Νικηφόρος Βρεττάκος - Μελέτες για το έργο του
description
Transcript of Νικηφόρος Βρεττάκος - Μελέτες για το έργο του
N i K n q x ' ) p o ( ; Β ρ ε ι τ ά κ ο ς
ΚΥΚΛΟ Φ Ο ΡΕΙ ΣΤΗ Ν ΙΔ ΙΑ Σ Ε ΙΡ Α
Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ Ρ ΙΤ Σ Ο Σ Μ ΕΛ Ε Τ ΕΣ Γ ΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Γράφουν : Άραγκόν - Σόνια ’Ηλίνοκογια - Μαρία Μπά- νους - Πήτερ Μπήαν - Ούίλλιαμ Β. Σπά- νος - Μίντσος Άλεξανδρόπουλος - Νόρα Ά- ναγνωοτάκη - Πανος θασίτης · Ρούλα Κα- κλαμανάκη - Κώστας Κουλουφακος · Τάοος Λειβαδίτης.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣΒΡΕΤΤΑΚΟΣΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΓΡΑΦΟΥΝ:ROTOLO V.
ROSENTHAL - ΚΑΜΑΡΙΝΕΑ I.SETSEV Μ.BEGERT Μ.DOULIS ΤΗ.
ΑΝΤΑΙΟΣ Π.ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α.ΒΑΡΙΚΑΣ Β.ΒΟΥΡΝΑΣ Τ.ΓΕΡΑΝΗΣ ΣΤ.ΙΩ ANNOY Π.
ΚΑΚ ΑΛΜΑΝΑΚ Η Ρ.ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ Κ.
ΡΕΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ Ν.
ΤΣΙΡΟΠΟΥΑΟΣ Κ.
ΟΙ Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ Π Ο Ι Η Τ Ε Σ ΔΙΟΓΕΝΗΣ · ΑΘΗΝΑ · 1976
3 Τ 0 Ν. Ν ΙΚ Η Φ Ο ΡΟ B P C T T 3 . 1CO
ce tterai^fcvin ο 6 ε^σ& c* a r^kbyiler* cd ττ6ή θ Ι^ > /€ ΐ c6 Ί 6 ^ \ ^ έ v M ^e .
C ^> χ ρ ώ (* λ I Sri, %y\ SxZi/ύ. vo- i i To y dpiSei «tioU po ηρό-ζ» lo \e $ p p H T S j^rteu h ■
Qltf »Cv>ri< jDVCCX C*<^G^€V<0 I’ p V O ^ C V le>v c t^ k ? rr^3 iv« ) cm c-ay-iA
^ Ι ώ ν < ί ΐ \ x v ^ t \ n e u ^ .
cvw e^o ^4 //(k\4&ξγ£ν&γ>ό<5ά<// οΐό ^ ό γ £ ρ ^ ί ^ ο ΐ Μ ? < Ν ν Η ^
Λ ν 15 *'<νΙ* cmli«c« ^ r r tf^ e ir ie v s ,.
^\»<pozi tS y y ^^c i CV<ci^\a^V^ ^λ?4 <Νΐ|Λθ Wr ^ o c i^ N p t i elf Κ ^ ν έ ΐ αΥ^έή«ΐ6Τ<5» ·
υ.
\J u,rc, le v ο Ν ν ^ 4 > ί η ο ί Ztjtvntuz. cnJ pfc 'j’u'cApnovj^eti, Iks, \ctnnv,
c t I p ^ y i f jc x v t I ’^ -v tn ^ t ik U v ^ A fc jp x o icN .
f f c cl„\xv YoV ^C-siV ArT l v I6ix* >\^biyc, 1a XtKpiv^^lA\At \Λ\& ό^ νΟ ΰύάίγ* -.Ci'cptcX«-lc> t’t £ l CU J O f p i Cvvc^^^^vliXcj ^φα^νΛ ye 1ύ ΐτΛ/ί-ΰρώ i l ί 6nd|DX6^6W
βθ(Ν lp^y^rtcer<5i U l-p<J^*<5i£V6A e .
(^TG<xyI& πΛ >ών c\(? ησθ\o vtοΊη |λ6&<Χ 'ΛΟ^Η Ιί+^6^ίλο<$^ στύΰαϊζ,
^ ! Λ !~6ΐΑ·I K ibe
Στρθ^ζ , ^ * *\ 'ϊ Yr6'· W d i z V c V -6 u ·άλπ,v«75i Jd s v tp v c^ ^ νσ& φ ]> ^ρο^ i K ' i b c r l b i j i r t C v t C i ( & l K t * ’ ^ 6 u 0 e - p t i i 2 5 .
a 0 k m , 2 5 . l L 7 4
VINCENZO ROTOLO
1. Νικηφόρος Βρεττάκος - Σημειώσεις σέ μιά Ποιητική 'Οδοιπορία1
2. Ή «Διαμαρτυρία»2Μεταφράζει 6 Κώστας Κουλουφίκος
1. Δημοσιιύττ,κ* a - & πιριοβικΑ «Annali del licco classico "G. Ca- ribaldi” , n. 7-5 (N.S.) 1970-1971». Επίσης κυκλοφόρησε σέ ξεχωριστή (κίοση (ώς άνάτυπο) μαζί μΐ 22 ποιήματα τοΰ Βρ*τ- τάκου μεταφρασμένα &τΛ τ&ν V. Kololo, txJt. A. Cappugi c Figli, I’alermo.
2. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Problem!» (1975).
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ϋΔ ϋΙΙΙΟ ΡΙΑ
Σαράντα καί πάνω χρόνια μετά τήν εμφάνισή του στήν ποίηση, μπορεί νά nei κανείς πώς τό Εργο τοϋ Νικηφόρου Βρεττάκου, σημαντικό σ' έκταση1 άλλά καί σέ
1. Πάνω 4πό *Τχο» *!νχι ol συλλογές xxl t i 4λλ* Γ.οιητ.χλ Ιργχ κ<Α |χ*ι ίτ,μο3ΐ»ύβ»ι: «Κάτω ir.6 sxii; xxl ?Λτχ* (1929), «Κατιβχίνοντα; «ή ίιγή τΛν χίώνων» (1933), Ο*, γχριμίτοι; τοΟ ίνθρώπου· (1935), ·>Ό *όλ*μο;· (1935), 'Ή ίπιοτολή τ&0 χί· χνου» (1937), ·Τ4 -χξΐίι τοΟ Άρχ4γγ*λου' (1938), Ήαργχρίτ* ■ Eixdvt; in' -Λ ήλιο6χ9(λ«μχ> (1939), ΤΑ μΐ3ημίρ: τής (1940), «Ήρωιχή 3υμφ«ίϊ* (1914), «33 μίρ·;> (1945), -Ή *χ- ρχμνΜνιχ πολιτ*ίχ» (1947), *Τδ βιβλίο τΫ,ς Μχργχρ£τχ;>· (1949), •Ό ΤχΟγ*τος xxl ή 3ΐ®πή. (1949), -Τ4 θολλ ποτίμιχ. (1950), «Πλούμιτβα· (1952), «Ή Ιξοβο; μΐ τδ Ιλογο- (1953), «Γράμμχ 3ΐ6ν Ρόμπ«ρτ 'Οππ*νχ4ϊμ*ρ· (1954), -Ti Ποιήμχτχ 1929 - 1951· (1955), ·Ό χρόνος χ*1 ~Λ πο:Λμι> (1957), «Ή μτ,-έρ* μοι> οτήν ίχχλτ)3ΐ*. (1957), «Βχοιλιχή ΒρΟ;» (1958), *Τ6 Μβο; το9 χόβμο'κ <19β1), «Αυτοβιογραφία· (1961), «’Εκλογή- (1966).
Τ6 1979 τυι«Μΐ)χ· ατήν Άθήνχ μιί τρίτομη Ινθολογιχή ixSosr, τβν Ιργων του. Ό πρΛτος τόμο; Μριέχιι ποιήμχτχ Βημο3·.ίΰ- τηχαν άπΑ τό 1929 &; -Λ 1957. Ό βιύτιρο; ποιήμχτχ χγ.Α τ6 1958 β; ** 1967. S’ λΜ·/ κιριλαμβάνοντχι xxl κοιήμχτχ ir.i τή 3·>λλβ- γή «Παρ*λ·ιπΑμινα>. *0 τρίτο; τόμο; r.tp:ix*t κοιήμχτζ τή; τ«> τρα·τ(χς 1967 -1970. ΈχΒΑΦηχχν ir.lrr,- ot συλλογές -’δΒή οτδν Ήλιο» (Γ·νάρης 1974), «Αιχμαρτυρία» (Σ«κτ<μβρη; 1974), ·Τ6 Ποτάμι Μκοέ; χαΐ τ4 Εφτά Έλ<γ*1α· (Λιχίμβρη; 1975).
11
βάθος, cxei εξασφαλίσει ηιή τήν άναγνώριοη' τής άξίας του, ώς συμβολή οτόν τομέα ιών σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων. Μά πάνω άτι’ όλα, τύ £ργο αύτο καθρεφτίζει πιστά μιά ζωή σφραγισμένη άπό βαθύ ήθος, άπό μιάν εύγενέστατη άντίληψη ιών ύποχρεώσεων ισΰ πολίτη, άιιό μιάν υποδειγματική πνευματική συνοχή μέσα στήν ιιολυτάραχη λογοτεχνική ζωή τής σημερινής 'Ελλάδας.
Ό Βρεττάκος εμπιστεύτηκε στήν ποίηση ιό μήνυμά του, ?να μήνυμα άγάπης και πίστης στήν άνθρώπινη άλ- ληλεγγύη, στήν κοινωνική δικαιοσύνη στήν ειρήνη. Μολονότι τα γεγονότα και οί άνθρωποι έκαναν 6 ,τι μπορούσαν γιά ν’ άκρωπηριάζουν συνεχώς ιό ανθρωπιστικό του όνειρο, αύτός £μεινε πάντα σφιχτά κρατημένος άπ’ αύ- τό μέ τήν έμμονή τής άπσκορδίωσης. Μιά τέτοια πίστη δέν είναι άφηρηιμένη καί διανοβυμενίστικη άλλά πηγάζει άπό μια γνήσια έσωτερική παρόρμηση. Μάλιστα, οί κριτικοί τον άποκαλοΰν συνήθως, κατά ϊνα γεν>κό και άόριστο τρόπο, «ποιητή τής άγάπης καί τής αισιοδοξίας».
ΙΙραγμαηκά, αν δέν επιδέχεται άμφισβήτηση τό δτι ή άγόπη άποτελεί γιά τόν Βροττάκο μιάν άδήριτη άνάγ· κη, ή αισιοδοξία δέν είναι άλλο παρά ή προβολή τοΰ συναισθήματος του στον κόσμο τών ονείρων. Μόλις Ερθει σ' έπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ή αισιοδοξία του άποκαλύτντεται άκριβώς σκιά όνείρου. Καί ή ϊδια ή ά- γάπη του γίνεται γΓ αύτόν πηγή άπογοητεύσεων καί πικρής όδύνης. Ά γαπδ στ’ άλήθεια τή φύση καί τή ζωή άλλά δέν τοΰ λαχαίνει πάντα νά φτάνει τόν φυσικό παραλήπτη τοΰ μηνύματος του, τόν άνθρωπο. ’Απ’ αύτήν άκριβώς τή δυσκολία ανακύπτει ή πιο βασανισμένη κι
2. Άνχγνώριsi, γ.οϊι *χ*: α ϊ6ϊ ·. xxl τ4 χρίομχ "ή; έτν.ίτ,μέτη- τ ις, |ii3n> -ή; απονομής τοϋ κριτικού 6ρχί«ίου γ -.i τήν Γ.οίτ,οη βυό φορί;. (μίι τ4 1910 γι* τήν ϊίύτιρτ, Ιχδοΐΐ, τή; ίυλλογή; ‘0: γκρ;- |ΐ±ταες τοΟ ανθρώπου- xxl μί* τ4 195β γι4 τήν χνθολογιχή exdosr, *Τ4 Ποιήμχτχ 1920 · 1951-).
12
έπώδυνη διχοσιαοία ιοϋ ποιητή. Ή άοτοχημένη πραγμάτωση τής λαχτάρας του νά έπικοινωνεί μέ τούς άν- θριίιπους καί νά έξωτερνκεύει την ανάγκη του γιά άγά- πη, ίχ ε ι οάν αποτέλεσμα μια κατάσταση στέρησης καί θλίψης πού δεσπόζει κυρίως στα ?ργα τής νεανικής του περιόδου.
Ή περίοδος τής ωριμότητας χαρακτηρίζεται κυρίως άπό την ανακάλυψη τοϋ άνθρώπου μέ τήν συνακόλουθη παλινδρόμηση άνάμεσα ο’ ελπίδα και απογοήτευση, ά- νάμεσα στον ένθουσιασμό και τήν άποθάρρυνση. Πραγματικά, ή έπικοινωνία μέ τύν άνθρωπο, δσο έντονα κι civ είναι έπιθυμητή, άποτελεϊ μιά δραματική καί τραυματική εμπειρία. Ένώ πμοσφέρεται στόν άνθρωπο, ό ποιητής αισθάνεται νά άπωθεΐται άπ’ αυτόν. ΟΙ αυθαιρεσίες καί οΐ βιαιοπραγίες τείνουν νά Εκμηδενίσουν τή δίψα του γιά Ισότητα κι αδερφοσύνη. 'Λναπαράγεται συνεπώς καί ο’ αυτή τή φάση, ή διχοατασία πού φαινόταν νά έχει ΰπερνικηθεΐ καί πού αντίθετα γίνεται πρόξενος πληγών. Κι δπ(ι>ς στ ή οφαίρα τοϋ συναισθήματος έναλλάσ- σονται μέσα του ή αισιοδοξία καί ή άπογοήτηιοη, έτσι καί ο ιόν ιδεολογικό τομέα ή ενθερμη αγωνιστικότητα δίνει καμιά φορά τή θέση της στύν πειρασμό τής φυγής (άλλά δχι και τής αποφυγής τών υποχρεώσεων, τοΰ ιιολίτη). Ί Ι σύγκρουση δμως, πέρα άιι’ τό οτι είναι έσω- τερική καί προσωπική, όφείλεται οτά πράγματα, βγαίνει άπό τά ιστορικά και πολιτικά καθέκαστα πού ό ποιητής ιά βιώνει συμμετέχοντας βαθύτατα σ' αύτά.
Ό Βρετιτάκος πάντοιε πίστεψε στήν αποστολή τοΰ ποιητή, καί ή πίστη του αύτή πηγάζει από ειλικρινή ηθική καί πολιτική πεποίθηση'. "Οσο κι civ ή πείρα τύν
3. Ha. iv προχι:|ΐϊνι», X!xs; ΐχμ χρ ί;. 3*ήν ΈΓ.'.θίώρτ,ιτ, Ti- ■/:>ι,ί , *4|ΐ. 24, li'V/o; lt2 . Οχ-ι.ιίρτ,ί ΙίΗίβ. -ιλ . 201 χ. ί.
ϊτ,μ. Έ χί. Ή μιλί-τ, *·)-ή 1/ι·. —ίριλτ,^Ηιΐ :~Μ i v i /*ί?χ; "4*ιο.
Ιίΐ
Cxei διδάξει ίίτι "λίγα δύνονιαΓ οί ποιητές μπροστά στίς καταπιεστικές ένέργεκς τών Ισχυρών, ό Βρεττάκος συνεπής μέ τις δημοκρατικές καί προοδευτικές Ιδέες του, αγωνίστηκε πάντοτε σθεναρά ένάντια σέ δικτάτορες 'καί καταπιεστές, ύπερασπιζόμενος τά δικαιώματα τών άδύνα- μων καί τών καταδιωγμένων.
Σεμνός κι απαθής άντίιφυ στήν κραυγαλέα διαφήμιση, ό Βρεττάκος καταφέρνει νά ζεϊ όπαλλαγμένσς άπό τϊς άλλοτριωπκές οιρεβλώσεις τοΰ σημερινού πολιτισμού'. Τύ νά γρά«|κ:ι οτίχους είναι γΓ αύτόν ένας τρόπος ή μάλλον είναι ό τρόπος να υπάρχει5, ν’ Ανακαλύπτει και νά πραγματώνει τόν έαυτό του. Ή ποίησή του είναι, λοιπόν, πάντοτε αύτοΒιογραφική άκόμα καί τϊς λίγες έ- κεΐνες φορές πού τό άμεσο νόημά της παρουσιάζεται έ- ζωτερικά συγκαλυμμένο. Σ ' αυτή τήν τάση πρός τήν έξομολόγηοη, τήν ένδοσκοπική άνάλυση, τό διάλογο μέ τόν εαυτό του καί μέ τούς άλλους, όφείλεται και τό Οτι άκόμα καί ό πηγαίος λυρισμός του στρέφεται πρός χαμηλούς τόνους.
Ποιητής άπό ένστικτο, ό Βρεττάκος διαθέτει φλέβα εύκολη καί πληθωρική,6 πού δέν κατορθώνει πάντα
4 . Χαρακ'τ,ρ'.ο*;·/* χ-4 -τήν τούτη ιΐναι *4 γιγ&ν4ς ίτι 4 Βρίττάχο; iiv 4νίχ»τχι ίπχγγιλμχτιχί; άπχβχολήοιι; ποί» ϊέν άφήνουν Γ.ιριβώριχ γ:' χνβρωπ* χαΐ προ3<»πιχή έλ«υβ*ριχ. Γι' αύ- *4 *4 λίγο ίχει γνοιρίαιι y.Utt; it» Ιμπίιρίι; d^4 έργχΐ(ι; τλ!> ο-Λ τέλο; πάντχ τϊς ίγχχτίλ»·.Γ.« γι4 ν' Ινχχτήοιι τήν Ινιξχρτη- οίχ του ο4ν έλ*ΰθ«ρο; 4νθρ»·>ι:ο;.
5. Στήν «ϊσχγοιγή του 3ΐ4ν >4|ΐο -Έχλογή» β»λ. 26 λ « ·ι : Ά Ιχιο; νΐμαι αίγουρο; γ.Λι; tl|ixt ποιητή;, (έριο τώρα πώς 8έν «!· μαι τίποτε 4Χλο».
G. Παίρνοντας xavil; Or.' δψη τή φυίΐχή του γονιμότητα, βλέπε·. χαθαρ4 πίις 8xt λίγα 4π’ τ4 ποιήματ* του δέν 4ντέχουν πάντα οτή φ6ορ4 τοΟ χρόνου, τόοο μίλλον πού χι ό Ιδιο; 6 ποιητή; Ινιωο* «ολ- λ (( φορές τήν 4ν4γχη ν4 fc>iida»i. χατ4 τΐ; inavtxM ett; ή οτίς Ινβολογιχέ; ιυλλογέ; ίνα; μέρος τής βημιουργία; του. Έν4ντια
14
νά τήν πειθαρχήσει καί νά τή συγκροτήσει. Μέσα άπ’ τήν έμπειρία διαφόρων τεχνοτροπιών και ποιητικών σχολών, άπό τΙς παραδοσιακές ώς τις πιό προωθημένες, πού διαδέχτηκαν ή μιά τήν άλλη οτήν Ελλάδα, πρίν καί μετά άπ’ τύν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ό Βρεττάκος έπέτυ- χε, όπως κάθε άληθινός ποιητής, νά κατακτήσει μιά δική του γλώσσα πού δεν μπορεΐ κανείς νά τή συγχύσει μέ καμιάν άλλη. Προοφεύγοντας σ' ί*να ύφος άπέριττο ή άκόμα καί άτημέλητο, σ’ ffvo λεκιιχό απλό άλλά ευκρινές, ό Βρεττάκος προτείνει έκπληκιικά Γις λυρικές εικόνες του δομώντας τες μέ γλωσσικά υλικά πού τά άντλεΐ άπό ιόν καθημερινό λόγο7. Στήν έπιθυμία του νά είναι σαφής δέν καταφέρνει πάντα νά αποφεύγει τις επαναλήψεις και τις περισσολογίες. Τέτοιο μειονεκτήματα, πέρα άπό μιά κάποιαν έμφαση. παρατηρούνται οΓίς πιό πολύστιχες ποιητικές συνθέσεις του — μερικές είναι ά- ληθινά και γνήσια έπύλλια — πού ί*χ*·ι γράψει ό 'Βρεττάκος, ύποκύπτοντας σέ μι$ τάση παμαιηρημένη οέ πολλούς νεότερους ποιητές οτήν Ελλάδα, καί πού έκτός άπό λίγες έξαηιέοεις, δέν είναι rpyn Ικανά νά συγκατα- λεχθοΰν άνάμεσϋ οτά καλύτερο δημιουργήματα τοΰ ποιητή.
♦
θέλοντας νά ξανακάνουμε τήν ποιητική όδοιπορία τοΰ Βρεττάκου, οέ μιά γοργή θεώρηοη όπως αύτή έ- δώ, θά ύποχρεωθοΰμε νά έπιού(>ουμε τήν προσοχή σέ μερικά μόνο άπό τά έργα του. πού τά έπιλέξαμε φυσικά
ζ' αύ- i τά Ιπιλογιχ* χριΐήριχ I ·/»: i x f f i z u Ιπίφυλάςιι; χ·. is:- χ?ίβ*ι; ϊχ ι 4id3i|i«; 4 xprctxi; Α. ’.\^γφΐνι 3‘ ί,ν Καινοϋργιχ Έ- τ.οχή■. Καλοχαί;,·. 1957. s e i. 114.
Ιτ,μ. Έ χϊ. Κι: ή μιλίττ, χύτή Ιγ.-ϊτ,; trjioa ifii- it *ίί·.7. ΙΙλ. Α. Άργ*}'Λ·ΐ' op. ril. 1 IS.
