Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

56
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΓΚΙΝ ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Ο Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα και καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Ηταν φύση ασθενική (υπέφερε από επιληψία και εμφύσημα και τα νεύρα του ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα). Είχε αρχίσει να γράφει από πολύ μικρός και η συγγραφική του πορεία παρουσιάζει μεγάλες μεταπτώσεις. Πρώτο του μεγάλο έργο ήταν ο <Φτωχόκοσμος> (1844). από τα σπουδαιότερα έργα του είναι <Ταπεινοί και καταφρονεμένοι>, <εγκλημα και Τιμωρία> <ο Ηλίθιος>, <ο Παίκτης>, <Αδελφοί Καραμάζωφ>, <οι Δαιμονισμένοι> κ.λ.π. ο Ντοστογιέφσκι δημιούργησε αξεπέραστους ανδρικούς χαρακτήρες, που πέρασαν σαν αντιπροσωπευτικοί στο παγκόσμιο λεξιλόγιο. Σήμερα για πολλούς Θεωρείται μεγαλύτερος συγγραφέας όχι μόνο από τον Τουργκένιεφ, αλλά και από τον Τολστόί. Τα έργα του κρύβουν μέσα τους τη μεγαλύτερη δύναμη της παγκόσμιας συγγραφικής δημιουργίας. :::::::: Ο Νικόλας βσεβολόδοβιτς Σταυρόγκιν δεν κοιμήθηκε όλη εκείνη τη νύχτα κι έμεινε καθισμένος στο ντιβάνι, καρφώνοντας συχνάπυκνά το άτονο βλέμμα του σε κάποιο σημείο, εκεί, κατά τη γωνιά που ήταν σιμά της το κομό. Η λάμπα έμεινε αναμμένη όλη νύχτα. Κατά τις εφτά η ώρα το πρωί, τον πήρε ο ύπνος στην ίδια εκείνη θέση, κι όταν μπήκε στην κάμαρα ο γεροϋπηρέτης του, ο Αλέξης Γεγκόροβιτς, στις εννιάμισι, ακριβώς, κατά πως συνήθιζε, κι έφερε ένα φλυτζάνι καφέ, ο ερχομός του τον ξύπνησε κι ανοίγοντας τα μάτια φάνηκε να ξαφνιάστηκε και να δυσαρεστήθηκε, που κοιμότανε τόσο αργά. Ηπιε γρήγορα τον καφέ του, ντύθηκε βιαστικά, κι ύστερα έφυγε τρέχοντας απ' το σπίτι. Στον Αλέξη Γεγκόροβιτς, που τον ρώτησε δειλά: <Μήπως επιθυμείτε τίποτα?>, δεν έδωσε καμιά απόκριση. Ο Σταυρόγκιν προχωρούσε με χαμηλωμένα μάτια, ολότελα βυθισμένος στις σκέψεις του, σηκώνοντας μόνο, που και που το κεφάλι με κάποια αόριστη, μα επίμονη ανησυχία Σε κάποιο σταυροδρόμι, λίγο παραπέρα από το σπίτι του, πλήθος από μουζίκους, καμιά πενηνταριά Ή και περισσότεροι, του φράξανε το δρόμο περπατούσανε σιωπηλοί με τάξη. Κοντά στο μαγαζί, όπου αναγκάστηκε να σταματήσέι ο Σταυρόγκιν, μια στιγμή κάποιος είπε πως αυτοί ήταν <οι εργάτες της φάμπρικας του Σπιγκουλίν>, που είχαν απεργήσει και κάνανε διαδήλωση. Μόλις και τους πρόσεξε. Τέλος κατά τις δυόμισι, έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού της Παναγίας της ΣπασσοΕυφημιώτισσας, όπου ήτανε στην άκρη της πόλης, κοντά στην ακροποταμιά. Τότε μονάχα φάνηκε σαν να Θυμήθηκε κάτι. Σταματησε, έψαξε με νευρικές κινήσεις κάποιο δέμα που είχε στη μέσα τσέπη του και χαμογέλασε. Σαν διάβηκε την εξώπορτα και μπήκε στην αυλή, ρώτησε τον πρώτο κατηχούμενο που απάντησε, πούθε να τραβήξει, για να πάει στο κελί του δεσπότη Τύχωνα, που ζούσε αποτραβηγμένος στο μοναστήρι. Ο κατηχούμενος, αφού κοψομεσιάστηκε χαιρετώντας τον, προχώρησε μπροστά. Στην άκρη της μακρουλής πρόσοψης του μοναστηριού, Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Transcript of Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Page 1: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΓΚΙΝ ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Ο Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα και καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Ηταν φύση ασθενική (υπέφερε από επιληψία και εμφύσημα και τα νεύρα του ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα). Είχε αρχίσει να γράφει από πολύ μικρός και η συγγραφική του πορεία παρουσιάζει μεγάλες μεταπτώσεις. Πρώτο του μεγάλο έργο ήταν ο <Φτωχόκοσμος> (1844). από τα σπουδαιότερα έργα του είναι <Ταπεινοί και καταφρονεμένοι>, <εγκλημα και Τιμωρία> <ο Ηλίθιος>, <ο Παίκτης>, <Αδελφοί Καραμάζωφ>, <οι Δαιμονισμένοι> κ.λ.π. ο Ντοστογιέφσκι δημιούργησε αξεπέραστους ανδρικούς χαρακτήρες, που πέρασαν σαν αντιπροσωπευτικοί στο παγκόσμιο λεξιλόγιο. Σήμερα για πολλούς Θεωρείται μεγαλύτερος συγγραφέας όχι μόνο από τον Τουργκένιεφ, αλλά και από τον Τολστόί. Τα έργα του κρύβουν μέσα τους τη μεγαλύτερη δύναμη της παγκόσμιας συγγραφικής δημιουργίας. :::::::: Ο Νικόλας βσεβολόδοβιτς Σταυρόγκιν δεν κοιμήθηκε όλη εκείνη τη νύχτα κι έμεινε καθισμένος στο ντιβάνι, καρφώνοντας συχνάπυκνά το άτονο βλέμμα του σε κάποιο σημείο, εκεί, κατά τη γωνιά που ήταν σιμά της το κομό. Η λάμπα έμεινε αναμμένη όλη νύχτα. Κατά τις εφτά η ώρα το πρωί, τον πήρε ο ύπνος στην ίδια εκείνη θέση, κι όταν μπήκε στην κάμαρα ο γεροϋπηρέτης του, ο Αλέξης Γεγκόροβιτς, στις εννιάμισι, ακριβώς, κατά πως συνήθιζε, κι έφερε ένα φλυτζάνι καφέ, ο ερχομός του τον ξύπνησε κι ανοίγοντας τα μάτια φάνηκε να ξαφνιάστηκε και να δυσαρεστήθηκε, που κοιμότανε τόσο αργά. Ηπιε γρήγορα τον καφέ του, ντύθηκε βιαστικά, κι ύστερα έφυγε τρέχοντας απ' το σπίτι. Στον Αλέξη Γεγκόροβιτς, που τον ρώτησε δειλά: <Μήπως επιθυμείτε τίποτα?>, δεν έδωσε καμιά απόκριση. Ο Σταυρόγκιν προχωρούσε με χαμηλωμένα μάτια, ολότελα βυθισμένος στις σκέψεις του, σηκώνοντας μόνο, που και που το κεφάλι με κάποια αόριστη, μα επίμονη ανησυχία Σε κάποιο σταυροδρόμι, λίγο παραπέρα από το σπίτι του, πλήθος από μουζίκους, καμιά πενηνταριά Ή και περισσότεροι, του φράξανε το δρόμο περπατούσανε σιωπηλοί με τάξη. Κοντά στο μαγαζί, όπου αναγκάστηκε να σταματήσέι ο Σταυρόγκιν, μια στιγμή κάποιος είπε πως αυτοί ήταν <οι εργάτες της φάμπρικας του Σπιγκουλίν>, που είχαν απεργήσει και κάνανε διαδήλωση. Μόλις και τους πρόσεξε. Τέλος κατά τις δυόμισι, έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού της Παναγίας της ΣπασσοΕυφημιώτισσας, όπου ήτανε στην άκρη της πόλης, κοντά στην ακροποταμιά. Τότε μονάχα φάνηκε σαν να Θυμήθηκε κάτι. Σταματησε, έψαξε με νευρικές κινήσεις κάποιο δέμα που είχε στη μέσα τσέπη του και χαμογέλασε. Σαν διάβηκε την εξώπορτα και μπήκε στην αυλή, ρώτησε τον πρώτο κατηχούμενο που απάντησε, πούθε να τραβήξει, για να πάει στο κελί του δεσπότη Τύχωνα, που ζούσε αποτραβηγμένος στο μοναστήρι. Ο κατηχούμενος, αφού κοψομεσιάστηκε χαιρετώντας τον, προχώρησε μπροστά. Στην άκρη της μακρουλής πρόσοψης του μοναστηριού,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 2: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

στεκότανε, κοντά στη σκάλα, ένας καλόγερος παχύς με μαλλιά ψαρά. Σκούντησε βιαστικά τον κατηχούμενο, πήρε αυτός τον επισκέπτη και, εξακολουθώντας ολοένα να τον χαιρετά, τον οδήγησε μέσα από ένα μακρύ και στενό διάδρομο. Χοντρός καθώς ήτανε ο καλόγερος αυτός, δεν καλοκατάφερνε να σκύβει το κορμί, κι έτσι έγερνε βιαστικά μονάχα το κεφάλι του και καλούσε τον Σταυρόγκιν να τον ακολουθήσει, μόλο που τούτος πήγαινε βήμαβήμα πίσω του. Ο καλόγερος ρωτούσε και ξαναρωτούσε και μιλούσε για τον άγιο ηγούμενο, τον αρχιμανδρίτη επειδή ωστόσο ο άλλος δεν του αποκρινότανε, ο καλόγερος άρχισε να δείχνει ολοένα περισσότερο σεβασμό. Ο Σταυρόγκιν είδε πως δεν ήταν άγνωστος στο μοναστήρι, κι όμως δε Θυμότανε να είχε ξαναπάει εκεί απ' τα παιδικά του χρόνια. Σαν φτάσανε στην πόρτα, που βρισκότανε στο βάθος του διαδρόμου, ο καλόγερος την άνοιξε με επίσημη κίνηση, ρώτησε τον πορτιέρη αν μπορούσανε να μπουν, και, δίχως να προσμένει απόκριση, έσπρωξε το πορτόφυλλο, κι ύστερα σκύβοντας τη ράχη, έκαμε τόπο στον <αγαπητό> επισκέπτη να περάσει. Μόλις έβαλε στην τσέπη του το ρεγάλο του, εξαφανίστηκε. Ο Σταυρόγκιν μπήκε σένα κελί στενό, όπου την ίδια τη στιγμή πρόβαλε σταματώντας στην πόρτα της διπλανής κάμαρας, ένας άνθρωπος ψηλός, ξερακιανός, καμιά πενηνταριά χρονών, φορώντας το εσωτερικό του ράσο. Η όψη του ήταν κάπως αρρωστιάρικη, στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα αχνό χαμόγελο κι η ματιά του είχε κάποια έκφραση παράξενης δειλίας. Αυτός ήταν λοιπόν ο Τύχων, που ο Νικόλας θσεβολόδοβιτς είχε πρωτακούσει να του τον αναφέρει ο φίλος του Σατώφ, και που αργότερα, έλαβε κι ο ίδιος μερικές πληροφορίες για τον άνθρωπο. Οι πληροφορίες αυτές ήταν διάφορες κι αντιφατικές, συμφωνούσανε μόνο σε τούτο: πως κι εκείνοι που αγαπούσαν κι εκείνοι που δεν αγαπούσανε τον Τύχωνα (κι υπήρχαν και τέτοιοι), δεν πολυμιλούσαν γιαυτόν εκείνοι που δεν τον αγαπούσανε σωπαίνανε από περιφρόνηση, βέβαια εκείνοι που τον αγαπούσανε, και είχε οπαδούς φανατικούς, από κάποια επιφύλαξη, σαν να θέλανε να κρατήσουνε κρυφό κάτι που τον αφορούσε, μια αδυναμία, ίσως και καμιά μανία του αλλόκοτη. Ο Σταυρόγκιν έμαθε πως ο Τύχων είχε αποτραβηχτεί στο μοναστήρι έξι χρόνια τώρα και πως δεχότανε εκεί και ανθρώπους του λαού και υψηλές προσωπικότητες είχε θαυμαστές θερμούς, ιδίως θαυμάστριες, ως πέρα, στην απόμακρη Πετρούπολη. Απ' την άλλη πάλι μεριά, ο Σταυρόγκιν είχε ακούσει κάποιο παλιό μέλος της λέσχης του, ένα γέρο της καλύτερης κοινωνίας και πολύ θρήσκο, να λέει πως <αυτός ο Τύχων ήτανε μισοπάλαβος, πλάσμα οπωσδήποτε άνάξιο λόγου, και, δίχως καμιά αμφιβολία, μεθύστακας>. θα προσθέσω εγώ, προτρέχοντας από τα γεγονότα, πως ο τελευταίος τούτος λόγος ήταν απλούστατα ανόητος. η αλήθεια είναι πως ο επίσκοπος είχε ρευματισμούς και κάπουκάπου νευρικό τρεμούλιασμα στα πόδια. Ο Σταυρόγκιν είχε μάθει ακόμη, πως ο δεσπότης δεν είχε καταφέρει, είτε από αδυναμία του χαραχτήρα, είτε από απροσεξία ανάρμοστη στην αξιοπρέπειά του, να εμπνεύσει στους καλόγερους του καταφυγίου του το σεβασμό που του έπρεπε. Λέγανε πως ο αρχιμανδρίτης, που ήταν αυστηρός και σκληρός στην εκτέλεση των ηγουμενικών του καθηκόντων και ξακουστός ακόμα για τη μόρφωσή του, είχε ένα είδος έχθρας με τον πάτερΤύχωνα, τα 'βαζε μαζί του (έμμεσα βέβαια) για την ακανόνιστη

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 3: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ζωή του και τον κατηγορούσε πάνωκάτω για αιρετικό. Οι άλλοι καλόγεροι του κοινοβίου φέρονταν με τον άγιο άρρωστο κάπως οικεία. Τα δυο κελιά, που απαρτίζανε την κατοικία τού Τύχωνα, ήταν πολύ παράξενα επιπλωμένα. Ανάμεσα στα παλιά, τριμμένα πέτσινα καθίσματα, έβλεπες τρία τέσσερα έπιπλα κομψά: μια πλούσια αναπαυτική πολυθρόνα, ένα μεγάλο γραφείο, φίνα σκαλισμένο, μια πολύ όμορφη βιβλιοθήκη, τραπεζάκια μονοπόδαρα, εταζέρες που τις είχανε χαρίσει στο δεσπότη. Δίπλα σένα πλούσιο χαλί της Μπουχάρας ήτανε στρωμένες ψάθες απλές. Ανάμεσα σε χαλκογραφίες με θέματα κοσμικά Ή μυθολογικά, υπήρχε, στη γωνιά, μια μεγάλη βιτρίνα με εικονίσματα, που λάμπανε από ασήμι και χρυσάφι και μες σαυτά μια εικόνα παλιά, που στόλιζε ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Λέγανε πως κι η βιβλιοθήκη είχε βιβλία πολύ ανάμεικτου περιεχομένου: δίπλα στα συγγράμματα των αγίων πατέρων και των μαρτύρων του χριστιανισμού, ήταν βαλμένα <βιβλία θεατρικά και ρομάντζα, μπορεί και τίποτα ακόμα χειρότερο>. 'Υστερα από τις πρώτες φιλοφρονήσεις, που ειπώθηκαν στενάχωρα και βεβιασμένα, δίχως κανένα λόγο, ο Τύχων οδήγησε τον επισκέπτη του στο γραφείο, τον έβαλε να καθίσει στο ντιβάνι, μπρος σένα τραπέζι και κάθισε κι ο ίδιος σε μια πλεχτή πολυθρόνα. Ο Νικόλαος θσεβολόδοβιτς κατασυγκινημένος, εξακολουθούσε να φαίνεται πολύ αφηρημένος. Εδινε την εντύπωση ανθρώπου αποφασισμένου να εκτελέσει κάποια πράξη εξαιρετική, αναπόφευκτη, αλλά που του φαινότανε του ίδιου πως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί. Πρόσεξε αρκετή ώρα το κελί, που χρησίμευε για γραφείο, χωρίς να διακρίνει όμως τίποτα συλλογιζότανε, ωστόσο δεν ήξερε καλάκαλά κι ο ίδιος τι συλλογιζότανε. Η σιωπή τον έφερε στα λογικά του και του φάνηκε άξαφνα πως ο Τύχων χαμήλωνε τα μάτια ντροπαλά και μάλιστα πως χαμογελούσε ελαφρά και άκαιρα. Ενιωσε αμέσως αηδία κι επανάσταση μέσα του. θέλησε να σηκωθεί να φύγει, επειδή του φάνηκε κιόλας πως ο Τύχων ήταν πιωμένος. Αξαφνα όμως εκείνος σήκωσε τα βλέφαρα και κάρφωσε απάνω του μια ματιά τόσο στέρεη, τόσο περίσκεπτη, με μια έκφραση τόσο αναπάντεχη κι αινιγ-ματική, που ο Σταυρόγκιν τα'χασε. Του φάνηκε πως ο Τύχων είχε μαντέψει κιόλας για ποιο σκοπό είχε έρθει (μ'όλο που κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορούσε να το ξέρει), κι αν δε μιλούσε πρώτος, ήτανε γιατί τόνε λυπότανε και φοβότανε μην τον ταπεινώσει. Με ξέρετε? ρώτησε έξαφνα ο Σταυρόγκιν. Σας συστήθηκα σαν μπήκα μέσα? Είμαι πολύ αφηρημένος. Δε συστηθήκατε, είχα όμως την ευχαρίστηση να σας συναντήσω κάποτε, εδώ και τέσσερα χρόνια πάνωκάτω, εδώ, στο μοναστήρι... κατά τύχη. Ο Τύχων μιλούσε αργά, με φωνή σταθερή και γλυκιά, προφέροντας καθαρά τις λέξεις. Ηρθα εγώ τώρα και τέσσερα χρόνια στο μοναστήρι τούτο? ρώτησε με ύφος κάπως αναιδές ο Νικόλας θσεβολόδοβιτς εδώ έχω έρθει πολύ μικρός μόνο, όταν εσείς δεν μένατε στη μονή... Μπορεί να το ξεχάσατε, είπε ο Τύχων, χωρίς να επιμείνει πολύ. Οχι, δεν έχω ξεχάσει τίποτα, και θα ήταν πέρα για πέρα κωμικό να μην το θυμόμουνα, επέμενε ο Σταυρόγκιν έντονα. Ισως να 'χετε μονάχα ακούσει τίποτα για μένα, να σχηματίσατε μια κάποια ιδέα μέσα σας κι ύστερα σας φάνηκε πως με είχατε δει. Ο Τύχων δεν αποκρίθηκε. Τη στιγμή εκείνη ο Σταυρόγκιν πρόσεξε πως μικροί σπασμοί σούφρωναν κάπουκάπου το

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 4: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

πρόσωπό του, φανερώνοντας κάποια χρόνια νευρική αρρώστια. βλέπω πως είστε λιγουλάκι αδιάθετος σήμερα, θα ήταν καλύτερα να πηγαίνω. Και μάλιστα σηκώθηκε από τη θέση του. Είναι αλήθεια, πως από χτες νιώθω δυνατούς πόνους στα πόδια και κοιμήθηκα άσχημα την περασμένη νύχτα... Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του. Ο ξένος του ξανάπεσε άξαφνα στο αόριστο ονειροπόλημα που είχε και πριν. Ετσι, η σιωπή βάσταξε αρκετά, δύο λεπτά της ώρας γεμάτα. Μ'εξετάζετε? ρώτησε άξαφνα ο Σταυρόγκιν, ύποπτα. Σας κοιτούσα και θυμόμουνα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μητέρας σας. Μ'όλη την εξωτερική ανομοιότητα, μοιάζετε οι δυο σας πολύ, εσωτερικά, πνευματικά. Δεν έχουμε καμιά ομοιότητα, και μάλιστα πνευματική! Καμιά απολύτως! φώναξε ο επισκέπτης με ταραχή και μ'επιμονή, χωρίς να ξέρει το γιατί. Το λέτε... από οίκτο για την κατάστασή μου... Κολοκύθια, προσέθεσε απότομα. Αλήθεια η μητέρα μου έρχεται εδώ και σας βλέπει? Ναι. Δεν το ήξερα δε μου 'κανε ποτέ γιαυτό λόγο... Συχνά? Σχεδόν κάθε μήνα, κάποτε και συχνότερα. Ποτέ δεν την άκουσα να μιλήσει γιαυτό, ποτέ... Κι εσείς, θα την ακούσατε βέβαια να σας μιλά για μένα σαν για κανένα τρελό... όχι δα για τρελό, να πούμε την αλήθεια. Αλλοι όμως, πολλοί, μου έκαμαν τέτοιους υπαινιγμούς. Εχετε λοιπόν μνημονικό περίφημο, αφού μπορείτε να θυμάστε τέτοια μικροπράγματα... Και για το χαστούκι που έφαγα, ακούσατε να πούνε τίποτα? Ναι, κάτι. Δηλαδή, όλα. Εχετε, έπειτα, πολύ καιρό για ν'ακούτε τέτοια πράγματα. Και για τη μονομαχία? Ακόμα και για τη μονομαχία. Εδώ, βλέπω, μαθαίνετε πολλά πράγματα. Δε σας χρειάζονται μήτε εφημερίδες! Κι ο Σάτωφ, σας μίλησε κι αυτός για μένα? Οχι. Γνωρίζω όμως πολύ καλά τον κ. Σάτωφ, μολονότι πάει καιρός τώρα που δεν τον έχω δει. χμ... Τι είναι τούτος ο χάρτης, εδώ πέρα? Μπα! Είναι χάρτης του τελευταίου πολέμου. Τι σας χρειάζεται εσάς? Συμβουλεύομαι το χάρτη για να διαφωτίζω το κείμενο... Πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή. Για να δω... ναι, η περιγραφή είναι πολύ καλή. Παράξενο ωστόσο ανάγνωσμα για σας. Πήρε το βιβλίο κι έριξε μια ματιά. Ηταν ογκώδης διήγηση, καλογραμμένη, των περιστατικών του τελευταίου πολέμου, από άποψη μάλλον λογοτεχνική παρά στρατιωτική. Αφού ξεφύλλισε γοργάγοργά το βιβλίο, το πέταξε με μια κίνηση ανυπομονησίας. Δεν ξέρω, μα την αλήθεια, για ποιο λόγο ήρθα εδώ! είπε με αηδία κοιτάζοντας ολόισια μες στα μάτια τον Τύχωνα, σαν να περίμενε την απόκρισή του. Φαίνεστε πως είστε αδιάθετος κι εσείς. Ναι, λιγάκι. Και άρχισε αμέσως να διηγείται με φράσεις σύντομες, απότομες, πως, ιδίως τη νύχτα, του φαινότανε πως βλέπει φαντάσματα, πως κάπουκάπου έβλεπε Ή ένιωθε δίπλα του κάποιο ον κακό, χλευαστικό και πονηρό, κάποιο ον αλλόκοτο, με πολλές όψεις και με διάφορους χαρακτήρες, μ'όλο που είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο, <πρόσωπο που με κάνει πάντα να φρενιάζω... Οι μωρόλογες αυτές εξομολογήσεις μοιάζανε με λόγια παλαβού. Ωστόσο, ο Νικόλας θσεδολόδοβιτς μιλούσε με τέτοια αλλόκοτη ειλικρίνεια, με μια αφέλεια τόσο αντίθετη προς το χαρακτήρα του, που θα 'λεγες πως έγινε άλλος άνθρωπος, ολότελα διαφορετικός. Δεν ντρεπότανε καθόλου να ομολογεί πόσο φοβότανε το φάντασμα που παρουσιαζόταν μπροστά του. Ομως τούτο βάσταξε μια στιγμή μονάχα κι έσβησε ξαφνικά, όπως και ξαφνικά είχε φανερωθεί. Κουταμάρες! φώναξε με

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 5: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

πείσμα σαν να ξανάβρισκε μεμιάς τα λογικά του. θα πάω να με δει κάνας γιατρός. Πήγαινε χωρίς άλλο, είπε ο Τύχων. Μιλάτε με τόση πεποίθηση... Σας έχουνε τύχει και άλλοτε άνθρωποι τέτοιοι, σαν κι εμένα που να βλέπουν παρόμοια φαντάσματα? Μου τύχανε, πολύ σπάνια, όμως. Δε θυμούμαι παρά ένα μονάχα περιστατικό, όμοιο με το δικό σας. Κάποιον αξιωματικό, που είχε χάσει λίγες μέρες πρωτύτερα τη γυναίκα του, την ανεκτίμητη συντρόφισσα της ζωής του. Για τον άλλο, τον άρρωστο, άκουσα μονάχα να γίνεται λόγος. Κι οι δυο τους κάνανε συστηματική θεραπεία και γιατρευτήκανε στο εξωτερικό... Εσείς όμως, βασανίζεστε μαυτόν τον τρόπο πολύ καιρό? Εδώ κι ένα χρόνο, πάνωκάτω... μα, δε βαριέστε! θα πάω σε κανένα γιατρό... μα ένα λόγο, βλακείες!... Είναι ο ίδιος ο εαυτός μου σε διάφορες μορφές, τίποτε άλλο. μα, αφού μίλησα τώρα με τέτοιον... τρόπο, εσείς σίγουρα θα βάλετε με το νου σας πως αμφιβάλλω, πως δεν είμαι σίγουρος, αν εγώ είμαι ο εαυτός μου, κι όχι κανένας διάολος. Ο Τύχων τον κοίταξε με ερωτηματικό ύφος. Ωστε λοιπόν το βλέπετε το φάντασμα αληθινά? ρώτησε. θέλω να πω, έξω κι από κάθε αμφιβολία πως η παράκρουσή σας είναι κατάσταση αρρώστιας, βλέπετε πραγματικά κανένα στοιχειό? Μου φαίνεται πολύ παράξενο να σας βλέπω να επιμένετε, αφού σας είπα πως το βλέπω. Ο Σταυρόγκιν θύμωσε και πάλι κι ο θυμός του μεγάλωνε σε κάθε λέξη. ξανάπε: Φυσικά το βλέπω, όπως σας βλέπω τώρα εσάς... Κάποτε το βλέπω, δίχως να είμαι σίγουρος πως το βλέπω, μ' όλο που ξέρω πως είναι πραγματικό... είμαι εγώ ο ίδιος Ή είναι εκείνος... Μ' ένα λόγο, βλακείες. Μα γιατί να μην υποθέσετε πως μπορεί να είναι κι αυτός ο διάβολος με σάρκα και οστά? Μια τέτοια υπόθεση θα ήταν περισσότερο σύμφωνη με το επάγγελμά σας, προσέθεσε παίρνοντας απότομα χλευαστικό ύφος. Μου φαίνεται μάλλον πως είναι αρρώστια... Ωστόσο... Τι, ωστόσο! Υπάρχουν, χωρίς άλλο, δαίμονες, μα τα πράγματα αυτά τα παίρνει καθένας όπως θέλει. βλέπω, πως χαμηλώσατε και πάλι τα μάτια, γιατί ντραπήκατε για λογαριασμό μου, επειδή πιστεύω στο διάβολο, κι όμως, με το πρόσχημα πως δεν τον πιστεύω, σας έβαλα το δόλιο ερώτημα: Υπάρχει διάβολος Ή δεν υπάρχει? είπε ο Σταυρόγκιν με θυμό και με χλεύη... Ο Τύχων χαμογέλασε ελαφρά και αόριστα. ο άλλος εξακολούθησε: Κι έπειτα, δεν μπόρει καθόλου να χαμηλώνετε εσείς τα μάτια αυτό δείχνει προσποίηση, ένα πράγμα γελοίο και αφύσικο... Για να αντισταθμίσω τον πρόστυχο τρόπο που σας μιλώ, θα σας πω πολύ σοβαρά και αυθαδέστατα: <Πιστεύω στο διάβολο, πιστεύω, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικους κανόνες, στο διάβολο τον ενσαρκωμένο κι οχι σε διαβόλους αλληγορικούς και δεν έχω καμιά ανάγκη να ρωτήσω κανένα για το ζήτημα τούτο. Τελεία και παύλα>... θα νιώθετε σίγουρα μεγάλη χαρά για τούτο, ε?... Γέλασε νευρικά. Ο Τύχων τον κοίταξε περίεργα με τα γλυκά και δειλά μάτια του. Πιστεύετε στο θεό? ρώτησε απότομα ο Σταυρόγκιν Πιστεύω. Λένε, θαρρώ, τα κιτάπια, πως άμα πιστεύει κανείς και προστάξει το βουνό να περπατήσει, θα περπατήσει... Βλακείες και πάλι!... Είμαι ωστόσο περίεργος να μάθω: θα μπορούσατε εσείς να μετατοπίσετε ένα βουνό, Ή όχι? Αν το πρόσταζε ο θεός, θα το μετατόπιζα, είπε ο Τύχων με ύφος σεμνό και χαμηλώνοντας αργά τα μάτια. Δεν είναι το ζήτημα να το κινήσετε με τη βοήθεια του θεού. Οχι! εσείς, εσείς μονάχος σας

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 6: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

αν θα το κάνατε, σαν ανταμοιβή για την πίστη σας στο θεό? ίσως να το μετατόπιζα και μόνος μου. ίσως? Ωραίο και αυτό... μα γιατί αμφιβάλλετε? Δεν έχω απόλυτη πίστη. Πώς όχι απόλυτη? Ναι... ίσως να μην είναι τέλεια. Πιστεύετε, τουλάχιστον πως με τη βοήθεια του θεού θα το μετατοπίζατε. Είναι κι αυτό κάτι. Είναι οπωσδήποτε, κάπως περισσότερο από το <πολύ>, ενός άλλου αγίου ανθρώπου, που ήταν κι εκείνος αρχιεπίσκοπος και τον είπε το λόγο αυτόν υπό την απειλή του ξίφους, είναι αλήθεια... Είστε χριστιανός βέβαια?... Μή γένοιτο έμοί καυχάσθαι, εί μή έν τώ σταυρώ τού Κυρίου ήμών! ψιθύρισε ο Τύχων με πάθος και χαμηλώνοντας πιο πολύ το κεφάλι. Οι άκρες των χειλιών του τρεμουλιάσανε νευρικά. Και μπορεί κανείς να πιστεύει στο διάβολο, χωρίς να έχει απόλυτη πίστη στο θεό? ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. Ναι, βέβαια, μπορεί. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, αποκρίθηκε ο Τύχων σηκώνοντας τα μάτια και χαμογελώντας. Και είμαι σίγουρος, πως θα βρίσκετε μια τέτοια πίστη τιμιότερη, παρόλα τούτα, από την ολοκληρωτική απιστία... Πώς φαίνεστε, πως είστε παπάς! είπε ο Σταυρόγκιν γελώντας. Ο Τύχων του αποκρίθηκε και πάλι μ' ένα χαμόγελο και πρόσθεσε με φαιδρότητα: Απεναντίας, η απόλυτη αθέϊα είναι εντιμότερη από την κοσμική αδιαφορία. Μπαμπόγερε! Τέτοιος μού είστε λοιπόν? Η απόλυτη αθεϊα είναι το προτελευταίο σκαλοπάτι του υψηλότερου μνημείου της τέλειας πίστης. Αν το ξεπερνά κανείς Ή όχι, είναι άλλο ζήτημα. Αν ο αδιάφορος δεν έχει καμιά πίστη, εκτός από ένα άθλιο φόβο, κι αυτόν ακόμα σπάνια, αν τύχει να 'ναι φιλήδονος. Χμ!... Εχετε διαβάσει την Αποκάλυψη? Την έχω διαβάσει. θυμάστε...: <καί τώ άγγέλω τής έν Λαοδικία έκκλησίας γράψον>. μυμούμαι, είναι λόγια όμορφα. Ομορφα? Παράξενη έκφραση για ένα δεσπότη οπωσδήποτε, είστε πολύ πρωτότυπος... Πού εϊναι αυτό το βιβλίο? ρώτησε με αλλόκοτη βιασύνη ο Σταυρόγκιν, ψάχνοντας με τα μάτια του στο τραπέζι. θα ήθελα να σας διάβαζα τη σχετική περικοπή. Εχετε τη ρώσικη μετάφραση? ξερω το χωρίον, το θυμούμαι πολύ καλά, είπε ο Τύχων. Το ξέρετε απ'έξω... Πείτε το. Ο Σταυρόγκιν χαμήλωσε τα μάτια και στήριξε τις δυο παλάμες του στα γόνατά του, δείχνοντας ανυπομονησία. Ο Τύχων απάγγειλε χωρίς να παραλείψει ούτε μια λέξη: <Καί τι άγγέλνμι τής έν Λαοδικία έκκλησίας γράψον: Τάδε λέγει δ άμήν, δ μάρτυς, ό πιστός καί άληθινός, Ή άρχή τής κτίσεως τού θεού. ο Ιδά σου τά έργα, έτιθϋτε ψυχρός εΙ ούτε ζεστός όφελον ψυχρός ής Ή ζεστός. θϋτως ότι χλιαρός εΙ, καί ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε έμέσαι έκ τού στόματός μου' "δτι λέγεις, τι πλούσιός είμί καί πεπλούτηκα καί ούδέν χρείαν έχω, καί ούκ οΙδας δτι σύ εΙ δ ταλαίπωρος καί ελεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός... Φτάνει! διέκοψε ο Σταυρόγκιν. Αυτά λέγονται για κείνους που στέκουν στη μέση, για τους αδιάφορους, δεν είναι έτσι?... ξέρετε, σας αγαπώ πολύ. Κι εγώ, εσάς, αποκρίθηκε ο Τύχων με μισόσβηστη φωνή. Ο Σταυρόγκιν σώπασε και βυθίστηκε και πάλι στη συλλογή του. Αυτό το έπαθε για τρίτη φορά, σαν να τον έπιασε κρίση. Το ίδιο και στον Τύχωνα είχε πει: <σας αγαπώ>, μέσα σε κρίση, με κάποιον τρόπο, οπωσδήποτε, απροσδόκητο και για τον ίδιο. Πέρασε ένα λεπτό της ώρας. Μη θυμώνετε, ψιθύρισε ο Τύχων αγγίζοντας δειλά με το δάχτυλο τον αγκώνα του Σταυρόγκιν. Ο άλλος

