ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑΡΗ

5
1

description

ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑΡΗ

Transcript of ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑΡΗ

1

2

Οι βοηθοί του φούρναρη

Ο κυρ- Στάθης ήταν φούρναρης σπουδαίος. Ζύμωνε κι έψηνε

τα πιο νόστιμα ψωμιά στο χωριό. Τόσο νόστιμα, που και οι άνθρωποι του

διπλανού χωριού άρχισαν να θέλουν από τα ψωμιά τα δικά του. Δουλειά

πολλή έπεσε στο φούρνο. Κι ο κυρ- Στάθης σάστισε. Καθόταν ολημερίς

στο καρέκλι του χτυπώντας μ’ απελπισία τα χέρια του και μονολογούσε:

- Αχ, τι θ’ απογίνω; Δεν προφταίνω! ΄Εχω πολλή δουλειά! ‘ Εχω πάρα

πολλή δουλειά!

Κι από ζύμωμα, τίποτα!

Ο παραγιός του έκανε ο καημένος ό,τι του ήταν μπορετό. Μα, μόνος

καθώς δούλευε, το μεσημέρι τον έβρισκε ακόμη να ζυμώνει και το βράδυ

να ψήνει. Κι ο κυρ Στάθης, καθισμένος πάντα στο καρέκλι του, έλεγε και

ξανάλεγε δίχως σταματημό:

-Δεν προφταίνω! Αχ, δεν προφταίνω, ο δύστυχος! ΄Εχω πολλή δουλειά.

Κακό που έπαθα! Αν δεν βρεθούν κι άλλοι να με βοηθήσουν, πάω

χαμένος.

΄Έτσι κλαιγόταν ένα μεσημέρι, όταν μπήκε στο φούρνο μια καλοσυνάτη

γερόντισσα, που ποτέ του δεν την είχε ξαναδεί.

-Τι έχεις, παλικάρι μου, και βαραναστενάζεις; τον ρώτησε.

-Αχ, καλή μου γριούλα, της αποκρίθηκε ο κυρ- Στάθης. Δε βλέπεις εδώ τι

γίνεται; Δε βλέπεις τι δουλειά έχω; Πώς να προλάβω, ο δύστυχος! Ο

παραγιός μου δουλεύει όσο μμπορεί, αλλά το ζύμωμα και το ψήσιμο

τελειωμό δεν έχουν. Τι να κάνω κι εγώ, κάθομαι και κλαίω τη μοίρα, γιατί

κανένας δε βρίσκεται να με βοηθήσει. ΄Άλλος παραγιός δεν υπάρχει, και

οι συγχωριανοί έχουν τις δικές τους δουλειές!

-Εγώ όμως μπορώ να σου βρω τέσσερις βοηθούς, είπε η γερόντισσα.

-Τέσσερις βοηθούς; πετάχτηκε ο κυρ Στάθης. Φερ’ τους μου λοιπόν, και θα

σ’ ευγνωμονώ σ’ όλη μου τη ζωή!

- Μη βιάζεσαι, συνέχισε η γερόντισσα. Για να ‘ρθουν οι βοηθοί, πρέπει

πρώτα να κάνεις ό,τι σου πω.

Κι έβγαλε από το σακούλι της ένα ζευγάρι πέτρινα παπούτσια.

-Φόρεσέ τα, πρόσταξε, και δε θα τα βγάλεις ώσπου να σου πω παρά

μονάχα για να κοιμηθείς.

-Μα δεν μπορώ να περπατήσω! φώναξε ο κυρ Στάθης.

-Κάνε όπως σου λέω, και δε θα το μετανιώσεις, τον καθησύχασε η

γερόντισσα. Σε τρεις μέρες θα ξανάρθω.

Κι έφυγε.

Ο κυρ Στάθης –τι να κάνει;- τα φόρεσε τα παπούτσια. ΄Όμως τώρα πια

ήταν που γκρίνιαζε περισσότερο.

-Τόση δουλειά, και να φορώ και τούτα τα παπούτσια; ΄Ετσι ασήκωτα που

είναι, δεν μπορώ να κουνήσω από την καρέκλα μου. Αχ και να μπορούσα

να περπατήσω, τι δουλειές θα έκανα!

