Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;
-
Upload
christina-triantafillou -
Category
Documents
-
view
1.207 -
download
42
description
Transcript of Αναστασία Καλλιόντζη - Θυμάσαι;
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ
Τ Η Σ ΙΔΙΑΣ
Μ η μου Λες Αντίο
Όλα Ήταν Τόσο, μα Τόσο Υπέροχα...
Πες πως Ήταν Όνειρο
Έσχατοι Καιροί
Digitalised By Jah®
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗ
ΘΥΜΑΣΑΙ;
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙΒΑΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2007
Digitalised By Jah®
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα φανταστικό δημιούργημα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είναι προϊόντα της φαντασίας της συγγραφέα ή χρησιμοποιούνται οε φανταστικό πλαίσιο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, μέρη ή πρόσωπα, εν ζο>ή ή όχι, είναι τελείως συμπτο)ματικη.
Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΘΥΜΑΣΑΙ;Συγγραφέας: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΛΛΙΟΝΤΖΗ
Copyright © Αναστασία Καλλιονιζή Copyright © 2007:ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕΣόλωνος 98 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791http://www.livanis.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολκή, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με όποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
ISBN 960-14-1335-9
Digitalised By Jah®
IN MEMORIAM
...Να Ήταν Εκείνη Η Στιγμή Μάννα Τον Ονρανον, Να Χορτάσει Μια Ψνχη Πον Ζει Κρυμμένη Στη Σιωπή Τον Ονείρον Μιας Ζωής Πον Μετριέται Πια Μοναχά Σε Καλοκαίρια...
Digitalised By Jah®
Στους κ.κ. Γιάννη Νιαβή και Αγγελική Τσιγγέλη. Και τότε. Και τώρα. Και πάντα. Οι λόγοι, γνωστοί.
Στη Φιλιώ Μπινιάρου. Είναι η ζωντανή απόδειξη του ότι, όταν σβήσουν τα φώτα της εφήμερης δημοσιότητας και της πρόσκαιρης δόξας, αυτό που μένει είναι η ανθρώπινη ψυχή. Και τότε χτίζονται σχέσεις ζωής.
Στην Αναστασία Μπαχά, «βασίλισσα» στο «Spanio», λατρεμένο στέκι της Χαριλάου Τρικουπη. Από το 1998 ανήκω με χαρά στο κλαμπ εκείνων που αδημονούν να πιουν απ’ τα χέρια της τον καλύτερο καφέ στον κόσμο και ν’ ακούσουν απ’ το στόμα της μια σοφή ατάκα που θα τους φτιάξει τη μέρα. Μιλάμε για αστέρι!
Στον Δημήτρη Τζαννή. Για τις νύχτες που περάσαμε στο πρώην «Καφενείον Εργατών» πίνοντας ούζα, ακούγοντας Κα- ζαντζίδη και κουβεντιάζοντας για μικρά, καθημερινά θαύματα.
Και στον Άνθρωπο που στο ένα χέρι κρατάει ένα καφέ βα- λιτσάκι γεμάτο αναμνήσεις και στο άλλο έναν Άρτο, παρακαταθήκη από την Πρώτη Ώ ρα μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία.
Digitalised By Jah®
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Καλοί Λ ιμένες.......................................................................... 11Επανασύνδεση.......................................................................... 49Μακρύ τα ξ ίδ ι............................................................................ 91Μεσάνυχτα...............................................................................147Απρόσφορη απόπειρα........................................................... 229Αντικείμενο επιστρεπτέο.......................................................311Το πέρασμα.............................................................................447
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ Λ ΙΜ Ε Ν Ε Σ
Τ ο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΑΝΕΒΑΙΝΕ με κόπο μια ανηφόρα που έμοιαζε ατέλειωτη, κάτω από έναν ήλιο καυτό σαν λάβα ηφαιστείου που έβαφε τον ουρανό του απομεσήμερου κόκκινο, στο χρώμα του αίματος, και έκανε την πλάση ολάκερη να αχνίζει.
Η φύση γύρω ησύχαζε αποχαυνωμένη - κι όμως, η αφόρητη ζέστη που επικρατούσε έκανε τα πάντα να φαντάζουν έτοιμα να πάρουν φωτιά και να παραδοθούν σε αδηφάγες φλόγες που δε θα άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.
Ξαφνιασμένη από αυτές τις γλαφυρές, σχεδόν ποιητικές σκέψεις που πλημμύρισαν το μυαλό της, η Νατάσα παραλίγο να γελάσει - αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε για κανένα λόγο να προκαλέσει την προσοχή του οδηγού, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ετύγχανε και σύζυγός της, διότι δεν είχε καμιά διάθεση για κουβέντα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν μόνο η φύση που ήταν -ή, τουλάχιστον, της φαινόταν- παράξενη εκείνο το απόγευμα, όλα ήταν εντελώς παράξενα, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι η ίδια βρισκόταν αυτήν ακριβώς τη στιγμή εδώ, μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο σωστό μέρος στο οποίο θα όφειλε να βρίσκεται ήταν το γραφείο του δικηγόρου της, να του περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν μια ωραιό-
Digitalised By Jah®
12 ΘΥΜΑΣΑΙ;
τατη αγωγή διαζυγίου εναντίον του οδηγού-άντρα της και, μαζί με τον έγκριτο νομομαθή, να καταστρώνουν τα κατάλληλα σχέδια που θα οδηγούσαν σε μια απόφαση-κόλαφο εις βάρος του, σε ό,τι αφορούσε, βεβαίως, το φλέγον ζήτημα της διανομής των κοινών περιουσιακών στοιχείων - αλήθεια, αυτό εδώ το αυτοκίνητο θα του το έπαιρνε οπωσδήποτε.
Ας όψεται που ήταν Δεκαπενταύγουστος και τα δικηγορικά γραφεία ησύχαζαν.
Ας όψεται και η δική της βλακεία. Κανένας δεν της έφταιγε όταν δέχτηκε την πρόταση του Στράτου να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία και να προσπαθήσουν να σώσουν το γάμο τους κάνοντας μαζί διακοπές στην Κρήτη. Ή ταν τόσο γλυκός όταν της το ζήτησε, φαινόταν τόσο όμορφος έτσι όπως ήταν γονατιστός, να της αγκαλιάζει τα πόδια, να γεμίζει το πάτωμα μπροστά της με τα πικρά δάκρυα της μεταμέλειας και να την ικετεύει να τον συγχωρήσει, ώστε η Νατάσα αποφάσισε να πει το πολυπόθητο «ναι». Μόνη της αποφάσισε να το πει - δεν της έβαλαν μαχαίρι στο λαιμό! Βέβαια, το είχε μετανιώσει -για την ακρίβεια, πάσχιζε να το μετανιώσει, για να μη (ρανεί και τόσο αδύναμη συγχωρώντας τον απαίσιο ένοχο με τέτοια ευκο- λία-, σημασία όμως είχε ότι είπε «ναι». Εξάλλου, δεν ήταν άνθρωπος που κατηγορούσε τους άλλους για τις δικές της αποφάσεις. Η θεωρία της ατομικής ευθύνης την έβρισκε απολύ- τως σύμφωνη, και δε θα άρχιζε τώρα να κάνει εκπτώσεις στις θεωρίες και τις αρχές που πίστευε μια ολόκληρη ζωή, όσο κι αν το μοναδικό πράγμα που επιθυμούσε διακαώς αυτήν ακριβώς τη στιγμή να κάνει ήταν να αιφνιδιάσει τον οδηγό, να του δώσει μια απροειδοποίητη γροθιά στο -ομολογουμένως ωραιότατο- προφίλ του και να του το τσαλακώσει άπαξ και διά παντός.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 13
Η ιερή, δίκαιη οργή της έβαψε τα μάγουλά της κόκκινα. Ένα έντονο κύμα ζέστης μπήκε από τα δάχτυλα των ποδιών της και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνο).
Της έφταιγαν τα πάντα.Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, επέτρεψε στον Στράτο να
την πείσει να αφήσουν το θαυμάσιο ξενοδοχείο τους στην Ιε- ράπετρα και να κάνουν μια «ωραιότατη εκδρομή», λέει, στο νοτιότερο κατοικημένο άκρο της Κρήτης - αν δεν υπήρχε δε η νήσος Γαύδος, θα μπορούσαμε να μιλάμε για το νοτιότερο κα- τοικημένο άκρο της Ευρώπης. «Καλοί Λιμένες», έτσι λεγόταν ο προορισμός της ο-Θεός-να-την-κάνει «ωραιότατης εκδρομής».
Ξεκίνησαν από την Ιεράπετρα κατά τις δθ)δεκα το μεσημέρι, μέσα στο ντάλα λιοπύρι. Διέσχισαν ένα μεγάλο μέρος της νότιας Κρήτης, βγήκαν από το νομό Λασιθίου, μπήκαν στο νομό Ηρακλείου, το αυτοκίνητο πήγαινε, πήγαινε... διέδραμε ανάμεσα σε βουνά, θάλασσες, πεδιάδες και πάλι απ’ την αρχή, αλλά οι Καλοί Λιμένες παρέμεναν άφαντοι. Οι δυο ταξιδιώτες χάθηκαν πάνω από δέκα φορές, τουτέστιν ο χάρτης που είχε φροντίσει να προμηθευτεί ο Στράτος δεν του είχε φανεί και τόσο χρήσιμος, τελικά - εμ, βέβαια, πώς είναι δυνατόν να φανεί χρήσιμος ένας χάρτης σε έναν ηλίθιο του οποίου το μόνο μέλημα στη ζωή ήταν πώς να βρει τρόπο να εισαγάγει το τσου- τσούνι του ανάμεσα στα πρώτα σκέλια που θα έβρισκε διαθέσιμα και ανοιχτά; Και να φανταστεί κανείς πως τα σκέλια αυτά ανήκαν, όλως τυχαίως, στη γραμματέα του, την οποία είχε προσλάβει ο ίδιος στην επιχείρηση, που, ξανά όλως τυχαίως, ανήκε στη γυναίκα του - μάλιστα, αυτή ήταν που είχε και τη φαεινή ιδέα να πείσει το μακαρίτη πλέον πατέρα της να διορίσει το γαμπρό ως διευθυντή, για να μην αισθάνεται μειονεκτικά, ο άχρηστος, ο αχάριστος, ο κρετίνος και λοιπά...
Digitalised By Jah®
14 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ο προικοθήρας διευθυνιής συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να πηδάει τη γραμματέα του - κοινότοπη ιστορία, μα την αλήθεια, που συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
Ναι, μόνο που στη συγκεκριμένη ιστορία το θύμα, η παθού- σα, η κέρατού, ήταν αυτή - επομένως το θέμα έπαυε εξ ορισμού να είναι κοινότοπο και κατέστη εντελώς προσωπικό, και το σοβαρότερο του κόσμου, βεβαίως βεβαίως.
Από την άλλη, η Νατάσα δεν είχε αυταπάτες - όσο κι αν ο άντρας της αποδείχτηκε αυτό που ο απλός κόσμος αποκαλεί «σαβουρογάμης», όταν αποκαλύφτηκαν τα αίσχη του έδειξε μεταμέλεια και συντριβή. Στη σημερινή εποχή το μόνο εύκολο είναι να πάρεις διαζύγιο - άρα, αν ο Στράτος ήθελε πραγματικά να βιώσει μόνιμα την ευτυχία ανάμεσα στα σκέλια της ξανθιάς γραμματέως του, θα μπορούσε κάλλιστα να της είχε ζητήσει διαζύγιο. Πρώτον, ήξερε καλά ότι η γυναίκα του δε θα μπορούσε πια να τον κουνήσει απ’ την πάλαι ποτέ οικογενειακή επιχείρηση, διότι, παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει την πορεία του εκεί μέσα ως σώγαμπρος και εν δυνάμει προικοθήρας, είχε συνεισφέρει και αυτός στην περαιτέρω άνθιση και επέκτασή της, τόσο με δικά του χρήματα, όσο και με προσωπική εργασία - το σωστό, σωστό. Δεύτερον, δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η Νατάσα αισθανόταν τόσο γεμάτη από τη σχέση της με τον άντρα της, ώστε είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε παιδιά- και ο Στράτος το είχε δεχτεί αδιαμαρτύρητα. Αν λοιπόν ο Στράτος προτιμούσε την γκόμενά του, θα ήταν τοφα μαζί της και δε θα βρισκόταν αυτή τη στιγμή να οδηγεί ιδρωμένος πάνω σε βουνά που έμοιαζαν ατέλειωτα για να πάει τη γυναικούλα του εκδρομή για να ξεσκάσει και να αλλάξει παραστάσεις.
Σαφώς... Σίγουρα... Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν α ναιρούσε το έγκλημα που διέπραξε ο ένοχος παλιάνθρωπος.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 15
Η Νατάσα προτιμούσε να συνδαυλίζει το μένος της εναντίον του παρά να τον συγχωρήσει έτσι απλά. Ούτε τα δεκαπέντε χρόνια που ζοΰσαν μαζί δε σεβάστηκε, ο ρεζίλης!
Συγχυσμένη με τον εαυτό της, διαπίστωσε ότι όσο περνούσαν οι μέρες από την αποκάλυψη των απαίσιων γεγονότων που ελάμβαναν χώρα πάνω στο διευθυντικό γραφείο, τόσο πιο δύσκολο της ήταν να συνεχίζει να τα θυμάται με την ίδια ένταση και οργή. Ποιος ξέρει, ίσως η συνήθεια και το μοίρασμα μιας κοινής ζωής τόσων χρόνων να είχαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη από έναν πληγωμένο εγωισμό - τη στιγμή μάλιστα που είχαν πέσει και ικεσίες και δάκρυα συντριβής και εκδρομές...
Μόνο που είχαν περάσει πένιε ολόκληρες ώρες οδήγησης μέσα σιο λιοπύρι, ο χάρτης αποδείχτηκε άχρηστος λόγω βλακείας του οδηγού και οι ταξιδιώτες χάθηκαν πάνω από τέσσερις φορές. Η ώρα κόντευε πεντέμισι το απόγευμα όταν διαπίστωσαν ότι βρέθηκαν πλέον, επιτέλους, στο σωστό δρόμο. Πόμπια - έτσι λεγόταν το τελευταίο χωριό. Αμέσως μετά, Καλοί Λιμένες.
Άντε να δούμε...Το ερκοντίσιον του αυτοκινήτου είχε χαλάσει ξαφνικά πριν
λίγο - χειρότερη στιγμή δεν μπορούσε να βρει. Όσο το απόγευμα προχωρούσε, η ζέστη, αντί να μειώνεται, γινόταν όλο και πιο αφόρητη.
Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, αντί μετά την Πόμπια να αρχίσει η κάθοδος, όπως ήταν το πιο λογικό, δεδομένου ότι οι Καλοί Λιμένες ήταν μέρος παραθαλάσσιο, μπήκαν σε ένα περίεργο οροπέδιο του οποίου ο δρόμος έμοιαζε να τυλίγεται και να ξετυλίγεται σαν φίδι που κουλουριαζόταν γύρω από τον εαυτό του - λες και οδηγούσαν επί ώρες για να ξαναβρίσκονται συνέχεια, ακατάπαυστα, αδιάλειπτα, στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Πρέπει να βρίσκονταν πολύ ψηλά - η κορυφή του απέναντι
Digitalised By Jah®
16 ΘΥΜΑΣΑΙ;
βουνού, που φάνταζε τεράοτιο, ήταν στο ίδιο ακριβώς ΰψος μ’ αυτούς. Ο ουρανός έμοιαζε να είχε χαμηλώσει, τα τρεμάμενα κύματα της ζέστης έφτιαχναν χρυσοκόκκινες ομίχλες που τύλιγαν αργά και σταθερά τις βουνοκορφές - και αυτή στην οποία βρίσκονταν τώρα εκείνοι και την απέναντι.
Ο ουρανός ήταν κόκκινος.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Νατάσα ένιωσε ένα ρίγος να
τη διαπερνά - δεδομένης της αφόρητης ζέστης, αυτό το ρίγος ήταν εντελώς παράταιρο. Και ήταν και το άλλο...
Δίχως να μπορεί να το εξηγήσει με κανένα λογικό τρόπο, ήρθε και πλημμύρισε ολόκληρη την ύπαρξή της μια διάχυτη αίσθηση ότι...
...κάτι δεν πήγαινε καλά.Φυσικά. Βέβαια. Σαφώς και κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό
που δεν πήγαινε καλά δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά τα συμπτώματα του τι παθαίνει όποιος πιέζει τον εαυτό του πέρα από τα όριά του. Του τι παθαίνει όποιος αποφασίζει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο δράστη ειδεχθών εγκλημάτων, όπως η απιστία, αντί να του σπάσει το κεφάλι και να ησυχάσει.
Από την άλλη όμιος, πάλι, ήταν και τα συμπτώματα του τι παθαίνει και όποιος κερατάς, μαζί με το δικαιολογημένο μένος που αισθάνεται, ταοτοχρόνως νιώθει την απόλυτη και καταλυτική ανάγκη να αγκαλιάσει το δράστη της άθλιας μοιχείας, να του πει ότι πέρασε κοντά του δεκαπέντε υπέροχα χρόνια, ότι εξακολουθεί να τον λατρεύει ακριβώς όπιος τον λάτρεψε εκείνη την πρώτη στιγμή που τον είδε για πρώτη φορά στην πορεία του Πολυτεχνείου, να του πει ότι ένα πηδηματά- κι της πλάκας δεν είναι ικανό να διαλύσει μια σχέση ζωής, να του πει ότι τον συγχωρεί - κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, επιμένει στον πληγωμένο εγωισμό του και δεν το κάνει.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 17
Ο Στρατός, λες και διαισθάνθηκε ότι μέσα στο κεφάλι της γυναίκας του φυσούσε θύελλα, στράφηκε και την κοίταξε - για πρώτη φορά μετά από πολλή, πολλή (όρα. «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε μελιστάλαχτα.
«Την αλήθεια;» αντιγύρισε απότομα η Νατάσα. «Σκέφτομαι εσένα ξαπλωμένο πάνω στην γκόμενα».
Ψέμα ήταν αυτό, φυσικά. Εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν άλλα πράγματα - εντούτοις, για προφανείς λόγους αποφάσισε ότι αυτό έπρεπε να του σερβίρει.
Ο Στράτος ξεροκατάπιε και μετά έγινε πιο κόκκινος και από τον παράξενο ουρανό. «Αλήθεια, παρατήρησες ότι εδώ και τόση ώρα δεν έχουμε συνανιήσει ούτε έναν άνθρωπο;» είπε - περισσότερο για να αλλάξει θέμα συζήτησης.
«Εμ, βέβαια!» γέλασε ειρωνικά η γυναίκα. «Υπάρχουν, νομίζεις, και άλλοι ηλίθιοι που κυκλοφορούν μέσα σ’ αυτό το λιοπύρι αντί να κάθονται να απολαμβάνουν τη δροσούλα του ερ- κοντίσιον στα σπιτάκια τους; Οι μόνοι ηλίθιοι που ξέρω είμαστε εσύ κι εγο)».
Ο Στράτος συγκεντρώθηκε στο τιμόνι του, καταπίνοντας τη γλο>σσα του. Προμηνυόταν καβγάς - κι ως γνωστόν, οι έξυπνοι άνθρωποι, που δεν τον επιθυμούν, το βουλώνουν, ερμηνεύοντας σωστά τα προμηνύματα.
Η Νατάσα βούλιαξε στο κάθισμά της, περήφανη για το θρίαμβο που κατήγαγε εις βάρος του εχθρού. Ωστόσο...
Τώρα που το πρόσεξε, διαπίστωσε ότι ο άνιρας της είχε δίκιο. Τριγύρω, εξαιρουμένου του θορύβου της μηχανής του αυτοκινήτου, που μούγκριζε σαν ετοιμοθάνατο τελώνιο, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Ούτε μια κίνηση ούτε ένας ήχος, ούτε ένα απαλό θρόισμα ανέμου ούτε μια τόση δα υποψία ζωής. Σε τέτοιο ύψος θα περίμενε κανείς κάποιο απαλό αεράκι που θα έ
Digitalised By Jah®
18 ΘΥΜΑΣΑΙ;
δινε ζωή στη φύση, κι όμως τα q>i3AAa των δέντρων παρέμεναν εντελώς ασάλευτα, σαν παγωμένα σε πλάνο φωτογραφίας. Κά- ποιες στάνες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί εκατέρωθεν του δρόμου, φάνταζαν έρημες. Τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, άδεια.
Τίποτα!Και να φανταστεί κανείς ότι οι τελευταίες ανθρώπινες πα
ρουσίες που είδαν ήταν στο χωριό Πόμπια. Τότε η Νατάσα σκεφτόταν όντως τον Στράτο να πηδάει την γκόμενα - και δεν είχε δώσει τόση σημασία.
Τώρα όμως, μία ώρα μετά, και με τους Καλούς Λιμένες να εξακολουθούν να είναι άφαντοι, μέσα από τα βάθη του μυαλού της αναδύθηκε η ανάμνηση.
Καθώς διέσχιζαν την ΙΊόμπια, είδε κεφάλια να βγαίνουν έξω από παράθυρα σπιτιών και να παρατηρούν το αυτοκίνητο που περνούσε από το χωριό τους και με το μουγκρητό της μηχανής του τους τάραζε τη μεσημεριανή σιέσια.
Δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «φιλικά πρόσωπα». Ή ταν όλοι τους ανέκφραστοι, τόσο ανέκφραστοι όσο θα μπορούσαν να είναι, λέμε τώρα, οι φρουροί...
...στις Πύλες της Κόλασης.Χριστός και Παναγία! Μα πώς της είχε έρθει πάλι αυτό; Μα-
λακία περιγραφή - παρ’ όλ’ αυτά, ήταν απολύτως κατάλληλη. Ούτε ένα χαμόγελο ούτε ένα φιλικό νεύμα ή, έστω, ένα βαριε- στημένο κούνημα του κεφαλιού, ούτε καν ένα χασμουρητό.
Τίποτα.Και μετά από λίγο, έπεσαν και σ’ αυτό το πράγμα... που...
πώς να το εξηγήσει κανείς... τέλος πάντων, έμοιαζε με νεκρή ζώνη, περιοχή παντελούς απουσίας έξωθεν ερεθισμάτων.
Κόκκινος ουρανός. Χρυσοκόκκινη ομίχλη. Ανέκφραστα πρόσωπα. Ησυχία. Ακινησία. Ερημιά.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 19
Κάψα αινιγματικού απομεσήμερου.Τόσο βαθιά ησυχία και ακινησία, άρχισε να της δημιουρ
γεί μια ανεξήγητη ταραχή.Κι ήταν κι αυτή η ευλογημένη κάθοδος προς τη θάλασσα,
προς τον προορισμό τους, που δε φαινόταν πουθενά...Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο αλλόκοτη.Με χέρι που έτρεμε, δίχως λόγο, έκανε να ανοίξει το ρα
διόφωνο.Χρουτς, χρουτς, χρουτς...Ανατριχιαστικά παράσιτα.Άρχισε να σκαλίζει το ραδιόφωνο με μανία, ώσπου έπεσε
πάνω σε μια πονεμένη αραβική φοννή.Κάποιος άγνωστος, μακρινός μουεζίνης, χότζας, ιμάμης ή
ό,τι άλλο στην ευχή ήταν, ξελαρυγγιαζόταν οτην προσευχή.«Τι είν’ τοΰτο πάλι;» μουρμούρισε η Νατάσα, περισσότερο
μονολογώντας.Ο Στράτος αναθάρρησε και άδραξε την ευκαιρία να φανεί
χρήσιμος. «Α! Σίγουρα πιάσαμε Κάιρο ή Αιβύη!» αναφώνησε ενθουσιασμένος. «Το ξέρεις, αλήθεια, ότι τα αφρικανικά παράλια απέχουν από δω μόλις...»
Πριν προλάβει ο Στράτος να ολοκληρώσει τη διάλεξή του σχετικά με το πόσο απείχαν τα aq>piKavira παράλια απ’ αυτό το... το μέρος, τέλος πάντων, η πονεμένη φωνή του προσευχόμενου Άραβα πνίγηκε στα παράσιτα...
...ώσπου σίγασε εντελώς - και η φωνή και τα παράσιτα.Βαθιά ησυχία μέσα από το ραδιόφωνο.Μα ήταν και κάτι άλλο, το οποίο η Νατάσα δεν μπορούσε
μεν να προσδιορίσει ακριβώς, ωστόσο το ένιωθε - και την τάραζε τρομερά.
Πού θα πήγαινε, θα το προσδιόριζε...
Digitalised By Jah®
20 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Βάλε ένα cd», χη συμβούλεψε με ενδιαφέρον ο Στράχος. «Βάλε λίγο Ξυλούρη, που ταιριάζει με το μέρος και μας αρέσει κιόλας!» ολοκλήρωσε στοργικά.
Με κινήσεις γρήγορες και πιο νευρικές απ’ όσο θα δικαιολογούσε η χαλαρότητα μιας εκδρομικής διάθεσης, έστω και με τη συνοδεία ενός μοιχού, η Νατάσα έβαλε τον Ξυλούρη στην κατάλληλη υποδοχή.
Τίποτα. Βαθιά, περίεργη, αλλόκοτη ησυχία - κι όλ’ αυτά ενώ το cd-player έδειχνε να δουλεύει κανονικά. Οι φωτεινές ενδείξεις των δευτερολέπτων του κάθε τραγουδιού φαίνονταν και κυλούσαν στο ψηφιακό καντράν - φωνή όμως πουθενά.
Μα τι διάολ...Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Νατάσα κατάφερε να
προσδιορίσει αυτό το ακαθόριστο πράγμα που ένιωθε εδώ και λίγα λεπτά και την τάραζε δίχως να ξέρει τι είναι.
Διαπίστωσε ότι......ότι δεν άκουγε πια το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινή
του.«Στράτο;» μουρμούρισε.«Ναι, αγάπη μου;»«Μήπως έχεις σβήσει τη μηχανή του αυτοκινήτου;»Ο Στράτος την κοίταξε έκπληκτος. «Τι είν’ αυτά που λες, βρε
Νατασούλα; Πώς μπορεί το αυτοκίνητο ν’ ανέβει ανηφόρα με μηχανή σβησμέ...» Και η δική του φο)νή έσβησε. Την κοίταξε παραξενεμένος, σχεδόν έκπληκτος.
Τα δεκαπέντε χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, παρά το ευχάριστο διάλειμμα του κυρίου Στράτου ανάμεσα στα πόδια της γραμματέως του, τους έκαναν να μπορούν να συνεννοούνται δίχως πολλές κουβέντες. Οπότε αμέσως η Νατάσα κατάλαβε γιατί ο άντρας της την είχε κοιτάξει με τόση έκπληξη. «Ούτε κι ε-
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 21
σΰ ακούς τον ήχο της μηχανής, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει να μην τρέμει.
Ο Στράτος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, εντελώς σαστισμένος.
Έβγαλε φλας και στάθηκε σε μια άκρη στο δρόμο. Έσβησε στ’ αλήθεια τη μηχανή του αυτοκινήτου.
Τίποτα δεν άλλαξε. Η ίδια αλλόκοτη, βαθιά ησυχία εξακολουθούσε να επικρατεί - λες κι είχαν πέσει σε κενό ήχου.
«Δεν το είχα προσέξει τόση ώρα», μουρμούρισε ο Στράτος. «Αν δεν άκουγα τη φωνή σου, θα ιιίοτευα ότι έχω κουφαθεί».
«Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο πράγμα σ’ όλη μου τη ζωή», είπε η Νατάσα σιγανά. «Τι είναι;»
«Δεν ξέρω», ομολόγησε ο Στράτος. «Είμαι σίγουρος, όμως, ότι θα υπάρχει κάποια λογική εξήγηση».
Η Νατάσα κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. «Στράτο, μη γελάσεις. Εδώ και ώρα δε νιώθω και πολύ καλά. Κάτι ανεξήγητο μου συμβαίνει. Άρχισα να φοβάμαι. Πάμε να (ρύγουμε από δω».
Πολύ θα ήθελε να του πει και όλα τα υπόλοιπα που είχε ε- πισημάνει από την ώρα που διέσχισαν το χο>ριό Πόμπια και μετά -την ερημιά, την παντελή έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας, την αίσθηση της απόλυτης ακινησίας, τον κόκκινο ουρανό, τη χρυσοκόκκινη αχλή της ζέστης που άρχισε να φαίνεται περίεργη...-, ωστόσο αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Το τελευταίο που ήθελε να της συμβεί ήταν να την περάσει ο Στράτος για καμιά υστερική γυναικούλα που έβλεπε τα παράξενα, καμιά φορά, παιχνίδια της Μητέρας Φύσης ως προμηνύματα κάποιας επικείμενης καταστροφής. Σχιζοφρένεια, παράνοια ή απλώς αγχώδης διαταραχή, κάτι τέτοιο την είχε βρει - σημασία όμως είχε μόνο το ότι κανένας δε θέλει να έχει στο πλευ
Digitalised By Jah®
22 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ρό του μια τρελαμένη σύζυγο, οπότε τώρα, κάτω από το πρίσμα των νέων δεδομένων, ο Στρατάκιας ίσως να το ξανασκεφτόταν το ζήτημα, να αποφάσιζε να πάρει εκείνο το διαζύγιο και να συνέχιζε τη ζωούλα του βιώνοντας την ευτυχία μαζί με την ξανθή γραμματέα με τα ανοιχτά και διαθέσιμα πόδια.
Πολλές δυσάρεστες σκέψεις μαζεμένες. Καθόλου καλό αυτό...
Η Νατάσα μαζεύτηκε στο κάθισμά της και σφίχτηκε για να μην κλάψει - τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν από τα δάκρυα.
Από την άλλη, ο Στράτος, μέσα σιο φόβο που του είχε εκ- φράσει η γυναίκα του, διέβλεψε μια χρυσή ευκαιρία να φανεί χρήσιμος - να φανεί άντρας, για την ακρίβεια, ένας αληθινός ιππότης βγαλμένος κατευθείαν από τα σπλάχνα της παλιάς εποχής, ταγμένος στην υπηρεσία της αγαπημένης του και επιφορτισμένος με το ιερό καθήκον να διώχνει τους φόβους της μακριά. Άλλωστε, αυτή ήταν η γυναίκα που λάτρευε! Ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν υπήρξε ερωτευμένος με την όμορφη ξανθού- λα στο γραφείο, ούτε, φυσικά, είχε την παραμικρή πρόθεση να θέσει σε κίνδυνο το σπίτι του και τη σχέση του με τη Νατάσα τον για ένα πήδημα. Απλά, ως άντρας που ήταν, σαγηνεύτηκε προς σπγμήν από τα κάλλη μιας ξένης Σειρήνας, ανταλλάξανε σωματικά υγρά άπαξ, και μετά ο καθένας θα συνέχιζε τη ζωούλα του σαν να μην έτρεξε ποτέ τίποτα. Ό λ’ αυτά, βεβαίως, τα είχε εξηγηθεί στην ξανθή από την αρχή, πριν γίνει ό,τι έγινε - άσχετο αν εκείνη, ήδη από τη στιγμή που έβγαζε το βρακί της, του μιλούσε για μακροχρόνιο έρωτα που μόλις ξεκινούσε, παράνομα στην αρχή, με προοπτική γάμου στο τέλος.
Το αφτί του Στράτου δεν ίδρωσε, φυσικά. Έτσι ήταν πάντα, από καταβολής κόσμου. Οι αεροσυνοδοί ονειρεύονται πιλότους. Οι νοσοκόμες ονειρεύονται γιατρούς.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 23
Και οι γραμματείς ονειρεύονται διευθυντές.Δε σφάξανε!Δυστυχώς, όμως, έγινε η μαλακία και η Νατάσα εμφανί
στηκε πάνω σιην πιο ακατάλληλη στιγμή - όπως ακριβώς γίνεται πάντα, όταν η Θεία Δίκη τυγχάνει να έχει τα μάτια της ανοιχτά.
Ευτυχώς, από την άλλη, τώρα ήταν η χρυσή του ευκαιρία για να τα μπαλώσει οριστικά.
Τη χαΐδεψε τρυφερά στο μάγουλο, όπως ακριβώς της άρεσε. «Μη φοβάσαι, αγάπη μου! Αφού εγώ είμαι εδώ, υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσω εγώ το κοριτσάκι μου να πάθει κακό; Άλλωστε, σχεδόν φτάσαμε!» είπε θριαμβευτικά και τέντωσε το αριστερό του χέρι προς κάποιο αόριστο σημείο.
Η Νατάσα άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, να πει ότι το «q>τάσαμε» είχε διαρκέσει περίπου έξι ολόκληρες &>ρες, αλλά την τελευταία στιγμή κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνε ο άντρας της - και δε διαμαρτυρήθηκε τελικά.
Προς τα κάτω, σε αρκετή απόσταση αλλά όχι και τόσο μακριά πια, γυάλιζε η θάλασσα και μια χούφτα άσπρα σπίτια.
Επιτέλους, να ο περίφημος οικισμός με την ελπιδοφόρο ονομασία «Καλοί Αιμένες»!
Στράφηκε προς τον Στράτο. Ή θελε να του πει πως έβρισκε ανεξήγητο το γεγονός ότι τόση ώρα δεν είχε προσέξει τους Καλούς Λιμένες να κείτονται μπροστά στα μάτια της εκεί, πέρα κάτω, κι ότι, σε τελική ανάλυση, είχε την περίεργη αίσθηση πως το χωριό είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στα μάτια τους εντελώς μυστηριωδώς - αλλά όλ’ αυτά εντάσσονταν σε επεισόδιο των X-Files και, βεβαίως, οδηγούσαν στο κρίσιμο συμπέρασμα ότι υπέβοσκε κάποια ψύχωση, οπότε προτίμησε να το βουλώσει. Άλλωστε, τον τσάκωσε να την κοιτάζει με προ
Digitalised By Jah®
24 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σμονή και την ίδια γλυκΰτητα που την κοιτούσε και τότε, πριν δεκαπέντε χρόνια, σ’ εκείνη τη διαδήλωση μπροστά στην Αμερικάνικη Πρεσβεία και ενώ τριγύρω τους έπεφταν πέτρες σαν το χαλάζι, δακρυγόνα, μπάτσοι, χαμός... Εκείνοι είχαν απο- μείνει να κοιτάζονται σαν ηλίθιοι στη μέση εκείνου του χάους, λες κι ήταν μόνοι τους. Εκείνο το βλέμμα την είχε μαγνητίσει τότε - και ακόμα και τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν είχε χάσει τίποτα από τη δύναμή του πάνω της.
Και κάτι μέσα της της έλεγε ότι αυτό το βλέμμα το φύλαγε μόνο γι’ αυτήν - και για καμιά άλλη.
Διαπίστωσε σαστισμένη πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που συ- νέβαινε σε τούτο το παράξενο μέρος, είχε μια σχεδόν υπνωτι- οτική επιρροή μέσα στο μυαλό της. Πάσχιζε να φανταστεί τον Στράτο πάνω σ’ εκείνο το γραφείο να πηδάει μουγκρίζοντας την ξανθιά με τις ποδάρες, εικόνα που συντηρούσε με νύχια και με δόντια μέσα στο κεφάλι της με σκοπό να τον τσιτσιρίζει και να τον χορεύει στο ταψί για όσο ακριβώς εκείνη θα αποφάσιζε ότι του άξιζε, αλλά η εικόνα τώρα άρχισε να φαίνεται πολύ θολή, να αποϋλοποιείται σαν ψηφιδωτό, να χάνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Μα ναι. Επί της ουσίας, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Το γεγονός ήταν τόσο άνευ σημασίας, που ήταν σαν να μην έγινε ποτέ.
Έγειρε προς το πρόσωπο που την κοιτούσε με προσμονή.Και τον άφησε να τη φιλήσει.Το ζεστό, υγρό φιλί ήταν υπέροχο, είχε μια δύναμη, μια έ
νταση που παρέπεμπε σε πρώτη φορά - κι όχι σε παρελθόν βε- ληνεκούς δεκαπενταετίας.
Ή ταν σαν όνειρο που έβγαινε αληθινό - και εκείνη αφέθηκε να το ζήσει. Πόσο παράξενα ήταν όλα! Πραγματικά, η επι
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 25
κείμενη επανασύνδεση μόνο σε ένα τέτοιο παράξενο μέρος και κάτω από τέτοιες αλλόκοτες συνθήκες θα μπορούσε να λάβει χώρα, τελικά...
Ο Στράτος αντιλήφθηκε την αλλαγή. «Συγνώμη», μουρμούρισε, αναστενάζοντας μέσα στο στόμα της, εννοώντας αυτό που τον έκαιγε και δείχνοντας εμπιστοσύνη στη διαίσθηση της Να- τάσας, ότι θα καταλάβαινε αυτομάτως για ποιο πράγμα ακριβώς της ζητούσε να τον συγχωρήσει.
«Κοίτα, αν ο λόγος που το έκανες είναι το γεγονός ότι δε θέλω παιδιά...» άρχισε να του λέει κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Σσσς!» έκανε ο Στράτος. «Ούτε εγώ θέλω παιδιά», δήλωσε με έμφαση. «Εσένα θέλω! Μόνο εσένα». Τα μελιά μάτια του καίγονταν στη φλόγα της ειλικρίνειας.
Αυτή τη φορά την άρπαξε για τα καλά στην αγκαλιά του και κυριολεκτικά ρούφηξε το σιόμα της μέσα στο δικό του.
Αν δε βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο, σε δημόσιο χώρο και κοινή θέα -τέλος πάντων, όσο μπορεί να θεωρηθεί «δημόσιος χώρος» και «κοινή θέα» ένα μέρος το οποίο χαρακτηριζόταν από παντελή απουσία ζωής, αλλά πάλι ποτέ δεν μπορεί να ρισκάρει κανείς παίζοντας με άρθρα του Ποινικού Κώδικα όπως «Πρόκληση Σκανδάλου με Ακόλαστες Πράξεις»-, τότε ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα το είχαν κάνει εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο.
Θαύμα! Για πρώτη φορά μετά από τα γεγονότα, εδο> και ένα μήνα δηλαδή, άρχιζε ξανά να νιώθει την ανάγκη να βρεθεί μέσα στην αγκαλιά του άντρα της, να τον αφήσει να την ξα- ναπλησιάσει, να περάσουν τέλεια, όπως μόνο εκείνοι ήξεραν. Το ορεκτικό που είχε λάβει χώρα μέσα στο αυτοκίνητο προ- οιοίνιζόταν ένα πεντανόστιμο κυρίως πιάτο. Η Νατάσα είχε αρχίσει να νιώθει καλά.
Digitalised By Jah®
Άρχισε να νιώθει καλά με τον Στράτο - αυτή ήταν μια πιο ακριβής περιγραφή. Διότι στρέφοντας το βλέμμα της ξανά προς το χωριό, άρχισε να μη νιώθει καθόλου, μα καθόλου καλά. Γενικώς.
Το χωριό με το ελπιδοφόρο όνομα έμοιαζε... σαν να τους περίμενε.
Κάτι περίεργο έτρεχε.Κάτι.
Η Νατάσα υπήρξε μια ζωή πρακτικός άνθρωπος. Με ένα πτυχίο χημικού στην τσέπη, πίστευε πάντοτε μόνο σε ό,τι μπορούσε να αντιληφθεί με τις αισθήσεις της και ποτέ δεν έδινε σημασία σε αλλόκοτες αισθήσεις και δυσάρεστα προαισθήματα. Κι όμως, τώρα, εδώ...
Αναρωτήθηκε αν κάπως έτσι ένιωθε και ο Στράτος, αλλά δεν τον ρώτησε. Και τότε ξα(ρνικά...
Ξαφνικά το τοπίο τριγύρω άρχισε να αλλάζει χρώμα - από κόκκινο έγινε γκρίζο. Οι στέγες των άσπρων σπιτιών έπαψαν να γυαλίζουν. Το ίδιο και η θάλασσα - έπαψε να λαμπυρίζει και έγινε κι αυτή γκρίζα και σκοτεινή.
Παραξενεμένη, έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο.
Πυκνά μαύρα σύννεφα πλημμύρισαν το ουράνιο στερέωμα, εκεί όπου μέχρι πριν από λίγο βρισκόταν μόνο ήλιος.
Μια από τις γνωστές μπόρες του καλοκαιριού - έτσι;«Θα βρέξει, Στράτο. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούμε;»
μουρμούρισε.Ή θελε πάση θυσία να φύγει από κει οπωσδήποτε - αλλά
δεν τόλμησε να το ξαναπεί, για να μη φανεί υστερική.
26 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
«Μπα, θ’ αργήσει ακόμα», είπε ο Στράτος. «Άλλωστε είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο, δεν πρόκειται να βραχούμε. Έλα, φά- γαμε το γάιδαρο, ας μην αφήσουμε την ουρά! Εκεί θα βρεθεί και κάποιος χριστιανός να μας εξηγήσει τι ακριβ(ός συμβαίνει με την έλλειψη ήχου πάνω σ’ αυτά τα βουνά. Αν μάλιστα βρούμε και κανένα διαθέσιμο δωμάτιο, σε πληροφορώ ότι θα το νοικιάσω! Χρειαζόμαστε λίγη... ανάπαυση!» ολοκλήρωσε παιχνιδιάρικα.
Η Νατάσα χαμογέλασε βεβιασμένα.Το αθόρυβο αυτοκίνητο ξεκίνησε την κάθοδό του προς τη
θάλασσα.Τώρα η γυναίκα άρχισε να ακούει έναν ήχο - ήταν ο ήχος
της καρδιάς της. Οι χτύποι έφταναν στ’ αφτιά της δυνατοί, καθαροί, αλλά ξετρελαμένα γρήγοροι, όπως η καρδιά του εμβρύου λίγο πριν την έκτρωση.
Άλλη μαλακία περιγραφή... μα τι είχε πάθει σήμερα, επιτέλους; Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της! Τέτοιες παρομοιώσεις δε χρησιμοποιούσε ποτέ. Χημικός ήταν, όχι λογοτέχνης!
Καθώς πλησίαζαν προς τους Καλούς Λιμένες, η Νατάσα άρχισε να φοβάται πως βρισκόταν σια πρόθυρα κάποιας κρίσης πανικού. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι και γιατί της συ- νέβαινε - όμως αυτό που όφειλε να κάνει ήταν να διασκεδάσει τον άγνωστο φόβο που την είχε κατακλύσει εντελώς ξα(|>- νικά. Ή ταν τελείως ανεξήγητος και αβάσιμος, να πάρει! Δεκαπέντε μέρες που βρίσκονταν στην Κρήτη είχαν πάει και σε πιο απομονωμένα μέρη από τούτο εδώ, σε πιο κακοτράχαλα, ερημικά και πάει λέγοντας.
Όμως, κανένα από όλα εκείνα τα μέρη που είχαν επισκε- φτεί δεν την είχε κάνει να νιώσει τόσο αλλόκοτα όσο αυτό εδώ.
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 27
Digitalised By Jah®
28 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Οι Καλοί Λιμένες ανέδιδαν μια οσμή... Κακού.Αρνητική ενέργεια. Αφύσικα μαγνητικά ρευστά.Αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε να δώσει
- όμως ήταν συνάμα και τόσο παράλογη, ώστε την έκανε να νΐ(όσει τρισχειρότερα. Αν είναι δυνατόν!
Η φωνή του Στράτου την έβγαλε από τις σκέψεις της, λογικές και παράλογες. «Κοίτα!»
Η Νατάσα κοίταξε εκεί που της έδειχνε ο Στράτος. Φαίνεται ότι σκεφτόταν τα παράλογα πράγματα περί αφύσικων μα- γνητικών ρευστών για πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο q)avra- ζόταν, διότι με έκπληξη διαπίστωσε ότι τελικά -αλλά όχι επιτέλους- είχαν φτάσει.
Απέναντι από την ακτή, σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων, βρισκόταν ένα μικρό νησάκι. Ή ταν κατάφορτο από άσπρες στρογγυλές δεξαμενές. Κατά τα άλλα, καμιά άλλη ένδειξη ζωής - μολονότι η πλάση είχε σχεδόν σκοτεινιάσει λόγω των μαύρων σύννβφων που την είχαν κουκουλώσει, δε φαίνονταν πουθενά ούτε φώτα ούτε καμιά υποψία ανθρώπινης παρουσίας.
Το νησάκι στεκόταν σκοτεινό και σιωπηλό στη μέση μιας ακίνητης γκρίζας θάλασσας.
Ο Στράτος πήρε το κινητό του και εστίασε για να βγάλει το παράξενα γοητευτικό νησάκι μια αναμνηστική φωτογραφία. Προσπάθησε πολύ. Πάτησε το κουμπί μια, δυο, τρεις... στο τέλος το πάτησε με τόση μανία που παραλίγο να το σπάσει.
«Τι;» έκανε η Νατάσα.«Τι διάολο...» μουρμούρισε ο Στράτος. «Δεν ανταποκρίνε-
ται το κουμπί της κάμερας του κινητού. Είναι σαν... νεκρό».Στ’ αφτιά της γυναίκας η λέξη «νεκρό» -η οποία, φυσικά, ση
μαίνει και άλλα πράγματα εκτός από πτώματα, τάφους, κηDigitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 29
δείες και λοιπά δυσάρεστα- έφτασε τόσο δυσοίωνη όσο ακριβώς η πρωτεύουσα και κυριολεκτική της σημασία. Τα μάτια της γούρλωσαν απότομα. «Για δες, έχεις σήμα;» ρώτησε τον Στράτο.
Ο Στράτος δοκίμασε, αλλά κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. «Όχι. Δεν πιάνει ούτε ο αριθμός εκτάκτου ανάγκης, που υποτίθεται ότι πιάνει παντού! Καλά, δε θα γυρίσουμε στην Ιεράπετρα; Θα τηλεφωνήσω στους υπεύθυνους της κινητής τηλεφο>νίας και θα τους ξεχέσω πατόκορφ...»
«Στράτο, πάμε να φύγουμε! Τώρα! Κάτι έχει αυτό το μέρος που δε μ’ αρέσει καθόλου». Η Νατάσα, δίχως να το καταλάβει, τον είχε αρπάξει από τον ώμο και τον τράνταζε.
Μετά το χουνέρι με την ξανθιά Σειρήνα και το τσάκωμα επ’ αυτοφώρω, είχε ορκιστεί στον εαυτό του ότι θα έλεγε στη Νατάσα πάντα και μόνο την αλήθεια. Έτσι λοιπόν τώρα αποφάσισε να της πει την αλήθεια - όσο κι αν ήταν βέβαιος ότι η αλήθεια αυτή δεν επρόκειτο να την καθησυχάσει καθόλου.
«Ίσως έχεις δίκιο. Κι εμένα εδώ και (όρα κάτι άρχισε να μη μ’ αρέσει. Αλλά, διάολε, είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, δεν είμαστε τίποτα ψυχανεμισμένα παιδάκια που ψάχνουν ανύπαρκτα φαντάσματα! Ας μπούμε στο χωριό. Εκεί σίγουρα θα διαπιστώσουμε ότι δεν τρέχει απολύτως τίποτα». Αναστέναξε. «Άλλωστε, όταν είπα στον ξενοδόχο ότι ετοιμαζόμαστε για εκδρομή στους Καλούς Αιμένες, δε μου είπε λέξη για παράξενα και αλλόκοτα πράγματα! Ίσ α ίσα, ενθουσιάστηκε και μου είπε ότι θα περάσουμε μια αξέχαστη εμπειρία που θα τη θυμόμαστε σ’ όλη μας τη ζωή!» ολοκλήρωσε με έμφαση.
Η Νατάσα τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Έτσι σου είπε; Ό τι θα περάσουμε μια αξέχαστη εμπειρία που θα τη θυμόμαστε σ’ όλη μας τη ζωή;» έκανε σχεδόν τραυλίζοντας.
Digitalised By Jah®
Ο Στράτος κούνησε το κεφάλι του με σημασία. «Απ’ ά,τι αντιλαμβάνομαι, ήδη την περνάμε αυτή την αξέχαστη εμπειρία».
Αξέχαστη, μα το Θεό.
Έσφιξε αποφασιστικά το τιμόνι και κατευθύνθηκε προς την καρδιά του χωριού. Ο δρόμος ήταν ένας - δεν υπήρχαν διακλαδώσεις, οπότε μόνο αυτόν μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Τώρα βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τη θάλασσα.
Η Νατάσα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Ξαφνικά το βουνό από το οποίο κατέβηκαν της φάνηκε τεράστιο, απροσπέλαστο, ένας γιγάντιος σκοτεινός όγκος που έμοιαζε να είναι ένα με τον ουρανό.
Σχεδόν απειλητικό.Εν τω μεταξύ τα σύννεφα είχαν πυκνώσει κι άλλο. Στο παρ-
μπρίζ έπεσε η πρώτη σταγόνα βροχής, μεγάλη σαν δεκάρικο, και μετά κι άλλη, κι άλλη...
Ή ταν θέμα χρόνου να γίνει κατακλυσμός.Και τότε, λέει, ο οδηγός να διαπίστωνε συγχυσμένος ότι δε
λειτουργούν οι υαλοκαθαριστήρες! Κι αμέσως μετά, λέει, να έσβηνε και το αυτοκίνητο και να ακινητοποιούνταν οριστικά σ’ αυτό το περίεργο μέρος!
Και τέλος, λέει... Θου Κύριε, τι να γινόταν μετά.Το πιο πιθανό ήταν να γίνει κάτι απ’ αυτά που γίνονται στις
ταινίες τρόμου, αυτές που τρελαινόταν ο Στράτος να βλέπει, ενώ εκείνη τις σιχαινόταν ολόψυχα.
Ευτυχώς, δεν έγινε απολύτως τίποτα. Οι υαλοκαθαριστήρες λειτούργησαν. Το ίδιο και τα φώτα πορείας. Το αυτοκίνητο, δόξα τω Θεώ, δεν έδινε ενδείξεις ότι επρόκειτο να σβήσει.
30 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
Ευτυχώς.Ο Στράτος οδηγούσε αργά, παρατηρώντας τα πάντα γύρω
του. Σε αντίθεση με το νησάκι, που ήταν θεοσκότεινο, εδώ υ- πήρχαν φώτα. Μεγάλες κολόνες της ΔΕΗ είχαν ανάψει τις λάμπες τους σκορπίζοντας γύρω τους ένα σκληρό, ασημένιο φως- το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό για να διαλύσει τις σκιές στις οποίες έμοιαζε να είναι τυλιγμένο αυτό το μέρος, ούτε και να δώσει έστω και μια ψευδαίσθηση ζωής σ’ αυτή την παράξενη ερημιά.
Ωστόσο, κάτι ήταν κι αυτό. ΔΕΗ. Κολόνες. Πολιτισμός...Ένα μεγάλο σκοτεινό κτίριο βρισκόταν στ’ αριστερά τους,
το οποίο έμοιαζε έρημο. Θύμιζε ξενοδοχείο, αλλά όχι ακριβώς. Ο Στράτος έριξε τη δεσμίδα των φώτων του πάνω στη βαριά καγκελόπορτα - ήταν κλειστή, δεμένη με αλυσίδες και κλειδωμένη με ένα τεράστιο λουκέτο. Έσκυψε μπροστά και διάβασε το όνομα κάποιας ανώνυμης εταιρείας γραμμένο στα αγγλικά.
«Μάλλον εδώ θα μένουν οι εργάτες που δουλεύουν σιο απέναντι νησάκι», επισήμανε με κάπως τσιριχτή φωνή. Ξερόβηξε για να ξαναβρεί την κανονική χροιά του - αν και δεν είπε τίποτ’ άλλο.
Η Νατάσα τον κοίταζε μέσα στο μισοσκόταδο. «Και τώρα οι εργάτες πήραν άδεια καλοκαιριού, ε;»
«Μάλλον».«Όλοι;»«Ξέρω γω; Για να είναι κλειδωμένο, πιθανότατα να...»«Σου φαίνεται εσένα ότι είναι μόλις έξι το απόγευμα;» άλ
λαξε θέμα η Νατάσα.Ο Στράτος ξεροκατάπιε. «Για να σου πω την αλήθεια, με τέ
τοιο ξαφνικό σκοτάδι, μου φαίνεται σαν να είναι τρεις το πρωί».
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 31
Digitalised By Jah®
32 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Η Νατάσα άνοιξε το στόμα της για να κάνει και κάποιον άλλο δυσοίωνο υπαινιγμό με μορφή ερωτήσεως, αλλά τότε, επιτέλους, είδαν μπροστά τους τον οικισμό, οπότε προσ(ορινά το ξέχασε.
Το χωριουδάκι δεν ήταν μεγάλο. Απ’ όσο μπορούσαν να δουν, γΰρω τους υπήρχαν καμιά τριανταριά σπίτια, χαμηλά σπιτάκια, τυπικά σπιτάκια για ένα τυπικό ψαροχώρι.
Εκτός, βεβαίως, αν αυτό εδώ δεν ήταν ένα τυπικό ψαροχώρι.
Επιτόπου το ανδρόγυνο κοιτάχτηκε έκπληκτο. Και οι δυο, ο καθένας από την πλευρά του, πιθανολόγησαν ότι είχαν σκε- φτεί το ίδιο ακριβώς πράγμα - αλλά, βεβαίως, κανείς τους δεν τόλμησε να εκφραστεί με λόγια.
Κάποια σπίτια ήταν φωτισμένα. Από τα μισάνοιχτα παράθυρα του αυτοκινήτου εισέβαλε η μυρωδιά ψαριών που τηγανίζονταν. Δεδομένης της απουσίας του βόμβου της μηχανής του αυτοκινήτου, έφτασε στ’ αφτιά τους ο αχνός ήχος κάποιου τραγουδιού. Η Νατάσα αναγνώρισε τα λόγια. Έλα, Παναγία μου! Καλογιάννης!
«...Τραβώντας για το θάνατο/ηέρασα το ηοτάμι/ηέρασα από τα νιάτα μον/και τον πικρό καιρό/τώρα κοιτάζω πίσω μον/ποιος είσαι εσύ που πέρααες/ηολλοίβρήκαν το θάνατο/κανείς τον ποταμό...»
Αυτό οπωσδήποτε δεν ήταν από το είδος των τραγουδιών που θα ακούγονταν μέσα σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι για να διασκεδάζουν και να μερακλώνονται οι θαμώνες την ώρα που περιμένουν να ντερλικώσουν τα ψάρια που τηγανίζονται στα άδυτα της κουζίνας.
«Άλλο και τούτο πάλι!» μούγκρισε ο Στράτος. «Τι τραγούδι είν’ αυτό;»
Η Νατάσα τον κοίταξε θριαμβευτικά. «Ωραία! Πάμε να φύ
Digitalised By Jah®
γουμε τώρα, σε παρακαλώ; Φταίω εγώ να σου πω ότι στ’ αφτιά μου φτάνει σαν προμήνυμα;»
Ο Στράτος προσπάθησε να γελάσει. «Τι λες, ρε γυναίκα; Δηλαδή τι, υπονοείς ότι θα πεθάνει κανείς; Ε, λοιπόν σε πληροφορώ ότι αν είναι να πεθάνει κάποιος, αυτός θα είμαι εγώ, από την υπερκατανάλωση της μαρίδας που τηγανίζεται και μου έχει σπάσει τη μύτη! Ιδού!» είπε και της έδειξε την πηγή του ήχου.
Ένα μικρό μαγαζάκι σκαλωμένο ακριβώς πάνω στην ακρογιαλιά. Τα γράμματα της ταμπέλας ήταν από νέον - υπερβολικά χτυπητά και φωτεινά. Τα γαλάζιο λαμπερό φως τους σκόρπιζε οπωσδήποτε μια ευχάριστη νότα στο κατά τα άλλα περίεργο, όσο και καταθλιπτικό, περιβάλλον, ωστόσο μια τέτοια έκφανση πολιτισμού φάνταζε κάπως... κάπως παράταιρη με το όλο σκηνικό, το δίχως άλλο.
Ταβέρνα «Η Καλή Ελπίδα».Καλοί Λιμένες, Καλή Ελπίδα... Ό λα καλά.Τόση καλοσύνη μαζεμένη άρχισε να καταντάει ύποπτη.Ο Στράτος έσβησε το αυτοκίνητο. Η βροχή είχε εξελιχτεί σε
καταιγίδα, αλλά, ευτυχώς, έκανε τόση ζέστη ώστε, δε θα πείραζε να βραχούν. «Έλα. Πάμε», παρότρυνε τη γυναίκα του.
Την ώρα που ετοιμάζονταν να βγουν από το αυτοκίνητο, τα κλαδιά του δέντρου από πάνω τους φαίνεται ότι δεν άντεξαν το βάρος της βροχής και έχυσαν ένα τσουβάλι νερά στο παρ- μπρίζ, το οποίο θόλωσε ξαφνικά.
Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η ταβέρνα απέναντι (ράνηκε να τρεμοπαίζει σαν αντικατοπτρισμός - ή σαν τοπίο σε όνειρο.
Κάποιο στοιχείο αυτής της παραμορφίομένης εικόνας πυροδότησε την αόριστη ανάμνηση ενός λησμονημένου από καιρό
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 33
Digitalised By Jah®
34 ΘΥΜΑΣΑΙ;
εφιάλτη - και η θέα της ταβέρνας σ’ αυτή τη στρεβλή κατάσταση έκανε τον Στράτο, εντελώς ανεξήγητα, να ανατριχιάσει.
Αν παραδινόταν σ’ αυτή την παρανοϊκή αίσθηση που ένιωσε να τον καταλαμβάνει, θα έχανε και τα τελευταία ίχνη του ανδρισμού του και θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών. Αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε να του συμβεί, δεδομένου του γεγονότος ότι απόψε ήθελε να φανεί χίλια τα εκατό άντρας, απ’ όλες τις απόψεις.
«Άντε, ας βγούμε», άκουσε τη φωνή του να λέει.Η Νατάσα βγήκε απρόθυμα από το αυτοκίνητο, μέσα στη
βροχή.Πιασμένοι χέρι χέρι, βαδίζοντας κάπως επιφυλακτικά αλ
λά όχι και σκυφτοί, ο Στράτος και η Νατάσα προχώρησαν ευθεία κι έστριψαν δεξιά, προς την είσοδο της ταβέρνας, αψηφώντας τη βροχή που έπεφτε κατά ριπάς.
Ωστόσο, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, η ταβέρνα αυτή είχε κάπως... παράξενη ρυμοτομική θέση. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι η είσοδός της θα βρισκόταν μπροστά στη θάλασσα, για ·να έχει και θέα στην όμορφη ακρογιαλιά, το ανδρόγυνο συνάντησε μόνο τοίχο. Προφανώς η είσοδος βρισκόταν ακόμα μια στροφή πιο δεξιά.
Την προσοχή της Νατάσας τράβηξε η θάλασσα, που έστεκε ακίνητη και σιωπηλή μπροστά της σαν βελούδινο χαλί. «Στράτο, πάμε να βάλουμε τα πόδια μας στο νερό!» πρότεινε, δίνοντας τον τόνο και προχωρώντας πρώτη.
Στην ακρογιαλιά, πάνω στη νοτισμένη αμμουδιά, ήταν ξεβρασμένα δυο τρία καϊκάκια, που φάνταζαν σχεδόν ψεύτικα, σαν κομμάτια από πίνακα ζωγραφικής. Η Νατάσα πλησίασε την πρύμνη του ενός και είδε ότι είχε όνομα και στοιχεία νηολόγησης γραμμένα στα αραβικά. «Αλήθεια, πόσο είχες πει ό
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 35
τι απέχουν τα παράλια της Αφρικής από δω;» ρώτησε τον άντρα της.