15
6x1 μέ τό κριτήριο παλιών αίσθηπκών ιεραρχήσεων άλ- λά γιά τήν άξία τών θεμάτων πού προτείνουν καί των άποτελεσμάτων πού πρόκυψαν σέ συνάρτηση .μέ τήν διαμόρφωσή του ώς ποιητή, στοχαστή καί άνθρώπου. Θά χρειαστεί όκόμη νά υπενθυμίσουμε τά πιά οημαναικά βιογραφικά στοιχεία, γιατί έχουμε τήν πεποίθηση δτι δέν είναι δυνατό νά άντικρύζει κανείς £ναν καλλιτέχνη σάν μιά διανοητική αφαίρεση, πού τύ έργο της μπορεΐ νά είναι όπαλλαγμένο άπό τΙς έπιρροές τοΰ περιβάλλοντος, τών γεγονάτων, τών πολιτικών καί κοινωνικών συνθηκών μέσα στό πλαίσιο τών όποίων έκφράζεται (καί πολύ περισσότερο γιά τήν περίπτωση ένός στρατευμέ- νου ποιητή 8πως ό Βρεττόκος).
«ΟΙ γκριμάτσες τοΰ άνθρώπου» λ.χ., ή συλλογή τοΰ 1935 πού μίιορεί, μαζί μέ τά καλύτερα κομμάτια άπύ προγενέστερες συλλογές, άναδημοσιευμένα σ’ αύτήν, νά συνοψίσει τ)ς πρώτες ποιητικές δοκιμές τοΰ Βρεττά- κου, έκφράζει μιά ψυχική διάθεση, ή όποία πηγάζει άπό μιά πολύ σαφή κατάσταση: άπό τήν Αλλοτριωτική θέση τοΰ «ξεριζωμένου».
Ό Νικηφόρος Βρεττόκος μεταφυτεύεται στήν ’Αθήνα τό 1929, οέ ήλικία 17 χρόνων, φεύγοντας άπ’ τϊς Κροκεές. α χωριό κοντά στή Σπάρτη, όπου γεννήθη- κε. Σ ’ έκείνη τήν προσφιλή του γωνιά τής Πελοποννή- σου, είχε διδαχτεί άρκετά νωρίς τή μεγαλόπρεπη γαλήνη τής μόνωσης. ’An’ τήν τραχειά κι έπιθετική ζωηρότητα τών συνομιλήκων του προτιμούσε τή σιωπηλή* συν-
s . Aiv κ ιΙγμιί 3τί,ν Γ.οϊηβή του -<ύ;ιι; γ ι4 τή β'.ωκή, ϊί'.αίτ*- ρα οτή Λλλογή '-'Ο Τ*0γ*το; χ*1 ή οιωπή- (τίτλο; *·>γλωττο; ήβη irJtt μόνο; του). Ά ; προοίςίι λ .χ . χ αν ·1( τού; παρακάτω οτί/ου; ττΛ τ6 Γ.οίημα «Ή οιωχή μου» πού 1νήχ*ι οτί,ν πιό πάνω ουλλογή:
0 ,τ>. χαλότιρο ixouss 3t 6v χόομο αύτ6 fitv ήταν πχρi τ* idxpu* τβίν 4Γ.λών Ανθρώπων χ*1 ή οιωπή.
16
τροφιά δυό φίλων, στους όττοίους έπρόκειτο νά μείνει πιστός γιά πάντα καί οί όποιοι τοΰ είχαν μεταδόσει τήν πίστη στή φύοη και στ ή ζω ή: τή συντροφιά τοϋ έπιβλη- τικοΰ Ταΰγετου καί τής ταπεινής Πλούμιτσας9. “Έ χοντας τελειώσει τή μέση έκπαίδευση στό Γυμνάσιο τοΰ Γυ- θείου '0 πηγαίνει οτήν ’Αθήνα δπου άρχίζει άνώτερες σπουδές πού δέν τέλειωοαν. Έκεΐ δοκιμάζει καί τΙς πρώτες έμπειρίες σάν έργαζόμενος. ’Απροσδόκητη καί άγχο- τική τοΰ ήταν ή πραγματικότητα πού βρήκε στήν πρωτεύουσα. Τό δνειρο γιά μιάν όρμητική συμμετοχή του — δχι μόνο σάν διανοούμενου άλλά καί σάν άνθρώπου — στή ζωή τοΰ γύροι κόσμου καταλήγει στήν άναπότρε- πτη διάψευση. Ή άπογοήτευση πού δοκιμάζει, κάνει νά γεννηθεί μέσα του ή έπιθυμία τής φυγής. Βυθίζεται σέ μιά μοναξιά, πού δέν είναι πιά ή γεμάτη στοχασμό καί πλούσια σ’ ένδόμυχες άπηχήσεις μόνωση τών τύπων β- που είχε ζήαει τά παιδικά του χρόνια άλλά ή άπάνθρω- πη μοναξιά τής μεγαλούπολης πού πηγάζει άπό τή διαπίστωση τής άποτυχίας του.
«ΟΙ γχριμάτσες τοΰ άνθρωπου* συλλέγουν άκριβώς έκεΐνο τό αίσθημα στέρησης καί άπογοήτευσης πού άπό καιρό σέ καιρό μεταφράζεται σέ σκοτεινή θλίψη (Ας δει κανείς τόν «Κύκνο» καί ιδιαίτερα «Τό Λυπημένο Τραγούδι τής Νιότης μου»)", καταστρεπτικής μελαγχολίας,
9. Όρ«ινή αχζτοίχηττ, π*ριοχή xovti ατίς Κροχ*ίς.
10. Όπου μαβήτιψι ίπίαη; μέ xavi Bui χρόνια ΒιαφορΑ Ινας 1λ-γι6; τί,ς Πιλοποννήιου -ροορΐ3μένο; v i γίνιι χι ϊΊ'δς μι4 in i
-Λς Γ.ι4 ϊβχυρέ; χα1. -λούαιι; -οιη -'.χέ; φοοές if,; STrfuprvf,; Ήλ- λ ΐ ί ι ς . 4 Γιίνντ,; Ι'ίτβο;.
11. βίρχιται ή 5νοιςη ή αημαΐα τή; χαρϊς64 πλαταγίζίΐ 3*4 3ύμτ.ιν.Μ4 έγώ τλ0 Γ.τ,γιί>ο>;»
17
(«'Ιερή μνήμη». «Επιστροφή») ή πικρής οάτιρας ιιού παίρνει έπίσης και τόνους έξέγεροης καί πρόκλησης («Περιφρόνηση»). Όπιοσδήποτε οτίς «Ι’κριμάτοες top ανθρώπου» και οέ μερικά προγενέστερα ποιήματα, ιιού δέν περιλήφθηκαν οτή συλλογή” , έκδηλώνεται — κι αυτή είναι ή πιο θετική πλευρά — 2να πνεύμα βίαιης αντίθεσης και μάλιστα ανοιχτής έξέγεροης ένάνπα οί- κάθε τί πού δέν είναι άποδεκτύ άπό τήν ανθρώπινη συνείδηση. Μιά τέτοια έπιθετική στάση άποκλείει — ΰπιος πολύ σωστά παρατηρήθηκε ένάντια στήν τρεχούμενη γνώμη11, — τήν έξάρτηση άπό τή σατιρική άλλο παθητική άπαισιοδοξία τοΰ Καρυωτάκη, και οπωσδήποτε δέν μπορεϊ νά άναχθεΐ σέ δλλα λογοτεχνικά έρεθίσματα".
Στύ τέλος τής πρώτης αυτής φάσης ό Βρεττάκος δίνει στήν νεοελληνική λογοτεχνία «Τό ταξίδι τού Λ|>- χάγγελου», έπύλλιο οέ ένδεκασυλλαβους οιίχους (1938) δπου φανερώνονται πιά μέ σίγουρο τρόπο τά προτερήματα τοΰ νέου ιιοιητή. Τό νή|ΐα τής Γμπνευσης ξετυλίγεται ευτυχισμένα ο’ ϊνα δομικά και έννοιολογι- κά όργανικό διάγραμμα1'. Ό ποιητής καταπιάνεται να στερεώσει τή θέση του μέ έργα πλατείας άνάοας. Και τούτο έκφράζεται στύ «"ργο αύτό μέ πειστικό ήρόπο16.
12. i - i or.oti, ivtifli-.x. α -ιμ ιτ ί ’Αργυρίου (op. rit. ζελ. 114) ίυ/χγοντχ; όρ·.5|ΐί·/ί; z'.izt·.- κχϊ γ/>·ιρ!5|ΐι-χ ίι4λιυ ίτ.·.^χ· •η'.τχ,ί.
13. ’Αργυρίου, op. cit. 5*λ. 115.11. Ό χριτιχό; Κλέι.ιν Πχρχί//>; ίτή -Nix 'Estix'·, -6\ι. 1Π.
*«δχο; 22Γ. (15 ΜχΙου 193»i), 3ΐλ. <3Η, Γ.ρο5ίγγί?ει; |iiτδν Bcatidrlairc, xxTxtij*>v:x; τόν Bpi-.-.ixo iv ijitox s -ού; poi-tfs maudm (?λ. ΐΓ.ίαη; xxi Η. Ι-χνϊκινίίτ,, ·Ή vswtrpr, r.oiijar, ϊ-ήν Έ λ λ « * . Άθήνχ 1955, 3*λ. 31).
15. "Κτί·. Κ Σπχνϊοίν·5η;, ibid.Iti. Ό A. A:x*x'.o;. Κ:.5χγι·>γή 3:ήν Άνθολογιχ 3'ΐγχρόννι ζλ-
ληνιχή; - ο φ ίο ι ; 1930 - 19fi0 . 'AW(vx·. 19(51. ztX. 4Κ, χρί·,£; -Λ -oiiyix aiv Ivx xr.i " i -·Λ " i /n x -.1,; 3ύγ/ρ&ντ,; γλϊι,ιτ,;. ivft K
18
»Τό ταξίδι τοΰ ’Αρχάγγελου» ανήκει ο’ £να μάλλον διαφανή ου|ίβολια|ΐύ. ’Αρχάγγελος είναι ιό βνομδ τοΰ πλοίου, μέοα οχύ όποιο κρύβεται ή Ιδια ή προοωπικυτη- τα [οΰ ποιητή που άναλοφαίνει ένα ταξίδι γιά τήν Τροία άφήνονιας πίσω του τή φτοιχική 'Ιθάκη. Ό θαλασσοπόρος δέν εϊνπι ?νας καινούριος ’Οδυσοέας' 7 πού ρίχνεται ογ0 νρξίδι άπό τήν έπιθυμία γιά περιπέτειες, άλλά ξεκινάει γιά νά «ποσπάοει άπό τή γεμάτη χλιδή ξένη ιιο- λιτεία τό μυστικό τής εύημερίας καί τής εύτυχίας καί νά τό μειαφυΐέψει οιήν πατρίδα του. Οί δυσκολίες τοΰ.ταξιδιού ΰμως δέν τόν αφήνουν.νά φτάσει σιόν προορισμό, του καί οί άντρες τοΰ πληρώμαιτος προτιμούν νά βουλιάξουν μέ τό καράβι τους παρά να .γυρίσουν μέ άδεια χέρια. Βγάζοντας καθαρά τό άποτέλεσμα θά ποΰμε δ π τό έιιύλλ'ιο άποτελεΐ τήν πιό ρητή παραδοχή τοΰ ναυαγίου. Τό ταξίδι ύπήρξε μιά όνειρική έτηθΟμία χωρίς δύναμη νά πραγματωθεΐ'*. Τόν έπίλογο κλείνει τό «ό μύθος δηλόϊ»: τό μάταιο κάθε προσπάθειας, τήν καταδίκη, τήν έκμηδένιοη.
Ή μοΙρχ (Ιναι Αδυσώπητη κι ή λάμψη TiJ; αυριανή; α·>γή; 0’ ά νήχιι <f ου;.”
Ι ία ρ ίο /ο ;, 3τή < ·\ί ι 'E s t te ' . ΐόμ. 24. τιΟχο; (15 Αύγούοτου 103ft) 3ΐλ. 1147. -.4 i \ j t κχρχνοήβκ όλότιλχ.
17. 'Ο πόν), Ιρ /ιτχι χ><96ρμτ,τχ οτή sxi+r, Κ Ιτ-.ηΜ*'. -,*λ » βίχ- ffoptzixii π;,*ίτχγ«ηνΐ3τή; τή; μνημκχχ^; I'OMssr.x; τ«Λ Καζχν- τ,άχη. πού Μ λιπι τ4 qpft; τή; 4τ,μο3ΐ4ττ(τχ; τήν Β:χ χρονιί. Ό Ρ ί· νο; Άγ.οβτολίίη; Is-.i Xix Έ λλην.χί . 4 :\r.yX>vt 1032, 3ΐλ. 323) U (yvt: Ιν. 4 0 ? i" ix o ; ϊτ4 Ιπ·>λλιό -λ ί */.*; tx fp is it τήυ χίχΖ ^ ί,ζύ, τή; χπόλ·ιττ,; ϊλγιΑι?:χ; χχλύτi f t χπΑ τ4ν Κι,χντζέχΐ) «τή·/ ( W tz -f .i τό·< ·/.: χκ4 τν< 11χλχ|ίϊ 5τ4 1*AivlU.v(g τοΰ Γύ·•fSSJ'.
1ί>. ίτ6 :τί/ο 1 Ι ί >.1γι-.χ·. ,-Λ -.4 τχά*ο; Ζν. '-M -jzt 4- vitjo τΑν ·»χυτήν του .
11». ϊτ:'·/ν. B u i - j» l .
Ι«»
Άλλά ήδη οτή συλλογή «Μαργαρίτα — Εικόνες άπό τό ήλ?οβαοίλεμα» πού κυκλοφόρησε τήν έπόμενη χρονιά, παρατηρεΐται Ενας διαφορετικός τόνος. Στόν ποιητή πού έχει 6γεϊ άπό τήν άπομόνωση άποκαλύπτεται ά άνθρωπος κι ό γύρω κόσμος
'E iu a c ςάφνω ή πόρτα μου xt Ιφάνη 4 μέγας κόσμο;20
βπου γίνεται άντιληπτή μιά λαχτάρα γι' άγάπη, μιά εΰ- τακτη γραμμικότητα.
Χίλιοι (ρωτ<; tlvai 6 θ ιδ ; χίλιοι Ιρωτ»; tlvat 4 χόομο;. . . 4 χέσμο; ιΐναι άπλ4;.31
Ή κραυγή διαμαρτυρίας καί πρόκλησης καταλήγει τώρα σέ ευλαβική προσευχή. "Οπως ή ’Αντιγόνη, £τσι κι ό ποιητής ά να γνωρίζει πώς τοΰ ταιριάζει βχι τό μίσος άλλά ή άγάπη
^ Δέν μπορώ, Κύριέ μου, ν ΐ μισήσω, άγάπη σέ μ*!11
κι αυτής τής αποκάλυψης γίνεται ό κήρυκας πρός δλους
Τ ί στοιχίζϊΐ στ' i r f i iw . τ4 τραγούδι χι ή (ύγένιια στήν πρωινή βροχή; Ά γ*πηθίΙτ« !5’ \
20. ·Έ γ.»3« ξίφνω ή πόρτα μου·.- 21. Μαργαρίτα.
2*2. · Παράχληοη . Ή ήρ«ι(ΐα ~.'Λ ϊοφοχλή ivir.v·>>3ΐ βτόν Γ.οιη- τή Iva δρίμα αέ πρό^α (·Ή τραγωίΐα τί,; ’Αντιγόνη;·) Γ.οϋ Ιμ*ιν* μΐίοτιλιιωμίνο).
23 ΙΙροοχλτ,τήριο.
’Ανακαλύπτοντας τόν άνθρωπο άνακαλύπτει τή φύση.
Καί οτο μονοπάτι, πού ξαναβρέθηκε, υπάρχει μεγαλύτερη τρυφερότητα καί πιό μύχια έγκατάλειψη” .
Ή προσπάθειά του νά ανοίξει μέ κάθε θυσία διάλογο μέ τούς άνθρώπους βγαίνει σώα άκάμα κι άπό τόν έλληνοϊταλικό πόλεμο. "Αν άπό τή μιά μεριά είναι γεμάτος θαυμασμό γιά τήν αύταπάρνηση μέ .τήν όποία ό λαός του υπερασπίζεται τό δικαίωμά του στή ζωή καί στήν άξιοπρέπεια σ’ έναν άμείλικτο πόλεμο” , άπ’ τήν άλλη μεριά δέν καταφέρνει νά δεϊ σάν «έχθρούς» έκεί- νους τούς άλλους άνθρώπους πού βρίσκονται άπέναν- π 36. Ά π ’ τόν πόλεμο άποδέχεται μόνο τήν ηθική ύπο- χρέωση ν’ άντισταθεΐ στήν καταπιεστική ένέργεια τοΰ ισχυρότερου καί νά καταπολεμήσει τήν ιυραννία. Δέν βλέπει καμιά παρακίνηση γιά μίσος57.
Ό θαυμασμός γιά τίς θυσίες πού κάνει ό λαός του μεγαλώνει άκόμα πιό πολύ μέ τήν ’Αντίσταση πού ήταν τόσο πλούσια σέ άνθρωπιστικά Ιδανικά, σ’ έλπίδες καί όνειρα. Ή ’Αντίσταση τοΰ ένέπνευσε πολλά ποιήματα άπό τά σποϊα τά πιό σημαντικά είναι: «Τό παιδί μέ τή
21. ΒΧ. 3ημέρα>μι οτό ϊοΐν.ο , ΉλιοβχοίΧιμχ, Στή ίιιφχν»·.χτοΟ ΠρωινοΟ.
25. ΒΧ. ΕΙαχγωγή οτήν «Εκλογή-, β«λ. 20.26. "Α; κοιτίξε: κανιΐς μέ πόσην Ινθράπινη όβύνη xxl αυμΓ.Ι-
9tta οταμχτΐ v i κοιτάξει τό λ«(ψανο ένός οκοτωμένου ‘ΙταΧοΟ 3τόκρόβφχτο μυθιστόρημά του «ΌΜνη·, βποο οέ πολΧ* οημιία έκφρί- ζί; τήν κχτανόησή του γι4 τό 6ρ4μχ τών ΊταΧών ατρχτιωτών πού ήτχν άνχγκχομένοι v i χτυπηθοΟν ο’ Ινχν έπιθιτικό κχΐ μέ καβχρί φχοιοτικό χαρχκτήρχ πόλιμο, πού ήτχν βχι μόνο Μικος άΧΧ4 κχΐ μιαητός οτόν ίτχλικό Χχό.
27. "Αλλωατί τό 1985 ατό ποίημΐ του «Ό πόλιμος* (πού ή κυ-κλοφορίχ του 4πχγορ*ΰτηκϊ Ιπό τή 2ικτχτορ{χ τοΟ Μ(τχξΐ) ·1χ*κιτιβικίαι: τή β(χ κχΐ μίλιοτχ «Ιχ* ϋποοτηρίςιι τό 9ικχ(ωμα τβνοτρχτ-.οιτών ν’ χρνηθοϋν v i οχοτώοουν Ιλλους άνθρώπους.
21
φυσαρμόνικα», «Ελεγείο υιόν ιάφο ένύ<; μικροί· (ΐγ«>- νιστή». «’Ακόμα ιούτη ή άνοιξη» πού δημοσιεύτηκαν τύ 1947 οι ή συλλογή του «Ή παραμυθένια Πολιτεία» ενώ ιό ποίημα «'Ηρωική Συμφωνία» (194-4) άναφέρεται σιή ρωοική άμυνα οτύ Στάλινγκρανι.
Άπό τύ κλίμα αύτύ γεννιούνται οΐ «33 Μέρες» (1945) πού άνιοτο|)ούν, οέ υιίχους πού πλησιάζουν τή λυρική πρόζα, τή θυσία τού λόχου ιών οιιουδαοιών «Λόρδο*; Μιιάϋρον», κακ'ι ιή διάρκεια ιών αΐ|ΐαιηρών συγκρούσεων σιήν Αθήνα (τό Δεκέμβρη τού 1944) ανάμεσα στις επαναστατικές δυνάμεις καί οιά κυβερνητικά στρατεύμαια ιιού ιά ύιιοοιήριζαν οί Εγγλέζοι. Σ ’ Ενα τόνο σοφά δανεισμένο άπό τό βιβλικό ΰφος, ανακαλούνται 6 χι τόσο οΐ ηρωικές πράξεις τών νέων σπουδαστών οσο ή απόφασή τους, ή πίστη τους, ή ομορφιά τους, ή δίψα τους γιά ηθική λύτρωση, ιιού προβάλλονιαι άκόμα σαφέστερα γιατί άντιιιαραβάλ.λονιαι μέ τήν κτηνωδία τών άνιιπάλων ιους οί όποιοι ταυτίζονιαι χωρίς άλλο μέ τούς ναζιοιές. Ή χορική συμμειοχή ιου οιό πολιτικό πάθος και ιόν άπεγνοισμένο ενθουσιασμό ιών )ΐαχηιών υπογραμμίζει ιή γενική συμμειοχή οιόν αγώνα ιών νέων, πού είναι αγώνας ολου ιού λαού, ολων ιών λαών όικος ιό αφήνει νά φανεί ιό κλείσιμο ιού ί:ιιου;;?\
Οί «33 Μέρες» είναι i‘vu άιιύ ιά ιιιό Οειικά έπιιεύ- γμαια ιού Βρειιάκου. Ίδκ ιίιερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ή σκηνική, σχεδόν, κίνηση τής δράοη<;, ιιού άνιοιο- ρεϊται μέ μιά γοργή διαδοχή πινάκων, μερικοί άιιύ ιού< όποίου<; έχουν μόλκ; σκιισαρισιεϊ καί παγιωθεϊ οέ άξιό λσγες λυρικές εικόνες, ένώ άλλοι έχουν πυρηνωθεϊ ό λοκληρο>μένα. Άκό)ΐα, πρέπει νά παραιηρηθεί ή εύιυ χισμένη συγχώνευση τού θρησκευτικού μέ τύ λαϊκό αϊ-
Ι'.χ / Aa'jTtf;ά τ) Μ'/ζη; .