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 7: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ανατρίχιασε και ζάρωσε με οργή τα φρύδια. Πώς το μαντέψατε πως ήμουν θυμωμένος? ρώτησε απότομα. Ο Τύχων θέλησε ν'αποκριθεί, αλλά ο Σταυρόγκιν εξακολούθησε με παράλογη ανησυχία: Γιατί υποθέσατε, πως έπρεπε χωρίς άλλο να θυμώσω? Ναι, ήμουνα έξω φρενών, έχετε δίκιο, και ίσαϊίσα επειδή είπα: <Σας αγαπώ>. 'Εχετε δίκιο, είστε όμως κυνικός. 'Εχετε πολύ ταπεινή ιδέα για την ανθρώπινη φύση. θα μπορούσα να μη θύμωνα, αν ήμουν άλλος άνθρωπος... 'Επειτα, δεν πρόκειται για τον άνθρωπο γενικά, αλλά για μένα. Κι εσεις, όσο να 'ναι, είστε πολύ ιδιόρυθμος, είστε άρρωστος. θύμωνε ολοένα και περισσότερο και πράγμα παράξενο δε στενοχωριότανε πια να μεταχειρίζεται τα λόγια που ήθελε. Ακούστε, δε μ'αρέσουν οι σπιούνοι κι οι ψυχολόγοι, τουλάχιστον εκείνοι απ' αυτούς που θέλουν να τρυπώσουν μες στην ψυχή μου. Δεν ΠΡΟΣΚ ΛΕΣΑ ΚΑΝΈΝΑ να μπει μέσα μου, δεν έχω από κανέναν ανάγκη, ξέρω να οδηγώ μόνος τον εαυτό μου νομίζετε ίσως πως σας φοβάμαι... είπε δυναμώνοντας τη φωνή και ανασηκώνοντας το κεφάλι του με προκλητικό ύφος.Είστε ολότελα σίγουρος πως ήρθα να σας αποκαλύψω κάποιο'' τρομερό μυστικό και το περιμένετε με περιέργεια καλογερική, όπως το συνηθίζετε όλοι σας. Μάθετε λοιπόν πως δε θα σας αποκαλύψω τίποτα, κανενα μυστικό δεν σας έχω καθόλου ανάγκη. Ο Τύχων τον κοίταξε με βλέμμα σταθερό και είπε: ξαφνιαστήκατε με το γεγονός ότι ο Αμνός προτιμά τους ψυχρούς από τους χλιαρούς και δε θέλετε να είστε μοναχά χλιαρός. Προαισθάνομαι πως έχετε κάποια πρόθεση εξαιρετική, τρομερή ίσως. Αν είναι έτσι, σας εξορκίζω, μη βασανίζεστε και πέστε όλα, όσα ήρθατε να μου πείτε. Και είσαστε σίγουρος, πως ήρθα για να σας αποκαλύψω κάτι? Το... το είχα μαντέψει από την όψη σας, ψιθύρισε ο Τύχων χαμηλώνοντας τα μάτια. Ο Σταυρόγκιν χλόμιασε ελαφρά, τα χέρια του έτρεμαν. Για λίγα δευτερόλεπτα κάρφωσε σιωπηλά το βλέμμα του στον Τύχωνα, σαν να 'παιρνε κάποια απόφαση. 'Εβγαλε τέλος από τη μέσα τσέπη της ρεντινγκότας του κάτι φύλλα τυπωμένα και τ'απόθεσε στο τραπέζι. Ιδού κάτι φύλλα που είναι προορισμένα να κυκλοφορήσουν, είπε με φωνή μισοκομμένη. Αν τα φύλλα αυτά διαβαστούν κι από ένα μονάχα άνθρωπο, δεν υπάρχει λόγος πια να τα κρατήσω μυστικά, και θα μπορούσαν να τα διαβάσουνε όλοι. Αυτή είναι η αποκάλυψή μου... Δε σας έχω καθόλου ανάγκη εσάς, γιατί είναι όλα αποφασισμένα... Διαβάστε όμως... μη μου πείτε τίποτα, όσο θα διαβάζετε άμα τα τελειώσετε, μου τα λέτε όλα... Πρέπει να τα διαβάσω, αλήθεια? ρώτησε ο Τύχων με δισταγμό. Διαβάστε. Το 'χω πάρει απόφαση από καιρό. Δεν μπορώ να διαβάσω, χωρίς τα γυαλιά μου, τα γράμματα είναι πολύ μικρά. Η εκτύπωση θα'γινε στα βιαστικά. μα τα γυαλιά σας, είπε ο Σταυρόγκιν, δίνοντάς του τα ματογυάλια, που είχε βρει στο τραπέζι πάνω, κι έγειρε προς τα πίσω, για να ακουμπήσει στη ράχη του ντιβανιού. Ο Τύχων βυθίστηκε στην ανάγνωση. Το είδος των φύλλων εκείνων φανέρωνε, πως πράγματι είχανε τυπωθεί στο εξωτερικό. 'Ητανε τρεις κόλλες κοινού επιστολόχαρτου, σε σχήμα φυλλαδίου. θα είχε στοιχειοθετηθεί φυσικά σε κάποιο ρώσικο τυπογραφείο του εξωτερικού, γιατί τα φύλλα μοιάζανε σαν προκήρυξη. Ο τίτλος έλεγε: <Εκ μέρους του Σταυρόγκιν>. Αντιγράφω κατά λέξη το έγγραφο τούτο, στο διήγημά μου. Φρόντισα ωστόσο να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη, που ήταν πάρα πολλά, τόσα που με

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 8: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ξάφνιασαν, γιατί αυτός που τα έγραψε ήταν, μ'όλα ταύτα, άνθρωπος μορφωμένος και διαβασμένος μάλιστα πολύ. Δεν πείραξα όμως καθόλου το ύφος, κι ας είχε και σολοικισμούς, ακόμη και ασάφειες. Είναι οπωσδήποτε φανερό πως αυτός που τα έγραψε δεν ήτανε συγγραφέας. θα προσθέσω ακόμα μια παρατήρηση, μ'όλο που προτρέχω απ' τη διήγηση. Το χειρόγραφο αυτό, είναι κατά την άποψή μου, προϊiόν ανθρώπου, που, όταν έγραφε, βρισκόταν σε κρίση το έργο του είναι δημιούργημα του δαιμονίου που τον κατείχε. Το συναίσθημα, που τον έσπρωξε να γράψει το έγγραφο αυτό, είναι απαράλλαχτο σαν κι εκείνο που νιώθει ένας άρρωστος, που υποφέρει από πόνους δυνατούς και που στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, για να βολευτεί με τέτοιο τρόπο, που να νιώσει κάποιο ξαλάφρωμα ή, αν όχι ξαλάφρωμα, κάποια μεταβολή του πόνου. Κι άμα το πετύχει δε συλλογιέται βέβαια πια αν είναι όμορφη Ή αν είναι βολική η θέση που πήρε. Από την άλλη πάλι τη μεριά, ολόκληρο το έγγραφο είναι ταυτόχρονα έργο εξέγερσης, ανθρώπου απελπισμένου, μ' όλο που φαίνεται πως γράφτηκε γι' άλλο σκοπό. Ο συγγραφέας δηλώνει πως <δεν μπόρεσε να μη γράψει πως ήταν <αναγκασμένος να γράψει>, κι αυτό φαίνεται λογικό. θα ήθελε, σίγουρα να παρέλθει απ'αυτού το ποτήριον τούτο, αλλά κάτι τον έδενε μαυτό, τον έδενε πραγματικά, κι έτσι άρπαξε την ευκαιρία καινούργιας μανίας, σωστής επανάστασης. Ναι, ο άρρωστος αναταράζεται στο κρεβάτι του και πολεμά, ν'αναπληρώσει έναν πόνο μ'άλλον πόνο. Από κει παίρνει αφορμή ο αγώνας του κατά της κοινωνίας, αγώνας που θα του εξασφαλίσει μια θέορία πιο υποφερτή και τότε ρίχνει στην κοινωνία το γάντι του. Το γεγονός και μόνο της σύνταξης παρόμοιου εγγράφου είναι πρόκληση κατά της κοινωνίας, απροσδόκητη και ασυγχώρητη. Διακρίνεις μέσα σαυτό μια δίψα, την πρόκληση ενός οποιουδήποτε αντιπάλου. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί πως τα φύλλα αυτά, τα προορισμένα για το φως της δημοσιότητας, είναι πράξη προσβλητική, ιδιόρρυθμη. Οπωσδήποτε, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως όλα, όσα λέγονται εκεί μέσα, είναι από την αρχή ως στο τέλος παραμύθι. Δίχως άλλο, η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στα δυο άκρα. Μα θαρρώ, πως έχω προκρίνει τα πράγματα πάρα πολύ και πως το καλύτερο είναι να ξαναγυρίσουμε στο έγγραφο το ίδιο. Ιδού τι διάβασε ο Τύχων: <Εκ μέρους του Σταυρόγκιν>. <Εγώ, ο Νικόλας Σταυρόγκιν>, απόστρατος αξιωματικός, έζησα στην Πετρούπολη το 1786... περνώντας άσωτη ζωή, χωρίς να βρω σαυτήν καμιά ευχαρίστηση. Για κάμποσο καιρό, κρατούσα εκεί τρεις κατοικίες. Καθόμουνα ταχτικά σένα σπίτι, που νοικίαζε επιπλωμένα δωμάτια, όπου κατοικούσε τότε κι η Μαρία Λεβιαδκίν, που έγινε αργότερα νόμιμη γυναίκα μου. Τις άλλες τις κατοικίες τις είχα νοικιασμένες για βρωμοδουλειές: στη μία απαυτές δεχόμουνα μια κυρία, που μ' αγαπούσε στην άλλη την καμαριέρα της. Για κάμποσο καιρό με ερέθιζε η ιδέα να κάμω ν'απαντηθούμε στο σπίτι μου η κυρία και το κορίτσι. Επειδή ήξερα τους χαρακτήρες τους, υπέθετα πως θα γλεντούσα κάπως με το ηλίθιο αυτό χωρατό. Γιά να προετοιμάσω τη συνάντηση αυτή, πήγαινα συχνότερα στην κάμαρα που κρατούσα σενα μεγάλο σπίτι της οδού Γκοροχοβίγια, όπου ερχότανε πάντα η καμαριέρα. Η κάμαρά μου ήτανε στο τέταρτο πάτωμα, μέσα σε μια κατοικία φτωχονοικοκυραίων της πετρούπολης. Οι νοικοκύρηδές μου βαστούσανε ένα δωμάτιο διπλανό,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 9: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

τόσο πολύ στενόχωρο, που αναγκάζονταν ν'αφήνουνε ανοιχτή την πόρτα που συγκοινωνούσε με την κάμαρά μου. Ο άντρας, με γενειάδα μεγάλη και μακριά ρεντινγκότα, ήταν υπάλληλος σε κάποιο γραφείο και ξεκινώντας το πρωί, δε γυρνούσε παρά τη νύχτα πίσω. Η γυναίκα καμιά σαραυταριά χρονών, ξύλωνε παλιά ρούχα και τα γύριζε από την ανάποδη Ετσι, έλειπε συχνά, για να πηγαίνει να παραδώσει τη δουλειά της. Εμενα ολομόναχος με το κοριτσάκι τους, που φαινότανε ολότελα σαν παιδί. Την λέγανε Ματριόσα. Η μητέρα της την αγαπούσε, μα την έδερνε συχνά και της έβαζε τις φωνές για το τίποτα, όπως συνηθίζουνε αυτού του είδους οι γυναίκες. Η μικρούλα με υπηρετούσε και συγύριζε την κάμαρά μου. <Δηλώνω πως έχω ξεχάσει τον αριθμό του σπιτιού>. Ζήτησα πληροφορίες κι εκείνο που ξέρω σήμερα, είναι μονάχα πως το παλιό αυτό ακίνητο το γκρεμίσανε και πως στη θέση του, όπως και στη θέση δυο άλλων ακόμη παλιών σπιτιών, χτίστηκε τώρα ένα μεγάλο σπίτι καινούργιο. ξέχασα ακόμη και το όνομα των φτωχονοικοκυραίων εκείνων μπορεί και να μην το ήξερα ποτέ μου. θυμούμαι ωστόσο, πως τη γυναίκα την λέγανε Στεπανίδα τ'όνομα του αντρός δεν το θυμούμαι, μήτε ξέρω τι απογίνανε κι οι δυο τους. Φαντάζομαι, πως αν ψάξει κανείς, κι αν ζητήσει πληροφορίες στην αστυνομία της πρωτεύουσας, θα μπορούσε να ξαναβρεί τα ίχνη τους. <Η κατοικία έβλεπε κατά την αυλή>. Τα γεγονότα που θα ιστορήσω γίνανε τον Ιούνιο. Μια μέρα χάθηκε από το τραπέζι μου ένας σουγιάς, που δεν τον μεταχειριζόμουνα ποτέ μου, βρισκόταν εκεί πάνω χωρίς λόγο. Μίλησα για την απώλεια αυτή στη νοικοκυρά, χωρίς να συλλογιστώ πως εκείνη θα ξυλοφόρτωνε την κόρη της. Είχε βάλει κιόλας τις φωνές, γιατί είχε χαθεί κάποιο κουρέλι και τα 'χε βάλει με τη μικρή, θαρρώντας πως το 'χε σουφρώσει για την κούκλα της. Οταν αργότερα το κουρέλι εκείνο βρέθηκε κάτω απ'το τραπεζομάντηλο. η μικρή δεν έκανε ούτε ένα παράπονο, που ξυλοκοπήθηκε άδικα και κοιτούσε μονάχα σιωπηλή. θαρόυσες πως το έκανε επίτηδες και τότε, για πρώτη φορά, κοίταξα καλύτερα το πρόσωπό της. Ως τότε δεν είχε προκαλέσει την προσοχή μου. Ητανε ξανθούλα, με πρόσωπο γεμάτο φακίδες, πρόσωπο προκλητικό, μα με κάποιαν έκφραση ολότελα παιδιάστικη και εξαιρετικά γλυκιά. Η μητέρα ήταν δυσαρεστημένη, που δεν έβλεπε την κόρη της να της παραπονιέται για την άδικη τιμωρία, κι έτσι το περιστατικό του σουγιά της χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι. Ηταν απελπισμένη που τιμώρησε δίχως λόγο το παιδί της. Εβγαλε μερικές βέργες από τη σκούπα της κι έδειρε μ' αυτές την κόρη της τόσο δυνατά, που μείνανε κόκκινα σημάδια στο πετσί της. Και το 'καμε αυτό μπροστά μου, μ'όλο που η κόρη της ήτανε κιόλας δώδεκα χρονών. Η Ματριόσα δεν έβαλε τις φωνές όσο τις έτρωγε, σίγουρα επειδή ήμουνα κι εγώ μπροστά στον ξυλοδαρμό της. Σε κάθε όμως χτύπημα έβγαζε ένα παράξενο αναφιλητό σαν λόξυγγα, κι εξακολούθησε να 'χει λόξυγγα και μια ώρα ακόμα αργότερα. Ωστόσο, είχε συμβεί τούτο στην αρχή: την ίδια τη στιγμή που η νοικοκυρά όρμησε στη σκούπα, για να βγάλει μερικές βέργες, εγώ ξαναβρήκα το σουγιά στο κρεβάτι μου, όπου θα είχε πέσει σίγουρα από το τραπέζι. Αμέσως μου ήρθε η ιδέα να μην το μαρτυρήσω, για να ξυλοκοπηθεί το κοριτσάκι. Την απόφαση αυτή την πήρα μονομιάς σε στιγμές παρόμοιες, λες και μου σβήνει η πνοή... μα είμαι

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 10: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

αποφασισμένος να τα ιστορήσω όλα καθαρά και ξάστερα, για να μη μείνει τίποτα κρυφό. Κάθε κατάσταση εξαιρετικά άθλια, τρομερά ταπεινωτική και πρόστυχη και πάνω απ'όλα γελοία, όπου μου 'τυχε να βρεθώ, προκαλούσε μέσα μου Θυμό μεγάλο, μα και κάποια κρυφή ηδονή ταυτόχρονα. Το ίδιο πάθαινα και στις στιγμές που έκανα καμιά παλιανθρωπιά Ή όταν βρισκόμουν σε κίνδυνο. Αν είχα κλέψει τίποτα, Θα αισθανόμουν την ώρα της κλοπής κάποια μέθη μπροστά στο βάθος της ατιμίας μου. Εκείνο που σε τέτοιες περιστάσεις μ'ευχαριστούσε, δεν ήταν η ατιμωτική πράξη όχι! αλλά η εξαίρετη ηδονή, που μου έδινε το οξύ συναίσθημα της προστυχιάς μου. Το ίδιο μου τύχαινε κάθε φορά, που, τη στιγμή της μονομαχίας, περίμενα τον πυροβολισμό του αντιπάλου μου ένιωθα ένα παρόμοιο συναίσθημα. Ομολογώ πως το συναίσθημα αυτό το αναζητούσα συχνά επίτηδες, γιατί είχε πάνω μου πολύ δυνατή επίδραση. Οταν δεχόμουνα κανένα ράπισμα (κι έχω δεχθεί δυο φορές μπάτσους στη ζωή μου), ένιωθα και πάλι το ίδιο συναίσθημα, κι ας μ' έπιανε αγανάχτηση. Αμα καταφέρνεις όμως να συγκρατήσεις το Θυμό σου, τότε η ευχαρίστηση ξεπερνά κάθε ηδονή που μπορείς να φανταστείς. Ποτέ μου δε μίλησα σε κανέναν, φυλάχτηκα μάλιστα να μην κάμω ποτέ μήτε τον παραμικρότερο υπαινιγμό γιαυτή μου την αθλιότητα, την έκρυβα πάντα σαν κάτι επαίσχυντο. Οταν με χτυπήσανε κάποτε και με σύρανε από τα μαλλιά σε μια ταβέρνα της Πετρούπολης, δεν ένιωσα το συναίσθημα αυτό της ντροπής, αλλά μονάχα φοβερό Θυμό, μόλο που δεν ήμουνα μεθυσμένος. αν, από την άλλη μεριά, ο Γάλλος εκείνος υποκόμης, που στο εξωτερικό, με χαστούκισε και που του κομμάτιασα σε μονομαχία το κάτω του σαγόνι, αν ο υποκόμης αυτός μ'έπιανε από τα μαλλιά και μ'έριχνε καταγής, Θα ένιωθα τότε σίγουρα ηδονή μεθυστική και όχι θυμό. <Ολα τούτα τα λέω, για να μάθουν όλοι, πως το συναίσθημα εκείνο ποτέ δε με κυριαρχούσε ολοκληρωτικά και πως διατηρούσα πάντα και τέλεια τη συνείδησή μου. Αν το ήθελα, θα μπορούσα να εξουσιάσω το συναίσθημα εκείνο, ακόμα κι όταν έφτανε στη μεγαλύτερη έντασή του, μα ποτέ δε μου ήρθε τέτοια διάθεση. Είμαι πεπεισμένος πως θα κατάφερνα να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου σαν αγνός καλόγερος, μ'όλο που είμαι προικισμένος με κτηνώδη ηδυπάθεια, που πάντα την ερέθιζα μέσα μου. Επιμένω λοιπόν να δηλώσω πως δεν έχω καμιά πρόθεση να δικαιολογήσω τα κρίματά μου, ούτε με την επίδραση του παρελθόντος ούτε με το ανεύθυνο μυαλό αρρωστημένου. Οταν η τιμωρία του κοριτσιού πήρε τέλος, έβαλα το σουγιά στην τσέπη του γιλέκου μου, βγήκα απ'το σπίτι, χωρίς να πω λέξη και πήγα και τον πέταξα μακριά στο δρόμο, για να μη μάθει ποτέ κανείς πως τον είχα βρει,. Ενιωσα αμέσως πως αυτό που έκαμα ήτανε παλιανθρωπιά Παρ'όλα αυτά, αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση, γιατί ένα συναίσθημα ακαθόριστο με φλόγισε σαν πυρωμένο σίδερο κι έκανα γούστο. Περίμενα έπειτα δυο μέρες. Η μικρή, αφού έκλαψε, έγινε ακόμη περισσότερο σιωπηλή. Είμαι σίγουρος πως δε μου κρατούσε καθόλου κακία, ένιωθε όμως ντροπή, που τιμωρήθηκε με τέτοιον τρόπο μπροστά μου. Ωστόσο, σαν υπάκουο παιδί που ήτανε, τα 'βαζε μονάχα με τον εαυτό της για το ντρόπιασμά της αυτό. Το σημειώνω τούτο, επειδή έχει σημασία για ό,τι θα διηγηθώ πάρα κάτω Πέρασα τις δυοτρεις αυτές ημέρες στην κυριότερη κατοικία μου. Ενα σωρό άνθρωποι κάθονταν στο σπίτι εκείνο, που νοίκιαζε επιπλωμένα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 11: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

δωμάτια: υπάλληλοι χωρίς θέση Ή υπάλληλοι κατώτεροι, γιατροί δίχως πελατεία, κάθε λογής Πολωνοί, που μαζεύονταν όλοι γύρω μου. Ζούσα μέσα σ' εκείνη τη χάβρα σαν ερημίτης, δηλαδή απο μονωμένος μέσα στο μυαλό μου, τριγυρισμένος όμως εντελώς από τσούρμο ολάκερο συντρόφων, πολύ αφοσιωμένων σε μένα και που με λάτρευαν σχεδόν για το χατίρι του πουγκιού μου. θαρρώ, πως κάμαμε όλοι μαζί πολλές μπερμπαντιές, έτσι που άλλοι νοικάρηδες μας φοβόντουσαν, δηλ. μας έδειχναν σεβασμό, κι ας κάναμε κακοήθειες πάρα πολύ τολμηρές κάπουκάπου. Λιγουλάκι ακόμα να τραβούσαμε το σχοινί, θα'πρεπε να ετοιμάζομαι για κανένα ταξιδάκι αναψυχής ως στη Σιβηρία. Επλητα σε τέτοιο σημείο, που θα μπορούσα να πάω να κρεμαστώ κι αν δεν κρεμάστηκα, είναι γιατί περίμενα πάντα πως θα γίνει κάτι, όπως αυτό το κάτι που το περίμενα και σ'όλη μου τη ζωή. φοβούμε πως τότε ασχολήθηκα σοβαρά με τη θεολογία. Βάσταξε αυτό κάμποσο καιρό, ύστερα μου ξανάρθε η πλήξη, ίδια και χειρότερη. ,Οσο για τα πολιτικά μου τα φρονήματα, αυτά κατασταλάζανε μέσα μου έτσι, που να μου γεννούν τη διάθεση να βάλω φουρνέλα στις τέσσερις άκρες του κόσμου και να τον τινάξω στον αέρα ολόκληρον, αν άξιζε, τελικά, τον κόπο να το κάμω. Και τούτο όχι από καμιά ιδιαίτερη κακία, αλλά μονάχα από πλήξη. Δεν είμαι καθόλου σοσιαλιστής. θαρρώ, πως όλη μου αυτή η διάθεση ήταν αρρώστια. Ο γιατρός Λομπρολιούβωφ, που καθότανε στο σπίτι εκείνο με την φαμελιά του, μου αποκρίθηκε μια μέρα, όταν τον ρώτησα αστειευόμενος αν υπάρχει κανένα φάρμακο, που να μπορεί να διεγείρει πολιτικές αρχές: Για να διεγείρει πολιτικές αρετές, ίσως να μην υπάρχει κανένα μα θα μπορούσε να βρεθεί φάρμακο που να διεγείρει εγκληματικές τάσεις. Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ με το αστείο του, μ'όλο που ήτανε φτωχός, κι είχε πάνω στο κεφάλι του γυναίκα έγκυο και δυο κοριτσάκια ψόφια από την πείνα. Η αλήθεια όμως είναι πως, αν οι άνθρωποι δεν ήτανε υπερβολικά ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, δε θα καταφέρνανε ποτέ να ζήσουν. Σαυτές ακόμη τις δυοτρεις ημέρες, που τις άφησα να περάσουνε, για να δώσω καιρό στο κοριτσάκι να ησυχάσει), έκανα και μια κλεψιά, για να λυτρωθώ, χωρίς άλλο, από την ιδέα που μου 'χε καρφωθεί στο νου Ή και μονάχα για να κάνω γούστο. Αυτή η κλεψιά ήταν η μοναδική που 'χω κάνει στη ζωή μου. Σε δυο από τα επιπλωμένα δωμάτια που νοι κιάζονταν στο σπίτι μας, καθόταν ένασ υπάλληλος με την οικογένειά του. Ηταν άνθρωπος καμιά σαρανταριά χρονών, όχι πολύ κοντός και με καλό παρουσιαστικό, αλλά φτωχός. Δεν είχαμε σχέσεις πολλές και φοβότανε τη βρωμοπαρέα μου. Μόλις είχε πάρει το μισθό του είκοσι πέντε ρούβλια. Είχα πραγματικά ανάγκη από χρήματα τη στιγμή εκείνη (μ'όλο που θα 'παιρνα σίγουρα χρήματα σε τρεις μέρες με το ταχυδρομείο), έτσι που μπορεί να πιστέψει κανείς πως έκλεψα από ανάγκη κι όχι για να κάνω γούστο. Η κλεψιά μου έγινε με θρασύτητα και, σαννα πούμε, στα φανερά: μπήκα στην κάμαρα του υπαλλήλου, τη στιγμή που έτρωγε με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του στο άλλο δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα τής εισόδου, ήταν ακουμπισμένη σε μια καρέκλα η ρεντιγκότα του υπαλλήλου, η στολή του. Η σκέψη εκείνη μου καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό, καθώς περνούσα στο διάδρομο. Εχωσα το χέρι μου στην εσωτερική τσέπη της ρεντιγκότας κι έβγαλα από κει το πορτοφόλι. Ο

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 12: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

υπάλληλος όμως άκουσε τον ελαφρό Θόρυβο που είχα κάμει κι έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα της διπλανής κάμαρας. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδε το κίνημά μου, όχι όμως καθαρά, και δεν πίστεψε, βέβαια, μήτε στα ίδια του τα μάτια. Του εξήγησα πως περνώντας από την ανοιχτή του πόρτα, μπήκα μέσα για να δω την ώρα στο ρολόγι του τοίχου. Δε δουλεύει, έκαμε εκείνος κι αποτραβήχτηκε. Εκείνη την εποχή είχα πολλή όρεξη για πιοτό και κέρασα όλη την παλιοπαρέα μου. Πέταξα το πορτοφόλι στο δρόμο και κράτησα τα χαρτονομίσματα. Είχε μέσα τρία χαρτονομίσματα κόκκινα των δέκα ρουβλιών και δυο κίτρινα του ενός, τριάντα δυο ρούβλια όλαόλα. Χάλασα αμέσως το ένα από τα κόκκινα κι έστειλα να μας φέρουνε σαμπάνια, έπειτα ξόδεψα το δεύτερο κόκκινο κι ύστερα το τρίτο. Τέσσερις ώρες, πάνωκάτω, αργότερα, κατά το βράδυ, ο υπάλληλος με συνάντησε στο διάδρομο και με ζύγωσε. Νικόλα θσεβιλόδοβιτς, μου είπε, μπήκατε στην κάμαρά μου λίγες ώρες πριν μήπως ρίξατε, χωρίς να το θέλετε, τη στολή μου που ήτανε σε μια καρέκλα... κοντά στη πόρτα? Ναι. Καταγής? Στην αρχή στην καρέκλα κι ύστερα χάμω. Και σεις τη σηκώσατε? Τη σήκωσα. Λοιπόν, τι άλλο Θέλετε από μένα? Μα... αν είναι έτσι, αυτό ήταν όλο... Δεν τόλμησε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και δεν είπε μάλιστα τίποτα σε κανένα, τόσο οι άνθρωποι αυτοί δείχνονται δειλοί πολλές φορές. Επειτα, όλοι οι άλλοι νοικοκύρηδες με φοβόντουσαν πολύ και με σεβόντουσαν. Εκαμα γούστο ύστερα να καρφώνω τα μάτια μου απάνω του, αργότερα όμως κι αυτό δε μου 'κανε πια κέφι. Υστερα από τρεις μέρες, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Η μητέρα ετοιμαζότανε να βγει έξω μένα χοντρό πακέτο. Ο άντρας δε βρισκότανε φυσικά στο σπίτι κι έμεινα μονάχος με τη Ματριόσα. Τα παράθυρα που βλέπανε κατά την αυλή, ήταν ορθάνοιχτα. Στο σπίτι κάθονταν ένα σωρό τεχνίτες, κι έτσι, όλη τη μέρα, απ'όλα τα πατώματα ανέβαινε ο Θόρυβος των σφυριών και των τραγουδιών. Πέρασε μια ώρα. Η Ματριόσα, καθισμένη σένα μικρό πάγκο, στην καμαρούλα, μου είχε στραμμένη τη ράχη κι ήταν αφοσιωμένη σε κάποιο ράψιμο. ξαφνικά άρχισε να τραγουδά με σιγανή φωνή της ερχότανε κάπουκάπου τέτοιο κέφι. Εβγαλα το ρολόι μου. Ηταν δύο η ώρα. Ενιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σηκώθηκα και τη ζύγωσα σιγάσιγά. Το πεζούλι των παραθύρων ήτανε στολισμένο με πολλές γλάστρες από γεράνια κι ο ήλιος έλαμπε ζωηρά. Κάθισα σιμά της, χάμω στο πάτωμα. Πήρα το χέρι της και το φίλησα, την ανάγκασα να ξανακαθίσει κι άρχισα να την κοιτάζω μες στα μάτια. Η κίνησή μου, που τη φίλησα το χέρι, την έκαμε στην αρχή να γελάσει σαν παιδί, για ένα όμως δευτερόλεπτο μονάχα, γιατί ξανασηκώθηκε απάνω μένα πήδημα και τόσο τρομαγμένη τούτη τη φορά, που το πρόσωπό της ζάρωσε σπασμωδικά. Με κοίταζε με μάτια ακίνητα, γεμάτα τρόμο, και τα χείλια της σουφρώσανε, σαν να ήθελε να κλάψει δε φώναξε όμως. Φίλησα και πάλι το χέρι της και την πήρα στα γόνατά μου τότε αποτραβήχτηκε, ύστερα χαμογέλασε σαν να ντρεπότανε, μα με χαμόγελο βιασμένο. Ολο το πρόσωπό της κατακοκκίνησε από ντροπή. Της ψιθύρισα κι εγώ δε θυμούμαι πια τι λόγια, και γέλασα. Αξαφνα έγινε κάτι παράξενο, κάτι που με ξάφνιασε εξαιρετικά και που ποτέ μου δεν θα το ξεχάσω. Η μικρή έβαλε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου κι άρχισε τώρα κι αυτή να με φιλά με θέρμη. Το πρόσωπό της φανέρωνε αληθινή έκσταση.

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 13: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Σηκώθηκα έξω φρενών, τόση εντύπωση μου έκαμε τούτο, σένα πλασματάκι τόσο μικρό, κι άξαφνα αισθάνθηκα οίκτο. Οταν όλα τελειώσανε, η Ματριόσα φάνηκε πολύ ταραγμένη. Δεν προσπάθησα να την ησυχάσω και δεν τη χάϊδεψα πια. Με κοιτούσε χαμογελώντας δειλά. Το πρόσωπό της μου φάνηκε άξαφνα ηλίθιο. Η ταραχή της γινότανε ολοένα μεγαλύτερη. Τέλος, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά με την όψη γυρισμένη κατά τον τοίχο. Φοβόμουνα μήπως την πιάσει καινούργια τρομάρα και βγήκα σιγανάσιγανά απ'το σπίτι. θαρρώ πως, ό,τι έγινε, θα της προκάλεσε αφάνταστη φρίκη, καθώς ήταν τόσο φοβερά τρομαγμένη. Μ'όλο που θα ήτανε συνηθισμένη ν'ακούει, κι απ'τον καιρό που ήτανε στην κούνiα ακόμα, βρισιές αισχρές, είμαι ωστόσο σίγουρος' πως δεν τις καταλάβαινε καθόλου. Είχε τώρα, δίχως άλλο, την πεποίθηση, πως έκαμε κάποιο τον τρόμο μου, τόσο που έπαψα ακόμη και να μισώ πια τη μικρή. Δεν ήθελα πια να τη σκοτώσω, κι αυτή ήταν η καινούργια σκέψη που μου ήρθε στη Φοντάνκα. Τότε πρόσεξα, γιά πρώτη φορά στη ζωή μου πως ο φόβος, όταν φτάσει στη μεγαλύτερη έντασή του, διώχνει το μίσος και κάθε αίσθημα εκδίκησης. ξύπνησα κατά το μεσημέρι, αρκετά καλά στην υγεία μου, απορώντας μάλιστα με τα χθεσινά αισθήματα. Ντράπηκα που θέλησα να γίνω φονιάς. Ωστόσο δεν ήμουν καθόλου στα κέφια μου και παρ'όλη μου την απέχθεια, ήμουν αναγκασμένος να πάω στη Γκοροχοβίγια. θυμούμαι, πως τη στιγμή εκείνη ένιωσα πολύ δυνατή διάθεση να τσακωθώ άγρια με κάποιον. μα, σαν έφτασα στην κάμαρά μου στη Γκοροχοβίγια, βρήκα εκεί την καμαριέρα, τη Nίνα, εκείνην που 'ρχότανε σπίτι μου συχνά και που με περίμενε από μια ώρα Δεν τ'αγαπούσα καθόλου αυτό το κορίτσι γιαυτό τη βρήκα και κάπως μαγγωμένη, σαν να φοβότανε μήπως με δυσαρεστούσε με την επίσκεψή της. Πάντα ερχότανε με τέτοιο φόβο. Τούτη όμως τη φορά ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που τη βρήκα, κι αυτό την ενθουσίασε. Ηταν αρκετά νόστιμη, ντροπαλή όμως, κι είχε τους τρόπους εκείνους που εκτιμούν πολύ οι μικροαστοί. Τις βρήκα και τις δυο μπρος σε δυο φλυτζάνια καφέ, κι η νοικοκυρά μου ήταν ενθουσιασμένη με την ευχάριστη κουβέντα τους. Σε μια γωνιά της άλλης κάμαρας, πήρε το μάτι μου τη ήήτριόσα. 'Ηταν ορθή, κοιτάζοντας δίχως να σηκώνει τα μάτια τη μητέρα της και την ξένη. Αμα μπήκα μέσα, δεν κρύφτηκε, όπως την άλλη τη φορά τούτο μου 'κανε εντύπωση, και καρφώθηκε βαθιά μες στο μυαλό μου. Μου φάνηκε μονάχα πως είχε αδυνατήσει πολύ και πως την έκαιγε η θέρμη. Μίλησα με μεγάλη εγκαρδιότητα με τη Nίνα, έτσι που έφυγε καταχαρούμενη. βγήκαμε έξω μαζί. Για δυο μέρες δεν ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Είχα παρασκοτιστεί μ'όλα τούτα και βαριόμουν τρομαχτικά. Εφτασα στο σημείο ν'αποφασίσω να δώσω μια και καλή ένα τέλος στην κατάσταση αυτή και να φύγω απ'την Πετρούπολη. Σαν ξαναπήγα όμως στη Γκοροχοβίγια, για να ξενοικιάσω την κάμαρά μου, βρήκα τη νοικοκυρά πάρα πολύ στενοχωρημένη. Η Ματριόσα ήταν από δυο μέρες άρρωστη κι είχε παραμιλητά τη νύχτα. Φυσικά, ρώτησα αμέσως τι έλεγε στα παραμιλητά της. Μιλούσαμε με σιγανή φωνή μες στην κάμαρά μου. Η μάνα μού ψιθύρισε, πως η μικρή έλεγε πράματα <τρομερά>. <Σκότωσα το θεό> έλεγε. της είπα να πάω να φέρω γιατρό μ'έξοδα δικά μου, αλλά εκείνη αρνήθηκε, προσθέτοντας: <Με

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 14: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

τη βοήθεια του θεού, θα περάσει κι αυτό> δεν κάθεται όλη την ώρα ξαπλωμένη, τώρα δα είχε πάει κιόλας στον μπακάλη,. Αποφάσισα να ξαναγυρίσω, για να βρώ τη Ματριόσα μονάχη της, γιατί η νοικοκυρά μου είπε πως είχε κάπου να πάει κατά τις πέντε το βράδυ. Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα μήτε ο ίδιος καλάκαλά για ποιο λόγο ήθελα να κάμω αυτήν την επίσκεψη. Εφαγα σένα μαγέρικο. Στις τέσσερις και τέταρτο ακριβώς, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Μπήκα όπως πάντα ανοίγοντας την πόρτα με το κλειδί μου. Μονάχα η Ματριόσα ήτανε μέσα. Ηταν ξαπλωμένη στο σκοτεινό καμαρίνι, πίσω από ένα παραβάν, στο κρεβάτι της μητέρας της την είδα που έβγαλε μια στιγμή το κεφάλι, μα έκαμα πως δεν την πήρα χαμπάρι. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Εκανε ζέστη και μάλιστα ζέστη πολλή. Περπάτησα κάμποση ώρα πάνωκάτω στην κάμαρα, ύστερα κάθισα στο ντιβάνι. Τα θυμούμαι όλα, ως στην τελευταία στιγμή. Δεν ήξερα καλάκαλά γιατί ένιωθα ευχαρίστηση να μη μιλώ στο κορίτσι και να την κάνω να μαραζώνει. Εμεινα έτσι ώρα ολάκερη, όταν άξαφνα η μικρή σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε από πίσω από το παραβάν. Ακουσα τα δυο ποδάρια της που ακούμπησαν στο πάτωμα, έπειτα τα βιαστικά πατήματά της και τέλος φάνηκε στο κατώφλι της κάμαράς μου. Αισθάνθηκα πολύ πρόστυχος, που ένιωσα χαρά καθώς την είδα, να 'ρχεται αυτή πρώτη. Ω! τι ανανδρία φανερώνανε όλα τούτα και πόσο ντράπηκα! Εστεκε σιωπηλή και με κοιτούσε. Καθώς δεν την είχα δει κάμποσες μέρες, πρόσεξα πως είχε αδυνατίσει πολύ. Τα μάτια της είχανε μεγαλώσει και μου φάνηκε στην αρχή πως καρφώνονταν απάνω μου με μιαν αόριστη περιέργεια. Εξακολουθούσα να μένω καθιστός και να την εξετάζω. Αξαφνα ένιωσα και πάλι μίσος εναντίον της. Σε λίγο σχημάτισα την ιδέα πως δε με φοβότανε πια καθόλου ίσως να μην είχε καμιά συναίσθηση για τίποτα. Μεμιάς όμως άρχισε να κουνά το κεφάλι, όπως κάνουν τ'αφελή πλάσματα, που δεν έχουν τρόπους, όταν θέλουν να κατηγορήσουν κάποιον για καμιά πράξη τους. Υστερα, απότομα πάλι, σήκωσε τη μικρή γροθιά της και με φοβέρισε από τη θέση της. Την πρώτη στιγμή, η κίνηση αυτή μου φάνηκε γελοία, αλλά, αμέσως ύστερα από λίγο σηκώθηκα κι έκαμα μερικά βήματα κατατρομαγμένος. Το πρόσωπό της φανέρωνε τέτοια απελπισία, που μου 'κανε κακό να τη βλέπω σένα πλασματάκι τόσο μικρό. Εξακολούθησε να κινεί προς το μέρος μου τη μικρή γροθιά της και να λικνίζει μ'έκφραση κατηγόριας το κεφάλι. άρχισα να της μιλώ με γλύκα και με σιγανή φωνή, από ανανδρία βέβαια, ένιωσα όμως πως δεν καταλάβαινε φοβήθηκα τότε περισσότερο. Αξαφνα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, όπως την άλλη τη φορά, ζύγωσε στο παράθυρο, και μου έστρεψε τη ράχη. ξαναγύρισα στην κάμαρά μου και κάθισα κι εγώ σιμά στο παράθυρο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έφυγα, αλλά εξακολούθησα να παραμένω, προσμένοντας, δίχως άλλο, ποιος ξέρει τι. ίσως, αν έμενα πολλή ώρα έτσι, να τη σκότωνα σίγουρα, για να δώσω ένα οποιοδήποτε τέλος σαυτήν την κατάσταση. άκουσα όμως και πάλι τα βιαστικά βήματά της και την είδα να βγαίνει από την πόρτα, κι ύστερα να τραβά μέσα από το ξύλινο χαγιάτι, απ' όπου κατέβαινε η σκάλα. Την ακολούθησα αμέσως και πρόφτασα να τη δω που έμπαινε σε μια καμαρούλα σκοτεινή, σένα είδος αποθήκης μικρής, που ήτανε δίπλα στο αποχωρητήριο... θυμάμαι, πως η καρδιά μου χτυπούσε φοβερά. Μια στιγμή αργότερα,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 15: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

