Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

581
Digitalised By Jah®

description

Εφτά ιστορίες που φαίνεται να μη συναντώνται πουθενά. Κι όμως, υπάρχει μεταξύ τους κάποιο κρίσιμο κοινό σημείο: ένα απρόοπτο γεγονός, μια λάθος επιλογή, μια άτυχη συγκυρία, ένα απροσδόκητο συναπάντημα...Άραγε συμβαίνουν στον καθένα; Είναι μονάχα σημάδια που καταδεικνύουν τα παράξενα παιχνίδια της τύχης, που βάζει το χεράκι της όταν κανείς δεν το περιμένει κι αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων για πάντα; Ή μήπως ακόμα κι εκείνη, η προσωποποίηση του απρόβλεπτου, δεν είναι η άλλη πλευρά στο νόμισμα της μοίρας; Κι αν όλα ακολουθούν κάποιο απώτατο σχέδιο...;Αλήθεια... εσύ θυμάσαι;

Transcript of Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Page 1: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 2: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 3: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ

Τ Η Σ ΙΔΙΑΣ

Μ η μου Λες Αντίο

Όλα Ήταν Τόσο, μα Τόσο Υπέροχα...

Πες πως Ήταν Όνειρο

Έσχατοι Καιροί

Digitalised By Jah®

Page 4: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗ

ΘΥΜΑΣΑΙ;

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙΒΑΝΗ

ΑΘΗΝΑ 2007

Digitalised By Jah®

Page 5: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα φανταστικό δημιούργημα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είναι προϊόντα της φαντασίας της συγγραφέα ή χρησιμο­ποιούνται οε φανταστικό πλαίσιο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, μέ­ρη ή πρόσωπα, εν ζο>ή ή όχι, είναι τελείως συμπτο)ματικη.

Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΘΥΜΑΣΑΙ;Συγγραφέας: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗ

Copyright © Αναστασία Καλλιονιζή Copyright © 2007:ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕΣόλωνος 98 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791http://www.livanis.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολκή, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με όποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύ­ουν στην Ελλάδα.

Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη

ISBN 960-14-1335-9

Digitalised By Jah®

Page 6: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

IN MEMORIAM

...Να Ήταν Εκείνη Η Στιγμή Μάννα Τον Ονρανον, Να Χορτάσει Μια Ψνχη Πον Ζει Κρυμμένη Στη Σιωπή Τον Ονείρον Μιας Ζωής Πον Μετριέται Πια Μοναχά Σε Καλοκαίρια...

Digitalised By Jah®

Page 7: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Στους κ.κ. Γιάννη Νιαβή και Αγγελική Τσιγγέλη. Και τότε. Και τώρα. Και πάντα. Οι λόγοι, γνωστοί.

Στη Φιλιώ Μπινιάρου. Είναι η ζωντανή απόδειξη του ότι, όταν σβήσουν τα φώτα της εφήμερης δημοσιότητας και της πρόσκαιρης δόξας, αυτό που μένει είναι η ανθρώπινη ψυχή. Και τότε χτίζονται σχέσεις ζωής.

Στην Αναστασία Μπαχά, «βασίλισσα» στο «Spanio», λατρε­μένο στέκι της Χαριλάου Τρικουπη. Από το 1998 ανήκω με χαρά στο κλαμπ εκείνων που αδημονούν να πιουν απ’ τα χέ­ρια της τον καλύτερο καφέ στον κόσμο και ν’ ακούσουν απ’ το στόμα της μια σοφή ατάκα που θα τους φτιάξει τη μέρα. Μι­λάμε για αστέρι!

Στον Δημήτρη Τζαννή. Για τις νύχτες που περάσαμε στο πρώην «Καφενείον Εργατών» πίνοντας ούζα, ακούγοντας Κα- ζαντζίδη και κουβεντιάζοντας για μικρά, καθημερινά θαύματα.

Και στον Άνθρωπο που στο ένα χέρι κρατάει ένα καφέ βα- λιτσάκι γεμάτο αναμνήσεις και στο άλλο έναν Άρτο, παρακα­ταθήκη από την Πρώτη Ώ ρα μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία.

Digitalised By Jah®

Page 8: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Καλοί Λ ιμένες.......................................................................... 11Επανασύνδεση.......................................................................... 49Μακρύ τα ξ ίδ ι............................................................................ 91Μεσάνυχτα...............................................................................147Απρόσφορη απόπειρα........................................................... 229Αντικείμενο επιστρεπτέο.......................................................311Το πέρασμα.............................................................................447

Digitalised By Jah®

Page 9: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ Λ ΙΜ Ε Ν Ε Σ

Τ ο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΑΝΕΒΑΙΝΕ με κόπο μια ανηφόρα που έμοια­ζε ατέλειωτη, κάτω από έναν ήλιο καυτό σαν λάβα ηφαιστείου που έβαφε τον ουρανό του απομεσήμερου κόκκινο, στο χρώ­μα του αίματος, και έκανε την πλάση ολάκερη να αχνίζει.

Η φύση γύρω ησύχαζε αποχαυνωμένη - κι όμως, η αφόρη­τη ζέστη που επικρατούσε έκανε τα πάντα να φαντάζουν έτοι­μα να πάρουν φωτιά και να παραδοθούν σε αδηφάγες φλόγες που δε θα άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.

Ξαφνιασμένη από αυτές τις γλαφυρές, σχεδόν ποιητικές σκέψεις που πλημμύρισαν το μυαλό της, η Νατάσα παραλίγο να γελάσει - αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε. Δεν ή­θελε για κανένα λόγο να προκαλέσει την προσοχή του οδηγού, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ετύγχανε και σύζυγός της, διότι δεν είχε καμιά διάθεση για κουβέντα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν μόνο η φύση που ήταν -ή, τουλάχιστον, της φαινόταν- παρά­ξενη εκείνο το απόγευμα, όλα ήταν εντελώς παράξενα, με α­ποκορύφωμα το γεγονός ότι η ίδια βρισκόταν αυτήν ακριβώς τη στιγμή εδώ, μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο, ενώ στην πραγμα­τικότητα το μόνο σωστό μέρος στο οποίο θα όφειλε να βρί­σκεται ήταν το γραφείο του δικηγόρου της, να του περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν μια ωραιό-

Digitalised By Jah®

Page 10: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

12 ΘΥΜΑΣΑΙ;

τατη αγωγή διαζυγίου εναντίον του οδηγού-άντρα της και, μα­ζί με τον έγκριτο νομομαθή, να καταστρώνουν τα κατάλληλα σχέδια που θα οδηγούσαν σε μια απόφαση-κόλαφο εις βάρος του, σε ό,τι αφορούσε, βεβαίως, το φλέγον ζήτημα της διανο­μής των κοινών περιουσιακών στοιχείων - αλήθεια, αυτό εδώ το αυτοκίνητο θα του το έπαιρνε οπωσδήποτε.

Ας όψεται που ήταν Δεκαπενταύγουστος και τα δικηγορικά γραφεία ησύχαζαν.

Ας όψεται και η δική της βλακεία. Κανένας δεν της έφται­γε όταν δέχτηκε την πρόταση του Στράτου να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία και να προσπαθήσουν να σώσουν το γάμο τους κάνοντας μαζί διακοπές στην Κρήτη. Ή ταν τόσο γλυκός όταν της το ζήτησε, φαινόταν τόσο όμορφος έτσι όπως ήταν γονατιστός, να της αγκαλιάζει τα πόδια, να γεμίζει το πάτω­μα μπροστά της με τα πικρά δάκρυα της μεταμέλειας και να την ικετεύει να τον συγχωρήσει, ώστε η Νατάσα αποφάσισε να πει το πολυπόθητο «ναι». Μόνη της αποφάσισε να το πει - δεν της έβαλαν μαχαίρι στο λαιμό! Βέβαια, το είχε μετανιώσει -για την ακρίβεια, πάσχιζε να το μετανιώσει, για να μη (ρανεί και τό­σο αδύναμη συγχωρώντας τον απαίσιο ένοχο με τέτοια ευκο- λία-, σημασία όμως είχε ότι είπε «ναι». Εξάλλου, δεν ήταν άν­θρωπος που κατηγορούσε τους άλλους για τις δικές της απο­φάσεις. Η θεωρία της ατομικής ευθύνης την έβρισκε απολύ- τως σύμφωνη, και δε θα άρχιζε τώρα να κάνει εκπτώσεις στις θεωρίες και τις αρχές που πίστευε μια ολόκληρη ζωή, όσο κι αν το μοναδικό πράγμα που επιθυμούσε διακαώς αυτήν α­κριβώς τη στιγμή να κάνει ήταν να αιφνιδιάσει τον οδηγό, να του δώσει μια απροειδοποίητη γροθιά στο -ομολογουμένως ω­ραιότατο- προφίλ του και να του το τσαλακώσει άπαξ και διά παντός.

Digitalised By Jah®

Page 11: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 13

Η ιερή, δίκαιη οργή της έβαψε τα μάγουλά της κόκκινα. Ένα έντονο κύμα ζέστης μπήκε από τα δάχτυλα των ποδιών της και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνο).

Της έφταιγαν τα πάντα.Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, επέτρεψε στον Στράτο να

την πείσει να αφήσουν το θαυμάσιο ξενοδοχείο τους στην Ιε- ράπετρα και να κάνουν μια «ωραιότατη εκδρομή», λέει, στο νο­τιότερο κατοικημένο άκρο της Κρήτης - αν δεν υπήρχε δε η νή­σος Γαύδος, θα μπορούσαμε να μιλάμε για το νοτιότερο κα- τοικημένο άκρο της Ευρώπης. «Καλοί Λιμένες», έτσι λεγόταν ο προορισμός της ο-Θεός-να-την-κάνει «ωραιότατης εκδρομής».

Ξεκίνησαν από την Ιεράπετρα κατά τις δθ)δεκα το μεση­μέρι, μέσα στο ντάλα λιοπύρι. Διέσχισαν ένα μεγάλο μέρος της νότιας Κρήτης, βγήκαν από το νομό Λασιθίου, μπήκαν στο νο­μό Ηρακλείου, το αυτοκίνητο πήγαινε, πήγαινε... διέδραμε α­νάμεσα σε βουνά, θάλασσες, πεδιάδες και πάλι απ’ την αρχή, αλλά οι Καλοί Λιμένες παρέμεναν άφαντοι. Οι δυο ταξιδιώτες χάθηκαν πάνω από δέκα φορές, τουτέστιν ο χάρτης που είχε φροντίσει να προμηθευτεί ο Στράτος δεν του είχε φανεί και τόσο χρήσιμος, τελικά - εμ, βέβαια, πώς είναι δυνατόν να φα­νεί χρήσιμος ένας χάρτης σε έναν ηλίθιο του οποίου το μόνο μέλημα στη ζωή ήταν πώς να βρει τρόπο να εισαγάγει το τσου- τσούνι του ανάμεσα στα πρώτα σκέλια που θα έβρισκε διαθέ­σιμα και ανοιχτά; Και να φανταστεί κανείς πως τα σκέλια αυ­τά ανήκαν, όλως τυχαίως, στη γραμματέα του, την οποία είχε προσλάβει ο ίδιος στην επιχείρηση, που, ξανά όλως τυχαίως, ανήκε στη γυναίκα του - μάλιστα, αυτή ήταν που είχε και τη φαεινή ιδέα να πείσει το μακαρίτη πλέον πατέρα της να διο­ρίσει το γαμπρό ως διευθυντή, για να μην αισθάνεται μειονε­κτικά, ο άχρηστος, ο αχάριστος, ο κρετίνος και λοιπά...

Digitalised By Jah®

Page 12: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

14 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ο προικοθήρας διευθυνιής συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να πηδάει τη γραμματέα του - κοινότοπη ιστορία, μα την αλήθεια, που συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.

Ναι, μόνο που στη συγκεκριμένη ιστορία το θύμα, η παθού- σα, η κέρατού, ήταν αυτή - επομένως το θέμα έπαυε εξ ορι­σμού να είναι κοινότοπο και κατέστη εντελώς προσωπικό, και το σοβαρότερο του κόσμου, βεβαίως βεβαίως.

Από την άλλη, η Νατάσα δεν είχε αυταπάτες - όσο κι αν ο άντρας της αποδείχτηκε αυτό που ο απλός κόσμος αποκαλεί «σαβουρογάμης», όταν αποκαλύφτηκαν τα αίσχη του έδειξε μεταμέλεια και συντριβή. Στη σημερινή εποχή το μόνο εύκο­λο είναι να πάρεις διαζύγιο - άρα, αν ο Στράτος ήθελε πραγ­ματικά να βιώσει μόνιμα την ευτυχία ανάμεσα στα σκέλια της ξανθιάς γραμματέως του, θα μπορούσε κάλλιστα να της είχε ζη­τήσει διαζύγιο. Πρώτον, ήξερε καλά ότι η γυναίκα του δε θα μπορούσε πια να τον κουνήσει απ’ την πάλαι ποτέ οικογενεια­κή επιχείρηση, διότι, παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει την πο­ρεία του εκεί μέσα ως σώγαμπρος και εν δυνάμει προικοθήρας, είχε συνεισφέρει και αυτός στην περαιτέρω άνθιση και επέ­κτασή της, τόσο με δικά του χρήματα, όσο και με προσωπική εργασία - το σωστό, σωστό. Δεύτερον, δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η Νατάσα αισθανόταν τόσο γεμάτη από τη σχέση της με τον άντρα της, ώστε είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε παιδιά- και ο Στράτος το είχε δεχτεί αδιαμαρτύρητα. Αν λοιπόν ο Στράτος προτιμούσε την γκόμενά του, θα ήταν τοφα μαζί της και δε θα βρισκόταν αυτή τη στιγμή να οδηγεί ιδρωμένος πά­νω σε βουνά που έμοιαζαν ατέλειωτα για να πάει τη γυναικού­λα του εκδρομή για να ξεσκάσει και να αλλάξει παραστάσεις.

Σαφώς... Σίγουρα... Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν α ­ναιρούσε το έγκλημα που διέπραξε ο ένοχος παλιάνθρωπος.

Digitalised By Jah®

Page 13: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 15

Η Νατάσα προτιμούσε να συνδαυλίζει το μένος της ενα­ντίον του παρά να τον συγχωρήσει έτσι απλά. Ούτε τα δεκα­πέντε χρόνια που ζοΰσαν μαζί δε σεβάστηκε, ο ρεζίλης!

Συγχυσμένη με τον εαυτό της, διαπίστωσε ότι όσο περνού­σαν οι μέρες από την αποκάλυψη των απαίσιων γεγονότων που ελάμβαναν χώρα πάνω στο διευθυντικό γραφείο, τόσο πιο δύ­σκολο της ήταν να συνεχίζει να τα θυμάται με την ίδια ένταση και οργή. Ποιος ξέρει, ίσως η συνήθεια και το μοίρασμα μιας κοινής ζωής τόσων χρόνων να είχαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη από έναν πληγωμένο εγωισμό - τη στιγμή μάλιστα που είχαν πέσει και ικεσίες και δάκρυα συντριβής και εκδρομές...

Μόνο που είχαν περάσει πένιε ολόκληρες ώρες οδήγησης μέσα σιο λιοπύρι, ο χάρτης αποδείχτηκε άχρηστος λόγω βλα­κείας του οδηγού και οι ταξιδιώτες χάθηκαν πάνω από τέσσερις φορές. Η ώρα κόντευε πεντέμισι το απόγευμα όταν διαπίστωσαν ότι βρέθηκαν πλέον, επιτέλους, στο σωστό δρόμο. Πόμπια - έ­τσι λεγόταν το τελευταίο χωριό. Αμέσως μετά, Καλοί Λιμένες.

Άντε να δούμε...Το ερκοντίσιον του αυτοκινήτου είχε χαλάσει ξαφνικά πριν

λίγο - χειρότερη στιγμή δεν μπορούσε να βρει. Όσο το από­γευμα προχωρούσε, η ζέστη, αντί να μειώνεται, γινόταν όλο και πιο αφόρητη.

Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, αντί μετά την Πόμπια να αρχίσει η κάθοδος, όπως ήταν το πιο λογικό, δεδομένου ότι οι Καλοί Λιμένες ήταν μέρος παραθαλάσσιο, μπήκαν σε ένα πε­ρίεργο οροπέδιο του οποίου ο δρόμος έμοιαζε να τυλίγεται και να ξετυλίγεται σαν φίδι που κουλουριαζόταν γύρω από τον ε­αυτό του - λες και οδηγούσαν επί ώρες για να ξαναβρίσκονται συνέχεια, ακατάπαυστα, αδιάλειπτα, στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Πρέπει να βρίσκονταν πολύ ψηλά - η κορυφή του απέναντι

Digitalised By Jah®

Page 14: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

16 ΘΥΜΑΣΑΙ;

βουνού, που φάνταζε τεράοτιο, ήταν στο ίδιο ακριβώς ΰψος μ’ αυτούς. Ο ουρανός έμοιαζε να είχε χαμηλώσει, τα τρεμάμενα κύματα της ζέστης έφτιαχναν χρυσοκόκκινες ομίχλες που τύ­λιγαν αργά και σταθερά τις βουνοκορφές - και αυτή στην ο­ποία βρίσκονταν τώρα εκείνοι και την απέναντι.

Ο ουρανός ήταν κόκκινος.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Νατάσα ένιωσε ένα ρίγος να

τη διαπερνά - δεδομένης της αφόρητης ζέστης, αυτό το ρίγος ήταν εντελώς παράταιρο. Και ήταν και το άλλο...

Δίχως να μπορεί να το εξηγήσει με κανένα λογικό τρόπο, ήρθε και πλημμύρισε ολόκληρη την ύπαρξή της μια διάχυτη αίσθηση ότι...

...κάτι δεν πήγαινε καλά.Φυσικά. Βέβαια. Σαφώς και κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό

που δεν πήγαινε καλά δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά τα συμπτώ­ματα του τι παθαίνει όποιος πιέζει τον εαυτό του πέρα από τα όριά του. Του τι παθαίνει όποιος αποφασίζει να δώσει μια δεύ­τερη ευκαιρία στο δράστη ειδεχθών εγκλημάτων, όπως η απι­στία, αντί να του σπάσει το κεφάλι και να ησυχάσει.

Από την άλλη όμιος, πάλι, ήταν και τα συμπτώματα του τι παθαίνει και όποιος κερατάς, μαζί με το δικαιολογημένο μέ­νος που αισθάνεται, ταοτοχρόνως νιώθει την απόλυτη και κα­ταλυτική ανάγκη να αγκαλιάσει το δράστη της άθλιας μοιχεί­ας, να του πει ότι πέρασε κοντά του δεκαπέντε υπέροχα χρό­νια, ότι εξακολουθεί να τον λατρεύει ακριβώς όπιος τον λά­τρεψε εκείνη την πρώτη στιγμή που τον είδε για πρώτη φορά στην πορεία του Πολυτεχνείου, να του πει ότι ένα πηδηματά- κι της πλάκας δεν είναι ικανό να διαλύσει μια σχέση ζωής, να του πει ότι τον συγχωρεί - κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, επιμένει στον πληγωμένο εγωισμό του και δεν το κάνει.

Digitalised By Jah®

Page 15: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 17

Ο Στρατός, λες και διαισθάνθηκε ότι μέσα στο κεφάλι της γυναίκας του φυσούσε θύελλα, στράφηκε και την κοίταξε - για πρώτη φορά μετά από πολλή, πολλή (όρα. «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε μελιστάλαχτα.

«Την αλήθεια;» αντιγύρισε απότομα η Νατάσα. «Σκέφτομαι εσένα ξαπλωμένο πάνω στην γκόμενα».

Ψέμα ήταν αυτό, φυσικά. Εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν άλ­λα πράγματα - εντούτοις, για προφανείς λόγους αποφάσισε ό­τι αυτό έπρεπε να του σερβίρει.

Ο Στράτος ξεροκατάπιε και μετά έγινε πιο κόκκινος και α­πό τον παράξενο ουρανό. «Αλήθεια, παρατήρησες ότι εδώ και τόση ώρα δεν έχουμε συνανιήσει ούτε έναν άνθρωπο;» είπε - περισσότερο για να αλλάξει θέμα συζήτησης.

«Εμ, βέβαια!» γέλασε ειρωνικά η γυναίκα. «Υπάρχουν, νο­μίζεις, και άλλοι ηλίθιοι που κυκλοφορούν μέσα σ’ αυτό το λιο­πύρι αντί να κάθονται να απολαμβάνουν τη δροσούλα του ερ- κοντίσιον στα σπιτάκια τους; Οι μόνοι ηλίθιοι που ξέρω είμα­στε εσύ κι εγο)».

Ο Στράτος συγκεντρώθηκε στο τιμόνι του, καταπίνοντας τη γλο>σσα του. Προμηνυόταν καβγάς - κι ως γνωστόν, οι έξυπνοι άνθρωποι, που δεν τον επιθυμούν, το βουλώνουν, ερμηνεύο­ντας σωστά τα προμηνύματα.

Η Νατάσα βούλιαξε στο κάθισμά της, περήφανη για το θρίαμβο που κατήγαγε εις βάρος του εχθρού. Ωστόσο...

Τώρα που το πρόσεξε, διαπίστωσε ότι ο άνιρας της είχε δί­κιο. Τριγύρω, εξαιρουμένου του θορύβου της μηχανής του αυ­τοκινήτου, που μούγκριζε σαν ετοιμοθάνατο τελώνιο, δεν υ­πήρχε τίποτ’ άλλο. Ούτε μια κίνηση ούτε ένας ήχος, ούτε ένα απαλό θρόισμα ανέμου ούτε μια τόση δα υποψία ζωής. Σε τέ­τοιο ύψος θα περίμενε κανείς κάποιο απαλό αεράκι που θα έ­

Digitalised By Jah®

Page 16: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

18 ΘΥΜΑΣΑΙ;

δινε ζωή στη φύση, κι όμως τα q>i3AAa των δέντρων παρέμεναν εντελώς ασάλευτα, σαν παγωμένα σε πλάνο φωτογραφίας. Κά- ποιες στάνες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί εκατέρωθεν του δρόμου, φάνταζαν έρημες. Τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, άδεια.

Τίποτα!Και να φανταστεί κανείς ότι οι τελευταίες ανθρώπινες πα­

ρουσίες που είδαν ήταν στο χωριό Πόμπια. Τότε η Νατάσα σκεφτόταν όντως τον Στράτο να πηδάει την γκόμενα - και δεν είχε δώσει τόση σημασία.

Τώρα όμως, μία ώρα μετά, και με τους Καλούς Λιμένες να εξακολουθούν να είναι άφαντοι, μέσα από τα βάθη του μυα­λού της αναδύθηκε η ανάμνηση.

Καθώς διέσχιζαν την ΙΊόμπια, είδε κεφάλια να βγαίνουν έ­ξω από παράθυρα σπιτιών και να παρατηρούν το αυτοκίνητο που περνούσε από το χωριό τους και με το μουγκρητό της μη­χανής του τους τάραζε τη μεσημεριανή σιέσια.

Δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «φιλικά πρόσωπα». Ή ταν όλοι τους ανέκφραστοι, τόσο ανέκφραστοι όσο θα μπορούσαν να είναι, λέμε τώρα, οι φρουροί...

...στις Πύλες της Κόλασης.Χριστός και Παναγία! Μα πώς της είχε έρθει πάλι αυτό; Μα-

λακία περιγραφή - παρ’ όλ’ αυτά, ήταν απολύτως κατάλληλη. Ούτε ένα χαμόγελο ούτε ένα φιλικό νεύμα ή, έστω, ένα βαριε- στημένο κούνημα του κεφαλιού, ούτε καν ένα χασμουρητό.

Τίποτα.Και μετά από λίγο, έπεσαν και σ’ αυτό το πράγμα... που...

πώς να το εξηγήσει κανείς... τέλος πάντων, έμοιαζε με νεκρή ζώνη, περιοχή παντελούς απουσίας έξωθεν ερεθισμάτων.

Κόκκινος ουρανός. Χρυσοκόκκινη ομίχλη. Ανέκφραστα πρό­σωπα. Ησυχία. Ακινησία. Ερημιά.

Digitalised By Jah®

Page 17: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 19

Κάψα αινιγματικού απομεσήμερου.Τόσο βαθιά ησυχία και ακινησία, άρχισε να της δημιουρ­

γεί μια ανεξήγητη ταραχή.Κι ήταν κι αυτή η ευλογημένη κάθοδος προς τη θάλασσα,

προς τον προορισμό τους, που δε φαινόταν πουθενά...Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο αλλόκοτη.Με χέρι που έτρεμε, δίχως λόγο, έκανε να ανοίξει το ρα­

διόφωνο.Χρουτς, χρουτς, χρουτς...Ανατριχιαστικά παράσιτα.Άρχισε να σκαλίζει το ραδιόφωνο με μανία, ώσπου έπεσε

πάνω σε μια πονεμένη αραβική φοννή.Κάποιος άγνωστος, μακρινός μουεζίνης, χότζας, ιμάμης ή

ό,τι άλλο στην ευχή ήταν, ξελαρυγγιαζόταν οτην προσευχή.«Τι είν’ τοΰτο πάλι;» μουρμούρισε η Νατάσα, περισσότερο

μονολογώντας.Ο Στράτος αναθάρρησε και άδραξε την ευκαιρία να φανεί

χρήσιμος. «Α! Σίγουρα πιάσαμε Κάιρο ή Αιβύη!» αναφώνησε ενθουσιασμένος. «Το ξέρεις, αλήθεια, ότι τα αφρικανικά πα­ράλια απέχουν από δω μόλις...»

Πριν προλάβει ο Στράτος να ολοκληρώσει τη διάλεξή του σχετικά με το πόσο απείχαν τα aq>piKavira παράλια απ’ αυτό το... το μέρος, τέλος πάντων, η πονεμένη φωνή του προσευχό­μενου Άραβα πνίγηκε στα παράσιτα...

...ώσπου σίγασε εντελώς - και η φωνή και τα παράσιτα.Βαθιά ησυχία μέσα από το ραδιόφωνο.Μα ήταν και κάτι άλλο, το οποίο η Νατάσα δεν μπορούσε

μεν να προσδιορίσει ακριβώς, ωστόσο το ένιωθε - και την τά­ραζε τρομερά.

Πού θα πήγαινε, θα το προσδιόριζε...

Digitalised By Jah®

Page 18: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

20 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Βάλε ένα cd», χη συμβούλεψε με ενδιαφέρον ο Στράχος. «Βά­λε λίγο Ξυλούρη, που ταιριάζει με το μέρος και μας αρέσει κιόλας!» ολοκλήρωσε στοργικά.

Με κινήσεις γρήγορες και πιο νευρικές απ’ όσο θα δικαιο­λογούσε η χαλαρότητα μιας εκδρομικής διάθεσης, έστω και με τη συνοδεία ενός μοιχού, η Νατάσα έβαλε τον Ξυλούρη στην κατάλληλη υποδοχή.

Τίποτα. Βαθιά, περίεργη, αλλόκοτη ησυχία - κι όλ’ αυτά ε­νώ το cd-player έδειχνε να δουλεύει κανονικά. Οι φωτεινές εν­δείξεις των δευτερολέπτων του κάθε τραγουδιού φαίνονταν και κυλούσαν στο ψηφιακό καντράν - φωνή όμως πουθενά.

Μα τι διάολ...Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Νατάσα κατάφερε να

προσδιορίσει αυτό το ακαθόριστο πράγμα που ένιωθε εδώ και λίγα λεπτά και την τάραζε δίχως να ξέρει τι είναι.

Διαπίστωσε ότι......ότι δεν άκουγε πια το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινή­

του.«Στράτο;» μουρμούρισε.«Ναι, αγάπη μου;»«Μήπως έχεις σβήσει τη μηχανή του αυτοκινήτου;»Ο Στράτος την κοίταξε έκπληκτος. «Τι είν’ αυτά που λες, βρε

Νατασούλα; Πώς μπορεί το αυτοκίνητο ν’ ανέβει ανηφόρα με μηχανή σβησμέ...» Και η δική του φο)νή έσβησε. Την κοίταξε παραξενεμένος, σχεδόν έκπληκτος.

Τα δεκαπέντε χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, παρά το ευχά­ριστο διάλειμμα του κυρίου Στράτου ανάμεσα στα πόδια της γραμματέως του, τους έκαναν να μπορούν να συνεννοούνται δί­χως πολλές κουβέντες. Οπότε αμέσως η Νατάσα κατάλαβε για­τί ο άντρας της την είχε κοιτάξει με τόση έκπληξη. «Ούτε κι ε-

Digitalised By Jah®

Page 19: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 21

σΰ ακούς τον ήχο της μηχανής, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει να μην τρέμει.

Ο Στράτος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, εντελώς σα­στισμένος.

Έβγαλε φλας και στάθηκε σε μια άκρη στο δρόμο. Έσβη­σε στ’ αλήθεια τη μηχανή του αυτοκινήτου.

Τίποτα δεν άλλαξε. Η ίδια αλλόκοτη, βαθιά ησυχία εξακο­λουθούσε να επικρατεί - λες κι είχαν πέσει σε κενό ήχου.

«Δεν το είχα προσέξει τόση ώρα», μουρμούρισε ο Στράτος. «Αν δεν άκουγα τη φωνή σου, θα ιιίοτευα ότι έχω κουφαθεί».

«Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο πράγμα σ’ όλη μου τη ζωή», είπε η Νατάσα σιγανά. «Τι είναι;»

«Δεν ξέρω», ομολόγησε ο Στράτος. «Είμαι σίγουρος, όμως, ότι θα υπάρχει κάποια λογική εξήγηση».

Η Νατάσα κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. «Στράτο, μη γελάσεις. Εδώ και ώρα δε νιώθω και πολύ καλά. Κάτι ανε­ξήγητο μου συμβαίνει. Άρχισα να φοβάμαι. Πάμε να (ρύγουμε από δω».

Πολύ θα ήθελε να του πει και όλα τα υπόλοιπα που είχε ε- πισημάνει από την ώρα που διέσχισαν το χο>ριό Πόμπια και μετά -την ερημιά, την παντελή έλλειψη ανθρώπινης παρου­σίας, την αίσθηση της απόλυτης ακινησίας, τον κόκκινο ου­ρανό, τη χρυσοκόκκινη αχλή της ζέστης που άρχισε να φαίνε­ται περίεργη...-, ωστόσο αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Το τελευταίο που ήθελε να της συμβεί ήταν να την περάσει ο Στρά­τος για καμιά υστερική γυναικούλα που έβλεπε τα παράξενα, καμιά φορά, παιχνίδια της Μητέρας Φύσης ως προμηνύματα κάποιας επικείμενης καταστροφής. Σχιζοφρένεια, παράνοια ή απλώς αγχώδης διαταραχή, κάτι τέτοιο την είχε βρει - σημα­σία όμως είχε μόνο το ότι κανένας δε θέλει να έχει στο πλευ­

Digitalised By Jah®

Page 20: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

22 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ρό του μια τρελαμένη σύζυγο, οπότε τώρα, κάτω από το πρί­σμα των νέων δεδομένων, ο Στρατάκιας ίσως να το ξανασκε­φτόταν το ζήτημα, να αποφάσιζε να πάρει εκείνο το διαζύγιο και να συνέχιζε τη ζωούλα του βιώνοντας την ευτυχία μαζί με την ξανθή γραμματέα με τα ανοιχτά και διαθέσιμα πόδια.

Πολλές δυσάρεστες σκέψεις μαζεμένες. Καθόλου καλό αυ­τό...

Η Νατάσα μαζεύτηκε στο κάθισμά της και σφίχτηκε για να μην κλάψει - τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν από τα δάκρυα.

Από την άλλη, ο Στράτος, μέσα σιο φόβο που του είχε εκ- φράσει η γυναίκα του, διέβλεψε μια χρυσή ευκαιρία να φανεί χρήσιμος - να φανεί άντρας, για την ακρίβεια, ένας αληθινός ιπ­πότης βγαλμένος κατευθείαν από τα σπλάχνα της παλιάς επο­χής, ταγμένος στην υπηρεσία της αγαπημένης του και επιφορ­τισμένος με το ιερό καθήκον να διώχνει τους φόβους της μα­κριά. Άλλωστε, αυτή ήταν η γυναίκα που λάτρευε! Ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν υπήρξε ερωτευμένος με την όμορφη ξανθού- λα στο γραφείο, ούτε, φυσικά, είχε την παραμικρή πρόθεση να θέσει σε κίνδυνο το σπίτι του και τη σχέση του με τη Νατάσα τον για ένα πήδημα. Απλά, ως άντρας που ήταν, σαγηνεύτηκε προς σπγμήν από τα κάλλη μιας ξένης Σειρήνας, ανταλλάξανε σω­ματικά υγρά άπαξ, και μετά ο καθένας θα συνέχιζε τη ζωούλα του σαν να μην έτρεξε ποτέ τίποτα. Ό λ’ αυτά, βεβαίως, τα είχε εξηγηθεί στην ξανθή από την αρχή, πριν γίνει ό,τι έγινε - ά­σχετο αν εκείνη, ήδη από τη στιγμή που έβγαζε το βρακί της, του μιλούσε για μακροχρόνιο έρωτα που μόλις ξεκινούσε, παράνο­μα στην αρχή, με προοπτική γάμου στο τέλος.

Το αφτί του Στράτου δεν ίδρωσε, φυσικά. Έτσι ήταν πάντα, από καταβολής κόσμου. Οι αεροσυνοδοί ονειρεύονται πιλό­τους. Οι νοσοκόμες ονειρεύονται γιατρούς.

Digitalised By Jah®

Page 21: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 23

Και οι γραμματείς ονειρεύονται διευθυντές.Δε σφάξανε!Δυστυχώς, όμως, έγινε η μαλακία και η Νατάσα εμφανί­

στηκε πάνω σιην πιο ακατάλληλη στιγμή - όπως ακριβώς γί­νεται πάντα, όταν η Θεία Δίκη τυγχάνει να έχει τα μάτια της ανοιχτά.

Ευτυχώς, από την άλλη, τώρα ήταν η χρυσή του ευκαιρία για να τα μπαλώσει οριστικά.

Τη χαΐδεψε τρυφερά στο μάγουλο, όπως ακριβώς της άρε­σε. «Μη φοβάσαι, αγάπη μου! Αφού εγώ είμαι εδώ, υπάρχει πε­ρίπτωση ν’ αφήσω εγώ το κοριτσάκι μου να πάθει κακό; Άλλω­στε, σχεδόν φτάσαμε!» είπε θριαμβευτικά και τέντωσε το αρι­στερό του χέρι προς κάποιο αόριστο σημείο.

Η Νατάσα άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, να πει ότι το «q>τάσαμε» είχε διαρκέσει περίπου έξι ολόκληρες &>ρες, αλλά την τελευταία στιγμή κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνε ο άντρας της - και δε διαμαρτυρήθηκε τελικά.

Προς τα κάτω, σε αρκετή απόσταση αλλά όχι και τόσο μα­κριά πια, γυάλιζε η θάλασσα και μια χούφτα άσπρα σπίτια.

Επιτέλους, να ο περίφημος οικισμός με την ελπιδοφόρο ο­νομασία «Καλοί Αιμένες»!

Στράφηκε προς τον Στράτο. Ή θελε να του πει πως έβρισκε ανεξήγητο το γεγονός ότι τόση ώρα δεν είχε προσέξει τους Κα­λούς Λιμένες να κείτονται μπροστά στα μάτια της εκεί, πέρα κάτω, κι ότι, σε τελική ανάλυση, είχε την περίεργη αίσθηση πως το χωριό είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στα μάτια τους εντελώς μυστηριωδώς - αλλά όλ’ αυτά εντάσσονταν σε επει­σόδιο των X-Files και, βεβαίως, οδηγούσαν στο κρίσιμο συ­μπέρασμα ότι υπέβοσκε κάποια ψύχωση, οπότε προτίμησε να το βουλώσει. Άλλωστε, τον τσάκωσε να την κοιτάζει με προ­

Digitalised By Jah®

Page 22: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

24 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σμονή και την ίδια γλυκΰτητα που την κοιτούσε και τότε, πριν δεκαπέντε χρόνια, σ’ εκείνη τη διαδήλωση μπροστά στην Αμε­ρικάνικη Πρεσβεία και ενώ τριγύρω τους έπεφταν πέτρες σαν το χαλάζι, δακρυγόνα, μπάτσοι, χαμός... Εκείνοι είχαν απο- μείνει να κοιτάζονται σαν ηλίθιοι στη μέση εκείνου του χάους, λες κι ήταν μόνοι τους. Εκείνο το βλέμμα την είχε μαγνητίσει τότε - και ακόμα και τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν είχε χάσει τίποτα από τη δύναμή του πάνω της.

Και κάτι μέσα της της έλεγε ότι αυτό το βλέμμα το φύλαγε μόνο γι’ αυτήν - και για καμιά άλλη.

Διαπίστωσε σαστισμένη πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που συ- νέβαινε σε τούτο το παράξενο μέρος, είχε μια σχεδόν υπνωτι- οτική επιρροή μέσα στο μυαλό της. Πάσχιζε να φανταστεί τον Στράτο πάνω σ’ εκείνο το γραφείο να πηδάει μουγκρίζοντας την ξανθιά με τις ποδάρες, εικόνα που συντηρούσε με νύχια και με δόντια μέσα στο κεφάλι της με σκοπό να τον τσιτσιρίζει και να τον χορεύει στο ταψί για όσο ακριβώς εκείνη θα αποφάσιζε ό­τι του άξιζε, αλλά η εικόνα τώρα άρχισε να φαίνεται πολύ θο­λή, να αποϋλοποιείται σαν ψηφιδωτό, να χάνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Μα ναι. Επί της ουσίας, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Το γεγο­νός ήταν τόσο άνευ σημασίας, που ήταν σαν να μην έγινε πο­τέ.

Έγειρε προς το πρόσωπο που την κοιτούσε με προσμονή.Και τον άφησε να τη φιλήσει.Το ζεστό, υγρό φιλί ήταν υπέροχο, είχε μια δύναμη, μια έ­

νταση που παρέπεμπε σε πρώτη φορά - κι όχι σε παρελθόν βε- ληνεκούς δεκαπενταετίας.

Ή ταν σαν όνειρο που έβγαινε αληθινό - και εκείνη αφέθηκε να το ζήσει. Πόσο παράξενα ήταν όλα! Πραγματικά, η επι­

Digitalised By Jah®

Page 23: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 25

κείμενη επανασύνδεση μόνο σε ένα τέτοιο παράξενο μέρος και κάτω από τέτοιες αλλόκοτες συνθήκες θα μπορούσε να λά­βει χώρα, τελικά...

Ο Στράτος αντιλήφθηκε την αλλαγή. «Συγνώμη», μουρμού­ρισε, αναστενάζοντας μέσα στο στόμα της, εννοώντας αυτό που τον έκαιγε και δείχνοντας εμπιστοσύνη στη διαίσθηση της Να- τάσας, ότι θα καταλάβαινε αυτομάτως για ποιο πράγμα ακριβώς της ζητούσε να τον συγχωρήσει.

«Κοίτα, αν ο λόγος που το έκανες είναι το γεγονός ότι δε θέ­λω παιδιά...» άρχισε να του λέει κοιτάζοντάς τον κατάματα.

«Σσσς!» έκανε ο Στράτος. «Ούτε εγώ θέλω παιδιά», δήλωσε με έμφαση. «Εσένα θέλω! Μόνο εσένα». Τα μελιά μάτια του καίγονταν στη φλόγα της ειλικρίνειας.

Αυτή τη φορά την άρπαξε για τα καλά στην αγκαλιά του και κυριολεκτικά ρούφηξε το σιόμα της μέσα στο δικό του.

Αν δε βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο, σε δημόσιο χώρο και κοινή θέα -τέλος πάντων, όσο μπορεί να θεωρηθεί «δη­μόσιος χώρος» και «κοινή θέα» ένα μέρος το οποίο χαρακτη­ριζόταν από παντελή απουσία ζωής, αλλά πάλι ποτέ δεν μπο­ρεί να ρισκάρει κανείς παίζοντας με άρθρα του Ποινικού Κώ­δικα όπως «Πρόκληση Σκανδάλου με Ακόλαστες Πράξεις»-, τότε ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα το είχαν κάνει εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο.

Θαύμα! Για πρώτη φορά μετά από τα γεγονότα, εδο> και έ­να μήνα δηλαδή, άρχιζε ξανά να νιώθει την ανάγκη να βρεθεί μέσα στην αγκαλιά του άντρα της, να τον αφήσει να την ξα- ναπλησιάσει, να περάσουν τέλεια, όπως μόνο εκείνοι ήξεραν. Το ορεκτικό που είχε λάβει χώρα μέσα στο αυτοκίνητο προ- οιοίνιζόταν ένα πεντανόστιμο κυρίως πιάτο. Η Νατάσα είχε αρχίσει να νιώθει καλά.

Digitalised By Jah®

Page 24: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Άρχισε να νιώθει καλά με τον Στράτο - αυτή ήταν μια πιο ακριβής περιγραφή. Διότι στρέφοντας το βλέμμα της ξανά προς το χωριό, άρχισε να μη νιώθει καθόλου, μα καθόλου κα­λά. Γενικώς.

Το χωριό με το ελπιδοφόρο όνομα έμοιαζε... σαν να τους περίμενε.

Κάτι περίεργο έτρεχε.Κάτι.

Η Νατάσα υπήρξε μια ζωή πρακτικός άνθρωπος. Με ένα πτυ­χίο χημικού στην τσέπη, πίστευε πάντοτε μόνο σε ό,τι μπο­ρούσε να αντιληφθεί με τις αισθήσεις της και ποτέ δεν έδινε σημασία σε αλλόκοτες αισθήσεις και δυσάρεστα προαισθή­ματα. Κι όμως, τώρα, εδώ...

Αναρωτήθηκε αν κάπως έτσι ένιωθε και ο Στράτος, αλλά δεν τον ρώτησε. Και τότε ξα(ρνικά...

Ξαφνικά το τοπίο τριγύρω άρχισε να αλλάζει χρώμα - από κόκκινο έγινε γκρίζο. Οι στέγες των άσπρων σπιτιών έπαψαν να γυαλίζουν. Το ίδιο και η θάλασσα - έπαψε να λαμπυρίζει και έγινε κι αυτή γκρίζα και σκοτεινή.

Παραξενεμένη, έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυ­ρο.

Πυκνά μαύρα σύννεφα πλημμύρισαν το ουράνιο στερέωμα, εκεί όπου μέχρι πριν από λίγο βρισκόταν μόνο ήλιος.

Μια από τις γνωστές μπόρες του καλοκαιριού - έτσι;«Θα βρέξει, Στράτο. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούμε;»

μουρμούρισε.Ή θελε πάση θυσία να φύγει από κει οπωσδήποτε - αλλά

δεν τόλμησε να το ξαναπεί, για να μη φανεί υστερική.

26 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 25: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

«Μπα, θ’ αργήσει ακόμα», είπε ο Στράτος. «Άλλωστε είμα­στε μέσα στο αυτοκίνητο, δεν πρόκειται να βραχούμε. Έλα, φά- γαμε το γάιδαρο, ας μην αφήσουμε την ουρά! Εκεί θα βρεθεί και κάποιος χριστιανός να μας εξηγήσει τι ακριβ(ός συμβαίνει με την έλλειψη ήχου πάνω σ’ αυτά τα βουνά. Αν μάλιστα βρού­με και κανένα διαθέσιμο δωμάτιο, σε πληροφορώ ότι θα το νοικιάσω! Χρειαζόμαστε λίγη... ανάπαυση!» ολοκλήρωσε παι­χνιδιάρικα.

Η Νατάσα χαμογέλασε βεβιασμένα.Το αθόρυβο αυτοκίνητο ξεκίνησε την κάθοδό του προς τη

θάλασσα.Τώρα η γυναίκα άρχισε να ακούει έναν ήχο - ήταν ο ήχος

της καρδιάς της. Οι χτύποι έφταναν στ’ αφτιά της δυνατοί, κα­θαροί, αλλά ξετρελαμένα γρήγοροι, όπως η καρδιά του εμ­βρύου λίγο πριν την έκτρωση.

Άλλη μαλακία περιγραφή... μα τι είχε πάθει σήμερα, επι­τέλους; Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της! Τέτοιες παρομοιώσεις δε χρησιμοποιούσε ποτέ. Χημικός ήταν, όχι λογοτέχνης!

Καθώς πλησίαζαν προς τους Καλούς Λιμένες, η Νατάσα άρχισε να φοβάται πως βρισκόταν σια πρόθυρα κάποιας κρί­σης πανικού. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι και γιατί της συ- νέβαινε - όμως αυτό που όφειλε να κάνει ήταν να διασκεδά­σει τον άγνωστο φόβο που την είχε κατακλύσει εντελώς ξα(|>- νικά. Ή ταν τελείως ανεξήγητος και αβάσιμος, να πάρει! Δε­καπέντε μέρες που βρίσκονταν στην Κρήτη είχαν πάει και σε πιο απομονωμένα μέρη από τούτο εδώ, σε πιο κακοτράχαλα, ερημικά και πάει λέγοντας.

Όμως, κανένα από όλα εκείνα τα μέρη που είχαν επισκε- φτεί δεν την είχε κάνει να νιώσει τόσο αλλόκοτα όσο αυτό ε­δώ.

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 27

Digitalised By Jah®

Page 26: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

28 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Οι Καλοί Λιμένες ανέδιδαν μια οσμή... Κακού.Αρνητική ενέργεια. Αφύσικα μαγνητικά ρευστά.Αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε να δώσει

- όμως ήταν συνάμα και τόσο παράλογη, ώστε την έκανε να νΐ(όσει τρισχειρότερα. Αν είναι δυνατόν!

Η φωνή του Στράτου την έβγαλε από τις σκέψεις της, λογι­κές και παράλογες. «Κοίτα!»

Η Νατάσα κοίταξε εκεί που της έδειχνε ο Στράτος. Φαίνε­ται ότι σκεφτόταν τα παράλογα πράγματα περί αφύσικων μα- γνητικών ρευστών για πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο q)avra- ζόταν, διότι με έκπληξη διαπίστωσε ότι τελικά -αλλά όχι επι­τέλους- είχαν φτάσει.

Απέναντι από την ακτή, σε απόσταση εκατό περίπου μέ­τρων, βρισκόταν ένα μικρό νησάκι. Ή ταν κατάφορτο από ά­σπρες στρογγυλές δεξαμενές. Κατά τα άλλα, καμιά άλλη έν­δειξη ζωής - μολονότι η πλάση είχε σχεδόν σκοτεινιάσει λόγω των μαύρων σύννβφων που την είχαν κουκουλώσει, δε φαίνο­νταν πουθενά ούτε φώτα ούτε καμιά υποψία ανθρώπινης πα­ρουσίας.

Το νησάκι στεκόταν σκοτεινό και σιωπηλό στη μέση μιας ακίνητης γκρίζας θάλασσας.

Ο Στράτος πήρε το κινητό του και εστίασε για να βγάλει το παράξενα γοητευτικό νησάκι μια αναμνηστική φωτογραφία. Προσπάθησε πολύ. Πάτησε το κουμπί μια, δυο, τρεις... στο τέλος το πάτησε με τόση μανία που παραλίγο να το σπάσει.

«Τι;» έκανε η Νατάσα.«Τι διάολο...» μουρμούρισε ο Στράτος. «Δεν ανταποκρίνε-

ται το κουμπί της κάμερας του κινητού. Είναι σαν... νεκρό».Στ’ αφτιά της γυναίκας η λέξη «νεκρό» -η οποία, φυσικά, ση­

μαίνει και άλλα πράγματα εκτός από πτώματα, τάφους, κη­Digitalised By Jah®

Page 27: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 29

δείες και λοιπά δυσάρεστα- έφτασε τόσο δυσοίωνη όσο ακρι­βώς η πρωτεύουσα και κυριολεκτική της σημασία. Τα μάτια της γούρλωσαν απότομα. «Για δες, έχεις σήμα;» ρώτησε τον Στράτο.

Ο Στράτος δοκίμασε, αλλά κούνησε το κεφάλι του απο­γοητευμένος. «Όχι. Δεν πιάνει ούτε ο αριθμός εκτάκτου ανά­γκης, που υποτίθεται ότι πιάνει παντού! Καλά, δε θα γυρίσου­με στην Ιεράπετρα; Θα τηλεφωνήσω στους υπεύθυνους της κι­νητής τηλεφο>νίας και θα τους ξεχέσω πατόκορφ...»

«Στράτο, πάμε να φύγουμε! Τώρα! Κάτι έχει αυτό το μέρος που δε μ’ αρέσει καθόλου». Η Νατάσα, δίχως να το καταλάβει, τον είχε αρπάξει από τον ώμο και τον τράνταζε.

Μετά το χουνέρι με την ξανθιά Σειρήνα και το τσάκωμα επ’ αυτοφώρω, είχε ορκιστεί στον εαυτό του ότι θα έλεγε στη Να­τάσα πάντα και μόνο την αλήθεια. Έτσι λοιπόν τώρα αποφά­σισε να της πει την αλήθεια - όσο κι αν ήταν βέβαιος ότι η α­λήθεια αυτή δεν επρόκειτο να την καθησυχάσει καθόλου.

«Ίσως έχεις δίκιο. Κι εμένα εδώ και (όρα κάτι άρχισε να μη μ’ αρέσει. Αλλά, διάολε, είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, δεν εί­μαστε τίποτα ψυχανεμισμένα παιδάκια που ψάχνουν ανύπαρ­κτα φαντάσματα! Ας μπούμε στο χωριό. Εκεί σίγουρα θα δια­πιστώσουμε ότι δεν τρέχει απολύτως τίποτα». Αναστέναξε. «Άλλωστε, όταν είπα στον ξενοδόχο ότι ετοιμαζόμαστε για εκ­δρομή στους Καλούς Αιμένες, δε μου είπε λέξη για παράξενα και αλλόκοτα πράγματα! Ίσ α ίσα, ενθουσιάστηκε και μου εί­πε ότι θα περάσουμε μια αξέχαστη εμπειρία που θα τη θυμό­μαστε σ’ όλη μας τη ζωή!» ολοκλήρωσε με έμφαση.

Η Νατάσα τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Έτσι σου εί­πε; Ό τι θα περάσουμε μια αξέχαστη εμπειρία που θα τη θυ­μόμαστε σ’ όλη μας τη ζωή;» έκανε σχεδόν τραυλίζοντας.

Digitalised By Jah®

Page 28: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Ο Στράτος κούνησε το κεφάλι του με σημασία. «Απ’ ά,τι α­ντιλαμβάνομαι, ήδη την περνάμε αυτή την αξέχαστη εμπει­ρία».

Αξέχαστη, μα το Θεό.

Έσφιξε αποφασιστικά το τιμόνι και κατευθύνθηκε προς την καρδιά του χωριού. Ο δρόμος ήταν ένας - δεν υπήρχαν δια­κλαδώσεις, οπότε μόνο αυτόν μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Τώ­ρα βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τη θάλασσα.

Η Νατάσα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Ξαφνικά το βουνό από το οποίο κατέβηκαν της φάνηκε τεράστιο, απροσπέλα­στο, ένας γιγάντιος σκοτεινός όγκος που έμοιαζε να είναι ένα με τον ουρανό.

Σχεδόν απειλητικό.Εν τω μεταξύ τα σύννεφα είχαν πυκνώσει κι άλλο. Στο παρ-

μπρίζ έπεσε η πρώτη σταγόνα βροχής, μεγάλη σαν δεκάρικο, και μετά κι άλλη, κι άλλη...

Ή ταν θέμα χρόνου να γίνει κατακλυσμός.Και τότε, λέει, ο οδηγός να διαπίστωνε συγχυσμένος ότι δε

λειτουργούν οι υαλοκαθαριστήρες! Κι αμέσως μετά, λέει, να έ­σβηνε και το αυτοκίνητο και να ακινητοποιούνταν οριστικά σ’ αυτό το περίεργο μέρος!

Και τέλος, λέει... Θου Κύριε, τι να γινόταν μετά.Το πιο πιθανό ήταν να γίνει κάτι απ’ αυτά που γίνονται στις

ταινίες τρόμου, αυτές που τρελαινόταν ο Στράτος να βλέπει, ε­νώ εκείνη τις σιχαινόταν ολόψυχα.

Ευτυχώς, δεν έγινε απολύτως τίποτα. Οι υαλοκαθαριστήρες λειτούργησαν. Το ίδιο και τα φώτα πορείας. Το αυτοκίνητο, δό­ξα τω Θεώ, δεν έδινε ενδείξεις ότι επρόκειτο να σβήσει.

30 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 29: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Ευτυχώς.Ο Στράτος οδηγούσε αργά, παρατηρώντας τα πάντα γύρω

του. Σε αντίθεση με το νησάκι, που ήταν θεοσκότεινο, εδώ υ- πήρχαν φώτα. Μεγάλες κολόνες της ΔΕΗ είχαν ανάψει τις λά­μπες τους σκορπίζοντας γύρω τους ένα σκληρό, ασημένιο φως- το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό για να διαλύσει τις σκιές στις οποίες έμοιαζε να είναι τυλιγμένο αυτό το μέρος, ούτε και να δώσει έστω και μια ψευδαίσθηση ζωής σ’ αυτή την παράξενη ερημιά.

Ωστόσο, κάτι ήταν κι αυτό. ΔΕΗ. Κολόνες. Πολιτισμός...Ένα μεγάλο σκοτεινό κτίριο βρισκόταν στ’ αριστερά τους,

το οποίο έμοιαζε έρημο. Θύμιζε ξενοδοχείο, αλλά όχι ακρι­βώς. Ο Στράτος έριξε τη δεσμίδα των φώτων του πάνω στη βα­ριά καγκελόπορτα - ήταν κλειστή, δεμένη με αλυσίδες και κλειδωμένη με ένα τεράστιο λουκέτο. Έσκυψε μπροστά και διάβασε το όνομα κάποιας ανώνυμης εταιρείας γραμμένο στα αγγλικά.

«Μάλλον εδώ θα μένουν οι εργάτες που δουλεύουν σιο α­πέναντι νησάκι», επισήμανε με κάπως τσιριχτή φωνή. Ξερό­βηξε για να ξαναβρεί την κανονική χροιά του - αν και δεν εί­πε τίποτ’ άλλο.

Η Νατάσα τον κοίταζε μέσα στο μισοσκόταδο. «Και τώρα οι εργάτες πήραν άδεια καλοκαιριού, ε;»

«Μάλλον».«Όλοι;»«Ξέρω γω; Για να είναι κλειδωμένο, πιθανότατα να...»«Σου φαίνεται εσένα ότι είναι μόλις έξι το απόγευμα;» άλ­

λαξε θέμα η Νατάσα.Ο Στράτος ξεροκατάπιε. «Για να σου πω την αλήθεια, με τέ­

τοιο ξαφνικό σκοτάδι, μου φαίνεται σαν να είναι τρεις το πρωί».

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 31

Digitalised By Jah®

Page 30: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

32 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Η Νατάσα άνοιξε το στόμα της για να κάνει και κάποιον άλ­λο δυσοίωνο υπαινιγμό με μορφή ερωτήσεως, αλλά τότε, επι­τέλους, είδαν μπροστά τους τον οικισμό, οπότε προσ(ορινά το ξέχασε.

Το χωριουδάκι δεν ήταν μεγάλο. Απ’ όσο μπορούσαν να δουν, γΰρω τους υπήρχαν καμιά τριανταριά σπίτια, χαμηλά σπιτάκια, τυπικά σπιτάκια για ένα τυπικό ψαροχώρι.

Εκτός, βεβαίως, αν αυτό εδώ δεν ήταν ένα τυπικό ψαροχώ­ρι.

Επιτόπου το ανδρόγυνο κοιτάχτηκε έκπληκτο. Και οι δυο, ο καθένας από την πλευρά του, πιθανολόγησαν ότι είχαν σκε- φτεί το ίδιο ακριβώς πράγμα - αλλά, βεβαίως, κανείς τους δεν τόλμησε να εκφραστεί με λόγια.

Κάποια σπίτια ήταν φωτισμένα. Από τα μισάνοιχτα παρά­θυρα του αυτοκινήτου εισέβαλε η μυρωδιά ψαριών που τηγα­νίζονταν. Δεδομένης της απουσίας του βόμβου της μηχανής του αυτοκινήτου, έφτασε στ’ αφτιά τους ο αχνός ήχος κάποιου τραγουδιού. Η Νατάσα αναγνώρισε τα λόγια. Έλα, Παναγία μου! Καλογιάννης!

«...Τραβώντας για το θάνατο/ηέρασα το ηοτάμι/ηέρασα από τα νιά­τα μον/και τον πικρό καιρό/τώρα κοιτάζω πίσω μον/ποιος είσαι εσύ που πέρααες/ηολλοίβρήκαν το θάνατο/κανείς τον ποταμό...»

Αυτό οπωσδήποτε δεν ήταν από το είδος των τραγουδιών που θα ακούγονταν μέσα σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι για να διασκεδάζουν και να μερακλώνονται οι θαμώνες την ώρα που περιμένουν να ντερλικώσουν τα ψάρια που τηγανίζονται στα άδυτα της κουζίνας.

«Άλλο και τούτο πάλι!» μούγκρισε ο Στράτος. «Τι τραγούδι είν’ αυτό;»

Η Νατάσα τον κοίταξε θριαμβευτικά. «Ωραία! Πάμε να φύ­

Digitalised By Jah®

Page 31: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

γουμε τώρα, σε παρακαλώ; Φταίω εγώ να σου πω ότι στ’ αφτιά μου φτάνει σαν προμήνυμα;»

Ο Στράτος προσπάθησε να γελάσει. «Τι λες, ρε γυναίκα; Δηλαδή τι, υπονοείς ότι θα πεθάνει κανείς; Ε, λοιπόν σε πλη­ροφορώ ότι αν είναι να πεθάνει κάποιος, αυτός θα είμαι εγώ, από την υπερκατανάλωση της μαρίδας που τηγανίζεται και μου έχει σπάσει τη μύτη! Ιδού!» είπε και της έδειξε την πηγή του ήχου.

Ένα μικρό μαγαζάκι σκαλωμένο ακριβώς πάνω στην α­κρογιαλιά. Τα γράμματα της ταμπέλας ήταν από νέον - υπερ­βολικά χτυπητά και φωτεινά. Τα γαλάζιο λαμπερό φως τους σκόρπιζε οπωσδήποτε μια ευχάριστη νότα στο κατά τα άλλα περίεργο, όσο και καταθλιπτικό, περιβάλλον, ωστόσο μια τέ­τοια έκφανση πολιτισμού φάνταζε κάπως... κάπως παράταιρη με το όλο σκηνικό, το δίχως άλλο.

Ταβέρνα «Η Καλή Ελπίδα».Καλοί Λιμένες, Καλή Ελπίδα... Ό λα καλά.Τόση καλοσύνη μαζεμένη άρχισε να καταντάει ύποπτη.Ο Στράτος έσβησε το αυτοκίνητο. Η βροχή είχε εξελιχτεί σε

καταιγίδα, αλλά, ευτυχώς, έκανε τόση ζέστη ώστε, δε θα πεί­ραζε να βραχούν. «Έλα. Πάμε», παρότρυνε τη γυναίκα του.

Την ώρα που ετοιμάζονταν να βγουν από το αυτοκίνητο, τα κλαδιά του δέντρου από πάνω τους φαίνεται ότι δεν άντεξαν το βάρος της βροχής και έχυσαν ένα τσουβάλι νερά στο παρ- μπρίζ, το οποίο θόλωσε ξαφνικά.

Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η ταβέρνα απέναντι (ράνηκε να τρεμοπαίζει σαν αντικατοπτρισμός - ή σαν τοπίο σε όνειρο.

Κάποιο στοιχείο αυτής της παραμορφίομένης εικόνας πυρο­δότησε την αόριστη ανάμνηση ενός λησμονημένου από καιρό

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 33

Digitalised By Jah®

Page 32: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

34 ΘΥΜΑΣΑΙ;

εφιάλτη - και η θέα της ταβέρνας σ’ αυτή τη στρεβλή κατά­σταση έκανε τον Στράτο, εντελώς ανεξήγητα, να ανατριχιάσει.

Αν παραδινόταν σ’ αυτή την παρανοϊκή αίσθηση που ένιω­σε να τον καταλαμβάνει, θα έχανε και τα τελευταία ίχνη του αν­δρισμού του και θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών. Αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε να του συμβεί, δεδομένου του γεγονότος ότι απόψε ήθελε να φανεί χίλια τα εκατό άντρας, απ’ όλες τις απόψεις.

«Άντε, ας βγούμε», άκουσε τη φωνή του να λέει.Η Νατάσα βγήκε απρόθυμα από το αυτοκίνητο, μέσα στη

βροχή.Πιασμένοι χέρι χέρι, βαδίζοντας κάπως επιφυλακτικά αλ­

λά όχι και σκυφτοί, ο Στράτος και η Νατάσα προχώρησαν ευ­θεία κι έστριψαν δεξιά, προς την είσοδο της ταβέρνας, αψη­φώντας τη βροχή που έπεφτε κατά ριπάς.

Ωστόσο, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, η ταβέρνα αυτή είχε κάπως... παράξενη ρυμοτομική θέση. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι η εί­σοδός της θα βρισκόταν μπροστά στη θάλασσα, για ·να έχει και θέα στην όμορφη ακρογιαλιά, το ανδρόγυνο συνάντησε μόνο τοίχο. Προφανώς η είσοδος βρισκόταν ακόμα μια στρο­φή πιο δεξιά.

Την προσοχή της Νατάσας τράβηξε η θάλασσα, που έστε­κε ακίνητη και σιωπηλή μπροστά της σαν βελούδινο χαλί. «Στράτο, πάμε να βάλουμε τα πόδια μας στο νερό!» πρότεινε, δίνοντας τον τόνο και προχωρώντας πρώτη.