υθημα. Καί τελικά ιό νέο ιοΰ ΰφους και τής γλώσσας. Σ ’ Εναν ιιοιηιή πού, οπως ό Βρειτάκος, Εχει μιάν άναν- ιίρρητη τάση πρός τήν έκφραστική πληθωρικότητα, μέ τύν ΰνιίοτοιχο κίνδυνο νά περιπέσει στο κοινότοπο καί οτύ τετριμμένο, πρέπει νά έκτιμηθεϊ ιδιαίτερα ή προσπάθεια V1 αυστηρή πειθάρχηση καί Ελεγχο πού ιιαρα- τηρεϊται στο Εργο αυτό. Τό ι'ίφος πυκνό καί νηφάλια κατορθώνει νά περιλάβει, χω()ίς νά τίς Εκμηδενίσει, εκρηκτικές λυρικές Ε ξάγεις καί ή γλώσσα, μολονότι απλή κι αστόλιστη, είναι ρωμαλέα καί κοφτερή, δονούμε- νη άπό δραματικά έφφέ καί ικανή νά έκφράσει πιοτά τήν δημιουργική κι έννοιακή Ενταση.
Ή ’Αντίσταση είχε δώσει στόν Βρεπάκο, δπως καί σ’ ΰλο τόν ελληνικό λαό τή βεβαιότητα τής μεταβολής, τής κοινωνικής άλλαγής. Ό κόσμος τής δικαιοσύνης, πού τόσο καιρό τόν όνειρεύονταν φαινόταν πολύ κοντά στήν πραγμάτω ση” . Ά λλά σιγά σιγά ή κατάσταση άλλαξε στο χειρότερο. Ό Εμφύλιος πόλεμος πού άρχισε σά μιά σύγκρουση ανάμεσα σιή θέληση καταπίεσης άπό μέρους τής συντηρητικής πλευράς καί τήν δημοκρατική κι Επαναστατική όρμή πού είχε κληροδοτήσει ή Α ν τίσταση, καταλήγει σ’ Εναν κυνικό τζόγο άνάμεοα στις μεγάλες δυνάμεις50. Τό αιματηρό δράμα Εκμηδενίζει βάναυσα τά Ιδανικά τής άδεφοσύνης. Ή δυσφορία τοϋ Βρεττάκου ήιαν άναπότρεπτη. "Ολα έκεϊνα πού είχε οικοδομήσει μέ πίστη κι ένθουσιασμό πέφτουν συντρίμμια.'Τό μόνο πού μένει είναι ή φυγή, τό ξαναγύρισμα στο σίγουρο καταφύγιο τοϋ κόσμου τής παιδικής ήλι- κίας.\’Έτστ βγαίνουν οί συλλογές «Ό Ταΰγετος καί ή
24». 1 ’ έχείνη ni'-i ϊ-μ03?χ·.ρα μ;4ς γεμάτη; έμΓ.;;-.ο3·>νη άνιμο- νής, ιχ··. ·:·; ρίζε; -η; ΊΙ Π ι?αμυβίν:α ΙΙ',λ·.χε!χ (1917).
30. Κλ. τή 4ραματ·.κή ϊνα π ρ ά α 'ΐσ τ, των θλιβερών εκείνων ~ε- :λ ζ -.χ~.·.·/λ«ί ζ-.ί 6ιζλΐο Όίΰνη , πού ίνχφέραμΐ ~·Λ "άνω.
23
σιωπή» (1949), «Τά θολά ποτάμια» (1950), «Πλούμι- τσα» (1951).
Στήν πρώτη άπ’ αύτές τις συλλογές ό ποιητής άπει- κονίζει μέ φευγαλέο τρόπο Ενα είδος ιστορίας τών σχέ- σεών του μέ τόν Ταΰγετο, και μ’ έκεΐνο πού ό Ταΰγετος σημαίνει γι' αύτόν. Άφοΰ έπικαλεοτεΐ, στήν «Ανάμνηση άπ’ τόν Ταΰγετο* και στο «Έ τοι μοΰ στάθηκε ό Ταΰγετος*, τή συμβολική αξία και τή σπουδαιότητα τοϋ Ταΰγετου οπή διάπλασή του σάν νέου, μάς παρουσιάζει στό «Χτές τό βράδυ ξαναγύρισα στόν Ταΰγετο* τήν έπκπροφή του στόν παλαιό φίλο. Τοΰ γυρεύει προστασία τώρα πού έχει στερηθεί τούς φίλους του καί όμολο- γεϊ πώς ή άνάγκη του ν* άγαπά στάθηκε αϊτιο τραυμα- πσμών.
Ή «ύτυχίχ τοΟ χίομου ίΐνχ ι μαχαίρι δίκοπο γ ι4 κίΐνον πού τήν όνβιρεύβται.
Ή δυστυχία τοΰ ποιητή μόλις πρός τό τέλος φαίνεται ν’ άνοίγει σέ κάποια λαχτάρα γιά έλπίδα.
Κάμε v i ξαναπροσχυνήαω τύ 5ρχμα τή ; (Ιρήνη; Tciv κόσμο.
’Αξιοσημείωτα έπίσης είναι τά ποιήματα «Ή πορεία πρός τήν κορφή» (άφιερωμένο στόν ’Ά γγελο Σικελια- νό), τό υποβλητικό, χάρη στό βιβλικό χαρακτήρα” του, «Γράμμα», γεμάτο τρυφερή μελαγχολία, κ.ά. άκόμα.
.. -Σ τά «θολά ποτάμια* oi φρικαλέες έκδηλώσεις τοΰ πολέμου είναι άκόμα πολύ ζωντανές στή θύμηση καί μοιάζουν νά τυλίγουν σέ μιά ζοφερή ,άτμόσφαιρα όλό- κληρο τόν κόομο.
31. Βλ. sx t tix i Αίμ. Χουρμοϋζιο;, -S ix Έ οτΐχ·, τόμ. 46, τ*0· χο; 533 (15 Χ»πτ. 1949), s. 1217.
24
ΣτΙς μ ίρ ις μχς τχ κριμχτόριχ Ικχιγαν μέρα νύχτα.... Στις μέρ<; μχς ήταν τδ φώς χαμηλωμένο διαρκώς.... Τή γή τή σκέπαζι Ενας Γοχιος αά νάχ« 6 ήλιος βααιλέψίΐ.
"Ομως, παρ’ δλα αύτά, ό ποιητής θέλει νά κάνει γνωστό δτι:
. . . Ε πιμένω έκόμη πώς ό χόομος elvxi δμορφος.”
Ή «Πλούμιτσα» μάς ξαναφέρνει άπό πλευράς νοήματος καί τόνου στ ή συλλογή «Ό Ταΰγετος καί ή Σιωπή*. Ό ποιητής θρηνεί τό άνώφελο τής προσπάθειάς του νά μιλήσει στους άνθρώπους γιά άγάπη.
Πληγώθηκα γ ι’ χύτούς. Ή μουν μαζί τους κι ήμουνχ μόνος πάντα προσπαθώντας νάμχι μαζί τους. Ό μ ω ς , πάνω άπ' δλα, τύραννοι, δίσποτάδες, βασιλιάδες, θέριζχν τΙς έλπίδες. . .
Τό φορτίο του περιέχει μόνο «δυστυχία, σιωπή καί πικρά δάκρυα», κι έκεϊνος, «γεμάτος ρυτίδες, ΰαρυγκόμη- ση καί χρόνια», είναι πιά άπαρηγόρητος. ’Αποχαιρετώντας τήν Πλούμιτσα διακηρυχνει τή βεβαιότητα πώς τό αίμα του θά γίνει ΐ(>αγούδι δταν θάχουν πάψει οί πόλεμοι καί οί μέρες θαχουν ξαναπσχτήσει τό φέγγος τους.
Τό 1954 έχουμε τό πολύστιχο ποίημα - γράμμα «Στόν Ρόμπερτ ’Οπιτενχάϊμερ», που άφορμήθηκε άπό τϊς ειδήσεις πού δημοσιεύτηκαν στόν τύπο γιά τήν κρίση
92. Γράμμα 3ΐόν Ανθρωπο τής Πατρίδας μου.
25
συνείδησης τοΰ ατομικού ερευνητή καί για τίς προειδο- ιιοιήοεις Ίου οχεπκά μέ τις ουνέιιειες τής ατομικής ενέργειας. Τύ ποίημα άποτελεΐ Ρνα δριμύ. καιηγορητήριο εναντίον τοΰ έπιστήμονα, πού είναι ένοχος επειδή δεν άνπλήφθηκε τή λαχτάρα ιών άπλών ανθρώπων και τών άλλων βνιο*ν για τήν ειρήνη και έμεινε μακρυά άιιο τον άνθρωπο ιιού είναι
Έ ν α σύνολο %γ λ •ιιχρχ καί |«γάλα θαύματα .
Σ:ιό πρόσωιίο ιού κατήγορου κρύβεται, έκτος άιτο τόν ποιητή, και ή ϊδια ή συνείδηση ιοϋ επιστήμονα και συνεπώς ολόκληρης τής ανθρωπότητας, πού έ'χει απογοητευτεί καί τρομάξει για τή οτροφή πού πήρε ή επιστημονική καί τεχνολογική πρόοδος. Σιτό τέλος όμως ό Βρεττόκος άντικρύζει τόν έπιστήμονα μέ μεγαλύτερη επιείκεια ή μάλλον μέ τρυφερότητα, επειδή οί ευθύνες γιά τήν καμιιή δπου καιάληξε νίι βρεθεί ή άνθριοπότη- τα ΐιέφτουν σιίς πλάτες ΰλων τών ανθρώπων13.
Ό τόνος τοΰ ποιήματο(;, ουγκινημένος καί δραματι- κός ξεπέφτει ποΰ καί ποϋ οέ κάποιο ρητορισμό καί έμφαση. Ενδιαφέρουσα καί Αποτελεσματική, άπό τή οκο πιά τοΰ τεχνικού επιτεύγματος, είναι ή ένταξη στό οώ- μα τοΰ μονόλογου σύντομων γνωμικών, πού άκφέρονται
33. 'Λργότερχ [~.ί 1!)5Τ) ;-.τ, ΤΜλογή -Ή jt-r.-ipx \ινι έκ- χλτ,3ΐ& i Ιίρεττίχο; i r . iv ip /e - i: j-A θ ίμ ι τή; χγ·>>·Λχ; r.o-j έχε: προκληθε: ir.'j τοϋ; κ·.ν8·>νου; τή; ατομική; ένίργειχ;. Ά λλα ” ΐρχ τήν εΉοϊκή v.piii, ~'Λ εμ-ειρου κριτιχοΟ ’Λντρΐχ Κχραντώνη. ζ-.ί, « Νέα Έ στίχ . τόμο; (ϊΓιο;. τεύ/ο; 75β (1η Γενάρη 1959). :ελ . (53. τό κχινούργ-.ο έργο Γ.χρο^-ίζετχ·. ι ί ι «φτέρη έπχνχληψη -.'Λ Μ,:ή· μχτο; -Στό·ι Ι'ίμ-ερτ ΌΓ.πεν/χ'.μερ κχΐ ϊεν /ρε·.αίιτχ·. ίϊ-.χί-.ερη άξιολόγηαη.
2C
μέ σιερεομετρική έιιιγραμματικόιητο καί ιιού λεπουρ- γοΰν σά χορικά άπηχώνιας τό λόγο τοΰ πρωταγωνιστή.
Τρία χρόνια αργότερα, έχουμε τή συλλογή «Ό χρόνος καί τό Ποτάμι». Τώρα πιά ό Βρει τάκος Εχει μπει ο’ αύτό πού θα μπορούοαμε νά τύ άποκαλέοουμε περίοδο τής ώριμότητας. Οί αγωνίες του γιά τό σύμπαν καί γιά τόν άνθρωπο φαίνεται νά καταλαγιάζουν οέ £να πιό γαλήνιο όραμα. Τό συναίσθημά του άποκτάει τόνους ουγκινητικής τρυφερότητας καί βαθειας θρησκευτικότητας14. Ή ποιητική γλώσσα ένισχύεται άπό μιά πιό εκλεπτυσμένη ευαισθησία πού, δίχως νά τραυματίζει τις λυρικές ιης ικανότητες, τήν άξιοποιεϊ χάρη οέ μιά καλο- μελετημένη προσπάθεια ούσιαστικότητας.34 Στή συλλογή αύτή βρίσκουμε μερικά άπό τά πιό γνωστά ποιήματα τοΰ Βρεττάκου, δπως π.χ. τά «"Λν δέν μοΰδινες τήν ποίηση, κύριε», «Συνόδεψα νεκρούς», «Τής Σπάρτης οί πορτοκαλιές», «Τό παράπονο τοΰ σκοτωμένου», «’Επιστροφή άιιά τούς Δελφούς», «Παράκληση γιά συγγνώμη*.
Μέ τή συλλογή αύτή συνδέεται καί ώς ιιρός τό περιεχόμενο τών ιδεών καί ώς πρός τά έκφρασιικά πρότυπα. τό βιβλίο «Τό Βάθος τοΰ Κόσμου» (1961). Είναι ϊοως τό ωριμότερο έργο τοΰ ιιοιηιή καί θά άρκοΰ- σε καί μόνο του γιά νά ορίσει τόν έοωτερικό κόσμο τοΰ Βρεττάκου, τά θέματα πού συνηθίζει ή πού ταιριάζουν στο πνεύμα του, τά χαρακτηριστικά τοΰ υφους του καί τέλος τά όρια τής ποίησής του. Τό βιβλίο χωρίζεται οέ κάμποσα μέρη. Καθ' ενα απ' αυτά ορίζειαι άπό Εναν υπότιτλο34 καί άποτελεΐ μιά δευτερεύουσα ενότητα
31. Βα. Τ. Ν χλ ίν ,;. 3ϊϊ,υ Κχ·.·/ν>ργ:χ Έ ι» /ή . +β;ν0Γ.ωρο1957. βιλ. 255.
33. Βλ. Vifim; ~.ϊ,·ι ■ ’ΚΓ.·.5·:ρο?7( *οϋ; Λίλφν}; .3*>. Τ ϊ *ρϋΓ.·.ν 7.£ρ··ϊ ·. Λίάλογο; |i i -τ,ν τ.Άτ(3τ, . Τό 3ύμ-χ·;
-/ι: ή ivbpvi:·.:··», . ΊΙ \·.-.Λ·ηΙχ ν'·<Ί :x inx3;iiw . -pcsr-V
μέσα στους κόλπους τοΰ έργου. 'Ωστόσο ή προσπάθεια γιά όργανικότητα, μ’ δλο πού έπιβάλλει μιάν άγρυπνη αυστηρότητα, ένέχει Ισως τό μειονέκτημα μιας ύπερβολικά μηχανικής σχηματοποίησης. Πραγματικά, αν τά ποιήματα παρμένα ένα - Ενα ξεχωριστά, ίίχουν βγει κατά υποδειγματικό τρόπο λιτά και περιορισμένα στο ουσιώδες’', ή φιλοδοξία γιά μιάν άρχιτεκτονική πλασμένη όρθολογικά μέσω τής συγχώνευσης ξεχωριστών ομοιογενών ενοτήτων, πού άιτοτελοϋν ισάριθμους σταθμούς μιας πνευματικής διαδρομής, οδηγεί σέ μιάν άναν- τήρρητη θεματική άραίωση.
“Οπως είπε ό Ιδιος ό ποιητής3*, Ενιωσε «τήν άνάγκη νά πεϊ γιατί άγαιια τόν κόσμο, γιατί τόν θαυμάζει, γιατί τόν ευχαριστεί».
Αύτοβιογραφικό, κατ’ έξοχήν, £ργο, "«Τό Βάθος τοΰ Κόσμου» συνοψίζει τήν εμβέλεια καί τό νόημα τών εμπειριών ζωής καί τών περιπετειών τοΰ πνεύματος πού έβίωσε ό ποιητής καί τίς έκανε μοτίβα ποίησης.
. . . Ά λ λ ω σ τ ί , τί θαρριΓς πώς στό βάθος της ιΐ ν α ι ή π οίησ η δ ν δ χ ι ή γύ ρ η τ ώ ν π ρα γμ ά τω ν τοΟ σύμπαντος; Ή γ ύ ρ η σέ πράξεις,
πων», «Ό πόνος xxl ή συμμετοχή·, «Πχ·.χνί8·.χ μέ τά χρώμχτ*», «Ή πάλη μέ τόν χαθημιρινό ϊχίμονα-, ■ Λ'.άλογος Απόλλωνος xxl Λιο- νύοου», «Διάλογος μέ τόν κόσμο·, «Τό ΤχξίΒι, ό Χρόνος καί ή Ά - πόοτχοη», «Ή «ΐρήνη Ιρχ«τχι οτόν κόσμο·.
87. Ή γλώσσα it& tlvxt όμχλή xxl ίδχολη πιριοοότιρο άπ’ 8- οο οέ όποιοΒήποτε άλλο Ιργο τοΟ Βριττάχου. Τό λιχτιχό Βέν 8γχ<- v tt οχ«Βόν ποτέ Ιξω άπό τό χοινόχρηοτο, Ιτοι ποϊι ή άποχρυπτογρά- φηοη τδν ποιημάτων γίνβτχι (5χολα, ακόμα xxl γιά τό λόγο βτι τά αύμβολα πού Ββοπόζουν tlvxt αύτά πού ουνχντί χχν*1ς τχχτιχά οτήν πο(ηοη τοΟ Βρ*ττάχου xxl ουνβίοντχι μέ άξίις πού γΓ χύτόν elvx: ο4οιώβ*ις (προςινβΐ έντΰπωοη ή ουχνότητχ τόίν αγαπημένων οτόν ποιητή λέ£«υν-χλβι6ιών, «ήλιος·, ·φώ ς·, «ούρχνός*, «χόομος· χ .1 .)
38. Εισαγωγή οτήν Έ χλογή, ο*λ. 24.
ή γύρη σέ όδύνη, σέ φώς, σέ χαρά, σέ πορεία, σέ κίνηση...”
Γιατί ή ποίηση βρίσκεται γι* αυτόν μέοα στόν κόσμο, μέσα ατά πράγματα καί μέοα στους άνθρώπους.
. . . Ή ποίηση γεννιέται μαζί μέ τά πράγματα, μαζί μέ τόν Ιρωτα, μαζί μέ τόν πόνο. Παραδείγματος χάρη πολλών μου σελίδων ποίηση γεννήθηκε μαζί μέ τά μάτια σου.40
Τό συμπέρασμα δπου καταλήγει είναι πώς
«“Εχει τό βάθος τ’ άνθρώπου 6 κόσμος κι ό Ανθρωπος τό βάθος τοΟ κόσμου.^ 41
Ή σύγκρουση, πού πάντοτε τάραζε45 τόν πόθο του γιά οϊκουμενικότητα, λύνεται χάρη στή συγκεκριμενο- ποίηοη τοΰ μηνύματος άγάπης, μέσα στήν πιό τέλεια συγχώνευοη μικροκόσμου καί μακροκάσμου.
Ά λλά ή ικικαριότητα δέν ήταν δυνατό νά διαρκέσει πολύ. Ό λαμπερός ελληνικός ήλιος του βρέθηκε πάλι σκεπασμένος άπό συννεφιές. Ά π ’ τόν ’Ιούλιο ιτοΰ 1965 βαριά γεγονότα ταράζουν τήν πολιτική ζωή τής Ε λ λά δας. Αυθαίρετες έπεμβάσεις «έκ τών άνω* χτυπούν ώς τό βάθος τή ζωτικότητα τής δημοκρατίας, ώσπου δυό χρόνια αργότερα, ή στρατιωτική χούντα ήρθε «ν’ όποκα- ταστήσει τήν τάξη*. Γιά τόν ποιητή πού άγωνίστηκε
39. Ό χόβμος χ*1 ή κοίηβη.ΙΟ. Ή κοίτ,βτ, xal ή ζωή.
. II. ΔίΧ9ΐ43(ι;.■12. ΐ ' 5λτ, μνι -ή "υιή ήμουν ;*4ν ίϊΑλιμο-. Γ.οίημι «Ό
βιρχτιώτη;'.
29
θαρραλέα4' o’ αύτύ ιό δυο χρύνκι τής ανωμαλίας, δέν υπάρχουν πια περιθώρια για έλπίδες. Ό κήπος πού είχε νομίοει ΰπ £φτκιξε,44 οιιλήθηκε, ό γεμάτος αγάπη διάλογος μέ ιούς ανθρώπους διακόπηκε αλλη μιά φορά. “Εχοντας νά διαλέξει άνάμεοα οι ή ακλαβκι — ή. ακόμα χειρότερα, οτύ ουμΟιβαομύ — καί οτήν ηθική συνέπεια, ό ποιητής δέν διατάζει. Όποις τόοοι καί τύοοι άλλοι δια-
ι ι]ς χώ(κις του, διαλέγει ιήν πικρή μοίρα ένουΛ Ξανάρχονται τα τραύματα καί οί
; τής αλλοτριωτικής κατάοταοης τοΰ ξερρι- ζωμένου πού τήν είχε δοκιμάοει ήδη ιο 1929 άλλά μέ <ί\λη μορφή καί ο,'· (Ιλλες περιστάοεις. Δέν είναι πιό το δράμα τοΰ έφηβου ιιού άποοίΐάοτηκε βίαια άπό τό περιβάλλον ίο», καί βυθίοιηκε or |ΐιά πραγματικοίηια ιιού τον άπωθεϊ. Είναι τύ δράμα ιοΰ ώριμου ανθρώπου ό οπού*; έδωοε ιιε(>ιεχόμενο καί φόρτιοη ίδειοδους οτήν έ- ιιιλογή πού εκανε ελεύθερα καί άπομον
Λν< ιώ ν « \(
*Er.t'.:z Κ Ι / ' τ . χ ; r.i-i-χ -Λ; -*Μ *#,; οίκο’ίΐιΐίΐ/.όττ,τχ; «,<·ι·r'SiZi xvixzfU/ -Κ; ίχ·>-Λ ·.',·> -Ά Ι-.ι, ~.Ά χΪ3|ΐου. 1 ' ·· χ γλ!τ(| ι ϊ |ΐ1- λ ι; -χ (Γ.ν. Γϊρ·.λτ,τΗ·ί,·/.ι ζ-.ΐ,; (Kv.-optx . - ip c ; ih ;. Κ·. ή τ.ι- - f i ix τν. ) ό U t·.: Κ· ή -χ -ρ ίίχ sv, Ι-.χ; -ή- i/ t · .; χ λ ι:·
, Ί χ ίγ - ν , . Il/.ir.i; ·;1, .
