Όρνιθες-Αριστοφάνης
description
Transcript of Όρνιθες-Αριστοφάνης
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΟΡΝΙΘΕΣ
414 π.Χ. β΄ βραβείο
ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
ΕΠΟΠΑΣ
ΧΟΡΟΣ
ΠΟΥΛΙ
ΚΗΡΥΚΑΣ
ΙΕΡΕΑΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
ΜΕΤΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ
ΙΡΙ∆Α
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ
Ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος - Αθηναίοι πολίτες - είναι απηυδισµένοι από τη ζωή τους στην Αθήνα, από τα στραβά της και τη δικοµανία της. Αποφασίζουν λοιπόν να φύγουν και πάνε να βρουν τον Έποπα (τσαλαπετεινό) για να τους πει - σαν πουλί που είναι και πετάει σε διάφορα µέρη - µήπως ξέρει αν κάπου υπάρχει κάποια πόλη στα µέτρα τους για να ζήσουν εκεί.
(Ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος βαστούν στα χέρια τους από ένα πουλί - κουρούνα και κίσσα - και προχωρούν. Τους ακολουθούν δύο δούλοι µε αποσκευές. Κάποια στιγµή σταµατούν για λίγο και συνοµιλούν).
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Προς τα εκεί µου λες, που φαίνεται το δέντρο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! που να σκάσεις παλιόκισσα! "Πίσω" λέει πάλι!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τι πάµε πάνω κάτω συνέχεια; Θα κουραστούµε άδικα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να µε κάνει η κίσσα να περπατάω ο δύστυχος τόσα χιλιόµετρα δρόµο!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εγώ ο τρισδύστυχος ν' ακούω την κουρούνα και να ξενυχιάσω τα πόδια µου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Που φτάσαµε τώρα; Τα έχασα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Θα µπορούσες να βρεις το δρόµο για την Αθήνα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από δω; Ούτε ο Εξηκεστίδης το µπορεί.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αλίµονό µας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε φίλε, κάνε δύναµη και ξεκίνα πάλι.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αχ τι µας έκανε ο Φιλοκράτης ο ορνιθοπώλης.
Μου έλεγε πως τα πουλιά του θα µας δείξουν τον Τηρέα - τον τσαλαπετεινό
τον αρχηγό των πουλιών
και µας πάσαρε τούτη την κουρούνα, την µαύρη φωνακλού σαν το γιο του Θαρελείδη
και πληρώσαµε εκατό οβολούς, κι αυτήν την παλιοκίσσα δώσαµε άλλους τριακόσιους;.
Και µόνο να τσιµπούν ήξεραν τα παλιόπουλα. Τι χάσκεις τώρα παλιοκουρούνα, ε;
Στους γκρεµούς πιο µέσα µας τραβάς και δε βλέπω να υπάρχει δρόµος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ούτε και κανένα µονοπάτι απ' αυτή τη µεριά.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
∆ε λέει τίποτα για το δρόµο η κίσσα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆ε λέει. Ό,τι έκανε κάνει.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τι λέει για το δρόµο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μόνο κρα κρα, και θέλει να µου φάει τα δάκτυλα. τίποτε άλλο.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μα τι κακό θεοί µου!
Μας έκοψε ανάγκη να πάµε, "στους Κόρακες" κι όλα τα ετοιµάσαµε
και τώρα χάσαµε το δρόµο!
Εµείς αγαπητοί ακροατές και θεατές
την αντίθετη αρρώστια του Σάκα αρρωστήσαµε.
Εκείνος δεν είναι Αθηναίος και χώνεται να γίνει
κι εµείς οι ακυνήγητοι - από γένος και φυλή
και γέννηµα και θρέµµα της Αθήνας
την αφήνουµε µε όλη την καρδιά µας και πάµε να φύγουµε.
Όχι που δεν τη θέλουµε την πόλη µας γερή να είναι κι ευτυχισµένη
και όλοι να πληρώνουν τους φόρους τους,
αλλά στα δέντρα τα τζιτζίκια ένα δυο µήνες τζιτζικούν
ενώ οι Αθηναίοι µια ζωή ολόκληρη στις δίκες τρέχουν!
Γι' αυτό αρχίσαµε τούτο το περπάτηµα
παίρνοντας τα υπάρχοντά µας στον ώµο,
να βρούµε τόπο και ν' αράξουµε οι έρµοι.
Σκοπός µας πρώτος είναι να βρούµε τον Τηρέα
τον τσαλαπετεινό, τον παντεπόπτη, να µας πει,
να µάθουµε, καθώς πέταγε, αν είδε καµιά τέτοια πόλη
ήσυχη και καλή να απαγκιάσουµε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, ε! φίλε!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Η κίσσα, από ώρα, κάτι µου λέει για πάνω.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εµένα η κουρούνα µου τεντώθηκε.
Κάτι σαν να µου δείχνει για πουλιά.
Και δεν µπορεί να µην είναι. Θα είναι.
Ας κάνουµε θόρυβο να καταλάβουµε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ξέρεις κάτι; Χτύπα τις πέτρες µε τα πόδια σου δυνατά!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εσύ µε το κεφάλι, διπλός να είναι ο βρόντος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πιάσε πέτρες και χτύπα τες.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πιάνω αφού το λες. Αγόρι! Αγόρι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τον Έποπα λες αγόρι; ∆εν έπρεπε να πεις Εποπόι αντί αγόρι;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εποπόι! Άντε θα µε κάνεις να χτυπήσω απ' την αρχή.
Εποπόιι! Εποπόιι!
(Βγαίνει ένα πουλί - υπηρέτης του Έποπα, µέσα από τα βάτα)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ποιοι είσαστε; Ποιος φωνάζει τον αφέντη;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πω πω, θεέ Απόλλωνα, τι µεγάλη µύτη που έχει!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ωχ! Κυνηγοί είναι, την έβαψα!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μη µιλάς έτσι, πες κάτι καλύτερο.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μεγάλο κακό µας βρήκε!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μα εµείς δεν είµαστε άνθρωποι!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και τι είσαστε;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εγώ είµαι πουλί απ' τη Λιβύη. Ο τρεµούλης!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
∆εν κατάλαβα;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τον κουτσουλιά µπροστά µου ρώτα.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και τούτο εδώ, τι πουλί είναι; Για πες µου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ είµαι κουτσουλιάς, απ' την Κολχίδα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εσύ, για το θεό, τι θηρίο είσαι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πουλί είµαι. Υπηρέτης.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κόκορας σε πήρε για δούλο;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Όχι. Έγινε τ' αφεντικό µου έποπας
κι ευχήθηκε να γίνω εγώ πουλί για να τον υπηρετώ.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και θέλει να έχει δούλο το πουλί;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Είναι που ήταν άνθρωπος πριν γίνει πουλί, και λαχταρά µερικές φορές µαρίδες του Φαλήρου.
Πιάνω το καλάθι εγώ τότε, και τρέχω να του φέρω.
Άλλοτε λαχταρά φάβα µε χύτρα και κουτάλα και τρέχω για κουτάλα εγώ.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Α! Πολύ τρέχει τούτο το πουλί.
Ξέρεις λοιπόν κάτι Τρεχάλα; Φώναξέ µας τον αφέντη σου.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Έφαγε µύρτα και µυγίτσες και βαριοστοµάχιασε. Κοιµάται τώρα, µα τον ∆ία.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Να τον ξυπνήσεις
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Θα κατεβάσει µούτρα, εγώ τον ξέρω. Μα θα το κάνω για χατίρι σας.
(Φεύγει ο Υπηρέτης, χώνεται στα βάτα. Στους δυο οδοιπόρους ακούγεται κάποιος θόρυβος)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! που να χαθείς! Με κοψοχόλιασες!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αχ ο δύστυχος! Τρόµαξε και µου έφυγε η κουρούνα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε ψευτοθηρίο, απ' το φόβο σου την άφησες;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εσύ την βροµοκίσσα σου, πέφτοντας, δεν την άφησες κι έφυγε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια δεν την άφησα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και τότε που είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πέταξε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Άρα, δεν την άφησες; Μπράβο στην παλικαριά σου!
(Ακούγεται ο Έποπας - τσαλαπετεινός πίσω απ' τα κλαδιά και στη συνέχεια βγαίνει)
ΕΠΟΠΑΣ
Παραµέρισε τα κλαδιά να βγω επιτέλους!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ηρακλή µου! Τι 'ναι το θηρίο τούτο! Τι φτέρωµα, πω πω! Τι τριώροφο λοφίο!
ΕΠΟΠΑΣ
Ποιοι είναι αυτοί που µε ζητούν;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Οι δώδεκα θεοί... αυτοί σου µάδησαν τα φτερά;
ΕΠΟΠΑΣ
Τα φτερά µου βλέπετε και γελάτε; Άνθρωπος ήµουν πρώτα!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
∆εν γελούµε µε σένα.
ΕΠΟΠΑΣ
Τότε µε τι;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Η µύτη σου µας φαίνεται αστεία.
ΕΠΟΠΑΣ
Έτσι µε παρουσιάζει ο Σοφοκλής, στην τραγωδια, µε στραβή µύτη, εµένα τον Τηρέα!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ο Τηρέας είσαι; Τι είσαι; Πουλί ή παγόνι;
ΕΠΟΠΑΣ
Πουλί βέβαια!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και τα φτερά σου που είναι τότε;
ΕΠΟΠΑΣ
Μάδησαν κι έπεσαν.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Από αρρώστια; Πως έγινε;
ΕΠΟΠΑΣ
Όχι. Το χειµώνα τα πουλιά όλα µαδούµε τα φτερά µας
κι ύστερα ξανά βγάζουµε καινούργια.
Εσείς όµως ποιοι είσαστε;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εµείς; Άνθρωποι είµαστε.
ΕΠΟΠΑΣ
Άνθρωποι είσαστε, από ποιο µέρος;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Από κει που βγαίνουν οι καλές τριήρεις...
ΕΠΟΠΑΣ
Μήπως είσαστε δικοµανείς;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όχι. Το αντίθετο. Ενάντιοι στις δίκες.
ΕΠΟΠΑΣ
Βγαίνει αυτό το φρούτο εκεί;;;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κάτι βρίσκεις στα χωράφια όταν ψάξεις.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πράγµα σας χρειάζεται κι ήρθατε εδώ;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Θέλουµε να σε δούµε.
ΕΠΟΠΑΣ
Γιατί;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Γιατί κάποτε ήσουν άνθρωπος όπως κι εµείς,
και χρώσταγες κι εσύ, όπως κι εµείς,
και χαιρόσουν που δεν πλήρωνες, όπως χαιρόµασταν και µεις,
και ύστερα που άλλαξες κι έγινες πουλί
και πέταξες ολόγυρα - και θάλασσα και γη -
είδες, όσα είδε ο άνθρωπος και τα πουλιά µαζί.
Γι' αυτό λοιπόν, ικέτες ήρθαµε να σε παρακαλέσουµε
µήπως ξέρεις να µας πεις καµιά όµορφη πόλη
σαν βελέντζα ολόπαχη και µαλακή να γείρουµε.
ΕΠΟΠΑΣ
Πιο µεγάλη απ' την Αθήνα;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όχι πιο µεγάλη. Να είναι όµως πιο πολύ στα µέτρα µας.
ΕΠΟΠΑΣ
Κυβέρνηση αριστοκρατίας δηλαδή επιθυµείς;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εγώ; Καθόλου. Και τον Αριστοκράτη του Σκελλία ακόµα σιχαίνοµαι.
ΕΠΟΠΑΣ
Σε τι σόι πόλη δηλαδή θα µένατε;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Σε πόλη που τα βάσανα τα µεγάλα, ας πούµε,
θα ήταν να έρθει στην πόρτα µου φίλος πρωί να µου πει
"στο όνοµα του ∆ία, να 'ρθεις µε τα παιδιά σου
λουσµένα, καθαρά, στο σπίτι µου αµέσως,
θα 'χω τραπέζι γάµου.
Και κοίτα µη δεν έρθεις, έτσι;
Μη µου 'ρθεις αλλιώς όταν µε βρουν τα δύσκολα"!
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, µα το ∆ία, έρωτα που έχεις για τα δύσκολα! Κι εσύ;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για τέτοια έρωτα έχω κι εγώ.
ΕΠΟΠΑΣ
Σαν ποια τέτοια;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, να, ένας πατέρας ωραίου αγοριού
να µε βρει στο δρόµο και να µου κλαφτεί σαν αδικηµένος.
"Καλά βρε Στιλβωνίδη, να µου πει,
αντάµωσες το γιο µου να φεύγει από το στάδιο, λουσµένος και όµορφος
και ούτε που του µίλησες ούτε τον πλησίασες ούτε και τον φίλησες;
Και λες πως είσαι φίλος από πατέρα φίλο!
ΕΠΟΠΑΣ
Αχ κακοµοιρούλη µου εσύ! Τι συµφορές που λαχταρά η ψυχή σου!
Υπάρχει όµως τέτοια πόλη ευτυχισµένη… στην Ερυθρά τη θάλασσα…
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όχι, όχι, µη κοντά στη θάλασσα,
θα µας προκύψει πρωινό καµιά Σαλαµινία
φέρνοντας δικαστικό κλητήρα …
Πόλη ελληνική έχεις να µας πεις;
ΕΠΟΠΑΣ
∆εν πάτε να µείνετε στο Λέπρεο της Ηλείας;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όχι, διότι, ας µην το ξέρω, αλλά τον Λέπρεο τον σιχαίνοµαι από τον Μελάνθιο.
ΕΠΟΠΑΣ
Είναι και άλλοι τόποι. Οι Οπούντιοι της Λοκρίδας.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ούτε για τάλαντα χρυσού δεν θα γινόµουν Οπούντιος!
Εδώ όµως η ζωή µε τα πουλιά, πως είναι; Εσύ την ξέρεις.
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, χωρίς έγνοιες, καλή είναι.
Πρώτα πρώτα πορτοφόλι δεν χρειάζεται εδώ…
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Α! Την πιο µεγάλη βρώµα της ζωής την έβγαλες!
ΕΠΟΠΑΣ
Και βόσκουµε στους κήπους µύρτα και σουσάµια
και παπαρούνες και µεντόσπορου;.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Α! Εσείς σαν νιόγαµπροι περνάτε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω!
Νοµίζω ότι τα πουλιά θα γίνονταν πολύ δυνατά αν άκουγαν εµένα!
ΕΠΟΠΑΣ
Αν σε άκουγαν, σε τι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σε τι να µε άκουγαν; Πρώτα να µην πετάτε γυροχάσκοντας συνέχεια.
Αυτό δεν χαίρει εκτίµησης.
Κάτω σε µας, για παράδειγµα,
αν ρωτήσει κάποιος για τους χαζοπαρµένους
"τι φτερωτό είναι αυτό;"
"Όρνεο", θα πει ο Τελέας,
"άνθρωπος φτερό, αλλοπαρµένος και απρόβλεπτος, όλο αιωρούµενος.
Ποτέ δεν µένει κάπου σταθερός".
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, µα το ∆ιόνυσο, καλά τα λές... µα τι πρέπει να κάνουµε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να κάνετε µια πόλη!
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πόλη να φτιάξουν τα πουλιά;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι πόλη; Πω πω κουβέντα ανόητη! Κοίτα κάτω.
ΕΠΟΠΑΣ
Κοιτάω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κοίτα τώρα και πάνω.
ΕΠΟΠΑΣ
Κοιτάω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είδες τίποτα;
ΕΠΟΠΑΣ
Ουρανό και σύννεφα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτός δεν είναι των πουλιών ο πόλος;
ΕΠΟΠΑΣ
Πόλος; Τι πόλος δηλαδή;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όπως λέµε τόπος.
Αν όµως τον φράξετε και τον κατοικήσετε
από πόλος θα γίνει … πόλη,
άρα θα τους κάνετε τους ανθρώπους ακριδάκια
και τους θεούς θα τους τσακίσετε στην πείνα, όπως και τη Μήλο.
ΕΠΟΠΑΣ
Πως;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ανάµεσα στους θεούς και τη γη είναι ο αέρας.
Άρα, όπως εµείς, αν θέλουµε να πάµε στους ∆ελφούς,
ζητούµε άδεια από τους Βοιωτούς, να περάσουµε από το δρόµο,
έτσι κι όταν θυσιάζουν στους θεούς οι άνθρωποι
αν οι θεοί δεν δώσουν φόρο σε σας,
δεν θα τους αφήνετε την κνίσα να περνάει
απ' το χάος και την πόλη σας.