Στην ακρογιαλιά, πάνω στη νοτισμένη αμμουδιά, ήταν ξε­βρασμένα δυο τρία καϊκάκια, που φάνταζαν σχεδόν ψεύτικα, σαν κομμάτια από πίνακα ζωγραφικής. Η Νατάσα πλησίασε την πρύμνη του ενός και είδε ότι είχε όνομα και στοιχεία νηο­λόγησης γραμμένα στα αραβικά. «Αλήθεια, πόσο είχες πει ό­

Digitalised By Jah®

Page 33: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 35

τι απέχουν τα παράλια της Αφρικής από δω;» ρώτησε τον ά­ντρα της.

«Δεν είχα προλάβει να πω», αποκρίθηκε εκείνος. «Γύρω στις οχτώ ώρες. Ίσως αυτά εδώ τα καϊκάκια να...»

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το συλλογισμό του - γιατί ε­κείνη τη στιγμή έβαλαν τα πόδια τους στο νερό της θάλασσας. Και τότε, τους περίμενε μια τεράστια έκπληξη, που εκφρά­στηκε άμεσα και ακαριαία με μια κραυγή πόνου και απορίας- κι απ’ τους δυο μαζί ταυτόχρονα.

Το νερό της θάλασσας ήταν ζεστό - για την ακρίβεια, όχι απλώς ζεστό.

Έβραζε.«Χριστούλη μου, δεν είναι δυνατόν!» μούγκρισε ο Στράτος.Η Νατάσα έσκουζε σαν πληγωμένο ζώο που το ποδαράκι

του είχε πιαστεί στο παράνομο δόκανο του λαθροκυνηγού. «Κάηκα, Στράτο! Μου (ραίνεται ότι ξεφλούδισαν τα πέλματά μου!»

Ο Στράτος έριξε μια ματιά στις σαγιονάρες και των δυο τους - τα κορδόνια τσιτσίριζαν και σχεδόν είχαν λιώσει, λες κι είχαν πατήσει μέσα σε...

Μέσα σε οξύ.Ένα παράξενο συναίσθημα τον συγκλόνισε απ’ άκρου εις

άκρον, από τις τρίχες της κεφαλής μέχρι τα νύχια των πληγω­μένων του ποδιών - για πρώτη φορά ένιωσε να τον ταράζει α­περιόριστα η έλλειψη άλλης ανθρώπινης παρουσίας εκτός α­πό τις δικές τους, αλλά δεν τόλμησε να το μοιραστεί με τη Να­τάσα, η οποία προφανώς δε σκεφτόταν κάτι ανάλογο, γιατί βίωνε ακόμα έντονα τον πόνο που ένιωσε από την απλή επα­φή της με το νερό της παράξενης θάλασσας.

Αν, βεβαίως, αυτό ήταν όντως νερό.Digitalised By Jah®

Page 34: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

36 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ο Χριστός κι η Παναγία.Βαθΰ σκοτάδι είχε κυριέψει την πλάση, λες και δεν ήταν α­

κόμα μόλις έξι το απόγευμα, λες κι από την ώρα που ξεκίνη­σαν την κάθοδό τους από το βουνό προς τα εδώ είχαν περάσει εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια ώρες... μια ολόκληρη ζωή...

Αϊ στον κόρακα! Δεν μπορεί, αποκλείεται να μην υπήρχε κά- ποια λογική εξήγηση για όλ’ αυτά! Ο Στράτος όρθωσε το ανά­στημά του με αποφασιστικότητα. Τέτοιο πράγμα δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ - και δε θα άρχιζε τώρα να παραδίνεται σε ανόητους φόβους σαν καμιά προληπτική γυναικούλα!

«Μπορείς να περπατήσεις;» ρώτησε τη γυναίκα του.«Ναι... νομίζω», απάντησε η Νατάσα αβέβαια.«Ωραία. Πάμε στην ταβέρνα να ξεπλύνουμε τα πόδια μας

με νερό της βρύσης. Και, βεβαίως, να πάρουμε εξηγήσεις για όλ’ αυτά», μουρμούρισε ο άντρας.

Σύρθηκαν κουτσαίνοντας προς την ταβέρνα. Έστριψαν δε­ξιά.

Άλλο απίστευτο γεγονός.Ούτε στην τρίτη πλευρά του τετραγώνου υπήρχε πόρτα!Ο Στράτος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μετά βλαστήμησε

ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Πήρε τη Νατάσα από το χέρι και έστριψαν ακόμα μια φορά.

Βρέθηκαν μπροστά στο αυτοκίνητό τους, που τους περίμε­νε με τις πόρτες ανοιχτές - ωστόσο, πόρτα ταβέρνας δεν υ­πήρχε πουθενά.

«Στράτο, βλέπεις ό,τι βλέπω;» ψέλλισε η Νατάσα.«Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Αφού

βλέπουμε συμπαγές κτίσμα, αφού υπάρχει ταμπέλα, αφού τη­γανίζονται ψάρια, αφού ακούγονται τραγούδια... Που να πά­

Digitalised By Jah®

Page 35: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 37

ρει ο διάολος, πάμε άλλον ένα γύρο», είπε, αγνοώντας τη φω- νούλα μέσα του που του έλεγε ότι κάτι τέτοιο ήταν περιττό.

Δυστυχώς, δεν υπήρχε πόρτα στην ταβέρνα.Το όλο σκηνικό άρχισε να γίνεται τόσο εξωπραγματικό, ό­

σο και ένα κομμάτι εφιαλτικού ονείρου.Παρ’ όλ’ αυτά ήταν κι οι δυο ξύπνιοι.Και ξάφνου, να... στο δεύτερο γυρο που έκαναν γΰρω από

την ταβέρνα δίχως πόρτα, το μάτι τους πήρε ένα σπιτάκι κα­μιά τριανταριά μέτρα δίπλα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ή ταν φωτισμένο.

Ο Στράτος χαμογέλασε καθησυχαστικά στη γυναίκα του. «Επιτέλους! Τώρα θα εξηγηθούν όλα!»

Η μουσική έβγαινε προφανώς από κει μέσα, διότι όσο πλη­σίαζαν την ανοιχτή πόρτα, τόσο δυνάμωνε. Τώρα μάλιστα εί­χε αλλάξει και το ρεπερτόριο - από Καλογιάννη έπαιζε Μπι- θικώτση:

«...κι όταν ηεθάνω θα με θάψουν και θα λένε/τι παλικάρι και τι άν­θρωπος χρυσός/τάρα πληγώνουν τψ καρδιά μου και την καίνε/κι από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός...»

Προφανώς οι μερακλήδες ακροατές της μουσικής αυτής είχαν μανία με το θάνατο - δεν εξηγείτο αλλιώς το πράγμα.

Η μυρωδιά από ψάρια που τηγανίζονταν γινόταν κι αυτή ό­λο και πιο έντονη - ποιος ξέρει, ίσως εδώ να ήταν στην πραγ­ματικότητα η ταβέρνα.

Το ζευγάρι έφτασε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Ο Στρά­τος έβαλε το κεφάλι του μέσα, αλλά δεν είδε κανέναν. «Συ­γνώμη;»

Καμιά απόκριση από έμβια όντα.«Παρακαλώ;» είπε δυνατότερα.Τίποτα.

Digitalised By Jah®

Page 36: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

38 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Είναι κανείς εδώ;» γκάριξε τόσο δυνατά, ώστε όποιος ά- κουγε αυτή την αγριο(ρωνάρα θα αναγκαζόταν να αναζητήσει επειγόντως τον πλησιε'στερο ωριλά - η Νατάσα ξεκουφάθηκε.

Καμιά απόκριση - ωστόσο υπήρξε κάποια αντίδραση.Η μουσική σταμάτησε απότομα να παίζει.Η Νατάσα αναπήδησε ξαίρνιασμένη.Ο Στράτος διάβηκε το κατώφλι της πόρτας. «Είναι κανείς

εδώ;» ξανακάλεσε, σιγότερα αυτή τη q)op0.Το σπίτι ήταν μάλλον έρημο - μολονότι όλα εκεί μέσα έ­

δειχναν ότι κάποιος έμενε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν υ­πήρχε κανείς.

Στην κουζίνα κανένας δεν πρόσεχε τα ψάρια που τηγανί­ζονταν μόνα τους και κόχλαζαν και τσιτσίριζαν μέσα σε ένα τε­ράστιο, μαύρο από την πολυχρησία τηγάνι.

Η Νατάσα περίμενε στην πόρτα.Ο Στράτος, νικημένος από την περιέργεια -ίσως και από την

πείνα του-, έσπευοε να ελέγξει το περιεχόμενο του τηγανιού.Και τότε...Μέσα στο τηγάνι αντίκρισε ένα τέτοιο Κακό, που όμοιό του

δεν είχε ξαναδεί ποτέ σε όλη του τη ζωή - ένα Κακό που το μυα­λό ενός απλοΰ αμαρτωλού σαν κι αυτόν αδυνατούσε να συλ- λάβει.

Η Νατάσα ούρλιαξε υστερικά - όχι, τίποτα δεν είχε συμ­βεί, κανένας δεν τους είχε επιτεθεί. Απλούστατα, εκείνη μπο­ρούσε να δει τι ύφος είχε πάρει το πρόσωπο του άντρα της την ώρα που έλεγξε το περιεχόμενο του τηγανιού - προφανώς τέ­τοια έκφραση απόλυτου τρόμου, απορίας και αποτροπιασμού δε θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο κανενός ανθρώπινου πλάσματος, των πρωταγωνιστών σε ταινίες φρίκης συμπερι­λαμβανομένων.

Digitalised By Jah®

Page 37: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 39

Κατάλαβε ότι ο άντρας της είχε αντικρίσει μέσα στο τηγά­νι όχι αθώες μαριδοΰλες του Θεοΰ, αλλά κάτι άλλο, τρομερό... απερίγραπτο... ανήκουστο.

Ο Στράτος όρμηξε προς το μέρος της κάνοντας κυριολε­κτικά βουτιά. Την άρπαξε και το χέρι του ήταν παγωμένο. «Πάμε να φΰγουμε γρήγορα», είπε ασθμαίνοντας.

«Τι έγινε; Τι έγινε;» φώναξε τρέμοντας η Νατάσα.Ο Στράτος δεν απαντούσε. Έτρεχε ασταμάτητα, σαν τρε­

λός, κρατώντας την από το χέρι και σχεδόν σέρνοντάς την.Η απόσταση από την είσοδο του σπιτιού ως το αυτοκίνητο

ήταν μόλις τριάντα, το πολύ σαράντα μέτρα - κι όμως, του Στράτου του φαίνονταν ατέλειωτα. Άσε που άρχισε να έχει πα­ρανοϊκά προαισθήματα ότι το αυτοκίνητο μπορεί να είχε εξα­φανιστεί, μπορεί να μην υπήρχε πουθενά, μπορεί να...

Ό χι. Το αυτοκίνητο ήταν στη θέση του. Ωστόσο, όμως, κά­τι από τα παρανοϊκά του προαισθήματα είχε βγει αληθινό.

Παρασυρμένος από το ένστικτο, έριξε μια ματιά πίσω του, σε μια συστάδα κέδρων του Αιβάνου.

Είδε μια αγέλη σκύλων να στέκονται και να τους κοιτάζουν σιωπηλοί, με τα κόκκινα μάτια τους να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Το ίδιο ένστικτο τον πληροφόρησε επίσης ότι οι σκύ­λοι ήταν έτοιμοι να επιτεθούν.

«Γρήγορα, Νατάσα!» βρυχήθηκε ο Στράτος.Περιττή η παρότρυνση.Μόνο ο Θεός ήξερε πώς κατάφεραν να τσουβαλιαστούν μέ­

σα στο αυτοκίνητο και να κλείσουν και τις πόρτες - ένα δευτε­ρόλεπτο πριν πέσουν πάνω σιο καπό οι σκύλοι, ουρλιάζοντας σαν δαίμονες και φτύνοντας πάνω στα τζάμια ματωμένα σάλια.

Ματωμένα σάλια; Τι στην ευχή του Χριστού είχαν ψάει αυ­τά τα ζωντανά κι έφτυναν τέτοιο πράγμα;

Digitalised By Jah®

Page 38: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

40 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Παρά τις αντίθετες προβλέψεις του νόμου του Μέρφι -ότι όταν κάτι πάει στραβά, μπορεί να πάει μόνο χειρότερα-, το αυ­τοκίνητο πήρε μπροστά.

Άσχετο, ωστόσο την ώρα που έτρεχε για να σώσει τον εαυ­τό του και τη γυναίκα του από το Κακό που τηγανιζόταν ζω­ντανό και έδειχνε να το απολαμβάνει, ήρθε μέσα στο μυαλό του η σκηνή στο γραφείο, την ώρα που πηδούσε την ξανθιά με τις ποδάρες μουγκρίζοντας σαν ουραγκοτάγκος - και αισθάνθη- κε εντελώς γελοίος. Μαρσάρισε, επιτάχυνε απότομα και το αυ­τοκίνητο ξεχύθηκε ορμητικά μπροστά.

Η Νατάσα έσκουζε, μισοπαράλυτη από το φόβο.Ο Στράτος μουρμούριζε: «Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα

κακά σκορπάει...» Μια, δυο, τρεις... δέκα φορές, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που η Νατάσα άκουγε τον άντρα της να προ­σεύχεται - κι αυτό, αντί να την καθησυχάσει, έκανε τον τρόμο της να φτάσει στα όρια του παροξυσμού.

Το αυτοκίνητο έτρεχε σαν τρελό, καταπίνοντας άσφαλτο στο διάβα του, αφήνοντας πίσω το σκηνικό του παραλόγου.

«Τι... τι; Τι ήταν... εκεί;» κλαψούρισε η Νατάσα.Ο Στράτος, κρατώντας σφιχτά το τιμόνι και κοιτάζοντας ο­

λόισια μπροστά, γέλασε δυνατά με τόνο θριαμβευτικό, σαν το νικητή στρατηγό στην τελευταία μάχη που έκρινε τον πόλεμο. «Ό,τι κι αν ήταν, τώρα πάει, πέρασε. Δεν υπήρχε. Όνειρο ήταν».

«Το μέρος... είναι... στοιχεκομένο», ψέλλισε η Νατάσα.«Μη... μη λες ανοησίες! Δεν υπάρχουν στοιχειωμένα μέ­

ρη...» ξεκίνησε να λέει ο Στράτος, αλλά με τόσο αβέβαιη φω­νή ώστε να καθιστά κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι εννοού­σε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που έλεγε.

Βέβαια, υπήρχε ακόμα ελπίδα - ήταν εκεί, παρούσα, βοη­θός τους. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις και τους φόβους του,

Digitalised By Jah®

Page 39: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 41

το αυτοκίνητο είχε πάρει μπροστά, τσουλούσε, τους έπαιρνε μακριά από κει, ένα μέτρο, δύο, δέκα, είκοσι...

Πάνω που ο Στράτος μετρούσε νοερά τα μέτρα που κατά­πινε το αυτοκίνητο καθώς έτρεχε -περισσότερο για να έχει να επικεντρωθεί σε κάτι λογικό να σκέφτεται ώστε να μη θυμά­ται αυτό που είχε δει-, εκείνη ακριβώς τη στιγμή και οι δυο ά- κουσαν ένα ουρλιαχτό που αντιλάλησε πάνω από το βουνό, αλ­λά ήταν τόσο δυνατό που έμοιαζε να βγαίνει... κατευθείαν α­πό μέσα τους.

Και ήταν αλλόκοτο - κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπο­ρούσε να παράγει τέτοιους ήχους.

Με μια πρωτόγονη αντίληψη και σε πρωτοφανή επίπεδα ε­νόρασης που μόνο ο τρόμος μπορεί να χαρίσει, η Νατάσα δι- αισθάνθηκε ότι εκείνο το φρικιό ουρλιαχτό ήταν... ήταν κάτι σαν κάλεσμα.

Πριν προλάβει να μοιραστεί αυτή τη σκέψη με τον άντρα της, άρχισε να συμβαίνει το χειρότερο, αυτό το είδος χειρότε­ρου που δε θα μπορούσε να λείπει από καμιά ιστορία φρίκης που θέλει να σέβεται τον εαυτό της.

Το αυτοκίνητο άρχισε να τρέμει, να παράγει περίεργους ή­χους που υποδήλωναν κάποια αδιόρθωτη βλάβη, παφ, παφ, παφ... Και ξαφνικά σταμάτησε. Έμεινε...

Νεκρό.Η Νατάσα άρχισε να ουρλιάζει ασταμάτητα. Ο Στράτος,

πανικόβλητος, μέσα στο γενικότερο χάος -σκοτάδι στις εξίμι- σι το απόγευμα, βροχή σαν καταρράκτης Νιαγάρας, ταβέρνες δίχως πόρτες, οτοιχειωμένα τηγάνια όπου μέσα τους τηγανι­ζόταν το Κακό, Νατάσα σε παράκρουση και λοιπές ευχάρι­στες συνθήκες-, προσπαθούσε να βάλει μπροστά τη μηχανή.

Άνθρακες ο θησαυρός.Digitalised By Jah®

Page 40: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

42 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Τα αντανακλαστικά του οδηγού τον έκαναν να ρίξει μια ματιά στο ρεζερβουάρ της βενζίνης.

Έδειχνε άδειο, ενώ κι οι δυο θυμόντουσαν ότι ως πριν από λίγη ώρα ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια.

Στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα του. «Μείναμε από βεν­ζίνη», είπε, και είχε τέτοιο τόνο καταδίκης στη φωνή, ώστε θα μπορούσε να παγώσει το αίμα του οποιουδήποτε ανθρώπου απλά και μόνο στο άκουσμά της, ακόμα κι αν δε συνέβαινε αυ­τό που συνέβη μετά.

Εκεί όπου έτυχε να σταματήσει το καταραμένο αυτοκίνητο και να τους προδώσει τώρα, πάνω στο χειρότερο, δίπλα τους έστεκε θεόρατο και σκοτεινό το κτίριο της άγνωσιης ανώνυμης εταιρείας. Αυτό του οποίου η πόρτα ήταν κλειδωμένη με λου- κέτο.

Ό ταν το λουκέτο άρχισε να ξεκλειδώνεται μόνο τον και η μαύρη καγκελόπορτα ν ανοίγει σε αργή κίνηση, τότε ο Στρά­τος και η Νατάσα συναισθάνθηκαν ότι το γεγονός πως το αυ­τοκίνητό τους σταμάτησε ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο και όχι σε άλλο δεν μπορούσε κατ’ ουδένα τρόπο να χαρακτηριστεί τυχαίο.

Με τα μάτια γουρλωμένα, ανίκανοι να κινηθούν, να ανοί­ξουν τις πόρτες και να τρέξουν μακριά από εκεί, έστω για να έχουν να λένε ότι έδωσαν τη -χαμένη εκ των προτέρων, βέ­βαια- μάχη μέχρι τέλους, ο Στράτος και η Νατάσα έμειναν να παρακολουθούν, παραληρώντας από τον έσχατο τρόμο της ζω­ής τους, μια άγνωστη δύναμη μεγαλύτερη και από τη δύναμη της βαρύτητας να σέρνει το αυτοκίνητό τους προς το εσωτερι­κό που εκτεινόταν πέραν της καγκελόπορτας.

Προς το κτίριο.Προς το Σκοτάδι.

Digitalised By Jah®

Page 41: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 43

Η Νατάσα έβαλε την τελεία και την παύλα στο κείμενό της. Κοίταξε με καμάρι το επίτευγμα και, παρασυρμένη από τον εν­θουσιασμό της, έσκυψε κι έδωσε στην οθόνη του υπολογιστή της ένα ζουμερό φιλί. Αμέσως μετά έβγαλε μια κραυγή ευχα­ρίστησης - κάλεσμα προς τον άντρα της. «Στράτο!»

Ο Στράτος εμφανίστηκε στην πόρτα πριν ακοΰσει το όνο­μά του δεύτερη φορά. «Τι έγινε; Τέλειωσε;» ρώτησε όλο προ­σμονή.

Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά γελώντας. «Ποΰρο, γρήγο­ρα!»

Ο άντρας τσακίστηκε να τρέξει. Σε δυο σανάκια επέστρε­ψε κρατούντας δυο πανάκριβα κουβανέζικα πουρά. Άναψε πρώ­τα στην κυρία και μετά στον εαυτό του. «Καλοτάξιδο, κουκλί- τσα μου!» ευχήθηκε στη γυναίκα του.

«Θέλει, βέβαια, κάποιες διορθοχτεις, αλλά μου φαίνεται κα­λό. Υποβλητικό, θα έλεγα! Αφού, να φανταστείς, όταν το έ­γραφα, σε κάποιες σιιγμές έτρεμα κι εγώ μαζί με τους πρω­ταγωνιστές!» είπε μονορούφι η Νατάσα.

«Ω Θεέ μου, τι τους έβαλες να πάθουν τους κακομοίρηδες;» ρώτησε τρυφερά ο Στράτος.

«Να, διάβασε και μόνος σου, να μου πεις τη γνώμη σου!» εί­πε η γυναίκα και σηκώθηκε για να δώσει τη θέση στον άντρα της.

Ο Στράτος κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και άρχισε να διαβάζει το κείμενο που είχε γεννήσει η φαντασία της γυναί­κας του.

Η Νατάσα ήταν συγγραφέας. Από τη στιγμή που, εντελώς ξαφνικά, ανακάλυψε κάποιο κανάλι σύνδεσης ανάμεσα στο μυαλό της και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος -έτσι εξη­γούσε τη συγγραφική έμπνευση, χωρίς, βεβαίως, να έχει την α­λαζονεία να πιστεύει ότι τα έργα της ήταν θεόπνευστα-, είχε χα­

Digitalised By Jah®

Page 42: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

44 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ρίσει στον κόσμο έξι βιβλία που είχαν γίνει όλα τους μπεστ σέ- λερ, ξεπερνώντας ακόμα και τις ίδιες τις δικές της προσδοκίες.

Αυτή τη φορά δεν ήθελε να γράψει μυθιστόρημα. Είχε στο νου της μια σειρά από μικρές ιστορίες, που όμως, όπως ήλπιζε, θα είχαν τη δύναμη να καθηλώσουν τους αναγνώστες της το ίδιο α­ποτελεσματικά όσο και τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.

Ο Στράτος, όχι τόσο ως σύζυγος αλλά κυρίως ως φανατικός αναγνώστης των δημιουργημάτων της γυναίκας του, διέτρεξε όλο λαχτάρα τις σελίδες στον υπολογιστή - πιο φρέσκο προϊόν για ανάγνωση δε γινόταν! Ή ταν βέβαιος ότι η γυναίκα του θα είχε φτιάξει πάλι κάτι δυνατό - άλλωστε η Νατάσα δε συμβι­βαζόταν με τίποτα λιγότερο.

Βέβαια, αυτό για το οποίο ο αναγνώστης-σύζυγος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος ήταν το γεγονός ότι η μικρή νουβέλα θα είχε περιεχόμενο φρίκης. Ο Στράτος κατάπινε τις λέξεις με μάτια που-βαθμιαία γούρλωναν όλο και περισσότερο και στόμα που άνοιγε όλο και πιο πολύ, με κάθε λέξη που προσπερνούσε.

Έμεινε μ’ αυτό το ύφος για ένα ολόκληρο λεπτό μετά το τέ­λος της ανάγνωσης, κάτω από το επιδοκιμαοτικό, ενθουσια­σμένο βλέμμα της γυναίκας του.

«Τι ήταν αυτό;» είπε ξέπνοος. «Μα πώς κατάφερες να με υ­ποβάλεις και να τρομάξο) δίχως να έχει χυθεί ούτε μια σταλιά αίμα;»

Η Νατάσα γέλασε με την καρδιά της. «Ατμοσφαιρικό, ε; Μα αυτό είναι το μυστικό, αγάπη μου! Η ατμόσφαιρα, η υπο­βολή! Ό χι τόσο αυτό που έγινε, όσο αυτό που υπονοείται ότι έ- γινε!»

«Εσύ, παιδί μου, βάλθηκες να ξεπεράσεις τον Στίβεν Κινγκ!» την παίνεψε ο Στράτος. «Όμως, γιατί έδωσες στους ήρωες τα ονόματά μας;»

Digitalised By Jah®

Page 43: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 45

Η Νατάσα τον κοίταξε με πειραχτική διάθεση. «Δε σου κρύ­βω ότι πάντα ονειρευόμουν να ζήσω μια εντελώς στοιχειωμέ- νη εμπειρία!»

«Α, όσο γι’ αυτό, τα κατάφερες περίφημα!» παρατήρησε ο Στράτος. «Ο εκδότης σου όμως ξέρει τι ετοιμάζεις; Τι θα πει;»

«Ό,τι κι αν πει, έχω απάντηση έτοιμη», αποκρίθηκε η Να­τάσα. «“Αφήστε το δημιουργό να δράσει ανενόχλητος! Χριστέ μου, δεν έχετε πια σκυλοβαρεθεί τους έρωτες, συνέχεια έρω­τες;” Αυτό θα του πω!»

Και όντως, με τόσα ερωτικού περιεχομένου μυθιστορήμα­τα στο ενεργητικό της, η Νατάσα το πίστευε ολόψυχα αυτό - και το υποστήριζε με πάθος.

Ο Στράτος σηκώθηκε και την πήρε στην αγκαλιά του. «Εγώ, από την άλλη, καθόλου δεν έχω βαρεθεί το δικό μας έρωτα. Μήπως όλη αυτή η ιστορία υπονοεί ότι τον έχεις βαρεθεί εσΰ;»

Αντί άλλης απάντησης, η Νατάσα του έδωσε ένα ζεστό, υ­γρό και ζουμερό φιλί μακράς διαρκείας, που τον άφησε ξέ­πνοο. «Λοιπόν, τ(όρα τι λες;» τον ρώτησε απαλά.

Ή ταν ντάλα καλοκαίρι και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν διάπλατα ανοιχτά και, βεβαίως, δεν ήταν δυνατόν να κλείσουν γιατί το ζεύγος σιχαινόταν το ερκοντίσιον και δε διέθετε από δαύτο. Ο Στράτος έσπευσε να ανοίξει την τηλεόραση, έτσι ώ­στε να καλυφθούν οι θόρυβοι αυτού που θα επακολουθούσε.

«Καλοί Λιμένες... Πού πήγες και το σκέφτηκες αυτό πάλι...» μουρμούρισε καθώς την ξάπλωνε στο πάτωμα του σαλονιού.

Την ώρα που άρχισε να επακολουθεί αυτό που ήταν να ε­πακολουθήσει -και ενώ, βεβαίως, το ζεύγος δεν έδινε την πα­ραμικρή σημασία σε ό,τι έβγαινε μέσα από την τηλεόραση διότι ήταν πολύ απασχολημένοι και περί άλλων ετύρβαζαν-, εί­χε μόλις αρχίσει εκείνη η εκπομπή που ασχολείτο μόνο με πε­

Digitalised By Jah®

Page 44: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

46 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ρίεργες υποθέσεις που άγγιζαν τη σφαίρα του παραφυσικού. Ο φαλακρός παρουσιαστής δεν έχασε χρόνο - μπήκε αμέσως στο ψαχνό, πριν καλά καλά τελειώσει η μουσική των τίτλων έ­ναρξης.

«Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια πολύ περίεργη υπόθεση. Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να ρί­ξουμε λίγο φως στο πυκνό μυστήριο που καλύπτει την εξαφάνιση ζεύγους στην περιοχή Καλοί Λιμένες της Κρήτης. Το ακόμα πιο περίεργο στην όλη υπόθεση είναι ότι σήμερα το ζεύγος εντοπίστηκε στην ίδια περιοχή απ’ όπου είχαν χαθεί τα ίχνη τον. Βρέθηκαν και οι δυο νεκροί μέσα στο αυτοκίνητό τους, ενώ ο ιατροδικαστής που διενήργησε νεκροψία και νε­κροτομή τόνισε, ιδιαίτερα προβληματισμένος, ότι...»

Μπλα, μπλα, μπλα.Το πιο πιθανό θα ήταν το ζεύγος Σταματοπούλου, ιδιαιτέ­

ρως απησχολημένο ως γνωστόν, να μην είχε πάρει μυρωδιά τι είχε συμβεί στους Καλούς Λιμένες σήμερα, ωστόσο εκείνη α­κριβώς τη στιγμή η οθόνη της τηλεόρασης γέμισε φως από μια θάλασσα που έλαμπε - κι αυτό τράβηξε την προσοχή της Να- τάσας.

Το οπτικό της πεδίο ήταν κάπως ανάποδα σε σχέση με την οθόνη της τηλεόρασης, ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να δια­βάσει, έστω κι έτσι, τα μεγάλα, λευκά, αστραφτερά γράμματα.

«Κ Α Λ Ο ΙΛ ΙΜ Ε Ν Ε Σ - ΣΗΜ ΕΡΑ».

Πετάχτηκε σαν να την είχε τσιμπήσει μύγα.Ο Στράτος πήγε να διαμαρτυρηθεί, η Νατάσα του έκανε

νόημα, κοίταξε κι αυτός... κι αμέσως μετά, πάραυτα, του έπε­σε αυτό που υπό κανονικός συνθήκας δε θα του έπεφτε ποτέ.

Καθισμένοι γυμνοί στο πάτωμα, άρχισαν να παρακολουθούν. Σε δέκα λεπτά ακριβώς, κοίταζαν ο ένας τον άλλο με γουρλω- μένα μάτια.

Digitalised By Jah®

Page 45: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

«Ή...ήξερες τίποτα για όλ’ αυτά;» τραύλισε πρώτος ο Στρά- ιος.

«Όχι, βέβαια! Αφού δεν έχουμε καν πάει στους Καλούς Λι­μένες!» αντιγύρισε ασθμαίνουσα η συγγραφέας, που διαπί­στωσε ότι είχε βιώσει την πρώτη παραφυσική εμπειρία της ζω­ής της. «Διάολε, πάω να το σβήσω. Τώρα αμέσως!»

Έοπευσε τσιτσίδι στον υπολογιστή. Ο φόβος της ήταν πο­λύ μεγαλύτερος από τη θλίψη της που θα έστελνε σια απορ­ρίμματα ένα τόσο ατμοσφαιρικό διήγημα, με τόση δράση, τό­σα υπονοούμενα...

Επεξεργασία. Επιλογή όλων.Delete.Όμως...Ενώ το είχε μόλις διαγράψει, το κείμενο επανεμφανίστηκε

στην οθόνη από μόνο του.Η Νατάσα απέμεινε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή,

βέβαιη ότι έβλεπε όνειρο. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει.Ξανά.Επεξεργασία. Επιλογή όλων.Delete.Αυτή τη φορά, για να είναι απολύτως σίγουρη, άδειασε και

τον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή.Αυτό που συνέβαινε ήταν απολύτως αδύνατον να είναι δυ­

νατόν.Το κείμενο επανεμφανίστηκε στην οθόνη - αυτή τη φορά

κάποια λέξη ήταν μαυρισμένη.Η Νατάσα έσκυψε έντρομη να κοιτάξει.Ή ταν η τελευταία λέξη του κειμένου.«Σκοτάδι».

ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 47

Digitalised By Jah®

Page 46: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠ Α Ν Α ΣΥ Ν ΔΕΣΗ

« ...Κ ι ΥΣΤΕΡΑ ξάπλωσε κοντά μον και κοιμψον/εγω θα ηιάσω μια γω- νίτσα στο κρεβάτι/όχι πως έχω το κλειδί τον Παραδείσον/μα σ’ αγαπώ,/κι αυτό, νομίζω, είναι κάτι.../Πάρε με, πάρε με/μέσα σον να κρυφτώ/σαν να μ ψ έζψα/πριν απ’ το βράδυ αυτό...»

Η θεσπέσια φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου έβγαινε μέσα από τα ηχεία του ραδιοφώνου που έστεκε επάνω σε ένα ψηλό ντουλάπι γεμάτο ντοσιέ και πάσης φΰσεως χαρτούρες και σκόρπιζε ακριβό μετάξι μέσα στο χώρο - ιδανική συντρο­φιά για τα υψηλής ποιότητας βελούδα που πουλούσε το κατά­στημα της Πέγκυς Κλουτσινιώτη, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.

Και ενώ ο τροβαδούρος συνέχιζε να εξιστορεί τραγουδώ­ντας το προσωπικό δράμα που του επκρύλαξε ο εμπνευσμένος στιχουργός, στη μουσική υπόκρουση εισήλθαν και άλλοι, πιο φυσικοί ήχοι: ρουθουνίσματα, ήχος από λαιμό που προσπα­θούσε να καταπιεί κάποιο ανύπαρκτο σάλιο για να διώξει τον κόμπο που του είχε σταθεί ακριβώς στο κέντρο, κλαυθμυρι­σμοί και στο τέλος... λυγμοί. Λυγμοί πηγαίοι και θορυβώδεις- εξαίσιοι.

Η Πέγκυ, που ως εκείνη την ώρα είχε χωμένο το κε(ράλι της μέσα σ’ ένα πάκο με χαρτιά -χαρτιά του μαγαζιού, χαρτούρα

Digitalised By Jah®

Page 47: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

50 ΘΥΜΑΣΑΙ;

άθλια κι ελεεινή, περιοδική απόδοση ΦΠΑ, μισθοδοσίες, ΙΚΑ, μίκα, σύκα, κέρατα τράγια, τέλος πάντων, ό,τι χρειαζόταν να ελεγχθεί και να υπογράφει πριν το πάρει πίσω η λογίστρια, η οποία με τη σειρά της θα το πήγαινε στις αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούσαν εν τω μεταξύ να πάνε στο διάολο, μήπως κι έτσι σταματούσαν να ρουφάνε το αίμα των μικρομεσαίων επαγγελματιών με το μπουρί της σόμπας-, άκουσε τους κλαυθμυρισμούς και τους λυγμούς, σήκωσε ελα­φρά το κεφάλι της από τη χαρτούρα, στερέωσε τα γυαλιά της στην άκρη της μύτης της και πάνω απ’ αυτά κοίταξε τη φίλη της, που καθόταν απέναντι της.

«Ε! Τι!» έκανε, παροτρύνοντας - όχι ρωτώντας.Η κλαίουσα φιλενάδα της, η Ντιάνα, ρούφηξε τη μύτη της

με θόρυβο. «Ε... να, δεν ακούς;» μουρμούρισε μέσα σε αναφι­λητά.

Η Πέγκυ τσούλωσε τ’ αφτιά της να ακούσει, μήπως και το ραδιόφωνο είχε ειδήσεις όπου μόλις είχε ανακοινωθεί κάποια απίστευτη θεομηνία με χιλιάδες νεκρούς σε κάποια ξεχασμέ­νη γωνιά του πλανήτη ή κανένας απροσδόκητος θάνατος κά­ποιου διάσημου όσο και προσφιλούς προσώπου - στ’ αλήθεια, η Ντιάνα έκλαιγε με τόση θέρμη και τέτοιο εσωτερικό πένθος, που μόνο σε θάνατο, και μάλιστα ξαφνικό, θα ταίριαζε.

Ό χι, όχι ειδήσεις. Τραγούδια.«Για το Θεό, χριστιανή μου, πέθανε κανείς;» ρώτησε έκ­

πληκτη η Πέγκυ. «Τι ν ακούσω;»«Το άσμα, φυσικά!» είπε επιτιμητικά η Ντιάνα.Τα μάτια της Πέγκυς γούρλωσαν από αποδοκιμασία. Με

μια απότομη κίνηση κοπάνησε τη χαρτούρα πάνω στο γρα­φείο, έβγαλε τα γυαλιά της και κούνησε το κεφάλι της με κα τανόηση ανακατεμένη με απαύδισμα. «Ιησούς Χριστός, ρε φ

Digitalised By Jah®

Page 48: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΙ 1ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 51

λενάδα!» εισήγαγε ένα καινούριο Θείο στη συζήτηση. «Αν κα- ψουρεύεσαι ακόμα και με τέτοια τραγούδια, τότε η κατάστα­σή σου είναι πολύ σοβαρή. Ας έπαιζε τουλάχιστον το “Μυστι­κέ μου Έρωτα”, να το καταλάβω! Μωρή, καψούρα χωρίς μπου­ζούκια, γίνεται;»

«Γίνεται, όταν ένα τραγούδι έχει στίχους με νόημα!» τόνισε ΐ] Ντιάνα. «Άλλωστε, δε φαντάζεσαι τι μου θυμίζει αυτό το τρα­γούδι! Σαν σήμερα, πριν από δέκα ακριβ(ός χρόνια, ο Αντρέας είχε...»

«ΙβίΠ!» ξεφώνισε η Πέγκυ με φρίκη. «Μωρή, έλα στα συ­γκαλά σου! Ακούς τι λες; “Σαν σήμερα, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια”; Καμήλα να ήμουν, αποκλείεται να θυμόμουν τι είχε συμβεί σαν σήμερα πριν από δέκα ακριβώς χρόνια!» είπε μο­νορούφι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τη φίλη της δια- ιιεραστικά. «Ντιάνα, σοβαρά τώρα. Ως πού θα πάει αυτό;»

Αυτό που η Πέγκυ εννοούσε λέγοντας «αυτό» ήταν η αρρω- (πημένη καψούρα της από το δημοτικό κολλητής της, της Ντιά- νας, με ένα μαλάκα δικηγόρο ονόματι Αντρέα. Πριν από δέ­κα χρόνια, όντως, η Ντιάνα είχε την απίστευτη ατυχία να πέ­σει πάνω σ’ αυτόν, από όλο τον αντρικό πληθυσμό της Ελλά­δας. Όλος ο υπόλοιπος -γνωστικός- κόσμος έβλεπε στο πρό­σωπο του Αντρέα έναν ηλίθιο χοντρό, του οποίου οι κοιλάρες και τα γκιουμπέκια ξεχείλιζαν από τα παντελόνια δίνοντάς του όψη χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ωστόσο εκείνη στο πρόσω­πο του Μαλακαντρέα συνάντησε τον έρωτα της ζωής της. Εντά­ξει, η Ντιάνα ήταν μόλις είκοσι τριών χρόνων τότε, οπότε λο­γικά θα μπορούσε να αποδώσει κανείς στην τύφλωση του νε­αρού της ηλικίας της τον τρελό έρωτά της για το χοντρό μα­λάκα με τα γκιουμπέκια και την αρχή φαλάκρας - αυτήν που ο ίδιος αποκαλούσε με καμάρι «κοκοράκι».

Digitalised By Jah®

Page 49: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

52 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Σε τελική ανάλυση, όλοι θα έβγαζαν το σκασμό και κανείς δε θα μίλαγε, αν στο πρόσωπο του Αντρέα -του μεσήλικα Αντρέα, διότι τότε ήταν σαράντα χρόνων- δε συνέτρεχε και μια άλλη, εξτρά δυσάρεστη περίσταση - η πιο επιβαρυντική απ’ όλες.

Ο Μαλακαντρέας ήταν και παντρεμένος.Είχαν γνωριστεί στην τράπεζα, όπου η Ντιάνα, νεαρή και

φέρελπις λογίστρια, άρτι αποφοιτήσασα από το πανεπιστήμιο, έκανε την πρακτική της, ενώ εκείνος εργαζόταν εκεί ως δικη­γόρος - και μάλιστα από τους πλέον προβεβλημένους. Το αί­σθημα ήταν αμοιβαίο και κεραυνοβόλο - αλλά τελικά αίσθη­μα ήταν μόνο για την Ντιάνα, διότι, απ’ ό,τι αποδείχτηκε,· για εκείνον δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ένα μικρό και ευχάριστο δια- λειμματάκι από τη ρουτίνα του γάμου του με έναν μπουφέ. Φυ­σικά, όταν γνώρισε τη θεά Ντιάνα, εκείνο το μίσχο των είκοσι τριών χρόνων που ήταν τότε, ο Μαλακαντρέας της πούλησε το γνωστό και μη εξαιρετέο παραμύθι που πουλάνε όλοι οι πα­ντρεμένοι για να βγάλουν γκόμενες: «Είμαι ένας δυστυχισμέ­νος», «θα χωρίσω», «η γυναίκα μου είναι μια στριφνή φώκια που δε με καταλαβαίνει», «σ’ εσένα βρήκα το άλλο μου μισό»- τέλος πάντων, όλο εκείνο το είδος των λεγομένων τα οποία η Πέγκυ, αλλά και άλλες γνωσιικές γυναίκες, που την πάθανε μονάχα μία φορά και δεν επρόκειτο ουδέποτε στη ζωή τους να την ξαναπάθουν, αποκαλούν δίχως δεύτερη σκέψη «πίπες».

Η Ντιάνα, όμως, μικρή καθώς ήταν, άβγαλτη και, προπα­ντός, ερωτευμένη, τα πίστεψε.

Το όλο ζήτημα, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, απο­δείχτηκε φούσκες. Ένα μήνα -για την ακρίβεια, είκοσι εννιά μέρες- κράτησε το όλο νταβαντούρι του δήθεν μεγάλου έρω­τα του Μαλακαντρέα για την όμορφη μικρή Ντιάνα. Τα ση­μάδια ήταν ξεκάθαρα και από νωρίτερα, για να λέμε την α­

Digitalised By Jah®

Page 50: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

I, IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 53

λήθεια, αλλά η Ντιάνα, ερωτευμένη μέχρι τα μπουνιά, δεν ή­θελε -ή δεν μπορούσε- να τα δει - η κολλητή της η Πέγκυ, που τα έβλεπε, έβγαζε το λαιμά της να της το λέει, αλλά η Ντιά- να δεν την άκουγε καν. Μονάχα αναστέναζε, έχοντας κολλη­μένο στη μοΰρη της ένα χαμόγελο απόλυτης ευδαιμονίας και <7ΐα μάτια της εκείνο το βοοειδές βλέμμα που μόνο οι τρελά κα- ψοΰρηδες, στα όρια της παράκρουσης από την καψουρα, μπο­ρούν να έχουν.

Σημασία τελικά είχε το γεγονός ότι σε είκοσι εννιά ακρι­βώς μέρες ο Μαλακαντρέας κάλεσε την Ντιάνα στο γραφείο του στην τράπεζα, «να τα πουν ιδιαιτέρως». Συνήθως βρίσκο- νιαν στο ιδιωτικό του δικηγορικό γραφείο, μιας και στην τρά­πεζα ερχόταν μόνο μία φορά τη βδομάδα. Η Ντιάνα δεν είχε ξαναμπεί ποτέ εκεί μέσα, οπότε θεώρησε αυτή την πρώτη φο­ρά σημαδιακή.

Δυστυχώς, όμως, εκεί, αντί να της ανακοινώσει ότι επιτέ­λους κατάφερε τη σύζυγο-μπουφέ του να βάλει την υπογραφή της στο συναινετικό διαζύγιο που υποτίθεται ότι θα της ζη­τούσε, ανακοίνωσε στην Ντιάνα περίλυπος ότι, δυστυχώς, έ­πρεπε να διακόψουν τη σχέση τους. Ο μπουφές είχε μείνει έ­γκυος - και, βεβαίως, κανένας δεν είναι τόσο τομάρι ώστε να εγκαταλείψει μια δυστυχισμένη έγκυο στους πέντε δρόμους, έτσι δεν είναι;

Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Μα τι έγκυος, μω­ρέ; Αφού αυτός της έλεγε ότι είχε να πηδήξει τον μπουφέ δυό­μισι χρόνια, από πού κι ως πού είχε μείνει έγκυος κι αυτή η ευ­λογημένη χριστιανή; Με τον κρίνο;

Εκτός, βεβαίως, αν τη q ^ o p o ^ στο μούσι τόσο καιρό - αυ­τό του τόνισε η Ντιάνα, και τότε εκείνος δε βρήκε τίποτα απο- λύτως να πει, παρά μονάχα απόμεινε να κοιτάζει τα παπούτσια

Digitalised By Jah®

Page 51: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

54 ΘΥΜΑΣΑΙ;

του με ολοένα αυξανόμενη δυσφορία - κλασική αντίδραση ό­λων των άντρων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης κάθε φορά που έρχονται σε δύσκολη θέση, μηδέ εξαιρουμένων και των δικηγόρων, που, όσο να ναι, υποτίθεται ότι έχουν και με­γαλύτερη ευφράδεια.

Η δυσφορία του Μαλακαντρέα άρχισε να γίνεται ακόμα με­γαλύτερη όταν η Ντιάνα έβαλε τα κλάματα μέσα στο γραφείο του. Τότε, την παρακάλεσε με θέρμη να σκουπίσει τα μάτια της, να βγει από κει και να γυρίσει στη δουλίτσα της ωραία και καλά, σαν να μην έγινε τίποτα. Ή δη πολλοί ψίθυροι κυκλοφο­ρούσαν απ’ άκρου εις άκρον της τραπέζης γι’ αυτούς τους δυο. Δεν έπρεπε επ’ ουδενί να σκάσει κανένα κανόνι τώρα, ειδικά τώ­ρα, που είχαν τελεκοσει και όλα ανάμεσά τους, διότι αυτό δε θα ήταν σωστό για κανέναν απ’ τους δύο - και κυρίως για την Ντιά- να. Αυτός ήταν άντρας - κανένας δε θα τον σχολίαζε αρνητικά επειδή παρασύρθηκε και υπέκυψε στα θέλγητρα μιας όμορ­φης μικρής που τον κυνηγούσε και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Τι να κάνει κι αυτός; Άντρας ήταν ο καημένος, παρασύρθηκε!

Εκείνη, όμως, θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών. Σ’ αυτή θα έ­πεφτε το ανάθεμα, διότι, χωρίς να έχει καμιά δουλειά, πήγε και την έπεσε σε έναν παντρεμένο -σημειωτέον, ο Μαλακαντρέας, σε αντίθεση με άλλα χοντρογούρουνα του ιδίου φυράματος, φορούσε πάντα τη βέρα του, ο ηθικός, τρομάρα του- και τον έβαλε σε πειρασμό. Ιδίως μάλιστα τώρα, που ήταν έγκυος και η γυναίκα του.

Τις γυναίκες που μπαίνουν ανάμεσα σε ζευγάρια και τα χω­ρίζουν όλοι τις αποκαλούν «τσούλες». Άσε που αυτά τα πράγ­ματα δε συνάδουν με την «ηθική», «δεν είναι του Θεού». Είπαμε να περάσουμε καλά, σαν ενήλικοι άνθρωποι, αλλά όχι και να παραβιάζουμε τους νόμους του Θεού!

Digitalised By Jah®

Page 52: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 55

Αυτά της είπε, με διδακτικό τόνο, ο Αντρέας, ενώ η Ντιάνα τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό.

Ο χοντρός, αντιμέτωπος με αυτή την επικίνδυνη σιωπή, τη ουνοδευόμενη από ένα ανοιχτό στόμα και δάκρυα που έτρεχαν από δυο γουρλωμένα μάτια, άρχισε να κάνει ότι σκαλίζει κά­τι χαρτιά. Και τότε, έγινε και το κλου εκείνης της κοομοϊστο- ρικής μέρας.

Άνοιξε η πόρτα του γραφείου και μέσα μπήκε μια ωραιό­τατη κυρία, η οποία έσπευσε, καλημέρισε ευγενικά την Ντιά- να, που εν τω μεταξύ χάρη στη θεία επέμβαση είχε καταφέρει να κλείσει το στόμα της -κ ι εκείνη δεν ήξερε πώς το κατάφε­ρε-, και μετά πήγε κι έδωσε στον εμβρόντητο Αντρέα ένα ζου­μερό φιλί στο στόμα.

Ή ταν η γυναίκα του.Πώς; Τι; Αυτή ήταν ο «μπουφές», όπως την ανεβοκατέβα­

ζε ο παλιάνθρωπος; Μα αυτή ήταν μια χαρά γυναικούλα του Θεού!

Α, τον αλήτη, α, το χασαρχίδη...Η Ντιάνα είχε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον κάνει ρό­

μπα ξεκούμπωτη και να πάρει το αίμα της πίσω μια και καλή -αφού αυτός την έστελνε στην Κόλαση να τσιτσιρίζεται, δε θα ήταν καθόλου άσχημα να τον στείλει και εκείνη ακριβώς εκεί, σε κανένα παραδιπλανό δωμάτιο γεμάτο σκατά, να κάνουν και πα- ρέα—, όμως υπερίσχυσε το σωστό και το δίκιο. Υπερίσχυσε η η­θική, μια έννοια που αυτός ο ξεφτίλας τόσο εύκολα ξεστόμισε, ε­νώ στην πραγματικότητα ούτε στον ύπνο του δεν ήξερε τι θα πει.

Και η ηθική έλεγε ότι σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να ανοίξει το στόμα της και να τα ξεράσει όλα επιτόπου στη δύ- ιπυχη έγκυο, όσο κι αν αυτό σήμαινε ότι έχανε οριστικά τη χρυσή ευκαιρία να της δώσει να καταλάβει τι κουμάσι είχε την

Digitalised By Jah®

Page 53: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

56 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ατυχία να παντρευτεί, και στο τέλος να του σπάσουν το κεφά­λι και οι δυο μαζί και να ησυχάσουν. Διότι υπήρχε πάντα η πε­ρίπτωση η έγκυος να λάτρευε το μαλάκα ακριβώς όσο και η Ντιάνα, ίσως και περισσότερο - κι αν μάθαινε ότι ο λατρεμέ­νος της αντροΰλης διέπραξε αίσχη που τον γκρέμιζαν από το βάθρο του, τότε αυτό μπορεί να είχε μοιραίες επιπτώσεις, και στην ίδια, αλλά και στο αγέννητο μωρό της.

Ό σα έγιναν από κει και μετά η Ντιάνα τα θυμόταν σαν ό­νειρο. Θυμόταν ότι χαιρέτησε και έφυγε ψύχραιμα από εκεί­νο το γραφείο, βαδίζοντας με σιγουριά και απόλυτη αξιοπρέ­πεια δίχως να τρεκλίζει, καταπίνοντας τα δάκρυά της. Πήρε την τσάντα της και βγήκε από την τράπεζα, κι ας μην είχε λή­ξει ακόμα το ωράριο εργασίας.

Και όταν πια βγήκε κι απ’ το κτίριο της τράπεζας, τότε άρ­χισε να τρέχει - και δεν ξαναπάτησε το πόδι της ποτέ εκεί. Να φανταστεί κανείς ότι την παραίτησή της την έστειλε με φαξ!

Από τότε ξεκίνησε το δράμα της, το οποίο, δυστυχώς, έμελ­λε να κρατάει ήδη δέκα ολόκληρα χρόνια - και είχε ο Θεός.

Να ως πού πήγε «αυτό» - όπως πολύ εύγλωττα είχε ρωτή­σει η Πέγκυ.

«Να χαρείς, Πεγκουλίνι, μη με σταυρώνεις κι εσύ», μουρ­μούρισε η Ντιάνα.

Η Πέγκυ κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. «Ρε φιλε­νάδα, καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνεις τόσα χρό­νια και δεν έχεις κάνει κανένα λάθος πάνω στη δουλειά. Εγώ, έτσι και είχα ένα τέτοιο σαράκι να μου τρώει τα εντόσθια, τι να σου πω, όχι απόδοση ΦΓΙΑ δε θα μπορούσα να συντάξω, ού­τε μια απλή απόδειξη δε θα μπορούσα να κόψω! Θα πήγαινα τα χαρτιά της Εφορίας στην Ιερά Μητρόπολη και τα έγγραφα του ΙΚΑ στο υπουργείο Μεταφορών, αν με αντιλαμβάνεσαι!»

Digitalised By Jah®

Page 54: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 57

Η Ντιάνα, εκτός από κολλητή της Πέγκυς, ήταν και λογί­στρια του καταστήματος με τα υφάσματα που διατηρούσε - ε­κτός όμως απ’ αυτήν, είχε και άλλους σαράντα πελάτες, του­λάχιστον. Και τώρα, στα τριάντα τρία της χρόνια, είχε κατα­φέρει με την αξία της και μόνο να φτιάξει ένα άρτιο λογιστι­κό γραφείο που το λειτουργούσε μονάχη της, με πελατεία σια- θερή, που αυξανόταν διαρκώς. Το λοιπόν, δεδομένου του μαύ­ρου χαλιού, ήταν απορίας άξιον πώς η Ντιάνα τα κατάφερνε τόσο περίφημα σε μια τέτοια λεπτοδουλειά όπως αυτή του λο­γιστή και δεν είχε κάνει ποτέ της ούτε ένα λάθος - το οποίο ί­σως να απέβαινε μοιραίο για τον πελάτη της, κάποια άτυχη ε­πιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο.

Η Ντιάνα αναστέναξε από τα φυλλοκάρδια της. «Και λίγα λες... Απ’ την άλλη, όμως, δόξα τω Θεώ που έχω και τη δουλειά. Με βοηθάει να ξεχνιέμαι. Ό ταν έχεις να κάνεις με αριθμούς, ξεχνάς για λίγο τα σεκλέτια σου. Εμένα άλλο με ανησυχεί».

«Ότι;»«Να, πώς πέρασαν δέκα χρόνια... Φαντάζεσαι, λέει, να πε-

ράσουν και άλλα δέκα και πάει λέγοντας, και να έρθει μια μέ­ρα που θα τσακώσουμε τους εαυτούς μας ογδόντα χρόνων, να καθόμαστε έτσι ακριβώς όπως τώρα, σταφιδιασμένες παλιό- γριες πια, με χέρια που τρέμουν, αγνώριστες, και να συζητά­με για τον Αντρέα, “πού να είναι ο Αντρέας”, “τι να κάνει ο Αντρέας”, “πώς θα γίνει ένα θαύμα να επαναουνδεθώ με τον Αντρέα...”;»

Η Πέγκυ έσκασε στα γέλια. «Ναι, μόνο που ο χοντράν­θρωπος θα έχει πεθάνει τότε!»

Η Ντιάνα χτύπησε ξύλο. «Μπα, που να φας τη γλο>σσα σου, άκου να έχει πεθάνει ο άνθρωπος!» Κοίταξε τη φίλη της κα­τάματα. «Ρε Πέγκυ, είμαι για τα πανηγύρια, έτσι;»

Digitalised By Jah®

Page 55: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

58 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Η Πέγκυ αναστέναξε. «Τι να σου ικο; Τέτοια καψούρα δεν την έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Αν και τη γνώμΐ] μου την ξέρεις. Πιστεύω ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το συντηρείς, γιατί... γιατί έχεις την πολυτέλεια να το κάνεις. Έχεις τον Γιώργο, τα παιδιά... Για σκέψου και μένα, που έχω να δω χαρά στα σκέ­λια μου από τον καιρό του Νώε! Η φίλη σου θα μείνει στο ρά­φι κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι και μου μιλάς ακόμα για τον χοντρό; Έλεος, ρε φιλεναδίτοα...»

Η Ντιάνα ένιωσε ξαφνικά εντελώς ηλίθια - η μόνη ηλίθια μέσα σε μια λαοθάλασσα από γνωστικούς.

Ναι, ηλίθια. Πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί μια γυναίκα η οποία φαινόταν να βάζει σε δεύτερη μοίρα ό,τικατάφερε στη ζωή της, να είναι αυτάρκης και επιτυχημένη στη δουλειά της, να έχει έναν άντρα που τη λατρεύει και δυο υπέροχα παιδιά, κι όμως εκείνη να εξακολουθεί, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά α­πό το χωρισμό, να συλλογίζεται ακόμα ένα μαλάκα εραστή που την είχε εκμεταλλευτεί και μετά εγκαταλείψει μ’ έναν τό­σο γελοίο τρόπο;

Κάτι τέτοιες (όρες η Ντιάνα ένιωθε αχάριστη προς το Θεό που της είχε δώσει τα χίλια καλά, μπροστά στα οποία το πά­θημά της με τον Αντρέα φάνταζε πολύ ασήμαντο. Παρ’ όλ’ αυ­τά...

Εκείνη ήξερε ότι θα έδινε και τη ζωή της ακόμα για να τον ξαναδεί. Έστω και για μία και μοναδική, τελευταία (ρορά.

Πραγματικά, ως πού θα πήγαινε αυτή η βαριά βαλίτσα; Ως πότε η Ντιάνα θα ζούσε προσκολλημένη σε ένα φάντασμα; Διότι, όσο κι αν εκείνη, για πολλούς και διάφορους παρανοϊ­κούς λόγους, επέμενε να συντηρεί την ανάμνησή του τόσο έ­ντονα όσο και τα χρώματα που παίρνει η φύση όταν ανατέλ­λει ο ήλιος, ο Αντρικός δεν έπαυε να είναι ένα φάντασμα.

Digitalised By Jah®

Page 56: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 59

Ως πότε θα στερούσε το χίλια τοις εκατό του εαυτοΰ της α­πό τους ανθρώπους που ζούσαν μαζί της και τη λάτρευαν; Ως πότε θα άκουγε τυχαία τραγούδια στα ραδιόφωνα οπουδήπο­τε, μέσα σε μαγαζιά, μέσα μαζικής μεταφοράς κι όπου δη αλ­λού, και θα ξεσπούσε σε λυγμούς;

Ως πότε, γαμοπο;Μερικές φορές σκεφτόταν ότι αυτό εδώ το μαύρο χάλι θα

κρατούσε μια ολόκληρη ζο)ή - και τρόμαζε.Από την άλλη, όμως, άλλες τόσες φορές σκεφτόταν το ίδιο

ακριβώς πράγμα και ένιωθε μια ανεξήγητη ανακούφιση.Η δύναμη της συνήθειας είναι τρομερή - καμιά φορά πο­

λύ μεγαλύτερη και από την ανάγκη μας να αλλάξουμε τη ζωή μας.

Η ανάμνηση του Αντρέα ήταν πια μια συνήθεια, όπως και να το κάνουμε.

Τόσα χρόνια είχε αναλύσει το χάλι της τόσο πολύ, που θα μπορούσε ως και διδακτορικό να γράψει πάνω σ’ αυτό. Είχε κα- ταλήξει λοιπόν στο συμπέρασμα πο>ς μέγιστο ρόλο στο ότι δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει τον Αντρέα είχε παίξει το γεγονός ότι ο έρωτας αυτός είχε μείνει ανεκπλήρωτος. Ανεκπλήρωτος με την έννοια ότι ο Αντρέας είχε πει τις μαλακίες του μέσα σ’ εκείνο το γραφείο, μετά το δικό της στόμα είχε μείνει ορθά­νοιχτο, κι έτσι είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και δεν του είπε όσα ήθελε να του πει... ε, και μετά είχε ανοίξει η πόρτα και είχε μπει μέσα η γυναίκα του - και τότε η Ντιάνα έφυγε από κει.

Και από τότε δεν τον ξαναείδε - ποτέ.Μέσω της Πέγκυς, η οποία ήταν ιδιαιτέρως καπάτσα και κα­

ταφερτζού και έτρεξε και έψαξε και σκάλισε για χάρη της κολ- λητής της, η Ντιάνα πληροφορήθηκε ότι ο εραστής του ονεί­ρου είχε ζητήσει και πήρε μετάθεση για το κεντρικό κατά-

Digitalised By Jah®

Page 57: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

60 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σιημα της τράπεζας στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου καταγόταν. Διαγράφτηκε μάλιστα και από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθη­νών και γράφτηκε στον αντίστοιχο της συμπρωτεύουσας.

Α, το πουλάκι μου, ξεκινούσε μια καινούρια ζωή, καινούρια δουλίτσα, καινούριο σπιτάκι, παιδάκια... Ωραιότατα!

Ο Αντρικός έφυγε σαν να μην είχε τρέξει ποτέ τίποτα - ενώ πίσο) του άφησε συντρίμμια, στάχτες και κουρνιαχτό.

Έφυγε δίχως να ρίξει πίσω του οΰτε μια ματιά, έστω και στα κλεφτά.

Ε, είναι να μην είχε η Ντιάνα απωθημένα μετά απ’ όλ’ αυ­τά;

Βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες. Ή ξερε ότι, αν ποτέ τον ξα­νάβλεπε μπροστά της, δεν επρόκειτο να του ανοίξει το κεφά­λι, έστω και με καθυστέρηση δέκα χρόνων. Τουναντίον, θα ορ- μοΰσε στην αγκαλιά του και θα έπεφτε ο πήδος του αιώνα, έ­να πραγματικά συγκινητικότατο γαμήσι με λουλούδια και μου­σικές, όπως ακριβώς το ονειρεύονται όλες οι γυναίκες του κό­σμου, σκέτο Χόλιγουντ, πλήρως συνειδητοποιημένο όμως αυ­τή τη φορά.

Η Ντιάνα δε θα ζητούσε δεσμεύσεις - ο Αντρέας δε θα μπο­ρούσε πια να το παίζει δυστυχισμένος σύζυγος.

Τώρα το λόγο θα είχε η ωριμότητα.Από την άλλη, πιο πιθανό ήταν να βγει ο ήλιος απ’ τη δύ­

ση παρά να ψάξει και να βρει τα ίχνη της ο Αντρέας με δική του πρωτοβουλία. Παρά τις περί του αντιθέτου μαλακίες που υποστηρίζουν οι ίδιοι οι άντρες για να μη γίνονται ρόμπες, είναι γνωστόν τοις πάσι ότι όλοι τους ανεξαιρέτως πάσχουν α­πό μια ανίατη νόσο βαριάς μορφής - αυτή που λέγεται «δει­λία».

Ως γνωστόν, οι ανίατες νόσοι έχουν πολύ κακή πρόγνωση.Digitalised By Jah®

Page 58: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 61

Άρα, ο Αντρέας δεν επρόκειτο να ξαναγυρΐσει ούτε στον αι­ώνα τον άπαντα.

Τότε γιατί δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση κι αυτή, γα- μώτο της, για να μη φτάνει στο σημείο να ακούει τραγούδια στο ραδιόφωνο και να ξεσπάει σε λυγμούς σαν καμιά χήρα α- δικοσκοτωμένου; Και να πεις ότι ήταν ολομόναχη στη ζωή, τό­τε θα είχε κι αυτή τα δίκια της να κάθεται και δέκα και είκο­σι και εκατό χρόνια και να κλαίει τον σκεπαρνοσκοτωμένο. Όμως, δεν ήταν! Είχε παντρευτεί κι αυτή, δύο χρόνια μετά την εξαφάνιση του μπεσερέτα εραστή του ονείρου - και μάλιστα καλοπαντρευτεί.

