ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

21
ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2 (Ο κήπος των Καπουλέτων) (Εμφανίζεται ο Ρωμαίος) ΡΩΜΑΙΟΣ Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων! (Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι) Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο; Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα! Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη, που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της, γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη! Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει: το φόρεμα που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο, αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου! Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι, η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι! Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της! Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω! Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα: τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν! Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα; Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται, όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της, εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν, και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν. Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι: ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι στο μάγουλό της και να την αγγίξω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ, Θέε μου! ΡΩΜΑΙΟΣ Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ, δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:

description

ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Transcript of ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Page 1: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑΟυίλλιαμ Σαίξπηρ

Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2

(Ο κήπος των Καπουλέτων) (Εμφανίζεται ο Ρωμαίος)

ΡΩΜΑΙΟΣ Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων! (Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι)Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο; Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα! Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη, που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της, γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη! Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει: το φόρεμα που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο, αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου! Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι, η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι! Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της! Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν! Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα; Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται, όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της, εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν, και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν. Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι: ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίριστο μάγουλό της και να την αγγίξω!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ, Θέε μου!

ΡΩΜΑΙΟΣ Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ, δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει τους κόλπους των αιθέρων.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος; Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,

Page 2: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς και παύω εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!

ΡΩΜΑΙΟΣ Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου: εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο. Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινομέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα! Τι είναι τ’ όνομα; Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο, κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά; Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος, πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του. Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου - δεν είναι μέρος του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα!

ΡΩΜΑΙΟΣ Κρατάω σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες. Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις: Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδιακαι μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;

ΡΩΜΑΙΟΣ Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω. Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου. Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;

ΡΩΜΑΙΟΣ Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου. Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι, αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα, εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο. Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,

Page 3: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας. Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους. Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν. Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους, παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;

ΡΩΜΑΙΟΣ Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω. Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια. Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου, αλλιώς τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε. Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως, αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις, κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο, μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεταιόταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους. Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά. Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις, θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι, για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις. Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική, και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη. Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες. Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική, Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος

Page 4: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε η σκοτεινιά της νύχτας.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά: εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!

ΡΩΜΑΙΟΣ Σε τι να σου ορκιστώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αν της καρδιάς μου η λατρεία –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω, χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις «Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας που τώρα μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;

ΡΩΜΑΙΟΣ Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου ‘δωσα κι εγώ.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι πίσω να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.

ΡΩΜΑΙΟΣ Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;

Page 5: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω. Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω! Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό, Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα, τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο. Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!(Η Παραμάνα φωνάζει από μέσα) Έρχομαι, παραμάνα μου. Μοντέγο, να ’σαι πιστός! Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.

(Βγαίνει η Ιουλιέτα) ΡΩΜΑΙΟΣ Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,επειδή νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό για να ’ναι αληθινό!

(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι) ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά. Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου, πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ (Από μέσα) Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω τον άνθρωπό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Μα ψυχή μου, σου λέω –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Χίλιες φορές καλή σου νύχτα! Γεια σου!

ΡΩΜΑΙΟΣ Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου. Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει

Page 6: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.

(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ψψψψτ! Ρωμαίο, ψψψτ! Έι! Ω, να ’χα κυνηγού φωνή για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου! Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει! Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου! Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑΡωμαίο!

ΡΩΜΑΙΟΣ Λατρεία μου!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;

ΡΩΜΑΙΟΣ Στις εννέα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξημερώνει, έπρεπε να ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο

Page 7: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!

ΡΩΜΑΙΟΣ Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα, θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα, καληνύχτα. Ο χωρισμός είναι πόνος τόσο λύκος, που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.

