Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

123
Εισαγωγικό σημείωμα Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από μερικούς μήνες, μετά από τις απίστευτες περιπέτειές μου στις Νότιες Θάλασσες και αλλού -που πρόκειται να τις διηγηθώ στις επόμενες σελίδες- βρέθηκα τυχαία στον κύκλο ορισμένων κυρίων από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, που έδειξαν βαθύ ενδιαφέρον για όλα τα θέματα τα σχετικά με τους τόπους που είχα επισκεφθεί, και προσπαθούσαν συνεχώς να με πείσουν πως είχα καθήκον να δώσω στη δημοσιότητα την αφήγησή μου. Είχα, ωστόσο, πολλούς λόγους ν' αρνούμαι, άλλους αυστηρά προσωπικούς, που δεν αφορούν κανέναν άλλο εκτός από μένα, και άλλους όχι και τόσο. Ένας από αυτούς ήταν ο φόβος μου πως δε θα κατάφερνα, μια και δεν είχα κρατήσει ημερολόγιο στο μεγαλύτερο μέρος από το διάστημα της απουσίας μου, να γράψω, από μνήμης και μόνο, μια αναφορά τόσο λεπτομερή και συνεκτική, ώστε να φαίνεται τόσο αληθινή, όσο πραγματικά είναι, με μόνη εξαίρεση τη φυσιολογική και αναπόφευκτη τάση υπερβολής, που παρουσιάζουμε όλοι μας όταν περιγράφουμε γεγονότα που άσκησαν ισχυρή επίδραση στη φαντασία μας. Ένας άλλος λόγος ήταν το ότι τα γεγονότα που θα ανέφερα στην αφήγησή μου ήταν τόσο υπερφυσικά, ώστε χωρίς καμία επιβεβαίωση (εκτός από τη μαρτυρία και ενός μοναδικού ανθρώπου, και μάλιστα μιγάδα Ινδιάνου) οι ισχυρισμοί μου θα γίνονταν πιστευτοί μόνο στους συγγενείς μου και σε όσους φίλους μου είχαν λόγο να εμπιστεύονται την ειλικρίνειά μου -ενώ, κατά πάσα πιθανότητα, το πλατύ κοινό θα έβλεπε το έργο μου σαν ένα θρασύ και επιτήδειο γέννημα της φαντασίας μου. Άλλωστε, δεν είχα εμπιστοσύνη στις συγγραφικές μου ικανότητες, κι αυτό ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που με εμπόδιζαν να συμμορφωθώ με τις συμβουλές των φίλων μου. Ανάμεσα στους κυρίους από τη Βιρτζίνια που εξέφραζαν ζωηρό ενδιαφέρον για την αφήγησή μου, και ιδιαίτερα για το τμήμα της το σχετικό με τον Ανταρκτικό Ωκεανό, ήταν ο κύριος Πόε, αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού, Λογοτεχνικός Κήρυκας τον Νότου, που εκδίδεται από τον κύριο Τόμας Γ. Γουάιτ, στο Ρίτσμοντ. Αυτός με συμβούλεψε επίμονα, μεταξύ άλλων, να ετοιμάσω αμέσως μια πλήρη περιγραφή όλων όσων είχα δει και υποστεί, και να βασιστώ στη διορατικότητα και στην κοινή λογική των αναγνωστών -επιμένοντας εύλογα ότι, όσο πιο άτεχνο και αδέξιο από λογοτεχνική άποψη ήταν τελικά το βιβλίο μου, τόσο καλύτερες πιθανότητες είχε να γίνει δεκτό σαν αληθινό. Παρά τα επιχειρήματά του, δεν το αποφάσιζα. Μου πρότεινε μετά (βλέποντας ότι δεν έδειχνα ενδιαφέρον) να του επιτρέψω να γράψει αυτός, με δικά του λόγια, μια αφήγηση του πρώτου μέρους των περιπετειών μου, βασισμένη σε στοιχεία που θα του έδινα εγώ, και να τη δημοσιεύσει στον Κήρυκα του Νότου με τη μορφή φανταστικού λογοτεχνήματος. Μη έχοντας λόγο να φέρω αντίρρηση, έδωσα τη συγκατάθεσή μου, θέτοντας μόνο τον όρο να χρησιμοποιηθεί το πραγματικό μου όνομα. Δύο συνέχειες, λοιπόν, του υποτιθεμένου μυθιστορήματος δημοσιεύτηκαν στον Κήρυκα του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου (1837) και για να θεωρηθούν σίγουρα λογοτεχνικά κείμενα, το όνομα του κυρίου Πόε γράφτηκε δίπλα στους τίτλους των άρθρων στον πίνακα περιεχομένων του περιοδικού Η υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό σ' αυτό το τέχνασμα με έπεισε τελικά να καταγράψω κανονικά και να δημοσιεύσω τις περιπέτειές μου· γιατί διαπίστωσα ότι, παρά το μυθώδες ύφος, που τόσο έντεχνα είχε δώσει ο κύριος Πόε στο τμήμα εκείνο της αφήγησής μου που δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα (χωρίς ν' αλλάξει'ή να διαστρεβλώσει ούτε ένα γεγονός), το κοινό δεν ήταν καθόλου

description

Edgar Allan Poe

Transcript of Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Page 1: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Εισαγωγικό σημείωμα

Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από μερικούς μήνες, μετά από τις απίστευτες περιπέτειές μου στις Νότιες Θάλασσες και αλλού -που πρόκειται να τις διηγηθώ στις επόμενες σελίδες- βρέθηκα τυχαία στον κύκλο ορισμένων κυρίων από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, που έδειξαν βαθύ ενδιαφέρον για όλα τα θέματα τα σχετικά με τους τόπους που είχα επισκεφθεί, και προσπαθούσαν συνεχώς να με πείσουν πως είχα καθήκον να δώσω στη δημοσιότητα την αφήγησή μου. Είχα, ωστόσο, πολλούς λόγους ν' αρνούμαι, άλλους αυστηρά προσωπικούς, που δεν αφορούν κανέναν άλλο εκτός από μένα, και άλλους όχι και τόσο. Ένας από αυτούς ήταν ο φόβος μου πως δε θα κατάφερνα, μια και δεν είχα κρατήσει ημερολόγιο στο μεγαλύτερο μέρος από το διάστημα της απουσίας μου, να γράψω, από μνήμης και μόνο, μια αναφορά τόσο λεπτομερή και συνεκτική, ώστε να φαίνεται τόσο αληθινή, όσο πραγματικά είναι, με μόνη εξαίρεση τη φυσιολογική και αναπόφευκτη τάση υπερβολής, που παρουσιάζουμε όλοι μας όταν περιγράφουμε γεγονότα που άσκησαν ισχυρή επίδραση στη φαντασία μας. Ένας άλλος λόγος ήταν το ότι τα γεγονότα που θα ανέφερα στην αφήγησή μου ήταν τόσο υπερφυσικά, ώστε χωρίς καμία επιβεβαίωση (εκτός από τη μαρτυρία και ενός μοναδικού ανθρώπου, και μάλιστα μιγάδα Ινδιάνου) οι ισχυρισμοί μου θα γίνονταν πιστευτοί μόνο στους συγγενείς μου και σε όσους φίλους μου είχαν λόγο να εμπιστεύονται την ειλικρίνειά μου -ενώ, κατά πάσα πιθανότητα, το πλατύ κοινό θα έβλεπε το έργο μου σαν ένα θρασύ και επιτήδειο γέννημα της φαντασίας μου. Άλλωστε, δεν είχα εμπιστοσύνη στις συγγραφικές μου ικανότητες, κι αυτό ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που με εμπόδιζαν να συμμορφωθώ με τις συμβουλές των φίλων μου.

Ανάμεσα στους κυρίους από τη Βιρτζίνια που εξέφραζαν ζωηρό ενδιαφέρον για την αφήγησή μου, και ιδιαίτερα για το τμήμα της το σχετικό με τον Ανταρκτικό Ωκεανό, ήταν ο κύριος Πόε, αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού, Λογοτεχνικός Κήρυκας τον Νότου, που εκδίδεται από τον κύριο Τόμας Γ. Γουάιτ, στο Ρίτσμοντ. Αυτός με συμβούλεψε επίμονα, μεταξύ άλλων, να ετοιμάσω αμέσως μια πλήρη περιγραφή όλων όσων είχα δει και υποστεί, και να βασιστώ στη διορατικότητα και στην κοινή λογική των αναγνωστών -επιμένοντας εύλογα ότι, όσο πιο άτεχνο και αδέξιο από λογοτεχνική άποψη ήταν τελικά το βιβλίο μου, τόσο καλύτερες πιθανότητες είχε να γίνει δεκτό σαν αληθινό.

Παρά τα επιχειρήματά του, δεν το αποφάσιζα. Μου πρότεινε μετά (βλέποντας ότι δεν έδειχνα ενδιαφέρον) να του επιτρέψω να γράψει αυτός, με δικά του λόγια, μια αφήγηση του πρώτου μέρους των περιπετειών μου, βασισμένη σε στοιχεία που θα του έδινα εγώ, και να τη δημοσιεύσει στον Κήρυκα του Νότου με τη μορφή φανταστικού λογοτεχνήματος. Μη έχοντας λόγο να φέρω αντίρρηση, έδωσα τη συγκατάθεσή μου, θέτοντας μόνο τον όρο να χρησιμοποιηθεί το πραγματικό μου όνομα. Δύο συνέχειες, λοιπόν, του υποτιθεμένου μυθιστορήματος δημοσιεύτηκαν στον Κήρυκα του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου (1837) και για να θεωρηθούν σίγουρα λογοτεχνικά κείμενα, το όνομα του κυρίου Πόε γράφτηκε δίπλα στους τίτλους των άρθρων στον πίνακα περιεχομένων του περιοδικού

Η υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό σ' αυτό το τέχνασμα με έπεισε τελικά να καταγράψω κανονικά και να δημοσιεύσω τις περιπέτειές μου· γιατί διαπίστωσα ότι, παρά το μυθώδες ύφος, που τόσο έντεχνα είχε δώσει ο κύριος

Πόε στο τμήμα εκείνο της αφήγησής μου που δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα (χωρίς ν' αλλάξει'ή να διαστρεβλώσει ούτε ένα γεγονός), το κοινό δεν ήταν καθόλου διατεθειμένο να το δεχτεί σαν μύθο, και στάλθηκαν στον κύριο Πόε πολλές επιστολές που εξέφραζαν καθαρά την πεποίθηση για το αντίθετο. "Εβγαλα τότε το συμπέρασμα πως τα στοιχεία της αφήγησής μου ήταν από τη φύση τους τέτοια, ώστε να μπορούν να αποδείξουν μόνα τους την αυ- θεντικότητά τους, και επομένως δεν είχα λόγους να φοβάμαι τη δυσπιστία του κοινού.

Τώρα που γράφτηκε αυτή η εισήγηση, θα γίνει αμέσως φανερό -ποιο μέρος του κειμένου που ακολουθεί γράφτηκε από μένα· και θα γίνει επίσης κατανοητό ότι κανένα γεγονός δεν παραποιήθηκε στις πρώτες λίγες σελίδες που έγραψε ο κύριος Πόε. Ακόμη και για τους αναγνώστες που δεν έχουν διαβάσει τον Κήρυκα, θα ήταν περιττό να υποδείξω πού τελειώνει το δικό του κομμάτι και πού αρχίζει το δικό μου- η διαφορά του ύφους θα γίνει αμέσως αντιληπτή.

Α. Γκ. Πυμ

Page 2: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Κεφάλαιο πρώτο

Ονομάζομαι Άρθουρ Γκόρντον Πυμ. Ο πατέρας μου ήταν ένας αξιοσέβαστος έμπορος εφοδίων πλοίων στο Ναντά- κετ, όπου και γεννήθηκα. Ο παππούς μου από τη μεριά της μητέρας μου, ήταν επιτυχημένος δικηγόρος. Τυχερός σε όλα, είχε κερδίσει πολλά με μετοχές της Νέας Τράπεζας του Έντγκαρτον, όπως ονομάστηκε αργότερα. Με αυτά και με άλλα μέσα κατάφερε να συγκεντρώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσόν. Με αγαπούσε, πιστεύω, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στον κόσμο, και περίμενα να κληρονομήσω τον κύριο όγκο της περιουσίας του μετά το θάνατο του. Με^έστειλε, όταν ήμουν έξι χρονών, στο σχολείο του κυρίου Ρίκετς, "ενός γέρου με ένα χέρι και εκκεντρικούς τρόπους -είναι πολύ γνωστός σε όλους σχεδόν που έχουν επισκεφθεί το Νιου Μπέντφορντ. Έμεινα στο σχολείο του μέχρι τα δεκάξι μου, οπότε και τον άφησα, για να φοιτήσω στην ακαδημία του κυρίου Ε. Ρόναλντ στο λόφο. Εκεί συνδέθηκα στενά με το γιο του κυρίου Μπάρναρντ, ενός πλοιάρχου, που ταξίδευε συνήθως στην υπηρεσία των Λόυντ και Βρέντεμπορ -και ο κύριος Μπάρναρντ επίσης είναι πολύ γνωστός στο Νιου Μπέντφορντ, και είμαι σίγουρος ότι έχει πολλούς φίλους και στο Έντγκαρτον. O γιος του ονομαζόταν Αύγουστος και ήταν σχεδόν δύο χρόνια μεγαλύτερος μου. Είχε λάβει μέρος σε ένα ταξίδι με φαλαι- νοθηρικό, στο πλευρό του πατέρα του, με τον Τζων Ντό- ναλντσον, και μου μιλούσε συνεχώς για τις περιπέτειές του στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό. Συνήθιζα να πηγαίνω συχνά σπίτι μαζί του και να μένω εκεί όλη μέρα και πολλές φορές όλη νύχτα. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, και κάθε φορά, χωρίς εξαίρεση, με κρατούσε ξύπνιο σχεδόν ώς τα χαράματα, και μου διηγιόταν ιστορίες για τους ιθαγενείς στη Νήσο του Τρίνιαν, και σε άλλα μέρη που είχε. επισκεφθεί στα ταξίδια του. Με την πάροδο του Υοόνου δεν ήταν δυνατόν να μη νιώσω ενδιαφέρον γι' αυτά πο«, μου έλεγε, και σιγά σιγά γεννήθηκε μέσα μου η μεγαλύτερη λαχτάρα, να ταξιδέψω κι εγώ στη θάλασσα. Είχα κι εγώ μια βάρκα με πανιά, τον Αριελ, που θα άξιζε περίπου εβδομήντα πέντε δολάρια. Είχε ένα δεύτερο ημικατά- στρωμα που σχημάτιζε ένα είδος θαλαμίσκου, και ήταν αρματωμένη με έναν μόνο ιστό -ξεχνώ τη χωρητικότητά της, αλλά δέκα άτομα χωρούσαν χωρίς να στριμώχνονται πολύ. Με τη βάρκα αυτή συνηθίζαμε να κάνουμε μερικές από τις μεγαλύτερες τρέλες στον κόσμο· και τώρα, που σκέπτομαι τα παλιά, μου φαίνεται χίλιες φορές θαύμα που είμαι ζωντανός σήμερα.

Θα εξιστορήσω μια, από τις περιπέτειες αυτές, σαν εισαγωγή σε μια μακρύτερη και πιο βαρυσήμαντη αφήγηση. Μια νύχτα, έγινε ένα πάρτυ στο σπίτι του κυρίου Μπάρναρντ, και ο Αύγουστος κι εγώ είχαμε μεθύσει αρκετά μέχρι να τελειώσει. Όπως συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, προτίμησα να μοιραστώ το κρεβάτι του παρά να επιστρέψω σπίτι. Εκείνος αποκοιμήθηκε, όπως νόμισα, πολύ ήσυχα (η ώρα άλλωστε κόντευε μία όταν διαλύθηκε το πάρτυ), και χωρίς να πει ούτε λέξη για το αγαπημένο του θέμα. Θα πρέπει να είχε περάσει κάπου μισή ώρα από τη στιγμή που πέσαμε στο κρεβάτι, και είχα μόλις αρχίσει να γλαρώνω, όταν ξαφνικά πετάχτηκε επάνω, και με μια τρομερή βλαστήμια διακήρυξε ότι δε θα έμενε να κοιμηθεί για κανέναν Άρθουρ Πυμ στη Χριστιανοσύνη, όταν φυσούσε μια τέτοια λαμπρή αύρα από τα νοτιοδυτικά. Ποτέ δεν είχα μείνει τόσο εμβρόντητος στη ζωή μου, δεν ήξερα τι εννοούσε, και νόμιζα πως το κρασί και τα ποτά που είχε πιει τον είχαν φέρει ολότελα εκτός εαυτού. Συνέχισε να μιλά με μεγάλη ψυχραιμία, ωστόσο, λέγοντας ότι ήξερε πως τον περνούσα για μεθυσμένο, αλλά ότι εκείνος ποτέ δεν ήταν πιο νηφάλιος στη ζωή του. Είχε βαρεθεί απλώς, πρόσθεσε, να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι μια τέτοια υπέροχη νύχτα, σα σκυλί, και ήταν αποφασισμένος να σηκωθεί και να ντυθεί, και να πάει να διασκεδάσει με τη βάρκα. Δε θα μπορούσα να εξηγήσω τι με έπιασε, αλλά προτού βγουν καλά καλά τα λόγια από το στόμα του, ένιωσα να με διατρέχει ένα ρίγος της μεγαλύτερης συγκίνησης και ευχαρίστησης, και βρήκα την τρελλή ιδέα του το πιο μαγευτικό και λογικό πράγμα στον κόσμο. Ο άνεμος που φυσούσε ήταν σφοδρός και έκανε πολύ κρύο -ήμασταν στα τέλη του Οκτωβρίου. Πάντως εγώ πήδησα από το κρεβάτι, σε κατάσταση έκστασης, και του είπα ότι ήμουν τόσο γενναίος όσο εκείνος, και είχα άλλο τόσο βαρεθεί να ξαπλώνω στο κρεβάτι σα σκυλί, και ήμουν το ίδιο έτοιμος για διασκεδάσεις και γλέντια όσο και ο κάθε Αύγουστος Μπάρναρντ στο Ναντάκετ.

Βάλαμε τα ρούχα μας χωρίς να χάσουμε καιρό και τρέξαμε στη βάρκα. Ήταν αραγμένη στην παλιά σαραβαλιασμένη αποβάθρα, δίπλα στη μάντρα του Πάνκυ και Σία, και το πλευρό της κόντευε να σπάσει από τα βαριά χτυπήματα πάνω στα τραχιά σανίδια. Ο Αύγουστος πήδησε μέσα κι άρχισε ν' αδειάζει τα νερά, γιατί ήταν γεμάτη σχεδόν ώς τη μέση. Αφού τελειώσαμε αυτή τη δουλειά, ισάραμε το φλόκο και τη μαΐστρα, κρατήσαμε γερά για να μην προσεγγίσει πολύ τον άνεμο, και τραβήξαμε γραμμή για τ' ανοιχτά.

Ο άνεμος, όπως έχω ξαναπεί, φυσούσε ζωηρά από τα νοτιοδυτικά. Η νύχτα ήταν πολύ καθαρή και κρύα. Ο Αύγουστος είχε πιάσει το πηδάλιο κι εγώ στάθηκα δίπλα στο κατάρτι, στο κατάστρωμα του θαλαμίσκου. Πλέαμε με μεγάλη ταχύτητα -και κανείς μας δεν είχε πει λέξη από τη στιγμή που απομακρυνθήκαμε από την αποβάθρα. Ρώτησα τώρα το σύντροφο μου τι ρότα σκόπευε να δώσει στη βάρκα, και τι ώρα υπολόγιζε να επιστρέψουμε. Σφύριξε λίγο, και μετά είπε απότομα: «Εγώ πάω στη θάλασσα -εσύ, αν το νομίζεις καλό, μπορείς να γυρίσεις σπίτι». Στρέφοντας το βλέμμα μου επάνω του, είδα αμέσως τότε πως, παρά την προσποιητή του ανεμελιά, ήταν πάρα πολύ ταραγμένος. Τον έβλεπα καθαρά στο φως του φεγγαριού -το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο από το μάρμαρο και τα χέρια του έτρεμαν τόσο, που δυσκολευόταν να κρατήσει τη λαγουδέρα. Διαπίστωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και φοβήθηκα. Την εποχή εκείνη, πολύ λίγα γνώριζα για το χειρισμό της βάρκας, και ήμουν απόλυτα εξαρτημένος από τη ναυτική τέχνη του φίλου μου. Ο άνεμος, επίσης, είχε δυναμώσει ξαφνικά, και φεύγαμε γρήγορα από το σταβέντο της ακτής -όπου ντρεπόμουν να προδώσω αίσθημα ανησυχίας, και μισή ώρα περίπου κράτησα αποφασιστικά το στόμα μου κλειστό. Δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο, ωστόσο, και είπα στον

Page 3: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Αύγουστο ότι θα ήταν φρόνιμο να γυρίσουμε πίσω. Όπως και προηγουμένως, πέρασε σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό προτού ν' απαντήσει ή να δείξει με οποιονδήποτε τρόπο ότι είχε ακούσει την πρότασή μου. «Σε λίγο» είπε επιτέλους -«έχουμε καιρό, θα γυρίσουμε σπίτι σε λίγο». Περίμενα μια τέτοια απάντηση, αλλά κάτι στον τόνο αυτών των λόγων με πλημμύρισε με ένα απερίγραπτο αίσθημα τρόμου. Κοίταξα πάλι το συνομιλητή μου με εντατική προσοχή. Τα χείλη του ήταν ολότελα ωχρά, και τα γόνατά του τρέμοντας συγκρούονταν τόσο βίαια αναμεταξύ τους, που δε φαινόταν καλά καλά σε θέση να σταθεί όρθιος. «Για τ' όνομα του Θεού, Αύγουστε» ούρλιαξα,· αληθινά έντρομος τώρα, «τι σε βασανίζει; Τι σου συμβαίνει; Τι θα κάνεις;» «Τι μου συμβαίνει!» τραύλισε, με τη μεγαλύτερη φανερή έκπληξη, αφήνοντας τη λαγουδέρα την ίδια στιγμή, και πέφτοντας με τα μούτρα στον πάτο της βάρκας, «τι να συμβαίνει... μα, τίποτα δε συμβαίνει... σπίτι πάμε... δ- δ- δε βλέπεις;» Ολόκληρη η αλήθεια τότε άστραψε μπροστά στα μάτια μου. Όρμησα πάνω του και τον σήκωσα. Ήταν μεθυσμένος, τρομερά μεθυσμένος, δεν μπορούσε πια ούτε να σταθεί στα πόδια του, ούτε να μιλήσει, ούτε να δει. Τα μάτια

του ήταν ολότελα γυάλινα και καθώς τον άφησα από τα χέρια μου, μέσα στην απελπισία μου, κύλησε σαν κούτσουρο στα νερά της σεντίνας, από όπου τον είχα σηκώσει. Ήταν προφανές πως όλο το απόγευμα είχε πιει πολύ περισσότερο απ' όσο είχα υποπτευθεί, και η συμπεριφορά του στο κρεβάτι ήταν αποτέλεσμα βαρύτατης κατάστασης μέθης -μιας κατάστασης που, όπως και η παραφροσύνη, δίνει συχνά στο θύμα τη δυνατότητα να μιμείται την εξωτερική διαγωγή ανθρώπου που έχει πλήρη έλεγχο των αισθήσεών του. Η δροσιά του νυχτερινού αέρα, ωστόσο, άσκησε τη συνηθισμένη της επιρροή: η διανοητική ενέργεια άρχισε να υποχωρεί μπροστά στην επίδρασή της, και η συγκεχυμένη αντίληψη, που θα τη σχημάτισε χωρίς αμφιβολία για την κρίσιμη θέση του, θα συνετέλεσε στην επίσπευση της καταστροφής. Ήταν τώρα ολότελα αναίσθητος, και δεν υπήρχαν ελπίδες να συνέλθει προτού περάσουν πολλές ώρες.

Θα σας είναι πέρα για πέρα αδύνατο να συλλάβετε το μέγεθος του τρόμου μου. Οι αναθυμιάσεις από το κρασί που είχα πιει διαλύθηκαν, αφήνοντάς με δυο φορές δειλό και αναποφάσιστο. Ήξερα ότι ήμουν από κάθε άποψη ανίκανος να κατευθύνω τη βάρκα, και ότι ο μανιασμένος άνεμος και η ισχυρή άμπωτη μας έσπρωχναν όλο και πιο γρήγορα στο χαμό. Ήταν φανερό ότι σύννεφα καταιγίδας συσσωρεύονταν πίσω μας· δεν είχαμε ούτε πυξίδα ούτε προμήθειες- και ήταν σαφές ότι, αν συνεχίζαμε να τρέχουμε μ' αυτή την ταχύτητα, ούτε που θα βλέπαμε πια τη στεριά όταν χάραζε η μέρα. Οι σκέψεις αυτές, μαζί μ' ένα σωρό άλλες, το ίδιο τρομαχτικές, πέρασαν σαν αστραπή απ' το μυαλό μου με εκπληκτική ταχύτητα, και για μερικές στιγμές με παρέλυσαν τόσο, που δεν ήμουν σε θέση να καταβάλω την ελάχιστη προσπάθεια. Η βάρκα έσκιζε τα κύματα με ταχύτητα τρομερή -αρμένιζε πρύμα, χωρίς μούδα ούτε στο φλόκο ούτε στη μαΐστρα- ενώ η πλώρη της χανόταν στον αφρό. Ήταν χίλιες φορές θαύμα πώς δεν αναποδογύρισε -αφού ο Αύγουστος είχε αφήσει τη λαγουδέρα, όπως έχω ξαναπεί, κι εγώ, μες στην ταραχή μου, δεν είχα σκεφτεί να την πιάσω. Για καλή μας τύχη, ωστόσο, κρατούσε σταθερή πορεία, και σιγά σιγά ξαναβρήκα μέχρις ενός σημείου τα λογικά μου. Ο άνεμος εξακολουθούσε να δυναμώνει απειλητικά· και κάθε φορά που σηκωνόμασταν προς τα εμπρός μετά από μια βουτιά, το κύμα πίσω μας έπεφτε σκάζοντας στην κουτάλα μας και μας πλημμύριζε νερό. Όλα μου τα μέλη ήταν τόσο μουδιασμένα, που δεν είναι υπερβολή να πω πως ήμουν αναίσθητος. Με τα πολλά, επιστράτευσα την αποφασιστικότητα της απόγνωσης, και τρέχοντας στη μαΐστρα, την άφησα ελεύθερη. Όπως ήταν αναμενόμενο, πέταξε πάνω από την πλώρη, και καθώς μούσκεψε στα νερά, παρέσυρε σχεδόν το κατάρτι ρίχνοντας το από το κατάστρωμα στη θάλασσα. Το τελευταίο αυτό συμβάν ήταν το μόνο που με έσωσε από άμεση καταστροφή. Με το φλόκο μοναχά, έπλεα ολοταχώς με τον άνεμο στην πρύμνη, αντιμετωπίζοντας κάθε τόσο βαριά κύματα, αλλά ανακουφισμένος από την τρομερή απειλή του επικείμενου θανάτου. Πήρα το πηδάλιο, και ανάσανα με μεγαλύτερη ελευθερία, διαπιστώνοντας ότι μας έμενε ακόμη μια στερνή ελπίδα σωτηρίας. Ο Αύγουστος κειτόταν αναίσθητος στον πάτο της βάρκας· και καθώς υπήρχε άμεσος κίνδυνος να πνιγεί (γιατί το νερό ήταν σχεδόν ένα πόδι βαθύ εκεί που έπεσε), κατάφερα να τον μισοσηκώσω προς τα πάνω, και να τον κρατήσω σε θέση καθιστή, περνώντας ένα σκοινί γύροι από τη μέση του και δένοντάς το σε μια τζαβέτα στο κατάστρωμα του θαλαμίσκου, Αφού λοιπόν τα τακτοποίησα όλα όσο καλύτερα μου επέτρεπε η κατάστασή μου, έτσι παγωμένος και τρομαγμένος που ήμουν, στήριξα τις ελπίδες μου στο Θεό, και αποφάσισα να υποστώ ό,τι και αν συνέβαινε, με όση καρτερικότητα μπορούσα.

Δεν είχα πάρει καλά καλά αυτή την απόφαση, όταν, ξαφνικά, ένα δυνατό και ατέλειωτο ξεφωνητό ή ουρλιαχτό, βγαλμένο, θαρρείς, από τα λαρύγγια χιλίων δαιμόνων, φάνηκε να διαπερνά όλη την ατμόσφαιρα, γύρω και πάνω από τη βάρκα. Ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω την αξεπέραστη αγωνία του τρόμου που δοκίμασα εκείνη τη στιγμή. Τα μαλλιά μου ορθώθηκαν στο κεφάλι μου, το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου, η καρδιά μου έπαψε ολότελα να χτυπάει, και χωρίς καν να σηκώσω μια φορά τα μάτια μου για να γνωρίσω την πηγή του πανικού μου, σωριάστηκα λιπόθυμος, με το κεφάλι πάνω στο σώμα τού πεσμένου συντρόφου μου.

2. Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντρν Πυμ

Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, είδα ότι βρισκόμουν στην καμπίνα ενός μεγάλου φαλαινοθηρικού (του Πιγκουίνου) με προορισμό το Ναντάκετ. Πολλοί άνθρωποι ήταν μαζεμένοι τριγύρω μου, και ο Αύγουστος, χλωμότερος κι από πεθαμένο, μου έτριβε με μανία τα χέρια. Μόλις με είδε ν' ανοίγω τα μάτια μου, άφησε τέτοια επιφωνήματα χαράς κι ευγνωμοσύνης, που οι σκληροτράχηλοι άντρες που μας περιτριγύριζαν γέλασαν κι έκλαψαν συγχρόνως. Γρήγορα μου εξήγησαν με ποιον μυστηριώδη τρόπο ήμαστε ακόμη ζωντανοί. Είχε πέσει επάνω μας το φαλαινοθηρικό, που αρμένιζε με την μπουρίνα, κόβοντας βόλτες για το Ναντάκετ, με όλα τα πανιά που μπορούσε να ανοίξει, και κατά συνέπεια η πορεία του σχημάτιζε σχεδόν ορθή γωνία με τη δική μας γραμμή. Πολλοί άντρες φύλαγαν βάρδια μπροστά, αλλά δε διέκριναν τη

Page 4: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

βάρκα μας, παρά μόνο όταν ήταν πια αδύνατο να αποφευχθεί η επαφή -οι προειδοποιητικές κραυγές τους μόλις μας είδαν ήταν αυτό που τόσο φοβερά με τρομοκράτησε. Το πελώριο πλοίο, μου είπαν, πέρασε αμέσως από πάνω μας με όση ευκολία το δικό μας μικρό σκαρί θα περνούσε πάνω από ένα φτερό, και χωρίς καν να ανακοπεί αισθητά η πορεία του. Ούτε μία κραυγή δεν ακούστηκε από το κατάστρωμα του θύματος -το μόνο που έφτασε στ' αυτιά τους, ήταν ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο, χαμένο μέσα στο βρυχηθμό του ανέμου και των κυμάτων, καθώς το εύθραυστο μπάρκο, που καταπινόταν από τα νερά, έξυσε για μια στιγμή την καρίνα του καταστροφέα του- και αυτό ήταν όλο. Νομίζοντας ότι η βάρκα μας (η οποία, όπως θα θυμάστε, είχε χάσει το κατάρτι της) δεν ήταν παρά ένα άχρηστο σκάφος που αφέθηκε στα κύματα, ο καπετάνιος (ο κάπταιν Ε.Τ.Β. Μπλοκ από το Νέο Λονδίνο) αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του χωρίς να ασχοληθεί άλλο με το ζήτημα, Ευτυχώς, υπήρχαν δύο σκοποί που ορκίζονταν ανεπιφύλακτα ότι είδαν άνθρωπο στο πηδάλιο, και υποστήριζαν ότι ήταν δυνατό να τον σώσουν ακόμη. Είχε αρχίσει να γίνεται συζήτηση, όταν ο Μπλοκ θύμωσε και, μετά από λίγο, είπε ότι

«δεν ήταν δική του δουλειά να προσέχει συνεχώς για καρυδότσουφλα- ότι το πλοίο δεν έπρεπε να ορτσάρει για τέτοιες βλακείες· κι αν έπεσε και κανείς στη θάλασσα, το φταίξιμο δικό του -δεν πα' να πνιγεί και να τον πάρει ο δ...» ή κάποιες ανάλογες βωμολοχίες. Ο Χέντερσον, ο πρώτος αξιωματικός, πήρε τότε το ζήτημα στα χέρια του, δίκαια αγανακτισμένος, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα, μ' αυτά τα άκαρδα και απάνθρωπα λόγια. Μίλησε έξω απ' τα δόντια, βλέποντας πως οι άντρες ήταν με το μέρος του, και είπε στον καπετάνιο πως τον θεωρούσε άξιο για την αγχόνη, και ότι δε θα υπάκουγε στις διαταγές του, έστω κι αν τον περίμενε κρεμάλα μόλις πατούσε το πόδι του στη στεριά. Τράβηξε για την πρύμνη, σπρώχνοντας στο πλάι τον καπετάνιο (που είχε γίνει κατάχλομος και δεν είχε δώσει απάντηση), και αρπάζοντας το πηδάλιο, έδωσε με σταθερή φωνή την εντολή: Όρτσα λα μπάντα! Οι άντρες έτρεξαν στα πόστα τους, και το πλοίο πήρε με τέχνη βόλτα στα όρτσα. Όλα αυτά κράτησαν περίπου πέντε λεπτά, και ήταν σχεδόν απίθανο να έχει σωθεί κανείς μετά από τόση ώρα -αν υπήρχε εξαρχής κανείς στη βάρκα. Όμως, όπως έχει δει ο αναγνώστης, και ο Αύγουστος και εγώ είχαμε γλιτώσει· και η σωτηρία μας οφειλόταν σε δύο ασύλληπτες, θα έλεγα, καλοτυχίες, που οι σοφοί και οι ευσεβείς τις αποδίδουν στην ιδιαίτερη επέμβαση της Θείας Πρόνοιας.

Ενώ το πλοίο έπαιρνε ακόμη τη βόλτα, ο αξιωματικός κατέβασε το βαρκάκι και πήδησε μέσα, μαζί με τους δύο εκείνους άντρες, πιστεύω, που είχαν πρώτοι δηλώσει πως με είχαν δει στο πηδάλιο. Είχαν μόλις αφήσει το σταβέντο του πλοίου (το φεγγάρι έλαμπε ακόμη έντονα) όταν η λέμβος τους κύλησε βαριά προς τα κει που φυσούσε ο άνεμος, και ο Χέντερσον, την ίδια στιγμή, πετάχτηκε όρθιος στο κάθισμά του και άρχισε να φωνάζει στο πλήρωμά του να σιάρουν. Δεν έλεγε τίποτ' άλλο -επαναλάβαινε μονάχα ανυπόμονα: σιάρετε! σιάρετε! Οι άντρες κωπηλατούσαν προς τα πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσαν όμως τη στιγμή αυτή το πλοίο είχε ορτσάρει, και τραβούσε ολοταχώς προς τα μπρος, παρόλο που όλοι στο κατάστρωμα δούλευαν πυρετωδώς για να μαζέψουν το πανί. Παρά τον κίνδυνο του εγχειρήματος, ο αξιωματικός αρπάχτηκε από τις αλυσίδες αμέσως μόλις ήρθανε κοντά του. Άλλο ένα τεράστιο σκαμπανέβασμα έφερε τώρα τη δεξιά πλευρά του σκάφους έξω απ' το νερό, σχεδόν ώς την καρίνα, και τότε η αιτία της αγωνίας του αξιωματικού εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια όλων. Το σώμα ενός άντρα ήταν κολλημένο με τον πιο απίστευτο τρόπο στη λεία και γυαλιστερή γάστρα του πλοίου (ο Πιγκουίνος ήταν επιχαλκωμένος και είχε μπρούντζινα καρφιά) και χτυπούσε βίαια επάνω της σε κάθε κίνηση του πλοίου. Μετά από αρκετές άκαρπες προσπάθειες, την ώρα που σκαμπανέβαζε το πλοίο, με άμεσο κίνδυνο να ανατραπεί η βάρκα, με απελευθέρωσαν επιτέλους από την επικίνδυνη θέση μου και με ανέβασαν στο πλοίο -γιατί αποδείχτηκε ότι το σώμα ήταν το δικό μου. Φαίνεται ότι ένα βουβό που βγήκε από τη θέση του και διαπέρασε το χαλκό, μου έκοψε το δρόμο καθώς περνούσα κάτω από το πλοίο, και με στέριωσε με τόσο παράξενο τρόπο στη γάστρα του. Η άκρη του δοκαριού είχε περάσει μέσα από το γιακά του πράσινου τσόχινου σακακιού μου, και μέσα από το πίσω μέρος του σβέρκου μου, και είχε βγει ανάμεσα σε δυο τένοντες ακριβώς κάτω από το δεξί μου αυτί. Με έβαλαν αμέσως στο κρεβάτι -αν και όλα έδειχναν πως είχε σβήσει μέσα μου η ζωή. Δεν υπήρχε γιατρός στο πλοίο. Ο καπετάνιος, πάντως, μου έδειξε κάθε φροντίδα -για να εξιλεωθεί, υποθέτω, στα μάτια του πληρώματος του, για την αποτρόπαιη συμπεριφορά στο πρώτο μέρος της περιπέτειας.

Στο μεταξύ, ο Χέντερσον είχε κατεβεί πάλι από το πλοίο, αν και τώρα ο άνεμος που φυσούσε έμοιαζε με τυφώνα. Δεν είχαν περάσει πολλά λεπτά, όταν έπεσε πάνω σε κάτι συντρίμμια της βάρκας μας, και λίγο αργότερα ένας από τους άντρες που ήταν μαζί του, δήλωσε ότι διέκρινε κατά διαστήματα μια έκκληση για βοήθεια μέσα από τη βουή της τρικυμίας. Αυτό προέτρεψε τους τολμηρούς ναυτικούς να επιμείνουν στην αναζήτησή τους για μισή ώρα ακόμη, παρόλο που ο κάπταιν Μπλοκ τούς έκανε επανειλημμένα σήματα να επιστρέψουν, και παρόλο που κάθε στιγμή στο νερό, σε μια τόσο εύθραυστη βάρκα, σήμαινε γι' αυτούς τον πιο άμεσο και μοιραίο κίνδυνο. Πράγματι, είναι σχεδόν αδύνατον να διανοηθείς πώς η μικρή λέμβος τους διέφυγε, έστω και για μια στιγμή, την καταστροφή. Ήταν φτιαγμένη, ωστόσο, για το κυνήγι της φάλαινας, και ήταν εξοπλισμένη, όπως είχα αργότερα λόγους να πιστεύω, με αεροθαλάμους, όπως μερικές σωσίβιες λέμβοι που χρησιμοποιούνται στις ακτές της Ουαλίας.

Αφού έψαχναν μάταια όλο το χρονικό διάστημα που ανέφερα μόλις προηγουμένως, αποφάσισαν να γυρίσουν στο πλοίο. Δεν είχαν προφτάσει να πουν αυτά τα λόγια, όταν μια αχνή κραυγή υψώθηκε από ένα σκοτεινό αντικείμενο που έπλεε γρήγορα δίπλα τους. Το ακολούθησαν και γρήγορα το πρόλαβαν. Αποδείχτηκε ότι ήταν ολόκληρο το κατάστρωμα του θαλαμίσκου του Άριελ. Ο Αύγουστος εκεί δίπλα αγωνιζόταν ενάντια στα κύματα, ολοφάνερα μισοπεθαμένος. Όταν τον πιάσανε, ανακάλυψαν ότι ήταν δεμένος με ένα σκοινί στο ναυάγιο. Το σκοινί αυτό, όπως θα θυμάστε, το είχα τυλίξει μόνος μου γύρω από τη μέση του και το είχα δέσει στη τζαβέτα, για να τον κρατήσω σε όρθια στάση, και αυτή μου η πράξη, όπως

Page 5: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

φαίνεται, ήταν το τελευταίο μέσο που του έσωσε τη ζωή. Ο Άριελ ήταν χαλαρά συναρμολογημένος, και με το ναυάγιο ο

σκελετός του, όπως ήταν φυσικό, κομματιάστηκε- το κατάστρωμα του θαλαμίσκου, όπως ήταν αναμενόμενο, αποχωρίστηκε, με τη δύναμη του νερού που κατέκλυσε το εσωτερικό του, από το εγκοίλιο του πλοίου, και επέπλευσε (μαζί

με άλλα συντρίμμια, χωρίς αμφιβολία) στην επιφάνεια- ο Αύγουστος επέπλευσε μαζί του, και διέφυγε έτσι έναν τρομερό θάνατο.

Πέρασε πάνω από μια ώρα από τη στιγμή που τον ανέβασαν στον Πιγκουίνο, προτού μπορέσει να δώσει κάποιες εξηγήσεις για τον εαυτό του, ή να καταλάβει το ατύχημα που είχε συμβεί στη βάρκα μας. Στο τέλος, ήρθε στα σύγκαλά του και μίλησε για την εμπειρία του στο νερό. Πάνω που είχε αρχίσει να βρίσκει στοιχειωδώς τις αισθήσεις του, κατάλαβε ότι ήταν κάτω από την επιφάνεια, στριφογυρίζοντας με ασύλληπτη γρηγοράδα και με ένα σκοινί τυλιγμένο τρεις και τέσσερις φορές σφιχτά στο λαιμό του. Την επόμενη στιγμή ένιωσε το σώμα του να ανεβαίνει απότομα προς τα πάνω, και τότε το κεφάλι του χτύπησε βίαια σε κάτι σκληρό και βυθίστηκε και πάλι στην αναισθησία. Όταν ζωντάνεψε και πάλι, είχε ξαναβρεί καλύτερα το μυαλό του -αν και ήταν ακόμα στο έπακρο θολό και συγκεχυμένο. Ήξερε τώρα πως κάποιο ατύχημα είχε συμβεί, και ότι βρισκόταν στο νερό, αν και το στόμα του ήταν πάνω από την επιφάνεια και μπορούσε να αναπνέει με σχετική ελευθερία. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή την ώρα το κατάστρωμα παρασυρόταν γρήγορα με τον άνεμο στην πρύμη και τον τραβούσε από πίσω του καθώς ο Αύγουστος επέπλεε ανάσκελα. Φυσικά, όσο μπορούσε να παραμείνει σ' αυτή τη

θέση, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να πνιγεί. Σε λίγο, ένα ξαφνικό κύμα τον έριξε εγκάρσια στο κατάστρωμα- και αυτή τη θέση πάσχισε να κρατήσει, φωνάζοντας κατά διαστήματα βοήθεια. Ένα λεπτό πριν τον ανακαλύψει ο κύριος Χέντερσον, αναγκάστηκε να χαλαρώσει τη λαβή του από εξουθένωση, και, πέφτοντας στη θάλασσα, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα γλιτω- μού. Σ' όλη τη διάρκεια των αγώνων του, δεν είχε την παραμικρή ανάμνηση του Άριελ, ούτε των πραγμάτων που είχαν να κάνουν με την πηγή της συμφοράς του. Ένα αόριστο αίσθημα τρόμου και απελπισίας είχε κυριεύσει το νου και την ψυχή

του. Όταν επιτέλους τον περισυνέλεξαν, είχε χάσει κάθε ικανότητα του νου- και, όπως έχω ήδη πει, πέρασε περίπου μία ώρα στον Πιγκουίνο προτού συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάστασή του. Όσο για μένα -ξαναζωντάνεψα από κάτι που γειτόνευε πολύ με το θάνατο (και αφού μάταια δοκιμάστηκαν όλα τα άλλα μέσα για τρεισήμισι ώρες) με δυνατές εντριβές με φανέλα βουτηγμένη σε ζεστό πετρέλαιο -τρόπο που πρότεινε, ο Αύγουστος. Το τραύμα στο λαιμό μου, αν και πολύ άσκημο στην όψη, είχε στην πραγματικότητα ελάχιστες συνέπειες, και γρήγορα συνήλθα απ' αυτό.

Ο Πιγκουίνος μπήκε στο λιμάνι κατά τις εννιά το πρωί, αφού αντιμετώπισε μία από τις χειρότερες θύελλες που γνώρισε η θάλασσα του Ναντάκετ. Και ο Αύγουστος και εγώ καταφέραμε να εμφανιστούμε στο σπίτι του κυρίου Μπάρναρντ εγκαίρως για το πρωινό -το οποίο, ευτυχώς, σερβιρίστηκε κάπως καθυστερημένα εξαιτίας του χθεσινοβραδινού πάρτυ. Υποθέτω ότι όλοι στο τραπέζι ήταν πολύ εξαντλημένοι για να προσέξουν την καταπονημένη όψη μας -που δε θα μπορούσε να αντέξει, φυσικά, σε εξονυχιστική έρευνα. Οι μαθητές, ωστόσο, μπορούν να πετύχουν θαύματα εξαπάτησης, και αληθινά πιστεύω ότι κανείς από τους φίλους μας στο Ναντάκετ δεν είχε την παραμικρή υποψία πως η τρομερή ιστορία που διηγόντουσαν μερικοί ναύτες στην πόλη, πως βούλιαξαν, λέει, ένα σκάφος στη θάλασσα και έπνιξαν κάπου τριάντα σαράντα φτωχοδιάβολους, είχε να κάνει είτε με τον Άριελ, είτε με το σύντροφο μου ή εμένα. Εμείς οι δυο συζητήσαμε πολλές φορές από τότε το ζήτημα -αλλά ποτέ ποτε χωρίς να αναρριγήσουμε σύγκορμοι. Σε μια από τις συνομιλίες μας, ο Αύγουστος μου εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια ότι ποτέ σε όλη του τη ζωή δεν είχε δοκιμάσει τέτοια μαρτυρική αίσθηση τρόμου, όπως όταν, πάνω στη μικρή βάρκα μας, ανακάλυψε την έκταση της μέθης του, και ένιωσε τον εαυτό του να βουλιάζει από την επιρροή της.

Page 6: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Κεφάλαιο δεύτεροΣε καμιά περίπτωση προκατάληψης, υπέρ ή κατά, δεν μπορούμε να βγάλουμε με απόλυτη βεβαιότητα συμπεράσματα,

ούτε από τα πιο απλά δεδομένα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια συμφορά σαν κι αυτήν που μόλις διηγήθηκα θα είχε δραστικά σκοτώσει το νεογέννητο πάθος μου για τη θάλασσα. Αντιθέτως, ποτέ μου δεν είχα δοκιμάσει πιο φλογερή λαχτάρα για τις άγριες περιπέτειες της ζωής ενός θαλασσοπόρου, απ' ό,τι μια εβδομάδα μετά τη θαυμαστή μας διάσωση. Το σύντομο αυτό διάστημα αποδείχτηκε και με το παραπάνω αρκετό για να εξαλείψει από τη μνήμη μου τις σκιές, και να προβάλει με λαμπρό φωτισμό όλα τα ευχάριστα και διεγερτικά χρώματα, όλη τη γραφικότητα του πρόσφατου επικίνδυνου περιστατικού. Οι συζητήσεις μου με τον Αύγουστο γίνονταν πιο πυκνές μέρα τη μέρα και πιο γεμάτες έντονο ενδιαφέρον. Είχε έναν τρόπο να διηγείται τις ιστορίες του ωκεανού (που οι περισσότερες από τις μισές, υποπτεύομαι τώρα, ήταν σκέτη φαντασία) κατάλληλο για να βρίσκει απήχηση στην ενθουσιώδη ιδιοσυγκρασία μου και την κάπως πένθιμη αν και φλογερή φαντασία μου. Είναι παράξενο, επίσης, ότι περισσότερο μου ξάναβε το πάθος μου για τη ζωή του θαλασσινού, όταν απεικόνιζε τις πιο τρομερές στιγμές μαρτυρίου και απόγνωσης που είχε γνωρίσει. Για τη φωτεινή πλευρά του πίνακα, η συμπάθειά μου ήταν περιορισμένη. Στα οράματά μου έβλεπα ναυάγια και πείνα, θάνατο ή αιχμαλωσία από βάρβαρες ορδές: μια ζωή που αργοκυλάει με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε κάποιον γκρίζο και έρημο βράχο, χαμένο σ' έναν απρόσιτο και άγνωστο ωκεανό. Αυτά τα οράματα ή οι πόθοι -γιατί σε πόθους ανάγονταν- είναι κοινοί, διαβεβαιώθηκα αργότερα, σ' ολόκληρη την πολυπληθή φυλή των μελαγχολικών ανάμεσα στους ανθρώπους· την εποχή όμως για την οποία σας μιλώ, τους θεωρούσα μόνο προφητικές αναλαμπές ενός πεπρωμένου που ένιωθα τον εαυτό μου άξιο να εκπληρώσει. Ο Αύγουστος είχε τεράστια επιρροή στην ψυχική μου κατάσταση. Είναι πιθανό, μάλιστα, η στενή μας επικοινωνία να είχε σαν αποτέλεσμα μια μερική ανταλλαγή χαρακτήρων.

Περίπου δεκαοχτώ μήνες μετά την εποχή της καταστροφής του Άριελ, η^εταιρία Λόυντ και Βρέντεμπορ (οίκος συνδεδεμένος κατά κάποιον τρόπο με τους Έντερμπυ, πιστεύω, του Λίβερπουλ) ανέλαβε να επιδιορθώσει και να αρματώσει το μπρίκι Δελφίνι για φαλαινοθηρικό ταξίδι. Ήταν ένα γέρικο παλιοκάραβο, που ακόμα κι όταν του κάνανε όσες επισκευές μπορούσαν να γίνουν, και πάλι δε θα ήταν κατάλληλο για ταξίδι. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το προτιμήσαν από άλλα, καλύτερα σκάφη, που ανήκαν στους ίδιους ιδιοκτήτες -αλλά αυτό συνέβη. Ο κύριος Μπάρναρντ ορίστηκε κυβερνήτης και ο Αύγουστος θα πήγαινε μαζί του. Όσο διαρκούσαν οι επισκευές του μπρικιού, ο φίλος μου συχνά με παρότρυνε να αρπάξω την εξαίρετη ευκαιρία που μου προσφερόταν για να ικανοποιήσω τους ταξιδιωτικούς πόθους μου. Εγώ, κάθε άλλο παρά απρόθυμα τον άκουγα -αλλά το θέμα δεν μπορούσε να κανονιστεί τόσο εύκολα. Ο πατέρας μου δεν έφερε κατηγορηματικές αντιρρήσεις, αλλά η μητέρα μου πάθαινε υστερία και μόνο που ανέφερα το σχέδιο μου· και, το κυριότερο, ο παππούς μου, από τον οποίο περίμενα τόσα πολλά, ορκίστηκε να με αποκληρώσει, αν έθιγα ποτέ ξανά μπροστά του το θέμα. Οι αντιξοότητες αυτές, ωστόσο, αντί να μετριάσουν τον πόθο μου, έριχναν μόνο λάδι στη φωτιά.

Αποφάσισα να φύγω με κάθε τίμημα- και, αφού ανακοίνωσα την πρόθεσή μου στον Αύγουστο, καθίσαμε να καταστρώσουμε ένα σχέδιο που θα μας επέτρεπε να την πραγματοποιήσουμε. Στο μεταξύ, απέφευγα να κάνω στους δικούς μου την παραμικρή νύξη για το ταξίδι, και, καθώς είχα αφοσιωθεί επιδεικτικά στις συνηθισμένες μου σπουδές, όλοι υπέθεσαν ότι είχα εγκαταλείψει το σκοπό μου. Από τότε και μετά, πολλές φορές εξέτασα τη διαγωγή μου σ' αυτή την περίσταση με αισθήματα δυσαρέσκειας και έκπληξης. Η μεγάλη υποκρισία που χρησιμοποίησα για την επιτυχία του σχεδίου μου -μια υποκρισία που διαπότιζε κάθε λέξη και κάθε πράξη της ζωής μου για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, μπορεί να δικαιολογηθεί στα μάτια μου μόνο από την άγρια και διάπυρη επιθυμία μου να εκπληρώσω επιτέλους τα ταξιδιωτικά μου οράματα που τόσον καιρό έτρεφα με αγάπη στην καρδιά μου.

Για την εφαρμογή του παραπλανητικού μου σχεδίου, ήμουν υποχρεωμένος να βασίζομαι πολύ στους χειρισμούς του Αύγουστου, που ήταν απασχολημένος το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στο Δελφίνι, επιβλέποντας κάποιες μετατροπές για τον πατέρα του στην καμπίνα και στο αμπάρι. Τις νύχτες, ωστόσο, συναντιόμασταν οπωσδήποτε για να συσκεφθούμε και να συζητήσουμε τις ελπίδες μας. Αφού είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας μ' αυτόν τον τρόπο, χωρίς να σκεφτούμε κανένα σχέδιο με πιθανότητες να επιτύχει, μου είπε επιτέλους ότι τα είχε κανονίσει όλα. Είχα ένα συγγενή που ζούσε στο Νιου Μπέντφορντ, κάποιον κύριο Ρος, στου οποίου το σπίτι συνήθιζα να πηγαίνω κάπου κάπου και να μένω δυο τρεις βδομάδες κάθε φορά. Το μπρίκι επρόκειτο να αποπλεύσει κατά τα μέσα Ιουνίου (τον Ιούνιο του 1827) και συμφωνήσαμε ότι, μια δυο μέρες προτού αρχίσει το ταξίδι, ο πατέρας μου θα λάβαινε ένα σημείωμα, όπως συνήθως, από τον κύριο Ρος, που θα με καλούσε να πάω εκεί να περάσω ένα δεκαπενθήμερο με τον Ρόμπερτ και τον Έμετ (τους γιους του). Ο Αύγουστος ανέλαβε να γράψει και να στείλει το σημείωμα αυτό. Και ενώ όλοι θα πίστευαν πως είχα ξεκινήσει για το Νιου Μπέντφορντ, εγώ θα έτρεχα αμέσως στο σύντροφο μου, που θα μου ετοίμαζε μία κρυψώνα στο Δελφίνι. Η κρυψώνα αυτή, με διαβεβαίωσε, θα ήταν αρκετά άνετη για διαμονή πολλών ημερών, κατά τη διαρκεια των οποίων δεν έπρεπε να κάνω την εμφάνιση μου. Όταν το μπρίκι θα είχε προχωρήσει τόσο στην πορεία του, ώστε να αποκλείεται κάθε ζήτημα επιστροφής, θα μπορούσα τότε, είπε, να εγκατασταθώ κανονικά με όλες μου τις ανέσεις σε μια καμπίνα· όσο για τον πατέρα του, θα το έβλεπε σαν αστείο και θα γελούσε με την καρδιά του. Στο δρόμο μας άλλωστε θα συναντούσαμε πολλά σκάφη, για να μπορέσουμε να στείλουμε στο σπίτι μου ένα γράμμα που να εξηγεί στους γονείς μου την περιπέτεια.

Page 7: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Με τα πολλά, τα μέσα του Ιουνίου έφτασαν και όλα ήταν έτοιμα. Το σημείωμα γράφτηκε και αποστάλθηκε, και ένα δευτεριάτικο πρωί ξεκίνησα από το σπίτι για το ταχυδρομικό καράβι του Νιου Μπέντφορντ, όπως νόμιζαν όλοι. Εγώ, όμως, έτρεξα γραμμή στον Αύγουστο, που με περίμενε στη γωνιά του δρόμου. Η αρχική μας συμφωνία ήταν να κρυφτώ κάπου μέχρι να σκοτεινιάσει, και τότε να γλιστρήσω στο μπρίκι· όμως, καθώς είχε πέσει τώρα μια πυκνή ομίχλη, πολύ ευνοϊκή για μας, προτιμήσαμε να μη χάνουμε καιρό με κρυψίματα. Ο Αύγουστος τράβηξε για την αποβάθρα και εγώ τον ακολουθούσα σε μικρή απόσταση, τυλιγμένος σ' έναν χοντρό ναυτικό μανδύα που είχε φέρει μαζί του, για να μην αναγνωρίζομαι εύκολα. Μόλις στρίψαμε στη δεύτερη γωνία, αφού προσπεράσαμε το πηγάδι του κυρίου Έντμουντ, ποιος λέτε να εμφανίστηκε, και να στάθηκε μπροστά μου κοιτώντας με κατα- πρόσωπο; Όχι άλλος από τον κύριο Πήτερσον, τον παππού μου. «Τι βλέπω; Για τ' όνομα του Θεού, Γκόρντον!» είπε μετά από μακρά παύση· «Τι, τι -ποιανού είναι αυτός ο βρωμερός μανδύας που φοράς;» «Κύριε!» αποκρίθηκα, παίρνοντας, όσο μπορούσα, στην ανάγκη της στιγμής, ύφος προσβεβλημένης έκπληξης, και μιλώντας με τον πιο αγριωπό τόνο που μπορείτε να φανταστείτε -«κύριε! κάποιο λάθος κάνεις -το όνομά μου, πρώτα πρώτα, δεν είναι Γκόντιν, και έχε το νου σου, παλιοτόμαρο, μην ξαναπείς τον καινούριο μανδύα μου βρωμερό». Δεν ξέρω πώς κατάφερα να συγκρατήσω το μανιασμένο γέλιο που φούσκωσε στο στήθος μου όταν είδα με τι αλλόκοτο τρόπο δέχτηκε ο ηλικιωμένος κύριος την τσεκουράτη αυτή επίπληξη. Έκανε πίσω δυο τρία βήματα, έγινε πρώτα χλομός και μετά κατακόκκινος, σήκωσε πάνω τα γυαλιά του, και μετά κατεβάζοντάς τα στη μύτη του, όρμησε

επάνω μου με την ομπρέλα σηκωμένη. Σταμάτησε ωστόσο στη μέση της κίνησής του, σα να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά - και γρήγορα, κάνοντας μεταβολή, κατηφόρισε με ακανόνιστα βήματα το δρόμο, τρέμοντας ολόκληρος από οργή, και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του: «Τι ήταν αυτό -ολοκαίνουρια ματογυάλια! Πώς μου φάνηκε ότι ήταν ο Γκόρντον -ανάθεμα τη θάλασσα και το θαλασσινό αέρα!»

Με μεγαλύτερες προφυλάξεις, τώρα που τη γλιτώσαμε τόσο φτηνά, συνεχίσαμε το δρόμο μας και φτάσαμε σώοι και αβλαβείς στον προορισμό μας. Υπήρχαν μονο δυο τρεις ναύτες στο καράβι, κι αυτοί ήταν πολύ απασχολημένοι γιατί έφτιαχναν κάτι στο πρόστεγο. Ο πλοίαρχος Μπάρναρντ, όπως ξέραμε καλά, είχε δουλειά στους Λόυντ και Βρέντεμπορ και θα έμενε εκεί ώς αργά το απόγευμα, κι έτσι δεν είχαμε τίποτα να φοβηθούμε για λογαριασμό του. Ο Αύγουστος ανέβηκε πρώτος από την πλευρά του πλοίου, και εγώ τον ακολούθησα μετά από λίγο, χωρίς να με αντιληφθεί κανένας από τους άντρες που δούλευαν. Πήγαμε αμέσως σε μια καμπίνα, όπου δε βρισκόταν κανείς. Ήταν επιπλωμένη με τον πιο άνετο τρόπο -πράγμα μάλλον ασυνήθιστο στα φαλαινοθηρικά. Υπήρχαν τέσσερα έξοχα επιβατικά δωμάτια, με φαρδιές και αναπαυτικές κουκέτες. Υπήρχε ακόμη μια μεγάλη θερμάστρα, παρατήρησα, και ένα εξαιρετικά παχύ και βαρύτιμο χαλί σκέπαζε το πάτωμα και της καμπίνας και των επιβατικών δωματίων. Το ταβάνι είχε ύψος εφτά ολόκληρα πό δια, και με λίγα λόγια, ολα ήταν πολύ πΤο ευρύχωροι και ευχάριστα απ' όσο περίμενα. Ο Αύγουστος, ωστόσο, δε μου άφησε πολύ καιρό για παρατηρήσεις, επιμένοντας ότι ήταν ανάγκη να κρυφτώ το ταχύτερο. Με οδήγησε στο δικό του επιβατικό δωμάτιο, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του μπρικιού, δίπλα στον μπουλμέ. Μόλις μπήκαμε μέσα, έκλεισε την πόρτα και την αμπάρωσε. Μου φάνηκε ότι ποτέ μου δεν είχα βρεθεί σε πιο χαριτωμένο δωματιάκι. Είχε μάκρος κάπου δέκα πόδια, και μόνο μία κουκέτα, η οποία, όπως έχω ξαναπεί, ήταν φαρδιά και αναπαυτική. Στο σημείο αυτό του θαλάμου, κοντά στον μπουλμέ, υπήρχε ένας χώρος τεσσάρων τετραγωνικών ποδιών, όπου έβλεπες ένα τραπέζι, μια πολυθρόνα και κρεμαστά ράφια φορτωμένα βιβλία, κυρίως ταξιδιωτικά. Το δωμάτιο είχε ένα σωρό άλλες χάρες, και δεν πρέπει να ξεχάσω ένα είδος ερμάρι ή ψυγείο, όπου ο Αύγουστος μου έδειξε ένα πλήθος λιχουδιές, φαγώσιμα όσο και ποτά.

Πίεσε τώρα με τους κόμπους των δαχτύλων του ένα συγκεκριμένο σημείο στο χαλί, σε μια γωνία του χώρου που μόλις ανέφερα, λέγοντάς μου ότι ένα κομμάτι του πατώματος, περίπου δεκάξι τετραγωνικές ίντσες, είχε πριονιστεί προσεχτικά και τοποθετηθεί στη θέση του πάλι. Καθώς πίεζε το κομμάτι αυτό, ανασηκώθηκε προς τα πάνω στη μία του άκρη, αρκετά για να επιτρέψει σε ένα δάχτυλο να περάσει από κάτω. Με τον τρόπο αυτό ο Αύγουστος σήκωσε το στόμιο της καταπακτής (όπου το χαλί ήταν ακόμα στερεωμένο με πινέζες), και είδα ότι οδηγούσε στο αμπάρι της πρύμνης. Άναψε τότε ένα μικρό κερί με ένα φωσφορούχο σπίρτο, και βάζοντας το φως σ' ένα κλεφτοφάναρο, κατέβηκε μέσα από το άνοιγμα, προστάζοντάς με να τον ακολουθήσω. Το έκανα, κι εκείνος τότε τράβηξε το καπάκι πάνω από την τρύπα, πιάνοντάς το από ένα καρφί χωμένο στην κάτω μεριά -έτσι, φυσικά, το χαλί ξανάπαιρνε την αρχική του θέση στο πάτωμα του δωματίου και κάθε ίχνος του ανοίγματος κρυβόταν. Το κερί ανέδινε μια τόσο αχνή φωτεινή ακτίνα, που με τη μεγαλυτερη δυσκολία έβρισκα ψαχουλευτα το δρόμο μου ανάμεσα στις θολές μάζες της ξυλείας και των άλλων πραγμάτων που ξαφνικά με περιέβαλαν. Σιγά σιγά, ωστόσο, τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, και συνέχισα το δρόμο μου με μεγαλύτερη ευχέρεια, κρατώντας πάντα το φίλο μου από το σακάκι. Με οδήγησε τελικά, αφού συρθήκαμε και στριφογυρίσαμε σε αναρίθμητους στενούς διαδρόμους, σε ένα σιδερένιο κουτί σαν κι αυτά που χρησιμοποιούνται μερικές φορές για τη συσκευασία πήλινων ειδών. Είχε ύψος σχεδόν τέσσερα πόδια και μάκρος πάνα (από εξι, αλλά ήταν πολύ στενό. Δυο μεγάλα άδεια πετρελαιοβάρελα ήταν ακουμπισμένα πάνω του, και πάνω απ αυτά ψάθινα στρώματα ήταν στοιβαγμένα ως το δάπεδο της καμπίνας. Σ' όλες τις άλλες μεριές ολόγυρα ήταν στριμωγμένα και σφηνωμένα σε πανύψηλους σωρούς σχεδόν ώς το ταβάνι, σε ένα απίστευτο χάος, κάθε λογής έπιπλα πλοίου μαζί με έναν ετερόκλιτο κυκεώνα από καφάσια, κοφίνια, βαρέλια και κουβάδες, έτσι που έμοιαζε θαύμα πώς μπορέσαμε να ανακαλύψουμε πέρασμα για το κουτί. Έμαθα μετά ότι ο Αύγουστος επίτηδες είχε τοποθετήσει τη στοιβασιά με τέτοιο τρόπο στο αμπάρι, με σκοπό να μου παράσχει τέλεια κάλυψη, έχοντας στην κοπιαστική αυτή δουλειά έναν μόνο βοηθό, έναν άντρα που δε θα ταξίδευε με το μπρίκι.

Ο σύντροφος μου μου έδειξε τότε ότι μία από τις πλευρές του κουτιού μπορούσε να μετακινηθεί εύκολα. Την

Page 8: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

παραμέρισε προς το πλάι και μου παρουσίασε το εσωτερικό, που η θέα του με διασκέδασε πολύ. Ένα στρώμα παρμένο από μία κουκέτα της καμπίνας κάλυπτε εξολοκλήρου το πάτωμα, και υπήρχε εκεί κάθε αντικείμενο στοιχειώδους άνεσης που μπορούσε να χωρέσει σε τόσο μικρό χώρο, αφήνοντάς μου συγχρόνως αρκετή έκταση για να βολευτώ είτε καθιστός είτε ξαπλωμένος σ' όλο μου το μάκρος. Μεταξύ άλλων, υπήρχαν εκεί βιβλία, πένα, μελάνι και χαρτί, τρεις κουβέρτες, μια μεγάλη κανάτα γεμάτη νερό, ένα βαρελάκι γαλέτες, τρία ή τέσσερα πελώρια λουκάνικα, ένα τεράστιο χοιρομέρι, ένα κρύο μπούτι από ψητό αρνί, και μισή ντουζίνα μπουκάλια τονωτικά ποτά και λικέρ. Έτρεξα αμέσως να εγκατασταθώ στο διαμερισματάκι μου, με ικανοποίηση μεγαλύτερη, είμαι σίγουρος, απ' αυτήν που αισθάνθηκε οποιοσδήποτε μονάρχης μπαίνοντας σε καινούριο παλάτι. Ο Αύγουστος μου έδειξε πώς να στεριώνω την κινητή πλευρά του κουτιού, και μετά, φέρνοντας το κερί κοντά στο κατάστρωμα, μου έδειξε ένα μαύρο κορδόνι που βρισκόταν εκεί. Αυτό, μου εξήγησε, έφτανε από την κρυψώνα μου, ακολουθώντας όλους τους απαραίτητους ελιγμούς μέσα από αποθηκευμένα πράγματα, ώς ένα καρφί στερεωμένο στο κατάστρωμα του αμπαριού, αμέσως κάτω από την καταπακτή που οδηγούσε στο δωμάτιο μου. Με τη βοήθεια του κορδονιού αυτού θα μπορούσα γρήγορα να βρω το δρόμο για να βγω από την κρύπτη μου χωρίς την καθοδήγησή του, αν βέβαια κάποιο απρόοπτο ατύχημα καθιστούσε ένα τέτοιο διάβημα αναγκαίο. Έφυγε μετά, αφήνοντάς μου το φανάρι, μαζί με άφθονες προμήθειες από κεριά και φωσφορούχα σπίρτα, και αφού μου υποσχέθηκε να με επισκέπτεται όσο συχνότερα μπορούσε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αυτά συνέβησαν στις 17 Ιουνίου.

Έμεινα τρεις μέρες και νύχτες (απ' όσο μπορούσα να υπολογίσω) στην κρυψώνα μου, χωρίς να βγω έξω καθόλου, εκτός από δύο φορές που πήγα να σταθώ όρθιος ανάμεσα σε δυο καφάσια, ακριβώς απέναντι από το άνοιγμα, για να τεντώσω τα μέλη μου. Όλη αυτή την περίοδο δεν είδα καθόλου τον Αύγουστο, αλλά το γεγονός αυτό πολύ λίγο με στενοχώρησε, γιατί ήξερα ότι το μπρίκι επρόκειτο να ξεκινήσει από στιγμή σε στιγμή, και μέσα στη φούρια και το πηγαινέλα δε θα έβρισκε εύκολα ευκαιρίες να έρθει να με δει. Τελικά, άκουσα την καταπακτή να ανοίγει και να κλείνει, και σε λίγο φώναξε χαμηλόφωνα, ρωτώντας με αν όλα πήγαιναν καλά και αν χρειαζόμουν τίποτε. «Τίποτε» αποκρίθηκα· «είμαι όσο πιο άνετα γίνεται- πότε θα σαλπάρει το μπρίκι;» «Θα σηκώσει άγκυρα σε λιγότερο από μισή ώρα» απάντησε. «Ήρθα να σε ενημερώσω, γιατί φοβήθηκα μήπως σε στενοχωρήσει η απουσία μου. Δε θα τα καταφέρω να ξανάρθω για λίγο καιρό -ίσως τρεις ή τέσσερις ακόμη μέρες. Όλα πάνε καλά στο κατάστρωμα. Αφού ανεβώ και κλείσω την καταπακτή, πιάσε το κορδόνι και ελα εκεί που είναι μπηγμένο το καρφί- θα βρεις εκεί το ρολόι μου -μπορεί να σου φανεί χρήσιμο, αφού δε βλέπεις το φως της μέρας, για να υπολογίζεις το πέρασμα του χρόνου. Υποθέτω ότι δεν μπορείς να πεις πόσο έμεινες θαμμένος εδώ μέσα -μόνο τρεις μέρες -σήμερα έχουμε είκοσι του μηνός. Θα σου έφερνα το ρολόι στο κουτί σου, αλλά φοβάμαι μην καταλάβουν ότι λείπω» Και μ' αυτά τα λόγια ανέβηκε επάνω.

Μία ώρα περίπου αργότερα κατάλαβα καθαρά ότι το μπρίκι ήταν εν κινήσει, και έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου που κατάφερα επιτέλους να αρχίσω ένα ταξίδι. Ικανοποιημένος από την ιδέα αυτή, αποφάσισα να ηρεμή σω όσο περισσότερο γινόταν, και να περιμένω τη ροή των γεγονότων, ώσπου να μου επιτραπεί να αλλάξω το κουτί με το πιο ευρύχωρο, αν και όχι πιο άνετο, κατάλυμα της καμπίνας. Η πρώτη μου φροντίδα ήταν να πάρω το ρολόι. Αφήνοντας το κερί να καίει, ακολούθησα το κορδόνι, ψηλαφώντας στα σκοτεινά μέσα από αναρίθμητες

στροφές, και πολλές φορές διαπίστωσα ότι ενώ με μόχθο είχα διανύσει πολύ δρόμο, το αποτέλεσμα ήταν να γυρίσω πάλι σε απόσταση κάνα δυο ποδιών από την προηγούμενή μου θέση. Με τα πολλά, έφτασα στο καρφί, και αφού πήρα το αντικείμενο του ταξιδιού μου, γύρισα ασφαλής πίσω. Κοίταξα τώρα τα βιβλία που τόσο προνοητικά μου είχε αφήσει ο φίλος μου, και διάλεξα την εξερευνητική αποστολή των Λιούις και Κλαρκ στις εκβολές του ποταμού Κολούμπια. Με το ανάγνωσμα αυτό διασκέδασα αρκετή ώρα, και μετά, νιώθοντας τη νύστα να με κυριεύει, έσβησα το φως με μεγάλη φροντίδα, και γρήγορα βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο.

Όταν ξύπνησα, ένιωσα μια παράξενη σύγχυση στο μυαλό, και κύλησε αρκετή ώρα προτού κατορθώσω να θυμηθώ τις διάφορες περιστάσεις της κατάστασής μου. Σιγά σιγά, ωστόσο, τα ξανάφερα στη μνήμη μου όλα. Ανάβοντας ένα φως, κοίταξα το ρολόι· μα ήταν σταματημένο, και επομένως δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβω πόση ώρα είχα κοιμηθεί. Τα μέλη μου ήταν στο έπακρο μουδιασμένα και πιασμένα, και αναγκάστηκα να πάω να σταθώ ανάμεσα στα καφάσια για να ανακουφιστώ. Σε λίγο, νιώθοντας πείνα λύκου, σκέφτηκα το κρύο αρνί, από το οποίο είχα φάει λίγο πριν αποκοιμηθώ, και το είχα βρει έξοχο. Φανταστείτε την κατάπληξή μου τώρα που το βρήκα σε κατάσταση προχωρημένης σήψης! Το γεγονός αυτό με γέμισε ανησυχία- γιατί, συνδυάζοντάς το με τη νοητική σύγχυση που αισθάνθηκα μόλις ξύπνησα, άρχισα να υποθέτω ότι πρέπει να είχα κοιμηθεί για ασυνήθιστα μακρύ χρονικό διάστημα. Η κλειστή ατμόσφαιρα του αμπαριού μπορεί να είχε παίξει κάποιο ρόλο σ' αυτό, και μπορεί στο τέλος να επέφερε τα χειρότερα αποτελέσματα. Το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά- μου φαινόταν ότι έπαιρνα κάθε ανάσα με δυσκολία- και, με λίγα λόγια, με βάραιναν ένα σωρό σκοτεινά αισθήματα. Πάντως, δεν τολμούσα ακόμη να δημιουργήσω αναστάτωση, είτε ανοίγοντας την καταπακτή είτε με άλλο τρόπο, και αφού κούρδισα το ρολόι, προσπάθησα να βολευτώ όσο γινόταν καλύτερα.

Τις επόμενες δύσκολες είκοσι τέσσερις ώρες κανείς δεν ήρθε να με ανακουφίσει, και μου ήταν αδύνατο να μην κατηγορήσω τον Αύγουστο για την ασυγχώρητη αμέλειά του. Εκείνο που πάνω απ' όλα με τρόμαζε, ήταν ότι είχε μείνει λιγότερο από μισή πίντα νερό στην κανάτα, και υπέφερα φοβερά από τη δίψα, γιατί είχα φάει μεγάλες ποσότητες από τα λουκάνικα όταν έχασα το αρνί. Με κατέλαβε νευρικότητα, και δεν μπορούσα να ενδιαφερθώ για τα βιβλία μου. Με είχε κυριεύσει ακόμη τάση υπνηλίας, αλλά έτρεμα μην αποκοιμηθώ, γιατί φοβόμουν ότι ίσως ο περιορισμένος αέρας του

Page 9: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

αμπαριού είχε κάποια ολέθρια επιρροή, σαν του καμένου ξυλοκάρβουνου. Στο μεταξύ, από το παρακύλισμα του πλοίου καταλάβαινα ότι είχαμε προχωρήσει στον ωκεανό, και ένας μονότονος μουρμουριστός ήχος που έφτανε στ' αυτιά μου, από απέραντη θα 'λεγες απόσταση, με έπειθε πως δε φυσούσε άνεμος σφοδρός. Δεν μπορούσα να φανταστώ καμία αιτία που να εξηγεί την απουσία του Αυγουστου. Σίγουρα ήμασταν αρκετά προχωρημένοι στο ταξίδι μας για να μην μπορεί να γίνει λόγος για επιστροφή. Μπορεί να του συνέβη κάποιο ατύχημα -αλλά πάλι, δεν μπορούσα να φανταστώ κάτω από ποιες συνθήκες θα άντεχε να μ' αφήσει φυλακισμένο τόσον καιρό, εκτός πια κι αν είχε ξαφνικά πεθάνει ή πέσει στη θάλασσα, και την ιδέα αυτή δεν μπορούσα να τη φέρω στο μυαλό μου χωρίς να χάσω την υπομονή μου. Υπήρχε ακόμη η εκδοχή να πάλευε το καράβι μας με αντίθετους ανέμους, και να βρισκόμασταν ακόμη στην περιοχή του Ναντάκετ. Τη σκέψη όμως αυτή αναγκάστηκα να την εγκαταλείψω- γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει, το μπρίκι θα έπρεπε να παίρνει συχνά βόλτες στα όρτσα- κι εγώ ήμουν απόλυτα σίγουρος από τη συνεχή του κλίση προς τα αριστερά, ότι αρμένιζε από την αρχή με σταθερή αύρα στο δεξί ισχίο. Εξάλλου, και αν ακόμη βρισκόμασταν κοντά στο νησί, γιατί να μη με επισκεφθεί ο Αύγουστος να με ενημερώσει για την κατάσταση των πραγμάτων; Μ' αυτόν τον τρόπο συλλογιζόμουν τις δυσκολίες της μοναξιάς μου και της θλίψης μου, και πήρα την απόφαση να περιμένω ακόμη είκοσι τέσσερις ώρες, και αν μέχρι τότε δε βελτιώνονταν τα πράγματα, θα πήγαινα στην καταπακτή και θα προσπαθούσα είτε να μιλήσω με το φίλο μου, ή τουλάχιστον να ανασάνω λίγο καθαρό αέρα από το άνοιγμα, και να πάρω νερό από το επιβατικό δωμάτιο. Ενώ καταγινόμουν μ' αυτούς τους υπολογσμούς, ωστόσο, βούλιαξα, παρά τις προσπάθειές μου να αντισταθώ, σε βαθύ ύπνο, ή μάλλον λήθαργο. Τα όνειρά μου ήταν τρομαχτικά. Κάθε συμφορά και φρίκη έπεσε επάνω μου. Ανάμεσα σε άλλα βάσανα, δαίμονες με την πιο φρικαλέα και θηριώδη όψη με έπνιγαν με πελώρια μαξιλάρια. Τεράστια φίδια με είχαν περιζώσει και με κοίταζαν άπληστα στο πρόσωπο με τα φοβερά γυαλιστερά μάτια τους. Μετά απέραντες έρημοι, που με την απελπισμένη τους εικόνα σου γέμιζαν δέος την ψυχή, απλώθηκαν μπροστά μου. Τεράστιοι πανύψηλοι κορμοί από δέντρα, γκρίζα και μαδημένα, υψώθηκαν σε μια ατέρμονη διαδοχή ώς εκεί που μπορούσε να πιάσει το μάτι. Οι ρίζες τους ήταν κρυμμένες σε αχανή έλη, που το θλιβερό νερό τους έστεκε κατάμαυρο, ακίνητο, γεμάτο τρομερά μυστικά από κάτω. Και τα παράξενα δέντρα έμοιαζαν προικισμένα με ανθρώπινη ζωντάνια, και κυματίζοντας μπρος πίσω τα σκελετωμένα μπράτσα τους, έκλαιγαν εκλιπαρώντας έλεος από τα σιωπηλά νερά, στους στριγκούς και διαπεραστικούς τόνους της οξύτερης αγωνίας και

απόγνωσης. Το σκηνικό άλλαξε- και στάθηκα γυμνός και μόνος στην καυτή άμμο της Σαχάρας. Στα πόδια μου ήταν ξαπλωμένο ένα άγριο λιοντάρι των τροπικών. Ξαφνικά, τα ανήμερα μάτια του άνοιξαν και καρφώθηκαν επάνω μου. Με ένα σπασμωδικό πήδημα σηκώθηκε, και γύμνωσε τα φριχτά του δόντια. Την επόμενη στιγμή ξεχύθηκε από το κόκκινο λαρύγγι του ένας θρυχηθμός σαν τη βροντή του στερεώματος, κι εγώ έπεσα απότομα στο χώμα. Ασφυκτιώντας από τον παροξυσμό του τρόμου, βρέθηκα επιτέλους μισοξυπνητός. Και τότε είδα ότι το όνειρο μου δεν ήταν καθόλου όνειρο. Τώρα, τουλάχιστον, είχα τον έλεγχο των αισθήσεών μου. Τα πόδια ενός τεράστιου αληθινού τέρατος μου πίεζαν βαριά το στήθος -η ζεστή του ανάσα ήταν στο αυτί μου, οι άσπροι και φρικιαστικοί κυνόδοντες του γυάλιζαν μπροστά στα μάτια μου μες στο σκοτάδι.

