Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

11
Άννα Καμιένσκα ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ (αποσπάσματα) Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Χρήστος Χρυσόπουλος

description

Μετάφραση αποσπασμάτων από το "Σημειωματάριο" της ποιήτριας Άννας Καμιένσκα. ΠΟΙΗΤΙΚΗ, τεύχος 6, χειμώνας 2010

Transcript of Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Page 1: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Άννα ΚαμιένσκαΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

(αποσπάσματα)

Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Χρήστος Χρυσόπουλος

Page 2: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

«Αναζητούσα έναν νεκρό και ανακάλυψα τον Θεό». Με αυτή την

αινιγματική φράση η Άννα Καμιένσκα [Anna Kamienska, Βαρσοβία, 12

Απριλίου 1920 - 10 Μαΐου 1986] συνοψίζει τον πρώτο τόμο του

Σημειωματαρίου της. «Δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο για

αυτοβιογραφία ή ημερολόγιο» εξηγεί η ίδια στον πρόλογο. «Το

Σημειωματάριο των ετών 1965-1972 διαμορφώθηκε από τα ποιητικά μου

σχεδιάσματα, από τη συνήθεια να σημειώνω παρατηρήσεις,

συλλογισμούς, σπαράγματα ποιημάτων. Κρατούσα επίσης αποσπάσματα

και ιδέες από τα διαβάσματά μου. Όλες αυτές οι σκέψεις ενώθηκαν σε

έναν sui generis απολογισμό της εσωτερικής μου ζωής υπό μορφή

συντομογραφιών».

Η Καμιένσκα δεν μας αποκαλύπτει εξαρχής το δραματικό

γεγονός που σκιάζει τις περισσότερες καταγραφές της. Πρόκειται για τον

θάνατο του συζύγου της, ποιητή Γιαν Σπίεβακ [Jan Spiewak], ο οποίος

κατέληξε από καρκίνο στις 22 Δεκεμβρίου 1967. Αυτός είναι ο Γ. ή ο

Γιάνεκ [Janek], που εμφανίζεται τόσο συχνά στο Σημειωματάριο. Η

απώλεια αυτή αποτέλεσε την αφετηρία μιας επώδυνης μεταμόρφωσης

της ποιήτριας. Όπως θυμάται η παιδική της φίλη, ποιήτρια Γιούλια

Χάρτβιγκ [Julia Hartwig], «η Άννα υπήρξε πάντοτε μια εξεγερμένη

ψυχή που αναζητούσε οτιδήποτε πνευματικό και βίωνε με ένταση κάθε

κακό που συνέβαινε στον κόσμο. Το πλήγμα που επέφερε ο θάνατος του

Γιάνεκ μετέτρεψε αυτή την αναζήτηση σε εμμονή, που διήρκεσε μέχρι

τη στιγμή και του δικού της θανάτου».

Μολονότι στις πρώτες σελίδες του Σημειωματαρίου η Καμιένσκα

γοητεύεται από πάσης φύσεως μυστικισμούς, από τις παλιές θρησκείες

και από τη λαϊκή κουλτούρα, σταδιακά η γραφή της αλλάζει, γίνεται όλο

και περισσότερο χριστιανική, αλλά δίχως να καταλήγει σε μια οριστική

και αναμφισβήτητη έκφραση πίστης. Η σκέψη της χαρακτηρίζεται από

μεγάλο διανοητικό εύρος, διαρκή αναστοχασμό και παθιασμένη

Page 3: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

ενδοσκόπηση. Είναι αυτά τα στοιχεία που καθιέρωσαν την Καμιένσκα

ως μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες στη μεταπολεμική Πολωνία.

Εντούτοις, αποτέλεσαν και τον λόγο για τον οποίο το έργο της δεν έγινε

ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές (όπως λ.χ. η πολύ «ευκολότερη» ποίηση του

κοντινού της φίλου, Πατέρα Γιαν Τβαρντόβσκι [Jan Twardowski]).