(Βγαίνει η Ιουλιέτα)

ΡΩΜΑΙΟΣ Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη. Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη! Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω

(Βγαίνει)

Page 8: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΕΡΩΦΙΛΗΓώργιου Χορτάτση

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη

ΕΡΩΦΙΛΗ μοναχήΤα γέλια με τα κλάηματα, με την χαράν η πρίκα μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα·γιαύτος μαζί γυρίζουσι και το ’να στ’ άλλο αλλάσσει, κι όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πριχού βραδιάσει. Για κείνο βλέπω τη χαρά κ’ εγώ την εδική μου πως θα γυρίσει σ’ άμετρη πρίκα και παιδωμή μου, και στέκομαι τρεμάμενη σα να ’χα να περάσω μια θυμωμένη θάλασσα γή άγριο κιανένα δάσο. Μοίρα καλή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα, ποια πάθη απού τον έρωτα, ποιες πρίκες δεν επήρα; Πότες τους αναστεναμούς γή πότες τ’ ώχ οϊμένα τα χείλη μου εσκολάσασι τα πολυπρικαμένα; Πότες κ’ εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα, πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μού δώσα; Στη δούλεψη κ’ εις τσί καημούς μικρή περίσσα εμπήκα τσ’ αγάπης, κι όλα τα κακά κ’ οι παιδωμές μ’ ευρήκα. Μόνια μου με τον έρωτα κάθ’ ώραν επολέμου, και κιανενός τα πάθη μου δεν έδειχνα ποτέ μου. Χίλιες φορές μ’ εδόξευγε, χίλιες να πιάνει τόποστο νου μου δεν τον άφηνα μ’ ένα γή μ’ άλλο τρόπο·χίλιες τ’ αφτιά εμολύβωνα, για να μηδέ γροικούσι τσι σιργουλιές του τσι γλυκειές, τα μέλη να πονούσι·χίλιες με την πορπατηξά, χίλεις με μια και μ’ άλλη στράτα τη θέρμη του έσβηνα στο νου μου τη μεγάλη. Μα κείνος, μάστορας καλός γιατ’ ήτο του πολέμου, μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου·κι ώρες με τ’ άρματα ως εχθρό κι ώρες ξαρματωμένο τον έβλεπα σα φίλο μου περίσσα αγαπημένο. Κι ώρες γλυκύς μού φαίνετο κι ώρες πρικύς περίσσα κι ώρες στρατιώτης δυνατός κι ώρες παιδάκιν ίσα. Κι ώρες μ’ επαίδευγε άπονα κι ώρες πολλές μ’ εκράτει γλυκότατες παρηγοριές και σιργουλιές γεμάτη. Χίλια ακριβά τασσίματα μού ’τασσε κάθα μέρακαι χίλια μού ’κτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα·χίλιες σγουράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου και χίλιες έδειχνε ομορφιές πάντα των αμματιώ μου. Τσί δυσκολιές μού σήκωνε κι απόκοτη έκανέ με , μιλιές γλυκές μ΄ αρμήνευγε κ’ εδιδασκάλευγέ με τόσον, απού μ’ ενίκησε και δούλη απόμεινά του και τση καημένης μου καρδιάς την εξουσά έδωκά του. Κ’ εδά που καλορίζικη παρ’ άλλην εκρατούμου και χίλιες έτασσα χαρές κι ανάπαψες του νου μου, τονέ θωρώ τον πίβουλο και την αγάπη αρχίζει την ψεύτικη απού μού ’δειχνε σε μάχη να γυρίζει. Μα τον Πανάρετο θωρώ κ’ έρχεται σα θλιμμένο

Page 9: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

και το μαντάτο το πρικύ θε νά ’χει μαθημένο.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι, κ’ εις το γιαλό τα κύματα τα θυμωμένα σκούσι, και το καράβι αμπώθουσι σε μια μερά κι εις άλλη τση φουσκωμένης θάλασσας, με ταραχή μεγάλη, τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος, μόνο τότες τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδυνατοί ποδότες, γιατί με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται, κ’ εκείνος απόύ κυβερνά ψηλώνει και τιμάται. Γιαύτος κ’ εγώ σ’ τση τύχης μου την ταραχή την τόση, απού έτσι ξάφνου μ’ εύρηκε για να με θανατώσει, δε θε ν’ αφήσω να χαθώ δίχως να δοκιμάσω στο δύνομαι να βουηθηθώ, πριν τη ζωή μου χάσω.