Και χίλιες ζωές να κρεμόντουσαν από την κίνηση ενός μέλους μου ή από την άρθρωση μιας συλλαβής, ούτε θα σάλευα ούτε θα μιλούσα. Το θηρίο, ό,τι και να ήταν, παρέμεινε στη θέση του χωρίς να επιχειρήσει άμεση επίθεση, ενώ εγώ κειτόμουν απόλυτα ανήμπορος και, όπως μου φάνηκε, ετοιμοθάνατος από κάτω του. Αισθάνθηκα οτι οι δυνάμεις του σώματος και του νου μου με εγκατέλειπαν γοργά -με μια λέξη, πέθαινα, και πέθαινα από σκέτο τρόμο. Το μυαλό μου κατακλυζόταν, μια θανάσιμη ναυτία με κατέβαλε, η όρασή μου έσβησε, ακόμη και τα γυαλιστερά μάτια που με αγριοκοίταζαν θάμπωσαν. Με μια τελευταία έντονη προσπάθεια, κατάφερα να ψιθυρίσω αχνά μια επίκληση στο Θεό, και αφέθηκα να πεθάνω. Ο ήχος της φωνής μου, ωστόσο, φάνηκε να ξυπνά όλη την υπολανθάνουσα λύσσα του κτήνους.

Όρμησε και ξάπλωσε ολόκληρο επάνω μου- μα ποια ήταν η κατάπληξή μου όταν, με ένα μακρόσυρτο και χαμηλόφωνο κλαψούρισμα, άρχισε να μου γλείφει το πρόσωπο και τα χέρια με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό και τις πιο διαχυτικές εκδηλώσεις αγάπης και χαράς! Έμεινα άναυδος, ολότελα θαμπωμένος -αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω το ιδιαίτερο κλαψούρισμα του σκύλου μου του Τίγρη, από τη ράτσα της Νέας Γης, και τα παράξενα χάδια του που γνώριζα τόσο καλά. Εκείνος ήταν. Ένιωσα το αίμα να ορμά ξαφνικά στους κροτάφους μου -μια ιλιγγιώδης και πανίσχυρη αίσθηση σωτηρίας και αναζωογόνησης. Σηκώθηκα βιαστικά από το στρώμα όπου ήμουν ξαπλωμένος, και ορμώντας να αγκαλιάσω τον πιστό μου ακόλουθο και φίλο, ανακούφισα το βάρος που μου πίεζε το στήθος μ' έναν χείμαρρο από τα πιο καυτά και παθιασμένα δάκρυα.

Όπως και την προηγούμενη φορά, έτσι και τώρα, μόλις σηκώθηκα από το στρώμα, ένιωσα οτι όλες οι ιδέες μου ήταν νεφελώδεις και συγκεχυμένες. Για πολλή ώρα μου ήταν αδύνατο να βάλω τις σκέψεις μου σε λογική σειρά· αλλά, σιγά σιγά και βαθμιαία, οι νοητικές μου ικανότητες ξαναγύρισαν και ξανάφερα πάλι στη μνήμη μου τα διάφοροι περιστατικά

που μου είχαν συμβεί. Την παρουσία του Τίγρη μάταια προσπάθησα να την εξηγήσω- και αφού εξέτασα χίλιες διαφορετικές εικασίες σχετικά μ' αυτόν, αναγκάστηκα να παραιτηθώ από την προσπάθεια και αρκέστηκα να χαρώ που τον είχα κοντά μου για να μοιράζεται τη μαύρη μοναξιά μου και να με παρηγορεί με τα-χάδια του. Πολλοί άνθρωποι αγαπούν τα σκυλιά, αλλά η δική μου στοργή για τον Τίγρη ήταν πολύ πιο θερμή από το συνηθισμένο· και είναι αλήθεια, βέβαια, πως ποτέ κανένα πλάσμα δε θα την άξιζε περισσότερο. Εδώ και εφτά χρόνια ήταν ο αχώριστος σύντροφος μου, και σε αμέτρητες περιστάσεις επέδειξε όλες τις ευγενικές αρετές που μας κάνουν να εκτιμούμε τόσο αυτό το ζώο. Τον είχα γλιτώσει, όταν ήταν Κουτάβι, από τα νύχια ενός μοχθηρού παλιόπαιδου που τον τραβούσε, από ένα σκοινί περασμένο στο

Page 10: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

λαιμό του, στο νερό· και το σκυλί, όταν μεγάλωσε, ξεπλήρωσε την υποχρέωση, σώζοντάς με τρία χρόνια αργότερα, στο δρόμο, από το ρόπαλο ενός ληστή.

Πήρα τώρα το ρολόι, και φέρνοντάς το στο αυτί μου, αντιλήφθηκα ότι είχε σταματήσει πάλι· όμως αυτή τη φορά δεν ξαφνιάστηκα καθόλου, γιατί η αλλόκοτη κατάστασή μου με είχε πείσει πως κοιμήθηκα, όπως και την προηγούμενη φορά,

πάρα πολλή ώρα- πόση ακριβώς, φυσικά, θα μου ήταν αδύνατο να πω. Φλεγόμουν από τον πυρετό και η δίψα μου ήταν σχεδόν αφόρητη. Ψαχούλεψα μες στο κουτί για να βρω το νερό που μου' είχε απομείνει;" γιατί δεν είχα φως, αφού το κερί είχε καεί ώς τον πάτο του κλεφτοφάναρου και τα φωσφορούχα σπίρτα δεν μπορούσα να τα βρω. Όταν όμως έπεσε το χέρι μου πάνω στην κανάτα, ανακάλυψα πως ήταν άδεια -ο Τίγρης, χωρίς αμφιβολία, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να πιει το νερό και να καταβροχθίσει τα απομεινάρια του αρνιού, όπως κατάλαβα από το κόκαλο που ήταν πεταμένο, καλά καθαρισμένο, δίπλα στο άνοιγμα του κουτιού. Για το χαλασμένο κρέας δε με πείραζε, αλλά η καρδιά μου βούλιαξε στη σκέψη του νερού. Ήμουν εξαιρετικά αδύναμος, τόσο, που έτρεμα ολόκληρος σα να είχα θέρμες, στην παραμικρή κίνηση ή σωματική προσπάθεια. Σα να μην έφταναν αυτά, για να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο η δυστυχία μου, το μπρίκι σκαμπανέβαζε και κυλούσε με μεγάλη βιαιότητα, και τα πετρελαιοβάρελα πάνω από το κουτί μου υπήρχε κίνδυνος από στιγμή σε στιγμή να πέσουν κάτω, φράζοντας έτσι το μοναδικό δρόμο εισόδου και εξόδου. Υπέφερα, ακόμη, τρομερά από ναυτία. Αναλογιζόμενος όλα αυτά, πήρα την απόφαση να πάω με κάθε τίμημα στην καταπακτή και να ζητήσω άμεση σωτηρία, προτού με εγκαταλείψουν και οι στερνές δυνάμεις που μου απόμεναν και δεν είμαι σε θέση ούτε αυτό να κάνω. Αφού κατέληξα σ' αυτή την απόφαση, έψαξα πάλι να βρω το σπιρτόκουτο και τα κεριά. Το πρώτο το ανακάλυψα χωρίς

πολλή δυσκολία- αλλά μη βρίσκοντας τα κεριά όσο γρήγορα περίμενα (γιατί θυμόμουν με μεγάλη ακρίβεια πού τα είχα αφήσει), παράτησα τις αναζητήσεις προς το παρόν, και προστάζοντας τον Τίγρη να μείνει ακίνητος, ξεκίνησα αμέσως για την καταπακτή.

Στην απόπειρά μου αυτή, η μεγάλη μου αδυναμία έγινε περισσότερο από κάθε άλλη φορά φανερή. Με υπέρτατη δυσκολία κατάφερνα να μπουσουλώ με τα τέσσερα, και πολύ συχνά τα γόνατα μου λύγιζαν ξαφνικά, και τότε έμεινα ξαπλωμένος μπρούμυτα, σε μια κατάσταση που πολύ πλησίαζε την αναισθησία. Ωστόσο, αγωνιζόμουν ακόμη να προχωρήσω αργά αργά, ενώ μου έσφιγγε την καρδιά ο φόβος μήπως λιποθυμήσω μες στους στενούς και πολύπλοκους μαιάνδρους της αποθήκης, οπότε δε θα μου έμενε να περιμένω άλλο από το θάνατο. Στο τέλος, ενώ έσπρωχνα το σώμα μου προς τα εμπρός με όση ενεργητικότητα είχα συγκεντρώσει, χτύπησα βίαια το μέτωπο μου πάνω στην αιχμηρή γωνιά ενός σιδερόδετου καφασιού. Το ατύχημα με άφησε ζαλισμένο για λίγες στιγμές· αλλά με ανέκφραστη οδύνη ανακάλυψα ότι το γρήγορο και βίαιο παρακύλισμα του σκάφους είχε ρίξει το καφάσι στη μέση του μονοπατιού μου, φράζοντας έτσι ολότελα κάθε πέρασμα. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειές μου, δεν μπορούσα να το μετακινήσω ούτε ίντσα από τη θέση του, καθώς ήταν στενά σφηνωμένο ανάμεσα στα άλλα κουτιά ττοτττσπέριέβαλλάν και στα έπιπλα πλοίου. Ήταν αναγκαίο, επομένως, μες στην αδυναμία μου και την εξασθένισή μου, είτε να αφήσω την καθοδήγηση του κορδονιού και να αναζητήσω καινούριο πέρασμα, ή να σκαρφαλώσω στο εμπόδιο και να συνεχίσω το δρόμο μου από την άλλη μεριά. Η πρώτη εναλλακτική λύση εγκυμονούσε τόσες δυσχέρειες και κινδύνους, που δεν μπορούσα να τη σκε φτώ χωρίς να με πιάσει ρίγος. Καταβεβλημένος όπως ήμουν και στο πνεύμα και στο σώμα, θα έχανα αναμφίβολα τον προσανατολισμό μου αν το επιχειρούσα, και θα έβρισκα οικτρό θάνατο μέσα στον καταθλιπτικό και αηδιαστικό λαβύρινθο του αμπαριού. Προσπάθησα, λοιπόν, χωρίς δισταγμό να επιστρατεύσω όση δύναμη και σθένος μου απόμενε, και να πασχίσω να σκαρφαλώσω στο καφάσι.

Όταν σηκώθηκα όρθιος μ' αυτόν το σκοπό, διαπίστωσα ότι το εγχείρημα θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο απ' όσο είχα φοβηθεί. Σε κάθε πλευρά του στενού διαδρόμου υψωνόταν ένας συμπαγής τοίχος από διάφορα βαριά αντικείμενα, και το παραμικρό λάθος από μέρους μου μπορεί να κλόνιζε την ισορροπία τους και νά έπεφταν όλα πάνω στο κεφάλι μου: αλλά και αυτό να μη συνέβαινε, μπορεί όταν επέστρεφα να έβρισκα το μονοπάτι φραγμένο από τις πεσμένες μάζες, όπως το έβρισκα κομμένο και από το εμπόδιο μπροστά μου. Το καφάσι καθαυτό ήταν ένα μακρύ και δυσκίνητο κουτί που δεν πρόσφερε πατήματα. Μάταια αγωνίστηκα με όλες μου τις δυνάμεις να αρπαχτώ από την επάνω επιφάνειά του, ελπίζοντας πως με μία έλξη θα μπο ρούσα να ανεβάσω το κορμί μου. Ακόμη όμως κι αν πετύχαινα να τη φτάσω, είναι σίγουρο πως οι μειωμένες μου δυνάμεις δε θα μου επέτρεπαν ποτέ να την υπερβώ, και ήταν καλύτερα από κάθε άποψη να αποτύχω. Στο τέλος, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μετακινήσω το καφάσι από κει, ένιωσα μια έντονη δόνηση στο πλευρό που βρισκόταν προς το μέρος μου Άπλωσα γρήγορα το χέρι μου στα σανίδια, και διαπίστωσα ότι ένα πολύ μεγάλο μαδέρι είχε λασκάρει. Με το σουγιά μου, που ευτυχώς τον είχα μαζί μου, κατάφερα να το βγάλω, μετά από πολλούς κόπους, τελείως· και περνώντας από το άνοιγμα, ανακάλυψα με αγαλλίαση ότι δεν υπήρχαν σανίδια στην αντίθετη πλευρά -με άλλα λόγια, είχα παραβιάσει τον πάτο του καφασιού και είχα δει ότι το σκέπασμά του έλειπε. Χωρίς να συναντήσω άλλες σοβαρές δυσκολίες, συνέχισα το δρόμο μου μέχρι να φτάσω στο καρφί. Με καρδιά που χτυπούσε τρελά σηκώθηκα όρθιος, και πίεσα απαλά με το χέρι. μου το καπάκι της καταπακτής. Δεν ανασηκώθηκε αμέσως όπως περίμενα, και το πάτησα κάπως πιο αποφασιστικά, αν και διστακτικά ακόμη, από φόβο μήπως υπήρχε και κανείς άλλος στο δωμάτιο του Αύγουστου. Εμβρόντητος είδα ότι το καπάκι έμεινε σταθερό, και με κατέλαβε ανησυχία, γιατί ήξερα πως τις προηγούμενες φορές

απαιτούσε ελάχιστη ή και μηδαμινή προσπάθεια για να μετακινηθεί. Το έσπρωξα δυνατά -ήταν και πάλι αμετακίνητο - με

όλες μου τις δυνάμεις -δεν υποχώρησε- με μανία, με λύσσα, με απάχνωση -περιφρονούσε προκλητικά τις υπέρτατες

Page 11: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

προσπάθειές μου- και ήταν φανερό, από την ανένδοτη αντίσταση που πρόβαλλε, ότι είτε ανακάλψαν την τρύπα και την κάρφωσαν, ή κάποιο υπέρβαρο αντικείμενο τοποθετήθηκε πάνω κει και δεν άξιζε τον κόπο ούτε καν να το σκεφτώ να το μετακινήσω.

Η φρίκη και ο φόβος μου ξεπερνούν κάθε περιγραφή. Μάταια επιχείρησα να σκεφτώ λογικά και να καταλάβω για ποια αιτία βρέθηκα έτσι ενταφιασμένος. Μου ήταν αδύνατο να δώσω στους συλλογισμούς μου λογικό ειρμό, και πέφτοντας στο πάτωμα, παραδόθηκα, χωρίς να αντισταθώ, στις πιο ζοφερές σκέψεις, και γυρόφερνα στο μυαλό μου τις συμφορές που με περιμέναν, το φριχτό θάνατο από πείνα, δίψα, ασφυξία και την πρόωρη ταφή μου. Με τα πολλά ξαναθρήκα σιγά σιγά ώς ένα βαθμό την ψυχραιμία μου. Σηκώθηκα και άρχισα να ψάχνω ψηλαφητά με τα δάχτυλά μου τις συρραφές και τις χαραμάδες του ανοίγματος. Αφού τις βρήκα, τις περιεργάστηκα με προσοχή για να δω αν άφηναν να περάσει λίγο φως από

το επιβατικό δωμάτιο- αλλά δεν είδα τίποτα. Σπρώχνοντας τότε τη λεπίδα του σουγιά μου να περάσει μέσα από κει, συνάντησα ένα σκληρό εμπόδιο. Ξύνοντάς το, διαπίστωσα ότι ήταν μια συμπαγής μάζα σιδήρου, και καθώς η λεπίδα μου διέτρεχε μια παράξενη κυματιστή επιφάνεια, συμπέρανα ότι θα ήταν η αλυσίδα της άγκυρας. Το μόνο που μου έμενε τώρα, ήταν να επιστρέψω στο κουτί μου, κι εκεί ή. να παραδοθώ στη θλιβερή μου μοίρα, ή να προσπαθήσω να ηρεμήσω πρώτα, για να μπορέσω με καθαρό μυαλό να επιδοθώ στην κατάστρωση κάποιου σχεδίου διαφυγής. Ξεκίνησα αμέσως, και κατόρθωσα μετά από αμέτρητες δυσκολίες να γυρίσω πίσω. Καθώς βούλιαζα εξαντλημένος στο στρώμα, ο Τίγρης όρμησε να ξαπλώσει δίπλα μου, και με τα χάδια του μου φάνηκε ότι λαχταρούσε και να με παρηγορήσει για τα βάσανά μου και να με προτρέψει να τα υποστώ καρτερικά.

Στο τέλος όμως η παράξενη συμπεριφορά του μου τράβηξε αναγκαστικά στην προσοχή. Αφού μου έγλειφε το πρόσωπο και τα χέρια για μερικά λεπτά, σταματούσε ξαφνικά και άφηνε ένα χαμηλό κλαψούρισμα. Και όταν του άπλωνα το χέρι μου, τον έβρισκα κάθε φορά απαράλλαχτα ξαπλωμένον ανάσκελα, με τα πόδια σηκωμένα. Η συχνή επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς μού φάνηκε περίεργη και δεν μπορούσα να την εξηγήσω με κανέναν τρόπο. Εφόσον το σκυλί μού φαινόταν λυπημένο, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε πληγωθεί· και παίρνοντας τα πόδια του στα χέρια μου, τα εξέτασα προσεχτικά ένα ένα, αλλά δε βρήκα ίχνος πληγής. Υπέθεσα τότε ότι θα ήταν πεινασμένο, και του έδωσα ένα μεγάλο κομμάτι χοιρομέρι, που το καταβρόχθισε με βουλιμία -συνεχίζοντας, ωστόσο, τα αλλόκοτα καμώματά του. Φαντάστηκα κατόπιν πως θα υπέφερε όπως κι εγώ από το μαρτύριο της δίψας, και είχα σχεδόν υιοθετήσει αυτό το συμπέρασμα σαν το πιο αληθοφανές, όταν μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι είχα εξετάσει μέχρι στιγμής μόνο τα πόδια του, ενώ θα μπορούσε θαυμάσια να υπάρχει κάποιο τραύμα σε άλλη περιοχή του σώματος του ή στο κεφάλι του. Ψηλάφησα, λοιπόν, το κεφάλι του προσεχτικά, αλλά δε βρήκα τίποτα. Περνώντας* ωστόσο, το χέρι μου πάνω από τη ράχη του, αντιλήφθηκα ότι σε μια λουρίδα από τη μιαν άκρη σχεδόν ώς την άλλη, οι τρίχες ήταν ελαφρά ανορθωμένες. Ψαχουλεύοντας την περιοχή αυτή με το δάχτυλο μου, ανακάλυψα ένα σπάγκο, και ακολουθώντας τον, είδα ότι περιτύλιγε ολόκληρο το σώμα του. Μετά από νέα, πιο εξονυχιστική έρευνα, τα δάχτυλά μου συνάντησαν ένα μικρό φύλλο, που από την υφή έμοιαζε να είναι επιστολόχαρτο, και που ο σπάγκος ήταν περασμένος από μέσα του με τέτοιον τρόπο, ώστε να το φέρνει ακριβώς κάτω από τον αριστερό ώμο του ζώου.

Page 12: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Κεφάλαιο τρίτοΣκέφτηκα αμέσως ότι το χαρτί αυτό θα ήταν σημείωμα από τον Αύγουστο, και ότι αφού κάποιο ανεξήγητο ατύχημα τον

είχε εμποδίσει να έρθει να με γλιτώσει από το μπουντρούμι, επινόησε αυτή τη μέθοδο για να μου γνωστοποιήσει την κατάσταση. Τρέμοντας από ανυπομονησία, βάλθηκα πάλι να αναζητώ τα φωσφορούχα σπίρτα και τα κεριά μου. Θυμόμουν αόριστα ότι τα είχα κρύψει προσεχτικά προτού με πάρει ο ύπνος· και πράγματι, πριν από την τελευταία μου διαδρομή ώς την καταπακτή, ήξερα πού τα είχα αποθέσει. Τώρα όμως μάταια πάσχιζα να το θυμηθώ, και για μια ολόκληρη ώρα καταγινόμουν με άκαρπη και εκνευριστική έρευνα για τα χαμένα αντικείμενα: κανένας Τάνταλος, είμαι σίγουρος, δε γνώρισε ποτέ το άγχος και την αγωνία μου. Στο τέλος, ενώ ψηλαφούσα εδώ κι εκεί, με το κεφάλι μου σκυμμένο κοντά στη σαβούρα, δίπλα στο άνοιγμα του κουτιού και έξω απ' αυτό, διέκρινα μια αχνή, φωτεινή μαρμαρυγή προς τη μεριά του υποφράγματος. Έκπληκτος, προσπάθησα να πλησιάσω στο σημείο αυτό, καθώς μάλιστα φαινόταν να απέχει μόλις μερικά πόδια από τη θέση μου. Προτού προλάβω καλά καλά να κινηθώ προς τα κει, χάθηκε ολότελα από τα μάτια μου η μαρμαρυγή, και για να μπορέσω να την ξαναδώ, αναγκάστηκα να συρθώ σ' όλο το μάκρος του κουτιού, μέχρι να βρεθώ ακριβώς στην αρχική μου θέση. Τώρα, κουνώντας προσεχτικά το κεφάλι μου πέρα δώθε, διαπίστωσα ότι αν προχωρούσα με μεγάλες προφυλάξεις στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που είχα πάρει πρώτα, θα κατάφερνα να συρθώ κοντά στο φως χωρίς να το χάσω από τα μάτια μου. Επιτέλους, έφτασα κοντά του (αφού στριμώχτηκα μέσα από αναρίθμητα στενά περάσματα) και είδα ότι εκπεμπόταν από μερικά υπολείμματα από τα σπίρτα μου, σκορπισμένα σε ένα άδειο βαρέλι γυρισμένο στο πλευρό. Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκαν εκεί, όταν το χέρι μου έπεσε πάνω σε δυο τρία κομμάτια κερί, που ολοφάνερα τα είχε μασήσει το σκυλί. Συμπέρανα αμέσως πως ο Τίγρης είχε καταβροχθίσει όλα μου τα αποθέματα από κεριά, κι έχασα κάθε ελπίδα πως θα κατόρθωνα ποτέ να διαβάσω το μήνυμα του Αύγουστου. Τα μικρά απομεινρια του κεριού είχαν γίνει ένα με τά άλλα σκουπίδια του βαρελιού, και ξέροντας πως δε θα μπορούσα να αποκομσω απ' αυτά κανένα όφελος, τα άφησα εκεί που ήταν. Τους κόκκους του φωσφόρου, τους συγκέντρωσα όσο καλύτερα μπορούσα, και επέστρεψα με χίλιες δυο δυσκολίες στο κουτί μου, όπου είχε μείνει όλο το διάστημα ο Τίγρης·

Δεν ήξερα τι να κάνω. Στο αμπάρι, το σκοτάδι ήταν τόσο χειροπιαστό, που δεν μπορούσα να δω ούτε καν το χέρι μου, όσο κοντά και να το έφερνα στο πρόσωπο μου. Το άσπρο χαρτί μόλις και μετά βίας διακρινόταν θαμπά, και πάλι όχι όταν το κοίταζα κατευθείαν μόνο όταν έστρεφα το εξωτερικό μέρος του αμφιβληστροειδούς προς αυτό -δηλαδή, κοιτάζοντας το κάπως λοξά, κατόρθωνα να αντιληφθώ την ύπαρξή του. Φανταστείτε, λοιπόν, το σκοτάδι της φυλακής μου και αναλογιστείτε πως το σημείωμα του φίλου μου, αν πράγματι ήταν σημείωμα απ' αυτόν, άλλο δεν έκανε από το να επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάστασή μου, βάζοντας σε ανησυχίες το εξασθενημένο και ταραγμένο μου μυαλό. Μάταια στριφογύριζα στο νου μου ένα σωρό γελοία τεχνάσματα που θα μου έδιναν τάχα φως -τεχνάσματα που μόνο ένας άνθρωπος βυθισμένος στον ταραγμένο ύπνο που προκαλεί το όπιο θα μπορούσε να σοφιστεί γι' αυτόν το σκοπό- και που το καθένα τους και όλα μαζί εμφανίζονται με τη σειρά σ' αυτόν που τα ονειρεύεται σαν η πιο λογική πρώτα και η πιο βλακώδης ύστερα ιδέα στον κόσμο, καθώς η λογική ή η φαντασία τρεμοσβήνουν, εναλλάξ, η μία μετά από την άλλη. Μου ήρθε επιτέλους μια ιδέα που μου φάνηκε γνωστική, και με το δίκιο μου αναρωτήθηκα πώς δεν την είχα σκεφτεί πρωτύτερα. Τοποθέτησα το χαρτί στη ράχη ενός βιβλίου, και μαζεύοντας τα κομματάκια των φωσφορούχων σπίρτων που είχα πάρει από το βαρέλι, τα άπλωσα όλα μαζί πάνω στο χαρτί. Τότε, με την παλάμη του χεριού μου, τα έτριψα όλα γρήγορα, αλλά σταθερά. Ένα καθαρό φως διαχύθηκε αμέσως σ' όλη την επιφάνεια· και αν υπήρχαν γράμματα στο χαρτί, είμαι βέβαιος ότι δε θα δυσκολευόμουν καθόλου να τα διαβάσω. Ούτε συλλαβή δεν υπήρχε πάνω εκεί, ωστόσο -τίποτ' άλλο εκτός από ένα κενό που μου γκρέμιζε τις ελπίδες και μου πάγωνε την ψυχή· η λάμψη έσβησε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, και μαζί της έσβησε μες στο στήθος μου η καρδιά μου.

Έχω δηλώσει ήδη επανειλημμένως ότι η νοημοσύνη μου βρισκόταν εδώ και αρκετή ώρα σε μια κατάσταση που προσέγγιζε την ηλιθιότητα. Υπήρχαν, φυσικά, στιγμιαία διαλείμματα τέλειας πνευματικής καθαρότητας, και κάπου κάπου μάλιστα και ενεργητικότητας· αλλά ήταν λίγα. Μην ξεχνάτε ότι πολλές μέρες, σίγουρα, ανέπνεα το μολυσμένο αέρα του κλειστού αμπαριού ενός φαλαινοθηρικού, και για ένα μεγάλο μέρος του καιρού αυτού έπινα ελάχιστο νερό. Τις τελευταίες δεκατέσσερις ή δεκαπέντε ώρες δεν είχα πιει καθόλου -ούτε είχα κοιμηθεί αυτό το διάστημα. Αλίπαστα τρόφιμα, από το πιο βαρύ διεγερτικό είδος, ήταν η κύρια, και από τη στιγμή που έχασα το αρνί η μοναδική μου τροφή, με μόνη εξαίρεση τις γαλέτες: κι αυτές οι τελευταίες μού ήταν άχρηστες, γιατί ήταν πολύ ξερές και σκληρές για να τις καταπιώ με τον πρησμένο και στεγνωμένο λαιμό μου. Είχα υψηλό πυρετό, και από κάθε άποψη ήμουν βαριά άρρωστος. Έτσι θα καταλάβετε γιατί τόσες δυστυχισμένες ώρες κατάθλιψης κύλησαν μετά την τελευταία μου περιπέτεια με το φώσφορο, προτού μου περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι είχα εξετάσει μόνο τη μία όψη του χαρτιού. Δε θα επιχειρήσω να περιγράψω την οργή μου (γιατί πιστεύω ότι ήμουν περισσότερο θυμωμένος παρά οτιδήποτε άλλο) όταν συνειδητοποίησα ξαφνικά τι τερατώδη παράλειψη είχα διαπράξει. Το ίδιο το σφάλμα δε θα είχε σημασία, αν εγώ, πάνω στην τρέλα και την παραφορά μου, δεν είχα χειροτερέψει τα πράγματα: απογοητευμένος όταν δε βρήκα λέξεις στο χαρτί, το έσκισα παιδιάστικα σε μικρά κομμάτια και τα πέταξα μακριά, αδύνατο να πω πού.

Από το χειρότερο μέρος όμως του διλήμματος αυτού με έβγαλε η εξυπνάδα του Τίγρη. Όταν βρήκα, μετά από πολλές έρευνες, ένα μικρό κομματάκι του σημειώματος, το έβαλα στη μύτη του σκύλου, και προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει πως έπρεπε να μου φέρει και τα υπόλοιπα. Για μεγάλη μου κατάπληξη, (γιατί δεν του είχα διδάξει κανένα από τα συνηθισμένα κόλπα για τα οποία φημίζεται η ράτσα του), φάνηκε να μπαίνει αμέσως στο νόημα, και σκαλίζοντας τριγύρω

Page 13: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

για λίγες στιγμές, γρήγορα βρήκε άλλο ένα αξιόλογο τμήμα χαρτιού. Φέρνοντάς το μου, σταμάτησε για λίγο και, τρίβοντας τη μύτη του στο χέρι μου, φάνηκε να περιμένει την επιδοκιμασία μου γι' αυτό που είχε κάνει. Τον χάιδεψα στο κεφάλι, και τότε αμέσως ξεκίνησε και πάλι. Πέρασαν τώρα μερικά λεπτά προτού ξαναγυρίσει -αλλά όταν γύρισε, έφερε μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι που, όπως αποδείχτηκε, ήταν όλο το υπόλοιπο χαρτί- μια και, όπως φαίνεται, το φύλλο είχε κοπεί σε τρία μόνο κομμάτια. Ευτυχώς, δε δυσκολεύτηκα να βρω τα λιγοστά θραύσματα φωσφόρου που είχαν μείνει -αφού με καθοδηγούσε η αμυδρή ανταύγεια που εξέπεμπαν ακόμη κάνα δυο κόκκοι. Οι αντιξοότητες μού είχαν διδάξει την αναγκαιότητα για προφυλάξεις, και κάθισα τώρα να συλλογιστώ με την ησυχία μου τι σκόπευα να κάνω. Ήταν πολύ πιθανό, σκέφτηκα, να υπάρχουν κάποιες λέξεις γραμμένες στην όψη του χαρτιού που δεν είχα εξετάσει -αλλά ποια όψη ήταν αυτή; Η συναρμολόγηση των κομματιών δε μου έδινε καμία σχετική πληροφορία, αν και με διαβεβαίωνε, ότι οι λέξεις (αν υπήρχαν) θα βρίσκονταν όλες στην ίδια όψη και θα συνδέονταν μεταξύ τους με το σωστό τρόπο, όπως γράφτηκαν. Ήταν απόλυτη ανάγκη να βεβαιωθώ για το επίμαχο θέμα, πέρα από κάθε αμφιβολία, γιατί ο φώσφορος που είχε απομείνει, δε θα έφτανε σε καμία περίπτωση για τρίτη απόπειρα, αν αποτύχαινα σ' αυτήν που ήμουν έτοιμος να κάνω. Τοποθέτησα το χαρτί στο βιβλίο όπως και πρώτα, και κάθισα ακίνητος για λίγα λεπτά, στριφογυρίζοντας εξαντλητικά το ζήτημα στο μυαλό μου. Τελικά, σκέφτηκα ότι υπήρχε η πιθανότητα η γραμμένη πλευρά να παρουσίαζε κάποια ανωμαλία στην επιφάνειά της, και ίσως με μια πολύ προσεχτική ψηλάφηση να κατάφερνα να το αντιληφθώ. Αποφάσισα να προχωρήσω στο πείραμα, και πέρασα προσεχτικά το δάχτυλο μου πάνω από την όψη που ήταν στραμμένη προς το μέρος μου. Δεν αισθάνθηκα όμως τίποτε, και γύρισα από την άλλη μεριά το χαρτί, στρώνοντάς το στη ράχη του βιβλίου. Έσυρα πάλι με πολλές προφυλάξεις το δείχτη μου στο χαρτί, όταν αντιλήφθηκα μια εξαιρετικά ανεπαίσθητη, αν και υπαρκτή, ανταύγεια που ακολουθούσε την κίνηση του χεριού μου. Αυτό, ήξερα, έπρεπε να προέρχεται από κάποια απειροελάχιστα μόρια που είχαν απομείνει από το φώσφορο με τον οποίο είχα σκεπάσει το χαρτί στην πρώτη απόπειρά μου. Η άλλη, ή η κάτω πλευρά, επομένως, ήταν η γραμμένη, αν τελικά αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο πράγματι για γραπτό μήνυμα. Γύρισα και πάλι το σημείωμα και επανέλαβα την προηγούμενη δουλειά μου. Όταν έτριψα το φώσφορο, διαχύθηκε μια λάμψη σαν και πρώτα -αλλά τη φορά αυτή μερικές αράδες κεφαλαία γράμματα, μεγάλα, και γραμμένα προφανώς με κόκκινο μελάνι, φάνηκαν καθαρά. Η λάμψη, αν και αρκετά φωτεινή, ήταν μόνο στιγμιαία. Πάντως, αν δε με διακατείχε τέτοια ταραχή, θα είχα αρκετό χρόνο για να διαβάσω τις τρεις προτάσεις που ξεπρόβαλαν μπροστά μου -γιατί είδα ότι ήταν τρεις. Μες στην αγωνία μου, ωστόσο, να τα διαβάσω όλα μεμιάς, κατάφερα να διαβάσω μόνο τις εννέα τελευταίες λέξεις, που είχαν ως εξής: «αίμα -η ζωή σου κρέμεται από τη σιωπή σου».

Αν είχα καταφέρει να διαβάσω όλο το περιεχόμενο τού σημειώματος -την πλήρη προειδοποίηση που είχε επιχειρήσει να μου στείλει μ' αυτό τον τρόπο ο φίλος μου, η προειδοποίηση αυτή, ακόμη κι αν αποκάλυπτε την ιστορία της πιο ακατονόμαστης καταστροφής, δε θα μπορούσε, είμαι απόλυτα βέβαιος, να ενσταλάξει στην ψυχή μου ούτε το ένα δέκατο της σπαρακτικής αν και απροσδιόριστης φρίκης που μου ενέπνευσε το αποσπασματικό μήνυμα που έλαβα έτσι. Και, πάνω απ' όλα, το αίμα, η λέξη όλων των λέξεων, μεστή πάντα από μυστήριο και πόνο και τρόμο -πόσο τριπλά γεμάτη σημασία ηχούσε τώρα, πόσο παγερά και βαριά (αποκομμένη όπως ήταν από κάθε προηγούμενη λέξη που θα τη χαρακτήριζε ή θα τη συγκεκριμενοποιούσε) έπεφταν οι υπόκωφες συλλαβές της, μες στο ζοφερό σκοτάδι της φυλακής μου, στα έγκατα της ψυχής μου!

Ο Αύγουστος είχε, χωρίς αμφιβολία, σημαντικούς λόγους για να μου παραγγέλνει να μένω κρυμμένος, κι έκανα χίλιες εικασίες για το τι θα μπορούσαν να είναι -όμως δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα που να παρέχει ικανοποιητική λύση του μυστηρίου. Μετά την επιστροφή μου από την τελευταία μου διαδρομή ώς την καταπακτή, και προτού στραφεί η προσοχή μου στην αλλόκοτη συμπεριφορά του Τίγρη, είχα πάρει την απόφαση να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να με ακούσουν οι άντρες στο κατάστρωμα, ή, αν δεν μπορούσα να τα καταφέρω, να ανοίξω πέρασμα μέσα από τον κουραδόρο. Η ημιθεβαιότητά μου ότι θα κατόρθωνα να πετύχω σε περίπτωση έσχατης ανάγκης τον έναν από τους δύο αυτούς σκοπούς, μου είχε δώσει το κουράγιο (που δε θα το έβρισκα αλλιώς) να υπομείνω τις κακουχίες μου. Τα λίγα λόγια, ωστόσο, που κατάφερα να διαβάσω, μου απέκλεισαν την τελική αυτή λύση, και τώρα, για πρώτη φορά, συναισθάνθηκα σ' όλη την έκτασή της την ελεεινή μου μοίρα. Σε παροξυσμό απελπισίας, ρίχτηκα πάλι στο στρώμα όπου, για διάστημα σχεδόν μιας μέρας και μιας νύχτας, έμεινα ξαπλωμένος σ' ένα είδος λήθαργου, που ανακουφιζόταν μόνο από στιγμιαία διαλείμματα λογικής και μνήμης.

Τέλος, σηκώθηκα για μιαν ακόμη φορά, και ξανάφερα στο μυαλό μου τη φρίκη και την απελπισία που με περιέβαλλε. Για είκοσι τέσσερις ώρες ακόμα υπήρχε κάποια ελπίδα να αντέξω δίχως νερό -αλλά για περισσότερο καιρό δε θα μπορούσα. Κατά την πρώτη φάση της φυλάκισής μου είχα πιει άφθονα από τα τονωτικά που μου είχε προμηθεύσει ο Αύγουστος, μα το μόνο αποτέλεσμα ήταν να μου ανεβάζουν τον πυρετό, χωρίς να καταπραύνουν καθόλου τη δίψα μου. Μου είχε μείνει τώρα μόνο ένα μπουκάλι, ένα όγδοο του λίτρου, με δυνατό λικέρ από ροδάκινο που μου γυρνούσε το στομάχι. Τα λουκάνικα είχαν σωθεί" από το χοιρομέρι έμενε μόνο ένα μικρό κομμάτι πετσί" και όλες τις γαλέτες, εκτός από λιγοστά ψίχουλα, τις είχε φάει ο Τίγρης. Σα να μην έφταναν τα βάσανά μου, διαπίστωσα ότι ο πονοκέφαλος μου δυνάμωνε κάθε λεπτό, και μαζί του ένα είδος παραληρήματος που με ταλαιπωρούσε λίγο πολύ από τότε που κοιμήθηκα για πρώτη φορά. Εδώ και λίγες ώρες, μόνο με τη μεγαλύτερη δυσκολία κατόρθωνα να αναπνεύσω, και τώρα κάθε τέτοια απόπειρα μού προκαλούσε τους πιο αφόρητους σπασμούς στο στήθος. Υπήρχε όμως και μία άλλη και πολύ διαφορετική πηγή ανησυχίας, και οι τρομακτικοί κίνδυνοι, που εγκυμονούσε ήταν η κύρια αιτία που με ώθησε να σηκωθώ από τη νάρκη μου στο στρώμα. Μιλώ για τη συμπεριφορά του σκύλου.

Page 14: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Παρατήρησα για πρώτη φορά μια μεταβολή στη στάση του την ώρα που έτριβα το φώσφορο στο χαρτί, στην τελευταία μου απόπειρα. Ενώ έτριβα, πέρασε το μουσούδι του πάνω απ' το χέρι μου μ' ένα ανεπαίσθητο μουγκρητό, αλλά ήμουν πολύ απορροφημένος από την προσπάθειά μου εκείνη τη στιγμή για να δώσω σημασία. Γρήγορα μετά απ' αυτό, όπως θα θυμάστε, ρίχτηκα στο στρώμα και βυθίστηκα σ' ένα είδος λήθαργου. Σε λίγο άκουσα έναν αλλόκοτο σφυριχτό ήχο δίπλα στ' αυτιά μου, και ανακάλυψα ότι προερχόταν από τον Τίγρη, που αγκομαχούσε και ξεφυσούσε σε κατάσταση, προφανώς, μεγάλης διέγερσης, ενώ τα μάτια του πετούσαν άγριες φλόγες μες στο σκοτάδι. Όταν του μίλησα, αποκρίθηκε μ' έναν υπόκωφο γρυλισμό και μετά έμεινε σιωπηλός. Μετά από λίγο ξαναβυθίστηκα στη νάρκη μου, για να ξυπνήσω αργότερα με τον ίδιο τρόπο. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις ή τέσσερις φορές, ώσπου στο τέλος η συμπεριφορά του μου ενέπνευσε τέτοιον έντονο τρόμο, που ξύπνησα ολότελα. Ήταν τώρα ξαπλωμένος δίπλα στην πόρτα του κουτιού, γρυλίζοντας απειλητικά, αν και χαμηλόφωνα, και τρίζοντας τα δόντια του σα να πάθαινε δυνατούς σπασμούς. Δε μου έμενε καμία αμφιβολία πως η έλλειψη νερού ή η κλειστή ατμόσφαιρα του αμπαριού τον είχαν τρελάνει, και αισθανόμουν χαμένος μην ξέροντας τι να κάνω. Δεν άντεχα στη σκέψη να τον σκοτώσω, και όμως φαινόταν απολύτως αναγκαίο, για τη δική μου ασφάλεια. Έβλεπα καθαρά τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου με έκφραση της πιο θανάσιμης έχθρας, και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να μου επιτεθεί. Τέλος, μην αντέχοντας άλλο την τρομερή αυτή κατάσταση, αποφάσισα να βγω από το κουτί με κάθε τρόπο και να τον ξεκάνω αν η αντίστασή του δε μου άφηνε άλλα περιθώρια. Για να βγω έξω, έπρεπε να περάσω ακριβώς πάνω από το σώμα του, κι εκείνος φαινόταν ήδη να προβλέπει το σχέδιο μου -σηκώθηκε στα μπροστινά του ποδάρια (όπως κατάλαβα από την αλλαγή στη θέση των ματιών του) και γύμνωσε τους άσπρους του κυνόδοντες, που μπορούσα εύκολα να τους διακρίνω. Πήρα το απομεινάρι από το πετσί του χοιρομεριού, και το μπουκάλι με το λικέρ, και τα έκρυψα επάνω μου μαζί μ' ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο που μου είχε αφήσει ο Αύγουστος, και μετά, τυλίγοντας το κορμί μου με το μανδύα μου όσο πιο σφιχτά μπορούσα, έκανα μια κίνηση κατά το στόμιο του κουτιού. Στη στιγμή, το σκυλί όρμησε μ' ένα δυνατό ουρλιαχτό στο λαιμό μου. Με χτύπησε στο δεξί ώμο με όλο το βάρος του κορμιού του, κι εγώ έπεσα βίαια στα αριστερά, ενώ το λυσσασμένο ζώο ανέβαινε ολόκληρο επάνω μου. Είχα πέσει γονατιστός, με το κεφάλι μου θαμμένο στις κουβέρτες, και αυτές με προστάτεψαν από μια δεύτερη μανιασμένη επίθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ένιωθα τα σουβλερά δόντια να πιέζουν με δύναμη το μάλλινο ύφασμα που μου τύλιγε το λαιμό -ευτυχώς όμως, χωρίς να μπορούν να διαπεράσουν όλες τις πτυχές. Βρισκόμουν τώρα κάτω απ' το σκυλί, και σε λίγες στιγμές θα ήμουν ολότελα στο έλεός του. Η απελπισία μού έδωσε δύναμη, και σηκώθηκα απότομα, τινάζοντάς τον από πάνω μου και τραβώντας μαζί μου τις κουβέρτες από το στρώ-μα. Τις έριξα τώρα επάνω του, και προτού προλάβει να ξεμπλεχτεί, είχα ήδη βγει από την πόρτα και την είχα κλείσει πίσω μου, βάζοντας έτσι ένα φραγμό στην καταδίωξή του. Στην πάλη, ωστόσο, είχα αναγκαστεί να πετάξω το πετσί από το χοιρομέρι, και ανακάλυψα τώρα πως όλες κι όλες μου οι προμήθειες περιορίζονταν σε ένα και μοναδικό μπουκάλι λικέρ. Καθώς η σκέψη αυτή μου διέσχιζε το μυαλό, ένιωσα να με ωθεί μια κρίση πείσματος και ιδιοτροπίας, σαν αυτές που, υποτίθεται, παθαίνουν τα κακομαθημένα παιδιά σε παρόμοιες περιστάσεις, και φέρνοντας το μπουκάλι στα χείλη μου, το άδειασα μέχρι τελευταία σταγόνα, και το πέταξα με μανία στο πάτωμα.

Δεν είχε ακόμα σβήσει η ηχώ του κρότου, όταν άκουσα μια γεμάτη ανυπομονησία, αν και χαμηλωμένη φωνή, που προερχόταν από την κατεύθυνση του υποφράγματος, να καλεί το όνομά μου. Τόσο απροσδόκητο ήταν ένα τέτοιο γεγονός, και τόσο έντονη η συγκίνηση που με πλημμύρισε σ' αυτό το άκουσμα, που μάταια αγωνιζόμουν ν' απαντήσω. Η δύναμη του λόγου νεκρώθηκε μέσα μου, και συνεπαρμένος από την αγωνία και τον τρόμο μήπως ο φίλος μου με νομίσει νεκρό και ξαναφύγει χωρίς να επιχειρήσει να με βρει, στεκόμουν όρθιος ανάμεσα σε δυο καφάσια κοντά στην πόρτα του κουτιού, τρέμοντας σπασμωδικά, και πάλευα αγκομαχώντας να βγάλω κάποιον ήχο. Χίλιες λέξεις να κρέμονταν από μια συλλαβή, και πάλι δε θα μπορούσα να την προφέρω. Κάτι άκουγα τώρα να σαλεύει μες στη σαβούρα του αμπαριού, κάπου μπροστά μου. Σιγά σιγά ο ήχος έγινε λιγότερο ευδιάκριτος, μετά ακόμη λιγότερο, και πάλι ακόμη. Θα ξεχάσω ποτέ τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή; Έφευγε -ο φίλος μου, ο σύντροφος μου, από τον οποίο είχα κάθε δικαίωμα να περιμένω τόσο πολλά, έφευγε -θα με εγκατέλειπε -έφευγε! Θα με άφηνε να πεθάνω οικτρά, ν' αφήσω την τελευταία μου πνοή μέσα στο πιο φριχτό και μισητό μπουντρούμι -και μία λέξη, μια μικρή συλλαβή θα με έσωζε! Κι όμως, τη μοναδική αυτή συλλαβή δεν μπορούσα να την προφέρω! Ένιωσα, πιστεύω, δέκα φορές πιο έντονη την αγωνία του ίδιου του θανάτου. Το πνεύμα μου παρέπαιε, και σωριάστηκα, θανάσιμα άρρωστος, δίπλα στο κουτί.

Καθώς έγερνα, το μαχαίρι πετάχτηκε από το ζωνάρι του παντελονιού μου, και έπεσε με έναν μεταλλικό κρότο στο πάτωμα. Ποτέ καμία πλούσια μελωδία δεν ήχησε πιο γλυκά στ' αυτιά μου! Με το μεγαλύτερο άγχος αφουγκράστηκα να καταλάβω τι εντύπωση είχε κάνει αυτός ο ήχος στον Αύγουστο -γιατί ήξερα πως ο άνθρωπος που με φώναζε με τ' όνομά μου δεν μπορεί να ήταν άλλος από εκείνον. Όλα ήταν σιωπηλά για λίγες στιγμές. Στο τέλος, άκουσα και πάλι τη λέξη «Αρθουρ!» να επαναλαμβάνεται σε χαμηλό και γεμάτο δισταγμό τόνο. Η ξαναγεννημένη ελπίδα έλυσε μεμιάς τη γλώσσα μου, και ούρλιαξα τώρα με όλη τη δύναμη της φωνής μου: «Αύγουστε! Ω, Αύγουστε!» «Σουτ, για τ' όνομα του Θεού, σώπα!» αποκρίθηκε, με φωνή που έτρεμε από ταραχή- «Έρχομαι κοντά σου αμέσως -μόλις βρω πέρασμα μες στ' αμπάρι». Για

πολλή ώρα τον άκουγα να πηγαινοέρχεται στα αποθηκευμένα είδη, και κάθε στιγμή μου φαινόταν αιώνας. Επιτέλους, αισθάνθηκα το χέρι του στον ώμο μου, και μου έβαλε την ίδια στιγμή ένα μπουκάλι νερό στα χείλη. Μόνο όσοι γλίτωσαν την τελευταία στιγμή από το στόμα του τάφου, ή όσοι γνώρισαν τα αβάσταχτα μαρτύρια της δίψας κάτω από συνθήκες δεινές σαν αυτές που με βάραιναν στην άθλια φυλακή μου, μπορούν να σχηματίσουν κάποια ιδέα για την άφατη ευτυχία που μου χάρισε η μεγάλη γουλιά από το πλουσιότερο και το πολυτιμότερο ποτό της φύσης.

Page 15: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Αφού ικανοποίησα μέχρι ενός σημείου τη δίψα μου, ο Αύγουστος έβγαλε από την τσέπη του τρεις τέσσερις βραστές πατάτες, που τις καταβρόχθισα με τη μεγαλύτερη βουλιμία. Είχε φέρει μαζί του φως σ' ένα κλεφτοφάναρο, και η παρηγοριά που μου πρόσφεραν οι ενθαρρυντικές ακτίνες ήταν αντάξια με εκείνην του φαγητού και του νερού. Όμως αδημονούσα να μάθω την αιτία της παρατεταμένης απουσίας του, κι εκείνος άρχισε να μου διηγείται τι είχε συμβεί στο καράβι κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού μου.

Page 16: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Κεφάλαιο τέταρτο

Το μπρίκι ξεκίνησε, όπως είχα υποθέσει, μία ώρα περίπου μετά τη στιγμή που ο Αύγουστος μου άφησε το ρολόι του. Αυτό συνέβη στις 20 Ιουνίου. Θα θυμάστε ότι βρισκόμουν ήδη στο αμπάρι τρεις ημέρες· και κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού, γινόταν τόση φασαρία στο κατάστρωμα, τόσο πηγαινέλα, ιδίως στην καμπίνα και τα επιβατικά δωμάτια, που δε βρήκε την ευκαιρία να με επισκεφθεί χωρίς τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί το μυστικό της καταπακτής. Όταν επιτέλους ήρθε, τον διαβεβαίωσα ότι ήμουν όσο καλά μου επέτρεπε η κατάσταση· και, γι' αυτό, τις δυο επόμενες ημέρες πολύ λίγο ανησυχούσε για μένα· καραδοκούσε, πάντως, μια ευκαιρία για να κατεβεί. Μόνο την τέταρτη ημέρα βρήκε την ευκαιρία αυτή. Πολλές φορές, όλο αυτό το διάστημα, είχε αποφασίσει να μιλήσει στον πατέρα του για την περιπέτεια, και να με ανεβάσει επάνω αμέσως· όμως βρισκόμαστε ακόμη κοντί στην περιοχή του Ναντάκετ και φοβόταν, εξαιτίας μερικών εκφράσεων που ξέφυγαν του πατέρα του, ότι ο κάπταιν Μπάρναρντ θα έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού α\ ανακάλυπτε την παρουσία μου στο καράβι. Εξάλλου αφού καλοσκέφτηκε το ζήτημα ο Αύγουστος, όπως μου είπε, δε φαντάστηκε ότι μου έλειπε τίποτα, ή ότι θα δίσταζα εν τοιαύτη περιπτώσει να πάω στην καταπακτή και να προσπαθήσω να γίνω αντιληπτός. Αφού λοιπόν εξέτασε τα πράγματα απ' όλες τις πλευρές, αποφάσισε να μ αφήσει εκεί που ήμουν, μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να με επισκεφθεί χωρίς να το πάρει είδηση κανείς Αυτό, όπως έχω ξαναπεί, συνέβη μόνο την τέταρτη μέρα αφότου μου είχε φέρει το ρολόι, και την έβδομη αφότου είχα πρωτομπεί στο αμπάρι. Κατέβηκε λοιπόν τότε, χωρίς να πάρει μαζί του νερό ή προμήθειες, με σκοπό να τραβήξει απλώς την προσοχή μου και να με φωνάξει στην καταπακτή -και τότε θα ανέβαινε στο επιβατικό δωμάτιο και θα μου έφερνε τα πράγματα. Όταν ήρθε με το σκοπό αυτό, είδε ότι ήμουν κοιμισμένος, γιατί φαίνεται πως ροχάλιζα πολύ δυνατά. Από τους υπολογισμούς που μπορώ να κάνω για το θέμα, αυτός θα πρέπει να ήταν ο λήθαργος στον οποίο βυθίστηκα μετά την επιστροφή μου από,την καταπακτή με το ρολόι, και που, κατά συνέπεια, θα πρέπει να διήρκεσε πάνω από τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες τουλάχιστον. Αργότερα, και από δική μου εμπειρία και από τις διηγήσεις των άλλων, έμαθα ότι έχει ισχυρές υπνωτικές επιδράσεις η δυσωδία που αναδίδεται από παλιό ψαρόλαδο σε στενά περιορισμένο χώρο- και όταν σκέφτομαι σε τι κατάσταση ήταν το αμπάρι όπου είχα κλειστεί, και πόσον καιρό χρησιμοποιούνταν το πλοίο σαν φαλαινοθηρικό, περισσότερο απορώ που μπόρεσα να ξυπνήσω αφού αποκοιμήθηκα μια φορά, παρά που κοιμόμουν αδιάκοπα όλο το διάστημα που ανέφερα πιο πάνω.

Ο Αύγουστος με φώναξε αρχικά με χαμηλή φωνή χωρίς να κλείσει την καταπακτή -αλλά δεν αποκρίθηκα. Έκλεισε τότε το άνοιγμα και μου μίλησε δυνατότερα, και τέλος πάρα πολύ δυνατά -όμως εγώ συνέχισα να ροχαλίζω. Δεν ήξερε τώρα τι να κάνει. Θα χρειαζόταν χρόνο για να έρθει μέσα απ' τη σαβούρα στο κουτί μου, και στο μεταξύ θα παρατηρούσε την απουσία του ο κάπταιν Μπάρναρντ, που τον φώναζε κοντά του συνεχώς για να τακτοποιεί και να αντιγράφει έγγραφα σχετικά με το σκοπό του ταξιδιού. Αποφάσισε, λοιπόν, αφού το σκέφτηκε καλά, να ανέβει τώρα και να περιμένει άλλη ευκαιρία για να με επισκεφθεί. Πήρε εύκολα αυτή την απόφαση άλλωστε, γιατί ο λήθαργος μου του φάνηκε ήσυχος ύπνος, και δε φαντάστηκε ότι είχα υποστεί κακό από τον εγκλωβισμό μου. Και ενώ είχε μόλις δώσει λύση σ' αυτά τα προβλήματα, του τράβηξε την προσοχή μια ασυνήθιστη φασαρία, που ο θόρυβος της έμοιαζε να προέρχεται από την καμπίνα. Βγήκε από την καταπακτή όσο γρηγορότερα μπορούσε, την έκλεισε πίσω του, και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Πριν ακόμη πατήσει το πόδι του στο κατώφλι, ένα πιστόλι άστραψε μπροστά στα μάτια του, και την ίδια στιγμή, ένα ισχυρό χτύπημα από το χειρομοχλό τον έριξε κάτω.

Ένα δυνατό χέρι τον κράτησε καθηλωμένο στο πάτωμα της καμπίνας, σφίγγοντάς του με λύσσα το λαιμό" μπορούσε όμως ακόμη να δει τι γινόταν τριγύρω του. Ο πατέρας του, δεμένος χειροπόδαρα, κειτόταν στη σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωμα, με το κεφάλι γερμένο και μια βαθιά πληγή στο μέτωπο, απ' όπου ανάβλυζε ποτάμι το αίμα. Δεν έλεγε λέξη, και ήταν προφανώς ετοιμοθάνατος. Πάνω του στεκόταν ο υποπλοίαρχος, αγριοκοιτάζοντάς τον με βλέμμα γεμάτο μοχθηρία και χλευασμό, και του έψαχνε προσεκτικά τις τσέπες, απ' όπου έβγαλε σε λίγο ένα μεγάλο πορτοφόλι και ένα ναυτικό χρονόμετρο. Επτά μέλη του πληρώματος (ανάμεσά τους και ο μάγειρας, ένας νέγρος) έψαχναν στα επιβατικά δωμάτια, στην αριστερή πλευρά του πλοίου, για όπλα, και γρήγορα εφοδιάστηκαν με μουσκέτα και πυρομαχικά. Εκτός από τον Αύγουστο και τον κάπταιν Μπάρναρντ, υπήρχαν συνολικά στην καμπίνα εννέα άντρες, και μάλιστα οι χειρότεροι παλιάνθρωποι από το πλήρωμα του μπρικιού. Οι αχρείοι στασιαστές ανέβηκαν τώρα στο κατάστρωμα, παίρνοντας μαζί τους και το φίλο μου, αφού πρώτα του έδεσαν πιστάγκωνα τα χέρια. Τράβηξαν γραμμή για το καμπούνι, που ήταν κλεισμένο: δύο στασιαστές στέκονταν δίπλα με τσεκούρια στα χέρια, και δύο άλλοι στο κεντρικό στόμιο του κήτους. Ο υποπλοίαρχος φώναξε με δυνατή φωνή: «Μ ακούτε εσείς εκεί κάτω; Κοπιάστε επάνω, ένας ένας! Προσέχτε τι είπα -και δε θέλω ιστορίες!» Πέρασαν μερικά λεπτά προτού εμφανιστεί κανένας" τέλος, ένας Άγγλος που είχε μπαρκάρει σαν ανειδίκευτος ναύτης, ανέθηκι επάνω κλαίγοντας ελεεινά, και ικετεύοντας τον υποπλοίαρχο, με τον πιο ταπεινό τρόπο, να του χαρίσει τη ζωή Μόνη απάντηση ήταν ένα χτύπημα στο μέτωπο με το τσεκούρι. Σωριάστηκε ο δύστυχος στο κατάστρωμα χωρίς ένα βογκητό, και ο μαύρος μάγειρας τον σήκωσε στα χέρια του σα να είχε βάρος παιδιού, και τον πέταξε με κακία στη θάλασσα. Ακούγοντας το χτύπημα και το γδούπο του πτώματος στη θάλασσα, οι άντρες από κάτω δεν τολμούσαν τώρα με κανέναν τρόπο να βγουν στο κατάστρωμα ούτε με απειλές ούτε με υποσχέσεις, μέχρι που έριξε κάποιος την ιδέα να τους πνίξουν στον καπνό. Ακολούθησε γενική αναμπουμπούλα, και για μια στιγμή φάνηκε πως τι

Page 17: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

μπρίκι θα μπορούσε να ελευθερωθεί. Οι κινηματίες, ωστόσο, κατάφεραν στο τέλος να κλείσουν το πρόστεγο προτού μπορέσουν να σηκωθούν πάνω από έξι αντίπαλο τους. Οι έξι αυτοί, όταν είδαν πως ήταν αριθμητικά τόσο κατώτεροι και άοπλοι, παραδόθηκαν μετά από σύντομο αγώνα. Ο υποπλοίαρχος τούς μίλησε με πειθώ -χωρίς αμφιβολία για να παρακινήσει τους άντρες που ήταν κάτω από το κατάστρωμα να υποχωρήσουν, γιατί δε δυσκολεύονταν ν' ακούσουν όλα όσα λέγονταν επάνω. Το αποτέλε σμα απέδειξε την οξυδέρκειά του, όσο και τη σατανικη του κακία. Όλοι στο καμπούνι ανακοίνωσαν σε λίγο τη' πρόθεσή τους να παραδοθούν, και ανεβαίνοντας ένας ένας, έπεσαν στα χέρια των στασιαστών που τους έδεσαν και τους έριξαν ανάσκελα μαζί με τους έξι πρώτους -κα συνολικά, όλοι οι άντρες του πληρώματος που δεν είχαν λάβει μέρος στη στάση, ήταν είκοσι εφτά.

Ακολούθησε μια φριχτή σκηνή σφαγής. Έσυραν τους δεμένους ναυτικούς στην είσοδο του πλοίου. Εκεί στεκόταν ο μάγειρας μ' ένα τσεκούρι, χτυπώντας στο κεφάλι κάθε θύμα πριν το πετάξουν πάνω από την κουπαστή οι άλλοι στασιαστές. Είκοσι δύο άτομα θανατώθηκαν μ' αυτό τον τρόπο, και ο Αύγουστος είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα σωτηρίας, περιμένοντας να έρθει η σειρά του από στιγμή σε στιγμή. Φαίνεται όμως πως οι σατανικοί δολοφόνοι είτε κουράστηκαν, είτε αηδίασαν κάπως από το αιματηρό έργο τους· άφησαν κατά μέρος τους τέσσερις αιχμαλώτους που είχαν απομείνει, μαζί και το φίλο μου, που τον είχαν πετάξει στο κατάστρωμα μαζί με τους άλλους, ο υποπλοίαρχος πρόσταξε να φέρουν ρούμι, κι όλοι οι εγκληματίες μαζί ρίχτηκαν στο ποτό και στην κραιπάλη, ώς το ηλιοβασίλεμα. Βάλθηκαν τότε να μαλώνουν για τη μοίρα των επιζώντων, οι οποίοι κείτονταν μόλις τέσσερα βήματα παραπέρα και μπορούσαν ν' ακούσουν καθαρά κάθε λέξη που προφερόταν. Σε μερικούς στασιαστές το ποτό φαίνεται πως είχε καταπραϋντική επίδραση, γιατί ακούστηκαν πολλές φωνές που υποστήριζαν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων με τον όρο να προσχωρήσουν στη στάση και να μοιραστούν τα κέρδη. Ο μαύρος μάγειρας, ωστόσο (που από κάθε άποψη ήταν τέλειος δαίμονας και ασκούσε, όπως φαίνεται, ίση αν όχι μεγαλύτερη επιρροή και από τον ίδιο τον υποπλοίαρχο) δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει τέτοιες προτάσεις, και πολλές φορές σηκώθηκε με σκοπό να πάει να συνεχίσει τη δουλειά του στην είσοδο του πλοίου. Ευτυχώς όμως τον είχε καταβάλει τόσο η μέθη, ώστε εύκολα μπόρεσαν να τον συγκρατήσουν οι λιγότερο αιμοχαρείς της ομάδας, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ένας ναυτικός ονόματι Ντερκ Πήτερς. Ο άνθρωπος αυτός ήταν γιος μιας Ινδιάνας από τη φυλή των Ουπσαρόκας, που ζουν στα πυκνά δάση των Μαύρων Λόφων, κοντά στις πηγές του Μιζούρι. Ο πατέρας του ήταν γουνέμπορος, πιστεύω, ή τουλάχιστον ερχόταν σε επικοινωνία με τους εμπορικούς σταθμούς των Ινδιάνων στον ποταμό Λιούις. Ο Πήτερς είχε μία από τις πιο θηριώδεις φυσιογνωμίες που αντίκρισα ποτέ μου. Ήταν κοντός στο ανάστημα, όχι πάνω από ένα και σαράντα πέντε, μα τα μέλη του είχαν ηράκλεια κατασκευή. Τα χέρια του, ιδιαίτερα, ήταν τόσο τερατωδώς χοντρά και πλατιά, που δε' θύμιζαν σε τίποτα το ανθρώπινο σχήμα. Τα μπράτσα του, όπως και οι γάμπες του, ήταν απίστευτα στραβά, και δεν έμοιαζαν να διαθέτουν την παραμικρή ευλυγισία. Εξίσου παραμορφωμένο ήταν και το κεφάλι του, τεράστιο στο μέγεθος, με μια αυλακιά στην κορυφή (σαν αυτές που παρατηρούνται στα κεφάλια πολλών νέγρων) και εντελώς φαλακρό. Για να καλύψει το ελάττωμά του αυτό, που δεν οφειλόταν σε μεγάλη ηλικία, φορούσε μια περούκα φτιαγμένη από οποιοδήποτε τριχωτό υλικό έβρισκε μπροστά του -άλλοτε το δέρμα ενός ισπανικού σκύλου ή μιας αμερικάνικης αρκούδας. Την εποχή για την οποία μιλάμε, είχε στο κεφάλι του ένα κομμάτι απ' αυτό το αρκουδοτόμαρο, και υπογράμμιζε έντονα τη φυσική αγριάδα της όψης του, που είχε κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά των Ουπσαρόκας. Το στόμα έφτανε από το ένα αυτί στο άλλο* τα χείλη του ήταν λεπτά και έμοιαζαν, όπως και τα άλλα χαρακτηριστικά του, ολότελα στερημένα από κάθε φυσική ευκαμψία, με αποτέλεσμα η συνηθισμένη του έκφραση να μη μεταβάλλεται από την επίδραση κανενός αισθήματος. Τη συνηθισμένη του αυτή έκφραση μπορείτε να την αναπαραστήσετε αν λάβετε υπόψη σας ότι τα δόντια του ήταν τόσο μακριά και προεξείχαν τόσο, ώστε να μην καλύπτονται σε καμία περίπτωση, ούτε μέχρι ενός σημείου, από τα χείλη. Όταν προσπερνούσες αυτόν τον άνθρωπο με μια αδιάφορη ματιά, μπορεί να έμενες με την εντύπωση ότι ξεκαρδιζόταν στα γέλια- όταν όμως τον κοίταζες για δεύτερη φορά, συνειδητοποιούσες ριγώντας ότι, αν αυτός ο μορφασμός ήταν έκφραση ιλαρότητας, επρόκειτο για την ιλαρότητα ενός δαίμονα. Για το αλλόκοτο αυτό πλάσμα, πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν στους ναυτικούς κύκλους του Ναντάκετ. Τα ανέκδοτα αυτά αναφέρονταν στην υπεράνθρωπη δύναμη που έδειχνε όταν ήταν ερεθισμένος, και μερικά από αυτά είχαν δημιουργήσει αμφιβολίες για τα λογικά του. Στο Δελφίνι όμως, φαίνεται ότι τον έβλεπαν την εποχή της στάσης με αισθήματα χλευασμού και εμπαιγμού μάλλον, παρά με οτιδήποτε άλλο. Επέμεινα τόσο στην περιγραφή του Ντερκ Πήτερς, γιατί, όσο θηριώδης και αν φαινόταν, χάρη σ' αυτόν κυρίως σώθηκε η ζωή του Αύγουστου, και γιατί επίσης θα έχω συχνά την ευκαιρία να τον αναφέρω αργότερα στη συνέχεια της αφήγησης μου -και επιτρέψτε μου εδώ να σας πω πως η αφήγησή μου, στα τελευταία κεφάλαιά της, περιλαμβάνει στοιχεία που είναι από τη φύση τους τοποθετημένα τόσο μακριά από τα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας, και επομένως ανώτερα από τα όρια της ανθρώπινης αποδοχής, ώστε συνεχίζω, χωρίς να ελπίζω πως θα πιστέψει κανείς αυτά που θα πω, με απόλυτη εμπιστοσύνη όμως και πεποίθηση πως ο χρόνος και η πρόοδος της επιστήμης θα επαληθεύσουν μερικές από τις πιο σημαντικές αλλά και πιο απίθανες δηλώσεις μου.

Μετά από πολλούς δισταγμούς και δυο τρεις βίαιες συγκρούσεις, πάρθηκε επιτέλους η απόφαση όλοι οι αιχμάλωτοι (με μόνη εξαίρεση τον Αύγουστο, γιατί ο Πήτερς επέμενε στ' αστεία να τον κρατήσει για βοηθό του) να μπουν σε μιαν από τις μικρότερες φαλαινοθηρικές λέμβους και να αφεθούν έρμαιο των κυμάτων. Ο υποπλοίαρχος κατέβηκε στην καμπίνα για να δει αν ο κάπταιν Μπάρναρντ ζούσε ακόμη -γιατί, όπως θα θυμάστε, είχε μείνει κάτω όταν οι στασιαστές ανέβηκαν επάνω. Σε λίγο έκαναν και οι δυο την εμφάνισή τους· ο καπετάνιος ήταν χλομός σαν πεθαμένος, αλλά φαινόταν να έχει αναλάβει λίγο από το τραύμα του. Μίλησε στους άντρες με φωνή που μόλις ακουγόταν, ικετεύοντάς τους να μην τον απομακρύνουν από το πλοίο αλλά να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους, και τους υποσχέθηκε να τους αποβιβάσει όπου ήθελαν και να μην

Page 18: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

πάρει μέτρα για την παράδοσή τους στη δικαιοσύνη. Τα λόγια του πήγαν χαμένα. Δύο από τους εγκληματίες τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον πέταξαν πάνω από την κουπαστή, στη βάρκα που είχαν κατεβάσει στα νερά όταν είχε κατεβεί ο υποπλοίαρχος κάτω. Έλυσαν τότε και τους τέσσερις άλλους άντρες που κείτονταν στο κατάστρωμα και τους πρόσταξαν να ακολουθήσουν, πράγμα που έκαναν χωρίς να προβάλουν καμία αντίσταση· τον Αύγουστο τον άφησαν δεμένο και πεταμένο στην ίδια οδυνηρή θέση, παρόλο που αγωνιζόταν και ικέτευε μόνο για τη φτωχή ικανοποίηση να αποχαιρετήσει τον πατέρα του. Μια χούφτα γαλέτες και μια κανάτα νερό ήταν τα μόνα εφόδια που δόθηκαν στη βάρκα- ούτε κατάρτι, ούτε πανιά, ούτε κουπιά, ούτε πυξίδα.

Για λίγα λεπτά η βάρκα σερνόταν δεμένη στην πρύμνη του πλοίου, ενώ οι στασιαστές έκαναν νέο συμβούλιο· τελικά, κόψανε το σκοινί και την άφησαν στα κύματα. Είχε ήδη πέσει η νύχτα -δεν είχαν βγει ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι- και τα πράγματα επέτρεπαν πολύ λίγες ελπίδες για τους πολύπαθους ναυτικούς που επέβαιναν σ' αυτήν. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, συνέβη σε γεωγραφικό πλάτος 35° 30' βόρειο, και μήκος 61° 20' δυτικό, και επομένως όχι πολύ μακριά από τις Βερμούδες. Ο Αύγουστος προσπάθησε, λοιπόν, να παρηγορηθεί με την ελπίδα πως η βάρκα θα κατάφερνε να φτάσει στη στεριά, ή τουλάχιστον να πλησιάσει αρκετά την ακτή για να συναντήσει τα σκάφη που απέπλεαν.

Το πλοίο αρμένιζε τώρα με όλα τα πανιά ανοιγμένα στην αρχική του κατεύθυνση, τα νοτιοδυτικά· φαίνεται ότι οι στασιαστές ετοιμάζονταν για μια πειρατική επιδρομή, και απ' ό,τι κατάλαβε ο φίλος μου, θα χτυπούσαν ένα πλοίο που πήγαινε από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου στο Πόρτο Ρίκο. Καμία σημασία δεν έδωσαν στον Αύγουστο, μάλιστα τον έλυσαν και του επέτρεψαν να κινείται ελεύθερα στη σκάλα που κατέβαζε στην καμπίνα. Ο Ντερκ Πήτερς του φερόταν με κάποια μορφή καλοσύνης, και μια φορά τον έσωσε από την κτηνωδία του μάγειρα. Η θέση του ήταν ακόμη άκρως ασταθής και επικίνδυνη, αφού οι άντρες ήταν διαρκώς μεθυσμένοι, και δεν μπορούσε να βασίζεται ούτε στην καλή τους διάθεση ούτε στην αδιαφορία τους, που μπορεί στο κάτω κάτω να μεταβαλλόταν από στιγμή σε στιγμή. Τίποτα, ωστόσο, δεν τον βασάνιζε περισσότερο από την αγωνία του για μένα· και, πραγματικά, δεν είχα ποτέ; λόγους να αμφιβάλω για την ειλικρίνεια της φιλίας του. Πολλές φορές πήρε την απόφαση να αποκαλύψει στους στασιαστές το μυστικό της παρουσίας μου στο πλοίο, αλλά κάθε φορά τον συγκράτησε η ανάμνηση των φρικαλέων εγκλημάτων που είχαν διαπράξει μπροστά στα μάτια του, αλλά και η ελπίδα πως θα κατόρθωνε σύντομα μόνος του να με βοηθήσει. Ήταν διαρκώς σε επιφυλακή για το δεύτερο σκοπό" αλλά, παρά τη συνεχή του επαγρύπνηση, τρεις μέρες πέρασαν από τότε που αφέθηκε η βάρκα, προτού βρει τις κατάλληλες περιστάσεις. Στο τέλος, τη νύχτα της τρίτης ημέρας, φύσηξε δυνατός άνεμος από τα ανατολικά, και όλο το τσούρμο μαζεύτηκε στο κατάστρωμα για να διπλώσει το πανί. Μέσα στη σύγχυση που ακολούθησε, κατόρθωσε να φτάσει απαρατήρητος στο επιβατικό δωμάτιο. Ω, τι φρίκη και τρόμος τον κυρίευσαν όταν είδε πως το τελευταίο είχε μετατραπεί σε αποθήκη για διάφορα εφόδια και έπιπλα, πλοίου, και πως κάμποσες οργιές αλυσίδα της άγκυρας, που ήταν άλλοτε τοποθετημένη κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του πληρώματος, είχε συρθεί εδώ για ν' αφήσει χώρο για ένα ντουλάπι, και κειτόταν τώρα ακριβώς πάνω από την καταπακτή! Ήταν αδύνατο να τη μετακινήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός, και επέστρεψε στο κατάστρωμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Καθώς ανέβαινε, ο υποπλοίαρχος τον άδραξε από το λαιμό, και ρωτώντας τον άγρια τι γύρευε στην καμπίνα, ήταν έτοιμος να τον πετάξει πάνω από το αριστερό παραπέτο, όταν η ζωή του σώθηκε και πάλι χάρη στην επέμβαση του Ντερκ Πήτερς. Φόρεσαν μετά στον Αύγουστο χειροπέδες (που αφθονούσαν στο πλοίο) και του έδεσαν σφιχτά τα πόδια. Τον μετέφεραν στο υπόφραγμα και τον έριξαν σε έναν από τους χαμηλότερους θαλαμίσκους δίπλα στα διαφράγματα του πρόστεγου, λέγοντάς του ότι δε θα πατούσε ξανά το πόδι του στο κατάστρωμα «μέχρι που το μπρίκι αυτό να μην είναι πια μπρίκι». Αυτή ήταν έκφραση του μάγειρα, που τον πέταξε στο θαλαμίσκο -είναι δύσκολο να πούμε τι ακριβώς εννοούσε μ' αυτή τη φράση. Η όλη όμως υπόθεση έμελλε να αποδειχτεί, όπως σύντομα θα δείτε, το ύστατο μέσο σωτηρίας μου.

Page 19: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Κεφάλαιο πέμπτο

Για λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του μάγειρα από το πρόστεγο, ο Αύγουστος εγκαταλείφθηκε στην απελπισία, μη ελπίζοντας να βγει από το θαλαμίσκο ζωντανός. Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει για μένα στον πρώτο άντρα που θα κατέβαινε, γιατί σκέφτηκε ότι θα ήταν προτιμότερο να παίξω κορόνα γράμματα τη ζωή μου στο έλεος των στασιαστών, παρά να πεθάνω από δίψα στο αμπάρι -γιατί είχαν περάσει δέκα μέρες από τότε που πρωτοφυλακίστηκα, και η κανάτα με το νερό αρκούσε μόνο για τέσσερις. Ενώ συλλογιζόταν το ζήτημα, του ήρθε ξαφνικά η ιδέα ότι θα μπορούσε; ίσως να επικοινωνήσει μαζί μου μέσα από το κεντρικό αμπάρι. Κάτω από άλλες συνθήκες, η δυσκολία και οι κίνδυνοι του εγχειρήματος θα τον εμπόδιζαν να το επιχειρήσει- αλλά τώρα είχε έτσι κι αλλιώς μικρές προοπτικές επιβίωσης, και επομένως λίγα να χάσει- συγκεντρώθηκε, λοιπόν, με όλες του τις πνευματικές δυνάμεις στην κατάστρωση του σχεδίου.

Η πρώτη του σκέψη ήταν οι χειροπέδες. Στην αρχή δεν έβρισκε τρόπο να τις βγάλει, και φοβήθηκε πως θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του προτού ακόμη τα θέσει σε εφαρμογή· αλλά μετά από προσεκτικότερη εξέταση, ανακάλυψε πως τα σίδερα μπορούσαν να γλιστρήσουν προς τα πάνω ή προς τα κάτω εύκολα, χωρίς μεγάλη προσπάθεια ή δυσχέρεια, αν έσφιγγε απλώς τα χέρια του και τα περνούσε στριμωχτά μέσα από το άνοιγμα -αυτές οι χειροπέδες άλλωστε είναι ακατάλληλες για νεαρά άτομα, που τα μικρότερα κόκαλά τους υποχωρούν εύκολα στην πίεση. Έλυσε μετά τα πόδια του, αφήνοντας όμως το σκοινί με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί γρήγορα να το επαναφέρει στη θέση του αν τυχόν κατεβεί κανείς, και έτρεξε αμέσως να εξετάσει το διάφραγμα δίπλα στην κουκέτα. Το χώρισμα ήταν από μαλακό ξύλο πεύκου, πάχους μιας ίντσας, και είδε ότι δε θα δυσκολευόταν να το κόψει για να ανοίξει πέρασμα. "Άκουσε τότε μια φωνή στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόφραγμα, και μόλις πρόλαβε να περάσει το δεξί του χέρι στη χειροπέδα (το αριστερό δεν το είχε βγάλει) και να τραβήξει το σκοινί σε μια συρτοθηλιά γύρω απ' τους αστραγάλους του, όταν ο Ντερκ Πήτερς ήρθε κάτω, έχοντας μαζί και τον Τίγρη, που πήδησε αμέσως στην κουκέτα και ξάπλωσε. Το σκυλί το είχε φέρει στο πλοίο ο Αύγουστος, που ήξερε την αγάπη μου για το ζώο, και σκέφτηκε ότι θα χαιρόμουν να το έχω κοντά μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έτρεξε σπίτι μας να τον πάρει αμέσως αφού με βόλεψε στο αμπάρι, αλλά δε σκέφτηκε να μου το αναφέρει όταν μου έφερε το ρολόι του. Μετά τη στάση, ο Αύγουστος δεν τον είχε ξαναδεί προτού εμφανιστεί με τον Πήτερς, και το είχε πάρει απόφαση πως ήταν χαμένος, υποθέτοντας ότι κανένας μοχθηρός κακούργος από τη συμμορία του υποπλοιάρχου τον είχε πετάξει στη θάλασσα. Μάθαμε αργότερα ότι είχε κρυφτεί σε μια τρύπα κάτω από μια φαλαινοθηρική βάρκα, και μετά, μην έχοντας χώρο να γυρίσει το σώμα του, δεν μπορούσε να βγει. Τέλος, ο Πήτερς τον έβγαλε, και με ένα είδος καλοσύνης που ο φίλος μου ήξερε καλά να εκτιμήσει, τον κατέβασε στο υπόφραγμα για να τον έχει ο Αύγουστος συντροφιά, και του άφησε συγχρόνως λίγο παστό κρέας και μερικές πατάτες, μαζί με ένα τενεκεδάκι νερό- ανέβηκε μετά στο κατάστρωμα, αφού του υποσχέθηκε να του φέρει πάλι κάτι φαγώσιμο την επομένη.

Όταν έφυγε, ο Αύγουστος απελευθέρωσε και τα δυο του χέρια από τις χειροπέδες και έλυσε τα πόδια του. Έκανε ρολό μετά το επάνω μέρος του στρώματος όπου ήταν πλαγιασμένος, και με το σουγιά του (γιατί οι παλιάνθρωποι δε θεώρησαν άξιο λόγου να τον ψάξουν) άρχισε να πριονίζει με μανία μιαν από τις σανίδες του χωρίσματος, όσο πιο κοντά γινόταν στο πάτωμα του θαλαμίσκου. Προτίμησε να κάνει το άνοιγμα σ' εκείνο το σημείο, γιατί αν τον διέκοπταν ξαφνικά, θα μπορούσε να κρύψει ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε, αφήνοντας το πάνω μέρος του στρώματος να πέσει στην αρχική του θέση. Την υπόλοιπη μέρα, ωστόσο, δεν τον ενόχλησε κανείς, και μέχρι τη νύχτα είχε ολοκληρώσει τη διάνοιξη της σανίδας. Θα πρέπει να παρατηρήσω εδώ ότι κανένα μέλος του πληρώματος δεν κοιμόταν πια στο υπόφραγμα, αλλά ήταν συγκεντρωμένοι όλοι τους μετά την στάση στην καμπίνα, και μεθούσαν και γλεντοκοπούσαν εκεί με τα κρασιά και τα τρόφιμα του κάπταιν Μπάρναρντ, χωρίς να μεριμνούν περισσότερο απ' όσο ήταν αυστηρά αναγκαίο για την πλεύση του μπρικιού. Οι περιστάσεις αυτές αποδείχτηκαν ευνοϊκές και για τον Αύγουστο και για μένα, γιατί κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα του ήταν αδύνατο να φτάσει κοντά μου. Όπως είχαν τα πράγματα, μπόρεσε να θέσει με ασφάλεια σε εφαρμογή το σχέδιο του. Κόντευε να χαράξει η μέρα, ωστόσο, προτού ανοίξει και δεύτερη τρύπα στο σανίδι (που ήταν περίπου ένα πόδι πάνω από την πρώτη τρύπα), σχηματίζοντας έτσι ένα άνοιγμα αρκετά πλατύ, για να του επιτρέπει να περάσει με ευκολία στον κεντρικό κουραδόρο. Αφού έφτασε μια φορά εκεί, προχώρησε χωρίς πολλά προβλήματα στο κατώτερο κεντρικό στόμιο του αμπαριού, παρόλο που για να το κάνει, αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει πάνω σε σειρές από πετρελαιοβάρελα, στοιβαγμένα σε ύψος που έφτανε σχεδόν το ανώτερο κατάστρωμα, αφήνοντας έτσι ελάχιστο χώρο για τι σώμα του. Φτάνοντας στην μπουκαπόρτα, ανακάλυψε ότι ο Τίγρης τον είχε πάρει από πίσω, έρποντας κι αυτός ανάμεσα σε δυο σειρές βαρέλια. Ήταν, ωστόσο, πολύ αργά για να επιχειρήσει να έρθει κοντά μου πριν από την αυγή καθώς η κυριότερη δυσκολία ήταν το πώς να περάσει μέσα από τη συμπαγή στοιβασιά στο κατώτερο αμπάρι Αποφάσισε για το λόγο αυτό να επιστρέψει, και να περί μένει μέχρι την επόμενη νύχτα. Με το σκοπό αυτό, προσπάθησε να ξεσφίξει την μπουκαπόρτα, για να συναντήσει όσο το δυνατόν λιγότερη αντίσταση την ερχόμενη φορά. Αμέσως μόλις την ξέσφιξε, ο Τίγρης όρμησε ακρότητος στο μικρό άνοιγμα που σχηματίστηκε, οσμίστηκε τον αέρα για μια στιγμή, και μετά άφησε ένα ατέλειωτο κλαψούρισμα, ξύνοντας συγχρόνως το σκέπασμα σα ν ανυπομονούσε να το μετακινήσει με τα πόδια του. Η συ(. περιφορά του δεν άφηνε αμφιβολία πως είχε αντιληφθει την παρουσία μου στο αμπάρι, και ο Αύγουστος σκέφτηκε πως ήταν πολύ πιθανό, αν τον κατέβαζε, να τα καταφέρει να φτάσει κοντά μου. Τότε του πέρασε από το μυαλό ιδέα να στείλει

Page 20: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

το σημείωμα, καθώς ήταν απόλυτη ανάγκη να μου δώσει να καταλάβω πως δεν έπρεπε να επιχειρήσω να βγω έξω, τουλάχιστον με τις υπάρχουσες συνθήκες και αφού δεν ήταν βέβαιο πως θα κατόρθωνε να έρθει τη επομένη, όπως σκόπευε. Τα μεταγένεστερα γεγονότα απέδειξαν πόσο εύστοχη και καλή ήταν η ιδέα του- γιατί, ο δε λάβαινα το σημείωμα, θα κατέστρωνα χωρίς αμφιβολία κάποιο σχέδιο, όσο απελπισμένο κι αν ήταν, για να ειδοποιήσω το πλήρωμα, και επομένως και των δυο μας οι ζωές θα θυσιάζονταν κατά πάσα πιθανότητα.