κοίταξα το ρολόι μου κι έβαλα στο νου μου τι ώρα ήτανε ακριβώς. Τι μ' έσπρωχνε να δω ακριβώς την ώρα, δεν το καλοξέρω σίγουρο είναι πως επιθυμούσα να τα παρατηρήσω όλα καλά και τα θυμάμαι περίφημα όλα. Σκοτείνιαζε μια μύγα σφύριζε πάνω από το κεφάλι μου και κάθισε στο πρόσωπό μου. Την τσάκωσα, την κράτησα λίγες στιγμές μες στα δάχτυλά μου και την άφησα να φύγει απ' το παράθυρο. ένα καρότσι μπήκε με μεγάλο θόρυβο στην αυλή. Από πολλή ώρα, κάποιος ράφτης ξελαρυγγιαζότανε τραγουδώντας σιμά σένα παράθυρο, σύρριζα σε μια κόχη της αυλής. Καθότανε στη δουλειά του κι εγώ τον έβλεπα πολύ καλά. Μου ήρθε στο νου η σκέψη πως αφού κανένας δε με είχε απαντήσει, όταν πέρασα από την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκα στη σκάλα, έπρεπε ν'αποφύγω κάθε συναπάντημα, άμα θα κατέβαινα. Εσπρωξα λοιπόν πίσω από το παράθυρο την καρέκλα μου και κάθισα με τέτοιο τρόπο, που να μην μπορούν οι νοικάρηδες να με βλέπουν. κοιτάζω προσεχτικά μια μικρουλίτσα αράχνη κόκκινη, που είχε σταθεί σένα φύλλο απ' το γεράνι βυθίστηκα έτσι σ'όνειρα. Τα Θυμούμαι όλα, ως στην πιο μικρή λεπτομέρεια. αξαφνα, έβγαλα και πάλι το ρολόι μου: είχαν περάσει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που είχε βγει η μικρή. Οι υποψίες μου αρχίσανε να παίρνουνε το δρόμο της βεβαιότητας. Τότε πήρα απόφαση να περιμένω ένα τέταρτο της ώρας ακόμα. Εδωσα στον εαυτό μου την προθεσμία αυτή. Υστερα μου ήρθε η σκέψη να βεβαιωθώ μήπως η μικρή ξαναγύρισε, δίχως να την πάρω χαμπάρι. Σιωπή όμως απόλυτη βασίλευε και Θα μπορούσα ν'ακούσω ακόμα και το Θόρυβο εντόμου. ξαφνικά, η καρδιά μου ξανάρχισε να χτυπά. Εβγαλα το ρολόι μου μένανε ακόμα τρία λεπτά τ'άφησα κι αυτά να περάσουνε, μ'όλο που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο, που έλεγα πως Θα σπάσει. Σηκώθηκα τέλος, έβαλα το καπέλο στο κεφάλι μου, κούμπωσα το πανωφόρι μου κι έριξα μια ματιά γύρω μου για να σιγουρευτώ πως δεν άφησα κανένα ίχνος στο πέρασμά μου. Εσπρωξα μαλακά την καρέκλα κατά το παράθυρο για να μπει πάλι στην αρχική της Θέση. Ανοιξα την πόρτα της εξόδου, την έκλεισα πάλι, την κλείδωσα και τράβηξα κατά το σκοτεινό καμαράκι. Η πόρτα ήταν κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη έπειτα ήξερα πως δεν κλειδωνότανε ποτέ δεν είχα όμως σκοπό να την ανοίξω ανασηκώθηκα μονάχα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα μέσα από τη χαραμάδα στο επάνω μέρος της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή Θυμήθηκα πως καθώς. καθόμουνα σιμά στο παράθυρο και κοίταζα προσεχτικά τη μικρή κόκκινη αράχνη, έβαζα με το νου ìου την κίνηση αυτή ακριβώς: να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου και να κοιτάξω απ' το πάνω μέρος που χάσκει η πόρτα. ,Τη σημειώνω τούτη δω τη λεπτομέρεια, γιατί Θέλω να δείξω καθαρά και ξάστερα πόσο καλά ήμουνα στα λογικά μου, πως δεν ήμουνα τρελός, και πως είμαι υπεύθυνος για όλα. Κοίταξα ώρα πολλή από τη χαραμάδα, γιατί ήτανε σκοτεινά, όχι όμως ολότελα σκοτεινά. Μένα λόγο, είδα ό,τι μου χρειαζότανε... Αποφάσισα τότε να φύγω, και κατέβηκα τη σκάλα. Δεν συνάντησα κανέναν και κανένας δε Θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον μου. "Υστερα από τρεις ώρες ήμουνα μ'όλη την βρωμοπαρέα κι έπινα τσαϊ σε κάποιο εστιατόριο, παίζοντας χαρτιά με βγαλμένο σακάκι. Ο Λιεβιαδκίν απάγγελε στίχους. Είχα πολύ κέφι έλεγα πολλές εξυπνάδες και τους έκανα όλους να γελούν. Κανένας δεν έπινε, μ'όλο που ήτανε απάνω στο τραπέζι μια μποτίλια ρούμι.

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 16: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Μονάχα ο Λιεβιαδκίν την τίμησε. Ο Μάλωφ είπε: <αμα ο Νικόλας ο θσεβολόδοβιτς είναι ευχαριστημένος και δεν έχει καπρίτσια, όλοι οι δικοί μας είναι γελαστοί και μιλούνε με πνεύμα>. Το κάρφωσα τούτο στο μυαλό μου και το αποτέλεσμα ήτανε να είμαι χαρωπός, ευχαριστημένος και έξυπνος. θυμούμαι ωστόσο περίφημα, πως ένιωθα συγχρόνως κι όλη την ατιμία και την ανανδρία μου, επειδή ακριβώς ήμουνα όλο χαρά νιώθοντας τον εαυτό μου λυτρωμένο και ήξερα πως ποτέ πια δε θα είχα αισθήματα ευγενικά, μήτε εδώ κάτω μήτε στην άλλη τη ζωή ποτέ. Κι ακόμα κάτι άλλο: Τη στιγμή εκείνη πραγματοποίησα τον εβραϊκό το λόγο: <'Ο,τι έρχεται από τον εαυτό σου είναι κακό, μα δε βρωμά>. Γιατί, μ'ολο που καταλάβαινα καλά πως ήμουν άθλιος, δεν ντρεπόμουν για τούτο μήτε και βασανιζόμουνα. Καθώς έπινα τότε το τσάϊ και συζητούσα με τους άλλους, συλλογιζόμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν ξέρω κι ούτε αισθάνομαι το κακό και το καλό και πως όχι μονάχα έχασα την αίσθηση αυτή, αλλά ήξερα πως το κακό και το καλό δεν υπάρχουν, πως όλα αυτά ήτανε μονάχα προλήψεις μπορούσα να λυτρωθώ από κάθε πρόληψη αν όμως έφτανα ως στην απολύτρωση αυτή, θα χανόμουνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα συνείδηση τούτης της αλήθειας και την ένιωσα εκείνη ακριβώς τη στιγμή που διασκέδαζα την παρέα με τις εξυπνάδες μου. Το θυμάμαι περίφημα. Πολλές φορές, παλιές σκέψεις σου παρουσιάζονται σαν ολοκαίνουργιες, κάποτε κι ύστερα από πενήντα χρόνια ζωής. Παρ'όλα αυτά, είχα πάντα τέσσερα τα μάτια μου και περίμενα πως κάτι Θα μου τύχει. Και στις έντεκα το βράδυ, έτρεξε η κόρη του πορτιέρη του σπιτιού της Γκοροχοβίγιας και μου 'φερε την είδηση πως η Ματριόσα κρεμάστηκε. Ακολούθησα το κοριτσάκι και βεβαιώθηκα πως η νοικοκυρά μου δεν ήξερε για ποιο λόγο είχε στείλει την κοπέλα εκείνη να με ειδοποιήσει. Ούρλιαζε και χτυπούσε το κεφάλι της, όπως κάνουν όλες αυτές οι γυναίκες σε παρόμοια κατάσταση. Ητανε εκεί κόσμος πολύς και αστυφύλακες. Εμεινα λίγη ώρα και ύστερα έφυγα. Δε με σκοτίσανε καθόλου, παρά μόνο για να μου γυρέψουν μερικές πληροφορίες. Είπα μονάχα πως το κορίτσι ήταν άρρωστο, είχε παραμιλητά και πως είχα προτείνει κιόλας να 'ρθει γιατρός και να τον πληρώσω εγώ. Μα ρωτήσανε ακόμα και σχετικά με το σουγιά είπα πως η νοικοκυρά είχε δείρει τότε την κόρη της, μα πως αυτό το πράμα δεν μπορούσε να 'χει συνέπειες. Οσο για την παρουσία μου στο σπίτι, εκείνο το βράδυ της αυτοκτονίας της Ματριόσας, αυτή δεν την υποπτεύθηκε κανένας. Η υπόθεση δεν είχε λοιπόν συνέπειες. Δεν ξαναγύρισα εκεί ολόκληρη τη βδομάδα κι όταν ξαναπήγα, ξενοίκιασα το δωμάτιο. Η νοικοκυρά εξακολουθούσε ακόμα να θρηνεί, μ'όλο που άρχισε και πάλι να ράβει τα κουρέλια της, όπως πάντα. Για το σουγιά σας τη μάλωσα όσο δεν έπρεπε, μου είπε χωρίς να δώσει και πολύ σημασία σαυτά τα λόγια της. ,το δωμάτιο το ξενοίκιασα με την πρόφαση πως στενοχωριόμουνα να δέχομαι τη Νίνα σε τέτοια κατοικία. Τούτο έδωσε αφορμή στη νοικοκυρά να πει μερικά καλά λόγια για τη Nίνα. Καθώς έφευγα, άφησα πέντε ρούβλια παραπάνω από το ποσό που χρωστούσα. Αφού πέρασε πια ο κίνδυνος, θα είχα ξεχάσει ολότελα το επεισόδιο της Γκοροχοβίγιας, όπως ξεχνούσα κάθε τι που γινόταν την εποχή εκείνη, αν δεν ξαναθυμόμουν στην αρχή με οργή την ανανδρία που είχα δείξει. έχυνα τη χολή μου σ'ό,τι μπορούσα. Μου ήρθε ακόμη η

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 17: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ιδέα να χαλάσω τη ζωή κανενός, όσο πιο χειρότερα ήτανε βολετό. Ενα χρόνο νωρίτερα, μου είχε περάσει κιόλας απ' το νου ν'αυτοκτονήσω ύστερα βρήκα κάτι καλύτερο να κάμω. ,Κοιτάζοντας μια μέρα τη στραβοκάνα τη Μαρία Λιεβιαδκίνα, που βοηθούσε στο συγύρισμα των νοικιασμένων δωματίων, αποφάσισα εντελώς ξαφνικά να την παντρευτώ. Δεν ήταν ακόμα τότε τρελή, αλλά μονάχα ηλίθια, αλλοπαρμένη, κι ερωτευμένη στα κρυφά με μένα. Η ιδέα της παντρειάς του Σταυρόγκιν με πλάσμα που έστεκε στο πιο χαμηλό κοινωνικό σκαλοπάτι, μου ερέθιζε τα νεύρα. Αδύνατο να βάλεις με το νου σου κάτι περισσότερο παλαβό. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Ητανε τάχα απόφαση ασυνείδητη που την πήρα μόνο και μόνο επειδή τα είχα με τον εαυτό μου για την ανανδρία που έδειξα τότε στην υπόθεση της Ματριόσας? Δεν το πιστεύω. Οπως και να 'ναι δεν παντρεύτηκα μονάχα επειδή το 'βαλα στοίχημα στο μεθύσι απάνω, που λέει ο λόγος. Οι μάρτυρες του γάμου ήτανε ο Κυρίλωφ και ο Πέτρος Βερχοβένσκυ, που βρισκόντανε τότε στην Πετρούπολη, περαστικοί, έπειτα ο Λιεβιαδκίν ο ίδιος κι ο Μαλώφ (που πέθανε αργότερα). Δώσανε το λόγο τους να βαστάξουνε μυστικό το γάμο τούτο και κανείς άλλος δεν τον έμαθε ποτέ. Η σιωπή αυτή μου φαινότανε πάντα σαν παλιανθρωπιά κανένας όμως δε φανέρωσε ως τώρα τίποτα, μ'όλο που είχα σταθερή πρόθεση να τα διαδώσω όλα το κάνω λοιπόν κι αυτό τώρα μαζί μ'όλα τ' άλλα. Μόλις τέλειωσε η τελετή του γάμου, έφυγα για την επαρχία, όπου έμενε η μητέρα μου. Πήγα εκεί για ν'αλλάξω κέφι, επειδή η κατάστασή μου ήταν ανυπόφορη. Αφησα στην πόλη μας την εντύπωση πως ήμουν τρελός, εντύπωση που δεν έσβησε ακόμα και που σίγουρα με ζημιώνει. Υστερα, έφυγα για το εξωτερικό, όπου έμεινα τέσσερα χρόνια. Ταξίδεψα στην Ανατολή σένα μοναστήρι του Αγίου Ορους, παρακολούθησα λειτουργίες που βαστούσανε οχτώ ώρες, δίχως διακοπή πήγα στην Αίγυπτο, έζησα στην Ελβετία και τράβηξα ως στην Ισπανία απάνω. Ακολούθησα ένα ολόκληρο χρόνο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγκης στη Γερανία. Την τελευταία χρονιά σχετίστηκα στο Παρίσι με μια οικογένεια ρώσικη, ανώτερης αριστοκρατίας κι έπειτα με δυο νέες κοπέλες Ρωσίδες στην Ελβετία. Περνώντας από τη Φρανγκφούρτη, εδώ και κάνα δυο χρόνια, είδα σε μια βιτρίνα, ανάμεσα από πολλές φωτογραφίες, την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού, που μ'όλο που φορούσε πολύ κομψά και πλούσια ρούχα, έμοιαζε ωστόσο εξαιρετικά με τη Ματριόσα. Αγόρασα αμέσως τη φωτογραφία, και σαν γύρισα στο ξενοδοχείο την τοποθέτησα απάνω στο τζάκι μου. Εμεινε εκεί μια βδομάδα ολόκληρη, δίχως να της ρίξω ματιά ούτε για μια φορά, και φεύγοντας από τη Φραγκφούρτη την ξέχασα. Το σημειώνω τούτο, για να δείξω ως ποιο σημείο κατάφερνα να είμαι κύριος του μνημονικού μου και πόσο ήμουνα αναίσθητος απέναντι στις αναμνήσεις μου. Τις ξανάφερνα όλες μεμιάς και σβήνανε πάλι ολότελα κάθε φορά που το ήθελα. Γενικά, τα περασμένα με βαριεστούσανε πάντα και δεν μπορούσα ποτέ να μιλώ γιαυτά, όπως κάνει πάνωκάτω όλος ο κόσμος, αφού μάλιστα τα περασμένα μου, όπως και καθετί που αναφερότανε σ' εμένα, μου ήτανε μισητά. Οσο για τη Ματριόσα, ξέχασα ακόμα και τη φωτογραφία της απάνω στο τζάκι. Πέρσι την άνοιξη, καθώς περνούσα από τη Γερμανία, ξέχασα από αφηρημάδα να κατεβώ στο σταθμό, όπου θα'πρεπε ν' αλλάξω βαγόνι. Με υποχρεώσανε να βγω από το τρένο

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 18: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

στην επόμενη στάση. Ηταν δύο η ώρα τ'απόγεμα κι ημέρα ξάστερη. Βρισκόμουνα σε μια πολύ μικρή γερμανική πολίχνη. Επρεπε να περιμένω ως στις έντεκα τη νύχτα το πέρασμα του άλλου τρένου. Δεν ήμουνα και πολύ δυσαρεστημένος με την περιπέτειά μου αυτή, γιατί το ταξίδι μου δεν ήτανε καθόλου βιαστικό. Μου δείξανε ένα ξενοδοχείο, μικρό και όχι πολύ άνετο, μα που ήτανε ζωσμένο ολόκληρο από πρασινάδες κι από ανθισμένες βραγιές. Εφαγα πολύ καλά και καθώς είχα ταξιδέψει όλη τη νύχτα, ξαπλώθηκα στο κρεβάτι κατά τις τέσσερις τ' απόγεμα και πήρα έναν ύπνο περίφημο. ,Είδα ένα όνειρο πολύ αλλόκοτο ποτέ μου άλλη φορά δεν είχα δει παρόμοιο. Στην πινακοθήκη της Δρέσδης υπάρχει μια εικόνα του Κλωντ Λορραίν, που, αν δε γελιέμαι, αναφέρεται στον κατάλογο <ακις και Γαλάτεια> εγώ την ονόμαζα πάντα <Ο χρυσούς αιών>, δίχως να πολυξέρω για ποιο λόγο. Την είχα δει κι άλλες φορές πρωτύτερα, ωστόσο μου είχε κάνει και πάλι εντύπωση, πριν από τρεις μέρες, όταν πέρασα από εκεί. Πήγα μάλιστα επίτηδες για να τη δω, κι ίσως μονάχα για χατίρι της να έκανε στάση στη Δρέσδη. Τούτη την εικόνα είδα στ'όνειρό μού, όχι όμως σαν κάδρο, αλλά σαν τοπίο αληθινό. "ήταν ένας μικρός όρμος μαγευτικός του Ελληνικού αρχιπελάγους γαλανά παιχνιδιάρικα κύματα, νησιά και βράχια, ακρογιαλιές ανθισμένες, μαγευτικό πανόραμα στο βάθος κι ένα ηλιοβασίλεμα γλυκό που δε βρίσκεις λόγια να το παραστήσεις. Εδώ ήτανε το λίκνο των Ευρωπαίων, εδώ πρωτοπαίχτηκαν οι πρώτες σκηνές της μυθολογίας, εδώ ήταν ο επίγειος παράδεισος. Εδώ ζούσανε θέίκά ωραίοι άνθρωποι. ξυπνούσανε και κοιμόντανε ευτυχισμένοι κι αγνοί. Τα χαρωπά τραγούδια τους αντηχούσανε μέσα στις λόχμες, η τεράστια αφθονία ολόδροσων χυμών, ξεσπούσε σ'έρωτα και σ'αθώες χαρές... ο ήλιος πλημμύριζε με τις αχτίνες του τα νησιά και τη θάλασσα, χαρούμενος που φώτιζε τα θεόμορφα παιδιά του. Ονειρο μαγευτικό. Ομορφη πλάνη. Ονειρο, τρέλα, ομορφιά από τις πιο απίστευτες, που σαυτήν όμως αφιέρωσε από την αρχή η ανθρωπότητα όλες της τις δυνάμεις, που γιαυτήν τα Θυσίασε όλα, που γιαυτήν σκοτώθηκαν και σταυρωθήκανε οι προφήτες της και που χωρίς αυτήν οι λαοί δε Θέλουνε να ζήσουν και δεν μπορούν να πεθάνουν. Ολα αυτά μου φάνηκαν σαν να τα ζούσα μέσα στ'όνειρό μου. Τι ονειρεύτηκα, καλάκαλά, δεν το ξέρω. Οι βράχοι όμως, η Θάλασσα, οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, όλα αυτά ήτανε ακόμα μες στο μυαλό μου, όταν ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν υγρά, μουσκεμένα από τα δάκρυα. Ενα συναίσθημα πρωτόγνωρης ως τότε ευτυχίας γέμιζε την καρδιά μου κάνοντάς τη να πονεί. Είχε βραδιάσει. Ο ήλιος που βασίλευε έριχνε μέσα από την πρασινάδα των λουλουδιών, που άνθιζαν στις γλάστρες, στο πεζούλι του παράθυρου, δεμάτι ολόκληρο από λοξές αχτίνες κι ήμουνα λουσμένος μες στο φως. 'Εκλεισα γρήγορα ξανά τα μάτια, διψώντας να βυθιστώ και πάλι στ'όνειρο άξαφνα, όμως, μέσα στο λαμπρό, ολόλαμπρο φως, είδα ένα μικρουλάκι στίγμα σκοτεινό. Το στίγμα αυτό πήρε μορφή και ξάφνου είδα ολοκάθαρα μια πολύ μικρή, κατακόκκινη αράχνη. Την είδα όπως ακριβώς την είχα αντικρύσει στο φύλλο του γερανιού, τότε που οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βμπαίνανε όπως τώρα, από ένα παράθυρο. Ενιωσα σαν να 'σκιζε μια μαχαιριά τις σάρκες μου τινάχτηκα απάνω, και κάθισα στο κρεβάτι

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 19: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

(ξανάζησα ό,τι είχα αισθανθεί τότε). <Την είδα μπροστά μου>, ω! όχι ξύπνιος... ας ήτανε όραμα αληθινό..., είδα τη Ματριόσα αδυνατισμε νη με μάτια κόκκινα απ'τη ΘέΡμη, απαράλλαχτα όπως τότε, όταν έστεκε ορθια στο κατώφλι της κάμαράς μου και κουνώντας το κεφάλι, σήκωσε προς το μέρος μου τη μικρούτσικη γροθιά της Τέτοιον πόνο δεν είχα νιώσει άλλη φορά. Τη ΘλιβεΡή απελπισία τού αβοήθητου μικρόμυαλου ακόμα παιδιού, που με φοβέριζε (και με τι? αχ, θεέ μου, τι μπορούσε να μου κάμει?), αλλά που, φυσικά, μόνο τον εαυτό του κατηγοΡούσε. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τέτοιο πράμα.. 'Εμεινα έτσι ακίνητος, ώσπου νύχτωσε, ξεχνώντας πως οι ώρες περνούσανε. Να το ονομάσω μετάνοια? Δεν ξέρω και μήτε μπορώ να το πω τούτο τύψη, μου. σήμερα ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου, σήμεΡα η Θύμηση αυτου του κακού που έκανα, να μη μου φέρνει αηδία. Μπορεί η Θύμηση αυτή να'χει μέσα της κάτι ευχάριστο, κάτι που μπορεί να κεντά το πάθος μου. Όχι, το πιο ανυπόφορο για μένα είναι η οπτασία αυτή, καθώς την βλέπω στο κατώφλι, με τη γροθίτσα της σηκωμένη κι απειλητική, καθώς τη βλέπω έτσι, σ' εκείνη μόνο τη στιγμή με εκείνο το κούνημα μονάχα του κεφαλιού... αυτό... αυτό είναι για μένα ανυπόφορο κι η οπτασία αυτή μου φανερώνεται σχεδόν κάθε μέρα από τότε... Και δεν προβάλλει μονάχη της, έτσι ξαφνικά: Εγώ την προκαλώ και δεν μπορώ να μην την προκαλέσω, μ'όλο που είναι το βασανιστήριο της ζωής μου. Ω! Να ήτανε βολετό να την έβλεπα μια φορά μονάχα, αληθινά Ή σε κανένα είδος παραίσθησης.. Εχω κι όλλες πολλές παλιές αναμνήσεις, ακόμη χειρότερες. Φέρθηκα πολύ πιο άτιμα σε κάποια γυναίκα που πέθανε από το κακό της. Σκότωσα σε μονομαχία δυο ανθρώπους, που δε μου φταίξανε σε τίποτα. Μια μέρα πάλι με πρόσβαλε θανάσιμα ένας άλλος άνθρωπος και δεν εκδικήθηκα. Εχω στη συνείδησή μου έναν δηλητηριασμό από πρόθεση, που πέτυχε και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ (αν είναι ανάγκη, θα φανερώσω όλα τα καθέκαστα). Γιατί όμως καμιά από τις αναμνήσεις αυτές δεν ξυπνά μέσα μου συναίσθημα παρόμοιο με τη θύμηση της Ματριόσας Περιπλανήθηκα έπειτα εδώ κι εκεί, ένα χρόνο ολάκερο πάνω κάτω, πολεμώντας να βρω καμιά δουλειά. ξέρω, πως θα μπορούσα να διώξω την οπτασία της κόρης, τη στιγμή που θα το ήθελα. Κρατώ ολότελα στα χέρια μου τη θέλησή μου όπως κι άλλοτε. Μα ποτέ μου δεν το θέλησα αυτό, δεν το θέλω τώρα και δε θα το θελήσω. Το ξέρω από πριν. θα τραβήξει έτσι η κατάσταση, ως στη μέρα που θα τρελαθώ. ,Δυο μήνες ύστερα από το θαυμαστό εκείνο όνειρό μου μου ήρθε και πάλι η διάθεση να ερωτευτώ στην Ελβετία μια νέα κοπέλα Ή σωστότέρα να νιώσω ξανά κάποιο από κείνα τα ξεσπάσματα του πάθους, από κείνα τα ξεχειλίσματα που τόσο συχνά πάθαινα άλλοτε. Μου ερχόταν η άγρια επιθυμία να κάνω κι άλλο, καινούργιο έγκλημα να γίνω μ'άλλα λόγια, δίγαμος (αφού ήμουνα πια παντρεμένος). Αλλά το έσκασα, σύμφωνα με την συμβουλή μιας άλλης κόρης, που της τα ειχα πει όλα πάνωκάτω, ακόμα και το πως δεν αγαπουσα καθόλου εκείνην που λαχταρούσα να παντρευτω και πως δεν μπορούσα ν' αγαπήσω ψυχή. Επειτα, και τούτο το καινούργιο έγκλημά μου δε Θα με λύτρωνε καθόλου από τη Ματριόσα... Ετσι πήρα την απόφαση να τυπώσω τούτα δω τα φύλλα σε τριακόσια αντίτυπα και να τα κουβαλήσω μαζί μου στη Ρωσία. Σαν έρθει η ώρα θα τα δείξω στην αστυνομία και στις τοπικές αρχές θα τα στείλω ακόμα και στις

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 20: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

εφημερίδες, με την παράκληση να τα δημοσιεύσουν, καθώς και σένα σωρό πρόσωπα που με ξέρουνε, στην Πετρούπολη και σ'όλη τη Ρωσία. θα βγει και μετάφραση στο εξωτερικό. ξέρω, πως από την άποψη της ποινικής νομοθεσίας δεν έχω να πάθω τίποτα, ίσως μικροπράγματα μονάχα μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου κι άλλον κατηγόρο δεν έχω απόδειξη δεν υπάρχει καμιά Ή πολύ λίγες τέλος, η ιδέα της διανοητικής μου ανισορροπίας, που καρφώθηκε στα μυαλά όλων, καθώς και οι προσπάθειες των συγγενικών μου κύκλων να εκμεταλλευτούν τούτη την ιδέα, θα αποκλείσουν κάθε κίνδυνο ποινικής δίωξης. Το δηλώνω και τούτο, ανάμεσα στ' άλλα, για να δείξω πως έχω ολότελα τα λογικά μου κι έχω κι απόλυτη συναίσθηση της θέσης μου. Εκείνο όμως που θέλω, είναι να με αντικρίζουνε όλοι που θα διαβάσουνε την εξομολόγησή μου, ακριβώς όπως είμαι, όπως θα τους αντικρίζω κι εγώ. Οσο περισσότεροι είναι αυτοί, τόσο το καλύτερο. Αν θα με ξαλαφρώσει τούτο, δεν το ξέρω. αλλο όμως δε μου απόμεινε να κάμω. ξαναλέω τούτο: Αν γινότανε κάποια καλή έρευνα στ'αρχεία της αστυνομίας της Πετρούπολης, θα βρισκότανε, σήμερα κάποιο ίχνος. Οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι που ήξερα, μπορεί να κάθονται ακόμα στην πρωτεύουσα το σπίτι τους θα το 'βρισκε κανείς εύκολα. Ητανε ανοιχτογάλαζο. Εγώ όμως δε θα ταξιδέψω, δε θα πάω πουθενά και θα καθίσω κάμποσο καιρό (κάναδυο χρονια) στο Σκβορεσνίκη, στο χτήμα της μητέρας μου. Αμα με γυρέψει κανείς, θα παρουσιαστώ στη στιγμή. Νικόλας Σταυρόγκιν. Το διάβασμα κράτησε μιαν ώρα πάνωκάτω. ο Τύχων διάβαζε αργά κι ίσως να ξανακοιτούσε μερικά μέρη. Στο διάστημα αυτό, ο Σταυρόγκιν καθότανε ακίνητος και σιωπηλός, σε μια γωνιά του ντιβανιού, ακουμπισμένος στη ράχη πίσω και προσμένοντας. Πράμα παράξενο: Η ανήσυχη, αφηρημένη, σχεδόν απόκοσμη έκφραση που ήταν όλο το πρωί χαραγμένη στα χαραχτηριστικά του, έσβηνε και τη διαδεχόταν γαλήνη και κάποια σχετική ειλικρίνεια, που λες κι έδινε στην όψη του αληθινή αξιοπρέπεια. Ο Τύχων έβγαλε τα γυαλιά του, έμεινε συλλογισμένος λίγες στιγμές, κι έπειτα κάρφωσε το δισταχτικό βλέμμα του στο Σταυρόγκιν. Εκείνος ανατρίχιασε και με μία απότομη κίνηση έσκυψε προς τα εμπρός. Μπορεί να κάνει κανείς τίποτα μικροδιορθώσεις σ' αυτό το γραφτό? Για ποιο λόγο? Εγραψα με ειλικρίνεια, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν. Λίγα πράματα στο ύφος. ξέχασα να σας πω, είπε εκείνος κοφτά και ζωηρά σκύβοντας μ'όλο του το κορμί προς τα εμπρός, πως όλα τα λόγια σας θα πάνε του κάκου. Δεν πρόκειται ν'αλλάξω τις προθέσεις μου, μη δοκιμάζετε να με μεταπείσετε. θα το δημοσιεύσω ολόκληρο. Κοκκίνισε και σώπασε. Δεν ξεχάσατε να μου το πείτε αυτό πρωτύτερα, πριν αρχίσουμε την ανάγνωση. Κάτι σαν θυμός πρόβαλε απ' τα λόγια του Τύχωνα. Ηταν ολοφάνερο πως το <έγγραφο> τού είχε κάμει πολύ μεγάλη εντύπωση. Το χριστιανικό του αίσθημα είχε θιχτεί και δεν ήταν πάντα κύριος των συναισθημάτων του. Σημειώνω, με αφορμή αυτό, πως δεν είχε δίχως λόγο τη φήμη ανθρώπου <ανίκανου να τηρήσει στάση ευπρεπή μπροστά στον κόσμο>, καθώς λέγανε γιαυτόν στο μοναστήρι. Μ' όλη τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη του, αληθινή αγανάχτηση είχε αλλοιώσει τη φωνή του. Αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σταυρόγκιν με τον ίδιο απότομο τόνο και δίχως να προσέξει πως το ύφος του Τύχωνα είχε αλλάξει. Οση κι αν θα ήτανε η πειστικότητα των επιχειρημάτων σας, εγώ θα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 21: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

σταθώ ακλόνητος στην απόφασή μου. Με τούτη την επιτήδεια Ή ανεπίδεκτη φρασεολογία μου σκεφθείτε ό,τι θέλετε δε σκοπεύω καθόλου να προκαλέσω αμέσως τον αντίλογό σας, κι έτσι ν' αναγκαστώ να πεισθώ άθελά μου, πρόσθεσε με βεβιασμένο χαμόγελο. Δε θα μπορούσα κι εγώ να σας εναντιωθώ, αλλά ούτε και να σας πείσω ν' αλλάξετε σκοπούς. Η σκέψη σας είναι σκέψη υψηλή κι η σκέψη η χριστιανική δε θα μπορούσε να πάρει έκφραση περισσότερο βαθιά. Πέρα από το ότι πρόκειται για ένα καταπληκτικό τόλμημα θα ήταν αδύνατο να επισείρει μετάνοια, εκτός μονάχα αν... Αν τι? Αν πρόκειται πραγματικά για μετάνοια και για σκέψη, αληθινά χριστιανική... Δικολαβισμοί, ψιθύρισε ο Σταυρόγκιν μ'αφηρημένο ύφος. Σηκώθηκε και περπάτησε δώθεκείθε στην κάμαρα, χωρίς να φαίνεται να νιώθει τι κάνει. Θέλετε να φαίνεστε πολύ χειρότερος απ' οσο νιώθετε να είστε, είπε ο Τύχων, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη σκέψη του ολόκληρη. Να φαίνομαι? Δεν ήθελα να φαίνομαι τίποτα απολύτως. Εγώ δεν έκανα μορφασμούς. <Χειρότερος>, είπατε? Τι εννοείται μαυτό? ρώτησε κοκκινίζοντας και θυμώνοντας μονομιάς για το κοκκίνισμά του. ξέρω πως η πράξη τούτη είναι άθλια, πρόστυχη, πρόσθεσε δείχνοντας με το κεφάλι τα φύλλα... Αλλά κι η προστυχιά της ακόμα αν χρησιμεύσει. Δεν απόσωσε το λόγο του, σαν να ντρεπότανε να εξακολουθήσει τις εξηγήσεις του. Εκφραση πόνου ζάρωσε ταυτόχρονα το πρόσωπό του, γιατί, σαν να κεντριζότανε από κάποια ασυναίσθητη αναγκαιότητα, ήθελε να μείνει εκεί μόνο και μόνο για να εξηγηθεί. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο και παίρνοντας ένα σταυρό φιλντισένιο που ήταν εκεί, άρχισε να τον παίζει μες στα δάχτυλά του, κι άξαφνα τον έσπασε σε δυο κομμάτια. Νιώθοντας τι έκαμε και ξαφνιασμένος κι ο ίδιος, κοίταξε με στενοχώρια τον Τύχωνα το πάνω χείλος του ανατρίχιασε σαν να τον είχανε προσβάλει και ήταν έτοιμος να φανεί προκλητικός. Είχα την ελπίδα, πως θα μου λέγατε, αλήθεια, τίποτα λόγια της προκοπής, και για αυτό ήρθα εδώ, είπε χαμηλόφωνα και σαν να πολεμούσε να συγκρατηθεί έριξε τα δυο κομμάτια του σταυρού στο τραπέζι. Ο Τύχων χαμήλωσε γρήγορα τα μάτια και είπε με θέρμη: Το έγγραφο τούτο βγαίνει κατευθείαν μέσα απ' την καρδιά σας, που 'ναι βαθιά λαβωμένη έτσι μονάχα το καταλαβαίνω εγώ. Ναι, φανερώνει, μια μεγάλη ανάγκη για μετάνοια, μια ανάγκη εσωτερική που σας διακατέχει. Αναταραχτήκατε βαθιά απ' τους πόνους μιας ψυχής που την τυραννήσατε κι έτσι το ζήτημα αυτό έγινε για σας ζήτημα ζωής Ή θανάτου συμπεραίνω λοιπόν, πως δε χάσατε ακόμα κάθε ελπίδα και πως πήρατε τώρά το μεγάλο δρόμο του μαρτυρίου, φανερώνοντας σ'όλο τον κόσμο τη ντροπή σας. Ζητάτε να σας δικάσει η εκκλησία. 'Ετσι πρέπει να εκλάβω το έγγραφό σας. Φαίνεται όμως πως μισείτε και πως περιφρονείτε εκ των προτέρων όλους εκείνους, που θα διαβάσουν τούτη την ιστορία και πως ζητάτε να τους ρίξετε το γάντι. Εγώ? Ζητώ να τους ρίξω το γάντι? Αφού δεν ντραπήκατε να εξομολογηθείτε το κρίμα σας, γιατί ντρέπεστε να δείξετε μετάνοια? Εγώ? Ντρέπομαι? Ντρέπεστε και φοβάστε. Φοβάμαι? Ο Σταυρόγκιν χαμογέλασε και τ'απάνω του χείλος τρεμούλιασε. Ο Τύχων εξακολούθησε: Είναι σαν να Θέλετε να πείτε: <Ας με κοιτάξουν οι άλλοι>. Ναι, αλλά εσείς ο ίδιος, πώς θα τους κοιτάξετε εσείς τους άλλους? Προσμένετε το Θυμό τους, για να τους αποκριθείτε με

