τθσ ξεπουλϊντασ όςο όςο το εμπόρευμα και είχε πιάςει δουλειά ςαν πωλιτρια ςτο κθρίο, ςτο τμιμα κουρτινϊν. Απζφευγα να περνϊ από κει. Δεν ικελα να τθ δω ςτα μάτια μου. Ιταν προδότρια.

Ο καιρόσ ςερνόταν, θ πελατεία μου φφραινε, θ οικονομικι κρίςθ βάκαινε, οφτε καν τθν πλθρωμι των κοινοχριςτων δεν είχα ςίγουρθ. Άρχιςαν να ςωρεφονται χρζθ! Χρωςτοφςα ςτθν εφορεία, ςτον ιδιοκτιτθ του μαγαηιοφ, ςτουσ προμθκευτζσ. Στθν τράπεηα. Με κυνθγοφςαν, με προειδοποιοφςαν, με απειλοφςαν. Το ςπίτι μου, το μοναδικό μου περιουςιακό ςτοιχείο, κινδφνευε με κατάςχεςθ.

Ιμουν βουτθγμζνθ ςε μαφρεσ ςκζψεισ κι εντρυφοφςα για παρθγοριά ςε κουτςομπολίςτικο περιοδικό, όταν κάνει τθν είςοδό του ςτο μαγαηί ζνασ καλοντυμζνοσ κφριοσ. Ρετιζμαι επάνω να τον εξυπθρετιςω και το χαμόγελο μζχρι τ’ αυτιά. Επιτζλουσ να ζνασ πελάτθσ με γοφςτο και φινζτςα που προτιμά «το Μικρό είναι Πμορφο»! Τον λατρεφω!

Άκουςα καλά ι μιπωσ τρελάκθκα κι ζχω ακουςτικζσ παραιςκιςεισ; Αυτόσ εδϊ απαιτεί τισ ειςπράξεισ μου, αλλιϊσ με περιμζνει ςφάξιμο! Το αςτραφτερό χαςαπομάχαιρο που αιφνιδίωσ ζχει εμφανιςτεί ςτο χζρι του μοιάηει αρκοφντωσ κοφτερό. Κι θ φάτςα του ζχει χάςει κάκε ίχνοσ ευγζνειασ. Είναι μια αγριόφατςα ελεεινισ μορφισ.

Κανονικά κα είχα πεκάνει από τρομάρα, αλλά θ κατάςταςθ είναι τόςο ςουρεαλιςτικι που με πιάνουν τα γζλια. Αυτόσ τα χάνει, το μαχαίρι εξαφανίηεται ςτθν τςζπθ του. «Ψάξε, άνκρωπζ μου, ςτο ταμείο, ψάξε όπου κεσ. Λεφτά δε διακζτω, μόνο αναδουλειά και χρζθ. Αν ζχεισ κότςια, άντε, πιγαινε να λθςτζψεισ το απζναντι!» του λζω.

Το βάηει ςτα πόδια. Μάλιςτα. Τον είχα τρομάξει! Γίνεςαι άτρομοσ και επομζνωσ τρομερόσ, όταν δεν ζχεισ τίποτε να χάςεισ, ςυμπεραίνω και νιϊκω αλλόκοτθ ςυμπάκεια για τον επίδοξο λθςτι και πικανό δολοφόνο μου. Σχεδόν εφκυμθ ςυνεχίηω το ξεφφλλιςμα του περιοδικοφ και το μάτι μου πζφτει ςε μια διαφιμιςθ για ςεμινάρια κετικισ ςκζψθσ. Τθν είχα ξαναδεί, αλλά τθν είχα προςπεράςει αδιάφορα παλιότερα, μάλιςτα ειρωνευόμουν τισ γνωςτζσ που καταγίνονταν με κάτι τζτοια. Πμωσ τϊρα θ διαφιμιςθ με μαγνιτιηε. Ρεριζγραφε το μυαλό ςαν ζνα χωράφι, που, αν ζμενε αφρόντιςτο, αντί για τςουκνίδεσ, γζμιηε με

Page 28: Όμορφη Ζωή!

28

μαφρεσ ςκζψεισ. Ο Δάςκαλοσ κα μου μάκαινε πϊσ να τισ ξεριηϊνω και ςτθ κζςθ τουσ να φυτεφω ςκζψεισ λαμπρζσ που κ’ άλλαηαν τθ ηωι μου. Τι ζχανα να δοκιμάςω; Γιατί να μθ γίνει θ ςκζψθ μου το όπλο μου;

Τα μακιματα άρχιηαν το Σαββατοκφριακο, δθλαδι μεκαφριο. Ευτυχισ ςυγκυρία! Το μόνο που μου ζκοβε λιγάκι τον ενκουςιαςμό ιταν τα τςουχτερά δίδακτρα κι θ πολφωρθ παρακολοφκθςθ. Ωςτόςο το ζπακλο με δελζαηε κι ζτςι Σάββατο πρωί να’ μαι ςτθν αίκουςα ςυνεδρίων του ξενοδοχείου «Άτλαντασ» μαηί με ζνα ςωρό άλλουσ μακθτζσ, ςτθν πλειοψθφία τουσ γυναίκεσ τθσ θλικίασ μου, αλλά και νεϊτερεσ. Τισ λοξοκοίταηα ανιςυχα μιπωσ είχα μπλζξει με τίποτε ψϊνια, όμωσ όλοι κι όλεσ φαίνονταν μια χαρά..

Το δάςκαλο ςτθ φανταςία μου τον είχα πλάςει φαλακρό -θ φαλάκρα ςαν επζκταςθ του μετϊπου δίνει πνευματικότθτα ςτθν ανδρικι μορφι- και ντυμζνο με χλαμφδα, κελεμπία ι κάτι παρόμοιο. Ο κουςτουμαριςμζνοσ και γραβατοφορεμζνοσ κφριοσ που παρουςιάςτθκε μπροςτά μασ είχε μάλλον χαμθλό μζτωπο, πλοφςια ςκαλωτά γκρίηα μαλλιά, μουςτακάκι και πονθροφτςικο βλζμμα πίςω από γυαλιά με χρυςό ςκελετό. Ζμοιαηε μάλλον με πλαςιζ παρωχθμζνθσ εποχισ. Και πραγματικά, διαβάηοντασ το βιογραφικό του πλθροφορικθκα πωσ είχε αρχίςει τθν καριζρα του ωσ περιοδεφων πωλθτισ. Για να βελτιϊςει τισ πωλιςεισ του είχε παρακολουκιςει ςεμινάρια κετικισ ςκζψθσ του μακαρίτθ πλζον Μεγάλου Δαςκάλου και από μακθτισ εξελίχτθκε ςε δάςκαλο. Λιγάκι απογοθτεφτθκα, αλλά παρθγορικθκα με τθ ςκζψθ πωσ ίςωσ ιταν ο ςωςτόσ δάςκαλοσ για μζνα. Μιπωσ κι εγϊ δεν ικελα να μάκω να πουλάω ςε πείςμα του κθρίου; Αποφάςιςα να τον εμπιςτευτϊ. Άλλωςτε, το τόνιςε κι ο ίδιοσ ςτθ ειςαγωγι του, δίχωσ πίςτθ τίποτε δεν επιτυγχάνεται. Θ πίςτθ ανοίγει ςφαλιςτζσ πόρτεσ, φανερϊνει δρόμουσ, γιατρεφει

Πχι, ο άνκρωποσ δεν ιταν απατεϊνασ και τα μακιματα, αν και δεν ζςωςαν το μαγαηί οφτε και είχαν άμεςθ επίδραςθ επάνω μου, ίςωσ ρίξανε ζνα ςπόρο που φφτρωςε εδϊ επάνω, ςτθν καινοφρια μου ηωι.

Στισ αςκιςεισ χαλάρωςθσ τθσ πρϊτθσ μζρασ, αν μοίραηε βακμοφσ, κα μου ζβαηε ζνα ωραίο μθδενικό. Τεντωμζνθ ςαν ελατιριο ςτα όρια ριξθσ ςυνειδθτοποιοφςα πωσ θ ζνταςθ ιταν για μζνα μόνιμθ κατάςταςθ, τουλάχιςτον τουσ τελευταίουσ μινεσ, μια άμυνα μπροςτά ςε γνωςτοφσ και άγνωςτουσ κινδφνουσ, θ άλλθ όψθ των φόβων μου. Ζκλαιγα τα λεφτά και το χρόνο μου. Ιμουν ανεπίδεκτθ…

Τθ δεφτερθ μζρα τα κατάφερα. Απροςδόκθτα. Βακιζσ αναπνοζσ και πάλι, ανάποδο μζτρθμα, απαλι μουςικι, θ

ιρεμθ κι υποβλθτικι φωνι του, και να επιτζλουσ θ χαλάρωςθ, το

Page 29: Όμορφη Ζωή!

29

άδειαςμα του νου από κάκε ςκζψθ, θ εφφορθ κενότθτα, όπου ςπζρνεισ τουσ κετικοφσ οραματιςμοφσ, για να κερίςεισ επιτυχίεσ.… Ζνα εγκεφαλογράφθμα κα φανζρωνε πωσ οι εγκεφαλικοί μου παλμοί ζχουν γίνει πιο αργοί, όπωσ ςτθν προςευχι, ςτο διαλογιςμό, ςτο μεταίχμιο ξφπνιου και φπνου.

Οραματίηομαι το μαγαηί μου γεμάτο πελάτεσ, το κθρίο ερειπωμζνο, τα χρζθ μου ςβθςμζνα! Ξεφαντϊνω! Ηιτω θ φανταςία. Ηιτω θ κετικι ςκζψθ!

Σε καμιά δεκαπενταριά μζρεσ πάντωσ μου κοινοποιικθκε θ δικαςτικι απόφαςθ με τθν οποία το υποκθκευμζνο ςπίτι μου ζβγαινε ςε πλειςτθριαςμό, για να πλθρωκοφν τα χρζθ μου ςτθν τράπεηα και ςτουσ προμθκευτζσ μου. Μου ιρκε νταμπλάσ. Είχα μιςοπιςτζψει ότι θ κετικι μου ςκζψθ, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιςτον κα κακυςτεροφςε τθν ζκδοςθ τθσ απόφαςθσ…

Απζναντι το κθρίο κριάμβευε. Μπροσ από το μαγαηί μου κάνανε παρζλαςθ οι μιςθτζσ τςάντεσ με τ’ όνομά του με κόκκινα μεγάλα γράμματα ςε μαφρο φόντο: HAPPYLAND. Τισ κρατοφςαν βζβαια οι αγοραςτζσ, αλλά αυτοφσ δεν τουσ ζβλεπα. Ζβλεπα μόνο τισ τςάντεσ.

Το μίςοσ με πλθμμφριηε, με πότιηε, ζφτανε μζχρι τισ άκρεσ των νυχιϊν μου. Το κθρίο είχε ζνα τερατϊδεσ κορμί από τςιμζντο και ςίδερο, ζνα νευρικό ςφςτθμα από θλεκτρικά καλϊδια, θ καρδιά του ιταν το τεράςτιο, ατςάλινο χρθματοκιβϊτιο, κι αίμα του οι πελάτεσ που μου ζκλεβε. Ιταν ηωντανό και το μιςοφςα! Το μίςοσ ζκανε τθν αδυναμία μου δφναμθ. Ζτςι μου φαινόταν.

Επιςτρζφοντασ τελείωσ κακοδιάκετθ ςτο υποκθκευμζνο ςπίτι μου βρικα να με περιμζνει ο τελευταίοσ εραςτισ μου, ο Αντρζασ, ζνασ εγωκεντρικόσ φιλόλογοσ που καυχιόταν ότι ελάχιςτα αςχολιόταν με τουσ μακθτζσ του, για να ζχει χρόνο για τθν πραγματικι του δουλειά, τθν ποίθςθ. Ρόςο πρζπει να είχα ξεπζςει τότε ϊςτε να υφίςταμαι τα άνοςτα ποιιματά του και τα επίςθσ άνοςτα χάδια του! Τςαλαβουτοφςα άτςαλα εδϊ κι εκεί, αρπαχνόμουν απ’ όπου ζβριςκα, να μθν γκρεμοτςακιςτϊ ςτθν άβυςςο τθσ κατάκλιψθσ. Ηθτιάνα ιμουν και δεχόμουν ό,τι μου βάηανε ςτθ χοφφτα.

Ικελα να μιλιςω, να ξεςπάςω, αλλά εκείνοσ δεν είχε διάκεςθ παρά μόνο για ςεξ. Άλλωςτε το κεωροφςε πανάκεια για τθν κατάςταςι μου. Τον ζκανα πζρα. Ξαφνικά μου φάνθκε ρθχόσ κι αντιπακθτικόσ. Δε κυμάμαι με ποια αφορμι, τα’ βαλα μαηί του. Άκουγα τθν τςιριχτι φωνι μου, αλλά αδφνατον των αδυνάτων να ςταματιςω. Σαν να’ μουνα κουρδιςμζνθ, κα ςταματοφςα μόνο αν ξεκουρδιηόμουνα.

Page 30: Όμορφη Ζωή!

30

Ξεκουρδίςτθκα, όταν μου πζταξε κατάμουτρα ότι ιμουν τρελι για δζςιμο και βρόντθξε πίςω του τθν πόρτα.

Τρελι! Σαν χαμζνθ κοίταηα γφρω μου κι ιμουν ς’ άγνωςτο τόπο, ξζνθ ανάμεςα ςε λουςτραριςμζνο ξφλο, γυαλιςτερά υφάςματα, χρωματιςτό γυαλί, αςθμικά, χαλιά και μπιμπελό. Μπορεί και να ’χε δίκιο ο Αντρζασ. Μςωσ όμωσ γι’ αυτό επζηθςα. Δραπζτευςα από τθν κατάκλιψθ καβάλα ςτθν τρζλα.

Κουλουριάςτθκα ςτον καναπζ, άνοιξα τθν τθλεόραςθ, ξεχάςτθκα. Το πρωί ξφπνθςα ςτθν ίδια κζςθ, μ’ όλα τα κόκαλά μου να πονάνε.

Ο κακρζφτθσ του μπάνιου μοφ ζδειξε μιαν αξιολφπθτθ φάτςα! Ζβγαλα τθ γλϊςςα ςτον κακρζφτθ, το είδωλό μοφ ανταπζδωςε. Ζβαλα τότε τα γζλια κι ιταν ςαν να μθ γελοφςα εγϊ, αλλά θ άλλθ, θ αδάμαςτθ. Ιμουν αφόρθτα κυκλοκυμικι τότε. Μια του φψουσ μια του βάκουσ.

Με αναπτερωμζνο το θκικό μακιγιαρίςτθκα επιμελϊσ ςιγοτραγουδϊντασ μάλιςτα. Τραγουδϊ κυρίωσ όταν είμαι παραηοριςμζνθ. Θ μαμά όταν τραγουδοφςα, ηωνότανε τα μαφρα φίδια. Ιξερε ότι κάτι με βαςάνιηε...

Σε βλζπω, κι ασ μθν είςαι εδϊ, Ορζςτθ, να χαμογελάσ τρυφερά και

λιγάκι περιπαιχτικά... Είναι το γαλάηιο ςου βλζμμα που με προκαλεί ςε εξομολογιςεισ. Του ξεγυμνϊνομαι, του ανοίγομαι δίχωσ αντίςταςθ. Δίχωσ ντροπι του παραδίδομαι, ξαναγίνομαι εφκραυςτθ, χωμάτινθ κι θ θδονι μου ακόμθ πιο βακιά κι από τθν ερωτικι. Απλϊνω το χζρι να χαϊδζψω το ανεμοδαρμζνο ςου πρόςωπο και κάτω από τθν τραχφτθτά του ψαφω παιδικό δζρμα...

Για να ςε ςυναντιςω, πζραςα μζςα από τα χίλια κφματα. Πταν είχα πει «τετζλεςται» και παραδόκθκα ςτο τελευταίο, μοιραίο κφμα, αυτό με ςικωςε ψθλά και, αντί για τον πάτο, με απόκεςε ςτο χωριό μου, ςτο ςπίτι μου, με φφκια και κοχφλια ςτα μαλλιά, με χείλθ αλμυρά. Ιμουν ακάνατθ και δεν το’ ξερα. Το’μακα και δεν είμαι πια θ ίδια. Ολόφρεςκοσ μου φαίνεται από τότε ο κόςμοσ, τον περπατϊ ζκκαμβθ και ευγνωμονοφςα, γιατί βλζπω καφματα. Καφμα κι εςφ, όχι το μόνο.

Ραλιά, φκαρμζνθ ταινία μοιάηουν πλζον τα περαςμζνα με εικόνεσ τρεμάμενεσ, δίχωσ ειρμό, ςαν παραιςκιςεισ άρρωςτου μυαλοφ...

Κυμάμαι και δυςκολεφομαι ν’ αναςάνω. Ππωσ τότε... Θ «κθλιά» γφρω από το λαιμό μου όλο και ςφίγγει, δφςκολο να

καταπίνω τισ μπουκιζσ μου κι ο κακιςτόσ φπνοσ μπροσ ςτθν αναμμζνθ τθλεόραςθ, ταραγμζνοσ. Βοικεια από πουκενά. Οι πόρτεσ ζχουν κλείςει

Page 31: Όμορφη Ζωή!

31

θ μια μετά τθν άλλθ. Νόμιηα πωσ είχα ςυγγενείσ και φίλουσ, αλλά είμαι ζρθμθ! Και ανζςτια! Το ςπίτι μου ζχει πουλθκεί ςε πλειςτθριαςμό.

Το κθρίο, ακλόνθτο και παντοδφναμο, με κοροϊδεφει. Το μιςϊ. Λαχταρϊ να το καταςτρζψω! Το φαντάηομαι να τυλίγεται ςτισ φλόγεσ και ςτουσ μαφρουσ καπνοφσ, να εκτινάςςεται ςε εκατομμφρια ςυντρίμμια, μια μαφρθ τρφπα με αποκαΐδια να χάςκει ςτθ κζςθ του, ακοφω τισ εκριξεισ και τισ κραυγζσ αγωνίασ των πελατϊν, δεν ζχω οίκτο, αντίκετα, ουρλιάηω, από μζςα μου, κριαμβευτικά. Ζχω παραδοκεί ςτθν παράνοια.

Στθν τθλεόραςθ Ραλαιςτίνιεσ, με ςκεπαςμζνα πρόςωπα, ηωςμζνεσ εκρθκτικά, περιγράφουν τουσ εαυτοφσ τουσ ςαν ανκρϊπινεσ βόμβεσ. Τισ ηθλεφω! Φαντάηομαι πωσ είμαι κι εγϊ καμικάηι εν δράςει, πωσ τα μόριά μου ανακατϊνονται με τα ςυντρίμμια του κθρίου ςε μια μεγαλειϊδθ ζκρθξθ!.. ιγϊ από ευδαιμονία, αλλά ποφ να βρω εκρθκτικά; Το παρανοϊκό μου μυαλό παίρνει γριγορεσ ςτροφζσ. Στο διαδίκτυο κα υπάρχουν ςυνταγζσ καταςκευισ…

Με φαντάηεςαι, άντρα μου, κλειςμζνθ ς’ ζνα απομονωμζνο και εγκαταλειμμζνο παράπθγμα που είχα ανακαλφψει ςτθ Λοφτςα, με τθ γλϊςςα κρεμαςμζνθ ζξω από τθν υπερζνταςθ, το ςτόμα κατάςτεγνο, να μαγειρεφω το εκρθκτικό, που, βζβαια δε κ’ ανατίναηε το κθρίο, κα το τραυμάτιηε όμωσ! Θ ςυνταγι ιταν απλι. Λίπαςμα για γκαηόν, πετρζλαιο κζρμανςθσ κι ζνα φυτιλάκι! Μια γερι δόςθ για κάκε όροφο κα’ κανε δουλειά! Τισ λεπτομζρειεσ πάντωσ δεν τισ είχε ακόμθ επεξεργαςτεί το ςατανικό μυαλό μου.

Θ ζκρθξθ με ξεκουφαίνει, με ρίχνει κάτω. Ράνω μου πζφτουν τοφβλα και φλεγόμενα δοκάρια. Βρίςκω τθ δφναμθ να ςυρκϊ ζξω μεσ ςτα λαςπόνερα τθσ νυχτερινισ βροχισ. Ακόμθ δεν ζχω πάρει είδθςθ ότι ζχω αρπάξει φωτιά. Στα τζςςερα ξεμακραίνω.

Το μανίκι μου καίγεται, τα μαλλιά μου καίγονται, ο λαιμόσ μου… Κι θ πλάτθ… Ρανικόβλθτθ κυλιζμαι ςτθ λάςπθ να ςβιςω τθ φωτιά .

Ξαναρχίηει να βρζχει. Καταρρακτωδϊσ. Το νερό πζφτει επάνω μου ξζφρενα. Με ςβινει. Με εξαγνίηει. Κλαίω με τθν ψυχι μου, ανταγωνίηομαι, καρρείσ, τθ βροχι, ςαν να’ χω ςωρεφςει μζςα μου ποταμοφσ δακρφων. Από ευτυχία κλαίω. Για το απρόςμενο ζλεοσ. Για τθν Ραρουςία. Είχα να τθ νιϊςω από τότε που ιμουν παιδί.

Από καφμα ηω! Το παράπθγμα δεν υπάρχει πια, είναι ζνασ ςωρόσ από ερείπια

που καπνίηουν. Ευτυχϊσ ζχω επάνω μου το κλειδί του αυτοκινιτου μου, που το είχα παρκάρει αρκετά μακριά από τον τόπο τθσ καταςτροφισ για ευνόθτουσ λόγουσ.

Page 32: Όμορφη Ζωή!

32

Μεσ ςτθ νεροποντι φτάνω ςτθ νοικιαςμζνθ γκαρςονιζρα μου. Τρζχω να χωκϊ μζςα μθ με προλάβουν τίποτε περίεργα βλζμματα. Στθ ντουηιζρα ξεπλζνομαι με χλιαρό νερό. Τα εγκαφματα πονάνε, αλλά όχι και τόςο. Ρζφτω ςτο κρεβάτι.

Τα ςθμάδια εκείνθσ τθσ μζρασ είναι ακόμθ επάνω μου, ςτο δζρμα μου. Πταν τα πρωτοείδεσ, τ’ άγγιξεσ με το φιλί ςου, αλλά δε ρϊτθςεσ…

Ζχεισ ποτζ, καλζ μου, βρεκεί ς’ άγνωςτο τόπο -μόλο που είναι το

κρεβάτι ςου- με το ςκοτάδι γφρω ςου τςιμζντο και το φωσ τυφλό; Ζχεισ ποτζ ςου παραμονζψει ιχουσ και μυρουδιζσ μιπωσ ανακαλφψεισ ποφ είςαι;

Ο πόνοσ ιταν που μοφ ξετφλιξε το κουβάρι τθσ μνιμθσ όταν ξφπνθςα. Τα εγκαφματα είχαν κακοφορμίςει και πονοφςα …

Σθκϊνομαι, ανοίγω τα παντηοφρια, μπαίνει μζςα χλωμι θ μζρα, φανερϊνει πεταμζνα ροφχα, κουρελιαςμζνεσ εφθμερίδεσ, βρόμικα φλιτηάνια καφζ. Πμωσ ζξω ςτον ακάλυπτο χϊρο θ λιγοςτι πραςινάδα είναι πεντακάκαρθ και υγρζσ ςταλαγματιζσ αςτράφτουν ςτισ άκρεσ τθσ. Κα ζχει ξαναβρζξει όςο κοιμόμουνα και κοιμόμουνα δυο ολόκλθρα μερόνυχτα! Μθχανικά περιποιοφμαι όπωσ όπωσ τα εγκαφματα, κάνω μάλιςτα προςπάκεια να τακτοποιιςω το ςπίτι. Πμωσ το ςϊμα μου είναι βαρφ, ςαν να’ χω ςθκωκεί από μακρόχρονθ αρρϊςτια, θ ανάςα μοφ κόβεται. Εξουκενωμζνθ κουλουριάηομαι ςτο κρεβάτι, βυκίηομαι...

Το επόμενο πάντωσ πρωί είμαι αρκετά δυνατι και ιρεμθ, ϊςτε να ξεκινιςω για το μαγαηί -είχα να πατιςω πάνω από μια βδομάδα- για να τακτοποιιςω εκκρεμότθτεσ…

ϋΘταν μια από κείνεσ τισ ςπάνιεσ μζρεσ τθσ Αττικισ που ςε ξαφνιάηουν με τθ διαφγεια και τα ηωντανά τουσ χρϊματα, με τισ μυρουδιζσ τθσ βροχισ π’ ανεβαίνουν από το ελάχιςτο ατςιμζντωτο χϊμα. Στο μετρό, ανάμεςα ςτο βαριεςτθμζνο, ταλαιπωρθμζνο πλικοσ, ξεχϊριςα ζνα παιδικό προςωπάκι, που με ζκκαμβα μάτια παρακολουκοφςε από το παράκυρο τθ διαδρομι ςκιρτϊντασ από ενκουςιαςμό. Θ μάνα του, μια μαραμζνθ μαυροφόρα με αποκαλυπτικό ντεκολτζ, το τραβολογοφςε να κακίςει φρόνιμα. «Αφιςτε το! Δεν πειράηει κανζναν», τθσ είπα. Μου ζριξε μια ανζκφραςτθ ματιά κι άφθςε ιςυχο ο παιδί.

Ρερνϊντασ ζξω από το κθρίο οφτε ταράχτθκα οφτε εξοργίςτθκα. Τα μάγια ςαν να είχαν ςπάςει...

Το γραμματοκιβϊτιο του μαγαηιοφ ξεχείλιηε από διαφθμιςτικά φυλλάδια. Υπιρχε κι ζνα κίτρινοσ φάκελοσ, με αποςτολζα ςυμβολαιογράφο, παντελϊσ άγνωςτό μου.

Page 33: Όμορφη Ζωή!

33

Το μαγαηί, κλειςτό μονάχα λίγεσ μζρεσ, ζδειχνε παρατθμζνο κι είχε κιόλασ μια μυρουδιά μοφχλασ. Ζςπευςα ν’ ανάψω όλα τα φϊτα, αλλά θ μελαγχολία επζμενε. Άναψα ραδιόφωνο. Ζπεςα ςε καψουροτράγουδα, αλλά τι πείραηε; Το ςθμαντικό ιταν θ ςυντροφιά τθσ ανκρϊπινθσ φωνισ. Άκουςα ςτον αυτόματο τθλεφωνθτι τα μθνφματά μου. Μπόλικα! Από γνωςτζσ, ςυγγενείσ… Και πελάτιςςεσ. Ιμουν δθμοφιλισ και δεν το είχα πάρει είδθςθ! Φαντάςτθκα ότι ςε ενδεχόμενθ κθδεία μου κα μάηευα αρκετοφσ πενκοφντεσ και φοφςκωςα από καμάρι. Δε κα είχα περάςει και παντελϊσ απαρατιρθτθ από το μάταιο αυτόν κόςμο!.. Σαν να μθν ζφταναν όλα αυτά τα ευχάριςτα, με τίμθςαν και τρεισ πελάτιςςεσ!

Μεςθμζριαςε, όταν κυμικθκα ν’ ανοίξω το φάκελο του ςυμβολαιογράφου. Διάβαςα και ξαναδιάβαςα το περιεχόμενο μθ πιςτεφοντασ ςτα μάτια μου. Ιμουν κλθρονόμοσ άγνωςτθσ κείασ! Κλθρονομοφςα μια παλαιά οικία με περιβόλι δφο ςτρεμμάτων ς’ ζνα χωριό, που ποτζ μου δεν είχα ξανακοφςει. Το Αγνάντιο. Ο ςυμβολαιογράφοσ με παρακαλοφςε να επικοινωνιςω επειγόντωσ μαηί του, για να δθλϊςω αν αποδεχόμουν τθν κλθρονομιά.

Τθλεφϊνθςα αμζςωσ... Λεσ πωσ λατρεφεισ το γζλιο μου, Ορζςτθ. Το είπεσ και ςιμερα,

πριν ξαναφφγεισ. Λαγαρό, κοριτςίςτικο γζλιο, λεσ. Θ αλικεια είναι πωσ γεννικθκα με τθ χαρά τθσ ηωισ. Ιμουν,

ςφμφωνα με τθ μακαρίτιςςα τθ μαμά, ζνα γερό και παχουλό βρζφοσ που κιλαηε λαίμαργα, κυριολεκτικά με κομμζνθ τθν ανάςα. Χαμογελοφςα, αντί να κλαψουρίηω, και ποτζ δεν είχα ξεςθκϊςει με κλάματα τουσ γονείσ μου τθ νφχτα εκτόσ από μια, εκείνθ τθν παραλίγο μοιραία. Βαρυχειμωνιά ιταν, το χιόνι ζξω ςχεδόν ζνα μζτρο, και θ ςτοργικι, αλλά πειςματάρα γιαγιάκα μου, παρά τθν απαγόρευςθ του μπαμπά, είχε κουβαλιςει κρυφά ςτθν κρεβατοκάμαρά μασ ζνα μαγκάλι μθ τυχόν κρυϊςω.

Τα κάρβουνα δεν ζχουν καλοχωνζψει κι θ κάμαρα γεμίηει διοξείδιο του άνκρακα. Μόνο εγϊ ξυπνϊ και μπιγω κάτι τςιρίδεσ! Μιςοξυπνϊ τον μπαμπά, θ μαμά είναι λιπόκυμθ. Με μεγάλθ δυςκολία, τρεκλίηοντασ και παραπατϊντασ, καταφζρνει να φτάςει μζχρι το κατάκλειςτο παράκυρο και να τ’ ανοίξει. Ορμά μζςα ο παγωμζνοσ αζρασ, θ ηωι. Αν ιμουν ζνα ςυςτθματικά κλαψιάρικο μωρό, ίςωσ ο πατζρασ μου να μθ ςθκωνόταν...

Γφρω ςτα πζντε μου ιμουν ζνα ςκανταλιάρικο κοριτςάκι, με πεταχτά κοτςιδάκια και, κατά τθ μόδα τθσ εποχισ, με μια μποφκλα ςτθν

Page 34: Όμορφη Ζωή!

34

κορυφι του κεφαλιοφ, κάτι ςαν τρίχινο ντολμαδάκι, που αιωνίωσ κατθφόριηε ςτο μζτωπό μου, για να ςτακεί ίςα ίςα επάνω από τα φρφδια μου. Τρελαινόμουν να ςκαρϊνω φάρςεσ, κυρίωσ ςτθ μαμά, που ςιχαινόταν τισ φάρςεσ, κι ασ τισ πλιρωνα με ξυλοδαρμό. Κυμάμαι δυο περιπτϊςεισ, πριν ακόμθ πάω ςτο ςχολείο κι αναγκαςτϊ να ςοβαρευτϊ.

Θ μαμά ετοιμάηεται για επίςκεψθ. Είναι βιαςτικι και νευρικι, γιατί ζχει κακυςτεριςει κι εγϊ ςυλλαμβάνω τθ λαμπρι ιδζα να κρφψω τισ νάιλον κάλτςεσ τθσ κάτω από το ςτρϊμα. Ψάχνει και ψάχνει κι είναι τόςο αςτεία που δεν μπορϊ πια να κρατιςω τα γζλια μου. Μιπωσ ξζρω ποφ είναι οι κάλτςεσ; Αρνιζμαι ξεκαρδιςμζνθ. Μιπωσ τισ ζκρυψα; Πχι εγϊ! Ο καλικάντηαροσ! Ροφ τισ ζκρυψε ο καλικάντηαροσ; Ραραλθρϊντασ από γζλια λζω πωσ δεν ξζρω. Με καλοπιάνει, με παρακαλάει θ μαμά. Βράχοσ εγϊ κι ασ προαιςκάνομαι πωσ από ςτιγμι ςε ςτιγμι κα ξεςπάςει μπόρα. Και ξεςπά. Τρϊω γερό ξφλο και κλαίγοντασ ξετρυπϊνω τισ κάλτςεσ…

Κυμάμαι και μια άλλθ πλακίτςα που τισ ςκάρωςα με επίςθσ δυςάρεςτθ κατάλθξθ. Ρεριφανθ τισ δείχνω ςτθ φοφχτα μου τισ δεκαροφλεσ που μου ζδινε κάπου κάπου θ κεία για καραμζλεσ κι εγϊ τισ μάηευα. Ροφ βρικα τόςεσ πολλζσ; απορεί θ μαμά. Θ ζμπνευςθ μου’ ρχεται ουρανοκατζβατθ. Ηθτιάνεψα! Θ μαμά γουρλϊνει τα μάτια, με κοιτάηει με φρίκθ ςαν να’ μαι τζρασ. Ηθτιάνεψα! Το δικό τθσ παιδί ηθτιανεφει! Εγϊ το γλεντϊ. Γιατί; Κακό είναι θ ηθτιανιά; Αν δεν με πιςτεφει να ρωτιςει τθν Ταςοφλα και τον Κωςτι. Με είδαν. Να τουσ φωνάξω να μαρτυριςουν; Επακολουκεί το πιο άγριο ξφλο τθσ ηωισ μου.

Μεγαλϊνοντασ το ξφλο ςταμάτθςε, αλλά οι λόγοι για κλάμα γίνονταν όλο και πιο ςοβαροί. Οι διαφωνίεσ ανάμεςα ςτον μπαμπά και τθ μαμά με τον καιρό εξελίςςονταν ςε φοβεροφσ καβγάδεσ. Για τα οικονομικά, τα ςόγια, κάποια άλλθ γυναίκα… Θ ατμόςφαιρα ςτο ςπίτι βάραινε ςε μια εποχι που θ εφθβεία με ζκανε μυγιάγγιχτθ. Θ οικογενειακι μου δυςτυχία ζγινε θ κρυφι πλθγι μου. Ζκλαιγα πολφ, αλλά πάντα κρυφά. Κι άρχιςε τότε θ λαχτάρα για φυγι, για το αρρενωπό, αντρικό χζρι που κα με τραβοφςε μακριά από το ςπίτι. Ρερίμενα το «βαςιλόπουλο» που κα μ’ ερωτευόταν τρελά και κα με ζςωηε, όπωσ ακριβϊσ ςτα ρομάντηα που ξεκοκάλιηα. Πμωσ ςε μζνα τίποτε τζτοιο δεν ζλεγε να ςυμβεί. Αντίκετα, όςο πιο κλιμμζνθ ιμουν, τόςο το κενό γφρω μου πλάταινε. Σαν να’ τανε θ κλίψθ χολζρα, όλοι μζνανε μακριά μθν κολλιςουν. Αντίκετα όταν ιμουν χαροφμενθ, όλοι πζφτανε επάνω μου ςαν τισ μφγεσ ςτθ ηάχαρθ. Ριρα το μάκθμά μου και δεν το ξζχαςα. Κανείσ δε ςκοτίηεται να ςε ςϊςει. Ο κακζνασ κζλει να

Page 35: Όμορφη Ζωή!

35

πάρει από ςζνα και πρζπει να ζχεισ να δϊςεισ. Από μζνα παίρνανε χαρά. Κζφι. Θ κλίψθ τοφσ ιταν αχρείαςτθ.

Ζτςι λοιπόν ζκρυψα το ςκοτάδι μου κι ζκανα το γζλιο εμπορικό μου ςιμα ςτο παηάρι του κόςμου. Δεν ιταν προςποίθςθ, ιταν φφςθ ενιςχυμζνθ με απόφαςθ και πείρα. Και πρόκλθςθ. Πταν όλα φαίνονταν ςτραβά κι ανάποδα, αντί να κατεβάηω μοφτρα, γελοφςα. Μπορεί και να τραγουδοφςα. Πταν επιχειροφςαν κάποιοι να με ταπεινϊςουν, τουσ ζφτυνα με το γζλιο μου και νιϊκανε εκείνοι ταπεινωμζνοι. Μου ζγινε δεφτερθ φφςθ το γζλιο. Και αιτία παρανόθςθσ. Με παίρνανε για δυνατι, θ μαμά για αναίςκθτθ. Καμάρωνα για τθν εντφπωςθ που ζδινα, για το πείςμα μου. Πςο είχα το γζλιο μου τίποτε και κανείσ δεν μποροφςε να με ςυντρίψει.

Ζτςι πορεφτθκα μια ηωι. Γελοφςα, γλεντοφςα, πάλευα, ζπεφτα, ςθκωνόμουν... Ππωσ όλοι.

Αν ςε γνϊριηα νωρίσ, καλζ μου, δε κα είχα παραπλανθκεί και περιπλανθκεί. Μπορεί να είχα γεννιςει και μεγαλϊςει τα παιδιά μασ και να’ μουν τϊρα μια διαφορετικι γυναίκα. Μςωσ όμωσ καλφτερα που άργθςα να ςε γνωρίςω. Ζκανα το ταξίδι μου, ζμακα κι ζπακα. Ζγινα αυτι που είμαι, το «κοριτςάκι» ςου.

Με πονάνε όμωσ τα χρόνια που δε ηιςαμε μαηί. Γι’ αυτό ςου μιλϊ για τθν παιδικι μου θλικία. Λαχταρϊ να τθ γνωρίςεισ, λαχταρϊ να είμαι μπροςτά ςου ακζραιθ, όχι κομματιαςμζνθ.

Εςφ δε ςυνθκίηεισ να γελάσ. Μόνο κάπου κάπου ζνα χαμόγελο

περνά από τα μάτια ςου κι αποςφρεται βιαςτικά ςαν να διζπραξε υπερβολι. Πμωσ προχκζσ ακοφγοντασ ςτθν τθλεόραςθ τον υπουργό να λζει πωσ θ τακτικι τθσ «πάπιασ» ςτισ παραβιάςεισ του εναερίου μασ χϊρου από τα τουρκικά αεροςκάφθ είναι θ ενδεδειγμζνθ πολιτικι για τθ διατιρθςθ τθσ ειρινθσ, ξζςπαςεσ ςε ςαρκαςτικό γζλιο. «Ροιασ ειρινθσ; Ζχουμε πόλεμο εδϊ και καιρό! Εντόσ των τειχϊν πόλεμο…» ζλεγεσ και ξανάλεγεσ βαδίηοντασ νευρικά επάνω κάτω, ενϊ θ Ρουπζλα από τθν πολυκρόνα ςε παρακολουκοφςε ανιςυχθ, ζτοιμθ να ςαλτάρει, αν τθ ηφγωνεσ. «Και ποιοσ είναι ο εχκρόσ;» ςε ρϊτθςα. Σταμάτθςεσ το πιγαινε-ζλα.

ωτοφςα εγϊ; Εγϊ που είχα αυτοεξοριςτεί εδϊ επάνω να γλυτϊςω...

Ακοφςαμε το γάβγιςμα τθσ Λάρασ από τθν αυλι. Ανιςυχοσ ζφερεσ το χζρι ςτθν τςζπθ του παντελονιοφ ςου, όπου κρφβεισ το πιςτόλι, κι ζτρεξεσ ςτο παράκυρο να κοιτάξεισ ζξω.

«Ο εχκρόσ!...» ςε πείραξα.

Page 36: Όμορφη Ζωή!

36

«Κα μποροφςε και να είναι...» ψικφριςεσ αινιγματικά κι είδα το πρόςωπό ςου πετρωμζνο, τα μάτια ςου ανζκφραςτα. Τρόμαξα και το’ δειξα. Μ’ αγκάλιαςεσ δίχωσ πόκο, κακθςυχαςτικά.

Ζβγαλεσ το πιςτόλι από τθν τςζπθ, τ’ ακοφμπθςεσ ςτο τραπζηι. Ρρζπει να ιταν γεμάτο κι αναρωτικθκα αν κα μποροφςεσ να ςκοτϊςεισ. Κα μποροφςεσ. Από απελπιςία.

Και ςε πόνεςα, καλζ μου. Ζρχεςαι κυκλωμζνοσ φωσ, τρφπιο όμωσ. Και ςτισ τρφπεσ, ςκοτάδι.

Σκοτάδι που καταπίνει τα λόγια. Λιγόλογοσ είςαι και κα’ ςουν ςχεδόν βουβόσ, αν δεν ιταν τόςο εφγλωττα τα μάτια ςου. Κανζνα βλζμμα δε μ’ αγάπθςε, δε με πόνεςε, όπωσ το δικό ςου. Γι’ αυτό δε ρωτϊ αν μ’ αγαπάσ… Φκαρμζνεσ οι λζξεισ τθσ αγάπθσ, τισ προδϊςαμε και μασ πρόδωςαν παλιά. Κι όμωσ! Καμιά φορά με πιάνει θ λαχτάρα να τισ ακοφςω κι απ’ τα χείλθ ςου. Δεν ζχω ακόμθ ελευκερωκεί από τισ λζξεισ, πότε πότε τισ νοςταλγϊ.

Ρεσ μου, πϊσ γίνεται ςτθν απουςία ςου να είςαι παρϊν; Οι κινιςεισ ςου, το περπάτθμα, ο ιχοσ τθσ φωνισ ςου, το άγγιγμα και προπαντόσ το βλζμμα ςου είναι εδϊ, αποτυπωμζνα παντοφ. Δεν είναι που ςε ανακαλϊ ςτθ μνιμθ μου, είναι που υπάρχεισ...

Κι όμωσ. Χκεσ παραλίγο να ςε διϊξω! Θ αφορμι ιταν γελοία, πρόφαςθ μάλλον για να ραγίςω αυτό το κζλυφοσ όπου αποςφρεςαι κι είναι τότε ςαν να με ςβινεισ, ζςτω και για ζνα δευτερόλεπτο. Κα’ πρεπε να’ μαι γενναιόδωρθ, μα ο φόβοσ ξεχείλιςε ανεξζλεγκτοσ. Ο φόβοσ ηει ακόμθ!.. Ζνιωςα αδφναμθ κι ζγινα μικρόψυχθ. Δεν είμαι και τόςο δυνατι. Αναγκάςτθκα να το παραδεχτϊ

Ναι… Κζλθςα να ςε χάςω, για να μθν ζχω τίποτε να χάςω. Δε διαμαρτυρικθκεσ. Μόνο με κοίταξεσ κι είχε τζτοια κλίψθ το βλζμμα ςου, που μου’ ρκε να πζςω ςτα πόδια ςου. Κρατικθκα. Σ’ άφθςα να φτάςεισ ςτθν αυλόπορτα, ς’ άφθςα να τθν ανοίξεισ, πριν τρζξω πίςω από τθ ςκυφτι ςου πλάτθ. Γφριςεσ το κεφάλι, είδα τα μάτια ςου υγρά κι ζλιωςα. Σ’ ζςυρα μζςα. Σου παραδόκθκα, όχι από πόκο, από ζλεοσ.

Σε πονϊ. Θ αγάπθ πονάει. Αποκοιμικθκεσ και ςθκϊκθκα να ςου μαγειρζψω. Τζλειωςα κι

εςφ ακόμθ κοιμόςουν. Είχεσ ζνα πρόςωπο νεανικό, ςχεδόν εφθβικό, κι οι ςκιζσ του άφαντεσ. Ιμουν εγϊ που τισ είχα εξαφανίςει; Για μια ςτιγμι μπικα ςτον πειραςμό να ς’ ζχω ολόδικό μου, τα μυςτικά ςου όλα φανερωμζνα. Ζδιωξα αμζςωσ τθ ςκζψθ…

Για να μθ ςου χαλάςω τον φπνο, βγικα ςτο περιβόλι. Ο ιλιοσ είχε δφςει, αλλά το φωσ κρατιότανε ακόμθ από τα ακρόφυλλα, ενϊ μια

Page 37: Όμορφη Ζωή!

37

αραιι ομίχλθ κυλοφςε ςτθν πλαγιά του βουνοφ και κατακάκιηε ςτισ κεραμοςκεπζσ. Το πεφκο μου τιτίβιηε, κακϊσ τα πουλιά ψάχνανε κλαδί να κουρνιάςουν. Το αεράκι ζφερνε ξεκυμαςμζνουσ ιχουσ από κουδοφνια αρνιϊν που επζςτρεφαν ςτο μαντρί και γαβγίςματα ςκφλων. Μετά απότομα κάκε ιχοσ ζςβθςε. Σιγαλιά πθχτι. Αλλόκοτθ. Κι ζμπαινε ςτο κορμί και ςτο μυαλό μου ςαν να’ τανε νερό κι εγϊ ςτεγνό ςφουγγάρι. Με γζμιηε μζχρι που ζγινα θ ίδια ςιγι και τότε μου φάνθκε πωσ αξιϊκθκα ν’ αφουγκραςτϊ, για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι μου, τθν ανάςα των δζντρων. Μια ευφροςφνθ με κυρίεψε, φόβοσ δεν υπιρχε, μόνο θ μουςικι τθσ ανάςασ…

Γονάτιςα κι ακοφμπθςα το κεφάλι μου ςτο χϊμα ςαν να’ κελα να βυκιςτϊ μζςα του. Ευλογικθκα με γαλινθ.

Θ φωνι του ςκότωςε τθ ςτιγμι. Ο κυρ-Ανζςτθσ με φϊναηε, ο μεγάλοσ μου μπελάσ, να μου δϊςει χόρτα του βουνοφ, τρυφεροφδια, μαηεμζνα ζνα κι ζνα με τα χζρια του, κι από πάνω, κακαριςμζνα και πλυμζνα.

Ο κυρ-Ανζςτθσ με κατακλφηει με δϊρα: χόρτα, βότανα, τυρί, βοφτυρο, κοτόπουλα, κάςτανα, καρφδια. Από τον πρϊτο καιρό που εγκαταςτάκθκα εδϊ, είχα τθν ατυχία να του εμπνεφςω ςφοδρότατο ζρωτα, που μου τον εξομολογικθκε ςτα ίςια. Μαγκοφφα εγϊ, «ςτα ντουηζνια μου», κοτςανάτοσ εκείνοσ -να μθν κοιτάηω τ’ άςπρα μαλλιά, τα λειψά του δόντια και τα εβδομιντα ζξι του χρόνια, άλλα κάνουν τον άντρα- με γυναίκα κατάκοιτθ, γιατί να μθν ευχαριςτιόμαςτε οι δυο μασ; Το ειρωνικό γζλιο μου δεν τον είχε αποκαρρφνει. Κάκε άλλο. Ζγινε τςιμποφρι, τα δϊρα πλικαιναν, μζχρι που απθυδιςμζνθ του διλωςα ορκά κοφτά να με παρατιςει ςτθν θςυχία μου. Τότε ζριξε το μεγάλο του χαρτί. Το ςτεφάνι! Κα χϊριηε τθ γριά, κα ζπαιρνε εμζνα! Κα μ’ ζκανε βαςίλιςςα. Κορϊνα ςτο κεφάλι του! Δεν είχε μόνο γίδια, αλλά και λίρεσ και ευρϊ και μετοχζσ. Οι κόρεσ του οι αρπάχτρεσ δεν τα’ χανε πάρει μυρουδιά. Κα τα’ γραφε ςτ’ όνομά μου. Μόνο να’ κανα λίγθ υπομονι, μζχρι να ξεφορτωκεί τθ γριά… Ε, δε κ’ αργοφςε και πολφ να του αδειάςει τθ γωνιά…

Του’ δωςα να καταλάβει πωσ, με ι δίχωσ ςτεφάνι, τίποτε δεν μποροφςε να γίνει μεταξφ μασ. Σκφλιαςε. Μ’ ζβριςε «ανϊμαλθ» κι εξαφανίςτθκε. Ανάςανα, είπα πωσ είχα ξεμπερδζψει, μα ςε δζκα μζρεσ να τοσ πάλι, όμωσ άλλοσ άνκρωποσ, ταπεινόσ και ντροπαλόσ, με κεφάλι ςκυφτό, μάτια καρφωμζνα ςτο χϊμα. Μια βρεγμζνθ γάτα μ’ ζναν τενεκζ τυρί. Ραραγωγισ του. Να το καταδεχτϊ, τίποτε άλλο δε ηθτοφςε. Με τα πολλά πιρα το δϊρο. Από τότε δεν ξανάκανε κουβζντα για ζρωτεσ. Ρεριορίηεται ςε δϊρα, αναςτεναγμοφσ και εκφραςτικζσ ματιζσ.

Page 38: Όμορφη Ζωή!

38

Τελευταία τα χζρια του τρζμουν και ςυχνά μπερδεφει τα λόγια του. Τον λυπάμαι. Καμιά φορά τον καλϊ μζςα για καφεδάκι.

Τον κάλεςα κι αυτι τθ φορά. Μου’ ριξε μια λοξι ματιά, ςαν ςκφλοσ που περιμζνει κλοτςιά, αλλά ελπίηει και ςε κόκαλο. «Μα είναι αυτόσ μζςα…», μουρμοφριςε διςτακτικά. Ζμεινα άναυδθ. Ρϊσ το ιξερε; Καταςκοπεφει το ςπίτι;

Μπικε τελικά με μικρά, προςεκτικά βθματάκια ςαν να φοβόταν μιπωσ πατιςει νάρκθ. Κακιςμζνοσ ζξω ζξω ςτθν καρζκλα του, ρίχνοντασ ολόγυρα φοβιςμζνεσ ματιζσ, ιπιε τον καφζ κι ζφαγε το γλυκό του.

Σθκϊκθκε να φφγει, κοντοςτεκόταν όμωσ κι ζςφιγγε αμιχανα τα χζρια του. Τον ρϊτθςα τι ζτρεχε. Δίςταηε, ξεροκατάπινε, αναςτζναηε. Στο τζλοσ ξζςπαςε ψικυριςτά μθ ςε ξυπνιςει. Με τθν Ζφθ τα είχε, τθ ςτραβάδω, που όπου πάει κι όπου ςτακεί τον κατθγορεί πωσ τρζχει πίςω απ’ τα κθλυκά. Άδικθ κατθγόρια πζρα για πζρα. Αλλά θ Ζφθ του’ χει άχτι, επειδι αυτι τον κζλει, ενϊ εκείνοσ με τίποτε. Πλο γλφκεσ και ςερμπζτια τρζχουνε απ’ το ςτόμα τθσ, Ανζςτθ μου, λεβζντθ μου, τζτοια, κι οφτε λογαριάηει τον άντρα τθσ, που τον ζχει ςοφηα! Αν δε μου πιπίλιηε το μυαλό με κατθγόριεσ εναντίον του, αυτόσ κα κοιμότανε τϊρα ςτο κρεβάτι μου κι όχι ο άλλοσ! ϋΕβαλε τα κλάματα. Χοντρά δάκρυα τρζχανε ςτα ςκαμμζνα του μάγουλα και χάνονταν ςτο γκρίηο του μουςτάκι. Ζβγαλε από τθν τςζπθ του ζνα βρομομάντιλο να τα ςκουπίςει. Φφςθξε και τθ μακρουλι του μφτθ.

Θ κατάςταςθ ιταν τραγελαφικι. Ο κυρ Ανζςτθσ ηοφςε ςε μια αυταπάτθ, αλλά δεν είχα διάκεςθ να γελάςω. Μιπωσ όλοι μασ δεν ταξιδεφουμε ςτθ ηωι μζςα ςε μια χρωματιςτι ςαπουνόφουςκα; Σπάει και πονάμε, ςπάει και ςπάμε, ςπάει και βλζπουμε…

Τον διαβεβαίωςα πωσ θ Ζφθ ποτζ δεν τον είχε κατθγοριςει κι όςο για τον τρόπο που του μιλοφςε να μθ βάηει ιδζεσ. Αυτόσ ιταν ο τρόποσ τθσ προσ τον κακζνα.

«Πλοι είναι καλοί για ςζνα. Πλοι εκτόσ από μζνα!» μου πζταξε πικρόχολα κι ζφυγε ςζρνοντασ τα βιματά του, ζνα καμπουριαςτό, κακοτράχαλο γεροντάκι.

Θ Ζφθ είναι φίλθ μ’ όλθ τθ ςθμαςία τθσ λζξθσ. Τθ καυμάηω. Κι

επιπλζον βρίςκω γοθτευτικι τθν αςκιμια τθσ. Μιςότυφλθ και ταλαιπωρθμζνθ από τθν αρρϊςτια, ςου μεταδίδει κζφι κι αγάπθ για τθ ηωι. Κουράγιο και καρτερία. Ραίρνω δφναμθ απ’ τθ δφναμι τθσ. Κοντά τθσ γίνομαι καλφτερθ και ςφίγγεται θ ψυχι μου ςτθ ςκζψθ πωσ μπορεί να τθ χάςω. Πμωσ θ Ζφθ ζχει φιλοςοφιςει κι αυτό το ενδεχόμενο. Το αντιμετωπίηει με φυςικότθτα, μόνθ τθσ ζγνοια ο Σταφροσ, ο άντρασ τθσ.

Page 39: Όμορφη Ζωή!

39

Ζνασ απίςτευτοσ ζρωτασ δζνει το ηευγάρι. Είναι ίςωσ κι θ ςκιά του κανάτου που τον κρατά λαμπερό

Είχαν γνωριςτεί ςτα Καλάβρυτα, όταν θ Ζφθ υπθρετοφςε εκεί ωσ πρωτοδιόριςτθ κακθγιτρια Γαλλικϊν κι ο Σταφροσ ωσ θλεκτρολόγοσ τθσ ΔΕΘ. Εξαιτίασ μιασ θλεκτρικισ βλάβθσ ςτο ςπίτι τθσ ζνασ ςυνάδελφοσ τισ ςφςτθςε τον Σταφρο. Ράει ο Σταφροσ απογευματάκι μετά τθ δουλειά, επιδιορκϊνει τθ βλάβθ, τον κερνάει θ Ζφθ κανταΐφι φτιαγμζνο απ’ τα χζρια τθσ –ειδικότθτά τθσ τα γλυκά ταψιοφ- πιάνουνε τθν κουβεντοφλα, ςουρουπϊνει, ζχει ξεςπάςει ςτο μεταξφ δυνατι βροχι. Θ Ζφθ ςτρϊνει τραπζηι για δυο. Λαχανοντολμάδεσ του ςερβίρει και του Σταφρου του φαίνεται πωσ ποτζ του δεν ζχει γευτεί νοςτιμότερουσ. Βάηουν κάτω ακόμθ και τθσ μάνασ του!...

Ο Σταφροσ ζφυγε γφρω ςτισ δζκα ςιγοτραγουδϊντασ ςτο ψιλόβροχο με τθ δανεικι ομπρζλα τθσ Ζφθσ χρϊματοσ πορτοκαλί. Σκοτάδι κι ερθμιά ζξω, κανείσ δεν πρόςεξε τθ γυναικεία ομπρζλα. Τθν επόμενθ θμζρα τισ τθν επζςτρεψε και ξανάφαγε κανταΐφι. Αυτό ιταν. Κόλλθςαν.

Κζλανε να παντρευτοφνε γριγορα, να μθ δίνουνε λαβι ςε κουτςομπολιά, όμωσ ο Σταφροσ ιταν κατά το νόμο ζγγαμοσ. Νεαρόσ είχε παντρευτεί μια γυναίκα πολφ μεγαλφτερι του λόγω εγκυμοςφνθσ. Άτυχοσ γάμοσ, φαινόταν αυτό από τθν αρχι, το ηευγάρι αταίριαςτο, θ ςφηυγοσ ηθλιάρα, τυραννικι κι αρπακτικι. Άντεξε ο Σταφροσ δεκαοχτϊ ολόκλθρα χρόνια για το χατίρι του μοναχογιοφ τουσ, μετά ηιτθςε διαηφγιο. Θ γυναίκα αρνικθκε. Ζτςι εκείνοσ ζφυγε. Πχι μόνο από το ςπίτι του, αλλά και από τθ Λάριςα, τον τόπο του. Πςο κι αν το λαχταροφςε, ςπάνια ζβλεπε το γιο του, γιατί θ μάνα είχε βάλει τα δυνατά τθσ να ενςταλάξει το δικό τθσ μίςοσ ςτθν ψυχι του παιδιοφ. Στθν αρχι υπζφερε πολφ, μετά ςυνικιςε κάπωσ...

Θ Ζφθ δεν ζδινε δεκάρα αν παντρεφονταν ι όχι. Είτε ζτςι είτε αλλιϊσ κα γερνοφςαν μαηί. Τον πιγε ςτουσ γονείσ τθσ. Καταχάρθκαν. Δεν πίςτευαν ςτα μάτια τουσ οι άνκρωποι. Εμφανίςιμοσ ο γαμπρόσ και να’ χει τζτοια λατρεία ςτθν Ζφθ τουσ! Πταν όμωσ πλθροφορικθκαν ότι ο Σταφροσ ιταν «αλφτρωτοσ»- ζτςι λζγανε τότε όςουσ δεν μποροφςαν να πάρουν διαηφγιο- φαρμακϊκθκαν. Αχ, ο κόςμοσ! Τι κα’ λεγε ο κόςμοσ!. Πμωσ θ επιμονι τθσ Ζφθσ και βζβαια θ ςκζψθ πωσ, κι ενάρετθ θ κόρθ τουσ, δφςκολα κα’ βριςκε ςφηυγο, τοφσ οδιγθςε ςε ςυνκθκολόγθςθ. Ζτςι γίνανε οι δυο τουσ ηευγάρι κρατϊντασ όμωσ τα προςχιματα και χωριςτά ςπίτια, για να μθ δίνουν λαβι ςε περιςςότερα ακόμθ ςχόλια. Άλλωςτε τότε ιταν ανικουςτο να ςυηεί μια ανφπαντρθ, ακόμθ χειρότερα, αν ιταν εκπαιδευτικόσ. Ρεινοφςαν όμωσ ο ζνασ για τον άλλον

Page 40: Όμορφη Ζωή!

40

κι ζτςι τα Σαββατοκφριακα τα περνοφςαν ςε κάποιο ξενοδοχείο τθσ Ράτρασ. Τόςο δεν μποροφςαν να ξεκολλιςουν που ςθκϊνονταν απ’ το κρεβάτι μόνο για να τςιμπιςουν κάτι.

Πςο κι αν προςπακοφςαν να μθν προκαλοφν, το κουτςομπολιό φοφντωνε. Λάδι ςτθ φωτιά ζριχνε θ αςκιμια τθσ Ζφθσ. Ρϊσ τα είχε καταφζρει να ξετρελάνει τον Σταφρο; Με μάγια; Με τισ κρυφζσ τθσ χάρεσ; Μζγα μυςτιριο!

Θ Ζφθ, ςτα εξιντα τθσ πλζον, ςίγουρα δε πολυξεχωρίηει από τισ κάποτε όμορφεσ ςυνομιλικζσ τθσ. Εκείνεσ ο χρόνοσ τουσ ζχει κλζψει ό,τι θ ίδια ποτζ τθσ δεν είχε. Ιταν, ζλεγε, φτυςτι ο αςχθμάντρασ ο πατζρασ τθσ, ο ψυχοπονιάρθσ, ο αξιαγάπθτοσ. Από τθν ωραία μάνα τθσ τίποτε δεν είχε πάρει. Θ ωραία λάτρευε τον άςκθμο, ανταποδίδοντάσ του τθ δικι του λατρεία. Καπετάνιοσ ο πατζρασ τθσ ζλειπε πολφ κι επζςτρεφε όλο δϊρα και χαμόγελα. Άνοιγαν τότε το ςπίτι, άρχιηαν τα τραπεηϊματα και τα γλζντια. Άρχιηαν κι οι ζξοδοι. Κζατρο, κινθματογράφοσ, ταβζρνεσ, εκδρομοφλεσ.

Μικρό κοριτςάκι θ Ζφθ είχε κατά τφχθ κρυφακοφςει τον καπετάνιο να ευχαριςτεί τθ γυναίκα του για τα ευτυχιςμζνα χρόνια που είχε ηιςει μαηί τθσ. Είχε γεμίςει χαρά. Το βράδυ, ςτθν προςευχι τθσ, παρακάλεςε να αξιωκεί κι αυτι ζναν τζτοιο ζρωτα. Και ειςακοφςτθκε!

Εφτά χρόνια εραςτζσ με τον Σταφρο παίρνανε προφυλάξεισ μθ τυχόν και ςυμβεί θ εγκυμοςφνθ που κατά βάκοσ τόςο λαχταροφςαν. Πταν επιτζλουσ ψθφίςτθκε ο νόμοσ που λφτρωνε τουσ «αλφτρωτουσ» και παντρεφτθκαν, το μωρό αρνικθκε να ζρκει. Αντί για εκείνο, ιρκε θ αρρϊςτια. Κι ζμεινε.

Χτφπθςε πρϊτα τα μάτια τθσ. Αποκόλλθςθ φακοφ. Ενϊ παιδευόταν με τθν όραςθ, να ςου κι ο καρκίνοσ μαςτοφ, ο φονιάσ τθσ αδελφισ τθσ. Αφαίρεςθ, χθμειοκεραπεία, ακτινοκεραπεία. Ρζςιμο μαλλιϊν, εξάντλθςθ, πόνοι. Τα υπζςτθ όλα δίχωσ να μεμψιμοιρεί. Ο Σταφροσ πάντα δίπλα τθσ. Εν τω μεταξφ είχε χάςει ςε αυτοκινθτιςτικό ατφχθμα τον μοναχογιό του, που μόλισ τελευταία, με παρότρυνςθ τισ Ζφθσ, είχε προςεγγίςει. Δεν του απζμενε άλλοσ δικόσ του άνκρωποσ εκτόσ από τθν άρρωςτθ γυναίκα του. Τρία χρόνια ο καρκίνοσ τουσ άφθςε ιςυχουσ. Τον τζταρτο να τοσ πάλι ςτο άλλο ςτικοσ. Ξανά τα ίδια. Μετά μια ανάςα, μζχρι να εμφανιςτεί ςτθν ωοκικθ. Θ Ζφθ ζκοψε το κάπνιςμα, αλλά δεν ξζφυγε τθ μετάςταςθ ςτα πνευμόνια. Ο γιατρόσ τισ πρότεινε μια πειραματικι, γονιδιακι κεραπεία, δοκιμαςμζνθ ςε ποντίκια, με ενκαρρυντικά αποτελζςματα. Μςωσ γιατρευόταν, αλλά οπωςδιποτε κα υπθρετοφςε τθν επιςτιμθ και τθν ανκρωπότθτα. Θ Ζφθ νοιαηόταν και για τθν επιςτιμθ και τθν ανκρωπότθτα, αλλά λαχταροφςε

Page 41: Όμορφη Ζωή!

