ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

67
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 1 Η περίληψη προέρχεται από το βιβλίο: ‘Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου’ του Απόστολου Γεωργιάδη. Στην περίληψη ΔΕΝ περιλαμβάνoνται: σελ. 256, 259, 262-264, 300-330, 371, 401-410, 463-465, 468-502, 602-631 και 702-719, επειδή συνήθως δεν διδάσκονται και, άρα, δεν εξετάζονται. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Δίκαιο (>δείκνυμι=ορθή κατευθυντήρια γραμμή) είναι ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν κατά τρόπο υποχρεωτικό τις σχέσεις των ανθρώπων που συμβιώνουν σε μία κοινωνία οργανωμένη σε κράτος. Με άλλα λόγια, δίκαιο είναι το σύνολο των γενικών και αφηρημένων κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν με ετερόνομα και επιτακτικά την εξωτερική συμπεριφορά των μελών μιας κρατικά οργανωμένης κοινωνίας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ανάλυση: Σημασία για το δίκαιο έχει η συμμόρφωση των ατόμων στις επιταγές και απαγορεύσεις του, ανεξάρτητα από το ψυχολογικό υπόβαθρο (κίνητρο) της συμπεριφοράς. Η συμμόρφωση, εξάλλου, είναι ανεξάρτητη από τη θέληση του ανθρώπου και επιτυγχάνεται με τον κρατικό καταναγκασμό. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το δίκαιο δεν προέρχεται από τις επιθυμίες του ατόμου, αλλά από τη βούληση της κοινωνίας που είναι οργανωμένη σε κράτος. Τέλος, το δίκαιο εφαρμόζεται σε ακαθόριστο αριθμό ατόμων, όπου και όποτε πληρωθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ηθική: αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου αναφορικά με το τι είναι καλό και κακό. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΣΚΟΠΟΣ αρμονική συμβίωση ηθική τελείωση ΑΦΟΡΑ την εξωτερική δράση τον εσωτερικό κόσμο ΥΠΟΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ υποχρεωτικός χαρακτήρας εσωτερική δέσμευση ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ετερόνομη αυτόνομη ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ δικαιώματα + υποχρεώσεις ΜΟΝΟ καθήκοντα ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ μέτρια έντονη ΚΥΡΩΣΕΙΣ υλικές ψυχολογικές (τύψεις συνείδησης) ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ: απευθύνονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά με κανόνες. Άρα, οι δύο αυτές έννοιες τέμνονται, αν και ΔΕΝ συμπίπτουν. Εθιμοτυπία: Το σύνολο των κανόνων δικαίου που τηρούνται μεταξύ των ανθρώπων ορισμένης κοινωνίας, χωρίς να έχουν αναχθεί σε νόμους. Ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά ΑΛΛΑ δεν δεσμεύουν εξαναγκαστικά την ανθρώπινη βούληση.

description

Σημειωσεις βιβλιου Γεωργιαδη Νομικη σχολη Αθηνων α' εξαμηνο /κατατακτηριες

Transcript of ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Page 1: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 1

Η περίληψη προέρχεται από το βιβλίο: ‘Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου’ του Απόστολου Γεωργιάδη.

Στην περίληψη ΔΕΝ περιλαμβάνoνται: σελ. 256, 259, 262-264, 300-330, 371, 401-410, 463-465, 468-502,

602-631 και 702-719, επειδή συνήθως δεν διδάσκονται και, άρα, δεν εξετάζονται.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δίκαιο (>δείκνυμι=ορθή κατευθυντήρια γραμμή) είναι ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν κατά

τρόπο υποχρεωτικό τις σχέσεις των ανθρώπων που συμβιώνουν σε μία κοινωνία οργανωμένη σε

κράτος.

Με άλλα λόγια, δίκαιο είναι το σύνολο των γενικών και αφηρημένων κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν

με ετερόνομα και επιτακτικά την εξωτερική συμπεριφορά των μελών μιας κρατικά οργανωμένης

κοινωνίας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Ανάλυση: Σημασία για το δίκαιο έχει η συμμόρφωση των ατόμων στις επιταγές και

απαγορεύσεις του, ανεξάρτητα από το ψυχολογικό υπόβαθρο (κίνητρο) της συμπεριφοράς. Η

συμμόρφωση, εξάλλου, είναι ανεξάρτητη από τη θέληση του ανθρώπου και επιτυγχάνεται με τον

κρατικό καταναγκασμό. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το δίκαιο δεν προέρχεται από τις

επιθυμίες του ατόμου, αλλά από τη βούληση της κοινωνίας που είναι οργανωμένη σε κράτος. Τέλος,

το δίκαιο εφαρμόζεται σε ακαθόριστο αριθμό ατόμων, όπου και όποτε πληρωθούν συγκεκριμένες

προϋποθέσεις.

Ηθική: αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου αναφορικά με το τι είναι καλό και κακό.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ

ΣΚΟΠΟΣ

αρμονική συμβίωση

ηθική τελείωση

ΑΦΟΡΑ την εξωτερική δράση τον εσωτερικό κόσμο

ΥΠΟΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ υποχρεωτικός χαρακτήρας εσωτερική δέσμευση

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ετερόνομη αυτόνομη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ δικαιώματα + υποχρεώσεις ΜΟΝΟ καθήκοντα

ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ μέτρια έντονη

ΚΥΡΩΣΕΙΣ υλικές ψυχολογικές (τύψεις

συνείδησης)

ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ: απευθύνονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά με κανόνες.

Άρα, οι δύο αυτές έννοιες τέμνονται, αν και ΔΕΝ συμπίπτουν.

Εθιμοτυπία: Το σύνολο των κανόνων δικαίου που τηρούνται μεταξύ των ανθρώπων ορισμένης

κοινωνίας, χωρίς να έχουν αναχθεί σε νόμους. Ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά ΑΛΛΑ δεν

δεσμεύουν εξαναγκαστικά την ανθρώπινη βούληση.

Page 2: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 2

Δικαιοσύνη: Το μέτρο με το οποίο αξιολογείται το δίκαιο, καθώς και η κατευθυντήρια γραμμή για

την παραγωγή των κανόνων δικαίου.

ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α) Πρωτογενείς (=υπάρχουν αυτοτελώς)

ΝΟΜΟΣ: Ουσιαστικός Κάθε γραπτή πράξη της Πολιτείας που θέτει κανόνα δικαίου.

Τυπικός Κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τα αρμόδια όργανά της,

ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της.

ΕΘΙΜΟ: Άγραφος κανόνας δικαίου που δημιουργείται χάρη στη μακρά και ομοιόμορφη

τήρηση μιας ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη μιας κοινωνίας, με την πεποίθηση ότι

τηρούν κανόνα δικαίου. Διακρίνονται σε γενικά, τοπικά και ειδικά (=τηρούνται μόνο από

ορισμένα πρόσωπα). Η παραβίασή τους από τα δικαστήρια καθιστά την απόφαση αναιρετέα.

ΓΕΝΙΚΩΣ ΠΑΡΑΔΕΔΕΓΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ: Εθιμικοί κανόνες

που αποτελούν αυτοδικαίως εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύουν των νόμων.

ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Ιδρυτικές πράξεις και κανονισμοί που ισχύουν

αυτόματα.

Β) Δευτερογενείς (=αντλούν ισχύ από άλλη πηγή). Το δίκαιο ορισμένες φορές παραπέμπει σε

παραγγέλματα της ηθικής που γίνονται πηγές δικαίου και των οποίων η τήρηση επιβάλλεται με

καταναγκασμό:

ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ: Η εντιμότητα στην κοινωνική συμβίωση, ώστε να εξισορροπούνται τα

συμφέροντα και να αποφεύγονται οι αδικίες.

ΧΡΗΣΤΑ ΗΘΗ: Οι αντιλήψεις του μέσου ανθρώπου για το ποια συμπεριφορά είναι ηθική.

ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΗΘΗ: Οι συνήθειες που τηρούνται στις συναλλαγές.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ: Κυρώνονται με νόμο και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι

της έννομης τάξης εκτός του Συντάγματος.

ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ: Σταθεροί τρόποι συμπεριφοράς χωρίς συνείδηση για την αναγκαιότητά τους

ως νόμων.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Νομολογία: Tο σύνολο των λύσεων που δίνουν τα δικαστήρια στις διάφορες υποθέσεις. Αν και

εφαρμόζεται σε όλα τα δικαστήρια δεν ανήκει στις πηγές δικαίου. Ρόλος της είναι η ερμηνεία των

κανόνων, η συγκεκριμενοποίηση αόριστων εννοιών και η πλήρωση των όποιων κενών νόμου.

ΙΣΧΥΣ ΝΟΜΟΥ

Η έναρξη εφαρμογής του νόμου 10 μέρες από τη δημοσίευσή του στη Φ.Ε.Κ ή όποτε ορίζεται στις

διατάξεις του.

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΝΟΜΟΥ

= η ικανότητα του νόμου να ορίζει για το παρελθόν.

ΑΚ 2: Κάθε νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική δύναμη.

ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ: Η μη αναδρομικότητα δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι ο

ΑΚ 2 δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ.

Page 3: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 3

ΕΙΔΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗΣ Γνήσια: όταν ένας νόμος ρυθμίζει έννομες συνέπειες που επήλθαν πριν

την έναρξη της εφαρμογής του.

Μη γνήσια: όταν ένας νόμος ρυθμίζει έννομες σχέσεις που δεν υπήρχαν πριν

την αρχή εφαρμογής του, αλλά πηγάζουν από καταστάσεις προϋπάρχουσες αυτού.

ΚΛΑΔΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το Δίκαιο διακρίνεται σε Ιδιωτικό και Δημόσιο. Η διάκριση αυτή υπαγορεύεται από το Σύνταγμα

και τον Κώδικα της Πολιτικής Δικονομίας, με βάση τα εξής κριτήρια: τα υποκείμενα του νόμου// το

συμφέρον που εξυπηρετεί ο κανόνας// αν τα υποκείμενα έχουν σχέσεις ισοτιμίας-υπεροχής μεταξύ

τους// αν κάποιο υποκείμενο είναι φορέας εξουσίας.

Το ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ διακρίνεται επιπλέον σε:

ΑΣΤΙΚΟ σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους:

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Εφαρμογή σε όλες τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις.

ΕΝΟΧΙΚΟ: Αφορά τις σχέσεις οφειλέτη-δανειστή.

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ: Αφορά τις σχέσεις των ατόμων με τα πράγματα.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ: Αφορά σχέσεις οικογενειακές ή οιονεί οικογενειακές.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ: Αφορά την τύχη των έννομων σχέσεων του προσώπου

μετά το θάνατό του.

ΕΜΠΟΡΙΚΟ δίκαιο των εμπόρων και των εμπορικών πράξεων.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ σχέσεις εργοδότη-εργαζομένου.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ δικαίωμα επί των πνευματικών

δημιουργημάτων του.

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέση που συνδέεται με

περισσότερες έννομες τάξεις.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

= επιταγές, απαγορεύσεις, αναγνώριση δικαιώματος.

ΜΟΡΦΗ πραγματικό: το σύνολο των προϋποθέσεων για να ενεργοποιηθεί η ρυθμιστική δύναμή

του κανόνα δικαίου.

έννομες συνέπειες: τα νομικά αποτελέσματα που συνεπάγεται η πλήρωση των

προϋποθέσεων.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ: 1. Καθολικοί ≠ Τοπικοί // 2. Γενικοί (=για όλα τα πρόσωπα)

≠ Ειδικοί (=για ορισμένη κατηγορία προσώπων) ≠ Ατομικοί (=μόνο για ορισμένα πρόσωπα, π.χ.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας) // 3. Απαγορευτικοί (=αποφυγή πράξης) ≠ Επιτακτικοί

(=πραγματοποίηση ενέργειας) // 4. Αυτοτελείς ≠ Μη αυτοτελείς (=συνδυασμός με άλλους κανόνες) //

5. Αναγκαστικοί (=απαρέγκλιτη εφαρμογή τους) ≠ Ενδοτικοί (=δυνατότητα μερικής απόκλισης,

σύμφωνα με την έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη) // 6. Αυστηροί ≠ Επιεικείς (=στάθμιση εφαρμογής

από το δικαστή ανάλογα με τις περιστάσεις) // 7. Ερμηνευτικοί (= αποκαλύπτουν το νόημα άλλου

κανόνα ή της ιδιωτικής βούλησης).

ΝΟΜΙΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ

Page 4: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 4

= συμπεράσματα που συνάγει ο νόμος σχετικά με άγνωστα περιστατικά από άλλα γνωστά, με σκοπό

να διευκολυνθεί ο δικαστής στη διαπίστωση της αλήθειας ή της αναλήθειας των ισχυρισμών των

διαδίκων. Διακρίνονται σε μαχητά (=επιτρέπεται ανταπόδειξη) και αμάχητα.

ΠΛΑΣΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ

= η εξίσωση από τον νομοθέτη ενός περιστατικού με άλλο ανόμοιο για την εξυπηρέτηση

συγκεκριμένου σκοπού (ΑΚ 36).

ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ

= αόριστες νομικές έννοιες που καλείται να ερμηνεύσει ο δικαστής ανάλογα με την περίσταση, ώστε

να καταλήξει στην απόφαση.

ΔΙΑΤΑΞΗ

= κάθε τμήμα γραπτού δικαίου που έχει ολοκληρωμένο νόημα. Αυτές που δεν περιλαμβάνουν κανόνα

δικαίου λέγονται ατελείς και διακρίνονται περαιτέρω σε συμπληρωτικές και παραπεμπτικές

(=περιλαμβάνουν μόνο πραγματικό).

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

= εντοπισμός του κανόνα δικαίου που ανταποκρίνεται στα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά,

προκειμένου να επέλθουν οι προβλεπόμενες έννομες συνέπειες.

Στάδια:

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ= διαπίστωση πραγματικών περιστατικών

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΥ ΚΑΝΟΝΑ που να καλύπτει τα πραγματικά γεγονότα.

ΥΠΑΓΩΓΗ των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα, ώστε να διαπιστωθεί αν

ρυθμίζονται από αυτόν.

ΣΥΝΑΓΩΓΗ/ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ/ΕΠΕΛΕΥΣΗ έννομης συνέπειας.

ΔΙΚΑΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ

ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ: το πραγματικό και οι έννομες συνέπειες του κανόνα δικαίου.

ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ: η διαπίστωση ότι η επίδικη έννομη σχέση εμπίπτει στο πραγματικό

του εφαρμοζόμενου κανόνα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: επιβολή έννομων συνεπειών με υπαγωγή της μείζονας στην ελάσσονα

πρόταση.

ΣΥΡΡΟΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

= όταν το ίδιο πραγματικό περιστατικό υπάγεται σε περισσότερους από έναν κανόνες δικαίου.

o ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ εφαρμόζονται όλοι οι κανόνες δικαίου και επέρχονται καθολικά οι έννομες

συνέπειές τους.

o ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΗ δικαίωμα επιλογής του κανόνα που θα εφαρμοστεί.

o ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ εφαρμόζεται μόνο ένας κανόνας δικαίου, αποκλείοντας όλους τους

άλλους.

Page 5: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 5

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

= αποκάλυψη του νοήματος του νόμου ή αντιμετώπιση τυχόν ελαττωμάτων και κενών.

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ: πραγματοποιείται από τον νομοθέτη.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ: πραγματοποιείται από τον εφαρμοστή του δικαίου (=δικαστής).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: γίνεται με βάση τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ: αναζήτηση της λογικής πίσω από τον κανόνα.

Κριτήρια ερμηνείας: 1. το ΓΡΑΜΜΑ του νόμου= το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν.

2. το ΣΥΣΤΗΜΑ= η θέση και η λειτουργία του κανόνα μέσα στο σύνολο στο

οποίο ανήκει.

3. η ΙΣΤΟΡΙΑ= τα περιστατικά που οδήγησαν στη θέσπιση του κανόνα.

4. ο ΣΚΟΠΟΣ= αναζήτηση του νοήματος που ανταποκρίνεται καλύτερα στην

πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του κανόνα.

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

= όταν η γραμματική διατύπωση εμποδίζει την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου από τον κανόνα

στόχου.

ΣΥΣΤΑΛΤΙΚΗ: όταν ο νομοθέτης εκφράζεται ευρύτερα από όσο θα ήθελε, οπότε πρέπει να

περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του κανόνα.

ΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΗ: όταν ο νομοθέτης εκφράζεται στενότερα από όσο θα ήθελε, οπότε πρέπει

να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής του κανόνα.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

1. από το μείζον στο έλασσον= αφού ο κανόνας δικαίου επιτρέπει το μείζον, τότε σίγουρα

επιτρέπει και το έλασσον, καθώς αποτελεί τμήμα του πρώτου.

2. από το έλασσον στο μείζον= αφού ο κανόνας δικαίου απαγορεύει το έλασσον, τότε σίγουρα

απαγορεύει και το μείζον, καθώς αυτό υπερκαλύπτει το πρώτο.

3. από τη σιωπή του νόμου= η περίπτωση παραμένει αρρύθμιστη ή υπάγεται στον γενικό

κανόνα.

4. εξ αντιδιαστολής.

ΚΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΥ

= περιπτώσεις που απαιτούσαν ρύθμιση δεν ρυθμίστηκαν πλήρως ή καθόλου από κάποιον

κανόνα δικαίου.

ΑΚΟΥΣΙΑ: μία περίπτωση μένει αρρύθμιστη από κάποιον κανόνα δικαίου. Αν το κενό

υπήρχε κατά το χρόνο θέσπισης του νόμου, ονομάζεται πρωτογενές. Αν, όμως, το κενό

δημιουργήθηκε αργότερα, λόγω νέων συνθηκών, ονομάζεται δευτερογενές.

ΕΚΟΥΣΙΑ: αν και η περίπτωση ρυθμίζεται, η διατύπωση του κανόνα δικαίου αφήνει

περιθώρια εξειδίκευσης.

ΣΥΓΚΑΛΥΜΜΕΝΑ: σε έναν κανόνα δικαίου ρυθμίζονται περισσότερες περιπτώσεις από

αυτές που σκόπευε ο νομοθέτης.

Page 6: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 6

Αντιμετώπιση: με αναλογία= ομοιότητα της αρρύθμιστης περίπτωσης με άλλες ρυθμισμένες.

ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ

= σύγκρουση ρυθμίσεων για μια ορισμένη περίπτωση.

Διακρίνεται σε:

i) ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ (= διαφορετικές έννομες συνέπειες συνδέονται με το ίδιο πραγματικό).

ii) ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ (= όταν ο νομοθέτης εκφράζει μία αξιολόγηση σε έναν κανόνα δικαίου που

έρχεται σε αντίθεση με άλλη που βρίσκεται σε διαφορετικό κανόνα).

Αντιμετώπιση: Με βάση τις αρχές ο νεότερος νόμος αναιρεί τον παλαιότερο// ο ιεραρχικά

ανώτερος νόμος υπερισχύει του ιεραρχικά κατώτερου// ο ειδικός νόμος υπερισχύει του

γενικότερου.

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

= ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των προσώπων από τη γέννηση ως το θάνατό τους. Στρέφεται,

δηλαδή, γύρω από δύο πόλους: το πρόσωπο (=υποκείμενο έννομων σχέσεων, δικαιωμάτων-

υποχρεώσεων) και την περιουσία (=σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που επιδέχονται

χρηματικής αποτίμησης).

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ: Βάση του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) αποτελεί το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο

και κυρίως η ιουστινιάνεια νομοθεσία. Από το 1828 ορίστηκε ότι τα δικαστήρια θα εφάρμοζαν τους

νόμους των αυτοκρατόρων (Βασιλικά) που περιέχονταν στην Εξάβιβλο (=κωδικοποιημένη συλλογή

νόμων) του Αρμενόπουλου• την απόφαση αυτή υιοθέτησε και η Αντιβασιλεία. Το 1856 θεσπίστηκαν

νέοι νόμοι που εκσυγχρόνισαν το τότε ισχύον δίκαιο, ενώ διατηρήθηκαν και οι υφιστάμενοι στις

προσαρτηθείσες περιοχές τοπικοί αστικοί κώδικες. Από το 1835 γίνονταν προσπάθειες από διάφορες

επιτροπές για τη σύνταξη ΑΚ χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Το 1930, η Κυβέρνηση Βενιζέλου

συγκρότησε 5μελή επιτροπή για τον ίδιο σκοπό που ολοκλήρωσε επιτυχώς το έργο της. Όμως, το

1936 ο Μεταξάς ανέθεσε στον Μπαλή να προχωρήσει στην κατάρτιση νέου ΑΚ, ο οποίος, ενώ

ολοκληρώθηκε το 1939, τέθηκε σε εφαρμογή μόλις την 1η/7/1941. Τα γεγονότα που ακολούθησαν

ανέστειλαν την ισχύ του ΑΚ του Μπαλή μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τότε

δημιουργήθηκε νέα επιτροπή για την αναθεώρηση του ΑΚ του Βενιζέλου που τέθηκε σε εφαρμογή

στις 23/2/1946. Λίγο αργότερα επανήλθε σε ισχύ ο ΑΚ του Μπαλή με διάταγμα της 7ης-10ης

Μαρτίου 1946, και μάλιστα ίσχυσε αναδρομικά από τις 23/2/1946.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ: από τον Ναπολεόντειο Κώδικα και τον γαλλικό Code Civil / από τον γερμανικό ΑΚ

και τους δύο ελβετικούς (αστικό και ενοχών) / από τις ιδέες του αστικού και οικονομικού

φιλελευθερισμού.

ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ

σεβασμός προσωπικότητας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας ελεύθερη ανάπτυξη.

αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας (= το άτομο ρυθμίζει τις προσωπικές και περιουσιακές του

σχέσεις κατά βούληση) ελευθερία συμβάσεων, ελευθερία συνέρχεσθαι-συνεταιρίζεσθαι.

αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών

προστασία των ασθενέστερων ( ≠ εκμετάλλευση) και της ιδιοκτησίας.

Page 7: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 7

ισότητα των φύλων.

αρχή της υποχρεωτικής τήρησης των συμφωνημένων.

ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η ΕΕ έχει νομική προσωπικότητα ως υποκείμενου του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και του εθνικού

δικαίου των κρατών-μελών της. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι στερείται νομικής προσωπικότητας,

αφού αποτελεί διακυβερνητική συνεργασία ανεξάρτητων κρατών. Πάντως, εμφανίζει στοιχεία τόσο

διεθνούς οργανισμού ( ίδρυση με διεθνή σύμβαση) όσο και ομοσπονδιακού κράτους (

παραχώρηση τμήματος της κυριαρχίας των κρατών-μελών στην Ένωση).

Το Δίκαιο της ΕΕ (ενωσιακό/κοινοτικό δίκαιο) διακρίνεται σε:

Πρωτογενές: οι κανόνες που θεσπίζονται με τις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ.

Παράγωγο: οι κανόνες που θεσπίζονται με πράξεις των οργάνων των κρατών-μελών

κανονισμοί: κανόνες με γενική και άμεση ισχύ που θεμελιώνουν δικαιώματα και

υποχρεώσεις.

οδηγίες: κανόνες που ενσωματώνονται στην έννομη τάξη των κρατών-μελών με

πολιτειακές πράξεις.

αποφάσεις: πράξεις χωρίς κανονιστική ισχύ που δεσμεύουν τα κράτη-μέλη στα οποία

απευθύνονται.

Διεθνείς συμβάσεις με τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς.

Άγραφο δίκαιο: δικαϊκές αρχές που αναγνωρίζονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

= το δίκαιο της ΕΕ βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της έννομης τάξης των κρατών-μελών.

Πρόβλημα εντοπίζεται σε σχέση με το αν υπερέχει ή όχι σε σχέση με το Σύνταγμα. Σύμφωνα με το

άρθρο 28 του Συντάγματος το κοινοτικό δίκαιο πράγματι είναι ανώτερο, αφού στόχος του είναι η

συνένωση των επιμέρους έννομων τάξεων και εθνικών πολιτικών των κρατών-μελών. Άλλοι, όμως,

δεν αποδέχονται αυτή την αντίληψη, καθώς υποστηρίζουν ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει την ίδια του

την υπεροχή έναντι όλων των άλλων κανόνων δικαίου, και –άρα- και του Ευρωπαϊκού• διαφορετικά,

αυτοαναιρείται.

Page 8: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 8

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

=φορείς έννομων σχέσεων, φυσικά και νομικά πρόσωπα.

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ: Κάθε άνθρωπος έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις (ΑΚ 34). Αποκλείεται

ο περιορισμός της ικανότητας δικαίου ή η παραίτηση από αυτή, μιας και αυτό αντίκειται στις

διατάξεις του Συντάγματος. Υπάρχουν, βέβαια, και ειδικές ικανότητες δικαίου (π.χ. γάμος) που

μπορούν να περιοριστούν μέχρι κάποιο σημείο.

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΟΥ: Όποιος έχει ικανότητα δικαίου μπορεί να συμμετέχει σε δίκη που τον

αφορά ως ενάγων ή εναγόμενος, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη προϋπόθεση.

ΑΡΧΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ: Με τη γέννηση (ΑΚ 35).

ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟ (ΑΚ 36): Ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται, το κυοφορούμενο

θεωρείται γεννημένο αν γεννηθεί ζωντανό [=πλάσμα δικαίου: πρόκειται για νομική αίρεση, με

αποτέλεσμα η κτήση δικαιωμάτων να είναι προσωρινή μέχρι την πλήρωση ή οριστική ματαίωση της

αίρεσης). Μάλιστα, το κυοφορούμενο έχει ικανότητα διαδίκου. Προϋποθέσεις να υπάρχει

κυοφορούμενο/ να γεννηθεί ζωντανό/ να έχει ανθρώπινη μορφή ( ≠τερατογένεση).

ΜΗΠΩ ΣΥΝΕΙΛΗΜΜΕΝΟ: Το πρόσωπο που δεν έχει ακόμη συλληφθεί. Του παρέχεται

περιορισμένη προστασία, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι κάποτε θα συλληφθεί και ύστερα θα

γεννηθεί.

ΤΕΧΝΗΤΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ: Το εξωσωματικά γονιμοποιημένο ωάριο θεωρείται

κυοφορούμενο από τη στιγμή της γονιμοποίησης στο δοκιμαστικό σωλήνα.

ΤΕΛΟΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ: Με το θάνατο (ΑΚ 35). Ως θάνατος νοείται η παύση των

εγκεφαλικών λειτουργιών, ακόμη κι αν οι λειτουργίες των άλλων οργάνων και της αναπνοής

διατηρούνται με τεχνητά μέσα.

ΑΚ 37: Όποιος επικαλείται το θάνατο άλλου για να ασκήσει κάποιο δικαίωμα θα πρέπει πρώτα να το

αποδεικνύει.

ΑΚ 38: ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΣΥΝΑΠΟΒΙΩΣΕΩΣ Αν περισσότεροι έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να

διαπιστωθεί/ αποδειχθεί η σειρά θανάτου, τεκμαίρεται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα.

ΑΚ 39: Ακόμη κι αν το σώμα δε βρέθηκε, ο θάνατος θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί αν το πρόσωπο

εξαφανίστηκε κάτω από συνθήκες που καθιστούν το θάνατό του βέβαιο.

ΑΦΑΝΕΙΑ

= η κατάσταση στην οποία κηρύσσεται κάποιος δικαστικώς ώστε να θεωρείται νεκρός.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (ΑΚ 40): 1. Εξαφάνιση ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής/ 2. Απουσία για πολύ

καιρό χωρίς ειδήσεις/ 3. Κατάσταση θανάτου πολύ πιθανή λόγω των πραγματικών συνθηκών.

ΑΚ 41: Για να ζητηθεί η αφάνεια θα πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον ένα έτος από τη στιγμή που

το πρόσωπο βρέθηκε σε κίνδυνο ή -αν αυτός ήταν παρατεταμένος- από την τελευταία στιγμή του ή

πέντε τουλάχιστον έτη από την τελευταία είδηση.

Page 9: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 9

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (AK 42): Οποιοσδήποτε εξαρτά δικαιώματα από το θάνατο του προσώπου μπορεί να

υποβάλει σχετική αίτηση που εκδικάζεται από το Ειρηνοδικείο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής

του αφανισθέντος. Αν είναι βάσιμη το δικαστήριο διατάσσει τη δημοσίευση περίληψής της, μαζί με

πρόσκληση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπο μέσα σε προθεσμία τουλάχιστον ενός

έτους. Μετά την άπρακτη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας, το δικαστήριο εκδικάζει την

αίτηση και κηρύσσει την αφάνεια- εφ’ όσον αποδειχθούν τα γεγονότα. Τέλος, η απόφαση

δημοσιεύεται σε περίληψη και ισχύει κανονικά, εκτός αν ασκηθεί έφεση ή αναίρεση.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Μπορούν να ασκηθούν από τους δικαιούχους όλα τα δικαιώματα που εξαρτώνται από

το θάνατο του προσώπου. Παράλληλα, ο ίδιος ο αφανισθείς χάνει ορισμένα δικαιώματά του ή

αποδεσμεύεται από έννομες σχέσεις (π.χ. υποχρέωση γονικής μέριμνας). Ωστόσο, ο γάμος δεν λύεται

αυτοδικαίως• αντιθέτως, πρέπει να κατατεθεί αίτηση διαζυγίου κατά του άφαντου. Επίσης, οι

κληρονόμοι πρέπει να δώσουν ασφάλεια για την ενδεχόμενη απόδοση της περιουσίας σε

επικρατέστερους κληρονόμους ή στον άφαντο, αν επιστρέψει. Η υποχρέωση ασφάλειας αίρεται μετά

από 10 χρόνια από τη στιγμή της παράδοσης της περιουσίας στους κληρονόμους.

ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΦΑΝΕΙΑΣ: Αν ο άφαντος επανεμφανιστεί ή αποδειχθεί ότι ζει/πέθανε. Σε περίπτωση

επανεμφάνισης εκδίδεται νέα απόφαση που αίρει την κατάσταση της αφάνειας• ο ίδιος μπορεί να

ζητήσει και την επιστροφή της περιουσίας του από τους κληρονόμους. Πάντως, ο γάμος δεν

ανασυστήνεται αυτοδικαίως.

ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

ΟΝΟΜΑ: Μία ή περισσότερες λέξεις για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προσώπου.

Αποτελείται από το βαπτιστικό, το επώνυμο, το πατρώνυμο και το μητρώνυμο. Αποκτάται με

ονοματοδοσία (ΑΚ 1512 και ΑΚ 1518), δηλαδή είτε με βάπτιση είτε με απευθείας δήλωση

στο ληξίαρχο, και επιλέγεται ελεύθερα από τους γονείς, ενώ μπορεί να αλλάξει με δικαστική

απόφαση. Όσο για το επώνυμο, αυτό δεν αλλάζει με το γάμο ως προς τις έννομες σχέσεις,

αλλά στις κοινωνικές οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιούν όποιο θέλουν.

Τέλος, το όνομα εξομοιώνεται, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, με το ψευδώνυμο και

προστατεύεται δικαστικώς από κάθε προσβολή.

ΦΥΛΟ: Διάκριση με βάση τα εξωτερικά γεννητικά όργανα. Είναι δυνατή η αλλαγή του

φύλου, ενώ κατοχυρώνεται η ισότητα ανδρών-γυναικών.

ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ: Η έννομη σχέση που προκύπτει από κοινή καταγωγή ή γάμο και προσδιορίζει

νομικά το πρόσωπο. Διακρίνεται σε συγγένεια εξ αίματος που θεμελιώνεται με τη γέννηση (

α) σε ευθεία γραμμή: ο ένας κατάγεται απευθείας από τον άλλο, π.χ. πατέρας-γιός// β) εκ

πλαγίου: καταγωγή από το ίδιο πρόσωπο, π.χ. αδέρφια) και σε συγγένεια εξ αγχιστείας (= η

σχέση του ενός συζύγου με τους συγγενείς του άλλου συζύγου). Μπορεί να θεμελιωθεί

συγγένεια από υιοθεσία ( μεταξύ του ανήλικου υιοθετούμενου, των θετών γονέων και των

συγγενών τους/ μεταξύ ενήλικου υιοθετούμενου και των θετών γονέων) και τεχνητή

γονιμοποίηση. Η συγγένεια οδηγεί στη δημιουργία δικαιωμάτων-υποχρεώσεων, συνδέεται με

έννομες συνέπειες και περιορίζει ειδικές ικανότητες (π.χ. γάμος με συγγενείς μέχρι κάποιο

βαθμό). {ΒΑΘΜΟΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ: Ο αριθμός των γεννήσεων που συνδέει συγγενικά

πρόσωπα.}

ΗΛΙΚΙΑ: Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη γέννηση του προσώπου. Ως ενήλικοι

χαρακτηρίζονται όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, ενώ οι υπόλοιποι

χαρακτηρίζονται ως ανήλικοι. Οι ανήλικοι χωρίζονται επιπλέον σε κυρίως ανηλίκους, που

έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους, και σε νήπια.

Page 10: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 10

ΚΑΤΟΙΚΙΑ (ΑΚ 51-55): Ο σταθερός νομικός δεσμός του προσώπου με τον τόπο της

μόνιμης εγκατάστασής του, που αποτελεί το κέντρο των βιοτικών/ επαγγελματικών/

κοινωνικών δραστηριοτήτων του. Διακρίνεται σε εκούσια ( πρόθεση + πραγματική

εγκατάσταση σε τόπο) και νόμιμη (αποκτάται αμέσως μέσω των διατάξεων του νόμου, π.χ. οι

ισόβιοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ως νόμιμη κατοικία τον τόπο του διορισμού τους και οι

ανήλικοι την κατοικία των γονέων τους). Η κτήση της κατοικίας αποτελεί οιονεί

δικαιοπραξία. Ισχύει η αρχή της αποκλειστικότητας (= ο καθένας μπορεί να έχει μία μόνο

κατοικία• αν έχει περισσότερες ως κατοικία θεωρείται ο τόπος της κύριας εγκατάστασης) και

της αναγκαιότητας (= όλα τα πρόσωπα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν κατοικία. Αν το άτομο

μεταβάλει την κατοικία του χωρίς να αποκτήσει καινούργια, θεωρείται ως ισχύουσα η

πρώτη). Τέλος, αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του ατόμου, τότε ως

τελευταία κατοικία αναγνωρίζεται ο τόπος διαμονής του συγκεκριμένου προσώπου.

ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ: Ο νομικός δεσμός ενός ατόμου με την πολιτεία. Ανάλογα με την ιθαγένειά

τους τα πρόσωπα διακρίνονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Αποκτάται με γέννηση,

αναγνώριση, υιοθεσία, κατάταξη ομογενούς αλλοδαπού στις ένοπλες δυνάμεις, με

πολιτογράφηση και για τους αλλοδαπούς (είτε λόγω γέννησης στην Ελλάδα από νόμιμα

διαμένοντες στη χώρα -επί 5 έτη- γονείς είτε λόγω επιτυχούς εξάχρονης φοίτησης σε

ελληνικό σχολείο). Μπορεί να αφαιρεθεί αν το άτομο απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή αν

ανέλαβε υπηρεσία αντίθετη στα εθνικά συμφέροντα.