ΕΠΟΠΑΣ
Πω πω πω! Μα τη γη και µα τα σύννεφα
και µα τις παγίδες και µα τα δίχτυα...
άλλη σκέψη πιο έξυπνη δεν άκουσα!
Θα την έφτιαχνα λοιπόν την πόλη µαζί σου, αν δέχονταν τα πουλιά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος θα τους το πει να το καταλάβουν;
ΕΠΟΠΑΣ
Εσύ. Τόσον καιρό µαζί τους τώρα, τους έµαθα και γλώσσα που δεν είχαν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπορείς να τα καλέσεις;
ΕΠΟΠΑΣ
Εύκολα. Θα µπω εδώ στο θάµνο τώρα, να ξυπνήσω την Αηδόνα µου
και θα βαρέσουµε το προσκλητήριο.
Και µόλις ακούσουν τη φωνή µας, θα τρέξουν γρήγορα και θα 'ρθουν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πουλί µου αγαπηµένο τώρα µη χασοµεράς.
Έλα σε ικετεύω, χώσου στο θάµνο γρήγορα, ξύπνα την Αηδόνα.
(Ο Έποπας παραµερίζει τα κλαδιά του θάµνου και "φωνάζει")
ΕΠΟΠΑΣ
Έλα συντροφούλα µου σταµάτα τον υπνάκο
λευτέρωσε τις άγιες των ύµνων µελωδίες
που για τον Ιτύ µας τον πολυδάκρυτο
το θείο στόµα σου θρηνεί.
(Αρχίζουν σιγά και δυναµώνουν στη συνέχεια οι τρίλιες της Αηδόνας)
Ιερά τραγούδια βγάζει ο τρεµουλιαστός λαιµός σου
και η γλύκα µες απ' τον κισσό, στο θρόνο προχωρεί του ∆ία
κι ακούει ο χρυσοµάλλης Φοίβος και στο θρήνο σου απαντάει
µε τη φιλντισένια λύρα, στήνοντας θεών χορούς
κι από στόµατα αθανάτων, των µακάρων η φωνή ξεπηδά
συνταιριασµένη.
(Κελάηδισµα)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆ία βασιλιά! Αχ φωνή η Αηδόνα! Μέλι τον γέµισε το θάµνο.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ε! Εσύ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι; Πάψε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Γιατί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο Έποπας πάλι καθαρίζει τη φωνή του.
(Ο Έποπας κάνει µερικούς λαρυγγισµούς και µετά "τραγουδάει")
ΕΠΟΠΑΣ
Εποποί ποποπό ποποποί
ιω ιω, εδώ εδώ εδώ.
Και όσα στα καλόσπορα χωράφια γεωργών
καλοπερνάτε - κριθοφάγα σποροφάγα
µύρια όσα γένη,
που σκορπίζετε γλυκούς ήχους πετώντας
κι όσα στ' αυλάκια στη σειρά στους σβώλους πάνω τιτιβίζετε
µε λιγωµένη τη φωνή
τσίου τσίου
κι όσα στων κήπων τα πυκνά κισσόκλαδα τσιµπολογάτε
και όσα στα βουνά βλαστοκορφές και κούµαρα,
ελάτε τρέξτε, σας καλώ.
Τριο τριοτρίξ.
Και όσα σε βαλτοτόπια και στενά
µαζεύετε σκνιπούλες - και σε µέρη δροσερά
και λιβάδια χλοερά του Μαραθώνα είσαστε,
κι εσύ πουλί πανέµορφο, λιβαδοπέρδικά µου,
και όσα απ' τ' άσπρα πουλιά µαζί µε τις αλκυόνες
πάνω κύµατα κοπαδιαστά πετάτε
ελάτε εδώ να µάθετε
ελάτε όλων των ειδών τα µακρολαίµικα πουλιά
σύναξη καλούµε.
Ήρθε κάποιος γέρος µυαλωµένος και αψύς
τα πρωτάκουστα που λέει ελάτε να ακούσετε
εδώ εδώ...
(Ακούγονται φωνές πουλιών - και σε λίγο θα φανούν)
ΧΟΡΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ
Τορό τορό τοροτο τριξ
Κικαβάου κικαβάου
Τόρο τόρο τορολίξ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βλέπεις κανένα πουλί;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όχι, µα τον Απόλλωνα κι ας χάζεψα κοιτώντας όλο τον ουρανό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άδικα ο Έποπας χώθηκε στο θάµνο και τα καλούσε κακαρίζοντας
(Ακούγονται φτερουγίσµατα. Πετιέται ένα πουλί. Στη συνέχεια άλλα).
ΠΟΥΛΙ
Τοροτίξ τοροτίξ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Να το ένα! Έρχεται! Πουλί είναι!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μα το ∆ία, πουλί είναι τι είναι; Παγόνι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα µας πει ο Έποπας! Τι πουλί είναι;
ΕΠΟΠΑΣ
∆εν είναι απ' αυτά που βλέπετε συχνά,
είναι απ' τα ασυνήθιστα. Είναι πουλί λιµνίσιο.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πω πω κοκκινοπάδες! Κι οµορφιές!
ΕΠΟΠΑΣ
Και βέβαια κοκκινοπάδες! Κοκκινοπούλι είναι.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ε! Για δες, εσένα λέω, δες!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι φωνάζεις;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Άλλο τούτο το πουλί!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλο, µα το ∆ία, απ' άλλα µέρη. Άγνωστο!
Ποιο είναι ατό το άγνωστο λικνιστερό πουλί
το µαντικό, που έκατσε στο βράχο;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό είναι ο Μήδος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μήδος! Άνακτα Ηρακλή µου!
Μήδος και χωρίς καµήλα πως ήρθε;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι αυτό στο ψήλωµα εκεί; Άλλο πουλί µε τη λοφάρα του.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι αυτό το τέρας πάλι!
∆εν είσαι τσαλαπετεινός µόνο εσύ, είναι και άλλος;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτός είναι του Φιλοκλή. Του γιου του Έποπα.
Εγώ είµαι παπούς του.
Όπως, να πούµε, Ιππόνικος του Καλλία ο γιος
και Καλλίας του Ιππονίκου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Καλλίας άρα λέγεται! Πως φτεροµαδάει έτσι!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Είναι από τζάκι και γι' αυτό. Τον µαδούν οι συκοφάντες κι οι εταίρες!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεέ Ποσειδώνα, κι άλλο πουλί φανταχτερό. Πως το λένε αυτό;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό; Αυτό το λένε Φαγά!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι άλλος φαγάς, εκτός απ' τον Κλεώνυµο;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πως τότε δεν πέταξε το λοφίο του κι αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι τα 'πιασε τώρα και κάθησαν όλα στο λόφο; Γιατί δεν έρχονται στο πλάτωµα;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όπως οι Κάρες πιάσαν τα ψηλώµατα! Θέµατα ασφαλείας.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω Ποσειδώνα µου! Για δες πουλί και κακό που συγκεντρώθηκε!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Φοίβε θεέ µου, σύννεφο!
Πω πω µαυρίλα πλάκωσε! ∆εν φαίνεται η πόρτα!
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό είναι η Πέρδικα. Αυτό Λιβαδοπέρδικα,
Πάπια αυτό. Και Αλκυόνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το άλλο από πίσω της;
ΕΠΟΠΑΣ
Ο άντρας της ο Κείρυλλος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είναι πουλί ο άντρας της;
ΕΠΟΠΑΣ
Γιατί όχι; ∆εν είναι πουλί ο Σπόργιλος;
Αυτή είναι η Γλαύκα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Γλαύκα τι; Ποιος έφερε γλαύκα στην Αθήνα;
ΕΠΟΠΑΣ
Τρυγόνα, Τσίχλα, Σιταρήθρα, Σουσουράδα
Κεφαλάς, Φάσσα, Κούκος, Κιρκινέζι,
Καλογιάννης, Βουτηχτάρα, Γέρακας, Γερανός,
Όρνεο, ∆ρυοκολάπτης, Κορυδαλλός
Κοκκινοπόδης...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω όρνεα σωστά! Πω πω λιανοπούλια!
Πως τιτιβίζουν τρέχοντας και κρώζουν! Μήπως µας απειλούν;
Βλέπουν κατά δω µε ανοιχτό το στόµα! Εµάς βλέπουν θαρρώ!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Έτσι νοµίζω κι εγώ.
(Τα πουλιά που έφτασαν είναι αναστατωµένα και ψάχνουν. Μιλάει ένα, ως εκπρόσωπος)
ΧΟΡΟΣ
Που που που 'ναι που 'ναι, που 'ναι
αυτός που µας κάλεσε; που είναι και βόσκει;
ΕΠΟΠΑΣ
Εγώ είµαι, παρών είµαι, δεν παρατώ τους φίλους.
ΧΟΡΟΣ
Τι τι τι φιλίας λόγο έχεις να µας πεις;
ΕΠΟΠΑΣ
Σίγουρο και δίκαιο και γλυκό και χρήσιµο.
Ήρθαν και µε βρήκαν δύο άνθρωποι µε µυαλό ξυράφι…
ΧΟΡΟΣ
Που πως, πως λες;
ΕΠΟΠΑΣ
Είπα ότι ήρθαν δύο γέροι απ' τη γη
και ήρθαν έχοντας στο µυαλό τους την ιδέα πελώριου πράγµατος!
ΧΟΡΟΣ
Ω µέγα σφάλµα, το πιο µεγάλο έκανες! Τι είναι αυτό που λες;
ΕΠΟΠΑΣ
Μη φοβάσαι από τώρα. Λόγια είναι.
ΧΟΡΟΣ
Αχ τι µου έκανες!
ΕΠΟΠΑΣ
∆έχτηκα δυο άντρες που τους άρεσε η ζωή µας.
ΧΟΡΟΣ
Έκανες τέτοιο πράγµα;
ΕΠΟΠΑΣ
Και χαίροµαι που το έκανα.
ΧΟΡΟΣ
Και τώρα είναι εδώ κοντά µας;
ΕΠΟΠΑΣ
Αφού είµαι κι εγώ κοντά σας.
(Στο διάστηµα αυτό τα πουλιά σιγά σιγά από τα ψηλώµατα µαζεύτηκαν στη σκηνή)
ΧΟΡΟΣ
Πα πα πα! µας πρόδωσαν, πάθαµε ανόσια!
Αφού αυτός που ήταν φίλος
και σε χωράφια διπλανά µας βόσκαγε
τα κλότσησε τα πάτρια, των πουλιών τους όρκους πάτησε,
µ' έφερε σε παγίδα, µε παράδωσε σ' ανόσιο
που αφ' ότου εγεννήθη, όλο εχθρός µου είναι και µε κυνηγά.
Μ' αυτόν όµως αργότερα θα λογαριαστούµε.
Τώρα τους δυο, αν θέλετε τη γνώµη µου,
πρέπει τους για πληρωµή να τους κατατσιµπήσουµε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάει λοιπόν χαθήκαµε!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εσύ τα φταις που θα µας φάνε. Τι µ' έφερες µαζί σου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σε πήρα να µ' ακολουθείς.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και κορόµηλο τα δάκρυα να χύνω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μη λες χαζά! Τι δάκρυα σε νοιάζουν
κι όχι αν σου βγουν ολόκληρα τα µάτια µε τη µια;
ΧΟΡΟΣ
Αχ αχαχ. Τεντώσου κι όρµα!
Επάνω τους ρίξε πολέµου οργή,
τα φτερά σου ολόγυρα τείχος κάνε, και κύκλωσέ τους.
Πρέπει να πονούν, να βογγούν, τροφή να δοθούνε στα ράµφη µας.
Ούτε κατάσκιο βουνό ούτε αιθέρα σύννεφο
ούτε άγριο πέλαγος υπάρχει να δεχτεί τους δυο αυτούς, αν µας γλιτώσουν.
Εµπρός να µην αργούµε. Μάδηµα και δάγκωµα.
Που είναι ο ταξίαρχος; Η δεξιά πλευρά εµπρός.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Να που σου το 'λεγα, αχ! Από που να φύγω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν θα φύγεις. Μείνε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Να µείνω να µε φάνε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πως θα τους ξεφύγεις;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
∆εν ξέρω πως...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να µείνουµε να πολεµήσουµε. Αυτό λέω εγώ.
Να καταφύγουµε στις χύτρες.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τι θα µας κάνει η χύτρα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κουκουβάγια πάντως δεν πλησιάζει.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και για τούτα τα γαµψώνυχα πως θα τα αποφύγουµε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα τη σούβλα µπήξε την µπροστά σου.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και για τα µάτια, τι να βάλω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μια σκούπα πάρε να καλυφθείς. Ή πάρε µια τσανάκα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Βρε βρε στρατηγικό µυαλό! Τι βρήκε! Περνάς και το Νικία στα κόλπα!
ΧΟΡΟΣ
Αέρα Αέρα! Εµπρός! Μπροστά τη µύτη, όρµα.
∆ίχως τώρα καθυστέρηση.
Τράβα, Μάδα, Χτύπα, Τρύπα. Τη χύτρα πρώτα πρέπει να σπάσεις.
(Επεµβαίνει ο Έποπας, καθώς τα πουλιά στη σκηνή παίρνουν θέσεις)
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πάτε να κάνετε θηρία θηριότατα;
Θα καταφάτε αθώους χωρίς να σας βλάψουν,
συγγενείς και πατριώτες της κυράς µου;
ΧΟΡΟΣ
Λιγότερο απ' τους λύκους θα τους λυπηθούµε.
Ποιους άλλους να εκδικηθούµε µισητότερους;
ΕΠΟΠΑΣ
Κι αν από ένστικτο είναι εχθροί µας, αλλά από πρόθεση είναι φίλοι
και ήρθαν κάτι χρήσιµο να πουν;
ΧΟΡΟΣ
Τι καλό να µας διδάξουν ή να πουν άνθρωποι εχθροί πάππο προς πάππο;
ΕΠΟΠΑΣ
Πολλά µαθαίνουν απ' τους εχθρούς οι σοφοί.
Ο φόβος πάντα σώζει.
Αυτό δεν το µαθαίνεις ποτέ σου από φίλο
µα ο εχθρός σε εξαναγκάζει να το µάθεις.
Απ' τους εχθρούς οι πόλεις έµαθαν να φτιάχνουν τείχη και τριήρεις
- δεν τους το 'µαθαν οι φίλοι.
Κι ό,τι τους µάθαν οι εχθροί αυτό τους σώζει τώρα τους ίδιους
και τα τέκνα τους και το βιός τους.
ΧΟΡΟΣ
Οι συµβουλές σου µας διδάσκουν χρήσιµα θαρρώ.
Κι από εχθρούς µπορείς να µάθεις...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Φαίνεται πως βάζουν νεράκι στο κρασί τους. Κάνε παραπίσω.
ΕΠΟΠΑΣ
Έτσι είναι. Σε µένα το χρωστάτε.
ΧΟΡΟΣ
Ποτέ δεν αντιβγήκαµε σε τίποτα µαζί σου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για ειρήνη το πανε, µα το ∆ία! Τη χύτρα λοιπόν και την τσανάκα κατέβασε.
Μόνο τη σούβλα, όπως το δόρυ, να κρατούµε βαδίζοντας εδώ που βρισκόµαστε
και να κοιτούµε ολόγυρα πίσω από τη χύτρα.
Φυγή αποκλείεται.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αν στ' αλήθεια τύχει να σκοτωθούµε, που θα µας θάψουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο Κεραµεικός θα µας δεχτεί.
Για να ταφούµε δηµόσια,
θα πούµε στους στρατηγούς πως πέσαµε ενάντια στους εχθρούς
στους Ορνεούς!
ΧΟΡΟΣ
Όχι στη µάχη. Ανάπαυλα τώρα.
Τον θυµό τώρα σκύψε και βάλ' τον δίπλα στην οργή -
όπως αποθέτουν τα όπλα οι οπλίτες
κι ας ρωτήσουµε ποιοι είναι κι από πού ήρθαν, και γιατί.
Ε! Έποπα! Ε! Εσένα ρωτάω.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι θέλεις ν' ακούσεις;
ΧΟΡΟΣ
Ποιοι είναι αυτοί, από πού είναι;
ΕΠΟΠΑΣ
Φίλοι. Απ' τη σοφή Ελλάδα είναι.