41

να πεκάνει ιςυχα μακριά από γιατροφσ και νοςοκομεία. Ο Σταφροσ ιταν ςφμφωνοσ.

Το ςπίτι ςτο χωριό τοφσ το είχε από χρόνια παραχωριςει για καλοκαιρινζσ διακοπζσ, με αντάλλαγμα να το ςυντθροφν, ζνασ φίλοσ τουσ που ηοφςε ςτθν Ακινα. Αποφάςιςαν να εγκαταςτακοφν εκεί...

Ρζραςε ο πρϊτοσ χρόνοσ κι θ Ζφθ ιταν ηωντανι. Κι ο δεφτεροσ. Κι ο τρίτοσ. Εφτά χρόνια ηει και βαςιλεφει εδϊ επάνω, μζρα μπαίνει, μζρα βγαίνει. Ρολλοί φίλοι και ςυγγενείσ από τθν Ακινα τθ νομίηουν μακαρίτιςςα κι όταν μακαίνουν πωσ δεν είναι πζφτουν απ’ τα ςφννεφα. Ξεκαρδίηεται θ Ζφθ με το πάκθμά τουσ, μζχρι που τθσ κόβεται θ ανάςα. Να, τισ προάλλεσ είχε όρεξθ να πάρει ςτο τθλζφωνο μια παλιά ςυνάδελφό τθσ, μα μόλισ είπε τ’ όνομά τθσ, θ άλλθ ζχαςε τθ λαλιά τθσ. Πταν τθν ξαναβρικε, ψικφριςε ξεψυχιςμζνα: «Συγγνϊμθ, Ζφθ, αλλά ηεισ;». Κι ζκλειςε. Θ Ζφθ ξαναπιρε να τθ βεβαιϊςει πωσ, ναι, ηει, αλλά εκείνθ διατθροφςε αμφιβολίεσ, μζχρι που μπικε ςτθ μζςθ ο Σταφροσ και τθν διαβεβαίωςε πωσ δεν ιταν χιροσ. Θ ςυνάδελφοσ βάλκθκε ζκτοτε να διαλαλεί παντοφ το «καφμα»…

Από τότε το τθλζφωνό τθσ κουδουνίηει αςταμάτθτα. Τθσ τθλεφωνοφν και άγνωςτοι που πλθροφορικθκαν τθν ιςτορία τθσ. Είναι οι ίδιοι καρκινοπακείσ ι κάποιοσ ςυγγενισ τουσ και ηθτάνε να μάκουν το μυςτικό τθσ επιβίωςισ τθσ. Θ Ζφθ κζλει να τουσ ικανοποιιςει, αλλά δεν το ξζρει. Μιπωσ είναι το νεράκι από τθ βουνίςια πθγι; Ο αζρασ; Θ θςυχία; Μιπωσ τα άγρια χόρτα και τα λαχανικά που καλλιεργεί ο Σταφροσ ςτο περιβόλι; Θ εξοχι γενικϊσ;

«Μπορεί να είναι και οι προςευχζσ ςου, Ζφθ», τθσ λζει ο Σταφροσ. Θ Ζφθ διαμαρτφρεται. Ροτζ δεν ζχει παρακαλζςει για τον εαυτό τθσ. Ροτζ! Μόνο ευχαριςτεί…

Ζξω θ Ζφθ χρειάηεται βοικεια, αλλά μζςα ςτο ςπίτι κινείται με ςβελτάδα και ςιγουριά. Δεν είμαι ςίγουρθ αν ξεχωρίηει τα χαρακτθριςτικά του προςϊπου μου ι αν με αναγνωρίηει από τθ φωνι, τθ μυρουδιά ι κάτι άλλο. Ράντωσ τα τερλίκια που μου ζχει πλζξει ζχουν υπζροχο ςχζδιο. Ρϊσ τα κατάφερε; Μετρϊντασ, λζει, τουσ πόντουσ. Δεν είναι απαραίτθτο να βλζπει.Μου πλζκει κι ζνα ριχτάρι με νιματα που τθσ ζχουν περιςςζψει.Ρλζκει ςυνζχεια κι ευλογεί τθ γιαγιά τθσ που τθσ ζμακε. Πςο όμωσ τα μάτια τθσ ιταν γερά, ποφ καιρόσ για πλζξιμο!..

Στθσ Ζφθσ φιλοξενικθκα μζχρι να ετοιμαςτεί το ςπίτι μου. Σου το ζχω πει, καρρϊ, άντρα μου… Συγκατοίκθςα μαηί τθσ και με το Σταφρο και γίναμε αδζλφια. Είχαμε χρόνο ν’ ανοίξουμε τισ καρδιζσ μασ, να ποφμε τισ ιςτορίεσ μασ, να δεκοφμε και ν’ αγαπθκοφμε. Χρειάηεται χρόνο θ αγάπθ. Δίχωσ χρόνο θ αγάπθ μζνει λειψι.

Page 42: Όμορφη Ζωή!

42

Ο Σταφροσ είναι δουλευταράσ και φοβερά επιτιδειοσ ςε ότι ζχει ςχζςθ με τθν οικοδομι, όχι μόνο με τα θλεκτρολογικά. Με βοικθςε πολφ με το ςπίτι…

Ρϊσ κα τθσ φανεί τθσ Ζφθσ αν μάκει πωσ ο κυρ Ανζςτθσ κεωρεί ότι δεν τρφπωςε ςτο κρεβάτι μου εξαιτίασ τθσ; Κα μείνει μ’ ανοιχτό το ςτόμα και μετά κα βάλει τα γζλια. «Βρε, το φουκαρά, τον αρχιψεφταρο!» κα πει. Και δε κα του κρατιςει κακία.

Ρρωινό ξφπνθμα κι όπωσ κάκε μζρα πετάγομαι με τισ πιηάμεσ ςτο περιβόλι να επικεωριςω τθ δουλειά τθσ νφχτασ: πόςο μεγάλωςαν οι κολοκυκιζσ, τι καινοφργια φφλλα ξεπετάχτθκαν, αν κοκκίνιςαν οι ντομάτεσ, αν ωρίμαςε κανζνα φροφτο. Καλθμερίηω τα λαχανικά και τα δζντρα, τα καμαρϊνω. Ακόμθ μια φορά απορϊ κι εξίςταμαι πϊσ τόςο χρόνια κατάφερνα να ηω μζςα ςτο τςιμζντο. Αποκομμζνθ. Πμωσ εκείνθ θ αλλόκοτθ ανθςυχία, κάτι ςαν πείνα μεσ ςτθ χόρταςθ, μιπωσ ιταν μεταμφιεςμζνθ λαχτάρα για το χαμζνο δεςμό;…

Το φωσ είναι καμπό ακόμθ, βουτθγμζνο ςτθν καταχνιά. Τζτοια αςαφι τοπία ςαν αυτό εδϊ ςυχνάηουν ςτα όνειρα και μου φζρνουν ςτο νου τα λόγια ςου ι μάλλον του Ρλάτωνα, που καυμάηεισ: «Ο κόςμοσ των αιςκιςεων είναι αδφναμο αντιφζγγιςμα του αιϊνιου και αγζννθτου Πντοσ. Πποιοσ αξιωκεί να ατενίςει το Ον, ζςτω και ςτιγμιαία, γεμίηει τζτοια ευφρόςυνθ που όλα τ’ άλλα ςβινουν...». Εςφ ζχεισ γευτεί αυτι τθν ευφροςφνθ, καλζ μου; Μου φαίνεται αγενζσ να ςε ρωτιςω. Σ’ ακοφω μόνο γοθτευμζνθ κι ασ ςκζφτομαι πωσ εμζνα μου αρκεί ό,τι βλζπουν τα μάτια μου κι αγγίηουν τα χζρια μου...

Κι όμωσ, τοφτθ τθ διφοροφμενθ ϊρα είναι ςαν να’ χω γυμνωκεί από το ςϊμα μου. Ελευκερία και γαλινθ... Αχ, καλζ μου. Πταν γζρνεισ επάνω μου, όταν αγκαλιάηεισ το κορμί μου, τθν ψυχι μου ποκείσ, το ξζρω. Κι όταν καμιά φορά, ανάμεςα ςτο ςοβαρό κι αςτείο, ςου λζω πωσ μου πζφτει λιγάκι βαριά θ φιλοςοφία, τόςα χρόνια ζμποροσ, λεφτά μετροφςα θ καθμζνθ, εςφ διόλου δε ςυμφωνείσ. Ριςτεφεισ πωσ είμαι από τθ φφςθ μου προικιςμζνθ να «δω» το Ον. Ροτζ δε λεσ «το Κεό» και μπερδεφομαι...

Να... Αεράκι ςθκϊκθκε, παραςζρνει τθν ομίχλθ, τα περιγράμματα πια διακρίνονται κακαρά κι εγϊ γονατίηω κι αγγίηω με τισ παλάμεσ μου το υγρό χϊμα. Σφίγγω ζνα ςβόλο ςτθ χοφφτα μου, ζνα ςκουλθκάκι ςαλεφει ανάμεςα ςτα δάχτυλά μου. Το χϊμα τθσ Ακινασ δεν ζχει ςκουλικια, μόνο καλϊδια και ςωλινεσ κάτω από το τςιμζντο και τθν άςφαλτο. Φυλακιςμζνο, καταδικαςμζνο ςε αςφυξία και ςτειρότθτα, χϊμα. Υποταγμζνο. Το ςπλαχνίηομαι

Page 43: Όμορφη Ζωή!

43

Ξαπλϊνομαι μπροφμυτα ςτθ γθ, δε νοιάηομαι για τισ πιηάμεσ μου, το μυρίηω άπλθςτα. Ζχει τθ μυρουδιά τθσ γονιμότθτασ...

Κρατϊ το χωμάτινο ςβϊλο ςτθ χοφφτα μου. Το ςκουλικι ζχει μάλλον δραπετεφςει. Σβϊλοσ χϊμα κι εγϊ και ςτο κζντρο μου μια ςταγονίτςα φωσ. Υπομονετικό κι ανκεκτικό φωσ... Σθκϊνομαι επάνω, χαιρετϊ τον νεαρό ιλιο. Μια ειδωλολάτριςςα…

Μζχρι να ςε γνωρίςω το παρελκόν μου κοιμόταν φπνο βακφ. Εςφ το ξφπνθςεσ, εςφ ανακάτεψεσ το βοφρκο κι ιρκαν ςτθν επιφάνεια τα παλιά και τα λθςμονθμζνα. Και βλζπω το κοριτςάκι που κλαίει και ξεκαρδίηεται με το παραμικρό, που μθ αντζχοντασ να περπατά, χοροπθδά και τρζχει. Μαηί τθσ τρζχει κι ο άνεμοσ που ςτροβιλίηει χαρτοςακοφλεσ και ξερόφυλλα, τθσ φουςκϊνει τθ φαρδιά φουςτίτςα, τθ ςθκϊνει ψθλά. Και να, πετά πάνω από γυμνά δζντρα, ςτζγεσ και κιπουσ με χρυςάνκεμα, επάνω από χωματόδρομουσ και ςκυφτοφσ ανκρϊπουσ!... Είναι το μυςτικό τθσ αυτό. Αμοίραςτο κι ανείπωτο…

Ξθμεροβραδιάηεται ολομόναχθ ςτον ξεροπόταμο απζναντι απ’ το ςπίτι, τθσ Κομοτθνισ. Με το ςιδερζνιο τθσ φτυαράκι, πλαςτικά δεν υπιρχαν τότε, αναςκαλεφει τθν άμμο. Ακοφραςτα. Ρακιαςμζνα. Αναηθτά τουσ χρυςαφζνιουσ κόκκουσ που τθ καμπϊνουν. Θ ζξαψθ τισ βάφει κόκκινα τα μάγουλα, δίνει γυαλάδα ςτα μάτια. Το κουβαδάκι γεμίηει. Τ’ αδειάηει ςε κρυψϊνα, το ξαναγεμίηει. Κι άλλο αμοίραςτο κι ανείπωτο μυςτικό!

Στισ εφθμερίδεσ, μετά από δεκαετίεσ διάβαςα πωσ ςτθν κοίτθ εκείνου του ποταμοφ –ςκεπαςμζνου πλζον από χρόνια- υπιρχαν μθ αξιοποιιςιμα κοιτάςματα από χρυςάφι...

Σου μιλάω για τ’ ανείπωτα. Αναςφρω από τον πάτο τθσ μνιμθσ τα ξεχαςμζνα. Ανακατεφω χρυςοφσ κόκκουσ μ’ αζρθδεσ, πετάγματα και χρυςάνκεμα. Τα μάτια ςου μ’ ακοφν, αυτά που ποτζ δεν παφουν να με κοιτάνε.

Φοράσ κι εςφ, καλζ μου, κοντά παντελονάκια, ζχεισ το κεφάλι κουρεμζνο, τα γόνατα πλθγιαςμζνα. Σε πιάνω από το χζρι. Τρζχουμε μαηί. Γελάμε. Ρετάμε. Σε παίρνω μακριά από τθ μαυρίλα που κάπου κάπου ςκοτεινιάηει το βλζμμα ςου, αυτι που ςε κρατάει μακριά μου τισ μζρεσ που δε φαίνεςαι, αυτι που ςου λζει να μθν ξανάρκεισ. Δεν τθν ακοφσ όμωσ…

Ρετοφμενο και χρυςοκιρασ ζπαψα να είμαι όταν πιγα ςτο Δθμοτικό. Στθν πρϊτθ τάξθ το μιςοφςα, γιατί ιμουν κοφτςουρο. Δεν το πιςτεφεισ, καλζ μου; Ο λόγοσ πρζπει να ιταν που δε ςικωνα κεφάλι από τισ παιδικζσ αρρϊςτιεσ. Τζλειωνε θ μια άρχιηε θ άλλθ. Κάκε φορά που επζςτρεφα ςτθν τάξθ, τα κενά μου ιταν μεγαλφτερα κι ο τρόμοσ μου για

Page 44: Όμορφη Ζωή!

44

τθν ορκογραφία και τθν προπαίδεια πιο δυνατόσ. Μα μζρα με ςικωςε θ δαςκάλα ςτον πίνακα να γράψω ορκογραφία και μζςα ςε μια προταςοφλα κατάφερα να κάνω εφτά λάκθ! Αν κυμάμαι καλά θ πρόταςθ είχε εννιά λζξεισ. Από τότε αρνιόμουνα τθ δοκιμαςία του πίνακα. Άκουγα τθ δαςκάλα να φωνάηει τ’ όνομά μου και γινόμουνα πζτρα. Σφντομα βαρζκθκε και με παράτθςε ςτθν θςυχία μου. Δεν ξζρω αν ζτρεμα το ςχολείο, επειδι αρρϊςταινα ι αρρϊςταινα επειδι το’ τρεμα. Φαφλοσ κφκλοσ. Το κρανίο μου ιταν θλεκτρικι καρζκλα, το κρεβάτι όμωσ τθσ αρρϊςτιασ μου παράδειςοσ. Με απορροφοφςε το ταβάνι κι θ ϊρα κυλοφςε νεράκι. Σιμερα δεν υπάρχουν τζτοια ταβάνια. Ιταν ξφλινο, με τισ ςανίδεσ του φαγωμζνεσ από τθν πολυκαιρία και το ςαράκι. Και τι δεν ζβλεπα εκεί πάνω! Ρολιτείεσ, δάςθ, κθρία, ανκρϊπουσ, μάχεσ, περιπζτειεσ. Ολόκλθρα μυκιςτοριματα και ςυναρπαςτικζσ ταινίεσ εξελίςςονταν ςτο ταβάνι μου. Ιταν ςινεμά και βιβλίο.

Πταν πια δε γινόταν να παρατακεί κι άλλο θ αρρϊςτια, βρικα διζξοδο ςτο ςκαςιαρχείο. Τθν πρϊτθ φορά δεν το είχα ςχεδιάςει. Άργθςα για το μάκθμα και φοβικθκα να μπω ςτθν τάξθ μθ με μαλϊςει θ δαςκάλα. Πλο το πρωί τριγυρνοφςα ςτουσ δρόμουσ, χάηευα εδϊ κι εκεί, ζκοβε κρυφά λουλοφδια από τουσ κιπουσ, μα το ρόλοι τθσ πλατείασ αργοφςε απελπιςτικά να χτυπιςει τθν ϊρα τθσ ςχόλθσ. Εμφανίςτθκα νωρίτερα απ’ ότι ζπρεπε ςτο ςπίτι τρζμοντασ από το κρφο, με μια ανκοδζςμθ ςτο χζρι. Τθν πρόςφερα ςτθ μαμά. Ευχαριςτικθκε πολφ και δεν πρόςεξε τθν ϊρα. Τθν επόμενθ γφριςα ακόμθ νωρίτερα. Δεν άντεχα το ψιλόβροχο και τον ποδαρόδρομο. Θ μαμά παραξενεφτθκε, όμωσ βρικα τθ δικαιολογία. Ιμουν φρόνιμθ κι θ δαςκάλα με απόλυςε νωρίτερα!

Πλο και νωρίτερα γφριηα, μζχρι που θ μαμά μπικε ςτο νόθμα. Με πιρε μαλακά από το χζρι και με οδιγθςε ςτθ δαςκάλα. Κάτι τθσ είπε κι θ δαςκάλα κοφνθςε το κεφάλι. Κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο να με μαλϊςει κι ζτςι ζγινε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και μ’ ζβαλε να κακίςω ςτο πρϊτο κρανίο με τθν Μαρίνα. Καλι μακιτρια και ψυχοφλα. Με βοικθςε πολφ. Ζγινε φίλθ, δαςκάλα, αδελφι. Μου ζδωςε εμπιςτοςφνθ ςτον εαυτό μου. Τθν αγάπθςα αποκλειςτικά και κτθτικά. Μου κακοφαινόταν να ζχει πολλά πάρε-δϊςε μ’ άλλεσ. Τθν ζχαςα ςτθν ζκτθ Δθμοτικοφ. Από περιτονίτιδα. Ρονοφςε, αλλά δε φοβόταν. Μπικε ςτο νοςοκομείο για εγχείρθςθ. Ικελα να μείνω όλθ νφχτα πλάι τθσ, αδφνατον να μ’ αφιςουν. Ζφυγε ςτισ πζντε το πρωί. Για χρόνια πίςτευα ακράδαντα ότι, αν ζμενα κοντά τθσ, κα τθν κρατοφςα. Στθν κθδεία τθσ τθ κρινθςε όλο το ςχολείο, όλθ θ πόλθ. Εγϊ οφτε δάκρυ.

Page 45: Όμορφη Ζωή!

45

Μια βδομάδα δεν ζφαγα, δεν ιπια, δεν ζβγαλα τςιμουδιά. Μετά κοιμικθκα τρία ςυνεχόμενα μερόνυχτα. Πταν ξφπνθςα, αντίκριςα το περίτρομο βλζμμα τθσ μάνασ μου. Με ςικωςε απ’ το κρεβάτι, με κάκιςε ςτο τραπζηι, με κοίταηε αποςβολωμζνθ, ςαν να αμφζβαλλε ότι ιμουν εγϊ. Κοίταηα κι εγϊ τα καλαμάκια που κρζμονταν από το τραπζηι. Τα πόδια μου…

Θ Μαρίνα πιρε μαηί τθσ τθν παιδικι μου θλικία. Και τθν πίςτθ μου ςτο Κεό. Τότε δεν το κατάλαβα, αλλά κοιτάηοντασ πίςω το βλζπω κακαρά. Εριμωςα κι ζφτιαξα καβοφκι να κρφψω τθν ερθμιά μου. Φιλοδόξθςα να γίνει αδιαπζραςτο, μα ςυντρίφτθκε. Ευτυχϊσ. Σαν γυμνοςάλιαγκασ κατάφερα να φτάςω εδϊ πάνω για να ξαναρχίςω τθ ηωι μου.

Τθ νφχτα ς’ ονειρεφτθκα, άντρα μου. Ρϊσ όμωσ; Δεν μπορϊ να κυμθκϊ.

Πταν ς’ ονειρεφομαι, ζρχεςαι. Πχι πάντα. Μα κι αν δεν ζρχεςαι, ςίγουρα με ςκζφτεςαι. Γι’ αυτό κι εγϊ ςου μιλϊ…

Ονειρεφτθκα και τθ Μαρίνα. Κακόταν, λζει, πλάι μου ςτο κρανίο. Τα μαλλιά τθσ ιταν πιαςμζνα πίςω ςε αλογοουρά, θ κατατομι τθσ λεπτι και κακαρι. Σκζφτθκα ςτον φπνο μου πωσ πρζπει να ςου τθ γνωρίςω…

Μα γιατί αργείσ; Βραδιάηει κι εςφ δεν ιρκεσ. Ρζντε ολόκλθρεσ

μζρεσ να φανείσ!... Επιτζλουσ ζλα! Άκουςζ με κι ζλα. Σβινονται λίγο λίγο τ’ αποτυπϊματα του κορμιοφ ςου ςτθν πολυκρόνα, ςβινεται κι ο απόθχοσ τθσ φωνισ ςου. Τθλζφωνο δεν ζχεισ οφτε και περιμζνω να τθλεφωνιςεισ. Ροτζ δεν το’ χεισ κάνει.

Το ςπίτι το γεμίηει θ απουςία ςου, από φωλιά ζγινε φυλακι. Στο περιβόλι είναι καλφτερα, όμωσ ςκοτεινιάηει. Τι υπεροψία να πιςτζψω πωσ ζχω αλλάξει! Μπα, κατά βάκοσ εξακολουκϊ να είμαι εκείνο το πανικόβλθτο πλάςμα που ςτριφογφριηε και χτυπιόταν ςτθν Ακινα. Αυταπάτθ θ ανεξαρτθςία μου! Τα βάηω με τον εαυτό μου. Γιατί να μθν τυλιχτϊ επάνω ςου; Γιατί να μθν ςε κρατιςω κοντά μου παρά να ς’ αφινω να φεφγεισ με τθν ιδζα πωσ ςε κρατϊ;

Με βρικεσ πλοφςια ςτθν αυτάρκειά μου. Με λιςτεψεσ και μ’ ζκανεσ ηθτιάνα με τα μάτια κολλθμζνα ςτο δρόμο.

Δουλειζσ με περιμζνουν: να ράψω κουρτίνεσ, να φτιάξω μαρμελάδα, να κακαρίςω τα ντουλάπια μου, όχι όμωσ και τα τηάμια, γιατί ξανάρχιςε θ βροχι. Τίποτε δεν πρόκειται να κάνω. Το ςπίτι απόψε δε με κρατά. Βρζχει ξεβρζχει, κα πάω ςτθν Κατερίνα.

Page 46: Όμορφη Ζωή!

46

Τθ βρικα ςτθν κουηίνα να κακαρίηει επιμελϊσ πατάτεσ -ποτζ μου δεν ζχω καταφζρει να αποςπάςω, ζςτω και για μια φορά, τζτοιεσ λεπτεπίλεπτεσ φλουδίτςεσ ςαν τισ δικζσ τθσ- και μου βάηει τισ φωνζσ. Χριςτζ κι Απόςτολοι! Τι χάλια είναι αυτά; Μουςκίδι το κεφάλι μου. Στάηει. Τι τθν ζχω τθν κουκοφλα; Για μόςτρα; Τζτοια καμϊματα ςτθν θλικία μου! Κ’ αρπάξω καμιά ποφντα και ποιοσ κα με γιατροπορζψει; Το γιατρουδάκι που κάνει το αγροτικό του τριάντα χιλιόμετρα μακριά από εδϊ και μακαίνει τθν τζχνθ του ςτου καςίδα το κεφάλι;

Ρϊσ να τολμιςω, καλζ μου, να τθσ πω για τθν θδονι να με χτυπά θ βροχι καταπρόςωπο και να ποτίηει τισ ρίηεσ των μαλλιϊν μου; Ρϊσ να τθσ αποκαλφψω πωσ είναι ο τρόποσ μου να επιςτρζφω ςτο κοριτςάκι που χοροπθδά αντί να περπατά, για να δϊςει διζξοδο ςτθν πλθμμφρα τθσ ηωισ;

Με αγριοφωνάρεσ προςτάηει τθν Ευδοκία να φζρει αμζςωσ μια πετςζτα. Τθν τυλίγει ςαν ςαρίκι γφρω απ’ το κεφάλι μου και με ταράηει ςτο τρίψιμο. Δε κα πάκω τίποτε, τθ διαβεβαιϊνω, αρκετά με περιποιικθκε. Ρακαίνει υςτερία. Μα τι νομίηω; Ρωσ είμαι άτρωτθ; Το’ χω καβαλιςει το καλάμι! Και δως’ του να τρίβει ςαν να το’ χει βάλει ςκοπό να ξεκολλιςει το πετςί μου από το κρανίο. Πταν λαχανιαςμζνθ με παρατά, αντιμετωπίηω το ανιςυχο βλζμμα τθσ. Μόνο θ μαμά μου με κοίταηε ζτςι!... Για αντιπεριςπαςμό αρπάηω μια πατάτα να κακαρίςω. Μου τθν αφαιρεί. Ασ ςυνζλκω πρϊτα με το καυτό τςάι με κονιάκ που μου ετοιμάηει θ Ευδοκία και μετά πιάνω δουλειά.

Μονίμωσ θφαίςτειο θ Κατερίνα ζτοιμο να εκραγεί. Ξεχειλίηει ενζργεια. Ρλθκωρικι ςε όλα τθσ. Σε καμπφλεσ, ςε αιςκιματα, ςε πάκθ. Γενναιόδωρθ πολφ. Μπορεί να ςε πνίξει ςε χάδια και περιποιιςεισ. Τθν αγαπϊ, αλλά δε κ’ άντεχα να ηιςω μαηί τθσ για πολφ… Είναι από τθ φφςθ τθσ μια φοβερι και υπζροχθ μάνα που προςφζρει τα πάντα και αναπόφευκτα ςε οδθγεί ςε αςφυξία. Νομίηω γι’ αυτό είναι ϊρεσ ϊρεσ ο Νίκοσ τόςο κατςοφφθσ. Τον πνίγει με τθν αγάπθ τθσ. Κα τθσ φφγει κάποτε, κι όχι μόνο γιατί γερνά. Κα’ πρεπε να’ χε μεγαλϊςει καμιά δεκαριά παιδιά μιπωσ και κατάφερνε να ξοδζψει τθ μθτρικι τθσ ενζργεια, μα ζχει μονάχα μια παντρεμζνθ κόρθ ςτθν Αμερικι. Μου ζχει δείξει τθ φωτογραφία τθσ και των δφο εγγονϊν τθσ.

Σκυφτι θ Ευδοκία κόβει για τθγάνιςμα τισ πατάτεσ με αργζσ κινιςεισ. Τθ ρωτϊ από ποφ είναι. Αλαφιαςμζνθ, ςαν να ξυπνά από φπνο, ςθκϊνει το κεφάλι και με κοιτά με ακϊα, μάλλον ανζκφραςτα μάτια. Τ’ όνομα του χωριοφ τθσ δεν το’ χω ξανακοφςει.

«Μου τθ ςφςτθςε ο παπάσ», λζει θ Κατερίνα. «Είναι ορφανι. Αν είναι καλι κι εργατικι, κα τθν κρατιςω».

Page 47: Όμορφη Ζωή!

47

«Κα είμαι καλι κι εργατικι, κυρία Κατερίνα», απαντά ςαν θχϊ θ Ευδοκία, μα θ Κατερίνα τθν αγνοεί.

«Κατουρλόκαιροσ!» αναςτενάηει. «Μου τθ δίνει. Κι εςφ να μου’ ρκεισ ςτάηοντασ. Σαν το πετεινό τ’ ουρανοφ...»

«Δεν ιρκα κατευκείαν. Ρερπάτθςα...» «Και ξεςκοφφωτθ! Τι ς’ ζπιαςε; Δε φάνθκε αυτόσ;» Το παραδζχομαι. «Α, και ςε βάρεςε κατακζφαλα θ αγαμθςιά!» «Δεν είναι αυτό… » «Τότε είναι το χειρότερο. Τον αγαπάσ!» «Και λοιπόν; Απαγορεφεται;» «Τα’ χουμε ξαναπεί... Πταν ξανάρκει, να ξεκακαρίςεισ τθν

κατάςταςθ ι να τον διϊξεισ. Δεν είςαι ξζφραγο αμπζλι!». «Ρϊσ το ξζρεισ ότι κα ξανάρκει;» «Α, χαηοποφλι. Φοβάςαι πϊσ δε κα ξανάρκει; Και ποφ κα βρει

καλφτερο κρεβάτι απ’ το δικό ςου;» «Ζχεισ πολφ ωραία μαλλιά», λζει θ Ευδοκία και μου χαϊδεφει τα

μαλλιά. Επίμονα, ςχεδόν ενοχλθτικά. «Άςε τα μαλλιά τθσ Άννασ και ςτρϊςε τα τραπζηια ! Γριγορα!

Ρεριμζνουμε κόςμο!...» Θ κοπζλα με παρατάει απρόκυμα και ςπεφδει βραδζωσ προσ τθν

κουηίνα. «Ψυχοφλα είναι, αλλά δεν τθσ πολυκόβει. Μάλλον επειδι δεν τθσ

πολυκόβει είναι ψυχοφλα. Το πολφ μυαλό ταΐηει διαβόλουσ και τριβόλουσ, το λιγοςτό αγγζλουσ», αποφαίνεται θ Κατερίνα.

Ζξω το’ χει γυρίςει ςε χιόνι. Στο φωσ του φανοςτάτθ πυκνζσ και λεπτζσ νιφάδεσ πζφτουν ςε λοξι ςτοίχιςθ. Θ Κατερίνα ανθςυχεί μιπωσ παραχοντρφνουν και δεν ζρκει θ παρζα που περιμζνει. Μεγάλθ παρζα, καμιά δεκαριά νζοι και καλοφαγάδεσ, εργάτεσ και τεχνίτεσ, από κείνουσ που χτίηουν το ξενοδοχείο κοντά ςτο χιονοδρομικό κζντρο. Ζρκουν δεν ζρκουν, λζει, κα μείνω μαηί τθσ το βράδυ. Θ απόφαςι τθσ δεν επιδζχεται αντίρρθςθ, αλλά κι εγϊ δεν πολυζχω όρεξθ να επιςτρζψω ςτο ςπίτι μου.

Ζχει παραςκοτεινιάςει κι θ παρζα άφαντθ ακόμθ. Ζνα μονάχα τραπζηι είναι πιαςμζνο από τρεισ μουλωχτοφσ βοςκοφσ, κακθμερινοφσ πελάτεσ. Ο εκνευριςμόσ τθσ Κατερίνασ ζχει φτάςει ςτο απόγειο. Αν δεν ζρκουν, ποιοσ κα καταναλϊςει τόςο χοιρινό ςελινάτο, χϊρια οι μεηζδεσ, και τα δφο ταψιά μπακλαβά; Σκζφτεται να ςτείλει τον Νίκο με το αγροτικό φορτθγάκι να δει μιπωσ οι αναμενόμενοι ζχουν κολλιςει κάπου και χρειάηονται βοικεια, όταν θ Λάρα παρατάει ξάφνου τθν

Page 48: Όμορφη Ζωή!

48

ξάπλα και πιάνει το γάβγιςμα. Σε λίγα λεπτά ακοφμε κι εμείσ κόρυβο από μθχανι αυτοκινιτου, μετά φωνζσ και γζλια. Θ Κατερίνα λάμπει από χαρά. Ρετάει τθν ποδιά τθσ, τινάηει πίςω τα μαλλιά τθσ και χφνεται ςτουσ πελάτεσ με καλωςορίςματα, αγκαλιζσ και φιλιά.

Θ κατςαρόλα αδειάηει εν ριπι οφκαλμοφ, οι φραντηόλεσ εξαφανίηονται, οι κραςοκανάτεσ πθγαινοζρχονται! Ασ είχε κάκε μζρα τζτοιουσ πελάτεσ και κα’ κανε λεφτά, λζει θ Κατερίνα! Αλλά κάνουν ποτζ λεφτά ο άνεμοσ κι ο χείμαρροσ, καλζ μου;

Οι πελάτεσ μάσ καλοφνε ςτθ ςυντροφιά τουσ να πιοφμε μαηί. Θ Κατερίνα προςπακεί να παραςφρει και τον Νίκο τραβϊντασ τον απ’ το μανίκι, μα τθσ ξεφεφγει. Κα’ ρκει όταν αυτόσ κζλει!

Ρίνω τόςο ϊςτε να κρατθκϊ ςτο ςφνορο πριν το μεκφςι, εκεί όπου το παρελκόν είναι ςκιζσ, το παρόν ποφπουλο, το μζλλον αδιάφορο. Φιλαράκια τουσ νιϊκω όλουσ, όποια κι αν είναι θ πατρίδα τουσ. Συμπακθτικά μου φαίνονται τα τραχιά τουσ πρόςωπα, τα μάτια τουσ ζχουν ηωντάνια, δφναμθ τα χζρια. Δεκάρα τςακιςτι δε δίνω αν οι δυο ουμάνοι είναι δραπζτεσ φυλακϊν υψίςτθσ αςφαλείασ, όπωσ ζχει ακουςτεί. Αν μου χτυποφςαν τθν πόρτα, νφχτα ι μζρα, κα τουσ άνοιγα ςίγουρθ πωσ δεν επρόκειτο να πειράξουν οφτε μια τρίχα τθσ κεφαλισ μου. Σκζψεισ του κραςιοφ; Λεσ να μζκυςα, καλζ μου; Εφκολα μεκϊ. Με τον αζρα και τθ βροχι. Με τθν ανατολι και το θλιοβαςίλεμα. Με τα χρϊματα και τ’ αρϊματα. Με τθν ελευκερία μου πάνω απ’ όλα, όταν πζφτουν οι τοίχοι κι απλϊνομαι και ςμίγω μ’ όλα. Πλα μζςα μου κι εγϊ μζςα ς’ όλα. Τότε κι από ςζνα ελευκερϊνομαι. Μςωσ γι’ αυτό να ιρκα εδϊ επάνω, για ν’ ανακαλφψω τθν ελευκερία. Εςφ είπεσ κάποτε πωσ είναι βαριά θ ελευκερία, αλλά κι θ ςιωπι που ςκεπάηει το μυςτικό ςου είναι βαριά. Μπορείσ να είςαι ελεφκεροσ με τόςο βάροσ;…

Το κραςί ζχει ςωκεί. Θ Κατερίνα δίνει εντολι ςτθν Ευδοκία να φζρει κι άλλο.

«Από το καλό!... Του Ραράξενου…» πετάγεται ο Νίκοσ που από τθ ςτιγμι που ζχει κακίςει ανάμεςα ςτουσ άλλουσ, πίνει αςταμάτθτα.

Ξζρω πωσ ςτο χωριό ςε λζνε ο «Ραράξενοσ», όπωσ και θ Κατερίνα άλλωςτε, αλλά να τ’ ακοφω κι από το Νίκο! Ράει πολφ!...

H Kατερίνα τραγουδάει το «Δελφίνι δελφινάκι μου». ωμαλζα, ελαφρά βραχνι θ φωνι τθσ και όλθ θ παρζα τθν ςεκοντάρει εκτόσ από τον Νίκο. Τθσ ηθτάνε και δεφτερο τραγοφδι. Λζει ζνα από τα ωραιότερα δθμοτικά, το «Ζνασ αετόσ κακότανε ςτθν πζτρα και λιαηότανε...» Ακολουκεί το «Αχ, κάλαςςα μου...» και παρά τα παρακάλια να ςυνεχίςει, θ Κατερίνα αρνιζται... Ε, καιρόσ να μασ αδειάηουν τον τόπο. Ρεραςμζνα προ πολλοφ μεςάνυχτα.

Page 49: Όμορφη Ζωή!

49

Θ Ευδοκία ζχει τελειϊςει το πλφςιμο των πιάτων και με μουςκεμζνθ τθν ποδιά τθσ και κοκκινιςμζνα τα χζρια τθσ μιςοκοιμάται. Το κεφάλι τθσ, ςτεφανωμζνο με ξανκωπά, κυματιςτά μαλλιά, γζρνει όλο και πιο χαμθλά προσ το μικρό ςτικοσ που ανεβοκατεβαίνει ρυκμικά. Με τα μιςάνοιχτα, αφράτα χείλθ τθσ , τα ρόδινα μάγουλα και τθν παιδικι ζκφραςθ μοιάηει με τ’ αγγελοφδια που ςτόλιηαν κάτι παλιά αναγνωςτικά. Ριάνω το λοξό βλζμμα του Νίκο καρφωμζνο επάνω τθσ. Βλζμμα αρπακτικό. Κι θ Κατερίνα το πιάνει. Τραντάηει απότομα το κορίτςι και κατςουφιαςμζνθ το ςτζλνει για φπνο. Και να μθν ξεχάςει να κλειδϊςει τθν πόρτα τθσ... Θ αναχϊρθςθ τθσ Ευδοκίασ δίνει το ςφνκθμα και ςτθν παρζα. Θ Κατερίνα διαχυτικότατθ τουσ ξεπροβοδίηει μζχρι ζξω. Χιονίηει ακόμθ μ’ ζνα ψιλό, χορευτικό χιονάκι. Εγϊ κι θ Κατερίνα δεν ζχουμε διάκεςθ για φπνο. Ο Νίκο μασ καλθνυχτίηει με μιςό ςτόμα. Ζχω τθν εντφπωςθ πωσ δε με πολυςυμπακεί, ίςωσ επειδι διαιςκάνεται τθν αντιπάκειά μου γι’ αυτόν. Μζνουμε μόνεσ κι θ Κατερίνα τρζχει ςτθν κουηίνα να ψιςει καφζ. Κα το ξενυχτίςουμε… «Ωραία ϊρα αυτι!», λζει αναςαίνοντασ τθν ευωδιά του καφζ πριν φζρει το φλιτηάνι ςτα χείλθ τθσ. «Ϊρα των ξενφχτθδων, των κεατρίνων. Ρόςεσ φορζσ δεν ζχω δει τθν ανατολι μετά τθν παράςταςθ πριν πάω ςτο κρεβάτι! Τϊρα βζβαια ςυμβαίνει το ανάποδο. Ωραία είναι κι ζτςι. Δεν παραπονιζμαι. Πλα τα’ κανα ςτθ ηωι μου. Πλα! Και ταβερνιάριςςα ζγινα και χωριάτιςςα...Ε, μπορεί να γίνω κάποτε και πάπιςςα», και γελάει μ’ ζνα πλοφςιο γζλιο που πικρίηει. Και δεν νοςταλγεί καμιά φορά τα παλιά; Κουνά αρνθτικά το κεφάλι. «Με τίποτε, Άννα!» Σωπαίνει και κρφβει το πρόςωπο με τα δυο τθσ χζρια ςαν να κζλει να προφυλαχτεί από χτφπθμα. «Δεν ςου τα’ χω πει όλα, Αννοφλα…» Τθν αγκαλιάηω και νιϊκω τθ ηεςταςιά τθσ, μυρίηω τισ μυρουδιζσ τθσ… «Τρελάκθκα εκεί κάτω, Άννα. Κυριολεκτϊ. Τρεισ μινεσ ζγκλειςτθ ςτο τρελάδικο! Ρολφ κζλει ο άνκρωποσ;... Με μποφκωναν χαπάκια. Άλλθ ίςωσ γινότανε φυτό, εγϊ ζγινα αμνιμων. Ωραία λζξθ, ε; Αρχαία. Αμνιμων. Κι αν κάτι κυμόμουνα, ιταν ςαν να ’χε ςυμβεί ςε μια άλλθ ηωι. Ζμεινα τάμπουλα ράηα, άγραφοσ πίνακασ. Κι εκεί επάνω ιρκε και κόλλθςε θ εικόνα. Του χωριοφ. Και δεν ζφευγε... Με καλοφςε κι ιρκα. Μόλισ μπόρεςα... Εδϊ βρικα τθν Ζφθ και το Δθμιτρθ. Ιρκεσ κι εςφ...»

Page 50: Όμορφη Ζωή!

50

Σωπαίνει κι θ ςιωπι χιμάει επάνω μου απειλθτικι. Τεντϊνω τ’ αυτιά για κάποιο ςωτιριο κόρυβο. Ανακαλφπτω μ’ ευγνωμοςφνθ το τρίξιμο των ξφλων ςτο τηάκι και τ’ απόμακρο ουρλιαχτό ενόσ λφκου. Τουσ αγαπάσ τουσ λφκουσ, καλζ μου, γιατί είναι ανεξάρτθτοι και ςυγχρόνωσ ςυντροφικοί, λεσ, αλλά ξζρω πωσ πιο πολφ τουσ αγαπάσ, γιατί είναι κυνθγθμζνοι και είδοσ υπό εξαφάνιςθ. Θ Κατερίνα καπνίηει. Θ ςιωπι κι θ ακινθςία τθσ ζχουν κάτι το τρομαχτικό. «Δε μ’ αγαπάει», λζει ξαφνικά με μια αςυνικιςτα επίπεδθ φωνι. «Ϊρεσ ϊρεσ μάλιςτα με μιςεί..» Εννοεί βζβαια τον Νίκο. Κάτι πάω να πω, κάτι ψεφτικο και κακθςυχαςτικό, αλλά με προλαβαίνει. «Άςε, μθν πεισ τίποτε, Άννα... Τον ζχω ανάγκθ τον τςόγλανο!... Πχι μόνο ςτο κρεβάτι. Και ςτθ δουλειά. Βγάηει δουλειά. Και με τον τρόπο του με κζλει… Να φανταςτείσ, ξυπνάει μεσ τθ νφχτα και κολλά επάνω μου. Πχι ςαν άντρασ, ςαν βρζφοσ ςτθ μάνα. Και ςαν μάνα με μιςεί. Ροιοσ δεν μιςεί ϊρεσ ϊρεσ τθ μάνα του;.. Κζλει να παντρευτοφμε». Καγχάηει.«Αφοφ πρϊτα του γράψω το ςπίτι και τθν ταβζρνα! Μου το ξεφοφρνιςε τισ προάλλεσ ςτο κρεβάτι. Του το κόβω μαχαίρι! Και τι κάνει το τζρασ; Μου βγάηει τα μαλλιά! Να ζτςι!» Με μια κεατρινίςτικθ κίνθςθ αδράχνει από τθν κορυφι του κεφαλιοφ τθσ τθν πλοφςια, μαφρθ κόμθ τθσ και τθν πετάει ςτο τραπζηι. Ρεροφκα είναι! Και ιδοφ το κρανίο τθσ μιςοφαλακρό, με κάτι τουφίτςεσ τρίχεσ εδϊ κι εκεί! Χρόνια, λζει, φορά περοφκα. Είναι το μυςτικό τθσ. Το πϊσ ζχαςε τα μαλλιά τθσ είναι μεγάλθ ιςτορία… Ξαναβάηει τθν περοφκα, λιγάκι ςτραβά. Κι όπωσ γζρνει προσ το ζνα τθσ φρφδι, τθν κάνει να μοιάηει με λιςταρχο. Ωςτόςο δεν ζχω διάκεςθ για γζλια. Θ Κατερίνα ανάβει τςιγάρο. Μςωσ κάποτε να μθν το ζχει ανάγκθ το παλιοτόμαρο! Οφτε και το τςιγάρο. Τόςα και τόςα ξεπζραςε. Το κζατρο πάνω απ’ όλα. Μςωσ κάποτε πετάξει τα δεκανίκια τθσ και περπατιςει ελεφκερθ. Ρροσ το παρόν δεν μπορεί να ηιςω μόνθ τθσ. Κυρίωσ, δεν μπορεί να κοιμθκεί… Με τα χρόνια χειροτερεφει θ κατάςταςθ, αντί να βελτιϊνεται. Ροφ κα πάει αυτό και τι κα τθσ φζρει, δεν ξζρει… Απλϊνει τα χζρια και πιάνει τα δικά μου. Ζξω από τα τηάμια το άςπρο του χιονιοφ ζχει φόντο ςκοφρο μπλε, ςχεδόν μαφρο. Ξθμερϊνει. «Εςφ δε φοβάςαι τθ μοναξιά, Άννα», λζει με παράπονο.

Page 51: Όμορφη Ζωή!

51

Μςωσ ζχει δίκιο… Δεν είμαι πια αποκλειςμζνθ, οι ρωγμζσ φάρδυναν, κάποιεσ ςτιγμζσ οι τοίχοι πζφτουν… Μςωσ μου χαρίςτθκε το προνόμιο να ςυνομιλϊ με αλεποφδεσ και δζντρα. Το τςιγάρο γλιςτρά από τα δάχτυλα τθσ Κατερίνασ, τα μάτια τθσ γλαρϊνουν. Αποκοιμιζται... Τθ ςκεπάηω μ’ ζνα χράμι και τθν αφινω… Ζξω κάνει παγωνιά κι θ ανάςα μου κρουςταλλιάηει. Ζτςι κρουςτάλλιαηε κι θ ανάςα του μικροφ κοριτςιοφ κακϊσ πθγαινοερχότανε από τθν αποκθκοφλα τθσ αυλισ ςτο ςπίτι κουβαλϊντασ ξφλα για τθν ξυλόςομπα. Με κόκκινα μάγουλα και μελανιαςμζνα χζρια πθγαινοερχόμουνα κι ζφτιαχνα ποιιματα που γράφονταν ςτον παγωμζνο αζρα. Ανιδιοτελι ποιιματα και ποφ να ηουν τϊρα; Κάταςπρα τα πάντα. Σιγαλιά. Τθν αναςαίνω θδονικά. Ξαφνικά κυμάμαι. Χρόνια πριν αιωροφμενθ ςτο χιονοδρομικό κάκιςμα επάνω από τθ χιονιςμζνθ βουνοπλαγιά είχα τθν τφχθ ν’ ακοφςω τθ μουςικι τθσ ςιγισ και να γίνω ζνα με τθ ηϊςα γαλινθ. Τρζχω για το ςπίτι μου όςο μου επιτρζπει το χιόνι… Τα μάγουλα μου καίνε, ςίγουρα κα είναι κατακόκκινα. Θ Λάρα χοροπθδάει ςτα πόδια μου. Είμαι μεκυςμζνθ από ηωι. Ακόμθ να φανείσ, ηωι μου! Ζλα επιτζλουσ ι ςτείλε μου κάποιο μινυμα. Αχ, ζτςι και ξανάρκεισ, ςου τ’ ορκίηομαι, δε κα ς’ αφιςω να μου ξαναφφγεισ! Κα ςε φυλακίςω μεσ ςτθν αγάπθ μου! Βιματα ςτθν αυλι. Ζχω επίτθδεσ αφιςει ανοιχτι τθν αυλόπορτα για ςζνα. Πχι, δε κα τρζξω να πζςω ςτθν αγκαλιά ςου. Κα ς’ αφιςω να φτάςεισ μζχρι το κατϊφλι μου. Οχ, ο κυρ-Ανζςτθσ! Τα άρβυλά του κουβαλάνε λάςπθ, το ςακάκι του, διάςτικτο από λεκζδεσ, πλζει επάνω του, τα τςιμπλιαςμζνα μάτια του με κοιτάηουν με ςκυλίςια αφοςίωςθ. Κρατάει μια νάιλον ςακοφλα. Μου’ φερε μυηικρα. Ολόφρεςκθ. Να τθν κρατιςει, του λζω, ακόμθ είναι αφάγωτθ θ προθγοφμενθ. Αδφνατον, κλαψουρίηει, αν δε τθ κζλω να τθ δϊςω ςτθ Λάρα. Στρογγυλοκάκεται, ανάβει τςιγάρο, αναςτενάηει εκ βακζων. Μου ηθτάει καφεδάκι. Βαρφ γλυκό. Ππωσ πάντα. ουφάει τον καφζ με μιςόκλειςτα μάτια κι ανανεϊνει τουσ αναςτεναγμοφσ. Τελοςπάντων, τι κα γίνει μ’ εμάσ τουσ δυο; Ρλαντάηει. Κι θ γριά του ςτα τελευταία τθσ. Ππου να’ ναι ςυγχωριζται. Τον μαλϊνω. Ράλι τα ίδια;.. Μα ο άλλοσ δεν ζρχεται πια! μου πετά. Τον αποπαίρνω άγρια. Να πάρει τθ μυηικρα του και δρόμο! Αμζςωσ. Και να μθν ξαναπατιςει! Ροτζ!

Page 52: Όμορφη Ζωή!

52

Ρζφτει ςτα πόδια μου! Κλαίει ρουφϊντασ τθ μφξα του κι απλϊνει τα χζρια ν’ αγκαλιάςει τα γόνατά μου. Αποτραβιζμαι κι αυτόσ ςωριάηεται ςτο πάτωμα. Κακϊσ τον βοθκϊ να ςθκωκεί, βογκάει. Τον τραβολογϊ προσ τα ζξω. Αχ, ηαλίηεται και πονάει! Να μείνει λίγο να ςυνζλκει; Ανζνδοτθ τον βγάηω ςτο δρόμο και βάηω ςφρτθ ςτθν αυλόπορτα. Με απειλεί πωσ κα ςφαχτεί εκειδά και κα το’ χω κρίμα ςτο λαιμό μου. Να ςφαχτεί! Καμιά αντίρρθςθ. Δε ςφάηεται όμωσ και το παίρνει απόφαςθ να φφγει. Και μόλισ εξαφανίηεται ο κυρ-Ανζςτθσ, να θ φιλενάδα μου θ αλεπουδίτςα! Γεμίηω ζνα παλιό κατςαρόλι με τον χκεςινό τραχανά, ανοίγω ςιγά ςιγά τθν πόρτα μθν τθν τρομάξω, δεν κινείται αυτι, μόνο με παρακολουκεί προςεχτικά. Τθσ αφινω το κατςαρόλι κι αποςφρομαι. Ακοφω το πλατάγιςμα τθσ γλϊςςασ τθσ, κακϊσ καταβροχκίηει το φαΐ. Ζπειτα γλείφει και ξαναγλείφει το άδειο ςκεφοσ. Ζρχεται πάντα, όταν θ Λάρα λείπει. Τθ φοβάται. Κοινωνικι κι ανιςυχο πνεφμα θ Λάρα το ςκάει ςυχνά. Λατρεφει τισ επιςκζψεισ και τισ εξερευνιςεισ. Από τισ πρϊτεσ επιςτρζφει με κοιλιά τοφμπανο από τα κεράςματα, από τισ δεφτερεσ εξαντλθμζνθ. Εκείνοσ ο φοβερόσ χιονιάσ -ιταν πριν δυο χρόνια;- κι θ πείνα είχαν πρωτοφζρει τθν αλεπουδίτςα ζξω από το ςπίτι μου. Ραςπαλιςμζνθ χιόνι. Ξθμερϊματα. Δε με φοβικθκε. Στφλωςε πάνω μου τα χρυςαφιά τθσ μάτια ςαν για να με μαγνθτίςει. Δε ηθτιάνευε. Ιταν περιφανθ όςο κι επίμονθ. Θ Λάρα κοιμόταν μζςα αγκαλιά με τθν Ρουπζλα. Μια αλλόκοτθ χαρά με κατζκλυςε. Και μια νοςταλγία για κάτι χαμζνο και πολφτιμο … Σαν αςτραπι μου πζραςε θ ςκζψθ πωσ οι πρωτόγονοι ξζρανε αυτό που εμείσ αγνοοφμε: πωσ όλοι κι όλα είμαςτε ζνα. Γι’ αυτό χόρευαν φορϊντασ μάςκεσ ηϊων, γι’ αυτό πίςτευαν ότι κατάγονταν από κάποιο ηϊο-τοτζμ, γι’ αυτό θ μυκολογία είναι γεμάτθ από μεταμορφϊςεισ ανκρϊπων ςε ηϊα. Πλα αυτά τα γνϊριηα, όμωσ μου διζφευγε το νόθμα… Από το μιςάνοιχτο παράκυρο μπαίνει με φόρα ζνα λευκό πουλί. Βολίδα. Φτεροκοπά νευρικά, χτυπά επάνω ςε τοίχουσ κι ζπιπλα, παραλίγο να ςπάςει τον κακρζφτθ του κομοδίνου. Τζλοσ πζφτει εξαντλθμζνο ςτο κρεβάτι, όπου είναι ξαπλωμζνθ θ Ζφθ. Γυρνάει αυτι το κεφάλι να δει μιπωσ είναι πλθγωμζνο. Βλζπει τθ μεγάλθ τθσ αδελφι, χρόνια φευγάτθ από καρκίνο. «Τι κζλεισ εδϊ;» τθ ρωτά ξαφνιαςμζνθ. «Κζλω να μείνω κοντά ςου. Δε κζλω να ξαναγυρίςω ςτο ςκοτεινό μου ςπίτι». «Δε γίνεται αυτό, αδελφι, και το ξζρεισ», λζει θ Ζφθ. «Τότε ζλα

Page 53: Όμορφη Ζωή!

53

κι εςφ μαηί μου. Για παρζα».» «Φφγε, φφγε! Άςε με!» κραυγάηει ζντρομθ θ Ζφθ και ξυπνάει κάκιδρθ. Μου διθγείται το όνειρό τθσ, κακϊσ πίνουμε τον απογευματινό μασ καφζ ςτο ςπίτι τθσ. Τθν παρθγορϊ πωσ είναι μόνο ζνα όνειρο, δθμιοφργθμα του μυαλοφ τθσ , μα εκείνθ πιςτεφει πωσ πραγματικά τθ ηθτάει θ αδελφι τθσ, θ Κοφλα. «Μθ νομίςεισ πωσ φοβάμαι το κάνατο. Δε τον φοβάμαι. Κα είναι ςίγουρα γλυκόσ. Αλλιϊσ πϊσ είναι τόςο γαλινια τα πρόςωπα των νεκρϊν; Σαν να αντικρίηουν κάτι υπζροχο... Μόνο τον Σταφρο ςκζφτομαι. Τι κα κάνει μόνοσ;...» Με βάηει να τθσ υποςχεκϊ πωσ, αν θ ίδια φφγει, κα τον φροντίςω. Το ίδιο κα ηθτιςει, λζει, κι από τθν Κατερίνα. Το ρίχνουμε ςτο πλζξιμο. Θ Ζφθ πλζκει ζνα πουλόβερ του Σταφρου, εγϊ ζνα μακρφ γαλάηιο καςκόλ να το τυλίγεισ ξανά και ξανά γφρω από το λαιμό ςου, να ηεςταίνεςαι. Θ Ζφθ είναι αςυνικιςτα ςιωπθλι απόψε, βρίςκεται αλλοφ. Κι εγϊ κυμάμαι τουσ δικοφσ μου: τον πατζρα μου, ζνα απολειφάδι ςτα τελευταία του, να παλεφει με νφχια και δόντια, να μθν παραδοκεί, με παραδομζνθ ιδθ τθν υπερθφάνεια του ςε οροφσ, κακετιρεσ, πάνεσ. Εκείνον τον αςυνικιςτο Φλεβάρθ οι δρόμοι ςτθν Αγία Ραραςκευι ιταν αδιάβατοι από το πολφ χιόνι και το φορείο που τον πιρε για το νοςοκομείο δυςκολεφτθκε πολφ να φτάςει μζχρι τθν πολυκατοικία μασ. Αρνιότανε να φφγει από το ςπίτι ο καθμζνοσ, ψυχανεμιηόταν τθ ςυνζχεια, μα ιταν αδφναμοσ κι ο γιατρόσ του, αγχωμζνοσ να αποςείςει τισ όποιεσ ευκφνεσ από πάνω του, επζμενε πωσ κα ιταν για το καλό του το νοςοκομείο. Ραγωμζνοι, ατζλειωτοι διάδρομοι μζχρι να φτάςουμε ςτα επείγοντα κι εγϊ να κρατϊ το κατάκρυο, ςκελετωμζνο χζρι του. Ο εφθμερεφων γιατρόσ ζδωςε εντολι ςτθ βαριεςτθμζνθ νοςοκόμα να του πάρει αίμα για εξετάςεισ. Τάχα δεν είχε ξαναδεί ετοιμοκάνατο, δε γνϊριηε το περιττό των εξετάςεων; Τα μόνα χρειαηοφμενα ςτθν περίςταςθ ιταν μια καλι κουβζντα, ζνα ςφίξιμο του χεριοφ, ζνα χάδι. Μςωσ και μια παραπανίςια κουβζρτα. Μα θ επιςτιμθ φοροφςε άςπρθ ποδιά κι υποτίκεται ιξερε τθ δουλειά τθσ. Ο γιατρόσ ζπρεπε να δράςει κι ο γζροσ να βαςανιςτεί, μζχρι να παραδϊςει το πνεφμα. Ακόμθ κι όταν θ νοςοκόμα, μετά από αλλεπάλλθλα τρυπιματα ςτα μελανιαςμζνα χζρια, κατάφερε να πζςει επάνω ςε άςπαςτθ φλζβα, αίμα δεν πιρε. Θ φλζβα ιταν κατάςτεγνθ. Κα ξαναεπιχειροφςε κι ασ βογκοφςε, ασ παρακαλοφςε ο γζροσ να ςταματιςει το μαρτφριο. Εκτόσ εαυτοφ φϊναξα να τον παρατιςουν ςτθν θςυχία του. Με πζταξαν ζξω. Σε λίγο με φϊναξαν

Page 54: Όμορφη Ζωή!

54

μζςα. Ο πατζρασ ιταν αςάλευτοσ κι ακζατοσ κάτω από το άςπρο, λιγάκι ματωμζνο ςεντόνι. Να ποφ του είχε απομείνει αίμα! Σικωςα το ςεντόνι, είδα το βαςανιςμζνο πρόςωπο επιτζλουσ γαλινιο! Θ μθτζρα τον ακολοφκθςε μετά ζνα χρόνο. Λζνε ότι αυτό ςυμβαίνει ςτα αγαπθμζνα ηευγάρια, όμωσ οι δυο τουσ μια ηωι καυγάδιηαν. Το πιο προςφιλζσ κζμα ςυηιτθςθσ τθσ μθτζρασ ιταν οι ιδιοτροπίεσ του άντρα τθσ και οι ταλαιπωρίεσ που τθσ προκαλοφςε. Πταν όμωσ τον ζχαςε, μια μεγάλθ τρφπα άνοιξε ςτθ ηωι τθσ. Εκεί βρικε πρόςφορο ζδαφοσ θ άνοια και πρόκοψε. Από πολφ νωρίσ το κενό τθσ βλζμμα κάποιεσ ςτιγμζσ υπονοοφςε πωσ το ταξίδι είχε αρχίςει. Πταν πλζον το μυαλό τθσ μεταβλικθκε ςε τρυπθτό που δε ςυγκρατοφςε τίποτε ςχεδόν, ζγινε μανιακι με τα πράγματά τθσ. Αρπάχτθκε απ’ αυτά ςαν από ςανίδα ςωτθρίασ. Αλίμονο αν κάτι άλλαηε κζςθ, ζςτω κι ελάχιςτα. Ζβαηε τισ φωνζσ, τα κλάματα, γινόταν κθρίο. Ιταν ικανι να το ψάχνει άυπνθ όλθ νφχτα. Ϊρεσ και μζρεσ αγωνιοφςε να αναςυνκζςει τθ ηωι τθσ. Διαρκϊσ ζχανε κομμάτια ι αδυνατοφςε να τα ςυνδζςει μεταξφ τουσ και τθν ζπιανε απόγνωςθ Για να μθν ξεχνά τα κακθμερινά, κρατοφςε ςθμειϊςεισ. Ζγραφε με τον ωραίο πλαγιαςτό χαρακτιρα τθσ τα φάρμακά τθσ, το όνομα και τθν εκνικότθτα τθσ γυναίκασ που τθν περιποιόταν, τθ διεφκυνςθ του ςπιτιοφ τθσ κι αργότερα τα δικά μασ ονόματα. Μόνο ωσ προσ ζνα ςθμείο διατθροφςε κρυςτάλλινθ διαφγεια, ωσ προσ τθ γνϊςθ πωσ το μυαλό τθσ καταςτρεφόταν. Ασ μθν πονοφςε ςωματικά, αυτι θ επίγνωςθ τθσ προκαλοφςε αφόρθτο ψυχικό πόνο. Δίκαια, καρρϊ. Ρεκαίνεισ πριν το κάνατο, όταν χάςεισ τθ μνιμθ ςου. Τα τελευταία τθσ Χριςτοφγεννα κάκιςε ςτο γιορταςτικό τραπζηι, ανάμεςά μασ, με φφοσ επιφυλακτικό και κάπωσ ντροπαλό. « Με ςυγχωρείτε», είπε ευγενικά « που δεν ξζρω κανζναν ςασ. Εγϊ είμαι ξζνθ εδϊ πζρα!» Λίγο πριν το τζλοσ με φϊναηε «μάνα». Μιπωσ δε γίνονται και τα παιδιά γονείσ των γονιϊν τουσ; Ζτςι πορευόμαςτε ςτθ ηωι. Μζςα από απϊλειεσ. Πλο κάτι χάνουμε. Μαλλιά, δόντια, εγκεφαλικά κφτταρα, ανκρϊπουσ, όνειρα... Μςωσ όμωσ τα φαινόμενα να απατοφν, ίςωσ τίποτε δε χάνεται... Από τισ μάλλον μάταιεσ ςκζψεισ μου με αποςπά το φιλαράκι μου, ο Βαςίλθσ. Σου ζχω ξαναμιλιςει γι’ αυτόν… Είναι το πρϊτο ανκρϊπινο πλάςμα που ςυνάντθςα, όταν πρωτοπάτθςα το πόδι μου εδϊ. Τότε όμωσ τον λζγανε Σάλι Τελευταία τον βοθκϊ ςτα μακιματα, του κάνω κι αγγλικά. Απολαμβάνω το δαςκαλίςτικο ρόλο μου, γιατί ο μακθτισ είναι ςπίρτο. Κι

Page 55: Όμορφη Ζωή!