Ο Γιώργος, ο άντρας της, ήταν κούκ\ος, νέος και πλούσιος. Τον γνώρισε εδώ μέσα ακριβώς, σιο μαγαζί της κολλητής της. Ή ταν ένας από τους προμηθευτές της Πέγκυς σε υφάσματα - η οικογένεια του Γιώργου είχε μια εργοοτασιάρα από δω μέ­χρι αύριο! Κι όχι τίποτα, χατίρι δεν της χάλασε ποτέ της γυ­ναικούλας του, τη λάτρευε, μέσα στα μάτια την κοιτούσε.

Στο διάολο, καταραμένο νιονιό, γαμώτο!Η Ντιάνα κοίταξε τη φίλη της διαπεραστικά. «Ξέρεις, Πέγκυ,

σ’ το έχω ξαναπεί χίλιες φορές, η αστρολόγος μου μου λέει ότι όταν αισθάνομαι έτσι είναι γιατί με σκέφτεται και ο Αντρέας. Τη- λεπαθητικά μηνύματα, παιδί μου!»

«Ρε, άντε ξέχνα το χοντράνθρωπο, ποιος ξέρει πώς θα ’χει γίνει τώρα, πενήντα χρόνων σκατόγερας! Τι μπορεί να σου προσφέρει αυτός ο μπουχέσας που δε σ’ το έχει προσφέρει ο Γιώργος; Ε;»

Η Ντιάνα έκλεισε τα μάτια της και το πρόσο)πό της πήρε μια νοσταλγική έκφραση. «Μωρέ, ας γύριζε, έστω και για μία φορά! Αχ, το εύχομαι με όλη μου την καρδιά! Είναι άραγε ανοιχτός ο ουρανός; Θεούλη μου, κάν’ χο να γίνει! Να ξαναβρεθούμε μια

Digitalised By Jah®

Page 59: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

62 ΘΥΜΑΣΑΙ;

φορά ακόμα, το θέλω τόσο πολύ, μια φορά μόνο, κι ας είναι η τελευταία. Και υστέρα τίποτα! Πέγκυ, σ’ το ορκίζομαι».

Η Πέγκυ την κοίταξε με σημασία. «Κοίτα να δεις που σε πι­στεύω! Πραγματικά, πιστεύω ότι αν ξαναπηδηχτείς ακόμα μια φορά με τον χοντρό θα τον ξεχάσεις και θα ησυχάσουμε όλοι μας! Ωστόσο, πρόσεχε τι εύχεσαι! Οι παλιοί λένε ότι αυτό που ευχόμαστε μπορεί να βγει», δήλωσε με βαρυσήμαντο ύφος. «Ποπό, φαντάζεσαι να βγει; Φαντάζεσαι να ξαναδείς γυμνό τον ελέφαντα και να τον σιχαθείς και ν’ αρχίσεις να τρέχεις κι εσύ γυμνή στους δρόμους; Μαμά μου, μπρρρρ!» αστειεύτηκε.

Η Ντιάνα έκανε μια ανυπόμονη κίνηση. «Σταμάτα, μωρέ! Με τον πόνο μου παίζεις; Πάντως, όσον αφορά τις ευχές, αυ­τό που λες βρίσκει απολύτως σύμφωνη και την αστρολόγο μου. Μου είπε δε ότι στον αστρολογικό χάρτη του κάθε ανθρώπου υπάρχει ένα κέρατο που λέγεται Κλήρος της Τύχης και άλλο ένα κέρατο που λέγεται Vertex. Ε, όταν ο Ή λιος διελαύνει πάνω απ’ αυτό το κέρατο το Vertex, τότε...» ξεκίνησε η Ντιά- να να αναλύει αστρολογικές παραμέτρους και άλλα τινά ε­μπριμέ.

Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μεσούσης της ανάλυ­σης, χτύπησε το κινητό της.

Η Ντιάνα το κοίταξε, αλλά δε σταμάτησε να μιλάει, κατά βάθος μην πιστεύοντας ούτε και η ίδια στις αστρολογικές πα­ραμέτρους που ανέλυε - κουβέντα να γίνεται.

Το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει.«Άντε, ντε, δε θα το σηκώσεις;» μούγκρισε η ΓΙέγκυ.«Ο Γιώργος θα είναι», βρυχήθηκε η Ντιάνα. «Οχ και δεν έ­

χω όρεξη, έτσι φτιαγμένη που είμαι...»Αντί για τον αριθμό του άντρα της, είδε παραξενεμένη έναν

άλλο, εντελώς άγνωστο.Digitalised By Jah®

Page 60: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 63

Αναστέναξε και η ανάσα της ήταν χριοματισμένη από μια τζούρα δυσφορίας - όταν σκεφτόταν το λατρεμένο της φάντα­σμα δεν ήθελε να την ενοχλούν, ούτε να την αποσπούν.

«Παρακαλώ!» είπε, με έναν τέτοιο τόνο όμως που παρέπε- μπε σε Χριστοπαναγία.

«Ντιάνα...» Η φωνή ανήκε σε έναν άντρα ο οποίος δε ρω­τούσε να βεβαιωθεί για το όνομα αυτής που καλούσε, διότι, προφανώς, ήταν βέβαιος. Γι’ αυτό τώρα σιγοψιθύρισε το όνο­μά της - ανάγκη, λαχτάρα και κάλεσμα μαζί.

Τα μάτια της Ντιάνας κόντεψαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους.

Ή ταν και αυτή βέβαιη για το σε ποιον ανήκε η φωνή, όσο βέβαιη ήταν και για το γεγονός ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή εί­χε απέναντι της τη φίλη της την Πέγκυ και όχι τη βασίλισσα της Αγγλίας. Άλλωστε, αυτή τη φωνή θα την αναγνώριζε ακό­μα και σε προεκλογική συγκέντρωση, ανάμεσα σε δεκάδες χι­λιάδες άλλες φωνές που επευφημούσαν όλες μαζί κάποιον ψεύτη.

Το στόμα της άρχισε να ανοίγει, σιγά σιγά, ώσπου στο τέ­λος έφτασε να θυμίζει είσοδο σπηλαίου.

Η Πέγκυ παρακολουθούσε με αυξανόμενη περιέργεια.«Α...Α...Α...ντρέα!» κατάφερε και ψέλλισε η Ντιάνα.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Πέγκυ, κατάπληκτη προφα­

νώς όσο και η φίλη της, έκανε μια σπασμο)δική κίνηση έκ- πληξης - πετάχτηκε όρθια, σπρώχνοντας ακούσια το γραφείο με το σώμα της.

Ένα λαμπατέρ που στεκόταν καμαρωτό πάνω στο γραφείο, ακολουθώντας τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων που συ­νήθως έπεται ενός τέτοιου τραντάγματος του χώρου που το φι­λοξενεί, ταλαντεύτηκε επικίνδυνα. Η Πέγκυ, στην απέλπιδα

Digitalised By Jah®

Page 61: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

64 ΘΥΜΑΣΑΙ;

προσπάθεια της να το πιάσει, έχασε την ισορροπία της και έ­πεσε πάνω στο γραφείο.

Το βουνό της χαρτούρας που βρισκόταν στοιβαγμένη πά­νω στο γραφείο, εκνευρισμένο από την ξαφνική ανωμαλία, γλί­στρησε με χάρη - φρσττ! Τα χαρτιά άρχισαν να πηδάνε από δω κι από κει.

Ε, και τότε έπεσε και το λαμπατέρ και τσακίστηκε στο πά­τωμα με θόρυβο - μπαμ, σκρατς!

Τουτέστιν, έγινε χαμός - αλλά πάλι, όπου κι αν ανακατευ­όταν ο χοντρός εραστής του ονείρου, πάντα χαμός γινότανε.

Μικρό το κακό.«Τι έγινε;» ρώτησε παραξενεμένος ο επανεμφανισθείς από

το πουθενά Αντρέας, με πιο ζωηρή φωνή αυτή τη φορά.Η Ντιάνα προσπάθησε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών

της -με αρκετή επιτυχία- και το βροντοχτΰπημα της καρδιάς της - δίχως επιτυχία. «Τί...τίποτα», ξεστόμισε, ρίχνοντας ταυ­τόχρονα μια μούντζα στην Πέγκυ, η οποία είχε κάτσει στο πά­τωμα και έφραζε το στόμα της και με τα δυο της χέρια για να μην ακουστούν τα τρανταχιά γέλια που συντάραζαν το κορμί της. «Α,,.απλά, ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που σε άκουσα μετά α­πό δέκα χρόνια, ώστε...» άρχισε να λέει.

«Καλά, καλά», τη διέκοψε μαλακά ο Αντρέας - κάπως ανυ­πόμονα, ή μήπως ήταν ιδέα της; «Λοιπόν, Ντιάνα, άκου. Δεν έχω πολύ χρόνο. Σε τέσσερις ώρες πετάω για Θεσσαλονίκη. Θέλω να σε δω. Αμέσως. Τώρα».

Η Ντιάνα απόμεινε να χάσκει κοιτάζοντας το κινητό της, σαν να μην πίστευε ότι κρατούσε τηλεφωνική συσκευή αλλά χειροβομβίδα, για την οποία την είχαν μόλις ενημερώσει ότι, δυστυχώς, ήταν πολύ αργά, η περόνη είχε ήδη αφαιρεθεί, ο­πότε, μοιραία, σε λίγο, σε δευτερόλεπτα...

Digitalised By Jah®

Page 62: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΚΙ ΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 65

Αντέδρασε όπως θα αντιδρούσε αν τον είχε ακούσει τελευ­ταία φορά πριν από δέκα λεπτά - λες και δεν είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια. «Που είσαι;» βρυχήθηκε.

«Ξενοδοχείο “Γαλήνη”», είπε και της έδωσε μια διεύθυνση κάπου στην Πεντέλη. «Κάνε γρήγορα», διέταξε ο αγάς.

«Έρχομαι!» βροντοφώναξε η Ντιάνα.Κλικ.Οι φιλενάδες απόμειναν να κοιτάζονται με μάτια γουρλω-

μένα. Και ξαφνικά η Ντιάνα ξύπνησε από το λήθαργο.Πήρε την τσάντα της και άρχισε να τη σκαλίζει με μανία.«Μα τους Αγίους Αποστόλους!» - σήμερα η Πέγκυ είχε ιδιαί­

τερη έφεση στο να ξεστομίζει και να επικαλείται πάσης φύσε- ως Θεία. «Παιδάκι μου, τι έγινε; Από πού κι ως πού Αντρέας;I Ιού έρχεσαι;»

Η Ντιάνα δεν απάντησε - για την ακρίβεια, δεν επρόκειτο να μιλήσει ώσπου να έβρισκε αυτό που τόσο μετά μανίας έ- φαχνε.

Ώσπου το βρήκε - ένα τσαλακωμένο, χιλιοχρησιμοποιη- μένο χαρτί, που ήταν θαύμα πώς δεν είχε σκιστεί από την πο- λυχρησία.

Ή ταν ο αστρολογικός της χάρτης, τον οποίο κουβαλούσε πάντα μαζί της.

«Vertex, Vertex... Ή λιος, Ήλιος...» μονολόγησε.Ιδού! Η Ντιάνα έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού. «Να το!»

φώναξε θριαμβευτικά, σε πλήρη έξαψη. «Είδες που σ’ τα ’λεγα; Τη οτιγμή που ευχήθηκα να ξαναγυρίσει ο Αντρέας, ο Ήλιος μου έκανε σύνοδο ακρίβειας με το Vertex μου, και να την η ευχού- λα! Βγήκε! ΙΙαναγίτσα μου, δεν το πιστεύω! Βγήκε επιτέλους, ΒΓΗΚΕ!»

«Μα τι λες εκεί, βρε χρυσ...» δοκίμασε να πει η Πέγκυ.Digitalised By Jah®

Page 63: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Η Ντιάνα της άρμηξε και άρχισε να τη φιλάει σταυρωτά. «Φιλεναδίτσα, δεν έχω χρόνο! Ο Αντρέας φεύγει σε τέσσερις ώρες! Μανούλα μου, τρέχω! Θα τα πούμε μετά!» είπε κι έκα­νε να (ρύγει τρέχοντας.

«Στάσου, μωρέ!» ακούστηκε στεντόρεια η αγριοφωνάρα της Πέγκυς. «Πες μου κι εμένα να ξέρω! Αν δε μου πεις τώρα, τι θα κάνω αν τυχόν περάσει από δω ο Γιώργος και σε ψάχνει; Πώς να ξέρω τι θα του πω; Πρέπει να συνεννοηθούμε!»

Αυτό όντο)ς ήταν ένα αφοπλιστικό επιχείρημα - το δίχως άλ­λο.

Η Ντιάνα κοντοστάθηκε σκεφτική. «Χμμ... Έ χεις δίκιο. Λοιπόν, ο Αντρέας μου ζήτησε να συναντηθούμε, κι αυτό να γί­νει γρήγορα, διότι σε τέσσερις ώρες πετάει για Θεσσαλονίκη. Αν λοιπόν περάσει ο Γιώργος από δω, πες του ότι...»

«Και δε μου λες, για να χουμε και καλό ρώτημα», τη διέ­κοψε η Πέγκυ. «Πού θα συναντηθείς με τον Μαλακαντρέα;»

Η Ντιάνα αντιπαρήλθε δίχως κανένα σχόλιο το παρωνύμι που κόλλησε η Πέγκυ στον λατρεμένο της. «Σ’ ένα ξενοδοχείο στην Πεντέλη. Ό πως αντιλαμβάνεσαι, δεν έχω πολύ χρόνο».

Η Πέγκυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Κατάλαβα! Βουλω­μένο γράμμα διαβάζω εγώ, χρυσή μου! Ώστε, εντελώς ξαφνι- κά και απρόσμενα, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, μια μέ­ρα του κάπνισε του κυρ Αντρέα, για να μην πω “του καύλωσε”, σε παίρνει τηλέφωνο σαν να μην τρέχει τίποτα και σου λέει, ή μάλλον σε διατάζει, να πας τρέχοντας να τον συναντήσεις σ’ έ­να ξενοδοχείο στου διαόλου τη μάνα;»

Η Ντιάνα έκανε μια αόριστη χειρονομία - σημάδι ότι βια­ζόταν τρομερά.

«Τουλάχιστον είχε την ευγένεια να σε ρωτήσει τι κάνεις, πώς είσαι, αν είσαι καλά;» συνέχισε ανελέητη η Πέγκυ.

66 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 64: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Η Ντιάνα χην κοίταξε αφηρημένη. «Ε... όχι», αποκρίθηκε. «Έλα, μωρέ Πέγκυ, σύνελθε και συ! Αφού θα συναντηθούμε σε λίγο, γιατί να χάνει χρόνο να...»

«Ανακεφαλαιώνω!» είπε η Πέγκυ με έμφαση. «Ο μαλάκας που σου κατέστρεψε τη ζωή επανεμφανίζεται μετά από δέκα χρόνια σαν να μην τρέχει τίποτα. Σου τηλεφωνεί και, δίχως καν να σε ρωτήσει τι κάνεις, πώς είσαι, αν είσαι καλά, βγάζει αμέσως σουλτανικό φιρμάνι και σε διατάζει να πας σε ένα ξε­νοδοχείο, προφανώς για να βγάλετε τα μάτια σας!»

Η Ντιάνα κούνησε το κεφάλι της - ναι.«Και εού, σαν όρθιο βόδι που είσαι, θα πας, παρ’ όλ’ αυτά!»

έκανε αποδοκιμαστικά η Πέγκυ.Η Ντιάνα την κοίταξε ικετευτικά. «Αχ, Πεγκουλίνι, κατά­

λαβε' με! Πρέπει να το κάνω, έχω ανάγκη να τον δω και να βγά­λω τ’ απωθημένα μου. Και μην ανησυχείς. Μετά τον πήδο, θα ιου ψάλω τον αναβαλλόμενο! Δηλαδή, τι θες, να βλέπεις τη φι- λεναδίτσα σου να υποφέρει μια ολόκληρη ζωή; Γιατί αυτό θα συμβεί, θα υποφέρω ώσπου να πεθάνω αν δεν έχω κλείσει τους ανοιχτούς μου λογαριασμούς!»

Η Πέγκυ την κοίταξε με σημασία.Πραγματικά, η Ντιάνα έλεγε την αλήθεια.Τους ζυγούς λύσατε. «Έχεις δίκιο», παραδόθηκε. «Καλά.

Εξαφανίσου. Αν έρθει από δω ο Γιώργος, θα πω ότι είσαι στο Ι ΕΒΕ. Κοίτα μην κάνεις κανένα λάθος και πεις ότι πήγες στην Εφορία Ανωνύμων Εταιρειών!»

«Κουκλίτσα μου, να σε φιλήσω!»«Κοίτα, κακομοίρα μου, σε τρεις ώρες να είσαι πίσω! Θα κό­

κκο μπάστακας πάνω από τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, μήπως και χρειαστείς τίποτα. Αν γίνει το οτιδήποτε, θα με πά­ρεις αμέσως. Αν μάλιστα θέλεις να ρίξουμε στο μαλάκα χο­

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 67

Digitalised By Jah®

Page 65: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

68 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ντρό και κανένα βρομόξυλο, τότε είναι που θα έρθω πετώντας!» είπε η Πέγκυ χασκογελώντας.

«Αχ, ευχήσου να πάνε όλα καλά!»«Εσυ να το ευχηθείς!» τόνισε η Πέγκυ. «Από το δικό σου

Βρεκεκέξ, πώς το είπες, διελαυνει ο Ή λιος, όχι από το δικό μου!»

«Vertex, κουκλίτσα μου! Vertex!»Άντε να δοΰμε...

Η Ντιάνα κυριολεκτικά πέταξε μέχρι την Πεντέλη.Ό πως πολΰ ορθά το είχε επισημάνει σε κάποιο βιβλίο του

ο διάσημος συγγραφέας Πάουλο Κοέλιο, όταν επιθυμείς κάτι πάρα πολΰ, ολόκληρο το Σΰμπαν συνωμοτεί για να σε βοηθή­σει - στη δική της περίπτωση, πάντως, αυτό ακριβώς συνέβη σήμερα.

Βγήκε τρέχοντας από την οδό Βΰσσης, διέσχισε την οδό Αθη- νάς και μπήκε στην πλατεία Ομονοίας. Εκεί βρήκε αμέσως τα­ξί, ο ταξιτζής δεν αρνήθηκε τη μίσθωση όταν άκουσε τΟν προ­ορισμό -όπως κάνουν πολλοί αυτοκινητιστές της κακιάς ώρας-, και μάλιστα, επειδή ήταν και νεαρός μαγκάκος, γκάζωοε σαν τρελός. Επιπλέον, οι δρόμοι ήταν άδειοι -χάρη σε θαΰμα-, κί­νηση δεν υπήρχε, τα φανάρια τους συμπαραστάθηκαν, ο ταξι- τζής-κασκαντέρ έκοβε από δω, έστριβε από κει, έκανε, έρανε...

Το αποτέλεσμα της συνωμοσίας του Σΰμπαντος υπέρ της ή­ταν ότι έφτασε στο ξενοδοχείο στην Πεντέλη σε είκοσι πέντε λεπτά ακριβώς. Χρόνος ρεκόρ - που άξιζε να καταγραφεί οτο βιβλίο Γκίνες.

Μην παίρνοντας απολΰτως καμιά προφΰλαξη σ’ εκείνη την ερημιά στο τέρμα του Θεοΰ -ή στου διαόλου τη μάνα, όπως

Digitalised By Jah®

Page 66: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 69

προτιμούσε η Πέγκυ-, η Ντιάνα πλήρωσε το ραλίστα ταξιτζή, βγήκε από το ταξί και μπούκαρε ευθύς στο ξενοδοχείο «Γαλή­νη», με την καρδιά της να βροντοχτυπάει σαν τις μπουνιές των μποξέρ σε παράνομο αγώνα κατς, το στόμα της στεγνό όσο και ο κόλπος γυναίκας σε εμμηνόπαυση και τα χέρια της να στάζουν ποσότητες ιδρώτα που θα ήταν ικανές να προκαλέ- σουν πλημμύρα.

Με το που πάτησε το πόδι της εκεί μέσα, κατάλαβε ότι το όνομα του ξενοδοχείου ήταν προσχηματικό - ή ίσως απλά χιου­μοριστικό. Μόνο γαλήνη δεν επικρατούσε, αντιθέτως, ηδυπα­θής μουσική που παρέπεμπε σε πορνό έπαιζε σε ένταση με­γαλύτερη από όσο θα επέτρεπε η γαλήνη των ενοίκων, ενώ ο­λόκληρος ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος και από άλλους, πιο φυσικούς ήχους: βογκητά, αναστεναγμοί, βαριές ανάσες, κα­θώς και λόγια απ’ αυτά που ούτε λέγονται ούτε γράφονται - κι όλ’ αυτά, δίχως να είναι καν βράδυ. Ό σο να ’ναι, η νύχτα είναι πιο κατάλληλη χρονική στιγμή για ανάλογες δραστηριότητες.

Προφανώς ο κοσμάκης, για να ξεχνάει τη φτώχεια του, το έριχνε έξω μένοντας -κα ι μπαίνοντας- μέσα, ξεκινώντας το γλέ- ντι ήδη απ’ τις πρωινές ώρες. Ακόμα πιο προφανώς, το ξενο­δοχείο «Γαλήνη» -που έπασχε από ηχομόνωση- ήταν γαμη- οτρώνα, στρατόπεδο συγκέντρωσης παράνομων εραστών και ξερό ψωμί. Απλά πράγματα.

Η Ντιάνα ξεροκατάπιε. Συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πο­λύ καλύτερα να είχε έρθει εδώ μέσα μεταμφιεσμένη. Από την άλλη, ευτυχώς που της είχε μείνει ακόμα λίγο νιονιό ώστε να φοράει τουλάχιστον τα τεράστια μαύρα γυαλιά της και να έ­χει τα μαλλιά της ελεύθερα - συνήθως τα έπιανε σε κότσο.

Εισβάλλοντας σε μια κόκκινη ρεσεψιόν -πραγματικά, όλα εκεί μέσα ήταν κόκκινα, οι τοίχοι, τα χαλιά, το γραφείο του ρε-

Digitalised By Jah®

Page 67: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

70 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σεψιονίστα, η καρέκλα του, τα πάντα, προφανούς για να φου­ντώνει το πάθος των επισκεπτών του ξενοδοχείου και να μην κρατιούνται με τίποτα-, είδε το ρεσεψιονίστα να βρίσκεται σωριασμένος σ’ έναν κόκκινο καναπέ και να διαβάζει ένα πορ- νοπεριοδικό μασώντας ταμπάκο.

Η Ντιάνα είχε ξαφνικά την παραίσθηση ότι είχε μπει μέ­σα σ’ ένα λουτρό αίματος και για μια στιγμή νόμισε ότι βρέ­θηκε από το πουθενά πρωταγωνίστρια σε σουρεαλιστική ται­νία αλμοδοβαρικής εμπνεύσεως - ωστόσο, τώρα που είχε μπει στο χορό, ήταν αποφασισμένη να χορέψει μέχρι σκασμού. «Σ...συγνώμη;» ψέλλισε στο ρεσεψιονίστα, ο οποίος μελετού­σε με ευαγγελική προσήλωση τα απόκρυφα κάλλη μιας ξανθιάς γκόμενας που τον κοιτούσε πονηρά μέσα από το ιλουστρασιόν χαρτί.

«Παρντόν, μαντάμ, το ξενοδοχείο δε δέχεται μοναχικούς πελάτες», είπε βαριεστημένος ο ρεσεψιονίστας. «Από ζευγά­ρια και πάνω», ολοκλήρωσε με νόημα.

Η Ντιάνα παραλίγο να σωριαστεί λιπόθυμη στο κόκκινο χαλί, αλλά μετά σκέφτηκε τι μπορεί να είχε πατήσει -ή ακό­μα και στάξει- πάνω σ’ αυτό το χαλί και συγκρατήθηκε. «Ξέ­ρετε... χμμ... ήρθα να συναντήσω έναν κύριο. Είναι εδώ, στο δωμάτιο 212. Με... χμμ... με περιμένει».

Το ροδοκόκκινο, σε πλήρη αρμονία με το ντεκόρ, πρόσωπο του ρεσεψιονίστα ζωήρεψε. «Μα ναι, βέβαια! Πήγαινε, κοπέλα μου! Ο μεσιέ σε περιμένει. Μάλιστα, έχει πληρώσει ήδη. Όταν του εξήγησα ότι για βίζιτες έχουμε άλλη χρέωση, δεν έφερε κα­μιά αντίρρηση ο άνθρωπος! Με πλήρωσε για όλη μέρα. Το φυ­σάει το παραδάκι. Αμ πώς, αλλιώς;» ξέσπασε σε γέλια.

Τ ι έκανε, λέει; Βίζιτες; Μπουρδελοξενοδοχεία πάνω στα βουνά της Αττικής, μέσα στα οποία είχαν χυθεί ποσότητες

Digitalised By Jah®

Page 68: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 71

σπέρματος ικανές να γεμίσουν έναν ολόκληρο Σαρωνικό κόλ- πο, για να μην ποΰμε ένα Αιγαίο πέλαγος; Ω Θεέ μου!

Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η παρανομία - και το παράνομο κοκό κατ’ επέκτασιν.

Που είσαι, Γκοργάκη, να δεις το γυναικάκι σου, να σου πέ­σουν τα σαγόνια! Καημένε, αθώε κέρατά, που είσαι, να δεις και να μην πιστεύεις!

Αλλά είπαμε: Ό ποιος μπαίνει στο χορό θα χορέψει.Η Ντιάνα πήρε ένα εμφανέστατα ξινισμένο ύφος, αντιπα-

ρήλθε την έντονη ανάγκη της να κάνει ένα σχόλιο προς τον α­γενέστατο και προκλητικότατο ρεσεψιονίστα, όπου θα του έ­λεγε ότι το κουτσομπολιό ήταν ανεπίτρεπτο ελάττωμα για έναν πορνοβοσκό σε μπουρδελοξενοδοχείο, τον παράτησε σύξυλο και πήρε των ομματπόν της για το δωμάτιο 212.

Σε όλο τον κόκκινο διάδρομο, βογκητά και άλλα ακούγονταν πίσω από κλειστές πόρτες.

Την (5ρα που η Ντιάνα στάθηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου 212, κάποιος επιβήτορας έφτανε στην πολυπόθητη κορύφωση και το διατυμπάνιζε όσο πιο δυνατά μπορούσε - τα ουρλιαχτά της γαμετής του αποδείκνυαν με τον καλύτερο δυ­νατό τρόπο ότι τα είχε καταφέρει περίφημα.

Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει κρίση πανικού. Μα την Πανα­γία, για ένα δευτερόλεπτο της πέρασε απ’ το μυαλό να κάνει μεταβολή και να (ρύγει τρέχοντας - από την άλλη, όμως, πίσω (χπό εκείνη την κλειστή πόρτα την περίμενε ο προσωπικός της θεός. Πώς να κλείσει τα αφτιά της στο κάλεσμά του; Δεν μπο­ρούσε, όπως ακριβώς δεν μπορούσαν να τα κλείσουν και οι Πρωτόπλαστοι κάθε φορά που τους καλούσε ο Θεός των Θεών.

Digitalised By Jah®

Page 69: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

72 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Εξάλλου, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να βγουν αληθινά τα λόγια της Πέγκυς - να έβλεπε τον λατρεμένο της να έχει γίνει ένας άθλιος γερο-μπάκακας, να έμπαινε σε μοιραίες συγκρί­σεις με την τορνευτή κορμάρα του άντρα της του Γιωργάκη και, εντέλει, να σιχαινόταν το απαίσιο βουβάλι Αντρέα άπαξ και διά παντός.

Δεδομένων των συναισθημάτων που έτρεφε και συντηρού­σε τόσα χρόνια η Ντιάνα για τον ιπποπόταμο, δεν το έβρισκε και τόσο πιθανό αυτό - ωστόσο όφειλε να πάρει τα ρίσκα της.

Και να! Λες και ο λατρεμένος εραστής του ονείρου είχε κά- ποιες τηλεπαθητικές εκλάμψεις, η πόρτα άνοιξε πριν προλά­βει η Ντιάνα να τη χτυπήσει. Και ιδού, μετά από δέκα ολό­κληρα χρόνια, βρέθηκε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με το με­γάλο έρωτα της ζωής της, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, το όνειρο, το φάντασμα!

Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζονταν με γουρλωμένα μάτια. Σιωπηλοί.

Η Ντιάνα, στα τριάντα τρία της πια χρόνια, βρισκόταν στο απόγειο της ομορφιάς της - πρόσωπο που έλαμπε δίχως ούτε μια ρυτίδα, μαλλιά που άστραφταν, σώμα που είχε αποκτήσει τις θηλυκές καμπύλες και όλα τα λοιπά καλά της μητρότητας, δίχως κανένα από τα κακά της. Ό σο για εκείνον...

Κανένας δε θα μπορούσε να κατηγορήσει την Ντιάνα για τύφλωση ένεκα έρωτος - το σωστό, σωστό.

Ο Αντρέας, στα πενήντα του, είχε αλλάξει αρκετά - και, ποιος θα το πίστευε, προς το καλύτερο. Ή ταν ωραιότερος α­πό ποτέ.

Τα παχάκια που είχε τότε, πριν δέκα χρόνια, τα οποία ό­λοι οι υπόλοιποι στην τράπεζα τα έβλεπαν και χασκογελούσαν, αλλά εκείνη δεκάρα τσακιστή δεν έδινε, είχαν εξαφανιστεί.

Digitalised By Jah®

Page 70: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 73

Ο Αντρέας είχε αδυνατίσει εμφανώς, αλλά όχι τόσο ώστε να θυ­μίζει σκιάχτρο, με κρέατα να κρέμονται από την αδυναμία, σταφιδιασμένες πέτσες, προγούλια και άλλα τέτοια.

Ποιος ξέρει, ίσως να είχε ακούσει τις παροτρύνσεις της ε­κείνης της εποχής και να είχε γραφτεί σε κανένα γυμναστήριο.

Κατά τα λοιπά, τα πυκνά μαύρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους - το απόλυτο φετίχ των γυ­ναικών. Το κοκοράκι, παρά τις αντίθετες δυσοίωνες προβλέ­ψεις της Πέγκυς, δεν είχε εξελιχτεί σε φαλάκρα. Τα χρυσαφέ­νια του μάτια γυάλιζαν όπως ακριβώς τα νεανικά.

Και το στόμα του παρέμενε το ίδιο σαρκώδες και αισθη­σιακό, όπως τότε.

«Ιβί, μάνα μ’!» όπως θα έλεγε και η Μικρασιάτισσα γιαγιά της. Αμάν, Παναγία μου, τι ήταν αυτό το ξαφνικόοοο!

Πού είσαι, Πέγκυ, να δεις έναν γκόμενο να σου πεταχιούν τα μάτια έξω!

Η Ντιάνα δεν κρατιόταν ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μέσα στην πολυαγαπημένη α­γκαλιά.

Φυσικά, αυτό που άρχισε να επακολουθεί μόνο ως «σώσε» θα μπορούσε να περιγράφει.

Ο Αντρέας την έριξε σιο πάτωμα και άρχισε να της τραβάει τα ρούχα - ευτυχώς, το Σύμπαν συνωμότησε ώστε να μην της τα σκίσει κιόλας. Και, δίχως να χάσει χρόνο για προκαταρ­κτικά, της παραμέρισε όπως όπως το βρακί και εισέβαλε θριαμβευτικά, όπως τα στρατεύματα του Γ' Ράιχ όταν εισέβα­λαν στην κατάπληκτη Αθήνα - γύρω στα τέλη του ’40 με αρχές του ’41, η Ντιάνα δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς.

Σε τρία λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα ο Αντρέας είχε ο­λοκληρώσει το κατόρθωμά του - αν διανοείτο να σηκωθεί, να

Digitalised By Jah®

Page 71: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

74 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σπεΰσει στον καμπινέ, να πλυθεί και να πασαλειφτεί με οινό­πνευμα, ακριβώς όπως το συνήθιζε και στα παλιό καλά χρό­νια, τότε η Ντιάνα ήταν αποφασισμένη να του σπάσει το κε­φάλι επιτόπου, δίχως να χάσει χρόνο να του μιλήσει για να βγάλει το άχτι της.

Κι όχι πως ήθελε να του πει και πολλά, μόνο το εξής ένα:Ό τι ήταν μαλάκας. Ένας αληθινός άντρας, που έχει αρχί-

δια για πολλούς άλλους σκοπούς εκτός από την αναπαραγω­γή, δε φέρεται με τέτοιο τρόπο σε μια γυναίκα που τον λάτρε­ψε.

Ευτυχώς, όμως, ο Αντρέας, εκτός από εμφάνιση, είχε αλλά­ξει και συνήθειες. Έτσι, αντί να τσακιστεί στον καμπινέ, έμει­νε ξαπλωμένος στο πάτωμα κρατώντας τη (πην αγκαλιά του.

Η Ντιάνα πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε, πάντα ξαπλω­μένη. «Πώς με βρήκες;»

Ο Αντρέας χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Ε, καλά! Ό ποιος θέ­λει βρίσκει! Πόσο μάλλον όταν είναι και δικηγόρος!»

Η Ντιάνα, η οποία δεν είχε τίποτα πια να χάσει, διακινδύ­νευσε την ερώτηση που, ως γνωστόν, όλοι οι άντρες μισούν πε­ρισσότερο κι από την γκρίνια της πεθεράς τους. «Γιατί;»

«Τι γιατί;»«Γιατί έψαξες να με βρεις μετά από τόσα χρόνια;»Ο Αντρέας χασμουρήθηκε. «Δηλαδή δε χάρηκες που το έ­

κανα;» απάντησε διά ερωτήσεως.«Πώς, και βέβαια χάρηκα. Απλώς αναρωτιέμαι».Εκείνος ξάπλωσε στο πλευρό του και την κοίταξε διαπερα­

στικά. «Κοίτα, Ντιάνα, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Τώρα πια είσαι μεγάλο κορίτσι».

«Και παντρεμένο κορίτσι, με δυο παιδιά», διευκρίνισε ε­κείνη.

Digitalised By Jah®

Page 72: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

I IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 75

Ο Αντρέας προσπέρασε την αποκάλυψη λες και ήταν εντε­λώς ασήμαντη, που δεν τον αφορούσε καν. «Τώρα που είμα­στε μεγάλα παιδιά, μπορούμε να λέμε την αλήθεια μεταξύ μας. Κ, σ’ αυτά τα δέκα χρόνια ήταν η πρώτη φορά που έτυχε να κα- ιέβω μόνος μου στην Αθήνα. Συνήθως έρχεται μαζί και η γυ­ναίκα μου, αλλά αυτή τη φορά κάτι της έτυχε τελευταία στιγ­μή και δεν μπόρεσε να με συνοδέψει. Το λοιπόν, προχτές το βράδυ που ήμουν με κάτι φίλους σ’ ένα μπαρ και τα πίναμε, σε σκέφτηκα. Χτες αναζήτησα τα ίχνη σου και σήμερα σε πή­ρα τηλέφωνο. Αυτά».

Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, αλλά προτίμησε να συγκροτηθεί για λίγο ακόμα. Δόξα τω Θεώ, της έμενε... κοί­ταξε το ρολόι της... της έμεναν άλλες δύο ώρες - ικανότατο χρονικό διάστημα για να του σπάσει το κεφάλι λίγο αργότερα. «Πόσες μέρες είσαι εδώ;» ρώτησε ψύχραιμα.

«Δέκα συνολικά».«Αλήθεια, όλα αυτά τα χρόνια με σκεφτόσουν καθόλου;»«Πώς, αμέ!» έκανε ο εραστής του ονείρου. «Σε έβλεπα στον

ύπνο μου πού και πού - και το πρ(οί που ξυπνούσα, μη σου πω πώς ήταν τα σεντόνια!» χασκογέλασε με το άνοστο αστείο του.

«Κι αυτή τη φορά γιατί μου τηλεφώνησες;»Ο Αντρέας άρχισε να χάνει την υπομονή του. «Μα σου ε­

ξήγησα. Α(ρού δεν ήταν μαζί η γυναίκα μου, σκέφτηκα και εί- ιια: Γιατί να μην το πάρω ένα τηλέφωνο το κοριτσάκι μου, να βρεθούμε, να περάσουμε καλά; Γιατί το σκαλίζεις τόσο πολύ;»

Η Ντιάνα ξεφύσηξε. «Και πώς ήσουν τόσο βέβαιος ότι θα ερχόμουν;»

Ο Αντρέας την κοίταξε αυτάρεσκα. «Ε! Καλά τώρα! Είναι δυνατόν να μην ερχόσουν; Ή μουν βέβαιος πως θα ερχόσουν οπωσδήποτε, κοριτσάκι μου, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!

Digitalised By Jah®

Page 73: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

76 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Άλλωστε, περνούσαμε καλά εμείς οι δυο - ή μήπως κάνω λά­θος;»

Να το το εγκεφαλικό! Καμιά φορά, όσο κι αν προσπαθείς να συγκροτηθείς για να το αποφύγεις, όσο κι αν πασχίζεις να κρατήσεις την πίεσή σου σε ανεκτά για τον οργανισμό επίπε­δα, δεν μπορείς, ρε πούστη μου!

Τζάμπα τα όνειρα, τζάμπα οι ελπίδες... Ό σο κι αν η Ντιά- να συντηρούσε μέσα της την ανάμνηση του εραστή του ονείρου πολύτιμη, ατόφια και άφθαρτη, όσο κι αν τον φανταζόταν όχι όπως ήταν, αλλά όπως εκείνη θα τον ήθελε να είναι, ήρθε η πι­κρή πραγματικότητα - και συνάμα η πλήρης απομυθοποίηση.

Προφανώς, ο πολύτιμος Αντρέας συνέχιζε, παρά τα πενή­ντα του χρόνια, να σκέφτεται με το κάτω κεφάλι. Ή ταν κι αυ­τός ένας γελοίος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.

Σε αντίθεση με τον άντρα της, τον Γιώργο, που ήταν άντρας με το Α κεφαλαίο. Μπεσαλής, έντιμος, ξηγημένος...

Από την άλλη, όμως, ήταν η πρώτη φορά που και ο Μαλα- καντρέας -στην υγειά σου, Πέγκυ- ξηγιόταν ξεκάθαρα και της έλεγε την αλήθεια. Ό χι όπως τότε, που της έλεγε παραμύθια της Χαλιμάς περί δυστυχισμένου έγγαμου βίου-εφιάλτη μ’ έναν μπουφέ, πουλώντας της ψεύτικες αγάπες και ψεύτικα λουλούδια.

Την αλήθεια: «Κουκλάρα μου, γουστάρω να βγάλουμε τα μάτια μας. Είσαι;»

Ξηγημένα πράγματα.Παραδόξως, της έφυγε όλη η επιθυμία να του σπάσει το

κεφάλι. Αντιθέτως, όλο το μένος και το απωθημένο εξαφανί­στηκε ως διά μαγείας και τη θέση του πήρε ένα εντελώς ακα­τανόητο συναίσθημα που έμοιαζε με ευγνωμοσύνη. Ευγνωμο­σύνη που εμφανίστηκε μυστηριωδώς, αλλά ήταν καλοδεχού­μενη.

Digitalised By Jah®

Page 74: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 77

Ευγνωμοσύνη, διότι τώρα ήταν πια ελεύθερη.Ελεύθερη απ’ αυτόν.Δε θα επέστρεφε στο σπίτι; Θα έβαζε κάτω τον αντρούλη της

τον Γιωργάκη και θα τον έκανε να πει το Μπιρ Αλλάχ! Και αυ­τή τη φορά δίχως να χρειάζεται να φέρει τον Αντρέα στο μυα­λό της, ούτε να σβήσει τα φώτα για να μπορεί να τον φαντα- σιώνεται με την ησυχία της.

Ωστόσο, ήταν αρκετά ειλικρινής για να παραδεχτεί ότι η χημεία ανάμεσα σ’ αυτή και τον Αντρέα ήταν κόλαση - οπό­τε, θα μπορούσε για μια φορά στη ζωή της να σκεφτεί κι αυ­τή σαν άντρας, με τον εαυτουλίστικο, γελοίο τρόπο των α- ντρών.

Θα έριχνε ακόμα έναν πήδο τώρα, επιτόπου, με τον Αντρι­κό, που τον είχε εδώ διαθέσιμο και τον γούσταρε κιόλας με τρέλα, και μετά θα σηκωνόταν, θα έφευγε, θα γύριζε στον α­ντρούλη της και θα συνέχιζε τη ζωή της, ελεύθερη κι ωραία. Ένας πήδος ακόμα - και μετά ποσώς θα την ενοχλούσε να μην ξαναέβλεπε τον Μαλακαντρέα ποτέ στη ζωή της.

Ο Αντρέας φαίνεται ότι αντιλήφθηκε πάνω της τη μυρωδιά της όρεξης για κοκό. Ποιος ξέρει, ίσως να είχε κιόλας μετα- νιώσει που της τα είχε πει έτσι χύμα και τσουβαλάτα με κίν­δυνο να τα κάνει σκατά. Τέλος πάντων, ό,τι κι αν είχε γίνει, εί­χε αυτός τον τρόπο του να ισιάξει τα στραβά όπως μόνο εκεί­νος ήξερε - ή νόμιζε ότι ήξερε: ξάπλωσε πάνω της κι αυτή τη φορά ήταν πολύ τρυφερός και καθόλου βιαστικός.

Και από προκαταρκτικά, υπήρξαν ευάριθμα - με ιδιαίτε­ρη έμφαση σ’ εκείνο το συγκεκριμένο που ξετρελαίνει τις γυ­ναίκες. Ο σκατάς ανέκαθεν ήξερε πώς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του - το καλό να λέγεται.

Τέλος πάντων, μ’ αυτά και μ’ αυτά, ήρθε το νυν και το αείDigitalised By Jah®

Page 75: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

78 ΘΥΜΑΣΑΙ;

και ο μεσήλικας εραστής του ονείρου εισέβαλε για δεύτερη φορά στις ορθάνοιχτες πύλες της Καρχηδόνας.

Η Ντιάνα, παρά το πάθος, είχε ήδη σκεφτείτι θα έκανε για να εκδικηθεί. Πάνω στο καλύτερο, θα αποκαλούσε τον Αντρι­κό με το όνομα του άντρα της, δυνατά, στεντόρεια, ολοκάθα­ρα. Θα τον φοίναζε «Γιώργο!». Αυτή θα ήταν μια καλότατη εκ­δίκηση, το δίχως άλλο. Όσο κι αν οι άντρες είναι παχύδερμα, έχουν κι αυτοί το αδύνατο σημείο τους: δεν τους αρέσει κατ’ ουδένα τρόπο να τους συγκρίνουν με άλλους, πολλώ δε μάλλον να τους αποκαλούν και με τα ονόματα άλλων, ειδικά την ώρα που αυτοί καταβάλλουν τόσο κόπο σπρώχνοντας.

Δεν πρόλαβε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της - και κα­τά μία έννοια ευτυχώς που δεν πρόλαβε, διότι μετά θα είχε τύ­ψεις για όλη της τη ζωή, ότι εκείνη ήταν η υπαίτια που συνέ­βη αυτό που συνέβη το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.

Κι αυτό που συνέβη ήταν ότι ο εραστής του ονείρου, πάνω στο καλύτερο, έβγαλε ένα αγκομαχητό, μετά έναν αναστεναγ­μό, μετά έναν ήχο σαν σφύριγμα...

Και έμεινε ακίνητος.Στην αρχή η Ντιάνα δεν κατάλαβε - ωστόσο σε κάνα δυο

τρία δευτερόλεπτα τον σκούντησε. Έτσι όπως είχε ξεραθεί πά­νω της μ’ όλο του το βάρος, είχε αρχίσει να της κόβεται η α­νάσα. «Αντρέα;»

Τίποτα.«Αντρέα;» Πιο δυνατό σκούντημα αυτή τη φορά.Μπα!Έβαλε όλη της τη δύναμη και τον παραμέρισε από πάνω

της.Ο Αντρικός σωριάστηκε δίπλα της σαν σακί, με τα μάτια ορ­

θάνοιχτα και το στόμα μισάνοιχτο σε μια υποψία χαμόγελου.Digitalised By Jah®

Page 76: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 79

Έλα, Παναγία μου! Η Ντιάνα άρχισε να φοβάται.«Αντρέα!» άρχισε να τον τραντάζει μ’ όλη της τη δύναμη.Δεν είναι δυνατόν! Μωρέ, μπας και...Κοντεύοντας να κατουρηθεί από το φόβο της, σαν την τρε­

λή κυριολεκτικός, έψαξε να του βρει σφυγμό. Νέκρα. Έπεσε και πάνω στην καρδιά του.

Πιο νέκρα δε γινόταν.Αποκλείεται! Αυτό ήταν εφιάλτης. Δεν μπορούσε να συμ­

βαίνει στην πραγματικότητα!Η Ντιάνα, σε κατάσταση παράκρουσης, άρχισε να χορο­

πηδάει πάνω κάτω στο πάτωμα με μάτια γουρλωμένα και κρα- τώνιας το στόμα της και με τα δυο της χέρια - για να μην της ξεφύγει καμιά υστερική κραυγή και ταράξει οριστικά τη νιρ­βάνα των ενοίκων της γαμηοτρώνας με τρόπο άκρως ανεπι­θύμητο.

Γρήγορα, γρήγορα! Έπρεπε να σκεφτεί!Προφανοίς ο Αντρικός είχε πάθει έμφραγμα, ανακοπή, τέ­

λος πάντων, ό,τι σκατά παθαίνουν όλοι όσοι αναζητούν παρά­νομα κοκά στην ηλικία των πενήντα, την κρίσιμη ηλικία, που να πάρει ο διάολος, και τώρα ήταν πεθαμένος όσο και οι ελπίδες του φτωχού να ξυπνήσει μαχαραγιάς.

Παναγίτσα και Χριστέ, τι γινόταν τώρα;Χαμός. Αυτό θα γινόταν. Ο ροδομάγουλος ρεσεψιονίστας

θα ειδοποιούσε την αστυνομία και τα κανάλια, θα πλακώνανε όλοι μαζί, μπάτσοι, δημοσιογράφοι, ασθενοφόρα, κάμερες, περίεργοι, χαμός, και θα γινόταν εκεί μέσα το ελάτε να δείτε.

Και αν η Ντιάνα κατάφερνε να βγει αλώβητη από το νομι­κό σκέλος της υπόθεσης, πείθοντας τους μπάτσους και τους ει­σαγγελείς ότι ο μακαρίτης είχε πάθει έμφραγμα την ώρα που έσπρωχνε -γνωστή ιστορία που είχε συμβεί πολλάκις κατά και-

Digitalised By Jah®

Page 77: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

80 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ρους- και αν κατόφερνε, αν κι αυτό ήταν μάλλον αδύνατον, να διασπάοει τον πολιορκητικό κλοιό των δημοσιογράφων και γλίτωνε το πανελλήνιο ρεζιλίκι, ήταν σαφέστατα φύσει αδύ­νατον να ξέφευγε από τη δίκαιη οργή του Γκοργου.

Του άντρα της.Πολλές φορές της το είχε πει, μεταξύ σοβαρού και αστείου:

αν ποτέ την τσάκωνε να τον απατάει, θα τη σακάτευε στο ξύ­λο και θα την έστελνε στο νοσοκομείο για τουλάχιστον δύο με τρεις μήνες - τόσο ακριβώς όσο χρειαζόταν για να μείνει ξα­πλωμένη, φασκιωμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια με γύψους και ράμματα, να συλλογίζεται το βαρύτατο αμάρτημα στο ο­ποίο υπέπεσε.

Καταραμένο Vertex! Καταραμένες ευχές, τι διάολο σας ήρ­θε να βγείτε κι εσείς!

Αμ, καλά της είχε πει η Πέγκυ: «Πρόσεχε τι εύχεσαι, μπο­ρεί να βγει!» Και αυτή η ηλίθια, η μαλακισμένη, τι πήγε και ευ­χήθηκε; Να πηδηχτεί για μία ακόμα φορά με τον Αντρέα - κι ας ήταν η τελευταία!

Να πάρει και να σηκώσει, να που όντως ήταν η τελευταία.Η Πέγκυ... Η Πέγκυ!Ναι. Μόνο σ’ αυτή θα μπορούσε να εξιστορήσει το προ­

σωπικό της δράμα - όπως ακριβούς έκαναν πάντα μεταξύ τους, από τότε που ήταν ακόμα και οι δυο τους έξι χρόνων.

Αν ΐ] Πέγκυ δεν έβρισκε μια λύση σε όλο αυτό το σκηνικό του παραλόγου, τότε το πιο πιθανό ήταν η Ντιάνα να άνοιγε την μπαλκονόπορτα και να φούνταρε στην παρακείμενη χαράδρα - όλ’ αυτά, βεβαίως, αν και η δική της καρδιά κατάφερνε να α- ντέξει σ’ όλες αυτές τις συγκινήσεις και την ένταση του θανα­τά. Γιατί η Ντιάνα το ένιωθε - κόντευε να πάθει έμφραγμα και η ίδια. Και πολύ είχε αργήσει να το πάθει, μάλιστα.

Digitalised By Jah®

Page 78: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Με χέρια που έτρεμαν ανεξέλεγκτα, σκέπασε το πτώμα με ένα σεντόνι για να μη βλέπει τα ανοιχτά μάτια και το νεκρικό χαμόγελο. Μετά, πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθ­μό της Πέγκυς.

Εκείνη, πιστή στην υπόσχεση που είχε δώσει ότι θα καθό­ταν μπάστακας πάνω από τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, απάντησε ήδη στο πρώτο χτύπημα. «Λέγε».

«Πεγκουλίνι μου, σώσε με!» ψιθύρισε η Ντιάνα με λυγμούς.«Τι είναι, παιδί μου; Τι έγινε, κορίτσι μου;» ξεφώνησε η

Πέγκυ.«Ο Αντρέας...» μούγκρισε η Ντιάνα. «Ξεράθηκε».«Τι είν’ αυτά που λες εκεί, μωρή;», βρυχήθηκε η καπετάν

Μπουμπουλίνα, η Πέγκυ η καραμπουζουκλού. «Τι εννοείς “ξε­ράθηκε”;»

«Δεν ξέρω!» ούρλιαξε ψιθυριστά η Ντιάνα. «Εκεί που το κά­ναμε, έμεινε ξαφνικά κόκαλο! Έπαθε έμφραγμα, ξέρω γω τι σκατά έπαθε;»

Σκοπή από την άλλη πλευρά της γραμμής - η Ντιάνα ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα άκουγε και ένα γδούπο το αμέσως επόμε­νο δευτερόλεπτο, σημάδι ότι και η Πέγκυ είχε πάθει έμφραγμα και ξεράθηκε κι αυτή, και μετά, βεβαίως, θα γινόταν ό,τι δεν έ- γινε ποτέ.

Όμως τότε, πάνω που η Ντιάνα ήταν έτοιμη να αρχίσει να ουρλιάζει κι ας πήγαινε στο διάολο η νιρβάνα των λοιπών πα­ράνομων εραστών και του ρεσεψιονίστα και του κόσμου ολό­κληρου, η Πέγκυ μίλησε σε κάποιον που βρισκόταν στο μαγαζί της. «Σας παρακαλώ, μπορείτε να φύγετε αυτή τη στιγμή; Το μαγαζί κλείνει αμέσως! Φύγετε, λέμε!» Σιωπή.

«Είσαι τρελή;» έκανε η Ντιάνα. «Ποιον έδιωξες;»«Δυο άσχετες κλωκλώδες, πελάτισσες που ούτως ή άλλως

ΚΙ ΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 81

Digitalised By Jah®

Page 79: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

82 ΘΥΜΑΣΑΙ;

είχαν αρχίσει να μου τα πρήζουν. Μισό λεπτό, να βεβαιωθώ ό­τι είμαι μόνη». Άφησε το τηλέφωνο και σε λίγο ακοΰστηκε ο ή­χος ενός κλειδιού που γύριζε σε κάποια κλειδαριά.

Η Πέγκυ επέστρεψε. «Αέγε, μωρή! Ζει;»«Όχι, γαμώτο! Ξεράθηκε, σου λέω! ΙΊεγκουλίνι, σώσε με,

μόνο εσΰ μπορείς να με βοηθήσεις, τι θα κάνω, Θεέ μου, ω Θεέ μου, τι θα κάνω!» Και δώσ’ του να χτυπιέται και να ολοφύρε­ται η Ντιάνα στην άλλη πλευρά της γραμμής - κι όλ’ αυτά, βε­βαίως, ψιθυριστά πάντα.

«Σκάσε, γαμώτο, να σκεφτώ!» γκάριξε η Πέγκυ. «Αοιπόν, μην κουνηθείς καθόλου. Μείνε εκεί που είσαι. Έρχομάι!»

«Τι; Και θα μείνω εγώ τόση ώρα μόνη μου μ’ ένα πτώμα; Τρελάθηκες, μου φαίνεται!» άρχισε να διαμαρτύρεται η Ντιά- να.

«Α, ναι; Δε θέλεις να μείνεις μόνη σου με ένα πτώμα; Ε, τό­τε βγες τσιτσίδι στο διάδρομο και άρχισε να φωνάζεις προς πάσα κατεύθυνση τι έγινε. Αν δε γίνεις κι εσύ πτώμα όταν τα χαμπέρια φτάσουν σ ι’ αφτιά του Γιώργου, τότε να μου τρυπή- σεις τη μύτη!» είπε η Πέγκυ μονορούφι.

«Καλά λες», υποτάχτηκε η Ντιάνα. «Λοιπόν, η διεύθυνση είναι...»

Η σωτηρία ξεκίνησε αμέσως μόλις άκουσε τη διεύθυνση, δί­χως να χάσει χρόνο να πει «φιλάκια» - ούτε καν ένα απλό «θα τα πούμε».

Σε μισή ώρα η Πέγκυ χτυπούσε την πόρτα του δωματίου 212.Η Ντιάνα, που εν τω μεταξύ είχε ντυθεί και ήταν επί ποδός

πολέμου, αφού προοτα ρώτησε «ποιος είναι;» με όση γλύκα, τέ­λος πάντων, μπορούσε να διαθέτει η φωνή της εκείνη τη στιγ­

Digitalised By Jah®

Page 80: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 83

μή, τσακίσιηκε να ανοίξει. Και είδε την Πέγκυ να εισβάλλει στο δωμάτιο μεταμφιεσμε'νη σε ξανθιά, με μια τεράστια βαλίτσα ανά χείρας.

«Τι είν’ αυτό;» ρώτησε η Ντιάνα με περιέργεια δείχνοντας τη βαλίτσα.

«Η σωτηρία», βρυχήθηκε η Πέγκυ.«Πώς κατάφερες να ξεφύγεις από το μαλάκα στη ρεσεψιόν;»«Κάνεις λες και δε με ξέρεις», χασκογέλασε η Πέγκυ, σαν

να μη βρίσκονταν μέσα σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχε ένα πτώ­μα αλλά σε κάποια καφετέρια στην παραλιακή, να ξεκουρά­ζονται από τον κάματο της μέρας ανταλλάσσοντας ευφυολο­γήματα και μαλακιοΰλες. «Εγώ, παιδάκι μου, έπρεπε να γίνω ηθοποιός! Για να μη φανεί στο μαλάκα της ρεσεψιόν ύποπτη η κινητικότητα στο δωμάτιο 212, του εξήγησα ότι το ζευγάρι με περιμένει στο δωμάτιο για... χμμ! Του είπα ότι η βαλίτσα περιέχει τα κατάλληλα εργαλεία, αν με εννοείς. Του έδωσα και εκατό ευρώ και ανέβηκα εδώ πάνω με τις ευχές του, να γλε­ντήσουμε όλοι μαζί κι οι τρεις, παρεΐτσα».

«Θεούλη μου, πώς μπλέξαμε έτσι!» ξεφύσηξε η Ντιάνα, νιώ­θοντας ωστόσο και μια κάποια ανακούφιση, ότι δεν ήταν πια μόνη, ότι είχε εμπλακεί και τρίτο πρόσωπο στην ιστορία. «Αν δεν είχα εσένα, θ’ αυτοκτονούσα. Μόνη μου δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Ούτε να το σκάσω δε θα είχα το κουράγιο. Αλλά, θα μου πεις, μήπως και τώρα γλίτωσα; Ό χι, βέβαια! Ο ρεσεψιονίστας θα περιγράφει τη φάτσα μου στην αστυνομία κι εγώ δε θα μπορώ να περάσω ούτε μια ήρεμη ώρα στη ζωή μου, γιατί θα έχω και το φόβο ότι μπορεί η υπόθεση να (ρτά- σει στα κανάλια, στην εκπομπή της Νικολούλη, και τότε να μπλεχτεί με κάποιο σατανικό τρόπο και ο ταξιτζής που με έ­φερε ως εδώ, δεν ξέρω με τι τρόπο, βέβαια, αλλά όλο και κά­

Digitalised By Jah®

Page 81: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

84 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ποιος βρίσκεται όταν στις υποθέσεις βάζει το χέρι του ο Σα­τανάς, κι όλ’ αυτά, βεβαίως, ώσπου να καταλάβει ο Γιώργος ό­τι κάτι δεν πάει καλά, να με ανακρίνει και τότε...»

«Σταμάτα, με ζάλισες!» σήκωσε τα χέρια η Πέγκυ. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα καθρεφτάκι και ένα θερμόμε­τρο.

«Τι είν’ τοΰτα πάλι;» ρώτησε με περιέργεια η Ντιάνα.«Θυμάσαι τον Σταύρο, εκείνον το γιατρό που είχα γκόμενο

πριν εφτά χρόνια; Ένας μαλάκας ήταν βέβαια, αλλά ευτυχώς που μου έμαθε και κάτι χρήσιμο», μούγκρισε η Πέγκυ. Έβγα­λε δυο ζευγάρια γάντια από την τσάντα της, έβαλε το ένα και έδωσε το άλλο στη φίλη της. «Βάλ’ τα - όση ώρα εγώ θα κάνω την αυτοψία μου, εσΰ σκούπιζε εδώ μέσα ό,τι άγγιξες. Σιγά, βέβαια, μη χρειαστεί να ληφθούν αποτυπώματα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις!» είπε σκεφτική.

Η Ντιάνα υπάκουσε και έβαλε τα γάντια. «Δεν ακουμπησα και τίποτα. Ο μακαρίτης με ξάπλωσε στο πάτωμα αμέσως μό­λις άνοιξε η πόρτα. Μου λες τι θα κάνεις μ’ αυτά τα κέρατα, καθρέφτες, θερμόμετρα...»

«Θέλω να βεβαιωθώ ότι ο εραστής του ονείρου είναι εντε­λώς τέζα», αποφάνθηκε η Πέγκυ, η πάλαι ποτέ γκόμενα ια­τρού. «Θα του κάνω το τεσι αναπνοής με τον καθρέφτη, θα του βάλο) στον κώλο το θερμόμετρο για να σιγουρευτώ ότι η θερμοκρασία του πέφτει ακριβώς όπως πρέπει να πέφτει ό­ταν κάποιος είναι πτώμα... Αυτά. Αν τυχόν και ζει ο άνθρωπος, τον μεταφέρουμε σε κάποιο νοσοκομείο, ο ρεσεψιονίστας θα μας βοηθήσει για να μη βρει κανένα διάολο, κι ούτε γάτα ού­τε ζημιά».

«Κι αν... κι αν δε ζει;»Αντί άλλης απάντησης, η Πέγκυ έδειξε τη βαλίτσα.

Digitalised By Jah®

Page 82: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

IIΙΛΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 85

Η Ντιάνα δεν κατάλαβε Χριστό - ούτως ή άλλως, γύρισε α­πό την άλλη, μην έχοντας την παραμικρή επιθυμία να δει την... •■αυτοψία».

Φυσικά, oq>uypoi, καρδιακοί παλμοί και τοιαύτα δεν υ­πήρχαν. Ο καθρέφτης έμεινε απολύτως καθαρός, ούτε χνότα ούτε τίποτα. Το θερμόμετρο έδειξε τριάντα βαθμούς Κελσίου.

Τετέλεσται.«Μάλιστα», δήλωσε με έμφαση η αυτοσχέδια ιατρός Πέ­

γκυ. «Ο τύπος είναι τέζα. Ό σο για σένα, μαντάμ, μη γυρνάς τα μούτρα σου από κει! Γυρνά από δω και έλα να πιάσουμε δου­λειά. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου».

Η Ντιάνα στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά.Η Πέγκυ άνοιξε την τεράστια βαλίτσα και ξέθαψε από κει

μέσα ένα πριόνι. Μικρό και αποτελεσματικό, με δόντια πιο κοφτερά και από τα σαγόνια του καρχαρία.

Ό χι αλυσοπρίονο. Από τα άλλα, τα αθόρυβα.

■ Δεν το πιστεύω... Δεν το πιστεύω... Δεν το πιστεύω...»Αυτές τις τρεις λεξούλες-ξόρκι για να επικεντρώνεται σε κά-

11 άλλο και να παριστάνει ότι δεν έκανε αυτό που έκανε στην πραγματικότητα αλλά στον ύπνο της έλεγε συνέχεια η Ντιάνα ιΐ]ν οόρα που με τη βοήθεια της Πέγκυς -που το έλεγε η καρ­διά της-τεμάχιζαν το μακαρίτη μέσα στην τεράστια μπανιέρα.

Ε, οι αηδιαστικές λεπτομέρειες δε χρειάζεται να γίνουν γνω­στές - ευτυχώς τουλάχιστον που το αίμα ενός πτώματος δια­φέρει ουσιωδώς απ’ αυτό των ζώντων οργανισμών.

«Τι ήθελες να γίνει, χριστιανή μου;» ρώτησε η Πέγκυ στο­χαστικά. «Ο Αντρικός ήταν πεθαμένος. Δε φαντάζομαι να πα- ρεξηγήθηκε. Ό σο για σένα, έσωσες το τομάρι σου».