λόζενο χωριό Τρύγκεν, ό ποιητής άποσύρεται σέ μιάν άποτραβηγμένη καί όδυνηρή μοναξιά, πού διακόκτεται μόνο άπό κάποιες φευγαλέες έπιοκέψπς οέ άλλες χώρες, ανάμεσα οΓκ; όποιες καί ή Ιταλία πού τοϋ είναι τόοο προσφιλής καί προπάντων ή Σικελία. 'Ωστόσο οΟ- τε καί τώρα ίχ ε ι σωπάοει ή μούσα του. ’Έτσι γεννιούνται, tv a Εργο οέ ιιεζό λόγο. ή «Όδύνη», είδος αύτοβιο- γραφικοΰ μυθιστορίαιατος πού δημοσιεύτηκε τό 19Θ9 στή \ π α Ύόρκη καί μιά ολόκληρη σειρά ποιημάτων πού πρέπει νά μελετηθούν προσεκτικά γιατί τοποθετούν μπροστά στόν κριτικό διάφορα προκαταρκτικά προβλήματα.
Ή θλίψη οτά ποιήματα τής πρόσφατης περιόδου είναι περισσότερο φανερή και πιό Εντονη, άπ’ «ίσο στις συνθέσεις τής (ίιριμότητας τοΰ ποιητή, άλλά παρουσιάζεται συγκροτημένη και σχεδόν άνιικειμενοποιημένη, μέσα άιιό μιά απόμακρη θέαση καί όποχώήιιοτε χωρίς έ- κείνη τή σκοτεινή απόγνωση καί τήν αγριεμένη έΐ,έ- γεροη τοΰ Βρεπάκου τής π(>ώτης περιόδου.
Ή έλπίδα οτήν οποία είχε επίμονα προοκολληθεί ο’ Ολη του τή ζωή, φαίνεται νά Εχει κλονιστεί άνεπανόρ- ΟΠιτίΐ, άλλά έδώ κι έκεϊ παρουσιάζεται κάποιο δειλό οκίρ- τημα. αναιμικό άπομεινάρι μιας λαχτάρας γεμάτης θερμό πάθος. Επίσης παραμένει άθικτη ή απεριόριστη δίψα τοΰ ποιητή γιά άγάπη. δικαιοσύνη καί ειρήνη.
"Οσο κι αν είναι, βέβαια, π(>ύωρο νά θέλει κανείς νά κρίνει μέ τήν άπαπούμενη επάρκεια τή σπουδαιότη- τα τών πρόσφατων ποιητικών συμβολών, ΓΪτε έξετάζσν- τάς τες καθ' εαυτές, είτε ένιάοοοντάς τες μέοα στό δλο διάγραμμα τής εξέλιξης τοΰ ποιητή, μοΰ φαίνεται πάν-
Ιιί. 'λ λ λ ι Ιργχ -Λ Ί zi -is* '·4γ'/ s:.<x:: Τ4 γ·>|ΐν4 -χ·.41 ( IΠ:ϊί·*. Τ4 ίγρ 'ιι; (liM.’i l . 1·Λ ί-Λρ-ιΓ.',·. γ·Λ -ήν ϊ ΐ ·ρήντ, νΛ *4:|<νι (1919), <ι ivx; ir.4 -.'s,; ’Λ '. χ ίζ ·Μ ; (19.')Κ), ■Ί'4. χγρ·|ΐ·. ν.χ: r, τ.τ-.y.4χ (1!Μ>.'»1. 'Λ;·.θ]ΐντ,ιι4νιυ-ο tr.isr,; isvx: -Λ Y.y.-.-.γλ ίν/.·!ΐ:ί ν,·» ·;:* -Λ : \ . Κ χζχν^ ί/τ , (19Γ.0).
Μ
τως δτι μπορεΐ νά υποστηριχτεί πώς μ£· τά ποιήματα αύ- τά, τό έργο του πλουτίζεται υπολογίσιμα. Φιλτραρημέ- νη μέσα άπό τή βασανιστική κι άναντικατάστατη δοκιμασία τών προσωπικών του έμπειριών, κι ωστόσο στενότατα δεμένη μέ γεγονότα γενικότερου ένδιαφέρον- τος καί μ©γαλύτερης έμβέλειας, ή πρόσφατη παραγωγή τοΰ Βρεττάκου μας φέρνει τόν συγκινημένο άντίλαλο μιδς άνθρώπινης μεταβολής που έχει βιωθεΐ γνήσια καί δραματικά.
Η «ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ» ΤΟΪ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΓ
Τό Σεπτέμβρη τοϋ 1974 κυκλοφόρησε στήν Αθήνα μιά συλλογή ποιημάτων τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκσυ μέ τόν τίτλο «Διαμαρτυρία».
Τό βιβλίο αύτό περιλαβαίνει ποιήματα πού γράφτηκαν στή διάρκεια τοΰ έκπατρισμοϋ, τόν όποιο υποχρεώθηκε νά προτιμήσει ό ποιητής, ύστερα άπό τό πραξικόπημα τών συνταγματαρχών τό 1967. "Ενα μέρος τοΰ χρονικοϋ αύτοΰ διαστήματος, ό έκτκκτρισμένος Βρεττά- τόκος τό πέρασε στήν Παιδούπολη «Pestalozzi», στό χωριό Τρόγκεν τής Ελβετίας κι ένα άλλο μέρος στό Παλέρμο.
Ή «Διαμαρτυρία» παρουσιάζει Ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά τήν κριτική, έπειδή άποτελεϊ μιάν άξιαπρόσεχτη στροφή μέσα στήν ποίηση τοϋ Βρεττάκου, τόσο άπό τήν πλευρά τών περιεχομένων δσο καί άπό τήν άποψη τής δομής. Ή στροφή αυτή είναι άκόμα πιό σημαντική, έ- πειδή έγινε άπό έναν ποιητή πού είχε φτάοει άπό χρόνια τήν πλήρη του ώριμότητα, χαρακτηριστικό τής ό- ποίας ήταν ή χρησιμοποίηση θεμάτων καί έκφραστικών τρόπων πού είχαν παγιωθεΐ καί όπου εύκολα μπορούσε κανείς ν' άναγνωρίσει τή φυσιογνωμία και τό ύφος του.
"Οταν έγινε τό πραξικόπημα τών συνταγματαρχών
33
οτίς 21 ’Απρίλη τοΰ 1967, ό Βρεττόκος δεν δίστααε. Προτίμησε τήν πικρή μοίρα τοΰ έκπατρισμένου κι δχι τήν έξανδραποδιστική κατάσιαση τοΰ σκλάβου. Ώσιόσο, ό έκπατρισμός γίνεται Αφορμή γιά διαλογισμούς και γιά τό ξέσπασμα μιδς κρίσης, μ£ Αμεσες άντακλάσεις οτά ποιήματα αυτής τής περιόδου, μερικά άπ’ τά όποια χουν δημοσιευτεί ήδη στόν τρίιο τόμο τής «'Οδοιπορίας* (1972) κι άλλα περιλήφθηκαν τώρα στή «Διαμαρτυρία*.
Τό πολύστιχο ποίημα «’Αποχαιρετισμός οτόν ελληνικό ήλιο» (πού δημοσιεύεται οτόν τόμο τής «Διαμαρτυρίας* άλλό είχε γραφτεί τό 1967') έκφράζΐΐ τή γεμάτη πόνο κι αξιοπρέπεια απάντηση τοΰ ποιητή στή βάναυση καταπάτηση τών έλευθεριών άπό τούς φασίστες συνταγματάρχες. Ό έλληνικός ήλιος, — ύ μόνιμος συνομιλητής τοΰ Βρεττάκου στούς πολλόμενους άπό θερμό αίσθημα διαλόγους του, ή πηγή τής πίστης του καί τοΰ λυρισμού του — γίνεται ό αποδέκτης τοϋ απαρηγόρητου μά και αγέρωχου Αποχαιρετιστήριου μηνύματος τοΰ ποιητή.
Ά πό τήν Αποψη αυτή ό «Αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο» Αποκτά μιάν Αξία Απόλυτης αύτονομίας μέσα στο σύνολο τών ποιημάτων τής έζορίας, Αξία πού έκδηλώνεται πρός δυό κατευθύνσεις, όπως διπλή είναι καί ή κατάσταση πνεύματος πού χαρακτηρίζει, τόν Βρετ- τάκο τής πρόσφατης αυτής φάσης. Μπορεϊ μάλιστα νά μιλήσει κανείς γιά μιά πραγματική και γνήσια διαδικασία διχοστασίας, πού γίνεται αιτία νά Αναφανεί μιά στάση κριτική καί σατιρική, έπάλληλη στή μακάρια στάση τοΰ παρελθόντος.
Χαρακτηριστικός είναι ό «Πρόλογος» τής «Διαμαρτυρίας*: Τό μέρος τής ψυχής τοΰ ποιητή
1. ΙΙρ-ν χ - ’ -ή ίημοαίιυ^η τ?(; ‘Λ’.χμχρ·:υ?ίχ; ‘Λ ποίημα ν.·ι- χλοφοροΟοί μόνο πχρίνομχ οτήν Έ λλ χΙχ . έ ;m~.if.xi δμ'·>; t l ' / i ήίη ϊημοίιιυτι! χχ· μίταφρχίτβ! πολλέ; γλΛοϊες, ( χ ν ίμ ΐΐχ K-.'Ml χχ· ή Ίτχλ-.χή).
34
«...πού ήταν |« λουλούδια πού Ιόγαζε κάΗε ανο·.;η φτερά καί Γεριφίρονταν γύρο άKb ~Λ Ο εί... riftavs α;ι£7(ο;...'
r ../H 4λλη πρόφτασε, είοε τ4 οολοφόνο, καί...
...οιαμαρτυρήθηκε-.
“Αλλωστε ό Βρετιάκος είχε γνωρίσει καί παλιότερα τις ταλαιπωρίες καί γη; έοο>ιερικές ουγκρούοεις πού ξέ- οπαγαν rirav οί δυνάμεις και τά καταδυναστευτικά στοι- χεϊα τής ί·παρΓ,ης έβαζαν τί)ν αίοιοδοξία του σε δεινή δοκιμασία: Διαψωποτικό έν προκειμύνω και έξαιρειικά ααφες είναι τύ ποίημα «Σύγκρουση» (σώ ν τρίτο ιόμο ιής «Οδοιπορίας*;.
Καί το>ρα, λοιπόν, μέοα στή θλιβερή έμπειρία ιοί> έκπατριομοΰ, ό Βρεττόκος άναζηια Ενα καταφύγιο πού θα τύν σώσει όπύ το νά ζεπέσει στήν όλοκληρωτική άρνηση. Στό άμυδρό φώς τοΰ ανθρωπιστικού όνείρου του, iif>oonaBri άκόμα νά βρει Ενα λιμάνι σωτηρίας άπό τό ό- ριστικό ναυάγιο. Λύτό μπορούσε νά παρουσιάζεται σάν μιά επιλογή απόγνωσης στό νεαρό τιμονιέρη τοΰ «’Αρχάγγελου» (1938), άλλά δέν είναι λύση άποδεκτή άπό τόν ωριαίο άνθρωπο πού Εχει ήδη υπερνικήσει τόσες καταιγίδες.5 Τό σκάφος του δίτν είναι — γιά νά χρησιμο-
2. ’ \/.ίιιι ν.ιΐ ή wo-ti-ii, ϊιχτΛζ'.μζτ, r.o<> r.tptiyi’ x·. z~.h γλ(τ,- jix IIyjzi'fXir, (z-.i-i τρίτο '6μο τή; '■■'Οδοιπορί*;·) :
'Ί Ι T.fozipiit) ΐριοτική»
Ϊ303"αθ|ΐίζίΊϊ·. i x ’.i. x im iov *p4no i~ .i τήν Γ.ρ4€).ιψη — *5τι·> κι .δν *ύτή ΐΐιχ·. καί :3ΐυ; μέ Γ.ολλί; ιτ,μααΐϊς — -Λν τ«Λ.2·ι·
|ΐιλν ir.iz~.xcr, μαχρινή γ/,·ι jercepvi τή ζωή μ ι ;■/.<»Γ.ι,λχ~.Ά·/ ο: νϊυ*γ&;ι«5τ*;.
35
ποιήσουμε τήν έκφραση τοϋ Πλάτωνα — «άνερμάτιστον πλοϊον».· Κάτι πρέπει νά έχει άπομείνει άπό τά άπο- θέματα αισιοδοξίας καί πίστης μέ τά όποια είχε έφοδια- στεϊ ξεκινώντας γιά τό ταξίδι του οτόν κόσμο. Άντί ν' άφεβεϊ νά βουλιάξει, μπορεϊ άκόμα νά προσπαθήσει νά συνεχίσει τό ταξίδι έστω κι αν χρειαστεί ν' άλλάξει ρότα.
Στο έξής, λοιπόν, ό δρόμος του θάναι διπλός άλλά θά μπορεί νά άναχθεϊ στό ϊδιο αϊτιο: στό γεγονός δτι ή άγάπη τοΰ ποιητή γιά τους άνθρώπους και γιά τά πράγματα χτυπήθηκε θανάσιμα και μάλιστα μέ τρόπο πολύ ύπουλο. Ό παλιός δρόμος, πού συνεχίζει ν’ άκολουθεϊ, άλλα μέ βήμα αβέβαιο και λιγότερο τολμηρό, παρουσιάζει κατάδηλα τό τραυματισμένο αίσθημα πού αίμόφυρτο άναδιπλώνεται στον εαυτό του, οέ μιάν έπώδυνη παραδοχή τής συμφοράς. Ό άλλος δμως δρόμος, ό καινούργιος, άρνιέται τήν τέτοια κατάσταση, διακριβώνοντας ρεαλιστικά τά αίτιά της καί καταγγέλλοντάς τα στή συνείδηση τοϋ κοινοϋ. Κατ’ άντανόκλαση, ή ποιητική παραγωγή τών τελευταίων έφτά χρόνων, σέ 3,τι άφορά οι ή θεματική, στό περιεχόμενα, στή Weltanschauung* τοϋ ποιητή, μπορεί — καί μάλιστα κατά τή γνώμη μου πρέπει — νά χωριστεί σέ δυό κατηγορίες.
Στήν πρώτη άνήκουν τά ποιήματα πού χαρακτηρίζονται άπό κάποιο άπομεινάρι τής λαχτάρας γιά £ναν κόσμο άγάπης καί εΙρήνης, πού ό ποιητής τόν όνειρευόταν σ’ δλη του τή ζωή.
Ή δεύτερη κατηγορία άπαρτίζεται άπό τά ποιήματα πού καθρεφτίζουν μιά πικραμένη σατιρική στάση, μιά διαβρωτική κριτική πού καίει καί ξεσκίζει.
Καί οΐ δυό κατηγορίες είναι σύγχρονα παροϋσες
* Σημ. Μ··:. Έλληκιχλ 0*4 χ«Ιμ»νο.* Σημ. Μ*·:. Άν-(λτ,ψη γι4 τ4ν χδομο, χο3μοθ·ωρ(ι, Χ03μ&«ί-
ίωλο.
3β
στόν τρίτο τόμο τής «'Οδοιπορίας», πού τόν άναφέραμε πιό πάνω. Ή πρώτΐΐ, πού £xei έκπροσωπηθεΐ άθρόα οπόν τόμο αύτόν,3 έκδηλώνεται άμεσότερα σέ μιάν άλλη συλλογή, τήν «’Ωδή στόν ήλιο», πού κυκλοφόρησε στήν Α θήνα τό Γενάρη τοΰ 1974. Ή συλλογή αύτή ξαναπιάνει τήν προσφιλή στόν ποιητή θεματική, μέ μιά τρυφερή Εμπνευση, πού άποκαλύπτει τήν άπεγνωσμένη προσπάθεια νά βαστηχτεί σέ κάποιο άπ’ τά ύποστυλώματα μέ τά όποια είχε έπίμονα σημαδέψει τήν ποιητκή καί άνθρώπι- νη πορεία του.
"Οσο κι αν άπό τήν άποψη τοΰ αισθήματος είναι άξια κάθε έκτίμησης, ή συλλογή αύτή δέν μοϋ φαίνεται νά πλουτίζει κατά τρόπο αισθητό τήν ποίηση τοΰ Βρεττάκου, πού είχε ήδη καταγράψει πρός τήν κατεύθυνση αύτή μιάν εύρύτατη ποικιλία έκφράσεων συγκίνησης καί Εκστασης.
’Αντίθετα, τύ άληθινά καινούργιο, και μάλιστα ή ριζική άνανέ<οοη τής ποίησης τοΰ Βρεττάκου μδς Ερχεται άπό τήν πλευρά εκείνη πού τήν άττοκαλέσαμε δεύτερη κατηγορία τής πρόσφατης φάσης.
"Αν και έκπροσωπήθηκε ήδη, καθώς ιό είπαμε, στον τρίτο τόμο τής «'Οδοιπορίας»4 αύτός ό τύπος ποίησης έ- ξωτερικεύεται πλήρως στη συλλογή «Διαμαρτυρία».
Άποφεύγοντας τόν κίνδυνο νά ξεπέαει στόν διανο- ουμενίστικο κομφορμισμό μιας απαισιοδοξίας μέ λίγο πολύ υπαρξιακά γνωρίσματα, ό ποιητής κατορθώνει νά διοχετεύσει τή διαμαρτυρία του σ’ Ενα εύρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και μάλιστα νά τής προσδώοει τή φόρτιση μιας ηθικής έξέγεροης: καλύτερα άκάμα, ενός κοινωνικού μα-
3. ΆρχιΙ v i 3χιφ*([ xzvit; τ4 τ λ ίημχ-χ που έμπ-αύοτη** κήν -χ·.4οϋπολη «Πκτχλόΐΐ'.- ~.<Λ Τρόγχιν, xxl Γ.οϋ Γ.ιριλήφβηχιν «6ν -ρίτο τόμο ~.ϊ,ς *'06otnopi*;· μέ τίτλο «Τό ογΛ-.·. τ«ν «χιΒ ιβν.
.4. Ά γ.’ χΟτΙ 3ημ*ιώνουμ* τ6 '-ύ τ α φ ο ·, ·Τ4 χχρτι& τοβ χυρίοο», «Ή βίχ toO χόομου·, «Έιατύμίιχ οτήλη*.
37
Βήματος, γιά τά δικαιώματα καί τις ϋιιυχρειόυΐ-Η; ιού πολίτη. 'Ακριβώς ο’ αύτο βρίσκεται ή διαφορά άπό τή στείρα σαρκαστική και διαμαρτυρύμενη στάση ιών νεανικών του ποιημάτων.
Τό ειρωνικό στοιχείο, πού άιιστελεΐ ενα πολύ άξιο- πρόσεχιο συστατικό μέσα οτήν ποίηση τής «Διαμαρτυρίας», επενεργεί έτσι, ώστε αύτή άπαλλάσσεται άτιύ κάθε διάθεση ενοχλητικής ηθικολογίας ή δασκαλίστικης θέλησης χωρίς δύναμη νά ιιραγμα ια>θεί. Ή ειρωνεία είναι Ενα λεπτό κι άνελέητο φίλτρο μέοα άπ’ το όποιο βάζει ό ποιητής νά περάσουν γεγονότα καί πρόσωπα, εϊτε αύτά παρουσιάζονται κατά τρόπο διαφανή είτε υπαινικτικά καί σι>γκαλυ>μμένα, μέ τόνους πού πότε - πάτε είναι δηκτικοί ή άκύμα κι αδιάφοροι.
Ά λλά προτοΰ χρησιμοποιήσει ενάντια στούς άλλους τό φοβερό δπλο τής ειρωνείας, ό Βρεττάκος τό δοκιμάζει οτόν ίδιο τόν εαυτό του. Μάς παρουσιάζει στό ποίημα πού έχει τόν τίτλο «Έγώ», μιάν άδυυώπητη καταρράκωση τοΰ ίδιου τοϋ προσώπου του (δίνονται; της ρυθμό μέ τήν επίμονη, τή οχεδυν καιαθλιπτική επανάληψη τής αντωνυμίας «έγώ») καί ιών εύπιστων όνειρο- παρμών μέ τούς όποιου·; έτρεφε παλιότερα τό πνεΰμα του καί τήν ποίησή του. Άκύμα καί στήν περίπτωση πού θά χρησιμοποιήσουμε ένα διαφορετικό κλειδί γιά νά διαβάσουμε τό ποίημα «Έγώ», πάλι αυτό θά μάς δώσει τό μέτρο τής μεταβολής πού έχει έπέλθει στήν ψυχή τοϋ ποιητή: Καιά τρόπο ανελέητα αύτοειρωνικό ό Βρεττάκος ξαναπιάνει στό ποίημα τούτο, κάτι πού τό είχε ομολογήσει, μέ διαφορετικό τόνο, σ’ ένα άλλο ποίημα τής συλλογής. Τό άλλο αύτό ποίημα έχει τόν τίτλο «Δυό στιγμές ενός μονόλογου» καί εκφράζει τήν άπόφαση τοΰ ποιητή ν’ άρνηθεΐ τό παλιό έγώ του καί να έπιμείνει στήν καινούργια του θέση. Μέ τούτη τήν Γννοια, τά δυό ποιήματα συνδέονται μέ τό τελευταίο τής συλλογής, τύν
38
«’Επίλογο», πού 6χι μόνο μάς παρέχει έπί πλέον διευ- κρινίσεις άλλά και έκφράζει κατά κάποιον ιρόπο τά κί- νηιρα ιής μεταβολής πού ουντελέστηκε.