«Δεν είχα προλάβει να πω», αποκρίθηκε εκείνος. «Γύρω στις οχτώ ώρες. Ίσως αυτά εδώ τα καϊκάκια να...»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το συλλογισμό του - γιατί εκείνη τη στιγμή έβαλαν τα πόδια τους στο νερό της θάλασσας. Και τότε, τους περίμενε μια τεράστια έκπληξη, που εκφράστηκε άμεσα και ακαριαία με μια κραυγή πόνου και απορίας- κι απ’ τους δυο μαζί ταυτόχρονα.
Το νερό της θάλασσας ήταν ζεστό - για την ακρίβεια, όχι απλώς ζεστό.
Έβραζε.«Χριστούλη μου, δεν είναι δυνατόν!» μούγκρισε ο Στράτος.Η Νατάσα έσκουζε σαν πληγωμένο ζώο που το ποδαράκι
του είχε πιαστεί στο παράνομο δόκανο του λαθροκυνηγού. «Κάηκα, Στράτο! Μου (ραίνεται ότι ξεφλούδισαν τα πέλματά μου!»
Ο Στράτος έριξε μια ματιά στις σαγιονάρες και των δυο τους - τα κορδόνια τσιτσίριζαν και σχεδόν είχαν λιώσει, λες κι είχαν πατήσει μέσα σε...
Μέσα σε οξύ.Ένα παράξενο συναίσθημα τον συγκλόνισε απ’ άκρου εις
άκρον, από τις τρίχες της κεφαλής μέχρι τα νύχια των πληγωμένων του ποδιών - για πρώτη φορά ένιωσε να τον ταράζει απεριόριστα η έλλειψη άλλης ανθρώπινης παρουσίας εκτός από τις δικές τους, αλλά δεν τόλμησε να το μοιραστεί με τη Νατάσα, η οποία προφανώς δε σκεφτόταν κάτι ανάλογο, γιατί βίωνε ακόμα έντονα τον πόνο που ένιωσε από την απλή επαφή της με το νερό της παράξενης θάλασσας.
Αν, βεβαίως, αυτό ήταν όντως νερό.Digitalised By Jah®
36 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ο Χριστός κι η Παναγία.Βαθΰ σκοτάδι είχε κυριέψει την πλάση, λες και δεν ήταν α
κόμα μόλις έξι το απόγευμα, λες κι από την ώρα που ξεκίνησαν την κάθοδό τους από το βουνό προς τα εδώ είχαν περάσει εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια ώρες... μια ολόκληρη ζωή...
Αϊ στον κόρακα! Δεν μπορεί, αποκλείεται να μην υπήρχε κά- ποια λογική εξήγηση για όλ’ αυτά! Ο Στράτος όρθωσε το ανάστημά του με αποφασιστικότητα. Τέτοιο πράγμα δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ - και δε θα άρχιζε τώρα να παραδίνεται σε ανόητους φόβους σαν καμιά προληπτική γυναικούλα!
«Μπορείς να περπατήσεις;» ρώτησε τη γυναίκα του.«Ναι... νομίζω», απάντησε η Νατάσα αβέβαια.«Ωραία. Πάμε στην ταβέρνα να ξεπλύνουμε τα πόδια μας
με νερό της βρύσης. Και, βεβαίως, να πάρουμε εξηγήσεις για όλ’ αυτά», μουρμούρισε ο άντρας.
Σύρθηκαν κουτσαίνοντας προς την ταβέρνα. Έστριψαν δεξιά.
Άλλο απίστευτο γεγονός.Ούτε στην τρίτη πλευρά του τετραγώνου υπήρχε πόρτα!Ο Στράτος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μετά βλαστήμησε
ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Πήρε τη Νατάσα από το χέρι και έστριψαν ακόμα μια φορά.
Βρέθηκαν μπροστά στο αυτοκίνητό τους, που τους περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές - ωστόσο, πόρτα ταβέρνας δεν υπήρχε πουθενά.
«Στράτο, βλέπεις ό,τι βλέπω;» ψέλλισε η Νατάσα.«Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Αφού
βλέπουμε συμπαγές κτίσμα, αφού υπάρχει ταμπέλα, αφού τηγανίζονται ψάρια, αφού ακούγονται τραγούδια... Που να πά
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 37
ρει ο διάολος, πάμε άλλον ένα γύρο», είπε, αγνοώντας τη φω- νούλα μέσα του που του έλεγε ότι κάτι τέτοιο ήταν περιττό.
Δυστυχώς, δεν υπήρχε πόρτα στην ταβέρνα.Το όλο σκηνικό άρχισε να γίνεται τόσο εξωπραγματικό, ό
σο και ένα κομμάτι εφιαλτικού ονείρου.Παρ’ όλ’ αυτά ήταν κι οι δυο ξύπνιοι.Και ξάφνου, να... στο δεύτερο γυρο που έκαναν γΰρω από
την ταβέρνα δίχως πόρτα, το μάτι τους πήρε ένα σπιτάκι καμιά τριανταριά μέτρα δίπλα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ή ταν φωτισμένο.
Ο Στράτος χαμογέλασε καθησυχαστικά στη γυναίκα του. «Επιτέλους! Τώρα θα εξηγηθούν όλα!»
Η μουσική έβγαινε προφανώς από κει μέσα, διότι όσο πλησίαζαν την ανοιχτή πόρτα, τόσο δυνάμωνε. Τώρα μάλιστα είχε αλλάξει και το ρεπερτόριο - από Καλογιάννη έπαιζε Μπι- θικώτση:
«...κι όταν ηεθάνω θα με θάψουν και θα λένε/τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός/τάρα πληγώνουν τψ καρδιά μου και την καίνε/κι από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός...»
Προφανώς οι μερακλήδες ακροατές της μουσικής αυτής είχαν μανία με το θάνατο - δεν εξηγείτο αλλιώς το πράγμα.
Η μυρωδιά από ψάρια που τηγανίζονταν γινόταν κι αυτή όλο και πιο έντονη - ποιος ξέρει, ίσως εδώ να ήταν στην πραγματικότητα η ταβέρνα.
Το ζευγάρι έφτασε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Ο Στράτος έβαλε το κεφάλι του μέσα, αλλά δεν είδε κανέναν. «Συγνώμη;»
Καμιά απόκριση από έμβια όντα.«Παρακαλώ;» είπε δυνατότερα.Τίποτα.
Digitalised By Jah®
38 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Είναι κανείς εδώ;» γκάριξε τόσο δυνατά, ώστε όποιος ά- κουγε αυτή την αγριο(ρωνάρα θα αναγκαζόταν να αναζητήσει επειγόντως τον πλησιε'στερο ωριλά - η Νατάσα ξεκουφάθηκε.
Καμιά απόκριση - ωστόσο υπήρξε κάποια αντίδραση.Η μουσική σταμάτησε απότομα να παίζει.Η Νατάσα αναπήδησε ξαίρνιασμένη.Ο Στράτος διάβηκε το κατώφλι της πόρτας. «Είναι κανείς
εδώ;» ξανακάλεσε, σιγότερα αυτή τη q)op0.Το σπίτι ήταν μάλλον έρημο - μολονότι όλα εκεί μέσα έ
δειχναν ότι κάποιος έμενε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς.
Στην κουζίνα κανένας δεν πρόσεχε τα ψάρια που τηγανίζονταν μόνα τους και κόχλαζαν και τσιτσίριζαν μέσα σε ένα τεράστιο, μαύρο από την πολυχρησία τηγάνι.
Η Νατάσα περίμενε στην πόρτα.Ο Στράτος, νικημένος από την περιέργεια -ίσως και από την
πείνα του-, έσπευοε να ελέγξει το περιεχόμενο του τηγανιού.Και τότε...Μέσα στο τηγάνι αντίκρισε ένα τέτοιο Κακό, που όμοιό του
δεν είχε ξαναδεί ποτέ σε όλη του τη ζωή - ένα Κακό που το μυαλό ενός απλοΰ αμαρτωλού σαν κι αυτόν αδυνατούσε να συλ- λάβει.
Η Νατάσα ούρλιαξε υστερικά - όχι, τίποτα δεν είχε συμβεί, κανένας δεν τους είχε επιτεθεί. Απλούστατα, εκείνη μπορούσε να δει τι ύφος είχε πάρει το πρόσωπο του άντρα της την ώρα που έλεγξε το περιεχόμενο του τηγανιού - προφανώς τέτοια έκφραση απόλυτου τρόμου, απορίας και αποτροπιασμού δε θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο κανενός ανθρώπινου πλάσματος, των πρωταγωνιστών σε ταινίες φρίκης συμπεριλαμβανομένων.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 39
Κατάλαβε ότι ο άντρας της είχε αντικρίσει μέσα στο τηγάνι όχι αθώες μαριδοΰλες του Θεοΰ, αλλά κάτι άλλο, τρομερό... απερίγραπτο... ανήκουστο.
Ο Στράτος όρμηξε προς το μέρος της κάνοντας κυριολεκτικά βουτιά. Την άρπαξε και το χέρι του ήταν παγωμένο. «Πάμε να φΰγουμε γρήγορα», είπε ασθμαίνοντας.
«Τι έγινε; Τι έγινε;» φώναξε τρέμοντας η Νατάσα.Ο Στράτος δεν απαντούσε. Έτρεχε ασταμάτητα, σαν τρε
λός, κρατώντας την από το χέρι και σχεδόν σέρνοντάς την.Η απόσταση από την είσοδο του σπιτιού ως το αυτοκίνητο
ήταν μόλις τριάντα, το πολύ σαράντα μέτρα - κι όμως, του Στράτου του φαίνονταν ατέλειωτα. Άσε που άρχισε να έχει παρανοϊκά προαισθήματα ότι το αυτοκίνητο μπορεί να είχε εξαφανιστεί, μπορεί να μην υπήρχε πουθενά, μπορεί να...
Ό χι. Το αυτοκίνητο ήταν στη θέση του. Ωστόσο, όμως, κάτι από τα παρανοϊκά του προαισθήματα είχε βγει αληθινό.
Παρασυρμένος από το ένστικτο, έριξε μια ματιά πίσω του, σε μια συστάδα κέδρων του Αιβάνου.
Είδε μια αγέλη σκύλων να στέκονται και να τους κοιτάζουν σιωπηλοί, με τα κόκκινα μάτια τους να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Το ίδιο ένστικτο τον πληροφόρησε επίσης ότι οι σκύλοι ήταν έτοιμοι να επιτεθούν.
«Γρήγορα, Νατάσα!» βρυχήθηκε ο Στράτος.Περιττή η παρότρυνση.Μόνο ο Θεός ήξερε πώς κατάφεραν να τσουβαλιαστούν μέ
σα στο αυτοκίνητο και να κλείσουν και τις πόρτες - ένα δευτερόλεπτο πριν πέσουν πάνω σιο καπό οι σκύλοι, ουρλιάζοντας σαν δαίμονες και φτύνοντας πάνω στα τζάμια ματωμένα σάλια.
Ματωμένα σάλια; Τι στην ευχή του Χριστού είχαν ψάει αυτά τα ζωντανά κι έφτυναν τέτοιο πράγμα;
Digitalised By Jah®
40 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Παρά τις αντίθετες προβλέψεις του νόμου του Μέρφι -ότι όταν κάτι πάει στραβά, μπορεί να πάει μόνο χειρότερα-, το αυτοκίνητο πήρε μπροστά.
Άσχετο, ωστόσο την ώρα που έτρεχε για να σώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του από το Κακό που τηγανιζόταν ζωντανό και έδειχνε να το απολαμβάνει, ήρθε μέσα στο μυαλό του η σκηνή στο γραφείο, την ώρα που πηδούσε την ξανθιά με τις ποδάρες μουγκρίζοντας σαν ουραγκοτάγκος - και αισθάνθη- κε εντελώς γελοίος. Μαρσάρισε, επιτάχυνε απότομα και το αυτοκίνητο ξεχύθηκε ορμητικά μπροστά.
Η Νατάσα έσκουζε, μισοπαράλυτη από το φόβο.Ο Στράτος μουρμούριζε: «Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα
κακά σκορπάει...» Μια, δυο, τρεις... δέκα φορές, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που η Νατάσα άκουγε τον άντρα της να προσεύχεται - κι αυτό, αντί να την καθησυχάσει, έκανε τον τρόμο της να φτάσει στα όρια του παροξυσμού.
Το αυτοκίνητο έτρεχε σαν τρελό, καταπίνοντας άσφαλτο στο διάβα του, αφήνοντας πίσω το σκηνικό του παραλόγου.
«Τι... τι; Τι ήταν... εκεί;» κλαψούρισε η Νατάσα.Ο Στράτος, κρατώντας σφιχτά το τιμόνι και κοιτάζοντας ο
λόισια μπροστά, γέλασε δυνατά με τόνο θριαμβευτικό, σαν το νικητή στρατηγό στην τελευταία μάχη που έκρινε τον πόλεμο. «Ό,τι κι αν ήταν, τώρα πάει, πέρασε. Δεν υπήρχε. Όνειρο ήταν».
«Το μέρος... είναι... στοιχεκομένο», ψέλλισε η Νατάσα.«Μη... μη λες ανοησίες! Δεν υπάρχουν στοιχειωμένα μέ
ρη...» ξεκίνησε να λέει ο Στράτος, αλλά με τόσο αβέβαιη φωνή ώστε να καθιστά κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι εννοούσε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που έλεγε.
Βέβαια, υπήρχε ακόμα ελπίδα - ήταν εκεί, παρούσα, βοηθός τους. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις και τους φόβους του,
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 41
το αυτοκίνητο είχε πάρει μπροστά, τσουλούσε, τους έπαιρνε μακριά από κει, ένα μέτρο, δύο, δέκα, είκοσι...
Πάνω που ο Στράτος μετρούσε νοερά τα μέτρα που κατάπινε το αυτοκίνητο καθώς έτρεχε -περισσότερο για να έχει να επικεντρωθεί σε κάτι λογικό να σκέφτεται ώστε να μη θυμάται αυτό που είχε δει-, εκείνη ακριβώς τη στιγμή και οι δυο ά- κουσαν ένα ουρλιαχτό που αντιλάλησε πάνω από το βουνό, αλλά ήταν τόσο δυνατό που έμοιαζε να βγαίνει... κατευθείαν από μέσα τους.
Και ήταν αλλόκοτο - κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε να παράγει τέτοιους ήχους.
Με μια πρωτόγονη αντίληψη και σε πρωτοφανή επίπεδα ενόρασης που μόνο ο τρόμος μπορεί να χαρίσει, η Νατάσα δι- αισθάνθηκε ότι εκείνο το φρικιό ουρλιαχτό ήταν... ήταν κάτι σαν κάλεσμα.
Πριν προλάβει να μοιραστεί αυτή τη σκέψη με τον άντρα της, άρχισε να συμβαίνει το χειρότερο, αυτό το είδος χειρότερου που δε θα μπορούσε να λείπει από καμιά ιστορία φρίκης που θέλει να σέβεται τον εαυτό της.
Το αυτοκίνητο άρχισε να τρέμει, να παράγει περίεργους ήχους που υποδήλωναν κάποια αδιόρθωτη βλάβη, παφ, παφ, παφ... Και ξαφνικά σταμάτησε. Έμεινε...
Νεκρό.Η Νατάσα άρχισε να ουρλιάζει ασταμάτητα. Ο Στράτος,
πανικόβλητος, μέσα στο γενικότερο χάος -σκοτάδι στις εξίμι- σι το απόγευμα, βροχή σαν καταρράκτης Νιαγάρας, ταβέρνες δίχως πόρτες, οτοιχειωμένα τηγάνια όπου μέσα τους τηγανιζόταν το Κακό, Νατάσα σε παράκρουση και λοιπές ευχάριστες συνθήκες-, προσπαθούσε να βάλει μπροστά τη μηχανή.
Άνθρακες ο θησαυρός.Digitalised By Jah®
42 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Τα αντανακλαστικά του οδηγού τον έκαναν να ρίξει μια ματιά στο ρεζερβουάρ της βενζίνης.
Έδειχνε άδειο, ενώ κι οι δυο θυμόντουσαν ότι ως πριν από λίγη ώρα ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια.
Στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα του. «Μείναμε από βενζίνη», είπε, και είχε τέτοιο τόνο καταδίκης στη φωνή, ώστε θα μπορούσε να παγώσει το αίμα του οποιουδήποτε ανθρώπου απλά και μόνο στο άκουσμά της, ακόμα κι αν δε συνέβαινε αυτό που συνέβη μετά.
Εκεί όπου έτυχε να σταματήσει το καταραμένο αυτοκίνητο και να τους προδώσει τώρα, πάνω στο χειρότερο, δίπλα τους έστεκε θεόρατο και σκοτεινό το κτίριο της άγνωσιης ανώνυμης εταιρείας. Αυτό του οποίου η πόρτα ήταν κλειδωμένη με λου- κέτο.
Ό ταν το λουκέτο άρχισε να ξεκλειδώνεται μόνο τον και η μαύρη καγκελόπορτα ν ανοίγει σε αργή κίνηση, τότε ο Στράτος και η Νατάσα συναισθάνθηκαν ότι το γεγονός πως το αυτοκίνητό τους σταμάτησε ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο και όχι σε άλλο δεν μπορούσε κατ’ ουδένα τρόπο να χαρακτηριστεί τυχαίο.
Με τα μάτια γουρλωμένα, ανίκανοι να κινηθούν, να ανοίξουν τις πόρτες και να τρέξουν μακριά από εκεί, έστω για να έχουν να λένε ότι έδωσαν τη -χαμένη εκ των προτέρων, βέβαια- μάχη μέχρι τέλους, ο Στράτος και η Νατάσα έμειναν να παρακολουθούν, παραληρώντας από τον έσχατο τρόμο της ζωής τους, μια άγνωστη δύναμη μεγαλύτερη και από τη δύναμη της βαρύτητας να σέρνει το αυτοκίνητό τους προς το εσωτερικό που εκτεινόταν πέραν της καγκελόπορτας.
Προς το κτίριο.Προς το Σκοτάδι.
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 43
Η Νατάσα έβαλε την τελεία και την παύλα στο κείμενό της. Κοίταξε με καμάρι το επίτευγμα και, παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό της, έσκυψε κι έδωσε στην οθόνη του υπολογιστή της ένα ζουμερό φιλί. Αμέσως μετά έβγαλε μια κραυγή ευχαρίστησης - κάλεσμα προς τον άντρα της. «Στράτο!»
Ο Στράτος εμφανίστηκε στην πόρτα πριν ακοΰσει το όνομά του δεύτερη φορά. «Τι έγινε; Τέλειωσε;» ρώτησε όλο προσμονή.
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά γελώντας. «Ποΰρο, γρήγορα!»
Ο άντρας τσακίστηκε να τρέξει. Σε δυο σανάκια επέστρεψε κρατούντας δυο πανάκριβα κουβανέζικα πουρά. Άναψε πρώτα στην κυρία και μετά στον εαυτό του. «Καλοτάξιδο, κουκλί- τσα μου!» ευχήθηκε στη γυναίκα του.
«Θέλει, βέβαια, κάποιες διορθοχτεις, αλλά μου φαίνεται καλό. Υποβλητικό, θα έλεγα! Αφού, να φανταστείς, όταν το έγραφα, σε κάποιες σιιγμές έτρεμα κι εγώ μαζί με τους πρωταγωνιστές!» είπε μονορούφι η Νατάσα.
«Ω Θεέ μου, τι τους έβαλες να πάθουν τους κακομοίρηδες;» ρώτησε τρυφερά ο Στράτος.
«Να, διάβασε και μόνος σου, να μου πεις τη γνώμη σου!» είπε η γυναίκα και σηκώθηκε για να δώσει τη θέση στον άντρα της.
Ο Στράτος κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και άρχισε να διαβάζει το κείμενο που είχε γεννήσει η φαντασία της γυναίκας του.
Η Νατάσα ήταν συγγραφέας. Από τη στιγμή που, εντελώς ξαφνικά, ανακάλυψε κάποιο κανάλι σύνδεσης ανάμεσα στο μυαλό της και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος -έτσι εξηγούσε τη συγγραφική έμπνευση, χωρίς, βεβαίως, να έχει την αλαζονεία να πιστεύει ότι τα έργα της ήταν θεόπνευστα-, είχε χα
Digitalised By Jah®
44 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ρίσει στον κόσμο έξι βιβλία που είχαν γίνει όλα τους μπεστ σέ- λερ, ξεπερνώντας ακόμα και τις ίδιες τις δικές της προσδοκίες.
Αυτή τη φορά δεν ήθελε να γράψει μυθιστόρημα. Είχε στο νου της μια σειρά από μικρές ιστορίες, που όμως, όπως ήλπιζε, θα είχαν τη δύναμη να καθηλώσουν τους αναγνώστες της το ίδιο αποτελεσματικά όσο και τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.
Ο Στράτος, όχι τόσο ως σύζυγος αλλά κυρίως ως φανατικός αναγνώστης των δημιουργημάτων της γυναίκας του, διέτρεξε όλο λαχτάρα τις σελίδες στον υπολογιστή - πιο φρέσκο προϊόν για ανάγνωση δε γινόταν! Ή ταν βέβαιος ότι η γυναίκα του θα είχε φτιάξει πάλι κάτι δυνατό - άλλωστε η Νατάσα δε συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο.
Βέβαια, αυτό για το οποίο ο αναγνώστης-σύζυγος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος ήταν το γεγονός ότι η μικρή νουβέλα θα είχε περιεχόμενο φρίκης. Ο Στράτος κατάπινε τις λέξεις με μάτια που-βαθμιαία γούρλωναν όλο και περισσότερο και στόμα που άνοιγε όλο και πιο πολύ, με κάθε λέξη που προσπερνούσε.
Έμεινε μ’ αυτό το ύφος για ένα ολόκληρο λεπτό μετά το τέλος της ανάγνωσης, κάτω από το επιδοκιμαοτικό, ενθουσιασμένο βλέμμα της γυναίκας του.
«Τι ήταν αυτό;» είπε ξέπνοος. «Μα πώς κατάφερες να με υποβάλεις και να τρομάξο) δίχως να έχει χυθεί ούτε μια σταλιά αίμα;»
Η Νατάσα γέλασε με την καρδιά της. «Ατμοσφαιρικό, ε; Μα αυτό είναι το μυστικό, αγάπη μου! Η ατμόσφαιρα, η υποβολή! Ό χι τόσο αυτό που έγινε, όσο αυτό που υπονοείται ότι έ- γινε!»
«Εσύ, παιδί μου, βάλθηκες να ξεπεράσεις τον Στίβεν Κινγκ!» την παίνεψε ο Στράτος. «Όμως, γιατί έδωσες στους ήρωες τα ονόματά μας;»
Digitalised By Jah®
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 45
Η Νατάσα τον κοίταξε με πειραχτική διάθεση. «Δε σου κρύβω ότι πάντα ονειρευόμουν να ζήσω μια εντελώς στοιχειωμέ- νη εμπειρία!»
«Α, όσο γι’ αυτό, τα κατάφερες περίφημα!» παρατήρησε ο Στράτος. «Ο εκδότης σου όμως ξέρει τι ετοιμάζεις; Τι θα πει;»
«Ό,τι κι αν πει, έχω απάντηση έτοιμη», αποκρίθηκε η Νατάσα. «“Αφήστε το δημιουργό να δράσει ανενόχλητος! Χριστέ μου, δεν έχετε πια σκυλοβαρεθεί τους έρωτες, συνέχεια έρωτες;” Αυτό θα του πω!»
Και όντως, με τόσα ερωτικού περιεχομένου μυθιστορήματα στο ενεργητικό της, η Νατάσα το πίστευε ολόψυχα αυτό - και το υποστήριζε με πάθος.
Ο Στράτος σηκώθηκε και την πήρε στην αγκαλιά του. «Εγώ, από την άλλη, καθόλου δεν έχω βαρεθεί το δικό μας έρωτα. Μήπως όλη αυτή η ιστορία υπονοεί ότι τον έχεις βαρεθεί εσΰ;»
Αντί άλλης απάντησης, η Νατάσα του έδωσε ένα ζεστό, υγρό και ζουμερό φιλί μακράς διαρκείας, που τον άφησε ξέπνοο. «Λοιπόν, τ(όρα τι λες;» τον ρώτησε απαλά.
Ή ταν ντάλα καλοκαίρι και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν διάπλατα ανοιχτά και, βεβαίως, δεν ήταν δυνατόν να κλείσουν γιατί το ζεύγος σιχαινόταν το ερκοντίσιον και δε διέθετε από δαύτο. Ο Στράτος έσπευσε να ανοίξει την τηλεόραση, έτσι ώστε να καλυφθούν οι θόρυβοι αυτού που θα επακολουθούσε.
«Καλοί Λιμένες... Πού πήγες και το σκέφτηκες αυτό πάλι...» μουρμούρισε καθώς την ξάπλωνε στο πάτωμα του σαλονιού.
Την ώρα που άρχισε να επακολουθεί αυτό που ήταν να επακολουθήσει -και ενώ, βεβαίως, το ζεύγος δεν έδινε την παραμικρή σημασία σε ό,τι έβγαινε μέσα από την τηλεόραση διότι ήταν πολύ απασχολημένοι και περί άλλων ετύρβαζαν-, είχε μόλις αρχίσει εκείνη η εκπομπή που ασχολείτο μόνο με πε
Digitalised By Jah®
46 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ρίεργες υποθέσεις που άγγιζαν τη σφαίρα του παραφυσικού. Ο φαλακρός παρουσιαστής δεν έχασε χρόνο - μπήκε αμέσως στο ψαχνό, πριν καλά καλά τελειώσει η μουσική των τίτλων έναρξης.
«Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια πολύ περίεργη υπόθεση. Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο πυκνό μυστήριο που καλύπτει την εξαφάνιση ζεύγους στην περιοχή Καλοί Λιμένες της Κρήτης. Το ακόμα πιο περίεργο στην όλη υπόθεση είναι ότι σήμερα το ζεύγος εντοπίστηκε στην ίδια περιοχή απ’ όπου είχαν χαθεί τα ίχνη τον. Βρέθηκαν και οι δυο νεκροί μέσα στο αυτοκίνητό τους, ενώ ο ιατροδικαστής που διενήργησε νεκροψία και νεκροτομή τόνισε, ιδιαίτερα προβληματισμένος, ότι...»
Μπλα, μπλα, μπλα.Το πιο πιθανό θα ήταν το ζεύγος Σταματοπούλου, ιδιαιτέ
ρως απησχολημένο ως γνωστόν, να μην είχε πάρει μυρωδιά τι είχε συμβεί στους Καλούς Λιμένες σήμερα, ωστόσο εκείνη ακριβώς τη στιγμή η οθόνη της τηλεόρασης γέμισε φως από μια θάλασσα που έλαμπε - κι αυτό τράβηξε την προσοχή της Να- τάσας.
Το οπτικό της πεδίο ήταν κάπως ανάποδα σε σχέση με την οθόνη της τηλεόρασης, ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να διαβάσει, έστω κι έτσι, τα μεγάλα, λευκά, αστραφτερά γράμματα.
«Κ Α Λ Ο ΙΛ ΙΜ Ε Ν Ε Σ - ΣΗΜ ΕΡΑ».
Πετάχτηκε σαν να την είχε τσιμπήσει μύγα.Ο Στράτος πήγε να διαμαρτυρηθεί, η Νατάσα του έκανε
νόημα, κοίταξε κι αυτός... κι αμέσως μετά, πάραυτα, του έπεσε αυτό που υπό κανονικός συνθήκας δε θα του έπεφτε ποτέ.
Καθισμένοι γυμνοί στο πάτωμα, άρχισαν να παρακολουθούν. Σε δέκα λεπτά ακριβώς, κοίταζαν ο ένας τον άλλο με γουρλω- μένα μάτια.
Digitalised By Jah®
«Ή...ήξερες τίποτα για όλ’ αυτά;» τραύλισε πρώτος ο Στρά- ιος.
«Όχι, βέβαια! Αφού δεν έχουμε καν πάει στους Καλούς Λιμένες!» αντιγύρισε ασθμαίνουσα η συγγραφέας, που διαπίστωσε ότι είχε βιώσει την πρώτη παραφυσική εμπειρία της ζωής της. «Διάολε, πάω να το σβήσω. Τώρα αμέσως!»
Έοπευσε τσιτσίδι στον υπολογιστή. Ο φόβος της ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη θλίψη της που θα έστελνε σια απορρίμματα ένα τόσο ατμοσφαιρικό διήγημα, με τόση δράση, τόσα υπονοούμενα...
Επεξεργασία. Επιλογή όλων.Delete.Όμως...Ενώ το είχε μόλις διαγράψει, το κείμενο επανεμφανίστηκε
στην οθόνη από μόνο του.Η Νατάσα απέμεινε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή,
βέβαιη ότι έβλεπε όνειρο. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει.Ξανά.Επεξεργασία. Επιλογή όλων.Delete.Αυτή τη φορά, για να είναι απολύτως σίγουρη, άδειασε και
τον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή.Αυτό που συνέβαινε ήταν απολύτως αδύνατον να είναι δυ
νατόν.Το κείμενο επανεμφανίστηκε στην οθόνη - αυτή τη φορά
κάποια λέξη ήταν μαυρισμένη.Η Νατάσα έσκυψε έντρομη να κοιτάξει.Ή ταν η τελευταία λέξη του κειμένου.«Σκοτάδι».
ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ 47
Digitalised By Jah®
ΕΠ Α Ν Α ΣΥ Ν ΔΕΣΗ
« ...Κ ι ΥΣΤΕΡΑ ξάπλωσε κοντά μον και κοιμψον/εγω θα ηιάσω μια γω- νίτσα στο κρεβάτι/όχι πως έχω το κλειδί τον Παραδείσον/μα σ’ αγαπώ,/κι αυτό, νομίζω, είναι κάτι.../Πάρε με, πάρε με/μέσα σον να κρυφτώ/σαν να μ ψ έζψα/πριν απ’ το βράδυ αυτό...»
Η θεσπέσια φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου έβγαινε μέσα από τα ηχεία του ραδιοφώνου που έστεκε επάνω σε ένα ψηλό ντουλάπι γεμάτο ντοσιέ και πάσης φΰσεως χαρτούρες και σκόρπιζε ακριβό μετάξι μέσα στο χώρο - ιδανική συντροφιά για τα υψηλής ποιότητας βελούδα που πουλούσε το κατάστημα της Πέγκυς Κλουτσινιώτη, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.
Και ενώ ο τροβαδούρος συνέχιζε να εξιστορεί τραγουδώντας το προσωπικό δράμα που του επκρύλαξε ο εμπνευσμένος στιχουργός, στη μουσική υπόκρουση εισήλθαν και άλλοι, πιο φυσικοί ήχοι: ρουθουνίσματα, ήχος από λαιμό που προσπαθούσε να καταπιεί κάποιο ανύπαρκτο σάλιο για να διώξει τον κόμπο που του είχε σταθεί ακριβώς στο κέντρο, κλαυθμυρισμοί και στο τέλος... λυγμοί. Λυγμοί πηγαίοι και θορυβώδεις- εξαίσιοι.
Η Πέγκυ, που ως εκείνη την ώρα είχε χωμένο το κε(ράλι της μέσα σ’ ένα πάκο με χαρτιά -χαρτιά του μαγαζιού, χαρτούρα
Digitalised By Jah®
50 ΘΥΜΑΣΑΙ;
άθλια κι ελεεινή, περιοδική απόδοση ΦΠΑ, μισθοδοσίες, ΙΚΑ, μίκα, σύκα, κέρατα τράγια, τέλος πάντων, ό,τι χρειαζόταν να ελεγχθεί και να υπογράφει πριν το πάρει πίσω η λογίστρια, η οποία με τη σειρά της θα το πήγαινε στις αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούσαν εν τω μεταξύ να πάνε στο διάολο, μήπως κι έτσι σταματούσαν να ρουφάνε το αίμα των μικρομεσαίων επαγγελματιών με το μπουρί της σόμπας-, άκουσε τους κλαυθμυρισμούς και τους λυγμούς, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της από τη χαρτούρα, στερέωσε τα γυαλιά της στην άκρη της μύτης της και πάνω απ’ αυτά κοίταξε τη φίλη της, που καθόταν απέναντι της.
«Ε! Τι!» έκανε, παροτρύνοντας - όχι ρωτώντας.Η κλαίουσα φιλενάδα της, η Ντιάνα, ρούφηξε τη μύτη της
με θόρυβο. «Ε... να, δεν ακούς;» μουρμούρισε μέσα σε αναφιλητά.
Η Πέγκυ τσούλωσε τ’ αφτιά της να ακούσει, μήπως και το ραδιόφωνο είχε ειδήσεις όπου μόλις είχε ανακοινωθεί κάποια απίστευτη θεομηνία με χιλιάδες νεκρούς σε κάποια ξεχασμένη γωνιά του πλανήτη ή κανένας απροσδόκητος θάνατος κάποιου διάσημου όσο και προσφιλούς προσώπου - στ’ αλήθεια, η Ντιάνα έκλαιγε με τόση θέρμη και τέτοιο εσωτερικό πένθος, που μόνο σε θάνατο, και μάλιστα ξαφνικό, θα ταίριαζε.
Ό χι, όχι ειδήσεις. Τραγούδια.«Για το Θεό, χριστιανή μου, πέθανε κανείς;» ρώτησε έκ
πληκτη η Πέγκυ. «Τι ν ακούσω;»«Το άσμα, φυσικά!» είπε επιτιμητικά η Ντιάνα.Τα μάτια της Πέγκυς γούρλωσαν από αποδοκιμασία. Με
μια απότομη κίνηση κοπάνησε τη χαρτούρα πάνω στο γραφείο, έβγαλε τα γυαλιά της και κούνησε το κεφάλι της με κα τανόηση ανακατεμένη με απαύδισμα. «Ιησούς Χριστός, ρε φ
Digitalised By Jah®
ΚΙ 1ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 51
λενάδα!» εισήγαγε ένα καινούριο Θείο στη συζήτηση. «Αν κα- ψουρεύεσαι ακόμα και με τέτοια τραγούδια, τότε η κατάστασή σου είναι πολύ σοβαρή. Ας έπαιζε τουλάχιστον το “Μυστικέ μου Έρωτα”, να το καταλάβω! Μωρή, καψούρα χωρίς μπουζούκια, γίνεται;»
«Γίνεται, όταν ένα τραγούδι έχει στίχους με νόημα!» τόνισε ΐ] Ντιάνα. «Άλλωστε, δε φαντάζεσαι τι μου θυμίζει αυτό το τραγούδι! Σαν σήμερα, πριν από δέκα ακριβ(ός χρόνια, ο Αντρέας είχε...»
«ΙβίΠ!» ξεφώνισε η Πέγκυ με φρίκη. «Μωρή, έλα στα συγκαλά σου! Ακούς τι λες; “Σαν σήμερα, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια”; Καμήλα να ήμουν, αποκλείεται να θυμόμουν τι είχε συμβεί σαν σήμερα πριν από δέκα ακριβώς χρόνια!» είπε μονορούφι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τη φίλη της δια- ιιεραστικά. «Ντιάνα, σοβαρά τώρα. Ως πού θα πάει αυτό;»
Αυτό που η Πέγκυ εννοούσε λέγοντας «αυτό» ήταν η αρρω- (πημένη καψούρα της από το δημοτικό κολλητής της, της Ντιά- νας, με ένα μαλάκα δικηγόρο ονόματι Αντρέα. Πριν από δέκα χρόνια, όντως, η Ντιάνα είχε την απίστευτη ατυχία να πέσει πάνω σ’ αυτόν, από όλο τον αντρικό πληθυσμό της Ελλάδας. Όλος ο υπόλοιπος -γνωστικός- κόσμος έβλεπε στο πρόσωπο του Αντρέα έναν ηλίθιο χοντρό, του οποίου οι κοιλάρες και τα γκιουμπέκια ξεχείλιζαν από τα παντελόνια δίνοντάς του όψη χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ωστόσο εκείνη στο πρόσωπο του Μαλακαντρέα συνάντησε τον έρωτα της ζωής της. Εντάξει, η Ντιάνα ήταν μόλις είκοσι τριών χρόνων τότε, οπότε λογικά θα μπορούσε να αποδώσει κανείς στην τύφλωση του νεαρού της ηλικίας της τον τρελό έρωτά της για το χοντρό μαλάκα με τα γκιουμπέκια και την αρχή φαλάκρας - αυτήν που ο ίδιος αποκαλούσε με καμάρι «κοκοράκι».
Digitalised By Jah®
52 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Σε τελική ανάλυση, όλοι θα έβγαζαν το σκασμό και κανείς δε θα μίλαγε, αν στο πρόσωπο του Αντρέα -του μεσήλικα Αντρέα, διότι τότε ήταν σαράντα χρόνων- δε συνέτρεχε και μια άλλη, εξτρά δυσάρεστη περίσταση - η πιο επιβαρυντική απ’ όλες.
Ο Μαλακαντρέας ήταν και παντρεμένος.Είχαν γνωριστεί στην τράπεζα, όπου η Ντιάνα, νεαρή και
φέρελπις λογίστρια, άρτι αποφοιτήσασα από το πανεπιστήμιο, έκανε την πρακτική της, ενώ εκείνος εργαζόταν εκεί ως δικηγόρος - και μάλιστα από τους πλέον προβεβλημένους. Το αίσθημα ήταν αμοιβαίο και κεραυνοβόλο - αλλά τελικά αίσθημα ήταν μόνο για την Ντιάνα, διότι, απ’ ό,τι αποδείχτηκε,· για εκείνον δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ένα μικρό και ευχάριστο δια- λειμματάκι από τη ρουτίνα του γάμου του με έναν μπουφέ. Φυσικά, όταν γνώρισε τη θεά Ντιάνα, εκείνο το μίσχο των είκοσι τριών χρόνων που ήταν τότε, ο Μαλακαντρέας της πούλησε το γνωστό και μη εξαιρετέο παραμύθι που πουλάνε όλοι οι παντρεμένοι για να βγάλουν γκόμενες: «Είμαι ένας δυστυχισμένος», «θα χωρίσω», «η γυναίκα μου είναι μια στριφνή φώκια που δε με καταλαβαίνει», «σ’ εσένα βρήκα το άλλο μου μισό»- τέλος πάντων, όλο εκείνο το είδος των λεγομένων τα οποία η Πέγκυ, αλλά και άλλες γνωσιικές γυναίκες, που την πάθανε μονάχα μία φορά και δεν επρόκειτο ουδέποτε στη ζωή τους να την ξαναπάθουν, αποκαλούν δίχως δεύτερη σκέψη «πίπες».
Η Ντιάνα, όμως, μικρή καθώς ήταν, άβγαλτη και, προπαντός, ερωτευμένη, τα πίστεψε.
Το όλο ζήτημα, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, αποδείχτηκε φούσκες. Ένα μήνα -για την ακρίβεια, είκοσι εννιά μέρες- κράτησε το όλο νταβαντούρι του δήθεν μεγάλου έρωτα του Μαλακαντρέα για την όμορφη μικρή Ντιάνα. Τα σημάδια ήταν ξεκάθαρα και από νωρίτερα, για να λέμε την α
Digitalised By Jah®
I, IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 53
λήθεια, αλλά η Ντιάνα, ερωτευμένη μέχρι τα μπουνιά, δεν ήθελε -ή δεν μπορούσε- να τα δει - η κολλητή της η Πέγκυ, που τα έβλεπε, έβγαζε το λαιμά της να της το λέει, αλλά η Ντιά- να δεν την άκουγε καν. Μονάχα αναστέναζε, έχοντας κολλημένο στη μοΰρη της ένα χαμόγελο απόλυτης ευδαιμονίας και <7ΐα μάτια της εκείνο το βοοειδές βλέμμα που μόνο οι τρελά κα- ψοΰρηδες, στα όρια της παράκρουσης από την καψουρα, μπορούν να έχουν.
Σημασία τελικά είχε το γεγονός ότι σε είκοσι εννιά ακριβώς μέρες ο Μαλακαντρέας κάλεσε την Ντιάνα στο γραφείο του στην τράπεζα, «να τα πουν ιδιαιτέρως». Συνήθως βρίσκο- νιαν στο ιδιωτικό του δικηγορικό γραφείο, μιας και στην τράπεζα ερχόταν μόνο μία φορά τη βδομάδα. Η Ντιάνα δεν είχε ξαναμπεί ποτέ εκεί μέσα, οπότε θεώρησε αυτή την πρώτη φορά σημαδιακή.
Δυστυχώς, όμως, εκεί, αντί να της ανακοινώσει ότι επιτέλους κατάφερε τη σύζυγο-μπουφέ του να βάλει την υπογραφή της στο συναινετικό διαζύγιο που υποτίθεται ότι θα της ζητούσε, ανακοίνωσε στην Ντιάνα περίλυπος ότι, δυστυχώς, έπρεπε να διακόψουν τη σχέση τους. Ο μπουφές είχε μείνει έγκυος - και, βεβαίως, κανένας δεν είναι τόσο τομάρι ώστε να εγκαταλείψει μια δυστυχισμένη έγκυο στους πέντε δρόμους, έτσι δεν είναι;
Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Μα τι έγκυος, μωρέ; Αφού αυτός της έλεγε ότι είχε να πηδήξει τον μπουφέ δυόμισι χρόνια, από πού κι ως πού είχε μείνει έγκυος κι αυτή η ευλογημένη χριστιανή; Με τον κρίνο;
Εκτός, βεβαίως, αν τη q ^ o p o ^ στο μούσι τόσο καιρό - αυτό του τόνισε η Ντιάνα, και τότε εκείνος δε βρήκε τίποτα απο- λύτως να πει, παρά μονάχα απόμεινε να κοιτάζει τα παπούτσια
Digitalised By Jah®
54 ΘΥΜΑΣΑΙ;
του με ολοένα αυξανόμενη δυσφορία - κλασική αντίδραση όλων των άντρων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης κάθε φορά που έρχονται σε δύσκολη θέση, μηδέ εξαιρουμένων και των δικηγόρων, που, όσο να ναι, υποτίθεται ότι έχουν και μεγαλύτερη ευφράδεια.
Η δυσφορία του Μαλακαντρέα άρχισε να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν η Ντιάνα έβαλε τα κλάματα μέσα στο γραφείο του. Τότε, την παρακάλεσε με θέρμη να σκουπίσει τα μάτια της, να βγει από κει και να γυρίσει στη δουλίτσα της ωραία και καλά, σαν να μην έγινε τίποτα. Ή δη πολλοί ψίθυροι κυκλοφορούσαν απ’ άκρου εις άκρον της τραπέζης γι’ αυτούς τους δυο. Δεν έπρεπε επ’ ουδενί να σκάσει κανένα κανόνι τώρα, ειδικά τώρα, που είχαν τελεκοσει και όλα ανάμεσά τους, διότι αυτό δε θα ήταν σωστό για κανέναν απ’ τους δύο - και κυρίως για την Ντιά- να. Αυτός ήταν άντρας - κανένας δε θα τον σχολίαζε αρνητικά επειδή παρασύρθηκε και υπέκυψε στα θέλγητρα μιας όμορφης μικρής που τον κυνηγούσε και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Τι να κάνει κι αυτός; Άντρας ήταν ο καημένος, παρασύρθηκε!
Εκείνη, όμως, θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών. Σ’ αυτή θα έπεφτε το ανάθεμα, διότι, χωρίς να έχει καμιά δουλειά, πήγε και την έπεσε σε έναν παντρεμένο -σημειωτέον, ο Μαλακαντρέας, σε αντίθεση με άλλα χοντρογούρουνα του ιδίου φυράματος, φορούσε πάντα τη βέρα του, ο ηθικός, τρομάρα του- και τον έβαλε σε πειρασμό. Ιδίως μάλιστα τώρα, που ήταν έγκυος και η γυναίκα του.
Τις γυναίκες που μπαίνουν ανάμεσα σε ζευγάρια και τα χωρίζουν όλοι τις αποκαλούν «τσούλες». Άσε που αυτά τα πράγματα δε συνάδουν με την «ηθική», «δεν είναι του Θεού». Είπαμε να περάσουμε καλά, σαν ενήλικοι άνθρωποι, αλλά όχι και να παραβιάζουμε τους νόμους του Θεού!
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 55
Αυτά της είπε, με διδακτικό τόνο, ο Αντρέας, ενώ η Ντιάνα τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό.
Ο χοντρός, αντιμέτωπος με αυτή την επικίνδυνη σιωπή, τη ουνοδευόμενη από ένα ανοιχτό στόμα και δάκρυα που έτρεχαν από δυο γουρλωμένα μάτια, άρχισε να κάνει ότι σκαλίζει κάτι χαρτιά. Και τότε, έγινε και το κλου εκείνης της κοομοϊστο- ρικής μέρας.
Άνοιξε η πόρτα του γραφείου και μέσα μπήκε μια ωραιότατη κυρία, η οποία έσπευσε, καλημέρισε ευγενικά την Ντιά- να, που εν τω μεταξύ χάρη στη θεία επέμβαση είχε καταφέρει να κλείσει το στόμα της -κ ι εκείνη δεν ήξερε πώς το κατάφερε-, και μετά πήγε κι έδωσε στον εμβρόντητο Αντρέα ένα ζουμερό φιλί στο στόμα.
Ή ταν η γυναίκα του.Πώς; Τι; Αυτή ήταν ο «μπουφές», όπως την ανεβοκατέβα
ζε ο παλιάνθρωπος; Μα αυτή ήταν μια χαρά γυναικούλα του Θεού!
Α, τον αλήτη, α, το χασαρχίδη...Η Ντιάνα είχε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον κάνει ρό
μπα ξεκούμπωτη και να πάρει το αίμα της πίσω μια και καλή -αφού αυτός την έστελνε στην Κόλαση να τσιτσιρίζεται, δε θα ήταν καθόλου άσχημα να τον στείλει και εκείνη ακριβώς εκεί, σε κανένα παραδιπλανό δωμάτιο γεμάτο σκατά, να κάνουν και πα- ρέα—, όμως υπερίσχυσε το σωστό και το δίκιο. Υπερίσχυσε η ηθική, μια έννοια που αυτός ο ξεφτίλας τόσο εύκολα ξεστόμισε, ενώ στην πραγματικότητα ούτε στον ύπνο του δεν ήξερε τι θα πει.
Και η ηθική έλεγε ότι σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να ανοίξει το στόμα της και να τα ξεράσει όλα επιτόπου στη δύ- ιπυχη έγκυο, όσο κι αν αυτό σήμαινε ότι έχανε οριστικά τη χρυσή ευκαιρία να της δώσει να καταλάβει τι κουμάσι είχε την
Digitalised By Jah®
56 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ατυχία να παντρευτεί, και στο τέλος να του σπάσουν το κεφάλι και οι δυο μαζί και να ησυχάσουν. Διότι υπήρχε πάντα η περίπτωση η έγκυος να λάτρευε το μαλάκα ακριβώς όσο και η Ντιάνα, ίσως και περισσότερο - κι αν μάθαινε ότι ο λατρεμένος της αντροΰλης διέπραξε αίσχη που τον γκρέμιζαν από το βάθρο του, τότε αυτό μπορεί να είχε μοιραίες επιπτώσεις, και στην ίδια, αλλά και στο αγέννητο μωρό της.
Ό σα έγιναν από κει και μετά η Ντιάνα τα θυμόταν σαν όνειρο. Θυμόταν ότι χαιρέτησε και έφυγε ψύχραιμα από εκείνο το γραφείο, βαδίζοντας με σιγουριά και απόλυτη αξιοπρέπεια δίχως να τρεκλίζει, καταπίνοντας τα δάκρυά της. Πήρε την τσάντα της και βγήκε από την τράπεζα, κι ας μην είχε λήξει ακόμα το ωράριο εργασίας.
Και όταν πια βγήκε κι απ’ το κτίριο της τράπεζας, τότε άρχισε να τρέχει - και δεν ξαναπάτησε το πόδι της ποτέ εκεί. Να φανταστεί κανείς ότι την παραίτησή της την έστειλε με φαξ!
Από τότε ξεκίνησε το δράμα της, το οποίο, δυστυχώς, έμελλε να κρατάει ήδη δέκα ολόκληρα χρόνια - και είχε ο Θεός.
Να ως πού πήγε «αυτό» - όπως πολύ εύγλωττα είχε ρωτήσει η Πέγκυ.
«Να χαρείς, Πεγκουλίνι, μη με σταυρώνεις κι εσύ», μουρμούρισε η Ντιάνα.
Η Πέγκυ κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. «Ρε φιλενάδα, καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνεις τόσα χρόνια και δεν έχεις κάνει κανένα λάθος πάνω στη δουλειά. Εγώ, έτσι και είχα ένα τέτοιο σαράκι να μου τρώει τα εντόσθια, τι να σου πω, όχι απόδοση ΦΓΙΑ δε θα μπορούσα να συντάξω, ούτε μια απλή απόδειξη δε θα μπορούσα να κόψω! Θα πήγαινα τα χαρτιά της Εφορίας στην Ιερά Μητρόπολη και τα έγγραφα του ΙΚΑ στο υπουργείο Μεταφορών, αν με αντιλαμβάνεσαι!»
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 57
Η Ντιάνα, εκτός από κολλητή της Πέγκυς, ήταν και λογίστρια του καταστήματος με τα υφάσματα που διατηρούσε - εκτός όμως απ’ αυτήν, είχε και άλλους σαράντα πελάτες, τουλάχιστον. Και τώρα, στα τριάντα τρία της χρόνια, είχε καταφέρει με την αξία της και μόνο να φτιάξει ένα άρτιο λογιστικό γραφείο που το λειτουργούσε μονάχη της, με πελατεία σια- θερή, που αυξανόταν διαρκώς. Το λοιπόν, δεδομένου του μαύρου χαλιού, ήταν απορίας άξιον πώς η Ντιάνα τα κατάφερνε τόσο περίφημα σε μια τέτοια λεπτοδουλειά όπως αυτή του λογιστή και δεν είχε κάνει ποτέ της ούτε ένα λάθος - το οποίο ίσως να απέβαινε μοιραίο για τον πελάτη της, κάποια άτυχη επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο.
Η Ντιάνα αναστέναξε από τα φυλλοκάρδια της. «Και λίγα λες... Απ’ την άλλη, όμως, δόξα τω Θεώ που έχω και τη δουλειά. Με βοηθάει να ξεχνιέμαι. Ό ταν έχεις να κάνεις με αριθμούς, ξεχνάς για λίγο τα σεκλέτια σου. Εμένα άλλο με ανησυχεί».
«Ότι;»«Να, πώς πέρασαν δέκα χρόνια... Φαντάζεσαι, λέει, να πε-
ράσουν και άλλα δέκα και πάει λέγοντας, και να έρθει μια μέρα που θα τσακώσουμε τους εαυτούς μας ογδόντα χρόνων, να καθόμαστε έτσι ακριβώς όπως τώρα, σταφιδιασμένες παλιό- γριες πια, με χέρια που τρέμουν, αγνώριστες, και να συζητάμε για τον Αντρέα, “πού να είναι ο Αντρέας”, “τι να κάνει ο Αντρέας”, “πώς θα γίνει ένα θαύμα να επαναουνδεθώ με τον Αντρέα...”;»
Η Πέγκυ έσκασε στα γέλια. «Ναι, μόνο που ο χοντράνθρωπος θα έχει πεθάνει τότε!»
Η Ντιάνα χτύπησε ξύλο. «Μπα, που να φας τη γλο>σσα σου, άκου να έχει πεθάνει ο άνθρωπος!» Κοίταξε τη φίλη της κατάματα. «Ρε Πέγκυ, είμαι για τα πανηγύρια, έτσι;»
Digitalised By Jah®
58 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Η Πέγκυ αναστέναξε. «Τι να σου ικο; Τέτοια καψούρα δεν την έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Αν και τη γνώμΐ] μου την ξέρεις. Πιστεύω ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το συντηρείς, γιατί... γιατί έχεις την πολυτέλεια να το κάνεις. Έχεις τον Γιώργο, τα παιδιά... Για σκέψου και μένα, που έχω να δω χαρά στα σκέλια μου από τον καιρό του Νώε! Η φίλη σου θα μείνει στο ράφι κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι και μου μιλάς ακόμα για τον χοντρό; Έλεος, ρε φιλεναδίτοα...»
Η Ντιάνα ένιωσε ξαφνικά εντελώς ηλίθια - η μόνη ηλίθια μέσα σε μια λαοθάλασσα από γνωστικούς.
Ναι, ηλίθια. Πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί μια γυναίκα η οποία φαινόταν να βάζει σε δεύτερη μοίρα ό,τικατάφερε στη ζωή της, να είναι αυτάρκης και επιτυχημένη στη δουλειά της, να έχει έναν άντρα που τη λατρεύει και δυο υπέροχα παιδιά, κι όμως εκείνη να εξακολουθεί, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά από το χωρισμό, να συλλογίζεται ακόμα ένα μαλάκα εραστή που την είχε εκμεταλλευτεί και μετά εγκαταλείψει μ’ έναν τόσο γελοίο τρόπο;
Κάτι τέτοιες (όρες η Ντιάνα ένιωθε αχάριστη προς το Θεό που της είχε δώσει τα χίλια καλά, μπροστά στα οποία το πάθημά της με τον Αντρέα φάνταζε πολύ ασήμαντο. Παρ’ όλ’ αυτά...
Εκείνη ήξερε ότι θα έδινε και τη ζωή της ακόμα για να τον ξαναδεί. Έστω και για μία και μοναδική, τελευταία (ρορά.
Πραγματικά, ως πού θα πήγαινε αυτή η βαριά βαλίτσα; Ως πότε η Ντιάνα θα ζούσε προσκολλημένη σε ένα φάντασμα; Διότι, όσο κι αν εκείνη, για πολλούς και διάφορους παρανοϊκούς λόγους, επέμενε να συντηρεί την ανάμνησή του τόσο έντονα όσο και τα χρώματα που παίρνει η φύση όταν ανατέλλει ο ήλιος, ο Αντρικός δεν έπαυε να είναι ένα φάντασμα.
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 59
Ως πότε θα στερούσε το χίλια τοις εκατό του εαυτοΰ της από τους ανθρώπους που ζούσαν μαζί της και τη λάτρευαν; Ως πότε θα άκουγε τυχαία τραγούδια στα ραδιόφωνα οπουδήποτε, μέσα σε μαγαζιά, μέσα μαζικής μεταφοράς κι όπου δη αλλού, και θα ξεσπούσε σε λυγμούς;
Ως πότε, γαμοπο;Μερικές φορές σκεφτόταν ότι αυτό εδώ το μαύρο χάλι θα
κρατούσε μια ολόκληρη ζο)ή - και τρόμαζε.Από την άλλη, όμως, άλλες τόσες φορές σκεφτόταν το ίδιο
ακριβώς πράγμα και ένιωθε μια ανεξήγητη ανακούφιση.Η δύναμη της συνήθειας είναι τρομερή - καμιά φορά πο
λύ μεγαλύτερη και από την ανάγκη μας να αλλάξουμε τη ζωή μας.
Η ανάμνηση του Αντρέα ήταν πια μια συνήθεια, όπως και να το κάνουμε.
Τόσα χρόνια είχε αναλύσει το χάλι της τόσο πολύ, που θα μπορούσε ως και διδακτορικό να γράψει πάνω σ’ αυτό. Είχε κα- ταλήξει λοιπόν στο συμπέρασμα πο>ς μέγιστο ρόλο στο ότι δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει τον Αντρέα είχε παίξει το γεγονός ότι ο έρωτας αυτός είχε μείνει ανεκπλήρωτος. Ανεκπλήρωτος με την έννοια ότι ο Αντρέας είχε πει τις μαλακίες του μέσα σ’ εκείνο το γραφείο, μετά το δικό της στόμα είχε μείνει ορθάνοιχτο, κι έτσι είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και δεν του είπε όσα ήθελε να του πει... ε, και μετά είχε ανοίξει η πόρτα και είχε μπει μέσα η γυναίκα του - και τότε η Ντιάνα έφυγε από κει.
Και από τότε δεν τον ξαναείδε - ποτέ.Μέσω της Πέγκυς, η οποία ήταν ιδιαιτέρως καπάτσα και κα
ταφερτζού και έτρεξε και έψαξε και σκάλισε για χάρη της κολ- λητής της, η Ντιάνα πληροφορήθηκε ότι ο εραστής του ονείρου είχε ζητήσει και πήρε μετάθεση για το κεντρικό κατά-
Digitalised By Jah®
60 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σιημα της τράπεζας στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου καταγόταν. Διαγράφτηκε μάλιστα και από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και γράφτηκε στον αντίστοιχο της συμπρωτεύουσας.
Α, το πουλάκι μου, ξεκινούσε μια καινούρια ζωή, καινούρια δουλίτσα, καινούριο σπιτάκι, παιδάκια... Ωραιότατα!
Ο Αντρικός έφυγε σαν να μην είχε τρέξει ποτέ τίποτα - ενώ πίσο) του άφησε συντρίμμια, στάχτες και κουρνιαχτό.
Έφυγε δίχως να ρίξει πίσω του οΰτε μια ματιά, έστω και στα κλεφτά.
Ε, είναι να μην είχε η Ντιάνα απωθημένα μετά απ’ όλ’ αυτά;
Βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες. Ή ξερε ότι, αν ποτέ τον ξανάβλεπε μπροστά της, δεν επρόκειτο να του ανοίξει το κεφάλι, έστω και με καθυστέρηση δέκα χρόνων. Τουναντίον, θα ορ- μοΰσε στην αγκαλιά του και θα έπεφτε ο πήδος του αιώνα, ένα πραγματικά συγκινητικότατο γαμήσι με λουλούδια και μουσικές, όπως ακριβώς το ονειρεύονται όλες οι γυναίκες του κόσμου, σκέτο Χόλιγουντ, πλήρως συνειδητοποιημένο όμως αυτή τη φορά.
Η Ντιάνα δε θα ζητούσε δεσμεύσεις - ο Αντρέας δε θα μπορούσε πια να το παίζει δυστυχισμένος σύζυγος.
Τώρα το λόγο θα είχε η ωριμότητα.Από την άλλη, πιο πιθανό ήταν να βγει ο ήλιος απ’ τη δύ
ση παρά να ψάξει και να βρει τα ίχνη της ο Αντρέας με δική του πρωτοβουλία. Παρά τις περί του αντιθέτου μαλακίες που υποστηρίζουν οι ίδιοι οι άντρες για να μη γίνονται ρόμπες, είναι γνωστόν τοις πάσι ότι όλοι τους ανεξαιρέτως πάσχουν από μια ανίατη νόσο βαριάς μορφής - αυτή που λέγεται «δειλία».
Ως γνωστόν, οι ανίατες νόσοι έχουν πολύ κακή πρόγνωση.Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 61
Άρα, ο Αντρέας δεν επρόκειτο να ξαναγυρΐσει ούτε στον αιώνα τον άπαντα.