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 22: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Θυμό ακόμη μεγαλύτερο. Μερικά κομμάτια της ιστορίας σας είναι γραμμένα με γλώσσα πολύ έντονη μοιάζετε σαν να Θαυμαζετε τον ψυχικό κόσμο σας και εκμεταλλεύεστε την παραμικρότερη λεπτομέρεια, για να ξαφνιάσεzε τον αναγνώστη με την αναισθησία σας, με μιαν αναισθησία που δεν είστε ικανός να δείξετε. Ταυτόχρονα όμως, τα κακά πάθη σας κι η συνηθισμένη σας οκνηρία σας κάνουν αληθινά αναίσθητο και κουτό. Η κουταμάρα δεν είναι αμαρτία, είπε ο Σταυρόγκιν χλομιάζοντας. Κάποτε είναι αμαρτία, αποκρίθηκε ο Τύχων, άκαμπτος και γεμάτος Θέρμη. Λαβωμένος βαθιά είστε και βασανισμένος από την οπτασία, καθώ που προβάλλει στο κατώφλι σας, δε βλέπετε ποιο είναι αληθινά το κρίμα σας και για ποιο πράμα Θα έπρεπε να νιώθετε ντροπή μπροστά στους ανΘρώπους, που την κρίση τους γυρεύετε. Δείξατε αναισθησία πάνω στην οργή σας Ή δείξατε ανανδρία? Σε κάποιο μέρος της ιστορίας σας φροντίζετε μάλιστα να διαβεβαιώσετε τον αναγνώστη πως η χειρονομία της κόρης που σας φοβέριζε με τη γροθιά της, δεν σας φαινότανε πια γελοία, αλλά καταθλιπτική. Στ'αλήθεια! Η κίνηση αυτή σας φάνηκε, έστω και για μια μόνο στιγμή, γελοία? Ναι, ζητώ να μου το πείτε! Ο Τύχων σώπασε. Μιλούσε σαν άνθρωπος, που δεν ψάχνει πια να συγκρατηθεί. Πείτε, πείτε, είπε ο Σταυρόγκιν, βιάζοντάς τον να συνεχίσει. Είστε Θυμωμένος και με κακομεταχειρίζεστε. Αυτό μ'αρέσει, από μέρος ενός καλόγερου. Αφήστε όμως να σας ρωτήσω κάτι: Είναι δέκα λεπτά της ώρας τώρα που μιλάμε για τούτο εδώ (κι έδειξε με το κεφάλι τα φύλλα) και, μ'όλο που έχετε αγανακτήσει, δε βλέπω όμως στο πρόσωπό σας καμιά έκφραση αηδίας ή ντροπής... Δε φαίνεστε αηδιασμένος και μιλάτε σαν να είμαστε ίσοι... Πρόσθεσε τα λόγια <σαν να είμαστε ίσοι> χαμηλώνοντας τη φωνή και σχεδόν άθελά του. ο Τύχων τον κοίταξε προσεχτικά κι εξακολούθησε: Με ξαφνιάζετε, γιατί τα λόγια σας είναι ειλικΡινή, και τότε... το λάθος είναι δικό μου. Μάθετε λοιπόν, πως φάνηκα πρόστυχος και κακός απέναντί σας ενώ εσείς με τη δίψα που είχατε να κολαστείτε, δεν το προσέξατε καν, μ'όλο που προσέξατε την ανυπομονησία μου και τον θυμό. Η αλήθεια είναι πως είστε πεπεισμένος ότι σας πρέπει περιφρόνηση πολύ μεγαλύτερη, κι ο λόγος σας <μου μιλάτε σαν να είμαστε ίσοι>, είναι λόγος όμορφος, αν και τον είπατε άθελά σας. Δε θα σας κρύψω τίποτα: με πιάνει τρόμος καθώς βλέπω τη μεγάλη σας δύναμη, που τη σπαταλάτε επίτηδες σε ατιμίες. Χωρίς αποτελέσματα ολέθρια δε γίνεται κανείς ξένος για τον τόπο του. Τιμωρείται με πλήξη και τεμπελιά, τις στιγμές ακριβώς που έχει τον πόθο να δράσει. Ο χριστιανισμός όμως αναγνωρίζει την ευθύνη σε κάθε κατάσταση. Ο θεός δε σας στέρησε από εξυπνάδα. Συλλογιστείτε λοιπόν, αν μπορείτε να βάλετε με το νου σας τούτο το ερώτημα: <Είμαι Ή δεν είμαι υπεύθυνος των έργων μου>. Είστε χωρίς καμιά αμφιβολία, υπεύθυνος. <ανάγκη έλθείν τά σκάνδαλα, πλήν ούαί ιφ άνθρώπω δι' ού τό σκάνδαλον ερχεται>. Οσο για το δικό σας το... σφάλμα, αμαρτάνουν κι άλλοι πολλοί σαν κι εσάς, αλλά ζουν μάλιστα σαν κάτι αναπόφευκτο τα νεανικά αμαρτήματά τους. Το ίδιο γίνεται και με τους γέρους, που το Χνώτο τους έχει πια την οσμή του τάφου, και που κάνουνε τα ίδια αμαρτήματα με ξεγνοιασιά και με φαιδρότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος απο όλες αυτές τις φρίκες. Εσείς, τουλάχιστον,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 23: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

αναμετρήσατε όλο το βάΘος του σφάλματός σας, κι αυτό πολύ σπάνια, συμβαίνει και μάλιστα σε τέτοΙο ΒΑΘΜΜΌ αρχίσΑτε μήπως να νιώΘετε εκτίμηση για? μένα, ύΣτερα από το διάβασμα των φύλλων αυτών? ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. κουσα να λένε, εντιμότατε πάτερ Τύχωνα, πως δεν είστε πλασμένος, για να οδηγείτε τις συνειδήσεις, πρόσΘεσε κάνοντας πιο έντονο το μορφασμό του. ΣΑς κριτικάρουνε πολύ εδώ μέσα. Λένε, πως μόλις ανακαλύψετε, σέναν αμαρτωλό, ειλικρινή συναισΘήματα ταπεινοφροσύνης, αμέσως ενΘουσιάζεστε, μετανοείτε και ταπεινώνεστε μπροστά τΟυ. ΘΑ αποκριΘώ άμεσα σ'όλα αυτά. Είναι σωστΌ πΏς δεν ξέρω να κρατώ στάση ζυγισμένη απέναντι στους ανΘρώπους. Παραδέχομαι αυτό το μεγ λο ελάττωμά μου, είπε ο Τύχων με αναστεναγμό και με τόνο τόσο ειλικρινή, που ο Σταυρόγκιν τον κοίταξε με χαμόγελο γεμάτο συμπάΘεια. Οσο για τούτο εδώ, είπε ρίχνοντας μια ματιά στα τυπωμένα δοκίμια, δέχομαι πως είναι αδύνατο να υπάρξει έγκλημα μεγαλύτερο, απαισιότερο απ'αυτό που κάματε σεις σ'εκείνο το κορίτσι. Ας μην τα μετΡούμε με τον πήχη αυτά τα πράγματα! είπε ο Σταυρόγκιν με κάποιο πείσμα. Ισως ο πόνος να μην ήταν τόσο δυνατός, όσο τον παρέστησα κι ίσως πάλι και να συκοφάντησα τον εαυτό μου, συμπέρανε απότομα. Ο Τύχων δεν αποκρίθηκε. Ο Σταυρόγκιν πηγαινοερχόταν στην κάμαρα, με κεφάλι χαμηλωμένο, βυθισμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη η νέα, ρώτησε άξαφνα ο Τύχων, εκείνη που κόψατε μαζί της τις σχέσεις που είχατε αρχίσει να 'χετε στην Ελβετία, πού... βρίσκεται αυτήν την ώΡΑ? εδώ. Νέα σιωπή. Σίγουρα, σας είπα πολλά ψέματα εις βάρος μου, είπε και πάλι μ'επιμονή ο Σταυρόγκιν... ΜΑ στο κάτωκάτω, είναι αλήθεια πως προκαλώ όλους με τη μεγάλη αναίδεια της εξομολόγησής μου, αφού κι εσείς ο ίδιος βρήκατε να υπάρχει σ'όλα αυτά προκλητικός τόνος. Ετσι τους πρέπει, τόνο τόσο πείτε πως θα είναι για σας ευκολότερο να τους γνωρίσετε παρά να δεχθείτε τον οίκτο τους? Ακριβώς. ξέρετε, πρόσθεσε κι άρχισε άξαφνα να χαμογελά, μπορεί, άμα διαβάσουνε τα χαρτιά τούτα, να με πούνε και Ιησουίτη ή ψευτοθρήσκο, χα, χα, χα! 'Ετσι δεν είναι Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκληθεί και τέτοια εντύπωση. Και θα πραγματοποιήσετε λοιπόν το σκοπό σας αυτόν γρήγορα? Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, ξέρω κι εγώ? Οπωσδήποτε, πολύ σύντομα. Εχετε δίκιο! θα τα δημοσιεύσω ξαφνικά και ακριβώς την ώρα που θα τους σιχαίνομαι όλους περισσότερο και που θα θέλω να τους εκδικηθώ. Δεν είμαι συνηθισμένος να μιλώ καθαρά και ξάστερα, αφού όμως πήρα την αρχή να είμαι ειλικρινής... μαζί σας, μάθετε πως τους καταφρονώ όλους, όσο καταφρονώ κι εμένα τον ίδιο, αν όχι περισσότερο, πάρα πολύ περισσότερο. Κανείς απ'αυτούς δεν είναι σε θέση να βγει μπροστά μου και να με κρίνει... Εγραψα όλες αυτές τις ανοησίες (έδειξε τα φύλλα), γιατί έτσι μου πέρασε από το κεφάλι, το 'καμα από θρασύτητα. Μπορεί, σε μια στιγμή έξαψης, να παρουσίασα τα πράματα με χρώματα υπερβολικά, φώναξε με οργή και κοκκίνησε και πάλι, επειδή θύμωσε με τον εαυτό του, που άφησε να του ξεφύγουν τα λόγια εκείνα άθελά του. Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα κομμάτι του σπασμένου σταυρού. Αποκριθείτε μου σ' ένα ερώτημα, με όλη σας την ειλικρίνεια όμως, σ'εμένα μονάχα Ή σαν να μιλούσατε στον εαυτό σας μες στη γαλήνη και το

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 24: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

σκότος της νύχτας, είπε ο Τύχων με φωνή διαπεραστική. Αν σας το συγχωρούσε κάποιος τούτο (έδειξε τα φύλλα), όχι κανείς από κείνους που εκτιμάτε Ή που φοβάστε, αλλά κάποιος άγνωστος, ένας άνθρωπος που δε θα τον γνωρίζατε ποτέ, και που θα σας συγχωρούσε μέσα στη συνείδησή του, άμα διάβαζε την τρομερή εξομολόγησή σας, θα νιώθατε τότε γαληνεμένο τον εαυτό σας με την ιδέα αυτή Ή θα σας ήταν αδιάφορο? θα με γαλήνευε αυτό, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν με σιγανή φωνή. Και αν με συγχωρούσατε εσείς, τούτο θα με γαλήνευε πολύ περισσότερο ακόμη, πρόσθεσε ζωηρά. Υπό τον όρο να με συγχωρούσατε κι εσείς, είπε ο Τύχων με τόνο βαθύ. Για ποιο λόγο? α,ναι, ξέχασα είναι και τούτη? μια από τις καλογερίστικες φράσεις σας.Τι άθλια ταπεινοφροσύνη...Επιτρέψτε μου να σας πω, πως τούτες όλες οι παλιές καλογερίστικες φόρμουλες δεν είναι καθόλου χαριτωμένες...' Επειτα,δεν ξέρω μα την αλήθεια, ιατί βρίσκομαι εδώ, πρόσθεσε άξαφνα ρίχνοντας ματιές γύρω του. μα,καλά που το θυμήθηκα, εσπασα εδώ... Τι κοστίζει τούτος ο σταυρός? Είκοσι πέντε ρούβλια? Πενήντα, ίσως? Γιατί να με σκοτίζει? Για ποιο λόγο, μια κι έσπασα κάτι, να μου χαρίσετε εσείς την αξία της ζημιάς? Ορίστε πενήντα ρούβλια, είπε αφήνοντας στο τραπέζι απάνω το χαρτονόμισμα. Αν δεν τα θέλετε για σας, πάρτε τα τότε για τους φτωχούς, για την εκκλησία, ξέρω εγώ...? πρόσθεσε με θυμό. Ακούστε, θα σας πω όλη την αλήθεια: θέλω να 'χω τη δική σας τη συγχώρεση και με τη δική σας μαζί κι ενός άλλου, κι ενός τρίτου, μα τη συγχώρεση, όλων όχι. Καλύτερα να με μισούνε όλοι. Και τη συμπόνοια όλων? Δεν θα μπορούσατε να την υποφέρετε με κάθε ταπεινότητα? Δε θα μπορούσα.Οχι.Δε θέλω τη συμπόνοια όλου του κόσμου έπειτα, δεν μπορεί να με συμπονέσει κανείς... Ακούστε, δε θέλω να περιμένω άλλο, θα τα δημοσιεύσω... Μη μου κάνετε κολακίες... Δεν μπορώ να περιμένω πια.. Δεν μπορώ πια, φώναξε έξω φρενών. Φοβούμαι για λογαριασμό σας. Βρίσκεστε μπροστά σε μιαν άβυσσο, που δύσκολα καταφέρνει κανείς να την πηδήσει, έκανε δειλά ο Τύχων. Φοβάστε μήπως με δείτε να σωριαστώ ανήμπορος? Μήπως δεν μπορέσω να βαστάξω το μίσος τους? όχι μονάχα το μίσος τους... Τι άλλο? Τις κορόίδίες τους, είπε ο Τύχων σιγανά και πιέζοντας τον εαυτό του. Ο Σταυρόγκιν ταράχτηκε. Αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Το φανταζόμουν, είπε. Σας φάνηκα λοιπόν πάρα πολύ κωμικός, όταν διαβάζατε το <Ντοκουμέντο> μου? Μην ανησυχείτε, μην τα χάνετε, το περίμενα. Ο Τύχων ήταν στ' αλήθεια ταραγμένος και γρήγοραγρήγορα εξηγήθηκε: Παρόμοιες υψηλές πράξεις απαιτούν ψυχραιμία ακόμη και μέσα στον πόνο, πρέπει να κρατά κανείς απόλυτη γαλήνη... μα η γαλήνη αυτή λείπει παντού, στον καιρό μας. Παντού βλέπουμε μόνο φιλονικίες. Οι άνθρωποι δεν βαίνουν πια ο ένας τον άλλον, απαράλλαχτα όπως και τον καιρό του Πύργου της Βαβέλ... Ολα τούτα είναι αποφθέγματα πανάρχαια. Ειπώθηκαν χίλιες δυο φορές, διέκοψε ο Σταυρόγκην. Επειτα, δε θα πετύχετε το σκοπό σας συνέχισε ο Τύχων, μπαίνοντας τούτη τη φορά στο θέμα. Από δικαστική άποψη, είστε σχεδόν απρόσβλητος, κι αυτό θα σας το υποδείξουν αμέσως κορόίδευτικά. Ποιος θα καταλάβει το αληθινό κίνητρο της εξομολόγησής σας? Δε θα θελήσουν να το καταλάβουν, γιατί ο κόσμος τρομάζει βλέποντας παρόμοια κατορθώματα και παίρνει εκδίκηση. Ο κόσμος αγαπά το βούρκο του και δε θέλει να

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 25: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

του τον αναταράζουν. Για τούτο θα πάρουνε την πράξη σας στην κορόίδία, επειδή με την κορόιδία μπορούν και σκοτώνουν γρηγορότερα. Μιλήστε, πέστε τα όλα, είπε ο Σταυρόγκιν θέλοντας να του δώσει θάρρος. Στην αρχή θα εκφράσουνε, σίγουρα φρίκη, αλλά φρίκη πλαστή, για να τηρήσουν τα προσχήματα. Δε μιλώ για τις αγνές ψυχές, αυτές θα αισθανθούν φρίκη για τον εαυτό τους Και θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους δε θα τις μυριστεί όμως κανείς, γιατί τέτοιες ψυχές μένουν σιωπηλές. Οι άλλοι άνθρωποι, οι άνθρωποι του κόσμου, φοβούνται μονάχα ό,τι απειλεί τα ατομικά τους συμφέροντα. Αυτοί, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα κι ο πλαστός τρόμος, θα αρχίσουν να γελούν. θα δείξουν πως με περιέργεια παρακολουΘούν τον τρελό, γιατί Θα σας πάρουνε για τρελό, ίσως όχι ολότελα, θα σας κρίνουν όμως σαν άνΘρωπο όχι τόσο ανεύθυνο, που να μην μπορούν και να γελούν μαζί σας. θα μπορέσετε να το υποφέρετε αυτό? Η καρδιά σας δε Θα πλημμυρίσει από τέτοιο μίσος, που να σας σπρώξει στο χαμό?... Αυτό φοβούμαι... Εκείνο που με ξαφνιάζει, είναι που σας βλέπω να κρίνετε τόσο άσχημα τους ανθρώπους και να δείχνετε τόση περιφρόνηση γιαυτούς, είπε ο Σταυρόγκιν με πίκρα. Πιστέψτε με! Αν μιλώ έτσι για τους ανθρώπους, το κάνω, γιατί τους κρίνω απάνω στο δικό μου το χνάρι... φώναξε ο Τύχων. Υπάρχει λοιπόν τάχα και μέσα στη δική σας την ψυχή κάτι, που να σας κάνει να βρίσκετε ευχαρίστηση στη δυστυχία μου? Ποιος ξέρει, μπορεί και να υπάρχει... ναι, μπορεί... Δείξτε μου τότε τι είναι το γελοίο στη διηγησή μου. Εγώ κάτι ξέρω. θέλω όμως να σας δω να μου το δείχνετε με το δάχτυλο και κάντε το, όσο μπορείτε πιο κυνικά, μ'όλη την ειλικρίνεια που είστε ικανός να δείξετε. Υστερα, επιτρέψτε μου να σας πω, πως είστε τρομερά ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Κι η μορφή ακόμη της φλογερής σας μετάνοιας έχει κάποιο χαρακτήρα γελοίο... Ωστόσο, μην έχετε αμφιβολία για το Θρίαμβό σας! φώναξε άξαφνα ο καλόγερος μ' ενθουσιασμό. Ακόμα και με τη μορφή αυτή Θα νικήσετε, αν δεχθείτε μ'όλη σας την ειλικρίνεια τα ραπίσματα και τις φτυσιές. Και το πιο ταπεινωτικό σταύρωμα τελειώνει πάντα με μεγάλη δόξα και μεγάλη δύναμη, όταν η ταπείνωση που έδειξε ο σταυρωμένος τη στιγμή του μαρτυρίου του, ήταν ειλικρινής. Και μπορεί να βρείτε παρηγοριά, ακόμα κι εδώ κάτω... Με λίγα λόγια, το γέλιο το βρίσκετε μονάχα στη φόρμα? επέμενε ο Σταυρόγκιν. Και στο βάθος. Η ασχήμια Θα σκοτώσει, ψιΘύρισε ο Τύχων, χαμηλώνοντας τα μάτια. Η ασχήμια? Ποια ασχήμια? Του εγκλήματος. Υπάρχουν εγκλήματα, που είναι πραγματικά άσχημα. Οποιο κι αν είναι ένα έγκλημα, όσο περισσότερο αίμα έχει χυθεί, όσο μεγαλύτερη φρίκη γεννά, τόσο πιο πολύ επιβάλλεται και γίνεται, ας πούμε ρομαντικό. Μα υπάρχουνε κι εγκλήματα ταπεινά, χυδαία, που δεν προκαλούν καμιά τρομάρα, που είναι, αν επιτρέπεται η έκφραση, χωρίς γούστο. Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του. Μ' άλλα λόγια, είπε με συγκίνηση ο Σταυρόγκιν, βρίσκετε πολύ γελοίο τον τρόπο που φίλησα το χέρι του βρόμικου εκείνου κοριτσιού... Ω! σας νιώθω με το παραπάνω, κι εσείς απελπίζεστε για μένα, όχι επειδή ό,τι έκαμα είναι άσχημο, σιχαμερό, μα ταπεινωτικό, γελοίο. Και πιστεύετε πως ακριβώς τούτο δε θα μπορέσω να υποφέρω... ο Τύχων έμενε σιωπηλός. Τώρα καταλαβαίνω για ποιο λόγο με ρωτήσατε πού βρίσκεται εκείνο το κορίτσι, που απάντησα, στην Ελβετία. Δεν είστε

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 26: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

προετοιμασμένος, δεν είστε σταθερός ακόμα, ψιθύρισε ο Τύχων κοιτάζοντας στο πάτωμα. Είστε ξερριζωμένος, δεν έχετε πίστη. Ακούστε, πάτερ Τύχωνα: θέλω να συχωρέσω τον εαυτό μου, αυτός είναι ο πραγματικός μου σκοπός, ο μοναδικός μου σκοπός, φώναξε άξαφνα ο Σταυρόγκιν, με κάποιο κρυφό ενθουσιασμό στα μάτια. ξέρω, πως μονάχα τότε θα εξαφανιστεί το φάντασμα... για ποιο λόγο γυρεύω τον απέραντο πόνο... Μη με αποτρέπετε από το σκοπό μου αυτό, αλλιώς Θα με πνίξει η ίδια μου λύσσα. Το ξέσπασμα τούτο της ειλικρίνειας ήταν τόσο ανεπάντεχο, που ο Τύχων σηκώθηκε απάνω. t άν πιστεύετε μέσα σας πως μπορείτε να συγχωρεθείτε μονάχος σας και να πετύχετε τη συχώρεση αυτή σε τούτη εδώ τη γη με τον πόνο, αν βάζετε με πίστη έναν τέτοιο σκοπό μπροστά σας, τότε τα πιστεύετε όλα! φώναξε ο Τύχων ενΘουσιασμένος. Πώς μπορέσατε λοιπόν να πείτε πως δεν πιστεύετε στο θεό? Ο Σταυρόγκιν δεν αποκρίθηκε. Την απιστία σας αυτή Θα σας τη συγχωρέσει ο θεός, γιατί τιμάτε το άγιον Πνεύμα, χωρίς να το γνωρίζετε. Κι ο Χριστός, Θα με συγχωρέσει κι εκείνος τάχα? ρώτησε ο Σταυρόγκιν με βιασμένο χαμόγελο κι αλλοιωμένο τόνο φωνής. Μία ελαφρά ειρωνεία υπήρχε στην ερώτησή του. <Γέγραπται>, εξακολούθησε δ'αν σκανδαλίση να τών μικρών τούτων... θυμάστε? το Ευαγγέλιο δεν ξέρει άλλο αμάρτημα μεγαλύτερο απ' αυτό... η μικρή έννοια της μεγάλης μας κουβέντας είναι ωστόσο αυτή: Πως θέλετε ν'αποφύγετε κάθε σκάνδαλο και για τούτο μου στήνετε εμένα παγίδα, καλέ μου πάτερΤύχωνα είπε ο Σταυρόγκιν με πείσμα και έκαμε να σηκωθεί. Μένα λόγο θα θέλατε να με βλέπατε να φρονιμεύω, ίσως και να παντρευτώ και να τερματίσω τη ζωή μου σαν έντιμο μέλος της εδώ λέσχης. Και, φυσικά, να έρχομαι και κάθε γιορτή στο μοναστήρι σας. Ομορφη μετάνοια, μα την αλήθεια! Ωστόσο σαν καλός γνώστης της ανθρώπινης καρδιάς προμαντεύετε σίγουρα πως έτσι θα τελειώσει το πράμα, κι άλλο σκοπό δεν έχει βέβαια η κουβέντα μας, παρά να με πείσετε λιγουλάκι για τα μάτια! αφού έτσι κι αλλιώς, εγώ άλλο δε γυρεύω παρά να πειστώ. Σωστά δε μιλώ? Οχι, δε θέλω αυτού του είδους τη μετάνοια. Ετοιμάζω για σας άλλη, εξακολούθησε με θέρμη ο Τύχων, δίχως να δώσει καμιά προσοχή ούτε στο βεβιασμένο γέλιο ούτε στα λόγια του Σταυρόγκιν. ξέρω ένα γέρο ασκητή, που ζει όχι εδώ, μα όχι και πολύ μακριά από δω, έναν ερημίτη, έναν καλόγερο, που η μεγάλη χριστιανική σοφία του είναι ακατανόητη και για σας και για μένα. ακούσετε την παράκλησή μου. θα του διηγηθώ για σας. Πηγαίνετε σαυτόν και ακολουθείστε την πνευματική, οδηγία του πέντε χρόνια, εφτά χρόνια, όσο νομίσετε ο ίδιος, πως έχετε την ανάγκη του. Κάμετε ένα τάμα και με τη μεγάλη αυτή θυσία θα αποκτήσετε καθετί που ποθείτε, ακόμη κι ό,τι δεν ελπίζετε. Γιατί δεν είστε σήμερα σε θέση να καταλάβετε τι θα κερδίσετε. Ο Σταυρόγκιν άκουγε προσεχτικά. Μου προτείνετε να μπω σαν καλόγερος σ'εκείνο το μοναστήρι? Δεν υπάρχει ανάγκη να μπείτε σε μοναστήρι ούτε να πάρετε την κουρά γίνετε μονάχα δόκιμος, λάίκός, έστω και μυστικά μπορείτε να εξακολουθείτε να ζείτε στον κόσμο... Αφήστε τα αυτά, πάτερΤύχωνα, τον διέκοψε κακόκεφος ο Σταυρόγκιν και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Σηκώθηκε κι ο Τύχων. Μα τι λέτε? φώναξε άξαφνα κοιτάζοντας με τρόμο τον επίσκοπο. Ο Τύχων έστεκε ορθός μπροστά του, με πλεγ μένα τα δάχτυλα και σηκωμένα τα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 27: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

χέρια, ενώ το πρόσωπό του είχε συσπασθεί από έναν ξαφνικό τρόμο. Τι έχετε? Τι τρέχει? ξανάπε ο Σταυρόγκιν ζυγώνοντάς τον πρόθυμα, για να τον κρατήσει. Του φάνηκε πως ο καλόγερος πήγαινε να πέσει. βλέπω... βλέπω, ολοκάθαρα, φώναξε ο Τύχων με φωνή που έβγαινε μέσα απ' την καρδιά του και με πόνο βαθύτατο, βλέπω, πως ποτέ δε σταθήκατε, δυστυχισμένε, χαμένε άνθρωπε, τόσο κοντά σένα καινούργιο και μεγαλύτερο έγκλημα, απ' ό,τι αυτή τη στιγμή. Ησυχάστε! είπε παρακλητικά ο Σταυρόγκιν, ανήσυχος... θα το αναβάλω ίσως... Εχετε δίκιο... Οχι, όχι, ύστερα από τη δημοσίευση, αλλά πρωτύτερα, μια μέρα, ίσως και μιαν ώρα πριν από τη μεγάλη πράξη, θα ζητήσετε ανακούφιση σένα κακούργημα καινούργιο. Και θα εγκληματήσετε μόνο και μόνο για ν'αποφύγετε τη δημοσίευση των εγγράφων αυτών. Ο Σταυρόγκιν έτρεμε από λύσσα και σχεδόν από φόβο. Καταραμένε ψυχολόγε, φώναξε έξαλλος από θυμό, και βγήκε απ' το κελί, δίχως να γυρίσει ούτε μια φορά πίσω του. :::::::: ΤΕΛΟΣ. :::::::: ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Κύριε... παρακαλώ... επιτρέψετέ μου να σας ρωτήσω... Ο διαβάτης τρόμαξε λίγο και κοίταξε τον άνθρωπο με τη γούνα που τον πλησίασε έτσι ξαφνικά καταμεσής του δρόμου. Ολοι ξέρουμε πως αν κάποιου κυρίου της Πετρούπολης του κατεβεί ξαφνικά να απευθύνει το λόγο, μέσ'τη μέση του δρόμου, σε κάποιον άγνωστο, είναι απολύτως βέβαιο πως ο τελευταίος αυτός θα φοβηθεί. Το λοιπόν, ο διαβάτης τινάχτηκε κάπως τρομαγμΈΝΟς. Συγνώμη.. σας τρόμαξα... είπε ο κύριος με τη γούνα. Αλλά εγώ, αλήθεια δεν ξέρω!... Ελπίζω πως Θα με συχωρέσετε... Καθώς βλέπετε είμαι λίγο ταραγμένος. Τότε μονάχα, ο νέος με το παλτό, παρατήρησε πως ο κύριος με τη γούνα ήταν πραγματικά λίγο ταραγμένος. Το ρυτιδωμένο πρόσωπό του ήταν αρκετά χλωμό. Η φωνή του έτρεμε και ήτανε πια φανερό πως οι σκέψεις του ανθρώπου αυτού ήταν μπερδεμένες. Εχανε τα λόγια του κι έβλεπε κανείς πως στενοχωριότανε φοβερά, γιατί ήταν υποχρεωμένος να αποταθεί σε κάποιον ίσως κατώτερό του. Γιατί η αλήθεια είναι πως αυτό το ερώτημα ήταν κάπως παράξενο και δεν είχε τη θέση του. Ωστόσο ο άνθρωπος με το πλούσιο ρούχο φαινότανε πως δεν κρατιότανε πια και ήθελε μια ώρα αρχύτερα να αποτελειώσει κάπως αξιοπρεπώς την κουβέντα που αυτός πρώτος άρχισε. Συχωρέστε με, κύριε, είμαι λίγο ταραγμένος. Μα η αλήθεια είναι πως καλάκαλά, δε με γνωρίζετε κιόλας. Συγχωρέστε με που σας ενόχλησα... σκέφθηκα. Εδώ, από ευγένεια, ανασήκωσε το καπέλο του και προσπέρασε. Καλά. Κύριε... Ο άνθρωπος με τη γούνα χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας ξαφνιασμένο τον άνθρωπο με το παλτό! <Τι τύπος!> σκέφθηκε αυτός. Τέλος, όταν του πέρασε η έκπληξη ξαναθυμήθηκε, φαίνεται, τις δουλειές του και άρχισε πάλι να πηγαινοέρχεται, κοιτάζοντας με προσοχή την εξώπορτα κάποιου σπιτιού με πολλά πατώματα. Η ομίχλη γινόταν πιο πυκνή κι ο νέος

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 28: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

χαιρότανε λιγάκι, γιατί, έτσι δε θα πρόσεχε κανείς το σύρε κι έλα του. Μόνο ένας αμαξάς, που ολόκληρη τη μέρα είχε μείνει στην ίδια θέση, μόνο αυτός μπορούσε να τον προσέξει. Συγνώμη! Ο διαβάτης Ή καλύτερα ο σουλατσαδόρος, να πούμε, ανατρίχιασε και πάλι. Ο ίδιος κύριος στεκότανε πάλι μπροστά του. Συχωρέστε με και πάλι... Αρχισε να λέει. Μα εσείς... εσείς... είστε ίσως κάποιος τζέντλεμαν... Μη δίνετε σημασία σένα πρόσωπο... δηλαδή από κοινωνικής απόψεως... Γιατί εγώ τα'χω χαμένα!... Αλλά ακούστε με με ευγένεια... Μπροστά σας, κύριε, βρίσκεται ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη... Καλά, κύριε, τι μπορώ να κάνω για σας... Νομίζετε ίσως πως θέλω να σας ζητήσω χρήματα? είπε ο κύριος μ' ένα μορφασμό, γελώντας νευρικά. Μα κύριε... Οχι... όχι, βλέπω πως σας πείραξα... Συγνώμη... Σιχαίνομαι τον εαυτό μου... Σκεφθείτε σε τι κατάσταση είμαι... σχεδόν τρελός... Αλλά εσείς μη φαντάζεστε τίποτα... Στο προκείμενο, κύριε, στο προκείμενο... Α, τώρα, λοιπόν, εσείς... με ανακαλείτε στο ζήτημα που με ενδιαφέρει, παλικάρι μου, σαν να ήμουν κανένα τεμπέλικο χαμίνι! Πάω να τρελαθώ. Πώς σας φαίνομαι τώρα, έτσι μέσα στην ταπείνωσή μου... Πέστε το... Ο νέος τα 'χασε και δεν έλεγε τίποτα. Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω... πραγματικά... αν είδατε καμιά κυρία? Αυτό είναι όλο, πρόσθεσε ο άνθρωπος με τη γούνα. Μια κυρία? Ναι, μια κυρία... ναι, μας σας ομολογώ πως τόσες κυρίες έχουν περάσει απ'εδώ... Φυσικά, ξαναείπε ο μυστηριώδης άνθρωπος με ένα πικρό χαμόγελο... τα χάνω... Δεν ήθελα να σας ρωτήσω αυτό... Ηθελα να πω... Δεν είδατε καμιά κυρία με βελούδινο μαντό, με γούνα και με μαύρη βελλέτα? Οχι, δεν είδα τέτοια κυρία... Οχι, δεν πρόσεξα. Α!... τότε... συχωρέστε με... Ο νέος ήθελε να τον ρωτήσει κάτι ακόμη, μα ο κύριος με τη γούνα ξαναχάθηκε. <Να τον πάρει ο διάβολος!>, σκέφθηκε ο νέος με το παλτό. ξανάρχισε το σύρε κι έλα του. Ηταν έξω φρενών. <Μα γιατί δε βγαίνει επιτέλους>, σκέφθηκε. Πάει οχτώ η ώρα! Το ρολόι του πύργου χτύπησε οχτώ. Ε! άμε στο διάβολο επιτέλους!, Συγνώμη... Εγώ σας ζητώ συγνώμη, γιατί σας δέχτηκα με τέτοιο τρόπο... ΜΑ με σπρώξατε με τέτοιο τρόπο ΠΟΥ τρόμαξα, είπε ο νέος σουφρώνοντας τα φρύδια. Εχω πάλι κάτι να σας ρωτήσω... ΘΑ σας φαίνομαι, βέβαια, παράξενος και ενοχλητικός... Ας είναι, κύριε, εξηγηθείτε γρήγορα... Ακόμη δεν κατάλαβα τι θέλετε... Βιάζεστε? Εγώ βλέπετε θα σας μιλήσω με την καρδιά μου και δίχως ανώφελες λέξεις... Τι τις θέλετε τις λέξεις! Οι περιστάσεις καμιά φορά σμίγουν ανθρώπους με διάφορο χαραχτήρα... ΜΑ βλέπω, παλικάρι μου, πως είστε ανυπόμονος. Λοιπόν, να τι τρέχει... Ζητώ μια κυρία... ΝΑ! ΘΑ τα πω όλα... Πρέπει να μάθω πού πήγε αυτή η κυρία... Ποια αυτή? Νομίζω πως δεν είναι δα και τόσο ανάγκη να ξέρετε ποια είναι αυτή, παλικάρι μου. Τι έκανε λέει? Υστερα.. μα τι τρόπος είναι αυτός ο δικός σας? Συγνώμη, ίσως σας πείραξα, γιατί σας είπα παλικάρι... ΜΑ δεν ήθελα να σας πειράξω... Με μια λέξη, αν θέλετε να μου παράσχετε μια πολύ μεγάλη εκδούλευση... να, λοιπόν... Μια κυρία, δηλαδή μία τίμια κυρία δηλαδή από μια πολύ καλή οικογένεια που γνωρίζω... Με έχουν επιφορτίσει... Εγώ βλέπετε δεν έχω οικογένεια... Καλά Μα, ελάτε στη θέση μου, παλικάρι μου. Αχ! συχωρέστε με και πάλι, ολοένα σας

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 29: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