Ά πό ιήν άποψη τής γλώσσας καί τοΰ υφους, βρίσκουμε μιά ιιχνική πιο μελετημένη καί πιύ όργανιομένη, πού χρηοιμοιιοιεΐ έπιδέΓ.ια τήν αντίστιξη, τύ εντυπωσιακό, τύ άπ(>οοδόκηιο. Ενδιαφέρουσα είναι ή άποπροσω- ποιιυίηοη, χάρη οιήν όποία προβάλλει το δικό του έγώ οε μιάν εύρύιερη κοινωνική διάσταση, οπου οί εμπειρίες τοΰ άιομικοΰ εντάσσονται μέσα οε μιά πικρή λογική τοΰ οικουμενικού: ιή λογική τής έξουοίας σπου δέν έχουν θέση οί εύγενεις πόθοι καί τά δνειρα τών άτόμων.
Στύ εκφραστικό καί, ας πούμε, γραμματολογικά πεδίο, ή τέτοια άντικειμενοποίηση πραγματώνεται μέ τό λόγο πού τρέπεται ιιρύς το ιρίτο πρόσωπο. Κι αύτό, δέν μπορεϊ νά μήν κάνει εντύπωση, όταν τό βλέπει κανείς ο’ Εναν ποιητή, ό όποιος πάνια μιλούσε γιά τόν κόσμο καί γιά ιούς ανθρώπους οέ πρώτο πρόσωπο.
Σχετικά μέ τύ λεκτικό, θα είχε νά ιτεϊ κανείς δτι είναι κοινόχρηστο καί σαφές όπως σ’ δλα τά έργα τοΰ Βρετιάκου κι οτι ταιριάζει πολύ καλά στύ πυκνό, γοργό καί σχεδόν επιγραμματικό υφος ιών περισσότερων ποιημάτων ιής ουλλογής, τά όποία άποκιοΰν έτσι μέγιστη πυκνότητα κι εκφραστικό σφρίγος αληθινά άουνήθισιο. ■Άλλωστε πολλά άπ’ αύτά τά ποιήματα είναι γνήσια κι άληθινά έπιγρόμμαια, τόσο ώς πρός τήν ουσία, δσο καί ιίις πρός τή δομή τής σύνθεσης. Κι έπιτάφια έπιγράμ- ματα — συμβολικά βεβαίως, — είναι τά ποιήματα τής τελευταίας όμάδας πού έπιγράφεται «Τελευταίες ειδήσεις άπ’ τόν Κάτω Κόσμο», πού αν ώς πρός τήν τεχνική θυμίζουν τήν «ΓΙαλατίνη ’Ανθολογία», ώς πρός τό πνεΰ- μα πού τά διαποτίζει μδς φέρνουν πιό κοντά στήν «Spoon River Anthology».
"Αν θέλουμε νά ξεχωρίσουμε ένα Ρνα τά κύρια θέ
ματα πού θίγονται μέσα στα πιό άξιοπρόσεχτα ποιήματα τής «Διαμαρτυρίας», θά παρατηρήσουμε δτι κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους συγκεντρώνονται γύρω άπό τίς διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιεί ή έξουσία ένάντια στους πολίτες. Τά πλασματικά όνόματα πολλών προσώπων θυμίζουν χώρες τής Λατινικής 'Αμερικής ή τών Ιδιων τών Ενωμένων Πολιτειών, άλλά ή διάφανη κα- λύπτρα δέν μάς έμποδίζει νά δοΰμε σ’ αύτά υπαινιγμούς γιά τήν έλληνική στρατιωτική χούντα, έστω κι άν πρόκειται γιά τύπους πού τούς συναντά κάνεις σ’ αλες τίς άνπδρασπκές δικτατορίες τοϋ κόσμου. *Ετσι βλέπουμε νά παρουσιάζονται μέ εικαστική δύναμη καί στιλπνότητα, πού ένηχύεται άπό μιάν έξαιρεπκά ευτυχισμένη σατιρική διάθεση, ή άξεστη μωρία τοΰ στρατιωτικού πρα- πραξικαπηματία («Ό Τζϊμ άπό τήν Ά ριζόνα*\ «Σορο- κάμπα Κουάντρος») , τών πατρώνων του στό Πεντάγωνο («Ό νέος Πρόεδρος», «"Ενας Πολίτης») καΑϊις καί ή κυνική αυθαιρεσία του άπέναντι στούς πολίτες («'Ομολογία καί Μετάνοια», «Τά Ιδεώ δη»6) κι ιδιαίτερα ά- πέναντι στούς διανοούμενους («Ή τραγωδία»). Ά λλά βρίσκουμε έπίσης κι άλλα θέματα, λιγάτερς χρωματισμένα άπ’ τήν πολιτική βαναυσότητα, δπως π.χ. ή λεπτή ύποκρισία καί ό χαμαιλεονπκός κομφορμισμός («’Αλλαγές», «ΟΙ πεφορτισμένοι»). Τό ποίημα «01 χαρτοφύλακες Αποκαλύπτει τή δολιχαδρομική ισορροπία τών ύπερ- δυνάμεων καί τό διπλω)ΐατικό fair play τών προέδρων τους, πού είναι πρόθυμοι γιά κάθε παζάρεμα σέ βάρος
δ. Ό πρώτος οτίχο; («τόν πήρχν χχ>. τόν Ιντυοχν οτρατιώτη») 9υμίζ·ι τόν πρβτο οχίχο τοϋ ποιήμχτο; ~.<Λ Κχρυωτίχη <ιΌ ΙΙιχχλιί;».
«Τόν Μιχαλιό τόν πήραν* οτρατιώτη·
6. Αίπλα β’ χΰτόν τόν τύπο κρχτική; xMxiptoix; μπορι! v i το- ■tuMvrfltl xxl ή κομματική χ·Μαιρ«ο(χ τ.<Λ οτηλιτ«ύκχι &ποτ·λ«- ομβτικ* στό ποίτιμ* «Αιχγρχφή·.
40
τών μικρών λαών. Είναι πολύ πετυχημένο τό τελικό εύρημα, γιά τόν άνώφελο κι άδιάφορο ρόλο πού παίζουν οί χαρτοφύλακες μέ τά Ιδεώδη τών δυό προέδρων:
«...ΠρΙν χωριβτοϋν, μ*τά πού ά γχχλιχττήκχν ι, χωρίς v i χάνουν λάθος nfjpt ξχνλ 6 κχθίνχς τους τό χαρτοφύλχκά του άπ’ τό τραπέζι. (’Αλλά χχ ΐ λάθος νάχχναν, ίέν θα π ιίρ α ζ* ).
Ή συναλλαγή στό διεθνές πεδίο, πού κρύβεται πίσω άπό τή μάσκα τών άγανακτημένων τάχα μά τυπικών διαμαρτυριών, άναδείχνεται Υποδειγματικά στό ποίημα «Αποδοκιμασία», έργο πού καταμαρτυρεί όλόκληρη τήν τραγωδία τοΰ έλληνικοΰ λαοΰ, Ιδιαίτερα μέ τή δραστική άντνταράθεση άνάμεσα στήν είρωνία μέ τήν άποία προβάλλεται ή συμμόρφωση τών ξένων χωρών μέ τά κρατικά τους συμφέροντα καί στή διαπίστωση τής κατάπνιξης τοΰ λαϊκοΰ αισθήματος που υπογραμμίζεται μέ τήν πικραμένη έπανάληψη τοΰ στίχου:
«μ»τλ άπό τόίο χ ίμχ, τόσχ ϊϊχν .χχ»
'Εξ άλλου, ή ισχυρή φόρτιση μέ κοινωνική καί πολιτική κριτική τοϋ πάντα ειρωνικού τόνου, κάνει νά ξεχωρίζει τό ποίημα «Λόγος σέ συνέδριο γιά τή μόλυνση τοϋ περιβάλλοντος», τό όποιο ξεσκεπάζει τήν ΐδιστελή καί υποκριτική ευαισθησία τών «πολιτισμένων» άνθρώ- πων άντίκρυ ατά οικολογικά προβλήματα.7
Τ. Γιλ τή βυγγένιιι τ&ν θιμάτων, 1ν χ χΐ ή ozioi) xxl 6 τόνος 9ιχφ4ρουν μχοροΟμ* v i &κινθυμ(3ουμι τό Έκόλλ'.ο τοΟ Βριτ-τίχοο «Στόν ΡόμίΜρτ Όπτ:ινχίΙμ*ρ· (1964) xxi Ιβιχίτιρχ τό ώρχιό- τχτο ποίημχ «Οί ϊίΐνόοαυρο; («'Οδοιπορίχ-, τόμο; 3ο;) ποΟ χχβρ*- φτ(ζ«ι ίτόφιχ τή σχοτ*ινή χχΐ δίχως πχρηγοριΐ χχτίοτχτη τοβ οη- μ*ρινοβ ίνβρώπου.
41
Εκτός οπό rci παραπάνω κύρια μοτίβα, μπορεΐ κανείς νά διαπιστώσει τήν Οπαρξη άλλων νύξεων πού ΰ- ναιιτύσοονται οέ ποιήματα ιδιαίτερα πετυχημένα, ιόοο χάρη οτό θέμα ιιού κίνηοε τήν Εμπνευση όσο καί χάρη οτή δομή ιής σύνθεσης. Ό «Νεοελληνικό»; Κοΰρυ<;» γεμάτος ενιονη νοοιαλγική ουγκίνηοη μέσα οτήν όποία προβάλλεται ή ώμή βιαιόιητα κάποιων ρεαλιστικών εικόνων, είναι Ενα υπόδειγμα ποιητνκής τελειότητας, ιιού ακόμα κι Ενας ποιητής μέ μοκρα πείρα μόνο σέ έξαιρε- τ>κά εύιυχιομένες στιγμές δημιουργικότητας μιιορεϊ νά τήν κατακτήσει. Παρόμοια, τό ποίημα «Τριάντα χρόνια οτή βροχή» μέ τό παραισθητικύ όραμα τής λειτανίας τών νεκρών πού θυσιάστηκαν γιά τή λευτεριά τής Ελλάδας, δίνει τό μέτρο μιας ουγκλονιοιικής τραγωδίας πού όδη- >ήθηκε οτήν καιασιροφή χωρ'κ; νά επιτευχθεί ή παραμυθία τής κάθαρσης καί τής αναγνώρισης.
"Οσο κι αν μπορεΐ νά φαίνεται πρόωρο καί παικικιν- δυνευμένο τό ν’ άποτολμήσει κανείς τελεσίδικες κρίσεις γιά τήν τελευταία αύτή συλλογή ποιημάτων, θεωρώ οιι μπορεΐ κανείς νά υποστηρίζει, χωρίς φόβο πώς θά δια- ψευστεϊ, 8τι ή «Διαμαρτυρία» τοΰ Βρεττάκου άποτελεϊ πάντως Ενα μήνυμα πού ξεπερνάει κατά πολύ τά δρια μιας άπλής λογοτεχνικής έμπειρίας, όσοδήποιε εύτυχι- σμένης. Ή συλλογή αύτή έκπροσωπεϊ Ενα σημαντικό πλούτισμα τής ποίησης τοΰ Βρεττάκου καί τό ξεκίνημα μιας ένδιαφέρουσας καί πολλά υποσχόμενης διαδικασίας ανανέωσης, πού καθώς φαίνεται, είναι προορισμένη νά φέρει άργότερα καινούργιες συμβολές υψηλού έπΜτέδου, τόσο στήν ποίηση τοΰ Βρεττάκου δσο καί στή νεοελληνική ποίηση γενικότερα.
42
ΙΣΙΛΩΡΑ ROSENTHAL-ΚΑΜΑΡΙΝΕΑ
Ή Ποίηση τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου1(Μεταφράζει ό Κώστας Κουλουφακος)
1. ΕΓ.ίμι-.ρο 5"ή δίγλ(ι>33Τ, IxSost, Γ.οιτ,μίτιυ-ί '.'Λ Βρίτ'ϊχου, zo’j χυχλοφόρτ,ΐΐ 3-ή Γερμανία μι τϊ-.λο «Jenscils der Furcht* · Πο’.ήμχτι. Έχλογή, μιτίφριτη, ΐΓ.;μ1λ£:ι χαΐ (Γ.'μιιρο Ί3·.βώ- ρι; Ι’όζι-ίτιλ - Κιμαρ'.νιι, l i t 3(λίΐ:; ·/*; 7 syH ix *f,; Χρ·.· o tha; Myjiyxf-., 'KxioT:x4; Ο:χο; Jugcnd mid Yolk, Μόναχο, 1973.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
Ή πρώτη συλλογή ποιημάτων τοΰ Νικηφόρου Βρετ- τάκου, μέ τίτλο «Κάτιυ άπό Σκιές και Φώτα», κυκλοφόρησε στήν Αθήνα τό 1929.
Ό δεκαεφτάχρονος άπόφοιτος Γυμνασίου, πού ή οΐ- κογένειά του είχε ξεπέσει οίκονομικά, άπ’ τόν καιρό ά- κόμη που ήταν μαθητής, πήγε οτήν πρωτεύουσα τής 'Ελλάδας γιά άνώτερες σπουδές. Oi άντιξοότητες τής ζωής θρυμμάτισαν αυτό τό δνειρο. Στήν Αθήνα ό Βρεττάκος νάποδύθηκε σ’ Εναν σκληρό άγώνα γιά τήν έπιβίωση. Ά- ναφερόμενος σ’ έκείνη τήν έποχή, γράφ ει:
«Δέ χρειάστηκε νά περάσουν πολλές μέρες γ ιά νά μοϋ φανεί πώς ό κόσμος χάθηκε. Ή ζωή μέ σφυροκο- ποϋσε, Ενοιωθα σά ν&φυγα άπδ τήν πολιτεία καί ν&ρ- θα στή μοναξιά. ( . . . ] Έ νοιω θα δπως τό χαμένο καράβι στή μεγάλη θάλασσα. Έ νοιω θα κάτι τό άκατάδε- χτο μέσα μου, πού δέν ήθελα νά τό συγκρίνω μέ τίποτα οΟτε καί νά τό συντροφέψω μέ τίποτα. ΤΗταν Ινας Αλλου είδους Αριστοκρατισμός πού μέ άποτραβοϋσε άπό τήν τρέχουσα ζωή [καί μέ κρατούσε μετέωρο μέσα στό τίποτα). Σ ’ αΰτό ^ήθησ αν καί οί παιδικές θεωρίες ποΰ είχα σχηματίσει 5τό μυαλό μου γιά τούς άνθρώ-
45
πους κα ί γ ιά τή φύση, δ χ ι χ ω ρ ΐ ; κα ί τή συμμετοχή
•ή ; Ψ··>χή; ι1™·-'
Τήν πρώτη ποιητική συλλογή ακολούθησε τύ 1933 μιά δεύτερη, μέ τον τίτλο «Κατεβαίνοντας στή οιγή τών αιώνων» και το 1935 ή τρίτη, «Οί γκριμάτοες τού ανθρώπου». Στό βιβλίο αυτό βρίσκουν έκφραση ή πίκρα τοΰ είκοσιτριόχρονου νέου καί ή περιφρόνησή του γιά τήν κοινωνία, γιά τύ κάθε τι γύρω του καί άκόμα καί γιά τή φύοη. πού ως τότε τήν ένοιιοθε τόσο κοντά του. Ή κριτική χαιρέτισε αΰτή τή συλλογή, οάν έργο αληθινού ποιητή. Ό Κλέων Παράσχος οτύ περιοδικό · \ έ α Εστία», γράφ ει:
' 0 Η ρεττά κο ; [ . . . ] προβάλλει καί λ ίγο θελ η μ α τικά φ αντάζομαι καί α ρκετά άντά ρτικα σάν ε να ; poe tc in a u d it, ο χ ι μ έ τήν ειδ ικότερη έννοια -ο ΰ πή ρ ε ή λ ίς η μ ετά τήν έκδοση άπό τόν Η ερλαΐν [ . . . | όρισμέ- νιον πο ιη τώ ν m a u d its ·/.α θώ ; τοΰ ; όνόμασε μά μ έ τή γεν ικότερ η τοΰ -κολασμένου π ο ιη τή , τοΰ α συντα ίρ ια στου πού σπέρνει στό πέρασμά του τόν όλεθρο, τοϋ κλεισμένου στήν άλα ζονικ ή μόνωσή του. ;
Ό Παράσχος βλέπει στο βιβλίο αύτύ ομοιότητες με τήν ποίηση τού Baudelaire. ’Λλλά έκείνη ή όργισμένη σκληρότητα τοΰ νεαρού ποιητή, πού είχε βρεθεί ολομόναχος άνάμεσα στήν ξένη γι’ αύτόν κοινωνία καί είχε απογοητευτεί, δέν ήταν ή άληθινή έκφραση τής ψι>χής του.
Κάτω άπό τις άδυοώπητες καταγγελίες πολλών στίχων. ό προσεκτικός άναγνώοτης άνακαλύπτει πράγματα
1. ΝΥ/ηφΊρο; ΙΙ',ι-.-.χγ.',;, ‘Εκλογή . έκί. Η ε η : λ Ά θ ή ν * ΙίΜϊΓ», ο. 1<>.
9. Ilepioiixi , χ ί χ -F.z-.ix , -ϊ·ι/.ο; 22<ί, 15-Γ.·3ίΙ, 3. 739.
πού τά έχει υπαγορεύσει ή γνήσια άγάπη γιά τόν άν- Op<imo. Η άληθινή φύση τοΰ ποιητή είναι ήπια, γεμάτη καλοσύνη, γεμάτη άγάπη γΓ αύτή τήν πλάση, αύτή τήν οικουμένη σάν Ενα σύμπαν μέσα στό όποιο ό άνθρωπος )ΐπο|)ΓΪ νά ζεί άδελφικά, ευτυχισμένα καί συνειδητά μαζί με τα πράγματα, με ολα τά πλάσματα πού άπαρτίζουν ιή ν αρμονία τοΰ κόσμου. Ή αληθινή του φύση έμφορεϊ- 1UI cult* Ενα ΰψ.ηλό ήθος ένούνειδης άνθρωπιάς.
Τό έτιόμενο βιβλίο του, «Ή έπιοτολή τοΰ κύκνου», κινεϊιαι οτύ ϊδιο κλίμα με τις «γκριμάτσες του άνθρώ- που», δίχως να προσθέτει τίποτα ιό ιδιαίτερα σημαντικό. Πολύ περισούιερο παρουσιάζει μικρές αδυναμίες, πού ασφαλώς πρέπει ν' όιιοδοΟοΰν οτό οτι ό Βρεττάκος χρη- πιμοποιεΐ γιίι πρώτη φορά τόν έλεύθερο στίχο.
Ή «Έπιοτολή τοΰ Κύκνου» είναι Ενας λυρικός θρήνος για τή ζωή καί τή μοίρα. Ό Κλέων Παράσχος πού άναγνωρίζει τό Βρεττάκο σάν αληθινό ποιητή, έπισημαί- νει Ενα βερμπαλισμό ρτό βιβλίο αυτό.5
Τό 1938 κυκλοφόρησε τό «Ταξίδι τοΰ Αρχάγγελου*. Ενα πολύστιχο ποίημα πού συγκαταλέγεται άνάμεσα στα καλύτερα τοΰ ποιητή καί οτό πιό σημαντικό φανερώματα τής νεοελληνικής λυρικής ποίησης. Τό «Ταξίδι τοΰ Αρχάγγελου* συνεχίζει τή γραμμή τής μάταιης προσπάθειας του ποιητή νά ουντελέσει στό νά ξαναγυρίσουν τό ήθος και ή άρετή μέοα στήν κοινωνία. Τό ταξίδι τοΰ σκάφους «‘Αρχάγγελος*, πού πλήρωμά του είναι οΐ άρετές καί πού ξεκίνησε γιά τήν Τροία μέ σκοπό νά φέρει στούς άνθρώπους τοΰ φτωχοΰ νησιοΰ, τής ’Ιθάκης, τό μυστικό τής εύτυχίας και τής δλβιας ζωής, πέφτει υστερ’ άπό Ενα υπέροχο ξεκίνημα, στήν καταιγίδα τών άντιξοο-
3. «Χία Έ ο-’ΐ , τεΟχος 238. l.V9-1ii:J7, ζ. 142». - 1·Ι2κ.
47
τήτων. ’Αντιλαμβάνεται θτι δέ θό φτάσει ποτέ στήν Τροία καί προτιμάει νά αύτοβυθιστεί μαζί- μέ τό πλήρωμά του.
