Σκαρίμπας ποίηματα

13
ΧΑΛΚΙΔΑ (από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ) Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη! νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη– ένας λυπημένος πιερότος! Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος, πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα… Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, Ως θερία, ως δέντρα – αναγλυμένοι– ως ψάρια τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι. Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα, κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο

description

Γιάννης Σκαρίμπας - ποιήματα

Transcript of Σκαρίμπας ποίηματα

Page 1: Σκαρίμπας ποίηματα

ΧΑΛΚΙΔΑ(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότοςκι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτοςήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποιπάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάριατά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σουκι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνακαί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότοκαί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδαέναν μου ακόμη πιερότο! . . .

 

 

ΦΑΝΤΑΣΙΑ(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζίπρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζίκάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντάγι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντάόλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός

Page 2: Σκαρίμπας ποίηματα

γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάειΌλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζίπέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .

 

 

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμουςτήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμουςδίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιοάς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντιρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλειριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμαήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείληκαί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνειγεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος μέ ροκάνι!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίωνπόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείωνφορεμάτων. . .

Page 3: Σκαρίμπας ποίηματα

 

ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κεράαπόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νεράκι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρικαι θα μυρίζει ήλιο και βροχήκαι νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,και να, μαζί σου κιόλας αρχινώχρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνεικαπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπάπρος τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσήκι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,που άκουγα διπλά τα βήματα μου!Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;κι εσύ κοντά μου . . .

 

 

Ταμάρα

Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερήλες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτειαδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρήπερπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.

Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί

Page 4: Σκαρίμπας ποίηματα

στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάριχυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοίγοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.

Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — νασφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο —κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά—μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.

Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνόςήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ωςτον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...

Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίςΚύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγανκι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής —— κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν...

Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να—μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνεκαι γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανάκαι Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...

 

 

Το ξάφνιασμα

Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,τα χάλκινα —με τρεις οπές— σουράβλια είχαν στα χείλη,όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες— ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το 'να το άλλο εφίλει.

Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η — σαΐτα —ρίγα(των χρυσοκεντημένων της — αράδα — παπαγάλων)στις γάμπες σου ανελίχτηκε — γοργό ερπετό — που ερίγαστο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων.

Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών — στο σέρπιο μονοπάτι —τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου)έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτικαι τ' αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου...

 

 

Page 5: Σκαρίμπας ποίηματα

Η Κυρά μου η τρέλα...(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβεικειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβηως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπηκ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπηως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλημη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμέναφέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμέναή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνηαυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...

 

 

Το βαπόρι

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλαστο άτι της σιγής κι' όλα να πάηςκαι vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλασύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —βαρύ ένα βαπόρι και κατόπιπάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοικι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μουακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβιέξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

Page 6: Σκαρίμπας ποίηματα

 

 

Στάδιον δόξης(συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάραοι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη(με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδεςόπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοίαμαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδείαεαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοιμεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία,κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώληςκαι προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλειςμε κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει(αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει)η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένησαν από —τεμπεσίρι...

 

 

Εαυτούληδες(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,

Page 7: Σκαρίμπας ποίηματα

ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθηκαι με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφεςόλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτεςμουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργαμπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμουςνά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάνταστούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούριαοι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —τα θούρια...

 

 

Τα ποιήματα "Ταμάρα", "Το ξάφνιασμα", "Η Κυρά μου η τρέλα. . .", "Το βαπόρι", "Στάδιον δόξης" και "Εαυτούληδες" είναι από το περιοδικό Περίπλους τ. 44, Μάρτιος-Ιούνιος '97 (δεςσελίδες σύγχρονης ελληνικής ποίησης)