ΧΟΡΟΣ
Ποια τύχη τους πήρε, στα πουλιά να τους φέρει;
ΕΠΟΠΑΣ
Έρωτας για τη ζωή σας - και τον
τρόπο και τον τόπο και τη συγκατοίκηση.
Και γενικά να 'ναι µαζί σας θέλουν.
ΧΟΡΟΣ
Τι, για ποιο λόγο λένε;
ΕΠΟΠΑΣ
Να ακούς και να θαυµάζεις!
ΧΟΡΟΣ
Βλέπουν να 'χουν κέρδος άξιο να µείνουν,
βοήθεια ενάντια στους εχθρούς ή υπέρ των φίλων;
ΕΠΟΠΑΣ
Μιλάει για κάποια ευτυχία, ανείπωτη κι απίστευτη.
Ότι όλα τα εδώ και όλα τα εκεί και τα παρακείθε
όλα δικά σας είναι.
Και σε πείθουν τα λόγια του.
ΧΟΡΟΣ
Μπα; Είναι τρελός;
ΕΠΟΠΑΣ
Η εξυπνάδα του δεν λέγεται!
ΧΟΡΟΣ
Έχει στο µυαλό του τίποτε το έξυπνο;
ΕΠΟΠΑΣ
Αλεπού είναι.
Σπίρτο µοναχό, καταφερτζής κι πανούργος!
ΧΟΡΟΣ
Πες του, πες του να µιλήσει.
Ακούγοντας τα λόγια σου νιώθω ν' αναφτερώνω!
ΕΠΟΠΑΣ
Ελάτε εσείς, τις πανοπλίες πάτε µέσα
κρεµάτε τες, καλή τους ώρα, µες στο µαγερειό
δίπλα στο ντουλάπι -
και πες και στα πουλιά εσύ την αιτία που µου είπες και τα µάζεψα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το θεό Απόλλωνα, όχι πριν ορκιστούν
όπως ο πίθηκος στη γυναίκα του,
όχι στα δαγκώµατα, όχι στα τραβήγµατα, όχι στα σκαλίσµατα…
ΧΟΡΟΣ
Τι εννοείς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα σκαλίσµατα των µατιών δηλαδή.
ΧΟΡΟΣ
Συµφωνώ εγώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ορκίσου συµφωνία.
ΧΟΡΟΣ
Ορκίζοµαι, όλοι - θεατές και κριτές - να µου δώσουν τη νίκη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτό θα γίνει σίγουρα.
ΧΟΡΟΣ
Κι αν παραβώ τον όρκο - τότε να νικήσω µε την ψήφο του ενός!!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ακούστε ο κόσµος. Όλοι οι οπλίτες
να πάρουν τα όπλα τους και στα σπίτια τους τώρα.
Και να κοιτούν στις πινακίδες τι θα διατάξουµε.
ΧΟΡΟΣ
Πανούργο πάντοτε και µ' όλους τους τρόπους
πλάσµα ο άνθρωπος. Μίλα µου όµως.
Ίσως σου τύχει κάτι καλό µου να πεις - αν το πρόσεξες -
ή δύναµη άλλη που ο ορνιθόµυαλος νους µου δεν πιάνει.
Πες το εσύ που το βλέπεις.
Ό,τι καλό συµβεί και µου κάνεις, αυτό θα είναι καλό και για τους δυό µας.
Για ό,τι ήρθες γνώµη να πεις, µε θάρρητα πες την και πείσε µας.
∆εν θα παραβούµε τις σπονδές πρώτοι εµείς.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο λόγος µέσα µου ζυµώθηκε µα το ∆ία, ωρίµασε,
καλοδουλεµένο προζύµι τώρα, φουσκώνει -
δεν εµποδίζοµαι να τον κάνω φραντζόλες.
Φέρε παιδί το στεφάνι να βάλω.
Και κάποιος να φέρει νερό για τα χέρια.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Θα φάµε, τι θα κάνουµε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το ∆ία, είναι καιρός που θέλω
κάτι να πω σπουδαίο και κάτι το όµορφο, που θα τα συγκινήσει τα πουλιά.
Τόσο πολύ πονώ για σας… που βασιλιάδες πρώτα ήσασταν...
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιάδες εµείς; Ποιανού;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εσείς. Των πάντων. Και πρώτα δικοί µου.
Και µαζί κι αυτουνού. Και του ∆ία του ίδιου.
Γεννηθήκατε πριν απ' τον Κρόνο
και πριν απ' τους Τιτάνες και τη Γη...
ΧΟΡΟΣ
Πριν και απ' τη Γη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πριν, µα τον Απόλλωνα.
ΧΟΡΟΣ
Μα το ∆ία, τούτο δεν το είχα πληροφορηθεί!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αµόρφωτος γεννήθηκες και δίχως ερωτήµατα
κι ούτε τον Αίσωπο διάβασες
που έλεγε η Σιταρήθρα είναι το πρώτο
που γεννήθηκε - και πριν από τη Γη -
κι έπειτα ο πατέρας της αρρώστησε και
πέθανε και δεν υπήρχε Γη
και πέντε µέρες έµεινε άταφος νεκρός
και τι να κάνει, αµήχανη,
άνοιξε το κεφάλι της και τον παράχωσε εκεί.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Άρα, της Σιταρήθρας τώρα ο πατέρας
στο Κεφαλάρι θαµµένος είναι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αφού λοιπόν γεννήθηκαν πριν από Γη κι από θεούς
δεν δικαιούνται να 'χουν τη βασιλεία
αφού είναι αρχαιότερα;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μα τον Απόλλωνα! Το ράµφος και τα µάτια σας!
∆εν δίνει σκήπτρο εύκολα ο ∆ίας στο ∆ρυοκολάπτη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το ότι, στα παλιά, δεν αφέντευαν οι θεοί
µα αρχηγούσαν στους ανθρώπους τα πουλιά
υπάρχουν τεκµήρια πολλά που τ' αποδείχνουν.
Να, πρώτα θα πω τον πετεινό -
ότι αρχηγούσε και βασίλευε στους Πέρσες
πριν απ' το Μεγάβαζο και το ∆αρείο,
γι' αυτό τον λεν και περσικό πουλί.
Από την τότε βασιλεία του.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Γι' αυτό και τώρα βέβαια, σαν µέγας βασιλιάς,
είναι το µόνο απ' τα πουλιά που σουλατσάρει
έχοντας στο κεφάλι του το στέµµα, που φορούσε και παλιά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τόσο δε κατίσχυσε και τόσο πρώτο ήταν,
ώστε και τώρα - τιµή στην τότε δύναµη -
µόλις το πρωί πρωί θα πει το κικιρίκου
όλοι ξυπνούν κι αµέσως τραβούν για τη δουλειά,
χαλκάδες, κανατάδες, σκυλάδες, δερµατάδες,
λουράδες, τσαρουχάδες, αλευράδες,
τορνευτολυρασπιδάδες…
κι άλλοι από τη µαύρη νύχτα ακόµη βάζουν τα σανδάλια τους
κι αρχίζουν να περπατούν.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εµένα ρώτα το αυτό. Εγώ για το χατίρι του
έχασα ένα παλτό από µαλλί Φρυγίας.
Είχα πιεί λιγάκι παραπάνω, µια φορά, στην πόλη
προσκαλεσµένος σε βαφτίσια - και µε µισοπήρε ο ύπνος
και πριν να φάω βραδινό λάλησε ο πετεινός
και νόµισα ξηµέρωσε
και είπα να γυρίσω σπίτι µου στον Άλιµο,
µα µόλις βγήκα απ' το τείχος, ένας λωποδύτης
µε χτύπησε στην πλάτη µε το ρόπαλο γερά
και µ' έριξε κάτω και θα φώναζα τότε
αλλά µου ξάφρισε το παλτό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το πετρογέρακο τότε αρχηγούσε στους Έλληνες...
ΧΟΡΟΣ
Στους Έλληνες;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πρώτο αυτό, σαν βασιλιάς,
όρισε στον ερχοµό του να κουτρουβαλούµε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Εγώ, µα το ∆ιόνυσο, είδα πετρογέρακο
και κουτρουβαλούσα
κι ανάσκελα ως ήµουνα και έχασκα
κατάπια έναν οβολό - κι ύστερα όταν πήγα στο σπίτι
είδα την τσέπη µου αδειανή
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βασιλιάς στην Αίγυπτο και σ' όλη τη Φοινίκη
ο Κούκος ήταν τότε
και κάθε που ο Κούκος πρωτολαλούσε κου κου
έπιαναν οι Φοίνικες τότε τα δρεπάνια
και θέριζαν στον κάµπο τα χωράφια τους.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Α! Ώστε αυτό είναι που λέµε "κου κου..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τόσο γερά κρατούσαν στην αρχή
που αν αρχήγευε στους Έλληνες ένας Αγαµέµνονας
ή ένας κάποιος Μενέλαος,
πάνω στο σκήπτρο του καθόταν πουλί
να παίρνει µερτικό απ' τις δωροδοκίες.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αυτό λοιπόν δεν το ήξερα. Το είχα απορία
όταν στις τραγωδίες έβγαινε κάποιος .. "πουληµένος"
κι είχε πουλί στο σκήπτρο του.
Άρα παρατηρούσε τι µίζες παίρνει ο Λυσικράτης.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το πιο τρανό απ' όλα
ο ∆ίας - ο τώρα βασιλιάς - έχει στο κεφάλι του
στηµένο αετό. Και κουκουβαγια η κόρη του
και ο Απόλλωνας γεράκι, σαν θεληµατάρης.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μια χαρά τα λες, µα τη θεά τη ∆ήµητρα!
Γιατί όµως τα έχουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν θυσιάζει κάποιος κι ακουµπά τα σπλάχνα
αφιέρωµα στα χέρια τους, όπως είναι σωστό,
να τα παίρνουν τα πουλιά πριν από το ∆ία.
Και πρώτα σε θεό κανένας δεν ορκιζόταν. Όλοι σε πουλιά.
Ο Λάµπωνας και τώρα σαν ξεγελάει κάποιον
"µα τη χήνα" ορκίζεται ακόµα.
Τόσο πολύ σπουδαία και ιερά σας είχαν πριν
και τώρα δούλους κι άµυαλους σαν τους τρελούς σας κυνηγούν
κι ως µέσα στους ναούς ο κάθε πουλοκυνηγός
βρόχια στήνει και παγίδες και θηλιές και ξόβεργες
και δίχτυα να µη φαίνονται
και σας πιάνουν σας πωλούν στην αγορά σε αρµαθιές
κι οι αγοραστές σας πασπατεύουν.
Και δεν είναι που έστω σας ψήνουν και σας τρώνε
- αν πούµε επιτρέπεται -
µα τρίβουν κι από πάνω σας τυρί, σας βάζουν και λαδόξυδο
και πασπαλίζουν ρίγανη κι έπειτα φτιάχνουν σάλτσα
γλυκιά και λαδερή
και καυτή τη ρίχνουν πάνω σας σαν να 'σαστε µεζέδες.
ΧΟΡΟΣ
Θλιβερά θλιβερότατα µας αράδιασες
άνθρωπε - τόσο που δάκρυσα µε των προγόνων το φόβο,
που τέτοιες τιµές κληρονόµησαν κι όµως
τις χάσαµε τώρα.
Εσύ όµως για µας - κατά θεό και τύχη -
σωτήρας µας ήρθες.
Τα µικρά µου και µένα τον ίδιο
σε σένα θ' αναθέσω, να συζητήσουµε.
Μα τι πρέπει να κάνουµε, εδώ είσαι, πες µας.
∆εν αξίζει να ζούµε αν δεν ξαναπάρουµε
τη βασιλεία µας πίσω, µε κάθε τρόπο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτα να στήσετε µια πόλη πουλιών
και τον αέρα ολόγυρα και όλον ανάµεσα
µε πλίνθους να φράξετε ψητούς και γερούς, σαν Βαβυλώνα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ω Γίγαντες και Τέρατα! Τι οικισµός απόρθητος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι όταν θα έχει γίνει η πόλη, να ζητήσετε απ' το ∆ία
πίσω την εξουσία σας.
Κι αν αρνηθεί και δεν το συζητήσει
πόλεµο τότε να κηρύξετε ιερό
και στους θεούς ν' απαγορεύσετε
να περνούν απ' την πόλη σας κορδωτοί όπως πριν,
για να πειράξουν τις Σεµέλες και τις Αλκµήνες
και τις Αλόες.
Και αν πάλι επιµένουν και ορµούν
να τους βάλετε φίµωτρο να µην µπορούν πια
και στους ανθρώπους, σας συµβουλεύω, στείλτε άλλον
κήρυκα, πουλί, να αναγγείλει
να θυσιάζουν πρώτα στα πουλιά αφού αυτά θα κυβερνούν
και κατόπιν στους θεούς.
Και να ορίσετε σε λίστα ποιο πουλί ταιριάζει
στον καθένα απ' τους θεούς.
Αν δηλαδή θα θυσιάζει κάποιος στην Αφροδίτη
να προσφέρει και κριθή πρώτα στη Φαλακρίδα,
αν αρνί στον Ποσειδώνα, στάρι τότε στα Παπιά,
κι αν στον Ηρακλή, τότε µελόπιτες στους Γλάρους!
Κι αν στο ∆ία βασιλιά κριάρι θυσιάζει
- επειδή ο Τρυποφράχτης είναι βασιλιάς -
τότε πριν απ' το κριάρι
στον Τρυποφράχτη να προσφέρετε έναν κούνουπα µεγάλο.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Α! Πολύ το χάρηκα τον κούνουπα!
Και τώρα ο ∆ίας ας βροντάει!
ΧΟΡΟΣ
Και πως θα µας νοµίσουν οι άνθρωποι θεούς
και όχι καλιακούδες
αφού έχουµε φτερούγες και πετάµε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λες χαζά. Και, µα το ∆ία, ο Ερµής κι άλλοι θεοί
δεν πετάνε µε φτερά, όντας θεοί;
Η Νίκη για παράδειγµα µε χρυσοφτέρουγα πετά
κι ο Έρωτας το ίδιο, µα το ∆ία,
και την Ίριδα ο Όµηρος µε τροµαγµένο περιστέρι την παροµοιάζει.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Και δεν βροντά ο ∆ίας και µας στέλνει
τον κεραυνό του φτερωµένο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν οι άνθρωποι, µη ξέροντας, µας θεωρήσουν ένα τίποτα
και µόνο τους Ολύµπιους έχουν για θεούς,
τότε τα σπουργίτια να πέσουν πάνω σύννεφο
να σκαλίσουν τα χωράφια, τους σπόρους να φανε
κι έπειτα που θα πεινούν, … ας τους δώσει η θεά
η ∆ήµητρα σιτάρι.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
∆εν θα θελήσει. Θα το δεις. Όλο θα προφασίζεται.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και να ορµήσουν τα κοράκια να φαν τα µάτια
των αρνιών και των βοδιών που θα οργώνουν.
Άντε ο Απόλλωνας µετά, γιατρός, να ξετυφλώνει.
Που πληρώνεται κι όλας!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Μη µη! Πρώτα να πουλήσω δυο βοϊδάκια που έχω
και µετά να γίνει αυτό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν όµως σας δεχτούν σαν Θεό και Ζωή και Γη
και Κρόνο και Ποσειδώνα…
Όλα τότε τα αγαθά στα χέρια τους θα τα 'χουν.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πες ένα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτον, οι ακρίδες δεν θα τρων τα αµπελοβλάσταρα.
Θα τις αφανίσει µια στρατιά γλαύκες και σαΐνια.
Τα µαµούνια και οι σκνίπες δεν θα χώνονται στα σύκα.
Θα 'ρθουν τσιχλοκόπαδα θα τις καταφάν.
ΕΠΟΠΑΣ
Και πλούτο πως θα δώσουµε; Για τον πλούτο χύνουν αίµα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν ζητούν µαντεία οι άνθρωποι
τα πουλιά θα τους λεν για τα καλά µεταλλεία
και ποια ταξίδια εµπορικά θα τους προσδώσουν κέρδος
- και δεν θα πνίγεται κανείς.
ΕΠΟΠΑΣ
Πως δεν θα πνίγεται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σ' όποιον ζητάει µαντεία, θα προλέγουν τα πουλιά
"Μην ταξιδεύεις τώρα, θα πέσεις σε φουρτούνα".