ΕΡΩΦΙΛΗΟϊμένα, κ’ ίντα του γροικώ; Τάχα καινούρια πάλι κακομοιριά ν’ απόσωσε να σμίξει με την άλλη;

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣΜα την κερά μου συντηρώ κ’ έρχεται προς εμένα, κ’ έχει το πρόσωπο κλιτό, τ’ αμμάτια θαμπωμένα. Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις να γροικήσω, τση δύναμής σου δε μπορώ παρά να φχαριστήσω, γιατί με μια γλυκειά θωριά πλερώνει πάσα κρίση τούτη απ’ ως ήλιος δύνεται τον κόσμο να στολίσει. Τα περιστέρια όντε νερό και ταραχή γροικούσι, απού τσι κάμπους με σπουδή προς τσί φωλιές πετούσι· κ’ εσύ, κερά, στην ταραχή τση τόσης κακοσύνηςτση τύχης μας, για ποια αφορμή την κάμερά σου αφήνεις κ’ έρχεσαι σ’ τούτη τη μερά, κ΄ η θαμπωμένη σου όψη δύνεται την καημένη μου καρδιά σε δυό να κόψει;

ΕΡΩΦΙΛΗΣ’ πάσα πολύ μου βάσανο και πρίκα μου μεγάλη, παρηγοριά, Πανάρετε, ποτέ δεν ηύρηκα άλλη, παρά το βγενικότατο πρόσωπο το δικό σου, καθώς, θαρρώ, πολλά καλά το ξεύρεις απατός σου. Για τούτον ήρθα ως εδεπά μονάχας να σε δούσι τ’ αμμάτια μου τση ταπεινής, να παραλαφρωθούσι.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣΒασιλιοπούλα αφέντρα μου, θάρρος κι απαντοχή μου, την πίκραν οπού πλάκωσε σήμερο το κορμί μου, γλώσσα, λογιάζω, μηδεμιά, μορεί να τη μιλήσει, μηδ’ άλλο πράγμα δύνεται να με παρηγορήσει, παρά η θωριά σου μοναχάς. Κι ωσάν το διψασμένο λάφι γλακά στον ποταμό, πλήσα πεθυμισμένο να πιεί νερό να δροσιστεί, τέτοιας λογής, κερά μου, για να σε δούσι ετρέχασι τ’ αμμάτια τα δικά μου,

Page 10: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

να μου ζυγώξεις τση καρδιάς το βάρος το περίσσο κι αποδεπά πασίχαρος περίσσα να γυρίσω. Μα πρίχου σώσω, ο βασιλιός μου μήνυσε να δράμω, να πα τον εύρω, κ’ ήτονε χρειά μου ζιμιό να κάμω τον ορισμό του αφέντη μου, για κείνο μετά σένα δεν είμαι, απόστα μ’ εύρηκεν η ακριβή σου νένα.

ΕΡΩΦΙΛΗ Κ’ ιντά ‘θελε με τόση βια;

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Τρέμουσι και δειλιούσι

τα χείλη μου ν’ ανοίξουσι να σού το δηγηθούσι. Δυο προξενιές για λόγου σου του φέρασι, κερά μου, κι ως μου ’πεν, αποφάσισεν, ώφου, ώχ οϊμέ η καρδιά μου, να σε παντρέψει, κι ογιατί σαν κακοκαρδισμένη, λέγει, πως σ’ είδε, ως τ’ άκουσες, ψυχή μου αγαπημένη, με λόγια και με σιργουλιές μ’ έστειλε να σε κάμω να συβαστείς να κάμετε τον πρικαμένο γάμο. Κι απόστα του το γροίκησα, λόγιασε εσύ, κερά μου, πόσες φωτιές μου καίγουσι τη δόλια την καρδιά μου! Το θάνατο και τη σκλαβιά τόσα πρικιά δεν κράζω σαν έν’ πρικύ το βάσανο που τώρα δοκιμάζω·το ’να απ’ αυτάνα τσι καημούς τελειώνει, κ’ εις την άλλη με τον καιρόν η λευτεριά τέλος μπορεί να βάλει. Μα κείνον απού μου κρατεί το νού τον πρικαμένο μέσα στον Άδη ζωντανό, στον κόσμο αποθαμένο, πάντα με θέλει πολεμά, δίχως ποτέ να δώσει τέλος γή αλάφρωση κιαμιά στην κρίση μου την τόση..