Το Σημειωματάριο μπορεί να διαβαστεί ως ένας θρίαμβος της

μεταφυσικής και μάλιστα σε επίπεδο εμπειρικό – ως βιωμένη

πραγματικότητα. Ο θάνατος του συζύγου της, Γιαν Σπίεβακ, άλλαξε τον

τρόπο με τον οποίο η Καμιένσκα έβλεπε τον κόσμο. Η βίωση του

θανάτου αποτέλεσε την απαρχή μιας απροσδόκητης μεταστροφής.

Ως εκείνη την ημέρα του Δεκεμβρίου, η ποιήτρια διέθετε

ακούραστη ερευνητική ματιά, ήταν πρόθυμη να αμφισβητήσει το καθετί

με εφόδιο την ποίηση και την αγάπη (δύο δυνάμεις που προσωποποιούσε

ο αγαπημένος της Γιαν – συνοδοιπόρος και στη ζωή και στην ποίηση).

Όταν ο Γιαν πέθανε, όλα άλλαξαν. Η Καμιένσκα βρέθηκε να ζει

«ανάμεσα σε τρεις τάφους», όπως γράφει η ίδια: «στον τάφο του Γιαν,

στο σπίτι που τώρα μοιάζει με τάφο και στον δικό μου τάφο που με

περιμένει δίπλα σ’ εκείνον». Μολονότι η ίδια δεν διέθετε ως εκείνη τη

στιγμή πίστη στον Θεό, άρχισε να έχει εμπειρίες ολοκάθαρα

μεταφυσικές. Αισθανόταν την παρουσία του Γιαν ολόγυρά της. Δεν

μπορούσε να ξεφύγει από τη διαρκή αναπόληση του νεκρού σώματος.

Κατά έναν αντιφατικό τρόπο, το μυαλό της έμοιαζε να έχει

«καταληφθεί» από μια απουσία. Και η μόνη ανακούφιση που μπορούσε

να βρει η Άννα ήταν να περπατά καθημερινά από το σπίτι ως τον τάφο

και να κάθεται στο μνήμα συνομιλώντας με τον εκλιπόντα (κάτι που θα

εξακολουθούσε να κάνει καθημερινά σε όλη την υπόλοιπη ζωή της). Η

πραγματικότητα αυτή την απέλπιζε, αλλά –ταυτοχρόνως– την

ανακούφιζε. Ήταν μια επώδυνη συνειδητοποίηση ότι είχε πλέον ανάγκη

την πίστη.

Δεν ήταν, όμως, μόνο ο Γιαν που χάθηκε. Δεν ήταν μόνο η

χειραφέτηση του πνεύματος που παραδόθηκε στη θρησκεία. Ο θάνατος

Page 4: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

στέρησε από την Καμιένσκα κάτι πιο θεμελιώδες: την ίδια την ποίηση.

Δεν μπορούσε πλέον να γράψει όπως πριν. Το ουσιαστικότερο εφόδιο

που διέθετε, η προσωπική ταυτότητα που είχε οικοδομήσει ως τότε, το

πρίσμα μέσα από τον οποίο κατανοούσε τον κόσμο, είχαν όλα χαθεί.

Από εδώ και πέρα η Καμιένσκα ζούσε στην «κόλαση των άγραφων

ποιημάτων».

Μέσα σε αυτή την κόλαση γράφτηκε το Σημειωματάριο. Είναι η

απέλπιδα προσπάθεια της Άννας να αναμετρηθεί με τη θλίψη, αλλά και

να κατανοήσει αυτό που της συμβαίνει. Γι’ αυτό και πολλές φορές δεν

φοβάται να διατυπώσει το τετριμμένο ή ακόμη και το μπανάλ. Υπό μια

έννοια, το Σημειωματάριο φανερώνει την ικανότητα της ποίησης να

επιζεί πέρα από την αισθητική, ακόμη και πέρα από την πρόθεση του

ποιητή ή την εξουσία της έμπνευσης.