55

ζχει τζτοια όρεξθ να μάκει! Επιπλζον πιάνουν και τα χζρια του. Ζτςι και δει κάτι χαλαςμζνο ςτο ςπίτι μου, δεν θςυχάηει αν δεν το φτιάξει. Τελευταία μοφ διόρκωςε τθ βρφςθ που ζςταηε. Θ Ελβίρα, θ μάνα του, μου ςτζλνει πότε αυγά από τισ κότεσ τθσ, πότε κανζνα κοτόπουλο, τραχανά και χυλοπίτεσ. Τθ Κυριακι μου’ κανε το τραπζηι κι όλθ θ οικογζνεια ςκοτϊκθκε να με περιποιθκεί. Θ Ελβίρα ιταν ςτθν Αυλϊνα λογίςτρια ςε εργοςτάςιο, ο άντρασ τθσ γυμναςτισ. Εδϊ φροντίηουν κλειςτά ςπίτια, ζρθμουσ γζροντεσ, ηωντανά, κτιματα. Το ςπίτι το ζχουν δωρεάν με τθν υποχρζωςθ να το ςυντθροφν. Κοφκλα το’ χουνε κάνει. Στο περιβόλι καλλιεργοφν ηαρηαβατικά. Κι εκτόσ από τισ τριάντα κότεσ, ζχουν τρεισ κατςίκεσ και πζντε γουροφνια. Τουσ αρζςει θ ιςυχθ ηωι ςτθν εξοχι κι επιπλζον ξοδεφουν ελάχιςτα. Κάνουν κομπόδεμα. Ονειρεφονται να επιςτρζψουν κάποτε ςτθν Αυλϊνα και ν’ ανοίξουν εςτιατόριο. Ο Βαςίλθσ, λζει, κα μείνει εδϊ…. Ιρκεσ όταν δε ςε περίμενα, άντρα μου, όταν είχα απθυδιςει να ςε περιμζνω. Με βρικεσ ςτο τραπζηι με τθ ζνα και τον Αποςτόλθ και τον ιλιο να περνά λοξά μζςα απ’ το παράκυρο και να λαμπυρίηει μεσ ςτο κραςί ςου ςτθ γυάλινθ κανάτα.. Για τθ ζνα ςου είχα κάποτε μιλιςει. Ζχει το περίφθμο μαγαηάκι ςτον Ρφργο που πουλάει, ανάμεςα ςτα άλλα, τισ μαρμελάδεσ μου και το γλυκά κουταλιοφ. Ο Αποςτόλθσ διδάςκει αγγλικά και παλεφει μ’ ζνα νοικιαςμζνο κτθματάκι. Δραπζτεσ τθσ Ακινασ κι οι δυο… Ππωσ ςε βλζπω ξαφνικά μπροςτά μου -θ πόρτα ιταν ανοιχτι για το χατίρι τθσ Λάρασ- θ καρδιά μου πάει να ςπάςει από χαρά και μαηί τρομάηω. Αλλιϊτικοσ είςαι! Εξαντλθμζνοσ! Το παντελόνι ςου δείχνει άδειο ςακί, τα κόκαλα προεξζχουν ςτο τυραννιςμζνο ςου πρόςωπο. Οι φίλοι μου ςτθν αρχι είναι λιγάκι αμιχανοι, όταν όμωσ ζπιαςεσ να τουσ εξθγείσ πϊσ φτιάχνεισ το περίφθμο κραςί ςου, θ ατμόςφαιρα ζγινε χαλαρι και ςχεδόν ευχάριςτθ… Δεν είναι θ πρϊτθ φορά που διαβάηεισ, άντρα μου, τθ ςκζψθ μου! Ναι! Τουσ ηθλεφω για μια ςτιγμι εκείνουσ τουσ δυο, ποκϊ με μια ζνταςθ που μου φζρνει πόνο, όταν τισ νφχτεσ ξυπνϊ, ν’ απλϊνω το χζρι και να ς’ αγγίηω. Ροκϊ να γεράςουμε κι εμείσ μαηί!.. Μου χαϊδεφεισ το χζρι, με κοιτάσ μ’ εκείνο το ιδιαίτερο βλζμμα ςου που ςκορπίηει όλεσ μου τισ αμφιβολίεσ και με κάνει ανάλαφρθ κι άφοβθ.

Page 56: Όμορφη Ζωή!

56

Μεσ ςτο βλζμμα ςου ξεφαντϊνω, καλζ μου! Τραγουδϊ και χορεφω. Ακόμθ κι αν κάποτε ξεχάςω τθν αίςκθςθ του κορμιοφ ςου, τ’ άγγιγμα των χεριϊν ςου, τον ιχο τθσ φωνισ και των βθμάτων ςου, αυτό το βλζμμα κα το κυμάμαι πάντα. Και κα’ χω τθν αίςκθςθ ότι ευλογοφμαι. Δε κυμάμαι ακριβϊσ πϊσ ιρκε θ κουβζντα ςτθν ελευκερία κι ζγινεσ ξαφνικά όχι μόνον ομιλθτικόσ, αλλά και κάπωσ επικετικόσ. Μςωσ είχεσ πιει αρκετά κι είχεσ λιγάκι μεκφςει. Το ηεφγοσ –κι εγϊ μαηί- υποςτθρίηαμε πωσ θ ελευκερία είναι το πιο πολφτιμο πράγμα ςτον κόςμο. Εςφ όμωσ, καλζ μου, ζλεγεσ πωσ βλζπεισ παντοφ ανκρϊπουσ να λαχταράνε να ξεφορτωκοφν τθν ελευκερία τουσ, να τθν ακουμπιςουν κάπου: ςτο κόμμα, ςτθν ομάδα, ςτον παπά, ςτο γιατρό, ςτθν αυκεντία, ςτον ψυχολόγο… Θ ελευκερία ν’ αποφαςίηεισ είναι ςαν ζνα πιδθμα ςτο κενό! Αν τςακιςτείσ; Αν κάνεισ λάκοσ με ποιον κα τα βάλεισ; Θ ςκλαβιά, αντίκετα, είναι ανακουφιςτικι. Άλλοσ αποφαςίηει! Τι μαλακό μαξιλάρι ν’ αποκοιμιζςαι επάνω τθσ! Τι ξαγρφπνια, τι μοναξιά θ ελευκερία! Και κατζλθξεσ πωσ ο πραγματικά ελεφκεροσ άνκρωποσ είναι ςπάνιοσ, τουλάχιςτον ς’ αυτι τθ φάςθ τθσ εξζλιξισ μασ. Τα λόγια ςου φτάνουν ςτα ςωκικά μου. Σε νιϊκω. Θ ελευκερία ςου ςε πονάει και ςε ματϊνει, όπωσ με πόνεςε και με μάτωςε θ δικι μου ελευκερία. «Ρολφ μαφρα μασ τα λζτε...» κάνει θ ζνα μαςουλϊντασ. Δεν τθσ δίνεισ καμιά ςθμαςία. Σ’ ζχει πιάςει κάτι ςαν αμόκ. Τα λόγια ςου ξεχειλίηουν. «Ο Λθςοφσ επζλεξε το ςταυρικό κάνατο. Ελεφκερα. Κι όταν ςε ςτιγμι αδυναμίασ παρακαλεί: «απελκζτω απ’ εμοφ το ποτιριον τοφτο», δεν είναι ςαν να λζει: «απελκζτω θ ελευκερία μου»; Γιατί θ ελευκερία είναι Σταυρόσ…» Και ςυνεχίηεισ ακάκεκτοσ. «Το κτινοσ δεν μπορεί να είναι ελεφκερο. Υπόκειται απόλυτα ςτθ φυςικι αναγκαιότθτα. Ρρζπει να φάει, να ηευγαρϊςει, να προςτατζψει τα μικρά του. Μετά για λίγο θςυχάηει. Ο άνκρωποσ δεν θςυχάηει ποτζ. Κατατρφχεται από ακόρεςτθ πείνα. Για όλα.. Είναι πείνα του μυαλοφ. Τθσ ψυχισ… Θ τεχνολογία τθν ερεκίηει, τθ μεγεκφνει ςε τερατϊδθ βακμό. Θ απλθςτία απομυηά τα πάντα. Γεννά κάνατο και χριμα! Κι ανελευκερία. Μπορεί να είναι ελεφκεροσ ο αιϊνια πειναςμζνοσ; Ροτζ μου δεν ς’ ζχω ακοφςει να μιλάσ με τόςο πάκοσ, καλζ μου. Σκζφτομαι πωσ οι μζρεσ τθσ εξαφάνιςισ ςου τροφοδότθςαν μια ζνταςθ που βρίςκει τϊρα διζξοδο... «Σαν ιεροκιρυκασ μιλάτε!..» πετά, μιςοειρωνικά, μιςοκαυμαςτικά, θ ζνα

Page 57: Όμορφη Ζωή!

57

Το ηευγάρι μάσ καλθνυχτίηει κάπωσ απορθμζνο. Τουσ ξεπροβοδίηω μζχρι τθν αυλόπορτα. Στον ουρανό ταξιδεφει μια φλοφδα φεγγάρι, το κρφο είναι τςουχτερό κι εγϊ, αν και μόνο μ’ ζνα πουλοβεράκι, καίω. Γυρνϊ ς’ εςζνα αποφαςιςμζνθ να ςου ηθτιςω να μείνεισ, ίςωσ και για πάντα, κοντά μου. Δεν προλαβαίνω. Μ’ αρπάηεισ και με ςφίγγεισ τόςο βίαια επάνω ςου που πονϊ. Τρζμεισ ολόκλθροσ, τα φιλιά ςου ζχουν απελπιςία. Γιατί; Δεν το ξζρω, ζνα μόνο ξζρω. Είμαι το παν για ςζνα! Και βακιά μζςα μου ξζρω και κάτι άλλο: με αποχαιρετάσ!.. Το πρωί μιςοκοιμιςμζνθ απλϊνω το χζρι μου να ς’ αγγίξω. Άδειο το μαξιλάρι ςου. Ξυπνϊ αλαφιαςμζνθ. Κόρυβοσ από πιατικά. Αχ, καλζ μου, πλζνεισ τα χκεςινοβραδινά πιάτα να τα βρω εγϊ κακαρά!.. Σε διακρίνω από τθν μιςάνοιχτθ πόρτα τθσ κουηίνασ ςκυφτό επάνω από το νεροχφτθ, ηωςμζνο τθν ποδιά μου, τόςο αρρενωπό μζςα ςτθν τζλεια αδιαφορία ςου για τθ «γυναικεία» δουλειά που κάνεισ. Το βλζμμα μου ςε κάνει να γυρίςεισ το κεφάλι προσ τθ μεριά μου. Ραρατάσ τα πιάτα, ςκουπίηεισ βιαςτικά τα χζρια ςτθν ποδιά κι ζρχεςαι να κακίςεισ πλάι μου, ςτο κρεβάτι. Μου χαϊδεφεισ τα μαλλιά και λεσ πωσ είμαι από τισ ελάχιςτεσ γυναίκεσ που ξυπνϊντασ το πρωί είναι όμορφεσ. Σε πιςτεφω. Κάτω απ’ το βλζμμα ςου, μεσ ςτα χζρια ςου, ομορφαίνω. Τραγουδϊ και χορεφω κι ασ είμαι ςιωπθλι κι ακίνθτθ. Επιμζνεισ να μου φζρεισ το πρωινό ςτο κρεβάτι. Κζλεισ, λεσ, να μ’ ζχεισ ςτα ποφπουλα! Γελάσ, πράγμα τόςο ςπάνιο! Καταβροχκίηω το φρυγανιςμζνο ψωμί με το λιωμζνο πάνω του βουτυράκι και το δικό ςου ρεικόμελο κι εςφ με καμαρϊνεισ. Είμαι μια πολυχαϊδεμζνθ πριγκίπιςςα! «Σου ζχω μια ζκπλθξθ, κοριτςάκι!» και τραβάσ απότομα τθν κουρτίνα. Χοντρζσ και πυκνζσ νιφάδεσ χιονιοφ πζφτουν και πζφτουν, εξαφανίηουν τα πάντα… Λατρεφω το χιόνι και το ξζρεισ. Χτυπάει το κινθτό μου. Θ Κατερίνα. Ανιςυχθ και υπερπροςτατευτικι. Ο χιονιάσ κα κρατιςει πολφ, άγνωςτο πόςο, το λζει θ τθλεόραςθ. Ζχω τα απαραίτθτα; Αν όχι να τρζξω να τα πάρω από εκείνθ, πριν αποκλειςτϊ και ξεμείνω «ωσ πετεινόν του ουρανοφ». Δε ζχω καμία ζλλειψθ. Κι επιπλζον ζχω εςζνα! Μζνει άναυδθ. Τθ φαντάηομαι με το ςτόμα ανοιχτό και το τςιγάρο να καπνίηει ανάμεςα ςτα δάχτυλά τθσ. Πταν μιλά ςτο τθλζφωνο, θ Κατερίνα καπνίηει απαραιτιτωσ. «Μθ μου πεισ!» λζει επιτζλουσ. «Ο άςωτοσ επανζκαμψε… Κράτα τον γερά μθ ςου ξαναφφγει, κορίτςι μου. Και ςτείλε τον κι από δω να ςου κουβαλιςει κάτι. Οι άντρεσ δεν είναι μόνο για το κρεβάτι».

Page 58: Όμορφη Ζωή!

58

Επαναλαμβάνω πωσ τα’ χουμε όλα και τθ ρωτϊ αν ςκοπεφει να μαγειρζψει για μεςθμζρι να’ ρκουμε να φάμε ςτθν ταβζρνα. Και βζβαια κα μαγειρζψει. Ταβερνιάριςςα παντόσ καιροφ είναι. Θ φωνι τθσ μου ακοφγεται λιγάκι ςτυφι. Ραρά τθν καλι τθσ καρδιά, ηθλεφει. Ζχω προςζξει πϊσ βαραίνει το βλζμμα τθσ, όταν ςε πιάνει να με κοιτάσ μ’ εκείνον το μοναδικό ςου τρόπο! Σε λιγάκι να ςου κι θ Ζφθ ςτο τθλζφωνο. Κατενκουςιαςμζνθ. Τι μεγάλεσ νιφάδεσ, κεζ μου! Σωςτζσ πεταλοφδεσ! Τισ βλζπει! Το φαντάηομαι; Τισ βλζπει να χορεφουν και να κυνθγάει θ μια τθν άλλθ και δεν τισ χορταίνει! Ο Σταφροσ, αντίκετα, τισ κεωρεί μπελά και τθν κοροϊδεφει. Ρριν λίγο του ξζφυγε του κζρβερου και βγικε ςτο μπαλκόνι να τισ νιϊςει επάνω ςτο πρόςωπό τθσ. Κα ικελε να ζμενε για πολφ ζτςι, ιταν τόςο ευτυχιςμζνθ, αλλά ο Σταφροσ τθν ςυνζλαβε επ’ αυτοφόρω και τθν τράβθξε μζςα ουρλιάηοντασ πωσ κα πλευριτϊςει και κα πλθρϊνει εκείνοσ τα ςπαςμζνα. Ραραλίγο μάλιςτα να τθσ ςτραμπουλίξει το χζρι μεσ ςτθ μανία του. Πταν θρζμθςε, του είπε: «Βρε αγάπθ μου, μπορεί αυτό να είναι το τελευταίο μου χιόνι. Να μθν το χαρϊ;» Τι ικελε να το πει; Ξεςπά ο Σταφροσ ςε κλάματα κι αδφνατο να τον παρθγοριςει. Δεν αντζχει να τον βλζπει ςε τζτοιο χάλι ολόκλθρο άντρα –αντικειμενικά πρόκειται για μιςι μερίδα- και με παρακαλεί να ςπεφςω ςτο ςπίτι τθσ, πριν παραψθλϊςει το χιόνι. Είναι ςίγουρθ πωσ εγϊ κα του αλλάξω τθ διάκεςθ. Και εννοείται κα με φιλζψει. Ζχει μαγειρζψει φακζσ με μπόλικο ςκόρδο και λιαςτι ντομάτα. Α, Είςαι μαηί μου; Υπζροχα! Μεγαλϊνει θ παρζα. Τθσ λζω πωσ ζχω κανονίςει να πάμε ςτθσ Κατερίνασ. Θ Ζφθ δεν το βάηει κάτω.. Κα’ ρκουνε κι αυτοί. Μζςα απ’ το τθλζφωνο ακοφω τθν αγριοφωνάρα του Σταφρου. Ζχαςε το μυαλό τθσ; Να γλιςτριςει και να ςπάςει τα κόκαλά τθσ; Θ Ζφθ περνά ςε αντεπίκεςθ. Ο ςατράπθσ ασ λζει ό,τι κζλει! Δεν τον ζχει ανάγκθ. Να περάςουμε να τθν πάρουμε εμείσ! Τελικά ο καθμενοφλθσ ο ςατράπθσ δζχεται να ςυνοδζψει τθν ξεροκζφαλθ ςυμβία του. Κι εςφ χαμογελάσ, άντρα μου, με τα καμϊματα των φίλων μου και δείχνεισ τόςο τρωτόσ που πονϊ από αγάπθ… . Δε ςου ηιτθςα να μείνεισ κοντά μου. Δε χρειάςτθκε. Το χιόνι ςε κράτθςε! Χακικαμε τότε, καλζ μου, απ’ τον υπόλοιπο κόςμο, και το ςπίτι μασ, ακίνθτο καράβι, να ταξιδεφει δφο ολόκλθρεσ εβδομάδεσ ςτον ωκεανό των νιφάδων με τθν καμινάδα να καπνίηει μζχρι αργά τθ νφχτα. Ρϊσ μπορϊ να μθ δω ςτθν απλοχεριά τ’ ουρανοφ τθν πραγμάτωςθ τθσ

Page 59: Όμορφη Ζωή!

59

λαχτάρασ μου να ςε κρατιςω; Μια απλι ςφμπτωςθ ιταν μου λζει θ λογικι. Ασ λζει… Εγϊ λζω πωσ ζλαβα Δϊρο… Δυςκολεφομαι να γράψω για εκείνεσ τισ μζρεσ του χιονιοφ που αγαπθκικαμε ςαν δυο χαμζνα παιδιά ςτθν απαρχι του χρόνου. Στιγμζσ ςτιγμζσ με πονοφςε θ ευτυχία, με πονοφςε θ αγάπθ. Βακιά μζςα μου ιξερα πωσ κα πλιρωνα ακριβό τίμθμα, όμωσ ευγνωμονοφςα το χιόνι που γινόταν το κουκοφλι μασ και κα ευγνωμονϊ για πάντα τθν ϊρα τθσ αγάπθσ που ρίηωςεσ μζςα μου. Πταν πρωτοείδα από το παράκυρο εκείνουσ τουσ δφο άντρεσ, το χιόνι είχε λιϊςει αρκετά. Στζκονταν κάτω από το ςτφλο τθσ ΔΕΘ, όπου είχα πρωτοδεί κι εςζνα, και παρατθροφςαν το ςπίτι. Ο ζνασ μάλιςτα τραβοφςε φωτογραφίεσ. Ταράχτθκα πολφ. Ζκανα να τρζξω ζξω να τουσ ρωτιςω τι δουλειά είχαν εκεί πζρα, μζχρι όμωσ να ρίξω μια ρόμπα πάνω από το νυχτικό μου, είχαν εξαφανιςτεί. Εςφ, άντρα μου, κοιμόςουν και δε ςε ξφπνθςα. Το πρόςωπό ςου ιταν γαλινιο κι αλλόκοτα ακϊο ςαν παιδιοφ και το πιςτόλι ςτο κομοδίνο πλάι ςου ςαν να προςτάτευε τθ γαλινθ ςου. Πλο ανζβαλλα να ςου κάνω κουβζντα για τουσ δφο, μζχρι που με ρϊτθςεσ αν κάτι μου ςυμβαίνει. Δεν μπορϊ, βλζπεισ, να ςου κρυφτϊ… Σου είπα. Δεν ζδειξεσ ταραχι, εκτόσ από κείνθ τθ φλεβίτςα π’ άρχιςε να χτυπάει ςτο δεξί ςου κρόταφο. Ανάβεισ τςιγάρο. Σπάνια καπνίηεισ, όμωσ πάντα κουβαλάσ μαηί ςου πακζτο κι αναπτιρα. Μεσ ςτθν αγωνία μου ςε ηορίηω να μου πεισ αν κάτι τρζχει. Επιςτρατεφω παρακάλια, απειλζσ, παιδιάςτικουσ εκβιαςμοφσ και το μόνο που καταφζρνω είναι να ςε χάςω, ενϊ είςαι ακόμθ κοντά μου. Διπλοκλειδϊνεςαι ςτον εαυτό ςου, γίνεςαι παγερόσ κι απόμακροσ. Ερθμϊνω. Χιλιομετανιϊνω που ςε πίεςα…. Τι να κάνω; Να πζςω ςτα πόδια ςου να ηθτιςω ζλεοσ; Δεν τολμϊ. Στριφογυρνϊ γφρω ςου ςαν ςκυλί που περιμζνει χάδι. Μάταια. Δεν παίρνω τίποτε. Καλφτερα να ς’ αφιςω για λίγο μόνο, να πάω να δω τθν Κατερίνα.. Σ’ αφινω… Ρόςο ηορίηομαι να κρατθκϊ, για να μθν κάνω μεταβολι κι επιςτρζψω κοντά ςου! Ραίρνω βακιζσ ανάςεσ και προχωρϊ. Τα πόδια μου βαριά κι αςικωτα. Κι όμωσ! Απομακρφνομαι τςαλαβουτϊντασ ςτο μιςολειωμζνο χιόνι.

Επιςτρζφοντασ βρίςκω ςτρωμζνο το τραπζηι κι αχνιςτι τθν κοτόςουπα που μαγείρεψεσ. Ρεινϊ και τρϊω μ’ όρεξθ. Πλα μου φαίνονται καλά κι εςφ ιρεμοσ. Αποφαςίηω να αγνοιςω εκείνουσ τουσ τφπουσ, να αγνοιςω το μυςτικό ςου…. Πμωσ τθ νφχτα ςτο κρεβάτι μασ, μαηί με τα φιλιά μου, γεφεςαι τα δάκρυά μου…

Page 60: Όμορφη Ζωή!

60

Το πρωί ςε παρατθρϊ από το παράκυρο να εξετάηεισ, ςκυφτόσ, το παγωμζνο χιόνι ζξω από το ςπίτι. Για ίχνθ εκείνων των δφο ψάχνεισ…

Δεν ξζρω τι βρικεσ, όμωσ μου δθλϊνεισ ςτεγνά πωσ φεφγεισ! Σε μια ϊρα περνάει το λεωφορείο…

Κα ζρκω μαηί ςου! Οφτε να τ’ ακοφςεισ! Αρνιζςαι ςτεγνά δίχωσ κάποια, ζςτω

ψεφτικθ, δικαιολογία. Μαηεφεισ τα λιγοςτά πράγματά ςου. Κακϊσ τα τακτοποιείσ ςτο

μικρό ςακβουαγιάη ςου, ξεςπϊ ςε κλάματα. Άγρια. Ανεξζλεγκτα. Ουρλιάηω και δεν ντρζπομαι. Κρθνϊ και δε ςε βλζπω.

Τα χζρια ςου γφρω μου, το πρόςωπό ςου ςτο πρόςωπό μου, θ ανάςα μου ζνα με τθν ανάςα ςου. Χάνομαι. Σπαράηω από θδονι και πόνο.

Σε λίγο ςε ςυνοδεφω μζχρι τθ ςτάςθ, ιρεμθ ςαν πεκαμζνθ. Σ’ αφινω να φφγεισ…

Θ Κατερίνα λζει πωσ για καιρό μετά ιμουν τελείωσ χαμζνθ. Ξεχνοφςα να ςθκωκϊ από το κρεβάτι, να φάω, να πλυκϊ, να ταΐςω τθ Λάρα και τθν Ρουπζλα… Μια μζρα, λζει, περνοφςα και ξαναπερνοφςα ζξω από το ςπίτι τθσ Ζφθσ, αλλά δεν ζμπαινα, επειδι δεν τ’ αναγνϊριηα, μζχρι που με είδε ο Σταφροσ και μ’ ζβαλε μζςα… Βρικα τθν Ζφθ να κλαίει… Για μζνα ζκλαιγε!..

. Από τθν αςτυνομία είπαν πωσ αυτοκτόνθςεσ, κοντά ςτο καλφβι

ςου, ςτο Βουνοχϊρι. Τθν κατάκεςι μου για εκείνουσ τουσ δυο που καταςκοπεφανε το ςπίτι μου τθν αγνόθςαν! Στο μεταξφ βοφιηε ο τόποσ πωσ ς’ είχαν δολοφονιςει, εγϊ δεν άκουγα τίποτε. Απουςίαηα παροφςα..

Θ Κατερίνα τα λζει αυτά που με ςυνόδεψε και ςτθν αςτυνομία. Εγϊ δε κυμάμαι…

Κι ιταν θ Κατερίνα που πρόςεξε τθν κοιλιά μου και με κουβάλθςε άρον άρον ςε γυναικολόγο, ςτον Ρφργο.

Ιμουν ζγκυοσ! Στο παιδί μασ! Εγϊ θ άγονθ Άννα! Σε μερικοφσ μινεσ κα γεννιςω, καλζ μου. Θ αγάπθ ςου τισ μζρεσ του χιονιοφ μ’ ευλόγθςε κι ασ είμαι ςαράντα πζντε χρονϊν…

Κα τθ βγάλω Ελπίδα τθν κόρθ μασ!..

Θ Άννα ακοφμπθςε το παλιό τετράδιο με το πλαςτικό μπλε εξϊφυλλο ςτο κομοδίνο πλάι τθσ κι ιπιε τθν τελευταία γουλίτςα του κρφου πια καφζ τθσ. Καμιά εικοςιπενταριά χρόνια τθ χϊριηαν από τισ

Page 61: Όμορφη Ζωή!

61

τελευταίεσ αράδεσ του τετραδίου! Μια ολόκλθρθ ηωι. Ρόςεσ ηωζσ είχε ηιςει; Ρολλζσ! Επάλλθλεσ, παράλλθλεσ, αλλθλοςυμπλεκόμενεσ. Κι θ ανάγνωςθ του τετραδίου τισ είχε ξάφνου αφυπνίςει. Στριφογφριηαν ανιςυχεσ γφρω τθσ, μζςα τθσ, αςκμαίνουςεσ διεκδικοφςαν ανάςεσ απ’ τθν ανάςα τθσ, δε κζλανε πια να είναι ςκιζσ...

Το ρολόι του τοίχου χτφπθςε ζξι φορζσ. Ζξι θ ϊρα, απόγευμα, και το φωσ καλά κρατοφςε… Τελευταία οι μζρεσ όλο και ξεχείλωναν, το ςκοτάδι βραδυποροφςε, οι νφξεισ τθσ κυοφοροφμενθσ αλλαγισ ιταν παντοφ.

Χαμογζλαςε. Εβδομθντάρα κι ακόμθ τθν ξεςικωνε θ άνοιξθ! Ο Ορζςτθσ κα’ τανε εβδομιντα πζντε και τθν κοίταηε αγζραςτοσ από το αςπρόμαυρο πορτρζτο του μ’ εκείνο το μοναδικό του βλζμμα. Κατόρκωμά τθσ που το είχε ςυλλάβει! Αλλά και το άςαρκο, αςκθτικό πρόςωπο, οι ρυτίδεσ ςτο μζτωπο, το ςτόμα, το πεταχτό καρφδι του λαιμοφ, όλα, ιταν Ορζςτθσ.

Κι όμωσ. Τον πρϊτο καιρό το ζργο τθσ δεν τθν ικανοποιοφςε… Μετά το κάνατό του ςυνζβθ ζνα παράδοξο! Μζρα με τθ μζρα, το

πορτρζτο τοφ’ μοιαηε όλο και πιο πολφ! Σαν να βριςκόταν ςε εξζλιξθ μια μυςτθριϊδθσ διαδικαςία διαπίδυςθσ ανάμεςα ςτθν ψυχοφλα του και τ’ άψυχο χαρτί…

Το τετράδιο όλα αυτά τα χρόνια δεν το’ χε διαβάςει οφτε καν το’ χε αγγίξει. Και μάλλον κα’ μενε ξεχαςμζνο ςτο μπαοφλο, κάτω από κουβζρτεσ και ςεντόνια, αν δεν είχε εμφανιςτεί ςτο προςκινιο θ δθμοςιογράφοσ, θ Λφιγζνεια Μαρκζσ.

Ικελε, λζει, ν’ ανζβει ςτο Αγνάντιο, να μάκει πωσ αυτι, μια μόνθ γυναίκα, μζςα ςε τριάντα χρόνια, είχε καταφζρει να ηωντανζψει ζνα χωριό-ψοφίμι. Το ρεπορτάη τθσ κα δθμοςιευόταν ςτο περιοδικό «Κογιανιςκάςι». Δεν ιταν από τα ςυνθκιςμζνα, λζει, περιοδικά που κρζμονται ςτα περίπτερα φορτωμζνα δωράκια. Ιταν θλεκτρονικό. Το παράξενο όνομά του ςιμαινε, ςτθ γλϊςςα κάποιασ ινδιάνικθσ φυλισ, ηωι διαλυμζνθ, ανιςόρροπθ, που ηθτά αλλαγι. Ηωι ςαν τθ δικι μασ, είχε διευκρινίςει θ δθμοςιογράφοσ. Ο Μάρκοσ, ο ςυνεργάτθσ τθσ, είχε εμπνευςτεί τον τίτλο από τθν ομότιτλθ ταινία του ζτηιο, μια ταινία δίχωσ ανκρϊπινο λόγο, μόνο με μουςικι, και με πρωταγωνιςτζσ τισ φυςικζσ δυνάμεισ απ’ τθ μια και τον ςφγχρονο άνκρωπο απ’ τθν άλλθ να παλεφει να τισ εκμεταλλευτεί, μια προςπάκεια που τον αλλοτρίωνε.

Το περιοδικό, κατά τθ δθμοςιογράφο, φιλοδοξοφςε να κάνει ςυνειδθτι ςτουσ αναγνϊςτεσ τθ διαςτρζβλωςθ τθσ ςφγχρονθσ ηωισ, αλλά και να αναδείξει τα όποια ςθμάδια αναγζννθςθσ. Το Αγνάντιο

Page 62: Όμορφη Ζωή!

62

ανικε ςαφϊσ ςτθ δεφτερθ περίπτωςθ. Τθν φπαρξι του -και το ρόλο τθσ Άννασ- τθν είχε πλθροφορθκεί από αναγνϊςτθ…

Από χρόνια δεν ιταν πια διμαρχοσ θ Άννα, αλλά τθ φϊναηαν ακόμθ δθμαρχίνα κι ο τωρινόσ διμαρχοσ που κατοικοφςε ςτο διπλανό χωριό, τθν Ρζρδικα, τθ ςυμβουλευότανε ςε όλα. Καλόσ και δουλευταράσ ο Κωνςταντίνοσ κι ερωτευμζνοσ χρόνια με τθν Ελπίδα, αλλά θ κόρθ τθσ είχε προτιμιςει να πάρει τον Βαςίλθ. Με τισ ευλογίεσ τθσ βζβαια. Του είχε κι θ ίδια αδυναμία. Ιταν εκείνο το Αλβανάκι που είχε εμφανιςτεί ςαν από μθχανισ κεόσ, μεσ ςτθν ομίχλθ και τθν ερθμιά, όταν είχε πρωτοπατιςει το πόδι τθσ ςτο χωριό για να τθν οδθγιςει ςτθν ταβζρνα τθσ Κατερίνασ. Είχε μεγαλϊςει ςτο ςπίτι τθσ ο μικρόσ. Ιταν φυςικό ν’ αγαπθκοφν αυτόσ κι θ Ελπίδα.

Σουροφπωνε, τα χρϊματα ξεκϊριαηαν, τα φωτάκια πζρα από τα ςκοτεινά δζντρα ςτο περιβόλι τθσ πλικαιναν, αλλά δεν μπικε ςτον κόπο να πατιςει το διακόπτθ του θλεκτρικοφ.

Μεσ ςτο θμίφωσ ταξίδευε πιο γριγορα ςτθ ηωι τθσ, ς’ αυτόν το δρόμο κινοφμενθσ άμμου που είχε πάρει βιμα βιμα μετά το χαμό του Ορζςτθ, πρωτοβάδιςτο δρόμο ς’ άγνωςτθ χϊρα κι ασ ιταν ριηωμζνθ ςτ’ Αγνάντιο. Αδζξια προχωροφςε, επίμονα όμωσ και, μεσ ςτουσ φόβουσ τθσ, τολμθρι, μ’ ζνα εξϊγαμο ςτθν αγκαλιά. Ρολλζσ φορζσ είχε κινδυνζψει να πζςει ςτθν απογοιτευςθ, ςτθν παραίτθςθ. Οι παγίδεσ κι οι αντιξοότθτεσ, θ κακογλωςςιά κι ο φκόνοσ δε λείπανε, ακόμθ πιο αποκαρδιωτικι ιταν θ δυςκίνθτθ κι αδιάφορθ γραφειοκρατία, μα τθν εμψφχωναν οι δικοί τθσ άνκρωποι και τ’ όνειρο να ηιςει θ κόρθ τθσ ς’ ζναν τόπο ηωντανό, με παιδιά να τθ ςυντροφεφουν ςτο παιγνίδι, ς’ ζναν τόπο πρόςφορο ν’ ανκίςει θ μικροφλα ηωι τθσ. Ευτυχιςμζνθ τθν ονειρευόταν.

Στισ πρϊτεσ πάντωσ τάξεισ του δθμοτικοφ θ Ελπίδα κάκε άλλο παρά ευτυχιςμζνθ ζδειχνε. Ιταν ζνα μουτρωμζνο και μονόχνοτο κοριτςάκι, ζνα αγριμάκι, που επζςτρεφε ςτθ μάνα με μελανιζσ και πλθγζσ από ςχολικοφσ καβγάδεσ. Αδάκρυτα τα μάτια τθσ, πειςματικά ςφραγιςμζνο το ςτόμα, τθν κατθγοροφςαν ανελζθτα. Εκείνθ. Επειδι ιταν «μπάςταρδο». Ζτςι τθ φϊναηαν τα παιδιά κι θ Ελπίδα χιμοφςε με τυφλι μανία να τα ξεςκίςει. Μόνθ αυτι εναντίον πολλϊν…

Δφςβατα χρόνια… Λίγεσ χαρζσ, πίκρα μπόλικθ. Κι θ πίκρα κάρπιςε… Ωςτόςο ποτζ τθσ δεν είχε φανταςτεί πωσ το

Αγνάντιο κα μεταμορφωνόταν τόςο ριηικά και πωσ κα εκλεγόταν διμαρχοσ για τόςεσ τετραετίεσ. Αν ικελε, κα παρζμενε ιςόβια. Οφτε βζβαια είχε φανταςτεί τισ λυςςαλζεσ αντιδράςεισ… Θ ςφαίρα που είχε

Page 63: Όμορφη Ζωή!

63

περάςει ςφριηα πλάι απ’ το κεφάλι τθσ μάλλον δεν ιταν τυχαία… Μα τθν πείςμωςε…

Γίνανε «ςθμεία και τζρατα» ςτο χωριό… Κι θ Ελπίδα ςποφδαςε δαςκάλα, διδάςκει, παντρεφτθκε, ζγινε μάνα. Ρρζπει να είναι πλζον ευτυχιςμζνθ, αλλά ζνασ κεόσ ξζρει αν είναι...

Τθσ είχε κάποτε εξομολογθκεί πωσ λαχταροφςε τθ ηωι τθσ Ακινασ, πωσ πεινοφςε για εμπειρίεσ. Και για τα φϊτα, τθν κίνθςθ, το κόρυβο, τθν ελευκερία τθσ ανωνυμίασ… Και πωσ αυτι, θ μάνα τθσ, τθν είχε φυλακίςει ςτο χωριό, ςε μια ηωι προβλζψιμθ… Μετά είχε ξεςπάςει ςε νευρικά γζλια λζγοντασ πωσ υπιρχε κάτι το ανικανοποίθτο μζςα τθσ, θ αλικεια ιταν πωσ πουκενά αλλοφ δε κα μποροφςε να ηιςει, τουλάχιςτον όχι για πολφ.

Τθ μεμφόταν παλιότερα και για τθν «ανωτερότθτά» τθσ που τθσ είχε ςτεριςει τον πατζρα! Γιατί να μθν τον είχε κρατιςει πάςθ κυςία; Γιατί να τον αφινει να ζρχεται και να φεφγει, όποτε ικελε. Τι παρίςτανε; Τθν ανεξάρτθτθ; Τθν ελεφκερθ; Κα’ πρεπε να’ χε πζςει ςτα πόδια του, για να τον αναγκάςει να μείνει κοντά τθσ. Να γίνει «γυναικοφλα» και να τον απειλιςει πωσ κα κόψει τισ φλζβεσ τθσ, αν ζφευγε. Και να μεταχειριςτεί όλα τα κθλυκά τεχνάςματα για να τθσ πει το μυςτικό του. Μα τθν εμπόδιηε θ αλαηονεία. Από κακαρι αλαηονεία άλλωςτε τθν είχε φζρει ςτον κόςμο. Για να δείξει πωσ όλα τα μποροφςε… Και μετά το κάνατό του πϊσ αυτι θ τόςο ικανι και δραςτιρια δεν ζφαγε τον κόςμο για να ανακαλφψει ποιοι τον είχαν κακαρίςει; Ρϊσ είχε καταπιεί τθν εκδοχι τθσ αςτυνομίασ για αυτοκτονία; Ιταν τουλάχιςτον ακατανόθτο το επιχείρθμα ότι είχε ςεβαςτεί το μυςτικό που τον ςκότωςε, επειδι ζτςι κα’ κελε ο ίδιοσ!

Είχε φτάςει θ Ελπίδα ςτο ςθμείο να τθν κάνει να κλαίει, αλλά ποτζ δεν είχε δει τα δάκρυά τθσ…

Αν τθσ ζδινε να διαβάςει το τετράδιο; Να τθν γνωρίςει καλφτερα, να τθν καταλάβει… Μα κα’ χε θ κόρθ τθσ όρεξθ να το διαβάςει; Μάλλον όχι…

Μςωσ το’ δινε ςτθν Λφιγζνεια. Τθσ είχε κάνει μια ςχετικι νφξθ κι εκείνθ είχε δείξει ηωθρό ενδιαφζρον. Άγνωςτθ;.. Πμωσ τθν είχε νιϊςει παράδοξα οικεία ςτο τθλζφωνο. Άλλωςτε κα γνωρίηονταν από κοντά. Ππου να’ ναι κα εμφανιηόταν…

Τισ είχε ξανοιχτεί θ δθμοςιογράφοσ ςτο τθλζφωνο. Μοναχοφλα. Δεν είχε οφτε μάνα οφτε πατζρα οφτε αδζλφια. Θ μάνα τθσ τθν είχε εγκαταλείψει βρζφοσ ςτθ κεία τθσ -πεκαμζνθ πια- κι είχε εξαφανιςτεί κάπου ςτθν Αφρικι. Τον πατζρα τθσ δεν τον είχε δει ποτζ οφτε ιξερε το παραμικρό γι’ εκείνον εκτόσ από το επϊνυμό του που ιταν και δικό τθσ.

Page 64: Όμορφη Ζωή!

64

Μαρκζσ. Ηοφςε με τον Μάρκο, τον ςυνεργάτθ τθσ, τον «χοντροφλθ τθσ». Ερωτικόσ ςφντροφοσ ι απλόσ φίλοσ δεν είχε καταλάβει, πάντωσ όταν μιλοφςε γι’ αυτόν θ φωνι τθσ γλφκαινε.

Άφθςε μια τρομαγμζνθ φωνοφλα θ Άννα κακϊσ ζγινε άπλετο φωσ ςτο κακιςτικό. Και ςτο φωσ ςτεκότανε θ Ελπίδα. Ψθλι, με ροδαλά μάγουλα, ςκουρόξανκα μαλλιά πιαςμζνα πίςω ςε αλογοουρά και γαλάηια μάτια. Πμορφθ κοπζλα. Σφριγθλι.

«Μαμά, τι ζπακεσ και κάκεςαι ςτα ςκοτεινά; Ρερνοφςα απ’ ζξω, δεν είδα φωσ κι ανθςφχθςα…»

«Ξεχάςτθκα, Ελπίδα… Κακό είναι;» «Ζλα, καλζ μαμά! Μθν πιάνεςαι από το παραμικρό… Δεν εννοϊ

ότι γζραςεσ και τα ςχετικά. Αλλά γιατί να μζνεισ μόνθ; Ζλα μαηί μασ! Θ μοναξιά δεν είναι και το καλφτερο…»

«Δε νιϊκω μοναξιά, Ελπίδα». «Δεν το παραδζχεςαι, μαμά. Από εγωιςμό…» Δεν απάντθςε και ξαφνικά ζνιωςε ενοχλθμζνθ με τθν ειςβολι τθσ

κόρθσ τθσ και τθν επιβολι του φωτόσ ςτο ςκοτάδι τθσ. Τα δάχτυλά τθσ χάιδεψαν το τετράδιο. Ρϊσ μπορεί ζνα παιδί να ξζρει τι περιςτάςεισ ζκαναν τον γονιό του αυτό που είναι; Ρϊσ μπορεί να φανταςτεί τθ ηωι του πριν γίνει γονιόσ;

«Μαμά, μθν κατεβάηεισ μοφτρα!» ζκανε θ Ελπίδα. «Ανθςυχϊ. Ραράλογο είναι; Ρεσ μου, ςε είχε πάρει ο φπνοσ και δεν άναψεσ φωσ;»

«Σκεφτόμουνα, Ελπίδα. Τθ ηωι μασ…» «Με αφορμι αυτιν τθ δθμοςιογράφο, υποκζτω…» «Μάλλον» «Ακθναία!» ζκανε ςτυφά θ Ελπίδα. «Οι Ακθναίοι φλυαροφν για τα

καλά τθσ εξοχισ, αλλά δεν ξεκολλάνε από τθν Ακινα. Μα επιτζλουσ, μαμά, γιατί δε ςου κακορίηει πότε ακριβϊσ κα’ ρκει; Ροια νομίηει πωσ είναι; Εςφ ζχεισ ςκιςτεί να ετοιμάςεισ το ςπίτι για να τθν φιλοξενιςεισ, να καταςτρϊςεισ το πρόγραμμά τθσ… Τθν ζχεισ πάρει με πολφ καλό μάτι, αλλά εμζνα μου φαίνεται πωσ ζχει καβαλιςει το καλάμι! Τι κα πει «ζρχομαι αυτζσ τισ μζρεσ…»

Σχεδόν τρζχοντασ επζςτρεφε ςτο ςπίτι τθσ θ Ελπίδα. Ο άντρασ και ο γιοσ τθσ κα τθν περίμεναν… Πταν μικροφλα χοροπθδοφςε ςτον ίδιο δρόμο, τα παράκυρα ιταν καταςκότεινα, τα ςπίτια βουβά. Χρόνο με το χρόνο φωτίηονταν περιςςότερα παράκυρα, περιςςότερα ςπίτια βοφιηαν από φωνζσ... Κι όλα αυτά ιταν ζργο τθσ μάνασ τθσ. Γεγονόσ… Το ςπίτι τθσ ιταν ςτθν άκρθ του χωριοφ και για να φτάςεισ εκεί, άφθνεσ τθν άςφαλτο και περπατοφςεσ λιγάκι ςε χωματόδρομο,

Page 65: Όμορφη Ζωή!

65

λαςπωμζνο το χειμϊνα, ςκονιάρικο το καλοκαίρι. Ιταν όμωσ κελεποφρι το ςπίτι. Το είχαν αγοράςει για «ζνα κομμάτι ψωμί» από τουσ κλθρονόμουσ του ιδιοκτιτθ, που είχε πεκάνει μετανάςτθσ ςτθν Αυςτραλία. Ζνα μικρό τραπεηικό δάνειο κι θ ςκυλίςια εργαςία του Βαςίλθ είχαν μεταμορφϊςει το ρθμάδι ς’ ζνα από τα πιο όμορφα ςπίτια του χωριοφ. Φωτιςμζνο καταφγαηε το ςκοτάδι. Ο Βαςίλθσ είχε αφιςει ανοιχτό για εκείνθ και το φωσ τθσ εξϊπορτασ. Μεσ ςτθν θςυχία άκουςε το γζλιο του Τάςου, του γιου τθσ, όμωσ δε βιάςτθκε να μπει μζςα. Κοίταξε προσ τα επάνω. Ρυκνά άςτρα και νεφελϊματα γαλαξιϊν αναιροφςαν ςχεδόν το μαυρίλα, πιο πζρα όμωσ το μαφρο ιταν κατάμαυρο. Τα βουνά τισ κρφβανε τ’ άςτρα, τα βουνά που ϊρεσ ϊρεσ τθν πνίγανε. Στθν Ακινα τα πολλά φϊτα κι οι χρωματιςτζσ διαφθμίςεισ ςβινανε τ’ άςτρα, οι πολυκατοικίεσ καταβρόχκιηαν τον ουρανό. Αναρωτικθκε αν κα μποροφςε να ηιςει για πολφ καιρό κάτω από ζναν λειψό ουρανό, αν κα τθν παρθγοροφςαν οι τεχνθτζσ φωταψίεσ για τθν απϊλεια των άςτρων. «Μθ μ’ αφιςεισ ποτζ, Ελπίδα», τθσ είχε ψικυρίςει τθν προθγοφμενθ νφχτα ο Βαςίλθσ, κακϊσ χαϊδευόντουςαν κάτω από το πουπουλζνιο πάπλωμα που τθσ είχε κουβαλιςει με καμάρι από τον Ρφργο. «Ρϊσ ςου πζραςε κάτι τζτοιο απ’ το μυαλό, αγάπθ μου;» είχε διαμαρτυρθκεί με απόλυτθ ειλικρίνεια. «Μπορϊ να ηιςω χωρίσ εςζνα;»

Δεν μποροφςε! Ιταν ςίγουρθ. Κι αυτόσ, ασ ζδειχνε μαλακόσ, ιταν απαιτθτικόσ. Κι απόλυτοσ. Ροτζ δε κα τθσ επζτρεπε να πθγαινοζρχεται, όπωσ ζκανε θ μάνα τθσ με τον πατζρα τθσ. Ροτζ δε κα τθσ ζδινε τζτοιεσ ελευκερίεσ. Κι αν τολμοφςε να κάνει του κεφαλιοφ τθσ, ο Βαςίλθσ κα’ φευγε. Για πάντα! Αν όμωσ ιταν κάπωσ ανεκτικόσ, κα’ κανε ότι κι ο πατζρασ τθσ. Κα πθγαινοερχότανε.

«Ϊρεσ ϊρεσ μοφ φεφγεισ, Ελπίδα…» Θ ανάςα του καυτι ςτο λαιμό τθσ, το ςκλθρό κορμί του ζνα με το

δικό τθσ. Με το κεφάλι ςτραμμζνο προσ τ’ αςτζρια θ Ελπίδα αναγνϊριςε πωσ ο άντρασ τθσ είχε κάποιο δίκιο. Κάτι απειλθτικό και ςκοτεινό τρεφότανε από τθν ευτυχία τθσ. Μπορεί να ιταν κλθρονομιά του πατζρα τθσ, φωλιαςμζνθ βακιά ςτα κφτταρά τθσ.

Page 66: Όμορφη Ζωή!

66

ΜΕΡΟ ΔΕΤΣΕΡΟ

Ισιγέμεια και Μάρκξο

Τθσ Λφιγζνειασ, χρόνο με το χρόνο, τισ ςυνζβαινε δυςτυχϊσ όλο

και πιο ςπάνια. Να πετά. Να κουνά χζρια και πόδια ςαν φτερά και να υψϊνεται, όλο να υψϊνεται.∙Oι άνκρωποι από κάτω να μικραίνουν κι όλο να μικραίνουν… Απόλυτθ ελευκερία. Μεκφςι χαράσ.

To κινθτό τθσ απ’ το κομοδίνο ιχθςε επίμονα. Βίαια τθν απόςπαςε απ’ τ’ όνειρο κι ασ λαχταροφςε να ξαναχωκεί μζςα του, ςαν ςε ηεςτό πάπλωμα ςτθν καρδιά χειμωνιάτικθσ νφχτασ. Θ γκρινιάρικθ φωνι τθσ Ελεονόρασ, τθσ πρϊθν ςυγκατοίκου τθσ ςτθν πολυκατοικία όπου παλιά ηοφςε με τθ κεία τθσ, τθν προςγείωςε ςτα τετριμμζνα.

«Αφοφ δε ςου κάνει κζφι, Μφθ, να περάςεισ από μζνα, εντάξει. Θ φιλία κζλει δφο, μόνθ μου εγϊ τι να κάνω; Ρζρνα όμωσ από το διαμζριςμα τθσ κείασ ςου να πάρεισ το χαρτομάνι ςου. Το πζραςα μζςα από τθ χαραμάδα τθσ πόρτασ...»

«Αφοφ ξζρεισ, βρε Ελεονόρα, γιατί αποφεφγω να ζρχομαι…» ψζλλιςε ηαλιςμζνθ.

«Ε, καλά τϊρα… Κζλεισ να πιςτζψω ότι φοβάςαι το φάνταςμα τθσ κείασ; Μάλλον δε ςου περιςςεφει χρόνοσ για μζνα… Ασ είναι. Δε ςου κρατϊ κακία. Κι άκου, υπάρχει κι ζνα γράμμα ανάμεςα ςτα χαρτιά. Ραράξενο φαίνεται».

Κι θ Ελεονόρα ζκλειςε απότομα μ’ ζνα ξινό «άντε, γεια». Ζνα γράμμα! Θ Λφιγζνεια ξφπνθςε τελείωσ και κοίταξε

ξαφνιαςμζνθ το άγνωςτο δωμάτιο με τισ αφίςεσ ποδοςφαιριςτϊν και γυμνϊν κοριτςιϊν ςτουσ τοίχουσ. Οι βαριζσ κουρτίνεσ δεν εμπόδιηαν το

Page 67: Όμορφη Ζωή!

67

φωσ, άρα ιταν προχωρθμζνθ θ ϊρα. Στθν άλλθ άκρθ του διπλοφ κρεβατιοφ κοιμόταν μπροφμυτα ο χκεςινοβραδινόσ. Ξυριςμζνο κεφάλι, χοντρό ςβζρκο, φάτςα δεν καλοκυμόταν. Κυμόταν όμωσ τθν ΒMW του με τα δερμάτινα μπεη κακίςματα. Τα υπόλοιπα κολά και μπερδεμζνα, πλθν ολοφάνερα…

Ζνα παράξενο γράμμα!.. Σαν να τθσ ςϊκθκε θ ανάςα, ζνασ πόνοσ κάπου ςτο ςτομάχι –ι

μιπωσ πιο πάνω;- τθν κάρφωςε. Επειδι ποτζ τθσ δεν κλαίει; Κάπου το’ χει διαβάςει πωσ το εμποδιςμζνο κλάμα εκδικείται. Αλλά ποιο λόγο είχε για κλάματα; Κανζνα.

Να πάρει τθν Ελεονόρα να ρωτιςει από ποιον είναι το γράμμα… Πχι. Δεν πρόκειται! Από κανζναν κι από πουκενά δεν περιμζνει γράμμα ςτθν παλιά τθσ διεφκυνςθ. Οφτε βζβαια από εκείνθ… Τθν ζχει προ πολλοφ ξεγραμμζνθ τθ μάνα τθσ.

Ζριξε μια ματιά ςτον κοιμιςμζνο. Δεν το ςυνικιηε πια να πζφτει ςτο κρεβάτι από τθν πρϊτθ κιόλασ

νφχτα, αλλά είχε φφγει από το μπαρ ςφιχταγκαλιαςμζνθ μ’ αυτόν εδϊ, τον πϊσ τον λζνε, μόνο και μόνο επειδι ο βρομοΛάκθσ, μπροσ ς’ όλθ τθν παρζα, ζκανε καμάκι ςτθν κοκκινομάλλα. Μετά ζτρεχε βζβαια ο Λάκθσ ξοπίςω τουσ παρακαλϊντασ τθν να γυρίςει… Αν ιταν ποτζ δυνατόν! «Άντε, πνίξου!» είχε τςιρίξει.

Ανικε πλζον κι αυτόσ ςτουσ πρϊθν. Κάπωσ μακρφσ ο κατάλογοσ κι όλουσ αυτι τουσ ζχει παρατιςει. Σιγά μθν τουσ επζτρεπε να τθν παρατάνε εκείνοι!

Νίκο πρζπει να τον λζνε ετοφτον εδϊ και μάλλον ανικε όπου κι ο Λάκθσ. Στο παρελκόν...

Κοίταξε ςτο κινθτό τθσ τθν ϊρα. Δϊδεκα και τζταρτο. Α, είχε μινυμα. Απ’ τον Μάρκο. «Ρρόςεχε με τθ μθχανι, κορίτςι μου. Ευχαριςτϊ που με ειδοποίθςεσ ότι δε κα διανυχτερεφςεισ ςπίτι»...

Ανθςυχοφςε ο καθμενοφλθσ, τθ νοιαηόταν. Τυχερι που τον ζχει! Τι κα ιταν χωρίσ εκείνον; Μια «χαμζνθ, ζνα «ρεμάλι», όπωσ προφιτευε θ κεία τθσ; Ι μπορεί και ν’ αρπαηότανε από κανζνα γκόμενο τθσ ςυμφοράσ…

Αυτιν τθν ϊρα ςίγουρα κα κοιμάται ο Μάρκοσ μπροσ ςτον υπολογιςτι, με τα πάχθ του να ξεχειλίηουν από τθν πολυκρόνα και τισ χειλάρεσ του μιςάνοιχτεσ, παςαλειμμζνεσ ςοκολάτα. Πλθ νφχτα δουλεφει για το «Κογιανιςκάςι», αποκοιμιζται το ξθμζρωμα.

Πχι! Δε κα περνοφςε να πάρει τα χαρτιά από το διαμζριςμα τθσ κείασ. Σκαςίλα τθσ και για το γράμμα! Κα πιγαινε κατευκείαν ςτο Μάρκο, να ετοιμαςτεί για το ταξίδι τθσ ςτο Αγνάντιο.

Page 68: Όμορφη Ζωή!

68

Ελαφρό χτφπθμα ςτθν πόρτα και να ςτο άνοιγμα ξανκιά ακακόριςτθσ θλικίασ ντυμζνθ με κάτι ςαν κιμονό κρατϊντασ δίςκο με καφζδεσ και κρουαςάν. Ρολφ λεπτι, ςχεδόν άυλθ, απόπνεε εκελοντικι, περιφανθ πείνα…

«Αχ, κοιμάται ακόμθ ο Ντίνοσ!» ψικφριςε. «Ο Νίκοσ…»

«Ντίνοσ!» τθ διόρκωςε μ’ ζνα χαμόγελο περιφρονθτικισ ςυγκατάβαςθσ. Είμαι θ μαμά του!.»

Ντίνοσ! Μα βζβαια… Αυτοςυςτικθκε. Λφιγζνεια! Θ ξανκιά κοφνθςε ςιωπθλι το κεφάλι. Στο ξεκωριαςμζνο τθσ πρόςωπο, αιμορραγοφςα πλθγι τα κατακόκκινα βαμμζνα χείλθ.

Να τον ξυπνιςει; Θ μαμά τρομοκρατικθκε. Πχι, προσ Κεοφ! Για να κοιμάται τόςο

βαριά, κα είναι πολφ κουραςμζνοσ ο καθμζνοσ. Μόλισ ζφυγε, θ Λφιγζνεια πετάχτθκε επάνω. Ρρόλαβε να

λαμπυρίςει ςτο μιςόφωτο εφθβικι- κι ασ μθν ιταν πια ζφθβθ- θ γφμνια τθσ, πριν ςβζλτα φορζςει το εφαρμοςτό μπλουηάκι τθσ, το δερμάτινο μπουφάν, το κολάν, τισ μπότεσ. Δυςφόρθςε ζτςι ντυμζνθ. Είχε πιάςει ηζςτθ, αλλόκοτθ κι απότομθ ηζςτθ για τθν εποχι, αρχζσ Μάθ…

Μ’ ζνα μάλλον απότομο ςκοφντθμα ξφπνθςε τον νεαρό κι εκείνοσ αντίκριςε μια μινιατοφρα γυναίκασ, ντυμζνθσ ςτα κατάμαυρα, με αψεγάδιαςτο ςαν από πορςελάνθ δζρμα, μακριά μαλλιά ςτο χρϊμα του μελιοφ, μάτια ςτο ίδιο χρϊμα, φωτιςμζνα από μια ειρωνικι λάμψθ. Λιγάκι ςαςτιςμζνοσ άπλωςε αδζξια τα χζρια να τθν τραβιξει κοντά του, αλλά αυτι τον απϊκθςε. Ηεςταινόταν και βιαηόταν, είπε, και του ηιτθςε με επιτακτικό φφοσ να τθν πετάξει με τ’ αυτοκίνθτό του μζχρι το μπαρ, ςτθ Γλυφάδα, όπου είχε αφιςει τθν προθγοφμενθ νφχτα τθ Μιρζλλα. Ροια ιταν θ Μιρζλλα; Μα θ μθχανι τθσ...

Τθν υπάκουςε. Σθκϊκθκε νωκρά, ιπιε μια γουλιά καφζ και ντφκθκε ανόρεχτα.

Από το Καλαμάκι μζχρι τθ Γλυφάδα ςχεδόν δε βγάλανε μιλιά, όταν όμωσ θ Λφιγζνεια ετοιμάςτθκε, ζξω από το μπαρ, να ανζβει ςτθ μθχανι τθσ, ο νεαρόσ τθν ζςφιξε ςχεδόν βάναυςα ςτθν αγκαλιά του νιϊκοντάσ τθν κιόλασ φευγάτθ.

«Ρότε κα ςε ξαναδϊ;» «Α, κα λείψω... Για δουλειά…» «Τι δουλειά;» «επορτάη…» κι ζκανε ν’ αποςπαςτεί απ’ τα χζρια του. «Μθ μου πεισ! Δθμοςιογράφοσ! Αλλά δεν ς’ ζχω δει ςτθν

τθλεόραςθ…»

Page 69: Όμορφη Ζωή!

69

«Το «Κογιανςκάςι» το ξζρεισ; Εκεί γράφω…» Δεν είχε βζβαια ιδζα κι θ Λφιγζνεια δεν μπικε ςτον κόπο να του

δϊςει εξθγιςεισ. Για ποιο λόγο; Ροτζ δε κα γινόταν αναγνϊςτθσ τουσ. «Και ποφ κα πασ;» «Στο Αγνάντιο, ζνα χωριό ςτο Μαίναλο...» ζκανε φορϊντασ το

κράνοσ τθσ. «Χωριό!» «Για να ςυναντιςω μια καταπλθκτικι γυναίκα». «Μια χωριάτιςςα!» «Ρρϊθν Ακθναία που κατάφερε να ηωντανζψει ζνα ζρθμο

χωριό!» Το πόδι τθσ ιταν κιόλασ ςτο γκάηι. «Και πότε επιςτρζφεισ, Λφθ;» Ζκπλθξθ! Κυμόταν τ’ όνομά τθσ! Αλλά και τι μ’ αυτό; «Α, δεν ξζρω…» «Κα μου τθλεφωνιςεισ, ζτςι;» « Μπα! Δε νομίηω…» «Δε νομίηεισ! Δε μετρϊ λοιπόν κακόλου για ςζνα;..» Μόλισ του ξζφυγαν οι λζξεισ, δαγκϊκθκε. Ροτζ δεν πρζπει να

δείχνεισ αδυναμία ςτα κορίτςια. Κα το εκμεταλλευτοφν και κα ςε τςαλαπατιςουν. Κι αυτι χαςκογελοφςε ςαν να είχε ακοφςει κανζνα φοβερό αςτείο. Ιξερε τι τθσ χρειαηόταν, όμωσ δεν μποροφςε να κάνει τίποτε άλλο εκτόσ από το να τθν παρατθρεί με βουβι λφςςα να πατά γκάηι.

Τθν ποκοφςε μιςϊντασ τθν.