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

= η δυνατότητα του ατόμου να μετέχει αυτοπροσώπως στη δημιουργία ή αλλοίωση έννομων

σχέσεων. Για την απονομή της λαμβάνονται υπόψη κριτήρια, όπως η ηλικία ( πνευματική

ωριμότητα) και η ψυχική/ σωματική υγεία, ενώ τα πρόσωπα διακρίνονται σε ικανά, περιορισμένως

ικανά και ανίκανα για δικαιοπραξία.

Α) Ικανοί για δικαιοπραξία: Οι ενήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας

τους, εκτός αν αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας ή είναι ανάπηροι.

Β) Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία: Οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος

της ηλικίας τους και όποιοι βρίσκονται σε μερική επικουρική ή στερητική δικαστική συμπαράσταση.

*ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (ΑΚ 1666 και ΑΚ 1672) λόγω ψυχικής/

διανοητικής διαταραχής, αλκοολισμού, τοξικομανίας, ασωτίας. Διακρίνεται σε:

Στερητική: Το πρόσωπο είναι ανίκανο για μερικές ή όλες τις δικαιοπραξίες, για την

πραγματοποίηση των οποίων αντιπροσωπεύεται από κάποιο άλλο πρόσωπο. Τίθεται

με δικαστική απόφαση.

Επικουρική: Το πρόσωπο δεν μπορεί να επιχειρήσει καμία ή μερικές δικαιοπραξίες

χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Τίθεται με δικαστική απόφαση.

ΚΥΡΟΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΑ ΙΚΑΝΩΝ: Έγκυρες, εφ’ όσον

ακολουθούνται οι ΑΚ 133-137. Σε αντίθετη περίπτωση είναι άκυρες (ΑΚ 130). Η ακυρότητα είναι

υπέρ του ανηλίκου, των νόμιμων αντιπροσώπων του και των διαδόχων του. Ειδικά για όσους τελούν

υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση, η ακυρότητα είναι υπέρ αυτού που βρίσκεται σε

συμπαράσταση, των διαδόχων του και του δικαστικού συμπαραστάτη.

Γ) Ανίκανοι για δικαιοπραξία: Πρόσωπα κάτω των 10 ετών και όσοι βρίσκονται σε πλήρη

στερητική δικαστική συμπαράσταση. Επίσης, ανίκανοι θεωρούνται –κατά την ΑΚ 131- και αυτοί που

Page 11: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 11

βρίσκονται σε μόνιμη ή παροδική ψυχική/ διανοητική διαταραχή, εφ’ όσον αυτή περιόριζε

αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησή τους ( αδυναμία να διαγνώσουν την ουσία, το

περιεχόμενο και τις συνέπειες των πράξεών τους). {AK 171}.

ΚΥΡΟΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ ΑΝΙΚΑΝΩΝ: Άκυρες κατά την ΑΚ 130. Την ακυρότητα

μπορεί να επικαλεστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον, ενώ –μάλιστα- ο ίδιος οφείλει και να την

αποδείξει. Επιπλέον, άκυρη είναι και η δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται σε ανίκανο πρόσωπο

(ΑΚ 170). Κατ’ εξαίρεση έγκυρες είναι οι δικαιοπραξίες ανίκανων ατόμων όταν αυτές αφορούν

καθημερινές συναλλαγές (π.χ. αγορά εφημερίδας). [Ο συναλλαχθείς με ανίκανο της ΑΚ 128 δεν

προστατεύεται αλλά έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), εφ’ όσον η περιουσία

σώζεται. // Αντίθετα, ο συναλλαχθείς με ανίκανο της ΑΚ 133 προστατεύεται και μπορεί να ζητήσει

αποζημίωση].

ΣΤΑΔΙΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥ (ΑΚ 134-137)

Αυτός που έχει συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του: Ικανός για δικαιοπραξίες από τις

οποίες αποκτά μόνο έννομο όφελος (= απόκτηση δικαιώματος ή απαλλαγή από υποχρέωση),

π.χ. δωρεά ≠ πώληση, χρησιδάνειο, αποδοχή κληρονομιάς. Για τις δικαιοπραξίες που δεν

μπορεί να επιχειρήσει, ο ανήλικος αντιπροσωπεύεται από τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική

μέριμνα (ΑΚ 1510).

Αυτός που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του: Ικανός να διαθέτει ελεύθερα

κάθετί που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το

χρησιμοποιεί και να το διαθέτει ελεύθερα. Με τα προαναφερθέντα αντικείμενα μπορεί να

καταρτίζει κάθε είδους δικαιοπραξία, εφ’ όσον με αυτά εκπληρώνει άμεσα την υποχρέωση ≠

δόσεις.

Αυτός που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του: Ικανός να συνάπτει σύμβαση

εργασίας και όλες τις παρεπόμενες ή συναφείς με αυτή δικαιοπραξίες (π.χ. υπογραφή για τη

σύσταση εργατικού σωματείου). Αν οι γονείς αρνούνται να δώσουν τη συγκατάθεσή τους,

τότε ο ανήλικος μπορεί να πάρει άδεια με κατάθεση αίτησης στο Ειρηνοδικείο του τόπου

κατοικίας ή διαμονής του.

Έγγαμος ανήλικος: Ικανός για κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση ή αύξηση

της περιουσίας του, την αντιμετώπιση αναγκών εκπαίδευσης και συντήρησης του ίδιου αλλά

και της οικογένειάς του. Μάλιστα, μπορεί να εκμισθώνει τα ακίνητά του (το πολύ για 6 έτη),

να εισπράττει τα εισοδήματα από την περιουσία του και να διεξάγει κάθε δίκη σχετική με τις

παραπάνω δικαιοπραξίες.

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

= Όποιος έχει πλήρη ικανότητα για δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό

του όνομα. Το πρόσωπο που έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο

δικαστήριο με το όνομά του μόνο στις υποθέσεις που αφορούν πράξεις για τις οποίες έχει ικανότητα

για δικαιοπραξία. Αν το άτομο δεν έχει ικανότητα για δικαιοπραξία δεν μπορεί να εμφανίζεται στο

δικαστήριο• φυσικά, μπορεί να εκπροσωπηθεί από τους αντιπροσώπου του (γονείς για τον ανήλικο/

συμπαραστάτης γι’ αυτόν που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση).

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ/ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ

= Η ικανότητα του ατόμου να ευθύνεται για τις άδικες πράξεις ή τις παραλείψεις του. Καθορίζεται με

κριτήρια την ηλικία, την πνευματική ωριμότητα και την ψυχική/σωματική υγεία.

Page 12: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 12

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΑΚ 57 κ.ε)

Ως προσωπικότητα νοούνται οι αξίες που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου. Το δικαίωμα

προστασίας της προσωπικότητας είναι προσωπικό, προσωποπαγές, απόλυτο και αυτοτελές, ενώ

ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, καθώς πολλές εκφάνσεις του έχουν αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα.

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Φυσική υπόσταση (= ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία).

Ψυχική υπόσταση.

Ηθική υπόσταση (= τιμή, υπόληψη, αξιοπρέπεια, αξιοπιστία).

Ανάπτυξη της προσωπικότητας (= να μπορεί να διαθέτει το πρόσωπο τον εαυτό του κατά

βούληση -> προσωπική ασφάλεια και ελευθερία κίνησης).

Μέσα προσδιορισμού του προσώπου (= όνομα, εικόνα, φωνή).

Προϊόντα διάνοιας.

Σφαίρα απορρήτου.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Κοινόχρηστα πράγματα (= δημόσια αγαθά- ΑΚ 966 και ΑΚ 967).

Επαγγελματική ενασχόληση και ανέλιξη.

Νομικά πρόσωπα (στο βαθμό που η προστασία σχετίζεται με τη φύση τους).

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ: Πρόκειται για κάθε επέμβαση ενός τρίτου σε οποιαδήποτε

εκδήλωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Διακρίνεται σε:

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ -> Η προσβολή προέρχεται από το ίδιο το πρόσωπο (π.χ. παραίτηση από το

δικαίωμα στα προϊόντα της διάνοιάς του). Η περίπτωση αυτή δε ρυθμίζεται από τον ΑΚ.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ -> Η προσβολή προκαλείται από τρίτους και είναι παράνομη, εκτός αν

υπάρχουν λόγοι που αίρουν τον παράνομο χαρακτηρισμό (π.χ. νόμος, συναίνεση δικαιούχου

κ.ά).

ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Άρση της προσβολής (ΑΚ 57) -> Η προσβολή πρέπει να είναι παράνομη και να υφίσταται

ακόμη. Αίτημα του προσβληθέντος είναι η επαναφορά στην αρχική κατάσταση. Η αξίωση

αυτή υπόκειται σε 20ετή παραγραφή.

Παράλειψη της προσβολής στο μέλλον (ΑΚ 57) -> Απαιτείται προηγούμενη παράνομη

προσβολή και ύπαρξη βάσιμου κινδύνου να επαναληφθεί. Μπορεί, ωστόσο, να ασκηθεί και

προληπτικά.

Αποζημίωση (ΑΚ 57) -> Αν η προσβολή της προσωπικότητας προκύπτει από

παράνομη/υπαίτια συμπεριφορά και οδηγεί σε περιουσιακή ζημία, η οποία συνδέεται άμεσα

με την προσβολή. Η αξίωση της αποζημίωσης θεμελιώνεται με τις διατάξεις της ΑΚ 914.

Ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΑΚ 59) -> Ηθική βλάβη είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία

που υφίσταται το πρόσωπο από τη διατάραξη των μη περιουσιακών αγαθών του. Το αίτημα

είναι η καταβολή χρηματικού ποσού, δημοσίευμα ή ό,τι άλλο επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Άλλες δυνατότητες: Έγερση αναγνωριστικής αγωγής ή λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ (ΑΚ 58): Γενικά το όνομα προστατεύεται από την ΑΚ 57, αλλά

και ειδικώς από την ΑΚ 58 σε δύο περιπτώσεις -> 1) Όταν αμφισβητείται το δικαίωμα κάποιου να

φέρει ένα όνομα και 2) όταν κάποιος χρησιμοποιεί παράνομα το όνομα αυτό. Προστασία μπορεί να

ζητήσει όχι μόνο ο προσβληθείς, αλλά και κάθε τρίτος που βλάπτεται. Τέλος, είναι σημαντικό να

Page 13: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 13

σημειωθεί ότι στην έννοια του ονόματος περιλαμβάνονται το ψευδώνυμο και η επωνυμία του

νομικού προσώπου.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΙΑΝΟΙΑΣ (ΑΚ 60): Προϋπόθεση είναι να αναγνωρίζει άλλη

διάταξη το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού στα προϊόντα της διάνοιάς του. Ο δημιουργός έχει

αξιώσεις για άρση της προσβολής, παράλειψής της στο μέλλον και για αποζημίωση με βάση τις

διατάξεις για την ηθική βλάβη (ΑΚ 59) και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904).

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΝΕΚΡΟΥ {ή υπόληψης νομικού προσώπου μετά τη διάλυση} (ΑΚ

57): Ο κύκλος των δικαιούχων καθορίζεται από τη συναισθηματική εγγύτητα με τον αποβιώσαντα

(π.χ. σύζυγος, ανιόντες, κατιόντες, κληρονόμοι από διαθήκη), εξαιτίας της οποίας η προσβολή της

μνήμης του νεκρού προκαλεί την προσβολή του συναισθηματικού τους κόσμου. Ασκούνται

αυτοτελώς όλες οι αξιώσεις της ΑΚ 57, ενώ για την άρση του παρανόμου ισχύει επιπλέον ότι ο λόγος

άρσης μπορεί να αφορά τόσο τον νεκρό όσο και τους δικαιούχους.

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

= ενώσεις προσώπων ή σύνολα/συγκεντρώσεις περιουσιών που έχουν για συσταθεί για ορισμένο

σκοπό και αποκτούν αυτοτελή ικανότητα δικαίου με βάση τις διατάξεις του νόμου.

Ο ΣΚΟΠΟΣ μπορεί να είναι ιδιωτικός, κοινωνικός ή κερδοσκοπικός. Τα νομικά πρόσωπα

πρέπει να έχουν μονιμότητα και ανεξαρτησία από τα φυσικά πρόσωπα που τα αποτελούν ή που τους

έχουν προσφέρει τις περιουσίες τους (= αρχή της αυτοτέλειας). Η προαναφερθείσα αρχή μπορεί να

αρθεί για να διερευνηθεί η δραστηριότητα και η ταυτότητα των ατόμων που βρίσκονται πίσω από τα

νομικά πρόσωπα, προκειμένου να καταλογιστούν ευθύνες, αλλά μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και για

την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων.

ΦΥΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Α) Πλάσμα δικαίου: Τεχνητό δημιούργημα που έχει

ικανότητα δικαίου αλλά όχι δικαιοπρακτική. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει δική του βούληση, οπότε δεν

ευθύνεται για τις παράνομες πράξεις ή τις παραλείψεις των αντιπροσώπων του (= όργανα). // Β)

Βουλητικό όργανο: Σύνθετος οργανισμός με δική του βούληση που εκφράζεται μέσω των οργάνων

του. Οι πράξεις των τελευταίων βαρύνουν το ίδιο το νομικό πρόσωπο, αφού έχει ικανότητα για

δικαιοπραξία και καταλογισμό. // Γ) Σημερινή θεωρία-αντίληψη: Το νομικό πρόσωπο έχει δική του

βούληση που διαμορφώνεται από τα όργανά του στο πλαίσιο της εξουσίας τους μέσω ειδικής

διαδικασίας. Άρα, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται το ίδιο για τις αξιόποινες πράξεις και τις

παραλείψεις των αντιπροσωπευτικών οργάνων του.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ 1. Δημοσίου δικαίου: Τα νομικά πρόσωπα αυτά είναι φορείς δημόσιας εξουσίας

και ιδρύονται με πράξη της πολιτείας για την επίτευξη συλλογικών σκοπών. // 2. Ιδιωτικού δικαίου:

Τα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα ιδρύονται από ιδιώτες για ατομικούς σκοπούς και διέπονται από

το αστικό ή εμπορικό δίκαιο ανάλογα με τη φύση τους. Ισχύει η ‘αρχή του κλειστού αριθμού’,

σύμφωνα με την οποία ο νόμος προβλέπει ορισμένους ‘τύπους’ νομικών προσώπων με συγκεκριμένα

χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται στην ιδιωτική βούληση η δημιουργία άλλων με

διαφορετικά γνωρίσματα. // 3. Μεικτής φύσης: Πρόκειται για νομικά πρόσωπα που έχουν ιδρυθεί με

πράξη του κράτους και ασκούν κοινωνικά ωφέλιμη δραστηριότητα (π.χ. ΕΡΤ, ΕΛΤΑ, ΕΥΔΑΠ).

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ (AK 61): Τα νομικά πρόσωπα έχουν

αυτοτελή ικανότητα δικαίου που δεν εκτείνεται, όμως, σε έννομες σχέσεις που απαιτούν ιδιότητες

φυσικού προσώπου, δηλαδή ανθρώπινη φύση (π.χ. γάμος). Ταυτόχρονα, έχουν ικανότητα διαδίκου

και δικαστικής παράστασης μέσω των αρμόδιων οργάνων τους.

Page 14: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 14

ΣΥΣΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Με δύο πράξεις α) συστατική (= δικαιοπραξία με την

οποία αποφασίζεται η δημιουργία του νομικού προσώπου) και β) καταστατική (= όροι διοίκησης και

λειτουργίας του νομικού προσώπου) που καταρτίζονται εγγράφως. Ειδικά για το ίδρυμα απαιτείται

συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλιώς η ίδρυσή του είναι άκυρη (ΑΚ 154). Για να ολοκληρωθεί η

διαδικασία της σύστασης απαιτείται δημοσιοποίηση των προαναφερθέντων πράξεων. Πάντως, ακόμη

κι αν η σύστασή του είναι ελαττωματική, το νομικό πρόσωπο μπορεί να συνάπτει έγκυρες

δικαιοπραξίες, εφ’ όσον έχει αρχίσει τη λειτουργία του (= de facto νομικό πρόσωπο).

ΕΔΡΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Ο τόπος στον οποίο τα νομικά πρόσωπα αναπτύσσουν τη

δραστηριότητά τους. Καθορίζεται με τη συστατική τους πράξη (= καταστατική έδρα), ενώ -αν δεν

προβλέπεται- ως έδρα θεωρείται ο τόπος όπου λειτουργεί η διοίκησή τους (= πραγματική έδρα). Τα

νομικά πρόσωπα οπωσδήποτε πρέπει να έχουν έδρα (= αρχή της αναγκαιότητας) και όχι

περισσότερες από μια (= αρχή της αποκλειστικότητας). Σε περίπτωση που διαφέρει η καταστατική

από την πραγματική έδρα, υπερισχύει η καταστατική. Αλλαγή της έδρας μπορεί να γίνει είτε με

τροποποίηση της συστατικής πράξης είτε με μεταβολή του τόπου άσκησης της διοίκησης.

ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Προσδιορίζεται με τη συστατική πράξη και πρέπει να

υπάρχει οπωσδήποτε (= αρχή της αναγκαιότητας). Ιδιαίτερες αρχές και ειδικοί νόμοι ορίζουν την

επωνυμία των εμπορικών εταιριών.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Περιλαμβάνει την επωνυμία, τη φήμη, την

πίστη, τη σφαίρα του απορρήτου και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου σε

συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού. Το νομικό πρόσωπο μπορεί να υποστεί ηθική βλάβη όταν η

αδικοπραξία σε βάρος του είναι παράνομη, υπαίτια και βλάπτει την επωνυμία, τη φήμη, την πίστη και

την υπόληψή του.

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Πρόκειται για το καταστατικό όργανο (= στο πλαίσιο της

εξουσίας του σχηματίζει τη βούληση) του νομικού προσώπου και αποτελείται από ένα ή περισσότερα

φυσικά/νομικά πρόσωπα, που δεν είναι απαραίτητο να αποτελούν μέλη του. Η ανάδειξη της

διοίκησης γίνεται με βάση τη διαδικασία που προβλέπει η συστατική πράξη, με στόχο να φροντίζει

τις υποθέσεις του νομικού προσώπου ( διαχείριση περιουσίας, επιχείρηση δικαιοπραξιών, λήψη

αποφάσεων, πραγμάτωση σκοπού) και να το εκπροσωπεί δικαστικά και εξωδικαστικώς. Η διοίκηση

ασκείται αυτοπροσώπως, όμως η συστατική πράξη μπορεί να αναθέτει ορισμένες πράξεις σε

ιδιαίτερο πρόσωπο. Αν η διοίκηση είναι πολυμελής, απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία στη συνέλευση

για τη λήψη της απόφασης.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ (ΑΚ 66): Μέλος της διοίκησης δε δικαιούται να ψηφίσει στη

συνέλευση αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση/κατάργηση δίκης

μεταξύ του νομικού προσώπου και του ίδιου ή της συζύγου του ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι τρίτου

βαθμού. Το κώλυμα επεκτείνεται τόσο στη συμμετοχή του στη συνέλευση όσο και στο

συνυπολογισμό της ψήφου του για την επίτευξη απαρτίας. Η παραβίαση της ΑΚ 66 οδηγεί σε

ακύρωση της απόφασης.

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ΑΚ 69): α) Όταν υπάρχει έλλειψη προσώπων της

διοίκησης που συνεπάγεται διαρκή ή μερική αδυναμία των μελών της για άσκηση της διοίκησης

του νομικού προσώπου. Συμβαίνει σε περιπτώσεις λήξης της θητείας της διοίκησης προηγούμενη

σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, ακύρωσης της εκλογής με δικαστική απόφαση, αναστολής εκτέλεσης

της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, διαφωνίας μεταξύ των μελών ή άρνησής του να αναλάβουν

διοικητικά καθήκοντα και μόνο εφ’ όσον δεν υπάρχουν αναπληρωματικά μέλη. Σε αυτή την

Page 15: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 15

περίπτωση αναδεικνύεται νέα διοίκηση για να αντιμετωπίσει τις επείγουσες περιπτώσεις. // β) Όταν

δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της διοίκησης και του νομικού προσώπου. Έτσι, η

παλαιά διοίκηση συμπληρώνεται με νέα μέλη, ώστε να αποφασίσει για το ζήτημα που προκάλεσε τη

σύγκρουση. Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης γίνεται με απόφαση Ειρηνοδικείου που δικάζει

την αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο όφελος.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Η έκταση της εξουσίας των οργάνων του νομικού προσώπου ορίζεται από τη συστατική πράξη. Αυτό

σημαίνει ότι κάθε ενέργειά τους πέρα από αυτές που έχουν προβλεφθεί θεωρείται άκυρη και δε

δεσμεύει το νομικό πρόσωπο. Πάντως, περιορισμοί της εξουσίας που δεν έχουν καταγραφεί στο

καταστατικό εύλογα βαρύνουν το νομικό πρόσωπο.

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Περιλαμβάνει μόνο τις έννομες

σχέσεις για τις οποίες το νομικό πρόσωπο έχει ικανότητα δικαίου. Για να δεσμεύεται από αυτές το

νομικό πρόσωπο πρέπει να τηρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις (ΑΚ 70): 1) η δικαιοπραξία πρέπει

να πραγματοποιείται από τα όργανα της διοίκησης του νομικού προσώπου // 2) τα όργανα πρέπει

να δρουν υπό την ιδιότητά τους αυτή, στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου, και

εντός των ορίων της εξουσίας που τους αναγνωρίζεται από το καταστατικό του νομικού

προσώπου. Αν υπάρξει αμφιβολία για το τελευταίο προστατεύεται ο καλόπιστος τρίτος που

συναλλάχθηκε με το όργανο του νομικού προσώπου, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό λειτουργούσε εκτός

της δικαιοδοσίας του.

Οι εσωτερικές σχέσεις ανάμεσα στη διοίκηση και στο νομικό πρόσωπο διέπονται από τις

διατάξεις για την εντολή (ΑΚ 713), ενώ οι εξωτερικές σχέσεις των οργάνων του με τρίτους από την

αντιπροσώπευση (ΑΚ 211).

ΕΥΘΥΝΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Για τις ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, εφ’ όσον

μπορεί από τη φύση του να επιχειρήσει (≠ ενέργειες που απαιτούν ιδιότητες φυσικών προσώπων).

Προϋποθέτει (ΑΚ 71): α) πράξη ή παράλειψη παράνομη και υπαίτια που παράγει υποχρέωση προς

αποζημίωση, απόδοση πράγματος ή αδικαιολόγητου πλουτισμού και άρση προσβολής απόλυτων

δικαιωμάτων // β) η πράξη/παράλειψη αυτή να έχει γίνει από τα καταστατικά όργανα του νομικού

προσώπου ή και από όργανα που δεν το εκπροσωπούν, εφ’ όσον οι αρμοδιότητές τους είναι

καταγεγραμμένες στο καταστατικό (π.χ. διευθυντής υποκαταστήματος) // γ) η πράξη/παράλειψη να

πραγματοποιείται καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του οργάνου, αλλά όχι κι αν έγινε επ’ ευκαιρία των

καθηκόντων του (π.χ. κλοπή πράγματος κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση

κάποιας δικαιοπραξίας). Με άλλα λόγια πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στις πράξεις

του οργάνου και στα καθήκοντά του (= όταν οι πράξεις του αποτελούν αναγκαίο μέσο για την

εκπλήρωση των καθηκόντων του). Αν ευθύνεται και το όργανο μαζί με το νομικό πρόσωπο, τότε η

ευθύνη τους είναι εις ολόκληρον• ο ζημιωθείς, δηλαδή, μπορεί να στραφεί κατά ενός από τα δύο και

να απαιτήσει ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης (ΑΚ 481). Αν το νομικό πρόσωπο, τελικά,

καταβάλει την αποζημίωση, τότε έχει δικαίωμα να ζητήσει τα χρήματα αυτά από το όργανο για

αθέτηση υποχρέωσης (ΑΚ 714).

ΤΕΛΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Με τη διάλυση= λήξη της δραστηριότητας του νομικού

προσώπου ως προς την επιδίωξη του σκοπού του.

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΑΚ 72): Διενεργείται από τους εκκαθαριστές που προβλέπονται στη συστατική

πράξη• αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, την εκκαθάριση αναλαμβάνει η διοίκηση του νομικού

προσώπου και αν δεν υπάρχει ή αρνείται, τότε οι εκκαθαριστές ορίζονται από το Ειρηνοδικείο της

Page 16: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 16

έδρας του νομικού προσώπου. Ρόλος τους είναι η επαλήθευση του ενεργητικού και του παθητικού, η

ρευστοποίηση του ενεργητικού, η εκπλήρωση εκκρεμών υποχρεώσεων και η απόδοση του υπολοίπου

στους δικαιούχους. Οι εκκαθαριστές ευθύνονται για κάθε υπαίτια παράβαση των καθηκόντων τους

που ζημιώνει τους δανειστές του νομικού προσώπου και δεν σχετίζεται με τις ανάγκες της

εκκαθάρισης.

ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΚ 77): Ο δικαιούχος που θα λάβει

το υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθάριση ορίζεται από τη συστατική πράξη ή από το νόμο ή

με απόφαση του αρμόδιου οργάνου. Αν δεν υπάρχει κανείς δικαιούχος, τότε η περιουσία περιέρχεται

στο Δημόσιο που υποχρεούται να τη διαθέσει υπέρ του επιδιωκόμενου από το νομικό πρόσωπο

σκοπού.

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: 1) Με κατάργηση του υφιστάμενου

νομικού προσώπου και τη σύσταση νέου. Η περιουσία του πρώτου μεταβιβάζεται στο επόμενο μετά

την εκκαθάριση. / 2) Με υποκατάσταση του υφιστάμενου νομικού προσώπου από καινούργιο χωρίς

να πραγματοποιείται εκκαθάριση ( η περιουσία του πρώτου απλώς περιέρχεται στο άλλο).

ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ (ΑΚ 78 κ.ε)

= ένωση 20 τουλάχιστον φυσικών (ή και νομικών) προσώπων με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, η

οποία επιδιώκει μη κερδοσκοπικό σκοπό (= μη επιδίωξη οικονομικών ωφελημάτων από τις

δραστηριότητες) και έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα με βάση τους όρους του νόμου.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Mε συστατική πράξη και σύνταξη καταστατικού, τα οποία πρέπει να υπογράψουν

τουλάχιστον 20 πρόσωπα με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Μπορούν να υπογράψουν και

δικαιοπρακτικώς ανίκανοι εφ’ όσον οι δικαιοπρακτικώς ικανοί που έχουν υπογράψει είναι

τουλάχιστον 20. Κατ’ εξαίρεση, για τη σύσταση εργατικού σωματείου μπορούν να υπογράψουν εγκύρως

και ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ

135. <Για περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων της συστατικής πράξης και του καταστατικού -> ΑΚ 79

και ΑΚ 80>

Μετά την κατάρτιση των παραπάνω εγγράφων, πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο Ειρηνοδικείο της

έδρας του σωματείου για την εγγραφή του στο βιβλίο των σωματείων <Στο ίδιο βιβλίο εγγράφονται

οι τροποποιήσεις του καταστατικού {ΑΚ 84} και η διάλυση του σωματείου {ΑΚ 85}>. Την αίτηση

υποβάλλουν οι ιδρυτές ή η διοίκηση (ΑΚ 79) μαζί με τη συστατική πράξη, το καταστατικό και

έγγραφο με τα ονόματα των μελών της διοίκησης. Έπειτα, το δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα του

σωματείου (= αν ο σκοπός του είναι σαφής, μη κερδοσκοπικός, νόμιμος, σύμφωνος με τα χρηστά ήθη

και αν το καταστατικό είναι πλήρες με βάση τις διατάξεις της ΑΚ 80) και το αν υπάρχει κατάχρηση

δικαιώματος με την ίδρυσή του (ΑΚ 281- π.χ. δύο συνδικαλιστικά σωματεία στο ίδιο εργοστάσιο

απαγορεύονται). Έλεγχος σκοπιμότητας δε γίνεται, αφού αναγνωρίζεται συνταγματικά η ελευθερία

του συνεταιρίζεσθαι.

Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η δημοσίευση περίληψης του καταστατικού στον τύπο και η

εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο σωματείων (ΑΚ 81). Με αυτό τον τρόπο το σωματείο αποκτά

νομική προσωπικότητα.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ: Με την απόκτηση νομικής

προσωπικότητας το σωματείο αποκτά αυτοτελή ικανότητα δικαίου, δηλαδή, γίνεται υποκείμενο

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα, αποκτά ικανότητα διαδίκου, που σημαίνει ότι μπορεί

να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή εναγόμενος για τις διάφορες υποθέσεις του,

Page 17: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 17

εκπροσωπούμενο –φυσικά- από τα όργανά του. Τέλος, του μεταβιβάζεται η περιουσία που του έχει

ταχθεί και ξεκινά να λειτουργεί προκειμένου να φτάσει στην υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού

του.

ΜΕΛΗ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ: Φυσικά και νομικά πρόσωπα. Εξαρχής είναι τουλάχιστον 20 αλλά στη

συνέχεια μπορεί να προστεθούν και άλλα. Το μέλος συνδέεται μέσω έννομης σχέσης εμπιστοσύνης

με το σωματείο, από την οποία πηγάζουν αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις (π.χ. πίστη και

καταβολή εισφορών από την πλευρά του μέλους). Η ιδιότητα του μέλους είναι προσωποπαγής και δεν

επιδέχεται αντιπροσώπευσης.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΝΕΟΥ ΜΕΛΟΥΣ: Προϋπόθεση για την είσοδο νέων μελών είναι να έχουν πλήρη

δικαιοπρακτική ικανότητα. Ωστόσο, μπορεί το καταστατικό ή ο σκοπός του σωματείου να μην

επιτρέπουν την είσοδο επιπλέον μελών (ΑΚ 86). Το τελευταίο δεν ισχύει αν το σωματείο έχει

μονοπωλιακή θέση (= το μοναδικό με το συγκεκριμένο σκοπό σε μία ορισμένη περιοχή). Αν το

σωματείο αρνηθεί την είσοδο μέλους παρότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις, το άτομο μπορεί

να ζητήσει την καταδίκη του σωματείου σε δήλωση βουλήσεως. Η εγγραφή του μέλους γίνεται με

αίτηση του ενδιαφερόμενου και αποδοχή της από το αρμόδιο όργανο του σωματείου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΛΟΥΣ (ΑΚ 80): Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις

των μελών του σωματείου είναι προσωπικής ή περιουσιακής φύσης και μπορεί να αυξάνονται με

απόφαση της συνέλευσης των μελών. Όποιο μέλος δεν επιθυμεί την αύξηση των υποχρεώσεών του

μπορεί να παραιτηθεί, αφού δεν μπορεί να αποκλειστεί από αυτή τη ρύθμιση λόγω της ισοτιμίας που

πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στα μέλη. Σύμφωνα με την ΑΚ 89 μπορούν να παραχωρούνται ιδιαίτερα

δικαιώματα υπέρ ορισμένων μελών μόνο εφ’ όσον αυτό προβλέπεται από το καταστατικό και ύστερα

από απόφαση όλων των μελών. Για την κατάργηση τέτοιου είδους δικαιωμάτων απαιτείται

τροποποίηση του καταστατικού και δεν αρκεί η απόφαση της γενικής συνέλευσης. Τέλος, το

σωματείο έχει δικαίωμα πειθαρχικής εξουσίας στα μέλη.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΛΟΥΣ:

Με το θάνατο του μέλους.

Με τη διάλυση του σωματείου.

Με (ελεύθερη) αποχώρηση του μέλους: Συντελείται με μονομερή, απευθυντέα, ρητή

ή σιωπηρή δήλωση του μέλους προς το σωματείο και δεν απαιτείται αποδοχή της για

να ισχύσει (=αναπτύσσει ενέργεια αμέσως). Πρέπει να γνωστοποιείται τουλάχιστον 3

μήνες πριν τη λήξη του λογιστικού έτους εκτός αν οφείλεται σε σπουδαίο λόγο (ΑΚ

87).

Με αποβολή του μέλους: Η αποβολή πραγματοποιείται είτε για λόγους που

προβλέπονται στο καταστατικό {οπότε ορίζεται παράλληλα η διαδικασία και το

αρμόδιο όργανο -> ΑΚ 80) είτε για σπουδαίο λόγο {οπότε αρμόδια για τη λήψη της

απόφασης είναι η συνέλευση των μελών}. Το μέλος πρέπει να λάβει γνώση της

αποβολής του και να κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η αποβολή γίνεται με

γνωστοποίηση –με κάθε πρόσφορο μέσο- της απόφασης στο μέλος, χωρίς να

χρειάζεται η κοινοποίησή της στα υπόλοιπα μέλη. Τέλος, το μέλος έχει δικαίωμα

μέσα σε 2 μήνες να προσφύγει κατά της αποβολής ενώπιον του μονομελούς

Πρωτοδικείου.

Page 18: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 18

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ -> Εκπροσωπεί το σωματείο στις σχέσεις του με τρίτους και επιμελείται των

υποθέσεών του, εκτελώντας τις αποφάσεις της συνέλευσης των μελών. Το καταστατικό

μπορεί να προβλέπει ότι η επιμέλεια ορισμένων υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου

οργάνου ή να επιβάλλει περιορισμούς στην έκταση της εξουσίας της διοίκησης. Κρίσιμο για

τη ρύθμιση των σχέσεών του με τους τρίτους είναι το καταστατικό. Για τη διοίκηση ισχύουν

οι γενικές διατάξεις της ΑΚ 65-71. Η διοίκηση αποτελείται από μέλη του σωματείου που

πρέπει να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και να είναι Έλληνες πολίτες, ενώ

εκλέγεται από τη συνέλευση των μελών. Η θητεία της αρχίζει αφού συγκροτηθεί σε σώμα,

μετά τη λήξη της θητείας της προηγούμενης. Ευθύνεται απέναντι στο σωματείο για κάθε

υπαίτια ζημία που του προκαλεί και παύει: α) όταν λήξει η θητεία της / β) με απόφαση της

συνέλευσης των μελών / γ) με διάλυση του σωματείου / δ) με διορισμό προσωρινής

διοίκησης / ε) για πραγματικούς λόγους (π.χ. θάνατος, παραίτηση κ.ά).

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ -> Το σύνολο των μελών του σωματείου που οργανώνονται σε σώμα.

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Η συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο του σωματείου που

αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του, εφ’ όσον δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου.

Οι δικαιοδοσίες της ορίζονται στην ΑΚ 93, εδ. <σύμφωνα με την ΑΚ 99, οι τρεις τελευταίες

αρμοδιότητες της προαναφερθείσας διάταξης ασκούνται αποκλειστικά από τη συνέλευση> β’

και ΑΚ 94.

ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ -> Για τη συγκρότηση της συνέλευσης

απαιτείται σύγκλησή της από τη διοίκηση όταν το επιβάλλει ο σκοπός του σωματείου ή

ορίζεται από το καταστατικό (ΑΚ 95). Η σύγκληση πραγματοποιείται με έγγραφη πρόταση

της διοίκησης που απευθύνεται σε όλα τα μέλη και αναφέρει σαφώς τα θέματα της ημερήσιας

διάταξης. Πάντως, και το 1/5 των μελών μπορεί να προκαλέσει τη σύγκληση της συνέλευσης

με έγγραφη αίτησή της στη διοίκηση.

ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ -> Η συνέλευση λαμβάνει αποφάσεις με απόλυτη

πλειοψηφία των παρόντων (ΑΚ 97), εκτός αν ο νόμος/καταστατικό προβλέπουν αυξημένη

απαρτία και πλειοψηφία. Έτσι, για το σχηματισμό της απαρτίας αρκεί η παρουσία

οσωνδήποτε μελών και για τη λήψη της απόφασης απαιτείται να συγκεντρώνονται υπέρ

αυτής το ½ + 1 των μελών που παρίστανται. Για τη συγκέντρωση πλειοψηφίας υπολογίζονται

μόνο όσοι ψήφισαν. Για αναλυτικότερη παρουσίαση, ανατρέξτε στις ΑΚ 89 και ΑΚ 99-100.

ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ -> Η απόφαση της συνέλευσης είναι μία

πολυμερής δικαιοπραξία που απαιτεί τη σύμπραξη περισσότερων προσώπων και δεσμεύει

όλα τα μέλη του σωματείου, ακόμη κι αν προσχώρησαν μετά τη λήψη της.

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ -> Αν η ψήφος (= δήλωση βουλήσεως για την

οποία απαιτείται δικαιοπρακτική βούληση και μπορεί να ακυρωθεί λόγω

πλάνης/απάτης/απειλής) είναι άκυρη ή ακυρώσιμη και εφ’ όσον επηρεάζει την απόφαση που

λήφθηκε ή το σχηματισμό πλειοψηφίας, τότε η απόφαση της συνέλευσης ακυρώνεται.

Επίσης, η απόφαση της συνέλευσης μπορεί να ακυρωθεί και στις περιπτώσεις των ΑΚ 97-98.

Τέλος, σύμφωνα με την ΑΚ 101, απόφαση της συνέλευσης που αντιβαίνει στο

νόμο/καταστατικό και επηρεάζει την πλειοψηφία είναι και αυτή άκυρη. Για να ισχύσει η

ακυρότητα απαιτείται έγερση αναγνωριστικής αγωγής.

Page 19: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 19

ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ

Με απόφαση της συνέλευσης (= αυτοδιάλυση): Η συγκεκριμένη απόφαση λαμβάνεται με

βάση την απαρτία/πλειοψηφία που ορίζουν οι ΑΚ 99 και ΑΚ 103.

Με αυτοδίκαιη λύση: Όταν ορίζει το καταστατικό ή όταν τα μέλη μείνουν λιγότερα από 10.

Αυτοδίκαιη λύση δεν επέρχεται με την επίτευξη του σκοπού του σωματείου (ΑΚ 104).

Με δικαστική απόφαση Ειρηνοδικείου: Μετά από αίτηση της διοίκησης ή του 1/5 των

μελών για τους λόγους που προβλέπει η ΑΚ 105. Άλλο πρόσωπο δε μπορεί να ζητήσει

διάλυση, εκτός αν καλέσει την εποπτεύουσα αρχή για να κινήσει η ίδια τη διαδικασία.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΔΙΑΛΥΣΗΣ: Με τη διάλυση του σωματείου παύει η ιδιότητα των μελών του

σωματείου, καταργούνται τα όργανά του και περνά στο στάδιο της εκκαθάρισης (+ ΑΚ 106). Αν δεν

προβλέπεται τρόπος διάθεσης της υπολειπόμενης περιουσίας, αυτή περιέρχεται στο δημόσιο.

ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΩΜΑΤΕΙΟ (ΑΚ 107)

= ενώσεις που έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη κοινής δραστηριότητας για την επίτευξη

συγκεκριμένου σκοπού. Πρόκειται για ενώσεις με κερδοσκοπικό σκοπό ή που έχουν λιγότερα από 20

μέλη ή που δε θέλουν να αποκτήσουν σωματειακό χαρακτήρα. Οι ενώσεις αυτές ρυθμίζονται με βάση

τις διατάξεις για την εταιρεία.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Με άτυπη δικαιοπραξία των μελών, η οποία περιλαμβάνει τη δήλωση βουλήσεώς τους

και τη συμφωνία τους για την επιδίωξη του σκοπού της ένωσης. Σημειώνεται ότι ο επιδιωκόμενος

σκοπός πρέπει να είναι νόμιμος και σύμφωνος με τα χρηστά ήθη.

ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ: α) Αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό, αποκτά

νομική προσωπικότητα αφού τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που ορίζονται για τις ομόρρυθμες

εμπορικές εταιρείες. / β) Αν επιδιώκει εμπορικό σκοπό, αποκτά νομική προσωπικότητα εφ’ όσον

τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας για τις προσωπικές εμπορικές εταιρείες. / γ) Αν ο σκοπός

είναι απλώς οικονομικός ή μη οικονομικός, αποκτά νομική προσωπικότητα αφού τηρηθούν οι όροι

για τη σύσταση σωματείου.

ΔΙΟΙΚΗΣΗ: Αποτελείται από όλα τα μέλη της ένωσης, τα οποία αποφασίζουν με πλειοψηφία, εκτός

αν συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΚ 748), όπως στην ΑΚ 749. Τα μέλη της δεν εκφράζουν τη βούληση

της ένωσης αλλά τη δική τους. Η ένωση δεν έχει δική της περιουσία, η οποία ανήκει συλλογικά σε

όλα τα μέλη (ΑΚ 758). Τα μέλη ευθύνονται κατά το λόγο συμμετοχής τους στην ένωση για τα χρέη

της (ΑΚ 759). Η ένωση προσώπων δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά έχει δικαίωμα διαδίκου και

αυτοπρόσωπης δικαστικής παράστασης μέσω των μελών της.

ΔΙΑΛΥΣΗ: Όπως και το σωματείο + πάροδος του χρόνου για τον οποίο είχε συσταθεί /

πραγματοποίηση ή αδυναμία εκπλήρωσης του επιδιωκόμενου σκοπού / εξέλιξη του σκοπού της σε

ανήθικη {επικυρώνεται με δικαστική απόφαση} / παράβαση νόμου ή του καταστατικού της

{επικυρώνεται με δικαστική απόφαση}.

Page 20: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 20

ΙΔΡΥΜΑ

= σύνολο περιουσίας με νομική προσωπικότητα για την εξυπηρέτηση ορισμένου διαρκούς σκοπού.

Δεν έχει μέλη και ρυθμίζεται με βάση τις ΑΚ 108-121.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Για τη σύσταση ιδρύματος απαιτούνται -> α) ιδρυτική πράξη {μονομερής, μη

απευθυντέα χαριστική δικαιοπραξία που μπορεί να είναι εν ζωή ή αιτία θανάτου και εκφράζει την

επιθυμία του ιδρυτή να δημιουργήσει ίδρυμα. Το ίδρυμα δεν μπορεί να αναπτύσσει επιχειρηματική

δραστηριότητα, εκτός κι αν αυτή σχετίζεται με τη χρήση της περιουσίας του. Υπόκειται στον τύπο

του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΚ 110)} / και β) εγκριτικό προεδρικό διάταγμα από την

πολιτεία {μετά από έλεγχο νομιμότητας και δημοσίευση στη ΦΕΚ. Το διάταγμα αναφέρει την

περιουσία που αφιερώνεται και το σκοπό του ιδρύματος- ΑΚ 112}.

ΚΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ: 1] Με δικαιοπραξία εν ζωή: AK 113 -> Η ιδρυτική πράξη σε αυτή την

περίπτωση είναι υποσχετική δικαιοπραξία και –άρα- η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου θα

πρέπει να γίνει με ξεχωριστή εκποιητική δικαιοπραξία. Ωστόσο, αυτά που μεταβιβάζονται με

εκχώρηση περιέρχονται αυτοδικαίως στο ίδρυμα. / 2] Με διαθήκη -> Το εγκριτικό διάταγμα

εκδίδεται μετά το θάνατο του ιδρυτή και εφαρμόζονται διατάξεις κληρονομικού δικαίου. Σύμφωνα με

την ΑΚ 114, υπάρχει πλάσμα δικαίου κατά το οποίο το ίδρυμα θεωρείται ότι υπάρχει στη διάρκεια

του θανάτου του ιδρυτή. Αν το ίδρυμα έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, αποκτά την περιουσία

αυτοδικαίως.

ΔΙΟΙΚΗΣΗ: Ρυθμίζεται από τις γενικές διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα κι από τον οργανισμό του

ιδρύματος <τροποποιείται με την ΑΚ 110> + ΑΚ 119.

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΚΟΠΟΥ: Για τα μη κοινωφελή ιδρύματα ισχύει η ΑΚ 120. Για τα μη κοινωφελή

ιδρύματα, μεταβολή του σκοπού απαγορεύεται εκτός αν ο σκοπός κατέστη απολύτως ανέφικτος και

εφ’ όσον τηρηθούν οι όροι της ΑΚ 121, εδ. β’.

ΩΦΕΛΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: Ορίζονται από την ΑΚ 116, εδ. α’ και β’. Τα ωφελούμενα πρόσωπα

δεν αποτελούν δωρεοδόχους, ούτε η παροχή από το ίδρυμα προς αυτούς έχει χαρακτήρα δωρεάς.

ΔΙΑΛΥΣΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ: Το ίδρυμα διαλύεται αυτοδικαίως με βάση την ιδρυτική πράξη ή τον

οργανισμό (ΑΚ 117). Ακολουθεί η εκκαθάριση με διάταγμα για τους λόγους της ΑΚ 118.

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΑΝΟΥ (ΑΚ 122)

= ένωση 5 τουλάχιστον φυσικών ή νομικών προσώπων με νομική προσωπικότητα, η οποία

αποσκοπεί στη συλλογή χρημάτων ή άλλων αντικειμένων, μέσω εράνων, λαχειοφόρων αγορών κ.ά,

ώστε να εξυπηρετηθεί κάποιος δημόσιος ή κοινωφελής σκοπός. Έχει σωματειακή μορφή και

παροδικό σκοπό.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Απαιτούνται -> α) συστατική πράξη (έγγραφη και με δήλωση βουλήσεως τουλάχιστον

5 προσώπων) και β) εγκριτικό προεδρικό διάταγμα (η έκδοσή του εναπόκειται στη διακριτική

ευχέρεια της διοίκησης. Ρυθμίζεται με την ΑΚ 123 και δημοσιεύεται στη ΦΕΚ).

Page 21: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 21

ΠΑΡΟΧΕΣ: Εντολή προς το συμφέρον τρίτου προσώπου (ΑΚ 724), συνοδευόμενη από τα μέσα

εκτέλεσής της (ΑΚ 721). Δεν υπόκειται σε ανάκληση.

ΔΙΑΛΥΣΗ: Αυτοδικαίως (ΑΚ 124) ή με διάταγμα (ΑΚ 125). Ακολουθεί η εκκαθάριση.

ΤΥΧΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ: Αν ο οργανισμός προβλέπει ότι η περιουσία που συγκεντρώθηκε θα

χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση διαρκούς σκοπού, τότε η διοίκηση αναλαμβάνει τη σύσταση

ιδρύματος (ΑΚ 126), με έκδοση διατάγματος χωρίς τη σύσταση ιδρυτικής πράξης.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ

= δικαιοπρακτική ένωση προσώπων για την επιδίωξη, με κοινές εισφορές, ορισμένου κοινού

οικονομικού σκοπού. Εταιρεία, επίσης, είναι η δικαιοπραξία με την οποία δύο ή περισσότερα

πρόσωπα αναλαμβάνουν την υποχρέωση επιδίωξης κοινού σκοπού. Διακρίνονται σε -> α)

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ και β) ΑΣΤΙΚΕΣ {εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, με οικονομικό σκοπό. Η

περιουσία ανήκει σε κάθε εταίρο κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του, ο οποίος ευθύνεται για τα

εταιρικά χρέη προσωπικά, απεριόριστα και κατά το λόγο της διαιρεμένης μερίδας του (ΑΚ 759).

ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ

= ένωση δύο ή περισσότερων εταιρειών για την επιδίωξη ενός κοινού, παροδικού, περιορισμένου και

κερδοσκοπικού στόχου. Καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και δεν έχει νομική

προσωπικότητα.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

= η εξουσία που απονέμεται από την έννομη τάξη, η αναγνώριση νομικού δύνασθαι, στο πρόσωπο (=

δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του –οικονομικών, προσωπικών, ηθικών- με

τη δική του βούληση. Δικαίωμα, επίσης, με τη στενή έννοια, υπάρχει όταν το δίκαιο απονέμει στο

πρόσωπο συγκεκριμένη εξουσία που του ανήκει, την ασκεί και γι’ αυτό προστατεύεται.

Πολλές φορές το δικαίωμα μπορεί να ικανοποιεί το συμφέρον περισσότερων προσώπων και από αυτό

να απορρέουν περισσότερες αξιώσεις.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ: α) δύναμη για ικανοποίηση συμφέροντος ακόμη και με τον

εξαναγκασμό του άλλου/ β) απονομή της παραπάνω δυνατότητας από την έννομη τάξη σε

συγκεκριμένο πρόσωπο (= φορέας) / γ) σε κάθε δικαίωμα αντιστοιχεί μία υποχρέωση αλλά δεν

ισχύει και το αντίστροφο.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: Δικαιώματα που παρέχουν στο δικαιούχο την εξουσία πάνω σε ένα πράγμα ή

άλλο αγαθό ή στη σφαίρα άλλου προσώπου. Τα εξουσιαστικά δικαιώματα διακρίνονται επιπλέον

σε ΑΠΟΛΥΤΑ (= άμεση εξουσία σε αντικείμενο ή πρόσωπο, ώστε να αποκλείεται η προσβολή

του δικαιώματος από άλλο πρόσωπο- π.χ. εμπράγματα και προσωπικότητας) και ΣΧΕΤΙΚΑ (=

παρέχουν στο δικαιούχο {= δανειστή} την εξουσία να υποχρεώσει τον οφειλέτη σε συγκεκριμένη

πράξη/παράλειψη/ανοχή. Μπορεί να στρέφονται κατά τρίτου και να προσβάλλονται από εκείνον

{τριτενέργεια} πέρα από τον υπόχρεο- π.χ. ενοχικά).

ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΑ: Δικαιώματα που παρέχουν τη δυνατότητα στο δικαιούχο να επιφέρει

μονομερώς μια έννομη μεταβολή πάνω σε δικαίωμα, έννομη σχέση ή κατάσταση. Δεν περιέχουν

Page 22: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 22

αξίωση έναντι κάποιου να προβεί σε πράξη/παράλειψη/ανοχή, αλλά μόνο δέσμευση των

προσώπων να υποστούν τις έννομες συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος. Ασκούνται με

μονομερή και απευθυντέα δήλωση βουλήσεως στο πρόσωπο που θα υποστεί τις συνέπειες ή με

ένσταση ή με αγωγή. Ανάλογα με το είδος της μεταβολής που επιφέρουν, κατευθύνονται σε

κτήση, αλλοίωση ή κατάργηση δικαιώματος. Δεν παραγράφονται αλλά υπόκεινται σε

αποσβεστική προθεσμία. Διακρίνονται επιπλέον σε ΑΥΤΟΤΕΛΗ (= δε συνδέονται με

υφιστάμενη έννομη σχέση και δεν επηρεάζουν τις έννομες σχέσεις τρίτων) και ΜΗ ΑΥΤΟΤΕΛΗ

(= συνδέονται με υφιστάμενη έννομη σχέση και επιφέρουν αλλοίωση ή κατάργηση έννομων

σχέσεων στις οποίες συμμετέχουν τρίτα πρόσωπα. Μεταβιβάζονται μαζί με την έννομη σχέση

από την οποία απορρέουν- π.χ. καταγγελία μίσθωσης ή σύμβασης εργασίας).

ΠΛΗΡΗ: Όταν έχουν πληρωθεί όλοι οι απαιτούμενοι από το νόμο όροι για τη δημιουργία τους

(π.χ. μεταβίβαση κυριότητας πωληθέντος πράγματος).

ΠΡΟΣΔΟΚΙΑΣ: Συντρέχουν μόνο κάποια στοιχεία που –σύμφωνα με το νόμο- είναι απαραίτητα

για την ύπαρξη δικαιώματος. Προστατεύονται δικονομικά και μπορούν να μεταβιβαστούν με τις

ίδιες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος και για τα πλήρη. Η οικονομική αξία της προσδοκίας είναι

ανάλογη με τις πιθανότητες να ολοκληρωθεί το δικαίωμα (π.χ. στην πώληση με επιφύλαξη της

κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του αγαθού, όσες περισσότερες δόσεις έχουν καταβληθεί

τόσο αυξάνει η αξία της προσδοκίας για την κυριότητα του πωληθέντος πράγματος.

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΑ: Δικαιώματα που μπορούν να μεταβιβαστούν ή και να κληρονομηθούν.

ΑΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΑ: Δικαιώματα που συνδέονται αποκλειστικά και στενά με ένα πρόσωπο, ώστε

δεν μπορούν ούτε να μεταβιβαστούν ούτε και να κληρονομηθούν.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ: Δικαιώματα με χαρακτήρα λειτουργήματος• στόχος τους είναι η εξυπηρέτηση

άλλων ή του γενικού συμφέροντος.

ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ: Δικαιώματα που ανήκουν από κοινού σε περισσότερους από έναν

δικαιούχους.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΑΓΗ: Δικαιώματα στα οποία δικαιούχος είναι ο εκάστοτε

κύριος/νομέας/κάτοχος του πράγματος και για όσο διαρκεί η σχέση του με το πράγμα.

ΑΔΙΑΙΡΕΤΑ: Δικαιώματα που δε μπορούν να αποκτηθούν/ασκηθούν/απολεσθούν κατά ιδανικά

μέρη (= αυτοτελή ποσοστά του δικαιώματος).

ΔΙΑΙΡΕΤΑ: Δικαιώματα που μπορούν να ανήκουν από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα κατά

ιδανικά μέρη. Το δικαίωμα του καθενός, πάντως, δεν περιορίζεται σε ένα διακριτό μέρος του

δικαιώματος. Τέλος, η διαιρετότητα δικαιώματος δεν πρέπει να συνδέεται με τη φυσική

διαιρετότητα του αγαθού.

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ: Δικαιώματα με οικονομική αξία που στοχεύουν στην ικανοποίηση

οικονομικού συμφέροντος (π.χ. κληρονομικά, ενοχικά, εμπράγματα).

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ: Δικαιώματα για την ικανοποίηση ηθικού συμφέροντος (π.χ. προσωπικότητας).

ΜΕΙΚΤΑ: Δικαιώματα με χαρακτήρα τόσο περιουσιακού όσο και προσωπικού δικαιώματος (π.χ.

πνευματικής ιδιοκτησίας).

ΚΥΡΙΑ: Δικαιώματα που υπάρχουν αυτοτελώς και των οποίων η κτήση/αλλοίωση/απόσβεση δεν

εξαρτάται από την ύπαρξη άλλου δικαιώματος.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ: Δικαιώματα που τελούν σε σχέση εξάρτησης με ένα κύριο δικαίωμα και

αποσκοπούν στην ενίσχυσή του. Συμμεταβιβάζονται και συναποσβήνονται με αυτό (π.χ. ενέχυρο,

υποθήκη).

ΕΝΟΧΙΚΑ: Δικαιώματα που παρέχουν στο δικαιούχο την εξουσία να αποκτήσει από άλλον

ορισμένη παροχή (= πράξη/παράλειψη/ανοχή ενέργειας)- ΑΚ. 287.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ: Δικαιώματα που πηγάζουν από σχέσεις οικογενειακού δικαίου.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΑ: Δικαιώματα που παρέχουν εξουσία πάνω στην κληρονομία (= περιουσία)

του προσώπου μετά το θάνατό του- ΑΚ 1710.

Page 23: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 23

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ: Δικαιώματα που παρέχουν στο δικαιούχο άμεση και απόλυτη εξουσία πάνω

σε ένα πράγμα (ΑΚ 973) ή ξένο δικαίωμα (ΑΚ 1178)- π.χ. ενέχυρο, υποθήκη δουλείες,

κυριότητα.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ: Σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί ενός άλλου, π.χ.

επικαρπία, υποθήκη σε επικαρπία και ενέχυρο απαίτησης. Σε αυτή την περίπτωση ο δικαιούχος

έχει άμεση και απόλυτη εξουσία στο βαρυνόμενο δικαίωμα και δικαίωμα μόνο κατά του οφειλέτη

του βαρυνόμενου δικαιώματος.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

= δέσμευση ενός ή περισσότερων προσώπων για τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς

(επιχείρηση/παράλειψη/ανοχή πράξης), προκειμένου να ικανοποιηθεί το αντίστοιχο δικαίωμα. Η

υποχρέωση ποικίλλει ανάλογα με το είδος του δικαιώματος (π.χ. στα απόλυτα δικαιώματα αντιστοιχεί

γενική υποχρέωση), ενώ δημιουργείται ΜΟΝΟ αφού προσβληθεί το αντίστοιχο δικαίωμα.

ΒΑΡΗ

= συμπεριφορές που επιβάλλονται από το νόμο χωρίς να μπορούν να αξιωθούν δικαστικά. Η μη

τήρησή τους επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον βαρυνόμενο, οι οποίες δημιουργούν έναν έμμεσο

καταναγκασμό για την εκπλήρωση των βαρών. Με τα βάρη δεν υπάρχει απονομή δικαιώματος.

ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ

= μονομερής διαμόρφωση έννομης σχέσης με την απονομή δικαιώματος χωρίς υποχρέωση.

[ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ

= σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο, αν και μπορεί να

πηγάζει και από την ιδιωτική βούληση. Από την έννομη σχέση δημιουργούνται δικαιώματα και

υποχρεώσεις που αυξάνονται/αλλοιώνονται/αποσβήνονται ( μεταβλητότητα σε σχέση με το

χρόνο).

ΓΕΝΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

= ευχέρεια δράσης και ικανότητα του ατόμου να ενεργεί αυτοβούλως].

ΑΞΙΩΣΕΙΣ

= το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον την πραγματοποίηση/ανοχή/παράλειψη μίας

ενέργειας με τρόπο εξαναγκαστό. Τις αξιώσεις μπορεί να τις ασκήσει ο δικαιούχος είτε όλες μαζί είτε

μόνο μερικές χωρίς να χάνει το δικαίωμα να ασκήσει και τις υπόλοιπες στο μέλλον.

Η αξίωση διαφέρει από το δικαίωμα, το οποίο είναι μία έννοια ευρύτερη από αυτή της αξίωσης,

καθώς μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες από μία αξιώσεις. Πιο συγκεκριμένα, στα σχετικά

δικαιώματα (= ενοχικά) η αξίωση αποτελεί το περιεχόμενό τους και η ικανοποίησή της οδηγεί στην

απόσβεση του δικαιώματος• από τη άλλη, στα απόλυτα δικαιώματα (= εμπράγματα) δημιουργείται

αξίωση μόνο με την προσβολή τους και η ικανοποίησή της ισχυροποιεί το δικαίωμα ( ≠ απόσβεση).

Διακρίνονται σε: ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ (= η αξίωση απορρέει από ενοχική σχέση και παρέχει στον

δανειστή τη δυνατότητα να απαιτήσει από τον οφειλέτη την εκπλήρωση της ενοχής), ΑΠΟΛΥΤΕΣ (=

η αξίωση προέρχεται από απόλυτο δικαίωμα και αποβλέπει στην εξασφάλιση και αποκατάστασή του

Page 24: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 24

με τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του) και

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΑΓΕΙΣ (= ενοχικές αξιώσεις, οι οποίες στρέφονται κατά εκείνου που τη στιγμή της

άσκησής τους βρίσκεται σε εμπράγματη σχέση με το αγαθό- π.χ. επίδειξη πράγματος: AK 901).

ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ

= σε κάποιες περιπτώσεις προσβολής δικαιώματος ο φορέας του έχει κατά του προσβολέα

περισσότερες ταυτόχρονες αξιώσεις, καθώς η νομική αξιολόγηση πραγματοποιείται υπό το πρίσμα

περισσότερων διατάξεων.

ΣΥΡΡΟΗ ΝΟΜΙΜΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ: Οι διάφορες αξιώσεις αποβλέπουν στην

ίδια παροχή, όμως ο δικαιούχος μπορεί να επιλέξει μία αποκλείοντας τις άλλες ( αξίωση

με δυνατότητα πολλαπλής θεμελίωσης).

ΣΥΡΡΟΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ: Οι διάφορες αξιώσεις αποβλέπουν στο ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα

αλλά νομικά η καθεμία έχει διαφορετική παροχή. Η ικανοποίηση, δηλαδή, της μιας αξίωσης

επιφέρει την απόσβεση των άλλων.

ΣΩΡΕΥΣΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ: Οι διάφορες αξιώσεις δεν έχουν ως αντικείμενο ούτε την ίδια

παροχή ούτε τον ίδιο οικονομικό σκοπό. Οι αξιώσεις αυτές, επομένως, συνυπάρχουν

παράλληλα και η ικανοποίηση της μίας δεν επιδρά καθόλου στις άλλες.

ΑΓΩΓΗ

= το δικαίωμα ή η αξίωση ( ουσιαστική έννοια) / το δικαίωμα κατά της Πολιτείας για την παροχή

έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, της δικαστικής απόφασης ή των

ασφαλιστικών μέτρων. Με αγωγή δεν μπορούν να επιδιωχθούν οι αξιώσεις που προκύπτουν από

ατελείς ενοχές, πχ. από παραγεγραμμένη αξίωση (ΑΚ 272) ή από παίγνιο/στοίχημα (ΑΚ 835).

Διακρίνεται σε: ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΤΙΚΗ (= η αγωγή που υποχρεώνει τον οφειλέτη να προσχωρήσει στην

εκπλήρωση της παροχής μετά από την τελεσιδικία της απόφασης), ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ (= η αγωγή

που βεβαιώνει αν η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ή άκυρη) και ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΗ (= η αγωγή με την

οποία δημιουργείται μία νέα κατάσταση μετά από διαπλαστική απόφαση, π.χ. ακύρωση

δικαιοπραξίας λόγω πλάνης/απάτης/απειλής- ΑΚ. 140 κ.ε).

ΕΝΣΤΑΣΗ

= απόκρουση αγωγής και προστασία του αναγόμενου με ουσιαστικό ή δικονομικό κανόνα δικαίου

( προϋποθέτει κατάφαση των ισχυρισμών του ενάγονται και προβολή νέων από τον εναγόμενο. Τα

πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ένσταση είναι μεταγενέστερα από αυτά που στηρίζουν

το δικαίωμα. Αν, λοιπόν, αμφισβητηθούν από τον ενάγοντα πρέπει να αποδειχθούν από τον

εναγόμενο) / μέσο άμυνας ή υπεράσπισης για την απόκρουση μιας αξιούμενης πράξης/παράλειψης με

επίκληση διάταξης ουσιαστικού δικαίου.

Page 25: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 25

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ

Α) ΓΝΗΣΙΑ: μέσο άμυνας για την παρακώλυση ενός υφιστάμενου δικαιώματος με την επίκληση

άλλου

ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΗ: Η άσκηση του δικαιώματος κατά του οποίου προβάλλεται εμποδίζεται

μόνο προσωρινά.

ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ: Η άσκηση του δικαιώματος κατά του οποίου προβάλλεται εμποδίζεται

οριστικά• πάντως, το δικαίωμα εξακολουθεί να υφίσταται.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΑΓΗΣ: Μεταβιβάζεται ενεργητικά (σε νέο δανειστή) ή παθητικά (σε νέο

οφειλέτη) σε άλλο πρόσωπο μαζί με το δικαίωμα που αφορά.

ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗΣ: Δε μπορεί να μεταβιβαστεί, δηλαδή δεν προτείνεται από τον

δικαιοδόχο του ανθρώπου στον οποίο ανήκαν ή κατά του δικαιοδόχου του προσώπου κατά

του οποίου στρέφονται.

ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ: Δε στηρίζεται σε κάποιο δικαίωμα, αφού ο τύπος της συντίθεται από τη

συνδρομή διάφορων περιστατικών.

ΜΗ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ: Αμυντικός τρόπος άσκησης του δικαιώματος από το οποίο απορρέει.

Ευλόγως, συναποσβήνεται μαζί με αυτό.

ΑΣΚΗΣΗ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ: Η άσκηση της ένστασης επαφίεται στη βούληση

του δικαιούχου και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η παραίτηση

από την ένσταση επιτρέπει την ελεύθερη ανάπτυξη του δικαιώματος κατά του οποίου θα

στρεφόταν.

Β) ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ: μέσο άμυνας με το οποίο προτείνονται τα πραγματικά περιστατικά που

εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος ή επέφεραν την κατάργησή του. Πιο

αναλυτικά, στρέφεται κατά μη υφιστάμενου δικαιώματος, προτείνεται από οποιονδήποτε εξαρτά

έννομο συμφέρον, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η παραίτηση από αυτή

ΔΕΝ ισχυροποιεί το δικαίωμα κατά του οποίου θα στρεφόταν.

Γ) ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ: μέσο άμυνας που στρέφεται κατά του παραδεκτού της αγωγής και αφορά την

εξέλιξη της δίκης.

Δ) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ: μέσο άμυνας που αφορά την ουσία του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή.

*ΑΡΝΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των πραγματικών

περιστατικών/προϋποθέσεων που διαμορφώνουν ένα δικαίωμα.

ΚΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

= σύνδεση δικαιώματος με το φυσικό/νομικό πρόσωπο που αποτελεί το φορέα του. Η κτήση του

δικαιώματος επέρχεται συνήθως με την ιδιωτική βούληση ή αυτοδικαίως (π.χ. κληρονομικά

δικαιώματα), ενώ αν προβλέπεται από κανόνα δικαίου δεν νοείται παραίτηση από την κτήση. Λόγος

κτήσης του δικαιώματος είναι ο κανόνας δικαίου και –συγκεκριμένα- η αδικοπραξία, ο

αδικαιολόγητος πλουτισμός, η συγγένεια, η συζυγική σχέση κ.ά. Μπορεί να απαιτείται η συνδρομή

περισσότερων γεγονότων για την κατάκτηση του δικαιώματος, οπότε μέχρι να ολοκληρωθούν

δημιουργείται προσδοκία δικαιώματος. Η κτήση δικαιώματος διακρίνεται σε:

ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ: Το δικαίωμα γεννιέται στο πρόσωπο του δικαιούχου και είναι ανεξάρτητο

από προϋπάρχον δικαίωμα άλλου (π.χ. εύρεση απολωλότος- ΑΚ 1081/ κυριότητα με

χρησικτησία- ΑΚ 1041).

Page 26: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 26

ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Το αποκτώμενο δικαίωμα στηρίζεται σε προϋπάρχον δικαίωμα άλλου που το

μεταβιβάζει ή το επιβαρύνει (= δικαιοπάροχος). Απαιτείται κτήση του δικαιώματος από τον

δικαιοπάροχο

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΙΚΗ: Το δικαίωμα μεταβιβάζεται στο νέο δικαιούχο (=

διάδοχος) με το ίδιο περιεχόμενο (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας πράγματος-

ΑΚ 1033). Η διαδοχή διακρίνεται σε:

Ειδική: Μεταβίβαση δικαιώματος ή υποχρέωσης με

ξεχωριστή μεταβιβαστική πράξη (π.χ. εκχώρηση απαίτησης).

Καθολική: Μεταβίβαση συνόλου ή μέρους της περιουσίας

με ενιαία μεταβιβαστική πράξη (π.χ. κληρονομική διαδοχή).

Δεν υπάρχει μεταβιβαστική διαδοχή στην επικαρπία ή στην περίπτωση αποποίησης κληρονομιάς

όταν ο επόμενος κληρονόμος καλείται από το νόμο.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ: Όταν από ένα δικαίωμα με ευρύτερο περιεχόμενο

αποσπώνται ορισμένες εξουσίες που αποτελούν το περιεχόμενο ενός νέου

δικαιώματος. Αυτό αποκτάται από τον νέο δικαιούχο, ενώ το πρώτο

εξακολουθεί να υφίσταται περιορισμένο (π.χ. κτήση δικαιώματος

ενεχύρου/υποθήκης/δουλείας με δικαιοπραξία του κυρίου του πράγματος και

του δικαιούχου του δικαιώματος που δημιουργείται).

ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

= μεταβολή δικαιώματος ως προς το πρόσωπο είτε του δικαιούχου (π.χ. εκχώρηση απαίτησης) είτε

του υπόχρεου (π.χ. στερητική αναδοχή χρέους- ΑΚ 471) ή και των δύο {υποκειμενική αλλοίωση} ή

ως προς το αντικείμενο καθαυτό {αντικειμενική αλλοίωση}.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

= λύση του δεσμού μεταξύ δικαιούχου-δικαιώματος. Διαφέρει από την αδράνεια δικαιώματος (= το

δικαίωμα υφίσταται αλλά δεν είναι ενεργό)- π.χ. η άσκηση της γονικής μέριμνας περιέρχεται στον

ένα γονέα ή σε τρίτο πρόσωπο, αλλά ως δικαίωμα εξακολουθεί να υπάρχει και στους δύο γονείς, ΑΚ

1532 και ΑΚ 1535. Διακρίνεται σε:

ΕΚΟΥΣΙΑ Η απώλεια του δικαιώματος επέρχεται με τη θέληση του δικαιούχου του,

μέσω διάθεσης, εκποίησης ή απαλλοτρίωσης. Περιλαμβάνει:

Εκποίηση/Απαλλοτρίωση= Η απώλεια του δικαιώματος επέρχεται με

μεταβίβαση του δικαιώματος σε άλλον (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας,

εκχώρηση απαίτησης).

Επιβάρυνση= Η σύσταση περιορισμένου δικαιώματος με την αφαίρεση

εξουσιών από ένα αρχικό (π.χ. σύσταση ενέχυρου/υποθήκης/δουλείας).

Παραίτηση= Απόσβεση δικαιώματος χωρίς να περιέρχεται σε άλλον. Στα

ενοχικά δικαιώματα γίνεται με σύμβαση (ΑΚ. 361 και ΑΚ 454), ενώ στα

εμπράγματα με μονομερή απευθυντέα (ΑΚ 1169) ή μη απευθυντέα (ΑΚ

1319) δικαιοπραξία. Είναι δυνατή η σιωπηρή παραίτηση• σε άλλα, πάντως, η

παραίτηση είναι αδύνατη (π.χ. δικαίωμα προσωπικότητας).