Digitalised By Jah®

Page 83: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Το έσωσα, όμως;» άρχισε η Ντιάνα να καταστροφολογεί. «Κι αν ο ρεσεψιονίστας παραξενευτεί που κατεβαίνουμε μο­νάχες μας με μια βαλίτσα;»

«Θα του πούμε ότι η δική μας αποστολή έληξε και το τρί­το πρόσο)πο παρέμεινε στο δωμάτιο. Ήθελε να δει λίγη τσό­ντα ακόμα και να τον παίξει μόνος του. Πού είναι το κακό;»

«Κι αν πάει να τον αναζητήσει μετά από λίγη ώρα;»«Σιγά μην πάει! Αλλά κι αν πάει, δε θα βρει ίχνος. Ο μα­

καρίτης τον είχε ήδη προπληρώσει, οπότε, πολύ σ(οστά, ο ρε- σεψιονίστας θα συμπεράνει ότι ο Αντρέας μας έφυγε σαν κύ­ριος την ώρα που αυτός, ο ρεσεψιονίστας δηλαδή, είχε αφή­σει το πόστο του για δυο λεπτά - ακριβώς όσο χρειάζεται ένα καλό κατούρημα».

«Κι αν αύριο η γυναίκα του Αντρέα πάει στην αστυνομία; Κι αν δηλώσει την εξαφάνισή του; Κι αν βάλουν τη φάτσα του στις ειδήσεις; Κι αν ξεσηκο)θεί όλος ο Ερυθρός Σταυρός και ψάχνει προς πάσα κατεύθυνση; Κι αν...»

«Δεν υπάρχει πτοψα, αγάπη μου», τη διέκοψε η Πέγκυ. «Η υπόθεση έκλεισε».

«Ναι, αλλά κι αν οι μπάτσοι έρθουν και πάρουν κατάθεση από το ρεοεψιονίστα;» συνέχισε η Ντιάνα με θλιβερό ύφος.

«Ειλικρινά, πιστεύεις ότι αναγνωρίζεσαι μ’ αυτά τα μαύρα γυαλιά που σου καλύπτουν όλη τη μούρη;» γέλασε η Πέγκυ.

Καλά, η Πέγκυ από την πλευρά της δεν αναγνωριζόταν με τίποτα. Είχε φροντίσει να έρθει φορώντας την ξανθιά περού­κα - και γυαλιά.

«Και... και πώς θα τα ξεχάσω όλ’ αυτά;» μουρμούρισε η Ντιάνα θλιβερά.

Η Πέγκυ αναστέναξε με συγκατάβαση. «Αχ, Ντιάνα! Ό λ’ αυτά, από την ώρα που πάτησες το πόδι σου εδώ μέχρι αυτή

Digitalised By Jah®

Page 84: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 87

iq οτιγμή, κράτησαν δυόμισι ώρες το πολύ. Τι είναι δυόμισι ώρες μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή;» απηύθυνε στοχαστικά το ρητορικό της ερώτημα.

Η Ντιάνα το σκέφτηκε για λίγο. «Ναι... "Ισως έχεις δίκιο», μουρμούρισε τελικά, όλο ευγνωμοσύνη. «Και τι θα την κάνου­με αυτή τη βαλίτσα με τα ενοχοποιητικά στοιχεία;»

Η Πέγκυ ρουθούνισε. «Τι λες; Πεταγόμαστε ως το Σούνιο; Καιρό έχω να πάω οτο εξοχικούλι μου, οπότε με την ευκαιρία ανάβουμε και το τζάκι και ψήνουμε και κάστανα...»

«Είσαι... είσαι...» Η Ντιάνα δεν μπορούσε να βρει καμιά κατάλληλη λέξη για να περιγράψει τη φίλη της την Πέγκυ.

«Είμαι η σωτήρας του γάμου σου», είπε η Πέγκυ. «Τον Γιώρ­γο τον συμπαθο) με όλη μου την καρδιά. Άλλωστε, δεν κάναμε κανένα έγκλημα εμείς. Ο λατρεμένος σου εραστής του ονεί­ρου πήγε από την ίδια του την απληστία, την αχορταγία...»

Απληστία, αχορταγία...Ποιος ξέρει... τελικά, ίσως τα πράγματα να ήταν ακριβώς

έτσι.Θεία Δίκη.Ο Αντρέας τιμωρήθηκε όπως ακριβώς του άξιζε - κανονι­

κά θα έπρεπε να είναι και ευχαριστημένος που τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος και κυριολεκτικά πήγε από έρωτα. Τα πράγ­ματα θα μπορούσαν να είναι γι’ αυτόν πολύ χειρότερα. Για φα- ντάσου, λέει, να πήγαινε από κανέναν απαίσιο καρκίνο, μέσα σε φρικτούς πόνους, ή, ακόμα χειρότερα, από κανένα άθλιο ε­γκεφαλικό, το οποίο, πριν τον σκοτώσει, να τον είχε ρίξει πρώ­τα κατάκοιτο με τετραπληγία για καμιά εικοσαριά χρόνια...

Από την άλλη, η ίδια Θεία Δίκη έπεσε και στο δικό της κε­φάλι - ήταν προφανές ότι ο Θεός ήθελε να της δώσει κι αυτη- νής ένα καλό μαθηματάκι: μια γερή τρομάρα, για να μην ξα-

Digitalised By Jah®

Page 85: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

88 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ναι ο,\ μ ή σε ι ποτέ της να κουνήσει ξένες αχλαδιές - ούτε καν να τολμήσει να το σκεφτεί.

Ευτυχώς τουλάχιστον που ο καλάς Θεούλης της είχε στείλει την Πέγκυ, να τη σώσει.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ντιάνα κατάλαβε ότι, χάρη σε μια περίεργη συνωμοσία του Σύμπαντος υπέρ της, είχε κατα­φέρει να γλιτώσει το τρελοκομείο. Κανονικά, μετά από όλ’ αυ­τά τα ασύλληπτα που είχαν συμβεί, μόνο το τρελοκομείο θα την έσωζε - όμως τώρα κατάλαβε ότι το να σκέφτεται πως όλ’ αυ­τά που έγιναν ήταν σκηνές μιας μαύρης κωμωδίας της ήταν αρ­κετό για να ζήσει από δ(0 και πέρα μια απόλυτα φυσιολογική ζωή.

Κι αν καμιά φορά της έρχονταν στο μυαλό σκηνές από ό­λα όσα είχαν συμβεί, ας ήταν να είναι μόνο κομμάτια από κά­ποιο νυχτερινό εφιάλτη που θα έσβηνε με το πρώτο φως της μέρας.

Τους ζυγούς λύσατε.«Έτοιμη;» ρώτησε η Πέγκυ.«Απολύτο)ς», ύψωσε το ανάστημά της η Ντιάνα. «Ας ελέγ­

ξουμε το δωμάτιο για τελευταία qx>p0».Τίποτα. Κανένα ίχνος ότι εκεί μέσα κάποιος είχε πάθει έμ­

φραγμα, κανένα ίχνος ότι δυο γυναίκες τον είχαν τεμαχίσει με ένα πριόνι και τον είχαν παραχώσει μέσα σε μια βαλίτσα, κα­νένα ίχνος από τίποτα απολύτως - εκτός από μια μεγάλη κη- λίδα σπέρματος στο κόκκινο χαλί.

Ωραιότατα.«Φύγαμε», μουρμούρισε η Πέγκυ, μην παραλείποντας να

κάνει το σταυρό της. Ούτε για μια στιγμή δε θεώρησε ότι κά­τι τέτοιο δεν ταίριαζε ούτε με το συγκεκριμένο ξενοδοχείο και ούτε, φυσικά, με τη συγκεκριμένη περίσταση.

Digitalised By Jah®

Page 86: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

I IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 89

Την ώρα που έβγαιναν από το ασανσέρ, χασκογελώντας πονηρά επίτηδες, διαπίστωσαν κι οι δυο την τρομερή επιρροή ιης τύχης ως αστάθμητου, βεβαίως, παράγοντα.

Ο ρεσεψιονίστας έλειπε ξανά από το πόστο του - προφα­νώς τον είχε πιάσει συχνουρία.

Η Πέγκυ το διακινδύνευσε. «Ε! Κύριος! Το 212 κάνει τσεκ άουτ!» φώναξε, με παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή.

«Να πάτε στο καλό!» ακούστηκε η φωνή του ροδομάγουλου υπαλλήλου από κάπου στο βάθος. «Και να μας προτιμάτε!»

Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν - κι αμέσο)ς μετά βγήκαν τρέ- χοντας από τη γαμηστρώνα με τη βαλίτσα ανά χείρας.

Την ώρα που η Πέγκυ έβαζε μπροστά την αμαξάρα της, η Ντιάνα στράφηκε προς το μέρος όπου είχαν λάβει χώρα όλ’ αυ- ιάτα ιλαροτραγικά συμβάντα και το κοίταξε για τελευταία φο­ρά.

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Πέγκυ.«Σκέφτομαι ότι καλά θα κάνουμε από δω και πέρα να α­

ποφεύγουμε τις επισκέψεις στην Πεντέλη. Και είναι τόσο κρί­μα... Ξέρεις πόσο αρέσει του Γιώργου η ταβέρνα του “Τέλη”»...

«Σωστά», συμφώνησε η Πέγκυ. «Για λόγους τάξεως και α- σφαλείας, από δω και στο εξής πρέπει να αποφεύγουμε την πε­ριοχή της Πεντέλης συοτημ...» άρχισε να λέει, όμως εκείνη α­κριβούς τη στιγμή η Ντιάνα έβγαλε μια τέτοια τσιρίδα, που η1 Ιέγκυ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό που έλεγε - μάλιστα, ήχαν θαύμα και χο πώς καχάφερε να διαχηρήσει χον έλεγχο ιου αυχοκινήχου.

«Μπα σε καλό σου, χρισχιανή μου! Εσύ θα με κάνεις να ιρακάρω χωρίς λόγο!» ξεq)ώvησε. «Τι έγινε πάλι;»

«Ω Θεέ μου!» αναφώνησε η Νχιάνα - σωστή πρωταγωνί­στρια νεοελληνικής τραγωδίας.

Digitalised By Jah®

Page 87: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

«Λέγε, γιατί θα σου...»«Οι μέρες μου είναι γόνιμες!» αποφάνθηκε θλιβερά η Ντιά-

να.«Και λοιπόν; Τι σκατά σχέση έχει αυτό με...»«Το κάναμε χωρίς προφυλάξεις!» ψιθύρισε έντρομη η Ντιά-

να - λες και υπήρχε κανένας άλλος που να μπορούσε να κρυ- φακούσει. «Φαντάζεσαι να...»

Η Πέγκυ κοίταξε τη φίλη της και μειδίασε ελαφρά.Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο, δε φανταζόταν απλώς -

χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς, ήταν απολύτως βέβαιη ό­τι η ιστορία της Ντιάνας με το μακαρίτη Αντρέα δεν είχε τε­λειώσει.

Ίσα ίσα. Μόλις τώρα άρχιζε...

90 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 88: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ

Τ ί Κ , ΤΑΚ, τ ικ , τ α κ , τ ικ , τα κ . . .

Τα δευτερόλεπτα ακολουθούσαν την αέναη πορεία τους στο διηνεκές του χρόνου αφήνοντας πίσω τους μόνο παρελθόν.

Ο δείκτης του ρολογιού πάνω στον τοίχο της τραπεζαρίας παρήγαγε έναν απαλό ήχο, κατευναστικό μάλλον παρά ενο­χλητικό, ωστόσο εκείνη τη στιγμή έφτανε στ’ αφτιά της Άννας δυνατός σαν ομοβροντία, βασανιστικός σαν το κινέζικο μαρ­τύριο της σταγόνας - με δυο λέξεις, αδυσώπητα ενοχλητικός. Μέσα στο κουρασμένο μυαλό της έπαιρνε μια τελεσίδικη, σχε­δόν μεταφυσική χροιά - λες και η απλή κίνηση του δείκτη των δευτερολέπτων σήμαινε την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του κόσμου.

Τέλος πάντων, αν όχι το τέλος του κόσμου γενικά, το τέλος του δικού της κόσμου ναι, σίγουρα. Οπωσδήποτε.

Μολονότι η κρατούσα άποψη λέει ότι η ελπίδα πεθαίνει ιιάντα τελευταία, η Άννα δεν έτρεφε ούτε μια τόση δα σταλί- τσα από δαύτη - για φαντάσου την απογοήτευση, που θα έ- (ρτανε άμεσα και ακαριαία στα όρια της απόγνωσης και της α- ιιελπισίας, που θα βίωνε αν επέτρεπε στον εαυτό της να πι­στέψει ότι, ίσως, είχε κάνει λάθος! Μετά το μόνο που θα της έμενε ήταν να πάει κατευθείαν στην μπαλκονόπορτα, να την

Digitalised By Jah®

Page 89: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

92 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ανοίξει, να· βγει στη βεράντα και να φουντάρει στο κενά - αδια- φορώντας σκανδαλωδώς για τα αηδιαστικά επακόλουθα μιας τέτοιας παρόρμησης της στιγμής.

Για να αποφΰγει, λοιπόν, αυτό το ενδεχόμενο -της διάψευ­σης και της τελευταίας τόσης δα σταλίτσας μιας αδύναμης ελ­πίδας-, προτιμούσε με όλη της την καρδιά να είναι απολύτως βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν, επιτέλους, το τη­λεφώνημα που περίμενε με τόση έξαψη, όσο και αποστροφή, και θα έφταναν τα φρικτά νέα με ταχύτητα αστραπής μέσα α­πό τα καλώδια.

Ένα τηλεφώνημα - τόσο ακριβώς χρειάζεται για να γκρε­μιστεί μια ολόκληρη ζωή και ένας κόσμος να γυρίσει ανάπο­δα για πάντα.

Δεν πειράζει - αρκεί να μάθαινε επιτέλους την αλήθεια που τόσο καιρό υποψιαζόταν. Άσε τον κόσμο να πιστεύει ότι οι χο­ντροί έχουν το μυαλό τους μονάχα στο ψυγείο και στο πώς θα το επισκεφτούν. Δεν είναι αλήθεια αυτό - και οι χοντροί μπορούν να έχουν το μυαλό τους και σε άλλα πράγματα εκτός από το ψυ­γείο και το ντερλίκωμα μέχρι τελικής πτώσεως του περιεχομένου του. Και οι χοντροί έχουν ψυχή, διάολε - και ψυχή και δικαίω­μα να ξέρουν την αλήθεια που τους αφορά, έστω κι αν είναι μια αλήθεια που μπορεί να τους σκοτώσει πιο γρήγορα και αποτε­λεσματικά ακόμα κι από μια χοληστερίνη που έχει χτυπήσει κόκ­κινο, μια πίεση ανεβασμένη τόσο ώστε να προμηνύει εγκεφαλι­κό, τριγλυκερίδια που έχουν φρακάρει τις αρτηρίες τόσο που να μη χωράει να περάσει ούτε καρφίτσα και πάει λέγοντας, όλ’ αυ­τά ολέθριες συνέπειες της παχυσαρκίας, κι άσε τους γιατρούς να βγάζουν το λαιμό τους και να λένε προσέξτε, κάντε, δείξτε...

Τι ξέρουν και οι γιατροί; Την τύφλα τους ξέρουν, αυτό ξέ­ρουν...

Digitalised By Jah®

Page 90: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 93

Για να εκτονώσει την υπερέντασή της, η Άννα σκέφτηκε να κάνει μια ακόμα γενναία επιδρομή στο ψυγείο. Φαί: ο μόνος τρόπος για να μην κάνει επικίνδυνες σκέψεις - να μην κάνει σκέψεις γενικώς. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή αποφάσισε να αναβάλει για λίγο το ραντεβού της με το ψυγείο. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, το ψυγείο ήταν πάντα εκεί και την περί- μενε, το ψυγείο δεν επρόκειτο να πάει πουθενά...

Πήγε και στήθηκε μπροστά σε έναν καθρέφτη για να θαυ­μάσει ιδίοις όμμασι του λόγου το αληθές. Πάντα το έκανε αυ­τό, κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη να κάνει την επανά­στασή της και να πάρει δραστικά μέτρα για τη ζωή της. Ορί­στε, κοπέλα μου, κοίτα! Βλέπεις πο)ς είσαι; Είσαι ένα βαρέλι, ένα κήτος, μια φοράδα - το καθένα μόνο του κι όλα τους μα­ζί. Βέβαια, δεν ήσουν πάντα έτσι - και λοιπόν; Τώρα είσαι - οπότε, βγάλε το σκασμό και πες και ευχαριστώ. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα για σένα και η θέση σου να είναι τόσο δυσμενής όσο κι η θέση του οφειλέτη την ώρα του πλειστηριασμού - οπότε, κάτσε στ’ αβγά σου και κάνε την επανάστασή σου στον ύπνο σου. Πού πας ξεβράκωτη στ’ αγ­γούρια;

Ξεβράκωτη ή όχι, στ’ αγγούρια ή αλλού, εκείνη μια φορά το είχε πάρει απόφαση. Θα έκανε την επανάστασή της - του­λάχιστον, θα έκανε την αρχή.

Και την είχε ήδη κάνει.Τον τελευταίο καιρό είχε βάσιμες υποψίες -α π ’ αυτές που

οι νομομαθείς αποκαλούν με στόμφο «αποχροίσες ενδείξεις»— ότι ο Αντώνης, ο άντρας της, είχε αρχίσει να κουνάει κάποια ξένη αχλαδιά. Όταν τα ενοχοποιητικά στοιχεία άρχισαν να ξε­φυτρώνουν το ένα μετά το άλλο σαν τα μανιτάρια, και δη με ολοένα μεγαλύτερη ξεδιαντροπιά, της είχε έρθει, βέβαια, η έ­

Digitalised By Jah®

Page 91: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

94 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ντονη επιθυμία να του σπάσει το κεφάλι -αν και, στη δική της περίπτωση, θα αρκοΰσε ενδεχομένου και το να πέσει μ’ όλο της το βάρος πάνω του και να τον καταπλακώσει-, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της τον δικαιολογούσε. Μα ναι, φυσικά! Ή ταν επόμενο ο Αντωνάκης να επιθυμήσει ξένα κάλλη. Εκεί­νη είχε γίνει τέτοιο αποκρουστικό βουβάλι, που μόνο αηδία θα μπορούσε να προκαλέσει σ’ έναν επίδοξο εραστή, άσε που η σχισμή ανάμεσα στα πόδια της είχε γίνει τόσο δυσδιάκριτη λόγω του πάχους, ώστε ο γαμέτης δεν επρόκειτο να τη βρει α­κόμα κι αν είχε την καλύτερη διάθεση του κόσμου - αλλά, βέ­βαια, μετά από τόση υπερπροσπάθεια και το εργαλείο θα του έπεφτε και η όποια διάθεσή του θα γινόταν καπνός, το δίχως άλλο.

Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και ένα αποκρουστικό βουβάλι είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από τον Αντωνάκη την αλήθεια. Μια αλήθεια που, αν ήταν άντρας, όφειλε να της την έχει ήδη πει από μόνος του - αν μη τι άλλο, να δείξει λίγο σεβασμό στα ε- φτά χρόνια του γάμου τους, κατά τη διάρκεια των οποίων το βουβάλι τον υπηρετούσε πιστά και αφοσιωμένα και πάντα τον κοιτούσε μες στα μάτια για να προλάβει τις όποιες επιθυμίες του πριν καν αυτές προφτάσουν να εκφραστούν με λόγια.

Μόλις είχαν περάσει οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτο­χρονιά και Φώτα, οι οποίες ήταν για την Άννα οι χειρότερες που είχε ζήσει στη ζωή της. Ο Αντοινάκης έλειπε απροκάλυπτα α­πό το πρωί ως το βράδυ, απαγορεύοντάς της κατηγορηματικά να τον συνοδέψει εκεί που πήγαινε και δεν της έλεγε.

Εν τω μεταξύ, οι ενοχοποιητικές τρίχες στα σακάκια του, οι κοκκινίλες στο λαιμό -τις οποίες ο Αντωνάκης απέδιδε σε «αλ­λεργία»-, τα μηνύματα στα κινητά που έπεφταν βροχή και τα ύποπτα τηλεφωνήματα ακόμα και στις πλέον ακατάλληλες ώ­

Digitalised By Jah®

Page 92: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 95

ρες, όλ’ αυτά μαζί, αν ήταν βουνό, θα είχαν ξεπεράσει σε ύψος ακόμα και τα κέρατα τα Ιμαλάια.

Δεν κρατούσε ούτε καν τα προσχήματα, να πάρει η ευχή, έτσι, για το φαίνεσθαι! Μια παλιά θεωρία υποστήριζε ότι οι μοιχοί, για να πνίξουν τις ενοχές τους, πηγαίνουν λουλούδια οτους κερατάδες, τους κάνουν δώρα... Αυτός όμως ο φτίλας, τί­ποτα! Ούτε καν ένα κουτί σοκολατάκια δεν εφιλοτιμείτο να της φέρει, που θα έπιανε τουλάχιστον και τόπο!

Για όλους αυτούς τους λόγους, η Άννα δεν άφησε τον εαυ­τό της να βουρλίζεται άλλο πια. Μόλις πέρασαν οι γιορτές, πή­ρε των ομματιών και τα εκατόν είκοσι τέσσερα κιλά της και έ­κανε μια διακριτική επίσκεψη σε κάποιο γραφείο «εμπιστευ- τικών ερευνών» που διατεινόταν ότι αναλάμβανε πάσης φύσε- ως υποθέσεις και τις έφερνε πάντα σε αίσιον πέρας, διότι χρη­σιμοποιούσε «υπερσύγχρονα εργαλεία», «έμπειρους συνεργά­τες» και «πρωτοποριακές μεθόδους» - και η αμοιβή μετά την επιτυχία.

Η σπεσιαλιτέ του εν λόγω γραφείου ήταν τα «συζυγικά», κα­τά τη δική τους ορολογία - «το-κέρατο-που-πάει-σύννεφο», κα­τά την ορολογία της Άννας.

Παρά το τι πιστεύουν οι λεπτοί, το μυαλό ενός χοντρού ε­ξακολουθεί να δουλεύει σαν ξυράφι και ουδόλως έχει πιάσει κυτταρίτιδα από το πολύ φαί - την ώρα που η Άννα πήγαινε στο εν λόγω γραφείο, η φαντασία της οργίαζε. Ποιος ξέρει, ί­σως τα «υπερσύγχρονα εργαλεία» να διαπερνούσαν ακόμα και ντουβάρια, σημασία είχε ότι όποιος έχει τη λεβεντιά να περά- σει το κατώφλι ενός τέτοιου γραφείου έχει και πλήρη επίγνω­ση ότι υπάρχει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπος με φοβε­ρά πράγματα, όπως σκανδαλιστικές γυμνές φωτογραφίες, η­χητικά ντοκουμέντα που δεν aq^vouv κανένα περιθώριο αμ­

Digitalised By Jah®

Page 93: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

96 ΘΥΜΑΣΑΙ;

φιβολίας ως προς το τι ακριβώς ελάμβανε χώρα ή, ακόμα χει­ρότερα, κανένα γαργαλιστικό βίντεο με πρωταγωνιστή το μοι­χό και το τρίτο πρόσωπο σε ιδιαιτέρως μεγάλες δόξες - τύφλα να ’χουν ο Μάικ Χόρνερ κι η Λίλιμπελ Λαβ*.

Μα το Θεό, έτσι και ο ντετέκτιβ που θα αναλάμβανε την υ­πόθεσή της της παρουσίαζε ένα τέτοιο τεφαρίκι, αυτό που θα άξιζε στον άθλιο μοιχό ήταν η δημοσίευση ενός τέτοιου θη­σαυρού στο Ίντερνετ, να γίνει το σώσε! Θα μπορούσε μάλιστα να το στείλει και στους συνεργάτες του στο γραφείο με e-mail. Βεβαίως - αυτό κι αν ήταν έξυπνη σύλληψη!

Μετά όμως σκέφτηκε τα επακόλουθα μιας τέτοιας πράξης και της κόπηκαν τα πόδια. Δεν ήταν ότι την ένοιαζε το ρεζιλί­κι του απατεώνα - το δικό της σκεφτόταν, που θα ήταν μεγα­λύτερο ακόμα κι απ’ το θηριώδη όγκο της και δε θα ήξερε πού να το βάλει.

Ψυχραιμία - να δούμε πρώτα.Το γραφείο «εμπιστευτικών ερευνών» βρισκόταν στην καρ­

διά της Αθήνας, ακριβώς πάνω στην πλατεία Ομονοίας. Πραγ­ματικά, σε ό,τι αφορά το καίριο ζήτημα της εξασφάλισης της πολυπόθητης ανωνυμίας δεν υπάρχει καλύτερη περιοχή από την Ομόνοια - άνθρωποι πάνε κι έρχονται αδιάκοπα, αστα­μάτητα, τρέχοντας σαν τρελοί, κάθε καρυδιάς καρύδι, ο κα­θένας βουτηγμένος στο δικό του κόσμο κι όλοι μαζί επικε­ντρωμένοι στον εαυτούλη τους, μην έχοντας την παραμικρή διάθεση να ρίξουν στον διπλανό τους μια δεύτερη ματιά, η αλ­λοτρίωση της μεγαλούπολης σε όλο της το μεγαλείο, όπως α­κριβώς μάθαινε στο σχολείο όταν ήταν μικρή.

Ό ταν η Άννα διάβαινε το κατώφλι της παλιάς πολυκατοι­

* Πρωταγωνιστές αμερικάνικων hardcore ταινιών πορνό.

Digitalised By Jah®

Page 94: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 97

κίας που φιλοξενούσε το γραφείο των ντετέκτιβ, ένιωθε χα μά­γουλά της κατακόκκινα, στο χρώμα της ντροπής. Κατά έναν πε­ρίεργο τρόπο ήταν βέβαιη ότι με το που θα πατούσε το πόδι της στο γραφείο και θα συναντούσε τον τύπο που θα αναλάμ­βανε την υπόθεσή της, εκείνος θα καταλάβαινε αμέσως τι φύ- σεως θα ήταν η υπόθεση πριν καν αυτή προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της για να του εξηγήσει. Με το που θα έβλεπε τα κιλά ι ης και θα έριχνε και μια κλεφτή ματιά στη βέρα στο δεξί της, ο ντετέκτιβ θα καταλάβαινε αμέσίος ότι η υποψήφια πελάτισ­σα του είχε στο κούτελό της φυτρωμένο ένα κέρατο - αόρατο μεν, γιγαντιαίων διαστάσεων δε. Θα το καταλάβαινε οπωσδή- ιιοτε - αλλιώς τι σκατά ντετέκτιβ θα ήταν; Δηλαδή, για να λέ­με τα πράγματα με το όνομά τους, τι άλλη δουλειά θα μπο­ρούσε να έχει ένα θωρηκτό Ποτέμκιν σιο γραφείο ενός ντετέ- κτιβ; Να του ζητήσει να πείσει έναν ανεπιθύμητο θαυμαστή να ιιάψει να την παρενοχλεί σεξουαλικά; Να έχουμε και το γνώ- θι σαυτόν, διάολε, μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας!

Από αυτογνωσία η Άννα έσκιζε - κι όσο για τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία σιόλιζε τον εαυτό της, το ένα ξεπερνούσε σε έμπνευση το άλλο.

Τέλος πάντων, μπούκαρε στο γραφείο.Το όλο μέρος αναμφίβολα προδιέθετε απολύτως για τη φύ­

ση των παρεχομένων υπηρεσιοίν. Αν εξαιρούσες τη λάμπα του γραφείου που σκόρπιζε ένα κάποιο φως, κατά τα λοιπά το πε­ριβάλλον ήταν σκοτεινό και όλα τ’ άλλα, έπιπλα, καρέκλες, γραφεία, βιβλιοθήκες, μοκέτα, ήταν μαύρα - ποιος ξέρει, το μαύρο ίσως ήταν εξακριβωμένα το καταλληλότερο χρώμα για ι έτοιου είδους επιχειρήσεις, των οποίων το μενού περιλάμβα­νε μυστικές έρευνες, νυχτερινές παρακολουθήσεις και άλλα σκοτεινά πράγματα.

Digitalised By Jah®

Page 95: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

98 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Το μόνο που ξέφευγε κάπως από χο μαύρο κλίμα ήταν ο τοί­χος, κιτρινισμένος από τα άπειρα τσιγάρα που είχαν καπνιστεί εκεί μέσα, και ένα πορτρέτο του Μποντ. Του Τζέφς Μποντ.

Την υποδέχτηκε ένας ψηλός με υπηρεσιακό χαμόγελο και την έβαλε να καθίσει απέναντι του. Και η Άννα, για να μην κα­ταπιεί τη γλώσσα της οριστικά και αμετάκλητα και γίνει εντε­λώς ρεζίλι των σκυλιών -όπως πολύ φοβόταν ότι θα γινόταν, ού­τως ή άλλως-, άνοιξε το στόμα της και τα ξεφούρνισε όλα μο­νορούφι, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή και ήρεμη και όχι τσιριχτή σαν χαλασμένο διαπασών.

"Οση ώρα μιλούσε, κοιτούσε το μαύρο χαλί για να παίρνει θάρρος - όταν τελείωσε τη διήγησή της, κοίταξε τον αντισυμ­βαλλόμενο στα μάτια. Αχ, Θεέ μου, γιατί δεν άνοιγε επιτόπου η γη να την καταπιεί, να ησυχάσει άπαξ και διά παντός; Κα­λά λένε ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής - είναι πο­τέ δυνατόν να κρυφτούν οι σκέψεις για πολύ;

Για ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο, όταν η Άννα κοίταξε τον ντετέκτιβ κατάματα, διέκρινε μέσα στα μάτια του δυο πράγ­ματα, το ένα χειρότερο από το άλλο: πρώτον, οίκτο, για το καημένο το βουβάλι που τώρα έγινε και τάρανδος! Και, δεύτε­ρον, το οποίο ίσως ήταν αποτέλεσμα του πρώτου μέσω μιας α­πλής αιτιώδους συνάφειας, διέκρινε στα μάτια του άντρα μια διάθεση να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, απ’ αυτά που, όταν σε πιάσουν, χρειάζεται να σπεύσεις επειγόντως ν’ αλλάξεις σώ­βρακο - το απόλυτο ρεζιλίκι.

Ποιος ξέρει, ίσως η Άννα καθρέφτιζε μέσα στα μάτια του ανθρώπου τα δικά της συναισθήματα - πάντως, όλο αυτό κρά­τησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως μετά από αυτό το δευ­τερόλεπτο του τρόμου, ο ντετέκτιβ πήρε ύφος άκρως υπηρε­σιακό, σαν να της έλεγε με τη γλώσσα του σώματος πως ήταν

Digitalised By Jah®

Page 96: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 99

απόλυτα εξοικειωμένος με όλα όσα άκουσε, και κατόπιν της ε­ξήγησε ζεστά ότι θα αντιμετώπιζε την υπόθεση της με τη δέου- οα σοβαρότητα και τον επαγγελματισμό που χρειαζόταν για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα το συντομότερο δυνατόν.

Η Άννα άφησε τη φωτογραφία του καθάρματος, καθώς και όλα τα λοιπά στοιχεία που της ζήτησε ο ειδικός. Και μετά έ­φυγε, πνίγοντας αποτελεσματικά την ανάγκη της να ρωτήσει11 μεθόδους θα χρησιμοποιούσε το γραφείο για να τσακώσει ιον άθλιο. Τέτοια ερώτηση θα έδειχνε έλλειψη εμπισ[οσύνης, ανυπομονησία και υστερία - και η Άννα επ’ ουδενί δεν ήθελε να ταράξει τα ύδατα αυτής της επικερδούς για όλα τα συμ­βαλλόμενα μέρη συνεργασίας που μόλις άρχιζε.

Η έρευνα είχε ξεκινήσει χτες. Σύμφωνα με τα πρώτα στοι­χεία, κάτι ύποπτο συνέβαινε στο γραφείο.

Εμ, βέβαια, υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος από το γραφείο για να ξεκινήσουν να ψήνονται ύποπτα πράγματα; Εμ, δεν υ­πάρχει!

Βέβαια, σύμφωνα με τα δικά της ευρήματα -τρίχες, μηνύ­ματα που σβήνονταν άμα τη παραλαβή τους, ύποπτα τηλεφω­νήματα και λοιπά-, η κατάσταση είχε ήδη ψηθεί - μάλιστα, το πιο πιθανό, είχε γίνει κάρβουνο από το πολύ ψήσιμο. Ωστόσο η Άννα ήθελε τέτοια αδιάσειστα πειστήρια ώστε να μην μπο- ρεί να τα κουνήσει ούτε σεισμός, που λέει ο λόγος.

Και ιδού, σήμερα είχε τη βάσιμη υποψία ότι θα έβγαινε λα­γός με πετραχείλια - ήταν του Αγίου Αντωνίου, ο πασάς γιόρ­ταζε και είχε γυρίσει νωρίτερα από τη δουλειά. Η Άννα παρα­λίγο να χαρεί, για μια στιγμή τόλμησε να ελπίσει ότι ο α ­ντρούλης της, επιτέλους, θα περνούσε τη γιορτή του μαζί της, όπως συνήθως κάνουν όλοι οι αντρούληδες του κόσμου τη μέ­ρα της γιορτής τους - αλλά φευ! Αντί για σχέδια γιορτής, ο

Digitalised By Jah®

Page 97: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

100 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Αντωνάκης κατευθύνθηκε σαν σίφουνας στο υπνοδωμάτιο, έ­βγαλε μια βαλίτσα και άρχισε να την ετοιμάζει.

Στις επίμονες ερωτήσεις της, απάντησε ότι έπρεπε να πάει τριήμερο επαγγελματικό ταξίδι. Στην επόμενη ερώτησή της, στο πώς δηλαδή ένα τέτοιο ταξίδι προέκυψε τόσο ξαφνικά, ο Αντωνάκης απάντησε ότι «αυτά έχουν τα επαγγελματικά ταξί­δια» - ο πασάς ήταν απόλυτα βέβαιος ότι δεν υπήρχε ουδεμία εις το εκατομμύριο περίπτωση η σκλάβα του να τηλεφωνήσει στη δουλειά να το τσεκάρει.

Και στην τελευταία της ερώτηση, για ποιο λόγο ενώ θα πή­γαινε επαγγελματικό ταξίδι έπαιρνε μαζί του μόνο φούτερ και κάζουαλ παντελόνια, όπως και γιατί φόρτωσε όλα τα αρώμα- τά του από το ντουλαπάκι του μπάνιου, ο Αντωνάκης την κοί­ταξε αποδοκιμαστικά - και δεν απάντησε τίποτα.

Δεν πειράζει - θα απαντούσε ο ντετέκτιβ, οσονούπω.Ντριννννν!Κατά φωνή.

Ό ταν πληρώνεις, έχεις την πολυτέλεια να μαθαίνεις την αλή­θεια αμέσως, χωρίς άσκοπο χάσιμο χρόνου για τσιριμόνιες και, φυσικά, δίχως χρυσώματα χαπιοδν - δεν είναι τραγικό;

«Η κυρία Σιάμκουρη;»Η υπηρεσιακή φωνή του ντετέκτιβ.«Μ...μ...μάλιστα».«Μπορίζης εδώ». Ακόμα και ο ντετέκτιβ δίστασε για ένα

δευτερολεπτάκι πριν πει... «Λυπάμαι, μαντάμ».Η Άννα κέρωσε. Ό ταν ένας γιατρός λέει στους συγγενείς

του ετοιμοθάνατου «λυπάμαι», τότε αυτό σημαίνει ότι ο άρρω­στος ετοιμάζεται από στιγμή σε στιγμή να τεντωθεί οριστικά.

Digitalised By Jah®

Page 98: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 101

'Οταν ένας δικηγόρος λέει στους πελάτες του «λυπάμαι», τότε αυτό σημαίνει ότι η δίκη χάθηκε και τζάμπα τα λεφτά για γραμ­μάτιο προείσπραξης, δικαστικό ένσημο, ένσημα Ταμείου Προ- νοίας και Νομικών, αμοιβή δικαστικών επιμελητών και πάει λέγοντας.

Και όταν ένας ντετέκτιβ λέει σε μια δυστυχισμένη ντουλάπα «λυπάμαι» για μια υπόθεση που αφορά τον άντρα της και μια ξένη αχλαδιά, τότε αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει.

Η Άννα δεν έχασε χρόνο. «Τον τσακώσατε;»«Μάλιστα. Ό ταν έφυγε από το σπίτι σας, λίγη ώρα μετά συ-

ναντήθηκε με... μια δεσποινίδα. Την πήρε από το σπίτι της και τον φωτογραφίσαμε καθώς τη φιλούσε μέσα στο όχημα. Κατευθύνθηκαν προς το Λουτράκι και κατέλυσαν σε ξενοδο­χείο». Ο ντετέκτιβ δίστασε προς στιγμήν. «Έχω στα χέρια μου ντοκουμέντα για όλα όσα έλαβαν χώρα μέσα στο δωμάτιο, αν με αντιλαμβάνεστε, μαντάμ».

Μπράβο, Αντωνάκη. Μπράβο, Αντώνη, βαρκάρη, σερέτη...Τετέλεσται. Τελείωσαν όλα. Και οι υποψίες και οι ελπίδες

και τα όνειρα - αλήθεια, ποια όνειρα ακριβώς;Ο Αντωνάκης είχε γυρίσει την πλάτη του στο ολόφρεσκο

ραβανί που του είχε ετοιμάσει με τα χέρια της για τη γιορτή του και τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγμή, έτρωγε κάτι άλλο, πο­λύ καλύτερο.

Έπνιξε με νύχια και με δόντια την ανάγκη της να ξεσπάσει σε άγριους λυγμούς - άλλωστε, είναι πολύ γελοίο να κλαίμε σια τηλέφωνα. «Μια ερώτηση μόνο ακόμα, κύριε Μπορίζη».

«Σας ακούω», είπε ο ντετέκτιβ σκεφτικός.«Ποια είναι η...»«Από το γραφείο όπου εργάζεται ο σύζυγός σας. Άλλωστε,

σας είχα πει ότι...»Digitalised By Jah®

Page 99: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

102 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Και μια δεύτερη». Εκεί η Άννα κόμπιασε - ωστόσο έπρε- πε να ρωτήσει. Ό χι ότι είχε και τόση σημασία, απλά, να, ίσα για να φτάσει τον εαυτό της μέχρι τα όριά του, εξαντλώντας ό­λα τα μαζοχιστικά της ένστικτα. «Είναι... όμορφη; Θέλω να πω... είναι... λεπτή;» ξεστόμισε το βάσανό της, την ουσία της ζω­ής της.

Ο ντετέκτιβ ξερόβηξε. «Χμμμ... Εεε... Ναι. Ιίολΰ».Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συνεχιστεί η συζή­

τηση. «Σας ευχαριστώ για όλα, κύριε Μπορίζη. Θα περάσω τη Δευτέρα να τακτοποιήσω το θέμα της αμοιβής οας».

«Εντάξει», συμφώνησε ο Μπορίζης. «Φυσικά, η αμοιβή θα είναι μειωμένη, διότι η έρευνα κράτησε λιγότερο απ’ όσο πε­ριμέναμε. Και, βεβαίως, θα πάρετε και... και τα πειστήρια».

Κλικ.Αυτό ήταν.Απόμειναν μόνοι. Ολομόναχοι. Ό πω ς ακριβώς είχαν τα

πράγματα τα τελευταία χρόνια. Ολομόναχοι.Εκείνη, ο εαυτός της...Και ένα ταψί ραβανί.

Έχοντας μόλις καταβροχθίσει ένα ολόκληρο ταψί ραβανί, η Άννα ένιωσε δυο αντιφατικά συναισθήματα μαζεμένα. Από τη μια, ανακούφιση. Και από την άλλη...

Ενοχή.Έσπευσε τρέχοντας στον καμπινέ, έβαλε το δάχτυλό της

στο επίμαχο σημείο και ξέρασε όλο το περιεχόμενο του στο­μαχιού της - έχοντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση ότι μαζί μ’ αυτό ξερνούσε τη χολή και το φαρμάκι που την είχαν ποτίσει τα τελευταία χαμπέρια.

Digitalised By Jah®

Page 100: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 103

Πώς κάνεις έτσι, κορίτσι μου; Λες και δεν το ήξερες! Μα, θα μπορούσες να ζεις για πάντα μέσα σε μια φενάκη;

Δεν τολμούσε να παραδεχτεί άτι ναι, τώρα πια,, που ήταν ή­δη πολΰ αργά και ο κύβος είχε ριφθεί, βαθιά μέσα της θα προ­τιμούσε να ζει για πάντα μέσα σε μια φενάκη. Η ουσία ήταν ότι είχε πάρει το ρίσκο της - και, φυσικά, της γύρισε μπούμε­ρανγκ. Πρέπει να κάνεις ότι δε βλέπεις αυτό που δε σε συμ­φέρει - γιατί αν το δεις, πρέπει να το αλλάξεις. Κι αυτή; Τι κα­τάφερε που ανακάλυψε την αλήθεια με ατράνταχια στοιχεία; Τίποτα δεν κατάφερε - ή, το πολύ, το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν μια μεγάλη τρύπα στο νερό.

Σκατά.Τίποτα δεν επρόκειτο ν αλλάξει - κι αν ακόμα επρόκειτο

να γίνουν κάποιες αλλαγές, αυτές θα ήταν προς το χειρότερο και θα είχαν ως μονόδρομο τους την καταστροφή.

Πρώτη φορά στη ζωή της η Άννα βρισκόταν σε τέτοια σύγ­χυση - πώς να καταφέρει να βάλει μια μικρή τάξη σ’ όλο αυ­τό το χάος που βασίλευε στις σκέψεις της;

Κι όμως, διάολε, δεν ήταν πάντα έτσι... Κι όμως, τα πράγ­ματα κάποτε ήταν τόσο, μα τόσο αλλιώς...

Τρεκλίζοντας, σύρθηκε μέχρι τη βιβλιοθήκη που βρισκόταν στο γραφείο του σπιτιού. Από ένα συρτάρι ανέσυρε ένα άλ­μπουμ.

Ή ταν το άλμπουμ του γάμου της με τον...Από τότε που η Άννα μεταλλάχθηκε και από ωραιότατη συλ­

φίδα κατέληξε θεόρατη αποκρουστική ντουλάπα, φρόντισε να εξαφανίσει από τα εμφανή σημεία του σπιτιού όλες τις φωτο­γραφίες που της θύμιζαν κάτι από τον παλιό εαυτό της - δεν μπορούσε να τις βλέπει. Μάλιστα, συνέβαινε και το εξής α­ξιοπερίεργο: ακόμα και με την απλή ανάμνηση του παλιού της

Digitalised By Jah®

Page 101: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

104 ΘΥΜΑΣΑΙ;

εαυτοΰ την έπιανε τέτοια λιγούρα, που έφτανε στα όρια του παροξυσμού - οπότε επισκεπτόταν το ψυγείο και το άδειαζε α­κόμα κι αν είχε τελειώσει το προηγούμενο γεύμα της πέντε λε­πτά πριν.

Θεούλη μου, όχι ντετέκτιβ, ψυχίατρος της χρειαζόταν. Πώς διάολο δεν το είχε σκεφτεί αυτό πιο πριν;

Με χέρια που έτρεμαν, άνοιξε το άλμπουμ. Ιδού του λόγου το αληθές - κοίτα πώς ήταν κάποτε τα πράγματα! Εκείνη, πά- νέμορφη, τρισευτυχισμένη, ερωτευμένη και, προπαντός, λεπτή.

Και με ένδοξο παρελθόν, μα την αλήθεια.Έχοντας αποφοιτήσει με άριστα από το πανεπιστήμιο, ό­

που είχε σπουδάσει εμπορία και διαφήμιση, βρήκε αμέσως δουλειά στην πιο γνωστή διαφημιστική εταιρεία της Ελλάδας. Αυτό ήταν το όνειρό της - και ήταν αποφασισμένη να το κυ­νηγήσει με κάθε τρόπο. Και εφόσον της είχε δοθεί εκείνη η μο­ναδική ευκαιρία να προσλι^θεί σε μια εταιρεία που ήταν σω­στό χρυσωρυχείο για αποφασισμένους και δουλευταράδες αν­θρώπους, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, μην επιτρέποντας στον εαυτό της να χάσει χρόνο σε έρωτες. Είχε καιρό για τέ­τοια, όταν θα εδραίωνε τη θέση της με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να την κουνήσει κανείς εκεί μέσα. Ακόμα περισ­σότερο επέιδή ήταν και γυναίκα - κι ως γνωστόν, οι γυναίκες, από καταβολής κόσμου, περνάνε όλη τους τη ζωή αναγκα­σμένες να αποδεικνύουν καθημερινά τον εαυτό τους και την α­ξία τους σε μια κοινωνία σταθερά ανδροκρατούμενη και φαλ- λοκρατική, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελλόμενες μα­λακίες.

Πανέμορφη όπως ήταν, ψηλή, λεπτή, μαυρομαλλούσα και πρασινομάτα, οι άντρες την κυνηγούσαν όπως ο κυνηγός το λαγουδάκι - αλλά εκείνη έκλεινε τα μάτια και τ αφτιά της στις

Digitalised By Jah®

Page 102: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 105

επίδοξες αρσενικές Σειρήνες. Έριχνε, βέβαια, κάναν πήδο που και πού με διαφόρους -εκτός χοίρου εργασίας, εννοείται- για να κατευνάζει τις σωματικές της ορμές, κι αυτό ήταν. Κατά τα άλλα, το μοναδικό λόγο στη ζωή της είχε η δουλειά που λά­τρευε.

Στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα είναι αλλιώς απ’ ό,τι στο Δημόσιο - η εργατικότητα και η εξυπνάδα της Άννας δεν μπο­ρούσαν να περάσουν απαρατήρητες, διότι αμέσο)ς αμέσως με­ταφράζονταν σε χρήμα και φήμη για την εταιρεία. Το λοιπόν, τα κατορθώματά της άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από προϊ­σταμένους, διευθυντές, προέδρους... και σιγά σιγά η νεαρή πά­λαι ποτέ απλή υπάλληλος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας της εταιρείας με την αξία της και το σπαθί της και μόνο.

Κι έτσι, με τα χρόνια, άρχισε να έρχεται η καταξίωση, οι προαγωγές, τα λεφτά... Ο χώρος της διαφήμισης είναι ο πλέ­ον ενδεδειγμένος για γνωριμίες από το χώρο των πλουσίων και διασήμων. Η Άννα δεν είχε παράπονο - στα τριάντα της χρό­νια μπορούσε να πει ότι έκανε παρέα με όλα εκείνα τα πρό­σωπα που απασχολούσαν τα μίντια: ηθοποιούς, τραγουδιστές, μοντέλα...

Και η ζωή κυλούσε όπως ακριβώς στα παραμύθια - ζούσε ακριβώς αυτό που ονειρευόταν. Ή ταν πλέον ανεξάρτητη, κα­ταξιωμένη, ματσωμένη - όλα καλά.

Ναι, μόνο που άρχισαν να μην της φτάνουν αυτά.Τη μέρα που η εταιρεία τής ανακοίνωσε την προαγωγή της

σε διευθύντρια του τμήματός της και γινόταν ένα πάρτι προς τιμήν της, η Άννα έπαθε κάτι που παλιά δεν μπορούσε καν να το φανταστεί: εντελώς ξαφνικά, κυριεύτηκε από κάτι που έ­μοιαζε με κρίση πανικού - ευτυχώς που τόσα χρόνια στο κουρ­

Digitalised By Jah®

Page 103: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

106 ΘΥΜΑΣΑΙ;

μπέτι είχε μάθει να κρύβει καλά τα συναισθήματά της πίσω α­πό το λαμπερό της χαμόγελο.

Συνειδητοποίησε ότι άρχισε να ακούει εκκωφαντικά το βιο­λογικό της ρολόι.

Γαμώτο, πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια και εκείνη, απορρο- φημένη από δουλειές, μίτινγκ, πρότζεκτ και συσκέψεις, είχε φτάσει τριάντα χρόνων και δεν το είχε καταλάβει; Τόσα χρό­νια δούλευε σαν άντρας και καλύτερα - τώρα όμως, εκείνη τη μέρα της λαμπερής και πολυπόθητης προαγωγής, κατάλαβε ό­τι έλειπε από τη ζωή της ο αληθινός άντρας. Ο σύντροφος.

Ένας πήδος δεξιά κι αριστερά, μ’ όποιον κι όποιον, έπαψε πια να της είναι αρκετός.

Ήθελε έναν αληθινό σύντροφο να μοιραστεί τη ζωή της. Ένα σύζυγο. Παιδιά. Μωρά με ροδοκόκκινα μαγουλάκια και γελαστά ματάκια - ολόιδια μ’ εκείνα στις διαφημίσεις που η ί­δια ετοίμαζε για να βγουν στην τηλεόραση και τα περιοδικά.

Ήθελε οικογένεια.Φαίνεται ότι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών κα­

λός Θεούλης ειοάκουοε τις προσευχές της.Την επόμενη ακριβώς μέρα, ο πρόεδρος της εταιρείας κά-

λεσε στο γραφείο του όλο το ανώτερο προσωπικό -στο οποίο πλέον περιλαμβανόταν και η ίδια, βεβαίως, βεβαίως- για να τους γνωρίσει έναν καινούριο συνεργάτη.

Ή ταν ο Αντώνης.

Ο Θεός πρέπει να είχε μεγάλα κέφια όταν έφτιαχνε άντρες σαν τον Αντωνάκη.

Τριάντα πέντε χρόνων, ψηλός, ευθυτενής, καλοντυμένος λες και μόλις ερχόταν από του Ντιόρ, με κορμάρα που φυσούσε,

Digitalised By Jah®

Page 104: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 107

μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια στο χρώμα του νεαρού κυ- ιιαρισσιού -αυτή ήταν η πιο ακριβής περιγραφή που θα μπο­ρούσε να σκεφτεί κανείς-, ο Αντώνης έμοιαζε να είχε ξεπηδή- σει ο ίδιος από διαφήμιση και έκανε μονομιάς δεκατέσσερις λαιμούς -όσες κι οι γυναίκες στο μίτινγκ- να ξεροκαταπιούν ταυτόχρονα, από θαυμασμό και κάτι άλλο.

Ανάμεσα στις ξεροκαταπίνουσες ήταν και η Άννα.Ο πρόεδρος της εταιρείας έβγαζε το λαιμό του ο άνθρωπος

να εξηγεί στους υφισταμένους τα καθήκοντα που θα αναλάμ­βανε ο Αντώνης, αλλά κανένας δεν άκουγε - για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Οι μεν άντρες γιατί κόντευαν να πρασινίσουν από τη ζήλια τους επειδή έσκασε μύτη στο σκηνικό ένας ξένος και θα τους έτρωγε τις γκόμενες, οι δε γυναίκες επειδή έχασκαν από τη θεϊκή ομορφιά του και είχαν ήδη αρχίσει να ονειρο­πολούν - πάλι καλά που δεν τους ξέφυγε και κανένας αναστε­ναγμός.

Τέλος πάντων, ο Αντωνάκης θα τοποθετείτο ως ο νέος επι­κεφαλής του τμήματος μάρκετινγκ. Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν το να τσιμπάει καινούριους πελάτες και, βεβαίως, να διατηρεί τους παλιούς. Τοποθετήθηκε στο νευραλγικό αυτό πόστο διότι ο προκάτοχός του μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, βι­δώθηκε, του την έδωσε ο τρελός τρόπος ζωής που συνεπήγετο η δουλειά του και παραιτήθηκε - μάλιστα, ο λόγος της πα- ραιτήσεώς του, τον οποίο με σαφήνεια εξέθεσε στο έγγραφο που ενεχείρισε στον πρόεδρο της εταιρείας, είχε ήδη κάνει το γύρο του κτιρίου, τον αναμασούσαν μεταξύ τους οι εργαζόμε­νοι και άλλοι απ’ αυτούς χασκογελούσαν, άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους με απορία, πάντως όλοι απέκτησαν υλικό να σκέ- φτονται- ο τέως προϊστάμενος δήλωνε με σοβαρότητα ότι είχε δει τον Χριστό στον ύπνο του και μετά απ’ αυτό το τόσο ζω­

Digitalised By Jah®

Page 105: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

108 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ντανό όνειρο δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έκανε αυτό που έπρεπε, οπότε αποφάσισε να τα βροντήξει και να φύγει σε... ιεραποστολή με την Αποοτολική Διακονία! Άκου να δεις!

Ως εκ τούτου, και επειδή το τμήμα δεν ήταν δυνατόν να πα- ραμείνει ακέφαλο, δίχως συντονιστή και εμπνευστή, ο τέως α- ντικαταστάθηκε από τον Αντο>νάκη, τα ευάριθμα προσόντα του οποίου ο πρόεδρος εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξήρε στους συνεργάτες - άσχετο αν εκείνοι δεν άκουγαν και πολλά, ο κα­θένας για τους λόγους που προαναφέραμε.

Κάτι έλεγε ο πρόεδρος για την «πειθώ» του νέου - πάντως η Άννα ήταν ήδη βέβαιη ότι ο καινούριος δε θα χρειαζόταν να κά­νει και πολλές προσπάθειες για να πείσει κόσμο, ηλίου φαει- νότερον αυτό. Αρκεί να κοιτούσε τους υποψήφιους πελάτες με τη ζαλιστική κυπαρισσένια του ματιά και τότε εκείνοι αμέσως θα έβαζαν την υπογραφή τους δίχως δεύτερη συζήτηση - αν μάλιστα οι πελάτες ήταν γυναίκες, ενδεχομένως να συζητούσαν την πιθανότητα να βάλουν και το πουλί τους, όπως λέει μια πα­λιά λαϊκή σοφία.

Η Άννα πάντως, με το που πρωτοείδε τον Αντώνη, κατάλα­βε ότι ο ιδανικός σύντροφος που τον τελευταίο καιρό είχε αρ­χίσει να ονειρεύεται στα κατάβαθα του υποσυνειδήτου της εί­χε βρεθεί - ήταν εκεί, μπροστά της.

Επειδή ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι για έναν ά­γνωστο άντρα, στην αρχή ένιωσε φόβο - μπορεί να ήταν άρι- στη στη δουλειά της, στον τομέα της εργασίας της να κατέβαζε τη μια φαεινή ιδέα πίσω από την άλλη, όμως στον τομέα των αντρών στην πραγματικότητα δε σκάμπαζε γρυ. "Ισως έφται­γε το γεγονός ότι δεν είχε ερωτευτεί ποτέ πριν στη ζωή της - γι’ αυτούς που έπαιρνε κατά καιρούς από δω κι από κει δεν είχε αισθανθεί τίποτα περισσότερο από σκέτο πόθο με σκο­

Digitalised By Jah®

Page 106: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 109

πό την ικανοποίηση σωματικών αναγκών. Κακά τα ψέματα, μέχρι τώρα δεν είχε θεωρήσει και κανέναν απ’ αυτοΰς άξιο να σταθεί στο πλάι της σαν κάτι περισσότερο από εφήμερος ε­ραστής.

Ο Αντώνης ήταν εντελώς διαφορετικός - όλα πάνω του α­πέπνεαν έναν αριστοκρατικό αέρα, καθώς και κάτι ακόμα, που η Άννα θεωρούσε εντελώς σημαντικό: ότι αυτός ο συγκεκρι­μένος άντρας δε χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Ήξερε τα προσόντα του και τα επέβαλλε με μόνη την παρου­σία του, δίχως να χρειαστεί να το παίξει έξυπνος, μάτσο, δια­νοούμενος και όλες τις υπόλοιπες μαλακίες που κάνουν τους ά­ντρες να γίνονται γελοίοι.

Αυτό ήταν εντελώς καινούριο, αλ\ιώτικο και αξιοπρόσεκτο φρούτο - και επειδή η Άννα τσάκωσε τον εαυτό της να θέλει όσο τίποτα να το φάει, έπρεπε να σκεφτεί έναν τρόπο. Εύ­σχημο, έξυπνο, αποτελεσματικό.

Και εκεί ήταν που φοβόταν ότι το μυαλό της, που τόσες κάι τόσες φορές την είχε βγάλει ασπροπρόσωπη, τώρα ξαφνικά θα κολλούσε, θα στέρευε από ιδέες και εκείνη θα έπεφτε σε κα­μιά χοντρή γκάφα που θα έκανε τον Αντωνάκη να την πάρει στο ψιλό και όλους τους υπόλοιπους στο κτίριο της εταιρείας να γελάνε εις βάρος της - και τότε η φήμη που με τόσο κόπο είχε χτίσει σιγά σιγά τόσα χρόνια θα καταβαραθρωνόταν μέ­σα σε ένα δευτερόλεπτο, άσε που είναι κοινό μυσπκό ότι το να κάνεις αισθηματικά μπλεξίματα με άνθρωπο από το χώρο ερ­γασίας δεν είναι και η πιο έξυπνη κίνηση του κόσμου.

Ή ταν η πρώτη φορά που δεν παρακολούθησε απολύτως τίποτα σε ένα μίτινγκ - το σώμα, τα μάτια και τ αφτιά της μπορεί να ήταν εκεί, όμως το μυαλό της βρισκόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τι ήταν αυτό το ξαφνικό που την είχε

Digitalised By Jah®

Page 107: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

110 ΘΥΜΑΣΑΙ;

βρει; Τ ι συμφορά! Καλά λένε ότι το έξυπνο πουλί από τη μύ­τη πιάνεται....

Για καλή της τύχη, όπως πίστευε τότε, πριν εφτά χρόνια, α­νάθεμα την ώρα και τη στιγμή, δε χρειάστηκε να κάνει τίπο­τα εκείνη - ό,τι χρειαζόταν το έκανε ο Αντωνάκης. Δόξα τω Θεώ, γιατί αν περίμενε από εκείνη να του την πέσει στα ίσα, θα περίμενε ως τον αιώνα τον άπαντα - αρκετούς άντρες μέ­χρι τώρα είχε ευνουχίσει η Άννα με τον τρόπο που τους φερό- ταν. Σε αυτόν εδώ, που τον ονειρευόταν για σύντροφο, ήθελε να είναι για μια φορά στη ζωή της το θήραμα και εκείνος να είναι ο κυνηγός, όπως ακριβώς έπρεπε να είναι τα πράγματα. Γι’ αυτό και δεν έκανε απολΰτως τίποτα. Απλώς προσευχόταν- ώσποϋ οι προσευχές της εισακουστηκαν.

Ή δη την πρώτη κιόλας μέρα μετά την πρόσληψή του, ο Ανιωνάκης είχε μαζί της μια κατ’ ιδίαν συζήτηση μακράς διαρ- κείας για θέματα του τομέα της. Παρά τους ενδόμυχους φόβους της ότι θα της δενόταν η γλώσσα κόμπος και θα γινόταν ρεζί- λι των σκυλιών, όλα πήγαν τέλεια - ο κυνηγός, που στην πραγ­μ α τικό τη τα ήταν και θήραμα, έμεινε εντυπωσιασμένος.

Την πρώτη βδομάδα την κάλεσε σε δείπνο εργασίας.Τη δεύτερη βδομάδα της ανέθεσε να υλοποιήσει ένα πρό-

τζεκτ που αυτός συνέλαβε, με κάτι καινούριους πελάτες.Την τρίτη βδομάδα η δουλειά τελείωσε με απόλυτη επιτυ­

χία και ο Αντωνάκης την πήγε σε ένα μπαρ για να γιορτάσουν.Και την τέταρτη βδομάδα, δηλαδή πάνω στο μήνα, ο πρό­

εδρος αποφάσισε να στείλει αυτούς τους δύο σε ένα διεθνές συ- νέδριο στο Παρίσι.

Αυτό ήταν! Ο κύβος ερρίφθη.Στους τρεις μήνες ακριβώς από τη γνωριμία τους, ενώ βρι­

σκόταν ένα μίτινγκ σε εξέλιξη, ο Αντωνάκης της έκανε εντελώςDigitalised By Jah®

Page 108: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΛΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 111

ξαφνικά πρόταση γάμου μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα ό­λων των παρευρισκομένων, και εκείνη θυμόταν ότι την είχε δε­χτεί, με δάκρυα στα μάτια, μέσα σ’ έναν καταιγισμό από χει­ροκροτήματα - σκέτο Χόλιγουντ.

Παντρεύτηκαν σ’ ένα μήνα από εκείνη τη μέρα. Η γαμήλια τελετή είχε κάτι από παραμύθι.

Σήμερα, μετά από εφτά χρόνια, η Άννα προσπαθούσε να θυ­μηθεί αν είχε ζήσει μια πραγματικά άσπρη μέρα από τότε - το μόνο που κατάφερε να ανασύρει από τη μνήμη της ήταν η μέρα του γάμου της, κι αυτό διότι φορούσε άσπρο νυφικό.

Θα μπορούσε να κατηγορεί τον Αντώνη μέχρι τη Δευτέρα Πα­ρουσία για τα σημερινά της χάλια -και ιδίως τα αποψινά-, αλλά δεν ήταν άνθρωπος που εθελοτυφλούσε μπροστά στα δικά του λά­θη. Έκανε και εκείνη το δικό της λάθος, το ένα και μοναδικό - ιίου αποδείχτηκε η Κερκόπορτα προς τη σημερινή της κόλαση.

Και το λάθος της ήταν μια... λάθος απόφαση.Στα επαγγελματικά φερόταν σαν άντρας - αποφασιστικό­

τητα, σιδερένια πυγμή, αδάμαστη θέληση, σκληρή δουλειά, ανεξάντλητη ενεργητικότητα. Σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της οικογένειας, όμως, κατά βάθος μέσα της ήταν παραδοσιακή - έως και συντηρητική. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είχε φροντίσει να τυλίξει κανέναν μαλάκα και να βολευτεί από τα δεκαοχτώ της χρόνια, με το που τελείωσε το σχολείο - και να πεις πως δεν είχε ευκαιρίες! Δεν το έκανε όμως διότι ήθελε πρώτα να απο­δείξει στους άλλους, αλλά κυρίως στον ίδιο της τον εαυτό, ότι μπορούσε άριστα να τα καταφέρει να είναι μια αυτοδημιούρ- γητη ανεξάρτητη που δεν προσδοκούσε μέσα από το γάμο να κατακτήσει την επαγγελματική αποκατάσταση, τη χρηματική

Digitalised By Jah®

Page 109: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

112 ΘΥΜΑΣΑΙ;

εξασφάλιση ή την κοινωνική καταξίωση. Προείχε η προσωπι­κή πρόοδος, λοιπόν, ιδίοις δυνάμεσι - όταν όμως θα γνώριζε αυτόν στον οποίο θα χάριζε την καρδιά της, και τη ζωή της γε­νικότερα, ήθελε να του αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι.