Επιλέξαμε να μεταφράσουμε εδώ τις συντομότερες από τις

εγγραφές του Σημειωματαρίου, διακρίνοντας μέσα στην καθημερινότητα

της Καμιένσκα τη διαφεύγουσα ποίηση που εκείνη αδυνατούσε πλέον να

συγκρατήσει. Η μετάφραση έγινε από την αγγλική της Κλαιρ Κάβανω

[Clare Cavanaugh]. Οι σημειώσεις βαρύνουν τον μεταφραστή, καθώς

και η επιλογή των αποσπασμάτων.

Page 5: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Άννα Καμιένσκα ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ (αποσπάσματα)

Παρακολουθώντας την αντανάκλαση της αυγής σε έναν νερόλακκο – μια σπουδαία μεταφορά.

***

Για τα ψάρια, ο θάνατος παίρνει τη μορφή ενός όμορφου λευκού γλάρου με μεγάλα φτερά. Εκστατικοί παρακολουθούμε την πτήση του.

***

Ο ποιητής είναι βουβός. Σφυρίζει την αδυναμία του, μουρμουρίζει, κομπιάζει, τραυλίζει – το μεγάλο του λάθος είναι ανθρώπινο.

***

Ο ουρανός τρίζει καθώς βαραίνει επάνω του η ματαιοδοξία των αδιάβαστων ποιητών.

***

Βρίσκοντας τυχαία σε ένα μοσχοβίτικο νεκροταφείο τον τάφο του Τσέχωφ. Η παγωνιά λαμπυρίζει στο μνήμα του, σαν την αντανάκλαση του ήλιου στο θολό του μονόκλ.

***

Να περιγράψεις ένα σπίτι, ένα δωμάτιο. Τους λάκκους και τις αβύσσους του.

***

Η χαρά γενικολογεί, ο πόνος εξειδικεύει (Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ)1

1Johann Peter Hebel (10 Μαΐου 1760 - 22 Σεπτεμβρίου 1826). Γερμανός διηγηματογράφος και ποιητής που έγραφε στη σουηβική διάλεκτο (Schwaben) και χρωστά τη φήμη του στη συλλογή διηγημάτων: Το θησαυροφυλάκιο του οικογενειακού

Page 6: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

***

Είναι δύσκολο να ζήσεις πάνω στα ερείπια ενός σπιτιού.

***

Τα μάτια ενός εντόμου. Να αντιλαμβάνεσαι τις λεπτομέρειες μέσω της ανικανότητας να συλλάβεις το όλον.

***

Το πρόβλημα της εξορίας. Αναξίμανδρος. Εξορία από την πατρίδα, από την πίστη, από το δικαίωμα στην κρίση, στο πένθος, στην εξέγερση, στην πικρία2.

***

Εξορία από τον εαυτό τον ίδιο. Η ανεστιότητα της καρδιάς.

***

Έγινε η γη, η βυθισμένη στις στάχτες των σοφών, καθόλου σοφότερη;

***

Όλες οι λέξεις περί του θανάτου είναι ψεύτικες, όπως και όλες οι ελπίδες. Οι λέξεις είναι φρούδες ελπίδες. Ένας σβώλος χώμα, μια πέτρα, μια λωρίδα χορτάρι άπληστη για ζωή: αυτά δεν ψεύδονται.

***

Μου άφησες ένα κληροδότημα: τη γη, πτηνά, δέντρα. Μόνο που δεν ξέρω τι να τα κάνω.

φίλου από τον Ρήνο. [Σ.τ.Μ.] 2 Εδώ υποθέτουμε ένα πιθανό λάθος της Καμιένσκα. Ο Αναξίμανδρος δεν εξορίστηκε ποτέ. Ίσως η ποιήτρια να αναφέρεται στον Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές (500-428 π.Χ.), ο οποίος εγκατέλειψε την Ιωνία για να ζήσει στην Αθήνα («εξορία από την πατρίδα»). Η υλιστική διδασκαλία του κατηγορήθηκε ως αθεϊστική («εξορία από την πίστη») με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να καταδικαστεί σε θάνατο, ποινή που ο Αναξίμανδρος απέφυγε καταφεύγοντας σε αυτοεξορία («εξορία από το δικαίωμα στην κρίση»). Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Λάμψακο, όπου και πέθανε δίχως να ξαναδεί την Αθήνα ή την πατρική του γη («εξορία στο πένθος, στην πικρία»). [Σ.τ.Μ.]

Page 7: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

***

Χιονίζει. Έρχεται καταιγίδα. Για μια ακόμη φορά θα μου στερήσει τον τάφο.3

***

Ονειρεύτηκα ότι προσπάθησε να πεταχτεί μέσα από τη λασπωμένη γη.Εμφανίστηκε καλυμμένος από κοκκινόμαυρο πηλό. Ζέστανα νερό σε μια λεκάνη για να ξεπλύνει αυτό το χώμα, αυτό τον θάνατο.

***

Μικροί βουβοί ξύλινοι θεοί στέκονται στο σπίτι μας.

***

Με ρωτά συνεχώς: Είμαι στ’ αλήθεια νεκρός;

***

Έγραψε: Θέλει μεγάλη τέχνη να πέφτεις έτσι ώστε να σηκώνεσαι ξανά. Πώς θα σηκωθείς τώρα;

***

Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων.

***

Τα όνειρά μου κεριά για τους νεκρούς.

***

Να διαβάζεις τη γη, τον πηλό, την πέτρα. Να πλάθεις το πρόσωπό σου από πηλό και σκοτάδι.

***

Η τέχνη βασίζεται στη μεταστροφή ακόμα και των λαθών και των μειονεκτημάτων σε αισθητικές αξίες. Είναι ένας παράξενος ύμνος στην ηλιθιότητα.

***

3 Εννοεί ότι δεν θα μπορέσει να επισκεφτεί τον τάφο του Γιαν. [Σ.τ.Μ.]

Page 8: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Το κρεβάτι του νοσοκομείου. Κρεβάτι για θάνατο. Ποιος σβήνει τώρα επάνω του; Ποιος στέκει στο προσκεφάλι; Εγώ ξανά. Ένα άλλο εγώ.

***

Η μουσική μάς διδάσκει το πέρασμα του χρόνου. Διδάσκει την αξία της στιγμής, δίνοντας στη στιγμή αξία. Και μετά μας προσπερνάει. Δεν φοβάται να χαθεί.

***

Η εγγύτητα της απόστασης.

*** Υπάρχουν κύκλοι μοναξιάς, κύκλοι ονείρων και αφύπνισης, όπως ακριβώς οι κύκλοι της κόλασης.

***

Θέλω να είμαι γη. Να είμαι η γη. Να σε κρατώ σφιχτά στην αγκαλιά μου. Πάντα.

***

Κάπου εκεί περιμένουν τα άγραφα ποιήματα σαν μοναχικές λίμνες που δεν τις προσέχει κανείς.

***

Το καλάμι του Πασκάλ4 είναι το καλάμι του Ιησού: «κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος». (Ματθ. ια΄.7)

***

Βαλερύ: «Χτίζοντας το έργο μου χτίζω τον εαυτό μου».

***

Καθήκον μου είναι να χτίσω ξανά τον κόσμο – μετά το τέλος του κόσμου.

4 Αναφορά στη γνωστή ρήση του Πασκάλ: «Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα καλάμι, το πιο αδύνατο μέσα στη φύση. Ωστόσο είναι ένα καλάμι που στοχάζεται». [Σ.τ.Μ.]

Page 9: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

***

Συλλέγοντας βότσαλα για το νέο μωσαϊκό ενός κόσμου που θα μπορούσα να αγαπήσω.

***

Το σπίτι μου είναι εδώ και καιρό ένας σωρός ερειπίων. Επιμένω να το ξαναχτίζω και η πραγματικότητα το γκρεμίζει. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να συμβιβαστώ με τα ερείπια.

***

Υπάρχει ένας Θεός της μοναξιάς. Με περιβάλλει ασφυχτικά, όπως ο αέρας. Τον μελετώ στα τυφλά, με την αφή. Αλλά το σώμα Του βρίσκεται παντού, διαφεύγον, άυλο.

***

Τα ποιήματά μου είναι περισσότερο η σιωπή μου παρά ο λόγος μου. Όπως η μουσική είναι ένα είδος σιγής. Οι ήχοι είναι απαραίτητοι απλώς και μόνο για να σηκωθούν τα διαφορετικά της πέπλα.

***

Πλούταρχος: «Το πώς να μιλούν – οι άνθρωποι το διδάσκονται από τους ανθρώπους. Το πώς να σιωπούν – από τους θεούς».

*** Ακόμα και η ανάπαυση θα έπρεπε να είναι δημιουργική, έτσι ώστε ο χρόνος να μην κυλά γύρω μας, αλλά να μας διαπερνά. Αυτό είναι η τέχνη.

***

Η ποίηση είναι πρόγευση της αλήθειας. Ο πρόναος της πίστης. Οι σύγχρονοι ποιητές την έχουν μετατρέψει σε καπνό και καθρέφτες.

***

Παρά τις όποιες εσωτερικές αγωνίες μου, γνωρίζω ότι ως συγγραφέας έπαυσα να υπάρχω ακριβώς την 22α Δεκεμβρίου 1967. Τώρα υπάρχουν μόνο σπασμοί.

Page 10: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

***

Μια κατάσταση εσωτερικής προθυμίας και αναμονής. Είμαι έτοιμη για όλους τους ευαγγελισμούς.

***

Η καρδιά – μια δυσφημισμένη λέξη, η ντροπή των ποιητών.

*** Δημιουργούμε την αιωνιότητα από τα απομεινάρια του χρόνου.

***

Στον δικό του Δον Κιχώτη, ο Μιλασέβσκι5 γράφει ότι ο δρόμος για τον άλλον κόσμο περνά μέσα από το πατρικό σπίτι.

***

Ο ευτυχισμένος παραλυτικός, γιατρεμένος από το θαύμα του Ιησού, πόσο απρόθυμα αποχωρίζεται τις πατερίτσες του.

***

Κάποιος που κινείται με αναπηρικό καροτσάκι, πόσο βαριά, πόσο αργά. Όπως εγώ στα ποιήματά μου.

***

Σαλομέα. Η μητέρα του ποιητή. Εκείνη τον γέννησε, αλλά στην πραγματικότητα, εκείνος ήταν που τη δημιούργησε. Μια αναπάντεχη αντιστροφή της φύσης. Ο γιος γεννά τη μητέρα.6

***

5 Stanisław Miłaszewski (1886-1944). Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, Το έργο του Δον Κιχώτης γράφτηκε το 1928. [Σ.τ.Μ.]6 Η Καμιένσκα αναφέρεται στη Σαλομέα Σλοβάτσκα, τη μητέρα του ρομαντικού ποιητή Γιούλιους Σλοβάτσκι (1809-1849), ο οποίος θεωρείται ένας από τους επονομαζόμενους «τρεις βάρδους» της πολωνικής λογοτεχνίας (μαζί με τον Άνταμ Μιτσκίεβιτς και τον Σίγκμουντ Κρασίνσκι). Το 1844 ο Σλοβάτσκι έγραψε προς τιμήν της μητέρας του το επιτυχημένο θεατρικό έργο Το ασημένιο όνειρο της Σαλομέα. [Σ.τ.Μ.]

Page 11: Η κόλαση των άγραφων ποιημάτων

Να πετάξω τα πάντα έξω από το σπίτι θα σήμαινε να πεθάνω. Έτσι λοιπόν, αυτό που με περιμένει είναι το τρίτο νεκροταφείο. Ζω σε τρία νεκροταφεία7.

***

Αυτό που πίστευα πιο σίγουρο κλονίστηκε μέσα μου: η αμφιβολία η ίδια.Τι απερισκεψία: να χτίζεις έναν κόσμο πάνω στην αμφισβήτηση.

***

Αναζητούσα έναν νεκρό και ανακάλυψα τον Θεό.

7 Η Καμιένσκα αναφέρει αλλού ότι, μετά τον θάνατο του Γιαν, αισθανόταν ότι ζούσε ανάμεσα σε τρεις τάφους: τον τάφο του Γιαν, το σπίτι τους, τον τάφο που την περιμένει αφότου πεθάνει. [Σ.τ.Μ.]