ΑΚΟΥΣΙΑ Η απώλεια του δικαιώματος επέρχεται χωρίς τη θέληση του δικαιούχου:

Με το τέλος του υποκειμένου (δηλαδή, με το θάνατο του φυσικού προσώπου

ή με τη λήξη του νομικού προσώπου).

Page 27: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 27

Με τη δημιουργία νέου δικαιώματος που καταλύει το παλαιό (π.χ.

χρησικτησία).

Με έκπτωση από το δικαίωμα (ΑΚ 1537).

Με την παρέλευση αποσβεστικής προθεσμίας (ΑΚ 157 και ΑΚ 279).

Με την καταστροφή του αντικειμένου, εφ’ όσον πρόκειται για εμπράγματο

δικαίωμα.

Λόγω της σύγχυσης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του δανειστή και του

οφειλέτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ

= θεσμός σύμφωνα με τον οποίο μία αξίωση εξασθενεί, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την

ασκήσει εντός ορισμένου από το νόμο χρονικού πλαισίου. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής

είναι η αδράνεια του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και αντικείμενό της

είναι η αξίωση καθαυτή.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Κατ’ εξαίρεση παραγράφεται και το καθολικό δικαίωμα από το οποίο από

το οποίο απορρέουν περιοδικές αξιώσεις (π.χ. αξίωση καταβολής μισθού)- ΑΚ 254 η παραγραφή

ξεκινά από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η πρώτη καθυστερούμενη δόση γίνεται απαιτητή.

Υπάρχουν και απαράγραπτες αξιώσεις (π.χ. γειτονικού δικαίου, όπως είναι η

δουλεία οδού).

Η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή, σε αντίθεση με την

αξίωση που επιδιώκει να ικανοποιήσει. Έτσι, αν η αξίωση αυτή παραγραφεί, τότε η αγωγή

απορρίπτεται.

ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ: Οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από 20 χρόνια (ΑΚ 249). Όμως, η

ΑΚ 250 προβλέπει άλλες αξιώσεις που παραγράφονται στην 5ετία. Αυτή η παραγραφή αρχίζει μόλις

λήξει το έτος κατά το οποίο ξεκινά η παραγραφή.

ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ (ΑΚ 251): Από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η

δικαστική επιδίωξή της.

Πότε γεννιέται μία αξίωση Aν το δικαίωμα είναι απόλυτο, η αξίωση γεννιέται με την

προσβολή του/ αν είναι ενοχικό, μόλις συσταθεί η ενοχική απαίτηση και εφ’ όσον δεν τελεί υπό

αναβλητική αίρεση ή προθεσμία/ αν η ενοχική απαίτηση συνίσταται σε παράλειψη πράξης, μόλις

επιχειρηθεί η συγκεκριμένη πράξη.

Πότε μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά μια αξίωση Όταν δεν συντρέχουν νομικοί λόγοι

που να την εμποδίζουν (π.χ. αναβλητική ένσταση). Αντίθετα, η ύπαρξη πραγματικών λόγων (π.χ.

ασθένεια δικηγόρου, άγνοια της αξίωσης κ.ά) δεν παρακωλύουν την έναρξη της παραγραφής, αν και

ίσως την αναστέλλουν.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

= όταν ένα χρονικό διάστημα δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής αλλά μετά το πέρας του αυτή

συνεχίζεται (ΑΚ 257). Διακρίνεται σε:

ΑΠΟΛΥΤΗ Όταν η αναστολή αναπτύσσει την ενέργεια της οποτεδήποτε επέλθει ο λόγος

της- π.χ. αξιώσεις συζύγων για όσο διαρκεί ο γάμος/ αξιώσεις γονέων-τέκνων για όσο διαρκεί

η ανηλικότητα/ αξιώσεις επιτρόπου-επιτροπευόμενου για όσο διαρκεί η επιτροπεία/ αξιώσεις

κυρίου-υπηρέτη για όσο διαρκεί η υπηρετική σχέση και όχι περισσότερο από 15 χρόνια.

Page 28: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 28

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΣ Όταν ο λόγος της αναστολής επέρχεται κατά το τελευταίο εξάμηνο

του χρόνου παραγραφής και εμποδίζει τη συμπλήρωσή του- π.χ. όταν η αξίωση εμποδίστηκε

για λόγους ανωτέρας βίας, δικαιοστασίου, δόλου του υποχρέου (ΑΚ 255), απουσίας του

δικαστικού συμπαραστάτη αν το πρόσωπο είναι ανίκανο ή περιορισμένως ικανό για

δικαιοπραξία (ΑΚ 258). Γενικά η αναστολή συμπληρώσεως επέρχεται για αξιώσεις που

ανήκουν ή στρέφονται κατά κληρονομιάς αν δεν έχει περάσει 6μηνο από την απόκτησή της

(ΑΚ 259).

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ: Αν πάψει ο λόγος αναστολής, η παραγραφή

συνεχίζεται αλλά δεν ολοκληρώνεται αν δεν περάσουν 6 μήνες (ΑΚ 257).

ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

= ματαίωση του χρόνου παραγραφής που έχει διανυθεί και έναρξη νέας παραγραφής από την αρχή

(ΑΚ 270).

ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ:

Αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιονδήποτε τρόπο (= επίδειξη

συμπεριφοράς που αποδεικνύει τη γνώση της αξίωσης)- ΑΚ 260. Η αναγνώριση

πρέπει να γίνει πριν την ολοκλήρωση της παραγραφής, διαφορετικά απαιτείται τύπος

και συναίνεση του δανειστή (ΑΚ 272).

Έγερση αγωγής από τον δικαιούχο (ΑΚ 261). Η διακοπή ξεκινά από την επίδοση

της αγωγής, ενώ αν απαιτείται προπαρασκευαστική διαδικασία, η παραγραφή

διακόπτεται από την έναρξη της διαδικασίας- εφ’ όσον η αγωγή εγερθεί εντός

τριμήνου (ΑΚ 262). Απαιτείται έγκυρη επίδοση της αγωγής (εκτός αν ο εναγόμενος

παρίσταται στη συζήτηση και δεν προβάλλει αντιρρήσεις) και όχι περιέλευση. Η

παραγραφή δεν διακόπτεται αν ο ενάγων παραιτηθεί από το δικόγραφο ή η αγωγή

του απορριφθεί για τυπικούς λόγους (ΑΚ 263).

Διενέργεια διαδικαστικών πράξεων (ΑΚ 264). Δεν υπάρχει διακοπή αν ο δικαιούχος

παραιτηθεί από την αναγγελία ή την επιταγή (ΑΚ 265).

Υποβολή της διαφοράς σε διαιτησία ή άλλη αρχή: Αν για την υποβολή σε διαιτησία

απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις, η διακοπή επέρχεται όταν ο δικαιούχος έκανε

ό,τι τον αφορούσε για να λυθεί η διαφορά (ΑΚ 269).

Εγγραφή υποθήκης υπέρ του δικαιούχου της αξίωσης (AK 1273). Αν η υποθήκη

εξαλειφθεί, η παραγραφή δεν διακόπτεται (ΑΚ 1280).

Επίδοση διαταγής πληρωμής εντός δύο μηνών από την έκδοσή της.

Υποβολή αίτησης συντηρητικής απόδειξης (ΑΚ 555 και ΑΚ 693).

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΚΟΠΗ

Για τις αξιώσεις που υπάγονται στην ΑΚ 250 η νέα παραγραφή ξεκινά μόλις λήξει το έτος

κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η διακοπή (ΑΚ 270).

Αν η παραγραφή διακόπηκε με αγωγή, η νέα παραγραφή ξεκινά από την τελευταία

διαδικαστική πράξη των διαδίκων (ΑΚ 261). Αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων περάσει

ο χρόνος παραγραφής της επίδικης αξίωσης {λόγω αδράνειας του δικαιούχου}, αυτή

παραγράφεται= παραγραφή εν επιδικία που αρχίζει από το διακοπτικό γεγονός.

Page 29: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 29

Αν η παραγραφή διακόπηκε με την αναγγελία της αξίωσης σε πτώχευση, η νέα παραγραφή

αρχίζει από το τέλος της πτώχευσης ή από την τελευταία πράξη των διαδίκων/δικαστηρίου-

εφ’ όσον υπάρχουν αντιρρήσεις (ΑΚ 266).

Αν η παραγραφή διακόπηκε με ένσταση συμψηφισμού της αξίωσης, η νέα παραγραφή

αρχίζει από την τελευταία πράξη των διαδίκων/δικαστηρίου, κατά τη δίκη όπου υποβλήθηκε

η ένσταση (ΑΚ 267).

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΝΕΑΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ: Ίδια με αυτή της παραγραφής που διακόπηκε. Αν, όμως, η

αξίωση βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με εκτελεστό δημόσιο έγγραφο, υπόκειται σε 20ετή

παραγραφή (ΑΚ 268). Οι αξιώσεις από περιοδικές παροχές που βεβαιώθηκαν με αυτό τον τρόπο και

θα καταστούν ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπόκεινται στη βραχύτερη δυνατή παραγραφή (ΑΚ 268).

ΠΡΟΣΜΕΤΡΗΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ: A) Ενοχικές αξιώσεις Η παραγραφή που

άρχισε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου συνεχίζεται με τους ίδιους όρους στο πρόσωπο του νέου

δικαιούχου, δηλαδή η αξίωση δε μεταβάλλεται ως προς τη φύση της κατά τη μεταβίβαση.

Β) Εμπράγματες αξιώσεις (ΑΚ 271) Ο διάδοχος του νομέα, προκειμένου να αποκρούσει

εμπράγματη αξίωση του κυρίου εναντίον του, δικαιούται να προσμετρήσει στο δικό του χρόνο και το

χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαιοπάροχός του βρισκόταν στη νομή του πράγματος. Άρα, δεν

ξεκινάει νέα παραγραφή στο πρόσωπο του διαδόχου.

ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ: Η συμπλήρωση της παραγραφής δεν οδηγεί σε απόσβεση της

αξίωσης αλλά δίνει το δικαίωμα στον υπόχρεο να αρνηθεί την παροχή με ανατρεπτική ένσταση

παραγραφής (ΑΚ 272 και ΑΚ 277). Εκτός από τον υπόχρεο, η ένσταση παραγραφής μπορεί να

προταθεί από όποιον εξαρτά έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστές, εγγυητές κ.ά). Η ένσταση μπορεί να

αποκρουστεί ως καταχρηστική (ΑΚ 281), ενώ ο οφειλέτης μπορεί να παραιτηθεί έγκυρα από αυτή

μόνο με τη συμπλήρωση της παραγραφής (ΑΚ 276). Με την παραίτηση αρχίζει νέα παραγραφή. Με

την κύρια αξίωση συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες, ενώ οι ενστάσεις δεν παραγράφονται εκτός

κι αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΚ 273).

ΑΞΙΩΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ: Παράγει ορισμένες έννομες συνέπειες 1. Ό,τι

καταβλήθηκε μετά την παραγραφή δεν αναζητείται (ΑΚ 272) / 2. Έγγραφη αναγνώριση της

αξίωσης και παροχή ασφάλειας μετά την παραγραφή θεωρούνται έγκυρες (ΑΚ 272) / 3. Είναι

δυνατή η κατ’ ένσταση άσκηση της παραγεγραμμένης αξίωσης.

ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

= το διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα και με την άπρακτη παρέλευση του

οποίου το δικαίωμα αποσβήνεται (ΑΚ 279). Τάσσεται είτε από το νόμο είτε με δικαιοπραξία και

λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Για την αποσβεστική προθεσμία εφαρμόζονται

αναλογικά οι διατάξεις για την παραγραφή εκτός από τις ΑΚ 273 και 276-277. Αν η αποσβεστική

προθεσμία τάσσεται από δικαιοπραξία, η ρύθμισή της εξαρτάται από τη βούληση των μερών.

Page 30: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 30

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ: το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ή μετά την παρέλευση του οποίου πρέπει ή δεν

πρέπει να συμβεί κάτι. Διακρίνεται σε νόμιμη, δικαστική και δικαιοπρακτική.

ΕΝΑΡΞΗ: H προθεσμία ξεκινά την επόμενη της μέρας οπότε έγινε το γεγονός που αποτελεί την

αφετηρία της (ΑΚ 241). Αν έχει συμφωνηθεί ότι αρχίζει σε συγκεκριμένη μέρα, τότε περιλαμβάνεται

και αυτή στην προθεσμία. Εξαίρεση ορίζεται στην ΑΚ 241, παρ. 2 (σε αυτή την περίπτωση δεν

ενδιαφέρει η ώρα γέννησης για την ενηλικίωση. Επίσης, δεν έχει καμία σημασία αν η μέρα είναι

εργάσιμη ή όχι).

ΛΗΞΗ: Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία μέρα της. Εάν η μέρα αυτή είναι

εορτάσιμη, τότε η προθεσμία λήγει μόνο αφού περάσει η επόμενή της ( ΑΚ 242). Σύμφωνα με την

ΑΚ 243, προθεσμία που έχει προσδιοριστεί κατά εβδομάδες/μήνες, λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη

μέρα της τελευταίας εβδομάδας/μήνα.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ: AK 244 και AK 246.

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ: Η νέα προθεσμία αρχίζει την επόμενη μέρα της λήξης της πρώτης

(ΑΚ 245).

ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

= ενέργειες που ρυθμίζονται από το δίκαιο και επιφέρουν (αυτοτελώς ή με τη συνδρομή άλλων

γεγονότων) έννομα αποτελέσματα (= μεταβολές), χωρίς να περιλαμβάνουν βούληση για νομική

δέσμευση. Διακρίνονται σε ΔΙΚΑΙΕΣ και ΑΔΙΚΕΣ/ΑΘΕΜΙΤΕΣ. Περαιτέρω οι δίκαιες νομικές

πράξεις περιλαμβάνουν δικαιοπραξίες, οιονεί δικαιοπραξίες, υλικές πράξεις, μεικτές υλικές πράξεις

και δικαιοπρακτικές παραλείψεις.

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

= δήλωση βουλήσεως που επιφέρει νόμιμα αποτελέσματα επειδή το θέλησε ο δηλών.

ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ 1. δήλωση βουλήσεως, 2. ικανότητα για

δικαιοπραξία, 3. έλλειψη διάστασης δήλωσης και βούλησης, 4. έλλειψη ελαττωμάτων της

βούλησης, 5. συμφωνία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας με το νόμο και τα χρηστά ήθη, 6.

τύπος

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Α) Ουσιώδη στοιχεία (essentialia negotii): Κατάταξη της δικαιοπραξίας σε συγκεκριμένο τύπο

Β) Επουσιώδη στοιχεία: Εισάγουν αποκλίσεις από διατάξεις ενδοτικού δικαίου ή ρυθμίζουν θέματα

που δεν προβλέπονται από το νόμο:

Συνήθη στοιχεία (naturalia negotii): Συμπληρώνουν τη δικαιοπρακτική ρύθμιση και

ορίζονται από το νόμο.

Τυχαία στοιχεία (accidentalia negotii): Προστίθενται στη δικαιοπραξία από τους

δικαιοπρακτούντες και είτε τροποποιούν τα συνήθη στοιχεία είτε προσθέτουν όρους.

Page 31: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 31

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

= σύνολο νομικών γεγονότων από τα οποία ο νόμος εξαρτά την επέλευση των έννομων συνεπειών:

Προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας στοιχεία τα οποία -χωρίς να ανήκουν στο

πραγματικό- πρέπει να συντρέξουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας για να είναι

έγκυρη: α) δικαιοπρακτική ικανότητα υποκειμένων / β) συμφωνία με το νόμο και τα

χρηστά ήθη.

Προϋποθέσεις του ενεργού της δικαιοπραξίας στοιχεία τα οποία –χωρίς να ανήκουν στο

πραγματικό- πρέπει να συντρέξουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας για να είναι

ενεργή. Προστίθενται από το νόμο είτε από την ιδιωτική βούληση.

Κατά την πλήρωση των όρων η δικαιοπραξία παραμένει μετέωρη αλλά αποκτάται μία προσδοκία

δικαιώματος.

ΟΙΟΝΕΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

= εξωτερίκευση βουλήσεως που έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση έννομων συνεπειών, ανεξάρτητα

από το αν το πρόσωπο τις επιδίωξε. Αυτού του είδους η δικαιοπραξία διακρίνεται σε:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ= εξωτερίκευση βουλήσεως να επέλθει στο μέλλον ένα

πραγματικό γεγονός (π.χ. όχληση- ΑΚ 40).

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ= γνωστοποίηση γεγονότος του παρελθόντος, χωρίς

επιδίωξη μεταβολής της πραγματικότητας (π.χ. αναγγελία- ΑΚ 190, λογοδοσία- ΑΚ 303).

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ= π.χ. παροχή συγγνώμης (ΑΚ 510).

Τυχόν αντίθεση στο νόμο και στα χρηστά ήθη ακυρώνει την οιονεί δικαιοπραξία (ΑΚ 174, ΑΚ 178).

ΥΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

= μεταβολή στον εξωτερικό υλικό κόσμο, με την οποία συνδέεται η έννομη συνέπεια. Δεν απαιτείται

δήλωση βουλήσεως και δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ δεν επιδέχεται αντιπροσώπευσης (π.χ.

εύρεση απολωλότος- ΑΚ 1081).

ΜΕΙΚΤΗ ΥΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

= τέλεση υλικής πράξης που οδηγεί σε αποτέλεσμα το οποίο ανάγεται στη βούληση του πράττοντος

(π.χ. κτήση εκούσιας κατοικίας- ΑΚ 51).

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ

= τα αποτελέσματα μιας παράλειψης δικαιοπρακτικής δήλωσης ( σιωπή) εξομοιώνονται με αυτά

της εκτέλεσης μιας δικαιοπραξίας (π.χ. παράλειψη αποποίησης της κληρονομιάς ισοδυναμεί με

αποδοχή της- ΑΚ 1850). Επομένως, περιέχουν πλασματική δήλωση βουλήσεως και δεν αποτελούν

δικαιοπραξίες.

ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΣ Στο πραγματικό τους περιλαμβάνεται μία δήλωση βουλήσεως- π.χ.

καταγγελία, ΑΚ 608:

Page 32: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 32

ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΕΣ: Για να ενεργήσουν απαιτούν την περιέλευση της

δήλωσης βουλήσεως σε άλλο πρόσωπο (ΑΚ 167), π.χ. ανάκληση δωρεάς-

ΑΚ 509.

ΜΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΕΣ: Παράγουν αποτελέσματα μόνο με την

εξωτερίκευση της δήλωσης βουλήσεως, εφ’ όσον συντρέχουν και τα

υπόλοιπα στοιχεία του πραγματικού. Προφανώς, δεν απαιτείται περιέλευση,

ενώ υπόκεινται σε τύπο (ΑΚ 109).

ΠΟΛΥΜΕΡΕΙΣ Στο πραγματικό περιλαμβάνονται δηλώσεις βουλήσεως δύο ή

περισσότερων ατόμων:

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ: Σύμπτωση δύο αντίθετων δηλώσεων βουλήσεως

προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (π.χ. πώληση- ΑΚ

513). Είναι δυνατό να επιδιώκεται η εξυπηρέτηση των συμφερόντων μόνο

του ενός συμβαλλόμενου (π.χ. εντολή- ΑΚ 713). Συνήθως οι συμβάσεις είναι

διμερείς. Ιδιαίτερες κατηγορίες είναι: α) κανονιστικές συμβάσεις

δεσμεύουν και τρίτους που δεν συμμετείχαν στην κατάρτισή τους (π.χ.

κανονισμός πολυκατοικίας) / β) εν τοις πράγμασι δε συντρέχουν οι

προϋποθέσεις εγκυρότητας (π.χ. χρησιμοποίηση μέσων μεταφοράς από τον

ανήλικο).

ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ: Όμοιες και αυτοτελείς δηλώσεις βουλήσεως που

αποβλέπουν στο ίδιο έννομο αποτέλεσμα. Δεν είναι απαραίτητο να

τελεσθούν όλες συγχρόνως, αλλά η συνδικαιοπραξία ολοκληρώνονται μόνο

αφού πραγματοποιηθεί και η τελευταία δήλωση βουλήσεως από αυτές που

την απαρτίζουν (π.χ. καταγγελία μίσθωσης πράγματος από συνεκμισθωτές).

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ: Εκδήλωση βούληση νομικού προσώπου ή

ένωσης οργάνων που ρυθμίζουν τις εσωτερικές τους σχέσεις και

νομιμοποιούν τον εκπρόσωπο να εκτελέσει μια απόφαση. Δεσμεύουν και τα

πρόσωπα που μειοψήφησαν ή δε μετείχαν στη λήψη τους (π.χ. αποφάσεις

Γενικής Συνέλευσης ή Διοικητικού Συμβουλίου).

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΕΝ ΖΩΗ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες ρυθμίζονται έννομες σχέσεις του προσώπου που

επιφέρουν νόμιμα αποτελέσματα όσο ζει. Όλες οι δικαιοπραξίες εκτός από τις ‘αιτία

θανάτου’ αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους εν ζωή των δικαιοπρακτούντων.

ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες ρυθμίζονται έννομες σχέσεις του

προσώπου μετά το θάνατό του, οπότε και αρχίζουν να επιφέρουν τα νόμιμα αποτελέσματά

τους (π.χ. διαθήκη- ΑΚ 1710- την οποία μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει- ΑΚ

1763).

ΧΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΕΠΙΖΩΝΤΟΣ: Δικαιοπραξίες που τελούν υπό την

αίρεση ότι το πρόσωπο που θα λάβει από το άλλο θα επιβιώσει του τελευταίου (π.χ. ασφάλεια

ζωής).

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ: π.χ. πώληση (ΑΚ 513)/ μίσθωση (ΑΚ 574)/ σύμβαση έργου

(ΑΚ 681).

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα που αφορούν

την προσωπική κατάσταση του δικαιοπρακτούντος (π.χ. γάμος- ΑΚ 1350/ μνηστεία- ΑΚ

1346).

Page 33: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 33

ΕΝΟΧΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες πραγματοποιείται η

σύσταση/αλλοίωση/μεταβίβαση/κατάργηση ενοχικού δικαιώματος (π.χ. πώληση, μίσθωση,

εκχώρηση απαίτησης).

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΕΣ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες πραγματοποιείται η

σύσταση/αλλοίωση/μεταβίβαση/κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος (π.χ. παραχώρηση

υποθήκης, δουλεία).

ΜΕ ΕΝΟΧΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση που

πρέπει να εκπληρωθεί για να επιφέρουν τα αποτελέσματά τους (ΑΚ 177).

ΜΕ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Δικαιοπραξίες των οποίων το αποτέλεσμα επέρχεται

άμεσα και έναντι όλων (ΑΚ 466).

ΥΠΟΣΧΕΤΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες με τις οποίες ιδρύεται ενοχική υποχρέωση για τον

οφειλέτη και ενοχικό δικαίωμα για τον δανειστή, χωρίς να επέρχεται μεταβολή σε

υφιστάμενο δικαίωμα. Μπορεί να επιχειρηθεί και από μη δικαιούχο, ενώ αν η υποχρέωση δεν

εκπληρωθεί ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλει αποζημίωση (ΑΚ 355)- π.χ. πώληση, αφού

ακόμη και μετά την πώληση, ο πωλητής παραμένει κύριος του πράγματος μέχρι να

μεταβιβάσει την κυριότητά του στον αγοραστή και να του το παραδώσει. Υποσχετικές είναι

οι περισσότερες ενοχικές δικαιοπραξίες.

ΕΚΠΟΙΗΤΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες στις οποίες η

μεταβίβαση/αλλοίωση/επιβάρυνση/κατάργηση (= διάθεση) υφιστάμενου δικαιώματος

επηρεάζει άμεσα την υπόστασή του (ΑΚ 421). Αντικείμενο της διάθεσης είναι το δικαίωμα

καθαυτό. Όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι εκποιητικές εκτός από την παράλειψη

κτήσης δικαιώματος ή την ακούσια απώλειά του. Και ορισμένες ενοχικές δικαιοπραξίες είναι

εκποιητικές, εφ’ όσον έχουν ως αποτέλεσμα τη διάθεση ενοχικού δικαιώματος (π.χ.

εκχώρηση απαίτησης- ΑΚ 455). Για να ισχύσουν αυτού του είδους οι δικαιοπραξίες ο

δικαιούχος πρέπει να έχει εξουσία διαθέσεως επί του δικαιώματος ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ: α)

απαγόρευση εξουσίας διαθέσεως από το νόμο (ΑΚ 175), από δικαστική απόφαση (ΑΚ 176)

και από δικαιοπραξία (ΑΚ 177)/ β) αν το δικαίωμα ανήκει σε άλλο πρόσωπο διαφορετικό

από το δικαιούχο (π.χ. στις περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης ή γονικής μέριμνας),

γ) αν το δικαίωμα ανήκει ταυτόχρονα στο δικαιούχο και σε άλλο πρόσωπο (π.χ. στην

αντιπροσώπευση- ΑΚ 211 και στο ενέχυρο ή στην υποθήκη).

ΕΠΙΔΟΤΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες (συνήθως υποσχετικές) με τις οποίες πραγματοποιείται

περιουσιακή μεταβίβαση και ο δικαιοπρακτών προσπορίζει στον άλλο περιουσιακό όφελος

(π.χ. δημιουργία/μεταβίβαση δικαιώματος ή απαλλαγή από υποχρέωση). Επιπλέον

διακρίνονται σε

Επαχθείς: H επίδοση γίνεται με κάποιο αντάλλαγμα, δηλαδή με περιουσιακό

όφελος.

Χαριστικές: Η επίδοση γίνεται ανιδιοτελώς, χωρίς κανένα αντάλλαγμα- π.χ.

δωρεά, χρησιδάνειο. Υπόκεινται σε συμβολαιογραφικό τύπο, ενώ υπάρχει

και δυνατότητα ανάκλησης (ΑΚ 505).

ΜΗ ΕΠΙΔΟΤΙΚΕΣ: π.χ. υπαναχώρηση, παραίτηση από την κυριότητα κινητού (ΑΚ 1076).

ΑΙΤΙΩΔΕΙΣ: Δικαιοπραξίες των οποίων το κύρος εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος

κάποιας αιτίας, η οποία αποτελεί στοιχείο του πραγματικού τους. Είναι οι περισσότερες

υποσχετικές δικαιοπραξίες και από τις εκποιητικές η μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, η

σύσταση ενέχυρου/υποθήκης κ.ά.

ΑΝΑΙΤΙΩΔΕΙΣ: Δικαιοπραξίες των οποίων το κύρος δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη και

το κύρος κάποιας αιτίας. Μπορεί να γίνει αιτιώδης με την προσθήκη αίρεσης (ΑΚ 201). Οι

Page 34: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 34

περισσότερες εκποιητικές είναι αναιτιώδεις και από τις υποσχετικές είναι η αναγνώριση

χρέους (ΑΚ 873), το ανώνυμο χρεόγραφο (ΑΚ 888) κ.ά.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ= έμμεσος νομικός σκοπός που δικαιολογεί την επίδοση και εμφανίζεται σε

διάφορες μορφές: εξόφληση (=επίδοση για την εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης), πίστωση, κτήση

απαίτησης, δωρεά, ανανέωση (= αντικατάσταση ενοχής με νέα). Στις εκποιητικές δικαιοπραξίες αιτία

είναι η εκπλήρωση υποχρέωσης που απορρέει από ενοχική δικαιοπραξία, ενώ στις υποσχετικές αιτία

είναι το αντάλλαγμα/η δωρεά/η ανανέωση.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΑΙΤΙΑΣ 1. Στις αιτιώδεις δικαιοπραξίες, αν η αιτία είναι άκυρη

ακυρώνεται και η δικαιοπραξία. Έτσι, στις εκποιητικές το δικαίωμα που διατέθηκε παραμένει στο

διαθέσαντα, ενώ στις υποσχετικές δεν παράγεται υποχρέωση προς παροχή. / 2. Στις αναιτιώδεις

δικαιοπραξίες, ακόμη κι αν η αιτία είναι άκυρη το κύρος της δικαιοπραξίας δεν επηρεάζεται καθόλου.

Πιο συγκεκριμένα, αν διατίθεται εμπράγματο δικαίωμα αυτό μεταβιβάζεται στον αποκτώντα και ο

διαθέσας έχει μόνο αξίωση για απόδοση πλουτισμού (ΑΚ 1034). Το ίδιο ισχύει και για τα ενοχικά

δικαιώματα που διατίθενται με υποσχετικές δικαιοπραξίες.

ΤΥΠΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες που απαιτούν τύπο για την έγκυρη κατάρτισή τους (π.χ. σύμβαση

μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου {ΑΚ 1033} / υποσχετική σύμβαση πωλήσεως ακινήτου).

ΑΤΥΠΕΣ: Δικαιοπραξίες που δεν απαιτούν τύπο για την έγκυρη κατάρτισή τους. Γενικά,

πάντως, ισχύει η αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών (ΑΚ 155).

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με μόνη τη συμφωνία των

συμβαλλόμενων μερών (π.χ. πώληση, εντολή, μίσθωση).

ΠΑΡΑΔΟΤΙΚΕΣ: Δικαιοπραξίες που για να ολοκληρωθούν απαιτούν και παράδοση του

πράγματος εκτός από τη συμφωνία των μερών (π.χ. δάνειο, χρησιδάνειο κ.ά).

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΛΩΣΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ

Βούληση πράξης/ενέργειας= το άτομο εκούσια πραγματοποιεί μια ενέργεια για να δηλώσει

τη βούλησή του.

Βούληση δήλωσης= η βούληση του δηλούντος να έχει η πράξη του δικαιοπρακτική σημασία.

Δικαιοπρακτική βούληση= η βούληση που στρέφεται στην παραγωγή έννομων συνεπειών.

Η δήλωση βουλήσεως διακρίνεται σε:

ΡΗΤΗ Η δήλωση βουλήσεως που εκδηλώνεται με τέτοια μέσα ώστε να συνάγεται

άμεσα η βούληση του δηλούντος σχετικά με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.

ΣΙΩΠΗΡΗ Η δήλωση βουλήσεως που συνάγεται έμμεσα από τη συμπεριφορά

του δηλούντος. Στηρίζεται στις συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται. // Η σιωπή

αποτελεί δήλωση βουλήσεως ΜΟΝΟ όταν έχει συμφωνηθεί από τα μέρη ή προκύπτει

από επανειλημμένες συναλλαγές ότι η έλλειψη απάντησης σε ορισμένη πρόταση

σημαίνει αποδοχή/απόρριψή της. ΓΕΝΙΚΑ, η σιωπή δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως.

ΜΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑ Δεν απαιτείται να απευθυνθεί σε άλλο πρόσωπο• η

συντέλεση της δήλωσης βουλήσεως επέρχεται ταυτόχρονα με την εξωτερίκευση της

δικαιοπρακτικής βούλησης ≠ περιέλευση.

ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑ Η δήλωση βουλήσεως συντελείται με την εξωτερίκευση

δικαιοπρακτικής βούλησης αλλά αποκτά νομική ισχύ από τη στιγμή που θα περιέλθει

Page 35: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 35

στο πρόσωπο που απευθύνεται. Περιέλευση υπάρχει όταν η δήλωση εισέλθει στη

σφαίρα επιρροής του λήπτη με τρόπο αναμενόμενο (π.χ. μέσω ταχυδρομείου). Δεν

υπάρχει περιέλευση όταν ο λήπτης δεν έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί το

περιεχόμενο της δήλωσης (π.χ. χρήση ξένης γλώσσας). Ο κίνδυνος μη περιέλευσης

στο λήπτη κατανέμεται εξίσου ανάμεσα στους δύο συναλλασσόμενους. Από την

περιέλευση της δήλωσης βουλήσεως στον αποδέκτη ο δηλών δεσμεύεται και δεν

μπορεί να ανακαλέσει, εκτός κι αν η ανάκληση φτάσει πριν ή ταυτόχρονα με τη

δήλωση βουλήσεως (οπότε η δήλωση βουλήσεως χάνει την ενέργειά της)- ΑΚ 167,

ΑΚ 168.

ΘΑΝΑΤΟΣ/ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΗΛΟΥΝΤΟΣ: Δεν επιδρά στο κύρος

της συντελεσμένης δήλωσης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει περιέλθει στο λήπτη (ΑΚ 169).

ΤΥΠΟΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

= το μέσο με το οποίο απαιτείται (ορισμένες φορές) από το νόμο (ΑΚ 158) ή τη συμφωνία των μερών

(ΑΚ 159) η εξωτερίκευση δήλωσης βουλήσεως ≠ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ. Γενικά, κατοχυρώνεται η αρχή του

ατύπου των δικαιοπραξιών. Αν επιβάλλεται, τελικά, η τήρηση τύπου είναι για την προστασία των

συναλλασσόμενων και των τρίτων, για τη γνώση του περιεχομένου της δικαιοπραξίας και για τη

διευκόλυνση άσκησης ελέγχου. Διακρίνεται σε:

ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ Εξωτερίκευση δήλωσης βουλήσεως για να είναι έγκυρη τόσο αυτή όσο και

η δικαιοπραξία. Σε άλλες δικαιοπραξίες απαιτείται μία μόνο δήλωση βουλήσεως (ΑΚ 849).

Το έγγραφο αποτελεί την κυριότερη μορφή συστατικού τύπου. Στο συστατικό τύπο πρέπει να

περιλαμβάνονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας, διαφορετικά είναι άκυρη (ΑΚ

182). Αν, όμως, λείπει κάποιο επουσιώδες στοιχείο, τότε η δικαιοπραξία είτε είναι έγκυρη

χωρίς να περιλαμβάνει το συγκεκριμένο στοιχείο (ΑΚ 181) είτε αυτό αναπληρώνεται με

κανόνες ενδοτικού δικαίου ή με συμπληρωτική ερμηνεία. Στον προβλεπόμενο για μια

δικαιοπραξία τύπο υπόκεινται και όλες οι παρεπόμενές της. Ο συστατικός τύπος επιπλέον

χωρίζεται σε:

Νόμιμο: Η τήρηση του τύπου επιβάλλεται από διάταξη του νόμου (ΑΚ 159)

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ (AK 63): Γραπτό κείμενο που περιέχει δήλωση

βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος άσχετα με ποιο τρόπο (π.χ. χειρόγραφα ή

ηλεκτρονικά) το συνέταξε, εφ’ όσον ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις των

συναλλαγών. Απαραίτητο είναι να υπογράφεται ιδιοχείρως από τον εκδότη

του (ΑΚ 160). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η αποτύπωση της υπογραφής με

μηχανικό μέσο αν πρόκειται για ανώνυμους τίτλους που εκδίδονται μαζικά

(ΑΚ 163)- π.χ. χρεόγραφα (ΑΚ 888) ή μετοχές. Αν ο εκδότης αδυνατεί να

υπογράψει απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. Ως υπογραφή νοείται

αυτή που το άτομο χρησιμοποιεί στις συναλλαγές του και η οποία πρέπει

οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το επώνυμο ή το ευρέως γνωστό ψευδώνυμό

του. Η υπογραφή πρέπει να τοποθετηθεί στο τέλος του κειμένου, ενώ ο

αντιπρόσωπος μπορεί να υπογράψει με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου.