Ό Πέτρος Σπανδωνίδης, στό βιβλίο του «Ή νεωτε- ρη ποίηση στήν Ελλάδα», γράφ ει:
«Στό ποίημα "Τ ό ταξίδι τοΟ Ά ρχάγγ ιλου " — πραγματικά Ολοκληρωμένο ποίημα — ( . . . ) 4 ποιητή; Ι χ ι ι φτάσιι στό Ισχατο σύνορο τών ψυχικών του δυνατοτήτων, μέ τή διάνοια φλογισμένη, τή φαντασία άνένδοτη, τήν αΓσβηση άκρα.*4
Καί σ’ Ενα Αλλο σημείο:
«Τό ποίημα αύτό άποκαλύπτ» όλόχληρο τόν πν«υ- ματικό δυναμισμό καί τήν άνθρωπιστική ροπή τοΟ πνιύματος τοΟ ποιητή, πού δέν άπαρν*1ται τό Ύπ«ρού- σιο άλλά τό καθαγιάζιι διά τοΟ πόνου.»*
Τό Ιδιο ποίημα έξαίρει ό "Αρης Δικταίος οτή μελέτη του μέ θέμα τήν «Εξέλιξη τής μοντέρνας ποίησης», γιά νά χαρακτηρίσει τήν ποίηση τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου:
«... Κατορθώννι νά γράφ ιι ποιήματα, δπως τό "Τ α ξίδι τοΟ Ά ρχάγγιλου ” (1 9 3 8 ), πού άνήκουν στά πιό Ολοκληρωμένα δημιουργήματα τής γ ιν ιά ; του.»*
Τό έπόμενο βιβλίο τοΰ Βρεττάκου, «Μαργαρίτα - Ei- κόνες άπ’ τό Ηλιοβασίλεμα», φανερώνει τή στροφή τοΰ
4. Πέτρο; Σηανβωνίϊη;, «Ή νιώτιρη ποίηαη ιτήν Έλλάδϊ», *Α·ή- νβ 1965, ο. 31.
5. Πέτρος Σπανίων Ιδης, ατό Τίιο έργο, αιλ. 92.6. 'D ie Horen»·, 87. 3ο τρίμηνο, 191.
48
ποιητή ιιρός τήν ελπίδα, τή συνδιαλλαγή του μέ τούς άνθρώπους καί — γιά νά χρηοιμοποιήοω τά ϊδια του τά λόγιο — μιάν έπαναοτόχαση τ ής φύσης, τήν έπανασυμ- φιλίΐϋοή ίου μέ τή φύση πού στο έξης θά κυριαρχεί δλο καί πιό πολύ και θά ξαναπάρει τήν παλιά της θέση μέ- σα στο ΰραμά του γιά τόν κόσμο, μέσα οτήν εικόνα τής ψυχής ίου. Καί οάν πολύτιμη ανακάλυψη, τήν άγάπη — τήν άγάπη τών άνθρώπιον μεταξύ τους, πού οτό έξης θά γ Γ μ ίζ ε ι το πνεύμα τής ποίησής του.
Ό Πέτρος Σπανδωνίδης παρατηρεί:
'<Στά κατοπινά ποιήματα υπάρχει πολλή έπανάλη- ψη πάνω οέ βαθιά, άγνά κι έσώψυχα ωστόσο, έννοημένες ιδέες γιά ‘Λγάπη καί Ειρήνη. Άκούεται στά ποιήματα αύτά παλμός τής σφιγμένης έμφοβης καρδιάς τοΟ συγχρόνου άνθρώπου.'7
Στό βάθος, ό Βρεττάκος δέν είχε χάσει ιιοτέ του το δεομό μέ τή φύση, ακόμα κι οταν ό ίδιος, μέσα οτήν πίκρα και τήν άπογοήτευοή του, νόμιζε ίίτι βπρεπε νά τά δάλει και μαζί της.
Ό κριτικός Άλέξης ’Αργυρίου π.χ., οτή μελέτη του, πού δημοσιεύτηκε τό καλοκαίρι τοΟ 1957 στήν «Καινούρια Έττοχή* και πού άναφέρεται σ’ όλόκληρο τό £ργο τοΰ Βρεττάκου, γράφει γιά τό «Ταξίδι τοΰ ’Αρχάγγελου» :
«Τό πολύστιχο καί παράδοξο αύτό ποίημα κινείται σέ ονειρικές παραστάσεις μέ πλαίσιο τή φύση σ' ?λο της τό μεγαλείο .*
Τά ποιήματα πού γεννιούνται έκεΐνο τόν καιρό δια- πνέονται άπό τήν άγάπη πρός τούς άνθρώπους, τήν ά-
7. II. ΣΓ.ανίωνΙδτ-,ς, α:4 ΐίιο Ιργο, 3. 32.8. «Καινούρια Έ γ.ο/ ι, . -/.χλ',κχϊρ·. 10Γ>7, α. 117.
•Ιί)
4
γάπη πρός τούς καταπιεσμένους κι από τύ ιδανικό τής ειρήνης καί τής άρ|ΐονία<; τοΰ κόομου.
Ό 'Αργυρίου γράφει:
<... 4 ψυχικό; του ίπανχστατισμό; ίχ*ι καταπέσιι. Ή διαμαρτυρία του μοιάζι; μ ι μορφασμό πικρία;. Δέν έπιτίθ*τα: πιά... (Μ ήΑιχέ; φωνέ; καλύπτουν τ4ν 4- ρ ίζοντί του...·’
Ή Ενταξη τοΰ ποιητή οτήν ελληνική Αντίσταση και ή τελική πολιτική της απαλλοτρίωση, πού κατάληξε ατό αιματηρό δράμα τοΰ έμφυλίου πολέμου, τόν Εφεραν μπροστά οέ δραματικές έσωτερικές συγκρούσεις πού έ- ξωτερικεύτηκαν στά βιβλία «Ό Ταΰγετος καί ή Σιο>πή» (1949) και «Τά θολά Ποτάμια» (1950).,c 'Από τότε ή ποίησή του απόκτησε Εναν δραματικό χαρακτήρα, συνδέθηκε άξεχώρισια μέ τύ δράμα τοΰ σύγχρονου ανθρώπου. "Εχοντας συνείδηση τής ευθύνης του, υψώνει οέ τισλλά ποιήματα ιή φωνή του ένάντια οτόν κίνδυνο μιας ενδεχόμενης καταστροφής τής ζωή»; πάνω οτή γή άπό τον πυρηνικό πόλεμο.
Τό 1954 ό Βρεττάκος κυκλοφόρησε τύ βιβλίο «Γράμμα στόν Ρόμπερτ ’Οππενχάιμερ». Στο ποίημα αύτύ προβάλλει στις φοβερές διαστάσεις της τήν ευθύνη τοΰ άν- θρώπου γΓ αύτή τήν τερατώδη πράξη πού βάζει σέ κίνδυνο τήν τάξη τοΰ κόσμου, και κατηγορεί ακόμα καί τόν ϊδιο τόν έαυτό του γιά ανεπάρκεια.
9 .Ά Χ . Αργύριά. 5-Λ ·Λ·λ . 5. 119.1(1. Έπίοτ,;. -Λ Γ.οιήιΐϊ-χ -υν44*ψχ vtxpv>; χχϊ -Τ4 πχρίκονο νΛ
οχοτ>ομίνον, Γ.νι γρ,ΐφ-ϋ,χιν χργό-ιρχ, χ/χ^ίροντχ: i t γιγ'Μ-.χ ϊχιίνη; ϊγλ / Ι , ; . T i Τρ!χ r.v.Vj]ix-x γ:4 ιτ, γυνχίχχ |i i -.t -οχχιομίνο yip·. Ιχν η Tfxj-.i! T'.i -.i, γυνχΐχχ - Ά m i r.o·» Ιναν ϊχρϋ χιιμοινχ ι : / ι γ.χι: <i ϊργχ^-ι! ixcxiXz ϊνχ |ΐχχρ·.- •ιί y<np:i 3i i Mpc.x ~.1,i ’Itr.iipvj γ -.i v i χ·<-·.ιιι·:ΜΓ·.3·:ν1ν Ά Ά-
50
Έπίοης στό πολύστιχο ποίημα «Ή Μητέρα μου οτήν Έκκλησιά», καταπιάνεται μέ 10 ϊδιο θέμα. ’Εδώ κυρίως άντιπαραθέτει τήν ειρηνική. αμόλευτη φύση καί τήν απλοϊκή, αγνή καί ανίδεη μητέρα του οτή διαβολική δρά- οη τών δημιουργών τοϋ καταστρεπτικού ΰπλου. Ό αθώος. πατριαρχικοί; κόομος οτέκει αντιμέτωπος οτήν πρόοδο ιιού φέρνει τήν καταστροφή.
— τήν «Λύτοβιογικιφία* του, ένα μακρύ ποίημα, απευθύνει μίαν αιιεγνωομένη έκκληση πρός όλους να οβήοουν τήν «κακή φωτιά» πού θά έκμηδενίοη τόν κό- ομο.
Τό 1961 κυκλοφόρησε τό βιβλίο του μέ τύν τίτλο «Τύ Βάθος τοϋ Κόσμου». Είναι ένας όγκώδης τόμος 333 οελίόων, πού σύμφωνα μέ τό ϊδια τό λόγια τοϋ ποιητή περιέχει τήν κοσμοθεωρία του γιά τή ζωή, τούς ανθρώπους, τύ ούμπαν. Στύ βιβλίο αύτύ μιλάει μέ ήσυχους τόνους για τήν άξία τής ζωής καί τών ανθρώπων, για τήν ιδιαίτερη οημαοία τους.
Κι έδώ πάλι είναι καταφανής ό οτενύς δεομύς τού ποιητή μέ ιίι πράγματα ιού περιβάλλοντός του στήν παιδική του ήλιχία. μέ τύ τοπίο τοϋ μεγαλόπρεπου Ταΰγετου. μέ τα πράγμα ια πού ξεπερνούνε τις γήινες διαστά- οεις καί, ίίιιοκ; α ένα πανοικουμενικύ θέατρο, συμπερι- λαβαίνουν τύ σόμπαν οτήν πλοκή τοϋ έργου.
’Απ' αύτπ |τα πράγματα| παίρνει ό Βρεττάκος όλες τις εικόνες του, εικόνες κάποτε παράδοξες, παρμένες άιιύ τύν κόομο τών ιτραγμάιων καί πού δμιος έκφράζουν τήν άνθροΜίινη σκέψη καί δράση. Ά π’ αυτά φτιάχνει τϊς ιιαρομοιώσεις καί Γι«; μεταφορές του. Μ’ όλο πού ή ποίησή του απευθύνεται στύν άνθρωπο, άναφέρεται ατά βά- οανά ιου. οτα προβλήματα του, οιό δράμα του, καί μ’ δ- λο ιιού ό τόπος τής δράυης είναι οτίς πιό πολλές περιπτώσεις ή κοινωνία καί ό κόομος. οί στίχοι τού Βρεττά- κου ζοΰν καί κινούνιαι ο' εκείνο τύ μοναχικό τοπίο, πού
51
τό σέρνουν μαζί τους ή ψυχή καί ή μνήμη του ιταντοΰ, λές καί παντού είναι το έσ<ι>ιερ>κό ίου καταφύγιο.
Λέει Λ ίδιος:
Τό σύμπαν άποτελεΐται άπό δυό μεγάλα πράγματα: τόν άνθρωπο χαΐ τή φύση. 'Ο άνθρωπο; καί ή φύση άποτελοΰν τά δυό μεγάλα ημισφαίρια αύτοΰ τοΰ σύμπαντο;, τοΰ οποίου τή ζωντανή έκφραση άποτε- λεΐ ό άνθρωπο;, ό όποίο; είναι δημιούργημα όχι μόνο τή ; γ ή ; άλλα τοΰ σύμπαντο; Ά ί συνόλου. ι;
Σ ’ αυτήν ασφαλώς τή δημιουργική περίοδο άναφέ- ρεται ή διαπίστωση ιοϋ M a rio V ii t i :
■Ό Βρεττάκο; ίγκαταλείπει τόν σπαραγμένο από τό άλγο; τόνο, γιά v i τραγουδήσει τήν άγάπη καί τήν ευτυχία.-15
Λύτό πού όκολούθηοε δεν ήταν διόλου τραγούδισμα άγάιιης κι ευτυχίας άλλα πικρύ κατηγορητήριο έ- νάντια στή Βία καί τήν αδικία, τήν καιαπάτηση ιών άν- θρώπινων δικαιωμάτων καί τήν τρομοκρατία: θλιβερός ισολογισμός ενός έξορίστου, πού χ·ορίς κανένα πόρο ζιο- ής γυρνάει όιιύ χώρα οέ χώρα δίχως νά μπορεί νά βρει Εναν τρόπο γιά νά λύσει τό δυσεπίλυτο πρόβλημα τής άτιόκτησης έγκύρου διαβατηρίου. Γιατί ιόν Όκτώβρη τοΰ 1967, ό Νικηφόρος Βρεττάκος έγκατέλειψε τήν Ε λ λάδα. Άπό τότε* ζεϊ οτήν εξορία.
11. Άπ* Ινχ άβημοoivr.', /«ιρόγριφο -Μ τ,'λί,-Ι, (γρ*|ΐ|ΐivc. τ4ν Ιούνιο 1969).
12. Mario V illi : «Kiafiilirunga in die Geschichto dt>i- nciigrio-chiachen l.ileraliir», Munclicn 1973, a tl. 135.
* ϊημ. Mt-.. "Q; t i - Αϋγου3ν, νΛ 197-1. Kz'r.i ΰί-ipx ir.K -ήIMTanoXCtcusi, ;χνζγϋρ·.αε "τ-ν Έ λ λ ϋ ι .
Καιά τά έξη χρόνια τής διαμονής ίου οιά ξένα (οτήν Έ λθει ία πρώτα, οτήν ’Ιταλία έπειτα καί μέ έν- διάμεσα ταξίδια οτή Γερμανία, τήν Α γγλία καί τή Γαλλία) γράφτηκαν πλήθη; ποιήματα και δυο βιβλία οέ πεζό λόγο.
Τό πρώτο, μέ ιίιλο «‘Οδύνη», έκδόθηκε ιό 1969 στή Νέα Ύόρκη. Είναι οιό μεγαλύτερο μέρος του αύτοβιο- γραφικό. Ή απομάκρυνση άπό τήν πατρίδα του, ουντέ- λεοε στό νά θρεϊ ό Βρεrτάκος μιάν άμεσότητα λόγου. Κυριαρχικό οτοιχεΐο τών ποιημάτων αυτής τής περιόδου είναι ό αγώνας γιά τά δικαιώματα τοϋ άνθρώπου και γιά τήν ελευθερία.
Ό Vincenzo Rotolo χυικικιηρίζει τό έργο τών τελευταίων έξη χρόνων μέ ιό έξης λόγια:
Φιλτραρισμένη μέσα άπό τή όασανιστική και αναντικατάστατη δοκιμασία τών προσωπικών του έμ- πειριών. κι Λστόσο στενότατα 5«|ΐίνη μέ γεγονότα γενικότερου ενδιαφέροντος καί μεγαλύτερη; έμδίλεια;, ή πρόσφατη παραγωγή τοΰ Βρεττάκου μάς φέρνει τόν συγκινημένο αντίλαλο μ ι4 ; ανθρώπινη; μεταβολή; πού εχε: 6·.«·>θεϊ γνήσια καί δραματικά.-,J
Τό 1972 κυκλοφόρησαν σιήν Αθήνα τρεις τόμοι μέ ποιήμαια έιιιλεγμένα άιιό τόν ϊδιο τόν ποιητή, μέσα άπό τό υύνολο ιοϋ ποιητικού ιου έργου (1929- 1970). Τήν ϊδια χρονιά δημοσιεύτηκε έπίοης καί μιά συλλογή διηγημάτων ιου ιιού έχουν ώς πρωταγωνιστές τους παιδιά. Τήν ιιαρότρυνση γιά ιή συγγραφή ιοϋ βιβλίου αύτοϋ έδωσε ή ύπογράφουσα. δίαν ιιαρακάλεοε τό Βρεττάκο νά γράφει ένα διήγημα γιά ιήν ανθολογία «Dichtcr Ειι-
13. VinwniM liululn, «Appuuti di uii ilinrrario povtico», Palermo, at).. I» (eslralto da «Annali del liceo dassico "G.Garibaldi” di Palermo» ii. 7-8, [N*S.]) 1970-1971.
53
ropus rreahlrn Kindrrn» * οιήν όιιοίο clxr άναλάβει νά διαλέξει καί νά μειαφράοει ιΰ ελληνικό μέρος.
Άνάμεοα σιά αδημοσίευτα ακόμη i-ργα τοΰ ιελευ- ιαίου καιρού υπάρχει καί μιά καινούρια οειρά ποιημάτων με ιίτλο «Διαμαρτυρία», πού όλοκληιχϋθηκε (ό 1972 (67 χειρόγραφες σελίδες), καθώς και ί?να αλλο ιιοιηιικό βιβλίο, ή «’Ωδή οτόν "Ηλιο» (25 χεΐ|>όγραφες οελίδες) , ιιού κι αυτό γράφτηκε ιό 1972.* *
Ή ποίηση τοΰ Νικηφόρου Βρειιάκου όνήκει υιό μοντέρνο ποιητικό ρεύμα πού διαμορφιόθηκε οτήν Ε λ λά δα καιά τή δεκαειία 1930· 1940 και άπό τότε εξελίχθηκε πρός διάφορες κατευθύνοεις. Ή έπίδ|>αση της γύρω άπό τό Στφέρη ομάδας ποιη ιών ιιού θεωρούνται ώς οί άνανεωιές, και κυρίως τών υπερρεαλιστών, άνοιξε στήν ελληνική λυρική ιιοίηοη ιΐς καινούριες δυναιότηιες μιας τολμηρή*;, ζωηρόχρωμης και ύποβληιικής πκονο- πλαοίας. Ό Βρεττάκο*;, ιιού ό λόγος ιου είναι άιιέριτ- τος καί ήρεμοι;, ουχνά ξαφνιάζει με εικόνες πού ον καί δεν είναι ύπερρεαλιοιτκές, οφείλουν πόνιως ιή φωιει- νότηιά τους οτύ μαγικό κόσμο ιής φϋνιπσίας.
Τά θέματά ιου, πού θέτουν τό λυρισμό του οιήν υπηρεσία ιού άνθρώπου, δεν επιτρέπουν κοριό πολιιική πτειρότηια. Ό λόγο*; οέ πρώτο ιιρόοωιιο. πού χρησιμοποιεί συχνά, δέν πρέπει νά έκληφθεΐ σάν εκδήλωση ενός υποκειμενικού ίγωτικυΟ λυρισμού. Ό|>θύιερη είναι ή κρίση, ιιώς ό ποιητής ιια(>ουοιόζειαι οάν έκπ(>όυωπος •τοΰ άνθρώπου, γιά τά καιοπαιημένα δικαιώματα ιού οποίου άγοινίζεται. Ί Ι άγωνισιικόιητά ιου. ιιού συχνά φλογίζεται άπό συμπόνια καί γενικά άπό συναίσθημα.
* Srrfi. Μ«τ. Οί γλ-.ϊ,^ϊ; -f,; E-ipx'.r.».; >·.ν."Λ·.:ι·. ·;:τ γ.χ·Λ·.ϊ . Ε/.· βόθηχι ο-.*;/ Κί,λ'·'·,■! ζΓ.ό τόν (ίιτΙπιικΙ Middclhniivf Ycrlan, τό 1972.
** ilrji. Μι-.. Κι: -* Κ·ή όιΐλΐζ ν.·//Χ'^6ϊ*,ζτ> *ό 1971 ότι,·' AW,vi.
5»
όηοκτά με. ιήν άιιλή γλιίκκκι αϊσθηοη ιοΰ μέτρου, ένώ ταιιιύχρυνα ΰιιογραμμιΥ.ι-ιαι χάρη οτήν τολμηρή εΐκονο- υλαοίο.
Έκιός (Ίιιό τήν καλοσύνη κοΐ ιήν άνεκιικόιηια, «πού χαρακιημίζουν ιή στάση ιου ο* όλες tic. περιόδους τής δημιουργίας ιου, ιιαιιουυιαζονιαι οτά ποιήμαια όπου κα- ιαγγέλλει ιΰ άδικο, οκλικκ)ΐ τόνοι. Ό άγωνιστής γιά τά άνθρώιιινα δικαιώμαια βρίσκει άδυοώιιητους ιόνους γιά νά έκφραοιεί.
'Έ νο μοτίθσ ιιού διαρκώ*; επανέρχεται στό λυρικό λόγο ιοΰ Νικηφόρου Βρε πάκου, είναι ό ήλιος, τό φώς τοΰ ήλιου. Σ ιή ν Ελλάδα, ώ<; ό και’ εξοχήν ποιητής τοΰ ή- λιύφωιου θεωρείται ό λυρικός Όδυοοέας Έλύτης. Στήν ποιΊ)οη ιοΰ Νικηφό(>ου Βρειιάκου ή άναφορά στόν ήλιο δέν είναι λιγότερο ίυχυρή. «Άποχαιρειιομός οτόν ελληνικό ήλιο* είναι ό τίτλος πού £δωσε σιό όποχαιρειιστή- ριο ποίημά του μετά τή φυγή του απ' τήν Ελλάδα. 'Εκεί, άνάμεσα ο’ άλλα, επικαλείται:
Έσϋ δ|ΐω; ί π:στό; -οΰ ποτϊ δίν Θ4 φύγι·.;, άλλα τό ΐδ:ο διαυγή; 6 i γυ ρ ίζ ιι; απάνω ά π ' αύτό τό προα:ών:ο λίκνο τή ; πέτρα;, ίπ ίβλιψ ι τ4 -α·.5ι* πού στα μάτια του; κατοπτρίζεται ή μοίρα τών Ταρών καί τοϋ Δίστομου' Ιπίβλιψ ι τ ί; μητέρι; των δσιων καί μαρτύρων. Ιπ ίβλιψ ι
τόν λαό Δωρητή πού ϊ / ι ι στραγγίξι·. τήν καρδ'.ά του μέσα στό παγκόσμιο θυσ:αστήρ:ο — κάτω /ρο; άνάμισα στούς ληστέ;.