ΕΡΩΦΙΛΗ Πάσα κιανείς απ’ αγαπά, δίκιό ‘χει να φοβάται με πάσα λίγην αφορμή, μα να παρηγοράται πάλι τυχαίνει, όντα θωρεί την κόρη τη δική του πως μια ψυχή ‘ναι μετ’ αυτό κ’ ένα με το κορμί του.Πως σ’ αγαπώ κατέχεις το, γνωρίζεις πως μηδένα θάρρος δεν πρέπει να ’χω πλιο στον κόσμο παρά σένα. Στην ευγένειά σου την πολλή, στη χάρη σου την τόση, στη δύναμη, σ’ τσί διάξες σου και την πολλή σου γνώση τον πόθο μου εθεμέλιωσα, και πλια από κτίσμαν άλλο μέσα στα φύλλα τσή καρδιάς τονέ κρατώ μεγάλο. Για τούτο μόνο θάνατος μπορεί να τον χαλάσεισ’ τούτο τον κόσμο, κ’ οι ψυχές πάλι στον Άδη αν πάσι, πως θέλου σμίξει κ’ εδεκεί με πλιάν αγάπη ελπίζω, γιατί κ’ εσύ πιστότατα πως μ’ αγαπάς γνωρίζω. Οϊμέ, κι ας μού ’το μπορετό, το στήθος μου ν’ ανοίξω, και φυτεμένο στην καρδιά πως σ’ έχω να σου δείξω για να ’χες πει, Πανάρετε, «χωρίς το θάνατό μου ν’ ανασπαστώ, Ερωφίλη μου, δεν είναι μπορετό μου».

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

Page 11: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Τούτα τ’ αμμάτια, αφέντρα μου, καλά και δε θωρούσι πως στην καρδιά σου βρίσκομαι, του νου το συντηρούσι τ’ αμμάτια, απ’ έχου να θωρού χάρη σγουραφισμένο το πράμαν απού βρίσκεται στον οφθαλμό χωσμένο. Μα δε μπορεί η καημένη μου καρδιά να μην τρομάσσει το πράμα κείνο που αγαπά τόσα πολλά, μη χάσει, κ’ είμαι σαν έναν ακριβό πόχει τσι θησαυτούς του χωσμένους σ’ τόπο αδυνατό, μ’ όλον ετούτο ο νους του στέκει με χίλιους λογισμούς, μ’ έγνοια πολλά μεγάλη μη λάχει να τσι βρούσινε και πάρουσί του τσι άλλοι. Οϊμέ, κι αν άλλος δε μπορεί, γι’ αψήφιστο λογάρι, σωστή στον κόσμο ανάπαψη ποτέ κιαμιά να πάρει, πώς θες να μη φοβούμαι εγώ, πώς θες να μην τρομάσσω, τα κάλλη σου τα’ αρίφνητα κιαμιά φορά μη χάσω; Στον ήλιο έχω ντήρηση κ’ εις τ’ άστρα που περνούσι και τσ’ ομορφιές σου, αφέντρα μου, κάτω στη γη θωρούσι, μηδέ χυθού κι αρπάξου σε, κ’ εμένα τον καημένο παρ’ άλλον άθρωπο στη γη ν’ αφήσου πρικαμένο.

ΕΡΩΦΙΛΗ Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη, μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη. Μη γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου, για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου, καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου. Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη που μας ανάθρεψε μικρά και πλια παρ’ άλλη εγίνηπιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κ’ εις εσένα και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα, περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.

ΕΡΩΦΙΛΗ Οϊμένα, να ‘ βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου σού ’δωκα, στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου, να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις το πώς το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις. Έρωτα, απείς, τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι, μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε με τον πρικύ μου θάνατο πώς ταίρι του απομένω, και μόνο πώς για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣΤούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω πώς μηδέ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις

Page 12: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τονέ δώσεις. Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω, το πράγμα που στο χέρι μου κρατώ σφικτά μη χάσω, κ’ εκείνο απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει, τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μου γυρίζει.