Δεκτή είναι και η εν λευκώ υπογραφή (= σε κενό χαρτί που συμπληρώνεται

κατ’ εξουσιοδότησή του από τρίτο άτομο). Ειδικά για τις συμβάσεις η

υπογραφή των μερών πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο αν υπάρχει ένα

πρωτότυπο (ΑΚ 160), ενώ αν υπάρχουν περισσότερα αρκεί η υπογραφή του

καθενός στο έγγραφο που προορίζεται για τον άλλο. Όσον αφορά τη διαθήκη

Page 36: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 36

αυτή πρέπει εξ’ ολοκλήρου να είναι ιδιόχειρη (ΑΚ 1721) και

χρονολογημένη.

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ (ΑΚ 109): Συντάσσεται από

συμβολαιογράφο και αποτελεί το κυριότερο δημόσιο έγγραφο. Υπογράφεται

από τους δικαιοπρακτούντες, τους μάρτυρες και το συμβολαιογράφο. Αν οι

πρώτοι αδυνατούν να υπογράψουν, αναγράφεται σχετική δήλωσή τους ≠

ακυρότητα. Στις συμβάσεις η πρόταση και η αποδοχή μπορούν να γίνουν σε

ξεχωριστά έγγραφα.

ΔΗΛΩΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΑΡΧΗΣ (ΑΚ 1505): π.χ. σε δικαστήριο ή στο

ληξιαρχείο. Δεν απαιτείται έκθεση για την απόδειξη της δήλωσης, οπότε αν η

πρώτη είναι άκυρη δε θίγεται το κύρος της δήλωσης.

Εκούσιο: Η τήρηση του τύπου επιβάλλεται από την ιδιωτική βούληση με συμφωνία

των μερών.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ: Είδος τύπου για την απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της

δικαιοπραξίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δικαιοπραξία μπορεί να καταρτιστεί όχι μόνο γραπτώς ή με συμβολαιογραφικό

έγγραφο, αλλά και προφορικώς, τηλεφωνικώς ή σιωπηρώς (π.χ. με νεύματα).

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΥΠΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ (ΑΚ 166) Υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που

θα συναφθεί {ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο}.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ (ΑΚ 217) Υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη

δικαιοπραξία στην οποία αφορά.

ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ Υπόκειται στον τύπο που προβλέπεται για την (αρχικώς)

συμφωνημένη δικαιοπραξία, η οποία θα καταρτιστεί με τη βούληση του ενός μέρους.

ΕΝΤΟΛΗ (ΑΚ 717) Δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο για την κατάρτιση τυπικής

δικαιοπραξίας.

ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΑΚΥΡΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Υπόκειται στον τύπο που απαιτείται για

την επικυρούμενη δικαιοπραξία.

ΤΥΠΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Τροποποίηση είναι κάθε αντικατάσταση ή συμπλήρωση ουσιωδών όρων της δικαιοπραξίας.

Σύμφωνα με την ΑΚ 164, για τις τροποποιήσεις απαιτείται ο ίδιος τύπος που ορίζεται και για την ίδια

τη δικαιοπραξία. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται για επουσιώδεις τροποποιήσεις ή γι’ αυτές

που περιορίζουν τις υποχρεώσεις του δικαιοπρακτούντος για την προστασία του οποίου θεσπίστηκε ο

τύπος. Τέλος, η άτυπη δικαιοπραξία μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς τύπο, ρητώς ή σιωπηρώς.

ΤΥΠΟΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Η κατάργηση μπορεί να γίνει και ατύπως όταν είναι ολική. Αν είναι μερική (π.χ. κατάργηση όρου της

δικαιοπραξίας) ισοδυναμεί με τροποποίηση και εμπίπτει στην ΑΚ 164. Σε κάθε περίπτωση, αν η

κατάργηση του όρου της δικαιοπραξίας συνεπάγεται επιδείνωση της θέσης του ενός μέρους (π.χ.

Page 37: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 37

απώλεια δικαιώματος, αύξηση ευθύνης) απαιτείται τύπος. Τέλος υπάρχουν και ειδικές ρυθμίσεις που

αφορούν την κατάργηση της δικαιοπραξίας, π.χ. ΑΚ 369.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΥΠΟΥ

ΝΟΜΙΜΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Αν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτού του είδους, τότε η

δικαιοπραξία είναι άκυρη, ακόμη κι αν αφορά επουσιώδη όρο (ΑΚ 181)- εκτός κι αν ορίζεται

διαφορετικά (ΑΚ 159).Η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Αν δεν τηρηθεί ο συγκεκριμένος τύπος, τότε η

δικαιοπραξία ακυρώνεται μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας (ΑΚ 159). Η ακυρότητα

λαμβάνεται υπόψη με πρόταση από τον διάδικο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ό, τι καταβληθεί εν αγνοία της ακυρότητας αναζητείται με βάση τον αδικαιολόγητο

πλουτισμό (ΑΚ 904).

ΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΩ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΤΥΠΟΥ

ΝΟΜΙΜΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Η ακυρότητα λόγω έλλειψης του συγκεκριμένου

τύπου μπορεί να ιαθεί μόνο κατ’ εξαίρεση και μόνο εκεί που ορίζει ο νόμος (ΑΚ 498 και ΑΚ

849).

ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Η ακυρότητα λόγω έλλειψης του τύπου αυτού

του είδους μπορεί να ιαθεί όταν τα μέρη εκπληρώσουν τη δικαιοπραξία έχοντας επίγνωση της

έλλειψης τύπου (ΑΚ 159).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Την ακυρότητα μπορεί να την επικαλεστεί όποιος έχει έννομο όφελος, εκτός αν

αυτή η επίκληση κριθεί παράνομη και καταχρηστική κατά την ΑΚ 281.

Επίσης, αν το ένα μέρος παραπλάνησε το άλλο ως προς τη μη αναγκαιότητα τήρησης

τύπου, τότε ο τελευταίος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση {που περιλαμβάνει μόνο το αρνητικό

διαφέρον} με βάση τις διατάξεις για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις (ΑΚ 197 και 198).

ΣΥΜΒΑΣΗ

= σύμπτωση δύο αντιτιθέμενων δηλώσεων βουλήσεως που αποβλέπουν σε συγκεκριμένο

αποτέλεσμα. Δεσμεύει τα μέρη από τη στιγμή της οριστικής κατάρτισής της.

ΠΡΟΤΑΣΗ οριστική και σοβαρή πρόθεση συμβατικής δέσμευσης, με τη μορφή μονομερούς και

απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως. Πρέπει να είναι: ορισμένη ή τουλάχιστον οριστή (= για να είναι

έγκυρη πρέπει να συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις κύρους και να είναι συγκεκριμένη, πλήρης

{δηλαδή, να περιλαμβάνει τα ουσιώδη/επουσιώδη στοιχεία} και σαφής, προκειμένου να αρκεί μία

καταφατική/αρνητική απάντηση για τη κατάρτιση ή ακύρωση της σύμβασης. Εξακολουθεί να είναι

πλήρης ακόμη κι αν λείπουν κάποια στοιχεία, τα οποία όμως μπορούν να συμπληρωθούν από τις

προγενέστερες διαπραγματεύσεις ή τα χρηστά ήθη) και να απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο

(έστω κι αν δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά του).

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ: ( π.χ. τοποθέτηση ρούχων στη βιτρίνα των

καταστημάτων)- Δεν επιφέρει δέσμευση του προσκαλούντος για την τελική κατάρτιση σύμβασης

αλλά μπορεί να δημιουργήσει ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις, εφ’ όσον η απόκρουση της

πρότασης αντίκειται στην καλή πίστη/συναλλακτικά ήθη.

Page 38: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 38

ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ: Για όλο το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί να

αποδεχθεί την πρόταση ο λήπτης. Ο χρόνος μπορεί να καθοριστεί από τον προτείναντα με την

τοποθέτηση προθεσμίας μέσα στην οποία πρέπει να περιέλθει στον ίδιο η αποδοχή του άλλου. Αν ο

χρόνος δεν καθοριστεί χρόνος τότε συνάγεται με βάση τις περιστάσεις. Γενικά, η δέσμευση διαρκεί

από τότε που θα περιέλθει η πρόταση στο λήπτη μέχρι την τελευταία στιγμή κατά την οποία αυτή

μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο προτείνας δεν μπορεί να ανακαλέσει μέχρι να φτάσει η απάντηση του

λήπτη και χάνει το παραπάνω δικαίωμα αν ο τελευταίος δεχθεί.

ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ: 1. Ανάκληση πρότασης/ 2. Απόρριψη πρότασης από το λήπτη (=

αποποίηση. Με αποποίηση εξομοιώνεται και η αποδοχή με τρποποιήσεις)/ 3. Άπρακτη παρέλευση

του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο μπορούσε να γίνει η πρόταση αποδεκτή/ 4. Λόγω

σημαντικής μεταβολής των συνθηκών συμφωνίας, εφ’όσον αυτή συμφωνεί με την καλή

πίστη/συναλλακτικά ήθη και έγινε γνωστή στο λήπτη πριν δεχθεί. Ο θάνατος ή η δικαιοπρακτική

ανικανότητα του προτείναντα δεν αποσβήνουν την πρόταση (ΑΚ 188)• αυτό σημαίνει ότι οι

κληρονόμοι ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του λήπτη μπορούν να αποδεχθούν/αποποιηθούν την πρόταση

εκ μέρους του. Σε περίπτωση κατάρτισης σύμβασης δεσμεύεται για την εκτέλεσή της ο τελευταίος

κληρονόμος του προτείναντα.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ: Ισοδυναμεί με νέα πρόταση για την κατάρτιση της αρχικής

σύμβασης.

ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ δήλωση βούλησης του λήπτη της πρότασης με την οποία εκφράζει τη

θέλησή του για κατάρτιση σύμβασης που θα είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης.

Διακρίνεται σε: AΠΕΥΘΥΝΤΕΑ (= απαιτείται περιέλευσή της στον προτείναντα), ΜΗ

ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑ (=η αποδοχή συνάγεται έμμεσα με την επίδειξη ορισμένης συμπεριφοράς από το

λήπτη- AK 193, AK 194 και ΑΚ 199), ΡΗΤΗ ή ΣΙΩΠΗΡΗ.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΔΟΧΗΣ: Ισοδυναμεί με αποποίηση και υποβολή νέας πρότασης. Ως

τροποποιήσεις νοούνται οι ουσιώδεις μεταβολές, οι προσθήκες και οι επιφυλάξεις. Αν οι μεταβολές

δεν είναι ουσιώδεις, υπάρχει έγκυρη αποδοχή της πρότασης, κατάρτιση της σύμβασης και

–ταυτόχρονα- νέα πρόταση για την κατάρτιση σύμβασης τροποποίησης της αρχικής.

ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ: Στη διάρκεια της προθεσμίας που έχει ορίσει ο προτείναντας ή σε εύλογο

χρονικό διάστημα που καθορίζεται από τις συνθήκες. Αν η αποδοχή γίνει καθυστερημένα λογίζεται

ως νέα πρόταση. Σε περίπτωση που η αποδοχή απεστάλη μέσα στην προθεσμία αλλά έφτασε μετά

την παρέλευσή της θεωρείται έγκυρη, εκτός αν ο προτείναντας ειδοποιήσει άμεσα τον αποδεχόμενο

για την καθυστέρηση (ΑΚ 190).

ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ: Κατά το χρόνο περιέλευσης της αποδοχής στον προτείναντα

αν είναι απευθυντέα, ενώ αν είναι μη απευθυντέα κατά τη συντέλεσή της.

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ: Στον τόπο περιέλευσης της δήλωσης αποδοχής αν είναι

απευθυντέα, ενώ αν είναι μη απευθυντέα στον τόπο όπου έγινε η πρόταση.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ

= η κατάσταση στην οποία η πρόταση και η αποδοχή καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους,

δηλαδή υπάρχει σύμπτωση νοήματος δηλώσεων βουλήσεως βάσει των κανόνων ερμηνείας (ΑΚ 173,

ΑΚ 200).

Page 39: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 39

ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ

= η κατάσταση στην οποία η πρόταση και η αποδοχή δεν ταυτίζονται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει

σύναψη σύμβασης. Διακρίνεται σε:

ΦΑΝΕΡΗ= Όταν τα μέρη γνωρίζουν ότι δεν συμφώνησαν σε όλους τους όρους της

σύμβασης. Αν οι όροι αυτοί περιλαμβάνονται στα ουσιώδη στοιχεία, η σύμβαση δεν έχει

καταρτιστεί. Αν περιλαμβάνονται στα επουσιώδη στοιχεία που αποτέλεσαν –πάντως-

αντικείμενο διαπραγματεύσεων, τότε πάλι δεν θεωρείται καταρτισμένη λόγω αμφιβολίας

(ΑΚ 195). Τέλος, αν η σύμβαση υπόκειται σε τύπο στον οποίο, όμως, δεν ορίστηκαν κάποιοι

επουσιώδεις όροι, τότε λογίζεται καταρτισμένη ως έχει.

ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ= Όταν τα μέρη θεωρούν ότι συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της σύμβασης

και ότι αυτή έχει καταρτιστεί, ενώ στην πραγματικότητα δε συμφωνούν σε ορισμένους

όρους. Προκύπτει είτε επειδή τα μέρη παρέλειψαν να συμφωνήσουν σε κάτι που

διαπραγματεύτηκαν {= μερική ασυμφωνία} είτε επειδή κατάλαβαν άλλο νόημα αν και

εκφράστηκαν προς συγκεκριμένο όρο. Αν ο όρος αποτελεί ουσιώδες στοιχείο δεν

καταρτίζεται η σύμβαση• επίσης, αν ο όρος είναι επουσιώδης πάλι δεν υπάρχει κατάρτιση

σύμβασης, εκτός αν τα μέρη θεωρούν πως υπήρξε συμφωνία παρά την παράλειψη του όρου.

ΔΙΜΕΡΗΣ ΠΛΑΝΗ: Οι δηλώσεις βουλήσεως των μερών βρίσκονται σε ακούσια διάσταση

με την πραγματική τους βούληση

ΟΜΟΕΙΔΗΣ: Όταν οι δηλώσεις βουλήσεως έχουν το ίδιο (λανθασμένο)

περιεχόμενο. Η σύμβαση θεωρείται καταρτισμένη με περιεχόμενο αυτό που

ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση των μερών.

ΕΤΕΡΟΕΙΔΗΣ: Όταν οι δηλώσεις έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. Η

σύμβαση θεωρείται άκυρη με βάση τις διατάξεις της πλάνης (ΑΚ 140) ή

υπάγεται στις περιπτώσεις της φανερής/λανθάνουσας ασυμφωνίας, όπως

αναλύονται παραπάνω.

ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ (ΑΚ 166)

= προκαταρκτική/προπαρασκευαστική σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση

να συνάψουν στο μέλλον οριστική σύμβαση. Το προσύμφωνο είναι απόλυτα δεσμευτικό, οπότε, αν ο

ένας αθετήσει την υποχρέωση του και δεν συμπράξει στην κατάρτιση της (προσυμφωνημένης)

σύμβασης, ο άλλος να μπορεί να αξιώσει είτε την εκπλήρωση της παροχής ( σύμπραξη για την

κατάρτιση της σύμβασης) είτε αποζημίωση. Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα της αγωγής θα είναι η

καταδίκη του εναγόμενου σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση της κύριας σύμβασης. Με την

τελεσιδικία της απόφασης ο ενάγων μπορεί να δηλώσει την αποδοχή του και να καταρτιστεί

οριστικώς η σύμβαση.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: Στο προσύμφωνο πρέπει να περιλαμβάνονται όλοι οι ουσιώδεις της κύριας

σύμβασης, διαφορετικά είναι άκυρο. Δεν είναι απαραίτητος ο καθορισμός προθεσμίας για την

κατάρτιση της κύριας σύμβασης.

ΤΥΠΟΣ: Ταυτίζεται με αυτόν που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που θα συναφθεί (π.χ. για την

πώληση ακινήτου απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο).

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟΥ: Ο ένας

συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τη σύμπραξη του άλλου για την οριστική κατάρτιση της κύριας

σύμβασης. Αυτό το δικαίωμα είναι περιουσιακής φύσης και μπορεί να μεταβιβαστεί με εκχώρηση

Page 40: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 40

(ΑΚ 455) ή να κληρονομηθεί (ΑΚ 1710). Τέλος, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής

εκτέλεσης με κατάσχεση.

ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ

= σύμφωνο με το οποίο παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους η εξουσία {= δικαίωμα

προαιρέσεως- διαπλαστικό, περιουσιακό και μεταβιβαστό} να επιφέρει την κατάρτιση της κύριας

σύμβασης με μόνη τη δήλωσή του. Ο αντισυμβαλλόμενος, από την άλλη, δεσμεύεται να επιτρέψει τη

μελλοντική επέμβαση στη νομική του σφαίρα για τη σύναψη της κύριας σύμβασης, όπως και να μη

ματαιώσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Το σύμφωνο προαιρέσεως περιλαμβάνει: α)

θεμελίωση του δικαιώματος προαιρέσεως, η άσκηση του οποίου επιφέρει την κατάρτιση της

κύριας σύμβασης/ β) το περιεχόμενο της κύριας σύμβασης που πρέπει να είναι εξειδικευμένο και/

γ) τους όρους για τον τόπο και το χρόνο κατάρτισης της κύριας σύμβασης.

ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΑΚ 197: Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαίως να

συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

ΑΚ 198: Το μέρος που παραβιάζει την παραπάνω υποχρέωση οφείλει αποζημίωση αν προκληθεί –

λόγω της υπαίτιας δράσης του- ζημιά στο άλλο μέρος (= προσυμβατική ευθύνη).

ΦΥΣΗ: Ιδιόμορφη ευθύνη που προβλέπεται από το νόμο. Γεννιέται λόγω της σχέσης αμοιβαίας

εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών στις διαπραγματεύσεις.

Μπορεί να γεννηθεί και στο πλαίσιο συνεννόησης για την κατάρτιση μονομερούς δικαιοπραξίας.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ:

ΣΤΑΔΙΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ Ως διαπραγματεύσεις ορίζονται οι

προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων για τη

σύναψη σύμβασης, με στόχο να επέλθει σύμπτωση των θέσεών τους. Αρχίζουν όταν

εκδηλωθεί ενδιαφέρον για σύναψη σύμβασης (ακόμη και χωρίς πρόταση) και λήγουν

είτε με την οριστική διακοπή τους είτε με την κατάρτιση σύμβασης. Αν καταρτιστεί

έγκυρη σύμβαση υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στις διατάξεις της ευθύνης από

διαπραγματεύσεις (π.χ. λόγω πρόκλησης επουσιώδους πλάνης που δεν δικαιολογεί

ακύρωση της δικαιοπραξίας).

ΑΝΤΙΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Κρίνεται με βάση τα πραγματικά

περιστατικά (π.χ. αδικαιολόγητη ματαίωση της κατάρτισης της σύμβασης παρά τις

διαβεβαιώσεις του ενός μέρους για το αντίθετο).

ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ Η αντισυναλλακτική συμπεριφορά πρέπει να οφείλεται σε

πταίσμα του ζημιώσαντος ή του αντιπροσώπου του, χωρίς να αποκλείεται και η

προσωπική ευθύνη του τελευταίου. Με την απόδειξη της υπαιτιότητας στο

δικαστήριο βαρύνεται ο ζημιωθείς.

ΖΗΜΙΑ Αυτή που προκλήθηκε από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του

ζημιωθέντος σχετικά με το ότι θα καταρτιζόταν η σύμβαση. Η αποζημίωση, δηλαδή,

καλύπτει το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή τη θετική ζημία (= δαπάνες από τη

Page 41: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 41

διενέργεια διαπραγματεύσεων- π.χ. έξοδα μετακινήσεων κ.ά) και το διαφυγόν κέρδος

(λόγω της απόρριψης άλλης πρότασης).

ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΗΜΙΑ

Η ζημιά πρέπει να προέκυψε από τη συγκεκριμένη αντισυναλλακτική

συμπεριφορά του ζημιώσαντος. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά του δρώντος πρέπει

να οδηγεί στη ζημία με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ (AK 198): Πέντε χρόνια αφ’

ότου ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και οπωσδήποτε 20 χρόνια μετά την πράξη.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ: Προβλέπει τον τρόπο

διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων και τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις των μερών με βάση την καλή

πίστη και τα χρηστά ήθη { ασφάλεια}.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

Σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ 174 και ΑΚ 178, η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν αντίκειται σε

απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη. Επίσης, η δήλωση βούλησης που περιέχεται σε

μία δικαιοπραξία πρέπει να είναι πραγματική και σοβαρή, διαφορετικά ακυρώνεται η δικαιοπραξία

(ΑΚ 138- εικονική δήλωση).

ΑΚΥΡΗ είναι κάθε δικαιοπραξία είτε όταν ο νόμος ορίζει ρητώς ως συνέπεια της παράβασής του την

ακυρότητα (ΑΚ 80 και ΑΚ 159) είτε όταν με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας παραβιάζεται

απαγορευτικός κανόνας δικαίου (ΑΚ 174).

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚ 174: Ακυρότητα επέρχεται όταν το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας

αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη (= κάθε διάταξη που αποδοκιμάζει το περιεχόμενο, τα έννομα

αποτελέσματα και τις συνθήκες μιας δικαιοπραξίας) ενός νόμου, εφ’ όσον αυτό προκύπτει από την

έννοια και το σκοπό της παραβιασθείσας απαγόρευσης και δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό. Αυτό

σημαίνει ότι από την ερμηνεία της απαγορευτικής διάταξης, η οποία (ερμηνεία) θα στηριχθεί στον

προστατευτικό σκοπό της (διάταξης), μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ρύθμιση δεν αποβλέπει

στην επαγωγή ακυρότητας.

(Α) ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ

= Δικαιοπραξία που οδηγεί στο αποδοκιμαζόμενο οικονομικό ή κοινωνικό αποτέλεσμα, άσχετα από

την καλή ή την κακή πίστη του δικαιοπρακτούντος. Ο ΑΚ δεν περιέχει ρύθμιση γι’ αυτές τις

δικαιοπραξίες, αλλά θεωρούνται άκυρες, αφού είναι αντίθετες με το πνεύμα και το σκοπό της

αποδοκιμαζόμενης διάταξης. Το πνεύμα και ο σκοπός της διάταξης κρίνονται με βάση τους κανόνες

ερμηνείας, οι οποίοι καθορίζουν και την έκταση της απαγόρευσης.

(Β) ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΜΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΡΟΧΗ

= Σύμφωνα με την ΑΚ 365, οι διατάξεις για την υπόσχεση αδύνατης παροχής (ΑΚ 362 και ΑΚ 364)

εφαρμόζονται και όταν η υπόσχεση αφορά παροχή που προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη του

νόμου. Σημειώνεται ότι η ΑΚ 365 έχει ισχύ μόνο σε υποσχετικές συμβάσεις, ενώ η απαγορευτική

Page 42: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 42

διάταξη πρέπει να αναφέρεται στην παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης. Με άλλα

λόγια, η δικαιοπραξία είναι ισχυρή αλλά υπάρχει αδυναμία παροχής, λόγω της οποίας ο οφειλέτης

υποχρεούται σε αποζημίωση που συνίσταται στο θετικό διαφέρον.

ΣΧΕΣΗ ΑΚ 174 ΚΑΙ ΑΚ 365: Κριτήριο για τη σχέση τους αποτελεί η τελεολογική ερμηνεία του

εκάστοτε απαγορευτικού κανόνα δικαίου. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να οδηγήσει το συμπέρασμα είτε:

α) ότι άκυρες είναι τόσο οι εκποιητικές όσο και οι υποσχετικές δικαιοπραξίες, οπότε ο δανειστής

θα μπορεί να αξιώσει αποζημίωση κατά τις ΑΚ 914 και ΑΚ 197-198 / β) ότι η απαγόρευση αφήνει

άθικτες τις εκποιητικές και τις υποσχετικές δικαιοπραξίες, αφού, σε περίπτωση παραβίασής της,

η κύρωση είναι διοικητικού χαρακτήρα/ γ) ότι η ακυρότητα αφορά μόνο εκποιητικές δικαιοπραξίες,

οπότε εφαρμόζεται μόνο η ΑΚ 365.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ

= Ως διάθεση (ΑΚ 175) νοείται η μεταβίβαση/αλλοίωση/επιβάρυνση δικαιώματος με δικαιοπραξία

και βούληση δικαιούχου ή με αναγκαστική εκτέλεση ή από το σύνδικο πτώχευσης ή με καταδίκη σε

δήλωση βουλήσεως. Αφορά μόνο τις εκποιητικές δικαιοπραξίες.

(1) ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αν η διάθεση του δικαιώματος αντίκειται σε διάταξη του νόμου, τότε είναι άκυρη. Αν η απαγόρευση

αφορά ακίνητο, αναπτύσσει ενέργεια έναντι τρίτων αφ’ ότου η δικαστική απόφαση σημειωθεί στα

βιβλία διεκδικήσεων ή η προσωρινή διαταγή εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών. Αν, επίσης, η

απαγόρευση διάθεσης έχει οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, τότε μόνο αυτά μπορούν

να την επικαλεστούν, επιφέροντας σχετική ακυρότητα της δικαιοπραξίας.

(2) ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΑΚ 176)

Αν η διάθεση του δικαιώματος απαγορεύεται από δικαστική απόφαση ισχύουν τα ίδια με παραπάνω.

Η ΑΚ 176 εφαρμόζεται και στην περίπτωση έκδοσης προσωρινής διαταγής που απαγορεύει τη

διάθεση αντικειμένου της δίκης.

(3) ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ (ΑΚ 177)

Η απαγόρευση διάθεσης από δικαιοπραξία έχει ενοχική ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της

διάθεσης, εκτός αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Οι δικαιοπρακτικές απαγορεύσεις προστατεύουν

τους τρίτους• αν ενεργούσαν εναντίον τους, τα εκ του νόμου απαλλοτριωτά δικαιώματα γίνονται

αναπαλλοτρίωτα με ιδιωτική βούληση. Αυτός που παραβιάζει την απαγόρευση οφείλει αποζημίωση

που αφορά τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία. Ο τρίτος αποκτά το δικαίωμα (που

διατίθεται σ’ αυτόν παρά την απαγόρευση), άσχετα από την καλή ή την κακή πίστη του. Αν, ωστόσο,

γνώριζε την απαγόρευση ίσως ο τρίτος να ευθύνεται κατά την ΑΚ 919.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ΑΚ 939 δεν εφαρμόζεται για τη διάρρηξη της διάθεσης που έγινε κατά

παράβαση της σχετικής απαγόρευσης. Αυτό συμβαίνει διότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο αν

υπάρχει αξίωση για απόδοση του πράγματος ή για την τέλεση δικαιοπραξίας με αντικείμενο το

πράγμα αυτό, ώστε να ικανοποιηθεί αυτούσια η συγκεκριμένη αξίωση.

ΑΝΗΘΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ (ΑΚ 178)

= κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Η ανηθικότητα ή μη της δικαιοπραξίας κρίνεται

με βάση τις θεμελιώδεις αρχές και αξιολογήσεις που διέπουν το θετικό δίκαιο και απορρέουν από τη

Page 43: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 43

συνταγματική τάξη. Η έννοια των χρηστών ηθών μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και την

εξέλιξη της κοινωνικής ηθικής. Ως εκ τούτου, για τη διαπίστωση της ανηθικότητας, κρίσιμος

θεωρείται ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης στο δικαστήριο.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΗΘΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Δικαιοπραξίες με περιεχόμενο ανήθικη/παράνομη συμπεριφορά ή παροχή απαγορευμένη

από το νόμο. Τέτοιου είδους δικαιοπραξίες είναι άκυρες με βάση την ΑΚ 174.

Δικαιοπραξίες με τις οποίες επιδιώκεται ο εξαναγκασμός του προσώπου σε

πράξη/συμπεριφορά/παράλειψη, που εναπόκειται στην ελεύθερη βούλησή του το αν θα την

επιχειρήσει.

Δικαιοπραξίες που δεσμεύουν υπέρμετρα την ατομική ελευθερία.

Δικαιοπραξίες για την ικανοποίηση παράνομων ή επιζήμιων για το κοινωνικό σύνολο

σκοπών (π.χ. δάνειο για συμμετοχή σε τυχερό παιχνίδι).

Δικαιοπραξίες με τις οποίες ο συμβαλλόμενος (που βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τον

άλλο) παραιτείται από δικαίωμα ενδοτικού δικαίου ή αναλαμβάνει επαχθείς υποχρεώσεις

(= προφανής δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής).

ΚΡΙΣΗ ΑΝΗΘΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Με βάση το περιεχόμενο, το σκοπό και το εφαλτήριό

της.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΝΗΘΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Συνήθως η ανήθικη δικαιοπραξία είναι

απολύτως άκυρη. Σε κάποιες περιπτώσεις, πάντως, η ακυρότητα μπορεί να είναι σχετική οπότε

εφαρμόζεται αναλογικά η ΑΚ 181.

(Α) ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ME ΥΠΕΡΜΕΤΡΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (ΑΚ 179): Ως

ελευθερία νοείται κάθε δικαίωμα που αναγνωρίζει η έννομη τάξη ή που ασκείται νομίμως εντός των

ορίων της. Δέσμευση, από την άλλη, χαρακτηρίζεται ο περιορισμός/αποκλεισμός της νόμιμης

άσκησης της ελευθερίας και πραγμάτωσης του περιεχομένου της. Το κατά πόσο η δικαιοπραξία

δεσμεύει την ελευθερία του προσώπου κρίνεται με βάση τη διάρκεια και το σκοπό της δέσμευσης,

καθώς και τα εκατέρωθεν συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Έτσι, άκυρες είναι όσες

δικαιοπραξίες προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όσες περιλαμβάνουν μακροχρόνια

δέσμευση χωρίς δυνατότητα παύσης της με καταγγελία. Στην περίπτωση που από ακυρότητα πάσχει

μόνο κάποιος όρος της δικαιοπραξίας που επιβλήθηκε από τον ισχυρότερο σε βάρος του

ασθενέστερου, τότε ο πρώτος δε μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας

(ΑΚ 181).

(Β) ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΕΙΣ/ΚΑΤΑΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ (ΑΚ 179): Δικαιοπραξίες

στις οποίες κάποιος εκμεταλλεύεται την ανάγκη (= η κατάσταση κατά την οποία το πρόσωπο

βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, η αντιμετώπιση του οποίου είναι ανεπίδεκτη αναβολής), κουφότητα (=

απερισκεψία, εξαιτίας της οποίας το άτομο αδυνατεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες της

πράξης του) ή την απειρία (= έλλειψη πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές) του άλλου, ώστε να

επιτύχει ωφελήματα που βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή. Η ακυρότητα των

δικαιοπραξιών αυτών είναι απόλυτη, μπορεί να την επικαλεστεί και ο αισχροκερδήσας, ενώ

λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ (=ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ)

Page 44: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 44

= (ΑΚ 138) Η δικαιοπραξία στην οποία η δήλωση βουλήσεως- εν γνώση του δηλούντος- δεν

ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση σε τρίτους ότι

μεταβλήθηκε μια περιουσιακή κατάσταση που προϋπήρχε, χωρίς, φυσικά, να υπάρχει τέτοια

πρόθεση. Απαιτείται σύμβαση ή μονομερής και απευθυντέα δήλωση βουλήσεως και γνώση της

εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο. Διακρίνεται σε:

AΠΟΛΥΤΗ Η εικονικότητα είναι απόλυτη όταν ο δικαιοπρακτών δεν ήθελε να επέλθει

με τη δικαιοπραξία καμία έννομη μεταβολή (π.χ. ‘πώληση’ ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, ενώ

ο πωλητής παραμένει κύριος).

ΣΧΕΤΙΚΗ Όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη. Σύμφωνα με την ΑΚ 138, η

καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και εφ’ όσον συντρέχουν οι

προϋποθέσεις (τήρηση τύπου και ουσιώδη στοιχεία) κατάρτισής της. Η κάλυψη μπορεί να

είναι ΠΛΗΡΗΣ, αν η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι διαφορετική από την εικονική, ή

ΜΕΡΙΚΗ, αν η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι του ίδιου τύπου με την εικονική αλλά

περιλαμβάνει διαφορετικούς όρους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εικονική δικαιοπραξία

παραμένει άκυρη, ενώ η καλυπτόμενη είναι έγκυρη αφού τη θέλησαν τα μέρη.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ: Απόλυτη ακυρότητα που πλήττει τόσο την εκποιητική όσο και

την υποσχετική δικαιοπραξία. Την ακυρότητα μπορούν να την επικαλεστούν όσοι έχουν έννομο

συμφέρον και επέρχεται αυτοδικαίως. Πάντως, η επίκληση της ακυρότητας μπορεί να γίνει και με

αναγνωριστική, χωρίς χρονικούς περιορισμούς.

ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΤΙΜΗΜΑ: Η πώληση με το μικρότερο τίμημα είναι άκυρη ως

εικονική, ενώ η καλυπτόμενη -με το μεγαλύτερο τίμημα- είναι μερικώς άκυρη, στην έκταση που το

μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα δεν έχει περιβληθεί τον νόμιμο συμβολαιογραφικό τύπο

{ δηλαδή, η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη μόνο για το τίμημα που αναγράφεται στο

συμβόλαιο}. Μπορεί να γεννηθεί αξίωση για την απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904).

ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ: Οι συμβαλλόμενοι επιδιώκουν την επέλευση των

έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας όχι υπέρ του φαινομενικού συμβαλλόμενου αλλά υπέρ

ενός τρίτου. Η δικαιοπραξία είναι έγκυρη, εφ’ όσον δεν απαιτεί τύπο και οι συμβαλλόμενοι –εκ των

οποίων ο ένας είναι φαινομενικός- να γνωρίζουν ότι η σύμβαση ισχύει μόνο μεταξύ των πραγματικών

συμβαλλομένων. Τέλος, αν η δικαιοπραξία είναι τυπική η μη αναφορά του πραγματικού

συμβαλλόμενου οδηγεί σε ακυρότητα.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΡΙΤΩΝ (ΑΚ 139): Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε

αγνοώντας την. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται ο καλόπιστος συναλλασσόμενος, ακόμη κι αν η

μη διάγνωση της εικονικότητας εκ μέρους του οφείλεται σε βαριά αμέλειά του. Αν κατά το χρόνο της

συναλλαγής με τον τρίτο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 139, τότε η ακυρότητα της εικονικής

δικαιοπραξίας δεν μπορεί να προβληθεί έναντι του τρίτου, ο οποίος τελικά γίνεται δικαιούχος των

δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συναλλαγή.