"Τώρα καιρός να ταξιδέψεις και στα κέρδη θα πνιγείς".
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Καράβι αγοράζω κι εµπορεύοµαι. ∆εν µένω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τους θησαυρούς που τους παράχωναν οι παλιοί,
τους ξέρουν τα πουλιά και θα τους λένε.
Όλοι εξάλλου λεν "κανείς δεν ξέρει που τα έχω
κρυµµένα - εκτός αν είναι πουλί...".
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πουλώ το καράβι κι αγοράζω σκαπάνη και ξεθάβω πιθάρια!...
ΕΠΟΠΑΣ
Και την Υγεία;
Πως θα τη δώσουν αφού την έχουν οι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα αν ευτυχούν, αυτό δεν είναι υγεία;
Άνθρωπος που δυστυχεί είναι άρρωστος.
ΕΠΟΠΑΣ
Και πως θα φτάσουν στα γεράµατα οι άνθρωποι,
που κι αυτά στον Όλυµπο είναι;
Απ' τα µικράτα τους ακόµα θα πεθάνουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλα τριακόσια χρόνια θα τους δώσουν τα πουλιά!
Μα το ∆ία!
ΕΠΟΠΑΣ
Από πού;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από πού; Απ' τον εαυτό τους.
∆εν ξέρεις ότι πέντε γενιές ανθρώπων
ζει η φωνακλού κουρούνα;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ζήτωωω!
Χίλιες φορές καλύτερα τα πουλιά παρά ο ∆ίας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια καλύτερα.
Πρώτα πρώτα δεν θα κτίζουµε ναούς µαρµάρινους γι' αυτά,
ούτε χρυσαφένιες πόρτες.
Κάτω απ' τα θαµνάκια θα 'ναι
και στις αφανούλες,
και τα πολύ πολύ σαν πουλιά
θα 'χουν ναό τα λιόδεντρα.
Και ούτε στους ∆ελφούς θα πάµε για θυσία
- ούτε στον Άµµωνα ή αλλού.
Στις κουµαριές και στ' αγριλίδια
δίπλα θα στεκόµαστε κριθάλευρα κρατώντας
κι υψώνοντας τα χέρια θα ευχόµαστε
να µας δίνουν ένα µέρος αγαθών.
Λίγο σταράκι θα σκορπάµε
κι αµέσως τ' αγαθά θα είναι δικά µας.
ΧΟΡΟΣ
Γέρο µου αγαπηµένε - από εχθρός παµφίλτατε!
Από εδώ και στο εξής, µόνο µε τη βία θα δεν θα συµφωνώ
µε τη γνώµη σου.
Και ενθαρρυµένος απ' τα λόγια σου
διαλαλώ κι ορκίζοµαι
εάν σταθείς κοντά µου και σύµφωνα και δίκαια
και άδολα και όσια κοντράρεις τους θεούς
µε µια φωνή και γνώµη,
δεν θα έχουν οι θεοί πολύ καιρό τα σκήπτρα τους.
Για όσα έργα, βέβαια, θέλει δύναµη να γίνουν
θα είµαστε εµείς,
τα όσα όµως θέλουν γερό µυαλό και σχέδιο
αυτά σ' τα αναθέτουµε.
ΕΠΟΠΑΣ
Τώρα πια, µα το ∆ία, δεν είναι να νυστάζουµε
ούτε να καθυστερούµε.
Τώρα πρέπει αµέσως να δράσουµε.
Γι' αυτό λοιπόν ελάτε γρήγορα στη φωλιά µου
τη φρυγαναχυρένια
και πείτε µας τα ονόµατά σας.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εύκολο αυτό. Εµένα µε λένε Πισθέταιρο
κι αυτόν Ευελπίδη - απ' την Παλλήνη είναι.
ΕΠΟΠΑΣ
Γεια και χαρά σας και τους δυο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γεια σας κι εσάς.
ΕΠΟΠΑΣ
Από δώ λοιπόν. Περάστε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Περνούµε. Προχώρα και οδήγα µας.
ΕΠΟΠΑΣ
Ελάτε.
(Ο Πισθέταιρος κάνει να ακολουθήσει)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όµως, κάτσε µια στιγµή, για ξαναέβγα.
Πες µας. Εµείς οι δυο χωρίς φτερά...
πως θα κάνουµε χωριό µε σας τους φτερωτούς;
ΕΠΟΠΑΣ
Μια χαρά!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρόσεχε, το λέει κι ο Αίσωπος γιατί...
κάποτε η Αλεπού το βρήκε απ' τον Αετό!
ΕΠΟΠΑΣ
Μη φοβάσαι. Υπάρχει µια ριζούλα...
µόλις την τραγανίσεις γίνεσαι φτερωτός.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν είναι έτσι µπαίνουµε.
Έλα Ξανθία και Μανόδωρε, πάρτε τα στρώµατα.
ΧΟΡΟΣ
Ε, συ! Εσένα λέω. Έποπα!
ΕΠΟΠΑΣ
Τι µε φωνάζεις;
ΧΟΡΟΣ
Παρ' τους µέσα φίλεψέ τους κάτι να τσιµπήσουν
και πες και στην Αηδόνα σου να βγει η γλυκόλαλη
να διασκεδάσουµε λίγο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ µα το ∆ία! Καν' το που σου λέει...
Πες της να βγει απ' τη φωλίτσα της.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Πες της να βγει, µα τους θεούς, να την θαυµάσουµε.
ΕΠΟΠΑΣ
Αν τόσο σας αρέσει, χρέος µου να το κάνω.
Πρόκνη! Βγες στους φίλους µας και καµαρώσου!
(Βγαίνει η αυλητρίδα µε µορφή Αηδόνας παίζοντας αυλό)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ω ∆ία πολυτίµητε! Τι όµορφο πουλάκι! Τι απαλό κατάλαµπρο!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ξέρεις ότι µε χαρά µου θα την αγκάλιαζα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω στολίδια και χρυσά! Σαν παρθένα είναι!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αχ να τη φιλήσω θέλω, δεν βαστώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε κακοµοίρη, αντί για χείλη σούβλα έχει!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Όπως στο αβγό το τσόφλι.
Ξεφλούδισµα ζητά απ' το κεφάλι πρώτα κι ύστερα φιλί.
ΕΠΟΠΑΣ
Να πηγαίνουµε τώρα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εσύ µπροστά. Και η ώρα η καλή.
(Φεύγουν να πάνε για φτερά. Μένει ο Χορός - αρχίζει το τραγούδι)
ΧΟΡΟΣ
Αγαπητή µας αχ τσακίστρα
παµφίλτατο πουλί
αχ γλυκόλαλη συντρόφισσα αηδόνα µου!
Ήλθες Ήλθες Φάνηκες
Γλυκοφωνούλα έφερες ω γλυκόλαλη αηδόνα!
Με τον εαρινό γλυκό αυλό σου
άρχισε τις τρίλιες σου.
Άνθρωποι δυστυχισµένοι, όµοιοι µε τα φυλλώµατα,
ανήµποροι και χωµατένιοι και ανίσχυρες σκιές
απέταγοι και λιγοζώητοι - ονειροεικόνες,
κοιτάτε εµάς τα αθάνατα και τα παντοτεινά
τα αιθέρια και αγέραστα, τα άφθαρτα πουλιά
που θάνατο δεν σκεφτόµαστε,
ακούστε να σας πούµε το σωστό για τα ουράνια,
για τα πουλιά και για ποτάµια και θεούς
και για το Χάος και το Έρεβος
και την αλήθεια ξέροντας να πείτε από µας
στον Πρόδικο να το βουλώνει.
Το Χάος ήταν και η Νύχτα και το µαύρο Έρεβος
και ο Τάρταρος ο ατέλειωτος
και ούτε Γη ούτε Αέρας ούτε Ουρανός.
Και στην άπειρη αγκαλιά µέσα του Ερέβους
η µαύρη Νύχτα γέννησε το πρώτο αβγό
παρθενογέννητο - απ' όπου και µε τον καιρό
πετάχτηκε ο Έρωτας, αυτός που δεν χορταίνεται,
φτερά στις πλάτες λάµποντας, όµοιος ανέµου δίνη,
και µε το Χάος σµίγοντας το φτερωτό στα Τάρταρα
γέννησε τη γενιά µας και την έβγαλε στο φως
το Άφθαρτο.
Αθάνατων γενιά πρώτα δεν υπήρχε
πριν να τα σµίξει ο Έρωτας
κι όταν συνέσµιξαν όλα µε όλα
έγινε ο Ουρανός και ο Ωκεανός και η Γη
και των µακάρων θεών το αθάνατο γένος.
Απ' όλους τους θεούς, εµείς αρχαιότεροι.
Κι ότι είµαστε του Έρωτα, πολλά µας το δείχνουν.
Πρώτα πετώντας τους ερωτευµένους συντροφεύουµε
και πολλά ωραία αγόρια στης ήβης τους το τέρµα
που είπαν πια "όχι ξανά",
όµως µε τη δύναµή µας άντρες εραστές
πάλι τους κατάφεραν,
άλλος δωρίζοντας ορτύκι, άλλος πορφυρίωνα
άλλος χηναρούλα και άλλος πετεινό.
Και όλα τα σπουδαία οι θνητοί µας τα χρωστούν.
Πρώτα τους δείχνουµε τις εποχές να ξέρουν
Άνοιξη και Χειµώνα και Φθινόπωρο,
να σπέρνουν όταν φεύγει για τη Λιβύη ο γερανός
και πότε ο καπετάνιος ν' αφήσει το πηδάλιο
για να ξεκουραστεί
και χοντροκάπα να φορέσει ο ληστής
να µη ληστεύει ξένα επειδή κάνει κρύο.
Και ύστερα ο Ικτίνος δείχνει άλλη εποχή.
Πότε είναι καιρός να κουρευτούν τα πρόβατα
για τ' ανοιξιάτικο µαλλί
κι ύστερα το χελιδόνι - όταν είναι ο καιρός
η χοντροκάπα ν' αλλαχτεί και ρούχο ελαφρύ να αγοράσεις.
Και είµαστε για σας και Άµµων και ∆ελφοί
και Φοίβος ο Απόλλων και ∆ωδώνη -
που πρώτα έρχεστε σε µας να πάρετε σηµάδια
και µετά επιχειρείτε εµπορίες και δουλειές και παντρολογήµατα.
Και όσα έχουν σχέση µε τη µαντική
οιωνό τα λέτε όλοι, δηλαδή πουλί.
Μια σηµαδιακή κουβέντα τη λέτε οιωνό,
το φτάρνισµα οιωνό, µια κραυγή, ένα σηµάδι
τον υπηρέτη οιωνό, το γάιδαρο επίσης.
Φως φανερό λοιπόν ότι είµαστε για σας ολόκληρο µαντείο.
Αν λοιπόν εµάς πιστέψετε θεούς καλλίφωνους µάντεις θα έχετε
χειµώνα καλοκαίρι και µεσοδιαστήµατα
σ' ανέµους και σε άπνοιες.
Και δεν το σκάµε να καθόµαστε στα σύννεφα ακατάδεχτοι
όπως το κάνει ο ∆ίας,
αλλά κοντά σας πάντα, δίπλα σας, πάντοτε θα σας δίνουµε
σε σας και στα παιδιά σας
και στων παιδιών σας τα παιδιά
πλούτο και υγεία και βιος, χαρά, ειρήνη,
νιάτα και γέλια και χορούς
και πλούσια τραπεζώµατα µε του πουλιού το γάλα.
Θα κουραστείτε απ' τα πολλά τα αγαθά.
Τόσο θα καλοπερνάτε όλοι.
Μούσα της λόχµης
τιο τιο τιο και τριτριτίξ
που µαζί σου ποικιλόφωνη
στις κορφές και στα φαράγγια
τιο τιο τιο και τριτριτίξ
καθισµένος σ' ολοφούντωτη µηλιά
τιο τιο τιο τριξ
γλυκοκελαηδάω µελωδίες
για τον Πάνα, όπως πρέπει, ιερές,
µε χορούς λατρευτικούς
για τη θεά βουνίσια µάνα
τιο τιο τιο τιο τριξ
απ' όπου σαν τη µέλισσα ο Φρύνιχος
θείων τραγουδιών ρουφούσε πάντα το χυµό
γλυκούς σκοπούς κερδίζοντας
τιο τιο τιο τιξ.
Αν κάποιος θεατής θέλει µαζί µας στο εξής
να ευτυχίσει, ας έρθει ανάµεσά µας.
Όσα είναι άνοµα και ντροπή σε σας, µε νόµο,
αυτά σε µας είναι σωστά.
Αν σε σας είναι ντροπή τον πατέρα να χτυπάς
σε µας αυτό είναι καλό - αν τρέξεις και
χτυπήσεις τον πατέρα και του πεις
"σήκω κεντρί αν πολεµάς".
Κι αν κάποιος από σας είναι δραπέτης
σιδεροσηµαδεµένος - αυτός σε µας θα είναι
λιβαδοπέρδικα σωστή.
Κι αν κάποιος σας είναι Φρύγας σαν το Σπίθαρο
σε µας θα είναι σπίνος, του Φιλήµονα γενιά.
Κι αν είναι δούλος Κάρας, όπως ο Εξηκεστίδης,
παπί σε µας θα γίνει µε παπιά.
Και του Πεισία αν ο γιος θέλει να προδώσει
τις πύλες µας στους άτιµους,
πέρδικα ας γίνει, περδικουλάκι του πατέρα του,
αφού δεν το 'χουµε ντροπή "να µην το λέει η περδικούλα µας".
Τέτοια οι Κύκνοι
τσι τσι τσι και τιο και τιγξ
µαζί όλο φωνάζοντας
φτεροκοπούν κι υµνούν το Φοίβο
τιο τιο τιοτίγξ,
στου Έβρου ποταµού τις όχθες καθισµένοι,
απ' όπου απ' τα αιθέρια, η φωνή τους άπλωσε
και µάργωσαν των αγριµιών τα είδη
και νηνεµία µέρωσε τα κύµατα
τοτοτό τοτοτίγξ
Απ' τα φτερά γλυκύτερο δεν είναι τίποτε άλλο.
Αν ένας, ας πούµε από σας είχε φτερά και
πεινούσε - και τις τραγωδίες βαριόταν,
θα πεινούσε θα πήγαινε στο σπίτι να φάει
και χορτασµένος θα έφτανε πάλι σε µας
να χαρεί κωµωδίες.
Κι αν κάποιος Πατροκλείδης χέστης
σφιγγόταν και δεν κρατιόταν, δεν θα λέρωνε
τα ρούχα του, µα θα πετούσε θα έφευγε
κι αφού αλάφρωνε για τα καλά
θα ξαναρχόταν πάλι.
Κι αν κάποιος από σας µοιχός
έβλεπε της τέτοιας τον άντρα στους επισήµους
κι αυτός φτερά θα ξάνοιγε ψηλά και θα πετούσε,
θα πήγαινε στην τέτοια του και θα ξαναγυρνούσε
αφού θα την κανόνιζε.
Άρα τα φτερά έχουν την πρώτη αξία.
Ο ∆ιειτρέφης, για παράδειγµα, που χερούλια
νταµιτζάνας είχε µόνο για φτερά…
όµως τον βγάλαν φύλαρχο και ίππαρχο µετά
και τώρα απ' το τίποτα κάνει τον τρανό
κι όλο µπλα µπλα και κοκορεύεται.
(Γυρίζουν ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης ντυµένοι µε φτερά. Πίσω τους οι δύο δούλοι).
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι, καλά τα λες για τα φτερά.
Μα το ∆ία, δεν είδα στη ζωή µου πιο γελοίο πράγµα!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Με τι γελάς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Με τις φτερούγες σου γελώ. Ξέρεις πως µοιάζεις;
Κακοζωγραφισµένη χήνα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εσύ κοτσύφι µαδηµένο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι µοιάζουµε, που λέει ο Αισχύλος
"απ' τα δικά µας τα φτερά, όχι από άλλου".
ΕΠΟΠΑΣ
Τώρα τι να κάνουµε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτα της πόλης να βρούµε ένα όνοµα ένδοξο και τρανό!
Κι έπειτα να θυσιάσουµε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εγώ έτσι λέω.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι όνοµα λοιπόν να βάλουµε στην πόλη;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Θέλετε το µεγαλείο της να το πάρουµε απ' τη Σπάρτη
- να την πούµε Σπάρτα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για όνοµα του Ηρακλή!