ΕΡΩΦΙΛΗ Τούτο ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα, μα μην πρικαίνομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι, να στέκομε παντοτινά ταίρια μας θέλει κάμει. Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα, τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύχτα, την ημέρα, παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου, την ώρα απ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου. Μ’ απείτις να μιλούμε εδώ πλιότερα δε μπορούμε, στην κάμερά μου έλα, εύρε με, στράτα κιαμιά να βρούμε, να κάμομε τσι προξενιές τούτες να ξηλωθούσι, κ’ ύστερα τ’ άλλα πλια εύκολα δύνουνται να σαστούσι. Πάγω και μην αργείς λοιπό.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Ας πηαίνει η αφεντιά σου,

γιατί κ’ εγώ έρχομαι ζιμιό κατά την ορδινιά σου.

άμετρος: αμέτρητοςαμμάτι: μάτιαντάμι: μαζί αντίδικος: αντίπαλοςαμπώθω: απωθώ,σπρώχνωαπατός: εαυτόςαπείς: αφούαπόκοτος: τολμηρόςαρίφνητος: αναρίθμητοςγή: είτε

γλακώ: τρέχωγροικώ: ακούωδοξεύγω: τοξεύωζιμιό: αμέσως κλιτός: άκεφοςμολυβώνω: χύνω μολύβι, φράσσωμόνιος: μόνοςντήρηση: επιφύλαξη δείλιασμαοϊμένα: αλίμονοορδινιά: διαταγή

παιδωμή: βάσανο περίσσα: πολύπλήσος: πολύςποδότης: τιμονιέρης πρίκα: πίκραπρικαίνω: πικραίνωπρίχου: πρινσγουραφίζω: ζωγραφίζω σιργουλιά: καλόπιασμα σκω: σκάζω

Page 13: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑΜποστ

Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΛΚΟΝΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΩΝ

ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣΝύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύκι όμως ένα παληκάρι, δεν μπορεί να κοιμηθή.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ιουλιέτα μου γλυκειά, πού όλας τας εσπέρας εις το μπαλκόνι κάθεσαι και βλέπεις τους αστέρας κι’ αναστενάζεις ελαφρώς κοιτάζων την Σελήνηπρόβαλλε στο παράθυρον και σήκω απ’ την κλίνηκι’ άκου τα λόγια που θα πη ένας ερωτευμένος οπού σκληρά δικάστηκε να ζη δυστυχισμένος.Στην μακρυνή την Μάντουα με στέλνουν εξορία να ζω ωσάν κατάδικος με άγρια θηρία. Σκορπιοί και φίδια, ύαιναι κυκλοφορούν στα δάση εκεί που με σκληρότητα μ’ έχουν καταδικάσεικι αν μάθης πως με δάγκωσαν ένα ζευγάρι ύαιναιεσύ να είσαι υγιής και προπαντός υγίαινε. Ο άρχοντας με δίκασε και μ’ έχει εξορίσει για φόνον που διέπραξα εις του θυμού την κρίση. Έναν ζωγράφο σκότωσα κοντά στο ατελιέ τουκαι όστις ήτο άριστος στην τέχνη του πορτραίτου.

ΙΟΥΛΕΤΑΤο έμαθα. Με λύπησεν πολύ αυτός ο φόνος μα εγώ πιστά θα σ’ αγαπώ κι ας είσαι δολοφόνος, κι αν φόνευσες εις τον θυμό και στην παραφορά σου πάντα θα μ’ εύρης δίπλα σου εις πάσαν συμφοράν σου.

ΡΩΜΑΙΟΣΚι εγώ τρελλά σε αγαπώ. Οι πάντες το γνωρίζουν κ’ οι όρκοι που μού έδωσες, βαθιά μ’ ανακουφίζουν. Κι όπως αφθώδης πυρετός προσβάλλει το μοσχάρι και το μοσχάρι δεν μπορεί να φάγη πια χορτάρι έτσι προσβλήθηκα κι εγώ με έρωτα αφθώδη για το ωραίον σου κορμί, τα μάτια τα ρεμβώδη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αν παύσω να σε αγαπώ, ορκίζομαι ‘δω πέρα, κακιά αρρώστεια να με βρη, να πάω από χολέρα. Να πάθω ηπατίτιδα, να έχω κυτταρίτιδα και να γυρίζω με καλσόν, πάσχων από φλεβίτιδα. Υπάρχει όμως πρόβλημα εις την δική μας σχέση διότι για κάποιον νεαρόν με έχουνε πιέσει. Μου έχουν κάνει πρότασιν να νυμφευθώ τον Πάρι ένα δικής μας τάξεως ωραίον παλικάρι. Πήρα είκοσι τέσσερις ώρες να το σκεφθώ

Page 14: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

και με τον Πάριν σύζυγον νυφούλα να στεφθώ.