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

= Δικαιοπραξίες που δεν παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους ή – ενώ τα παράγουν- μπορεί να

ακυρωθούν μεταγενέστερα με δικαστική απόφαση για ατέλειες ή παραλείψεις.

Page 45: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 45

1. ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ: Δικαιοπραξίες στις οποίες ‘λείπει η μορφή’ τους ή

κάποιο ουσιώδες στοιχείο του πραγματικού τους (π.χ. πώληση χωρίς συμφωνία για το

τίμημα). Η έλλειψη πρέπει να είναι οριστική, δηλαδή να μην ορίστηκε τρόπος καθορισμού

της ούτε αυτή να μπορεί να καλυφθεί ερμηνευτικώς.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες είναι ανύπαρκτες και δεν παράγουν κανένα έννομο

αποτέλεσμα από εκείνα θα παρήγαγαν αν ήταν έγκυρες. Θεμελιώνουν, πάντως, αξιώσεις από

προσυμβατική ευθύνη (ΑΚ 197 και ΑΚ 198), αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904) και αδικοπρακτική

ευθύνη (ΑΚ 914). Για να ακυρωθεί απαιτείται αναγνωριστική δικαστική απόφαση ύστερα από την

έγερση αναγνωριστικής αγωγής.

2. ΑΤΕΛΕΙΣ Ή ΑΝΕΝΕΡΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ: Δικαιοπραξίες για την ολοκλήρωση των

οποίων απαιτείται να συντρέξει κι άλλο στοιχείο του οποίου η συνδρομή είναι αβέβαιη.

Υφίστανται κανονικά, χωρίς να επιφέρουν τα έννομα αποτελέσματά τους.

3. ΑΚΥΡΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ: Δικαιοπραξίες που έχουν την εξωτερική μορφή της

δικαιοπραξίας και τα ουσιώδη στοιχεία του πραγματικού της, αλλά εξαιτίας ελαττώματός

τους δεν παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους. Θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΚ 180). Αν

και δεν παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, μπορούν να θεμελιώσουν αξιώσεις από

προσυμβατική ευθύνη, αδικαιολόγητο πλουτισμό και αδικοπρακτική ευθύνη. Η ακύρωση

επέρχεται συνήθως αυτοδικαίως, αλλά μπορεί να ζητηθεί και με αναγνωριστική αγωγή.

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: α) Έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας των συμβαλλόμενων ή

απουσία τύπου, β) Αντίθεση στο νόμο και στα χρηστά ήθη και γ) Εικονικότητα (ΑΚ 138).

Η ακυρότητα διακρίνεται σε ΑΡΧΙΚΗ (= όταν το ελάττωμα υφίσταται κατά την κατάρτιση

της δικαιοπραξίας), ΕΠΙΓΕΝΟΜΕΝΗ (= όταν το ελάττωμα εμφανίζεται μετά την κατάρτιση της

δικαιπραξίας- π.χ. λόγω απαγορευτικού κανόνα ΑΚ 174. Η ακυρότητα αυτή ενεργεί

αναδρομικώς), ΑΠΟΛΥΤΗ (= ακυρότητα που μπορεί να την επικαλεστεί όποιος έχει έννομο

συμφέρον, εξυπηρετεί δημόσιο όφελος, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και

παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησής της δεν νοείται), ΣΧΕΤΙΚΗ (= ακυρότητα που μπορούν να

την επικαλεστούν μόνο τα πρόσωπα υπέρ των οποίων θεσπίζεται, εξυπηρετεί ιδιωτικό συμφέρον, ενώ

λαμβάνεται υπόψη μόνο με πρόταση από τα μέρη, διαφορετικά η δικαιοπραξία παράγει όλα τα

έννομα αποτελέσματά της. Τα αποτελέσματά της αίρονται αναδρομικώς και η παραίτηση των

δικαιοπρακτούντων από την επίκληση της ακυρότητας οδηγεί στην ίασή της- ΑΚ 239), ΟΛΙΚΗ (=

όταν η ακυρότητα καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, αφορά –δηλαδή- ένα ουσιώδες μέρος

της δικαιοπραξίας, την έλλειψη του οποίου αν γνώριζαν τα μέρη δε θα την είχαν καταρτίσει) και

ΜΕΡΙΚΗ (= όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε επιμέρους τμήματα, ώστε και χωρίς το

άκυρο μέρος, αυτή να υφίσταται και να μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς).

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: Η ακυρότητα προτείνεται εναντίον όλων όσων έχουν δικαιώματα

στη δικαιοπραξία, καλόπιστων και μη. Κατ’ εξαίρεση ορισμένες διατάξεις (ΑΚ 139, ΑΚ 466 και ΑΚ

1036) προστατεύουν τους καλόπιστους τρίτους.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ= η μεταγενέστερη ισχυροποίηση της άκυρης δικαιοπραξίας. Η

απόλυτη ακυρότητα δεν μπορεί να ιαθεί, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΚ 498, ΑΚ 849,

ΑΚ 1373 και ΑΚ 1872). Από την άλλη, αν πρόκειται για σχετική ακυρότητα, αυτή θεραπεύεται αν τα

συμβαλλόμενα μέρη παραιτηθούν από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας. Έτσι, η δικαιοπραξία

καθίσταται έγκυρη και μελλοντικά απρόσβλητη.

Page 46: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 46

ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΑΚΥΡΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (ΑΚ 183): Η ισχυροποίηση άκυρης δικαιοπραξίας με

μεταγενέστερη δήλωση βουλήσεως που επαναλαμβάνει τη δικαιοπραξία όταν δε συντρέχει λόγος

ακυρότητας ώστε να καταστεί έγκυρη αναδρομικώς.

Η απόλυτη ακυρότητα δε θεραπεύεται με επικύρωση διότι ισοδυναμεί με νέα

κατάρτιση.

Η επικύρωση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή.

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΑΚΥΡΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (ΑΚ 182): Όταν η απολύτως άκυρη δικαιοπραξία

περιέχει όλα τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, τότε η τελευταία ισχύει εφ’ όσον συνάγεται ότι τα

μέρη θα την ήθελαν {=υποθετική βούληση} αν γνώριζαν την ακυρότητα της καταρτισθείσας. Η

υποθετική βούληση θεωρείται ότι υπάρχει όταν με την άλλη δικαιοπραξία επιτυγχάνεται ο

επιδιωκόμενος σκοπός της άκυρης δικαιοπραξίας (= επέρχονται οι ίδιες έννομες συνέπειες).

4. ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ= δικαιοπραξίες που μπορεί να ακυρωθούν ύστερα από

δικαστική απόφαση, λόγω κάποιου ελαττώματός τους.

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΙΑΣ

ΠΛΑΝΗ: Ως πλάνη νοείται η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια της πραγματικότητας, με

αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην αντίληψη που έχει

γι’ αυτή ο πλανώμενος.

Πλάνη στη δήλωση (ΑΚ 140) -> Όταν η δήλωση βούλησης δεν ανταποκρίνεται

ακούσια στο πραγματικό περιεχόμενο της βούλησης του δηλούντος. Προϋπόθεση για την

ακυρωσία, λοιπόν, είναι να υπάρχει αυτή η πλάνη κατά το χρόνο κατάρτισης της

δικαιοπραξίας και το ουσιώδες της πλάνης. Αναλυτικότερα, πλάνη στη δήλωση υπάρχει

όταν ο δηλών προβαίνει σε δήλωση ενώ δε θέλει την πράξη της δήλωσης και όταν ο

δηλών από πλάνη προβαίνει σε δήλωση βούλησης ορισμένου περιεχομένου, ενώ δεν

θέλει αυτό το περιεχόμενο { ή σε εκ παραδρομής δηλώσεις- π.χ. Σε έγγραφη πρόταση

αναφέρει ότι θα αγοράσει κάτι για 500€ αλλά εννοεί 50€}. Σύμφωνα με την ΑΚ 141, η

πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σημαντικό για τη δικαιοπραξία,

ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δε θα επιχειρούσε τη

δικαιοπραξία.

Πλάνη στη βούληση/στα παραγωγικά αίτια -> Όταν η δήλωση βούλησης

ανταποκρίνεται στη βούληση του δικαιοπρακτούντος, αλλά απλώς σχηματίστηκε

βούληση που δε θα σχηματιζόταν χωρίς να υπάρχει πλάνη. Σύμφωνα με την ΑΚ 143, μια

τέτοια πλάνη δεν είναι ουσιώδης και –άρα- δεν επέρχεται ακυρότητα στη σχετική

δικαιοπραξία, εκτός αν το προβλέπει ρητά ο νόμος. Ως παραγωγικά αίτια της βούλησης

νοούνται όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά περιστατικά που επηρέασαν τη διαμόρφωση

της βούλησης του δηλούντος. Πάντως, αν τα παραγωγικά αίτια της δικαιοπραξίας

περιληφθούν σε αυτή με τη μορφή αίρεσης ή αν συμφωνηθεί τροποποίηση της

δικαιοπραξίας σε περίπτωση που αυτά διαψευστούν μελλοντικά, τότε δεν επηρεάζουν το

κύρος της δικαιοπραξίας.

Πλάνη ως προς τις ιδιότητες προσώπου ή πράγματος (ΑΚ 142) -> Η πλάνη είναι

ουσιώδης αν αναφέρεται σε σπουδαία για τη δικαιοπραξία ιδιότητα του προσώπου ή του

Page 47: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 47

πράγματος, τόσο σπουδαία ώστε να επηρεάζει τη βούληση του δικαιοπρακτούντος

σχετικά με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Το αν υπάρχει πλάνη κρίνεται με βάση τη

συμφωνία των μερών και τα συναλλακτικά ήθη.

ΔΙΜΕΡΗΣ ΠΛΑΝΗ: Τέτοιου είδους πλάνη εντοπίζεται όταν καθένας από τους συμβαλλόμενους

πλανάται ως προς τη δική του δήλωση.

(Α) Πλάνη στη δήλωση: Όταν υφίσταται διάσταση μεταξύ της δήλωσης και της βούλησης των

δικαιοπρακτούντων. Μπορεί να είναι:

ΟΜΟΕΙΔΗΣ -> Όταν και τα δύο μέρη βρίσκονται στην ίδια πλάνη ως προς τις δηλώσεις

τους. Σε αυτή την περίπτωση, η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη αλλά θεωρείται

καταρτισμένη με το περιεχόμενο που θέλησαν τα μέρη.

ΕΤΕΡΟΕΙΔΗΣ -> Όταν κάθε μέρος βρίσκεται σε διαφορετική πλάνη ως προς τη δήλωσή

του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύμβαση καταρτίζεται με το δηλωθέν περιεχόμενο

και μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη από καθένα από τα μέρη.

(B) Πλάνη στη βούληση: Όταν οι δηλούντες πλανώνται ως προς τα παραγωγικά αίτια της

βούλησής τους. Διακρίνεται σε ομοειδή και ετεροειδή, όπως και παραπάνω. Αυτού του είδους η

πλάνη δεν θεωρείται ουσιώδης και δεν επηρεάζει το κύρος της δικαιοπραξίας.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ: ΑΚ 144.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ:

Σύμφωνα με την ΑΚ 145, αυτός που αξιώνει την ακύρωση της δικαιοπραξίας επειδή πλανήθηκε,

οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία που προκαλεί η απόφασή του αυτή. Ο ζημιωθείς μπορεί να

ζητήσει το αρνητικό διαφέρον (= ζημίες από τη διάψευση της εμπιστοσύνης, π.χ. έξοδα ταξιδιών ή

συμβολαιογράφου κ.ά) και το διαφυγόν κέρδος από σύμβαση που δεν συνήψε, εφ’ όσον αυτό είναι

μικρότερο του κέρδους από την ακυρωθείσα.

ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΔΗΛΩΣΗΣ (AK 146): Η διάταξη εφαρμόζεται όταν ο δηλών

χρησιμοποιεί για τη διαβίβαση της δήλωσής του ένα τρίτο πρόσωπο (= άγγελος) που λειτουργεί ως

διαμεσολαβητής. Δεν εφαρμόζεται -> α) όταν η δήλωση βουλήσεως μεταδίδεται απευθείας (π.χ.

τηλεφωνικώς, προφορικώς, με επιστολή), β) όταν ο άγγελος είναι αντιπρόσωπος (οπότε ισχύει η

ΑΚ 214) και γ) όταν ο άγγελος σκόπιμα διαβιβάζει εσφαλμένα τη δήλωση.

ΑΠΑΤΗ: Δόλια παραπλάνηση ενός προσώπου, ώστε να προχωρήσει σε δήλωση βουλήσεως.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και

δήλωσης βουλήσεως.

Παραπλάνηση -> Η συμπεριφορά με την οποία προκαλείται/ενισχύεται/διατηρείται

η πλάνη στην οποία βρίσκεται ο δηλούντας. Για να υπάρχει απάτη, η πλάνη που

προκαλείται από την παραπλάνηση αρκεί να είναι επουσιώδης ή να αφορά τα

παραγωγικά αίτια. Απαιτείται δόλος, δηλαδή, πρόθεση του εξαπατήσαντα να

παραπλανήσει τον δηλούντα με την –εν γνώση του- παρουσίαση ψευδών στοιχείων ή

με παραποίηση της πραγματικότητας ή με την απόκρυψη δεδομένων.

Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παραπλάνηση και στη δήλωση βουλήσεως ->

Η απάτη πρέπει να είναι το αποφασιστικό αίτιο που οδήγησε τον παραπλανηθέντα

Page 48: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 48

στη δήλωση βουλήσεως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δικαίωμα ακυρωσίας δεν

υφίσταται αν ο δηλών επρόκειτο να καταρτίσει έτσι κι αλλιώς τη δικαιοπραξία.

ΑΠΑΤΗ ΤΡΙΤΟΥ: Στις μη απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως παρέχεται το δικαίωμα ακύρωσης της

δικαιοπραξίας, ανεξάρτητα από το ποιος μετήλθε την απάτη (ΑΚ 147, εδ. α’). Στις απευθυντέες,

όμως, δηλώσεις βουλήσεως, αν την απάτη μετήλθε τρίτος (για την εξυπηρέτηση προσωπικού του

οφέλους, τότε ακύρωση μπορεί να ζητήσει μόνο εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή ο

τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτή τη δήλωση, εφ’ όσον γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει

την απάτη (ΑΚ 147, εδ. β’).

ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΚΥΡΩΣΗ (ΑΚ 148): Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης, είναι δυνατή η

αναμόρφωση της σύμβασης με βάση την υποθετική βούληση του δηλούντος.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ (ΑΚ 149): Η αποζημίωση καλύπτει κάθε ζημία που υπέστη ο

απατηθείς λόγω της κατάρτισης της ακυρώσιμης δικαιοπραξίας. Με άλλα λόγια, η αποζημίωση

μπορεί να περιλαμβάνει τόσο το αρνητικό διαφέρον όσο και το διαφυγόν κέρδος. Αν ο απατηθείς

επιλέξει να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία, τότε μπορεί να ζητήσει ό,τι θα είχε αν τα κρίσιμα περιστατικά

ήταν αληθινά (= θετικό διαφέρον)

ΑΠΕΙΛΗ (AK 150-151): Πρόκειται για κάθε παράνομη ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη

εξαγγελία σπουδαίου και άμεσου κινδύνου για την προσωπικότητα και την περιουσία του

απειλούμενου ή των στενότατα συνδεόμενων με αυτόν προσώπων. Σημειώνεται ότι η

δυνατότητα επέλευσης του εξαγγελλόμενου κακού θα πρέπει να εξαρτάται άμεσα από τη

βούληση του εξαγέλλοντος.

Εξαγγελία κακού -> Γνωστοποίηση στον απειλούμενο ότι θα επέλθει βλάβη στα

αγαθά του ή των προσώπων που συνδέονται άμεσα μαζί του. Η εξαγγελία κακού

μπορεί να συνδέεται και σε παράλειψη παροχής βοήθειας σε ανήμπορο άτομο.

Σπουδαίος και άμεσος κίνδυνος -> Ο κίνδυνος πρέπει να είναι επικείμενος (και όχι

μελλοντικός, ώστε να μπορεί να ανατραπεί) και πραγματικός/αντικειμενικός.

Απειλούμενα αγαθά -> Αναλύονται στην ΑΚ 151.

Εξάρτηση του κακού από τη βούληση του απειλούντος -> Η προαναφερθείσα

περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα απειλής. Αντιθέτως, δεν αποτελεί απειλή

η προειδοποίηση/υπόδειξη που αναφέρεται σε κάποια ήδη υπάρχουσα δυσμενή

κατάσταση ή σε γεγονότα που θα συμβούν άσχετα από τις ενέργειες του απειλούντος.

Σημειώνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να πραγματώσει τον κίνδυνο ο ίδιος ο

απειλών• αρκεί να είναι σε θέση να τον προκαλέσει για να θεωρηθεί ότι υπάρχει

απάτη.

Πρόκληση φόβου σε γνωστικό άνθρωπο -> Η απειλή πρέπει να είναι σοβαρή, ώστε

να προκαλεί ανησυχία στο πρόσωπο.

Παράνομη και ανήθικη απειλή -> Η απειλή θα πρέπει να αντίκειται σε διάταξη του

νόμου (και όχι να αφορά την άσκηση νόμιμου δικαιώματος- π.χ. απειλή για έγερση

αγωγής), στα χρηστά/συναλλακτικά ήθη και στην κοινωνική ηθική.

Σκοπός της απειλής πρέπει να είναι ο εξαναγκασμός σε δήλωση βουλήσεως -> Αν

δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός ή ο απειλών απέβλεπε σε δήλωση βουλήσεως (εκ μέρους

του απειληθέντα) με διαφορετικό περιεχόμενο, η δήλωση βουλήσεως του

απειληθέντα είναι έγκυρη. Το ίδιο συμβαίνει κι αν ο απειληθείς θα κατάρτιζε έτσι κι

αλλιώς τη δικαιοπραξία. Προϋπόθεση είναι να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα

στη απειλή και στη δήλωση βουλήσεως του απειληθέντα.

Page 49: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 49

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ: Θεμελιώνεται με βάση τις διατάξεις της ΑΚ 152.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΠΙΣΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑΣ

ΔΗΛΩΣΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ (AK 153): Η αποζημίωση περιλαμβάνει το αρνητικό διαφέρον, το

οποίο μπορεί να υπερβαίνει το θετικό διαφέρον. Ο καταβάλων την αποζημίωση απειληθείς μπορεί να

αξιώσει από τον απειλήσαντα το ποσό που κατέβαλε στον στον τρίτο (ΑΚ 152). Σε περίπτωση μη

κατάρτισης δικαιοπραξίας λόγω απειλής εφαρμόζονται οι ΑΚ 914 και ΑΚ 919.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΣΙΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ: Με διαπλαστική δικαστική

απόφαση ή με κοινή συμφωνία των μερών (ΑΚ 154, εδ. α’). Την ακύρωση μπορούν να ζητήσουν ο

πλανηθείς/απατηθείς/απειληθείς και οι κληρονόμοι τους (ΑΚ 154, εδ. β’) ή ο αντιπροσωπευόμενος.

Αυτοί στρέφονται εναντίον των προσώπων που ορίζονται στην ΑΚ 155. Σχετικά με την ακύρωση της

πληρεξουσιότητας, αν δεν έχει επιχειρηθεί η σχετική δικαιοπραξία, εναγόμενος είναι ο

αντιπρόσωπος/πληρεξούσιος• αν, όμως, έχει καταρτιστεί δικαιοπραξία, τότε εναγόμενος είναι ο

τρίτος με τον οποίο αυτή συνάφθηκε.

ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΣΙΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ: α) Με

παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμα (ΑΚ 155). Για να γίνει παραίτηση πρέπει ο δικαιούχος

να γνωρίζει το ακυρώσιμο της δικαιοπραξίας αλλά όχι εκ των προτέρων. / β) Με την παρέλευση

αποσβεστικής προθεσμίας (ΑΚ 157) διάρκειας δύο ετών, η οποία ξεκινά από την επομένη της

κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Άλλες περιπτώσεις ρυθμίζονται στην ΑΚ 157, εδ. β’ και γ’. Συνέπεια

της απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης είναι ότι η δικαιοπραξία ισχυροποιείται οριστικά και

καθίσταται απρόσβλητη στο μέλλον. Πάντως, ακόμη και μετά το πέρας της αποσβεστικής

προθεσμίας αναγνωρίζεται δικαίωμα ένστασης.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΣΙΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (AK 184):

Με την ακύρωση της δικαιοπραξίας ανατρέπονται αναδρομικώς οι συνέπειές της. Η ακυρότητα

προτείνεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΚ

180). Η αναδρομικότητα της ακύρωσης δεν ισχύει στις διαρκείς συμβάσεις (π.χ. εργασίας). Πάντως,

προστατεύονται οι καλόπιστοι τρίτοι που απέκτησαν εμπράγματα δικαιώματα βάσει της ακυρωθείσας

δικαιοπραξίας.

(ΓΝΗΣΙΕΣ) ΑΙΡΕΣΕΙΣ

= όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια της δικαιοπραξίας

εξαρτάται από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Μπορεί να προστεθεί τόσο σε υποσχετική όσο

και σε εκποιητική δικαιοπραξία, ενώ στις τυπικές πρέπει να περιβληθεί τον ίδιο τύπο.

ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ: 1) Νομικές αιρέσεις -> αναφέρονται σε γεγονός που ήδη από το

νόμο αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την ολοκλήρωση της δικαιοπραξίας / 2) Αιρέσεις που

αναφέρονται σε παροντικό ή παρελθοντικό γεγονός, το οποίο αγνοούν οι δικαιοπρακτούντες (=

υποκειμενική αβεβαιότητα, π.χ. εκμίσθωση ενός διαμερίσματος από τον Γ στον Δ, αν δεν το έχει

κάνει ήδη ο αντιπρόσωπός του) / 3) Αναγκαίες αιρέσεις -> αναφέρονται σε γεγονός που θα

πραγματοποιηθεί σίγουρα, οπότε αποτελούν προθεσμίες.

ΕΙΔΗ ΑΙΡΕΣΕΩΝ

Page 50: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 50

ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΕΣ -> η ενέργεια της δικαιοπραξίας αναβάλλεται έως το χρονικό σημείο που

θα συμβεί το μελλοντικό γεγονός (ΑΚ 201).

ΔΙΑΛΥΤΙΚΕΣ -> τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, όμως

ανατρέπονται αν συμβεί το μελλοντικό γεγονός (ΑΚ 202).

ΘΕΤΙΚΕΣ -> η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από την επέλευση του γεγονότος.

ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ -> η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από τη μη επέλευση του

γεγονότος.

ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ -> η πλήρωση της αίρεσης εξαρτάται από τη συμπεριφορά που θα

τηρήσει το ένα μέρος.

ΤΥΧΑΙΕΣ -> η πλήρωση της αίρεσης είναι ανεξάρτητη από τη βούληση των μερών, όπως

όταν αναφέρεται σε φυσικό γεγονός (π.χ. καιρικές συνθήκες) ή σε πράξη τρίτου.

ΜΕΙΚΤΕΣ -> η πλήρωση της αίρεσης εξαρτάται από τη βούληση του ενός από τους

δικαιοπρακτούντες και από άλλα περιστατικά.

ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΕΣ -> το περιεχόμενο της αίρεσης δε μπορεί να διακριβωθεί με τους

γνωστούς κανόνες ερμηνείας.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ -> η πλήρωση της αίρεσης αντιτίθεται στο ίδιο το περιεχόμενο της

δικαιοπραξίας.

ΜΕ ΑΝΗΘΙΚΟ Ή ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ -> οι αιρέσεις αυτές προσδίδουν στη

δικαιοπραξία περιεχόμενο αντίθετο στα χρηστά ήθη ή στο νόμο.

ΑΔΥΝΑΤΕΣ -> οι αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός αδύνατο να πραγματοποιηθεί (ΑΚ

208).

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΕΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ: α) Μονομερείς δικαιοπραξίες με τις

οποίες ασκείται διαπλαστικό δικαίωμα (π.χ. υπαναχώρηση- ΑΚ 390 / καταγγελία διαρκούς

σύμβασης- ΑΚ 608) // β) Οιονεί δικαιοπραξίες. Αν προστεθεί αίρεση σε τέτοιου είδους

δικαιοπραξίες, τότε αυτές είτε ακυρώνονται (ΑΚ 174) είτε παραμένουν ισχυρές με ακύρωση της

αίρεσης (ΑΚ 181).

ΣΤΑΔΙΟ ΗΡΤΗΜΕΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ: Το στάδιο της εκκρεμότητας από την κατάρτιση της υπό

αίρεση δικαιοπραξίας μέχρι την πλήρωση ή ματαίωση της αίρεσης.

ΗΡΤΗΜΕΝΗ ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ -> Τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας δεν

επέρχονται πριν την πλήρωση της αίρεσης (ΑΚ 201). Αυτό σημαίνει ότι ο υπό αίρεση

υπόχρεος δεν οφείλει να καταβάλει την παροχή και είναι ακόμη δικαιούχος του

δικαιώματος, ενώ ο υπό αίρεση δικαιούχος έχει προσδοκία δικαιώματος.

ΗΡΤΗΜΕΝΗ ΔΙΑΛΥΤΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ -> Η δικαιοπραξία παράγει όλα τα

αποτελέσματά της κατά το διάστημα της ηρτημένης διαλυτικής αίρεσης. Με άλλα

λόγια, ο υπό διαλυτική αίρεση δικαιούχος μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση του

δικαιώματός του. {+ ΑΚ 204 και ΑΚ 206}.

ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ: Η αίρεση πληρώνεται όταν επέλθει το μελλοντικό και αβέβαιο

γεγονός από το οποίο είχαν εξαρτηθεί τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας. Αν η αίρεση είναι

διατυπωμένη σε αρνητική μορφή, τότε αυτή πληρώνεται αν είναι βέβαιο ότι το γεγονός από το οποίο

εξαρτώνται τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας δεν πρόκειται να επέλθει.

ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ (AK 207): H αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν

την πλήρωσή της εμπόδισε –αντίθετα προς την καλή πίστη- αυτός που θα ζημιωνόταν λόγω της

πλήρωσής της. Πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παρακωλυτική

Page 51: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 51

συμπεριφορά και τη μη πλήρωση της αίρεσης. Ως χρόνος πλασματικής πλήρωσης λογίζεται το

χρονικό σημείο κατά το οποίο η αίρεση θα πληρωνόταν αν δεν μεσολαβούσε η παρακώλυση.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ: Με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης

ενεργοποιείται η δικαιοπραξία και επέρχονται τα αποτελέσματά της• με τη διαλυτική αίρεση

ανατρέπονται οριστικώς τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας. Η επέλευση των αποτελεσμάτων που

εξαρτώνται από την πλήρωση της αίρεσης είναι αυτοδίκαιη και ανεξάρτητη από τη γνώση των

ενδιαφερόμενων. Οι συνέπειες πλήρωσης ισχύουν για το μέλλον, άρα ο υπό αναβλητική αίρεση

δικαιούχος δεν δικαιούται να πάρει τα ωφελήματα που παρήχθησαν πριν την πλήρωση της αίρεσης.

Ωστόσο, με συμφωνία των μερών, μπορεί να ισχύσει και η ΑΚ 203.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΜΑΤΑΙΩΣΗ/ΒΛΑΒΗ ΤΟΥ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ: Για τις

περιπτώσεις αυτές ισχύει η ΑΚ 204. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι αυτός που ωφελείται από την

πλήρωση της αίρεσης. Αν αυτή είναι ηρτημένη, δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο δικαιούχος του

υπό αίρεση δικαιώματος.

ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΚ 206): Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο

σε εκποιητικές υπό αίρεση δικαιοπραξίες, ενώ όσο η αίρεση είναι ηρτημένη ο δικαιούχος δε στερείται

την εξουσία διαθέσεως. Ματαίωση συνιστά π.χ. η μεταβίβαση της κυριότητας του αντικειμένου της

υπό αίρεση δικαιοπραξίας, ενώ βλάβη αποτελεί π.χ. η υποθήκη. Κάθε διάθεση υπό αίρεση

δικαιώματος είναι άκυρη. Η ΑΚ 206 δεν εφαρμόζεται αν η διάθεση έγινε από αυτόν που θα ωφεληθεί

από την πλήρωση της αίρεσης ή με τη συγκατάθεσή του. Τέλος, προστατεύονται οι καλόπιστοι τρίτοι

από κάθε διάθεση υπό αίρεση δικαιώματος (ΑΚ 1036).

ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ: Η αίρεση ματαιώνεται όταν δε συμβεί το γεγονός από το οποίο

εξαρτώνται τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας ή αν καταστεί βέβαιο ότι αυτό δεν πρόκειται σε

συμβεί.

ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ: ΑΚ 207, παρ. 2.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΑΤΑΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ: Αν η αίρεση ήταν αναβλητική, η ενέργεια της

δικαιοπραξίας ματαιώνεται οριστικά και δεν επέρχονται τα αποτελέσματά της. Άρα, διαθέσεις που

έγιναν από τον υπό αίρεση υπόχρεο είναι έγκυρες, ενώ αυτές που έγιναν από τον υπό αίρεση

δικαιούχο είναι άκυρες. Αν η αίρεση ήταν διαλυτική, η ενέργεια της δικαιοπραξίας διατηρείται. Άρα,

διαθέσεις που έγιναν από τον υπό αίρεση δικαιούχο είναι έγκυρες, ενώ αυτές που έγιναν από το άλλο

μέρος είναι άκυρες.

ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ: Αν η δικαιοπραξία τελεί

υπό αναβλητική αίρεση εφαρμόζεται η ΑΚ 209. Στην περίπτωση πλασματικής πλήρωσης

αναβλητικής αίρεσης, ως χρόνος πλήρωσης νοείται το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα επερχόταν το

γεγονός αν δε μεσολαβούσε η παρακώλυση. Αν η δικαιοπραξία τελεί υπό διαλυτική αίρεση, όλα τα

προηγούμενα στοιχεία κρίνονται με βάση το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

ΑΚ 240-246 -> Το χρονικό διάστημα που ορίζεται από το νόμο/δικαστική

απόφαση/δικαιοπραξία.

Page 52: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 52

ΑΚ 279-280 -> Το χρονικό διάστημα που τίθεται από το νόμο/μέρη, μέσα στο οποίο πρέπει

να ασκηθεί κάποιο δικαίωμα.

ΑΚ 210 -> Ο πρόσθετος όρος που τίθεται στη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η

ενέργειά της αρχίζει/λήγει όταν επέλθει ορισμένο μελλοντικό και βέβαιο γεγονός.

ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

= όταν οριστεί στη δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από ορισμένο χρονικό σημείο ή

από κάποιο μελλοντικό και βέβαιο γεγονός (ΑΚ 210).

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ: Στις υποσχετικές δικαιοπραξίες η απαίτηση

γεννιέται αμέσως μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η άσκησή της –όμως- αναβάλλεται μέχρι

την πλήρωση της προθεσμίας. Από την άλλη, στις εκποιητικές δικαιοπραξίες αναβάλλεται η άσκηση

και η γέννηση του δικαιώματος προσδοκίας που πηγάζει από τη δικαιοπραξία (π.χ. αν μεταβιβαστεί η

κυριότητα ακινήτου με αναβλητική προθεσμία, ο μεταβιβάζων παραμένει κύριος του ακινήτου μέχρι

τη συμπλήρωση του χρόνου της).

ΔΙΑΛΥΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

= όταν οριστεί στη δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο ή

μετά από κάποιο μελλοντικό και βέβαιο γεγονός.

Για τις προθεσμίες –σύμφωνα με την ΑΚ 210- εφαρμόζονται αναλογικά οι ΑΚ 201-209, εκτός από

την ΑΚ 203.

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ: Οι ίδιες με αυτές που δεν επιδέχονται

αίρεσης. Εξαίρεση αποτελεί η καταγγελία διαρκούς συμβάσεως που, ενώ δεν υπόκειται σε αίρεση,

μπορεί να ασκηθεί με προθεσμία.

Τέλος, σημειώνεται ότι η διαφορά της προθεσμίας από την αίρεση είναι το ότι, ενώ η αίρεση στηρίζει

τα αποτελέσματά της σε κάποιο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, στην προθεσμία εντοπίζεται το

χαρακτηριστικό της βεβαιότητας.

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ

= ο θεσμός με τον οποίο τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας δεν επέρχονται στο πρόσωπο του

δικαιοπρακτούντος (=αντιπρόσωπος) αλλά στο πρόσωπο ενός άλλου ενδιαφερόμενου

(=αντιπροσωπευόμενος). Διακρίνεται σε:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ -> Ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως στο όνομα και για

λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

ΠΑΘΗΤΙΚΗ -> Ο αντιπρόσωπος δέχεται δήλωση βουλήσεως στο όνομα και για

λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

ΝΟΜΙΜΗ -> Όταν η σχέση της αντιπροσώπευσης και η εξουσία του αντιπροσώπου

απορρέουν από το νόμο (ΑΚ 1510 και ΑΚ 1680).

Page 53: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 53

ΕΚΟΥΣΙΑ -> Όταν η σχέση της αντιπροσώπευσης και η εξουσία του αντιπροσώπου

απορρέουν από δήλωση βουλήσεως του αντιπροσωπευόμενου, η οποία δίνεται μέσω

δικαιοπραξίας (=πληρεξουσιότητα).

ΑΜΕΣΗ -> ΑΚ 211, παρ. 1.

ΕΜΜΕΣΗ -> Όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί δικαιοπραξία στο όνομά του αλλά για

λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, στη συνέχεια, άλλη δικαιοπραξία μεταξύ

τους, ώστε να μεταβιβαστούν στον αντιπροσωπευόμενο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις

που απέκτησε ο αντιπρόσωπός του. Αυτή η μεταβίβαση συνήθως γίνεται αμέσως, μέσω

αυτοσύμβασης.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ

Δήλωση βουλήσεως του αντιπροσώπου: Αντιπροσώπευση –εκτός από τις δικαιοπραξίες-

υπάρχει και στις οιονεί δικαιοπραξίες, αλλά όχι στις υλικές πράξεις.

Η δήλωση βουλήσεως να ανήκει στο ειδικό πραγματικό της δικαιοπραξίας: Οι

περισσότερες δικαιοπραξίες είναι δεκτικές αντιπροσώπευσης, εκτός από τις αυστηρά

προσωπικές (π.χ. γάμος), όταν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων αντιπροσώπου-

αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 236), κ.ά. Αν επιχειρηθούν από αντιπρόσωπο δικαιοπραξίες που

δεν επιδέχονται αντιπροσώπευσης, τότε ακυρώνονται.