Αν δεν υπιρχε ςτθ ηωι τθσ ο Μάρκοσ, θ Λφιγζνεια κ’ αγαποφςε μόνο τθ Μιρζλλα τθσ. Ιταν το καμάρι τθσ. Ρανζμορφθ κι ικανι να τα βγάηει πζρα και ςτισ πιο αντίξοεσ ςυνκικεσ, Kawasaki ZX 1000. Σκοτϊςτρα τθν αποκαλοφςαν κάτι ξενζρωτοι που οφτε καν μποροφςαν να διανοθκοφν, φυλακιςμζνοι αυτοί ςτα Λ.Χ τουσ, πϊσ είναι να ταξιδεφεισ με μια τζτοια μθχανι, τι αίςκθςθ ελευκερίασ ςου δίνει! Κι όςο για ςκοτϊςτρα… Σκοτϊνει μόνο τουσ ανάξιουσ. Χρειάηεςαι αξιοςφνθ για να ςου παραδοκεί. Τον ανάξιο τον αναγνωρίηει και φροντίηει να τον ξεφορτωκεί.

Page 70: Όμορφη Ζωή!

70

Ιταν δίκαιθ θ Μιρζλλα. Και πιςτι. Οι άνκρωποι – ακόμθ και το αίμα ςου- προδίδουν, θ Μιρζλλα ποτζ.

Καμιά φορά τθσ μιλά κι θ Μιρζλλα ακοφει κι εννοεί. Κι ζχει κι αυτι τον τρόπο τθσ να ειδοποιεί και να προειδοποιεί… Κολλθτζσ οι δυο τουσ και ςυνεννοοφνται απόλυτα.

Είχε πραγματοποιιςει τ’ όνειρό τθσ ν’ αποκτιςει μια τζτοια μθχανι με τον πιο ανζλπιςτο τρόπο. Μετά τθν κθδεία τθσ κείασ είχε ανεβεί ςτο πατάρι να τ’ αδειάςει από τθ ςαβοφρα προκειμζνου να ζρκει υδραυλικόσ να επιδιορκϊςει τον κερμοςίφωνα. Κα είχε πετάξει ςτθ ςακοφλα των απορριμμάτων κι εκείνα τα κόκκινα γοβάκια με τα φαγωμζνα τακοφνια και τισ γδαρμζνεσ μφτεσ, αν δεν τθν κυρίευε θ τρελι επικυμία να τα δοκιμάςει… Ιταν ςίγουρθ πωσ δεν ιταν τθσ κείασ. Τα παραμορφωμζνα μια ηωι πόδια τθσ τθν ανάγκαηαν να φορά κάτι άχαρα παλιοπάπουτςα.

Α, ιξερε και καλοιξερε ποιασ ιταν!.. Τθσ μάνασ τθσ… Κι ζτρεμε ολόκλθρθ από ταραχι και μιςοφςε τον εαυτό τθσ, κακϊσ κρατοφςε τθ γόβα, ζτοιμθ να τθν προβάρει…

Το πόδι τθσ όμωσ ςυναντά εμπόδιο. Το μπροςτινό μζροσ του παπουτςιοφ είναι παραγεμιςμζνο με κάτι ςκλθρό, τυλιγμζνο ςε εφθμερίδα. Το ξετυλίγει ανφποπτθ…

Μαςοφρια με λίρεσ! Και ςτθν άλλθ γόβα επίςθσ!.. Μια μικρι περιουςία…

Τθν επόμενθ κιόλασ μζρα αγόραςε τθν Μιρζλλα.

Σαν να’ χε δικι τθσ βοφλθςθ, δικά τθσ ςχζδια, θ Μιρζλλα, αντί να ςυνεχίςει κανονικά τθν πορεία τθσ ςτθ Βουλιαγμζνθσ για το κζντρο, πιρε μια απότομθ ςτροφι και μπικε ορμθτικά ςτθ Φιλολάου. Σταμάτθςε ζξω από τθν παλιά, γκριηωπι πολυκατοικία, νοφμερο 118. Θ Λφιγζνεια, μετά από ςφντομο διςταγμό, ξεκαβάλθςε και με το κράνοσ παραμάςκαλα κατευκφνκθκε προσ τθν είςοδο. Γιατί να μθ δει λιγάκι τθν παραπονιάρα Ελεονόρα; Κατά βάκοσ τθν είχε επικυμιςει. Ρίεςε το κουδοφνι τθσ, αλλά θ Ελεονόρα δεν άνοιξε. Ρροφανϊσ δοφλευε πρωινι βάρδια. Αλλά μιασ κι είχε φτάςει μζχρισ εκεί, δε κα’ τανε δειλία να φφγει, δίχωσ ν’ ανζβει ςτο διαμζριςμα τθσ κείασ να μαηζψει τα χαρτιά;

Ζξω από το διαμζριςμα κοντοςτζκεται, παίρνει κάνα δυο βακιζσ ανάςεσ ταγγιςμζνου αζρα να επιβλθκεί ςτον εαυτό τθσ. Στο κάτω κάτω τι φοβάται αυτι θ δικεν ατρόμθτθ;

Ξεκλείδωςε νευρικά, μπικε. Ακίνθτθ, ςτο μιςοςκόταδο, αφουγκράςτθκε τον κόρυβο που γλιςτροφςε ξεκυμαςμζνοσ απ’ τθν κλειςτι μπαλκονόπορτα. Ιταν θ μόνιμθ μουςικι υπόκρουςθ τθσ

Page 71: Όμορφη Ζωή!

71

παιδικισ τθσ ηωισ... Τθν ζφτανε ακόμθ και ςτο δικό τθσ πίςω δωματιάκι, με κζα τθ μαραηωμζνθ νεραντηιά του ακάλυπτου χϊρου και τ’ απζναντι μπαλκόνια με τισ ςφουγγαρίςτρεσ, τ’ απλωμζνα ροφχα και τα πλαςτικά ντουλάπια.

Οφτε ςκζψθ να κοιμθκεί εκεί ζςτω και μια νφχτα! Μια χαρά είχε βολευτεί ςτο καναπεδάκι, ςτθ γκαρςονιζρα του Μάρκου. Πταν μιςοξυπνοφςε τθ νφχτα, ο ιχοσ του πλθκτρολογίου του, κακϊσ δοφλευε ςτον υπολογιςτι, τθσ ζδινε ζνα γλυκό αίςκθμα αςφάλειασ.

Γονατίηει. Ανυπόμονα τα δάχτυλά τθσ παραμερίηουν διαφθμιςτικά και λογαριαςμοφσ, αρπάηουν τον ςτραπατςαριςμζνο φάκελο με τα ςτραβοκολλθμζνα γραμματόςθμα. Με τθν ψυχι ςτο ςτόμα ψάχνει για τον αποςτολζα, ψάχνει τ’ όνομα εκείνθσ… Μα υπάρχουν μόνο τα ςτοιχεία του παραλιπτθ, τθσ κείασ, γραμμζνα με ξεκωριαςμζνα κεφαλαία γράμματα και τελείωσ ανορκόγραφα.

Σκίηει το φάκελο κι αναςφρει ζνα φφλλο χαρτιοφ, μάλλον από ςχολικό τετράδιο. Ο γραφικόσ χαρακτιρασ, επίςθσ με κεφαλαία, είναι ίδιοσ με του φακζλου. Διαβάηει το επίςθσ ανορκόγραφο και ξεκωριαςμζνο κείμενο μθ εννοϊντασ ςτθν αρχι τίποτε.

«ΑΔΕΛΥΙ ΕΛΑ ΑΜΕΟ. ΑΤΣΟΙ ΛΕΝΕ ΠΕΘΑΝΕ. ΟΛΟ ΧΕΜΑΣΑ ΛΕΝΕ. ΕΓΟ ΔΕΝ ΕΦΑΑ ΜΙΑΛΟ ΥΟΒΑΜΕ ΟΜΟ ΜΗΝ ΦΑΟ. ΚΑΜΙΑ ΥΟΡΑ ΒΙΝΟΤΝ ΟΛΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΖΟΜΕ. ΠΟΝΑΕΙ ΑΤΣΟ ΠΟΛΤ. ΑΜΑ ΠΙΑΟ ΚΑΣΙ ΟΜΟ ΚΡΑΣΙΕΜΑΙ. ΠΙΑΝΟ ΣΟ ΦΕΡΙ ΣΗ ΝΑΣΑΑ. ΚΑΛΗ ΠΟΛΤ ΑΠΟ ΣΗΝ ΓΕΟΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΖΙ ΕΔΟ. ΑΤΣΙ ΓΡΑΥΙ ΣΟ ΓΡΑΜΑ ΕΜΕΝΑ ΦΕΡΙ ΣΡΕΜΕΙ ΠΟΛΤ. Η ΝΑΣΑΑ ΒΡΙΚΕ ΔΙΕΥΘΙΗ ΟΤ ΣΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΟΤ. ΕΓΟ ΔΕ ΘΙΜΟΜΟΤΝΑ. ΑΝ ΔΕΝ ΕΡΘΙ ΑΔΕΛΥΙ ΘΑ ΜΕ ΚΟΣΟΟΤΝ ΝΑ ΠΑΡΟΤΝΕ ΠΙΣΙ ΜΟΤ. ΕΣΙ ΓΙΝΕΣΕ ΣΕΛΕΥΣΕΑ ΜΕ ΣΟΤ ΓΕΡΟΤ ΠΟΤ ΚΑΝΙ ΔΕΝ ΣΟΤ ΝΙΑΖΕΣΕ. ΔΕΝ ΕΦΟΤΝΕ ΚΑΝΕΝΑ ΝΑ ΥΟΒΙΘΟΤΝΕ. Ε ΠΑΡΑΚΑΛΙ Ο ΑΔΕΛΥΟ ΟΤ ΓΕΡΑΙΜΟ».

Στο κάτω μζροσ του χαρτιοφ υπιρχε αποτφπωμα ςφραγίδασ με τθ διεφκυνςθ: Γθροκομείο «Θ Γαλινθ», οδόσ όδων 66, Ραιανία.

Ξζςπαςε ςε γζλια. Ιταν από το κείο Γεράςιμο κι αυτι να φαντάηεται άλλα!.. Τον είχε για πεκαμζνο από χρόνια ι μάλλον είχε ξεχάςει τθν φπαρξι του!

Ξανακοίταξε πιο προςεκτικά το γράμμα. Υπιρχε θμερομθνία. Είχε γραφτεί πριν τρεισ μινεσ, άρα ο κείοσ ιταν ηωντανόσ τότε. Ηωντανόσ ι πεκαμζνοσ, το γράμμα δεν τθν αφοροφςε. Άλλωςτε οφτε που τον ιξερε καλά καλά. Δυο φορζσ όλεσ κι όλεσ τθν είχε κουβαλιςει πιτςιρίκα, ςχεδόν με το ηόρι, θ κεία ςτο ςπίτι του, ςτο Χαλάνδρι. Ο Γεράςιμοσ οφτε που τθσ είχε δϊςει ςθμαςία, οφτε καν τθν κοιτοφςε ςαν να ιταν αόρατθ. Μόνο τθν είχε ςτείλει να βγάλει από τθν ντουλάπα κάτι αγορίςτικά παιγνίδια, αυτοκινθτάκια, μπουλντόηεσ, ςτρατιωτάκια, για να παίξει. Αυτι διψοφςε για μια ςτάλα προςοχι, ζνα καλό λογάκι, για να μπορζςει να πει ςτον εαυτό τθσ, όχι με τυφλό πείςμα, αλλά με ςιγουριά, πωσ δεν ιταν τζρασ, όπωσ ζλεγε θ κεία, αλλά ζνα κανονικό

Page 72: Όμορφη Ζωή!

72

κοριτςάκι. Πταν όμωσ κοίταηε το ςκοτεινό και κατςοφφικο πρόςωπό τθσ ςτον κακρζφτθ, με τα μαλλιά να πζφτουν άτςαλα ςτο μζτωπο, ςχεδόν να τθσ κρφβουν τα μάτια, εννοοφςε πωσ δεν είχε ελπίδα να τθν ςυμπακιςει κανείσ, οφτε ο κείοσ Γεράςιμοσ οφτε καν ο Λθςοφσ Χριςτόσ.

Δυο τρία χρόνια πριν αρρωςτιςει θ αδελφι του, ο Γεράςιμοσ το’ ςκαγε από το ςπίτι του, καμιά φορά μάλιςτα αφινοντασ ορκάνοιχτθ τθν εξϊπορτα, και περιπλανιότανε εδϊ κι εκεί, ρυπαρόσ, νθςτικόσ και διψαςμζνοσ. Αλτςχάιμερ, ζλεγε θ κεία, κι είχε καταφζρει να τον βάλει ςτο γθροκομείο να γλυτϊςει από τθν ζγνοια του κι ασ ιςχυριηότανε ο καθμζνοσ πωσ οι αποδράςεισ του είχαν ψυχαγωγικό και περιπετειϊδθ χαρακτιρα. Τον είχε ξεγελάςει πείκοντάσ τον πωσ θ «Γαλινθ» ιταν νοςοκομείο, όπου κα’ κανε μόνο γενικζσ εξετάςεισ.

Θ καρδιά τθσ χτυπάει ακανόνιςτα και δυνατά.. Ππωσ τότε. Για μια ακόμθ φορά αναρωτιζται αν όντωσ ζχουν ειπωκεί εκείνα τα λόγια ι είναι τθσ φανταςίασ τθσ…

Ξεχαςμζνθ ςτο ςαλόνι του κείου παίηει ανόρεχτα με τα ςτρατιωτάκια, όταν ακοφει από τθν κουηίνα τθ κεία να λζει με τθν αντιπακζςτατθ, τςιριχτι φωνι τθσ: «Γεράςιμε, θ Φοίβθ ςτθν ουςία ςκότωςε τον Δθμιτρθ μασ! Αυτι!..»

Φοίβθ είναι θ μάνα τθσ! Είναι θ κόρθ του Δθμιτρθ, του παπποφ που δεν ζχει προλάβει να γνωρίςει. Ο Δθμιτρθσ είναι –ιταν μάλλον- αδελφόσ τθσ κείασ και του Γεράςιμου! Αυτι, μικρανεψιά τουσ. Μπερδεμζνα και ςιχαμζνα ςυγγενολόια!..

Ράντωσ όταν πρωτόδε τθ μάνα τθσ, κάκε άλλο παρά πατροκτόνοσ τθσ είχε φανεί. Ιταν όμορφθ. Ψθλι, αεράτθ και γελαςτι. Ξαναφεφγοντασ για τθν Αφρικι τθν είχε κρατιςει ςφιχτά ςτθν αγκαλιά τθσ και τθσ είχε υποςχεκεί πωσ ςε μερικοφσ μινεσ κα ιταν ξανά κοντά τθσ, μπορεί και για πάντα. Δεν ξαναφάνθκε, μόνο τθσ ζςτειλε τα Χριςτοφγεννα μια κάρτα μ’ ευχζσ και φιλιά. Μετά τίποτε… Από τότε τθ μίςθςε. Αμετάκλθτα. Θ κεία κριάμβευε. Τθν είχε πιςτζψει τθ Φοίβθ; Ριο ανεφκυνθ, πιο επιπόλαιθ, πιο μεγάλθ ψεφτρα απ’ αυτιν οφτε γεννικθκε οφτε ποτζ κα γεννθκεί! Αυτι ςιωποφςε. Μόνο τθν κοίταηε. Ραγερά κι επίμονα. Εκείνο το βλζμμα ζκανε πάντα τθ κεία να χάνει τελείωσ τον αυτοζλεγχό τθσ. Καταριότανε τθ μαφρθ τθσ τφχθ να φορτωκεί το ςτραβόξυλο τθσ ανιψιάσ και οφρλιαηε πωσ θ κόρθ ιταν φτυςτι θ μάνα!

Στθν ομορφιά οπωςδιποτε όχι.. Δυςτυχϊσ! Ρίεςε τον διακόπτθ και προσ ζκπλθξι τθσ -μινεσ ζχει να πλθρϊςει

τθ Δ.Ε.Θ.- το λερό αμπαηοφρ φϊτιςε το ςαλονάκι: το τραπεηάκι με το γκριηωπό από τθ ςκόνθ καρεδάκι και το βάηο με τα πλαςτικά τριαντάφυλλα, τισ φτθνζσ πολυκρόνεσ με τα λουλουδάτα καλφμματα, τα

Page 73: Όμορφη Ζωή!

73

γελοία μπιμπελό, το βουλιαγμζνο ςτθ μζςθ καναπεδάκι. Τίποτε το τρομερό δεν υπιρχε, μόνο μικροαςτικι μιηζρια… Κι θ κεία, χωματάκι πια…

Μια ελαφράδα τθν πλθμμφριςε, μια ευκυμία. Τθν ξανάπιαςαν τα γζλια, γζλια που αντιχθςαν αλλόκοτα ςτο άδειο ςπίτι.

Θ κεία γινόταν ζξαλλθ όταν τθν ζδερνε- όχι ςυχνά και μόνο μζχρι τα δζκα τθσ, μετά δεν τολμοφςε- κι αυτι ξεκαρδιηόταν, όταν τθν ζβριηε κι αυτι χαμογελοφςε, όταν τθν κλείδωνε νθςτικι ςτο δωμάτιό τθσ κι αυτι τραγουδοφςε. Θ κεία ευτυχϊσ ιταν ςτερθμζνθ από φανταςία και δεν κα τθσ είχε ποτζ περάςει από το μυαλό τι προςπάκεια κατζβαλλε να κρατάει το κλάμα τθσ… Μζχρι που επιτζλουσ ξζμακε να κλαίει κι ζγινε αυτό που είναι...

Πταν θ κεία είχε μπει ςε ελεεινι κατάςταςθ ςτο νοςοκομείο, αυτι περνοφςε ϊρεσ ςτο πλευρό τθσ να τθ ρωτά τι χρειάηεται, να τθσ βρζχει με υγρό βαμβάκι τα ξεραμζνο χείλθ, να τθσ κρατά το χζρι. Οι άλλοι άρρωςτοι, το προςωπικό, οι επιςκζπτεσ, ζκκαμβοι με τθν τόςθ αφοςίωςθ, και τόςο αςυνικιςτθ μάλιςτα ςτθ νεολαία του καιροφ, να μακαρίηουν τθ κεία! Εκείνθ μόρφαηε αλλόκοτα, κακϊσ δεν ιταν ςε κζςθ να εξθγιςει πωσ θ μικρανεψιά ιταν μια υποκρίτρια, που βριςκότανε εκεί μόνο και μόνο για να απολαμβάνει τθν ανθμποριά τθσ.

Θ κεία πλθρϊκθκε καλά. Θ μάνα τθσ όμωσ που τθ γζννθςε για να τθν παρατιςει; Ασ ζλεγε ότι ικελε ο Μάρκοσ για ςυγχϊρεςθ και μαλακίεσ. Το μίςοσ για τθ μάνα τθσ τθν κρατά ηωντανι κι ετοιμοπόλεμθ. Είναι θ πθγι τθσ δφναμισ τθσ. Δίχωσ αυτό κα ιταν ζνα μθδενικό. Με τίποτε δε κζλει να το χάςει. Το φυλάει βακιά μζςα τθσ και το κρζφει για να’ ναι αποτελεςματικό, αν ποτζ ζρκει θ ϊρα του.

Το κινθτό τθσ. Οχ, ο Μπάμπθσ. Τ’ άφθςε να χτυπά. Δεν είχε ςκοπό ν’ απαντιςει. Κα’ κελε πάλι να τον ςυνοδεφςει ςε καμιά ζκκεςθ ηωγραφικισ. Σπουδαςτισ τθσ Σχολισ Καλϊν Τεχνϊν ο Μπάμπθσ και φανατικόσ αναγνϊςτθσ του «Κογιανιςκάτςι», από τότε που είχαν κάνει ζρωτα. Θ ιςτορία κράτθςε πολφ, περιςςότερο από εξάμθνο, κι ίςωσ κρατοφςε και περιςςότερο, αν ο Μπάμπθσ δε γινότανε τόςο κτθτικόσ. Δε κα μποροφςε να μπει ςε ςχζςθ διάρκειασ, πολφ περιςςότερο μονιμότθτασ. Ραντοτινόσ είναι μόνο ο Μάρκοσ. Ράντωσ οι περιςςότεροι από τουσ πρϊθν γκόμενουσ κατζλθγαν φιλαράκια. Ππωσ ο Μπάμπθσ...

Πλοι οι φίλοι τθσ ανικαν ςτο ανδρικό φφλο εκτόσ από τθν Ελεονόρα. Το δζςιμό τουσ είχε γίνει όταν τθν είχε ςυνοδεφςει ςτθ γυναικολογικι κλινικι για ζκτρωςθ.

Ο χαςάπθσ του κρεοπωλείου ςτο ςοφπερ μάρκετ που δοφλευε θ Ελεονόρα τισ είχε ςκαρϊςει τθ δουλειά. Ρενθντάρθσ και βάλε, με

Page 74: Όμορφη Ζωή!

74

ςφηυγο και τρία παιδιά, τθν είχε ςτριμϊξει πίςω από τα ψυγεία τθσ αποκικθσ. Μόνο μια φορά όλθ κι όλθ, μιξόκλαιγε θ Ελεονόρα. Θ Λφιγζνεια τθν είχε βάλει να τθσ ορκιςτεί πωσ δε κα του ξανακακότανε, αλλιϊσ να τθν ξζγραφε από φίλθ. Θ Ελεονόρα, με πρθςμζνα από το κλάμα μάτια και μφτθ που ζςταηε, ορκίςτθκε. Ιταν τότε ςτα δεκαοχτϊ τθσ, τρία χρόνια μεγαλφτερθ από τθν Λφιγζνεια.

Δυνατόσ κόρυβοσ από το δρόμο. Αντρικζσ, κυμωμζνεσ κραυγζσ. Γυναικείεσ ςτριγκλιζσ. Κάποιο τρακάριςμα ςίγουρα. Δε κα ζκανε τον κόπο να βγει ςτο μπαλκόνι. Τςαλάκωςε και πζταξε τα διαφθμιςτικά ςτον κάλακο των αχριςτων, ακοφμπθςε τουσ λογαριαςμοφσ ςτο τραπεηάκι τθσ τθλεόραςθσ. Ασ περίμεναν τθν επιςτροφι τθσ απ’ τ’ Αγνάντιο… Ζκανε να πετάξει και το γράμμα του Γεράςιμου –τι παρτίδεσ είχε αυτι με το γεροξεκοφτθ;- όμωσ μετάνιωςε. Κα το’ δειχνε ςτο Μάρκο ςαν αξιοπερίεργο.

Μιςοςκότεινο το διαμζριςμα του Μάρκου. Ππωσ ςυνικωσ. Κι

αυτόσ κακιςμζνοσ ςτθν περιςτρεφόμενθ πολυκρόνα μπροσ ςτθ φωτεινι οκόνθ του υπολογιςτι. Ππωσ ςυνικωσ. Το κεφάλι όμωσ πεςμζνο ςτο ςτικοσ, τα χζρια κρεμαςμζνα ςτο πλάι! Ακίνθτα! Θ Λφιγζνεια παγϊνει με το κράνοσ παραμάςκαλα, το ςακίδιο ςτθν πλάτθ, το κλειδί που μόλισ ξεκλείδωςε τθν πόρτα, ςτο χζρι. Το Αγνάντιο, ςκόνθ που ςκόρπιςε ςτον άνεμο. Ζχει λοιπόν αυτό ςυμβεί;.. Και βλζπει τον εαυτό τθσ ζρθμο μεσ ςτον μεγάλο κόςμο. Μάρκο, αγάπθ μου!.. Αναςαίνει βακιά να κρατθκεί να μθν ουρλιάξει. Φοβθτςιάρικο ποντίκι, επιπλιττει τον εαυτό τθσ, ό,τι και να’ ναι, κουνιςου!

Ρλθςιάηει… Γφρω από τθν πολυκρόνα του το ςυνθκιςμζνο ντεκόρ από τςαλακωμζνα χαρτιά και γυαλιςτερά περιτυλίγματα ςοκολάτασ. Μάρκο! Μάρκο! Ψικυρίηει τ’ όνομά του ξανά και ξανά.

Δεν είναι οφκαλμαπάτθ… Ευτυχϊσ δεν είναι. Κάτω από το πουλόβερ και το καςκόλ που μόνο το μεςοκαλόκαιρο αποχωρίηεται, το ςτικοσ του Μάρκου ανεβοκατεβαίνει ελαφρά! Αναςαίνει κανονικά κι ζνα καφετί αυλάκι, ςάλιο ανακατεμζνο με ςοκολάτα, κυλά ακόμθ από τθν άκρθ του μιςάνοιχτου ςτόματόσ του. Άρα μόλισ κα ζχει αποκοιμθκεί. Μόνο κοιμιςμζνοσ δεν τρϊει ςοκολάτεσ. Είτε πλθκτρολογεί είτε ςερφάρει ςτο διαδίκτυο είτε ςκζφτεται, ζνα κομμάτι ςοκολάτασ λιϊνει απαραιτιτωσ ςτο ςτόμα του. Φαγθτό δεν πολυτρϊει,

Page 75: Όμορφη Ζωή!

75

θ ςοκολάτα κυρίωσ ςωρεφει το λίποσ ςτο κορμί του, με αποτζλεςμα θ λερι, ςαραβαλιαςμζνθ πολυκρόνα του να τον ςφίγγει όλο και πιο πολφ, να ζχει πια γίνει ζνα με τθ ςάρκα του, καβοφκι.

Τον ςκοφντθςε ελαφρά. «Ζλα, ρε Μάρκο, ξφπνα! Με κοψοχόλιαςεσ, ποφ να ςε πάρει!..» Σάλεψαν τα χοντρά χείλθ του. Τθσ κόπθκε θ ανάςα. Κα τα

κατάφερνε να μιλιςει; «Ζλα, Ελεφαντοφλθ μου! Εγϊ είμαι… Θ Τςιλιβίκρα ςου… Μίλα

μου επιτζλουσ!» Τα ματάκια του πίςω από τα γυαλιά μυωπίασ με τον βυςςινι

ςκελετό άνοιξαν ζκπλθκτα. «Το παραξενφχτθςα και με πιρε ο φπνοσ, Λφάκι… Συγνϊμθν!» Απ’ τθ χαρά τθσ του’ ςκαςε δυο φιλάκια ςτα φουςκωτά, αξφριςτα

μάγουλα. Κακετί επάνω του τ’ αγαποφςε. Τθ κοτςίδα του, τθν πλακουτςωτι μυτοφλα του, τθν κοιλάρα με τισ δίπλεσ, τα τριχωτά χζρια με τα κοντόχοντρα δάχτυλα, το ξεκοφμπωτο λεκιαςμζνο πουκάμιςο…

Απζναντι, ςτο λόφο του Λυκαβθττοφ, ζνασ χοντροφλθσ με ςορτςάκι ανζβαινε τρζχοντασ τθν ανθφοριά. Τον είχε ξαναδεί, αλλά αυτι τθ φορά τθσ φάνθκε ςαφϊσ κομψότεροσ.. Μςωσ κάποτε κι ο Μάρκοσ να ξεκολλοφςε από τθν πολυκρόνα, να’ βαηε φόρμα και ςπορτζξ και να’ κανε τηόκιν.

«Μου’ λειψεσ, Μαρκοφλθ», μουρμοφριςε χαδιάρικα. «Πχι πάντωσ από υπαιτιότθτά μου, ξενφχτιςςά μου…» Τα ματάκια

του πίςω από τα γυαλιά γελοφςαν και ςπίκιηαν. «Και τι να κάνω; Να μθ βγαίνω; Αφοφ εςφ δε με ςυνοδεφεισ ζξω;» «Δε κα ντρεπόςουνα να ςζρνεισ μαηί ςου ζναν χοντρομπαλά ςαν

εμζνα». «Πχι, και το ξζρεισ!» «Το ξζρω, βρε Λφάκι, αλλά είναι και το άλλο…» «Μπορείσ να πίνεισ λίγθ μπιρίτςα ι μόνο κόκα κόλα,

Ελεφαντοφλθ… Άλλωςτε κι εγϊ κα ςε προςζχω…» Ο Μάρκοσ ξαφνικά ςκυκρϊπαςε. «Φοβάςαι ακόμθ, Μάρκο;» Θ φωνι τθσ μόλισ ακοφςτθκε, τα χζρια

γραπωμζνα ςτα χζρια του. «Φοβάμαι να ριςκάρω, Μφθ. Ζκανα τόςο δρόμο…» «Ρζραςαν χρόνια, Μάρκο…» «Ρζντε. Κι εφτά ςτθ μαφρθ τρφπα, Μφθ…» Τθσ είχε εξιςτοριςει ο Μάρκοσ πϊσ είχε χακεί ςτουσ λαβφρινκουσ

του αλκοολιςμοφ, πϊσ είχε οδθγθκεί ςτθ λφτρωςθ. Θ ιςτορία του, μάλλον κοινότυπθ. Μετά τθ δουλειά, ςπίτι. Και ποτό. Π,τι βριςκόταν.

Page 76: Όμορφη Ζωή!

76

Πχι πολφ και μόνο αργά. Χαλάρωνε, ςυντροφευόταν… Μετά από λίγο καιρό άρχιηε το γλζντι από το απόγευμα και ςφντομα από το πρωί. Στο γραφείο τα πιγαινε από το κακό ςτο χειρότερο, αλλά δεν ικελε με κανζνα τρόπο να παραδεχτεί το λόγο. Ζβριςκε χίλιεσ δυο ψευτοδικαιολογίεσ. Ρίςτευε -μάλλον ξεγελοφςε τον εαυτό του- πωσ απλά ζκανε το κζφι μου, πωσ είχε τον ζλεγχο. Ζχαςε τθ δουλειά του. Ζχαςε και δεφτερθ δουλειά. Χρωςτοφςε παντοφ. Πταν ιταν νθφάλιοσ αναγνϊριηε το αδιζξοδο. Ρονοφςε τότε και φοβότανε… Και ξανάπινε ν’ αντζξει.

Και μια νφχτα… Ραγωμζνθ νφχτα, γεναριάτικθ... Είχε αποφαςίςει να πθδιξει από τθν ταράτςα, ζμενε τότε ς’ ζνα πρϊθν πλυςταριό. Πμωσ ξθμζρωςε και δεν είχε τολμιςει. Οφτε να πεκάνει οφτε να ηιςει ιταν ικανόσ. Σιχάκθκε τελείωσ τον εαυτό μου κι ιπιε μζχρι αναιςκθςίασ. Ζπεςε ςε κϊμα. Συνιλκε κι ιταν ςε μαφρο χάλι. Για πρϊτθ φορά πόκθςε βακιά μεσ ςτθν ψυχι του, πόκθςε απελπιςμζνα, να λυτρωκεί. Ζκλαψε από τθ λαχτάρα του για λφτρωςθ. Τθν ίδια μζρα πιγε ςτουσ Ανϊνυμουσ Αλκοολικοφσ. Ιξερε γι’ αυτοφσ από καιρό. Τον αγκάλιαςαν καμιά δεκαριά άνκρωποι, κανονικοί άνκρωποι, μόνο πιο χαμογελαςτοί και ηεςτοί από τουσ κανονικοφσ. Κα βρομοφςε ςίγουρα απλυςιά, αλλά αυτοί τον αγκάλιαςαν. Τουσ άκουγε να διθγοφνται πϊσ τα’ χανε καταφζρει να απεξαρτθκοφν, αλλά και πϊσ ξανάπεφταν, πϊσ ξαναςθκϊνονταν, πϊσ πάλευαν. Νίκεσ, αλλά και ιττεσ. Μεσ ςτο ςκοτάδι τθσ απελπιςίασ του, αμυδρζσ ςτθν αρχι ελπίδεσ και ςπικίτςεσ πίςτθσ ςτθν Ανϊτερθ Δφναμθ φάνθκαν…

Δεν ζνιωκε πια μόνοσ ο Μάρκοσ. Υπιρχε ςυντροφικότθτα και μοίραςμα. Ζγινε τακτικόσ ςτισ ςυνεδριάςεισ… Αν πιςωγφριηε, τον βοθκοφςαν οι άλλοι να το ξεπεράςει και να ςυνεχίςει. Άρχιςε να προςεφχεται. Αφθρθμζνα και μθχανικά ςτθν αρχι, μετά με όλο και με μεγαλφτερθ ηζςθ. Και λάβαινε βοικεια.

Ρροςευχότανε και για εκείνθ, κυρίωσ μθν πάκει τίποτε με τθ μθχανι. Ρϊσ αλλιϊσ κ’ άντεχε; Τθσ το’ χε μια φορά εξομολογθκεί και τθν είχε ξαφνιάςει. Νόμιηε πωσ μόνο αυτι αγωνιοφςε μιπωσ τον χάςει…

Βζβαια το καρδιογράφθμα που ςχεδόν τον είχε αναγκάςει να κάνει δεν είχε δείξει τίποτε, όμωσ τα πονάκια ςτο ςτικοσ του επζμεναν. Ο Μάρκοσ ωςτόςο ανζβαλλε το ςπινκθρογράφθμα και το τεςτ κοπϊςεωσ μιπωσ κι ακοφςει τθν ιατρικι ετυμθγορία που κα καταδίκαηε τισ λατρευτζσ του ςοκολάτεσ.

Ο ςοκολατοζρωτάσ του είχε αρχίςει ςτο Κζντρο Ρερίκαλψθσ Αγρίων Ηϊων ςτθν Αίγινα, όπου είχαν πρωτογνωριςτεί.

Page 77: Όμορφη Ζωή!

77

Ξαγρυπνοφςε ο Μάρκοσ πλάι ς’ ζναν ςταυραετό με τςακιςμζνα φτερά. Ο κτθνίατροσ δεν μποροφςε να εξθγιςει πϊσ του είχε ςυμβεί αυτό. Τουϋ βαλε νάρκθκα κι ζπρεπε να μζνει κατά το δυνατόν ακίνθτοσ μιπωσ και κατάφερνε να ξαναπετάξει. Τι κα ιταν ζνασ ανάπθροσ αετόσ; Ο Μάρκοσ, πράγμα πρωτοφανζσ γι’ αυτόν, ξεχνοφςε να φάει, το αλκοόλ ζτςι κι αλλιϊσ δεν υπιρχε οφτε ςτο μυαλό του πια. Μόνο ο αετόσ. Ζνασ εκελοντισ, φιλαράκι του, βάλκθκε να του προμθκεφει ςοκολάτεσ. Του’ διναν ενζργεια, τον κρατοφςανε ξφπνιο. Και βζβαια του άρεςαν. Από μικρό του άρεςαν, αλλά όχι πακιαςμζνα.

Ο αετόσ ζγιανε και τα κατάφερε να πετάξει. Ο Μάρκοσ όμωσ κόλλθςε με τισ ςοκολάτεσ κι άρχιςε να παχαίνει.

Ο ιχοσ του κινθτοφ τθσ τθν ξάφνιαςε. Ιταν ο Ντίνοσ. Τον είχε ξεχάςει.

«Δε κ’ απαντιςεισ, Μφθ;» «Δεν υπάρχει λόγοσ, Μαρκοφλθ». «Φλερτ, Λφάκι;» Ζκανε ζνα διφοροφμενο μορφαςμό και δεν απάντθςε. «Βρε Τςιλιβίκρα, αντί να το χαίρεςαι, κατςουφιάηεισ κι από

πάνω!..» Χαμογζλαςε ανόρεχτα και ξεκόλλθςε από τθν αγκαλιά του.

Αςυναίςκθτα ζςφιξε τα δόντια, όπωσ το ςυνικιηε τον καιρό τθσ κείασ. Ιταν ο τρόποσ τθσ να ςυγκρατεί τον πόνο, ο τρόποσ τθσ να ςταματά τα δάκρυα, ενϊ το χαμόγελο ςυνζχιηε να παραμζνει κολλθμζνο ςτα χείλθ τθσ. Ο Ντίνοσ κα ερεκιηόταν και μόνο που τθν καλοφςε ςτο κινθτό, ο Μάρκοσ τίποτε. Νζκρα. Νόμιηε πωσ είχε ςυνθκίςει και μάλιςτα πωσ είχε βολευτεί με τθν κατάςταςθ, αλλά ο πόνοσ δεν λζει ψζματα. Το’ χε μάκει καλά.

Στο παραμφκι «θ Βαςιλοποφλα κι ο Βάτραχοσ» θ βαςιλοποφλα ερωτεφεται ζναν βάτραχο, ςτθν πραγματικότθτα όμωσ μεταμορφωμζνο βαςιλόπουλο, κφμα κακιάσ μάγιςςασ που μόνο θ αγάπθ μπορεί να ςπάςει τα μάγια και να του ξαναδϊςει τθν ανκρϊπινθ μορφι του. Θ ερωτευμζνθ κοπζλα φιλάει τον ςιχαμζνο βάτραχο ςτο ςτόμα και το καφμα γίνεται. Γιατί να μθν μποροφςε να μεταμορφϊςει κι αυτι τον Μάρκο ςε αλθκινό άντρα; Το είχε επιχειριςει πζρυςι με οικτρά αποτελζςματα. Επιςτρζφοντασ από το εξοχικό του Μανϊλθ ςτο Μάτι, με μελανιζσ ςτο λαιμό από τα φιλιά του, είχε βρει το Μάρκο ςτθ γνωςτι του κζςθ, τθσ ακινθςίασ. Τθσ είχε ρίξει μια κλεφτι ματιά κι αμίλθτοσ είχε ξαναπροςθλωκεί ςτθν οκόνθ. Δεν ιταν θ ςυνθκιςμζνθ του αντίδραςθ

Page 78: Όμορφη Ζωή!

78

και τθν ερμινευςε ςαν ευπρόςδεκτθ ζνδειξθ ηιλειασ. Θ ελπίδα ςκίρτθςε μζςα τθσ…

ϋΛςωσ είχε φερκεί άτςαλα. Βιαηότανε μθν χάςει το κουράγιο τθσ και τον είχε αιφνιδιάςει τον καθμζνο μ’ ζνα άγριο φιλί ςτο ςτόμα. Δεν τθσ ζκανε κόπο. Το ςτόμα του ιταν γλυκό κι ευωδίαηε ςοκολάτα. Ο Μάρκοσ ςαν να αφζκθκε για λίγο, αλλά μετά ζκανε μια απότομθ κίνθςθ να τθν απωκιςει. Είχε μια ζκφραςι χαμζνθ, τα γυαλιά τοφ είχανε φφγει και ψαχοφλευε με απόγνωςθ να τα βρει. Αυτι δεν τα παράτθςε. Τςιτςιδϊκθκε ςτο πι και φι και κρονιάςτθκε με το ζτςι κζλω ςτθν αγκαλιά του. Ο ηιλοσ τθσ κατζλθξε ςε φιάςκο. Για μια ολόκλθρθ μζρα μετά ο Μάρκοσ οφτε τθσ μιλοφςε οφτε τθν κοίταηε καν. Κι ίςωσ τελικά να τα χαλοφςαν κι αυτι να επζςτρεφε ςτο μιςθτό διαμζριςμα τθσ κείασ, αν δεν ςυνζβαινε τθν επόμενθ μζρα να πζςει με τθ μθχανι επάνω ςε κάδο απορριμμάτων. Μερικά ράμματα ςτο πόδι ξανάφεραν κοντά τθσ τον Μάρκο, ζναν Μάρκο που ζτρεμε από αγωνία, παςαλειμμζνο ςοκολάτα, που προφανϊσ δεν είχε ςκεφτεί να ςκουπίςει.

Από τότε θ ςχζςθ τουσ είχε οριοκετθκεί. Ξαφνικά κυμικθκε το ςθμείωμα του κείου Γεράςιμου. Ο Μάρκοσ

αναςτατϊκθκε. Ρϊσ! Δεν ςκόπευε να πάει ςτθ «Γαλινθ»; Μα ιταν ποτζ δυνατόν αυτι θ απεγνωςμζνθ επίκλθςθ για βοικεια να μείνει αναπάντθτθ; Αδιάφοροσ ι όχι ο κείοσ τθσ ιταν άνκρωποσ! Να πάει οπωςδιποτε να τον βρει! Τ’ Αγνάντιο μποροφςε να περιμζνει. «Τα’ χει χαμζνα, αν βζβαια ακόμθ ηει… Τθσ φανταςίασ του είναι όλα, Μάρκο…» «Μπορεί.. Αν όμωσ όντωσ ξεπαςτρεφονται οι γζροι, για να τουσ πάρουν τθν περιουςία; Άλλωςτε για να είναι ςε κζςθ να αντιδράςει, ςθμαίνει ότι δεν είναι και τόςο χάλια.. Το ίδρυμα τον κλθρονομεί;» «Δεν ξζρω… Ράντωσ είχε ζνα μεγάλο ςπίτι ςτο Χαλάνδρι. Αν το ζχει αφιςει ςτο ίδρυμα, γιατί να κζλουν να τον βγάλουν από τθ μζςθ;»

«Από βιαςφνθ, κοριτςάκι μου. Πςο ηει, το ίδρυμα κα ζχει μόνο τθν επικαρπία, οπότε δε κα μποροφν οι επιτιδειοι που κάνουν κουμάντο να ρευςτοποιιςουν το ςπίτι και να τςεπϊςουν τα λεφτά».

«Μα τι είναι; Λιςταρχοι και δολοφόνοι; Θ φανταςία ςου καλπάηει, Μάρκο». «Μπορεί… Ράντωσ θ απλθςτία είναι ανυπόμονθ…»

«Ζςτω… Ακόμθ κι ζτςι, εμζνα δε με νοιάηει!» «Κυνικό μου Λφάκι, δεσ το και δθμοςιογραφικά. Κάτι τζτοιεσ ιςτορίεσ ςυχνά αποφεφγουν να τισ ξεςκεπάςουν τα ςυμβατικά Μ.Μ.Ε., ενϊ εμείσ αντικζτωσ… Σκζψου λοιπόν και τθν πικανότθτα ενόσ

Page 79: Όμορφη Ζωή!

79

αποκαλυπτικοφ ρεπορτάη… Κα μπορζςεισ ίςωσ με τθν ευκαιρία να ρωτιςεισ το κείο και για τθ μθτζρα ςου…» «Ακόμθ κι αν ιταν ςτα καλά του, δε κα ρωτοφςα!» αγρίεψε. «Φοβάςαι, Μφθ…» «Τι να φοβθκϊ;» «Μιπωσ τθν αγαπιςεισ…» «Τθ μιςϊ! Ρόςεσ φορζσ ςου το’ χω πει;..» «Είςαι βολεμζνθ ςτο μίςοσ ςου. Ρρζπει όμωσ να μάκεισ, Μφθ…» «Ραράτα με τα «πρζπει» ςου! Τα ςιχαίνομαι τα «πρζπει». Σαν ν’ ακοφω τθ κεία!..»

Μάρκοσ δεν ζβγαλε άχνα. Ξαφνικά είχε προςθλωκεί ςτθν οκόνθ του υπολογιςτι. Απόμακροσ. Μεμιάσ θ οργι τθσ εξατμίςτθκε.

«Τι παραπάνω να μάκω, βρε Μάρκο; Με εγκατζλειψε! Εςφ δεν ξζρεισ πϊσ είναι να βλζπεισ τ’ άλλα παιδιά με τισ μανάδεσ τουσ… Στο πάρκο… Στα μαγαηιά… Στο δρόμο… Κεζ μου! Ρζκαινα από ηιλεια. Ικελα τθ μάνα μου κι ασ μ’ ζδερνε από το πρωί μζχρι το βράδυ. Μια μζρα είδα μια μαμά να ρίχνει ζνα γερό μπάτςο ςτθν κόρθ τθσ και μ’ ζπιαςε μια λφςςα, μια ηιλεια… Για το μπάτςο! Εςζνα ςε μεγάλωςε θ μάνα ςου. Ηοφςεσ με πατριό, αλλά ςε μεγάλωςε θ μάνα ςου, Μάρκο!»

Τςιμουδιά ο Μάρκοσ και το βλζμμα του επίμονα προςθλωμζνο ςτθν οκόνθ. Γυάλινο.

«Τι ζπακεσ, Μάρκο; Κοίταξζ με!» Ο Μάρκοσ τθσ ζριξε μια φευγαλζα ματιά. «Εςφ είχεσ τθ μάνα ςου. Τθν είχεσ!» επανζλαβε. «Τθν είχα…» παραδζχτθκε αυτόσ άχρωμα και μετά ςϊπαςε. Ζνιωςε ξαφνικά ζνοχθ μθ ξζροντασ γιατί. «Εντάξει, Μάρκο, αφριο κα πάω ςτο κείο… Κ’ αναβάλω το

Αγνάντι. Για το χατίρι ςου!..» Ο Μάρκοσ κοφνθςε αόριςτα το κεφάλι… Ραιδευότανε θ Λφιγζνεια ςτο κουηινάκι να φτιάξει το βραδινό

τουσ, ρολά ςτον ατμό, κινζηικθ ςυνταγι, ξεςθκωμζνθ από τθν τθλεόραςθ. Ενϊ ψιλόκοβε τα κρεμμφδια, ο Μάρκοσ τθ φϊναξε ανυπόμονα να δει το κείμενο που μόλισ τουσ είχε ζρκει με το θλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Με μάτια κολά, που τςοφηανε από τθν αψάδα των κρεμμυδιϊν, ζςπευςε κοντά του. Τθσ φάνθκε αναςτατωμζνοσ, ςχεδόν αλλόφρων.

«Διάβαςε!» ζκανε επιτακτικά.

Page 80: Όμορφη Ζωή!

80

«Αγαπθτοί πολίτεσ του κόςμου, θ πράξθ μου, ο «Ρυρςόσ», είναι διαχρονικι διαμαρτυρία ενάντια ςτο Κακό που επικρατεί και γίνεται ανεκτό ςτον κόςμο μασ, ενάντια ςτθν ψευτοελευκερία που ναρκϊνει ςυνειδιςεισ. Ροιοσ είναι ελεφκεροσ ςιμερα; Ελεφκεροσ είναι ο ζμποροσ ναρκωτικϊν να πουλά θρωίνθ ζξω από το ςχολείο μου, ελεφκεροσ είναι ο εργολάβοσ να καταςτρζφει τα δάςθ για να υψϊνει εμπορικά κζντρα, ελεφκεροσ είναι ο δθμόςιοσ υπάλλθλοσ να χρθματίηεται για να κάνει το κακικον του. Ελεφκεροσ είναι ο πολιτικόσ να εξαπατά τουσ ψθφοφόρουσ. Ελεφκεροσ ο εκμεταλλευτισ να εκμεταλλεφεται το φτωχό, ελεφκερο το αφεντικό να ςτφβει τον εργάτθ, ελεφκεροσ ο δυνατόσ να καταπατάει τον αδφναμο. Ελεφκερεσ θ αςυδοςία, θ αγυρτεία, θ αδικία, θ ψευτιά, θ αγοροπωλθςία ψυχισ και ςϊματοσ. Στον υπαρκτό ςοςιαλιςμό ο κεόσ επιςιμωσ ιταν νεκρόσ, ςτθ δθμοκρατία μασ κεόσ είναι το χριμα, ναοί του οι τράπεηεσ και οι πιςτοί αναρίκμθτοι. Θ δθμοκρατία μασ είναι ζνα ψζμα. Δθμοκρατία κα πει να βρίςκει κι ο αδφναμοσ το δίκιο του κι όχι να κάνει κουμάντο το δίκαιο του ιςχυροφ. Δθμοκρατία δεν είναι οι ψιφοι με ανταλλάγματα, τα τεχνάςματα, οι κοφφιεσ υποςχζςεισ, τα ρουςφζτια. Δεν είναι θ κυριαρχία των γραφειοκρατϊν, των δυνατϊν και τουσ χριματοσ επάνω ςτο λαό.

Ολόκλθροσ ο κόςμοσ διαφκείρεται και καταςτρζφεται από το χριμα.

Και το περιβάλλον; Με τα απόβλθτά μασ μολφνουμε τθ γθ, τον αζρα, το νερό. Σε μερικά χρόνια, αν ςυνεχίςουμε ζτςι, κα περπατάμε με αςφυξιογόνεσ μάςκεσ. Είμαςτε επάνω από ζξι διςεκατομμφρια άνκρωποι ςτθ γθ κι όλοι μασ ροκανίηουμε το κλαδί επάνω ςτο οποίο κακόμαςτε. Ο πολιτιςμόσ μασ μάσ οδθγεί ςε αυτοκαταςτροφι. Αν το ανκρϊπινο γζνοσ δεν αλλάξει ριηικά, κα εξαφανιςτεί.

Και οι ςχζςεισ ανάμεςα ςτουσ ανκρϊπουσ; Κοιτάξτε γφρω ςασ. Αςταμάτθτθ βία, κάκε μζρα φόνοι, άςτεγοι ςτισ μεγάλεσ πόλεισ, ναρκομανείσ ςτουσ δρόμουσ, μίηεσ, διαφκορά παντοφ. Λφςθ ςτα προβλιματα κα ιταν θ άμεςθ δθμοκρατία που κα διαςφάλιηε τθν κυριαρχία του λαοφ. Εάν θ κυβζρνθςθ κα ικελε να επιβάλει κάποια μζτρα ι νζο νόμο, κα γινόταν δθμοψιφιςμα.. Τα αποτελζςματα κα γίνονταν γνωςτά μζςα ςε λίγα λεπτά. Θ ςθμερινι τεχνολογία τα κάνει δυνατά όλα αυτά. Ζτςι θ πολιτικι κα ςτθριηόταν ςτο λαό κι όχι ςτουσ λίγουσ που ενδιαφζρονται για φιμθ, δφναμθ και χριμα.

Κα ςποφδαηα φυςικι για να αςχολθκϊ με τθν ζρευνα, όμωσ πολφ πικανόν να κατζλθγα καλοπλθρωμζνοσ λακζσ των κεφαλαιοφχων χρθματοδοτϊν μου, για να υπθρετϊ τθν κερδοςκοπία. Οπότε ίςωσ με ςκότωνε θ αθδία για τον εαυτό μου με τθ μορφι κάποιο καρκινοφλθ.

Page 81: Όμορφη Ζωή!

81

Ο «Ρυρςόσ» μου κα ανάψει ςε λίγεσ ϊρεσ ςτθν πλατεία Wenceslas, ςτθν Ρράγα...

Κα χρειαςτοφν δυςτυχϊσ πολλοί «Ρυρςοί» ςτον καιρό τθσ ψευτοδθμοκρατίασ για να ξυπνιςουν τα νυχτωμζνα μυαλά.

Θ αςτυνομία κα πάρει κατακζςεισ από τουσ κακθγθτζσ και τουσ ςυμμακθτζσ μου, για να υποςτθρίξει πωσ θ πράξθ μου οφείλεται ςε ψυχολογικά προβλιματα. Κα κελιςει να αποκρφψει, υποκζτω, ότι με εξεβίαηε και με απειλοφςε εδϊ και μινεσ, για να παραδεχτϊ ότι ανικω ςτθν αναρχικι ομάδα των «Συςκοτιςτϊν» και επομζνωσ ενοχοποιοφμαι για θλεκτρονικζσ παρεμβάςεισ ςτα δίκτυα διανομισ του θλεκτρικοφ ρεφματοσ και ςυςκότιςθ ολόκλθρων ςυνοικιϊν, πράγμα τελείωσ αναλθκζσ. Θ κατάςχεςθ του υπολογιςτι μου από τθν αςτυνομία και το ξετίναγμα των αρχείων μου το απζδειξε. Θ μόνθ αλικεια είναι ότι ζχω φιλοξενιςει ςτθν ιςτοςελίδα μου κάποιεσ απόψεισ των «Συςκοτιςτϊν» και ότι κάποτε ζςπαςα τουσ κωδικοφσ υπουργείου χάριν πειραματιςμοφ.

Δεν είναι ο φόβοσ τθσ φυλακισ που κα ανάψει τον «Ρυρςό» μου. Είναι θ αθδία. Αθδιάηω να μαςτουρϊνω ςτα πάρτι, αθδιάηω να επιδεικνφω τι μάρκασ ροφχα και παποφτςια φορϊ, αθδιάηω να μιλϊ για λεφτά, για αυτοκίνθτα, για γκόμενεσ.

Αυτό που ςε λίγο κα ςυμβεί κα είναι θ φτυςιά μου από κακαρι αθδία ςτθν απάτθ τθσ ψευτοδθμοκρατίασ».

Γιαν Ηίτεκ, μακθτισ τελευταίασ τάξθσ Λυκείου.» «Ροιοσ το’ ςτειλε, Μάρκο;» ρϊτθςε τραχιά. «Ζνασ αναγνϊςτθσ μασ, φοιτθτισ ςτθν Ρράγα. Το βρικε ςτο blog

του Γιαν Ηίτεκ και μασ το’ ςτειλε μεταφραςμζνο. Ριςτεφει ότι κα αποςιωπθκεί θ αυτοκτονία από τα εδϊ Μ.Μ.Ε…»

«Μιπωσ το πράγμα ζμεινε μόνο ςτα λόγια;» «Σιμερα το πρωί ςτισ ζξι ο νεαρόσ λαμπάδιαςε!» «Και τι περιμζνεισ τϊρα, Μάρκο; Να κλάψω;» ζκανε προκλθτικά κι

ζςφιξε τα χείλθ τθσ πειςμωμζνθ. «Ζλα τϊρα, Μφθ, ςταμάτα να το παίηεισ ςκλθρι!» «Ο τφποσ με εκνευρίηει. Ναρκιςςεφεται, Μάρκο..» «Ο φοιτθτισ γράφει πωσ ο Γιαν ιταν ευαίςκθτοσ και

προικιςμζνοσ. Στα πζντε του ζλυνε αλγεβρικζσ εξιςϊςεισ, ςτα δϊδεκα μελετοφςε τθ κεωρία τθσ ςχετικότθτασ. Ζπαιηε βιολί ςαν βιρτουόηοσ. Αλλά το μεγάλο του πάκοσ ιταν θ πλθροφορικι. Μοναχοπαίδι. Μοναχικό παιδί κι εςωςτρεφζσ. Ρολφ πιο ϊριμο από τουσ ςυνομθλίκουσ του…»

«Ρου κα του’ καναν τθ ηωι δφςκολθ, αν όχι κόλαςθ!» «Είναι το τίμθμα, Μφθ…»

Page 82: Όμορφη Ζωή!

82

«Μπορεί να ιταν ιδιοφυία, δεν ξζρω… Πμωσ ιταν χζςτθσ..» «Ιρωασ, Μφθ!» «Ιρωασ είναι αυτόσ που ηει κι αγωνίηεται, Μάρκο! Ππωσ εςφ. Κι

εςφ είςαι ευαίςκθτοσ και προικιςμζνοσ…» Ο Μάρκοσ γζλαςε μ’ ζνα βραχνό γζλιο. «Με υπερεκτιμάσ, Τςιλιβίκρα μου! Εγϊ ςαπίηω… Είμαι ζνα

κομματάκι τθσ ςαπίλασ. Ζνα φοβιςμζνο βρομοπόντικο ςτον υπόνομο του κόςμου μασ! Κάνω αυτό που κάνω, γιατί δεν ζχω κότςια για άλλα… Βρίςκω ζτςι μια πρόφαςθ να ηω…»

«Ράψε, Μάρκο! Δεν μπορϊ να ς’ ακοφω να μιλάσ ζτςι! Είςαι επθρεαςμζνοσ από αυτόν…»

Τθν αγνόθςε. «Εςφ όμωσ, Μφθ, δεν ανικεισ ςτθ ςαπίλα. Απ’ όπου κι αν πζραςεσ,

τίποτε δεν κόλλθςε επάνω ςου! Σαν να ζρχεςαι από αλλοφ… Σε κοιτάηω και βλζπω ζνα αιλουροειδζσ… Ο τρόποσ που κινείςαι, ο τρόποσ που κρατάσ το κεφάλι ςου ψθλά, τθν πλάτθ ςου ίςια… Κι όταν είςαι επάνω ςτθ Μιρζλλα!.. Αχ, Μφθ! Είςαι τςιλιβίκρα, αλλά ζχεισ δφναμθ… Είςαι φφςθ. Μπορεί να μθν ζχεισ ηιςει ςτθ φφςθ, αλλά είςαι!..»

Θ Λφιγζνεια πιρε βακιά ανάςα. Το γαμθμζνο το κλάμα είχε ανεβεί ςτο λαρφγγι τθσ και τθν ζπνιγε. Αν ο Μάρκοσ –κι οποιοςδιποτε άλλοσ- τθν τςάκιηε ςτο ξφλο, δε κα κινδφνευε να κλάψει. Πμωσ αυτόσ ο καυμαςμόσ, αυτι θ αγάπθ τθν ζκαναν λιϊμα.

«Μόνο εςφ με βλζπεισ ζτςι, Ελεφαντοφλθ μου… Στα δεκαεφτά, δεκαοχτϊ, εφκολα αυτοκτονεί κανείσ, Μάρκο. Κι εγϊ το είχα ςκεφτεί, τι νομίηεισ; Αλλά υπάρχει και το Αγνάντιο… Θ Άννα…»

Δεν τθν άκουγε. «Ριραμε κι άλλο παρόμοιο κείμενο, Μφθ. Από ςυμπατριϊτθ μασ

αυτόχειρα... Ρριν δυο τρεισ εβδομάδεσ. Αλλά εςφ αρνικθκεσ να του ρίξεισ ζςτω και μια ματιά…»

«Δε γουςτάρω τουσ δειλοφσ, Μάρκο…» «Δεν τουσ γουςτάρεισ!» ζκανε ο Μάρκοσ αποδοκιμαςτικά. «Οι δειλοί ςε κάνουν να δειλιάηεισ..» «Τουσ φοβάςαι, λοιπόν! Αλλά το φόβο μασ πρζπει να τον κοιτάμε

κατάματα! Εςφ το είπεσ αυτό…» Θ φωνι του ιταν επικριτικι. Αςυνικιςτα ςκλθρι.

«Εντάξει… Κα το διαβάςω τϊρα, Μάρκο… Για να μθ λεσ ότι φοβάμαι…»

Ο Μάρκοσ χαμογζλαςε μιςοειρωνικά μιςοτρυφερά. «Κουράγιο, λοιπόν! Εγϊ είμαι εδϊ!»

Page 83: Όμορφη Ζωή!

83

«Αποχαιρετϊ. Πλουσ κι όλα. Γιατί; Βαρζκθκα, μωρζ. Αρκετά. Και το Κογιανιςκάτςι το βαρζκθκα. Μαλακίεσ. Μαλακιηόμαςτε κανονικά και νομίηουμε κάτι κάνουμε. Τίποτε δε γίνεται οφτε και κα γίνει. Πποιοσ ζχει μάτια βλζπει, εννοϊ μάτια ζξω και μζςα. Εγϊ μάλλον ζχω. Και μάλλον δυςτυχϊσ. Ρροικιςμζνοσ. Ασ γελάςω. Και ςτο ςχολείο λζγανε προικιςμζνο το παιδί, του κόβει, μόνο δε διαβάηει. Κι θ μάνα μου τ’ άκουγε και με ηόριηε ν’ αφοςιωκϊ ςτθ μελζτθ μιπωσ γίνω κάνασ γιατρόσ φακελάκιασ, κάνασ μαφιοδικθγόροσ, άνκρωποσ τελοςπάντων αξιοςζβαςτοσ με πιςινάτθ βίλα ςτα β. προάςτια. Απογοιτευςα τθ μανοφλα κι από τότε μ’ ζβλεπε μθδενικό. Μπορεί να μθν ζχει πζςει και πολφ ζξω. Μςωσ είμαι μθδενικό. Κι εν πάςθ περιπτϊςει όταν εςείσ κα διαβάηετε τισ μαλακίεσ μου, κα είμαι κανονικό μθδενικό. Νιρβάνα, δθλαδι. Θ νιρβάνα είναι το τίποτε. Αυτό λαχταρϊ, να γίνω το τίποτε. Μάλλον να ξαναγίνω… Μθν ταράηεςτε, ρε παιδιά! Το τίποτε είναι τίποτε. Και δε φιλοδοξϊ να βρω μιμθτζσ, γι’ αυτό δε ςασ αποκαλφπτω τον τρόπο που βρικα να τθν κάνω. Γλυκοφλθσ τρόποσ. Το ζχω διαςταυρϊςει. Καλοπεραςάκιασ ακόμθ και ςτο κάνατο; Δεν το αρνιζμαι. Λοιπόν, ο κάνατοσ ςτθ μυκολογία είναι αδελφάκι του φπνου. Και τι καλφτερο από τον φπνο; Κάκε νφχτα δεν πεκαίνουμε ωραία ωραία; Και κάκε πρωί δε λζμε, να’ μαι πάλι εδϊ; Εγϊ δε κα το ξαναπϊ. Αυτό είναι όλο κι όλο. Ι μιπωσ ξυπνιςω ςε κανζνα άλλο μζροσ πολφ ωραιότερο απ’ αυτό το καμαράκι; Λζτε; Και να’ μαι ςκζτθ ψυχι, δίχωσ ζντερα, πόδια, ποφτςο κ.λ.π….! Χα, χα, χα! Αυτι θ ςκζψθ με φτιάχνει, πάντωσ φτιαγμζνοσ ι άφτιαχτοσ, παίρνω δρόμο. Θ διαδικαςία ζχει μάλλον αρχίςει. Ράει αργά. Το μοφδιαςμα είναι ακόμθ ανεπαίςκθτο. Κι θ ηάλθ. Ρρολαβαίνω… Και ςτο κάτω κάτω ό,τι προλάβω. Τα θμιτελι είναι ενδιαφζροντα. Τα ςυμπλθρϊνει ο άλλοσ όπωσ κζλει. Ο άνκρωποσ είναι θμιτελισ, είτε τον ζφτιαξε ζτςι ο Κεόσ είτε θ εξζλιξθ. Αλλόκοτο πλάςμα! Τα υπόλοιπα, ηϊα και φυτά, είναι ολοκλθρωμζνα. Ο άνκρωποσ λειψόσ. Το διαιςκάνεται και λυςςάει. Το ρίχνει ςτουσ ςκοτωμοφσ, ςτισ κρθςκείεσ, ςτισ κεωρίεσ… Τι γυρεφουμε εδϊ πζρα; Γιατί δεν ζχουμε ςτιγμι θςυχία; Είμαςτε θ παραφωνία τθσ δθμιουργίασ, θ ςυμφορά τθσ, αλλά μασ είπαν πωσ είμαςτε θ κορωνίδα. Άκου κορωνίδα!.. Ξζφυγα πάλι… Μςωσ φταίει αυτό το μοφδιαςμα ςτο κεφάλι… Τα φϊτα χαμθλϊνουν, ρε παιδιά. Σε λίγο κα πζςει ςκοτάδι. Το ςφςτθμα κα καταρρεφςει. Ράντωσ εγϊ είμαι αυτόσ που αποφάςιςε να γυρίςει τουσ διακόπτεσ. Είμαι το αφεντικό! Τϊρα κα μου πείτε, κοκορεφεςαι κι από πάνω, ρε χζςτθ. Μείνε ςτθν κολοηωι και πάλεψε, αν ζχεισ αρχίδια. Ράλεψα, ρε παιδιά. Μζχρι κι επιδείξεισ πλυντθρίων ςε χοντροκζφαλεσ νοικοκυρζσ ζκανα, αλλά με τθν κρίςθ πάει θ δουλίτςα! Θ μάνα μου τότε αναςκουμπϊκθκε να με χϊςει

Page 84: Όμορφη Ζωή!