ΡΩΜΑΙΟΣΈνα ζητώ από εσέ και θέλω να σου είπω, να είσαι εις εμέ πιστή στα χρόνια που θα λείπω.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εγώ πιστή θα ‘μαι σ’ εσέ, ενόρκως σου δηλώνωδεν συνηθίζω εύκολα με άνδρες να ξαπλώνω. Δεν μοιάζω την Νταϊάνα εγώ, του Πρίγκηπος Καρόλουπου φεύγει απ’ τ’ ανάκτορα χωρίς ντροπή καθόλου, κι αδιαφορών δια πεθερά και πεθερό Μονάρχη πηγαίνει και κυλίεται με κάποιον Ταγματάρχη, κι αφού βγάζη τα μάτια της, στ’ ανάκτορα γυρνάει την ώραν που στο Μπάκιγχαμ σερβίρεται το τσάι.

ΡΩΜΑΙΟΣΔεν φταίει αυτή. Φταίν’ οι φρουροί με τα ψηλά καπέλαπου δεν της λέν’: «Πού πας μωρή, αδιάντροπη κοπέλα, που ο νους σου είναι εις το σεξ και χάμω να ξαπλώνης και ξεύρεις μόνον υψηλά τα πόδια να σηκώνης. Δεν σκέφτεσαι τα έξοδα κι ότι τα ραντεβού σου, βγαίνουν απ’ το υστέρημα του δυστυχούς Λαού σου, και ότι κάθε μιάν σταγών που εσύ καταναλώνεις πληρώνει εργαζόμενος όταν εσύ ξαπλώνης;»

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εγώ δεν είμαι ως αυτή. Εγώ πιστή θα μείνω κι ότι έχω πολύτιμον σε σένα θα το δίνω. Είκοσι χρόνια να διαβούν, εσέ θα περιμένωκαι στα τριάντα τέσσερα σύ θα με βρεις παρθένο. Πάρε κι αυτό το μενταγιόν που γράφει τ’ όνομά μουκαι πίστεψέ με σ’ αγαπώ με όλη την καρδιά μου και να το έχης πάντοτε γύρω απ’ τον λαιμό σου για να μας έρθης υγιής κατά τον ερχομό σου. Ορκίζομαι, χωρίς εσέ δεν ημπορώ να ζήσω, θα καταστρώσω σχέδια για να σε φέρω πίσω και για να σ’ έχω δυο λεπτά πάλι στην αγκαλιά μου μπορώ να παίξω με τιμήν και με την παρθενιά μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Όπως ψηλά στον μιναρέ με αίσθημα ευθύνης για προσευχή εις τον Αλλάχ καλεί ο μουεζίνης κι όλοι σκυμμένοι προσκυνούν, και άντρες και γυναίκες κ’ οι Άραβες προσεύχονται στρέφοντες προς τη Μέκκα,κι εγώ σ’ εσέ προσεύχομαι που είμαι πληγωμένος και στο μπαλκόνι στρέφομαι, βαριά ερωτευμένοςνα προσκυνήσω μια θεά υπό το φως σελήνης ωσάν θνητός που κάλεσεν Έρωτας μουεζίνης κι ως Χριστιανός ορθόδοξος, για μια μικρή γυναίκα στρέφω τα μάτια προς εσέ και όχι προς τη Μέκκα.

Page 15: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Ρίξε το βλέμμα σου εδώ, το μαύρο στήθος κοίτα που έρωτας με χτύπησε με κοφτερή σαΐτα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σου το ’πα μια, σου το ‘πα δυο, πέντε φορές και δέκα ένα οφείλω να σου πω, έκλεισα ως γυναίκα. Μη με πιέζεις το λοιπόν και εξασκίζεις βίας και φέρεις παραδείγματα από τας Αραβίας. Μοναδική μου όασις στην έρημη ζωή μου είναι η παρουσία σου μέσα εις την αυλή μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Νύχτες πολύ μεθυστικές περνώ πάντα κοντά σου κι απ’ τους χουρμάδες πιο γλυκά είν’ τα γλυκά φιλιά σου και Βεδουίνος γίνομαι η νύχτα όταν φτάνη κι απ’ την καρδιά μου βγαίνουνε στίχοι απ’ το Κοράνι και στην καυτή την έρημο καμήλες που διασχίζουν τα δάκρυα που πέφτουνε το έδαφος δροσίζουν.

ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΖΙ (Ντουέτο μελωδικό) Δεν θα χωρίσουμε ποτέ, ποτέ εμείς οι δύο προσωρινό θα ‘ναι για μας το τελικόν αντίο κι ο κόσμος αν καταστραφή στους άλλους τους αιώνας θα μείνη η αγάπη μας μόνον κι ο Παρθενώνας όλα τα άλλα, Μέγαρον, Μετρό καθώς και Σπάταδεν θα αντέξουν την φθοράν μπρος στα δικά μας νιάτα. Δεν θα χωρίσουμε ποτέ, θα ’μαστε ενωμένοι, και εις ετούτη τη ζωή και εις την επομένη.

Page 16: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡΟυίλλιαμ Σαίξπηρ

Μετάφραση Βασίλη Ρώτα

Πράξη ΤρίτηΣκηνή 2

Χέρσο(Μπόρα με κεραυνούς και αστραπές. Μπαίνουν ο Ληρ και ο Τρελός)

ΛΗΡ Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου! Λύσσα! Φύσα! Νεροποντές και καταρράχτες, σεις, χυθείτε, ως να ποτίσετε πυργιά κι ανεμοδείχτες!Σεις, φλόγες θειάφινες και σαν τη σκέψη γλήγορες, πρόδρομοι του δρυκόπου αστραποπέλεκου, τ’ άσπρα μαλλιά μου καψαλιάστε! Και συ, που σύμπαντα ταράζεις, κεραυνέ, χτύπα της γης τον στρόγγυλο όγκο, καν’ τον πλάκα! Της φύσης σύντριψε τις μήτρες, λιώσε μονομιάς όλους τους σπόρους που γεννούν αχάριστους ανθρώπους.

ΤΡΕΛΟΣ Ε, μπάρμπα μου, νεράκι από δεσποτικόν αγιασμό σε στεγνό σπίτι είναι καλύτερο απ’ αυτό το νεράκι της βροχής στ’ ανοιχτά. Καλέ μπάρμπα, μέσα, και ζήτησε χάρη απ’ τα κορίτσια σου. Τέτοια νύχτα δε λυπάται ούτε σοφούς ούτε τρελούς.

ΛΗΡ Φύσα τ’ ασκί σου, φούσκα! Ξέρναγε, αστραπή! – Χύσου, βροχή! Η βροχή, ο αγέρας, η βροντή, η αστραπή δεν είναι κόρες μου. Μαζί σας, στοιχειά μου, δεν τα βάζω για την ασπλαχνιά σας. Σε σας δε μοίρασα βασίλειο, δε σας είπα παιδιά μου, εσείς δε μου χρωστάτε υποταγή. Λοιπόν, ας πάψει το φριχτό σας γλέντι· εδώ σκλάβος σας στέκω, ένας φτωχός σακατεμένος, ανήμπορος και καταφρονεμένος γέρος. Όμως σας λέω βοηθούς δουλόπρεπους, που ενώσατε με δυο κακούργες κόρες τα ουρανοκατέβατα φουσάτα σας πάνω σ’ ένα κεφάλι τόσο γέρικο κι άσπρο σαν αυτό. Ω, ω, ντροπή!

ΤΡΕΛΟΣ Όποιος έχει σπίτι να χώσει μέσα το κεφάλι του, έχει την καλύτερη περικεφαλαία.

Σαν μπει σε σπίτι το βρακί που δε χωρεί και το κεφάλι, ψειριάζουν και τα δυο πολύ. Γυφτόγαμος, χαρά μεγάλη.