Τότε γιατί δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση κι αυτή, γα- μώτο της, για να μη φτάνει στο σημείο να ακούει τραγούδια στο ραδιόφωνο και να ξεσπάει σε λυγμούς σαν καμιά χήρα α- δικοσκοτωμένου; Και να πεις ότι ήταν ολομόναχη στη ζωή, τότε θα είχε κι αυτή τα δίκια της να κάθεται και δέκα και είκοσι και εκατό χρόνια και να κλαίει τον σκεπαρνοσκοτωμένο. Όμως, δεν ήταν! Είχε παντρευτεί κι αυτή, δύο χρόνια μετά την εξαφάνιση του μπεσερέτα εραστή του ονείρου - και μάλιστα καλοπαντρευτεί.
Ο Γιώργος, ο άντρας της, ήταν κούκ\ος, νέος και πλούσιος. Τον γνώρισε εδώ μέσα ακριβώς, σιο μαγαζί της κολλητής της. Ή ταν ένας από τους προμηθευτές της Πέγκυς σε υφάσματα - η οικογένεια του Γιώργου είχε μια εργοοτασιάρα από δω μέχρι αύριο! Κι όχι τίποτα, χατίρι δεν της χάλασε ποτέ της γυναικούλας του, τη λάτρευε, μέσα στα μάτια την κοιτούσε.
Στο διάολο, καταραμένο νιονιό, γαμώτο!Η Ντιάνα κοίταξε τη φίλη της διαπεραστικά. «Ξέρεις, Πέγκυ,
σ’ το έχω ξαναπεί χίλιες φορές, η αστρολόγος μου μου λέει ότι όταν αισθάνομαι έτσι είναι γιατί με σκέφτεται και ο Αντρέας. Τη- λεπαθητικά μηνύματα, παιδί μου!»
«Ρε, άντε ξέχνα το χοντράνθρωπο, ποιος ξέρει πώς θα ’χει γίνει τώρα, πενήντα χρόνων σκατόγερας! Τι μπορεί να σου προσφέρει αυτός ο μπουχέσας που δε σ’ το έχει προσφέρει ο Γιώργος; Ε;»
Η Ντιάνα έκλεισε τα μάτια της και το πρόσο)πό της πήρε μια νοσταλγική έκφραση. «Μωρέ, ας γύριζε, έστω και για μία φορά! Αχ, το εύχομαι με όλη μου την καρδιά! Είναι άραγε ανοιχτός ο ουρανός; Θεούλη μου, κάν’ χο να γίνει! Να ξαναβρεθούμε μια
Digitalised By Jah®
62 ΘΥΜΑΣΑΙ;
φορά ακόμα, το θέλω τόσο πολύ, μια φορά μόνο, κι ας είναι η τελευταία. Και υστέρα τίποτα! Πέγκυ, σ’ το ορκίζομαι».
Η Πέγκυ την κοίταξε με σημασία. «Κοίτα να δεις που σε πιστεύω! Πραγματικά, πιστεύω ότι αν ξαναπηδηχτείς ακόμα μια φορά με τον χοντρό θα τον ξεχάσεις και θα ησυχάσουμε όλοι μας! Ωστόσο, πρόσεχε τι εύχεσαι! Οι παλιοί λένε ότι αυτό που ευχόμαστε μπορεί να βγει», δήλωσε με βαρυσήμαντο ύφος. «Ποπό, φαντάζεσαι να βγει; Φαντάζεσαι να ξαναδείς γυμνό τον ελέφαντα και να τον σιχαθείς και ν’ αρχίσεις να τρέχεις κι εσύ γυμνή στους δρόμους; Μαμά μου, μπρρρρ!» αστειεύτηκε.
Η Ντιάνα έκανε μια ανυπόμονη κίνηση. «Σταμάτα, μωρέ! Με τον πόνο μου παίζεις; Πάντως, όσον αφορά τις ευχές, αυτό που λες βρίσκει απολύτως σύμφωνη και την αστρολόγο μου. Μου είπε δε ότι στον αστρολογικό χάρτη του κάθε ανθρώπου υπάρχει ένα κέρατο που λέγεται Κλήρος της Τύχης και άλλο ένα κέρατο που λέγεται Vertex. Ε, όταν ο Ή λιος διελαύνει πάνω απ’ αυτό το κέρατο το Vertex, τότε...» ξεκίνησε η Ντιά- να να αναλύει αστρολογικές παραμέτρους και άλλα τινά εμπριμέ.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μεσούσης της ανάλυσης, χτύπησε το κινητό της.
Η Ντιάνα το κοίταξε, αλλά δε σταμάτησε να μιλάει, κατά βάθος μην πιστεύοντας ούτε και η ίδια στις αστρολογικές παραμέτρους που ανέλυε - κουβέντα να γίνεται.
Το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει.«Άντε, ντε, δε θα το σηκώσεις;» μούγκρισε η ΓΙέγκυ.«Ο Γιώργος θα είναι», βρυχήθηκε η Ντιάνα. «Οχ και δεν έ
χω όρεξη, έτσι φτιαγμένη που είμαι...»Αντί για τον αριθμό του άντρα της, είδε παραξενεμένη έναν
άλλο, εντελώς άγνωστο.Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 63
Αναστέναξε και η ανάσα της ήταν χριοματισμένη από μια τζούρα δυσφορίας - όταν σκεφτόταν το λατρεμένο της φάντασμα δεν ήθελε να την ενοχλούν, ούτε να την αποσπούν.
«Παρακαλώ!» είπε, με έναν τέτοιο τόνο όμως που παρέπε- μπε σε Χριστοπαναγία.
«Ντιάνα...» Η φωνή ανήκε σε έναν άντρα ο οποίος δε ρωτούσε να βεβαιωθεί για το όνομα αυτής που καλούσε, διότι, προφανώς, ήταν βέβαιος. Γι’ αυτό τώρα σιγοψιθύρισε το όνομά της - ανάγκη, λαχτάρα και κάλεσμα μαζί.
Τα μάτια της Ντιάνας κόντεψαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους.
Ή ταν και αυτή βέβαιη για το σε ποιον ανήκε η φωνή, όσο βέβαιη ήταν και για το γεγονός ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή είχε απέναντι της τη φίλη της την Πέγκυ και όχι τη βασίλισσα της Αγγλίας. Άλλωστε, αυτή τη φωνή θα την αναγνώριζε ακόμα και σε προεκλογική συγκέντρωση, ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες άλλες φωνές που επευφημούσαν όλες μαζί κάποιον ψεύτη.
Το στόμα της άρχισε να ανοίγει, σιγά σιγά, ώσπου στο τέλος έφτασε να θυμίζει είσοδο σπηλαίου.
Η Πέγκυ παρακολουθούσε με αυξανόμενη περιέργεια.«Α...Α...Α...ντρέα!» κατάφερε και ψέλλισε η Ντιάνα.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Πέγκυ, κατάπληκτη προφα
νώς όσο και η φίλη της, έκανε μια σπασμο)δική κίνηση έκ- πληξης - πετάχτηκε όρθια, σπρώχνοντας ακούσια το γραφείο με το σώμα της.
Ένα λαμπατέρ που στεκόταν καμαρωτό πάνω στο γραφείο, ακολουθώντας τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων που συνήθως έπεται ενός τέτοιου τραντάγματος του χώρου που το φιλοξενεί, ταλαντεύτηκε επικίνδυνα. Η Πέγκυ, στην απέλπιδα
Digitalised By Jah®
64 ΘΥΜΑΣΑΙ;
προσπάθεια της να το πιάσει, έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω στο γραφείο.
Το βουνό της χαρτούρας που βρισκόταν στοιβαγμένη πάνω στο γραφείο, εκνευρισμένο από την ξαφνική ανωμαλία, γλίστρησε με χάρη - φρσττ! Τα χαρτιά άρχισαν να πηδάνε από δω κι από κει.
Ε, και τότε έπεσε και το λαμπατέρ και τσακίστηκε στο πάτωμα με θόρυβο - μπαμ, σκρατς!
Τουτέστιν, έγινε χαμός - αλλά πάλι, όπου κι αν ανακατευόταν ο χοντρός εραστής του ονείρου, πάντα χαμός γινότανε.
Μικρό το κακό.«Τι έγινε;» ρώτησε παραξενεμένος ο επανεμφανισθείς από
το πουθενά Αντρέας, με πιο ζωηρή φωνή αυτή τη φορά.Η Ντιάνα προσπάθησε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών
της -με αρκετή επιτυχία- και το βροντοχτΰπημα της καρδιάς της - δίχως επιτυχία. «Τί...τίποτα», ξεστόμισε, ρίχνοντας ταυτόχρονα μια μούντζα στην Πέγκυ, η οποία είχε κάτσει στο πάτωμα και έφραζε το στόμα της και με τα δυο της χέρια για να μην ακουστούν τα τρανταχιά γέλια που συντάραζαν το κορμί της. «Α,,.απλά, ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που σε άκουσα μετά από δέκα χρόνια, ώστε...» άρχισε να λέει.
«Καλά, καλά», τη διέκοψε μαλακά ο Αντρέας - κάπως ανυπόμονα, ή μήπως ήταν ιδέα της; «Λοιπόν, Ντιάνα, άκου. Δεν έχω πολύ χρόνο. Σε τέσσερις ώρες πετάω για Θεσσαλονίκη. Θέλω να σε δω. Αμέσως. Τώρα».
Η Ντιάνα απόμεινε να χάσκει κοιτάζοντας το κινητό της, σαν να μην πίστευε ότι κρατούσε τηλεφωνική συσκευή αλλά χειροβομβίδα, για την οποία την είχαν μόλις ενημερώσει ότι, δυστυχώς, ήταν πολύ αργά, η περόνη είχε ήδη αφαιρεθεί, οπότε, μοιραία, σε λίγο, σε δευτερόλεπτα...
Digitalised By Jah®
ΚΙ ΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 65
Αντέδρασε όπως θα αντιδρούσε αν τον είχε ακούσει τελευταία φορά πριν από δέκα λεπτά - λες και δεν είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια. «Που είσαι;» βρυχήθηκε.
«Ξενοδοχείο “Γαλήνη”», είπε και της έδωσε μια διεύθυνση κάπου στην Πεντέλη. «Κάνε γρήγορα», διέταξε ο αγάς.
«Έρχομαι!» βροντοφώναξε η Ντιάνα.Κλικ.Οι φιλενάδες απόμειναν να κοιτάζονται με μάτια γουρλω-
μένα. Και ξαφνικά η Ντιάνα ξύπνησε από το λήθαργο.Πήρε την τσάντα της και άρχισε να τη σκαλίζει με μανία.«Μα τους Αγίους Αποστόλους!» - σήμερα η Πέγκυ είχε ιδιαί
τερη έφεση στο να ξεστομίζει και να επικαλείται πάσης φύσε- ως Θεία. «Παιδάκι μου, τι έγινε; Από πού κι ως πού Αντρέας;I Ιού έρχεσαι;»
Η Ντιάνα δεν απάντησε - για την ακρίβεια, δεν επρόκειτο να μιλήσει ώσπου να έβρισκε αυτό που τόσο μετά μανίας έ- φαχνε.
Ώσπου το βρήκε - ένα τσαλακωμένο, χιλιοχρησιμοποιη- μένο χαρτί, που ήταν θαύμα πώς δεν είχε σκιστεί από την πο- λυχρησία.
Ή ταν ο αστρολογικός της χάρτης, τον οποίο κουβαλούσε πάντα μαζί της.
«Vertex, Vertex... Ή λιος, Ήλιος...» μονολόγησε.Ιδού! Η Ντιάνα έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού. «Να το!»
φώναξε θριαμβευτικά, σε πλήρη έξαψη. «Είδες που σ’ τα ’λεγα; Τη οτιγμή που ευχήθηκα να ξαναγυρίσει ο Αντρέας, ο Ήλιος μου έκανε σύνοδο ακρίβειας με το Vertex μου, και να την η ευχού- λα! Βγήκε! ΙΙαναγίτσα μου, δεν το πιστεύω! Βγήκε επιτέλους, ΒΓΗΚΕ!»
«Μα τι λες εκεί, βρε χρυσ...» δοκίμασε να πει η Πέγκυ.Digitalised By Jah®
Η Ντιάνα της άρμηξε και άρχισε να τη φιλάει σταυρωτά. «Φιλεναδίτσα, δεν έχω χρόνο! Ο Αντρέας φεύγει σε τέσσερις ώρες! Μανούλα μου, τρέχω! Θα τα πούμε μετά!» είπε κι έκανε να (ρύγει τρέχοντας.
«Στάσου, μωρέ!» ακούστηκε στεντόρεια η αγριοφωνάρα της Πέγκυς. «Πες μου κι εμένα να ξέρω! Αν δε μου πεις τώρα, τι θα κάνω αν τυχόν περάσει από δω ο Γιώργος και σε ψάχνει; Πώς να ξέρω τι θα του πω; Πρέπει να συνεννοηθούμε!»
Αυτό όντο)ς ήταν ένα αφοπλιστικό επιχείρημα - το δίχως άλλο.
Η Ντιάνα κοντοστάθηκε σκεφτική. «Χμμ... Έ χεις δίκιο. Λοιπόν, ο Αντρέας μου ζήτησε να συναντηθούμε, κι αυτό να γίνει γρήγορα, διότι σε τέσσερις ώρες πετάει για Θεσσαλονίκη. Αν λοιπόν περάσει ο Γιώργος από δω, πες του ότι...»
«Και δε μου λες, για να χουμε και καλό ρώτημα», τη διέκοψε η Πέγκυ. «Πού θα συναντηθείς με τον Μαλακαντρέα;»
Η Ντιάνα αντιπαρήλθε δίχως κανένα σχόλιο το παρωνύμι που κόλλησε η Πέγκυ στον λατρεμένο της. «Σ’ ένα ξενοδοχείο στην Πεντέλη. Ό πως αντιλαμβάνεσαι, δεν έχω πολύ χρόνο».
Η Πέγκυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Κατάλαβα! Βουλωμένο γράμμα διαβάζω εγώ, χρυσή μου! Ώστε, εντελώς ξαφνι- κά και απρόσμενα, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, μια μέρα του κάπνισε του κυρ Αντρέα, για να μην πω “του καύλωσε”, σε παίρνει τηλέφωνο σαν να μην τρέχει τίποτα και σου λέει, ή μάλλον σε διατάζει, να πας τρέχοντας να τον συναντήσεις σ’ ένα ξενοδοχείο στου διαόλου τη μάνα;»
Η Ντιάνα έκανε μια αόριστη χειρονομία - σημάδι ότι βιαζόταν τρομερά.
«Τουλάχιστον είχε την ευγένεια να σε ρωτήσει τι κάνεις, πώς είσαι, αν είσαι καλά;» συνέχισε ανελέητη η Πέγκυ.
66 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
Η Ντιάνα χην κοίταξε αφηρημένη. «Ε... όχι», αποκρίθηκε. «Έλα, μωρέ Πέγκυ, σύνελθε και συ! Αφού θα συναντηθούμε σε λίγο, γιατί να χάνει χρόνο να...»
«Ανακεφαλαιώνω!» είπε η Πέγκυ με έμφαση. «Ο μαλάκας που σου κατέστρεψε τη ζωή επανεμφανίζεται μετά από δέκα χρόνια σαν να μην τρέχει τίποτα. Σου τηλεφωνεί και, δίχως καν να σε ρωτήσει τι κάνεις, πώς είσαι, αν είσαι καλά, βγάζει αμέσως σουλτανικό φιρμάνι και σε διατάζει να πας σε ένα ξενοδοχείο, προφανώς για να βγάλετε τα μάτια σας!»
Η Ντιάνα κούνησε το κεφάλι της - ναι.«Και εού, σαν όρθιο βόδι που είσαι, θα πας, παρ’ όλ’ αυτά!»
έκανε αποδοκιμαστικά η Πέγκυ.Η Ντιάνα την κοίταξε ικετευτικά. «Αχ, Πεγκουλίνι, κατά
λαβε' με! Πρέπει να το κάνω, έχω ανάγκη να τον δω και να βγάλω τ’ απωθημένα μου. Και μην ανησυχείς. Μετά τον πήδο, θα ιου ψάλω τον αναβαλλόμενο! Δηλαδή, τι θες, να βλέπεις τη φι- λεναδίτσα σου να υποφέρει μια ολόκληρη ζωή; Γιατί αυτό θα συμβεί, θα υποφέρω ώσπου να πεθάνω αν δεν έχω κλείσει τους ανοιχτούς μου λογαριασμούς!»
Η Πέγκυ την κοίταξε με σημασία.Πραγματικά, η Ντιάνα έλεγε την αλήθεια.Τους ζυγούς λύσατε. «Έχεις δίκιο», παραδόθηκε. «Καλά.
Εξαφανίσου. Αν έρθει από δω ο Γιώργος, θα πω ότι είσαι στο Ι ΕΒΕ. Κοίτα μην κάνεις κανένα λάθος και πεις ότι πήγες στην Εφορία Ανωνύμων Εταιρειών!»
«Κουκλίτσα μου, να σε φιλήσω!»«Κοίτα, κακομοίρα μου, σε τρεις ώρες να είσαι πίσω! Θα κό
κκο μπάστακας πάνω από τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, μήπως και χρειαστείς τίποτα. Αν γίνει το οτιδήποτε, θα με πάρεις αμέσως. Αν μάλιστα θέλεις να ρίξουμε στο μαλάκα χο
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 67
Digitalised By Jah®
68 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ντρό και κανένα βρομόξυλο, τότε είναι που θα έρθω πετώντας!» είπε η Πέγκυ χασκογελώντας.
«Αχ, ευχήσου να πάνε όλα καλά!»«Εσυ να το ευχηθείς!» τόνισε η Πέγκυ. «Από το δικό σου
Βρεκεκέξ, πώς το είπες, διελαυνει ο Ή λιος, όχι από το δικό μου!»
«Vertex, κουκλίτσα μου! Vertex!»Άντε να δοΰμε...
Η Ντιάνα κυριολεκτικά πέταξε μέχρι την Πεντέλη.Ό πως πολΰ ορθά το είχε επισημάνει σε κάποιο βιβλίο του
ο διάσημος συγγραφέας Πάουλο Κοέλιο, όταν επιθυμείς κάτι πάρα πολΰ, ολόκληρο το Σΰμπαν συνωμοτεί για να σε βοηθήσει - στη δική της περίπτωση, πάντως, αυτό ακριβώς συνέβη σήμερα.
Βγήκε τρέχοντας από την οδό Βΰσσης, διέσχισε την οδό Αθη- νάς και μπήκε στην πλατεία Ομονοίας. Εκεί βρήκε αμέσως ταξί, ο ταξιτζής δεν αρνήθηκε τη μίσθωση όταν άκουσε τΟν προορισμό -όπως κάνουν πολλοί αυτοκινητιστές της κακιάς ώρας-, και μάλιστα, επειδή ήταν και νεαρός μαγκάκος, γκάζωοε σαν τρελός. Επιπλέον, οι δρόμοι ήταν άδειοι -χάρη σε θαΰμα-, κίνηση δεν υπήρχε, τα φανάρια τους συμπαραστάθηκαν, ο ταξι- τζής-κασκαντέρ έκοβε από δω, έστριβε από κει, έκανε, έρανε...
Το αποτέλεσμα της συνωμοσίας του Σΰμπαντος υπέρ της ήταν ότι έφτασε στο ξενοδοχείο στην Πεντέλη σε είκοσι πέντε λεπτά ακριβώς. Χρόνος ρεκόρ - που άξιζε να καταγραφεί οτο βιβλίο Γκίνες.
Μην παίρνοντας απολΰτως καμιά προφΰλαξη σ’ εκείνη την ερημιά στο τέρμα του Θεοΰ -ή στου διαόλου τη μάνα, όπως
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 69
προτιμούσε η Πέγκυ-, η Ντιάνα πλήρωσε το ραλίστα ταξιτζή, βγήκε από το ταξί και μπούκαρε ευθύς στο ξενοδοχείο «Γαλήνη», με την καρδιά της να βροντοχτυπάει σαν τις μπουνιές των μποξέρ σε παράνομο αγώνα κατς, το στόμα της στεγνό όσο και ο κόλπος γυναίκας σε εμμηνόπαυση και τα χέρια της να στάζουν ποσότητες ιδρώτα που θα ήταν ικανές να προκαλέ- σουν πλημμύρα.
Με το που πάτησε το πόδι της εκεί μέσα, κατάλαβε ότι το όνομα του ξενοδοχείου ήταν προσχηματικό - ή ίσως απλά χιουμοριστικό. Μόνο γαλήνη δεν επικρατούσε, αντιθέτως, ηδυπαθής μουσική που παρέπεμπε σε πορνό έπαιζε σε ένταση μεγαλύτερη από όσο θα επέτρεπε η γαλήνη των ενοίκων, ενώ ολόκληρος ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος και από άλλους, πιο φυσικούς ήχους: βογκητά, αναστεναγμοί, βαριές ανάσες, καθώς και λόγια απ’ αυτά που ούτε λέγονται ούτε γράφονται - κι όλ’ αυτά, δίχως να είναι καν βράδυ. Ό σο να ’ναι, η νύχτα είναι πιο κατάλληλη χρονική στιγμή για ανάλογες δραστηριότητες.
Προφανώς ο κοσμάκης, για να ξεχνάει τη φτώχεια του, το έριχνε έξω μένοντας -κα ι μπαίνοντας- μέσα, ξεκινώντας το γλέ- ντι ήδη απ’ τις πρωινές ώρες. Ακόμα πιο προφανώς, το ξενοδοχείο «Γαλήνη» -που έπασχε από ηχομόνωση- ήταν γαμη- οτρώνα, στρατόπεδο συγκέντρωσης παράνομων εραστών και ξερό ψωμί. Απλά πράγματα.
Η Ντιάνα ξεροκατάπιε. Συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να είχε έρθει εδώ μέσα μεταμφιεσμένη. Από την άλλη, ευτυχώς που της είχε μείνει ακόμα λίγο νιονιό ώστε να φοράει τουλάχιστον τα τεράστια μαύρα γυαλιά της και να έχει τα μαλλιά της ελεύθερα - συνήθως τα έπιανε σε κότσο.
Εισβάλλοντας σε μια κόκκινη ρεσεψιόν -πραγματικά, όλα εκεί μέσα ήταν κόκκινα, οι τοίχοι, τα χαλιά, το γραφείο του ρε-
Digitalised By Jah®
70 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σεψιονίστα, η καρέκλα του, τα πάντα, προφανούς για να φουντώνει το πάθος των επισκεπτών του ξενοδοχείου και να μην κρατιούνται με τίποτα-, είδε το ρεσεψιονίστα να βρίσκεται σωριασμένος σ’ έναν κόκκινο καναπέ και να διαβάζει ένα πορ- νοπεριοδικό μασώντας ταμπάκο.
Η Ντιάνα είχε ξαφνικά την παραίσθηση ότι είχε μπει μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος και για μια στιγμή νόμισε ότι βρέθηκε από το πουθενά πρωταγωνίστρια σε σουρεαλιστική ταινία αλμοδοβαρικής εμπνεύσεως - ωστόσο, τώρα που είχε μπει στο χορό, ήταν αποφασισμένη να χορέψει μέχρι σκασμού. «Σ...συγνώμη;» ψέλλισε στο ρεσεψιονίστα, ο οποίος μελετούσε με ευαγγελική προσήλωση τα απόκρυφα κάλλη μιας ξανθιάς γκόμενας που τον κοιτούσε πονηρά μέσα από το ιλουστρασιόν χαρτί.
«Παρντόν, μαντάμ, το ξενοδοχείο δε δέχεται μοναχικούς πελάτες», είπε βαριεστημένος ο ρεσεψιονίστας. «Από ζευγάρια και πάνω», ολοκλήρωσε με νόημα.
Η Ντιάνα παραλίγο να σωριαστεί λιπόθυμη στο κόκκινο χαλί, αλλά μετά σκέφτηκε τι μπορεί να είχε πατήσει -ή ακόμα και στάξει- πάνω σ’ αυτό το χαλί και συγκρατήθηκε. «Ξέρετε... χμμ... ήρθα να συναντήσω έναν κύριο. Είναι εδώ, στο δωμάτιο 212. Με... χμμ... με περιμένει».
Το ροδοκόκκινο, σε πλήρη αρμονία με το ντεκόρ, πρόσωπο του ρεσεψιονίστα ζωήρεψε. «Μα ναι, βέβαια! Πήγαινε, κοπέλα μου! Ο μεσιέ σε περιμένει. Μάλιστα, έχει πληρώσει ήδη. Όταν του εξήγησα ότι για βίζιτες έχουμε άλλη χρέωση, δεν έφερε καμιά αντίρρηση ο άνθρωπος! Με πλήρωσε για όλη μέρα. Το φυσάει το παραδάκι. Αμ πώς, αλλιώς;» ξέσπασε σε γέλια.
Τ ι έκανε, λέει; Βίζιτες; Μπουρδελοξενοδοχεία πάνω στα βουνά της Αττικής, μέσα στα οποία είχαν χυθεί ποσότητες
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 71
σπέρματος ικανές να γεμίσουν έναν ολόκληρο Σαρωνικό κόλ- πο, για να μην ποΰμε ένα Αιγαίο πέλαγος; Ω Θεέ μου!
Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η παρανομία - και το παράνομο κοκό κατ’ επέκτασιν.
Που είσαι, Γκοργάκη, να δεις το γυναικάκι σου, να σου πέσουν τα σαγόνια! Καημένε, αθώε κέρατά, που είσαι, να δεις και να μην πιστεύεις!
Αλλά είπαμε: Ό ποιος μπαίνει στο χορό θα χορέψει.Η Ντιάνα πήρε ένα εμφανέστατα ξινισμένο ύφος, αντιπα-
ρήλθε την έντονη ανάγκη της να κάνει ένα σχόλιο προς τον αγενέστατο και προκλητικότατο ρεσεψιονίστα, όπου θα του έλεγε ότι το κουτσομπολιό ήταν ανεπίτρεπτο ελάττωμα για έναν πορνοβοσκό σε μπουρδελοξενοδοχείο, τον παράτησε σύξυλο και πήρε των ομματπόν της για το δωμάτιο 212.
Σε όλο τον κόκκινο διάδρομο, βογκητά και άλλα ακούγονταν πίσω από κλειστές πόρτες.
Την (5ρα που η Ντιάνα στάθηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου 212, κάποιος επιβήτορας έφτανε στην πολυπόθητη κορύφωση και το διατυμπάνιζε όσο πιο δυνατά μπορούσε - τα ουρλιαχτά της γαμετής του αποδείκνυαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι τα είχε καταφέρει περίφημα.
Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει κρίση πανικού. Μα την Παναγία, για ένα δευτερόλεπτο της πέρασε απ’ το μυαλό να κάνει μεταβολή και να (ρύγει τρέχοντας - από την άλλη, όμως, πίσω (χπό εκείνη την κλειστή πόρτα την περίμενε ο προσωπικός της θεός. Πώς να κλείσει τα αφτιά της στο κάλεσμά του; Δεν μπορούσε, όπως ακριβώς δεν μπορούσαν να τα κλείσουν και οι Πρωτόπλαστοι κάθε φορά που τους καλούσε ο Θεός των Θεών.
Digitalised By Jah®
72 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Εξάλλου, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να βγουν αληθινά τα λόγια της Πέγκυς - να έβλεπε τον λατρεμένο της να έχει γίνει ένας άθλιος γερο-μπάκακας, να έμπαινε σε μοιραίες συγκρίσεις με την τορνευτή κορμάρα του άντρα της του Γιωργάκη και, εντέλει, να σιχαινόταν το απαίσιο βουβάλι Αντρέα άπαξ και διά παντός.
Δεδομένων των συναισθημάτων που έτρεφε και συντηρούσε τόσα χρόνια η Ντιάνα για τον ιπποπόταμο, δεν το έβρισκε και τόσο πιθανό αυτό - ωστόσο όφειλε να πάρει τα ρίσκα της.
Και να! Λες και ο λατρεμένος εραστής του ονείρου είχε κά- ποιες τηλεπαθητικές εκλάμψεις, η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει η Ντιάνα να τη χτυπήσει. Και ιδού, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, βρέθηκε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, το όνειρο, το φάντασμα!
Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζονταν με γουρλωμένα μάτια. Σιωπηλοί.
Η Ντιάνα, στα τριάντα τρία της πια χρόνια, βρισκόταν στο απόγειο της ομορφιάς της - πρόσωπο που έλαμπε δίχως ούτε μια ρυτίδα, μαλλιά που άστραφταν, σώμα που είχε αποκτήσει τις θηλυκές καμπύλες και όλα τα λοιπά καλά της μητρότητας, δίχως κανένα από τα κακά της. Ό σο για εκείνον...
Κανένας δε θα μπορούσε να κατηγορήσει την Ντιάνα για τύφλωση ένεκα έρωτος - το σωστό, σωστό.
Ο Αντρέας, στα πενήντα του, είχε αλλάξει αρκετά - και, ποιος θα το πίστευε, προς το καλύτερο. Ή ταν ωραιότερος από ποτέ.
Τα παχάκια που είχε τότε, πριν δέκα χρόνια, τα οποία όλοι οι υπόλοιποι στην τράπεζα τα έβλεπαν και χασκογελούσαν, αλλά εκείνη δεκάρα τσακιστή δεν έδινε, είχαν εξαφανιστεί.
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 73
Ο Αντρέας είχε αδυνατίσει εμφανώς, αλλά όχι τόσο ώστε να θυμίζει σκιάχτρο, με κρέατα να κρέμονται από την αδυναμία, σταφιδιασμένες πέτσες, προγούλια και άλλα τέτοια.
Ποιος ξέρει, ίσως να είχε ακούσει τις παροτρύνσεις της εκείνης της εποχής και να είχε γραφτεί σε κανένα γυμναστήριο.
Κατά τα λοιπά, τα πυκνά μαύρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους - το απόλυτο φετίχ των γυναικών. Το κοκοράκι, παρά τις αντίθετες δυσοίωνες προβλέψεις της Πέγκυς, δεν είχε εξελιχτεί σε φαλάκρα. Τα χρυσαφένια του μάτια γυάλιζαν όπως ακριβώς τα νεανικά.
Και το στόμα του παρέμενε το ίδιο σαρκώδες και αισθησιακό, όπως τότε.
«Ιβί, μάνα μ’!» όπως θα έλεγε και η Μικρασιάτισσα γιαγιά της. Αμάν, Παναγία μου, τι ήταν αυτό το ξαφνικόοοο!
Πού είσαι, Πέγκυ, να δεις έναν γκόμενο να σου πεταχιούν τα μάτια έξω!
Η Ντιάνα δεν κρατιόταν ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μέσα στην πολυαγαπημένη αγκαλιά.
Φυσικά, αυτό που άρχισε να επακολουθεί μόνο ως «σώσε» θα μπορούσε να περιγράφει.
Ο Αντρέας την έριξε σιο πάτωμα και άρχισε να της τραβάει τα ρούχα - ευτυχώς, το Σύμπαν συνωμότησε ώστε να μην της τα σκίσει κιόλας. Και, δίχως να χάσει χρόνο για προκαταρκτικά, της παραμέρισε όπως όπως το βρακί και εισέβαλε θριαμβευτικά, όπως τα στρατεύματα του Γ' Ράιχ όταν εισέβαλαν στην κατάπληκτη Αθήνα - γύρω στα τέλη του ’40 με αρχές του ’41, η Ντιάνα δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς.
Σε τρία λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα ο Αντρέας είχε ολοκληρώσει το κατόρθωμά του - αν διανοείτο να σηκωθεί, να
Digitalised By Jah®
74 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σπεΰσει στον καμπινέ, να πλυθεί και να πασαλειφτεί με οινόπνευμα, ακριβώς όπως το συνήθιζε και στα παλιό καλά χρόνια, τότε η Ντιάνα ήταν αποφασισμένη να του σπάσει το κεφάλι επιτόπου, δίχως να χάσει χρόνο να του μιλήσει για να βγάλει το άχτι της.
Κι όχι πως ήθελε να του πει και πολλά, μόνο το εξής ένα:Ό τι ήταν μαλάκας. Ένας αληθινός άντρας, που έχει αρχί-
δια για πολλούς άλλους σκοπούς εκτός από την αναπαραγωγή, δε φέρεται με τέτοιο τρόπο σε μια γυναίκα που τον λάτρεψε.
Ευτυχώς, όμως, ο Αντρέας, εκτός από εμφάνιση, είχε αλλάξει και συνήθειες. Έτσι, αντί να τσακιστεί στον καμπινέ, έμεινε ξαπλωμένος στο πάτωμα κρατώντας τη (πην αγκαλιά του.
Η Ντιάνα πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε, πάντα ξαπλωμένη. «Πώς με βρήκες;»
Ο Αντρέας χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Ε, καλά! Ό ποιος θέλει βρίσκει! Πόσο μάλλον όταν είναι και δικηγόρος!»
Η Ντιάνα, η οποία δεν είχε τίποτα πια να χάσει, διακινδύνευσε την ερώτηση που, ως γνωστόν, όλοι οι άντρες μισούν περισσότερο κι από την γκρίνια της πεθεράς τους. «Γιατί;»
«Τι γιατί;»«Γιατί έψαξες να με βρεις μετά από τόσα χρόνια;»Ο Αντρέας χασμουρήθηκε. «Δηλαδή δε χάρηκες που το έ
κανα;» απάντησε διά ερωτήσεως.«Πώς, και βέβαια χάρηκα. Απλώς αναρωτιέμαι».Εκείνος ξάπλωσε στο πλευρό του και την κοίταξε διαπερα
στικά. «Κοίτα, Ντιάνα, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Τώρα πια είσαι μεγάλο κορίτσι».
«Και παντρεμένο κορίτσι, με δυο παιδιά», διευκρίνισε εκείνη.
Digitalised By Jah®
I IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 75
Ο Αντρέας προσπέρασε την αποκάλυψη λες και ήταν εντελώς ασήμαντη, που δεν τον αφορούσε καν. «Τώρα που είμαστε μεγάλα παιδιά, μπορούμε να λέμε την αλήθεια μεταξύ μας. Κ, σ’ αυτά τα δέκα χρόνια ήταν η πρώτη φορά που έτυχε να κα- ιέβω μόνος μου στην Αθήνα. Συνήθως έρχεται μαζί και η γυναίκα μου, αλλά αυτή τη φορά κάτι της έτυχε τελευταία στιγμή και δεν μπόρεσε να με συνοδέψει. Το λοιπόν, προχτές το βράδυ που ήμουν με κάτι φίλους σ’ ένα μπαρ και τα πίναμε, σε σκέφτηκα. Χτες αναζήτησα τα ίχνη σου και σήμερα σε πήρα τηλέφωνο. Αυτά».
Η Ντιάνα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, αλλά προτίμησε να συγκροτηθεί για λίγο ακόμα. Δόξα τω Θεώ, της έμενε... κοίταξε το ρολόι της... της έμεναν άλλες δύο ώρες - ικανότατο χρονικό διάστημα για να του σπάσει το κεφάλι λίγο αργότερα. «Πόσες μέρες είσαι εδώ;» ρώτησε ψύχραιμα.
«Δέκα συνολικά».«Αλήθεια, όλα αυτά τα χρόνια με σκεφτόσουν καθόλου;»«Πώς, αμέ!» έκανε ο εραστής του ονείρου. «Σε έβλεπα στον
ύπνο μου πού και πού - και το πρ(οί που ξυπνούσα, μη σου πω πώς ήταν τα σεντόνια!» χασκογέλασε με το άνοστο αστείο του.
«Κι αυτή τη φορά γιατί μου τηλεφώνησες;»Ο Αντρέας άρχισε να χάνει την υπομονή του. «Μα σου ε
ξήγησα. Α(ρού δεν ήταν μαζί η γυναίκα μου, σκέφτηκα και εί- ιια: Γιατί να μην το πάρω ένα τηλέφωνο το κοριτσάκι μου, να βρεθούμε, να περάσουμε καλά; Γιατί το σκαλίζεις τόσο πολύ;»
Η Ντιάνα ξεφύσηξε. «Και πώς ήσουν τόσο βέβαιος ότι θα ερχόμουν;»
Ο Αντρέας την κοίταξε αυτάρεσκα. «Ε! Καλά τώρα! Είναι δυνατόν να μην ερχόσουν; Ή μουν βέβαιος πως θα ερχόσουν οπωσδήποτε, κοριτσάκι μου, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!
Digitalised By Jah®
76 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Άλλωστε, περνούσαμε καλά εμείς οι δυο - ή μήπως κάνω λάθος;»
Να το το εγκεφαλικό! Καμιά φορά, όσο κι αν προσπαθείς να συγκροτηθείς για να το αποφύγεις, όσο κι αν πασχίζεις να κρατήσεις την πίεσή σου σε ανεκτά για τον οργανισμό επίπεδα, δεν μπορείς, ρε πούστη μου!
Τζάμπα τα όνειρα, τζάμπα οι ελπίδες... Ό σο κι αν η Ντιά- να συντηρούσε μέσα της την ανάμνηση του εραστή του ονείρου πολύτιμη, ατόφια και άφθαρτη, όσο κι αν τον φανταζόταν όχι όπως ήταν, αλλά όπως εκείνη θα τον ήθελε να είναι, ήρθε η πικρή πραγματικότητα - και συνάμα η πλήρης απομυθοποίηση.
Προφανώς, ο πολύτιμος Αντρέας συνέχιζε, παρά τα πενήντα του χρόνια, να σκέφτεται με το κάτω κεφάλι. Ή ταν κι αυτός ένας γελοίος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.
Σε αντίθεση με τον άντρα της, τον Γιώργο, που ήταν άντρας με το Α κεφαλαίο. Μπεσαλής, έντιμος, ξηγημένος...
Από την άλλη, όμως, ήταν η πρώτη φορά που και ο Μαλα- καντρέας -στην υγειά σου, Πέγκυ- ξηγιόταν ξεκάθαρα και της έλεγε την αλήθεια. Ό χι όπως τότε, που της έλεγε παραμύθια της Χαλιμάς περί δυστυχισμένου έγγαμου βίου-εφιάλτη μ’ έναν μπουφέ, πουλώντας της ψεύτικες αγάπες και ψεύτικα λουλούδια.
Την αλήθεια: «Κουκλάρα μου, γουστάρω να βγάλουμε τα μάτια μας. Είσαι;»
Ξηγημένα πράγματα.Παραδόξως, της έφυγε όλη η επιθυμία να του σπάσει το
κεφάλι. Αντιθέτως, όλο το μένος και το απωθημένο εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και τη θέση του πήρε ένα εντελώς ακατανόητο συναίσθημα που έμοιαζε με ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη που εμφανίστηκε μυστηριωδώς, αλλά ήταν καλοδεχούμενη.
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 77
Ευγνωμοσύνη, διότι τώρα ήταν πια ελεύθερη.Ελεύθερη απ’ αυτόν.Δε θα επέστρεφε στο σπίτι; Θα έβαζε κάτω τον αντρούλη της
τον Γιωργάκη και θα τον έκανε να πει το Μπιρ Αλλάχ! Και αυτή τη φορά δίχως να χρειάζεται να φέρει τον Αντρέα στο μυαλό της, ούτε να σβήσει τα φώτα για να μπορεί να τον φαντα- σιώνεται με την ησυχία της.
Ωστόσο, ήταν αρκετά ειλικρινής για να παραδεχτεί ότι η χημεία ανάμεσα σ’ αυτή και τον Αντρέα ήταν κόλαση - οπότε, θα μπορούσε για μια φορά στη ζωή της να σκεφτεί κι αυτή σαν άντρας, με τον εαυτουλίστικο, γελοίο τρόπο των α- ντρών.
Θα έριχνε ακόμα έναν πήδο τώρα, επιτόπου, με τον Αντρικό, που τον είχε εδώ διαθέσιμο και τον γούσταρε κιόλας με τρέλα, και μετά θα σηκωνόταν, θα έφευγε, θα γύριζε στον αντρούλη της και θα συνέχιζε τη ζωή της, ελεύθερη κι ωραία. Ένας πήδος ακόμα - και μετά ποσώς θα την ενοχλούσε να μην ξαναέβλεπε τον Μαλακαντρέα ποτέ στη ζωή της.
Ο Αντρέας φαίνεται ότι αντιλήφθηκε πάνω της τη μυρωδιά της όρεξης για κοκό. Ποιος ξέρει, ίσως να είχε κιόλας μετα- νιώσει που της τα είχε πει έτσι χύμα και τσουβαλάτα με κίνδυνο να τα κάνει σκατά. Τέλος πάντων, ό,τι κι αν είχε γίνει, είχε αυτός τον τρόπο του να ισιάξει τα στραβά όπως μόνο εκείνος ήξερε - ή νόμιζε ότι ήξερε: ξάπλωσε πάνω της κι αυτή τη φορά ήταν πολύ τρυφερός και καθόλου βιαστικός.
Και από προκαταρκτικά, υπήρξαν ευάριθμα - με ιδιαίτερη έμφαση σ’ εκείνο το συγκεκριμένο που ξετρελαίνει τις γυναίκες. Ο σκατάς ανέκαθεν ήξερε πώς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του - το καλό να λέγεται.
Τέλος πάντων, μ’ αυτά και μ’ αυτά, ήρθε το νυν και το αείDigitalised By Jah®
78 ΘΥΜΑΣΑΙ;
και ο μεσήλικας εραστής του ονείρου εισέβαλε για δεύτερη φορά στις ορθάνοιχτες πύλες της Καρχηδόνας.
Η Ντιάνα, παρά το πάθος, είχε ήδη σκεφτείτι θα έκανε για να εκδικηθεί. Πάνω στο καλύτερο, θα αποκαλούσε τον Αντρικό με το όνομα του άντρα της, δυνατά, στεντόρεια, ολοκάθαρα. Θα τον φοίναζε «Γιώργο!». Αυτή θα ήταν μια καλότατη εκδίκηση, το δίχως άλλο. Όσο κι αν οι άντρες είναι παχύδερμα, έχουν κι αυτοί το αδύνατο σημείο τους: δεν τους αρέσει κατ’ ουδένα τρόπο να τους συγκρίνουν με άλλους, πολλώ δε μάλλον να τους αποκαλούν και με τα ονόματα άλλων, ειδικά την ώρα που αυτοί καταβάλλουν τόσο κόπο σπρώχνοντας.
Δεν πρόλαβε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της - και κατά μία έννοια ευτυχώς που δεν πρόλαβε, διότι μετά θα είχε τύψεις για όλη της τη ζωή, ότι εκείνη ήταν η υπαίτια που συνέβη αυτό που συνέβη το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.
Κι αυτό που συνέβη ήταν ότι ο εραστής του ονείρου, πάνω στο καλύτερο, έβγαλε ένα αγκομαχητό, μετά έναν αναστεναγμό, μετά έναν ήχο σαν σφύριγμα...
Και έμεινε ακίνητος.Στην αρχή η Ντιάνα δεν κατάλαβε - ωστόσο σε κάνα δυο
τρία δευτερόλεπτα τον σκούντησε. Έτσι όπως είχε ξεραθεί πάνω της μ’ όλο του το βάρος, είχε αρχίσει να της κόβεται η ανάσα. «Αντρέα;»
Τίποτα.«Αντρέα;» Πιο δυνατό σκούντημα αυτή τη φορά.Μπα!Έβαλε όλη της τη δύναμη και τον παραμέρισε από πάνω
της.Ο Αντρικός σωριάστηκε δίπλα της σαν σακί, με τα μάτια ορ
θάνοιχτα και το στόμα μισάνοιχτο σε μια υποψία χαμόγελου.Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 79
Έλα, Παναγία μου! Η Ντιάνα άρχισε να φοβάται.«Αντρέα!» άρχισε να τον τραντάζει μ’ όλη της τη δύναμη.Δεν είναι δυνατόν! Μωρέ, μπας και...Κοντεύοντας να κατουρηθεί από το φόβο της, σαν την τρε
λή κυριολεκτικός, έψαξε να του βρει σφυγμό. Νέκρα. Έπεσε και πάνω στην καρδιά του.
Πιο νέκρα δε γινόταν.Αποκλείεται! Αυτό ήταν εφιάλτης. Δεν μπορούσε να συμ
βαίνει στην πραγματικότητα!Η Ντιάνα, σε κατάσταση παράκρουσης, άρχισε να χορο
πηδάει πάνω κάτω στο πάτωμα με μάτια γουρλωμένα και κρα- τώνιας το στόμα της και με τα δυο της χέρια - για να μην της ξεφύγει καμιά υστερική κραυγή και ταράξει οριστικά τη νιρβάνα των ενοίκων της γαμηοτρώνας με τρόπο άκρως ανεπιθύμητο.
Γρήγορα, γρήγορα! Έπρεπε να σκεφτεί!Προφανοίς ο Αντρικός είχε πάθει έμφραγμα, ανακοπή, τέ
λος πάντων, ό,τι σκατά παθαίνουν όλοι όσοι αναζητούν παράνομα κοκά στην ηλικία των πενήντα, την κρίσιμη ηλικία, που να πάρει ο διάολος, και τώρα ήταν πεθαμένος όσο και οι ελπίδες του φτωχού να ξυπνήσει μαχαραγιάς.
Παναγίτσα και Χριστέ, τι γινόταν τώρα;Χαμός. Αυτό θα γινόταν. Ο ροδομάγουλος ρεσεψιονίστας
θα ειδοποιούσε την αστυνομία και τα κανάλια, θα πλακώνανε όλοι μαζί, μπάτσοι, δημοσιογράφοι, ασθενοφόρα, κάμερες, περίεργοι, χαμός, και θα γινόταν εκεί μέσα το ελάτε να δείτε.
Και αν η Ντιάνα κατάφερνε να βγει αλώβητη από το νομικό σκέλος της υπόθεσης, πείθοντας τους μπάτσους και τους εισαγγελείς ότι ο μακαρίτης είχε πάθει έμφραγμα την ώρα που έσπρωχνε -γνωστή ιστορία που είχε συμβεί πολλάκις κατά και-
Digitalised By Jah®
80 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ρους- και αν κατόφερνε, αν κι αυτό ήταν μάλλον αδύνατον, να διασπάοει τον πολιορκητικό κλοιό των δημοσιογράφων και γλίτωνε το πανελλήνιο ρεζιλίκι, ήταν σαφέστατα φύσει αδύνατον να ξέφευγε από τη δίκαιη οργή του Γκοργου.
Του άντρα της.Πολλές φορές της το είχε πει, μεταξύ σοβαρού και αστείου:
αν ποτέ την τσάκωνε να τον απατάει, θα τη σακάτευε στο ξύλο και θα την έστελνε στο νοσοκομείο για τουλάχιστον δύο με τρεις μήνες - τόσο ακριβώς όσο χρειαζόταν για να μείνει ξαπλωμένη, φασκιωμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια με γύψους και ράμματα, να συλλογίζεται το βαρύτατο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε.
Καταραμένο Vertex! Καταραμένες ευχές, τι διάολο σας ήρθε να βγείτε κι εσείς!
Αμ, καλά της είχε πει η Πέγκυ: «Πρόσεχε τι εύχεσαι, μπορεί να βγει!» Και αυτή η ηλίθια, η μαλακισμένη, τι πήγε και ευχήθηκε; Να πηδηχτεί για μία ακόμα φορά με τον Αντρέα - κι ας ήταν η τελευταία!
Να πάρει και να σηκώσει, να που όντως ήταν η τελευταία.Η Πέγκυ... Η Πέγκυ!Ναι. Μόνο σ’ αυτή θα μπορούσε να εξιστορήσει το προ
σωπικό της δράμα - όπως ακριβούς έκαναν πάντα μεταξύ τους, από τότε που ήταν ακόμα και οι δυο τους έξι χρόνων.
Αν ΐ] Πέγκυ δεν έβρισκε μια λύση σε όλο αυτό το σκηνικό του παραλόγου, τότε το πιο πιθανό ήταν η Ντιάνα να άνοιγε την μπαλκονόπορτα και να φούνταρε στην παρακείμενη χαράδρα - όλ’ αυτά, βεβαίως, αν και η δική της καρδιά κατάφερνε να α- ντέξει σ’ όλες αυτές τις συγκινήσεις και την ένταση του θανατά. Γιατί η Ντιάνα το ένιωθε - κόντευε να πάθει έμφραγμα και η ίδια. Και πολύ είχε αργήσει να το πάθει, μάλιστα.
Digitalised By Jah®
Με χέρια που έτρεμαν ανεξέλεγκτα, σκέπασε το πτώμα με ένα σεντόνι για να μη βλέπει τα ανοιχτά μάτια και το νεκρικό χαμόγελο. Μετά, πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό της Πέγκυς.
Εκείνη, πιστή στην υπόσχεση που είχε δώσει ότι θα καθόταν μπάστακας πάνω από τα τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, απάντησε ήδη στο πρώτο χτύπημα. «Λέγε».
«Πεγκουλίνι μου, σώσε με!» ψιθύρισε η Ντιάνα με λυγμούς.«Τι είναι, παιδί μου; Τι έγινε, κορίτσι μου;» ξεφώνησε η
Πέγκυ.«Ο Αντρέας...» μούγκρισε η Ντιάνα. «Ξεράθηκε».«Τι είν’ αυτά που λες εκεί, μωρή;», βρυχήθηκε η καπετάν
Μπουμπουλίνα, η Πέγκυ η καραμπουζουκλού. «Τι εννοείς “ξεράθηκε”;»
«Δεν ξέρω!» ούρλιαξε ψιθυριστά η Ντιάνα. «Εκεί που το κάναμε, έμεινε ξαφνικά κόκαλο! Έπαθε έμφραγμα, ξέρω γω τι σκατά έπαθε;»
Σκοπή από την άλλη πλευρά της γραμμής - η Ντιάνα ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα άκουγε και ένα γδούπο το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, σημάδι ότι και η Πέγκυ είχε πάθει έμφραγμα και ξεράθηκε κι αυτή, και μετά, βεβαίως, θα γινόταν ό,τι δεν έ- γινε ποτέ.
Όμως τότε, πάνω που η Ντιάνα ήταν έτοιμη να αρχίσει να ουρλιάζει κι ας πήγαινε στο διάολο η νιρβάνα των λοιπών παράνομων εραστών και του ρεσεψιονίστα και του κόσμου ολόκληρου, η Πέγκυ μίλησε σε κάποιον που βρισκόταν στο μαγαζί της. «Σας παρακαλώ, μπορείτε να φύγετε αυτή τη στιγμή; Το μαγαζί κλείνει αμέσως! Φύγετε, λέμε!» Σιωπή.
«Είσαι τρελή;» έκανε η Ντιάνα. «Ποιον έδιωξες;»«Δυο άσχετες κλωκλώδες, πελάτισσες που ούτως ή άλλως
ΚΙ ΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 81
Digitalised By Jah®
82 ΘΥΜΑΣΑΙ;
είχαν αρχίσει να μου τα πρήζουν. Μισό λεπτό, να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνη». Άφησε το τηλέφωνο και σε λίγο ακοΰστηκε ο ήχος ενός κλειδιού που γύριζε σε κάποια κλειδαριά.
Η Πέγκυ επέστρεψε. «Αέγε, μωρή! Ζει;»«Όχι, γαμώτο! Ξεράθηκε, σου λέω! ΙΊεγκουλίνι, σώσε με,
μόνο εσΰ μπορείς να με βοηθήσεις, τι θα κάνω, Θεέ μου, ω Θεέ μου, τι θα κάνω!» Και δώσ’ του να χτυπιέται και να ολοφύρεται η Ντιάνα στην άλλη πλευρά της γραμμής - κι όλ’ αυτά, βεβαίως, ψιθυριστά πάντα.
«Σκάσε, γαμώτο, να σκεφτώ!» γκάριξε η Πέγκυ. «Αοιπόν, μην κουνηθείς καθόλου. Μείνε εκεί που είσαι. Έρχομάι!»
«Τι; Και θα μείνω εγώ τόση ώρα μόνη μου μ’ ένα πτώμα; Τρελάθηκες, μου φαίνεται!» άρχισε να διαμαρτύρεται η Ντιά- να.
«Α, ναι; Δε θέλεις να μείνεις μόνη σου με ένα πτώμα; Ε, τότε βγες τσιτσίδι στο διάδρομο και άρχισε να φωνάζεις προς πάσα κατεύθυνση τι έγινε. Αν δε γίνεις κι εσύ πτώμα όταν τα χαμπέρια φτάσουν σ ι’ αφτιά του Γιώργου, τότε να μου τρυπή- σεις τη μύτη!» είπε η Πέγκυ μονορούφι.
«Καλά λες», υποτάχτηκε η Ντιάνα. «Λοιπόν, η διεύθυνση είναι...»
Η σωτηρία ξεκίνησε αμέσως μόλις άκουσε τη διεύθυνση, δίχως να χάσει χρόνο να πει «φιλάκια» - ούτε καν ένα απλό «θα τα πούμε».
Σε μισή ώρα η Πέγκυ χτυπούσε την πόρτα του δωματίου 212.Η Ντιάνα, που εν τω μεταξύ είχε ντυθεί και ήταν επί ποδός
πολέμου, αφού προοτα ρώτησε «ποιος είναι;» με όση γλύκα, τέλος πάντων, μπορούσε να διαθέτει η φωνή της εκείνη τη στιγ
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 83
μή, τσακίσιηκε να ανοίξει. Και είδε την Πέγκυ να εισβάλλει στο δωμάτιο μεταμφιεσμε'νη σε ξανθιά, με μια τεράστια βαλίτσα ανά χείρας.
«Τι είν’ αυτό;» ρώτησε η Ντιάνα με περιέργεια δείχνοντας τη βαλίτσα.
«Η σωτηρία», βρυχήθηκε η Πέγκυ.«Πώς κατάφερες να ξεφύγεις από το μαλάκα στη ρεσεψιόν;»«Κάνεις λες και δε με ξέρεις», χασκογέλασε η Πέγκυ, σαν
να μη βρίσκονταν μέσα σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχε ένα πτώμα αλλά σε κάποια καφετέρια στην παραλιακή, να ξεκουράζονται από τον κάματο της μέρας ανταλλάσσοντας ευφυολογήματα και μαλακιοΰλες. «Εγώ, παιδάκι μου, έπρεπε να γίνω ηθοποιός! Για να μη φανεί στο μαλάκα της ρεσεψιόν ύποπτη η κινητικότητα στο δωμάτιο 212, του εξήγησα ότι το ζευγάρι με περιμένει στο δωμάτιο για... χμμ! Του είπα ότι η βαλίτσα περιέχει τα κατάλληλα εργαλεία, αν με εννοείς. Του έδωσα και εκατό ευρώ και ανέβηκα εδώ πάνω με τις ευχές του, να γλεντήσουμε όλοι μαζί κι οι τρεις, παρεΐτσα».
«Θεούλη μου, πώς μπλέξαμε έτσι!» ξεφύσηξε η Ντιάνα, νιώθοντας ωστόσο και μια κάποια ανακούφιση, ότι δεν ήταν πια μόνη, ότι είχε εμπλακεί και τρίτο πρόσωπο στην ιστορία. «Αν δεν είχα εσένα, θ’ αυτοκτονούσα. Μόνη μου δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Ούτε να το σκάσω δε θα είχα το κουράγιο. Αλλά, θα μου πεις, μήπως και τώρα γλίτωσα; Ό χι, βέβαια! Ο ρεσεψιονίστας θα περιγράφει τη φάτσα μου στην αστυνομία κι εγώ δε θα μπορώ να περάσω ούτε μια ήρεμη ώρα στη ζωή μου, γιατί θα έχω και το φόβο ότι μπορεί η υπόθεση να (ρτά- σει στα κανάλια, στην εκπομπή της Νικολούλη, και τότε να μπλεχτεί με κάποιο σατανικό τρόπο και ο ταξιτζής που με έφερε ως εδώ, δεν ξέρω με τι τρόπο, βέβαια, αλλά όλο και κά
Digitalised By Jah®
84 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ποιος βρίσκεται όταν στις υποθέσεις βάζει το χέρι του ο Σατανάς, κι όλ’ αυτά, βεβαίως, ώσπου να καταλάβει ο Γιώργος ότι κάτι δεν πάει καλά, να με ανακρίνει και τότε...»
«Σταμάτα, με ζάλισες!» σήκωσε τα χέρια η Πέγκυ. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα καθρεφτάκι και ένα θερμόμετρο.
«Τι είν’ τοΰτα πάλι;» ρώτησε με περιέργεια η Ντιάνα.«Θυμάσαι τον Σταύρο, εκείνον το γιατρό που είχα γκόμενο
πριν εφτά χρόνια; Ένας μαλάκας ήταν βέβαια, αλλά ευτυχώς που μου έμαθε και κάτι χρήσιμο», μούγκρισε η Πέγκυ. Έβγαλε δυο ζευγάρια γάντια από την τσάντα της, έβαλε το ένα και έδωσε το άλλο στη φίλη της. «Βάλ’ τα - όση ώρα εγώ θα κάνω την αυτοψία μου, εσΰ σκούπιζε εδώ μέσα ό,τι άγγιξες. Σιγά, βέβαια, μη χρειαστεί να ληφθούν αποτυπώματα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις!» είπε σκεφτική.
Η Ντιάνα υπάκουσε και έβαλε τα γάντια. «Δεν ακουμπησα και τίποτα. Ο μακαρίτης με ξάπλωσε στο πάτωμα αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα. Μου λες τι θα κάνεις μ’ αυτά τα κέρατα, καθρέφτες, θερμόμετρα...»
«Θέλω να βεβαιωθώ ότι ο εραστής του ονείρου είναι εντελώς τέζα», αποφάνθηκε η Πέγκυ, η πάλαι ποτέ γκόμενα ιατρού. «Θα του κάνω το τεσι αναπνοής με τον καθρέφτη, θα του βάλο) στον κώλο το θερμόμετρο για να σιγουρευτώ ότι η θερμοκρασία του πέφτει ακριβώς όπως πρέπει να πέφτει όταν κάποιος είναι πτώμα... Αυτά. Αν τυχόν και ζει ο άνθρωπος, τον μεταφέρουμε σε κάποιο νοσοκομείο, ο ρεσεψιονίστας θα μας βοηθήσει για να μη βρει κανένα διάολο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά».
«Κι αν... κι αν δε ζει;»Αντί άλλης απάντησης, η Πέγκυ έδειξε τη βαλίτσα.
Digitalised By Jah®
IIΙΛΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 85
Η Ντιάνα δεν κατάλαβε Χριστό - ούτως ή άλλως, γύρισε από την άλλη, μην έχοντας την παραμικρή επιθυμία να δει την... •■αυτοψία».
Φυσικά, oq>uypoi, καρδιακοί παλμοί και τοιαύτα δεν υπήρχαν. Ο καθρέφτης έμεινε απολύτως καθαρός, ούτε χνότα ούτε τίποτα. Το θερμόμετρο έδειξε τριάντα βαθμούς Κελσίου.
Τετέλεσται.«Μάλιστα», δήλωσε με έμφαση η αυτοσχέδια ιατρός Πέ
γκυ. «Ο τύπος είναι τέζα. Ό σο για σένα, μαντάμ, μη γυρνάς τα μούτρα σου από κει! Γυρνά από δω και έλα να πιάσουμε δουλειά. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου».
Η Ντιάνα στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά.Η Πέγκυ άνοιξε την τεράστια βαλίτσα και ξέθαψε από κει
μέσα ένα πριόνι. Μικρό και αποτελεσματικό, με δόντια πιο κοφτερά και από τα σαγόνια του καρχαρία.
Ό χι αλυσοπρίονο. Από τα άλλα, τα αθόρυβα.