Δήλωση στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου: Το ότι ο αντιπρόσωπος ενεργεί στο όνομα

του αντιπροσωπευόμενου πρέπει να δηλώνεται ρητώς ή να συνάγεται από τις περιστάσεις

(ΑΚ 211). Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ότι ο αντιπρόσωπος δρα για τον εαυτό του (ΑΚ

212). Αν η δικαιοπραξία είναι τυπική, πρέπει να αναφέρεται στο ιδιωτικό/συμβολαιογραφικό

έγγραφο ότι ο αντιπρόσωπος ενεργεί στο όνομα άλλου.

Να υπάρχει εξουσία αντιπροσώπευσης: Αν δεν υπάρχει τέτοια εξουσία, η δικαιοπραξία που

καταρτίστηκε δεσμεύει τον ψευδοαντιπρόσωπο. Η υπέρβαση, επιπλέον, των ορίων της

εξουσίας αντιπροσώπευσης ισοδυναμεί με έλλειψή της.

Τουλάχιστον περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα του αντιπροσώπου: AK 213.

Τα προαπαιτούμενα της δικαιοπραξίας να πληρούνται στο όνομα του αντιπροσώπου (ΑΚ

214): Ό,τι έχει σχέση με την καταρτισθείσα δικαιοπραξία {π.χ. ακυρωσία, εικονικότητα κ.ά.}

πρέπει να κριθεί από τον ίδιο τον αντιπρόσωπο (=με βάση το πρόσωπο του αντιπροσώπου).

Άρα, αν ο αντιπροσωπευόμενος βρίσκεται σε πλάνη/απάτη/απειλή αλλά όχι ο αντιπρόσωπος,

τότε ο πρώτος δε μπορεί να ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Εξαίρεση εισάγει η ΑΚ

215, σύμφωνα με την οποία απαιτείται αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στις οδηγίες που έδωσε ο

αντιπροσωπευόμενος στον αντιπρόσωπο και στην κατάρτιση της σύμβασης.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ: Ο άμεσος αντιπρόσωπος δηλώνει τη δική

του βούληση, η οποία δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο. Από την άλλη, ο άγγελος διαβιβάζει απλώς

τη δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος και δε χρειάζεται να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ (ΑΚ 216)

= η εξουσία αντιπροσώπευσης που δίνεται με δικαιοπραξία. Η πληρεξουσιότητα δίνεται με μονομερή

και απευθυντέα δήλωση στον αντιπρόσωπο, ενώ ο εξουσιοδοτών δε χάνει τη δυνατότητα να δράσει

αυτοπροσώπως σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία. Διακρίνεται σε:

ΕΙΔΙΚΗ -> Η πληρεξουσιότητα αφορά ένα είδος δικαιοπραξιών που ορίζονται συγκεκριμένα

από τον εξουσιοδότη.

ΓΕΝΙΚΗ -> Η πληρεξουσιότητα αφορά το σύνολο των δικαιοπραξιών του εξουσιοδότη.

Page 54: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 54

ΡΗΤΗ -> Η πληρεξουσιότητα παρέχεται με δήλωση ή επίδειξη πληρεξούσιου εγγράφου.

ΣΙΩΠΗΡΗ -> Η ύπαρξη πληρεξουσιότητας συνάγεται από τη σχέση εξουσιοδοτούντα-

πληρεξούσιου ή από τη συμπεριφορά του εξουσιοδοτούντα (π.χ. τοποθέτηση υπαλλήλου σε

κατάστημα).

ΑΝΑΚΛΗΤΗ -> Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αρθεί ελεύθερα από τον εξουσιοδότη.

ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ -> Αν η ανάκληση της πληρεξουσιότητας απαγορεύεται από το νόμο ή αν ο

πληρεξουσιοδότης παραιτήθηκε εγκύρως από το δικαίωμα ανάκλησής της.

ΑΤΟΜΙΚΗ -> Μορφή πληρεξουσιότητας στην οποία πληρεξούσιος είναι ένα μόνο

πρόσωπο.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ -> Μορφή πληρεξουσιότητας στην οποία ορίζονται περισσότεροι

πληρεξούσιοι που δρουν ατομικά ή από κοινού.

ΥΠΟΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ -> Όταν ο πληρεξούσιος, έχοντας σχετική εξουσία, παρέχει

σε τρίτο πρόσωπο (=υποπληρεξούσιος) εξουσία αντιπροσώπευσης του αντιπροσωπευόμενου.

Αν ο υποπληρεξούσιος αντιπροσωπεύει τον αρχικό αντιπροσωπευόμενο, η πληρεξουσιότητα

είναι ΓΝΗΣΙΑ, ενώ αν λειτουργεί ως πληρεξούσιος του αρχικού πληρεξούσιου είναι ΑΠΛΗ.

ΤΥΠΟΣ: H πληρεξουσιότητα πρέπει να περιβληθεί τον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία που

θα επιχειρηθεί από τον πληρεξούσιο στο όνομα του πληρεξουσιοδότη. Πάντως, ενδέχεται να μην

απαιτείται τήρηση τύπου, εφ’ όσον το άτυπο της πληρεξουσιότητας δε δημιουργεί κίνδυνο ματαίωσης

του σκοπού για τον οποίο έχει ταχθεί η ύπαρξή του.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΒΑΣΙΚΗ ΣΧΕΣΗ: H παροχή πληρεξουσιότητας

προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης {=εσωτερική βασική σχέση-που πηγάζει συνήθως

από σύμβαση} μεταξύ εξουσιοδοτούντα και πληρεξούσιου, η οποία [έννομη σχέση] διακρίνεται από

την καθαυτό πληρεξουσιότητα και αποτελεί ξεχωριστή δικαιοπραξία. Άρα, το κύρος της

πληρεξουσιότητας δεν εξαρτάται από το κύρος της εσωτερικής βασικής σχέσης, αφού ως

δικαιοπραξία είναι αναιτιώδης. Πάντως, υπέρβαση των ορίων της εσωτερικής σχέσης σημαίνει

συνήθως και υπέρβαση της πληρεξουσιότητας.

ΠΑΥΣΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ

Με ανάκλησή της (ΑΚ 218, εδ. α’ και β’): Αν η πληρεξουσιότητα αφορά (αποκλειστικώς)

το συμφέρον του πληρεξούσιου ή τρίτου προσώπου, τότε η παραίτηση από το δικαίωμα

ανάκλησης της πληρεξουσιότητας είναι έγκυρη {-> οπότε η πληρεξουσιότητα είναι

ανέκκλητη}. Η ανάκληση είναι, επίσης, δυνατή όταν εκλείψει ο λόγος που δικαιολογούσε την

ανέκκλητη πληρεξουσιότητα [+ ΑΚ 219-221].

Λόγω λήξης της εσωτερικής βασικής σχέσης (ΑΚ 222): H πληρεξουσιότητα παύει με τη

λήξη της εσωτερικής βασικής σχέσης που τη δικαιολογεί, εφ’ όσον δε συνάγεται το αντίθετο.

Το αντίθετο συμβαίνει: 1) αν η πληρεξουσιότητα δόθηκε ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη

εσωτερικής σχέσης / 2) αν η πληρεξουσιότητα δόθηκε με δήλωση προς τρίτο πρόσωπο, η

οποία δεν ανακλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ 221 όταν έληξε η εσωτερική

σχέση.

Εξαιτίας της δικαιοπρακτικής ανικανότητας του αντιπροσωπευόμενου ή του

πληρεξούσιου (ΑΚ 223).

Με παραίτηση του πληρεξούσιου: Συντελείται ατύπως, με δήλωση του πληρεξούσιου στον

πληρεξουσιοδότη.

Λόγω θανάτου του αντιπροσωπευόμενου ή του πληρεξούσιου: H πληρεξουσιότητα παύει

με το θάνατο ή την αφάνεια του αντιπροσωπευόμενου (ή με τη διάλυση, αν ο

αντιπροσωπευόμενος είναι κάποιο νομικό πρόσωπο), εφ’ όσον δε συνάγεται το αντίθετο. Το

Page 55: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 55

αντίθετο συμβαίνει στην ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ->

Τέτοιου είδους πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί με ρητή πρόβλεψη του

αντιπροσωπευόμενου, ώστε να ρυθμίσει ο πληρεξούσιος την τύχη των περιουσιακών

στοιχείων του μετά το θάνατό του. Ο πληρεξούσιος εκπληρώνει τη βούληση του

κληρονομούμενου, αλλά είναι αντιπρόσωπος των κληρονόμων που μπορούν να τον

ανακαλέσουν. Σε περίπτωση απλής υποπληρεξουσιότητας, ο θάνατος του αρχικού

πληρεξούσιου επιφέρει την παύση της πληρεξουσιότητας. Σε περίπτωση συλλογικής

πληρεξουσιότητας, ο θάνατος του ενός πληρεξούσιου- εφ’ όσον ενεργούν από κοινού- οδηγεί

στην παύση της πληρεξουσιότητας.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: AK 227 + ενημέρωση

του πληρεξούσιου και τρίτων για την παύση της.

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: α) από καλόπιστο

πληρεξούσιο -> ΑΚ 224 / β) από κακόπιστο πληρεξούσιο -> ΑΚ 225.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΒΑΣΕΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ: Όταν ο αντιπροσωπευόμενος με τη

συμπεριφορά του δημιουργεί την εντύπωση ύπαρξης πληρεξουσιότητας• ευθύνεται ο ίδιος ο

αντιπροσωπευόμενος, παρά το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος δρα έξω από τα όρια της εξουσίας του.

Διακρίνεται σε:

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΑΝΟΧΗΣ -> Ο αντιπροσωπευόμενος γνωρίζει ότι κάποιος

συναλλάσσεται γι’ αυτόν και το ανέχεται, χωρίς να προσπαθεί να το αποτρέψει.

ΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ -> Όταν ο αντιπροσωπευόμενος από αμέλεια δε

γνωρίζει ότι κάποιος δρα (παράνομα) στο όνομά του, ενώ ο τρίτος εύλογα μπορεί να πιστέψει

ότι αυτός έχει πληρεξουσιότητα (π.χ. λόγω επαναληπτικότητας της συμπεριφοράς του

ψευδοαντιπρόσωπου). Η προστασία του τρίτου εξασφαλίζεται με την κατασκευή της

σιωπηρής παροχής εξουσίας αντιπροσώπευσης (δηλαδή, θεωρείται ότι ο

αντιπροσωπευόμενος με τη συμπεριφορά του έδωσε πληρεξουσιότητα) είτε με την εφαρμογή

της ΑΚ 281 (-> κατάχρηση δικαιώματος από τον αντιπροσωπευόμενο).

ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: Έλλειψη πληρεξουσιότητας υπάρχει αν δεν δόθηκε ποτέ, αν

ήταν άκυρη, αν έπαυσε ή αν ο πληρεξούσιος υπερέβη τα όρια της δοθείσας πληρεξουσιότητας.

Σε ΣΥΜΒΑΣΗ (ΑΚ 229-230): Αν μία σύμβαση καταρτιστεί από πληρεξούσιο που δεν έχει

τη σχετική εξουσία, τότε δίνονται δύο δυνατότητες: α) να εγκριθεί από τον

αντιπροσωπευόμενο, οπότε να ισχύσει κανονικά / β) να υπαναχωρήσει από τη

δικαιοπραξία ο τρίτος, οπότε ο αντιπροσωπευόμενος χάνει οριστικά το δικαίωμα να την

εγκρίνει και αυτή ακυρώνεται. Τα δικαιώματα του τρίτου προβλέπονται αναλυτικότερα από

την ΑΚ 231, παρ. 1. Σημειώνεται ότι αν η σύμβαση έχει προσωποπαγή χαρακτήρα (π.χ.

σύμβαση εργασίας), ο τρίτος μπορεί να αξιώσει και την καταβολή αποζημίωσης.

Σε ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΜΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ: Εφαρμόζονται οι διατάξεις της

AK 232.

Σε ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΕΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ: Ισχύει η ΑΚ 233.

ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: Όταν η αντιπροσώπευση κινείται μέσα στα όρια της

παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας, αλλά αντίθετα προς την καλή πίστη/χρηστά ήθη/συμφέροντα του

αντιπροσωπευόμενου, ώστε να προκύπτει ότι ποτέ δε θα επιχειρούσε ο αντιπροσωπευόμενος τη

δικαιοπραξία αυτή προσωπικός. Πάντως, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται, αν και έχει αξιώσεις

κατά του αντιπροσώπου. Αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση, εφαρμόζονται οι

Page 56: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 56

ΑΚ 299 και εξής. Αν υπάρχει συμπαιγνία αντιπροσώπου-τρίτου (για να βλάψουν τον

αντιπροσωπευόμενο) η δικαιοπραξία είναι άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (ΑΚ 178) και ο

αντιπροσωπευόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση (ΑΚ 914).

ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ/ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ

= δυνατότητα του αντιπροσώπου να ενεργεί ταυτόχρονα τόσο για τον αντιπροσωπευόμενο όσο και

για τον εαυτό του ή άλλο πρόσωπο.

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚ 235 -> Η συγκεκριμένη διάταξη απαγορεύει κάθε δικαιοπραξία τέτοιου

είδους είτε είναι μονομερής και απευθυντέα {ακριβώς επειδή απαιτείται περιέλευση σε άλλον}, είτε

σύμβαση {επειδή πρέπει να περιλαμβάνει δύο αντίθετες δηλώσεις βουλήσεως}. Στην απαγόρευση

εμπίπτουν και οι οιονεί δικαιοπραξίες {διέπονται από τις διατάξεις της αντιπροσώπευσης αλλά

αποκλείεται η αυτοσύμβαση, λόγω του κινδύνου που δημιουργείται για ματαίωση του σκοπού τους},

καθώς και οι περιπτώσεις της νόμιμης/εκούσιας αντιπροσώπευσης (π.χ. γονική μέριμνα, δικαστική

συμπαράσταση). Δεν εμπίπτουν στον κανόνα οι μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες και όταν

πρόκειται για δύο παράλληλες δηλώσεις βουλήσεως που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (π.χ. πώληση

κοινού ακινήτου από τον έναν συγκύριο που ενεργεί για τον εαυτό του και ταυτόχρονα ως

αντιπρόσωπος του άλλου).

ΥΠΟΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ -> Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει δικαιοπραξία ενεργώντας ατομικώς

για τον εαυτό του και συγχρόνως έχει δώσει πληρεξουσιότητα σε άλλον να δρα στο όνομα και για

λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου {γνήσια υποπληρεξουσιότητα} ή καταρτίζει δικαιοπραξία

ενεργώντας ατομικώς για τον εαυτό του και συγχρόνως έχει δώσει πληρεξουσιότητα σε άλλον να δρα

στο όνομα του αντιπροσώπου αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου {απλή}. Και οι δύο

περιπτώσεις αποτελούν καταστρατήγηση της ΑΚ 235.

ΟΙΟΝΕΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ -> Ο αντιπρόσωπος δε συμβάλλεται ατομικά με τον εαυτό του, αλλά

προσδοκά προσωπικό όφελος από την καταρτιζόμενη δικαιοπραξία. Και αυτού του είδους οι

δικαιοπραξίες υπάγονται στην ΑΚ 235.

ΕΜΜΕΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ {π.χ. σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ή παραγγελίας} ->

Δεν τίθεται θέμα αυτοσύμβασης, καθώς ο έμμεσος αντιπρόσωπος πρώτα επιχειρεί δικαιοπραξία στο

όνομά του αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, και –ύστερα- άλλη δικαιοπραξία για να

μεταβιβάσει τα δικαιώματα που απέκτησε στον αντιπροσωπευόμενο. Άρα, δεν προσκρούει στον

κανόνα της ΑΚ 235.

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ: Η ΑΚ 235 εφαρμόζεται και όταν το όργανο του

νομικού προσώπου καταρτίζει δικαιοπραξία με τον εαυτό του ή ως αντιπρόσωπος άλλου

φυσικού/νομικού προσώπου.

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΚ 235: Η ΑΚ 235 μπορεί να εφαρμοστεί στις

ακόλουθες περιπτώσεις -> α) όταν ο αντιπροσωπευόμενος το επιτρέψει (ακόμη και μετά την

κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με έγκριση) / β) όταν η αυτοδικαιοπραξία συνιστά εκπλήρωση

Page 57: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 57

υποχρέωσης του αντιπροσώπου προς τον αντιπροσωπευόμενο και το αντίστροφο / γ) όταν

προσπορίζεται στον αντιπροσωπευόμενο μέσω της δικαιοπραξίας ΜΟΝΟ έννομο όφελος.

ΠΡΑΚΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΘΕΩΡΙΑ

Ένα σωματείο (Σ) θέλει να συγκεντρώσει χρήματα για τη δημιουργία ενός σχολείου. Ο

αντιπρόεδρος (Α) προσπαθεί να πείσει τον (Χ) με ψέματα να καταβάλει ένα ποσό, πράγμα το

οποίο συμβαίνει. Εναντίον ποιου μπορούν να στραφούν οι αξιώσεις του (Χ) για ακύρωση της

δικαιοπραξίας λόγω πλάνης;

AK 71 -> Ευθύνεται το (Σ) αλλά και ο (Α) εις ολόκληρον για την καταβολή της αποζημίωσης στον (Χ).

Αν, τελικά, τα χρήματα δοθούν από το (Σ), τότε αυτό έχει δικαίωμα αναγωγής στον (Α) για αθέτηση

υποχρέωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο (Α) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στο (Σ) όσα χρήματα έδωσε αυτό για

να αποζημιώσει τον (Χ).

Ένα σωματείο (Σ) έχει διαλυθεί και βρίσκεται στο στo στάδιο της εκκαθάρισης. Αν γίνει

δωρεά προς το (Σ), μπορεί αυτή να γίνει αποδεκτή;

AK 72 -> Η δωρεά προς το (Σ) είναι έγκυρη και μπορεί να την αποδεχτεί. Τα χρήματα που προέρχονται

από αυτή εντάσσονται από τους εκκαθαριστές στο ενεργητικό του σωματείο και χρησιμοποιούνται για

την εκπλήρωση των σκοπών του (π.χ. ικανοποίηση των δανειστών του).

Κάποιοι εργαζόμενοι θέλουν να συνεταιριστούν, με στόχο την αύξηση των μισθών τους.

Έτσι, συγκεντρώνουν 25 υπογραφές σε ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο που ελέγχεται από

την επιθεώρηση εργασίας. Πάσχει κάπου η σύσταση του συγκεκριμένου σωματείου;

AK 79 -> Το συμβολαιογραφικό έργο πρέπει να κατατεθεί στο Πρωτοδικείο -και όχι στην επιθεώρηση

εργασίας- το οποίο θα διενεργήσει τον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας του σωματείου. Επίσης, ο

σκοπός ενός σωματείου πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικός, καθαυτό οικονομικός. Στη συγκεκριμένη

περίπτωση, ο σκοπός είναι ευρύτερα οικονομικός {στόχος η αύξηση των μισθών των εργαζομένων}.

Άρα, η σύσταση του σωματείου δεν είναι έγκυρη.

Οι εργαζόμενοι της εταιρείας (Χ) αποφάσισαν να συστήσουν σωματείο. Έτσι,

συγκεντρώθηκαν 18 υπογραφές ενηλίκων και 2 ανηλίκων (17 χρονών). Η πρόταση

υποβλήθηκε προς έγκριση. Θα εγκριθεί;

Κανονικά για τη σύσταση σωματείου απαιτούνται 20 τουλάχιστον υπογράφοντες με πλήρη

δικαιοπρακτική ικανότητα. Φυσικά, οι 17χρονοι είναι περιορισμένως ικανοί για δικαιοπραξία και άρα

δεν μπορούν να υπογράψουν. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση για τα εργατικά σωματεία μπορούν να

υπογράψουν και ανήλικοι κάτω των 18 ετών. Εξάλλου, οι νέοι που έχουν συμπληρώσει το 15 έτος της

ηλικίας τους μπορούν να καταρτίζουν κάθε είδους δικαιοπραξία παρεπόμενη με την εργασία τους (όπως

είναι και η σύσταση σωματείου και η προσχώρηση σε αυτό), όπως ορίζει η ΑΚ 135. Άρα, η πρόταση για

τη σύσταση του σωματείου θα εγκριθεί.

Ένα σωματείο για την προστασία του περιβάλλοντος διαθέτει γραφεία σε άθλια κατάσταση.

Το μέλος Μ καλεί συνεργείο για επισκευές. Ποιος θα αναλάβει να εξοφλήσει το συνεργείο

για τις εργασίες του;

Page 58: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 58

AK 70 -> Το μέλος δεν ανήκει στα όργανα της διοίκησης του σωματείου. Ως εκ τούτου, όταν καλεί το

συνεργείο για επισκευές δρα έξω από τα όρια της εξουσίας του. Επομένως, ευθύνεται ο ίδιος ο Μ {όχι

το νομικό πρόσωπο} και πρέπει να αναλάβει την εξόφληση του συνεργείου.

Το καταστατικό μιας εταιρείας προβλέπει ότι ο ταμίας του μπορεί να ξοδεύει έως 3000€,

χωρίς την προσυπογραφή του Προέδρου. Τι θα συμβεί αν:

α) αγοράσει δαχτυλίδι 1800€ για τη γυναίκα του; AK 70 -> Ευθύνεται και πληρώνει ο ίδιος ο

ταμίας (και όχι το νομικό πρόσωπο), αφού ο ταμίας δρα έξω από τα όρια της εξουσίας και των

αρμοδιοτήτων του.

β) πληρώσει μία υποχρέωση της εταιρείας αξίας 4000€; Η πληρωμή είναι άκυρη αφού –

σύμφωνα με το καταστατικό- για ποσά άνω των 3000€ απαιτείται έγκριση του Προέδρου.

Σύμφωνα με την ΑΚ 71, ευθύνεται η εταιρεία, η οποία πρέπει να καταβάλει τα χρήματα στο

δικαιούχο.

γ) δεν πληρώσει υποχρέωση της εταιρείας 1800€; Ευθύνεται το νομικό πρόσωπο και

εφαρμόζονται οι διατάξεις της ΑΚ 71. Παράλληλα, ευθύνεται και το μέλος εις ολόκληρον. Έτσι,

αν η εταιρεία καταβάλει τα χρήματα, τότε έχει δικαίωμα αναγωγής στον ταμία για αθέτηση

υποχρέωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο ταμίας θα καταβάλει το ποσό που έδωσε η εταιρεία για την

κάλυψη της υποχρέωσης, η οποία δεν εκπληρώθηκε λόγω της παράλειψής του.

Το ΔΣ του συλλόγου (Χ) θέλει να αγοράσει ένα οικόπεδο. Το μέλος Μ προτείνει δύο -> ένα

του πατέρα του και ένα του ξαδέλφου του. Υπάρχει κάποιο κώλυμα;

ΑΚ 66 -> Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για τον πατέρα του Μ, αφού συνδέονται σε συγγένεια 2ου

βαθμού, ενώ δεν υπάρχει για τον ξάδελφο, μια και η συγγένειά τους είναι 4ου βαθμού.

Ο (Α) βρίσκεται σε πλήρη δικαστική στερητική συμπαράσταση λόγω ψυχολογικών

προβλημάτων. Σε φωτεινό διάλειμμα πουλάει στον (Β) το αυτοκίνητό του. Είναι έγκυρη η

δικαιοπραξία;

ΑΚ 128 -> Εφ’ όσον ο (Α) βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, σημαίνει ότι είναι

απολύτως ανίκανος για δικαιοπραξία και άρα, η δικαιοπραξία καθίσταται άκυρη. Το γεγονός ότι

βρίσκεται σε φωτεινό διάλειμμα δεν αίρει την ακυρότητα, αφού δεν έχει αρθεί η δικαστική

συμπαράσταση. Επομένως, για να καταρτιστεί εγκύρως η δικαιοπραξία πρέπει ο (Α) να εκπροσωπηθεί

από το δικαστικό συμπαραστάτη του.

Η (Α), θυμωμένη με τον (Γ) ξηλώνει την ταμπέλα με το όνομά του που βρίσκεται έξω από το

γραφείο του. Τι αξιώσεις έχει ο (Γ) εναντίον της (Α);

Η καταστροφή ξένης περιουσίας εμπίπτει στην προσβολή της προσωπικότητας που ρυθμίζεται από τις

ΑΚ 57-59. Έτσι, οι αξιώσεις του (Γ) είναι οι εξής -> α) άρση της προσβολής / β) παράλειψής της στο

μέλλον / γ) αποζημίωση, σύμφωνα με την ΑΚ 914, αφού η ζημία είναι παράνομη και υπαίτια, ενώ

ταυτόχρονα στερεί από τον (Γ) τυχόν πελάτες.

Ο (Α) με διαθήκη αφήνει όλη την περιουσία του στο σκύλο του. Είναι έγκυρη η διάθεση;

Τα ζώα δεν έχουν ικανότητα δικαίου ούτε ικανότητα για δικαιοπραξία, άρα δεν μπορούν να

εκπροσωπηθεί από κάποιον, ούτε –φυσικά- να αποδεχθούν την κληρονομιά. Γι’ αυτό συστήνεται ίδρυμα

με σκοπό τη φροντίδα του ζώου, στο οποίο περιέρχεται η περιουσία του διαθέτη.

Page 59: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 59

Σε μία εταιρεία υπάρχει εργατικό σωματείο του οποίου τα μέλη διαφωνούν. Έτσι, 25 μέλη

του και ζητούν να συσταθεί 2ο σωματείο εργαζομένων στον ίδιο εργασιακό χώρο και με τον

ίδιο σκοπό. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;

Για να συσταθεί σωματείο, το Πρωτοδικείο πρέπει να διενεργήσει έλεγχο νομιμότητας και όχι

σκοπιμότητας. Στην προκειμένη περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις είναι έγκυρες. ΩΣΤΟΣΟ, κώλυμα

δημιουργείται λόγω της ΑΚ 281, σύμφωνα με την οποία υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος. Άρα,

απορρίπτεται η αίτηση για ίδρυση του 2ου σωματείου.

Ο πλούσιος Π με ιδιόγραφη αλλά όχι χρονολογημένη διαθήκη προσφέρει την περιουσία του

για τη δημιουργία ιδρύματος. Θα συσταθεί τελικά;

H σύσταση ιδρύματος με δικαιοπραξία αιτία θανάτου (=διαθήκη) είναι έγκυρη. Το πρόβλημα στο

συγκεκριμένο παράδειγμα είναι ότι η διαθήκη είναι άκυρη ως μη χρονολογημένη (ΑΚ 1721). Άρα, το

ίδρυμα δεν είναι δυνατό να συσταθεί.

Ένας παππούς 90 χρονών αποφασίζει να δημιουργήσει ίδρυμα για την προστασία των

Μακεδονομάχων, οι οποίοι –όμως- δεν υπάρχουν. Τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση;

AK 120 -> Όταν ο σκοπός του ιδρύματος καταστεί ανύπαρκτος ή απραγματοποίητος, μπορεί να δοθεί

σε αυτό άλλος παραπλήσιος σκοπός, σύμφωνα με την πιθανότερη βούληση του διαθέτη.

Ο (Α) δημιουργεί ίδρυμα {μέσω διαθήκης} για την προστασία του περιβάλλοντος με

περιουσία 10000€. Μπορεί να συσταθεί το συγκεκριμένο ίδρυμα;

AK 110 -> Δεν μπορεί να συσταθεί το συγκεκριμένο ίδρυμα, αφού το ποσό που του έχει ταχθεί δεν

αρκεί για την υλοποίηση του σκοπού του.

Ο (Α) δημιουργεί ίδρυμα, στο οποίο παραχωρεί 1000000€. Ξαφνικά παθαίνει οικονομική

καταστροφή και δεν μπορεί να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό. Τι θα συμβεί με το ίδρυμα;

AK 111 -> Η δημιουργία ιδρύματος μπορεί να ανακληθεί εγκύρως αλλά ΜΟΝΟ για σπουδαίους λόγους

{όπως είναι και η απορία=φτώχεια του (Α)}.

Ο Α δωρίζει στον Β με προφορική συμφωνία, που συνάπτεται την 14.12.2009, έναν

σημαντικής αξίας ζωγραφικό πίνακα γνωστού ζωγράφου, την «Άνοιξη», από την πλούσια

συλλογή του. Όμως για να μη δυσαρεστήσει την ανηψιά του Χ, ο Α συμφωνεί με τον Β να

υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο αναγράφεται ότι ο Α πωλεί δήθεν στον Β το

ζωγραφικό πίνακα έναντι τιμήματος 30.000 ευρώ. Επειδή ο πίνακας εκτίθεται σε έκθεση στο

τοπικό μουσείο τέχνης Μ βάσει σύμβασης χρησιδανείου (ΑΚ 810) μεταξύ του Α και του Μ,

οι Α και Β συμφωνούν ότι ο πίνακας θα παραδοθεί στον Β μετά το πέρας της έκθεσης, ήτοι

την 14.1.2010. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης ο Α διαπραγματεύεται με τον Γ την πώληση

του πίνακα. Η διαπραγμάτευση κατέληξε σε προσύμφωνο για την πώληση του πίνακα από

τον Α στον Γ έναντι 50.000 ευρώ. Μετά το πέρας της έκθεσης το μουσείο Μ παραδίδει τον

πίνακα στον Α. Την 15.1.2010 ο Β ζητεί από τον Α να του παραδώσει τον πίνακα «Άνοιξη»,

ο Α όμως απαιτεί την καταβολή του τιμήματος των 30.000 ευρώ από τον Β. Ερωτάται:

α) Υποχρεούται ο Β να καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ στον Α;

Σύμφωνα με την ΑΚ 138 παρ.1 η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά

(εικονική δήλωση βουλήσεως) είναι άκυρη. Εικονική είναι λοιπόν η δήλωση βουλήσεως, η οποία εν

γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της είναι να δημιουργηθεί

στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης που προϋπήρχε χωρίς να υπάρχει

Page 60: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 60

πρόθεση πραγματικής μεταβολής. Αμφισβητείται εάν προϋπόθεση της εικονικότητας είναι η γνώση της

εκτός από τον δηλούντα και από κάποιο άλλο πρόσωπο, δηλαδή τον αντισυμβαλλόμενο, τον λήπτη της

δηλώσεως στις απευθυντέες δηλώσεις κοκ. Η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι απαιτείται τέτοια γνώση,

δηλαδή ότι η εικονικότητα πρέπει να είναι διμερής. Στο εν λόγω πρακτικό προκύπτει ότι ο Α εν γνώσει

και του Β και προκειμένου να δημιουργηθεί στη Χ η εντύπωση κατάρτισης σύμβασης πώλησης,

συμφώνησε με τον Β εικονικά να πωλήσει σε αυτόν τον πίνακα έναντι 30.000 ευρώ. Η δήλωση

βουλήσεως του Α, ήτοι η πρόταση με την οποία αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει

στον Β την κυριότητα του πίνακα και να του τον παραδώσει έναντι καταβολής τιμήματος ύψους 30.000

ευρώ, είναι εικονική, καθώς βρίσκεται σε εκούσια διάσταση με τη βούλησή του, η οποία είναι

χαριστική. Ο Β γνωρίζει την εικονικότητα της δήλωσης βουλήσεως του Α. (Σωστή είναι και η θεώρηση

ότι και η αποδοχή του Β στη σύμβαση πώλησης είναι εικονική, καθώς αυτός αποδέχεται στην

πραγματικότητα τη δωρεά του πίνακα από τον Α.) Επομένως η σύμβαση πώλησης είναι απόλυτα άκυρη

ως εικονική και ο Β δεν υποχρεούται να καταβάλει στον Α το ποσό των 30.000 ευρώ.

β) Υποχρεούται ο Α να παραδώσει τον πίνακα στον Β;

Σύμφωνα με την ΑΚ 138 παρ.2 άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη,

αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Η κάλυψη μπορεί

να είναι πλήρης, αν η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι διαφορετική από την εικονική (π.χ. δωρεά αντί

πώλησης). Στην περίπτωση αυτή έχουμε σχετική εικονικότητα, καθώς υπό την εικονική και άκυρη

δικαιοπραξία καλύπτεται άλλη δικαιοπραξία. Προκειμένου να ισχύσει ως έγκυρη η καλυπτόμενη

δικαιοπραξία πρέπει: α) τα μέρη να την ήθελαν και β) να συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη

σύστασή της ( π.χ. ο τυχόν προβλεπόμενος συστατικός τύπος) και γ) η δικαιοπραξία αυτή να μην

αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εξάλλου σύμφωνα με την ΑΚ 158 η τήρηση τύπου για τη

δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, ενώ σύμφωνα με την ΑΚ 159 παρ.1 δικαιοπραξία

για την οποία δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από το νόμο (συστατικός) τύπος, εφόσον δεν ορίζεται το

αντίθετο, είναι άκυρη. Σύμφωνα με την ΑΚ 498 για τη σύσταση δωρεάς απαιτείται συμβολαιογραφικό

έγγραφο, η δωρεά κινητού πράγματος εντούτοις ισχυροποιείται, αφότου ο δωρητής παραδώσει το

πράγμα στο δωρεοδόχο. Συστατικός είναι ο τύπος με τον οποίο απαιτείται να εξωτερικευθούν οι

δηλώσεις βουλήσεως για να είναι έγκυρες, ενώ νόμιμος είναι ο τύπος που επιβάλλεται από διάταξη

νόμου. Τέλος, είδος νόμιμου συστατικού τύπου είναι και το συμβολαιογραφικό έγγραφο. Στο εν λόγω

πρακτικό υπό την εικονική και άρα άκυρη σύμβαση πώλησης καλύφθηκε άλλη δικαιοπραξία, η

σύμβαση δωρεάς του πίνακα από τον Α στον Β. Η σύμβαση δωρεάς εντούτοις είναι άκυρη, καθώς τα

μέρη την ήθελαν μεν πραγματικά, πλην όμως καταρτίσθηκε ατύπως και δη προφορικώς, ενώ σύμφωνα

με την ΑΚ 159 παρ.1 σε συνδυασμό με την ΑΚ 498 παρ.1 έπρεπε να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό

τύπο για να είναι έγκυρη. Δεδομένου μάλιστα ότι την 15.1.2010, ημερομηνία κατά την οποία ο Β ζητεί

από τον Α να του παραδώσει τον πίνακα, η παράδοση του δωρηθέντος δεν πραγματώνεται, η ακυρότητα

της σύμβασης δωρεάς κινητού δεν έχει ιαθεί, περίπτωση που προβλέπει η ΑΚ 498 παρ.2. Επομένως

δεδομένου ότι και η καλυπτόμενη υπό την εικονική πώληση σύμβαση δωρεάς είναι απολύτως άκυρη,

ελλείψει πλήρωσης του νόμιμου συστατικού τύπου, ο Α δεν υποχρεούται να παραδώσει τον πίνακα στον

Β.