Όταν θα αποφάσιζε να κάνει οικογένεια, θα σταματούσε να δουλεύει.

Δεν ήθελε να γίνει και αυτή μια από τις τόσες γυναίκες που ά­φηναν τον άνιρα τους νηστικό γιατί δεν πρόφταιναν ποτέ να μα­γειρέψουν, δεν ήθελε να αφήσει το σπιτάκι της στα χέρια κά- ποιας αλλοδαπής οικιακής βοηθού, δεν ήθελε να αφήσει τα παι­διά που θα αποκτούσε να της τα μεγαλώνουν ξένοι και η ίδια να τα βλέπει λίγο πριν κοιμηθούν, πνίγοντας τις ενοχές της με χι­λιάδες άχρηστα δώρα που σε καμιά περίπτωση δεν αντικαθι­στούσαν τη μητρική παρουσία. Ονειρευόταν να γίνει μια παρα­δοσιακή γυναίκα, σύζυγος, μάνα, νοικοκυρά, τη στιγμή μάλιστα που το ένδοξο επαγγελματικό της παρελθόν ήδη είχε αποδείξει ότι μπορούσε να είναι και άλλα πράγματα, πολύ περισσότερα απ’ αυτά.

Όταν ανακοίνωσε την απόφασή της στον Αντώνη, ότι θα υ­πέβαλλε την παραίτησή της και θα καθόταν στο σπίτι, εκείνος έδειξε ενθουσιασμό και την επικρότησε. Ποιος ξέρει, ίσως κι αυτός μέσα του να ήταν κατά βάθος συντηρητικός - ίσως πά­λι, στο πολύ βάθος, να μην του καλάρεσε ότι η γυναίκα του έ­σκιζε στη δουλειά, πολλώ δε μάλλον εφόσον εργάζονταν και στην ίδια εταιρεία, οπότε ενδεχομένως να γίνονταν και συ­γκρίσεις. Τέλος πάντων, τι σημασία είχε; Μια φορά, ο Αντω­νάκης αποφάσισε να τη στηρίξει στην απόφασή της. Άλλωστε, ανά πάσα στιγμή μπορεί να ερχόταν και κανένα παιδάκι - δεν είχαν, βέβαια, «βάλει μπροστά» με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά δεν έπαιρναν και προφυλάξεις.

Digitalised By Jah®

Page 110: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΛΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 113

Το πρώτο διάστημα ήταν σχεδόν ονειρικό - έπρεπε να πα­ραιτηθεί από τη δουλειά της για να καταλάβει τι απίστευτο φορτίο άγχους και ευθυνίόν σήκωνε τόσο καιρό στους ώμους ι ης και δεν το καταλάβαινε καν! Επιτέλους, λίγη χαλάρωση, λί­γη ξεκούραση, λίγη ξεγνοιασιά'. Ο μόνος λόγος που είχε πόρα να σηκώνεται νωρίς από το κρεβάτι ήταν για να ετοιμάσει πρωι­νό για να το πάρουν μαζί με το λατρεμένο της πρίγκιπα, όπως κάνουν όλα τα ερωτευμένα νιόπαντρα ζευγάρια. Συνειδητο­ί ιοίησε την αξία και την ομορφιά του χαζολογήματος οτο σού­περ μάρκετ -κάτι που παλιότερα το θεωρούσε χάσιμο χρό­νου-, έκανε βόλτες, πήγε σε μουσεία, μπήκε, βγήκε, διάβασε, ευχαριστήθηκε ελεύθερο χρόνο και, βεβαίως, ασχολιόταν με το σπίτι της σαν καλή νοικοκυρά - και ήταν πολύ ευτυχισμένη μ’ αυτό. Τα απογεύματα, όταν ο Αντωνάκης γύριζε κουρασμένος από τον κάματο, έβρισκε ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγημό, έ­τρωγαν μαζί, έβλεπαν DVD, πήγαιναν για ποτάκι, σινεμά, βι- ιρίνες στην Πατησίων και, στο τέλος, οι νύχτες κατέληγαν σε ωραιότατο και άκρως παθιασμένο κοκό που σε τίποτα δε θύ­μιζε βαρετή συζυγική αγγαρεία, αν εξαιρέσει κανείς το σκοπό και το στόχο του κοκού, δηλαδή την απόκτηση του πολυπό­θητου παιδιού που θα συμπλήρωνε την οικογενειακή ευτυχία- όπως ακριβώς και σιις διαφημίσεις, καλή ώρα.

Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα, σιην αρχή αχνά, στη συνέχεια όλο και πυκνότερα, όταν πέρα- σαν έξι ολόκληροι μήνες καθημερινού πήδου και ο πολυπό­θητος διάδοχος δεν ερχόταν.

Ο Αντώνης δεν έδινε και τόση σημασία - εκείνη όμως έδι­νε, και μάλιστα πολλή. Έ 4)τασε μάλιστα στο σημείο να θεω­ρήσει τη μη επίτευξη του στόχου-παιδιού ως ζήτημα κοσμοϊ- στορικό, σχεδόν ζωής και θανάτου. Τι στον κόρακα συνέβαι­

Digitalised By Jah®

Page 111: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

114 ΘΥΜΑΣΑΙ;

νε και δεν μπορούσε να μείνει έγκυος; Αφού ήταν και οι δυο τους νέοι, υγιείς και ερωτευμένοι, τότε γιατί;

Ο πρώτος -και δη γερός- καβγάς του ζεΰγους Σιάμκουρη έλαβε χώρα όταν η Άννα ανακοίνωσε στον Αντώνη την από­φασή της να πάει στους γιατρούς να εξεταστεί. Αν ήθελε εξε­τάσεις μόνο για την πάρτη της, δε θα ήταν και τόσο μεγάλο το πρόβλημα - ήθελε όμως να σύρει για εξετάσεις κι αυτόν, τον καρπερό, τον νταβραντοψένο, τον υγιή! Από πού κι ως πού;

Αλλά τελικά, θέλοντας και μη, σύρθηκε να εξεταστεί και αυτός ο έρμος - τι να έκανε; Αν δεν έκανε το χατίρι της Άννας, θα βρισκόταν στην πολύ δυσάρεστον θέσιν να υποστεί ένα α­πό τα μεγαλύτερα δεινά που συνεπάγεται ο έγγαμος βίος - σω­στό βασανιστήριο.

Την κρεβατομουρμούρα.Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορο πράγμα από αυτό.Και έτσι, το πρώην ξένοιαστο ζευγάρι βρέθηκε από τη μια

στιγμή στην άλλη, στα καλά καθούμενα, να τρέχει από δω κι από κει, σε γιατρούς, διαγνωστικά κέντρα, ειδικούς με άσπρες μπλούζες, καθησυχαστικά χαμόγελα και μαλακισμένες παρα­τηρήσεις του τύπου «η επιστήμη κάνει θαύματα» και άλλα τέ­τοια σκατατζίδικα που κανείς δε θέλει να ακούει... βρε, τι πά- θαμε...

Και να, ιδού τα αποτελέσματα! Ο Αντωνάκης, όπως, βε­βαίως, ήταν αναμενόμενο -ο ίδιος έβαζε το χέρι του στη φω­τιά-, ήταν υγιέστατος, βαρβατότατος και καρπερότατος! Τα σπερματοζωάριά του ήταν ολοζώντανα και έτρεχαν ωσεΐ δρο­μείς σε κούρσα εκατό μέτρων - και χωρίς εμπόδια.

Εκείνη ήταν που το είχε το πρόβλημα.Τα χαμπέρια έσκασαν στο κεφάλι της σαν κεραυνός εν αι­

θρία - οι σάλπιγγές της, να πάρει η οργή, ήταν βουλωμένεςDigitalised By Jah®

Page 112: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 115

(ίαν φρεάτια της ΕΥΔΑΓΙ. Η προσπάθειά της να κάνει παιδί ε- ιιρόκειτο να εξελιχτεί σε γολγοθά.

Αμε! Αμ πώς! Αυτά παθαίνει όποια είναι τόσο άφρων ώστε σιο παρελθόν της να έχει υποκύψει σε παρορμήσεις της στιγ­μής, με άλλα λόγια, να έχει πάει και να έχει πηδηχτεί με τον ιιάσα ένα άσχετο μαλάκα - και επειδή ήταν κι οι δυο τόσο με­θυσμένοι, κι αυτή και ο πάσα ένας άσχετος μαλάκας, ξεχνού­σαν ενίοτε τη χρήση της, εντελώς χρήσιμης, καπότας. Και οι διάφορες μολύνσεις που πάθαινε κατά καιρούς, κολπίτιδες, τριχομονάδες, σκατά, φατά, ήταν η αιτία που την οδήγησε σή­μερα να έχει σάλπιγγες πιο φρακαρισμένες και από τη λεω- (ρόρο Κηφισίας σε ώρα κυκλοφοριακής αιχμής. Αν είχε το ε­λάχιστο νιονιό που απαιτείτο ώστε να θυμηθεί την καπότα την ώρα που έπρεπε, τώρα δε θα είχε φτάσει ως εδώ.

Όταν το εξομολογήθηκε αυτό στο γιατρό που της ανέλυσε τα αποτελέσματα των εξετάσεών της, εκείνος την κοίταξε ά- κρως αποδοκιμαστικά και την παρότρυνε «να κάνει έστω και τώρα το σταυρό της που δεν κόλλησε και κανένα AIDS».

Ψέματα;Και τι θα γινόταν από δω και πέρα; Μία ήταν η λύση - και

ήταν μονόδρομος.Εξωσωματική.Ό σο σου λένε ότι δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι την ώρα

που το θέλεις, τόσο περισσότερη μανία σε πιάνει να το απο­κτήσεις οπωσδήποτε, εδώ και τώρα. Η πρώην ξένοιαστη, χα­ρούμενη και αισιόδοξη Άννα περιέπεσε σε κατάθλιψη που ε­ναλλασσόταν με την υστερία.

Παναγίτσα μου, τι εφιάλτης ήταν αυτός;Κι όμως, δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον Αντωνάκη. Εκεί­

νος της έλεγε να το ξεχάσουν το ζήτημα - μπορούσαν κάλλι-Digitalised By Jah®

Page 113: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

116 ΘΥΜΑΣΑΙ;

στα να ζήσουν ευτυχισμένοι και χωρίς παιδιά. Αλλά εκείνη ό­χι, εκεί, το δικό της! Μα πώς μπορεί να ολοκληρο)θεί μια ευ­τυχία χωρίς παιδιά; Θα ένιωθε μισός άνθρωπος! Και ήταν και το άλλο: δε θα είχε ιερό σκοπό στη ζωή της αν δεν αποκτούσε ένα παιδάκι. Καλός ήταν ο Αντωνάκης, αλλά αν ήταν να πε- ράσει όλο το υπόλοιπο της ζωής της κλεισμένη μέσα στο σπί­τι για να υπηρετεί μόνο αυτόν, τότε ποιος ήταν ο λόγος που εί­χε εγκαταλείψει τη δουλειά της;

Ό χι, όχι και ξανά όχι! Εφόσον οι γιατροί ήταν κατηγορη­ματικοί: η επιστήμη κάνει θαύματα. Βουρ λοιπόν!

Από τη μέρα που ξεκίνησε την πρώτη της προσπάθεια για εξοοσωματική μέχρι και σήμερα είχαν περάσει εφτά ολόκλη­ρα χρόνια, εφτά ε(ριαλτικά χρόνια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Φάρμακα, ορμόνες, εξετάσεις, ενέσεις, κέρατα τράγια, λεφτά με ουρά, έξοδα με φούντες, τάματα σε αγίους, σβάρνα σε μο­ναστήρια, εμβρυομεταφορές δίχως αποτέλεσμα, η μια απο­βολή μετά την άλλη... Σκέτη καταστροφή. Η επιστήμη σήκω­σε τα χέρια ψηλά - αλλά και τα Θεία αρνοΰνταν πεισματικά να συνεργαστούν. Να φανταστεί κανείς ότι ο γιατρός που την παρακολουθούσε, τρία χρόνια μετά την πρώτη της προσπά­θεια και αφού είχε μεσολαβήσει ένας απερίγραπτος εφιάλτης, τον οποίο κάποιος που δεν τον έχει ζήσει δεν μπορεί καν να τον διανοηθεί, τη συμβούλεψε να σταματήσει κάπου εκεί, για­τί αλλιώς θα έβαζε σε κίνδυνο την υγεία της. Στο κάτο) της γρα- φής, υπήρχε και η λύση της υιοθεσίας.

Ναι, μόνο που αυτή τη λύση ο Αντώνης δεν ήθελε καν να την ακούσει. Του έφτανε και του περίσσευε το ρεζιλίκι που υφί- στατο εξαιτίας της στείρας γυναίκας του, που τον έβαζε να μα- λακίζεται κάθε τρεις και λίγο και να πηγαίνει το θησαυρό του στους γιατρούς κλεισμένο μέσα σε κυπελλάκια και σκατάκια

Digitalised By Jah®

Page 114: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 117

- και όλ’ αυτά δίχως κανένα αποτέλεσμα. Δε θα έδινε χώρα χο όνομά του και σε ένα ξένο παιδί!

Τεχέλεσχαι. Η ευχυχία ιεχέλεσχαι, η υπομονή χεχέλεσχαι, όλα χεχέλεσχαι - γενικώς.

Σαν νερό κύλησε από χόχε η ζωή, αλλά νερό θολό σαν βούρ­κος, πικρό σαν φαρμάκι.

Ο Ανχωνάκης άρχισε να γυρίζει από χη δουλειά όλο και πιο αργά. Όχαν ερχόταν ήχαν μονίμως κουρασμένος και δεν είχε καμιά όρεξη ούτε να κάχσουν να δουν DVD ούτε να πάνε για χαζολόγημα στις βιτρίνες της Πατησίων ούτε τίποτα. Οι ερω­τικές τους επαφές άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αραιές - με δική της υπαιτιότητα στην αρχή, κοινή συναινέσει στη συνέ­χεια.

Το πάλαι ποτέ ερωτευμένο ζευγάρι άρχισε να αποξενώνε­ται.

Και η Άννα άρχισε να παχαίνει - σχην αρχή από χις ορμό­νες που έπαιρνε σε μεγαδόσεις λόγο) χων εξωσωμαχικών, αλλά σχη συνέχεια από χο φαί, στο οποίο έπνιγε τον πόνο της και ξε­χνούσε τη δυστυχία της. Ούτε που κατάλαβε πώς από πενήντα εφτά κιλά έφτασε στα εκατόν είκοσι τέσσερα. Ή ταν, πώς να πει κανείς, σαν να κοιμήθηκε συλφίδα και να ξύπνησε ντουλάπα.

Εν τω μεταξύ ο Αντωνάκης ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρ­χίας στην εταιρεία, διέπρεπε, δοξαζόταν - ενώ εκείνη είχε με- ιατραπεί σε μια υστερική χοντρή, κλεισμένη μέσα σε ένα σπί­τι να κλαίει και να τρώει, να τρώει και να κλαίει. Έγινε αντι­κοινωνική - δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι παρά μόνο για ψώ­νια. Μα και πού να πήγαινε έτσι όπως είχε καταντήσει; Κανέ­νας δεν επιθυμεί κοινωνικές συναναστροφές με μια φάλαινα... Ντρεπόταν για τον εαυτό της, όπως ακριβώς ήταν σίγουρη ό­τι ντρεπόταν και ο Αντώνης να την κυκλοφορήσει - άσε που και

Digitalised By Jah®

Page 115: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

118 ΘΥΜΑΣΑΙ;

αυτός δεν έδειχνε καμιά ιδιαίτερη διάθεση να τη βγάλει έξω... Με τι προσόντα μπορούσε πια αυτή να συνοδεύει ένα μεγα- λοστέλεχος διαφημιστικής εταιρείας; Μπα, καλύτερα μέσα! Αν τον συνόδευε, μπορεί να του έκανε και κακό. Μπορεί το μυαλό της να έκοβε πάντα σαν ξυράφι, αλλά η εμφάνισή της δεν τη βοηθούσε πια καθόλου - κι ως γνωστόν, ο κόσμος σκα- λοίνει στο φαίνεσθαι. Κανένας δε θα άκουγε αυτό που θα έ­βγαινε μέσα από το στόμα μιας ντουλάπας· όλοι θα στέκονταν προσηλωμένοι στη θηριώδη εμφάνισή της και θα την κοιτού­σαν με οίκτο, και ακόμα περισσότερο τον Αντωνάκη, που είχε την ατυχία να διάγει το βίο του μαζί με ένα τέτοιο βουβάλι - σημειωτέον ότι ο Αντωνάκης όσο μεγάλωνε, τόσο ο>ραιότερος γινόταν.

Οπότε, άσε καλύτερα. Μέσα, μέσα κι άγιος ο Θεός. Το σπί­τι παρείχε ασφάλεια - και ψυγείο.

Έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχασε όλους τους φίλους της. Ό ταν είδαν ότι σταμάτησε να κυκλοφορεί, σταμάτησαν κι αυ­τοί να την αναζητούν. Το παράξενο ήταν ότι, ανιί να πικραθεί μ’ αυτή την αποξένωση, εκείνη ένιωθε μια περίεργη ανακού­φιση και ασφάλεια.

Έγινε σχεδόν αγοραφοβική - ανθρωποφοβική έγινε σίγου­ρα, αυτή που κάποτε ήταν ο πιο κοινωνικός άνθρωπος του κό­σμου.

Και όλα αυτά για να χαρίσει στον Αντωνάκη τον πολυπό­θητο διάδοχο - πράγμα που εκείνος δεν της το αναγνώρισε ποτέ.

Το χειρότερο όλων ήταν ότι, με το πέρασμα των χρόνων, ό­ταν ο Αντωνάκης κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης και συνειδητοποίησε ότι μάλλον η γυναίκα του δε θα μπορού­σε ποτέ να του κάνει παιδιά, τότε άρχισε κι αυτός να τα θέλει

Digitalised By Jah®

Page 116: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΛΚΙΎ ΤΑΞΙΔΙ 119

διακαώς! Αυτός που της έλεγε να το ξεχάσουν το ζήτημα και <ίιι κάλλιστα θα μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι οι δυο ιους!

'Ολ’ αυτά, βέβαια, μόνο χειρότερα κατάφεραν να την κάνουν να αισθάνεται.

Μέσα στη γενικότερη μαυρίλα της όλης κατάστασης και α­φού είχαν μεσολαβήσει κλάματα, παρακάλια, μέχρι και απει­λές, ο Αντωνάκης δέχτηκε να ξανασκεφτεί το ζήτημα της υιο­θεσίας. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν να κάνουν ήταν να κπισκεφτούν ένα δικηγόρο, να τους ενημερώσει σχετικά.

Τι κακό ήταν τούτο... Με το που είδε την Άννα, ο δικηγό­ρος έκανε ομολογουμένως κάποιες προσπάθειες να κρύψει την αποστροφή του, έστω και χάριν της ευγενείας, αλλά ήταν ε­ντελώς άτσαλες. Ό ταν μάλιστα του εξέθεσαν το ζήτημα για το οποίο τον είχαν επισκεφτεί, τότε εκείνος τους τόνισε ότι η υι­οθεσία ήταν μια διαδικασία τραγικά χρονοβόρα, που περι­λάμβανε ένα κάρο πράγματα. Δεν ήταν μόνο το δικαστήριο, ή­ταν και τα τρεχάματα σε κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, από δω, από κει... Θα πλακώνανε όλοι αυτοί οι καρεκλοκένταυροι, θα εισέβαλλαν στη ζωή τους και θα τους έκαναν φύλλο και φτερό την οικονομική τους κα­τάσταση, την κοινωνική τους κατάσταση, τη φυσική τους κα­τάσταση, το παρελθόν τους, το μέλλον τους... τα πάντα. Θα τους είχαν υπό στενή παρακολούθηση λες και ήταν μικρόβια και όλο αυτό το νταβαντούρι θα τελείωνε σε εφτά με οχτώ χρό­νια, στην καλύτερη περίπτωση - αλλά, βέβαια, τότε το υπο­ψήφιο προς υιοθεσία άρρεν τέκνο θα ετοιμαζόταν να πάει φα­ντάρος, οπότε δε θα γεννάτο πλέον ζήτημα.

Και το χειρότερο όλων ήταν άλλο - και ο δικηγόρος τους το τόνισε κατηγορηματικά, με ιδιαίτερη έμφαση: οι αρμόδιες υ­

Digitalised By Jah®

Page 117: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

120 ΘΥΜΑΣΑΙ;

πηρεσίες δεν ξεκινούσαν καν τις διαδικασίες και όλα σταμα­τούσαν στο πρώτο κιόλας ραντεβού αν διαπίστωναν ότι το ζευ­γάρι των υποψήφιων γονέων παρουσίαζε κάποια, έστω και την παραμικρή, «απόκλιση από το μέσο όρο». Κύριος οίδε τι πί­στευαν όλοι αυτοί οι κόπανοι ότι αποτελούσε αυτό τον κατα­ραμένο «μέσο όρο».

Και μπορεί μεν ο «μέσος όρος» να ήταν έννοια νομική, που υπόκειτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ωστόσο η «απόκλιση» ήταν ένα ζήτημα πραγματικό, που δεν επιδεχόταν καμιά αμ­φισβήτηση - όχι από τον Άρειο Πάγο, αλλά ούτε κι από το Διε­θνές Δικαστήριο της Χάγης, φερ’ ειπείν.

Ό ταν ο Αντωνάκης τόλμησε να ρωτήσει το δικηγόρο γιατί τους είπε αυτό για την «απόκλιση από το μέσο όρο», τότε ε­κείνος ξερόβηξε και έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Άννα - η οποία, βεβαίως, ευχήθηκε επιτόπου να ανοίξει η γη να την κα­ταπιεί.

Φυσικά. Τα εκατόν είκοσι τέσσερα κιλά είναι μια ιδιαιτέ­ρως δυσμενής «απόκλιση από το μέσο όρο». Και αν τυχόν οι αρμόδιοι q)opείς τα παρέβλεπαν, δε θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να παραβλέψουν το γεγονός ότι η φορέας των κι­λών είχε καταντήσει μια αγοραφοβική υστερική γυναίκα που μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα σε κέντρα γονιμοποίησης, μο­ναστήρια και ψυγείο - αυτό κι αν ήταν «απόκλιση από το μέ­σο όρο»...

Και για την ανεξάντλητη, απεριόριστη αγάπη που έκλεινε η χοντρή γυναίκα μέσα της, που με τόσο διακαή πόθο επιθυ­μούσε να χαρίσει απλόχερα έστω και σε ένα ξένο παιδάκι που θα το έπαιρνε από τη δυστυχία του ορφανοτροφείου και των ιδρυμάτων και θα το έβαζε στην ευτυχία του να ζεις κάπου που να σε αγαπούν πραγματικά, οι αρμόδιοι φορείς δε θα έδιναν

Digitalised By Jah®

Page 118: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 121

δεκάρα τσακιστή. Αυτά έχει το Δημόσιο, το Δημόσιο που δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά - μόνο διαδικασίες, γραφειοκρα­τία, χαρτουρες και ρουσφέτια.

Τίποτα. Μια τρύπα στο νερό - και μη χειρότερα.Το βλέμμα του Αντώνη, την ώρα που έκλειναν πίσω τους

την πόρτα του δικηγορικού γραφείου και έφευγαν με την ου­ρά στα σκέλια, δεν επρόκειτο να το ξεχνούσε ποτέ στη ζωή της.

Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, τον τελευταίο χρόνο ο Αντωνάκης προέκυψε και εραστής - και, φυσικά, όχι δικός της! Η Άννα έβαζε στοίχημα το κεφάλι της ότι οι ξένοι πήδοι είχαν αρχίσει εδώ και πολύ καιρό - ποιος ξέρει για ποιο λόγο αποφάσισε ότι μόλις κόρα είχε έρθει η δική της ώρα να πάρει στα χέρια της αποδεικτικά σιοιχεία.

Πώς να τον κατηγορήσει, γαμώτο... Με το να έχει αφήσει έτσι τον εαυτό της να μετατραπεί σε όρθιο βόδι και, ακόμα χειρότερα, με το να συντηρεί τον εαυτό της σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση, μην κάνοντας την παραμικρή προσπάθεια για να αλλάξει και να γίνει ξανά γυναίκα, όπως ήταν πριν, ήταν σαν να του άνοιξε μόνη της την πόρτα προς τις ξένες αγκαλιές. Χρό­νια τώρα τον απέφευγε ερωτικά - ώσπου στο τέλος και εκείνος σταμάτησε τις προσπάθειες.

Και τους τελευταίους δυο τρεις μήνες, που άρχισε να της ξα­ναέρχεται αυτηνής η διάθεση για κοκό, του είχε φύγει αυτου- νού οριστικά και αμετάκλητα - και αποδείχτηκε και το γιατί.

Τίποτα. Αυτή έφταιγε, κανένας άλλος. Τόσα χρόνια είχε ξο­δέψει το χρόνο της, την ψυχή της, το σώμα της -που έγινε κό­σκινο από τις ενέσεις και τις ορμόνες- στο κυνήγι ενός φα­ντάσματος. Νύχτα μέρα ονειρευόταν ένα φάντασμα, ένα παι­δί που δεν ερχόταν, και είχε γυρίσει την πλάτη της στον ολο-

Digitalised By Jah®

Page 119: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

122 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ζωντανό Αντώνη, που δεν ήταν φάντασμα - ήταν άνθρωπος και είχε ανάγκες. Αλλά εκείνη, βιώνοντας μέχρι τα μπουνιά το προσο)πικό της δράμα, το είχε ξεχάσει. Το μόνο πράγμα που κατάντησε να συνεισφέρει στη σχέση τους ήταν... το βάρος της. Ούτε καν παιδιά δεν μπορούσε να του χαρίσει, Θεέ μου... Ή ταν μια άχρηστη χοντρή φοράδα.

Τι γινόταν εδώ, μωρέ; Τον δικαιολογούσε τόσο εύκολα; Τον συγχωρούσε; Μα πώς ήταν δυνατόν αυτό; Δηλαδή, μήπως έ- πρεπε να του ζητήσει και συγνώμη από πάνω;

Ε, όχι, χίλιες φορές όχι! Το κέρατο ήταν η εύκολη λύση - το δύσκολο θα ήταν να σταθεί δίπλα της σε όλη αυτή τη δοκι­μασία των τελευταίων εφτά χρόνων, να τη στηρίξει με κάθε τρόπο, να κρατήσει με νύχια και δόντια τους όρκους που έδω­σε, να της είναι πιστός και να της συμπαραστέκεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, στα εύκολα και στα δύσκολα, ώσπου να τους χώριζε ο θάνατος - όπως ακριβώς τα έλεγε ο παπάς την ώρα του γάμου. Και εφόσον σ’ αυτούς έλαχαν τα δύσκολα, ο κύριος Αντωνάκης έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του, γιατί αυ­τό είναι αληθινή αγάπη, να τη βοηθήσει πάση δυνάμει να βγει από το τέλμα που την είχε καταπιεί, να γίνει ακόμα και κλει­δοκράτορας του ψυγείου, να της έλεγε ότι για να φάει εκείνο το ταψί με τους μπακλαβάδες θα έπρεπε να περάσει πάνω α­πό το πτώμα του - έπρεπε κάτι να κάνει, τέλος πάντων.

Ενώ εκείνος, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είχε σταθεί δίπλα της επί της ουσίας με όλο του το είναι. Το μόνο που έ­κανε τόσα χρόνια ήταν να την ανέχεται - ναι, μόνο που η ανο­χή σε καμιά περίπτωση από μόνη της δεν είναι, ούτε σημαί­νει, αγάπη. Τι είχε να χάσει; Είχε το βόλεμά του, τα καθαρά του ρούχα, το σπιτικό του φαγητό - κι από δίπλα την γκόμε­να, να βγάζει τα μάτια του και να καλοπερνάει. Αυτό κι αν εί­

Digitalised By Jah®

Page 120: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 123

ναι ζωή και κότα - κι άσε το βόδι τη γυναίκα σου να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου...

Χάρη τής έκανε που την κρατούσε δίπλα του.Ό χι. Ό ,τι κι αν είχε γίνει, ό,τι κι αν είχε συμβεί, δεν υπήρ­

χε καμιά δικαιολογία για την απιστία.Η Άννα παρέπαιε ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο για τόσο πολλή

ώρα, ώσπου άρχισε να την κόβει λόρδα.Παράχωσε βιαστικά το άλμπουμ των φωτογραφιών του γά­

μου της από κει που το ξέθαψε - και έφυγε από κείνο το δω­μάτιο.

Σκόπευε να κάνει μια γενναία επιδρομή στο ψυγείο - εκεί ήταν σίγουρο ότι θα τα ξεχνούσε όλα. Και πραγματικά, το εί­χε ανοίξει και επιθεωρούσε τα καλούδια με σκοπό να αποφα­σίσει από πού θα ξεκινούσε τον περίδρομο - αλλά εκείνη α­κριβούς τη στιγμή είδε με τα μάτια του μυαλού της τον Αντω- νάκη να πηδάει τη λεπτή γκόμενά του και της κόπηκε η όρεξη.

Απογοητευμένη, έδωσε ένα βρόντο στην πόρτα του ψυγείου- κάτι ακούστηκε να σπάει εσωτερικά, αλλά το είχε χεσμένο, έτσι κι αλλιώς.

Τι θα γινόταν τώρα, διάολε;Να του έλεγε ότι τα ξέρει όλα; Μα αν του έλεγε ένα τέτοιο

πράγμα, μπορεί να τον έστελνε οριστικά στην αγκαλιά της λε­πτής. Σιγά μην είχε καμιά πρεμούρα ο Αντωνάκης να περάσει όλο το υπόλοιπο του βίου του με την ντουλάπα-που-τα-ήξερε- όλα! Θα του έδινε μόνη της την αφορμή για να πάρει το κα- πελάκι του και να γίνει καπνός, όπως ακριβούς ο άλλος συνο­νόματος του στην ταινία Η δε Γυνή να Φοβείται τον Άντρα. Λεφτά με ουρά έβγαζε ο Αντωνάκης από την εταιρεία - δε θα του ή­ταν καθόλου δύσκολο να φύγει απόψε, και αύριο κιόλας το πρωί ν’ αγοράσει καινούριο σπίτι, να το επιπλώσει και να ε­

Digitalised By Jah®

Page 121: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

124 ΘΥΜΑΣΑΙ;

γκατασταθεί εκεί για πάντα με τη λεπτή! Θα μου πεις, γιατί δεν το είχε κάνει ήδη; Μα, θέλει και ρώτημα; Εφόοον είχε τη χο­ντρή υπηρέτρια στο σπίτι να τον έχει πασά, είχε κανένα λόγο να το κάνει; Μόνο στην ανάγκη θα το έκανε - και η ανάγκη θα προέκυπτε όταν θα τον άρπαζε η ντουλάπα άμα τη επιστροφή του στο σπίτι και του έλεγε ότι «τα ήξερε όλα».

Και τότε εκείνη, η δύσμοιρη χοντρή, θα έμενε ολομόναχη. Έτσι όπως είχε καταντήσει, δίχως δουλειά, δίχως φίλους, θα καταδικαζόταν σε μια ισόβια μοναξιά, να αναμασάει πώς ή­ταν κάποτε η ζωή της - ώσπου να τρελαθεί και να έρθουν να τη μαζέψουν οι κύριοι με τις άσπρες μπλούζες, χαμογελώντας της καθησυχαστικά και λέγοντάς της ότι της έχουν κλείσει δω­ρεάν την προεδρική σουίτα στο «Χοτέλ Δαφνί».

Από την άλλη, όμως, και το να κατάπινε το έγκλημα του ά­πιστου, να προσποιείτο ότι δεν ήξερε απολύτως τίποτα και να πήγαινε αυτή η γελοία βαλίτσα ως τον αιώνα τον άπαντα, θα έφερνε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Θα την τρέλαινε.

Ως συνήθως, φαύλος κύκλος...Δίχως να το καταλάβει, πήγαινε πάνω κάτω τρέχοντας στο

σαλόνι - να τα και τα προεόρτια της τρέλας...Κοίταξε το ρολόι της. Ή ταν εφτά παρά τέταρτο το από­

γευμα.Το καλύτερο που είχε να κάνει για την ώρα ήταν να πάει

στο σούπερ μάρκετ. Έπρεπε να αγοράσει απορρυπαντικό για να πλύνει τα ρούχα του πασά, καθώς και ένα ολόκληρο μπού­τι καπνιστό ζαμπόν, να επιστρέφει και να το περιδρομιάσει με την ησυχία της.

Και τότε, πάνω στο αδιάκοπο μασούλημα, ίσως να της κατέ­βαινε και καμιά φαεινή ιδέα για το τι θα έκανε από δω και μπρος.

Digitalised By Jah®

Page 122: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 125

Αν αυτό δεν ήταν όνειρο, τότε σίγουρα είχε τρελαθεί. Ό χι, ό­χι. Δεν ήταν όνειρο. Θυμόταν ολοκάθαρα τον εαυτό της να βγαίνει από το σπίτι, να κλειδώνει και να κατευθύνεται σιο σούπερ μάρκετ, τρία τετράγωνα μακριά. Όμο)ς την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο κατάστημα -έχοντας στο νου της πε­ρισσότερο το ζαμπόν και λιγότερο το απορρυπαντικό- έτυχε να περνάει απέξω ένα άδειο ταξί.

Θυμόταν ότι το σταμάτησε φωνάζοντας. Και μπήκε μέσα.Έλα, Παναγία μου!Κι ακόμα περισσότερο «έλα, Παναγία μου», έδωσε εντολή

στον οδηγό να την πάει στο... -ε, δεν είμαστε καλά- ...στο αε­ροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»!

Δεν είχε ιδέα τι πήγαινε να κάνει σιο «Ελευθέριος Βενιζέ­λος», όπως επίσης δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποια άγνωστη δύναμη οδήγησε τα βήματά της στο πρώτο γκισέ έκδοσης ει­σιτηρίων που βρήκε άδειο. Δεν είχε ακριβώς την εμφάνιση αν­θρώπου που επρόκειτο να ταξιδέψει - δεν είχε βαλίτσες, δεν είχε τζουμπλέκια. Μολονότι ήταν καταχείμωνο και έμπαζε α­πό παντού, εκείνη ήταν χοντρή πια και είχε άφθονα αποθέ­ματα λίπους να την κρατούν ζεστή - το μόνο που φορούσε ή­ταν ένα μαύρο μακρύ και φαρδύ φόρεμα σαν τσουβάλι, ένα ζευ­γάρι χοντροπάπουτσα και κρατούσε...

...την τσάντα της, μέσα στην οποία είχε τα πάντα. Ανέκα­θεν είχε αυτή τη συνήθεια. Μέσα στην τσάντα της υπήρχε ό,τι θα χρειαζόταν να έχει μαζί της σε περίπτωση που ξεσπούσε κά­τι ξαφνικό -πόλεμος, σεισμός, καταδίωξη, γενική επιστράτευ­ση ή οτιδήποτε άλλο- που θα την ανάγκαζε να φύγει βιαστι­κά: χαρτομάντιλα, οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα μεγέθους μίνι, κλειδιά, γυαλιά ηλίου, πορτοφόλι γεμάτο πλαστικό χρή­μα, ταυτότητα και διαβατήριο.

Digitalised By Jah®

Page 123: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

126 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Επί ποδός έτοιμη.Ωστόσο ήταν εντελώς ανεξήγητο και αλλόκοτο όλο αυτό το

σκηνικό - γι’ αυτό και έμοιαζε με κομμάτι ονείρου ή παρε­νέργειες τρέλας.

Παρ’ όλ’ αυτά, εφτά ολόκληρα χρόνια είχε να νιώσει τέτοια έξαψη - όσο κι αν δεν ήξερε οΰτε από που ακριβώς προερχό­ταν οΰτε σε τι αποοκοποΰσε. Και ήταν αποφασισμένη να α­κολουθήσει το ένστικτό της, να δει που θα την οδηγούσε - άλ­λωστε δεν είχε να κάνει απολύτως τίποτα καλύτερο ή, έστω, ε­ποικοδομητικό.

Η υπάλληλος μάλλον πρέπει να της μιλούσε επί ώρα, αλλά εκείνη είχε αφαιρεθεί - ξύπνησε μόνο όταν είδε την κοπέλα να τη χτυπάει ελαφρά στο χέρι.

«Σ.,.συγνοψη. Αφαιρέθηκα», ψέλλισε η Άννα.«Το κατάλαβα», μουρμούρισε η υπάλληλος. «Τι θα θέλατε;»Δεν μπορεί - κάποιος άλλος μιλούσε από μέσα της. Αν πί­

στευε ότι μιλούσε η ίδια, αυτοβούλ(ος, τότε μάλλον είβλεπε όνει­ρο - πάντως άκουσε τον εαυτό της να λέει: «Έ.,.ένα εισιτήριο».

«Για πού;»Η Άννα απέμεινε να χάσκει με τα μάτια γουρλωμένα. Ω

Θεέ μου, πρέπει να αποτελούσε ένα εξαιρετικά γελοίο θέαμα: μια χοντρή φάλαινα, καταϊδρωμένη μέσα στη βαρυχειμωνιά, με τις στάλες του ιδρώτα να στάζουν ως την άκρη της μύτης της, με τα μαλλιά λαδωμένα, τα μάγουλα κατακόκκινα από την ε­νοχή...

Ενοχή, βεβαίως. Πού το πας κι αυτό; Μπορεί, βέβαια, να έ- νιωθε ένοχη για εντελώς προσωπικούς και καθ’ όλα νόμιμους λόγους, ωστόσο η έκπληκτη υπάλληλος του αεροδρομίου δε θα μπορούσε να το ξέρει αυτό, το πιο πιθανό ήταν να την περ­νούσε για καμιά καταζητούμενη κακούργο, κάποια εγκ\ηματία

Digitalised By Jah®

Page 124: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 127

ιιου προσπαθούσε να περάσει χα σύνορα και να χο σκάσει πριν προλάβει χο ένχαλμα σύλληψης να φχάσει σχο αεροδρόμιο.

Χαμογέλασε ηλίθια. «Γ.,.για πού; Ε...»Η υπάλληλος χην κοιχούσε όλο και πιο καχύποπτα. «Συ­

γνώμη, δεν ξέρεχε πού θέλεχε να πάχε;»Πάνω σχην ώρα που η Άννα ήχαν έχοιμη να καχαπιεί τη

γλώσσα χης ορισχικά, συνοδεύονχας χο γελοίο φέρσιμό χης και με μια λιποθυμία, χο πιο επιβαρυντικό πράγμα που θα μπο­ρούσε να χης συμβεί εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο από μη­χανής θεός εντελώς ξαφνικά - όπως, βεβαίως, συμβαίνει πά­ντα με τους από μηχανής θεούς και τα θαύματά τους.

Πέρασε από πίσω της μια παρέα πιτσιρικάδων κρατώντας ένα ραδιόφωνο που έπαιζε στη διαπασών ένα άκρως ξεσηκω- τικό τραγούδι, ανάλογο με την ξεγνοιασιά της ηλικίας τους.

«Σάμπα, ντι Τζανέιρο... τονρονρονρον, ρον ρουρονρονρου, ρον ρον ρον ρον, ρον ρον ρον ρον ρον...»

Αυτό ήταν!Ένα δευτερόλεπτο πριν λιποθυμήσει και όταν θα ξυπνού­

σε να βρισκόταν σε κανένα Τμήμα, η Άννα είχε σκεφτεί να πει στην υπάλληλο «Νέα Υόρκη» - αλλά το απέκλεισε. Καμιά διά­θεση δεν είχε να πάει να αφήσει τα λεφτουδάκια της στους σκατανθρώπους που έκαναν τους δυστυχισμένους αδερφούς συνανθρώπους στο Ιράκ να υποφέρουν. Για τον ίδιο λόγο α- πέρριψε και την εναλλακτική του Αος Άντζελες - συν δύο λό­γους ακόμα: πρώτον, ήταν ιδιαιτέρως σεισμογενής περιοχή, ε­νώ η ίδια ήταν ένας τρομερά άτυχος άνθρωπος. Μπορεί η έ­λευσή της στην Καλιφόρνια να ενεργοποιούσε το ρήγμα του Αγίου Ανδρέα και να γινόταν ο καταστροφικότερος σεισμός ό­λων των εποχών - μπορούσε να ξέρει κανείς; Ο δεύτερος λό­γος που το Αος Άντζελες αποκλείστηκε ήταν λόγω του ότι ήταν

Digitalised By Jah®

Page 125: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

128 ΘΥΜΑΣΑΙ;

χοντρή σαν βουβάλι. Ε, στην πόλη όπου όλοι είχαν μανία με τη γυμναστική δεν μπορούσε να έχει θέση ένα βουβάλι. Θα ξε­χώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα.

Ενώ ο από μηχανής θεός τής είχε αποκαλύψει την καλύτε­ρη από όλες τις εναλλακτικές - μα πώς δεν την είχε σκεφτεί πιο πριν;

Θα ήταν μάλιστα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξα- σκήσει και τα πορτογαλικά της. Ό ταν ήταν μικρή, παρακο­λουθούσε ιεροβλαβικά τις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες Μ ι­κρή Κνρία, Δικαίωμα στην Αγάπη κου λου που. Ευτυχώς, τότε οι εκπομπές δεν είχαν ακόμα υποκύψει στη γελοία συνήθεια της μεταγλώττισης και έτσι η μικρή Άννα είχε την ευκαιρία να ακούσει το ρυθμό και την αρμονία της πορτογαλικής γλώσ­σας, να μαγευτεί και... έτσι αποφάσισε και έμαθε πορτογα­λικά, όσο κι αν όλοι γύρω της της έλεγαν πως θα της ήταν ά­χρηστα.

Κι όμως, τελικά αποδεικνυόταν ότι ίσως ήταν το μοναδικό πραγματικά χρήσιμο πράγμα που έκανε στη ζωή της.

Όρθωσε το ανάσιημά της απέναντι στην υπάλληλο.«Πάω στο Ποτάμι του Ιανουαρίου, δεσποινίς», χαμογέλασε.Και πριν προλάβει η κατάπληκτη υπάλληλος να της επι-

σημάνει ότι ήρθε σε λάθος μέρος, ότι μάλλον θα ήταν πολύ καλύτερα να πάρει ένα ταξί για το πλησιέστερο δημόσιο ψυ­χιατρείο, η Άννα εξήγησε.

«Ρίο. Ρίο ντε Τζανέιρο».

Μπορεί οι ώρες που περνούσαν να αποδείκνυαν ότι όλα αυτά δεν ήταν όνειρο - ωστόσο ο παράγων τρέλα και η πιθανότητά του κατ’ ουδένα τρόπο δε θα μπορούσαν να αποκλειστούν.

Digitalised By Jah®

Page 126: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 129

Μόνο ένας τρελός άνθρωπος θα ξεσηκωνόταν εντελώς ξαφ­νικά να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου για να μείνει εκεί μόνο δεκαεφτά ώρες.

Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς - και τους τρελούς, θα μπο­ρούσε να ισχυρίζεται βάσιμα η Άννα από δω και μπρος.

Μετά το ξεμπουρδούκλοψα της γλώσσας της ακριβώς πάνω στο κρίσιμο δευτερόλεπτο, η συνεννόηση που έκανε η Άννα με την έκπληκτη υπάλληλο του αεροδρομίου κράτησε ακριβώς δυο λεπτά: «Υπάρχει απευθείας πτήση για Βραζιλία;» «Όχι». «Ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να q)τάσει κανείς στο Ποτάμι του Ιανουαρίου το συντομότερο δυνατόν;» Δακτυλισμοί στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή... «Μέσω Μαδρίτης και από κει άμεση ανταπόκριση για Ρίο». «Πότε φεύγει το αεροπλάνο για την ευλογημένη τη Μαδρίτη;»

Ε, εδώ ήταν που δούλεψε ο παράγων τΰχη, ο οποίος ήξε­ρε καλύτερα ακόμα και από την ενδιαφερόμενη Άννα ότι η τε­λευταία, για να πάει και να γυρίσει από την άλλη άκρη του κό­σμου επειδή έτσι της κάπνισε στα καλά του καθουμένου, εί­χε στη διάθεσή της μόλις δυόμισι μέρες - τόσο θα χρειαζό­ταν ώσπου να επιστρέφει ο άθλιος εραστής του ονείρου από το «επαγγελματικό ταξίδι» του ανάμεσα στα μπούτια της γκό­μενας.

Το αεροπλάνο για Μαδρίτη έφευγε σε... μία ώρα ακριβώς!Εισιτήριο υπήρχε, διαβατήριο έχουμε... όλα εντάξει.Για να είναι απολύτως βέβαιη για την επιτυχία, αλλά και την

εξασφάλιση της μυσιικότητας της τρέλας που πήγαινε να κά­νει, η Άννα έκλεισε επιτόπου και εισιτήριο επιστροφής. Πλή­ρωσε με πιστωτική κάρτα και αποχαιρέτισε την εμβρόντητη υ­πάλληλο του αεροδρομίου χαρίζοντάς της ένα ειλικρινές χα­μόγελο που έβγαινε μέσα από την καρδιά της.

Digitalised By Jah®

Page 127: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

130 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Καλώς εχόντων ίων πραγμάτων, θα έκανε ένα μακρύ ταξί­δι για να βρεθεί στον Παράδεισο μόνο για δεκαεφτά ο5ρες.

Μετά από μια ολόκληρη επταετία μέσα στα πιο βαθιά μπου­ντρούμια της Κόλασης, ένα διάλειμμα, έστω και μόνο δεκαε­φτά ωρών, στον Παράδεισο ίσως αποδεικνυόταν υπέρ το δέον αρκετό.

Ξημέρωνε όταν μια ευγενική φωνή ανακοίνωνε στους κουρα­σμένους επιβάτες της πτήσης της IBERIA ότι το αεροπλάνο ε­τοιμαζόταν να προσγειωθεί στον Παράδεισο, και συγκεκριμέ­να στο αεροδρόμιο «Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ» - η φωνή πρό- οθεσε ότι οι νεοφερμένοι, για να αρχίσουν να αισθάνονται και ολίγον Καριόκας*, θα μπορούσαν να αποκαλούν το αεροδρό­μιο απλώς «Γκαλιάο».

Η Άννα άνοιξε το σκίαστρο του παραθύρου της και δεν π ί­στευε στα μάτια της.

Αναμφίβολα η τηλεόραση και οι (ρωτογραφίες αδικούσαν αυτό εδώ το θαύμα της φύσης, το οποίο από ψηλά έμοιαζε σαν πίνακας ζωγραφικής που τον q)lλoτέχvησαv άγγελοι - πραγ­ματικά, κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοια θεσπέσια χρώματα, τέτοια ασύγκριτα τοπία... πράγματα που είναι αδύνατον να περιγραφούν, διότι οι λέξεις φτάνουν να χά­σουν τη σημασία τους.

Σκέφτηκε το μεγαλείο του Θεού που έφτιαξε με τα χέρια Του αυτό τον κόσμο, το μεγάλο, το μικρό, και δάκρυσε.

Βουνό και θάλασσα έσμιγαν σε απόλυτη αρμονία. Το πρά­σινο και το μπλε σε αποχρώσεις που δεν είχε ξαναδεί. Απέρα­

* Η συνηθισμένη ονομασία των κατοίκων του Ρίο ντε Τζανέιρο.

Digitalised By Jah®

Page 128: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 131

ντα καταπράσινα τροπικά δάση έρχονταν από εκεί που δεν μπορούσε το μάτι να φτάσει και κατέληγαν σχεδόν ως την καρ­διά της πόλης, ατέλειωτα χιλιόμετρα δαντελωτής ακρογιαλιάς στο χρώμα του ουρανού περιέβαλλαν τον Παράδεισο, λόφοι, βουνά, νησάκια, γέφυρες, ουρανοξύστες δημιουργούσαν ένα μαγευτικό ψηφιδωτό, σωστό καλειδοσκόπιο χρωμάτων, και κάπου ψηλά, σε κάποια βουνοκοριρή, το άγαλμα του Λυτρωτή Χριστού, που με τα ανοιχτά Του χέρια έμοιαζε σαν να αγκά­λιαζε την πόλη και τον κόσμο, δέσποζε επιβλητικό πέρα και πά­νω από οτιδήποτε άλλο.

Κοίταξε το ρολόι της και διαπίστωσε ότι ήταν δώδεκα το με­σημέρι, ώρα Ελλάδας. Άρα εφτά το πρωί, ώρα Βραζιλίας.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε. Οι ταξιδιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν, άλλοι κουρασμένοι, άλλοι βαριεσιημένοι, άλλοι σε καλή διάθεση... και μία συγκεκριμένη ανάμεσά τους που έ­νιωθε τη μεγαλύτερη ευτυχία του κόσμου - και να φανταστεί κανείς ότι μέχρι πριν από λίγες ώρες ονειρευόταν να αυτο- κτονήσει τρώγοντας ένα ολόκληρο μπούτι ζαμπόν...

Μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, που θα ξαναερχόταν σ’ αυτό εδώ το αεροδρόμιο για να πάρει το αεροπλάνο του γυρι­σμού, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν.

Άλλωστε, ο τόπος αυτός ήταν Παράδεισος - κι ως γνωστόν, ο Παράδεισος είναι το καταλληλότερο μέρος για να συμβούν κάθε λογής και πάσης φύσεως θαύματα.

Φανταζόταν, βέβαια, ότι στη Βραζιλία ο Ιανουάριος ήταν μήνας καλοκαιρινός, δεδομένου ότι εκεί είναι νότιο ημ ι­σφαίριο, αλλά τέτοια ζέστη ήδη από τις πρώτες πρωινές ώ­ρες ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί - πάντως την ξάφνιασε ευχάριστα. Μια ματιά στο θερμόμετρο έξω α­πό το αεροδρόμιο την πληροφόρησε ότι επικρατούσαν α ι­

Digitalised By Jah®

Page 129: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

132 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σίως τριάντα τρεις βαθμοί Κελσίου - κι ας ήταν μόλις εφτά- μισι το πρωί.

Είχε πολύ καιρό να μιλήσει πορτογαλικά. Με τα χρόνια, κάθε μέρα που περνούσε η Άννα έθαβε και το θάρρος που εί­χε παλιά με τους ανθρώπους κάτω από το κάθε κιλό που έβα­ζε πάνω της - ωστόσο εδώ ήταν άλλος κόσμος, δεν την ήξερε κανείς, οπότε δεν την παραξένεψε καθόλου το γεγονός ότι η γλώσσα της άρχισε να δουλεύει ροδάνι και οι λέξεις ξεφύτρω­ναν ολόσωστες μέσα από τα βάθη του μυαλού της. Έτσι, έ- πιαοε κουβέντα με μια κυρία σε άπταιστον πορτογαλικήν, και πληροφορήθηκε από πρώτο χέρι ότι το Ρίο βρισκόταν μόλις με­ρικές δεκάδες χιλιόμετρα βορείως του Τροπικού του Αιγόκε- ρω - πράγμα που πρακτικά σήμαινε ότι εκεί ήταν πάντα κα­λοκαίρι. Βεβαίως, τους μήνες Δεκέμβριο ως και Μάρτιο ο τό­πος έβραζε - αλλά και τον υπόλοιπο καιρό η θερμοκρασία δεν έπεφτε σχεδόν ποτέ κάτω από τους είκοσι βαθμούς Κελσίου. Τέλεια!

Πού είσαι, Αντωνάκη, να δεις και να μην πιστεύεις, εδώ έ­πρεπε να φέρεις την γκόμενά σου, μαλάκα, τζάμπα, μάγκα...

Ούτε ο Αντωνάκης, που γαμούσε στην άλλη άκρη του κό­σμου, κάπου στο Λουτράκι -πφ φ ...- δεν ήταν σε θέση να της χαλάσει την καλή διάθεση.

Ένας από τους αδερφούς του πατέρα της, ο θείος ο Γιωρ- γιός, Θεός σ’χωρέστον, είχε υπάρξει ναυτικός. Όταν ήταν μι­κρή, τον θυμόταν να καπνίζει την πίπα του και να διηγείται στην οικογένεια, που τον άκουγε με κομμένη την ανάσα, ιστο­ρίες από τα ένδοξα χρόνια που, ως καπετάνιος, γύριζε με το κα­ράβι του ολόκληρο τον κόσμο. Πολλά μέρη τού είχαν κάνει ε­ντύπωση και για όλα είχε πάντα μια συναρπαστική ιστορία να πει. Ωστόσο, η Άννα θυμόταν ότι όταν μιλούσε για μια συγκε­

Digitalised By Jah®

Page 130: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 133

κριμένη παραλία στο Ρίο, τα μάτια του γλάρωναν από νο­σταλγία και αναστέναζε ευχαριστημένος και ευγνώμων που ο Θεός τον είχε προικιώσει με τέτοιες εμπειρίες που γίναν ανα­μνήσεις - πώς την έλεγε την παραλία, να δεις; Α, ναι!

Ιπανέμα.Φύγαμε, cinha moca*.

Μα τι παράξενο μέρος αυτό το Ποτάμι του Ιανουαρίου! Πα­ράξενο - ίσως όμως γι’ αυτό και τόσο γοητευτικό.

Βγαίνοντας από το διεθνές αεροδρόμιο «Γκαλιάο», η Άννα ρώτησε και έμαθε πώς να πάει στον ονειρεμένο προορισμό των αναμνήσεων του θείου Γιωργιου. Πήρε ένα λεωφορείο που ονομαζόταν Real Auto Bus -ο κλιματισμός του ήταν μια αλη­θινή όαση- και κατευθύνθηκε νότια. Πραγματικά, η διαδρο­μή τής επιφύλαξε μια απερίγραπτα συναρπαστική θέα, από αυτές που είναι ικανές να μαγέψουν ακόμα και έναν αδιάφο­ρο τεχνοκράτη και να τον μετατρέψουν εν μία στιγμή σε συγ­γραφέα!

Εκείνη, μια φορά, αποφάσισε ότι από δω και μπρος έπρε­πε να προσθέσει στα περιεχόμενα της τσάντας της και ένα ση­μειωματάριο με στιλό. Τέτοια πράγματα αξίζει να τα κατα­γράφει κανείς, έστω και με δικά του λόγια, την ώρα που τα ζει!

Περνώντας από τις συνοικίες Γκλόρια, Φλαμένγκο και Μπο- ταφόγκο, της δόθηκε η ευκαιρία να δει και να συνειδητοποι­ήσει για μια ακόμα φορά πόσο μεγάλος, αλλά συνάμα και πό­σο μικρός, ήταν ο κόσμος αυτός που έφτιαξε ο σοφός Θεός. Το ίδιο και οι άνθρωποι - τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι...

* «Μικρή κυρία».

Digitalised By Jah®

Page 131: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

134 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Πολλές φορές η Άννα, ως φιλελεύθερο πνεύμα που ανέκαθεν ήταν, αναρωτιόταν τι είδους σκοπιμότητες εξυπηρετούσε ο ρα­τσισμός. Πάντως, το Ρίο ήταν ένα από τα μέρη όπου σίγουρα κατοικούσαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, άνθρωποι με κάθε είδους απόχρωση δέρματος, ένα συναρπαστικό μείγμα Αφρι­κανών, Ευρο)παίων και Ινδιάνων, που έσμιγαν ελεύθερα ήδη από τις εποχές της αποικιοκρατίας, ζούσαν σήμερα μαζί και έφταχναν αυτό το πανέμορφο καλειδοσκόπιο - σίγουρα οι Βραζιλιάνοι θα μπορούσαν να θεωρούνται απ’ τις ομορφότε­ρες ράτσες του κόσμου.

Η κίνηση ήταν τραγική - το λεωφορείο σκάλωνε κάθε τρεις και λίγο σε ουρές αυτοκινήτων που έμοιαζαν ατέλειωτες, ω­στόσο κανείς δε φαινόταν να ενοχλείται. Οι ρυθμοί ήταν χα­λαροί -όπως ακριβώς έπρεπε να συμβαίνει σε περιοχή της τρο­πικής ζώνης- και οι οδηγοί, κλεισμένοι μέσα στα αυτοκίνητά τους, εγκλωβισμένοι σε ένα άνευ προηγουμένου κομφούζιο, α­ντί να βρίζουν, ήταν όλοι χαμογελαστοί - λες και δεν πήγαιναν να δουλέψουν, αλλά να διασκεδάσουν. Αλλά και οι πεζοί περ­πατούσαν με νωχέλεια, έχοντας στα χείλη τους ένα χαμόγελο ράθυμης ευχαρίστησης. Καμιά σχέση με την Αθήνα, όπου ό­λοι έτρεχαν σαν τους τρελούς κοιτώντας τα παπούτσια τους, μην παραλείπονΐας πού και πού να βρίζουν προς πάσα κατεύθυν­ση ανάμεσα από τα δόντια τους.

Τελείωσε - το Ρίο ήταν Παράδεισος. Ολόκληρη η πόλη ή­ταν... θαρρείς και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα - σε μόνι­μη αναμονή συναρπαστικοί γεγονότων. Δεδομένης μάλιστα της φτώχειας που μάστιζε ολόκληρη τη Βραζιλία, μια τέτοια στάση ζωής προσλάμβανε μια άλλη, σχεδόν μεταφυσική διά­σταση και δημιουργούσε πολύ θετικές ελπίδες για το μέλλον.

ΓΙοιος ξέρει, ίσως η ευτυχία να είναι τελικά μια τέχνη. Αυτό

Digitalised By Jah®

Page 132: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 135

που η Άννα δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει ήταν αν ο άν­θρωπος γεννιέται ξέροντας πώς να την εξασκεί ή απλώς το μα­θαίνει στην πορεία της ζωής του. Έστω.

Μετά από ώρα που δε μέτρησε, διότι είχε αφήσει τον εαυ­τό της να υπνωτιστεί από τη ράθυμη ευτυχία των άγνωστων ιιεραστικών, το λεωφορείο ετοιμάστηκε, επιτέλους, να μπει στην Αβενίντα Ατλάντικα. Από εκεί ακριβώς ξεκινούσε η πε­ρίφημη παραλία της Κοπακαμπάνα.

Η Άννα ρώτησε τον οδηγό του λεωφορείου πόσο απείχε η Ιπανέμα από εκεί - εκείνος της απάντησε ότι ήταν περίπου πέντε με έξι χιλιόμετρα διαδρομή δίπλα στη θάλασσα. Τότε ε­κείνη, που τόσα χρόνια πέρασε κλεισμένη μέσα στο σπίτι και μη βγαίνοντας παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, χρειά­στηκε ένα μόλις δευτερόλεπτο για να πάρει τη σωστότερη α- πόφαση της ζωής της.

Μια τέτοια μαγευτική και ανεπανάληπτη διαδρομή δίπλα στον ωκεανό μόνο ένας βλάκας θα προτιμούσε να την κάνει με ιο λεωφορείο. Πόδια, περπάτημα - ακόμα και μια ντουλάπα χρειάζεται ξεσκούριασμα πού και πού!

Έτσι, η ντουλάπα ξεκίνησε τη μακρά της διαδρομή κάτω από ένα λιοπύρι που δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα, μετα- ιρέποντας το περπάτημα σε κινούμενο χαμάμ. Για μια στιγμή ι ης ήρθε να βγάλει το μαύρο φόρεμα που παρέπεμπε σε σά­κο αποθήκευσης μπόγου με άπλυτα και να συνεχίσει τη δια- δ| >ομή της με τα εσώρουχα - αλλά, φυσικά, ούτε να γελάσει δεν ιόλμησε με την αστεία της σκέψη· δεν είχε την παραμικρή ε­πιθυμία να δει τους λουσμένους να πνίγονται με το που θα α- νιίκριζαν το άθλιο θέαμα, αν και, από τη μέχρι τώρα εμπειρία ιης, είχε αρχίσει να της σχηματίζεται η πεποίθηση ότι οι Βρα­ζιλιάνοι ήταν αρκούντως συνηθισμένοι στις «αποκλίσεις από το

Digitalised By Jah®

Page 133: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

136 ΘΥΜΑΣΑΙ;

μέσο όρο» και ότι η ίδια η αποκλίνουσα δεν είχε δημιουργή­σει (οςτώρα την άσχημη εντύπωση που φανταζόταν ότι θα δη­μιουργούσε.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα πεζοδρόμια της βόλτας, ε­πενδυμένα με μαΰρα και άσπρα πλακάκια αλά πορτογαλικά, που επέτρεπαν στο διαβάτη να κοντοστέκεται όπου τραβούσε η ψυχή του και να θαυμάζει τη θέα προς την παραλία. Αυτό α­κριβούς έκανε και η Άννα - και αυτό που έβλεπε την εντυπώ­σιαζε, με όλη τη σημασία της λέξης.

Ήταν ακόμα πρωί, λίγο πριν τις δέκα, κι όμως, η παραλία ήταν γεμάτη με χιλιάδες κόσμου - και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε όλο και περισσότερα μιλιούνια ανθρώπων συνέρρε- αν σιη θάλασσα, ξεφυτρο)νοντας από δω κι από κει σαν τα σα­λιγκάρια. Μα καλά, κανένας δε δούλευε σ’ αυτή την πόλη; Πού πήγαιναν όλοι εκείνοι οι οδηγοί; Όπου κι αν πήγαιναν, εν πά- ση περιπτώσει, ο τελικός τους προορισμός έδειχνε να είναι η θάλασσα - πολύ λογικό, αν έκρινε κανείς από τη ζέστη που ε­πικρατούσε. Πού να βρεις μυαλό για δουλειά;

Θάλασσα και γλέντι - αυτή ήταν η ζωή των Καριόκας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σ’ αυτή την πόλη γίνεται το μεγαλύ­τερο καρναβάλι του κόσμου.