84

υπάλλθλο ςτο δθμαρχείο. Ζτρεξε, φίλθςε «κατουρθμζνεσ ποδιζσ», και να’μαι ςυμβαςιοφχοσ πρωτοκολλθτισ! Μεγαλεία! Αλλά με τισ εκλογζσ βγαίνει νζοσ διμαρχοσ και θ ςφμβαςι μου δεν ανανεϊνεται. Θ μάνα μου ςε κατάκλιψθ, θ γκόμενα άφαντθ, μου’ μεινε ο φπνοσ. Απογευματάκι ξυπνοφςα. Άντε να πιω δυο τρεισ φραπζδεσ, άντε να δω καμιά ταινία, άντε κανζνα τθλεφϊνθμα, νφχτωνε, ϊρα για μπαράκι, για οτιδιποτε. Ρερνοφςαν οι μζρεσ. Κομπολόι. Πχι κι άςκθμα. Ιταν και το χαρτηιλίκι τθσ μαμάσ ςτθ μζςθ. Μόνο που τελευταία δεν είχα όρεξθ να ςθκωκϊ από το κρεβάτι. Ωσ και το «πιδθμα» το ψιλοβαριόμουνα. Κι ιρκε ο καιρόσ που δεν ικελα να βγω από τθν γκαρςονιζρα. Ζκανα παρζα μόνο με τον υπολογιςτι. Τα γνωςτά... Ρορϊκθκα για ζνα διάςτθμα. Τότε ανακάλυψα το «Κογιανιςκάτςι». Κάπωσ μου φάνθκε… Κάτι, λζω, προςπακοφν να κάνουν τα παιδιά. Μετά δυςτυχϊσ πιρα είδθςθ ότι κάνετε ψυχοκεραπεία για να μθν αυτοκτονιςετε. Και καλά κάνετε δθλαδι, καμιά αντίρρθςθ. Πςο κρατιςει…. Μετά μπορεί να βρείτε άλλο παραμφκιαςμα. Εγϊ τζλοσ μ’ αυτά. Δεν τα καταδζχομαι. Εγωιςτισ; Το’ χω το κουςοφρι. Μςωσ κι οξυδερκισ. Μςωσ και γερι μφτθ. Ραντοφ βρόμα. Ωσ και το χόρτο πουλιζται πιο ακριβά από τθν θρωίνθ, να γίνουμε πρεηάκθδεσ, να κάνουμε πζρα να περάςουν οι ανκεκτικοί. Εγϊ αποχωρϊ οικειοκελϊσ. Διαςκζδαςα πολφ με τθν προετοιμαςία. Μινεσ είχα να νιϊςω τόςο δραςτιριοσ. Αφοφ, να φανταςτείτε, αναςκουμπϊκθκα και κακάριςα το αχοφρι μου. Λάμπει τϊρα και μοςχομυρίηει βιολζτα! Και τθ μπανιζρα μου που είχε πιάςει πουρί τθν ζκανα λαμπίκο. Για να χαρϊ το μπάνιο μου με αρωματικά ζλαια, μουςικι κι αναμμζνα κεριά. Βαςιλιάσ. Μοςχοβολάω τϊρα. Ωραίοσ κα’ μαι! Αυτοκαταςτροφικόσ λζτε... Ε, και; Αυτόσ ο κόςμοσ κζλει κάψιμο να ξαναγεννθκεί από τθν αρχι. Ακϊοσ. Και να μθν ξζρει, να μθ κυμάται. Θ ιςτορία του να’ χει γίνει μυκολογία.. Και κανζνασ Ρρομθκζασ να μθν δϊςει φωτιά ςτο ηωάνκρωπο να τον εκπολιτίςει. Ο Δίασ ιξερε. Ιξερε τι κα επακολουκοφςε. Ο Ρρομθκζασ άξιηε το κάρφωμά του ςτο βράχο και τον αετό που του’ τρωγε το ςυκϊτι! Ιταν ζνασ λαοπλάνοσ, ζνασ φπουλοσ πολιτικάντθσ. Ο Δίασ είχε νικιςει τουσ Τιτάνεσ, μα ο πονθρόσ Τιτάνασ Ρρομθκζασ, με το δζλεαρ τθσ φωτιάσ, ικελε να του πάρει τθν εξουςία επάνω ςτο ανκρϊπινο γζνοσ. Ε, μθ μου πείτε, από μυκολογία ςκίηω! Οχ, τϊρα μου μπαίνει ο πειραςμόσ: να γράψω, λζει, μια μελζτθ και να αποδείχνω πωσ ο Ρρομθκζασ δεν ιταν ευεργζτθσ τθσ ανκρωπότθτασ, αλλά καταςτροφζασ τθσ, υπεφκυνοσ για τθ Χιροςίμα, το Τςζρνομπιλ, τθν καταςτροφι τθσ φφςθσ κλπ. Συνεντεφξεισ, δθμοςιεφματα, ο Δίασ ςτα επάνω του, ο Ρρομθκζασ για φτφςιμο. Ζχω ιδζεσ, βρε παιδιά, κατεβάηει ιδζεσ αυτό το κεφάλι, ίςωσ ζχουν δίκιο εκείνοι που λζνε πωσ το άφθςα ςε αχρθςτία. Καλά, άρχιςα

Page 85: Όμορφη Ζωή!

85

πάλι τισ μαλακίεσ μου. Μια ηωι ζτςι. Το μοφδιαςμα προχωράει, τρζχει, άντε, να πατιςω save… Ηωι ςε ελόγου ςασ, που λζνε, μαλάκεσ μου!»

«Λοιπόν, Μφθ;» τθν λοξοκοίταξε ο Μάρκοσ. «Φανταςμζνοσ ψευτοκουλτουριάρθσ ο τφποσ!» Ο Μάρκοσ τθν κοίταξε αποςβολωμζνοσ. «Μερικοί δεν αντζχουν, Μφθ… Είναι για περιφρόνθςθ θ

ευαιςκθςία; Κα τα βάλουμε με τα κφματα κι όχι με τουσ κφτεσ;» Το κατϊχειλο του Μάρκου ζτρεμε. «Κφματα… Κφτεσ… Κοινοτοπίεσ! Αν δεν μπορείσ να ηεισ ακόμθ και

μεσ ςτα ςκατά, δε ςου αξίηει να ηεισ! Ο τφποσ πιγαινε φιρί φιρί να γίνει κατακλιπτικόσ. Και τα κατάφερε! Οι κακομοίρθδεσ ασ μασ αδειάηουν τθ γωνιά…»

Ιταν ολόκλθρθ μια γροκιά. Νεφρα και ςάρκα. « Ζχεισ κυμό εναντίον μου, Μφθ. Και περιφρόνθςθ!» «Μα τι λεσ; Το πιρεσ προςωπικά;.. Ραραλογίηεςαι, Μάρκο. Άκου,

κυμό και περιφρόνθςθ! Αυτό κατάλαβεσ;..» «Ζχεισ απόλυτο δίκιο να νιϊκεισ ζτςι…» «Δίκιο!» «Ναι! Επειδι δεν είμαι για ςζνα αυτό που κζλεισ…» «Κζλω! Εςφ τι κζλεισ; Τι κζλεισ επιτζλουσ;» αγρίεψε. «Εγϊ…» «Τι κάνεισ για ν’ αλλάξεισ, ε; Τίποτε. Δε κζλεισ ν’ αλλάξεισ. Σ’

αρζςει το χάλι ςου!» Ιταν ζξαλλθ. Τον μιςοφςε εκείνθ τθ ςτιγμι. Ικελε να ξεςπάςει

επάνω του με μανία, να τον γρονκοκοπιςει ςτα τυφλά. Ριρε βακιζσ ανάςεσ να χαλαρϊςει λιγάκι

Ο Μάρκοσ είχε ςκφψει το κεφάλι ςαν δαρμζνο ςκυλί. Μςωσ είχε βουρκϊςει. Δεν ιταν θ πρϊτθ φορά που τον πλιγωνε. Κάπου κάπου ζμπαινε ςτον πειραςμό να κάνει αυτόν τον κρεάτινο όγκο κουρζλι. Μετά τθν ζπνιγαν οι τφψεισ. Κι θ αγάπθ…

«Συγγνϊμθ, Μαρκοφλθ δεν το εννοοφςα…» «Άκου, λοιπόν, Μφθ…» Θ φωνι του ζςπαςε. «Μςωσ με ςιχακείσ για

πάντα, αλλά πρζπει να ςου το πω…» Κόμπιαςε κι ζκανε ν’ ανοίξει ζνα ςοκολατάκι, όμωσ μετάνιωςε κι ζςπρωξε πζρα ολόκλθρο το κουτί. Μεγάλωςα με πατριό…»

«Το ξζρω. Ροτζ δεν μιλάσ γι’ αυτόν». «Με βίαηε! » Θ Λφιγζνεια πάγωςε. Αυτό το ςκυμμζνο κεφάλι μπροςτά τθσ τισ

φάνθκε ξαφνικά ξζνο. Μιπωσ όμωσ είχε παρακοφςει;

Page 86: Όμορφη Ζωή!

86

«Δε λεσ τίποτε, Μφθ;» Ο παλιόσ, ξεχαςμζνοσ πόνοσ άδραξε το ςτομάχι τθσ, μια μεταλλικι

γεφςθ τισ πλθμμφριςε το ςτόμα. Αναγοφλα. Εκείνθ θ παλιά γαςτρίτιδα παραμόνευε… Κοίταξε ζξω από το παράκυρο τισ κορυφζσ των πεφκων. Ακίνθτεσ. Γαλινιεσ. Λαμπερζσ ςτισ τελευταίεσ αχτίδεσ του ιλιου. Να ξυπνοφςε, λζει, δζντρο κι αυτι ανάμεςα ςτ’ άλλα του άλςουσ και το μιςοςκότεινο δωμάτιο με τον αξιολφπθτο χοντροφλιακα να ιταν ζνα κακό όνειρο!

«Ρόςο χρονϊν ιςουν; » Δεν αναγνϊριηε τθν ίδια τθσ τθ φωνι, ζτςι επίπεδθ κι άχρωμθ που

ακοφςτθκε. «Μικρόσ… Δε κυμάμαι πότε ακριβϊσ άρχιςε… Γινότανε όταν θ

μάνα ζλειπε. Δεν είχα όνομα γι’ αυτό, ιξερα όμωσ πωσ ιταν κακό, υπόφερα από εμετοφσ και πονοκεφάλουσ, ωςτόςο ζνα διάςτθμα πίςτευα πωσ ζτςι ςυμβαίνει με τουσ πατζρεσ και τουσ γιουσ. Τισ νφχτεσ ζβλεπα εφιάλτεσ, ζβρεχα το κρεβάτι μου. Στο ςχολείο απζφευγα τ’ άλλα παιδιά. Στα διαλείμματα κλεινόμουνα ςτισ τουαλζτεσ να περάςει θ ϊρα». Δεν τθν κοίταηε κατάματα. Ιταν ςαν να μιλοφςε ςτθν οκόνθ του υπολογιςτι.

«Και θ μθτζρα ςου;» «Δεν είμαι ςίγουροσ πότε άρχιςε να υποπτεφεται…» «Δεν τθσ μίλθςεσ;» «Πχι. Δεν ιξερα πϊσ να το πω… Δεν ιξερα τι ιταν… Άλλωςτε

νόμιηα πωσ εγϊ ζφταιγα… Θ μάνα μάσ τςάκωςε! Επ’ αυτοφϊρω… Δεν είπε λζξθ. Μόνο κοίταηε. Αν κοιτάηει μια πζτρα... Μ’ ζβαλε ςτο ορφανοτροφείο… Σαν να το’ ξερε πωσ ςε λίγο κα πζκαινε. Ρϊσ πζραςα ςτο ορφανοτροφείο; Δεν ξζρω… Βλζπω μπροςτά μου γκρίηουσ τοίχουσ, όταν ςκζφτομαι εκείνα τα χρόνια. Σποφδαςα πλθροφορικι. Ζφυγα από το ίδρυμα, όταν πιγα ςτο ςτρατό… Ζνα φεγγάρι ζκανα ψυχοκεραπεία. Ανακάλυψα πωσ το πάχοσ μου είναι θ άμυνά μου, το μεγάλο μου τζχναςμα. Για να γλυτϊνω από το ςεξ. Μφθ! Το ςϊμα, βλζπεισ, κυμάται και δε κζλει. Και το μυαλό επίςθσ. Δεν το ξεπζραςα ακόμθ. Αυτό δεν το ξεπζραςα. Μόνο τον αλκοολιςμό, το ςφμπτωμα, ξεπζραςα!»

Ο Μάρκοσ ζκλαιγε με λυγμοφσ και ςυμπόνια κατζκλυςε τθν Λφιγζνεια. Τθσ αφζκθκε, όπωσ αφθνόταν ςτθ κάλαςςα κι ζνιωςε το εγϊ τθσ να λιϊνει, να διαχζεται. Θ ςυμπόνια τθν ζνωνε με τον Μάρκο κι όλα τα πλάςματα, ακόμθ και με τα δζντρα του πάρκου. Γαλινθ κι αφοβία χφκθκαν εντόσ τθσ. Χάιδεψε το ςκυμμζνο κεφάλι.

«Κα τα καταφζρουμε, Μάρκο… Κα τα καταφζρεισ…» ψικφριςε.

Page 87: Όμορφη Ζωή!

87

Ο Μάρκοσ αναςικωςε το κεφάλι. Τθν κοίταξε κατάματα με τα κλαμζνα ματάκια του. Μετά πιρε το χζρι τθσ και το φίλθςε.

«Το χεράκι ςου ζχει δφναμθ, Μφθ. Είςαι ευλογθμζνθ!» «Ευλογθμζνθ!..» Δεν ξζςπαςε ςε ειρωνικά γζλια, μόνο χαμογζλαςε. Ιταν αλικεια.

Ρϊσ και γιατί δεν ιξερε, αλλά ιταν ευλογθμζνθ! Στο δρόμο κάποιοσ πλανόδιοσ μουςικόσ ζπαιηε ςτο ακορντεόν ζνα

παλιό τραγουδάκι. Ξετρφπωςε από τθν τςάντα τθσ ζνα ευρϊ, ζτρεξε ςτο μπαλκόνι, του το πζταξε. Εκείνοσ τ’ άρπαξε ςτον αζρα και τθν ευχαρίςτθςε με μια κεαματικι υπόκλιςθ.

Ο Μάρκοσ είχε αφιςει τθν πολυκρόνα του κι ανζπτυςςε δραςτθριότθτα ςτο κουηινάκι.

«Φτιάχνω καφζ, Μφθ. Να φτιάξω και για ςζνα;» «Εννοείται. Διπλό και με μπόλικθ ηάχαρθ, Μάρκο». Κάκιςαν ςτον καναπζ με τ’ αχνιςτά φλιτηάνια ςτο χζρι. Θ Λφιγζνεια

μετακινικθκε λιγάκι να εξαφανίςει το κενό ανάμεςά τουσ. «Καλά ζκανεσ και μου μίλθςεσ, Μάρκο…» «Φοβόμουν ότι κα με ςιχαινόςουν, Μφθ. Κι ακόμθ το φοβάμαι…» «Είμαι ςοκαριςμζνθ. Κζλω κάποιο χρόνο να το χωνζψω… Αλλά ς’

αγαπϊ ακόμθ περιςςότερο τϊρα, γιατί ςε καταλαβαίνω καλφτερα, Ελεφαντοφλθ. Θ αλικεια πονάει, αλλά μάλλον βγαίνει ςε καλό…»

Του χάιδεψε το μαλλιαρό χζρι κι ο Μάρκοσ τθν τράβθξε προσ το μζροσ του. Το κεφάλι τθσ ακοφμπθςε ςτο ςτικοσ του κι άκουςε τουσ αργοφσ χτφπουσ τθσ καρδιάσ του, μιασ καρδιάσ πνιγμζνθσ ςτα ξφγκια.

«Κοριτςάκι μου!.. Είςαι το ςτιριγμά μου!» «Μποφρδεσ! Εςφ με ςτθρίηεισ, Μάρκο! Από ςζνα αντλϊ δφναμθ,

τουλάχιςτον τθν περιςςότερθ… Και να το ξζρεισ… Για το χατίρι ςου και μόνο κα πάω αφριο ςτο γθροκομείο».

Είχε ςθκωκεί αζρασ και τα κλαδιά των πεφκων απζναντι φτεροφγιηαν απεγνωςμζνα ςαν να’ χανε ξαφνικά επαναςτατιςει ενάντια ςτο πεπρωμζνο τθσ ακινθςίασ τουσ.

Το γθροκομείο «Γαλινθ» ςτθν Ραιανία ιταν τελείωσ ακζατο από το δρόμο. Δεν το ζκρυβε μόνο ο μαντρότοιχοσ, αλλά κυρίωσ τα ψθλά δζντρα τθσ αυλισ, πεφκα, κουκουναριζσ, κυπαρίςςια, όλα ηωςμζνα με κραςεμζνα αναρριχϊμενα. Σπαςμζνα τςιμεντζνια παγκάκια

Page 88: Όμορφη Ζωή!

88

ξεφφτρωναν ανάμεςα ς’ απάτθτα αγριόχορτα. Το διϊροφο κτίριο ςτο βάκοσ ζδινε κι αυτό τθν εντφπωςθ τθσ εγκατάλειψθσ με τα κλειςτά παντηοφρια του και τουσ λεκιαςμζνουσ από τθν υγραςία τοίχουσ.

Ενϊ θ αυλόπορτα είχε υποχωριςει μ’ ζνα απλό ςπρϊξιμο, θ ςιδερζνια πόρτα του κτιρίου άνοιξε μόνο μετά από το τρίτο, εξαιρετικά επίμονο, κουδοφνιςμα τθσ Λφιγζνειασ. Στο άνοιγμα ξεπρόβαλε μια γυναίκα απροςδιόριςτθσ θλικίασ με καχφποπτο φφοσ, που ςτο αίτθμά τθσ να επιςκεφτεί τον κείο τθσ, Γεράςιμο Καραηιςθ, γυρόφερε αμιχανα τθν μαδθμζνθ ςφουγγαρίςτρα τθσ επάνω ςτο φκαρμζνο μωςαϊκό δάπεδο.

Αυτι ιταν κακαρίςτρια, το επιςκεπτιριο ιταν μόνο Κυριακι. Τισ κακθμερινζσ άδεια επίςκεψθσ δίνει θ διευκφντρια, αποφςα δυςτυχϊσ εκείνθ τθ ςτιγμι…

Δεν επρόκειτο να φφγει άπρακτθ! Στθν ανάγκθ, κα’ ψαχνε μόνθ τθσ να βρει το κείο!

Θ κακαρίςτρια τθσ ζριξε ζνα τρομαγμζνο βλζμμα. Ασ περίμενε λοιπόν ςτο ςαλονάκι αναμονισ… Υπιρχε μια μικρι

πικανότθτα θ διευκφντρια να ιταν ακόμθ εκεί. Οπότε κα τθν ειδοποιοφςε…

υκμικόσ ιχοσ από ψθλοτάκουνα κι θ κάτοχόσ τουσ εμφανίηεται αιωροφμενθ επάνω τουσ. Φορά μια εφαρμοςτι φουςτίτςα που αποκαλφπτει παραμορφωμζνα γόνατα και ροη, ςτενό μπλουηάκι. Από κοντά το θλιοκαμζνο δζρμα δείχνει τςακιςμζνο, τα ξανκά μαλλιά αςπρίηουν ςτισ ρίηεσ τουσ.

«Διευκφντρια», ςυςτινεται μ’ ζνα ψευτοχαμόγελο. Βλζμμα δφςπιςτο, ερευνθτικό. Τον ζχει ξαναεπιςκεφτεί τον κφριο Καραηιςθ;

Θ Λφιγζνεια ξεφουρνίηει το ψεματάκι τθσ. Ρριν καιρό. Ζλειπε ςτο εξωτερικό.

Θ διευκφντρια λυπάται πολφ, αλλά ακόμθ κι αν ιταν μζρα επιςκεπτθρίου, δε κα μποροφςε να δει το κείο τθσ. Θ κατάςταςθ τθσ υγείασ του δεν επιτρζπει ςυγκινιςεισ. Σίγουρα θ παρουςία τθσ κα τον ταράξει, ακόμθ κι αν, λόγω του αλτςχάιμερ, δεν τθν αναγνωρίςει. Λοιπόν, να πθγαίνει!

Κοφνια που τθν κοφναγε! Θ Λφιγζνεια τθν παραμερίηει και τρζχει προσ το ςκοτεινό διάδρομο, απ’ όπου διαχζεται κατουρλίλα ανάκατθ με χλωρίνθ. Τθν ςταματά ζνασ αςπροντυμζνοσ όγκοσ, ζνασ νοςοκόμοσ βουνό. Αναγκάηεται να οπιςκοχωριςει και πζφτει επάνω ςτθν διευκφντρια που τθν απειλεί με τςιριχτι φωνι πωσ κα ειδοποιιςει τθν αςτυνομία. Δεν είναι το ίδρυμα ξζφραγο αμπζλι. Υπάρχουν κανονιςμοί…

Page 89: Όμορφη Ζωή!

89

Ρϊσ! Είναι δθμοςιογράφοσ! Μα γιατί να μθ δείξει από τθν αρχι τθ δθμοςιογραφικι τθσ ταυτότθτα;

Επειδι δεν ζχει ζρκει εδϊ ωσ δθμοςιογράφοσ, αλλά ωσ απλι επιςκζπτρια. Γι’ αυτό.

Θ διευκφντρια δίνει εντολι ςτο νοςοκόμο να τθν οδθγιςει ςτο δωμάτιο του Καραηιςθ.

Καμάρωνε πωσ ιταν ςκλθρό καρφδι, μα οι γζρικεσ ςκιζσ ζξω από τισ πόρτεσ των καλάμων, τ’ απλωμζνα χζρια για τςιγάρα ι γλυκά, τα ικετευτικά μουρμουρθτά, θ ανθμποριά κι ο φόβοσ τουσ μπροσ ςτο νοςοκόμο, δοκίμαηαν τισ αντοχζσ τθσ. Τθσ ερχότανε να κουλουριαςτεί ςε μια γωνιά και να ξεράςει τα ςωκικά τθσ. Μςωσ, ςκζφτθκε, να είναι πιο ευαίςκθτο το ςτομάχι, αυτό το ταπεινό ςακοφλι με τισ μιςοςάπιεσ τροφζσ, απ’ ότι θ καρδιά και ξαφνικά ςυμπόνεςε το νοςοκόμο που για ζνα μιςκό ιταν αναγκαςμζνοσ να περνά τόςεσ ϊρεσ ςτον τόπο των πεκαμζνων πριν το κάνατο.

Ηαλιηότανε. Κυμικθκε πωσ είχε υπόταςθ και λιποκυμικζσ τάςεισ. Για φαντάςου να ςωριαηότανε κάτω και να ξυπνοφςε ς’ ζνα χιλιοκατουρθμζνο κρεβάτι, ανάμεςα ςε δφο λερά παραβάν, ξαφνικά εςχατόγρια!

«Ξζρετε, δεςποινίσ», κεϊρθςε κακικον του να απολογθκεί ο νοςοκόμοσ. «Το προςωπικό εδϊ είναι πολφ περιοριςμζνο. Κάνουμε ότι μποροφμε για τουσ γζρουσ μασ, αλλά οι πιο πολλοί δεν αυτοεξυπθρετοφνται. Σε τζτοιεσ περιπτϊςεισ αναλογεί ζνασ νοςθλευτισ ςε τρεισ αςκενείσ. Εμείσ είμαςτε ζνασ ςε τριάντα».

Τον διζκοψαν βογγθτά πίςω από τισ κλειςτζσ πόρτεσ. «Ρϊσ αντζχετε;» «Ε, ςυνθκίηεισ, δεςποινίσ…» O νοςοκόμοσ άνοιξε τθν τελευταία κλειςτι πόρτα. Σκοτάδι πίςω

τθσ. Μπόχα. Τθν κυρίεψε θ λαχτάρα να το βάλει ςτα πόδια κι ασ μζνανε τα μυςτιρια μυςτιρια, όμωσ τα πόδια τθσ ιταν ριηωμζνα εκεί. Ο νοςοκόμοσ πάτθςε το διακόπτθ κι ο γυμνόσ γλόμποσ τθσ οροφισ φϊτιςε ζνα ςκζλεκρο. Ιταν γυμνό, εκτόσ από τθν πάνα ανάμεςα ςτα άςαρκα ςκζλια, οι καρποί των χεριϊν δεμζνοι με λουρί ςτα κάγκελα του κρεβατιοφ. Ζνασ ακανόνιςτοσ ιχοσ, ςαν ρόγχοσ, ζβγαινε από το φαφοφτικο ςτόμα. Τα βουλιαγμζνα μάτια, κλειςτά. Ο κείοσ!

«Δεμζνοσ! Τον ζχετε δεμζνο!» Ο νοςοκόμοσ ζςκυψε κι ελευκζρωςε τα χζρια του γζρου π’ άφθςε

ζνα μακρόςυρτο βογκθτό. «Δεν μασ είναι ευχάριςτο, αλλά…»

Page 90: Όμορφη Ζωή!

90

Ο εμετόσ τθν ζπνιξε. Θ πόρτα τθσ τουαλζτασ ιταν ανοιχτι. Κα προλάβαινε να ξεράςει ςτθ λεκάνθ;.

«Δεν ζχει αζρα εδϊ μζςα. Δεν υπάρχει παράκυρο. Δεν μπορϊ να αναςάνω!»

«Υπάρχει εξαεριςμόσ. Σε λίγο κα ςυνθκίςετε. Να ςασ φζρω καφζ ι μιπωσ κόκα κόλα;»

Δεν ικελε τίποτε, μόνο να τελειϊνει γριγορα και να βρεκεί ζξω. Ηιτθςε από το νοςοκόμο να τθν αφιςει για λίγο μόνθ με τον κείο τθσ, αν και το άκλιο γερόντιο δεν ζμοιαηε κακόλου μ’ εκείνον τον γεροδεμζνο, μάλλον εμφανίςιμο άντρα, που παλιά δεν τθσ πολυζδινε ςθμαςία

Το χζρι του γζρου, ζνα αφυδατωμζνο κοφτςουρο, όλο καφετιοφσ λεκζδεσ κι εξογκϊματα, με πλθγιαςμζνο τον καρπό από το λουρί, κρεμόταν ζξω από το κρεβάτι. Αν το χάιδευε; Ζνιωςε αποτροπιαςμό ςτθ ςκζψθ, όμωσ θ Μθτζρα Τερζηα μάηευε ετοιμοκάνατουσ, άγνωςτοφσ τθσ Λνδοφσ από τα βρόμικα ςοκάκια τθσ Καλκοφτασ, όχι για να τουσ γιατρζψει – πολφ αργά πλζον γι’ αυτό- αλλά για να τουσ κρατά το χζρι κακϊσ ψυχορραγοφςαν, να μθν πεκάνουν ολομόναχοι. Διςτακτικά άγγιξε το γζρικο χζρι. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλα τυλίχτθκαν γφρω από τα δικά τθσ. Τα μάτια του ιταν τϊρα ανοιχτά και προςθλωμζνα ςτα δικά τθσ. Ανκρϊπινα μάτια. Νοιμονα.

Μελωδία βιολιοφ! Κάποιοσ πολφ κοντά ζπαιηε βιολί μζςα ς’ εκείνθ τθ χωματερι. Άκουγε με κομμζνθ ανάςα. Πχι με τα αυτιά μόνο, με όλο τθσ το είναι λαχταρϊντασ να μθ ςταματιςει. Το βλζμμα τθσ ζπεςε ςτο γζρο. Άκουγε κι αυτόσ. Ιταν ολοφάνερο. Γαλινθ είχε αντικαταςτιςει τθν οδφνθ του προςϊπου του. Τα βογκθτά είχανε ςταματιςει.

Αποτράβθξε απαλά το χζρι τθσ κι άφθςε τθ μουςικι να τθν οδθγιςει ςτο παραδίπλα καμαράκι. Από το άνοιγμα τθσ μιςόκλειςτθσ πόρτασ είδε ζναν φαλακρό γζροντα με κατάλευκα, μακριά μαλλιά να παίηει βιολί. Ρροςθλωμζνοσ ςτθν κίνθςθ του δοξαριοφ οφτε που τθν πρόςεξε. Τθσ φάνθκε πωσ το πρόςωπό του ιταν μουςκεμζνο ςτα δάκρυα.

Επζςτρεψε ςτο κείο κι ζςκυψε επάνω του. «Είμαι θ Λφιγζνεια, θ μικρανεψιά ςου, κείε. Με κυμάςαι; Διάβαςα

το γράμμα ςου ςτθ κεία… Τθν αδελφι ςου… Κι ιρκα». Ο γζροσ τθν κοίταξε με γουρλωμζνα μάτια. Ρρόςεξε πωσ το

αςπράδι του ματιοφ του ιταν διάςτικτο από κόκκινεσ φλεβίτςεσ και τα βλζφαρά τελείωσ απογυμνωμζνα από βλεφαρίδεσ. Από το φαφοφτικο ςτόμα που ανοιγόκλεινε ςπαςμωδικά, ςαν να’ κελε να γραπϊςει αζρα,

Page 91: Όμορφη Ζωή!

91

βγαίνανε ακατανόθτα μουρμουρθτά και τρζχανε ςάλια. Ζςκυψε ακόμθ περιςςότερο επάνω του. Θ ανάςα του τθσ ζφερε αναγοφλα.

«Αυτόσ ζχει μόνο ζνα βιολί... Ραλιό!.. Τον αφινουν.. Εγϊ… χάπια τα φτφνω. Φονιάδεσ!.. Να με ςκοτϊςουν…».

Γραπϊκθκε με δφναμθ απ’ τα κάγκελα του κρεβατιοφ του κι ανζλπιςτα κατάφερε να αναςθκωκεί.

«Να φφ… φφγω!..» τραφλιςε. «Εν τάξει, κείε. Μόνο να δυναμϊςεισ λιγάκι…» τον κακθςφχαςε. Οι δυνάμεισ του τον εγκατζλειψαν. Ραράτθςε τα κάγκελα και

ξανάπεςε ςτο ςτρϊμα. «Ροια, ποια είςαι εςφ;» «Σου είπα, κείε. Θ μικρανεψιά ςου, θ Λφιγζνεια» «Θ Νατάςςα;.. Ροφ είναι θ Νατάςςα;» ρϊτθςε με αγωνία, οι

εξογκωμζνεσ φλζβεσ του λαιμοφ του ζτοιμεσ να διαρραγοφν «Κα’ ρκει αργότερα. Τϊρα είμαι εγϊ εδϊ» «Είςαι θ αδελφι μου;» «Θ μικρανεψιά ςου… Θ εγγονι του Δθμιτρθ, του αδελφοφ ςου. Θ

αδελφι ςου ζχει πεκάνει…» Μπικε μια νοςοκόμα με το μεςθμεριανό φαγθτό: κοτόπουλο με

πουρζ, ρυηόγαλο και μιλο κομπόςτα. Σ’ ζνα πιατάκι υπιρχαν τρία χαπάκια. Τα δφο άςπρα, το τρίτο ροη.

«Να φάει το φαί του και μετά να πιει και τα χάπια του. Μθν τα πετάξει πάλι!..» Θ προφορά τθσ ιταν ςαφϊσ ξενικι κι θ ζκφραςι τθσ αδιάφορθ και βαριεςτθμζνθ.

«Είςαι θ Νατάςςα;» τθ ρϊτθςε ο γζροσ με φωνι τρεμάμενθ από λαχτάρα.

«Θ Λουντμίλα. Θ Νατάςςα ζφυγε. Σου’ κανε τα χατίρια, αλλά ζφυγε. Βρικε αλλοφ δουλειά. μακάρι κι εγϊ!».

«Κζλω τθ Νατάςςα! Να… να’ ρκει!» «Ρρϊτθ φορά μιλάει ο παπποφσ τόςο καλά. Επειδι ιρκατε», είπε

θ νοςοκόμα κλείνοντασ πίςω τθσ τθν πόρτα. Μείνανε μόνοι οι δυο τουσ. «Να πασ ςτον Αναςτάςθ να πεισ… Τι γίνεται εδϊ να πεισ… Εςφ…»

μουρμοφριςε ξεψυχιςμζνα ο γζροσ κι ζκλειςε τα μάτια ςαν να τον είχε εξαντλιςει θ προςπάκεια.

Μόνο ακουςτά είχε θ Λφιγζνεια, τον πιο μεγάλο από τ’ αδζλφια του παπποφ τθσ, τον Αναςτάςθ. Ιξερε πωσ ηοφςε κάπου ςτα Άνω Ρατιςια, αλλά δεν τον είχε δει ποτζ. Χρόνια ιταν ςτο εξωτερικό. Θ κεία τον αντιπακοφςε ιδιαίτερα και τον είχε ξεγράψει από αδελφό, αφοφ οφτε μια καρτοφλα με ευχζσ δεν τθσ είχε ςτείλει ποτζ.

Page 92: Όμορφη Ζωή!

92

Τα δάχτυλα του γζρου βάλκθκαν να ηαρϊνουν νευρικά το ςεντόνι, το ςτόμα ανοιγόκλειςε ςπαςμωδικά μιπωσ και ξεκλζψει λίγο αζρα. Θ αγωνία τςίτωςε ακόμθ περιςςότερο το γκριηωπό πετςί επάνω ςτα κόκαλα του προςϊπου.

«Και ποφ είναι το ςπίτι του κείου Αναςτάςθ;» «Θ αυλι ζχει δυο πεφκα… Κοφνια… Το πθγάδι…» «Αλλά θ διεφκυνςθ;» Από το μιςάνοιχτο ςτόμα, μαηί με το βρόμικο χνϊτο, ζβγαινε

πλζον ζνασ ρόγχοσ. Ζμοιαηε να ζρχεται από ςκοτεινά ζγκατα. Κι θ ψυχι; Υπιρχε μια ψυχι που αδθμονοφςε για ελευκερία, φυλακιςμζνθ ς’ αυτό το αξιοκρινθτο περίβλθμα; Και πϊσ να είναι αυτι θ ψυχι; Μια ανάςα αζρα ι ζνασ κόκκοσ φωτόσ; Ενζργεια, τθσ είχε πει κάποτε ο Μάρκοσ, αυτό είναι θ ψυχι, φωτόνια ίςωσ που όταν αποδεςμευτοφν από το ςϊμα διατθροφν ςυνείδθςθ και μνιμθ. Τθσ είχε μάλιςτα αποκαλφψει ότι ο ίδιοσ είχε οραματιςτεί τθν ψυχι του. Ιταν τότε με τουσ μεγάλουσ ςειςμοφσ, όταν κατζρρευςαν όχι μόνο κτίρια κάβοντασ ανκρϊπουσ, αλλά και ο μφκοσ ότι θ Ακινα ιταν απρόςβλθτθ ςτον Εγκζλαδο.

Στζκεται λοιπόν ο Μάρκοσ ςτο παράκυρο τθσ κουηίνασ και βλζπει ζναν πφρινο τροχό να διατρζχει με ιλιγγιϊδθ ταχφτθτα τον ορίηοντα και να κατατρϊγει τα πάντα ςτο πζραςμά του. Μόλισ που προλαβαίνει να ςκεφτεί «τετζλεςται» κι ο τροχόσ τον ζχει καταβροχκίςει. Κι όμωσ, παραδόξωσ υπάρχει! Υπάρχει μετά απ’ αυτό… Και ξζρει τι ζχει ςυμβεί και ποιοσ είναι, κυμάται τα πάντα όςα ζηθςε. Κι είναι απόλυτα γαλινιοσ, απόλυτα ευτυχιςμζνοσ όςο ποτζ πριν…

Αυτό είναι θ ψυχι, είχε πει, ο Μάρκοσ. Φωσ. Μακαριότθτα. Συνείδθςθ. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο!

Ξανά το βιολί... Ροιοσ κινοφςε το δοξάρι που αποςποφςε ιχουσ παράδειςου από τθν κόλαςθ; Θ ψυχι ι το χζρι; Κι άραγε κα κυμότανε αυτι τθ μουςικι, όταν κι θ ίδια κάποτε αποςταηότανε ςε φωσ;

Ο κείοσ ιταν ιςυχοσ. Ρολφ ιςυχοσ. Από το ανοιχτό ςτόμα κανζνασ ιχοσ δεν ζβγαινε πια, το βουλιαγμζνο ςτικοσ ακινθτοφςε. Το βαςανιςμζνο πρόςωπο είχε μια ζκφραςθ γαλινθσ, τα μυτερά χαρακτθριςτικά ςαν να είχανε κάπωσ ςτρογγυλζψει. Νεκρόσ! Δεν ζνιωςε τίποτε θ Λφιγζνεια, απολφτωσ τίποτε. Μόνο ζνα κενό. Μζςα τθσ και γφρω τθσ.

Απαλά ζκλειςε τα μάτια του γζρου. Να ειδοποιοφςε τθ διεφκυνςθ; Αρκζςτθκε να τον ςκεπάςει με τθν κουβζρτα μζχρι το λαιμό και βγικε ςτο διάδρομο. Θ μουςικι είχε ςταματιςει και κα’ κελε να τθν ξανακοφςει. Τθν είχε ανάγκθ.

Page 93: Όμορφη Ζωή!

93

Βρικε τον βιολιςτι ςτθν ίδια κζςθ επάνω ςτο κρεβάτι του, μόνο που το βιολί αναπαυότανε ςτα πόδια του.

«Συγνϊμθ, αν ενοχλϊ, αλλά ικελα να ςασ πω ότι παίηετε πολφ ωραία!..»

Ο γζροσ κοφνθςε ελαφρά το κεφάλι. «Μπορείτε να ξαναπαίξετε το ίδιο κομμάτι που παίηατε πριν

λίγο;» «Το ίδιο, όχι. Αυτοςχεδιάηω, δεςποινίσ». Θ φωνι του ιταν

ανζλπιςτα αρρενωπι και ρωμαλζα, δεν ταίριαηε με τθν εικόνα του. «Τι κρίμα! Ο κείοσ μου ο Γεράςιμοσ μόλισ πζκανε, πζκανε ενϊ

παίηατε. Ρολφ ιςυχα. Τον βοικθςε θ μουςικι ςασ…» «Κεόσ ςχωρζς’ τον!» ζκανε ατάραχα ο γζροσ «Φοβότανε ότι κα τον ςκότωναν… Και είπε, αν κατάλαβα καλά,

πωσ εςείσ γλυτϊνετε επειδι ζχετε μόνο το βιολί!.. Είναι τίποτε απ’ αυτά αλικεια;..»

Ο γζροσ δεν ζβγαλε άχνα, όμωσ θ ζκφραςι του ζγινε ανιςυχθ. Ζριξε μια ματιά προσ τθν μιςάνοιχτθ πόρτα και τθσ ζκανε νόθμα να πάει κοντά του. Και πιο κοντά του…

«Δωμάτιο τρία, δεφτεροσ όροφοσ. ϊτα εκεί! » ψικφριςε μεσ ςτ’ αυτί τθσ και με μια κίνθςθ του χεριοφ του τθν ξαπζςτειλε.

Ο δεφτεροσ όροφοσ ιταν περιποιθμζνοσ και φωτεινόσ, με καλογυαλιςμζνο δάπεδο και πόρτεσ βαμμζνεσ ςε αποχρϊςεισ του μπλε. Χτφπθςε ςτον αρικμό τρία, ξαναχτφπθςε, δεν ζλαβε απάντθςθ και μπικε.

Το δωμάτιο καμιά ςχζςθ δεν είχε με τα προθγοφμενα. Ιταν ευχάριςτο κι ευρφχωρο, με κζα ςτον κιπο, κι επιπλωμζνο με διακριτικό γοφςτο. Ροφ να’ ταν ο ζνοικόσ του; Και τι να’ ξερε άραγε;

Άκουςε γριγορα βιματα ςτο διάδρομο και ςε λίγο μια νοςοκόμα τθν κοίταηε αυςτθρά και καχφποπτα από το άνοιγμα τθσ πόρτασ.

Ο τρόφιμοσ Καλιμζρθσ ιταν εκτόσ. Κα ερχόταν ςτο τζλοσ τθσ εβδομάδασ. Συγγενισ του και δεν το ιξερε;

Τθν οδιγθςε προσ τθν ζξοδο. Θ Λφιγζνεια ακολοφκθςε πεικινια με ςτόμα πικρό απ’ τθ δίψα και τθν απογοιτευςθ. Κρίμα να μθ βρει τον μυςτθριϊδθ τρόφιμο να τον ρωτιςει αν οι κατθγορίεσ του κείου είχαν ίχνθ ζςτω αλικειασ. Τουλάχιςτον όμωσ γνϊριηε τ’ όνομά του… Κοντά ςτθν ζξοδο κοντοςτάκθκε διςτακτικι. Δε κα’ πρεπε να ενθμερϊςει τθ νοςοκόμα για τον πεκαμζνο;.. Καλφτερα όχι. Μπορεί να ζμπλεκε και να κακυςτεροφςε… Κα τον ζβριςκαν άλλωςτε ςφντομα.

Page 94: Όμορφη Ζωή!

94

Ζξω θ ηζςτθ τθν αιφνιδίαςε. Κι ο αζρασ ςαν να’ χε δυναμϊςει. Χτφπθςε το κινθτό τθσ. Ξανά ο Ντίνοσ! Σιγά μθν απαντοφςε. Τθν κυνθγοφςε, γιατί τον ζφτυνε.

Ζτςι είναι το παιγνίδι. Ανελζθτο. Πποιοσ αντζξει. Πποιοσ λιϊςει τον άλλο. Το’ χε πλθρϊςει πανάκριβα το μάκθμα. Στα δεκαπζντε τθσ. Δάςκαλοσ ο Κανάςθσ, τρία χρόνια μεγαλφτερόσ τθσ, που, αφοφ τθν ξεπαρκζνεψε, του’ φυγε θ καψοφρα και βάλκθκε να κυνθγά τθ Μερόπθ. Κι θ ίδια άυπνθ τρία μερόνυχτα. Τελείωσ. Μια βδομάδα νθςτικι. Τελείωσ. Σκελετόσ. Ρεριφερόμενο κουρζλι. Επζηθςε πάντωσ κι από τότε ποτζ κανείσ δεν τθν ζχει παρατιςει. Τουσ παρατά πρϊτθ. Μερικά «πθδθματάκια» και μετά πζταμα. Στα αηιτθτα. Ζνασ τουσ μάλιςτα πιγε ν’ αυτοκτονιςει κι θ μάνα του τθν ζβριςε τθλεφωνικϊσ. Ασ αυτοκτονοφςε! Ζνασ μαλάκασ λιγότεροσ.

Καβάλθςε τθ Μιρζλλα, αλλά το πόδι τθσ ζμεινε μετζωρο επάνω από το γκάηι… Πχι! Πχι! Το ςτομάχι τθσ ιταν ςαφζσ. Είχε γίνει μια ςφιγμζνθ γροκιά. Δεν είχε καμιά απολφτωσ όρεξθ να ξαναπάει ςτο διαμζριςμα τθσ Φιλολάου. Για να βρει, τι; Τθ διεφκυνςθ του κείου Αναςτάςθ βζβαια… Κι ο λόγοσ; Να τον ενθμερϊςει –αν ηοφςε ακόμθ- για το κάνατο του αδελφοφ του και για τισ υποψίεσ του πωσ τον δθλθτθρίαηαν… Βλακείεσ! Ακόμθ κι αν ιξερε τι του γινόταν ο Γεράςιμοσ, αυτι τουσ ςυγγενείσ τθσ, ηωντανοφσ και πεκαμζνουσ αδιακρίτωσ, τουσ ζχει γραμμζνουσ και …ξεγραμμζνουσ.

Θ φωνι του Μάρκου μεσ ςτο κεφάλι τθσ: «Να πασ, τςιλιβίκρα! Να ψάξεισ! Και μθ φοβάςαι τόςο!..» Σκζτεσ μαλακίεσ ! Ρϊσ ςτο καλό του’ χει κολλιςει θ ιδζα πωσ από

τθ μια καιγόταν να μάκει για τθ μάνα τθσ, από τθν άλλθ ζτρεμε! Οφτε φοβόταν οφτε νοιαηόταν για τθ Φοίβθ! Γκάηωςε

αποφαςιςτικά. Γραμμι λοιπόν για τθ Φιλολάου, γραμμι για τα μιςθτά άδυτα τθσ κείασ… Ρανζξυπνοσ ο Μάρκοσ, αλλά καμιά φορά ζπεφτε ζξω…

Τα πάντα ςτθν κρεβατοκάμαρα τθσ κείασ, με εξαίρεςθ το παχφ

ςτρϊμα ςκόνθσ που τα ςκζπαηε, ιταν ακριβϊσ όπωσ τα’ χε αφιςει τθ μζρα που’ χε μπει ςτο νοςοκομείο για να βγει πτϊμα: το ςτενό κρεβάτι με τα δυο κεντθτά μαξιλαράκια, οι χνουδωτζσ, ςτραβοπατθμζνεσ παντόφλεσ, τα πρεςβυωπικά γυαλιά με το μαφρο κορδονάκι, το

Page 95: Όμορφη Ζωή!

95

μιςοκαμζνο κερί και τα ςπίρτα –για τθν περίπτωςθ διακοπισ του θλεκτρικοφ ρεφματοσ- το ανοιγμζνο κουτάκι ντεπόν. Επιπλζον, δυο πολυκρόνεσ με βυςςινιά καλφμματα και τα θλιοτρόπια του Βαν Γκογκ κρεμαςμζνα ςτον τοίχο. Τα είχε αγοράςει θ κεία, ςε μια ζκρθξθ φιλότεχνθσ διάκεςθσ, ςε ρολό, από τθ Λαϊκι Αγορά μαηί με φαςουλάκια και ντομάτεσ. Θ κορνίηα τισ είχε ςτοιχίςει τρεισ φορζσ τθν αξία του πίνακα.

H Λφιγζνεια άνοιξε τθν εντοιχιςμζνθ ντουλάπα. Απογυμνωμζνεσ ξφλινεσ κρεμάςτρεσ... Πλα τα ροφχα τθσ κείασ τα’ χε ξεφορτωκεί τον καιρό που εκείνθ ιταν ςτο νοςοκομείο. Αν από καφμα γινόταν καλά, δε κα’ χε τίποτε να βάλει επάνω τθσ! Κα τριγυρνοφςε με τθ νυχτικιά. Πμωσ θ ντουλάπα δεν ιταν κι εντελϊσ άδεια. Στριμωγμζνα άκρθ άκρθ κρζμονταν δυο φουςτάνια, το γαλάηιο με τα τιραντάκια και το καφζ με το γυριςτό γιακά. Τθσ μάνασ τθσ! Ζνασ κεόσ ξζρει γιατί τα’ χε κρατιςει! Μάλιςτα μετά τθν κθδεία είχε τθν ζμπνευςθ να τα προβάρει. Τθσ πζφτανε λίγο φαρδιά και πολφ μακριά. Θ Φοίβθ ιταν γυναικάρα, αυτι αδφνατθ και κοντοςτοφπα. Κα’ χε πάρει απ’ αυτόν τον Μαρκζσ, τον ςπερμοδότθ… Και καλφτερα! Αν ζμοιαηε τθσ μάνασ τθσ , κα μιςοφςε τον ίδιο τθσ τον εαυτό. Άλλωςτε του Μάρκου του αρζςει πολφ που είναι ζτςι μικροκαμωμζνθ. Τθ φωνάηει, εκτόσ από «τςιλιβίκρα», καμιά φορά και «πορςελάνινθ κουκλίτςα». Τθν ζχει για όμορφθ, εντάξει, το «πορςελάνινθ» όμωσ τθν είχε βάλει ςε ςκζψεισ. Μιπωσ εννοοφςε εφκραυςτθ;.

Μπα! Κάκε άλλο! Ρζτρα ιταν! τθν είχε κακθςυχάςει. Θ πορςελάνθ είχε να κάνει μόνο με τθν τζλεια επιδερμίδα τθσ.

Αυτι θ πζτρα μζςα τθσ, ι οτιδιποτε άλλο ιταν, τθν είχε κάνει να ςτυλϊςει δυνατά ςτο πάτωμα τα κοκκαλιάρικα ποδαράκια τθσ και να ςτακεί με το κεφάλι ψθλά, το πθγοφνι πεταγμζνο προσ τα ζξω και το βλζμμα ατρόμθτο μπροσ ςτο φακό, ζνα πραγματάκι μια ςταλιά, οφτε τριϊν χρονϊν καλά καλά, ςτθ φωτογραφία που φυλά ςτο πορτοφόλι τθσ. Καμαρϊνει για εκείνο το κοριτςάκι, ιδίωσ για το βλζμμα του… Το βλζμμα είναι θ ίδια, αυτι που δεν το βάηει ποτζ κάτω...

Από το επάνω μζροσ τθσ ντουλάπασ κατζβαςε κι αράδιαςε ςτο κρεβάτι χαρτιά, πιαςμζνα με ςυνδετιρεσ, ατηζντεσ, ςυνταγζσ μαγειρικισ. Κάπου εκεί μζςα πικανόν να ιταν τρυπωμζνθ κι θ διεφκυνςθ του Αναςτάςθ.

Ροφ να πάρει! Τθσ κόβεται θ ανάςα. Θ καρδιά τθσ ςχεδόν ςταματά. «Φωτογραφίεσ Φοίβθσ» γράφει απ’ ζξω με μαφρο μαρκαδόρο ο μεγαλοφτςικοσ φάκελοσ. Να τον πετάξει αμζςωσ δίχωσ να τον ανοίξει! Αυτό πρζπει να κάνει! Αυτό! Μα τα χζρια τθσ δεν υπακοφν. Τα χζρια τθσ

Page 96: Όμορφη Ζωή!

96

κάνουν άλλα. Τρεμάμενα ανοίγουν το φάκελο... Λαίμαργα τα μάτια κοιτάνε…

Να θ Φοίβθ μωρό!.. Σωςτό αγγελοφδι, μόνο τα φτερά τισ λείπουνε. Τζτοια κοριτςάκια τα κυνθγάνε οι διαφθμιςτζσ, για να τα βάλουν ςτισ διαφθμίςεισ τουσ. Γοθτευτικά πλαςματάκια που ςε κάνουν να λαχταράσ ν’ αγοράςεισ τα πάμπερσ που φοράνε, τισ κρεμοφλεσ που τρϊνε, το γαλατάκι που πίνουνε.

Ρόςο χρονϊν άραγε να είναι ς’ αυτιν τθ φωτογραφία που απλϊνει τα χζρια ςαν για να αγκαλιάςει κάτι ι κάποιον που δε φαίνεται και μοιάηει να αγνοεί πωσ ο φακόσ τθ ςθμαδεφει; Δεκαεφτά; Είκοςι; Ζχει κάτι το άπιαςτο και ρευςτό ςαν να είναι από νερό. Ακϊα δείχνει και πονετικι, μα ταυτόχρονα αδιάφορθ, όχι από προαίρεςθ ίςωσ, αλλά μάλλον από ανικανότθτα να δει και ν’ αγγίξει τον κόςμο.

Θ Λφιγζνεια δεν ξεκολλά τα μάτια από επάνω τθσ. Σαν να ’χει υπνωτιςτεί. Ανοχφρωτθ είναι, αφφλακτθ πόρτα! Ριάνει με τα δυο τθσ χζρια το κεφάλι, το ςφίγγει δυνατά, ςαν να κζλει να το ςυντρίψει. Από ποιεσ αδιόρατεσ ρωγμζσ τρυπϊνει εκεί μζςα θ Φοίβθ; Τθν ζχει εγκαταλείψει κι όμωσ τθν κυνθγά! Μζχρι πότε;

Κακαριςτό γζλιο! Τθν κοροϊδεφει... Τθν προκαλεί... Θ ςκρόφα θ μάνα τθσ!.. Μα ποφ κρφβεται; Ρετάγεται επάνω. Κοιτά γφρω. Ξανά το γζλιο, ξεκυμαςμζνο αρκετά. Βγαίνει ςτο μπαλκόνι. Θ γειτόνιςςα ςτο διπλανό μπαλκόνι είναι που γελά μιλϊντασ ςτο κινθτό…

Πχι άλλεσ φωτογραφίεσ. Αρκετά!.. Ραγωμζνθ, με ςφιγμζνα δόντια, τισ ςκίηει πριν ξεφυλλίςει τθν τελευταία ατηζντα.

Είχε ςχεδόν απελπιςτεί ότι κα’ βριςκε κάτι για τον Αναςτάςθ, όταν το μάτι τθσ ζπεςε ςτο ξεκωριαςμζνο από τθν πολυκαιρία όνομά του. Διευκρινιςτικά υπιρχε πλάι κι θ λζξθ «αδελφόσ». Το τθλεφωνικό του νοφμερο ιταν παραδόξωσ ευανάγνωςτο. Μςχυε όμωσ; Βάλκθκε να το διαπιςτϊςει αμζςωσ.

Τθσ απάντθςε μια γυναικεία φωνι, αόριςτα εχκρικι, με ςαφϊσ ξενικι προφορά.

Μάλιςτα. Αυτό ιταν το τθλζφωνο του Αναςτάςθ Καραηιςθ, αδφνατο όμωσ να μιλιςει! Ιταν ξαπλωμζνοσ. Άρρωςτοσ. Πχι πολφ βαριά, αλλά άρρωςτοσ. Ροια κυρία τθλεφωνοφςε;…H ανιψιά του, θ Λφιγζνεια; Ροια Λφιγζνεια; Ροτζ δεν είχε ακοφςει τζτοιο όνομα. Οφτε και για καμιά ανιψιά είχε ακοφςει τρία χρόνια παντρεμζνθ με τον Αναςτάςθ!

Ρριν θ Λφιγζνεια προλάβει να πει λζξθ για το κάνατο του Γεράςιμου, θ ςφηυγοσ τισ ζχει κλείςει κατάμουτρα το τθλζφωνο.

Page 97: Όμορφη Ζωή!

97

Από τον Ο.Τ.Ε. πλθροφορικθκε τθ διεφκυνςθ του Αναςτάςθ: Μελενίκου 7, Άνω Ρατιςια.

Κα πιγαινε οπωςδιποτε να τον βρει. Από πείςμα κυρίωσ! Σιγά μθν επζτρεπε ςτθ κακότροπθ ςτρίγγλα να κάνει το δικό τθσ!

Στουσ πθγμζνουσ δρόμουσ θ Μιρζλλα ελιςςόταν αφινοντασ πίςω

τθσ αργοκίνθτεσ πομπζσ από λεωφορεία, ιδιωτικά αυτοκίνθτα, βοκρατηίδικα, βυτιοφόρα, φορτθγά, μπετονιζρεσ, γερανοφσ. Αγζρωχθ περνοφςε από λερζσ πολυκατοικίεσ, καχεκτικά φυτά ςτα μπαλκόνια, ςυνεργεία αυτοκινιτων, προποτηίδικα, ςουβλατηίδικα, μαρμαράδικα, βενηινάδικα, διαφθμιςτικζσ ταμπζλεσ, παρανόμωσ παρκαριςμζνα οχιματα, κάδουσ απορριμμάτων με ξζχειλα, παρά τθν οικονομικι κρίςθ, ςκουπίδια. Τςαπατςουλιά παντοφ, να ςυνθκίηει το μάτι, να μθν επαναςτατεί θ ψυχι ςτθν αςκιμια…

Ζξω από το νεκροταφείο τθσ Λφιγζνειασ τθσ ιρκε θ επικυμία να μπει μζςα ν’ αναπνεφςει λίγο κακαρό αζρα. Γιατί τα νεκροταφεία να τα κρατοφν οι νεκροί, να μθν είναι αυτζσ οι οάςεισ θρεμίασ και πράςινου ανοιχτζσ όλο το εικοςιτετράωρο ςτουσ ηωντανοφσ για ρομαντικοφσ περιπάτουσ κι ενατενίςεισ τθσ ςελινθσ, για παιγνίδια των παιδιϊν και κυριακάτικα πικνίκ;

Στρίβοντασ ςτθ Μελενίκου βρζκθκε απροςδόκθτα ς’ ζναν άλλον κόςμο, ξεχαςμζνο από τουσ εργολάβουσ και τα κζλγθτρα τθσ αντιπαροχισ, ς’ ζναν δρομάκο, όπου ο χρόνοσ είχε ςταματιςει, άγνωςτο πϊσ και γιατί! Οι παλιζσ μονοκατοικίεσ με τισ αυλίτςεσ, οι πυκνζσ νεραντηιζσ ςτα πεηοδρόμια, τα παιδιά με τα ποδθλατάκια, οι νωχελικζσ γάτεσ ανζδιδαν άρωμα γαλινθσ…

Το νοφμερο εφτά ιταν μιςοςβθςμζνο και ςτο κουδοφνι τθσ αυλόπορτασ δεν υπιρχε τ’ όνομα του Αναςτάςθ Καραηιςθ. Εκτόσ από ζνα κομμάτι βεράντασ, μ’ απλωμζνα ροφχα και δυο πάνινεσ πολυκρόνεσ, το ςπίτι ιταν ςχεδόν ακζατο. Αποτραβθγμζνο ςτο βάκοσ τθσ αυλισ αςφυκτιοφςε μζςα ςε πυκνά, αφρόντιςτα δζντρα και κάμνουσ. Τα δφο πεφκα ιταν εκεί, αλλά κοφνια δεν υπιρχε… Οφτε και το πθγάδι κατάφερε να διακρίνει.

Μόνο το τρίτο τθσ κουδοφνιςμα, πειςματικά παρατεταμζνο, ζφερε αποτζλεςμα. Μια ξανκιά, γεματοφτςικθ νζα γυναίκα, εμφανίςτθκε ςτθν βεράντα. Κοίταξε προσ τθν αυλόπορτα αναποφάςιςτθ

Page 98: Όμορφη Ζωή!

98

για τθν επόμενθ κίνθςι τθσ. Θ Λφιγζνεια ζβαλε τισ φωνζσ ηθτϊντασ να τθσ ανοίξει.

Τα τςόκαρα τθσ γυναίκασ βροντοφςαν ςτα ςκαλιά, κακϊσ τα κατζβαινε. Με νωχελικό, βαριεςτθμζνο βιμα και βλοςυρό φφοσ ηφγωνε τθν αυλόπορτα. Από τθν άκρθ τθσ φοφςτασ τθσ ιταν γραπωμζνο ζνα ξανκό, ξυπόλθτο παιδάκι, περίπου τριϊν χρονϊν. Γιοσ τθσ αναμφίβολα. Θ ομοιότθτά τουσ ζβγαηε μάτι.

Θ γυναίκα ιταν ανζνδοτθ. Ανιψιά ι οτιδιποτε άλλο, δεν μποροφςε να δει τον Αναςτάςθ. Δεν τθσ το είχε πει ςτο τθλζφωνο; Ιταν ςτο κρεβάτι. Ασ ερχόταν μια άλλθ φορά!

Δεν επρόκειτο να φφγει. Κα’ μενε εκεί ζξω και κα χτυποφςε το κουδοφνι μζχρι το βράδυ. Κι αν χρειαηόταν, όλθ τθ νφχτα.

Φαρμάκι το βλζμμα τθσ ξανκιάσ, τα χείλθ ςφιγμζνα, δυο κάκετεσ ρυτίδεσ ςθμάδευαν το λείο μζτωπο.

«Ραντρευτικαμε και το μυαλό του είναι εντάξει. Εςφ δεν ζχεισ δικαίωμα! Μόνο εγϊ και το παιδί…»

Θ Λφιγζνεια ξζςπαςε ςε γζλια. «Ϊςτε αυτό είναι; Νομίηεισ ότι ιρκα για κλθρονομιζσ; Ρζφτεισ

ζξω!» «Χαηι είμαι να ςε πιςτζψω; Δεν ξζρω τι τραβάνε οι κοπζλεσ ςαν κι

εμζνα; Από εςάσ!» «Κζλω μόνο να δω το κείο μου. Να μιλιςουμε λιγάκι. Για

οικογενειακά... Ρζκανε ο αδελφόσ του ςτο γθροκομείο…» Θ ξανκιά ζμεινε αςυγκίνθτθ. «Το ξζρουμε!..Μασ τθλεφϊνθςαν πριν λίγο…» Τθσ γφριςε τθν πλάτθ και ξεμάκρυνε με τον μικρό πιαςμζνο από

τθ φοφςτα τθσ. Θ Λφιγζνεια πίεςε μανιακά το κουδοφνι. Στθν ανάγκθ κα πθδοφςε και μζςα. Ο μαντρότοιχοσ δεν ιταν τόςο ψθλόσ. Άπρακτθ πάντωσ αποκλειόταν να φφγει. Δεν παραδεχόταν κλειςτζσ πόρτεσ.