3

- Να σου φέρω κοντά τη σκάφη, κυρ Στάθη, να ζυμώνεις κι εγώ να ψήνω;

τον ρώτησε ο παραγιός. ΄Ετσι, θα κάνουμε πιο γρήγορα.

-Καλά το σκέφτηκες, αποκρίθηκε ο κυρ Στάθης.

΄Αρχισε λοιπόν να ζυμώνει, κι έτσι η δουλειά προχώρησε πολύ.

Πέρασαν τρεις μέρες, και η γερόντισσα, πιστή στα λόγια της, ξαναφάνηκε

πριν φτάσει μεσημέρι.

-Λοιπόν; ρώτησε με αγωνία ο κυρ Στάθης. Τους έφερες τους βοηθούς;

-Μη βιάζεσαι, παιδί μου. Χρειάζεται υπομονή, απάντησε εκείνη.

Κι έβγαλε από το σακούλι της μια μεγάλη κολοκύθα.

-Από τώρα, θα κρατάς και τούτη με το αριστερό σου το χέρι, πρόσταξε.

Και πρόσεχε μη σου πέσει. Για να έρθουν οι βοηθοί, δεν πρέπει να την

αφήσεις διόλου από το χέρι σου ώσπου να σου πω. Σε δυο μέρες, θα τα

ξαναπούμε.

Κι έφυγε.

Ο κυρ Στάθης πήρε την κολοκύθα κι η απελπισία του ήταν μεγάλη. Από

κείνη την ώρα δε σταμάτησε να γκρινιάζει ούτε λεπτό. Ο παραγιός

ζύμωνε όλη μέρα κι έψηνε όλη νύχτα, μα ούτε για τους μισούς ανθρώπους

του χωριού δεν κατάφερνε να ετοιμάσει ψωμιά.

-Δε θα τα βγάλουμε πέρα! έλεγε ο κυρ Στάθης, φορώντας τα πέτρινα

παπούτσια και κρατώντας σφιχτά την κολοκύθα. Ούτε να ζυμώσω δεν

μπορώ τώρα. Αχ και να είχα λεύτερα τα πόδια και το χέρι μου, τι δουλειές

θα έκανα!

-Αφεντικό, να σου φέρω να κουνάς το κόσκινο με το δεξί σου χέρι; τον

ρώτησε ο παραγιός. Το κοσκινισμένο αλεύρι μας τελείωσε κι άλλο, δεν

έχω να ζυμώσω.

- Καλή ιδέα, είπε ο κυρ Στάθης.

Κι άρχισε να κοσκινίζει, κι η δουλειά πήγε πιο γρήγορα.

Πέρασαν οι δυο μέρες, και η γερόντισσα φάνηκε στην ώρα της.

-Δεν αντέχω να περιμένω άλλο έτσι! φώναξε ο κυρ Στάθης μόλις την είδε.

-Υπομονή, υπομονή! Τίποτα δε γίνεται δίχως υπομονή, γιε μου. Λίγο

ακόμη, και θα δεις. Τώρα πάρε κι άλλη μια κολοκύθα να την κρατήσεις με

το δεξί σου χέρι, και πρόσεχε μη σου πέσει. Για να έρθουν οι βοηθοί, δεν

πρέπει διόλου να την αφήσεις ώσπου να ξανάρθω αύριο.

΄Ετσι κι έγινε. Κι ας φώναζε ο κυρ Στάθης πως τέτοια κακοτυχιά ποτέ δεν

είχε βρει άλλον άνθρωπο. Με τις δυο κολοκύθες στα χέρια ούτε να

κοσκινίσει δεν μπορούσε τώρα. Αχ και να είχε λεύτερα χέρια και πόδια, τι

δουλειές θα τελείωνε!

Ο παραγιός δεν ήξερε πια τι να πρωτοκάνει. Να κοσκινίσει; Να ζυμώσει;

Να ψήσει;…

Την άλλη μέρα λέει στον κυρ Στάθη:

-Αφεντικό, πρόσεχε από κει που κάθεσαι τα ψωμιά που έχω στο φούρνο.

Εγώ πάω να ζυμώσω, για να προλάβω. Αν ξεχαστώ κι αρχίσουν να

παραψήνονται, φώναξέ με να τα βγάλω, μην καούν.