Πάνω που άρχισε να πιστεύει ότι θα της έβγαινε η γλώσσα, θα έπεφτε ξερή και θα ξυπνούσε σε κανένα νοσοκομείο έχο­ντας πάθει αμνησία, έφτασε επιτέλους σιην Ιπανέμα.

Εκεί άρχισαν κάπως να της κόβονται τα φτερά.Το τζόκινγκ κατά μήκος της παραλίας έμοιαζε με ντεφιλέ

μόδας. Γυναικάρες απ’ αυτές που αποτελούν την απόλυτη α­ντρική φαντασκοση, αλλά και παλικάρια σωστά κουκλιά έκα­ναν τις βόλτες τους πάνω κάτω στα πεζοδρόμια, λίγο πριν κα­ταλήξουν όλοι τους στα πεντακάθαρα νερά. Κόσμος... χαμός...

Digitalised By Jah®

Page 134: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 137

Η Άννα μπήκε στην παραλία και αναζήτησε ένα σχετικά ή­συχο μέρος μέσα στο γενικότερο χαμό. Φοβόταν ότι θα απο- τελούσε θέαμα που σύντομα θα γινόταν περίγελος - μια μπβαλ- νοκοπριά ντυμένη σαν καλόγρια σε μια παραλία όπου όλοι ή­ταν σχεδόν τσιτσίδι κι ακόμα και τα μαγιό τους πρόσφεραν ά­πλετη θέα στα εκεί-που-ξέρετε... Τι δουλειά είχε εκεί;

Το γεγονός ότι κανένας δεν έδειχνε να παραξενεύεται από την παρουσία της δεν την έκανε να αισθάνεται καλύτερα.

Είχε αρχίσει να την ξαναπιάνει εκείνο το μισητό συναί­σθημα της ανθρωποφοβίας.

Έκατσε σε μια σχετικά ήσυχη γωνίτσα, κοίταξε γύρω της φοβισμένη, συγχυσμένη, μια, δυο... και ξέσπασε σε κλάματα.

Ξαφνικά ένιωσε να κουβαλάει στους ώμους της όλο το βά­ρος του κόσμου. Τι δουλειά είχε να βρίσκεται εκεί; Το καλύ­τερο μέρος για την περίπτωσή της ήταν ο Βόρειος Πόλος - πάει και τελείωσε.

Ή ταν μια άθλια στείρα χοντρή, δίχως δουλειά, δίχως υπό­σταση, δίχως αξιοπρέπεια, που ετούτη ακριβούς τη στιγμή την κεράτωνε ο άντρας της με κάποια λεπτή και πρόθυμη γκόμε­να. Το χειρότερο όλων αυτών ήταν ότι δεν είχε πια προοπτι­κές· αισθανόταν πολύ μόνη, πολύ φοβισμένη, πολύ αδύναμη. Δεν είχε κουράγιο ούτε να ξεκινήσει δίαιτα ούτε να ξαναβγεί με βιογραφικό ανά χείρας προς άγραν καινούριας εργασίας, ούτε να ξανανιώσει γυναίκα. Η ζωή της είχε τελειώσει - το μέλ­λον της από δω και μπρος ήταν η απελπισία, αδιάκοπη και α­δυσώπητη.

Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, βρισκόταν σε ένα άγνω­στο μέρος στην άλλη άκρη της γης ακολουθώντας μια τρέλα της στιγμής, που ενώ στην αρχή τής φαινόταν μια σωστή πράξη, τώρα της φαινόταν σκέτη απερισκεψία. Μπορεί το Ρίο να ή­

Digitalised By Jah®

Page 135: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

138 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ταν αληθινός Παράδεισος, αλλά ακόμα κι αυτό, εκείνη ακρι­βώς τη στιγμή, της φαινόταν βάρος, κατάρα, Κόλαση. Ένας α­ποτυχημένος άνθρωπος, όπως αυτή, δεν είχε το δικαίωμα να γευτεί τον Παράδεισο - και ακόμα κι αν τον γευόταν, αυτό ή­ταν κάτι κακό, απαγορευμένο, που έκανε ακόμα πιο αισθητή την Κόλαση όπου ζοΰσε.

Ευτυχώς που είχε τη δυνατότητα να πέσει στη θάλασσα με τα ρούχα, να πάει στα βαθιά και να μην ξαναβγεί ποτέ από ε­κεί μέσα - αν ήταν αρκετά τυχερή, ίσως να την έτρωγε και κα­νένας καρχαρίας. Βέβαια, αυτό δεν ήταν και τόσο πιθανό - α­κόμα και ένα θαλάσσιο τέρας όπως ο καρχαρίας, όσο πεινα- σμένο κι αν ήταν, θα αντίκριζε το ανθρ(6πινο κήτος μπροστά στα μάτια του και θα τρεπόταν σε άτακτη φυγή.

Πάνω που επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες του σχεδίου της να πέσει στον Ατλαντικό Ωκεανό και να πνιγεί και να ησυχά­σει, κρύβοντας τα μάτια με τα χέρια της για να μη φαίνονται τα δάκρυά της, άκουσε μια αντρική φωνή ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.

«Κυρία; Κυρία; Είστε καλά;»Άνοιξε χώρο με τα δάχτυλά της για να δει την πηγή του εκ­

πεφρασμένου ενδιαφέροντος. Παραλίγο το στόμα της να α­νοίξει διάπλατα από θαυμασμό - αλλά ούτε κι αυτό της επι­τρεπόταν, διότι ήταν χοντρή.

Πάνω από το κεφάλι της στεκόταν ένας άντρας που έμοια­ζε με το θεό Απόλλωνα σε πιο μελαψή μορφή. Το δέρμα του γυάλιζε σαν πολύτιμο σοκολατί βελούδο, αλλά σε καμιά περί­πτωση δεν μπορούσε ο θεός να χαρακτηριστεί νέγρος. Η α­πόχρωση της επιδερμίδας του, σε συνδυασμό με τα σκούρα πράσινα μάτια του, της έδωσαν να καταλάβει ότι μπροστά της είχε την καλύτερη απόδειξη του τι θεϊκά πλάσματα μπορεί να

Digitalised By Jah®

Page 136: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 139

προκυψουν όταν οι φυλές που έφτιαξε ο Θεός αποφασίσουν να σμίξουν μεταξύ τους - δημιουργούνται απίθανα υβρίδια, όπως αυτό εδώ.

Ο μελαψός Απόλλωνας της χαμογελούσε ζεστά. Δακρυ- σμένη, του ανταπέδωσε το χαμόγελο γιατί κατάφερε να την παρασύρει.

«Λοιπόν; Είστε καλά;» ξαναρώτησε το μανούλι, με ολοφά­νερο ενδιαίρέρον.

«Όχι», απάντησε η Άννα.Δεν τη ρώτησε ακόμα αν ήταν ξένη - προφανώς τα πορτο­

γαλικά της έσκιζαν. Ας ήταν καλά η πάλαι ποτέ ΕΡΤ1 που είχε την έμπνευση να προβάλει εκείνα τα βραζιλιάνικα σίριαλ που της είχαν βάλει την ιδέα να μάθει την τραγουδιστή γλώσσα.

«Μπορώ να ρωτήσω τι έχετε;» ρώτησε σοβαρός ο άντρας - δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα πέντε χρόνων.

«Πώς σε λένε;» ρώτησε η Άννα.«Αουγκούστο Αμορίν», συστήθηκε εκείνος. «Λοιπόν, θα μου

πείτε τώρα τι έχετε;» Προφανούς το ενδιαφέρον του να μάθει τι είχε εκείνη η άγνωστή του χοντρή γυναίκα ήταν μεγαλύτερο από την πρεμούρα να μάθει το όνομά της. Καλό αυτό.

Η Άννα το σκέφτηκε για μια στιγμή - θα μπορούσε να του πει ξερά ένα «τίποτα» και να του συστήσει ευγενικά να εξα­φανιστεί από μπροστά της και να πάει να συνεχίσει το μπιτς βόλεϊ με τους φίλους του και να την αφήσει για πάντα στην η­συχία και τη δυστυχία της, αλλά με έκπληξη συνέλαβε τον ε­αυτό της να ξεφουρνίζει μονορούφι τα παρακάτω λόγια:

«Με λένε Άννα και είμαι απ’ την Ελλάδα. Χτες έμαθα ότι ο άντρας μου με απατάει. Πήγαινα στο σούπερ μάρκετ να ψω­νίσω απορρυπαντικά και ένα μπούτι ζαμπόν, αλλά εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω ένα άδειο ταξί. Δίχως δεύτερη σκέψη,

Digitalised By Jah®

Page 137: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

το πήρα και πήγα στο αεροδρόμιο. Χωρίς να ξέρω που πάω και τι κάνω, δίχως να έχω πράγματα μαζί μου, έβγαλα στα τυ­φλά ένα εισιτήριο και ήρθα εδώ ακολουθώντας μια στιγμιαία παρόρμηση. Θα μείνω ως τα μεσάνυχτα και μετά θα επιστρέ­φω στη δυστυχία. Αυτά».

Ο άνθρωπος απόμεινε να την κοιτάζει εμβρόντητος. Η Άννα ήταν βέβαιη ότι θα τον έβλεπε να κάνει επιτόπου μεταβολή και να φεύγει τρέχοντας μακριά από την τρελή, πίσω στην α­σφάλεια του μπιτς βόλεϊ με τους φίλους.

Όμως όχι. Το αντίθετο.«Κυρία μου!» ξεστόμισε ο κατάπληκτος άνθρωπος και σω­

ριάστηκε μπροστά στα πόδια της, σαν να υπέβαλλε τα σέβη του.Αυτό το «κυρία μου!» περιέκλειε μέσα του τόση απορία, αλ­

λά, κυρίως, τόσο θαυμασμό, ώστε η Άννα αποφάσισε να δώσει στον εαυτό της μία ακόμα ευκαιρία και να αναβάλει τον πνιγ­μό στον Ατλαντικό Ωκεανό για λίγο αργότερα.

Ίσως και να τον ματαίωνε, μάλιστα.

Άραγε η τρέλα γεννάει το όνειρο ή το όνειρο την τρέλα;Στο μισοσκόταδο του χειμωνιάτικου απογεύματος, στο σα­

λόνι του σπιτιού της πια, η Άννα προσπαθούσε να αποφασίσει τι από τα δύο συνέβαινε στ’ αλήθεια. Εκείνη πάντως τα είχε ζή- σει και τα δύο - και την τρέλα και το όνειρο. Τα κυνήγησε και τα έζησε - κι αυτός ο δρόμος που πήρε τόσο ξαφνικά και α­νέλπιστα την οδήγησε στη σωτηρία, την οποία είχε κερδίσει δι­καιωματικά, με το σπαθί της.

Οι αναμνήσεις ήταν, φυσικά, πολύ νωπές - αν και κάτι της έλεγε ποος θα τις κουβαλούσε μέσα της ολοζώντανες για μια ζωή.

140 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 138: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 141

Δεν είχε απολύτως τίποτα να χάσει, οι ελπίδες της ήταν σβη- σμένες, η αποκρουστική της εμφάνιση θα αποθάρρυνε τον Αουγκοΰστο Αμορίν, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι κάτω από το ζεστό του χαμόγελο κρυβόταν ένας υποψήφιος βιαστής -το να βρεθεί σφαγμένη σε κάποιο στενό του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν την ενοχλούσε και τόσο ως ενδεχόμενο-, γι’ αυ­τό, και εφόσον είχε που είχε κάνει την τρέλα, αποφάσισε να την τραβήξει ως το τέλος.

Και έτσι, είχε δεχτεί με μεγάλη ευκολία την πρόσκληση του αυτόκλητου σωτήρα της να τον ακολουθήσει «για να της φτιά­ξει το κέφι για πάντα», όπως της είχε υποσχεθεί.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι έζησε ένα όνειρο, αληθινό, απτό, συναρπαστικό, απίστευτο, από αυτά που μόνο οι άνθρωποι που αποφασίζουν να τρέξουν πίσω από την παρόρμηση χης στιγμής μπορούν να ζήσουν.

Κάτω από εκείνο το εξαντλητικό λιοπύρι στην παραλία της Ιπανέμα και μετά από εκείνο το μεγαλοπρεπές «κυρία μου!» που με τόση ειλικρίνεια και θαυμασμό είχε ξεστομίσει ο κα­τάπληκτος μελαψός θεός Απόλλωνας, η Άννα του άνοιξε την καρδιά της. Ένας άγνωστος ήταν ο καταλληλότερος ακροα­τής, πόσο μάλιστα που ήταν και ξενομερίτης, με άλλη νοοτρο­πία, άλλη στάση ζωής, αλλιώτικες ιδέες, ίσως αυτός ακριβώς να της έδινε και καμιά ιδέα για το πώς κατάντησε έτσι η ζωή της και από κει που όλα ήταν ανθηρά και ελπιδοφόρα στο τέλος κατέληξαν να έχουν πάει κατά διαόλου - κι ακόμα πιο μακριά.

Τελικά, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, σι διαφορετικές νοοτροπίες και στάσεις ζωής ανάμεσα σε ανθρώπους που προέρχονται α­πό διαφορετικές χώρες είναι ένας μύθος. Κατά βάθος είμαστε όλοι ίδιοι - τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες έγνοιες, οι ίδιοι καη­μοί...

Digitalised By Jah®

Page 139: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

142 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ο Αουγκούστο Αμορίν παράτησε σύξυλους τους συμπαίκτες στο μπντς βόλεϊ, αγνόησε τις ημίγυμνες καλλονές που πηγαι­νοέρχονταν μπροστά στα μάτια τους και από εκείνη την ώρα δεν είχε μάτια και αφτιά παρά μόνο για αυτή.

Τζάμπα όλη αυτή η πίκρα και το φαρμάκι τόσ(ον χρόνων - αν ο Αντωνάκης την αγαπούσε πραγματικά, θα έβρισκε κάποιο τρόπο να τη σταματήσει από όλο αυτό τον κατήφορο. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν αναπαραγωγική μηχανή, διάολε! Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά; Σιγά τα λάχανα! Όταν αγαπάς κάποιον απόλυτα και ολοκληρωτικά, τον δέχεσαι όπως ακριβώς είναι - με ή χω­ρίς παιδιά. Και η ίδια κατά βάθος, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, θα έπρεπε να είχε εξετάσει και το άλλο ενδε­χόμενο: ήταν ένα εκατομμύριο τοις εκατό σίγουρη ότι ήθελε παι­διά οπωσδήποτε, με κάθε θυσία και τίμημα, ή μήπως πληγώ­θηκε ο εγωισμός της και το πήρε πεισματικά, με αποτέλεσμα να υποβάλει τον εαυτό της σε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες;

Αυτά και άλλα πολλά της είπε, με λίγα λόγια, ο Αουγκούστο Αμορίν - της είπε ακόμα ότι η εικόνα που είχε για τον εαυτό της ήταν τελείως λάθος. Τα μάτια της ήταν πιο πολύτιμα και από σμαράγδια Κολομβίας, τα μακριά μαλλιά της έμοιαζαν με καταρράκτες καμωμένους από έβενο, το δέρμα της ήταν λείο και στιλπνό σαν μωρού παιδιού, το χιούμορ και η εξυπνάδα της έσπαγαν κόκαλα ελέφαντα - ποιος θα ήταν τόσο βλάκας ώστε να σταθεί σε μερικά κιλά παραπάνω, τα οποία, στο κάτω της γραφής, μπορούσαν, απλούστατα, να χαθούν;

Ε, μετά απ’ όλ’ αυτά, ήταν να μην τον ακολουθήσει εκεί που ήθελε να την πάει;

Τον ακολούθησε - και πέρασε τις ωραιότερες ώρες ολό­κληρης της ζωής της.. Την πήγε για κοκτέιλ και καϊπιρίνιας στο μπαρ «Lucas», εκεί

Digitalised By Jah®

Page 140: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 143

όπου τρεις γενιές τώρα σύχναζαν οι Καριόκας με τα μαγιό τους. Αφού κοπάνησαν πιοτά ων ουκ έστιν αριθμός, της απηύ- θυνε την ευγενική πρόσκληση να τον συνοδέψει στο σπίτι του για φαγητό, να της γνοφΐσει και τη μανούλα του, η οποία θα εκπλησσόταν με το πόσο καλά μιλούσε τα πορτογαλικά μια Ελληνίδα. Αλλά ο κυριότερος λόγος που ήθελε να την πάει στο σπίτι του ήταν άλλος: ήθελε να της δείξει πού χτυπούσε η καρ­διά του πραγματικού Ρίο, εκεί όπου ζούσε ο απλός κόσμος.

Ο Αουγκούστο Αμορίν ήταν περήφανος που ζούσε στη φα- βέλα* Ροσίνια, το μέρος όπου, όπίος είπε ο ίδιος γελώντας, «οι κάτοικοι δεν πηγαίνουν ποτέ, μα ποτέ στην αστυνομία, ό,τι, μα ό,τι κι αν συμβεί».

Μα τι ωραία που πέρασε σ’ εκείνο το σπίτι με την κόκκινη στέγη! Ένιωσε σαν πρωταγωνίστρια σε βραζιλιάνικη σαπου­νόπερα από αυτές που ιεροβλαβικά παρακολουθούσε όταν ή­ταν μικρή - μάλιστα, όπως της εξήγησε η μητέρα του θεού Απόλλωνα, ολόκληρη η Βραζιλία, ακόμα και στη σύγχρονη ε­ποχή, παρέλυε την ώρα που προβαλλόταν κάποια telenovela σαν κι αυτές!

Της δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει το πιο περίεργο, αλ­λά και το πιο νόστιμο, φαγητό του κόσμου: κοτόπουλο, άσπρο ρύζι, μαύρα φασόλια, καπνιστό λαρδί, και όλ’ αυτά πασπαλι­σμένα με αλεύρι μανιόκας! Ακατάλληλο πιάτο για δίαιτα - αλ­λά αυτή θα μπορούσε να περιμένει ως αύριο, όπως είπε γελώ­ντας ο Αουγκούστο.

Μετά ξανά για πιοτά στο «Barril 1800», με τη φανταστική

* Φαβέλες είναι οι παραγκουπόλεις του Ρίο ντε Τζανε'ιρο. Κάποτε θεωρούνταν τα πιο επικίνδυνα σημεία της πόλης, απροσπέλαστα στους τουρίστες λόγω της ιδιομορφίας τους. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, (οστόσο εξακο­λουθεί να υφίσταται ένας βαθμός επικινδυνότητας.

Digitalised By Jah®

Page 141: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

144 ΘΥΜΑΣΑΙ;

θέα οτο ηλιοβασίλεμα και στα Ντόις Ιρμάος, τους δυο τερά­στιους ογκώδεις βράχους που δέσποζαν πάνω από την παρα­λία της Ιπανέμα - όπως της εξήγησε ο Αουγκούστο, αν η φι- λοξενούμενή του επιθυμούσε και πολιτιστική ξενάγηση στο Ρίο, μουσεία, πάρκα και λοιπά, θα έπρεπε να του κάνει την τι­μή να τον ξαναεπισκεφτεί.

Χμ!Και μετά, σχεδόν μεθυσμένοι, κατέληξαν σε ξέφρενο χορό

στα μπαρ της παραλίας που θαρρείς και είχαν μετατραπεί σε απέραντες πίστες σάμπας, νυχτερινό μπάνιο με τα ρούχα στη θάλασσα... Ό σο η ώρα περνούσε, η Άννα ένιωθε όλο και πιο... δεν τολμούσε να πει τη λέξη, ούτε καν να τη σκεφτεί.

Αυτός εδώ ο άνθρωπος την είχε κάνει να γελάσει ξανά με την καρδιά της, να χορέψει, να διασκεδάσει, να...

Αυτό που έγινε στην παραλία όταν έπεσε για τα καλά η νύ­χτα ήταν τόσο υπέροχο, τόσο τέλειο... Ξανά η παλιά, καλή και άμυαλη Άννα, που συνευρισκόταν με αγνώστους - αρκεί να της εγγυούνταν ότι θα περνούσε καλά.

Μόνο που αυτός εδώ ο άνθρωπος δεν της ήταν άγνωστος - ένιωθε σαν να τον ήξερε μια ολόκληρη ζωή.

Την πήγε στο αεροδρόμιο και την αποχαιρέτισε κλαίγο- ντας - και ω, τι σύμπτωση, έκλαιγε και η ίδια!

Την ώρα που περνούσε την πύλη των αναχωρήσεων, την παρακάλεσε να μείνει κοντά του, εκεί, στη Βραζιλία - εκείνη του αντιπρότεινε να του βγάλει ένα εισιτήριο και να τον πάρει μαζί της στην Ελλάδα. Τότε εκείνος της είπε ότι δεν επρόκει- το να δεχτεί ελεημοσύνες - αν μάζευε τα λεφτά που απαιτού- ντο, θα έβγαζε εισιτήριο μόνος του.

Της υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να τη βρει.Η Άννα σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν και ανα­

Digitalised By Jah®

Page 142: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 145

στέναξε δυνατά. Αχ, τι καλά που θα ήταν να τον ξαναέβλεπε! Της είπε ότι θα ερχόταν, αλλά εκείνη δεν το πίστευε. Πόσα ω­ραία λόγια ξεχνιούνται με το πρώτο φως της αυγής... Παρ’ όλ’ αυτά, δεν του κρατούσε καμιά κακία - ο άνθρωπος αυτός την είχε σώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από δω και μπρος ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε στη ζωή της.

Την ώρα που πήγαινε στον υπολογιστή να φτιάξει ένα βιο- γραφικό -από άύριο θα ξανάβγαινε στην πιάτσα, προς άγραν εργασίας-, χτύπησε το κινητό της.

Απόκρυψη.«Παρακαλώ;» απάντησε απορημένη.«Άννα;»Θαύμα! Θεούλη μου, θαύμα!«Αουγκούστο!» ξεφοδνησε με ενθουσιασμό.«Έρχομαι, Άννα. Αύριο, πέντε το πρωί, ώρα Βραζιλίας, πε-

τάω από Ρίο. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, Άννα. Θέλω να σε ξαναδώ. Θέλω να είμαστε μαζί. Εκεί, εδώ, δεν ξέρω. Θέλεις να έρθω;»

Κάπως έτσι πρέπει να αντηχούσε η ουράνια μουσική στ’ α­φτιά των κοινών θνητών.

«Ναι», άκουσε τον εαυτό της να κλαίει στο τηλέφωνο.«Αοιπόν, η πτήση είναι...»Κου λου που, κου λου που.Από κάτι τέτοιες ισιορίες μάλλον θα εμπνέονταν οι σεναριο­

γράφοι ρομαντικών ταινιών στο Χόλιγουντ - ωστόσο η Άννα ή­ξερε ότι, ακόμα κι αν την εμπιστευόταν στους γύρο), δεν επρόκειτο να την πιστέψει κανείς. Καμιά q>op0 οι άνθρο)ποι ξεχνούν ότι η αληθινή ζωή μπορεί να ξεπεράσει και την πιο τρελή φαντασία.

Την ώρα που χόρευε μονάχη της μέσα στο σαλόνι, στα σκο­τεινά, ακούστηκε ο ήχος κλειδιών στην πόρτα.

Digitalised By Jah®

Page 143: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Επέστρεφε ο Αντωνάκης από το «επαγγελματικό» του ταξί­δι, βαρύς και ασήκωτος, δίχο)ς διάθεση για πολλά πολλά.

Χεστήκαμε.Άναψε το φως του σαλονιού και είδε τη γυναίκα του να χο­

ρεύει - κι αναπήδησε ξαφνιασμένος.«Καλησπέρα!» είπε χαρούμενα η Άννα, με ένα χαμόγελο ως

τ’ αφτιά.Την κοίταξε με απορία. «Τι έπαθε το πρόσωπό σου;»«Δηλαδή;»«Ξέρω γω; Μου φαίνεται λίγο κόκκινο, σαν να σε έκαψε ο

ήλιος. Αλλά, μέσα σε τέτοια βαρυχειμωνιά, ποιος ήλιος;».«Χα!» γέλασε η Άννα. «Ο ήλιος του Τροπικού του Αιγόκε-

ρω, αγάπη μου!»Ο Αντώνης την κοίταξε καχύποπτα για μια στιγμή - αλλά

αμέσως μετά έκανε να πάει τη βαλίτσα του στα ενδότερα.«Μην ετοιμάζεσαι, Αντωνάκη», έκανε μελιστάλαχτα η Άννα.Επιτέλους, άφησε τη βαλίτσα στο πάτωμα και γύρισε να

την κοιτάξει. «Τι εννοείς;» ρώτησε.«Εννοο) ότι αΰριο περιμένω επισκέψεις. Θα φιλοξενήσω έ­

να (ρίλο μου, οπότε το καλύτερο από όλα θα ήταν να πας να μεί­νεις σε ξενοδοχείο. Ή , ακόμα καλύτερα, να πας να σε φιλο­ξενήσει η γκόμενά σου. Δε σε θέλω μέσα στο σπίτι μου, Αντω­νάκη».

Τα μάτια του Αντώνη γούρλ(οσαν από έκπληξη.Η Άννα γέλασε ευχαριστημένη.Συνειδητοποίησε ότι τελικά ήταν πολύ σωστή η απόφασή

της να στεγαστούν σε δικό της σπίτι μετά το γάμο της μαζί του.Ποιος ξέρει, ίσως ενδόμυχα μέσα της ανέκαθεν να ήξερε ό­

τι θα ερχόταν κάποια μέρα που θα χρειαζόταν να τον πετάξει από εκεί μέσα με τις κλοτσιές.

146 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 144: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Η ΜΕΡΑ ΕΣΒΗΝΕ ΑΡΓΑ, νωχελικά - ο ήλιος του απογεύματος, έ­νας ολοστρόγγυλος δίσκος καμωμένος από ατόφιο χρυσάφι, κάθε λεπτό που περνούσε έχανε κάτι από τη δύναμή του, αλ­λά σίγουρα κέρδιζε σε ομορ(ριά.

Τέτοια ήταν πάντοτε τα καλοκαιρινά απογεύματα - ανάσες ονείρου ακόμα και σε μια άναρχη μεγαλούπολη όπως η Αθήνα.

Τα γραφεία του περιοδικού Spice βρίσκονταν στα βόρεια προάστια - στη λεωφόρο Κηφισίας, σ’ ένα επιβλητικό ψηλό κτί­ριο με γυάλινα παράθυρα που άφηναν τον ήλιο να εισβάλλει ανενόχλητος, φιλτράροντας απλώς το έντονο φως του, ενώ ταυ­τόχρονα πρόσφεραν άπλετη θέα στην πόλη. Μια τέτοια θέα έ­κανε καμιά φορά τους υπαλλήλους του περιοδικού να παρα­τούν τη σκληρή δουλειά και να υποκύπτουν στη νωχέλεια -π ό ­σο μάλλον τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου η ράθυμη διάθε­ση είναι σχεδόν θεσμός-, να κοιτάζουν τον ήλιο που έσβηνε και να αναστενάζουν νοσταλγικά, αναπολώντας θάλασσες, καλο­καιρινές διακοπές, κοσμικά πάρτι στη Μύκονο και λοιπά- ω­στόσο σήμερα δεν ήταν από τις μέρες που κάτι τέτοιο ήταν ε­πιτρεπτό - όχι τουλάχιστον από ανθρώπους που θέλουν να σέ­βονται το ψωμί που τροδνε, κάνοντας μάλιστα και μια δουλειά που τους ευχαριστεί.

Digitalised By Jah®

Page 145: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

148 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Σήμερα ολόκληρο το περιοδικό βρισκόταν σε αναβρασμό.Επιτέλους, μέσα στη βαριεστιμάρα και τη χαύνωση του κα­

λοκαιριού είχε καταφθάσει μια είδηση σωστό χρυσωρυχείο - μια ειδησάρα που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία και έκανε τους πάντες να ξεβαρεθούν μια και καλή.

Χτες βράδυ είχαν έρθει στο φως της δημοσιότητας τα συ­νταρακτικά νέα, τα οποία συγκλόνισαν και θα συνέχιζαν να συγκλονίζουν το πανελλήνιο για πολΰ καιρό, το δίχως άλλο: δαιμόνιος ρεπόρτερ μεσημεριανής εκπομπής, από αυτές με τη γαργαλιστική θεματολογία, που έκαναν πολλούς πλουσίους και διάσημους να χάνουν τον ΰπνο τους και να προτιμούν χί­λιες φορές περισσότερο ν’ ασχοληθεί μαζί τους η Εφορία πα­ρά αυτού του είδους οι... πολιτιστικές εκπομπές, είχε βγάλει λα­γό. Και τι λαγό, μεγάλο σαν ιπποπόταμο, απ’ αυτό το είδος των λαγών που δεν έχεις το δικαίωμα να τους κρατήσεις για τον εαυτό σου, αλλά οφείλεις να τους μοιραστείς με ολόκληρο το έθνος - έναντι παχυλής αμοιβής, βεβαίως.

Ο Μάνος Περρής, ο ζεν πρεμιέ, ο κούκλος, ο σούπερ σταρ της εποχής, ο οποίος είχε γίνει διάσημος από το σίριαλ Αναζη­τώντας την Αγάτιη και από τότε δεν προλάβαινε να δέχεται προ­τάσεις για τηλεόραση, θέατρο και σινεμά, ο άντρακλας με τον οποίο ήταν ερωτευμένος σύσσωμος ο γυναικείος -ανεξαρτήτως ηλικίας- πληθυσμός της Ελλάδας, χτες τη νύχτα... άκουσον ά- κουσον... συνελήφθη σε ερημική περιοχή του Λυκαβηττού να φιλιέται και να πασπατεύεται με... με τον Πολ Μητσάκο, τον εξίσου διάσημο τραγουδιστή!

Και να φανταστεί κανείς ότι αυτοί οι δυο, στις συνεντεύξεις που έδιναν κατά καιρούς ο καθένας, ισχυρίζονταν ότι το ω­ραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι η γυναίκα, δεν υπάρχει κα­λύτερο πράγμα από μια γυναίκα, αχ, πόσο περίμεναν την κα­

Digitalised By Jah®

Page 146: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 149

τάλληλη γυναίκα που θα τους έκλεβε την καρδιά... Α, τους α­πατεώνες!

Συνταρακτικά νέα όλ’ αυτά, το δίχως άλλο.Ο ρεπόρτερ-παπαράτσι που τράβηξε το γαργαλιστικό βί­

ντεο σήμερα ήταν πάμπλουτος, ενώ οι δυο κολασμένοι ερα­στές αρνούντο πεισματικά να κάνουν δηλώσεις για τη μεταξύ τους κάτι-περισσότερο-από-ύποπτη σχέση, περιοριζόμενοι α­πλώς στο να ισχυριστούν ότι το βίντεο ήταν προϊόν μοντάζ και ότι αυτοί ήταν αθώοι, άσχετοι και ανίδεοι. Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, μωρέ;

Φυσικά, έγινε χαμός. Ξέσπασε σάλος - οι νοικοκυρές, οι ο­ποίες ως επί το πλείστον αποτελούν το φιλοθεάμον κοινό των μεσημεριανών πολιτιστικών εκπομπών, δίχως να χάσουν χρό­νο, όταν κατάφεραν να κλείσουν τα στόματά τους που είχαν α- πομείνει ορθάνοιχτα και έχασκαν μπροστά στις γαργαλιστι­κές εικόνες του βίντεο που είδαν, άρχισαν να τηλεφωνιούνται για να διαδώσουν τα χαμπέρια γρηγορότερα και από την τα­χύτητα της αστραπής· η μία πήρε πέντε φίλες της, οι οποίες με τη σειρά τους τηλεφώνησαν σε πέντε δικές τους φίλες η κα­θεμιά... το αποτέλεσμα ήταν να κοντέψει να φρακάρει το δί­κτυο του ΟΤΕ. Α, βεβαίως, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας εί­χαν σηκώσει τα χέρια ψηλά - τα δικά τους δίκτυα είχαν ήδη πέσει' δεν είχαν φροντίσει να προετοιμαστούν κατάλληλα, διό­τι δεν είχαν μπορέσει να φανταστούν τέτοιο όγκο γραπτών μη­νυμάτων που ανταλλάσσονταν. Ούτε Πρωτοχρονιά να ήταν.

Στο περιοδικό Spice ετοιμαζόταν να γίνει ένα μίτινγκ μα- κράς διαρκείας. Βέβαια, πλησίαζε και η ημερομηνία κυκλο­φορίας του επόμενου τεύχους και το περιοδικό έπρεπε να κλεί­σει την ύλη του ούτως ή άλλως, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν άλλος και πολύ προφανής: εφόσον είχε αποκαλυφτεί τέτοιο

Digitalised By Jah®

Page 147: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

150 ΘΥΜΑΣΑΙ;

λαβράκι, οι συντάκτες του περιοδικού έπρεπε να στΰψουν το κεφάλι τους και να δουν πώς να εκμεταλλευτούν το θέμα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μιας και είχαν τη μαύρη ατυχία να μην είναι αυτοί που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο των μεγατόνων.

Με λίγη καλή προσπάθεια θα είχαν υλικό για να απασχο­λούν τον κοσμάκη τουλάχιστον ως τον ερχόμενο χειμώνα. Ένα τέτοιο τεφαρίκι δεν ήταν απ’ αυτά που τελειώνουν μια και έ­ξω - ίσα ίσα, όφειλαν να το ξεφλουδίσουν αργά, ηδονικά και να το ξεψαχνίσουν σε βάθος, διότι, ως γνωστόν, η δύναμη της εικόνας είναι μεν μεγάλη, αλλά τα scripta είναι αυτά που manent*\ Σε τα μας; Χα!

Το περιοδικό Spice δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «κου- τσομπολίστικο» ή «κίτρινος Τύπος», αλλά από την άλλη δεν ή­ταν και από τα περιοδικά που ασχολούντο με το μείζον πρό­βλημα της πείνας στον Τρίτο Κόσμο, ούτε με τις πρωτοβουλίες της Greenpeace για τη σωτηρία της φώκιας Monachus Monachus ούτε με τους άδικους πολέμους που εξαπέλυαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη οι Αμερικανοί, ανάλογα με το πώς ξύπνησε ο εκάστοτε πρόεδρός τους κάποιο συγκεκριμένο πρωί.

To Spice αποτελούσε μια όαση μέσα στο δύσκολο κόσμο - ασχολείτο μ’ όλα εκείνα τα θέματα που κρίνονταν κατάλληλα για να βοηθούν τον κοσμάκη να ξεχνάει τα χάλια του, δραπε­τεύοντας εκεί όπου βασίλευε η ομορφιά, τα ρούχα, τα καλλυ­ντικά, οι συμβουλές για καλύτερο σεξ και, βεβαίως, τα παρα­σκήνια της ζωής των διασήμων - ό,τι δηλαδή χρειαζόταν μια μέση Ελληνίδα για να μη σκέφτεται και πολύ, μαθαίνοντας ταυτόχρονα και κανένα καινούριο πράγμα που, δεν μπορεί, ό­λο και κάπου θα της φαινόταν χρήσιμο. Άλλωστε, όπως είχε

* Scripta manent: τα γραπτά μένουν.

Digitalised By Jah®

Page 148: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 151

διαπιστωθεί στην πράξη, όλοι οι άνθρωποι -και ιδίως οι γυ­ναίκες- τρελαίνονται να χώνουν τη μΰτη τους στη ζωή των κο­σμικών και, πολύ περισσότερο, να παραδειγματίζονται απ’ αυ­τούς σε διάφορα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας: τι ρούχα φοράει η δείνα, τι μάσκαρα χρησιμοποιεί η τάδε, πό­σο ύψος έχουν τα τακούνια της χι ψι και πάει λέγοντας - όταν δεν έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις μια αληθινά κοσμική ζωή, συμβιβάζεσαι και με την ψευδαίσθησή της. Σε δουλειά να βρι­σκόμαστε - περιοδικά και αναγνώστες.

Βέβαια, αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που το Spice θα α- σχολείτο εις μέγα βάθος μ’ ένα τέτοιο καυτό ζήτημα, όπως αυ­τό του κουνήματος της αχλαδιάς από τους κ.κ. Περρή και Μη- τσάκο, αλλά, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα μέχρι στιγμής, κα­νένας από τους υψηλά ισταμένους σιο περιοδικό δεν έδειχνε να έχει τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό περί του αν και κατά πόσο είχαν το δικαίωμα να θίξουν ένα τέτοιο προσωπικό θέ­μα - το θέμα είχε ψαχνό, το ψαχνό φέρνει λεφτά και τα λεφτά είναι το μόνο ζητούμενο. Για ποιο λόγο να μείνει το δικό τους περιοδικό στην απέξω, ενώ θα είχε την ευκαιρία να καζαντί­σει για δέκα σεζόν και οι ίδιοι να αποκτήσουν εκείνο το κότε­ρο που χρόνια ονειρεύονταν; Φάε λοιπόν για να μη σε φάνε - κι αν μάλιστα υπάρχει δυνατότητα να φάτε όλοι μαζί, τόσο το καλύτερο. Απλά τα πράγματα...

Ενώ όλοι περίμεναν τη διευθύντρια του Spice να τελεκοσει τις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές της συσκέψεις με τους διαφό­ρους -εκδότες, δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ και λοιπούς ενασχολουμένους με το ξαφνικό λαβράκι- και να σκάσει μύτη για ν’ αρχίσει το μίτινγκ, μέσα στα γραφεία του περιοδικού γι­νόταν το σώσε - οι πάντες, από τους συντάκτες και τους creative editors μέχρι τους υπεύθυνους του διαφημιστικού, τους στοι­

Digitalised By Jah®

Page 149: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

152 ΘΥΜΑΣΑΙ;

χειοθέτες και τις καθαρίστριες, περιφέρονταν στα γραφεία α­πό δω κι από κει σαν άγρια θηρία που είχαν μυριστεί αίμα και έτρεχαν να εντοπίσουν τη λεία για να την κατασπαράξουν. Τα μάτια τους γυάλιζαν από ηδονή καθώς συζητούσαν ακατά- παυστα το προκΰψαν ζήτημα του χτεσινοβραδινού γλεντιοΰ του «αδερφάτου» - έτσι αποκαλοΰσαν πλέον τα μέχρι χτες ιν- δάλματά τους. Το ζήτημα είχε ήδη συζητηθεί περίπου χίλιες οχτακόσιες εβδομήντα πέντε φορές, ωστόσο ο τρόπος και η έμφαση με την οποία το αναμασοΰσαν οι υπάλληλοι το έκαναν να φαίνεται ολόφρεσκο, της ώρας - λες κι είχε συμβεί μόλις πριν από ένα δευτερόλεπτο, και μάλιστα όλοι αυτοί είχαν υ­πάρξει και αυτόπτες μάρτυρες! Για το Θεό!

Ωστόσο, η Νόρα Μπαξεβάνη, νεαρή συντάκτρια από τις πλέον φερέλπιδες, ήταν η μοναδική από όλο αυτό το συρφετό που δε συμμετείχε στη γενική κατακραυγή, η οποία έμοιαζε να είχε ενώσει ακόμα και τους ως τα χτες αντίζηλους -τα γνωστά συναδελφικά μαχαιρώματα- μέσα στο χώρο του περιοδικού. Καθόταν σκεφτική μπροστά στον υπολογιστή της και δε μι­λούσε σε κανέναν - που και που έριχνε κλεφτές ματιές έξω α­πό το γυάλινο παράθυρο, προς την πόλη, προς τον ήλιο, ο­πουδήποτε αλλοΰ εκτός από εκεί μέσα.

Εκεί μέσα, μια q)op0, ασφυκτιοΰσε.Αναστέναξε βαθιά κατευθείαν από τα φυλλοκάρδια της, την

ίδια ακριβώς στιγμή που η Λέττα, συνάδελφος συντάκτρια με την οποία μοιραζόταν το ίδιο γραφείο, εισέβαλε ορμητικά στο χώρο τρέμοντας κυριολεκτικά από έξαψη.

«Ρε μαλάκα, για το θέμα του αδερφάτου έρχονται συνεχούς καινούρια στοιχ...» Το ύφος που είχε η φάτσα της συναδέλφου της της διέκοψε τον παραληρηματικό οίστρο. «Τι έχεις εσύ;» άλλαξε θέμα.

Digitalised By Jah®

Page 150: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 153

«Τίποτα», έκανε η Νόρα.«Πώς τίποτα, εοΰ είσαι έτοιμη να κλάψεις».«Δεν έχω τίποτα, σου λέω».«Καλά», έκανε καχύποπτα η Λέττα. «Ας ποΰμε ότι σε πι­

στεύω. Απλά, τώρα συνειδητοποίησα κάτι που μου φαίνεται παράξενο. Από χτες το μεσημέρι που γύρισες από το ρεπορ­τάζ που είχες πάει να κάνεις, δεν έχεις βγάλει άχνα απ’ το στό­μα σου. Κι όσο για τα ρεζιλίκια του αδερφάτου, λέξη δεν εί­πες, σαν να μη σου έκαναν καμιά εντύπωση. Δεν έχεις τίποτα να πεις γι’ αυτά;»

Η Νόρα την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν. «Ό,τι έχω να πω, θα το πω στο μίτινγκ. Αλήθεια, τέλειωσε η διευθύντρια με τα τηλέφωνά της;»

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε με φόρα και ένα ξανθό κεφάλι έκανε την εμφάνισή του στο άνοιγμά της.

Ή ταν η Εύα Μπούσιου, η αρχισυντάκτρια.«Κουνηθείτε. Η διευθύντρια πήγε στην αίθουσα συσκέψε­

ων».Αυτή η Εύα Μπούσιου ήταν πολύ ξινό φρούτο, τελικά - α­

πό τότε που είχε γίνει αρχισυντάκτρια είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ. Να, ορίστε και η τωρινή, περίτρανη απόδειξη, δεν έκανε καν τον κόπο να απευθύνει μια καλησπέρα του Θεού και, βεβαίως, ούτε που διανοήθηκε να βάλει μέσα στο γραφείο του «κατωτέρου προσωπικού» -έτσι θεωρούσε τους συντάκτες- κάτι περισσότερο από το ξανθό κεφάλι της.

Τέλος πάντων!Η Λέττα, μόλις έκλεισε η πόρτα, έριξε ένα φάσκελο και ξε­

στόμισε μέσα από τα δόντια της μια λέξη που τελείωνε σε «-κι- σμένη».

Η Νόρα πήρε μια βαθιά ανάσα.Digitalised By Jah®

Page 151: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

154 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Πάμε!» είπε αποφασιστικά και ξεκίνησε πρώτη, ενώ από πίσω την ακολούθησε η Λέττα, κοιτάζοντάς τη με το κεφάλι γερτό και δυο μάτια μισόκλειστα από απορία.

Στο μεγάλο γραφείο όπου ελάμβαναν χώρα τα πάσης φΰσεως μίτινγκ -από συναντήσεις για να συζητηθεί το κλείσιμο της ύ­λης του περιοδικού μέχρι και περιπτώσεις διαχείρισης εκτά­κτων κρίσεων, όπως η τωρινή- επικρατούσε μια τεράστια βα- βούρα.

Άπαντες παρόντες - συντάκτες, συντάκτριες, φωτορεπόρτερ, τα παιδιά από το δημιουργικό και λοιποί είχαν περικυκλώσει τη διευθύντρια που καθόταν στην καρεκλάρα της και είχε ένα ύφος που θύμιζε τη βασίλισσα Βικτωρία την ώρα που δεχόταν σε ακρόαση τους ταπεινούς της υπηκόους. Μιλούσαν όλοι μα­ζί, ένα υπόκωφο μουρμουρητό από το οποίο δεν έβγαινε και πολύ νόημα - ωστόσο το σχεδόν χαιρέκακο ύφος που είχαν κολλημένο στη μούρη τους, καθώς και τα πονηρά γελάκια που τους ξέφευγαν δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία περί του τι ακριβώς έλεγαν.

Σίγουρα έθαβαν τους ανθρώπους, τον Περρή και τον Μη- τσάκο, οι οποίοι ως χτες ήταν θεοί, ενώ σήμερα, μεσολαβού- σης μίας νυκτός, είχαν μετατραπεί σε κατάπτυστο περίγελο. Ποπό, τι ξαφνικό τούς βρήκε...

Η Νόρα Μπαξεβάνη ένιωσε έτοιμη να εξαπολύσει ένα τέ­τοιο ουρλιαχτό, που θα τους έκανε όλους να τιναχτούν έντρο­μοι και, δίχως να χάσουν χρόνο για να μάθουν την αιτία της κραυγής, να σπεύσουν όλοι μαζί φισέκι προς την έξοδο, αψη­φώντας τον κίνδυνο να ποδοπατηθούν - αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε διότι σκέφτηκε ότι, αν γινόταν αυτό, θα

Digitalised By Jah®

Page 152: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 155

έχανε τη μοναδική ευκαιρία να δει και να απολαύσει το ύφος που θα έπαιρναν τα μούτρα τους όταν, εν ησυχία και ηρεμία, στη μέση αυτού του τόσο κρίσιμου μίτινγκ, θα τους έλεγε αυ­τά τα οποία είχε έρθει αποφασισμένη να τους πει.

Όντως, αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να το χάσει με τί­ποτα.

Και να, κοντός ψαλμός: η γλυκιά φωνή της διευθύντριας -σίγουρα στο παρελθόν είχε κάνει πολλές πρόβες μόνη της ώ­στε να κάνει τη φωνή της να ακούγεται έτσι, γλυκιά αλλά και συνάμα πειστική, καταδεκτική αλλά και ταυτόχρονα «εγώ-κά- νω-κουμάντο-εδώ-μέσα»- υψώθηκε τόσο ώστε να σκεπάσει ε­κείνη τη φρικτή βασμούρα που συνόδευε το θάψιμο των δύο πρώην ινδαλμάτων. «Παρακαλώ, παιδιά, καθίστε για ν’ αρχί­σουμε!» φώναξε η διευθύντρια Γκέλυ Σταύρου χαμογελώντας συγκαταβατικά.

Ο συρφετός πήρε θέση γύρω από το μεγάλο τραπέζι των συ­σκέψεων. Ό λοι κοίταζαν τη διευθύντριά τους με προσμονή - όλοι εκτός από τη Νόρα, που κοίταζε το οτιλό της, και την Εύα Μπούσιου, η οποία κοιτούσε μέσα σε κάτι σημειώσεις.

Η διευθύντρια δε μίλησε αμέσως. Ξόδεψε ένα ολόκληρο λεπτό για να κοιτάξει όλους τους συνεργάτες, έναν προς έναν, σ’ εκείνο το σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια - στρα­τηγική δοκιμασμένη από τους ειδήμονες των τακτικών της ψυ­χολογικής υποβολής και φτιαγμένη για να τσακίζει ηθικό ε­χθρών και μη, άσε που έτσι τους μεγάλωνε την αγωνία για τα επικείμενα λεγόμενό της, αλλά ταυτόχρονα έδινε και έμφαση στη σιωπή της!

Ό ταν τελείωσε την επιθεώρηση, επιτέλους μίλησε:«Λοιπόν, παιδιά! Ξέρω ότι όλοι είστε απολύτως έτοιμοι για

την ύλη που πρέπει να παραδώσετε, οπότε το θέμα αυτό θα συ­Digitalised By Jah®

Page 153: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

156 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ζητηθεί τελευταίο. Πρωτεύον ζήτημα είναι τώρα αυτό που ό­λοι ξέρουμε, τα χτεσινσβραδινά γεγονότα που μας συγκλόνισαν όλους. Κάτι πρέπει να κάνουμε». Σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα και μετά συνέχισε: «Μόλις πριν από λίγο μίλησα με τον Μεγάλο».

«Μεγάλος» ήταν ο εκδότης του περιοδικού.«Ο Μεγάλος θέλει πρωτιά, να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ κυ­

κλοφορίας μας, και επίσης θέλει όσο το δυνατόν αποκλειστι­κότητα - και πολύ καλά κάνει. Ό λοι το θέλουμε αυτό. Το θέ­μα που προέκυψε με... χμ!» -πονηρά γελάκια συνόδεψαν τον ξερόβηχα της διευθύντριας, η θέση της οποίας δεν της επέ­τρεπε να χρησιμοποιήσει ούτε καν το σχετικά κόσμιο χαρακτη­ρισμό «αδερφάτο», ειδικά στη μέση ενός επίσημου μίτινγκ- «...είναι μεγάλο λαβράκι, παιδιά. Είναι φοβερή ευκαιρία, που δεν πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Όμως, όπως ό­λοι ξέρουμε, το επόμενο τεύχος μας βγαίνει σε μία βδομάδα. Ή δη τα πρώτα δοκίμια είναι έτοιμα και αύριο θα είναι έτοι­μο κι ολόκληρο το τεύχος. Το φλέγον λοιπόν θέμα μας είναι: Τι προλαβαίνουμε να κάνουμε;»

Σιωπή. Ανταλλαγές βλεμμάτο>ν. Κούνημα κεφαλών.Και τότε, μεσούσης εκείνης της σιωπής, η αρχισυντάκτρια

Εύα Μπούσιου πετάχτηκε όρθια εντελώς ξαφνικά, έχοντας καρφωμένο ένα θριαμβευτικό ύφος στο μούτρο της, το οποίο είχε γίνει κατακόκκινο από την έξαψη. «Ω Θεέ μου!» αναφώ­νησε.

Όλοι την κοίταξαν ερωτηματικά - και η διευθύντρια ανέ- λαβε να εκμαιεύσει την πληροφορία. «Εύα;»

«Βρήκα την τέλεια ιδέα, μου ήρθε μόλις αυτή τη στιγμή, μια φοβερή ιδέα που νομίζω ότι θα αρέσει σε όλους. Κυρίως σε σένα και στον Μεγάλο, Γκέλυ», είπε μελιστάλαχτα.

Digitalised By Jah®

Page 154: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 157

«Σε ακούμε, Εύα», έκανε η διευθύντρια με ενδιαφέρον.«Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε εξώ­

φυλλο!» τόνισε εκείνη με ΰφος συνωμοτικό, που ωστόσο κα­θόλου δεν υπολειπόταν σε στόμφο. «Θα βάλουμε μια φωτο­γραφία αυτών των δύο. Στην ουσία δύο θα είναι οι φωτογρα­φίες,· αλλά εμείς θα τις μοντάρουμε κατάλληλα ώστε να φαί­νεται πως είναι μαζί. Με προσοχή, όμως. Με τέτοιο τρόπο ώ­στε να μπορεί να ξεγελάσει το μάτι των ανίδεων, αλλά όχι των ειδικών! Έτσι γλιτώνουμε και πιθανές παρενέργειες, αν και, με­τά τα αίσχη τους, δε νομίζω ότι αυτοί οι δυο θα έχουν μούτρα να ξεκινήσουν δικαστικούς αγώνες με μηνύσεις, αγωγές για η­θικές βλάβες και τα συναφή. Βάζουμε λοιπόν τη φωτογραφία τους και από κάτω, με μεγάλα γράμματα, την εξής λεζάντα: “Το Μυστικό και η Αποκάλυψη της Μεγάλης Αλήθειας”. Στο ρε­πορτάζ, βέβαια, μπορεί να μη λέμε τίποτα το συνταρακτικό, ό­χι τουλάχιστον πιο συνταρακτικό από τα ίδια τα γεγονότα, ω­στόσο μια τέτοια λεζάντα θα τραβήξει την προσοχή του κοι­νού!» ολοκλήρωσε όλο καμάρι για τη μεγαλοφυή της ιδέα.

Η διευθύντρια κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαοτικά, όλο εν­θουσιασμό. «Τέλεια ιδέα!» αναφώνησε. «Μπράβο, Εύα! Δεν εί­ναι τυχαίο το γεγονός ότι έγινες αρχιουντάκτρια! Τι λέτε κι ε­σείς, παιδιά;» απευθύνθηκε προς τους υπόλοιπους.

Ό λοι κούνησαν τα κεφάλια τους - συμφωνούσαν.Πάντα έτσι γινόταν στα μίτινγκ, συνήθως μιλούσε μονάχα

η διευθύντρια και η αρχισυντάκτρια κι όλοι οι υπόλοιποι α­πλώς συμφωνούσαν σαν τα πρόβατα - αν μπορούσαν,· ας έκα­ναν κι αλλιώς! Ευτυχώς τουλάχιστον που τους απευθυνόταν η ρητορική ερώτηση περί του αν συμφωνούν, έτσι, για να έχουν κι αυτοί την ελάχιστη ψευδαίσθηση της συμμετοχής.

Δημοκρατικές διαδικασίες, το δίχως άλλο.Digitalised By Jah®

Page 155: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

158 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Κανείς δεν τολμούσε να διαφωνήσει παρούσης της Εύας Μπούσιου, της αρχισυντάκτριας. Ή ταν κοινό μυστικό εκεί μέ­σα, οι φήμες σέρνονταν και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν, ό­τι η γκόμενα ανέβηκε τόσο γρήγορα στην ιεραρχία διότι εί­χε... χμ!... πολύ καλές σχέσεις με τον Μεγάλο. Μα δεν εξηγεί­το αλλιώς το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτή ήταν μέ­σα στο περιοδικό η αληθινή δερβέναγας -βασιλικότερη του βασιλέως, διευθυντικότερη της διευθυντρίας-, ίσως μάλιστα ήταν ζήτημα χρόνου να εκθρόνιζε την Γκέλυ Σταύρου και τυ­πικά. Κατά τα λοιπά, οι αβροφροσύνες και τα καλά λόγια της Μπούσιου προς τη διευθύντριά της ήταν... πώς να το πει κα­νείς... προφάσεις εν αμαρτίαις.

Για όλα τα θέματα αποφάσιζε η Εύα Μπούσιου - για τις συνεντεύξεις, τα πρόσωπα, το ποια καλλυντικά θα προβλη­θούν, σε ποιου οίκου μόδας τα φορέματα θα δινόταν έμφα­ση... Και αλίμονο σ’ όποιον δεν έκανε δουλειά αντάξια με τις απαιτήσεις της - τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι δίχως καν να του δοθεί η ευκαιρία να περιποιηθεί το ρεπορτάζ του λίγο πε­ρισσότερο και να το ξαναφέρει.

Η Εύα Μπούσιου δεν ήθελε να χάνει χρόνο κοιτάζοντας ξα­νά και ξανά τα ίδια πράγματα - άλλωστε, είναι κοινώς αποδε­δειγμένο ότι αν κάτι ξεκινήσει στραβά, δύσκολα ξεστραβώνει στην πορεία. Και το μεσοδιάστημα μέχρι το -αμφίβολο- ξε- στράβαψα της στραβής κατάστασης ήταν σκέτο χάσιμο χρό­νου, ο οποίος, ως γνωστόν, στις επιχειρήσεις ισοδυναμεί με χά­σιμο χρήματος. Κανένας δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να θέλει να χάνει το χρήμα του - άρα, διά της αντιστρόφου επαγωγικής μεθόδου, ούτε το χρόνο του.

Η διευθύντρια την επιδοκίμαζε, το λοιπό προσο)πικό συμ­φωνούσε. Θαυμάσια.

Digitalised By Jah®

Page 156: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 159

Η Μπούσιου χαμογέλασε αυτάρεσκα, απολαμβάνοντας το θρίαμβο της υπεροχής της.

«Χμ, σκέφτηκα κι εγώ κάτι», είπε η διευθύντρια. «Ο χρόνος μας είναι, βέβαια, ελάχιστος, αλλά αν δράσουμε γρήγορα θα προλάβουμε. Ενδεχομένως μπορούμε να πάρουμε συνέντευξη απ’ αυτούς τους δυο και να τη βάλουμε στο τεύχος».

«Μα πώς θα γίνει αυτό;» αναρωτήθηκε συνοφρυωμένη η Εύα Μπούσιου. «Αυτοί από χτες ακούνε τη λέξη “δημοσιο­γράφος” και βγάζουν σπυριά!»

«Κι όμως, υπάρχει εδώ, ανάμεσά μας, μια συνεργάτιδά μας η οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι μπορεί να μας βοηθήσει», εί­πε η διευθύντρια με μυστηριο')δες ύφος.

Η Νόρα Μπαξεβάνη έγινε κατακόκκινη, από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Αν μπορούσε να χωθεί κάτω από το τραπέζι των συσκέψεων, θα το είχε ήδη κάνει, α­διαφορώντας για το τι μπορεί να σκέφτονταν όλοι τους εκεί μέσα - αλλά, δυστυχώς, ήταν συμπαγές, το ρημάδι...

Ένιωσε καρφωμένο πάνω της το βλέμμα της διευθύντριας.Ξεκινούσε το γλέντι.Η Γκέλυ Σταύρου παρερμήνευσε το κοκκίνισμα της νεαρής

συντάκτριας, αποδίδοντάς το σε σκέτη μετριοφροσύνη. «Ναι, Νόρα, εσένα εννοώ, μην κοκκινίζεις! Η σεμνότητά σου σε τιμά, αλλά τώρα είναι ώρα για δουλειά! Το λοιπόν, η άποψή μου εί­ναι ότι, αν υπάρχει σε όλο το σινάφι μας ένας άνθρωπος που θα καταφέρει να πάρει συνέντευξη απ’ αυτούς τους δυο, ο άνθρω­πος αυτός μπορεί να είναι μόνο η Νόρα Μπαξεβάνη. Η Νόρα μας είναι... χμ... πώς να πω... τέλος πάντων, είναι πολύ σοβαρή και μετρημένη και ίσως αυτοί οι δυο την εμπιστευτούν».

Δεν είχε κι άδικο η διευθύντρια στα λεγόμενό της - το πε­ριοδικό Spice έβαζε, βέβαια, τα κοινωνικά θέματα σε δεύτερη

Digitalised By Jah®

Page 157: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

160 ΘΥΜΑΣΑΙ;

μοίρα -και τρίτη, και τέταρτη...- ωστόσο, για να μην υπολείπε­ται από άλλα περιοδικά παρόμοιας θεματολογίας, είχε μισή σε­λίδα αφιερωμένη και σε τέτοια ζητήματα· δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, δράσεις ακτιβιστών, εικόνες από τη ζωή στην πόλη και πάει λέγοντας... Μερικές μάλιστα φορές η Νόρα Μπαξεβάνη είχε φέρει στο περιοδικό και κάποιες εξαι­ρετικές συνεντεύξεις· δεν απέκλειε κανέναν και πάντοτε θεω­ρούσε ότι ο καθένας -ακόμα κι αυτοί που φαίνονταν ενίοτε σκέ­τοι φελλοί άνευ περιεχομένου- πάντα είχε κάτι ενδιαφέρον να βγάλει προς τα έξω, αρκεί, βέβαια, να έπεq)τε πάνω στον κατάλ­ληλο δημοσιογράφο που θα τον αντιμετώπιζε με σεβασμό και θα χρησιμοποιούσε κατάλληλα τις μεθόδους που πρώτος ο αρχαί­ος ημών πρόγονος Σωκράτης είχε εφαρμόσει με τόση επιτυχία!

Έτσι, η ευσ[οχία των ερωτήσεών της προς τα διάσημα πρό­σωπα με τα οποία συνομιλούσε, ο σεβασμός της προς την προ­σωπικότητά τους και, κυρίως, την ιδιωτική τους ζωή, καθώς και η έμφυτη σοβαρότητα που η ίδια η Νόρα απέπνεε ως άν- θρωπσς την κατέστησαν ένα ιδιαίτερα αγαπητό πρόσωπο στους κύκλους των διασήμων. Στο ενεργητικό της είχε ήδη συνε­ντεύξεις από συγγραφείς, τραγουδιστές, ηθοποιούς, μοντέλα, ακόμα και προέδρους συνδικαλιστικών οργανώσεων και πολι­τικούς. Ειδικά για τους τελευταίους, που ως επί το πλείστον θε­ωρούνταν βαρετοί, ψεύτες και, σε τελική ανάλυση, αδιάφοροι, η Νόρα είχε την ικανότητα να παρουσιάζει και ένα άλλο τους πρόσωπο, το οποίο έδειχνε μια άλλη τους διάσταση, άρα α­ποκτούσε καινούριο ενδιαφέρον για τον κόσμο, και ιδίως το γυ­ναικείο αναγνωστικό κοινό - ως εκ τούτου οι συνεντεύξεις της στέφονταν πάντα με απόλυτη επιτυχία.

Πραγματικά, ίσως ήταν η μόνη στην οποία θα δέχονταν να δώσουν συνέντευξη αυτοί οι δυο κακομοίρηδες.

Digitalised By Jah®

Page 158: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 161

Η Νόρα το ήξερε αυτό.«Λοιπόν, Νόρα; Τι λες; Θα τα καταφέρεις;» ρώτησε η διευ­

θύντρια με γλυκανάλατο ύφος.Ένιωσε πάνω της καρφωμένα σαράντα ζευγάρια μάτια - ό­

χι πο)ς δεν το περίμενε, αλλά της ήρθε κάπως που ξαφνικά βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής.

Ή ξερε πως μπροστά της στεκόταν ολοζώντανη, με σάρκα και οστά, η ευκαιρία της ζωής της - καλώς ή κακώς, τα χτεσι- νοβραδινά γεγονότα απασχολούσαν έντονα την κοινή γνώμη, έγινε ο γνωστός χαμός και θα εξακολουθούσε να γίνεται για πο­λύ καιρό, διότι οι πάντες, έχοντας μυριστεί ψαχνό, θα συντη­ρούσαν το θέμα με κάθε τρόπο, ώσπου να βγάλουν απ’ αυτό το μέγιστο δυνατό κέρδος.

Και εκείνη, με τη σοβαρότητα, την κατάρτιση και τη σε- μνότητά της, όπως εύστοχα είχε επισημάνει η διευθύντρια, ή­ταν όντως η μόνη την οποία ενδεχομένως θα εμπιστεύονταν οι καμένοι. Αν κατάφερνε να τους αποσπάοει μια συνέντευξη, θα γινόταν το πρόσωπο της ημέρας. Θα έπαιρνε κατευθείαν προ­αγωγή - ίσως μάλιστα να άρχιζε να δέχεται και προτάσεις και από άλλα περιοδικά, ίδιου βεληνεκούς με το Spice, ίσως και μεγαλύτερου.