Αφού πήρε την απόφαση να μου γράψει, αντιμετώπισε τώρα τη δυσκολία πώς να βρει τα κατάλληλα υλικά για να το κάνει. Μια παλιά οδοντογλυφίδα μεταβλήθηκε σε πένα- κι αυτό έγινε ψηλαφητά, γιατί στο χώρο μεταξύ των δύο καταστρωμάτων απλωνόταν σκοτάδι πηχτό. Ως επιστολόχαρτο χρησιμοποιήθηκε το πίσω μέρος ενός γράμματος -αντίγραφο της πλαστογραφημένης επιστολής από τον κύριο Ρος. Ήταν το αρχικό προσχέδιο- όμως η απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα δεν ήταν και πολύ πετυχημένη, γι' αυτό και ο Αύγουστος έγραψε άλλο, ρίχνοντας το πρώτο, για καλή μας τύχη, στην τσέπη του σακακιού του, όπου και το ανακάλυψε τόσο καίρια στην περίσταση αυτή. Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν το μελάνι, και αμέσως βρέθηκε το υποκατάστατο του, με τη βοήθεια μιας μικρής τομής με το σουγιά στη ράχη ενός δαχτύλου, ακριβώς πάνω από το νύχι- άφθονο αίμα έτρεξε, όπως γίνεται συνήθως στα τραύματα αυτής της περιοχής. Το σημείωμα γράφτηκε, όσο καλύτερα γινόταν στο σκοτάδι και υπό τις γνωστές συνθήκες. Εξηγούσε με συντομία ότι είχε γίνει ανταρσία- ότι ο κάπταιν Μπάρναρντ είχε απομακρυνθεί από το πλοίο- ότι μπορούσα να περιμένω άμεση ανακούφιση σε ό,τι αφορά τις προμήθειες, αλλά να μην επιχειρήσω να προκαλέσω θόρυβο. Έκλεινε μ' αυτά τα λόγια: «Αυτά σου τα γράφω με αίμα -η ζωή σου κρέμεται από τη σιωπή σου».

Αφού έδεσε το χαρτί στο λαιμό του σκύλου, τον κατέβασε μέσα από την μπουκαπόρτα, και ο ίδιος επέστρεψε στο πρόστεγο, όπου δε βρήκε ενδείξεις που να μαρτυρούν πως είχε κατεβεί κανένα μέλος του πληρώματος κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Για ν' αποκρύψει την τρύπα στο χώρισμα, κάρφωσε το μαχαίρι του ακριβώς από πάνω της, και κρέμασε μια χοντρή πατατούκα που είχε βρει στο θαλαμίσκο. Τοποθέτησε μετά τις χειροπέδες στην αρχική τους θέση, όπως επίσης και το σκοινί γύρω από τους αστραγάλους του.

Μόλις είχε τελειώσει αυτές τις ετοιμασίες, κατέβηκε ο Ντερκ Πήτερς, πολύ μεθυσμένος αλλά εξαιρετικά ευδιάθετος, φέρνοντας μαζί του τα τρόφιμα που δικαιούνταν ο φίλος μου εκείνη την ημέρα. Το γεύμα του περιλάμβανε δώδεκα μεγάλες ψητές ιρλανδέζικες πατάτες και μια στάμνα νερό. Κάθισε για λίγη ώρα σ' ένα μπαούλο δίπλα στην κουκέτα, και μίλησε ελεύθερα για τον υποπλοίαρχο και την τύχη γενικά του μπρικιού. Η συμπεριφορά του ήταν υπερβολικά ιδιότροπη, αφύσικη σχεδόν. Κάποια στιγμή, ο Αύγουστος τρομοκρατήθηκε από την αλλόκοτη αυτή στάση. Στο τέλος, ωστόσο, ανέβηκε στο κατάστρωμα, μουρμουρίζοντας καθώς έφευγε πως θα έφερνε ένα καλό γεύμα στον αιχμάλωτο του την επομένη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, δύο μέλη του πληρώματος (επιφορτισμένα με το καμάκωμα των φαλαινών) κατέβηκαν κάτω, συνοδευμένα από το μάγειρα -και οι τρεις στο τελευταίο σχεδόν στάδιο της μέθης. Όπως και ο Πήτερς, δε δίστα σαν να συζητήσουν ανεπιφύλακτα για τα σχέδιά τους. Φαίνεται ότι υπήρχε θεμελιακή διαφωνία μεταξύ τους ως προς την τελική γραμμή πλεύσεως, και δε συμφωνούσαν πουθενά, εκτός από ένα σημείο: την επίθεση στο πλοίο από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, που περίμεναν από ώρα σε ώρα να συναντήσουν. Όσο μπορούσε να εξακριβώσει ο φίλος μου, η ανταρσία δεν είχε γίνει αποκλειστικά για χάρη της λείας- πρωτεύοντα ρόλο είχε παίξει η προσωπική έχθρα του υποπλοιάρχου εναντίον του κάπταιν Μπάρναρντ. Υπήρχαν τώρα, όπως φαίνεται, δυο βασικές φατρίες ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος: η μία με επικεφαλής τον υποπλοίαρχο, η άλλη με το μάγειρα. Η πρώτη ομάδα πρότεινε ν' αρπάξουν το πρώτο κατάλληλο σκάφος που θα παρουσιαζόταν στον ορίζοντα, και να το αρματώσουν σε κάποιο από τα νησιά της Δυτι -κής Ινδίας για πειρατικές καταδρομές. Η δεύτερη ομάδα, πάντως, που ήταν και η ισχυρότερη και περιλάμβανε και τον Ντερκ Πήτερς, επέμενε να ακολουθήσουν την αρχική γραμμή πλεύσης του μπρικιού στο Νότιο Ειρηνικό- και εκεί, είτε να κυνηγήσουν φάλαινες, είτε να δράσουν διαφορετικά, ανάλογα με τις περιστάσεις. Οι περιγραφές του Πήτερς, που είχε επισκεφθεί πολλές φορές αυτές τις περιοχές, έβρισκαν μεγάλη απήχηση, προφανώς, στους στασιαστές που αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε αόριστες ιδέες κέρδους και απόλαυσης. Ο Πήτερς περιέγραφε με ζωηρά χρώματα τον καινοφανή και γεμάτο χάρες κόσμο που θα έβρισκαν στα αναρίθμητα νησιά του Ειρηνικού, την πλήρη ασφάλεια και ελευθερία που θα απολάμβαναν μακριά από κάθε περιορισμό και, με περισσότερες λεπτομέρειες, το υπέροχο κλίμα, τις άφθονες πηγές πλούτου και ευημερίας, και την αισθησιακή ομορφιά των γυναικών. Μέχρι στιγμής δεν είχε παρθεί καμία οριστική απόφαση, αλλά οι διηγήσεις του μιγάδα ναυτικού ρίζωναν στη φλογισμένη φαντασία των θαλασσινών, και υπήρχε κάθε πιθανότητα ο σκοπός του να πραγματοποιηθεί τελικά.

Οι τρεις άντρες έφυγαν μετά από μία ώρα περίπου, και κανείς άλλος δεν πάτησε στο πρόστεγο όλη την ημέρα. Ο Αύγουστος έμεινε ξαπλωμένος ήσυχα στη θέση του μέχρι να νυχτώσει. Απαλλάχτηκε τότε από το σκοινί και τα σίδερα, και ετοιμάστηκε για την απόπειρά του. Σε μια από τις κουκέτες βρήκε ένα μπουκάλι και το γέμισε νερό από τη στάμνα που του είχε φέρει ο Πήτερς' γέμισε συγχρόνως τις τσέπες του με κρύες πατάτες. Για μεγάλη μου χαρά, βρήκε ακόμα ένα φανάρι, με ένα κομμάτι κερί μέσα. Μπορούσε να το ανάψει ανά πάσα στιγμή, εφόσον είχε στην τσέπη του ένα κουτί φωσφορούχα σπίρτα. Όταν νύχτωσε εντελώς, πέρασε μέσα από την τρύπα του μπουλμέ, αφού προηγουμένως φρόντισε να τοποθετήσει τα σκεπάσματα στην κουκέτα με τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνουν την εντύπωση πως υπάρχει εκεί ένας κουκουλωμένος άν-θρωπος. Αφού πέρασε, κρέμασε την πατατούκα στο μαχαίρι του όπως και πρώτα, για να καλύψει το άνοιγμα -δεν ήταν δύσκολο εξάλλου, γιατί το σανίδι που είχε αφαιρέσει, το ξανάβαλε στη θέση του μόνο αργότερα. Βρισκόταν τώρα στον κουραδόρο, και άνοιξε δρόμο, όπως και πρώτα, ανάμεσα στο ανώτερο κατάστρωμα και στα πε- τρελαιοβάρελα για την

Page 21: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

κεντρική μπουκαπόρτα. Αφού έφτασε εκεί, άναψε το κερί και κατέβηκε, βρίσκοντας ψα- χουλευτά το δρόμο του με άκρα δυσκολία ανάμεσα στη συμπαγή στοιβασιά του αμπαριού. Μέσα σε λίγες στιγμές, τρομοκρατήθηκε από τη δυσωδία και την κλεισούρα της ατμόσφαιρας. Δεν πίστευε πως ήταν δυνατό να επέζησα φυλακισμένος τόσον καιρό και ανασαίνοντας τέτοιον βαρύ αέρα. Φώναξε επανειλημμένα το όνομά μου, αλλά εγώ δεν έδωσα απάντηση, και έτσι φάνηκε ότι οι φόβοι του επιβεβαιώνονταν. Το μπρίκι σκαμπανέθαζε βίαια, και επικρατούσε τέτοιος θόρυβος, που θα ήταν ανώφελο να αφουγκραστεί για κάποιον αδύναμο ήχο, όπως η αναπνοή ή το ροχαλητό μου. Άνοιξε το φανάρι και το κράτησε όσο πιο ψηλά μπορούσε, πράγμα που θα μου έδινε την ευκαιρία να καταλάβω, βλέποντας το φως, αν ήμουν ζωντανός βέβαια, ότι ερχόταν βοήθεια. Και πάλι όμως τίποτα δεν ακούστηκε από μένα, και η υποψία του θανάτου μου άρχισε να παίρνει τη μορφή βεβαιότητας. Αποφάσισε, ωστόσο, ν' ανοίξει πέρασμα, αν το κατόρθωνε, ώς το κουτί, και να εξακριβώσει τουλάχιστον πέρα από κάθε αμφιβολία, την αλήθεια των εικασιών του. Τράβηξε μπρος για λίγη ώρα, σε οικτρή κατάσταση αγωνίας, ώσπου, με τα πολλά, βρήκε το μονοπάτι ολότελα φραγμένο, και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να προχωρήσει παραπέρα από το δρόμο όπου είχε έρθει. Νικημένος από τα αισθήματά του, ρίχτηκε με απελπισία μες στη σαβούρα και έκλαψε σαν παιδί. Τη στιγμή εκείνη, άκουσε το θόρυβο από τη θραύση του μπουκαλιού που είχα πετάξει κάτω. Πράγματι, ήταν μεγάλο ευτύχημα που συνέβη τότε εκείνο το γεγονός -γιατί από το γεγονός εκείνο, όσο ασήμαντο κι αν σας φαίνεται, κρεμόταν το νήμα της ζωής μου. Πολύς καιρός, ωστόσο, κύλησε προτού το συνειδητοποιήσω αυτό. Ευνόητη ντροπή και μεταμέλεια για την αδυναμία και την αναποφασιστικότητά του, εμπόδισαν τον Αύγουστο να μου εκμυστηρευτεί αμέσως εκείνο που μια πιο στενή και ανεπιφύλαχτη επαφή αργότερα τον ώθησε να μου αποκαλύψει. Όταν είδε ότι ανυπέρβλητα εμπόδια δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει την πορεία του στο αμπάρι, κατέληξε στην απόφαση να εγκαταλείψει την προσπάθειά του να με πλησιάσει, και να επιστρέψει αμέσως στο πρόστεγο. Προτού τον καταδικάσετε ολότελα γι' αυτή του τη σκέψη, πρέπει να λάβετε υπόψη τις δυσμενείς περιστάσεις που τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Η νύχτα υποχωρούσε γοργά, και η απουσία του από το πρόστεγο μπορεί να γινόταν αντιληπτή· και πράγματι, κάτι τέτοιο θα ήταν αναπόφευκτο αν δεν έφτανε στο θαλαμίσκο πριν από τη χαραυγή. Το κερί έλιωνε στο φανάρι, και θα ήταν τρομε ρά δύσκολο να βρει το δρόμο για την μπουκαπόρτα στο σκοτάδι. Πρέπει να αναγνωρίσουμε, επίσης, ότι είχε κάθε λόγο να με θεωρεί πεθαμένο· και σ' αυτή την περίπτωση, ο ερχομός του στο κουτί δε θα παρείχε τίποτα σε μένα, ενώ εκείνου θα του δημιουργούσε άσκοπα ένα πλήθος κινδύνους. Είχε φωνάξει επανειλημμένα, και εγώ δεν είχα απαντήσει. Ήμουν έντεκα μέρες και νύχτες τώρα, χωρίς περισσότερο νερό από εκείνο που περιείχε η κανάτα που μου είχε αφήσει -και δεν ήταν καθόλου πιθανό να έκανα οικονομία στο νερό στην αρχή του εγκλωβισμού μου, αφού είχα τότε κάθε λόγο να περιμένω γρήγορη απλευθέ- ρωση. Η ατμόσφαιρα του αμπαριού επίσης θα πρέπει να φάνηκε πέρα για πέρα φαρμακερή σ' αυτόν που ερχόταν από τον συγκριτικά καθαρό αέρα του υποφράγματος, πολύ πιο αφόρητη απ' όσο φάνηκε σε μένα όταν εγκαταστάθηκα για πρώτη φορά στο κουτί -γιατί τότε η μπουκαπόρτα έμενε συνεχώς ανοιχτή τους αμέσως προηγούμενους μή- ^ες. Προσθέστε σ' αυτές τις σκέψεις τις σκηνές αιματοχυσίας και τρόμου που είχε παρακολουθήσει τόσο πρόσφατα ο φίλος μου- τη φυλάκισή του, τις στερήσεις, την ως εκ θαύματος σωτηρία από το θάνατο, όπως και τη λεπτή και αμφίβολη θέση που κατείχε ακόμη -περιστάσεις όλες πολύ καλά ρπολογισμένες για να συντρίβουν κάθε ενεργητικότητα του νου- και ο αναγνώστης θα φτάσει, εύκολα, όπως κι εγώ, στο σημείο να αντικρίσει τη φαινομενική του λιποταξία από τη φιλία και την πίστη, με αισθήματα συμπόνιας μάλλον παρά θυμού.

Η θραύση του μπουκαλιού ακούστηκε καθαρά, αλλά ακόμη ο Αύγουστος δεν ήταν σίγουρος ότι προερχόταν από το αμπάρι. Η αμφιβολία, ωστόσο, ήταν αρκετή παρότρυνση για να συνεχίσει την προσπάθεια. Σκαρφάλωσε ώς το ύψος σχεδόν του κουραδόρου, πάνω στη στοιβασιά, και μετά, περιμένοντας να κοπάσουν λίγο τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου, με φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, αψηφώντας για μια φορά τον κίνδυνο να τον ακούσει το πλήρωμα. Θα θυμάστε ότι στην περίσταση αυτή η φωνή του έφτασε στ' αυτιά μου, αλλά εγώ, πλημμυρισμένος και κατανικημένος από βίαιη ταραχή, στάθηκα ανήμπορος να αποκριθώ! Σίγουρος τώρα ότι οι χειρότερες ανησυχίες του είχαν βγει αληθινές, κατέβηκε, σκοπεύοντας να επιστρέψει στο πρόστεγο χωρίς να χάσει καιρό. Στη θιασύ- νη του έριξε κάτω μερικά μικρά κουτιά, και όπως θα θυμάστε, άκουσα το γδούπο τους. Είχε προχωρήσει αρκετά στο δρόμο της επιστροφής, όταν ο ήχος του μαχαιριού μου που έπεφτε τον ανάγκασε και πάλι να διστάσει. Γύρισε αμέσως πίσω, και σκαρφαλώνοντας στη στοιβασιά για δεύτερη φορά, φώναξε το όνομά μου, δυνατά σαν και πρώτα, για δεύτερη φορά, αφού περίμενε μια ανάπαυλα της τρικυμίας. Τη φορά αυτή βρήκα φωνή να απαντήσω. Πανευτυχής που με πετύχαινε ζωντανό, αποφάσισε τώρα να περιφρονήσει κάθε δυσκολία και κίνδυνο για να βρεθεί κοντά μου. Αφού ξέμπλεξε όσο το δυνατό γρηγορότερα από το λαβύρινθο των εμπορευμάτων που τον περικύκλωναν, βρήκε με τα πολλά ένα άνοιγμα, και τέλος, μετά από σειρά αγώνων, έφτασε στο κουτί σε κατάσταση πλήρους εξουθένωσης.

Κεφάλαιο έκτο

Μόνο τις βασικές γραμμές αυτής της αφήγησης μου διηγήθηκε ο Αύγουστος όσο μείναμε κοντά στο κουτί. Τις λεπτομέρειες μου τις ανέπτυξε αργότερα. Φοβόταν μήπως πάρουν είδηση την απουσία του, κι εγώ ήμουν ξετρελαμένος από την ανυπομονησία να αφήσω πίσω μου τη μισητή φυλακή μου. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αμέσως για την τρύπα στον μπουλμέ, όπου επρόκειτο να μείνω εγώ προς το παρόν, ενώ εκείνος θα πήγαινε να ανιχνεύσει το έδαφος. Ούτε ο Αύγουστος ούτε εγώ αντέχαμε στη σκέψη να αφήσουμε τον Τίγρη στο κουτί- όμως το ερώτημα ήταν το τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε. Φαινόταν εντελώς ήσυχος τώρα, και δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον ήχο της αναπνοής του, όσο κι αν κολλούσαμε τ' αυτιά μας στο κουτί. Ήμουν πεισμένος ότι ήταν νεκρός, κι αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα. Τον βρήκαμε ξαπλωμένο σ' όλο του το μάκρος, θυθισμένον προφανώς σε βαθύ λήθαργο, αλλά ζωντανόν ακόμη. Δεν είχαμε

Page 22: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

καιρό για χάσιμο, αλλά εγώ δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το ζώο που δύο φορές μου έσωσε τη ζωή, χωρίς να κάνω μια απόπειρα να το γλιτώσω. Τον σύραμε λοιπόν πίσω μας όσο καλύτερα μπορούσαμε, αν και με μεγάλο κόπο και δυσκολία· ο Αύγουστος, ώρες ώρες, ήταν υποχρεωμένος να σκαρφαλώνει στα εμπόδια που συναντούσαμε, με το πελώριο σκυλί στην'αγκαλιά του -μια και η αδυναμία μου με καθιστούσε ολότελα ανίκανο γι' αυτόν τον άθλο. Επιτέλους, καταφέραμε να φτάσουμε στην τρύπα, και ο Αύγουστος πέρασε έξω, τραβώντας και τον Τίγρη πίσω του. Τίποτα δυσάρεστο δεν είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της απουσίας του, και δεν παραλείψαμε να ευχαριστήσουμε με κάθε ειλικρίνεια το Θεό για τη σωτηρία μας από τον κίνδυνο που είχαμε διαφύγει. Προς το παρόν, συμφωνήσαμε να παραμείνω κοντά στο άνοιγμα, απ' όπου θα μπορούσε εύκολα ο σύντροφος μου να μου προσφέρει ένα μέρος από την καθημερινή τροφή του, και όπου θα είχα το πλεονέκτημα να ανασαίνω σχετικά καθαρό αέρα.

Για να επεξηγήσω ορισμένα μέρη της αφήγησής μου, όπου γίνεται λόγος για τη στοιβασιά του μπρικιού, τα οποία μπορεί να φαίνονται ασαφή σε όσους αναγνώστες μου έχουν δει σωστή ή κανονική στοιβασιά, πρέπει να δηλώσω εδώ ότι ο τρόπος με τον οποίο επιτελέστηκε στο Δελφίνι το τόσο σημαντικό αυτό έργο, αποτελούσε ασυγχώρητη πράγματι αμέλεια από μέρους του κάπταιν Μπάρναρντ, που με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε την αναγκαία προνοητικότητα και τη ναυτική πείρα που απαιτούσε η τόσο επικίνδυνη υπηρεσία που του είχε ανατεθεί. Η σωστή στοιβασιά δεν μπορεί να επιτευχθεί με απρόσεκτο τρόπο, και πολλά καταστροφικά ατυχήματα, ακόμη και απ' ό,τι ξέρω από προσωπική μου εμπειρία, προκλήθηκαν από αμέλεια ή άγνοια σ' αυτόν τον τομέα. Τα ακτοπλοϊκά, πάνω στη βιασύνη και τη φούρια τους να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν φορτίο, είναι περισσότερο επιρρεπή σε ατυχήματα από έλλειψη προσοχής στη στοιβασιά. Το σπουδαιότερο θέμα είναι να μην επιτρέψεις στο φορτίο ή στο έρμα να μετατοπιστεί, ακόμη και στα βιαιότερα παρακυλίσματα του πλοίου. Με το σκοπό αυτό στο μυαλό, πρέπει να δίνεις μεγάλη προσοχή, όχι μόνο στην ποσότητα του φορτίου που επιβιβάζεται, αλλά και στη φύση αυτού του φορτίου, και στο αν θα είναι πλήρες ή μερικό. Στα περισσότερα είδη εμπορευμάτων, η στοιβασιά πετυχαίνει αν τα φορτώματα συμπιεστούν με ένα είδος γρύλου. Έτσι, σε ένα φόρτωμα από ταμπάκο ή αλεύρι, η όλη ποσότητα συμπιέζεται τόσο σφιχτά στο αμπάρι του πλοίου, που τα βυτία και οι βαρέλες στο ξε- φόρτωμα έχουν ισοπεδωθεί ολότελα, και χρειάζεται χρόνος για να ξαναπάρουν το αρχικό τους σχήμα. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, αυτής της συμπίεσης, είναι να εξοικονομηθεί χώρος στο αμπάρι- γιατί σε ένα πλήρες φορτίο τέτοιων προϊόντων, όπως το αλεύρι ή ο ταμπάκος, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μετατόπισης, σε σημείο τουλάχιστον που να προξενήσει αναστάτωση. Υπάρχουν, πράγματι, παραδείγματα όπου η μέθοδος αυτής της συμπίεσης είχε συνέπεια τα πιο αξιοθρήνητα αποτελέσματα, που προκλήθηκαν από αιτία εντελώς διαφορετική από τον κίνδυνο μετατόπισης του φορτίου. Ένα φορτίο βαμβάκι, παραδείγματος χάρη, στοιβαγμένο πολύ σφιχτά, με τη διαστολή του όγκου του, έχει, πολλές φορές, κομματιάσει το πλοίο στη θάλασσα- δεν μπορεί επίσης να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει στην περίπτωση του ταμπάκου, όταν υφίσταται τη συνηθισμένη ζύμωση, αν δεν υπήρχαν τα διάκενα που σχηματίζονται από τις καμπύλες των βαρελιών.

Στις περιπτώσεις που το φορτίο είναι μερικό, αντιμετωπίζουμε κυρίως τον κίνδυνο της μετατόπισης, και πρέπει πάντα να λαμβάνονται προφυλακτικά μέτρα προστασίας απ' αυτήν τη συμφορά. Μόνο όσοι έχουν συναντήσει ισχυρή ανεμοθύελλα ή μάλλον έχουν γνωρίσει το παρα- κύλισμα του σκάφους στην ξαφνική γαλήνη μετά την καταιγίδα, μπορούν να σχηματίσουν κάποια ιδέα για την τρομερή δύναμη των θουτηγμάτων της πρώρας του πλοίου και την τρομερή ώθηση που δίνουν, συνεπώς, σε όλα τα ελεύθερα αντικείμενα του σκάφους. Τότε γίνεται φανερή η σημασία μιας προσεκτικής στοιβασιάς, όταν το φορτίο είναι μερικό. Όταν στέκει τραβέρσο (ιδιαίτερα με ένα μικρό πανί της πλώρης), ένα σκάφος που δεν είναι σωστά κατασκευασμένο στην πρώρα, παίρνει συχνά θέση κοιμισμένη· αυτό μπορεί να συμβαίνει κάθε δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά κατά μέσον όρο, χωρίς όμως σοβαρές συνέπειες, αρκεί να έχει γίνει σωστή στοιβασιά. Αν όμως δεν έχει δοθεί αυστηρή προσοχή σ' αυτό το έργο, τότε με το πρώτο' μπότζι όλο το φορτίο κατρακυλάει στην πλευρά του σκάφους που έχει γείρει στο νερό, και καθώς το πλοίο εμποδίζεται να ανακτήσει την ισορροπία του, πράγμα που οπωσδήποτε θα συνέβαινε, είναι σίγουρο ότι θα γεμίσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και θα βυθιστεί. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι τουλάχιστον στις μισές περιπτώσεις πλοίων που καταποντίστηκαν κατά τη διάρκεια σφοδρών καταιγίδων στη θάλασσα, η αιτία είναι η μετατόπιση φορτίου ή έρματος.

Όταν μερικό φορτίο επιβιβάζεται στο πλοίο, πρέπει, αφού πρώτα στοιβαχτεί όσο πιο συμπαγώς γίνεται, να καλυφθεί όλο μαζί με μια στρώση από χοντρά σανίδια, που να εκτείνονται σ' όλο το μήκος του πλοίου. Πάνω σ' αυτά τα σανίδια πρέπει να στηθούν γερά, προσωρινά πουντέ- λια, που να φτάνουν ώς τα στραβόξυλα από πάνω, κρατώντας έτσι καθετί στη θέση του. Στα φορτία από δημητριακά, ή άλλο παρόμοιο υλικό, απαιτούνται επιπρόσθετες προφυλάξεις. Ένα αμπάρι που ξεκινά από το λιμάνι γεμάτο ασφυκτικά από σιτηρά, θα βρεθεί μόνο κατά τα τρία τέταρτα πλήρες όταν φτάσει στον προορισμό του -και αυτό θα συμβεί, παρόλο που το εμπόρευμα, όταν μετρηθεί γαλόνι γαλόνι από τον παραλήπτη, θα υπερβαίνει κατά πολύ (εξαιτίας της διόγκωσης του σπόρου) την απεσταλμένη ποσότητα. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στην καθίζηση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, και γίνεται πιο αισθητή ανάλογα με τις καιρικές ανωμαλίες. Αν ο σπόρος δεν έχει στοιβαχτεί σφιχτά στο αμπάρι, ακόμη κι αν έχοϋν τοποθετηθεί .σανίδια και πουντέλια, υπάρχει πάλι φόβος να μετατοπιστεί σε μεγάλη απόσταση, και να επιφέρει έτσι τις πιο τραγικές καταστροφές. Για να αποφευχθεί αυτό, πρέπει να εφαρμοστεί πριν από τον απόπλου κάποια μέθοδος για να καθιζάνει το φορτίο όσο το δυνατόν περισσότερο- και γι' αυτό υπάρχουν πολλές επινοήσεις, μεταξύ των οποίων μπορούμε να αναφέρουμε την τοποθέτηση σφηνών μέσα στα σιτηρά. Ακόμη και αφού γίνουν όλα αυτά, και καταβληθεί ιδιαίτερος κόπος για τη στερέωση των σανίδων, κανένας θαλασσινός που ξέρει πέντε πράγματα δε θα αισθάνεται ολότελα ασφαλής σε καταιγίδα οποιασδήποτε έντασης με φορτίο σιτηρών στο πλοίο, και

Page 23: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

μάλιστα μερικό φορτίο. Και όμως, υπάρχουν εκατοντάδες ακτοπλοϊκά μας, και κατά πάσα πιθανότητα πολύ περισσότερα από τα λιμάνια της Ευρώπης, που αποπλέουν καθημερινά με μερικά φορτία, ακόμη και του πιο επικίνδυνου είδους, χωρίς να λάβουν καμία προφύλαξη. Το θαύμα είναι πως δεν έχουμε περισσότερα ατυχήματα απ' αυτά που πράγματι συμβαίνουν. Ένα οικτρό παράδειγμα της απερισκεψίας αυτής που έτυχε να γνωρίζω, είναι η περίπτωση του κάπταιν Τζόελ Ράις, της σκούνας Πυγολαμπίδα, που απέπλευσε από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια για τη Μαδέρα, με φορτίο καλαμποκιού, το έτος 1825. Ο καπετάνιος είχε κάνει πολλά ταξίδια χωρίς σοβαρά ατυχήματα, αν και συνήθιζε να μη δίνει καμία σημασία στη στοιβασιά του, παρά αρκούνταν μόνο να τοποθετεί τα εμπορεύματα με το συνηθισμένο τρόπο. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ πριν με φορτίο δημητριακών, και στην περίπτωση αυτή έριξε το καλαμπόκι σκόρπια και μπόσικα στο αμπάρι, όπου δεν κατέλαβε παραπάνω από το μισό χώρο. Στο πρώτο μέρος του ταξιδιού, δε συνάντησε τίποτα περισσότερο από ασθενείς ανέμους· αλλά όταν βρισκόταν σε απόσταση μίας ημέρας από τη Μαδέρα, ξέσπασε θύελλα από τα βορειοανατολικά, που τον ανάγκασε να σταθεί τραβέρσο. Έφερε τη σκούνα πρίμα στον άνεμο, με μια διπλή σειρά πανιά της πλώρης, και το πλοίο άραξε όσο καλύτερα γινόταν κάτω από τις παρούσες συνθήκες, και δεν μπήκε μέσα ούτε σταγόνα νερό. Μέχρι να πέσει η νύχτα, η τρικυμία κόπασε λίγο, και το πλοίο παρακυλού- σε με μεγαλύτερη αστάθεια από πρώτα, αλλά τα πήγαινε ακόμη πολύ καλά, ώσπου ένα βαρύ μπότζι το έριξε σε θέση κοιμισμένη στα δεξιά. Ακούστηκε τότε ένας ήχος από το καλαμπόκι που μετατοπιζόταν όλο μαζί, και με τη δύναμη της κίνησης αυτής, άνοιξε η κύρια μπουκαπόρτα. Το σκάφος βούλιαξε σα μολύβι. Αυτό συνέβη σε απόσταση ακοής από ένα μικρό σλέπι από τη Μαδέρα, το οποίο περισυνέλεξε ένα μέλος του πληρώματος (τον μόνο επιζώντα) και υπόμεινε τη θύελλα χωρίς καμία βλάβη, όπως ομολογουμένως θα συνέβαινε ακόμη και σε βαρκάκι με σωστή διακυβέρνηση.

Η στοιθασιά στο Δελφίνι έγινε με μεγάλη αδεξιότητα, αν βέβαια μπορούμε να ονομάσουμε στοιβασιά το φύρδην μίγδην συσσώρευμα από πετρελαιοβάρελα1 και έπιπλα του πλοίου. Έχω μιλήσει ήδη για την κατάσταση των εμπορευμάτων στο αμπάρι. Στον κουραδόρο υπήρχε αρκετός ελεύθερος χώρος για να χωρέσει το σώμα μου (όπως έχω δηλώσει) ανάμεσα στα πετρελαιοβάρελα και στο ανώτερο κατάστρωμα- ένας χώρος είχε μείνει διαθέσιμος δίπλα στην κεντρική μπουκαπόρτα· αυτά και άλλα μεγάλα διάκενα είχαν αφεθεί στη στοιβασιά. Κοντά στην τρύπα που είχε ανοίξει ο Αύγουστος στον μπουλμέ, υπήρχε αρκετός χώρος για ένα ολόκληρο βυτίο, κι εκεί εγκαταστάθηκα άνετα προς το παρόν.

Όταν πια ο φίλος μου είχε επιστρέψει ασφαλής στην κουκέτα του, και είχε περάσει τις χειροπέδες και το σκοινί, είχε ξημερώσει για τα καλά. Πράγματι, μπορούμε να πούμε πως την είχαμε γλιτώσει φτηνά- γιατί μόλις και μετά βίας είχε προφτάσει να τα τακτοποιήσει όλα, όταν κατέβηκε ο υποπλοίαρχος με τον Ντερκ Πήτερς και το μάγειρα. Συζήτησαν λίγη ώρα για το καράβι από το Πράσινο Ακρωτήρι, και φαίνονταν να αδημονούν για την εμ- φάνισή του. Τέλος, ο μάγειρας πλησίασε στην κουκέτα όπου ήταν ξαπλωμένος ο Αύγουστος, και κάθισε εκεί, δίπλα στο κεφάλι του. Μπορούσα να βλέπω και να ακούω τα πάντα από την κρυψώνα μου, γιατί το κομμένο σανίδι δεν είχε ξαναμπεί στη θέση του, και περίμενα να πέσει από στιγμή σε στιγμή ο νέγρος πάνω στην πατατούκα που ήταν κρεμασμένη για να κρύβει το άνοιγμα, οπότε θα αποκαλύπτονταν τα πάντα και οι ζωές μας χωρίς αμφιβολία θα θυσιάζονταν στη στιγμή. Η καλή μας τύχη ωστόσο υπερίσχυσε- και παρόλο που πολλές φορές την άγγιξε πάνω στα σκαμπανεβάσματα του πλοίου, ποτέ δεν την πίεσε αρκετά έντονα για να ανακαλύψει τι υπήρχε από πίσω. Ο ποδόγυρος της πατατούκας είχε στεριωθεί προσεχτικά στον μπουλμέ για να μην αιωρείται και φανεί έτσι το

άνοιγμα. Όλο αυτό το διάστημα, ο Τίγρης έμεινε ξαπλωμένος στα πόδια της κουκέτας, και φαινόταν να 'χει ξαναβρεί ώς ένα σημείο τις αισθήσεις του, γιατί τον έβλεπα κάπου κάπου να ανοίγει τα μάτια του και να παίρνει βαθιά αναπνοή.

Μετά από λίγα λεπτά, ο υποπλοίαρχος και ο μάγειρας ανέβηκαν επάνω, αφήνοντας πίσω τους τον Ντερκ Πήτερς που, μόλις έφυγαν, ήρθε και κάθισε στη θέση που μόλις είχε αφήσει ο υποπλοίαρχος. Άρχισε να μιλά πολύ φιλικά με τον Αύγουστο, και μπορούσαμε τώρα να δούμε ότι ήταν πολύ λιγότερο μεθυσμένος απ' ό,τι προσποιούνταν όταν ήταν μαζί με τους άλλους. Αποκρίθηκε σε όλες τις ερωτήσεις του συντρόφου μου με απόλυτη ελευθερία- του είπε ότι χωρίς αμφιβολία ο πατέρας του θα είχε περισυνε- λεχθεί, γιατί υπήρχαν στον ορίζοντα τουλάχιστον πέντε ιστία πριν δύσει ο ήλιος την ημέρα που ρίχτηκε η βάρκα- και του μίλησε γενικά με τόσο παρηγορητικά λόγια, που με άφησε κατάπληκτο όσο και ευχαριστημένο. Πράγματι, άρχισα να τρέφω ελπίδες πως ίσως, με τη βοήθεια του Πήτερς, κατορθώναμε να πάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο του μπρικιού, και την ιδέα μου αυτή την ανέφερα στον Αύγουστο μόλις βρήκα την ευκαιρία. Είπε πως το θεωρούσε πιθανό, αλλά με εξόρκισε να κάνω την απόπειρα αυτή με τις μεγαλύτερες προφυλάξεις, γιατί οι διαθέσεις του μιγάδα έμοιαζαν να υποκινούνται από τα πιο αυθαίρετα καπρίτσια και μόνο- και πραγματικά, θα ήταν δύσκολο να πούμε αν είχε ποτέ σώας τας φρένας. Ο Πήτερς ανέβηκε στο κατάστρωμα μία ώρα αργότερα περίπου, και δεν επέστρεψε ξανά πριν από το μεσημέρι, οπότε και έφερε στον Αύγουστο μια πλούσια μερίδα παστό βοδινό και πουτίγκα. Από το φαγητό αυτό, όταν μείναμε μόνοι, έφαγα με όρεξη ένα μεγάλο μέρος, χωρίς να κάνω τον κόπο να γυρίσω στην κρυψώνα μου πίσω από την τρύπα. Κανείς άλλος δεν κατέβηκε στο πρόστεγο κατά τη διάρκεια της μέρας, και τη νύχτα χώθηκα στην κουκέτα του Αύγουστου, όπου κοιμήθηκα βαθιά και γλυκά μέχρι τα χαράματα- τότε με ξύπνησε γιατί άκουσε κάποια κίνηση στο κατάστρωμα, και ξαναγύρισα στο πόστο μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν ξημέρωσε για τα καλά, διαπιστώσαμε ότι ο Τίγρης είχε αναλάβει τις δυνάμεις του σχεδόν ολότελα και δεν έδειχνε ίχνη υδροφοβίας, αφού ήπιε το λίγο νερό που του προσφέραμε με τη μεγαλύτερη προφανή προθυμία. Τη μέρα εκείνη ξαναθρήκε όλη την παλιά όρεξη και το σφρίγος του. Η παράξενη συμπεριφορά του είχε προκληθεί, χωρίς αμφιβολία, από το μολυσμένο αέρα στο αμπάρι, και δεν είχε σχέση με καμία σκυλίσια τρέλα. Δεν κρατιόμουν από τη χαρά μου που επέμεινα να τον πάρω από το κουτί. Η ημέρα εκείνη ήταν η

Page 24: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

τριακοστή του Ιουνίου και η δέκατη τρίτη από τότε που σάλπαρε το Δελφίνι από το Ναντάκετ.

Στις 2 Ιουλίου κατέβηκε κάτω ο υποπλοίαρχος, μεθυσμένος όπως συνήθως, και εξαιρετικά ευδιάθετος. Πλησίασε στην κουκέτα του Αύγουστου, και δίνοντάς του ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, τον ρώτησε αν θα φερόταν σαν καλό παιδί σε περίπτωση που θα τον άφηνε ελεύθερο, και αν έδινε την υπόσχεσή του πως δε θα γύριζε ξανά στην καμπίνα. Σ' αυτά, φυσικά, ο φίλος μου αποκρίθηκε καταφατικά, και τότε ο αχρείος τον άφησε ελεύθερο, αφού τον ανάγκασε πρώτα να πιει από ένα φλασκί ρούμι που έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του. Και οι δυο τους ανέβηκαν τότε στο κατάστρωμα, και δεν ξαναείδα τον Αύγουστο για τρεις περίπου ώρες. Κατέβηκε μετά κάτω, φέρνοντας τα καλά νέα ότι είχε πάρει την άδεια να περιφέρεται στο μπρίκι όπου του κάνει κέφι, από το μεγάλο κατάρτι και πέρα, και ότι είχε λάβει την εντολή να κοιμά ται όπως συνήθως στο πρόστεγο. Μου έφερε επίσης ένα ωραίο δείπνο και άφθονο νερό. Το μπρίκι παραμόνευε πάντα το σκάφος από το Πράσινο Ακρωτήριο, και μόλις προ ολίγου είχε φανεί στον ορίζοντα ένα ιστίο, που ανήκε μάλλον στο περί ού ο λόγος πλοίο. Καθώς τα γεγονότα των οχτώ επόμενων ημερών έχουν μικρή σημασία και καμία άμεση συνάρτηση με τα κύρια περιστατικά της αφή- γησής μου, θα τα εκθέσω εδώ με τη μορφή ημερολογίου, μια και δε θέλω να τα παραλείψω ολότελα.

3η Ιουλίου. Ο Αύγουστος μου έφερε τρεις κουβέρτες με τις οποίες έφτιαξα ένα άνετο κρεβάτι στην κρυψώνα μου. Κανείς δεν ήρθε κάτω εκτός από το σύντροφο μου, κατά τη διάρκεια της μέρας. Ο Τίγρης ξάπλωσε στη συνηθι σμένη του θέση στα πόδια της κουκέτας δίπλα στο άνοιγμα, και κοιμήθηκε βαθιά σα να μην είχε αναρρώσει ακόμη. Το βράδυ, μια αιφνίδια ριπή ανέμου χτύπησε το καράβι πριν προλάβουν να μαζέψουν το πανί, και λίγο έλειψε να το αναποδογυρίσει. Ο αέρας, ωστόσο, κόπασε αμέσως, και η μόνη ζημιά που έγινε, ήταν το σκίσιμο του παρουκέτου. Ο Ντερκ Πήτερς μεταχειρίστηκε τον Αύγουστο με πολλή καλοσύνη όλη μέρα, και συζήτησε πολλή ώρα μαζί του για τον Ειρηνικό Ωκεανό και για τα νησιά που είχε επισκεφθεί στην περιοχή. Τον ρώτησε αν ήθελε να πάει με τους στασιαστές σε ένα είδος ταξιδιού εξερευνήσεων και αναψυχής σ' αυτά τα μέρη, και του είπε ότι οι άντρες σταδιακά ενστερνίζονταν τις απόψεις του υπο-πλοιάρχου. Σ' αυτό, ο Αύγουστος έκρινε καλό να απαντήσει ότι θα πήγαινε με ευχαρίστηση σε μια τέτοια περιπέτεια, αν δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο, και ότι τα πάντα ήταν προτιμότερα από την πειρατική ζωή.

4η Ιουλίου. Το σκάφος που είχε φανεί, αποδείχτηκε πως ήταν ένα μικρό μπρίκι από το Λίβερπουλ, και το άφησαν να περάσει χωρίς να το πειράξουν. Ο Αύγουστος πέρασε τον περισσότερο καιρό του στο κατάστρωμα, με σκοπό να συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε σχετικά με τις προθέσεις των στασιαστών. Είχαν συχνούς και βίαιους καβγάδες μεταξύ τους, και σε έναν απ' αυτούς έριξαν στη θαλασσα έναν καμακωτή, τον Τζιμ Μπόνερ. Η ομάδα του υποπλοιάρχου κέρδιζε έδαφος. Ο Τζιμ Μπόνερ ανήκε στην κλίκα του μάγειρα, της οποίας οπαδός ήταν και ο Πήτερς.

5η Ιουλίου. Τα ξημερώματα φύσηξε σταθερή αύρα από τα δυτικά, που το μεσημέρι δυνάμωσε σε άνεμο σκληρό, έτσι που το μπρίκι έπρεπε να μείνει μόνο με την μπούμα και τον τρίγκο. Μαζεύοντας το παρουκέτο, ο Σιμς, ένας ναύτης που ανήκε στη συμμορία του μάγειρα, έπεσε, πιωμένος καθώς ήταν, στη θάλασσα και πνίγηκε- δεν έκαναν καμία απόπειρα να τον σώσουν. Έμειναν τώρα δεκατρία άτομα στο πλοίο, και συγκεκριμένα ο Ντερκ Πήτερς, ο Σέυμουρ, ο μαύρος μάγειρας, ο Τζόουνς, ο Γκρήλυ, ο Χάρτμαν Ρότζερς και ο Γουίλιαμ Άλεν, από την ομάδα του μάγειρα- ο υποπλοίαρχος, που δεν έμαθα το όνομα του ποτέ, ο Άμπσαλομ Χικς, ο Γουίλσον, ο Τζων Χαντ και ο Ρίτσαρντ Πάρκερ από την ομάδα του υποπλοιάρχου -και φυσικά ο Αύγουστος κι εγώ.

6η Ιουλίου. Η καταιγίδα κράτησε όλη μέρα, με δυνατές σπιλιάδες και βροχή. Το μπρίκι έβαλε πολύ νερό από τους αρμούς και μια αντλία δούλευε συνεχώς· μέχρι και ο Αύγουστος αναγκάστηκε να τη χειριστεί με τη σειρά του. Κατά το σούρουπο, πέρασε από κοντά μας ένα μεγάλο πλοίο, που δεν το αντιλήφθηκε κανείς προτού να φτάσει σε απόσταση φωνής. Υπέθεσαν όλοι πως το πλοίο ήταν αυτό που καραδοκούσαν οι στασιαστές. Ο υποπλοίαρχος χαιρέτησε, αλλά η απάντηση πνίγηκε στη βουή της καταιγίδας. Στις έντεκα, ένα κύμα χτύπησε στη μέση το πλοίο, κόβοντας ένα μεγάλο μέρος από τα αριστερά παραπέτα και προξενώντας κάποιες άλλες μικροζημιές. Κατά το πρωί ο καιρός καλοσύνεψε, και στην ανατολή του ηλίου φυσούσε πολύ λίγος αέρας.

7η Ιουλίου. Είχαμε μεγάλη φουσκοθαλασσιά όλη μέρα, και το μπρίκι, ελαφρύ όπως ήταν, σκαμπανέβαζε αδιάκοπα· πολλά αντικείμενα ξέφυγαν από τη θέση τους στο αμπάρι, όπως άκουγα καθαρά από την κρυψώνα μου. Υπέφερα πολύ από ναυτία. Ο Πήτερς είχε μια μεγάλη συζήτηση σήμερα με τον Αύγουστο, και του είπε ότι δύο από την κλίκα του, ο Γκρήλυ και ο Άλεν, πήγαν με το μέρος του υποπλοιάρχου και αποφάσισαν να γίνουν πειρατές. Έκανε διάφορες ερωτήσεις στον Αύγουστο, που ο φίλος μου δεν τις κατάλαβε ακριβώς τότε. Το απόγευμα, η εισροή νερού έγινε πιο έντονη και δεν υπήρχαν μέσα να εμποδιστεί, γιατί το πλοίο είχε κουραστεί και έπαιρνε νερά από τους αρμούς του. Έφραξαν με ένα πανί τις χαραμάδες στην πλώρη, πράγμα που μας βοήθησε μέχρις ενός σημείου, και αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε την εισροή.

8η Ιουλίου. Μια ασθενής αύρα φύσηξε στην ανατολή του ηλίου από τα ανατολικά, όταν ο υποπλοίαρχος έστρεψε το μπρίκι στα νοτιοδυτικά, με σκοπό να κατευθυνθεί προς μερικά νησιά των Δυτικών Ινδιών ακολουθώντας τα πειρατικά του σχέδια. Ούτε ο Πήτερς ούτε ο μάγειρας έφεραν αντιρρήσεις -τουλάχιστον απ' ό,τι άκουσε ο Αύγουστος. Κάθε ιδέα για κατάληψη του πλοίου από το

Πράσινο Ακρωτήριο εγκαταλείφθηκε. Η εισροή ελεγχόταν τώρα άνετα με μία μόνο αντλία που λειτουργούσε κάθε τρία τέταρτα της ώρας. Το πανί τραβήχτηκε από την πλώρη. Μιλήσαμε με δύο μικρές σκούνες κατά τη διάρκεια της μέρας.

9η Ιουλίου. Καλός καιρός. Όλοι είναι απασχολημένοι με την επιδιόρθωση των παραπέτων. Ο Πήτερς είχε και πάλι μια

Page 25: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

μεγάλη συζήτηση με τον Αύγουστο, και του μίλησε πιο ξεκάθαρα απ' ό,τι είχε κάνει προηγουμένως. Είπε ότι τίποτα δε θα τον έπειθε να ασπασθεί τις ιδέες του υποπλοιάρχου, και έκανε μάλιστα και έναν υπαινιγμό πως σκόπευε να του αποσπάσει τον έλεγχο του μπρικιού. Ρώτησε το φίλο μου αν θα μπορούσε να εξαρτάται από τη βοήθειά του σ' αυτή την περίπτωση, και ο Αύγουστος απάντησε ναι, χωρίς δισταγμό. Ο Πήτερς είπε τότε πως θα πήγαινε να ενημερώσει και τους άλλους της ομάδας γι' αυτό το θέμα, και απομακρύνθηκε. Την υπόλοιπη μέρα ο Αύγουστος δε βρήκε ξανά ευκαιρία να του μιλήσει ιδιαιτέρως.

Κεφάλαιο έβδομο

10η Ιουλίου. Μιλήσαμε σ' ένα πλοίο από το Ρίο με προορισμό το Νόρφολκ. Καιρός ελαφρώς ομιχλώδης, με υπο- πνέοντα μεταβλητό άνεμο από τα ανατολικά. Σήμερα πέθανε ο Χάρτμαν Ρότζερς, που είχε προσβληθεί στις οχτώ του μηνός από σπασμούς, αφού ήπιε ένα ποτήρι γκρογκ. Ο άνθρωπος αυτός ανήκε στην ομάδα του μάγειρα, και πάνω του κυρίως βασιζόταν ο Πήτερς. Είπε στον Αύγουστο πως πιστεύει ότι τον δηλητηρίασε ο υποπλοίαρχος, και πως περιμένει, αν δεν έχει το νου του, να έρθει γρήγορα και η δική του σειρά. Μόνο ο ίδιος, ο Τζόουνς και ο μάγειρας έμεναν τώρα στην κλίκα του τελευταίου -στο άλλο στρατόπεδο υπήρχαν πέντε. Είχε προτείνει στον Τζόουνς να αρπάξουν την εξουσία από τον υποπλοίαρχο, αλλά η ψυχρή υποδοχή που συνάντησε το σχέδιο του δεν του επέτρεψε να επιμείνει περισσότερο ή να πει τίποτα στο μάγειρα. Και ευτυχώς που έδειξε αυτή τη σύνεση, γιατί το απόγευμα ο μάγειρας ανακοίνωσε την απόφαση του να συμμαχήσει με τον υποπλοίαρχο, και πήγε επίσημα με την άλλη ομάδα- και από την άλλη μεριά Τζόουνς βρήκε μια ευκαιρία να συγκρουστεί με τον Πήτερς, και έκανε μια νύξη πως θα ειδοποιήσει τον υποπλοίαρχο για τα σχέδια που κατέστρωνε. Ήταν πια προφανές πως δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, και ο Πήτερς δήλωσε ότι ήταν αποφασισμένος να κάνει μια απόπειρα για την κατάληψη του πλοίου, με οποιοδήποτε τίμημα, αρκεί ο Αύγουστος να του πρόσφερε τη βοήθειά του. Ο φίλος μου τον διαβεβαίωσε αμέσως για την προθυμία του να κάνει τα πάντα γι' αυτόν το σκοπό, και κρίνοντας την ευκαιρία ευνοϊκή, του αποκάλυψε το μυστικό της παρουσίας μου στο πλοίο. Η κατάπληξη του μιγάδα ήταν μεγάλη σαν τον ενθουσιασμό του, μόλις το άκουσε- δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον Τζόουνς, που τον θεωρούσε ήδη μέλος της ομάδας του υποπλοιάρχου. Κατέβηκαν αμέσως κάτω, ο Αύγουστος με φώναξε, και γρήγορα έκανα τη γνωριμία του Πήτερς. Συμφωνήσαμε να προσπαθήσουμε να ανακαταλάβουμε το μπρίκι με την πρώτη ευκαιρία, αφήνοντας τον Τζόουνς ολότελα έξω από τουξ υπολογισμούς μας. Σε περίπτωση επιτυχίας, θα οδηγούσαμε το μπρίκι στο πρώτο λιμάνι που θα παρουσιαζόταν μπροστά μας, και θα το παραδίδαμε. Η λιποταξία της ομάδας του είχε ματαιώσει τα σχέδια του Πήτερς για ταξίδια στον Ειρηνικό -περιπέτεια που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς πλήρωμα, και ήλπιζε τώρα είτε να αθωωθεί στη δίκη, λόγω παραφροσύνης (η οποία, ισχυριζόταν κατηγορηματικά, ήταν η μόνη αιτία που τον παρακίνησε να προσφέρει τη βοήθειά του στην ανταρσία), είτε να αμνηστευθεί, αν κρινόταν ένοχος, χάρη στα διαβήματα του Αύγουστου και τα δικά μου. Οι συζητήσεις μας διακόπηκαν προς το παρόν από το παράγγελμα «Μαζέψτε το πανί», και ο Πήτερς και ο Αύγουστος έτρεξαν στο κατάστρωμα.

Όπως συνήθως, όλοι σχεδόν στο τσούρμο ήταν μεθυσμένοι- και προτού μαζέψουν όπως έπρεπε τα πανιά, μια βίαιη σπιλιάδα γύρισε το μπρίκι σε στάση κοιμισμένη. Με τη βοήθεια, ωστόσο, του πηδαλιούχου, που δεν άφησε το πλοίο να προσεγγίσει πολύ στον άνεμο, επανήλθε στην ίσια θέση, αφού πήρε όμως πολλά νερά. Προτού να ησυχάσουν τα πράγματα, μια άλλη σπιλιάδα χτύπησε το σκάφος, κι αμέσως μετά μια άλλη -χωρίς να γίνει ζημιά. Όλα προμηνούσαν ανεμοθύελλα, και πράγματι, γρήγορα ξέσπασε με πρωτοφανή μανία, από τα βόρεια στα δυτικά. Τα ετοιμάσαμε όλα όσο καλύτερα γινόταν και σταθήκαμε τραβέρσο, όπως συνήθως, με τον τρίγκο σειρόδετο. Όσο έπεφτε η νύχτα, ο άνεμος δυνάμωνε σε ένταση, και συνοδευόταν και από σοβαρή τρικυμία. Ο Πήτερς γύρισε στο θαλαμίσκο με τον Αύγουστο, και συνεχίσαμε τους υπολο-γισμούς μας.

Μείναμε σύμφωνοι πως δε θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαιρία από την παρούσα για την πραγματοποίηση του σχεδίου μας, γιατί αυτή τη στιγμή κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει μια τέτοια απόπειρα. Αφού το μπρίκι έστεκε τραβέρσο με όλα τα πανιά μαζεμένα, δεν υπήρχε ανάγκη να το χειριστούμε πριν βελτιωθεί ο καιρός, και τότε, αν πετύχαινε η απόπειρά μας, θα μπορούσαμε να απελευθερώσουμε έναν ή και δύο άντρες, για να μας βοηθήσουν να το οδηγήσουμε στο λιμάνι. Η κύρια δυσκολία ήταν η μεγάλη ανισότητα των δυνάμεών μας. Εμείς ήμασταν μόνο τρεις, και στην καμπίνα βρίσκονταν εννέα άτομα. Είχαν επίσης στην κατοχή τους όλα τα όπλα που υπήρχαν στο καράβι, με μόνη εξαίρεση ένα ζευγάρι μικρά πιστό -λια που είχε κρύψει επάνω του ο Πήτερς, και το μεγάλο θαλασσινό μαχαίρι, που το φορούσε πάντα περασμένο στο ζωνάρι του παντελονιού του. Από μερικές άλλες ενδείξεις επίσης -γιατί πράγματα όπως π.χ. τσεκούρια ή χειρομοχλοί δεν είχαν μείνει στην κανονική τους θέση- αρχίσαμε να φοβόμαστε ότι ο υποπλοίαρχος είχε τις υποψίες του τουλάχιστον απέναντι στον Πήτερς, και ότι δε θα έχανε ευκαιρία να τον ξεφορτωθεί. Ήταν, ομολογουμένως, σαφές ότι αυτό που είχαμε να κάνουμε έπρεπε να το κάνουμε γρήγορα. Ωστόσο όλες οι πιθανότητες ήταν εναντίον μας, και αυτό μας υπαγόρευε να ενεργήσουμε με τις μεγαλύτερες προφυλάξεις.

Ο Πήτερς πρότεινε να ανεβεί στο κατάστρωμα και να πιάσει συζήτηση με το σκοπό (τον "Αλεν), και να τον πετάξει στη θάλασσα χωρίς πολλές φασαρίες και χωρίς να κάνει θόρυβο, αρπάζοντας την κατάλληλη ευκαιρία· να ανέβουμε μετά, ο Αύγουστος κι εγώ, και να προσπαθήσουμε να εφοδιαστούμε με κάποιο είδος αυτοσχέδιου οπλισμού από το κατάστρωμα- και μετά να κάνουμε έφοδο όλοι μαζί και να καταλάβουμε τη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό του πλοίου προτού προβληθεί αντίσταση. Έφερα αντιρρήσεις σ' αυτό το σχέδιο, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο υποπλοίαρχος (που ήταν άνθρωπος πανούργος σε όσα θέματα δεν είχαν να κάνουν με τις προλήψεις του) θα έπεφτε στην παγίδα μας τόσο εύκολα.

Page 26: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Και μόνο το γεγονός ότι υπήρχε σκοπός στο κατάστρωμα, ήταν επαρκής απόδειξη πως βρισκόταν σε επιφυλακή -γιατί δε συνηθίζεται, με μόνη εξαίρεση τα πλοία όπου η πειθαρχία επιβάλλεται με μεγάλη αυστηρότητα, να ορίζεται σκοπός στο κατάστρωμα όταν το σκάφος στέκει τραβέρσο σε μια ανεμοθύελλα. Εφόσον απευθύνομαι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε ανθρώπους που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ στη θάλασσα, θα ήταν καλό να περιγράψω την ακριβή κατάσταση ενός πλοίου κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Το να στέκει το πλοίο τραβέρσο ή, στη διάλεκτο των ναυτικών, να «τραβερσάρει», είναι ένα μέσο που εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις και πραγματοποιείται με διάφορους τρόπους. Όταν είναι μέτριος ο καιρός, γίνεται συχνά απλώς για να ακινητοποιηθεί το σκάφος, για να περιμένει ένα άλλο σκάφος, ή για άλλον παρόμοιο σκοπό. Αν το σκάφος τραβερσάρει με όλα τα πανιά ανοιγμένα, η μανούβρα επιτυγχάνεται συνήθως όταν ρί χνουμε γύρω ένα μέρος από τα ιστία του για να αφήσουμε τον άνεμο να τα σοπράρει όταν το πλοίο μείνει ακίνητο. Μα τώρα μιλάμε για τραβέρσο σε ανεμοθύελλα. Αυτό συμβαίνει όταν ο άνεμος είναι αντίπρωρος και υπερβολικά βίαιος για να δουλέψει όλα τα πανιά, χωρίς κίνδυνο ανατροπής του πλοίου- και, μερικές φορές, ακόμα κι όταν ο άνεμος είναι καλός, αλλά η μεγάλη τρικυμία δεν επιτρέπει στο πλοίο να ουριοδρομήσει. Αν ένα πλοίο παραδοθεί σε ισχυρό ούριο άνεμο με τρικυμία, γίνονται συνήθως πολλές ζημιές, γιατί βάζει νερό από την πρύμνη, και μερικές φορές και με τα απότομα βουτήγματα που κάνει προς τα εμπρός. Η μανούβρα αυτή, ωστόσο, σπάνια εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός κι αν το επιβάλλει η ανάγκη. Όταν το πλοίο κάνει νερά, συχνά ουριοδρομεί ακόμη και με τη μεγαλύτερη τρικυμία- γιατί, όταν τραβερσάρει το πλοίο, είναι σίγουρο πως τα σόκορα θα ανοίξουν από τη μεγάλη ένταση, πράγμα που δε συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό όταν του δώσουν στα πρύμα. Συχνά, επίσης, γίνεται αναγκαίο να δώσεις ένα πλοίο στα πρύμα, να το παραδώσεις στον άνεμο δηλαδή, είτε όταν η σπιλιάδα είναι τόσο λυσσαλέα που να καταξεσκίσει το ιστίο που θα χρησιμοποιηθεί για να γυρίσει η πλώρη του στον άνεμο, είτε όταν, εξαιτίας της εσφαλμένης κατασκευής του σκελετού ή άλλων παραγόντων, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί.

Στις ανεμοθύελλες τα πλοία τραβερσάρουν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κατασκευής τους. Μερικά τραβερσάρουν καλύτερα μόνο με τον τρίγκο, που είναι, πιστεύω, το ιστίο που χρησιμοποιείται συνήθως. Τα μεγάλα πλοία με τα τετραγωνικά πετά- σματα έχουν, ειδικά ιστία για το σκοπό αυτό, τα λεγόμενα θελαστράλια θυέλλης. Μερικές φορές, όμως, χρησιμοποιείται ο φλόκος μόνος του -άλλοτε ο φλόκος και ο τρίγκος, ή ένας διπλός σειρόδετος τρίγκος, και όχι σπανίως και τα πανιά της πρύμνης χρησιμεύουν για το λόγο αυτό. Καλύτερα όμως απ' όλα τα είδη ιστίων προσφέρονται τα παρουκέτα. Το Δελφίνι τραβέρσαρε συνήθως με σειρόδετο τρίγκο.

Όταν ένα σκάφος τραβερσάρει, η πλώρη του οδηγείται πάνω στον άνεμο, έτσι ώστε να γεμίζει το ιστίο που χρη -σιμοποιείται όταν είναι τελείως ανοιγμένο -δηλαδή όταν φέρεται διαγωνίως από τη μία στην άλλη πλευρά του πλοίου. Όταν γίνει αυτό, η πλώρη είναι στραμμένη σε ένα σημείο που απέχει λίγες μοίρες του κύκλου από την κατεύθυνση όπου φυσάει ο άνεμος, και τότε η προσήνεμη πλευρά της γραμμής πλεύσεως δέχεται το χτύπημα των κυμάτων. Σε τέτοια κατάσταση, ένα καλό πλοίο μπορεί να υποστεί τη βαρύτερη ανεμοθύελλα χωρίς να κάνει σταγόνα νερό και χωρίς να απαιτηθεί άλλη ιδιαίτερη φροντίδα από μέρους του πληρώματος. Συνήθως δένουν το τιμόνι, αλλά αυτό είναι ολότελα περιττό (απλώς, μας απαλλάσσει από το θόρυβο που κάνει όταν είναι ελεύθερο), γιατί το τιμόνι δεν επηρεάζει καθόλου το πλοίο που στέκει τραβέρσο. Πράγματι, είναι προτιμότερο να αφεθεί ελεύθερο το πηδάλιο, παρά να δεθεί πολύ σφιχτά, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποσπαστεί το τιμόνι από τα βαριά κύματα αν το πηδάλιο δεν έχει χώρο να παίζει. Όσο αντέχουν τα ιστία, ένα καλοκατασκευασμένο πλοίο θα κρατήσει τη θέση του και θα ξεπεράσει κάθε ορμητικό κύμα σα να το διαπνέει η ζωή και η λογική. Αν η βιαιότητα του ανέμου, ωστόσο, ξεσκίσει το ιστίο (αν και μόνο ένας τρομερός τυφώνας μπορεί να επιτελέσει τέτοιο ν άθλο κάτω από κανονικές συνθήκες), υπάρχει άμεσος κίνδυνος. Το σκάφος παρεκκλίνει από την πορεία του ανέμου, πέφτει με το πλευρό στη θάλασσα και βρίσκεται απόλυτα στο έλεός της: το μόνο μέσο σωτηρίας είναι να το φέρεις σιγά σιγά με τον άνεμο στην πρύμνη και να του δώσεις στα πρύμα μέχρι να μπορέσεις να απλώσεις κάποιο άλλο πανί. Μερικά σκάφη μπορούν να τραβερσάρουν χωρίς κανένα ιστίο, αλλά αυτά δεν μπορείς να τα εμπιστεύεσαι στη θάλασσα.

Ας κλείσουμε όμως την παρένθεσή μας. Ποτέ πριν δε συνήθιζε ο υποπλοίαρχος να στέλνει σκοπό στο κατά στρωμα όταν το πλοίο έστεκε τραβέρσο σε ανεμοθύελλα, και το γεγονός ότι τώρα για πρώτη φορά είχε στείλει έναν, σε συσχετισμό με την εξαφάνιση των τσεκουριών και των χειρομοχλών, μας έπειθε στην εντέλεια ότι το πλήρωμα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένο για να αιφνιδιαστεί με τον τρόπο που πρότεινε ο Πήτερς. Έπρεπε, ωστόσο, να γίνει κάτι, και μάλιστα με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση, γιατί δεν έμενε αμφιβολία πως, εφόσον γεννήθηκε καχυποψία ενάντια στον Πήτερς, θα τον θυσίαζαν στην πρώτη ευκαιρία, που δε θα αργούσε, μόλις κόπαζε η καταιγίδα, είτε να παρουσιαστεί είτε να δη -μιουργηθεί.

Ο Αύγουστος πρότεινε τώρα πως, αν ο Πήτερς κατάφερνε να μετακινήσει με οποιοδήποτε πρόσχημα την αλυσίδα της άγκυρας που καταπλάκωνε το άνοιγμα της καταπακτής στο επιβατικό δωμάτιο, θα μπορούσαμε ίσως να τους επιτεθούμε αιφνιδιαστικά από το αμπάρι- όμως με λίγη σκέψη καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα πολύ έντονα παρακυλίσματα και τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου δεν ευνοούσαν τέτοιες απόπειρες.

Για καλή μας τύχη, μου ήρθε με τα πολλά η ιδέα να στηριχτούμε στους δεισιδαιμονικούς φόβους και την ένοχη συνείδηση του υποπλοιάρχου. Όπως θα θυμάστε, ένα μέλος του πληρώματος, ο Χάρτμαν Ρότζερς, είχε πεθάνει το πρωί μετά από σπασμούς που τον είχαν προσβάλει δύο ημέρες νωρίτερα, όταν ήπιε λίγο οινόπνευμα και νερό. Ο Πήτερς μας είχε αποκαλύψει την πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος αυτός δηλητηριάστηκε από τον υποπλοίαρχο, και για την πίστη του αυτή,

Page 27: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

είπε, είχε λόγους αδιάσειστους, που δεν μπορούσε όμως να μας τους εξηγήσει -η ιδιότροπη αυτή άρνηση, εξάλλου, ερχόταν σε πλήρη συμφωνία και με άλλες πλευρές του ιδιόμορφου χαρακτήρα του. Είτε όμως είχε είτε δεν είχε καλύτερες αιτίες από μας για να υποπτεύεται τον υποπλοίαρχο, εμείς εύκολα συμμεριστήκαμε τις υποψίες του και αποφασίσαμε να ενεργήσουμε αναλόγως.

Ο Ρότζερς είχε πεθάνει γύρω στις έντεκα το πρωί με βίαιους σπασμούς, και το πτώμα, λίγα λεπτά μετά το θάνατο, παρουσίαζε ένα από τα πιο φρικαλέα και αποκρουστικά θεάματα που θυμάμαι να έχω δει ποτέ. Το στομάχι ήταν απίστευτα πρησμένο, σαν ανθρώπου που πνίγηκε και έμεινε στο νερό πολλές βδομάδες. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν και τα χέρια του, ενώ το πρόσωπο ήταν συρρικνωμένο και ζαρωμένο και άσπρο σαν κιμωλία, εκτός από κει όπου ξεπρόβαλλαν δύο τρεις κατακόκκινες κηλίδες, σαν κι αυτές που προκαλεί το ερυσίπελας: η μία από τις κηλίδες αυτές εκτεινόταν διαγώνια στο πρόσωπο του, καλύπτοντας ολότελα το ένα μάτι σαν κόκκινη βελούδινη ταινία. Στην αηδιαστική αυτή κατάσταση βρισκόταν το πτώμα όταν το ανέβασαν το μεσημέρι από την καμπίνα για να το πετάξουν στη θάλασσα- τη στιγμή εκείνη όμως, το πήρε το μάτι του υποπλοιάρχου (γιατί τότε το έβλεπε για πρώτη φορά), και είτε γιατί τον κατέλαβαν τύψεις για το έγκλημά του, είτε επειδή τον πλημμύρισε τρόμος μπροστά σε τόσο φριχτό θέαμα, πρόσταξε τους άντρες να ράψουν το σώμα στην αιώρα του και να το τιμήσουν με τη συνηθισμένη τελετή της ναυτικής κηδείας. Αφού έδω σε τις εντολές αυτές, κατέβηκε κάτω, σα να ήθελε ν' αποφύγει να ξαναδεί το θύμα του. Ενώ οι άντρες ετοιμάζονταν να υπακούσουν τις διαταγές του, ξέσπασε με μεγάλη μανία η καταιγίδα, και εγκατέλειψαν τη δουλειά τους προς το παρόν. Το πτώμα, έρμαιο της καταιγίδας, ξεβράστηκε στα αριστερά μπούνια, όπου βρισκόταν ακόμη την ώρα για την οποία μιλώ, γλιστρώντας εδώ κι εκεί σε κάθε μανιασμένο μπότζι του μπρικιού.

Αφού καταστρώσαμε το σχέδιο μας, προχωρήσαμε στην εφαρμογή του με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ο Πήτερς ανέβηκε στο κατάστρωμα και, όπως είχε προβλέψει, τον πλεύρισε αμέσως ο Άλεν, που η αποστολή του, φαίνεται, ήταν να φρουρεί το πρόστεγο μάλλον παρά οτιδήποτε άλλο. Η μοίρα του καθάρματος αυτού, ωστόσο, κρίθηκε γρήγορα και σιωπηρά- γιατί ο Πήτερς, πλησιά- ζοντάς τον με ανέμελο τρόπο, σα να ετοιμαζόταν να του πιάσει κουβέντα, τον άρπαξε από το λαιμό, και πριν προλάβει να αφήσει κραυγή, τον πέταξε πάνω από τα παραπέτα. Μετά μας φώναξε και ανεβήκαμε. Η πρώτη μας προφύλαξη ήταν να αναζητήσουμε γύρω μας κάτι που θα μπορούσε να χρησιμέψει για όπλο, και για το σκοπό αυτό ήμασταν υποχρεωμένοι να προχωρούμε με τη μεγαλύτερη προσοχή γιατί ήταν αδύνατο να σταθείς ένα δευτερόλεπτο στο κατάστρωμα χωρίς να κρατιέσαι σφιχτά από κάπου, και τεράστια κύματα έσπαζαν πάνω στο σκάφος κάθε φορά που βουτούσε μπροστά. Ήταν απαραίτητο επίσης, να κινηθούμε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, γιατί περιμέναμε να ανεβεί από στιγμή σε στιγμή ο υποπλοίαρχος για να θέσει σε κίνηση τις αντλίες, αφού ήταν ολοφάνερο πως το μπρίκι έπαιρνε πολύ γρήγορα νερό. Αφού ψάξαμε εδώ κι εκεί αρκετή ώρα, δε βρήκαμε τίποτα πιο κατάλληλο για το σκοπό μας από δύο χερούλια αντλίας, και πήραμε το ένα ο Αύγουστος και το άλλο εγώ. Αφού εξασφαλίσαμε έτσι στοιχειώδη οπλισμό, βγάλαμε από τον νεκρό το πουκάμισο του και πετάξαμε το πτώμα στη θάλασσα. Ο Πήτερς κι εγώ κατεβήκαμε τότε κάτω, αφήνοντας τον Αύγουστο να φυλάει σκοπιά στο κατάστρωμα, όπου στάθηκε στο πόστο του Άλεν, με την πλάτη γυρισμένη στη σκάλα της καμπίνας, έτσι ώστε, αν ανέβαινε κανένας από την ομάδα του υποπλοιάρχου, να τον περάσει για το σκοπό.

Μόλις κατέβηκα κάτω, άρχισα να μεταμφιέζομαι για να παραστήσω το πτώμα του Ρότζερς. Το πουκάμισο που είχαμε πάρει από το πτώμα μας βοήθησε πάρα πολύ, γιατί ήταν μοναδικό στο είδος και στην όψη, και αναγνωριζόταν εύκολα -ένα είδος μπλούζας που φορούσε ο μακαρίτης πάνω από τα άλλα ρούχα του. Ήταν από μπλε ζέρσευ με πλατιές άσπρες οριζόντιες ρίγες. Αφού το φόρεσα, προσπάθησα να εφοδιαστώ με ψεύτικο στομάχι, απομίμηση της φριχτής παραμόρφωσης του πρησμένου πτώματος. Το πέτυχα γρήγορα, παραγεμίζοντας τα ρούχα μου με μερικά κλινοσκεπάσματα. Έδωσα μετά την ίδια όψη στα χέρια μου, βάζοντας άσπρα μάλλινα γάντια και φουσκώ- νοντάς τα με κάθε λογής κουρέλια που βρήκα μπροστά μου. Μετά ο Πήτερς ανέλαβε το μασκάρεμα του προσώπου μου, τρίβοντάς το πρώτα ολόκληρο με άσπρη κιμω-λία, και μετά κηλιδώνοντάς το με αίμα από ένα κόψιμο στο δάχτυλο του. Δεν ξέχασε ούτε τη λωρίδα πάνω από το μάτι, και το αποτέλεσμα ήταν τρομαχτικό.

Κεφάλαιο όγδοο

Μόλις αντίκρισα την εικόνα μου στον μικρό σπασμένο καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος στην καμπίνα, στο αμυδρό φως ενός φαναριού, αισθάνθηκα δέος και για την εμ- φάνισή μου και για την τρομακτική πραγματικότητα που παρίστανα, σε σημείο που με κυρίευσε δυνατή τρεμούλα, και δεν κατάφερνα να επιστρατεύσω το απαραίτητο θάρρος για να ερμηνεύσω το ρόλο μου. Ήταν, ωστόσο, ανάγκη να ενεργήσουμε αποφασιστικά, και ο Πήτερς κι εγώ ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.

Τα βρήκαμε εκεί όλα ήσυχα, και ακουμπώντας στα παραπέτα, γλιστρήσαμε και οι τρεις στη σκάλα που οδηγούσε στην καμπίνα. Η πόρτα ήταν μισόκλειστη, γιατί είχαν λάβει τα μέτρα τους και, για να μην τη σπρώξει κανείς από έξω, είχαν τοποθετήσει ξύλινα ραβδιά στο πάνω σκαλοπάτι, που να την εμποδίζουν να ανοίξει. Δε δυσκολευτήκαμε να διακρίνουμε καθαρά το εσωτερικό της καμπίνας μέσα από τις χαραμάδες που σχηματίζονταν δίπλα στους μεντεσέδες. Αποδείχτηκε τώρα ότι ήμασταν πολύ τυχεροί που δεν επιχειρήσαμε να τους αιφνιδιάσουμε, γιατί βρίσκονταν προφανώς σε επιφυλακή. Ένας μόνο κοιμόταν, κι αυτός ήταν ξαπλωμένος στα πόδια της σκάλας, με ένα μουσκέτο στο πλευρό. Οι υπόλοιποι ήταν καθισμένοι στα μπόλικα στρώματα που είχαν πάρει από τις κουκέτες και τα είχαν πετάξει κατάχαμα. Ήταν απορρο φημένοι από σοβαρή συζήτηση· και παρόλο που είχαν πιει, όπως μαρτυρούσαν δυο άδειες καράφες και μερικά τενεκεδένια τάσια που ήταν αφημένα στο πάτωμα, δεν ήταν μεθυσμένοι όσο άλλες φορές. Όλοι τους κρατούσαν μαχαίρια, ένας δύο πιστόλια, και σε μια κουκέτα δίπλα τους ήταν μαζεμένα ένα σωρό μουσκέτα.

Page 28: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Παρακολουθήσαμε για λίγο τη συζήτηση τους προτού αποφασίσουμε τον τρόπο δράσης μας, αφού δεν είχαμε πάρει μέχρι στιγμής καμία συγκεκριμένη απόφαση, εκτός από το ότι θα προσπαθούσαμε να παραλύσουμε κάθε αντί- δρασή τους την ώρα της επίθεσης, με τη βοήθεια της οπτασίας του Ρότζερς. Συζητούσαν για τα πειρατικά τους σχέδια, και το μόνο που μπορέσαμε να ακούσουμε καθαρά, ήταν πως θα ενώνονταν με το πλήρωμα κάποιας σκού- νας Χόρνετ, και αν κατάφερναν, θα καταλάμβαναν την ίδια τη σκούνα, προετοιμάζοντας έτσι μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας, που τις λεπτομέρειές της δεν μπόρεσε να αντιληφθεί κανένας μας.

Τότε ένας από τους άντρες μίλησε για τον Πήτερς, και ο υποπλοίαρχος τού απάντησε με χαμηλή φωνή που δεν έφτασε στ' αυτιά μας, και πρόσθεσε πιο δυνατά ότι «δεν καταλάβαινε τι σκάρωνε όλη την ώρα με το μούλο του καπετάνιου στο καμπούνι, και σκεφτόταν πως όσο γρηγορότερα πέφτανε και οι δυο στη θάλασσα, τόσο το καλύτερο για όλους τους». Κανείς δεν απάντησε, αλλά μπορούσαμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι όλη η παρέα δέχτηκε ευνοϊκά τον υπαινιγμό, και περισσότερο απ' όλους ο Τζόουνς. Την ώρα αυτή ήμουν υπερβολικά ταραγμένος, όσο έβλεπα μάλιστα ότι ούτε ο Αύγουστος ούτε ο Πήτερς δεν μπορούσαν να πάρουν οριστική απόφαση για το πώς θα ενεργήσουμε. Υποσχέθηκα, ωστόσο, στον εαυτό μου να πουλήσω όσο πιο ακριβά γίνεται το τομάρι μου, και να μην επιτρέψω να με καταβάλουν αισθήματα τρόμου.