’Αλλά ό ήλιος δέν είναι άπλώς γνπ'ιρισμα μιας τοπιογραφίας. Ό ζωοδόιης ρόλος ιου παίρνει ούσιαοιική σημασία γιά ιήν ύπαρξη ιοΰ ιιοιητή. Κι αυτό ισχύει δχι μόνο γιά ιόν Έ λύιη καί ιό Βρεττόκο άλλα και γιά πολλούς Αλλους "Ελληνες λυρικούς. Ή δύναμη πού ασκεί
55
ιιάνοι «ίό Βρε πάκο, άκόμο και ιώριι iu>f> ({ρίσκεκιι μα- χριά άπό τήν Ελλάδα, φαίνεται άπό ιό γεγονός δτι καί οτό Παλέρμο, ξανάπιασε ακόμα )ΐιά φορά τό συχνά χρησιμοποιημένο μοτίβο κι έγραψε Ενα καινούριο βιβλίο μέ τίτλο «’Ωδή στόν ήλιο».
Τά άνθρωπομορφικά γνωρίομακι (ή μ’ άλλα λόγια ή προσωποποίηση) τοΰ κόσμου τών πραγμάτων είναι Ενα χαρακτηριστικό δχι μονάχα τής ποίησης τοΰ Βρεττάκου άλλά ολόκληρης τής ελληνικής λυρικής ποίησης. ’Αρχαίες έλληνικές παραστάσεις και αρχαία ιΐ(>όιυπα έπέ- ζησαν μέσα άπ’ τά μεσαιωνικά χρόνια οτήν ποίηση ώς τή σύγχρονη έποχή, και κρατούν ζωντανό τόν ανθρωπομορφισμό στις απεικονίσεις τής φύσης. Στό Βρει τάκο. αυτές οί άπεικονίσεις τής φύσης — όιιακ; ιοϋ ήλιου, ιού Ταΰγετου κ.α. — είναι πολύ ουχνά μιά σταθερά. ιιόύ πά- νω στο άμετάθλητό της μετριέται τύ εϋμετάβολο τής μοίρας τοΰ άνθρώπου και ή αδυναμία ιου νά άντιμειωπίοει μ’ επιτυχία τήν κτηνώδη βία. ΓιαΓι άιτό τήν αρχή ήδη, στόχος τής αγωνιστικοί η ιας ιοΰ Βρει τάκου είναι ή απελευθέρωση τοΰ ανθρώπου άπό τή βία καί τή^ καταιιίεση.
ΜΑΡΙΝ ΖΕΤΣΕΦ
Ό Ποιητής Νικηφόρος Β ρ εττά κ ο ς1
Μετχφράζε: ό lliv o ; ΙΙαιονίοη;
Eisiyovr, :"r,v i/ioor, πο·.Τ||ΐ4τ>η-< r.V) /.Ί/λο’ όρι,ίε atr, Βουλγζ- ρίζ |ii ΙΙορτοκχλυ-ι v i Ir.ip-ix (Tf,; Ιπχρττ,; οί r.opto-κ ζλ ιί;) . *ΐ3χγι··γή ΜζρΙν 7Λ~.ιιφ - Μιτχφρχΐτ, Μιχζήλ Μ«ρ- βίρωφ, *χ4. Νζρόντνχ Κ'Λλτούρχ, 1971.
υ ι ι υ ι ι ι τ ι ΐ Σ ν ι κ η φ ο ρ ο ς β ρ ε τ τ ά κ ο ς
Τύ ποιητικό έργο τού Νικηφόρου Βρεττάκου εκ φράζει Tit; σκέψεις καί τις ανησυχίες τών συγχρόνων του, είναι προϊόν τής θυελλιόδσυς καί μεστής άιιό γεγο- νόια εποχή»;. Οί οτίχοι του μάς αποκαλύπτουν τήν 6α- θειά άγάπη τοΰ συγγραφέα πρός τό λαό, ιιρός ιόν άνθρωπο.
Λύτη ή πίστη πέ(κιυι· μέσα άιΓ τή φωικι πολλών δοκιμασιών. Δέν είναι δοσμένη άλλα καταχιήθηκε. μεια- τράπηκΓ σε βιογραφία τοΰ συγγραφέα.
Ό Νικηφόρο»; Βρετιάκος γεννήθηκε τό 1U12 στό μικρό χωριό Κροκεές κοντά οι ή Σπάρτη. Τό βουνό, ό Ταΰγετό»; του, είναι ό >ΐ|>ώιος έμπνευστή»; τής δημιουργίας του. Συχνά συναντάμε α ν αμνή σεις άιιό τά παιδικό του Χ|>όνκι μειουσκομένες οέ ποιητικό ΰλικό.
“ Εττ. μοϋ στάθηκε ό ΐαύγετο;: όπιο; ό κόρφο; τή; μητέρχ; μου.
Μέ πότισε γαλάζιο, ΐψϋ α!;ιι. ήλ:ο καί -ρίτ.νο ι"»; νχ μοϋ οiz v . τήν ψυ/ή 5“ ΐ»; τήν τΛ’ ,χ του...
Στήν αγάπη του υπάρχει κάτι άπό πς παιδικές αναμνήσεις. όνειρεύειαι ιϊς Βουνοπλαγιέ»;. ιά πρόβατα καί τήν παιδική αθωότητα, τά πουλιά πού άφοβα κάθον-
5ϋ
τοι οιύ ραβδί ιου, ιο οιάχια, πού λυγίζουν άπ’ αγάπη κάτω άπύ κι χέρια ιου. Λύτύς ομως είναι Ενα χαμένο βνειρο οτό όποιο γυρίζει ·ια ήρεμα βράδικι. οταν κάθεται μπροστά οτύ λευκό χαρτί καί κλαίει ιόν ιιύνο ιου, οιαν ψάχνει να βρεί άνάμεσα σιούς εφιάλτες ιοΰ κόσμου ιις φωτεινές ίνες non ακόμη τύν δένουν μι: ιήν ζωή. Είναι έκιΐ()όυωικκ; μιας γενιάς ιιού Γΐιρεπε νύ πονέσει για δλες ιΐς αλήθειες ιοϋ κόσμου, ιιού ειιρεπε νά μεκκρέρει σιήν πλάιΐ) ιης ιήν ιιίκικι ιής άπογοήιευοης και ιής ούνθλιψη<; ιών ελπίδων, ιιού επρειιε νύ δει πνιγμένα σιύ αίμα κι φωιεινύ ιδανικά. ΙΙολλοι άιΓ αύιήν ιήν γενιά ξέκοψαν γρήγο(κι άιιύ ιίς ξένε»; επιρροές ιιού μιά ορισμένη ιιε()ίοδο ιού»; γοήιευαν κι ανακάλυψαν οιύν ιριγόρω κόομο ιήν δική ιους ψυχή. Τα λόγια ιού κριτικού Φώτη ΙΙολίιη «ή μόνη μας οοιιηρία βρίοκειαι οιήν έπιοιροφή μας οιό δικό μα«; εμείς». ή ουνειδηιοιιοίηοη τής εθνικής ιια|>άδοοης. εγιναν μότο πολλών καλλκε- χνών, πού οιήν άοιάθεια ιών μειαιιολεμικών χρόνων επρειιε νά ιηκιγμαιοποιήοουν καινούργιο βήμα για τήν άνόιτιυξη ιών μακ(>αίωνων λογοιε\ν*κών πο|κιόύοε<ον. Ή δημιουργία ιοΰ Ν. ΙΙρειιάκου ιόν ιοποθειεΐ σ’ αύ- τή τήν καιηγορία.
Άιιύ μικ|Νκ; ό Βρειιάκος ζει ιόν ιηκϊιιο ιιαγκόομιο πόλεμο και ιΐ<: καιαοιρσφικές του ουνέιιειες. ’Μ μικρα- σιαιική καιαοΐ(Μ>φή άφησε βαθιά ίχνη οιήν νεοελληνική ιιοίηοη, ίίφΐ)οε ιά ίχνη ιης και οιήν ψυχή ιου. Οί στερήσεις καί ό ιραυμαιιομύς ιών πρώιο>ν άναζηιήοεοΛ· θα ιόν κάνουν νά κοιιάξει ιήν ζ<·>ή όλύϊσια οιά μάιια. Άιιό ιήν ιιικίιιη ιου συλλογή «Κάιω άπό οκιές και φώτα» πού κυκλοφόρησε οταν ό ιιοιηιής ήιαν 17 χι>όνων ξεκινά ενας δ[>όμος τιού ολο καί ιιεριοοόιερο ιόν ιΐ|κκ>- εγγίζει σισύς άνΟικίιιιους, ιόν συγγενεύει μέ τις καθημερινές μας έγνοιες. Ό δρόμος αύιός δέν rlvar εύκολοι; καί περνά μέσα άιιό πολλές φάσεις γιά νά συγχωνευτεί
60
ιδιαίτερα οτά χρόνια τοΰ Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου καί τής καιοχΓ|ί; rf)<; Ελλάδας άπό τή φασιστική Ι'ι-ρΐκινίπ μι·. ιό δρόμο ιοΰ λαοΰ ιου καί νό γίνει σάλπιγγα άγιίινιι.
Ό Βρί,ττάκος μετατρέπει τά πιο σοβαρά γεγονότα or δημιουργικά βιώματα καί άιιό τα έργα του μπορούμε ν«ι παρακολουθήσουμε ιίς βαθτιες άλλαγες οτήν ζωή καί οτίς ιδέες ιιού ιόν ουγκινοΰν καί τόν κατακτούν. Τό κάθε £ργο του είναι μέρος όχι μόνο ιή<; ποιητική*; ιου βιογραφίας άλλα καί ζωντανή μαρτυρία για ιούς καιρούς καί ιούς ανθρώπους, γκ'ι τους σύγχρονους του, για τί<; δύοκολες στροφές καί ιό ζίκ - ζόκ ιή<; μοίρας τους. ιτοϋγινε μοίρα καί ιοΰ ποιητή. Οί ποιητικές ίου σύλλογε*; «Οί γκριμάιοες ιού άνθρώπου». «Πόλεμος», «Ή έπι- οτολή ιοΰ Κύκνου», «Τό ταξίδι τοΰ Αρχάγγελου», «Ή παραμυθένια πολιτεία», «Ό χρόνο*; καί τό ποτάμι». «Τα θολά ποτάμια». «Μαργαρίτα» μιλοΰν εύγλωττα γιά τον τεράστιο πλοΰτο ιών εμπειριών καί τών έντυπώσεων, άντανακλοΰν τις σκέψεις καί τίς ανησυχίες μιας έξαιρε- τική(· ποιητική*; φάσης.
Τα πρώτα κιόλας βήματα τοΰ Νικηφόρου Βρεττά- κου τόν έπιβάλλουν οάν ιολαντοΰχο ποιητή, πού αποκαλύπτει £ναν καινούργιο καί απρόσμενο κόσμο ποίησης καί ένόραοης. Γιά τόν Νικηφόρο Βρεττάκσ ή ποίηση είναι μια ζωτική αναγκαιότητα. Δέν μπορεϊ νά φανταστεί τήν ζωή χο>ρίς ιήν γλυκειά καί χαρούμενη γοητεία. χωρίς ιόν γρήγορο ρυθμό τοΰ αίματος, χωρίς τήν καυτή έξσμολόγηση μπροστά στό λευκό χαρτί. Τούς στίχους του τούς χαρακτηρίζει ή ποιητική ειλικρίνεια καί ή άγνότητα.
"Αν δέν |ΐοΰδιν*ς τήν ποίηση. Κύριε, δέν Θ4χα τίποτα γ·.ά νά ζήσω ...
61
Δικά ίου clvai τά λειβάδια κα'ι τά παρθένα εδάφη τής ποίησης. τά χωράφια οπου μεστώνουν τά οιάχια καί ωριμάζει τύ σταφύλι.
FJvcu ερωτευμένος, γυροφέρνει οι'ις θάλασσες καί τούς ώκΓ<ινού(;, οί βροχές χαράζουν ιύ μέτωπά του, καί οί άνεμοι είναι φίλοι ίου. Τά δάκρυά του πότισαν ολα τά ποτάμια τοΰ κόσμου. Τί|ν καρδιά του τήν στραγγίζει ο’ Ενα dyio ποιήρι γιά νά φυτρώσει ο’ αύτύ Ενα άνθος καθάριο (ίπ<ικ; τύ ξύπνημα τής Λαμπρής. Στήν ποίησή του ό Ηρετιάκος δημιουργεί Ενα νέο κόσμο, «ίμοιο μ’ έ- έκεϊνον ΐΜυν όιιοϊο ζεϊ. Στήν άρχή αύτύς ό κόσμος είναι ελκυστικός όπως Ενα άνοιξιάτικο πρωινό, άκοΰς ο’ αύτό τύ θέλαομα ιών προβάτων τού γήινου παραδείσου:
Τόν */.*:ρό r .v j γεννήΒηκα — κίϊνχ ~ ϊ χρόν.χ 5iv -/.χνιό'χνε ύποψίκ /.%κί(;^οιτιϊ; rA 't όρίζοντζ...
Ό Βρετιάκος ουγκενΐ(κί»νει τά οιοιχεΐα αύτοϋ ιοϋ κόσμου γιά νά φιιάξει Ενα δεύιερο κόσμο πού λ ές καί δέν υπολείπεται οέ πλοΰιο τοΰ πραγματικού. Στόν κόσμο αύτύ υπάρχουν καί ή χαρά καί τύ ψωμί καί τύ νερό και ,οί γαλάζιες πηγές κι οί αγαπημένοι τόποι καί τ’ ανθισμένα καί τά κατάφορτα μέ φρούτα δέντρα, υπάρχουν καί στάδια καί έργάτες καί δνθρωποι καί γαυγίοματα πιοτών σκυλιών. ’() κόσμος αύτύς βρίσκεται οπς συλλογές «Κατεβαίνοντας οτή οιγή τών αιώνων». «.Ή μέρες», «Ό Ταΰγετος καί ή σιωπή», «Τό Βιβλίο τής Μαργαρίτας» καί άλλα.
Ό κόσμος ομως αύιος καταρρέει κάτω από τά πλήγματα τής παγκόσμιας ιιυρκαϊάς, πού άναταράσσει τά νερά δπου ήρεμα πλέει τό καράβι του. Τά ποτάμια τρέχουν ιώρα θολό. πλημμυρίζουν Γις δχθες τους:
Σήμερα! Αύριο! Σήμερα! Αύριο!r.'.b μαύρο; χρόνο;
οέν ςανασήμανε σέ n i θλιμμένε; μέρες τΐ; καμπάνε; του! Έ τρεχε ή θλίψη σάν νερί μέσα στις πολιτείες!Έβρεχε ά~ελπ:τ!α καί ψήλωνε ή θλίψη πάνου στή γή!
Εκατομμύρια νιύνονκιι τις στρατιωτικές χλαίνες, καί κινούν για τοικ; δρόμους ιοΰ πολέμου.
Κλίκαν τόν ή/.·.ο στή σε:ρά /: ϊκλαιαν .
ΆνΓι γιά ρούχα
;φορούν συρματοπλέγματα στό στήθο; καί στό μέτωπο^.
Και καπνός από ίο κρεματόρια ρίχνει τήν οκιά του ο’ ολόκληρο τον κόομο. Οί εφιάλτες τοϋ πολέμου μετατρέπουν οί: οτάχτη ιόν ειδυλλιακό κόομο τοϋ Βρεττάκου. 'Λπαιτοΰνται ιιολλές δυνάμεις γιο νά προστατέψει τήν όγάιιη του πρύς τούς άνθρώπους. Τά χρόνια τής άντί- οταοης, τής άδιάλλακτης ιιάλη<; ενάντια στούς καταχτητές χύνουν νέους χυμούς στο ι“ργο τοϋ ποιητή. Ή έμπνευσή του κατευθύνειαι πρός τούς μαχητές τής ε λευθερίας. ιιρύς τούς άνθρώπους ιιού περιφρονοϋν τήν ήσυχη ύπαρξη καί μπαίνουν στήν άνιση πάλη, σκαρφαλώνουν οτά βουνά καί τά δάση, λ ένε «Ο ΧΙ* οτόν θάνατο και τήν δουλεία, αγωνίζονται γιά τήν Ελευθερία . Τραγουδά τά κατο(>θώματα οιύ «Ε λεγείο πάνω οτόν τάφο ενός ]ΐικροϋ αγωνιστή*, οτύ «ΓΙοιδί μέ τή q>uoup- μόνικα» κ.ά. Και άν έπέζιίσε ίίοιερα άπ’ δλα αυτά:
Ά ν έπέζησα μετά τό μαχαίρι, ϊν έπίζησα μετά τή φωτιά καί μετά τού; χίλιου; ανέμου; τούς γιομάτου; καρφιά σάν τό οέντρο στό διάσελο πού κεραυνοί καταιάγαν τίς φλούδες του...
Μ
αύτύ τόκανε γιά νά διαλαλεί με γεμάτη φωνή:
...Σά; παρακαλοΰμε:'Αφήστε μα; τά πράγματα. Μή μά; τα καίτε.'Αφήστε τά έντομα νά βρίσκουνε τ' άνθη του;.
ΜΗΝ Α ΓΓΙΖΕΤΕ!'Αφήστε αυτόν τόν όμορφο κόσμο νά οιακονίζεται...
Λυτή ή φωνή θά διαβεϊ u'i σύνορα γιά νά σμίξει μέ τήν φωνή τών έκαιομμυρίοιν, πού μάχονται γιά ιήν έλευθι·- ρίπ και τήν ειρήνη. γιά ιήν αύριανή μέρα.
Σ ιήν δημιουργία ιοΰ Βρεττάκου μετά τύν τιόλεμο υπάρχει καινούργιος τόνος. Είναι πιύ κονιινή οτούς ά- ιιλούς άνθρώπους, τούς μιλά μέ τήν απλή γλώοοα τής άγάιιης. Ό συγγραφέας είναι μέ τούς άνθρώπους: «“Ημουνα μόνος, προσπαθώντας πάντα νάμαι μαζί τους*. ’Ακολουθώντας τις πιύ ώραϊις παραδόοεις οτήν ελληνική ποίηοη, δπως τούς «Έλεύθερου(; Πολιορκημένους* τοΰ Διονύσιου Σολωμοΰ πού βρίσκεται ονΐς κορφές σ ’ οτι άφορά τήν ιδέα τής έλευθερίας, τ'κ; «’Ωδές» τοΰ Άντρέα ΚάλΗου, «Τύν Φωτεινό» τοΰ ’Αρ. Βαλαωρίτη, τό «Φως ιιού καίει» τοϋ Κώστα Βάρναλη προσφέρει κι ό Βρεττόκος τύ δικό του μερίδιο, τήν πίστη πρύς τόν φωτεινά θρίαμβο τοΰ αγώνα. Σ ’ αύτύ τύν άγώνα είναι Ετοιμος γιά δλα. ’Ακόμη κι αν φύγει πριν άπό τήν ώρα του τό αίμα του θά διατηρηθεί πορ’ δλες τις ά λλα γές:
...τό αίμα τοΰτο θά μείνει πάνω άπ' όλε; τις εκρήξεις καί τί; μεταλλαγές σας νά σφύριζε*, άνάμεσα στό σύμπαν. Νά θυμάστε τούτη τήν «καληνύχτα»! θδρθει μέρα πού θά γενεί τραγούδι, πω; σείς οί ίδιο: τραγούδι θά τήν κάνετε κι άγέρα μέσα στα ρέματά σας...
64
Δέν φοβάται ό ποιητής πώς τότρ θά τόν ξεχάσουν. Έ κ α μ ε τό χρέος του.
Τ ό παιδ'.χό μου yiivi δέν θά λυώσ*’. κι οί χτύπο: τι); καρο'.άς μου δέν θά π ίν ι χαμένο: τΛ στερέωμα...
Συγχωνεύτηκε μέ τόν λαό του, Εγινε κομμάτι τοΰ λαοΰ του στόν μεγάλο όγώνα «γιά λευτεριά και ειρήνη*. Τύ πιό ίοχυρό δπλο τοΰ Βρεττάκου ο αύτό τόν ά- γώνα είναι ή ποίηση καί αυτός τής προσφέρεται μέ τήν φωτιά όλόκληρης τής Εμπνευσής του.
6
MICHAEL BEGERT
’Οδύνη κα ί ’Ε λ π ίδ α 1
Μίτα^ράζί: ή Boatrirr Rc-gert
I. ΙΙρΐΗ-'Λϊ,*Μ-ιεΊ-.ί,·/.ι 3"τ,ι Tliiinraut'r Zrlttmu . ίτ ΐ ; 4.8.1970,
ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ
“Σ ημαντικό; σύγχρονος ’Έ λ λη ν α ; ποιητή ;, πού ή έσοιτίρική φύση του Ικφ ρ άζι: μέ λυρικό πλούτο καί βασανιστική ανάλυση τόν πόνο καί τήν άδικία αύτοΰ τοΟ κόσμου».
«Τη ζ(αη τι) συνοδεύει πάντοτε ή ίλπίόα.»
"Έτσι άναφέρεται, με άρκειή επιτυχία. ο ποιητής οτό λήμμα «Νικηφόρος Βρειτάκος* τοΟ παγκόσμιου λογοτεχνικού λεξικού τού Kroner.