λέω παλικάρι... η κάθε στιγμή μου είναι πολύτιμη... Φανταστείτε πως αυτή η κΥΡίΑ... ΜΑ μήπως μπορείτε να μου πείτε ποιος κάΘΕται σαυτό το σπίτι?.. Ε, πολλοί κάθονται δω. Ναι, δηλαδή κάνετε μια πολύ σωστή παρατήρηση είπε ο κύριος με τη γούνα, γελώντας λίγο για να κάνει κάτι. Υστερα ξαναείπε. <ξέρω πως τα έχω λίγο χαμένα... Αλλά βλέπετε το αναγνωρίζω... αν είστε ματαιόδοξος άνθρωπος, θα χαρήκατε, δεν μπορεί... για την κατάστασή μου... Ελεγα, λοιπόν... μια κυρία... μια κυρία τίμια, δηλαδή ελαφρά... Συγνώμη, τα χάνω, σαν να μιλούσαμε για φιλολογία... Βλέπετε ο κόσμος νόμιζε τον ΠωλντεκΚοκ για ελαφρό άνθρωπο... Κι αυτό είναι το μεγάλο κακό... φταίει Ο ΠωλυτεΚΟκ... ΝΑΙ...> Ο νέος κοίταζε ξαφνιασμένος και σώπαινε. Μα ο άλλος που χαμογελούσε ανόητα τον έπιασε δίχως λόγο από την άκρη του παλτού του. Ρωτάτε ποιος κάθεται εδώ? είπε ο νέος, και τραβήχτηκε λίγο πίσω... μου είπατε πριν πως κάθονται πολλοί... Εδώ ξέρω πως κάθεται η Σοφία Αστοφιέβνα, πρόσθεσε με κάπως μαλακιά φωνή ο νέος. Α! βλέπετε, λοιπόν, βλέπετε... εσείς κάτι θα ξέρετε, παλικάρι μου... Σας βεβαιώ, όχι... δεν ξέρω τίποτε. Βλέπω μόνο πως είστε ταραγμένος... Εμαθα πρωτύτερα από τη μαγείρισσα πως έρχεται εδώ, αλλά όχι στης Σοφίας Αστοφιέβνας. Δεν τη γνωρίζει. Αλήθεια? Συγνώμη λοιπόν... Φαίνεται πως όλα αυτά εσάς δε σας ενδιαφέρουν, είπε ο παράξενος άνθρωπος με μια πικρή ειρωνεία. μ,Ακούστε, είπε ο νέος. Δεν ξέρω την αιτία της στενοχώριας σας, μα πολύ πιθανόν να σας έχουν απατήσει. Πείτε μου, τι τρέχει τότε μπορεί να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Και έσκυψε σαν να ήθελε να χαιρετήσει. Με θανατώσατε... ναι, αυτό είναι. Μα σε ποιον δε συμβαίνουν αυτά τα πράγματα? Η συμπάθεια που δείχνετε με συγκινεί... Ομολογείτε πως τα παλικάρια μεταξύ τους... αν και εγώ δεν είμαι πια νέος... μα να, ξέρω κι εγώ η συνήθεια... είμαι λεύτερος βλέπετε... Nαι, μα σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος? Να παραδεχθείτε πως συχνάζει αυτή στης Σοφίας Αστοφιέβνας... εξάλλου όμως δεν είμαι και βέβαιος αν πραγματικά πήγε σαυτή... ξέρω μόνο πως βρίσκεται σαυτό το σπίτι... Ηθελα να τη συναντήσω... να της πω μόνο... πως αυτό δεν είναι καλό... Με καταλαβαίνετε, ε? Χμ! ύστερα? Εγώ δεν το κάνω αυτό για λογαριασμό μου... μη νομίζετε... Είναι η γυναίκα ενός άλλου... Ο σύζυγος έμεινε κει κάτω, στη γέφυρα Βοζνεσιάνσκυ... Ηθελε να την πιάσει επ' αυτοφόρω, μα δεν τ'αποφάσισε... Δεν το πιστεύει ακόμη, όπως όλοι οι άνδρες... Εδώ ο κύριος με τη γούνα Θέλησε να γελάσει. Μα εγώ, είμαι φίλος του, είμαι άνθρωπος σεβάσμιος, δεν μπορώ να είμαι εκείνος που νομίζετε. Φυσικά! το λοιπόν? Το λοιπόν, να! Προσπαθώ να την τσακώσω. Με επιφόρτισαν.... Κακόμοιρε σύζυγε! Μα βλέπω πως αυτή είναι διαβολεμένη... Εχει πάντα κάτω από το προσκέφαλό της τον ΠωλυτεΚοκ. Το ξέρω... ΘΑ το σκάσει και δε Θα τη δούμε... Ομολογώ πως η μαγείρισσά μου μου είπε πως έρχεται δω... Μόλις το έμαθα, όρμησα... Από καιρό είχα υποψίες... Γιαυτό Θέλησα να σας ρωτήσω... Σουλατσάρετε δω και... δε σας γνώριζα... ΜΑ επιτέλους, τι Θέλετε, κύριε? Ναι, δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω... ΜΑ οπωσδήποτε, επιτρέψετέ μου να κάνω τη γνωριμία σας... Είναι μια ευχάριστη ευκαιρία!... Συγκινημένος έσφιξε το χέρι του νέου. 'Επρεπε να το είχα κάνει

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 30: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

στην αρχή, πρόσθεσε, μα εγώ ξέχασα όλους τους τύπους. Μιλώντας δεν μπορούσε να μείνει στη Θέση του κι όλο κοίταζε δεξιά κι αριστερά. Βλέπετε, είπε πάλι, ήθελα να σας ζητήσω μια φιλική εκδούλευση... Συγνώμη... Ηθελα να σας ζητήσω να κάνετε καρτέρι από το άλλο μέρος του σπι τιού... Εγώ θα μείνω εδώ κι έτσι δε θα μπορέσει να το σκάσει. Αμα τη δείτε, με φωνάζετε... Μα τα έχω χαμένα, τώρα καταλαβαίνω πόσο πρόστυχη είναι η πρότασή μου... Οχι! παρακαλώ... Είμαι ασυγχώρητος... τα έχω χαμένα... λέω ανοησίες... σαν να ήμουνα στον πάγκο του κατηγορούμενου... μα σας πω μάλιστα και την αλήθεια, σας πήρα για τον εραστή Δηλαδή, θέλετε να μάθετε τι κάνω εδώ? Ευγενέστατε κύριε! Μακριά από μένα η σκέψη ότι είστε εκείνος! Δε θα σας λερώσω με τέτοια υποψία... ΜΑ μπορείτε να μου δώσετε το λόγο της τιμής σας ότι δεν είστε ο εραστής?... Ας είναι!... Σας δίνω το λόγο της τιμής μου πως είμαι εραστής, μα όχι της γυναίκας σας, γιατί σαυτήν την περίσταση θα βρισκόμουν κοντά της. Της γυναίκας μου? Ποιος σας είπε παλικάρι μου πως πρόκειται για τη γυναίκα μου? Εγώ είμαι λεύτερος... δηλαδή εγώ είμαι εραστής... Μου έχετε πει ότι ο σύζυγος βρίσκεται στη γέφυρα Βοζνεσιάνσκυ. Καλά, καλά, τα έχω χαμένα! Να! παλικάρι μου... ένας ελαφρός χαραχτήρας... δηλαδή... καλά... καλά... ας είναι... Δηλαδή, δεν είμαι εγώ ο άντρας, μα να σας πω κι αυτό... σας τα λέω όλα αυτά, για να ησυχάσω κι εγώ ο ίδιος. καλά, σας υπόσχομαι πως Θα σας φωνάξω πηγαίνετε, αφήστε μου εμένα αυτή τη θέση, περιμένω εγώ εδώ... ΑΝ Θέλετε, αν Θέλετε... εγώ φεύγω... Σέβομαι τη φλογερή υπομονή της καρδιάς σας... Καταλαβαίνω, παλικάρι ΜΟΥ... Ω, πώς σας καταλαβαίνω τώρα!... Καλά... καλά !... ΟΡΕΒΟΥΑΡ.. ΚΑΙ... συγνώμη, παλικάρι μου, για τη μικρή παράκληση που έκαμα... δεν ξέρω τι να πω. Δώστε μου ακόμη μια φορά το λόγο της τιμής σας πως δεν είστε σεις ο εραστής... Ωχ, θεέ μου! Ακόμη μια ερώτηση... η τελευταία... Γνωρίζετε το όνομα του συζύγου της... δηλαδή εκείνης... που αγαπάτε?... Βέβαια, το γνωρίζω, δεν είναι το δικό σας και αρκεί αυτό. Και πού ξέρετε το όνομά μου Ωχ!... σας παρακαλώ... πηγαίνετε, Θα σας ξεφύγει... Τι κάνετε εδώ? Η γυναίκα σας φορεί γούνα και η δική μου ένα πανωφόρι με καρό... κι ένα βελούδινο γαλάζιο καπέλο... Τι Θέλετε άλλο Βελούδινο γαλάζιο καπέλο? Μα κι αυτή έχει πανωφόρι με καρέ και βελούδινο γαλάζιο καπέλο... Είπε ο κύριος με τη γούνα, γυρνώντας πάλι πίσω. ει στο διάβολο! Μα αυτό τυχαίνει... κι ύστερα η δική μου δεν

έρχεται δω χάμω!... Και πού είναι η δική σας? θέλετε να το μάθετε? Σας το ομολογώ. Μα τι άνθρωπος είστε σεις... η δική μου έχει φίλους εδώ στο τρίτο πάτωμα... Μήπως Θέλετε να σας πω και τα ονόματά τους? Μα έχω κι εγώ γνωστούς στο τρίτο πάτωμα... ΈΝΑ στρατηγό. Ενα στρατηγό? Ναι, να σας πω και το όνομά του... το στρατηγό Πολόβιτσεν. Καλά, δεν είναι οι ίδιοι... α! διάβολε διάβολε! Δεν είναι οι ίδιοι? οχι. Σώπασαν κι οι δυο τους και κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Τι με κοιτάτε έτσι, φώναξε ο νέος πεισμωμένος. Ο άλλος ταράχτηκε. Εγώ σας ομολογώ... Οχι, επιτρέψετέ μου, τώρα ας μιλήσουμε αλλιώτικα... πρόκειται για μια κοινή υπόθεση. Πείτε μου, ποιος κάθεται σ' αυτό το σπίτι? Δηλαδή ποιον γνωρίζω? Ναι. Βλέπετε, βλέπετε, το δείχνουν τα μάτια σας,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 31: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

το μάντεψα... ΜΑ όχι, τι διάβολο! Είστε στραβός? Είμαι μπροστά σας, άρα δεν είμαι μαζί της λοιπόν, μα το ίδιο μου κάνει αν μιλήσετε Ή όχι. Κι ο νέος γύρισε Θυμωμένος. Μα όχι, τίποτα, συγνώμη, θα σας τα πω όλα. Πρώτα η γυναίκα μου ερχόταν εδώ μόνη... Είναι συγγενής τους. Δεν καταλάβαινα τίποτα, χτες βρίσκω το στρατηγό και μαθαίνω πως δεν κάθεται πια εδώ. Εφυγε εδώ και τρεις βδομάδες... Και η γυναίκα μου... δηλαδή η γυναίκα κάποιου άλλου, εκείνου που περιμένει στη γέφυρα Βοζνεσιάνσκυ, αυτή η γυναίκα είπε πως προχτές ήταν στους συγγενείς της, δηλαδή σαυτό το σπίτι. Και η μαγείρισσα μου είπε πως το σπίτι αυτό τώρα νοικιάστηκε σε κάποιο νέο, σε κάποιον... Μπομπίνσεν. ει στο διάβολο! Κύριε είμαι στενοχωρεμένος, φοβούμαι... ει στο διάβολο, στα παλιά μου τα παπούτσια, αν φοβάσαι. Α! κάποιος πέρασε!... Πού? μού? φωνάξτε με, Ιβάν Αντρέγεβιτς, κι έφθασα αμέσως... Καλά! καλά! Για τ' όνομα του θεού, Ιβάν Αντρέγεβιτς !... Εδώ είμαι φώναξε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, γυρνώντας πάλι πίσω. Ωχ! αδελφέ, τίποτα... δε μου λες όμως, για να ξέρω, πώς τη λένε τη γυναίκα αυτή! Γκλαφ... Γκλαφίνα?... Οχι, όχι όπως το λέτε, Γκλαφίνα... συγνώμη, δεν μπορώ να σας πω τ'όνομά της. Ο κύριος με τη γούνα έγινε χλομός σαν κερί. Μα είμαι βέβαιος σας λέω πως δεν τη λένε Γκλαφίνα... Κι ύστερα δε μου λέτε ποιος είναι μαζί της? Πού? Εκεί απάνω! Α! θεέ μου! θεέ μου! Ο νέος δεν μπορούσε να κρατηθεί στη Θέση του, τόσο ήτανε Θυμωμένος. μα, βλέπετε πως ξέρετε εσείς πως τήν λένε Γκλαφίνα? Μα τι διάβολο.. ΘΑ μου πείτε, επιτέλους, τι θέλετε? λέτε πως τη δική σας δεν τη λένε Γκλαφίνα... Τι τρόπος είναι αυτός, κύριε? Στα παλιά μου τα παπούτσια ο τρόπος! Οχι, δηλαδή εγώ δεν είμαι παντρεμένος... Εγώ, κύριε, δε Θα έστελνα στο διάβολο κάθε ώρα και στιγμή ένα σεβάσμιο άνθρωπο που βρίσκεται στη δυστυχία, έναν άνθρωπο, δε λέω άξιο μεγάλης εκτίμησης, αλλά τουλάχιστο, έναν άνθρωπο καλοαναΘρεμμένο. Ναι, κύριε, εγώ δε Θα τον έστελνα στο διάβολο, μα εσείς ολοένα αυτό κάνετε. Μα επιτέλους! Θα πας στο διάβολο? κατάλαβες? Κύριε, σας τυφλώνει ο θυμός και γιαυτό παύω!... Ωχ! θεέ μου! Μα ποιος είν' εκεί?... Πού? Ακούστηκε κάποιος θόρυβος. Δυο όμορφα κορίτσια κατέβηκαν τις σκάλες της εξώπορτας. Οι δύο άντρες έτρεξαν σ' αυτά. Τι? κάματε λάθος? αμαξά! Πού θα πάνε οι δεσποινίδες? Στην εκκλησία Πρόκοφ... Ανέβα, Ανούσκα. θα σε ξαναφέρω πάλι πίσω. Ευχαριστώ. Λίγο γρήγορα αμαξά. Ο αμαξάς έφυγε. Από πού να έρχονται άραγε αυτές? θεέ μου! θεέ μου! θα έπρεπε να πάμε κι εμείς. Πού? Μα στου Μπομπίνσεν. Τι λέτε? είναι αδύνατο! Γιατί? Εγώ θα πήγαινα, μα αυτή θα μου έβρισκε ένα σωρό πράγματα, για να τα μπαλώσει... Την ξέρω! θα πει πως ήρθε επίτηδες με κάποιον εδώ, για να τσακώσει εμένα! Πάλι εγώ θα είμαι ο φταίχτης. Μα γιατί τότε δεν πηγαίνετε στου στρατηγού? Αφού άλλαξε σπίτι! Τι μυαλά, να πιάσει λέει τη γυναίκα του στου Μπομπίνσεν! Και σας τι σας μέλει αν τη τσακώσω ή όχι? Βλέπετε? βλέπετε? Τι, κύριε? Ωχ! θεέ μου, τι γελοίος που είστε. Εσάς τι σας μέλλει? θέλετε να μάθετε... Τι, τι να μάθω? Δεν πας στο διάβολο! Εγώ ΘΑ ανέβω μόνος μου στο σπίτι. Πηγαίνετε όπου θέλετε! Σταθείτε! Πηγαίνετε, καλύτερα, πηγαίνετε! Κύριε, φώναξε απελπισμένα ο άνθρωπος με τη γούνα. Μα τι θέλετε επιτέλους?

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 32: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Κύριε, επιτρέψτε μου. Μα ποιος είστε? Σε ποιον μπροστά ξεχνιέμαι? Πώς σας λένε? Δεν ξέρω. Γιατί θέλετε να μάθετε τ'όνομά μου? Παλικάρι, δεν μπορώ να σας το πω... Εγώ θα έρθω μαζί σας... Ελάτε, πάμε, είμαι έτοιμος. Γιατί χάνετε την ψυχραιμία σας? Μα δεν πειράζει αυτό, είστε νέος ακόμη! Μα τι με μέλει εμένα αν είστε σεις γέρος? Αντε, πηγαίνετε! Τι δουλειά έχετε εδώ? Γιατί είμαι γέρος? Δεν είμαι γέρος και δεν έχω καμιά δουλειά εδώ. Καλά, πηγαίνετε τώρα! οχι, θα έρθω μαζί σας. Δεν μπορείτε να μου το απαγορέψετε αυτό. Ε, τότε, σωπάστε! Ανέβηκαν και οι δυο στο τρίτο πάτωμα. Η σκάλα ήτανε σκοτεινή. Σταθείτε. Εχετε σπίρτα? Σπίρτα! τι σπίρτα? Καπνίζετε? Αχ! ναι! Εχω, έχω, νάτα! σταθείτε λίγο! Ο κύριος με τη γούνα ήταν ταραγμένος. Τι σκοτάδι!... Διάβολε θαρρώ πως είμαστε στην πόρτα! Μα τι φωνάζεις έτσι! Σιγότερα! Κύριε τα υποφέρω όλα, αλλά είστε αυθάδης! Το σπίρτο άναψε. Ναι, ναι, να η πλάκα. Μπομπίνσεν. Βλέπετε? Βλέπω, βλέπω. Σιγότερα, τι... τι έσβησε το σπίρτο? Ναι. Να χτυπήσουμε? Ναι! είπε ο άνθρωπος με τη γούνα. Ε, λοιπόν, χτυπήστε. οχι... γιατί εγώ? Χτυπήστε σεις... ανανδρε... Εσείς είστε άνανδρος. ει, φεύγα! Μετανιώνω σχεδόν, γιατί σας είπα το μυστικό μου. Εσείς... Εγώ? τι εγώ? Εκμεταλλευτήκατε τη σύγχυσή μου, είδατε σε τι κατάσταση βρισκόμουν... Στα παλιά μου τα παπούτσια! Εγώ περνώ μονάχα την ώρα μου... Ε, τότε γιατί βρίσκεστε δω? Και σεις? Ορίστε μας ηθική! είπε θυμωμένος ο άνθρωπος με τη γούνα. Εσείς, μιλάτε για ηθική! Μα αυτό είναι ανήθικο? Ποιο: Κατά τη γνώμη μου, κάθε άντρας που τον απατά η γυναίκα του είναι ανόητος. Μα μήπως σεις είστε ο σύζυγος? Ο σύζυγος είναι στη γέφυρα Βοζνεσιάνσκυ. Εσείς τι ζητάτε εδώ? Να! θαρρώ πως τώρα καταλαβαίνω. Εσείς είστε ο εραστής! Ακούστε, αν εξακολουθήσετε μ' αυτόν τον τρόπο ΘΑ αναγκαστώ να ομολογήσω πως είστε ένας ανόητος. Δηλαδή, καταλαβαίνετε ποιος? Με μια λέξη θέλετε να πείτε πως είμαι ο σύζυγος? είπε ο κύριος με τη γούνα και τραβήχτηκε λίγο τρομαγμένος. Σσσ! σωπάστε!... Ακούστε? Εκείνη είναι! Οχι. Ω, τι σκοτάδι! Κάποιος θόρυβος ακουγότανε μέσα στο διαμέρισμα του Μπομπίνσεν. Γιατί μαλώνουμε σας παρακαλώ? είπε ο κύριος με τη γούνα. Μα εσείς ο ίδιος, τι διάβολο είχατε και θυμώσατε? Εσείς με θυμώσατε. Πάψτε! Ομολογήστε πως είστε ακόμη νέος Πάψτε! Βέβαια, συμφωνώ μαζί σας πως ένασ σύζυγος σε μια τέτοια περίσταση είναι ανόητος άνθρωπος. Μα θα σωπάσετε, επιτέλους? Αλλά εσείς γιατί κοροϊδεύετε με τέτοια σκληρότητα το δυστυχισμένο σύζυγο? Εκείνη είναι! Τη στιγμή αυτή έπαψε ο θόρυβος. Εκείνη! Εκείνη! εκείνη! Μα τι σας ενδιαφέρει εσάς? Κύριε, κύριε μουρμούρισε χλομός ο άνθρωπος με τη γούνα, κλαίγοντας σχεδόν. Βέβαια, είμαι ταραγμένος αρκετά είδατε την ταπείνωσή μου. Τώρα νύχτωσε, είναι η αλήθεια, αλλά αύριο... Εξάλλου, είναι πιθανόν πως αύριο δε θα συναντηθούμε... αν και δεν το φοβάμαι αυτό... Εξάλλου, δεν είμαι εγώ... είναι ο σύζυγος που περιμένει στη γέφυρα. θα σας τα πω, λοιπόν, όλα. Πολλές φορές του έλεγα... Αγαπημένε μου φίλε... γιατί παντρεύεσαι? γιατί γίνεσαι το παιχνίδι μιας κοκέτας? Κι εκείνος μου απαντούσε: Η οικογενειακή ευτυχία! Να τι πάει να πει οικογενειακή ευτυχία. Εξάλλου κι ο ίδιος απατούσε κάποτε τους άλλους συζύγους. Τώρα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 33: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

πίνει το πικρό ποτήρι. Τον κακομοίρη! Εδώ σχεδόν τον πήραν τα κλάματα. Μα να σας πάρει όλους σας ο διάβολος! Τι βλάκες έχει αυτός ο κόσμος! Ο νέος έτριξε τα δόντια του από θυμό. Εγώ, που μαζί σας ήμουν τόσο ευγενικός! θεέ μου, τι τρόπος! Σώπα! κατάλαβες? Επιτέλους, κύριε, πώς σας λένε! Μα γιατί επιμένετε να μάθετε το όνομά μου? Δεν μπορώ να σας το πω. Γνωρίζετε κάποιον Σάμπριν? ρώτησε ο νέος. Σάμπριν Ναι, Σάμπριν, ε? καταλάβατε? Οχι! Ποιον Σάμπριν? απάντησε ο άλλος λίγο σαστισμένος. Ο Σάμπριν είναι σεβάσμιος άνθρωπος, εγώ σας συγχωρώ, γιατί σας τυφλώνει η ζήλια σας. Αυτός είναι ένας παλιάνθρωπος, ένας άτιμος, που πουλιέται στον ένα και στο άλλον. Κλέβει το δημόσιο και σε μερικές μέρες θα τον πάνε στα δικαστήρια. Παρακαλώ, είπε ο κύριος με τη γούνα και χλώμιασε. Παρακαλώ, είπε ο άλλος κύριος, δεν τον ξέρετε καθόλου, καθώς βλέπω, σας είναι εντελώς άγνωστος. Δε γνωρίζω το πρόσωπό του, αυτό είν'αλήθεια, μα άκουσα να μιλούν γιαυτόν. Πού τ'ακούσατε κύριε? Βλάκας, ζηλιάρης, ανίκανος να συγκρατήσει τη γυναίκα του, να! αν θέλετε να ξέρετε τι είναι αυτός ο άνθρωπος... qι Κάποιος θόρυβος ακουγόταν μέσα στο διαμέρισμα του Μπομπίνσεν. Η πόρτα άρχισε ν' ανοίγει. Α! δεν είναι αυτή, δεν είναι αυτή! γνωρίζω τη φωνή της. Τώρα ξέρω πως δεν είναι αυτή. Σωπάστε. Κύριε, εγώ φεύγω τώρα ξέρω πως δεν είναι αυτή. Είμαι πολύ ευτυχής. Καλά, φύγετε. Και σεις γιατί μένετε εδώ? Τι σας ενδιαφέρει? Η πόρτα άνοιξε, ο κύριος με τη γούνα κατέβηκε τρεχάτος τη σκάλα. Μπροστά από το νέο πέρασαν ένας άντρας και μια γυναίκα. Η θλίψη τού έσφιγγε την καρδιά. Ακουσε τη φωνή κάποιας γνωστής του γυναίκας κι ύστερα κάποια άλλη βραχνή φωνή που δεν του ήταν άγνωστη. Μπα! δεν είναι τίποτα. θα φωνάξω το αμαξάκι, έλεγε η βραχνή φωνή. Καλά.! Η κυρία έμεινε μόνη. Γκλαφίνα, πού είναι οι όρκοι σου, φώναξε ο νέος με το παλτό, σφίγγοντας το χέρι της κυρίας. Αχ! ποιος είναι? Εσείς Ντβόρογκωφ? Θεέ μου! Τι κάνετε εδώ? Με ποιον είστε? ΜΑ... με τον άντρα μου. Πήγαινε, Θα γυρίσει τώρα δα από τους Πολίβιτσεν. Πηγαίνετε για τ'όνομα του θεού! Αλλά οι Πολίβιτσεν έχουν φύγει απ' εδω πάνε τώρα τρεις βδομάδες. Τα ξέρω όλα! qι Η κυρία κατέβηκε γρήγορα κι ο νέος τη συνόδεψε. Ποιος σας το είπε? ρώτησε η κυρία. Ο σύζυγός σας, κυρία μου, ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Είναι εδώ, είναι μπροστά σας, είναι στην εξώπορτα. Α! εσείς είστε? φώναξε ο κύριος με τη γούνα. Α! εσείς είστε, φώναξε η Γκλαφίνα και πήγε προς το μέρος του με μια ειλικρινή χαρά. θεέ μου, τι μου συνέβη? Ημουν στους Πολίβιτσεν, και φαντάσου που... ξέρεις πού κάθονται τώρα? κοντά στη γέφυρα Ισμαίκόφκυ... Πήρα απ'εκεί ένα αμαξάκι... τα άλογα αφήνιασαν στο δρόμο και το αμαξάκι έσπασε... εκατό βήματα πιο μακριά απ'εδώ. Τα είχα χάσει. Ευτυχώς ο κύριος Ντβόρογκωφ... Πώς? Ο κύριος Ντβόρογκωφ ήτανε περισσότερο άγαλμα, παρά Ντβόρογκωφ εκείνη την ώρα. Ο κύριος Ντβόρογκωφ με είδε και με περιποιήΘηκε. Τώρα σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Ντβόρογκωφ. ηH κυρία έδωσε το χέρι στον κύριο Ντβόρογκωφ και του το τσίμπησε μάλλον, αντί να του το σφίξει. Γνώρισα τον κύριο Ντβόρογκωφ στο χορό των Σκαλούπωφ. Είχαμε την ευτυχία να ξανασυναντηθούμε. Μα μου φαίνεται πως σου έχω μιλήσει γιαυτόν. Δε θυμάσαι, Κοκό μου? Ενθουσιασμένος, κύριε,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 34: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

ενθουσιασμένος... Και έσφιξε το χέρι του Ντβόρογκωφ. Με ποιον είστε? Τι θέλουν να πουν όλα αυτά? Περιμένω! αντήχησε ξαφνικά η βραχνή φωνή. Μπρος στην παρέα βρισκότανε κάποιος κύριος με ένα ατέλειωτο ανάστημα. Εσιαξε τα γυαλιά του και κοίταξε προσεχτικά τον κύριο με τη γούνα. Αχ, κύριε Μπομπίνσεν... μουρμούρισε η κυρία. Από πού έρχεστε? Για κοιτάχτε συνάντηση! Φανταστείτε πως έσπασε τ'αμαξάκι μου και... Αλλά να σας συστήσω τον άντρα μου... Γιάννη... ο κύριος Μπομπίνσεν... στο χορό... στους Κέρπωφ... Α! πολύ ευτυχής... πολύ ευτυχής... Αλλά αγάπη μου πρέπει να τρέξω να βρω μια άμαξα. Ναι, ναι, Γιάννη, τρέμω ολόκληρη... Δεν είμαι καλά... Απόψε στο χορό μουρμούρισε στον Ντβόρογκωφ... ΘΑ βρεθούμε ίσως αύριο στο χορό των Κέρπωφ... Οχι, λυπούμαι. δε θα πάω αύριο... ΑΝ σήμερα είναι έτσι... τότε αύριο? Ο κύριος Μπομπίνσεν μουρμούρισε ακόμη κάτι, ύστερα ανέβηκε στο αμαξάκι του και έφυγε. η άμαξα πλησίασε, η κυρία μπήκε σαυτή και ο κύριος με τη γούνα στάθηκε. Φαινότανε πως δεν είχε τη δύναμη να κάμει βήμα και κοίταζε σαν βλάκας τον αλλο με το παλτό. Μα και ο άλλος χαμογελούσε σχεδόν σαν βλάκας... Δε βλέπω... Συγνώμη... Ευτυχής για τη γνωριμία σας! είπε ο νέος χαιρετώντας. Πολύ ευτυχής, κύριε. θαρρώ πως έχετε χάσει μια γαλότσα σας. Εγώ! Αχ! ναι, ευχαριστώ... ξεχνώ πάντα ν'αγοράσω γαλότσες... ΜΑ με τις γαλότσες ιδρώνουν τα πόδια. Μάλιστα... αμέσως... αγάπη μου... Εχουμε μια κουβέντα πολύ ενδιαφέρουσα. Ακριβώς... Καλά το παρατηρήσατε... τα πόδια ιδρώνουν... αλλά συγνώμη! Παρακαλώ. Ευτυχής για τη γνωριμία σας. Ο κύριος με τη γούνα ανέβηκε στην άμαξα. η άμαξα ξεκίνησε. Ο νέος έμεινε πάντα στην θέση, παρακολουθώντας με το βλέμμα το αμάξι που έφευγε. Την άλλη μέρα το βράδυ, η Ιταλική όπερα έδινε την ταχτική παράσταση. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς μπήκε μέσα στη σάλα σαν μπόμπα. Ποτέ δεν τον είδε κανείς τόσο ταραγμένο. Ο κόσμος ήξερε πως του Ιβάν Αντρέγεβιτς του άρεσε να κοιμάται μιαδυο ώρες στην όπερα. Πολλές φορές, μάλιστα, είχε δηλώσει στους φίλους του πως το νανούρισμα της πριμαντόνας του φαινότανε σαν νιαούρισμα μικρού γατιού. Μα αυτά όλα τα έλεγε την περασμένη σαιζόν. Ενώ τώρα! Αλίμονο! Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δεν κοιμάται μήτε σπίτι του. Μπαίνει σαν μπόμπα μέσα στην πλατεία του Θεάτρου κι ο υπάλληλος τον στραβοκοιτάζει, βέβαιος σχεδόν πως έχει δει επάνω του ένα μαχαίρι. Πρέπει να πούμε πως τη στιγμή εκείνη το κοινό ήτανε χωρισμένο σε δυο κόμματα. Το κάθε κόμμα υπεράσπιζε και τη δική του πριμαντόνα. Και τα δύο κόμματα αγαπούσαν το καθένα την πριμαντόνα του. μα, λοιπόν, γιατί μπρος σε μια τέτοια νεανική ορμή ενός ώριμου ανθρώπου, που εξάλλου δεν είχε ακόμη άσπρα μαλλιά, μα που κόντευε σχεδόν να φθάσει τα πενήντα, να γιατί ο υπηρέτης θυμήθηκε εκείνη την ώρα, δίχως να το θέλει, τα περίφημα λό για του αμλετ, του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας: <Οταν τα γεράματα πέφτουν τόσο χαμηλά... τι μπορεί να πει κανείς για τα νιάτα?...>. Και όπως το είπαμε και πιο πάνω, στύλωσε τα μάτια του στην πλάίνή τσέπη του ρούχου, βέβαιος σχεδόν πως θα έβλεπε κανένα μαχαίρι. Μπαίνοντας σαν μπόμπα στο θέατρο ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, αγκάλιασε με το βλέμμα του όλα τα θεωρεία. Ω! φρίκη! Ανατρίχιασε. Εκείνη βρισκόταν εκεί! Ητανε μέσα σ' ένα θεωρείο με το στρατηγό Πολίβιτσεν, τη γυναίκα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 35: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

του στρατηγού, τη γυναικά δελφή του και τον υπασπιστή του. Ητανε κι ένας κύριος με πολιτικά. Ο Ιβάν τον κοίταξε προσεχτικά. Αλλά ο κύριος με τα πολιτικά στεκότανε πίσω από τον υπασπιστή κι έτσι δεν μπορούσε ο Ιβάν να τον γνωρίσει. Εκείνη ήταν εκεί, κι ωστόσο είχε πει πως δε θα πήγαινε. Αυτή η υποκρισία που από κάμποσο καιρό έδειχνε η Γκλαφίνα Πετρόβνα στενοχωρούσε τον Ιβάν Αντρέγεβιτς. Κι αυτός ο νέος με τα πολιτικά τον απέλπιζε. Χώθηκε στην πολυθρόνα του ταραγμένος. Γιατί? θα μου πείτε. Είναι απλούστατο. Πρέπει να πούμε πως η πολυθρόνα του ήταν ακριβώς κάτω από το καταραμένο θεωρείο κι έτσι δεν μπορούσε να δει απολύτως τίποτα. Γι' αυτό ήταν στενοχωρημένος κι έβραζε σαν σαμοβάρι. Η πρώτη πράξη τελείωσε, χωρίς καν να την προσέξει. Αλλά τη στιγμή που έπεφτε η αυλαία, συνέβη στον ήρωά μας κάτι που καμιά πένα δε θα μπορούσε ποτέ να περιγράψει. Συμβαίνει καμιά φορά, όταν το έργο είναι ανυπόφορο, να χασμουρηθεί κανείς θεατής από το θεωρείο ή να αφήσει να πέσει κανένα πρόγραμμα. Μα εκείνο που έπεσε πάνω στο κεφάλι του Ιβάν δεν ήταν ένα κοινό πρόγραμμα, ήτανε κάτι τόσο ανήθικο, όσο είναι ένα ερωτικό μυρωμένο γραμματάκι... Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δεν ήτανε καθόλου προετοιμασμένος για μια τέτοια περιπέτεια, ανατρίχιασε σαν να είχε δεχθεί πάνω στο κεφάλι του κανέναν ποντικό Ή κάποιο άγριο ζώο. Το ότι το γραμματάκι ήταν γραμματάκι ερωτικό, σ' αυτό δε χωρούσε πια αμφιβολία. Ηταν γραμμένο σένα μυρωμένο χαρτί, ακριβώς σαν τα ερωτικά γράμματα των μυθιστορημάτων, και τόσο καλοδιπλωμένο που μπορούσε να το κρύψει κανείς μέσα στο γάντι της κυρίας. Μάλλον θα είχε πέσει κατά τη στιγμή που το έδιναν. να. λόγου χάρη, κάποιος θα είχε ζητήσει το πρόγραμμα και μέσα σαυτό ήταν κρυμμένο το γραμματάκι. Το χέρι που έδινε το πρόγραμμα θα έτρεμε κι έτσι θα γλίστρησε και θα έπεσε το ερωτικό γράμμα. Μοίρα μουρμούρισε ο Ιβάν, μοίρα! Η σφαίρα βρίσκει πάντα τον ένοχο. Αλλά γιατί να είμαι ένοχος? Ο Ιβάν στριμώχτηκε μέσα στην πολυθρόνα του, μήτε πεθαμένος μήτε ζωντανός. Νόμιζε πως όλη η σάλα τον κοίταζε. Τέλος, αποφάσισε ν'ανοίξει τα μάτια του. Τραγούδησε πολύ όμορφα, ε? είπε στον κομψό νέο που ήταν γείτονάς του στ'αριστερά. Ο νέος βρισκότανε στον ύψιστο βαθμό του ενθουσιασμού και βάζοντας τη χούφτα του μπρος στο στόμα του, φώναξε μ'όλη του τη δύναμη το όνομα της ηθοποιού. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, που ποτέ του δεν είχε ακούσει άνθρωπο να γκαρίζει με τέτοιο τρόπο, ήταν ενθουσιασμένος. <Δεν πρόσεξε τίποτα>, σκέφθηκε και γύρισε προς το άλλο μέρος. Αλλά ο χοντρός κύριος που καθόταν από πίσω του, στεκότανε τώρα όρθιος με τη ράχη γυρισμένη και κοίταζε τα θεωρεία. <Καλά!> είπε μέσα του ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Μπροστά, φυσικά, κανείς δεν είχε δει τίποτα. Η μεγάλη Οπερα έχει τέσσερις σειρές θεωρεία και πιο ψηλά ακόμη βρίσκεται το υπερώο. Γιατί, λοιπόν, να παραδεχθεί πως το δίχως άλλο αυτό το πραγματάκι ερχότανε από ένα ορισμένο θεωρείο και όχι από κάποιο άλλο, όπου επίσης υπάρχουν κυρίες? Αλλά η ζήλια είναι το πιο αποτελεσματικό από όλα τα πάθη. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, ανέβηκε στο φουαγιέ, στάθηκε κοντά σε μια λάμπα κι άρχισε να διαβάζει. <Απόψε, ευθύς ύστερα από την παράσταση, στη γωνία της οδού Σ... 3ο πάτωμα δεξιά... Ελάτε δίχως άλλο για τ'όνομα του θεού!>. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δεν αναγνώρισε την υπογραφή, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία, επρόκειτο για

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 36: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