Ζνασ γζροντασ με φωτοςτζφανο άςπρων μαλλιϊν γφρω από το γυμνό του κρανίο ξεπρόβαλε ςτθ βεράντα. Θ γυναίκα βάλκθκε να τον τραβολογά προσ το εςωτερικό του ςπιτιοφ. Αυτόσ αντιςτεκόταν ςκεναρά. Θ Λφιγζνεια ζβαλε τισ φωνζσ.

«Αν δεν μου ανοίξεισ αμζςωσ, τθλεφωνϊ τϊρα ςτθν αςτυνομία ότι κακοποιείσ το κείο μου. Κα ςε κλείςω ςτθ φυλακι!»

Θ απειλι τθσ ζφερε άμεςο αποτζλεςμα…. Μζςα από τισ χαραμάδεσ των ματιϊν του, κάτω από τα πρθςμζνα

του βλζφαρα, ο γζροσ τθν κοίταηε ανζκφραςτα κι θ Λφιγζνεια αναρωτικθκε, αν, παρά τθν επίμονθ προςιλωςι τουσ, εκείνα τα μάτια

Page 99: Όμορφη Ζωή!

99

εξυπθρετοφςαν ικανοποιθτικά τον κάτοχό τουσ. Το πρόςωπό του ιταν πλατφ, ςχεδόν αρυτίδωτο, με πλακουτςωτι μφτθ κι επίπεδα χαρακτθριςτικά ςαν να’ χαν περάςει από πρζςα. Σε τίποτε δεν ζμοιαηε με το πρόςωπο του Γεράςιμου, αλλά βζβαια εκείνο ιταν ζνα πρόςωπο ςμιλεμζνο από το κάνατο, μια μάςκα κανάτου…

«Ϊςτε είςαι θ Λφιγζνεια, θ εγγονι του αδελφοφ μου του Δθμιτρθ! Και να ςε γνωρίηω τϊρα!.. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτζ… Κι ιρκεσ να μου πεισ για το κάνατο του Γεράςιμου… Μασ ειδοποίθςαν, κορίτςι μου, αλλά θ Βζρα δε κα μ’ αφιςει να πάω ςτθν κθδεία!»

«Για το καλό ςου!..» «Ναι! Σ’ ζπιαςε μεγάλοσ πόνοσ! Αφοφ αυτό περιμζνεισ, να τα

κακαρϊςω, για να κάνεισ κουμάντο εδϊ μζςα και να ςκυλοπθδιζςαι ελεφκερα!»

«Άδικα ηθλεφεισ. Είμαι κυρία εγϊ! » «Ξζρεισ πολφ καλά τι είςαι!.. Και ο γιοσ ςου είναι μπάςταρδο. Του

υδραυλικοφ. Σασ άκουςα εγϊ. Δεν κοιμόμουν!» «Εςφ είςαι μπάςταρδοσ!» ξεμφτιςε ο μικρόσ από τθ φοφςτα τθσ

μάνασ του «Να κάνουμε εξζταςθ να δεισ ότι είναι γιοσ ςου». «Άντε παράτα με, πονθρι αλεποφ, και φτιάξε μασ δυο καφεδάκια.

Φζρε και τα κουλουράκια. Του βουτφρου…» Θ Βζρα εξαφανίςτθκε κι ο γζροσ ςτράφθκε ςτθν Λφιγζνεια. «Κακό μπελά ζβαλα ςτο κεφάλι μου, ανιψιά. Τθ ςυμπόνεςα,

βλζπεισ.. Κι αυτι παρίςτανε τθν Ραναγία! Τθν πιρα να με φροντίηει και μου αρχίηει τισ κλάψεσ. Αχ, δεν ζχω άδεια παραμονισ κι αλίμονο αν μ’ απελάςουν! Θ μάνα μου είναι κατάκοιτθ, ο αδελφόσ μου άνεργοσ. Εγϊ τουσ ταΐηω. Κα πεκάνουν από τθν πείνα! Κι όλο να χαϊδολογιζται επάνω μου τάχα για παρθγοριά. Κι όςο κι αν φαίνομαι χοφφταλο, βαςτϊ ακόμθ… Οπότε πιάνει το ψθςτιρι τθσ για παντρειά. Ρϊσ αλλιϊσ κα εξαςφάλιηα ότι δε κα τθν ξαπόςτελναν ςτθν Ουκρανία; Είπα να κάνω ζνα ψυχικό, ιμουν και τςιμπθμζνοσ, τθ ςτεφανϊκθκα. Και μόλισ μπικε το ςτεφάνι, ζδειξε ποια είναι. Οχιά!.. Οχ, ζρχεται…»

Ραγερι θ Βζρα ακοφμπθςε το δίςκο με τουσ καφζδεσ και τα κουλουράκια ςτο ςιδερζνιο τραπεηάκι και διλωςε πωσ κα πιγαινε μαηί με το παιδί ςτο Χαλάνδρι να επιςκεφτεί τθ φίλθ τθσ, τθν Αλεξάνδρα.

«Στον αγφριςτο!» μουρμοφριςε ο γζροσ μζςα απ’ τα δόντια του, όταν θ γυναίκα του εξαφανίςτθκε από το οπτικό του πεδίο. οφφθξε δυνατά τον καφζ του και πλατάγιςε ικανοποιθμζνοσ τθ γλϊςςα του. «Επιτζλουσ, ζμακε να φτιάχνει καφζ θ κυρία! Κάτι είναι κι αυτό». Ανζςυρε από τθν τςζπθ τθσ ριγωτισ πιηάμασ του ζνα πακζτο κι άναψε

Page 100: Όμορφη Ζωή!

100

τςιγάρο. « Μου απαγορεφει να καπνίηω, τάχα για τθν υγεία μου. Σιγά!.. Μόνο και μόνο για να με βαςανίηει. Ρροχτζσ άπλωςε και χζρι επάνω μου. Τόλμθςε! Αλλά δεν είμαι ακόμθ ψοφίμι. Τθσ τραβϊ μια ςφαλιάρα κι ανοίγει θ μφτθ τθσ. Βρε, κοίτα πϊσ τα φζρνει θ άτιμθ θ ηωι, τι γυρίςματα ζχει! Γνϊριςα τόςα και τόςα κθλυκά, ςτεφάνι δεν ζβαλα, ικελα τθν ελευκερία μου και ςτο τζλοσ λοφηομαι τθ χειρότερθ!.. Εςφ τϊρα νομίηεισ πωσ τθν ξζρεισ τθ ηωι, αλλά δεν ξζρεισ τίποτε. Τίποτε!» είπε με πείςμα κι θ Λφιγζνεια πρόςεξε πωσ οι ςχιςμζσ των ματιϊν του είχαν φαρδφνει και τα ματάκια του ζλαμπαν από ηωντάνια. «Ρϊσ κι αποφάςιςεσ να με βρεισ; Μόνο για να μου πεισ πωσ ο αδελφόσ μου πζκανε;.. »

«Και γι’ αυτό…» «Και τι άλλο;» «Ρριν ξεψυχιςει, ο κείοσ Γεράςιμοσ μου ηιτθςε…» Κόμπιαςε.

«Να, είχε ςτείλει ζνα γράμμα ςτθ κεία μου κι ζλεγε πωσ του δίνανε φάρμακα να τον ξεκάνουν και να του πάρουνε το ςπίτι… Τθν παρακαλοφςε να τον βγάλει από τθ «Γαλινθ», να τον ςϊςει… Του είπα πωσ δε ηοφςε θ κεία… Με παρακάλεςε τότε να βρω εςάσ …Αν κζλετε να το ψάξετε το κζμα, υπάρχει κάποιοσ τρόφιμοσ που μπορεί ίςωσ να βοθκιςει. Τον λζνε…»

Ο γζροσ τθ διζκοψε ανυπόμονα. «Βρε, κορίτςι μου, τον πιρεσ ςτα ςοβαρά τον φουκαρά! Είχε

ξεκουτιάνει. Ρζκανε από ανακοπι καρδιάσ…» «Κι αν θ ανακοπι προκλικθκε, επίτθδεσ, από μεγάλθ δόςθ

θρεμιςτικϊν;..» «Ασ ποφμε ότι είναι κι ζτςι. Και λοιπόν;» «Δε ςασ νοιάηει;» «Κακόλου, κορίτςι μου. Ζτςι κι αλλιϊσ ο αδελφόσ μου τα’ χε φάει

τα ψωμιά του. Το μόνο που με νοιάηει είναι πϊσ κα ξεφορτωκϊ αυτι τθ ςκφλα, πϊσ κα τθν ξεδοντιάςω. Μόνθ χαρά μοφ ζμεινε να ξυπνϊ πρωί πρωί και να κάκομαι ιςυχα ςτθ βεράντα, ενϊ αυτι ψοφολογά! Στον παράδειςο βρίςκομαι. Με το ποφ κα ςθκωκεί το τζρασ, μετακομίηω ςτθν κόλαςθ!» Άναψε τςιγάρο και γζλαςε μ’ ζνα ςαρδόνιο γζλιο. «Εμζνα που με βλζπεισ ζχω κάνει πράγματα και κάματα! Οφτε τα βάηει ο νουσ τ’ ανκρϊπου!.. Και να’ χω τϊρα αυτό το γφναιο επάνω απ’ το κεφάλι μου!» Βφκιςε το βλζμμα του ςτθ ςκοτεινιά που όλο πφκνωνε κι απλωνόταν ςτθν αυλι ςαν χυμζνο μελάνι. Μια νεαρι με τηίν, αλογοουρά και μωρό ςε καροτςάκι πζραςε από το δρόμο.. «Ζηθςα ιςτορίεσ να ςου ςθκϊνεται θ τρίχα εγϊ, ανιψιά! Στθν αρχι, πριν ακόμθ καταλάβω τι φίδι ηζςταινα ςτον κόρφο μου, τθσ τισ ζλεγα.

Page 101: Όμορφη Ζωή!

101

Σκυλοβαριότανε αυτι κι οφτε που ζμπαινε ςτον κόπο να το κρφψει. Το’ ραψα λοιπόν. Αλλά άμα δεν μπορείσ να πεισ τισ ιςτορίεσ ςου, είναι ςαν να μθν τισ ζχεισ ηιςει. Κι είναι ςαν να μθν ζχεισ ηιςει κι εςφ!.. »

Θ Λφιγζνεια είδε τισ ανείπωτεσ ιςτορίεσ του γζρου να μαραηϊνουν μεσ ςτθ ςιωπι. Τον λυπικθκε.

«Εγϊ κα ικελα να ακοφςω τισ ιςτορίεσ ςασ, κείε…» Ο γζροσ χαμογζλαςε ικανοποιθμζνοσ, τράβθξε βακιά ρουφθξιά

καπνοφ κι άρχιςε: Γερμανικι κατοχι. Κι αυτόσ φυλακιςμζνοσ ςτο φοβερό Άουςβιτσ

εξαιτίασ τθσ αντιςταςιακισ του δράςθσ, κυρίωσ ςαμποτάη ςε τρζνα. Ρόςοι ζχουν δραπετεφςει από το Άουςβιτσ; Ελάχιςτοι. Ιταν ζνασ απ’ αυτοφσ! Επειδι δεν παραδεχόταν το αδφνατο. Θ Βζρα βζβαια δεν τον πίςτευε. Ζλεγε πωσ όλα ιταν ςενάρια του πειραγμζνου μυαλοφ του. Με μιςόκλειςτα τα μάτια, το κεφάλι λιγάκι γερτό προσ τα πλάγια ο γζροσ ιταν ςαν να μιλοφςε ςτον εαυτό του. Είχε δραπετεφςει λοιπόν κρεμαςμζνοσ κάτω από ζνα καμιόνι που κουβαλοφςε τρόφιμα ςτο ςτρατόπεδο. Με τα πολλά βρζκθκε ς’ ζνα χωριουδάκι. Ηθτιάνεψε νερό και ψωμί από μια αγρότιςςα που ηοφςε ολομόναχθ ς’ ζνα απομονωμζνο ςπιτάκι. Τθ λζγανε Οφρςουλα, χιρα, ο άντρασ τθσ είχε ςκοτωκεί ςτθ ωςία. Ζμεινε μαηί τθσ κοντά εξάμθνο, μζχρι που θ Οφρςουλα κατάφερε τον ξάδελφό τθσ τον νταλικζρθ να τον πάει μζχρι τα ιταλικά ςφνορα… Οι χωριανοί είχαν αρχίςει να τουσ κουτςομπολεφουν. Κινδφνευαν κι οι δυο…

Τα κατάφερε! Ρζραςε τα ςφνορα, πζραςε και τισ Άλπεισ. Ρείνα, ςκιςμζνα πόδια, λφκοι, κρφο. Ρρόωρα χιόνια μινα Αφγουςτο. Κι όμωσ! Ζφταςε ςτο Μιλάνο! Κουρζλι, αλλά ηωντανόσ.

Με το τζλοσ του πολζμου επιςτρζφει ςτθ Γερμανία κι αςχολείται με επιχειριςεισ ςτο κατεςτραμμζνο Βερολίνο, όπου υπιρχε οργαςμόσ ανοικοδόμθςθσ και αναςυγκρότθςθσ. Ράει καλά. Στο μεταξφ όμωσ είχε αποκτιςει το πάκοσ τθσ ρουλζτασ. Αποτζλεςμα; Οικονομικι καταςτροφι… Ωςτόςο «ουδζν κακόν αμιγζσ καλοφ». Γιατρεφτθκε απ’ το πάκοσ του και βρικε δουλειά ςε αςφαλιςτικι εταιρεία. Πταν ςυνταξιοδοτικθκε, άρχιςε θ νοςταλγία κι επζςτρεψε ςτθν Ακινα, ςτο πατρικό ςπίτι. Μια χαρά τα πιγαινε, μζχρι που ςτθ ηωι του μπικε αυτι θ ςτρίγγλα!..

Σταμάτθςε να πάρει ανάςα και να βρζξει το ςτόμα του με λίγο νεράκι. Άναψε και τςιγάρο. «Ράντα ακροβατοφςα ςτθν κόψθ του ξυραφιοφ, μια κανονικι ηωι κα ιταν θ καταδίκθ μου, αλλά είχα τθ ςιγουριά πωσ ςτο τζλοσ κα τθν

Page 102: Όμορφη Ζωή!

102

ζβγαηα κακαρι… Μ’ ζναν καλό δικθγόρο κα καταφζρω και τϊρα να τθ διϊξω! Ε, Λφιγζνεια;» «Κα τα καταφζρετε, κείε! Ζχετε τςαγανό!» Ο γζροσ χαμογζλαςε ικανοποιθμζνοσ. «Κα ςου δείξω φωτογραφίεσ από τα νιάτα μου. Τισ ζχω κλειδωμζνεσ μθ μου τισ πετάξει αυτι. Μου ζχει εξαφανίςει ζνα ςωρό ενκφμια, τάχα ότι τακτοποιεί. Από κακία το κάνει. Να μου κόψει κζλει τισ ρίηεσ, να μθν είμαι παρά ζνασ παλιόγεροσ, ζνα ζρμαιο. Κα δεισ τι λεβζντθσ ιμουν!» «Για όνομα του κεοφ, όχι άλλεσ φωτογραφίεσ!» τθσ ιρκε να φωνάξει, αλλά ο γζροσ είχε κιόλασ εξαφανιςτεί με απροςδόκθτθ ςβελτάδα ςτο εςωτερικό του ςπιτιοφ. Επζςτρεψε μ’ ζνα βυςςινί άλμπουμ με φκαρμζνεσ γωνίεσ κι ζνα ςαραβαλιαςμζνο χαρτόκουτο με φωτογραφίεσ χφμα κι αποκόμματα εφθμερίδων. Ρροςεχτικά, ςχεδόν ευλαβικά, ακοφμπθςε τα πάντα ςτο τραπζηι Οι φωτογραφίεσ του άλμπουμ ιταν κυρίωσ από τα χρόνια του ςτθ Γερμανία. Ο καλοντυμζνοσ ομορφάντρασ, κατά κανόνα με γυναικεία ςυντροφιά, ςυχνά ςε τρυφερι ςτάςθ, μόλισ και μετά βίασ κφμιηε τον γζροντα μπροςτά τθσ με τισ ριγζ πιηάμεσ και τισ ςτραβοπατθμζνεσ παντόφλεσ. Ολόκλθρθ τθν τελευταία ςελίδα ζπιανε θ αςπρόμαυρθ φωτογραφία μιασ κοπελίτςασ με λεπτό, μελαγχολικό πρόςωπο κι ζνα ανεπαίςκθτο χαμόγελο που μάλλον τόνιηε παρά ελάφρυνε τθ μελαγχολία του. Ιταν θ Οφρςουλα! Τον καιρό ποφ ιταν μακιτρια. Τθν είχε πάρει μαηί του φεφγοντασ τθ φωτογραφία να τθ κυμάται και τθν είχε μεγεκφνει.

«Αχ, μόνο αυτι μ’ αγάπθςε αλθκινά, ανιψιά! Το κατάλαβα τϊρα τελευταία. ίςκαρε τα πάντα για μζνα και ποτζ δε ηιτθςε κάτι ς’ αντάλλαγμα. Τθ βλζπω ςυχνά ςτον φπνο μου, μιλάμε… Δε μιλοφςαμε γι’ αγάπθ τότε. Ιταν μουγκοί οι καιροί…» «Πταν ξαναπιγατε ςτθ Γερμανία κα τθ βρικατε…» «Μπα! Οφτε ποφ τθν ζψαξα, κορίτςι μου. Με πιρε θ ηωι ςβάρνα. Και γνϊριςα τόςεσ άλλεσ γυναίκεσ!.. Ραράξενθ είναι θ ηωι! Κι ζχει κι ζνα χιοφμορ! Σπάει κόκαλα. Εγϊ ζπρεπε να μιςοςτραβωκϊ από τα γεράματα για να δω… Άλλοι λζνε «Ραναγιά μου», εγϊ λζω πια «Οφρςουλά μου…»

Θ φωνι του ζτρεμε, θ Λφιγζνεια κα’ κελε να τον αγκαλιάςει, όμωσ ζμενε κακθλωμζνθ κι αμιχανθ.

Page 103: Όμορφη Ζωή!

103

Κουδοφνιςε το τθλζφωνο. Ο κείοσ απρόκυμα ξαναμπικε ςτο εςωτερικό του ςπιτιοφ ν’ απαντιςει. Θ ςυνομιλία μάκραινε, αν και δεν ιταν ακριβϊσ ςυνομιλία. Ο γζροσ ςχεδόν δε μιλοφςε, μόνο άκουγε.

Θ Λφιγζνεια βάλκθκε να ςκαλίηει το χαρτόκουτο να περάςει θ ϊρα. Ανάμεςα ςτθ ςυνθκιςμζνθ χαρτοφρα που οι γζροι δυςκολεφονται να αποχωριςτοφν τθν προςοχι τθσ τράβθξε ζνασ φάκελοσ με εξωτικά γραμματόςθμα. Μετά πρόςεξε τον αποςτολζα: Ελλθνικι Ρρεςβεία του Κονγκό.

Κονγκό! Αφρικι! Σαν να τθ χτφπθςε ξαφνικά θλεκτρικι εκκζνωςθ… Ζκανε να βγάλει το επιςτολόχαρτο από το ςκιςμζνο φάκελο, αλλά το χζρι ζμεινε μετζωρο. «Ρροχϊρα, επιτζλουσ, φοβθτςιάρικο ποντίκι!» μάλωςε τον εαυτό τθσ.

Επζλαςθ λζξεων… Μαυριδερά ςτίγματα ςτο κιτρινιςμζνο χαρτί να ηωντανεφουν ξαφνικά, να φτιάχνουν εικόνεσ αλλόκοτεσ και τρομερζσ, να ςφυροκοποφν το μυαλό, να γκρεμίηουν δίχωσ πάταγο.

Διάβαςε για δεφτερθ φορά τθν επιςτολι, αργά και ψικυριςτά. «Αξιότιμε κ. Αναςτάςιε Καραηιςθ, βριςκόμαςτε ςτθν εξαιρετικά

δυςάρεςτθ κζςθ να ςασ πλθροφοριςουμε ότι θ ανιψιά ςασ, Φοίβθ Καραηιςθ, δεν ευρίςκεται πλζον ςτθ ηωι. Θ διακεκριμζνθ ακτιβίςτρια, μζλοσ τθσ διεκνοφσ ανκρωπιςτικισ οργάνωςθσ «Γκάντι», που ςυνδράμει κυρίωσ Αφρικανοφσ πάςχοντεσ, ςυνελιφκθ, ενϊ προςζφερε τισ υπθρεςίεσ τθσ ςτο υποτυπϊδεσ νοςοκομείο του χωριοφ Κιροφμπα, από μζλθ παραςτρατιωτικισ ομάδασ, από τισ πολλζσ δρϊςεσ ςτθ χειμαηόμενθ από τον εμφφλιο πόλεμο χϊρα. Σφμφωνα με πλθροφορίεσ μασ θ ανιψιά ςασ κατθγορικθκε ότι ςυνωμοτοφςε για τθν ανατροπι τθσ παροφςασ κυβζρνθςθσ και καταδικάςτθκε από δικεν λαϊκό δικαςτιριο ςε κάνατο διά αποκεφαλιςμοφ, ο οποίοσ δυςτυχϊσ ζλαβε χϊρα τθν δεκάτθ πρωινι, τθν ενδεκάτθ Μαρτίου τρζχοντοσ ζτουσ.

Ο Υπουργόσ Εξωτερικϊν τθσ χϊρασ κατεδίκαςε επιςιμωσ τθν εκτζλεςθ ωσ προβοκατορικι ενζργεια με ςαφι ςτόχο τθν υπονόμευςθ τθσ κυβζρνθςθσ και εξιρε το ζργο και τθν προςωπικότθτα τθσ απελκοφςασ. Οι ντόπιοι εξεδιλωςαν αυκορμιτωσ αιςκιματα ευγνωμοςφνθσ με τριιμερο πζνκοσ και αυτοςχζδια μοιρολόγια, κατά τθν τοπικι ςυνικεια, ςτα οποία θ ανιψιά ςασ απεκλικθ Μθτζρα. Και πράγματι ςτθν Αφρικι ζηθςε μια ηωι υπζρτατθσ προςφοράσ προσ τον Ράςχοντα Συνάνκρωπο. Αναμετρικθκε με τθν πείνα, τθν αρρϊςτια, τθ φρίκθ του πολζμου, πάντα ςτθν πρϊτθ γραμμι, εκεί όπου το ζνςτικτο τθσ επιβίωςθσ αντιπαρατίκεται ςτο πάκοσ τθσ προςφοράσ. Θ Φοίβθ Καραηιςθ ενταφιάςτθκε ςτθ γθ τθσ Αφρικισ που τόςο αγάπθςε κα ςυγκεκριμζνα ςτο χωριό Κιροφμπα, κατόπιν τθσ

Page 104: Όμορφη Ζωή!

104

τθλεφωνικισ ςασ διλωςθσ ότι αδυνατείτε να παραλάβετε τθ ςορό τθσ και εφόςον ουδείσ άλλοσ ςυγγενισ τθσ ανευρζκθ…» Ουδείσ! Τθν μαχαίρωςε θ λζξθ. Αδφνατο να κυριαρχιςει ςτο τρζμουλο του κορμιοφ και ςτουσ ακανόνιςτουσ χτφπουσ τθσ καρδιάσ τθσ. Τουσ παραδόκθκε, όπωσ θ μάνα τθσ είχε παραδϊςει το λαιμό τθσ ςτον εκτελεςτι! Ρϊσ είναι να ςου κόβουν το κεφάλι; Και τι ςκζφτεςαι περιμζνοντασ το χτφπθμα; Μςωσ τίποτε. Μςωσ κιόλασ να’ χεισ πεκάνει πριν το κάνατό ςου, τελευταία πρόνοια τθσ Δφναμθσ που ςε πζταξε μζςα από μια ματωμζνθ μιτρα ςτον κόςμο. Ζψαξε μανιωδϊσ να βρει και κάτι άλλο για τθ μάνα τθσ, μια φωτογραφία ίςωσ, πριν το τζλοσ… Δε βρικε τίποτε. Κι όμωσ. Τθν είδε! Ιταν μια αποςτεωμζνθ γυναίκα με ςβθςμζνα, ακακόριςτα χαρακτθριςτικά. Για μια ςτιγμοφλα μάλιςτα ςυνάντθςε το βλζμμα τθσ, ζνα βλζμμα πζρα από τθ ηωι… Ζςφιξε τα δόντια. Πχι! Δε κα ζκλαιγε εκεί πζρα. Αν υπιρχε ςτον κόςμο ζνα μζροσ να κλάψει, αυτό ιταν θ αγκαλιά του Μάρκου! Ρότε είχε γραφτεί θ επιςτολι; Ροφ ιταν θ θμερομθνία; Τθ επιτζλουσ βρικε ςτα δεξιά, ςτο επάνω μζροσ του επιςτολόχαρτου. Ρριν εφτά χρόνια… Ο Γεράςιμοσ επζςτρεψε κατθφισ. «Θ Βζρα ιταν… Να μου πει ότι κ’ αργιςει… Να μθ γυρίςεισ κακόλου, τθσ λζω, αλλά κάνει τθν κουφι και μετά, τςαφ, πιάνει τθν κλάψα. Ρωσ οι δικοί τθσ ψωμολυςςάνε ςτθν Ουκρανία και πωσ πρζπει να’ ρκουνε κι εκείνοι εδϊ πζρα!.. Φαντάςου, κορίτςι μου, να μου κουβαλθκεί και το ςόι τθσ! Αλλά δε κα τθσ περάςει!» Σταμάτθςε να πάρει ανάςα και μιςόκλειςε τα μάτια ςαν για να τθ δει καλφτερα. «Τι ζπακεσ εςφ;.. Δε φαίνεςαι καλά…» «Το διάβαςα!.. Αυτό!» Σικωςε ψθλά τθν επιςτολι. «Τι!.. Τι είναι αυτό;» «Από τθν πρεςβεία του Κονγκό, κείε!» Ο γζροντασ γοφρλωςε τα μάτια, τρζκλιςε και κρατικθκε από τα κάγκελα του μπαλκονιοφ μθν πζςει. «Δεν ιξερεσ;..» ψζλλιςε. «Πχι!» Ζκανε ζνα δυο ετοιμόρροπα βθματάκια μ’ απλωμζνα χζρια, ίςωσ να ικελε να τθν αγκαλιάςει, μα ςαν να τον εγκατζλειψε το κουράγιο, ςωριάςτθκε ςτθν πολυκρόνα. «Κεζ μου, νόμιηα πωσ θ ςτρίγγλα το’ χε πετάξει κι αυτό… Μακάρι να το’ χε κάνει! !.. Καθμζνο κορίτςι! Δεν ιξερεσ, λοιπόν!..»

Page 105: Όμορφη Ζωή!

105

«Τϊρα ξζρω…» ψζλλιςε και τθσ φάνθκε πωσ θ φωνι τθσ ιταν μια θχϊ. «Θ μθτζρα ςου, Λφιγζνεια, ιταν μια θρωίδα! Μια αγία! Κυςιάςτθκε…» Τα χζρια τθσ ζτρεμαν και μόνο με τθν τρίτθ προςπάκεια κατάφερε ν’ ανάψει τςιγάρο από το πακζτο του κείου. «Κυςιάςτθκε, όχι όμωσ για μζνα!.. Αγαποφςε τουσ Αφρικανοφσ, αλλά όχι εμζνα!..» «Κα τθ ςυγχωριςεισ όταν μάκεισ…»

Ιχοι ταμ ταμ… Ουρλιαχτά κθρίων… Ροιοσ ςυντροφεφει το κομμζνο κεφάλι με τα λαςπωμζνα μαλλιά που κρφβουν τα μάτια;.. Κανείσ. Ζρθμο είναι… Και το ςτόμα, βουβό για πάντα, ποτζ δε κα τθσ εξθγοφςε… «Το’ κανε για να εξιλεωκεί… Και να ξεφφγει…» «Από τι;» ψζλλιςε. «Καλά, θ αδελφι μου δε ςου είπε τίποτε;.. Θ Φοίβθ ιταν κφμα…» «Κφμα! Τι κφμα;» Ο γζροσ αναςτζναξε και ξανάναψε τςιγάρο. «Θ μάνα ςου ιταν ζνα άπειρο κορίτςι. Ακϊο. Σίγουρα επιπόλαιο και παρορμθτικό…» Ραρορμθτικι! Ζνασ ανεμοςτρόβιλοσ ιταν, μια τρικυμία. Ρζραςε μζςα απ’ τθ ηωι τθσ, τθν τςάκιςε και χάκθκε. Θ αναςυγκρότθςθ ιταν αργι. Βιμα βιμα, ανάςα ανάςα. Ζτςι όμωσ ατςάλωςε. Τθσ το χρωςτοφςε αυτό. Το μόνο. «Και λοιπόν;» «Θ Φοίβθ είχε τθν ατυχία να ερωτευτεί μια λζρα…» «Μ’ αυτόν μ’ ζκανε;» «Ευτυχϊσ όχι. Ο λεγάμενοσ ιταν ναρκζμποροσ. Τθν ζβαλε ςτθν πρζηα για να τθν χρθςιμοποιεί και ςαν βαποράκι. Θ Φοίβθ τον είχε ερωτευτεί, ιταν κυριολεκτικά υποχείριό του. Δεκάξι χρονϊν, βλζπεισ.. Το κάκαρμα είχε διαςυνδζςεισ… Ρλάτεσ… Ε, τα ξζρεισ αυτά, όλοι πια τα ξζρουν. Άλλωςτε εςφ είςαι και δθμοςιογράφοσ. Ο αδελφόσ μου, ο Δθμιτρθσ, ζκανε τ’ αδφνατα δυνατά να τθ ςυνεφζρει. Για λίγο κάτι κατάφερνε, μετά ξανακυλοφςε. Ο άλλοσ, βλζπεισ, δεν τθν άφθνε ιςυχθ. Τθν κυνθγοφςε. Θ ηωι του Δθμιτρθ ιταν κόλαςθ. Θ μάνα τθσ, θ γιαγιά ςου, δεν άντεξε. Ζφυγε με κακολικό καρκίνο. Ζμεινε μόνοσ ο αδελφόσ μου να παλεφει. Εγϊ τότε ιμουν ςτθ Γερμανία. Ιρκε και με βρικε. Κουρζλι! Τον καταλυπικθκα. Καταςτρϊςαμε ςχζδιο να ςϊςουμε το κορίτςι μασ. Κα ζμπαινε ςε κλινικι απεξάρτθςθσ ςτο Βερολίνο. Μετά κα τθν φιλοξενοφςα όςο χρειαηόταν. Λογαριάηαμε χωρίσ τον ξενοδόχο. Θ

Page 106: Όμορφη Ζωή!

106

Φοίβθ αρνικθκε να φφγει, υποςχζκθκε να μπει ςε κεραπευτικό πρόγραμμα ςτθν Ακινα. Ψζματα. Είχε γίνει ατςίδα ςτα ψζματα. Ριγαινε από το κακό ςτο χειρότερο. Ο Δθμιτρθσ βρικε τον παλιάνκρωπο. Τον ικζτευςε ν’ αφιςει ιςυχο το κορίτςι, του υποςχζκθκε χριματα. Ριρε υποςχζςεισ. Ψεφτικεσ όλεσ. Τον κατιγγειλε τότε ςτθν αςτυνομία, ζπεςε όμωσ ςε τοίχουσ. Το κορίτςι ςτο μεταξφ είχε γίνει ςκιά… Ο Χριςτόσ ςταυρϊκθκε μια φορά, ο αδελφόσ μου ςταυρωνόταν κάκε μζρα…» Ο γζροσ ςταμάτθςε κι ζπιαςε το κεφάλι με τα δυο του χζρια. «Α, καλφτερα να μθν ερχόςουν!..» ψικφριςε. « Θ Βζρα είχε δίκιο ς’ αυτό!» «Ο Μάρκοσ κα’ λεγε ότι ακριβϊσ γι’ αυτό ιρκα. Για να μάκω… να μάκω για τθ μάνα μου…» ψικφριςε κι είχε τθ εντφπωςθ πωσ όςα ζβλεπε κι άκουγε δεν ιταν παρά ζνα αλλόκοτο όνειρο. «Θ κεία είχε πει κάποτε πωσ θ μάνα μου ςκότωςε τον πατζρα τθσ…» «Εννοοφςε ότι… Ο αδελφόσ μου…» ςταμάτθςε απότομα ο γζροντασ κι ζκανε μια κίνθςθ με το χζρι ςαν να’ διωχνε από μπροςτά του ςφίγγεσ. «Άςε! Άςε.. Αρκετά για ςιμερα… Θ Φοίβθ όμωσ άλλαξε! Αναςτικθκε…» «Αναςτικθκε!» επανζλαβε ςαν θχϊ θ Λφιγζνεια κι ζριξε μια ματιά προσ το ςκοτεινό πράςινο ςαν να επρόκειτο να ξεπροβάλει από κει «θ αναςτθμζνθ»… «Βρικε επιτζλουσ τθ δφναμθ να ξεφφγει… Μπικε ς’ αυτιν τθν οργάνωςθ που λζει κι θ επιςτολι. Από τότε ιταν πάντα ςτθν πρϊτθ γραμμι. Μια αγωνίςτρια, μια ιεραπόςτολοσ κι ασ μθν ιταν ιδιαίτερα κριςκα…» «Κι ο πατζρασ μου;» «Ρρζπει να ιταν κάποιοσ ακτιβιςτισ. Λςπανόσ, νομίηω. Μάλλον δεν είχαν παντρευτεί, αλλά ςε αναγνϊριςε. Δε κζλω να τθ δικαιολογιςω που ςε παράτθςε, αλλά ςτθν Αφρικι λυτρϊκθκε…» «Κι εγϊ;..» Τον κοίταηε με ζνταςθ κατάματα ςαν να περίμενε ν’ ακοφςει τθν ετυμθγορία που κα αποφάςιηε για τθ ηωι τθσ. «Εςφ… Ε, κι εςφ δε χάκθκεσ, παιδί μου…» Μπλε και κόκκινα ποτάμια τροχοφόρων κυλάνε ανάμεςα ςε πολφχρωμεσ όχκεσ φωτεινϊν επιγραφϊν, ςυνθκιςμζνο βζβαια νυχτερινό ςκθνικό, όμωσ θ Λφιγζνεια ζχει τθν εντφπωςθ ότι το πρωτοβλζπει. Μάλιςτα κάποια ςτιγμι δεν ξζρει ποφ βρίςκεται κι ασ διαςχίηει τθν Ρατθςίων. Σχεδόν δεν οδθγεί αυτι τθν Μιρζλλα, θ Μιρζλλα πάει από μόνθ τθσ κόντρα ςτο δυνατό νοτιά. Κι από μόνθ τθσ καταφζρνει, μ’ ζναν επιδζξιο ελιγμό τθσ τελευταίασ ςτιγμισ, να μθν χτυπιςει επάνω ςτο θμιφορτθγό.

Page 107: Όμορφη Ζωή!

107

Θ αλικεια είναι πωσ δεν καλοβλζπει. Πμωσ κάκε άλλο παρά ψιχαλίηει κι οφτε θ ηελατίνα του κράνουσ τθσ είναι πιο βρόμικθ από ςυνικωσ. Τα δάκρυα είναι που τθσ κολϊνουν τθν όραςθ! Ρϊσ μπορεί ν’ αμφιβάλλει, αφοφ τα γεφεται με τθν άκρθ τθσ γλϊςςασ τθσ; Κυλάνε ςτα μάγουλά τθσ εριμθν τθσ κι αυτι βρίςκεται ς’ ζναν τόπο πιο αλλόκοτο κι από το Κιροφμπα, τόπο άκρωσ επικίνδυνο. Κενό. Δεν τθσ είναι τελείωσ ανοίκειοσ, τον ζχει ξαναεπιςκεφτεί.

Σταμάτθςε ςε μια γωνιά να ςκουπίςει τα μάτια τθσ, όμωσ τα μάτια δε λζγανε να ςτεγνϊςουν και το μζςα τθσ κενό πλάταινε, απειλοφςε… Ράτθςε αποφαςιςτικά γκάηι κι ασ μθν καλόβλεπε..

Ο Μάρκοσ με το που τθν είδε να μπαίνει, ζκανε κάτι μάλλον

αςυνικιςτο. Ξεκόλλθςε απ’ τθν πολυκρόνα του κι ζτρεξε κοντά τθσ. Τι τθσ είχε ςυμβεί; Μιπωσ είχε τςακωκεί με τθ γυναίκα του κείου;

Αλλά μποροφςε μια Ουκράνα να κάνει το Λφάκι του να κλάψει; Κλαμζνα δείχνανε τα μάτια τθσ, εκτόσ κι αν οδθγοφςε δίχωσ κράνοσ κι ερεκίςτθκαν...

Ξεςπϊντασ ς’ αναφιλθτά κρεμάςτθκε ςτο λαιμό του. Στον Μάρκο τθσ μποροφςε να μιλάει διαφορετικά απ’ ότι ςτον

υπόλοιπο κόςμο, με λόγια άφοβα κι ακαλλϊπιςτα, λόγια φτιαγμζνα από ςάρκα κι αίμα. Κι όμωσ! Διάφανα, ανάλαφρα και φωτεινά. Δεν ιξερε από ποφ ζρχονταν, κα’ λεγε από τθν ψυχι τθσ, αλλά τθσ φαινόταν πωσ θ ψυχι τθσ δεν ιταν μία, αλλά πολλζσ, διάςπαρτεσ μζςα τθσ.

Τθν μιςοπιρε ο φπνοσ ςτθν αγκαλιά του, ςτο άςτρωτο κρεβάτι, με το βουθτό του αζρα να τθ νανουρίηει και ξφπνθςε ιδρωμζνθ, αλλά με μια ςχεδόν ευχάριςτθ διάκεςθ. Να τθν προκαλοφςε μόνο θ ευωδιά του καφζ; Και ξαφνικά κυμικθκε!.. Αιτία ιταν το μωρό ςτθν αγκαλιά τθσ… Αλλά τι μωρό! Ραρά τα ξανκά μαλλάκια, τα γαλάηια ματάκια και τα κόκκινα χειλάκια του, ιταν τελείωσ αλλόκοτο. Μόνο κεφάλι και τίποτε άλλο! Τφλιξε τα χζρια γφρω από το ςτικοσ τθσ λαχταρϊντασ να ξανανιϊςει εκείνθ τθ γλφκα, τθν εμπιςτοςφνθ δίχωσ όρια, τθν ζνωςθ.

Ο Μάρκοσ ζςπευςε κοντά τθσ με τον αχνιςτό καφζ και δφο μουςτοκοφλουρα από τον ευνοοφμενο φοφρνο του.

«Μου φαινόταν πολφ φυςικό, Μάρκο, το μωρό ςτο όνειρό μου να είναι μόνο κεφαλάκι!.. Κανονικά κα ιταν τρομακτικό!.. Πμωσ ιταν γλφκα!..»

«Βρε, Τςιλιβικράκι, κζλεισ να ςου κάνω τον ονειροκρίτθ; Αφοφ ξζρεισ τι λζει τ’ όνειρό ςου… Τθ ςυγχϊρεςεσ, Μφθ!»

Ζχωςε το κεφάλι τθσ ςτο ςτικοσ του ςαν για να προςτατευτεί. Φοβόταν ξαφνικά.

Page 108: Όμορφη Ζωή!

108

«Πχι!» ζκανε με πείςμα. « Είμαι μόνο μπερδεμζνθ!..» «Συγκλονιςμζνθ, Τςιλιβίκρα μου!.. Και με το δίκιο ςου… Ζλα φάε

ζνα ςοκολατάκι τϊρα. Ελβετικά είναι. Τ’ αγαπθμζνα ςου». Τον άφθςε να τθσ το βάλει ςτο ςτόμα. «Με παραχαϊδεφεισ, Μαρκοφλθ!» ζκανε ςτριφογυρίηοντάσ το

θδονικά ςτο ςτόμα. «Αλλα δε κα ς’ αφιςω και να με χαλάςεισ. Αφριο πιάνω δουλειά. Φεφγω για τ’ Αγνάντιο. Κα τθλεφωνιςω ςτθν Άννα. Αρκετά κακυςτζρθςα».

Μετά το τθλεφϊνθμα είπε να ξαναπζςει μόνο για λίγο ςτο κρεβάτι, μα βυκίςτθκε ςε λικαργο.

Ξφπνθςε χαράματα. Ο Μάρκοσ, τεράςτιοσ και μεγαλόπρεποσ, κοιμόταν ανάςκελα ςτο

δικό τθσ ντιβανάκι ςτο διάδρομο και ροχάλιηε με τθν ψυχι του. Ζτςι όμωσ και γυρνοφςε ςτο πλάι, κα κουτρουβαλοφςε ςτο πάτωμα. Του’ ςτρωςε ζνα ςλίπινγκ μπαγκ κάτω. Αν ζπεφτε, να’ πεφτε τουλάχιςτον ςτα μαλακά.

Τον κοίταηε και τα χκεςινά ςαν να ξεμάκραιναν, όπωσ ξεμακραίνει κι ο πιο άγριοσ νυχτερινόσ εφιάλτθσ μπροσ ςτθν κακθςυχαςτικι κακθμερινότθτα. Για μια ςτιγμοφλα μάλιςτα αναρωτικθκε αν πράγματι δεν τα’ χε όλα ονειρευτεί. Τθσ απάντθςε ο πόνοσ. Δεν ξζςκιηε πια τόςο, όμωσ ιξερε πωσ είχε ζρκει για να μείνει. Του μιςοχαμογζλαςε και ςχεδόν τον καλωςόριςε μθ μπορϊντασ να κάνει κι αλλιϊσ.

Page 109: Όμορφη Ζωή!

109

ΜΕΡΟ ΣΡΙΣΟ

Αγμάμριξ κι απξκαλύυειο

Γκρίηα κορδζλα που ξετυλίγεται ταχφτατα κάτω από τισ ρόδεσ τθσ

Μιρζλλασ θ εκνικι οδόσ, κι θ Λφιγζνεια, ζνα με τθ μθχανι, αφινει πίςω τθσ τα χιλιόμετρα, τουσ χιωταχιδεσ, τα φορτθγά…

Τα γαντοφορεμζνα χζρια τθσ ςτακερά ςτο τιμόνι, το γκάηι πατθμζνο τζρμα, το κοντζρ δείχνει 240 και δεν ακοφει μεσ ςτο μυαλό τθσ, όπωσ άλλεσ φορζσ, τθν παράκλθςθ του Μάρκου να μθν το παρακάνει.

Αζρασ είναι μεσ ςτον αζρα, το ςυμπαγζσ ςϊμα τθσ διαλυμζνο ςε μόρια κι άτομα που ςτριφογυρίηουν γφρω από μια κεντρομόλο δφναμθ, ζναν πυρινα φωτόσ. Ρετϊντασ αφινει επιτζλουσ πίςω τθσ το κομμζνο κεφάλι, τον ςουβλερό πόνο…

Μεκυςμζνθ από τον ίλιγγο τθσ ταχφτθτασ προκαλεί και περιπαίηει τον Μζγα Ελευκερωτι…

Μετά τθ ςιραγγα του Αρτεμιςίου ςτρίβει δεξιά ςτον περιφερειακό δρόμο, αναγκαςτικά κόβει ταχφτθτα και ξαναςυμπυκνϊνεται ςε κόκκαλα, ςάρκα, αίμα. Και το κλάμα τθσ ςτεγνό, θ κραυγι τθσ βουβι για όςα ζχει πια χωνζψει θ αφρικανικι γθ.

Απελπιςμζνα νοςτάλγθςε το μίςοσ τθσ. Τρωτι ιταν δίχωσ αυτό, νφμφθ εντόμου, που μόλισ αποχωρίςτθκε το κουκοφλι τθσ..

Ανθφόριηε θ μθχανι, ςτο βάκοσ υψωνόταν το Μαίναλο τυλιγμζνο ςε αραιι ομίχλθ, θ βλάςτθςθ πφκνωνε, θ άνοιξθ γινόταν όλο και πιο ευδιάκριτθ, όλο και πιο τολμθρι. Ρανδαιςία χρωμάτων, ευωδιζσ, παιγνιδίςματα φωτοςκιάςεων, πραςινωπά λαμπυρίςματα, τρεχοφμενα

Page 110: Όμορφη Ζωή!

110

νερά… Οι αιςκιςεισ τθσ πανθγφριηαν με πρωτοφανι ζνταςθ, δεν άντεχε άλλο το κράνοσ. Το ξεφορτϊκθκε κι αφζκθκε ςτο αεράκι. Να’ ταν άραγε αμυγδαλιζσ εκείνθ θ ςυςτοιχία δζντρων με τα λευκά λουλοφδια; «ϊτθςαν κάποτε μια μυγδαλιά ποφ είναι ο Κεόσ κι αυτι άνκιςε!» Ροφ το’ χε ακοφςει αυτό;..

Ραλιότερα ζνιωκε χαμζνθ και ςχεδόν άρρωςτθ ςτθν εξοχι, ιδίωσ τθν άνοιξθ, όχι μόνο γιατί ιταν αλλεργικι ςτθ γφρθ. Θ αλλεργία ιταν ζνα τίποτε μπροςτά ςτθν ψυχικι δυςανεξία που τθσ προκαλοφςε αυτι θ ζκρθξθ ηωισ. Αιςκανόταν παρείςακτθ, μετανάςτρια ςε ξζνο τόπο, όπου μιλιόταν άγνωςτθ γλϊςςα. Θρεμοφςε, όταν επζςτρεφε ςτο τςιμζντο και ςτθν άςφαλτο. Ο Μάρκοσ ζλεγε πωσ αιτία τθσ δυςφορίασ τθσ ιταν θ νοςταλγία!

Νοςταλγία! Για τι; Μα για αυτό που είχε χάςει, τθ ηωι τθσ προ,προ,προ… γιαγιάσ τθσ που ηοφςε ςτα δζντρα του δάςουσ και πθδοφςε από κλαδί ςε κλαδί… Ρειραχτιρι ο Μάρκοσ και τθν πείραηε πωσ ιταν κατά βάκοσ μια πρωτόγονθ, μια χιμπατηίνα…

Ερθμωμζνα τα χωριά που ςυναντοφςε, αν και δε λείπανε τα νεόχτιςτα ςπίτια κι οι καινοφριεσ ςτζγεσ. Κατοικίεσ κερινζσ προφανϊσ, κατάκλειςτεσ ακόμθ, με παραμελθμζνεσ αυλζσ. Χωριά μελαγχολικά, με λίγουσ γζροντεσ κι αργόςχολουσ νζουσ πίςω από ςκονιςμζνα τηάμια καφενείων.

Ο δρόμοσ κατθφόριηε κι ανθφόριηε, το τοπίο κι θ βλάςτθςθ άλλαηαν, τα χωριά αραίωναν, τ’ Αγνάντιο δε κ’ αργοφςε…

Επιτζλουσ φάνθκε! Ρετρόχτιςτα ςπιτάκια ςτθν πλαγιά του

βουνοφ, κεραμιδζνιεσ ςτζγεσ, ανθφορικά δρομάκια, ζνα χωριό ςαν τ’ άλλα, όμωσ ηωντανό και φαςαριόηικο. Απόγευμα κι αντθχοφςε από φωνζσ παιδιϊν που παίηανε και μακρινά κουδουνίςματα κοπαδιϊν που επζςτρεφαν ςτο μαντρί… Στα κατϊφλια των ςπιτιϊν γυναίκεσ φλυαροφςαν κεντϊντασ και πλζκοντασ, άντρεσ παίηανε τάβλι. Π,τι κι αν ζκαναν, θ εμφάνιςθ τθσ Λφιγζνειασ επάνω ςτθ μθχανι τραβοφςε αμζςωσ τθν προςοχι τουσ. Καμιά δεκαριά παιδιά προκυμοποιικθκαν με ενκουςιαςμό να τθν οδθγιςουν ςτο ςπίτι τθσ «Κυράννασ τθσ δθμαρχίνασ», μετά τθν πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια. Τθν βρικανε ςτο περιβόλι τθσ να κλαδεφει.

Θ θλικιωμζνθ, με τθν ακλθτικι φόρμα και τα γκριηωπά κοντοκομμζνα μαλλιά, ζχωςε το κλαδευτιρι ςτθν τςζπθ τθσ και υποδζχτθκε τθν επιςκζπτριά τθσ μ’ ορκάνοιχτθ αγκαλιά… Γελοφςε

Page 111: Όμορφη Ζωή!

111

ολόκλθρθ κι ζλαμπε από ενκουςιαςμό. Και παρακαλοφςε τθν Λφιγζνεια να τθσ μιλά ςτο ενικό…

Δεν τθσ ιταν δφςκολο. Ράντα εμπιςτευόταν τθν εντφπωςθ τθσ πρϊτθσ ςτιγμισ, τθν ακαριαία γνϊςθ τθσ διαίςκθςθσ, κι θ Άννα τθν είχε κιόλασ κερδίςει. Ωςτόςο τα’ χε λιγάκι χαμζνα. Αλλιϊσ τθν είχε φανταςτεί από το τθλζφωνο, με διαςτάςεισ ανάλογεσ με τισ δραςτθριότθτεσ τθσ, αλλά ιταν μικροκαμωμζνθ και διόλου ψθλότερι τθσ.

Στο βάκοσ του περιβολιοφ το ςπίτι. Γκρίηα πζτρα, ντυμζνθ με πράςινουσ καταρράχτεσ αναρριχθτικϊν, με λουλοφδια ροη, μοβ και κόκκινα. Κόκκινα και τα παντηοφρια κι θ κεραμιδοςκεπι.

Το εςωτερικό είχε κάτι από τθν ανεμελιά και τθν αρμονία που καταφζρνει, μζςα από το τυχαίο, να δθμιουργεί θ φφςθ. Ρολυκρόνεσ από μπαμποφ, τοίχοι βαμμζνοι ςε ποικιλία χρωμάτων, κεντθτά μαξιλάρια, πορτοκαλιζσ φλοκάτεσ, ηωγραφιςμζνα ντουλάπια, αγριολοφλουδα ςε βάηα, ράφια με βιβλία και ςιντί, γυάλινα βαηάκια με γλυκά κουταλιοφ, ζνα φαρδφ μπροφτηινο κρεβάτι με μια κοιμιςμζνθ μαφρθ γάτα επάνω, ακορνιηάριςτεσ ελαιογραφίεσ με κζματα ςίγουρα τθσ περιοχισ. Και ςαν παράταιρο ανάμεςά τουσ, ςαν να’ χε εκπορκιςει τθ κζςθ του επάνω από το αναμμζνο τηάκι, το πορτρζτο ενόσ άντρα, ηωγραφιςμζνο με κάρβουνο. Τα χαρακτθριςτικά του ιταν ςκιτςαριςμζνα με αδρζσ γραμμζσ κι οι δυνατζσ γωνίεσ τουσ δίνανε ςτο πρόςωπο ζνταςθ, μια ζνταςθ που δυνάμωνε το βλζμμα του. Τολμθρό και τρυφερό. Ωςτόςο οι άκρεσ των χειλιϊν γζρνανε μια ςτάλα προσ τα κάτω υπονοϊντασ, αν όχι ομολογϊντασ, ματαίωςθ, παραίτθςθ ίςωσ. Κλειςτι μορφι.

«Ο Ορζςτθσ…» ψικφριςε θ Άννα μ’ ζνα κάπωσ ντροπαλό χαμόγελο που ξάφνιαςε και γοιτευςε τθν Λφιγζνεια.

«Ο άντρασ ςου…» «Δεν είχαμε παντρευτεί με τον Ορζςτθ… Τον ζχαςα, πριν γεννθκεί θ κόρθ μασ…» θ φωνι τθσ Άννασ ιταν ιρεμθ, αλλά τα μάτια τθσ ςαν να’ χαν βουρκϊςει. «H Ελπίδα ανυπομονεί να ςε γνωρίςει. Ππου να’ ναι καταφτάνει… Οικογενειακϊσ. Ελπίηω να μθν είςαι πολφ κουραςμζνθ, Μφθ… » Κάκε άλλο παρά κουραςμζνθ ιταν και κα χαιρόταν ιδιαίτερα να γνωρίςει όλθ τθν οικογζνεια. Ευγενικά λόγια, ψεφτικα όμωσ. Το μόνο που ικελε ιταν να μείνει μόνθ με τθν Άννα. Πχι τόςο για τισ ανάγκεσ του ρεπορτάη -είχε μπροςτά τθσ χρόνο γι’ αυτό- όςο γιατί ψυχανεμιηότανε πωσ ς’ αυτιν τθν θλικιωμζνθ γυναίκα με τθ νεανικι εμφάνιςθ και το κακάριο βλζμμα κα μποροφςε ν’ ανοιχτεί. Είχε ανάγκθ να μιλιςει, να ξαλαφρϊςει. Κουβαλοφςε τόςα και τόςα…

Page 112: Όμορφη Ζωή!

112

Φτάνοντασ θ Ελπίδα γζμιςε και φϊτιςε το κακιςτικό τθσ μάνασ τθσ αφινοντασ ςτθ ςκιά, ςχεδόν απαρατιρθτα, τα δυο αρςενικά που τθ ςυνόδευαν, τον Βαςίλθ και τον Τάςο, ςφηυγο και γιο αντίςτοιχα… Δεν ζμοιαηε τθσ μάνασ τθσ, εκτόσ από τα γεμάτα χείλθ, το ψθλό μζτωπο και τα λακκάκια ςτα μάγουλα, όταν χαμογελοφςε, κι οφτε ιταν εφκολο να τθ ςυςχετίςεισ, τουλάχιςτον ςε πρϊτθ ματιά, με τον γεννιτορά τθσ ςτο πορτρζτο. Θ Λφιγζνεια δεν αφζκθκε ςτο αγκάλιαςμά τθσ, όπωσ είχε αφεκεί πριν λίγο ςτθν Άννα. Σφιγμζνθ, με τα νεφρα τςιτωμζνα κι ζνα ψευτοχαμόγελο κολλθμζνο ςτο πρόςωπο παρακολουκοφςε τον κακό τθσ εαυτό – τον είχε υποςτεί ωσ κι ο Μάρκοσ- να ξυπνά και να ορζγεται να ςτραπατςάρει, να «καρφϊςει»… Θ Ελπίδα, κατά ζναν ανεξιγθτο τρόπο, τθν προκαλοφςε και τθν ερζκιηε. «… Ρρωτάκι λοιπόν ο Βαςίλθσ πζφτει επάνω ςτθ μαμά, που μόλισ είχε καταφτάςει ςτο χωριό και τα’ χε χαμζνα!» διθγιόταν ηωθρά θ Ελπίδα. «Ο Βαςίλθσ γφριηε ςπίτι του από το μάκθμα ςτο ςπίτι τθσ δαςκάλασ. Το ςχολείο κλειςτό. Ρϊσ να ζμενε ανοιχτό, με τζςςερισ μακθτζσ; Σιμερα το Δθμοτικό ζχει οδόντα παιδιά χάρθ ςτθ μαμά βζβαια! Γιατί να μθν αρχίςεισ το ρεπορτάη ςου από το ςχολείο μασ, Μφθ; Ζλα αφριο. Εγϊ διδάςκω ςτθ Δευτζρα τάξθ». «Είςαι δαςκάλα! Ρότε πρόλαβεσ να ςπουδάςεισ και να κάνεισ και οικογζνεια;»

«Τα’ κανα ςυγχρόνωσ. Άλλωςτε είμαι είκοςι τεςςάρων…» Ιταν είκοςι πζντε θ ίδια κι ζνιωςε μεγάλθ. Γριά ςχεδόν. Ρόνεςε κι

εξαγριϊκθκε. «Εγϊ ποτζ δε κα γινόμουν δαςκάλα. Κα είναι πολφ βαρετό…;» «Αντίκετα! Τα παιδιά ζχουν πάντα ενδιαφζρον». «Κι οι κακοί μακθτζσ;»

«Αυτοί κι αν ζχουν ενδιαφζρον!.. Αλλά ςτθν τάξθ μου ζχω μόνο καλοφσ και πολφ καλοφσ μακθτζσ». «Μπράβο! Κα πρζπει να’ ςαι αχτφπθτθ δαςκάλα!..»

Θ Ελπίδα δεν ζπιαςε τθν ειρωνεία ι τουλάχιςτον δεν το’ δειξε. «Απλά ενκαρρφνω τα παιδιά, Μφθ. Κατά κανόνα οι κακοί μακθτζσ

πιςτεφουν ότι δεν μποροφν να μάκουν. Είναι ο φόβοσ που εμποδίηει…» Φόβοσ! Το ςτομάχι τθσ ςφίχτθκε. Και ξανάγινε για μια ςτιγμι

εκείνο το αδφνατο και χλωμό κοριτςάκι, π’ αρνιότανε πειςματικά ν’ ανοίξει βιβλίο από τον τρόμο του ότι δε κα τα’ βγαηε πζρα με τισ τυπωμζνεσ λζξεισ, εκείνα τα ςιχαμερά ηωφφια με τα ποδαράκια και τισ

Page 113: Όμορφη Ζωή!

113

κεραίεσ. Ιταν παντοδφναμα. Πποιοσ τα’ φερνε βόλτα, ιταν για τθ δαςκάλα κεόσ. Αλλιϊσ, ςκζτο μθδενικό.

«Ϊςτε οι μακθτζσ ςου δε φοβοφνται…» ζκανε με επικετικό φφοσ. «Το ίδιο τουσ αγαπϊ και τουσ το δείχνω είτε ξζρουν είτε δεν

ξζρουν το μάκθμα…» «Με τθν αγάπθ λοιπόν ο κακόσ μακθτισ γίνεται καλόσ… Για

φαντάςου! Και τι ςυμβαίνει με το κακό; Γενικά…» «Το κακό;..» «Μςωσ εςφ εδϊ πάνω να μθν ξζρεισ καν ότι υπάρχει…» Άβγαλτθ τθσ φαινόταν θ δαςκαλίτςα, θ ηωι τθσ ατςαλάκωτο

φφαςμα και λυςςοφςε να το τςαλακϊςει. «Ξζρω και παραξζρω... Ο πατζρασ μου…» Ψίκυροσ θ φωνι τθσ Ελπίδασ, το βλζμμα τθσ ςτραμμζνο ςτθ μάνα

τθσ ςαν για βοικεια. Θ Λφιγζνεια μζςα τθσ κριάμβευε. Ρρζπει να’ χε χτυπιςει φλζβα.

«Ο πατζρασ ςου;..Τι;..» Θ Ελπίδα ζςκυψε το κεφάλι. Σιωπι ςτο κακιςτικό. Κι ζνταςθ.

Ρρόγευςθ κάτι ςυνταρακτικοφ ίςωσ. «Α, τίποτε… Να… Δεν τον γνϊριςα…» «Οφτε κι εγϊ γνϊριςα τον δικό μου, αλλά πολφ που με νοιάηει!

Οφτε και τθ μάνα μου γνϊριςα καλά καλά!.. Με μεγάλωςε θ κεία μου μιςϊντασ με…».

Τα μάτια όλων είχαν καρφωκεί επάνω τθσ. Θ προςοχι τουσ τθν θλζκτριςε, θ Ελπίδα ξεχάςτθκε. Ζκανε μια μικρι παφςθ, όςο για ν’ απολαφςει τθν αδθμονία του ακροατθρίου, πριν ςυνεχίςει αςυγκράτθτθ.

Πταν μεγάλωςε και δε φοβότανε τθ κεία, ζκανε ό,τι ικελε. Ξενυχτοφςε. Ερχότανε το πρωί ι δεν ερχότανε. Ρράγμα παράξενο όμωσ, ποτζ δεν τθν είχε διϊξει απ’ το ςπίτι θ κεία, μόνο τθν καταριότανε. Δυο τρεισ φορζσ μάλιςτα είχε πάει ςτθν αςτυνομία, μιπωσ «θ ανιψοφλα» είχε πάκει κάτι! Αλλά «κακό ςκυλί ψόφο δεν ζχει», ζβγαηε το ςυμπζραςμα και, πράγμα περίεργο, ςαν να χαιρότανε…

Κεοφςα κι επζμενε να τισ αγοράηει καλογερίςτικα ροφχα. Ζπαιρνε το ψαλίδι αυτι και χραπ, τα ςυμμόρφωνε. Από τθν πρϊτθ κιόλασ τάξθ του Γυμναςίου είχε αναδειχτεί ςε πζτρα ςκανδάλου με μαλλιά βαμμζνα πότε καροτί και πότε πράςινα, τατουάη ςε φανερά κι απόκρυφα μζρθ, ςκουλαρίκια ς’ αυτιά, μφτθ, φρφδι, αφαλό και γλϊςςα. Θδονιηότανε να ςπάει τα νεφρα τθσ κείασ και των κακθγθτϊν τθσ επίςθσ, που, εννοείται, είχαν φοβερά παράπονα μαηί τθσ. Ρροςπακοφςαν να τθν εξαποςτείλουν

Page 114: Όμορφη Ζωή!

114

ς’ άλλο ςχολείο, αλλά ςιγά μθν τουσ ζκανε το χατίρι! Είχε αποκτιςει οπαδοφσ και φιμθ εκεί, ποφ να ξανάρχιηε, φτου, κι απ’ τθν αρχι!

Ιταν «διαλυτικό» ςτοιχείο! Στισ καταλιψεισ πάντα πρϊτθ και καλφτερθ και το ςχολείο τθσ είχε ρεκόρ καταλιψεων. Φυςικά δεν άνοιγε βιβλίο, ό,τι ζπιανε από τθν παράδοςθ τισ ςπάνιεσ φορζσ που πρόςεχε λιγάκι, αλλά αντζγραφε με τθν ψυχι τθσ ςτισ εξετάςεισ. Θ εκπαίδευςι τθσ ςχεδόν περιοριηότανε ςτθν αντιγραφι. Οι κακθγθτζσ κάνανε ςυνικωσ τα ςτραβά μάτια, όχι από καλοςφνθ, από υπολογιςμό. Κζλανε να περνά τισ τάξεισ για να τθν ξεφορτωκοφν μια ϊρα αρχφτερα.

Ζτςι πζραςε τθν εφθβεία τθσ. Με ακρότθτεσ και προκλιςεισ. Κάπνιηε ςαν «αράπθσ». Οφτε τ’ αγόρια τθ φτάνανε ςτο κεριακλίκι. Και μπάφουσ ζκανε. Κι ζκςταςθ χαπάκια κατάπινε ςτα ρζθβ πάρτι για να χοροπθδά μζχρι το πρωί. Και τιμοφςε δεόντωσ τα «ςφθνάκια». Τρεισ φορζσ τθν είχαν κουβαλιςει ςτο νοςοκομείο για πλφςθ ςτομάχου. Απαίςια εμπειρία, αλλά μετά τθν ξεχνοφςε. Γενικά ξεςάλωνε, αλλά δεν ζχαςε τάξθ…

Στθν Τρίτθ Λυκείου παράτθςε τθ κεία κι ζπιαςε δουλειά ςε μπαρ για να τα βγάηει πζρα. Το ςχολείο το ςυνζχιηε κουτςά ςτραβά, αλλά ςτθν τάξθ είχε μεταμορφωκεί ςε αρνάκι, νυςταλζο αρνάκι. Λιωμζνθ από το ξενφχτι τθσ δουλειάσ λαγοκοιμόταν ςτο κρανίο προσ μεγάλθ ανακοφφιςθ των κακθγθτϊν που φρόντιηαν να μθν τθν ενοχλοφν. Αποφοίτθςε, ζδωςε πανελλινιεσ, πιρε βακμοφσ χάλια και πζτυχε ς’ ζνα απίκανο Τ.Ε.Λ., ςε μια μακρινι πόλθ που δεν είχε ξανακοφςει τ’ όνομά τθσ, από εκείνα που είχαν ιδρυκεί για τθν ενίςχυςθ τθσ τοπικισ οικονομίασ μάλλον παρά για τθν προαγωγι τθσ γνϊςθσ.

Αγνόθςε το Τ.Ε.Λ. και ςυνζχιςε τθ δουλειά ςτο μπαρ. Σιγά ςιγά όμωσ θ μανία τθσ για προκλιςεισ άρχιςε να εξανεμίηεται, κακϊσ ςτθ νζα τθσ ηωι περνοφςαν απαρατιρθτεσ. Δεν ικελε να το ομολογιςει οφτε ςτον εαυτό τθσ, όμωσ δεν μποροφςε να γλυτϊςει από μια βαρεμάρα, μια αίςκθςθ επανάλθψθσ. Θ ελευκερία τθσ είχε αρχίςει να ςτυφίηει. Ραραλίγο τότε να’ χε καταφφγει ςτθν πρζηα, ιταν τζτοια κι θ παρζα. Πμωσ τθν τελευταία ςτιγμι τθν κράτθςε θ Μαρία, το πρεηόνι, με τα τεράςτια μάτια και το μακρουλό, ωχρότατο πρόςωπο, ςαν εκείνα ςε παλιζσ βυηαντινζσ εικόνεσ. Τθν ξανάδε ζνα παγωμζνο, χειμωνιάτικο πρωινό, κακϊσ ςχολοφςε από το μπαρ. Ιταν κουλουριαςμζνθ πίςω από τον κάδο τθσ ανακφκλωςθσ. Ζτρεξε να τθ ςθκϊςει μθν ξεπαγιάςει. Αδφνατον! Είχε κοκαλϊςει. Τθν παράτθςε μθν μπλζξει.

Μςωσ να είχε καταλιξει κι αυτι κάπωσ ζτςι, αν δεν ζπεφτε επάνω ςτο λαβωμζνο πουλί κι εξαιτίασ του ςτο Μάρκο.

Page 115: Όμορφη Ζωή!

115

Ζνα ξθμζρωμα κακϊσ επζςτρεφε από το μπαρ βλζπει ςτθν άςφαλτο ζνα γλάρο με τςακιςμζνθ φτεροφγα. Μυςτιριο πϊσ είχε βρεκεί εκεί και καφμα πϊσ δεν τον είχε λιϊςει κανζνα αυτοκίνθτο! Γονάτιςε και τον πιρε ςτθν αγκαλιά τθσ. Αδφνατον να τον αφιςει, όμωσ δεν ιξερε και τι να το κάνει. Να ςου ζνασ περαςτικόσ και τθ ςυμβουλεφει να το πάει ςτθν Αίγινα, ςτο Κζντρο Ρερίκαλψθσ άγριων ηϊων. Ραίρνει κατευκείαν το καράβι.

Εκεί δοφλευε εκελοντισ ο Μάρκοσ, χοντρόσ μεν, αλλά όχι κατάχοντροσ όπωσ τϊρα. Γίνανε με τθν πρϊτθ φιλαράκια και δεν ξαναγφριςε ςτθν Ακινα. Ζμεινε ςτο Κζντρο ωσ εκελόντρια. Φαί, ςτζγθ, όλα εξαςφαλιςμζνα, κι ζνα μικρό χαρτηιλίκι από τισ δωρεζσ των φιλόηωων. Και καλι παρζα. Ρζραςε εκεί ζναν ωραίο χρόνο. Δυςτυχϊσ όμωσ θ οικιςτικι επζκταςθ και τα διαβιματα των ιδιοκτθτϊν κλείςανε το Κζντρο. Ο Μάρκοσ αποφάςιςε να επιςτρζψει ςτθν Ακινα και να βγάλει το «Κογιανιςκάτςι». Τθσ ηιτθςε να ςυνεργαςτοφνε! Δεν πίςτευε ςτ’ αυτιά τθσ. Ο Μάρκοσ είχε χαρτί πανεπιςτθμίου, ενϊ αυτι ιταν μια αμόρφωτθ απόφοιτοσ Λυκείου. Πμωσ τθν ικελε!..

Ξαφνικά ζβαλε τα γζλια. «Πταν αρχίηω να μιλϊ για τα παλιά, κάτι με πιάνει και δε

ςταματϊ. Ο Μάρκοσ λζει να ξεςπϊ, καλό μου κάνει, αρκεί να μθν το παρακάνω. Και ςτο γράψιμο φλυαρϊ. Ο Μάρκοσ δουλεφει τα κείμενά μου, τα ςυμμαηεφει. Δε κζλει όμωσ να αυτολογοκρίνομαι. Κζλει να γράφω ελεφκερα κι αυκόρμθτα. Ρρϊτα πρϊτα, επειδι, λζει, το απολαμβάνει… Κι επειδι μια δόςθ αυκορμθτιςμοφ ςπάει, λζει, τθν παγερότθτα τθσ θλεκτρονικισ δθμοςιογραφίασ. Κάνει το κείμενο ηεςτό. Γενικά ο Μάρκοσ αγαπάει ότι κι αν κάνω…» Σταμάτθςε να πάρει ανάςα και περιζφερε τθ ματιά τθσ ςτα πρόςωπα γφρω τθσ. Ιταν ολοφάνερο. Τουσ είχε εντυπωςιάςει όλουσ εκτόσ από τον Τάςο, που ζπαιηε ξαπλωμζνοσ ςτθ φλοκάτθ. Ραρατιρθςε πωσ ο μικρόσ είχε τα ςγουρά μαλλιά, τα κάπωσ βακουλωτά μάτια και το πειςματάρικο ςτόμα του πατζρα του.

Ζβγαλε από το πορτοφόλι τθσ τθ φωτογραφία ενόσ παχουλοφ νζου, με χοντρά, μυωπικά γυαλιά και μια αλεπουδίτςα ςτθν αγκαλιά του.

«Ο Μάρκοσ! Στθν Αίγινα. Τϊρα πια φαλάκρυνε λιγάκι. Και παραχόντρυνε…»

Χτφπθςε το τθλζφωνο τθσ Άννασ. Θ Κατερίνα θ ταβερνιάριςςα, θ πιο παλιά τθσ φίλθ τθσ ςτο χωριό και νουνά τθσ Ελπίδασ, τουσ προςκαλοφςε να τουσ κάνει το τραπζηι. Ανυπομονοφςε να γνωρίςει και τθ δθμοςιογράφο…

Page 116: Όμορφη Ζωή!

116

«Εμάσ να μασ ςυγχωρζςει θ νουνά, δε κα’ ρκουμε. Ξζρει πωσ κοιμόμαςτε νωρίσ…»

«Είναι ακόμθ οκτϊ!..» «Ο Βαςίλθσ ξυπνάει από τισ πζντε, Μφθ. Κι εγϊ μαηί του. Μου

αρζςει αυτι θ ϊρα. Άλλωςτε προλαβαίνω να κάνω όλεσ μου τισ δουλειζσ, μζχρι να φφγω για το ςχολείο… Ζχεισ ζνα φφοσ! Σαν ν’ ακοφσ κάτι απίςτευτο!»

«Το ξενφχτι είναι ζνα υποπροϊόν του καταναλωτιςμοφ που ζχει γίνει πανδθμία. Θ απλθςτία για περιςςότερο χρόνο απόλαυςθσ, για περιςςότερθ ηωι, υπονομεφει τθν ίδια τθ ηωι, αφοφ μασ καταλθςτεφει από τον ηωοδότθ φπνο και καταλιγουμε να ςερνόμαςτε μιςοπεκαμζνοι, εξοφ και το βαςίλειο του φραπζ ςτισ πιχτρα καφετζριεσ...»

Λόγια του Μάρκου αυτά που ο ίδιοσ κοιμότανε πάντα με τθν ανατολι! Μόνο που είχε αντικαταςτιςει τον φραπζ με τθ ςοκολάτα!

«Να ςε περιμζνω λοιπόν αφριο ςτο ςχολείο μασ, Μφθ;..» Ζγνεψε καταφατικά.

«Αν είχα δαςκάλα τθν Ελπίδα, μπορεί να είχα γίνει κι εγϊ δάςκαλοσ, δεςποινίσ Μφθ!» πζταξε ξεκάρφωτα ο Βαςίλθσ.

«Σε παρακαλϊ, κόψε αυτό το δεςποινίσ, Βαςίλθ!» . «Μα είςαι και δάςκαλοσ, Βαςίλθ… Ο άντρασ μου είναι αγρότθσ,

Μφθ, αλλά κάνει και ςεμινάρια, όχι μόνο ς’ αγρότεσ. Και ςε φοιτθτζσ γεωπονικισ… Κάκε χρόνο ζρχονται όλο και περιςςότεροι. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφζρον»

«Τι είδουσ ςεμινάρια;» «Βιολογικισ και βιοδυναμικισ καλλιζργειασ. Πλοι ςτθν περιοχι

καλλιεργοφμε βιολογικά, γι’ αυτό και τα προϊόντα μασ πιάνουν πολφ καλζσ τιμζσ. Βοθκά κι ο ςυνεταιριςμόσ μασ. Αλλά ο άντρασ μου ζχει πάει και μερικά βιματα παραπζρα, εφαρμόηει μεκόδουσ και βιοδυναμικισ καλλιζργειασ »

«Βιοδυναμικισ; Ρρϊτθ φορά ακοφω τθ λζξθ!» «Κα ςου εξθγιςει ο ίδιοσ, Μφθ». Ο Βαςίλθσ κοκκίνιςε κι ζδειξε αμιχανοσ.

«Εμείσ οι βιοκαλλιεργθτζσ χρθςιμοποιοφμε φυςικοφσ τρόπουσ για να λιπαίνουμε τθ γθ και να προςτατεφουμε από τισ αρρϊςτιεσ τα φυτά μασ. Δυναμϊνουμε τθ φφςθ, δεν τθ δθλθτθριάηουμε οφτε τθν ξεηουμίηουμε. Ο βιοδυναμικόσ καλλιεργθτισ επιπλζον ςυνεργάηεται με τισ δυνάμεισ του ςφμπαντοσ για να βοθκιςει τα φυτά…» Σταμάτθςε πάλι μ’ ζνα ντροπαλό χαμόγελο. « Ακοφγεται παράξενο, αλλά είναι κάτι φυςικό. Και δουλεφει.

«Μα τι κάνεισ; Μαγικά;»

Page 117: Όμορφη Ζωή!

117

«Μεκαφριο, Μφθ, κα ζρκουν ςτο κτιμα μασ με τισ κεραςιζσ κάποιοι φοιτθτζσ γεωπονικισ που ενδιαφζρονται για όλα αυτά. Ζλα κι εςφ…»

Το υποςχζκθκε. Θ πλατεία του χωριοφ νυχτιάτικα είχε κάτι το εξωπραγματικό μ’

εκείνα τα χρωματιςτά λαμπιόνια τθσ που μετεωρίηονταν ςε ςειρζσ επάνω από το άγαλμα του φουςτανελοφόρου ιρωα του `21. Τθσ φάνθκαν τθσ Λφιγζνειασ ςαν λιλιποφτειοι πλανιτεσ που το’ χανε ςκάςει από το παγερό διάςτθμα, για να χαηζψουν τα παιδιά που κυνθγιόντουςαν γφρω από το βάκρο του ιρωα και τον κόςμο που τισ χαιρετοφςε ανοιχτόκαρδα. Στθν πραγματικότθτα είχαν ξεμείνει από τθ χριςτουγεννιάτικθ διακόςμθςθ.

Μια μαδθμζνθ γιρλάντα από λευκά φωτάκια φϊτιηε τθν ξφλινθ ταμπζλα επάνω από τθν πόρτα τθσ ταβζρνασ τθσ Κατερίνασ. Θ ταμπζλα ζγραφε κάποτε « Θ Καλι Καρδιά», αλλά λείπανε τόςα πολλά γράμματα που θ ανάγνωςθ απαιτοφςε μαντικι ικανότθτα. Κοντά ςτθν είςοδο ιταν αραδιαςμζνα τραπεηάκια με ςκιςμζνα πλαςτικά τραπεηομάντιλα, μια κουτςι καρζκλα, άλλθ μια με τρφπια ψάκα και μια ραγιςμζνθ ηαρντινιζρα που, αντί για φυτά, φιλοξενοφςε δυο τρία άδεια μπουκάλια μπφρασ.

Το εςωτερικό πάντωσ ιταν αρκετά φροντιςμζνο και καλαίςκθτο με τ’ αναμμζνα κεράκια ςτα τραπζηια, τισ κορνιηαριςμζνεσ αςπρόμαυρεσ φωτογραφίεσ και τισ ςπάκεσ ςτουσ τοίχουσ. Το τηάκι ςτο βάκοσ τριηοβολοφςε με ηωθρζσ φλόγεσ κι ορεκτικι μυρουδιά ςτιφάδου ξεχυνότανε από τθν κουηίνα, αλλά ψυχι πουκενά.

«Θ Κατερίνα κα ξεχάςτθκε με τθ μαγειρικι κι ο Σταφροσ, ο άντρασ τθσ, κα τθ βοθκά. Κα τουσ φωνάξω…”

Δεν πρόλαβε θ Άννα. Θ πόρτα τθσ κουηίνασ ανοίγει με φόρα και μια γυναικάρα με μακριά, κορακάτα μαλλιά, ορκάνοιχτα μπράτςα και φαρδιά μανίκια που κυματίηουν ςαν φτερά, τρζχει προσ τθ μεριά τουσ. Τθν άλλθ ςτιγμι βρίςκονται μεσ ςτθν αφράτθ αγκαλιά τθσ. Θ Κατερίνα είναι ζνα κεφάλι ψθλότερι τουσ και φαρδιά όςο κι οι δυο μαηί. Με τα χζρια περαςμζνα γφρω από τουσ ϊμουσ τουσ τισ οδθγεί ςτο τραπζηι κοντά ςτο τηάκι.

Page 118: Όμορφη Ζωή!

118

«Ϊςτε εςφ είςαι θ Μφθ, θ περίφθμθ δθμοςιογράφοσ μασ! Μεγάλθ μασ τιμι που κα γράψεισ για το χωριό μασ! Και για τθν Άννα μασ! Το χωριό μασ είναι θ Άννα μασ. Θ ψυχι του. Πλα αυτι τα’ χει φτιάξει, κι όχι μόνο όςο ιταν διμαρχοσ. Και κα ιταν ιςόβια διμαρχοσ, αλλά δεν ικελε… Τι ιταν το χωριό όταν ιρκεσ, βρε Αννοφλα; Ζρθμοσ τόποσ. Μερικά γερόντια κι εγϊ, νζα ακόμθ. Τϊρα υπάρχει κόςμοσ. Ηωι. Άντε, παράτα με, Άννα, με τθ ςεμνότθτά ςου! Μθ μου κάνεισ νόθμα να ςταματιςω. Να μθν πω τθν αλικεια; Γι’ αυτιν δεν ιρκε το κορίτςι εδϊ πάνω; Αχ, αν τθν ζβλεπεσ, βρε Μφθ, τθν Άννα να ςτζκεται τρζμοντασ ςτο κατϊφλι μου! Ρόςα χρόνια από τότε; Ροφ να κυμάμαι; Φφρανε το ζρμο το μυαλό μου, μου κάνει λαχτάρεσ. Αν τθν ζβλεπεσ, που λεσ, Μφθ, ζτςι μικροφλα που ιταν…»

«Ε, όχι και μικροφλα, βρε Κατερίνα!» «Εγϊ πάντωσ είδα μια μικροφλα. Και τι φφοσ, κεζ μου! Χαμζνο.

Σαν ναυαγόσ ςε ξερονιςι ζμοιαηε. Τθν πόνεςα αμζςωσ. Από ποφ να’ πεςε θ κοπελίτςα, αναρωτικθκα. Απ’ όπου και να’ πεςε, πάντωσ για το καλό μασ ζπεςε. Ζτςι ςκζφτθκα. Τ’ ορκίηομαι. Μπορεί να ξεχνϊ, αλλά αυτό το κυμάμαι. Είχα ςωςτό προαίςκθμα. Για το καλό μασ πραγματικά είχε ζρκει. Αλλά πόςο μεγάλο κα ιταν το καλό, πϊσ να το φανταςτϊ;»

Θ Κατερίνα ςταμάτθςε αςκμαίνουςα με το πλοφςιο ςτικοσ τθσ να ανεβοκατεβαίνει κι θ Λφιγζνεια αναρωτικθκε πόςο χρονϊν να ιταν.

Το πρόςωπό τθσ, με τα ζντονα βαμμζνα μάγουλα, ιταν γεμάτο ρυτίδεσ και μαυριδεροφσ λεκζδεσ, ο λαιμόσ ηαρωμζνοσ, τα μάγουλα κρεμαςμζνα. Πμωσ τα χείλθ, απ’ όπου το κραγιόν είχε ξεφτίςει λόγω φιλιϊν, δείχνανε ακόμθ φιλιδονα και τα μάτια ςτιγμζσ ςτιγμζσ λαμπφριηαν. Μια γριά Κάρμεν, ςκζφτθκε θ Λφιγζνεια, και τθ φαντάςτθκε ντυμζνθ ςτα κατακόκκινα, μ’ ζνα κόκκινο γαρφφαλλο ςτ’ αυτί, να ποδοκροτεί, τινάηοντασ με το χζρι τθν αναςθκωμζνθ φοφςτα τθσ. Ολζ!

«Ρο, πο! Καϋχεισ τρομάξει, Μφθ, με τθ φλυαρία μου, αλλά δεν είμαι πάντα τόςο φλφαρθ. Μάλιςτα τα τελευταία χρόνια το ρίχνω και ςτθ μοφγγα. Ναι. Ζχω και τισ κλειςτζσ μου. Αλλά καμιά φορά με πιάνει μια αγωνία να τα πω όλα. Αλλά τι να πρωτοπϊ για τθν Άννα; Εντάξει, Άννα, το ράβω επί του παρόντοσ. Ράω να φωνάξω τον Σταφρο. Τον άφθςα ςτθν κουηίνα να κοιτάξει λίγο το φαί. Μια δυο βράςεισ ικελε ακόμθ. Αλλά ο κακομοίρθσ παραγζραςε. Μπορεί και να τον πιρε ο φπνοσ… Εκεί ποφ κάκεται, αρχίηει και ροχαλίηει… Αλλά γιατί δεν ιρκαν μαηί ςασ κι θ βαφτιςιμιά μου με τον Βαςίλθ;»

«Κοιμοφνται πολφ νωρίσ. Το ξζρεισ ».

Page 119: Όμορφη Ζωή!

119

«Μάλιςτα! Με τισ κότεσ..» ζκανε αποδοκιμαςτικά θ Κατερίνα. Ασ ερχότανε μόνο θ Ελπίδα. Ασ πάει για φπνο και μια φορά μόνοσ του ο Βαςίλθσ. Δε κα χαλάςει κι ο κόςμοσ!..»

Σθκϊκθκε με προςπάκεια κι απομακρφνκθκε με βαριά αυτι τθ φορά βιματα προσ τθν κουηίνα.

«Ρϊσ ςου φαίνεται θ Κατερίνα, Μφθ;» «Καταπλθκτικι, Άννα! Δεν ζχω ξαναδεί τόςο ηεςτό άνκρωπο!» «Ρραγματικά, είναι μοναδικι. Ψυχοφλα! Τα δίνει όλα, τίποτε δεν

κρατά για τον εαυτό τθσ. Μου ςτάκθκε καλφτερα κι από μάνα κι απ’ αδελφι. Ππωσ κι θ Ζφθ…» κι ζδειξε με το βλζμμα τθν τεράςτια ζγχρωμθ φωτογραφία, ςε επίχρυςθ, λιγάκι ξεφτιςμζνθ κορνίηα, μιασ μεςόκοπθσ. Αςκθμοφλα ιταν με πολφ φαρδιά μφτθ και χοντρά γυαλιά. Τουσ χαμογελοφςε τρυφερά και κάπωσ ςκανταλιάρικα

«Μζνει ςτο χωριό θ Ζφθ; Κα τθ γνωρίςω;» «Δε κα τθ γνωρίςεισ, Μφθ. Μασ άφθςε εδϊ και χρόνια… Α, να κι ο

Σταφροσ!» Ζνασ ςκουντοφφλθσ γεροντάκοσ, με αξφριςτα άςπρα γζνια και

κόκκινο τηόκεϊ ςτο κεφάλι, ακολουκοφςε τθν Κατερίνα. Κρατοφςε ζνα δίςκο με ποτθράκια και μια καράφα κραςί ςε αςτακι ιςορροπία.

«Δεν είχε αποκοιμθκεί ο καθμζνοσ. Άδικα τον κατθγόρθςα. Ζκοβε τθ ςαλάτα…»

«Ζλεγα ςτθν Μφθ για τθν Ζφθ μασ… Ρόςο εςείσ οι δυο μοφ ςυμπαραςτακικατε!»

«Θ Ζφθ είναι θ πρϊτθ γυναίκα του Σταφρου, κορίτςι μου. Ρριν πεκάνει μ’ ζβαλε να τθσ ορκιςτϊ ότι κα φρόντιηα τον Σταφρο τθσ. Κι ζτςι τον παντρεφτθκα, τι άλλο να ζκανα;» άφθςε ζνα ςκαςτό γελάκι θ Κατερίνα βοθκϊντασ το γζρο να ξεφορτωκεί ποτιρια και καράφα.

«Θ μακαρίτιςςα με νοιαηόταν. Δε ςκεφτότανε τον εαυτό τθσ. Εμζνα ςκεφτότανε. Τι κα γίνω μετά… Μ’ άφθςε ςε καλά χζρια. Δόξα τω Κεϊ!» Θ φωνι του Σταφρου ακοφςτθκε μπουκωμζνθ, το βλζμμα του ςτυλωμζνο με ςκυλίςια αφοςίωςθ ςτθ ςυμβία του.

«Βζβαια, εςζνα ς’ άφθςε ςε καλά χζρια …» Ο Σταφροσ ζπιαςε το υπονοοφμενο και πιρε ζνα περίλυπο φφοσ,

ενϊ το πθγοφνι του τρεμοφλιαςε. «Χρειαηόςουνα όμωσ κι εςφ ζναν άντρα, Κατερίνα…» «Ναι, χρειαηόμουνα. Είμαι απ’ αυτζσ που χρειάηονται. Κι θ Ζφθ το’

ξερε καλά». Θ Κατερίνα γφριςε ηωθρά προσ τθν Λφιγζνεια. « Θ Ζφθ ιρκε εδϊ επάνω για να πεκάνει, Μφθ. Οι γιατροί τθσ είχανε δϊςει το πολφ ζξι μινεσ ηωι. Αποφάςιςε να ςταματιςει τθ χθμειοκεραπεία και να ηιςει,

Page 120: Όμορφη Ζωή!

120

όςο ηοφςε, ςτο χωριό. Και τι ζγινε; Ζηθςε δζκα χρόνια! Ζβαλε τα γυαλιά ςτθν κυρία Επιςτιμθ!»

Πςο μιλοφςε θ Κατερίνα, ο Σταφροσ κουνοφςε το κεφάλι επιδοκιμαςτικά, τα τςιμπλιάρικα ματάκια του βουρκωμζνα. Πταν ςταμάτθςε, ζπεςε ςιωπι.

«Κι οι άλλεσ φωτογραφίεσ;» ρϊτθςε θ Λφιγζνεια να ελαφρϊςει τθν ατμόςφαιρα.

«Α, οι άλλεσ…» ζκανε μ’ ζνα μιςοχαμόγελο θ Κατερίνα. « Οι άλλεσ… Δε βαριζςαι… Ρεραςμζνα ξεχαςμζνα…»

«Είναι θ Κατερίνα, Μφθ, ςε κεατρικζσ παραςτάςεισ ςτθν Ακινα. Ιταν θκοποιόσ. Και πολφ καλι μάλιςτα!»

«Τα παραλζσ, Άννα…» ζκανε αμιχανθ, αλλά λάμποντασ από ευχαρίςτθςθ θ Κατερίνα.

«Και παράτθςεσ το κζατρο, Κατερίνα, για να’ ρκεισ εδϊ πάνω;» «Ρνιγόμουνα εκεί κάτω, Μφθ. Τόςθ βρομιά, τόςθ ςυναλλαγι για

λίγθ ϊρα ευτυχίασ ςτο ςανίδι! Δεν είχα τισ αντοχζσ… Δεν ιμουν αρκετά ςκλθρόπετςθ. Ζπρεπε να φφγω…»

Σϊπαςε και ξαφνικά ζδειξε γριά. «Είναι πολφ κακαρόσ άνκρωποσ θ Κατερίνα, Μφθ!» «Δεν ξζρω τι ακριβϊσ είμαι, Άννα, αλλά είναι πράγματα που δεν

τα μπορϊ. Δεν είναι ακριβϊσ ότι αποφαςίηω… Είναι ςαν κάποιοσ άλλοσ ν’ αποφαςίηει για μζνα, ςχεδόν να μ’ αναγκάηει επί ποινι κανάτου …»

«Eίναι θ ψυχι ςου, Κατερίνα. Θ ψυχι ςου είναι θ αλθκινι Κατερίνα…»

«Μπορεί να’ ναι κι ζτςι, Άννα. Δεν είμαι και τόςο δυνατι ςτισ αναλφςεισ…»

«Ζρχονται όμωσ και ςτιγμζσ που μετανιϊνεισ που παράτθςεσ το κζατρο, Κατερίνα;»

Θ Κατερίνα αναςτζναξε κι άναψε τςιγάρο. «Τον πρϊτο καιρό, Μφθ… Πχι ότι μετάνιωνα… Νοςταλγοφςα

όμωσ… Και πονοφςα. Ράντωσ εδϊ και χρόνια και παίηω και ςκθνοκετϊ. Ζχουμε το κίαςό μασ. Το ςχολείο μασ ζχει και κεατράκι! Δίνουμε παραςτάςεισ και ςτο χωριό μασ και ςτα γφρω χωριά. Μασ καλοφν πια και ςτισ πόλεισ. Κι όλα αυτά χάρισ ςτθν Άννα…»

«Μάλλον χάρισ ς’ εςζνα, Κατερίνα. Ρόςα ξενφχτια δεν ζχεισ κάνει για να βρεισ τα κατάλλθλα ζργα. Ρόςθ δουλειά δεν ζχεισ πατιςει ςτισ πρόβεσ!»

«Δεν το κεωρϊ δουλειά. Μ’ αρζςει τόςο! Αχ, κοιτάξτε τον Σταφρο.. Κοιμικθκε! Ζτςι και κάτςει κάτω, τον παίρνει ο φπνοσ. Ο μόνοσ τρόποσ να μζνει ξφπνιοσ, είναι να τον κρατϊ απαςχολθμζνο. Και ςτο

Page 121: Όμορφη Ζωή!

121

κζατρο κοιμάται βζβαια. Τα Χριςτοφγεννα είχαμε ανεβάςει τθ «Μάνα, κουράγιο!» Εγϊ ιμουνα θ μάνα κι ο Σταφροσ, ςτθν πρϊτθ πρϊτθ ςειρά, να ροχαλίηει του καλοφ καιροφ!» Ξζςπαςε ςε γζλια. « Ε, παραγζραςε ο καθμζνοσ! Τι φταίει;» Γζμιςε τα ποτθράκια κραςί και τον ςκοφντθςε ελαφρά. « Ζλα, ξφπνα, Σταφρο μου, να τςουγκρίςουμε τα ποτιρια μασ και μετά να ςερβίρουμε».

Ο Σταφροσ τίναξε απότομα το κεφάλι και το τηόκεϊ πιρε μια πλάγια ςτροφι.

«Ξφπνιοσ είμαι!» διαμαρτυρικθκε. « Ζκλειςα λιγάκι τα μάτια μου, γιατί με τςοφηουνε…»

«Εντάξει, εντάξει, ξφπνιοσ ιςουν αφοφ το λεσ», ζκανε ςυγκαταβατικά θ Κατερίνα. «Άντε, ςτθ υγειά ςου!»

Θ Λφιγζνεια ποτζ δεν είχε γευτεί, οφτε και μυρίςει, τζτοιο ςτιφάδο. Κρατοφςε κάκε μπουκιά για ϊρα ςτο ςτόμα τθσ για να τθν απολαφςει, αυτι που κατάπινε βιαςτικά και ςχεδόν αμάςθτα. Λαχτάρθςε να’ τανε κι ο Μάρκοσ ςτθν παρζα να χαρεί ζνα τζτοιο αριςτοφργθμα, αντί για τισ πίτςεσ και τα ςουβλάκια που ςυνικωσ τρϊγανε οι δυο τουσ.

«Δεν είναι κουνζλι. Είναι λαγόσ. Κυνιγι!. Γι’ αυτό πιρε πολλι ϊρα να μαλακϊςει», είπε με φφοσ εμπιςτευτικό θ Κατερίνα μιλϊντασ ςιγά ςαν να φοβότανε μιπωσ τθν ακοφςει και κάποιοσ άλλοσ πελάτθσ και ηθτιςει το προοριςμζνο μόνο για τουσ λίγουσ κι εκλεκτοφσ ζδεςμα. Πμωσ δεν υπιρχε κανείσ κι οφτε εμφανίςτθκε κι ασ είχαν απολαφςει και τον εξίςου καυμαςτό με το ςτιφάδο μπακλαβά τθσ Κατερίνασ, θ οποία όςο περνοφςε θ ϊρα τόςο πιο ζντονα ςθμάδια εκνευριςμοφ ζδειχνε. Στριφογφριηε ςτθν καρζκλα τθσ, ζριχνε ανιςυχα βλζμματα προσ τθν πόρτα, ιδίωσ όταν κάποιοι περνοφςαν απ’ ζξω, κι άναβε νζο τςιγάρο ξεχνϊντασ ςτο ταςάκι μιςοκαπνιςμζνο το προθγοφμενο.

«Δεν ξζρω ποφ κα πάει αυτό το βιολί», ξζςπαςε απότομα τινάηοντασ πίςω τα μαλλιά τθσ. «Τελευταία θ δουλειά μου πάει κατά διαόλου! Θ πελατεία μου όλο κι αραιϊνει. Ακόμθ και το καλοκαίρι… Μόλισ και μετά βίασ βγάηω τα ζξοδά μου, αν δεν μπαίνω και μζςα. Τϊρα οι πελάτεσ, ντόπιοι και ξζνοι, προτιμάνε τον Νϊντα. Και τι προςφζρει αυτόσ; Μόνο τθσ ϊρασ, τίποτε μαγειρευτό. Το μαγειρευτό είναι τζχνθ. Είναι και ηόρι. Κι ο Νϊντασ δε ηορίηεται κι από τζχνθ είναι άςχετοσ. Αλλά ζχει τθλεόραςθ τελευταίο μοντζλο, ολόκλθρο τοίχο πιάνει, και δικεν μοντζρνα διακόςμθςθ. Κάτι πλαςτικά, κάτι φωτιςτικά, ςκζτθ κιτςαρία! Α, και μια ςερβιτόρα μιςοτςίτςιδθ, ακόμθ και μεσ ςτο καταχείμωνο! Εγϊ δεν πρόκειται να τον μιμθκϊ, να κάνω τθν ταβζρνα μου μπορντζλο και να παριςτάνω τθν τςατςά!»

Page 122: Όμορφη Ζωή!

122

«Στο λζω και ςτο ξαναλζω, βρε γυναίκα, να το κλείςουμε το ρθμάδι, μα εςφ που ν’ ακοφςεισ!» ζκανε γκρινιάρικα ο Σταφροσ ανοίγοντασ τα μάτια. «Ε, γεράςαμε, φάγαμε τα ψωμιά μασ. Δεν είναι ϊρα να ξαποςτάςουμε κι εμείσ; Άλλωςτε μασ το ηθτάνε. Ρροχκζσ ακόμθ…»

«Τι λεσ εκεί, βρε ακεόφοβε! Να πουλιςω εγϊ το μαγαηί! Ροτζ! Αν βζβαια ιταν δικό ςου, κα το είχεσ ξεφορτωκεί προ πολλοφ. Ευτυχϊσ, οφτε ζνα ποτιρι εδϊ μζςα δε ςου ανικει…»

«Εντάξει, βρε Κατερίνα. Εγϊ μια κουβζντα είπα…» «Μια κουβζντα! Πλο κουβζντεσ μου πετάσ. Μ’ ζχεισ πριξει! Κι

άκου να ςου πω, εςφ μπορεί να τα’ φαγεσ τα ψωμιά ςου, όπωσ λεσ. Εγϊ όχι ακόμθ. Εγϊ το κζλω το μαγαηί. Ρζραςα μια ηωι εδϊ μζςα, δε κα παραδϊςω τθ ηωι μου ςε ξζνα χζρια, για να μπω μια ϊρα αρχφτερα ςτο τάφο μου! Πςο βαςτάνε τα ποδαράκια μου, όςο είμαι ορκι…»

«Εςφ δε λεσ, Κατερίνα, πωσ τηάμπα ςκοτϊνεςαι;» αποτόλμθςε ο Σταφροσ.

«Το λζω! Επάνω ςτθν αγανάκτθςι μου. Γιατί είναι αδικία να’ χω το καλφτερο μαγαηί και τελευταία να κυνθγϊ τουσ πελάτεσ με το ντουφζκι! Ράντωσ, να τα παρατιςω, οφτε να το ςκζφτεςαι!» Στράφθκε ςτθν Λφιγζνεια. «Για μζνα θ δουλειά είναι διαςκζδαςθ. Ξεχνϊ πωσ είμαι επαγγελματίασ. Είμαι οικοδζςποινα και περιποιοφμαι τουσ φίλουσ μου. Ζτςι νιϊκω. Κι εςζνα, Σταφρο, πόςο καιρό ςου λζω και ςου ξαναλζω να πετάξεισ τθν παλιατςαρία από το πεηοδρόμιο; Ρϊσ κα μπει, βρε, ο άλλοσ μζςα, αν βλζπει ζξω τζτοιο χάλι; Σιμερα μετρά θ εικόνα, όχι θ ουςία. Μιπωσ πρζπει όλα να τα κάνω μόνθ μου; Να το πάρω κι αυτό απόφαςθ;»

«Κα τα πετάξω τϊρα, Κατερίνα! Μθ φωνάηεισ!» Ο Σταφροσ ζκανε μια θρωικι προςπάκεια να ςθκωκεί, αλλά τα

πόδια του δεν τον κρατοφςαν και ξανακάκιςε ντροπιαςμζνοσ. «Ριγαινε για φπνο καλφτερα…» «Αφριο πρωί πρωί, Κατερίνα… Σου δίνω το λόγο μου!» Κάτι πιγε ν’ απαντιςει θ ςυμβία του, αλλά δεν πρόλαβε. Απότομα

το πρόςωπό τθσ γλφκανε και τα μάτια τθσ φωτίςτθκαν. «Ζρχονται. Εδϊ! Τουσ ακοφτε;» Μπικε μια πενταμελισ παρζα. Δυο ηευγάρια κι ζνα παιδάκι. Θ

Κατερίνα πετάχτθκε επάνω κι ζτρεξε να τουσ υποδεχτεί. «Ακοφςαμε πωσ ζχετε τθν καλφτερθ κουηίνα ςτθν περιοχι», είπε ο

άντρασ με το ςτρατιωτικό μπουφάν. «Ρϊσ τα μάκατε;» Θ φωνι τθσ Κατερίνασ ζτρεμε από ςυγκίνθςθ. «Α, ρωτιςαμε…»

Page 123: Όμορφη Ζωή!

123

«Ζχω λαγό ςτιφάδο. Κανονικό λαγό! Κα γλείφετε και τα δάχτυλά ςασ!»

Ρερνϊντασ πλάι από τον άντρα τθσ ςτο δρόμο για τθν κουηίνα θ Κατερίνα κοντοςτάκθκε λιγάκι για να του ξαναπεί να πάει για φπνο.

«Να μθ ςε βοθκιςω;» ζκανε εκείνοσ κουτουλϊντασ από τθ νφςτα. «Ρϊσ κα τα καταφζρεισ μόνθ ςου;»

«Αν χρειαςτϊ βοικεια, κα βοθκιςουν θ Άννα και θ Μφθ. Μθ νοιάηεςαι!».

Και πράγματι χρειάςτθκε βοικεια, γιατί ςφντομα κατζφταςαν κι άλλεσ δυο μεγάλεσ παρζεσ

«Γουρλίδικθ είςαι, βρε Μφθ! Τόςο κόςμο είχαν βδομάδεσ να δοφνε τα ματάκια μου εδϊ μζςα! Και ςαν ςερβιτόρα τα καταφζρνεισ μια χαρά!»

«Ζχω δουλζψει και ςε μπαρ, Κατερίνα. Ζχω πείρα…» «Είςαι κθςαυρόσ! Ζλα, όποτε κζλεισ, να ςε φιλοξενιςω. Με τθν

παρζα ςου. Ζχω μπόλικο χϊρο…» Τθν ευχαρίςτθςε κι είχε ςτο νου τθσ τον Μάρκο. Κα του άρεςε

εδϊ επάνω, αρκεί να τον ξεκουνοφςε. Φεφγοντασ από τθν ταβζρνα θ Άννα κι θ Λφιγζνεια κάκιςαν ς’ ζνα

από τα παγκάκια τθσ άδειασ πλζον πλατείασ. Το μαφρο τ’ ουρανοφ κοςμοφςαν ςμινθ αςτεριϊν και πζρα μακριά, ςτθν κοιλάδα, ςαν αςτρικζσ αντανακλάςεισ, τρεμόςβθναν, μζςα ςε πζλαγοσ ςκοτεινιάσ, τοφφεσ τοφφεσ φωτάκια. Ιταν χωριουδάκια κι θ Λφιγζνεια αναρωτικθκε αν ςτζλνανε μινυμα απόγνωςθσ ι ελπίδασ.

Θ Άννα πζραςε το χζρι τθσ γφρω από τουσ ϊμουσ τθσ ςαν για να τθν προφυλάξει από τθν ψυχροφλα. Σιωποφςε με μια γαλινια ςιωπι, ανοιχτι ςε κουβζντεσ που θ μζρα δεν αντζχει.

«Α, τι καλά να ςε είχα μθτζρα μου, Άννα!» τθσ ξζφυγε ςχεδόν τθσ Λφιγζνειασ.

«Κι εγϊ κόρθ μου!..» «Ζχεισ τθν Ελπίδα, Άννα…» «Γιατί να μθν ζχω και μια δεφτερθ κόρθ, Μφθ;.. Αν κατάλαβα καλά

από το τθλζφωνο, θ μθτζρα ςου βρίςκεται ςτθν Αφρικι…» «Πχι πια…» ψζλλιςε και ςφίχτθκε επάνω ςτθν Άννα. Θ Άννα δεν είπε λζξθ, μόνο τθσ χάιδεψε τα μαλλιά. Ρερίμενε… Κι

αυτι, με κομμζνθ τθν ανάςα, ςαν να τθν κυνθγοφςαν τα λόγια κι οι εικόνεσ, ςαν να τθν κυνθγοφςε ο χρόνοσ, τθσ εξιςτόρθςε όλα όςα είχε μάκει τελευταία για τθ μάνα τθσ. Πταν τελείωςε, το κομμζνο κεφάλι εξακολουκοφςε να είναι φρικτό κι αλλόκοτο, αλλά δεν τθ βάραινε πια τόςο.

Page 124: Όμορφη Ζωή!

124

«Άννα, τθ μιςοφςα τθ μάνα μου! Αν είχα κάτι ςτακερό ςτθ ηωι μου, ιταν το μίςοσ μου. Αυτό μ’ ζκρεφε και με ανζκρεψε. Χωρίσ το μίςοσ δεν ξζρω ποια είμαι. Κα’ κελα να τθ μιςϊ για πάντα, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να τθ λυπάται! Δεν τθ ςυγχωρϊ όμωσ!.»

«Κα ζρκει κι θ ςυγχϊρεςθ, Μφθ. Μαηί με τθν κατανόθςθ… Κα τθν αγαπιςεισ…»

«Να τθν αγαπιςω… Αυτό δε κα γίνει! Μου’ κανε τόςο κακο!» «Σου χάριςε τθ ηωι. Κι ζγινεσ αυτό που είςαι. Μια καυμάςια

κοπζλα… Θ Φοίβθ εξιλεϊκθκε. Σταυρϊκθκε… Και κα αναςτθκεί κάποτε μζςα ςου, Μφθ… Και τότε κα’ ςαι υπεριφανθ για εκείνθ. Κι ακόμθ πιο δυνατι, πιο ελεφκερθ… Θ ςυγχϊρεςθ ελευκερϊνει…»

Ενάντια ςτθ κζλθςι τθσ να κρατθκεί, δάκρυα κφλθςαν απ’ τα μάτια τθσ και παραδόξωσ δεν ντράπθκε γι’ αυτά.

«Μιλάσ ςαν άγια, Άννα!» Θ Άννα γζλαςε μ’ ζνα δροςερό γζλιο. «Θ κόρθ μου μάλλον δε κα ςυμφωνοφςε για τθν αγιοςφνθ μου…» «Να ςου πω κάτι παράξενο, Άννα; Με το που τθν είδα, μοφ

φάνθκε μια ςτιγμοφλα ςαν να’ βλεπα τθ μάνα μου… Ζχει κάτι από τον αζρα τθσ…» «Μοιάηει του πατζρα τθσ… Ο Ορζςτθσ ιταν ψθλόσ και γαλανομάτθσ… Αλλά αυτά βζβαια δεν φαίνονται ςτο πορτρζτο…»

«Οφτε εγϊ ζμοιαςα τθσ μάνασ μου… Ιταν όμορφθ…» «Κι εςφ είςαι όμορφθ, Μφθ! » Άφθςαν το παγκάκι, πιραν το δρόμο για το ςπίτι.. Πποιεσ δεν τισ

γνϊριηε, κα τισ ζπαιρνε για μάνα και κόρθ. Ξυπνϊντασ μεσ ςτθ νφχτα θ Λφιγζνεια απόρθςε που βριςκόταν ςτο

μεγάλο κρεβάτι του κακιςτικοφ με το κεφάλι ακουμπιςμζνο ςτο ςτικοσ τθσ Άννασ π’ ανεβοκατζβαινε ελαφρά ςτο ρυκμό του φπνου. Το αμπαηοφρ είχε ξεχαςτεί αναμμζνο κι ο αυςτθρόσ Ορζςτθσ απ’ το πορτρζτο του ςαν να τισ παρατθροφςε με κρυφι επιδοκιμαςία. Μάλλον το’ χε παρακάνει! Είχε χάςει κάκε ζλεγχο. Ιταν ο τρόποσ που τθν κοίταηε θ Άννα, ο τρόποσ που τθν άκουγε, που τθν είχανε κάνει λιϊμα. Κυριολεκτικά λιϊμα! Δάκρυα να τρζχουν απ’ τθ μάτια τθσ, ηουμιά απ’ τθ μφτθ, υγρά χαρτομάντιλα, εξομολογιςεισ όλο και πιο βακιζσ, μζχρι που εξουκενωμζνθ είχε βουλιάξει ςτον φπνο… Επί τόπου. Επάνω ςτο διπλό κρεβάτι. Στο κρεβάτι τθσ Άννασ. Σφίχτθκε επάνω ςτθν Άννα. «Μανοφλα…» ψικφριςε κι αμζςωσ τθν ξαναπιρε ο φπνοσ.

Page 125: Όμορφη Ζωή!

125

Ξυπνϊντασ το πρωί άκουςε τθν Άννα να ετοιμάηει το πρωινό ςτο κουηινάκι. Δε βιάςτθκε να ςθκωκεί. Στο φωσ τθσ μζρασ, ζνιωκε κάπωσ άβολα για τα χκεςινοβραδινά…

«Ζτοιμο το πρωινό μασ, Μφθ!» άκουςε κεφάτθ τθ φωνι τθσ Άννασ. Να φάμε καλά για ν’ αντζξουμε το πρόγραμμά μασ. Μασ περιμζνουν το ςχολείο κι οι ςυνεταιριςμοί».

Κρονιαςμζνο το Δθμοτικό Σχολείο ςτθν κορφι του λοφίςκου

δζςποηε ςτο καταπράςινο τοπίο. Θ Λφιγζνεια, άριςτθ μοτοςικλετίςτρια, αλλά μετριότατθ πεηοπόροσ, ηοριηότανε λιγάκι ςτθν ανθφοριά να ςυγχρονίςει το βιμα τθσ με το ςβζλτο κι ανάλαφρο βιμα τθσ Άννασ που τθσ περιζγραφε ςε ποια κατάςταςθ είχε βρει το ςχολείο πριν τριάντα χρόνια. Ζνα ερείπιο ιταν που φιλοξενοφςε μόνο άγρια βλάςτθςθ, νυχτερίδεσ κι αγριοπερίςτερα. Τι κόποι, τι τρεξίματα από αρμόδιο ςε αρμόδιο, τι γραφειοκρατικά μαρτφρια είχε περάςει για να επαναλειτουργιςει!

Ρζρα, ς’ ζναν γυμνό λόφο, πίςω από άλλα χαμθλότερα υψϊματα, θ Λφιγζνεια διζκρινε ανεμογεννιτριεσ ςε λειτουργία. Τισ μζτρθςε. Δϊδεκα. Είχαν κάτι το εξωπραγματικό, κακϊσ φαίνονταν ςαν να αιωροφνταν μζςα ςτθν αραιι πρωινι ομίχλθ.

«Το αιολικό μασ πάρκο!» είπε με φανερό καμάρι θ Άννα. Το είχαν ςτιςει με ευρωπαϊκζσ επιδοτιςεισ και με ανάδοχο

ιςπανικι εταιρεία. Το παραγόμενο ρεφμα τροφοδοτοφςε το χωριό και τθ γφρω περιοχι και το πλεόναςμα τ’ αγόραηε θ ΔΕΘ εξαςφαλίηοντασ ςτο χωριό όχι ευκαταφρόνθτα ζςοδα. Εκτόσ από το γραφειοκρατικό χαρτολαβφρινκο θ Άννα ςαν διμαρχοσ ζπρεπε να ξεπεράςει και τισ λυςςαλζεσ αντιδράςεισ κάποιων τοπικϊν παραγόντων. Είχε όμωσ μάκει να μθν υποχωρεί.

Επάνω ςε υψωματάκι ανατολικά διακρινότανε ν’ αςτράφτει ςτον ιλιο ο τεράςτιοσ λζβθτασ, που τροφοδοτοφςε το χωριό, μζςα από υπόγειουσ αγωγοφσ, με ηεςτό νερό για χριςθ και κζρμανςθ. Για να ηεςταίνεται το νερό, χρθςιμοποιοφςαν βιομάηα, δθλαδι κοπριζσ, ξερά, φφλλα άχυρα. Ζτςι θ οικονομικι επιβάρυνςθ για κάκε ςπίτι ιταν ελάχιςτθ.

Page 126: Όμορφη Ζωή!

126

Θ Λφιγζνεια ενκουςιαςμζνθ τραβοφςε φωτογραφίεσ και κατζγραφε όςα ζλεγε θ Άννα. Στο ςπίτι κα τθσ ηθτοφςε λεπτομζρειεσ κι αρικμοφσ για το κάκετι.

Το φρεςκοβαμμζνο με ϊχρα διϊροφο ςχολείο βριςκόταν ςτο

βάκοσ μιασ μεγάλθσ αυλισ, χωριςμζνθσ ςτα δυο. Από τθ μια ιταν γιπεδα μπάςκετ και βόλεϊ κι απ’ τθν άλλθ κιποσ με δζντρα και λουλουδιαςμζνα παρτζρια. Ραρατιρθςε με ζκπλθξθ θ Λφιγζνεια πωσ ςε κάκε παρτζρι υπιρχανε ταμπελίτςεσ με ονόματα: Γιάννθσ, Λίτςα, Μάνκοσ και τα παρόμοια. Οι κάμνοι και τα λουλοφδια είχαν ονόματα ανκρϊπων! Θ Άννα τθσ εξιγθςε πωσ ιταν τα ονόματα των παιδιϊν που τα είχαν φυτζψει και τα φρόντιηαν. Ζμεινε άναυδθ. Τα παιδιά να φροντίηουν τον κιπο! Στο δικό τθσ ςχολείο όςεσ φορζσ ο Διμοσ είχε επιχειριςει να φυτζψει κάτι, το τςαλαπατοφςανε οι μακθτζσ. Ρρϊτθ και καλφτερθ θ ίδια!

Ρζτυχαν τθν Ελπίδα ςτο μάκθμα ηωγραφικισ. Τα παιδιά, παςαλειμμζνα μπογιζσ, ηωγράφιηαν με μεγάλθ όρεξθ κι όταν μάκανε τθν ιδιότθτά τθσ ζγινε ςκοτωμόσ ποιεσ από τισ ηωγραφιζσ τουσ κα διάλεγε θ δθμοςιογράφοσ για να τισ παρουςιάςει ςτο «Κογιανιςκάςι». Το πρόβλθμα λφκθκε με κλιρωςθ.

Μπικαν και ς’ άλλεσ τάξεισ και κάκε φορά θ Λφιγζνεια δεν πίςτευε ςτα μάτια τθσ. Τα πολλά ςθκωμζνα χεράκια και τα πρόκυμα μουτράκια, ανάμεςά τουσ μαφρα και μελαμψά, ιταν απόδειξθ πωσ τα παιδιά διαςκζδαηαν, αντί να ςκυλοβαριοφνται! Και να’ τανε μόνο αυτό! Ραντοφ οι τοίχοι ιταν πεντακάκαροι. Οφτε μουντηοφρεσ από μαρκαδόρουσ, οφτε δαχτυλιζσ, οφτε αποτυπϊματα παπουτςιϊν από κλοτςιζσ. Ρϊσ αυτό; Μα απλοφςτατα, τα ίδια τα παιδιά, με τθ βοικεια κι επιτιρθςθ των δαςκάλων, βάφανε το ςχολείο τουσ! Κορόιδα ιταν να το λερϊνουνε;

Ξεναγικθκε ςτισ αίκουςεσ πλθροφορικισ και μουςικισ και ςε δφο εργαςτιρια ανφπαρκτα, απ’ όςο ιξερε, ςε άλλα ςχολεία: ςτο υπερςφγχρονο κι αςτραφτερό από τθν κακαριότθτα εργαςτιριο μαγειρικισ και ηαχαροπλαςτικισ κακϊσ και ςτο εργαςτιριο τεχνικϊν εφαρμογϊν, εξοπλιςμζνο με όλα τα απαραίτθτα εργαλεία για οικιακζσ επιςκευζσ.

Κι οι εκπλιξεισ τθσ δεν τελείωςαν εκεί. Συνεχίςτθκαν με το κζατρο -κανονικό κζατρο- όχι τίποτε τθσ ςυμφοράσ, το ςκεπαςτό κολυμβθτιριο και τθν πλοφςια βιβλιοκικθ. Κι όλα αυτά για παιδάκια του Δθμοτικοφ!

Πχι μόνο, τθσ εξιγθςε θ Άννα. Το ςχολείο ιταν ανοιχτό και διακζςιμο και ςτα μεγαλφτερα παιδιά που φοιτοφςαν ςτο Γυμνάςιο και

Page 127: Όμορφη Ζωή!

127

ςτο Λφκειο τθσ κοντινισ κωμόπολθσ -- μζχρι να κτιςτοφν τζτοια ςχολεία και ςτ’ Αγνάντιο- αλλά και ς’ όλουσ τουσ Αγναντιϊτεσ κάκε θλικίασ που είχαν όρεξθ να μάκουν, να κολυμπιςουν, να ςυμμετάςχουν ςε καλλιτεχνικζσ εκδθλϊςεισ…

Φοβερι ηιτθςθ είχαν τα μακιματα πλθροφορικισ. Είχαν καταλάβει οι Αγναντιϊτεσ ότι το διαδίκτυο, ςυνδζοντάσ τουσ μ’ όλον τον κόςμο, εκμθδενίηει τισ αποςτάςεισ και το μειονζκτθμα τθσ απομόνωςθσ. Ρολλοί νζοι -κι άλλοι όχι τόςο νζοι- ςποφδαηαν διαδικτυακά, παραγωγοί και ςυνεταιριςμοί διαφιμιηαν και πουλοφςανε τθν παραγωγι τουσ ωσ και ςτο εξωτερικό και μοντζρνεσ Αγναντιϊτιςςεσ παράγγελναν μοντελάκια ςτθν Ακινα. Θ πιο θλικιωμζνθ μακιτρια ιταν θ κυρία Ευρυδίκθ, ετϊν ογδόντα δφο! Το «ιταν» δε ςιμαινε αποδθμία. Απλϊσ είχε πάψει να είναι μακιτρια και ξθμεροβραδιαηότανε να παίηει από το ςπίτι τθσ θλεκτρονικό ςκάκι με ιςάξιουσ φίλουσ τθσ, ζναν Λνδό ςτθ Βομβάθ και μια κυρία ςτθ Βιζννθ. Στο Αγνάντιο δεν ζβριςκε αντάξιο αντίπαλο.

Κα ικελε να τθ φωτογραφίςει και να τθσ πάρει ςυνζντευξθ θ Λφιγζνεια, αλλά είχε πάει ςτθ Σπάρτθ, ςτθν αδελφι τθσ.

Άφθςαν το ςχολείο μεςθμεριάτικα και ςυνζχιςαν για το Γυναικείο Συνεταιριςμό ςτο κζντρο του χωριοφ που ςτεγαηόταν ς’ ζνα παλιό πζτρινο οίκθμα, πρόςφατα ανακαινιςμζνο.

Γελαςτζσ γυναίκεσ κάκε θλικίασ, αχνιςτζσ κατςαρόλεσ, γαργαλιςτικζσ μυρουδιζσ, τθγάνια, λεκάνεσ με ηφμθ, ταψιά, κουτάλεσ, ηεςτά καλωςορίςματα, κεράςματα… Και ςτα ράφια του καλαίςκθτου εκκετθρίου τα ζργα των γυναικϊν: βαηάκια με γλυκά κουταλιοφ και μαρμελάδεσ, χυλοπίτεσ και τραχανάσ, κουλουράκια, μπακλαβαδάκια, κανταΐφια, χορτόπιτεσ, γαλατόπιτεσ, όλα παρουςιαςμζνα με γοφςτο, όλα με ετικζτεσ με τισ παραδοςιακζσ ςυνταγζσ και τα ντόπια υλικά από τα οποία είχαν φτιαχτεί. Να και τα κεντιματα, τα υφαντά, τα πλεκτά, τα ξυλόγλυπτα!.. Θ Λφιγζνεια φωτογράφιηε…

Ο Συνεταιριςμόσ, τθν πλθροφόρθςε θ Ευτυχία, θ ςτρουμπουλι που είχε αναλάβει και τα λογιςτικά, αρικμοφςε εκατόν είκοςι μζλθ και πραγματοποιοφςε αξιόλογο ετιςιο τηίρο πουλϊντασ ςτουσ περαςτικοφσ και ςε καταςτιματα κοντινϊν πόλεων. Κάκε μζλοσ, κατά μζςο όρο, κζρδιηε 4.600€ το χρόνο.

Στον Κτθνοτροφικό Συνεταιριςμό, λίγο ζξω από το χωριό, ζφταςε φορϊντασ τθν μοβ πλεκτι εςάρπα με τα μακριά κρόςςια που τθσ είχαν χαρίςει αποχαιρετϊντασ τθν οι γυναίκεσ. Ράντα με τθν Άννα δίπλα τθσ επιςκζφτθκε το τυροκομείο και το εμφιαλωτιριο γάλατοσ. Ραντοφ βαςίλευε άμεμπτθ κακαριότθτα κι ο εξοπλιςμόσ ιταν τθσ τελευταίασ

Page 128: Όμορφη Ζωή!

128

τεχνολογίασ, όπωσ τθσ εξιγθςε με καμάρι ο Σωκράτθσ, πτυχιοφχοσ τυροκόμοσ. Τα προϊόντα τουσ, όλα βιολογικά με επίςθμθ πιςτοποίθςθ, ιταν περιηιτθτα ςτθν αγορά τθσ Ακινασ. Εξίςου εντυπωςιακό όμωσ ιταν και το βρόμικο παραςκινιο πίςω από το ζργο. Θ Άννα είχε υποςτεί απειλζσ, εκβιαςμοφσ, ςυκοφαντίεσ, απόπειρεσ δωροδοκίασ και πολιτικζσ πιζςεισ για να μθ φτιαχτοφν ο ςυνεταιριςμόσ και το τυροκομείο. Τθσ είχε κθρφξει πόλεμο το καρτζλ του γάλακτοσ! Θ Άννα υποςχζκθκε να τθσ δείξει τα ντοκουμζντα αυτοφ του αγϊνα…

Ο Γεωργικόσ Συνεταιριςμόσ αρικμοφςε τα περιςςότερα μζλθ, αφοφ ςυμμετείχαν ςχεδόν όλοι οι Αγναντιϊτεσ, ακόμθ κι όςοι καλλιεργοφςαν μόνο τον κιπο τουσ ι ζνα ςτρεματάκι, αλλά είχαν περίςςευμα παραγωγισ για ποφλθμα. Πλοι ιταν βιοκαλλιεργθτζσ και τα προϊόντα τουσ ιταν ανάρπαςτα ςτισ μεγάλεσ πόλεισ.

Ο Συνεταιριςμόσ ςυλλογισ και ξιρανςθσ βοτάνων πρωτοτυποφςε, επειδι τα περιςςότερα μζλθ του ιταν παιδιά! Μάηευαν χαμομιλι, ρίγανθ, κυμάρι, τςάι του βουνοφ κι αφοφ τα ξζραιναν τα βάηανε ςε διαφανι ςακουλάκια που τα ζδεναν με χρωματιςτζσ κορδελίτςεσ. Διαςκεδαςτικι δουλειά και τα χαρτηιλίκωνε! Συςτεγαηόταν με τον Συνεταιριςμό Συλλογισ και Διάδοςθσ παραδοςιακϊν ςπόρων.