Ο τρομερός θόρυβος από το βρυχηθμό του ανέμου στην αρματωσιά, και από τα κύματα που κατέκλυζαν το κατάστρωμα, δε μας άφηνε ν' ακούσουμε τα λόγια, παρά μόνο τις στιγμές που κόπαζε η θύελλα. Σε μια από αυτές τις παύσεις ακούσαμε όλοι καθαρά τον υποπλοίαρχο να λέει σε έναν από τους άντρες να «πάει αμέσως και να προστάξει τους κ...ς ναυτικούς του γλυκού νερού να κοπιάσουν στην καμπίνα», όπου θα μπορούσε να τους έχει στο μάτι, γιατί δεν ήθελε μυστικά καμώματα στο μπρίκι. Ευτυχώς για μας, τα σκαμπανεβάσματα του σκάφους τη στιγμή εκείνη ήταν τόσο βίαια, που δεν άφησαν να εκτελεστεί αμέσως η διαταγή. Ο μάγειρας σηκώθηκε από το στρώμα του για να πάει να μας βρει, όταν ένα τρομερό μπότζι, που πίστεψα ότι θα παρασύρει τα κατάρτια, τον έριξε με το κεφάλι σε μιαν από τις πόρτες των αριστερών επιβατικών δωματίων, που άνοιξε ορμητικά, δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση στην καμπίνα. Για καλή μας τύχη, κανείς μας δεν εκσφενδονίστηκε από τη θέση του, και βρήκαμε χρόνο ν' αποσυρθούμε βιαστικά στο πρόστεγο και να εκπονήσουμε γρήγορα ένα σχέδιο δράσης, προτού ο απεσταλμένος κάνει την εμφάνισή του, ή μάλλον προτού βγάλει το κεφάλι του από το κουβούσι, γιατί δε βγήκε στο κατάστρωμα. Από τη θέση του δεν μπορούσε να αντιληφθεί την απουσία του Άλεν, και γι' αυτό βάλθηκε να ωρύεται σα να αποτεινόταν σ' αυτόν, επαναλαμβάνοντας τις διαταγές του υποπλοιάρχου. Ο Πήτερς φώναξε: «Ναι, Ναι» με αλλαγμένη φωνή, και ο μάγειρας επέστρεψε αμέσως κάτω, χωρίς να του περάσει από το μυαλό η υποψία πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Οι δυο σύντροφοι μου προχώρησαν τώρα άφοβα στην πρύμνη που κατέβηκαν στην καμπίνα, και ο Πήτερς έκλεισε πίσω του την πόρτα όπως την είχε βρει. Ο υποπλοίαρχος τους υποδέχτηκε με επίπλαστη εγκαρδιότητα, και είπε στον Αύγουστο ότι, εφόσον είχε συμπεριφερθεί τόσο καλά τελευταία, μπορούσε να εγκατασταθεί στην καμπίνα και να είναι ένας από αυτούς στο μέλλον. Γέμισε μετά ένα τάσι ώς τα μισά με ρούμι και τον ανάγκασε να το πιει.

Όλα αυτά τα είδα και τα άκουσα, γιατί ακολούθησα τους φίλους μου στην καμπίνα μόλις έκλεισε η πόρτα, και έπιασα πάλι το παλιό μου πόστο που προσφερόταν για παρατηρητήριο. Είχα φέρει μαζί μου δυο χερούλια από αντλίες, και το ένα το είχα κρύψει δίπλα στη σκάλα για να είναι έτοιμο για χρήση όποτε έρθει η ώρα.

Σταθεροποιήθηκα τώρα στη θέση μου όσο καλύτερα μπορούσα, για να βλέπω καλά όλα όσα γίνονταν στην καμπίνα, και προσπάθησα να ατσαλώσω τα νεύρα μου για να είμαι έτοιμος να κατεβώ ανάμεσα στους στασιαστές μόλις μου έκανε ο Πήτερς σινιάλο, όπως είχαμε συμφωνήσει. Κατάφερε σε λίγο να γυρίσει τη συζήτηση στις αιματηρές πράξεις των στασιαστών, και σιγά σιγά έκανε τους άντρες να μιλήσουν για τις χιλιάδες προλήψεις που είναι παγκόσμια διαδεδομένες ανάμεσα στους θαλασσινούς. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω όλα τα λόγια, αλλά έβλεπα καθαρά την επίδραση που είχε η συζήτηση στην έκφραση όσων παρευρίσκονταν. Ήταν ολοφάνερο πως ο υποπλοίαρχος ήταν πολύ ταραγμένος, και όταν σε λίγο κάποιος ανέφερε την τρομερή όψη του πτώματος του Ρό- τζερς, νόμισα για μια στιγμή πως θα λιποθυμούσε. Ο Πήτερς τον ρώτησε τώρα μήπως δεν προτιμούσε να πετάξουν το πτώμα αμέσως στα κύματα, γιατί παρουσίαζε πολύ φριχτό θέαμα έτσι όπως έπλεε εδώ κι εκεί στα νερά που είχαν μαζευτεί στα μπούνια. Μόλις το άκουσε αυτό ο ελεεινός κακούργος, έμεινε κυριολεκτικά χωρίς ανάσα και γύρισε αργά το κεφάλι του στους συντρόφους του, ικετεύοντάς τους, θαρρείς, να ανεβεί κάποιος στο κατάστρωμα και να κάνει αυτή τη δουλειά. Ωστόσο, κανένας δεν κουνήθηκε, και ήταν φανερό πως ολωνών τα νεύρα ήταν τεντωμένα στη μεγαλύτερη ένταση ταραχής και αναστάτωσης. Και τότε ο Πήτερς μου έκανε σινιάλο. Άνοιξα αμέσως την πόρτα της σκάλας, και κατεβαίνοντας, χωρίς να αρθρώσω συλλαβή, στάθηκα ολόρθος στο μέσο της ομάδας.

Η ισχυρότατη εντύπωση που προκάλεσε η οπτασία αυτή δε θα σας δημιουργήσει απορία αν λάβετε υπόψη σας κάτω από τι συνθήκες έγινε. Συνήθως, σε παρόμοιες περιπτώσεις, απομένει στο νου του θεατή κάποια αναλαμπή αμφιβολίας για τη γνησιότητα του οράματος που παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια του· κάποιο ίχνος, όσο ασήμαντο και να 'ναι, ελπίδας ότι είναι θύμα απάτης, και ότι η οπτασία δεν είναι πράγματι επισκέπτης από τον παλιό κόσμο των σκιών. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τέτοια κατάλοιπα αμφιβολίας βρίσκονται στο βάθος κάθε τέτοιας μεταφυσικής εμφάνισης και ότι η συγκλονιστική φρίκη του θεατή οφείλεται, ακόμη και στις πιο γνωστές και δραματικές περιπτώσεις, περισσότερο σε ένα είδος προκαταβολικής φρίκης, μήπως και η οπτασία μπορεί να είναι πραγματική, παρά σε ακράδαντη πεποίθηση για τη γνησιότητά της. Στην παρούσα περίσταση όμως, όπως θα δείτε αμέσως, στο μυαλό των στασιαστών δεν υπήρχε ού τε ίχνος βάσης όπου να στηρίξουν την αμφιβολία πως η οπτασία του Ρότζερς μπορεί και να μην ήταν το αηδιαστι κό πτώμα του

Page 29: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ξαναζωντανεμένο, ή τουλάχιστον η πνευματική του εικόνα. Άλλωστε, η απομόνωση του μπρικιού, αποκομμένο όπως ήταν εξαιτίας της καταιγίδας, περιόριζε προφανώς τα δυνατά μέσα εξαπάτησης σε τόσο στενά και συγκεκριμένα όρια, που οι στασιαστές θα πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τα ελέγξουν όλα με μια ματιά. Βρίσκονταν τώρα στη θάλασσα είκοσι τέσσερις ημέρες, χωρίς να έχουν έρθει σε τίποτα παραπάνω από προφορική επικοινωνία με οποιοδήποτε άλλο σκάφος. Όλο κι όλο το πλήρωμα, επίσης -τουλάχιστον όλοι όσοι βρίσκονταν στο καράβι- ήταν συγκεντρωμένο στην καμπίνα, με μόνη εξαίρεση τον Άλεν, το σκοπό· και το γιγαντιαίο του παράστημα (είχε ύψος δύο μέτρα) ήταν τόσο γνώριμο στα μάτια τους, ώστε ούτε για ένα δευτερόλεπτο δε θα περνούσε απ' το μυαλό η ιδέα ότι αυτός θα μπορούσε να είναι το όραμα που έβλεπαν μπροστά τους. Προσθέστε σ' αυτά την υποβλητική και γεμάτη δέος ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, και από τη θύελλα και από τη συζήτηση που είχε ανοίξει ο Πήτερς' τη βαθιά εντύπωση που είχε αφήσει στη φαντασία των αντρών η αποκρουστική όψη του πραγματικού πτώματος εκείνο το πρωί" την έξοχη μίμησή μου και το αβέβαιο και τρεμουλιαστό φως που με περιέβαλλε όταν με αντίκρισαν, καθώς η λάμψη του φαναριού, που σειόταν βίαια πέρα δώθε, έπεφτε αμφίβολα και ακανόνιστα στη μορφή μου, και δε θα έχετε κανένα λόγο να αναρωτιέστε γιατί η οπτασία προκάλεσε αντιδράσεις ακό -μα πιο θεαματικές από αυτές που είχαμε προβλέψει. Ο υποπλοίαρχος πετάχτηκε από το στρώμα όπου ήταν πλα γιασμένος, χωρίς να αρθρώσει ούτε μία συλλαβή, και έπεσε νεκρός στο πάτωμα της καμπίνας, ενώ ένα απότομο μπότζι τον εκσφενδόνισε σαν κούτσουρο στον απέναντι τοίχο. Από τους υπόλοιπους εφτά, μόνο τρεις έδειξαν στην αρχή κάποια στοιχειώδη ψυχραιμία. Οι άλλοι τέσσερις έμειναν λίγη ώρα ριζωμένοι, θα 'λεγες, στο πάτωμα -τα πιο αξιολύπητα παραδείγματα φρίκης και έσχατης απελπισίας που αντίκρισαν ποτέ τα μάτια μου. Η μόνη αντίσταση που πραγματικά συναντήσαμε προερχόταν από το μάγειρα, τον Τζων Χαντ, και το Ρίτσαρντ Πάρκερ- όμως η άμυνα τους ήταν αναποφάσιστη και ασθενική. Τους δύο πρώτους τους πυροβόλησε στη στιγμή ο Πήτερς, κι εγώ έριξα κάτω τον Πάρκερ μ' ένα χτύπημα στο κεφάλι με το χερούλι που είχα φέρει μαζί μου. Στο μεταξύ, ο Αύγουστος άρπαξε ένα από τα μουσκέτα που ήταν πεταμένα στο

πάτωμα και πυροβόλησε έναν άλλο στασιαστή (τον

Γουίλσον) στο στήθος. Είχαν απομείνει τώρα μόνο τρεις" είχαν όμως στο μεταξύ ξυπνήσει από το λήθαργο τους και άρχισαν ίσως να βλέπουν πως είχαν πέσει θύματα απάτης, γιατί πάλεψαν με μεγάλη αποφασιστικότητα και λύσσα και, χωρίς την τεράστια μυϊκή δύναμη του Πήτερς, μπορεί στο τέλος να μας έβαζαν κάτω. Οι τρεις αυτοί άντρες

ήταν ο — Τζόουνς, ο Γκρήλυ, και ο 'Αμπσαλομ

Χικς. Ο Τζόουνς είχε ρίξει τον Αύγουστο στο πάτωμα, του είχε δώσει πολλές μαχαιριές στο δεξί μπράτσο, και γρήγορα θα τον αποτέλειωνε χωρίς αμφιβολία (γιατί ούτε ο Πήτερς ούτε εγώ μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε αμέσως τους αντιπάλους μας) χωρίς την έγκαιρη αρωγή ενός φίλου, που μόνο στη συμπαράστασή του δεν υπολογίζαμε. Ο φίλος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Τίγρη. Μ' έναν χαμηλόφωνο γρυλισμό, όρμησε στην καμπίνα, στην πιο κρίσιμη για τον Αύγουστο στιγμή, και πηδώντας πάνω στον Τζόουνς, τον κάρφωσε μέσα σε μια στιγμή στο πάτωμα. Ο φίλος μου, ωστόσο, ήταν τώρα πάρα πολύ τραυματισμένος για να μας προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια, κι εμένα με βάραινε και με ενοχλούσε η μεταμφίεσή μου

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΠΥΜ

και ελάχιστα μπορούσα να κάνω. Το σκυλί δεν έλεγε ν' αφήσει το λαιμό του Τζόουνς -ο Πήτερς, πάντως, έφτανε και περίσσευε για να κάνει καλά τους δύο άντρες που είχαν μείνει, και θα τους ξαπόστελνε, σίγουρα, πολύ γρηγορότερα, αν δεν τον εμπόδιζε η στενότητα του πεδίου δράσης και τα τρομερά σκαμπανεβάσματα του πλοίου. Σε λίγο κατάφερε να πάρει στα χέρια ένα από τα βαριά σκαμνιά που βρίσκονταν εδώ κι εκεί. Μ' αυτό άνοιξε το κεφάλι και σκόρπισε τα μυαλά του Γκρήλυ την ώρα που με πυροβολούσε μ' ένα μουσκέτο και όταν, αμέσως μετά, ένα μπότζι του μπρικιού τον έριξε πάνω στον Χικς, τον άρπαξε απ' το λαιμό και χάρη στην τρομαχτική του δύναμη τον στραγγάλισε στο λεπτό. Έτσι, σε πολύ λιγότερο χρόνο απ' όσο χρειάστηκα για να σας τα διηγηθώ, βρεθήκαμε κύριοι του μπρικιού.

Ο μόνος αντίπαλος μας που είχε απομείνει ζωντανός, ήταν ο Ρίτσαρντ Πάρκερ. Τον άντρα αυτόν, όπως θα θυ μάστε, τον είχα αφήσει αναίσθητο μετά από ένα χτύπημα με το χερούλι της αντλίας στην αρχή της επίθεσης. Κει τόταν τώρα ασάλευτος δίπλα στην πόρτα του ρημαγμένου επιβατικού δωματίου- μόλις όμως ο Πήτερς τον άγγιξε με το πόδι του, μίλησε, εκλιπαρώντας για έλεος. Στο κεφάλι του είχε μόνο ένα ελαφρύ κόψιμο, και κατά τα άλλα δεν είχε καμιά λαβωματιά, γιατί είχε ζαλιστεί απλώς από το χτύπημα. Σηκώθηκε τώρα, και προς το παρόν τού δέσαμε τα χέρια πίσω από την πλάτη. Το σκυλί στεκόταν ακόμα πάνω από τον Τζόουνς γρυλίζοντας- όμως, όταν τον εξετάσαμε, τον βρήκαμε νεκρό, αν και το αίμα έτρεχε ακόμη ποτάμι από μια βαθιά πληγή στο λαιμό του, που του την είχαν ανοίξει, το δίχως άλλο, τα σουβλερά δόντια του ζώου.

Η ώρα κόντευε μία το πρωί και ο άνεμος φύσαγε μανιασμένα. Ήταν φανερό πως το μπρίκι κοπίαζε πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο, και ήταν απόλυτη ανάγκη να κάνουμε κάτι για να το ανακουφίσουμε μέχρις ενός σημείου. Κάθε τόσο το πλημμύριζε ένα κύμα, και τα νερά σιγά σιγά κατέβηκαν στην καμπίνα κατά τη διάρκεια της συμπλοκής μας, αφού είχα αφήσει ανοιχτό το κουθούσι όταν κατέβηκα. Όλη η σειρά των παραπέτων στην αριστερή πλευρά του πλοίου είχε παρασυρθεί από τα κύματα, όπως και το μαγειρείο, μαζί με τη βάρκα από την κουτάλα. Τα τριξίματα και τα κουνήματα του μεγάλου καταρτιού μας ειδοποιούσαν επίσης ότι ήταν σχεδόν λυγισμένο. Για να μείνει περισσότερος χώρος για στοιβασιά

Page 30: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

στο αμπάρι της πρύμνης, η φτέρνα του καταρτιού είχε τοποθετηθεί μεταξύ δύο καταστρωμάτων (ολέθρια πρακτική, που συνηθίζεται ενίοτε από αμαθείς ναυπηγούς), και υπήρχε έτσι άμεσος κίνδυνος να μετακινηθεί από τη θέση του. Όμως, αποκορύφωση όλων των δυσχερειών μας, βυθομετρήσαμε το πηγάδι και βρήκαμε σχεδόν εφτά πόδια νερό.

Αφήνοντας τα πτώματα του πληρώματος να κείτονται στην καμπίνα, πήγαμε να βάλουμε μπρος τις αντλίες -τον Πάρκερ, φυσικά, τον ελευθερώσαμε για να μας βοηθήσει στο μόχθο μας. Είχαμε επιδέσει το μπράτσο του Αύγουστου όσο καλύτερα μπορούσαμε, κι έκανε κι αυτός ό,τι μπορούσε, πάντως όχι πολλά. Ωστόσο, είδαμε πως γινόταν να εμποδίσουμε την εισροή να κερδίζει έδαφος δουλεύοντας τη μία αντλία συνεχώς. Καθώς ήμασταν μόνο τέσσερις, η δουλειά ήταν βαριά- προσπαθούσαμε όμως να μη χάνουμε το κουράγιο μας, και περιμέναμε πώς και πώς να χαράξει η μέρα, γιατί ελπίζαμε να ελαφρώσουμε τότε το μπρίκι κόβοντας το μεγάλο κατάρτι.

Περάσαμε μ' αυτόν τον τρόπο μια νύχτα τρομερού μόχθου και αγωνίας, και όταν με τα πολλά ξημέρωσε, η καταιγίδα ούτε είχε κοπάσει καθόλου, ούτε έδειχνε πως θα κόπαζε αργότερα. Σύραμε τώρα τα πτώματα στο κατάστρωμα και τα πετάξαμε στα κύματα. Η επόμενη φροντίδα μας ήταν να ξεφορτωθούμε το μεγάλο κατάρτι. Αφού έγι ναν οι απαραίτητες προετοιμασίες, ο Πήτερς έκοψε το κατάρτι (είχαμε βρει τσεκούρια στην καμπίνα), ενώ εμείς οι υπόλοιποι στεκόμασταν δίπλα στους στάντζους και τα φιλαδούρια. Ενώ το μπρίκι κλυδωνιζόταν με τρομερή βία προς την υπήνεμη μεριά, δόθηκε το παράγγελμα να κόψουμε τα απάνεμα φιλαδούρια, και μόλις έγινε αυτό, ολόκληρη η μάζα από ξύλο και αρματωσιά βυθίστηκε στη θάλασσα, μακριά από το μπρίκι, χωρίς να προκαλέσει καμιά υλική ζημιά. Είδαμε τώρα πως το σκάφος δεν κοπίαζε όσο πρώτα, αλλά η θέση μας εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά επισφαλής, και παρά τις έσχατες σθεναρές προ-σπάθειες μας, δεν μπορούσαμε να θέσουμε υπό έλεγχο την εισροή, χωρίς τη βοήθεια και των δύο αντλιών. Η μικρή ενίσχυση που μπορούσε να μας προσφέρει ο Αύγουστος ήταν ουσιαστικά αμελητέα. Σα να μην έφταναν τα βάσανά μας, ένα μεγάλο κύμα που χτύπησε το μπρίκι από τη μεριά που φυσούσε ο άνεμος, το έριξε αρκετά έξω από τη διεύθυν ση του ανέμου, και προτού ξαναπάρει την αρχική του θέση, άλλο ένα ξέσπασε επάνω του, το πλημμύρισε και το γύρισε σε στάση κοιμισμένη. Όλο το έρμα τώρα μετατοπίστηκε στην υπήνεμη μεριά (εδώ και αρκετή ώρα το φορτίο χτυπιόταν εδώ κι εκεί στην τύχη), και για λίγες στιγμές πιστέψαμε ότι τίποτα δε θα μας έσωζε από το αναποδογύρι- σμα. Λίγο αργότερα, ωστόσο, επανήλθαμε εν μέρει στη σωστή θέση- όμως μια και το έρμα είχε μείνει στα αριστερά, είχαμε τέτοια κλίση στη μία μεριά, που ήταν ολότελα ανώφελο να δουλέψουμε τις αντλίες, πράγμα που δε θα μπορούσαμε πάντως να κάνουμε για πολλή ώρα ακόμη, έτσι κι αλλιώς, γιατί τα χέρια μας είχαν γδαρθεί από τη βαριά δουλειά και αιμορραγούσαν με τον πιο φριχτό τρόπο.

Παρά τη συμβουλή του Πάρκερ, αποφασίσαμε να κόψουμε το τουρκέτο, και το καταφέραμε με τα πολλά, μετά από πολλές δυσκολίες εξαιτίας της κλίσης του πλοίου. Πέφτοντας στη θάλασσα, το ναυάγιο παρέσυρε μαζί του και το μπομπρέσο, αφήνοντάς μας ένα άχρηστο και αφοπλισμένο παλιοκάραθο.

Μέχρι στιγμής είχαμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε που γλίτωσε η μεγάλη βάρκα μας- δεν είχε πάθει καμιά ζημιά από τα τεράστια κύματα που είχαν χτυπήσει το πλοίο μας. Τώρα όμως είδαμε πως η κατάστασή μας δεν επέτρεπε καμιά αισιοδοξία- γιατί τώρα που έφυγε το τουρκέτο, και μαζί του φυσικά και ο τρίγκος που σταθεροποιούσε το πλοίο, όλα τα κύματα έσκαζαν πάνω μας, και μέσα σε πέντε λεπτά είχαν σαρώσει το κατάστρωμα από το κοράκι ώς την πρύμνη, είχαν αποσπάσει τη μεγάλη βάρκα και όλα τα αριστερά παραπέτα, και είχαν συντρίψει ακόμη και την μπόμπα σε κομματάκια. Πραγματικά, ήταν αδύνατο να βρεθούμε σε πιο οικτρή κατάσταση.

Το μεσημέρι φάνηκε να κοπάζει κάπως η καταιγίδα, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση απογοητευτήκαμε πικρά, γιατί σίγασε μόνο λίγα λεπτά, για να ξεσπάσει μετά με διπλή μανία. Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα ήταν αδύνατο να σταθείς όρθιος απ' τη βιαιότητα των σπιλιάδων και όσο η νύχτα μας πλάκωνε, δε μου έμενε σκιά ελπίδας πως θ' άντεχε το σκάφος μέχρι το πρωί.

Μέχρι τα μεσάνυχτα, είχαμε κάτσει πολύ βαθιά στο νερό, που έφτανε τώρα μέχρι τον κουραδόρο. Γρήγορα έφυγε και το τιμόνι, και το κύμα που το απέσπασε, σήκωσε το πρυμναίο τμήμα του μπρικιού ολότελα στον αέρα, και το άφησε μετά να ξαναπέσει στο νερό, με τέτοιο βροντερό τράνταγμα, σα να χτυπούσε στην ξηρά. Είχαμε υπολογίσει όλοι ότι το τιμόνι θα κρατούσε μέχρι τέλους, γιατί ήταν ασυνήθιστα γερό, αρματωμένο όπως δεν έχω δει ποτέ άλλο, ούτε πριν ούτε μετά. Καταμήκος του κεντρικού μαδεριού του υπήρχε μια σειρά από ανθεκτικά σιδερένια άγκιστρα και άλλη μια παρόμοια στο ποδόσταμο. Μέσα από τα άγκιστρα αυτά εκτεινόταν μια πολύ χοντρή ράβδος από σφυρήλατο σίδερο, και με τον τρόπο αυτό το τιμόνι ήταν στερεωμένο στο ποδόσταμο και μπορούσε να κουνιέται ελεύθερα πάνω στη ράβδο. Μπορείτε να εκτιμήσετε την τρομερή δύναμη του κύματος που απέσπασε το τιμόνι, από το γεγονός ότι τα άγκιστρα που διαπερνούσαν ολότελα το ξύλο, περτσινωμένα όπως ήταν από τη μέσα μεριά, είχαν βγει όλως διόλου από τη θέση τους ένα ένα.

Πριν προλάβουμε να πάρουμε μια ανάσα μετά το τρομερό αυτό χτύπημα, ένα από τα πιο γιγάντια κύματα που έχω δει ποτέ σάρωσε" το κατάστρωμά μας, παρασέρνοντας τη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό του πλοίου, εισδύοντας στα κουβούσια και γεμίζοντας κάθε ίντσα του σκάφους με νερό.

Κεφαλαίο ένατο

Για καλή τύχη, λίγο πριν πέσει η νύχτα είχαμε δεθεί και οι τέσσερις μας σφιχτά στα συντρίμμια της μπόμπας, και μ' αυτό τον τρόπο κειτόμασταν όσο πιο ισοπεδωμένοι γίνεται στο κατάστρωμα. Αυτό το προφυλακτικό μέτρο και μόνο μας έσωσε από το χαμό. Ακόμη κι έτσι όμως, μείναμε όλοι λίγο πολύ ζαλισμένοι από το κολοσσιαίο βάρος του νερού που μας καταπλάκωσε, και που δεν τραβήχτηκε από πάνω μας προτού φτάσουμε στα όρια της αντοχής μας. Μόλις μπόρεσα να

Page 31: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ξαναβρώ την ανάσα μου, φώναξα δυνατά τους συντρόφους μου. Μόνο ο Αύγουστος απάντησε λέγοντας: «Όλα τελείωσαν για μας και μακάρι ο Θεός να ελεήσει τις ψυχές μας!» Λίγο λίγο κατάφερναν να μιλήσουν και οι άλλοι, και μας προέτρεψαν να έχουμε θάρρος, γιατί υπήρχε ακόμη ελπίδα· ήταν αδύνατο, είπαν, εξαιτίας της φύσης του φορτίου, να βυθιστεί το μπρίκι, και ήταν πολύ πιθανό να ξεθυμάνει η καταιγίδα μέχρι το πρωί. Τα λόγια αυτά μου έδωσαν νέα πνοή ζωής- γιατί, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, παρόλο που είναι προφανές ότι ένα σκάφος φορτωμένο με άδεια πετρελαιοβά- ρελα δε βουλιάζει, βασίλευε τέτοια σύγχυση στο μυαλό μου, ώστε να παραβλέψω ολότελα αυτή τη σκέψη· και για πολλή ώρα πίστευα ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος να βυθιστούμε. Όταν αναζωογονήθηκε μέσα μου η ελπίδα, αξιο-ποίησα κάθε ευκαιρία, στην προσπάθειά μου να δεθώ καλύτερα και γερότερα στα απομεινάρια της μπόμπας, και στο μεταξύ ανακάλυψα ότι και οι σύντροφοι μου καταγί- νονταν με το ίδιο πράγμα. Η νύχτα ήταν όσο πιο σκοτει νή γίνεται, και θα ήταν ανώφελο να αποπειραθώ να περιγράψω τα φριχτά ουρλιάγματα της καταιγίδας, τον ορυμαγδό και τη σύγχυση που μας περιέβαλλαν. Το κατάστρωμά μας βρισκόταν στο ύψος της επιφάνειας της θάλασσας, ή μάλλον μας περικύκλωνε μια πανύψηλη οροσειρά από αφρούς, που ένα μέρος τους ξεχύνονταν κάθε λεπτό πάνω μας. Δε θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι τα κεφάλια μας έμεναν έξω από το νερό μόνο μία φορά κάθε τρία δευτερόλεπτα. Παρόλο που βρισκόμασταν δίπλα δίπλα, κανένας μας δεν μπορούσε να δει τους άλλους ούτε και κανένα μέρος του μπρικιού που στην επιφάνειά του τόσο βίαια εξακοντιζόμασταν. Κατά διαστήματα φωνάζαμε ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας έτσι να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα και να δώσουμε παρηγοριά και ενθάρρυνση σε όποιον από μας είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Εξαιτίας της κακής κατάστασής του, ο Αύγουστος προκαλούσε την έγνοια όλων μας- και καθώς με το σπαραγμένο δεξί του μπράτσο δεν θα είχε καταφέρει να δεθεί σφιχτά, περιμέναμε να ανακαλύψουμε από στιγμή σε στιγμή πως τον είχε καταπιεί η θάλασσα· ήταν ολότελα αδύνατο να του προσφέρουμε κάποια βοήθεια. Ευτυχώς, η θέση του ήταν πιο ασφαλής από τις δικές μας· γιατί, καθώς το πάνω μέρος του κορμιού του βρισκόταν πίσω ακριβώς από ένα κομμάτι της σπασμένης μπόμπας, τα κύματα που έπεφταν πάνω του είχαν ήδη χάσει ένα μεγάλο μέρος της ορμής τους. Σε όποια άλλη θέση εκτός απ' αυτήν (στην οποία εκσφενδονίστηκε κατά τύχη, ενώ αρχικά είχε δεθεί σε πολύ εκτεθειμένο σημείο), θα είχε αναπόφευκτα πεθάνει μέχρι το πρωί. Χάρη στην υπερβολική κλίση τού μπρικιού, ο κίνδυνος να μας παρασύρουν τα κύματα ήταν μικρότερος απ' ό,τι σε άλλες περιπτώσεις. Η άκρη της καρίνας, όπως έχω ήδη δηλώσει, ήταν στα αριστερά, και το ένα μισό του καταστρώματος βρισκόταν συνεχώς κάτω από το νερό. Επομένως, τα κύματα που μας χτυπούσαν από τα δεξιά έσπαγαν τα περισσότερα στην πλευρά του σκάφους, και μόνο κομματιαστά μάς έφταναν όπως ήμασταν μπρού-μυτα ξαπλωμένοι- ενώ εκείνα που έρχονταν από τα αριστερά, τα λεγόμενα αντιρεύματα, δεν μπορούσαν να έχουν στον έλεγχο τους το καράβι, εξαιτίας της θέσης του, και επομένως δεν είχαν αρκετή δύναμη για να μας παρασύ ρουν από τα σκοινιά μας.

Στην τρομερή αυτή κατάσταση παραμείναμε ώσπου να χαράξει η μέρα και να μας δείξει σε όλο της το πλάτος τη φρίκη που μας περιέβαλλε. Το μπρίκι δεν ήταν παρά ένα καρυδότσουφλο, έρμαιο στο έλεος κάθε κύματος- και η καταιγίδα ακόμη δυνάμωνε, θα 'λεγες, πραγματικός τυφώνας, και δε φαινόταν να υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Πολλές ώρες βαστάγαμε σιωπηλοί, περιμένοντας να υποχωρήσουν τα δεσμά μας από στιγμή σε στιγμή, να παρασυρθούν από τα νερά τα απομεινάρια της μπόμπας, ή πάλι κανένα από τα τεράστια κύματα που λυσσομανούσαν γύρω και πάνω μας να κατεβάσει το σκαρί μας τόσο βαθιά κάτω απ' το νερό, ώστε να πνιγούμε προτού ξαναγυρίσει στην επιφάνεια. Χάρη στο έλεος του Θεού, ωστόσο, γλιτώσαμε από τους επικρεμάμενους αυτούς κινδύνους, και κατά το μεσημέρι μάς αναπτέρωσε το κουράγιο μας το φως του ευλογημένου ήλιου. Αίγο αργότερα, αντιληφθήκαμε αισθητή μείωση στην ορμή του ανέμου και τότε, πρώτη φορά μετά το περασμένο απόγευμα, ο Αύγουστος μίλησε, ρωτώντας τον Πήτερς που βρισκόταν πιο κοντά του, αν υπήρχε πιθανότητα, κατά τη γνώμη του, να σωθούμε. Καθώς καμία απάντηση δε δόθηκε αρχικά στην ερώτησή του, συμπεράναμε όλοι ότι ο μιγάς είχει πνιγεί εκεί που ήταν δεμένος- σε λίγο όμως, με μεγάλη μας χα ρά, τον ακούσαμε να μιλάει, αν και με πολύ ασθενική φωνή, και να λέει ότι πονούσε τρομερά, γιατί τα σφιχτοδεμένα σκοινιά τού είχαν πληγώσει το στομάχι, και έπρεπε ή να βρει έναν τρόπο να τα χαλαρώσει ή αλλιώς να πεθάνει, γιατί του ήταν αδύνατο να υποστεί τα βάσανά του για πολλή ώρα ακόμη. Τα λόγια του μας βύθισαν σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί ήταν άχρηστο ακόμη και το να σκεφτούμε να του παράσχουμε οποιαδήποτε βοήθεια στην κατάσταση που βρισκόμασταν, με τα κύματα να σπάζουν επάνω μας συνεχώς. Τον ικετέψαμε να βαστάξει το μαρτύριο του με θάρρος, και του υποσχεθήκαμε να αρπάξουμε την πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν για να τον ανακουφίσουμε. Αποκρίθηκε πως σε λίγο θα ήταν πολύ αργά- ότι όλα θα τελείωναν γι' αυτόν πριν προλάβουμε να τον βοηθήσουμε- και όταν, μετά από λίγων λεπτών βογκητά, έμεινε σιωπηλός, συμπεράναμε όλοι ότι είχε ξεψυχήσει.

Όσο προχωρούσε το απόγευμα, η θάλασσα είχε καταλαγιάσει τόσο πολύ, που μόνο ένα κύμα έσπαζε στο σκάφος από τη μεριά που φυσούσε ο άνεμος κάθε πέντε λεπτά, και ο άνεμος είχε κοπάσει αρκετά, παρόλο που ήταν σφοδρός ακόμη. Εδώ και ώρες δεν είχα ακούσει κανέναν σύντροφο μου να μιλά, και φώναξα τώρα τον Αύγουστο. Απάντησε, αλλά τόσο αδύναμα, που δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τι έλεγε. Μίλησα μετά στον Πήτερς και στον Πάρκερ, αλλά κανείς τους δε μου έδωσε απόκριση.

Λίγο μετά απ' αυτό, έπεσα σε κατάσταση μερικής αναισθησίας, και στη διάρκειά της οι πιο ευχάριστες εικόνες κυμάτιζαν στη φαντασία μου- πράσινα δέντρα, αγροί με ώριμα στάχυα, κοπέλες που χόρευαν, ουλαμοί του ιππικού, και άλλες παραισθήσεις. Θυμάμαι τώρα πως σ' όλα αυτά που παρέλασαν μπροστά στα μάτια του νου μου, η κίνηση ήταν η επικρατούσα ιδέα. Έτσι, δε φαντάστηκα ούτε στιγμή ένα στατικό αντικείμενο, σπίτι, βουνό, ή τίποτα παρόμοιο· μόνο

Page 32: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ανεμόμυλοι, καράβια, μεγάλα πουλιά, αερόστατα, καβαλάρηδες, άμαξες που να τρέχουν τρελά, και άλλα τέτοια κινούμενα αντικείμενα, παρουσιάζονταν σε μια ατέρμονη διαδοχή. Όταν συνήλθα από την κατάσταση αυτή, ο ήλιος είχε ψηλώσει, απ' όσο μπορούσα να μαντέψω, μία ώρα. Δυσκολεύτηκα εξαιρετικά να ανακαλέσω στη μνήμη μου τις συνθήκες της κατάστασής μου, και πολλή ώρα ήμουν απόλυτα βέβαιος πως βρισκόμουν ακόμη στο αμπάρι του μπρικιού, δίπλα στο κουτί, και ότι το σώμα τού Πάρκερ ήταν του Τίγρη.

Όταν με τα πολλά ήρθα στα συγκαλά μου, διαπίστωσα ότι ο άνεμος δεν ήταν παρά μέτριος και η θάλασσα σχετικά γαλήνια, σε σημείο που κατέκλυζε μόνο το μέσο του μπρικιού. Το αριστερό μου μπράτσο είχε ξεφύγει από τα δεσμά του και είχε μια βαθιά πληγή πάνω από τον αγκώνα· το δεξί ήταν ολότελα μουδιασμένο, και το χέρι και ο καρπός είχαν πρηστεί φοβερά από την πίεση του σκοινιού που είχε γλιστρήσει εκεί από τον ώμο. Με ταλαιπωρούσε επίσης πολύ και ένα άλλο σκοινί τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου, που είχε τραβηχτεί και με έσφιγγε αφόρητα. Γυρίζοντας να κοιτάξω τους συντρόφους μου, είδα ότι ο Πήτερς ζούσε ακόμη, αν και ένα χοντρό σκοινί έζωνε τα λαγόνια του και χωνόταν τόσο βαθιά στη σάρκα του, ώστε να φαίνεται κομμένος στα δύο- καθώς κουνήθηκα, μου κούνησε αδύναμα το χέρι δείχνοντάς μου το σκοινί. Ο Αύγουστος δεν έδινε κανένα σημείο ζωής και ήταν διπλωμένος σχεδόν στα δύο πάνω σε μια σχίζα της μπόμπας. Ο Πάρκερ μου μίλησε μόλις με είδε να σαλεύω, και με ρώτησε αν είχα αρκετές δυνάμεις για να τον απαλλάξω από τα δεσμά του, λέγοντας ότι, αν συγκέντρωνα όσο κουράγιο μπορούσα και κατόρθωνα να τον λύσω, είχαμε ακόμα πιθανότητες να σωθούμε· αλλιώς θα αφανιζόμασταν όλοι μας. Του είπα να κάνει κουράγιο και πως θα πάσχιζα να τον ελευθερώσω. Ψαχουλεύοντας τις τσέπες του παντελονιού μου, βρήκα το σουγιά μου, και μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες κατάφερα στο τέλος να τον ανοίξω. Τότε, με το αριστερό μου χέρι, κατάφερα να ελευθερώσω το δεξί, και μετά έκοψα και τα άλλα σκοινιά που με φυλάκιζαν. Όταν αποπειράθηκα, ωστόσο, ν' αλλάξω θέση, είδα ότι τα πόδια μου δε με κρατούσαν και δεν μπορούσα να σηκωθώ- ούτε μπορούσα να κουνήσω το δεξί μου μπράτσο σε καμία κατεύθυνση. Όταν το είπα στον Πάρκερ, με συμβούλεψε να ξαπλώσω ακίνητος λίγα λεπτά, κρατώντας την μπόμπα με το αριστερό μου χέρι για ν' αφήσω καιρό στο αίμα να κυκλοφορήσει. Υπάκουσα, και σε λίγο το μούδιασμα άρχισε να υποχωρεί, έτσι που μπόρεσα πρώτα να κουνήσω το ένα πόδι μου και μετά το άλλο, και λίγο αργότερα ξαναβρήκα τη μερική χρήση του δεξιού μου μπράτσου. Σύρθηκα μετά με μεγάλες προφυλάξεις προς το μέρος του Πάρκερ, χωρίς να σηκωθώ όρθιος, και γρήγορα έκοψα τα σκοινιά που τον έζωναν, με αποτέλεσμα, μετά από μικρή καθυστέρηση, να ξαναβρεί κι αυτός τη μερική χρήση των μελών του. Χωρίς να χάσουμε καιρό, λύσαμε τα σκοινιά του Πήτερς. Είχαν κόψει βαθιά το ζωνάρι τού μάλλινου παντελονιού του και τα δυο του πουκάμισα, -και είχαν χωθεί στα λαγόνια του, απ' όπου ανάβλυσε άφθονο το αίμα μόλις τα τραβήξαμε. Μόλις τον απαλλάξαμε απ' αυτά, ωστόσο, μίλησε- φάνηκε να δοκιμάζει μεγάλη ανακούφιση, και μπόρεσε να κινηθεί με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από τον Πάρκερ και από μένα -αυτό οφειλόταν το δίχως άλλο στη ροή του αίματος.

Λίγες ελπίδες είχαμε να συνεφέρουμε τον Αύγουστο, αφού δεν εκδήλωνε σημεία ζωής- όταν όμως σκύψαμε από πάνω του, ανακαλύψαμε πως είχε λιποθυμήσει απλώς από απώλεια αίματος, γιατί οι επίδεσμοι που είχαμε βάλει στο πληγωμένο μπράτσο του είχαν παρασυρθεί από τα κύματα- κανένα όμως από τα σκοινιά που τον στερέωναν στη μπόμπα δεν ήταν αρκετά σφιχτό για να προκαλέσει το θάνατο του. Αφού τον απαλλάξαμε από τα δεσμά του και τον απομακρύναμε από τα σπασμένα ξύλα της μπόμπας, τον ξαπλώσαμε σ' ένα στεγνό μέρος της προσήνεμης μεριάς, με το κεφάλι σε θέση λίγο χαμηλότερη από το υπόλοιπο σώμα, και βαλθήκαμε και οι τρεις να του τρίβουμε τα μέλη. Σε μισή ώρα περίπου συνήλθε, αν και χρειάστηκε να ξημερώσει το επόμενο πρωί για να δώσει ενδείξεις ότι μας αναγνώριζε, ή για να έχει αρκετή δύναμη να μιλήσει. Μέχρι να ξεμπλεχτούμε ολότελα από τα σκοινιά μας, είχε σκοτεινιάσει και άρχισε πάλι να συννεφιάζει, πράγμα που μας γέμισε με την εντονότερη αγωνία μήπως ξεσπάσει και πάλι θύελλα, και τότε δε θα μας γλίτωνε τίποτα από το χαμό, εξαντλημένοι όπως ήμασταν. Για καλή μας τύχη, ό άνεμος ήταν μέτριος όλη νύχτα, η θάλασσα καταλάγιαζε κάθε λεπτό και περισσότερο, και στην καρδιά μας ξαναγύρισε η ελπίδα για τελική λύτρωση. Λεπτός άνεμος έπνεε ακόμη από τα βορειοδυτικά, αλλά ο καιρός δεν ήταν καθόλου κρύος. Είχαμε δέσει προσεχτικά τον Αύγουστο στη προσήνεμη μεριά, με τρόπο που να τον εμποδίζει να γλιστρήσει στη θάλασσα με τα σκαμπανεβάσματα του σκάφους, γιατί ήταν ακόμη πολύ αδύναμος για να κρατιέται από πουθενά. Για μας τους ίδιους δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Καθόμασταν δίπλα δίπλα, υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο με τη βοήθεια των σπασμένων σκοινιών γύρω από την μπόμπα, και προσπαθούσαμε να επινοήσουμε μια μέθοδο που θα μάς γλίτωνε από τη φοβερή μας θέση. Μεγάλη ανακούφιση αισθανθήκαμε όταν βγάλαμε τα ρούχα μας και τα στραγγίξαμε να φύγουν τα νερά. Όταν τα ξαναφορέσαμε μετά απ' αυτό, τα νιώσαμε στο σώμα μας πολύ ζεστά και άνετα, και αυτό μας αναζωογόνησε σημαντικά. Βοηθήσαμε και τον Αύγουστο να βγάλει τα δικά του και του τα στραγγίξαμε, οπότε αισθάνθηκε κι αυτός την ίδια ανακούφιση.

Τα μεγαλύτερα μαρτύριά μας ήταν τώρα η πείνα και η δίψα, και όταν αναζητήσαμε τα μέσα που θα μας ανακούφιζαν, οι καρδιές μας βούλιαξαν στα στήθη μας, και ήρθαμε στο σημείο να μετανιώσουμε για τη σωτηρία μας από τους λιγότερο τρομαχτικούς κινδύνους της θάλασσας. Πασχίσαμε, ωστόσο, να παρηγορηθούμε με την ελπίδα πως γρήγορα θα μας περισυνέλεγε κάποιο άλλο σκάφος, και προτρέπαμε ο ένας τον άλλο να υποστούμε με θάρρος τις συμφορές που μπορεί να μας συνέβαιναν.

Επιτέλους, χάραξε η αυγή της δεκάτης τετάρτης, και ο καιρός εξακολουθούσε να είναι καθαρός και ευχάριστος, με έναν σταθερό αλλά πολύ ασθενή άνεμο από τα βορειοδυτικά. Η θάλασσα ήταν τώρα πολύ ήρεμη και, καθώς από κάποια αιτία που δεν μπορούσαμε να εξιχνιάσουμε, το μπρίκι δεν έγερνε τόσο πολύ όσο προηγουμένως, το κατάστρωμα ήταν συγκριτικά στεγνό και μπορούσαμε να μετακινούμαστε με ελευθερία. Είχαν περάσει πάνω από τρεις ολόκληρες μέρες και

Page 33: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

νύχτες από τότε που φάγαμε και ήπιαμε για τελευταία φορά, και έγινε απόλυτα αναγκαίο να κάνουμε κάποια προσπάθεια για να φέρουμε κάτι από κάτω. Καθώς το μπρίκι ήταν γεμάτο νερά, αρχίσαμε τη δουλειά αυτή αποκαρδιωμένοι, και χωρίς να προσδοκούμε πως θα κατορθώναμε να πετύχουμε τίποτα. Φτιάξαμε ένα είδος γρίπου, χώνοντας μερικά καρφιά που είχαμε βγάλει από τα απομεινάρια του κουβουσιού σε δυο κομμάτια ξύλο. Δένοντάς τα σταυρωτά και στερεώνοντάς τα στην άκρη ενός σκοινιού, τα πετάξαμε στην καμπίνα και τα σύραμε μπρος πίσω, με την αμυδρή ελπίδα να γαντζώσουμε κάποιο πράγμα που θα μας χρησίμευε σαν τροφή ή θα μας βοηθούσε τουλάχιστον να πλησιάσουμε τα τρόφιμα. Μο -χθήσαμε όλο το πρωί χωρίς αποτέλεσμα, και δεν ψαρέψαμε τίποτα παραπάνω από λίγα κλινοσκεπάσματα που πιάστηκαν εύκολα στα καρφιά. Πράγματι, το κατασκεύασμά μας ήταν τόσο ανεπαρκές, που θα ήταν υπερβολικό να περιμέναμε μεγαλύτερη επιτυχία.

Δοκιμάσαμε μετά το καμπούνι, και πάλι μάταια, και ήμασταν στο χείλος της απελπισίας, όταν ο Πήτερς πρότεινε να του δέσουμε ένα σκοινί γύρω από το σώμα του και να τον αφήσουμε να προσπαθήσει να βρει τίποτα βουτώντας στην καμπίνα. Ζητωκραυγάσαμε την πρότασή του με όλο τον ενθουσιασμό που εμπνέει η αναγεννημένη ελπίδα. Εκείνος έβγαλε αμέσως όλα τα ρούχα του εκτός από το παντελόνι του" μετά, τυλίξαμε ένα γερό σκοινί στη μέση του και το περάσαμε πάνω απ' τους ώμους του, με τρόπο που δε θα του επέτρεπε να γλιστρήσει. Το εγχείρη- μά του ήταν στο έπακρο δύσκολο και επικίνδυνο· γιατί, αφού δεν περιμέναμε να βρούμε πολλές, αν όχι καθόλου προμήθειες στην καμπίνα καθαυτή, ήταν ανάγκη για το βουτηχτή, αφού κατεβεί κάτω, να κάνει μια στροφή στα δεξιά και να καλύψει στο νερό απόσταση δέκα ή δώδεκα ποδιών, σε έναν στενό διάδρομο ώς την κουμπάνια, και να επιστρέψει χωρίς να πάρει ανάσα.

Όταν όλα ετοιμάστηκαν, ο Πήτερς κατέβηκε στην καμπίνα από τη σκάλα, μέχρι που το νερό τον έφτασε ώς το πηγούνι. Βούτηξε τότε με το κεφάλι μπροστά, γυρνώντας στα δεξιά καθώς θουτούσε, και προσπαθώντας να κατευθυνθεί προς την κουμπάνια. Στην πρώτη αυτή απόπειρα, ωστόσο, απέτυχε ολότελα. Πριν περάσει μισό λεπτό από τη στιγμή που κατέβηκε κάτω, αισθανθήκαμε ένα βίαιο τίναγμα στο σκοινί (είχαμε συμφωνήσει πως'με αυτό το σινιάλο θα μας έδινε να καταλάβουμε ότι επιθυμούσε να τον τραβήξουμε επάνω). Τον τραβήξαμε λοιπόν αμέσως, αλλά τόσο απρόσεχτα, ώστε να χτυπήσει στη σκάλα και να γεμίσει άσχημους μώλωπες. Δεν είχε φέρει τίποτε μαζί του, και ελάχιστα είχε καταφέρει να εισδύσει στο διάδρομο εξαιτίας των συνεχών προσπαθειών που αναγκαζόταν να καταβάλει για να μην τον σηκώσει η άνωση του νερού ώς την επιφάνεια του καταστρώματος. Όταν βγήκε, ήταν τόσο εξαντλημένος, που χρειάστηκε να αναπαυτεί δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά προτού αποπειραθεί δεύτερη κατάβαση.

Η δεύτερη απόπειρα συνάντησε ακόμη μεγαλύτερη ατυχία· έμεινε τόση ώρα κάτω από το νερό χωρίς να δώσει σινιάλο,

ώστε, ανησυχώντας για την ασφάλειά του, τον τραβήξαμε χωρίς να περιμένουμε άλλο, και τον βρήκαμε στα τελευταία του-

είχε τινάξει, είπε, επανειλημμένως το σκοινί χωρίς να το αντιληφθούμε. Αυτό συνέβη κατά πάσα πιθανότητα επειδή ένα μέρος του σκοινιού μπλέχτηκε στο κιγκλίδωμα στα πόδια της σκάλας. Το κιγκλίδωμα αυτό μπλεκόταν πράγματι τόσο πολύ στα πόδια μας, που αποφασίσαμε να το μετακινήσουμε, αν ήταν δυνατόν, προτού συνεχίσουμε την εφαρμογή του σχεδίου μας. Καθώς δε διαθέταμε για την απομάκρυνσή του άλλα μέσα εκτός από τη δύναμη των χεριών μας, κατεβήκαμε όλοι στο νερό όσο μας επέτρεπε η σκάλα, και τραβώντας το όλοι μαζί με ενωμένες δυνάμεις, καταφέραμε να το σπάσουμε.

Η τρίτη απόπειρα ήταν εξίσου ανεπιτυχής με τις δύο πρώτες, και έγινε τώρα πασίδηλο πως δε θα πετυχαίναμε τίποτα μ' αυτό τον τρόπο, χωρίς τη βοήθεια κάποιου βάρους με το οποίο θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί ο βου- τηχτής και να μείνει στο πάτωμα της καμπίνας ενώ θα έκανε την έρευνά του. Για πολλή ώρα μάταια αναζητούσαμε κάτι που θα

μπορούσε να ανταποκριθεί σ' αυτόν το σκοπό- στο τέλος όμως, με μεγάλη μας χαρά, ανακαλύψαμε μία από τις αλυσίδες τόσο χαλαρωμένη, που δε δυσκολευτήκαμε καθόλου να την ξεβιδώσουμε. Αφού τη στερέωσε γερά στον αστράγαλο του, ο Πήτερς έκανε την τέταρτη κατάβασή του στην καμπίνα, και αυτή τη φορά κατάφερε να φτάσει στην πόρτα του οψοφυλακίου. Με άφατη οδύνη τη βρήκε κλειδωμένη, και υποχρεώθηκε να επιστρέψει χωρίς να την παραβιάσει, γιατί με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατόρθωνε να μείνει στο νερό το πολύ ένα λεπτό. Η κατάστασή μας τώρα φαινόταν πραγματικά ζοφερή, και ο Αύγουστος κι εγώ, μην μπορώντας να συγκρατηθούμε άλλο, αναλυθήκαμε σε δάκρυα, φέρνοντας στο νου μας το πλήθος των δυσχερειών που μας περιστοίχιζαν, και τις ελάχιστες πιθανότητες που υπήρχαν για έναν τελικό γλιτωμό. Η αδυναμία μας όμως δε διήρκεσε πολύ. Γονατίζοντας μπροστά στο Θεό, εκλιπαρήσαμε τη βοήθειά Του μπροστά στους πολλούς κινδύνους, και σηκωθήκαμε με ξαναγεννημένη ελπίδα και σφρίγος για να σκεφτούμε τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε μες στα ανθρώπινα όρια για να επιτύχουμε τη λύτρωσή μας.

Κεφάλαιο δέκατο

-100-

Page 34: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Λίγο αργότερα, συνέβη ένα συνταρακτικό περιστατικό που μας προκάλεσε συγκίνηση εντονότερη, και μας πλημμύρισε πρώτα με ενθουσιασμό και μετά με φρίκη, πολύ περισσότερο από τις χιλιάδες περιπτώσεις που μου έτυχαν μέσα σε εννιά ατέλειωτα χρόνια, γεμάτα από γεγονότα της πιο εκπληκτικής, και σε πολλές περιστάσεις, της πιο αδιανόητης και ακατανόητης από το ανθρώπινο μυαλό φύσης. Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, δίπλα στη σκάλα που οδηγεί στο εσωτερικό του πλοίου, και μελετούσαμε τη δυνατότητα μιας νέας κατάβασης στην κουμπάνια, όταν, κοιτάζοντας τον Αύγουστο που πλάγιαζε μπροστά μου, αντιλήφθηκα ότι είχε γίνει ξαφνικά θανάσιμα χλομός και τα χείλη του έτρεμαν με τον πιο μοναδικό και ανεξήγητο τρόπο. Έντρομος, του μίλησα, αλλά δε μου αποκρίθηκε, και είχα αρχίσει να πιστεύω ότι αρρώστησε ξαφνικά, όταν πρόσεξα τα μάτια του που αστρα- ποθολούσαν καρφωμένα σε κάποιο αντικείμενο πίσω από την πλάτη μου. Γύρισα το κεφάλι μου, και ποτέ μου δε θα ξεχάσω την εκστατική χαρά που με δόνησε ώς τα τελευ ταία μόρια του σκελετού μου, όταν διέκρινα ένα μεγάλο μπρίκι που έπλεε προς το μέρος μας, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από δύο μίλια. Πετάχτηκα όρθιος σα να με είχε χτυπήσει ξαφνικά σφαίρα από μουσκέτο στην καρδιά, και τεντώνοντας τα μπράτσα μου προς την κατεύθυνση του καραβιού, έμεινα σ' αυτή τη στάση, ασάλευτος, ανίκανος να αρθρώσω έστω και μία συλλαβή. Ο Πήτερς και ο Πάρκερ ήταν και αυτοί το ίδιο επηρεασμένοι, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο πρώτος χοροπηδούσε στο κατάστρωμα σαν τρελός, φωνάζοντας τις πιο εξωφρενικές ασυναρτησίες, ανακατωμένες με ουρλιαχτά και ανα- θεματισμούς, ενώ ο δεύτερος ξέσπασε σε κλάματα και συνέχισε για πολλά λεπτά να θρηνεί σαν παιδί.

Το πλοίο που βλέπαμε ήταν ένα μεγάλο γολετόμπρικο, ολλανδικής κατασκευής, μπογιατισμένο μαύρο, με ένα κα -κόγουστο χρυσοποίκιλτο ακρόπρωρο. Ήταν φανερό πως είχε υποστεί πολλές κακοκαιρίες και, υποθέσαμε, είχε υποφέρει πολύ από την καταιγίδα που στάθηκε τόσο καταστροφική για μας, γιατί έλειπε το τσιμπούκι του παρου- κέτου και μερικά από τα δεξιά του παραπέτα. Όταν το πρωτοείδαμε, απείχε, όπως έχω ήδη πει, κάπου δύο μίλια από τη μεριά που φυσούσε ο άνεμος, και έπλεε προς τα μας. Ο άνεμος ήταν πολύ ελαφρός, και εκείνο που μας κατέπληξε κυρίως, ήταν ότι δεν είχε ανοιγμένα άλλα πανιά εκτός από τον τρίγκο και τη μεγίστη, με κόντρα φλόκο -και, φυσικά, μας πλησίαζε αργά αργά και η ανυπομονησία μας έφτασε στα όρια της φρενίτιδας. Όλοι μας επίσης, παρά την ταραχή μας, παρατηρήσαμε τον αδέξιο τρόπο διακυβέρνησής του. Έβγαινε τόσο αισθητά από την πορεία του, που μια δυο φορές πιστέψαμε ότι ήταν αδύνατο να μας δει, ή φανταστήκαμε ότι μας είδε, αλλά μη διακρίνοντας ανθρώπους στο κατάστρωμα, ετοιμαζόταν να πάρει βόλτα και να τραβήξει σε άλλη κατεύθυνση. Στις περιπτώσεις αυτές βαλθήκαμε να φωνάζουμε και να ουρλιάζουμε με όλη τη δύναμη της φωνής μας, και τότε το ξένο καράβι έμοιαζε ν' αλλάζει για μια στιγμή τις προθέσεις του και να παίρνει πάλι το δρόμο για μας· η ακαταλόγιστη αυτή συμπεριφορά επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές, και στο τέλος, μην μπορώντας να δώσουμε άλλη εξήγηση, υποθέσαμε ότι ο πηδαλιούχος θα ήταν μεθυσμένος.

Κανένας δε φαινόταν στο κατάστρωμα, μέχρι να φτάσει το πλοίο σε απόσταση ενός τετάρτου του μιλίου μακριά μας. Είδαμε τότε τρεις θαλασσινούς, και από τα ρούχα τους τούς πήραμε για Ολλανδούς. Οι δυο τους ήταν ξα πλωμένοι πάνω σε κάτι παλιά πανιά δίπλα στο καμπούνι, και ο τρίτος, που φαινόταν να μας κοιτάζει με τη μεγαλύτερη περιέργεια, ήταν σκυμμένος πάνω από το δεξί μέρος της πλώρης, δίπλα στο μπομπρέσο. Αυτός ο τελευταίος ήταν ένας εύσωμος και ψηλός άντρας, με πολύ σκούρο δέρμα. Έμοιαζε με τον τρόπο του να μας εμψυχώνει, γιατί μας έγνεφε χαρωπά αν και μάλλον παράδοξα, και χαμογελούσε συνεχώς δείχνοντας μια σειρά αστραφτερά άσπρα δόντια. Ενώ το σκάφος του πλησίαζε, είδαμε το κόκκινο φανελένιο σκουφί που φορούσε να πέφτει από το κεφάλι του στο νερό, αλλά εκείνος έδωσε ελάχιστη, αν

όχι καθόλου σημασία, και εξακολούθησε τα παράξενα χαμόγελα και τις χειρονομίες του. Εξιστορώ αυτά τα πράγματα και τις περιστάσεις με κάθε λεπτομέρεια, και τα εξιστορώ, πρέπει να καταλάβετε καλά, ακριβώς όπως μας φάνηκαν.

Το μπρίκι πλησίαζε αργά, πιο σταθερά τώρα από πρώτα και -δεν μπορώ να μιλήσω ήρεμα γι' αυτό το γεγονός- οι καρδιές μας χοροπηδούσαν τρελά μέσα μας, και όλη μας η ψυχή ξεχυνόταν σε κραυγές και ευχαριστίες στο Θεό για την ολοκληρωτική, απροσδόκητη και λαμπρή σωτηρία, που τη νιώθαμε χειροπιαστή κοντά μας. Μεμιάς, εντελώς ξαφνικά, χύθηκε στον ωκεανό από το παράξενο καράβι (που βρισκόταν τώρα κοντά μας) μια μυρωδιά, μια μπόχα, τέτοια που σ' όλο τον κόσμο δεν υπάρχει λέξη να την ονομάσει και νους να τη φανταστεί -κολασμένη, πέ-

ρα για πέρα αποπνικτική, αφόρητη, ασύλληπτη. Αγκομαχούσα ασφυκτιώντας, και γυρίζοντας το βλέμμα στους συντρόφους μου είδα πως ήταν πιο χλομοί από το μάρμαρο. Όμως δεν έμενε πια καιρός για ερωτηματικά και εικασίες -το μπρίκι βρισκόταν μόλις δεκαπέντε πόδια πιο πέρα, και φαινόταν πως είχε πρόθεση να περάσει δίπλα απ' την κουτάλα μας, οπότε θα μπορούσαμε να επιβιβαστούμε σ' αυτό χωρίς καν να κατεβάσουμε βάρκα. Τρέξαμε στην πρύμνη όταν, ξαφνικά, μια μεγάλη παρατιμονιά, το έριξε κάπου πέντε ή έξι ολόκληρες μοίρες έξω από τη γραμμή που ακολουθούσε, και καθώς περνούσε μπροστά στην πρύμνη μας σε απόσταση είκοσι περίπου ποδιών, είχαμε πλήρη άποψη του καταστρώματος του. Θα

ξεχάσω ποτέ την τριπλή φρίκη αυτού του θεάματος; Είκοσι πέντε με τριάντα ανθρώπινα πτώματα κείτονταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί ανάμεσα στην κουτάλα και στο μαγειρείο, ανάμε- σά τους και μερικές γυναίκες, στο τελευταίο και πιο αποκρουστικό στάδιο της σήψης. Είδαμε ξεκάθαρα πως ούτε ψυχή δε ζούσε σ' εκείνο το μοιραίο καράβι! Κι όμως, μην μπορώντας να κρατηθούμε, ζητούσαμε από τους πεθαμένους βοήθεια! Ναι, πολύωρες και δυνατές ήταν οι ικεσίες μας, στην αγωνία της στιγμής, να σταθούν για χάρη μας οι αποκρουστικές και σιωπηλές αυτές μορφές, να μη μας εγκαταλείψουν και καταντήσουμε σαν αυτές, να μας δεχτούν στην αξιότιμη συντροφιά τους! Παραληρούσαμε από φρίκη και απελπισία -ολότελα

-101-

Page 35: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ξετρελαμένοι από το σπαραγμό της επώδυνης απογοήτευσής μας.

Όταν αντήχησε η πρώτη μας δυνατή κραυγή τρόμου, κάτι σαν απόκριση ακούστηκε από ένα σημείο δίπλα στο μπομπρέσο του ξένου πλοίου, κάτι που έμοιαζε τόσο με ανθρώπινο ουρλιαχτό, που θα αιφνιδίαζε και θα παραπλανούσε και το οξύτερο αυτί. Τη στιγμή εκείνη, μια άλλη ξαφνική παρατιμονιά έφερε την περιοχή του πρόστεγου μπροστά στα μάτια μας, και γνωρίσαμε αμέσως την προέλευση του ήχου. Είδαμε την ψηλή, εύρωστη σιλουέτα να γέρνει ακόμη πάνω από τα παραπέτα και να κουνάει το κεφάλι πέρα δώθε, όμως το πρόσωπο ήταν στραμμένο από την άλλη μεριά και δεν μπορούσαμε να το δούμε. Τα μπράτσα του ήταν τεντωμένα πάνω από την κουπαστή και οι παλάμες των χεριών στραμμένες προς τα έξω. Τα γόνα- τά του ακουμπούσαν σ' ένα χοντρό σκοινί, καλοτεντωμέ- νο, που έφτανε από την έδρα του μπομπρέσου ώς μία από τις επωτίδες της άγκυρας. Στην πλάτη του, όπου ένα μέρος του πουκάμισου είχε σκιστεί, αφήνοντάς την γυμνή, καθόταν ένας τεράστιος γλάρος, που με το ράμφος και τα νύχια του χωμένα βαθιά στη φρικτή σάρκα, την καταβρόχθιζε με βουλιμία, ενώ το λευκό του φτέρωμα ήταν από πάνω ώς κάτω πιτσιλισμένο με αίμα. Καθώς το μπρίκι μετακινήθηκε ακόμη πιο πέρα, φέρνοντας μας πιο κοντά, το πουλί, με μεγάλη δυσκολία, τράβηξε έξω το πορφυρό από το αίμα κεφάλι του και, αφού μας κοίταξε λίγη ώρα, άναυδο, θα 'λεγες, από την έκπληξή του, σηκώθηκε νωχελικά από το

πτώμα που κατασπάραζε, και πετώντας κατευθείαν πάνω από το κατάστρωμά μας, μετεωρίστηκε λίγο εκεί, κρατώντας στο ράμφος του ένα γρομπιασμένο κομμάτι που έμοιαζε με συκώτι. Το φρικαλέο τεμάχιο έπεσε τέλος μ' έναν ξαφνικό, μαλακό γδούπο ακριβώς μπροστά στα πόδια τού Πάρκερ. Ο Θεός να με συχωρέσει, αλλά τότε, για πρώτη φορά, μου διέσχισε το μυαλό μια σκέψη, μια σκέψη που δε θα την αναφέρω, και αισθάνθηκα το σώμα μου να κάνει ένα βήμα προς το αιματοβαμμένο εκείνο σημείο. Σήκωσα τα μάτια μου, και το βλέμμα του Αύγουστου συνάντησε το δικό μου με μια τόσο έντονη και κραυγαλέα σημασία, που με επανέφερε αμέσως στα λογικά μου. Όρμησα γρήγορα μπροστά και, με βαθύ σύγκρυο, πέταξα το απαίσιο πράγμα στη θάλασσα.

Το πτώμα απ' όπου προερχόταν, έτσι όπως στηριζό-ταν στο σκοινί, εύκολα μετακινιόταν μπρος πίσω ανάλογα με τις κινήσεις του σαρκοβόρου όρνιου, και αυτή ήταν η κίνηση που μας είχε δημιουργήσει από την αρχή την εντύπωση πως ήταν ζωντανό. Τώρα που ο γλάρος το απάλλαξε από το βάρος του, πήρε μια στροφή και έπεσε το μισό προς τα μπρος, έτσι που το πρόσωπο αποκαλύφθηκε. Ποτέ, σίγουρα, δεν υπήρξε άλλη τόσο τρομαχτική όψη! Τα μάτια έλειπαν, όπως και όλη η σάρκα γύρω από το στόμα, αφήνοντας ολότελα ακάλυπτα τα δόντια. Αυτό, λοιπόν, ήταν το χαμόγελο που μας είχε γεμίσει ελπίδες! Αυτό το -όμως, σωπαίνω. Το μπρίκι, όπως έχω ήδη πει,

πέρασε μπροστά από την πρύμνη μας, τραβώντας αργά αλλά σταθερά προς την υπήνεμη μεριά. Μαζί του και με το τρομερό πλήρωμά του έφυγαν κι όλα μας τα οράματα σωτηρίας και χαράς. Έτσι αργά όπως απομακρυνόταν, θα καταφέρναμε σίγουρα να βρούμε κάποιο μέσο για να ανεβούμε επάνω του, αν η ξαφνική μας απογοήτευση και η φρικαλέα φύση της ανακάλυψής μας δεν είχαν νεκρώσει κάθε ενεργητικότητα και λειτουργία του πνεύματος και του σώματος μας. Είδαμε και αισθανθήκαμε, αλλά δεν μπορέσαμε ούτε να σκεφτούμε ούτε να δράσουμε προτού να είναι, αλίμονο, πολύ αργά. Μπορείτε να υπολογίσετε πόσο είχαν αποχαυνωθεί οι διανοητικές μας ικανότητες, κρίνοντας από το γεγονός ότι, όταν το πλοίο είχε απομακρυνθεί ήδη τόσο, ώστε δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε παρά το μισό, σκεφτήκαμε σοβαρά να προσπαθήσουμε να το φτάσουμε κολυμπώντας!

Από τότε και μετά, μάταια γύρεψα την άκρη του νήματος που θα μου επέτρεπε να διαφωτίσω την ανατριχιαστική αχλύ αβεβαιότητας που περιέβαλλε τη μοίρα του άγνωστου καραβιού. Εξαιτίας της κατασκευής και της γενικής εμφάνισής του, όπως έχω δηλώσει και πριν, σχηματίσαμε την εντύπωση ότι ήταν ολλανδικό εμπορικό, και η ενδυμασία του πληρώματος ενίσχυσε αυτή τη γνώμη. Θα μπορούσαμε εύκολα να δούμε το όνομα στην πρύμνη του και, πράγματι, να κάνουμε και

άλλες παρατηρήσεις που θα μας βοηθούσαν να μαντέψουμε το χαρακτήρα του- όμως η γιγάντια αναστάτωση της στιγμής μάς τύφλωσε για κάθε τέτοια λεπτομέρεια. Από τη βαθυκίτρινη όψη όσων πτωμάτων δεν ήταν ολότελα αποσυντεθειμένα, συμπεράναμε ότι όλοι οι επιβάτες του πλοίου είχαν πεθάνει από κίτρινο πυρετό, ή κάποια άλλη μολυσματική ασθέ νεια του ίδιου τρομερού είδους. Αν αυτό πράγματι συνέβη (και δεν ξέρω τι άλλο να φανταστώ) ο θάνατος, αν κρίνω από τις θέσεις των πτωμάτων, θα πρέπει να ήταν ακαριαίος και να τους συνέτριψε όλους στη στιγμή -με τρόπο εξολοκλήρου διαφορετικό από αυτόν που χαρακτηρίζει ακόμη και τις πιο θανατηφόρες λοιμώδεις νόσους που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο γένος. Είναι πιθανόν, αλήθεια, να ανακατεύτηκε τυχαία δηλητήριο στα τρόφιμα και να επέφερε τη συμφορά· ή να προκλήθηκε από την κατανάλωση κάποιου άγνωστου είδους δηλητηριώδους ψαριού, ή άλλου θαλασσινού ζώου, ή ωκεάνειου πτηνού -είναι όμως ολότελα ανώφελο να καταγινόμαστε με εικασίες όταν όλα είναι και θα παραμείνουν, το δίχως άλλο, για πάντα σκεπασμένα με το πιο αποτρόπαιο και αβυσσαλέο μυστήριο.

Κεφάλαω ενδέκατο

Περάσαμε την υπόλοιπη μέρα σε κατάσταση αποβλακωμένης απάθειας, ατενίζοντας το καράβι που χανόταν στον ορίζοντα, ώσπου το σκοτάδι, κρύβοντάς το από τα μάτια μας, μας επανέφερε μέχρι ενός σημείου στα λογικά μας. Και τότε ξαναγύρισε οξύτερο το μυστήριο της πείνας και της δίψας, απορροφώντας κάθε άλλη έγνοια και σκέψη. Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορούσε να γίνει πριν απ' το πρωί, και ψάχνοντας να βρούμε μια όσο γίνεται πιο ασφαλή θέση για να πλαγιάσουμε, πασχίσαμε να ξεκλέψουμε λίγη ανάπαυση. Εγώ το πέτυχα πολύ καλύτερα απ' ό,τι περίμενα, και κοιμήθηκα ώσπου οι

Page 36: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

σύντροφοι μου, που δε στάθηκαν τόσο τυχεροί, με ξύπνησαν τα χαράματα για να επαναλάβουμε τις προσπάθειές μας να φέρουμε προμήθειες από το αμπάρι. Επικρατούσε τώρα απόλυτη νηνεμία, η θάλασσα ήταν γαλήνια όπως δεν την έχω ξαναδεί, ο καιρός ζεστός και ευχάριστος. Το μπρίκι δε φαινόταν πουθενά. Αρχίσαμε την επιχείρησή μας ξεβιδώνοντας, όχι χωρίς κάποιες δυσχέρειες, μιαν άλλη αλυσίδα· και αφού τις στερέωσε και τις δυο στα πόδια του, ο Πήτερς έκανε νέα προσπάθεια να φτάσει την πόρτα της κουμπά- νιας, με τη σκέψη ότι θα τα κατάφερνε ίσως να την παραβιάσει, αν έφτανε

εκεί σε αρκετά σύντομο χρόνο- και ήλπιζε να το πετύχει, γιατί το σκάφος έπλεε πολύ πιο σταθερά από πρώτα.

Κατάφερε να φτάσει πολύ γρήγορα στην πόρτα, και τότε, λύνοντας τη μία αλυσίδα από τον αστράγαλο του, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες ν' ανοίξει πέρασμα, μάταια όμως, γιατί η διαξύλωση του δωματίου ήταν πολύ πιο ανθεκτική απ' ό,τι είχε προβλέψει. Εξαντλήθηκε εντελώς από τη μακρά παραμονή του κάτω απ' το νερό, και ήταν απόλυτη ανάγκη να πάρει κάποιος άλλος από μας τη θέση του. Για τη δουλειά αυτή προσφέρθηκε αμέσως ο Πάρκερ· μετά όμως από τρεις ανεπιτυχείς απόπειρες, βρήκε ότι δεν κατόρθωνε ούτε καν να πλησιάσει την πόρτα. Εξαιτίας του πληγωμένου μπράτσου του Αύγουστου, δεν υπήρχε περίπτωση να κατεβεί αυτός κάτω, γιατί θα ήταν ανήμπορος να παραβιάσει την πόρτα, ακόμη κι αν την έφτανε, και συνεπώς ήρθε η σειρά μου να κοπιάσω για την κοινή μας σωτηρία.

Ο Πήτερς είχε αφήσει τη μία αλυσίδα στο διάδρομο, και ανακάλυψα, μόλις βούτηξα, ότι δεν είχα αρκετό αντίβαρο που να με κρατήσει σταθερά κάτω. Αποφάσισα λοιπόν να μην επιδιώξω τίποτα περισσότερο στην πρώτη μου απόπειρα, αλλά να περιοριστώ να ξαναβρώ την άλλη αλυσίδα. Ενώ ψηλαφούσα το δάπεδο του διαδρόμου γι' αυτόν το σκοπό, αισθάνθηκα ένα σκληρό αντικείμενο- το άρπαξα αμέσως, χωρίς να προλάβω να αντιληφθώ τι ήταν, και επιστρέφοντας ανέβηκα επάνω στο λεπτό. Το τρόπαιο μας αποδείχτηκε μπουκάλι, και μπορείτε να συλλάβετε τη χαρά μας όταν σας πω ότι το βρήκαμε γεμάτο με κρασί πορτό. Ευχαριστώντας το Θεό για την έγκαιρη και παρηγορητική του βοήθεια, βγάλαμε αμέσως το πώμα με το σουγιά μου, και ρουφώντας ο καθένας με τη σειρά μια γουλιά, νιώσαμε τη μεγαλύτερη ανακούφιση χάρη στη ζε-στασιά, τη δύναμη και το κουράγιο που μας ενέπνευσε. Μετά βουλώσαμε και πάλι με προσοχή το μπουκάλι, και με τη βοήθεια ενός μαντιλιού το κρεμάσαμε με τέτοιον τρόπο, που να μην υπάρχει περίπτωση να σπάσει.

Αφού ξεκουράστηκα για λίγο μετά την ευτυχή αυτή ανακάλυψη, κατέβηκα και πάλι, βρήκα τη φορά αυτή την αλυσίδα, και κρατώντας την επέστρεψα αμέσως. Τη στερέωσα μετά στο πόδι μου και κατέβηκα για τρίτη φορά, οπότε και βεβαιώθηκα ότι κανένας κόπος και κανένας άθλος δε θα με βοηθούσαν να παραβιάσω, κάτω από αυτές τις συνθήκες, την πόρτα της κουμπάνιας. Γύρισα, λοιπόν, πίσω απελπισμένος. Τώρα πια φαινόταν πως δεν έμεινε χώρος για ελπίδα, και μπορούσα να αντιληφθώ από τη στάση των συντρόφων μου πως το είχαν πάρει απόφαση ότι θα πεθάνουν. Το κρασί, προφανώς, τους είχε προξενήσει ένα είδος παραληρήματος, πράγμα που δε συνέβη σε μένα, ίσως γιατί καταδύθηκα στο νερό αμέσως μόλις το ήπια. Μιλούσαν ασυνάρτητα, και για πράγματα άσχετα με την κατάστασή μας· ο Πήτερς, παραδείγματος χάρη, μου έκανε επανειλημμένως ερωτήσεις για το Ναντάκετ. Ο Αύγουστος, επίσης, θυμάμαι, με πλησίασε με σοβαρό ύφος και μου ζήτησε να του δανείσω ένα χτένι, γιατί τα μαλλιά του ήταν γεμάτα από λέπια ψαριών, και ήθελε να τα καθαρίσει προτού κατεβεί στη στεριά. Ο Πάρκερ φαινόταν κάπως λιγότερο καταβεβλημένος, και με παρακίνησε να βουτήξω καλού κακού στην καμπίνα, και να φέρω επάνω οτιδήποτε μου έπεφτε στο χέρι. Συμφώνησα, και στην πρώτη μου απόπειρα, αφού έμεινα κάτω ένα ολόκληρο λεπτό, ανέσυρα ένα μικρό δερμάτινο μπαούλο που ανήκε στον κάπταιν

Μπάρναρντ. Το ανοίξαμε αμέσως, με την αμυδρή ελπίδα πως μπορεί να περιείχε κάποιο φαγώσιμο ή ποτό. Δε βρήκαμε τίποτα, ωστόσο, εκτός από ένα κουτί ξυράφια και δύο λινά πουκάμισα. Κατέβηκα και πάλι, και γύρισα χωρίς καμιά επιτυχία. Τη στιγμή που έβγαζα το κεφάλι μου από το νερό, άκουσα έναν κρότο στο κατάστρωμα, και μόλις ανέβηκα επάνω, είδα ότι οι σύντροφοι μου είχαν εκμεταλλευτεί αχάριστα την απουσία μου για να πιουν το υπόλοιπο κρασί, και είχαν ρίξει κάτω το μπουκάλι, στην προσπάθειά τους να το βάλουν στη θέση του πριν τους δω. Διαμαρτυρήθηκα για την άσπλαχνη συμπεριφορά τους, και τότε ο Αύγουστος ξέσπασε σε λυγμούς. Οι άλλοι δύο προσπάθησαν να γελάσουν, τάχα πως το 'καναν γι' αστείο, αλλά εύχομαι να μην ακούσω ποτέ ξανά τέτοιο γέλιο: η παραμόρφωση στην όψη και την έκφρασή τους είχε κάτι το τρομαχτικό. Φαίνεται, πράγματι, πως στα άδεια στομάχια τους το ερέθισμα του αλκοόλ είχε επενερ γήσει με αστραπιαίο και βίαιο τρόπο, και ήταν όλοι τούς υπερβολικά μεθυσμένοι. Με τη μεγαλύτερη δυσκολία τους έπεισα να πλαγιάσουν, και τότε βυθίστηκαν μεμιάς σε βαρύ ύπνο, που συνοδευόταν από δυνατό ροχαλητό.

Βρέθηκα λοιπόν ουσιαστικά μόνος στο μπρίκι, και οι

στοχασμοί μου, μην αμφιβάλλετε, ήταν τρομαχτικοί και ζοφεροί. Δεν έβλεπα μπροστά μου άλλη προοπτική εκτός από τον αργό θάνατο της πείνας, ή, στην καλύτερη περίπτωση, τον πνιγμό μας στην πρώτη καταιγίδα που θα μας τύχαινε, γιατί εξαντλημένοι όπως ήμασταν, δεν είχαμε ελπίδα να ξεπεράσουμε ζωντανοί δεύτερη τέτοια δοκιμασία.

Ο πόνος της πείνας που μου ροκάνιζε το στομάχι είχε καταντήσει πια αφόρητος, και αισθανόμουν ικανός να κάνω τα πάντα για να τον καταπραΰνω. Με το μαχαίρι μου έκοψα ένα μικρό κομμάτι από το δερμάτινο μπαούλο και προσπάθησα να το φάω, αλλά στάθηκε αδύνατο να καταπιώ έστω και μια μπουκιά, αν και φαντάστηκα πως θ' αλά- φρωνα λιγάκι το μαρτύριο μου μασουλώντας μικρά κομματάκια πετσί και φτύνοντάς τα μετά. Κατά το βράδυ ξύπνησαν οι σύντροφοι μου ένας ένας, σε κατάσταση απερίγραπτης εξασθένησης όλοι τους, και με την ψυχή γεμάτη φρίκη, εξαιτίας του κρασιού, που οι αναθυμιάσεις του είχαν τώρα εξατμιστεί. Έτρεμαν σα να είχαν θέρμες, και ζητούσαν νερό με τις πιο αξιοθρήνητες οιμωγές. Η κατά- στασή τους με επηρέασε ζωηρά, αλλά με έκανε συγχρόνως να χαρώ που η ευνοϊκή για μένα τροπή των

-101-

Page 37: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

πραγμάτων με εμπόδισε να ενδώσω στο κρασί, και κατά συνέπεια να μοιραστώ τη μελαγχολία τους και το ψυχικό τους μαρτύριο. Η συμπεριφορά τους, ωστόσο, με γέμισε ανησυχία και φόβο· γιατί ήταν προφανές ότι, αν δεν άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο, οι σύντροφοι μου δεν ήταν σε θέση να μου προσφέρουν καμιά βοήθεια στον αγώνα μου για την κοινή μας ασφάλεια. Δεν είχα εγκαταλείψει ακόμη την ιδέα να φέρω κάτι από κάτω- όμως δεν μπορού σα να πραγματοποιήσω νέα απόπειρα, προτού βρει κάποιος από αυτούς αρκετή αυτοκυριαρχία για να με βοηθήσει κρατώντας την άκρη του σκοινιού ενώ εγώ θα βουτούσα. Μου φάνηκε ότι ο Πάρκερ βρισκόταν σε σχετικά καλύτερη κατάσταση από τους άλλους, και πάσχισα με κάθε μέσο που είχα στη διάθεσή μου να τον συνεφέρω. Σκέφτηκα ότι μια βουτιά στο θαλασσινό νερό μπορεί να είχε ευεργετικά αποτελέσματα, και για το λόγο αυτό τού έδεσα την άκρη του σκοινιού στη μέση του, και μετά, οδηγώντας τον στη σκάλα που φέρνει στο εσωτερικό του πλοίου, (εκείνος παρέμεινε εντελώς παθητικός όλο το διάστημα), τον έσπρωξα μέσα και αμέσως τον τράβηξα έξω. Είχα κάθε λόγο να συγχαρώ τον εαυτό μου για το πείραμα που έκανα, γιατί φάνηκε να αναζωογονείται και να τονώνεται, και μόλις βγήκε, με ρώτησε, με τρόπο λογικό, γιατί του το είχα κάνει αυτό. Όταν του εξήγησα το σκοπό μου, είπε ότι μου ήταν υποχρεωμένος και ότι αισθανόταν πολύ καλύτερα μετά την κατάδυση, και στη συνέχεια κουβέντιασε μαζί μου συνετά και μυαλωμένα για την κατάσταση. Αποφασίσαμε τότε να μεταχειριστούμε με τον ίδιο τρόπο τον Αύγουστο και τον Πήτερς, πράγμα που κάναμε αμέσως, και το σοκ έκανε και στους δύο μεγάλο καλό. Την ιδέα της ξαφνικής κατάδυσης την είχα αντλήσει από την ανάγνωση ενός ιατρικού συγγράμματος, που έκανε λόγο για την καλή επίδρασή της στην περίπτωση που ο ασθενής έπασχε από διψομανία.