κάποιο ραντεβού. <Να τους τσακώσω σκαστούς και να ξεριζώσω το κακό από τη ρίζα του!> Ηταν η πρώτη σκέψη του Ιβάν. Ανέβηκε ως το δεύτερο πάτωμα του θεάτρου, μα ξανακατέβηκε πάλι στην πλατεία και κοίταζε τις τέσσερις σειρές τα θεωρεία, που ήτανε γεμάτα κόσμο. Υστερα πήγε προς το ταμείο με την ελπίδα να μάθει τα ονόματα όλων των ανθρώπων που ήταν και στις τέσσερις σειρές. Αλλά το ταμείο ήταν κλειστό. Τέλος φοβερά παλαμάκια ακούστηκαν. Η παράσταση είχε πάρει τέλος. Υστερα τσακώθηκαν τα δύο κόμματα, γιατί το καθένα προσκαλούσε την ευνοούμενή του. Μα όλα αυτά δεν ενδιέφεραν καθόλου τον Ιβάν Αντρέγεβιτς. Είχε χαράξει το πρόγραμμά του. Πήρε το καπέλο του, το παλτό του κι έτρεξε στη διεύθυνση που ήξερε, για να βρει εκεί τους ενόχους και να δράσει κάπως πιο αποφασιστικά από την περασμένη μέρα. Βρήκε γρήγορα το σπίτι κι ανέβαινε τις σκάλες, όταν ξαφνικά κάποιος με πολιτικά γλίστρησε πλάϊ του και γρήγορα γρήγορα ανέβηκε ως στο τρίτο πάτωμα. Ο Ιβάν νόμισε πως αναγνώρισε το νέο του θεάτρου. Ετρεμε ολόκληρος. Ο νέος τον ξεπερνούσε δυο πατώματα. Τέλος, άκουσε κι άνοιγε μια πόρτα στο τρίτο πάτωμα. Είχε ανοίξει, δίχως να χτυπήσει κανείς. Ο νέος μπήκε στο διαμέρισμα. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς έφθασε στο τρίτο πάτωμα, πριν προφθάσει να κλείσει η πόρτα. Στην αρχή σκέφθηκε να σταθεί μπροστά στην πόρτα. Μα τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ο Θόρυβος μιας άμαξας που είχε σταθεί στην πόρτα. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς χάνοντας την ψυχραιμία του, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα με ύφος προσβεβλημένου συζύγου. Μια υπηρέτρια τρομαγμένη έτρεξε καταπάνω του. Υστερα φάνηκε ένας υπηρέτης. Μα τίποτε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον Ιβάν Αντρέγεβιτς. Σαν σφαίρα πέρασε δυο σκοτεινά δωμάτια και βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε μια κρεβατοκάμαρα μπροστά σε μια όμορφη γυναικούλα, που τρομαγμένη τον κοίταζε σαν να μην καταλάβαινε τι τρέχει. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βαριά βήματα στο πλαϊνό δωμάτιο. θεέ μου! ο άντρας μου! φώναξε η γυναίκα χτυπώντας τα χέρια της κι έγινε πιο άσπρη κι από τη ρόμπα της. Ο Ιβάν κατάλαβε πως δεν είχε πάει εκεί που έπρεπε και πως δεν είχε καλοσκεφθεί. Τώρα η πόρτα άνοιγε και ο άντρας έμπαινε στο δωμάτιο... Δεν ξέρω πώς είδε τον εαυτό του εκείνη τη στιγμή ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, δεν ξέρω τι τον εμπόδισε να σταΘεί μπροστά στο σύζυγο, να ζητήσει συγνώμη και να φύγει, όχι βέβαια με δόξα και με τιμή, μα σαν άνΘρωπος τουλάχιστον. Αντί να κάνει αυτό, ο Ιβάν Αντρέγεβιτς έκανε σαν μωρό παιδί, σαν να ήταν κανένας Δον Zουάν. Στην αρχή κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα, ύστερα όταν παραστενοχωρέθηκε εκεί, χαμήλωσε και γλίστρησε κάτω από το κρεβάτι. Μα το πιο παράδοξο σόλα αυτά είναι που η κυρία δεν έφερε καμιά απολύτως αντίσταση. Δεν έβγαλε μήτε φωνή, βλέποντας έναν ηλικιωμένο κύριο, που ζητούσε άσυλο στο δωμάτιό της. ισως και να ήταν τρομαγμένη. σε βαθμό που η γλώσσα της να μην τη βοηθούσε καθολου. Ο άντρας μπήκε στο δωμάτιο βήχοντας. Χαιρέτησε τη γυναίκα του, όπως χαιρετούν τις γυναίκες τους τα γεροντάκια και ρίχτηκε πάνω σε μια πολυθρόνα, σαν να είχε στον ώμο του κανένα φορτίο ξύλα. Υστερα ακολούθησε ένας συνεχής βήχας. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς από τίγρις που ήταν, μεταβλήθηκε σε αρνάκι. Μόλις τολμούσε να αναπνεύσει από την τρομάρα του. Φρόνιμα και σιγά άρχισε να βολεύεται κάτω από το

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 37: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

κρεβάτι. Μα ποια ήταν η έκπληξή του, όταν απλώνοντας το χέρι ένιωσε κατιτί που κουνιότανε και που κι αυτό το πράγμα τον έπιασε ύστερα και τον ίδιο από το μπράτσο. Κάποιος άλλος βρισκόταν, επίσης, κάτω από το κρεβάτι. Ποιος είναι αυτού? μουρμούρισε ο Ιβάν. Ετσι, να Θαρρείς πως Θα σου πω ποιος είμαι αποκρίθηκε ο παράξενος γείτονας, κι ύστερα συνέχισε. ξαπλωθείτε και σωπάτε! Αλλά, κύριε... θα σωπάσετε? Και ο άγνωστος έσφιξε τόσο σφιχτά το μπράτσο του Ιβάν, που αυτός κόντεψε να βάλει τις φωνές από τον πόνο. Κύριε! Μη με σφίγγετε έτσι, γιατί θα φωνάξω. Ετσι ε? φωνάξτε, λοιπόν, άϊντε ντε! Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς κοκκίνισε από ντροπή. Ο άγνωστος ήταν θυμωμένος και χαιρότανε με αυστηρό τρόπο. Ισως να ήταν άνθρωπος κατατρεγμένος από την τύχη και που πολλές φορές βρέθηκε σε τέτοια θέση. Αλλά ο Ιβάν ήταν πρωτάρης και έσκαγε εκεί μέσα. Το αίμα του χτυπούσε δυνατά στα μελίγγια του. Κι ωστόσο δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Επρεπε να μείνει μπρούμυτα ξαπλωμένος. Ο Ιβάν το πήρε απόφαση και σώπασε. Εγώ, αγάπη μου, άρχισε να λέει ο σύζυγος πήγα ξέρεις στου Πάβελ Ιβάνοβιτς. Παίξαμε ουίστ και... γκουχ! γκουχ! έβηχε ωχ! η ραχούλα μου! Και ο γέρος έβηχε πιο δυνατά ακόμη. Η ράχη μου! είπε με μάτια γεμάτα δάκρυα, η ράχη μου με πονά, κι αυτές οι καταραμένες ζοχάδες δε μ' αφήνουν μήτε να σταθώ όρθιος μήτε να καθίσω... γκουχ!... γκουχ!... Και ήταν πια φανερό πως ο βήχας θα βαστούσε για πολλή ώρα. Στα διαλείμματα ο γέρος μουρμούριζε πάντα κάτι, μα κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε. Κύριε, για τ'όνομα του θεού, τραβηχτείτε λίγο πιο πέρα, μουρμούρισε ο δυστυχισμένος Ιβάν. Πού θέλετε να τραβηχτώ... δεν έχει άλλη θέση. Εντούτοις ομολογήστε πως είναι αδύνατο να μείνω εδώ... Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι στη θλιβερή αυτή κατάσταση. Μα κι εγώ πρώτη μου φορά βρίσκομαι με μια τέτοια ενοχλητική παρέα... Αλλά, παλικάρι μου. Σωπάστε! Αλλά, παλικάρι μου, φέρνεστε πάρα πολύ άσχημα. Αν δεν κάνω λάθος, είστε ακόμη πάρα πολύ νέος. Είμαι πιο ηλικιωμένος από σας. Σωπάστε, λοιπόν! Κύριε ξεχνιέστε, δεν ξέρετε σε ποιον μιλάτε. Μιλώ σέναν κύριο που βρίσκεται κάτω από ένα κρεβάτι. Αλλά εγώ βρίσκομαι εδώ κατά λάθος, κύριε, και εσείς αν δε γελιέμαι από ανηθικότητα. Απατάσθε. Κύριε, είμαι μεγαλύτερος από σας. Σας το λέω. Κύριε, εδώ που είμαστε, πρέπει να ξέρετε πως είμαστε ίσοι. Σας παρακαλώ να μη μου πιάνετε το πρόσωπο... Κύριε, εγώ δε βλέπω ΚΑΘΌΛΟΥ... με συγχωρείτε... δεν υπάρχει καθόλου χώρος. Γιατί είστε τόσο χοντρός? θεέ μου! ποτέ μου δε βρέθηκα σε τέτοια ταπεινωτική θέση. Αυτό είναι αλήθεια! Είναι αδύνατο να ξεπέσει κανείς πιότερο. Κύριε! κύριε! δεν ξέρω ποιος είστε, δεν ξέρω πώς σας συνέβη αυτό, αλλά εγώ βρίσκομαι δω κατά λάθος. Δεν είμαι αυτό που νομίζετε. Δε θα νόμιζα τίποτα, αν καθόσαστε σαν άνθρωπος. Αλλά σωπάστε επιτέλους!... Κύριε, αν δεν τραβηχτείτε λίγο πιο πίσω, θα πεθάνω από αποπληξία. θα είστε υπεύθυνος για το θάνατό μου. Σας βεβαιώ. Είμαι άνθρωπος σεβάσμιος είμαι πατέρας οικογενείας. Δεν μπορώ να βρίσκομαι σε μια τέτοια κατάσταση. Αλλά κύριε, εσείς ο ίδιος ήρθατε σε τέτοια κατάσταση. Καλά, λοιπόν, απλωθείτε. Να κι άλλο τόπο... μα δεν είναι δυνατό να σας εξοικονομήσω παραπάνω. Ευγενικέ νέε! Κύριε, βλέπω ότι είμαι απατημένος, είπε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς με ευγνωμοσύνη για τη

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 38: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

θέση που του έδινε. Τεντώθηκε λίγο κι ύστερα πρόσθεσε: Καταλαβαίνω πόσο δύσκολη είναι η θέση μας, αλλά τι να γίνει? Βλέπω πως έχετε για μένα μια πολύ κακή γνώμη. Επιτρέψτε μου όμως να δικαιολογηΘώ. Επιτρέψετέ μου να σας πω ποιος είμαι. Ηρθα εδώ, δίχως να το θέλω. Σας το ομολογώ, δεν ήρθα εδώ γιαυτό που φαντάζεστε. Φοβούμαι πολύ... Μα σωπάστε επιτέλους. Δεν καταλαβαίνετε πως άμα ακούσουν θα βγει σε κακό μας? Στ! μιλούν! Πραγματικά ο βήχας του γέρου γινότανε μαλακότερος. Λοιπόν, αγάπη μου, είπε με τεμπέλικη φωνή, να λοιπόν! γκουχ!... γκουχ! γκουχ!... δυστυχία μου! Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς είπε πως έπρεπε να δοκιμάσω τα ζεστά... το φασκόμηλο... Ακούς, αγάπη μου? ΑκΟύΩ, φίλε μου... Ε, μου είπε, πρέπει να δοκιμάσετε το φασκόμηλο. Εγώ του είπα πως είχα βάλει βδέλλες κι εκείνος μου απάντησε: Οχι, Αλέξανδρε Ντεμιάνοβιτς, το φασκόμηλο είναι καλύτερο γκουχ!... γκουχ!... γκουχ!... λοιπόν... γκουχ!... γκουχ!... Νομίζω πως δε θα ήταν άσχημο να δοκιμάζαμε το φασκόμηλο, απάντησε η κυρία. Ναι, δεν είναι άσχημο. Μου είπε, είστε ίσως φθισικός.. γκουχ!... γκουχ!... Εγώ του είπα: όχι είναι η αρθρίτις και το στομάχι! Μα εκείνος ξαναείπε: Καλά, ίσως όμως να είστε και φθισικός. Λες να είναι φθίση, αγάπη μου? Α! θεέ μου! Τι λέτε? Ναι, ναι, φθίση θα είναι... αλλά, αγάπη μου, καλά θα 'κανες να γδυνόσουνα και να έπεφτες... γκουχ!... γκουχ!... είμαι συναχωμένος. Ουφ! έκανε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Για το όνομα του Θεού, τραβηχτείτε λίγο πίσω. Μα τι διάβολο! πόσος τόπος σας χρειάζεται! Δεν μπορείτε, λοιπόν, να μείνετε ήσυχος έτσι ξαπλωμένος? Τα βάζετε μαζί μου, παλικάρι μου. θέλετε να με προσβάλετε.. το βλέπω... Είστε ίσως ο εραστής αυτής της γυναίκας. Σωπάστε! Δε Θα σωπάσω... Δε Θα σωπάσω. Δε ΘΑ αφήσω το πρόσταγμα σ'εσάς εδώ χάμω. ισως είστε ο εραστής... ΑΝ μας ανακαλύψουν, εγώ δεν είμαι καθόλου ένοχος... δεν ξέρω τίποτα εγώ! Αν δε σωπάσετε, είπε ο νέος τρίζοντας τα δόντια, Θα πω πως εσείς μ'έχετε τραβήξει ως εδώ. θα πω πως είστε ο Θείος μου. Ενας Θείος που σπατάλησε τα λεφτά του... Τότε κανείς δε Θα πιστέψει πως εγώ είμαι ο εραστής αυτής της γυναίκας... Κύριε, με κοροϊδεύετε. Η υπομονή μου δεν έχει πια όρια. Σσσ! θα σας εξαναγκάσω να σωπάσετε! Τι βάσανο, βρε αδερφέ! Μα δε μου λέτε τι διάβολο ζητάτε εσείς εδώ δα? Εγώ Θα έμενα ως το πρωί κι ύστερα Θα έφευγα... Μα εγώ δεν μπορώ να μείνω. Εγώ είμαι καθώς πρέπει άνθρωπος. 'Εχω σχέσεις... Τι νομίζετε? Λέτε άραγε να μείνει όλη τη νύχτα αυτός? Ποιος? Μα ο γέρος αυτός. Βέβαια, όλοι οι σύζυγοι δεν είναι σαν και σας. Είναι κι άλλοι που κοιμούνται σπίτια τους. Κύριε! κύριε! ξεφώνισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, τρέμοντας από φόβο... μα είστε βέβαιος ότι κι εγώ κοιμούμαι σπίτι μου και ότι αυτό μου συμβαίνει για πρώτη φορά στη ζωή μου. Αλλά, θεέ μου, βλέπω πως με γνωρίζετε. Ποιος είστε παλικάρι μου! Πείτε μου, γρήγορα, εν ονόματι της φιλίας μας. Ακούστε... ΘΑ μεταχειριστώ βία. Αλλά, επιτρέψετε, επιτρέψετε... αφήστε μου να σας διηγηθώ όλη αυτή την ελεεινή υπόθεση. Δεν ακούω τίποτα... Σωπάστε! Δε Θέλω. Μια μικρή πάλη έγινε κάτω από το κρεβάτι και ο Ιβάν Αντρέγεβιτς σώπασε. Αγάπη μου! μου φαίνεται πως υπάρχουν γάτες εδώ χάμω! Γάτες! Τι ιδέες είναι πάλι αυτές? Φυσικά η κυρία δεν ήξερε τι να πει. Ηταν ταραγμένη και έκανε πως άκουε. Μα για ποιες γάτες μου

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 39: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

μιλάς? Γάτες, αγάπη μου. Μα τι λέτε! Καλά! καλά! μη Θυμώνεις, αγάπη μου. Βλέπω πως Θα σε λυπήσει πολύ αν πεθάνω. θα κάμεις καλά να γδυθείς και να πέσεις Εγώ Θα μείνω εδώ όσο γδύνεσαι. Σας παρακαλώ!... αργότερα... Καλά, μη θυμώνεις, μη Θυμώνεις, μόνο σε βεβαιώ πως εδώ υπάρχουν ποντίκια. Ε, λοιπόν, να κι άλλο τώρα! Πότε γάτες, πότε ποντίκια. Μα την αλήθεια, δεν ξέρω τι σας έπιασε απόψε. Εγώ! μα δεν έχω τίποτα... γκουχ!... γκουχ!... Ω, Θεέ μου! Βλέπετε! κάνετε τόσο θόρυβο που μας άκουσαν στο τέλος, είπε ο νέος κάτω από το κρεβάτι. Μα αν ξέρατε τι έπαθα. Η μύτη μου τρέχει αίμα. Καλά! λφησέ την να τρέχει και σώπα... σε λίγο θα φύγει. ΜΑ, παλικάρι μου, καταλαβαίνετε επιτέλους τη Θέση μου! Δεν ξέρω πλάϊ σε ποιον είμαι ξαπλωμένος. ΘΑ κερδίζατε τίποτα αν ξέρατε? Εγώ πεντάρα δε δίνω να μάθω τ' όνομά σας. Αλλά μια που το θέλετε.. Ποιος είστε παρακαλώ? Παρακαλώ! γιατί Θέλετε να μάθετε τ'όνομά μου? Σσσ! σττ! μιλάει πάλι... Σου ορκίζομαι, φίλε μου, πως έχουμε ποντίκια οχι, σου λέω... βάλατε άσχημα το βαμβάκι στ'αυτί σας. Σ' αυτό απάνω που λες... ξέρεις πως στο πάνω πάτωμα.. γκουχ!... γκουχ!... Στο πάνω πάτωμα! μουρμούρισε ο νέος... Κι εγώ νόμιζα πως είμαστε στο τελευταίο πάτωμα... Μα το δεύτερο πάτωμα είναι λοιπόν αυτό? Νέε! είπε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, τι λέτε? Για τ'όνομα του θεού, γιατί αυτή η δουλειά σας ενδιαφέρει? Και γω νόμιζα πως ήμουν στο τελευταίο πάτωμα... Ω, θεε μου, υπάρχει λοιπόν ακόμη ένα πάτωμα? Σε βεβαιώ, αγάπη μου, πως κάποιος μιλά απ' εδώ κάτω, είπε ο γέρος, όταν επιτέλους έπαψε ο βήχας του. Σσσ?... ακούτε? είπε ο νέος σφίγγοντας το χέρι του Ιβάν Αντρέγεβιτς... Κύριε... μου σφίγγετε τα χέρια... Αφήστε με! Στ! ξανά, νέα πάλη. ξανά, νέα σιωπή. Λοιπόν συνάντησα μια όμορφη γυναικούλα... στη σκάλα, μα δε Θυμάμαι καλά... γκουχ!... γκουχ!... Φασκόμηλο, ε? Τι? Πρέπει να πιω φασκόμηλο... ΘΑ δεις τι καλό που Θα μου κάνει... γκουχ!... γκουχ!... Εσείς τον διακόψατε, είπε ο νέος τρίζοντας τα δόντια. Τι λέτε? Συναντήσατε σήμερα μια όμορφη γυναικούλα? ρώτησε η κυρία. Τι? Ομορφη? Ποιος σου το είπε? Μα εσείς μου το είπατε. Εγώ, πότε? Αχ! ναι! Κύριε, τρέμω, φοβάμαι... θεέ μου, τι ακούω! Συμβαίνει λοιπόν ό,τι και χθες, ακριβώς ό,τι και χθες Στ! Αχ! και θυμάμαι, μια διαβολογυναίκα. Ομορφα μάτια! ένα γαλάζιο καπέλο... Γαλάζιο καπέλο... Ω, θεέ μου! Εκείνη είναι!... εκείνη!... έχει ένα γαλάζιο καπέλο... ξεφώνισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς! Εκείνη? ποια εκείνη? μουρμούρισε ο νέος, σφίγγοντας τα χέρια του Ιβάν. Αχ! θεέ μου! θεέ μου! ΜΑ ποια δεν έχει γαλάζιο καπέλο? Μια ομορφούλα, διαβολογυναίκα... εξακολούθησε ο γέρος. Ερχεται δω να δει τους φίλους της... Α! πώς με στεναχωρεί, δε μιλώ πια!... ΜΑ πώς δεν είσαι στα κέφια σου, σήμερα!... Αλλά εσείς? πώς βρεθήκατε δω! ρώτησε ο νέος. Α! βλέπετε! βλέπετε, τώρα ενδιαφέρεστε και σεις! Στην αρχή δε θέλατε να ξέρετε τίποτα. Μα εγώ δε δίνω πεντάρα! Μη μιλάτε αν θέλετε. αει στο διάβολο, τι ιστορίες είν'αυτές? Παλικάρι μου, μη θυμώνετε... Δεν ξέρω τι λέω! Ηθελα μόνο να πω πως έχετε κάποιο λόγο ΝΑ... ΜΑ ποιος είστε, παλικάρι ΜΟΥ?... Θεέ μου, δεν ξέρω τι λέω. Φτάνει πια! σας παρακαλώ! διέκοψε ο νέος σαν να σκέφθηκε ξαφνικά κάτι. Οχι, θα σας τα πω όλα... Νομίζετε ίσως πως δε θέλω να σας πω τίποτα...

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 40: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

πως είμαι θυμωμένος... Οχι, λοιπόν. Να, το χέρι μου! Είμαι μόνο θλιμμένος... τίποτα παραπάνω... Οσο για μένα δεν είμαι θυμωμένος. μα, το χέρι μου. ΜόΝΟ... έχει πολύ σκόνη εδώ και το χέρι μου είναι πολύ βρόμικο, μα αυτό δεν εμποδίζει την ευγένεια των αισθημάτων. Αμε στο διάβολο εσύ και το χέρι σου. Εδώ δεν μπορεί κανείς να κουνηθεί και μου πήρε τα μυαλά με το χέρι του... Κύριε! κύριε! μου φέρνεστε σαν να ήμουνα κανένα παλιό σας παπούτσι. Να είστε πιο ευγενικός. θα αγαπηθούμε αργότερα... Να δείτε! Είμαι έτοιμος να σας προσκαλέσω να φάμε μαζί... Βλέπετε, λοιπόν, απατάσθε νέε μου. Δεν ξέρετε πως... ΜΑ πότε στο διάβολο την αντάμωσε!... μουρμούρισε ο νέος συγκινημένος. Με περιμένει ίσως αυτήν την ώρα κι εγώ είμαι δω πρέπει να φύγω οπωσδήποτε. Σας περιμένει? Ποιος σας περιμένει? θεέ μου, για ποιον μιλάτε, νέε μου? Συλλογίζεστε πως όχι πολύ μακριά... ένα πάτωμα πιο πάνω... θεέ μου! θεέ μου! Γιατί είμαι τόσο στενοχωρημένος? Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς προσπαθούσε να γυρίσει ανάσκελα, για να δείξει έτσι όλη την απελπισία του. ΜΑ τι ανάγκη έχετε να ξέρετε για ποιον πρόκείΤαι? αει στο διάβολο! Ας γίνει ό,τι θέλει.. βγαίνω.... εγώ Μα κύριε! τι κάνετε? Εγώ πώς Θα μείνω εδώ μόνοΣ" μουρμούρισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς και γραπώΘηκε μ'όλη του την απελπισία στο ρούχο του γείτοΝΑ. Καρφί δε μου καίγεται μένα, αν μείνετε μόνος! η αν δε Θέλετε να μείνετε, θα πω πως είστε Θείος μοΥ που έφαγε όλα τα λεφτά του, γιατί δε θέλω να νομίσει ο γέρος πως είμαι εραστής της γΥναίκας ΤΟΥ. Αλλά, νέε μου, αυτό είναι αδύνατο δεν είναι φυσικό. Εάν εγώ είμαι ο ΘείΟς... ΜΑ κανείς δε Θα σας πιστέψει. Μήτε κι ένα παιδάκι δε Θα σας πιστέψει, μουρμούρισε ο Ιβάν απελπισμένος. Ε, καλά, τότε μη φλυαρείτε, καθήστε ήσΥχα. Περάστε εδώ τη νύχτα και αύριο θα φύγετε. Κανείς δε θα σας πάρει μυρουδιά... ΑΝ βγει ένας, τότε κανείς δε Θα υποψιαστεί πως έμεινε ένας άλλος κάτω από το κρεβάτι! Τραβηχτείτε λοιπόν, ειδεμή βγαίνω... εμένα κοροϊδεύετε νέε μου? Και αν έβηχα? Πρέπει να τα προβλέψει κανείς όλα. Στ! Τι? Ω, ακούω πάλι κάτι σαν μουρμουρητά, είπε ο γέρος ποΥ σόλο αυτό το διάστημα είχε κατορθώσει να αποκοιμηθεί. Απάνω? Ακούτε, νέε μου, Θα βγω! Ναι, ακούω! Ω, θεέ μου, ακούω, αλλά Θα πηγαίνω. Και εγώ θα μείνω. Το ίδιο μου κάνει. ξέρετε, λοιπόν, τι νομίζω? Νομίζω πως είστε ένας άντρας ΠΟΥ ΤΟΝ αΠαΤά η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ. Θεέ μου, τι εγωισμός! Νομίζετε, λοιπόν, ένα τέτοιο πράγμα! Γιατί το νομίζετε αυτό? Αλλά εγώ δεν είμαι καν παντρεμένος! Τι λέτε καλέ! ΜΑ ίσως να είμαι εγώ ο εραστής, φίλε μου! Εσείς ο εραστής! Κύριε! κύριε! Καλά λοιπόν! Αφού είναι έτσι, Θα σας τα πω όλα. Καταλάβατε επιτέλους την απελπισία μου. Δεν είμαι εγώ! Εγώ δεν είμαι παντρεμένος. Είμαι λεύτερος, όπως και σεις. Πρόκειται για κάποιο φίλο μου, κάποιον που τον γνωρίζω από μικρό παιδί. Μου το είπε... <Υποπτεύομαι τη γυναίκα μου>. Εγώ πάλι του είπα: <Αλλά γιατί την υποπτεύεσαι?>. Αλλά εσείς δε μ' ακούτε. Ακούστε, λοιπόν! Ακούστε! Η ζήλια είναι ένα ελάττωμα. Είναι γελοίο πράγμα η ζήλια. Είσαι φίλος μου. Γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά. Μαζί έχουμε δρέψει τα άνθη της ηδονής... θεέ μΟΥ, μήτε κι εγώ ξέρω τώρα το τι λέω... Γελάτε ακόμα νέε? ΜΑ ΘΑ με τρελάνετε... Οχι, όχι, εσείς είστε που είστε τρελός. Σας βεβαιώ, το κατάλαβα πως αυτό θα

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 41: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

λέγατε, όταν είπα τη λέξη τρελός. Γελάτε, γελάτε, νέε μου, κι εγώ στα χρόνια μου καταχτούσα τις γυναίκες... Ωχ, θα πάθω αποπληξία. Τι είναι αγάπη μου? Μου φάνηκε πως κάποιος φτερνίστηκε, είπε ο γέρος. Μήπως φτερνίστηκες εσύ? Ωχ, θεέ μου, ξεφώνισε η κυρία. Στ! φώναξε κάποιος κάτω από το κρεβάτι. Ισως να χτυπάει κανείς στο πάνω πάτωμα, είπε η κυρία, πραγματικά τρομαγμένη, γιατί κάτω από το κρεβάτι ολοένα και μεγάλωνε ο θόρυβος. Ναι, ήταν ένας νέος κομψός με μουστάκι... γκουχ! γκουχ! ωχ, η ραχίτσα μου! Με μουστάκι θεέ μου! Μπορεί να είστε σεις, κύριε... μουρμούρισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. ΜΑ τι είσαι συ, βρε άνθρωπέ μου? Αφού βρίσκομαι πλάϊ σου πώς μπορώ να είμαι εγώ? Μα μη μου πιάνεις το πρόσωπο ΩχΙ θεέ μου. θα πάθω συγκοπή. Πραγματικά, τη στιγμή εκείνη ακούστηκε κάποιος θόρυβος στο πάνω μέρος. Ποιος να είναι άραγε κει πάνω? είπε ο νέος. Κύριε... είμαι τρομαγμένος. Βοήθεια! Στί.. Πραγματικά, φίλη μου, τι θόρυβος! Και ακριβώς πάνω από το δωμάτιό σου... Δε θα ήταν πιο καλά, να στέλναμε κάποιον να τους μιλούσε?... Μα τι ιστορίες εφευρίσκεις τώρα? καλά, δε θα το κάμω αυτό. Μα ξέρεις, σήμερα θυμώνεις πολύ εύκολα. Ω, θεέ μου! θα κάνατε καλύτερα να πηγαίνατε να κοιμηθείτε. Λίζα, δε με αγαπάς! Αχ! αν σ'αγαπώ!... Αλλά είμαι κουρασμένη... Καλά! καλά! φεύγω... ξεφώνισε ο γέρος. μα... όχι.. πηγαίνετε, λοιπόν! πηγαίνετε! Μα τι μου λες? Πότε θέλεις να φύγω και πότε πάλι δε μ'αφήνεις. Γκουχ!... γκουχ!... Αλήθεια, είναι ώρα να κοιμηθώ! Γκουχ!... γκουχ!... Στο σπίτι των Παραφίντιν είχε πολλά μικρά κοριτσάκια.. γκουχ!... γκουχ!... η μια απαυτές είχε μια κούκλα... γκουχ!. γκουχ!... Αχ! τώρα ΘΑ αρχίσουνε οι κούκλες!... Γκουχ! γκουχ! μια όμορφη κόυκλίτσα! να, σηκώθηκε να φύγει, είπε ο νέος... Κι εμείς ύστερα θα φύγουμε αμέσως... Ακούτε? Χαρείτε λοιπόν! Ο θεός να δώσει! Αυτό θα σου γίνει μάθημα! Παλικάρι μου, γιατί μάθημα? Το αισθάνομαι πολύ καλά, αλλά είστε ακόμη πολύ νέος, για να μου κάμετε εσείς το μάθημα. Ε, αφού είναι έτσι, εγώ λοιπόν θα σας δώσω το μάθημά σας. Ακούστε... Θεέ μου! Θέλω να φτερνιστώ!... Στ! Για τόλμα, να δούμε πώς φτερνίζεσαι? Μα τι να κάνω λοιπόν? Εδώ βρωμάν τα ποντίκια. Δε βαστώ πια. Ω, θεέ μου!... θεέ μου!... Γιατί με τιμωρείς έτσι? Τραβάτε το μαντίλι μου από την τσέπη μου. Σας ικετεύω... Δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ. Να! το μαντίλι σας. θέλετε να ξέρετε γιατί σας τιμωρεί ο θεός? Εγώ Θα σας το πω αμέσως. Είναι γιατί είστε ζηλιάρης. Ενας θεός το ξέρει για ποια παραμικρή αιτία ρίχνεστε έτσι στα σπίτια των άλλων και τα αναστατώνετε. Παλικάρι μου! Εγώ δεν ανακάτωσα κανένα σπίτι. Σωπάτε! Νέε! Δεν έχετε το δικαίωμα να μου κάνετε μάΘημα ηθικής. Είμαι ηθικότερος από σας. Εσείς, σωπάτε! Ωχ! θεέ μου! θεέ μου! Αναστατώνετε τον κόσμο... Τρομάζετε μια δειλή γυναίκα που από το φόβο της δεν ξέρει τι να κάνει και ασφαλώς Θα αρρωστήσει. Ανησυχείτε ένα σεβάσμιο γεροντάκι που υποφέρει από ζοχάδες και που προπάντων έχει ανάγκη από ανάπαυση. Κι όλα αυτά, γιατί βάζετε με το νου σας ένα σωρό ανοησίες. Καταλαβαίνετε σε τι άσχημη Θέση βρίσκεται τώρα? Το καταλαβαίνετε? Κύριε, φτάνει πια, εγώ το καταλαβαίνω, αλλά εσείς δεν έχετε το δικαίωμα... Σωπάτε. Για ποιο δικαίωμα μιλάτε? Καταλαβαίνετε πως όλα αυτά μπορεί να τελειώσουν με τρόπο κάπως

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 42: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

τραγικό? Καταλαβαίνετε πως αυτός ο γέρος, που αγαπά τη γυναίκα του μπορεί να τρελαθεί, αν σας δει να βγαίνετε κάτω απ'το κρεβάτι? Μα όχι, είστε ανίκανος να δημιουργήσετε μια τραγωδία. Οταν Θα βγείτε, φαντάζομαι πως Θα σκάσουν στα γέλια οι άνθρωποι. Ηθελα να σας έβλεπα στο φως της λάμπας. θα είστε πολύ παράξενος... Μα και σεις σαυτή τη Θέση που είστε, Θα είστε πολύ παράξενος. Κι εγώ ήθελα να σας έβλεπα. Πιθανόν, νέε μου, να έβλεπα στο πρόσωπό σας τη σφραγίδα της ανηθικότητας. Α! η ηθική! Αλλά τέλος, πώς ξέρετε γιατί βρίσκομαι εδώ? Εγώ βρίσκομαι εδώ κατά λάθος. Εκαμα λάθος στο πάτωμα κι ο διάβολος ξέρει γιατί μ'άφησαν να μπω εδώ πέρα. Είναι πιθανόν πως το δίχως άλλο αυτή η κυρία Θα περίμενε κάποιον. Βέβαια, όχι εσάς! Κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι, όταν άκουσα να κάνετε το ανόητο διάβημά σας και είναι πως η γυναίκα αυτή φοβότανε.. ΜΑ τι διάβολο μ'έπιασε τώρα και σας τα λέω αυτά, σαν να Θέλω να δικαιολογηΘώ! Εσείς, κύριε μου, είστε ένας γελοίος, ζηλιάρης γεροντάκος... Γιατί δε φεύγω τώρα? οχι, κύριε. θα είχα φύγει προ πολλού. Μένω μόνο και μόνο από λύπη, από οίχτο! Τι Θα κάνατε δίχως εμένα! θα μένατε εδώ σαν κούτσουρο. Μήτε λέξη Θα βρίσκατε να πείτε οχι! γιατί λέτε σαν κούτσουρο? Γιατί αυτό το πράγμα? Δεν μπορούσατε να βρείτε καμιά άλλη σύγκριση? Εγώ νομίζετε δε Θα εύρισκα τίποτα καλύτερο? ΘΑ εύρισκα... θεέ μου, πώς γαβγίζει αυτό το σκυλάκι! Στ! Πραγματικά... Είναι γιατί ολοένα μιλάτε. ξυπνήσατε το σκύλο! Τώρα αρχίζουν τα βάσανά μας Πραγματικά, το σκυλάκι που κοιμότανε σε μια γωνιά, ξύπνησε ξαφνικά, μύρισε τριγύρω του και γαβγίζοντας ρίχτηκε κάτω από το κρεβάτι. θεέ μου, τι ανόητο σκυλί! μουρμούρισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. θα μας προδώσει. Ναι, μη φοβάστε, θα γίνει κι αυτό. Φίλε! Φίλε! εδώ, φώναξε η κυρία. Εδώ! εδώ! Αλλά ο σκύλος δεν άκουγε και ρίχτηκε πάνω στον Ιβάν Αντρέγεβιτς. Τι τρέχει, αγάπη μου? Τι έχει ο Φίλος και γαβγίζει έτσι? Είναι ίσως τα ποντίκια Ή η γάτα μας? Ακούω ολοένα να φτερνίζονται! θα είναι συναχωμένη σήμερα η γάτα... Μη βγάλεις τσιμουδιά, μουρμούρισε ο νέος. Μην κουνιέσαι, ίσως μας αφήσει ήσυχους. Κύριε! κύριε! αφήστε τα χέρια μου, γιατί με βαστάτε έτσι? Μα σώπα λοιπόν! Μου δαγκώνει τη μύτη, νέε!.. θέλετε λοιπόν να χάσω τη μύτη μου? Ακολούθησε μια πάλη και ο Ιβάν Αντρέγεβιτς ελευθέρωσε τα χέρια του. Ο σκύλος γάβγιζε σαν τρελός. ξαφνικά, έπαψε να γαβγίζει και έβγαλε μια διαπεραστική φωνή. Αχ! φώναξε η κυρία. Τέρας, τι κάνετε, μουρμούρισε ο νέος. Μας καταστρέφετε και τους δυο. θεέ μου! Τον στραγγαλίζει! Μην τον στραγγαλίζετε. Μα δεν ξέρετε, λοιπόν, τι είναι οι γυναίκες? θα μας προδώσει και τους δυο, αν στραγγαλίσετε το σκύλο της. Αλλά ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δεν άκουγε πια τίποτα. Είχε πιάσει το σκύλο και του έσφιγγε το λαιμό. Το σκυλάκι έβγαλε μια κραυγή και ξεψύχησε. Είμαστε χαμένοι, μουρμούρισε ο νέος. Φίλε! Φίλε! φώναζε η κυρία πηδώντας από το κάθισμά της. Φίλε! Φίλε! Φίλε! Εδώ! Ω! οι βάρβαροι! θεέ μου, Θα λιποθυμήσω! Τι τρέχει? τι τρέχει! φώναξε ο γέρος. Τι έχεις αγάπη μου! Φίλε, Φίλε, εδώ! φώναξε ο γέρος, χτυπώντας τα χέρια. Φίλε! Φίλε! Μα δεν είναι δυνατό να τον έφαγε η γάτα! Πρέπει να τη φρονιμέψουμε τη γάτα μας. Ενας μήνας πάει που δεν τη δείραμε. Τι λες, αγάπη μου? θα μιλήσω αύριο της Ζαχαριέβνας. θεέ

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 43: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

μου, τι έχεις αγάπη μου? Είσαι χλομή! Ω! ω! Στάσου να φωνάξω, να μαζέψω τον κόσμο! Ο γέρος ξεφώνιζε τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο. Κακούργοι! Ληστές! φώναζε η κυρία. Ποιοι? Ποιοί? ρώτησε ο γέρος. Από 'κει κάτω υπάρχουν άνθρωποι!... Εκεί κάτω από το κρεβάτι. Ω, θεέ μου! Φίλε! Φίλε! Τι σου έκαμαν αυτοί? Ω, θεέ μου! θεέ και Κύριε! Τι άνθρωποι? Φίλε! Κλέφτες! Βοήθεια! Ο γέρος παίρνοντας ένα κερί έσκυψε κάτω από το κρεβάτι. Ποιος είναι αυτού? Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, μήτε ζωντανός μήτε πεθαμένος, σώπαινε. Αλλά ο νέος παρακολουθούσε κάθε κίνηση του γέρου. ξαφνικά ο γέρος πήγε από το άλλο μέρος προς τον τοίχο κι έσκυψε. Σαν αστραπή ο νέος γλίστρησε και χάθηκε, ενώ ο γέρος έψαχνε προς το μέρος του τοίχου. θεέ μου! μουρμούρισε η γυναίκα κοιτάζοντας κατάματα το νέο. Μα ποιος, λοιπόν, είστε εσείς. Κι εγώ που νόμιζα... Ο άλλος... ο ληστής κυρία μου έχει μείνει μουρμούριζε ο νέοςεκείνος είναι ένοχος του θανάτου του Φίλου. Α! ξεφώνισε η κυρία. Μα ο νέος είχε γίνει πια άφαντος. Α, είναι κάποιος εδώ! Να τα παπούτσια! ξεφώνισε ο σύζυγος, πιάνοντας ένα πόδι του Ιβάν Αντρέγεβιτς. Δολοφόνε! Δολοφόνε! φώναξε η κυρία. Ω! Φίλε! Φίλε Βγήτε, λοιπόν! Ποιος είστε? Πείτε μου ποιος είστε? θεέ μου τι παράξενος άνθρωπος! Μα είναι ληστής! Για τ' όνομα του θεού! Για τ'όνομα του θεού! ξεφώνισε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Για τ' όνομα του θεού, εξοχότατε, μη φωνάζετε τους υπηρέτες σας... Είναι ανώφελο θα φύγω μόνος μου. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος εγώ, εξοχότατε, αυτό μου συνέβη κατά λάθος. θα σας εξηγήσω αμέσως, εξοχότατε, έλεγε κλαψιάρικα ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Για όλα αυτά φταίει η γυναίκα, όχι η γυναίκα μου, η γυναίκα καποιου άλλου... Εγώ δεν είμαι παντρεμένος. Πρόκειται για κάποιο φίλο μου που τον γνωρίζω από μικρό παιδί. Τι φίλος και ξεφίλος? ξεφώνισε τρέμοντας ο γέρος. Είσαι κλέφτης! Ηρθες για να κλέψεις. Δεν υπάρχει φίλος εδώ χάμω! Οχι, εξοχότατε, δεν είμαι κλέφτης, αλλά πραγματικά κάποιος παιδικός μου φίλος, μόνο να... κατά τύχη, έκαμα λάθος. Ηρθα από την άλλη είσοδο. Ναι, βλέπω, κύριε, από πού βγήκατε. Εξοχότατε... δεν είμαι ο άνθρωπος που νομίζετε. Απατάστε! Σας βεβαιώ πως βρίσκεστε σε πλάνη, εξοχότατε... Κοιτάξτε με και θα βεβαιωθείτε από ορισμένα γνωρίσματα πως δεν είμαι κλέφτης, φώναζε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς σταυρώνοντας τα χέρια. Κι ύστερα απεύθυνε το λόγο στη νέα γυναίκα: Είστε μια κυρία... Καταλάβετέ με... Εγώ έχω σκοτώσει το Φίλο... Αλλά δεν είμαι ένοχος. Σας ορκίζομαι πως δεν είμαι ένοχος. Η γυναίκα μου είναι αιτία για όλα αυτά. Είμαι άνθρωπος δυστυχισμένος. Πίνω το πικρό ποτήρι... Και τι με μέλει εμένα που πίνετε το πικρό ποτήρι? Μα πώς βρεθήκατε εδώ, κύριε, φώναζε τρέμοντας ο γέρος, βεβαιωμένος πως ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δεν ήταν κλέφτης. Σας ερωτώ, πώς βρίσκεστε δω? Είστε σαν ληστής. Εξοχότατε, δεν είμαι ληστής. Μόνο έχω κάμει λάθος στο σπίτι. Κι όλα αυτά γιατί είμαι ζηλιάρης. θα τα πω όλα στην εξοχότητά σας, όπως Θα τα έλεγα στον ίδιο τον πατέρα μου, γιατί η ηλικία σας μου επιτρέπει να σας Θεωρώ πατέρα μου. Πώς είπατε? Εχω την ηλικία του πατέρα σας? Εξοχότατε, ίσως σας πρόσβαλα... Πραγματικά... η κυρία είναι τόσο νέα... ΜΑ η δική σας ηλικία... Είναι όμως ευχάριστο να βλέπει κανείς ένα τέτοιο ζευγαράκι πάνω στο άνθος της νιότης του. Αλλά, εξοχότατε, μη φωνάζετε τους υπηρέτες σας.