4

-Καλά το σκέφτηκες, είπε ο κυρ Στάθης. Και με τα μάτια μονάχα κάποια

δουλειά γίνεται. Ζύμωσε ήσυχος κι έχω εγώ το νου μου στα ψωμιά.

΄Αρχισε όμως πάλι να τα βάζει με την τύχη του κι αφαιρέθηκε. Και δεν

πρόσεξε τα ψωμιά και τα ψωμιά κάηκαν. Κι έπρεπε τώρα να καθαριστεί κι

ο φούρνος από τα καρβουνιασμένα καρβέλια.

Πάνω στην ώρα, να σου κι η γερόντισσα!

-Καλή μου γριούλα, φτάνει πια! της φώναξε ο κυρ Στάθης. ΄Ασε με να

βγάλω τα πέτρινα παπούτσια και πάρε τις κολοκύθες σου. Πρέπει να

κάνω τώρα αμέσως ένα σωρό δουλειές. Πρέπει να ετοιμάσω γρήγορα

δεκάδες ψωμιά για τους συγχωριανούς μου.

-Καλά λοιπό! Τελείωσαν τα βάσανά σου, χαμογέλασε η γριά.

Και του πήρε τα παπούτσια και τις κολοκύθες.

Ο φούρναρης ανασκουμπώθηκε και ρίχτηκε αμέσως στη δουλειά. ΄Ετρεχε

πάνω κάτω, για να τα προλάβει όλα. «Χωρίς τα πέτρινα

παπούτσια»σκεφτόταν «πετάω σαν πουλί!». Καθάρισε το φούρνο

παστρικά, κοσκίνισε με βιάση βράδυ βράδυ, ζύμωσε με όρεξη τα ψωμιά τα

ξημερώματα και τα έψησε πρωί πρωί με κέφι, βλέποντας πως η πολλή

δουλειά κόντευε πια να τελιώσει. «Πόσο γρήγορα κουνάω τα χέρια μου

από τη στιγμή που άφησα τις κολοκύθες!» είπε με το νου του.

΄Όταν η μέρα προχώρησε και κόντευε μεσημέρι, πλήθος ροδοψημένα

ψωμιά περίμεναν τους ανθρώπους του χωριού στον πάγκο του κυρ Στάθη.

Κι εκείνος, ξαναμμένος από την πολλή δουλειά, κάθισε στο καρέκλι του

να ξαποστάσει. Τίναξε τα πόδια του να φύγει το αλεύρι και έτριψε τα

χέρια του όλο χαρά που τα ‘χε καταφέρει.

-΄Ηρθαν λοιπόν, βλέπω, οι βοηθοί, άκουσε τότε να του λέει η φωνή της

γερόντισσας.

Και γυρίζοντας, την είδε να στέκεται δίπλα του.

-Οι βοηθοί; Ποιοι βοηθοί; έκανε απορημένος.

-Αυτοί που τίναξες κι αυτοί που τρίβεις, του αποκρίθηκε.

Και χάθηκε πάλι ξαφνικά, όπως είχε φανεί.

Ο κυρ Στάθης κοίταξε τα χέρια του, κοίταξε τα πόδια του κι έμεινε

συλλογισμένος. Δίκιο είχε η γερόντισσα. Καλύτερους βοηθούς από τούτα,

στ’ αλήθεια δε θα ‘βρισκε.

Από τότε, ποτέ πια δεν παραπονέθηκε πως κανείς δεν τον βοηθάει. Δεν

τα ξανάβαλε ποτέ με τη δουλειά του. Με τον καλό τον παραγιό όλα τα

προλαβαίνει. ΄Απραγος, ποτέ δε μένει κι όλους στο χωριό χορταίνει!

Λότη Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου

Απ΄το βιβλίο της «Εφτά κόκκινες κλωστές»

5

«Οι βοηθοί του φούρναρη»

Ερωτήσεις κατανόησης κειμένου

(απαντώ με ολοκληρωμένες προτάσεις).

1). Ποιο μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπιζε

ο κυρ- Στάθης, ο φούρναρης;

2). Τι υποσχέθηκε η γερόντισσα στον φούρναρη;

Πώς θα τον βοηθούσε;

3). Ποιες δοκιμασίες πέρασε ο κυρ- Στάθης, περιμένοντας τη

βοήθεια της γερόντισσας;

4). Τι μας διδάσκει λοιπόν αυτή η ωραία ιστορία;