Κρίνοντας τώρα τους συντρόφους μου ικανούς να κρατήσουν την άκρη του σκοινιού, έκανα και πάλι τρεις τέσσερις νέες καταδύσεις στην καμπίνα, αν και είχε ήδη σχεδόν σκοτεινιάσει και είχε σηκωθεί θαλασσάκι από τα βόρεια, με αποτέλεσμα να είναι μάλλον άστατο το σκάφος. Κατά τη διάρκεια αυτών των προσπαθειών κατάφερα να ανασύρω δύο μαχαίρια με θήκη, μία καράφα των τριών γαλονιών -άδεια- και μία κουβέρτα, αλλά τίποτε που θα μπορούσε να χρησιμέψει για τροφή. Συνέχισα τις απόπει- ρές μου και μετά την εύρεση αυτών των αντικειμένων, ώσπου να εξουθενωθώ εντελώς, αλλά δεν έφερα τίποτ' άλλο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Πάρκερ και ο Πήτερς συνέχισαν εναλλάξ τις προσπάθειες, αλλά μη βρίσκοντας τίποτα, εγκαταλείψαμε την απόπειρα αυτή απελπισμένοι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως εξαντλούσαμε τις δυνάμεις μας μάταια.

Page 38: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Περάσαμε την υπόλοιπη νύχτα με τα οξύτερα πνευματικά και σωματικά μαρτύρια που μπορείτε να φανταστείτε. Με τα πολλά, ξημέρωσε το πρωί της δεκάτης έκτης, και κοιτάξαμε με λαχτάρα τον ορίζοντα για κάποια παρήγορη ένδειξη, αλλά του κάκου. Η θάλασσα ήταν ακόμα ήρεμη, με καραντί μονάχα από τα βόρεια, όπως χτες. Ήταν ήδη η έκτη μέρα από τότε που βάλαμε για τελευταία φορά στο στόμα μας φαΐ ή ποτό, με μόνη εξαίρεση το μπουκάλι με το πορτό, και ήταν σαφές πως πολύ λίγο ακόμα θα μπορούσαμε να αντέξουμε αν δε βρίσκαμε κάτι. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί, και εύχομαι να μην ξαναδώ, ανθρώπινα πλάσματα τόσο ανείπωτα αδυνατισμένα όπως ο Πήτερς και ο Αύγουστος. Αν τους συναντούσα στη στεριά, στην παρούσα τους κατάσταση, τίποτα δε θα με έκανε να υποπτευτώ ότι τους είχα ξαναδεί. Η όψη τους ήταν τόσο ολοκληρωτικά αλλαγμένη, που δεν κατάφερνα να πιστέψω ότι ήταν τα ίδια άτομα που συναναστρεφόμουν πριν από λίγες μέρες. Ο Πάρκερ, αν και θλιβερά ισχνός και τόσο εξασθενημένος, που δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι από το στήθος του, δεν ήταν τόσο πειραγμένος όσο οι δύο άλλοι. Υπέμενε τα δεινά του με μεγάλη καρτερικότητα, χωρίς να παραπονιέται, και προσπαθώντας να μας εμπνεύσει ελπίδα με κάθε τρόπο που μπορούσε να φανταστεί. Όσο για μένα, παρόλο που στην αρχή του ταξιδιού η υγεία μου ήταν κακή, και ήμουν ανέκαθεν λεπτεπίλεπτος από φυσικού μου, υπέφερα λιγότερο από τους άλλους, έχασα λιγότερο βάρος, και διατηρούσα τις νοητικές μου δυνάμεις σε εκπληκτικό βαθμό, ενώ οι υπόλοιποι έμοιαζαν να έχουν χάσει ολότελα το μυαλό τους, και ξα- ναμωραμένοι, θαρρείς, με ηλίθια σκέρτσα και χαμόγελα, μουρμούριζαν τις γελοιωδέστερες κοινοτοπίες. Κατά διαστήματα, ωστόσο, έμοιαζαν να ξαναζωντανεύουν ξαφνικά, σα να συνειδητοποιούσαν εκείνη τη στιγμή τη θέση τους, πετάγονταν όρθιοι με μια στιγμιαία αναλαμπή σφρίγους και μιλούσαν για τις προοπτικές τους, με τρόπο πέρα για πέρα λογικό, αν και γεμάτον από την πιο μαύρη απελπισία. Είναι πιθανόν, ωστόσο, να είχαν σχηματίσει οι σύντροφοι μου για την κατάστασή τους την ίδια γνώμη που είχα κι εγώ για τη δική μου, και να διέπραξα κι εγώ ασυναίσθητα τις ίδιες εκκεντρικότητες και βλακείες -όμως γι' αυτό το θέμα τίποτα δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά.

Γύρω στο μεσημέρι, ο Πάρκερ δήλωσε ότι έβλεπε ξηρά πίσω από τον αριστερό γοφό του πλοίου, και δυσκολεύτηκα τρομερά να τον συγκρατήσω για να μην πηδήσει στη θάλασσα με σκοπό να κολυμπήσει προς τα εκεί. Ο Πή τερς και ο Αύγουστος δεν έδωσαν σχεδόν καμιά σημασία στα λεγόμενα του, απορροφημένοι, προφανώς, από τους μαύρους συλλογισμούς τους. Όσο και να κοίταζα στην κατεύθυνση που μου έδειχνε ο Πάρκερ, δε διέκρινα το παραμικρό ίχνος ακτής -πράγματι, ήξερα πολύ καλά πόσο απείχαμε από κάθε ακτή, για να ξεγελαστώ από μια τέτοια ελπίδα. Χρειάστηκε πολλή ώρα πάντως για να πείσω τον Πάρκερ για το λάθος του. Ξέσπασε τότε σε χείμαρρο δακρύων, κλαίγοντας σαν παιδί με λυγμούς δύο ή τρεις ώρες, ώσπου, εξαντλημένος πια, αποκοιμήθηκε.

Ο Πήτερς και ο Αύγουστος κατέβαλαν τώρα ένα σωρό άκαρπες προσπάθειες να καταπιούν κομματάκια πετσί. Τους συμβούλεψα να το μασάνε και να το φτύνουν, όμως ήταν υπερβολικά εξουθενωμένοι για να μπορέσουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή μου. Εξακολούθησα να μασάω κομματάκια κατά διαστήματα, και βρήκα κάποια ανακούφιση· το μεγαλύτερο μου βάσανο ήταν το νερό, και μόνο επειδή θυμόμουν τι φριχτές ταλαιπωρίες περίμεναν όσους δοκίμαζαν να πιουν από τη θάλασσα, κρατήθηκα και δεν έκανα κι εγώ το ίδιο.

Page 39: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Έτσι περνούσε η μέρα, όταν ξαφνικά ανακάλυψα ένα πανί στα ανατολικά, πέρα από την αριστερή μεριά της πλώρης μας. Φαινόταν μεγάλο πλοίο και ερχόταν εγκάρσια προς το μέρος μας, σε απόσταση δεκαπέντε ή είκοσι μιλίων ίσως. Κανείς από τους συντρόφους μου δεν το είχε πάρει είδηση ακόμη, και απέφυγα να τους πω προς το παρόν τίποτα, μήπως και απογοητευτούμε πάλι. Στο τέλος, όταν πια είχε πλησιάσει πιο κοντά, είδα καθαρά ότι τραβούσε κατευθείαν επάνω μας, με τα βελάγια του ανοιγμένα. Μην μπορώντας να κρατηθώ άλλο, το έδειξα στους συφοριασμένους μου συντρόφους. Πετάχτηκαν όρθιοι στο λεπτό, ξεσπώντας και πάλι στις πιο εξωφρενικές εκδηλώσεις χαράς, κλαίγοντας, γελώντας με ηλίθιο τρόπο, χοροπηδώντας, ποδοκροτώντας, τραβώντας τα μαλλιά τους, και φωνάζοντας, μια προσευχές και μια θλαστήμιες. Ήμουν τόσο επηρεασμένος από τη συμπεριφορά τους, όπως κι από αυτό που θεωρούσα τώρα σίγουρη προοπτική σωτηρίας, που δεν μπόρεσα να μη λάβω μέρος στην τρέλα τους, και ενδίδοντας στις παρορμήσεις της ευγνωμοσύνης και της έκστασης, βάλθηκα να ξαπλώνω και να κυλιέμαι στο κατάστρωμα, να χτυπάω παλαμάκια, να φωνάζω, και άλλα πολλά παρόμοια να κάνω, έως ότου ξαναγύρισα ξαφνικά στα λογικά μου και στο άκρον άωτον της ανθρώπινης δυστυχίας και απόγνωσης, βλέποντας ότι το πλοίο μάς είχε γυρίσει ξαφνικά την πρύμνη, και έπλεε σε κατεύθυνση εξολοκλήρου αντίθετη από αυτήν που ακολουθούσε όταν το είχα πρωτοδεί.

Χρειάστηκε να περάσει ώρα μέχρι να φέρω τους φτωχούς συντρόφους μου στο σημείο να πιστέψουν πως πράγματι η θλιβερή αυτή μεταστροφή της τύχης μας ήταν αλήθεια. Σε όλες μου τις διαβεβαιώσεις αποκρίνονταν με ένα απλανές βλέμμα και μια χειρονομία που σήμαινε ότι τέτοια ψέματα δεν τους παραπλανούσαν. Η στάση του Αύγουστου με επηρέασε περισσότερο από καθετί άλλο. Ό,τι και να του έλεγα, ό,τι και να έκανα για να τον πείσω για το αντίθετο, επέμενε να λέει ότι το πλοίο μάς πλησίαζε γρήγορα, και ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σ' αυτό. Βλέποντας μερικά φύκια να επιπλέουν κοντά στο μπρίκι, ισχυριζόταν ότι ήταν το βαρκάκι του πλοίου, και πάσχιζε να πηδήσει σ' αυτό, στριγκλίζοντας με τον πιο σπαραξικάρδιο τρόπο όταν τον εμπόδισα δια της βίας να πέσει στη θάλασσα.

Κάπως πιο ήσυχοι τώρα, εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε το καράβι, ώσπου το έκρυψε από τα μάτια μας η ελαφριά ομίχλη που σηκώθηκε μαζί με μια ασθενική αύρα. Όταν κάθε ίχνος του έσβησε στον ορίζοντα, ο Πάρκερ στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος μου με μια έκφραση στο πρόσωπο του που με έκανε να αναρριγήσω. Είχε ένα ύφος αυτοκυριαρχίας που δεν το είχα ξαναδεί επάνω του, και πριν ακόμη ανοίξει τα χείλη του, η καρδιά μου μού ψιθύρισε τι είχε σκοπό να πει. Πρότεινε, με λίγα λόγια, ένας από μας να πεθάνει, για να σώσει τις ζωές των άλλων.

Κεφάλαιο δωδέκατο

Για αρκετή ώρα ήδη, γυρόφερνα στο μυαλό μου την εκδοχή να εξωθηθούμε στη φριχτή αυτή έσχατη λύση, και είχα αποφασίσει μυστικά να υποστώ καλύτερα θάνατο οποιασδήποτε μορφής και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, παρά να καταφύγω σε τέτοια διέξοδο. Και η από- φασή μου αυτή δεν είχε κλονιστεί ούτε στο ελάχιστο από την τωρινή ένταση της πείνας που με βασάνιζε. Την πρόταση δεν την είχαν ακούσει ούτε ο Πήτερς ούτε ο Αύγουστος. Πήρα λοιπόν τον Πάρκερ παράμερα, και παρακαλώντας από μέσα μου το Θεό να μου δώσει δύναμη να τον αποτρέψω από το φρικαλέο σχέδιο που μελετούσε, τον επέπληξα αυστηρά για πολλή ώρα, παρακαλώντας τον συγχρόνως με τον πιο ικετευτικό τρόπο, στο όνομα ό,τι πιο ιερού είχε στον κόσμο, και πιέζοντάς τον με κάθε είδους επιχείρημα που παρείχε η ακρότητα της ιδέας του, να εγκαταλείψει το σκοπό του και να μην αναφέρει τίποτε στους άλλους δύο.

Άκουσε όλα όσα είπα χωρίς να επιχειρήσει να αντικρούσει τα επιχειρήματά μου, και είχα αρχίσει να ελπίζω πως τον έπεισα να ενεργήσει όπως επιθυμούσα. Μόλις όμως έπαψα να μιλώ, είπε πως ήξερε πολύ καλά ότι όλα όσα είχα πει ήταν αλήθεια, και ότι η προσφυγή σε μια τέτοια μέθοδο ήταν η πιο φριχτή εναλλακτική λύση που θα περνούσε ποτέ από νου ανθρώπου· αλλά ότι είχε τώρα πια αντέξει όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, ότι ήταν ανώφελο να πεθάνουν όλοι αφού, με το θάνατο του ενός, ήταν δυνατό, και μάλιστα πιθανό, να σωθούν τελικά οι υπόλοιποι, και πρόσθεσε να μη χάνω

τον κόπο μου προσπαθώντας να του γυρίσω τα μυαλά, γιατί είχε πάρει ήδη οριστικά και αμετάκλητα την απόφασή του στο θέμα, ακόμη και πριν παρουσιαστεί το πλοίο, και μόνο η εμφάνισή του τον είχε εμποδίσει να φανερώσει την πρό- θεσή του πρωτύτερα.

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ Γ

8. Η αφήγηση τον Άρθουρ Γχόρντον Πνμ

Page 40: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Τον ικέτεψα τώρα, αφού δεν πειθόταν να εγκαταλείψει το σχέδιο του, τουλάχιστον να το αναβάλει για άλλη μέρα, μήπως

και στο μεταξύ παρουσιαστεί κανένα καράβι· και πάλι επανέλαβα όσα επιχειρήματα μπορούσα να βάλω με το μυαλό μου, και πίστευα ότι μπορεί να επηρέαζαν έναν άξεστο άνθρωπο σαν εκείνον. Είπε, σε απάντηση, ότι περίμενε για να μιλήσει την τελευταία δυνατή στιγμή, ότι του ήταν αδύνατο να αντέξει άλλο χωρίς κάποιου είδους τροφή, και επομένως μία μέρα αργότερα θα ήταν πια πολύ αργά, τουλάχιστον όσον αφορά τον ίδιο.

Βλέποντας ότι δεν μπορούσα να τον συγκινήσω με οτιδήποτε και να του έλεγα σε ήπιο τόνο, άλλαξα τώρα στάση, και του είπα να έχει υπόψη του ότι είχα υποφέρει λιγότερο απ' όλους του άλλους από τις κακουχίες μας· ότι η υγεία και η δύναμή μου, συνεπώς, ήταν τη στιγμή εκείνη πολύ ανώτερες από τις δικές του ή ακόμη και του Πήτερς ή του Αύγουστου·

επομένως, ήμουν σε θέση να επιβάλω τη θέλησή μου με τη βία αν το έκρινα αναγκαίο- και αν επιχειρούσε με οποιονδήποτε τρόπο να ανακοινώσει στους άλλους τα αιμοδιψή και κανιβαλικά του σχέδια, δε θα δίσταζα να τον πετάξω στη θάλασσα. Μόλις το άκουσε, με άρπαξε αμέσως από το λαιμό και, τραβώντας μαχαίρι, έκανε πολλές άκαρπες προσπάθειες να με χτυπήσει στο στομάχι· και μόνο η υπερβολική του αδυναμία τον εμπόδισε να διαπράξει αυτή την ωμότητα. Στο μεταξύ, νιώθοντας να με κατακλύζει ακατανίκητος θυμός, τον έσυρα στο πλευρό του σκάφους, αποφασισμένος να τον πετάξω στο νερό. Από τη μοίρα αυτή τον έσωσε, ωστόσο, η επέμβαση του Πήτερς, που πλησίασε τώρα και μας χώρι σε, ρωτώντας την αιτία του καβγά. Και ο Πήτερς του την είπε αμέσως, προτού βρω τρόπο να τον σταματήσω.

Η απήχηση των λόγων του ήταν ακόμα πιο τρομερή απ' ό,τι είχα προβλέψει. Και ο Αύγουστος και ο Πήτερς που, όπως φαίνεται, καλλιεργούσαν από ώρα μυστικά στο μυαλό τους τη φοβερή ιδέα που απλώς έθιξε πρώτος ο Πάρκερ, τάχθηκαν αμέσως στο πλευρό του και επέμειναν να τεθεί το σχέδιο του σε πράξη. Είχα υπολογίσει πως τουλάχιστον ο ένας από τους δύο τους θα είχε διατηρήσει αρκετή πνευματική δύναμη για να καταπολεμήσει μαζί μου την πραγμάτωση ενός τόσου φρικιαστικού σκοπού" και με τη βοήθεια του ενός τους δεν αμφέβαλλα πως θα κατάφερνα ν' αποτρέψω την εκτέλεσή του. Διαψευσμένος στις προσδοκίες μου, κατάλαβα καλά πως ήταν απόλυτη ανάγκη να φροντίσω για την ασφάλειά μου, γιατί μεγαλύτερη αντίσταση από μέρους μου θα μπορούσε εύκολα να εκληφθεί από τους εξαγριωμένους άντρες σαν επαρκής δι -καιολογία για να μου αρνηθούν δίκαιη μεταχείριση στην τραγωδία που, το ήξερα καλά, γρήγορα θα διαδραματιζόταν.

Τους είπα τώρα ότι ήμουν πρόθυμος να υποταχθώ στην απόφαση των περισσοτέρων, αλλά ζητούσα απλώς μια καθυστέρηση μίας ώρας, για να προλάβει να διαλυθεί η ομίχλη που είχε μαζευτεί τριγύρω μας, οπότε θα εμφανι ζόταν ίσως ξανά το πλοίο που είχαμε δει. Μετά από μεγάλες δυσκολίες, τους απόσπασα την υπόσχεση πως θα περίμεναν μέχρι τότε· και, όπως είχα προβλέψει (άρχισε να φυσάει γρήγορα), η ομίχλη διαλύθηκε προτού εκπνεύσει η προθεσμία και, μη βλέποντας πουθενά καράβι, ετοιμαστήκαμε να τραβήξουμε κλήρο.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΠΥΜ

Page 41: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Με τη μεγαλύτερη απροθυμία και απέχθεια κάνω λόγο για την αποτρόπαιη σκηνή που ακολούθησε· μια σκηνή που, παρ' όλα τα άλλα γεγονότα που συνέβησαν αργότερα, παρέμεινε με τις παραμικρές της λεπτομέρειες ανεξίτηλη στη μνήμη μου, και η σκυθρωπή ανάμνησή της θα φαρμακώνει κάθε μελλοντική στιγμή της ζωής μου. Αφήστε με να διέλθω το τμήμα αυτό της αφήγησής μου με τη μεγαλύτερη βιασύνη που θα επιτρέψει η φύση των γεγονότων που θα διηγηθώ. Η μόνη μέθοδος που επινοήσαμε για την τρομερή λοταρία, ήταν να τραβήξουμε ξυλαράκια. Κόψαμε μερικές σκλήθρες ξύλου, και συμφωνήσαμε να τις κρατάω εγώ. Αποτραβήχτηκα στη μία άκρη του σκάφους, ενώ οι φτωχοί μου σύντροφοι έλαβαν σιωπηλοί θέση στην άλλη, με τις πλάτες τους γυρισμένες σε μένα. Σ' όλη τη διάρκεια αυτού του φοβερού δράματος, την πι-κρότερη αγωνία τη δοκίμασα την ώρα που τακτοποιούσα στο χέρι μου τους κλήρους. Λίγες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες ο άνθρωπος πέφτει σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην αισθάνεται βαθύ ενδιαφέρον για τη διάσωση της ζωής του· ένα ενδιαφέρον που αυξάνει από στιγμή σε στιγμή, ανάλογα με το πόσο λεπτό είναι το νήμα από το οποίο κρέμεται αυτή η ζωή. Τώρα όμως που η σιωπηλή, τελεσίδικη και αμείλικτη φύση της δουλειάς που απορροφούσε την προσοχή μου (τόσο διαφορετική από τους πολυτάραχους κινδύνους της καταιγίδας ή τα κλιμακωτά μαρτύρια της πείνας) μου επέτρεπε να συλλογιστώ τις λίγες ευκαιρίες που είχα για να αποφύγω τον πιο αποτρόπαιο θάνατο -θάνατο για τον πιο αποτρόπαιο σκοπό- κάθε ίχνος της ενεργητικότητας που με εμψύχωνε τόσον καιρό πέταξε μακριά σαν φτερό στον άνεμο, αφήνοντάς με θύμα ανήμπορο του πιο άθλιου και οικτρού πανικού. Στην αρχή, δεν μπορούσα ούτε να επιστρατεύσω αρκετή δύναμη για να ξεχωρίσω και να συνταιριάξω τα ξυλαράκια, καθώς τα δάχτυλά μου αρνιόντουσαν κατηγορηματικά να εκτελέσουν το καθήκον τους και τα γόνατά μου χτυπούσαν βίαια το ένα στο άλλο. Ο νους μου έτρεξε γοργά σε χίλια παράλογα σχέδια που θα με εμπόδιζαν να λάβω μέρος στο τερατώδες αυτό τυχερό παιχνίδι. Σκέφτηκα να γονατίσω μπροστά στους συντρόφους μου και να τους εκλιπαρήσω να με απαλλάξουν από την αναγκαιότητα· να χυμήξω ξαφνικά επάνω τους, και σκοτώνοντας τον έναν απ' αυτούς να αποφύγω την κλήρωση -με λίγα λόγια, προτίμησα καθετί άλλο καλύτερα, παρά να φέρω εις πέρας το έργο που είχα αναλάβει. Τέλος, αφού έχασα πολύ καιρό με τη βλακώδη αυτή συμπεριφορά, με ξανάφερε στα λογικά μου η φωνή του Πάρκερ, που με πίεσε να τους απαλλάξω από την τρομερή αγωνία. Κι όμως, ακόμη δεν το αποφάσιζα να τακτοποιήσω τα ξυλαράκια στο χέρι μου, αλλά έτρεχε το μυαλό μου σε κάθε είδους πανουργία για να ξεγελάσω έναν από τους συντρόφους μου και να διαλέξει την πιο κοντή σκλήθρα, γιατί είχαμε συμφωνήσει πως όποιος θα τραβούσε την πιο κοντή από τις τέσσερις σκλήθρες, θα πέθαινε για να γίνει βορά των άλλων. Προτού να με καταδικάσει κανείς για τη φαινομενική μου αυτή σκληρότητα, ας βρεθεί πρώτα σε θέση παρόμοια με τη δική μου.

Στο τέλος, μην μπορώντας να καθυστερήσω άλλο, και με καρδιά που κόντευε να σπάσει στο στήθος μου, πλησίασα στην περιοχή του προστέγου όπου με περίμεναν οι σύντροφοι μου. Άπλωσα το χέρι που κρατούσε τις σκλήθρες και ο Πήτερς τράβηξε αμέσως. Ήταν ελεύθερος -το δικό του ξυλαράκι, τουλάχιστον, δεν ήταν το πιο κοντό· και υπήρχε ακόμη μια πιθανότητα εναντίον της διάσωσης μου. Επιστράτευσα όλο μου το κουράγιο και πέρασα τους κλήρους στον Αύγουστο. Τράβηξε κι αυτός αμέσως, και ήταν αμέσως ελεύθερος· και τώρα οι πιθανότητες ήταν ακριβώς ίσες για να ζήσω ή να πεθάνω. Τη στιγμή αυτή, όλη η θηριωδία της τίγρης μού πλημμύρισε την ψυχή, και ένιωσα για το φτωχό συνάνθρωπο μου, τον Πάρκερ, το πιο έντονο, το πιο διαβολικό μίσος. Όμως το αίσθημα αυτό δεν κράτησε πολύ' και τέλος, με σπασμωδικό ρίγος και με κλεισμένα μάτια, άπλωσα τα δυο ξυλαράκια που είχαν απομείνει προς το μέρος του. Πέρασαν πέντε ολόκληρα λεπτά προτού συγκεντρώσει αρκετή αποφασιστικότητα για να τραβήξει, και σ' όλη τη διάρκεια της σπαρακτικής αυτής αγωνίας δεν άνοιξα ούτε μια φορά τα μάτια μου. Σε λίγο τον ένιωσα να τραβά τον έναν από τους δύο κλήρους από το χέρι μου. Η απόφαση λοιπόν είχε παρθεί, αλλά δεν ήξερα ακόμη αν ήταν υπέρ ή εναντίον μου. Κανείς δε μιλούσε, κι εγώ δεν κατόρθωνα να πεισθώ, κοιτάζοντας το ξυλαράκι που κρατούσα στο χέρι μου. Στο τέλος, ο Πήτερς με έπιασε από το χέρι, κι εγώ εξανάγκασα τον εαυτό μου ν' ανοίξω τα μάτια μου, οπότε είδα από την όψη του Πάρκερ ότι ήμουν ασφαλής, κι ότι εκείνου του έλαχε από τη μοίρα να θυσιαστεί. Ξέπνοος, σωριάστηκα αναίσθητος στο κατάστρωμα.

Συνήλθα από τη λιποθυμία μου εγκαίρως, για να δω την ολοκλήρωση της τραγωδίας στο θάνατο εκείνου που πε -ρισσότερο απ' όλους την προκάλεσε. Δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, και όταν ο Πήτερς τον μαχαίρωσε στην πλά τη, έπεσε αμέσως νεκρός. Ας μην σταθώ στο φριχτό συμπόσιο που ακολούθησε αμέσως μετά. Τέτοια πράγματα μπορεί να τα αναπαραστήσει η φαντασία, αλλά τα λόγια δεν έχουν αρκετή δύναμη για να μεταφέρουν στο νου την υπέρτατη φρίκη που τα χαρακτηρίζει. Αρκεί να πούμε ότι, αφού κατευνάσαμε μέχρις ενός σημείου τη λυσσασμένη δίψα που μας κατέτρωγε τα σωθικά με το αίμα του θύματος, και κόψαμε με κοινή συμφωνία τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι, πετώντας τα στη θάλασσα μαζί με τα εντόσθια, καταβροχθίσαμε το υπόλοιπο πτώμα λίγο λίγο, τις τέσσερις αλησμόνητες ημέρες της δεκάτης εβδόμης, δεκάτης ογδόης, δεκάτης ενάτης και εικοστής του μηνός.

Στις 19 του μηνός έπεσε μια δυνατή μπόρα που κράτησε δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά, και καταφέραμε να συλλέξουμε λίγο νερό με τη βοήθεια ενός σεντονιού που είχαμε ψαρέψει στην καμπίνα" με το γρίπο μας, αμέσως μετά την καταιγίδα. Όλη η ποσότητα που μαζέψαμε δεν ξεπερνούσε το μισό γαλόνι, αλλά και η φειδωλή αυτή προμήθεια μας παρείχε συγκριτική δύναμη και ελπίδα.

Στις 21 μας περιέζωσε πάλι ασφυκτικός ο κλοιός της ανάγκης. Ο καιρός παρέμενε ζεστός και ευχάριστος, με παροδική ομίχλη και ελαφρές αύρες, κυρίως από τα βόρεια στα δυτικά.

Στις 22, ενώ καθόμασταν στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, κλωθογυρνώντας στο μυαλό μας σκοτεινές σκέψεις για την οικτρή μας κατάσταση, άστραψε ξαφνικά στο νου μου μια ιδέα που μου ζέστανε την ψυχή με μια φωτεινή αχτίδα ελπίδας. Θυμήθηκα ότι, όταν είχαμε κόψει το τουρκέτο, ο Πήτερς, που είχε το πόστο του δίπλα στις αλυσίδες της

Page 42: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

προσήνεμης μεριάς, μου έδωσε στο χέρι ένα από τα τσεκούρια, ζητώντας μου να το κρύψω σε ασφαλές, αν ήταν δυνατόν, μέρος, κι εγώ, λίγο πριν το τελευταίο βαρύ κύμα χτυπήσει το μπρίκι και το γεμίσει νερά, είχα πάει με το τσεκούρι στο καμπούνι και το είχα αφήσει σε μιαν από τις αριστερές κουκέτες. Σκέφτηκα τώρα ότι, αν βρίσκαμε το τσεκούρι, θα μπορούσαμε ν' ανοίξουμε μια τρύπα στο κατάστρωμα πάνω από την κουμπά- νια, και να εφοδιαστούμε έτσι εύκολα με προμήθειες.

Μόλις ανακοίνωσα το σχέδιο μου στους συντρόφους μου, άφησαν μια αδύναμη κραυγή χαράς και τρέξαμε όλοι στη στιγμή στο καμπούνι. Στην περίπτωση αυτή, η κατάβαση στο καμπούνι ήταν υπόθεση ακόμη πιο δύσκολη από την κατάβαση στην καμπίνα, γιατί το άνοιγμα ήταν πολύ μικρότερο, αφού, όπως θα θυμάστε, όλη η διαξύλω- ση στη σκάλα που οδηγούσε στην καμπίνα είχε παρασυρθεί από τα κύματα, ενώ η σκάλα του καμπουνιού, που ήταν ένα απλό κουβούσι μόνο τριών τετραγωνικών ποδιών, είχε παραμείνει απείραχτη. Δε δίστασα, ωστόσο, να επιχειρήσω την κατάβαση· κι αφού τύλιξα στο σώμα μου ένα σκοινί, όπως και προηγουμένως, βούτηξα τολμηρά μέσα, με τα πόδια μπροστά, πλησίασα γρήγορα την κουκέτα, και με την πρώτη μου προσπάθεια βρήκα το τσεκούρι. Όλοι μας το υποδεχτήκαμε με κραυγές εκστατικής χαράς και θριάμβου, και θεωρήσαμε την εύκολη ανεύρεσή του οιωνό για την τελική μας διάσωση.

Αρχίσαμε τώρα να πελεκάμε το κατάστρωμα με όλη την ενεργητικότητα της αναζωπυρωμένης ελπίδας, μια ο Πήτερς και μια εγώ, αφού το τραυματισμένο μπράτσο του Αύγουστου δεν του επέτρεπε να μας παράσχει την παρα μικρή βοήθεια. Καθώς ήμασταν ακόμη τόσο αδύνατοι, που δεν μπορούσαμε καλά καλά να σταθούμε στα πόδια μας χωρίς να στηριζόμαστε κάπου, και συνεπώς δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε παρά ένα ή δύο λεπτά χωρίς να ξεκουραστούμε, έγινε γρήγορα φανερό ότι χρειαζόμασταν πολλές ατέλειωτες ώρες για να ολοκληρώσουμε το έργο μας -δηλαδή, να ανοίξουμε μια τρύπα αρκετά μεγάλη, που να επιτρέπει ελεύθερη πρόσβαση στην κουμπάνια. Η σκέψη αυτή, ωστόσο, δε μας αποκαρδίωσε' και δουλεύοντας όλη τη νύχτα κάτω από το σεληνόφωτο, κατορθώσαμε να κάνουμε το σχέδιο μας πράξη τα χαράματα της εικοστής τρίτης του μηνός.

Page 43: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Ο Πήτερς τώρα προσφέρθηκε να κατεβεί· και αφού έκανε όλες τις προετοιμασίες όπως και πρώτα, καταδύθηκε και επέστρεψε γρήγορα, φέρνοντας μαζί του ένα μικρό βάζο που, για μεγάλη μας χαρά, ήταν γεμάτο ελιές. Αφού τις μοιραστήκαμε αναμεταξύ μας, και τις καταβροχθίσαμε με τη μεγαλύτερη βουλιμία, τον βοηθήσαμε να κατεβεί και πάλι κάτω. Αυτή τη φορά η επιτυχία του ήταν μεγαλύτερη από όλες μας τις προσδοκίες, αφού επέστρεψε αμέσως με ένα μεγάλο χοιρομέρι και ένα μπουκάλι κρασί Μαδέρα. Από αυτό το τελευταίο ήπιαμε όλοι από μια μέτρια γουλιά, μια και είχαμε διδαχτεί από προηγούμενη εμπειρία τις ολέθριες συνέπειες των μεγαλύτερων δόσεων. Το χοιρομέρι, εκτός από δύο λίβρες περίπου κοντά στο κόκαλο, δεν τρωγόταν ήταν ολότελα χαλασμένο από το θαλασσινό νερό. Το γερό μέρος το μοιραστήκαμε μεταξύ μας. Ο Πήτερς και ο Αύγουστος, μην μπορώντας να βάλουν φρένο στην όρεξή τους, κατάπιαν το μερτικό τους εκείνη τη στιγμή· εγώ όμως, πιο προσεχτικός, έφαγα μόνο ένα μικρό μέρος από το δικό μου, γιατί φοβόμουν τη δίψα που ήξερα ότι θ' ακολουθήσει. Καθίσαμε μετά να αναπαυθούμε λίγο από τους μόχθους μας, που ήταν αφόρητα βα-ριοί.

Το μεσημέρι, νιώθοντας κάπως δυναμωμένοι και τονωμένοι, ξαναρχίσαμε και πάλι τις προσπάθειές μας, κατεβαίνοντας ο Πήτερς και εγώ εναλλάξ, και πάντα με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία ώς το ηλιοβασίλεμα. Όλο αυτό το διάστημα είχαμε την καλοτυχία να ανεβάσουμε επάνω συνολικά άλλα τέσσερα βαζάκια με ελιές, άλλο ένα χοιρομέρι, μια νταμιτζάνα που περιείχε σχεδόν τρία γαλόνια έξοχο κρασί Μαδέρα, και, πράγμα που μας έδωσε το μεγαλύτερο ενθουσιασμό, μια μικρή χελώνα ράτσας Γκαλαπάγκο, από αυτές που είχε πάρει στο καράβι ο κά- πταιν Μπάρναρντ την ώρα που το Δελφίνι ξεκινούσε από το λιμάνι, από τη σκούνα Μαίρη Πιτς, που μόλις επέστρεφε από ένα ταξίδι αλιείας φώκιας στον Ειρηνικό.

Σε επόμενο τμήμα της αφήγησής μου, θα έχω συχνά την ευκαιρία να αναφέρω αυτό το είδος χελωνών. Βρί σκονται κυρίως, όπως θα γνωρίζουν πολλοί αναγνώστες μου, στο σύμπλεγμα των νησιών Γκαλαπάγκος, των οποίων το όνομα προέρχεται πράγματι από το ζώο -η ισπανική λέξη Γκαλαπάγκο σημαίνει τη χελώνα του γλυκού νερού. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της εμφάνισης και των συνηθειών τους, τις έχουν ονομάσει μερικές φορές ελέ- φαντες-χελώνες. Συχνά, φτάνουν σε τεράστια μεγέθη. Έχω δει και εγώ ο ίδιος αρκετές, που το βάρος τους θα κυμαίνονταν από χίλιες διακόσιες ώς χίλιες πεντακόσιες λίβρες, αν και δε θυμάμαι να έχει αναφέρει κανένας ναυτικός πως έχει συναντήσει χελώνες που να ζυγίζουν πάνω από οχτακόσιες. Η εμφάνισή τους είναι κάτι το μοναδικό και, θα έλεγα, αποκρουστικό. Τα βήματά τους είναι πολύ αργά, μετρημένα και βαριά, και τα σώματά τους στέκουν σε ύψος περίπου ενός ποδιού από το έδαφος. Ο λαιμός τους είναι μακρύς και υπερβολικά λυγερός· ένα πολύ συνηθισμένο μήκος είναι από δεκαοχτώ ίντσες ώς δύο πόδια, και σκότωσα κάποτε μία, που η απόσταση από τον ώμο της ώς την άκρη του κεφαλιού της ήταν όχι μικρότε ρη από τρία πόδια και δέκα ίντσες. Το κεφάλι τους παρουσιάζει χτυπητή ομοιότητα με το κεφάλι του φιδιού. Μπορούν να επιζήσουν χωρίς τροφή για σχεδόν απίστευτα μακρύ χρονικό διάστημα, και είναι γνωστά παραδείγματα χελωνών που κλείστηκαν σε αμπάρια πλοίων και έμειναν εκεί δύο χρόνια χωρίς κανενός είδους τροφή -και στη λήξη του διαστήματος αυτού ήταν το ίδο παχιές και από κάθε άποψη σε εξίσου καλή κατάσταση, όπως τότε που μπήκαν μέσα για πρώτη φορά. Τα αλλόκοτα ζώα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με τη δρομάδα, ή καμήλα της ερήμου. Σε έναν θύλακο στη βάση του λαιμού τους έχουν διαρκώς αποθηκευμένη μία ποσότητα νερού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, άνθρωποι που τις σκότωσαν μετά από έναν ολόκληρο χρόνο στέρησης από κάθε τροφή, βρήκαν σ' αυτούς τους θύλακες ώς και τρία γαλόνια γλυκό και πεντακάθαρο νερό. Η κυριότερη τροφή τους είναι άγριος μαϊντανός και σέλινο, γλιστρίδα, θαλασσινά φύκια και, πάνω απ' όλα, φραγκόσυκα, που τους αρέσουν πιο πολύ, και φυτρώνουν σε μεγάλες ποσότητες στις πλαγιές δίπλα στις ακρογιαλιές όπου συλλαμβάνεται η ίδια η χελώνα. Το κρέας τους είναι άριστη και πολύ θρεπτική τροφή, και χάρη σ' αυτό, χωρίς αμφιβολία, σώθηκαν οι ζωές χιλιάδων ναυτικών στα φαλαινοθηρικά και σε άλλα ταξίδια στον Ειρηνικό.

Αυτή που είχαμε την καλή τύχη να ανεβάσουμε από την κουμπάνια δεν ήταν μεγαλόσωμη, και θα είχε βάρος, κατά πάσα πιθανότητα, εξήντα πέντε ώς εβδομήντα λίβρες. Ήταν θηλυκιά, σε εξαίρετη κατάσταση, παχύτατη, και είχε πάνω από ένα τέταρτο του γαλονιού διαυγές και γλυκό νερό στο θύλακά της. Ήταν πραγματικά θησαυρός, και πέφτοντας γονατιστοί, ευχαριστήσαμε θερμά όλοι με μια φωνή το Θεό για τη βοήθεια που μας έστειλε σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Page 44: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες για να ανεβάσουμε το ζώο μέσα από το άνοιγμα, γιατί πάλευε με μανία να ξεφύγει, και η δύναμή του ήταν εκπληκτική. Ήταν έτοιμο να ξεφύγει από τα χέρια του Πήτερς και να πέσει πάλι στο νερό, όταν ο Αύγουστος, ρίχνοντας ένα σκοινί με συρτοθηλιά στο λαιμό του, το κράτησε επάνω μ' αυτόν τον τρόπο, ενώ εγώ πηδούσα στην τρύπα, στο πλευρό του ΓΙήτερς, και τον βοηθούσα να το σηκώσει από κάτω.

Αδειάσαμε προσεχτικά το νερό από το θύλακα στο κανάτι, που όπως θα θυμάστε το είχαμε ανεβάσει προηγουμένως από την καμπίνα. Αφού το κάναμε αυτό, σπάσαμε το λαιμό ενός μπουκαλιού για να σχηματίσει, μαζί με το πώμα, ένα είδος ποτηριού, χωρητικότητας σχεδόν μισού τζιλ. Ήπιαμε μετά ο καθένας από ένα τέτοιο γεμάτο ποτήρι, και αποφασίσαμε να περιοριζόμαστε σ' αυτή τη δόση ημερησίως, όσο κρατήσει.

Τις τελευταίες δύο ή τρεις μέρες, με τον στεγνό και ευχάριστο καιρό, τα κλινοσκεπάσματα που είχαμε φέρει από την καμπίνα, όπως και τα ρούχα μας, στέγνωσαν εντελώς, κι έτσι περάσαμε εκείνη τη νύχτα (της εικοστής τρίτης) σχετικά άνετα, και απολαύσαμε την ήσυχη ανά- παυσή μας, αφού πρώτα δειπνήσαμε χορταστικά με ελιές και χοιρομέρι και λίγο κρασί. Από το φόβο μήπως χάσουμε τα εφόδιά μας κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε περίπτωση που σηκωνόταν άνεμος, τα εξασφαλίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε δένοντάς τα .με ένα σκοινί στα απομεινάρια της μπόμπας. Τη χελώνα μας, που θέλαμε με κάθε τρόπο να τη διατηρήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ζωντανή, τη ρίξαμε ανάσκελα και τη δέσαμε προσεχτικά.

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο

24 Ιουλίου. Το πρωί αυτό μάς βρήκε άλλους ανθρώπους, γεμάτους καινούρια δύναμη και κουράγιο. Παρόλο που η θέση μας ήταν ακόμη άκρως επικίνδυνη και δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν, αλλά ξέραμε μόνο πως απείχαμε σίγουρα πολύ από κάθε στεριά, παρόλο που τα αποθέματα τροφών θα επαρκούσαν μόλις για ένα δεκαπενθήμερο, ακόμη και με τη μεγαλύτερη προσοχή, παρόλο που το νερό μας ήταν σχεδόν μηδαμινό, και που πλέαμε εδώ κι εκεί μέσα σ' ένα σαθρό ναυάγιο, έρμαιο του κάθε κύματος και του κάθε ανέμου, παρ' όλα αυτά, τα απείρως τρομερότερα δεινά και οι κίνδυνοι από τους οποίους μας είχε τόσο αργά γλιτώσει η Θεία Πρόνοια, μας έκαναν να βλέπουμε τα τωρινά μας βάσανα σαν κάτι παραπάνω από συνηθισμένη αναποδιά -τόσο σχετικές είναι οι έννοιες του Καλού και του Κακού.

Στην ανατολή του ηλίου ετοιμαζόμασταν να ξαναρχίσουμε τις απόπειρές μας για να φέρουμε κι άλλα πράγματα από την κουμπάνια όταν, ξαφνικά, ξέσπασε μια δυνατή μπόρα με αρκετές αστραπές, και στρέψαμε την προσοχή μας στην προσπάθεια να μαζέψουμε νερό με τη βοήθεια του σεντονιού που είχαμε ήδη χρησιμοποιήσει γι' αυτόν το σκοπό. Ο μόνος τρόπος να μαζέψουμε το νερό της βροχής ήταν να κρατάμε το σεντόνι απλωμένο, με μία από τις ξαρτόριζές μας στη μέση του. Το νερό που συγκεντρωνόταν έτσι στο κέντρο περνούσε μετά στην κανάτα μας. Την είχαμε σχεδόν γεμίσει μ' αυτό τον τρόπο, όταν μια αιφνίδια και πολύ έντονη ριπή ανέμου από τα βόρεια μας υποχρέωσε να παραιτηθούμε από τις προσπάθειές μας, καθώς το σκάφος άρχισε να σκαμπανεβάζει τόσο βίαια, που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Τρέξαμε λοιπόν, και δεθήκαμε στα απομεινάρια της μπόμπας όπως και πριν, και περιμέναμε την εξέλιξη των γεγονότων με πολύ μεγαλύτερη γαλήνη απ' όσην θα μπορούσε να προβλέψει ή να φανταστεί κανείς κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Κατά το μεσημέρι ο άνεμος δυνάμωσε ακόμη περισσότερο, κι όταν νύχτωσε, είχε εξελιχθεί σε θύελλα, συνοδευμένη από τρομερή φουρτούνα. Η πείρα μάς είχε διδάξει ωστόσο τον καλύτερο τρόπο για να δένουμε τα σκοινιά μας, και περάσαμε την τρομερή αυτή νύχτα με σχετική ασφάλεια, αν και μας μούσκευαν κάθε στιγμή τα κύματα και τρέμαμε μήπως μας παρασύρουν μαζί τους. Ευτυχώς, ο καιρός ήταν τόσο ζεστός, που το νερό μάς ήταν ευχάριστο και καλοδεχούμενο.

Page 45: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

25 Ιουλίου. Σήμερα το πρωί η ανεμοθύελλα ελαττώθηκε σε έναν άνεμο έντασης δέκα κόμβων, και μαζί της η θά λασσα καταλάγιασε τόσο πολύ, ώστε να μπορούμε να μένουμε στεγνοί στο κατάστρωμα. Με μεγάλη μας λύπη όμως, είδαμε ότι δύο βάζα ελιές και όλο μας το χοιρομέρι πέσαν στη θάλασσα, παρόλο που τα είχαμε στερεώσει τόσο προσεχτικά. Αποφασίσαμε να μη σκοτώσουμε τη χελώνα ακόμη, και αρκεστήκαμε προς το παρόν σε ένα πρόγευμα από λίγες ελιές και νερό, που αργότερα σκεφτήκαμε να το ανακατέψουμε μισό μισό με κρασί, φτιάχνοντας έτσι ένα μείγμα που μας χάρισε μεγάλη ανακούφιση και δύναμη, χωρίς τις ενοχλητικές συνέπειες της μέθης που μας είχε προκαλέσει το πορτό. Η θάλασσα ήταν ακόμη πολύ τρικυμισμένη για να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας να φέρουμε προμήθειες από την κουμπάνια. Διάφορα αντικείμενα, διόλου χρήσιμα για μας, ξεβράστηκαν από το άνοιγμα κατά τη διάρκεια της μέρας και παρασύρθηκαν αμέσως από τα κύματα στη θάλασσα. Παρατηρήσαμε επίσης ότι τώρα το ναυάγιο παρουσίαζε κλίση μεγαλύτερη παρά ποτέ, έτσι που δεν μπορούσαμε να σταθούμε ούτε λεπτό χωρίς να έχουμε δεθεί. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης περάσαμε μια άβολη και θλιβερή μέρα. Το μεσημέρι ο ήλιος εμφανίστηκε σχεδόν στο ζενίθ του ουρανού, και δε μας έμεινε αμφιβολία πως οι διαδοχικοί βόρειοι και βορειοδυτικοί άνεμοι μάς είχαν οδηγήσει κοντά στην περιοχή του ισημερινού. Κατά το βράδυ, είδαμε αρκετούς καρχαρίες, και τρομοκρατηθήκαμε μάλιστα κάπως από τον τολμηρό τρόπο με τον οποίο ένας ιδιαίτερα μεγάλος μάς πλησίασε. Όταν, σε μια στιγμή, ένα μπότζι έριξε το κατάστρωμα πολύ κάτω από την επιφάνεια του νερού, το τέρας κολύμπησε κυριολεκτικά από πάνω μας, στάθηκε λίγες στιγμές ακριβώς πάνω από το κουθούσι, και χτύπησε βίαια τον Πήτερς με την ουρά του. Επιτέλους, ένα μεγάλο κύμα τον πέταξε μακριά μας, προς μεγάλη μας ανακούφιση. Αν ο καιρός ήταν ήπιος, μπορεί να τον πιάναμε εύκολα.

26Ιουλίου. Σήμερα το πρωί, μια και ο άνεμος κατάπεσε πολύ και η θάλασσα δεν είναι και τόσο τρικυμισμένη, αποφασίσαμε να ξαναρχίσουμε τις προσπάθειές μας στην κουμπάνια. Μετά από μία ολόκληρη μέρα σκληρού μόχθου, βεβαιωθήκαμε ότι τίποτ' άλλο δεν μπορούσαμε να περιμένουμε από το σημείο αυτό, γιατί οι μεσότοιχοι του δωματίου είχαν σπάσει τη νύχτα και τα περιεχόμενά του είχαν σκορπιστεί στο αμπάρι. Η διαπίστωση, όπως θα μαντεύετε, μας γέμισε απελπισία.

27Ιουλίου. Θάλασσα σχεδόν ήρεμη, με ασθενικό άνεμο ακόμη από τα βόρεια και τα δυτικά. Το απόγευμα ξεπρόβαλε ζεστός ο ήλιος και προσπαθήσαμε να στεγνώσουμε τα ρούχα μας. Βρήκαμε μεγάλη ανακούφιση από τη δίψα και από κάθε άλλη άποψη, κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα: όμως έπρεπε να 'μαστε πολύ προσεχτικοί για το φόβο των καρχαριών, μια κι ένα σωρό τέτοια τέρατα έκοβαν βόλτες γύρω από το μπρίκι όλη μέρα.

28Ιουλίου. Ο καιρός εξακολουθεί να είναι καλός. Το μπρίκι άρχισε να γέρνει τρομακτικά και φοβηθήκαμε μήπως τελικά ανατραπεί. Προετοιμαστήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε γι' αυτή την περίπτωση, δένοντας τη χελώνα μας, το κανάτι με το νερό, και τα δύο βαζάκια με τις ελιές που είχαν απομείνει, όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά στην προσήνεμη μεριά, κάτω από τις αλυσίδες. Η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη όλη μέρα, με ελάχιστο ή και καθόλου άνεμο.

29Ιουλίου. Συνεχίζεται ο ίδιος καιρός. Το τραυματισμένο μπράτσο του Αύγουστου άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα γάγγραινας. Παραπονιόταν για υπνηλία και υπερβολική δίψα, αλλά όχι για οξείς πόνους. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να τον ανακουφίσουμε, παρά μόνο να του τρίβουμε τις πληγές του με λίγο ξίδι από τις ελιές, πράγμα που δε φάνηκε να του κάνει κανένα καλό. Κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να αισθανθεί πιο άνετα, και τριπλασιάσαμε το μερτικό του σε νερό.

30Ιουλίου. Μέρα υπερβολικά ζεστή, χωρίς άνεμο. Ένας τεράστιος καρχαρίας ακολουθούσε από κοντά το σκάφος όλο το απόγευμα. Κάναμε αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες να τον πιάσουμε με τη βοήθεια ενός βρόχου. Ο Αύγουστος είναι πολύ χειρότερα, και είναι προφανές ότι καταρρέει τόσο εξαιτίας της έλλειψης καλής τροφής, όσο και από την επήρεια των τραυμάτων του. Δε έπαψε να προσεύχεται, ζητώντας ανακούφιση από τα μαρτύρια, και δεν επιθυμεί τίποτ' άλλο εκτός από το θάνατο. Το απόγευμα αυτό φάγαμε τις τελευταίες ελιές μας, και βρήκαμε το νερό στο κανάτι τόσο δύσοσμο, που δεν μπορούσαμε να το καταπιούμε χωρίς να προσθέσουμε κρασί. Αποφασίσαμε να σκοτώσουμε τη χελώνα μας το πρωί.

Page 46: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

31

31 Ιουλίου. Μετά από μια νύχτα τρομερής αγωνίας και κόπωσης εξαιτίας της θέσης του σκάφους, σκοτώσαμε και τεμαχίσαμε τη χελώνα μας. Αποδείχτηκε πολύ μικρότερη απ' ό,τι είχαμε υποθέσει, αν και σε καλή κατάσταση -όλο κι όλο το κρέας της δεν ήταν πάνω από δέκα λίβρες. Με το σκοπό να διατηρήσουμε ένα μέρος απ' αυτό για όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό, το κόψαμε σε μικρά κομμάτια και γεμίσαμε μ' αυτά τα τρία βαζάκια απ' τις ελιές, και το μπουκάλι του κρασιού (όλα τα είχαμε κρατήσει), και χύσαμε μετά από πάνω το ξίδι. Μ' αυτό τον τρόπο αποθηκέψαμε σχεδόν τρεις λίβρες χελώνας, σκοπεύοντας να μην τις αγγίξουμε προτού τελειώσουμε το υπόλοιπο. Καταλήξαμε στην απόφαση να περιοριστούμε σε τέσσερις ουγκιές κρέας την ημέρα· έτσι θα μας κρατούσε συνολικά δεκατρείς μέρες. Μια ζωηρή μπόρα με πολλά αστραπό- βροντα ξέσπασε το σούρουπο, αλλά κράτησε τόσο λίγο, που μόλις και προλάβαμε να μαζέψουμε μισή πίντα νερό. Με κοινή συμφωνία, το δώσαμε όλο στον Αύγουστο, που φαινόταν τώρα στα τελευταία του. Ήπιε το νερό από το σεντόνι όπου το είχαμε μαζέψει (το κρατούσαμε από πάνω του έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, και το αφήναμε να τρέξει στο στόμα του), γιατί δε μας είχε μείνει τώρα κανένα δοχείο που να παίρνει νερό, εκτός κι αν προτιμούσαμε να αδειάζαμε το κρασί μας από την νταμιτζάνα, ή το χαλασμένο νερό από την κανάτα. Θ' αποφασίζαμε να καταφύγουμε σ' ένα από τα δύο τελευταία μέτρα αν η μπόρα διαρκούσε πιο πολύ.

Όμως το νερό πολύ λίγο ωφέλησε τον άρρωστο. Το μπράτσο του ήταν κατάμαυρο από τον ώμο, και τα πόδια του ήταν παγωμένα. Περιμέναμε να τον δούμε από στιγμή σε στιγμή ν' αφήνει την τελευταία πνοή του. Ήταν τρομερά αδυνατισμένος· τόσο που, παρόλο που ζύγιζε εκατόν είκοσι εφτά λίβρες πριν φύγει από το Ναντάκετ, τώρα το βάρος του δεν ξεπερνούσε τις σαράντα ή πενήντα το πολύ. Τα μάτια του ήταν τόσο βαθιά βουλιαγμένα στο κρανίο του, που μόλις και διακρίνονταν, και το δέρμα στα μάγουλά του κρεμόταν τόσο χαλαρά, που τον εμπόδιζε να μασήσει την τροφή του, ακόμη και να καταπιεί υγρό χωρίς μεγάλη δυσκολία.

1Αυγούστου. Συνεχίζεται ο ίδιος γαλήνιος καιρός, με τυραννικά ζεστό ήλιο. Βασανιζόμαστε τρομερά από τη δίψα, μια και το νερό στο κανάτι είναι εντελώς χαλασμένο και γεμάτο ζωύφια. Καταφέραμε ωστόσο να καταπιούμε λίγο ανακατεύοντάς

το με κρασί- η δίψα μας ελάχιστα μετριάστηκε. Περισσότερη ανακούφιση μας χάρισε το μπάνιο στη θάλασσα, πράγμα όμως που μόνο σπάνια μπορούμε να κάνουμε, εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας των καρχαριών. Είδαμε τώρα καθαρά πως ο Αύγουστος δεν μπορεί να σωθεί -ήταν ολοφάνερο ότι πέθαινε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε για να ανακουφίσουμε τα μαρτύριά του, που μας φαίνονταν φοβερά. Κατά τις δώδεκα, ξεψύχησε με δυνατούς σπασμούς και χωρίς να έχει μιλήσει πολλές ώρες. Ο θάνατος του μας γέμισε με τα πιο σκοτεινά προαισθήματα, και τόσο πολύ επηρεάσε την ψυχική μας κατάσταση, που μείναμε ακίνητοι δίπλα στο πτώμα όλη μέρα, λέγοντας ελάχιστες κουβέντες ο ένας στον άλλο, και πάντα ψιθυριστά. Είχε σκοτεινιάσει προ πολλού όταν βρήκαμε το κουράγιο να σηκωθούμε και να ρίξουμε το πτώμα στη θάλασσα. Ήταν τόσο αποκρουστικό πέρα από κάθε περιγραφή, και τόσο σαπισμένο, που όταν προσπάθησε ο Πήτερς να το σηκώσει ολόκληρο, το πόδι τού έμεινε στα χέρια. Καθώς η σαπισμένη μάζα γλιστρούσε πάνω απ' το πλευρό του σκάφους στο νερό, το αστραποβόλημα των φωσφορισμών που το περικύκλωσαν αμέσως, μας αποκάλυψε ξεκάθαρα την παρουσία εφτά οχτώ μεγάλων καρχαριών, και η κλαγγή των φρικτών δοντιών τους, καθώς ξέσκιζαν και μοιράζονταν τη λεία μεταξύ τους, θα μπορούσε ν' ακουστεί σε απόσταση ενός μιλίου. Ζαρώσαμε γεμάτοι αποτροπιασμό και φρίκη σ' αυτό το άκουσμα.

Page 47: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

2Αυγούστου. Ο ίδιος αφόρητος, ήρεμος και ζεστός καιρός. Η χαραυγή μάς βρήκε σε κατάσταση οικτρής κατάθλιψης όπως και σωματικής εξάντλησης. Το νερό στο κανάτι ήταν τώρα ολότελα άχρηστο, μια πηχτή μάζα όλο σιχαμερά σκουλήκια ανακατεμένα με γλίτσες. Το χύσαμε και ξεπλύναμε καλά το κανάτι στη θάλασσα, ρίχνοντας μετά λίγο ξίδι από τα μπουκάλια με τη χελώνα τουρσί. Η δίψα μας ήταν τώρα σχεδόν ανυπόφορη, και μάταια προσπαθήσαμε να τη γλυκάνουμε με το κρασί, που άλλο δεν έκανε από το να ρίχνει λάδι στη φωτιά, και γρήγορα μας μέθυσε. Μετά, πασχίσαμε να ανακουφίσουμε τα βάσανά μας, ανακατεύοντας το κρασί με θαλασσινό νερό, αλλά μας προκάλεσε αμέσως αναγούλα και τάση εμετού, γι' αυτό και δεν το επιχειρήσαμε ξανά. Όλη μέρα αναζητούσαμε με λαχτάρα μια ευκαιρία για μπάνιο, αλλά του κάκου· το μπρίκι το πολιορκούσαν τώρα κυριολεκτικά απ' όλες τις μεριές καρχαρίες -χωρίς άλλο, τα ίδια τέρατα που είχαν κατασπαράξει τον φτωχό μας σύντροφο την προηγούμενη βραδιά, και περίμεναν τώρα από στιγμή σε στιγμή και άλλο παρόμοιο τσιμπούσι. Το γεγονός αυτό μας προκάλεσε την πικρότερη θλίψη και μας γέμισε με τα πιο μελαγχολικά προαισθήματα. Είχαμε δοκιμάσει ανείπωτη παρηγοριά χάρη στο θαλασσινό μπάνιο, και η ανάγκη που μας αποστερούσε αυτή τη χαρά με τόσο φοβερό τρόπο, ξεπερνούσε τα όρια της αντοχής μας. Επιπλέον, δεν ήμασταν απαλλαγμένοι ούτε από το φόβο του άμεσου κινδύνου, γιατί το παραμικρό ολίσθημα, η παραμικρή άστοχη κίνηση, θα μας έριχνε στο στόμα των αδηφάγων αυτών ψαριών, που συχνά ορμούσαν καταπάνω μας κολυμπώντας ώς την υπήνεμη πλευρά. Ούτε με τις φωνές μας ούτε με καμία άλλη προσπάθειά μας δεν κατορθώναμε να τα τρομάξουμε. Ακόμη και όταν ο Πήτερς χτύπησε με το τσεκούρι έναν από τους μεγαλύτερους και τον τραυμάτισε βαριά, και πάλι το κήτος δεν το έβαλε κάτω, και προσπαθούσε να φτάσει κοντά μας. Ένα σύννεφο ξεπρόβαλε την ώρα του δειλινού αλλά, για μεγάλη μας οδύνη, προσπέρασε χωρίς να ξεσπάσει σε βροχή. Είναι αδύνατο να φανταστείτε πόσο υποφέραμε από δίψα την περίοδο αυτή. Μείναμε άγρυπνοι όλη νύχτα, και από δίψα αλλά και από το φόβο των καρχαριών.

3 Αυγούστου. Καμιά προοπτική βελτίωσης, και το μπρίκι γέρνει όλο και περισσότερο, σε σημείο που δεν μπορούμε πια με κανένα τρόπο να σταθούμε όρθιοι στο κατάστρωμα. Προσπαθήσαμε να ασφαλίσουμε το κρασί και το κρέας της χελώνας σε καλή θέση, έτσι ώστε να μην τα χάσουμε σε περίπτωση ανατροπής του πλοίου. Βγάλαμε δυο γερά καρφιά από τις αλυσίδες, και με τη βοήθεια του τσεκουριού τα καρφώσαμε στην προσήνεμη πλευρά του σκάφους, δύο πόδια πάνω από το νερό· θέση που δεν απείχε πολύ από την καρίνα, αφού το πλοίο ήταν σχεδόν πλαγιασμένο. Σ' αυτά τα καρφιά δέσαμε τώρα τις προμή- θειές μας, γιατί σκεφτήκαμε πως εκεί θα ήταν πιο ασφαλή απ' ό,τι στην προηγούμενη θέση τους κάτω από τις αλυσίδες. Το μαρτύριο της δίψας έφτασε στο απροχώρητο όλη μέρα -αδύνατο να κάνουμε μπάνιο εξαιτίας των καρ-χαριών που δε μας άφησαν στιγμή. Μας ήταν αδύνατο να κοιμηθούμε.

4 Αυγούστου. Λίγο πριν από τα χαράματα, αντιληφθήκαμε ότι το σκάφος πήγαινε να μπατάρει, και πεταχτήκαμε, προσπαθώντας να μη γλιστρήσουμε στη θάλασσα από το κούνημα του πλοίου. Στην αρχή το μπότζι ήταν αργό και σιγανό, και καταφέραμε να αναρριχηθούμε στην προσήνεμη πλευρά πολύ καλά, γιατί είχαμε λάβει το προφυλακτικό μέτρο ν' αφήσουμε σκοινιά κρεμασμένα από τα καρφιά που είχαμε βάλει για τις προμήθειες. Όμως δεν είχαμε υπολογίσει την επιτάχυνση της ωστικής δύναμης· σε λίγο, η κλίση έγινε υπερβολικά μεγάλη για να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μαζί της- και, προτού πάρουμε είδηση τι συνέβαινε, βρεθήκαμε εκσφενδονισμένοι στη μανιασμένη θάλασσα, να παλεύουμε αρκετές οργιές κάτω από την επιφάνεια, με το τεράστιο ναυάγιο ακριβώς από πάνω μας.

Page 48: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Πέφτοντας στο νερό, αναγκάστηκα ν' αφήσω από τα χέρια μου το σκοινί- και όταν είδα πως βρισκόμουν κάτω από το σκάφος και οι δυνάμεις μου είχαν σχεδόν εξαντληθεί, ούτε καν θέλησα ν' αγωνιστώ για τη ζωή μου, και το πήρα απόφαση πως σε λίγα λεπτά θα πεθάνω. Όμως και πάλι έπεσα έξω, γιατί δεν είχα υπολογίσει τη φυσιολογική αναπήδηση του σκάφους προς την προσήνεμη μεριά. Η περιδίνιση του νερού προς τα πάνω, κάθε φορά που το σκάφος μποτζάριζε προς τα πίσω, με πέταξε στην επιφάνεια ακόμη πιο βίαια απ' ό,τι είχα βουτήξει μέσα. Μόλις αναδύθηκα, διαπίστωσα ότι βρισκόμουν σε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων από το σκάφος, όσο μπορούσα να κρίνω. Ήταν αναποδογυρισμένο, με την καρίνα από πάνω, σκαμπανεβάζοντας με μανία από το ένα πλευρό στο άλλο, και η θάλασσα, τριγύρω, σε όλες τις κατευθύνσεις, ήταν πολύ ταραγμένη και γεμάτη υδατοστρόβιλους. Δεν έβλεπα πουθενά τον Πήτερς. Λίγο πιο πέρα έπλεε ένα πετρελαιοβάρελο, και διάφορα άλλα αντικείμενα από το μπρίκι ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί.

Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν τώρα οι καρχαρίες που ήξερα ότι με τριγύριζαν. Για να τους απομακρύνω, αν ήταν δυνατόν, βάλθηκα να χτυπώ δυνατά το νερό με χέρια και πόδια ενώ κολυμπούσα κατά τη μεριά του σκάφους, δημιουργώντας ένα σύννεφο από αφρό. Δεν αμφιβάλλω πως στο τέχνασμα αυτό, όσο απλό κι αν σας φαίνεται, χρωστώ τη

διάσωσή μου- γιατί η θάλασσα γύρω από το μπρίκι, μια στιγμή πριν ανατραπεί, έβριθε από αυτά τα τέρατα τόσο, που πρέπει να ήμουν και πράγματι ήμουν κυριολεκτικά σε επαφή με μερικά από αυτά την ώρα που κολυμπούσα. Για μεγάλη μου καλοτυχία ωστόσο, έφτασα στο πλευρό του σκάφους ασφαλής, αλλά τόσο ανείπωτα εξαντλημένος, που δε θα κατάφερνα ποτέ να σκαρφαλώσω επάνω του χωρίς την έγκαιρη βοήθεια του Πήτερς που, για μεγάλη μου χαρά, έκανε τώρα την εμφάνισή του: είχε σκαρφαλώσει στην καρίνα από την απέναντι μεριά του σκάφους, και μου πέταξε την άκρη του σκοινιού -ενός από αυτά που είχαμε δέσει στα καρφιά.

Μόλις είχαμε γλιτώσει παρά τρίχα από αυτόν τον κίνδυνο, όταν η προσοχή μας στράφηκε σε μιαν άλλη τρομερή προοπτική -το θάνατο από πείνα. Όλες μας οι προμήθειες είχαν παρασυρθεί από τα νερά, παρά τις τόσες μας προσπάθειες

να τις ασφαλίσουμε-, και μη βλέποντας στον ορίζοντα την παραμικρή πιθανότητα να προμηθευτούμε άλλες, αφεθήκαμε χωρίς αντίσταση στην απελπισία, κλαίγοντας δυνατά, σαν παιδιά, χωρίς να επιχειρεί κανένας μας να παρηγορήσει τον άλλο. Τέτοια αδυναμία δύσκολα τη χωράει ο νους του ανθρώπου, και σε όσους δε βρέθηκαν ποτέ σε θέση παρόμοια με τη

δική μας, θα φαίνεται το δίχως άλλο αφύσικη- θυμηθείτε όμως ότι τα πνεύματά μας ήταν αναστατωμένα μετά τη μακριά περίοδο στερήσεων και τρόμου που είχαμε ζήσει, και ότι δε θα ήταν δίκαιο, στην περίσταση αυτή, να μας δείτε από την οπτική γωνία που αρμόζει στα λογικά όντα. Σε μεταγενέστερες καταστάσεις, εξίσου, αν όχι περισσότερο επικίνδυνες από αυτήν εδώ, αντιμετώπισα με καρτερία όλα τα κακά που μου έτυχαν, και ο Πήτερς, όπως θα δείτε, κράτησε μία στωική

φιλοσοφική στάση, απίστευτη όσο και η τωρινή του παιδαριώδης αδράνεια και βλακεία- η διαφορά οφειλόταν στην πνευματική κατάσταση.

Η ανατροπή του μπρικιού, ακόμη και με την επακόλουθη απώλεια του κρασιού και της χελώνας, δε θα μας έφερνε σε κατάσταση δυσκολότερη από την προηγούμενή μας, αν εξαιρέσουμε την εξαφάνιση των κλινοσκεπασμάτων μας, που μας

επέτρεπαν να μαζέψουμε το νερό της βροχής, και το κανάτι όπου το φυλάγαμε αφού το μαζεύαμε- γιατί βρήκαμε όλη τη γάστρα τού πλοίου, σε απόσταση δύο τριών ποδιών από τα δεσίματα ώς την καρίνα, μαζί με την ίδια την καρίνα, πυκνοσκεπασμένη με μεγάλες πετα- λίόες, που αποδείχτηκαν έξοχη και πολύ θρεπτική τροφή. Έτσι, από δύο σημαντικότατες

απόψεις, το ατύχημα που τόσο φοβόμασταν αποδείχτηκε ωφέλεια μάλλον παρά βλάβη- μας χάρισε προμήθειες που δε θα

μπορούσαμε να τις εξαντλήσουμε, κάνοντας χρήση με μέτρο, ούτε σ' ένα μήνα- και μας πρόσφερε πολύ μεγαλύτερη άνεση σε ό,τι αφορά τη θέση, γιατί έτσι και πιο αναπαυτικά ήμασταν και πολύ λιγότερο κινδυνεύαμε απ' ό,τι πριν.

Ωστόσο, τώρα δεν ξέραμε πού να βρούμε νερό, και η δυσκολία αυτή τόσο μας επηρέαζε, που μας τύφλωνε απέναντι στα πλεονεκτήματα που παρουσίαζε η αλλαγή τής κατάστασής μας. Για να είμαστε έτοιμοι να επωφεληθούμε από κάθε μπόρα που θα τύχαινε να πέσει, βγάλαμε τα πουκάμισά μας για να τα χρησιμοποιήσουμε όπως προηγουμένως τα σεντόνια -χωρίς να ελπίζουμε, φυσικά, πως μ' αυτό τον τρόπο, έστω και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες, θα μπορούσαμε να μαζέψουμε πάνω από μισό τζιλ τη φορά. Ούτε ίχνος σύννεφου δε φάνηκε όλη μέρα, και το μαρτύριο της δίψας μάς έγινε σχεδόν αφόρητο. Τη νύχτα, ο Πήτερς κατάφερε να κοιμηθεί ταραγμένα καμιά ώρα, αλλά εμένα τα φοβερά μου βάσανα δε μ' άφησαν να κλείσω μάτι ούτε μια στιγμή.

Page 49: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

5 Αυγούστου. Σήμερα φύσηξε ένα ελαφρό αεράκι, που μας μετέφερε μέσα από μια τεράστια ποσότητα θαλασσινών φυκιών, όπου είχαμε την καλή τύχη να βρούμε έντεκα μικρά καβούρια, που μας χάρισαν αρκετά πεντανόστιμα γεύματα. Μια και τα όστρακά τους ήταν πολύ μαλακά, τα φάγαμε ολόκληρα, και διαπιστώσαμε ότι ερέθιζαν τη δίψα μας πολύ λιγότερο από τις πεταλίδες. Καθώς δε βλέπαμε καρχαρίες ανάμεσα στα φύκια, τολμήσαμε να κάνουμε ένα μπάνιο, και μείναμε στο νερό τέσσερις πέντε ώρες, νιώθοντας πολύ αισθητή ελάττωση στη δίψα μας. Μας έκανε πολύ καλό, και περάσαμε τη νύχτα κάπως πιο άνετα από άλλοτε, παίρνοντας έναν υπνάκο και οι δυο μας.

6Αυγούστου. Σήμερα έπεσε σαν ευλογία Θεού μια έντονη και συνεχής βροχή, που κράτησε από το μεσημέρι ώσπου να βραδιάσει για καλά. Πόσο λαχταρούσαμε το κανάτι και την νταμιτζάνα μας! γιατί, παρόλο που τα μέσα που διαθέταμε για να μαζεύουμε νερό ήταν τόσο φτωχά, θα μπορούσαμε να γεμίσουμε το ένα, αν όχι και τα δύο τους. Όπως είχαν τα πράγματα, καταφέραμε να ικανοποιήσουμε τη φλογισμένη δίψα μας, αφήνοντας πρώτα τα πουκάμισά μας να μουσκευτούν, και μετά στύθοντάς τα, έτσι που το ευλογημένο υγρό να .στάξει στα στόματά μας. Με την ασχολία αυτή περάσαμε όλη την ημέρα.

Page 50: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

7Αυγούστου. Τα χαράματα ακριβώς, επισημάναμε και οι δυο μας την ίδια στιγμή ένα ιστίο στα ανατολικά, που ερχόταν ολοφάνερα προς το μέρος μας! Ζητωκραυγάσαμε το λαμπρό όραμα, με μιαν ατέλειωτη, αν και ασθενική, κραυγή αγαλλίασης- κι αρχίσαμε αμέσως να κάνουμε ό,τι σινιάλο μπορούσαμε, ανεμίζοντας τα πουκάμισά μας στον αέρα, πηδώντας όσο ψηλότερα μας επέτρεπε η αδυναμία μας, και φωνάζοντας ακόμη μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων μας, αν και το πλοίο δεν μπορούσε ν' απέχει λιγότερο από δεκαπέντε μίλια. Ωστόσο, συνέχισε να πλησιάζει το ναυάγιο μας, και σκεφτήκαμε ότι, αν ακολουθούσε απλώς την τωρινή του γραμμή, θα έπρεπε αναπόφευκτα να έρθει τόσο κοντά, ώστε να μας διακρίνει. Μία ώρα περίπου μετά τη στιγμή που το ανακαλύψαμε, μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε καθαρά τους ανθρώπους στο κατάστρωμά του. Ήταν μια μακριά, χαμηλή και κομψή σκούνα, με ένα μαύρο μπαλόνι στο παρουκέτο, και είχε προφανώς γερό πλήρωμα. Τρομάξαμε τώρα, γιατί το θεωρούσαμε αδύνατο να μη μας έχει αντιληφθεί, και φοβόμασταν ότι είχε σκοπό να μας αφήσει να πεθάνουμε εκεί που ήμασταν -και, όσο και να σας φαίνεται απίστευτο, αυτή η σατανικά βάρβαρη πράξη επαναλαμβάνεται συχνά στη θάλασσα, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, και από πλάσματα που υποτίθεται πως ανήκουν στο ανθρώπινο είδος.1 Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, χάρη στο έλεος του Θεού, έμελλε για μεγάλη μας χαρά να διαψευστούμε- γιατί σε λίγο παρατηρήσαμε αναταραχή στο κατάστρωμα του άγνωστου πλοίου, που ύψωσε αμέσως μετά τη βρετανική σημαία και, βαστώντας στα όρτσα, τράβηξε καταπάνω μας. Μισή ώρα αργότερα, βρισκόμασταν στην καμπίνα του. Αποδείχτηκε πως ήταν το Τζέην Γκάη από το Λίβερπουλ, με τον κά- πταιν Γκάη σ' ένα ταξίδι για εμπόριο και αλιεία φώκιας στις Νότιες Θάλασσες και στον Ειρηνικό.

Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο

Το Τζεην Γκάη ήταν μια ωραία σκούνα, χωρητικότητας εκατόν ογδόντα τόννων. Είχε ασυνήθιστα μυτερή πλώρη, και όταν φυσούσε άνεμος και ήταν μέτριος ο καιρός, ήταν το πιο ταχύπλοο ιστιοφόρο που έχω δει ποτέ. Ωστόσο, σαν ανθεκτικό ποντοπόρο πλοίο, δεν ήταν και τόσο καλό, και το βύθισμά του ήταν δυσανάλογα μεγάλο με το εμπό ριο για το οποίο προοριζόταν. Για την ιδιόμορφη αυτή λειτουργία, είναι κατάλληλο μεγαλύτερο πλοίο και με μικρότερο αναλογικά βύθισμα -ας πούμε, σκάφος τριακοσίων ώς τριακοσίων πενήντα τόννων. Θα έπρεπε να είναι μπάρκο ιστιοφόρο, και σε πολλούς άλλους τομείς διαφορετικά κατασκευασμένο από. τα συνηθισμένα πλοία της Νότιας Θάλασσας. Είναι απολύτως αναγκαίο να είναι καλά εξοπλισμένο. Θα πρέπει να έχει, ας πούμε, δέκα ή δώδεκα βραχέα τηλεβόλα των δώδεκα λίτρων, και δύο τρία μακριά κανόνια, με χάλκινα τρομπόνια και υδατοστεγή κιβώτια όπλων σε κάθε κορυφή. Οι άγκυρες και οι αλυσίδες του πρέπει να είναι πολύ πιο δυνατές απ' ό,τι απαιτείται για άλλα είδη εμπορίου, και πάνω απ' όλα το πλήρωμα

1

Η περίπτωση του μπρικιού Πόλν από τη Βοστώνη, είναι τόσο ενδεικτική, και η μοίρα της, από πολλές απόψεις, παρουσιάζει τόσο αξιοσημείωτες ομοιότητες με τη δική μας, που δεν μπορώ να μην την αναφέρω εδώ. Το σκάφος αυτό, χωρητικότητος εκατόν τριάντα τόννων, απέπλευσε από τη Βοστώνη με φορτίο ξυλείας και προμήθειες, για τη Σάντα Κρουζ, στις 12 Δεκεμβρίου 1811, με κυβερνήτη τον κάπταιν Κασνώ. Στο πλοίο επέβαιναν οκτώ άτομα εκτός από τον καπετάνιο -ο υποπλοίαρχος, τέσσερις ναύτες και ο μάγειρας, μαζί με κάποιον κύριο Χαντ και μια νεαρή νέγρα που του ανήκε. Στις 15 του μηνός, και αφού είχε απομακρυνθεί από τον ύφαλο του Τζωρτζ, άρχισε να κάνει νερά κατά τη διάρκεια μιας ανεμοθύελλας από τα νοτιοανατολικά, και τελικά ανατράπηκε- αλλά επειδή τα κατάρτια παρασύρθηκαν από τη θάλασσα, μετά επανήλθε στην κανονική του θέση. Έμειναν σ' αυτή την κατάσταση, χωρίς φωτιά και με πολύ λίγες προμήθειες, εκατόν ενενήντα μία μέρες (από τις 15 Δεκεμβρίου ώς τις 20 Ιουνίου), οπότε ο κάπταιν Κασνώ και ο Σάμιου- ελ Μπάτζερ, οι μόνοι επιζώντες, περισυνελέγησαν από τη Φήμη, με τον κάπταιν Φήδερστον, που επέστρεφε από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Όταν τους βρήκαν, ήταν σε πλάτος 28° βόρειο, και μήκος 13° δυτικό, δηλαδή είχαν παρασυρθεί από τα ρεύματα σε απόσταση μεγαλύτερη από όνο χιλιάδες μίλια! Στις 9 Ιουλίου η σκούνα συνάντησε το μπρίκι Δρομεύς, με τον κάπταιν Πέρκινς, που μετέφερε τους δύο βασανισμένους ναυαγούς στο Κένεμπεκ. Η ιστορία από την οποία πήραμε αυτές τις λεπτομέρειες, τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια:

«Είναι φυσικό να αναρωτιέται κανείς πώς διάνυσαν τόσο μεγάλη απόσταση στο πιο πολυσύχναστο μέρος του Ατλαντικού χωρίς να τους ανακαλύψει κάποιος νωρίτερα. Τους προσπέρασαν πάνω από δώδεκα καράβια, ένα από τα οποία μάλιστα πλησίασε τόσο κοντά τους, ώστε μπορούσαν να διακρίνουν τους ανθρώπους στο κατάστρωμα και στα άρμενα να τους κοιτάζουν αλλά, για ανείπωτη απογοήτευση των πεινασμένων και παγωμένων ανδρών, κατέπνιξαν τη φωνή της συμπόνιας, σήκωσαν πανί, και τους εγκατέλειψαν απάνθρωπα στη μοίρα τους».

Page 51: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

πρέπει να είναι πολυάριθμο και ικανό -όχι λιγότεροι, για το πλοίο που περιέγραψα, από πενήντα ή εξήντα πε πειραμένους ναύτες. Το Τζέην Γκάη είχε πλήρωμα από τριάντα πέντε ικανούς ναυτικούς, εκτός από τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο, αλλά δεν ήταν τόσο καλά εξοπλισμένο και από κάθε άλλη άποψη εφοδιασμένο, όσο θα επιθυμούσε ένας θαλασσοπόρος, γνώστης των δυσκολιών και των κινδύνων αυτού του εμπορίου.

Ο κάπταιν Γκάη ήταν ένας κύριος με μεγάλη αβρότητα τρόπων και αξιόλογη εμπειρία στο θαλασσινό εμπόριο του Νότου, στο οποίο είχε αφιερώσει και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Του έλειπε, ωστόσο, η ενεργητικότητα και κατά συνέπεια το επιχειρηματικό πνεύμα, που είναι εδώ απολύτως απαραίτητο. Ήταν συνιδιοκτήτης του σκάφους που κυβερνούσε, και του είχαν χορηγηθεί διακριτικές εξουσίες να ταξιδέψει στις Νότιες Θάλασσες για,ν' αγοράσει οποιοδήποτε εμπόρευμα του έπεφτε στα χέρια. Είχε στο πλοίο, όπως συνηθίζεται σε τέτοια ταξίδια, κομπο- λόγια, καθρέφτες, τσακμακόπετρες, τσεκούρια, πελέκια, πριόνια, σκεπάρνια, πλάνες, σκαρπέλα, κοπίδια, τρυπάνια, λίμες, ράσπες, σφυριά, καρφιά, μαχαίρια, ψαλίδια, ξυράφια, βελόνες, κλωστή, κεραμικά, κάμποτ, μπιχλιμπίδια και άλλα παρόμοια είδη.