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 44: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Για τ'όνομα του θεού, μην τους φωνάζετε. Τους γνωρίζω εγώ αυτούς τους υπηρέτες... Δηλαδή, δε Θέλω να πω πως όλες οι γνωριμίες μου είναι υπηρέτες. Εχω και γω υπηρέτες, εξοχότατε, και με κορόίδεύουν πάντα... τα γάϊδούρια... Μου φαίνεται, εξο χότατε, πως μιλώ με τον πρίγκιπα... Οχι... δεν είμαι πρίγκιπας, κύριε, εγώ είμαι εγώ, σας παρακαλώ να μην κορόίδεύετε... Πώς βρεΘήκατε εδώ, κύριε?... Πώς?... Εξοχότατε... δηλαδή... εξοχότατε, συγνώμη... Νόμιζα πως είστε πρίγκιπας. Εκαμα λάθος. Αυτό γίνεται καμιά φορά... Μοιάζετε τόσο με τον πρίγκιπα Κορότκουκλωφ, που είχα την τιμή να συναντήσω στου φίλου μου Πουσκρίωφ... Βλέπετε, έχω μεγάλες γνωριμίες! Δεν μπορείτε να με νομίσετε για κείνον που με νομίζετε... Δεν είμαι κλέφτης... Εξοχότατε, μη φωνάζετε τους υπηρέτες σας. Αλλά πώς ήρθατε δω? ρώτησε και η κυρία... Ποιος είστε? Ναι, ναι! Ποιος είστε? ξαναείπε ο γέρος. Κι εγώ, αγάπη μου, νόμιζα πως ήταν η γάτα που βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι και φτερνιζόταν. Και ήταν αυτός! Ποιος είστε? Μιλάτε λοιπόν! Ο γέρος μιλούσε πάλι χτυπώντας το πόδι του στο χαλί. Δεν μπορώ να μιλήσω, εξοχότατε! Περιμένω να τελειώσετε... Ακούω τους όμορφους αστεϊσμούς σας... Οσο για τη δική μου ιστορία... είναι μια ιστορία πολύ αστεία. Αλλά σας ικετεύω μη φωνάζετε τους υπηρέτες. Εξοχότατε, φερθείτε μαζί μου ευγενικά... ΑΝ και έμεινα κάτω από το κρεβάτι αυτό δεν πειράζει, δεν έχασα γιαυτόν το λόγο την αξιοπρέπειά μου... Πρόκειται για μια πάρα πολύ κωμική ιστορία, εξοχότατε, και θα δείτε πως θα σκάσετε στα γέλια... Βλέπετε πως ταπεινώνομαι, ταπεινώνομαι εγώ ο ίδιος γιατί έτσι το θέλω... Βλέπετε μπροστά σας έναν ζηλιάρη. Ναι, σκότωσα το Φίλο... Αλλά... θεέ μου, δεν ξέρω πια τι λέω... Αλλά πώς ήρθατε δω? Με μπέρδεψε η νύχτα, εξοχότατε, ήταν σκοτεινά όλα... Συγνώμη, συχωρέστεμε, εξοχότατε. Σας παρακαλώ ταπεινά να με συχωρέσετε. Είμαι ένας δυστυχισμένος σύζυγος και τίποτα περισσότερο. Αλλά μη νομίζετε ότι είμαι ο εραστής. Η γυναίκα σας είναι ενάρετη γυναίκα... αν μπορώ να μιλήσω έτσι... Είναι αγνή και αΘώΑ. Tι? Τι τολμάτε να πείτε? φώναξε ο γέρος χτυπώντας το πόδι του. Τρελαθήκατε? Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι για τη γυναίκα μου? Ληστή! Ληστή! Σκότωσε το Φίλο και τολμά ακόμη... ξεφώνισε η κυρία και ξέσπασε σε δάκρυα. Εξοχοτάτη! Εξοχοτάτη, δεν ξέρω τι λέγω, ξεφώνισε τρομαγμένος ο Ιβάν Αντρέγεβιτς. Λέγω ανοησίες και τίποτα παραπάνω... Αλλά εσείς θεωρείστε πως είμαι λίγο τρελός... Για τ'όνομα του θεού... θεωρείστε με τρελό... Σας ορκίζομαι πως έτσι μου παρέχετε μια μεγάλη εκδούλευση... ΘΑ σας είχα δώσει το χέρι μου, αλλά δεν τολμώ... Δεν ήμουν μόνος... Εγώ είμαι ο θείος... Δηλαδή θέλω να πω πως δεν μπορεί κανείς εμένα να με πάρει για τον εραστή. Θεέ μου! Παλαβομάρες λέω πάλι... Μην προσβάλεστε, εξοχοτάτη, είστε μια γυναίκα και καταλαβαίνετε τι πάει να πει έρωτας. Είναι ένα τέτοιο αίσθημα... Δηλαδή θέλω να πω πως εγώ είμαι γέρος, όχι... καλύτερα ένας ηλικιωμένος άνθρωπος και πως δεν μπορώ να είμαι εραστής σας. Ο εραστής είναι ο Ρισαρδών, δηλαδή ο Λοβελάς... λέω σαχλαμάρες... σαχλαμάρες... Αλλά βλέπετε, εξοχοτάτη, είμαι μορφωμένος άνθρωπος και γνωρίζω τη φιλολογία... Αχ! πώς χαίρομαι που έγινα αιτία να γελάσετε! θεέ μου, τι παράξενος άνθρωπος, έκαμε η κυρία σκάζοντας στα γέλια.

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 45: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Πραγματικά... είναι παράξενο, εξοχοτάτη, το πώς ήρθα... Αυτό μου φαίνεται μυθιστόρημα. Στη μέση της νύχτας, μέσα στην πρωτεύουσα... ένας άνθρωπος κάτω από το κρεβάτι. Τι γελοίο πράμα, ε? Είναι όπως ο Ρενάλντο Ρεναλντίνι... ΜΑ δεν πειράζει, όλα αυτά δεν πειράζουν. Εξοχότατε, θα σας φέρω ένα θαυμάσιο σκυλάκι, με μακριά μαλλιά, κοντά πόδια... δεν μπορεί να κάνει δύο βήματα, δίχως να σκοντάψει κάπου. θα σας το φέρω.. ΘΑ σας το φέρω το δίχως άλλο. ναι.. ναι... χα! χα! χα! Τι αστείος που είναι. Εξοχότατε, τώρα είμαι αληθινά ευτυχής. θα σας έδινα το χέρι, μα δεν τολμώ, εξοχότατε. Καταλαβαίνω πως βρισκόμουν σε πλάνη, μα τώρα ανοίγουν τα μάτια μου. Νομίζω πως η γυναίκα μου είναι αγνή και καθαρή και άδικα την έχω υποπτευθεί. Η γυναίκα του! Η γυναίκα του, φώναξε η κυρία και ξέσπασε σε γέλια... Εξοχοτάτη, η γυναίκα μου τα φταίει όλα... Δηλαδή, εγώ είμαι ο ένοχος... Την είχα υποψιαστεί... Ηξερα πως η συνάντηση θα γινόταν εδώ.. στο πάνω πάτωμα. Εκαμα λάθος... και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Χα! χα! Χα! χαΙ Αχ! Είμαι ευτυχής που βλέπω πως όλοι είμαστε χαρούμενοι και συμφωνούμε. Η γυναίκα μου είναι αθώα. Είμαι σχεδόν βέβαιος. Ψέματα, εξοχότατε. Χα! χα! ξέρεις επιτέλους ποια είναι αυτή, αγάπη μου, είπε ο γέρος, κρατώντας ξαφνικά τα γέλια του. Χα! χα! Ποια λες να είναι? Είναι η όμορφη εκείνη γυναικούλα που έκανε το μάτι στον κομψό νέο. Αυτή είναι η γυναίκα που. Βάζω στοίχημα. οχι! εξοχοτάτη, είμαι βέβαιος πως δεν είναι αυτή! Είμαι απολύτως βέβαιος... θεέ μου, χάνετε άδικα τον καιρό σας εδώ, φώναξε η κυρία, σταματώντας να γελά. Τρέξτε εκεί απανω. ΘΑ τους βρείτε... Ναι, εξοχότατε, τρέχω... Αλλά δε θα βρω κανέναν... Είμαι εκ των προτέρων βέβαιος. Τώρα βρίσκεται σπίτι. Εγώ είμαι ο ένοχος. Είμαι ένας ζηλιάρης, και να όλη η ιστορία! Αλλά πιστεύετε, εξοχότατε, πως μπορώ ακόμη να τους πιάσω σκαστούς? Χα! χα! χοιχοι Πηγαίνετε, πηγαίνετε και γυρνώντας ελάτε να μας τα πείτε. Η καλύτερα, όχι! Ελάτε αύριο το πρωί. Αλλά πάρτε τη μαζί σας. θέλω να κάμω τη γνωριμία της. Χαίρετε, εξοχότατε. Ενθουσιασμένος από τη γνωριμία σας. θα σας τη φέρω, κύριε. Είμαι ευχαριστημένος, γιατί τελείωσε έτσι η υπόθεση. Και το σκυλάκι, προπάντων, μην ξεχάσετε να μου φέρετε το σκυλάκι. θα το φέρω, εξοχοτάτη, θα το φέρω, το δίχως άλλο, είπε ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, ξαναγυρνώντας πάλι στο δωμάτιο, γιατί τους είχε αποχαιρετίσει κι έβγαινε πια έξω. θα σας το φέρω το δίχως άλλο. Κι είναι τόσο όμορφο! γλυκύτατο σκυλάκι!... Είναι τόσο γουστόζο... Κάθε φορά που πάει να κάνει ένα βήμα, μπλέκεται σε καμιά τρίχα και σκοντάφτει. Λέω της γυναίκας μου: Αγαπούλα μου, γιατί ολοένα πέφτει? Είναι τόσο μικρουλάκι, μου απαντά εκείνη... Σαν να ήταν ζαχαρένιο! Χαίρετε, εξοχότατε... Πολύ ευτυχής για τη γνωριμία σας... πάρα πολύ ευτυχής. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς χαιρέτησε και βγήκε. Κύριε! Σας παρακαλώ! Περιμένετε. Ελάτε μέσα φώναξε ο γέρος στον Ιβάν Αντρέγεβιτς που έφευγε. Δε μου λέτε, γυρεύω τη γάτα μου, μήπως την είδατε κάτω από το κρεβάτι, όσον καιρό μένατε εκεί? Οχι, εξοχότατε, δεν την είδα. Εξάλλου θα ήμουν πολύ ευτυχής και θα το θεωρούσα μεγάλη μου τιμή.. Είναι συναχωμένη η γάτα μου αυτές τις μέρες. Ολοένα φτερνίζεται και πρέπει να της τις βρέξω. Μάλιστα... βέβαια... εξοχότατε... μερικές φορές οι

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 46: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

τιμωρίες είναι απαραίτητες για τα κατοικίδια ζώα. αϊτε τώρα!... καλά !... καλά !... Οταν ο Ιβάν Αντρέγεβιτς βρέθηκε στο δρόμο, περίμενε κάμποση ώρα να του έρθει αποπληξία. Εβγαλε το καπέλο του, σκούπισε τον κρύο ιδρώτα που μούσκεψε το μέτωπό του, έκλεισε τα μάτια του, σκέφθηκε λίγο κι ύστερα πήρε δρόμο για το σπίτι. Ποια ήταν η έκπληξή του, όταν φτάνοντας σπίτι του έμαθε πως η Γκλαφίνα Πετρόβνα είχε από ώρα γυρίσει απ' το θέατρο, πως είχε πονόδοντο κι έστειλε να φωνάξουν το γιατρό και ν' αγοράσουν βδέλλες και πως βρισκότανε τώρα στο κρεβάτι περιμένοντας τον άντρα της... Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, χτύπησε το κεφάλι του και διέταξε να του ετοιμάσουν τα χρειαζούμενα, για να πλυθεί. Διέταξε επίσης να του βουρτσίσουν τα ρούχα. Τέλος πήρε την απόφαση να μπει στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του. Πού είστε τόσες ώρες? Κοιτάχτε λίγο τα χάλια σας. Με ζητούσατε πάλι δεξιά κι αριστερά? θέλατε να τσακώσετε το ραντεβού που έδωσα, στον δεν ξέρω ποιον? Είναι ντροπή σας, κύριε, ντροπή σας... Σε λίγες μέρες ο κόσμος θα σας δείχνει με το δάχτυλο. Αγαπίτσα μου... άρχισε να λέει ο Ιβάν Αντρέγεβιτς... Αλλά συγκινήθηκε τόσο που αναγκάστηκε να πάρει το μαντίλι από την τσέπη του... Τι έκπληξη όμως, τι ντροπή, τι φρίκη, όταν με το μαντίλι μαζί έπεσε από την τσέπη του και το πτώμα του Φίλου... Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς δε θυμήθηκε πως μέσα στην απελπισία του και τον τρόμο του τη στιγμή ακριβώς που έβγαινε κάτω από το κρεβάτι είχε χώσει το σκύλο στην τσέπη του, με την απόμακρη ελπίδα ν'αποκρύψει τις αποδείξεις του εγκλήματός του και να γλιτώσει έτσι τη δίκαιη τιμωρία. Τι είναι τούτο, ξεφώνισε η γυναίκα... Ψόφιος σκύλος! θεέ μου! Πού το βρήκατε αυτό το ψοφίμι? Μιλήστε γρήγορα! Πού είσαστε? Αγαπίτσα μου, άρχισε να λέει ο Ιβάν Αντρέγεβιτς, πιο ψόφιος κι από το πτώμα του Φίλου, Αγαπίτσα μου... ΜΑ εδώ αφήνουμε το φίλο μας, ως την ερχόμενη φορά, γιατί από δω και πέρα αρχίζει μια άλλη ιστορία. Μια μέρα θ' αποτελειώσουμε την εξιστόριση για τα όσα τράβηξε. Μα ομολογήστε και σεις, κύριε, πως η ζήλια είναι ένα ασυγχώρητο πάθος, κάτι παραπάνω μάλιστα, μια φοβερή πληγή. ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΕΥΣΚΙ ΕΝΑΣ ΤΙΜΙΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ένα πρωί, την ώρα που ήμουν έτοιμος να φύγω για την υπηρεσία μου, ήρθε η Αγκραφιένα, που έκανε χρέη μαγείρισσας, πλύστρας και οικονομου, και προς μεγάλη μου έκπληξη μου έπιασε την κουβέντα. Ηταν μια τοσο λιγομίλητη γυναίκα, που έξι χρονια τώρα, εκτος απο την καθημερινή συζήτηση που κάναμε σχετικά για το τι θα μαγειρέψει για το βράδυ, δε μου είχε πει καμία άλλη λέξη. ε, λοιπον, κύριε, ήθελα να σας πω, άρχισε ξαφνικά, οτι δε Θα ήταν άσχημα να νοικιάζατε το καμαράκι. Ποιο καμαράκι? Αυτο, πλάϊ στην κουζίνα. Ποιο άλλο? Γιατί? Γιατί! Γιατί ο κοσμος νοικιάζει δωμάτια. Γιατί άλλο? Και ποιος Θα το νοικιάσει? Ποιος Θα το νοικιάσει! Κάποιος νοικάρης, ποιος άλλος? Εκεί ούτε ένα κρεβάτι δε χωράει να βάλεις, ειναι πολύ στενάχωρα. Ποιος θα πάει να ζήσει

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 47: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

εκεί μέσα? Και γιατί να ζήσει εκεί μέσα? Μονο για έναν ύπνο μπορεί να πηγαίνει θα ζει στο παράθυρο. Ποιο παράθυρο? Λες και δεν ξέρετε! Στο παράθυρο του διαδρομου. Εκεί θα κάθεται και θα ράβει Ή θα κάνει ο,τι άλλο θέλει, τέλος πάντων. ε, μπορεί να κάθεται και στην καρέκλα. 'Εχει καρέκλα και τραπέζι. Απ'ολα έχει. Και ποιος είναι αυτος? Α, ένας εξαιρετικος άνθρωπος και κοσμογυρισμένος... θα του μαγειρεύω εγώ. Για το δωμάτιο και για το φαγητο θα του παίρνω τρία ασημένια ρούβλια το μήνα. Τελικά, ύστερα απο πολλές προσπάθειες, έμαθα οτι ένας μεσοκοπος άντρας είχε καταφέρει με κάποιον τροπο να πείσει την Αγκραφιένα να τον πάρει νοικάρη και να του μαγειρεύει. Κι οταν της Αγκραφιένας τής μπει κάτι στο μυαλο, δεν της το βγάζεις με τίποτα ήξερα οτι, αν διαφωνούσα δε θα μ'άφηνε σε ησυχία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οταν δε γινοταν το δικο της, γινοταν ξαφνικά σκεπτική, έπεφτε σε βαθιά μελαγχολία και αυτο δεν της περνούσε εύκολα. Κρατούσε δυοτρεις εβδομάδες. Στο μεταξύ το φαγητο δεν τρωγοταν, τα ρούχα χάνονταν, το πάτωμα γινοταν βρώμικο, κοντολογής η κατάσταση γινοταν φοβερά δυσάρεστη. Είχα παρατηρήσει απο καιρο οτι αυτή η σιωπηλή γυναίκα δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε κάποια αποφαση, να έχει μια οποιαδήποτε δική της, προσωπική και ολοκληρωμένη γνώμη. Εάν ομως στο μικρο μυαλο της σχηματιζοταν με κάποιον τυχαίο τροπο κάτι που να μοιάζει με ιδέα, με πρωτοβουλία, τοτε το να της αρνηθείς σήμαινε να της νεκρώσεις την ψυχή για αρκετο χρονικο διάστημα. Γιαυτο λοιπον, επειδή πάνω απ'ολα θέλω την ησυχία μου, συμφώνησα ευθύς μαζί της. Είναι τουλάχιστον εντάξει η ταυτοτητά του, το διαβατήριο και τα άλλα σχετικά χαρτιά του? Βέβαια, βέβαια, είναι. Σας είπα είναι θαυμάσιος άνθρωπος και κοσμογυρισμένος και υποσχέθηκε οτι θα δίνει κάθε μήνα τρία ασημένια ρούβλια. Την άλλη κιολας μέρα στη φτωχική εργένικη κατοικία μου εμφανίστηκε ο νέος ένοικος. Το γεγονος δε με στενοχώρησε, αντίθετα μάλιστα, μέσα μου χαιρομουν. Ως τώρα, ζω μοναχική ζωή. Είμαι ένας σωστος ερημίτης. Δεν έχω σχεδον κανένα γνωστο έξω βγαίνω σπάνια. Εχοντας ζήσει δέκα χρονια μονος κι έρημος, συνήθισα στη μοναξιά. Αλλά να ζήσω δέκα, δεκαπέντε ή και παραπάνω χρονια στην ίδια απομονωση, με την ίδια Αγκραφιένα, στο ίδιο εργένικο διαμέρισμα είναι μια αρκετά άχαρη περίπτωση. Αφού λοιπον ήταν έτσι τα πράγματα, ένας καινούριος ήσυχος άνθρωπος στο σπίτι μου ήταν ευλογία απο το Θεο. Η Αγκραφιένα δε μου 'πε ψέματα. Ο νοικάρης ήταν πραγματικά κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Το διαβατήριο του έλεγε πως ήταν αποστρατος στρα τιώτης. Αυτο το είχα καταλάβει και πριν δω το διαβατήριο, ρίχνοντας στον ίδιο μια ματιά. Πάντως, ο Αστάφι Ιβάνιτς έτσι λεγοταν ο νοικάρης μου ηταν απο τους καλούς του είδους. Περνούσαμε καλά. Το καλύτερο ομως απ'ολα ήταν οτι ο Αστάφι Ιβάνιτς άρχιζε κάθε τοσο να μου διηγείται ιστορίες απο τη ζωή του. Στη χρονια βαρεμάρα της ζωής μου, ένας τέτοιος αφηγητής ήταν θείο δώρο. Μια μέρα μου διηγήθηκε κάποια απο τις ιστορίες του, η οποία μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Να ομως με ποια αφορμή μού τη διηγήθηκε: Ετυχε μια φορά να είμαι μονος στο σπίτι έλειπε και ο Αστάφι και η Αγκραφιένα. ξαφνικά άκουσα απο το άλλο δωμάτιο κάποιον να μπαίνει στο σπίτι και τα βήματά του δε μου φάνηκαν γνώριμα. Βγήκα στο διάδρομο και είδα ένα νεαρο, μετρίου

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 48: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

αναστήματος παρά το έντονο φθινοπωρινο κρύο φορούσε μονο ένα πουκάμισο. Τι θες? τον ρώτησα. Τον Αλεξαντροφ, τον υπάλληλο εδώ μένει? Κάποιο λάθος κάνεις, νεαρέ, άντε, γεια σου. Μα πώς. Ο θυρωρος μου είπε οτι εδώ είναι, είπε ο επισκέπτης, οπισθοχωρώντας σιγάσιγά προς την πορτα. Πήγαινε, κύριε, τράβα στη δουλειά σου. Την επομένη το απογευμα, την ώρα που με τον Αστάφι προβάραμε τη ρεντιγκοτα μου, για να της κάνει κάποιες επιδιορθώσεις, μπήκε πάλι κάποιος στο διάδρομο. Πήγα κι άνοιξα την πορτα. Ηταν ο χτεσινος κύριος. Μπροστά στα μάτια, πήρε την καπαρντίνα μου απο την κρεμάστρα με ολη του την άνεση, την έχωσε κάτω απ'τη μασχάλη του κι έγινε άφαντος. Ολη αυτή την ώρα η Αγκραφιένα τον κοιτούσε με ανοιχτο το στομα και δεν έκανε καμιά κίνηση για να τον εμποδίσει. Ο Αστάφι Ιβάνιτς ορμησε πίσω απο τον κλέφτη και δέκα λεπτά αργοτερα γύρισε κατάίδρωμένος και με άδεια χέρια. Ο κλέφτης είχε εξαφανιστεί, λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Ε, λοιπον, την πατήσαμε, Αστάφι Ιβάνιτς, του είπα. Πάλι καλά που μας έμεινε και το παλτο! θα μας είχε γδύσει τελείως ο παλιοκλέφτης! Αλλά ο Αστάφι Ιβάνιτς τα είχε τοσο χαμένα, ώστε κι εγώ ο ίδιος, κοιτάζοντάς τον, ξέχασα την κλοπή. Δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα. Κάθε τοσο σταματούσε τη δουλειά του και ξανάρχιζε να διηγείται απο την αρχή πώς έγιναν ολα, πώς εκεί, μπροστά στα μάτια μας, μας πήρανε την καπαρντίνα, πώς ήρθαν τα πράγματα έτσι που να μην καταφέρει να συλλάβει τον κλέφτη. Υστερα απο λίγο ξανάπιανε τη δουλειά, για να την αφήσει ξανά σε λίγο και να μου τα ξαναδιηγηθεί ολα φτου κι απ'την αρχή. Στο τέλος σηκώθηκε και πήγε στο ΠΑΡ ΘΥΡΟ για ΝΑ του πει τι είχε γίνει και για να του βάλει τις φωνές που αφήνει να γίνονται τέτοια πράγματα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Γύρισε έπειτα κι έστησε ένα μικρο καβγά με την Αγκραφιένα. Υστερα ξανάπιασε τη δουλειά του και για πολλή ώρα ακομη μουρμούριζε για το πώς έγινε ολη αυτή η ιστορία, οτι αυτος στεκοταν εδώ, ενώ εγώ εκεί, και να! μπροστά στα μάτια μας μας έκλεψε. Με λίγα λογια ο Αστάφι Ιβάνιτς ήξερε να κοιτάει τη δουλειά του, παράλληλα ομως ενδιαφεροταν πραγματικά και υπέφερε για τον άλλο. Μας κοροϊδέψανε, Αστάφι Ιβάνιτς, κι εσένα κι εμένα, του είπα το βράδυ, προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι τσάϊ ήθελα έτσι, απο βαρεμάρα να τον προκαλέσω, ώστε να ξαναρχίσει την αφήγηση για την κλοπή της καπαρντίνας, που απο τη συχνή επανάληψη αλλά και την ειλικρίνεια του αφηγητή είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά κωμική. Μας κοροϊδέψανε, κύριε. Και παρ'ολο που δεν κλέψανε δικο μου ρούχο, η στενοχώρια μου δε λέγεται. Νομίζω πως στον κοσμο ολοκληρο δεν υπάρχουν πιο σιχαμένοι άνθρωποι απο τους κλέφτες. Και καλά, μπορεί καμιά φορά κανείς να κλέψει τίποτα άχρηστο τούτος εδώ ομως σου έκλεψε τον καρπο του μοχθου σου, τον ιδρώτα που έχυσες, για ν'αγοράσεις την καπαρντίνα αυτή. Τον κερατά, φτου του! να, τα λέω πάλι και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Καλά εσείς, κύριε, δε λυπάστε για την καπαρΝτίνα σας? ε, βέβαια, Αστάφι Ιβάνιτς. Αμα είναι να πάρει πράμα δικο μου ο κλέφτης, προτιμώ να του βάλω φωτιά και να το κάψω. Ετσι είναι! Βέβαια, κλέφτης απο κλέφτη διαφέρει. Μου 'τυχε κάποτε μια περίπτωση, κύριε, να πέσω και σε τίμιο κλέφτη. Τίμιο? Και ποιος κλέφτης είναι τίμιος, Αστάφι Ιβάνιτς? Αυτο είναι αλήθεια, κύριε

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 49: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

Κλέφτης τίμιος δε γίνεται. Ηθελα μονο να πω οτι εκείνος ήταν μάλλον τίμιος άνθρωπος κι ομως έκλεψε. Ηταν κρίμα απ'το Θεο, ο καημένος. Πώς έτσι, Αστάφι Ιβάνιτς? Που λέτε λοιπον, κύριε, ήταν πριν απο δυο, περίπου, χρονια, που έτυχε να μείνω χωρίς δουλειά γύρω στον ένα χρονο. Οσο ακομα δούλευα, είχα γνωρίσει ένα χαμένο κορμί. Είχαμε γνωριστεί στο καπηλειο. Ηταν ένας φοβερος μεθύστακας, ένα παράσιτο, ένας χαραμοφάης. Πρώτα δούλευε κάπου, αλλά τον είχανε διώξει χρονια τώρα, επειδή έπινε πολύ. Το πώς ήταν ντυμένος δεν περιγράφεται! Καμιά φορά αναρωτιομουνα αν φορούσε πουκάμισο κάτω απο το παλτο. Μια δεκάρα να έβρισκε, πήγαινε αμέσως και την έπινε. Δεν έκανε ομως φασαρία ήταν ήσυχος χαρακτήρας, καλοκαρδος, γλυκομίλητος και ντροπαλος ποτέ του δε σου ζητούσε τίποτα. Αλλά, βέβαια, έβλεπες μονος σου ποσο ήθελε vΝΑ πιει, ο καημένος, και τον κερνούσες. Ετσι λοιπον τον γνώρισα η μάλλον εκείνος μου έγινε κολλιτσίδα. Ηταν αφοσιωμένος σαν σκυλάκι. Οπου και να πήγαινες να σου κι αυτος απο κοντά. Και να σημειώσεις οτι τον είχα δει ολο κι ολο μια φορά. Στην αρχή τον άφησα να μείνει μια νύχτα στο σπίτι μου είδα που το διαβατήριο του ήταν εντάξει και είπα, ας έρθει ο άνθρωπος! 'Υστερα, τη δεύτερη μέρα, πάλι τον άφησα να κοιμηθεί σπίτι μου κι έρχεται και η τρίτη μέρα. ολη τη μέρα αυτή την πέρασε μπροστά στο παράθυρο το βράδυ έμεινε πάλι στο σπίτι. Ωραία, σκέφτηκα: τον ποτίζω και τον ταϊζω εγώ κι απο πάνω μού κοιμάται και στο σπίτι μου λες και δε μου έφτανε η δικιά μου η φτώχεια, απέκτησα και οικοτροφο! Αυτος και πριν, οπως τώρα κι εγώ, έμενε στο σπίτι κάποιου υπάλληλου του είχε κολλήσει κι ολη την ώρα τα πίνανε οι δυο τους. Εκείνον, τελικά, τον πέθανε το πολύ πιοτο. Τον δικο μου λοιπον οικοτροφο τον έλεγαν Γιεμελιάν Ιλίτς Γιεμελιέι. Κάθισα κάτω κι έστυβα το μυαλο μου, να βρω τι κάνουμε τώρα μ' αυτον. Να τον διώξω ήταν κρίμα ντρεπομουν να διώξω έναν άνθρωπο άθλιο, αξιολύπητο. Κι αμίλητος, ντροπαλος, να μη σου ζητάει τίποτα, να κάθεται μονος του και να σε κοιτάει στα μάτια παρακλητικά σαν σκυλάκι! Τοσο τον εξαθλιώνει τον άνθρωπο το πιοτο! Σκεφτομουν να του πω κάποια στιγμή: <άιντε τώρα, Γιεμελιάνουσκα, πήγαινε> τι να κάνεις πια μαζί μου? Σε λίγο κι εγώ δε θα 'χω να φάω, οχι να 'χω να τρέφω κι εσένα !. Κάθομαι ομως και σκέφτομαι: τι θα κάνει εκείνος άμα του μιλήσω έτσι? Τον φαντάζομαι πως θα με κοιτάει πολλή ώΡΑ, μολις ακούσει τα λογια μου, πως θα κάθεται πολλή ώρα χωρίς να καταλαβαίνει λέξη, πως μετά, αφού θα έχει πια καταλάβει, θα σηκωθεί απο τη θέση του, πλάϊ στο ΜΕΓ ΛΟ ΠΑΡ ΘΥΡΟ ΘΑ πάρει το κοκκινο μπογαλάκι του, που ήταν γεμάτο τρύπες και που ένας Θεος ξέρει τι είχε χωμένο εκεί μέσα και το 'σερνε παντού μαζί του, θα σιάξει οπωςοπως το παλτο του, για να είναι οσο γίνεται ζεστο αλλά και να μη φαίνονται οι τρύπες κι έπειτα θα ανοίξει την πορτα και θα βγει στη σκάλα με δάκρυα στα μάτια. Κι έτσι να χαθεί ένας άνθρωπος. Δεν είναι κρίμα απ' το Θεο? ε, και στο κάτωκάτω της γραφής, σκέφτηκα, δε μου ήταν και τοσο μεγάλο βάρος! Περίμενε, έλεγα μέσα μου, Γιεμελιάνουσκα, και δε θα κάθεσαι για πολύ ακομα στο τραπέζι μου οπου να 'ναι θα πρέπει να φεύγω και τοτε άντε να με βρεις. Ε, λοιπον, κύριε, πραγματικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε: Ερχεται μια μέρα το αφεντικο μου, ο Αλεξάντρ Φιλημονοβιτς, και

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 50: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