Όμως...Η Νόρα σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τη διευθύντριά της

κατάματα. «Όχι», είπε αργά και καθαρά, συνοδεύοντας την άρνηση και με ένα κούνημα της κεφαλής, προς επίρρωσιντων λεγομένων.

Η διευθύντρια έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Τι “όχι”, Νό­ρα; Δηλαδή... δεν πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις;»

«Θα τα κατάφερνα μια χαρά, κυρία Σταύρου, και το ξέρε- · τε. Το “όχι” σημαίνει ότι αρνούμαι κατηγορηματικά να μπω

Digitalised By Jah®

Page 159: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

162 ΘΥΜΑΣΑΙ;

σ’ αυτή τη διαδικασία. Αρνσΰμαι να λάβω μέρος σ’ αυτό τον κα­νιβαλισμό», είπε η Νόρα με θάρρος.

Νεκρική σιγή έπεσε απ’ άκρου εις άκρον μέσα στην αί­θουσα των συσκέψεων. Στόματα άνοιγαν το ένα μετά το άλλο, μάτια γούρλωναν σε σημείο να κινδυνεύουν να πεταχτούν από τις κόγχες τους... ωστόσο κάποιοι, με το ελαφρύ υπομειδίαμά τους, έδειχναν, όσο οι περιστάσεις τους επέτρεπαν, ότι επιδο­κίμαζαν τη νεαρή συνάδελφο-αντάρτισσα, όχι τόσο για την άρ­νησή της να συνεργαστεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, όσο για το θάρ­ρος της να φέρει αντιρρήσεις στους υψηλά ιοταμένους.

Η Εύα Μπούσιου κόντευε να βγάλει αφρούς - αν το βλέμ­μα της είχε τη δύναμη να σκοτώσει, τότε η Νόρα θα ήταν ήδη θαμμένη στο πρώτο πλησιέστερο νεκροταφείο.

Η διευθύντρια συνοφρυώθηκε. «Δε σε καταλαβαίνω, Νόρα. Μήπως μπορείς να μας εξηγήσεις τι...» άρχισε να λέει.

«Δεν καταλαβαίνετε ότι μ’ όλ’ αυτά που σκέφτεστε να κάνετε θα τους καταστρέψετε την καριέρα;» τη διέκοψε οργισμένη η Νόρα. «Όλοι οι υπόλοιποι, έντυπα και κανάλια, έχουν ήδη θά­ψει ζωντανούς αυτούς τους δυο δυστυχισμένους ανθρώπους! Θέλετε να λάβουμε κι εμείς μέρος σ’ αυτό το άθλιο πανηγύρι; Με συγχωρείτε, εγώ δεν μπορώ, δε θέλω και δε θα το κάνοο».

Η Εύα Μπούοιου, η οποία είχε φορτώσει άσχημα και θα έ- σκαγε αν δε μίλαγε, της απηύθυνε το λόγο με φωνή που έτρε­με από οργή και αγανάκτηση. «Μ’ αυτά που μας λέτε, κυρία Μπαξεβάνη, καταλαβαίνετε ότι...»

Αλλά είχε και η Νόρα φορτώσει και δε χαμπάριαζε πια. Τη διέκοψε κι αυτήν, μπήγοντας κάτι μεγαλοπρεπή κλάματα για τα οποία καθόλου δεν ντρεπόταν. «Πώς μπορείτε ν’ ασχολεί­στε με τέτοια πράγματα ενώ γύρω μας χαλάει ο κόσμος; Είστε όλοι σας τόσο τυφλοί ώστε να μη βλέπετε τι γίνεται; Από το

Digitalised By Jah®

Page 160: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 163

ιιρωί σας ακοΰω όλους να βρίζετε αυτοΰς που μέχρι χτες εκ­θειάζατε, να τους χλευάζετε λες και σας έκαναν κανένα ανε- ιιανόρθωτο κακό προσωπικά! Τι σας νοιάζει εσάς αν είναι ο- μοφυλόφιλοι; Τι σας καίει; Σε τελική ανάλυση, ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΧΕΤΕ ΕΣΕΙΣ;»

Οι φλέβες στο λαιμό της Νόρας είχαν φουσκώσει τόσο πο­λύ ώστε να φαίνεται ζήτημα δευτερολέπτων το να εκραγούν και να γεμίσει ο χώρος αίματα - ένα ιδιαιτέρως σουρεαλιστι­κό σκηνικό που θα έμενε στους πάντες αξέχαστο, το δίχως άλ­λο.

Οι συμμετέχοντες στο μίτινγκ είχαν μαζευτεί στις καρεκλί- τσες τους και κοιτούσαν το πάτωμα - ακόμα και η διευθύντρια, μέχρι κι εκείνη η έχιδνα, η Εύα Μπούσιου. Υπέθεσαν ότι η Νόρα Μπαξεβάνη είχε πάθει κάτι σαν παράκρουση, οπότε, πολύ λογικά, θα περίμεναν πρώτα να της περάσει, για να μη μετατραπεί η αίθουσα των συσκέψεων σε κανένα ρινγκ - άσε που τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχτούν και χειρότερα! Πού ήταν να δεις, α, στην Αμερική δεν ήταν που στα καλά κα­θούμενα τρελάθηκε ένας υπάλληλος, έβγαλε ένα όπλο και κα­θάρισε έναν ολόκληρο όροφο; Έλα, Παναγία μου, καλοκαι­ριάτικα!

Η οργή της Νόρας ξεφούσκωσε ξαφνικά και απότομα και έφυγε, έτσι όπως ακριβώς είχε έρθει-τώ ρα ένιωθε απλώς κου­ρασμένη.

Κουρασμένη και μόνη.Ένιωθε μια απέραντη μοναξιά, τη μοναξιά που αισθάνεται

αυτός που ξέρει ότι μέσα σ’ ένα τέτοιο στρεβλό και φαύλο κοι- νωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, σ’ ένα τέλμα όπου, ακόμα κι αν κά­ποιος κατάφερνε να βγει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει τον ξερνούσε το σύστημα, έχει την τύχη, την ευλογία, αλλά συ­

Digitalised By Jah®

Page 161: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

164 ΘΥΜΑΣΑΙ;

νάμα και την κατάρα του να είναι διαφορετικός - πολλώ δε μάλλον όταν είναι και αποφασισμένος να πληρώσει το τίμημα της επιλογής του, που δεν ήταν άλλο από τη μοναξιά, την πα­ντοτινή μοναξιά, ακόμα κι αν περιστοιχιζόταν από εκατοντά­δες, χιλιάδες, εκατομμύρια άλλους.

Σωριάστηκε στην καρέκλα της, εντελώς αδύναμη αλλά όχι παραιτημένη. «Έχω βαρεθεί με τις μαλακίες που γράφουμε στο περιοδικό μας, κυρία Σταύρου», ψιθύρισε αχνά.

Η διευθύντρια, βεβαίως, δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιη ότι η κρίση που είχε πιάσει τη συντάκτριά της είχε πε- ράσει οριστικά, γι’ αυτό και αποφάσισε να μην το ρισκάρει. «Επίτρεψέ μου να σου πω, Νόρα μου», άρχισε να λέει, χρησι­μοποιώντας εκείνο το γλυκανάλατο και γελοία καθησυχαστι- κό τόνο φωνής που οι άνθρωποι φυλάνε μόνο για τους τροφί­μους ψυχιατρείων, «ότι “οι μαλακίες που γράφουμε στο πε­ριοδικό μας” είναι αυτές που επί σειρά ετών μας δίνουν την πρωτιά στο είδος μας. Και εσύ είσαι κοντά μας εδώ και ένα χρόνο τ(5ρα και δεν έχεις εκιρέρει καμιά αντίρρηση. Τι άλλα­ξε ξαφνικά;»

Η Νόρα κοίταξε την Γκέλυ Σταύρου - η διευθύντρια την κοιτούσε με ενδιαφέρον, οπότε κι εκείνη αναθάρρησε.

Άλλωστε, μόνο αν γινόταν ένα θαύμα θα μπορούσε να κρα­τήσει τη θέση της μέσα στο περιοδικό Spice μετά από όλα όσα έγιναν - αλλά δεν είχε και καμιά σημασία, ούτως ή άλλως. Ακό­μα κι αν δεν την απέλυαν, ήταν αποφασισμένη να παραιτηθεί- μέχρι να γινόταν όμως αυτό, ας έριχνε το σπόρο της, μήπως και βρισκόταν έστω κι ένα ελάχιστο κομμάτι από γόνιμο έδα­φος μέσα σ’ εκείνη την έρημο· η Νόρα, βέβαια, δεν το πίστευε και πολύ αυτό, αλλά πάντως όφειλε να δοκιμάσει.

«Κάθε μέρα που περνάει, συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ

Digitalised By Jah®

Page 162: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 165

ότι η αληθινή ζωή είναι πολύ περισσότερα από αυτά με τα ο­ποία ασχολούμαστε εμείς εδώ μέσα», εξήγησε.

«Μήπως θέλεις να μπεις στον κόπο να μας εξηγήσεις τι εν­νοείς;» πετάχτηκε η Εΰα Μπούσιου, ενώ η ειρωνεία στη φωνή της ξεχείλιζε. «Στ’ αλήθεια, είμαστε όλοι πολύ περίεργοι να μάθουμε αυτό που ξέρεις εσύ και δεν ξέρουμε εμείς».

Αυτός ο πληθυντικός που βγήκε από το στόμα της αρχισυ- ντάκτριας έκανε τη Νόρα να νιώσει τη μοναξιά της πιο αφό­ρητη από ποτέ. Από τη μία το «εσύ» - από την άλλη το «εμείς». Ο κοινός κίνδυνος, που είχε την ικανότητα να ενώνει ακόμα και τους εχθρούς, η ενστικτώδης ανάγκη τήρησης κοινής στά­σης, που είχε την ιδιότητα να συσπειρώνει ακόμα κι αυτούς που ως τα χτες χοφίζονταν σε «ανώτατο» και «κατώτατο» προ­σωπικό.

Παρ’ όλ’ αυτά, τώρα που είχε μπει στο χορό ήταν αποφα­σισμένη να χορέψει ώσπου να πέσει ξερή. «Χτες μου συνέβη κάτι που με συγκλόνισε. Αν θυμάστε, είχα πάει να πάρα) συνέ­ντευξη από το σεναριογράφο Κώστα Γιάγκα. Ο άνθρωπος αυ­τός, ιδιόρρυθμος όπως είναι, παρά τα λεφτά που έχει βγάλει, δε φρόντισε να μετακομίσει στην Εκάλη ή στο Κολωνάκι, όπως έχουν κάνει τόσοι άλλοι. Αντίθετα, εξακολουθεί να μένει στο πατρικό του, ένα σπιτάκι στο Μεταξουργείο. Πηγαίνοντας λοι­πόν εκεί...»

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι μας ενδιαφέρουν αυτά», δια- μαρτυρήθηκε η Εύα Μπούσιου.

«Παρακαλώ, Εύα, άσε τη Νόρα να μας πει», έκανε η διευ­θύντρια, όχι τόσο επειδή την ένοιαζε το τι θα έλεγε η Μπαξε­βάνη, όσο για να αποδείξει ότι, παρά τις φιλότιμες προσπά­θειες της ξανθής Εύας, εκείνη εξακολουθούσε να είναι ακόμα η διευθύντρια εκεί μέσα. «Λοιπόν, Νόρα;»

Digitalised By Jah®

Page 163: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

166 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Περνώντας από την πλατεία Μεταξουργείου, είδα έναν άν­θρωπο να στέκει μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο. Η στάση του σώματός του μου φάνηκε κάπως περίεργη, γι’ αυτό έσπευσα να δω καλύτερα. Και τότε διαπίστωσα ότι ήταν νεκρός».

Η αρχισυντάκτρια την κοίταζε με βλοσυρό ΰφος.«Από μια μικρή έρευνα που έκανα, έμαθα ότι ο άνθρωπος

αυτός ήταν τοξικομανής. Πέθανε εκεί, στο καρτοτηλέφωνο».«Και λοιπόν;» έκανε η Μπούσιου, απολύτως αδιάφορα. '«Τι “και λοιπόν;”, Εύα;» ξέσπασε η Νόρα. «Ένας συνάν­

θρωπός μας, τοξικομανής, πεθαίνει μπροστά σε ένα καρτοτη­λέφωνο, είναι νεκρός ένας Θεός ξέρει πόση (Γ)ρα και δεν τον πλησιάζει κανείς! Δε σας κάνει καμιά εντύπωση αυτό;»

«Όχι, καμιά», πετάχτηκε ο Μάριος Μαρκίδης, ένας από τους ολίγους άρρενες συναδέλφους. «Έπρεπε να ξέρει ότι μπλέ­κοντας με τα ναρκωτικά θα είχε κακό τέλος. Μάλιστα, αν θες τη γνώμη μου, ο μακαρίτης θα πρέπει και να ευχαριστεί το Θεό που πέθανε. Τα πράγματα, αν ζούσε κι άλλο, θα μπο­ρούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Φαντάσου την εξαθλίωση...»

«Και δε μου λέτε; Δε θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να κά­νουμε ένα ρεπορτάζ γι’ αυτό το γεγονός; Και τα ναρκωτικά θα κατακεραυνώνουμε, αλλά συνάμα και την αλλοτρίωση που συ­νεπάγεται η ζωή στις μεγαλουπόλεις», τοποθετήθηκε η Νόρα.

«Δε νομίζω, Νόρα μου», είπε η Λέττα, η γν(οστή. «Αφού το περιοδικό μας δεν έχει τέτοια θεματολογία, πώς τώρα ξαφνι­κά από τα κοσμικά, τα καλλυντικά και τα ρούχα θα το ρίξου­με στη βαριά διανόηση; Θα χάσουμε τους αναγνώστες μας, θα μας πετάξουν ντομάτες. Φτάνουν αυτά που γράφεις για τις βα­ρετές δράσεις των ακτιβιστών. Ως εκεί καλά είναι».

«Τελείωσες, Νόρα;» ρώτησε η διευθύντρια λίγο ανυπόμονα.Η Νόρα ήταν βέβαιη ότι θα αντιμετώπιζε τέτοιες αντιδρά­

Digitalised By Jah®

Page 164: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 167

σεις - ήξερε μάλιστα ότι από δω και μπρος είχε δώσει εκεί μέ­σα το στίγμα της ως εξωγήινης, κατά τα δικά τους μέτρα και σταθμά, που αντί να κάθεται και να δρέπει τις δάφνες της για τις τόσες πετυχημένες συνεντεύξεις που είχε στο ενεργητικό της, αντί να ξεκοκαλίζει τα λεφτά που έβγαζε κάνοντας μια ευ­χάριστη δουλειά που την έφερνε σε επαφή με την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας κι όχι καθαρίζοντας σκάλες, αντί να απολαμβάνει τα καλά αυτής της ζωής, τα λοΰσα και τα μεγα­λεία, εκείνη καθόταν και ααχολιόταν με πρεζάκηδες που τους βρήκε ο θάνατος σε ένα καρτοτηλέφωνο, καθώς και με άλλα μαλακισμένα ζητήματα που κανέναν δεν ενδιέφεραν, διότι κα­νένας γνωστικός άνθρωπος δε θέλει να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζοντας για τα στραβά και τ’ ανάποδα των α- ναξιοπαθούντων της ζωής. Ωστόσο και παρ’ όλ’ αυτά, εκείνη ήταν αποφασισμένη να βγάλει το άχτι της και να καταστρέφει αυτό το άθλιο μίτινγκ, τόσο ακριβώς όσο και οι συμμετέχοντες ήταν αποφασισμένοι να καταστρέψουν τη ζωή και την καριέ- ρα αυτών των δύο ανθρώπων, το μόνο λάθος των οποίων ήταν ότι οι σεξουαλικές τους επιλογές δεν άρεσαν οτον ελληνικό λαό, και δη στο γυναικείο πληθυσμό.

Οι δυο αδερφές τσαλάκωσαν το αντρικό πρότυπο. Δε θα ή­ταν πια διαθέσιμοι, ούτε καν για να συντροφεύουν τα όνειρα των ρομαντικών κορασίδων, των απογοητευμένοι νοικοκυρο3ν και των παλιμπαιδιζουσών γηραιών κυριών. Άρα, διέπραξαν έ­να απαίσιο κακούργημα. Άρα, θάψτε τους ζωντανούς.

Ε, όχι! Ως εδώ.«Δεν τελείωσα», είπε χαμογελαστή η Νόρα. «Έχω και κάτι

ακόμα. Αλήθεια, είδε κανένας από σας το ντοκιμαντέρ Ματιές στον Κόσμο-, Μεταδόθηκε χτες στις δέκα το βράδυ».

Ό λοι οι συνάδελφοι έγνεψαν αρνητικά - ανέλαβε να τουςDigitalised By Jah®

Page 165: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

168 ΘΥΜΑΣΑΙ;

εκπροσωπήσει ΐ] αρχισυντάκτρια. «Όχι, δεν το είδαμε. Εκεί­νη την ώρα μεταδιδόταν το talent show που, αν εξακολουθείς να θυμάσαι, δίνει υλικό για το περιοδικό μας κατά ένα ποσο­στό της τάξης του ογδόντα τοις εκατό», μουρμούρισε η Εύα Μπούσιου.

«Α, βέβαια!» υπερθεμάτισε η Τζέσικα, μια συνάδελφος η οποία εδώ και αρκετό καιρό κατέβαλλε υπεράνθρωπες προ­σπάθειες να είναι πάντα αρεστή στο επιλεγόμενο «ανώτερο προσωπικό» - όταν γύριζε την πλάτη της, οι περισσότεροι ε­κεί μέσα την αποκαλούσαν «Το καρφί». «Και καθόλου άλλη ύ­λη να μην είχαμε, το talent show, κι όλα όσα γίνονται εκεί μέ­σα, q)τάvει και περισσεύει για να γεμίζουμε πεντακόσιες σελί­δες κάθε μήνα, χορίς, βεβαίως, να κάνουμε κουτσομπολιό ό­πως ο κίτρινος Τύπος! Εμείς απλώς γεγονότα παραθέτουμε!» ολοκλήρωσε χαχανίζοντας, ανταποδίδοντας το επιδοκιμαστι- κό χαμόγελο της Εύας Μπούσιου.

Η διευθύντρια κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι της - κίνηση με βαθύ νόημα. Ο χρόνος που τρέχει, το χρήμα που χάνεται...

Οι ανταγο)νιστές που θα προλάβουν τις εξελίξεις, ο Μεγά­λος που, αν μάθαινε τι λεγόταν τώρα εδώ μέσα, θα πάθαινε ε- πιτόπου έμφραγμα...

Η ζωή που συνεχίζεται...«Αν βλέπατε αυτό το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ, θα μαθαί­

νατε για το τι συμβαίνει στην πόλη Χουάρες του Μεξικού», συ­νέχισε ατάραχη η Νόρα. «Την πόλη που “ως κι ο Διάβολος φο­βάται να κατοικήσει”», ολοκλήρωσε με υποβλητική φωνή.

Μπορεί ο χρόνος να έτρεχε, το χρήμα να χανόταν, οι εξε­λίξεις να έτρεχαν και αυτές κι άντε να τις προλάβεις, ωστόσο στο άκουσμα της λέξης «Διάβολος» όλοι αναδεύτηκαν στις κα­ρέκλες τους και πήραν στάση προσοχής, δείχνοντας τη διάθε­

Digitalised By Jah®

Page 166: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 169

σή τους να ακούσουν περισσότερα, λες και το ανίερο όνομα χτύ­πησε κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα στα ξεχασμένα κατάβα- θα του υποσυνειδήτου τους - η αρχέγονη Άλλη Πλευρά της αν­θρώπινης q)ΰσης, αυτή που έκανε τον άνθρωπο να υποκύψει στο προπατορικό αμάρτημα, αυτή που οδήγησε τους ευεργετηθέ- ντες να οδηγήσουν στο Σταυρό τον ίδιο τους τον Σωτήρα, αυ­τή που καθημερινά, από καταβολής κόσμου, μετέτρεπε τον άν­θρωπο από πλάσμα φτιαγμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεοΰ σε ένα αδηφάγο τέρας...

Για να φοβάται ακόμα και ο Διάβολος να κατοικήσει σ’ αυ­τή την πόλη Χουάρες, τότε μάλλον επρόκειτο για ένα μέρος α­ξιοπρόσεκτο - ίσως τελικά άξιζε τον κόπο να αφιερώσουν κά­να δυο λεπτά από την προσοχή τους. Οι πληροφορίες μπορεί ν’ αποδεικνΰονταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες - θα μπορούσαν μάλιστα να τις αναφέρουν στις συντροφιές τους, σε καμιά μά­ζωξη σε κανένα σπίτι, σε κάνα καλοκαιρινό μπάρμπεκιου πάρ- τι, στο διάλειμμα ανάμεσα στο ντερλίκωμα και το παίξιμο μπι- ρίμπας ως τα ξημερώματα.

«Η πόλη Χουάρες βρίσκεται στα σύνορα του Μεξικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακριβώς απέναντι από το Ελ Πάσο», άρ­χισε να λέει η Νόρα. «Βέβαια, η διαφορά είναι τραγική: το Ελ Πάσο πάμπλουτο, η Χουάρες πάμφτο)χη... Ωστόσο, παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία του κοσμάκη, συμβαίνει το εξής πα­ράδοξο: στην πόλη Χουάρες έχει στήσει το στρατηγείο του το δεύτερο σε μέγεθος καρτέλ ναρκωτικών στον κόσμο...»

«Μα τι στον κόρακα έχεις πάθει σήμερα μ’ αυτά τα ναρ­κωτικά και συνεχώς τα τσαμπουν...» πήγε να διαμαρτυρηθεί η Λέττα.

«Δεν είναι τα ναρκωτικά το μεγαλύτερο πρόβλημα εκεί», τη διέκοψε η Νόρα. Ή θελε να τους δώσει άμεσα ένα στίγμα το

Digitalised By Jah®

Page 167: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

170 ΘΥΜΑΣΑΙ;

οποίο να ήταν σίγουρο ότι θα κρατούσε το ενδιαφέρον τους. Και το έδωσε. «Είναι οι φόνοι. Και τι φόνοι...»

Στο άκουσμα της λέξης «φόνοι», οίκος ακριβώς και με τη λέ­ξη «Διάβολος», όλοι τσιτώθηκαν με τέτοιο τρόπο που να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν όλοι αφτιά και και­γόντουσαν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες - αν μάλιστα οι λεπτο­μέρειες ήταν και αηδιαστικές, τόσο το καλύτερο, θα δικαιο­λογείτο με τον καλύτερο τρόπο και το χάσιμο χρόνου.

Τελικά, παρά τη θυσία του Ιησού, τους κόπους και τα βάσανα που υπέστη προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος, η φυοη του ανθρώπου μάλλον ήταν συνώνυμη της φαυλότητας - δεν ε­ξηγείτο διαφορετικά η έξαψη με την οποία όλοι αυτοί περίμε- ναν να ακοΰσουν φρικιαστικές λεπτομέρειες δολοφονιών... Λες και μια τέτοια διήγηση τους ερέθιζε εκείνο το καλά κρυμμένο ένστικτο του θηρίου, το οποίο ο άνθρωπος θα προτιμούσε να πε- θάνει παρά να παραδεχτεί ότι το κουβαλούσε πάντα μέσα του, μαζί με το μυαλό, την ψυχή, το πνεύμα, την εξυπνάδα, την πο­λιτισμένη συμπεριφορά και τα καθησυχαστικά χαμόγελα.

Οι μόνες που δεν έδειχναν να συμμερίζονται την έξαψη των υπολοίπων ήταν η αρχισυντάκτρια και η διευθύντρια - αλλά κι αυτές για τους δικούς τους λόγους. Η μεν πρώτη διότι διαπί­στωνε, για πρώτη φορά από της αναλήψεως των καθηκόντων της, μια πρόίούσα ανυπακοή εκεί μέσα, η δε δεύτερη διότι και­γόταν να τελειώνει αυτό το περίεργο, όπως εξελισσόταν, μί- τινγκ, να λη4>θούν επιτέλους οι σωστές αποφάσεις που αφο­ρούσαν το q)λέγov ζήτημα του αδερ4)άτου, να ξεμπλέξει με τον Μεγάλο που περίμενε αποτελέσματα και, βεβαίως, μετά να πά­ει με την ησυχία της στο κομμωτήριο, διότι απόψε το βράδυ στις δέκα ήταν καλεσμένη σε ένα πριβέ πάρτι στο σπίτι ενός εφο­πλιστή.

Digitalised By Jah®

Page 168: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 171

Αυτά.«Φρικιαστικοί cpovoi συμβαίνουν σ’ αυτή την πόλη Χουά­

ρες», συνέχισε η Νόρα με την ίδια υποβλητική φωνή. «Πάνω από τετρακόσιες νέες κι όμορφες γυναίκες έχουν δολοφονη­θεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Τις βιάζουν, τις βασανίζουν με τρόπους τόσο φρικτούς ώστε ο επικείμενος θάνατός τους να μοιάζει με λύτρωση, τις δολοφονούν και μετά πετάνε τα πτώ­ματά τους στην έρημο. Αν πάει κανείς στη Χουάρες, στην εί­σοδο της πόλης εκατοντάδες ροζ σταυροί εις μνήμην των θυ­μάτων υποδέχονται τον επισκέπτη. Το χειρότερο όλ(ον είναι ότι ποτέ κανένας δεν έχει συλληφθεί γι’ αυτά τα φρικτά εγκλή­ματα...»

«Δε μου λες, δε μου λες;» πετάχτηκε ένας συνάδελφος απ’ την άλλη άκρη του τραπεζιού. «Μήπως ξέρεις λεπτομέρειες για τον τρόπο βασανισμού; Τι ακριβώς τους κάνουν;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε από έξαψη.

«Αυτό σου έμεινε εσένα απ’ όλα όσα είπα;» αντιγύρισε ορ­γισμένη η Νόρα. «Άλλο είναι το σημαντικό. Το γεγονός ότι ό­λοι στον κρατικό μηχανισμό είναι συνένοχοι, κουκουλώνουν τα εγκλήματα, κανείς δεν ενδια(ρέρεται! Η διαφθορά των μη­χανισμών είναι αυτή που οδηγεί στην απαξίωση της ανθρώπι­νης ζωής. Δε φτάνει που τα άτυχα αυτά κορίτσια δουλεύουν για ένα ξεροκόμματο σε φάμπρικες της κακιάς ίόρας υπό ά­θλιες συνθήκες, βρίσκονται και νεκρές και κανένας δε νοιάζε­ται! Καταραμένη παγκοσμιοποίηση!» ξέσπασε. «Ορίστε, κύ­ριοι, αυτά είναι θέματα να ασχοληθούμε, αυτά είναι ρεπορτάζ που αξίζει τον κόπο να κάνει ένας δημοσιογράφος που σέβε­ται τον εαυτό του, όχι να καθόμαστε εδώ και να συζητάμε πώς θα θάψουμε ζωντανούς αυτούς που μέχρι χτες εκθειάζαμε, και μάλιστα να θεωρούμε τον ξεπεσμό μας αυτό και ως “φλέγον θέ­

Digitalised By Jah®

Page 169: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

μα”! Να ασχοληθούμε με την παρανομία σ’ όλο της το μεγα­λείο, με τη σήψη, με τη διαφθορά, με...»

Η Εύα Μπούσιου ένιωσε ξαφνικά όλο της το αίμα να της α­νεβαίνει στο κεφάλι.

Αυτό πήγαινε πάρα πολύ! Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ. Μαζεύονταν, η Γκέλυ και η ίδια μοίραζαν αρμοδιότη­τες, όλοι συμφωνούσαν και τα μίτινγκ τέλειωναν σε μισή ώρα το πολύ, χωρίς καμιά παρέκκλιση από τα ειωθότα, αλλά και τα δέοντα. Και απόψε; Απόψε, που είχαν το σημαντικότερο μί­τινγκ στην ιστορία τους, αντί να συζητούν για το θέμα που τους έκαιγε, αντί να λάβουν γρήγορα τις αποφάσεις τους και να τις υλοποιήσουν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά για να προ­λάβουν τους ανταγωνιστές, οι οποίοι ήδη θα έτρεχαν -είναι σί­γουρο αυτό-, αυτοί έχαναν χρόνο για να ακούνε τις μαλακίες της Μπαξεβάνη, με αποτέλεσμα στο τέλος να φάνε τη σκόνη των ανταγωνιστών τους!

Κι όλ’ αυτά, για να ακούνε τις μαλακίες της Μπαξεβάνη - με την ανοχή μάλιστα της διευθύντριας!

Αν δεν έπαιρνε κάποιος εκεί μέσα την κατάσταση στα χέ­ρια του αμέσως, τότε η ανταρσία μπορεί να γενικευόταν, η α­πειθαρχία να γινόταν θεσμός και, το χειρότερο όλων, μπορεί η διευθύντρια, για να καθησυχάσει την ψυχασθενή υπάλληλό της, να πειθόταν και να της μεγάλωνε την ύλη στο περιοδικό- και από κει που οι σελίδες ήταν γεμάτες ομορφιά, ρούχα, καλλυντικά, σεξ και κοσμικά, να γέμιζε ξαφνικά με ιστορίες α­πό νεκρές γυναίκες στην άλλη άκρη του κόσμου, μαλακίες για την παγκοσμιοποίηση και το δίκιο της εργατικής τάξης! Ε, ό­χι δα!

Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, η Εύα Μπούσιου ήταν απο­φασισμένη να είναι αυτή που θα έπαιρνε την κατάσταση στα

172 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 170: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 173

χέρια της, διότι, αν δεν το έκανε, θα πάθαινε κανένα εγκεφα­λικό - τόσο πολύ της είχε ανέβει η πίεση.

Πετάχτηκε όρθια.«Αρκετό;! Ως εδώ!» οΰρλιαξε. «Φτάνει πια μ’ όλη αυτή τη

φαρσοκωμωδία! Καταντήσαμε να ζοΰμε το θέατρο του παρα­λόγου εδώ μέσα!» ξέσπασε. «Έχουμε δουλειά, καιγόμαστε, κι εμείς χάνουμε χρόνο για να ακοΰμε τις μαλακίες της Μπαξε­βάνη! Γκέλυ, σε θέτω προ των ευθυνών σου! Αφαίρεσέ της το λόγο αμέσως!»

Βαβοΰρα επικράτησε στο χώρο των συσκέψεων - σώματα που αναδεύονταν πάνω σε καρέκλες, φωνές που όλο και δυ­νάμωναν, συνομιλίες, χαρτιά που θρόιζαν... ένα βήμα πριν το απόλυτο χάος, κι άντε μετά να δοΰμε ποιος θα άκουγε τις Χρι- στοπαναγίες του Μεγάλου, έτσι και του ερχόταν η φαεινή ιδέα να κάνει καμιά βολτίτσα από την αίθουσα των συσκέψεων για να γελάσει μαζί με τους υπαλλήλους του για το ρεζιλίκι του α­δερφάτου και να τους εμψυχώσει να βάλουν τα δυνατά τους για να του φέρουν την αποκλειστικότητα - και την πρωτιά.

«Να χαρείς, Εύα, άσ’ τη να ολοκληρώσει», είπε απαυδι- σμένη η διευθύντρια.

Η Νόρα σηκ(όθηκε αργά. Τα μάτια της έλαμπαν. «Ό,τι κι αν λέτε εσείς, δε με αγγίζει», είπε σιγανά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις. «Τα σημάδια των καιρών είναι όλο και πιο εμφανή, ο κόσμος μπορεί γύρα) μας να γκρεμίζεται, αλλά τον τελευταίο λόγο θα τον έχει Εκείνος που μας έφτιαξε. Όσο για μένα, ξέ­ρετε ποιο θα είναι το επόμενο άρθρο μου; Η παγκοσμιοποίη­ση, φυσικά, αλλά από τη θετική της πλευρά! Ονειρεύομαι... έ­να μεγάλο τραπέζι, γεμάτο καλούδια», χαμογέλασε δακρυ- σμένη. «Και ένα γεύμα. Να ξεκινήσει σήμερα και να τελειώσει αύριο, μεθαύριο, σε δέκα μέρες, σ’ ένα μήνα, σε δυο χρόνια,

Digitalised By Jah®

Page 171: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

174 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ποτέ... Να κάτσει μαζί ο Έλληνας κι ο Τούρκος, ο Αμερικανός με τον Ιρακινό, ο Εβραίος με τον Παλαιστίνιο, ο άσπρος με τον μαύρο, τον κίτρινο, τον κόκκινο... Ένα τραπέζι όπου όλοι να είναι αδέρφια. Ένα τραπέζι με οικοδεσπότη τον ίδιο το Θεό...»

Άκρα του τάφου σιωπή έπεσε μέσα στην αίθουσα των συ­σκέψεων. Ό λοι είχαν μείνει εμβρόντητοι - κοιτούσαν τη Νό­ρα με τόση έκπληξη, ήταν τόσο βέβαιοι ότι όλο αυτό που ζού- σαν ήταν όνειρο και όχι πραγματικότητα, ώστε να είναι εξίσου βέβαιοι ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπαν και πράσινα αν­θρωπάκια από τον πλανήτη Άρη να κατακλύζουν το σκηνικό για να δώσουν τα συγχαρίκια τους στην επίσης εξωγήινη συ- ντρόφιοσά τους Μπαξεβάνη - άλλωστε, στα όνειρα όλα μπο­ρούν να συμβούν.

Βέβαια, μια πιο λογική εξήγηση για όλ’ αυτά ήταν ότι η Μπαξεβάνη τρελάθηκε - πολύ θέλει να στρίψει η βίδα; Ό χι και τόσο!

Η Εύα Μπούσιου έριξε γύρω της μια ματιά και μύρισε την οσμή της συσπείρωσης - τώρα ήταν η καλύτερη ευκαιρία, μο­ναδική ευκαιρία. Τ(όρα, που τους είχε όλους με το μέρος της- μπορεί όλο αυτό να ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη ρουτίνα, τα τετριμμένα, μια αστεία ανάμνηση για να έχουν αρ­γότερα να θυμούνται και να χασκογελάνε, αλλά τώρα είχε έρ­θει η ώρα να τελειώσει. «Ως εδώ, Μπαξεβάνη!» ούρλιαξε. «Φύ­γε αμέσως! Το μίτινγκ τελείωσε για σένα. Μάλιστα, αφού αι­σθάνεσαι έτσι, σε συμβουλεύω να πας να κλειστείς σε καμιά μο­νή. Φύγε!»

Η Μπαξεβάνη σηκώθηκε, αλλά τα βήματά της ήταν αργά. Ύτιοητα αργά.

Καλού κακού, η Εύα Μπούσιου σήκωσε το ακουστικό και ειδοποίησε την ασφάλεια του κτιρίου. Σε ένα λεπτό ακριβούς η

Digitalised By Jah®

Page 172: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 175

ιιόρτα άνοιξε με φόρα και μέσα στην αίθουσα των συσκέψε- ων εισέβαλαν τρία θηρία με τα όλα τους, αναμένοντας οδη­γίες.

«Συνοδέψτε έξω την κυρία», είπε ξερά η διευθύντρια.Σε τρία δευτερόλεπτα είχε επανέλθει εκεί μέσα η ησυχία,

η τάξη και η ασφάλεια - μόνο η άδεια καρέκλα της Μπαξεβάνη έμενε για να θυμίζει τι είχε συμβεί.

Οι πάντες είχαν μείνει άναυδοι και ακίνητοι - σαν να είχαν πάθει αποπληξία.

Η Εύα Μπούσιου τίναξε προς τα πίσω τα ξανθά μαλλιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Τελείωσε, παιδιά. Ξεχάστε το. Πίσω στη δουλειά μας. Λοι­πόν, ποιος είναι σε θέση να πάει να βρει αυτούς τους δυο και να δοκιμάσει να τους πάρει συνέντευξη;»

Ένα χέρι σηκώθηκε από το βάθος της αίθουσας.Η σύσκεψη ξανάρχισε να παίρνει τους κανονικούς της ρυθ­

μούς. Όσο γι’ αυτά που έγιναν σήμερα...Ή ταν κάτι σαν κι αυτό που λένε συχνά πυκνά οι Αμερικανοί.Απλά, «It’s been one of those days»*.

Εκείνη η επεισοδιακή, όπως εξελίχτηκε, σύσκεψη είχε πια τε­λειώσει. Οι υπάλληλοι έφευγαν σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλ­λο. Τα γραφεία άδειαζαν.

Η διευθύντρια Γκέλυ Σταύρου αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο γραφείο της. Είχε απόλυτη ανάγκη να μείνει λίγο μόνη, να ξα- ναβρεί την ηρεμία της, την αυτοκυριαρχία της, το κουράγιο να πάει στο κομμωτήριο να φτιάξει τα μαλλιά της και, γενικώς,

* «Ήταν μια δύσκολη μέρα».

Digitalised By Jah®

Page 173: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

176 ΘΥΜΑΣΑΙ;

να ετοιμαστεί για εκείνη τη βραδινή δεξίωση στο σπίτι του ε- φοπλισιή.

Μετά, βέβαια, απ’ όλ’ αυτά τα ιλαροτραγικά συμβάντα, ο α­γώνας για ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας έμοιαζε δυσκολότε­ρος και από ανάβαση σε απόκρημνο βουνό - μπορεί η πείρα της στο χώρο των περιοδικών να ήταν μεγάλη, μπορεί τόσα χρόνια να είχε μάθει να συνεργάζεται με δεκάδες διαφορετι­κούς ανθρώπους ο καθένας εκ των οποίων τραβούσε το δικό του διαφορετικό ζόρι, το μακρύ του και το κοντό του, μπορεί να εί­χε συνηθίσει να αντιμετωπίζει κρίσεις κατά καιρούς, παρ’ όλ’ αυτά σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να πει ότι της άρε­σαν οι φασαρίες.

Στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει ξανά πάσης φύσεως φα­σαρίες, κάποιες απ’ τις οποίες ενίοτε κατέληγαν και σε ανταλ­λαγή βαρύτατων χαρακτηρισμών ή ακόμα και ξύλο ανάμεσα στους διαφωνούντες - και εκείνη καλείτο να παίξει το ρόλο του πυροσβέστη, σι ον οποίο τα κατάφερνε ομολογουμένως κα­λά. Όμως...

Ειδικά αυτή εδώ η αποψινή φασαρία είχε... είχε κάτι το ι­διαίτερο. Απροσδιόριστα ιδιαίτερο.

Ποιος ξέρει - ίσως έφταιγε το γεγονός ότι στο αποψινό μί- τινγκ είχε αναφερθεί πάμπολλες φορές η λέξη «Θεός». Η Μπα­ξεβάνη Τον είχε συνέχεια στο στόμα της απόψε.

Κάτι δεν πήγαινε καλά...Την ώρα που είχε κλειστά τα μάτια και έκανε μασάζ στους

κροτάφους της για να τους ανακουφίσει από το ανελέητο σφυ- ροκόπημα, άκουσε ένα σιγανό χτύπημα σιην πόρτα της.

Και πριν προλάβει να πει «εμπρός», η πόρτα άνοιξε και έ­κανε την εμφάνισή της η Εύα Μπούσιου.

«Για να είμαι ειλικρινής, μολονότι ήθελα να μείνω μόνη,Digitalised By Jah®

Page 174: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 177

κατά βάθος σχεδόν χαίρομαι που ήρθες», έκανε κουρασμένα ΐ] Γκέλυ.

Η Εύα Μπούσιου κούνησε το κεφάλι με σημασία και ανα­στέναξε σιγανά. «Χρειάζομαι ένα ποτό».

«Τώρα που το λες...» Η διευθύντρια σηκώθηκε, έσπευσε στο μικρό μπαράκι που φιλοξενείτο αθέατο μέσα σε ένα ντουλά­πι, έβγαλε ένα μπουκάλι ακριβό γαλλικό κονιάκ και δυο πο­τήρια. Σέρβιρε και πρόσφερε το ένα οτην αρχισυντάκτριά της.

Άσπρο πάτο.Για λίγες στιγμές καμιά δε μιλούσε.Τελικά, η διευθύντρια έσπασε πρώτη τη σιωπή. «Τι ήταν ό­

λο αυτό το αποψινό;»«Να σου πω την αλήθεια, το περίμενα ότι κάποια οτιγμή κά­

τι θα γινόταν. Από την πρώτη οτιγμή που προσελήφθη η Μπα­ξεβάνη στο περιοδικό, είχα καταλάβει ότι ήταν διαφορετική. Και ήταν και φαινόταν. Απλά αυτό που δεν περίμενα ήταν ό­τι η διαφορετικότητά της θα ξεσπούσε απόψε. Ως προς αυτό, ομολογώ ότι πιάστηκα στον ύπνο», είπε μονορούφι η Εύα Μπούσιου.

«Τι ήταν όλο αυτό το παραλήρημα με το Θεό οικοδεσπότη σε ένα τραπέζι με άσπρους, μαύρους, κίτρινους και λοιπούς;» ρώτησε η Γκέλυ με τα φρύδια ανασηκωμένα σε μια έκφραση τέλειας σύγχυσης και απόλυτης απορίας.

«Τι να σου πω;» αναοήκωσε τους ώμους της η Εύα Μπού­σιου. «Αν έχεις υπόψη σου, η Μπαξεβάνη μένει κάπου στην πλατεία Κουμουνδούρου, σε μια πολυκατοικία όπου η πλειο­νότητα των ενοίκων είναι μαύροι, Κινέζοι, Αλβανοί και Πακι- στανοί. Με τον καθημερινό συναγελασμό με τόσους αναξιο- παθούντες, ε, ήρθε κάποια στιγμή που της την έδωσε. Πολύ θέ­λει;»

Digitalised By Jah®

Page 175: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

178 ΘΥΜΑΣΑΙ;

«Μου κάνει εντύπωση, πάντως», επέμεινε η διευθύντρια. «Έχει όλες τις προδιαγραφές για να απολαμβάνει τη ζωή της: καταπληκτική δουλειά, καλό μισθό, καθιέρωση στο χώρο. Εί­χε όλα τα φόντα για ν ανέβει πολύ ψηλά. Και εκείνη προτίμησε να τα τινάξει όλα στον αέρα».

«Έρχεσαι στα λόγια που δεν πρόλαβα να πω. Είχε τα φόντα. Δεν τα έχει πια. Ό πω ς αντιλαμβάνεσαι, η Μπαξεβάνη δεν κά­νει για το περιοδικό μας. Ειδικά μετά τα αποψινά, μόνη της έ­θεσε τον εαυτό της εκτός εταιρείας. Πρέπει να απολυθεί», τό­νισε με έμφαση η Εύα Μπούσιου.

«Ωστόσο, οφείλεις να παραδεχτείς ότι είναι πολύ μεγάλο ταλέντο», επισήμανε η διευθύντρια.

«Είναι», συμφώνησε η αρχισυντάκτρια. «Είναι μεγάλο τα­λέντο - αλλά στη δημοσιογραφία! Όμως, Γκέλυ, όπως ξέρεις πολύ καλά, εμείς εδώ δε χρειαζόμαστε αληθινούς δημοσιο­γράφους! Να γράψουν τι; Πώς να καταπίνετε σωστά το σπέρ­μα κατά τη διάρκεια του στοματικού σεξ δίχως να σιχαίνεστε, πόσοι και ποιοι παρευρέθησαν στο πάρτι του τάδε μαλάκα η­θοποιού ή πώς να χρησιμοποιείτε σωστά το λιπ γκλος; Η Μπα­ξεβάνη είναι γεννημένη δημοσιογράφος μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Γι’ αυτό και δεν κάνει για μας».

«Δεν περίμενα ότι θα παραδεχόσουν το έμφυτο ταλέντο της, πάντως», έκανε η διευθύντρια.

Η Εύα Μπούσιου γέλασε σιγανά. «Γκέλυ, δεν ξέρω τι ακρι­βώς γνώμη έχεις σχηματίσει για το άτομό μου. Γνωρίζω όσο κα­νένας άλλος τι ρόλο βαράει εδώ μέσα ο καθένας από μας, έ­ναν προς έναν! Έχω πλήρη επίγνωση ότι καμιά φορά μπορεί να φαίνομαι από ηλίθια έως τέρας, αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά. Είμαι απλώς αποφασισμένη».

«Τι εννοείς;» ρώτησε αχνά η διευθύντρια, αποφασισμένηDigitalised By Jah®

Page 176: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 179

και η (δια από την πλευρά της ότι όλα τελείωσαν και ότι το κέ­φι κι η καλή διάθεση, που τόσο διακαώς επιθυμούσε να επα- νακτήσει, δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσουν απόψε από το κατά διαόλου όπου είχαν βρει καταφύγιο.

Η βραδιά της βάδιζε προς την ολοκληρωτική καταστροφή.«Είναι απλό», άρχισε να εξηγεί η αρχισυντάκτρια. «Ξέρω

ότι αληθινή δημοσιογραφία είναι τα θέματα που έθιξε η Μπα­ξεβάνη. Να γράψουμε για ναρκωτικά, παγκοσμιοποίηση, α ­νεργία, για όλα όσα φλέγοντα απασχολούν τον κοσμάκη. Το οξύμωρο, όμως, το ξέρεις: αν είχαμε τέτοια θεματολογία, δε θα μας αγόραζε κανείς - εκτός ίσως από τίποτα αριστερούς στο ΙΙέραμα ή αναρχικούς των Εξαρχείων! Μη νομίζεις ότι δεν μπορώ να γράψω κι εγώ για τέτοια θέματα! Όμως, εφόσον ξέρω ότι ακόμα και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αναξιοπαθού- ντες θα μου γυρίσουν την πλάτη διότι θα προτιμήσουν άρτον και θεάματα για να ξεχαστούν και να ονειρευτούν, αποφάσι­σα να καταταγώ και εγώ με τη θέλησή μου σ’ αυτού του εί­δους τις ενασχολήσεις. Τα λεφτά βρίσκονται στην opopqn] πλευρά της ζωής, τα λούσα και τα κοσμικά φέρνουν το χρή­μα, όχι οι σκοτωμένες γυναίκες της Χουάρες που μας τσαμπου­νούσε η Μπαξεβάνη! Εγώ λοιπόν, εντελώς αποφασισμένη, ψη­φίζω λεqyιά - κι όσο για την Μπαξεβάνη, ας πάει από κει που ήρθε κι ας κάτσει στη μιζέρια της. Καλά θα κάνεις να ειδο­ποιήσεις το λογιστήριο να ετοιμάσει την απόλυσή της, Γκέλυ. Είμαι βέβαιη ότι θα συμφωνήσει και ο Μεγάλος όταν του θί­ξουμε το ζήτημα».

«Οχ, Θεέ μου», αναφώνησε η Γκέλυ Σταύρου. «Φαντάσου να πλακ(6σουν εδώ μέσα τίποτα συνδικάτα, τίποτα αριστεροί ερ­γατοπατέρες με μούσια και μαλλούρες, να κάνουν καμιά δια­δήλωση και να φωνάζουν ότι η απόλυση της Μπαξεβάνη είναι

Digitalised By Jah®

Page 177: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

“πολιτική δίωξη”... Τότε θα γίνουμε εμείς θέμα. Ένα τέτοιο ρε­ζιλίκι θα δώσει και τροφή στους ανταγωνιστές μας», προειδο­ποίησε.

«Μην ανησυχείς», την καθησύχασε η Εύα Μπούσιου. «Δεν πιστεύω ότι η Μπαξεβάνη θα φτάσει ως εκεί. Είναι πολύ α­ξιοπρεπής και δε θα καταδεχτεί να βάλει μπροστά τους εργα­τοπατέρες ως ανθρώπινη ασπίδα. Παρ’ όλ’ αυτά, αν τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο, τότε θα την ξεφωνήσουμε και εμείς. Έχου­με σαράντα αυτόπτες μάρτυρες στο παραλήρημά της. Θα βγει προς τα έξω η φήμη ότι είναι τρελή για δέσιμο, που χρήζει ο­πωσδήποτε ψυχιατρείου, και τότε δε θα ξαναβρεί δουλειά πο­τέ, ούτε καν στο Ριζοσπάστη}.» γέλασε. «Ενώ τώρα, αν φύγει ή­συχα ήσυχα, έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος της να βρει δουλειά εκεί ακριβώς που ταιριάζει στο ταλέντο της και ν’ α­νέβει πολύ ψηλά μια μέρα. Αν με καλορωτάς, χάρη της κά­νουμε», ολοκλήρωσε η αρχισυντάκτρια.

Ή ταν η πρώτη φορά που διευθύντρια και αρχισυντάκτρια είχαν μια τέτοια συζήτηση, που ξέφευγε από τα στενά επαγ­γελματικά πλαίσια και προχωρούσε και κάπου παραπέρα, σε σημεία που να επιτρέπουν να διαφαίνονται και κάποια ψήγ­ματα από τον αληθινό χαρακτήρα των συνομιλητριών.

Η Γκέλυ Σταύρου, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυ­τό της, όφειλε να ομολογήσει ότι είχε εκπλαγεί. Μέχρι χτες πί­στευε ότι η Εύα Μπούσιου ήταν μια ηλίθια έχιδνα που δε σκε­φτόταν τίποτ’ άλλο από μηχανορραφίες -το μοναδικό πράγμα στο οποίο έχουν έφεση οι βλάκες, που, ως γνωστόν, μπορούν να γίνουν πανούργοι-, καυτά θέματα από το χώρο της σόου μπιζ και βαφές μαλλιών. Σήμερα όμως διαπίστωσε ότι είχε να κάνει με έναν ιδιαίτερα ευφυή άνθροοπο, που ήξερε τι ήθελε, τι έκανε και γιατί το έκανε, είχε το θάρρος να παραδεχτεί τα

180 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 178: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 181

ιιροτερήματα του «εχθρού», είχε διορατικότητα, αποφασιστι­κότητα και πλήρη αυτογνωσία.

Αυτά όλα μαζί τα χαρακτηριστικά καθιστούν τον άνθρωπο ιιου τα κατέχει ιδιαίτερα επικίνδυνο - από όποια άποψη κι αν το εξέταζε κανείς το ζήτημα.

«Θέλεις τη θέση μου, Εύα;» ξεφούρνισε απότομα την ερώ­τηση τώρα που η χρονική στιγμή φαινόταν άσχετη, για να έ­χει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

«Όσο τίποτα στον κόσμο, Γκέλυ», απάντησε η Εύα Μπού­σιου εντελώς ατάραχη. «Είσαι πολλά χρόνια στο χώρο, έχεις ε­μπειρία, έχεις προσφέρει πολλά... Ωστόσο νομίζω πως θα έ- πρεπε να αρχίσεις να σκέφτεσαι σιγά σιγά την πιθανότητα ν’ αποσυρθείς. Είσαι σαράντα οχτώ χρόνων, έχεις κουραστεί. Εγώ, πάλι, είμαι μόλις τριάντα τριών. Ό λες οι επιχειρήσεις στον κόσμο έχουν ανάγκη από νέο αίμα. Δηλαδή, τι θέλεις, να καταντήσουμε και εμείς εδο) μέσα όπως οι πολιτικοί, που φτά­νουν ογδόντα χρόνων και παραμένουν πεισματικά γαντζωμέ­νοι στις καρέκλες τους μη συνειδητοποιώντας ότι γίνονται ρε- ζίλι των σκυλιών;» Ξεφύσηξε. «Τη θέλω τη θέση σου, Γκέλυ, και θα την πάρω. Νομίζω πως θα ήταν πολύ καλύτερα και για τις δυο μας να την πάρω με τις ευλογίες σου. Δε χρειάζεται, βέβαια, να βιαστείς! Ωστόσο, από τις αρχές της επόμενης χρονιάς κα­λά θα κάνεις να αρχίσεις να ετοιμάζεις το έδαφος για τη δια­δοχή σου», ολοκλήρωσε χαμογελώντας.

Η Γκέλυ Σταύρου κοίταξε τη συνεργάτιδά της με τα μάτια μισόκλειστα. Επεξεργάστηκε για λίγο τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που είχαν μόλις φτάσει στ’ αφτιά της.

Πραγματικά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωθε μια τέτοια ψυχική και σωματική κόπωση, που ήταν σε θέση να τα παρα­τήσει όλα σύξυλα πάραυτα, να σηκωθεί να φύγει και να πάει

Digitalised By Jah®

Page 179: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

182 ΘΥΜΑΣΑΙ;

να απολαύσει τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τόσων χρό­νων σε καμιά εξωτική παραλία της Χαβάης, με τη συνοδεία κα- νενός τεκνού από εκείνα που της άρεσαν. Ό λη της τη ζωή την έφαγε μέσα στα περιοδικά και τα σκατά - ούτε να παντρευτεί δεν πρόλαβε.

Ό λες τους εκεί μέσα νόμιζαν ότι η καρέκλα της διευθύ­ντριας ενός από τα μεγαλύτερα σε κυκλοφορία περιοδικά της χώρας ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, σκέφτονταν την αίγλη, την ισχύ και τα φράγκα και ξελιγωνόντουσαν... Ούτε που φα­ντάζονταν τις ευθύνες, το άγχος, τις δυσκολίες, τα ξενύχτια, τις προθεσμίες που έτρεχαν, τους ανταγωνιστές, τα πισωμαχαι- ρώματα, τα μίτινγκ όπου, αντί να γίνει δουλειά και να βρεθούν λύσεις για το πώς να παρθεί συνέντευξη από δύο πισωγλέντη- δες, κατέληγαν σε φιάσκο, με τρελές συντάκτριες να ξεσπα­θώνουν και να μιλάνε για τραπέζια με το θεό οικοδεσπότη και συνδαιτυμόνες μαύρους, κίτρινους, κόκκινους...

Ας άφηνε και καμιά άλλη να κάτσει σ’ εκείνη την καρέκλα- να έβλεπε τη γλύκα. Να κυλούσαν τα χρόνια σαν νερό, να μην είχε καταφέρει στη ζωή της τίποτα αληθινά ουσιώδες, όπως είναι ένας σύντροφος και κάνα κουτσούβελο, και να απόμενε στο τέλος κι αυτή μονάχη της - μια ζωή με μοναδικό έπαθλο την αίγλη της διευθυντικής καρέκλας και τη μοναξιά που συ­νοδεύει πάντα την κορυφή.

Τελικά, μέσα στον κυνισμό της, η Εύα Μπούσιου ίσως είχε κάποιο δίκιο.

Η Γκέλυ Σταύρου κούνησε το κεφάλι της, εντελώς κουρα­σμένα. «Εντάξει, Εύα».

«Τι εντάξει;»«Εντάξει ότι θα πάρεις τη θέση μου, γιατί την αξίζεις. Εγώ

θα προετοιμάσω το έδαφος για να με διαδεχτείς εσύ. Ένα χρό-Digitalised By Jah®

Page 180: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 183

νο ακόμα - και μετά θα με αντικαταστήσεις. Όμως... πώς μπο­ρώ να είμαι βέβαιη ότι δε θα κάνεις εις βάρος μου νωρίτερα καμιά βρόμικη ενέργεια πίσω από την πλάτη μου;»

«Δεν μπορείς να είσαι. Αυτά τα πράγματα δε γράφονται σε χαρτιά. Θα πρέπει απλά να δεχτείς το λόγο μου. Μπορεί να εί­μαι αδίστακτη, όπως κατά βάθος πιστεύεις κι εσύ αλλά δεν τολμάς να το πεις, όμως ο λόγος μου είναι συμβόλαιο. Δεν τον αθετώ ποτέ».

Η Γκέλυ Σταΰρου την κοίταξε κατάματα, εξεταστικά. Και μετά της έτεινε το χέρι.

Η Εύα Μπούσιου το έπιασε, σε μια χειραψία κάθε άλλο παρά χλιαρή.

Αυτό ήταν το δικό τους συμβόλαιο.Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρ­

τα.«Ποιος να είναι...» μονολόγησε η διευθύντρια. «Εμπρός!»Η πόρτα άνοιξε και έκανε την εμφάνισή του ένας από τους

άντρες της ασφάλειας του κτιρίου. «Με συγχωρείτε».«Ορίστε, Σωτήρη», έκανε η Γκέλυ.«Η Μπαξεβάνη μου έδωσε πριν από λίγο αυτό εδώ το έγ­

γραφο. Μου είπε να σας το παραδώσω προσωπικά», ανέφερε ο Σωτήρης.

«Είναι ακόμα εδώ αυτή;» αγρίεψε η αρχισυντάκτρια.«Όχι, μάζεψε όλα τα πράγματά της και έφυγε πριν από λί­

γο».Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν.Ο Σωτήρης ενεχείρισε το έγγραφο στη διευθύντρια και α­

ποσύρθηκε.Η διευθύντρια έβαλε τα γυαλιά της για να διαβάσει, ενώ η

Εύα Μπούσιου περίμενε.Digitalised By Jah®

Page 181: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

184 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Και τότε η Γκέλυ Σταύρου τσαλάκωσε το χαρτί, ξεστομίζο­ντας μια βλαστήμια που καθόλου δεν ταίριαζε να βγαίνει από δυο κομψά, καλοβαμμένα γυναικεία χείλη.

«Τι έγινε;» έκανε η Μπούσιου.«Παραιτήθηκε. Η Μπαξεβάνη παραιτήθηκε! Δεν ήθελε να

απολυθεί, δεν ήθελε αποζημίωση. Ό σο για μας, λέει ότι μας έχει όλους γραμμένους. Δεν προσδιορίζει πού ακριβούς».

Παραίτηση. Ό χι απόλυση. Ό χι αποζημιώσεις που θα ξα- λάφρωναν αρκετά το ταμείο της εταιρείας, όχι διαδηλώσεις για δήθεν πολιτική δίωξη, όχι αριστεροί εργατοπατέρες με μούσια, όχι συνδικάτα, όχι θόρυβος, όχι ρεζιλίκι...

Αθόρυβη παραίτηση.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αντί για ανακούφιση, η Εύα

Μπούσιου ένιωσε κάπως παράξενα, ένα εντελώς απροσδιόρι­στο συναίσθημα, σαν να υπήρχε στην ατμόσφαιρα κάτι που κρυβόταν μέσα σε μια εξίσου κρυμμένη λεπτομέρεια, κάτι στρεβλό, κάτι φαύλο - και όλ’ αυτά την ίδια ακριβώς στιγμή που τα πάντα φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά.

Εκείνη η φοβερή μέρα έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της.Η ώρα κόντευε ενδεκάτη βραδινή. Μέσα στο κτίριο βασί­

λευε βαθιά ησυχία. Οι εργαζόμενοι στο περιοδικό είχαν φύγει προ πολλού, κάποιοι για να φέρουν σε πέρας τη δύσκολη α­ποστολή με την οποία είχαν επιφορτιστεί -να κάνουν φύλλο και φτερό το παρελθόν του αδερφάτου, να ουλλέξουν στοιχεία και, ο πιο τολμηρός, να προλειάνει το έδαφος για να τους πάρει ε­κείνη την πολυπόθητη συνέντευξη- και κάποιοι άλλοι για να απολαύσουν τη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά όπου και όπως ε­πιθυμούσαν. Οι μόνοι που παρέμεναν στο κτίριο επί εικοσιτε-

Digitalised By Jah®

Page 182: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΚΣΛΝΥΧΤΑ 185

ΐ[κιώρου βάσεως, εναλλασσόμενοι σε βάρδιες, ήταν οι άντρες ι ΐ|ς ασφάλειας - αλλά αυτοί βρίσκονταν στην είσοδο, μακριά δηλαδή απά τους ορόφους.

Το κτίριο ήταν σκοτεινό - το μοναδικό φως έβγαινε από το ιιαράθυρο του γραφείου της Εύας Μποΰσιου.

Αυτή ήταν η μοναδική ένοικος του κτιρίου εκείνη την προ­χωρημένη ώρα.

Μία ευσυνείδητη αρχισυντάκτρια που επιθυμεί διακαώς την καρέκλα της διευθύντριας πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε ε­τοιμότητα, για να δίνει και το καλό παράδειγμα- η Εύα Μπού­σιου ήταν η μόνη που παρέμεινε σιο γραφείο της όταν όλοι οι άλλοι, ακόμα και η διευθύντρια, είχαν αποχωρήσει. Δεν είχε προγραμματίσει κάτι για απόψε, οπότε θεώρησε σκόπιμο να ιιαραμείνει στο γραφείο για να δουλέψει λιγάκι. Και πραγμα­τικά, όλο και κάτι είχε να κάνει - θα μπορούσε, ας πούμε, να συλλέξει από το "Ιντερνετ ό,τι πληροφορίες υπήρχαν που να α­φορούσαν τις δύο αδερψές, καθώς και να φτιάξει ένα lead in, έ­να τόσο καλό lead in ώστε να κινούσε το ενδιαφέρον του ανα­γνώστη και να προχοορήσει με λαχτάρα στην ανάγνωση του άρ­θρου, ακόμα κι αν αυτό ήταν μια σκέτη μαλακία, που δε θα πρόσφερε τίποτα το καινούριο στην ενημέρωση πέρα απ’ την απλή παράθεση των ίδιων των χτεσινοβραδινών γεγονότων.

Συνήθως ήταν πολύ καλή και ευρηματική στα lead in, αλ­λά όχι απόψε - κι αυτό μεγάλωνε όλο και περισσότερο τον ε­κνευρισμό της. Είχε ξεκινήσει το γράψιμο και είχε σβήσει αυ­τά που είχε αρχίσει να γράφει περίπου πενήντα φορές. Αυτό ήταν κάτι πρωτάκουστο.

Για πρώτη φορά στην καριέρα της η Εύα Μπούσιου διαπί- <πωσε με μεγάλη δυσαρέσκεια ότι δεν μπορούσε να συγκε­ντρωθεί.