γ) Τι δικαιώματα έχει ο Γ από τη σύμβαση προσυμφώνου; Ποια η διαφορά του προσυμφώνου

από τη σύμβαση πώλησης;

Το προσύμφωνο αποτελεί προπαρασκευαστική σύμβαση, με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την

υποχρέωση να καταρτίσουν στο μέλλον μια οριστική σύμβαση. Το προσύμφωνο είναι όμως, όπως κάθε

σύμβαση, απόλυτα δεσμευτικό, δηλαδή υποχρεώνει τον έναν ή και τους δύο συμβαλλομένους σε

σύμπραξη για την κατάρτιση οριστικής σύμβασης. Για να είναι εντούτοις έγκυρο το προσύμφωνο πρέπει

α) αφενός να περιλαμβάνονται σε αυτό οι ουσιώδεις όροι της σκοπούμενης συμβάσεως, σε περίπτωση

Page 61: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 61

επομένως που σκοπούμενη είναι η σύμβαση πώλησης, να καθορίζονται κατά τρόπο ορισμένο ή

τουλάχιστον οριστό, το πράγμα και το τίμημα και β) αφετέρου να περιβάλλεται τον τύπο που ο νόμος

απαιτεί για την έγκυρη σύσταση της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως (ΑΚ 166). Επομένως επί

αμφιμερώς δεσμευτικού προσυμφώνου αν ο ένας από τους συμβαλλομένους αθετήσει την υποχρέωσή

του και δεν συμπράξει στην κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, ο άλλος μπορεί να αξιώσει είτε την

εκπλήρωση της παροχής, ήτοι τη σύμπραξη του αντισυμβαλλομένου στην κατάρτιση της οριστικής

σύμβασης, είτε αποζημίωση.Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα της αγωγής θα είναι η καταδίκη του

εναγομένου σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Με την τελεσιδικία της

αποφάσεως θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι δόθηκε η δήλωση βουλήσεως του εναγομένου για την

κατάρτιση της συμβάσεως και ο ενάγων μπορεί να δηλώσει αποδοχή της επιφέροντας έτσι την

κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως. Ενώ επομένως με το προσύμφωνο σκοπείται η δέσμευση του

συμβαλλομένου ότι θα καταρτίσει στο μέλλον την οριστική σύμβαση, έτσι ώστε ο δυστροπών

καταδικάζεται με δικαστική απόφαση στη δήλωση βουλήσεως που ο ίδιος δεν δίδει οικειοθελώς, στη

σύμβαση πωλήσεως ο δυστροπών, εφόσον είναι ο αγοραστής καταδικάζεται στην εκπλήρωση της

υποχρέωσης που ανέλαβε από την καταρτισθείσα ήδη σύμβαση πώλησης, ήτοι στην καταβολή του

τιμήματος και εφόσον είναι πωλητής καταδικάζεται στην εκπλήρωση της υποχρέωσης που ανέλαβε από

τη σύμβαση πώλησης, ήτοι στη μεταβίβαση της κυριότητας και στην παράδοση του αντικειμένου της

πώλησης. Στο εν λόγω πρακτικό οι Α και Γ κατήρτισαν προσύμφωνο για την πώληση του συγκεκριμένου

πίνακα έναντι τιμήματος 50.000 ευρώ. Η πώληση κινητού πράγματος δεν απαιτεί νόμιμο συστατικό

τύπο βάσει του γενικού κανόνα της ΑΚ 158. Επομένως το προσύμφωνο πώλησης είναι έγκυρο, αφού

περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία της πώλησης και δεν χρειάζεται τύπος για τη σύναψή του. Ο Γ

δικαιούται να απαιτήσει από τον Α να καταρτίσει τη σύμβαση πώλησης, έτσι ώστε να αναλάβει την

υποχρέωση για την μεταβίβαση της κυριότητας του πίνακα και την παράδοσή του έναντι του

προσυμφωνημένου τιμήματος. Αν Ο Α δυστροπήσει ο Γ δικαιούται να ζητήσει από το δικαστήριο την

καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως ή να ζητήσει αποζημίωση.

δ) Τι είδους σύμβαση είναι η σύμβαση χρησιδανείου (ενοχική ή εμπράγματη, υποσχετική ή

εκποιητική, συναινετική ή παραδοτική, χαριστική ή επαχθής);

Η σύμβαση χρησιδανείου είναι ενοχική σύμβαση, υποσχετική, παραδοτική και χαριστική σύμβαση (βλ.

Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, σ.345, 346, 351 και 357).

Την Κυριακή 25.11.2012 δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα «ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ

ΔΟΝΤΙΑ» άρθρο, το οποίο υπέγραφε η δημοσιογράφος Αλίκη Σταράτα. Το δημοσίευμα αυτό

έφερε τον τίτλο «Ο Κώστας Σταματόπουλος φτιάχνει το κομπόδεμά του..!», και δίπλα στον

τίτλο είχε τοποθετηθεί μια φωτογραφία με τον Κώστα Σταματόπουλο να κάθεται στο γραφείο

του. Το άρθρο αφορούσε την γνωστή εταιρεία «Χ Α.Ε», της οποίας διευθυντής είναι ο

Κώστας Σταματόπουλος, και ανέφερε ότι οι εργαζόμενοί της είναι απλήρωτοι εδώ και 9

μήνες, καθώς και ότι τα έσοδα της εταιρείας παρουσιάζονται πολύ χαμηλότερα απ’ ότι θα

περίμενε κανείς, δεδομένης της αυξημένης εμπορικής της δραστηριότητας. Στην συνέχεια

του άρθρου, η συντάκτρια αυτού υποστήριξε ότι παρά τα χαμηλά έσοδα που εμφανίζει η

εταιρεία «Χ Α.Ε», ο Κώστας Σταματόπουλος ζει στιγμές πρωτοφανούς πολυτέλειας.

Ειδικότερα, αναφέρθηκε στο «επαγγελματικό» ταξίδι που έκανε ο γνωστός διευθυντής στο

Μιλάνο κατά την περίοδο 7 – 9 Νοεμβρίου 2012, το οποίο ισχυρίστηκε ότι κόστισε συνολικά

στην εταιρεία το ποσό των € 15.000. Το ποσό αυτό ισχυρίστηκε η δημοσιογράφος ότι

δαπανήθηκε για τα business class αεροπορικά εισιτήρια του Κώστα Σταματόπουλου, την

σουίτα, στην οποία διέμενε κατά την παραμονή του στο Μιλάνο, για την διατροφή του στα

πολυτελέστερα εστιατόρια της πόλης και για την νυχτερινή του διασκέδαση σε πανάκριβα

bar, όπου έπινε μόνο σαμπάνια. Εν συνεχεία, η δημοσιογράφος ανέφερε ότι η σύζυγος του

Page 62: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 62

Κώστα Σταματόπουλου εμφανίστηκε την επομένη της επιστροφής του από το Μιλάνο με ένα

πανάκριβο χρυσό κολιέ με μπριγιάν, αξίας τουλάχιστον € 40.000, και υποστήριξε ότι ο

Κώστας Σταματόπουλος το αγόρασε στο Μιλάνο, με χρήματα της εταιρείας, για το δωρίσει

στη σύζυγό του. Τέλος, η δημοσιογράφος ισχυρίστηκε ότι παρά την κρίση που περνούν οι

εργαζόμενοι της εταιρείας «Χ Α.Ε», ο Κώστας Σταματόπουλος εξακολουθεί να μισθώνει

ακίνητο στην Εκάλη, όπου κατοικεί τα τελευταία χρόνια, και αναρωτήθηκε που βρίσκει τα

χρήματα γι’ αυτήν την πολυτελέστατη ζωή. Ο Κώστας Σταματόπουλος έρχεται στο γραφείο

σας την Δευτέρα 26.11.2012 και ρωτά τι μπορεί να κάνει, ενόψει των εξής: α) ότι η εταιρεία

πράγματι περνά κρίση διότι παρά την μεγάλη εμπορική της δραστηριότητα, οι εταιρείες με

τις οποίες συνεργάζεται δεν είναι συνεπείς στις πληρωμές τους,

β) ότι οι μισθοί των εργαζομένων για τους τελευταίους 9 μήνες καταβλήθηκαν ολοσχερώς

αλλά με μικρή καθυστέρηση,

γ) ότι ο σκοπός της επισκέψεώς του στο Μιλάνο ήταν καθαρά επαγγελματικός, και

ειδικότερα ότι έπρεπε να παραστεί σ’ ένα συνέδριο εκεί, ότι ταξίδεψε business class διότι δεν

υπήρχαν διαθέσιμα εισιτήρια οικονομικής θέσης και ότι το κόστος όλων των γευμάτων, τα

οποία έγιναν σε μεσαίας τάξεως εστιατόρια, περιλαμβανόταν στην συμμετοχή στο σεμινάριο,

δ) ότι το κολιέ της συζύγου του αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο, και τέλος

ε) ότι το σπίτι στην Εκάλη το μισθώνει από την πεθερά του σε πολύ χαμηλή τιμή.

O A, για να εκδικηθεί το Β, δημιουργεί, με το όνομα του Β, λογαριασμό στο κοινωνικό

δίκτυο «Twitter» και δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα αναρτήσεις, οι οποίες

παρουσιάζουν το Β να αυτοσαρκάζεται και να γελοιοποιεί το κράτος, τους δημοκρατικούς

και κοινωνικούς θεσμούς και να προσβάλει τα πολιτικά πρόσωπα της χώρας. Ο Β

πληροφορείται για τις ενέργειες του Α και σας ερωτά τι μπορεί να κάνει για να σταματήσει ο

Α τις συγκεκριμένες ενέργειες.

Ο Α, φοιτητής του τμήματος Νομικής Αθηνών, κατά την διάρκεια παρακολούθησης του

μαθήματος του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, γνωρίζει και ερωτεύεται την συμφοιτήτριά του

Β. Μετά από σχέση λίγων μηνών, αποφασίζουν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους.

Αποφασίζουν λοιπόν να παντρευτούν, και ζητούν από τον κοινό τους φίλο Γ, ηθοποιό στο

επάγγελμα, να τελέσει τον γάμο, όπερ και συμβαίνει στην οικία του Γ. Ερωτάται: τελέστηκε

νομίμως ο γάμος; Εάν όχι, χρειάζεται δικαστική απόφαση που να ακυρώνει το γάμο/ ή να

αναγνωρίζει την μη νόμιμη τέλεση του;

Ο Ζ διαθέτει μια πολυτελή εξοχική κατοικία στην Αράχωβα, που αποτελεί το προσωπικό του

καταφύγιο. Δυστυχώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των δυσκολιών που

αντιμετωπίζει ο Ζ, αποφασίζει να πωλήσει το εξοχικό του στον Γ. Πράγματι, έπειτα από

διαπραγματεύσεις με τον Γ, συμφωνούν με ιδιωτικό έγγραφο (ιδιωτικό συμφωνητικό) την

πώληση του ακινήτου από τον πρώτο στον δεύτερο έναντι 680.000€, τα οποία και καταβάλει

ο Γ. Ερωτάται: είναι νόμιμη η πώληση; Εάν όχι, απαιτείται για την πώληση ακινήτου κάποιου

άλλου είδους έγγραφο; Μπορεί να αξιώσει ο Γ την επιστροφή των χρημάτων που έδωσε στον

Ζ και με ποια διάταξη;

Ο εννιάχρονος Ε, για να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα προκειμένου να αγοράσει μια

κονσόλα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, πωλεί το ποδήλατό του στον έμπορο ποδηλάτων ΣΤ. Ο

ΣΤ, βλέποντας την μικρή ηλικία του Ε και εκμεταλλευόμενος την απειρία του σε θέματα

τιμολόγησης ποδηλάτων, πείθει τον Ε και αγοράζει το ποδήλατο για το ευτελές τίμημα των

12€. Ο πατέρας του Ε, μόλις μαθαίνει για την πώληση του ποδηλάτου, εξαγριώνεται και

Page 63: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 63

επισκέπτεται τον ΣΤ στο μαγαζί του, ζητώντας πίσω το ποδήλατο. Ερωτάται: πρέπει ο ΣΤ να

επιστρέψει το ποδήλατο; Μπορεί ο ΣΤ να ζητήσει πίσω τα χρήματα που έδωσε για να

αγοράσει το ποδήλατο;

Οι Γ και Δ συνήψαν ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με την οποία η Δ, η οποία έχει

πτυχίο Λογιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέλαβε να εκτελεί χρέη

γραμματέως στην εταιρεία του Γ, απαντώντας στα τηλέφωνα, κανονίζοντας ραντεβού και

οργανώνοντας εν γένει τις υποχρεώσεις του Γ. Στη σύμβαση εργασίας συμφώνησαν ο μισθός

της Δ να ανέρχεται στο ποσό των 520€ (συμβατικός μισθός) χωρίς όμως να της καταβάλλεται

η προβλεπόμενη από το νόμο προσαύξηση 100€ για το πτυχίο πανεπιστημίου που διαθέτει η

Δ. Ερωτάται: είναι νόμιμη η μη καταβολή της προσαύξησης από τον εργοδότη; Σε περίπτωση

που ο εργοδότης συμφωνήσει να της καταβάλλει το ποσό της προσαύξησης, η υπόλοιπη

σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι έγκυρη;

Ο Α είναι εκκεντρικός καλλιτέχνης και λάτρης των ειδών κεραμοποιΐας του 12ου αιώνα μ.Χ.

που προέρχονται από το άνω Θιβέτ. Εξ αυτού του λόγου επισκέπτεται συχνά την γκαλερί του

Ω, όπου πραγματοποιούνται δημοπρασίες των άνω έργων σε τακτική βάση. Ο Α προσκάλεσε

τον, άπειρο εντελώς από θέματα δημοπρασιών και αδιάφορο ως προς το αντικείμενο, φίλο

του Γ για να του κάνει παρέα. Δυστυχώς, τη στιγμή που ο δημοπράτης εκφωνούσε την

πώληση ενός ιδιαίτερα σπάνιου και σημαντικά ακριβού βάζου, ο Γ, διαπιστώνοντας ότι στην

αίθουσα ευρίσκετο και ο αδελφικός του φίλος Ζ, σήκωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει,

αγνοώντας παντελώς το γεγονός ότι με αυτήν του τη χειρονομία εξεδήλωνε ενδιαφέρον για

το βάζο. Αποτέλεσμα ήταν να κατακυρωθεί στον Γ το βάζο, γεγονός που φυσικά δεν

επιθυμούσε ο Γ. Ερωτάται: είναι έγκυρη η κατακύρωση του βάζου στον Γ; Εάν όχι, τι λόγο

δύναται να επικαλεστεί ο Γ για να γλιτώσει; Σε περίπτωση κατά την οποία οι τελούντες τη

δημοπρασία δεν αποδέχονται τις εξηγήσεις του Γ, πρέπει ο τελευταίος να καταφύγει στα

δικαστήρια για να δικαιωθεί;

Η Π ασκεί αγωγή, με την οποία ζητά από το δικαστήριο να ακυρωθεί ο γάμος της με τον Λ,

για τον λόγο ότι αυτός, όχι μόνο δεν ήταν γόνος της ευπόρου οικογενείας των Μ, όπως είχε

ισχυριστεί πριν από το γάμο, αλλά ήταν μάλιστα φυγόδικος, διωκόμενος δυνάμει δικαστικής

απόφασης για διάπραξη ληστείας. Με την αγωγή της αυτή η Π ισχυρίζεται ότι τελούσε σε

ουσιώδη πλάνη. Ερωτάται: αποτελεί η πλάνη λόγο να ακυρωθεί μια δικαιοπραξία; Στην

προκείμενη περίπτωση, μπορεί να ακυρωθεί η δικαιοπραξία του γάμου εξαιτίας της πλάνης

της Π ως προς το γεγονός ότι ο Λ δεν ήταν πλούσιος και ήταν και φυγόδικος;

Οι Ζ και Η είναι συμμαθητές στο σχολείο και συγκεκριμένα πηγαίνουν στην Γ’ Λυκείου.

Κάποια μέρα, αφότου έχουν σχολάσει, αποφασίζουν να κλέψουν ένα μηχανάκι προκειμένου

να κάνουν βόλτες. Πράγματι, κλέβουν το μηχανάκι του Λ, κάνουν βόλτες για τρεις ώρες και

το στο τέλος το εγκαταλείπουν. Μετά από μια βδομάδα, ο Ζ ενημερώνει τον Η ότι θέλει να

αγοράσει το μπουφάν του Η για 300€. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Η αρνηθεί να του το

πουλήσει, ο Ζ απειλεί ότι θα ενημερώσει τους γονείς του Η για την κλοπή της μηχανής.

Ερωτάται: σε περίπτωση κατά την οποία ο Η υποκύψει στις πιέσεις του Ζ και του πουλήσει

το μπουφάν, θα είναι έγκυρη η πώληση;

Ο Κ, ιδιοκτήτης μεγάλης χοιροτροφικής μονάδος στην Πρέβεζα Άρτας, επιθυμεί να αγοράσει

10 επιβήτορες, έτσι ώστε να πραγματοποιήσει κάθετη ολοκλήρωση της μονάδας του με την

δημιουργία τμήματος γονιμοποίησης χοιρομητέρων. Γι’ αυτόν τον λόγο αγοράζει από τον Η,

Page 64: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 64

έμπορο, τους επιβήτορες, με την διαβεβαίωση ότι είναι απόλυτα υγιείς και γόνιμοι. Δυστυχώς

όμως, μετά την πάροδο ενός μηνός, ο Κ διαπιστώνει ότι οι επιβήτορες όχι μόνο δεν ήταν

γόνιμοι, όπως ψευδώς του ισχυρίστηκε ο Η για να πετύχει δολίως τη σύναψη της πώλησης,

αλλά έπασχαν και από μεταδοτική ασθένεια, με αποτέλεσμα να ψοφήσουν τόσο αυτοί όσο

και οι χοιρομητέρες με τις οποίες είχαν έρθει σε επαφή. Ερωτάται: μπορεί ο Κ να ζητήσει την

ακύρωση της σύμβασης πώλησης των επιβητόρων; Ανεξάρτητα από την απάντηση, ποια

αξίωση δύναται να προβάλλει ο Κ σε περίπτωση κατά την οποία α) ζητήσει την ακύρωση της

σύμβασης πώλησης ή β) αποδεχθεί τη σύμβαση πώλησης;

Το σωματείο Β έχει ως σκοπό την καλλιέργεια και προαγωγή της αθλητικής παιδείας των

μελών του και ιδίως των αρχών του «ευ αγωνίζεσθαι» και του φιλάθλου πνεύματος, ενώ

παράλληλα διοργανώνει αγώνες ποδοσφαίρου 5Χ5. Ο Γ, μέλος της διοίκησης του σωματείου,

προκειμένου να αγοράσει αθλητικές στολές για τα μέλη του σωματείου, επισκέφθηκε το

κατάστημα Δ, από όπου και αγόρασε τις άνω στολές. Το συνολικό τίμημα ήταν 3.200€, από

τα οποία ο Γ κατέβαλε τα 2.000€, ενώ τα υπόλοιπα 1.000€ θα τα κατέβαλε την επόμενη μέρα,

πράγμα όμως το οποίο δεν έκανε ποτέ. Κατόπιν τούτου ο Ε, ιδιοκτήτης του καταστήματος Δ,

άσκησε αγωγή, με την οποία ζητούσε από το σωματείο το υπόλοιπο ποσό, ήτοι τα

εναπομείναντα 1.200€ του τιμήματος των στολών. Υποχρεούται το σωματείο Β σε καταβολή

αυτού του ποσού;

Ο Γ, ταμίας του σωματείου Ε, κατόπιν απόφασης της γενικής συνέλευσης εξουσιοδοτήθηκε

να διαθέσει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό έτσι ώστε να αγοράσει έπιπλα για τον χώρο όπου θα

πραγματοποιούνται εκδηλώσεις για την προώθηση του σκοπού του σωματείου. Ο ταμίας Γ,

επειδή δεν είχε αρκετό χρόνο, ανέθεσε στον Ω, γραμματέα του, να πάει ο ίδιος. Ο Ω,

οδηγώντας προς το κατάστημα επίπλων δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή σε διασταύρωση, με

αποτέλεσμα να παρασύρει και να τραυματίσει διερχόμενη γριούλα. Ευθύνεται το σωματείο

για τη ζημία που υπέστη η γριούλα;

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του καταστατικού του σωματείου Ο ισχύει το εξής: « το διοικητικό

συμβούλιο μπορεί να καταρτίζει δικαιοπραξίες για λογαριασμό του Ο, εφόσον η αξία της

δικαιοπραξίας δεν υπερβαίνει τα 40.000€. Αν η αξία των δικαιοπραξιών υπερβαίνει το ποσό

αυτό, η κατάρτισή τους από το διοικητικό συμβούλιο προϋποθέτει προηγούμενη άδεια από τη

συνέλευση των μελών του Ο». Στις 10 Ιουλίου 2010 το διοικητικό συμβούλιο του Ο

πούλησε στον Ζ, χωρίς να λάβει άδεια από τη συνέλευση, ένα φορτηγό όχημα για το ποσό

των 42.000€. Ο Ζ αγνοούσε τον όρο αυτόν του καταστατικού, μονολότι είχε δημοσιευθεί στο

βιβλίο σωματείων του Πρωτοδικείου. Δεσμεύεται το Ο από την πώληση του οχήματος;

Η ένωση «φίλοι της ιστιοπλοΐας» που έχει 18 μέλη και στοχεύει στην ίδρυση σωματείου με

σκοπό τη συμμετοχή σε διεθνείς ιστιοπλοϊκές διοργανώσεις, διοργάνωσε στις 2 Σεπτεμβρίου

2010 ένα γκαλά σε επώνυμο μαγαζί της παραλιακής. Ο Α, πρόεδρος της ένωσης είχε

συμφωνήσει με γνωστό μουσικό dj T να παίξει μουσική στην εκδήλωση, ενώ είχε

παραγγείλει και από το εστιατόριο B φαγητά και ποτά. Τα έξοδα θα καλύπτονταν από τις

εισφορές αυτών που θα μετείχαν στο γκαλά. Δυστυχώς όμως έπιασε βροχή, με αποτέλεσμα

να έλθουν ελάχιστα άτομα. Εφόσον, όπως είναι φυσικό, οι εισφορές αυτών που ήρθαν δεν

επαρκούν για να καλυφθούν τα έξοδα, οι T και Β ζητούν την πληρωμή τους από τον Α.

Ευθύνεται αυτός;

Page 65: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 65

Ο δεκαεξάχρονος Α έπιασε δουλειά στο κατάστημα της ομόρρυθμης εταιρείας Ε, ως

αποθηκάριος, με την προοπτική μετά από εκπαίδευση να γίνει πωλητής. Ενώ δούλευε

κανονικά για χρονικό διάστημα 2 μηνών και ήταν καθ’ όλα συνεπής στις υποχρεώσεις του, η

Ε αρνήθηκε να του δώσει τον συμφωνηθέντα μισθό, γιατί όπως δήλωσε «δεν επιτρέπεται να

δουλεύει καθότι ανήλικος». Έχει δίκαιο η Ε και αν όχι, δικαιούται τον μισθό του ο Α;

Ο Β, εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας Γ, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της αγόρασε ένα

οικόπεδο από τον Δ προκειμένου να στεγάσει η Γ τις εγκαταστάσεις της. Το τίμημα που

συμφωνήθηκε για την αγορά του οικοπέδου ανερχόταν στο ποσό των 340.000€. Δυστυχώς

όμως, ο Β αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά χρέη, με αποτέλεσμα να κρατήσει τις

340.000€ ο ίδιος και να διαφύγει στην Λατινική Αμερική. Με δεδομένο ότι η σύμβαση

πώλησης είχε πραγματοποιηθεί και ότι η παράδοση του οικοπέδου είχε γίνει, ο Δ ζητά, όπως

είναι φυσικό, το ποσό της πώλησης που δεν του έδωσε ο Β. Μάλιστα άσκησε αγωγή, με την

οποία ζητά από τον Θ, άλλο ομόρρυθμο εταίρο της Γ, όλο το ποσό των 340.000€. Πρώτον,

υποχρεούται ο Θ να πληρώσει το ποσό; Δεύτερον, μπορεί να στραφεί στη συνέχεια ο Θ κατά

του Ι, του άλλου ομόρρυθμου εταίρου;

Η ανώνυμη εταιρεία Ζ, που έχει ως δραστηριότητα και αντικείμενο την πώληση

ηλεκτρονικών υπολογιστών, έχει μετοχικό κεφάλαιο 2.200.000€. Τον Ιανουάριο του 2009

συμμετείχε σε ανοικτό μειοψηφικό διαγωνισμό για την ελληνική κυβέρνηση, με σκοπό την

προμήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών για το υπουργείο Γεωργίας. Το Μάρτιο του 2009

βγήκαν τα αποτελέσματα και η Ζ στέφθηκε ανάδοχος του διαγωνισμού. Εξ αυτού του λόγου,

ξεκίνησε συζητήσεις με την Μ, ανώνυμη εταιρεία κατασκευής εξαρτημάτων ηλεκτρονικών

υπολογιστών, έτσι ώστε η τελευταία να της παρέχει όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα. Έπειτα

από διαπραγματεύσεις πολλών μηνών, οι απόψεις των δυο μερών συνέπιπταν και η Ζ

ενημέρωσε την Μ να ξεκινήσει την κατασκευή των εξαρτημάτων, καθώς τη διαβεβαίωσε ότι

εντός δύο το πολύ μηνών θα υπέγραφαν την μεταξύ τους σύμβαση. Πράγματι, η Μ ωθούμενη

από τις διαβεβαιώσεις της Ζ για την βέβαιη κατάρτιση της σύμβασης προμήθειας

εξαρτημάτων, ξεκίνησε την κατασκευή τους. Όμως, μετά από τρεις μήνες και αφότου η Μ

είχε δαπανήσει 600.000€ για την κατασκευή όλων των απαραίτητων εξαρτημάτων, η Ζ

ενημέρωσε την Μ ότι είχε επιλέξει άλλη εταιρεία και ότι δεν είχε πλέον ανάγκη των

εξαρτημάτων της Ζ. Δύναται η Μ να ζητήσει τις 600.000€;

Την 1.1.2011 ο Α συμφώνησε με τον Β να του παραχωρήσει τη χρήση ενός διαμερίσματός

του στην οδό Αριστείδου 9 έναντι μηνιαία καταβαλλόμενου μισθώματος 500 ευρώ για

διάρκεια τριών ετών. Η συμφωνία των Α και Β έγινε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο

αναφέρθηκε ότι τόσο η σύσταση όσο και κάθε τροποποίηση της σύμβασης υπόκειται σε

έγγραφο τύπο. Ακολούθως την 10.1.2011 οι Α και Β τροποποίησαν προφορικά το ύψος του

καταβλητέου μισθώματος από 500 σε 600 ευρώ. Ερωτάται: α) έχει καταρτισθεί η σύμβαση

μίσθωσης μεταξύ Α και Β, αν αυτοί παρέλειψαν να συμφωνήσουν ως προς το χρόνο έναρξης

της μίσθωσης;

β) Είναι έγκυρη η συμφωνία περί καταβολής μισθώματος ύψους 600 ευρώ;

Την 1.10.2010 οι Α και Β συμφώνησαν με ιδιωτικό συμφωνητικό την πώληση ενός

αγροτεμαχίου του Α στον Β αντί 50.000 ευρώ, εκ των οποίων 10.000 ευρώ έδωσε ο Β στον Α

αυθημερόν και τα υπόλοιπα 40.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθούν στον Α από προϊόν

χορήγησης δανείου που θα ελάμβανε ο Β από την Αγροτική Τράπεζα. Οι Α και Β

συμφώνησαν ότι κατά την ημέρα που θα εκταμιευόταν το δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα

στον Β, ο Α θα μεταβίβαζε την κυριότητα του αγροτεμαχίου στον Β με συμβολαιογραφικό

Page 66: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 66

έγγραφο. Ακολούθως την 10.10.2010 η Αγροτική Τράπεζα προκειμένου να χορηγήσει στον Β

δάνειο χρέωσε τον λογαριασμό του Β με έξοδα νομικού ελέγχου ύψους 500 ευρώ. Την

1.11.2010 η Αγροτική Τράπεζα χορήγησε στον Β δάνειο ύψους 40.000 ευρώ με επιτόκιο 5%

και αυθημερόν ο Β πλήρωσε και την πρώτη τοκοχρεωλυτική δόση, που αποτελείτο από

κεφάλαιο 700 ευρώ και τόκο 300 ευρώ. Ερωτάται: α) Πόσες και ποιες δικαιοπραξίες

καταρτίσθηκαν την 1.10.2010 μεταξύ Α και Β. Είναι οι δικαιοπραξίες αυτές υποσχετικές ή

εκποιητικές, ενοχικές ή εμπράγματες, αιτιώδεις ή αναιτιώδεις ;

β) Αν ο Α την 1.11.2010 αρνείται αδικαιολόγητα να προσέλθει για την υπογραφή της

συμβολαιογραφικής μεταβίβασης του αγροτεμαχίου στον Β, έχει ο Β και αν ναι μέ βάση

ποιες διατάξεις αξίωση αποζημίωσης κατά του Α;

γ) Αν ο Α την 1.11.2010 προσέλθει στο συμβολαιογράφο και υπογράψει μαζί με τον Β την

πράξη μεταβίβασης της κυριότητας του αγροτεμαχίου, μπορεί ο Β στη συνέχεια με

συμβολαιογραφικό έγγραφο να δωρήσει και να μεταβιβάσει το αγροτεμάχιο κατά κυριότητα

στην κόρη του, Κ; Ποια είναι η απάντησή σας αν ο Α εγκρίνει συμβολαιογραφικά την ως

άνω πράξη μεταβίβασης της κυριότητας από τον Β στην Κ ;

Ο Δ, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε απομακρυσμένους μόνο συγγενείς, όρισε

με ιδιόγραφη (μη συμβολαιογραφική) διαθήκη, ότι αφήνει όλη του την περιουσία για τη

σύσταση ιδρύματος προς εκπλήρωση του αναγραφόμενου στη διαθήκη σκοπού. Ερωτάται: 1)

αρκεί η ιδιόγραφη διαθήκη για τη σύσταση ιδρύματος ή είναι η σύσταση άκυρη;

2) Από ποιο χρονικό σημείο υφίσταται ως νομικό πρόσωπο το ίδρυμα; α) από το θάνατο του

διαθέτη, β) από τη δημοσίευση της διαθήκης ή γ) από άλλο χρονικό σημείο;

3) Ποιος είναι πρακτικός σκοπός του άρθρου 114 ΑΚ;

Ο εργολάβος οικοδομών Ε ανέλαβε συμβατικά την υποχρέωση έναντι του οικοπεδούχου Κ,

κυρίου ενός οικοδομήσιμου οικοπέδου στην Αθήνα, να ανεγείρει σε αυτό πολυκατοικία και

να πληρωθεί για το έργο του αυτό με την είσπραξη του τιμήματος από την πώληση σε τρίτους

ορισμένου αριθμού διαμερισμάτων και καταστημάτων από την πολυκατοικία, τα οποία

προσδιόρισαν επακριβώς στη μεταξύ τους σύμβαση οι Κ και Ε και τα οποία ανέλαβε

συμβατικά την υποχρέωση ο Κ να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως στους υποδεικνυόμενους από

τον Ε τρίτους αγοραστές μετά την αποπεράτωση των οικοδομικών εργασιών του τελευταίου.

Ερωτάται: α) Σε ποια από τις ακόλουθες κατηγορίες συμβάσεων υπάγεται η μεταξύ Κ και Ε

σύμβαση έργου (σύμβαση εργολαβίας), όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 681 ΑΚ και η οποία

συνήφθη πριν από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στις υποσχετικές ή στις

εκποιητικές, στις χαριστικές ή στις επαχθείς, στις συναινετικές ή στις παραδοτικές;

β) Η δικαιοπραξία για τη μεταβίβαση των ως άνω διαμερισμάτων, σύμφωνα με τη διάταξη

του άρθρου 1033 ΑΚ, είναι αιτιώδης ή αναιτιώδης; Kαι ποια είναι η πρακτική σημασία της εν

λόγω διάκρισης;

Ο έμπορος Π, πείθοντας τον ενδιαφερόμενο αγοραστή Α ότι η ξυλεία που αποτέλεσε

αντικείμενο της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης πρόέρχεται από περιοχή που φημίζεται για την

ποιότητα του ξύλου, προέβη στην πώληση της εν λόγω ξυλείας στον Α, ο οποίος και την

παρέλαβε την επόμενη ημέρα στο υπό κατασκευή σπίτι του. Στην πραγματικότητα όμως η

ξυλεία αυτή προερχόταν από άλλη περιοχή και ήταν κατώτερης ποιότητας, πράγμα το οποίο

γνώριζε ο Π. Ο έμπειρος τεχνίτης Τ, όταν παρέλαβε την ξυλεία για να προβεί σε ξυλουργικές

εργασίες στο σπίτι του Α, ενημέρωσε αυτόν και για την προέλευση και για την κατώτερη

ποιότητα της ξυλείας που προμηθεύτηκε ο Α από τον Π. Ερωτάται: α) Mπορεί ο Α, κατ’

εφαρμογή διατάξεων των γενικών αρχών να αποδεσμευθεί από τη σύμβαση και, αν ναι, με

Page 67: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 67

ποιο τρόπο και μέσα σε πόσο χρόνο; β) Ποια θα ήταν η απάντησή σας στο προηγούμενο

ερώτημα αν ο Α προέβη στην αγορά της ξυλείας στηριζόμενος όχι σε εντύπωση που του

προκάλεσε ο Π αλλά στη δική του πεποίθηση για την προέλευση και την ποιότητα του ξύλου;

Ο επιχειρηματίας Ε, ο οποίος επιθυμεί διακαώς να αγοράσει ένα πακέτο μετοχών, που ανήκει

κατά κυριότητα στη Σ, σύζυγο του υπαλλήλου του Υ, απειλεί τη Σ ότι θα χάσει τη θέση του

στην επιχείρησή του ο Υ αν η Σ δεν προβεί στην πώληση και μεταβίβαση των μετοχών της

προς αυτόν (τον Ε). Η Σ αρνείται και ο Ε, πραγματοποιώντας την απειλή του, καταγγέλλει τη

σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με τον Υ, τηρώντας τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος

(επίδοση εγγράφου καταγγελίας και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης). Ερωτάται: α)

Εμπίπτει η απειλή του Ε προς τη Σ στην έννοια της απειλής των άρθρων 150 και 151 ΑΚ;

β) Αποτελεί η δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου

χρόνου δικαίωμα και αν ναι, τι είδους δικαίωμα και πως ασκείται αυτό;

γ) Προσκρούει η άσκηση της καταγγελίας του Ε προς τον Υ σε απαγορευτικό κανόνα

δικαίου;

δ) Έχει επίπτωση η απάντησή σας στο προηγούμενο ερώτημα στο κύρος της καταγγελίας;