μου λέει: <Εμεινα πολύ ικανοποιημένος απο σένα, Αστάφι, κι οταν γυρίσουμε απ'το χωριο, δε θα σε ξεχάσουμε. θα σε προσλάβουμε πάλι> Ζούσαμε στην έπαυλή του. Καλο αφεντικο, μα πέθανε τον ίδιο χρονο. Τους ξεπροβοδίσαμε λοιπον και κατοπιν μάζεψα τα υπάρχοντά μου, κάτι λίγα χρήματα που είχα μαζεμένα και πήγα και νοίκιασα μια γωνίτσα στο σπίτι μιας γριούλας. Κάποτε έκανε την νταντά, αλλά τώρα ζούσε μονη της με μια μικρή σύνταξη. ε, τώρα, λέω, Γιεμελιάνουσκα, φίλε μου, γεια χαρά! δε με βρίσκεις εδώ με τίποτα! Και τι λέτε έγινε, κύριε? Γυρίζω σπίτι το βραδάκι και βλέπω μπροστά μου τον Γιεμέλια να στρογγυλοκάθεται πάνω στο σεντούκι μου, με το καρο μπογαλάκι του δίπλα και να με περιμένει... Και μάλιστα για να μην πλήττει είχε δανειστεί ένα θρησκευτικο βιβλιαράκι απο τη γεροντισσα και το κρατούσε το πάνωκάτω, τάχα οτι διάβαζε. ε, λοιπον, σκέφτηκα, γιατί δεν τον είχα διώξει απο την αρχή? Κάθομαι λοιπον, κύριε, και λογαριάζω: ποσο θα μου στοιχίσει αυτος ο τύπος? Λογάριασα, λογάριασα και κατέληξα οτι δε Θα μου στοιχίσει και πάρα πολλά. θα πρέπει, φυσικά, να τρώει. Εντάξει, ένα κομμάτι ψωμί το πρωί και, για να μην το φάει σκέτο, άντε κανένα κρεμμύδι. Και το μεσημέρι πάλι ψωμί και κρεμμύδι θα 'τρωγε. Για βραδινο πάλι κρεμμύδι και ψωμί, αν Θέλει. Κι αν μας τύχει και καμιά λαχανοσουπα, τρώμε κι οι δυο μας. Ετσι κι αλλιώς, είμαστε λιγοφαγοι. Εξάλλου, οπως ολοι ξέρουν, οποιος πίνει, δεν τρώει σχεδον τίποτα του φτάνει η βοτκα του και το κρασί του. θα με ξεθεώσει στο πιοτο, σκέφτηκα, αλλά τοτε ομως, κύριε, μου ήρθε και μια άλλη σκέψη. Σκέφτηκα οτι έτσι κι έφευγε ο Γιεμελιάν, Θα γινομουν δυστυχισμένος στη ζωή μου. Γιαυτο αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να γίνω πατέρας και προστάτης του. θα τον βγάλω απ'τον κακο δρομο, σκέφτηκα. θα τον κάνω να κοψει το πιοτο! Περίμενε και θα δεις, σκεφτομουν. Εντάξει, Γιεμέλια του είπα, μείνε εδώ, αλλά απο δω κι εμπρος θα με ακούς και θα στηρίζεσαι πάνω μου. Ετσι, λοιπον, σκεφτομουν μοναχος μου: Θα αρχίσω σιγάσιγά να του μαθαίνω κάποια δουλειά, αλλά χωρίς πίεση. Ασ' τον στην αρχή να κάθεται κι εγώ στο μεταξύ θα δω για ποια δουλειά είναι κατάλληλος. Γιατί για κάθε δουλειά, κύριε, πρέπει πρώτα να βλέπουμε αν ο άνθρωπος είναι ικανος. Βάλθηκα, λοιπον, να τον παρατηρώ στα κρυφά. Στην αρχή, τον έπιασα με το καλο. <Ετσι κι έτσι> του λέω, <ιεμελιάν Ιλίτς, φτάνει πια θα πρέπει να κοιτάξεις τι θα κάνεις με τον εαυτο σου, ώστε, να διορθωθείς. Κοίτα πώς γυρνάς, κουρελής και με συγχωρείς που στο λέω, αλλά το παλτο σου είναι γεμάτο τρύπες. Δεν είναι κατάσταση αυτή! Πρέπει να γίνεις άνθρωπος! Ο Γιεμελιάνουσκα κάθεται και με ακούει με σκυμμένο το κεφάλι. Τι να σας πω, κύριε! Είχε φτάσει σε τέτοια κατάσταση απ'το πιοτο, που δεν ήξερε τι έλεγε. Του 'λεγες για αγγούρια και σου απαντούσε για κουκιά! Με ακούει, με ακούει τοσην ώρα, κι έπειτα αναστενάζει: Τι αναστενάζεις, Γιεμελιάν Ιλίτς? Ετσι, τίποτα, Αστάφι Ιβάνιτς, μην ανησυχείτε. να, σήμερα,Αστάφι Ιβάνιτς, δυο γριές τσακώθηκαν στη μέση του δρομου,γιατί η μια αναποδογύρισε κατά λάθος της άλλης το πανέρι και της σκορπισε κάτω τα μούρα. ε,και λοιπον? Μετά η δεύτερη αναποδογύρισε επίτηδες το πανέρι της πρώτης,της σκορπισε χάμω τα δικά της: μούρα κι άρχισε μετά να τα τσαλαπατάει. ε, και τι

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 51: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

έγινε,Γιεμελιάν Ιλίτς? να,τίποτα,Αστάφι Ιβάνιτς, έτσι το 'πα. <αχ, σκέφτηκα Γιεμέλια, πάει τα 'χασες, καημένε μου, απ'το πιοτο!> σκέφτηκα. Κι ένας κύριος,εκεί που πήγαινε στη Σαντοβα για, του'πεσε ένα χαρτονομισμα στο πεζοδρομιο. Το βλέπει ένας μουζίκος, <τυχερο μου, λέει. Και να σου κι ένας άλλος, οχι, δικο μου τυχερο>, λέει. <Το 'δα πρώτος...> Λοιπον,Γιεμελιάν Ιλίτς? Τσακωθήκαν οι μουζίκοι, Αστάφι Ιβάνιτς.Ηρθε μετά ο χωροφύλακας, έδωσε το χαρτονομισμα στον κύριο, που του είχε πέσει,και τους μουζίκους τους απείλησε και τους δυο οτι Θα τους πάει μέσα. ε, και λοιπον τι έγινε? Ποιο είναι, τελικά, το συμπέρασμα Γιεμελιάνουσκα? Ετσι, τίποτα. Ο κοσμος γελούσε, Αστάφι Ιβάνιτς. Αχ, Γιεμελιάνουσκα! Ο κοσμος! Πούλησες την ψυχή σου για τρία καπίκια! Και ξέρεις, Γιεμελιάν Ιλίτς, να σου πω κάτι? Τι, Αστάφι Ιβάνιτς? Να βρεις μια δουλειά, οποιαδήποτε, αυτο να κάνεις. Χίλιες φορές Θα στο πω.Βρες μια δουλειά. Λυπήσου πια τον εαυτο σου. Και τι δουλειά να βρω, Αστάφι Ιβάνιτς? Εγώ δεν ξέρω να κάνω τίποτα. Κανείς δε Θα με πάρει εμένα, Αστάφι Ιβάνιτς. Αχ, Γιεμέλια, για το πιοτο σε έδιωξαν απ'τη δουλειά σου! Πρέπει να το σταματήσεις. Σήμερα, φώναξαν στο γραφείο τον Βλας, τον μπουφετζή, Αστάφι Ιβάνιτς. Και γιατί τον φώναξαν, Γιεμελιάνουσκα? Δεν ξέρω, γιατί τον φώναξαν, Αστάφι Ιβάνιτς. Φαίνεται Θα τον χρειάζονταν εκεί, γι' αυτο τον κάλεσαν... <Αχ, σκέφτομαι, πάμε χαμένοι μ'εσένανε, Γιεμελιάνουσκα! Μας τιμωρεί ο Μεγαλοδύναμος για τις αμαρτίες μας!>. Πείτε μου, κύριε, πώς να συνεννοηΘείς με έναν τέτοιον άνθρωπο? Ητανε ομως παμπονηρος! Με άκουγε καλάκαλά, κι έπειτα, αφού χορταινε να ακούει, μολις έβλεπε πως άρχιζα και Θύμωνα, φοραγε το παλτο του και μην τον είδατε! Ελειπε ολη τη μέρα και μου ερχοταν το βράδυ τύφλα στο μεθύσι. Ποιος του 'δινε να πιει, πού τα 'βρισκε τα λεφτά, ένας Θεος ξέρει! Πάντως, δεν ήμουν εγώ ο ένοχος!.. Αμάν πια, Γιεμελιάν Ιλίτς, του έλεγα, θα το φας το κεφάλι σου! Τέρμα το πιοτο,μ' ακούς? τέρμα! λλη φορά, άμα μου'ρθεις μεθυσμένος, θα κοιμηθείς έξω. Δε θα σ' αφήσω να μπεις μέσα!... Ακούει ο Γιεμέλια την αποφασή μου και κάθεται μέσα μια μέρα, δυο μέρες... Την τρίτη την κοπάνησε πάλι. Περιμένω, περιμένω, άφαντος! ε, με ζώσανε πια και εμένα τα φίδια. ρχισα ν'ανησυχώ. Τι του έκανα? σκεφτομουν. Εγώ τον

τρομοκράτησα.Και? πού να 'ναι τώρα ο έρημος? Αχ, ας έρθει, Θεέ μου, Σε παρακαλώ! Νύχτωσε και πουθενά ο Γιεμελιάν...Βγαίνω το πρωί στο κατώφλι,κοιτάζω,και τον βλέπω εκεί καί κοιμάται.Ηταν ξαπλωμένος και είχε ακουμπήσει το κεφάλι του σένα σκαλοπάτι είχε κοκαλώσει απο την παγωνιά. Τι κάνεις αυτού,Γιεμέλια? Για τ'ονομα του! Θεού! εδώ βρήκες να κοιμηθείς? Μα εσείς,Αοτάφι Ιβάνιτς,θυμώσατε προχτές, στενοχωρηθήκατε και μου είπατε πως, αν έρθω ξανά μεθυσμένος θα με βάλετε να κοιμηθώ στη σκάλα. Γιαυτο κι εγώ δεν τολμησα να μπω μέσα,Αστάφι Ιβάνιτς, και ξάπλωσα εδώ, αφού ήμουν μεθυσμένος. Με είχε πιάσει στενοχώρια και δεν τολμησα να χτυπήσω. Δεν κάνεις καμιά άλλη δουλειά,λέω εγώ, Γιεμελιάν, που πας και κοιμάσαι έξω? Τι άλλη δουλειά, Αστάφι Ιβάνιτς? Σου λέω, βρε ανεπροκοπε, να μάθεις να γίνεις ράφτης. Κοίτα σε τι κατάσταση είναι το παλτο σου! Πιάσε τη βελονα να κλείσεις καμιά τρύπα να γίνεις, επιτέλους, άνθρωπος. ντε, μεθύστακα. Κι εκείνος, κύριε,

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 52: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

πάει και πιάνει τη βελονα εγώ έτσι το 'πα, στ' αστεία, κι εκείνος τα 'χασε και πήρε τη βελονα. Εβγαλε το παλτο του και προσπάθησε να περάσει την κλωστή στη βελονα. Καθομουν και τον κοίταζα, αλλά πού να τα καταφέρει! Τα μάτια του ήταν υγρά και κατακοκκινα, τα χέρια του έτρεμαν, αυτος εκεί! Προσπαθούσε, προσπαθούσε αλλά η κλωστή στη βελονα δεν έμπαινε! Κι ολο τη σάλιωνε, την έστριβε με τα δάχτυλα, αλλά τίποτα! Τα παράτησε και γύρισε και με κοίταξε... Tώρα, Γιεμέλια, με υποχρέωσες! Να'τανε κι άλλοι μπροστά, να μας έβλεπαν, δε θα ήξερα πού να κρυφτώ! Αφού έτσι στο'πα, βρε αφελή άνθρωπε, για αστείο, για να σε πειράξω. Πήγαινε, οπου θέλεις, κι ο Θεος να σε φυλάει! Αν θέλεις, κάτσε εδώ, αλλά μην κοιμάσαι στις σκάλες, μη με ντροπιάζεις!... Και τι να κάνω, Αστάφι Ιβάνιτς? Αφού το ξέρω κι ο ίδιος οτι είμαι πάντα μεθυσμένος και δεν κάνω για τίποτα! Μονον εσάς που κακοκαρδίζω... τον ευεργέτη μου! Κι έτσι οπως άρχισαν να τρέμουν τα χλομά του χείλη, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του κι έβρεξε τη γενειάδα του. ξάφνου ξέσπασε σε λυγμούς ο Γιεμελιάν μου... Αχ, πατερούλη, σαν να μου ΜμπήξαΝΕ το μαχαίρι στην καρδιά. Αχ εσύ, πονοψυχε άνθρωπε, καθολου δεν το σκέφτηκα! Πού να το ξέρω, πού να το φανταστώ? Οχι, νομίζω, Γιεμέλια, πως θα σ'αφήσω στην ησυχία σου, να σβήσεις σαν το κεράκι!... ε, λοιπον, κύριε, ας μη μακρηγορώ. Η ολη ιστορία είναι τοσο άθλια, που δεν αξίζει να τη διηγείσαι. θέλω μονο να προσθέσω κάτι: είχα ένα παντελονι ιππασίας πολύ ομορφο, μου το είχε παραγγείλει κάποιος τσιφλικάς που ερχοταν εδώ. 'Υστερα ομως δεν το πήρε, γιατί του ήταν, λέει, στενο. Ετσι, λοι πον, μου έμεινε το παντελονι αυτο. Πολύτιμο πράγμα, σκέφτηκα. Στο παζάρι μπορεί να 'πιανε μέχρι και πέντε ρούβλια. Αν το ξήλωνα, με αυτο το ύφασμα μπορούσα να φτιάξω δύο παντελονια για τους κυρίους της Πετρούπολης και θα μου περίσσευε και για ένα γιλέκο. Εμείς οι φτωχοί, βλέπετε, ολο κάτι τέτοιες πατέντες κάνουμε, για να τα βγάλουμε πέρα. Τον καιρο εκείνο ο Γιεμελιάνουσκα ήταν πολύ βαρύς και μελαγχολικος. Μια μέρα χωρίς πιοτο, δεύτερη, τρίτη, χωρίς να βάλει γουλιά στο στομα του. Ετσι ήταν για λύπηση. Καθοταν εκεί κι ένιωθε δυστυχισμένος. Tώρα, φίλε μου, σκέφτηκα ή δεν έχεις φράγκο Ή μπήκες στον ίσιο δρομο. Ισως άκουσες τη φωνή της λογικής και είπες: τέρμα. Ακούστε λοιπον, κύριε, τι έγινε κατοπιν: τις μέρες εκείνες ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Γυρίζω το βράδυ απο τον εσπερινο και βλέπω το Γιεμέλια να κάθεται στο παράθυΡΟ και να κουνιέται πέραδώθε, τύφλα στο μεθύσι. Αϊντε πάλι, Γιεμελιούσκα, είπα μέσα μου. Πηγαίνω να πάρω κάτι απ'το σεντούκι, κοιτάζω μέσα, πουθενά το παντελονι της ιππασίας... Ψάχνω, ξαναψάχνω, τίποτα! Αφού έφαγα ολο τον κοσμο και δεν το βρήκα, σφίχτηκε η καρδιά μου! Ετρεξα στη γεροντισσα, τη σπιτονοικοκυρά μου. Την υποψιάστηκα άδικα την καημένη, ενώ στον Γιεμέλια ούτε που πήγε το μυαλο μου, παρολο που ήταν ύποπτος, έτσι που καθοταν μεθυσμένος. Οχι, μου λέει η γριούλα, για τ'ονομα του Θεού, κύριε, αν είναι δυνατον! Τι να το κάνω εγώ το παντελονι της ιππασίας? Δηλαδή να το φορέσω? Κι εγώ μολις προχθές έχασα μια φούστα. Ηρθε κανένας απο δω? τη ρωτάω εγώ. οχι, κανείς δεν ήρθε, κύριε εγώ ήμουν συνέχεια εδώ. Ο Γιεμελιάν Ιλίτς βγήκε για λίγο και ξαναγύρισε. Νάτος, εκεί είναι... Αυτον ρώτα. Μήπως έτυχε, Γιεμέλια, να χρειαστείς το

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 53: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

παντελονι μου της ιππασίας, ξέρεις αυτο που είχα φτιάξει για κείνον τον τσιφλικά? τον ρωτώ. Οχι, μου απαντάει, Αστάφι Ιβάνιτς, δεν το πήρα εγώ. Τι διάολο? Ψάχνω ξανά, ψάχνω, ψάχνω, τίποτα! Κι ο Γιεμέλια κάθεται και κουνιέται πέρα δώθε. Εγώ, κύριε, καθομουν σταυροποδι εκεί μπροστά του, σκυμμένος στο σεντούκι, και ξαφνικά του έριξα μια πλάγια ματιά... <Αμάν!> σκέφτηκα. Η καρδιά μου σφίχτηκε μες στο στήθος μου κι αναψοκοκκίνησα. το βλέμμα του Γιεμέλια συνάντησε το δικο μου. Οχι, μου λέει, Αστάφι Ιβάνιτς, εγώ το παντελονι σaς?... ισως να νομίζετε, οτι το πήρα εγώ, αλλα δεν το πήρα. Και πού μπορεί να πήγε, Γιεμελιάν Ιλίτς? Οχι, μου λέει, Αστάφι Ιβάνιτς, δεν ξέρω τίποτα. Πώς δηλαδή, Γιεμελιάν Ιλίτς, είναι ποτέ δυνατον να χάθηκε μονο του? ισως, Αστάφι Ιβάνιτς, μου, απαντά! Μολις τ'άκουσα αυτο, σηκώθηκα, πήγα στο ΠΑΡΑΘΥΡΟ, άναψα τη λάμπα κι άρχισα τη δουλειά μου. Είχα να κάνω κάτι διορθώσεις στο γιλέκο ενος υπαλλήλου, που έμενε στον απο κάτω οροφο. Ημουν φοβερά ταραγμένος. Πιο καλά θα ήταν να έπιανα ολα μου τα ρούχα να τα έριχνα στη σομπα, για να τα κάψω. Και βέβαια ο Γιεμέλια καταλάβαινε την οργή που έβραζε μέσα μου γιατί ο άνθρωπος που έχει κάνει κάτι κακο, νιώθει απ'τα πριν τη συμφορά που του έρχεται, οπως τα πουλιά νιώθουν την καταιγίδα, προτού ακομα ξεσπάσει. Το λοιπον, Αστάφι Ιβάνιτς, άρχισε να λέει ο Γιεμελιούσκα κι η φωνή του έτρεμε, σήμερα ο ΑντίπΠραχοριτς, ο νοσοκομος, παντρεύτηκε τη γυναίκα του αμαξά, εκείνου που πέθανε τις προάλλες. Κι εγώ τοτε του έριξα μια ματιά με τοση κακια.. Κατάλαβε ο Γιεμέλια. Τον βλέπω να σηκώνεται, να πηγαίνει στο κρεβάτι και ν'αρχίζει να ψαχουλεύει. Συνεχίζει για πολλή ώρα το ψάξιμο κι ολο σιγομουρ μουρίζει μέσα απ' τα δοντια: <Μπα, ούτε εδώ είναι πουθενά δεν είναι πού χώθηκε το άτιμο>. Περιμένω να δω τι Θα γίνει. Βλέπω τον Γιεμέλια να ξαπλώνεται χάμω και να χώνεται κάτω απ'το κρεβάτι. Δεν κρατήθηκα άλλο. Γιατί ξαπλώθηκες έτσι, Γιεμελιάν Ιλίτς? του λέω. Μήπως και βρω το παντελονι σας της ιππασίας, Αστάφι Ιβάνιτς. Είπα να ρίξω μια ματιά μήπως και παράπεσε πουθενά. Μα οχι, κύριε μην μπαίνεις σε κοπο για μένα, έναν απλο και φτωχο άνθρωπο μπορεί να λερώσεις τα γονατά σου, έτσι που σέρνεσαι κάτω! Γιατί, Αστάφι Ιβάνιτς, εγώ... Μπορεί να το βρούμε κάπου, ας ψάξουμε. χμ... Ακου εδώ, Γιεμελιάν Ιλίτς! Τι πράγμα, Αστάφι Ιβάνιτς? Μήπως του λέω, απλώς εσύ μου έκλεψες το παντελονι σαν κοινος κλέφτης για να με ξεπληρώσεις για το ψωμί και το αλάτι που έχουμε φάει μαζί? Τοσο με είχε εξοργίσει, κύριε, έτσι που είχε πέσει στα γονατα και σερνοταν κάτω στο πάτωμα. Οχι... Αστάφι Ιβάνιτς... Εμεινε εκεί, οπως ήταν, κάτω απ' το κρεβάτι. Εμεινε αρκετή ώρα, κι έπειτα σηκώθηκε. Τον κοιτάζω και βλέπω να είναι κατάχλομος. Σηκώνεται κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο παράθυρο για κανέΝΑ δεκάλεπτο. Οχι, μου λέει, Αστάφι Ιβάνιτς, δεν το πήρα εγώ το παντελονι σας... Σειοταν ολοκληρος, χτυπούσε το στήθος του με τρεμάμενο δάχτυλο και η φωνή του έτρεμε τοσο, που κατατρομαξα κι απομεινα καρφωμένος στη θέση μου. Ε, λοιπον, συγχωρήστε με, Γιεμελιάν, Ιλίτς, αν εγώ απο βλακεία μου σας κατηγορησα άδικα. Κι οσο για το παντελονι, δεν πάει στο διάολο! θα ζήσουμε και χωρίς παντελονι. Τα χέρια μου, δοξα τω Θεώ, πιάνουν ακομα. Δε θα γίνω κλέφτης ούτε παράσιτο, να ζω απο

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 54: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

τους άλλους... θα δουλέψω και θα ζήσω. Μ'άκουσε, λοιπον, ο Γιεμέλια ορθιος μπροστά μου, με κοίταξε κι έπειτα κάθισε κάτω. 'Ολο το βράδυ έμεινε εκεί, δίχως να κουνήσει απο τη θέση του. Οταν εγώ πήγα για ύπνο, ο Γιεμέλια καθοταν ακομα στην ίδια θέση. Το πρωί είδα πως είχε κοιμηθεί στο γυμνο πάτωμα, τυλιγμένος στο παλτο του αισθανοταν τοσο ταπεινωμένος, που δεν τολμούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Δεν τον αγαπούσα ομως πια, κύριε. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, τον μισούσα. Ενιωθα λες και με είχε κλέψει και με είχε πληγώσει ο ίδιος μου ο γιος. Αχ, Γιεμέλια, Γιεμέλια, έλεγα μέσα μου. Κι ο Γιεμέλια, κύριε, δυο βδομάδες δε σταμάτησε να πίνει γινοταν συνέχεια σκνίπα στο μεθύσι. Εφευγε νωρίς το πρωί και γυρνούσε νύχτα. Επί δυο εβδομάδες δεν άκουσα απ' το στομα του μια λέξη. Φαίνεται πως και τον ίδιο τοτε τον κατάτρωγε η πίκρα Ή ήθελε με κάποιο τροπο να εξαφανιστεί απο προσώπου γης. Κάποια στιγμή, τελικά, σταμάτησε και κάθισε πάλι στο παράθυρο. Φαίνεται πως θα 'χε πιει ολα του τα λεφτά. Τον θυμάμαι τρία βράδια να κάθεται αμίλητος ξάφνου τον βλέπω να κλαίει και τι κλάμα! Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απο τα μάτια του. Και είναι φοβερο, κύριε, να βλέπεις έναν ώριμο άνθρωπο, και μάλιστα ένα γέροντα, σαν τον Γιεμέλια, να κλαίει τοσο πολύ. Τι έχεις, Γιεμέλια? τον ρωτάω. Εκείνος τινάχτηκε. Ηταν η πρώτη φορά που του μιλούσα απο εκείνη τη μέρα. Tίπoτa... Αστάφι Ιβάνιτς. Για το Θεο, Γιεμέλια, ξέχνα το, άσ' το να πάει στο διάολο. Τι κάθεσαι έτσι αυτού? Ετσι, Αστάφι Ιβάνιτς, οχι γι... ΘΑ ήθελα να πιάσω καμιά δουλειά, Αστάφι Ιβάνιτς. Τι δουλειά, Γιεμελιάν Ιλίτς? οτιδήποτε. Μπορεί να βρω καμιά θέση κάπου, οπως παλιά ήδη πήγα και παρακάλεσα τον Φεντασιέι Ιβάνιτς... Δε θέλω να σας γίνομαι άλλο πια βάρος. θα κοιτάξω αν μπορέσω να βρω καμιά δουλειά και τοτε ολα θα σας τα ξεπληρώσω εγώ, και το φάί και τα πάντα. Φτάνει, Γιεμέλια, φτάνει έγινε ένα κακο και πέρασε. Ας πάει στο καλο! Ελα να ζήσουμε οπως και πρώτα. Οχι, Αστάφι Ιβάνιτς, εσείς τώρα ίσΩς... αλλά εγώ δεν το πήρα το παντελονι σας, Ασταφι Ιβάνιτς!. Καλά, ο ΘεΟς μαζί σου, Γιεμελιάνουσκα! Κάνε οτι εσύ αποφασίσεις. οχι, Αστάφι Ιβάνιτς. Δεν μπορώ πια να ζήσω μαζί σας, και να με συγχωρείτε! θα πρέπει να φύγω. Μα για τ'ονομα του Θεού, Γιεμελιάν Ιλίτς του λέω, ποιος σε ενοχλεί, ποιος σε διώχνει απ'το σπίτι? Οχι, δεν είναι σωστο πια να μένω μαζί σας, Αστάφι Ιβάνιτς. Καλύτερα να πηγαίνω... Ο άνθρωπος είχε προσβληθεί και το είχε πάρει για τα καλά αποφαση. Σε λίγο σηκώθηκε κι έριξε στην πλάτη το παλτο του. Για πού το 'βαλες λοιπον, Γιεμελιάν Ιλίτς? Λογικέψου, σκέψου το λιγουλάκι πού Θα πας? Οχι, έχετε γεια, Αστάφι Ιβάνιτς, αφήστε με να φύγω, Αστάφι Ιβάνιτς. Δεν είστε τώρα πια αυτος που ήσασταν προηγουμένως. Τι δεν είμαι? Πού Θα πας μονάχος σου, Θα χαΘείς, Γιεμελιάν Ιλίτς, σαν μωρο παιδί και άμυαλο. Οχι, Αστάφι Ιβάνιτς, τώρα πια εσείς, οταν βγαίνετε κλειδώνετε το σεντούκι σας, κι εγώ, το βλέπω αυτο και κλαίω... οχι, καλύτερα αφήστε με, Αστάφι Ιβάνιτς, και συγχωρήστε με, για οσες φορές σας πίκρανα ολο αυτο τον καιρο που ζήσαμε εδώ μαζί. Κι έτσι λοιπον, κύριε, έφυγε. Περίμενα μια μέρα, λέω κατά το βραδάκι Θα φανεί: τίποτα! Δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα... Τίποτα! Μ'έπιασε και φοβος και στενοχώρια δεν έτρωγα, δεν έπινα, δεν κοιμομουν. Αυτος ο άνθρωπος με είχε

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 55: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

αφοπλίσει τελείως. Την τέταρτη μέρα πήρα σβάρνα τα καπηλειά μπας και τον βρω κάπου. Ρωτούσα, έψαχνα, τίποτα είχε γίνει άφαντος! <Το έφαγες το ξερο σου το κεφάλι>, σκεφτομουν. <Ενας Θεος ξέρει πού ξέπεσες μεθυσμένος και πέθανες, και τώρα κείτεσαι σαν το κούτσουρο>. Γύρισα στο σπίτι σε άθλια κατάσταση. Την άλλη μέρα βγήκα πάλι και τον έψαχνα. Κατηγορούσα τον εαυτο μου, πώς το έκανα αυτο, πώς άφησα αυτον τον ανοητο και αφελή άνθρωπο να σηκωθεί να φύγει. ξημερώματα ομως της πέμπτης μέρας ακούω την πορτα να τρίζει: κοιτάζω και να σου ο Γιεμέλια, κατάχλομος και με λάσπες στα μαλλιά, λες και είχε κοιμηθεί στο δρομο κι απ'την αδυναμία είχε γίνει σαν φάντασμα. Εβγαλε το παλτουδάκι του, κάθισε δίπλα μου στο σεντούκι και με κοίταξε. Χάρηκα, αλλά ταυτοχρονα ένιωσα μέσα μου μια θλίψη βαθύτερη απο πριν. Γιατί, αν είχε τύχει, κύριε, να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα που έκανε εκείνος, μα το Θεο σάς λέω, χίλιες φορές θα προτιμούσα να πέθαινα σαν το σκυλί, παρά να γυρίσω πίσω. Κι ο Γιεμέλια γύρισε! Φυσικά είναι φοβερο να βλέπεις άνθρωπο σαυτή την κατάσταση. ρχισα τοτε να τον καλοπιάνω και να τον παρηγορώ. Πολύ χαίρομαι που γύρισες, Γιεμελιάνουσκα, του είπα. Αν αργούσες λίγο ακομα να έρθεις, θα έβγαινα να σε αναζητήσω στα καπηλειά. Εφαγες τίποτα? Εφαγα, Αστάφι Ιβάνιτς. Αλήθεια, έφαγες? Ελα, φίλε μου, έχει μείνει λίγη χορτοσουπα απ' τα χθες ήταν με κρέας, οχι σκέτη. Να και κρεμμύδι και ψωμί. Φάε, μια φορά, κακο δε θα σου κάνει. Του έδωσα να φάει κι αμέσως κατάλαβα οτι είχε μέρες να φάει ο άνθρωπος πεινούσε σαν λύκος. Φαίνεται πως η πείνα του τον είχε φέρει σεμένα. Τον λυποταν η ψυχή μου, τον έρημο. Μου ήρθε η ιδέα και πετάχτηκα στο κρασοπουλειο, κι έφερα λίγο κρασί, για να του ευφράνω την καρδιά και να φιλιώσουμε. Δε σου κρατάω πια κακία, Γιεμελιάνουσκα. Εφερα το κρασάκι, του είπα. Ελα Γιεμελιάν Ιλίτς, να πιούμε, που 'ναι και χρονιάρα μέρα. θες ένα ποτηράκι? Κάνει καλο. Εκανε ν' απλώσει το χέρι, να πιάσει το ποτήρι, αλλά σταμάτησε. Για λίγο δεν έκανε τίποτα τον βλέπω που πιάνει το ποτήρι και το φέρνει στο στομα με τρεμάμενο χέρι. Την ίδια στιγμή το κρασί χύνεται στο μανίκι του. Δεν κατάφερε να πιει. Κατέβασε με μια κίνηση το ποτήρι και το άφησε στο τραπέζι. Τι τρέχει, Γιεμελιάνουσκα? ΜΜΑ, τίποτα εγώ, ΝΑ... Αστάφι Ιβάνιτς. Δεν θα το πιεις? Εγώ, Αστάφι Ιβάνιτς, δε ΘΑ... δε θα ξαναπιώ, Αστάφι Ιβάνιτς. Τι? Αποφάσισες να το κοψεις τελείως, Γιεμελιούσκα Ή μονο σήμερα δε θα πιεις? Εμεινε αμίλητος. Υστερα απο κάνα λεπτο τον είδα να φέρνει το χέρι του στο μέτωπο. Τι, δεν πιστεύω να είσαι άρρωστος, Γιεμέλια? του είπα. Ναι, δεν είμαι καλά, Αστάφι Ιβάνιτς. Τον πήρα και τον ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πραγματικά ήταν χάλια: το μέτωπο του έκαιγε και είχε ρίγη. Εμεινα ολη τη μέρα στο προσκεφάλι του τη νύχτα χειροτέρεψε. Του έδωσα να φάει κβας ανακατωμένο με γάλα, με κρεμμύδι και λίγο ψωμί. <Φάε> του έλεγα <μπορεί να σου κάνει καλο!>. Εκείνος ομως κούνησε το κεφάλι: οχι, δε θα φάω αποψε, Αστάφι Ιβάνιτς. Του έφτιαξα ένα τσάϊ ολο το βράδυ τη γεροντισσα τη σπιτονοικοκυρά μου κυριολεκτικά την τρέλανα δε γινοταν τίποτα. <Χάλια είναι> σκέφτηκα. Την τρίτη μέρα το πρωί πήγα στο γιατρο. Ηταν γνωστος μου ο γιατρος Κοστοπράβοφ. Είχαμε γνωριστεί παλιοτερα, οταν ακομα δούλευα για τους Μποσομιάγκιν, μια φορά που

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.

Page 56: Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Η Εξομολόγηση Του Σταυρόγκιν

είχα αρρωστήσει και με είχε κάνει καλά. Ηρθε ο γιατρος, τον κοίταξε. Δε γίνεται τίποτα, είναι πολύ άσχημα, μου είπε. Τζάμπα με κουβαλήσατε. Δώστε του πάντως αυTή, Τη ΣΚΌΝη. Ο γιατρος έφυγε. Εγώ τη σκονη δεν του την έδωσα. Ετσι μας κοροϊδεύει ο γιατρος, είπα μέσα μου. Στο μεταξύ ήρθε η πέμπτη μέρα. Ηταν εκεί ξαπλωμένος κι έσβηνε μπροστά στα μάτια μου. Εγώ καθομουν στο παράθυρο κι έραβα. η γριούλα άναβε τη σομπα. Ημασταν ολοι αμίλητοι. Σχιζοταν η καρδιά μου, κύριε, γιαυτο το δυστυχισμένο κορμί, λες και ήταν να θάψω τον ίδιο μου το γιο. Ηξερα πως ο Γιεμέλια τώρα με κοιτούσε συνέχεια, πως ο άνθρωπος προσπαθούσε ήθελε κάτι να πει και,φαίνεται οτι δεν μπορούσε. Τελικά, στράφηκα και τον κοίταξα είδα ποσο θλιμμένα ήταν τα μάτια του, του καημένου, που δεν τα έπαιρνε ούτε μια στιγμή απο πάνω μου. Μολις κατάλαβε οτι τον κοιτάζω, χαμήλωσε το βλέμμα του. Αστάφι Ιβάνιτς! Τι είναι, Γιεμελιούσκα? αμα ήταν να πουλήσω το παλτο μου στο παζάρι, ποσα περίπου θα έπιανε, Αστάφι Ιβάνιτς? ε, δεν ξέρω, απάντησα, ποσα ακριβώς θα 'πιανε! Ισως να 'πιανε και τρία ρούβλια. Για πήγαινε να το πουλήσεις τίποτα δεν θα έπιανες, μονο που θα σου γελάγανε κατάμουτρα που προσπαθείς να πουλήσεις τέτοιο κουρέλι. Ετσι ομως το'πα σαυτον τον άνθρωπο του Θεού, που ήξερα το απλοίκο πείσμα του, για να τον παρηγορήσω. Κι εγώ νομιζα πως θα έπιανε τρία ρούβλια ασημένια, Αστάφι Ιβάνιτς. Είναι τσοχινο. Μονο τρία ρούβλια, τσοχινο παλτο? Δεν ξέρω, του λέω, Γιεμελιάν Ιλίτς άμα θες να πας να το πουλήσεις, τοτε βέβαια θα ζητήσεις τουλάχιστον τρία ρούβλια με την πρώτη κουβέντα. Εμεινε για λίγο αμίλητος ο Γιεμέλια έπειτα με φώναξε πάλι. Αστάφι Ιβάνιτς! Τι είναι, Γιεμελιάνουσκα? Αμα θα πεθάνω, να το πουλήσετε το παλτο μου, να μη με θάψετε μαυτο. Ετσι κι αλλιώς, εγώ ξαπλωμένος θα 'μαι, ενώ αυτο είναι ακριβο πράγμα μπορεί να σας φανεί χρήσιμο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, κύριε, ποσο σφίχτηκε τοτε η καρδιά μου. Εβλεπα στον άνθρωπο αυτον τη θλίψη που αισθάνεται κανείς, οταν νιώθει το τέλος του να πλησιάζει. Μείναμε και πάλι αμίλητοι. θα πρέπει να πέρασε έτσι καμιά ώρα. Κάθε τοσο τον κοίταζα. Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του απο πάνω μου και μονο οταν συναντιοταν το βλέμμα μας τα χαμήλωνε. Δε θέλετε να πιείτε λίγο νεράκι, Γιεμελιάν Ιλίτς? τον ρώτησα. Ναι, δώστε μου λίγο νεράκι, που να 'χετε την ευχή του Θεού, Αστάφι Ιβάνιτς. Του έδωσα νερο. Το ήπιε. Σας ευχαριστώ, Αστάφι Ιβάνιτς. Μήπως θέλεις τίποτα άλλο, Γιεμελιάνουσκα? Οχι! Δε θέλω τίποτα άλλο, Αστάφι Ιβάνιτς. Εγώ μονο, ΝΑ... Tι? ΕκείΝΟ... Ποιο εκείνο, Γιεμελιούσκα? Το παντελονι... εκείνο... εγώ σας το είχα πάρει τοτε... Αστάφι Ιβάνιτς... Ο Θεος να σε συγχωρέσει, Γιεμελιάνουσκα φουκαρά μου, του λέω. <Υπαγε εν ειρήνη...> Η ανάσα μου κοπηκε, κύριε, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη. Αστάφι Ιβάνιτς... Βλέπω πως ο Γιεμέλια κάτι θέλει να μου πει ανασηκώνεται μονος του, προσπαθεί, τα χείλη του κουνιούνται... Για μια στιγμή γίνεται κατακοκκινος και με κοιτάζει... Χλομιάζει, χλομιάζει και γέρνει πάλι πίσω το κεφάλι του έπεσε απαλά στο πλάϊ, πήρε μια βαθιά ανάσα και παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του στο θεο. ΤΕΛΟΣ ----------

Created with novaPDF Printer (www.novaPDF.com). Please register to remove this message.