Page 17: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Όποιος τη φτέρνα του τη βάζει στη θέση πόχει την καρδιά του, από ‘να αγκάθι αυτός φωνάζει κι ο ύπνος γίνεται αγρυπνιά του.

Γιατί δεν φάνηκε ακόμα όμορφη γυναίκα, που να μη στραβομουτσουνιάζει στον καθρέφτη.

ΛΗΡΌχι, θα γίνω πρότυπο υπομονής. Δε λέω τίποτα.

Σκηνή 4

Χέρσο με μια καλύβα(Η μπόρα εξακολουθεί. Μπαίνουν ο Ληρ, ο Κεντ κι ο Τρελός)

ΚΕΝΤ Αφέντη, εφτάσαμε· έμπα εδώ, καλέ μου αφέντη. Τέτοια τυράννια ωμή της ξέσκεπης της νύχτας άνθρωπος δεν την υποφέρει.

ΛΗΡ Άφησέ με.

ΚΕΝΤ Καλέ μου αφέντη, έμπα εδώ μέσα.

ΛΗΡ Θες να μου σφάξεις την καρδιά;

ΚΕΝΤ Κάλλιο να σφάξω τη δικιά μου. Αφέντη μου, έμπα. ΛΗΡΕσύ το λες πολύ, που τούτη η αγριομπόρα μας περονιάζει ως το πετσί· έτσι νομίζεις·μα σαν σε πιάσει κάπου πόνος μεγαλύτερος, μόλις γρικιέται ο πιο μικρός. Έχεις ξεφύγει μια αρκούδα, αν όμως το φευγιό σε πάει μπροστά στο κύμα που μουγκρίζει, πέφτεις στης αρκούδας το στόμα. Λεύτερος σαν είναι ο νους, τότε είναι το σώμα αισθαντικό. Η μπόρα μες στον νου μου παίρνει απ’ τις αίσθησές μου κάθε νιώσιμο άλλο, έξω απ’ αυτό που βράζει εδώ. – Αχαριστία του τέκνου! Δεν είν’ σαν το στόμα τούτο να ‘θελε να σπάραζε το χέρι τούτο εδώ που το ταγίζει; Μα θα παιδέψω εγώ καλά. Πια δε θα κλάψω, Όχι. – Μια τέτοια νύχτα να με κλείσουν έξω! – Ρίξε, βαστάω! – Μια τέτοια νύχτα. Ω Ρεγάνη, ω Γονερίλη! Τον καλό γερο-πατέρα σας,

Page 18: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

που τα ‘δωσε όλα μ’ όλη την καρδιά του, - εδώ , εδώ ‘ναι η τρέλα· ας της ξεφύγω· φτάνει, φτάνει.

ΚΕΝΤΚαλέ μου, αφέντη μου, έμπα δω.

ΛΗΡ Παρακαλώ, πήγαινε μόνος σου και κοίταξε πώς να βολέψεις τον εαυτό σου. Τούτη η μπόρα καιρό δεν δίνει να βυθίζομαι σε πράματα που θα με πλήγωναν χειρότερα. Μα θα ‘μπω. –

(Στον ΤΡΕΛΟ)

Μέσα, παιδί· πέρασε μπρος. Άστεγη φτώχεια, όχι δα, πέρνα μέσα. Εγώ θα κάμω πρώτα την προσευχή μου κι ύστερα θα κοιμηθώ.

(Ο ΤΡΕΛΟΣ μπαίνει μέσα)

Καημένα γυμνά πλάσματα, όπου κι αν βρισκόσαστε και τρώτε τσάταλο απ’ την άσπλαχνη αυτή μπόρα, τα τζάτζαλά σας, πόχουν τρύπες και παράθυρα, σας προφυλάνε από καιρούς σαν τούτον; Ω, σ’ αυτά είχα δώσει πολύ λίγη προσοχή! Πιε, μεγαλείο, το γιατρικό. Κι εσύ γυμνώσου κι έβγα, να νιώσεις ό,τι νιώθουν οι κακόμοιροι, για να τινάζεις το περίσσεμα σ’ αυτούς και τον θεό πιο δίκιον να τον δείχνεις.

Page 19: ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ - ΣΑΙΞΠΗΡ - ΜΠΟΣΤ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)