Digitalised By Jah®

Page 183: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

186 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Και χο χειρότερο ήταν άλλο: όσο ΐ] ώρα περνούσε, είχε αρ­χίσει να νιώθει μια εντελώς περίεργη και ανεξήγητη μοναξιά. Συνήθως της άρεσε να μένει μόνη και να δουλεύει ως αργά, ω­στόσο απόψε, για λόγους που αδυνατούσε να καταλάβει, την ενοχλούσε το γεγονός ότι είχε απομείνει μόνη στο απέραντο, σκοτεινό κτίριο, την ενοχλούσε η έλλειψη άλλης ανθρώπινης παρουσίας γύρω της... Οι ήχοι της πόλης που ξενυχτούσε, αυ­τοκίνητα, κορναρίσματα, περιρρέουσα ατμόσφαιρα νύχτας καλοκαιριού και λοιπά, αντί να την καθησυχάσουν όπως τόσες και τόσες φορές, απόψε την έκαναν να αισθάνεται πιο μόνη α­πό ποτέ.

Έλα, Παναγία μου.Και να φανταστεί κανείς, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο

να νκόθει έτσι... κάπως. Μπορεί η μέρα να περιλάμβανε και μια κρίση, να είχαν συμβεί έντονα, όσο και δυσάρεστα, πράγ­ματα, (οστόσο είχαν συμβεί και ορισμένα καταπληκτικά γε­γονότα που σαφώς θα μπορούσαν να κάνουν τα στραβά και τα ανάποδα να ξεχαστούν σήμερα είχε αποσπάσει την υπό­σχεση της διευθύντριας για την επικείμενη διαδοχή - δεν εί­χε κανένα λόγο να μην πιστεύει στην υπόσχεση της διευθύ- νιριας. Σήμερα, επίσης, είχε καταφέρει να διαχειριστεί την κρίση στη σύσκεψη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο - άσε που και το ότι δε θα ξαναέβλεπε τα ενοχλητικά μούτρα της Μπα­ξεβάνη ήταν ήδη ένα ιδιαίτερα ευχάριστο γεγονός από μόνο του.

Σήμερα, τέλος, την ειδοποίησαν από το κατάστημα του Hermes ότι είχε φτάσει, επιτέλους, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, αυτό για το οποίο είχε μπει σε μια ιδιαιτέρως περκόνυμη λίστα αναμονής όπου συμπεριλαμβάνονταν μερι­κές από τις πιο πλούσιες γυναίκες της Αθήνας: μια χειροποίη-

Digitalised By Jah®

Page 184: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 187

χη, πανάκριβη τσάνχα Kelly, αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ, χην περίμενε να πάει να χην παραλάβει, πράγμα που από μόνο χου σήμαινε όχι και η ίδια η Εύα καχαχασσόχαν αυχομάχως οχην ελίχ!

Όλοι αυχοί οι λόγοι μαζί ήχαν κάχι παραπάνω από ικανοί για να χην κάνουν να πεχάει σχα σύννεφα από χη χαρά χης - κι όμως αυχή, ανχί να βρίσκεχαι οχον έβδομο ουρανό, ανχί να βάζει χα δυναχά χης για να φχιάξει χο συγκλονισχικόχερο lead in όλων χων εποχών... καθόχαν κι έχανε άδικα χρόνο και ψυ­χική διάθεση για να σκέφχεχαι και να αναμασά -και, χο κυ- ριόχερο, χωρίς χη θέλησή χης- χις μαλακίες που είχε πει από­ψε η Μπαξεβάνη.

Η Εύα Μπούσιου ήχαν σχ’ αλήθεια ένας άνθρωπος με σπά­νιες αρεχές - χην κυρισχερη χην είχε αναλύσει λίγες ώρες πριν σχη διευθύνχρια, σχην καχ’ ιδίαν συζήχηση που είχαν: ήχαν άν­θρωπος αποφασισμένος, άρα και πλήρως συνειδηχοποιημέ- νος ως προς χο χι έπρεπε και χι δεν έπρεπε να κάνει για να πά­ει ψηλά και να καχακχήσει χη θέση που δικαιωμαχικά χης ά­ξιζε, έσχω κι αν αυχό σήμαινε όχι θα έπρεπε καμιά φορά χα άλ­λα προσόνχα χης να κρύβονχαι πίσω από χην αποφασισχικό- χηχά χης, με οραχό χον κίνδυνο να χην περνούν όλοι για έχιδ- να, με μόνο προσόν χα μεγάλα βυζιά, χα μακριά πόδια και χις ξανθές πλαχινέ χρίχες.

Είχε κι αυχή σπουδαίες δημοσιογραφικές αρεχές, ισάξιες και ίσως ανώχερες κι απ’ αυχές χης Μπαξεβάνη - ωοχόσο, α­πό χην πρώχη ώρα που πάχησε χο πόδι χης σχο πανεπισχήμιο για να σπουδάσει ΜΜΕ, είχε πλήρη επίγνο)ση όχι η αληθινή δη­μοσιογραφία έφθινε με χα χρόνια. Ή χαν φυσικό - χα ίδια χα γεγονότα καχέληξαν να φθίνουν με χα χρόνια. Από χη μεχαπο- λίχευση και μεχά δε συνέβαινε και χίποχα χο αληθινά σημα­

Digitalised By Jah®

Page 185: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

188 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ντικό. Ο κόσμος, έχοντας λύσει τα πολιτικά του προβλήματα και έχοντας ξεμπλέξει οριστικά με Κατοχές, Εμφυλίους και χούντες, έπεσε με τα μούτρα στο κυνήγι του χρήματος, οι πο­λιτικοί από την πλευρά τους έπεσαν με μανία στο κυνήγι της εξουσίας και όλοι μαζί βάφτιζαν αυτό τον ξέφρενο καλπασμό «ανάπτυξη». Τα πνεύματα άρχισαν σιγά σιγά να καταλαγιά­ζουν, τα δεδομένα να αλλάζουν, οι ανάγκες να διαφοροποιού­νται και ο κόσμος να μετατρέπεται σε μια απέραντη σούπα, σε σημείο τέτοιο που κάποιοι, ελάχιστοι, εναπομείναντες οκε- πτόμενοι να φτάσουν να παρακαλούν να γίνει ένας πόλεμος, μια επιδρομή, μια δικτατορία, κάτι, τέλος πάντων - αρκεί να είχε τη δύναμη να συσπειροίσει ξανά τον κόσμο, να τον ξυ­πνήσει και να τον τάξει γύρο) από έναν κοινό σκοπό. Κάτι για να έχουμε να ασχολούμαστε και να μην κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου ζώντας μια βαρετή, δημοσιοϋπαλληλικής αντίλη­ψης ζωή - γαμούλης, παιδάκια, δουλίτσα, λεφτουδάκια, εξοχι- κούλι και προς τα τελευταία να πάμε κάπου να ξαπλώσουμε χα­μογελαστοί και χορτασμένοι και να περιμένουμε το θάνατο.

Κάποτε δημοσιογράφος εθεωρείτο αυτός που είχε την ικα­νότητα να φέρνει με τη δύναμη της πένας του στο φως συγκλο­νιστικά γεγονότα, να ξεσηκώνει τον κόσμο, να εμψυχώνει το λαό, να αφυπνίζει συνειδήσεις... Στη σημερινή εποχή, όμως, που η ζωή είχε γίνει τόσο δύσκολη, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως έδειχνε ευ­κολότερη από ποτέ, άλλαξαν και τα δεδομένα στη δημοσιογρα­φία, ίσως γιατί οι ανάγκες του φιλοθεάμονος κοινού είχαν αλλάξει κι αυτές: άρτος και θεάματα - γ ι ’ αυτά έδειχνε ενδιαφέρον ο κο­σμάκης, μ’ αυτά καλοπερνούσε, αυτά επιζητούσε. Όποιος δη­μοσιογράφος ασχολείτο με θέματα άρτου και θεαμάτων μετα­τρεπόταν αυτομάτως σε λαϊκό ήρωα, κέρδιζε πόντους στο κυ­νήγι της καταξίωσης και, βεβαίως, αποκτούσε λεφτά με ουρά.

Digitalised By Jah®

Page 186: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Η Εΰα Μπούσιου τα ήξερε όλα αυτά.Ένας φίλος της από το πανεπιστήμιο εργαζόταν στο πολι­

τικό ρεπορτάζ γνωστής εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας - ο μισθός του ήταν εννιακόσια ευρώ το μήνα.

Η ίδια εργαζόταν στο περιοδικό Spice και έκανε εκεί μέσα αυτό που έκανε - ο μισθός της ήταν τέσσερις χιλιάδες ευρώ το μήνα.

Τα μεγέθη ήταν μη συγκρίσιμα.Η Εύα Μποΰσιου είχε πλήρη επίγνωση ότι ο κόσμος ήταν

σκατά - οι φτωχοί πεινούσαν, οι άνεργοι αυξάνονταν καθη­μερινά, οι συνταξιούχοι έψαχναν για φαγητό μέσα στα σκου­πίδια, σι πρεζάκηδες πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα οπουδήπο­τε, ακόμα και όρθιοι στα καρτοτηλέφωνα. Τι να γίνει, όμως; Έτσι ήταν ο κόσμος - και ο καθένας πρέπει να είναι πρόθυ­μος να κάνει τις επιλογές του και μετά να τις υποστηρίξει κιό- λας.

Δεν ήταν γουρούνι - παρά το τι πίστευαν γι’ αυτήν οι συνά­δελφοι στο γραφείο, ενδιαφερόταν, και βέβαια ενδιαφερόταν για τι γινόταν γύρω της. Κι αν ποτέ χρειαζόταν, θα ήταν σε θέ­ση να φτιάξει ένα ρεπορτάζ για τα θέματα αυτά που θα τσά­κιζε κόκαλα - κι άσε την Μπαξεβάνη να νομίζει ότι είναι η μο­ναδική σύγχρονη Ζαν ντ’ Αρκ.

Απλούστατα, η Εύα κρατούσε αυτά τα ενδιαφέροντα αυ­στηρά για τον εαυτό της και κατά τα λοιπά είχε κάνει τις επι­λογές της και ήταν αποφασισμένη να τις υπερασπιστεί μέχρι θανάτου· επιλογή της ήταν όταν πήγε να πηδηχτεί με τον Με­γάλο για να πάρει τη θέση που πήρε σ’ αυτό το περιοδικό -πα- ρόλο που ο Μεγάλος ήταν ένας σταφιδιασμένος γέρος και τον σιχαινόταν με όλη της την καρδιά, ήταν ταυτόχρονα και άν- θρωπος-κλειδί, που άνοιγε την πόρτα της καταξίωσης-, επι­

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 189

Digitalised By Jah®

Page 187: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

190 ΘΥΜΑΣΑΙ;

λογή της ήταν να κάνει παρέα με φελλούς μόνο και μόνο για­τί έτοι ανέβαζε τις μετοχές της στο κοινωνικό χρηματιστήριο, επιλογή της ήταν ότι σπαταλούσε το ταλέντο της για να γρά­φει μαλακίες του τΰπου «Πώς να καταπιείτε το σπέρμα του ε­ραστή σας δίχως να σιχαίνεστε» ή «Ποια είναι τα fashion classics για μια τέλεια γυναίκα», έστω κι αν αυτά τα fashion classics κό­στιζαν τόσα πολλά λεφτά που μια μέση Ελληνίδα θα έπρεπε να δουλέψει έναν ολόκληρο χρόνο για να τα αποκτήσει.

Και το θέμα του αδερφάτου - επιλογή της ήταν να κατα­πιαστεί και μ’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα δεν της καιγό­ταν καρφί. Βρε, δεν πά’ να βγάζανε τα μάτια τους μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία; Ποσώς την ένοιαζε - από τη στιγμή όμως που το ζήτημα αυτό αφορούσε τον κοσμάκη, επιλογή της ήταν να καταπιαστεί και μ’ αυτό και να βγάλει και απ’ τη μύγα ξί­γκι, το λιγότερο!

Επιλογή της ήταν όλα - κι όσους την κατηγορούσαν γι’ αυ­τό τούς είχε χεσμένους. Απλά πράγματα.

Ή ταν γνωστό - σύσσωμο το προσωπικό του περιοδικού τη θεωρούσε βρομοθήλυκο, έχιδνα, πωρωμένη και άλλα πολλά, περισσότερο ή λιγότερο δυσάρεστα. Κανείς δεν υποπτεύτηκε ποτέ ότι στα ενδότερα της Εύας Μπούσιου υπήρχε και κάτι πε­ρισσότερο απ’ αυτό που φαινόταν. Κι όμως, η αλήθεια ήταν ό­τι μέσα στο περιοδικό υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι εκατό που ήταν πολύ πιο πωρωμένοι απ’ αυτήν - άνθρωποι των οποίων η μόνη ικανότητα ήταν να διασπείρουν και να αναπαράγουν κου­τσομπολιά που αφορούσαν πλούσιους και διάσημους, η μόνη κοινωνική τάξη που τους ενδιέφερε και τους έκανε να νιώθουν κι αυτοί λίγο σημαντικοί, μόνο και μόνο επειδή ασχολούνταν μαζί τους παριστάνοντας τους δημοσιογράφους. Τέτοιοι άν­θρωποι άκουγαν «κοινωνικά προβλήματα» και ξίνιζαν τα μού-

Digitalised By Jah®

Page 188: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 191

ιpot τους, όχι τόσο από επιλογή, απλή και ξεκάθαρη, όσο ε- ιιειδή δεν τους ένοιαζε καθόλου, καρφί δεν τους καιγόταν...

Θυμήθηκε τους συναδέλφους στο αποψινό μίτινγκ, την ώ­ρα που η Μπαξεβάνη μιλούσε για το Θεό και εκείνοι χασκο- γελούσαν, άλλοι από οίκτο, άλλοι από ειρωνεία. Και η ίδια η Κύα Μπούσιου είχε, βέβαια, κόψει τις διπλωματικές της σχέ­σεις μαζί Του, αλλά κι αυτό από επιλογή και όχι γιατί δεν Τον πίστευε. Αν εξακολουθούσε να υπηρετείτο θέλημά Του με θέρ­μη, τότε δε θα μπορούοε να εφαρμόσει τις αποφάσεις της - και τις επιλογές της, κατ’ επέκτασιν. Δεν είναι δυνατόν να κάνεις βρομοδουλειές και ταυιοχρόνως και μετάνοιες προς το Θεό. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.

Τέλος πάντων, όμως, όπως κι αν είχε το πράγμα, δεν μπο­ρούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της που επέτρεψε σε μια α­νόητη όπίος η Μπαξεβάνη να την επηρεάσει τόσο πολύ. Θα μου πεις, βέβαια, επιλογή της ήταν και της δίδος Νόρας να α- σχολείται με τις μαλακίες που ασχολήθηκε, επιλογή της ήταν να πιστεύει αυτά που πίστευε. Πού ήταν το κακό, λοιπόν;

Κι όμως, υπήρχε κακό - και το κακό ήταν ότι... διάολε, πο)ς να το εξηγήσει δ ίχω ς να ακουστεί παρανοϊκό... ότι η Νόρα Μπαξεβάνη κατάφερε να ξεφύγει από το μέσο όρο, από το ρεύμα των καιρών. Η στάση ζωής της την έκανε να φαίνεται στα μάτια της Εύας Μπούσιου κάπως... κάπως υποκρίτρια. ΙΙοια είσαι εσύ, μαντάμ, που γυρνάς την πλάτη σου στην εται­ρεία, στα λεφτά, στα μεγαλεία...

"Ισως τελικά η Μπαξεβάνη να την εκνεύριζε τρομερά για­τί... της θύμιζε κάτι απ’ αυτό που βαθιά μέσα της ποτέ δεν έ- παψε να είναι, αυτό που προτιμούσε να βγει ξεβράκωτη στην Κηφισίας μέρα μεσημέρι παρά ν’ αφήσει τους άλλους εδώ μέ­σα να το καταλάβουν.

Digitalised By Jah®

Page 189: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Η Εΰα Μποΰσιου ήταν κατά βάθος ιδεολόγος - το ότι κρα­τούσε πάντα το λόγο της και δεν τον αθετούσε ποτέ ήταν ένα ελάχιστο, αλλά και αποκαλυπτικό, σημάδι του αληθινού της χαρακτήρα, άσχετο αν η διευθύντρια λίγο πριν ούτε που το πρόσεξε - της αρκούσε ότι θα κρατούσε την καρεκλίτσα της ένα χρόνο ακόμα.

Σιχτίρι...Ό λη αυτή η σειρά των διαπισκόσεων χάλασε το κέφι της

Εύας Μπούσιου οριστικά.Κι αυτό το καταραμένο το lead in, που δεν έλεγε να βγει...Ξεφύσηξε.Τελείωσε. Ας το πάρει το ποτάμι. Εντάξει, όλοι έχουμε πό­

τε πότε το δικαίωμα να βρεθούμε σε κακή, μη παραγωγική μέ­ρα. Η αρχισυντάκτρια έδωσε στον εαυτό της τη δικαιολογία που της χρειαζόταν, για να κάνει αμέσως μετά αυτό που τόση ώρα είχε μέσα στο μυαλό της και το έκλωθε.

Μπήκε στο Ίντερνετ και έδωσε στη μηχανή αναζήτησης τη λέξη «Χουάρες».

Το αδερφάτο θα μπορούσε να περιμένει ως αύριο.Απλή περιέργεια. Θα έριχνε μια ματιά - και τίποτ’ άλλο.Μια απλή ματιά, για να δει τι στην ευχή ακριβώς ήταν αυ­

τό που είχε επηρεάσει την Μπαξεβάνη τόσο πολύ ώστε να τη φτάσει στο σημείο να γυρίσει την πλάτη της στη δόξα και στα λεφτά που συνεπαγόταν η δουλειά της μέσα σ’ ένα τέτοιο πε­ριοδικό όπως το Spice και να αρχίσει να καταπιάνεται με θέ­ματα που αφορούσαν σκοτωμένες γυναίκες σιην άλλη άκρη της γης.

Απλή περιέργεια.Η αναζήτηση στο Ίντερνετ διήρκεσε μόλις δύο δευτερόλε­

πτα - και μετά η οθόνη γέμισε με χιλιάδες τίτλους από ιστο-

192 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 190: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 193

(ιελίδες που αφορούσαν το φλέγον, κατά την μπαξεβάνειο ά- ιιοψη, ζήτημα των σκοτωμένων γυναικών στην πόλη Χουάρες ιου Μεξικού.

Με τέτοιο όγκο πληροφοριών και τόση ποσότητα και ποι­κιλία ιστοσελίδων, φαίνεται ότι το ζητημα ήταν, κατά πάσα ιιιθανότητα, αρκετά σημαντικό.

Δεν πρόφτασε να δει και πολλά - μόλις που είχε προλάβει να διαβάσει το πρώτο αποτέλεσμα της αναζήτησης, με τη δυ­σοίωνη περίληψη «Η Πόλη των Νεκρών Γυναικών», όταν ξαφ­νικά χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο.

Τινάχτηκε ξαφνιασμένη -για την ακρίβεια, πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της- και αμέσως καθάρισε τα α- ιιοτελέσματα της αναζήτησης από την οθόνη του υπολογιστή. Ή ταν παράξενο - λες και δεν είχε καταφθάσει ένα απλό τη­λεφώνημα, εκείνη φερόταν σαν να βρέθηκε κάποιος δίπλα της και την παρακολουθούσε τι έκανε!

Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Δίχως απολύτως κανέ­να λόγο, ένιωσε κάπως... κάπως ένοχη γι’ αυτό που έψαχνε στο Ίντερνετ, λες κι ήταν κάτι κακό, απαγορευμένο ή έστω γελοίο, ώστε, αν το ανακάλυπτε κανείς, να ξεσηκωνόταν σε βάρος της ένα πελώριο κύμα θυμηδίας.

Εν τω μεταξύ, το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπά.Η Εύα Μπούσιου απάντησε. «Παρακαλώ;»«Σε τι φάση σε βρίσκω και ακούγεσαι λαχανιασμένη;» ήρ­

θε μια χαμογελαστή αντρική φωνή.Η Εύα Μπούσιου ξεφύσηξε, με κάτι που έμοιαζε πολύ με

ανακούφιση. Χρισ[ός κι Απόστολος! Μα γιατί ανακούφιση; Ποιος στο καλό περίμενε πως θα ήταν στο τηλέφωνο;

Δεν πίστευε στις μεταφυσικές εμπειρίες - ωστόσο το να κ ρ - . ντεύει μεσάνυχτα κι εσύ να βρίσκεσαι ολομόναχος σε ένα έ­

Digitalised By Jah®

Page 191: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

194 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ρημο, σκοτεινό κτίριο αναζητώντας στο Ίντερνετ πληροφο­ρίες που αφορούν φρικτά δολοφονημένες γυναίκες και ακρω­τηριασμένα πτώματα πεταμένα στην έρημο, ε, όσο να ναι, αυ­τό το γεγονός θα μπορούσε να επιφέρει μια κάποια νευρικό­τητα, έτσι δεν είναι;

Εν πόση περιπτώσει, στο τηλέφωνο ήταν απλώς ο Στάθης ο Βαϊδάνης, ο καλός της φίλος, ανερχόμενος ηθοποιός.

Γνωρίζονταν πολλά χρόνια. Καμιά φορά, όταν ήθελε να τον πειράξει, η Εύα τον αποκαλούσε «Βοϊδάνη» -με τρυφερότητα, βέβαια, κι όχι με ειρωνεία-, ωστόσο ο Στάθης ήταν το πιο τρα­νταχτό παράδειγμα και συνάμα η απόδειξη ότι, όταν ένας η­θοποιός έχει γνήσιο και πηγαίο ταλέντο, μπορεί να κάνει κα- ριέρα και να πάει μπροστά ακόμα και με ένα επίθετο όπως το «Βαϊδάνης».

Θυμήθηκε και το δικό της βαφτιστικό -«Ευλαμπία»- και ξεροκατάπιε.

«Όχι στη φάση που φαντάζεσαι, Βοϊδάνη!» γέλασε. «Στο γραφείο είμαι ακόμα».

«Τέτοια ώρα;» απόρησε ο ηθοποιός. «Τι κάνεις εκεί; Α, κα­τάλαβα! Ψάχνεις υλικό για να θάψεις ζωντανούς τους γνωστούς και μη εξαιρετέους, έτσι;» είπε πονηρά.

Προφανώς στους καλλιτεχνικούς κύκλους το χτεσινοβρα- δινό γλέντι των κ.κ. ΓΙερρή και Μητσάκου αποτελούσε ήδη μείζον θέμα συζήτησης - κι όχι μόνο.

«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, αγαπημένη! Δυ­στυχώς, δεν ξέρω προσωπικά κανέναν απ’ τους δύο -πέρα α­πό κανένα πάρτι που διοργανώνουν κατά καιρούς τα κανάλια και κουτουλιόμαστε εκεί, δεν έχουμε άλλες επαφές-, αλλά ε­σένα δε σε φοβάμαι! Θα τη βρεις την άκρη!» ολοκλήρωσε ο Στάθης γελώντας.

Digitalised By Jah®

Page 192: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Η Εΰα δε βρήκε τίποτα έξυπνο να απαντήσει - δεν είχε και ιιολλή όρεξη.

Ο Στάθης παραξενεύτηκε με τη σιωπή απ’ την άλλη πλευ­ρά της γραμμής. «Τι έχεις εσΰ;»

«Τίποτα».«Ρε, άντε μίλα, που θες και παρακάλια!»Η Εύα αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Ή ταν μια δύσκολη μέρα

σήμερα. Συνέβησαν πολλά και διάφορα που δεν μπορώ να σ’ ια πω απ’ το τηλέφωνο».

«Τέλεια!» αναφώνησε ο Στάθης. «Τότε μου φαίνεται ότι ήρ­θα πάνω στην ώρα για να σου φτιάξω το κέφι. Μεσάνυχτα α­κριβώς τελειώνω το γύρισμα, είχα νυχτερινό απόψε. Λέμε εδώ με τα παιδιά να πάμε να το κάψουμε, τώρα μας ήρθε. Τι λες;»

«Ξαφνικό πάρτι, δηλαδή;»«Γιατί όχι; Καλοκαιράκι είναι! Έχεις καμιά όρεξη να πά­

με να μουχλιάσουμε στα σπίτια μας;»«Τώρα που το λες... Και πού λέτε να πάτε;»«Παραλιακή, χρυσή μου, πού αλλού;»Η Εύα Μπούσιου το σκέφτηκε λιγάκι. «Μμμ... Πού έχεις

γύρισμα απόψε;»«Στους Θρακομακεδόνες».«Καλώς. Λοιπόν, άκου τι θα γίνει. Θα έρθω από το γύρι­

σμα, να φύγουμε μαζί. Και, πού ξέρεις; Μπορεί να ξετρυπώ­σω και καμιά καλή είδηση!» γέλασε η Εύα.

«Μπα... Άμα περιμένεις να βγάλεις είδηση από μας, μο)ρό μου, θα γεράσεις!» παρατήρησε ο Στάθης.

Όντως, δεν είχε κι άδικο. Ειδικά αυτός ήταν από τους η­θοποιούς που προσδοκούσε να γίνει ντόρος γύρω από το όνο­μά του μόνο σ’ ό,τι αφορούσε τη δουλειά του - απέφευγε τα σκάνδαλα όπως ο διάολος το λιβάνι.

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 195

Digitalised By Jah®

Page 193: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

«Καλό. Λοιπόν, ξεκινάω κι έρχομαι στους Θρακομακεδό- νες. Σε μισή ωρίτσα θα είμαι εκεί. Θα έρθω με το αυτοκίνητο, οπότε...»

«Θα σε περιμένω, ξανθή μου αγάπη!» έκανε ο Στάθης. «Θα το κάψουμε απόψε!»

Κλικ.Δεν είχε κανέναν απολΰτως λόγο να συνεχίσει την αναζή­

τηση και το διάβασμα για την «Πόλη των Νεκρών Γυναικών»- κάτι τέτοιο θα της χαλούσε μια πολλά υποσχόμενη βραδιά, όπως φαινόταν, οριστικά και αμετάκλητα.

Η ησυχία ήταν πιο βαθιά από ποτέ - το κλείσιμο του υπο­λογιστή, το μάζεμα της χαρτοΰρας, το άνοιγμα και κλείσιμο της τσάντας, τα ροΰχα που θρόισαν καθώς σηκώθηκε από την κα­ρέκλα...

...το τακ τακ απ’ τα τακούνια της όταν βγήκε στο διάδρο­μο...

...όλ’ αυτά, που υπό κανονικός συνθήκας δεν παρήγαγαν κανέναν ιδιαίτερο θόρυβο, τώρα ακούγονταν θαρρείς και χα­λούσε ο κόσμος.

Καθώς προχωρούσε προς το ασανσέρ, την τελευταία κυ­ριολεκτικά στιγμή συγκρατήθηκε και δεν έριξε μια κλεφτή μα­τιά πίσω της - αυτό θα πήγαινε ηάρα πολύ και θα ήταν ένα α­ναμφίβολο δείγμα προϊούσης παράνοιας, την οποία ούτε καν τα τραγελαφικά γεγονότα της σημερινής μέρας δε θα μπο­ρούσαν να δικαιολογήσουν, πόσο μάλλον να συγχωρήσουν.

Ορίστε - τίποτα δεν έγινε. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε στο ισόγειο. Τα παιδιά της ασφάλειας, αυτά που δεν άφηναν να περάσει στο πολυτελές κτίριο ούτε κουνούπι άψαχτο, βρί­σκονταν στις θέσεις τους.

«Παιδιά, φεύγω», χαιρέτησε.

196 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 194: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 197

Ο προϊστάμενος της ασφάλειας, ο Σωτήρης, της έκανε ένα νεΰμα με το αριστερό του χέρι. «Στο καλό, κυρία Μπούσιου! Καλό βράδυ. Θα τα ποΰμε αύριο».

Η πόρτα του ασανσέρ ξανάκλεισε, οδηγώντας τη μοναδική του επιβάτιδα προς το δεύτερο υπόγειο, εκεί όπου βρισκόταν το πάρκινγκ.

Ό λα ήταν καλά, μια ακόμα μέρα έφτασε στο τέλος της με μάλλον θετική συγκομιδή, η νύχτα που ακολουθούσε προοιω­νιζόταν διασκεδαστική, το δίχως άλλο - μα τότε, γιατί γαμώ- το εκείνη δεν ένιωθε καθόλου, μα καθόλου καλά;

Αν βρισκόταν σε πιο ήρεμη ψυχική κατάσταση ή αν απλώς ήταν γραφτό, τότε η Εΰα Μπουσιου θα είχε καταλάβει ότι όλη αυτή η παράξενη διάθεσή της απόψε ήταν ανεξάρτητη από τα γεγονότα που είχαν συμβεί - και συμπυκνωνόταν σε μια λέξη:

«Προαίσθημα».Αλλά, ως συνήθως, οι πρακτικοί άνθρωποι κλείνουν τ α­

φτιά στη φωνή της διαίσθησής τους και δεν εμπιστεύονται τα προαισθήματά τους, αρνουμενοι καν να τα αφουγκραστουν - αυτό ακριβώς έκανε και η Εΰα Μπούσιου.

Έφτασε στο αυτοκίνητό της, το ξεκλείδωσε, έκατσε στη θέ­ση του οδηγού και πήγε να βάλει μπροστά.

Τζίφος.Απόρησε - και προσπάθησε ξανά.Δεύτερος τζίφος.Αφόρητα συγχυσμένη, άρχισε να ψάχνει τις πιθανές αιτίες

του προβλήματος. Βενζίνη; Γεμάτο. Τότε κάτι θα έτρεχε με τη μηχανή· σήκωσε το καπό και ετοιμάστηκε να αρχίσει να σκα­λίζει πηνία, καλώδια και σκατά - τα χέρια της έπιαναν σε κά­τι τέτοια.

Και τότε διαπίστωσε την αιτία του προβλήματος - μάλιστα,

Digitalised By Jah®

Page 195: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

198 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσει και το μέ­γεθος της δικής της τραγικής βλακείας, ηλιθιότητας και λοιπά.

Βλακωδώς είχε ξεχάσει τα φώτα ανοιχτά - το καημένο το αυτοκινητάκι είχε μείνει από μπαταρία!

Αν τη συμπαθούσε κανένας χριστιανός μέσα σ’ εκείνο το έρμο το περιοδικό, θα είχε φροντίσει να την ενημερώσει -το ολοκαίνουριο Μίνι της έβγαζε μάτια-, αλλά κανένας δεν είχε φιλοτιμηθεί.

Έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε στον Στάθη, παρα- καλώντας από μέσα της να μην ήταν σε γύρισμα εκείνη τη στιγ­μή και το είχε κλειστό.

Ευτυχούς, απάντησε.«Έλα. Έμεινα από μπαταρία. Θα πάρω ταξί. Σε μισή ώρα

είμαι εκεί. Εν τω μεταξύ θα πω στα παιδιά της ασφάλειας να μου διορθώσουν τη βλάβη και ερχόμαστε από δω να πάρω το αμάξι. Π αρ’ όλ’ αυτά, εσύ μην τολμήσεις να το κουνήσεις! Έρχομαι!»

«Εντάξει, κούκλα μου!» συμφώνησε ο Στάθης.Η Εύα βγήκε βιαστικά από το πάρκινγκ, ανέβηκε στο ισό­

γειο, ενημέρωσε τα παιδιά, τους άφησε τα κλειδιά του αυτο­κινήτου της συν μια παράκληση να της φτιάξουν τη βλάβη και έφυγε αμέσως για να προλάβει το ραντεβού της τα μεσάνυχτα.

Βέβαια, το πεπρωμένο είχε άλλα σχέδια - ωστόσο, όταν τα σχέδια του πεπρωμένου καθίστανται γνωστά, τότε, συνήθως, εί­ναι πολύ, πάρα πολύ αργά.

Ενώ κόντευε εντεκάμιοι τη νύχτα, η κίνηση στη λεωφόρο Κη­φισίας ήταν αραιή ως προς το ρεύμα της ανόδου προς τα βόρεια προάστια - αντιθέτως, το ρεύμα της καθόδου προς παραλιακή

Digitalised By Jah®

Page 196: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 199

ήταν πήχτρα. Γινόταν χαμός και ήταν φυσικό - τα καλοκαίρια ο κόσμος προτιμούσε να διασκεδάζει κοντά στη θάλασσα.

Η Εύα Μπούσιου, που ενδιαφερόταν για το ρεύμα της α­νόδου συγκεκριμένα, διαπίστωσε την αραιότητα της κίνησης και χάρηκε - δεν ήθελε να αργήσει και πολύ στο ραντεβού της.

Καθώς περνούσαν τα λεπτά, όμως, διαπίστωσε και κάτι άλ­λο, το οποίο άρχισε να την εκνευρίζει- κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, είχαν εξαφανιστεί και οι ταξιτζήδες - ποιος ξέρει, ίσως είχαν κλειδώσει τα ταξί τους νυχτιάτικα και πήγαν κι αυτοί να το ρίξουν λίγο έξω, να δια­σκεδάσουν τις σκατοπαραδιές τους, ψέματα;

Το αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται στημένη πάνω στην Κη­φισίας επί δέκα ολόκληρα λεπτά, ίσως και περισσότερο, και τα­ξί να μη φαίνεται πουθενά - άσε που ήταν και υποχρεωμένη να υποστεί εκείνο το γλοιώδες καμάκι από τους διερχόμενους οδηγούς, κάτι που ανέκαθεν το σιχαινόταν.

Πάνω που, κοιτάζοντας το ρολόι της, κόντευε να απογοη­τευτεί -μάλιστα, ήταν έτοιμη να τηλεφωνήσει στον Στάθη να έρθει και να τη μαζέψει αυτός όταν θα τελείωνε το γύρισμά του-, ευτυχώς, απ’ το βάθος της λεωφόρου φάνηκε να έρχεται ένα ταξί.

Η Εύα σήκωσε το χέρι της. Ο ταξιτζής έκοψε ταχύτητα και στάθηκε μπροστά της, με αναμμένα τα αλάρμ.

Υπήρχε ήδη κάποιος επιβάτης μέσα - αλλά, δεδομένης της καθυστέρησης, στην ανάγκη η Εύα θα έμπαινε και διπλοκούρ- σα, μολονότι είχε κόψει αυτές τις συνήθειες εδώ και δέκα χρό­νια. Φτάνει το ταξί να πήγαινε προς τον προορισμό της - βέβαια, αν έκρινε από την αμφιλεγόμενη πορεία της σημερινής μέρας, δεν ήταν και απόλυτα σίγουρη ότι θα στεκόταν τυχερή ως προς τούτο.

Digitalised By Jah®

Page 197: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Κοίταξε ερευνητικά στο εσωτερικά του ταξί. Ο οδηγός ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, καθ’ όλα αξιοπρεπής.

Ο επιβάτης ήταν ένας ωραίος άντρας γύρω στα σαράντα πέντε - καλοντυμένος, επίσης αξιοπρεπής. Δίπλα του βρισκό­ταν ξαπλοψένος ένας χαρτοφύλακας.

Ωραία.«Θρακομακεδόνες;» ρώτησε η Εύα.«Ελάτε, δεσποινίς», είπε ευγενικά ο οδηγός και της άνοιξε

την πόρτα.Τέλεια. Ο οδηγός της μίλησε στον πληθυντικό, αποφεύγο-

ντας αυτό τον άθλιο ενικό -και μάλιστα με αργόσυρτη, μάγκι­κη φωνή που θύμιζε Λαχαναγορά- που χρησιμοποιούσαν κα­τά καιρούς πολλοί συνάδελφοί του για να δημιουργήσουν μια -ανεπιθύμητη- οικειότητα, το δικαίωμα για την οποία δεν τους το έδωσε κανείς, αλλά το έπαιρναν από μόνοι τους. Τι εκνευ- ριστικό, Θεέ μου...

Φυσικά, άλλο ενθαρρυντικό ήταν και το γεγονός ότι το μο­ναδικό ταξί που βρήκε διαθέσιμο έτυχε να πηγαίνει προς τους Θρακομακεδόνες - τύχη βουνό, το δίχως άλλο.

Το καλοκάγαθο χαμόγελο του γεροντάκου που οδηγούσε το ταξί άρχισε να της φτιάχνει τη διάθεση. Έκατσε δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού.

«Καλησπέρα», απευθύνθηκε η Εύα προς όλους.«Καλησπέρα», είπε και ο άντρας από το πίσω κάθισμα.«Ευτυχώς που υπάρχουν και ευγενικοί κύριοι όπως αυτός

που φιλοξενούμε, που δέχονται να βάζουμε και δεύτερο πελά­τη στο ταξί, να βγάλουμε κι εμείς καμιά δραχμούλα παραπά­νω. Οι καιροί είναι δύσκολοι», παρατήρησε ο ταξιτζής.

Η Εύα κούνησε ευγενικά το κεφάλι της - ταυτόχρονα, βέ­βαια, παρακαλούσε από μέσα της να μην ερχόταν καμιά ξα4>-

200 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 198: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 201

γτκΐ) όρεξη στον ταξιτζή να πιάσει κουβέντα πάνω στην προ­σπάθεια του να φανεί ευχάριστος, κι αυτός κι η διαδρομή, και άρχιζε να αναλύει τη φτώχεια και τη δυστυχία του κοσμάκη στη σύγχρονη εποχή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής ως τους Θρακομακεδόνες, και δώσ’ του να ανεβοκατεβάζει αναξιοπα- θούντες, απολυμένους, πεινασμένους, ανέργους κι ό,τι άλλο του ερχόταν εκείνη τη στιγμή, αρκεί να είχε σχέση με τα δει­νά του καπιταλισμού, διότι κάτι τέτοιο θα της θύμιζε την Μπα­ξεβάνη και όλα τα υπόλοιπα τα οποία η Εύα Μπούσιου επι­θυμούσε διακαώς να ξεχάσει.

«Πού ακριβώς πάτε, δεσποινίς μου;»«Στα στούντιο Γάμμα Productions. Ξέρετε πού είναι;»«Βέβαια!» ενθουσιάστηκε ο ταξιτζής. «Εκεί που γυρίζονται

τα σίριαλ! Έχω πάει πολλές φορές προς τα κει. Τη νύχτα, βέ­βαια, έχει μια ερημιά εκεί πέρα... Σας περιμένει κανείς; Είναι πολύ φόβιο το μέρος τη νύχτα, δεσποινίς μου... Έχουν γίνει ε­κεί...»

Οχ! Αποφύγαμε την ανάλυση για τα δεινά του καπιταλι­σμού και της σύγχρονης εποχής κι αρχίσαμε άλλα θέματα - τα ίδια και χειρότερα.

Η Πόλητο)ν Νεκρών Γυναικών. Φρικτά βασανισμένες, βια­σμένες, κακοποιημένες, αηοκεψαλισμένες γυναίκες.

Χουάρες...Η Εύα Μπούσιου έσβησε βιαστικά την ανάμνηση όλων αυ­

τών των δυσάρεστων που είχε υποχρεωθεί να ακούσει διά στό­ματος Μπαξεβάνη, αλλά δεν μπόρεσε να σβήσει τη ρυτίδα της συνοφρύωσης στο μέτο)πό της - αντανακλαστική αντίδραση μόλις άκουσε τις λέξεις «ερημιά» και «φόβιο».

«Τι εννοείτε; Τι έχει γίνει εκεί;» ρώτησε, ξεροβήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό της που στέγνωσε ξαφνικά.

Digitalised By Jah®

Page 199: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

202 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ο ταξιτζής κούνησε το κεφάλι του στοχαστικά. «Καλά, δε βλέπετε ειδήσεις; Κάθε βράδυ γίνεται κι από μια διάρρηξη. Έχουν γίνει και ληστείες, μην το συζητάτε! Αν μάλιστα θυμά­μαι καλά, εκεί πέρα είχαν βρεθεί και κάτι σκελετοί - πτώμα­τα, ξέρετε, θύματα διαφόρων εγκλημάτων που...»

«Να χαρείτε, μήπως μπορούμε να σταματήσουμε αυτή τη συζήτηση;» τον διέκοψε η Εύα Μπούσιου ορμητικά. «Είναι δυνατόν να μιλάμε για σκελετούς μέσα στα μαύρα μεσάνυ­χτα;»

«Ω, συγνώμη, εγώ για να μη βαριέστε μίλησα. Κουβέντα να γίνεται, καταλαβαίνετε!» είπε ο ταξιτζής.

Διέσχισε κάθετα μια γέφυρα στην Εθνική Οδό και άρχισε την άνοδο προς την Πάρνηθα και τους Θρακομακεδόνες, ενώ μέσα στο ταξί έπεσε βαθιά σιωπή.

Η αρχισυντάκτρια βλαστημούσε από μέσα της την ώρα και τη οτιγμή που βρήκε να χαλάσει το ρημάδι το ολοκαίνουριο Μί- νι της κι έτσι αναγκάστηκε να περάσει όλο αυτό τον τάραχο μέ­σα σ’ ένα ταξί. Κάτι ήξερε αυτή που δεν έπαιρνε ποτέ της τα­ξί. Και μια φορά που έτυχε και πήρε μετά από αιώνες, να τα τα αποτελέσματα - να προσπαθεί να φαίνεται ψύχραιμη τη στιγμή που μέσα στα εντόσθιά της το ύποπτο γαργαλητό έ­φτανε στα όρια παροξυσμού. Η ταραχή της μεγάλωνε κάθε λεπτό που περνούσε - μάλιστα, αν δε βρισκόταν σε μια τέτοια περιοχή όπου για να βρεις ταξί έπρεπε να κάνεις τάμα στον Άγιο Σιλουανό, τότε θα κατέβαινε επιτόπου.

Η όλη υπόθεση είχε κάτι το σουρεαλιστικό, τελικά.«Πού να σας αφήσω;» έσπασε τη σιωπή ο ταξιτζής, απευ­

θυνόμενος προς τον πίσω κύριο.«Θα σας πω εγώ, μην ανησυχείτε», αποκρίθηκε ο καλο­

βαλμένος άντρας.Digitalised By Jah®

Page 200: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Κάτι σ’ αυτή τη φράση δεν άρεσε καθόλου στην Εΰα Μπού- οιου. Να, χτύπησε στ’ αφτιά της κάπως. Τι, όμως;

Μα ναι! Ο άγνωστος κΰριος τόνισε λάθος τη φράση του! Τόνισε τη λέξη «πω», ενώ κανονικά θα έπρεπε να τονίσει τη λέ­ξη «εγώ». Έτσι όπως τόνισε τη φράση, λανθασμένα, ακοΰστη- κε κάπως σαν...

Δεν είμαστε με τα καλά μας απόψε...Εν το) μεταξύ το ταξί άφησε τη λεωφόρο Πάρνηθος με τις

ταβέρνες της και τα φώτα της και μπήκε σ’ ένα σκοτεινό, έ­ρημο δρόμο - προφανώς προς εκεί όπου βρίσκονταν τα στού­ντιο.

Το στομάχι της Εΰας Μποΰσιου είχε δεθεί κόμπος - και δεν έφταιγαν οι σκελετοί, οΰτε τα πτώματα οΰτε οι ληστείες. Κάτι άλλο έφταιγε, μια άλλη λεπτομέρεια που δεν την είχε ακόμα επισημάνει, αλλά μια φωνοΰλα μέσα της της έλεγε ότι επρό- κειτο να την επισημάνει οσονοΰπω, άμεσα.

Τώρα.Ο άγνωστος καλοβαλμένος άντρας μίλησε. Απευθύνθηκε

στον ταξιτζή.«Κύριε οδηγέ!»«Ορίστε!» χαμογέλασε το γεροντάκι.«Ως προς αυτά που λέγατε πριν... Ξέρετε, ληστείες, διαρ­

ρήξεις, σκελετούς και λοιπά».«Λοιπόν;»«Ξεχάσατε κάτι».Ο οδηγός κοίταξε τον επιβάτη του μέσα από το καθρεφτά-

κι, ερωτηματικά.«Ξεχάσατε τους βιασμούς!» είπε ο άγνωστος, γελώντας υ­

περβολικά δυνατά.Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η Εύα Μπούσιου

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 203

Digitalised By Jah®

Page 201: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

204 ΘΥΜΑΣΑΙ;

ήταν έτοιμη να ξεσπάσει την ένταση που ένιωθε, με τρόπο που δεν ήξερε αλλά σίγουρα πάντως θορυβώδη -θα φώναζε, θα έ­βριζε, ένας Θεός ξέρει τι θα έκανε και τι θα έλεγε στον καλο­βαλμένο κΰριο που έκανε μαλακισμένο χιούμορ νυχτιάτικα-, τότε, γυρνώντας να κοιτάξει τον άγνωστο βλάκα -κρίμα που της είχε φανεί και ωραίος, ο ηλίθιος-, είδε την κάννη ενός περι­στρόφου να τη σημαδεύει.

Και μια άλλη, ολόιδια, σημάδευε και τον ταξιτζή.Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται καμιά φορά μέσα σε

έναν πανάκριβο, δερμάτινο χαρτοφύλακα.Ο καλοβαλμένος κύριος χαμογελούσε καθησυχαστικά.Και η Εύα Μπούσιου τσίριξε.

Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή που ακόμα και τα δευτερό­λεπτα αποκτούν κρίσιμη σημασία - τότε που κυλάνε αργά, βα­σανιστικά, προαναγγέλλοντας ένα αναπόδραστο τέλος.

Το οποίο, φυσικά, αποκλείεται να είναι καλό: Όταν ένας ά­γνωστος μέσα σε ένα ταξί, μεσάνυχτα ακριβώς, σε μια ερημιά όπου ακόμα και αγρίμια φοβούνται να βρεθούν, σε σημαδεύ­ει με μια κάννη όπλου και χαμογελάει, τότε μόνο τρομερά πράγ­ματα μπορούν να επακολουθήσουν. Όταν μάλιστα αυτός ο ά­γνωστος έχει μόλις κάνει ένα άνοστο σχόλιο σχετικό με βια­σμούς, τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παρακα- λάς το Θεό η προοπτική της ληστείας να είναι το μόνο δυσά­ρεστο επακόλουθο - μικρό το κακό, συγκριτικά με άλλα.

Η Εύα Μπούσιου ένιωθε παράλυτη.Ληστεία - αυτό ας ήταν το μόνο που θα συνέβαινε. Ας τους

έπαιρνε τα πορτοφόλια, τα κοσμήματα, τα ρολόγια, ακόμα και το ταξί, που λέει ο λόγος, κι ας πήγαινε στην ευχή της Παναγίας.

Digitalised By Jah®

Page 202: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 205

Ακοΰγοντας χο φοβερό ουρλιαχτό της πελάτισσας του, ο τα­ξιτζής παραλίγο να χάσει τον ε'λεγχο του οχήματος. Ευτυχώς που είχε πολλά χρόνια εμπειρία πάνω στο τιμόνι και το αυτο­κίνητο τον υπάκουγε τυφλά - έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώ­μο του, είδε, και άρχισε να μουρμουρίζει.

«Οχ... Αυτό μας έλειπε τώρα! Και κάτι μ’ έτρωγε σήμερα... Εντάξει, κΰριε. Μέσα στο ντουλαπάκι έχω χίλια ευρώ. Πάρ’ τα, πάρε και το ταξί άμα θέλεις, πάρε και ό,τι έχει η κυρία πά­νω της κι άμε στο καλό. Ε, κορίτσι μου; Θα του δώσεις την τσάντα σου και τα χρυσαφικά σου;»

Ο ταξιτζής το είχε γυρίσει στον ενικό, αλλά η Εΰα δεν είχε πια καμιά διάθεση να ενοχληθεί. «Η κατάσταση ανάγκης α­ποκλείει ενίοτε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, καμιά φο­ρά δε και τον καταλογισμό» - έτσι έλεγαν οι ποινικολόγοι στα σεμινάρια Ποινικοΰ Δικαίου που είχε παρακολουθήσει στο πα­νεπιστήμιο. Μωρέ, ας έβγαιναν σώοι και αβλαβείς απ’ αυτό το ξαφνικό που τους βρήκε και θα άφηνε τον ταξιτζή να της μι­λάει στον ενικό για όλη την υπόλοιπη νΰχτα, εκεί όπου θα πή­γαιναν να καταγγείλουν τα συμβάντα, σε μπάτσους, ανακρι­τές, ψυχολόγους κι όπου δη αλλοΰ.

Έγνεψε καταφατικά, μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη.«Σκάσε!» έκανε ο απαγωγέας, απευθυνόμενος στον οδηγό.

«Δε θέλω ταξιά και λεφτά. Θέλω αντήνΐ»Τα μάτια της Εΰας Μποΰσιου γούρλωσαν - ήταν το μόνο

πλάσμα θηλυκού γένους εκεί μέσα.Τι σκατά ήθελες γλέντια και στούντιο στους Θρακομακεδό­

νες; Άντε τώρα, τράβα των παθο>ν σου τον τάραχο, ηλίθια ξανθιά!Ή ταν ικανή να βρίζει τον εαυτό της μέχρι τον αιώνα τον ά­

παντα - αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησε την κρίσιμη λεπτομέρεια που μέχρι στιγμής της έπαιζε κρυφτό.

Digitalised By Jah®

Page 203: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

206 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Συνειδητοποίησε ότι η κακή της διάθεση σήμερα οφειλό- ταν... στο κακό προαίσθημα που είχε, αυτό στο οποίο επέμε­νε να γυρίζει πεισματικά την πλάτη αποδίδοντας όλα τα δεινά στην Μπαξεβάνη κι αυτά που είχε πει. Ό χι. Απλώς, όλα όσα είχαν συμβεί από το απόγευμα και μετά ήταν προειδοποιητι­κά σημάδια, στα οποία εκείνη, ως ηλίθια ξανθιά, δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία.

Και να τώρα, ο άμεσος και επείγων κίνδυνος να βρεθεί στα καλά καθούμενα στη δεινή θέση που βρέθηκαν εκείνες οι άμοι­ρες γυναίκες στην άλλη άκρη του κόσμου. Κι όχι τίποτα, έκανε τη βλακεία να πει στη σύσκεψη «Τι μας νοιάζουν εμάς αυτά;».

Να που μας νοιάζουν, καταραμένη τύχη.«Τι κάνεις;» ούρλιαξε η Εύα στον ταξιτζή. «Πέσε πάνο) σε

κανένα δέντρο!»«Σκάσε, μωρή σκρόφα!» είπε ο καλοβαλμένος κακοποιός

και της κατάφερε ένα χιύπημα στο κεφάλι με τον υποκόπανο του όπλου του - ένα χτύπημα που τη ζάλισε αρκετά, αλλά όχι τόσο ώστε να περιέλθει σ' εκείνη την καλοδεχούμενη απώλεια αισθήσεων που τόσο επιθυμούσε η Εύα εκείνη τη στιγμή.

Καλύτερα αναίσθητη παρά να βίωνε άλλο αυτό τον τρόμο- καθώς κι αυτό που την περίμενε.

Ξαφνικά το ραντεβού με τον Στάθη φάνηκε πολύ μακρινό, σαν να επρόκειτο να γίνει σε μια άλλη ζωή.

Ο ταξιτζής, φυσικά, δεν ακολούθησε την παρότρυνση της γυναίκας. Εξακολουθούσε να οδηγεί ψύχραιμος -τέλος πά­ντων, όσο ψύχραιμος μπορεί να οδηγεί κάποιος όταν νιώθει μια κάννη όπλου να σημαδεύει το σβέρκο του- και κοιτούσε έ­ντρομος ίσια μπροστά.

Τότε ο απαγωγέας είπε τη μυστηρκοδη λέξη «χάκατσακ». Τι ήταν πάλι τούτο;

Digitalised By Jah®

Page 204: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 207

Κι όμως, σε λίγο μιλούσε με κάποιον. «Ελάτε, βγείτε. Έ ρχο­μαι μ’ ένα εξτρά λάφυρο μαζί μου».

Το μαλάκα, είχε κάνει φωνητική κλήση και τώρα μιλούσε με hands free! Η τεχνολογία στην υπηρεσία του εγκλήματος!

Τετέλεσται...«Στρίψε από δω», διέταξε τον ταξιτζή - όπου το «από δω»

ήταν ένας καρόδρομος στη μέση του πουθενά. Ερημιά και έ­ρεβος - ακόμα και η νύχτα ήταν αφέγγαρη.

Το ταξί άρχισε να χοροπηδάει πάνω σε κάτι κακοτράχαλες πέτρες - η Εύα άρχισε να σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχό­μενο να ανοίξει την πόρτα και να πηδήξει έξω, με ό,τι οκατά επακόλουθο μπορεί να συνεπαγόταν μια τέτοια απόφαση, αλ­λά, δυστυχώς, ακόμα και γι’ αυτή την έστω επικίνδυνη από­φαση ήταν πολύ αργά.

«Σταμάτα!» φώναξε ο απαγωγέας και ο ταξιτζής κοκάλ(οσε αμέσως το ταξί, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη.

Όλο το ταξί μύριζε - αδρεναλίνη, ιδρώτας του φόβου, υ­δρόθειο από κάποια πορδή, φόβου επίσης, που ξέφυγε αθό­ρυβα από κάποιο από τα υποψήφια θύματα...

Πριν προλάβει η Εύα να θέσει σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό της, αψηφώντας αποτελεσματικά τον κίνδυνο να βρε­θεί με μια σφαίρα στην πλάτη -καλύτερα πισώπλατα πυροβο- λημένη παρά εκείνο το άλλο που ήταν βέβαιη ότι επρόκειτο να της συμβεί-, κάτι σκιές άρχισαν να βγαίνουν πίσω από κάποια συστάδα δέντρων, κάτι μέτρα μακριά.

Σε λίγο είχαν περικυκλώσει το ταξί, χοροπηδώντας και γε­λώντας γεμάτοι έξαψη. Ή ταν τέσσερις άντρες.

Αμέσως μετά ανέβηκαν και άρχισαν να χοροπηδούν και πάνω στο καπό του ταξί.

Συμμορία. Ανθρωπόμορφα τέρατα.Digitalised By Jah®

Page 205: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Το τέλος.Ο ταξιτζής άρχισε να ψελλίζει το «Πάτερ Ημών», πράγμα

που έκανε τον επιβάτη του πίσω καθίσματος να ξεσπάσει σε τρελά, ασυγκράτητα γέλια.

Η Εύα άρχισε να ουρλιάζει - όχι ότι υπήρχε καμιά περί­πτωση να την ακούσει κανείς, άλλωστε τα γέλια των τρελών ή­ταν τόσο δυνατά που σίγουρα σκέπαζαν το ουρλιαχτό της, αλ­λά, παρ’ όλ’ αυτά, ούρλιαξε γιατί απλούστατα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Τότε, εκείνη ακριβούς τη στιγμή, ο αρσενικός επιβάτης έ­κανε χρήση του όπλου του - το πίεσε πάνω στο φαλακρό κρα­νίο του δύσιυχου γεροντάκου, πάτησε τη σκανδάλη και...

...το εσωτερικό του ταξί μετατράπηκε σε σφαγείο.Η Εύα ένιωσε κολλώδεις ουσίες να εκτινάσσονται στο πρό­

σωπό της, μερικές από τις οποίες ήταν συμπαγείς.Ένα λεπτό ρυάκι αίμα διέτρεξε ολόκληρο το ανέπαφο κομ­

μάτι του παρμπρίζ - αργά, βασανιστικά, έμοιαζε να κυλάει, να κυλάει όσο τα δευτερόλεπτα ενός κακού ονείρου, ενός φρι­κιού εφιάλτη που ανεβάζει τους παλμούς της καρδιάς σου, που κάνει τον ιδρώτα σου να αναβλύζει... ώσπου να ξυπνήσεις και να διαπιστώσεις με απερίγραπτη ανακούφιση ότι όλ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια... Ή ταν απλώς ένα όνειρο - και εσύ είσαι α ­σφαλής. Κάθιδρος, αλλά ασφαλής. Έντρομος, αλλά σώος.

Ένα όνειρο.Κάτι τέτοιες στιγμές, του ξυπνήματος από έναν εφιάλτη, α­

κόμα και οι άθεοι ξεστόμιζαν ένα «Θεέ μου» - ανακούφιση, ευ­χαρίστηση...

Δυστυχώς όμως, εδώ δεν ήταν όνειρο. Παρ’ όλ’ αυτά η Εύα Μπούσιου, για να διατηρήσει το σύνδεσμό της με τη λογική, αποφάσισε να προσποιηθεί ότι ήταν όνειρο - και σε ένα όνει-

208 ΘΥΜΑΣΑΙ;

Digitalised By Jah®

Page 206: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 209

I ><> μπορείς να κάνεις λογικά πράγματα ακόμα κι όταν βρί­σκεσαι μέσα σε μια θάλασσα παραλόγου.

Γι’ αυτό μίλησε. Ψύχραιμα.«Γιατί δε σκότο)σες εμένα;»«Γιατί δε μ’ αρέσουν τα πτώματα», είπε αλληγορικά ο φο­

νιάς.Η Εύα είχε σκοπό να ρωτήσει και άλλα, αλλά ο κακοποιός

από την πλευρά του δεν είχε σκοπό να ανοίξει καμιά φιλική κουβεντούλα με το δεύτερο υποψήφιο θύμα του.

Είχε άλλους σκοπούς - κι αυτός και τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας.

Ένα βλέμμα που ανταλλάχτηκε ήταν αρκετό - κάποιος α- ιιό τους απέξω άνοιξε με φόρα την πόρτα του ταξί και τράβη­ξε βίαια την Εύα.

Εκείνη έπεσε πάνω στον κακοτράχαλο καρόδρομο - ένιω­σε το στόμα της να γεμίζει χώματα. Μια άσχημη γρατσουνιά ήρθε και εγκαταστάθηκε στο δεξιό της μπράτσο - την πληρο­φόρησε γι’ αυτό ο οξύς, σουβλερός πόνος.

Μετατράπηκε σε ζώο που έπρεπε να παλέψει για τη ζωή του. Μάχη μέχρις εσχάτων, με νύχια και με δόντια.

Ή ταν πέντε και ήταν μία. Την περικύκλωσαν. Εκείνη, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, εκμεταλλεύτηκε τη σβελτάδα της γυναίκας και, πριν πέσουν πάνω της, κατάφερε, ένας Θεός ήξερε πώς, και έσπασε τον κλοιό τους, τρέχοντας στα τυφλά, στα σκοτεινά, στο άγνωστο.

Τα φώτα της Αθήνας έμοιαζαν τόσο μακρινά όσο και μια όαση οε αντικατοπτρισμό.

Οι άντρες είχαν όρεξη για παιχνίδι - άφησαν για λίγο το θή­ραμα να ξεφύγει, επίτηδες, ίσως για να νιώσουν ξανά λίγο κυ­νηγοί, αυτό που υπήρξαν κάποτε, στα πρώτα χρόνια της ζωής

Digitalised By Jah®

Page 207: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 208: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 209: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 210: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 211: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 212: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 213: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 214: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 215: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 216: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 217: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 218: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 219: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 220: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 221: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 222: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 223: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 224: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 225: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 226: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 227: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 228: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 229: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 230: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 231: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 232: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 233: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 234: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 235: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 236: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 237: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 238: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 239: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 240: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 241: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 242: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 243: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 244: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 245: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 246: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 247: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 248: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 249: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 250: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 251: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 252: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 253: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 254: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 255: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 256: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 257: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 258: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 259: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 260: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 261: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 262: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 263: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 264: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 265: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 266: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 267: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 268: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 269: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 270: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 271: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 272: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 273: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 274: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 275: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 276: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 277: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 278: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 279: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 280: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 281: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 282: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 283: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 284: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 285: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 286: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 287: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 288: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 289: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 290: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 291: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 292: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 293: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 294: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 295: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 296: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 297: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 298: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 299: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 300: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 301: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 302: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 303: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 304: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 305: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 306: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 307: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 308: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 309: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 310: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 311: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 312: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 313: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 314: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 315: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 316: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 317: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 318: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 319: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 320: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 321: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 322: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 323: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 324: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 325: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 326: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 327: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 328: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 329: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 330: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 331: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 332: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 333: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 334: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 335: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 336: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 337: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 338: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 339: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 340: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 341: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 342: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 343: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 344: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 345: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 346: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 347: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 348: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 349: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 350: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 351: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 352: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 353: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 354: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 355: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 356: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 357: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 358: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 359: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 360: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 361: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 362: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 363: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 364: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 365: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 366: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 367: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 368: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 369: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 370: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 371: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 372: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 373: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 374: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 375: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 376: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 377: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 378: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 379: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 380: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 381: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 382: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 383: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 384: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 385: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 386: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 387: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 388: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 389: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 390: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 391: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 392: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 393: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 394: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 395: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 396: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 397: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 398: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 399: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 400: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 401: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 402: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 403: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 404: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 405: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 406: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 407: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 408: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 409: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 410: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 411: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 412: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 413: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 414: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 415: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 416: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 417: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 418: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 419: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 420: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 421: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 422: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 423: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 424: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 425: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 426: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 427: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 428: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 429: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 430: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 431: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 432: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 433: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 434: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 435: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 436: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 437: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 438: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 439: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 440: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 441: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 442: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 443: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 444: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 445: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 446: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 447: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 448: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 449: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 450: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 451: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 452: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 453: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 454: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 455: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 456: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 457: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 458: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 459: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 460: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 461: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 462: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 463: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 464: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 465: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 466: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 467: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 468: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 469: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 470: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 471: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 472: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 473: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 474: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 475: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 476: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 477: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 478: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 479: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 480: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 481: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 482: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 483: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 484: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 485: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 486: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 487: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 488: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 489: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 490: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 491: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 492: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 493: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 494: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 495: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 496: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 497: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 498: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 499: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 500: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 501: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 502: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 503: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 504: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 505: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 506: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 507: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 508: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 509: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 510: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 511: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 512: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 513: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 514: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 515: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 516: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 517: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 518: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 519: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 520: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 521: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 522: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 523: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 524: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 525: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 526: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 527: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 528: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 529: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 530: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 531: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 532: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 533: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 534: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 535: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 536: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 537: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 538: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 539: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 540: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 541: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 542: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 543: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 544: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 545: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 546: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 547: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 548: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 549: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 550: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 551: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 552: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 553: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 554: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 555: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 556: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 557: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 558: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 559: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 560: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 561: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 562: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 563: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 564: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 565: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 566: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 567: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 568: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 569: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 570: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 571: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 572: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 573: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 574: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 575: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 576: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 577: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 578: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 579: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 580: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®

Page 581: Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;

Digitalised By Jah®