Στην πόλη µου να βάλω σπάρτα;
Ούτε στρωσίδι θα 'στρωνα, έχω βαµβακόστρωµα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Τι όνοµα να βάλουµε λοιπόν;
ΕΠΟΠΑΣ
Κάτι πολύ χαώδες! Κάτι απ' τα σύννεφα
και τους µετέωρους τόπους.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις Νεφελοκοκκυγία;
ΕΠΟΠΑΣ
Ζήτωωωω! Όµορφο το όνοµα το βρήκες και µεγάλο!
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Η πόλη µας λοιπόν η Νεφελοκοκκυγία!
Σ' αυτήν είναι τα πλούτη τα πολλά του Θεαγένη
και όλα του Αισχίνη...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το καλύτερο ακόµα! Της Φλέγρας ο κάµπος
που οι θεοί, καµώνονται, τους Γίγαντες νίκησαν!
ΕΠΟΠΑΣ
Πλούσια και πρώτη η πόλη µας!
Ποιον θα βρούµε όµως θεό πολιούχο;
Τον πέπλο για ποιον θα τον φτιάχνουµε;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Γιατί δεν αφήνουµε την Αθηνά πολιούχο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πως θα προκόψει η πόλη
όταν γυναίκα καµαρώνει για τ' άρµατα
και γι' τον αργαλειό ο Κλεισθένης;
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Αν όχι η Αθηνά, ποιος τότε θα 'χει
το κάστρο το Πελαργικό µας;
ΕΠΟΠΑΣ
Ένα πουλί απ' τη δική µας τη γενιά.
Ο Περσικός ο Κόκορας.
Το αγριότερο κλωσσόπουλο του Άρη, όπως λένε.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Ω κλωσσοπούλι Αρχηγέ!
Σαν θεός κατάλληλος να κάθεσαι στις πέτρες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα τώρα εσύ, πέτα και φρόντιζε τους κτίστες,
κουβάλα πέτρες, λάσπη, τα πηλοφόρια ετοίµαζε
στον ώµο κουβάλα τα να πέσεις απ' τις σκάλες
και όριζε φρουρούς
και τη φωτιά να την κρατάς σιγοσβησµένη
και να γυρίζεις στις σκοπιές
την κουδούνα να βαράς κι εκεί ν' αποκοιµιέσαι.
Και κήρυκες στείλε. Τον έναν πάνω στους θεούς
τον άλλο στους θνητούς και από κει σε µένα.
ΕΥΕΛΠΙ∆ΗΣ
Κι εσύ εδώ και κλαίγε µε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα φιλαράκο, πήγαινε που σου λέω,
χωρίς εσένα τίποτα δεν γίνεται απ' αυτά.
Κι εγώ για τη θυσία στους καινούριους θεούς
καλώ τον ιερέα να οργανώσει την ποµπή.
Παιδί! Παιδί! Το κάνιστρο µε τ' αγίασµα!
(Φεύγει ο Ευελπίδης. Ο δούλος θα φέρει το αγίασµα, µπαίνει ο ιερέας)
ΙΕΡΕΑΣ
Συµφωνώ και θέλω, και έχω τη γνώµη
ύµνους µεγάλους ευλαβικούς να προσφέρουµε
και ένα αρνάκι, για το καλό, να θυσιάσουµε.
Εµπρός Εµπρός, στο θεό η επίκληση
και ο κόρακας να δίνει το ρυθµό.
(Μπαίνει ένας αυλητής κόρακας µε τον αυλό του).
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάψε να παίζεις εσύ. Α! Ηρακλή µου! Τι είναι;
Είδα τόσα µέχρι τώρα, µα κόρακα µε αυλό δεν είδα!
Ιερέα το καθήκον σου. Στους νέους θεούς θυσίασε.
ΙΕΡΕΑΣ
Εντάξει, θα θυσιάσω. Που είναι τ' αγίασµα;
Ευχηθείτε στην Εστία των πουλιών
και στον Ικτίνο τον Εστιούχο
και στα πουλιά - αρσενικά και θηλυκά -
Ολυµπίους και Ολυµπιώτισσες
Σε όλους και σε όλες...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χαίρε γεράκι του Σουνίου, και άρχοντα Πελαργικέ!
ΙΕΡΕΑΣ
Και στον Πύθιο Κύκνο και στο ∆ήλιο
και στη Λητώ την Ορτυγοµάνα
και στην Άρτεµη την Καρδερίνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν υπάρχει Άρτεµη κουρούνα πια, αλλά Άρτεµη καρδερίνα.
ΙΕΡΕΑΣ
Και στο Σπίνο το Σαβάζιο - και στη
Στρουθοκάµηλο, µάνα ανθρώπων και θεών...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆έσποινα Κυβέλη - σπουργιτίνα, µάνα του Κλεόκριτου.
ΙΕΡΕΑΣ
∆ώσε υγεία και σωτηρία στους Νεφελοκοκκυγιώτες,
και σ' αυτούς και στους Χιώτες...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρηκα µε τους Χιώτες τους πανταχουπαρόντες!
ΙΕΡΕΑΣ
Και στους ήρωες - πουλιά και στα παιδιά τους
και στον Πορφυρίωνα και στο ∆ρυοκολάπτη
και στον Πελεκάνο και στον Χρυσαετό
και στον Αγριοπετεινό και στο Παγόνι
και στο Γλάρο και στον Ερωδιό
και στην Καλογρίτσα και στην Παπαδίτσα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε στα κοµµάτια, πάψε να καλείς, αµάν!
Σε ποια θυσία βρε κατάρατε προσκαλείς
Θαλασσαετούς και Γύπες;
∆εν βλέπεις ότι κι ένας Ικτίνος µόνο
θα τ' άρπαζε το σφάγιο και θα 'φευγε;
Άντε χάσου κι εσύ και τα στεφάνια σου.
Εγώ ο ίδιος µόνος µου θα θυσιάσω το τραγάκι.
ΙΕΡΕΑΣ
Πρέπει, άρα, πρέπει για σένα
πάλι µελωδία να ψάλω
ευλαβικά και όσια να γίνει ο αγιασµός.
Και να καλέσω τους θεούς - έναν µόνο όµως
αν θέλεις να χορτάσει φέρε σφάγια αρκετά,
γιατί το σφάγιο που έχουµε, είναι µόνο κέρατα και τρίχες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ας ευχηθούµε στους φτερωτούς µας θεούς
θυσιάζοντας.
(Φτάνει από τη γη ένας ποιητής παράξενος και φτωχοντυµένος).
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τη Νεφελοκοκκυγία την καλότυχη
µε τους ύµνους σου, Μούσα µου, δόξασε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι 'ναι τούτο; Από πού ήρθε; Ποιος είσαι; πες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ τραγουδώ µελιστάλαχτους ύµνους
των Μουσών υπηρέτης ακούραστος
- κατά Όµηρον.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Υπηρέτης κι έχεις τόση µαλλούρα;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όλοι της Μουσικής οι διδάσκαλοι είµαστε
των Μουσών πρόθυµοι υπηρέτες,
- κατά Όµηρον.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρόθυµο και το πουκαµισάκι σου στις τρύπες!
Όµως, ποιητή µου, εδώ τι ανέβηκες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Έκανα τραγούδια για τη Νεφελοκοκκυγία
λυρικά και επικά, όµορφα και πολλά
και παρθένεια έκανα σε ρυθµό Σιµωνίδη...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πότε τα έκανες αυτά, από πότε;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Από παλιά την υµνώ την πόλη αυτή.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα εγώ τώρα µόλις τα δεκάµερα γιορτάζω
και όνοµα της έδωσα, σαν σε παιδί.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Των Μουσών τα µηνύµατα τρέχουν
απαστράπτοντα άτια.
Κι εσύ πατέρα, της Αίτνας θεµελιωτή
Ιερότατε Πανοσιότατε
Κάνε νεύµα δώσε µου, όσα θέλεις να έχω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τούτο το κακό θα µας φέρει µπελάδες
αν δεν του προσφέρουµε κάτι να φύγει.
(Απευθύνεται στο δούλο)
Ε, συ! Έχεις χιτώνα και γιλέκο -
βγαλ' το να το δώσεις στο σοφό ποιητή µας.
Έλα πάρε το γιλέκο. Κρυώνεις θαρρώ.
ΠΟΙΗΤΗΣ
∆εν το δέχεται απρόθυµα
το δώρο της η Μούσα.
Κι εσύ στο νου σου βάλε το λόγο του Πινδάρου...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν θα µας αφήσει εύκολα ο άνθρωπος...
ΠΟΙΗΤΗΣ
"Στους Σκύθες, στους νοµάδες
γυροφέρνεται ο Στράτων
που χιτώνα υφασµένο δεν έχει".
Άδοξα ήρθε χωρίς χιτώνα το γιλέκο.
Κατάλαβες τι λέω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα πως έβαλες στο µάτι και χιτώνα.
Βγαλ' τον εσύ. Παρ' τον και φύγε.
Πρέπει να δωρίζουµε δώρα στον ποιητή...
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τον παίρνω και φεύγω και για την πόλη
σαν φύγω θα συνθέσω κάτι τέτοιο...
"∆όξασε ω χρυσόθρονη την τροµερή και
παγωµένη Νεφελοκοκκυγία!
Περιπλανήθηκα σε κάµπους χιονοδαρµένους
και ατέλειωτους άι άι άι"!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα γλίτωσες τα κρύα, µα το ∆ία.
Το χιτώνα τον κονόµησες!
∆εν πέρασε απ' το νου µου τούτο το κακό!
Να µάθει για την πόλη µας πριν ακόµα γίνει!
Έλα τώρα κάντε πάλι ησυχία. Φέρε γύρω τις χοές.
(Ο ποιητής έφυγ . Ο ιερέας πάει να συνεχίσει τη σπονδή. Έρχεται ένας χρησµολόγος και κρατάει µια δέσµη φύλλα πάπυρου)
ε
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Μην τον σφάζεις το τράγο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος είσαι εσύ;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Ποιος είµαι; Χρησµολόγος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και χρησµολόγα τώρα!
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Τα θεία να τα σέβεσαι κακόµοιρε.
Υπάρχει χρησµός ξεκάθαρος του Βάκη
για τις Νεφελοκοκκυγίες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πως δεν τον έλεγες πριν να την κτίσω;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Με εµπόδιζε το θείο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λοιπόν ας ακούσουµε το χρησµό.
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
"Όταν κατοικήσουν λύκοι και κουρούνες άσπρες
ανάµεσα Κόρινθο και Σικυώνα"...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι σχέση έχω µε την Κόρινθο;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Έτσι λέει ο µάντης τον αέρα.
"Πρώτα να θυσιάσεις άσπρο κριάρι στην Πανδώρα
κι όποιος έρθει πρώτος να πει το χρησµό µου
δωσ' του ιµάτιο καθαρό και σανδάλια".
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει και σανδάλια;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Πάρε το βιβλίο, δες.
"Και να του δώσεις µια κούπα
να τη γεµίσει εντόσθια"...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει να δώσω και εντόσθια;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Πάρε το βιβλίο, δες.
"Και αν είσαι άνθρωπος του θεού, και κάνεις όσα λέω,
αετός θα γίνεις µες τα σύννεφα.
Αν όµως δεν του δώσεις
ούτε αετός θα γίνεις ούτε δρυοκολάπτης
ούτε τρυγόνι θα 'σαι".
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτά τα γράφει µέσα;
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Πάρε κοίτα το βιβλίο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτοί σου οι χρησµοί δεν µοιάζουν µε τούτον
που πήρα απ' τον Απόλλωνα.
"Όταν κανείς απρόσκλητος και άµυαλος έρθει
καθώς θα θυσιάζετε και σας ενοχλεί
και εντόσθια σας ζητάει..
πρέπει να του τις βρέξετε".
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Νοµίζω δεν τα λέει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε το βιβλίο δες και µην υπολογίζεις,
ούτε αετό στα σύννεφα ούτε Λάµπωνα ούτε ∆ιοπείθη.
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Είναι κι αυτά γραµµένα µέσα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε κοίτα το βιβλίο. Πάρε και τη φάπα. Φύγε.
ΧΡΗΣΜΟ∆ΟΤΗΣ
Πω πω! Αλίµονο µου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε αλλού τα χρησµολογήµατα!
(Φεύγει ο χρησµολόγος, έρχεται ο Μέτωνας ο γεωµέτρης)
ΜΕΤΩΝΑΣ
Έρχοµαι σε σας...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλος µπελάς και τούτος! Τι ήρθες να κάνεις;
Τι πρόθεση κι απόφαση έχεις, τι ψώνιο είσαι;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Θέλω να γεωµετρήσω τον αέρα.
Να σας τον χωρίσω σε δρόµους...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για όνοµα των θεών! Ποιος είσαι εσύ;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Ποιος είµαι εγώ; Ο Μέτωνας!
Με ξέρει όλη η Ελλάδα και ο Κολωνός!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτά που έχεις τι είναι;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Χάρακες αέρος!
Ο αέρας, για παράδειγµα, έχει σχήµα θόλου.
Θα βάλω εγώ επάνω λοιπόν τούτον τον καµπύλο χάρακα
να τετραγωνίσει ο κύκλος και στη θέση του θα βάλω αγορά
και να 'ναι δρόµοι κάθετοι να οδηγούν σ' αυτήν
όλοι στο ίδιο κέντρο...
και σαν από αστέρι ολοστρόγγυλο
να ξεκινούν αστράφτοντας ακτίνες από πάνω
σε ορθή γωνία...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω! Θαλής ο άνθρωπος! Μέτωνα, άκου.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ξέρεις πόσο σ' αγαπάω.
Άκου µε λοιπόν και στρίβε ήσυχα κι ωραία.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τι κακό συµβαίνει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όπως στη Σπάρτη, διώχνουν τους ξένους
και πέφτουν και άγριες σφαλιάρες!...
ΜΕΤΩΝΑΣ
Έγινε µήπως πραξικόπηµα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι, µα το ∆ία.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τότε τι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλοι συµφωνήσαµε να τους τινάζουµε γερά
τους αλαζόνες.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Να φεύγω ίσως είναι πιο καλά...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πρέπει να βιαστείς, δεν ξέρω αν προφταίνεις…
γιατί να... να... προφταίνουν οι ξυλιές...
ΜΕΤΩΝΑΣ
Ωχ ο κακόµοιρος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν σ' το 'λεγα να πας αλλού για το µέτρηµα;
(Τον χτυπά, ο Μέτωνας φεύγει. Έρχεται ένας επίσκοπος - επίτροπος - µε δυο κάλπες στα χέρια)
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Που είναι οι πρόξενοι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος είναι αυτός ο Σαρδανάπαλος;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Ήρθα ως επίτροπος. Ο κλήρος µε διόρισε
στη Νεφελοκοκκυγία.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Επίτροπος; Ποιος σ' έστειλε;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Του Τελέα ο νόµος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις να πληρωθείς να φύγεις να µην έχεις
σκοτούρες, να γλιτώσεις;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Ναι, µα τους θεούς. Ήθελα να 'µουν στην Αθήνα
να πάρω µέρος στη Συνέλευση.
Έχουµε ψηφοφορία για τη συµφωνία του Φαρνάκη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και φύγε, να κι η αµοιβή σου.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Τι ήταν αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Συνέλευση ήταν για το θέµα του Φαρνάκη.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Είµαι επίτροπος και χτυπάς! Βάζω µάρτυρες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε άντε ξεκουµπήσου. Πάρε και τις κάλπες σου.
Πω πω θεέ µου, τι κακό!
Στέλνουν επιτρόπους πριν να γίνει η θυσία!
(Φεύγει κάνοντας λιγα βήµατα, σταµατά. Έρχεται ένας ψηφισµατοπώλης. Κρατά πίνακες και διαβάζει)
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
"Εάν ο Νεφελοκοκκυγιώτης αδικεί Αθηναίο..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι κακό είναι το κατεβατό που διαβάζεις;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Είµαι ψηφισµατοπώλης, νόµους πουλώ και ήρθα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι νόµους;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Να χρησιµοποιούν οι Νεφελοκοκκυγιώτες
τα ίδια µέτρα και σταθµά και ψηφίσµατα
όπως και οι Ολοφύξιοι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι εσύ τα ίδια µε τους… Οτοτύξιους! Παρ' την!
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Ε συ! Τι έπαθες και χτυπάς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε τους νόµους και φύγε, θα σ' τους βγάλω ξινούς.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Κατηγορούµενος για προσβολή ο Πισθέταιρος.
Η δίκη του τον Απρίλη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε συ Επίτροπε; Εδώ είσαι ακόµα;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
"Και όποιος διώχνει άρχοντες και αρνιέται
τους νόµους που καταγράφονται στη Στήλη..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε βρε το καλόπαιδο! Ακόµη δεν έφυγες;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Θα σε καταγγείλω θα σε καταστρέψω.
Χίλιες δραχµές αποζηµίωση.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι εγώ την κάλπη σου καπέλο θα σ' τη βάλω.
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Θυµάσαι ένα απόγεµα που την κουτσούλησες τη Στήλη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, µα πια ! Πιάστε τον κάποιος! ∆εν µένεις ρε;
(Ο ψηφισµατοπώλης και πίσω του ο επίσκοπος φεύγουν γρήγορα)
Άντε ας φύγουµε κι εµείς. Ας πάµε µέσα να θυσιάσουµε τον τράγο στους θεούς.
(Μπαίνει και ο Πισθέταιρος µέσα)
ΧΟΡΟΣ
Σε µένα πια, τώρα, που όλα τα
βλέπω και τα πάντα ορίζω,
όλοι οι θνητοί θα θυσιάζουν ευχόµενοι!
Όλη τη γη εποπτεύω
σώζω τους ζουµερούς καρπούς τα ζουζούνια σκοτώνοντας
που τρώνε τους καρπούς της γης
µε δόντια σουβλερά καθώς το χώµα σκιάζουν
κι όσους κρεµαστοί στα δέντρα ωριµάζουν.
Σκοτώνω κι όσα καταστρέφουν
τα ευωδιαστά περιβόλια
και ερπετά και σαρκοβόρα. Και όσα είναι
του φτερού µου, όλα τα αφανίζω.
Και τώρα κιόλας, σήµερα, ξαναπροκηρύσσεται:
"Όποιος σας σκοτώσει το ∆ιαγόρα το Μήλιο
κερδίζει ένα τάλαντο - κι όποιος κάποιον τύραννο,
νεκρό από παλιά, τον ξανασκοτώσει...
παίρνει κι αυτός το τάλαντο".
Και θέλουµε σ' αυτό και τούτο να προσθέσουµε:
"Όποιος σκοτώσει το Φιλοκράτη το Σπουργίτιο
τάλαντο κερδίζει - κι αν ζωντανό τον φέρει,
τότε κερδίζει τέσσερα,
γιατί έχει συνήθεια να περνά τους σπίνους αρµαθιά
και τους πουλά στο κατοστάρικο εφτά
κι ύστερα φουσκώνει τις τσίχλες και τις διαλαλεί
και τις βασανίζει
και χώνει τα φτερά στων κοτσυφιών τις µύτες
κι όσα περιστέρια πιάνει στον κράχτη τα κλείνει
να ξεγελιούνται τα άλλα".
Αυτά προκηρύσσουµε. Κι όποιος κρατάει
κλεισµένα πουλιά στην αυλή, να τ' αφήσει
κι όποιος δεν ακούσει θα τον πιάσουµε εµείς
και, για ξεγέλασµα των άλλων, θα είναι στον κράχτη δεµένος.
Καλότυχη γενιά πουλιών
που ούτε το χειµώνα χλαίνες τυλιγόµαστε
ούτε καλοκαίρι καυτερή ακτίνα ζέστας µας πυρώνει.
Μα σε λιβάδια ανθηρά χανόµαστε στο φύλλωµα
όταν το οξύφωνο θείο τζιτζίκι
στο κάµα του καλοκαιρού παραδοµένο τραγουδάει.
Και το χειµώνα στις σπηλιές
παίζουµε µε τις Νύµφες
και βόσκουµε την άνοιξη µύρτα λευκά
παρθενικά - και κήπους των Χαρίτων.
Και τώρα στους Κριτές να πούµε για τη νίκη,
τι δώρα θα χαρίσουµε σ' όλους αν µας βραβεύσουν.
Πιο πολλά θα 'ναι απ' του Πάρη τα κέρδη.
Και πρώτα, που ο κάθε κριτής λαχταράει,
δεν θα σας λείψουν του Λαυρίου οι Γλαύκες,
στις τσέπες σας θα κατοικούν, στα πορτοφόλια
ληµέρι - θα τα διώξουν τα ψιλά
και σε σπίτια θα κάθεστε να µοιάζουν µε ναούς,
θα βάλουµε αέτωµα στα σπίτια σας στέγη.
Κι αν τύχει στο εξής εξουσιούλα να γλείψετε
εµείς θα σας χαρίσουµε γεράκι για βοήθεια
κι αν σε δείπνο σας καλούν θα βάζουµε τις σχάρες.
Αν όµως αρνηθείτε, τότε σαν αγάλµατα
να βάζετε καλύµµατα να µη σας κουτσουλούν,
γιατί χωρίς καλύπτρα, µε κάτασπρο µανδύα,
θα πάρουµε την εκδίκησή µας,
που τα πουλιά τις κουτσουλιές τους πάνω σας
θα τις ρίχνουν.
(Βγαίνει ο Πισθέταιρος)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για τη θυσία µέσα όλα είναι έτοιµα.
∆εν ήρθε όµως αγγελιοφόρος να µας πει αν έγινε το τείχος.
Να όµως, να, αγγελιοφόρος φτάνει τρέχοντας
όπως δροµέας σε αγώνες.
(Φτάνει τρέχοντας αγγελιοφόρος α΄)
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Που που που είναι, που που που είναι, που που που είναι
που είναι ο άρχοντας Πισθέταρος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ είµαι. Να 'µαι.
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Σου το φτιάξαµε το τείχος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπράβο σου µαντάτο!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Όµορφο τείχος, µεγαλόφαρδο -
επάνω του µπορούν ο Θεαγένης και ο Προξενίδης
που λεν µεγάλα λόγια και κοµπάζουν
δυο άρµατα να οδηγούν αντικριστά
µε άλογα µεγάλα σαν το ∆ούρειο Ίππο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ηρακλή µου!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Και το ύψος του το µέτρησα, µέτρα εκατό!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεέ µου Ποσειδώνα, τι ψηλό!
Ποιο το έκτισαν τεράστιο τόσο;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Τα πουλιά! Κανένας άλλος! Ούτε Αιγύπτιος λασπάς
ούτε λιθοξόος ήταν, ούτε µαραγκός.
Μόνο, µονάχα τα πουλιά και σάστιζα να βλέπω.
Ήρθαν απ' τη Λιβύη τριάντα χιλιάδες γερανοί
που είχαν πέτρες καταπιεί για τα θεµέλια!
Αυτές τις πελεκούσαν κάτι πουλιά τσουκάνες
κι άλλοι µύριοι γερανοί έφτιαχναν τα τούβλα
κι από κάτω το νερό τ' ανέβαζαν χαραδριοί
και τα πουλιά τα ποταµίσια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τη λάσπη ποιοι την κουβαλούσαν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Ερωδιοί. Με πηλοφόρια!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα πηλοφόρια ποιο τα γέµιζαν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Α! Βρήκαν το κόλπο εύκολα!
Την παίρναν και την έβαζαν οι χήνες
µε τα πόδια τους, όπως µε τα φτυάρια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω τα πόδια τι δεν φτιάχνουν!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Και µετά οι πάπιες φορτώνουν τα τούβλα
και πίσω τους τα χελιδόνια, σαν παιδιά,
µε τις µύτες τους κουβάλαγαν τη λάσπη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι να πληρώνει εργάτες κανείς! Πω πω!
Πες να ξέρω όµως, τις ξυλοτυπίες ποιοι τις έφτιαχναν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Μάστοροι πουλιά, πελεκάνοι πρώτοι.
Τις πελέκησαν τις Πύλες µε τις µύτες τους
Ολόγυρα ηχούσε όπως ταρσανάς!
Όλα λοιπόν. Κλειστές οι Πύλες, έτοιµες
βαλµένες οι αµπάρες
γύρω γύρω όλα εντάξει και περίπολα παντού
και κουδούνια της εφόδου και σκοπιές
και φρυκτωρίες.
Εγώ τώρα τρέχω να πλυθώ. Τα άλλα καν' τα εσύ.
ΧΟΡΟΣ
Ε, Πισθέταιρε! Τα έχασες που τέλειωσε το τείχος
τόσο γρήγορα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το θεό, θαύµα µοιάζει.
Μου φαίνονται όλα αληθινά σαν τα ψέµατα.
Να όµως έρχεται φύλακας τρέχοντας
µε τα µάτια ανάστατα.
(Φτάνει δεύτερος αγγελιοφόρος)
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Ωχ ωχ ωχ ωχ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γιατί το ωχ, τι έγινε;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Τα πάθη των παθών µας πάθαµε!
Κάποιος θεός απ' το ∆ία, µόλις πιο πριν
πέρασε στην πόλη µας απ' τον αέρα επάνω!
Οι καλιακούδες οι σκοποί δεν τον κατάλαβαν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω ανόσιο έργο! Ποιος θεός;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
∆εν ξέρουµε. Ξέρουµε όµως ότι είχε φτερά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έπρεπε να στείλετε περίπολα αµέσως.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Στείλαµε. Τριάντα χιλιάδες ιπποτοξότες γεράκια
και πίσω µαζί τους τα γαµψώνυχα όλα,
αετούς, κιρκινέζια, σαΐνια...
ο αέρας τραντάζεται όπως τον ψάχνουν.
Κι από εδώ δεν απέχει. Κάπου κοντά είναι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λοιπόν. Τόξα και σφενδόνες. Ο καθένας και όλοι µαζί.
Τόξεµα και χτύπηµα.
∆ώστε µου µια σφεντόνα να ρίξω.
ΧΟΡΟΣ
Πόλεµος ξεσπάει, πόλεµος απερίγραπτος.
Εµείς µε τους θεούς! Να φυλά ο καθένας
το νεφελογεµάτο αέρα που το έρεβος γέννησε.
Να µη σας ξεφύγει και περάσει θεός από µέσα.
Όλοι κοιτάτε γύρω γύρω
Ακούγονται θεού φτερουγίσµατα.
Στριφογυρνάει µετέωρος βόµβος φτερών!
(Εµφανίζεται η θεά Ίριδα)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, συ! Που πας; Που πετάς; Μη.
Μείνε αυτού ακίνητη, στάσου.
Μην τρέχεις.
Ποια είσαι, από πού, πες πούθε πέταξες;
ΙΡΙ∆Α
Απ' τους θεούς τους Ολύµπιους!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το όνοµά σου; Καράβι είσαι ή καπέλο;
ΙΡΙ∆Α
Η Ίριδα η γρήγορη. Η αγγελιοφόρος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σαλαµινία ή Πάραλος;
ΙΡΙ∆Α
Γιατί αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν θα πετάξει κάποιο δυνατό πουλί να την πιάσει;
ΙΡΙ∆Α
Εµένα να πιάσει ; Τι θα πει αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα κλάψεις πικρά.
ΙΡΙ∆Α
Παράλογα µιλάς!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από ποια Πύλη πέρασες το τείχος βρωµιάρα;
ΙΡΙ∆Α
Από Πύλη; Ποια Πύλη! ∆εν ξέρω, µα το ∆ία.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άκουσες πως κοροϊδεύει;
Στους φρούραρχους τις καλιακούδες παρουσιάστηκες;
∆εν µιλάς, ε;
Έχεις άδεια εισόδου απ' τους πελαργούς;
ΙΡΙ∆Α
Τι κακό έκανα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν πήρες άδεια;
ΙΡΙ∆Α
Είσαι καλά;;;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν ήταν φρούραρχος εκεί να σου βάλει σφραγίδα;
ΙΡΙ∆Α
∆εν µου έβαλε κανείς σφραγίδα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και έπειτα, έτσι, πέταξες µουγγά
από ξένο τόπο µέσα και αέρα;
ΙΡΙ∆Α
Από ποιον άλλο δρόµο να πετούν οι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν ξέρω µα το ∆ία, αλλά όχι από εδώ.
Παράβαση έκανες. Τα αντάξια αν πάθαινες
θα πέθαινες πιο δίκαια από όλες τις Ίριδες.
ΙΡΙ∆Α
Μα εγώ είµαι αθάνατη!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα πέθαινες όµως.
Καταστροφή είναι να εξουσιάζουµε στους άλλους
και να παρανοµείτε οι θεοί
και να αρνιέστε να ακούτε τους ανώτερους.
Πες µου λοιπόν για πού φτεροταξίδευες;
ΙΡΙ∆Α
Εγώ; Με στέλνει ο ∆ίας ο πατέρας στους θνητούς
να τους πω να θυσιάζουν στους Ολύµπιους,
αρνιά να σφάζουν στους βωµούς
και να γεµίζει ο τόπος κνίσσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες; Σε ποιους θεούς;
ΙΡΙ∆Α
Σε ποιους; Σε µας! Στους εν Ουρανώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είστε θεοί εσείς;
ΙΡΙ∆Α
Μα ποιοι άλλοι είναι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τώρα οι άνθρωποι έχουν θεούς τα πουλιά
και στα πουλιά θα θυσιάζουν.
Όχι στο ∆ία, µα το ∆ία!
ΙΡΙ∆Α
Άµυαλε, αχ µην προκαλείς των θεών τη θέληση
την τροµερή.
Θα το καταστρέψει το γένος σου η θεία ∆ίκη
µε τη σκαπάνη του ∆ία!
Λικύµνια χτυπήµατα θα σας καταστρέψουν.
Φλόγες και καπνοί θα γίνουν τα σπίτια σας και σεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άκουε συ. Σταµάτα τις σαχλαµάρες. Κάτσε καλά.
Για πες. Λυδό ή Φρύγα θαρρείς τροµοκρατείς
µε τις κοτσάνες σου;
Αν ο ∆ίας µε ζορίσει, θα του τα κάψω εγώ
τα σπίτια και τα παλάτια του Αµφίονα.
Πυρφόρους αετούς θα στείλω.
Θα εξαποστείλω πορφυρίωνες στον ουρανό, επάνω του,
πάνω από εξακόσιους - µε λιονταριού προβιά.
Και ξέρεις ένας πορφυρίωνας κάποτε και µόνος
τον καταστέναξε πολύ.
Και σένα, αν µε πρήξεις, εσένα λέω την Ίριδα,
θα σε ανασκελώσω θα σου µπω
θα πεις αµάν που τόσο γέρος
και τριπίθαµος έχω τα κότσια.
ΙΡΙ∆Α
Α, που να σκάσεις! Κι εσύ και τα λόγια σου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε ξεκουµπήσου άντε γρήγορα, γρήγορα φύγε!
ΙΡΙ∆Α
Θα δεις θα σου τον κόψει τον τσαµπουκά ο πατέρας µου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σιγά µην κλάψω! Άντε τράβα πέτα αλλού,
άλλον µου νεότερο να ξεπουπουλιάσεις.
(Φεύγει η Ίριδα)
ΧΟΡΟΣ
Τους θεούς του ∆ία καλά τους εµποδίσαµε.
∆εν θα περνούν απ' την πόλη µας άλλο,
µήτε θνητός απ' την πόλη ανάµεσα
στους θεούς θα στέλνει την κνίσσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άσχηµα την έχουµε αν δεν φανεί ο κήρυκας
που πήγε στους θνητούς.
(Φτάνει ένα πουλί κήρυκας - φορά στεφάνι και είναι λαχανιασµένο)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ω Πισθέταιρε… ω Μακάριε σοφότατε! Ενδοξότατε!
Ω Χαριτωµενότατε, ω Τρισµακαριότατε…
Ω... πες να σταµατήσω!...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες ρε συ;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Όλοι οι θνητοί µε τούτο το χρυσό στεφάνι
για τη σοφία σε τιµούν και σε στεφανώνουν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπράβο τους. Γιατί µε τιµούν;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ω εσύ, που έχτισες πόλη αιθέρια, ένδοξη!
∆εν ξέρεις τι τιµή κερδίζεις!
Πόσοι θνητοί την πόλη σου ερωτεύτηκαν!