■ Δεν το πιστεύω... Δεν το πιστεύω... Δεν το πιστεύω...»Αυτές τις τρεις λεξούλες-ξόρκι για να επικεντρώνεται σε κά-
11 άλλο και να παριστάνει ότι δεν έκανε αυτό που έκανε στην πραγματικότητα αλλά στον ύπνο της έλεγε συνέχεια η Ντιάνα ιΐ]ν οόρα που με τη βοήθεια της Πέγκυς -που το έλεγε η καρδιά της-τεμάχιζαν το μακαρίτη μέσα στην τεράστια μπανιέρα.
Ε, οι αηδιαστικές λεπτομέρειες δε χρειάζεται να γίνουν γνωστές - ευτυχώς τουλάχιστον που το αίμα ενός πτώματος διαφέρει ουσιωδώς απ’ αυτό των ζώντων οργανισμών.
«Τι ήθελες να γίνει, χριστιανή μου;» ρώτησε η Πέγκυ στοχαστικά. «Ο Αντρικός ήταν πεθαμένος. Δε φαντάζομαι να πα- ρεξηγήθηκε. Ό σο για σένα, έσωσες το τομάρι σου».
Digitalised By Jah®
ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Το έσωσα, όμως;» άρχισε η Ντιάνα να καταστροφολογεί. «Κι αν ο ρεσεψιονίστας παραξενευτεί που κατεβαίνουμε μονάχες μας με μια βαλίτσα;»
«Θα του πούμε ότι η δική μας αποστολή έληξε και το τρίτο πρόσο)πο παρέμεινε στο δωμάτιο. Ήθελε να δει λίγη τσόντα ακόμα και να τον παίξει μόνος του. Πού είναι το κακό;»
«Κι αν πάει να τον αναζητήσει μετά από λίγη ώρα;»«Σιγά μην πάει! Αλλά κι αν πάει, δε θα βρει ίχνος. Ο μα
καρίτης τον είχε ήδη προπληρώσει, οπότε, πολύ σ(οστά, ο ρε- σεψιονίστας θα συμπεράνει ότι ο Αντρέας μας έφυγε σαν κύριος την ώρα που αυτός, ο ρεσεψιονίστας δηλαδή, είχε αφήσει το πόστο του για δυο λεπτά - ακριβώς όσο χρειάζεται ένα καλό κατούρημα».
«Κι αν αύριο η γυναίκα του Αντρέα πάει στην αστυνομία; Κι αν δηλώσει την εξαφάνισή του; Κι αν βάλουν τη φάτσα του στις ειδήσεις; Κι αν ξεσηκο)θεί όλος ο Ερυθρός Σταυρός και ψάχνει προς πάσα κατεύθυνση; Κι αν...»
«Δεν υπάρχει πτοψα, αγάπη μου», τη διέκοψε η Πέγκυ. «Η υπόθεση έκλεισε».
«Ναι, αλλά κι αν οι μπάτσοι έρθουν και πάρουν κατάθεση από το ρεοεψιονίστα;» συνέχισε η Ντιάνα με θλιβερό ύφος.
«Ειλικρινά, πιστεύεις ότι αναγνωρίζεσαι μ’ αυτά τα μαύρα γυαλιά που σου καλύπτουν όλη τη μούρη;» γέλασε η Πέγκυ.
Καλά, η Πέγκυ από την πλευρά της δεν αναγνωριζόταν με τίποτα. Είχε φροντίσει να έρθει φορώντας την ξανθιά περούκα - και γυαλιά.
«Και... και πώς θα τα ξεχάσω όλ’ αυτά;» μουρμούρισε η Ντιάνα θλιβερά.
Η Πέγκυ αναστέναξε με συγκατάβαση. «Αχ, Ντιάνα! Ό λ’ αυτά, από την ώρα που πάτησες το πόδι σου εδώ μέχρι αυτή
Digitalised By Jah®
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 87
iq οτιγμή, κράτησαν δυόμισι ώρες το πολύ. Τι είναι δυόμισι ώρες μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή;» απηύθυνε στοχαστικά το ρητορικό της ερώτημα.
Η Ντιάνα το σκέφτηκε για λίγο. «Ναι... "Ισως έχεις δίκιο», μουρμούρισε τελικά, όλο ευγνωμοσύνη. «Και τι θα την κάνουμε αυτή τη βαλίτσα με τα ενοχοποιητικά στοιχεία;»
Η Πέγκυ ρουθούνισε. «Τι λες; Πεταγόμαστε ως το Σούνιο; Καιρό έχω να πάω οτο εξοχικούλι μου, οπότε με την ευκαιρία ανάβουμε και το τζάκι και ψήνουμε και κάστανα...»
«Είσαι... είσαι...» Η Ντιάνα δεν μπορούσε να βρει καμιά κατάλληλη λέξη για να περιγράψει τη φίλη της την Πέγκυ.
«Είμαι η σωτήρας του γάμου σου», είπε η Πέγκυ. «Τον Γιώργο τον συμπαθο) με όλη μου την καρδιά. Άλλωστε, δεν κάναμε κανένα έγκλημα εμείς. Ο λατρεμένος σου εραστής του ονείρου πήγε από την ίδια του την απληστία, την αχορταγία...»
Απληστία, αχορταγία...Ποιος ξέρει... τελικά, ίσως τα πράγματα να ήταν ακριβώς
έτσι.Θεία Δίκη.Ο Αντρέας τιμωρήθηκε όπως ακριβώς του άξιζε - κανονι
κά θα έπρεπε να είναι και ευχαριστημένος που τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος και κυριολεκτικά πήγε από έρωτα. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι γι’ αυτόν πολύ χειρότερα. Για φα- ντάσου, λέει, να πήγαινε από κανέναν απαίσιο καρκίνο, μέσα σε φρικτούς πόνους, ή, ακόμα χειρότερα, από κανένα άθλιο εγκεφαλικό, το οποίο, πριν τον σκοτώσει, να τον είχε ρίξει πρώτα κατάκοιτο με τετραπληγία για καμιά εικοσαριά χρόνια...
Από την άλλη, η ίδια Θεία Δίκη έπεσε και στο δικό της κεφάλι - ήταν προφανές ότι ο Θεός ήθελε να της δώσει κι αυτη- νής ένα καλό μαθηματάκι: μια γερή τρομάρα, για να μην ξα-
Digitalised By Jah®
88 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ναι ο,\ μ ή σε ι ποτέ της να κουνήσει ξένες αχλαδιές - ούτε καν να τολμήσει να το σκεφτεί.
Ευτυχώς τουλάχιστον που ο καλάς Θεούλης της είχε στείλει την Πέγκυ, να τη σώσει.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ντιάνα κατάλαβε ότι, χάρη σε μια περίεργη συνωμοσία του Σύμπαντος υπέρ της, είχε καταφέρει να γλιτώσει το τρελοκομείο. Κανονικά, μετά από όλ’ αυτά τα ασύλληπτα που είχαν συμβεί, μόνο το τρελοκομείο θα την έσωζε - όμως τώρα κατάλαβε ότι το να σκέφτεται πως όλ’ αυτά που έγιναν ήταν σκηνές μιας μαύρης κωμωδίας της ήταν αρκετό για να ζήσει από δ(0 και πέρα μια απόλυτα φυσιολογική ζωή.
Κι αν καμιά φορά της έρχονταν στο μυαλό σκηνές από όλα όσα είχαν συμβεί, ας ήταν να είναι μόνο κομμάτια από κάποιο νυχτερινό εφιάλτη που θα έσβηνε με το πρώτο φως της μέρας.
Τους ζυγούς λύσατε.«Έτοιμη;» ρώτησε η Πέγκυ.«Απολύτο)ς», ύψωσε το ανάστημά της η Ντιάνα. «Ας ελέγ
ξουμε το δωμάτιο για τελευταία qx>p0».Τίποτα. Κανένα ίχνος ότι εκεί μέσα κάποιος είχε πάθει έμ
φραγμα, κανένα ίχνος ότι δυο γυναίκες τον είχαν τεμαχίσει με ένα πριόνι και τον είχαν παραχώσει μέσα σε μια βαλίτσα, κανένα ίχνος από τίποτα απολύτως - εκτός από μια μεγάλη κη- λίδα σπέρματος στο κόκκινο χαλί.
Ωραιότατα.«Φύγαμε», μουρμούρισε η Πέγκυ, μην παραλείποντας να
κάνει το σταυρό της. Ούτε για μια στιγμή δε θεώρησε ότι κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε ούτε με το συγκεκριμένο ξενοδοχείο και ούτε, φυσικά, με τη συγκεκριμένη περίσταση.
Digitalised By Jah®
I IΙΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 89
Την ώρα που έβγαιναν από το ασανσέρ, χασκογελώντας πονηρά επίτηδες, διαπίστωσαν κι οι δυο την τρομερή επιρροή ιης τύχης ως αστάθμητου, βεβαίως, παράγοντα.
Ο ρεσεψιονίστας έλειπε ξανά από το πόστο του - προφανώς τον είχε πιάσει συχνουρία.
Η Πέγκυ το διακινδύνευσε. «Ε! Κύριος! Το 212 κάνει τσεκ άουτ!» φώναξε, με παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή.
«Να πάτε στο καλό!» ακούστηκε η φωνή του ροδομάγουλου υπαλλήλου από κάπου στο βάθος. «Και να μας προτιμάτε!»
Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν - κι αμέσο)ς μετά βγήκαν τρέ- χοντας από τη γαμηστρώνα με τη βαλίτσα ανά χείρας.
Την ώρα που η Πέγκυ έβαζε μπροστά την αμαξάρα της, η Ντιάνα στράφηκε προς το μέρος όπου είχαν λάβει χώρα όλ’ αυ- ιάτα ιλαροτραγικά συμβάντα και το κοίταξε για τελευταία φορά.
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Πέγκυ.«Σκέφτομαι ότι καλά θα κάνουμε από δω και πέρα να α
ποφεύγουμε τις επισκέψεις στην Πεντέλη. Και είναι τόσο κρίμα... Ξέρεις πόσο αρέσει του Γιώργου η ταβέρνα του “Τέλη”»...
«Σωστά», συμφώνησε η Πέγκυ. «Για λόγους τάξεως και α- σφαλείας, από δω και στο εξής πρέπει να αποφεύγουμε την περιοχή της Πεντέλης συοτημ...» άρχισε να λέει, όμως εκείνη ακριβούς τη στιγμή η Ντιάνα έβγαλε μια τέτοια τσιρίδα, που η1 Ιέγκυ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό που έλεγε - μάλιστα, ήχαν θαύμα και χο πώς καχάφερε να διαχηρήσει χον έλεγχο ιου αυχοκινήχου.
«Μπα σε καλό σου, χρισχιανή μου! Εσύ θα με κάνεις να ιρακάρω χωρίς λόγο!» ξεq)ώvησε. «Τι έγινε πάλι;»
«Ω Θεέ μου!» αναφώνησε η Νχιάνα - σωστή πρωταγωνίστρια νεοελληνικής τραγωδίας.
Digitalised By Jah®
«Λέγε, γιατί θα σου...»«Οι μέρες μου είναι γόνιμες!» αποφάνθηκε θλιβερά η Ντιά-
να.«Και λοιπόν; Τι σκατά σχέση έχει αυτό με...»«Το κάναμε χωρίς προφυλάξεις!» ψιθύρισε έντρομη η Ντιά-
να - λες και υπήρχε κανένας άλλος που να μπορούσε να κρυ- φακούσει. «Φαντάζεσαι να...»
Η Πέγκυ κοίταξε τη φίλη της και μειδίασε ελαφρά.Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο, δε φανταζόταν απλώς -
χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς, ήταν απολύτως βέβαιη ότι η ιστορία της Ντιάνας με το μακαρίτη Αντρέα δεν είχε τελειώσει.
Ίσα ίσα. Μόλις τώρα άρχιζε...
90 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ
Τ ί Κ , ΤΑΚ, τ ικ , τ α κ , τ ικ , τα κ . . .
Τα δευτερόλεπτα ακολουθούσαν την αέναη πορεία τους στο διηνεκές του χρόνου αφήνοντας πίσω τους μόνο παρελθόν.
Ο δείκτης του ρολογιού πάνω στον τοίχο της τραπεζαρίας παρήγαγε έναν απαλό ήχο, κατευναστικό μάλλον παρά ενοχλητικό, ωστόσο εκείνη τη στιγμή έφτανε στ’ αφτιά της Άννας δυνατός σαν ομοβροντία, βασανιστικός σαν το κινέζικο μαρτύριο της σταγόνας - με δυο λέξεις, αδυσώπητα ενοχλητικός. Μέσα στο κουρασμένο μυαλό της έπαιρνε μια τελεσίδικη, σχεδόν μεταφυσική χροιά - λες και η απλή κίνηση του δείκτη των δευτερολέπτων σήμαινε την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του κόσμου.
Τέλος πάντων, αν όχι το τέλος του κόσμου γενικά, το τέλος του δικού της κόσμου ναι, σίγουρα. Οπωσδήποτε.
Μολονότι η κρατούσα άποψη λέει ότι η ελπίδα πεθαίνει ιιάντα τελευταία, η Άννα δεν έτρεφε ούτε μια τόση δα σταλί- τσα από δαύτη - για φαντάσου την απογοήτευση, που θα έ- (ρτανε άμεσα και ακαριαία στα όρια της απόγνωσης και της α- ιιελπισίας, που θα βίωνε αν επέτρεπε στον εαυτό της να πιστέψει ότι, ίσως, είχε κάνει λάθος! Μετά το μόνο που θα της έμενε ήταν να πάει κατευθείαν στην μπαλκονόπορτα, να την
Digitalised By Jah®
92 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ανοίξει, να· βγει στη βεράντα και να φουντάρει στο κενά - αδια- φορώντας σκανδαλωδώς για τα αηδιαστικά επακόλουθα μιας τέτοιας παρόρμησης της στιγμής.
Για να αποφΰγει, λοιπόν, αυτό το ενδεχόμενο -της διάψευσης και της τελευταίας τόσης δα σταλίτσας μιας αδύναμης ελπίδας-, προτιμούσε με όλη της την καρδιά να είναι απολύτως βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν, επιτέλους, το τηλεφώνημα που περίμενε με τόση έξαψη, όσο και αποστροφή, και θα έφταναν τα φρικτά νέα με ταχύτητα αστραπής μέσα από τα καλώδια.
Ένα τηλεφώνημα - τόσο ακριβώς χρειάζεται για να γκρεμιστεί μια ολόκληρη ζωή και ένας κόσμος να γυρίσει ανάποδα για πάντα.
Δεν πειράζει - αρκεί να μάθαινε επιτέλους την αλήθεια που τόσο καιρό υποψιαζόταν. Άσε τον κόσμο να πιστεύει ότι οι χοντροί έχουν το μυαλό τους μονάχα στο ψυγείο και στο πώς θα το επισκεφτούν. Δεν είναι αλήθεια αυτό - και οι χοντροί μπορούν να έχουν το μυαλό τους και σε άλλα πράγματα εκτός από το ψυγείο και το ντερλίκωμα μέχρι τελικής πτώσεως του περιεχομένου του. Και οι χοντροί έχουν ψυχή, διάολε - και ψυχή και δικαίωμα να ξέρουν την αλήθεια που τους αφορά, έστω κι αν είναι μια αλήθεια που μπορεί να τους σκοτώσει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά ακόμα κι από μια χοληστερίνη που έχει χτυπήσει κόκκινο, μια πίεση ανεβασμένη τόσο ώστε να προμηνύει εγκεφαλικό, τριγλυκερίδια που έχουν φρακάρει τις αρτηρίες τόσο που να μη χωράει να περάσει ούτε καρφίτσα και πάει λέγοντας, όλ’ αυτά ολέθριες συνέπειες της παχυσαρκίας, κι άσε τους γιατρούς να βγάζουν το λαιμό τους και να λένε προσέξτε, κάντε, δείξτε...
Τι ξέρουν και οι γιατροί; Την τύφλα τους ξέρουν, αυτό ξέρουν...
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 93
Για να εκτονώσει την υπερέντασή της, η Άννα σκέφτηκε να κάνει μια ακόμα γενναία επιδρομή στο ψυγείο. Φαί: ο μόνος τρόπος για να μην κάνει επικίνδυνες σκέψεις - να μην κάνει σκέψεις γενικώς. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή αποφάσισε να αναβάλει για λίγο το ραντεβού της με το ψυγείο. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, το ψυγείο ήταν πάντα εκεί και την περί- μενε, το ψυγείο δεν επρόκειτο να πάει πουθενά...
Πήγε και στήθηκε μπροστά σε έναν καθρέφτη για να θαυμάσει ιδίοις όμμασι του λόγου το αληθές. Πάντα το έκανε αυτό, κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη να κάνει την επανάστασή της και να πάρει δραστικά μέτρα για τη ζωή της. Ορίστε, κοπέλα μου, κοίτα! Βλέπεις πο)ς είσαι; Είσαι ένα βαρέλι, ένα κήτος, μια φοράδα - το καθένα μόνο του κι όλα τους μαζί. Βέβαια, δεν ήσουν πάντα έτσι - και λοιπόν; Τώρα είσαι - οπότε, βγάλε το σκασμό και πες και ευχαριστώ. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα για σένα και η θέση σου να είναι τόσο δυσμενής όσο κι η θέση του οφειλέτη την ώρα του πλειστηριασμού - οπότε, κάτσε στ’ αβγά σου και κάνε την επανάστασή σου στον ύπνο σου. Πού πας ξεβράκωτη στ’ αγγούρια;
Ξεβράκωτη ή όχι, στ’ αγγούρια ή αλλού, εκείνη μια φορά το είχε πάρει απόφαση. Θα έκανε την επανάστασή της - τουλάχιστον, θα έκανε την αρχή.
Και την είχε ήδη κάνει.Τον τελευταίο καιρό είχε βάσιμες υποψίες -α π ’ αυτές που
οι νομομαθείς αποκαλούν με στόμφο «αποχροίσες ενδείξεις»— ότι ο Αντώνης, ο άντρας της, είχε αρχίσει να κουνάει κάποια ξένη αχλαδιά. Όταν τα ενοχοποιητικά στοιχεία άρχισαν να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο σαν τα μανιτάρια, και δη με ολοένα μεγαλύτερη ξεδιαντροπιά, της είχε έρθει, βέβαια, η έ
Digitalised By Jah®
94 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ντονη επιθυμία να του σπάσει το κεφάλι -αν και, στη δική της περίπτωση, θα αρκοΰσε ενδεχομένου και το να πέσει μ’ όλο της το βάρος πάνω του και να τον καταπλακώσει-, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της τον δικαιολογούσε. Μα ναι, φυσικά! Ή ταν επόμενο ο Αντωνάκης να επιθυμήσει ξένα κάλλη. Εκείνη είχε γίνει τέτοιο αποκρουστικό βουβάλι, που μόνο αηδία θα μπορούσε να προκαλέσει σ’ έναν επίδοξο εραστή, άσε που η σχισμή ανάμεσα στα πόδια της είχε γίνει τόσο δυσδιάκριτη λόγω του πάχους, ώστε ο γαμέτης δεν επρόκειτο να τη βρει ακόμα κι αν είχε την καλύτερη διάθεση του κόσμου - αλλά, βέβαια, μετά από τόση υπερπροσπάθεια και το εργαλείο θα του έπεφτε και η όποια διάθεσή του θα γινόταν καπνός, το δίχως άλλο.
Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και ένα αποκρουστικό βουβάλι είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από τον Αντωνάκη την αλήθεια. Μια αλήθεια που, αν ήταν άντρας, όφειλε να της την έχει ήδη πει από μόνος του - αν μη τι άλλο, να δείξει λίγο σεβασμό στα ε- φτά χρόνια του γάμου τους, κατά τη διάρκεια των οποίων το βουβάλι τον υπηρετούσε πιστά και αφοσιωμένα και πάντα τον κοιτούσε μες στα μάτια για να προλάβει τις όποιες επιθυμίες του πριν καν αυτές προφτάσουν να εκφραστούν με λόγια.
Μόλις είχαν περάσει οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, οι οποίες ήταν για την Άννα οι χειρότερες που είχε ζήσει στη ζωή της. Ο Αντοινάκης έλειπε απροκάλυπτα από το πρωί ως το βράδυ, απαγορεύοντάς της κατηγορηματικά να τον συνοδέψει εκεί που πήγαινε και δεν της έλεγε.
Εν τω μεταξύ, οι ενοχοποιητικές τρίχες στα σακάκια του, οι κοκκινίλες στο λαιμό -τις οποίες ο Αντωνάκης απέδιδε σε «αλλεργία»-, τα μηνύματα στα κινητά που έπεφταν βροχή και τα ύποπτα τηλεφωνήματα ακόμα και στις πλέον ακατάλληλες ώ
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 95
ρες, όλ’ αυτά μαζί, αν ήταν βουνό, θα είχαν ξεπεράσει σε ύψος ακόμα και τα κέρατα τα Ιμαλάια.
Δεν κρατούσε ούτε καν τα προσχήματα, να πάρει η ευχή, έτσι, για το φαίνεσθαι! Μια παλιά θεωρία υποστήριζε ότι οι μοιχοί, για να πνίξουν τις ενοχές τους, πηγαίνουν λουλούδια οτους κερατάδες, τους κάνουν δώρα... Αυτός όμως ο φτίλας, τίποτα! Ούτε καν ένα κουτί σοκολατάκια δεν εφιλοτιμείτο να της φέρει, που θα έπιανε τουλάχιστον και τόπο!
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Άννα δεν άφησε τον εαυτό της να βουρλίζεται άλλο πια. Μόλις πέρασαν οι γιορτές, πήρε των ομματιών και τα εκατόν είκοσι τέσσερα κιλά της και έκανε μια διακριτική επίσκεψη σε κάποιο γραφείο «εμπιστευ- τικών ερευνών» που διατεινόταν ότι αναλάμβανε πάσης φύσε- ως υποθέσεις και τις έφερνε πάντα σε αίσιον πέρας, διότι χρησιμοποιούσε «υπερσύγχρονα εργαλεία», «έμπειρους συνεργάτες» και «πρωτοποριακές μεθόδους» - και η αμοιβή μετά την επιτυχία.
Η σπεσιαλιτέ του εν λόγω γραφείου ήταν τα «συζυγικά», κατά τη δική τους ορολογία - «το-κέρατο-που-πάει-σύννεφο», κατά την ορολογία της Άννας.
Παρά το τι πιστεύουν οι λεπτοί, το μυαλό ενός χοντρού εξακολουθεί να δουλεύει σαν ξυράφι και ουδόλως έχει πιάσει κυτταρίτιδα από το πολύ φαί - την ώρα που η Άννα πήγαινε στο εν λόγω γραφείο, η φαντασία της οργίαζε. Ποιος ξέρει, ίσως τα «υπερσύγχρονα εργαλεία» να διαπερνούσαν ακόμα και ντουβάρια, σημασία είχε ότι όποιος έχει τη λεβεντιά να περά- σει το κατώφλι ενός τέτοιου γραφείου έχει και πλήρη επίγνωση ότι υπάρχει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπος με φοβερά πράγματα, όπως σκανδαλιστικές γυμνές φωτογραφίες, ηχητικά ντοκουμέντα που δεν aq^vouv κανένα περιθώριο αμ
Digitalised By Jah®
96 ΘΥΜΑΣΑΙ;
φιβολίας ως προς το τι ακριβώς ελάμβανε χώρα ή, ακόμα χειρότερα, κανένα γαργαλιστικό βίντεο με πρωταγωνιστή το μοιχό και το τρίτο πρόσωπο σε ιδιαιτέρως μεγάλες δόξες - τύφλα να ’χουν ο Μάικ Χόρνερ κι η Λίλιμπελ Λαβ*.
Μα το Θεό, έτσι και ο ντετέκτιβ που θα αναλάμβανε την υπόθεσή της της παρουσίαζε ένα τέτοιο τεφαρίκι, αυτό που θα άξιζε στον άθλιο μοιχό ήταν η δημοσίευση ενός τέτοιου θησαυρού στο Ίντερνετ, να γίνει το σώσε! Θα μπορούσε μάλιστα να το στείλει και στους συνεργάτες του στο γραφείο με e-mail. Βεβαίως - αυτό κι αν ήταν έξυπνη σύλληψη!
Μετά όμως σκέφτηκε τα επακόλουθα μιας τέτοιας πράξης και της κόπηκαν τα πόδια. Δεν ήταν ότι την ένοιαζε το ρεζιλίκι του απατεώνα - το δικό της σκεφτόταν, που θα ήταν μεγαλύτερο ακόμα κι απ’ το θηριώδη όγκο της και δε θα ήξερε πού να το βάλει.
Ψυχραιμία - να δούμε πρώτα.Το γραφείο «εμπιστευτικών ερευνών» βρισκόταν στην καρ
διά της Αθήνας, ακριβώς πάνω στην πλατεία Ομονοίας. Πραγματικά, σε ό,τι αφορά το καίριο ζήτημα της εξασφάλισης της πολυπόθητης ανωνυμίας δεν υπάρχει καλύτερη περιοχή από την Ομόνοια - άνθρωποι πάνε κι έρχονται αδιάκοπα, ασταμάτητα, τρέχοντας σαν τρελοί, κάθε καρυδιάς καρύδι, ο καθένας βουτηγμένος στο δικό του κόσμο κι όλοι μαζί επικεντρωμένοι στον εαυτούλη τους, μην έχοντας την παραμικρή διάθεση να ρίξουν στον διπλανό τους μια δεύτερη ματιά, η αλλοτρίωση της μεγαλούπολης σε όλο της το μεγαλείο, όπως ακριβώς μάθαινε στο σχολείο όταν ήταν μικρή.
Ό ταν η Άννα διάβαινε το κατώφλι της παλιάς πολυκατοι
* Πρωταγωνιστές αμερικάνικων hardcore ταινιών πορνό.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 97
κίας που φιλοξενούσε το γραφείο των ντετέκτιβ, ένιωθε χα μάγουλά της κατακόκκινα, στο χρώμα της ντροπής. Κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν βέβαιη ότι με το που θα πατούσε το πόδι της στο γραφείο και θα συναντούσε τον τύπο που θα αναλάμβανε την υπόθεσή της, εκείνος θα καταλάβαινε αμέσως τι φύ- σεως θα ήταν η υπόθεση πριν καν αυτή προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της για να του εξηγήσει. Με το που θα έβλεπε τα κιλά ι ης και θα έριχνε και μια κλεφτή ματιά στη βέρα στο δεξί της, ο ντετέκτιβ θα καταλάβαινε αμέσίος ότι η υποψήφια πελάτισσα του είχε στο κούτελό της φυτρωμένο ένα κέρατο - αόρατο μεν, γιγαντιαίων διαστάσεων δε. Θα το καταλάβαινε οπωσδή- ιιοτε - αλλιώς τι σκατά ντετέκτιβ θα ήταν; Δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τι άλλη δουλειά θα μπορούσε να έχει ένα θωρηκτό Ποτέμκιν σιο γραφείο ενός ντετέ- κτιβ; Να του ζητήσει να πείσει έναν ανεπιθύμητο θαυμαστή να ιιάψει να την παρενοχλεί σεξουαλικά; Να έχουμε και το γνώ- θι σαυτόν, διάολε, μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας!
Από αυτογνωσία η Άννα έσκιζε - κι όσο για τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία σιόλιζε τον εαυτό της, το ένα ξεπερνούσε σε έμπνευση το άλλο.
Τέλος πάντων, μπούκαρε στο γραφείο.Το όλο μέρος αναμφίβολα προδιέθετε απολύτως για τη φύ
ση των παρεχομένων υπηρεσιοίν. Αν εξαιρούσες τη λάμπα του γραφείου που σκόρπιζε ένα κάποιο φως, κατά τα λοιπά το περιβάλλον ήταν σκοτεινό και όλα τ’ άλλα, έπιπλα, καρέκλες, γραφεία, βιβλιοθήκες, μοκέτα, ήταν μαύρα - ποιος ξέρει, το μαύρο ίσως ήταν εξακριβωμένα το καταλληλότερο χρώμα για ι έτοιου είδους επιχειρήσεις, των οποίων το μενού περιλάμβανε μυστικές έρευνες, νυχτερινές παρακολουθήσεις και άλλα σκοτεινά πράγματα.
Digitalised By Jah®
98 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Το μόνο που ξέφευγε κάπως από χο μαύρο κλίμα ήταν ο τοίχος, κιτρινισμένος από τα άπειρα τσιγάρα που είχαν καπνιστεί εκεί μέσα, και ένα πορτρέτο του Μποντ. Του Τζέφς Μποντ.
Την υποδέχτηκε ένας ψηλός με υπηρεσιακό χαμόγελο και την έβαλε να καθίσει απέναντι του. Και η Άννα, για να μην καταπιεί τη γλώσσα της οριστικά και αμετάκλητα και γίνει εντελώς ρεζίλι των σκυλιών -όπως πολύ φοβόταν ότι θα γινόταν, ούτως ή άλλως-, άνοιξε το στόμα της και τα ξεφούρνισε όλα μονορούφι, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή και ήρεμη και όχι τσιριχτή σαν χαλασμένο διαπασών.
"Οση ώρα μιλούσε, κοιτούσε το μαύρο χαλί για να παίρνει θάρρος - όταν τελείωσε τη διήγησή της, κοίταξε τον αντισυμβαλλόμενο στα μάτια. Αχ, Θεέ μου, γιατί δεν άνοιγε επιτόπου η γη να την καταπιεί, να ησυχάσει άπαξ και διά παντός; Καλά λένε ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής - είναι ποτέ δυνατόν να κρυφτούν οι σκέψεις για πολύ;
Για ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο, όταν η Άννα κοίταξε τον ντετέκτιβ κατάματα, διέκρινε μέσα στα μάτια του δυο πράγματα, το ένα χειρότερο από το άλλο: πρώτον, οίκτο, για το καημένο το βουβάλι που τώρα έγινε και τάρανδος! Και, δεύτερον, το οποίο ίσως ήταν αποτέλεσμα του πρώτου μέσω μιας απλής αιτιώδους συνάφειας, διέκρινε στα μάτια του άντρα μια διάθεση να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, απ’ αυτά που, όταν σε πιάσουν, χρειάζεται να σπεύσεις επειγόντως ν’ αλλάξεις σώβρακο - το απόλυτο ρεζιλίκι.
Ποιος ξέρει, ίσως η Άννα καθρέφτιζε μέσα στα μάτια του ανθρώπου τα δικά της συναισθήματα - πάντως, όλο αυτό κράτησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως μετά από αυτό το δευτερόλεπτο του τρόμου, ο ντετέκτιβ πήρε ύφος άκρως υπηρεσιακό, σαν να της έλεγε με τη γλώσσα του σώματος πως ήταν
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 99
απόλυτα εξοικειωμένος με όλα όσα άκουσε, και κατόπιν της εξήγησε ζεστά ότι θα αντιμετώπιζε την υπόθεση της με τη δέου- οα σοβαρότητα και τον επαγγελματισμό που χρειαζόταν για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα το συντομότερο δυνατόν.
Η Άννα άφησε τη φωτογραφία του καθάρματος, καθώς και όλα τα λοιπά στοιχεία που της ζήτησε ο ειδικός. Και μετά έφυγε, πνίγοντας αποτελεσματικά την ανάγκη της να ρωτήσει11 μεθόδους θα χρησιμοποιούσε το γραφείο για να τσακώσει ιον άθλιο. Τέτοια ερώτηση θα έδειχνε έλλειψη εμπισ[οσύνης, ανυπομονησία και υστερία - και η Άννα επ’ ουδενί δεν ήθελε να ταράξει τα ύδατα αυτής της επικερδούς για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργασίας που μόλις άρχιζε.
Η έρευνα είχε ξεκινήσει χτες. Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, κάτι ύποπτο συνέβαινε στο γραφείο.
Εμ, βέβαια, υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος από το γραφείο για να ξεκινήσουν να ψήνονται ύποπτα πράγματα; Εμ, δεν υπάρχει!
Βέβαια, σύμφωνα με τα δικά της ευρήματα -τρίχες, μηνύματα που σβήνονταν άμα τη παραλαβή τους, ύποπτα τηλεφωνήματα και λοιπά-, η κατάσταση είχε ήδη ψηθεί - μάλιστα, το πιο πιθανό, είχε γίνει κάρβουνο από το πολύ ψήσιμο. Ωστόσο η Άννα ήθελε τέτοια αδιάσειστα πειστήρια ώστε να μην μπο- ρεί να τα κουνήσει ούτε σεισμός, που λέει ο λόγος.
Και ιδού, σήμερα είχε τη βάσιμη υποψία ότι θα έβγαινε λαγός με πετραχείλια - ήταν του Αγίου Αντωνίου, ο πασάς γιόρταζε και είχε γυρίσει νωρίτερα από τη δουλειά. Η Άννα παραλίγο να χαρεί, για μια στιγμή τόλμησε να ελπίσει ότι ο α ντρούλης της, επιτέλους, θα περνούσε τη γιορτή του μαζί της, όπως συνήθως κάνουν όλοι οι αντρούληδες του κόσμου τη μέρα της γιορτής τους - αλλά φευ! Αντί για σχέδια γιορτής, ο
Digitalised By Jah®
100 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Αντωνάκης κατευθύνθηκε σαν σίφουνας στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε μια βαλίτσα και άρχισε να την ετοιμάζει.
Στις επίμονες ερωτήσεις της, απάντησε ότι έπρεπε να πάει τριήμερο επαγγελματικό ταξίδι. Στην επόμενη ερώτησή της, στο πώς δηλαδή ένα τέτοιο ταξίδι προέκυψε τόσο ξαφνικά, ο Αντωνάκης απάντησε ότι «αυτά έχουν τα επαγγελματικά ταξίδια» - ο πασάς ήταν απόλυτα βέβαιος ότι δεν υπήρχε ουδεμία εις το εκατομμύριο περίπτωση η σκλάβα του να τηλεφωνήσει στη δουλειά να το τσεκάρει.
Και στην τελευταία της ερώτηση, για ποιο λόγο ενώ θα πήγαινε επαγγελματικό ταξίδι έπαιρνε μαζί του μόνο φούτερ και κάζουαλ παντελόνια, όπως και γιατί φόρτωσε όλα τα αρώμα- τά του από το ντουλαπάκι του μπάνιου, ο Αντωνάκης την κοίταξε αποδοκιμαστικά - και δεν απάντησε τίποτα.
Δεν πειράζει - θα απαντούσε ο ντετέκτιβ, οσονούπω.Ντριννννν!Κατά φωνή.
Ό ταν πληρώνεις, έχεις την πολυτέλεια να μαθαίνεις την αλήθεια αμέσως, χωρίς άσκοπο χάσιμο χρόνου για τσιριμόνιες και, φυσικά, δίχως χρυσώματα χαπιοδν - δεν είναι τραγικό;
«Η κυρία Σιάμκουρη;»Η υπηρεσιακή φωνή του ντετέκτιβ.«Μ...μ...μάλιστα».«Μπορίζης εδώ». Ακόμα και ο ντετέκτιβ δίστασε για ένα
δευτερολεπτάκι πριν πει... «Λυπάμαι, μαντάμ».Η Άννα κέρωσε. Ό ταν ένας γιατρός λέει στους συγγενείς
του ετοιμοθάνατου «λυπάμαι», τότε αυτό σημαίνει ότι ο άρρωστος ετοιμάζεται από στιγμή σε στιγμή να τεντωθεί οριστικά.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 101
'Οταν ένας δικηγόρος λέει στους πελάτες του «λυπάμαι», τότε αυτό σημαίνει ότι η δίκη χάθηκε και τζάμπα τα λεφτά για γραμμάτιο προείσπραξης, δικαστικό ένσημο, ένσημα Ταμείου Προ- νοίας και Νομικών, αμοιβή δικαστικών επιμελητών και πάει λέγοντας.
Και όταν ένας ντετέκτιβ λέει σε μια δυστυχισμένη ντουλάπα «λυπάμαι» για μια υπόθεση που αφορά τον άντρα της και μια ξένη αχλαδιά, τότε αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει.
Η Άννα δεν έχασε χρόνο. «Τον τσακώσατε;»«Μάλιστα. Ό ταν έφυγε από το σπίτι σας, λίγη ώρα μετά συ-
ναντήθηκε με... μια δεσποινίδα. Την πήρε από το σπίτι της και τον φωτογραφίσαμε καθώς τη φιλούσε μέσα στο όχημα. Κατευθύνθηκαν προς το Λουτράκι και κατέλυσαν σε ξενοδοχείο». Ο ντετέκτιβ δίστασε προς στιγμήν. «Έχω στα χέρια μου ντοκουμέντα για όλα όσα έλαβαν χώρα μέσα στο δωμάτιο, αν με αντιλαμβάνεστε, μαντάμ».
Μπράβο, Αντωνάκη. Μπράβο, Αντώνη, βαρκάρη, σερέτη...Τετέλεσται. Τελείωσαν όλα. Και οι υποψίες και οι ελπίδες
και τα όνειρα - αλήθεια, ποια όνειρα ακριβώς;Ο Αντωνάκης είχε γυρίσει την πλάτη του στο ολόφρεσκο
ραβανί που του είχε ετοιμάσει με τα χέρια της για τη γιορτή του και τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγμή, έτρωγε κάτι άλλο, πολύ καλύτερο.
Έπνιξε με νύχια και με δόντια την ανάγκη της να ξεσπάσει σε άγριους λυγμούς - άλλωστε, είναι πολύ γελοίο να κλαίμε σια τηλέφωνα. «Μια ερώτηση μόνο ακόμα, κύριε Μπορίζη».
«Σας ακούω», είπε ο ντετέκτιβ σκεφτικός.«Ποια είναι η...»«Από το γραφείο όπου εργάζεται ο σύζυγός σας. Άλλωστε,
σας είχα πει ότι...»Digitalised By Jah®
102 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Και μια δεύτερη». Εκεί η Άννα κόμπιασε - ωστόσο έπρε- πε να ρωτήσει. Ό χι ότι είχε και τόση σημασία, απλά, να, ίσα για να φτάσει τον εαυτό της μέχρι τα όριά του, εξαντλώντας όλα τα μαζοχιστικά της ένστικτα. «Είναι... όμορφη; Θέλω να πω... είναι... λεπτή;» ξεστόμισε το βάσανό της, την ουσία της ζωής της.
Ο ντετέκτιβ ξερόβηξε. «Χμμμ... Εεε... Ναι. Ιίολΰ».Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συνεχιστεί η συζή
τηση. «Σας ευχαριστώ για όλα, κύριε Μπορίζη. Θα περάσω τη Δευτέρα να τακτοποιήσω το θέμα της αμοιβής οας».
«Εντάξει», συμφώνησε ο Μπορίζης. «Φυσικά, η αμοιβή θα είναι μειωμένη, διότι η έρευνα κράτησε λιγότερο απ’ όσο περιμέναμε. Και, βεβαίως, θα πάρετε και... και τα πειστήρια».
Κλικ.Αυτό ήταν.Απόμειναν μόνοι. Ολομόναχοι. Ό πω ς ακριβώς είχαν τα
πράγματα τα τελευταία χρόνια. Ολομόναχοι.Εκείνη, ο εαυτός της...Και ένα ταψί ραβανί.
Έχοντας μόλις καταβροχθίσει ένα ολόκληρο ταψί ραβανί, η Άννα ένιωσε δυο αντιφατικά συναισθήματα μαζεμένα. Από τη μια, ανακούφιση. Και από την άλλη...
Ενοχή.Έσπευσε τρέχοντας στον καμπινέ, έβαλε το δάχτυλό της
στο επίμαχο σημείο και ξέρασε όλο το περιεχόμενο του στομαχιού της - έχοντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση ότι μαζί μ’ αυτό ξερνούσε τη χολή και το φαρμάκι που την είχαν ποτίσει τα τελευταία χαμπέρια.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 103
Πώς κάνεις έτσι, κορίτσι μου; Λες και δεν το ήξερες! Μα, θα μπορούσες να ζεις για πάντα μέσα σε μια φενάκη;
Δεν τολμούσε να παραδεχτεί άτι ναι, τώρα πια,, που ήταν ήδη πολΰ αργά και ο κύβος είχε ριφθεί, βαθιά μέσα της θα προτιμούσε να ζει για πάντα μέσα σε μια φενάκη. Η ουσία ήταν ότι είχε πάρει το ρίσκο της - και, φυσικά, της γύρισε μπούμερανγκ. Πρέπει να κάνεις ότι δε βλέπεις αυτό που δε σε συμφέρει - γιατί αν το δεις, πρέπει να το αλλάξεις. Κι αυτή; Τι κατάφερε που ανακάλυψε την αλήθεια με ατράνταχια στοιχεία; Τίποτα δεν κατάφερε - ή, το πολύ, το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν μια μεγάλη τρύπα στο νερό.
Σκατά.Τίποτα δεν επρόκειτο ν αλλάξει - κι αν ακόμα επρόκειτο
να γίνουν κάποιες αλλαγές, αυτές θα ήταν προς το χειρότερο και θα είχαν ως μονόδρομο τους την καταστροφή.
Πρώτη φορά στη ζωή της η Άννα βρισκόταν σε τέτοια σύγχυση - πώς να καταφέρει να βάλει μια μικρή τάξη σ’ όλο αυτό το χάος που βασίλευε στις σκέψεις της;
Κι όμως, διάολε, δεν ήταν πάντα έτσι... Κι όμως, τα πράγματα κάποτε ήταν τόσο, μα τόσο αλλιώς...
Τρεκλίζοντας, σύρθηκε μέχρι τη βιβλιοθήκη που βρισκόταν στο γραφείο του σπιτιού. Από ένα συρτάρι ανέσυρε ένα άλμπουμ.
Ή ταν το άλμπουμ του γάμου της με τον...Από τότε που η Άννα μεταλλάχθηκε και από ωραιότατη συλ
φίδα κατέληξε θεόρατη αποκρουστική ντουλάπα, φρόντισε να εξαφανίσει από τα εμφανή σημεία του σπιτιού όλες τις φωτογραφίες που της θύμιζαν κάτι από τον παλιό εαυτό της - δεν μπορούσε να τις βλέπει. Μάλιστα, συνέβαινε και το εξής αξιοπερίεργο: ακόμα και με την απλή ανάμνηση του παλιού της
Digitalised By Jah®
104 ΘΥΜΑΣΑΙ;
εαυτοΰ την έπιανε τέτοια λιγούρα, που έφτανε στα όρια του παροξυσμού - οπότε επισκεπτόταν το ψυγείο και το άδειαζε ακόμα κι αν είχε τελειώσει το προηγούμενο γεύμα της πέντε λεπτά πριν.
Θεούλη μου, όχι ντετέκτιβ, ψυχίατρος της χρειαζόταν. Πώς διάολο δεν το είχε σκεφτεί αυτό πιο πριν;
Με χέρια που έτρεμαν, άνοιξε το άλμπουμ. Ιδού του λόγου το αληθές - κοίτα πώς ήταν κάποτε τα πράγματα! Εκείνη, πά- νέμορφη, τρισευτυχισμένη, ερωτευμένη και, προπαντός, λεπτή.
Και με ένδοξο παρελθόν, μα την αλήθεια.Έχοντας αποφοιτήσει με άριστα από το πανεπιστήμιο, ό
που είχε σπουδάσει εμπορία και διαφήμιση, βρήκε αμέσως δουλειά στην πιο γνωστή διαφημιστική εταιρεία της Ελλάδας. Αυτό ήταν το όνειρό της - και ήταν αποφασισμένη να το κυνηγήσει με κάθε τρόπο. Και εφόσον της είχε δοθεί εκείνη η μοναδική ευκαιρία να προσλι^θεί σε μια εταιρεία που ήταν σωστό χρυσωρυχείο για αποφασισμένους και δουλευταράδες ανθρώπους, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, μην επιτρέποντας στον εαυτό της να χάσει χρόνο σε έρωτες. Είχε καιρό για τέτοια, όταν θα εδραίωνε τη θέση της με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να την κουνήσει κανείς εκεί μέσα. Ακόμα περισσότερο επέιδή ήταν και γυναίκα - κι ως γνωστόν, οι γυναίκες, από καταβολής κόσμου, περνάνε όλη τους τη ζωή αναγκασμένες να αποδεικνύουν καθημερινά τον εαυτό τους και την αξία τους σε μια κοινωνία σταθερά ανδροκρατούμενη και φαλ- λοκρατική, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελλόμενες μαλακίες.
Πανέμορφη όπως ήταν, ψηλή, λεπτή, μαυρομαλλούσα και πρασινομάτα, οι άντρες την κυνηγούσαν όπως ο κυνηγός το λαγουδάκι - αλλά εκείνη έκλεινε τα μάτια και τ αφτιά της στις
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 105
επίδοξες αρσενικές Σειρήνες. Έριχνε, βέβαια, κάναν πήδο που και πού με διαφόρους -εκτός χοίρου εργασίας, εννοείται- για να κατευνάζει τις σωματικές της ορμές, κι αυτό ήταν. Κατά τα άλλα, το μοναδικό λόγο στη ζωή της είχε η δουλειά που λάτρευε.
Στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα είναι αλλιώς απ’ ό,τι στο Δημόσιο - η εργατικότητα και η εξυπνάδα της Άννας δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες, διότι αμέσο)ς αμέσως μεταφράζονταν σε χρήμα και φήμη για την εταιρεία. Το λοιπόν, τα κατορθώματά της άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από προϊσταμένους, διευθυντές, προέδρους... και σιγά σιγά η νεαρή πάλαι ποτέ απλή υπάλληλος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας της εταιρείας με την αξία της και το σπαθί της και μόνο.
Κι έτσι, με τα χρόνια, άρχισε να έρχεται η καταξίωση, οι προαγωγές, τα λεφτά... Ο χώρος της διαφήμισης είναι ο πλέον ενδεδειγμένος για γνωριμίες από το χώρο των πλουσίων και διασήμων. Η Άννα δεν είχε παράπονο - στα τριάντα της χρόνια μπορούσε να πει ότι έκανε παρέα με όλα εκείνα τα πρόσωπα που απασχολούσαν τα μίντια: ηθοποιούς, τραγουδιστές, μοντέλα...
Και η ζωή κυλούσε όπως ακριβώς στα παραμύθια - ζούσε ακριβώς αυτό που ονειρευόταν. Ή ταν πλέον ανεξάρτητη, καταξιωμένη, ματσωμένη - όλα καλά.
Ναι, μόνο που άρχισαν να μην της φτάνουν αυτά.Τη μέρα που η εταιρεία τής ανακοίνωσε την προαγωγή της
σε διευθύντρια του τμήματός της και γινόταν ένα πάρτι προς τιμήν της, η Άννα έπαθε κάτι που παλιά δεν μπορούσε καν να το φανταστεί: εντελώς ξαφνικά, κυριεύτηκε από κάτι που έμοιαζε με κρίση πανικού - ευτυχώς που τόσα χρόνια στο κουρ
Digitalised By Jah®
106 ΘΥΜΑΣΑΙ;
μπέτι είχε μάθει να κρύβει καλά τα συναισθήματά της πίσω από το λαμπερό της χαμόγελο.
Συνειδητοποίησε ότι άρχισε να ακούει εκκωφαντικά το βιολογικό της ρολόι.
Γαμώτο, πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια και εκείνη, απορρο- φημένη από δουλειές, μίτινγκ, πρότζεκτ και συσκέψεις, είχε φτάσει τριάντα χρόνων και δεν το είχε καταλάβει; Τόσα χρόνια δούλευε σαν άντρας και καλύτερα - τώρα όμως, εκείνη τη μέρα της λαμπερής και πολυπόθητης προαγωγής, κατάλαβε ότι έλειπε από τη ζωή της ο αληθινός άντρας. Ο σύντροφος.
Ένας πήδος δεξιά κι αριστερά, μ’ όποιον κι όποιον, έπαψε πια να της είναι αρκετός.
Ήθελε έναν αληθινό σύντροφο να μοιραστεί τη ζωή της. Ένα σύζυγο. Παιδιά. Μωρά με ροδοκόκκινα μαγουλάκια και γελαστά ματάκια - ολόιδια μ’ εκείνα στις διαφημίσεις που η ίδια ετοίμαζε για να βγουν στην τηλεόραση και τα περιοδικά.
Ήθελε οικογένεια.Φαίνεται ότι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών κα
λός Θεούλης ειοάκουοε τις προσευχές της.Την επόμενη ακριβώς μέρα, ο πρόεδρος της εταιρείας κά-
λεσε στο γραφείο του όλο το ανώτερο προσωπικό -στο οποίο πλέον περιλαμβανόταν και η ίδια, βεβαίως, βεβαίως- για να τους γνωρίσει έναν καινούριο συνεργάτη.
Ή ταν ο Αντώνης.
Ο Θεός πρέπει να είχε μεγάλα κέφια όταν έφτιαχνε άντρες σαν τον Αντωνάκη.
Τριάντα πέντε χρόνων, ψηλός, ευθυτενής, καλοντυμένος λες και μόλις ερχόταν από του Ντιόρ, με κορμάρα που φυσούσε,
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 107
μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια στο χρώμα του νεαρού κυ- ιιαρισσιού -αυτή ήταν η πιο ακριβής περιγραφή που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς-, ο Αντώνης έμοιαζε να είχε ξεπηδή- σει ο ίδιος από διαφήμιση και έκανε μονομιάς δεκατέσσερις λαιμούς -όσες κι οι γυναίκες στο μίτινγκ- να ξεροκαταπιούν ταυτόχρονα, από θαυμασμό και κάτι άλλο.
Ανάμεσα στις ξεροκαταπίνουσες ήταν και η Άννα.Ο πρόεδρος της εταιρείας έβγαζε το λαιμό του ο άνθρωπος
να εξηγεί στους υφισταμένους τα καθήκοντα που θα αναλάμβανε ο Αντώνης, αλλά κανένας δεν άκουγε - για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Οι μεν άντρες γιατί κόντευαν να πρασινίσουν από τη ζήλια τους επειδή έσκασε μύτη στο σκηνικό ένας ξένος και θα τους έτρωγε τις γκόμενες, οι δε γυναίκες επειδή έχασκαν από τη θεϊκή ομορφιά του και είχαν ήδη αρχίσει να ονειροπολούν - πάλι καλά που δεν τους ξέφυγε και κανένας αναστεναγμός.
Τέλος πάντων, ο Αντωνάκης θα τοποθετείτο ως ο νέος επικεφαλής του τμήματος μάρκετινγκ. Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν το να τσιμπάει καινούριους πελάτες και, βεβαίως, να διατηρεί τους παλιούς. Τοποθετήθηκε στο νευραλγικό αυτό πόστο διότι ο προκάτοχός του μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, βιδώθηκε, του την έδωσε ο τρελός τρόπος ζωής που συνεπήγετο η δουλειά του και παραιτήθηκε - μάλιστα, ο λόγος της πα- ραιτήσεώς του, τον οποίο με σαφήνεια εξέθεσε στο έγγραφο που ενεχείρισε στον πρόεδρο της εταιρείας, είχε ήδη κάνει το γύρο του κτιρίου, τον αναμασούσαν μεταξύ τους οι εργαζόμενοι και άλλοι απ’ αυτούς χασκογελούσαν, άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους με απορία, πάντως όλοι απέκτησαν υλικό να σκέ- φτονται- ο τέως προϊστάμενος δήλωνε με σοβαρότητα ότι είχε δει τον Χριστό στον ύπνο του και μετά απ’ αυτό το τόσο ζω
Digitalised By Jah®
108 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ντανό όνειρο δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έκανε αυτό που έπρεπε, οπότε αποφάσισε να τα βροντήξει και να φύγει σε... ιεραποστολή με την Αποοτολική Διακονία! Άκου να δεις!
Ως εκ τούτου, και επειδή το τμήμα δεν ήταν δυνατόν να πα- ραμείνει ακέφαλο, δίχως συντονιστή και εμπνευστή, ο τέως α- ντικαταστάθηκε από τον Αντο>νάκη, τα ευάριθμα προσόντα του οποίου ο πρόεδρος εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξήρε στους συνεργάτες - άσχετο αν εκείνοι δεν άκουγαν και πολλά, ο καθένας για τους λόγους που προαναφέραμε.
Κάτι έλεγε ο πρόεδρος για την «πειθώ» του νέου - πάντως η Άννα ήταν ήδη βέβαιη ότι ο καινούριος δε θα χρειαζόταν να κάνει και πολλές προσπάθειες για να πείσει κόσμο, ηλίου φαει- νότερον αυτό. Αρκεί να κοιτούσε τους υποψήφιους πελάτες με τη ζαλιστική κυπαρισσένια του ματιά και τότε εκείνοι αμέσως θα έβαζαν την υπογραφή τους δίχως δεύτερη συζήτηση - αν μάλιστα οι πελάτες ήταν γυναίκες, ενδεχομένως να συζητούσαν την πιθανότητα να βάλουν και το πουλί τους, όπως λέει μια παλιά λαϊκή σοφία.
Η Άννα πάντως, με το που πρωτοείδε τον Αντώνη, κατάλαβε ότι ο ιδανικός σύντροφος που τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να ονειρεύεται στα κατάβαθα του υποσυνειδήτου της είχε βρεθεί - ήταν εκεί, μπροστά της.
Επειδή ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι για έναν άγνωστο άντρα, στην αρχή ένιωσε φόβο - μπορεί να ήταν άρι- στη στη δουλειά της, στον τομέα της εργασίας της να κατέβαζε τη μια φαεινή ιδέα πίσω από την άλλη, όμως στον τομέα των αντρών στην πραγματικότητα δε σκάμπαζε γρυ. "Ισως έφταιγε το γεγονός ότι δεν είχε ερωτευτεί ποτέ πριν στη ζωή της - γι’ αυτούς που έπαιρνε κατά καιρούς από δω κι από κει δεν είχε αισθανθεί τίποτα περισσότερο από σκέτο πόθο με σκο
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 109
πό την ικανοποίηση σωματικών αναγκών. Κακά τα ψέματα, μέχρι τώρα δεν είχε θεωρήσει και κανέναν απ’ αυτοΰς άξιο να σταθεί στο πλάι της σαν κάτι περισσότερο από εφήμερος εραστής.
Ο Αντώνης ήταν εντελώς διαφορετικός - όλα πάνω του απέπνεαν έναν αριστοκρατικό αέρα, καθώς και κάτι ακόμα, που η Άννα θεωρούσε εντελώς σημαντικό: ότι αυτός ο συγκεκριμένος άντρας δε χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Ήξερε τα προσόντα του και τα επέβαλλε με μόνη την παρουσία του, δίχως να χρειαστεί να το παίξει έξυπνος, μάτσο, διανοούμενος και όλες τις υπόλοιπες μαλακίες που κάνουν τους άντρες να γίνονται γελοίοι.
Αυτό ήταν εντελώς καινούριο, αλ\ιώτικο και αξιοπρόσεκτο φρούτο - και επειδή η Άννα τσάκωσε τον εαυτό της να θέλει όσο τίποτα να το φάει, έπρεπε να σκεφτεί έναν τρόπο. Εύσχημο, έξυπνο, αποτελεσματικό.
Και εκεί ήταν που φοβόταν ότι το μυαλό της, που τόσες κάι τόσες φορές την είχε βγάλει ασπροπρόσωπη, τώρα ξαφνικά θα κολλούσε, θα στέρευε από ιδέες και εκείνη θα έπεφτε σε καμιά χοντρή γκάφα που θα έκανε τον Αντωνάκη να την πάρει στο ψιλό και όλους τους υπόλοιπους στο κτίριο της εταιρείας να γελάνε εις βάρος της - και τότε η φήμη που με τόσο κόπο είχε χτίσει σιγά σιγά τόσα χρόνια θα καταβαραθρωνόταν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, άσε που είναι κοινό μυσπκό ότι το να κάνεις αισθηματικά μπλεξίματα με άνθρωπο από το χώρο εργασίας δεν είναι και η πιο έξυπνη κίνηση του κόσμου.
Ή ταν η πρώτη φορά που δεν παρακολούθησε απολύτως τίποτα σε ένα μίτινγκ - το σώμα, τα μάτια και τ αφτιά της μπορεί να ήταν εκεί, όμως το μυαλό της βρισκόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τι ήταν αυτό το ξαφνικό που την είχε
Digitalised By Jah®
110 ΘΥΜΑΣΑΙ;
βρει; Τ ι συμφορά! Καλά λένε ότι το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται....
Για καλή της τύχη, όπως πίστευε τότε, πριν εφτά χρόνια, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, δε χρειάστηκε να κάνει τίποτα εκείνη - ό,τι χρειαζόταν το έκανε ο Αντωνάκης. Δόξα τω Θεώ, γιατί αν περίμενε από εκείνη να του την πέσει στα ίσα, θα περίμενε ως τον αιώνα τον άπαντα - αρκετούς άντρες μέχρι τώρα είχε ευνουχίσει η Άννα με τον τρόπο που τους φερό- ταν. Σε αυτόν εδώ, που τον ονειρευόταν για σύντροφο, ήθελε να είναι για μια φορά στη ζωή της το θήραμα και εκείνος να είναι ο κυνηγός, όπως ακριβώς έπρεπε να είναι τα πράγματα. Γι’ αυτό και δεν έκανε απολΰτως τίποτα. Απλώς προσευχόταν- ώσποϋ οι προσευχές της εισακουστηκαν.
Ή δη την πρώτη κιόλας μέρα μετά την πρόσληψή του, ο Ανιωνάκης είχε μαζί της μια κατ’ ιδίαν συζήτηση μακράς διαρ- κείας για θέματα του τομέα της. Παρά τους ενδόμυχους φόβους της ότι θα της δενόταν η γλώσσα κόμπος και θα γινόταν ρεζί- λι των σκυλιών, όλα πήγαν τέλεια - ο κυνηγός, που στην πραγμ α τικό τη τα ήταν και θήραμα, έμεινε εντυπωσιασμένος.
Την πρώτη βδομάδα την κάλεσε σε δείπνο εργασίας.Τη δεύτερη βδομάδα της ανέθεσε να υλοποιήσει ένα πρό-
τζεκτ που αυτός συνέλαβε, με κάτι καινούριους πελάτες.Την τρίτη βδομάδα η δουλειά τελείωσε με απόλυτη επιτυ
χία και ο Αντωνάκης την πήγε σε ένα μπαρ για να γιορτάσουν.Και την τέταρτη βδομάδα, δηλαδή πάνω στο μήνα, ο πρό
εδρος αποφάσισε να στείλει αυτούς τους δύο σε ένα διεθνές συ- νέδριο στο Παρίσι.
Αυτό ήταν! Ο κύβος ερρίφθη.Στους τρεις μήνες ακριβώς από τη γνωριμία τους, ενώ βρι
σκόταν ένα μίτινγκ σε εξέλιξη, ο Αντωνάκης της έκανε εντελώςDigitalised By Jah®
ΜΛΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 111
ξαφνικά πρόταση γάμου μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα όλων των παρευρισκομένων, και εκείνη θυμόταν ότι την είχε δεχτεί, με δάκρυα στα μάτια, μέσα σ’ έναν καταιγισμό από χειροκροτήματα - σκέτο Χόλιγουντ.
Παντρεύτηκαν σ’ ένα μήνα από εκείνη τη μέρα. Η γαμήλια τελετή είχε κάτι από παραμύθι.
Σήμερα, μετά από εφτά χρόνια, η Άννα προσπαθούσε να θυμηθεί αν είχε ζήσει μια πραγματικά άσπρη μέρα από τότε - το μόνο που κατάφερε να ανασύρει από τη μνήμη της ήταν η μέρα του γάμου της, κι αυτό διότι φορούσε άσπρο νυφικό.