Η σκούνα σαλπάρισε από το Λίβερπουλ στις 10 Ιουλίου, πέρασε τον Τροπικό του Καρκίνου στις είκοσι πέντε του μηνός, σε μήκος είκοσι μοίρες δυτικά, και έφτασε στο Σαλ, ένα από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 29, όπου και πήρε αλάτι και άλλα αναγκαία είδη για το ταξίδι. Στις 3 Αυγούστου έφυγε από το Πράσινο Ακρωτήριο και κατευθύνθηκε προς τα νοτιοδυτικά, τραβώντας προς την ακτή της Βραζιλίας, για να περάσει τον ισημερινό, μεταξύ των μεσημβρινών των είκοσι οκτώ και τριάντα μοιρών μήκους δυτικού. Αυτό το δρόμο συνήθως ακολουθούν τα πλοία που πηγαίνουν από την Ευρώπη στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, ή συνεχίζουν από εκεί για τις Ανατολικές Ινδίες. Μ' αυτό τον τρόπο αποφεύγουν τις μπουνάτσες και τα ισχυρά αντίθετα ρεύματα που επικρατούν πάντα στην ακτή της Γουινέας, και επιπλέον στο τέλος αποδεικνύεται ότι είναι η συντομότερη οδός, γιατί δε λείπουν ποτέ μετά οι δυτικοί άνεμοι που βοηθούν τα πλοία να φτάσουν γρήγορα στο Ακρωτήριο. Σκοπός του κάπταιν Γκάη ήταν να κάνει την πρώτη στάση του στη Γη του Κεργκουελέν -δεν έχω ιδέα γιατί. Την ημέρα που μας περισυνέλεξε, η σκούνα βρισκόταν στο ύψος του Ακρωτηρίου Σαιντ Ροκ, σε μήκος τριάντα μία μοίρες δυτικά" επομένως, όταν μας βρήκαν, είχαμε διανύσει πιθανόν, από τα βόρεια στα νότια, όχι λιγότερο από είκοσι πέντε μοίρες!

Page 52: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Στο Τζέην Γκάη μας φέρθηκαν με όλη την καλοσύνη που άρμοζε στην οικτρή κατάστασή μας. Σε ένα δεκαπενθήμερο περίπου, κατά τη διάρκεια του οποίου συνεχίσαμε να πλέουμε νοτιοανατολικά, με ασθενικούς ανέμους και λαμπρό καιρό, και οι δυο μας, ο Πήτερς κι εγώ, είχαμε αναλάβει πλήρως από τις συνέπειες των πρόσφατων φοβερών στερήσεων και των κακουχιών μας, και αρχίζαμε να θυμόμαστε τα περασμένα, μάλλον σαν έναν φριχτό εφιάλτη από τον οποίο ευτυχώς ξυπνήσαμε, παρά σαν γεγονότα της γυμνής και ωμής πραγματικότητας. Ανακαλύψαμε έκτοτε ότι η μερική αυτή λήθη προξενείται συνήθως από την ξαφνική μετάβαση, είτε από τη χαρά στη λύπη, είτε από τη λύπη στη χαρά -και η ένταση της λησμονιάς είναι ανάλογη με τη διαφορά της μίας κατάστασης από την άλλη. Έτσι, στη δική μου περίπτωση, μου είναι τώρα αδύνατο να συναισθανθώ τη φριχτή δυστυχία των ημερών που πέρασα στο ναυαγισμένο σκάφος. Τα περιστατικά τα θυμάμαι, όχι όμως και τα αισθήματα που προκάλεσαν τα περιστατικά αυτά τη στιγμή που συνέβησαν. Ξέρω μόνο ότι, όταν συνέβησαν, σκέφτηκα τότε ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορούσε να αντέξει χειρότερα μαρτύρια.

Συνεχίσαμε το ταξίδι μας για λίγες εβδομάδες, χωρίς άλλα περιστατικά σημαντικότερα από τις τυχαίες συναντήσεις με φαλαινοθηρικά, και συχνότερα με τις μαύρες ή γνήσιες φάλαινες. Αυτές ωστόσο βρίσκονταν συνήθως νότια από τον εικοστό πέμπτο παράλληλο. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ενώ βρισκόμασταν στην περιοχή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, η σκούνα συνάντησε την πρώτη βίαιη καταιγίδα από τη στιγμή που είχε αποπλεύσει από το Αίβερπουλ. Στα μέρη αυτά, αλλά συχνότερα στα νότια και ανατολικά του ακρωτηρίου (εμείς ήμασταν στα δυτικά) οι θαλασσοπόροι έχουν συχνά να αντιμετωπίσουν θύελλες από το βορρά, που ξεσπούν με λυσσώδη μανία. Προκαλούν πάντα μεγάλη τρικυμία, και ένα από τα πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά τους είναι μια στιγμιαία αλλαγή στη φορά του ανέμου, πράγμα που σχεδόν σίγουρα θα συμβεί τη στιγμή τής μεγαλύτερης έντασης της καταιγίδας. Πραγματικός τυφώνας θα φυσάει τη μια στιγμή από τα βόρεια ή τα βορειοανατολικά, και την επομένη ούτε μία πνοή ανέμου δε θα γίνεται αισθητή από αυτή τη διεύθυνση, ενώ από τα νοτιοδυτικά θα ξεσπάει από τη μια στιγμή στην άλλη με βιαιότητα σχεδόν ασύλληπτη.

Ένα φωτεινό ξάνοιγμα στο νότο είναι ο αλάθητος πρόδρομος αυτής της αλλαγής, και προειδοποιούνται μ' αυτό τον τρόπο τα πλοία να πάρουν τα μέτρα τους.

Ήταν περίπου έξι το πρωί, όταν ξέσπασε μια αιφνίδια ριπή ανέμου, προάγγελος καταιγίδας, όπως συνήθως, από τα βόρεια. Ώς τις οχτώ, η ένταση είχε αυξηθεί τρομακτικά, και είχε προκαλέσει μιαν από τις φοβερότερες τρικυμίες που έχω αντικρίσει ποτέ. Το πλοίο ήταν όσο πιο γερά ρεμετζαρισμένο γίνεται, όμως κλυδωνιζόταν ισχυρά και φανέρωνε τα ψεγάδια του σαν ποντοπόρο, καθώς σκαμπανέθαζε το πρόστεγο με κάθε βουτιά που έπαιρνε προς τα μπρος, και μόλις κατόρθωνε με τεράστια δυσκολία να ξεφύγει από το ένα κύμα, θαβόταν σε ένα άλλο. Λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, το φωτεινό ξάνοιγμα που περιμέναμε όλη μέρα, εμφανίστηκε στα νοτιοδυτικά, και μία ώρα μετά είδαμε το μικρό πανί της πλώρης που το είχαμε ανοιγμένο, να παραδέρνει άψυχα πάνω στο κατάρτι. Σε δύο λεπτά, παρά τις προετοιμασίες μας, εκσφενδο-νιστήκαμε σε θέση πλαγιασμένη, ως δια μαγείας, ενώ ένα γιγάντιο σύννεφο από αφρούς ξεσπούσε πάνω μας. Ο άνεμος από τα νοτιοδυτικά, ωστόσο, αποδείχτηκε ευτυχώς πως δεν ήταν παρά ένα μπουρίνι, και είχαμε την καλή τύχη να επαναφέρουμε στη θέση του το πλοίο χωρίς να χάσουμε ούτε αντενοκάταρτο. Ένας έντονος αντικυματι- σμός μάς δημιούργησε πολλά προβλήματα τις επόμενες ώρες, αλλά κατά τα ξημερώματα βρεθήκαμε σε κατάσταση σχεδόν εξίσου καλή όπως και πριν αρχίσει η καταιγίδα. Ο κάπταιν Γκάη θεώρησε τη διάσωσή μας σχεδόν θαύμα.

Στις 13 Οκτωβρίου διακρίναμε στον ορίζοντα το Νησί του Πρίγκιπα Εδουάρδου, σε γεωγραφικό πλάτος 46° 53' νότιο, και μήκος 37° 46' ανατολικό. Δύο μέρες κατόπι βρεθήκαμε κοντά στη Νήσο Κτήση, και σε λίγο περάσαμε τα νησιά του Κροζέ, σε πλάτος 42° 59' νότιο, και μήκος 48° ανατολικό. Στις 18 φτάσαμε στη Νήσο του Κερ- γκουελέν ή της Απελπισίας, στο Νότιο Ινδικό Ωκεανό, και αγκυροβολήσαμε στο Λιμάνι των Χριστουγέννων, βάθους τεσσάρων οργιών.

Το νησί αυτό, ή μάλλον η συστάδα αυτή νησιών, κείται στα νοτιοανατολικά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, και απέχει από αυτό περίπου οκτακόσιες λεύγες. Ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1772, από τον Βαρόνο ντε Κεργκυλέν ή Κεργκουελέν, έναν Γάλλο ο οποίος, νομίζοντας ότι η στεριά αυτή ήταν μέρος μιας εκτεταμένης νότιας ηπείρου, μετέφερε αυτή την πληροφορία στην πατρίδα του, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση εκείνη την εποχή. Η κυβέρνηση ανέλαβε την υπόθεση και έστειλε πάλι το βαρόνο την επόμενη χρονιά για να επιθεωρήσει εξονυχιστικά τη νέα του ανακάλυψη, και τότε αποκαλύφθηκε το λάθος. Το 1777 ο κάπταιν Κουκ έφτασε σ' αυτά τα νησιά, και έδωσε στο μεγαλύτερο τους το όνομα Νήσος της Απελπισίας, έναν τίτλο που σίγουρα του αξίζει. Όταν πλησιάζει τη στεριά ωστόσο, ο θαλασσοπόρος μένει με άλλη εντύπωση, γιατί οι περισσότερες πλαγιές των λόφων, από το Σεπτέμβρη ώς το Μάρτιο, είναι σκεπασμένες με δροσερή πρασινάδα. Η απατηλή αυτή όψη οφείλεται σ' ένα μικρό φυτό, που μοιάζει με πετρόχορτο και αφθονεί στην περιοχή, καλύπτοντας μεγάλες εκτάσεις όπως τα βρύα. Εκτός από το φυτό δεν υπάρχει ίχνος βλά- στησης στο νησί, αν εξαιρέσουμε μερικά τραχιά αγριό- χορτα κοντά στο λιμάνι, μερικές λειχήνες, και ένα χαμό- δεντρο που θυμίζει σποριασμένο λάχανο και έχει πικρή και στυφή γεύση.

Το έδαφος του νησιού είναι λοφώδες, αν και κανένας λόφος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ψηλός και αγέρωχος. Οι κορυφές τους είναι αιωνίως καλυμμένες με χιόνι. Υπάρχουν αρκετά λιμάνια, και το πιο βολικό ανάμεσά τους είναι το Λιμάνι των Χριστουγέννων. Είναι το πρώτο που συναντάμε στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, αφού περάσουμε το Ακρωτήριο Φρανσουά, που αποτελεί τη βόρεια ακτή, και που με το ιδιόμορφο σχήμα του σε βοηθά να διακρίνεις το λιμάνι. Ο βραχίονάς του καταλήγει σ' έναν ψηλό βράχο, με μια μεγάλη τρύπα στη μέση που σχηματίζει φυσική καμάρα. Η είσοδος βρίσκεται σε πλάτος 48° 40' νότιο, και μήκος 69° 6' ανατολικό. Αφού περάσεις από κει, μπορείς να βρεις καλό αγκυροβόλιο σε μια θέση προστατευμένη από μερικά μικρά νησιά, που παρέχουν κάλυψη από όλους τους ανατολικούς

Page 53: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ανέμους.

Προχωρώντας στα ανατολικά αυτού του αγκυροβολίου, έρχεσαι στον Όρμο της Σφήκας, στο μυχό του λιμανιού. Είναι μια μικρή λεκάνη, περικλεισμένη από στεριά, όπου μπορείς να μπεις από ένα πέρασμα βάθους τεσσάρων οργιών και να βρεις αγκυροβόλιο βάθους τριών ώς δέκα οργιών, σε σκληρό αργιλλώδη βυθό. Ένα πλοίο μπορεί να αράξει εκεί με την άγκυρα σπεράντζα, και να μείνει χωρίς κινδύνους ένα χρόνο. Στα δυτικά, στο μυχό του Όρμου της Σφήκας, υπάρχει ένα μικρό ρυάκι με γάργαρα νερά, όπου εύκολα μπορεί να φτάσει ο ταξιδιώτης.

Στο Νησί Κεργκουελέν βρίσκονται ακόμη μερικές φώκιες, από τα είδη που έχουν τρίχωμα ή γούνα, και οι θαλάσσιοι ελέφαντες αφθονούν. Σε μεγάλο αριθμό συναντώνται τα διάφορα είδη των πτηνών. Πολλοί είναι οι πιγκουίνοι, και παρουσιάζουν τέσσερα διαφορετικά είδη. Ο βασιλικός πιγκουίνος, που ονομάζεται έτσι για το μέγεθος του και το ωραίο φτέρωμά του, είναι ο μεγαλύτερος. Η ράχη του είναι συνήθως γκρίζα, μερικές φορές με μια λιλά απόχρωση· η κοιλιά του έχει το πιο αγνό λευκό χρώμα που μπορείτε να φανταστείτε. Το κεφάλι του είναι στιλπνό και κατάμαυρο, όπως και τα πόδια του. Η κυριότερη ομορφιά τού|φτερώματός του, ωστόσο, είναι δύο πλατιές χρυσαφιές λωρίδες, που ξεκινούν από το κεφάλι του και φτάνουν στο στήθος του. Το ράμφος είναι μακρύ, ρόδινο ή λαμπερό άλικο. Τα πουλιά αυτά περπατούν όρθια, με αρχοντικό βάδισμα. Κρατούν ψηλά το κεφάλι, ενώ οι φτερούγες τους κρέμονταν σαν μπράτσα, και καθώς η ουρά τους προεκτείνεται από το σώμα τους ευθυγραμμισμένη με τα πόδια τους, η ομοιότητα με την ανθρώπινη σιλουέτα είναι πολύ χτυπητή και μπορεί να ξεγελάσει το θεατή αν τους ρίξει μια αδιάφορη ματιά ή αν τους συναντήσει στο μισοσκόταδο. Οι βασιλικοί πιγκουίνοι που συναντήσαμε στη Γη του Κεργκουελέν ήταν λίγο μεγαλύτεροι από χήνα. Τα άλλα είδη είναι οι μακαρόνοι, οι αλκυόνες και οι κουρουνοπιγκουίνοι. Είναι πολύ μικρότεροι, λιγότερο ωραίοι στο φτέρωμα, και διαφέρουν και από άλλες απόψεις.

Εκτός από τους πιγκουίνους, πολλά άλλα πουλιά συναντώνται εδώ, μεταξύ των οποίων πρέπει να αναφερθούν οι θαλασσινές κότες, ο γαλάζιος θαλασσοβάτης, το κιρκί- ρι, οι πάπιες, οι κότες του Πορτ Έγκμοντ, οι θαλασσοκόρακες, τα περιστέρια του Ακρωτηρίου, το χελιδόνι της θάλασσας, οι στέρνες, οι γλάροι, τα κοτόπουλα της κυρα- Κάρεϋ, οι χήνες της κυρα-Κάρεϋ, ή ο μεγάλος θαλασσο- θάτης, και τέλος, τα άλμπατρος.

Ο μεγάλος θαλασσοθάτης έχει το μέγεθος του κοινού άλμπατρος, και είναι σαρκοβόρος. Αποκαλείται συχνά κοκαλοτσακιστής ή ψαραετός. Τα πουλιά αυτά δεν είναι καθόλου ντροπαλά, και το κρέας τους, καλομαγειρεμένο, παρέχει εύγευστη τροφή. Όταν πετούν, κατεβαίνουν μερικές φορές πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, με τα φτερά τους απλωμένα, και φαίνονται σα να μην τα κινούν παρά ελάχιστα, και να μην καταβάλλουν καμία προσπάθεια μ' αυτά.

Το άλμπατρος είναι από τα μεγαλύτερα και πιο άγρια πουλιά των Νότιων Θαλασσών. Ανήκει στη συνομοταξία των γλάρων, και πιάνει τη λεία του πετώντας πάντα, χωρίς να κατεβαίνει στη γη, παρά μόνο για να ζευγαρώσει. Ανάμεσα στο πουλί αυτό και τον πιγκουίνο υπάρχει η πιο παράξενη φιλία. Οι φωλιές τΰΰς χτίζονται με μεγάλη ομοιομορφία πάνω σ' ένα σχέδιο που έχουν καταστρώσει από κοινού τα δύο πουλιά -δηλαδή τα άλμπατρος μένουν στο εσωτερικό του τετραγώνου που σχηματίζεται από τις φωλιές τεσσάρων πιγκουίνων. Οι ναυτικοί έχουν συμφωνήσει να αποκαλούν αυτές τις φωλιές αποικία θαλασσοπουλιών. Έχουν δοθεί αρκετές περιγραφές αυτών των αποικιών, αλλά καθώς μπορεί να μην τις έχουν δει όλοι οι αναγνώστες μου, και μια και θα έχω συχνά από δω και στο εξής την ευκαιρία να μιλήσω για τους πιγκουίνους και τα άλμπατρος, δε θα ήταν παράταιρο να έλεγα κάτι για την οικοδόμηση των κατοικιών τους και τον τρόπο ζωής τους.

Όταν φτάσει η εποχή της επώασης, τα πουλιά συγκεντρώνονται σε τεράστιους αριθμούς, και για μερικές μέρες θα 'λεγες πως κάνουν συμβούλιο να βρουν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης που πρέπει να ακολουθήσουν. Επιτέλους, αρχίζουν τη δράση. Διαλέγουν ένα ίσιωμα του εδάφους, αρμόζουσας έκτασης, τριών ή τεσσάρων στρεμμάτων συνήθως, όσο γίνεται πιο κοντά στη θάλασσα, χωρίς όμως να κατακλύζεται από τα κύματα. Το μέρος επιλέγεται βάσει της ομαλότητας του εδάφους, και προτιμάται εκείνο που έχει τις λιγότερες πέτρες. Αφού κανονιστεί αυτό το ζήτημα, όλα τα πουλιά με κοινή συμφωνία και κατευθυνόμενα, θα 'λεγες, από έναν νου, αρχίζουν να χαράζουν, με μαθηματική ακρίβεια, είτε ένα τετράγωνο είτε κάποιο άλλο παραλληλόγραμμο, όπως ταιριάζει καλύτερα στη φύση του εδάφους, με μέγεθος αρκετό για να χωράει όλα μαζί τα πουλιά συγκεντρωμένα, αλλά ούτε ένα παραπάνω· αυτό το τελευταίο το κάνουν, όπως φαίνεται, για να εμποδίσουν την εγκατάσταση βραδυπορημένων επίδοξων ενοίκων, που δεν έλαβαν μέρος στους μόχθους της στρατοπέδευσης. Η μία πλευρά του σχήματος που ορίζεται μ' αυτόν τον τρόπο είναι παράλληλη με την ακρογιαλιά, και μένει ανοιχτή για να μπαίνουν και να βγαίνουν.

Αφού καθορίζουν έτσι τα όρια του στρατοπέδου τους, αρχίζουν να το καθαρίζουν από κάθε λογής σκουπίδια, παίρνοντας κάθε πετραδάκι και μεταφέροντάς το έξω από τις γραμμές και πολύ κοντά σ' αυτές, έτσι ώστε να σχηματιστεί ένας τοίχος Φτις τρεις εσωτερικές πλευρές. Μέσα από τον τοίχο αυτό σχηματίζεται ένα εντελώς επίπεδο και ομαλό μονοπάτι, πλάτους έξι ώς οχτώ ποδιών, που περιβάλλει το στρατόπεδο -και χρησιμεύει για τη βόλτα των πουλιών.

Το επόμενο βήμα είναι ο διαχωρισμός τής όλης έκτασης σε μικρά τετράγωνα, απολύτως ίσα σε μέγεθος. Αυτό το πετυχαίνουν σχηματίζοντας στενά μονοπάτια, πολύ ομαλά, που διασταυρώνονται σε ορθές γωνίες, σε όλο το εμβαδόν της αποικίας. Σε κάθε διασταύρωση αυτών των μονοπατιών χτίζεται η φωλιά ενός άλμπατρος, και η φωλιά ενός πιγκουίνου στο κέντρο κάθε τετραγώνου- έτσι, κάθε πιγκουίνος περιβάλλεται από τέσσερα άλμπατρος, και κάθε άλμπατρος από ίσο αριθμό πιγκουίνων. Η φωλιά του πιγκουίνου αποτελείται από μια τρύπα στο έδαφος, πολύ ρηχή, που το βάθος ίσα ίσα επαρκεί για να εμποδίσει το μοναδικό αυγό του πουλιού να κυλήσει. Το άλμπατρος είναι λιγότερο απλό στις διαρρυθμίσεις του, αφού

Page 54: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

στήνει ένα είδος λοφίσκου περίπου ένα πόδι ψηλό, και διαμέτρου δύο ποδιών είναι φτιαγμένος από χώμα, θαλασσινά φύκια και όστρακα. Στην κορυφή του χτίζει τη φωλιά του.

Τα πουλιά φροντίζουν άγρυπνα να μην αφήσουν άδεια τη φωλιά τους ούτε στιγμή κατά την περίοδο της επώασης, ή μάλλον έως ότου τα νεαρά βλαστάρια τους είναι αρκετά δυνατά για να φροντίσουν μόνα τους τον εαυτό τους. Όταν ο αρσενικός φεύγει στη θάλασσα για να βρει τροφή, η θηλυκιά μένει πιστή στο καθήκον, και μόνο μετά την επιστροφή του συντρόφου της επιχειρεί να ξεπορ- τίσει. Τα αυγά δε μένουν ποτέ εντελώς ακάλυπτα -όταν το ένα πουλί φεύγει από τη φωλιά, το άλλο που περίμενε στο πλευρό του γλιστρά αμέσως στη θέση του. Το προφυλακτικό αυτό μέτρο είναι απαραίτητο εξαιτίας των κοπτικών τάσεων που επικρατούν στην αποικία, μια και οι κάτοικοι της δε διστάζουν να σουφρώσουν τα αυγά ο ένας του άλλου μόλις βρουν ευκαιρία.

Αν και υπάρχουν αποικίες όπου ο μόνος πληθυσμός είναι οι πιγκουίνοι και τα άλμπατρος, ωστόσο στις περισσότερες συναντάται μια ποικιλία ωκεανικών πουλιών, που απολαμβάνουν όλα τα προνόμια της ιθαγένειας, και διασκορπίζουν τις φωλιές τους εδώ κι εκεί, όπου βρουν χώρο, χωρίς πάντως να ανακατεύονται ποτέ στα πόστα των μεγαλύτερων πουλιών. Η όψη αυτών των στρατοπέδων, όταν τα αντικρίζεις από μακριά, είναι εξαιρετικά παράδοξη. Όλη η ατμόσφαιρα πάνω από το συνοικισμό είναι σκοτεινιασμένη από τα πάμπολλα άλμπατρος (ανακατεμένα με άλλα μικρότερα είδη) που μετεωρίζονται συνεχώς εκεί πάνω, είτε πηγαίνοντας στον ωκεανό, είτε γυρνώντας στο σπίτι τους. Συγχρόνως, μπορείς να παρατηρήσεις ένα πλήθος από πιγκουίνους, που άλλοι πηγαινοέρχονται στις στενές αλέες, άλλοι παρελαύνουν κορδωμένοι με την τόσο παράξενη στρατιωτική περπατησιά τους, στη φτιαγμένη για .βόλτα λεωφόρο που περικυκλώνει την αποικία. Με λίγα λόγια, όταν τους παρατηρήσεις καλά, τίποτα δε θα σου φανεί πιο εκπληκτικό από την περίσκεψη που εκδηλώνουν οι φτερωτές αυτές υπάρξεις, και τίποτα, καλύτερα υπολογισμένο για να οδηγήσει σε περίσκεψη κάθε καλά οργανωμένη ανθρώπινη διάνοια.

Την επομένη της ημέρας που φτάσαμε στο Λιμάνι των

Χριστουγέννων, το πρωί, ο υποπλοίαρχος, ο κύριος Πά- τερσον, πήρε τις βάρκες και (παρόλο που ήταν νωρίς ακόμη αυτή την εποχή του χρόνου) πήγε σε αναζήτηση φώκιας, αφήνοντας τον καπετάνιο και έναν νεαρό συγγενή του σε ένα μικρό, άγονο ακρωτήριο, γιατί είχαν να διεκπεραιώσουν κάποια δουλειά, για την οποία δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, στο εσωτερικό του νησιού. Ο κά- πταιν Γκάη πήρε μαζί του ένα μπουκάλι με ένα σφραγισμένο γράμμα μέσα, και κίνησε από το ακρωτήρι όπου τον άφησε ή βάρκα, για μιαν από τις ψηλότερες κορυφές του νησιού. Πιθανόν να είχε σκοπό ν' αφήσει σ' αυτό το ψηλό σημείο το γράμμα, για κάποιο καράβι που θα ερχόταν μετά απ' αυτόν. Όταν ο καπετάνιος χάθηκε από τα βάτια μας, συνεχίσαμε (ο Πήτερς κι εγώ ήμασταν στη βάρκα του υποπλοιάρχου) την πλεύση μας παράλληλα με την ακτή, γυρεύοντας φώκιες. Απασχοληθήκαμε μ' αυτή τη δουλειά περίπου τρεις βδομάδες, εξετάζοντας με μεγάλη προσοχή κάθε κόχη και γωνιά, όχι μόνο στη Γη του Κεργκουελέν αλλά και σε διάφορα άλλα μικρά νησιά της περιοχής. Οι κόποι μας, ωστόσο, δε στέφθηκαν από καμιά σημαντική επιτυχία. Είδαμε πολλές φώκιες με γούνα, αλλά ήταν υπερβολικά ντροπαλές, και με τις σκληρότερες προσπάθειες προμηθευτήκαμε μόνο τριακόσια πενήντα δέρματα συνολικά. Οι θαλάσσιοι ελέφαντες αφθονούσαν, κυρίως στη δυτική πλευρά της ηπειρωτικής χώρας, αλλά καταφέραμε να σκοτώσουμε μόνο είκοσι, και πάλι με μεγάλη δυσκολία. Στα μικρότερα νησιά ανακαλύψαμε πολλές τριχωτές φώκιες αλλά δεν τις πειράξαμε. Γυρίσαμε στις έντεκα του μηνός στη σκούνα, όπου βρήκαμε τον κά- πταιν Γκάη και τον ανιψιό του, που μας περιέγραψαν με μελανά χρώματα το εσωτερικό σαν μία από τις πιο καταθλιπτικές και εντελώς άγονες περιοχές του κόσμου. Είχαν μείνει δυο νύχτες στο νησί, εξαιτίας κάποιας παρεξήγησης που έγινε με το δεύτερο αξιωματικό, που έπρεπε να στείλει μια βάρκα από τη σκούνα για να τους παραλάβει.

Κεφάλαω δέκατο πέμπτο

Στις 12 του μηνός αποπλεύσαμε από το Λιμάνι των Χριστουγέννων, ξαναπαίρνοντας την πορεία μας προς τα δυτικά, και αφήνοντας τη νήσο Μάριον, από τη συστάδα του Κρουζέ, στα αριστερά μας. Περάσαμε ύστερα από το νησί του Πρίγκιπα Εδουάρδου, αφήνοντάς το κι αυτό στα αριστερά μας· μετά, στρέφοντας το πηδάλιο περισσότερο προς βορρά, φτάσαμε σε δεκαπέντε μέρες στα νησιά του Τριστάν ντα Κούνια, σε πλάτος 37° 8' δυτικό.

Η τόσο γνωστή στις μέρες μας νησιωτική συστάδα, που αποτελείται από τρία κυκλικά νησιά, πρωτοανακαλύφθηκε από τους Πορτογάλους, και δέχτηκε μετά την επίσκεψη των Ολλανδών το 1643, και των Γάλλων το 1767. Τα τρία νησιά μαζί σχηματίζουν ένα τρίγωνο, και απέχουν δέκα περίπου μίλια το ένα από το άλλο, αφήνοντας ωραία ανοιχτά περάσματα μεταξύ τους. Σε όλα, το έδαφος είναι πολύ υψηλό, ιδίως στο καθαυτό Τριστάν ντα Κούνια. Πρόκειται για το μεγαλύτερο νησί της ομάδας, περιμέτρου δεκαπέντε μιλίων, και τόσο ανυψωμένο, που όταν ο καιρός είναι καλός, μπορεί να γίνει ορατό από απόσταση ογδόντα ή ενενήντα μιλίων. Στο βόρειο μέρος του νησιού, ένα τμήμα του εδάφους υψώνεται κατακόρυφα χίλια πόδια και περισσότερο πάνω από τη θάλασσα. Ένα οροπέδιο αυτού του ύψους εκτείνεται ώς το κέντρο σχεδόν του νησιού, και από το οροπέδιο αυτό υψώνεται ένας επιβλητικός κώνος σαν της Τενερίφης. Το κάτω ήμισυ του κώνου καλύπτεται από αρκετά μεγάλα δέντρα, αλλά το πάνω μέρος είναι γυμνός βράχος, κρυμμένος συνήθως από τα σύννεφα και σκεπασμένος από χιόνι το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς. Δεν υπάρχουν ξέρες ούτε άλλοι κίνδυνοι γύρω από το νησί, μια και οι ακτές είναι αξιοσημείωτα απόκρημνες και τα νερά βαθιά. Στη βορειοδυτική ακτή σχηματίζεται ένας κόλπος με μαύρη άμμο, όπου εύκολα μπορεί να γίνει αποβίβαση με βάρκες, φτάνει να φυσά νότιος άνεμος. Μπορεί κανείς εύκολα να προμηθευτεί άφθονο καθαρό νερό' μπορεί, επίσης, να πιάσει με αγκίστρι και πετονιά μπακαλιάρους και άλλα ψάρια.

Page 55: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Αμέσως μετά σε μέγεθος έρχεται το πιο δυτικό νησί της ομάδας, που ονομάζεται Απρόσιτο. Η ακριβής θέση του είναι πλάτος 37° 17' νότιο, και μήκος 12° 24' δυτικό. Έχει περιφέρεια επτά ή οκτώ μιλίων, και από όλες τις πλευρές παρουσιάζει άγρια κρημνώδη όψη. Η κορυφή του είναι επίπεδη και η όλη περιοχή είναι άγονη, χωρίς καμία βλάστηση, εκτός από λίγα νανοειδή δέντρα.

Το νησί του Αηδονιού, το μικρότερο και το πιο νότιο, βρίσκεται σε πλάτος 37° 26' νότιο μήκος 12° 12' δυτικό· απέναντι από το νότιο άκρο του εκτείνεται μια σειρά από ψηλά, βραχώδη νησάκια, και μερικά άλλα, με την ίδια εμφάνιση, υπάρχουν και στα βορειανατολικά. Το έδαφος είναι ανώμαλο και άγονο, και μια βαθιά κοιλάδα το διαχωρίζει σχεδόν ολόκληρο.

Οι ακτές των νησιών αυτών είναι γεμάτες, την κατάλληλη εποχή, από θαλάσσιους λέοντες, θαλάσσιους ελέφαντες, φώκιες τριχωτές και φώκιες με γούνα, μαζί με μια μεγάλη ποικιλία από ωκεάνεια πτηνά. Στις γειτονικές θάλασσες επίσης υπάρχουν αρκετές φάλαινες. Εξαιτίας της ευκολίας με την οποία συλλαμβάνονταν παλιότερα όλα αυτά τα ζώα, τα νησιά δέχτηκαν πολλές επισκέψεις από τότε που πρωτοανακαλύφθηκαν.

Οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι σύχναζαν εδώ από πολύ νωρίς. Το 1790, ο κάπταιν Πάτεν του πλοίου Φιλοπονία από τη Φιλαδέλφεια, έφτασε στο Τριστάν ντα Κούνια, όπου έμεινε επτά μήνες (από τον Αύγουστο του 1790 ώς τον Απρίλη του 1791) για να μαζέψει δέρματα από φώκιες. Στο διάστημα αυτό συγκέντρωσε όχι λιγότερα από πέντε χιλιάδες εξακόσια, και λέει ότι δε θα δυσκολευόταν να γεμίσει ένα μεγάλο πλοίο με λάδι σε τρεις βδομάδες. Φτάνοντας εδώ δε βρήκε τετράποδα, με μόνη εξαίρεση λίγα αγριοκάτσικα· στο νησί αφθονούν τώρα τα πιο αξιόλογα οικιακά ζώα μας, που τα έφεραν οι μεταγενέστεροι θαλασσοπόροι.

Όχι πολύν καιρό, πιστεύω, μετά την επίσκεψη του κάπταιν Πάτεν, ο κάπταιν Κόλκυουν, του αμερικανικού μπρικιού Μπέτσν, έπιασε λιμάνι στο μεγαλύτερο από τα τρία νησιά για ανεφοδιασμό. Φύτεψε κρεμμύδια, πατάτες, λάχανα, και ένα σωρό άλλα λαχανικά, που συναντώνται τώρα σε μεγάλες ποσότητες.

Το 1811, κάποιος κάπταιν Χαίηγουντ με τον Νηρέα, επισκέφθηκε το Τριστάν. Βρήκε εκεί τρεις Αμερικάνους που έμεναν στο νησί για να ετοιμάζουν δέρματα από φώκιες και λάδι. Ένας από τους άντρες αυτούς ονομαζόταν Τζόναθαν Λάμπερτ, και αυτοαποκαλούνταν ηγεμόνας της χώρας. Είχε καθαρίσει και καλλιεργήσει κάπου εξήντα στρέμματα γη, και είχε στρέψει την προσοχή του στην ανάπτυξη των καφεοδέντρων και των ζαχαροκαλάμων που του είχε προμηθεύσει ο αμερικανός πρευσθευτής στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο οικισμός αυτός, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε τελικά, και το 1817 τα νησιά καταλήφθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση, που έστειλε γι' αυτόν το σκοπό ένα απόσπασμα από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Ούτε οι Βρετανοί, ωστόσο, δεν τα κράτησαν πολύ- όμως, κατά την εκκένωση της χώρας, δύο τρεις αγγλικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν εκεί, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση. Στις 25 Μαρτίου 1824, έφτασε στα νησιά το πλοίο Μπέρ- γουικ,με τον κάπταιν Τζέφρι, που πήγαινε από το Αονδί- νο στη Γη του Βαν Ντίμεν, και βρήκε εγκατεστημένον εδώ έναν Άγγλο, ονόματι Γκλας, πρώην δεκανέα στο βρετανικό πυροβολικό. Ισχυρίστηκε πως ήταν ο ανώτατος κυβερνήτης των νησιών και είχε υπό τον έλεγχο του είκοσι έναν άντρες και τρεις γυναίκες. Μίλησε με καλά λόγια για το υγιεινό κλίμα και την παραγωγικότητα του εδάφους. Ο πληθυσμός καταγινόταν κυρίως με τη συλλογή δερμάτων από φώκιες, και λαδιού από θαλάσσιο ελέφαντα, τα οποία πουλούσαν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, μεταφέροντάς τα με τη μικρή σκούνα που διέθετε ο Γκλας. Την εποχή που φτάσαμε εκεί, ο κυβερνήτης ήταν ακόμη κάτοικος των νησιών, αλλά η μικρή του κοινότητα είχε αυξηθεί και πληθυνθεί, και είχε φτάσει στον αριθμό των πενήντα έξι ατόμων στο Τριστάν, εκτός από έναν μικρότερο καταυλισμό επτά ατόμων στο νησί του Αηδο- νιού. Προμηθευτήκαμε χωρίς καμία δυσκολία όλων των ειδών τα εφόδια που χρειαζόμασταν -τα πρόβατα, οι χοίροι, τα βοοειδή, τα κουνέλια, τα πουλερικά, οι κατσίκες, τα ψάρια σε μεγάλη ποικιλία, και τα λαχανικά αφθονούσαν. Μια και είχαμε αράξει κοντά στο νησί, σε βάθος δεκαοχτώ οργιών, ανεβάσαμε όλα όσα θέλαμε στο πλοίο πολύ άνετα. Ο κάπταιν Γκάη αγόρασε επίσης από τον Γκλας πεντακόσια δέρματα από φώκιες και λίγο ελεφαντόδοντο. Μείναμε εκεί μία βδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι επικρατέστεροι άνεμοι ήταν βόρειοι και δυτικοί, και ο καιρός κάπως ομιχλώδης. Στις 5 Νοεμβρίου σαλπάραμε προς τα νότια και δυτικά, με πρόθεση να κάνουμε μια επιμελημένη αναζήτηση για μια νησιωτική συστάδα, την Ωρόρα, σχετικά με την ύπαρξη της οποίας κυκλοφορούν πολλές αντικρουόμενες απόψεις.

Λέγεται ότι τα νησιά είχαν ανακαλυφθεί ήδη από το 1762, από τον κυβερνήτη του πλοίου Ωρόρα. Το 1790, ο καπετάνιος Μανουέλ ντε Ογιαρούντο, με το πλοίο Πριγκίπισσα, που ανήκε στη Βασιλική Εταιρεία των Φιλιππίνων, έπλευσε, όπως υποστηρίζει, ανάμεσά τους. Το 1794, η ισπανική κορβέτα Ατρεβίδα ξεκίνησε με σκοπό να εντοπίσει την ακριβή τους θέση, και σε μία εφημερίδα που εκδόθηκε από τη Βασιλική Υδρογραφική Εταιρεία της Μαδρίτης το έτος 1809, αναφέρονται σχετικά με την εξερευνητική αυτή αποστολή τα εξής: «Η κορβέτα Ατρεβίόα πραγματοποίησε στην περιοχή των νησιών, από τις 21 ώς τις 27 Ιανουαρίου, όλες τις αναγκαίες παρατηρήσεις, και μέτρησε τη διαφορά γεωγραφικού μήκους ανάμεσα σ' αυτά νησιά και στο λιμάνι Σολεδάδ στη Μανίλα. Τα νησιά είναι τρία· βρίσκονται σχεδόν στον ίδιο μεσημβρινό· το μεσαίο είναι μάλλον χαμηλό, και τα δύο άλλα μπορούν να γίνουν ορατά από απόσταση εννέα λευγών». Οι παρατηρήσεις που έγιναν από την Ατρεβίόα δίνουν τα ακόλουθα αποτελέσματα για την ακριβή θέση κάθε νησιού: το βορειότερο βρίσκεται σε πλάτος 52° 37' 24" νότιο, και μήκος 47° 43' 15" δυτικό- το μεσαίο σε πλάτος 53° 2' 22" νότιο, και μήκος 47° 55' 15" δυτικό1 και το νοτιότερο σε πλάτος 53° 15' 22" νότιο, και μήκος 47° 57" 15" δυτικό.

Στις 27 Ιανουαρίου 1820, ο καπετάνιος Τζέημς Γουέ- ντελ, του Βρετανικού Ναυτικού, σαλπάρισε από τη Γη του Στάτεν σε αναζήτηση της Ωρόρας. Αναφέρει ότι, αν και έκανε την πιο επισταμένη έρευνα και πέρασε όχι μόνο από τα σημεία που

Page 56: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

υποδείκνυε ο κυβερνήτης της Ατρεβίόα, αλλά και από όλες τις άλλες κατευθύνσεις στη γειτονική περιοχή αυτών των σημείων, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει ούτε ίχνος στεριάς. Οι αντικρουόμενες αυτές δηλώσεις παρακίνησαν κι άλλους θαλασσοπόρους να ψάξουν για τα νησιά· και, πράγμα περίεργο, ενώ μερικοί διέτρεξαν κάθε ίντσα της θάλασσας όπου υποτίθεται πως βρίσκονται, χωρίς να τα βρουν, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δηλώνουν θετικά ότι τα είδαν και μάλιστα ότι πλησίασαν πολύ στις ακτές τους. Πρόθεση του κάπταιν Γκάη ήταν να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει μια τελική απάντηση στην τόσο περίεργη αυτή έριδα.1

Ακολουθήσαμε σταθερά την ίδια γραμμή πλεύσης, ανάμεσα στο νότο και στη δύση, με άστατο καιρό, ώς τις 20 του μηνός, οπότε και βρεθήκαμε στο επίμαχο σημείο, σε πλάτος 53° 15' νότιο μήκος 47° 58' δυτικό -δηλαδή, πολύ κοντά στο στίγμα που είχε υποδειχθεί για θέση του νοτιότερου νησιού της συστάδας. Μη διακρίνοντας ίχνος γης, συνεχίσαμε προς τα δυτικά, στον παράλληλο των πενήντα τριών μοιρών νότια, ώς τον μεσημβρινό των πενήντα μοιρών δυτικά. Ανεβήκαμε τότε προς τα βόρεια ώς τον παράλληλο των πενήντα δύο μοιρών νότια, μετά στρίψαμε στα ανατολικά, και ακολουθήσαμε τον παράλληλο μας με διπλές μετρήσεις πρωί και βράδυ, και μεσημβρινές μετρήσεις των πλανητών και της σελήνης. Αφού φτάσαμε έτσι πορευόμενοι προς τα ανατολικά ώς τον μεσημβρινό της δυτικής ακτής της Γεωργίας, ακολουθήσαμε αυτόν τον μεσημβρινό μέχρι να φτάσουμε στο πλάτος από όπου είχαμε ξεκινήσει. Διατρέξαμε μετά με διαγώνιες πορείες όλη την έκταση της θάλασσας που είχαμε ορίσει μ' αυτό τον τρόπο το περίγραμμά της, επαναλαμβάνοντας την έρευνά μας με τη μεγαλύτερη φροντίδα για μία περίοδο τριών εβδομάδων, με καιρό αξιοσημείωτα ευχάριστο και αίθριο, χωρίς καθόλου ομίχλη. Φυσικά, πεισθήκαμε πέρα από κάθε αμφιβολία πως, όποια νησιά κι αν υπήρξαν στην περιοχή, σε κάποια προγενέστερη περίοδο, δεν έμενε τίποτε από αυτά τώρα πια. Μετά την επιστροφή μου στην πατρίδα, έμαθα ότι την ίδια περιοχή εξερεύνησαν, με εξίσου μεγάλη φροντίδα, το 1822 ο κάπταιν Τζόνσον, της αμερικανικής σκούνας Χένρν, και ο κάπταιν Μορέλ της αμερικανικής σκούνας Σφήκα: και στις δύο περιπτώσεις τα αποτελέσματα ήταν ίδια με τα δικά μας.

Κεφάλαιο δέκατο έκτο

Η αρχική πρόθεση του κάπταιν Γκάη ήταν, αφού ικανοποιήσει την περιέργειά του σχετικά με την Ωρόρα, να προχωρήσει μέσα από το Στενό του Μαγγελάνου και να πλεύσει παράλληλα με τη δυτική ακτή της Παταγωνίας· όμως οι πληροφορίες που έλαβε στο Τριστάν ντα Κούνια τον έπεισαν να τραβήξει για το νότο με την ελπίδα να φτάσει σε κάποια μικρά νησιά που βρίσκονταν, όπως του είπαν, στον παράλληλο των 60° νότια, και σε μήκος 41° 20' δυτικό. Σε περίπτωση που δε θα ανακάλυπτε αυτές τις περιοχές, σκόπευε, αν η εποχή αποδεικνυόταν ευνοϊκή, να τραβήξει για τον πόλο. Έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου, σαλπάραμε προς αυτή την κατεύθυνση. Στις 18 είχαμε φτάσει στη θέση που μας είχε υποδείξει ο Γκλας, και πλέαμε τρεις ημέρες στην περιοχή χωρίς να ανακαλύψουμε ούτε ίχνος από τα νησιά που είχε αναφέρει. Στις 21, μια και ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ευχάριστος, βάλαμε πάλι πλώρη για το νότο, αποφασισμένοι να προχωρήσουμε σ' αυτή την πορεία όσο το δυνατόν μακρύτερα. Προτού εισέλθω σ' αυτό το τμήμα της αφήγησής μου, θα ήταν καλό, για την πληροφόρηση των αναγνωστών μου που δεν έχουν δώσει πολλή προσοχή στις προόδους των ανακαλύψεων σ' αυτές τις περιοχές, να κάνω μία σύντομη ανασκόπηση των πολύ λίγων προσπαθειών που έγιναν μέχρι τις μέρες μας για προσέγγιση του νότιου πόλου.

Η απόπειρα του κάπταιν Κουκ είναι η πρώτη για την οποία διαθέτουμε μερικά σαφή στοιχεία. Το 1772 απέπλευσε με την Τόλμη για το νότο, συνοδευόμενος από τον υποπλοίαρχο Φουρνώ, με την Περιπέτεια. Το Δεκέμβριο βρέθηκε στον πεντηκοστό όγδοο παράλληλο νότιου πλάτους, και σε μήκος 26° 57' ανατολικό. Εδώ συνάντησε στενές εκτάσεις επιπλεόντων πάγων, πάχους περίπου οχτώ ή δέκα ιντσών, που απλώνονταν από τα βόρεια προς τα νότια. Ο πάγος αυτός σχημάτιζε μεγάλες πλάκες, συνωστισμένες τόσο κοντά τη μία στην άλλη, που το πλοίο δυσκολευόταν πολύ να διανοίξει πέρασμα. Την εποχή αυτή ο κάπταιν Κουκ υπέθεσε, από τον τεράστιο αριθμό των πουλιών που κυκλοφορούσαν και από άλλες ενδείξεις, ότι βρισκόταν κοντά σε στεριά. Συνέχισε την πορεία προς το νότο, με εξαιρετικά κρύο καιρό, ώσπου έφτασε στον εξηκοστό τέταρτο παράλληλο, σε μήκος 38° 14' ανατολικό. Εδώ ο καιρός ήταν ήπιος, με ασθενικούς ανέμους επί πέντε ημέρες, και το θερμόμετρο είχε σταθεί στους τριάντα έξι. Τον Ιανουάριο του 1773 τα σκάφη διέσχισαν τον Αν-ταρκτικό Κύκλο, αλλά δεν κατάφεραν να εισδύσουν πολύ πιο μέσα- γιατί, όταν έφτασαν σε πλάτος 67° 15', βρήκαν ότι κάθε παραπέρα πρόοδος εμποδιζόταν από ένα απέραντο στρώμα πάγου, που εκτεινόταν σε όλο το μήκος του νότιου ορίζοντα, ώς εκεί που έφτανε το μάτι. Η όψη του πάγου αυτού παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία -και μερικοί μεγάλοι επιπλέοντες ογκόπαγοι, μήκους μιλίων, σχημάτιζαν μια συμπαγή μάζα που υψωνόταν δεκαοχτώ με είκοσι πόδια πάνω από το νερό. Μια και η εποχή ήταν προχωρημένη και δεν είχε ελπίδα να κάνει το γύρο των εμποδίων, ο κάπταιν Κουκ, θέλοντας και μη, γύρισε πλώρη στο βορρά.

Τον επόμενο Νοέμβριο ξανάρχισε τις έρευνές του στην Ανταρκτική. Σε πλάτος 59° 40" συνάντησε ένα ισχυρό ρεύμα, με φορά προς τα νότια. Το Δεκέμβριο, όταν τα πλοία βρίσκονταν σε πλάτος 67° 3 Γ και μήκος 142° 54' δυτικό, το κρύο ήταν υπερβολικό, με άγριες καταιγίδες και ομίχλη. Εδώ επίσης αφθονούσαν τα πουλιά" ιδιαίτερα τα άλμπατρος, οι πιγκουίνοι και οι θαλασσοβάτες. Σε πλάτος 70° 23' συναντήθηκαν μερικά μεγάλα νησιά από πάγο, και λίγο αργότερα παρατηρήθηκε ότι τα σύννεφα στο νότο ήταν άσπρα σαν το χιόνι, σημάδι ότι υπήρχε εκεί κοντά παγοπέδιο. Σε πλάτος 71° 10", και μήκος 106° 54' δυτικό, οι θαλασσοπόροι εμποδίστηκαν, όπως και προηγουμένως, από μία απέραντη παγωμένη έκταση, που γέμιζε όλη την περιοχή του νότιου ορίζοντα. Η βόρεια παρυφή αυτής της έκτασης ήταν ανώμαλη και σπασμένη, τόσο συμπαγής, ώστε να είναι πέρα για πέρα αδιάβατη, και εκτεινόταν περίπου ένα μίλι προς τα νότια. Πίσω από αυτήν, η παγωμένη επιφάνεια ήταν συγκριτικά λεία για κάποια απόσταση, ώσπου στο βάθος τελείωνε με μια γιγάντια σειρά από παγόβουνα,

Page 57: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

που πυργώνονταν το ένα πάνω από το άλλο. Ο κάπταιν Κουκ συνεπέρανε ότι το πελώριο αυτό παγοπέδιο έφτανε στο νότιο πόλο ή ενωνόταν με μία ήπειρο. Ο κύριος Τζ. Ν. Ρέυνολντς, που με τις σθεναρές προσπάθειές του και την επιμονή του κατόρθωσε επιτέλους να βάλει μπρος μια εθνική αποστολή, με σκοπό μεταξύ άλλων την εξερεύνηση αυτών των περιοχών, μιλά ως εξής για το εγχείρημα της Τόλμης. «Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κάπταιν Κουκ δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα από το 71° 10', αλλά μας αφήνει εμβρόντητους το ότι κατόρθωσε να φτάσει στο σημείο αυτό, στον μεσογειακό των 106° 54' δυτικού μήκους. Η Γη του Πάλμερ κείται νοτίως των Σέτλαντ, σε πλάτος εξήντα τεσσάρων μοιρών, και εκτείνεται προς τα νότια και τα δυτικά περισσότερο απ' όσο έχει εισδύσει ποτέ οποιοσδήποτε θαλασσοπόρος. Ο Κουκ κατευθυνόταν σ' αυτή τη χώρα, όταν οι πάγοι τού έφραξαν το δρόμο· πράγμα που, φοβόμαστε, θα συμβαίνει πάντα σ' αυτό το σημείο, και μάλιστα από τις 6 Ιανουαρίου -και δε θα απορούσαμε αν ένα μέρος των παγόβουνων που περιγράψαμε συνδεόταν με το κύριο σώμα της Γης του Πάλμερ, ή με άλλες περιοχές κείμενες πιο νότια ή πιο δυτικά».

Το 1803, οι καπετάνιοι Κρετζέστερν και Λισιόφσκι στάλθηκαν από τον Αλέξανδρο της Ρωσίας με εντολή να κάνουν τον περίπλου της υδρογείου. Στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν στο νότο, δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν πέρα από το 59° 58', σε μήκος 70° 15' δυτικό. Εδώ συνάντησαν ισχυρά ρεύματα με ανατολική φορά. Είδαν πολλές φάλαινες, αλλά καθόλου πάγο. Σχετικά μ' αυτό το ταξίδι, ο κύριος Ρέυνολντς παρατηρεί ότι, αν ο Κρετζέστερν έφτανε εκεί που έφτασε σε πιο πρώιμη εποχή του έτους, θα πρέπει να συναντούσε πάγους -ήταν Μάρτιος όταν έφτασε στο καθορισμένο πλάτος. Οι άνεμοι που επικρατούν τέτοια εποχή, οι νότιοι και οι δυτικοί, είχαν μεταφέρει τους ογκόπαγους, με τη βοήθεια των ρευμάτων, στην παγωμένη περιοχή που ορίζεται βόρεια από τη Γεωργία, ανατολικά από τα Σάντουιτς και τα Νότια Όρ- κνυς, και δυτικά από τα Νότια Σέτλαντ.

Το 1822, ο κάπταιν Τζέημς Γουέντελ, του Βρετανικού Ναυτικού, με δύο πολύ μικρά σκάφη, διείσδυσε στο νότο βαθύτερα απο κάθε προγενέστερο θαλασσοπόρο, και χωρίς να συναντήσει μάλιστα υπερβολικές δυσκολίες. Δηλώνει ότι παρόλο που περικλειόταν συχνά από πάγους προτού να φτάσει στον εβδομηκοστό δεύτερο παράλληλο, όταν έφτασε εκεί, δεν ανακάλυψε ούτε ίχνος, κι όταν έφτασε σε πλάτος 74° 15', δε φαίνονταν πουθενά παγοπέ- δια, παρά μόνο δυο τρία νησάκια πάγου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρόλο που συνάντησαν τεράστια κοπάδια πουλιών και άλλες συνηθισμένες ενδείξεις στεριάς, και παρόλο που στα νότια των Σέτλαντ ο σκοπός από το κολομπίρι διέκρινε άγνωστες ακτές που εκτείνονταν προς το νότο, ο Γουέντελ αποθαρρύνει την ιδέα ύπαρξης γης στις πολικές περιοχές του νότου.

Στις 11 Ιανουαρίου 1823, ο καπετάνιος Μπέντζαμιν Μορέλ, από την αμερικανική σκούνα Σφήκα, σαλπάρισε από τη Γη του Κεργκουελέν με σκοπό να προχωρήσει όσο το δυνατό βαθύτερα στο νότο. Την πρώτη Φεβρουαρίου βρέθηκε σε πλάτος 64° 52' νότιο, και μήκος 118° 27' ανατολικό. Η ακόλουθη περικοπή είναι απόσπασμα από το ημερολόγιο του εκείνης της ημέρας: «Ο άνεμος γρήγορα δυνάμωσε και έφτασε σε ταχύτητα έντεκα κόμβων, και εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία αυτή για να στραφούμε δυτικά- πεισμένοι ωστόσο ότι, όσο πιο νότια προχωρούσαμε μετά το πλάτος των εξήντα τεσσάρων μοιρών, τόσο λιγότερο θα υπήρχε ο φόβος του πάγου, γυρίσαμε λίγο το τιμόνι προς το νότο, ώσπου διασχίσαμε τον Ανταρκτικό Κύκλο και βρεθήκαμε σε πλάτος 69° 15' ανατολικό. Στο πλάτος αυτό δεν υπήρχε παγοπέόιο και πολύ λίγα παγο- νησίδια φαίνονταν».

Με ημερομηνία 14 Μαρτίου βρίσκω επίσης γραμμένα τα εξής: «Η θάλασσα είναι τώρα ολότελα απαλλαγμένη από παγοπέδια, και τα νησιά από πάγο που βλέπουμε δεν ξεπερνούν τα δώδεκα. Συγχρόνως, η θερμοκρασία του αέρα και του νερού ήταν τουλάχιστον δεκατρείς βαθμούς υψηλότερη (πιο ήπια) απ' οποιαδήποτε άλλη που είχαμε μετρήσει ανάμεσα στους νότιους παραλλήλους των εξήντα και εξήντα δύο. Ήμασταν τώρα σε πλάτος 70° 14' νότιο, και η θερμοκρασία στον αέρα ήταν σαράντα επτά, και στο νερό σαράντα τέσσερα. Βρήκα ότι στην κατάσταση αυτή η μαγνητική απόκλιση της πυξίδας είναι 14° 27' ανατολικά, κατά αζιμούθιο. Έχω περάσει αρκετές φορές τον Ανταρκτικό Κύκλο, σε διάφορους μεσημβρινούς- βρήκα σταθερά τη θερμοκρασία και του αέρα και του νερού, να γίνεται όλο και πιο ήπια όσο προχωρούσα πέρα από τις εξήντα πέντε μοίρες νότιου πλάτους, και ότι η απόκλιση μειώνεται με την ίδια αναλογία. Ενώ στα βόρεια αυτού του πλάτους, ας πούμε μεταξύ των εξήντα και εξήντα πέντε νότια, είχαμε συχνά μεγάλες δυσκολίες να βρούμε πέρασμα για το σκάφος ανάμεσα στα τεράστια και αναρίθμητα σχεδόν παγόνησα, που πολλά απ' αυτά είχαν περιφέρεια ενός ώς δύο μιλίων, και ύψος περισσότερο από πεντακόσια πόδια πάνω από την επιφάνεια του νερού».

Μια και τα καύσιμα και το νερό τού είχαν σχεδόν τελειώσει, τα κατάλληλα εργαλεία τού έλειπαν, και η εποχή ήταν ήδη προχωρημένη, ο κάπταιν Μορέλ ήταν τώρα υποχρεωμένος να γυρίσει πίσω, χωρίς να επιχειρήσει να προχωρήσει περισσότερο στη δύση, αν και ολότελα ανοιχτή θάλασσα απλωνόταν μπροστά του. Υποστηρίζει τη γνώμη ότι, αν οι απαράβατες αυτές αναγκαιότητες δεν τον υποχρέωναν να κάνει πίσω, θα μπορούσε να φτάσει, αν όχι στον ίδιο τον πόλο, τουλάχιστον στον ογδοηκοστό πέμπτο παράλληλο. Παράθεσα δια μακρού τις ιδέες του σχετικά μ' αυτά τα ζητήματα, για να έχει ο αναγνώστης την ευκαιρία να δει πόσο επιβεβαιώθηκαν από τις δικές μου μεταγενέστερες εμπειρίες.

Το 1831, ο κάπταιν Μπρίσκο, στην υπηρεσία των Έ- ντερμπυ, ιδιοκτητών φαλαινοθηρικών από το Λονδίνο, σαλπάρισε με το μπρίκι Ζωηρότης για τις Νότιες Θάλασσες, συνοδευόμενος από το κότερο Τονλα. Στις 28 Φεβρουαρίου, σε πλάτος 66° 30' νότιο, και μήκος 47° 13' ανατολικό, επεσήμανε γη και «διέκρινε καθαρά μέσα από το χιόνι, τις μαύρες βουνοκορφές μιας οροσειράς, που εκτεινόταν νοτιοανατολικά». Έμεινε στην περιοχή όλη τη διάρκεια του επόμενου μήνα, αλλά δεν κατάφερε να πλησιάσει την ακτή σε απόσταση μικρότερη των δέκα λευγών, εξαιτίας του θυελλώδους καιρού. Βρίσκοντας ότι του ήταν αδύνατο να κάνει περισσότερες ανακαλύψεις αυτή την εποχή, έβαλε πλώρη για τα βόρεια, για να ξεχειμωνιάσει στη Γη του Βαν Ντίμεν.

Page 58: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Στις αρχές του 1832 προχώρησε και πάλι προς το νότο, και στις 4 Φεβρουαρίου διέκρινε γη στα νοτιοανατολικά, σε πλάτος 67° 15* και μήκος 69° 29' δυτικό. Αποκαλύφθηκε γρήγορα ότι επρόκειτο για ένα νησί κοντά στο ακρωτήριο της στεριάς που είχε αρχικά ανακαλύψει. Στις 21 του μηνός κατάφερε να αποβιβαστεί στην τελευταία, και την κατέλαβε στο όνομα του Γουλιέλμου του Δ', ονομά- ζοντάς την νήσο της Αδελαΐδος, προς τιμήν της αγγλίδας βασίλισσας. Όταν οι λεπτομέρειες αυτές έγιναν γνωστές στη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου, το σώμα αυτό έβγαλε" το συμπέρασμα ότι «υπάρχει συνεχής έκταση ξηράς που εκτείνεται από 47° 30' ανατολικά ώς 69° 29' δυτικά, καταμήκος του παράλληλου από εξήντα έξι ώς εξήντα επτά μοίρες νότιου πλάτους». Σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, ο κύριος Ρέυνολντς παρατηρεί: «Δεν αναγνωρίζουμε με κανέναν τρόπο την ορθότητα αυτής της ανακοίνωσης, ούτε οι ανακαλύψεις του Μπρίσκο δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα. Εντός των ορίων αυτών προχώρησε νότια ο Γουέντελ καταμήκος ενός μεσημβρινού ανατολικά της Γεωργίας, της Γης Σάντουιτς, και των νησιών Νότια Όρκνυ και Σέτλαντ». Θα διαπιστώσετε ότι η δική μου εμπειρία πιστοποιεί πιο άμεσα την ανακρίβεια του συμπεράσματος της εταιρείας.

Αυτές είναι οι κυριότερες προσπάθειες που έχουν γίνει για διείσδυση σε υψηλό νότιο πλάτος, και θα δείτε τώρα ότι έμεναν, πριν από το ταξίδι της Τζέην, σχεδόν τρακό- σιες μοίρες γεωγραφικού μήκους στις οποίες κανείς δεν είχε διαβεί τον Ανταρκτικό Κύκλο. Φυσικά, ένα πλατύ πεδίο ερευνών και ανακαλύψεων απλωνόταν μπροστά μας, και με αισθήματα έντονου ενδιαφέροντος άκουσα τον κά- πταιν Γκάη να δηλώνει ότι ήταν αποφασισμένος να τραβήξει άφοβα για το νότο.

Κεφάλαιο δέκατο έβδομο

Συνεχίσαμε την πορεία προς το νότο τέσσερις μέρες αφότου εγκαταλείψαμε την αναζήτηση για τα νησιά του Γκλας, χωρίς να συναντήσουμε καθόλου πάγο. Στις 26 το μεσημέρι, ήμασταν σε πλάτος 63° 23' νότιο, και μήκος 41° 25" δυτικό. Βλέπαμε τώρα αρκετά μεγάλα παγονήσια, και ένα επιπλέον παγοπέδιο, όχι πάντως μεγάλης έκτασης. Οι άνεμοι έπνεαν γενικά από τα νοτιοανατολικά ή τα βορειοανατολικά, αλλά ήταν πολύ ασθενείς. Όποτε είχαμε δυτικό άνεμο, πράγμα σπάνιο, συνοδευόταν οπωσδήποτε από μπόρα και μπουρίνι. Κάθε μέρα είχαμε χιόνι. Στις 27 του μηνός το θερμόμετρο στάθηκε στους τριάντα πέντε.

1 Ιανουαρίου 1828. Σήμερα βρεθήκαμε ολότελα αποκλεισμένοι από τον πάγο, και οι προοπτικές μας φαίνονταν πραγματικά σκοτεινές. Όλο το πρωί λυσσομανούσε μια δυνατή καταιγίδα από τα βορειοανατολικά, και έριχνε μεγάλες πλάκες πάγου πάνω στο τιμόνι και την κουτάλα, με τόση βιαιότητα, που τρέμαμε όλοι τις συνέπειες. Κατά το βράδυ, και ενώ η ανεμοθύελλα έπνεε ακόμη με μανία, ένα μεγάλο παγοπέδιο μπροστά μας χώρισε στα δύο, και καταφέραμε, φορτσάροντας τα πανιά, να ανοίξουμε πέρασμα ανάμεσα στα μικρότερα κομμάτια και να βγούμε σε κάτι ανοιχτά νερά. Όσο πλησιάζαμε εκεί, μαζεύαμε λίγο λίγο τα πανιά, και όταν με τα πολλά διαφύγαμε πλήρως τον κίνδυνο, τραβερσάραμε με έναν μόνο σειρόδετο τρίγκο.

2 Ιανουαρίου. Είχαμε σήμερα καλούτσικο καιρό. Το μεσημέρι βρεθήκαμε σε πλάτος 69° 10' νότιο, και μήκος 42° 20' δυτικό, αφού περάσαμε τον Ανταρκτικό Κύκλο. Βλέπαμε πολύ λίγο πάγο στα νότια, αν και μεγάλα παγο- πέδια κείτονταν πίσω μας. Σήμερα ετοιμάσαμε μερικά μηχανήματα βυθομέτρησης, χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο σιδερένιο δοχείο χωρητικότητας είκοσι γαλονιών, και σκοινί μήκους διακοσίων οργιών. Βρήκαμε ότι το ρεύμα είχε φορά προς τα θόρενα και ταχύτητα ένα τέταρτο του μιλίου ανά ώρα. Η θερμοκρασία του αέρα ήταν τώρα περίπου τριάντα τρεις βαθμοί. Εδώ βρήκαμε ότι η μαγνητική απόκλιση ήταν 14° 28' ανατολική, κατά αζιμούθιο.

5 Ιανουαρίου. Συνεχίσαμε την πορεία για το νότο χωρίς πολύ μεγάλα κωλύματα. Σήμερα το πρωί, ωστόσο, ενώ βρισκόμασταν σε πλάτος 73° 15* νότιο, και μήκος 42° 10' δυτικό, ακινητοποιηθήκαμε και πάλι από μια πελώρια έκταση στερεού πάγου. Είδαμε πάντως πολλά ανοιχτά νερά στα νότια, και δεν αμφιβάλαμε πως θα καταφέρναμε με τα πολλά να φτάσουμε εκεί. Πλέοντας με κατεύθυνση ανατολική καταμήκος της παρυφής των ογκόπαγων, φτάσαμε τέλος σε ένα πέρασμα πλάτους ενός μιλίου, και καταφέραμε με ελιγμούς να το διαβούμε ώς το ηλιοβασίλεμα. Η θάλασσα στην οποία βρεθήκαμε τώρα ήταν πυκνά σκεπασμένη με παγόνησα, αλλά δεν είχε παγοπέδια, και τραβήξαμε και πάλι άφοβα προς το νότο, όπως και πρώτα. Το κρύο δε δυνάμωσε, αν και χιόνιζε τώρα πολύ συχνά, και κάθε τόσο ξεσπούσαν μπουρίνια μεγάλης έντασης. Τεράστια κοπάδια άλμπατρος πέταξαν πάνω από τη σκού- να'σήμερα, πηγαίνοντας από τα νότια στα βόρεια.

7 Ιανουαρίου. Η θάλασσα παρέμεινε αρκετά ανοιχτή, κι έτσι δε δυσκολευτήκαμε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Στα δυτικά είδαμε μερικά παγόβουνα απίστευτου μεγέθους, και το απόγευμα περάσαμε πολύ κοντά σε ένα, που η κορυφή του δεν μπορεί να απείχε λιγότερο από τετρακόσιες οργιές από την επιφάνεια του ωκεανού. Η περιφέρειά του στη βάση, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν τρία τέταρτα της λεύγας, και αρκετά ρυάκια νερό ανάβλυζαν από ρωγμές στα πλευρά του. Συνεχίσαμε να βλέπουμε το νησί αυτό επί δύο ημέρες, και τελικά μόνο η ομίχλη που έπεσε το έκρυψε από τα μάτια μας.

10 Ιανουαρίου. Νωρίς το πρωί είχαμε την ατυχία να χάσουμε έναν άντρα του πληρώματος. Ήταν ένας Αμερικανός, ονόματι Πήτερ Βρέντενμπορ από τη Νέα Υόρκη, και ένας από τους πιο πολύτιμους ναύτες της σκούνας. Καθώς περνούσε από την πλώρη, το πόδι του γλίστρησε, και έπεσε ανάμεσα σε δυο πλάκες πάγου, για να μην ξανασηκωθεί ποτέ. Το μεσημέρι αυτής της ημέρας, ήμασταν σε πλάτος 78° 30', μήκος 40° 15' δυτικό. Το κρύο ήταν τώρα υπερβολικό και ξεσπούσαν συνεχώς μπουρίνια από τα βόρεια και τα ανατολικά. Σ' αυτή την κατεύθυνση είδαμε επίσης αρκετά μεγαλύτερα παγόβουνα, και ολόκληρος ο ανατολικός ορίζοντας φαινόταν αποκλεισμένος από ένα παγοπέδιο που υψωνόταν κλιμακωτά, με τον έναν όγκο πάνω από τον άλλο. Κάτι ξύλα έπλεαν δίπλα μας το απόγευμα, και πέταξε από πάνω μας ένας μεγάλος

Page 59: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

αριθμός πουλιών, μεταξύ των οποίων θαλασσοβάτες, άλμπατρος και ένα μεγάλο πουλί με λαμπερό μπλε φτέρωμα. Η από-κλιση εδώ, ανά αζιμούθιο, ήταν λιγότερη απ' ό,τι προτού περάσουμε τον Ανταρκτικό Κύκλο.

12 Ιανουαρίου. Η μετάβασή μας στο νότο φαινόταν και πάλι αβέβαιη, γιατί στην κατεύθυνση του πόλου δε βλέπαμε τίποτ' άλλο εκτός από ένα φαινομενικά απέραντο παγοπέδιο, με φόντο πραγματικά βουνά από σπασμένους πάγους, που υψώνονται απειλητικά το ένα πάνω από το άλλο. Πλεύσαμε δυτικά ώς τις 14, με την ελπίδα να βρούμε κάποια είσοδο.

14 Ιανουαρίου. Το πρωί φτάσαμε στη δυτική εσχατιά του παγοπεδίου που μας είχε φράξει το δρόμο, και ξεπερνώντας την, βρεθήκαμε σε μια ανοιχτή θάλασσα χωρίς ίχνος πάγου. Κάνοντας βυθομέτρηση με σκοινί μήκους διακοσίων οργιών, βρήκαμε εδώ ένα ρεύμα με νότια φορά και ταχύτητα μισό μίλι την ώρα. Η θερμοκρασία του αέρα ήταν σαράντα επτά, του νερού τριάντα τέσσερις. Πλεύσαμε τώρα νότια, χωρίς να διακόψουμε ούτε στιγμή, ώς τις 16 οπότε, το μεσημέρι, βρεθήκαμε σε πλάτος 81° 21', μήκος 42° δυτικό. Κάναμε και πάλι βυθομέτρηση, και βρήκαμε ρεύμα με νότια πάλι φορά, και ταχύτητα τρία τέταρτα του μιλίου την ώρα. Η απόκλιση κατά αζιμούθιο είχε ελαττωθεί, και η θερμοκρασία του αέρα ήταν ήπια και ευχάριστη, καθώς το θερμόμετρο είχε ανεβεί στους πενήντα έναν. Στη φάση αυτή δε φαινόταν πουθενά ούτε κόκκος πάγου. Όλοι στο πλοίο ήμασταν σίγουροι πως θα φτάναμε στον πόλο.

17 Ιανουαρίου. Αυτή η μέρα ήταν γεμάτη περιστατικά. Αμέτρητα κοπάδια πουλιών πέταξαν από πάνω μας από τα νότια προς τα βόρεια, και σκοτώσαμε από το κατάστρωμα αρκετά- ένα από αυτά, ένα είδος πελεκάνου, αποδείχτηκε έξοχη τροφή. Κατά το μεσημέρι, ο σκοπός στο καλομπίρι είδε έναν μικρό επιπλέοντα ογκόπαγο στο ύψος της αριστερής μάσκας, και επάνω του διέκρινε ένα μεγάλο ζώο. Μια και ο καιρός ήταν καλός και σχετικά ήρεμος, ο κάπταιν Γκάη διέταξε δύο θάρκες να πάνε να δουν τι ήταν. Ο Ντερκ Πήτερς κι εγώ συνοδέψαμε τον υποπλοίαρχο στη μεγαλύτερη βάρκα. Όταν πλησιάσαμε τον ογκόπαγο, είδαμε πως κύριος και αφέντης εκεί πάνω ήταν ένα γιγάντιο πλάσμα από τη ράτσα της αρκτικής αρκούδας, αλλά πολύ ανώτερο σε μέγεθος και από τα μεγαλύτερα αυτά ζώα. Καλά οπλισμένοι όπως ήμασταν, δε διστάσαμε να του επιτεθούμε στη στιγμή. Ρίξαμε πολλούς απανωτούς πυροβολισμούς, και οι περισσότεροι το βρήκαν προφανώς στο κεφάλι και το σώμα. Χωρίς να αποθαρρυνθεί καθόλου, ωστόσο, το τέρας πήδησε από τον πάγο στη θάλασ-σα και άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος της βάρκας όπου βρισκόμασταν ο Πήτερς κι εγώ, με τα σαγόνια του ανοιχτά. Μες στη σύγχυση που δημιουργήθηκε ανάμεσά μας με την .απροσδόκητη τροπή της περιπέτειας, κανείς δεν είχε την ετοιμότητα να οπλίσει ξανά το όπλο του, και η αρκούδα είχε κυριολεκτικά καταφέρει να περάσει το τεράστιο σώμα της πάνω από την κουπαστή και να αρπάξει έναν άντρα από τη μέση, προτού κάνουμε κάτι δραστικό για να την απωθήσουμε. Στον έσχατο αυτό κίνδυνο, μόνο η ετοιμότητα και η ευκινησία του Πήτερς μας έσωσαν από βέβαιο χαμό. Πηδώντας στη ράχη του τεράστιου θηρίου, βύθισε τη λεπίδα του μαχαιριού του στο σβέρκο του, φτάνοντας με ένα χτύπημα στο μυελό της σπονδυλικής στήλης. Το κτήνος βούλιαξε στη θάλασσα, άψυχο, και χωρίς αγώνα, παρασέρνοντας μαζί του και τον Πήτερς. Ο τελευταίος γρήγορα βγήκε στην επιφάνεια, και έδεσε με το σκοινί που του ρίξαμε το.κουφάρι, προτού μπει στη βάρκα. Επιστρέψαμε μετά θριαμβευτές στη σκούνα, σέρνοντας πίσω μας το τρόπαιο μας. Όταν μετρήσαμε την αρκούδα, βρήκαμε πως είχε μάκρος δεκαπέντε ολόκληρα πόδια. Το μαλλί της ήταν κατάλευκο και πολύ τραχύ, γεμάτο σφιχτές μπούκλες. Τα μάτια ήταν κόκκινα σαν το αίμα και μεγαλύτερα από τα μάτια της αρκτικής αρκούδας, και η μουσούδα της ήταν πιο στρογγυλή και έμοιαζε μάλλον με μουσούδα μπουλντόγκ. Το κρέας ήταν τρυφερό, αλλά είχε μια άσκημη μυρωδιά που θύμιζε ψάρι- πάντως, οι άντρες το καταβρόχθισαν με βουλιμία, και το χαρακτήρισαν έξοχη τροφή.

Πριν καλά καλά ανεβάσουμε το λάφυρο μας στο πλοίο, ο άντρας στο κολομπίρι φώναξε, γεμίζοντάς μας χαρά: «Γη στη δεξιά μάσκα!» Όλοι στρωθήκαμε στη δουλειά, και με τη βοήθεια της αύρας που άρχισε να φυσάει την πιο κατάλληλη στιγμή από τα βόρεια και τα ανατολικά, γρήγορα πλησιάσαμε την ακτή. Ήταν ένα χαμηλό, βραχώδες νησάκι, περιφέρειας μιας λεύγας περίπου, και ολότελα στερημένο από βλάστηση, αν εξαιρέσουμε ένα είδος φραγκοσυκιάς. Όταν πλησιάζεις από τα βόρεια, βλέπεις να εκτείνεται στη θάλασσα μια σειρά από παράξενα βράχια που μοιάζουν με δεμάτια από βαμβάκι. Στα δυτικά αυτού του φυσικού βραχίονα υπάρχει ένας μικρός κόλπος, όπου οι θάρκες μας προσάραξαν εύκολα.

Δε χρειαστήκαμε πολύ χρόνο για να εξερευνήσουμε κάθε σπιθαμή του νησιού, όμως, με μία μόνη εξαίρεση, δε βρήκαμε τίποτε αξιοπαρατήρητο. Στο νότιο άκρο, είδαμε στην ακρογιαλιά, μισοθαμμένο κάτω από ένα σωρό πέτρες, ένα κομμάτι ξύλο που έμοιαζε με πλώρη μονόξυλου. Κάποιος είχε προσπαθήσει προφανώς να σκαλίσει το ξύλο, και ο κάπταιν Γκάη φαντάστηκε ότι διέκρινε τη μορφή μιας χελώνας, όμως εμένα η ομοιότητα δε μου φάνηκε και τόσο έντονη. Εκτός από την πλώρη, αν πράγματι τέτοια ήταν, δε βρήκαμε άλλο τεκμήριο που να μαρτυρά ότι ζωντανό πλάσμα είχε περάσει ποτέ από δω. Γύρω από την ακτή, ανακαλύψαμε μερικούς μικρούς επιπλέοντες όγκους πάγου -αλλά πολύ λίγους. Το ακριβές στίγμα του μικρού νησιού (που ο κάπταιν Γκάη το ονόμασε Νήσο Μπένετ προς τιμήν του συνιδιοκτήτη της σκούνας) είναι 82° 50' νότιο, και 2° 20' δυτικό μήκος.

Είχαμε ήδη προχωρήσει στο νότο πάνω από ογδόντα μοίρες περισσότερο από κάθε προηγούμενο θαλασσοπόρο, και η θάλασσα απλωνόταν ακόμη ολότελα ανοιχτή μπροστά μας. Βρήκαμε επίσης ότι η απόκλιση μειωνόταν σταθερά όσο προχωρούσαμε, και ότι, πράγμα ακόμη πιο εκπληκτικό, η θερμοκρασία του αέρα και τώρα τελευταία και του νερού, γινόταν πιο ήπια. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον καιρό ακόμη και ευχάριστο, και φυσούσε συνεχώς ένας σταθερός αλλά πολύ ασθενής άνεμος από κάποιο βόρειο σημείο της πυξίδας. Ο ουρανός ήταν συνήθως καθαρός, και κάπου κάπου εμφανιζόταν λίγος αχνός ατμός στο νότιο ορίζοντα -αυτό, πάντως, διαρκούσε πάντα ελάχιστα. Μόνο δύο δυσκολίες μας είχαν παρουσιαστεί" μας τελείωναν τα καύσιμα, και αρκετά μέλη του πληρώματος εμφάνιζαν συμπτώματα σκορβού-του. Αυτές οι αιτίες άρχισαν να πείθουν τον κάπταιν Γκάη πως ήταν ανάγκη να γυρίσουμε πίσω, και βάλθηκε να μιλά

Page 60: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

συχνά για επιστροφή. Όσο για μένα, ήμουν σίγουρος πως η πορεία που ακολουθούσαμε θα μας έβγαζε γρήγορα σε κάποια στεριά, και έχοντας κάθε λόγο να πιστεύω, κρίνοντας από τα φαινόμενα, ότι δε θα βρίσκαμε τα άγονα εδάφη που είχαμε συναντήσει στα υψηλότερα αρκτικά πλάτη, τον παρακινούσα θερμά να ακολουθήσουμε τουλάχιστον για λίγες μέρες ακόμη την κατεύθυνση που είχαμε πάρει. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε προσφερθεί σε άνθρωπο τόσο δελεαστική ευκαιρία για να λύσει το μεγάλο πρόβλημα της Ανταρκτικής Ηπείρου, και ομολογώ ότι ένιωθα να με πνίγει η αγανάκτηση για τις δειλές και ασυμβίβαστες με την περίσταση προτάσεις του κυβερνήτη μας. Πραγματικά, πιστεύω ότι θα έφτανα στο σημείο να του το πω, κατάμουτρα, αν είχε τη δύναμη να τον πείσει να συνεχίσει. Και ενώ, επομένως, δεν μπορώ παρά να θρηνώ για τα ολέθρια και αιματηρά γεγονότα που ήταν οι άμεσες συνέπειες της συμβουλής μου, δικαιούμαι ακόμη να αισθάνομαι κάποια ικανοποίηση, γιατί συνέβαλα, έστω και ελάχιστα, στην παρουσίαση μπροστά στα μάτια της επιστήμης ενός από τα πιο συναρπαστικά και συγκλονιστικά μυστικά που απορρόφησαν ποτέ την προσοχή της.

Κεφάλαιο δέκατο όγδοο

18 Ιανουαρίου. Σήμερα το πρωί2 συνεχίσαμε την πλεύση μας προς το νότο, με τον ίδιο ευχάριστο καιρό όπως και πριν. Η θάλασσα ήταν εντελώς ήρεμη, ο αέρας ζεστού- τσικος και με φορά από τα βορειοανατολικά, η θερμοκρασία του νερού πενήντα τρεις βαθμοί. Ετοιμάσαμε πάλι τη συσκευή βυθομέτρησης, και με νήμα μήκους εκατόν πενήντα οργιών βρήκαμε ότι το ρεύμα είχε φορά προς τον πόλο και ταχύτητα ένα μίλι την ώρα. Η συνεχής αυτή τάση προς το νότο, και στον αέρα και στα ρεύματα, έβαλε σε σκέψεις, και θα έλεγα μάλιστα ότι τρομοκράτησε, πολλούς στη σκούνα, και είδα καθαρά ότι είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον κάπταιν Γκάη. Έτρεμε υπερβολικά, ωστόσο, μήπως γελοιοποιηθεί, και κατάφερα να τον κάνω τελικά να γελάσει με τους φόβους του. Η απόκλιση ήταν τώρα ελάχιστη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είδαμε αρκε-τές μεγάλες φάλαινες του γνήσιου είδους, και αναρίθμητα κοπάδια άλμπατρος πέρασαν πάνω από το καράβι μας. Μαζέψαμε επίσης έναν θάμνο γεμάτο κόκκινα μούρα, και το πτώμα ενός πολύ παράξενου χερσαίου ζώου. Είχε τρία πόδια μάκρος και έξι μόνο ίντσες ύψος, τέσσερα πολύ κοντά ποδάρια, οπλισμένα με μακριά νύχια σε λαμπερό άλικο χρώμα, που η υφή τους έμοιαζε με του κοραλιού. Το σώμα του καλυπτόταν από ίσιες μεταξένιες τρίχες, κατάλευκες. Η ουρά του ήταν σουβλερή σαν του αρουραίου, και είχε μήκος ενάμισι πόδι περίπου. Το κεφάλι του έμοιαζε με γατίσιο εκτός από τ' αυτιά, που ήταν κρεμαστά σαν του σκύλου. Τα δόντια είχαν το ίδιο λαμπρό άλικο χρώμα όπως και τα νύχια.