Πριν να την ιδρύσεις, όλοι Λακεδαιµονόδειχναν.
Άφηναν µαλλούρα, µέναν νηστικοί, βρωµούσαν.
Σωκρατόφερναν, κρατούσαν ροπαλάκια…
τώρα όµως το γυρίσανε στην ορνιθοµανία!
Όλα καταχαρούµενα τα κάνουν όπως τα πουλιά.
Πρώτα ότι όλοι τους µόλις σηκωθούν
χαράµατα ακόµα - όπως εµείς στο βόσκηµα -
στα νοµικά τους όλοι σκύβουνε και πάνω στα ψηφίσµατα!
Ορνιθοµανία απερίγραπτη!
Τόσο που πολλοί πήραν και ονόµατα.
Ένα µαγαζάτορα κουτσό Κουτσοπέρδικα τον λένε
και τον Μένιππο τον λένε τώρα Χελιδόνα.
Τον Οπούντιο τον είπαν Κόρακα τυφλό
Κορυδαλλό το Φιλοκλή, Χηναλεπού το Θέογνη,
το Λυκούργο Ίβι, το Χαιρεφώντα Νυχτερίδα,
το Συρακόσιο Κίσσα,
το Μειδία που µοιάζει µε ορτύκι, Όρτυκα
έτσι που είναι το κεφάλι του σαν να το βάρεσε κόπανος.
Κι όλοι στην ορνιθοµανία τους όλοι τραγουδούσαν
τραγούδια που αναφέρανε Χελιδόνι µέσα,
ή Χηνούλα, Περιστέρα, ή Κοκκινολαίµη,
ή έστω και φτερό, ή ακόµα και φτεράκι.
Τέτοια λοιπόν οι άνθρωποι κάνουν.
Ένα σου λέω µόνο. Θα ξεκινήσουν και θα'ρθουν
και από µύριους πιο πολλοί
αετονύχικους ζητώντας τρόπους και φτερά.
Πρέπει λοιπόν να βρεις φτερά για τους εποίκους.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γρήγορα λοιπόν, δεν πρέπει να καθυστερούµε.
Γεµίστε µε φτερά κόφες και πανέρια
και να τα φέρει ο Μανής όλα στην πόρτα έξω.
Θα είµαι εκεί να δέχοµαι όσους καταφθάνουν.
(Ο κήρυκας φεύγει, ο δούλος πάει για φτερά - σε λίγο τα φέρνει)
ΧΟΡΟΣ
Γρήγορα µεγαλούπολη θα την λεν την πόλη τούτη!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τύχη καλή να έχουµε.
ΧΟΡΟΣ
Έρωτας µέγας για την πόλη µας άπλωσε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα φτερά φέρε γρήγορα.
ΧΟΡΟΣ
Τι λείπει της πόλης µας για να µην τη θελήσουν;
Σοφία έχει. Πόθο έχει. Χάριτες, Χαρά
και της ευτυχισµένης Ησυχίας το πρόσχαρο πρόσωπο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
(Στο δούλο που έφερε τα φτερά)
Σαν βλάκας τεµπελιάζεις.
∆εν θα κουνηθείς;
ΧΟΡΟΣ
Ένας να φέρει γρήγορα καλάθι µε φτερά...
Κι εσύ ξαναγύρνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χτύπα τον τούτον, να έτσι...
ΧΟΡΟΣ
Αργόσυρτα τα πόδια του όπως του γάϊδαρου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άχρηστος είναι ο Μανής.
ΧΟΡΟΣ
Βάλε τα φτερά σε τάξη.
Στη σειρά, κατά πουλί.
Εδώ τα ωδικά, εδώ τα µαντικά και τα
θαλασσοφτέρουγα. Κι έπειτα που θα 'ρθουν
κρίνε και δίνε ανάλογα.
(Σε άλλο δούλο, που έρχεται αργά)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, µα τα Κιρκινέζια, δεν σ' τη χαρίζω,
έτσι που σε βλέπω τεµπέλη κι αργοκίνητο.
(Την ίδια στιγµή που τον χτυπά, φτάνει ένας νεαρός που θέλει να ξεκάνει τον πατέρα του. Γι' αυτό τον λένε Πατραλοία)
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Αχ να γινόµουν αετός ψηλοπετάρης
πάνω απ' την ατέλειωτη να πέταγα τη θάλασσα
την κυµατούσα και γαλάζια...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν είπε ψέµµατα ο κήρυκας!
Να τος ο πρώτος έρχεται ανεµοτραγουδώντας.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Ζήτωωω!
∆εν είναι γλυκύτερο απ' το πέταγµα άλλο πράγµα!
Ορνιθοµανώ και πετώ και µαζί σας να ζω
και τους νόµους σας θέλω να έχω...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιους νόµους; Πολλοί οι νόµοι των πουλιών.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Όλους. Και πρώτα αυτούς που εγκρίνουν
να δαγκώνουν τα παιδιά τον πατέρα και να τον πνίγουν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βέβαια. Παλικαριά το νοµίζουµε
να καβαλάει τον πατέρα ένας νεοσσός.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Γι' αυτό και πέταξα ήρθα
τον πατέρα να πνίξω και να 'χω το βιος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έχουµε νόµο όµως τα πουλιά, από παλιά γραµµένο,
"όταν ο πελαργοπατέρας τα πελαργάκια µεγαλώσει
τόσο που να πετάξουν,
τότε τα πελαργάκια θα τρέφουν τον πατέρα τους".
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Α! ∆ηλαδή γι' αυτό ήρθα, µα το ∆ία!
"Τον πατέρα να ταΐζω;"
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι. Μια όµως και ήρθες φίλος, φιλαράκι,
θα σε φτερώσω µε χαρά, όπως ορφανό.
Μη χτυπάς τον πατέρα. Για καλό συµβουλεύω
όπως µε συµβούλεψαν κι εµένα από παιδί.
Πάρε στο χέρι το φτερό και το κεντρί στο άλλο
Πάρε και τούτο το λειρί το πετεινολοφίο.
Και γίνε στρατιώτης και φρουρός
Και γίνε µισθοφόρος.
Κι άσε να ζει ο πατέρας σου.
Κι έτσι που είσαι παλικάρι
προς τη µεριά της Θράκης πήγαινε
και κάνε τις παλικαριές σου εκεί!
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Μα το ∆ιόνυσο, καλά µου λες. Θα σ' ακούσω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έχεις µυαλό, µα το ∆ία.
(Φεύγει ο Πατραλοίας. Έρχεται ένας ποιητής, ο Κινησίας)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Στον Όλυµπο ψηλά πετώ µ' ανάλαφρα φτερά
και πετώντας τραγουδώ αλλάζοντας τα µέτρα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Τούτη η περίπτωση θέλει πολλά φτερά.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με άφοβη ψυχή και σώµα δρόµο ψάχνω νέο...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χαιρετούµε τον τσαχπίνη Κινησία.
Τι το στριφογυρνάς εδώ το πόδι σου;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θέλω πουλί να γίνω, αηδόνι γλυκοκέλαδο...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάψε το τραγούδι και µίλα καθαρά.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Βάλε µου φτερά να δώσω µια να πετάξω
Να µετεωρηθώ
Να πάρω απ' τα σύννεφα πρωτάκουστα µοτίβα
αγεροδόνητα και χιονοπαίζοντα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι µουσικά µοτίβα να πάρεις απ' τα σύννεφα!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Απ' αυτά κρέµεται η τέχνη µας.
Όλα τα ωραία που έχει το τραγούδι
όλα τους αέρινα, αστραφτοφτέρουγα και µαύρα
και όλο πούπουλα.
Άκου µε να τραγουδήσω να το καταλάβεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ! Όχι εγώ, µα τον Ηρακλή!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Εσύ Εσύ! Θα σ' τον ξεπετάξω όλο τον αέρα.
Μορφές πτηνών αιθεροδρόµων
µακρολαίµικων πουλιών...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε! Ε!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θάλασσες να τριγυρνούσα
µε του ανέµου τις πνοές...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το ∆ία, θα στις κόψω τις πνοές εγώ...
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Κι άλλοτε προς νότο στρέφοντας
κι άλλο στο βοριά, δρόµο
αλίµενο στους αιθέρες ανοίγοντας.
Γέροντα, σοφές δουλειές σοφίστηκες σοφά!
(Ο Πισθέταιρος τον κυνηγάει και τον χτυπάει µε τα φτερά)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν χαίρεσαι που τρέχεις φτεροχτυπηµένος;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Εσύ µιλάς έτσι; Στο διθυραµβοδιδάσκαλο!
Που όλες οι φυλές µαλώνουν ποια να µ' έχει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις να µείνεις εδώ και να διδάξεις ένα χορό στα πουλιά ;
Ο Λεωτροφίδης θα πληρώσει.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με κοροϊδεύεις, ολοφάνερα. ∆ε θα σταµατήσω όµως.
Θα βάλω µόνος µου φτερά
Θα τον διασχίσω όλο τον αέρα.
(Φεύγει τραγουδώντας. Έρχεται ο Συκοφάντης, βλέπει τον Πισθέταιρο που κρατά φτερούγες)
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Α! Πολύχρωµο φτέρωµα, άδεια πουλιά!
Μακροφτέρουγη καλή χελιδονίτσα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το κακό µας µεγαλώνει!
Άλλος τούτος καταφτάνει δώθε µουρµουρίζοντας!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Μακροφτέρουγη καλή µου, ξαναλέω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για ρούχα το λαλάει κι αυτός...
κι ως φαίνεται χρειάζεται πολλά χελιδονάκια!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ποιος βάζεις εδώ φτερά στους επισκέπτες;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ. Παρών. Τι θέλεις;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Φτερά. Φτερά. Μη µε ξαναρωτάς.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για την Πελλήνη θα πετάξεις από εδώ;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όχι. Πάω στα νησιά για καταγγελία!
∆ικαστικός κλητήρας είµαι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω δουλειά υπέροχη!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ανασκαλεύω ύποπτα.
Θέλω λοιπόν φτερά να γυροφέρνω απρόσµενος
και τσουπ να καταγγέλνω...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα καταγγέλνεις πιο καλά αν φοράς φτερά;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όχι. Να ξεγκιστρώ τους πειρατές,
και µε τους γερανούς να ξαναφεύγω,
δίκες κατατρώγοντας να έχω για σαβούρα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτό είναι το έργο σου;
Παιδί ακόµα κι όµως το 'ριξες στις δολοπλοκίες;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Και τι να κάνω; Σκάψιµο δεν ξέρω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα κι άλλες έντιµες δουλειές υπάρχουν, µα το ∆ία.
Κι ένας, σαν και σένα, άντρακλας ως εκεί,
µε έντιµη δουλειά να ζει παρά να ψευδοµαρτυρεί.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Άντε ρε καλόπαιδο, δωσ' µου φτερά και σώπα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Φτερά είναι τα λόγια µου.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Λόγια βάζεις για φτερά;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλοι µε τα λόγια αναφτερώνονται.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όλοι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν ακούς τους πατεράδες στα κουρεία όταν λεν
"πολύ τον αναφτέρωσε το γιο µου ο ∆ιειτρέφης!
τώρα ζητά καβάληµα"
Άλλος πάλι λέει "του δικού µου ο νους του
ξεσηκώθηκε και πέταξε για τραγωδία"!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Με τα λόγια λοιπόν φτερώνονται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι λέω. Με τα λόγια ο νους παίρνει αέρα
και αεροβατεί ο άνθρωπος.
Εγώ όµως θέλω µε λόγια συνετά να σε φτερώσω.
Για νόµιµες δουλειές.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
∆εν θέλω όµως τέτοια εγώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τι θα κάνεις;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
∆εν θα την ντροπιάσω τη γενιά µου.
Τη συκοφαντία µου την έχω γενεαλογικώς.
Άντε βάλε µου φτερά ελαφρά και γρήγορα
γερακιού ή σαϊνιού
να πετώ να καταγγέλλω να φεύγω να ξαναγυρνώ...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα. Πριν να 'ρθει καταγγελµένος
να βρεθεί δεδικασµένος!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Αυτός είσαι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έπειτα εκείνος µε καράβι για αλλού
κι εσύ µε τα φτερά εκεί...
και τ' άρπαξες το βιος του!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όλα τα ξέρεις!
Σβούρα που γυρίζει να είναι ο άνθρωπος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια σβούρα. Κατά τύχη, µα το ∆ία,
έχω κάτι τέτοια κερκυραϊκά φτερά...
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ωχ! Βούρδουλα έχεις;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι. ∆υο φτερά είναι που έχω - να σε φτεροσβουρήσω!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ωχ ωωωχ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε άντε φτεράκισε.
Άντε χάσου τσακίσου κακοχαµό να βρεις!
Πικρή να σου βγει η δικοπανουργία σου.
Πάρτε τώρα σεις τα φτερά να φύγουµε.
(Ο συκοφάντης φεύγει δαρµένος. Οι δούλοι παίρνουν τα φτερά µέσα. Μπαίνει και ο Πισθέταιρος)
ΧΟΡΟΣ
Πάνω από πολλά πρωτογνώριστα
πράµατα και θάµατα πέταξα
και είδα και τρόµαξα.
Είδα κάποιο δέντρο κάπου
φυτρωµένο έξω σ' έναν τόπο πέρα απ' την Καρδία
που το λεν Κλεώνυµο,
άχρηστο πέρα ως πέρα
φοβιτσιάρικο και µέγα.
Κάθε άνοιξη βλασταίνει και συκοφαντεί,
το χειµώνα αναµερίζει κι ασπιδορροεί.
Και υπάρχει κάποια χώρα
σ' αυτή τη σκοτεινιά
από εδώ πολύ µακριά, στην έρηµο,
όπου µε παλικαράδες - τρώνε
και συντροφεύουν οι άνθρωποι πολύ καλά,
όχι όµως το βραδάκι.
Τέτοια ώρα είναι φόβος να τους συναντήσεις.
Γιατί αν τη νύχτα κάποιος πέσει στον παλικαρά,
τρώει το χτύπηµα γερά και χάνει και τα ρούχα.
(Ανήσυχος και καλυµµένος - να µη φαίνεται από πάνω - εµφανίζεται ο Προµηθέας. Την ίδια στιγµή βγαίνει ο Πισθέταιρος)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ ο δύστυχος, να µη µε δει ο ∆ίας!
Που είναι ο Πισθέταιρος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπα! Τι είναι αυτό; Ποιος είναι ο σκεπασµένος;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πήρε το µάτι σου θεό να 'ρχεται το κατόπι µου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεό ξοπίσω; Όχι. Εσύ όµως ποιος είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι ώρα να 'ναι τώρα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι ώρα; Λίγο µετά το µεσηµέρι. Εσύ όµως ποιος είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Απόγευµα είναι ή πιο πολύ;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, µα, βαρέθηκα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο ∆ίας τι κάνει;
Μαζεύει τις νεφέλες ή ξεσυννεφιάζει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και φώναζε.
(Με το χτύπηµα του µισοφεύγει το κάλυµµα)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άντε έτσι να ξεσκεπαστώ (να µε γνωρίσεις;)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε, βρε... Φίλε Προµηθέα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάψε. Όχι ονόµατα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι; Γιατί;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μη λες το όνοµα, σώπα,
µε παίρνεις στο λαιµό σου αν µε δει ο ∆ίας!
Όµως να σου πω τα όσα κάνουν οι θεοί,
ρίξε τούτην την κουκούλα πάνω µου καλά
να µη µε βλέπουν από εκεί.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω µυαλό! Καλά το µηχανεύτηκες! Προµηθεϊκά!
Μπες κάτω και καλύψου και µίλα θαρρετά.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άκου λοιπόν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καταστράφηκε ο ∆ίας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι ώρα περίπου;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από τότε πού κατοικήσατε τον αέρα
Από τότε που θνητός κανείς πια δεν θυσιάζει
και κνίσα ψητού από τότε δεν έφτασε σε µας.
Νηστεύουµε χωρίς ψητό, σαν στα Θεσµοφόρια
κι οι βάρβαροι θεοί πεινούν
και κρώζουν σαν Ιλλυριοί
και θα ριχτούν στο ∆ία λένε, από πάνω,
αν δεν ανοίξει αγορά να γίνει εισαγωγή
σπλάχνων και κρεάτων!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Καλά, αλλά υπάρχουν κι από πάνω σας βάρβαροι θεοί;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
∆εν είναι βάρβαροι στην πατρίδα του Εξηκεστίδη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτοί οι βάρβαροι θεοί τι όνοµα έχουν;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι όνοµα; Τριβαλλοί.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα! Γι' αυτό λέµε 'άντε στον τρίβολο'.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Βεβαίως και γι' αυτό. Και ένα σου λέω.