Θα μπορούσε να κατηγορεί τον Αντώνη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία για τα σημερινά της χάλια -και ιδίως τα αποψινά-, αλλά δεν ήταν άνθρωπος που εθελοτυφλούσε μπροστά στα δικά του λάθη. Έκανε και εκείνη το δικό της λάθος, το ένα και μοναδικό - ιίου αποδείχτηκε η Κερκόπορτα προς τη σημερινή της κόλαση.
Και το λάθος της ήταν μια... λάθος απόφαση.Στα επαγγελματικά φερόταν σαν άντρας - αποφασιστικό
τητα, σιδερένια πυγμή, αδάμαστη θέληση, σκληρή δουλειά, ανεξάντλητη ενεργητικότητα. Σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της οικογένειας, όμως, κατά βάθος μέσα της ήταν παραδοσιακή - έως και συντηρητική. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είχε φροντίσει να τυλίξει κανέναν μαλάκα και να βολευτεί από τα δεκαοχτώ της χρόνια, με το που τελείωσε το σχολείο - και να πεις πως δεν είχε ευκαιρίες! Δεν το έκανε όμως διότι ήθελε πρώτα να αποδείξει στους άλλους, αλλά κυρίως στον ίδιο της τον εαυτό, ότι μπορούσε άριστα να τα καταφέρει να είναι μια αυτοδημιούρ- γητη ανεξάρτητη που δεν προσδοκούσε μέσα από το γάμο να κατακτήσει την επαγγελματική αποκατάσταση, τη χρηματική
Digitalised By Jah®
112 ΘΥΜΑΣΑΙ;
εξασφάλιση ή την κοινωνική καταξίωση. Προείχε η προσωπική πρόοδος, λοιπόν, ιδίοις δυνάμεσι - όταν όμως θα γνώριζε αυτόν στον οποίο θα χάριζε την καρδιά της, και τη ζωή της γενικότερα, ήθελε να του αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι.
Όταν θα αποφάσιζε να κάνει οικογένεια, θα σταματούσε να δουλεύει.
Δεν ήθελε να γίνει και αυτή μια από τις τόσες γυναίκες που άφηναν τον άνιρα τους νηστικό γιατί δεν πρόφταιναν ποτέ να μαγειρέψουν, δεν ήθελε να αφήσει το σπιτάκι της στα χέρια κά- ποιας αλλοδαπής οικιακής βοηθού, δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά που θα αποκτούσε να της τα μεγαλώνουν ξένοι και η ίδια να τα βλέπει λίγο πριν κοιμηθούν, πνίγοντας τις ενοχές της με χιλιάδες άχρηστα δώρα που σε καμιά περίπτωση δεν αντικαθιστούσαν τη μητρική παρουσία. Ονειρευόταν να γίνει μια παραδοσιακή γυναίκα, σύζυγος, μάνα, νοικοκυρά, τη στιγμή μάλιστα που το ένδοξο επαγγελματικό της παρελθόν ήδη είχε αποδείξει ότι μπορούσε να είναι και άλλα πράγματα, πολύ περισσότερα απ’ αυτά.
Όταν ανακοίνωσε την απόφασή της στον Αντώνη, ότι θα υπέβαλλε την παραίτησή της και θα καθόταν στο σπίτι, εκείνος έδειξε ενθουσιασμό και την επικρότησε. Ποιος ξέρει, ίσως κι αυτός μέσα του να ήταν κατά βάθος συντηρητικός - ίσως πάλι, στο πολύ βάθος, να μην του καλάρεσε ότι η γυναίκα του έσκιζε στη δουλειά, πολλώ δε μάλλον εφόσον εργάζονταν και στην ίδια εταιρεία, οπότε ενδεχομένως να γίνονταν και συγκρίσεις. Τέλος πάντων, τι σημασία είχε; Μια φορά, ο Αντωνάκης αποφάσισε να τη στηρίξει στην απόφασή της. Άλλωστε, ανά πάσα στιγμή μπορεί να ερχόταν και κανένα παιδάκι - δεν είχαν, βέβαια, «βάλει μπροστά» με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά δεν έπαιρναν και προφυλάξεις.
Digitalised By Jah®
ΜΛΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 113
Το πρώτο διάστημα ήταν σχεδόν ονειρικό - έπρεπε να παραιτηθεί από τη δουλειά της για να καταλάβει τι απίστευτο φορτίο άγχους και ευθυνίόν σήκωνε τόσο καιρό στους ώμους ι ης και δεν το καταλάβαινε καν! Επιτέλους, λίγη χαλάρωση, λίγη ξεκούραση, λίγη ξεγνοιασιά'. Ο μόνος λόγος που είχε πόρα να σηκώνεται νωρίς από το κρεβάτι ήταν για να ετοιμάσει πρωινό για να το πάρουν μαζί με το λατρεμένο της πρίγκιπα, όπως κάνουν όλα τα ερωτευμένα νιόπαντρα ζευγάρια. Συνειδητοί ιοίησε την αξία και την ομορφιά του χαζολογήματος οτο σούπερ μάρκετ -κάτι που παλιότερα το θεωρούσε χάσιμο χρόνου-, έκανε βόλτες, πήγε σε μουσεία, μπήκε, βγήκε, διάβασε, ευχαριστήθηκε ελεύθερο χρόνο και, βεβαίως, ασχολιόταν με το σπίτι της σαν καλή νοικοκυρά - και ήταν πολύ ευτυχισμένη μ’ αυτό. Τα απογεύματα, όταν ο Αντωνάκης γύριζε κουρασμένος από τον κάματο, έβρισκε ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγημό, έτρωγαν μαζί, έβλεπαν DVD, πήγαιναν για ποτάκι, σινεμά, βι- ιρίνες στην Πατησίων και, στο τέλος, οι νύχτες κατέληγαν σε ωραιότατο και άκρως παθιασμένο κοκό που σε τίποτα δε θύμιζε βαρετή συζυγική αγγαρεία, αν εξαιρέσει κανείς το σκοπό και το στόχο του κοκού, δηλαδή την απόκτηση του πολυπόθητου παιδιού που θα συμπλήρωνε την οικογενειακή ευτυχία- όπως ακριβώς και σιις διαφημίσεις, καλή ώρα.
Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα, σιην αρχή αχνά, στη συνέχεια όλο και πυκνότερα, όταν πέρα- σαν έξι ολόκληροι μήνες καθημερινού πήδου και ο πολυπόθητος διάδοχος δεν ερχόταν.
Ο Αντώνης δεν έδινε και τόση σημασία - εκείνη όμως έδινε, και μάλιστα πολλή. Έ 4)τασε μάλιστα στο σημείο να θεωρήσει τη μη επίτευξη του στόχου-παιδιού ως ζήτημα κοσμοϊ- στορικό, σχεδόν ζωής και θανάτου. Τι στον κόρακα συνέβαι
Digitalised By Jah®
114 ΘΥΜΑΣΑΙ;
νε και δεν μπορούσε να μείνει έγκυος; Αφού ήταν και οι δυο τους νέοι, υγιείς και ερωτευμένοι, τότε γιατί;
Ο πρώτος -και δη γερός- καβγάς του ζεΰγους Σιάμκουρη έλαβε χώρα όταν η Άννα ανακοίνωσε στον Αντώνη την απόφασή της να πάει στους γιατρούς να εξεταστεί. Αν ήθελε εξετάσεις μόνο για την πάρτη της, δε θα ήταν και τόσο μεγάλο το πρόβλημα - ήθελε όμως να σύρει για εξετάσεις κι αυτόν, τον καρπερό, τον νταβραντοψένο, τον υγιή! Από πού κι ως πού;
Αλλά τελικά, θέλοντας και μη, σύρθηκε να εξεταστεί και αυτός ο έρμος - τι να έκανε; Αν δεν έκανε το χατίρι της Άννας, θα βρισκόταν στην πολύ δυσάρεστον θέσιν να υποστεί ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που συνεπάγεται ο έγγαμος βίος - σωστό βασανιστήριο.
Την κρεβατομουρμούρα.Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορο πράγμα από αυτό.Και έτσι, το πρώην ξένοιαστο ζευγάρι βρέθηκε από τη μια
στιγμή στην άλλη, στα καλά καθούμενα, να τρέχει από δω κι από κει, σε γιατρούς, διαγνωστικά κέντρα, ειδικούς με άσπρες μπλούζες, καθησυχαστικά χαμόγελα και μαλακισμένες παρατηρήσεις του τύπου «η επιστήμη κάνει θαύματα» και άλλα τέτοια σκατατζίδικα που κανείς δε θέλει να ακούει... βρε, τι πά- θαμε...
Και να, ιδού τα αποτελέσματα! Ο Αντωνάκης, όπως, βεβαίως, ήταν αναμενόμενο -ο ίδιος έβαζε το χέρι του στη φωτιά-, ήταν υγιέστατος, βαρβατότατος και καρπερότατος! Τα σπερματοζωάριά του ήταν ολοζώντανα και έτρεχαν ωσεΐ δρομείς σε κούρσα εκατό μέτρων - και χωρίς εμπόδια.
Εκείνη ήταν που το είχε το πρόβλημα.Τα χαμπέρια έσκασαν στο κεφάλι της σαν κεραυνός εν αι
θρία - οι σάλπιγγές της, να πάρει η οργή, ήταν βουλωμένεςDigitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 115
(ίαν φρεάτια της ΕΥΔΑΓΙ. Η προσπάθειά της να κάνει παιδί ε- ιιρόκειτο να εξελιχτεί σε γολγοθά.
Αμε! Αμ πώς! Αυτά παθαίνει όποια είναι τόσο άφρων ώστε σιο παρελθόν της να έχει υποκύψει σε παρορμήσεις της στιγμής, με άλλα λόγια, να έχει πάει και να έχει πηδηχτεί με τον ιιάσα ένα άσχετο μαλάκα - και επειδή ήταν κι οι δυο τόσο μεθυσμένοι, κι αυτή και ο πάσα ένας άσχετος μαλάκας, ξεχνούσαν ενίοτε τη χρήση της, εντελώς χρήσιμης, καπότας. Και οι διάφορες μολύνσεις που πάθαινε κατά καιρούς, κολπίτιδες, τριχομονάδες, σκατά, φατά, ήταν η αιτία που την οδήγησε σήμερα να έχει σάλπιγγες πιο φρακαρισμένες και από τη λεω- (ρόρο Κηφισίας σε ώρα κυκλοφοριακής αιχμής. Αν είχε το ελάχιστο νιονιό που απαιτείτο ώστε να θυμηθεί την καπότα την ώρα που έπρεπε, τώρα δε θα είχε φτάσει ως εδώ.
Όταν το εξομολογήθηκε αυτό στο γιατρό που της ανέλυσε τα αποτελέσματα των εξετάσεών της, εκείνος την κοίταξε ά- κρως αποδοκιμαστικά και την παρότρυνε «να κάνει έστω και τώρα το σταυρό της που δεν κόλλησε και κανένα AIDS».
Ψέματα;Και τι θα γινόταν από δω και πέρα; Μία ήταν η λύση - και
ήταν μονόδρομος.Εξωσωματική.Ό σο σου λένε ότι δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι την ώρα
που το θέλεις, τόσο περισσότερη μανία σε πιάνει να το αποκτήσεις οπωσδήποτε, εδώ και τώρα. Η πρώην ξένοιαστη, χαρούμενη και αισιόδοξη Άννα περιέπεσε σε κατάθλιψη που εναλλασσόταν με την υστερία.
Παναγίτσα μου, τι εφιάλτης ήταν αυτός;Κι όμως, δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον Αντωνάκη. Εκεί
νος της έλεγε να το ξεχάσουν το ζήτημα - μπορούσαν κάλλι-Digitalised By Jah®
116 ΘΥΜΑΣΑΙ;
στα να ζήσουν ευτυχισμένοι και χωρίς παιδιά. Αλλά εκείνη όχι, εκεί, το δικό της! Μα πώς μπορεί να ολοκληρο)θεί μια ευτυχία χωρίς παιδιά; Θα ένιωθε μισός άνθρωπος! Και ήταν και το άλλο: δε θα είχε ιερό σκοπό στη ζωή της αν δεν αποκτούσε ένα παιδάκι. Καλός ήταν ο Αντωνάκης, αλλά αν ήταν να πε- ράσει όλο το υπόλοιπο της ζωής της κλεισμένη μέσα στο σπίτι για να υπηρετεί μόνο αυτόν, τότε ποιος ήταν ο λόγος που είχε εγκαταλείψει τη δουλειά της;
Ό χι, όχι και ξανά όχι! Εφόσον οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί: η επιστήμη κάνει θαύματα. Βουρ λοιπόν!
Από τη μέρα που ξεκίνησε την πρώτη της προσπάθεια για εξοοσωματική μέχρι και σήμερα είχαν περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια, εφτά ε(ριαλτικά χρόνια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Φάρμακα, ορμόνες, εξετάσεις, ενέσεις, κέρατα τράγια, λεφτά με ουρά, έξοδα με φούντες, τάματα σε αγίους, σβάρνα σε μοναστήρια, εμβρυομεταφορές δίχως αποτέλεσμα, η μια αποβολή μετά την άλλη... Σκέτη καταστροφή. Η επιστήμη σήκωσε τα χέρια ψηλά - αλλά και τα Θεία αρνοΰνταν πεισματικά να συνεργαστούν. Να φανταστεί κανείς ότι ο γιατρός που την παρακολουθούσε, τρία χρόνια μετά την πρώτη της προσπάθεια και αφού είχε μεσολαβήσει ένας απερίγραπτος εφιάλτης, τον οποίο κάποιος που δεν τον έχει ζήσει δεν μπορεί καν να τον διανοηθεί, τη συμβούλεψε να σταματήσει κάπου εκεί, γιατί αλλιώς θα έβαζε σε κίνδυνο την υγεία της. Στο κάτο) της γρα- φής, υπήρχε και η λύση της υιοθεσίας.
Ναι, μόνο που αυτή τη λύση ο Αντώνης δεν ήθελε καν να την ακούσει. Του έφτανε και του περίσσευε το ρεζιλίκι που υφί- στατο εξαιτίας της στείρας γυναίκας του, που τον έβαζε να μα- λακίζεται κάθε τρεις και λίγο και να πηγαίνει το θησαυρό του στους γιατρούς κλεισμένο μέσα σε κυπελλάκια και σκατάκια
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 117
- και όλ’ αυτά δίχως κανένα αποτέλεσμα. Δε θα έδινε χώρα χο όνομά του και σε ένα ξένο παιδί!
Τεχέλεσχαι. Η ευχυχία ιεχέλεσχαι, η υπομονή χεχέλεσχαι, όλα χεχέλεσχαι - γενικώς.
Σαν νερό κύλησε από χόχε η ζωή, αλλά νερό θολό σαν βούρκος, πικρό σαν φαρμάκι.
Ο Ανχωνάκης άρχισε να γυρίζει από χη δουλειά όλο και πιο αργά. Όχαν ερχόταν ήχαν μονίμως κουρασμένος και δεν είχε καμιά όρεξη ούτε να κάχσουν να δουν DVD ούτε να πάνε για χαζολόγημα στις βιτρίνες της Πατησίων ούτε τίποτα. Οι ερωτικές τους επαφές άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αραιές - με δική της υπαιτιότητα στην αρχή, κοινή συναινέσει στη συνέχεια.
Το πάλαι ποτέ ερωτευμένο ζευγάρι άρχισε να αποξενώνεται.
Και η Άννα άρχισε να παχαίνει - σχην αρχή από χις ορμόνες που έπαιρνε σε μεγαδόσεις λόγο) χων εξωσωμαχικών, αλλά σχη συνέχεια από χο φαί, στο οποίο έπνιγε τον πόνο της και ξεχνούσε τη δυστυχία της. Ούτε που κατάλαβε πώς από πενήντα εφτά κιλά έφτασε στα εκατόν είκοσι τέσσερα. Ή ταν, πώς να πει κανείς, σαν να κοιμήθηκε συλφίδα και να ξύπνησε ντουλάπα.
Εν τω μεταξύ ο Αντωνάκης ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρχίας στην εταιρεία, διέπρεπε, δοξαζόταν - ενώ εκείνη είχε με- ιατραπεί σε μια υστερική χοντρή, κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι να κλαίει και να τρώει, να τρώει και να κλαίει. Έγινε αντικοινωνική - δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι παρά μόνο για ψώνια. Μα και πού να πήγαινε έτσι όπως είχε καταντήσει; Κανένας δεν επιθυμεί κοινωνικές συναναστροφές με μια φάλαινα... Ντρεπόταν για τον εαυτό της, όπως ακριβώς ήταν σίγουρη ότι ντρεπόταν και ο Αντώνης να την κυκλοφορήσει - άσε που και
Digitalised By Jah®
118 ΘΥΜΑΣΑΙ;
αυτός δεν έδειχνε καμιά ιδιαίτερη διάθεση να τη βγάλει έξω... Με τι προσόντα μπορούσε πια αυτή να συνοδεύει ένα μεγα- λοστέλεχος διαφημιστικής εταιρείας; Μπα, καλύτερα μέσα! Αν τον συνόδευε, μπορεί να του έκανε και κακό. Μπορεί το μυαλό της να έκοβε πάντα σαν ξυράφι, αλλά η εμφάνισή της δεν τη βοηθούσε πια καθόλου - κι ως γνωστόν, ο κόσμος σκα- λοίνει στο φαίνεσθαι. Κανένας δε θα άκουγε αυτό που θα έβγαινε μέσα από το στόμα μιας ντουλάπας· όλοι θα στέκονταν προσηλωμένοι στη θηριώδη εμφάνισή της και θα την κοιτούσαν με οίκτο, και ακόμα περισσότερο τον Αντωνάκη, που είχε την ατυχία να διάγει το βίο του μαζί με ένα τέτοιο βουβάλι - σημειωτέον ότι ο Αντωνάκης όσο μεγάλωνε, τόσο ο>ραιότερος γινόταν.
Οπότε, άσε καλύτερα. Μέσα, μέσα κι άγιος ο Θεός. Το σπίτι παρείχε ασφάλεια - και ψυγείο.
Έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχασε όλους τους φίλους της. Ό ταν είδαν ότι σταμάτησε να κυκλοφορεί, σταμάτησαν κι αυτοί να την αναζητούν. Το παράξενο ήταν ότι, ανιί να πικραθεί μ’ αυτή την αποξένωση, εκείνη ένιωθε μια περίεργη ανακούφιση και ασφάλεια.
Έγινε σχεδόν αγοραφοβική - ανθρωποφοβική έγινε σίγουρα, αυτή που κάποτε ήταν ο πιο κοινωνικός άνθρωπος του κόσμου.
Και όλα αυτά για να χαρίσει στον Αντωνάκη τον πολυπόθητο διάδοχο - πράγμα που εκείνος δεν της το αναγνώρισε ποτέ.
Το χειρότερο όλων ήταν ότι, με το πέρασμα των χρόνων, όταν ο Αντωνάκης κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης και συνειδητοποίησε ότι μάλλον η γυναίκα του δε θα μπορούσε ποτέ να του κάνει παιδιά, τότε άρχισε κι αυτός να τα θέλει
Digitalised By Jah®
ΜΛΚΙΎ ΤΑΞΙΔΙ 119
διακαώς! Αυτός που της έλεγε να το ξεχάσουν το ζήτημα και <ίιι κάλλιστα θα μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι οι δυο ιους!
'Ολ’ αυτά, βέβαια, μόνο χειρότερα κατάφεραν να την κάνουν να αισθάνεται.
Μέσα στη γενικότερη μαυρίλα της όλης κατάστασης και αφού είχαν μεσολαβήσει κλάματα, παρακάλια, μέχρι και απειλές, ο Αντωνάκης δέχτηκε να ξανασκεφτεί το ζήτημα της υιοθεσίας. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν να κάνουν ήταν να κπισκεφτούν ένα δικηγόρο, να τους ενημερώσει σχετικά.
Τι κακό ήταν τούτο... Με το που είδε την Άννα, ο δικηγόρος έκανε ομολογουμένως κάποιες προσπάθειες να κρύψει την αποστροφή του, έστω και χάριν της ευγενείας, αλλά ήταν εντελώς άτσαλες. Ό ταν μάλιστα του εξέθεσαν το ζήτημα για το οποίο τον είχαν επισκεφτεί, τότε εκείνος τους τόνισε ότι η υιοθεσία ήταν μια διαδικασία τραγικά χρονοβόρα, που περιλάμβανε ένα κάρο πράγματα. Δεν ήταν μόνο το δικαστήριο, ήταν και τα τρεχάματα σε κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, από δω, από κει... Θα πλακώνανε όλοι αυτοί οι καρεκλοκένταυροι, θα εισέβαλλαν στη ζωή τους και θα τους έκαναν φύλλο και φτερό την οικονομική τους κατάσταση, την κοινωνική τους κατάσταση, τη φυσική τους κατάσταση, το παρελθόν τους, το μέλλον τους... τα πάντα. Θα τους είχαν υπό στενή παρακολούθηση λες και ήταν μικρόβια και όλο αυτό το νταβαντούρι θα τελείωνε σε εφτά με οχτώ χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση - αλλά, βέβαια, τότε το υποψήφιο προς υιοθεσία άρρεν τέκνο θα ετοιμαζόταν να πάει φαντάρος, οπότε δε θα γεννάτο πλέον ζήτημα.
Και το χειρότερο όλων ήταν άλλο - και ο δικηγόρος τους το τόνισε κατηγορηματικά, με ιδιαίτερη έμφαση: οι αρμόδιες υ
Digitalised By Jah®
120 ΘΥΜΑΣΑΙ;
πηρεσίες δεν ξεκινούσαν καν τις διαδικασίες και όλα σταματούσαν στο πρώτο κιόλας ραντεβού αν διαπίστωναν ότι το ζευγάρι των υποψήφιων γονέων παρουσίαζε κάποια, έστω και την παραμικρή, «απόκλιση από το μέσο όρο». Κύριος οίδε τι πίστευαν όλοι αυτοί οι κόπανοι ότι αποτελούσε αυτό τον καταραμένο «μέσο όρο».
Και μπορεί μεν ο «μέσος όρος» να ήταν έννοια νομική, που υπόκειτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ωστόσο η «απόκλιση» ήταν ένα ζήτημα πραγματικό, που δεν επιδεχόταν καμιά αμφισβήτηση - όχι από τον Άρειο Πάγο, αλλά ούτε κι από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, φερ’ ειπείν.
Ό ταν ο Αντωνάκης τόλμησε να ρωτήσει το δικηγόρο γιατί τους είπε αυτό για την «απόκλιση από το μέσο όρο», τότε εκείνος ξερόβηξε και έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Άννα - η οποία, βεβαίως, ευχήθηκε επιτόπου να ανοίξει η γη να την καταπιεί.
Φυσικά. Τα εκατόν είκοσι τέσσερα κιλά είναι μια ιδιαιτέρως δυσμενής «απόκλιση από το μέσο όρο». Και αν τυχόν οι αρμόδιοι q)opείς τα παρέβλεπαν, δε θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να παραβλέψουν το γεγονός ότι η φορέας των κιλών είχε καταντήσει μια αγοραφοβική υστερική γυναίκα που μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα σε κέντρα γονιμοποίησης, μοναστήρια και ψυγείο - αυτό κι αν ήταν «απόκλιση από το μέσο όρο»...
Και για την ανεξάντλητη, απεριόριστη αγάπη που έκλεινε η χοντρή γυναίκα μέσα της, που με τόσο διακαή πόθο επιθυμούσε να χαρίσει απλόχερα έστω και σε ένα ξένο παιδάκι που θα το έπαιρνε από τη δυστυχία του ορφανοτροφείου και των ιδρυμάτων και θα το έβαζε στην ευτυχία του να ζεις κάπου που να σε αγαπούν πραγματικά, οι αρμόδιοι φορείς δε θα έδιναν
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 121
δεκάρα τσακιστή. Αυτά έχει το Δημόσιο, το Δημόσιο που δεν έχει ψυχή, δεν έχει καρδιά - μόνο διαδικασίες, γραφειοκρατία, χαρτουρες και ρουσφέτια.
Τίποτα. Μια τρύπα στο νερό - και μη χειρότερα.Το βλέμμα του Αντώνη, την ώρα που έκλειναν πίσω τους
την πόρτα του δικηγορικού γραφείου και έφευγαν με την ουρά στα σκέλια, δεν επρόκειτο να το ξεχνούσε ποτέ στη ζωή της.
Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, τον τελευταίο χρόνο ο Αντωνάκης προέκυψε και εραστής - και, φυσικά, όχι δικός της! Η Άννα έβαζε στοίχημα το κεφάλι της ότι οι ξένοι πήδοι είχαν αρχίσει εδώ και πολύ καιρό - ποιος ξέρει για ποιο λόγο αποφάσισε ότι μόλις κόρα είχε έρθει η δική της ώρα να πάρει στα χέρια της αποδεικτικά σιοιχεία.
Πώς να τον κατηγορήσει, γαμώτο... Με το να έχει αφήσει έτσι τον εαυτό της να μετατραπεί σε όρθιο βόδι και, ακόμα χειρότερα, με το να συντηρεί τον εαυτό της σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση, μην κάνοντας την παραμικρή προσπάθεια για να αλλάξει και να γίνει ξανά γυναίκα, όπως ήταν πριν, ήταν σαν να του άνοιξε μόνη της την πόρτα προς τις ξένες αγκαλιές. Χρόνια τώρα τον απέφευγε ερωτικά - ώσπου στο τέλος και εκείνος σταμάτησε τις προσπάθειες.
Και τους τελευταίους δυο τρεις μήνες, που άρχισε να της ξαναέρχεται αυτηνής η διάθεση για κοκό, του είχε φύγει αυτου- νού οριστικά και αμετάκλητα - και αποδείχτηκε και το γιατί.
Τίποτα. Αυτή έφταιγε, κανένας άλλος. Τόσα χρόνια είχε ξοδέψει το χρόνο της, την ψυχή της, το σώμα της -που έγινε κόσκινο από τις ενέσεις και τις ορμόνες- στο κυνήγι ενός φαντάσματος. Νύχτα μέρα ονειρευόταν ένα φάντασμα, ένα παιδί που δεν ερχόταν, και είχε γυρίσει την πλάτη της στον ολο-
Digitalised By Jah®
122 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ζωντανό Αντώνη, που δεν ήταν φάντασμα - ήταν άνθρωπος και είχε ανάγκες. Αλλά εκείνη, βιώνοντας μέχρι τα μπουνιά το προσο)πικό της δράμα, το είχε ξεχάσει. Το μόνο πράγμα που κατάντησε να συνεισφέρει στη σχέση τους ήταν... το βάρος της. Ούτε καν παιδιά δεν μπορούσε να του χαρίσει, Θεέ μου... Ή ταν μια άχρηστη χοντρή φοράδα.
Τι γινόταν εδώ, μωρέ; Τον δικαιολογούσε τόσο εύκολα; Τον συγχωρούσε; Μα πώς ήταν δυνατόν αυτό; Δηλαδή, μήπως έ- πρεπε να του ζητήσει και συγνώμη από πάνω;
Ε, όχι, χίλιες φορές όχι! Το κέρατο ήταν η εύκολη λύση - το δύσκολο θα ήταν να σταθεί δίπλα της σε όλη αυτή τη δοκιμασία των τελευταίων εφτά χρόνων, να τη στηρίξει με κάθε τρόπο, να κρατήσει με νύχια και δόντια τους όρκους που έδωσε, να της είναι πιστός και να της συμπαραστέκεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, στα εύκολα και στα δύσκολα, ώσπου να τους χώριζε ο θάνατος - όπως ακριβώς τα έλεγε ο παπάς την ώρα του γάμου. Και εφόσον σ’ αυτούς έλαχαν τα δύσκολα, ο κύριος Αντωνάκης έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του, γιατί αυτό είναι αληθινή αγάπη, να τη βοηθήσει πάση δυνάμει να βγει από το τέλμα που την είχε καταπιεί, να γίνει ακόμα και κλειδοκράτορας του ψυγείου, να της έλεγε ότι για να φάει εκείνο το ταψί με τους μπακλαβάδες θα έπρεπε να περάσει πάνω από το πτώμα του - έπρεπε κάτι να κάνει, τέλος πάντων.
Ενώ εκείνος, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είχε σταθεί δίπλα της επί της ουσίας με όλο του το είναι. Το μόνο που έκανε τόσα χρόνια ήταν να την ανέχεται - ναι, μόνο που η ανοχή σε καμιά περίπτωση από μόνη της δεν είναι, ούτε σημαίνει, αγάπη. Τι είχε να χάσει; Είχε το βόλεμά του, τα καθαρά του ρούχα, το σπιτικό του φαγητό - κι από δίπλα την γκόμενα, να βγάζει τα μάτια του και να καλοπερνάει. Αυτό κι αν εί
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 123
ναι ζωή και κότα - κι άσε το βόδι τη γυναίκα σου να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου...
Χάρη τής έκανε που την κρατούσε δίπλα του.Ό χι. Ό ,τι κι αν είχε γίνει, ό,τι κι αν είχε συμβεί, δεν υπήρ
χε καμιά δικαιολογία για την απιστία.Η Άννα παρέπαιε ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο για τόσο πολλή
ώρα, ώσπου άρχισε να την κόβει λόρδα.Παράχωσε βιαστικά το άλμπουμ των φωτογραφιών του γά
μου της από κει που το ξέθαψε - και έφυγε από κείνο το δωμάτιο.
Σκόπευε να κάνει μια γενναία επιδρομή στο ψυγείο - εκεί ήταν σίγουρο ότι θα τα ξεχνούσε όλα. Και πραγματικά, το είχε ανοίξει και επιθεωρούσε τα καλούδια με σκοπό να αποφασίσει από πού θα ξεκινούσε τον περίδρομο - αλλά εκείνη ακριβούς τη στιγμή είδε με τα μάτια του μυαλού της τον Αντω- νάκη να πηδάει τη λεπτή γκόμενά του και της κόπηκε η όρεξη.
Απογοητευμένη, έδωσε ένα βρόντο στην πόρτα του ψυγείου- κάτι ακούστηκε να σπάει εσωτερικά, αλλά το είχε χεσμένο, έτσι κι αλλιώς.
Τι θα γινόταν τώρα, διάολε;Να του έλεγε ότι τα ξέρει όλα; Μα αν του έλεγε ένα τέτοιο
πράγμα, μπορεί να τον έστελνε οριστικά στην αγκαλιά της λεπτής. Σιγά μην είχε καμιά πρεμούρα ο Αντωνάκης να περάσει όλο το υπόλοιπο του βίου του με την ντουλάπα-που-τα-ήξερε- όλα! Θα του έδινε μόνη της την αφορμή για να πάρει το κα- πελάκι του και να γίνει καπνός, όπως ακριβούς ο άλλος συνονόματος του στην ταινία Η δε Γυνή να Φοβείται τον Άντρα. Λεφτά με ουρά έβγαζε ο Αντωνάκης από την εταιρεία - δε θα του ήταν καθόλου δύσκολο να φύγει απόψε, και αύριο κιόλας το πρωί ν’ αγοράσει καινούριο σπίτι, να το επιπλώσει και να ε
Digitalised By Jah®
124 ΘΥΜΑΣΑΙ;
γκατασταθεί εκεί για πάντα με τη λεπτή! Θα μου πεις, γιατί δεν το είχε κάνει ήδη; Μα, θέλει και ρώτημα; Εφόοον είχε τη χοντρή υπηρέτρια στο σπίτι να τον έχει πασά, είχε κανένα λόγο να το κάνει; Μόνο στην ανάγκη θα το έκανε - και η ανάγκη θα προέκυπτε όταν θα τον άρπαζε η ντουλάπα άμα τη επιστροφή του στο σπίτι και του έλεγε ότι «τα ήξερε όλα».
Και τότε εκείνη, η δύσμοιρη χοντρή, θα έμενε ολομόναχη. Έτσι όπως είχε καταντήσει, δίχως δουλειά, δίχως φίλους, θα καταδικαζόταν σε μια ισόβια μοναξιά, να αναμασάει πώς ήταν κάποτε η ζωή της - ώσπου να τρελαθεί και να έρθουν να τη μαζέψουν οι κύριοι με τις άσπρες μπλούζες, χαμογελώντας της καθησυχαστικά και λέγοντάς της ότι της έχουν κλείσει δωρεάν την προεδρική σουίτα στο «Χοτέλ Δαφνί».
Από την άλλη, όμως, και το να κατάπινε το έγκλημα του άπιστου, να προσποιείτο ότι δεν ήξερε απολύτως τίποτα και να πήγαινε αυτή η γελοία βαλίτσα ως τον αιώνα τον άπαντα, θα έφερνε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Θα την τρέλαινε.
Ως συνήθως, φαύλος κύκλος...Δίχως να το καταλάβει, πήγαινε πάνω κάτω τρέχοντας στο
σαλόνι - να τα και τα προεόρτια της τρέλας...Κοίταξε το ρολόι της. Ή ταν εφτά παρά τέταρτο το από
γευμα.Το καλύτερο που είχε να κάνει για την ώρα ήταν να πάει
στο σούπερ μάρκετ. Έπρεπε να αγοράσει απορρυπαντικό για να πλύνει τα ρούχα του πασά, καθώς και ένα ολόκληρο μπούτι καπνιστό ζαμπόν, να επιστρέφει και να το περιδρομιάσει με την ησυχία της.
Και τότε, πάνω στο αδιάκοπο μασούλημα, ίσως να της κατέβαινε και καμιά φαεινή ιδέα για το τι θα έκανε από δω και μπρος.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 125
Αν αυτό δεν ήταν όνειρο, τότε σίγουρα είχε τρελαθεί. Ό χι, όχι. Δεν ήταν όνειρο. Θυμόταν ολοκάθαρα τον εαυτό της να βγαίνει από το σπίτι, να κλειδώνει και να κατευθύνεται σιο σούπερ μάρκετ, τρία τετράγωνα μακριά. Όμο)ς την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο κατάστημα -έχοντας στο νου της περισσότερο το ζαμπόν και λιγότερο το απορρυπαντικό- έτυχε να περνάει απέξω ένα άδειο ταξί.
Θυμόταν ότι το σταμάτησε φωνάζοντας. Και μπήκε μέσα.Έλα, Παναγία μου!Κι ακόμα περισσότερο «έλα, Παναγία μου», έδωσε εντολή
στον οδηγό να την πάει στο... -ε, δεν είμαστε καλά- ...στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»!
Δεν είχε ιδέα τι πήγαινε να κάνει σιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», όπως επίσης δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποια άγνωστη δύναμη οδήγησε τα βήματά της στο πρώτο γκισέ έκδοσης εισιτηρίων που βρήκε άδειο. Δεν είχε ακριβώς την εμφάνιση ανθρώπου που επρόκειτο να ταξιδέψει - δεν είχε βαλίτσες, δεν είχε τζουμπλέκια. Μολονότι ήταν καταχείμωνο και έμπαζε από παντού, εκείνη ήταν χοντρή πια και είχε άφθονα αποθέματα λίπους να την κρατούν ζεστή - το μόνο που φορούσε ήταν ένα μαύρο μακρύ και φαρδύ φόρεμα σαν τσουβάλι, ένα ζευγάρι χοντροπάπουτσα και κρατούσε...
...την τσάντα της, μέσα στην οποία είχε τα πάντα. Ανέκαθεν είχε αυτή τη συνήθεια. Μέσα στην τσάντα της υπήρχε ό,τι θα χρειαζόταν να έχει μαζί της σε περίπτωση που ξεσπούσε κάτι ξαφνικό -πόλεμος, σεισμός, καταδίωξη, γενική επιστράτευση ή οτιδήποτε άλλο- που θα την ανάγκαζε να φύγει βιαστικά: χαρτομάντιλα, οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα μεγέθους μίνι, κλειδιά, γυαλιά ηλίου, πορτοφόλι γεμάτο πλαστικό χρήμα, ταυτότητα και διαβατήριο.
Digitalised By Jah®
126 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Επί ποδός έτοιμη.Ωστόσο ήταν εντελώς ανεξήγητο και αλλόκοτο όλο αυτό το
σκηνικό - γι’ αυτό και έμοιαζε με κομμάτι ονείρου ή παρενέργειες τρέλας.
Παρ’ όλ’ αυτά, εφτά ολόκληρα χρόνια είχε να νιώσει τέτοια έξαψη - όσο κι αν δεν ήξερε οΰτε από που ακριβώς προερχόταν οΰτε σε τι αποοκοποΰσε. Και ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει το ένστικτό της, να δει που θα την οδηγούσε - άλλωστε δεν είχε να κάνει απολύτως τίποτα καλύτερο ή, έστω, εποικοδομητικό.
Η υπάλληλος μάλλον πρέπει να της μιλούσε επί ώρα, αλλά εκείνη είχε αφαιρεθεί - ξύπνησε μόνο όταν είδε την κοπέλα να τη χτυπάει ελαφρά στο χέρι.
«Σ.,.συγνοψη. Αφαιρέθηκα», ψέλλισε η Άννα.«Το κατάλαβα», μουρμούρισε η υπάλληλος. «Τι θα θέλατε;»Δεν μπορεί - κάποιος άλλος μιλούσε από μέσα της. Αν πί
στευε ότι μιλούσε η ίδια, αυτοβούλ(ος, τότε μάλλον είβλεπε όνειρο - πάντως άκουσε τον εαυτό της να λέει: «Έ.,.ένα εισιτήριο».
«Για πού;»Η Άννα απέμεινε να χάσκει με τα μάτια γουρλωμένα. Ω
Θεέ μου, πρέπει να αποτελούσε ένα εξαιρετικά γελοίο θέαμα: μια χοντρή φάλαινα, καταϊδρωμένη μέσα στη βαρυχειμωνιά, με τις στάλες του ιδρώτα να στάζουν ως την άκρη της μύτης της, με τα μαλλιά λαδωμένα, τα μάγουλα κατακόκκινα από την ενοχή...
Ενοχή, βεβαίως. Πού το πας κι αυτό; Μπορεί, βέβαια, να έ- νιωθε ένοχη για εντελώς προσωπικούς και καθ’ όλα νόμιμους λόγους, ωστόσο η έκπληκτη υπάλληλος του αεροδρομίου δε θα μπορούσε να το ξέρει αυτό, το πιο πιθανό ήταν να την περνούσε για καμιά καταζητούμενη κακούργο, κάποια εγκ\ηματία
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 127
ιιου προσπαθούσε να περάσει χα σύνορα και να χο σκάσει πριν προλάβει χο ένχαλμα σύλληψης να φχάσει σχο αεροδρόμιο.
Χαμογέλασε ηλίθια. «Γ.,.για πού; Ε...»Η υπάλληλος χην κοιχούσε όλο και πιο καχύποπτα. «Συ
γνώμη, δεν ξέρεχε πού θέλεχε να πάχε;»Πάνω σχην ώρα που η Άννα ήχαν έχοιμη να καχαπιεί τη
γλώσσα χης ορισχικά, συνοδεύονχας χο γελοίο φέρσιμό χης και με μια λιποθυμία, χο πιο επιβαρυντικό πράγμα που θα μπορούσε να χης συμβεί εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός εντελώς ξαφνικά - όπως, βεβαίως, συμβαίνει πάντα με τους από μηχανής θεούς και τα θαύματά τους.
Πέρασε από πίσω της μια παρέα πιτσιρικάδων κρατώντας ένα ραδιόφωνο που έπαιζε στη διαπασών ένα άκρως ξεσηκω- τικό τραγούδι, ανάλογο με την ξεγνοιασιά της ηλικίας τους.
«Σάμπα, ντι Τζανέιρο... τονρονρονρον, ρον ρουρονρονρου, ρον ρον ρον ρον, ρον ρον ρον ρον ρον...»
Αυτό ήταν!Ένα δευτερόλεπτο πριν λιποθυμήσει και όταν θα ξυπνού
σε να βρισκόταν σε κανένα Τμήμα, η Άννα είχε σκεφτεί να πει στην υπάλληλο «Νέα Υόρκη» - αλλά το απέκλεισε. Καμιά διάθεση δεν είχε να πάει να αφήσει τα λεφτουδάκια της στους σκατανθρώπους που έκαναν τους δυστυχισμένους αδερφούς συνανθρώπους στο Ιράκ να υποφέρουν. Για τον ίδιο λόγο α- πέρριψε και την εναλλακτική του Αος Άντζελες - συν δύο λόγους ακόμα: πρώτον, ήταν ιδιαιτέρως σεισμογενής περιοχή, ενώ η ίδια ήταν ένας τρομερά άτυχος άνθρωπος. Μπορεί η έλευσή της στην Καλιφόρνια να ενεργοποιούσε το ρήγμα του Αγίου Ανδρέα και να γινόταν ο καταστροφικότερος σεισμός όλων των εποχών - μπορούσε να ξέρει κανείς; Ο δεύτερος λόγος που το Αος Άντζελες αποκλείστηκε ήταν λόγω του ότι ήταν
Digitalised By Jah®
128 ΘΥΜΑΣΑΙ;
χοντρή σαν βουβάλι. Ε, στην πόλη όπου όλοι είχαν μανία με τη γυμναστική δεν μπορούσε να έχει θέση ένα βουβάλι. Θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Ενώ ο από μηχανής θεός τής είχε αποκαλύψει την καλύτερη από όλες τις εναλλακτικές - μα πώς δεν την είχε σκεφτεί πιο πριν;
Θα ήταν μάλιστα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξα- σκήσει και τα πορτογαλικά της. Ό ταν ήταν μικρή, παρακολουθούσε ιεροβλαβικά τις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες Μ ικρή Κνρία, Δικαίωμα στην Αγάπη κου λου που. Ευτυχώς, τότε οι εκπομπές δεν είχαν ακόμα υποκύψει στη γελοία συνήθεια της μεταγλώττισης και έτσι η μικρή Άννα είχε την ευκαιρία να ακούσει το ρυθμό και την αρμονία της πορτογαλικής γλώσσας, να μαγευτεί και... έτσι αποφάσισε και έμαθε πορτογαλικά, όσο κι αν όλοι γύρω της της έλεγαν πως θα της ήταν άχρηστα.
Κι όμως, τελικά αποδεικνυόταν ότι ίσως ήταν το μοναδικό πραγματικά χρήσιμο πράγμα που έκανε στη ζωή της.
Όρθωσε το ανάσιημά της απέναντι στην υπάλληλο.«Πάω στο Ποτάμι του Ιανουαρίου, δεσποινίς», χαμογέλασε.Και πριν προλάβει η κατάπληκτη υπάλληλος να της επι-
σημάνει ότι ήρθε σε λάθος μέρος, ότι μάλλον θα ήταν πολύ καλύτερα να πάρει ένα ταξί για το πλησιέστερο δημόσιο ψυχιατρείο, η Άννα εξήγησε.
«Ρίο. Ρίο ντε Τζανέιρο».
Μπορεί οι ώρες που περνούσαν να αποδείκνυαν ότι όλα αυτά δεν ήταν όνειρο - ωστόσο ο παράγων τρέλα και η πιθανότητά του κατ’ ουδένα τρόπο δε θα μπορούσαν να αποκλειστούν.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 129
Μόνο ένας τρελός άνθρωπος θα ξεσηκωνόταν εντελώς ξαφνικά να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου για να μείνει εκεί μόνο δεκαεφτά ώρες.
Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς - και τους τρελούς, θα μπορούσε να ισχυρίζεται βάσιμα η Άννα από δω και μπρος.
Μετά το ξεμπουρδούκλοψα της γλώσσας της ακριβώς πάνω στο κρίσιμο δευτερόλεπτο, η συνεννόηση που έκανε η Άννα με την έκπληκτη υπάλληλο του αεροδρομίου κράτησε ακριβώς δυο λεπτά: «Υπάρχει απευθείας πτήση για Βραζιλία;» «Όχι». «Ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να q)τάσει κανείς στο Ποτάμι του Ιανουαρίου το συντομότερο δυνατόν;» Δακτυλισμοί στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή... «Μέσω Μαδρίτης και από κει άμεση ανταπόκριση για Ρίο». «Πότε φεύγει το αεροπλάνο για την ευλογημένη τη Μαδρίτη;»
Ε, εδώ ήταν που δούλεψε ο παράγων τΰχη, ο οποίος ήξερε καλύτερα ακόμα και από την ενδιαφερόμενη Άννα ότι η τελευταία, για να πάει και να γυρίσει από την άλλη άκρη του κόσμου επειδή έτσι της κάπνισε στα καλά του καθουμένου, είχε στη διάθεσή της μόλις δυόμισι μέρες - τόσο θα χρειαζόταν ώσπου να επιστρέφει ο άθλιος εραστής του ονείρου από το «επαγγελματικό ταξίδι» του ανάμεσα στα μπούτια της γκόμενας.
Το αεροπλάνο για Μαδρίτη έφευγε σε... μία ώρα ακριβώς!Εισιτήριο υπήρχε, διαβατήριο έχουμε... όλα εντάξει.Για να είναι απολύτως βέβαιη για την επιτυχία, αλλά και την
εξασφάλιση της μυσιικότητας της τρέλας που πήγαινε να κάνει, η Άννα έκλεισε επιτόπου και εισιτήριο επιστροφής. Πλήρωσε με πιστωτική κάρτα και αποχαιρέτισε την εμβρόντητη υπάλληλο του αεροδρομίου χαρίζοντάς της ένα ειλικρινές χαμόγελο που έβγαινε μέσα από την καρδιά της.
Digitalised By Jah®
130 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Καλώς εχόντων ίων πραγμάτων, θα έκανε ένα μακρύ ταξίδι για να βρεθεί στον Παράδεισο μόνο για δεκαεφτά ο5ρες.
Μετά από μια ολόκληρη επταετία μέσα στα πιο βαθιά μπουντρούμια της Κόλασης, ένα διάλειμμα, έστω και μόνο δεκαεφτά ωρών, στον Παράδεισο ίσως αποδεικνυόταν υπέρ το δέον αρκετό.
Ξημέρωνε όταν μια ευγενική φωνή ανακοίνωνε στους κουρασμένους επιβάτες της πτήσης της IBERIA ότι το αεροπλάνο ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στον Παράδεισο, και συγκεκριμένα στο αεροδρόμιο «Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ» - η φωνή πρό- οθεσε ότι οι νεοφερμένοι, για να αρχίσουν να αισθάνονται και ολίγον Καριόκας*, θα μπορούσαν να αποκαλούν το αεροδρόμιο απλώς «Γκαλιάο».
Η Άννα άνοιξε το σκίαστρο του παραθύρου της και δεν π ίστευε στα μάτια της.
Αναμφίβολα η τηλεόραση και οι (ρωτογραφίες αδικούσαν αυτό εδώ το θαύμα της φύσης, το οποίο από ψηλά έμοιαζε σαν πίνακας ζωγραφικής που τον q)lλoτέχvησαv άγγελοι - πραγματικά, κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοια θεσπέσια χρώματα, τέτοια ασύγκριτα τοπία... πράγματα που είναι αδύνατον να περιγραφούν, διότι οι λέξεις φτάνουν να χάσουν τη σημασία τους.
Σκέφτηκε το μεγαλείο του Θεού που έφτιαξε με τα χέρια Του αυτό τον κόσμο, το μεγάλο, το μικρό, και δάκρυσε.
Βουνό και θάλασσα έσμιγαν σε απόλυτη αρμονία. Το πράσινο και το μπλε σε αποχρώσεις που δεν είχε ξαναδεί. Απέρα
* Η συνηθισμένη ονομασία των κατοίκων του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 131
ντα καταπράσινα τροπικά δάση έρχονταν από εκεί που δεν μπορούσε το μάτι να φτάσει και κατέληγαν σχεδόν ως την καρδιά της πόλης, ατέλειωτα χιλιόμετρα δαντελωτής ακρογιαλιάς στο χρώμα του ουρανού περιέβαλλαν τον Παράδεισο, λόφοι, βουνά, νησάκια, γέφυρες, ουρανοξύστες δημιουργούσαν ένα μαγευτικό ψηφιδωτό, σωστό καλειδοσκόπιο χρωμάτων, και κάπου ψηλά, σε κάποια βουνοκοριρή, το άγαλμα του Λυτρωτή Χριστού, που με τα ανοιχτά Του χέρια έμοιαζε σαν να αγκάλιαζε την πόλη και τον κόσμο, δέσποζε επιβλητικό πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Κοίταξε το ρολόι της και διαπίστωσε ότι ήταν δώδεκα το μεσημέρι, ώρα Ελλάδας. Άρα εφτά το πρωί, ώρα Βραζιλίας.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε. Οι ταξιδιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν, άλλοι κουρασμένοι, άλλοι βαριεσιημένοι, άλλοι σε καλή διάθεση... και μία συγκεκριμένη ανάμεσά τους που ένιωθε τη μεγαλύτερη ευτυχία του κόσμου - και να φανταστεί κανείς ότι μέχρι πριν από λίγες ώρες ονειρευόταν να αυτο- κτονήσει τρώγοντας ένα ολόκληρο μπούτι ζαμπόν...
Μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, που θα ξαναερχόταν σ’ αυτό εδώ το αεροδρόμιο για να πάρει το αεροπλάνο του γυρισμού, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν.
Άλλωστε, ο τόπος αυτός ήταν Παράδεισος - κι ως γνωστόν, ο Παράδεισος είναι το καταλληλότερο μέρος για να συμβούν κάθε λογής και πάσης φύσεως θαύματα.
Φανταζόταν, βέβαια, ότι στη Βραζιλία ο Ιανουάριος ήταν μήνας καλοκαιρινός, δεδομένου ότι εκεί είναι νότιο ημ ισφαίριο, αλλά τέτοια ζέστη ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί - πάντως την ξάφνιασε ευχάριστα. Μια ματιά στο θερμόμετρο έξω από το αεροδρόμιο την πληροφόρησε ότι επικρατούσαν α ι
Digitalised By Jah®
132 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σίως τριάντα τρεις βαθμοί Κελσίου - κι ας ήταν μόλις εφτά- μισι το πρωί.
Είχε πολύ καιρό να μιλήσει πορτογαλικά. Με τα χρόνια, κάθε μέρα που περνούσε η Άννα έθαβε και το θάρρος που είχε παλιά με τους ανθρώπους κάτω από το κάθε κιλό που έβαζε πάνω της - ωστόσο εδώ ήταν άλλος κόσμος, δεν την ήξερε κανείς, οπότε δεν την παραξένεψε καθόλου το γεγονός ότι η γλώσσα της άρχισε να δουλεύει ροδάνι και οι λέξεις ξεφύτρωναν ολόσωστες μέσα από τα βάθη του μυαλού της. Έτσι, έ- πιαοε κουβέντα με μια κυρία σε άπταιστον πορτογαλικήν, και πληροφορήθηκε από πρώτο χέρι ότι το Ρίο βρισκόταν μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορείως του Τροπικού του Αιγόκε- ρω - πράγμα που πρακτικά σήμαινε ότι εκεί ήταν πάντα καλοκαίρι. Βεβαίως, τους μήνες Δεκέμβριο ως και Μάρτιο ο τόπος έβραζε - αλλά και τον υπόλοιπο καιρό η θερμοκρασία δεν έπεφτε σχεδόν ποτέ κάτω από τους είκοσι βαθμούς Κελσίου. Τέλεια!
Πού είσαι, Αντωνάκη, να δεις και να μην πιστεύεις, εδώ έπρεπε να φέρεις την γκόμενά σου, μαλάκα, τζάμπα, μάγκα...
Ούτε ο Αντωνάκης, που γαμούσε στην άλλη άκρη του κόσμου, κάπου στο Λουτράκι -πφ φ ...- δεν ήταν σε θέση να της χαλάσει την καλή διάθεση.
Ένας από τους αδερφούς του πατέρα της, ο θείος ο Γιωρ- γιός, Θεός σ’χωρέστον, είχε υπάρξει ναυτικός. Όταν ήταν μικρή, τον θυμόταν να καπνίζει την πίπα του και να διηγείται στην οικογένεια, που τον άκουγε με κομμένη την ανάσα, ιστορίες από τα ένδοξα χρόνια που, ως καπετάνιος, γύριζε με το καράβι του ολόκληρο τον κόσμο. Πολλά μέρη τού είχαν κάνει εντύπωση και για όλα είχε πάντα μια συναρπαστική ιστορία να πει. Ωστόσο, η Άννα θυμόταν ότι όταν μιλούσε για μια συγκε
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 133
κριμένη παραλία στο Ρίο, τα μάτια του γλάρωναν από νοσταλγία και αναστέναζε ευχαριστημένος και ευγνώμων που ο Θεός τον είχε προικιώσει με τέτοιες εμπειρίες που γίναν αναμνήσεις - πώς την έλεγε την παραλία, να δεις; Α, ναι!
Ιπανέμα.Φύγαμε, cinha moca*.
Μα τι παράξενο μέρος αυτό το Ποτάμι του Ιανουαρίου! Παράξενο - ίσως όμως γι’ αυτό και τόσο γοητευτικό.
Βγαίνοντας από το διεθνές αεροδρόμιο «Γκαλιάο», η Άννα ρώτησε και έμαθε πώς να πάει στον ονειρεμένο προορισμό των αναμνήσεων του θείου Γιωργιου. Πήρε ένα λεωφορείο που ονομαζόταν Real Auto Bus -ο κλιματισμός του ήταν μια αληθινή όαση- και κατευθύνθηκε νότια. Πραγματικά, η διαδρομή τής επιφύλαξε μια απερίγραπτα συναρπαστική θέα, από αυτές που είναι ικανές να μαγέψουν ακόμα και έναν αδιάφορο τεχνοκράτη και να τον μετατρέψουν εν μία στιγμή σε συγγραφέα!
Εκείνη, μια φορά, αποφάσισε ότι από δω και μπρος έπρεπε να προσθέσει στα περιεχόμενα της τσάντας της και ένα σημειωματάριο με στιλό. Τέτοια πράγματα αξίζει να τα καταγράφει κανείς, έστω και με δικά του λόγια, την ώρα που τα ζει!
Περνώντας από τις συνοικίες Γκλόρια, Φλαμένγκο και Μπο- ταφόγκο, της δόθηκε η ευκαιρία να δει και να συνειδητοποιήσει για μια ακόμα φορά πόσο μεγάλος, αλλά συνάμα και πόσο μικρός, ήταν ο κόσμος αυτός που έφτιαξε ο σοφός Θεός. Το ίδιο και οι άνθρωποι - τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι...
* «Μικρή κυρία».
Digitalised By Jah®
134 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Πολλές φορές η Άννα, ως φιλελεύθερο πνεύμα που ανέκαθεν ήταν, αναρωτιόταν τι είδους σκοπιμότητες εξυπηρετούσε ο ρατσισμός. Πάντως, το Ρίο ήταν ένα από τα μέρη όπου σίγουρα κατοικούσαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, άνθρωποι με κάθε είδους απόχρωση δέρματος, ένα συναρπαστικό μείγμα Αφρικανών, Ευρο)παίων και Ινδιάνων, που έσμιγαν ελεύθερα ήδη από τις εποχές της αποικιοκρατίας, ζούσαν σήμερα μαζί και έφταχναν αυτό το πανέμορφο καλειδοσκόπιο - σίγουρα οι Βραζιλιάνοι θα μπορούσαν να θεωρούνται απ’ τις ομορφότερες ράτσες του κόσμου.
Η κίνηση ήταν τραγική - το λεωφορείο σκάλωνε κάθε τρεις και λίγο σε ουρές αυτοκινήτων που έμοιαζαν ατέλειωτες, ωστόσο κανείς δε φαινόταν να ενοχλείται. Οι ρυθμοί ήταν χαλαροί -όπως ακριβώς έπρεπε να συμβαίνει σε περιοχή της τροπικής ζώνης- και οι οδηγοί, κλεισμένοι μέσα στα αυτοκίνητά τους, εγκλωβισμένοι σε ένα άνευ προηγουμένου κομφούζιο, αντί να βρίζουν, ήταν όλοι χαμογελαστοί - λες και δεν πήγαιναν να δουλέψουν, αλλά να διασκεδάσουν. Αλλά και οι πεζοί περπατούσαν με νωχέλεια, έχοντας στα χείλη τους ένα χαμόγελο ράθυμης ευχαρίστησης. Καμιά σχέση με την Αθήνα, όπου όλοι έτρεχαν σαν τους τρελούς κοιτώντας τα παπούτσια τους, μην παραλείπονΐας πού και πού να βρίζουν προς πάσα κατεύθυνση ανάμεσα από τα δόντια τους.
Τελείωσε - το Ρίο ήταν Παράδεισος. Ολόκληρη η πόλη ήταν... θαρρείς και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα - σε μόνιμη αναμονή συναρπαστικοί γεγονότων. Δεδομένης μάλιστα της φτώχειας που μάστιζε ολόκληρη τη Βραζιλία, μια τέτοια στάση ζωής προσλάμβανε μια άλλη, σχεδόν μεταφυσική διάσταση και δημιουργούσε πολύ θετικές ελπίδες για το μέλλον.
ΓΙοιος ξέρει, ίσως η ευτυχία να είναι τελικά μια τέχνη. Αυτό
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 135
που η Άννα δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει ήταν αν ο άνθρωπος γεννιέται ξέροντας πώς να την εξασκεί ή απλώς το μαθαίνει στην πορεία της ζωής του. Έστω.
Μετά από ώρα που δε μέτρησε, διότι είχε αφήσει τον εαυτό της να υπνωτιστεί από τη ράθυμη ευτυχία των άγνωστων ιιεραστικών, το λεωφορείο ετοιμάστηκε, επιτέλους, να μπει στην Αβενίντα Ατλάντικα. Από εκεί ακριβώς ξεκινούσε η περίφημη παραλία της Κοπακαμπάνα.
Η Άννα ρώτησε τον οδηγό του λεωφορείου πόσο απείχε η Ιπανέμα από εκεί - εκείνος της απάντησε ότι ήταν περίπου πέντε με έξι χιλιόμετρα διαδρομή δίπλα στη θάλασσα. Τότε εκείνη, που τόσα χρόνια πέρασε κλεισμένη μέσα στο σπίτι και μη βγαίνοντας παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, χρειάστηκε ένα μόλις δευτερόλεπτο για να πάρει τη σωστότερη α- πόφαση της ζωής της.
Μια τέτοια μαγευτική και ανεπανάληπτη διαδρομή δίπλα στον ωκεανό μόνο ένας βλάκας θα προτιμούσε να την κάνει με ιο λεωφορείο. Πόδια, περπάτημα - ακόμα και μια ντουλάπα χρειάζεται ξεσκούριασμα πού και πού!
Έτσι, η ντουλάπα ξεκίνησε τη μακρά της διαδρομή κάτω από ένα λιοπύρι που δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα, μετα- ιρέποντας το περπάτημα σε κινούμενο χαμάμ. Για μια στιγμή ι ης ήρθε να βγάλει το μαύρο φόρεμα που παρέπεμπε σε σάκο αποθήκευσης μπόγου με άπλυτα και να συνεχίσει τη δια- δ| >ομή της με τα εσώρουχα - αλλά, φυσικά, ούτε να γελάσει δεν ιόλμησε με την αστεία της σκέψη· δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να δει τους λουσμένους να πνίγονται με το που θα α- νιίκριζαν το άθλιο θέαμα, αν και, από τη μέχρι τώρα εμπειρία ιης, είχε αρχίσει να της σχηματίζεται η πεποίθηση ότι οι Βραζιλιάνοι ήταν αρκούντως συνηθισμένοι στις «αποκλίσεις από το
Digitalised By Jah®
136 ΘΥΜΑΣΑΙ;
μέσο όρο» και ότι η ίδια η αποκλίνουσα δεν είχε δημιουργήσει (οςτώρα την άσχημη εντύπωση που φανταζόταν ότι θα δημιουργούσε.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα πεζοδρόμια της βόλτας, επενδυμένα με μαΰρα και άσπρα πλακάκια αλά πορτογαλικά, που επέτρεπαν στο διαβάτη να κοντοστέκεται όπου τραβούσε η ψυχή του και να θαυμάζει τη θέα προς την παραλία. Αυτό ακριβούς έκανε και η Άννα - και αυτό που έβλεπε την εντυπώσιαζε, με όλη τη σημασία της λέξης.
Ήταν ακόμα πρωί, λίγο πριν τις δέκα, κι όμως, η παραλία ήταν γεμάτη με χιλιάδες κόσμου - και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε όλο και περισσότερα μιλιούνια ανθρώπων συνέρρε- αν σιη θάλασσα, ξεφυτρο)νοντας από δω κι από κει σαν τα σαλιγκάρια. Μα καλά, κανένας δε δούλευε σ’ αυτή την πόλη; Πού πήγαιναν όλοι εκείνοι οι οδηγοί; Όπου κι αν πήγαιναν, εν πά- ση περιπτώσει, ο τελικός τους προορισμός έδειχνε να είναι η θάλασσα - πολύ λογικό, αν έκρινε κανείς από τη ζέστη που επικρατούσε. Πού να βρεις μυαλό για δουλειά;
Θάλασσα και γλέντι - αυτή ήταν η ζωή των Καριόκας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σ’ αυτή την πόλη γίνεται το μεγαλύτερο καρναβάλι του κόσμου.
Πάνω που άρχισε να πιστεύει ότι θα της έβγαινε η γλώσσα, θα έπεφτε ξερή και θα ξυπνούσε σε κανένα νοσοκομείο έχοντας πάθει αμνησία, έφτασε επιτέλους σιην Ιπανέμα.
Εκεί άρχισαν κάπως να της κόβονται τα φτερά.Το τζόκινγκ κατά μήκος της παραλίας έμοιαζε με ντεφιλέ
μόδας. Γυναικάρες απ’ αυτές που αποτελούν την απόλυτη αντρική φαντασκοση, αλλά και παλικάρια σωστά κουκλιά έκαναν τις βόλτες τους πάνω κάτω στα πεζοδρόμια, λίγο πριν καταλήξουν όλοι τους στα πεντακάθαρα νερά. Κόσμος... χαμός...
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 137
Η Άννα μπήκε στην παραλία και αναζήτησε ένα σχετικά ήσυχο μέρος μέσα στο γενικότερο χαμό. Φοβόταν ότι θα απο- τελούσε θέαμα που σύντομα θα γινόταν περίγελος - μια μπβαλ- νοκοπριά ντυμένη σαν καλόγρια σε μια παραλία όπου όλοι ήταν σχεδόν τσιτσίδι κι ακόμα και τα μαγιό τους πρόσφεραν άπλετη θέα στα εκεί-που-ξέρετε... Τι δουλειά είχε εκεί;
Το γεγονός ότι κανένας δεν έδειχνε να παραξενεύεται από την παρουσία της δεν την έκανε να αισθάνεται καλύτερα.
Είχε αρχίσει να την ξαναπιάνει εκείνο το μισητό συναίσθημα της ανθρωποφοβίας.
Έκατσε σε μια σχετικά ήσυχη γωνίτσα, κοίταξε γύρω της φοβισμένη, συγχυσμένη, μια, δυο... και ξέσπασε σε κλάματα.
Ξαφνικά ένιωσε να κουβαλάει στους ώμους της όλο το βάρος του κόσμου. Τι δουλειά είχε να βρίσκεται εκεί; Το καλύτερο μέρος για την περίπτωσή της ήταν ο Βόρειος Πόλος - πάει και τελείωσε.
Ή ταν μια άθλια στείρα χοντρή, δίχως δουλειά, δίχως υπόσταση, δίχως αξιοπρέπεια, που ετούτη ακριβούς τη στιγμή την κεράτωνε ο άντρας της με κάποια λεπτή και πρόθυμη γκόμενα. Το χειρότερο όλων αυτών ήταν ότι δεν είχε πια προοπτικές· αισθανόταν πολύ μόνη, πολύ φοβισμένη, πολύ αδύναμη. Δεν είχε κουράγιο ούτε να ξεκινήσει δίαιτα ούτε να ξαναβγεί με βιογραφικό ανά χείρας προς άγραν καινούριας εργασίας, ούτε να ξανανιώσει γυναίκα. Η ζωή της είχε τελειώσει - το μέλλον της από δω και μπρος ήταν η απελπισία, αδιάκοπη και αδυσώπητη.
Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, βρισκόταν σε ένα άγνωστο μέρος στην άλλη άκρη της γης ακολουθώντας μια τρέλα της στιγμής, που ενώ στην αρχή τής φαινόταν μια σωστή πράξη, τώρα της φαινόταν σκέτη απερισκεψία. Μπορεί το Ρίο να ή
Digitalised By Jah®
138 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ταν αληθινός Παράδεισος, αλλά ακόμα κι αυτό, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της φαινόταν βάρος, κατάρα, Κόλαση. Ένας αποτυχημένος άνθρωπος, όπως αυτή, δεν είχε το δικαίωμα να γευτεί τον Παράδεισο - και ακόμα κι αν τον γευόταν, αυτό ήταν κάτι κακό, απαγορευμένο, που έκανε ακόμα πιο αισθητή την Κόλαση όπου ζοΰσε.
Ευτυχώς που είχε τη δυνατότητα να πέσει στη θάλασσα με τα ρούχα, να πάει στα βαθιά και να μην ξαναβγεί ποτέ από εκεί μέσα - αν ήταν αρκετά τυχερή, ίσως να την έτρωγε και κανένας καρχαρίας. Βέβαια, αυτό δεν ήταν και τόσο πιθανό - ακόμα και ένα θαλάσσιο τέρας όπως ο καρχαρίας, όσο πεινα- σμένο κι αν ήταν, θα αντίκριζε το ανθρ(6πινο κήτος μπροστά στα μάτια του και θα τρεπόταν σε άτακτη φυγή.
Πάνω που επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες του σχεδίου της να πέσει στον Ατλαντικό Ωκεανό και να πνιγεί και να ησυχάσει, κρύβοντας τα μάτια με τα χέρια της για να μη φαίνονται τα δάκρυά της, άκουσε μια αντρική φωνή ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
«Κυρία; Κυρία; Είστε καλά;»Άνοιξε χώρο με τα δάχτυλά της για να δει την πηγή του εκ
πεφρασμένου ενδιαφέροντος. Παραλίγο το στόμα της να ανοίξει διάπλατα από θαυμασμό - αλλά ούτε κι αυτό της επιτρεπόταν, διότι ήταν χοντρή.
Πάνω από το κεφάλι της στεκόταν ένας άντρας που έμοιαζε με το θεό Απόλλωνα σε πιο μελαψή μορφή. Το δέρμα του γυάλιζε σαν πολύτιμο σοκολατί βελούδο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε ο θεός να χαρακτηριστεί νέγρος. Η απόχρωση της επιδερμίδας του, σε συνδυασμό με τα σκούρα πράσινα μάτια του, της έδωσαν να καταλάβει ότι μπροστά της είχε την καλύτερη απόδειξη του τι θεϊκά πλάσματα μπορεί να
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 139
προκυψουν όταν οι φυλές που έφτιαξε ο Θεός αποφασίσουν να σμίξουν μεταξύ τους - δημιουργούνται απίθανα υβρίδια, όπως αυτό εδώ.
Ο μελαψός Απόλλωνας της χαμογελούσε ζεστά. Δακρυ- σμένη, του ανταπέδωσε το χαμόγελο γιατί κατάφερε να την παρασύρει.
«Λοιπόν; Είστε καλά;» ξαναρώτησε το μανούλι, με ολοφάνερο ενδιαίρέρον.
«Όχι», απάντησε η Άννα.Δεν τη ρώτησε ακόμα αν ήταν ξένη - προφανώς τα πορτο
γαλικά της έσκιζαν. Ας ήταν καλά η πάλαι ποτέ ΕΡΤ1 που είχε την έμπνευση να προβάλει εκείνα τα βραζιλιάνικα σίριαλ που της είχαν βάλει την ιδέα να μάθει την τραγουδιστή γλώσσα.
«Μπορώ να ρωτήσω τι έχετε;» ρώτησε σοβαρός ο άντρας - δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα πέντε χρόνων.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε η Άννα.«Αουγκούστο Αμορίν», συστήθηκε εκείνος. «Λοιπόν, θα μου
πείτε τώρα τι έχετε;» Προφανούς το ενδιαφέρον του να μάθει τι είχε εκείνη η άγνωστή του χοντρή γυναίκα ήταν μεγαλύτερο από την πρεμούρα να μάθει το όνομά της. Καλό αυτό.
Η Άννα το σκέφτηκε για μια στιγμή - θα μπορούσε να του πει ξερά ένα «τίποτα» και να του συστήσει ευγενικά να εξαφανιστεί από μπροστά της και να πάει να συνεχίσει το μπιτς βόλεϊ με τους φίλους του και να την αφήσει για πάντα στην ησυχία και τη δυστυχία της, αλλά με έκπληξη συνέλαβε τον εαυτό της να ξεφουρνίζει μονορούφι τα παρακάτω λόγια:
«Με λένε Άννα και είμαι απ’ την Ελλάδα. Χτες έμαθα ότι ο άντρας μου με απατάει. Πήγαινα στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσω απορρυπαντικά και ένα μπούτι ζαμπόν, αλλά εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω ένα άδειο ταξί. Δίχως δεύτερη σκέψη,
Digitalised By Jah®
το πήρα και πήγα στο αεροδρόμιο. Χωρίς να ξέρω που πάω και τι κάνω, δίχως να έχω πράγματα μαζί μου, έβγαλα στα τυφλά ένα εισιτήριο και ήρθα εδώ ακολουθώντας μια στιγμιαία παρόρμηση. Θα μείνω ως τα μεσάνυχτα και μετά θα επιστρέφω στη δυστυχία. Αυτά».
Ο άνθρωπος απόμεινε να την κοιτάζει εμβρόντητος. Η Άννα ήταν βέβαιη ότι θα τον έβλεπε να κάνει επιτόπου μεταβολή και να φεύγει τρέχοντας μακριά από την τρελή, πίσω στην ασφάλεια του μπιτς βόλεϊ με τους φίλους.
Όμως όχι. Το αντίθετο.«Κυρία μου!» ξεστόμισε ο κατάπληκτος άνθρωπος και σω
ριάστηκε μπροστά στα πόδια της, σαν να υπέβαλλε τα σέβη του.Αυτό το «κυρία μου!» περιέκλειε μέσα του τόση απορία, αλ
λά, κυρίως, τόσο θαυμασμό, ώστε η Άννα αποφάσισε να δώσει στον εαυτό της μία ακόμα ευκαιρία και να αναβάλει τον πνιγμό στον Ατλαντικό Ωκεανό για λίγο αργότερα.
Ίσως και να τον ματαίωνε, μάλιστα.
Άραγε η τρέλα γεννάει το όνειρο ή το όνειρο την τρέλα;Στο μισοσκόταδο του χειμωνιάτικου απογεύματος, στο σα
λόνι του σπιτιού της πια, η Άννα προσπαθούσε να αποφασίσει τι από τα δύο συνέβαινε στ’ αλήθεια. Εκείνη πάντως τα είχε ζή- σει και τα δύο - και την τρέλα και το όνειρο. Τα κυνήγησε και τα έζησε - κι αυτός ο δρόμος που πήρε τόσο ξαφνικά και ανέλπιστα την οδήγησε στη σωτηρία, την οποία είχε κερδίσει δικαιωματικά, με το σπαθί της.
Οι αναμνήσεις ήταν, φυσικά, πολύ νωπές - αν και κάτι της έλεγε ποος θα τις κουβαλούσε μέσα της ολοζώντανες για μια ζωή.
140 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 141
Δεν είχε απολύτως τίποτα να χάσει, οι ελπίδες της ήταν σβη- σμένες, η αποκρουστική της εμφάνιση θα αποθάρρυνε τον Αουγκοΰστο Αμορίν, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι κάτω από το ζεστό του χαμόγελο κρυβόταν ένας υποψήφιος βιαστής -το να βρεθεί σφαγμένη σε κάποιο στενό του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν την ενοχλούσε και τόσο ως ενδεχόμενο-, γι’ αυτό, και εφόσον είχε που είχε κάνει την τρέλα, αποφάσισε να την τραβήξει ως το τέλος.
Και έτσι, είχε δεχτεί με μεγάλη ευκολία την πρόσκληση του αυτόκλητου σωτήρα της να τον ακολουθήσει «για να της φτιάξει το κέφι για πάντα», όπως της είχε υποσχεθεί.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι έζησε ένα όνειρο, αληθινό, απτό, συναρπαστικό, απίστευτο, από αυτά που μόνο οι άνθρωποι που αποφασίζουν να τρέξουν πίσω από την παρόρμηση χης στιγμής μπορούν να ζήσουν.
Κάτω από εκείνο το εξαντλητικό λιοπύρι στην παραλία της Ιπανέμα και μετά από εκείνο το μεγαλοπρεπές «κυρία μου!» που με τόση ειλικρίνεια και θαυμασμό είχε ξεστομίσει ο κατάπληκτος μελαψός θεός Απόλλωνας, η Άννα του άνοιξε την καρδιά της. Ένας άγνωστος ήταν ο καταλληλότερος ακροατής, πόσο μάλιστα που ήταν και ξενομερίτης, με άλλη νοοτροπία, άλλη στάση ζωής, αλλιώτικες ιδέες, ίσως αυτός ακριβώς να της έδινε και καμιά ιδέα για το πώς κατάντησε έτσι η ζωή της και από κει που όλα ήταν ανθηρά και ελπιδοφόρα στο τέλος κατέληξαν να έχουν πάει κατά διαόλου - κι ακόμα πιο μακριά.
Τελικά, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, σι διαφορετικές νοοτροπίες και στάσεις ζωής ανάμεσα σε ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικές χώρες είναι ένας μύθος. Κατά βάθος είμαστε όλοι ίδιοι - τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες έγνοιες, οι ίδιοι καημοί...
Digitalised By Jah®
142 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ο Αουγκούστο Αμορίν παράτησε σύξυλους τους συμπαίκτες στο μπντς βόλεϊ, αγνόησε τις ημίγυμνες καλλονές που πηγαινοέρχονταν μπροστά στα μάτια τους και από εκείνη την ώρα δεν είχε μάτια και αφτιά παρά μόνο για αυτή.
Τζάμπα όλη αυτή η πίκρα και το φαρμάκι τόσ(ον χρόνων - αν ο Αντωνάκης την αγαπούσε πραγματικά, θα έβρισκε κάποιο τρόπο να τη σταματήσει από όλο αυτό τον κατήφορο. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν αναπαραγωγική μηχανή, διάολε! Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά; Σιγά τα λάχανα! Όταν αγαπάς κάποιον απόλυτα και ολοκληρωτικά, τον δέχεσαι όπως ακριβώς είναι - με ή χωρίς παιδιά. Και η ίδια κατά βάθος, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, θα έπρεπε να είχε εξετάσει και το άλλο ενδεχόμενο: ήταν ένα εκατομμύριο τοις εκατό σίγουρη ότι ήθελε παιδιά οπωσδήποτε, με κάθε θυσία και τίμημα, ή μήπως πληγώθηκε ο εγωισμός της και το πήρε πεισματικά, με αποτέλεσμα να υποβάλει τον εαυτό της σε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες;
Αυτά και άλλα πολλά της είπε, με λίγα λόγια, ο Αουγκούστο Αμορίν - της είπε ακόμα ότι η εικόνα που είχε για τον εαυτό της ήταν τελείως λάθος. Τα μάτια της ήταν πιο πολύτιμα και από σμαράγδια Κολομβίας, τα μακριά μαλλιά της έμοιαζαν με καταρράκτες καμωμένους από έβενο, το δέρμα της ήταν λείο και στιλπνό σαν μωρού παιδιού, το χιούμορ και η εξυπνάδα της έσπαγαν κόκαλα ελέφαντα - ποιος θα ήταν τόσο βλάκας ώστε να σταθεί σε μερικά κιλά παραπάνω, τα οποία, στο κάτω της γραφής, μπορούσαν, απλούστατα, να χαθούν;
Ε, μετά απ’ όλ’ αυτά, ήταν να μην τον ακολουθήσει εκεί που ήθελε να την πάει;
Τον ακολούθησε - και πέρασε τις ωραιότερες ώρες ολόκληρης της ζωής της.. Την πήγε για κοκτέιλ και καϊπιρίνιας στο μπαρ «Lucas», εκεί
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 143
όπου τρεις γενιές τώρα σύχναζαν οι Καριόκας με τα μαγιό τους. Αφού κοπάνησαν πιοτά ων ουκ έστιν αριθμός, της απηύ- θυνε την ευγενική πρόσκληση να τον συνοδέψει στο σπίτι του για φαγητό, να της γνοφΐσει και τη μανούλα του, η οποία θα εκπλησσόταν με το πόσο καλά μιλούσε τα πορτογαλικά μια Ελληνίδα. Αλλά ο κυριότερος λόγος που ήθελε να την πάει στο σπίτι του ήταν άλλος: ήθελε να της δείξει πού χτυπούσε η καρδιά του πραγματικού Ρίο, εκεί όπου ζούσε ο απλός κόσμος.
Ο Αουγκούστο Αμορίν ήταν περήφανος που ζούσε στη φα- βέλα* Ροσίνια, το μέρος όπου, όπίος είπε ο ίδιος γελώντας, «οι κάτοικοι δεν πηγαίνουν ποτέ, μα ποτέ στην αστυνομία, ό,τι, μα ό,τι κι αν συμβεί».
Μα τι ωραία που πέρασε σ’ εκείνο το σπίτι με την κόκκινη στέγη! Ένιωσε σαν πρωταγωνίστρια σε βραζιλιάνικη σαπουνόπερα από αυτές που ιεροβλαβικά παρακολουθούσε όταν ήταν μικρή - μάλιστα, όπως της εξήγησε η μητέρα του θεού Απόλλωνα, ολόκληρη η Βραζιλία, ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, παρέλυε την ώρα που προβαλλόταν κάποια telenovela σαν κι αυτές!
Της δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει το πιο περίεργο, αλλά και το πιο νόστιμο, φαγητό του κόσμου: κοτόπουλο, άσπρο ρύζι, μαύρα φασόλια, καπνιστό λαρδί, και όλ’ αυτά πασπαλισμένα με αλεύρι μανιόκας! Ακατάλληλο πιάτο για δίαιτα - αλλά αυτή θα μπορούσε να περιμένει ως αύριο, όπως είπε γελώντας ο Αουγκούστο.
Μετά ξανά για πιοτά στο «Barril 1800», με τη φανταστική
* Φαβέλες είναι οι παραγκουπόλεις του Ρίο ντε Τζανε'ιρο. Κάποτε θεωρούνταν τα πιο επικίνδυνα σημεία της πόλης, απροσπέλαστα στους τουρίστες λόγω της ιδιομορφίας τους. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, (οστόσο εξακολουθεί να υφίσταται ένας βαθμός επικινδυνότητας.
Digitalised By Jah®
144 ΘΥΜΑΣΑΙ;
θέα οτο ηλιοβασίλεμα και στα Ντόις Ιρμάος, τους δυο τεράστιους ογκώδεις βράχους που δέσποζαν πάνω από την παραλία της Ιπανέμα - όπως της εξήγησε ο Αουγκούστο, αν η φι- λοξενούμενή του επιθυμούσε και πολιτιστική ξενάγηση στο Ρίο, μουσεία, πάρκα και λοιπά, θα έπρεπε να του κάνει την τιμή να τον ξαναεπισκεφτεί.
Χμ!Και μετά, σχεδόν μεθυσμένοι, κατέληξαν σε ξέφρενο χορό
στα μπαρ της παραλίας που θαρρείς και είχαν μετατραπεί σε απέραντες πίστες σάμπας, νυχτερινό μπάνιο με τα ρούχα στη θάλασσα... Ό σο η ώρα περνούσε, η Άννα ένιωθε όλο και πιο... δεν τολμούσε να πει τη λέξη, ούτε καν να τη σκεφτεί.
Αυτός εδώ ο άνθρωπος την είχε κάνει να γελάσει ξανά με την καρδιά της, να χορέψει, να διασκεδάσει, να...
Αυτό που έγινε στην παραλία όταν έπεσε για τα καλά η νύχτα ήταν τόσο υπέροχο, τόσο τέλειο... Ξανά η παλιά, καλή και άμυαλη Άννα, που συνευρισκόταν με αγνώστους - αρκεί να της εγγυούνταν ότι θα περνούσε καλά.
Μόνο που αυτός εδώ ο άνθρωπος δεν της ήταν άγνωστος - ένιωθε σαν να τον ήξερε μια ολόκληρη ζωή.
Την πήγε στο αεροδρόμιο και την αποχαιρέτισε κλαίγο- ντας - και ω, τι σύμπτωση, έκλαιγε και η ίδια!
Την ώρα που περνούσε την πύλη των αναχωρήσεων, την παρακάλεσε να μείνει κοντά του, εκεί, στη Βραζιλία - εκείνη του αντιπρότεινε να του βγάλει ένα εισιτήριο και να τον πάρει μαζί της στην Ελλάδα. Τότε εκείνος της είπε ότι δεν επρόκει- το να δεχτεί ελεημοσύνες - αν μάζευε τα λεφτά που απαιτού- ντο, θα έβγαζε εισιτήριο μόνος του.
Της υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να τη βρει.Η Άννα σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν και ανα
Digitalised By Jah®
ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 145
στέναξε δυνατά. Αχ, τι καλά που θα ήταν να τον ξαναέβλεπε! Της είπε ότι θα ερχόταν, αλλά εκείνη δεν το πίστευε. Πόσα ωραία λόγια ξεχνιούνται με το πρώτο φως της αυγής... Παρ’ όλ’ αυτά, δεν του κρατούσε καμιά κακία - ο άνθρωπος αυτός την είχε σώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από δω και μπρος ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε στη ζωή της.
Την ώρα που πήγαινε στον υπολογιστή να φτιάξει ένα βιο- γραφικό -από άύριο θα ξανάβγαινε στην πιάτσα, προς άγραν εργασίας-, χτύπησε το κινητό της.
Απόκρυψη.«Παρακαλώ;» απάντησε απορημένη.«Άννα;»Θαύμα! Θεούλη μου, θαύμα!«Αουγκούστο!» ξεφοδνησε με ενθουσιασμό.«Έρχομαι, Άννα. Αύριο, πέντε το πρωί, ώρα Βραζιλίας, πε-
τάω από Ρίο. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, Άννα. Θέλω να σε ξαναδώ. Θέλω να είμαστε μαζί. Εκεί, εδώ, δεν ξέρω. Θέλεις να έρθω;»
Κάπως έτσι πρέπει να αντηχούσε η ουράνια μουσική στ’ αφτιά των κοινών θνητών.
«Ναι», άκουσε τον εαυτό της να κλαίει στο τηλέφωνο.«Αοιπόν, η πτήση είναι...»Κου λου που, κου λου που.Από κάτι τέτοιες ισιορίες μάλλον θα εμπνέονταν οι σεναριο
γράφοι ρομαντικών ταινιών στο Χόλιγουντ - ωστόσο η Άννα ήξερε ότι, ακόμα κι αν την εμπιστευόταν στους γύρο), δεν επρόκειτο να την πιστέψει κανείς. Καμιά q>op0 οι άνθρο)ποι ξεχνούν ότι η αληθινή ζωή μπορεί να ξεπεράσει και την πιο τρελή φαντασία.
Την ώρα που χόρευε μονάχη της μέσα στο σαλόνι, στα σκοτεινά, ακούστηκε ο ήχος κλειδιών στην πόρτα.
Digitalised By Jah®
Επέστρεφε ο Αντωνάκης από το «επαγγελματικό» του ταξίδι, βαρύς και ασήκωτος, δίχο)ς διάθεση για πολλά πολλά.
Χεστήκαμε.Άναψε το φως του σαλονιού και είδε τη γυναίκα του να χο
ρεύει - κι αναπήδησε ξαφνιασμένος.«Καλησπέρα!» είπε χαρούμενα η Άννα, με ένα χαμόγελο ως
τ’ αφτιά.Την κοίταξε με απορία. «Τι έπαθε το πρόσωπό σου;»«Δηλαδή;»«Ξέρω γω; Μου φαίνεται λίγο κόκκινο, σαν να σε έκαψε ο
ήλιος. Αλλά, μέσα σε τέτοια βαρυχειμωνιά, ποιος ήλιος;».«Χα!» γέλασε η Άννα. «Ο ήλιος του Τροπικού του Αιγόκε-
ρω, αγάπη μου!»Ο Αντώνης την κοίταξε καχύποπτα για μια στιγμή - αλλά
αμέσως μετά έκανε να πάει τη βαλίτσα του στα ενδότερα.«Μην ετοιμάζεσαι, Αντωνάκη», έκανε μελιστάλαχτα η Άννα.Επιτέλους, άφησε τη βαλίτσα στο πάτωμα και γύρισε να
την κοιτάξει. «Τι εννοείς;» ρώτησε.«Εννοο) ότι αΰριο περιμένω επισκέψεις. Θα φιλοξενήσω έ
να (ρίλο μου, οπότε το καλύτερο από όλα θα ήταν να πας να μείνεις σε ξενοδοχείο. Ή , ακόμα καλύτερα, να πας να σε φιλοξενήσει η γκόμενά σου. Δε σε θέλω μέσα στο σπίτι μου, Αντωνάκη».
Τα μάτια του Αντώνη γούρλ(οσαν από έκπληξη.Η Άννα γέλασε ευχαριστημένη.Συνειδητοποίησε ότι τελικά ήταν πολύ σωστή η απόφασή
της να στεγαστούν σε δικό της σπίτι μετά το γάμο της μαζί του.Ποιος ξέρει, ίσως ενδόμυχα μέσα της ανέκαθεν να ήξερε ό
τι θα ερχόταν κάποια μέρα που θα χρειαζόταν να τον πετάξει από εκεί μέσα με τις κλοτσιές.
146 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Η ΜΕΡΑ ΕΣΒΗΝΕ ΑΡΓΑ, νωχελικά - ο ήλιος του απογεύματος, ένας ολοστρόγγυλος δίσκος καμωμένος από ατόφιο χρυσάφι, κάθε λεπτό που περνούσε έχανε κάτι από τη δύναμή του, αλλά σίγουρα κέρδιζε σε ομορ(ριά.
Τέτοια ήταν πάντοτε τα καλοκαιρινά απογεύματα - ανάσες ονείρου ακόμα και σε μια άναρχη μεγαλούπολη όπως η Αθήνα.
Τα γραφεία του περιοδικού Spice βρίσκονταν στα βόρεια προάστια - στη λεωφόρο Κηφισίας, σ’ ένα επιβλητικό ψηλό κτίριο με γυάλινα παράθυρα που άφηναν τον ήλιο να εισβάλλει ανενόχλητος, φιλτράροντας απλώς το έντονο φως του, ενώ ταυτόχρονα πρόσφεραν άπλετη θέα στην πόλη. Μια τέτοια θέα έκανε καμιά φορά τους υπαλλήλους του περιοδικού να παρατούν τη σκληρή δουλειά και να υποκύπτουν στη νωχέλεια -π ό σο μάλλον τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου η ράθυμη διάθεση είναι σχεδόν θεσμός-, να κοιτάζουν τον ήλιο που έσβηνε και να αναστενάζουν νοσταλγικά, αναπολώντας θάλασσες, καλοκαιρινές διακοπές, κοσμικά πάρτι στη Μύκονο και λοιπά- ωστόσο σήμερα δεν ήταν από τις μέρες που κάτι τέτοιο ήταν επιτρεπτό - όχι τουλάχιστον από ανθρώπους που θέλουν να σέβονται το ψωμί που τροδνε, κάνοντας μάλιστα και μια δουλειά που τους ευχαριστεί.
Digitalised By Jah®
148 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Σήμερα ολόκληρο το περιοδικό βρισκόταν σε αναβρασμό.Επιτέλους, μέσα στη βαριεστιμάρα και τη χαύνωση του κα
λοκαιριού είχε καταφθάσει μια είδηση σωστό χρυσωρυχείο - μια ειδησάρα που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία και έκανε τους πάντες να ξεβαρεθούν μια και καλή.
Χτες βράδυ είχαν έρθει στο φως της δημοσιότητας τα συνταρακτικά νέα, τα οποία συγκλόνισαν και θα συνέχιζαν να συγκλονίζουν το πανελλήνιο για πολΰ καιρό, το δίχως άλλο: δαιμόνιος ρεπόρτερ μεσημεριανής εκπομπής, από αυτές με τη γαργαλιστική θεματολογία, που έκαναν πολλούς πλουσίους και διάσημους να χάνουν τον ΰπνο τους και να προτιμούν χίλιες φορές περισσότερο ν’ ασχοληθεί μαζί τους η Εφορία παρά αυτού του είδους οι... πολιτιστικές εκπομπές, είχε βγάλει λαγό. Και τι λαγό, μεγάλο σαν ιπποπόταμο, απ’ αυτό το είδος των λαγών που δεν έχεις το δικαίωμα να τους κρατήσεις για τον εαυτό σου, αλλά οφείλεις να τους μοιραστείς με ολόκληρο το έθνος - έναντι παχυλής αμοιβής, βεβαίως.
Ο Μάνος Περρής, ο ζεν πρεμιέ, ο κούκλος, ο σούπερ σταρ της εποχής, ο οποίος είχε γίνει διάσημος από το σίριαλ Αναζητώντας την Αγάτιη και από τότε δεν προλάβαινε να δέχεται προτάσεις για τηλεόραση, θέατρο και σινεμά, ο άντρακλας με τον οποίο ήταν ερωτευμένος σύσσωμος ο γυναικείος -ανεξαρτήτως ηλικίας- πληθυσμός της Ελλάδας, χτες τη νύχτα... άκουσον ά- κουσον... συνελήφθη σε ερημική περιοχή του Λυκαβηττού να φιλιέται και να πασπατεύεται με... με τον Πολ Μητσάκο, τον εξίσου διάσημο τραγουδιστή!
Και να φανταστεί κανείς ότι αυτοί οι δυο, στις συνεντεύξεις που έδιναν κατά καιρούς ο καθένας, ισχυρίζονταν ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι η γυναίκα, δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από μια γυναίκα, αχ, πόσο περίμεναν την κα
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 149
τάλληλη γυναίκα που θα τους έκλεβε την καρδιά... Α, τους απατεώνες!
Συνταρακτικά νέα όλ’ αυτά, το δίχως άλλο.Ο ρεπόρτερ-παπαράτσι που τράβηξε το γαργαλιστικό βί
ντεο σήμερα ήταν πάμπλουτος, ενώ οι δυο κολασμένοι εραστές αρνούντο πεισματικά να κάνουν δηλώσεις για τη μεταξύ τους κάτι-περισσότερο-από-ύποπτη σχέση, περιοριζόμενοι απλώς στο να ισχυριστούν ότι το βίντεο ήταν προϊόν μοντάζ και ότι αυτοί ήταν αθώοι, άσχετοι και ανίδεοι. Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, μωρέ;
Φυσικά, έγινε χαμός. Ξέσπασε σάλος - οι νοικοκυρές, οι οποίες ως επί το πλείστον αποτελούν το φιλοθεάμον κοινό των μεσημεριανών πολιτιστικών εκπομπών, δίχως να χάσουν χρόνο, όταν κατάφεραν να κλείσουν τα στόματά τους που είχαν α- πομείνει ορθάνοιχτα και έχασκαν μπροστά στις γαργαλιστικές εικόνες του βίντεο που είδαν, άρχισαν να τηλεφωνιούνται για να διαδώσουν τα χαμπέρια γρηγορότερα και από την ταχύτητα της αστραπής· η μία πήρε πέντε φίλες της, οι οποίες με τη σειρά τους τηλεφώνησαν σε πέντε δικές τους φίλες η καθεμιά... το αποτέλεσμα ήταν να κοντέψει να φρακάρει το δίκτυο του ΟΤΕ. Α, βεβαίως, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά - τα δικά τους δίκτυα είχαν ήδη πέσει' δεν είχαν φροντίσει να προετοιμαστούν κατάλληλα, διότι δεν είχαν μπορέσει να φανταστούν τέτοιο όγκο γραπτών μηνυμάτων που ανταλλάσσονταν. Ούτε Πρωτοχρονιά να ήταν.
Στο περιοδικό Spice ετοιμαζόταν να γίνει ένα μίτινγκ μα- κράς διαρκείας. Βέβαια, πλησίαζε και η ημερομηνία κυκλοφορίας του επόμενου τεύχους και το περιοδικό έπρεπε να κλείσει την ύλη του ούτως ή άλλως, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν άλλος και πολύ προφανής: εφόσον είχε αποκαλυφτεί τέτοιο
Digitalised By Jah®
150 ΘΥΜΑΣΑΙ;
λαβράκι, οι συντάκτες του περιοδικού έπρεπε να στΰψουν το κεφάλι τους και να δουν πώς να εκμεταλλευτούν το θέμα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μιας και είχαν τη μαύρη ατυχία να μην είναι αυτοί που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο των μεγατόνων.
Με λίγη καλή προσπάθεια θα είχαν υλικό για να απασχολούν τον κοσμάκη τουλάχιστον ως τον ερχόμενο χειμώνα. Ένα τέτοιο τεφαρίκι δεν ήταν απ’ αυτά που τελειώνουν μια και έξω - ίσα ίσα, όφειλαν να το ξεφλουδίσουν αργά, ηδονικά και να το ξεψαχνίσουν σε βάθος, διότι, ως γνωστόν, η δύναμη της εικόνας είναι μεν μεγάλη, αλλά τα scripta είναι αυτά που manent*\ Σε τα μας; Χα!
Το περιοδικό Spice δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «κου- τσομπολίστικο» ή «κίτρινος Τύπος», αλλά από την άλλη δεν ήταν και από τα περιοδικά που ασχολούντο με το μείζον πρόβλημα της πείνας στον Τρίτο Κόσμο, ούτε με τις πρωτοβουλίες της Greenpeace για τη σωτηρία της φώκιας Monachus Monachus ούτε με τους άδικους πολέμους που εξαπέλυαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη οι Αμερικανοί, ανάλογα με το πώς ξύπνησε ο εκάστοτε πρόεδρός τους κάποιο συγκεκριμένο πρωί.
To Spice αποτελούσε μια όαση μέσα στο δύσκολο κόσμο - ασχολείτο μ’ όλα εκείνα τα θέματα που κρίνονταν κατάλληλα για να βοηθούν τον κοσμάκη να ξεχνάει τα χάλια του, δραπετεύοντας εκεί όπου βασίλευε η ομορφιά, τα ρούχα, τα καλλυντικά, οι συμβουλές για καλύτερο σεξ και, βεβαίως, τα παρασκήνια της ζωής των διασήμων - ό,τι δηλαδή χρειαζόταν μια μέση Ελληνίδα για να μη σκέφτεται και πολύ, μαθαίνοντας ταυτόχρονα και κανένα καινούριο πράγμα που, δεν μπορεί, όλο και κάπου θα της φαινόταν χρήσιμο. Άλλωστε, όπως είχε
* Scripta manent: τα γραπτά μένουν.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 151
διαπιστωθεί στην πράξη, όλοι οι άνθρωποι -και ιδίως οι γυναίκες- τρελαίνονται να χώνουν τη μΰτη τους στη ζωή των κοσμικών και, πολύ περισσότερο, να παραδειγματίζονται απ’ αυτούς σε διάφορα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας: τι ρούχα φοράει η δείνα, τι μάσκαρα χρησιμοποιεί η τάδε, πόσο ύψος έχουν τα τακούνια της χι ψι και πάει λέγοντας - όταν δεν έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις μια αληθινά κοσμική ζωή, συμβιβάζεσαι και με την ψευδαίσθησή της. Σε δουλειά να βρισκόμαστε - περιοδικά και αναγνώστες.
Βέβαια, αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που το Spice θα α- σχολείτο εις μέγα βάθος μ’ ένα τέτοιο καυτό ζήτημα, όπως αυτό του κουνήματος της αχλαδιάς από τους κ.κ. Περρή και Μη- τσάκο, αλλά, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα μέχρι στιγμής, κανένας από τους υψηλά ισταμένους σιο περιοδικό δεν έδειχνε να έχει τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό περί του αν και κατά πόσο είχαν το δικαίωμα να θίξουν ένα τέτοιο προσωπικό θέμα - το θέμα είχε ψαχνό, το ψαχνό φέρνει λεφτά και τα λεφτά είναι το μόνο ζητούμενο. Για ποιο λόγο να μείνει το δικό τους περιοδικό στην απέξω, ενώ θα είχε την ευκαιρία να καζαντίσει για δέκα σεζόν και οι ίδιοι να αποκτήσουν εκείνο το κότερο που χρόνια ονειρεύονταν; Φάε λοιπόν για να μη σε φάνε - κι αν μάλιστα υπάρχει δυνατότητα να φάτε όλοι μαζί, τόσο το καλύτερο. Απλά τα πράγματα...
Ενώ όλοι περίμεναν τη διευθύντρια του Spice να τελεκοσει τις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές της συσκέψεις με τους διαφόρους -εκδότες, δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ και λοιπούς ενασχολουμένους με το ξαφνικό λαβράκι- και να σκάσει μύτη για ν’ αρχίσει το μίτινγκ, μέσα στα γραφεία του περιοδικού γινόταν το σώσε - οι πάντες, από τους συντάκτες και τους creative editors μέχρι τους υπεύθυνους του διαφημιστικού, τους στοι
Digitalised By Jah®
152 ΘΥΜΑΣΑΙ;
χειοθέτες και τις καθαρίστριες, περιφέρονταν στα γραφεία από δω κι από κει σαν άγρια θηρία που είχαν μυριστεί αίμα και έτρεχαν να εντοπίσουν τη λεία για να την κατασπαράξουν. Τα μάτια τους γυάλιζαν από ηδονή καθώς συζητούσαν ακατά- παυστα το προκΰψαν ζήτημα του χτεσινοβραδινού γλεντιοΰ του «αδερφάτου» - έτσι αποκαλοΰσαν πλέον τα μέχρι χτες ιν- δάλματά τους. Το ζήτημα είχε ήδη συζητηθεί περίπου χίλιες οχτακόσιες εβδομήντα πέντε φορές, ωστόσο ο τρόπος και η έμφαση με την οποία το αναμασοΰσαν οι υπάλληλοι το έκαναν να φαίνεται ολόφρεσκο, της ώρας - λες κι είχε συμβεί μόλις πριν από ένα δευτερόλεπτο, και μάλιστα όλοι αυτοί είχαν υπάρξει και αυτόπτες μάρτυρες! Για το Θεό!
Ωστόσο, η Νόρα Μπαξεβάνη, νεαρή συντάκτρια από τις πλέον φερέλπιδες, ήταν η μοναδική από όλο αυτό το συρφετό που δε συμμετείχε στη γενική κατακραυγή, η οποία έμοιαζε να είχε ενώσει ακόμα και τους ως τα χτες αντίζηλους -τα γνωστά συναδελφικά μαχαιρώματα- μέσα στο χώρο του περιοδικού. Καθόταν σκεφτική μπροστά στον υπολογιστή της και δε μιλούσε σε κανέναν - που και που έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το γυάλινο παράθυρο, προς την πόλη, προς τον ήλιο, οπουδήποτε αλλοΰ εκτός από εκεί μέσα.
Εκεί μέσα, μια q)op0, ασφυκτιοΰσε.Αναστέναξε βαθιά κατευθείαν από τα φυλλοκάρδια της, την
ίδια ακριβώς στιγμή που η Λέττα, συνάδελφος συντάκτρια με την οποία μοιραζόταν το ίδιο γραφείο, εισέβαλε ορμητικά στο χώρο τρέμοντας κυριολεκτικά από έξαψη.
«Ρε μαλάκα, για το θέμα του αδερφάτου έρχονται συνεχούς καινούρια στοιχ...» Το ύφος που είχε η φάτσα της συναδέλφου της της διέκοψε τον παραληρηματικό οίστρο. «Τι έχεις εσύ;» άλλαξε θέμα.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 153
«Τίποτα», έκανε η Νόρα.«Πώς τίποτα, εοΰ είσαι έτοιμη να κλάψεις».«Δεν έχω τίποτα, σου λέω».«Καλά», έκανε καχύποπτα η Λέττα. «Ας ποΰμε ότι σε πι
στεύω. Απλά, τώρα συνειδητοποίησα κάτι που μου φαίνεται παράξενο. Από χτες το μεσημέρι που γύρισες από το ρεπορτάζ που είχες πάει να κάνεις, δεν έχεις βγάλει άχνα απ’ το στόμα σου. Κι όσο για τα ρεζιλίκια του αδερφάτου, λέξη δεν είπες, σαν να μη σου έκαναν καμιά εντύπωση. Δεν έχεις τίποτα να πεις γι’ αυτά;»
Η Νόρα την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν. «Ό,τι έχω να πω, θα το πω στο μίτινγκ. Αλήθεια, τέλειωσε η διευθύντρια με τα τηλέφωνά της;»
Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε με φόρα και ένα ξανθό κεφάλι έκανε την εμφάνισή του στο άνοιγμά της.
Ή ταν η Εύα Μπούσιου, η αρχισυντάκτρια.«Κουνηθείτε. Η διευθύντρια πήγε στην αίθουσα συσκέψε
ων».Αυτή η Εύα Μπούσιου ήταν πολύ ξινό φρούτο, τελικά - α
πό τότε που είχε γίνει αρχισυντάκτρια είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ. Να, ορίστε και η τωρινή, περίτρανη απόδειξη, δεν έκανε καν τον κόπο να απευθύνει μια καλησπέρα του Θεού και, βεβαίως, ούτε που διανοήθηκε να βάλει μέσα στο γραφείο του «κατωτέρου προσωπικού» -έτσι θεωρούσε τους συντάκτες- κάτι περισσότερο από το ξανθό κεφάλι της.
Τέλος πάντων!Η Λέττα, μόλις έκλεισε η πόρτα, έριξε ένα φάσκελο και ξε
στόμισε μέσα από τα δόντια της μια λέξη που τελείωνε σε «-κι- σμένη».
Η Νόρα πήρε μια βαθιά ανάσα.Digitalised By Jah®
154 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Πάμε!» είπε αποφασιστικά και ξεκίνησε πρώτη, ενώ από πίσω την ακολούθησε η Λέττα, κοιτάζοντάς τη με το κεφάλι γερτό και δυο μάτια μισόκλειστα από απορία.
Στο μεγάλο γραφείο όπου ελάμβαναν χώρα τα πάσης φΰσεως μίτινγκ -από συναντήσεις για να συζητηθεί το κλείσιμο της ύλης του περιοδικού μέχρι και περιπτώσεις διαχείρισης εκτάκτων κρίσεων, όπως η τωρινή- επικρατούσε μια τεράστια βα- βούρα.
Άπαντες παρόντες - συντάκτες, συντάκτριες, φωτορεπόρτερ, τα παιδιά από το δημιουργικό και λοιποί είχαν περικυκλώσει τη διευθύντρια που καθόταν στην καρεκλάρα της και είχε ένα ύφος που θύμιζε τη βασίλισσα Βικτωρία την ώρα που δεχόταν σε ακρόαση τους ταπεινούς της υπηκόους. Μιλούσαν όλοι μαζί, ένα υπόκωφο μουρμουρητό από το οποίο δεν έβγαινε και πολύ νόημα - ωστόσο το σχεδόν χαιρέκακο ύφος που είχαν κολλημένο στη μούρη τους, καθώς και τα πονηρά γελάκια που τους ξέφευγαν δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία περί του τι ακριβώς έλεγαν.
Σίγουρα έθαβαν τους ανθρώπους, τον Περρή και τον Μη- τσάκο, οι οποίοι ως χτες ήταν θεοί, ενώ σήμερα, μεσολαβού- σης μίας νυκτός, είχαν μετατραπεί σε κατάπτυστο περίγελο. Ποπό, τι ξαφνικό τούς βρήκε...
Η Νόρα Μπαξεβάνη ένιωσε έτοιμη να εξαπολύσει ένα τέτοιο ουρλιαχτό, που θα τους έκανε όλους να τιναχτούν έντρομοι και, δίχως να χάσουν χρόνο για να μάθουν την αιτία της κραυγής, να σπεύσουν όλοι μαζί φισέκι προς την έξοδο, αψηφώντας τον κίνδυνο να ποδοπατηθούν - αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε διότι σκέφτηκε ότι, αν γινόταν αυτό, θα
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 155
έχανε τη μοναδική ευκαιρία να δει και να απολαύσει το ύφος που θα έπαιρναν τα μούτρα τους όταν, εν ησυχία και ηρεμία, στη μέση αυτού του τόσο κρίσιμου μίτινγκ, θα τους έλεγε αυτά τα οποία είχε έρθει αποφασισμένη να τους πει.
Όντως, αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να το χάσει με τίποτα.
Και να, κοντός ψαλμός: η γλυκιά φωνή της διευθύντριας -σίγουρα στο παρελθόν είχε κάνει πολλές πρόβες μόνη της ώστε να κάνει τη φωνή της να ακούγεται έτσι, γλυκιά αλλά και συνάμα πειστική, καταδεκτική αλλά και ταυτόχρονα «εγώ-κά- νω-κουμάντο-εδώ-μέσα»- υψώθηκε τόσο ώστε να σκεπάσει εκείνη τη φρικτή βασμούρα που συνόδευε το θάψιμο των δύο πρώην ινδαλμάτων. «Παρακαλώ, παιδιά, καθίστε για ν’ αρχίσουμε!» φώναξε η διευθύντρια Γκέλυ Σταύρου χαμογελώντας συγκαταβατικά.
Ο συρφετός πήρε θέση γύρω από το μεγάλο τραπέζι των συσκέψεων. Ό λοι κοίταζαν τη διευθύντριά τους με προσμονή - όλοι εκτός από τη Νόρα, που κοίταζε το οτιλό της, και την Εύα Μπούσιου, η οποία κοιτούσε μέσα σε κάτι σημειώσεις.
Η διευθύντρια δε μίλησε αμέσως. Ξόδεψε ένα ολόκληρο λεπτό για να κοιτάξει όλους τους συνεργάτες, έναν προς έναν, σ’ εκείνο το σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια - στρατηγική δοκιμασμένη από τους ειδήμονες των τακτικών της ψυχολογικής υποβολής και φτιαγμένη για να τσακίζει ηθικό εχθρών και μη, άσε που έτσι τους μεγάλωνε την αγωνία για τα επικείμενα λεγόμενό της, αλλά ταυτόχρονα έδινε και έμφαση στη σιωπή της!
Ό ταν τελείωσε την επιθεώρηση, επιτέλους μίλησε:«Λοιπόν, παιδιά! Ξέρω ότι όλοι είστε απολύτως έτοιμοι για
την ύλη που πρέπει να παραδώσετε, οπότε το θέμα αυτό θα συDigitalised By Jah®
156 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ζητηθεί τελευταίο. Πρωτεύον ζήτημα είναι τώρα αυτό που όλοι ξέρουμε, τα χτεσινσβραδινά γεγονότα που μας συγκλόνισαν όλους. Κάτι πρέπει να κάνουμε». Σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα και μετά συνέχισε: «Μόλις πριν από λίγο μίλησα με τον Μεγάλο».
«Μεγάλος» ήταν ο εκδότης του περιοδικού.«Ο Μεγάλος θέλει πρωτιά, να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ κυ
κλοφορίας μας, και επίσης θέλει όσο το δυνατόν αποκλειστικότητα - και πολύ καλά κάνει. Ό λοι το θέλουμε αυτό. Το θέμα που προέκυψε με... χμ!» -πονηρά γελάκια συνόδεψαν τον ξερόβηχα της διευθύντριας, η θέση της οποίας δεν της επέτρεπε να χρησιμοποιήσει ούτε καν το σχετικά κόσμιο χαρακτηρισμό «αδερφάτο», ειδικά στη μέση ενός επίσημου μίτινγκ- «...είναι μεγάλο λαβράκι, παιδιά. Είναι φοβερή ευκαιρία, που δεν πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε, το επόμενο τεύχος μας βγαίνει σε μία βδομάδα. Ή δη τα πρώτα δοκίμια είναι έτοιμα και αύριο θα είναι έτοιμο κι ολόκληρο το τεύχος. Το φλέγον λοιπόν θέμα μας είναι: Τι προλαβαίνουμε να κάνουμε;»
Σιωπή. Ανταλλαγές βλεμμάτο>ν. Κούνημα κεφαλών.Και τότε, μεσούσης εκείνης της σιωπής, η αρχισυντάκτρια
Εύα Μπούσιου πετάχτηκε όρθια εντελώς ξαφνικά, έχοντας καρφωμένο ένα θριαμβευτικό ύφος στο μούτρο της, το οποίο είχε γίνει κατακόκκινο από την έξαψη. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε.
Όλοι την κοίταξαν ερωτηματικά - και η διευθύντρια ανέ- λαβε να εκμαιεύσει την πληροφορία. «Εύα;»
«Βρήκα την τέλεια ιδέα, μου ήρθε μόλις αυτή τη στιγμή, μια φοβερή ιδέα που νομίζω ότι θα αρέσει σε όλους. Κυρίως σε σένα και στον Μεγάλο, Γκέλυ», είπε μελιστάλαχτα.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 157
«Σε ακούμε, Εύα», έκανε η διευθύντρια με ενδιαφέρον.«Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε εξώ
φυλλο!» τόνισε εκείνη με ΰφος συνωμοτικό, που ωστόσο καθόλου δεν υπολειπόταν σε στόμφο. «Θα βάλουμε μια φωτογραφία αυτών των δύο. Στην ουσία δύο θα είναι οι φωτογραφίες,· αλλά εμείς θα τις μοντάρουμε κατάλληλα ώστε να φαίνεται πως είναι μαζί. Με προσοχή, όμως. Με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να ξεγελάσει το μάτι των ανίδεων, αλλά όχι των ειδικών! Έτσι γλιτώνουμε και πιθανές παρενέργειες, αν και, μετά τα αίσχη τους, δε νομίζω ότι αυτοί οι δυο θα έχουν μούτρα να ξεκινήσουν δικαστικούς αγώνες με μηνύσεις, αγωγές για ηθικές βλάβες και τα συναφή. Βάζουμε λοιπόν τη φωτογραφία τους και από κάτω, με μεγάλα γράμματα, την εξής λεζάντα: “Το Μυστικό και η Αποκάλυψη της Μεγάλης Αλήθειας”. Στο ρεπορτάζ, βέβαια, μπορεί να μη λέμε τίποτα το συνταρακτικό, όχι τουλάχιστον πιο συνταρακτικό από τα ίδια τα γεγονότα, ωστόσο μια τέτοια λεζάντα θα τραβήξει την προσοχή του κοινού!» ολοκλήρωσε όλο καμάρι για τη μεγαλοφυή της ιδέα.
Η διευθύντρια κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαοτικά, όλο ενθουσιασμό. «Τέλεια ιδέα!» αναφώνησε. «Μπράβο, Εύα! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έγινες αρχιουντάκτρια! Τι λέτε κι εσείς, παιδιά;» απευθύνθηκε προς τους υπόλοιπους.
Ό λοι κούνησαν τα κεφάλια τους - συμφωνούσαν.Πάντα έτσι γινόταν στα μίτινγκ, συνήθως μιλούσε μονάχα
η διευθύντρια και η αρχισυντάκτρια κι όλοι οι υπόλοιποι απλώς συμφωνούσαν σαν τα πρόβατα - αν μπορούσαν,· ας έκαναν κι αλλιώς! Ευτυχώς τουλάχιστον που τους απευθυνόταν η ρητορική ερώτηση περί του αν συμφωνούν, έτσι, για να έχουν κι αυτοί την ελάχιστη ψευδαίσθηση της συμμετοχής.
Δημοκρατικές διαδικασίες, το δίχως άλλο.Digitalised By Jah®
158 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Κανείς δεν τολμούσε να διαφωνήσει παρούσης της Εύας Μπούσιου, της αρχισυντάκτριας. Ή ταν κοινό μυστικό εκεί μέσα, οι φήμες σέρνονταν και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν, ότι η γκόμενα ανέβηκε τόσο γρήγορα στην ιεραρχία διότι είχε... χμ!... πολύ καλές σχέσεις με τον Μεγάλο. Μα δεν εξηγείτο αλλιώς το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτή ήταν μέσα στο περιοδικό η αληθινή δερβέναγας -βασιλικότερη του βασιλέως, διευθυντικότερη της διευθυντρίας-, ίσως μάλιστα ήταν ζήτημα χρόνου να εκθρόνιζε την Γκέλυ Σταύρου και τυπικά. Κατά τα λοιπά, οι αβροφροσύνες και τα καλά λόγια της Μπούσιου προς τη διευθύντριά της ήταν... πώς να το πει κανείς... προφάσεις εν αμαρτίαις.
Για όλα τα θέματα αποφάσιζε η Εύα Μπούσιου - για τις συνεντεύξεις, τα πρόσωπα, το ποια καλλυντικά θα προβληθούν, σε ποιου οίκου μόδας τα φορέματα θα δινόταν έμφαση... Και αλίμονο σ’ όποιον δεν έκανε δουλειά αντάξια με τις απαιτήσεις της - τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι δίχως καν να του δοθεί η ευκαιρία να περιποιηθεί το ρεπορτάζ του λίγο περισσότερο και να το ξαναφέρει.
Η Εύα Μπούσιου δεν ήθελε να χάνει χρόνο κοιτάζοντας ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα - άλλωστε, είναι κοινώς αποδεδειγμένο ότι αν κάτι ξεκινήσει στραβά, δύσκολα ξεστραβώνει στην πορεία. Και το μεσοδιάστημα μέχρι το -αμφίβολο- ξε- στράβαψα της στραβής κατάστασης ήταν σκέτο χάσιμο χρόνου, ο οποίος, ως γνωστόν, στις επιχειρήσεις ισοδυναμεί με χάσιμο χρήματος. Κανένας δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να θέλει να χάνει το χρήμα του - άρα, διά της αντιστρόφου επαγωγικής μεθόδου, ούτε το χρόνο του.
Η διευθύντρια την επιδοκίμαζε, το λοιπό προσο)πικό συμφωνούσε. Θαυμάσια.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 159
Η Μπούσιου χαμογέλασε αυτάρεσκα, απολαμβάνοντας το θρίαμβο της υπεροχής της.
«Χμ, σκέφτηκα κι εγώ κάτι», είπε η διευθύντρια. «Ο χρόνος μας είναι, βέβαια, ελάχιστος, αλλά αν δράσουμε γρήγορα θα προλάβουμε. Ενδεχομένως μπορούμε να πάρουμε συνέντευξη απ’ αυτούς τους δυο και να τη βάλουμε στο τεύχος».
«Μα πώς θα γίνει αυτό;» αναρωτήθηκε συνοφρυωμένη η Εύα Μπούσιου. «Αυτοί από χτες ακούνε τη λέξη “δημοσιογράφος” και βγάζουν σπυριά!»
«Κι όμως, υπάρχει εδώ, ανάμεσά μας, μια συνεργάτιδά μας η οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι μπορεί να μας βοηθήσει», είπε η διευθύντρια με μυστηριο')δες ύφος.
Η Νόρα Μπαξεβάνη έγινε κατακόκκινη, από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Αν μπορούσε να χωθεί κάτω από το τραπέζι των συσκέψεων, θα το είχε ήδη κάνει, αδιαφορώντας για το τι μπορεί να σκέφτονταν όλοι τους εκεί μέσα - αλλά, δυστυχώς, ήταν συμπαγές, το ρημάδι...
Ένιωσε καρφωμένο πάνω της το βλέμμα της διευθύντριας.Ξεκινούσε το γλέντι.Η Γκέλυ Σταύρου παρερμήνευσε το κοκκίνισμα της νεαρής
συντάκτριας, αποδίδοντάς το σε σκέτη μετριοφροσύνη. «Ναι, Νόρα, εσένα εννοώ, μην κοκκινίζεις! Η σεμνότητά σου σε τιμά, αλλά τώρα είναι ώρα για δουλειά! Το λοιπόν, η άποψή μου είναι ότι, αν υπάρχει σε όλο το σινάφι μας ένας άνθρωπος που θα καταφέρει να πάρει συνέντευξη απ’ αυτούς τους δυο, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να είναι μόνο η Νόρα Μπαξεβάνη. Η Νόρα μας είναι... χμ... πώς να πω... τέλος πάντων, είναι πολύ σοβαρή και μετρημένη και ίσως αυτοί οι δυο την εμπιστευτούν».
Δεν είχε κι άδικο η διευθύντρια στα λεγόμενό της - το περιοδικό Spice έβαζε, βέβαια, τα κοινωνικά θέματα σε δεύτερη
Digitalised By Jah®
160 ΘΥΜΑΣΑΙ;
μοίρα -και τρίτη, και τέταρτη...- ωστόσο, για να μην υπολείπεται από άλλα περιοδικά παρόμοιας θεματολογίας, είχε μισή σελίδα αφιερωμένη και σε τέτοια ζητήματα· δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, δράσεις ακτιβιστών, εικόνες από τη ζωή στην πόλη και πάει λέγοντας... Μερικές μάλιστα φορές η Νόρα Μπαξεβάνη είχε φέρει στο περιοδικό και κάποιες εξαιρετικές συνεντεύξεις· δεν απέκλειε κανέναν και πάντοτε θεωρούσε ότι ο καθένας -ακόμα κι αυτοί που φαίνονταν ενίοτε σκέτοι φελλοί άνευ περιεχομένου- πάντα είχε κάτι ενδιαφέρον να βγάλει προς τα έξω, αρκεί, βέβαια, να έπεq)τε πάνω στον κατάλληλο δημοσιογράφο που θα τον αντιμετώπιζε με σεβασμό και θα χρησιμοποιούσε κατάλληλα τις μεθόδους που πρώτος ο αρχαίος ημών πρόγονος Σωκράτης είχε εφαρμόσει με τόση επιτυχία!
Έτσι, η ευσ[οχία των ερωτήσεών της προς τα διάσημα πρόσωπα με τα οποία συνομιλούσε, ο σεβασμός της προς την προσωπικότητά τους και, κυρίως, την ιδιωτική τους ζωή, καθώς και η έμφυτη σοβαρότητα που η ίδια η Νόρα απέπνεε ως άν- θρωπσς την κατέστησαν ένα ιδιαίτερα αγαπητό πρόσωπο στους κύκλους των διασήμων. Στο ενεργητικό της είχε ήδη συνεντεύξεις από συγγραφείς, τραγουδιστές, ηθοποιούς, μοντέλα, ακόμα και προέδρους συνδικαλιστικών οργανώσεων και πολιτικούς. Ειδικά για τους τελευταίους, που ως επί το πλείστον θεωρούνταν βαρετοί, ψεύτες και, σε τελική ανάλυση, αδιάφοροι, η Νόρα είχε την ικανότητα να παρουσιάζει και ένα άλλο τους πρόσωπο, το οποίο έδειχνε μια άλλη τους διάσταση, άρα αποκτούσε καινούριο ενδιαφέρον για τον κόσμο, και ιδίως το γυναικείο αναγνωστικό κοινό - ως εκ τούτου οι συνεντεύξεις της στέφονταν πάντα με απόλυτη επιτυχία.
Πραγματικά, ίσως ήταν η μόνη στην οποία θα δέχονταν να δώσουν συνέντευξη αυτοί οι δυο κακομοίρηδες.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 161
Η Νόρα το ήξερε αυτό.«Λοιπόν, Νόρα; Τι λες; Θα τα καταφέρεις;» ρώτησε η διευ
θύντρια με γλυκανάλατο ύφος.Ένιωσε πάνω της καρφωμένα σαράντα ζευγάρια μάτια - ό
χι πο)ς δεν το περίμενε, αλλά της ήρθε κάπως που ξαφνικά βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής.
Ή ξερε πως μπροστά της στεκόταν ολοζώντανη, με σάρκα και οστά, η ευκαιρία της ζωής της - καλώς ή κακώς, τα χτεσι- νοβραδινά γεγονότα απασχολούσαν έντονα την κοινή γνώμη, έγινε ο γνωστός χαμός και θα εξακολουθούσε να γίνεται για πολύ καιρό, διότι οι πάντες, έχοντας μυριστεί ψαχνό, θα συντηρούσαν το θέμα με κάθε τρόπο, ώσπου να βγάλουν απ’ αυτό το μέγιστο δυνατό κέρδος.
Και εκείνη, με τη σοβαρότητα, την κατάρτιση και τη σε- μνότητά της, όπως εύστοχα είχε επισημάνει η διευθύντρια, ήταν όντως η μόνη την οποία ενδεχομένως θα εμπιστεύονταν οι καμένοι. Αν κατάφερνε να τους αποσπάοει μια συνέντευξη, θα γινόταν το πρόσωπο της ημέρας. Θα έπαιρνε κατευθείαν προαγωγή - ίσως μάλιστα να άρχιζε να δέχεται και προτάσεις και από άλλα περιοδικά, ίδιου βεληνεκούς με το Spice, ίσως και μεγαλύτερου.
Όμως...Η Νόρα σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τη διευθύντριά της
κατάματα. «Όχι», είπε αργά και καθαρά, συνοδεύοντας την άρνηση και με ένα κούνημα της κεφαλής, προς επίρρωσιντων λεγομένων.
Η διευθύντρια έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Τι “όχι”, Νόρα; Δηλαδή... δεν πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις;»
«Θα τα κατάφερνα μια χαρά, κυρία Σταύρου, και το ξέρε- · τε. Το “όχι” σημαίνει ότι αρνούμαι κατηγορηματικά να μπω
Digitalised By Jah®
162 ΘΥΜΑΣΑΙ;
σ’ αυτή τη διαδικασία. Αρνσΰμαι να λάβω μέρος σ’ αυτό τον κανιβαλισμό», είπε η Νόρα με θάρρος.
Νεκρική σιγή έπεσε απ’ άκρου εις άκρον μέσα στην αίθουσα των συσκέψεων. Στόματα άνοιγαν το ένα μετά το άλλο, μάτια γούρλωναν σε σημείο να κινδυνεύουν να πεταχτούν από τις κόγχες τους... ωστόσο κάποιοι, με το ελαφρύ υπομειδίαμά τους, έδειχναν, όσο οι περιστάσεις τους επέτρεπαν, ότι επιδοκίμαζαν τη νεαρή συνάδελφο-αντάρτισσα, όχι τόσο για την άρνησή της να συνεργαστεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, όσο για το θάρρος της να φέρει αντιρρήσεις στους υψηλά ιοταμένους.
Η Εύα Μπούσιου κόντευε να βγάλει αφρούς - αν το βλέμμα της είχε τη δύναμη να σκοτώσει, τότε η Νόρα θα ήταν ήδη θαμμένη στο πρώτο πλησιέστερο νεκροταφείο.
Η διευθύντρια συνοφρυώθηκε. «Δε σε καταλαβαίνω, Νόρα. Μήπως μπορείς να μας εξηγήσεις τι...» άρχισε να λέει.
«Δεν καταλαβαίνετε ότι μ’ όλ’ αυτά που σκέφτεστε να κάνετε θα τους καταστρέψετε την καριέρα;» τη διέκοψε οργισμένη η Νόρα. «Όλοι οι υπόλοιποι, έντυπα και κανάλια, έχουν ήδη θάψει ζωντανούς αυτούς τους δυο δυστυχισμένους ανθρώπους! Θέλετε να λάβουμε κι εμείς μέρος σ’ αυτό το άθλιο πανηγύρι; Με συγχωρείτε, εγώ δεν μπορώ, δε θέλω και δε θα το κάνοο».
Η Εύα Μπούοιου, η οποία είχε φορτώσει άσχημα και θα έ- σκαγε αν δε μίλαγε, της απηύθυνε το λόγο με φωνή που έτρεμε από οργή και αγανάκτηση. «Μ’ αυτά που μας λέτε, κυρία Μπαξεβάνη, καταλαβαίνετε ότι...»
Αλλά είχε και η Νόρα φορτώσει και δε χαμπάριαζε πια. Τη διέκοψε κι αυτήν, μπήγοντας κάτι μεγαλοπρεπή κλάματα για τα οποία καθόλου δεν ντρεπόταν. «Πώς μπορείτε ν’ ασχολείστε με τέτοια πράγματα ενώ γύρω μας χαλάει ο κόσμος; Είστε όλοι σας τόσο τυφλοί ώστε να μη βλέπετε τι γίνεται; Από το
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 163
ιιρωί σας ακοΰω όλους να βρίζετε αυτοΰς που μέχρι χτες εκθειάζατε, να τους χλευάζετε λες και σας έκαναν κανένα ανε- ιιανόρθωτο κακό προσωπικά! Τι σας νοιάζει εσάς αν είναι ο- μοφυλόφιλοι; Τι σας καίει; Σε τελική ανάλυση, ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΧΕΤΕ ΕΣΕΙΣ;»
Οι φλέβες στο λαιμό της Νόρας είχαν φουσκώσει τόσο πολύ ώστε να φαίνεται ζήτημα δευτερολέπτων το να εκραγούν και να γεμίσει ο χώρος αίματα - ένα ιδιαιτέρως σουρεαλιστικό σκηνικό που θα έμενε στους πάντες αξέχαστο, το δίχως άλλο.
Οι συμμετέχοντες στο μίτινγκ είχαν μαζευτεί στις καρεκλί- τσες τους και κοιτούσαν το πάτωμα - ακόμα και η διευθύντρια, μέχρι κι εκείνη η έχιδνα, η Εύα Μπούσιου. Υπέθεσαν ότι η Νόρα Μπαξεβάνη είχε πάθει κάτι σαν παράκρουση, οπότε, πολύ λογικά, θα περίμεναν πρώτα να της περάσει, για να μη μετατραπεί η αίθουσα των συσκέψεων σε κανένα ρινγκ - άσε που τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχτούν και χειρότερα! Πού ήταν να δεις, α, στην Αμερική δεν ήταν που στα καλά καθούμενα τρελάθηκε ένας υπάλληλος, έβγαλε ένα όπλο και καθάρισε έναν ολόκληρο όροφο; Έλα, Παναγία μου, καλοκαιριάτικα!
Η οργή της Νόρας ξεφούσκωσε ξαφνικά και απότομα και έφυγε, έτσι όπως ακριβώς είχε έρθει-τώ ρα ένιωθε απλώς κουρασμένη.
Κουρασμένη και μόνη.Ένιωθε μια απέραντη μοναξιά, τη μοναξιά που αισθάνεται
αυτός που ξέρει ότι μέσα σ’ ένα τέτοιο στρεβλό και φαύλο κοι- νωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, σ’ ένα τέλμα όπου, ακόμα κι αν κάποιος κατάφερνε να βγει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει τον ξερνούσε το σύστημα, έχει την τύχη, την ευλογία, αλλά συ
Digitalised By Jah®
164 ΘΥΜΑΣΑΙ;
νάμα και την κατάρα του να είναι διαφορετικός - πολλώ δε μάλλον όταν είναι και αποφασισμένος να πληρώσει το τίμημα της επιλογής του, που δεν ήταν άλλο από τη μοναξιά, την παντοτινή μοναξιά, ακόμα κι αν περιστοιχιζόταν από εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια άλλους.
Σωριάστηκε στην καρέκλα της, εντελώς αδύναμη αλλά όχι παραιτημένη. «Έχω βαρεθεί με τις μαλακίες που γράφουμε στο περιοδικό μας, κυρία Σταύρου», ψιθύρισε αχνά.
Η διευθύντρια, βεβαίως, δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιη ότι η κρίση που είχε πιάσει τη συντάκτριά της είχε πε- ράσει οριστικά, γι’ αυτό και αποφάσισε να μην το ρισκάρει. «Επίτρεψέ μου να σου πω, Νόρα μου», άρχισε να λέει, χρησιμοποιώντας εκείνο το γλυκανάλατο και γελοία καθησυχαστι- κό τόνο φωνής που οι άνθρωποι φυλάνε μόνο για τους τροφίμους ψυχιατρείων, «ότι “οι μαλακίες που γράφουμε στο περιοδικό μας” είναι αυτές που επί σειρά ετών μας δίνουν την πρωτιά στο είδος μας. Και εσύ είσαι κοντά μας εδώ και ένα χρόνο τ(5ρα και δεν έχεις εκιρέρει καμιά αντίρρηση. Τι άλλαξε ξαφνικά;»
Η Νόρα κοίταξε την Γκέλυ Σταύρου - η διευθύντρια την κοιτούσε με ενδιαφέρον, οπότε κι εκείνη αναθάρρησε.
Άλλωστε, μόνο αν γινόταν ένα θαύμα θα μπορούσε να κρατήσει τη θέση της μέσα στο περιοδικό Spice μετά από όλα όσα έγιναν - αλλά δεν είχε και καμιά σημασία, ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αν δεν την απέλυαν, ήταν αποφασισμένη να παραιτηθεί- μέχρι να γινόταν όμως αυτό, ας έριχνε το σπόρο της, μήπως και βρισκόταν έστω κι ένα ελάχιστο κομμάτι από γόνιμο έδαφος μέσα σ’ εκείνη την έρημο· η Νόρα, βέβαια, δεν το πίστευε και πολύ αυτό, αλλά πάντως όφειλε να δοκιμάσει.
«Κάθε μέρα που περνάει, συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 165
ότι η αληθινή ζωή είναι πολύ περισσότερα από αυτά με τα οποία ασχολούμαστε εμείς εδώ μέσα», εξήγησε.
«Μήπως θέλεις να μπεις στον κόπο να μας εξηγήσεις τι εννοείς;» πετάχτηκε η Εΰα Μπούσιου, ενώ η ειρωνεία στη φωνή της ξεχείλιζε. «Στ’ αλήθεια, είμαστε όλοι πολύ περίεργοι να μάθουμε αυτό που ξέρεις εσύ και δεν ξέρουμε εμείς».
Αυτός ο πληθυντικός που βγήκε από το στόμα της αρχισυ- ντάκτριας έκανε τη Νόρα να νιώσει τη μοναξιά της πιο αφόρητη από ποτέ. Από τη μία το «εσύ» - από την άλλη το «εμείς». Ο κοινός κίνδυνος, που είχε την ικανότητα να ενώνει ακόμα και τους εχθρούς, η ενστικτώδης ανάγκη τήρησης κοινής στάσης, που είχε την ιδιότητα να συσπειρώνει ακόμα κι αυτούς που ως τα χτες χοφίζονταν σε «ανώτατο» και «κατώτατο» προσωπικό.
Παρ’ όλ’ αυτά, τώρα που είχε μπει στο χορό ήταν αποφασισμένη να χορέψει ώσπου να πέσει ξερή. «Χτες μου συνέβη κάτι που με συγκλόνισε. Αν θυμάστε, είχα πάει να πάρα) συνέντευξη από το σεναριογράφο Κώστα Γιάγκα. Ο άνθρωπος αυτός, ιδιόρρυθμος όπως είναι, παρά τα λεφτά που έχει βγάλει, δε φρόντισε να μετακομίσει στην Εκάλη ή στο Κολωνάκι, όπως έχουν κάνει τόσοι άλλοι. Αντίθετα, εξακολουθεί να μένει στο πατρικό του, ένα σπιτάκι στο Μεταξουργείο. Πηγαίνοντας λοιπόν εκεί...»
«Δεν μπορώ να καταλάβω τι μας ενδιαφέρουν αυτά», δια- μαρτυρήθηκε η Εύα Μπούσιου.
«Παρακαλώ, Εύα, άσε τη Νόρα να μας πει», έκανε η διευθύντρια, όχι τόσο επειδή την ένοιαζε το τι θα έλεγε η Μπαξεβάνη, όσο για να αποδείξει ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ξανθής Εύας, εκείνη εξακολουθούσε να είναι ακόμα η διευθύντρια εκεί μέσα. «Λοιπόν, Νόρα;»
Digitalised By Jah®
166 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Περνώντας από την πλατεία Μεταξουργείου, είδα έναν άνθρωπο να στέκει μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο. Η στάση του σώματός του μου φάνηκε κάπως περίεργη, γι’ αυτό έσπευσα να δω καλύτερα. Και τότε διαπίστωσα ότι ήταν νεκρός».
Η αρχισυντάκτρια την κοίταζε με βλοσυρό ΰφος.«Από μια μικρή έρευνα που έκανα, έμαθα ότι ο άνθρωπος
αυτός ήταν τοξικομανής. Πέθανε εκεί, στο καρτοτηλέφωνο».«Και λοιπόν;» έκανε η Μπούσιου, απολύτως αδιάφορα. '«Τι “και λοιπόν;”, Εύα;» ξέσπασε η Νόρα. «Ένας συνάν
θρωπός μας, τοξικομανής, πεθαίνει μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο, είναι νεκρός ένας Θεός ξέρει πόση (Γ)ρα και δεν τον πλησιάζει κανείς! Δε σας κάνει καμιά εντύπωση αυτό;»
«Όχι, καμιά», πετάχτηκε ο Μάριος Μαρκίδης, ένας από τους ολίγους άρρενες συναδέλφους. «Έπρεπε να ξέρει ότι μπλέκοντας με τα ναρκωτικά θα είχε κακό τέλος. Μάλιστα, αν θες τη γνώμη μου, ο μακαρίτης θα πρέπει και να ευχαριστεί το Θεό που πέθανε. Τα πράγματα, αν ζούσε κι άλλο, θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Φαντάσου την εξαθλίωση...»
«Και δε μου λέτε; Δε θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να κάνουμε ένα ρεπορτάζ γι’ αυτό το γεγονός; Και τα ναρκωτικά θα κατακεραυνώνουμε, αλλά συνάμα και την αλλοτρίωση που συνεπάγεται η ζωή στις μεγαλουπόλεις», τοποθετήθηκε η Νόρα.
«Δε νομίζω, Νόρα μου», είπε η Λέττα, η γν(οστή. «Αφού το περιοδικό μας δεν έχει τέτοια θεματολογία, πώς τώρα ξαφνικά από τα κοσμικά, τα καλλυντικά και τα ρούχα θα το ρίξουμε στη βαριά διανόηση; Θα χάσουμε τους αναγνώστες μας, θα μας πετάξουν ντομάτες. Φτάνουν αυτά που γράφεις για τις βαρετές δράσεις των ακτιβιστών. Ως εκεί καλά είναι».
«Τελείωσες, Νόρα;» ρώτησε η διευθύντρια λίγο ανυπόμονα.Η Νόρα ήταν βέβαιη ότι θα αντιμετώπιζε τέτοιες αντιδρά
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 167
σεις - ήξερε μάλιστα ότι από δω και μπρος είχε δώσει εκεί μέσα το στίγμα της ως εξωγήινης, κατά τα δικά τους μέτρα και σταθμά, που αντί να κάθεται και να δρέπει τις δάφνες της για τις τόσες πετυχημένες συνεντεύξεις που είχε στο ενεργητικό της, αντί να ξεκοκαλίζει τα λεφτά που έβγαζε κάνοντας μια ευχάριστη δουλειά που την έφερνε σε επαφή με την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας κι όχι καθαρίζοντας σκάλες, αντί να απολαμβάνει τα καλά αυτής της ζωής, τα λοΰσα και τα μεγαλεία, εκείνη καθόταν και ααχολιόταν με πρεζάκηδες που τους βρήκε ο θάνατος σε ένα καρτοτηλέφωνο, καθώς και με άλλα μαλακισμένα ζητήματα που κανέναν δεν ενδιέφεραν, διότι κανένας γνωστικός άνθρωπος δε θέλει να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζοντας για τα στραβά και τ’ ανάποδα των α- ναξιοπαθούντων της ζωής. Ωστόσο και παρ’ όλ’ αυτά, εκείνη ήταν αποφασισμένη να βγάλει το άχτι της και να καταστρέφει αυτό το άθλιο μίτινγκ, τόσο ακριβώς όσο και οι συμμετέχοντες ήταν αποφασισμένοι να καταστρέψουν τη ζωή και την καριέ- ρα αυτών των δύο ανθρώπων, το μόνο λάθος των οποίων ήταν ότι οι σεξουαλικές τους επιλογές δεν άρεσαν οτον ελληνικό λαό, και δη στο γυναικείο πληθυσμό.
Οι δυο αδερφές τσαλάκωσαν το αντρικό πρότυπο. Δε θα ήταν πια διαθέσιμοι, ούτε καν για να συντροφεύουν τα όνειρα των ρομαντικών κορασίδων, των απογοητευμένοι νοικοκυρο3ν και των παλιμπαιδιζουσών γηραιών κυριών. Άρα, διέπραξαν ένα απαίσιο κακούργημα. Άρα, θάψτε τους ζωντανούς.
Ε, όχι! Ως εδώ.«Δεν τελείωσα», είπε χαμογελαστή η Νόρα. «Έχω και κάτι
ακόμα. Αλήθεια, είδε κανένας από σας το ντοκιμαντέρ Ματιές στον Κόσμο-, Μεταδόθηκε χτες στις δέκα το βράδυ».
Ό λοι οι συνάδελφοι έγνεψαν αρνητικά - ανέλαβε να τουςDigitalised By Jah®
168 ΘΥΜΑΣΑΙ;
εκπροσωπήσει ΐ] αρχισυντάκτρια. «Όχι, δεν το είδαμε. Εκείνη την ώρα μεταδιδόταν το talent show που, αν εξακολουθείς να θυμάσαι, δίνει υλικό για το περιοδικό μας κατά ένα ποσοστό της τάξης του ογδόντα τοις εκατό», μουρμούρισε η Εύα Μπούσιου.
«Α, βέβαια!» υπερθεμάτισε η Τζέσικα, μια συνάδελφος η οποία εδώ και αρκετό καιρό κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να είναι πάντα αρεστή στο επιλεγόμενο «ανώτερο προσωπικό» - όταν γύριζε την πλάτη της, οι περισσότεροι εκεί μέσα την αποκαλούσαν «Το καρφί». «Και καθόλου άλλη ύλη να μην είχαμε, το talent show, κι όλα όσα γίνονται εκεί μέσα, q)τάvει και περισσεύει για να γεμίζουμε πεντακόσιες σελίδες κάθε μήνα, χορίς, βεβαίως, να κάνουμε κουτσομπολιό όπως ο κίτρινος Τύπος! Εμείς απλώς γεγονότα παραθέτουμε!» ολοκλήρωσε χαχανίζοντας, ανταποδίδοντας το επιδοκιμαστι- κό χαμόγελο της Εύας Μπούσιου.
Η διευθύντρια κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι της - κίνηση με βαθύ νόημα. Ο χρόνος που τρέχει, το χρήμα που χάνεται...
Οι ανταγο)νιστές που θα προλάβουν τις εξελίξεις, ο Μεγάλος που, αν μάθαινε τι λεγόταν τώρα εδώ μέσα, θα πάθαινε ε- πιτόπου έμφραγμα...
Η ζωή που συνεχίζεται...«Αν βλέπατε αυτό το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ, θα μαθαί
νατε για το τι συμβαίνει στην πόλη Χουάρες του Μεξικού», συνέχισε ατάραχη η Νόρα. «Την πόλη που “ως κι ο Διάβολος φοβάται να κατοικήσει”», ολοκλήρωσε με υποβλητική φωνή.
Μπορεί ο χρόνος να έτρεχε, το χρήμα να χανόταν, οι εξελίξεις να έτρεχαν και αυτές κι άντε να τις προλάβεις, ωστόσο στο άκουσμα της λέξης «Διάβολος» όλοι αναδεύτηκαν στις καρέκλες τους και πήραν στάση προσοχής, δείχνοντας τη διάθε
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 169
σή τους να ακούσουν περισσότερα, λες και το ανίερο όνομα χτύπησε κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα στα ξεχασμένα κατάβα- θα του υποσυνειδήτου τους - η αρχέγονη Άλλη Πλευρά της ανθρώπινης q)ΰσης, αυτή που έκανε τον άνθρωπο να υποκύψει στο προπατορικό αμάρτημα, αυτή που οδήγησε τους ευεργετηθέ- ντες να οδηγήσουν στο Σταυρό τον ίδιο τους τον Σωτήρα, αυτή που καθημερινά, από καταβολής κόσμου, μετέτρεπε τον άνθρωπο από πλάσμα φτιαγμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεοΰ σε ένα αδηφάγο τέρας...
Για να φοβάται ακόμα και ο Διάβολος να κατοικήσει σ’ αυτή την πόλη Χουάρες, τότε μάλλον επρόκειτο για ένα μέρος αξιοπρόσεκτο - ίσως τελικά άξιζε τον κόπο να αφιερώσουν κάνα δυο λεπτά από την προσοχή τους. Οι πληροφορίες μπορεί ν’ αποδεικνΰονταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες - θα μπορούσαν μάλιστα να τις αναφέρουν στις συντροφιές τους, σε καμιά μάζωξη σε κανένα σπίτι, σε κάνα καλοκαιρινό μπάρμπεκιου πάρ- τι, στο διάλειμμα ανάμεσα στο ντερλίκωμα και το παίξιμο μπι- ρίμπας ως τα ξημερώματα.
«Η πόλη Χουάρες βρίσκεται στα σύνορα του Μεξικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακριβώς απέναντι από το Ελ Πάσο», άρχισε να λέει η Νόρα. «Βέβαια, η διαφορά είναι τραγική: το Ελ Πάσο πάμπλουτο, η Χουάρες πάμφτο)χη... Ωστόσο, παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία του κοσμάκη, συμβαίνει το εξής παράδοξο: στην πόλη Χουάρες έχει στήσει το στρατηγείο του το δεύτερο σε μέγεθος καρτέλ ναρκωτικών στον κόσμο...»
«Μα τι στον κόρακα έχεις πάθει σήμερα μ’ αυτά τα ναρκωτικά και συνεχώς τα τσαμπουν...» πήγε να διαμαρτυρηθεί η Λέττα.
«Δεν είναι τα ναρκωτικά το μεγαλύτερο πρόβλημα εκεί», τη διέκοψε η Νόρα. Ή θελε να τους δώσει άμεσα ένα στίγμα το
Digitalised By Jah®
170 ΘΥΜΑΣΑΙ;
οποίο να ήταν σίγουρο ότι θα κρατούσε το ενδιαφέρον τους. Και το έδωσε. «Είναι οι φόνοι. Και τι φόνοι...»
Στο άκουσμα της λέξης «φόνοι», οίκος ακριβώς και με τη λέξη «Διάβολος», όλοι τσιτώθηκαν με τέτοιο τρόπο που να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν όλοι αφτιά και καιγόντουσαν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες - αν μάλιστα οι λεπτομέρειες ήταν και αηδιαστικές, τόσο το καλύτερο, θα δικαιολογείτο με τον καλύτερο τρόπο και το χάσιμο χρόνου.
Τελικά, παρά τη θυσία του Ιησού, τους κόπους και τα βάσανα που υπέστη προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος, η φυοη του ανθρώπου μάλλον ήταν συνώνυμη της φαυλότητας - δεν εξηγείτο διαφορετικά η έξαψη με την οποία όλοι αυτοί περίμε- ναν να ακοΰσουν φρικιαστικές λεπτομέρειες δολοφονιών... Λες και μια τέτοια διήγηση τους ερέθιζε εκείνο το καλά κρυμμένο ένστικτο του θηρίου, το οποίο ο άνθρωπος θα προτιμούσε να πε- θάνει παρά να παραδεχτεί ότι το κουβαλούσε πάντα μέσα του, μαζί με το μυαλό, την ψυχή, το πνεύμα, την εξυπνάδα, την πολιτισμένη συμπεριφορά και τα καθησυχαστικά χαμόγελα.
Οι μόνες που δεν έδειχναν να συμμερίζονται την έξαψη των υπολοίπων ήταν η αρχισυντάκτρια και η διευθύντρια - αλλά κι αυτές για τους δικούς τους λόγους. Η μεν πρώτη διότι διαπίστωνε, για πρώτη φορά από της αναλήψεως των καθηκόντων της, μια πρόίούσα ανυπακοή εκεί μέσα, η δε δεύτερη διότι καιγόταν να τελειώνει αυτό το περίεργο, όπως εξελισσόταν, μί- τινγκ, να λη4>θούν επιτέλους οι σωστές αποφάσεις που αφορούσαν το q)λέγov ζήτημα του αδερ4)άτου, να ξεμπλέξει με τον Μεγάλο που περίμενε αποτελέσματα και, βεβαίως, μετά να πάει με την ησυχία της στο κομμωτήριο, διότι απόψε το βράδυ στις δέκα ήταν καλεσμένη σε ένα πριβέ πάρτι στο σπίτι ενός εφοπλιστή.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 171
Αυτά.«Φρικιαστικοί cpovoi συμβαίνουν σ’ αυτή την πόλη Χουά
ρες», συνέχισε η Νόρα με την ίδια υποβλητική φωνή. «Πάνω από τετρακόσιες νέες κι όμορφες γυναίκες έχουν δολοφονηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Τις βιάζουν, τις βασανίζουν με τρόπους τόσο φρικτούς ώστε ο επικείμενος θάνατός τους να μοιάζει με λύτρωση, τις δολοφονούν και μετά πετάνε τα πτώματά τους στην έρημο. Αν πάει κανείς στη Χουάρες, στην είσοδο της πόλης εκατοντάδες ροζ σταυροί εις μνήμην των θυμάτων υποδέχονται τον επισκέπτη. Το χειρότερο όλ(ον είναι ότι ποτέ κανένας δεν έχει συλληφθεί γι’ αυτά τα φρικτά εγκλήματα...»
«Δε μου λες, δε μου λες;» πετάχτηκε ένας συνάδελφος απ’ την άλλη άκρη του τραπεζιού. «Μήπως ξέρεις λεπτομέρειες για τον τρόπο βασανισμού; Τι ακριβώς τους κάνουν;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε από έξαψη.
«Αυτό σου έμεινε εσένα απ’ όλα όσα είπα;» αντιγύρισε οργισμένη η Νόρα. «Άλλο είναι το σημαντικό. Το γεγονός ότι όλοι στον κρατικό μηχανισμό είναι συνένοχοι, κουκουλώνουν τα εγκλήματα, κανείς δεν ενδια(ρέρεται! Η διαφθορά των μηχανισμών είναι αυτή που οδηγεί στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Δε φτάνει που τα άτυχα αυτά κορίτσια δουλεύουν για ένα ξεροκόμματο σε φάμπρικες της κακιάς ίόρας υπό άθλιες συνθήκες, βρίσκονται και νεκρές και κανένας δε νοιάζεται! Καταραμένη παγκοσμιοποίηση!» ξέσπασε. «Ορίστε, κύριοι, αυτά είναι θέματα να ασχοληθούμε, αυτά είναι ρεπορτάζ που αξίζει τον κόπο να κάνει ένας δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του, όχι να καθόμαστε εδώ και να συζητάμε πώς θα θάψουμε ζωντανούς αυτούς που μέχρι χτες εκθειάζαμε, και μάλιστα να θεωρούμε τον ξεπεσμό μας αυτό και ως “φλέγον θέ
Digitalised By Jah®
μα”! Να ασχοληθούμε με την παρανομία σ’ όλο της το μεγαλείο, με τη σήψη, με τη διαφθορά, με...»
Η Εύα Μπούσιου ένιωσε ξαφνικά όλο της το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι.
Αυτό πήγαινε πάρα πολύ! Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ. Μαζεύονταν, η Γκέλυ και η ίδια μοίραζαν αρμοδιότητες, όλοι συμφωνούσαν και τα μίτινγκ τέλειωναν σε μισή ώρα το πολύ, χωρίς καμιά παρέκκλιση από τα ειωθότα, αλλά και τα δέοντα. Και απόψε; Απόψε, που είχαν το σημαντικότερο μίτινγκ στην ιστορία τους, αντί να συζητούν για το θέμα που τους έκαιγε, αντί να λάβουν γρήγορα τις αποφάσεις τους και να τις υλοποιήσουν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά για να προλάβουν τους ανταγωνιστές, οι οποίοι ήδη θα έτρεχαν -είναι σίγουρο αυτό-, αυτοί έχαναν χρόνο για να ακούνε τις μαλακίες της Μπαξεβάνη, με αποτέλεσμα στο τέλος να φάνε τη σκόνη των ανταγωνιστών τους!
Κι όλ’ αυτά, για να ακούνε τις μαλακίες της Μπαξεβάνη - με την ανοχή μάλιστα της διευθύντριας!
Αν δεν έπαιρνε κάποιος εκεί μέσα την κατάσταση στα χέρια του αμέσως, τότε η ανταρσία μπορεί να γενικευόταν, η απειθαρχία να γινόταν θεσμός και, το χειρότερο όλων, μπορεί η διευθύντρια, για να καθησυχάσει την ψυχασθενή υπάλληλό της, να πειθόταν και να της μεγάλωνε την ύλη στο περιοδικό- και από κει που οι σελίδες ήταν γεμάτες ομορφιά, ρούχα, καλλυντικά, σεξ και κοσμικά, να γέμιζε ξαφνικά με ιστορίες από νεκρές γυναίκες στην άλλη άκρη του κόσμου, μαλακίες για την παγκοσμιοποίηση και το δίκιο της εργατικής τάξης! Ε, όχι δα!
Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, η Εύα Μπούσιου ήταν αποφασισμένη να είναι αυτή που θα έπαιρνε την κατάσταση στα
172 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 173
χέρια της, διότι, αν δεν το έκανε, θα πάθαινε κανένα εγκεφαλικό - τόσο πολύ της είχε ανέβει η πίεση.
Πετάχτηκε όρθια.«Αρκετό;! Ως εδώ!» οΰρλιαξε. «Φτάνει πια μ’ όλη αυτή τη
φαρσοκωμωδία! Καταντήσαμε να ζοΰμε το θέατρο του παραλόγου εδώ μέσα!» ξέσπασε. «Έχουμε δουλειά, καιγόμαστε, κι εμείς χάνουμε χρόνο για να ακοΰμε τις μαλακίες της Μπαξεβάνη! Γκέλυ, σε θέτω προ των ευθυνών σου! Αφαίρεσέ της το λόγο αμέσως!»
Βαβοΰρα επικράτησε στο χώρο των συσκέψεων - σώματα που αναδεύονταν πάνω σε καρέκλες, φωνές που όλο και δυνάμωναν, συνομιλίες, χαρτιά που θρόιζαν... ένα βήμα πριν το απόλυτο χάος, κι άντε μετά να δοΰμε ποιος θα άκουγε τις Χρι- στοπαναγίες του Μεγάλου, έτσι και του ερχόταν η φαεινή ιδέα να κάνει καμιά βολτίτσα από την αίθουσα των συσκέψεων για να γελάσει μαζί με τους υπαλλήλους του για το ρεζιλίκι του αδερφάτου και να τους εμψυχώσει να βάλουν τα δυνατά τους για να του φέρουν την αποκλειστικότητα - και την πρωτιά.
«Να χαρείς, Εύα, άσ’ τη να ολοκληρώσει», είπε απαυδι- σμένη η διευθύντρια.
Η Νόρα σηκ(όθηκε αργά. Τα μάτια της έλαμπαν. «Ό,τι κι αν λέτε εσείς, δε με αγγίζει», είπε σιγανά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις. «Τα σημάδια των καιρών είναι όλο και πιο εμφανή, ο κόσμος μπορεί γύρα) μας να γκρεμίζεται, αλλά τον τελευταίο λόγο θα τον έχει Εκείνος που μας έφτιαξε. Όσο για μένα, ξέρετε ποιο θα είναι το επόμενο άρθρο μου; Η παγκοσμιοποίηση, φυσικά, αλλά από τη θετική της πλευρά! Ονειρεύομαι... ένα μεγάλο τραπέζι, γεμάτο καλούδια», χαμογέλασε δακρυ- σμένη. «Και ένα γεύμα. Να ξεκινήσει σήμερα και να τελειώσει αύριο, μεθαύριο, σε δέκα μέρες, σ’ ένα μήνα, σε δυο χρόνια,
Digitalised By Jah®
174 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ποτέ... Να κάτσει μαζί ο Έλληνας κι ο Τούρκος, ο Αμερικανός με τον Ιρακινό, ο Εβραίος με τον Παλαιστίνιο, ο άσπρος με τον μαύρο, τον κίτρινο, τον κόκκινο... Ένα τραπέζι όπου όλοι να είναι αδέρφια. Ένα τραπέζι με οικοδεσπότη τον ίδιο το Θεό...»
Άκρα του τάφου σιωπή έπεσε μέσα στην αίθουσα των συσκέψεων. Ό λοι είχαν μείνει εμβρόντητοι - κοιτούσαν τη Νόρα με τόση έκπληξη, ήταν τόσο βέβαιοι ότι όλο αυτό που ζού- σαν ήταν όνειρο και όχι πραγματικότητα, ώστε να είναι εξίσου βέβαιοι ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπαν και πράσινα ανθρωπάκια από τον πλανήτη Άρη να κατακλύζουν το σκηνικό για να δώσουν τα συγχαρίκια τους στην επίσης εξωγήινη συ- ντρόφιοσά τους Μπαξεβάνη - άλλωστε, στα όνειρα όλα μπορούν να συμβούν.
Βέβαια, μια πιο λογική εξήγηση για όλ’ αυτά ήταν ότι η Μπαξεβάνη τρελάθηκε - πολύ θέλει να στρίψει η βίδα; Ό χι και τόσο!
Η Εύα Μπούσιου έριξε γύρω της μια ματιά και μύρισε την οσμή της συσπείρωσης - τώρα ήταν η καλύτερη ευκαιρία, μοναδική ευκαιρία. Τ(όρα, που τους είχε όλους με το μέρος της- μπορεί όλο αυτό να ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη ρουτίνα, τα τετριμμένα, μια αστεία ανάμνηση για να έχουν αργότερα να θυμούνται και να χασκογελάνε, αλλά τώρα είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. «Ως εδώ, Μπαξεβάνη!» ούρλιαξε. «Φύγε αμέσως! Το μίτινγκ τελείωσε για σένα. Μάλιστα, αφού αισθάνεσαι έτσι, σε συμβουλεύω να πας να κλειστείς σε καμιά μονή. Φύγε!»
Η Μπαξεβάνη σηκώθηκε, αλλά τα βήματά της ήταν αργά. Ύτιοητα αργά.
Καλού κακού, η Εύα Μπούσιου σήκωσε το ακουστικό και ειδοποίησε την ασφάλεια του κτιρίου. Σε ένα λεπτό ακριβούς η
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 175
ιιόρτα άνοιξε με φόρα και μέσα στην αίθουσα των συσκέψε- ων εισέβαλαν τρία θηρία με τα όλα τους, αναμένοντας οδηγίες.
«Συνοδέψτε έξω την κυρία», είπε ξερά η διευθύντρια.Σε τρία δευτερόλεπτα είχε επανέλθει εκεί μέσα η ησυχία,
η τάξη και η ασφάλεια - μόνο η άδεια καρέκλα της Μπαξεβάνη έμενε για να θυμίζει τι είχε συμβεί.
Οι πάντες είχαν μείνει άναυδοι και ακίνητοι - σαν να είχαν πάθει αποπληξία.
Η Εύα Μπούσιου τίναξε προς τα πίσω τα ξανθά μαλλιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Τελείωσε, παιδιά. Ξεχάστε το. Πίσω στη δουλειά μας. Λοιπόν, ποιος είναι σε θέση να πάει να βρει αυτούς τους δυο και να δοκιμάσει να τους πάρει συνέντευξη;»
Ένα χέρι σηκώθηκε από το βάθος της αίθουσας.Η σύσκεψη ξανάρχισε να παίρνει τους κανονικούς της ρυθ
μούς. Όσο γι’ αυτά που έγιναν σήμερα...Ή ταν κάτι σαν κι αυτό που λένε συχνά πυκνά οι Αμερικανοί.Απλά, «It’s been one of those days»*.
Εκείνη η επεισοδιακή, όπως εξελίχτηκε, σύσκεψη είχε πια τελειώσει. Οι υπάλληλοι έφευγαν σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλλο. Τα γραφεία άδειαζαν.
Η διευθύντρια Γκέλυ Σταύρου αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο γραφείο της. Είχε απόλυτη ανάγκη να μείνει λίγο μόνη, να ξα- ναβρεί την ηρεμία της, την αυτοκυριαρχία της, το κουράγιο να πάει στο κομμωτήριο να φτιάξει τα μαλλιά της και, γενικώς,
* «Ήταν μια δύσκολη μέρα».
Digitalised By Jah®
176 ΘΥΜΑΣΑΙ;
να ετοιμαστεί για εκείνη τη βραδινή δεξίωση στο σπίτι του ε- φοπλισιή.
Μετά, βέβαια, απ’ όλ’ αυτά τα ιλαροτραγικά συμβάντα, ο αγώνας για ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας έμοιαζε δυσκολότερος και από ανάβαση σε απόκρημνο βουνό - μπορεί η πείρα της στο χώρο των περιοδικών να ήταν μεγάλη, μπορεί τόσα χρόνια να είχε μάθει να συνεργάζεται με δεκάδες διαφορετικούς ανθρώπους ο καθένας εκ των οποίων τραβούσε το δικό του διαφορετικό ζόρι, το μακρύ του και το κοντό του, μπορεί να είχε συνηθίσει να αντιμετωπίζει κρίσεις κατά καιρούς, παρ’ όλ’ αυτά σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να πει ότι της άρεσαν οι φασαρίες.
Στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει ξανά πάσης φύσεως φασαρίες, κάποιες απ’ τις οποίες ενίοτε κατέληγαν και σε ανταλλαγή βαρύτατων χαρακτηρισμών ή ακόμα και ξύλο ανάμεσα στους διαφωνούντες - και εκείνη καλείτο να παίξει το ρόλο του πυροσβέστη, σι ον οποίο τα κατάφερνε ομολογουμένως καλά. Όμως...
Ειδικά αυτή εδώ η αποψινή φασαρία είχε... είχε κάτι το ιδιαίτερο. Απροσδιόριστα ιδιαίτερο.
Ποιος ξέρει - ίσως έφταιγε το γεγονός ότι στο αποψινό μί- τινγκ είχε αναφερθεί πάμπολλες φορές η λέξη «Θεός». Η Μπαξεβάνη Τον είχε συνέχεια στο στόμα της απόψε.
Κάτι δεν πήγαινε καλά...Την ώρα που είχε κλειστά τα μάτια και έκανε μασάζ στους
κροτάφους της για να τους ανακουφίσει από το ανελέητο σφυ- ροκόπημα, άκουσε ένα σιγανό χτύπημα σιην πόρτα της.
Και πριν προλάβει να πει «εμπρός», η πόρτα άνοιξε και έκανε την εμφάνισή της η Εύα Μπούσιου.
«Για να είμαι ειλικρινής, μολονότι ήθελα να μείνω μόνη,Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 177
κατά βάθος σχεδόν χαίρομαι που ήρθες», έκανε κουρασμένα ΐ] Γκέλυ.
Η Εύα Μπούσιου κούνησε το κεφάλι με σημασία και αναστέναξε σιγανά. «Χρειάζομαι ένα ποτό».
«Τώρα που το λες...» Η διευθύντρια σηκώθηκε, έσπευσε στο μικρό μπαράκι που φιλοξενείτο αθέατο μέσα σε ένα ντουλάπι, έβγαλε ένα μπουκάλι ακριβό γαλλικό κονιάκ και δυο ποτήρια. Σέρβιρε και πρόσφερε το ένα οτην αρχισυντάκτριά της.
Άσπρο πάτο.Για λίγες στιγμές καμιά δε μιλούσε.Τελικά, η διευθύντρια έσπασε πρώτη τη σιωπή. «Τι ήταν ό
λο αυτό το αποψινό;»«Να σου πω την αλήθεια, το περίμενα ότι κάποια οτιγμή κά
τι θα γινόταν. Από την πρώτη οτιγμή που προσελήφθη η Μπαξεβάνη στο περιοδικό, είχα καταλάβει ότι ήταν διαφορετική. Και ήταν και φαινόταν. Απλά αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι η διαφορετικότητά της θα ξεσπούσε απόψε. Ως προς αυτό, ομολογώ ότι πιάστηκα στον ύπνο», είπε μονορούφι η Εύα Μπούσιου.
«Τι ήταν όλο αυτό το παραλήρημα με το Θεό οικοδεσπότη σε ένα τραπέζι με άσπρους, μαύρους, κίτρινους και λοιπούς;» ρώτησε η Γκέλυ με τα φρύδια ανασηκωμένα σε μια έκφραση τέλειας σύγχυσης και απόλυτης απορίας.
«Τι να σου πω;» αναοήκωσε τους ώμους της η Εύα Μπούσιου. «Αν έχεις υπόψη σου, η Μπαξεβάνη μένει κάπου στην πλατεία Κουμουνδούρου, σε μια πολυκατοικία όπου η πλειονότητα των ενοίκων είναι μαύροι, Κινέζοι, Αλβανοί και Πακι- στανοί. Με τον καθημερινό συναγελασμό με τόσους αναξιο- παθούντες, ε, ήρθε κάποια στιγμή που της την έδωσε. Πολύ θέλει;»
Digitalised By Jah®
178 ΘΥΜΑΣΑΙ;
«Μου κάνει εντύπωση, πάντως», επέμεινε η διευθύντρια. «Έχει όλες τις προδιαγραφές για να απολαμβάνει τη ζωή της: καταπληκτική δουλειά, καλό μισθό, καθιέρωση στο χώρο. Είχε όλα τα φόντα για ν ανέβει πολύ ψηλά. Και εκείνη προτίμησε να τα τινάξει όλα στον αέρα».
«Έρχεσαι στα λόγια που δεν πρόλαβα να πω. Είχε τα φόντα. Δεν τα έχει πια. Ό πω ς αντιλαμβάνεσαι, η Μπαξεβάνη δεν κάνει για το περιοδικό μας. Ειδικά μετά τα αποψινά, μόνη της έθεσε τον εαυτό της εκτός εταιρείας. Πρέπει να απολυθεί», τόνισε με έμφαση η Εύα Μπούσιου.
«Ωστόσο, οφείλεις να παραδεχτείς ότι είναι πολύ μεγάλο ταλέντο», επισήμανε η διευθύντρια.
«Είναι», συμφώνησε η αρχισυντάκτρια. «Είναι μεγάλο ταλέντο - αλλά στη δημοσιογραφία! Όμως, Γκέλυ, όπως ξέρεις πολύ καλά, εμείς εδώ δε χρειαζόμαστε αληθινούς δημοσιογράφους! Να γράψουν τι; Πώς να καταπίνετε σωστά το σπέρμα κατά τη διάρκεια του στοματικού σεξ δίχως να σιχαίνεστε, πόσοι και ποιοι παρευρέθησαν στο πάρτι του τάδε μαλάκα ηθοποιού ή πώς να χρησιμοποιείτε σωστά το λιπ γκλος; Η Μπαξεβάνη είναι γεννημένη δημοσιογράφος μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Γι’ αυτό και δεν κάνει για μας».
«Δεν περίμενα ότι θα παραδεχόσουν το έμφυτο ταλέντο της, πάντως», έκανε η διευθύντρια.
Η Εύα Μπούσιου γέλασε σιγανά. «Γκέλυ, δεν ξέρω τι ακριβώς γνώμη έχεις σχηματίσει για το άτομό μου. Γνωρίζω όσο κανένας άλλος τι ρόλο βαράει εδώ μέσα ο καθένας από μας, έναν προς έναν! Έχω πλήρη επίγνωση ότι καμιά φορά μπορεί να φαίνομαι από ηλίθια έως τέρας, αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά. Είμαι απλώς αποφασισμένη».
«Τι εννοείς;» ρώτησε αχνά η διευθύντρια, αποφασισμένηDigitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 179
και η (δια από την πλευρά της ότι όλα τελείωσαν και ότι το κέφι κι η καλή διάθεση, που τόσο διακαώς επιθυμούσε να επα- νακτήσει, δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσουν απόψε από το κατά διαόλου όπου είχαν βρει καταφύγιο.
Η βραδιά της βάδιζε προς την ολοκληρωτική καταστροφή.«Είναι απλό», άρχισε να εξηγεί η αρχισυντάκτρια. «Ξέρω
ότι αληθινή δημοσιογραφία είναι τα θέματα που έθιξε η Μπαξεβάνη. Να γράψουμε για ναρκωτικά, παγκοσμιοποίηση, α νεργία, για όλα όσα φλέγοντα απασχολούν τον κοσμάκη. Το οξύμωρο, όμως, το ξέρεις: αν είχαμε τέτοια θεματολογία, δε θα μας αγόραζε κανείς - εκτός ίσως από τίποτα αριστερούς στο ΙΙέραμα ή αναρχικούς των Εξαρχείων! Μη νομίζεις ότι δεν μπορώ να γράψω κι εγώ για τέτοια θέματα! Όμως, εφόσον ξέρω ότι ακόμα και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αναξιοπαθού- ντες θα μου γυρίσουν την πλάτη διότι θα προτιμήσουν άρτον και θεάματα για να ξεχαστούν και να ονειρευτούν, αποφάσισα να καταταγώ και εγώ με τη θέλησή μου σ’ αυτού του είδους τις ενασχολήσεις. Τα λεφτά βρίσκονται στην opopqn] πλευρά της ζωής, τα λούσα και τα κοσμικά φέρνουν το χρήμα, όχι οι σκοτωμένες γυναίκες της Χουάρες που μας τσαμπουνούσε η Μπαξεβάνη! Εγώ λοιπόν, εντελώς αποφασισμένη, ψηφίζω λεqyιά - κι όσο για την Μπαξεβάνη, ας πάει από κει που ήρθε κι ας κάτσει στη μιζέρια της. Καλά θα κάνεις να ειδοποιήσεις το λογιστήριο να ετοιμάσει την απόλυσή της, Γκέλυ. Είμαι βέβαιη ότι θα συμφωνήσει και ο Μεγάλος όταν του θίξουμε το ζήτημα».
«Οχ, Θεέ μου», αναφώνησε η Γκέλυ Σταύρου. «Φαντάσου να πλακ(6σουν εδώ μέσα τίποτα συνδικάτα, τίποτα αριστεροί εργατοπατέρες με μούσια και μαλλούρες, να κάνουν καμιά διαδήλωση και να φωνάζουν ότι η απόλυση της Μπαξεβάνη είναι
Digitalised By Jah®
“πολιτική δίωξη”... Τότε θα γίνουμε εμείς θέμα. Ένα τέτοιο ρεζιλίκι θα δώσει και τροφή στους ανταγωνιστές μας», προειδοποίησε.
«Μην ανησυχείς», την καθησύχασε η Εύα Μπούσιου. «Δεν πιστεύω ότι η Μπαξεβάνη θα φτάσει ως εκεί. Είναι πολύ αξιοπρεπής και δε θα καταδεχτεί να βάλει μπροστά τους εργατοπατέρες ως ανθρώπινη ασπίδα. Παρ’ όλ’ αυτά, αν τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο, τότε θα την ξεφωνήσουμε και εμείς. Έχουμε σαράντα αυτόπτες μάρτυρες στο παραλήρημά της. Θα βγει προς τα έξω η φήμη ότι είναι τρελή για δέσιμο, που χρήζει οπωσδήποτε ψυχιατρείου, και τότε δε θα ξαναβρεί δουλειά ποτέ, ούτε καν στο Ριζοσπάστη}.» γέλασε. «Ενώ τώρα, αν φύγει ήσυχα ήσυχα, έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος της να βρει δουλειά εκεί ακριβώς που ταιριάζει στο ταλέντο της και ν’ ανέβει πολύ ψηλά μια μέρα. Αν με καλορωτάς, χάρη της κάνουμε», ολοκλήρωσε η αρχισυντάκτρια.
Ή ταν η πρώτη φορά που διευθύντρια και αρχισυντάκτρια είχαν μια τέτοια συζήτηση, που ξέφευγε από τα στενά επαγγελματικά πλαίσια και προχωρούσε και κάπου παραπέρα, σε σημεία που να επιτρέπουν να διαφαίνονται και κάποια ψήγματα από τον αληθινό χαρακτήρα των συνομιλητριών.
Η Γκέλυ Σταύρου, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, όφειλε να ομολογήσει ότι είχε εκπλαγεί. Μέχρι χτες πίστευε ότι η Εύα Μπούσιου ήταν μια ηλίθια έχιδνα που δε σκεφτόταν τίποτ’ άλλο από μηχανορραφίες -το μοναδικό πράγμα στο οποίο έχουν έφεση οι βλάκες, που, ως γνωστόν, μπορούν να γίνουν πανούργοι-, καυτά θέματα από το χώρο της σόου μπιζ και βαφές μαλλιών. Σήμερα όμως διαπίστωσε ότι είχε να κάνει με έναν ιδιαίτερα ευφυή άνθροοπο, που ήξερε τι ήθελε, τι έκανε και γιατί το έκανε, είχε το θάρρος να παραδεχτεί τα
180 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 181
ιιροτερήματα του «εχθρού», είχε διορατικότητα, αποφασιστικότητα και πλήρη αυτογνωσία.
Αυτά όλα μαζί τα χαρακτηριστικά καθιστούν τον άνθρωπο ιιου τα κατέχει ιδιαίτερα επικίνδυνο - από όποια άποψη κι αν το εξέταζε κανείς το ζήτημα.
«Θέλεις τη θέση μου, Εύα;» ξεφούρνισε απότομα την ερώτηση τώρα που η χρονική στιγμή φαινόταν άσχετη, για να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
«Όσο τίποτα στον κόσμο, Γκέλυ», απάντησε η Εύα Μπούσιου εντελώς ατάραχη. «Είσαι πολλά χρόνια στο χώρο, έχεις εμπειρία, έχεις προσφέρει πολλά... Ωστόσο νομίζω πως θα έ- πρεπε να αρχίσεις να σκέφτεσαι σιγά σιγά την πιθανότητα ν’ αποσυρθείς. Είσαι σαράντα οχτώ χρόνων, έχεις κουραστεί. Εγώ, πάλι, είμαι μόλις τριάντα τριών. Ό λες οι επιχειρήσεις στον κόσμο έχουν ανάγκη από νέο αίμα. Δηλαδή, τι θέλεις, να καταντήσουμε και εμείς εδο) μέσα όπως οι πολιτικοί, που φτάνουν ογδόντα χρόνων και παραμένουν πεισματικά γαντζωμένοι στις καρέκλες τους μη συνειδητοποιώντας ότι γίνονται ρε- ζίλι των σκυλιών;» Ξεφύσηξε. «Τη θέλω τη θέση σου, Γκέλυ, και θα την πάρω. Νομίζω πως θα ήταν πολύ καλύτερα και για τις δυο μας να την πάρω με τις ευλογίες σου. Δε χρειάζεται, βέβαια, να βιαστείς! Ωστόσο, από τις αρχές της επόμενης χρονιάς καλά θα κάνεις να αρχίσεις να ετοιμάζεις το έδαφος για τη διαδοχή σου», ολοκλήρωσε χαμογελώντας.
Η Γκέλυ Σταύρου κοίταξε τη συνεργάτιδά της με τα μάτια μισόκλειστα. Επεξεργάστηκε για λίγο τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που είχαν μόλις φτάσει στ’ αφτιά της.
Πραγματικά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωθε μια τέτοια ψυχική και σωματική κόπωση, που ήταν σε θέση να τα παρατήσει όλα σύξυλα πάραυτα, να σηκωθεί να φύγει και να πάει
Digitalised By Jah®
182 ΘΥΜΑΣΑΙ;
να απολαύσει τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τόσων χρόνων σε καμιά εξωτική παραλία της Χαβάης, με τη συνοδεία κα- νενός τεκνού από εκείνα που της άρεσαν. Ό λη της τη ζωή την έφαγε μέσα στα περιοδικά και τα σκατά - ούτε να παντρευτεί δεν πρόλαβε.
Ό λες τους εκεί μέσα νόμιζαν ότι η καρέκλα της διευθύντριας ενός από τα μεγαλύτερα σε κυκλοφορία περιοδικά της χώρας ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, σκέφτονταν την αίγλη, την ισχύ και τα φράγκα και ξελιγωνόντουσαν... Ούτε που φαντάζονταν τις ευθύνες, το άγχος, τις δυσκολίες, τα ξενύχτια, τις προθεσμίες που έτρεχαν, τους ανταγωνιστές, τα πισωμαχαι- ρώματα, τα μίτινγκ όπου, αντί να γίνει δουλειά και να βρεθούν λύσεις για το πώς να παρθεί συνέντευξη από δύο πισωγλέντη- δες, κατέληγαν σε φιάσκο, με τρελές συντάκτριες να ξεσπαθώνουν και να μιλάνε για τραπέζια με το θεό οικοδεσπότη και συνδαιτυμόνες μαύρους, κίτρινους, κόκκινους...
Ας άφηνε και καμιά άλλη να κάτσει σ’ εκείνη την καρέκλα- να έβλεπε τη γλύκα. Να κυλούσαν τα χρόνια σαν νερό, να μην είχε καταφέρει στη ζωή της τίποτα αληθινά ουσιώδες, όπως είναι ένας σύντροφος και κάνα κουτσούβελο, και να απόμενε στο τέλος κι αυτή μονάχη της - μια ζωή με μοναδικό έπαθλο την αίγλη της διευθυντικής καρέκλας και τη μοναξιά που συνοδεύει πάντα την κορυφή.
Τελικά, μέσα στον κυνισμό της, η Εύα Μπούσιου ίσως είχε κάποιο δίκιο.
Η Γκέλυ Σταύρου κούνησε το κεφάλι της, εντελώς κουρασμένα. «Εντάξει, Εύα».
«Τι εντάξει;»«Εντάξει ότι θα πάρεις τη θέση μου, γιατί την αξίζεις. Εγώ
θα προετοιμάσω το έδαφος για να με διαδεχτείς εσύ. Ένα χρό-Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 183
νο ακόμα - και μετά θα με αντικαταστήσεις. Όμως... πώς μπορώ να είμαι βέβαιη ότι δε θα κάνεις εις βάρος μου νωρίτερα καμιά βρόμικη ενέργεια πίσω από την πλάτη μου;»
«Δεν μπορείς να είσαι. Αυτά τα πράγματα δε γράφονται σε χαρτιά. Θα πρέπει απλά να δεχτείς το λόγο μου. Μπορεί να είμαι αδίστακτη, όπως κατά βάθος πιστεύεις κι εσύ αλλά δεν τολμάς να το πεις, όμως ο λόγος μου είναι συμβόλαιο. Δεν τον αθετώ ποτέ».
Η Γκέλυ Σταΰρου την κοίταξε κατάματα, εξεταστικά. Και μετά της έτεινε το χέρι.
Η Εύα Μπούσιου το έπιασε, σε μια χειραψία κάθε άλλο παρά χλιαρή.
Αυτό ήταν το δικό τους συμβόλαιο.Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρ
τα.«Ποιος να είναι...» μονολόγησε η διευθύντρια. «Εμπρός!»Η πόρτα άνοιξε και έκανε την εμφάνισή του ένας από τους
άντρες της ασφάλειας του κτιρίου. «Με συγχωρείτε».«Ορίστε, Σωτήρη», έκανε η Γκέλυ.«Η Μπαξεβάνη μου έδωσε πριν από λίγο αυτό εδώ το έγ
γραφο. Μου είπε να σας το παραδώσω προσωπικά», ανέφερε ο Σωτήρης.
«Είναι ακόμα εδώ αυτή;» αγρίεψε η αρχισυντάκτρια.«Όχι, μάζεψε όλα τα πράγματά της και έφυγε πριν από λί
γο».Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν.Ο Σωτήρης ενεχείρισε το έγγραφο στη διευθύντρια και α
ποσύρθηκε.Η διευθύντρια έβαλε τα γυαλιά της για να διαβάσει, ενώ η
Εύα Μπούσιου περίμενε.Digitalised By Jah®
184 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Και τότε η Γκέλυ Σταύρου τσαλάκωσε το χαρτί, ξεστομίζοντας μια βλαστήμια που καθόλου δεν ταίριαζε να βγαίνει από δυο κομψά, καλοβαμμένα γυναικεία χείλη.
«Τι έγινε;» έκανε η Μπούσιου.«Παραιτήθηκε. Η Μπαξεβάνη παραιτήθηκε! Δεν ήθελε να
απολυθεί, δεν ήθελε αποζημίωση. Ό σο για μας, λέει ότι μας έχει όλους γραμμένους. Δεν προσδιορίζει πού ακριβούς».
Παραίτηση. Ό χι απόλυση. Ό χι αποζημιώσεις που θα ξα- λάφρωναν αρκετά το ταμείο της εταιρείας, όχι διαδηλώσεις για δήθεν πολιτική δίωξη, όχι αριστεροί εργατοπατέρες με μούσια, όχι συνδικάτα, όχι θόρυβος, όχι ρεζιλίκι...
Αθόρυβη παραίτηση.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αντί για ανακούφιση, η Εύα
Μπούσιου ένιωσε κάπως παράξενα, ένα εντελώς απροσδιόριστο συναίσθημα, σαν να υπήρχε στην ατμόσφαιρα κάτι που κρυβόταν μέσα σε μια εξίσου κρυμμένη λεπτομέρεια, κάτι στρεβλό, κάτι φαύλο - και όλ’ αυτά την ίδια ακριβώς στιγμή που τα πάντα φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά.
Εκείνη η φοβερή μέρα έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της.Η ώρα κόντευε ενδεκάτη βραδινή. Μέσα στο κτίριο βασί
λευε βαθιά ησυχία. Οι εργαζόμενοι στο περιοδικό είχαν φύγει προ πολλού, κάποιοι για να φέρουν σε πέρας τη δύσκολη αποστολή με την οποία είχαν επιφορτιστεί -να κάνουν φύλλο και φτερό το παρελθόν του αδερφάτου, να ουλλέξουν στοιχεία και, ο πιο τολμηρός, να προλειάνει το έδαφος για να τους πάρει εκείνη την πολυπόθητη συνέντευξη- και κάποιοι άλλοι για να απολαύσουν τη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά όπου και όπως επιθυμούσαν. Οι μόνοι που παρέμεναν στο κτίριο επί εικοσιτε-
Digitalised By Jah®
ΜΚΣΛΝΥΧΤΑ 185
ΐ[κιώρου βάσεως, εναλλασσόμενοι σε βάρδιες, ήταν οι άντρες ι ΐ|ς ασφάλειας - αλλά αυτοί βρίσκονταν στην είσοδο, μακριά δηλαδή απά τους ορόφους.
Το κτίριο ήταν σκοτεινό - το μοναδικό φως έβγαινε από το ιιαράθυρο του γραφείου της Εύας Μποΰσιου.
Αυτή ήταν η μοναδική ένοικος του κτιρίου εκείνη την προχωρημένη ώρα.
Μία ευσυνείδητη αρχισυντάκτρια που επιθυμεί διακαώς την καρέκλα της διευθύντριας πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε ετοιμότητα, για να δίνει και το καλό παράδειγμα- η Εύα Μπούσιου ήταν η μόνη που παρέμεινε σιο γραφείο της όταν όλοι οι άλλοι, ακόμα και η διευθύντρια, είχαν αποχωρήσει. Δεν είχε προγραμματίσει κάτι για απόψε, οπότε θεώρησε σκόπιμο να ιιαραμείνει στο γραφείο για να δουλέψει λιγάκι. Και πραγματικά, όλο και κάτι είχε να κάνει - θα μπορούσε, ας πούμε, να συλλέξει από το "Ιντερνετ ό,τι πληροφορίες υπήρχαν που να αφορούσαν τις δύο αδερψές, καθώς και να φτιάξει ένα lead in, ένα τόσο καλό lead in ώστε να κινούσε το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να προχοορήσει με λαχτάρα στην ανάγνωση του άρθρου, ακόμα κι αν αυτό ήταν μια σκέτη μαλακία, που δε θα πρόσφερε τίποτα το καινούριο στην ενημέρωση πέρα απ’ την απλή παράθεση των ίδιων των χτεσινοβραδινών γεγονότων.
Συνήθως ήταν πολύ καλή και ευρηματική στα lead in, αλλά όχι απόψε - κι αυτό μεγάλωνε όλο και περισσότερο τον εκνευρισμό της. Είχε ξεκινήσει το γράψιμο και είχε σβήσει αυτά που είχε αρχίσει να γράφει περίπου πενήντα φορές. Αυτό ήταν κάτι πρωτάκουστο.
Για πρώτη φορά στην καριέρα της η Εύα Μπούσιου διαπί- <πωσε με μεγάλη δυσαρέσκεια ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
Digitalised By Jah®
186 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Και χο χειρότερο ήταν άλλο: όσο ΐ] ώρα περνούσε, είχε αρχίσει να νιώθει μια εντελώς περίεργη και ανεξήγητη μοναξιά. Συνήθως της άρεσε να μένει μόνη και να δουλεύει ως αργά, ωστόσο απόψε, για λόγους που αδυνατούσε να καταλάβει, την ενοχλούσε το γεγονός ότι είχε απομείνει μόνη στο απέραντο, σκοτεινό κτίριο, την ενοχλούσε η έλλειψη άλλης ανθρώπινης παρουσίας γύρω της... Οι ήχοι της πόλης που ξενυχτούσε, αυτοκίνητα, κορναρίσματα, περιρρέουσα ατμόσφαιρα νύχτας καλοκαιριού και λοιπά, αντί να την καθησυχάσουν όπως τόσες και τόσες φορές, απόψε την έκαναν να αισθάνεται πιο μόνη από ποτέ.
Έλα, Παναγία μου.Και να φανταστεί κανείς, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο
να νκόθει έτσι... κάπως. Μπορεί η μέρα να περιλάμβανε και μια κρίση, να είχαν συμβεί έντονα, όσο και δυσάρεστα, πράγματα, (οστόσο είχαν συμβεί και ορισμένα καταπληκτικά γεγονότα που σαφώς θα μπορούσαν να κάνουν τα στραβά και τα ανάποδα να ξεχαστούν σήμερα είχε αποσπάσει την υπόσχεση της διευθύντριας για την επικείμενη διαδοχή - δεν είχε κανένα λόγο να μην πιστεύει στην υπόσχεση της διευθύ- νιριας. Σήμερα, επίσης, είχε καταφέρει να διαχειριστεί την κρίση στη σύσκεψη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο - άσε που και το ότι δε θα ξαναέβλεπε τα ενοχλητικά μούτρα της Μπαξεβάνη ήταν ήδη ένα ιδιαίτερα ευχάριστο γεγονός από μόνο του.
Σήμερα, τέλος, την ειδοποίησαν από το κατάστημα του Hermes ότι είχε φτάσει, επιτέλους, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, αυτό για το οποίο είχε μπει σε μια ιδιαιτέρως περκόνυμη λίστα αναμονής όπου συμπεριλαμβάνονταν μερικές από τις πιο πλούσιες γυναίκες της Αθήνας: μια χειροποίη-
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 187
χη, πανάκριβη τσάνχα Kelly, αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ, χην περίμενε να πάει να χην παραλάβει, πράγμα που από μόνο χου σήμαινε όχι και η ίδια η Εύα καχαχασσόχαν αυχομάχως οχην ελίχ!
Όλοι αυχοί οι λόγοι μαζί ήχαν κάχι παραπάνω από ικανοί για να χην κάνουν να πεχάει σχα σύννεφα από χη χαρά χης - κι όμως αυχή, ανχί να βρίσκεχαι οχον έβδομο ουρανό, ανχί να βάζει χα δυναχά χης για να φχιάξει χο συγκλονισχικόχερο lead in όλων χων εποχών... καθόχαν κι έχανε άδικα χρόνο και ψυχική διάθεση για να σκέφχεχαι και να αναμασά -και, χο κυ- ριόχερο, χωρίς χη θέλησή χης- χις μαλακίες που είχε πει απόψε η Μπαξεβάνη.
Η Εύα Μπούσιου ήχαν σχ’ αλήθεια ένας άνθρωπος με σπάνιες αρεχές - χην κυρισχερη χην είχε αναλύσει λίγες ώρες πριν σχη διευθύνχρια, σχην καχ’ ιδίαν συζήχηση που είχαν: ήχαν άνθρωπος αποφασισμένος, άρα και πλήρως συνειδηχοποιημέ- νος ως προς χο χι έπρεπε και χι δεν έπρεπε να κάνει για να πάει ψηλά και να καχακχήσει χη θέση που δικαιωμαχικά χης άξιζε, έσχω κι αν αυχό σήμαινε όχι θα έπρεπε καμιά φορά χα άλλα προσόνχα χης να κρύβονχαι πίσω από χην αποφασισχικό- χηχά χης, με οραχό χον κίνδυνο να χην περνούν όλοι για έχιδ- να, με μόνο προσόν χα μεγάλα βυζιά, χα μακριά πόδια και χις ξανθές πλαχινέ χρίχες.
Είχε κι αυχή σπουδαίες δημοσιογραφικές αρεχές, ισάξιες και ίσως ανώχερες κι απ’ αυχές χης Μπαξεβάνη - ωοχόσο, από χην πρώχη ώρα που πάχησε χο πόδι χης σχο πανεπισχήμιο για να σπουδάσει ΜΜΕ, είχε πλήρη επίγνο)ση όχι η αληθινή δημοσιογραφία έφθινε με χα χρόνια. Ή χαν φυσικό - χα ίδια χα γεγονότα καχέληξαν να φθίνουν με χα χρόνια. Από χη μεχαπο- λίχευση και μεχά δε συνέβαινε και χίποχα χο αληθινά σημα
Digitalised By Jah®
188 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ντικό. Ο κόσμος, έχοντας λύσει τα πολιτικά του προβλήματα και έχοντας ξεμπλέξει οριστικά με Κατοχές, Εμφυλίους και χούντες, έπεσε με τα μούτρα στο κυνήγι του χρήματος, οι πολιτικοί από την πλευρά τους έπεσαν με μανία στο κυνήγι της εξουσίας και όλοι μαζί βάφτιζαν αυτό τον ξέφρενο καλπασμό «ανάπτυξη». Τα πνεύματα άρχισαν σιγά σιγά να καταλαγιάζουν, τα δεδομένα να αλλάζουν, οι ανάγκες να διαφοροποιούνται και ο κόσμος να μετατρέπεται σε μια απέραντη σούπα, σε σημείο τέτοιο που κάποιοι, ελάχιστοι, εναπομείναντες οκε- πτόμενοι να φτάσουν να παρακαλούν να γίνει ένας πόλεμος, μια επιδρομή, μια δικτατορία, κάτι, τέλος πάντων - αρκεί να είχε τη δύναμη να συσπειροίσει ξανά τον κόσμο, να τον ξυπνήσει και να τον τάξει γύρο) από έναν κοινό σκοπό. Κάτι για να έχουμε να ασχολούμαστε και να μην κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου ζώντας μια βαρετή, δημοσιοϋπαλληλικής αντίληψης ζωή - γαμούλης, παιδάκια, δουλίτσα, λεφτουδάκια, εξοχι- κούλι και προς τα τελευταία να πάμε κάπου να ξαπλώσουμε χαμογελαστοί και χορτασμένοι και να περιμένουμε το θάνατο.
Κάποτε δημοσιογράφος εθεωρείτο αυτός που είχε την ικανότητα να φέρνει με τη δύναμη της πένας του στο φως συγκλονιστικά γεγονότα, να ξεσηκώνει τον κόσμο, να εμψυχώνει το λαό, να αφυπνίζει συνειδήσεις... Στη σημερινή εποχή, όμως, που η ζωή είχε γίνει τόσο δύσκολη, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως έδειχνε ευκολότερη από ποτέ, άλλαξαν και τα δεδομένα στη δημοσιογραφία, ίσως γιατί οι ανάγκες του φιλοθεάμονος κοινού είχαν αλλάξει κι αυτές: άρτος και θεάματα - γ ι ’ αυτά έδειχνε ενδιαφέρον ο κοσμάκης, μ’ αυτά καλοπερνούσε, αυτά επιζητούσε. Όποιος δημοσιογράφος ασχολείτο με θέματα άρτου και θεαμάτων μετατρεπόταν αυτομάτως σε λαϊκό ήρωα, κέρδιζε πόντους στο κυνήγι της καταξίωσης και, βεβαίως, αποκτούσε λεφτά με ουρά.
Digitalised By Jah®
Η Εΰα Μπούσιου τα ήξερε όλα αυτά.Ένας φίλος της από το πανεπιστήμιο εργαζόταν στο πολι
τικό ρεπορτάζ γνωστής εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας - ο μισθός του ήταν εννιακόσια ευρώ το μήνα.
Η ίδια εργαζόταν στο περιοδικό Spice και έκανε εκεί μέσα αυτό που έκανε - ο μισθός της ήταν τέσσερις χιλιάδες ευρώ το μήνα.
Τα μεγέθη ήταν μη συγκρίσιμα.Η Εύα Μποΰσιου είχε πλήρη επίγνωση ότι ο κόσμος ήταν
σκατά - οι φτωχοί πεινούσαν, οι άνεργοι αυξάνονταν καθημερινά, οι συνταξιούχοι έψαχναν για φαγητό μέσα στα σκουπίδια, σι πρεζάκηδες πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα οπουδήποτε, ακόμα και όρθιοι στα καρτοτηλέφωνα. Τι να γίνει, όμως; Έτσι ήταν ο κόσμος - και ο καθένας πρέπει να είναι πρόθυμος να κάνει τις επιλογές του και μετά να τις υποστηρίξει κιό- λας.
Δεν ήταν γουρούνι - παρά το τι πίστευαν γι’ αυτήν οι συνάδελφοι στο γραφείο, ενδιαφερόταν, και βέβαια ενδιαφερόταν για τι γινόταν γύρω της. Κι αν ποτέ χρειαζόταν, θα ήταν σε θέση να φτιάξει ένα ρεπορτάζ για τα θέματα αυτά που θα τσάκιζε κόκαλα - κι άσε την Μπαξεβάνη να νομίζει ότι είναι η μοναδική σύγχρονη Ζαν ντ’ Αρκ.
Απλούστατα, η Εύα κρατούσε αυτά τα ενδιαφέροντα αυστηρά για τον εαυτό της και κατά τα λοιπά είχε κάνει τις επιλογές της και ήταν αποφασισμένη να τις υπερασπιστεί μέχρι θανάτου· επιλογή της ήταν όταν πήγε να πηδηχτεί με τον Μεγάλο για να πάρει τη θέση που πήρε σ’ αυτό το περιοδικό -πα- ρόλο που ο Μεγάλος ήταν ένας σταφιδιασμένος γέρος και τον σιχαινόταν με όλη της την καρδιά, ήταν ταυτόχρονα και άν- θρωπος-κλειδί, που άνοιγε την πόρτα της καταξίωσης-, επι
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 189
Digitalised By Jah®
190 ΘΥΜΑΣΑΙ;
λογή της ήταν να κάνει παρέα με φελλούς μόνο και μόνο γιατί έτοι ανέβαζε τις μετοχές της στο κοινωνικό χρηματιστήριο, επιλογή της ήταν ότι σπαταλούσε το ταλέντο της για να γράφει μαλακίες του τΰπου «Πώς να καταπιείτε το σπέρμα του εραστή σας δίχως να σιχαίνεστε» ή «Ποια είναι τα fashion classics για μια τέλεια γυναίκα», έστω κι αν αυτά τα fashion classics κόστιζαν τόσα πολλά λεφτά που μια μέση Ελληνίδα θα έπρεπε να δουλέψει έναν ολόκληρο χρόνο για να τα αποκτήσει.
Και το θέμα του αδερφάτου - επιλογή της ήταν να καταπιαστεί και μ’ αυτό, ενώ στην πραγματικότητα δεν της καιγόταν καρφί. Βρε, δεν πά’ να βγάζανε τα μάτια τους μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία; Ποσώς την ένοιαζε - από τη στιγμή όμως που το ζήτημα αυτό αφορούσε τον κοσμάκη, επιλογή της ήταν να καταπιαστεί και μ’ αυτό και να βγάλει και απ’ τη μύγα ξίγκι, το λιγότερο!
Επιλογή της ήταν όλα - κι όσους την κατηγορούσαν γι’ αυτό τούς είχε χεσμένους. Απλά πράγματα.
Ή ταν γνωστό - σύσσωμο το προσωπικό του περιοδικού τη θεωρούσε βρομοθήλυκο, έχιδνα, πωρωμένη και άλλα πολλά, περισσότερο ή λιγότερο δυσάρεστα. Κανείς δεν υποπτεύτηκε ποτέ ότι στα ενδότερα της Εύας Μπούσιου υπήρχε και κάτι περισσότερο απ’ αυτό που φαινόταν. Κι όμως, η αλήθεια ήταν ότι μέσα στο περιοδικό υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι εκατό που ήταν πολύ πιο πωρωμένοι απ’ αυτήν - άνθρωποι των οποίων η μόνη ικανότητα ήταν να διασπείρουν και να αναπαράγουν κουτσομπολιά που αφορούσαν πλούσιους και διάσημους, η μόνη κοινωνική τάξη που τους ενδιέφερε και τους έκανε να νιώθουν κι αυτοί λίγο σημαντικοί, μόνο και μόνο επειδή ασχολούνταν μαζί τους παριστάνοντας τους δημοσιογράφους. Τέτοιοι άνθρωποι άκουγαν «κοινωνικά προβλήματα» και ξίνιζαν τα μού-
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 191
ιpot τους, όχι τόσο από επιλογή, απλή και ξεκάθαρη, όσο ε- ιιειδή δεν τους ένοιαζε καθόλου, καρφί δεν τους καιγόταν...
Θυμήθηκε τους συναδέλφους στο αποψινό μίτινγκ, την ώρα που η Μπαξεβάνη μιλούσε για το Θεό και εκείνοι χασκο- γελούσαν, άλλοι από οίκτο, άλλοι από ειρωνεία. Και η ίδια η Κύα Μπούσιου είχε, βέβαια, κόψει τις διπλωματικές της σχέσεις μαζί Του, αλλά κι αυτό από επιλογή και όχι γιατί δεν Τον πίστευε. Αν εξακολουθούσε να υπηρετείτο θέλημά Του με θέρμη, τότε δε θα μπορούοε να εφαρμόσει τις αποφάσεις της - και τις επιλογές της, κατ’ επέκτασιν. Δεν είναι δυνατόν να κάνεις βρομοδουλειές και ταυιοχρόνως και μετάνοιες προς το Θεό. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.
Τέλος πάντων, όμως, όπως κι αν είχε το πράγμα, δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της που επέτρεψε σε μια ανόητη όπίος η Μπαξεβάνη να την επηρεάσει τόσο πολύ. Θα μου πεις, βέβαια, επιλογή της ήταν και της δίδος Νόρας να α- σχολείται με τις μαλακίες που ασχολήθηκε, επιλογή της ήταν να πιστεύει αυτά που πίστευε. Πού ήταν το κακό, λοιπόν;
Κι όμως, υπήρχε κακό - και το κακό ήταν ότι... διάολε, πο)ς να το εξηγήσει δ ίχω ς να ακουστεί παρανοϊκό... ότι η Νόρα Μπαξεβάνη κατάφερε να ξεφύγει από το μέσο όρο, από το ρεύμα των καιρών. Η στάση ζωής της την έκανε να φαίνεται στα μάτια της Εύας Μπούσιου κάπως... κάπως υποκρίτρια. ΙΙοια είσαι εσύ, μαντάμ, που γυρνάς την πλάτη σου στην εταιρεία, στα λεφτά, στα μεγαλεία...
"Ισως τελικά η Μπαξεβάνη να την εκνεύριζε τρομερά γιατί... της θύμιζε κάτι απ’ αυτό που βαθιά μέσα της ποτέ δεν έ- παψε να είναι, αυτό που προτιμούσε να βγει ξεβράκωτη στην Κηφισίας μέρα μεσημέρι παρά ν’ αφήσει τους άλλους εδώ μέσα να το καταλάβουν.
Digitalised By Jah®
Η Εΰα Μποΰσιου ήταν κατά βάθος ιδεολόγος - το ότι κρατούσε πάντα το λόγο της και δεν τον αθετούσε ποτέ ήταν ένα ελάχιστο, αλλά και αποκαλυπτικό, σημάδι του αληθινού της χαρακτήρα, άσχετο αν η διευθύντρια λίγο πριν ούτε που το πρόσεξε - της αρκούσε ότι θα κρατούσε την καρεκλίτσα της ένα χρόνο ακόμα.
Σιχτίρι...Ό λη αυτή η σειρά των διαπισκόσεων χάλασε το κέφι της
Εύας Μπούσιου οριστικά.Κι αυτό το καταραμένο το lead in, που δεν έλεγε να βγει...Ξεφύσηξε.Τελείωσε. Ας το πάρει το ποτάμι. Εντάξει, όλοι έχουμε πό
τε πότε το δικαίωμα να βρεθούμε σε κακή, μη παραγωγική μέρα. Η αρχισυντάκτρια έδωσε στον εαυτό της τη δικαιολογία που της χρειαζόταν, για να κάνει αμέσως μετά αυτό που τόση ώρα είχε μέσα στο μυαλό της και το έκλωθε.
Μπήκε στο Ίντερνετ και έδωσε στη μηχανή αναζήτησης τη λέξη «Χουάρες».
Το αδερφάτο θα μπορούσε να περιμένει ως αύριο.Απλή περιέργεια. Θα έριχνε μια ματιά - και τίποτ’ άλλο.Μια απλή ματιά, για να δει τι στην ευχή ακριβώς ήταν αυ
τό που είχε επηρεάσει την Μπαξεβάνη τόσο πολύ ώστε να τη φτάσει στο σημείο να γυρίσει την πλάτη της στη δόξα και στα λεφτά που συνεπαγόταν η δουλειά της μέσα σ’ ένα τέτοιο περιοδικό όπως το Spice και να αρχίσει να καταπιάνεται με θέματα που αφορούσαν σκοτωμένες γυναίκες σιην άλλη άκρη της γης.
Απλή περιέργεια.Η αναζήτηση στο Ίντερνετ διήρκεσε μόλις δύο δευτερόλε
πτα - και μετά η οθόνη γέμισε με χιλιάδες τίτλους από ιστο-
192 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 193
(ιελίδες που αφορούσαν το φλέγον, κατά την μπαξεβάνειο ά- ιιοψη, ζήτημα των σκοτωμένων γυναικών στην πόλη Χουάρες ιου Μεξικού.
Με τέτοιο όγκο πληροφοριών και τόση ποσότητα και ποικιλία ιστοσελίδων, φαίνεται ότι το ζητημα ήταν, κατά πάσα ιιιθανότητα, αρκετά σημαντικό.
Δεν πρόφτασε να δει και πολλά - μόλις που είχε προλάβει να διαβάσει το πρώτο αποτέλεσμα της αναζήτησης, με τη δυσοίωνη περίληψη «Η Πόλη των Νεκρών Γυναικών», όταν ξαφνικά χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο.
Τινάχτηκε ξαφνιασμένη -για την ακρίβεια, πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της- και αμέσως καθάρισε τα α- ιιοτελέσματα της αναζήτησης από την οθόνη του υπολογιστή. Ή ταν παράξενο - λες και δεν είχε καταφθάσει ένα απλό τηλεφώνημα, εκείνη φερόταν σαν να βρέθηκε κάποιος δίπλα της και την παρακολουθούσε τι έκανε!
Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Δίχως απολύτως κανένα λόγο, ένιωσε κάπως... κάπως ένοχη γι’ αυτό που έψαχνε στο Ίντερνετ, λες κι ήταν κάτι κακό, απαγορευμένο ή έστω γελοίο, ώστε, αν το ανακάλυπτε κανείς, να ξεσηκωνόταν σε βάρος της ένα πελώριο κύμα θυμηδίας.
Εν τω μεταξύ, το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπά.Η Εύα Μπούσιου απάντησε. «Παρακαλώ;»«Σε τι φάση σε βρίσκω και ακούγεσαι λαχανιασμένη;» ήρ
θε μια χαμογελαστή αντρική φωνή.Η Εύα Μπούσιου ξεφύσηξε, με κάτι που έμοιαζε πολύ με
ανακούφιση. Χρισ[ός κι Απόστολος! Μα γιατί ανακούφιση; Ποιος στο καλό περίμενε πως θα ήταν στο τηλέφωνο;
Δεν πίστευε στις μεταφυσικές εμπειρίες - ωστόσο το να κ ρ - . ντεύει μεσάνυχτα κι εσύ να βρίσκεσαι ολομόναχος σε ένα έ
Digitalised By Jah®
194 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ρημο, σκοτεινό κτίριο αναζητώντας στο Ίντερνετ πληροφορίες που αφορούν φρικτά δολοφονημένες γυναίκες και ακρωτηριασμένα πτώματα πεταμένα στην έρημο, ε, όσο να ναι, αυτό το γεγονός θα μπορούσε να επιφέρει μια κάποια νευρικότητα, έτσι δεν είναι;
Εν πόση περιπτώσει, στο τηλέφωνο ήταν απλώς ο Στάθης ο Βαϊδάνης, ο καλός της φίλος, ανερχόμενος ηθοποιός.
Γνωρίζονταν πολλά χρόνια. Καμιά φορά, όταν ήθελε να τον πειράξει, η Εύα τον αποκαλούσε «Βοϊδάνη» -με τρυφερότητα, βέβαια, κι όχι με ειρωνεία-, ωστόσο ο Στάθης ήταν το πιο τρανταχτό παράδειγμα και συνάμα η απόδειξη ότι, όταν ένας ηθοποιός έχει γνήσιο και πηγαίο ταλέντο, μπορεί να κάνει κα- ριέρα και να πάει μπροστά ακόμα και με ένα επίθετο όπως το «Βαϊδάνης».
Θυμήθηκε και το δικό της βαφτιστικό -«Ευλαμπία»- και ξεροκατάπιε.
«Όχι στη φάση που φαντάζεσαι, Βοϊδάνη!» γέλασε. «Στο γραφείο είμαι ακόμα».
«Τέτοια ώρα;» απόρησε ο ηθοποιός. «Τι κάνεις εκεί; Α, κατάλαβα! Ψάχνεις υλικό για να θάψεις ζωντανούς τους γνωστούς και μη εξαιρετέους, έτσι;» είπε πονηρά.
Προφανώς στους καλλιτεχνικούς κύκλους το χτεσινοβρα- δινό γλέντι των κ.κ. ΓΙερρή και Μητσάκου αποτελούσε ήδη μείζον θέμα συζήτησης - κι όχι μόνο.
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, αγαπημένη! Δυστυχώς, δεν ξέρω προσωπικά κανέναν απ’ τους δύο -πέρα από κανένα πάρτι που διοργανώνουν κατά καιρούς τα κανάλια και κουτουλιόμαστε εκεί, δεν έχουμε άλλες επαφές-, αλλά εσένα δε σε φοβάμαι! Θα τη βρεις την άκρη!» ολοκλήρωσε ο Στάθης γελώντας.
Digitalised By Jah®
Η Εΰα δε βρήκε τίποτα έξυπνο να απαντήσει - δεν είχε και ιιολλή όρεξη.
Ο Στάθης παραξενεύτηκε με τη σιωπή απ’ την άλλη πλευρά της γραμμής. «Τι έχεις εσΰ;»
«Τίποτα».«Ρε, άντε μίλα, που θες και παρακάλια!»Η Εύα αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Ή ταν μια δύσκολη μέρα
σήμερα. Συνέβησαν πολλά και διάφορα που δεν μπορώ να σ’ ια πω απ’ το τηλέφωνο».
«Τέλεια!» αναφώνησε ο Στάθης. «Τότε μου φαίνεται ότι ήρθα πάνω στην ώρα για να σου φτιάξω το κέφι. Μεσάνυχτα ακριβώς τελειώνω το γύρισμα, είχα νυχτερινό απόψε. Λέμε εδώ με τα παιδιά να πάμε να το κάψουμε, τώρα μας ήρθε. Τι λες;»
«Ξαφνικό πάρτι, δηλαδή;»«Γιατί όχι; Καλοκαιράκι είναι! Έχεις καμιά όρεξη να πά
με να μουχλιάσουμε στα σπίτια μας;»«Τώρα που το λες... Και πού λέτε να πάτε;»«Παραλιακή, χρυσή μου, πού αλλού;»Η Εύα Μπούσιου το σκέφτηκε λιγάκι. «Μμμ... Πού έχεις
γύρισμα απόψε;»«Στους Θρακομακεδόνες».«Καλώς. Λοιπόν, άκου τι θα γίνει. Θα έρθω από το γύρι
σμα, να φύγουμε μαζί. Και, πού ξέρεις; Μπορεί να ξετρυπώσω και καμιά καλή είδηση!» γέλασε η Εύα.
«Μπα... Άμα περιμένεις να βγάλεις είδηση από μας, μο)ρό μου, θα γεράσεις!» παρατήρησε ο Στάθης.
Όντως, δεν είχε κι άδικο. Ειδικά αυτός ήταν από τους ηθοποιούς που προσδοκούσε να γίνει ντόρος γύρω από το όνομά του μόνο σ’ ό,τι αφορούσε τη δουλειά του - απέφευγε τα σκάνδαλα όπως ο διάολος το λιβάνι.
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 195
Digitalised By Jah®
«Καλό. Λοιπόν, ξεκινάω κι έρχομαι στους Θρακομακεδό- νες. Σε μισή ωρίτσα θα είμαι εκεί. Θα έρθω με το αυτοκίνητο, οπότε...»
«Θα σε περιμένω, ξανθή μου αγάπη!» έκανε ο Στάθης. «Θα το κάψουμε απόψε!»
Κλικ.Δεν είχε κανέναν απολΰτως λόγο να συνεχίσει την αναζή
τηση και το διάβασμα για την «Πόλη των Νεκρών Γυναικών»- κάτι τέτοιο θα της χαλούσε μια πολλά υποσχόμενη βραδιά, όπως φαινόταν, οριστικά και αμετάκλητα.
Η ησυχία ήταν πιο βαθιά από ποτέ - το κλείσιμο του υπολογιστή, το μάζεμα της χαρτοΰρας, το άνοιγμα και κλείσιμο της τσάντας, τα ροΰχα που θρόισαν καθώς σηκώθηκε από την καρέκλα...
...το τακ τακ απ’ τα τακούνια της όταν βγήκε στο διάδρομο...
...όλ’ αυτά, που υπό κανονικός συνθήκας δεν παρήγαγαν κανέναν ιδιαίτερο θόρυβο, τώρα ακούγονταν θαρρείς και χαλούσε ο κόσμος.
Καθώς προχωρούσε προς το ασανσέρ, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή συγκρατήθηκε και δεν έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω της - αυτό θα πήγαινε ηάρα πολύ και θα ήταν ένα αναμφίβολο δείγμα προϊούσης παράνοιας, την οποία ούτε καν τα τραγελαφικά γεγονότα της σημερινής μέρας δε θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν, πόσο μάλλον να συγχωρήσουν.
Ορίστε - τίποτα δεν έγινε. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε στο ισόγειο. Τα παιδιά της ασφάλειας, αυτά που δεν άφηναν να περάσει στο πολυτελές κτίριο ούτε κουνούπι άψαχτο, βρίσκονταν στις θέσεις τους.
«Παιδιά, φεύγω», χαιρέτησε.
196 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 197
Ο προϊστάμενος της ασφάλειας, ο Σωτήρης, της έκανε ένα νεΰμα με το αριστερό του χέρι. «Στο καλό, κυρία Μπούσιου! Καλό βράδυ. Θα τα ποΰμε αύριο».
Η πόρτα του ασανσέρ ξανάκλεισε, οδηγώντας τη μοναδική του επιβάτιδα προς το δεύτερο υπόγειο, εκεί όπου βρισκόταν το πάρκινγκ.
Ό λα ήταν καλά, μια ακόμα μέρα έφτασε στο τέλος της με μάλλον θετική συγκομιδή, η νύχτα που ακολουθούσε προοιωνιζόταν διασκεδαστική, το δίχως άλλο - μα τότε, γιατί γαμώ- το εκείνη δεν ένιωθε καθόλου, μα καθόλου καλά;
Αν βρισκόταν σε πιο ήρεμη ψυχική κατάσταση ή αν απλώς ήταν γραφτό, τότε η Εΰα Μπουσιου θα είχε καταλάβει ότι όλη αυτή η παράξενη διάθεσή της απόψε ήταν ανεξάρτητη από τα γεγονότα που είχαν συμβεί - και συμπυκνωνόταν σε μια λέξη:
«Προαίσθημα».Αλλά, ως συνήθως, οι πρακτικοί άνθρωποι κλείνουν τ α
φτιά στη φωνή της διαίσθησής τους και δεν εμπιστεύονται τα προαισθήματά τους, αρνουμενοι καν να τα αφουγκραστουν - αυτό ακριβώς έκανε και η Εΰα Μπούσιου.
Έφτασε στο αυτοκίνητό της, το ξεκλείδωσε, έκατσε στη θέση του οδηγού και πήγε να βάλει μπροστά.
Τζίφος.Απόρησε - και προσπάθησε ξανά.Δεύτερος τζίφος.Αφόρητα συγχυσμένη, άρχισε να ψάχνει τις πιθανές αιτίες
του προβλήματος. Βενζίνη; Γεμάτο. Τότε κάτι θα έτρεχε με τη μηχανή· σήκωσε το καπό και ετοιμάστηκε να αρχίσει να σκαλίζει πηνία, καλώδια και σκατά - τα χέρια της έπιαναν σε κάτι τέτοια.
Και τότε διαπίστωσε την αιτία του προβλήματος - μάλιστα,
Digitalised By Jah®
198 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσει και το μέγεθος της δικής της τραγικής βλακείας, ηλιθιότητας και λοιπά.
Βλακωδώς είχε ξεχάσει τα φώτα ανοιχτά - το καημένο το αυτοκινητάκι είχε μείνει από μπαταρία!
Αν τη συμπαθούσε κανένας χριστιανός μέσα σ’ εκείνο το έρμο το περιοδικό, θα είχε φροντίσει να την ενημερώσει -το ολοκαίνουριο Μίνι της έβγαζε μάτια-, αλλά κανένας δεν είχε φιλοτιμηθεί.
Έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε στον Στάθη, παρα- καλώντας από μέσα της να μην ήταν σε γύρισμα εκείνη τη στιγμή και το είχε κλειστό.
Ευτυχούς, απάντησε.«Έλα. Έμεινα από μπαταρία. Θα πάρω ταξί. Σε μισή ώρα
είμαι εκεί. Εν τω μεταξύ θα πω στα παιδιά της ασφάλειας να μου διορθώσουν τη βλάβη και ερχόμαστε από δω να πάρω το αμάξι. Π αρ’ όλ’ αυτά, εσύ μην τολμήσεις να το κουνήσεις! Έρχομαι!»
«Εντάξει, κούκλα μου!» συμφώνησε ο Στάθης.Η Εύα βγήκε βιαστικά από το πάρκινγκ, ανέβηκε στο ισό
γειο, ενημέρωσε τα παιδιά, τους άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της συν μια παράκληση να της φτιάξουν τη βλάβη και έφυγε αμέσως για να προλάβει το ραντεβού της τα μεσάνυχτα.
Βέβαια, το πεπρωμένο είχε άλλα σχέδια - ωστόσο, όταν τα σχέδια του πεπρωμένου καθίστανται γνωστά, τότε, συνήθως, είναι πολύ, πάρα πολύ αργά.
Ενώ κόντευε εντεκάμιοι τη νύχτα, η κίνηση στη λεωφόρο Κηφισίας ήταν αραιή ως προς το ρεύμα της ανόδου προς τα βόρεια προάστια - αντιθέτως, το ρεύμα της καθόδου προς παραλιακή
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 199
ήταν πήχτρα. Γινόταν χαμός και ήταν φυσικό - τα καλοκαίρια ο κόσμος προτιμούσε να διασκεδάζει κοντά στη θάλασσα.
Η Εύα Μπούσιου, που ενδιαφερόταν για το ρεύμα της ανόδου συγκεκριμένα, διαπίστωσε την αραιότητα της κίνησης και χάρηκε - δεν ήθελε να αργήσει και πολύ στο ραντεβού της.
Καθώς περνούσαν τα λεπτά, όμως, διαπίστωσε και κάτι άλλο, το οποίο άρχισε να την εκνευρίζει- κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, είχαν εξαφανιστεί και οι ταξιτζήδες - ποιος ξέρει, ίσως είχαν κλειδώσει τα ταξί τους νυχτιάτικα και πήγαν κι αυτοί να το ρίξουν λίγο έξω, να διασκεδάσουν τις σκατοπαραδιές τους, ψέματα;
Το αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται στημένη πάνω στην Κηφισίας επί δέκα ολόκληρα λεπτά, ίσως και περισσότερο, και ταξί να μη φαίνεται πουθενά - άσε που ήταν και υποχρεωμένη να υποστεί εκείνο το γλοιώδες καμάκι από τους διερχόμενους οδηγούς, κάτι που ανέκαθεν το σιχαινόταν.
Πάνω που, κοιτάζοντας το ρολόι της, κόντευε να απογοητευτεί -μάλιστα, ήταν έτοιμη να τηλεφωνήσει στον Στάθη να έρθει και να τη μαζέψει αυτός όταν θα τελείωνε το γύρισμά του-, ευτυχώς, απ’ το βάθος της λεωφόρου φάνηκε να έρχεται ένα ταξί.
Η Εύα σήκωσε το χέρι της. Ο ταξιτζής έκοψε ταχύτητα και στάθηκε μπροστά της, με αναμμένα τα αλάρμ.
Υπήρχε ήδη κάποιος επιβάτης μέσα - αλλά, δεδομένης της καθυστέρησης, στην ανάγκη η Εύα θα έμπαινε και διπλοκούρ- σα, μολονότι είχε κόψει αυτές τις συνήθειες εδώ και δέκα χρόνια. Φτάνει το ταξί να πήγαινε προς τον προορισμό της - βέβαια, αν έκρινε από την αμφιλεγόμενη πορεία της σημερινής μέρας, δεν ήταν και απόλυτα σίγουρη ότι θα στεκόταν τυχερή ως προς τούτο.
Digitalised By Jah®
Κοίταξε ερευνητικά στο εσωτερικά του ταξί. Ο οδηγός ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, καθ’ όλα αξιοπρεπής.
Ο επιβάτης ήταν ένας ωραίος άντρας γύρω στα σαράντα πέντε - καλοντυμένος, επίσης αξιοπρεπής. Δίπλα του βρισκόταν ξαπλοψένος ένας χαρτοφύλακας.
Ωραία.«Θρακομακεδόνες;» ρώτησε η Εύα.«Ελάτε, δεσποινίς», είπε ευγενικά ο οδηγός και της άνοιξε
την πόρτα.Τέλεια. Ο οδηγός της μίλησε στον πληθυντικό, αποφεύγο-
ντας αυτό τον άθλιο ενικό -και μάλιστα με αργόσυρτη, μάγκικη φωνή που θύμιζε Λαχαναγορά- που χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς πολλοί συνάδελφοί του για να δημιουργήσουν μια -ανεπιθύμητη- οικειότητα, το δικαίωμα για την οποία δεν τους το έδωσε κανείς, αλλά το έπαιρναν από μόνοι τους. Τι εκνευ- ριστικό, Θεέ μου...
Φυσικά, άλλο ενθαρρυντικό ήταν και το γεγονός ότι το μοναδικό ταξί που βρήκε διαθέσιμο έτυχε να πηγαίνει προς τους Θρακομακεδόνες - τύχη βουνό, το δίχως άλλο.
Το καλοκάγαθο χαμόγελο του γεροντάκου που οδηγούσε το ταξί άρχισε να της φτιάχνει τη διάθεση. Έκατσε δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού.
«Καλησπέρα», απευθύνθηκε η Εύα προς όλους.«Καλησπέρα», είπε και ο άντρας από το πίσω κάθισμα.«Ευτυχώς που υπάρχουν και ευγενικοί κύριοι όπως αυτός
που φιλοξενούμε, που δέχονται να βάζουμε και δεύτερο πελάτη στο ταξί, να βγάλουμε κι εμείς καμιά δραχμούλα παραπάνω. Οι καιροί είναι δύσκολοι», παρατήρησε ο ταξιτζής.
Η Εύα κούνησε ευγενικά το κεφάλι της - ταυτόχρονα, βέβαια, παρακαλούσε από μέσα της να μην ερχόταν καμιά ξα4>-
200 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 201
γτκΐ) όρεξη στον ταξιτζή να πιάσει κουβέντα πάνω στην προσπάθεια του να φανεί ευχάριστος, κι αυτός κι η διαδρομή, και άρχιζε να αναλύει τη φτώχεια και τη δυστυχία του κοσμάκη στη σύγχρονη εποχή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής ως τους Θρακομακεδόνες, και δώσ’ του να ανεβοκατεβάζει αναξιοπα- θούντες, απολυμένους, πεινασμένους, ανέργους κι ό,τι άλλο του ερχόταν εκείνη τη στιγμή, αρκεί να είχε σχέση με τα δεινά του καπιταλισμού, διότι κάτι τέτοιο θα της θύμιζε την Μπαξεβάνη και όλα τα υπόλοιπα τα οποία η Εύα Μπούσιου επιθυμούσε διακαώς να ξεχάσει.
«Πού ακριβώς πάτε, δεσποινίς μου;»«Στα στούντιο Γάμμα Productions. Ξέρετε πού είναι;»«Βέβαια!» ενθουσιάστηκε ο ταξιτζής. «Εκεί που γυρίζονται
τα σίριαλ! Έχω πάει πολλές φορές προς τα κει. Τη νύχτα, βέβαια, έχει μια ερημιά εκεί πέρα... Σας περιμένει κανείς; Είναι πολύ φόβιο το μέρος τη νύχτα, δεσποινίς μου... Έχουν γίνει εκεί...»
Οχ! Αποφύγαμε την ανάλυση για τα δεινά του καπιταλισμού και της σύγχρονης εποχής κι αρχίσαμε άλλα θέματα - τα ίδια και χειρότερα.
Η Πόλητο)ν Νεκρών Γυναικών. Φρικτά βασανισμένες, βιασμένες, κακοποιημένες, αηοκεψαλισμένες γυναίκες.
Χουάρες...Η Εύα Μπούσιου έσβησε βιαστικά την ανάμνηση όλων αυ
τών των δυσάρεστων που είχε υποχρεωθεί να ακούσει διά στόματος Μπαξεβάνη, αλλά δεν μπόρεσε να σβήσει τη ρυτίδα της συνοφρύωσης στο μέτο)πό της - αντανακλαστική αντίδραση μόλις άκουσε τις λέξεις «ερημιά» και «φόβιο».
«Τι εννοείτε; Τι έχει γίνει εκεί;» ρώτησε, ξεροβήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό της που στέγνωσε ξαφνικά.
Digitalised By Jah®
202 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ο ταξιτζής κούνησε το κεφάλι του στοχαστικά. «Καλά, δε βλέπετε ειδήσεις; Κάθε βράδυ γίνεται κι από μια διάρρηξη. Έχουν γίνει και ληστείες, μην το συζητάτε! Αν μάλιστα θυμάμαι καλά, εκεί πέρα είχαν βρεθεί και κάτι σκελετοί - πτώματα, ξέρετε, θύματα διαφόρων εγκλημάτων που...»
«Να χαρείτε, μήπως μπορούμε να σταματήσουμε αυτή τη συζήτηση;» τον διέκοψε η Εύα Μπούσιου ορμητικά. «Είναι δυνατόν να μιλάμε για σκελετούς μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα;»
«Ω, συγνώμη, εγώ για να μη βαριέστε μίλησα. Κουβέντα να γίνεται, καταλαβαίνετε!» είπε ο ταξιτζής.
Διέσχισε κάθετα μια γέφυρα στην Εθνική Οδό και άρχισε την άνοδο προς την Πάρνηθα και τους Θρακομακεδόνες, ενώ μέσα στο ταξί έπεσε βαθιά σιωπή.
Η αρχισυντάκτρια βλαστημούσε από μέσα της την ώρα και τη οτιγμή που βρήκε να χαλάσει το ρημάδι το ολοκαίνουριο Μί- νι της κι έτσι αναγκάστηκε να περάσει όλο αυτό τον τάραχο μέσα σ’ ένα ταξί. Κάτι ήξερε αυτή που δεν έπαιρνε ποτέ της ταξί. Και μια φορά που έτυχε και πήρε μετά από αιώνες, να τα τα αποτελέσματα - να προσπαθεί να φαίνεται ψύχραιμη τη στιγμή που μέσα στα εντόσθιά της το ύποπτο γαργαλητό έφτανε στα όρια παροξυσμού. Η ταραχή της μεγάλωνε κάθε λεπτό που περνούσε - μάλιστα, αν δε βρισκόταν σε μια τέτοια περιοχή όπου για να βρεις ταξί έπρεπε να κάνεις τάμα στον Άγιο Σιλουανό, τότε θα κατέβαινε επιτόπου.
Η όλη υπόθεση είχε κάτι το σουρεαλιστικό, τελικά.«Πού να σας αφήσω;» έσπασε τη σιωπή ο ταξιτζής, απευ
θυνόμενος προς τον πίσω κύριο.«Θα σας πω εγώ, μην ανησυχείτε», αποκρίθηκε ο καλο
βαλμένος άντρας.Digitalised By Jah®
Κάτι σ’ αυτή τη φράση δεν άρεσε καθόλου στην Εΰα Μπού- οιου. Να, χτύπησε στ’ αφτιά της κάπως. Τι, όμως;
Μα ναι! Ο άγνωστος κΰριος τόνισε λάθος τη φράση του! Τόνισε τη λέξη «πω», ενώ κανονικά θα έπρεπε να τονίσει τη λέξη «εγώ». Έτσι όπως τόνισε τη φράση, λανθασμένα, ακοΰστη- κε κάπως σαν...
Δεν είμαστε με τα καλά μας απόψε...Εν το) μεταξύ το ταξί άφησε τη λεωφόρο Πάρνηθος με τις
ταβέρνες της και τα φώτα της και μπήκε σ’ ένα σκοτεινό, έρημο δρόμο - προφανώς προς εκεί όπου βρίσκονταν τα στούντιο.
Το στομάχι της Εΰας Μποΰσιου είχε δεθεί κόμπος - και δεν έφταιγαν οι σκελετοί, οΰτε τα πτώματα οΰτε οι ληστείες. Κάτι άλλο έφταιγε, μια άλλη λεπτομέρεια που δεν την είχε ακόμα επισημάνει, αλλά μια φωνοΰλα μέσα της της έλεγε ότι επρό- κειτο να την επισημάνει οσονοΰπω, άμεσα.
Τώρα.Ο άγνωστος καλοβαλμένος άντρας μίλησε. Απευθύνθηκε
στον ταξιτζή.«Κύριε οδηγέ!»«Ορίστε!» χαμογέλασε το γεροντάκι.«Ως προς αυτά που λέγατε πριν... Ξέρετε, ληστείες, διαρ
ρήξεις, σκελετούς και λοιπά».«Λοιπόν;»«Ξεχάσατε κάτι».Ο οδηγός κοίταξε τον επιβάτη του μέσα από το καθρεφτά-
κι, ερωτηματικά.«Ξεχάσατε τους βιασμούς!» είπε ο άγνωστος, γελώντας υ
περβολικά δυνατά.Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η Εύα Μπούσιου
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 203
Digitalised By Jah®
204 ΘΥΜΑΣΑΙ;
ήταν έτοιμη να ξεσπάσει την ένταση που ένιωθε, με τρόπο που δεν ήξερε αλλά σίγουρα πάντως θορυβώδη -θα φώναζε, θα έβριζε, ένας Θεός ξέρει τι θα έκανε και τι θα έλεγε στον καλοβαλμένο κΰριο που έκανε μαλακισμένο χιούμορ νυχτιάτικα-, τότε, γυρνώντας να κοιτάξει τον άγνωστο βλάκα -κρίμα που της είχε φανεί και ωραίος, ο ηλίθιος-, είδε την κάννη ενός περιστρόφου να τη σημαδεύει.
Και μια άλλη, ολόιδια, σημάδευε και τον ταξιτζή.Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται καμιά φορά μέσα σε
έναν πανάκριβο, δερμάτινο χαρτοφύλακα.Ο καλοβαλμένος κύριος χαμογελούσε καθησυχαστικά.Και η Εύα Μπούσιου τσίριξε.
Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή που ακόμα και τα δευτερόλεπτα αποκτούν κρίσιμη σημασία - τότε που κυλάνε αργά, βασανιστικά, προαναγγέλλοντας ένα αναπόδραστο τέλος.
Το οποίο, φυσικά, αποκλείεται να είναι καλό: Όταν ένας άγνωστος μέσα σε ένα ταξί, μεσάνυχτα ακριβώς, σε μια ερημιά όπου ακόμα και αγρίμια φοβούνται να βρεθούν, σε σημαδεύει με μια κάννη όπλου και χαμογελάει, τότε μόνο τρομερά πράγματα μπορούν να επακολουθήσουν. Όταν μάλιστα αυτός ο άγνωστος έχει μόλις κάνει ένα άνοστο σχόλιο σχετικό με βιασμούς, τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παρακα- λάς το Θεό η προοπτική της ληστείας να είναι το μόνο δυσάρεστο επακόλουθο - μικρό το κακό, συγκριτικά με άλλα.
Η Εύα Μπούσιου ένιωθε παράλυτη.Ληστεία - αυτό ας ήταν το μόνο που θα συνέβαινε. Ας τους
έπαιρνε τα πορτοφόλια, τα κοσμήματα, τα ρολόγια, ακόμα και το ταξί, που λέει ο λόγος, κι ας πήγαινε στην ευχή της Παναγίας.
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 205
Ακοΰγοντας χο φοβερό ουρλιαχτό της πελάτισσας του, ο ταξιτζής παραλίγο να χάσει τον ε'λεγχο του οχήματος. Ευτυχώς που είχε πολλά χρόνια εμπειρία πάνω στο τιμόνι και το αυτοκίνητο τον υπάκουγε τυφλά - έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του, είδε, και άρχισε να μουρμουρίζει.
«Οχ... Αυτό μας έλειπε τώρα! Και κάτι μ’ έτρωγε σήμερα... Εντάξει, κΰριε. Μέσα στο ντουλαπάκι έχω χίλια ευρώ. Πάρ’ τα, πάρε και το ταξί άμα θέλεις, πάρε και ό,τι έχει η κυρία πάνω της κι άμε στο καλό. Ε, κορίτσι μου; Θα του δώσεις την τσάντα σου και τα χρυσαφικά σου;»
Ο ταξιτζής το είχε γυρίσει στον ενικό, αλλά η Εΰα δεν είχε πια καμιά διάθεση να ενοχληθεί. «Η κατάσταση ανάγκης αποκλείει ενίοτε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, καμιά φορά δε και τον καταλογισμό» - έτσι έλεγαν οι ποινικολόγοι στα σεμινάρια Ποινικοΰ Δικαίου που είχε παρακολουθήσει στο πανεπιστήμιο. Μωρέ, ας έβγαιναν σώοι και αβλαβείς απ’ αυτό το ξαφνικό που τους βρήκε και θα άφηνε τον ταξιτζή να της μιλάει στον ενικό για όλη την υπόλοιπη νΰχτα, εκεί όπου θα πήγαιναν να καταγγείλουν τα συμβάντα, σε μπάτσους, ανακριτές, ψυχολόγους κι όπου δη αλλοΰ.
Έγνεψε καταφατικά, μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη.«Σκάσε!» έκανε ο απαγωγέας, απευθυνόμενος στον οδηγό.
«Δε θέλω ταξιά και λεφτά. Θέλω αντήνΐ»Τα μάτια της Εΰας Μποΰσιου γούρλωσαν - ήταν το μόνο
πλάσμα θηλυκού γένους εκεί μέσα.Τι σκατά ήθελες γλέντια και στούντιο στους Θρακομακεδό
νες; Άντε τώρα, τράβα των παθο>ν σου τον τάραχο, ηλίθια ξανθιά!Ή ταν ικανή να βρίζει τον εαυτό της μέχρι τον αιώνα τον ά
παντα - αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησε την κρίσιμη λεπτομέρεια που μέχρι στιγμής της έπαιζε κρυφτό.
Digitalised By Jah®
206 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Συνειδητοποίησε ότι η κακή της διάθεση σήμερα οφειλό- ταν... στο κακό προαίσθημα που είχε, αυτό στο οποίο επέμενε να γυρίζει πεισματικά την πλάτη αποδίδοντας όλα τα δεινά στην Μπαξεβάνη κι αυτά που είχε πει. Ό χι. Απλώς, όλα όσα είχαν συμβεί από το απόγευμα και μετά ήταν προειδοποιητικά σημάδια, στα οποία εκείνη, ως ηλίθια ξανθιά, δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία.
Και να τώρα, ο άμεσος και επείγων κίνδυνος να βρεθεί στα καλά καθούμενα στη δεινή θέση που βρέθηκαν εκείνες οι άμοιρες γυναίκες στην άλλη άκρη του κόσμου. Κι όχι τίποτα, έκανε τη βλακεία να πει στη σύσκεψη «Τι μας νοιάζουν εμάς αυτά;».
Να που μας νοιάζουν, καταραμένη τύχη.«Τι κάνεις;» ούρλιαξε η Εύα στον ταξιτζή. «Πέσε πάνο) σε
κανένα δέντρο!»«Σκάσε, μωρή σκρόφα!» είπε ο καλοβαλμένος κακοποιός
και της κατάφερε ένα χιύπημα στο κεφάλι με τον υποκόπανο του όπλου του - ένα χτύπημα που τη ζάλισε αρκετά, αλλά όχι τόσο ώστε να περιέλθει σ' εκείνη την καλοδεχούμενη απώλεια αισθήσεων που τόσο επιθυμούσε η Εύα εκείνη τη στιγμή.
Καλύτερα αναίσθητη παρά να βίωνε άλλο αυτό τον τρόμο- καθώς κι αυτό που την περίμενε.
Ξαφνικά το ραντεβού με τον Στάθη φάνηκε πολύ μακρινό, σαν να επρόκειτο να γίνει σε μια άλλη ζωή.
Ο ταξιτζής, φυσικά, δεν ακολούθησε την παρότρυνση της γυναίκας. Εξακολουθούσε να οδηγεί ψύχραιμος -τέλος πάντων, όσο ψύχραιμος μπορεί να οδηγεί κάποιος όταν νιώθει μια κάννη όπλου να σημαδεύει το σβέρκο του- και κοιτούσε έντρομος ίσια μπροστά.
Τότε ο απαγωγέας είπε τη μυστηρκοδη λέξη «χάκατσακ». Τι ήταν πάλι τούτο;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 207
Κι όμως, σε λίγο μιλούσε με κάποιον. «Ελάτε, βγείτε. Έ ρχομαι μ’ ένα εξτρά λάφυρο μαζί μου».
Το μαλάκα, είχε κάνει φωνητική κλήση και τώρα μιλούσε με hands free! Η τεχνολογία στην υπηρεσία του εγκλήματος!
Τετέλεσται...«Στρίψε από δω», διέταξε τον ταξιτζή - όπου το «από δω»
ήταν ένας καρόδρομος στη μέση του πουθενά. Ερημιά και έρεβος - ακόμα και η νύχτα ήταν αφέγγαρη.
Το ταξί άρχισε να χοροπηδάει πάνω σε κάτι κακοτράχαλες πέτρες - η Εύα άρχισε να σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να ανοίξει την πόρτα και να πηδήξει έξω, με ό,τι οκατά επακόλουθο μπορεί να συνεπαγόταν μια τέτοια απόφαση, αλλά, δυστυχώς, ακόμα και γι’ αυτή την έστω επικίνδυνη απόφαση ήταν πολύ αργά.
«Σταμάτα!» φώναξε ο απαγωγέας και ο ταξιτζής κοκάλ(οσε αμέσως το ταξί, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη.
Όλο το ταξί μύριζε - αδρεναλίνη, ιδρώτας του φόβου, υδρόθειο από κάποια πορδή, φόβου επίσης, που ξέφυγε αθόρυβα από κάποιο από τα υποψήφια θύματα...
Πριν προλάβει η Εύα να θέσει σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό της, αψηφώντας αποτελεσματικά τον κίνδυνο να βρεθεί με μια σφαίρα στην πλάτη -καλύτερα πισώπλατα πυροβο- λημένη παρά εκείνο το άλλο που ήταν βέβαιη ότι επρόκειτο να της συμβεί-, κάτι σκιές άρχισαν να βγαίνουν πίσω από κάποια συστάδα δέντρων, κάτι μέτρα μακριά.
Σε λίγο είχαν περικυκλώσει το ταξί, χοροπηδώντας και γελώντας γεμάτοι έξαψη. Ή ταν τέσσερις άντρες.
Αμέσως μετά ανέβηκαν και άρχισαν να χοροπηδούν και πάνω στο καπό του ταξί.
Συμμορία. Ανθρωπόμορφα τέρατα.Digitalised By Jah®
Το τέλος.Ο ταξιτζής άρχισε να ψελλίζει το «Πάτερ Ημών», πράγμα
που έκανε τον επιβάτη του πίσω καθίσματος να ξεσπάσει σε τρελά, ασυγκράτητα γέλια.
Η Εύα άρχισε να ουρλιάζει - όχι ότι υπήρχε καμιά περίπτωση να την ακούσει κανείς, άλλωστε τα γέλια των τρελών ήταν τόσο δυνατά που σίγουρα σκέπαζαν το ουρλιαχτό της, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, ούρλιαξε γιατί απλούστατα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Τότε, εκείνη ακριβούς τη στιγμή, ο αρσενικός επιβάτης έκανε χρήση του όπλου του - το πίεσε πάνω στο φαλακρό κρανίο του δύσιυχου γεροντάκου, πάτησε τη σκανδάλη και...
...το εσωτερικό του ταξί μετατράπηκε σε σφαγείο.Η Εύα ένιωσε κολλώδεις ουσίες να εκτινάσσονται στο πρό
σωπό της, μερικές από τις οποίες ήταν συμπαγείς.Ένα λεπτό ρυάκι αίμα διέτρεξε ολόκληρο το ανέπαφο κομ
μάτι του παρμπρίζ - αργά, βασανιστικά, έμοιαζε να κυλάει, να κυλάει όσο τα δευτερόλεπτα ενός κακού ονείρου, ενός φρικιού εφιάλτη που ανεβάζει τους παλμούς της καρδιάς σου, που κάνει τον ιδρώτα σου να αναβλύζει... ώσπου να ξυπνήσεις και να διαπιστώσεις με απερίγραπτη ανακούφιση ότι όλ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια... Ή ταν απλώς ένα όνειρο - και εσύ είσαι α σφαλής. Κάθιδρος, αλλά ασφαλής. Έντρομος, αλλά σώος.
Ένα όνειρο.Κάτι τέτοιες στιγμές, του ξυπνήματος από έναν εφιάλτη, α
κόμα και οι άθεοι ξεστόμιζαν ένα «Θεέ μου» - ανακούφιση, ευχαρίστηση...
Δυστυχώς όμως, εδώ δεν ήταν όνειρο. Παρ’ όλ’ αυτά η Εύα Μπούσιου, για να διατηρήσει το σύνδεσμό της με τη λογική, αποφάσισε να προσποιηθεί ότι ήταν όνειρο - και σε ένα όνει-
208 ΘΥΜΑΣΑΙ;
Digitalised By Jah®
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 209
I ><> μπορείς να κάνεις λογικά πράγματα ακόμα κι όταν βρίσκεσαι μέσα σε μια θάλασσα παραλόγου.
Γι’ αυτό μίλησε. Ψύχραιμα.«Γιατί δε σκότο)σες εμένα;»«Γιατί δε μ’ αρέσουν τα πτώματα», είπε αλληγορικά ο φο
νιάς.Η Εύα είχε σκοπό να ρωτήσει και άλλα, αλλά ο κακοποιός
από την πλευρά του δεν είχε σκοπό να ανοίξει καμιά φιλική κουβεντούλα με το δεύτερο υποψήφιο θύμα του.
Είχε άλλους σκοπούς - κι αυτός και τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας.
Ένα βλέμμα που ανταλλάχτηκε ήταν αρκετό - κάποιος α- ιιό τους απέξω άνοιξε με φόρα την πόρτα του ταξί και τράβηξε βίαια την Εύα.
Εκείνη έπεσε πάνω στον κακοτράχαλο καρόδρομο - ένιωσε το στόμα της να γεμίζει χώματα. Μια άσχημη γρατσουνιά ήρθε και εγκαταστάθηκε στο δεξιό της μπράτσο - την πληροφόρησε γι’ αυτό ο οξύς, σουβλερός πόνος.
Μετατράπηκε σε ζώο που έπρεπε να παλέψει για τη ζωή του. Μάχη μέχρις εσχάτων, με νύχια και με δόντια.
Ή ταν πέντε και ήταν μία. Την περικύκλωσαν. Εκείνη, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, εκμεταλλεύτηκε τη σβελτάδα της γυναίκας και, πριν πέσουν πάνω της, κατάφερε, ένας Θεός ήξερε πώς, και έσπασε τον κλοιό τους, τρέχοντας στα τυφλά, στα σκοτεινά, στο άγνωστο.
Τα φώτα της Αθήνας έμοιαζαν τόσο μακρινά όσο και μια όαση οε αντικατοπτρισμό.
Οι άντρες είχαν όρεξη για παιχνίδι - άφησαν για λίγο το θήραμα να ξεφύγει, επίτηδες, ίσως για να νιώσουν ξανά λίγο κυνηγοί, αυτό που υπήρξαν κάποτε, στα πρώτα χρόνια της ζωής
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®
Digitalised By Jah®