19 Ιανουαρίου. Σήμερα, ενώ ήμασταν σε πλάτος 83° 20' και μήκος 43° 5' δυτικό, (η θάλασσα είχε πάρει ένα αλλόκοτο σκούρο χρώμα), είδαμε και πάλι στεριά από το κο- λομπίρι, και μετά από προσεκτικότερη εξέταση, διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για ένα από μια συστάδα πολύ μεγάλων νησιών. Η ακτή ήταν απόκρημνη, και το εσωτερικό φαινόταν σκεπασμένο από πυκνά δάση, πράγμα που μας προξένησε πολύ μεγάλη χαρά. Τέσσερις 'περίπου ώρες μετά τη στιγμή που πρωτοανακαλύψαμε τη στεριά, ρίξαμε άγκυρα σε αμμώδη πυθμένα βάθους δέκα οργιών, σε απόσταση μιας λεύγας από την ακτή, γιατί τα ψηλά κύματα που έσκαζαν εκεί με πολύ πάταγο δε μας επέτρεψαν να πλησιάσουμε πιο κοντά. Ο καπετάνιος έδωσε διαταγή να κατέβουν οι δυο μεγαλύτερες βάρκες, και μια ομάδα καλά οπλισμένων αντρών (μεταξύ τους συγκαταλε-γόμασταν ο Πήτερς κι εγώ) ξεκίνησε για να βρει ένα άνοιγμα ανάμεσα στους υφάλους και τους σκοπέλους που περικύκλωναν το νησί. Μετά από πολύωρες έρευνες, ανακαλύψαμε έναν στενόμακρο ορμίσκο, και τη στιγμή ακριβώς που μπαίναμε στο στόμιο του, είδαμε τέσσερα μεγάλα μονόξυλα να ξεκινούν από την παραλία, γεμάτα άντρες που φαίνονταν καλά οπλισμένοι. Περιμέναμε να μας πλησιάσουν και, καθώς κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα, έφτασαν γρήγορα σε απόσταση ακοής. Ο κάπταιν Γκάη τότε ύψωσε ένα άσπρο μαντίλι δεμένο στην παλάμη ενός κουπιού, και αμέσως οι άγνωστοι σταμάτησαν εντελώς, και άρχισαν όλοι μαζί δυνατά μια ακατάσχετη λογοδιάρροια, ανακατεμένη με κραυγές, όπου ξεχωρίσαμε τις λέξεις Αναμού-μον\ και Λάμα-Λάμα\ Συνέχισαν τον ίδιο σκοπό τουλάχιστον μισή ώρα, προσφέροντάς μας έτσι κάθε ευκαιρία να περιεργαστούμε την εμφάνισή τους.

Στα τέσσερα μονόξυλα, που είχε το καθένα μήκος πενήντα πόδια και πλάτος πέντε, βρίσκονταν συνολικά εκατόν δέκα άγριοι. Είχαν το συνηθισμένο ανάστημα των Ευρωπαίων, αλλά ήταν πιο μυώδεις και ρωμαλέοι. Το δέρμα τους ήταν μαύρο σαν από γαγάτη, και είχαν πυκνά, μακριά και κατσιασμένα μαλλιά. Ήταν ντυμένοι με το τομάρι ενός άγνωστου μαύρου ζώου, μαλλιαρό και μεταξένιο, τυλιγμένο γύρω από το σώμα τους με τέχνη, με το τριχωτό μέρος γυρισμένο προς τα μέσα, ώστε να φαίνεται μόνο στο λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους. Ο οπλισμός τους αποτελούνταν κυρίως από ρόπαλα, φτιαγμένα από σκούρο, και προφανώς πολύ βαρύ ξύλο. Είδαμε ωστόσο και μερικά δόρατα με αιχμές από πυριτόλιθο, και λίγες σφεντόνες. Ο πάτος των μονόξυλών τους ήταν γεμάτος μαύρες πέτρες στο μέγεθος μεγάλου αυγού.

Όταν τελείωσαν την αγόρευσή τους (γιατί ήταν φανερό ότι αυτόν το ρόλο έπαιζε η φλυαρία τους), ένας που φαινόταν να είναι ο αρχηγός τους, στάθηκε όρθιος στην πλώρη του μονόξυλού του, και μας έκανε νόημα να φέρουμε τις βάρκες μας δίπλα στη δική του. Καμωθήκαμε πως δεν καταλάβαμε τι εννοούσε, γιατί κρίναμε πως ήταν φρονιμότερο να διατηρήσουμε την απόσταση ανάμεσά μας, μια και εκείνοι ήταν τετραπλάσιοι από μας. Ο αρχηγός, καταλαβαίνοντας τις επιφυλάξεις μας, πρόσταξε τα τρία άλλα μονόξυλα να κάνουν πίσω, ενώ αυτός προχώρησε προς το μέρος μας με το δικό του. Όταν έφτασε στο ύψος μας, πήδηξε στη μεγαλύτερη βάρκα μας και κάθισε δίπλα στον κάπταιν Γκάη, δείχνοντας συγχρόνως με το δάχτυλο τη σκούνα, και επαναλαμβάνοντας τις λέξεις Αναμον-μον\ και Λάμα-Λάμα\ Ξεκινήσαμε για το καράβι, ενώ τρία άλλα μονόξυλα μάς ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση.

Μόλις το πλευρίσαμε, ο αρχηγός ξέσπασε σε εκδηλώσεις εξαιρετικής έκπληξης και ενθουσιασμού, χειροκροτώντας, χτυπώντας τα μπούτια και το στέρνο του, γελώντας θορυβωδώς. Οι υπόλοιποι, που ακολουθούσαν από πίσω, συμμερίστηκαν την ευθυμία του, με συνέπεια, μέσα σε λίγα λεπτά, ο θόρυβος και η φασαρία να καταντήσουν

Page 61: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

εκκωφαντικοί. Όταν με τα πολλά η τάξη αποκαταστάθηκε, ο κάπταιν Γκάη διέταξε να σηκώσουμε τις βάρκες, σαν αναγκαίο μέτρο ασφαλείας, και έδωσε στον αρχηγό (που τον έλεγαν, όπως γρήγορα μάθαμε, Του-Γουίτ) να καταλάβει ότι δεν μπορούσαμε να δεχτούμε πάνω από είκοσι άτομα στο πλοίο κάθε φορά. Ο αρχηγός φάνηκε απόλυτα ικανοποιημένος από τη συμφωνία, έδωσε στα μονόξυλά

του μερικές οδηγίες, και τότε το ένα από αυτά πλησίασε, ενώ τα υπόλοιπα έμειναν σε απόσταση πενήντα μέτρων περίπου. Είκοσι άγριοι ανέβηκαν έτσι στο πλοίο και βάλθηκαν να περιφέρονται παντού στο κατάστρωμα, να μπου- σουλάνε ανάμεσα στα ξάρτια και στ' άρμενα, άνετοι, σα στο σπίτι τους, και να περιεργάζονται το καθετί με μεγάλη περιέργεια.

Ήταν σίγουρο ότι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ εκπρόσωπο της λευκής φυλής -και, πράγματι, μπροστά στα χρώματά μας φαίνονταν να οπισθοχωρούν με απέχθεια. Πίστευαν ότι η Τζίην ήταν ζωντανό πλάσμα, και έμοιαζαν να φοβούνται μην την πληγώσουν με τις αιχμές των δοράτων τους, που τις είχαν γυρίσει προσεχτικά προς τα πάνω. Οι ναύτες μας διασκέδασαν πολύ με τη συμπεριφορά του Του-Γουίτ σε μια περίσταση. Ο μάγειρας έκοβε κάτι ξύλα δίπλα στο μαγειρείο, και κατά λάθος χτύπησε με το τσεκούρι το κατάστρωμα, ανοίγοντας μια αρκετά βαθιά σχισμή. Ο αρχηγός έτρεξε αμέσως εκεί, και σπρώχνοντας μάλλον άγρια το μάγειρα στο πλάι, βάλθηκε να μισο- κλαίει και να μισοστριγκλίζει, εκφράζοντας έντονα μ' αυτό τον τρόπο τη συμπόνια του για τον πόνο, όπως νόμιζε, της σκούνας, χαϊδεύοντας παρηγορητικά το κόψιμο και ξεπλένοντάς το με θαλασσινό νερό από έναν κουβά που βρισκόταν εκεί δίπλα. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τέτοιον βαθμό άγνοιας· όσο για μένα, δεν μπόρεσα να ρη σκεφτώ πως μέχρις ενός σημείου ο αρχηγός προσποιούν- ταν.

Όταν οι επισκέπτες είχαν ικανοποιήσει, όσο καλύτερα μπορούσαν, την περιέργειά τους για τα έξαλα του πλοίου μας, έγιναν δεκτοί και στο εσωτερικό, όπου πια η κατά- πληξή τους ξεπέρασε κάθε όριο. "Εκθαμβοι σε σημείο να χάσουν τη μιλιά τους, τριγύριζαν εκστατικοί, διακόπτοντας τη σιωπή τους μόνο με χαμηλόφωνα επιφωνήματα. Τα όπλα τούς άνοιξαν ευρύ πεδίο για εικασίες, και τους επιτρέψαμε μάλιστα να τα πάρουν στα χέρια τους και να τα περιεργαστούν με την ησυχία τους. ·κ\<3Τΐ.υω οτν είχαν την παραμικρή υποψία για την πραγματική τους χρήση, αλλά τα πέρασαν μάλλον για είδωλα, βλέποντας με πόση φροντίδα τα κρατούσαμε, και με τι προσοχή παρακολουθούσαμε τις κινήσεις τους όσο τα είχαν στα χέρια τους. Για τα μεγάλα πυροβόλα, ο θαυμασμός τους διπλασιάστηκε. Τα πλησίασαν με κάθε ένδειξη βαθύτερου σεβα-σμού και δέους, αλλά απέφυγαν να τα εξετάσουν καταλε- πτώς. Υπήρχαν δύο μεγάλοι καθρέφτες στην καμπίνα, και εδώ πάλι η κατάπληξή τους έφτασε το αποκορύφωμα. Ο Του-Γουίτ ήταν ο πρώτος που τους πλησίασε, και είχε φτάσει στο μέσο της καμπίνας με το πρόσωπο του στραμμένο στον ένα και τη ράχη του στον άλλο, προτού τους πάρει είδηση. Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τον εαυτό του να αντανακλάται στον καθρέφτη, νόμισα ότι ο άγριος θα τρελαινόταν όταν όμως, κάνοντας μεταβολή για να το βάλει στα πόδια, αντίκρισε για δεύτερη φορά τον εαυτό του από την αντίθετη κατεύθυνση, φοβήθηκα πως θα μας μείνει στον τόπο. Με κανέναν τρόπο δεν μπορέσαμε να τον πείσουμε να κοιτάξει δεύτερη φορά- πέ-φτοντας μπρούμυτα στο πάτωμα, με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια, έμεινε εκεί μέχρι που αναγκαστήκαμε να τον σύρουμε στο κατάστρωμα.

Με τον τρόπο αυτό όλοι οι άγριοι έγιναν δεκτοί στο πλοίο, είκοσι είκοσι κάθε φορά, και ειδικά στον Του- Γουίτ επιτρέψαμε να παραμείνει όλο αυτό το διάστημα. Δεν παρατηρήσαμε από μέρους τους τάσεις κλοπής, ούτε και μας έλειπε τίποτα μετά την αναχώρησή τους. Σ' όλη τη διάρκεια της επίσκεψής τους συμπεριφέρθηκαν με τον πιο φιλικό τρόπο. Υπήρξαν ωστόσο κάποια σημεία στη στάση τους, που στάθηκε αδύνατο να τα καταλάβουμε- παραδείγματος χάρη, δεν μπορούσαμε να τους πείσουμε να πλησιάσουν ορισμένα εντελώς ακίνδυνα αντικείμενα -όπως τα πανιά της σκούνας, ένα αυγό, ένα ανοιχτό βιβλίο, ή μία λεκάνη με αλεύρι. Προσπαθήσαμε να μάθουμε αν είχαν στην κατοχή τους πράγματα που μπορεί να είχαν αξία από εμπορικής απόψεως, αλλά δυσκολευτήκαμε πολύ να γίνουμε κατανοητοί. Καταλάβαμε ωστόσο, πράγμα που μας ξάφνιασε πολύ, ότι στα νησιά αφθονούσε η μεγάλη

αυτές στο μονόξυλο του Του-Γουίτ. Είδαμε επίσης κάποιο λαίμαργα στη φυσική του κατάσταση. Αυτές οι ανωμαλίες -γιατί τέτοιες ήταν, αν τις θεωρήσουμε από τη σκοπιά του γεωγραφικού πλάτους- παρότρυναν τον κάπταιν Γκάη να επιθυμήσει την πλήρη διερεύνηση της περιοχής, με την ελπίδα να εκμεταλλευτεί επικερδώς την ανακάλυ- ψή του. Όσο για μένα, με τη λαχτάρα μου να μάθω κάτι παραπάνω για τα νησιά, ανυπομονούσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά να συνεχίσουμε το ταξίδι για το νότο χωρίς καθυστέρηση. Είχαμε προς το παρόν αίθριο καιρό, αλλά δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πόσο θα κρατούσε- και μια και βρισκόμασταν ήδη στον ογδοηκοστό τέταρτο παράλληλο, με ανοιχτή θάλασσα μπροστά μας, δυνατό ρεύμα με νότια φορά, και ούριο άνεμο, δεν μπορούσα να ακούσω υπομονετικά καμία φωνή που να προτείνει να σταματήσουμε περισσότερο απ' όσο ήταν αναγκαίο για την υγεία του πληρώματος και τον ανεφοδιασμό μας με κατάλληλη ποσότητα καυσίμων και φρέσκα τρόφιμα. Εξήγησα στον καπετάνιο πως θα μπορούσαμε εύκολα να εξερευνήσουμε αυτή τη συστάδα στο δρόμο του γυρισμού, και να ξεχειμωνιάσουμε εδώ σε περίπτωση που μας απέκλειαν οι πάγοι. Πείσθηκε τελικά (γιατί με κάποιον τρόπο, που ούτε εγώ τον είχα καταλάβει, είχα αποκτήσει μεγάλη επιρροή επάνω του), και πήρε την απόφαση πως ακόμη κι αν βρίσκαμε ύϊοΗβ άβ ηιβτ, θα μέναμε εδώ μόνο μία βδομάδα για να μαζέψουμε, και μετά θα τραβούσαμε για το νότο, όσο είχαμε ακόμη καιρό. Συνεπώς, κάναμε όλες τις αναγκαίες ετοιμασίες, και με την καθοδήγηση του Του-Γουίτ περάσαμε με κάθε ασφάλεια την Τζέην μέσα από τα βράχια, και ρίξαμε άγκυρα σε απόσταση ενός μιλίου από την παραλία, σε έναν θαυμάσιο, περίκλειστο κόλπο στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, και σε μαύρο αμμώδη πυθμένα βάθους δέκα οργιών. Στο μυχό του κόλπου υπήρχαν τρεις θαυμάσιες πηγές (μας είπαν) με πόσιμο νερό, και είδαμε άφθονα δάση στην περιοχή. Τα τέσσερα μονόξυλα μάς ακολουθούσαν, κρατώντας ωστόσο με σεβασμό

Page 62: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

μια απόσταση. Ο Του-Γουίτ έμεινε στο πλοία και, όταν αγκυροβολήσαμε, μας προσκάλεσε να τον συνοδέψουμε στην ακτή και να επισκεφθούμε το χωριό του στο εσωτερικό. Ο κάπταιν Γκάη δέχτηκε την πρόταση1 και αφού συμφωνήσαμε να κρατήσουμε δέκα αγρίους

στο πλοίο σαν όμηρους, μια ομάδα από μας, συνολικά δώδεκα, ετοιμαστήκαμε να ακολουθήσουμε τον αρχηγό. Φροντίσαμε να οπλιστούμε κανονικά, χωρίς όμως να εκδηλώσουμε δυσπιστία στις φιλικές διαθέσεις τους. Βγάλαμε επίσης τα πολυβόλα της σκούνας, περιφράξαμε το κατάστρωμα με το ισχυρό συρματόπλεγμα που χρησιμεύει για την παρεμπόδιση επιδρομής, και πήραμε και όλα τα άλλα αναγκαία μέτρα για να είμαστε προφυλαγμένοι από κάθε δυσάρεστη έκπληξη. Ο καπετάνιος έδωσε εντολή στον υποπλοίαρχο να μη δεχτεί κανέναν στο καράβι κατά τη διάρκεια της απουσίας μας και, σε περίπτωση που δεν εμφανιζόμασταν μέσα σε δώδεκα ώρες, να στείλει την άκατο με ένα περιστρεφόμενο πυροβόλο να κάνει το γύρο του νησιού για να μας βρει.

Με κάθε βήμα που κάναμε στο εσωτερικό του νησιού, δυνάμωνε μέσα μας η πεποίθηση πως βρισκόμασταν σε μια χώρα ουσιαστικά διαφορετική από κάθε άλλη που είχε επισκεφθεί μέχρι τώρα πολιτισμένος άνθρωπος. Δεν είδαμε τίποτα που να είχαμε γνωρίσει προηγουμένως. Τα δέντρα δεν έμοιαζαν με τη βλάστηση ούτε της διακεκαυ- μένης, ούτε της εύκρατης, ούτε της βόρειας ψυχρής ζώνης, και ήταν εντελώς αλλιώτικα από εκείνα των κατώτερων νότιων πλατών που είχαμε ήδη διασχίσει. Ακόμη και οι βράχοι παρουσίαζαν θέαμα καινοφανές, με τον όγκο τους, το χρώμα τους, τη διάστρωσή τους· και τα ποταμάκια ακόμη, όσο απίστευτο και αν σας φαίνεται, παρουσίαζαν τόσο λίγα κοινά σημεία με αυτά των άλλων κλιμάτων, που φοβόμασταν να δοκιμάσουμε το νερό τους, και στ' αλήθεια μας ήταν δύσκολο να πιστέψουμε ότι ήταν δη-μιούργημα της φύσης. Μόλις είδαν ένα μικρό ρυάκι που διέσχιζε το μονοπάτι μας (το πρώτο που συναντήσαμε), ο Του-Γουίτ και οι ακόλουθοι του σταμάτησαν για να πιουν. Εξαιτίας της αλλόκοτης όψης του νερού, αρνηθήκαμε να το δοκιμάσουμε, γιατί το θεωρήσαμε μολυσμένο- χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα για να καταλάβουμε ότι αυτή την εμφάνιση είχαν όλα τα ποταμάκια, σε όλη τη συστάδα των νησιών. Δεν ξέρω πώς να σας δώσω μια σαφή ιδέα για τη φύση αυτού του υγρού, και δεν μπορώ να το κάνω χωρίς πολλά λόγια. Αν και έρρεε με ταχύτητα ε όλες τις κλίσεις του εδάφους, όπως θα κυλούσε και το κοινό νερό, ποτέ όμως, με μόνη εξαίρεση τότε που έπεφτε σαν καταρράκτης, δεν είχε τη συνηθισμένη διαύγεια. "Ηταν πάντως, στην πραγματικότητα, διαυγές όσο και οποιοδήποτε ασβεστόνερο στον κόσμο, και δε διέφερε παρά μόνο στην εμφάνιση. Εκ πρώτης όψεως, και ιδιαίτερα όταν η κλίση του εδάφους ήταν μικρή, έμοιαζε, όσον αφορά την πυκνότητα, με ένα παχύρρευστο μείγμα από αραβικό κόμμι και κοινό νερό. Μα αυτή δεν ήταν παρά η λιγότερο αξιοσημείωτη από τις απίστευτες ιδιότητές του. Δεν ήταν άχρωμο, ούτε είχε ενιαίο χρώμα -αλλά παρουσίαζε στο μάτι, όπως κυλούσε, κάθε πιθανή απόχρωση του πορφυρού, σαν τις κυματιστές αποχρώσεις του μεταξιού. Η χρωματική αυτή παραλλαγή δημιουργούνταν με έναν τρόπο που προκάλεσε βαθύτατη κατάπληξη σε όλα τα μέλη της ομάδας μας, όπως ακριβώς ο καθρέφτης είχε εντυπωσιάσει τον Του-Γουίτ. Όταν γεμίσαμε με νερό μία λεκάνη, και το αφήσαμε να κατασταλάξει εντελώς, είδαμε ότι η όλη μάζα του υγρού απαρτιζόταν από αρκετές ξεχωριστές φλέβες, που είχαν η καθεμία ξεχωριστή απόχρωση- ότι οι φλέβες αυτές δεν ανακατώνονταν, και ότι η συνοχή μεταξύ των μορίων της καθεμιάς ήταν τέλεια, ενώ με τις γειτονικές φλέβες ατελής. Όταν περάσαμε τη λεπίδα ενός μαχαιριού μέσα σε μια από τις φλέβες, το νερό έκλεισε αμέσως ολόγυρα της, όπως γίνεται και με το δικό μας, και όταν την τραβήξαμε, όλα τα ίχνη του περάσματος του μαχαιριού εξαλείφθηκαν στη στιγμή. Αν, ωστόσο, η λεπίδα περνούσε ακριβώς ανάμεσα σε δύο διαφορετικές φλέβες, γινόταν τέλειος διαχωρισμός, που δεν μπορούσε να διορθωθεί αμέσως από τη δύναμη της συνοχής. Τα φαινόμενα του νερού αποτέλεσαν τον πρώτο σημαντικό κρίκο της αλυσίδας των ανεξήγητων θαυμάτων που έμελλε σιγά σιγά να με περικυκλώσει.

Κεφάλαιο δέκατο ένατο

Κάναμε σχεδόν τρεις ώρες να φτάσουμε στο χωριό, γιατί απείχε από την ακτή πάνω από εννιά μίλια, και η περιοχή που περνούσε το μονοπάτι μας ήταν τραχιά και ανώμαλη. Καθώς προχωρούσαμε, η ομάδα του Του-Γουίτ (οι εκατόν δέκα άγριοι από τα μονόξυλα) ενισχυόταν κάθε τόσο από μικρότερα αποσπάσματα, από δυο ώς έξι μ' επτά άτομα, που μας πλησίαζαν, τυχαία θα 'λεγες, σε διάφορες στροφές του δρόμου. Φαίνονταν να έχουν ένα σύστημα, πράγμα που ξύπνησε τη δυσπιστία μου και μίλησα στον κάπταιν Γκάη για τις ανησυχίες μου. Ήταν πάντως πολύ αργά για να κάνουμε πίσω, και σκεφτήκαμε ότι η καλύτερη εγγύηση ασφαλείας θα ήταν να δείξουμε τέλεια εμπιστοσύνη στην καλή πίστη του Του-Γουίτ. Συνεχίσαμε λοιπόν το δρόμο μας, παρακολουθώντας με άγρυπνο μάτι τις μανούβρες των αγρίων, και χωρίς να τους επιτρέπουμε να μας διασπάσουν μπαίνοντας ανάμεσά μας. Μ' αυτόν τον τρόπο, αφού περάσαμε μέσα από ένα απόκρημνο φαράγγι, φτάσαμε επιτέλους στη μοναδική, όπως μας είπαν, ομάδα κατοικιών στο νησί. Όταν τις αντικρίσαμε, ο αρχηγός βάλθηκε να φωνάζει, επαναλαμβάνοντας συχνά τη λέξη Κλοκ-Κλοκ, που υποθέσαμε ότι θα ήταν το όνομα του χωριού, ή ίσως η λέξη χωριό γενικά.

Οι κατοικίες ήταν όσο πιο ελεεινές και τρισάθλιες μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, και σε αντίθεση μ' εκείνες και των πιο υπανάπτυκτων ακόμη αγρίων φυλών που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, δεν ήταν χτισμένες σύμφωνα με ενιαίο σχέδιο. Μερικές (και αυτές, όπως μάθαμε, ανήκαν στους Γοναμπούς ή Γιαμπούς, τους προύχοντες της περιοχής) αποτελούνταν από τον κορμό ενός δέντρου, κομμένον σε ύψος τεσσάρων ποδιών από τη ρίζα, με ένα μεγάλο μαύρο δέρμα ριγμένο από πάνω του, που κρεμόταν σε χαλαρές πτυχές ώς το έδαφος. Κάτω από αυτό φώλιαζαν οι άγριοι. Άλλες σχηματίζονταν από κλώνους δέντρων, εντελώς ακατέργαστους, με μαραμένο το φύλλωμά τους, που είχαν τοποθετηθεί έτσι

Page 63: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

ώστε να ακουμπούν, σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών, σε ένα λοφίσκο από συσσωρευμένο πηλό, χωρίς κανένα κανονικό σχήμα, με ύψος πέντε ή έξι πόδια. Άλλες πάλι, ήταν απλές τρύπες σκαμμένες κάθετα στο βράχο, και σκεπασμένες με παρόμοια κλαδιά, που ο ένοικος τα παραμέριζε κάθε φορά για να μπει, και τα ξανάβαζε στη θέση τους αφού έμπαινε. Λίγες ήταν χτισμένες ανάμεσα στα διχα- λωτά κλωνιά των δέντρων, και τα επάνω κλαδιά ήταν κομμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε να γέρνουν πάνω από τα κατώτερα και να παρέχουν έτσι ασφαλέστερο καταφύγιο από την κακοκαιρία. Οι περισσότερες, ωστόσο, ήταν μικρές ρηχές σπηλιές, σκαλισμένες θα 'λεγες στο απόκρημνο παραπέτασμα από μια μαύρη πέτρα, που έμοιαζε με σαπουνόχωμα, και που περιέβαλλε από τις τρεις πλευρές το χωριό. Μπροστά στην είσοδο κάθε τέτοιας πρωτόγονης σπηλιάς υπήρχε ένας μικρός βράχος, με τον οποίο ο ένοικος έφραζε προσεχτικά την πόρτα πριν φύγει από την κατοικία, άγνωστο για ποιο σκοπό, αφού το μέγεθος της πέτρας δεν έφτανε να καλύψει ούτε το ένα τρίτο του ανοίγματος.

Το χωριό, αν του άξιζε αυτό το όνομα, ήταν σε μια κάπως βαθιά κοιλάδα, και μπορούσε να το πλησιάσει κανείς μόνο από τα νότια, αφού το απόκρημνο παραπέτασμα που έχω ήδη αναφέρει απέκλειε την προσέγγιση από κάθε άλλη μεριά. Στη μέση της κοιλάδας έρρεε ένα βουερό ρυάκι με το ίδιο μαγικό νερό που σας περιέγραψα. Είδαμε αρκετά παράξενα ζώα ανάμεσα στις κατοικίες, που φαίνονταν ολότελα εξημερωμένα. Το μεγαλύτερο από τα πλάσματα αυτά έμοιαζε με το γουρούνι μας στην κατασκευή του σώματος και του ρύγχους· η ουρά του, ωστόσο, ήταν φουντωτή και τα πόδια του λυγερά σαν της αντιλόπης. Οι κινήσεις του ήταν στο έπακρο αδέξιες και αβέβαιες, και δεν το είδαμε ποτέ να τρέχει. Παρατηρήσαμε επίσης και μερικά άλλα ζώα, παρόμοια στην εμφάνιση, αλλά με σώμα πολύ μεγαλύτερο και σκεπασμένο με μαύρο μαλλί. Εκεί γύρω τριγύριζαν διάφορα εξημερωμένα πουλερικά, σε μεγάλη ποικιλία, και φαίνεται ότι αποτελούσαν την κύρια τροφή των ιθαγενών. Με μεγάλη μας έκπληξη είδαμε ανάμεσα σ' αυτά τα πουλιά, μαύρα άλμπατρος ολότελα εξημερωμένα, που πήγαιναν κάθε τόσο στη θάλασσα για να βρουν τροφή, αλλά γύριζαν πάντα στο χωριό σα να ήταν στο σπίτι τους, και χρησιμοποιούσαν τη γειτονική νότια ακτή για χώρο επώασης των αυγών τους. Εκεί τους συντρόφευαν, όπως συνήθως, οι φίλοι τους οι πελεκάνοι, χωρίς να πλησιάζουν ποτέ, αυτοί οι τελευταίοι, τις κατοικίες των αγρίων. Ανάμεσα στα άλλα είδη των ήμερων πουλερικών συγκαταλέγονταν οι πάπιες, ελάχιστα διαφορετικές από τις αγριόπαπιες της πατρίδας μας, οι μαύρες σούλες, και ένα μεγάλο πουλί που έμοιαζε στην εμφάνιση με γεράκι, αλλά δεν ήταν σαρκοβόρο. Ψάρια υπήρχαν άφθονα. Είδαμε, κατά τη διάρκεια της επί- σκεψής μας, μεγάλες ποσότητες από ξεραμένο σολομό, μπακαλιάρους, γαλάζια δελφίνια, σκουμπριά, σφαιροκέ- φαλους, σαλάχια, χέλια, ελεφαντόψαρα κέφαλους, γλώσ-σες, παπαγάλους της θάλασσας, μουρούνες, και αμέτρητες άλλες ποικιλίες. Παρατηρήσαμε επίσης ότι τα περισσότερα έμοιαζαν με εκείνα που συναντώνται στη θαλάσσια περιοχή γύρω από τα νησιά Λορντ Ώκλαντ, σε νότιο πλάτος μόλις πενήντα μίας μοιρών. Χελώνες Γκαλαπά- γκος υπήρχαν μπόλικες. Είδαμε και λίγα άγρια ζώα, αλλά κανένα τους δεν ήταν μεγαλόσωμο, ούτε ανήκε σε είδος γνωστό σε μας. Κάνα δυο τρομερά στην όψη φίδια πέρασαν από μπροστά μας, αλλά καθώς οι ιθαγενείς δεν τους έδωσαν σημασία, συμπεράναμε ότι δεν ήταν δηλητηριώδη.

Καθώς πλησιάζαμε στο χωριό με τον Του-Γουίτ και τους ανθρώπους του, τεράστιο πλήθος έτρεξε να μας προϋπαντήσει με δυνατές κραυγές, όπου ξεχωρίζαμε μόνο τα αιώνια Αναμον-μον\ και Λάμα-Λάμα\ Με έκπληξη είδαμε ότι, εκτός από κάνα δυο εξαιρέσεις, οι καινουριο- φερμένοι ήταν εντελώς γυμνοί, και δέρματα χρησιμοποιούσαν μόνο οι άντρες από τα μονόξυλα. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν στα χέρια τους, φαίνεται, και όλα τα όπλα της χώρας, γιατί δεν είδαμε οπλισμένον κανένα χωρικό. Υπήρχαν πολλά παιδιά και γυναίκες, και είδαμε ότι από τις τελευταίες δεν έλειπε αυτό που θα χαρακτήριζα προσωπική ομορφιά. Ήταν ευθυτενείς, ψηλές και καλοκαμω- μένες, με μια ελευθερία και χάρη στις κινήσεις τους, που δεν τις συναντάς στις πολιτισμένες κοινωνίες. Τα χείλη τους, ωστόσο, ήταν σαν των αντρών, χοντρά και δυσκίνητα, και ακόμη κι όταν γελούσαν, τα δόντια τους δε φαίνονταν ποτέ. Τα μαλλιά τους ήταν στην υφή καλύτερα από των αντρών. Ανάμεσα στους γυμνούς κατοίκους του χωριού, θα υπήρχαν κάπου δέκα ή δώδεκα άτομα, ντυμένα όπως και οι ακόλουθοι του Του-Γουίτ, με ρούχα από μαύρα δέρματα, και οπλισμένα με λόγχες και βαριά ρόπαλα. Φαίνονταν να ασκούν μεγάλη επιρροή στους άλλους, που τους προσφωνούσαν πάντα με τον τίτλο του Γκοναμπον. Αυτοί ήταν οι ένοικοι των μαύρων δερμάτινων παλατιών. Η κατοικία του Του-Γουίτ βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, και ήταν μεγαλύτερη και κατά κάποιον τρόπο καλύτερα χτισμένη από τις άλλες του είδους της. Το δέντρο που χρησίμευε για στήριγμα ήταν κομμένο σε απόσταση δώδεκα ποδιών περίπου από τη ρίζα, και είχαν αφεθεί ακριβώς κάτω από την τομή πολλά κλαδιά, που χρησίμευαν για να κρατούν το σκέπασμα τεντωμένο και να μην το αφήνουν να πλαταγίζει πάνω στον κορμό. Το σκέπασμα επίσης, που αποτελούνταν από τέσσερα μεγάλα δέρματα, ενωμένα μεταξύ τους με μικρά μυτερά κομμάτια ξύλου, στερεωνόταν στο κάτω μέρος με ξυλοκάρφια μπηγμένα στο έδαφος. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με χαλί από άφθονα ξερά φύλλα.

Στην καλύβα αυτή μας οδήγησαν με μεγάλη επισημότητα, και από πίσω μας στριμώχτηκαν όσοι περισσότεροι ιθαγενείς μπόρεσαν. Ο Του-Γουίτ κάθισε στα φύλλα και μας έκανε νόημα να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του. Συμμορφωθήκαμε και βρεθήκαμε σε δύσκολη, αν όχι κρίσιμη θέση. Καθόμασταν στο πάτωμα, δώδεκα συνολικά άντρες, και ολόγυρά μας, κατάχαμα, ώς και σαράντα άγριοι, τόσο κοντά μας, που, σε περίπτωση ανάγκης, θα μας ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας, ή έστω απλώς να σηκωθούμε όρθιοι. Η πίεση δεν ήταν μόνο στο εσωτερικό της σκηνής, αλλά κι απ' έξω, όπου είχε συγκεντρωθεί όλος ο πληθυσμός του νησιού, και που μόνο χάρη στις ακατάπαυστες προσπάθειες και τις αγριοφω- νάρες του Του-Γουίτ δεν έπεφτε πάνω μας να μας ποδοπατήσει. Η κυριότερη εγγύηση της ασφάλειάς μας, ωστόσο, ήταν η παρουσία του Του-Γουίτ ανάμεσά μας, και αποφασίσαμε να προσκολληθούμε πάνω του και να τον σκοτώσουμε στην πρώτη εκδήλωση εχθρικής διάθεσης εναντίον μας, γιατί ήταν η καλύτερή μας πιθανότητα να βγούμε από το αδιέξοδο.

Page 64: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Μετά από πολλή φασαρία, αποκαταστάθηκε κάποιας μορφής ησυχία, και τότε ο αρχηγός μας εκφώνησε έναν ατέλειωτο λόγο, όμοιο και απαράλλαχτο μ' εκείνον που είχε βγάλει από το μονόξυλο, μόνο που αυτή τη φορά τα Αναμού-μον\ ήταν πιο επίμονα και συχνά από τα Λάμα- Λάμα\ Ακούσαμε σιωπηλοί μέχρι να τελειώσει η πάρλα, και τότε ο κάπταιν Γκάη απάντησε διαβεβαιώνοντας τον αρχηγό για την αιώνια φιλία και την καλή του θέληση, και του χάρισε στο τέλος μερικά κομπολόγια με μπλε χάντρες και ένα μαχαίρι. Για τα κομπολόγια ο μονάρχης, προς μεγάλη μας έκπληξη, έδειξε περιφρόνηση, σηκώνοντας υπεροπτικά τη μύτη του- το μαχαίρι όμως του χάρισε απεριόριστη ικανοποίηση, και πρόσταξε αμέσως να παρατεθεί το δείπνο. Αυτό σερβιρίστηκε πάνω από τα κεφάλια των παρευρισκομένων και αποτελούνταν από τα ζωντανά ακόμη εντόσθια ενός άγνωστου ζώου, ίσως από τα λιγνοπόδαρα εκείνα γουρούνια που είχαμε δει όταν πλησιάζαμε το χωριό. Βλέποντάς μας αμήχανους, άρχισε, για να μας ενθαρρύνει με το παράδειγμά του, να καταβροχθίζει τη δελεαστική αυτή τροφή, ώσπου, μην αντέχοντας άλλο, παρουσιάσαμε τόσο έκδηλα συμπτώματα αηδίας, που προκάλεσαν στη μεγαλειότητά του έκπληξη που μόνο με την κατάπληξή του μπροστά στους καθρέφτες μπορούσε να συγκριθεί. Αρνηθήκαμε ωστόσο να γευτούμε τις λιχουδιές, και προσπαθήσαμε να του δώσουμε να καταλάβει πως δεν είχαμε καμία όρεξη, γιατί είχαμε μόλις πάρει ένα χορταστικό άε]ειιηεν.

Όταν ο μονάρχης τελείωσε το γεύμα του, αρχίσαμε να τον ρωτάμε με κάθε τρόπο που επινοούσαμε, για να μπορέσουμε να μάθουμε ποια ήταν τα κυριότερα προϊόντα της χώρας, και αν θα μπορούσε κανένα από αυτά να μας αποφέρει κέρδος. Με τα πολλά, φάνηκε να αντιλαμβάνεται τι εννοούσαμε, και προσφέρθηκε να μας οδηγήσει σε ένα σημείο της ακτής, όπου μας είπε ότι τα όίοΗε άε ηιβκ (καταλάβαμε τι εννοούσε, γιατί μας έδειξε ένα τέτοιο ζώο) βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία. Χαρήκαμε που μας δινόταν έτσι εγκαίρως η ευκαιρία να ξεφύγουμε από την καταπίεση του πλήθους, και δείξαμε ότι ανυπομονούσαμε να πάμε μαζί του. Φύγαμε λοιπόν από τη σκηνή, και συνοδευόμενοι από όλον τον πληθυσμό του νησιού, ακολουθήσαμε τον αρχηγό στη νοτιοανατολική άκρη του νησιού, όχι μακριά από τον κόλπο όπου ήταν αγκυροβολημένο το καράβι μας. Περιμέναμε εκεί περίπου μία ώρα να φέρουν τα τέσσερα μονόξυλα μερικοί άγριοι. Μπήκαμε όλοι μας σε ένα από αυτά, και αφού περάσαμε τη σειρά των υφάλων που έχω αναφέρει, και μία άλλη πιο πέρα, είδαμε τόσα πολλά όίεΗε άε ιηετ, όσα δεν είχε δει ούτε και ο γεροντότερος ναυτικός στα χαμηλότερα εκείνα γεωγραφικά πλάτη που φημίζονται γι' αυτό το είδος. Μείναμε κοντά στους υφάλους εκείνους μόνο όσο χρειαζόταν για να βεβαιωθούμε ότι θα μπορούσαμε εύκολα να γεμίσουμε μια ντουζίνα πλοία μ' αυτά τα ζώα, αν χρειαζόταν, και ύστερα μας πήγαν στη σκούνα, όπου και χωρίσαμε με τον Του-Γουίτ, αφού του αποσπάσαμε την υπόσχεση πως θα μας έφερνε μέσα στις είκοσι τέσσερις επόμενες ωρες όσες αγριόπαπιες και χελώνες Γκαλαπάγκος χωρούσαν στα μο- νόξυλά του. Γενικά, σ' όλη αυτή την περιπέτεια, δεν είδαμε τίποτα στη στάση των ιθαγενών που να μας κινεί καχυποψία, με μόνη εξαίρεση τα μικρά αποσπάσματα που με συστηματικό τρόπο ενίσχυαν την ομάδα τους στη διαδρομή από τη σκούνα στο χωριό.

Κεφάλαιο εικοστό

Ο αρχηγός κράτησε το λόγο του, και γρήγορα το καράβι μας γέμισε καινούριες προμήθειες. Οι χελώνες ήταν οι καλύτερες που είχαμε δει ποτέ, και οι πάπιες ξεπερνούσαν κατά πολύ και τα καλύτερα πουλερικά μας, τρυφερές όπως ήταν, χυμώδεις και μυρωδάτες. Εκτός από αυτά, οι ιθαγενείς μας έφεραν, όταν κατάλαβαν τι επιθυμούσαμε, μια τεράστια ποσότητα από μαύρο σέλινο και χόρτο για το σκορβούτο, καθώς επίσης και μια φορτωσιά ψάρια, νωπά και ξερά. Το σέλινο ήταν πραγματική λιχουδιά και το χόρτο για το σκορβούτο πολύτιμο, γιατί έκανε ανυπολόγιστο καλό σε όσους άντρες είχαν παρουσιάσει συμπτώματα αυτής της πάθησης. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δεν είχε μείνει ούτε ένας άρρωστος στο καράβι. Πήραμε ακόμη κι άλλες προμήθειες, όπως κάτι οστρακόδερμα που έμοιαζαν στην όψη με μύδια, αλλά είχαν τη γεύση στρειδιού. Εκτός απ' αυτό, μπόλικες γαρίδες και καραβίδες, καθώς και αυγά από άλμπατρος και άλλα πουλιά, με μαύρα τσόφλια. Προμηθευτήκαμε και μεγάλη ποσότητα από το κρέας των γουρουνιών που περιέγραψα πριν. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα το βρήκαν εύγευ- στο, αλλά εμένα μου μύριζε ψαρίλα και δε μου άρεσε καθόλου. Σ' ανταπόδοση για όλα αυτά τα ωραία πράγματα χαρίσαμε στους ιθαγενείς μπλε κομπολόγια, μπρούντζινα μπιχλιμπίδια, καρφιά, μαχαίρια και κόκκινα υφάσματα, που τους γέμισαν χαρά. Στήσαμε σωστό παζάρι στην παραλία, ακριβώς κάτω από τα κανόνια της σκούνας, και οι συναλλαγές μας γίνονταν με καλή πίστη και τάξη, που σίγουρα δεν τις περιμέναμε, μετά μάλιστα τη συμπεριφορά τους στο χωριό Κλοκ-Κλοκ.

Για αρκετές μέρες συνεχίστηκαν οι φιλικές αυτές σχέσεις. Συχνά, ομάδες ιθαγενών ανέβαιναν στη σκούνα, και ομάδες δικών μας αντρών κατέβαιναν στην παραλία και έκαναν μεγάλες εκδρομές στο εσωτερικό του νησιού, χωρίς να τους πειράξει κανείς. Βλέποντας με πόση ευκολία θα μπορούσε να γεμίσει το καράβι με ΜοΗε άε ητετ, χάρη στις φιλικές διαθέσεις των νησιωτών και στην προθυμία τους να μας βοηθήσουν να μαζέψουμε, ο κάπταιν Γκάη αποφάσισε ν' αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον Του-Γουίτ σχετικά με την ανέγερση κατάλληλων οικοδομημάτων για να συντηρούνται αυτά τα ζώα, και με τις υπηρεσίες που θα μας πρόσφεραν αυτός και η φυλή του συλλέγοντας όσο το δυνατόν περισσότερα, ενώ ο ίδιος θα εκμεταλλευόταν το λαμπρό καιρό για να συνεχίσει το ταξίδι στο νότο. Μόλις άκουσε ο Του-Γουίτ την πρόταση, έδειξε μεγάλη προθυμία να συμφωνήσει. Έτσι λοιπόν κλείστηκε μια συμφωνία, απολύτως ικανοποιητική και για τα δύο μέρη, που όριζε ότι, αφού γίνονταν οι αναγκαίες προετοιμασίες, όπως η εκλογή της κατάλληλης τοποθεσίας, το χτίσιμο ενός μέρους των οικοδομημάτων, και μερικές άλλες εργασίες που απαιτούσαν τη συμμετοχή όλου του πληρώματος, η σκούνα θα συνέχιζε την πορεία της, αφήνοντας πίσω τρεις άντρες για να επιβλέπουν την εκτέλεση των έργων, και να διδάξουν στους ιθαγενείς τη μέθοδο αποξήρανσης των ΜοΗβ άε πιετ. Η αμοιβή θα εξαρτιόταν από τα επιτεύγματα των αγρίων κατά τη διάρκεια της απουσίας μας. Θα λάθαιναν μια ποσότητα από μπλε χάντρες, μαχαίρια και κόκκινα υφάσματα,

Page 65: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

για έναν ορισμένο αριθμό από όίοΗε άε τηετ που θα ήταν έτοιμα στο γυρισμό μας.

Νομίζω ότι θα παρουσίαζε ενδιαφέρον για τους αναγνώστες μου μία περιγραφή του σημαντικού αυτού είδους εμπορίου και της μεθόδου κατεργασίας του, και δε βρίσκω πιο ταιριαστό σημείο για να την παραθέσω. Το ακόλουθο εκτενές σημείωμα είναι παρμένο από το ιστορικό ενός σύγχρονου ταξιδιού στις Νότιες Θάλασσες.

«Πρόκειται για το μαλάκιο των Ινδικών Θαλασσών, που στο εμπόριο είναι γνωστό με το γαλλικό όνομα ύοη- εΗε άε ητετ (νόστιμη θαλασσινή μπουκιά). Αν δεν κάνω λάθος, ο φημισμένος Κουβιέ τα ονομάζει ξαζίετοροάα ραΙηιοηί/εΓα. Συλλέγονται σε μεγάλες ποσότητες στις ακτές των νησιών του Ειρηνικού, και προορίζονται ιδιαίτερα για την κινέζικη αγορά, όπου πουλιέται σε υψηλές τιμές, ίσως όσο και οι περίφημες φαγώσιμες χελιδονοφω- λιές τους, τις οποίες φτιάχνει ένα είδος χελιδονιού από μια ζελατινώδη ουσία που παίρνει από το σώμα αυτών των μαλακίων. Δεν έχουν όστρακα ούτε πόδια, ούτε εξειδικευμένα όργανα, εκτός από δύο που χρησιμεύουν για την πρόσληψη και την απέκκριση· όμως, με τα ελαστικά πτερύγιά τους, έρπουν όπως τα σκουλήκια ή οι κάμπιες στα ρηχά νερά, όπου τα Βλέπουν τα χελιδόνια, και μπή-γοντας το μυτερό τους ράμφος στο μαλακό σώμα των ζώων, τραβούν μια κολλώδη και νηματοειδή ουσία, που όταν στεγνώσει, κολλάει στους στερεούς τοίχους της φωλιάς τους. Εξ ού και το όνομα §α5ίεΓοροάα ριιΙηιοηϊ/εΓα.

»Το μαλάκιο αυτό είναι επίμηκες και παρουσιάζει διάφορα μεγέθη, που το μήκος τους κυμαίνεται από τρεις ώς δεκαοχτώ ίντσες· και έχω δει μερικά που έφταναν τα δύο πόδια. Ήταν σχεδόν στρογγυλά, λίγο πεπλατυσμένα στην πλευρά που ακουμπούσε στον πυθμένα της θάλασσας, και το πάχος τους φτάνει από μία ώς οχτώ ίντσες. Σέρνονται στα ρηχά νερά, σε ορισμένες εποχές του έτους, ίσως με σκοπό την αναπαραγωγή, γιατί τα βρίσκουμε συχνά σε ζευγάρια. Όταν το νερό χλιαραίνει από τη δύναμη του ήλιου, πλησιάζουν την ακτή· και συχνά πηγαίνουν σε μέρη τόσο ρηχά, που όταν τα νερά τραβιούνται με την παλίρροια, ξεραίνονται εκτεθειμένα στον ήλιο. Δε γεννούν όμως ποτέ στα ρηχά νερά, γιατί δε βλέπουμε ποτέ τα μικρά τους, και τα μεγάλα έρχονται πάντα από τα βαθιά νερά. Τρέφονται κυρίως με τα ζωόφυτα που παράγουν τα κοράλια.

»Τα όίείιε άε ητεΓ συλλαμβάνονται συνήθως σε βάθος τριών ή τεσσάρων ποδιών νερού" μετά πρέπει να τα βγάλεις στην παραλία και να ανοίξεις με το μαχαίρι στη μία τους άκρη μια τομή μήκους μιας ίντσας ή και περισσότερο, αναλόγως με το μέγεθος του μαλακίου. Από το άνοιγμα αυτό βγάζεις με πίεση τα εντόσθια, που μοιάζουν με τα εντόσθια όλων των άλλων μικρών κατοίκων του βυθού. Μετά πλένεις το ζώο, και το βράζεις σε θερμοκρασία ούτε πολύ ψηλή ούτε πολύ χαμηλή. Κατόπιν το θάβεις στο χώμα για πολλές ώρες, έπειτα το ξαναβράζεις για λίγο, και στη συνέχεια το ξεραίνεις, είτε στη φωτιά είτε στον ήλιο. Αυτά που ξεραίνονται στον ήλιο έχουν μεγαλύτερη αξία· όμως ενώ μόνο μια ποσότητα 133 1/3 λιβρών μπορεί να παρασκευαστεί μ' αυτό τον τρόπο, μπορώ να ετοιμάσω τριάντα φορές περισσότερες στη φωτιά. Από τη στιγμή που έχουν αποξηρανθεί καλά, μπορούν να φυλαχτούν σε στεγνό μέρος δύο και τρία χρόνια χωρίς κανέναν κίνδυνο· πρέπει όμως να τα εξετάζεις κάθε λίγους μήνες, ας πούμε τέσσερις φορές στο χρόνο, για να δεις μήπως τα πείραξε η υγρασία.

»Οι Κινέζοι, όπως έχω δηλώσει και προηγουμένως, θεωρούν το ί>ϊβΗε άε ηιετ πολύ μεγάλη πολυτέλεια, γιατί πιστεύουν ότι δυναμώνει και τρέφει με θαυμαστό τρόπο τον οργανισμό, και ιδιαίτερα τον εξαντλημένο οργανισμό όσων επιδίδονται σε σεξουαλικές καταχρήσεις. Η πρώτη ποιότητα απαιτεί υψηλή τιμή στην αγορά της Καντώνας, εξήντα οχτώ σέντσια η λίβρα· η δεύτερη ποιότητα πενήντα έξι, η τρίτη τριάντα επτά, η τέταρτη είκοσι δύο, η πέμπτη δεκαπέντε, η έκτη εννέα, η έβδομη έξι, η όγδοη τρία· μικρές ποσότητες, ωστόσο, πιάνουν ακριβότερη τιμή στη Μανίλα, τη Σιγκαπούρη και την Μπατάβια».

Μόλις κλείσαμε τη συμφωνία, κατεβάσαμε αμέσως στη στεριά όλα όσα χρειάζονταν για το καθάρισμα του εδάφους και το χτίσιμο. Διαλέξαμε ένα πλατύ ίσιωμα κοντά στην ανατολική ακτή του κόλπου, με μπόλικα δέντρα και νερό, και σε μικρή απόσταση από τους κυριότερους υφάλους όπου βρίσκονταν τα ^ίοΗβ άε τηβτ. Στρωθήκαμε όλοι στη δουλειά με πολλή όρεξη, και γρήγορα, προς μεγάλη κατάπληξη των αγρίων, είχαμε κόψει ένα σωρό δέντρα για το σκοπό μας και τα είχαμε ετοιμάσει για να χρησιμοποιηθούν σαν σκελετοί των σπιτιών. Πράγματι, το χτίσιμο προχώρησε τόσο πολύ σε δυο τρεις μέρες, που μπορούσαμε τώρα να εμπιστευτούμε χωρίς ανησυχία την υπόλοιπη δουλειά στους τρεις άντρες που σκοπεύαμε ν' αφήσουμε εκεί. Αυτοί ήταν ο Τζων Κάρσον, ο Άλφρεντ Χάρις και ο Πήτερσον (όλοι, πιστεύω, από το Αονδίνο), που προσφέρθηκαν εθελοντικά να μείνουν.

Μέχρι τα τέλη του μήνα όλα ήταν έτοιμα για την ανα- χώρησή μας. Είχαμε συμφωνήσει, ωστόσο, να κάνουμε μία τυπική αποχαιρετιστήρια επίσκεψη στο χωριό, και ο Του-Γουίτ επέμενε τόσο πεισματικά να κρατήσουμε την υπόσχεσή μας, που δεν κρίναμε σκόπιμο νά τον προσβάλουμε με μία τελική άρνηση. Πιστεύω ότι κανείς μας δεν είχε τη στιγμή αυτή την παραμικρή υποψία για την καλή πίστη των αγρίων. Μας είχαν φερθεί όλοι ανεξαιρέτως με τη μεγαλύτερη ευγένεια, βοηθώντας μας πρόθυμα στη δουλειά μας, προσφέροντάς μας όλα όσα διέθεταν, συχνά χωρίς αμοιβή, και ποτέ, σε καμία περίπτωση, δεν είχαν σουφρώσει το παραμικρό αντικείμενο, παρόλο που απέδιδαν υψηλή αξία στα πράγματα που είχαμε μαζί μας, όπως φαινόταν από τις χαρές που έκαναν μόλις τους προσφέραμε κανένα δώρο. Οι γυναίκες ιδίως, μας είχαν υπο-χρεώσει από κάθε άποψη, και γενικά θα πρέπει να ήμασταν τα πιο καχύποπτα πλάσματα του κόσμου για να μας περάσει από το μυαλό έστω και μία αμφιβολία για την αγνότητα ενός λαού που μας είχε φερθεί τόσο καλά. Έφτασε όμως ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, για να αποδειχτεί ότι η φαινομενική αυτή καλή διάθεση ήταν αποτέλεσμα ενός κρυφού σχεδίου καταστροφής μας, και ότι οι νησιώτες, που τους περιβάλλαμε με τόσο υψηλή εκτίμηση, ήταν τα πιο βάρβαρα, πανούργα

Page 66: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

και αιμοδιψή καθάρματα που μόλυναν ποτέ το πρόσωπο της υφηλίου.

Την πρώτη Φεβρουαρίου κατεβήκαμε στη στεριά με σκοπό να επισκεφθούμε το χωριό. Αν και, όπως έχω ήδη πει, δεν τρέφαμε την παραμικρή υποψία, δεν παραμελήσαμε καμία προφύλαξη. Έξι άντρες έμειναν στη σκούνα, με εντολή να μην αφήσουν κανέναν άγριο να πλησιάσει στο καράβι κατά τη διάρκεια της απουσίας μας, με κανένα πρόσχημα, και να παραμένουν συνεχώς στο κατάστρωμα. Στήσαμε πάλι τα συρματοπλέγματα, γεμίσαμε τα τουφέκια με βόλια και τα περιστρεφόμενα κανόνια με οβίδες. Το καράβι ήταν αραγμένο, με την άγκυρα απίκο, σε απόσταση ενός μιλίου από την ακτή, και κανένα μονόξυλο δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να γίνει αμέσως αντιληπτό και χωρίς να βρεθεί εκτεθειμένο στα πυρά των πυροβόλων μας.

Εκτός από τους έξι άντρες που έμειναν στο καράβι, η ομάδα μας αποτελούνταν από τριάντα δύο άτομα συνολικά. Ήμασταν οπλισμένοι ώς τα δόντια, με μουσκέτα, πιστόλια και ναυτικά σπαθιά- είχαμε ακόμη ο καθένας από ένα μακρύ ναυτικό μαχαίρι, σαν τα κυνηγετικά μαχαίρια που χρησιμοποιούνται τόσο πολύ σήμερα στις νότιες και δυτικές περιοχές της χώρας μας. Εκατό μαύροι πολεμιστές μάς περίμεναν στην παραλία για να μας συνοδέψουν ώς το χωριό. Παρατηρήσαμε ωστόσο, με κάποια έκπληξη, ότι ήταν τώρα ολότελα άοπλοι- και όταν ρωτήσαμε γι' αυτό τον Του-Γουίτ, μας απάντησε απλώς «ματ-τέε νον γονί παπάσι -δηλαδή ότι δε χρειάζονταν τα όπλα αφού ήμασταν όλοι αδέρφια. Ευχαριστημένοι από την απάντη- σή του, τραβήξαμε το δρόμο μας.

Είχαμε περάσει την πηγή και το ποταμάκι που έχω αναφέρει, και μπαίναμε τώρα σε ένα στενό φαράγγι που οδηγούσε στο χωριό μέσα από τις λοφοσειρές με τη μαλακή σαπουνόπετρα που το περιέθαλλαν. Το φαράγγι αυτό ήταν τόσο βραχώδες και ανώμαλο, που με μεγάλη δυσκολία το είχαμε διασχίσει σκαρφαλώνοντας και μπουσου- λώντας την πρώτη φορά που επισκεφθήκαμε το Κλοκ- Κλοκ. Το μήκος της χαράδρας θα πρέπει να ήταν συνολικά ενάμισι με δύο μίλια. Ελισσόταν φιδογυριστό μέσα από τους λόφους (φαίνεται ότι σε κάποια αρχαία εποχή ήταν η κοίτη ενός χειμάρρου), και σε καμία περίπτωση δεν. μπορούσες να προχωρήσεις πάνω από είκοσι μέτρα χωρίς να συναντήσεις κάποια απότομη στροφή. Σ' όλο το μήκος του λαγκαδιού, οι πλευρές του υψώνονταν κατακόρυφα σε ύψος εβδομήντα ή ογδόντα ποδιών, και σε μερικά σημεία έφταναν σε τέτοια εκπληκτικά ύψη, που το πέρασμα σκοτείνιαζε καθώς το φως δυσκολευόταν να διεισδύ-σει. Το πλάτος ήταν γενικά κάπου σαράντα πόδια, αλλά σε μερικά σημεία στένευε τόσο, που δεν μπορούσαν να περάσουν πάνω από πέντε ή έξι άτομα μαζί. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχε στον κόσμο μέρος πιο κατάλληλο για ενέδρα, και ήταν κάτι παραπάνω από φυσικό να κοιτάξουμε προσεχτικά τα όπλα μας προτού μπούμε μέσα. Όταν σκέφτομαι τώρα την ασύλληπτη τρέλα μας, ένα πράγμα δε χωράει στο μυαλό μου: πώς μπορέσαμε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να αφεθούμε τόσο ολοκληρωτικά στο έλεος των άγνωστων αυτών αγρίων, επιτρέποντάς τους να πορεύονται μπροστά και πίσω μας μες στο φαράγγι. Κι όμως, πήραμε τυφλά αυτή τη διάταξη, έχοντας ανόητα εμπιστοσύνη στη δύναμη της ομάδας μας, στο γεγονός ότι ο Του-Γουίτ και "οι άντρες του ήταν άοπλοι, στην αποτελεσματικότητα των πυροβόλων όπλων μας (των οποίων η δύναμη ήταν ακόμη άγνωστη στους αγρίους), και πάνω απ' όλα στη φιλία που τόσον καιρό υποκρίνονταν τα άτιμα αυτά τέρατα. Πέντε ή έξι άγριοι προπορεύονταν, σα να μας οδηγούσαν, καθαρίζοντας επιδεικτικά το μονοπάτι από τις μεγαλύτερες πέτρες και άλλα σκουπίδια. Μετά ακολουθούσε η ομάδα μας. Πηγαίναμε κοντά ο ένας στον άλλο, προσέχοντας να μη μας χωρίσουν. Κατόπιν ερχόταν το κύριο σώμα των αγρίων, με ασυνήθιστη τάξη και ευπρέπεια.

Ο Ντερκ Πήτερς, κάποιος Γουίλσον Άλεν και εγώ βρισκόμασταν στο δεξί μέρος της ομάδας μας, εξετάζοντας, καθώς βαδίζαμε, την παράξενη διάστρωση του γκρεμού που υψωνόταν από πάνω μας. Μια ρωγμή στο μαλακό βράχο τράβηξε την προσοχή μας. Ήταν αρκετά πλατιά για να μπει μέσα ένα άτομο χωρίς να στριμωχτεί, και εκτεινόταν μέσα στο λόφο, ίσια, για δεκαοχτώ ή είκοσι πόδια, και μετά έστριβε αριστερά. Το ύψος της ρωγμής, όσο μπορούσα να δω από κει που βρισκόμουν, θα ήταν κάπου εξήντα ή εβδομήντα πόδια. Από τις χαραμάδες δίπλα στο άνοιγμα φύτρωναν κάτι μαραμένοι θάμνοι με καρπούς που έμοιαζαν με φουντούκια, και νιώθοντας την περιέργεια να τους εξετάσω από κοντά, πετάχτηκα απότομα, άρπαξα πέντε έξι φουντούκια με την πρώτη, και έκανα γρήγορα πίσω. Καθώς γύριζα, είδα ότι ο Πήτερς και ο Άλεν με είχαν ακολουθήσει. Τους παρακάλεσα να γυρίσουν πίσω, γιατί δεν υπήρχε χώρος για να περάσουν δύο άτομα, και τους είπα ότι θα τους έδινα μερικά από τα φουντούκια μου. Γύρισαν και προχωρούσαν προς τα πίσω, και ο Άλεν βρισκόταν κιόλας κοντά στο στόμιο της ρωγμής, όταν αισθάνθηκα έξαφνα ένα τράνταγμα που δεν έμοιαζε με τίποτα που να είχα γνωρίσει ποτέ, και που μου δημιούργησε τη συγκεχυμένη εντύπωση, αν ήμουν δηλαδή σε κατάσταση να σκεφτώ το παραμικρό, πως τα θεμέλια ολόκληρης της σφαίρας είχαν γκρεμιστεί, και η μέρα του αφανισμού του σύμπαντος είχε φτάσει.

Κεφάλαιο εικοστό πρώτο

Μόλις ξαναβρήκα κάπως τις αισθήσεις μου, ένιωσα να ασφυκτιώ και να σέρνομαι μες στο απόλυτο σκοτάδι σ' ένα βουνό από χώματα, που συνέχιζαν να πέφτουν βαριά επάνω μου από παντού, απειλώντας να με θάψουν ζωντανό. Τρομοκρατημένος από αυτή την ιδέα, αγωνίστηκα να σταθώ στα πόδια μου, και τέλος το κατάφερα. Έμεινα τότε ακίνητος για λίγα λεπτά, προσπαθώντας να καταλάβω τι μου είχε συμβεί και πού βρισκόμουν. Σε λίγο άκουσα ένα βαθύ βογκητό δίπλα στ' αυτί μου, και μετά την πνιγμένη φωνή του Πήτερς να μου ζητάει στ' όνομα του Θεού βοήθεια. Μπουσούλισα κάνα δυο βήματα προς τα μπρος, και έπεσα πάνω στο κεφάλι και τους ώμους του συντρόφου μου, που ήταν, όπως γρήγορα ανακάλυψα, θαμμένος μέχρι τη μέση κάτω από ένα σωρό χώματα, και αγωνιζόταν απεγνωσμένα να ελευθερωθεί από την πίεση. Έσπρωξα τις λάσπες από πάνω του με όση δύναμη μπορούσα να

Page 67: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

επιστρατεύσω, και τελικά πέτυχα να τον βγάλω.

Όταν συνήλθαμε από το φόβο και την έκπληξή μας, τόσο που να μπορούμε να μιλήσουμε λογικά, καταλήξαμε και οι δύο στο συμπέρασμα ότι τα τοιχώματα της ρωγμής στην οποία είχαμε μπει, είχαν καταρρεύσει, είτε εξαιτίας κάποιας φυσικής δόνησης ή από το ίδιο το βάρος τους, και ήμασταν τώρα χαμένοι για πάντα, θαμμένοι ζωντανοί. Για πολλή ώρα μείναμε άβουλοι, βυθισμένοι στη χειρότερη αγωνία και απελπισία, που ούτε να τη φανταστεί δεν μπορεί όποιος δεν έχει βρεθεί ποτέ σε τέτοια θέση. Πιστεύω απόλυτα ότι κανένα περιστατικό, κανένα γεγονός της ανθρώπινης ζωής, δεν μπορεί να προκαλέσει φριχτότερα ψυχικά και σωματικά μαρτύρια στον άνθρωπο, από τον ζωντανό ενταφιασμό. Το κατάμαυρο σκοτάδι που περιτυλίγει το θύμα, η τρομερή πίεση στα πνευμόνια του, οι αποπνικτικές αναθυμιάσεις της υγρής γης ενώνονται με τις μακάβριες σκέψεις πως βρίσκεται πέρα από τα μακρινά σύνορα της ελπίδας, στη θέση που αρμόζει στους νεκρούς, και γεμίζουν την ανθρώπινη καρδιά με τόσο συγκλονιστικό δέος και φρίκη, που δεν μπορεί κανείς να τα αντέξει -ούτε καν να τα συλλάβει.

Τέλος, ο Πήτερς πρότεινε να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε μια συγκεκριμένη ιδέα για την έκταση της συμφοράς μας, ψηλαφώντας τη φυλακή μας· υπήρχε κάποια πιθανότητα, είπε, να απέμεινε κάποιο άνοιγμα για να μπορέσουμε να βγούμε. Αρπάχτηκα απελπισμένα από την ελπίδα αυτή, και επιστρατεύοντας όλη μου την ενεργητικότητα, προσπάθησα να ανοίξω δρόμο μέσα από τα χώματα. Είχα κάνει μόλις ένα βήμα, όταν διέκρινα μια μικρή ακτίνα φωτός, αρκετή για να με πείσει πως, τουλάχιστον, δε θα πεθαίναμε αμέσως από έλλειψη αέρα. Πήραμε έτσι λίγη δύναμη, και ενθαρρύναμε ο ένας τον άλλο με λόγια ελπίδας για το καλύτερο. Όταν ξεπεράσαμε ένα σωρό σκουπίδια που έκοβαν το δρόμο μας προς την κατεύθυνση του φωτός, βρήκαμε ότι μπορούσαμε τώρα να προχωρούμε με λιγότερη δυσκολία, και αισθανθήκαμε κιόλας κάποια ανακούφιση από την τρομερή πίεση στα πνευμόνια μας. Σε λίγο, καταφέραμε να διακρίνουμε τα πράγματα που μας περιέβαλλαν, και αντιληφθήκαμε ότι βρισκόμασταν κοντά στο σημείο όπου τελείωνε το ίσιο μέρος της ρωγμής, δηλαδή εκεί που έστριβε στα αριστερά. Λίγες προσπάθειες ακόμη, και φτάσαμε στη στροφή απ' όπου, με ανείπωτη χαρά, παρατηρήσαμε μια μεγάλη σχισμή ή χαραμάδα, που εκτεινόταν σε μεγάλο ύψος προς τα πάνω, σε κλίση γενικά σαράντα πέντε μοιρών, αν και σε μερικά σημεία γινόταν πολύ πιο απόκρημνη. Δεν μπορούσαμε να δούμε όλη την έκταση του ανοίγματος· όμως, καθώς έμπαινε μέσα πολύ φως, δεν αμφιβάλαμε πως θα βρίσκαμε στην κορυφή του (αν καταφέρναμε να φτάσουμε εκεί) ένα πέρασμα για να βγούμε.

Θυμηθήκαμε τώρα ότι είχαμε μπει τρεις στη ρωγμή από το φαράγγι, και ότι ο σύντροφος μας, ο Άλεν, έλειπε ακόμη- αποφασίσαμε να γυρίσουμε αμέσως πίσω και να ψάξουμε. Μετά από πολλής ώρας ψαξίματα, με τον κίνδυνο συνεχώς να γκρεμιστούν και πάλι τα χώματα επάνω μας, τελικά μού φώναξε ο Πήτερς ότι κρατούσε το πόδι του συντρόφου μας, και ότι το υπόλοιπο σώμα του ήταν τόσο βαθιά θαμμένο κάτω από ένα σωρό χώματα, που δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να το βγάλουμε. Διαπίστωσα γρήγορα ότι τα λεγόμενά του αλήθευαν και ότι, φυσικά, ο σύντροφος μας είχε πεθάνει προ πολλού. Με καρδιά γεμάτη θλίψη, λοιπόν, αφήσαμε το πτώμα στη μοίρα του και πήραμε πάλι το δρόμο για τη στροφή.

Το πλάτος της σχισμής ήταν πολύ μικρό για να χωρέσουμε, και μετά από κάνα δυο άκαρπες προσπάθειες να ανέβουμε, αρχίσαμε πάλι να απελπιζόμαστε. Έχω ξαναπεί ότι η λοφοσειρά που περιέβαλλε τη χαράδρα αποτελούνταν από ένα είδος μαλακού βράχου που έμοιαζε με σαπουνόπετρα. Οι πλευρές της σχισμής όπου προσπαθούσαμε τώρα να αναρριχηθούμε ήταν από το ίδιο υλικό, και εξαιτίας της υγρασίας τόσο γλιστερές, που δεν μπορούσαμε να πατήσουμε σταθερά το πόδι μας, ακόμη και στα λιγότερο απόκρημνα μέρη- σε ορισμένα σημεία, όπου ο βράχος ήταν σχεδόν κατακόρυφος, οι δυσκολίες, φυσικά, επιδεινώνονταν πολύ- και πράγματι, για πολλή ώρα πιστεύαμε ότι δε θα καταφέρναμε να ανεβούμε. Η απελπισία, ωστόσο, μας έδωσε κουράγιο- και σκάβοντας με τα μαχαίρια μας βαθουλώματα στο μαλακό βράχο και αρπάζοντας, με κίνδυνο της ζωής μας τις μικρές προεξοχές από σκληρότερο σχιστολιθικό πέτρωμα, που ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί από την ενιαία μάζα, φτάσαμε επιτέλους σε ένα φυσικό πλάτωμα, απ' όπου διακρίναμε ένα κομμάτι γαλανό ουρανό στην άκρη μιας δασωμένης χαράδρας. Κοιτάζοντας τώρα κάπως ησυχασμένοι το πέρασμα απ' όπου είχαμε ανέβει, είδαμε καθαρά από την όψη των πλευρών του ότι είχε σχηματιστεί πρόσφατα, και συμπεράναμε ότι το ίδιο τράνταγμα, ό,τι κι αν ήταν που μας είχε τόσο απροσδόκητα καταπλακώσει, είχε ανοίξει συγχρόνως κι αυτό το μονοπάτι για τη δραπέτευσή μάς. Επειδή ήμασταν εντελώς εξαντλημένοι από το φοβερό κόπο που καταθάλαμε, και τόσο αδύναμοι που δε μας κρατούσαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε καλά καλά, ο Πήτερες πρότεινε να ειδοποιήσουμε τους συντρόφους μας να έρθουν να μας σώσουν πυροβολώντας με τα πιστόλια που κρέμονταν ακόμη από τις ζώνες μας -γιατί τα μουσκέτα όπως και τα σπαθιά είχαν χαθεί μέσα στα χώματα, στο βάθος του χάσματος. Η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε ότι, αν πυροβολούσαμε, θα το μετανιώναμε πικρά, αλλά ευτυχώς κάποια υποψία για δόλο μού είχε περάσει ήδη από το μυαλό, και αποφασίσαμε να μη δώσουμε στους αγρίους να καταλάβουν πού βρισκόμαστε.

Αφού ξεκουραστήκαμε καμιά ώρα, πήραμε να ανεβαίνουμε σιγά σιγά τη χαράδρα, και πριν προχωρήσουμε πολύ, ακούσαμε κάτι τρομερές κραυγές. Τέλος, φτάσαμε στην επιφάνεια, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, του εδάφους· γιατί από τη στιγμή που αφήσαμε το πλάτωμα, το μονοπάτι μας περνούσε μέσα από μια πανύψηλη στοά από βράχους και φυλλώματα, σε μεγάλη απόσταση πάνω από τα κεφάλια μας. Με πολλές προφυλάξεις γλιστρήσαμε σ' ένα στενό άνοιγμα, απ' όπου μπορούσαμε να δούμε όλη τη γύρω περιοχή, και τότε όλο το τρομερό μυστικό τού τραντάγματος φανερώθηκε μεμιάς μπροστά στα μάτια

μας·

Page 68: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Το σημείο απ' όπου κοιτάξαμε, δεν απείχε πολύ από την υψηλότερη κορυφή της λοφοσειράς. Η χαράδρα στην οποία είχαμε μπει και οι τριάντα δύο μας, περνούσε σε απόσταση πενήντα ποδιών αριστερά μας. Όμως, σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων, το κανάλι ή η κοίτη του φαραγγιού ήταν ολότελα γεμάτη από τόννους χώματα και πέτρες που είχαν ριχτεί εκεί μέσα επίτηδες. Ο τρόπος με τον οποίο όλοι αυτοί οι τεράστιοι όγκοι είχαν ριχτεί, ήταν προφανής, γιατί αλάθητα ίχνη της εγκληματικής δουλειάς των αγρίων παρέμεναν ακόμη. Σε πολλά σημεία στην κορυφή της ανατολικής πλευράς τής χαράδρας (εμείς ήμασταν τώρα στη δυτική) υπήρχαν ξύλινοι πάσσαλοι μπηγμένοι στο χώμα. Στα σημεία αυτά το έδαφος δεν είχε υποχωρήσει- αλλά σ' όλη την έκταση της πλευράς του γκρεμού απ' όπου είχε πέσει η τεράστια μάζα, φαινόταν καθαρά, από σημάδια σαν εκείνα που αφήνει το τρυπάνι στις ανατινάξεις των βράχων, ότι πάσσαλοι όμοιοι μ' εκείνους που είδαμε, είχαν μπηχτεί σε απόσταση ενός μέτρου ο ένας από τον άλλον, σε μήκος τριακοσίων ίσως ποδιών, και κάπου δέκα πόδια πίσω από το χείλος του βαράθρου. Γερά σκοινιά από κλιματσίδες ήταν δεμένα στους πασσάλους που απόμεναν ακόμη στο λόφο, και ήταν φανερό ότι τα ίδια σκοινιά είχαν δεθεί και σε όλους τους άλλους πασσάλους. Έχω μιλήσει ήδη για την παράξενη διαστρωμάτωση των λόφων αυτών από σαπου- νόπετρα· και η περιγραφή της στενής και βαθιάς ρωγμής μέσα από την οποία καταφέραμε να γλιτώσουμε τον ζωντανό ενταφιασμό, θα σας βοηθήσει να σχηματίσετε μια ιδέα για τη φύση των πετρωμάτων. Ήταν τέτοια, ώστε κάθε φυσική δόνηση χώριζε το έδαφος σε κάθετες στρώσεις ή στοιβάδες παράλληλες μεταξύ τους- και μια πολύ μέτρια τεχνητή προσπάθεια αρκούσε να φέρει τα ίδια αποτελέσματα. Την παράξενη αυτή γεωλογική διάστρωση είχαν εκμεταλλευτεί οι άγριοι για να πετύχουν τους ύπουλους σκοπούς τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με τη συνεχή σειρά των πασσάλων, το έδαφος είχε υποστεί μερική ρήξη, σε βάθος ίσως ενός ή δύο ποδιών τραβώντας βίαια την άκρη κάθε σκοινιού, (τα σκοινιά αυτά ήταν δεμένα στην κορυφή των πασσάλων και έπεφταν μες στον γκρεμό) και πετυχαίνοντας έτσι τεράστια δύναμη μοχλού, οι άγριοι μπόρεσαν, μόλις δόθηκε το σινιάλο, να γκρεμίσουν όλη την πρόσοψη του λόφου στην άβυσσο που έχασκε από κάτω. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία για την τύχη των φτωχών συντρόφων μας. Μόνο εμείς είχαμε γλιτώσει από τη φοβερή καταστροφή. Ήμασταν οι μόνοι ζωντανοί λευκοί στο νησί.

Κεφάλαιο εικοστό δεύτερο

Η θέση μας τώρα δε φαινόταν καθόλου λιγότερο ζοφερή από τότε που πιστέψαμε πως είχαμε θαφτεί για πάντα. Δε βλέπαμε μπροστά μας άλλη προοπτική, εκτός από τη θανάτωση στα χέρια των αγρίων ή τη μίζερη και άθλια ζωή αιχμαλωσίας ανάμεσά τους. Θα μπορούσαμε βέβαια να κρυφτούμε για κάποιο χρονικό διάστημα μες στους πυ- κνοφυτεμένους λόφους ή, σαν έσχατη λύση, στο χάσμα απ' όπου είχαμε βγει- αλλά ή θα πεθαίναμε από κρύο και πείνρ στον ατέλειωτο πολικό χειμώνα, ή θα μας έπιαναν τελικά όταν βγαίναμε για να βρούμε τροφή.

Όλος ο τόπος τριγύρω μας μυρμήγκιαζε από άγριους συρφετούς που, όπως αντιλαμβανόμασταν τώρα, είχαν έρθει από τα νότια νησιά πάνω σε μεγάλες σχεδίες με σκοπό, το δίχως άλλο, να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Τζέην. Το καράβι ήταν ακόμη ήσυχα αγκυροβολημένο στον όρμο, και οι άντρες που ήταν επάνω δεν είχαν ιδέα για το κακό που τους περίμενε. Πώς λαχταρούσαμε τη στιγμή εκείνη να ήμαστε κοντά τους! Είτε για να τους βοηθήσουμε να γλιτώσουν είτε για να χαθούμε όλοι μαζί .στην προσπάθειά μας να υπερασπιστούμε το πλοίο. Δε βλέπαμε όμως κανέναν τρόπο να τους προειδοποιήσουμε για τον κίνδυνο, χωρίς να επισύρουμε τη συμφορά επάνω μας, και μάλιστα με ελάχιστες πιθανότητες να τους κάνουμε καλό. Μια πιστολιά θα ήταν ίσως αρκετή για να τους δώσει να καταλάβουν πως κάτι δεν πήγαινε καλά· δεν μπορούσε να τους πληροφορήσει όμως ότι η μόνη τους ελπίδα σωτηρίας ήταν να φύγουν από το λιμάνι ολοταχώς -δεν μπορούσε να τους πει ότι καμία αρχή εντιμότητας δεν τους υποχρέωνε τώρα να μείνουν, ότι οι σύντροφοι τους δε ζούσαν πια. Το άκουσμα τού πυροβολισμού δε θα τους βοηθούσε να ετοιμαστούν καλύτερα απ' ό,τι ήδη ήταν, απ' ό,τι πάντα ήταν, για την αντιμετώπιση του εχθρού που οργάνωνε τώρα την επίθεσή του. Επομένως, ο πυροβολισμός μας θα προξενούσε μόνο τεράστιους κινδύνους και καμία ωφέλεια, γι' αυτό και μετά από ώριμη σκέψη αποφασίσαμε να μη ρίξουμε.

Η επόμενη σκέψη μας ήταν να επιχειρήσουμε να φτάσουμε στο καράβι, αρπάζοντας ένα από τα τέσσερα κανό που ήταν αραγμένα στον κόλπο και προσπαθώντας να πλεύσουμε ώς εκεί. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι ήταν πέρα για πέρα αδύνατον. Ο τόπος, όπως έχω ξαναπεί, έβριθε κυριολεκτικά από άγριους, κρυμμένους πίσω από τους θάμνους και στα κοιλώματα των λόφων, για να μη φαίνονται από τη σκούνα. Κοντά μας, και ακριβώς πάνω στο μοναδικό μονοπάτι που οδηγούσε στο σημείο της παραλίας που μας ενδιέφερε, στεκόταν ολόκληρη η ομάδα των πολεμιστών με τα μαύρα τομάρια, με επικεφαλής τον Του-Γουίτ, και περίμεναν ασφαλώς ενισχύσεις για ν' αρχίσουν την επίθεση εναντίον της Τζέην. Τα μονόξυλα, επίσης, που βρίσκονταν στον όρμο, ήταν γεμάτα αγρίους, άοπλους βέβαια, αλλά που, χωρίς αμφιβολία, είχαν κρυμμένα τα όπλα τους κάπου κοντά τους. Ήμασταν υποχρεωμένοι, επομένως, όσο και να μην το θέλαμε, να μείνουμε στην κρυψώνα μας, απλοί θεατές της μάχης που σύντομα έμελλε ν' ακολουθήσει.

Σε μισή ώρα περίπου, είδαμε κάπου εξήντα ή εβδομήντα σχεδίες με ζυγοστάτες, γεμάτες αγρίους, να έρχονται από τη νότια πλευρά του λιμανιού. Τα μόνα όπλα που βλέπαμε να έχουν ήταν κοντά ρόπαλα και πέτρες. Αμέσως μετά, άλλο ένα απόσπασμα, ακόμη μεγαλύτερο, πλησίασε από την αντίθετη κατεύθυνση και με παρόμοια όπλα. Τα τέσσερα μονόξυλα γέμισαν γρήγορα με αγρίους που ξεπήδησαν μέσα από τους θάμνους της παραλίας και ξεκίνησαν βιαστικά να ενωθούν με τους άλλους. Έτσι, σε πολύ λιγότερη ώρα απ' όση χρειάστηκα για να τα πω, και ως δια μαγείας, η Τζέην βρέθηκε περικυκλωμένη από κακούργους, αποφασισμένους να την καταλάβουν με κάθε τίμημα.