Ο Λεωνίδασ, ο πρόεδρόσ του, τθσ εξιγθςε ότι οι ςυνεταιριςτζσ ςυγκζντρωναν κι αντάλλαςςαν ντόπιουσ ςπόρουσ με άλλουσ παραγωγοφσ, όχι αποκλειςτικά τθσ περιοχισ τουσ. Το κίνθτρο; Να μθ χακοφν οι ντόπιεσ ποικιλίεσ ςπόρων, να μθν κρζμονται από τισ πολυεκνικζσ εταιρείεσ που πουλάνε μεταλλαγμζνουσ, πατενταριςμζνουσ ςπόρουσ με αντοχι μεν ςτα φυτοφάρμακα –που οι βιοκαλλιεργθτζσ ζτςι κι αλλιϊσ δεν χρθςιμοποιοφν- αλλά δυςπροςάρμοςτουσ ςτο ζδαφοσ και ςτο κλίμα κάκε τόπου. Και ςτείρουσ! Απίςτευτο κι όμωσ αλθκινό! Οι καλλιεργθτισ, που καλλιεργεί μεταλλαγμζνα φυτά είναι αναγκαςμζνοσ ν’ αγοράηει κάκε χρόνο και νζο ςπόρο, πάντα ςτείρο. Μαηί με τα φυτοφάρμακα. Ράνε πακζτο αυτά. Χρυςζσ δουλειζσ οι εταιρείεσ! Κι ο καλλιεργθτισ πλθρϊνει και δε ςϊνει. Ρϊσ να μθν καταχρεωκεί; Ρϊσ να μθν ανεβάςει τισ τιμζσ του; Ραραμφκια τθσ Χαλιμάσ ότι τα μεταλλαγμζνα κα εξαφάνιηαν τθν πείνα. Συχνά αφάνιηαν τον μικροκαλλιεργθτι, γιατί θ παραγωγι του γινόταν ζτςι πανάκριβθ. Στο τζλοσ όλοι κα καταντοφςαν εξαρτθμζνοι από τισ πολυεκνικζσ! Υποδουλωμζνοι δίχωσ πόλεμο, ζλεγε με πάκοσ χειρονομϊντασ ζντονα ο Λεωνίδασ.

Θ Λφιγζνεια τον παρακάλεςε να γράψει οπωςδιποτε για το περιοδικό. Τθσ το υποςχζκθκε.

Page 129: Όμορφη Ζωή!

129

Θ μζρα τουσ δεν εξαντλικθκε μόνο ςτουσ ςυνεταιριςμοφσ. Εκτόσ από το Δθμοτικό Λατρείο, όπου υπιρχε εγκατεςτθμζνο και ςε λειτουργία ςφςτθμα τθλεϊατρικισ, πλοφςιο υλικό για ρεπορτάη τισ πρόςφεραν κι οι ίδιοι οι Αγναντιϊτεσ με τισ ιςτορίεσ τουσ. Θ ηεςταςιά κι θ αγάπθ τουσ για τθν Άννα ζφτανε και μζχρι τθν ίδια.

Το βραδάκι ςτο ςπίτι, κακϊσ πίνανε τςάι του βουνοφ και κουβζντιαηαν, θ Άννα τθσ ηιτθςε τθ γνϊμθ, τθ γνϊμθ «ενόσ νζου κι ζξυπνου ανκρϊπου για ςοβαρό κζμα». Να για τι επρόκειτο. Μια αυςτραλιανι εταιρεία, εξειδικευμζνθ ςτθ δθμιουργία οικολογικϊν χωριϊν, ηθτοφςε ν’ αγοράςει ςτθν περιοχι μια μεγάλθ ζκταςθ, για να χτίςει οικολογικά ςπίτια, ςφμφωνα με τθν τοπικι αρχιτεκτονικι. Κα τα πουλοφςαν ςε πελάτεσ απ’ όλον τον κόςμο που είχαν γυρίςει τθν πλάτθ ςτο καταναλωτικό μοντζλο ηωισ κι επικυμοφςαν να ηοφνε λιτά, με αυτάρκεια και γεωργικι εργαςία… Θ πρόταςθ είχε γίνει ςτον νυν διμαρχο που ζμενε ςτο διπλανό χωριό, ςτο Μαυρορζμα. Ο διμαρχοσ ικελε τθ γνϊμθ τθσ. Ράντα τθ ρωτοφςε…

«Ϊςτε το Αγνάντιο είναι διάςθμο, Άννα, αλλά εςφ δεν είςαι και τόςο ενκουςιαςμζνθ που άνκρωποι από τόςο μακριά κζλουν να ηιςουν μαηί ςασ! Μα γιατί;»!

«Γιατί…» αναςτζναξε θ Άννα κουνϊντασ το κεφάλι. «Το Αγνάντιο είναι βζβαια πολυεκνικό, πολυπολιτιςμικό κι ότι άλλο πολυτζτοιο μπορείσ να φανταςτείσ, Μφθ… Ρριν μερικά χρόνια ζφκινε. Χρειαηότανε νζο αίμα. Και τουσ μετανάςτεσ… Πμωσ δεν ιταν και τόςο εφκολθ υπόκεςθ θ αρμονικι ςυμβίωςθ ντόπιων και ξζνων κι οφτε είναι. Υπιρχε ρατςιςμόσ κι ακόμθ υπάρχει. Το χρϊμα, θ καταγωγι, θ κρθςκεία, οι προκαταλιψεισ επάνω απ’ όλα, παίηουνε το ρόλο τουσ. Κακά τα ψζματα. Ο ρατςιςμόσ ζχει πολφ βακιζσ ρίηεσ, δφςκολο να εξαφανιςτεί. Ρατά ςτθν ανάγκθ για ψυχολογικι αςφάλεια. Το διαφορετικό ανοίγει το μυαλό, αλλά κλονίηει τθν αςφάλεια τθσ ομοιομορφίασ. Και μζχρι να δθμιουργθκεί θ νζα ιςορροπία, θ ιςορροπία τθσ ανκρωπιάσ… Τελοςπάντων, ζχουμε καταφζρει να ιςορροπιςουμε ικανοποιθτικά… Πμωσ αυτοί οι καινοφριοι τι κα μασ φζρουν άραγε;.. Μιπωσ αναςτάτωςθ;.. Αν εςφ ιςουν ςτθ κζςθ μου, Μφθ;...»

«Κα τουσ καλωςόριηα, Άννα! Ζνα παγκόςμιο χωριό με κατοίκουσ που ζχουν διαλζξει τθν απλι, φυςικι ηωι! Φαντάςου τι μινυμα κα ζςτελναν!.. Και φαντάςου κι άλλα παρατθμζνα χωριουδάκια να ξαναηωντάνευαν όπωσ τ’ Αγνάντιο! Αυτό κι αν κα ιταν επανάςταςθ, Άννα!..»

«Μάλλον ζχεισ δίκιο, αλλά βλζπεισ, κοριτςάκι μου, ςτα εβδομιντα ςοφ λιγοςτεφει θ όρεξθ για το άγνωςτο. Θ γριοφλα φοβικθκε!..»

Page 130: Όμορφη Ζωή!

130

Θ Λφιγζνεια τθν αγκάλιςε. «Γριοφλα εςφ, Άννα! Είναι αςτείο…» Ακοφςτθκε κάτι ςαν ουρλιαχτό. Θ Λφιγζνεια πετάχτθκε επάνω.. «Λφκοσ…» ζκανε απαλά θ Άννα.

Λφκοσ! Θ Λφιγζνεια όρμθςε ςτθν πόρτα με τεντωμζνα τ’ αυτιά κι ορκάνοιχτα μάτια. Σκοτάδι. Σιγι. Και δυνατζσ ευωδιζσ που θ αγφμναςτθ όςφρθςι τθσ τθν εμπόδιηε να ξεχωρίςει, κάποιεσ ωςτόςο οικείεσ. Στθν ευωδιαςτζσ νφχτεσ μποροφςαν να φωλιάηουν λφκοι! Κοφτερά δόντια πείνασ ζκρυβε θ νφχτα, πιο κοφτερά ακόμθ θ μζρα, τα κουκοφλωνε όμωσ το φωσ… «Το χειμϊνα ίςωσ ο λφκοσ πλθςίαηε... Τϊρα είναι μακριά, Μφθ..»

Θ Άννα ιταν πλάι τθσ και τθσ χαμογελοφςε. Και το πρωί ο Βαςίλθσ κα τθν περίμενε ςτο κτιμα με τισ κεραςιζσ…

Δεν είχα δει ποτζ ςτθ ηωι μου, φιλαράκια αναγνϊςτεσ,

ανκιςμζνεσ κεραςιζσ, μόνο μια ψωραλζα αμυγδαλιά, αν ιταν αμυγδαλιά, πζταγε κανζνα ανκάκι ςτθν παλιά μου γειτονιά και να με πρωί πρωί μζςα ςε μια κάλαςςα από λευκά λουλουδάκια που, με το πιο ελαφρό αεράκι, γίνονταν βροχι και με ζραιναν. Αν υπάρχει παράδειςοσ ζτςι κα’ ναι και κρίμα να μθν ζχω το ταλζντο να ςασ τον περιγράψω με λεπτομζρειεσ. Αφεντικό και υπθρζτθσ ς’ αυτόν τον παράδειςο είναι ο Βαςίλθσ, ο γαμπρόσ τθσ Άννασ. Δικά του είναι ςαράντα ςτρζμματα, τα υπόλοιπα εκατό τα νοικιάηει.

Τον είχα πάρει για μάλλον λιγομίλθτο, αλλά ςτο κτιμα θ γλϊςςα του πιγαινε ροδάνι. Και δε μιλοφςε μόνο με τθ γλϊςςα, αλλά και με τα μάτια, τα χζρια, μ’ ολόκλθρο το κορμί. Και να τον ακοφν μ’ ανοιχτό το ςτόμα τα γεωπονάκια, ςαν να’ χανε μπροςτά τουσ καμιά κακθγθτάρα να τουσ μιλά για τθ βιοδυναμικι γεωργία!

Μάλλον δεν ζχετε ιδζα τι είναι αυτό, αλλά εντάξει, μθν το παίρνετε και κατάκαρδα, φιλαράκια. Μιπωσ εγϊ ιξερα;

Ζλεγε λοιπόν ο Βαςίλθσ πωσ το ςφμπαν –ο μακρόκοςμοσ κι μικρόκοςμοσ- είναι φλθ κι ενζργεια και πωσ το ζνα μεταμορφϊνεται ςυνεχϊσ ςτο άλλο, όπωσ μασ ζδειξε κι ο ςοφόσ Einstein με τθν εξίςωςι του: e=m.c2. Δουλειά του βιοδυναμικοφ καλλιεργθτι είναι να ευκολφνει τθ ςυμπαντικι ενζργεια να ρζει ςτο κτιμα, να το ποτίηει, να ποφμε. Το καταφζρνει αν ξζρει ποιεσ κινιςεισ και κζςεισ των πλανθτϊν είναι

Page 131: Όμορφη Ζωή!

131

ενεργειακά ευνοϊκζσ για το φφτεμα, τθ μεταφφτευςθ, τθ ςυγκομιδι. Υπάρχουν ειδικά θμερολόγια που γράφουν τισ ςωςτζσ μζρεσ για κάκε γεωργικι δουλειά. Ακολουκεί λοιπόν τισ οδθγίεσ για καλά αποτελζςματα. Δεν κάνει του κεφαλιοφ του. Κι ο ίδιοσ ςτζλνει ενζργεια ςτα δζντρα του και παίρνει ενζργεια απ’ αυτά. Και μεταξφ μασ, λζει, παίρνουμε και δίνουμε ενζργεια. Είναι κάτι φυςικό, μια πραγματικότθτα, άλλο αν δεν τθ ςυνειδθτοποιοφμε. Υπερβολζσ; Ράντωσ εγϊ ποτζ ςτθ ηωι μου δεν ιμουν τόςο ηωντανι, φιλαράκια, όςο κάτω από τισ κεραςιζσ. Υποψιάηομαι πωσ το τςιμζντο και το καυςαζριο μάσ κλζβουνε ενζργεια, γι’ αυτό νιϊκουμε ψόφιοι και ρουφάμε φραπζ μιπωσ και ηωντανζψουμε λιγάκι!

Ο κόςμοσ είναι φλθ κι ενζργεια, αλλά οι αιτίεσ του είναι πνευματικζσ, μασ ζλεγε ο Βαςίλθσ. Ζτςι και το κτιμα. Δεν είναι μόνο χϊμα και φυτά. Σκζτθ φλθ. Είναι κάτι ηωντανό, όπου όλα, από το πιο μικρό βακτιριο ςτο χϊμα μζχρι το κεραςάκι και τισ κοςμικζσ δυνάμεισ, βρίςκονται ςε μόνιμθ αλλθλοεξάρτθςθ. Ο Βαςίλθσ ςζβεται τθ φφςθ, ςυνεργάηεται μαηί τθσ, τθν αφινει να τον διδάςκει, αντί να τθσ βάηει τρικλοποδιζσ με χθμικά παραςιτοκτόνα και λιπάςματα που μπορεί να αυξάνουν τθν παραγωγι προςωρινά, αλλά μακροχρόνια αδυνατίηουν το ζδαφοσ κι αρρωςταίνουν τα φυτά, ζτςι που να χρειάηονται, όλο και περιςςότερα χθμικά –πλουτίηοντασ τισ χθμικζσ εταιρείεσ- για να παράγουν όλο και λιγότερο κρεπτικά, ακόμθ κι επικίνδυνα για εμάσ, προϊόντα. Κι εμείσ, όταν, αντί να κάνουμε τα ςωςτά για τθν υγεία μασ, καταπίνουμε φάρμακα και ψυχοφάρμακα Και τι αποτελζςματα ζχουμε, φιλαράκια; Κουτςοηοφμε.

Λδρυτισ τθσ βιοδυναμικισ γεωργίασ είναι κάποιοσ οφντολφ Στάινερ. Μακθματικόσ, φυςικόσ και φιλόςοφοσ που ζηθςε ςτισ αρχζσ του εικοςτοφ αιϊνα.

Αν λοιπόν ο Βαςίλθσ ιταν ςυμβατικόσ καλλιεργθτισ, τι κα’ κανε; Κα ράντιηε με χθμικά εντομοκτόνα, για να εμποδίςει τα ζντομα να γεννιςουν μεσ ςτον καρπό τ’ αυγά τουσ, απ’ όπου κα ζβγαιναν λαίμαργα ςκουλθκάκια, ανυπόμονα να φάνε για να γίνουν επίςθσ ζντομα. Πχι ότι αφινει ανυπεράςπιςτεσ τισ κεραςιζσ του. Τισ ραντίηει με ςαπουνόνερο πράςινου ςαπουνιοφ! Χρθςιμοποιεί και βότανα με προςτατευτικζσ και κεραπευτικζσ ιδιότθτεσ. Για τισ τςουκνίδεσ π.χ. που τισ είχα για κακζσ κι άχρθςτεσ, άκουςα τόςο καλά λόγια που ςχεδόν τισ αγάπθςα. Τισ αφινει λοιπόν να μουλιάηουν για μζρεσ μζςα ςε νερό και ραντίηει με τςουκνιδόνερο! Επιπλζον το ηουμί κι οι μιςοςάπιεσ τςουκνίδεσ είναι μια χαρά λίπαςμα.

Page 132: Όμορφη Ζωή!

132

Καλοκρεμμζνα τα δζντρα του – και τα λαχανικά του. Το χϊμα παχουλό κι αφράτο. Το δυναμϊνει με κομπόςτ, μθν πάει ο νουσ ςασ ςτθν γνωςτι κομπόςτα. Είναι ζνα βουναλάκι από φυςικό λίπαςμα ςτθν άκρθ του χτιματοσ. Θ ςυνταγι του; Αγελαδινζσ κοπριζσ –τρζφει αρκετζσ αγελάδεσ ςε γειτονικό χϊρο-, φλοφδεσ δζντρων, φφλλα, αγριόχορτα, λεπτά κλαριά ψιλοκομμζνα, αποφάγια, όλα από το χτιμα και το ςπίτι. Ο Βαςίλθσ φροντίηει το κτιμα να ζχει αυτάρκεια, τα πάντα να ανακυκλϊνονται και να αλλθλοβοθκιοφνται, όπωσ ακριβϊσ ςε ζναν υγιι οργανιςμό. Το περίεργο ιταν πωσ το κομπόςτ δε βρομοφςε κακόλου. Μφριηε ςαν δάςοσ. Επειδι είχε χωνζψει. Είχε γίνει θ ηφμωςθ, για να το πω πιο επιςτθμονικά. Και ξζρετε ποιοι κάνουν τθ δουλειά; Κάτι ςιχαμερά ςκουλικια και ηωφφια! Και ποιοσ άλλοσ δθλαδι κα τθν ζκανε;

Γφρω από το χτιμα ζχει φυτζψει ζνα φράχτθ από κυπαρίςςια, αγριοφουντουκιζσ, παςχαλιζσ και διάφορουσ κάμνουσ που προςτατεφουν τισ κεραςιζσ από τουσ δυνατοφσ ανζμουσ, αλλά και δίνουν καταφφγιο ςε πουλιά και ηωάκια, όπωσ ςτθ νυφίτςα, ςτο ςκαντηόχοιρο, ςτο ςκακάρι που ζχουν για μεηεδάκι τισ ψείρεσ των φυτϊν και τα βλαβερά ζντομα. Ζχει κι άλλουσ ςυμμάχουσ: τισ παςχαλίτςεσ, τισ ψαλίδεσ, τισ ςφικεσ, τισ αγριομζλιςςεσ.

Μασ ξεναγοφςε ςτο κτιμα και μασ μιλοφςε κι εμείσ δεν χορταίναμε ν’ ακοφμε. Μασ είχε μαγζψει. Σχεδόν μασ είχε υπνωτίςει. Δεν ιταν ο Βαςίλθσ που είχα πρωτογνωρίςει ςτο ςπίτι τθσ Άννασ. Ιταν ζνασ άλλοσ. Είχε μεταμορφωκεί Ιταν ζνασ μάγοσ! Αχ, και να τον βλζπατε πϊσ φερόταν ςτισ κεραςιζσ! Σαν ερωτευμζνοσ! Ρϊσ τισ άγγιηε… Ρϊσ τισ κοίταηε… Εγϊ νόμιηα πωσ θ αγάπθ, εκτόσ του ότι ςπανίηει, υπάρχει μόνο ανάμεςα ςτουσ ανκρϊπουσ ι ζςτω ανάμεςα ςε ανκρϊπουσ και ηϊα, μα ο Βαςίλθσ αγαπάει τα δζντρα, αγαπάει το χϊμα, αγαπάει τισ παπαροφνεσ, το χαμομιλι, τισ ντομάτεσ του. Κι όλα του επιςτρζφουν αγάπθ. Ζτςι φαίνεται

Μασ μιλοφςαν κι οι ανκιςμζνεσ κεραςιζσ. Κάποια ςτιγμι μοφ φάνθκαν λουςμζνεσ ςτο φωσ, μα ςαν να ιταν φωσ εςωτερικό, όχι του ιλιου. Μςωσ να είχα το προνόμιο να δω αυτιν τθν περίφθμθ ενζργεια. Ρράνα τθν λζνε οι Λνδοί κι οι αρχαίοι μασ αικζρα. Από το Βαςίλθ το’ μακα.

Μθ βιαςτείτε, φιλαράκια, να χαμογελάςετε με τισ «φανταςιοπλθξίεσ» μιασ γενικϊσ προςγειωμζνθσ. Θ βιοδυναμικι γεωργία δεν είναι φανταςίωςθ. Στο Κάςςελ τθσ ςοβαρισ Γερμανίασ διδάςκεται ςε δφο γεωργικζσ ςχολζσ, αλλά και ςτο πανεπιςτιμιο. Εκεί τθ ςποφδαςε κι ο Βαςίλθσ, αφοφ τελείωςε ζναν πρϊτο κφκλο ςπουδϊν μζςα από το διαδίκτυο.

Page 133: Όμορφη Ζωή!

133

Αχ, μακάρι να ςασ μεταδϊςω κάτι απ’ όςα ζμακα και κυρίωσ ζνιωςα ςτο κτιμα! Και μακάρι οι κεραςιζσ να είναι πάντα μαηί μου, δικζσ μου, ςε δφςκολεσ ϊρεσ!

Πταν τζλειωςε λοιπόν θ βόλτα ςτο κτιμα – πεντάωρθ, παρακαλϊ- τα’ χαμε φτφςει όλοι, εκτόσ από τον Βαςίλθ που μασ πρότεινε πικνίκ με ψωμοτφρι και ντομάτεσ. Άλλο που δε κζλαμε! Είχαμε λυςςάξει από τθν πείνα…

Ρϊσ ζγινε και με πιρε ο φπνοσ, επάνω ςτο χορτάρι, μπροςτά ς’ όλθ τθν παρζα, μυςτιριο! Πταν άνοιξα τα μάτια είδα από πάνω μου μια λαμπερι ανκοκάλαςςα με γαλάηια κυματάκια ουρανοφ ανάμεςα και για μια ςτιγμοφλα ιμουν μια ςταγόνα τθσ.

Μςωσ, φιλαράκια, ςυναντθκοφμε κάτω από τισ κεραςιζσ. Μζςα Λουνίου ο Βαςίλθσ κι οι άλλοι κεραςοπαραγωγοί μάσ προςκαλοφν να βοθκιςουμε ςτο μάηεμα των κεραςιϊν. Μεροκάματο είκοςι ευρϊ και κεράςια όςα αντζχει το ςτομάχι. Μεταφορικά και φαγθτό δικά τουσ. Σπεφςτε να δθλϊςετε ςυμμετοχι ςτο περιοδικό μασ.. Μπορεί να ζρκει κι ο Μάρκοσ. Κα γνωριςτοφμε όλοι από κοντά και κα το γλεντιςουμε…

Μθ διςτάηετε να ξεβολευτείτε, φιλαράκια. Πποιοσ ξεβολεφεται, προχωρά τθ ηωι του. Πποιοσ βολεφεται, κακό τθσ κεφαλισ του. Αν είςτε εργαηόμενοι, ξεκολλιςτε από το ςαββατοκυριακάτικο χουηοφρι κι ελάτε ςτισ κεραςιζσ, όχι μόνο για το μεροκάματο και τθν εκδρομι, αλλά επειδι οι κεραςιζσ ζχουν νόθμα…. Κι μθ μου πείτε πωσ δεν ψάχνουμε για νόθμα!

Είμαςτε δθμιουργικοί, φιλαράκια. Μθν πιςτζψετε ότι είμαςτε καταςτροφικοί από τθ φφςθ μασ ι από διαςτροφι. Μποφρδεσ, όχι πάντωσ ακϊεσ. Πταν θ δφναμθ δεν μπορεί να βρει διζξοδο, διαςτρζφεται ςε καταςτροφικι ι αυτοκατοςτροφικι. Γιατί θ δφναμθ κα φτιάξει ι κα χαλάςει…

Για χρόνια δεν ιξερα τι να τθν κάνω τθ δφναμι μου. Με βάραινε, ικελα να ξαλαφρϊςω. Δεν τθν άντεχα. Μ’ αρρϊςταινε. Ρροςπακοφςα να γλυτϊςω καταςτρζφοντάσ τθν. Με χίλιουσ τρόπουσ. Μςωσ το κάνετε κι εςείσ ι το’ χετε περάςει το λοφκι… Γι’ αυτό ςασ λζω, ανεβείτε εδϊ επάνω! Μςωσ πετφχετε κι ζνα ξθμζρωμα ςαν αυτό που ακόμθ δεν το βλζπω, μόνο τ’ ακοφω. Ζξω από το παράκυρό μου τα πουλιά τα’ χει πιάςει αμόκ. Σκοτάδι ακόμθ κι αυτά να φτεροκοποφν και να κελαθδοφν ςαν παλαβά! Ρανθγυρίηουν που το ξθμζρωμα τα βρίςκει ηωντανά ι μιπωσ που για μια ακόμθ φορά ξθμερϊνει; Μπορεί και για τα δφο. Σοφά πλάςματα. Ξζρουν πωσ όλα είναι δϊρα. Αυτό το είπε θ Άννα και το κρατϊ.

Page 134: Όμορφη Ζωή!

134

Σταμάτθςε να πλθκτρολογεί θ Λφιγζνεια και ξαναδιάβαςε το κείμενό τθσ. Ζκπλθκτθ. Ρρϊτθ τθσ φορά αποκαλοφςε «φιλαράκια» τουσ αναγνϊςτεσ ςαν να τουσ γνϊριηε προςωπικά ζναν ζναν. Ζτςι τθσ είχε ζρκει κι ο Μάρκοσ ασ ζκανε ότι ικελε. Αλλά το πιο παράξενο ιταν πωσ αμφζβαλλε αν κάποιεσ ςκζψεισ ιταν δικζσ τθσ! Ο Μάρκοσ είχε μια εξιγθςθ γι’ αυτό: Γράφοντασ κανείσ αυκόρμθτα, ςχεδόν αυτόματα, εγκαταλείπει το αντιλθπτικό επίπεδο τθσ κακθμερινότθτασ, για να καταδυκεί ς’ ζνα βακφτερο, όπου ο εγκζφαλοσ εκπζμπει θλεκτρομαγνθτικά κφματα ςε χαμθλότερεσ ςυχνότθτεσ και το υποςυνείδθτο ελευκερϊνεται επιτρζποντασ να ζρκουνε ςτθν επιφάνεια αυτά που ξζρουμε δίχωσ να’ χουμε επίγνωςθ ότι τα ξζρουμε, δθλαδι οι βακιζσ αλικειεσ μασ. Είναι μια κατάςταςθ χαλάρωςθσ κι ζμπνευςθσ... Γι’ αυτό ακριβϊσ τθσ ηθτοφςε ο Μάρκοσ να μθν πολυχτενίηει το γραφτό τθσ μιπωσ ζχανε κάτι από τθ «γοθτεία» του, αφοφ ιταν πικανόν μαηί με τθ ςαβοφρα να πετοφςε και κανζνα «διαμαντάκι»!

Μόνο ο Μάρκοσ ς’ όλον τον κόςμο τθν πίςτευε αδαμαντωρυχείο! Εντοφτοισ, τα γραφτά τθσ τα περνοφςε από ψιλό κόςκινο. Αναμφίβολα το ίδιο κα γινότανε και μ’ αυτό. Και ςίγουρα κα το πλοφτιηε με περιςςότερα ςτοιχεία και πλθροφορίεσ κι ίςωσ τ’ άλλαηε λιγάκι. Ιταν πολφ ζξυπνοσ κι ζπιανε αμζςωσ τθ ουςία.

Τι κα’ λεγε άραγε θ «Αριάδνθ» για τισ « Ανκιςμζνεσ Κεραςιζσ» τθσ; Θ «Αριάδνθ» ζβριηε και μιςοφςε τισ λζξεισ. Είχε αποκθκζψει το ςχετικό κειμενάκι από το blog τθσ ςτα «αγαπθμζνα τθσ» και το ξαναδιάβαςε. Ξαναδιάβαςε λζξεισ που καταδίκαηαν τισ λζξεισ.

«Γεννικθκεσ και δε ςου φόρεςαν χειροπζδεσ. Σου φόρεςαν τισ λζξεισ. Φρζςκιεσ δείχνανε, αλλά είναι φτιαςιδωμζνεσ γεροπουτάνεσ. Τςάκιςζ τεσ! Άρχιςε μ’ αυτζσ… Τςάκιςζ τεσ όπου κι αν ςυχνάηουν. Δεξιά, αριςτερά, επάνω, κάτω. Μθν τουσ επιτρζπεισ να παγιδζψουν το μυαλό και τθν καρδιά ςου. Ελεφκεροσ-θ! Είςαι ςτ’ αλικεια ελεφκεροσ-θ; Και το κυριότερο, αντζχεισ να είςαι ελεφκεροσ-θ, μζρα μπαίνει μζρα βγαίνει; ‘Κζλει αρετι και τόλμθ θ ελευκερία’, δεν είναι παίξε γζλαςε. Ανάπτυξθ! Κι εςφ ςυρρικνϊνεςαι.. Ρολιτιςμόσ! Και παντοφ βαρβαρότθτα… Ειρινθ! Και διαρκισ, καμουφλαριςμζνοσ πόλεμοσ… Δθμοκρατία! Θ μεγάλθ αυταπάτθ… Λατρικά καφματα! Και φίςκα τα νοςοκομεία… Ανεργία! Και τα χωράφια χζρςα… Τόλμθςε να διαρριξεισ τισ λζξεισ! Κ’ ακοφςω το γζλιο ςου, όταν, κάτω από το περίβλθμα, ανακαλφψεισ μοφμιεσ και λείψανα. Μθν τα υποτιμιςεισ όμωσ! Τα λείψανα ζχουν δφναμθ!»

Τα μάτια τθσ τςοφηανε, ςίγουρα κα ιταν κατακόκκινα, αλλά δε νφςταηε. Ιταν ςε υπερζνταςθ. Μ’ ζνα τςιγαράκι κα χαλάρωνε!... Μα είχε κόψει το κάπνιςμα.

Page 135: Όμορφη Ζωή!

135

Μπροσ! Βακιζσ ανάςεσ. Το είχε ξεςθκϊςει το κόλπο από κάποιο περιοδικό και παραδόξωσ ζπιανε. Θ λαχτάρα για νικοτίνθ καταλάγιαηε. Ελεφκερθ. Ιταν γεννθμζνθ για να’ ναι ελεφκερθ, όποια κι αν ιταν θ γνϊμθ τθσ «Αριάδνθσ». Από τότε που κυμότανε τον εαυτό τθσ αυτό ικελε. Ελευκερία…

Ο Μάρκοσ τθν ελευκζρωςε, τθν ζκανε αυτι που είναι, δίχωσ ςυμβουλζσ και κθρφγματα. Δίχωσ λζξεισ. Άλλωςτε τι να τθσ πει ο χοντροφλιακασ που δε ηει οφτε ςτιγμι δίχωσ ςοκολάτα ςτο ςτόμα. Αρκεί που τθν εμπιςτεφεται… Ο πρϊτοσ άνκρωποσ! Και πια δε χρειάηεται οφτε τρυπιματα για να μπιγει ςκουλαρίκια οφτε τςιτςιδϊματα οφτε ςφθνάκια οφτε καν τςιγάρο. Τα’ χει όλα ξεφορτωκεί. Και ςτο ςεξ επιδίδεται με μζτρια ςυχνότθτα. Μόνο και μόνο για να ζχει τθ χαρά να τουσ παρατά τουσ βλάκεσ…

«Ζχεισ μια πρόςκλθςθ, Μφθ. Από τον νεκροκάφτθ μασ. Μου

παραπονζκθκε ο Στζλιοσ πωσ τόςουσ επιςκζφτθκεσ κι αυτόν όχι. Επειδι είναι νεκροκάφτθσ ι επειδι το ςπίτι του είναι ζξω από το χωριό; Φυςικά εμζνα κάρφωνε… Ριγαινε, αν δεν είςαι κουραςμζνθ... Αξίηει τον κόπο».

«Δεν είμαι κουραςμζνθ, Άννα, αλλά ανυπομονϊ να διαβάςω το τετράδιό ςου.Να μάκω πιο πολλά για ςζνα… Ι μιπωσ μετάνιωςεσ;..

Θ Άννα χαμογζλαςε. «Κακόλου. Αλλά ζχουμε καιρό για το τετράδιο… Ενϊ του Στζλιου

μπορεί να του τφχει ξαφνικά δουλειά…» «Δθλαδι τι το ξεχωριςτό ζχει;» «Κα δεισ μόνθ ςου!.. Δε κα ςου πω, για να μθ ςου χαλάςω τθν

ζκπλθξθ. Ράντωσ είναι ιδιόρρυκμθ οικογζνεια και καυμαςτι. Ζντεκα παιδιά. Και τι παιδιά! Κι ο Στζλιοσ παλαβοφτςικοσ, αλλά άγιοσ άνκρωποσ. Θ Στζλλα, θ γυναίκα του, ψυχοφλα. Δεν είναι μια τυπικι οικογζνεια του χωριοφ, άλλωςτε αμφιβάλλω αν υπάρχει παρόμοια ς’ όλον τον κόςμο, όμωσ ενςαρκϊνει το ανοιχτό πνεφμα του τόπου μασ…»

Με εξθμμζνθ τθν περιζργειά τθσ, καβάλθςε θ Λφιγζνεια τθν Μιρζλλα, πιρε το χωματόδρομο μετά το εκκλθςάκι τθσ Ραναγίασ, και κατθφόριςε προσ μια μακρόςτενθ καταπράςινθ κοιλάδα. Στθ μζςθ ξεχϊριςε ζνα μακρινάρι με δωμάτια κι υπόςτεγα, όλα ςε παράταξθ, κάτι ςαν αποςυρμζνο τρζνο, αφθμζνο για χρόνια ςτο ζλεοσ του χιονιοφ, τθσ

Page 136: Όμορφη Ζωή!

136

βροχισ και του αζρα. Οι πόρτεσ όμωσ και τα παντηοφρια λαμποκοποφςαν φρεςκοβαμμζνα. Κόκκινα, πράςινα, κίτρινα, γαλάηια, ροη, μοβ…

Αυτό ιταν το ςπίτι! Εφκυμο κι αλλόκοτο… Ο Στζλιοσ ιταν πανφψθλοσ, ξερακιανόσ, με μακριά, γκρίηα μαλλιά

πιαςμζνα πίςω ςε κοτςίδα, χαλκά ςτ’ αυτί και κόκκινο φανελάκι που αποκάλυπτε τατουάη ςτα μπράτςα και τθν πλάτθ. Τα παιδιά τον φωνάηουν «μπαμπά», άρα ιταν μπαμπάσ τουσ. Κα μποροφςε να του είχε προκφψει θ ποικιλία των παιδιϊν -αςπράκια, μαυράκια, ςχιςτομάτικα- από πολυφυλετικό χαρζμι, όμωσ είχε κάπου είκοςι χρόνια γυναίκα του τθ Στζλλα, μια κοντοφλα, αρκετά θλιοκαμζνθ, πάντωσ τθσ λευκισ φυλισ. Από παντοφ τθ φϊναηαν «μαμά»…

Πλα, μα όλα, ιταν υιοκετθμζνα, απάντθςε ςτθ βουβι τθσ απορία ο Στζλιοσ! Μια ηωι νομάδεσ του κόςμου ο ίδιοσ κι θ γυναίκα του, είχανε ανακαλφψει τα παιδιά ςε δυςτυχιςμζνεσ χϊρεσ κι είχαν τθν τόλμθ ι τθν αποκοτιά να τα υιοκετιςουν

Και να τθν θ Λφιγζνεια να τραβά φωτογραφίεσ περιτριγυριςμζνθ από ζνα τςοφρμο παιδιά από πζντε ζωσ δεκαπζντε περίπου χρονϊν, που χοροπθδοφςαν κι αλάλαηαν από ενκουςιαςμό για τθν παρουςία τθσ!

Θ Μντιρα, μακιτρια Λυκείου, ζνα μελαχρινό κορίτςι, με εκφραςτικά μαφρα μάτια, ιταν το πρϊτο τουσ παιδί. Τθν είχαν βρει παρατθμζνθ ς’ ζνα δρομάκι τθσ Ντάκα ςτο Μπαγκλαντζσ. Μωρουδάκι. Γυμνό και κάτιςχνο. Μποροφςαν να τθν αφιςουν; Ι μιπωσ μποροφςαν ν’ αφιςουν τον Μοχάντ ςτο βομβαρδιςμζνο ςπίτι του ςτθ Βαγδάτθ, ανάμεςα ςτα πτϊματα των δικϊν του; Ο Βλαντιμιρ ιταν Ουκρανόσ, θ Μαριλίηα Ταχλανδζηα, ο Χοςζ Βραηιλιάνοσ. Είχε μόνο ζνα νεφρό, το άλλο τοφ το είχανε κλζψει για να το μεταμοςχεφςουν ς’ άλλο ςϊμα ξεγελϊντασ τον μ’ ζνα πιάτο φαί!..

Κάκε παιδί είχε πίςω του μια τραγικι ιςτορία, όμωσ λίγο λίγο ξεχνοφςαν… Γζλιο, παιγνίδι, διάβαςμα ιταν καλά γιατρικά. Και δουλειά. Πλα βοθκοφςαν τουσ γονείσ τουσ και τα μεγαλφτερα τα μικρότερα.

Με το δάχτυλο χωμζνο ςτο ςτόμα ζνα μωρό κοιμότανε γαλινια ςτθν αγκαλιά τθσ Στζλλασ. Στα ροη μαγουλάκια διακρίνονταν ίχνθ από ξεραμζνα δάκρυα. Ιταν ο Γιωργάκθσ τουσ. Ελλθνόπουλο.

«Αχ, όλοι γεννιόμαςτε Γεωργάκθδεσ, δεςποινίσ Μφθ… Απίςτευτο! Μετά ς’ αρπάηει θ πουτάνα θ ηωι και ποφ ςε πονεί και ποφ ςε ςφάηει!» φιλοςόφθςε ο Στζλιοσ χαϊδεφοντασ με το’ να χζρι το κεφαλάκι του Γιωργάκθ, με τ’ άλλο τθ φουςκωτι κοιλιά τθσ Στζλλασ. Ιταν ζγκυοσ! Τόςα χρόνια ηευγάρι και ποτζ δεν είχε πιάςει παιδί. Κι ζπιαςε κοντά ςτα

Page 137: Όμορφη Ζωή!

137

πενιντα τθσ! Αν δεν τθν ιξερε καλά τθ γυναίκα του, άλλα κα’ βαηε ςτο νου του, μζχρι και ςε εξζταςθ DNA κα’ φτανε.

Θ κόρθ τουσ κα γεννιότανε αυγουςτιάτικα, όπωσ κι ο αυτόσ. Μπορεί και ςτα γενζκλιά του…

Ο Στζλιοσ είχε γεννθκεί ς’ ζνα πάμφτωχο βουνίςιο χωριό τθσ Θπείρου, πολυπόκθτο μοναχοπαίδι μετά από πζντε επανωτζσ αποβολζσ τθσ μάνασ του που ςε λίγο χιρεψε. Ρερίμενε θ χιρα να’ χει το γιο ςτιριγμα και παρθγοριά, τθσ βγικε καθμόσ και βάςανο. Ατίκαςοσ, ξεροκζφαλοσ, ανοικονόμθτοσ ς’ όλα του, ηωοκλζφτθσ από τα οχτϊ του, με τίποτε δε δεχότανε χαλινάρι. Θ μάνα του τθ μζρα τον καταριότανε και πρόβλεπε πωσ κα κατζλθγε ςτα ςίδερα ι μαχαιρωμζνοσ ςε κανζνα χαντάκι, το βράδυ προςευχότανε να τον φυλάει θ Ραναγιά. Επάνω ςτθν απελπιςία τθσ τον είχε κουβαλιςει ςε φθμιςμζνο ξορκιςτι να του βγάλει τα δαιμόνια από μζςα του. Αλλά ο «δαιμονιςμζνοσ» κοπάνθςε ςτο κεφάλι του παπά το άγιο διςκοπότθρο και πιρε τα βουνά. Ιταν ςτα δϊδεκα. Μζρεσ περιπλανιότανε. Ρειναςμζνοσ, παγωμζνοσ, κυνθγθμζνοσ από τα ςτοιχειά τθσ φφςθσ και τα κθρία. Ράλεψε με λφκο κι ο λφκοσ υποχϊρθςε αφινοντάσ του ενκφμιο το ςθμάδι από δαγκωνιά ςτο ςτικοσ. Κάποτε φτάνει ςτα Γιάννενα. Ηθτιανεφει, κλζβει, μπαίνει ςτθ φυλακι. Δυο χρόνια. Καλό του ζκανε. Πταν βγικε, δοφλεψε τίμια. Δουλειζσ του ποδαριοφ. Μπάρκαρε και ςε γκαηάδικο ςτον Ρειραιά κι ασ μθν ιξερε από κάλαςςα. Το πλιρωμα ιταν κάκε καρυδιάσ καρφδι, λίγοι Ζλλθνεσ, οι περιςςότεροι ϊςοι, Βαλκάνιοι, Φιλιππινζηοι. Πλοι ξζρανε αγγλικοφλια, εκείνοσ τίποτε, όμωσ ςε λίγουσ μινεσ ςυνεννοείται τςάτρα πάτρα ςτα εγγλζηικα, βρίηει ςτα ρϊςικα και καταλαβαίνει τα φιλιππινζηικα.

Μακαίνει και βλζπει πολλά ςτο καράβι και ςτα λιμάνια, λίγο λίγο ανοίγουν τα μάτια και το μυαλό του κι εννοεί πωσ μια μεγάλθ αδικία ορίηει τισ ηωζσ των μικρϊν ανκρϊπων. Καταμεςισ ουρανοφ και κάλαςςασ αναρωτιζται τι ςόι πράγμα είναι αυτόσ ο κόςμοσ, όπου κι ο ίδιοσ βολοδζρνει, ποιεσ δυνάμεισ τον κινοφν. Σκζφτεται και ςκζφτεται κι θ κάλαςςα δεν τον χωρά, το καράβι τον πνίγει. Ξεμπαρκάρει με τον Σζρβο τον καμαρότο να πάνε να πολεμιςουν ςτθ Σερβία εναντίον του ΝΑΤΟ, αλλά καταλιγει ςε ςερβικι φυλακι με τθν κατθγορία τθσ καταςκοπείασ! Είναι ςίγουροσ πωσ κα τον τουφεκίςουν, αλλά τον αφινουν ελεφκερο. Ελλάδα και πάλι Ελλάδα, τζρμα οι ρομαντιςμοί. Ριάνει δουλειά ψιςτθ ςε ςουβλατηίδικο τθσ Ακινασ. Κάνει φιλία με κρθςκόλθπτο πελάτθ και βρίςκεται μαηί του ςτο Άγιο Προσ, μάλιςτα ςτθ μονι Εςφιγμζνου, τθν πιο ηόρικθ. Καταγοθτεφεται με τισ αγρφπνιεσ, τισ

Page 138: Όμορφη Ζωή!

138

ψαλμωδίεσ, τθ δουλειά ςτα χωράφια, το ςκλθρό κρεβάτι, το βακφ φπνο… Καταλαβαίνει πωσ ς’ όλθ του τθ ηωι αυτό που ζψαχνε ιταν ο Κεόσ. Πλο Τον ηυγϊνει ςτθ μονι κι όλο του ξεφεφγει. «Μθν Τον κυνθγάσ. Δεν καταφζρνεισ τίποτε ζτςι. Άςε Τον να’ ρκει Εκείνοσ ς’ εςζνα…» τον ςυμβοφλεψε ζνα γεροντάκι, με ςάπιο από το ηάχαρο πόδι, που αρνιότανε πειςματικά ιατρικι βοικεια, ςίγουροσ πωσ κα τον γιάτρευαν οι προςευχζσ. Το γεροντάκι πζκανε ςφντομα κι ο Στζλιοσ πιρε δρόμο. Για τθ Βομβάθ! Μπικε ςε βουδιςτικό μοναςτιρι, ξφριςε γουλί το κεφάλι, φόρεςε τθν πορτοκαλιά ρόμπα κι αφοςιϊκθκε με ηιλο ςτο διαλογιςμό. Θ αναηιτθςθ του κείου τοφ είχε γίνει εμμονι.

Σε μοναςτιρι ιταν που γνϊριςε τθ Στζλλα. Με το ποφ τθν πρωτοβλζπει να διαλογίηεται ςτθ ςτάςθ του λωτοφ κάτω από το άγαλμα του Βοφδα, ςτο φωσ των κεριϊν, ξζρει ότι το κορίτςι με τθ μακριά μαφρθ πλεξοφδα και το ςτρόγγυλο πρόςωπο είναι για κείνον…

Τρελόσ ο ζρωτασ τουσ και ςτο μοναςτιρι δεν είχαν πια κζςθ. Ζτςι ξεκίνθςαν τθ νομαδικι ηωι τουσ, κάνανε ότι δουλειά ζβριςκαν μπροςτά τουσ κι απζκτθςαν τα παιδιά τουσ μζςα από τον πόνο του κόςμου…

Στο μεταξφ ο καιρόσ περνοφςε, θ οικογζνεια είχε παραμεγαλϊςει, θ ηωι δυςκόλευε κι θ κυρά ικελε μια ςτακερότθτα ςτθ ηωι τουσ. Νιςάφι οι περιπλανιςεισ… Βάλκθκε ο Στζλιοσ να ψάχνει για ςτακερι δουλειά μζχρι που ζπεςε επάνω ςτθν αγγελία: Το Αγνάντιο ηθτοφςε νεκροκάφτθ, ζδινε και ςπίτι. Αμζςωσ πιρε τθν απόφαςθ.

Δεν το είχανε μετανιϊςαμε. Στο χωριό κα ηοφςανε, εκεί κα κάβονταν. Μακάρι κάποιο απ’ τα παιδιά να ςυνζχιηε τθ δουλειά! Καλι δουλειά. Ξεκοφραςτθ. Σου αφινει καιρό για γεωργικζσ εργαςίεσ και για χόμπι. Το χόμπι του Στζλιου ιταν το φλάουτο.

Μετά τα κεράςματα και τισ ιςτορίεσ του, ο Στζλιοσ τθσ ζπαιξε φλάουτο. Τα παιδιά μαηεφτθκαν γφρω του κι άκουγαν…

Αποχαιρετϊντασ τουσ υποςχζκθκε να ξανάρκει. Οπωςδιποτε.

Θ Λφιγζνεια, μιςοξαπλωμζνθ ςτο κρεβάτι τθσ Άννασ, ιταν

βυκιςμζνθ ςε μια αςυνικιςτθ για κείνθ ονειροπόλθςθ. Είχε ρουφιξει το τετράδιο τθσ Άννασ κι ονειρευόταν πωσ ηοφςε κι θ ίδια ζναν παρόμοιο ζρωτα, ζρωτα πζρα κι από το κάνατο. Οι δικζσ τθσ περιπετειοφλεσ τισ

Page 139: Όμορφη Ζωή!

139

φαίνονταν πιο ανοφςιεσ από ποτζ, αγϊνεσ άγονοι για ςποραδικοφσ οργαςμοφσ και ψευδαιςκιςεισ δφναμθσ.

Αχ, να γινόταν κι αυτι ν’ αποκλειςτεί με τον καλό τθσ απ’ το χιόνι μεσ ςτθν ερθμιά! Να κάνουν ζρωτα ςτο διπλό κρεβάτι, με τισ ανταφγειεσ του αναμμζνου τηακιοφ να τουσ μιςοφωτίηουν! Και να του μιλά ϊρεσ ατελείωτεσ για τθ ηωι τθσ κι αυτόσ να τθν κοιτά με το βλζμμα που κοίταηε ο Ορζςτθσ τθν Άννα, λιγόλογοσ ο ίδιοσ, ςχεδόν ςιωπθλόσ, με εφγλωττα όμωσ χζρια, χείλθ, μάτια! Απορροφικθκε να κοιτάηει το πορτρζτο του ςαν να’ κελε να του αποςπάςει το μυςτικό που δεν είχε μάκει θ Άννα. Αυτόσ ο απόμακροσ άντρασ μποροφςε να είναι τρυφερόσ εραςτισ, γιατί είχε πονζςει. Θ αυςτθρότθτά του ιταν δαμαςμζνθ απόγνωςθ. Θ αρρενωπότθτά του είχε ςφυρθλατθκεί με πίκρα. Ερμινευε το πορτρζτο μζςα από το τετράδιο…

Με φφοσ ντροπαλό και λιγάκι αμιχανο θ Άννα τθσ το είχε παραδϊςει κι είχε φφγει για δουλειζσ, μάλλον και για να τθν αφιςει να διαβάςει με τθν θςυχία τθσ. Με τθ ςειρά τθσ τισ είχε εμπιςτευτεί ζνα πολφ ςθμαντικό κομμάτι τθσ ηωισ τθσ, τισ πιο μφχιεσ ςκζψεισ τθσ και τισ ιταν ευγνϊμων… Είχε τϊρα δυο ανκρϊπουσ ν’ αγαπά. Τον Μάρκο και τθν Άννα. Ζνιωκε πλοφςια

Για τθν Άννα κα’ γραφε ςίγουρα το ωραιότερο κομμάτι τθσ ηωισ τθσ. Κα ζδειχνε τι μπορεί να καταφζρει ζςτω και μόνο ζνασ άνκρωποσ. Ο Μάρκοσ κα’ τριβε τα μάτια του κι οι αναγνϊςτεσ τουσ κα ςυνζρεαν ςτο Αγνάντιο να τθ γνωρίςουν!

Ρϊσ να’ τανε άραγε ο Ορζςτθσ; Λιγνό και ψθλό τον περιζγραφε θ Άννα. Και κοφτςαινε λιγάκι…

Για κοίτα! Δεν κοφτςαινε κι ο παπποφσ τθσ ο Δθμιτρθσ; Δεν είχε πει κάποτε θ κεία πωσ και για τθν κουτςαμάρα του -εκτόσ από το κάνατό του- ζφταιγε θ Φοίβθ; Τθσ ιρκε ξαφνικά ςτο νου άλλθ μια μιςοξεχαςμζνθ κουβζντα τθσ κείασ, πωσ βρζφοσ οφτε τριϊν μθνϊν τθν είχε δει, για πρϊτθ του και τελευταία φορά ο παπποφσ τθσ, ςαν να’ ξερε πωσ ςε λίγο κα πζκαινε. Αλλά τότε ο παπποφσ τθσ κι ο Ορζςτθσ κα’ χανε εγκαταλείψει τα εγκόςμια περίπου τον ίδιο καιρό! Θ Ελπίδα είχε γεννθκεί εννιά περίπου μινεσ μετά το κάνατο του Ορζςτθ, εκείνθ, ζνα περίπου χρόνο πριν τθν Ελπίδα… Άρα…

Δεν άκουςε τα βιματα τθσ Άννασ οφτε και το τρίξιμο τθσ πόρτασ. Τθν είδε ξαφνικά μπροςτά τθσ, μια θλικιωμζνθ ζφθβθ, με τηθν, ςπορτζξ και τηόκει.

«Φαίνεται, Μφθ, ςε νφςταξε το τετράδιο και ςε πιρε ο φπνοσ! Σαν αγουροξυπνθμζνθ μοφ φαίνεςαι…»

Page 140: Όμορφη Ζωή!

140

«Κάκε άλλο!» διαμαρτυρικθκε. «Το πιρα μονοροφφι! Τι ιςτορία! Και γράφεισ τόςο ωραία… Σ’ ευχαριςτϊ πολφ, Άννα!..» «Είςαι ο πρϊτοσ άνκρωποσ που το διαβάηει!»

«Θ Ελπίδα;» Το χαμόγελο ξεκϊριαςε ςτο πρόςωπο τθσ Άννασ. «Τθ ρϊτθςα, πριν ςου το δϊςω, μιπωσ ικελε να το διαβάςει

πρϊτθ. Αλλά δεν ενδιαφζρεται, Μφθ…» Κόμπιαςε λιγάκι. «Ξζρεισ, θ κόρθ μου δε μου ςυγχωρεί κάποια πράγματα ςχετικά με τον πατζρα τθσ…»

«Δε ςε ςυγχωρεί! Εςζνα, Άννα!..» «Ρου δεν τον κράτθςα με κάκε τρόπο κοντά μου… Ρου δεν τον

πίεςα να μου μιλιςει… Ριςτεφει πωσ, αν το είχα κάνει, κα τον ζςωηα. Κι επειδι δεν ζμακα ποτζ πϊσ πζκανε… Ζχει δίκιο. Μάλλον δε κζλθςα… Επειδι κι εκείνοσ δε κα ικελε…» Το βλζμμα τθσ καρφϊκθκε ςτο πορτρζτο, το βλζμμα μιασ ερωτευμζνθσ, υποταγμζνθσ γυναίκασ. «Βλζπεισ, Μφθ, δεν είςαι θ μόνθ που τα’ χει με τθ μάνα τθσ!»

«Μα ςυγκρίνεςαι εςφ με τθ δικι μου μάνα;» διαμαρτυρικθκε. Θ Άννα τθσ χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο. «Είχεσ μια υπζροχθ μάνα, παιδί μου! Ιταν πλθγωμζνθ και ςε

πλιγωςε. Κα γιατρευτείσ…» «Ρϊσ;»

«Συγχωρϊντασ τθν!» «Συγχωρϊντασ τθν…» επανζλαβε ςαν θχϊ. «Είςαι δυνατι. Ο δυνατόσ μπορεί να ςυγχωρεί, Μφθ!» «Ζτςι λζει κι ο Μάρκοσ…» ψζλλιςε. Μια τρελι ιδζα τθσ πζραςε

ξάφνου απ’ το μυαλό. «Άννα, ποιο ιταν το επϊνυμο του Ορζςτθ;» Θ Άννα τθσ ζριξε μια παραξενεμζνθ ματιά. «Αυξεντίου. Γιατί;..» «Αυξεντίου…» επανζλαβε απογοθτευμζνθ.

«Αλλά ιταν ψευδϊνυμο… Και το Ορζςτθσ επίςθσ… Ζτςι είπε θ αςτυνομία. Ναι. Το κυμάμαι αυτό…»

«Και το πραγματικό του όνομα, Άννα;» ρϊτθςε με τθν ψυχι ςτο ςτόμα.

Θ Άννα ςαν να ταράχτθκε. «Το πραγματικό του;.. Δεν ξζρω… Δε κυμάμαι να μου το είπαν

ςτθν αςτυνομία… Θ Ελπίδα προςπάκθςε να μάκει κάτι, αλλά τα αρχεία είχαν καταςτραφεί…»

«Το Δθμιτρθσ Καραηιςθσ ςου λζει κάτι;» Άκουςε τθ φωνι τθσ, τραχιά. Αγνϊριςτθ. Θ Άννα κοφνθςε αρνθτικά το κεφάλι. Απορθμζνθ. Ρϊσ και τθσ είχε

ζρκει αυτό τ’ όνομα;

Page 141: Όμορφη Ζωή!

141

«Α, ζτςι… Στθν τφχθ το είπα», μουρμοφριςε και με τθν πρόφαςθ πωσ είχε κάτι να γράψει επειγόντωσ, παράτθςε τθν Άννα ςφξυλθ και κλείςτθκε ςτο δωμάτιό τθσ. Ζπρεπε αμζςωσ και χωρίσ να τθν ακοφςει, να τθλεφωνιςει ςτο κείο τθσ τον Αναςτάςθ. Σαν ανταπόκριςθ ςτθ λαχτάρα τθσ τισ απάντθςε ο ίδιοσ. «Κείε, πεσ μου, ςε παρακαλϊ, ο παπποφσ μου είχε ψευδϊνυμο;» Ο γζροσ δεν άκουγε κι αναγκάςτθκε να δυναμϊςει τθ φωνι τθσ «Ρϊσ ςου κατζβθκε τϊρα αυτό;» γκρίνιαξε. «Κα ςου εξθγιςω… Πταν ζρκω…» «Να’ ρκεισ ελεφκερα! Αυτιν τθ Βζρα τθν ζδιωξα. Τα κατάφερα! Ριρε και το μπαςταρδάκι τθσ…» «Μπράβο, κείε! Αλλά ςε ρϊτθςα…» «Τι κεσ και ςκαλίηεισ τϊρα…» «Είχε ψευδϊνυμο; Ρεσ μου!» «Ε, ναι… » Τθσ κόπθκε θ ανάςα. «Ροιο ιταν;» «Ρολλά ηθτάσ! Ροφ να κυμάμαι…» «Μιπωσ Ορζςτθσ Αυξεντίου;» Θ ςιωπι του τθσ φάνθκε ατελείωτθ. Μιπωσ τθσ είχε κλείςει το τθλζφωνο; «Ρϊσ ςτθν ευχι το’ μακεσ εςφ;» «Κα ςου εξθγιςω, αλλά όχι τϊρα. Ρεσ μου, τον δολοφόνθςαν;» «Ραράτα με, επιτζλουσ ! Τι τα κζλεισ αυτά;..» «Είναι απόλυτθ ανάγκθ να μάκω! Σε παρακαλϊ!» Άκουςε το γζρο ν’ αναςτενάηει. «Ε, λοιπόν, αφοφ είςαι τόςο ξεροκζφαλθ και κζλεισ ςϊνει και καλά να μάκεισ κι άλλα για το ςόι ςου, μάκε τα όλα να ξεμπερδεφω μαηί ςου!.. Ο παπποφσ ςου ςκότωςε τον ναρκζμπορο εραςτι τθσ Φοίβθσ και τον ςυνεργάτθ του! Ραραδόκθκε. Δικάςτθκε. Του βρικανε ελαφρυντικά. Λόγω εξαίρετθσ διαγωγισ ζμεινε ςτθ φυλακι δυο χρόνια… Πταν βγικε, πιγε να ηιςει μακριά από τθν Ακινα. Νομίηω ς’ ζνα χωριό, επάνω ςτο Μαίναλο. Πμωσ τον ξετρφπωςαν κάποιοι τθσ ςπείρασ και τον ςκότωςαν… Αντεκδίκθςθ… Αν πιάςτθκαν; Α, μπα. Ο ιατροδικαςτισ γνωμάτευςε, βλζπεισ, αυτοκτονία! Οι δολοφόνοι του ιταν και χαφιζδεσ τθσ αςτυνομίασ. Καταλαβαίνεισ… Πταν γφριςα, και βζβαια το’ ψαξα το ηιτθμα. Άλλωςτε, αν και μακριά, μόνο εγϊ κρατοφςα επαφι με τον παπποφ ςου, θ αδελφι μου κι ο Γεράςιμοσ είχαν αποξενωκεί. Μζςα από ζναν παλιό μου φίλο, ςυνταξιοφχο διοικθτι τθσ αςτυνομίασ, βρικα τθν αλικεια. Αλλά τι μποροφςα να κάνω; Το ζγκλθμα είχε προ πολλοφ

Page 142: Όμορφη Ζωή!

142

παραγραφεί. Γιατί κοφτςαινε; Ρριν καταφζρουν να τον ξεπαςτρζψουν, τον είχαν πυροβολιςει, αλλά τον είχαν μόνο τραυματίςει. Στο πόδι. Λοιπόν τϊρα ξζρεισ ό,τι ξζρω και μακάρι να ςου βγει ςε καλό! » κι ζκλειςε απότομα το τθλζφωνο. Είχε ςωςτά μαντζψει! Ορζςτθσ και παπποφσ ιταν το ίδιο πρόςωπο! Ξαφνιάςτθκε με τον ίδιο τθσ τον εαυτό που δεν ζτρεξε να το φανερϊςει αμζςωσ ςτθν Άννα. Στεκόταν εκεί, ςτθ μζςθ τθσ κάμαρασ, ςε απερίγραπτθ ςφγχυςθ. Τι είχε ζρκει να κάνει ςτ’ Αγνάντιο; Τι είχε ζρκει να κάνει ς’ αυτόν τον ακατανόθτο κόςμο που τθσ γλιςτροφςε και τθσ ξζφευγε, απατθλά όμορφοσ, φτιαγμζνοσ από φονικά κι απελπιςία; Σχεδόν αυτόματα κάλεςε ςτο κινθτό τον Μάρκο. Ανθςφχθςε εκείνοσ με τον τόνο τθσ φωνισ τθσ. Τι ζτρεχε; Ιταν καλά; Αςκμαίνοντασ του τα είπε μζςεσ άκρεσ. Συμπζραςμα. Δεν ιταν μόνο θ κόρθ μιασ αποκεφαλιςμζνθσ, αλλά κι θ εγγονι δολοφόνου και δολοφονθμζνου. Ο παπποφσ τθσ ιταν ο εραςτισ τθσ Άννασ, θ Ελπίδα θ κόρθ τουσ κι επομζνωσ δικι τθσ κεία! Ο Μάρκοσ ςιωποφςε και νόμιςε πωσ θ ςφνδεςθ είχε κοπεί. «Μάρκο, μ’ ακοφσ;» « Σ’ ακοφω, λζει!» «Και δε λεσ τίποτε;..» «Τα’ χω τελείωσ χαμζνα… Ρροςπακϊ να τα χωνζψω όλα αυτά. Ράντωσ, Τςιλιβίκρα, βρικεσ μια οικογζνεια!» «Π,τι βρικα, το βρικα εξαιτίασ ςου, Μάρκο! Εςφ επζμενεσ να επιςκεφτϊ το κείο ςτο γθροκομείο!» «Ζπαιξε ρόλο κυρίωσ το αςτυνομικό ςου δαιμόνιο, το δαιμόνιό ςου γενικότερα… Ε, τϊρα που ζχεισ τθν Άννα και τουσ άλλουσ, ελπίηω να μθν ξεχάςεισ και τον Ελεφαντοφλθ ςου!» Ο Μάρκοσ προςπακοφςε να δϊςει ανάλαφρο τόνο ςτθ φωνι του, ςαν να πετοφςε κανζνα απ’ τ’ αςτειάκια του, όμωσ εκείνθ άκουςε μζςα τθσ τον ςπαςμζνο ιχο του φόβου. Φοβότανε μθν τθ χάςει! Ρϊσ του περνοφςε κάτι τζτοιο απ’ το μυαλό; «Μάρκο, άςε τισ μαλακίεσ! Σου’ ρχομαι αφριο! «Αλικεια, Λφάκι;.. Αφριο!» Δονιςεισ αμφιβολίασ κι ελπίδασ ςτθ φωνι του. Τα ματάκια του κα λάμπανε από χαρά. Το χαμόγελό του κα ξεμφτιηε. Δειλιαςμζνο ςτθν αρχι. Ρονθροφτςικο και παιγνιδιάρικο μετά. Τον ιξερε καλά τον Μάρκο τθσ. «Ε, τι να κάνω; Τελείωςα τθ δουλειά μου. Κι ς’ επικφμθςα, βρε Ελεφαντοφλθ!»

Page 143: Όμορφη Ζωή!

143

«Εγϊ να δεισ, Τςιλιβίκρα μου!» Στο κουηινάκι βρικε τθν Άννα να κακαρίηει χόρτα, τζλεια αφοςιωμζνθ ςτο ζργο τθσ. Κι ανφποπτθ. Γελϊντασ και κλαίγοντασ ζπεςε ςτθν αγκαλιά τθσ. Ραράξενθ κι όμορφθ ποφ ιταν θ ηωι!