Θα 'ρθουν απ' το ∆ία και τους Τριβαλλούς πρέσβεις
να τα βρείτε αλλά εσείς ν' αρνηθείτε.
Πρώτα να δώσει πίσω ο ∆ίας στα πουλιά
τα σκήπτρα που τους πήρε
να δώσει και σε σένα γυναίκα τη Βασίλεια...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι η Βασίλεια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γυναίκα πεντάµορφη!
Αυτή τον κανονίζει τον κεραυνό του ∆ία
και όλα του τα άλλα αυτή τα διαχειρίζεται.
Τη σωφροσύνη, ευνοµία, την καλή απόφαση,
καταγγελίες και λιµάνια, το δηµόσιο ταµείο,
τις δικαστικές αποζηµιώσεις...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλα αυτή του τα χειρίζεται;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλα. Και αν του την πάρεις, όλα δικά σου.
Γι' αυτό ήρθα. Ήρθα να σ' το πω.
Εγώ από πάντα είµαι φίλος των ανθρώπων.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρη σε σένα έχουµε φωτιά για τους µεζέδες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους µισώ τους θεούς. Το ξέρεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ναι µα το ∆ία. Θεοµίσητος γεννήθηκες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τίµωνας σωστός!
Τώρα για να γυρίσω δώσ' µου το σκιάδι
που και να µε δει ο ∆ίας από πάνω
θα νοµίσει συνοδεύω κόρη κανηφόρο
- όπως στα Παναθήναια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Παρ' το. Πάρε κι αυτήν την φάπα να ντυθείς.
(Τον χτυπά. Φεύγει ο Προµηθέας, χάνεται κι ο Πισθέταιρος µέσα στα δέντρα)
ΧΟΡΟΣ
Κοντά στους Σκιάποδες λίµνη
υπάρχει - όπου άλουστος
οδηγεί τις ψυχές ο Σωκράτης.
Εκεί και ο Πείσανδρος πήγε να δει
την ψυχή του, λαχτάρησε,
- που ζώντα τον άφησε -
και σφάγιο της έφερε
προβατοκαµήλα
και το λαιµό της έκοψε και
σαν τον Οδυσσέα τότε έφυγε
κι ύστερα ανέβηκε από κάτω
για το αίµα της καµήλας
ο Χαιρεφών η νυχτερίδα.
(Έρχονται Ποσειδώνας, Ηρακλής και Τριβαλλός, αντιπροσωπεία από τους θεούς για διαπραγµατεύσεις)
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Η Νεφελοκοκκυγία που ερχόµαστε για συµφωνία
να την! Αυτή είναι. Τη βλέπουµε.
Ε, συ! Τρίβαλλε! Τι κάνεις;
Στ' αριστερά ρε το κουµπώνεις το ιµάτιο;
Γιατί ρε τρισκακόµοιρε δεν το κουµπώνεις δεξιά;
Είναι κουλό το δεξιό σου σαν του Λαισποδία;
Αχ ∆ηµοκρατία, που µας σπρώχνεις αχ,
αν διάλεξαν ετούτον οι θεοί για αντιρόσωπο!
(Κάνει να τον φτιάξει, αυτός γαργαλιέται)
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Κάτσε καλά.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Μη γαργαλιέσαι. Άρπα την.
Απ' όλους τους θεούς που είδα είσαι ο τρισβάρβαρος.
Ηρακλή τι να κάνουµε;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ το είπα, ξέρεις.
Όποιος και να 'ναι που έφραξε τους θεούς
θέλω να τον πνίξω.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Για συµφιλίωση µας έστειλαν!
ΗΡΑΚΛΗΣ
∆υο φορές θέλω να τον πνίξω.
(Βγαίνει ο Πεισθέταιρος πίσω του δούλοι κτλ. ∆εν προσέχει τους θεούς)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ένας να φέρει το τυρί.
Εσύ τον τυροτρίφτη και τ' αλατοπίπερο.
Έλα φύσα τα ν' ανάψουν τα κάρβουνα καλά!
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Χαιρετούµε τον άντρα, εµείς οι θεοί.
Τρεις είµαστε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ τώρα τρίβω και πασπαλίζω αλατοπίπερο.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι αυτά τα κρέατα τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κάτι πουλιά είναι. Επαναστάτησαν ενάντια στα δηµοκρατικά όρνεα
και κρίθηκαν ότι παρανόµησαν.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Και τα πασπαλίζεις βέβαια πριν ψηθούν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Γεια σου Ηρακλή, εσύ είσαι; Τι συµβαίνει;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ήρθαµε αντιπροσωπεία από τους θεούς
να σταµατήσει ο πόλεµος...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν έχει λάδι το λαδωτήρι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ναι. Στο κρέας των πουλιών πάει πολύ το λάδι.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Εµείς µε τον πόλεµο δεν κερδίζουµε.
Και σεις όµως, αν τα έχετε καλά µε τους θεούς,
και νερό βροχής θα έχετε στους βαλτοτόπους
και οι µέρες σας θα είναι όλες αλκυονίδες.
Γι' αυτόν το λόγο ήρθαµε. Εξουσιοδοτηµένοι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα εµείς ποτέ δεν σας πολεµήσαµε πρώτοι
και τώρα, αν το θέλετε, θέλουµε κι εµείς την ειρήνη,
φτάνει να θελήσετε το δίκαιο
και εφόσον θέλετε τώρα το δίκαιο,
να δώσει πίσω ο ∆ίας το σκήπτρο στα πουλιά.
Αν συµφωνήσετε σ' αυτό σας καλώ σε φαγοπότι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εµένα αυτό µου φτάνει. Αποδέχοµαι.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Αποδέχεσαι; Άµυαλος είσαι. Κοιλιόδουλος.
Θα του στερήσεις του πατέρα σου την εξουσία;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπα! ∆εν θα 'χετε δύναµη περισσότερη
αν εξουσίαζαν στους ανθρώπους τα πουλιά;
Τώρα βέβαια οι θνητοί, κρυµµένοι απ' τα σύννεφα,
σκύβουν και πατούν τους όρκους που σας έδωσαν.
Αν όµως έχετε συµµάχους τα πουλιά
όταν ορκίζεται ένας στο ∆ία και στον Κόρακα,
τότε ο Κόρακας θα πλησιάζει τον επίορκο κρυφά
θα του δίνει µια στο µάτι και θα του το βγάζει.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Καλά το λες αυτό, µα τον Ποσειδώνα!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι εγώ καλό το βρίσκω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες Τριβαλλέ;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Ναβαϊσατρέου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το άκουσες; Κι αυτός το ίδιο.
Κι άλλο καλό ακούστε που θα κάνουµε.
Αν άνθρωπος υποσχεθεί σ' ένα θεό σφαχτάρι
κι έπειτα σοφιστεύεται να το κουκουλώσει...
"ας περιµένουν οι θεοί"...
και δεν τους το προσφέρει, από τσιγκουνιά,
την είσπραξη αναλαµβάνουµε εµείς.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Για πες τον τρόπο πως θα γίνει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν τύχει και µετρά το παραδάκι του
ή λούζεται γυµνός,
τότε ένας µας Ικτίνος θα του πέσει σαν βολίδα
θα αρπάξει στα κρυφά την αξία δυο προβάτων
και θα τη φέρει στο θεό.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ εγκρίνω να τους επιστρέψουµε τα σκήπτρα.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Ρώτα και τον Τριβαλλό.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Τριβαλλέ. Λες να τη φας να σκούξεις;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Άρα συ µπαστούνι κρούσεις...
ΗΡΑΚΛΗΣ
Σύµφωνος λέει.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Αν λέτε εσείς οι δύο, λέω κι εγώ τότε.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ε, συ! Σύµφωνο για το σκήπτρο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α, µα το ∆ία, θυµήθηκα και τ' άλλο.
Την Ήρα να την πάρει ο ∆ίας, την αφήνω.
Να δώσει όµως εµένα την κόρη του τη Βασίλεια.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Α! Εσύ δεν θέλεις διακανονισµό! Ελάτε να φύγουµε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πολύ που µε νοιάζει!
Μάγειρα, τη σάλτσα να την κάνεις γλυκιά!
(Ο Ποσειδώνας πάει να φύγει)
ΗΡΑΚΛΗΣ
Βρε ευλογηµένε Ποσειδώνα, που πας;
Πόλεµο θα κάνουµε τώρα για µια γυναίκα;
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Και τι να κάνουµε;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Να διακανονιστούµε.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Αχ κακόµοιρε, το συµφέρον σου χαλάς,
απ' την αρχή σε ξεγελάει, δεν καταλαβαίνεις.
Όσα αφήσει ο ∆ίας πεθαίνοντας, δικά σου θα είναι.
Αν όµως παραδώσει την εξουσία σ' αυτούς
και πεθάνει µετά, πάµφτωχος θα είσαι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ Ηρακλή κακόµοιρε πως σε ξεγελά!
Έλα κοντά µου, έλα να σου πω.
Ο θείος σου, δύστυχε, σε παραπλανάει!
Απ' του πατέρα σου την περιουσία εσύ, κατά νόµο,
δεν παίρνεις τίποτα.
Είναι γιατί είσαι νόθος, δεν είσαι γνήσιος.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Τι λες, εγώ νόθος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια εσύ. Σε έκανε µε άλλη.
Αν είχε η Αθηνά γνήσια αδέλφια
θα 'ταν θαρρείς επίκληρη;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι αν ο πατέρας πεθαίνοντας µου δώσει
το µερτικό του νόθου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν τον αφήνει ο νόµος.
Ο ίδιος ο Ποσειδώνας που σε ξεσηκώνει τώρα
αυτός θα τα καπακώσει όλα του πατέρα σου
λέγοντας πως είναι γνήσιος αδερφός του.
Θα σου πω να δεις και το νόµο του Σόλωνα.
"Εφόσον υπάρχουν γνήσια τέκνα,
δεν παίρνει ο νόθος.
Όλη η περιουσία πάει στους συγγενείς
τους κοντινότερους".
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ λοιπόν δεν έχω τίποτα να πάρω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
∆εν έχεις, µα το ∆ία. Ο πατέρας σου, όµως,
σε παρουσίασε ως τώρα στους ληξίαρχους; Πες.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Όχι ποτέ. Και πάντα απορούσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι κοιτάς έτσι κατά τον ουρανό;
Σφαγή οραµατίζεσαι;
Έλα µαζί µου όµως και θα σε κάνω άρχοντα εγώ
και του πουλιού το γάλα θα σου δώσω.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ για την κόρη συµφώνησα από πριν.
Από µένα εντάξει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα τι λες;
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Εισηγούµαι το αντίθετο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ό,τι µας πει λοιπόν ο Τριβαλλός. Τι λες;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Την όµορφα κούρα και µεγάλη βασίλιουσσα
δίνω στον Όρνιθα.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Αποδέχεται λέει.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
∆εν λέει τίποτα. Χελιδονίσια µιλάει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει λοιπόν να τη δώσουµε στα χελιδόνια.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Αν συµφωνείτε οι δυο σας τότε υπογράψτε.
Είσαστε δύο. Εγώ θα σιωπήσω.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Άντε λοιπόν. Σύµφωνοι µε όσα είπες.
Έλα µαζί µας τώρα ψηλά στον Ουρανό
να πάρεις τη Βασίλεια µαζί µε τα σκήπτρα.
(Ο δούλος φέρνει κρέας κοµµένο κοµµάτια)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Στην ώρα πάνω ήρθαν τούτα τα σφαχτά!
Γαµήλιο τραπέζι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Να µείνω να τα ψήσω εγώ µέχρι να γυρίσετε;
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΑΣ
Να τα ψήσεις. Κοιλιοδουλία σ' έχει ρε;
∆εν θα 'ρθεις µαζί µας;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ουφ! Μια χαρά θα τα κανόνιζα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ας φέρει κάποιος το κουστούµι του γαµπρού.
(Του φέρνουν καινούρια φτερά και φεύγουν)
ΧΟΡΟΣ
Υπάρχει στη Φανερωτή
δίπλα στην Κλεψύδρα
γένος γλωσσοκοιλιακό,
που σπερνει και θερίζει
και τρυγάει µε τη γλώσσα
και συκολογεί.
Βαρβαρόφερτο το γένος
Φίλιπποι και Γοργίες είναι -
κι από τούτους τους Φιλίππους
που µιλάνε µε την κοιλιά
απανταχού της Αττικής
αποκόβουµε τη γλώσσα.
(Έρχεται - από τον Ουρανό - αγγελιοφόρος)
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω τρισευτυχισµενέστατοι! Ω πάνω απ' τα λόγια!
Ω τρισµακαριότατη φτερωτή γενιά πουλιών.
∆έχεστε στα τρισόλβια παλάτια σας τον άρχοντα.
Έρχεται έτσι όπως δεν έλαµψε ποτέ,
ούτε άστρο να το δεις, αστραφτερό στο δώµα
ούτε φως ήλιου όµοια λάµψη ηλιαχτίδας!
Τέτοιας γυναίκας οµορφιά άφατη κρατώντας
έρχεται κραδαίνοντας του ∆ία κεραυνό
σαΐτα φτερωµένη
και παλίρροιες αρώµατα όλο τον ουρανό
γεµίζουν κι ανεβαίνουν,
των θυµιαµάτων ο καπνός δακτυλιδάκια ταξιδεύει.
Να τος κι ο ίδιος! Έρχεται ! Εµπρός!
Το στόµα το υµνητικό της Μούσας να ανοίξει.
(Μπαίνει ο Πισθέταιρος µε τη Βασίλεια)
ΧΟΡΟΣ
Κάντε τόπο, ξεχωρίστε, όλοι γύρω
πάρτε θέσεις
απ' τους δυο µακαρισµένους.
Αχ τι νιάτα οµορφιάς
Ω που για την πόλη µας καλοθεοπαντρεύτηκες!
Μεγάλες τρισµέγιστες οι τύχες των πουλιών
χάρη σ' αυτόν τον άντρα.
Με παρθενικά τραγούδια και γαµήλιες ωδές
δεχείτε τους, αυτόν και τη Βασίλεια.
Στην Ήρα την Ολύµπια
µε τέτοια ωδή νυφιάτικη
οδήγησαν οι µοίρες
τον µέγα άρχοντα θεών
για σµίξιµο και κλίνη.
Ω Υµέναιε ω!
Ω Υµέναιε!
Και ο Έρωτας ο αθάνατος
ο καταχρυσαφένιος
τα χαλινά του άρµατα
σωστά τα ηνιόχευε
συµπροποµπός του ∆ία
και της Ήρας της µακάριας!
Ω Υµέναιε
Ω Υµέναιε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρηκα τραγούδια, ύµνους,
και τα λόγια σας θαυµάζω.
Τώρα τις βροντές δοξάστε
τις πυρωµένες αστραπές
και το µεγάλο κεραυνό
τον ολοφλέγοντα, του ∆ία!
ΧΟΡΟΣ
Ω µέγα φως χρυσό της αστραπής
Ω του ∆ία δόρυ - πορφυρό αθάνατο
Ω χθόνιες βροντές
βροχοφόρες και τροµάζουσες
που µ' αυτές τη Γη ταράζει.
Με σένα τα πάντα κατέχει και έχει
τη Βασίλεια, του ∆ία την πάρεδρο
Ω Υµέναιε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τώρα φτεροφόρα και γένη πουλιών
την ποµπή ακολουθήστε
στον ουράνιο τόπο του ∆ία
και στη γαµήλια κλίνη.
Κι εσύ ω Βασίλεια, µακάρια,
το χέρι σου δως µου
κι απ' τα φτερά µου κρατήσου.
Έλα µου. Χόρεψε.
Θα σε έχω αέρινη.
(Φεύγουν οι δυο τους χορεύοντας. Ακολουθεί ο Χορός)
ΧΟΡΟΣ
Αλαλαϊ, ιη παιών,
Τήνελλα Καλλίνικε!
Των δαιµόνων ω πρώτε!
ΤΕΛΟΣ