Δε χωρούσε αμφιβολία ότι θα πετύχαιναν το σκοπό τους. Οι έξι άντρες που είχαν μείνει στο καράβι, όσο ηρωικά κι αν αμύνονταν, δεν ήταν αρκετοί για να χειριστούν τα όπλα, ούτε να κερδίσουν με οποιονδήποτε τρόπο έναν τόσο άνισο

Page 69: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

αγώνα. Εγώ προσωπικά δεν πίστευα ότι θα πρόβαλλαν αντίσταση, αλλά σ' αυτό έπεσα έξω- σε λίγο τους είδα να τραβούν τα παλαμάρια και να γυρνούν τη δεξιά πλευρά του πλοίου προς το μέρος των μονόξυ- λων, που είχαν φτάσει στο μεταξύ σε απόσταση βολής, ενώ οι σχεδίες απείχαν ένα τέταρτο του μιλίου στην προσήνεμη πλευρά. Από κάποια άγνωστη αιτία, ίσως γιατί οι φτωχοί μας φίλοι τα 'χασαν βλέποντας την απελπιστική θέση τους, οι πυροβολισμοί τους ήταν ολότελα άστοχοι. Ούτε ένα μονόξυλο δε χτυπήθηκε, ούτε ένας άγριος δεν τραυματίστηκε, αλλά οι σφαίρες εξοστρακίστηκαν και ξα-ναγύρισαν πάνω από τα κεφάλια τους. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν το σάστισμα των αγρίων από την αναπάντεχη εκπυρσοκρότηση και τον καπνό, ένα σάστισμα τόσο υπερβολικό, που για λίγες στιγμές κόντεψα να πιστέψω πως θα εγκατέλειπαν εντελώς το σκοπό τους και θα επέστρεφαν στην ακτή. Κι έτσι πράγματι θα έκαναν, αν οι άντρες μας, αμέσως μετά την πρώτη αυτή ομοβροντία, τους πυροβολούσαν με τα μικρά όπλα- γιατί, καθώς τα μονόξυλα ήταν ήδη τόσο κοντά, θα σκότωναν τουλάχιστον λίγους, οπότε οι άλλοι θα σταματούσαν και οι σύντροφοι μας θα είχαν την ευκαιρία να στρέψουν τα πυρά τους στις σχεδίες. Όμως, αντ' αυτού, άφησαν τους αγρίους να συνέλθουν από τον πανικό τους και να βεβαιωθούν, κοιτάζοντας γύρω τους, πως δεν είχαν πάθει καμιά ζημιά, ενώ εκείνοι έτρεχαν στην αριστερή πλευρά για ν' αντιμετωπίσουν τις σχεδίες.

Η ομοβροντία από την αριστερή πλευρά έφερε το πιο τρομερό αποτέλεσμα. Οι οβίδες των μεγάλων κανονιών κομμάτιασαν κυριολεκτικά επτά οκτώ σχεδίες, και σκότωσαν αμέσως τριάντα ή σαράντα αγρίους, ενώ καμιά εκατοστή άλλοι έπεσαν στο νερό, οι περισσότεροι βαριά τραυματισμένοι. Οι υπόλοιποι, ξετρελαμένοι από το φόβο τους, άρχισαν να υποχωρούν βιαστικά, χωρίς καν να περιμένουν να μαζέψουν τους σακατεμένους συντρόφους τους, που κολυμπούσαν εδώ κι εκεί ουρλιάζοντας και εκλιπαρώντας βοήθεια. Η μεγάλη αυτή επιτυχία, ωστόσο, ήρθε πολύ αργά για να σώσει τους αφοσιωμένους συντρόφους μας. Οι άγριοι από τα μονόξυλα είχαν ήδη ανέβει στη σκούνα, και οι περισσότεροι είχαν καταφέρει να πηδήξουν τις αλυσίδες και τα προστατευτικά συρματοπλέγματα, προτού ανάψουν τα σπίρτα για τα κανόνια της αριστερής πλευράς. Τίποτα τώρα δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στην κτηνώδη τους μανία. Οι σύντροφοι μας χτυπήθηκαν, νικήθηκαν, ποδοπατήθηκαν και κυριολεκτικά κομματιάστηκαν στη στιγμή.

Βλέποντάς τα αυτά, οι άγριοι από τις σχεδίες ξεπέρασαν το φόβο τους, και ήρθαν μπουλούκια μπουλούκια να πάρουν μέρος στο πλιάτσικο. Μέσα σε πέντε λεπτά η Τζέην παρουσίαζε ένα οικτρό θέαμα ολέθρου και καταστροφής. Τα καταστρώματα ήταν σπασμένα και κομματιασμένα· τα σκοινιά, τα πανιά, και κάθε κινητό αντικείμενο του καταστρώματος, κατεστραμμένα· και στο μεταξύ, οι χιλιάδες άγριοι που κολυμπούσαν γύρω από το καράβι, κατάφεραν, σπρώχνοντας στη στέρνα, σέρνοντας από τα πλευρά και ρυμουλκώντας το με τα μονόξυλα, να το βγάλουν τελικά στην παραλία (είχαν ήδη λύσει τα παλαμάρια) και να το παραδώσουν στις ευγενείς φροντίδες του Του-Γουίτ που, σ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης, είχε μείνει σαν άξιος στρατηγός στην ασφαλισμένη του θέση, επιβλέποντας το στρατό του από τους λόφους, και τώρα που η νίκη ήταν βέβαιη, καταδεχόταν να κατέβει με τους μαυροντυμένους πολεμιστές του και να πάρει το μερτικό του από τα λάφυρα.

Όταν ο Του-Γουίτ κατέβηκε, ήμασταν ελεύθεροι να βγούμε από την κρυψώνα μας και να επιθεωρήσουμε το λόφο που βρισκόταν κοντά στο χάσμα. Σε απόσταση πενήντα μέτρων από εκεί, είδαμε μια μικρή πηγή και τρέξαμε να σβήσουμε την άγρια δίψα που μας βασάνιζε. Λίγο πιο πέρα ανακαλύψαμε αρκετούς θάμνους σαν κι εκείνους που ανέφερα και προηγουμένως. Μόλις δοκιμάσαμε τους καρπούς, τους βρήκαμε πολύ νόστιμους και παρόμοιους στη γεύση με τα κοινά αγγλικά φουντούκια. Γεμίσαμε τα καπέλα μας, τα αποθέσαμε στη χαράδρα και γυρίσαμε να μαζέψουμε κι άλλα. Ενώ καταγινόμασταν μ' αυτή τη δουλειά, ένα θρόισμα στους θάμνους μας κατατρόμαξε, και ήμασταν έτοιμοι να γλιστρήσουμε γρήγορα στην κρυψώνα μας, όταν ένα μεγάλο μαύρο πουλί, του γένους των ερωδιών, πέταξε αργά και με κόπο πάνω από τα χαμόδεν- τρα. Εγώ ήμουν τόσο ξαφνιασμένος, που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, αλλά ο Πήτερς είχε αρκετή ετοιμότητα για να τρέξει καταπάνω του προτού προφτάσει να υψωθεί, και να το αρπάξει από το λαιμό. Οι κραυγές και τα παλέματα του ήταν τρομερά, και λίγο έλειψε να το αφήσουμε ελεύθερο, από φόβο μήπως τραβήξει την προσοχή τίποτα αγρίων που ίσως να καραδοκούσαν εκεί κοντά. Με μια μαχαιριά, ωστόσο, το ρίξαμε τέλος στο χώμα, και το σύραμε στη χαράδρα, ευχαριστημένοι που είχαμε τουλάχιστον βρει τροφή αρκετή για μια βδομάδα.

Βγήκαμε και πάλι να κοιτάξουμε τα πέριξ, και τολμήσαμε μάλιστα να κατηφορίσουμε αρκετά μακριά στη νό- τκι πλαγιά του λόφου, αλλά δε βρήκαμε τίποτα που να μας χρησιμέψει για τροφή. Μαζέψαμε γι' αυτό κάμποσα ξερά ξύλα, και ενώ γυρνούσαμε πίσω, είδαμε κάνα δυο μεγάλες ομάδες αγρίων να τραβούν για τό χωριό, φορτωμένες με τα λάφυρα από το πλοίο, και φοβηθήκαμε μήπως μας δουν περνώντας κάτω από το λόφο.

Η επόμενη" φροντίδα μας ήταν να ασφαλίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα την κρυψώνα μας, και για το σκοπό αυτό στοιβάξαμε πολλά χαμόκλαδα μπροστά στο άνοιγμα απ' όπου είχαμε δει τον ουρανό, όταν φτάσαμε στο πλάτωμα από το εσωτερικό τού χάσματος. Αφήσαμε μόνο ένα πολύ μικρό άνοιγμα, αρκετά πλατύ για να μας επιτρέπει να βλέπουμε τον όρμο, αλλά χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να μας αντιληφθεί κάποιος από κάτω. Όταν έγινε κι αυτό, μείναμε απόλυτα ικανοποιημένοι από τη σίγουρη κρυψώνα μας· γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μας δει κανείς όσο μέναμε μες στη χαράδρα και δεν ξεμυτίζαμε στο λόφο. Στη γούβα δε βλέπαμε σημάδια που να μαρτυρούν ότι οι άγριοι είχαν έρθει ποτέ εδώ- όταν όμως σκεφτήκαμε ότι η ρωγμή που μας οδήγησε ώς εδώ, είχε κατά πάσα πιθανότητα σχηματιστεί μόλις τώρα από την πτώση του απέναντι γκρεμού, και ότι δε φαινόταν πουθενά άλλος δρόμος που να βγάζει στην κρυψώνα μας, νιώσαμε κάποιο αίσθημα ασφάλειας από κάθε επίθεση και φόβο, γιατί δεν ξέραμε αν υπήρχε τρόπος να κατεβούμε ποτέ από κει. Αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε την κορυφή τού λόφου εξονυχιστικά, μόλις βρούμε την κατάλληλη ευκαιρία. Στο μεταξύ,

Page 70: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των αγρίων μέσα από την τρύπα που είχαμε αφήσει στους θάμνους.

Είχαν ήδη ρημάξει ολότελα το πλοίο και ετοιμάζονταν τώρα να του βάλουν φωτιά. Σε λίγο, είδαμε τεράστιες του- λούπες καπνού να ανεβαίνουν από την κεντρική μπουκαπόρτα, και λίγο αργότερα πυκνές φλόγες ξεπήδησαν από το πρόστεγο. Τα άρμενα, τα κατάρτια, κι όσα πανιά είχαν μείνει άρπαξαν αμέσως, και η φωτιά γρήγορα εξαπλώθηκε στα καταστρώματα. Πολλοί άγριοι έμεναν γύρω από το καράβι, σφυροκοπώντας με μεγάλες πέτρες, πελέκια και οβίδες κανονιών τις αμπάρες και τα άλλα σιδερένια και μπρούντζινα εργαλεία του πλοίου. Στην παραλία, στα μο- νόξυλα και στις σχεδίες, και γενικά κοντά στο καράβι, υπήρχαν όχι λιγότεροι από δέκα χιλιάδες άγριοι, εκτός από τις ομάδες που, φορτωμένες με λάφυρα, έπαιρναν το δρόμο για την ενδοχώρα ή για τα γειτονικά νησιά. Προβλέψαμε πως θα επακολουθούσε καταστροφή, και δεν πέσαμε έξω. Πρώτα απ' όλα έγινε μια έντονη δόνηση (που την αισθανθήκαμε από τη θέση που βρισκόμασταν σα να ήμασταν γαλβανισμένοι), χωρίς όμως τα άλλα εμφανή σημάδια έκρηξης. Οι άγριοι φοβήθηκαν, και για μια στιγμή σταμάτησαν τις φωνές και τις δουλειές τους. Ήτα\ έτοιμοι να ξαναρχίσουν, όταν σηκώθηκε ξαφνικά από τα καταστρώματα μια πυκνή μάζα καπνού, που έμοιαζε με μαύρο και βαρύ σύννεφο καταιγίδας· μετά, μέσα από τα σπλάχνα, θα 'λεγες, του καραβιού, αναπήδησε μια πύρινη στήλη ύψους περίπου τετρακοσίων μέτρων οι φλόγες απλώθηκαν σχηματίζοντας έναν κύκλο φωτιάς -κι ύστερα, σε μια μόνη στιγμή, ως δια μαγείας, όλη η ατμόσφαιρα γέμισε από ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα μέλη, και τέλος ακολούθησε η τελική έκρηξη με όλη τη λυσσασμένη της μανία, που μας έριξε κάτω με φόρα, ενώ οι λόφοι τριγύρω μας αντηχούσαν από τον ορυμαγδό, και μια πυκνή βροχή από κομμάτια και συντρίμμια έπεφτε παντού τριγύρω μας.

Ο όλεθρος των αγρίων ξεπερνούσε κάθε προσδοκία μας -193- και, πράγματι, έδρεπαν τώρα τους πικρούς καρπούς της προδοσίας τους. Κάπου χίλιοι σκοτώθηκαν από την έκρηξη, ενώ τουλάχιστον άλλοι τόσοι ακρωτηριάστηκαν φριχτά. Όλη η επιφάνεια του όρμου ήταν κυριολεκτικά γεμάτη από αγρίους που πάλευαν να σωθούν και πνίγονταν, και στην ακτή τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Έμοιαζαν ολότελα αποβλακωμένοι από την ξαφνική και φοβερή καταστροφή τους, και ούτε καν προσπαθούσαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Τέλος όμως είδαμε μια πλήρη αλλαγή στη στάση τους. Από την τέλεια απονάρκωση πέρασαν, όλοι μαζί, σε υπέρτατη διέγερση, και βάλθηκαν να τρέχουν τρελά ώς ένα σημείο της ακτής, με μια παράξενη έκφραση φρίκης, τρόμου και ακράτητης περιέργειας ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, ουρλιάζοντας μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους «Τεκέλι-λι! Τεκέλι-λι!»

Σε λίγο, είδαμε μια μεγάλη ομάδα να κατευθύνεται προς τους λόφους, απ' όπου επέστρεψε γρήγορα κουβαλώντας ξύλινους πασσάλους. Πήγαν στο μέρος όπου ήταν μαζεμένο το πυκνότερο πλήθος, που άνοιξε τώρα πέρασμα, αφήνοντάς μας έτσι να δούμε τι ήταν αυτό που τους προκάλεσε τέτοια έξαψη. Πήρε το μάτι μας κάτι άσπρο να κείτεται στο χώμα, αλλά στην αρχή δεν καταλάβαμε τι ήταν. Τελικά όμως είδαμε ότι ήταν το πτώμα του παράξενου ζώου με τα άλικα δόντια και νύχια, που το είχαμε μαζέψει από τη θάλασσα στις 18 Ιανουαρίου. Ο κάπταιν Γκάη είχε διατηρήσει το πτώμα, με σκοπό να το ταρρι- χεύσει και να το πάει στην Αγγλία. Θυμάμαι ότι είχε δώσει κάποιες σχετικές οδηγίες πριν κατεβούμε στο νησί, και ότι το είχαν φέρει στην καμπίνα και το είχαν κρύψει σ"ένα ντουλάπι. Η έκρηξη το είχε πετάξει στην παραλία, αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί προκάλεσε τέτοια αναταραχή στους αγρίους. Αν και είχαν σχηματίσει έναν κύκλο σε μικρή απόσταση από το πτώμα, κανείς δεν έδειχνε διάθεση να το πλησιάσει πιο κοντά. Σε λίγο, οι άντρες έμπηξαν τους πασσάλους ολόγυρά του, και μόλις τελείωσαν, όλοι οι άγριοι όρμησαν τρέχοντας για το εσωτερικό του νησιού, κραυγάζοντας δυνατά: «Τεκέλι-λι! Τεκέλι-λι!»

Κεφάλαιο εικοστό τρίτο

Τις επόμενες έξι επτά μέρες μείναμε στην κρυψώνα μας στο λόφο, βγαίνοντας κάπου κάπου, και πάντα με τις με-γαλύτερες προφυλάξεις, για να βρούμε νερό και να μαζέψουμε φουντούκια. Είχαμε φτιάξει ένα είδος υπόστεγου στο πλάτωμα, επιπλώνοντάς το μ' ένα στρώμα από ξερά φύλλα, και είχαμε κουβαλήσει επίσης τρεις μεγάλες επίπεδες πέτρες που μας χρησίμευαν για τζάκι και τραπέζι. Ανάβαμε εύκολα φωτιά τρίβοντας δυο κομμάτια ξερά ξύλα, το ένα μαλακό, το άλλο σκληρό. Το πουλί που είχαμε πιάσει σε τόσο καλή εποχή, είχε έξοχο κρέας, αν και κάπως σκληρό. Δεν ήταν πουλερικό, αλλά ένα είδος ερωδιού με μαύρα και γκρίζα φτερά, και φτερούγες πολύ μικρές σε αναλογία με το σώμα του. Είδαμε αργότερα και άλλα τρία του ίδιου είδους γύρω στη χαράδρα, που θα έψαχναν ασφαλώς γι' αυτό που πιάσαμε- δεν κατέβηκαν ποτέ στο χώμα, και δεν είχαμε έτσι την ευκαιρία να τα συλλάβουμε.

Μέχρι να τελειώσει το πουλί, δεν υποφέραμε καθόλου από τη φυλάκισή μας, αλλά από τη στιγμή που φαγώθηκε εντελώς, ήταν απόλυτη ανάγκη να ψάξουμε για τροφή. Τα φουντούκια δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη λυσσασμένη πείνα που μας ροκάνιζε τα σωθικά, κι εκτός απ' αυτό μας προκαλούσαν φοβερούς κολικούς και, αν τρώγαμε κάτι παραπάνω, και δυνατούς πονοκεφάλους. Είχαμε δει αρκετές μεγάλες χελώνες στην ακρογιαλιά, στα ανατολικά του λόφου, και σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να τις πιάσουμε εύκολα, αν καταφέρναμε να φτάσουμε εκεί χωρίς να μας πάρουν είδηση οι ιθαγενείς. Αποφασίσαμε λοιπόν να κάνουμε μια προσπάθεια.

Αρχικά, κατηφορίσαμε τη νότια πλαγιά του λόφου, που φαινόταν να παρουσιάζει τις λιγότερες δυσκολίες, αλλά μετά από εκατό μέτρα (όπως είχαμε προβλέψει) μια διακλάδωση της χαράδρας, που είχε γίνει τάφος των συντρόφων μας, μας έκοψε το δρόμο. Προχωρήσαμε σύρριζα στο χείλος της για κανένα τέταρτο του μιλίου, οπότε και πάλι σταματήσαμε, γιατί βρέθηκε μπροστά μας ένα βαθύτατο βάραθρο, και μην μπορώντας να προχωρήσουμε στο χείλος του, αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην κύρια χαράδρα.

Page 71: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Τραβήξαμε μετά για τα ανατολικά, αλλά κι εκεί μας περίμενε η ίδια τύχη. Μετά από μίας ώρας σκαρφαλώματα, με κίνδυνο να τσακιστούμε, ανακαλύψαμε πως είχαμε κατέβει απλώς σε έναν πελώριο λάκκο από μαύρο γρανίτη, με ψιλή σκόνη στον πυθμένα, που η μοναδική του έξοδος ήταν το κακοτράχαλο μονοπάτι απ' όπου είχαμε έρθει. Ανεβήκαμε πάλι με μεγάλο κόπο, και δοκιμάσαμε τώρα τη βόρεια πλευρά του λόφου. Εδώ ήμασταν υποχρεωμένοι να κινούμαστε με τη μεγαλύτερη δυνατή προφύλαξη, γιατί με την παραμικρή απροσεξία μας, θα μας έβλεπαν όλοι οι άγριοι του χωριού. Μπουσουλούσαμε, λοιπόν, με τα τέσσερα, και κάθε τόσο αναγκαζόμασταν να πέσουμε κατάχαμα και κολλώντας το κορμί μας στο χώμα, να έρπουμε πιασμένοι από τους θάμνους. Προτού προχωρήσουμε πολύ με τον προσεχτικό αυτό τρόπο, φτάσαμε μπροστά σ' ένα χάσμα πολύ βαθύτερο από όλα όσα είχαμε δει μέχρι τώρα, που οδηγούσε κατευθείαν στη μεγάλη χαράδρα. Να λοιπόν που οι φόβοι μας επαληθεύτηκαν, και ήμασταν ολότελα αποκομμένοι από κάθε πρόσβαση στον κόσμο κάτω. Εξαντλημένοι από τους τόσους μόχθους, καταφέραμε να γυρίσουμε όπως όπως στο πλάτωμα, πέσαμε στο στρώμα των ξερών φύλλων, και κοιμηθήκαμε γλυκά και βαθιά πολλές ώρες.

Για αρκετές μέρες μετά την άκαρπη αυτή προσπάθεια, εξερευνήσαμε εξονυχιστικά όλη την κορυφή του λόφου για να δούμε τι μπορούσε να μας προσφέρει. Δε βρήκαμε τίποτα φαγώσιμο, εκτός από τα ανθυγιεινά φουντούκια και λίγο άγριο χόρτο για το σκορβούτο, που φύτρωνε σε μια μικρή έκταση είκοσι τετραγωνικών μέτρων και θα τελείωνε γρή- γο'ρα. Στις 15 Φεβρουαρίου, απ' όσο θυμάμαι, δεν είχε μείνει ούτε φυλλαράκι, και τα φουντούκια είχαν λιγοστέψει σημαντικά· μ' άλλα λόγια, η θέση μας δε θα μπορούσε να είναι χειρότερη.3 Στις 16 κάναμε πάλι ένα γύρο στα τείχη της φυλακής μας, με την ελπίδα πως θα βρίσκαμε κάποια οδό δραπέτευσης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κατεβήκαμε επίσης στο χάσμα όπου είχαμε κατακλυστεί από τα χώματα, μήπως και ανακαλύψουμε μέσα από το κανάλι κάποιο άνοιγμα^που να βγάζει στη μεγάλη χαράδρα. Κι εδώ απογοητευτήκαμε, αν και βρήκαμε και πήραμε μαζί μας ένα μουσκέτο.

Στις 17 του μηνός ξεκινήσαμε αποφασισμένοι να εξετάσουμε προσεκτικά το χάσμα του μαύρου γρανίτη όπου είχαμε φτάσει την πρώτη φορά που εξερευνήσαμε την περιοχή. Θυμόμασταν πως είχε πάρει το μάτι μας μια ρωγμή στην πλευρά αυτού του βάραθρου, και ανυπομονούσαμε να την εξερευνήσουμε, αν και δεν περιμέναμε να βρούμε εδώ κάποιο άνοιγμα.

Δε δυσκολευτήκαμε πολύ να φτάσουμε στον πάτο τού χάσματος όπως και πρώτα, και ήμασταν τώρα αρκετά ήρεμοι για να το εξετάσουμε με κάποια προσοχή. Ήταν, στ' αλήθεια, ένα από τα πιο παράξενα μέρη που μπορείτε να φανταστείτε, και δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε πως ήταν αποκλειστικά έργο της φύσης. Ο λάκκος, από την ανατολική ώς τη δυτική του άκρη, είχε μήκος περίπου πεντακόσια μέτρα, αν υπολόγιζε κανείς όλες τις στροφές και τους μαιάνδρους που σχημάτιζε· η απόσταση από τα ανατολικά στα δυτικά, σε ευθεία γραμμή, δεν ξεπερνούσε (όπως υπέθεσα, χωρίς να έχω τα μέσα να κάνω ακριβείς μετρήσεις) τα σαράντα ή πενήντα μέτρα. Στο πρώτο σημείο που έφτανες όταν κατέβαινες στο χάσμα -δηλαδή, καμιά εκατοστή πόδια κάτω από την κορυφή τού λόφου, έβλεπες ότι οι πλευρές της αβύσσου δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους, και ήταν φανερό πως δεν ήταν ποτέ ενωμένες, γιατί η μία επιφάνεια ήταν από σαπουνόπετρα και η άλλη από ασβεστολιθικό άργιλλο με μεταλλικές προσμείξεις. Το μέσο πλάτος ή ο χώρος ανάμεσα στους δύο γκρεμούς, θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα εδώ εξήντα πόδια, αλλά δεν υπήρχε ομοιομορφία στη διάπλαση του βαράθρου. Όταν κατέβαινες, ωστόσο, κάτω από το όριο που ανέφερα, η απόσταση αυτή μίκραινε γρήγορα, και οι πλευρές γίνονταν παράλληλες, αν και συνέχιζαν για λίγο ακόμη να παρουσιάζουν διαφορές στο υλικό του πετρώματος και στη μορφή της επιφάνειας. Σε απόσταση όμως πενήντα ποδιών από τον πυθμένα, παρουσιαζόταν τέλεια ομοιομορφία. Οι πλευρές ήταν τώρα όμοιες στην υφή, στο χρώμα, στην κλίση. Το υλικό τους ήταν μαύρος και πολύ γυαλιστερός γρανίτης, και η απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές, σε όλα τα σημεία, ακριβώς είκοσι μέτρα. Ο ακριβής σχηματισμός του χάσματος θα γίνει καλύτερα αντιληπτός με τη βοήθεια ενός σχεδιαγράμματος που έφτιαξα επί τόπου· γιατί είχα, ευτυχώς, μαζί μου ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, που τα φύλαξα με μεγάλη προσοχή σ' όλες τις ατέλειωτες κατοπινές περιπέτειές μου, και που σ' αυτά χρωστώ τα σημειώματα για πολλά θέματα, που θα είχαν σβήσει αλλιώς από τη μνήμη μου.

Αυτό το σχήμα (1) δίνει το γενικό περίγραμμα του χάσματος, χωρίς τις πολλές μικρότερες κοιλότητες που υπήρχαν στις πλευρές, και που η καθεμία είχε μιαν αντίστοιχη προεξοχή στην απέναντι πλευρά. Ο πυθμένας του βάραθρου ήταν σκεπασμένος από πολύ λεπτή, άπιαστη σχεδόν σκόνη, πάχους τριών τεσσάρων ιντσών, και από κάτω βρήκαμε πάλι τον ίδιο μαύρο γρανίτη. Δεξιά, στην κάτω άκρη, θα παρατηρήσετε ένα μικρό άνοιγμα- πρόκειται για τη ρωγμή που ανέφερα προηγουμένως, και που η προσεχτική διερεύνησή της ήταν ο σκοπός της δεύτερης αυτής επίσκεψής μας. Προχωρήσαμε τώρα τολμηρά στο εσωτερικό της, κόβοντας κάτι βάτους που μας εμπόδιζαν και παραμερίζοντας ένα σωρό από σουβλερούς πυριτόλιθους που έμοιαζαν λίγο στην εμφάνιση με αιχμές από θέ- λη. Πήραμε ωστόσο κουράγιο να συνεχίσουμε, γιατί είδαμε λίγο φως στην απέναντι άκρη. Καταφέραμε τέλος να διανύσουμε με κόπο μια τριανταριά πόδια, και βρήκαμε ότι το άνοιγμα ήταν μια χαμηλή και κανονικά σχηματισμένη αψίδα, με το δάπεδο της καλυμμένο από την ίδια λεπτή σκόνη όπως και στο καθαυτό χάσμα. Ένα δυνατό φως μας χτύπησε ξαφνικά και, στρίβοντας λίγο, βρεθήκαμε σ' έναν άλλο ψηλοτάβανο χώρο, όμοιο με τον προηγούμενο αλλά μακρόστενο. Το σχήμα του δίνεται εδώ.

Το συνολικό μήκος αυτού του χάσματος από το άνοιγμα (α) ώς την καμπύλη (β), και από κει ώς το άκρο (δ) είναι πεντακόσια πενήντα μέτρα. Στο σημείο (γ) ανακαλύψαμε ένα μικρό άνοιγμα, όμοιο μ' εκείνο απ' όπου είχαμε περάσει για να 'ρθούμε από το άλλο χάσμα, και γεμάτο κι αυτό με βάτους και άσπρες αιχμές βελών από πυριτόλιθο. Περνώντας απ'

Page 72: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

αυτό, είδαμε ότι είχε μήκος κάπου σαράντα πόδια, και φτάσαμε στη συνέχεια σ' ένα τρίτο χάσμα. Ήταν κι αυτό όμοιο με το πρώτο, με μόνη εξαίρεση το μακρόστενο σχήμα του, που είναι το ακόλουθο:

Σχήμα 5

Βρήκαμε ότι το συνολικό μήκος του τρίτου χάσματος ήταν τριακόσια είκοσι μέτρα. Στο σημείο (α) υπήρχε ένα άνοιγμα πλάτους έξι ποδιών, που προχωρούσε κάπου δεκαπέντε πόδια μες στο θράχο, και τελείωνε σ' ένα στρώμα αργιλλώδους πετρώματος, χωρίς να έχει άλλο χάσμα πιο πέρα, όπως περιμέναμε. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε από τη ρωγμή αυτή, όπου πολύ λίγο φως περνούσε, όταν ο Πήτερς μου είπε να προσέξω μια σειρά από περίεργα σκαλίσματα στην επιφάνεια του βράχου που σχημάτιζε το τέρμα του αδιεξόδου. Με λίγη φαντασία, το αριστερό ή βορειότερο από αυτά τα σκαλίσματα θα μπορούσε να εκληφθεί σαν σκόπιμη αν και αδέξια απεικόνιση μιας ανθρώπινης μορφής, όρθιας, με τεντωμένα μπράτσα. Τα υπόλοιπα σκαλίσματα παρουσίαζαν κι αυτά μια ομοιότητα με αλφαβητικούς χαρακτήρες, και ο Πήτερς επέμενε με επιπολαιότητα να πιστέψει ότι πράγματι τέτοιοι ήΐαν. Τον έπεισα για το λάθος του, δείχνοντάς του το δάπεδο της ρωγμής, όπου ανάμεσα στη σκόνη μαζέψαμε κομμάτι κομμάτι πολλά θραύσματα αργίλλου που είχαν αποκοπεί, ασφαλώς εξαιτίας κάποιας δόνησης, από την επιφάνεια με τα σκαλίσματα, και που προσαρμόζονταν τέλεια σ' αυτήν αυτό αποδείκνυε ότι ήταν έργα της φύσης. Το σχήμα 4 παρουσιάζει ένα πιστό αντίγραφο των σκαλισμάτων.

Σχήμα 4

Αφού πεισθήκαμε ότι τα περίεργα αυτά σπήλαια δε μας παρείχαν κανένα δρόμο διαφυγής από τη φυλακή μας, γυρίσαμε, αποκαρδιωμένοι και αποθαρρυμένοι, στην κορυφή του λόφου. Τίποτε αξιομνημόνευτο δε συνέβη τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες, εκτός από το ότι, εξετάζοντας το έδαφος στα ανατολικά του τρίτου χάσματος, βρήκαμε δύο τριγωνικές οπές μεγάλου βάθους και με πλευρές από μαύρο γρανίτη. Δεν κρίναμε σκόπιμο να κατεβούμε σ' αυτές τις οπές, γιατί είχαν την εμφάνιση φυσικών πηγαδιών, χωρίς άλλη έξοδο. Είχαν το καθένα περιφέρεια είκοσι μέτρων, και το σχήμα τους, όπως και η θέση τους σχετικά με το τρίτο χάσμα, φαίνονται στο σχήμα 5.

Κεφάλαιο εικοστό τέταρτο

Στις 20 του μηνός, μην αντέχοντας άλλο να τρεφόμαστε με τα φουντούκια που μας προκαλούσαν τόσο φοβερές αδιαθεσίες, αποφασίσαμε να κάνουμε μια απεγνωσμένη απόπειρα να κατεβούμε τη νότια πλαγιά του λόφου. Η επιφάνεια ήταν εδώ από πολύ μαλακή σαπουνόπετρα, αν και σχεδόν κάθετη σ' όλη της την έκταση (είχε βάθος τουλάχιστον εκατόν πενήντα πόδια), και σε πολλά σημεία μάλιστα κεκλιμένη προς το εσωτερικό. Μετά από πολλά ψαξίματα, ανακαλύψαμε ένα στενό πεζούλι, κάπου είκοσι πόδια κάτω από το χείλος του γκρεμού· εκεί κατάφερε να πηδήσει ο Πήτερς, ενώ εγώ τον βοηθούσα κρατώντας τον με τα μαντίλια μας που τα είχαμε δέσει μεταξύ τους. Με περισσότερη δυσκολία κατέβηκα κι εγώ· και είδαμε τότε ότι θα μπορούσαμε να κατέβουμε όλη την πλαγιά με τον ίδιο τρόπο, όπως είχαμε σκαρφαλώσει από το χάσμα όταν είχαμε θαφτεί από την πτώση του λόφου -δηλαδή σκάβοντας σκαλοπάτια στο μαλακό σαπουνόβραχο με τα μαχαίρια μας. Ο κίνδυνος του εγχειρήματος δε χωράει στο νου του ανθρώπου, αλλά μην έχοντας άλλη διέξοδο, απο-φασίσαμε να το αποτολμήσουμε.

Στο πεζούλι όπου βρισκόμασταν, φύτρωναν μερικοί από τους θάμνους με τα φουντούκια· και σ' έναν από αυτούς στεριώσαμε τη μία άκρη του σκοινιού που είχαμε φτιάξει με τα μαντίλια. Την άλλη άκρη τη δέσαμε γύρω από τη μέση του Πήτερς, και μετά τον χαμήλωσα πάνω από το βάραθρο, μέχρι που το σκοινί τεντώθηκε. Άρχισε τότε να σκάβει μια βαθιά τρύπα στη σαπουνόπετρα (ώς οχτώ ή δέκα ίντσες), και με ύψος ένα πόδι περίπου, για να μπορέσει να καρφώσει έναν αρκετά γερό πασσαλίσκο με το κοντάκι του όπλου του στην εξομαλυμένη επιφάνεια. Μετά τον τράβηξα τέσσερα πόδια πιο πάνω, όπου και άνοιξε μια δεύτερη τρύπα, όμοια με την αποκάτω, καρφώνοντας και πάλι έναν πασσάλίσκο κι έχοντας έτσι στήριγμα και για τα πόδια και για τα χέρια του. Έλυσα ύστερα τα μαντίλια από το θάμνο και του πέταξα την άκρη, που την έδεσε στον πασσαλίσκο της επάνω τρύπας, και αφέθηκε μετά να γλιστρήσει σιγά σιγά τρία πόδια χαμηλότερα από την προηγούμενη θέση του -δηλαδή, ώς εκεί που έφτανε το σκοινί απ' τα μαντίλια. Εκεί έσκαψε άλλη μια τρύπα κι έμπηξε άλλον ένα πασσαλίσκο. Μετά, σύρθηκε προς τα πάνω, στηρίζοντας τα πόδια του στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει, και πιάνοντας με τα χέρια τον πάσσαλο που ήταν στην αμέσως επόμενη τρύπα. Ήταν ανάγκη τώρα να λύσει τα μαντίλια από τον πρώτο πάσσαλο, με σκοπό να τα στεριώσει στον δεύτερο" και εδώ διαπίστωσε ότι είχε κάνει λάθος ανοίγοντας τις τρύπες σε τόσο μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Ωστόσο, μετά από κάνα δύο αποτυχημένες και επικίνδυνες προσπάθειες να φτάσει τον κόμπο (κρατημένος με το αριστερό του χέρι, ενώ πάσχιζε να λύσει τον κόμπο με το δεξί), έκοψε τέλος το σκοινί, αφήνοντας ένα κομμάτι έξι ιντσών κρεμασμένο από τον πάσσαλο. Δένοντας τώρα τα μαντίλια στο δεύτερο πασ-σαλίσκο, κατέβηκε σε ένα σημείο πιο κάτω από τον τρίτο, προσέχοντας όμως αυτή τη φορά να μην πάει πολύ κάτω. Με τον τρόπο αυτό (που δε θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό, και που τον χρωστάμε εξολοκλήρου στην επινοητικότητα και την αποφασιστικότητα του Πήτερς), ο σύντροφος μου πέτυχε τελικά, με τη βοήθεια των λιγοστών προεξοχών που υπήρχαν στον γκρεμό, να φτάσει στον πάτο χωρίς να πάθει τίποτε.

Χρειάστηκε ώρα μέχρι να συγκεντρώσω αρκετή αποφασιστικότητα για να τον ακολουθήσω- τέλος όμως το επιχείρησα. Ο Πήτερς είχε βγάλει το πουκάμισο του προτού να κατεβεί, κι αυτό, μαζί με το δικό μου, σχημάτισε το σκοινί που μου ήταν απαραίτητο σ' αυτή την περιπέτεια. Αφού πέταξα κάτω το μουσκέτο που είχαμε βρει στο χάσμα, έδεσα το σκοινί στους θάμνους, και αφέθηκα να γλιστρήσω γρήγορα, πασχίζοντας με τις έντονες κινήσεις μου να καταπνίξω το φόβο που

Page 73: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

δεν μπορούσα να υπερνικήσω μ' άλλον τρόπο. Το τέχνασμα αυτό πέτυχε αρκετά στα πρώτα τέσσερα ή πέντε σκαλοπάτια- σε λίγο όμως αισθάνθηκα τη φαντασία μου να παίρνει φωτιά στη σκέψη των αχανών βαράθρων που έπρεπε να κατέβω, των επισφαλών και αβέβαιων πασσάλων και των οπών στο μαλακό βράχο που αποτελούσαν το μόνο στήριγμά μου. Μάταια πάλευα να διώξω μακριά αυτούς τους στοχασμούς, και να κρατήσω τα μάτια μου σταθερά στυλωμένα στην επίπεδη επιφάνεια του γκρεμού μπροστά μου. Όσο περισσότερο αγωνιζόμουν να μη σκέφτομαι, τόσο πιο ζωντανές πρόβαλλαν οι φοβερές εικόνες μπροστά μου, με όλες τους τις φρικαλέες λεπτομέρειες. Σε λίγο έφτασε η κρίση εκείνη της φαντασίας, η τόσο επικίνδυνη σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου προβλέπουμε τα αισθήματα που θα μας κατέχουν όταν θα πέφτουμε -φανταζόμαστε τη ναυτία, τη ζαλάδα, τον τελευταίο αγώνα, την ημιλιποθυ- μία, και τέλος τη φρίκη της πτώσης με το κεφάλι, και τη συντριβή. Και έβλεπα τώρα πως όλες αυτές οι φαντασιώσεις δημιουργούσαν τη δική τους πραγματικότητα, και όλα τα φρικαλέα γεγονότα που είχαν περάσει από το νου μου συνωστίζονταν γύρω μου σαν πραγματικά. Ένιωσα τα γόνατά μου να τρέμουν δυνατά, ενώ τα δάχτυλά μου, αργά αλλά σταθερά, χαλάρωναν τη λαβή τους. Τα αυτιά μου βούιζαν, και είπα: «Οι κωδωνοκρουσίες του θανάτου!» Και τώρα με βασάνιζε η ακατανίκητη επιθυμία να κοιτάξω κάτω. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να κρατήσω το βλέμμα μου στην επιφάνεια του βράχου- και με μία τρελή, απερίγραπτη συγκίνηση, μισή φρίκη, μισή ανακούφιση, έριξα τη ματιά μου βαθιά στην άβυσσο. Για μια στιγμή, τα δάχτυλά μου γαντζώθηκαν σπασμωδικά από το στήριγ-, μα, ενώ, με την κίνηση, η πιο αχνή και θολή ιδέα για τελική σωτηρία πέρασε σαν σκιά από το νου μου- την επόμενη στιγμή, όλη μου η ψυχή κατακλύστηκε από τη λαχτάρα να πέσω· επιθυμία, πόθος, πάθος ανεξέλεγκτο. Άφησα αμέσως τον πασσαλίσκο, και μισογυρίζοντας προς τον γκρεμό, απόμεινα για μια στιγμή να κλονίζομαι μπροστά στη γυμνή του επιφάνεια. Τώρα όμως το μυαλό μου στριφογύριζε- μια στριγκιά φασματική φωνή μου διαπερνούσε τ' αυτιά- μια σκοτεινή, δαιμονική και ακαθόριστη μορφή στεκόταν ακριβώς από κάτω μου- και, μ' έναν αναστεναγμό, αφέθηκα να Βυθιστώ με παλλόμενη καρδιά κι έπεσα στα χέρια της.

Είχα λιποθυμήσει, και ο Πήτερς με είχε πιάσει καθώς έπεφτα. Είχε παρατηρήσει τις αντιδράσεις μου από κει που βρισκόταν, στο βάθος του γκρεμού- και βλέποντας ότι ήμουν σε άμεσο κίνδυνο, προσπάθησε να μου δώσει κουράγιο με κάθε τρόπο που του περνούσε από το μυαλό· ωστόσο, η πνευματική μου σύγχυση ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπόρεσα όχι μόνο ν' ακούσω τι μου έλεγε, αλλά ούτε καν να αντιληφθώ ότι μου είχε μιλήσει. Τέλος, βλέποντας με να ταλαντεύομαι, έτρεξε κι ανέβηκε για να με σώσει, κι έφτασε ακριβώς πάνω στην ώρα. Αν έπεφτα με όλο μου το βάρος, το υφασματένιο σκοινί θα έσπαζε αναπόφευκτα, και θα γκρεμιζόμουν στην άβυσσο- ο Πήτερς όμως κατάφερε να με αφήσει να γλιστρήσω σιγά σιγά, έτσι που να μείνω κρεμασμένος χωρίς κίνδυνο μέχρι να συνέλθω. Αυτό έγινε σε δεκαπέντε περίπου λεπτά. Όταν βρήκα τις αισθήσεις μου, κάθε φόβος είχε σβήσει μέσα μου- ένιωθα άλλος άνθρωπος, και με λίγη βοήθεια ακόμη από το σύντροφο μου, έφτασα στον πυθμένα σώος και αβλαβής.

Βρισκόμασταν τώρα λίγο πιο πέρα από τη χαράδρα που είχε γίνει τάφος των φίλων μας, και στα νότια του σημείου όπου είχε καταρρεύσει ο λόφος. Το τοπίο ήταν άγριο, και η όψη του μου έφερνε στο νου τις περιγραφές μερικών ταξιδιωτών για τις μελαγχολικές περιοχές που βρίσκονται στη θέση της κατεστραμμένης Βαβυλώνας. Εκτός από τα ερείπια του πεσμένου γκρεμού, που σχημάτιζαν ένα χαοτικό φράγμα στα βόρεια, η επιφάνεια του εδάφους προς κάθε κατεύθυνση ήταν γεμάτη από τεράστια αναχώματα, που έμοιαζαν με απομεινάρια γιγάντιων κατασκευασμάτων, αν και, όταν τα εξέταζες λεπτομερώς, δεν έβλεπες τίποτα που να φαίνεται τεχνητό. Υπήρχε άφθονη ηφαιστειακή σκωρία, και μεγάλες άμορφες μάζες μαύρου γρανίτη, και άλλες από αργιλλώδες4 πέτρωμα με μεταλλικές προσμείξεις. Ίχνος βλάστησης δεν υπήρχε σε όλη την άχαρη αυτή περιοχή ώς εκεί που έφτανε το μάτι. Είδαμε αρκετούς τεράστιους σκορπιούς και διάφορα ερπετά που δε βρίσκονται πουθενά αλλού στα υψηλά γεωγραφικά πλάτη.

Καθώς ο κύριος σκοπός μας ήταν η εξεύρεση τροφής, αποφασίσαμε να τραβήξουμε για την παραλία, που απείχε κάπου μισό μίλι, για να πιάσουμε καμία χελώνα από αυτές που είχαμε δει από την κρυψώνα μας στο λόφο. Είχαμε προχωρήσει καμιά εκατοστή μέτρα, βαδίζοντας προσεχτικά μέσα από μεγάλους βράχους και σωρούς χωμάτων, όταν, σε μια στροφή, πέντε άγριοι πετάχτηκαν από μια μικρή σπηλιά, κι έριξαν κάτω τον Πήτερς χτυπώντας τον με ρόπαλο. Μόλις έπεσε, όρμησαν όλοι πάνω του να τον ακινητοποιήσουν, δίνοντάς μου έτσι καιρό να συνέλθω από την κατάπληξή μου. Είχα ακόμη το μουσκέτο, αλλά η κάνη του είχε πάθει τόση ζημιά όταν το έριξα στον γκρεμό, που το πέταξα μακριά σαν άχρηστο και προτίμησα να εμπιστευτώ τα πιστόλια μου, που τα είχα διατηρήσει με πολλή φροντίδα σε καλή κατάσταση. Κρατώντας τα στα χέρια μου, βάδισα εναντίον των αντιπάλων μας και τους πυροβόλησα, τον ένα μετά τον άλλον απανωτά. Δύο άγριοι έπεσαν κάτω, και ένας, που ετοιμαζόταν να μπήξει μια λόγχη στο σώμα του Πήτερς, πετάχτηκε όρθιος χωρίς να ολοκληρώσει το σκοπό του. Τώρα που ο σύντροφος μου ελευθερώθηκε, δεν αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες. Είχε κι αυτός τα πιστόλια του, αλλά απέφυγε με σύνεση να τα χρησιμοποιήσει, έχοντας εμπιστοσύνη στη μεγάλη σωματική του δύναμη, που ξεπερνούσε κατά πολύ τη δύναμη όλων των άλλων ανθρώπων που γνώρισα ποτέ. Αρπάζοντας το ρόπαλο τού ενός πεσμένου αγρίου, τσάκισε τα κρανία των τριών που απόμειναν, σκοτώνοντας ακαριαία τον καθένα μ' ένα μοναδικό χτύπημα. Μείναμε έτσι απόλυτοι κυρίαρχοι του πεδίου μάχης.

Τα γεγονότα αυτά είχαν γίνει τόσο γρήγορα, ώστε δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε ότι ήταν αληθινά, και στεκόμασταν σαν αποβλακωμένοι πάνω από τα πτώματα των αγρίων, όταν μας έφεραν στα λογικά μας δυνατές κραυγές που ακούστηκαν από μακριά. Ήταν φανερό ότι οι άγριοι είχαν ξεσηκωθεί από τους πυροβολισμούς, και πολύ λίγες ελπίδες είχαμε να μη μας ανακαλύψουν. Για να ξαναπάμε στον γκρεμό, έπρεπε να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση απ' όπου έρχονταν οι κραυγές- και αν ακόμη καταφέρναμε να φτάσουμε στη βάση του, δε θα μπορούσαμε ποτέ να αναρριχηθούμε χωρίς να μας δουν. Η

Page 74: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

θέση μας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, και δεν ξέραμε ποιο μονοπάτι να πάρουμε, όταν ένας από τους αγρίους που είχα πυροβολήσει, και που τον θεωρούσα νεκρό, πετάχτηκε όρθιος και προσπάθησε να ξεφύγει. Τον προφτάσαμε πάντως, προτού κάνει πολλά βήματα, και ήμασταν έτοιμοι να τον θανατώσουμε, όταν ο Πήτερς εξέφρασε τη γνώμη ότι θα ήταν ίσως χρήσιμο να τον αναγκάζαμε να μας ακολουθήσει στην προσπάθειά μας να δραπετεύσουμε. Τον σύραμε λοιπόν μαζί μας, δίνοντάς του να καταλάβει ότι θα τον πυροβολούσαμε αν πρόβαλλε αντίσταση. Σε λίγα λεπτά είχε υποταχθεί στην εντέλεια, και έτρεχε δίπλα μας καθώς κόβαμε δρόμο μέσα από τους βράχους, τραβώντας για την παραλία.

Μέχρι στιγμής, οι ανωμαλίες του εδάφους έκρυβαν, εκτός από σύντομα διαλείμματα, τη θάλασσα από τα μάτια μας, και όταν την αντικρίσαμε για πρώτη φορά, απείχε περίπου διακόσια μέτρα. Μόλις βγήκαμε στην ανοιχτή παραλία, είδαμε, με μεγάλη αναστάτωση, ένα τεράστιο πλήθος ιθαγενών να ξεχύνεται από το χωριό και απ' όλα τα άλλα σημεία του νησιού, και να τραβά καταπάνω μας με ουρλιαχτά σαν των αγρίων θηρίων, και χειρονομίες που μαρτυρούσαν λυσσασμένη μανία. Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε μεταβολή και να προσπαθήσουμε να κρυφτούμε ανάμεσα στα βράχια και τους θάμνους, όταν ανακάλυψα τις πλώρες δύο μονόξυλων να ξεπροβάλλουν πίσω από ένα μεγάλο βράχο που έφτανε ώς μέσα στη θάλασσα. Τρέξαμε τώρα προς τα κει όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, και φτάνοντας, τα βρήκαμε αφύλαχτα και χωρίς άλλο φορτίο εκτός από τρεις μεγάλες χελώνες Γκαλαπάγκος και κουπιά για εξήντα κωπηλάτες. Μπήκαμε αμέσως σ' ένα από αυτά, και μπαρκάροντας με το ζόρι και τον αιχμάλωτο μας, τραβήξαμε για τ' ανοιχτά κωπηλατώντας μ' όλη μας τη δύναμη.

Δεν είχαμε απομακρυνθεί, ωστόσο, περισσότερο από πενήντα μέτρα από την ακτή όταν, ηρεμώντας κάπως, καταλάβαμε τι μεγάλο λάθος είχαμε κάνει αφήνοντας το άλλο μονόξυλο στη διάθεση των αγρίων, που απείχαν τώρα από την παραλία δύο φορές περίπου όσο εμείς, και που κέρδιζαν γρήγορα έδαφος. Δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Είχαμε ελάχιστες ελπίδες να πετύχουμε, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήταν πολύ αμφίβολο αν, και με τις μεγαλύτερες προσπάθειες, θα προφταίναμε να φτάσουμε στην ακτή πριν απ' αυτούς και να τους εμποδίσουμε να πάρουν το μονόξυλο- υπήρχε όμως και μια πιθανότητα να τα καταφέρουμε. Αν πετυχαίναμε, θα σώζαμε τις ζωές μας, ενώ αν δεν κάναμε την προσπάθεια, θα ήταν σα να παραδινό-μασταν με σταυρωμένα χέρια σε αναπόφευκτη σφαγή.

Η πλώρη και η πρύμνη του μονόξυλου ήταν όμοιες, κι έτσι, αντί να το στρέψουμε από την άλλη μεριά, αρχίσαμε απλώς να τραβάμε κουπί αντίθετα. Μόλις το κατάλαβαν οι άγριοι, άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν με τη διπλή δύναμη και ταχύτητα, και πλησίαζαν πολύ γρήγορα. Εμείς ωστόσο συνεχίσαμε να κωπηλατούμε με τη δύναμη που δίνει η απελπισία, και φτάσαμε στο επίμαχο σημείο την ίδια στιγμή με έναν από τους ιθαγενείς. Ο άνθρωπος αυτός πλήρωσε ακριβά τη γρηγοράδα των ποδιών του, γιατί ο Πήτερς τον πυροβόλησε με το πιστόλι στο κεφάλι καθώς πλησίαζε την ακτή. Οι περισσότεροι από την ομάδα του θα απείχαν κάπου είκοσι ή τριάντα βήματα τη στιγμή που αρπάζαμε το μονόξυλο. Προσπαθήσαμε στην αρχή να το τραβήξουμε στα βαθιά νερά, μακριά από τους αγρίους, αλλά βλέποντας ότι ήταν γερά κολλημένο στην άμμο, και μη έχοντας καιρό για χάσιμο, ο Πήτερς, χτυπώντας δυνατά κάνα δυο φορές με την κάνη του μουσκέτου του, κατάφερε να σπάσει ένα μεγάλο μέρος της πλώρης και του .ενός πλευρού. Μετά, αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε. Δυο άγριοι όμως είχαν αρπαχτεί στο μεταξύ από τη βάρκα μας, και μας εμπόδιζαν πεισματικά να φύγουμε, ώσπου αναγκαστήκαμε να τους ξεπαστρέψουμε με τα μαχαίρια μας. Ήμασταν τώρα ελεύθεροι, και τραβούσαμε γρήγορα για τ' ανοιχτά. Μόλις έφτασε το πλήθος των αγρίων μπροστά στο σπασμένο μονόξυλο, ξέ- σπάσε στα πιο τρομερά ουρλιαχτά οργής και απογοήτευσης που μπορείτε να φανταστείτε. Στ' αλήθεια, απ' ό,τι έβλεπα, τα καθάρματα αυτά ήταν η πιο κακιά, υποκριτική, εκδικητική, αιμοδιψής, και με δυο λόγια δαιμονική φυλή που υπήρχε στη γη. Ήταν φανερό πως δε θα βρίσκαμε έλεος αν πέφταμε στα χέρια τους. Έκαναν μια τρελή απόπειρα να μας ακολουθήσουν με το ρημαγμένο μονόξυλο, αλλά βρίσκοντάς το άχρηστο, άφησαν την οργή τους να ξεθυμάνει με απαίσια ουρλιαχτά, κι έτρεξαν πάνω στους λόφους.

Είχαμε γλιτώσει έτσι από άμεσο κίνδυνο, αλλά η θέση μας παρέμενε ζοφερή. Ξέραμε ότι υπήρχαν αρχικά τέσσερα μονόξυλα σαν το δικό μας, και αγνοούσαμε το γεγονός (που μάθαμε αργότερα από τον αιχμάλωτο μας) ότι δύο από αυτά είχαν γίνει κομμάτια στην έκρηξη της Τζέην Γκάη. Υπολογίζαμε, λοιπόν, ότι οι εχθροί θα μας καταδίωκαν και πάλι μόλις έφταναν στον όρμο (που απείχε τρία περίπου μίλια) όπου άραζαν συνήθως τις βάρκες. Με το φόβο αυτό, κάναμε κάθε προσπάθεια να αφήσουμε πίσω μας το νησί, και προχωρήσαμε γρήγορα υποχρεώνοντας τον αιχμάλωτο να τραβήξει κι αυτός κουπί. Σε μισή ώρα περίπου, ενώ είχαμε ήδη κερδίσει κάπου πέντε ή έξι μίλια πλέοντας προς τα νότια, είδαμε έναν μεγάλο στόλο από επίπεδα μονόξυλα ή σχεδίες να ξεπροβάλλει μέσα από τον όρμο με σκοπό, προφανώς, να μας καταδιώξει. Γρήγορα γύρισαν πίσω, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσαν να μας προφτάσουν.

Κεφάλαιο εικοστό πέμπτο

Βρεθήκαμε τώρα στον απέραντο και έρημο Ανταρκτικό Ωκεανό, σε γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από ογδόντα τέσσερις μοίρες, πάνω σ' ένα εύθραυστο μονόξυλο, και χωρίς άλλες προμήθειες εκτός από τις τρεις χελώνες. Ο ατέλειωτος πολικός χειμώνας δε θα αργούσε πολύ, κι ήταν απόλυτη ανάγκη να σκεφτούμε καλά ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε. Υπήρχαν εκεί κοντά έξι ή εφτά νησιά, που ανήκαν στην ίδια συστάδα και απείχαν αναμεταξύ τους πέντε ή έξι λεύγες· δεν είχαμε σκοπό όμως να αποβιβαστούμε σε κανένα από αυτά. Όταν ερχόμασταν από τα βόρεια με την Τζέην Γκάη, αφήναμε σιγά σιγά πίσω μας τις περιοχές με τους περισσότερους πάγους -αυτό, όσο κι αν φαίνεται ασύμφωνο με τις γενικές αντιλήψεις σχετικά με την Ανταρκτική, ήταν ένα γεγονός που η πείρα δε μας επέτρεπε να το αρνηθούμε. Θα ήταν καθαρή τρέλα λοιπόν να επιχειρήσουμε να γυρίσουμε πίσω -και μάλιστα σε τέτοια εποχή. Μας απόμενε μονάχα μια ελπίδα. Αποφασίσαμε να τραβήξουμε άφοβα για το νότο, όπου υπήρχε τουλάχιστον η πιθανότητα να ανακαλύψουμε άλλες χώρες,

Page 75: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

και μια βεβαιότητα σχεδόν να βρούμε ακόμη πιο ήπιο κλίμα.

Μέχρι τώρα είχαμε διαπιστώσει ότι ο Ανταρκτικός, όπως και ο Αρκτικός Ωκεανός, ήταν κατά περίεργο τρόπο απαλλαγμένος από βίαιες καταιγίδες με μεγάλες τρικυμίες- το μονόξυλο μας όμως ήταν, το λιγότερο, εύθραυστο, αν και μεγάλο, και στρωθήκαμε στη δουλειά για να το κάνουμε όσο ασφαλέστερο επέτρεπαν τα περιορισμένα μέσα που διαθέταμε. Το κουφάρι της βάρκας ήταν φτιαγμένο μοναχά από φλοιό -το φλοιό ενός άγνωστου δέντρου. Τα στραβόξυλα ήταν από σκληρή λυγαριά, πολύ κατάλληλη για τη δουλειά αυτή. Είχαμε χώρο γύρω στα πενήντα πόδια από την πλώρη ώς την πρύμνη, και πλάτος από τέσσερα ώς έξι, και βάθος τεσσεράμισι πόδια -ήταν έτσι ολότελα διαφορετική στο σχήμα από τις βάρκες όλων των άλλων κατοίκων του Νοτίου Ωκεανού που γνω- ρίζούν τα πολιτισμένα έθνη. Δεν πιστέψαμε ποτέ ότι τις είχαν φτιάξει οι αμαθείς νησιώτες που τις χρησιμοποιούσαν και λίγες μέρες αργότερα, ανακαλύψαμε, ανακρίνοντας τον αιχμάλωτο μας, ότι τις είχαν φτιάξει οι κάτοικοι ενός συγκροτήματος που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά της χώρας όπου τις βρήκαμε, και ότι είχαν πέσει τυχαία στα χέρια των γνωστών μας βαρβάρων. Πράγματι, πολύ λίγα πράγματα μπορούσαμε να κάνουμε για την ασφάλεια της βάρκας μας. Ανακαλύψαμε πολλές πλατιές χαραμάδες κοντά στις δύο άκρες, και καταφέραμε να τις κλείσουμε με κομμάτια από ένα μάλλινο σακάκι. Με τη βοήθεια των περισσευούμενων κουπιών, που ήταν πάρα πολλά, φτιάξαμε ένα είδος πλαισίου πάνω από την πλώρη, για να σπάει εκεί η φόρα των κυμάτων που θα μπορούσαν να πλημμυρίσουν τη βάρκα μας. Στήσαμε ακόμη δύο κουπιά για κατάρτια, αντικριστά μεταξύ τους, το καθένα σε μια κουπαστή, για να μη χρειαζόμαστε έτσι αντένα. Στα κατάρτια αυτά δέσαμε ένα πανί φτιαγμένο από τα πουκάμισά μας -και το πετύχαμε μάλιστα με αρκετή δυσκολία, γιατί δε μας πρόσφερε καμία απολύτως βοήθεια ο αιχμάλωτος μας, αν και ήταν πρόθυμος να λάβει μέρος σ' όλες τις άλλες δουλειές. Η θέα του λινού άσπρου υφάσματος φαινόταν να τον αναστατώνει με πολύ περίεργο τρόπο. Δεν μπορούσαμε να τον πείσουμε με τίποτα να το αγγίξει ή να το πλησιάσει, και όταν προσπαθήσαμε να τον εξαναγκάσουμε, έτρεμε ολόκληρος και φώναζε: «Τεκέλι-λι/»

Αφού κάναμε όλα όσα μπορούσαμε για την ασφάλεια του μονόξυλου, βάλαμε πλώρη για τα νότια-νοτιοανατολι- κά, με σκοπό να καβαντζάρουμε το νοτιότερο από τα νησιωτικά συγκροτήματα που φαινόντουσαν. Όταν έγινε κι αυτό, γυρίσαμε την πλώρη τελείως προς το νότο. Ο καιρός δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να χαρακτηριστεί δυσάρεστος. Είχαμε ένα πολύ απαλό βοριαδάκι, η θάλασσα ήταν γαλήνια, και το φως της μέρας συνεχές. Δε βλέπαμε πουθενά ίχνος πάγου- και ούτε είδα έστω ένα μόριο πάγου αφότου πέρασα από την παράλληλο της νήσου Μπένετ. Πράγματι, η θερμοκρασία του νερού εδώ ήταν τόσο ψηλή, που δεν υπήρχε περίπτωση να διατηρηθεί πάγος. Σκοτώνοντας τη μεγαλύτερη χελώνα μας, και εξασφαλίζοντας έτσι όχι μόνο τροφή αλλά και άφθονο νερό, συνεχίσαμε την πορεία μας χωρίς κανένα περιστατικό για επτά ή οκτώ μέρες, στη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να καλύψαμε μια μεγάλη απόσταση προς το νότο, γιατί φυσούσε συνε-χώς πρίμος άνεμος, και ένα πολύ ισχυρό ρεύμα με σταθερή κατεύθυνση προς το νότο μας βοηθούσε στην πλεύση μας.

1η Μαρτίου.5 Πολλά ασυνήθιστα φαινόμενα έδειχναν τώρα ότι μπαίναμε σε μιαν άγνωστη και θαυμαστή περιοχή. Ένα υψηλό τείχος από ανάλαφρο γκρίζο ατμό εμφανιζόταν μόνιμα στο νότιο ορίζοντα, απ' όπου ξεπετάγονταν κάθε τόσο πυργωτές στήλες, μια από τα ανατολικά στα δυτικά, μια από τα δυτικά στ' ανατολικά, και μετά πάλι εξαφανίζονταν, και η κορυφή του γινόταν επίπεδη και ενιαία -έμοιαζε δηλαδή στις τρελές παραλλαγές του με το Βόρειο Σέλας. Το μέσο ύψος του ατμού αυτού, όπως φαινόταν από τη θέση μας, ήταν περίπου είκοσι πέντε μοίρες. Η θερμοκρασία της θάλασσας ανέβαινε από στιγμή σε στιγμή, και παρατηρήσαμε πολύ αισθητή μεταβολή στο χρώμα της.

2 Μαρτίου. Σήμερα, ρωτώντας επανειλημμένως τον αιχμάλωτο μας, μάθαμε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το νησί της σφαγής, τους κατοίκους του, και τα έθιμά του -μα πώς να κρατήσω τώρα τον αναγνώστη μ' αυτά; Μπορώ να πω πάντως, πως μάθαμε ότι η συστάδα περιλάμβανε οχτώ νησιά -που τα κυβερνούσε κοινός βασιλιάς, ο Τσά- λεμον ή Πσάλεμουν, που έμενε σε ένα από τα μικρότερα νησιά- ότι τα μαύρα δέρματα που αποτελούσαν την ενδυμασία των πολεμιστών προέρχονταν από ένα ζώο τεράστιου μεγέθους, που βρισκόταν μόνο σε μια κοιλάδα κοντά στο ανάκτορο του βασιλιά- ότι οι κάτοικοι της συστάδας δεν κατασκεύαζαν άλλες βάρκες εκτός από τις επίπεδες σχεδίες- ότι τα τέσσερα μονόξυλα ήταν τα μοναδικά του είδους που είχαν στην κατοχή τους, και ότι τα είχαν πάρει εντελώς τυχαία από ένα μεγάλο νησί που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά- ότι το όνομά του ήταν Νου-Νου· ότι δε γνώριζε το νησί του Μπένετ, και ότι το νησί απ' όπου είχαμε φύγει ονομαζόταν Τσάλαλ. Η αρχή των λέξεων Τσάλεμον και Τσάλαλ αποδιδόταν μ' έναν παρατεταμένο σφυριχτό ήχο που στάθηκε αδύνατο να τον μιμηθούμε, ακόμη και μετά από επανειλημμένες προσπάθειες, και που έμοιαζε εκπληκτικά με την κραυγή του μαύρου ερωδιού που είχαμε φάει στην κορυφή του λόφου.

3 Μαρτίου. Η θερμοκρασία του νερού έχει ανεβεί σε σημείο εκπληκτικό, και το χρώμα του είχε υποστεί ταχεία αλλαγή, με αποτέλεσμα να μην είναι πια διαφανές αλλά να μοιάζει με γάλα στη σύσταση και στην απόχρωση.

Γύρω μας η θάλασσα ήταν συνήθως ήρεμη, χωρίς ποτέ να φουσκώνει σε σημείο που να βάζει σε κίνδυνο το μονόξυλο- με έκπληξη όμως βλέπαμε συχνά, σε κάποια απόσταση δεξιά κι αριστερά μας, ξαφνικές και εκτεταμένες αναταραχές στην επιφάνεια -και παρατηρήσαμε στο τέλος ότι πάντα πριν απ' αυτό, αναλαμπές και πεταρίσματα συγκλόνιζαν τον ατμό στα νότια.

4 Μαρτίου. Σήμερα, επειδή ο βοριάς έσβησε σχεδόν εντελώς, θέλησα να πλατύνω όσο γινόταν το πανί, κι έβγαλα για το σκοπό αυτόν από την τσέπη του σακακιού μου ένα άσπρο μαντίλι. Ο Νου-Νου καθόταν δίπλα μου, κι όταν το μαντίλι έπεσε τυχαία στο πρόσωπο του, τον έπιασαν βίαιοι σπασμοί. Στη συνέχεια έπεσε σ' ένα είδος υπνηλίας και νάρκης, μουρμουρίζονας χαμηλόφωνα κάθε τόσο: «Τεκέλι-λι! Τεκέλι-λι!»

Page 76: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

5 Μαρτίου. Ο άνεμος είχε πέσει ολότελα, αλλά ήταν φανερό ότι πλέαμε ακόμη ολοταχώς προς το νότο, με τη βοήθεια του ισχυρού ρεύματος. Και θα ήταν ασφαλώς λογικό να αισθανθούμε τώρα κάποιο φόβο για την τροπή που έπαιρναν τα γεγονότα -αλλά δε νιώθαμε τίποτα τέτοιο. Στην όψη του Πήτερς δεν ήταν ζωγραφισμένο κανένα τέτοιο αίσθημα, αν και η έκφρασή του πολλές φορές ήταν τέτοια, που δεν μπορούσα να την εξιχνιάσω. Ο πολικός χειμώνας φαινόταν να πλησιάζει -αλλά να πλησιάζει χωρίς τις απειλές του. Ένιωθα ένα μούδιασμα στο σώμα και στο πνεύμα -μια αίσθηση ονείρου -αλλά αυτό ήταν όλο.

6 Μαρτίου. Ο γκρίζος ατμός είχε ανεβεί ήδη πολύ περισσότερες μοίρες στον ορίζοντα, και έχανε σιγά σιγά το γκρίζο χρώμα του. Το νερό ήταν πάρα πολύ ζεστό, δυσάρεστο σχεδόν στην αφή, και το γαλακτερό του χρώμα εντονότερο παρά ποτέ. Σήμερα παρατηρήσαμε μια βίαιη αναταραχή του νερού πολύ κοντά στο μονόξυλο. Τη συνόδευαν, όπως πάντα, άγρια πεταρίσματα στην κορυφή του ατμού και ένα στιγμιαίο χώρισμα στη βάση του. Μια λεπτή λευκή σκόνη, σαν στάχτη -μα σίγουρα δεν ήταν στάχτη- έπεσε πάνω στο κανό και σε ένα μεγάλο μέρος της επιφάνειας του νερού, καθώς έσβηναν τα τρεμουλιάσματα και τα πεταρίσματα του ατμού, και η αναταραχή της θάλασσας καταλάγιαζε. Ο Νου-Νου έπεσε αμέσως μπρούμυτα στον πάτο της βάρκας, και με κανέναν τρόπο δεν μπορέσαμε να τον πείσουμε να σηκωθεί.

7 Μαρτίου. Σήμερα ρωτήσαμε τον Νου-Νου τι κίνητρα είχαν οι συμπατριώτες του για να εξολοθρεύσουν τους συντρόφους μας- φαινόταν όμως πάρα πολύ αλαφιασμένος από τον τρόμο για να μας δώσει λογική απάντηση. Εξακολουθούσε να ξαπλώνει πεισματικά στον πάτο της βάρκας- και όταν επαναλάβαμε την ερώτησή μας για τα κίνητρα, περιορίστηκε σε ηλίθιες χειρονομίες, όπως παραδείγματος χάρη, να σηκώνει με το δάχτυλο το πάνω χείλος του και να μας δείχνει τα δόντια του. Ήταν μαύρα. Δεν είχαμε δει ποτέ πριν τα δόντια των κατοίκων του Τσάλαλ.

8 Μαρτίου. Σήμερα πέρασε από δίπλα μας ένα άσπρο ζώο, όμοιο με κείνο που η εμφάνισή του προκάλεσε τόση αναστάτωση στους αγρίους. Θα το έπιανα, αλλά με κυρίευσε ξαφνικά μια παράξενη ατονία, και έμεινα με σταυρωμένα τα χέρια. Το νερό ζεστάθηκε ακόμη περισσότερο, και το χέρι. δεν μπορούσε πια να το αντέξει. Ο Πήτερς μιλούσε λίγο, και δεν ήξερα τι να σκεφτώ για την απάθειά του. Ο Νου-Νου απλώς ανάσαινε, και τίποτε παραπάνω.

9 Μαρτίου. Η άσπρη σκόνη έπεφτε τώρα συνεχώς πάνω μας και γύρω μας, σε τεράστιες ποσότητες. Το τείχος του ατμού στο νότο υψώθηκε τώρα υπέρμετρα στον ορίζοντα, και άρχισε να παίρνει όλο και πιο καθορισμένη μορφή. Μπορώ να το παρομοιάσω μονάχα μ' έναν απέραντο καταρράχτη που κυλά σιωπηλά στη θάλασσα από κάποια τεράστια και μακρινή έπαλξη του ουρανού. Η γιγάντια αυλαία κάλυπτε όλη την έκταση του νότιου ορίζοντα. Δεν έβγαζε κανέναν ήχο.

21 Μαρτίου. Μελαγχολικό σκοτάδι μάς σκέπασε τώρα -αλλά από τα γαλακτερά βάθη του ωκεανού χύθηκε μια φωτεινή λάμψη που διείσδυσε στη βάρκα μας. Κοντεύαμε να θαφτούμε κάτω από την άσπρη στάχτινη σκόνη που καθόταν επάνω σε μας και στο μονόξυλο, αλλά έλιωνε όταν έπεφτε στο νερό. Η κορυφή του καταρράχτη είχε χαθεί τώρα στα μακρινά σκοτάδια. Ήταν όμως φανερό πως τον πλησιάζαμε με φοβερή ταχύτητα. Κάπου κάπου, βλέπαμε να χάσκουν πλατιές αλλά στιγμιαίες σχισμές, απ' όπου, μέσα σ' ένα χάος από φευγαλέες και ακαθόριστες εικόνες, ορμούσαν βίαιοι και ισχυροί αλλά αθόρυβοι άνεμοι, σκίζοντας στο διάβα τους τον ανταριασμένο ωκεανό.

22 Μαρτίου. Το σκοτάδι έγινε πιο πηχτό, και μόνο ο φωσφορισμός του νερού που αντανακλάται στην άσπρη αυλαία μπροστά μας το ελαφρώνει κάπως. Αμέτρητα γιγάντια και κάτασπρα πουλιά ξεπρόβαλλαν συνεχώς πίσω από το πέπλο πετώντας πάνω από τα κεφάλια μας, και η κραυγή τους ήταν το αιώνιο Τεκέλι-λι! καθώς χάνονταν από τα μάτια μας. Τότε ο Νου-Νου αναδεύτηκε στον πάτο της βάρκας- όταν όμως τον αγγίξαμε, είδαμε ότι είχε ξεψυχήσει. Ορμούσαμε τώρα στην αγκαλιά του καταρρά- χτη, όπου ένα χάσμα περίμενε ανοιχτό να μας δεχτεί. Όμως ορθώθηκε στο δρόμο μας μια σαβανωμένη ανθρώπινη μορφή, ασύγκριτα μεγαλύτερη στις διαστάσεις από κάθε κάτοικο της Γης. Και το δέρμα της μορφής αυτής είχε το ολόλευκο χρώμα του χιονιού.

Επίλογος

Οι περιστάσεις που συνδέονται με το πρόσφατο, αιφνίδιο και λυπηρό γεγονός του θανάτου του κυρίου Πυμ, είναι ήδη γνωστές στο κοινό από τον ημερήσιο τύπο. Φαίνεται, δυστυχώς, ότι τα λιγοστά κεφάλαια που απέμεναν για να ολοκληρώσουν την αφήγησή του, και που τα κρατούσε ο ίδιος την εποχή που τα άλλα ήταν έτοιμα για εκτύπωση, με σκοπό να τα βελτιώσει, χάθηκαν οριστικά στο δυστύχημα που του στοίχισε τη ζωή. Μπορεί, ωστόσο, να αποδειχτεί κάποτε πως δε συνέβη κάτι τέτοιο, και αν ποτέ βρεθούν, θα δοθούν στη δημοσιότητα.

Έγινε κάθε προσπάθεια να συμπληρωθεί αυτό το κενό. Ο κύριος, του οποίου το όνομα αναφέρεται στον πρόλογο και που, σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, θα ήταν σε θέση να συμπληρώσει το κενό, αρνήθηκε να το κάνει -προβάλλοντας ως ικανοποιητική δικαιολογία τη γενική ανακρίβεια των λεπτομερειών που του είχαν δοθεί, και τη δυσπιστία του για την απόλυτη αλήθεια του τελευταίου τμήματος της αφήγησης. Ο Πήτερς, από τον οποίο θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάποιες πληροφορίες, ζει ακόμη και μένει στο Ιλινόις, αλλά δεν μπορούμε να τον συναντήσουμε προς το παρόν. Ίσως τον βρούμε αργότερα και τότε, χωρίς αμφιβολία, θα μας προσφέρει στοιχεία που να μας επιτρέψουν νά ολοκληρώσουμε τη διήγηση του κυρίου Πυμ.

Η απώλεια των δύο ή τριών τελευταίων κεφαλαίων (γιατί μόνο τόσα ήταν) μας προκαλεί μεγάλη λύπη γιατί, αναμφισβήτητα, θα περιείχαν στοιχεία σχετικά με τον ίδιο τον πόλο, ή τουλάχιστον τις γύρω περιοχές· και γιατί, επίσης, οι ισχυρισμοί του συγγραφέα σχετικά μ' αυτές τις περιοχές θα μπορούσαν σύντομα να επαληθευτούν ή να διαψευστούν από την κυβερνητική αποστολή που ετοιμάζεται τώρα για το Νότιο Ωκεανό.

Page 77: Η Αφήγηση Του Αρθουρ Γκορντον Πιμ

Μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες παρατηρήσεις γύρω από ένα σημείο αυτής της αφήγησης· και ο συγγραφέας αυτού του συμπληρώματος θα ένιωθε μεγάλη χαρά αν οι παρατηρήσεις του μπορούσαν να επιβεβαιώσουν σε οποιονδήποτε βαθμό τις τόσο παράξενες σελίδες που δημοσιεύονται εδώ. Αναφερόμαστε στα χάσματα του νησιού Τσάλαλ και στα σχήματα που υπάρχουν στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου.

Ο κύριος ΓΙυμ έχει δώσει τα σχήματα των χασμάτων χωρίς σχόλια, και δηλώνει θετικά ότι τα σκαλίσματα που βρέθηκαν στο βάθος του ανατολικότερου χάσματος παρουσίαζαν μια επιπόλαιη ομοιότητα με αλφαβητικούς χαρακτήρες, αλλά σίγουρα δεν ήταν τέτοιοι,. Η διαβεβαίωση αυτή γίνεται με τόσο απλό τρόπο και υποστηρίζεται με τόσο αναμφισβήτητες αποδείξεις (όπως το ταίριασμα των κομματιών μες στη σκόνη στα σκαλίσματα του τοίχου), που είμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψουμε στην ειλικρίνεια του συγγραφέα- και κανείς λογικός αναγνώστης δε θα είχε αντίθετη γνώμη. Αλλά καθώς τα γεγονότα που έχουν σχέση με όλα τα σχήματα είναι πολύ παράξενα (ιδίως όταν θεωρούνται σε συνάρτηση με δηλώσεις που γίνονται στο κύριο μέρος της αφήγησης), θα ήταν ίσως καλό να πούμε δυο λόγια σχετικά με όλα αυτά -και μάλιστα, επειδή τα γεγονότα για τα οποία μιλάμε διέφυγαν, το δίχως άλλο, της προσοχής του κυρίου Πόε.

Τα σχήματα, λοιπόν, 1, 2, 3, και 5, όταν συνδυαστούν μεταξύ τους σύμφωνα με την ακριβή σειρά με την οποία παρουσιάστηκαν τα ίδια τα χάσματα, και αφού αφαιρεθούν οι μικρές πλάγιες διακλαδώσεις ή αψίδες (οι οποίες, όπως θα θυμάστε, χρησίμευαν μόνο για την επικοινωνία των κυρίων χώρων, και είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα) σχηματίζουν μία αιθιοπική ρηματική ρίζα -τη ρίζα Α^455* = «Είναι σκιερό» -με την οποία αποδίδονται όλες οι διαβαθμίσεις της σκιάς ή του σκοταδιού.

'Οσο για το «αριστερό ή το βορειότερο» από τα σκαλίσματα στο σχήμα 4, είναι περισσότερο από πιθανό ότι η γνώμη του Πήτερς ήταν σωστή, και ότι το ιερογλυφικό αυτό σχέδιο ήταν πράγματι έργο ανθρώπινου χεριού και απέδιδε την εικόνα μιας ανθρώπινης μορφής. Το σκίτσο βρίσκεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, που μπορεί να δει ή να μη δει την ομοιότητα- όμως τα υπόλοιπα σκαλίσματα επιβεβαιώνουν με τρόπο πειστικό την άποψη του Πήτερς. Η επάνω σειρά είναι προφανώς η αραβική ρηματική ρίζα -γ». Λσ = «Είναι λευκό», που αποδίδει όλες τις διαβαθμίσεις της φωτεινότητας και της λευκότητας. Η κάτω σειρά δεν είναι και τόσο σαφής. Οι χαρακτήρες είναι λίγο σπασμένοι και ασύνδετοι- πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην αρχική τους κατάσταση σχημάτιζαν την πλήρη αιγυπτιακή λέξη ΠΛβνρΗΟ. =«Η περιοχή του νότου». Πρέπει να λεχθεί ότι όλες αυτές οι ερμηνείες ενισχύουν τη γνώμη του Πήτερς σχετικά με το «βορειότερο» από τα σχήματα. Το μπράτσο είναι τεντωμένο προς το νότο.

Συμπεράσματα σαν κι αυτά ανοίγουν πλατύ πεδίο για σκέψεις και συναρπαστικές εικασίες. Θα πρέπει να θεωρηθούν ίσως σε σχέση με μερικά από τα λιγότερο λεπτομερή περιστατικά της αφήγησης, αν και η συνδετική αλυσίδα δε συμπληρώνεται με κανέναν προφανή τρόπο. Τε- κέλι-λι! ήταν η κραυγή των τρομαγμένων ιθαγενών τού Τσάλαλ όταν ανακάλυψαν το πτώμα του λευκού ζώου που είχε βρεθεί στη θάλασσα. Αυτό επίσης ήταν το γεμάτο φρίκη επιφώνημα του αιχμάλωτου αγρίου όταν αντίκρισε τα λευκά είδη που είχε ο κύριος Πυμ. Αυτή επίσης ήταν η κραυγή γοργοκίνητων λευκών και γιγάντιων πουλιών που έβγαιναν από τη λευκή αυλαία του ατμού στο νότο. Τίποτα λευκό δε βρέθηκε στο Τσάλαλ και τίποτα μη λευκό στο κατοπινό ταξίδι στην παρακάτω περιοχή. Δεν αποκλείεται να διαπιστωθεί, μετά από επισταμένη φιλολογική έρευνα, ότι η λέξη «Τσάλαλ», η ονομασία του νησιού των χασμάτων, προδίδει κάποια συγγένεια με τα ίδια τα χάσματα, ή

παρουσιάζει κάποια σχέση με τους αιθιοπικούς χαρακτήρες που με τόσο μυστηριώδη τρόπο βρέθηκαν γραμμένοι στα βάθη τους.

«Πάσα φάραγξ υψωθήσεται, και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται».