στους Λόφους οι Πόλεις

26
Clive Barker In the Hills, the Cities (1986) Το διήγημα είναι ευγενική προσφορά των εκδόσεων Τρίτων και περιλαμβάνεται στην εξάτομη συλλογή διηγημάτων του Barker: Τα Βιβλία του Αίματος Μετάφραση: Ροζίνα Μπέργκνερ Μέχρι την πρώτη βδομάδα του ταξιδιού τους στη Γιουγκοσλαβία, ο Μικ δεν είχε καταλάβει τον πολιτικό φανατισμό πού διέπνεε τον εραστή πού είχε διαλέξει: Φυσικά, τον είχαν προειδοποιήσει. Μια από τις αδελφές στα Λουτρά του είχε πει ότι ο Τζόννι ήταν δεξιότερα του Αττίλα, αλλά ο τύπος ήταν ένας από τους πρώην εραστές του Τζούντ κι ο Μικ είχε συμπεράνει ότι η κακεντρεχής αυτή κριτική είχε γίνει περισσότερο από προσωπική εμπάθεια παρά από αντικειμενική κρίση. Έπρεπε να τον είχε ακούσει. Γιατί τότε δεν θα βρισκόταν σ' ένα Φολκσβάγκεν, πού ξαφνικά έμοιαζε μικρό σαν φέρετρο, να ταξιδεύει σ' ένα δρόμο χωρίς τέλος και ν' ακούει τις απόψεις του Τζούντ πάνω στον σοβιετικό επεκτατισμό. Θεέ μου, ήταν τρομερά βαρετό. Ο Τζουντ δεν συζητούσε, έβγαζε λόγο, και μάλιστα ατέρμονα. Στην Ιταλία το κήρύγμα αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο οι Κομμουνιστές είχαν εκμεταλλευθεί την ψήφο των αγροτών. Τώρα, στη Γιουγκοσλαβία, ο Τζουντ είχε πάρει πολύ ζεστά το θέμα του κι ο Μικ ήταν έτοιμος ν' αρπάξει ένα σφυρί και να του σπάσει το δογματικό του κεφάλι. Δεν διαφωνούσε μ' όλα όσα έλεγε ο Τζουντ. Μερικά από τα επιχειρήματά του, τουλάχιστον αυτά πού καταλάβαινε. ήταν αρκετά λογικά. 'Όμως, τι ήξερε αυτός; 'Ήταν δάσκαλος χορού. Ο Τζουντ ήταν δημοσιογράφος και εξ επαγγέλματος πρόβαλλε τον εαυτό του σαν αυθεντία. 'Όπως και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι πού είχε γνωρίσει ο Μικ. θεωρούσε ότι έπρεπε να έχει άποψη επί παντός επιστητού, κι ιδιαίτερα στην πολιτική. Η πολιτική ήταν η ιδανική γούρνα για τσαλαβούτημα. Μπορείς να χώσεις, σαν το γουρούνι τη μουσούδα σου, τα μάτια, το κεφάλι σου, τις οπλές σου μέσα στη λάσπη και να περνάς πολύ διασκεδαστικά την ώρα σου πλατσουρίζοντας. Ήταν ένα θέμα ανεξάντλητο για όποιον ήθελε να το καταβροχθίσει, μια τροφή πού εμπεριείχε κάτι απ' όλα, γιατί, σύμφωνα με τον Τζουντ, τα πάντα ήταν πολιτική. Οι τέχνες ήταν πολιτική. Το σεξ ήταν πολιτική. Η θρησκεία, το εμπόριο, η κηπουρική, το φαγητό, το ποτό, το κλάσιμο - όλα ήταν πολιτική. Θεέ μου, ήταν αδιανόητα βαρετό' δολοφονικά και θανατηφόρα βαρετό για τον έρωτα. Κι ακόμα χειρότερα, ο Τζουντ δεν έδειχνε να παρατηρεί την αφόρητη πλήξη του Μικ ή, αν την είχε παρατηρήσει, δεν τον ενδιέφερε. Συνέχιζε απλώς να παραληρεί, αναπτύσσοντας όλο και πιο πολύπλοκα επιχειρήματα κι επιμηκύνοντας τις προτάσεις του ανάλογα με τα χιλιόμετρα πού διέσχιζαν. Ο Μικ είχε αποφασίσει ότι ο Τζουντ δεν ήταν παρά ένας εγωκεντρικός μπάσταρδος και, μόλις τέλειωνε ο μήνας του μέλιτός τους, θα χώριζε με τον τύπο. Μέχρι το ταξίδι τους, αυτή την ατέλειωτη κι άσκοπη περιπλάνηση στα νεκροταφεία του μεσευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Τζουντ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άσχετος

description

στους Λόφους οι Πόλεις

Transcript of στους Λόφους οι Πόλεις

Page 1: στους Λόφους οι Πόλεις

Clive Barker

In the Hills, the Cities (1986)

Το διήγημα είναι ευγενική προσφορά των εκδόσεων Τρίτων

και περιλαμβάνεται στην εξάτομη συλλογή

διηγημάτων του Barker: Τα Βιβλία του Αίματος

Μετάφραση: Ροζίνα Μπέργκνερ

 

Μέχρι την πρώτη βδομάδα του ταξιδιού τους στη Γιουγκοσλαβία, ο Μικ δεν είχε καταλάβει τον πολιτικό

φανατισμό πού διέπνεε τον εραστή πού είχε διαλέξει: Φυσικά, τον είχαν προειδοποιήσει. Μια από τις αδελφές

στα Λουτρά του είχε πει ότι ο Τζόννι ήταν δεξιότερα του Αττίλα, αλλά ο τύπος ήταν ένας από τους πρώην

εραστές του Τζούντ κι ο Μικ είχε συμπεράνει ότι η κακεντρεχής αυτή κριτική είχε γίνει περισσότερο από

προσωπική εμπάθεια παρά από αντικειμενική κρίση.

Έπρεπε να τον είχε ακούσει. Γιατί τότε δεν θα βρισκόταν σ' ένα Φολκσβάγκεν, πού ξαφνικά έμοιαζε μικρό

σαν φέρετρο, να ταξιδεύει σ' ένα δρόμο χωρίς τέλος και ν' ακούει τις απόψεις του Τζούντ πάνω στον

σοβιετικό επεκτατισμό. Θεέ μου, ήταν τρομερά βαρετό. Ο Τζουντ δεν συζητούσε, έβγαζε λόγο, και μάλιστα

ατέρμονα. Στην Ιταλία το κήρύγμα αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο οι Κομμουνιστές είχαν εκμεταλλευθεί

την ψήφο των αγροτών. Τώρα, στη Γιουγκοσλαβία, ο Τζουντ είχε πάρει πολύ ζεστά το θέμα του κι ο Μικ ήταν

έτοιμος ν' αρπάξει ένα σφυρί και να του σπάσει το δογματικό του κεφάλι.

Δεν διαφωνούσε μ' όλα όσα έλεγε ο Τζουντ. Μερικά από τα επιχειρήματά του, τουλάχιστον αυτά πού

καταλάβαινε. ήταν αρκετά λογικά. 'Όμως, τι ήξερε αυτός; 'Ήταν δάσκαλος χορού. Ο Τζουντ ήταν

δημοσιογράφος και εξ επαγγέλματος πρόβαλλε τον εαυτό του σαν αυθεντία. 'Όπως και οι περισσότεροι

δημοσιογράφοι πού είχε γνωρίσει ο Μικ. θεωρούσε ότι έπρεπε να έχει άποψη επί παντός επιστητού, κι

ιδιαίτερα στην πολιτική. Η πολιτική ήταν η ιδανική γούρνα για τσαλαβούτημα. Μπορείς να χώσεις, σαν το

γουρούνι τη μουσούδα σου, τα μάτια, το κεφάλι σου, τις οπλές σου μέσα στη λάσπη και να περνάς πολύ

διασκεδαστικά την ώρα σου πλατσουρίζοντας. Ήταν ένα θέμα ανεξάντλητο για όποιον ήθελε να το

καταβροχθίσει, μια τροφή πού εμπεριείχε κάτι απ' όλα, γιατί, σύμφωνα με τον Τζουντ, τα πάντα ήταν

πολιτική. Οι τέχνες ήταν πολιτική. Το σεξ ήταν πολιτική. Η θρησκεία, το εμπόριο, η κηπουρική, το φαγητό, το

ποτό, το κλάσιμο - όλα ήταν πολιτική.

Θεέ μου, ήταν αδιανόητα βαρετό' δολοφονικά και θανατηφόρα βαρετό για τον έρωτα.

Κι ακόμα χειρότερα, ο Τζουντ δεν έδειχνε να παρατηρεί την αφόρητη πλήξη του Μικ ή, αν την είχε

παρατηρήσει, δεν τον ενδιέφερε. Συνέχιζε απλώς να παραληρεί, αναπτύσσοντας όλο και πιο πολύπλοκα

επιχειρήματα κι επιμηκύνοντας τις προτάσεις του ανάλογα με τα χιλιόμετρα πού διέσχιζαν.

Ο Μικ είχε αποφασίσει ότι ο Τζουντ δεν ήταν παρά ένας εγωκεντρικός μπάσταρδος και, μόλις τέλειωνε ο

μήνας του μέλιτός τους, θα χώριζε με τον τύπο.

Μέχρι το ταξίδι τους, αυτή την ατέλειωτη κι άσκοπη περιπλάνηση στα νεκροταφεία του μεσευρωπαϊκού

πολιτισμού, ο Τζουντ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άσχετος πολιτικά ήταν ο Μικ. Ο τύπος δεν έδειχνε το

παραμικρό ενδιαφέρον για την οικονομική και πολιτική κατάσταση των χωρών πού διέσχιζαν. Είχε δείξει

πλήρη αδιαφορία για τα γεγονότα πού κρύβονταν πίσω από την κατάσταση στην Ιταλία και χασμουριόταν,

μάλιστα, χασμουριόταν, όταν προσπάθησε (χωρίς επιτυχία) ν' ανοίξει συζήτηση για την απειλή πού

αντιπροσώπευαν οι Ρώσοι για την παγκόσμια ειρήνη. Έπρεπε να δεχτεί την πικρή αλήθεια: ο Μικ ήταν

απλώς αδελφή' δεν υπήρχε άλλη λέξη να τον χαρακτηρίσεις. Εντάξει, ίσως δεν κουνιόταν ναζιάρικα και δεν

παραφορτωνόταν με κοσμήματα, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν αδελφή και τον αρκούσε να περιδιαβαίνει

αμέριμνος στον ονειρικό κόσμο των πρώιμων αναγεννησιακών τοιχογραφιών και των γιουγκοσλαβικών

εικόνων. Οι πολυπλοκότητες, οι αντιθέσεις, ακόμη κι οι ωδίνες πού προκάλεσαν την άνθηση και την παρακμή

αυτών των πολιτισμών, ήταν απλώς κουραστικές γι αυτόν. Το μυαλό του ήταν τόσο ρηχό όσο και το

παρουσιαστικό του: ήταν ένα καλοβαλμένο μηδενικό.

Ωραίος μήνας του μέλιτος, κι αυτός.

Ο δρόμος που ξεκινούσε νότια από το Βελιγράδι για το Νόβι Παζάρ ήταν, για τα γιουγκοσλαβικά δεδομένα,

αρκετά καλός. 'Ήταν σχετικά ευθύς κι οι λακκούβες ήταν λιγότερες απ' ό,τι στους άλλους δρόμούς που είχαν

ταξιδέψει. Η πόλη του Νόβι Παζάρ βρισκόταν στην κοιλάδα του ποταμού Ράσκα, νότια της πόλης που είχε

Page 2: στους Λόφους οι Πόλεις

πάρει το όνομά της από το ποτάμι. Η περιοχή δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους τουρίστες. Παρά τον καλό

δρόμο, ήταν ακόμη δυσπρόσιτη, κι οι ανέσεις που παρείχε δεν ήταν για απαιτητικά γούστα. 'Όμως ο Μικ ήταν

αποφασισμένος να επισκεφθεί το μοναστήρι της Σοποτσάνης, στα δυτικά της πόλης, και μετά από ένα

δριμύτατο καβγά η άποψή του επικράτησε.

Το ταξίδι αποδείχθηκε αδιάφορο. Και στις δύο πλευρές του δρόμου οι καλλιεργημένοι αγροί ήταν ξεροί και

γεμάτοι σκόνη. Το καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστα ζεστό και πολλά χωριά υπέφεραν από την ξηρασία. Οι σοδειές

δεν είχαν πάει καλά, και πολλοί είχαν αναγκαστεί να σφάξουν τα ζώα τους πρόωρα για να μην πεθάνούν από

την πείνα. Οι λίγοι άνθρωποι που συνάντησαν στο δρόμο είχαν μια έκφραση ήττας χαραγμένη στα πρόσωπά

τους. Ακόμη και τα παιδιά ήταν σκυθρωπά, με τα φρύδια τους σουφρωμένα και βαριά σαν την αποπνικτική

ζέστη που έζωνε την κοιλάδα.

Έχοντας εκφράσει ανοιχτά τη γνώμη τους, μετά από τον καβγά στο Βελιγράδι, οδηγούσαν σιωπηλοί την

περισσότερη ώρα όμως ο ίσιος δρόμος, όπως οι περισσότεροι ίσιοι δρόμοι, προσελκύει τη φιλονικία. 'Όταν η

οδήγηση είναι εύκολη, το μυαλό ψάχνει κάτι για ν' απασχοληθεί. Τι το καλύτερο, λοιπόν, από μια λογομαχία;

"Γιατί διάολε, θέλεις να πας σ' αυτό το μοναστήρι;" ρώτησε ο Τζουντ. 'Ήταν μια αναμφισβήτητη πρόκληση.

"Κάναμε όλο αυτόν το δρόμο..."

Ο Μικ προσπάθησε να κρατήσει την κουβέντα σε φιλικό επίπεδο. Δεν είχε διάθεση για καβγά.

"Θες να δεις κι άλλες γαμημένες Παρθένους;" Προσπαθώντας να διατηρήσει τον τόνο της φωνής του ήρεμο,

ο Μικ πήρε τον ταξιδιωτικό οδηγό και διάβασε δυνατά ένα απόσπασμα: "...εκεί, μπορείτε να δείτε και ν'

απολαύσετε κάποια από τα σημαντικότερα έργα της σερβικής ζωγραφικής, συμπεριλαμβανομένου και του

πίνακα που από πολλούς κριτικούς θεωρείται το διαχρονικό αριστούργημα της σχολής της Ράσκα: Την

"Κοίμηση της Παρθένου"":

Σιωπή. Ο Τζουντ: "'Έχω μπουχτίσει με τις εκκλησίες".

"Πρόκειται γι' αριστούργημα".

"Σύμφωνα μ' αυτό το καταραμένο βιβλίο, όλα είναι αριστουργήματα".

Ο Μικ άρχισε να χάνει τον αυτοέλεγχό του. "Δυόμισι ώρες το πολύ-"

"Σου είπα ότι δεν θέλω να δω άλλη εκκλησία' η μυρωδιά τους μ' αρρωσταίνει. Ξεθυμασμένο λιβάνι, ιδρώτας

και ψέματα..."

"Είναι μια μικρή παράκαμψη' όταν επιστρέψουμε στο δρόμο, μπορείς να μου κάνεις άλλη μια διάλεξη για τις

αγροτικές επιχορηγήσεις στο Σαντζάκ".

"Απλώς προσπαθώ να κάνω κάποια αξιοπρεπή συζήτηση αντί γι' αυτές τις ατέλειωτες μπούρδες περί

γαμημένων σέρβικων αριστουργημάτων-"

"Σταμάτα το αυτοκίνητο!"

"Τι;"

"Σταμάτα το αυτοκίνητο! "

Ο Τζουντ έβγαλε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμού. Ο Μικ βγήκε έξω.

Ο δρόμος ήταν καυτός, αλλά φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και περπάτησε στη μέση

του δρόμού. 'Ήταν έρημος από πεζούς κι αυτοκίνητα και στις δύο του κατευθύνσεις. Τελείως έρημος. Οι

λόφοι γύρω από τους αγρούς έμοιαζαν ν' ανασαλεύούν μέσα στην καλοκαιρινή κάψα. Στα χαντάκια στις

άκρες του δρόμού φύτρωναν άγριες παπαρούνες. Ο Μικ διέσχισε το δρόμο, κάθισε στις φτέρνες του κι έκοψε

μια.

'Άκουσε την πόρτα του Φολκσβάγκεν να κλείνει δυνατά πίσω του.

"Γιατί σταματήσαμε;" ρώτησε ο Τζουντ. 'Ήταν εκνευρισμένος αποζητούσε ακόμη τον καβγά, έψαχνε

αφορμή για να μαλώσούν.

Ο Μικ ανασηκώθηκε παίζοντας με την παπαρούνα. Το καλοκαίρι ήταν προχωρημένο, κι ήταν έτοιμη να

σποριάσει. Τα πέταλά της έπεφταν από την ανθοδόχη μόλις τ' άγγιζε, μικρές κόκκινες πινελιές που κυμάτιζαν

στην γκρίζα άσφαλτο.

"Σου έκανα μια ερώτηση", είπε ο Τζουντ.

Ο Μικ κοίταξε γύρω του. Ο Τζουντ στεκόταν πίσω από το αυτοκίνητο, με τα φρύδια του ζαρωμένα από τον

θυμό που φούντωνε. 'Όμως ήταν όμορφος ω, ναι' το πρόσωπό του έκανε τις γυναίκες να κλαίνε με

απελπισία γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. Είχε ένα παχύ, μαύρο μουστάκι (άψογα ψαλιδισμένο) και μάτια που

μπορούσες να τα κοιτάς για πάντα χωρίς να δεις την ίδια λάμψη μέσα τους δεύτερη φορά. Για τ' όνομα του

Θεού, σκέφθηκε ο Μικ, γιατί ένας τόσο όμορφος άντρας να είναι ένας αναίσθητος μαλάκας;

Ο Τζουντ ζύγισε με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο το όμορφο, κατσουφιασμένο αγόρι στην άλλη άκρη του

δρόμου. Του ερχόταν να κάνει εμετό βλέποντας τη μικρή παράσταση που έδινε ο Μικ για χάρη του. Θα ήταν

Page 3: στους Λόφους οι Πόλεις

αληθοφανής από μια δεκαεξάχρονη παρθένα. 'Έχανε όμως κάθε αξιοπιστία από έναν εικοσιπεντάχρονο

νεαρό.

Ο Μικ άφησε το λουλούδι κι έβγαλε τη μπλούζα από το παντελόνι του. 'Ένα σφιχτό στομάχι, και στη

συνέχεια ένα λιγνό κι απαλό στήθος αποκαλύφθηκαν καθώς τη σήκωσε και γδύθηκε από τη μέση και πάνω.

'Όταν το κεφάλι του εμφανίστηκε ξανά, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, και χαμογελούσε. Ο Τζουντ κοίταξε

το κορμί του. Συμμετρικό, όχι πολύ μυώδες. Η ουλή από μια παλιά εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας προεξείχε

από το ξεθωριασμένο τζιν του. Μια μικρή χρυσή αλυσίδα που αντανακλούσε το φως του ήλιου φώλιαζε στο

λακκάκι του λαιμού του. Χαμογέλασε αυθόρμητα στον Μικ, κι ένα είδος ειρήνης αποκαταστάθηκε μεταξύ

τους.

Ο Μικ ξεκούμπωνε τη ζώνη του.

"Θέλεις να πηδηχτούμε;" ρώτησε με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.

"Δεν έχει νόημα", ήρθε η απάντηση, αν και δεν προοριζόταν γι' αυτή την ερώτηση.

"Και τι έχει;"

"Δεν ταιριάζουμε".

"Βάζεις στοίχημα;"

Είχε κατεβάσει το φερμουάρ του και προχωρούσε στα σιτοχώραφα που πλαισίωναν το δρόμο.

Ο Τζουντ τον έβλεπε να ανοίγει δρόμο σαν θεριστής μέσα στην κυματιστή θάλασσα. Τα στάχυα είχαν το ίδιο

χρώμα με την πλάτη του και τον έκρυβαν ανάμεσά τους.

'Ήταν επικίνδυνο να πηδηχτούν έξω, στην ύπαιθρο - εδώ δεν ήταν Σαν Φρανσίσκο, ούτε καν Χάμπστεντ

Χηθ. Ο Τζουντ κοίταξε νευρικά το δρόμο. 'Ήταν ακόμη άδειος και στις δύο κατευθύνσεις. Κι ο Μικ

απομακρυνόταν βαθιά μέσα στους αγρούς, γυρίζοντας κάθε λίγο και λιγάκι, γνέφοντάς του και

προσκαλώντας τον σαν κολυμβητής που επέπλεε πάνω σ' ένα χρυσαφένιο κύμα. Τι διάολο... δεν υπήρχε

ψυχή να τους δει, ψυχή να το μάθει. Μόνο οι λόφοι, υγροί μέσα στην αχλύ της ζέστης, με τις δασωμένες

ράχες τους γερμένες στη γη, κι ένα χαμένο σκυλί ξαπλωμένο στην άκρη του δρόμου, περιμένοντας κάποιον

χαμένο αφέντη.

Ο Τζουντ ακολούθησε τα χνάρια του Μικ ανάμεσα στα στάρια, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του καθώς

περπατούσε. Ποντίκια του αγρού έτρεχαν βιαστικά ανάμεσα στα καλάμια, φοβισμένα από τον γίγαντα που τα

πλησίαζε και το πόδι του που τράνταζε τη γη.

Ο Τζουντ είδε τον πανικό τους και χαμογέλασε. Δεν είχε πρόθεση να τους κάνει κακό, αλλά δεν ήταν σε θέση

να το γνωρίζουν. 'Ίσως αφαιρούσε εκατοντάδες ζωές, ποντίκια, σκαθάρια, σκουλήκια, μέχρι να φτάσει στο

σημείο όπου ο Μικ τον περίμενε ξαπλωμένος κι ολόγυμνος πάνω σ' ένα στρώμα από πατημένα στάχυα,

χαμογελώντας ακόμη.

Έκαναν όμορφο έρωτα, όμορφο και παθιασμένο με ίση ευχαρίστηση και για τους δύο. Υπήρχε μια

ακρίβεια στο πάθος τους ένιωθαν τη στιγμή που η αβίαστη απόλαυση γινόταν επιτακτική, τη στιγμή που η

επιθυμία γινόταν ανάγκη. 'Έδεναν μεταξύ τους, το ένα μέλος γύρω από το άλλο, η μια γλώσσα πάνω στην

άλλη, σ' ένα σφιχτό κόμπο που μόνο ο οργασμός μπορούσε να λύσει. Οι πλάτες τους καψαλίζονταν και

γδέρνονταν εναλλακτικά καθώς κυλιόντουσαν αγκαλιασμένοι, ανταλλάσσοντας φιλιά και γλείφοντας ο ένας

τον άλλο. Την στιγμή του παροξυσμού τους, όταν έχυναν μαζί, άκουσαν τον ήχο ενός τρακτέρ που περνούσε,

τους άφησε όμως εντελώς αδιάφορους.

Επέστρεψαν στο Φολκσβάγκεν με τα μαλλιά τους, τ' αυτιά τους, τις κάλτσες τους, τα δάχτυλά τους γεμάτα

από στάχυα που είχαν αλωνίσει με τα κορμιά τους. Τα χαμόγελά τους είχαν αντικατασταθεί από άνετα

γελάκια: η ανακωχή, αν όχι μόνιμη, θα κρατούσε τουλάχιστον για λίγες ώρες.

Το αυτοκίνητο έβραζε μέσα στη ζέστη, και χρειάστηκε ν' ανοίξουν όλα τα παράθυρα και να περιμένουν να

το δροσίσει λίγο το αεράκι πριν ξεκινήσουν για το Νόβι Παζάρ. Ήταν τέσσερις η ώρα κι είχαν μια ώρα

οδήγησης μέχρι να φτάσουν.

'Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Μικ είπε: "Ας ξεχάσουμε το μοναστήρι, ε;"

Ο Τζουντ δεν απάντησε, και μετά: "'Έλεγα - "

"Δεν θ' άντεχα άλλη μια γαμημένη Παρθένα-" Γέλασαν ανάλαφρα μεταξύ τους, φιλήθηκαν, γευόμενοι ο ένας

τον άλλον και συγχρόνως τον εαυτό τους, ένα μείγμα σάλιου κι αλμυρού σπέρματος.

Η επόμενη μέρα ήταν λαμπερή, αλλά όχι ιδιαίτερα ζεστή. Το γαλάζιο του ουρανού ήταν καλυμμένο από

ένα ομοιόμορφο στρώμα λευκών σύννεφων. Ο πρωινός αέρας έφτανε στα ρουθούνια αψύς σαν αιθέρας ή

μέντα.

 

Page 4: στους Λόφους οι Πόλεις

Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ παρακολουθούσε τα περιστέρια στην κεντρική πλατεία του Πόπολατς να

ερωτοτροπούν με τον θάνατο, πηδώντας και φτεροκοπώντας μπροστά από τα σχήματα που κυκλοφορούσαν

παντού, άλλα για δουλειές του στρατού, άλλα για καθαρά ιδιωτικές. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα νηφάλιας

προσμονής, που όμως δεν ήταν ικανή να καταπνίξει την υπερδιέγερση που ένιωθε αυτή τη μέρα και που

γνώριζε ότι την μοιραζόταν με όλους τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά του Πόπολατς. 'Ήταν σίγουρος

ότι την ένιωθαν ακόμη και τα περιστέρια. 'Ίσως γι' αυτό έπαιζαν κάτω από τις ρόδες με τόση επιδεξιότητα,

γνωρίζοντας ότι αυτήν ακριβώς τη μέρα τίποτε κακό δεν θα μπορούσε να τους συμβεί.

Κοίταξε πάλι τον ουρανό, τον ίδιο λευκό ουρανό που μελέταγε από την αυγή. Τα σύννεφα ήταν χαμηλά,

πράγμα που δεν ήταν ιδανικό για τους εορτασμούς. Θυμήθηκε μια έκφραση, μια αγγλική έκφραση που είχε

ακούσει από ένα φίλο: "Με το κεφάλι, του στα σύννεφα". Αυτό σήμαινε, απ' ό,τι είχε συμπεράνει, να ζεις

ονειροπολώντας, μέσα σ' ένα λευκό, άπιαστο όνειρο. Αυτό μόνο, σκέφτηκε ειρωνικά, καταλάβαιναν οι δυτικοί

από τα σύννεφα, ότι συμβόλιζαν τα όνειρα. Δεν ήταν τυχαίο ότι είχαν αποτύχει να βγάλουν κάτι αληθινό απ'

αυτή την τυχαία έκφραση. Εδώ, σ' αυτούς τους μυστικούς λόφους, αυτοί θα δημιουργούσαν μια θεαματική

πραγματικότητα απ' αυτές τις επιπόλαιες λέξεις. Μια ζωντανή παροιμία.

Με το κεφάλι στα σύννεφα.

'Ήδη η πρώτη ομάδα συγκεντρωνόταν στην πλατεία. Υπήρχαν ένας ή δυο απόντες που ήταν άρρωστοι,

αλλά οι αναπληρωματικοί τους ήταν έτοιμοι και περίμεναν να πάρουν τη θέση τους. Με πόση ανυπομονησία!

Τι πλατύ χαμόγελο όταν ένας αναπληρωματικός άκουγε τον αριθμό και το όνομά του ή το όνομά της κι

έβγαινε από τη γραμμή για να συμπληρώσει το μέλος που ήδη σχηματιζόταν. Παντού υπήρχε εκπληκτική

οργάνωση και συγχρονισμός. Ο καθένας είχε μια δουλειά να κάνει και μια θέση να καταλάβει. Ούτε φωνές

ούτε σπρωξίματα: στην πραγματικότητα, η ένταση της φωνής τους δεν υψωνόταν πάνω από έναν

ανυπόμονο ψίθυρο. Παρακολουθούσε με θαυμασμό τη διαδικασία της σωστής τοποθέτησης, της ασφάλισης

και του δεσίματος να προχωρά.

Η μέρα επρόκειτο να είναι μεγάλη και κουραστική. Ο Βάσλαβ είχε έρθει στην πλατεία μια ώρα πριν το

χάραμα ήπιε καφέ σε πλαστικά, εισαγόμενα κύπελλα, σχολίαζε τα δελτία καιρού που έφταναν κάθε μισάωρο

από την Πρίστινα και την Μιτρόβιτσα και παρακολουθούσε στον άναστρο ουρανό το γκρίζο φως της αυγής ν'

απλώνεται αργά. Τώρα έπινε τον έκτο καφέ της ημέρας, κι ήταν μόλις επτά η ώρα. Στην απέναντι πλευρά της

πλατείας, ο Μέτζινγκερ φαινόταν το ίδιο κουρασμένος κι ανυπόμονος όσο κι αυτός.

Είχαν δει μαζί το χάραμα, ο Μέτζινγκερ κι αυτός. 'Όμως τώρα είχαν χωριστεί, ξεχνώντας την

συντροφικότητά τους, και δεν θα μιλούσαν μέχρι να τελειώσει η αναμέτρηση. Στο κάτω κάτω ο Μέτζινγκερ

ήταν από το Ποντούγιεβο. 'Έπρεπε να υποστηρίξει τη δική του πόλη στην επερχόμενη μάχη. Αύριο θα

συζητούσαν τις εμπειρίες τους και θα διηγιόντουσαν τις περιπέτειές τους, αλλά σήμερα έπρεπε να

συμπεριφέρονται σαν να ήταν άγνωστοι, να μην ανταλλάξουν ούτε ένα χαμόγελο. Σήμερα έπρεπε να είναι

οπαδοί πάνω απ' όλα, να ενδιαφέρονται μόνο για τη νίκη της πόλης τους πάνω στην αντίπαλό της.

Τώρα το πρώτο σκέλος του Πόπολατς ανυψωνόταν, προς αμοιβαία ικανοποίηση του Μέτζινγκερ και του

Βάσλαβ. Οι έλεγχοι ασφαλείας είχαν γίνει προσεκτικά, και το σκέλος αποχώρησε από την πλατεία ρίχνοντας

την ογκώδη σκιά του στην πρόσοψη του Δημαρχείου.

Ο Βάσλαβ ήπιε μια γουλιά από τον πολύ γλυκό καφέ του και επέτρεψε στον εαυτό του ένα γρύλισμα

ικανοποίησης. Τι μέρες, Θεέ μου, τι μέρες. Μέρες γεμάτες δόξα, με σημαίες να κυματίζουν και θεάματα που

προκαλούσαν δέος, ικανά να σημαδέψουν όλη σου τη ζωή. 'Ήταν μια πρώτη γεύση από τον Παράδεισο.

'Άσε την Αμερική να έχει τις απλές της απολαύσεις, τα Μίκυ μάους της, τα ζαχαρωμένα κάστρα της, τις

μόδες της και τις τεχνολογίες της. Δεν ήθελε τίποτε απ' αυτά. Το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου βρισκόταν

εδώ, κρυμμένο στους λόφους.

Α! Τι μέρες!

Στην κεντρική πλατεία του Ποντούγιεβο η σκηνή δεν ήταν λιγότερο ζωντανή κι εμπνευσμένη. 'Ίσως

διέκρινες μια βουβή υποψία θλίψης να υποβόσκει στον φετινό εορτασμό, αλλά ήταν κατανοητή. Η Νίτα

Ομπρένοβιτς, η πολυαγαπημένη κι αξιοσέβαστη διοργανώτρια του Ποντούγιεβο δεν ζούσε πια. Ο θάνατος

την είχε πάρει κοντά τον περασμένο χειμώνα, στα ενενήντα τέσσερά της χρόνια, κι η πόλη είχε στερηθεί τις

έντονες απόψεις της και τις ακόμη πιο έντονες αναλογίες της. Για εξήντα χρόνια η Νίτα είχε δουλέψει με τους

πολίτες του Ποντούγιεβο, προγραμματίζοντας την επόμενη αναμέτρηση, βελτιώνοντας τα σχέδια, ξοδεύοντας

όλη της την ενέργεια στο να κάνει την επόμενη δημιουργία πιο φιλόδοξη και πιο αληθοφανή από την

προηγούμενη.

Τώρα ήταν νεκρή, κι όλοι την νοσταλγούσαν. Δεν υπήρχε αποδιοργάνωση στους δρόμους χωρίς αυτήν, οι

άνθρωποι ήταν από μόνοι τους πολύ πειθαρχημένοι, αλλά είχαν πέσει έξω στο χρονοδιάγραμμά τους κι ήταν

Page 5: στους Λόφους οι Πόλεις

ήδη επτά και είκοσι πέντε. Η κόρη της Νίτα την είχε αντικαταστήσει, αλλά δεν διέθετε την ικανότητα της

μητέρας της να εμψυχώνει τους ανθρώπους την ώρα της δράσης.

'Ήταν, με λίγα λόγια, πολύ ανεκτική για τη συγκεκριμένη δουλειά. Μια δουλειά που απαιτούσε έναν αρχηγό εν

μέρει προφήτη κι εν μέρει συντονιστή, ικανό να καλοπιάνει, να φοβερίζει και να εμπνέει τους πολίτες στο

έργο τους. 'Ίσως μετά από δύο με τρεις δεκαετίες, έχοντας τη συσσωρευμένη εμπειρία λίγων αναμετρήσεων

ακόμη, η κόρη της Νίτα Ομπρένοβιτς να γινόταν πετυχημένη διοργανώτρια. "Όμως, προς το παρόν, το

Ποντούγιεβο είχε μείνει πίσω οι έλεγχοι ασφαλείας είχαν παραμεληθεί, και νευρικά βλέμματα είχαν

αντικαταστήσει την αυτοπεποίθηση των προηγούμενων χρόνων.

Παρ' όλα αυτά, έξι λεπτά πριν τις οκτώ το πρώτο μέλος του Ποντούγιεβο βγήκε από την πόλη και

κατευθύνθηκε στο σημείο συγκέντρωσης να περιμένει το ταίρι του.

Την ίδια ώρα στο Πόπολατς οι πλευρές είχαν ήδη δεθεί, κι οπλισμένες μονάδες περίμεναν διαταγές στην

Κεντρική Πλατεία.

 

Ο Μικ ξύπνησε στις επτά παρ' όλο που δεν υπήρχε ξυπνητήρι στο λιτά επιπλωμένο τους δωμάτιο στο

Ξενοδοχείο Μπέογκραντ. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι άκουγε τη ρυθμική αναπνοή ταυ Τζουντ στο

μονό κρεβάτι στην άλλη άκρη του δωματίου. Το μουντό πρωινό φως που έμπαινε από τις λεπτές κουρτίνες

δεν προδιέθετε για γρήγορη αναχώρηση. Αφού έκατσε λίγα λεπτά χαζεύοντας την ξεφλουδισμένη μπογιά στο

ταβάνι και τον χοντροκομμένο ξύλινο εσταυρωμένο στον απέναντι τοίχο, ο Μικ σηκώθηκε και πλησίασε το

παράθυρο. Η μέρα, όπως είχε μαντέψει, ήταν μουντή. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, κι οι στέγες του Νόβι

Παζάρ φαίνονταν γκρίζες και ομοιόμορφες στο θαμπό φως της ημέρας. "Όμως πέρα από τις στέγες, στην

ανατολή, διέκρινε τους λόφους, που ήταν ηλιόλουστοι. 'Έβλεπε τις ακτίνες του ήλιου να φωτίζουν τα

σμαραγδένια δάση, προσκαλώντάς τους για μια βόλτα στις πλαγιές τους.

Σήμερα ίσως πήγαιναν νότια, στην Κοσόφσκα Μιτρόβιτσα. Υπήρχε μια αγορά εκεί κι ένα μουσείο, έτσι δεν

είναι; Και θα μπορούσαν να κατέβουν στην κοιλάδα του 'Ιμπαρ και να ακολουθήσουν το δρόμο πλάι στο

ποτάμι, εκεί που οι λόφοι υψώνονταν απρόσιτοι και ηλιόλουστοι, πάνω από τις δύο όχθες του. Οι λόφοι, ναι'

σήμερα έπρεπε να επισκεφθούν τους λόφους.

'Ήταν οκτώ και τέταρτο.

 

Στις εννιά, τα κυρίως σώματα του Πόπολατς και του Ποντονγιεβο είχαν ουσιαστικά συγκροτηθεί. Τα μέλη

και των δύο πόλεων ήταν έτοιμα και περίμεναν στις καθορισμένες περιοχές να ενωθούν με τους μελλοντικούς

τους κορμούς.

Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ σκίασε με γαντοφορεμένα χέρια τα μάτια του κι επιθεώρησε τον ουρανό. Την

τελευταία ώρα τα σύννεφα είχαν σηκωθεί ψηλότερα, και στα δυτικά είχαν αραιώσει περιστασιακά έβλεπες και

τις αχτίδες του ήλιου. 'Ίσως η μέρα να μην ήταν ιδανική για την αναμέτρηση, αλλά οπωσδήποτε ήταν

ικανοποιητική.

 

Ο Μικ κι ο Τζουντ πήραν το πρωινό τους καθυστερημένοι' έφαγαν χέμεντεκς - η τοπική απόδοση του

ζαμπόν με αυγά - και ήπιαν αρκετά φλιτζάνια σκέτου, αρωματικού καφέ. Ο ουρανός καθάριζε, ακόμη και στο

Νόβι Παζάρ, και προγραμμάτισαν τη μέρα τους φιλόδοξα. Θα έτρωγαν στην Κοσόφσκα Μιτρόβιτσα για

μεσημέρι, και το απογευματάκι ίσως πήγαιναν μια βόλτα στο κάστρο του λόφου του Ζβέκαν.

Γύρω στις εννέα και μισή έφυγαν από το Νόβι Παζάρ και πήραν το δρόμο του Σέρμποβατς προς το νότο

με προορισμό την κοιλάδα του 'Ιμπαρ. Ο δρόμος δεν ήταν καλός, αλλά οι λακκούβες και τα εξογκώματα δεν

ήταν ικανά να τους χαλάσουν τη διάθεση αυτή τη μέρα.

Ο δρόμος ήταν άδειος, εκτός από λίγους πεζούς. Αντί για τα χωράφια με στάρι και καλαμπόκι που

στοίχιζαν το δρόμο τους την προηγούμενη μέρα, σήμερα έβλεπαν κυματοειδείς λόφους με τις πλαγιές τους

καλυμμένες από πυκνά και σκοτεινά δάση. Εκτός από λίγα πουλιά, δεν συνάντησαν άλλα ζώα. Ακόμη κι οι

σπάνιοι συνταξιδιώτες τους, μετά από λίγα χιλιόμετρα εξαφανίστηκαν. Τα λίγα αγροτόσπιτα που

συναντούσαν ήταν κλειδωμένα, και τα παράθυρά τους κλειστά. Μαύρα γουρούνια έτρεχαν στις αυλές, αλλά

δεν υπήρχαν παιδιά να τα ταΐσουν. Οι μπουγάδες κυμάτιζαν σε ακανόνιστα σχήματα στα σκοινιά, αλλά οι

νοικοκυρές είχαν εξαφανιστεί.

Αρχικά το μοναχικό τους ταξίδι ανάμεσα στους λόφους, με την παντελή έλλειψη ανθρώπινης επαφής, ήταν

αναζωογονητικό, αλλά με το προχώρημα της μέρας άρχισαν να ανησυχούν.

"Δεν θα έπρεπε να έχουμε συναντήσει την πινακίδα για την Μιτρόβιτσα, Μικ;"

Κοίταξε τον χάρτη. "Ίσως..."

Page 6: στους Λόφους οι Πόλεις

"Μάλλον πήραμε λάθος δρόμο".

"Αν υπήρχε πινακίδα, θα την είχα δει. Νομίζω ότι πρέπει να βγούμε απ' αυτόν το δρόμο, να συνεχίσουμε

νότια λίγο ακόμη, και να μπούμε στην κοιλάδα πιο κοντά στην Μιτρόβιτσα απ' ό,τι είχαμε σχεδιάσει".

"Πώς θα βγούμε απ' αυτόν τον αναθεματισμένο δρόμο;" "Είχε μερικές εξόδους..."

"Χωματόδρομους". "Δεν υπάρχει άλλη λύση είτε βγαίνουμε σε χωματόδρομο είτε συνεχίζουμε στον ίδιο".

Ο Τζουντ σούφρωσε τα χείλη του. "Μου δίνεις ένα τσιγάρο;" είπε.

"'Έχουν τελειώσει εδώ και πολλά χιλιόμετρα". Μπροστά τους οι λόφοι σχημάτιζαν μια αδιαπέραστη γραμμή.

Δεν υπήρχαν ίχνη ζωής: ούτε τολύπες καπνού από καπνοδόχους ούτε ήχοι φωνών ή αυτοκινήτων.

"Τέρμα", είπε ο Τζουντ, "στρίβουμε στον πρώτο δρόμο που συναντάμε. Αποκλείεται να είναι χειρότερα".

Συνέχισαν. Ο δρόμος βαθμιαία χειροτέρευε' οι λακκούβες είχαν γίνει κρατήρες, τα εξογκώματα ήταν σαν

ανθρώπινα κορμιά κάτω από τις ρόδες.

Και τότε: "Εκεί!" Στροφή: μια χειροπιαστή στροφή. Δεν ήταν μεγάλος

δρόμος, φυσικά. Στην πραγματικότητα, ήταν χειρότερος απ' αυτούς που ο Τζουντ είχε χαρακτηρίσει

χωματόδρομους, αλλά αποτελούσε μια διέξοδο από την παγίδα του κεντρικού δρόμου, που φαινόταν

ατέλειωτος.

"Έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικό σαφάρι", είπε ο Τζουντ καθώς το Φολκσβάγκεν άρχισε να τρίζει και ν'

αγκομαχάει στο θλιβερό μονοπάτι.

"Πού είναι το ένστικτο της περιπέτειας που σε διακρίνει;"

"Ξέχασα να το φέρω μαζί μου".

Είχαν αρχίσει να ανηφορίζουν τώρα, καθώς το μονοπάτι σκαρφάλωνε στριφογυριστό πάνω στους λόφους.

Τα δέντρα πύκνωναν γύρω τους, κι οι ψηλές κορφές τους έκρυβαν τον ουρανό, με αποτέλεσμα το ταξίδι τους

να γίνεται σε μια εναλλαγή φωτός και σκιάς. Ξαφνικά άκουσαν κελάηδημα πουλιών, άσκοπο κι αισιόδοξο, και

στα ρουθούνια τους έφτασε η μυρωδιά του πεύκου και της ακαλλιέργητης γης. Μπροστά τους μια αλεπού

διέσχισε το μονοπάτι. Σταμάτησε για μια στιγμή να τους κοιτάξει, καθώς το αυτοκίνητο μούγκριζε

ανεβαίνοντας προς το μέρος της, και στη συνέχεια εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα με το νωχελικό βήμα ενός

ατρόμητου πρίγκιπα.

'Όπου και να πήγαιναν, σκέφτηκε ο Μικ, ήταν καλύτερα από τον δρόμο που άφησαν. Σε λίγο ίσως θα έπρεπε

να σταματήσουν και να περπατήσουν λιγάκι, να βρουν ένα άνοιγμα για να δουν από ψηλά την κοιλάδα,

ακόμη και το Νόβι Παζάρ κουρνιασμένο κάτω από τα πόδια τους.

Οι δυο άντρες ήταν σε απόσταση μιας ώρας από το Πόπολατς όταν το κεφάλι της ομάδας βγήκε από την

Κεντρική Πλατεία και πήρε τη θέση του με το υπόλοιπο σώμα.

Αυτή η τελευταία έξοδος άφησε την πόλη εντελώς έρημη. Κανείς δεν έμενε παραμελημένος εκείνη τη μέρα,

ούτε οι άρρωστοι ούτε οι γέροι' όλοι είχαν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν το θέαμα και τον θρίαμβο της

αναμέτρησης. Ο κάθε πολίτης, μωρό ή κατάκοιτος γέρος, οι τυφλοί, οι ανάπηροι, βρέφη στην αγκαλιά των

μανάδων τους, έγκυοι γυναίκες - όλοι ανέβαιναν από την περήφανη πόλη τους στο πεδίο της μάχης. Ο νόμος

όριζε ότι ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται, αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να επιβληθεί. Κανένας πολίτης

των δύο πόλεων δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να δει αυτό το θέαμα - να ζήσει τη συναρπαστική εμπειρία

αυτής της αναμέτρησης.

Η μάχη έπρεπε να είναι ολοκληρωτική' πόλη εναντίον πόλης. Ανέκαθεν μ' αυτό τον τρόπο γινόταν.

Οι πόλεις, λοιπόν, ανέβηκαν στους λόφους. Μέχρι το μεσημέρι οι. κάτοικοι του Πόπολατς και του

Ποντούγιεβο είχαν συγκεντρωθεί στο μυστικό πηγάδι των λόφων, κρυμμένοι από τα πολιτισμένα βλέμματα,

για να δώσουν την αρχαία και τελετουργική τους μάχη.

Δεκάδες χιλιάδες καρδιές χτυπούσαν δυνατά. Δεκάδες χιλιάδες κορμιά τανύστηκαν, μόχθησαν και ίδρωσαν

καθώς οι αδελφές πόλεις πήραν θέση. Οι σκιές των κορμών τους κάλυπταν εκτάσεις γης στο μέγεθος μικρών

πόλεων το βάρος των ποδιών τους έλιωνε το γρασίδι σε πρασινωπό χυμό' οι κινήσεις τους σκότωναν ζώα,

ποδοπατούσαν θάμνους και γκρέμιζαν δέντρα. Η γη κυριολεκτικά σειόταν στο πέρασμά τους, οι λόφοι

αντιλαλούσαν από τα βροντερά τους βήματα.

Στο πυργωτό σώμα του Ποντούγιεβο άρχιζαν να διακρίνονται κάποιες τεχνικές ανωμαλίες. Μια

ανεπαίσθητη ατέλεια στο δέσιμο του αριστερού πλευρού είχε σαν αποτέλεσμα μια ανεπάρκεια σ' αυτό το

σημείο, και κατά συνέπεια δημιουργούσε προβλήματα στον μηχανισμό περιστροφής των γοφών. 'Ήταν πιο

άκαμπτος από το κανονικό, κι οι κινήσεις δεν ήταν στρωτές. 'Όσοι ήταν σ' αυτή την περιοχή της πόλης

κόπιαζαν πολύ περισσότερο. Βέβαια το αντιμετώπιζαν με γενναιότητα' άλλωστε η αναμέτρηση είχε στόχο να

ωθήσει τους αντιπάλους στην υπέρβαση των ορίων τους. 'Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οριακό

σημείο ήταν κοντύτερα απ' όσο τολμούσε κανείς να φανταστεί. Οι πολίτες δεν ήταν τόσο ανθεκτικοί όσο στις

Page 7: στους Λόφους οι Πόλεις

προηγούμενες αναμετρήσεις. Μια δεκαετία φτωχών συγκομιδών είχε σαν αποτέλεσμα κορμιά λιγότερο

καλοθρεμμένα, σπονδυλικές στήλες λιγότερο ευλύγιστες και θέληση λιγότερο αποφασιστική. Το

κακοφτιαγμένο πλευρό μπορεί να μην προκαλούσε ατύχημα από μόνο του, αλλά, επιπλέον εξασθενημένο

από την αδυναμία των πολεμιστών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα σκηνικό θανάτου σε μια άνευ

προηγουμένου κλίμακα.

 

Σταμάτησαν το αυτοκίνητο. "Το άκουσες αυτό;"

Ο Μικ έγνεψε αρνητικά. Η ακοή του ήταν ελαττωματική από την εποχή της εφηβείας του. Οι, πολλές

συναυλίες ροκ που είχε παρακολουθήσει είχαν τινάξει τα τύμπανα του αυτιού του στον αέρα.

Ο Τζουντ βγήκε από το αμάξι.

Τα πουλιά είχαν ησυχάσει τώρα. Ο Θόρυβος που είχε ακούσει όταν οδηγούσε επαναλήφθηκε. Δεν ήταν

απλώς ένας θόρυβος' ήταν σχεδόν μια δόνηση της γης, ένα υπόκωφο μουγκρητό που ερχόταν από τα

έγκατα των λόφων. 'Ήταν βροντή;

'Όχι, ήταν πολύ ρυθμικός ήχος. Το άκουσε ξανά, κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του

Μπουμ. Αυτή τη φορά το άκουσε κι ο Μικ. 'Έσκυψε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.

"'Έρχεται από μπροστά. Το ακούω". Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά .

Μπουμ. Η γη βρόντησε ξανά.

"Τι στο διάολο είναι αυτό;" είπε ο Μικ. "Ο,τι και να είναι, θέλω να το δω- "

Ο Τζουντ γύρισε στο Φολκσβάγκεν χαμογελώντας. "Μοιάζει με ήχο όπλων", είπε, βάζοντας το αμάξι

μπροστά. "Μεγάλων όπλων".

 

Μέσα από τα ρώσικα κιάλια του, ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ παρακολουθούσε τον αφέτη να σηκώνει το πιστόλι

του. Είδε ένα συννεφάκι λευκού καπνού να υψώνεται από την κάνη, και μετά από ένα δευτερόλεπτο άκουσε

τον πυροβολισμό να αντηχεί στην κοιλάδα.

Η αναμέτρηση είχε αρχίσει.

Κοίταξε τους δίδυμους πύργους του Πόπολατς και του Ποντούγιεβο. Με το κεφάλι στα σύννεφα - ή σχεδόν

στα σύννεφα. Είχαν υψωθεί τόσο που σχεδόν έτειναν ν' αγγίξουν τον ουρανό. 'Ήταν ένα θέαμα που σε γέμιζε

δέος, σου έκοβε την ανάσα, στοίχειωνε τα όνειρά σου. Δύο πόλεις που λικνίζονταν και σπαρταρούσαν καθώς

προετοιμάζονταν να κάνουν το πρώτο βήμα, η μια ενάντια στην άλλη, σ' αυτή την τελετουργική μάχη.

Το Ποντούγιεβο ήταν η λιγότερο σταθερή από τις δύο. Διέκρινε έναν ανεπαίσθητο δισταγμό όταν η πόλη

σήκωσε το αριστερό της πόδι για να ξεκινήσει. Τίποτε το σοβαρό, απλώς μια μικρή δυσκολία στο

συγχρονισμό των μυών του γοφού και τον μηρού. Αρκούσαν λίγα βήματα για να βρει η πόλη το ρυθμό της

λίγα βήματα ακόμη κι οι κάτοικοί της θα κινούνταν σαν ένα πλάσμα, ένας τέλειος γίγαντας έτοιμος να

συνταιριάξει τη χάρη και την ισχύ του ενάντια στο είδωλό του.

Ο πυροβολισμός αναστάτωσε σμήνη πουλιών που πέταξαν από τα δέντρα της κρυμμένης κοιλάδας.

Υψώθηκαν στον αέρα, γιορτάζοντας τη μεγάλη αναμέτρηση, κελαηδώντας τον ενθουσιασμό τους καθώς

σάρωναν τον ουρανό πάνω από το πεδίο της μάχης.

 

"'Άκουσες έναν πυροβολισμό;" ρώτησε ο Τζουντ. Ο Μικ έγνεψε καταφατικά.

"Στρατιωτικά γυμνάσια...;" Το χαμόγελο του Τζουντ έγινε πλατύ. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του τους τίτλους

των εφημερίδων: αποκλειστικό ρεπορτάζ από μυστικά γυμνάσια στα βάθη της γιουγκοσλαβικής υπαίθρου.

Ίσως και ρώσικα τανκς, τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις, μακριά από τα ερευνητικά μάτια της Δύσης. Με λίγη

τύχη θα ήταν ο ίδιος ο αγγελιοφόρος της είδησης.

Μπουμ. Μπουμ. Πουλιά πέταξαν στον ουρανό. Η ομοβροντία ήταν ισχυρότερη τώρα.

"Έμοιαζε πράγματι με ήχο όπλων.

"Πρέπει να έρχεται πίσω από την επόμενη κορφή..." είπε ο Τζουντ.

"Νομίζω ότι δεν πρέπει να προχωρήσουμε άλλο". "Πρέπει να πάω να δω".

"Δεν θέλω. Δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ". "Δεν βλέπω απαγορευτικές πινακίδες".

"Θα μας συλλάβουν, θα μας απελάσουν - δεν ξέρω απλώς νομίζω..."

Μπουμ. "Πρέπει να δω".

 

Μόλις πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, κι ακούστηκαν οι κραυγές.

Το Ποντούγιεβο ούρλιαζε- μια επιθανάτια κραυγή. Κάποιος στο αδύναμο πλευρό είχε πεθάνει από το

υπερβολικό ζόρισμα, και μια αλυσιδωτή αποσύνθεση είχε ξεκινήσει στο όλο σύστημα. 'Ένας άνθρωπος

Page 8: στους Λόφους οι Πόλεις

έχανε τον γείτονά του, κι αυτός με τη σειρά του έχανε τον δικό του, με αποτέλεσμα την εξάπλωση ενός

καρκινογόνου χάους στο κορμί της πόλης. Η συνοχή της πυργωτής δομής τον χειροτέρευσε με τρομακτική

ταχύτητα, καθώς η αποδιοργάνωση του ενός τμήματος της ανατομίας του προκαλούσε αφόρητη πίεση στα

υπόλοιπα.

Το αριστούργημα που οι καλοί πολίτες του Ποντούγιεβο είχαν κατασκευάσει από τη σάρκα και το αίμα τους

κλονίστηκε και, σαν ουρανοξύστης που ανατινάχθηκε, άρχισε να καταρρέει.

Το σπασμένο πλευρό ξέρναγε τους πολίτες όπως η κομμένη αρτηρία το αίμα. Με γοητευτική νωθρότητα,

που έκανε την αγωνία των πολιτών ακόμη πιο οδυνηρή, έγειρε στη γη, αποσυνδέοντας όλα του τα μέλη

καθώς έπεφτε.

Το τεράστιο κεφάλι, που πριν από λίγα λεπτά άγγιζε τα σύννεφα, έπεσε πίσω στον χοντρό λαιμό του. Δέκα

χιλιάδες στόματα έβγαλαν μια μοναδική κραυγή από το τεράστιο στόμα του, μια άναρθρη, μια απερίγραπτα

αξιοθρήνητη ικεσία στον ουρανό. Ήταν ένα ουρλιαχτό οδύνης, ένα ουρλιαχτό προσδοκίας, ένα ουρλιαχτό

απορίας. Πώς είναι δυνατόν, ρωτούσε αυτή η κραυγή, να τελειώσει η ημέρα των ημερών μ' αυτό τον τρόπο,

με ένα πλήθος γκρεμισμένων κορμιών;

"Το άκουσες;"

'Ήταν αναμφισβήτητα ανθρώπινο, αν και εκκωφαντικά δυνατό. Ο Τζουντ ένιωσε το στομάχι του να συσπάται.

Κοίταξε τον Μικ, που είχε γίνει άσπρος σαν χαρτί.

Ο Τζουντ σταμάτησε το αυτοκίνητο. "'Όχι", είπε ο Μικ.

"Άκου - για τ' όνομα του Θεού-"

Η αντάρα των επιθανάτιων κραυγών, ικεσιών κι αναθεματισμών πλημμύρισε τον αέρα. 'Ήταν πολύ κοντά.

"Πρέπει να φύγουμε τώρα", εκλιπάρησε ο Μικ.

Ο Τζουντ κούνησε το κεφάλι του. Είχε προετοιμαστεί για κάποιο στρατιωτικό θέαμα. Είχε φανταστεί όλο

τον ρώσικο στρατό συγκεντρωμένο πίσω από τον επόμενο λόφο, όμως αυτός ο θόρυβος που έφτανε στ'

αυτιά του ήταν ο ήχος ανθρώπινης σάρκας - πολύ ανθρώπινος για να περιγραφεί με λόγια. Τον θύμισε τις

παιδικές φαντασιώσεις του για την Κόλαση τα ατέλειωτα, ακατονόμαστα μαρτύρια που μ' αυτά τον απειλούσε

η μητέρα του αν δεν γινόταν καλός Χριστιανός. Είχε ξεχάσει αυτό τον τρόμο για είκοσι ολόκληρα χρόνια, αλλά

ξαφνικά, να που είχε αναβιώσει πάλι, απειλητικός όσο ποτέ. Ίσως η ίδια η άβυσσος να έχασκε πίσω από την

επόμενη πλαγιά, με τη μητέρα του να τον περιμένει στο χείλος της, καλώντας τον να γευθεί την τιμωρία του.

"Αν δεν βάλεις μπρος, θα οδηγήσω εγώ".

Ο Μικ βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε μπροστά του, κοιτάζοντας το μονοπάτι. Για μια στιγμή

δίστασε, όχι παραπάνω, και τα μάτια του ανοιγόκλεισαν δύσπιστα. Στράφηκε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου

ακόμη χλωμότερος από πριν και ψέλλισε: "Θεέ μου..." με φωνή πνιγμένη από την αναγούλα.

Ο εραστής του καθόταν ακόμη πίσω από το τιμόνι, με το κεφάλι στα χέρια του, προσπαθώντας να διώξει τις

αναμνήσεις.

"Τζουντ... "

Ο Τζουντ σήκωσε το κεφάλι του αργά. Ο Μικ τον κοίταζε σαν τρελός, το πρόσωπό του ήταν μούσκεμα από

τον ξαφνικό, παγωμένο ιδρώτα. Ο Τζουντ κοίταξε πέρα από τον φίλο του. Λίγα μέτρα μπροστά τους, το

μονοπάτι είχε σκουρύνει μυστηριωδώς. Είδε μια πλημμυρίδα να πλησιάζει το αμάξι, μια πυκνή, βαθιά

παλίρροια αίματος. Το λογικό του Τζουντ στροβιλίστηκε προσπαθώντας να δώσει διαφορετική ερμηνεία στο

θέαμα που έβλεπε, αντί γι' αυτό το αναπόφευκτο συμπέρασμα. Αλλά δεν υπήρχε λογικότερη εξήγηση. Ήταν

αίμα, αίμα σε αβάσταχτη αφθονία, μια ατέλειωτη θάλασσα αίματος

Και τώρα στον αέρα ήρθε διάχυτη η μυρωδιά φρεσκοανοιγμένων πτωμάτων: η μυρωδιά από τα βάθη του

ανθρώπινου κορμιού, γλυκερή και πικάντικη.

Ο Μικ τρέκλισε μέχρι τη θέση του συνοδηγού και ψηλάφισε άτονα την πόρτα για να βρει το χερούλι. Η πόρτα

άνοιξε ξαφνικά, κι όρμησε μέσα με παγωμένο βλέμμα. "Γύρνα πίσω", είπε.

Ο Τζουντ άπλωσε το χέρι του στη μίζα. Η πλημμυρίδα του αίματος έλουζε τις μπροστινές ρόδες. Μπροστά

τους, ο κόσμος είχε βαφτεί κόκκινος.

"Βάλε μπρος, για τ' όνομα του Θεού, βάλε μπρος".

Ο Τζουντ δεν έκανε καμία προσπάθεια να ξεκινήσει τ' αμάξι.

"Πρέπει να δούμε", είπε άτονα, "πρέπει".

"Δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα", είπε ο Μικ, "μόνο να σηκωθούμε να φύγουμε από δω. Δεν είναι δική μας

δουλειά..."

"Ίσως έπεσε ένα αεροπλάνο-" "Δεν έχει καπνούς".

"Μα είναι ανθρώπινες φωνές".

Page 9: στους Λόφους οι Πόλεις

Ο Μικ ήθελε ενστικτωδώς να σηκωθεί να φύγει. Θα διάβαζε για την τραγωδία σε κάποια εφημερίδα - θα

έβλεπε τις φωτογραφίες αύριο, όταν θα ήταν θολές και γκρίζες. Σήμερα ήταν πολύ νωπές, πολύ

απρόβλεπτες.

Οτιδήποτε μπορεί να βρισκόταν στο τέρμα αυτού του μονοπατιού, κι αιμορραγούσε.

"Πρέπει-" Ο Τζουντ έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, ενώ ο Μικ δίπλα του άρχισε να βογκάει χαμηλόφωνα. Το

Φολκσβάγκεν άρχισε να κινείται επιφυλακτικά μέσα στο αιμάτινο ποτάμι, με τις ρόδες του να γυρίζουν σαν

τρελές μέσα στην αηδιαστική, αφρισμένη παλίρροια.

"Όχι", ψιθύρισε ο Μικ, "σε παρακαλώ, όχι..."

"Πρέπει", ήρθε η απάντηση του Τζουντ. "Πρέπει. Πρέπει".

Λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα, η ζωντανή πόλη του Πόπολατς ανακτούσε την ισορροπία της μετά τους

πρώτους σπασμούς. Κοίταζε με χιλιάδες μάτια τα συντρίμμια του καθιερωμένου εχθρού της, σπαρμένα σ'

ένα κουβάρι σκοινιών και κορμιών, οριστικά τσακισμένα πάνω στο έδαφος. Το Πόπολατς οπισθοχώρησε

από τη σκηνή, ισοπεδώνοντας με τα τεράστια πόδια του τα δάση που περιέβαλλαν το πεδίο της μάχης,

μαστιγώνοντας με τα χέρια του τον αέρα.

Κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του παρ' όλο που μια καθολική παραφροσύνη, που την προκάλεσε η

φρίκη που απλωνόταν στα πόδια του, όρμησε σαν φουσκοθαλασσιά στα νεύρα του και θρόμβωσε τον

εγκέφαλό του. Η διαταγή δόθηκε: το κορμί σφάδασε, στριφογύρισε κι έστρεψε τα νώτα του στο αποκρουστικό

χαλί του Ποντούγιεβο, τρέχοντας μέσα στους λόφους.

Στην πορεία του για τη λήθη, ο πυργωτός του όγκος πέρασε ανάμεσα στον ήλιο και το αυτοκίνητο,

ρίχνοντας την κρύα σκιά του πάνω στον αιματοβαμμένο δρόμο. Ο Μικ δεν είδε τίποτα μέσα στα δάκρυά του,

κι ο Τζουντ, με τα μάτια μισόκλειστα, φοβούμενος το θέαμα που θα αντίκριζε στην επόμενη στροφή, μόνο

συγκεχυμένα αντιλήφθηκε ότι κάτι σκέπασε τον ήλιο για ένα λεπτό. 'Ίσως ένα σύννεφο. 'Ένα σμήνος

πουλιών.

Αν είχε κοιτάξει ψηλά εκείνη τη στιγμή, αν είχε ρίξει ένα κλεφτό βλέμμα στα βορειοανατολικά, θα είχε δει το

κεφάλι του Πόπολατς, το τεράστιο σμήνος του κεφαλιού μιας τρελής πόλης, να εξαφανίζεται πέρα από το

οπτικό του πεδίο, καθώς έτρεχε μέσα στους λόφους. Θα είχε καταλάβει ότι ο τόπος αυτός ξεπερνούσε τη

δυνατότητα της αντίληψής του, ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια σ' αυτή τη γωνία της Κόλασης.

'Όμως δεν είδε την πόλη, κι έτσι χάθηκε, γι' αυτόν και τον Μικ, η τελευταία ευκαιρία επιστροφής. Από δω κι

εμπρός, ακριβώς όπως το Πόπολατς και ο νεκρός δίδυμος αδελφός του, είχαν χάσει κάθε διέξοδο στη

λογική, σε κάθε ελπίδα για ζωή.

Μόλις έστριψαν, αντίκρισαν τα συντρίμμια του Ποντούγιεβο.

Η εξημερωμένη τους φαντασία δεν είχε ποτέ συλλάβει ένα θέαμα τόσο απερίγραπτα βάρβαρο.

'Ίσως και στα πεδία των μαχών της Ευρώπης να είχαν σκοτωθεί τόσοι άνθρωποι, κάποτε: όμως υπήρχαν

τόσες γυναίκες και παιδιά σφιχταγκαλιασμένα με τα πτώματα των αντρών; Είχαν σίγουρα υπάρξει σωροί

νεκρών το ίδιο μεγάλοι, αλλά όχι με ανθρώπους που πριν από λίγο έσφυζαν από ζωή. Είχαν καταστραφεί

πόλεις το ίδιο γρήγορα, είχε χαθεί όμως ποτέ μια ολόκληρη πόλη επειδή απλώς υπάκουσε στον νόμο της

βαρύτητας;

'Ήταν ένα θέαμα πέρα από κάθε παράνοια. Το ανθρώπινο μυαλό, μπροστά του, σερνόταν σαν το σαλιγκάρι'

οι δυνάμεις της λογικής ψηλαφούσαν σχολαστικά τις αποδείξεις, ψάχνοντας για ένα ψεγάδι, κάτι που θα σου

επέτρεπε να πεις:

Αυτό δεν συμβαίνει. Είναι ένας εφιάλτης θανάτου, όχι ο ίδιος ο θάνατος.

'Όμως η λογική δεν μπορούσε να βρει ρωγμή στον τοίχο. Ήταν αληθινό, ήταν ο ίδιος ο θάνατος.

Το Ποντούγιεβο είχε πέσει.

Τριάντα οκτώ χιλιάδες επτακόσιοι εξήντα πέντε πολίτες ήταν σκορπισμένοι στο έδαφος, ή καλύτερα

πεταμένοι άχαρα σε σωρούς, ποτίζοντας το χώμα με τα υγρά του κορμιού τους. 'Όσοι δεν είχαν πεθάνει από

την πτώση ή την ασφυξία, ήταν ετοιμοθάνατοι. Δεν θα υπήρχαν επιζώντες απ' αυτή την πόλη, εκτός από

τους λίγους παρατηρητές που είχαν βγει από τα σπίτια τους για να παρακολουθήσουν την αναμέτρηση. Αυτοί

οι λιγοστοί πολίτες του Ποντούγιεβο, οι σακάτηδες, οι άρρωστοι, οι λίγοι γέροντες που κοίταζαν τώρα

αποσβολωμένοι, όπως ο Μικ κι ο Τζουντ, το μακελειό, μη θέλοντας να πιστέψουν στα μάτια τους.

Ο Τζουντ βγήκε πρώτος από το αμάξι. Το έδαφος κάτω από τα δερμάτινα παπούτσια του κολλούσε από

το πηγμένο αίμα. Κοίταξε το μακελειό. Δεν υπήρχαν συντρίμμια: κανένα ίχνος συντριβής αεροπλάνου,

φωτιάς, μυρωδιάς καυσίμων. Απλώς δεκάδες χιλιάδες κορμιά, είτε γυμνά είτε ντυμένα με ομοιόμορφο γκρίζο

σερζ, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι το ίδιο. Είδε ότι κάποιοι φορούσαν δερμάτινα λουριά περασμένα

σφιχτά, σταυρωτά στο στήθος τους, κι απ' αυτά ξεκινούσαν σκοινιά σαν φίδια που πρέπει να είχαν μήκος

Page 10: στους Λόφους οι Πόλεις

ολόκληρα χιλιόμετρα. 'Όσο κοιτούσε, έβλεπε όλο και μεγαλύτερο μέρος απ' αυτό το ιδιόμορφο σύστημα

κόμπων και σκοινιών που συγκρατούσε τα κορμιά μεταξύ τους. Για κάποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι είχαν

δεθεί μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάποιοι ήταν ζεμένοι καβάλα πάνω στους ώμους των συντρόφων τους,

όπως τα παιδιά που παίζουν γαϊδουροκαβαλαρία. Κάποιοι άλλοι ήταν πιασμένοι σφιχτά από τα μπράτσα,

πλεγμένοι μεταξύ τους με σκοινιά σ' ένα τοίχωμα μυών και κοκάλων. 'Άλλοι ήταν δεμένοι σφιχτά σαν

κουβάρια, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια τους. 'Όλοι ήταν συνδεδεμένοι με κάποιο τρόπο με τους

συνανθρώπους τους, σαν να συμμετείχαν σε κάποιο παράλογο, συλλογικό μαζοχιστικό παιχνίδι.

 

'Άλλος ένας πυροβολισμός.

Ο Μικ σήκωσε το κεφάλι του.

Στην άλλη άκρη της πεδιάδας ένας μοναχικός άντρας, ντυμένος μ' ένα χοντρό γκρίζο παλτό, περπατούσε

ανάμεσα στα πτώματα και σκότωνε όσους δεν είχαν ακόμη πεθάνει. Επρόκειτο για μια θλιβερά ανεπαρκή

πράξη βοήθειας, αλλά παρ' όλα αυτά συνέχιζε, δίνοντας προτεραιότητα στα παιδιά που υπέφεραν. 'Άδειαζε

το ρεβόλβερ, το γέμιζε, το άδειαζε, το γέμιζε, το άδειαζε

Ο Μικ ξέσπασε.

Φώναξε με όλη την ένταση της φωνής του για να καλύψει τα αγκομαχητά των τραυματισμένων.

"Τι είναι αυτό; "

Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του από το αποκρουστικό του καθήκον. Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο σαν το

χρώμα του παλτού του.

"Ε;" γρύλισε, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τους δύο παρείσακτους μέσα από τους χοντρούς φακούς των

γυαλιών του.

"Τι έγινε εδώ πέρα;" φώναξε ο Μικ. "Ένιωθε καλά που φώναζε, ένιωθε καλά που φώναζε αγριεμένος στον

άντρα.

'Ίσως έφταιγε αυτός. Θα ήταν μεγάλη ανακούφιση να έχεις κάποιον να κατηγορήσεις.

"Πες μας-" είπε ο Μικ με σπασμένη φωνή. 'Άκουγε τους λυγμούς του να πνίγουν τη φωνή του. "Πες μας, για

τ' όνομα του Θεού, εξήγησέ μας".

Ο γκριζοφορεμένος κούνησε το κεφάλι του. Δεν καταλάβαινε λέξη απ' όσα του έλεγε αυτός ο νεαρός

ηλίθιος. Αγγλικά μιλούσε, αλλά μέχρις εκεί έφταναν οι γνώσεις του. Ο Μικ προχώρησε προς το μέρος του,

νιώθοντας διαρκώς τα μάτια των νεκρών καρφωμένα πάνω του. Μάτια σαν μαύρα, λαμπερά πετράδια

δεμένα σε κατεστραμμένα πρόσωπα' μάτια που τον κοίταζαν ανάποδα, σε κεφάλια αποκομμένα από τη βάση

τους. Μάτια σε κεφάλια που οι φωνές τους είχαν γίνει ουρλιαχτά. Μάτια σε κεφάλια που δεν φώναζαν και δεν

ανάσαιναν πια.

Χιλιάδες μάτια.

Πλησίασε τον γκριζοφορεμένο. Το όπλο του ήταν σχεδόν άδειο. Είχε βγάλει τα γυαλιά του και τα είχε

πετάξει δίπλα. 'Έκλαιγε κι αυτός. Οι λυγμοί τράνταζαν το άχαρο κορμί του.

Στα πόδια του Μικ, κάποιος προσπαθούσε να τον αγγίξει. Δεν ήθελε να κοιτάξει, αλλά το χέρι έπιασε το

παπούτσι του, και δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντικρίσει τον ιδιοκτήτη του. 'Ήταν ένας νεαρός άντρας,

με το κορμί του στρεβλωμένο στο σχήμα της σβάστικας, με όλες τις κλειδώσεις του σπασμένες. 'Ένα

κοριτσάκι ήταν πλακωμένο κάτω από το κορμί του τα ματωμένα ποδαράκια του προεξείχαν σαν δυο ροζ

μπαστούνια.

'Ήθελε να πάρει το ρεβόλβερ, να σταματήσει το άγγιγμα του άντρα. Ακόμη καλύτερα, ήθελε ένα

οπλοπολυβόλο, ένα φλογοβόλο, οτιδήποτε θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτήν τη μαζική οδύνη.

'Όταν σήκωσε το βλέμμα του από το θρυμματισμένο κορμί, ο Μικ είδε τον γκριζοφορεμένο να σηκώνει το

ρεβόλβερ.

"Τζουντ-" είπε, αλλά πριν προλάβει να συνεχίσει, ο γκριζοφορεμένος γλίστρησε την κάνη του όπλου στο

στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη.

Ο γκριζοφορεμένος είχε φυλάξει την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του. Το πίσω μέρος του κεφαλιού του

άνοιξε σαν σπασμένο αυγό, ανατινάζοντας το κέλυφος του κρανίου του.

Το κορμί του παρέλυσε και σωριάστηκε στο έδαφος, με το ρεβόλβερ ακόμη ανάμεσα στα χείλη του.

"Πρέπει-" άρχισε ο Μικ, μιλώντας στον εαυτό του. "Πρέπει..."

Τι ήταν το πιο επιτακτικό; Σ' αυτή την κατάσταση, τι έπρεπε να κάνουν;

"Πρέπει-" Ο Τζουντ είχε πλησιάσει.

"Να βοηθήσουμε-" είπε στον Μικ.

"Ναι. Πρέπει να καλέσουμε βοήθεια. Πρέπει-"

Page 11: στους Λόφους οι Πόλεις

"Να φύγουμε".

Να φύγουν! Αυτό έπρεπε να κάνουν. Με οποιοδήποτε πρόσχημα, για οποιονδήποτε δειλό, άνανδρο λόγο,

έπρεπε να φύγουν. Να απομακρυνθούν από το πεδίο της μάχης, να απομακρυνθούν από την εμβέλεια του

ετοιμοθάνατου χεριού που είχε μια ανοιχτή πληγή για κορμί.

"Πρέπει να ενημερώσουμε τις αρχές. Να βρούμε μια πόλη. Να φέρουμε βοήθεια-"

"Ιερείς", είπε ο Μικ. "Χρειάζονται ιερείς".

Η σκέψη του να δώσουν τον Τελευταίο Αγιασμό σε τόσους ανθρώπους ήταν παράλογη. Θα χρειαζόταν ένας

στρατός ιερέων, ένα βυτίο γεμάτο αγιασμό κι ένα μεγάφωνο για να απαγγείλουν τις Ευχές.

Γύρισαν κι οι δύο μαζί, αγκαλιασμένοι, και διέσχισαν τον τόπο της σφαγής για να φτάσουν στο αυτοκίνητο.

'Ήταν κατειλημμένο.

Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ καθόταν στο τιμόνι και προσπαθούσε να βάλει μπρος το Φολκσβάγκεν. Γύρισε το

κλειδί μια, δυο, τρεις, κι η μηχανή πήρε μπρος. Οι ρόδες στριφογύρισαν στην κοκκινωπή λάσπη καθώς έβαλε

την όπισθεν για να κατέβει το μονοπάτι.

Ο Βάσλαβ είδε τους Εγγλέζους να τρέχουν ξοπίσω του βρίζοντας. 'Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να

κλέψει το αμάξι, αλλά είχε μια δουλειά να κάνει. 'Ήταν διαιτητής, υπεύθυνος για την αναμέτρηση και την

ασφάλεια των αντιπάλων. Η μία από τις ηρωικές πόλεις είχε ήδη πέσει. 'Όφειλε να κάνει ό,τι περνούσε από

το χέρι του για να εμποδίσει το Πόπολατς ν' ακολουθήσει την τύχη του δίδυμου αδελφού του. Έπρεπε να

κυνηγήσει το Πόπολατς και να το λογικέψει. Να καθησυχάσει τον τρόμο του με ήρεμα λόγια και υποσχέσεις.

Αν αποτύχαινε στην αποστολή του, το αποτέλεσμα θα ήταν άλλη μια καταστροφή, ίσης έκτασης μ' αυτήν

που. είχε μπροστά στα μάτια του. Η συνείδησή του δεν το άντεχε.

Ο Μικ συνέχισε να κυνηγάει το Φολκσβάγκεν φωνάζοντας στον Γέλοβτσεκ. Ο κλέφτης δεν έδωσε σημασία,

απορροφημένος καθώς ήταν με το να μανουβράρει το αμάξι στο στενό, γλιστερό μονοπάτι. Ο Μικ έμεινε

πίσω. Το αυτοκίνητο άρχισε να επιταχύνει. Εξαγριωμένος, αλλά και λαχανιασμένος τόσο που να μην μπορεί

να εκφράσει το θυμό του, ο Μικ σταμάτησε στο δρόμο με τα χέρια στα γόνατα, κλαίγοντας λαχανιασμένα.

"Μπάσταρδε!" φώναξε ο Τζουντ.

Ο Μικ κοίταξε το μονοπάτι. Το αυτοκίνητο είχε ήδη εξαφανιστεί.

"Ο μαλάκας! Δεν ξέρει καν να οδηγεί".

"Πρέπει... πρέπει... να τον... προλάβουμε..." είπε ο Μικ με κομμένη την ανάσα.

"Πώς;"

"Με τα πόδια-"

"Ούτε χάρτη δεν έχουμε, είναι στο αυτοκίνητο". "Θεέ μου...! Δεν είναι... δυνατόν".

Κατηφόρισαν το μονοπάτι μαζί, μακριά από το πεδίο της μάχης

Μετά από λίγα μέτρα η πλημμυρίδα του αίματος άρχισε να εξαντλείται. Μόνο λίγα ρυάκια πηγμένου αίματος

αργοκυλούσαν στον κυρίως δρόμο. Ο Μικ κι ο Τζουντ ακολούθησαν τα ίχνη των ματωμένων τροχών στη

διασταύρωση.

Ο δρόμος του Σέρμποβατς ήταν άδειος και στις δύο κατευθύνσεις. Τα χνάρια των τροχών έδειχναν ότι το

αυτοκίνητο είχε στρίψει αριστερά. "Πηγαίνει στους λόφους", είπε ο Τζουντ κοιτάζοντας το μοναχικό,

σμαραγδένιο τοπίο στο βάθος του δρόμου. "Είναι τρελός".

"Θα γυρίσουμε από το δρόμο που ήρθαμε;" "Θα πρέπει να περπατάμε όλη νύχτα". "Κάποιος θα βρεθεί να

μας πάρει".

Ο Τζουντ κούνησε το κεφάλι του. Το πρόσωπό του ήταν καταπονημένο και το βλέμμα του απλανές. "Δεν

καταλαβαίνεις, Μικ, όλοι το γνώριζαν αυτό που συνέβη. Οι άνθρωποι που ζουν στα αγροκτήματα-

σηκώθηκαν κι έφυγαν τη στιγμή που αυτοί οι τρελοί ανέβηκαν στους λόφους. Βάζω ό,τι στοίχημα θες πως

δεν θα βρούμε αυτοκίνητο σ' αυτόν το δρόμο, εκτός ίσως από κανέναν άσχετο τουρίστα σαν εμάς. Και

κανένας τουρίστας δεν θα σταματήσει να μας πάρει έτσι που είμαστε".

Είχε δίκιο. 'Έμοιαζαν με χασάπηδες - ήταν πιτσιλισμένοι με αίματα. Τα πρόσωπά τους ήταν λιγδιασμένα, τα

μάτια τους τρελαμένα.

"Τότε πρέπει να περπατήσουμε στην κατεύθυνση που πήρε το αυτοκίνητο", είπε ο Τζουντ.

Έδειξε το δρόμο. Οι λόφοι είχαν σκοτεινιάσει ο ήλιος είχε ξαφνικά πάψει να φωτίζει τις πλαγιές τους.

Ο Μικ ανασήκωσε τους ώμους του. Ούτως ή άλλως είχαν μπροστά τους μια νύχτα πεζοπορίας. 'Όμως ήθελε

να περπατήσει, να φύγει για κάπου - οπουδήποτε - φτάνει να απομακρυνόταν από το πλήθος των νεκρών.

 

Στο Πόπολατς βασίλευε ένα είδος ηρεμίας. Η φρενίτιδα του πανικού είχε αντικατασταθεί από ένα

μούδιασμα, μια μοιρολατρική αποδοχή του κόσμου όπως ήταν. Παρέμεναν ασφαλισμένοι στις θέσεις τους,

Page 12: στους Λόφους οι Πόλεις

αλληλοδεμένοι με σκοινιά, λουριά και χαλινάρια, έχοντας δημιουργήσει έναν ζωντανό μηχανισμό που δεν

επέτρεπε στη μια φωνή να υψωθεί δυνατότερα από την άλλη, στη μια πλάτη να κοπιάζει περισσότερο από τη

γειτονική της. Είχαν επιτρέψει σε μια παράλογη συναίνεση να αντικαταστήσει την ήρεμη φωνή της λογικής.

Είχαν συσφιχθεί σ' ένα μυαλό, μια σκέψη, μια φιλοδοξία. Μετατράπηκαν, μέσα σε λίγες στιγμές, στον γίγαντα

με τον μοναδικό σκοπό στο νου, του οποίου την εικόνα είχαν με τόση ευφυΐα αναπλάσει. Η ψευδαίσθηση της

ασήμαντης ατομικότητας είχε σαρωθεί από την ακατανίκητη παλίρροια του συλλογικού συναισθήματος - όχι

το πάθος του όχλου, αλλά ένα τηλεπαθητικό κύμα που αφομοίωνε τις ατομικές φωνές χιλιάδων σε μια

ανυπέρβλητη προσταγή.

Η φωνή έλεγε: Φύγε!

Η φωνή έλεγε: Διώξε αυτή τη φρικτή σκηνή μακριά, εκεί όπου δεν θα την ξαναδώ ποτέ.

Το Πόπολατς κατευθύνθηκε στους λόφους. Ο κάθε τον δρασκελισμός ήταν μισό χιλιόμετρο. 'Όλοι οι

άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά σ' αυτόν τον κοχλάζοντα πύργο ήταν τυφλοί. 'Έβλεπαν μόνο μέσα από τα

μάτια της πόλης. Σκέφτονταν μόνο με το μυαλό της πόλης. Και πίστευαν ότι ήταν αθάνατοι μέσα στην

αδυσώπητη, βαριά κι αδέξια δύναμή τους. Ογκώδεις, τρελοί κι αθάνατοι.

Μετά από τρία περίπου χιλιόμετρα, ο Μικ κι ο Τζουντ μύρισαν βενζίνη στον αέρα, και λίγο παρακάτω

συνάντησαν το Φολκσβάγκεν. Είχε ανατραπεί στο χαντάκι της αποχέτευσης στην άκρη του δρόμου, που ήταν

φραγμένο από καλάμια. Δεν είχε αρπάξει φωτιά.

Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή, και το κορμί του Βάσλαβ Γέλοβτσεκ είχε πεταχτεί έξω. Το πρόσωπό

του ήταν γαλήνιο τώρα που είχε χάσει τις αισθήσεις του. Δεν είχε ίχνη τραυματισμού, εκτός από δύο αμυχές

στο πρόσωπό του. Τον απομάκρυναν απαλά από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου και τη βρωμιά του

χαντακιού και τον έφεραν στο δρόμο. Βόγκησε λίγο καθώς προσπαθούσαν να τον βολέψουν κάπως άνετα.

'Έλυσαν τη γραβάτα του, έβγαλαν το σακάκι του και τύλιξαν το πουλόβερ του Μικ αντί για μαξιλάρι κάτω από

το κεφάλι του.

'Άνοιξε τα μάτια του, ξαφνικά. Τους κοίταξε.

"Είσαι καλά;" ρώτησε ο Μικ.

Ο άντρας δεν είπε τίποτα για μια στιγμή. Δεν έδειχνε να καταλαβαίνει.

Και μετά:

"Εγγλέζοι;" ρώτησε. Η προφορά του ήταν βαριά, αλλά η ερώτηση ήταν ευκρινής.

"Ναι".

"'Άκουσα τις φωνές σας. Εγγλέζοι".

Το πρόσωπό του συσπάστηκε και σκυθρώπιασε. "Πονάς;" ρώτησε ο Τζουντ.

Ο άντρας έδειξε να βρίσκει την ερώτηση κωμική.

"Εάν πονάω;" επανέλαβε με πρόσωπο τεντωμένο από αγωνία και ικανοποίηση ταυτόχρονα.

"Θα πεθάνω", είπε με σφιγμένα δόντια.

"'Όχι", είπε ο Μικ, "θα γίνεις καλά-"

Ο άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, απολύτως σίγουρος.

"Θα πεθάνω", επανέλαβε με αποφασιστική φωνή. "Θέλω να πεθάνω".

Ο Τζουντ πλησίασε πιο κοντά. Η φωνή του είχε εξασθενήσει.

"Πρέπει να μας πεις τι να κάνουμε", είπε. Ο άντρας είχε κλείσει τα μάτια του. Ο Τζουντ τον τράνταξε απότομα

για να συνέλθει.

"Πες μας", επανέλαβε. Η επίδειξη συμπόνιας είχε τελειώσει. "Πες μας τι συνέβη".

"Τι συνέβη;" είπε ο άντρας, συνεχίζοντας να κρατά τα μάτια του κλειστά. "'Έπεσε' ήταν απλώς μια πτώση,

αυτό είναι όλο..."

"Τι έπεσε;"

"Η πόλη. Το Ποντούγιεβο. Η πόλη μου..."

"Από πού έπεσε;"

"Από τον εαυτό της, φυσικά".

Ο άντρας δεν εξηγούσε τίποτα απλώς απαντούσε τον έναν γρίφο με άλλον.

"Πού πήγαινες;" ρώτησε ο Μικ, προσπαθώντας να μη φαίνεται επιθετικός.

"Ήθελα να προλάβω το Πόπολατς", είπε ο άντρας.

"Το Πόπολατς;" είπε ο Τζουντ.

Ο Μικ άρχισε να πιάνει έναν λογικό ειρμό στην ιστορία.

"Το Πόπολατς είναι μια άλλη πόλη. Σαν το Ποντούγιεβο. Είναι αδελφές πόλεις. Υπάρχουν στον χάρτη-"

"Πού βρίσκεται η πόλη τώρα;" ρώτησε ο Τζουντ.

Page 13: στους Λόφους οι Πόλεις

Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ προτίμησε να πει την αλήθεια. Για μια στιγμή δίστασε ανάμεσα στο να πεθάνει μ' ένα

γρίφο στα χείλη ή να ζήσει μέχρι να εξομολογηθεί την ιστορία του. Τι θα πείραζε αν τα έλεγε όλα; Δεν

επρόκειτο να υπάρξει επόμενη αναμέτρηση όλα είχαν τελειώσει.

"Ήρθαν να παλέψουν", είπε, με φωνή πολύ αδύναμη τώρα, "το Πόπολατς και το Ποντούγιεβο. Αυτό γίνεται

κάθε δέκα χρόνια".

"Να παλέψουν;" είπε ο Τζουντ. "Εννοείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι σφάχτηκαν;"

Ο Βάσλαβ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. "'Όχι, όχι. 'Έπεσαν. Σας το είπα".

"Πώς παλεύουν;" ρώτησε ο Μικ.

"Πηγαίνετε στους λόφους", ήταν η μοναδική απάντηση. Ο Βάσλαβ άνοιξε λίγο τα μάτια του. Τα πρόσωπα

που διαγράφονταν από πάνω του ήταν ταλαιπωρημένα και αναστατωμένα. 'Ήταν αθώοι, κι είχαν υποφέρει.

Είχαν το δικαίωμα ν' ακούσουν κάποιες εξηγήσεις.

"Σαν γίγαντες", είπε. "Πάλευαν σαν γίγαντες. Κατασκεύαζαν ένα κορμί από τα κορμιά τους, με

καταλαβαίνετε; Τον σκελετό, τους μυς, τα κόκαλα, τα μάτια, τη μύτη, τα δόντια, όλα φτιαγμένα από άντρες και

γυναίκες".

"Παραληρεί", είπε ο Τζουντ.

"Πηγαίνετε στους λόφους", είπε ξανά, "να δείτε μόνοι σας αν λέω αλήθεια".

"Ακόμη κι αν υποθέσουμε-" άρχισε ο Μικ.

Ο Βάσλαβ τον διέκοψε, ανυπομονώντας να ολοκληρώσει τη διήγησή του. "Ήταν καλοί στο παιχνίδι των

γιγάντων. Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες εξάσκησης - κάθε δέκα χρόνια έφτιαχναν την κατασκευή όλο και

μεγαλύτερη. Η κάθε πόλη φιλοδοξούσε να είναι μεγαλύτερη από την άλλη. Δένονταν όλοι με σκοινιά, άψογα.

Τένοντες... σύνδεσμοι... Μέσα στην κοιλιά του υπήρχε τροφή... από τα νεφρά του έβγαιναν σωλήνες που

απομάκρυναν τα απόβλητα. Αυτοί που έβλεπαν καλά κάθονταν στις κόγχες των ματιών, όσοι είχαν δυνατές

φωνές στο στόμα και τον λάρυγγα. Δεν θα πιστεύατε ποτέ ότι υπάρχει τόσο καλοσχεδιασμένος μηχανισμός".

"Πράγματι, δεν το πιστεύω", είπε ο Τζουντ και σηκώθηκε όρθιος.

"Είναι το σώμα του κράτους", είπε ο Βάσλαβ, σχεδόν ψιθυριστά, "είναι το σχήμα της ζωής μας".

Σιωπή. Μικρά σύννεφα πέρασαν πάνω από το δρόμο και σκόρπισαν αθόρυβα στον αέρα.

"'Ήταν ένα θαύμα", είπε. Μίλησε σαν να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το πραγματικό μέγεθος αυτού

του γεγονότος. "Ήταν ένα θαύμα".

Είχε πει αρκετά. Ναι, ήταν αρκετά.

Αφού ειπώθηκαν κι οι τελευταίες λέξεις, το στόμα του έκλεισε, και πέθανε.

Ο Μικ πόνεσε γι' αυτόν το θάνατο πολύ πιο έντονα απ' ό,τι για τους χιλιάδες άλλους που είχαν αφήσει

πίσω τους. 'Ίσως γιατί ο συγκεκριμένος θάνατος ήταν το κλειδί που απασφάλιζε την οδύνη που αισθανόταν

για όλους.

Ο Μικ ήταν ανίκανος να αποφασίσει κατά πόσον ο άντρας είχε θελήσει να πει ένα φανταστικό ψέμα τη στιγμή

που πέθαινε, ή κατά πόσον αυτή η ιστορία ήταν αληθινή. Η φαντασία του ήταν πολύ στενή για να περιλάβει

στα όριά της αυτή την ιδέα. Υπέφερε μόνο που το σκεφτόταν, κι η συμπόνια του ράγιζε κάτω από το βάρος

της δυστυχίας που ένιωθε.

Στάθηκαν στο δρόμο βλέποντας τα σύννεφα να ρίχνουν τις συγκεχυμένες, γκρίζες σκιές τους πάνω τους,

καθώς έτρεχαν παρασυρμένα από τον άνεμο στην κατεύθυνση των αινιγματικών λόφων.

Είχε σουρουπώσει.

Το Πόπολατς δεν άντεχε να περπατήσει άλλο. Ένιωθε όλους τους μυς του εξαντλημένους. Σε διάφορα

σημεία της τεράστιας ανατομίας του, κάποιοι είχαν πεθάνει αλλά η πόλη δεν πενθούσε για τα

αποσυντεθειμένα της κύτταρα. Αν οι νεκροί ήταν στο εσωτερικό, τους άφηναν να κρέμονται από τα χαλινάρια.

Αν βρίσκονταν στο δέρμα της πόλης, τους έλυναν από τη θέση τους και τους άφηναν να πέσουν κάτω στο

δάσος.

Ο γίγαντας δεν ήταν ικανός για οίκτο. Η μόνη του φιλοδοξία ήταν να συνεχίσει μέχρι τέλους.

'Όταν ο ήλιος χάθηκε από τον ορίζοντα, το Πόπολατς κάθισε να ξεκουραστεί σ' ένα μικρό λοφίσκο,

αναπαύοντας το τεράστιο κεφάλι του στα τεράστια χέρια του.

Τα άστρα άρχισαν να βγαίνουν με τη συνηθισμένη τους επιφυλακτικότητα. Η νύχτα πλησίαζε, γιατρεύοντας

μεγαλόψυχα τις πληγές της ημέρας, τυφλώνοντας τα μάτια που είχαν δει τόσο πολλά.

Το Πόπολατς σηκώθηκε στα πόδια του κι άρχισε να προχωρεί με το βροντερό του βήμα. Η εξάντληση θα το

παρέλυε γρήγορα. Δεν θα άντεχε για πολύ. Σύντομα θα ξάπλωνε στον τάφο κάποιας χαμένης κοιλάδας και

θα πέθαινε.

Page 14: στους Λόφους οι Πόλεις

'Όμως για λίγο ακόμη έπρεπε να προχωρήσει, παρ' όλο που το κάθε του βήμα ήταν όλο και πιο οδυνηρό,

μέσα στη νύχτα που άνοιγε τα μαύρα της πέταλα γύρω από το κεφάλι του.

Ο Μικ ήθελε να θάψουν τον κλέφτη του αυτοκινήτου, κάπου στην άκρη του δάσους. 'Όμως ο Τζουντ του

εξήγησε ότι ένα θαμμένο πτώμα, στο υγιέστερο φως της αυριανής ημέρας, μπορεί να φαινόταν ύποπτο. Κι

επιπλέον, ήταν παράλογο να ασχολούνται με ένα πτώμα όταν, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το

σημείο όπου στέκονταν, υπήρχαν κυριολεκτικά χιλιάδες άθαφτα πτώματα.

'Έτσι εγκατέλειψαν το πτώμα στο δρόμο, και το αυτοκίνητο μέσα στο χαντάκι.

'Άρχισαν ξανά να περπατάνε.

Το κρύο όλο και δυνάμωνε, και πεινούσαν, αλλά τα λιγοστά σπίτια που συνάντησαν στο δρόμο τους ήταν

κλειστά και κλειδωμένα.

"Τι εννοούσε;" είπε ο Μικ, καθώς στέκονταν μπροστά σε άλλη μια κλειδωμένη πόρτα.

"Μιλούσε μεταφορικά-"

"'Όλη αυτή η κουβέντα για τους γίγαντες;"

"Τροτσκιστικές ανοησίες-" επέμενε ο Τζουντ.

"Δεν νομίζω".

"Είμαι βέβαιος. 'Έβγαλε τον τελευταίο του λόγο. Πιθανότατα, τον προετοίμαζε εδώ και χρόνια".

"Δεν νομίζω", είπε πάλι ο Μικ, κι άρχισε να περπατά προς το δρόμο.

"Γιατί;" ρώτησε ο Τζουντ πίσω από την πλάτη του. "Δεν φαινόταν να απαγγέλλει την κομματική του γραμμή"

"Θέλεις να μου πεις ότι πιστεύεις πως υπάρχουν γίγαντες εδώ γύρω; Για τ' όνομα του Θεού!"

Ο Μικ γύρισε να αντικρίσει τον Τζουντ. 'Ήταν δύσκολο να διακρίνεις το πρόσωπό του μέσα στο σούρουπο,

αλλά η φωνή του ήταν σοβαρή και φανέρωνε τη βεβαιότητά του. "Ναι. Νομίζω ότι έλεγε την αλήθεια".

"Αυτό είναι παράλογο. Είναι γελοίο. 'Όχι".

Ο Τζουντ μίσησε τον Μικ εκείνη τη στιγμή. Μίσησε την αφέλειά του, την ανάγκη του να πιστεύει την όποια

ηλίθια ιστορία στο βαθμό που τη διέκρινε μια δόση ρομαντισμού. Και η συγκεκριμένη ήταν η χειρότερη, η πιο

βλακώδης... "'Όχι", επανέλαβε. "Όχι. 'Όχι. 'Όχι".

Ο ουρανός ήταν λείος σαν πορσελάνη, και το περίγραμμα των λόφων μαύρο σαν κατράμι.

"'Έχω πεθάνει στο κρύο", φώναξε ο Μικ μέσα από το σκοτάδι. "Θα κάτσεις εδώ ή θα έρθεις να περπατήσεις

μαζί μου;"

"Δεν πρόκειται να βρούμε τίποτα σ' αυτή την κατεύθυνση", φώναξε ο Τζουντ.

"Είναι πολύ μακριά για να πάμε πίσω".

"'Έτσι χωνόμαστε πιο βαθιά μέσα στους λόφους". "Κάνε ό,τι θες - εγώ φεύγω".

Τα βήματά του απομακρύνθηκαν. το σκοτάδι τον τύλιξε. Μετά από ένα λεπτό, ο Τζουντ τον ακολούθησε.

Η νύχτα ήταν ξάστερη και κρύα. Συνέχισαν να περπατούν με τους γιακάδες τους σηκωμένους για να

προφυλαχτούν από την παγωνιά, με τα πόδια τους πρησμένα μέσα στα παπούτσια τους. Πάνω τους ο

ουρανός ολόκληρος ήταν μια παρέλαση αστεριών. 'Ένας θρίαμβος διάσπαρτου φωτός, από το οποίο το μάτι

μπορούσε να φτιάξει αμέτρητα σχέδια. Μετά από λίγο τύλιξαν τα κουρασμένα μπράτσα τους, ο ένας γύρω

από τον άλλο, για ζεστασιά και θαλπωρή.

Γύρω στις έντεκα, είδαν από μακριά φως στο παράθυρο ενός σπιτιού.

Η γυναίκα στην πόρτα του πέτρινου αγροτόσπιτου δεν χαμογέλασε όταν τους είδε, αλλά κατάλαβε την

κατάστασή τους και τους άφησε να μπουν. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσουν να εξηγήσουν στη γυναίκα ή

στον σακάτη άντρα της αυτό που είχαν δει. Η αγροικία δεν είχε τηλέφωνο, ούτε είδαν κάποιο μεταφορικό

μέσον, οπότε, ακόμη κι αν έβρισκαν κάποιον τρόπο να εκφραστούν, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα.

Με παντομίμα και γκριμάτσες εξήγησαν ότι ήταν νηστικοί κι εξαντλημένοι. Προσπάθησαν να τους

εξηγήσουν επιπλέον ότι είχαν χαθεί, οικτίροντας την αφηρημάδα τους - είχαν ξεχάσει το βιβλίο με τους

διάλογους στο Φολκσβάγκεν. Η γυναίκα δεν έδειξε να καταλαβαίνει πολλά απ' αυτά που της έλεγαν, όμως

τους έβαλε να κάτσουν δίπλα στη δυνατή φωτιά και ζέστανε μια κατσαρόλα με φαγητό στο μάτι της κουζίνας.

'Έφαγαν πηχτή, ανάλατη σούπα με αρακά κι αυγά. Σποραδικά χαμογελούσαν στη γυναίκα προσπαθώντας

να της εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Ο άντρας της κάθισε δίπλα στο τζάκι. Δεν έκανε καμιά απόπειρα

να κουβεντιάσει με τους επισκέπτες, ή έστω να γυρίσει να τους κοιτάξει.

Το φαγητό ήταν νόστιμο και τόνωσε το ηθικό τους.

Θα κοιμόντουσαν μέχρι το πρωί και θα ξεκινούσαν για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Μέχρι την αυγή τα

πτώματα στο πεδίο της μάχης θα είχαν μετρηθεί, θα είχαν αναγνωριστεί, θα είχαν μαζευτεί και θα είχαν

σταλεί στις οικογένειές τους. Η ατμόσφαιρα θα ήταν γεμάτη από καθησυχαστικούς θορύβους που θα

Page 15: στους Λόφους οι Πόλεις

έσβηναν τα βογκητά που ακόμη αντηχούσαν στ' αυτιά τους. Θα έβλεπαν ελικόπτερα, φορτηγά με ανθρώπους

που θα καθάριζαν την περιοχή. 'Όλες οι τυπικές διαδικασίες που συνοδεύουν ένα πολιτισμένο δυστύχημα.

Και μετά από λίγο καιρό, θα ήταν ευπρόσδεκτο. Θα αποτελούσε τμήμα της εμπειρίας τους. Θα επρόκειτο

πάντα για μια τραγωδία, φυσικά, μα μια τραγωδία που θα ήταν σε θέση να εξηγήσουν, να ταξινομήσουν και

να μάθουν να ζουν μαζί της. 'Όλα θα πήγαιναν καλά, ναι, όλα θα πήγαιναν καλά. Με το ξημέρωμα της

καινούριας μέρας.

Ο ύπνος που φέρνει η μεγάλη κούραση τους πήρε αιφνιδιαστικά. Κοιμήθηκαν εκεί που κάθονταν, στο τραπέζι

του φαγητού, με τα κεφάλια τους πάνω στα σταυρωμένα χέρια τους, ανάμεσα στα άδεια, βρώμικα πιάτα και

τα ξεροκόμματα του ψωμιού.

Δεν κατάλαβαν τίποτα. Δεν ονειρεύτηκαν τίποτα. Δεν αισθάνθηκαν τίποτα.

 

Και τότε άρχισε ο ορυμαγδός.

'Ένας ρυθμικός βηματισμός ακούστηκε από τα έγκατα της γης, ο βηματισμός ενός τιτάνα, που βαθμιαία

πλησίαζε. Η γυναίκα ξύπνησε τον άντρα της. 'Έσβησε τη λάμπα και πήγε στην πόρτα. Ο νυχτερινός ουρανός

έλαμπε με άπειρα αστέρια. Οι λόφοι υψώνονταν γύρω τους σκοτεινοί.

Η βροντή συνέχιζε ν' ακούγεται. Μεσολαβούσε μισό λεπτό ανάμεσα σε κάθε γδούπο, αλλά ήταν όλο και

δυνατότερη.

Στάθηκαν δίπλα δίπλα στο κατώφλι της πόρτας, άντρας και γυναίκα, κι αφουγκράστηκαν τους λόφούς να

αντηχούν το θόρυβο μέσα στη νύχτα. Αστραπές δεν συνόδευαν αυτήν τη βροντή.

Μόνο ο θόρυβος.

Μπουμ

Μπουμ

Το έδαφος έτρεμε' σκόνη έπεφτε από το πρέκι της πόρτας και τα μάνταλα των παραθύρων κροτάλιζαν.

Μπουμ

Μπουμ

Δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που πλησίαζε, αλλά όποιο σχήμα και να έπαιρνε, όποιες και να ήταν οι προθέσεις

του, δεν είχε νόημα να απομακρυνθούν. Το σημείο που κάθονταν, το αξιοθρήνητο καταφύγιο της αγροικίας

τους, ήταν το ίδιο ασφαλές με οποιαδήποτε γωνιά στο δάσος. Πώς θα μπορούσαν να διαλέξούν, από τα

εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα, αυτό που θα έστεκε όρθιο όταν ο ορυμαγδός περνούσε; Ήταν καλύτερα να

περιμένουν- να περιμένουν και να κοιτάζουν.

Η όραση της γυναίκας δεν ήταν καλή, γι' αυτό και δεν πίστεψε στα μάτια της όταν είδε τη μαυρίλα του

λόφου ν' αλλάζει σχήμα και να υψώνεται μέχρι τον ουρανό, σβήνοντας το φως των αστεριών. Όμως το είδε κι

ο άντρας της' το αφάνταστα τεράστιο κεφάλι, που μέσα στο απατηλό σκοτάδι έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερο, να

διαγράφεται όλο και ψηλότερα, επισκιάζοντας μέσα στην αχαλίνωτη φιλοδοξία του ακόμη και τους λόφους.

'Έπεσε στα γόνατα, μουρμουρίζοντας προσευχές, με τα πονεμένα από την αρθρίτιδα πόδια του

στρεβλωμένα πίσω του.

Η γυναίκα του ούρλιαξε: καμιά προσευχή απ' αυτές που γνώριζε, κανένα ξόρκι, καμιά ικεσία δεν ήταν ικανή

να εξουδετερώσει αυτό το τέρας.

Μέσα στο αγροτόσπιτο ο Μικ ξύπνησε' το τεντωμένο χέρι του, που έπαθε μια ξαφνική κράμπα, τίναξε τα

πιάτα και τη λάμπα από το τραπέζι.

'Έσπασαν. Ο Τζουντ ξύπνησε.

Τα ουρλιαχτά στην εξώπορτα είχαν σταματήσει. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί μέσα στο δάσος. Οποιοδήποτε

δέντρο, όλα τα δέντρα ήταν καλύτερα απ' αυτό το θέαμα. Αράδες προσευχών συνέχιζαν ν' αργοκυλούν από

το άψυχο στόμα του άντρα της, καθώς ο γίγαντας σήκωσε το πόδι του για να κάνει άλλο ένα βήμα: Μπουμ.

Το αγροτόσπιτο σείστηκε ολόκληρο. Τα πιάτα άρχισαν να χορεύουν στα ντουλάπια, έσπασαν. Ο πήλινος

καπναγωγός κύλησε μέσα από την καμινάδα του τζακιού κι έγινε συντρίμμια στις στάχτες της λιθόπλακας.

Οι εραστές γνώριζαν τον θόρυβο που αντηχούσε μέσα στο ίδιο το κορμί τους' αυτήν τη γήινη βροντή.

Ο Μικ πλησίασε τον Τζουντ και τον έπιασε από τους ώμους.

"Βλέπεις", είπε, με δόντια που φάνταζαν γκριζογάλανα μέσα στο σκοτεινό σπίτι. "Βλέπεις; Βλέπεις;"

Υπήρχε ένα είδος υστερίας στη φωνή του. 'Έτρεξε στην πόρτα, σκοντάφτοντας σε μια καρέκλα μέσα στο

σκοτάδι. Χτυπημένος και βρίζοντας, βγήκε τρικλίζοντας έξω στη νύχτα '

Μπουμ!

Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Αυτή τη φορά έσπασε όλα τα τζάμια στο αγροτόσπιτο. Στην κρεβατοκάμαρα

μια τράβα της στέγης ράγισε και μπάζα γέμισαν το πάτωμα.

Page 16: στους Λόφους οι Πόλεις

Ο Τζουντ συνάντησε τον εραστή του στο κατώφλι. Ο γέροντας είχε πέσει με το πρόσωπο στη γη, με τα

άρρωστα, πρησμένα δάχτυλά του κυρτά, τα ικετευτικά του χείλη να πιέζουν το υγρό έδαφος.

Ο Μικ κοίταζε ψηλά τον ουρανό. Ο Τζουντ ακολούθησε το βλέμμα του.

Υπήρχε ένας χώρος στον ουρανό χωρίς αστέρια. Το σκοτάδι είχε πάρει το σχήμα ενός ανθρώπου, ενός

τεράστιου, σωματώδους ανθρώπινου σκελετού, ενός κολοσσού που υψωνόταν μέχρι τ' αστέρια. Δεν ήταν

ακριβώς τέλειος ο γίγαντας. Το περίγραμμά του δεν ήταν καθαρό: αναδευόταν και μυρμήγκιαζε.

'Ήταν φαρδύτερος από κάθε ζωντανό άνθρωπο. Οι γάμπες του ήταν ασυνήθιστα κοντόχοντρες, και τα

μπράτσα του δεν ήταν μακριά. Τα χέρια του, καθώς σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν, είχαν παράδοξες

κλειδώσεις, κι ήταν υπερβολικά λεπτά για τον κορμό του.

Σήκωσε το ένα γιγάντιο, επίπεδο πόδι του και το έβαλε στη γη, κάνοντας ένα ακόμη βήμα προς το μέρος

τους. Μπουμ!

Το βήμα του προκάλεσε την κατάρρευση της στέγης. 'Όλα όσα τους είχε πει ο κλέφτης του αυτοκινήτου ήταν

αληθινά. Το Πόπολατς ήταν μια πόλη, και συγχρόνως ένας γίγαντας κι είχε φύγει στους λόφους...

Τα μάτια τους είχαν συνηθίσει πια το νυχτερινό φως. Διέκριναν με κάθε φρικτή λεπτομέρεια τον τρόπο

κατασκευής αυτού του τέρατος. 'Ήταν ένα αριστούργημα ανθρώπινης μηχανικής: ένας άνθρωπος φτιαγμένος

εξ ολοκλήρου από ανθρώπους. Ακόμη καλύτερα, ένας γίγαντας χωρίς φύλο, φτιαγμένος από άντρες,

γυναίκες και παιδιά. Όλοι οι πολίτες του Πόπολατς σφάδαζαν και τανύζονταν στο σώμα αυτού του πλεγμένου

από ανθρώπινη σάρκα γίγαντα. Οι μύες τους ήταν τεντωμένοι σε οριακό σημείο, τα κόκαλά τους ήταν έτοιμα

να σπάσουν.

Είδαν με ποιον τρόπο οι αρχιτέκτονες του Πόπολατς είχαν διαφοροποιήσει ελαφρά τις αναλογίες του

ανθρώπινου κορμιού: είχαν φτιάξει το πλάσμα κοντόχοντρο, για να χαμηλώσουν το κέντρο βάρους του τα

πόδια του ήταν χοντρά σαν του ελέφαντα, για να αντέχουν τον όγκο του κορμού' το κεφάλι ήταν χωμένο

βαθιά μέσα στους φαρδείς του ώμους, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα ενός αδύναμου

λαιμού.

Παρά τις όποιες παραμορφώσεις του, έμοιαζε τρομακτικά ζωντανό. Τα κορμιά που ήταν δεμένα μαζί για να

φτιάξουν το δέρμα του ήταν γυμνά' δεν φορούσαν τίποτα εκτός από τα χαλινάρια, με αποτέλεσμα η επιφάνειά

του να λάμπει στην αστροφεγγιά σαν ένας τεράστιος ανθρώπινος κορμός. Ακόμη και οι μύες, αν και

απλοποιημένοι, ήταν πολύ καλά αντεγραμμένοι. Διέκριναν τον τρόπο με τον οποίο τα δεμένα κορμιά

έσπρωχναν και τραβούσαν το ένα το άλλο σε συμπαγείς χορδές σάρκας και οστών. Διέκριναν τους

διαπλεκόμενους ανθρώπους που σχημάτιζαν το κορμί: οι πλάτες τους σαν πλάτες χελώνας είχαν στοιχηθεί

για να σχηματίσουν την καμπύλη του θώρακα- οι δεμένοι και κομποδεμένοι ακροβάτες στους συνδέσμους

των μπράτσων και των χεριών κουλουριάζονταν και ξετυλίγονταν εναλλακτικά για να κινούν τις αρθρώσεις

της πόλης.

'Όμως, το εκπληκτικότερο όλων ήταν το πρόσωπο. Μάγουλα από ανθρώπινα κορμιά σπηλαιώδεις κόγχες

ματιών, ο κάθε βολβός φτιαγμένος από πέντε ανθρώπινα κεφάλια μια φαρδιά κι επίπεδη μύτη ένα στόμα που

ανοιγόκλεινε καθώς οι μύες του σαγονιού μάζευαν και άπλωναν ρυθμικά. Κι απ' αυτό το στόμα, που για

δόντια είχε φαλακρά παιδικά κεφαλάκια, έβγαινε η φωνή του γίγαντα, μια ασθενική πλέον απομίμηση της

πρότερης έντασής της, που επαναλάμβανε την ίδια νότα ενός χαζού σκοπού.

Το Πόπολατς περπατούσε και τραγουδούσε.

Υπήρξε ποτέ, σ' όλη την Ευρώπη, θέαμα αντίστοιχο μ' αυτό;

Ο Μικ κι ο Τζουντ το παρακολουθούσαν καθώς έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος τους.

Ο γέροντας είχε κατουρηθεί πάνω του. Κλαίγοντας κι εκλιπαρώντας, σύρθηκε με τα χέρια στο χώμα,

εγκαταλείποντας το ερειπωμένο σπίτι του, προσπαθώντας να βρει καταφύγιο μέσα στα δέντρα.

Οι Εγγλέζοι έμειναν ακίνητοι στη θέση τους, παρακολουθώντας το θέαμα καθώς πλησίαζε. Ούτε ο τρόμος

ούτε η φρίκη μπορούσαν να τους επηρεάσουν τώρα, μόνο το δέος που τους κρατούσε ριζωμένους στα πόδια

τους. Γνώριζαν ότι αυτό ήταν κάτι που δεν θ' αντίκριζαν ποτέ ξανά' ήταν ο κολοφώνας - μετά απ' αυτό, όλα

θα ήταν κοινότοπες εμπειρίες. Καλύτερα να μείνουν, λοιπόν, παρ' όλο που με το κάθε βήμα πλησίαζε κι ο

θάνατος. Καλύτερα να μείνουν και να το κοιτάζουν όσο ήταν ακόμη ορατό. Κι αν τους σκότωνε, αυτό το

τέρας, τουλάχιστον θα είχαν δει ένα θαύμα, θα είχαν γνωρίσει το φρικτό μεγαλείο τον για μια μοναδική

στιγμή. 'Ήταν μια δίκαιη συναλλαγή.

Το Πόπολατς απείχε δύο βήματα από το αγροτόσπιτο. Έβλεπαν την πολυπλοκότητα της δομής του

πεντακάθαρα. Διέκριναν τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα των πολιτών κάτωχρα, μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά

ικανοποιημένα μέσα στην κόπωσή τους. Μερικοί κρέμονταν νεκροί από τα χαλινάρια τους, με τα πόδια τους

Page 17: στους Λόφους οι Πόλεις

να αιωρούνται μπρος πίσω σαν απαγχονισμένοι. Άλλοι, ιδιαίτερα τα παιδιά, είχαν σταματήσει να υπακούουν

στις οδηγίες κι είχαν χαλαρώσει, με αποτέλεσμα το σχήμα του κορμιού να εκφυλίζεται, να αναδεύεται μαζί με

τα επαναστατημένα κύτταρα.

Κι όμως περπατούσε ακόμη το κάθε του βήμα, μια ανυπολόγιστη προσπάθεια συγχρονισμού και κίνησης.

Μπουμ

Το βήμα που ισοπέδωσε το αγροτόσπιτο ήρθε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμεναν.

Ο Μικ είδε τη γάμπα να σηκώνεται, είδε τα ανθρώπινα πρόσωπα στο καλάμι, στον αστράγαλο, στο πέλμα

- ήταν στο μέγεθός του τώρα - όλοι μεγαλόσωμοι άντρες που είχαν επιλέξει να σηκώσουν το βάρος της

γιγάντιας κατασκευής. Πολλοί ήταν νεκροί. Στην πατούσα είδε ένα συνονθύλευμα λιωμένων και ματωμένων

κορμιών, πιεσμένων μέχρι θανάτου από το βάρος των συμπολιτών τους.

Το πόδι κατέβηκε με βουητό.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το αγροτόσπιτο είχε γίνει συντρίμμια και σκόνη.

Το Πόπολατς έκρυβε ολοκληρωτικά τον ουρανό. Για μια στιγμή έγινε ολόκληρος ο κόσμος, γη και ουρανός.

Η παρουσία του πλημμύριζε τις αισθήσεις σε εκρηκτικό βαθμό. Από τόσο κοντά, μια ματιά δεν μπορούσε να

το αγκαλιάσει ολόκληρο' το μάτι έπρεπε να περιφέρεται πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά για να το συλλάβει σ'

όλο του το μέγεθος, και πάλι το μυαλό αδυνατούσε να αποδεχθεί την αλήθεια.

'Ένα στροβιλιζόμενο αγκωνάρι εκτοξεύτηκε από το σπίτι όταν κατέρρευσε και χτύπησε τον Τζουντ

καταπρόσωπο. Με το μυαλό του άκουσε το θανατηφόρο χτύπημα σαν μπάλα που χτυπούσε σε τοίχο ένα

δυστύχημα σε ώρα παιχνιδιού. Κανένας πόνος - καμία μεταμέλεια. 'Έσβησε σαν το φως, ένα μικρό,

ασήμαντο φως - η επιθανάτια κραυγή του χάθηκε μέσα στο πανδαιμόνιο, το κορμί του κρύφτηκε μέσα στη

σκόνη και το σκοτάδι. Ο Μικ δεν είδε ούτε άκουσε τον Τζουντ να πεθαίνει.

'Ήταν πολύ απασχολημένος με το να παρακολουθεί το πόδι, που έκατσε για μια στιγμή στα ερείπια, ενώ

το άλλο επιστράτευε όλη τη θέληση και τη δύναμή του για να σηκωθεί.

Ο Μικ άρπαξε την ευκαιρία. Ουρλιάζοντας σαν δαίμονας, έτρεξε προς το μέρος του ποδιού, ποθώντας ν'

αγκαλιάσει το τέρας. Σκόνταψε μέσα στα συντρίμμια, σηκώθηκε πάλι, ματωμένος, για να προλάβει ν' αρπάξει

το πόδι πριν σηκωθεί και μείνει πίσω. Ακούστηκε μια οχλοβοή αγωνίας όταν έφτασε στο πόδι η εντολή ότι

έπρεπε να σηκωθεί ξανά' ο Μικ είδε τους μυς της κνήμης να μαζεύονται και ν' αγκαλιάζονται όταν το πόδι

άρχισε να υψώνεται.

Πήδησε προς το μέλος τη στιγμή που άρχισε να εγκαταλείπει το έδαφος, προσπαθώντας ν' αδράξει ένα

χαλινάρι, ένα σκοινί, ανθρώπινα μαλλιά ή έστω ανθρώπινη σάρκα - οτιδήποτε για να πιάσει αυτό το

διερχόμενο θαύμα και ν' αποτελέσει τμήμα του. Καλύτερα να πήγαινε μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, να

υπηρετήσει τους στόχους του, όποιοι κι αν ήταν καλύτερα να πεθάνει μαζί του, από το να ζήσει χωρίς αυτό.

'Έπιασε το πόδι και βρήκε ένα ασφαλές στήριγμα στον αστράγαλό του. Τη στιγμή που ούρλιαξε

εκστασιασμένος από την επιτυχία του, ένιωσε το πόδι να σηκώνεται, και κοίταξε μέσα από το στρόβιλο της

σκόνης το σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως να υποχωρεί μαζί με τη γη.

Το έδαφος είχε απομακρυνθεί κάτω από τα πόδια του. Είχε κάνει ωτοστόπ σ' έναν Θεό- η ζωή που είχε

εγκαταλείψει δεν σήμαινε τίποτε γι' αυτόν τώρα, για πάντα πια. Θα ζούσε μ' αυτό το πλάσμα, ναι, θα ζούσε

μαζί του, και θα το έβλεπε συνέχεια, θα το έτρωγε με τα μάτια του μέχρι να πεθάνει από καθαρή αδηφαγία.

Φώναζε και ούρλιαζε κι έκανε κούνια πάνω στα σκοινιά, μεθώντας από τον θρίαμβό του. Κάτω, πολύ

μακριά, είδε το κορμί του Τζουντ, κουλουριασμένο, χλωμό πάνω στο σκοτεινό χώμα, ανεπανόρθωτα χαμένο.

Ο έρωτας, η ζωή και η λογική είχαν χαθεί μαζί με τη θύμηση του ονόματός του, του φύλου του και των

φιλοδοξιών του.

'Όλα ήταν ασήμαντα. Τελείως ασήμαντα.

Μπουμ

Μπουμ

Το Πόπολατς περπατούσε. Τα βήματά του έσβηναν στην ανατολή. Το Πόπολατς περπατούσε. Η φωνή του

χανόταν στη νύχτα.

 

Μια μέρα πέρασε, και ήρθαν τα πουλιά, οι αλεπούδες, οι μύγες, οι πεταλούδες, οι σφήκες. Ο Τζουντ

μετακινήθηκε, ο Τζουντ μεταμορφώθηκε, ο Τζουντ γέννησε. Προνύμφες αναπτύχθηκαν μέσα στην κοιλιά του,

το θρεπτικό κρέας του μηρού του φαγώθηκε στη φωλιά μιας αλεπούς. Μετά απ' αυτό, όλα εξελίχθηκαν

γρήγορα. Τα κόκαλά του κιτρίνισαν, τα κόκαλά του θρυμματίστηκαν: στη θέση που κάποτε είχε γεμίσει με

απόψεις και ιδέες, σύντομα απέμεινε ένα κενό.

Page 18: στους Λόφους οι Πόλεις

 

Σκοτάδι, φως, σκοτάδι, φως.

Το όνομά του δεν διέκοψε τίποτα από τα δύο.