Ή σύγχρονη έλληνική λογοτεχνία, καί ή ιέχνη γενικά, βρίσκονται απ' αρχής μπροστά σέ μιά δυσκολία. Συγκρίνονται αυτόματα μέ τό άντίστοιχο μεγαλείο τής αρχαιότητας, θά πρέπει όμως νά γίνεται Ενας διαχωρισμός τοΰ «ελληνικού* πού άνήκει οτό περελθόν καί ιοϋ «νεοελληνικού* (ελληνικού έπίσης. φυσικά,) πού έ'χει πίσω του τήν άξεπέραστη εκείνη λάμψη. Ώστόοο τά τελευταία αύιά χρόνια ή νεοελληνική λογοτεχνία έκ- τιμήθηκε και έκτιμιέται ολοένα καί περισσότερο οάν κάτι τό αυτοφυές και τό ιδιαίτερο. “Αρχισε νά εχει απήχηση σέ διεθνή κλίμακα. Τύ γεγονός αυτό γίνεται καλύτερα άνιιληιιτύ άπύ ιό μεγάλο άριθμό εκδόσεων έρ^ων τοϋ Καζαντζάκη κι άπύ τήν απονομή τοΰ Βραβείου Νόμ- π ελ στόν λυρικό ποιητή Γιώργο Σεφέρη.
Σ έ σύγκριση μέ ιήν πεζογραφία και ιό θέατρο, ή ποίηση παρουσιάζεται νά εχει ιό προβάδισμα οτήν Έ λ -
λάήπ. Μαζί μι- τό Σεφ έρη npriu ι νά ύναφέρπ κιινείς και τούς ποιητές. Όδυσσέα Έ λ ύ ιη , Γιάννη Ρίτσο καί Νικηφόρο Βρεττάκο. 'Ο τελευταίος ΰμως. ανάμεσα οιούς ποιητές αύτούς, παρουσιάζει Εναν ίδιαίιερα ιδιότυπο χαρακτήρα. ’Έ χ ε ι μιάν αυτονομία στό είδος ιου, Ενα μεγαλείο δικό του. είναι Ενας ποιητής ιιού στηρίζεται στον πολύ βαθύ ιου εσωτερισμό και κινιέται Εξω άπό δλα τά στενά σχήματα, όπως είναι κι εκείνο τής πολιτικής.
Ή ελληνική λογοτεχνική κριτική τόν χαρακτηρίζει «ποιητή τής άγάπης καί τής ειρήνης». Κάτι δηλαδή πού σοΰ δημιουργεί μιά πρώτη εντύπωση κατηχητικής καί ήθικολογικής ταχτικής. Καί μόνο γιά τό λόγο αύτό ύ χαρακτηρισμός αύτός, σάν άφοριομός είναι επικίνδυνος, αν καί είναι οόσιαστικά πετυχημένος. Κάνοντας κανείς τήν προσωπική γνωριμία μέ τόν ποιητή, διαπιστώνει άμέσως πώς δλες αύτές οί ξεφπ σμένες πιά καί γεμάτες πάθος Εννοιες, σπως είναι ή καλοσύνη, ή σεμνότητα, ή συμπόνοια, ή άγάπη, αναδύονται ξαφνικά μπρσ ατά του μέ τήν παλιά τους λάμψη, ξαναποχτώντας δλη τους τήν άρχική άξία. Ό Βρεττάκος άντιπροσωπεύει δλ ες αύτές τίς καλές έννοιες μ’ Εναν τρόπο πού δέν συναντιέται εύκολα σήμερα, τόσο πού άναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατό μέσα οτό οημερινό χάος νά σφυ- ρηλατηθεϊ Ενας τέτοιος χαρακτήρας καί νά διατηρηθεί μέ άιιόλυτη συνέπεια.
’Έ ξ ω άπό τό φυσικό του ιαμπεραμένισ, τήν εξήγηση τοϋ γεγονότος αύτοϋ τήν βρίσκουμε οέ μερικές αΰτο- θιογραφικές σελίδες τοϋ ποιητή. Ά π οτελεί καλή τύχη τό οι: κοντά σιήν Αλλη πλούσια λογοτεχνική δημιουργία μας έδωσε κι Ενα αύτοβιογραφικό κείμενο πού τυπώθηκε στή Νέα Ύόρκη κάτω άπό τόν δύσκολα νά μεταφραστεί στά γερμανικά τίτλο «Όδύνη», κάπ πού περιφραστικά θά τό λέγαμε «πολύ βαθύς πόνος».
Μεγάλη θέση στό βιβλίο αύτό παίρνουν τά παιδικά
70
ιου x(>ovia. Oi έξομολογήσεις του γιά ιά χρόνια αύτά μάς βοηθούν σημαντικά γιά τήν κατανόησή ίου. Γεννή- θηκε τό 1912 άπό μιά άγροτική οικογένεια πού ξέπεσε οικονομικά δταν ό ϊδιος ήταν ακόμη παιδί, σέ μιά όπισθο- δρομική περιοχή τής Λακωνίας (Νότια Πελοπόννησος) στο χωριό Κρσκεές τής Σπάρτης, μια πολίχνη μέ 2.500 κατοίκους. Οί άνθρωποι έκεϊ ασχολούνται μέ τά δχι καί τόσο εύφορα χωράφια τους καί είναι όλιγομίλητοι, στοχαστικοί καί έργατικοί. Οί γονείς του είχαν Ενα απόμερο σέ μοναχική τοποθεσία χτήμα, δπου τό άγόρι μεγάλωνε μόνο, χωρίς τή συντροφιά άλλων παιδιών. Αύτό ε ίχε οάν συνέπεια νά τό στρέψει οέ μιά διπλή εξερ εύνηση: Πρώτα τοΰ έοωτερικοΰ του κόσμου κι υστέρα τού εξωτερικού,' πράγμα γιά ιό όποιο βοηθούσε ή φτωχική, γυμνή, άλλά πολύ δμορφη φύση πού έκτείνονταν γύρω του. Οί πρώτοι ίου σύντροφοι υπήρξαν τά Εγχρωμα αγριολούλουδα, οί πεταλούδες, τά μικρά έντομα καί ζωάκια καθώς καί τά άλλα ήμερα οΐκόσιτα ζώα. Ή σιωπή, ή γαλήνη, ή ειρηνική ατμόσφαιρα, ό τέλειος ουν- ταυιισμός μέ τή φύση, ήταν φυσικό νά άποτυπώνονται στό παιδί οάν ιή μοναδική φυσική κοτάοταοη, ιήν άρ- μόζουσα καί στήν ανθρώπινη φύση, καί επόμενες ήταν οί άντιδράσεις του διαν γιά πρώτη φορά ήρθε σ’ έπαφή μέ τούς κατοίκου»; τού χωριού οπού γ£ννήθηκε. Δέν έβρισκε καμιά φυσικότητα στις διαφορές, στούς καυγάδες, σιούς υυνηθισμένους πειρσβολισμους τών άγοριών.
Ή τόσο καθαρή ανάγκη τοΰ Βρεττάκου γιά αγάπη καί ειρήνη πού συνοδεύει ώς τά σήμερα τό έργο του, μπορεΐ ϊσως νά βρει τήν εξήγησή της άπό τήν ατομική του ψυχολογική σκοπιά. Πρόκειται γιά Ενα ψάξιμο καί μιά ουνεχή προσπάθεια γιά τήν αναγνώριση καί τήν έπαναπόκτηση τής αρμονίας καί τής γαλήνης τών πρώτων αύιών παιδικών ιου χρόνων. Γιά τό λόγο αύτό είναι φυσικό καί κατανοητό τό τόσο πετυχημένο «ποιητής
71
της άγάπης καί ιής ειρήνης» άλλα άκόμη καί γιαιΐ είναι τόσο βαθιά ταυτισμένο με τήν ίδια τή φύση τού ποιητή, χωρίς καμιά μορφή πάθους και κηρύγματος.
Τά πρώτα ενδιαφέροντα τού παιδιού γιά τά βιβλία και τά γράμματα ( άρχισε νά γράφει στά 12 χρόνια του κι Εβγαλε τήν πρώτη συλλογή οτά 17 του) βρήκαν γιο- μάτον κατανόηση τόν ιιαιέρα του, πράγμα πού δέν είναι εύκολο νά γίνεται σέ μιά φιω χή οικογένεια. Ά λλα τό γεγονός αύιό χαρακτηρίζει άρκειά Ενα μεγάλο μέρος τού ελληνικού λαού, πού παρά τή φτώχεια του και τίς στερήσεις του, διατήρησε πάντοτε μιάν ιδιαίτερη αίσθηση αναφορικά μέ τήν τέχνη και τό ιινεϋμα. Κι ϊσως ή κατανόηση που συνάντησε άπό τούς γονείς του, νά ήταν ή αίτία πού και ό ϊδιος ό ποιητής άντιμετώπιοε πάντοτε ιήν κοινωνία μέ κατανόηση, σαν Ενας ανθρώπινα έπανασιατημένος κι δχι σάν Ενας άναρχούμενος διαμαμ- τυρόμενος.
Οί δάσκαλοι είδαν μέ ίδιαίιερη προσοχή ιόν νεαρό Βρεττάκο, πού τελικά δέν συνέχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές, γιά νά άφοσιωθεϊ στό γράψιμό του και τή βιοπάλη του. Γιά νά άνπμετωπίσει τά Εξοδά του και νά μείνει αύτός πού ήταν, δούλεψε σάν άπλός έργάτης, ιδιωτικός καί δημόσιος ύπάλληλος, ουντάκιης φιλολογικών περιοδικών καί έφημερίδων. Σ έ ήλικία 28 έτών τι- μήθηκε μέ τό Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως γιά τή δεύτρ- ρη Εκδοση τοϋ βιβλίου του «Οί Γκριμάτσες τοϋ Άνθρώπου». Βραβεύτηκε γιά δεύτερη φορά τό 1956, ταξίδεψε πολύ, πήρε μέρος σέ λογοτεχνικά συνέδρια καί παρά τήν αδιαφορία του πάνω σ’ δ,τι αφορά τόν εαυτό του μεταφράστηκε λίγο - πολύ σέ δλες ιίς ευρωπαϊκές γλώσσες.
Μέ τό τελευταίο πραξικόπημα πού έ'γινε οιήν Α θήνα (1967) δέν αντεξε στή δοκιμασία τής άκαμπτης δημοκρατικής του συνείδησης. Ζεϊ τώρα στήν 'Ελβετία
72
έχοντας έγκαιαλείψει ιήν πατρίδα του, καί ταξιδεύοντας κατά καιρούς οτή Γερμανία, ’Αγγλία, Γαλλία, χωρίς κι έδώ νά εγκαταλείπει τήν ποίηση πού τόν έκ- φράζει,
"Οταν βρεθεί κανείς μπροστά οιή μορφή τοΰ Βρετ- ιάκου, εντυπωσιάζεται άμέσως άπό τήν χαρακτηριστική, ήλιοκαμένη καί βαθιά ρυτιδωμένη άπό τόν καιρό φυσιογνωμία του, πού άκιινοβολεϊ μιά μοναδική ισορροπία, πραότηια καί γαλήνη. Είναι Ενας άνθρωπος πού χωρίς να μιλήσει, συνεπαίρνει ιούς ανθρώπους, προκαλώντας τους μιά υιωιιηλή μύηση σέ μιά άνώτερη πνευματική καί ανθρώπινη ατμόσφαιρα.
Δέν είχα ποτέ μου φανταστεί τό πώς έργάζεται Ενας ποιητής- Τό συνειδητοποίησα τελευταία, όταν ανάμεσα οέ αρκετό κόσμο ό. Βρεττάκος, ήσυχα δπως πάντα, καθισμένος σέ μιά γωνιά, σάν άπών άπό τό περιβάλλον του, έβγαλε τό σημειωματάριο καί τό μαλύβι άπό τήν τσέπη του κι άρχισε νά" σημειώνει. Πάνω στο τραπέζι βρισκότανε τυχαία ένα παλιό τεύχος τοΰ Paris - Match Ή φωτογραφία τοΰ έξωφύλλου έδειχνε ένα παιδί μέ ακρωτηριασμένο τό ένα του πόδι. Τό ποίημα πού έγραφε ήταν «Τό παιδάκι τοΰ Βιετνάμ μέ τό κομμένο πόδι». Είναι ιιραγματικά οί έντυπώσεις άπό τήν άδικία τοΰ κόσμου ιιού εμπνέουν τόν Βρεττάκο, δπως σωστά άναφέ- ρει τό λεξικό τοΰ Kroner.
Είχα τήν ευκαιρία νά συναντηθώ με τόν ποιητή καί νά συνομιλήσω αρκετή άψα μαζί του. θέλοντας νά συλ- λάβω (ί θεωρεί χρέος μέσα οτήν: ιδιόμορφη σημερινή κοινωνία, τοΰ έκαμα άρκειές ερωτήσεις. Τό χρέος τοΰ ποιητή, σάν ιτοιητή, μοΰ εΐιιε, είναι νά συλλάβει τήν όμορφιά καί τήν αλήθεια καί μέοα άπό τά διαχρονικά ποιητικά ιου σχήματα νά τις μειαδώσει στούς συνανθρώπους του. Αύτό άποτελεϊ συμμετοχή οτή δημιουργία ενός άρμονικότερου καί όμορφότε(>ου κόσμου. Στο έ-
73
(χίπημα αν ό ποιητής πρέπει νά παίρνει θέση στα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα μοΰ άπάνιησε ναί, χωρίς δισταγμό. Είναι Ενας πολίτης κι ό ποιητής κι δπως δλοι οί πολίτες ύπόκειται ο’αύτό τό χρέος. Σχετικά μέ τόν τρόπο πού γράφει, μοΰ είπε πώς γΓ αύτσν δ£ν δέν υπάρχει προγραμματισμός γραφής. Κρατάει πάντοτε Ενα μπλοκ κι Ενα μολύβι στό χέρι του, πού μπορεί νά μήν ιό χρησιμοποιήσει και μήνες ολόκληρους και οέ μιά απρόβλεπτη στιγμή νά τοΰ χρειαστεί μέοα στο τράμ ή Εξω στό δρόμο πού περπατάει. Γράφοντας κανείς Ενα ποίημα ή καί Ενα οτίχο δεν είναι βέβαια; πώς θά γράψει καί Εναν άλλο. Δέν ξέρει πότε θά ξαναγράψει καί αν θά ξαναγράψει. Ή ποιητική παρακαταθήκη πού φ έρνει μέοο του είναι μιά περιορισμένη δεξαμενή. Τά τελευταία ιου αύτά λόγια μέ εντυπώσιασαν. Μοΰ ήρθε στό νοΰ ή αύιοκτονία τοΰ Χεμινγουαίη.
Τόν ρώτησα γιά ιίς βασικές λέξεις ιιού έιιανέρχον- ται οτήν ποίησή του, όπως είναι οί λέξεις «ήλιος», «άγάπη» κ.ά. ΜοΟ εξήγησε ιιιΐχ; οί λ έξεις «ήλιος» καί «Θεός» παίρνουν πολλές φορές οιήν ιιοίηοή ιου μιά παραπλήσια συμβολική σημασία, συμβολίζουν τήν ιελειόιήτα, ή μιά ποικιλία ιελειοιήιων, πού ουναιιαριίζουν μιάν ιδεατή τελειότητα. Ό δρος «άγάπη» άνιιιιροοω- πεύει μία βαθύτερη εσωτερική άνθρωπισιική εξαροη. πού φέρνει τήν ύπαρξη κονιά στά προβλήματα ιοΰ άλλου άνθρώπου. Σχετικά μέ ιό κεφάλαιο «Ή θρησκεία τοϋ άνθρώπου» τής «’Οδύνης» του Ελαβα ιήν έξήγηση πώς θά πρέπει νά ΐδοϋμε μέ ανανεωμένο πρίσμα ιήν άνθρώιιινη άξία, γιά νά ιιρολάΟουμε ιό οκυιεινό μέλλον, τή συμφορά πού διαγράφειαι μπροστά της. Στήν έρώ- τησή μου αν «υπάρχει ελπίδα» μού άπάνιησε μέ ενα «ναί*. Παρ- δλη ιήν όδύνη καί ιιαρ’ δλο τό ιινεΰμα ιής άδικίας.
74
THOMAS DOULIS
Ή «Ώ δή στόν "Ή λιο»1
Μ ίταφράζί! ή Έ φ τ , Γχνιάρη
1. IlpniTiiriiioj-.iitT,** 3-0 -ip:o5:xi «Books Abroad», January, 1976.
Η «ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ»
Δέ\ είχα φανταστεί, γράφει ό Βρεττόκος στόν «’Επίλογο» τοΰ Βιβλίου του «Διαμαρτυρία» «πώς κάποτε Οά γιόμιζα μαχαίρια καί περίστροφα τήν ποίησή μου*. Τό συναίσθημα καί τήν έπίμονη παρατήρηση τής φύσης έκεΐ, είχε αρχίσει νά τό αντικαθιστά μέ τή\; πίκρα καί τή διαμαρτυρία, χρησιμοποιώντας Ενα καβαφικό. Επιγραμματικό ΰφος, που έρχότανε συχνά σέ αντίθεση μέ τόν κύριο χαρακτήρα τής ποίησής του. "Λν και εχει γράψει έξαίρετη πολιτική ποίηση δέν μπορεΐ νά θεωρηθεί οιρατευμένος ποιητής μέ \ήν περιορισμένη Εννοια τοϋ δρου.
Μέ τήν ’Ωδή στόν "Ηλιο* δμως ό ποιητής, ξαναβρίσκεται στό κλίμα του, Ενα κλίμα γνώριμο στόν αναγνώστη τοΰ «Βάθους τοΰ Κόσμου». Στά ποιήματα αύτής τής σ υ λλ ο γ ή γράφει σύμφωνα μέ τήν δημιουργική του Ιδιοφυία, πού ύμνεϊ έδώ καί δεκαετίες τό μεγαλείο τοϋ ouji- παντος που τό βλέπει οάν τό προσωπείο τοϋ Ιδιου τοϋ θεο ϋ και πού είναι διαποτισμένη άπύ Ενα Ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα. Σ ’ αΰτά τά 20 ποιήματα ό Βρεττά- κος ξαναγυρίζει στό χώρο του, ξαναπερνάει δηλαδή στόν διάλογό του μέ τή φύση και τύ θεό. "Ενα διάλογο, πού Qv καί συχνά είναι αγωνιώδης καί περίπλοκος, εχει
77
πάντοτε οάν κίνητρο τήν άγάπη καί ένεργσποιώντας αύ- τύ το χάσμα, δέχεται τελικά και ουγχωράει τα πάντα. Τα χαρακτηριστικά τοΰ θεο ΰ στήν Ποίηση τοΰ Βρετ- τάκου, τύ πιθανότερο είναι πώς δέν θα προσδιοριστούν και δέν Οά μπορέσουν να γίνουν καταληπτά μέ ακρίβεια.
Αρκεί να είποΰμε πώς ό ήλιος αν καί δεν είναι ισοδύναμος μέ τύ θεό , είναι παρ’ ολα αύιά ϋνα ταιριαστό σύμβολο γιά ιή θεότητα — άλλες φορές εύσπλαχνικύ άλλες άδιάφορο, ύποβάλλοντάς μας μέ τήν Ιδια ευκολία τόσο τή στωϊκή έπιμονή τοΰ ανθρώπου οοο καί τή βαρβαρότητα του.
Π ερνά; ά-άνω άπό μιά μάχη, ή πάνιο άπό £να γκίτο καί νομίζει χανεΐ; ότι στέκεσαι λίγο.Π ερνά; άπό τΙς φ υλακέ; καί ρ ίχνει; άπ' τά κάγκελα μέσα τους ένα σιωπηλό βλέμμα1 καί οί π ο ιη τ ί;. ξέροντα; π ώ ; ίέ ν ϊχ ε ι ; χέρι ούτε φωνή. οί γραμματεΤ; σου είναι. ’Αλληλούια.
Αυτοί δμοις είναι ύμνοι στόν ήλιο, άπό άνθρωπο πού αναγκάστηκε άπό τήν κακή μοίρα τής πατρίδας ίου νά ψάξει άλλοΰ γιά σπίτι. Γραμμένοι στύ Παλέρμο δπου ό Βρεττάκος πέρασε τά τελευταία χρόνια τής αυτοεξορίας του. είναι οί ΰμνοι πού θά έγραφε είτε βρισκόταν στή Σμύρνη, είτε στήν Άλεξάνδρτια. εϊτΓ στήν Τρα- πεζούντα.
Ό ήλιος είναι σύμβολο θεότητας καί σ' αύτύν έπι- στρέφουν δλα. Στήν ποίησή του, είναι τύ «λαμπρό ωκεάνιο μάτι» μιας ύπαρξης πού δεν είναι οϋτε εϊδωλσλα- τρική, ούτε χριστιανική, μιας ύπαρξης πού βρίσκεται σέ μεγάλη άπόσταση άπό τις παραδοσιακές αντιλήψεις, πιό χαρακτηριστική τοΰ κόσμου τής φύσης, παρά τοΰ κόσμου τοΰ δόγματος. Άπό τή στιγμή πού ό Βρεττάκος δέν
78
χρησιμοποιεί παραδοσιακές μορφές και μέσα, προσφέρε- ται οτόν αναγνώστη του |it: ποιητικά σχήματα, πού ο ί αφήνουν να αύταπατηθεΐς και νά νομίοεις πώ<; είναι απλά και «έλεύβερα* και μι: υλικό πού σέ μια πρώτη ματιά φαίνιται συμβατικό. ΙΤαρ’ ολο (5μ<·>ς πού νομίζουμε πώς εύκολα μπορεί νά γίνει αντιληπτή — τί ειρωνεία! — ή ποίησή του γίνεται ίο ίδιο πιο δύσκολη στον κανονικό αναγνώστη <5οο καί ή ποίηση τοΰ πιό δύσκολου ποιητή τής εποχής μας. 'Αναφορικά μέ τό πλάτος τής διόρασης καθώς έπίσης και τή συνέπεια τών ποιητικών του στόχων, ό Βρεττάκος είναι αναμφισβήτητα ίνας άπό τούς καλύτερους ποιητές, δουλευτές τής εΧληνικήο γλώσσας.
79
ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΤΑΙΟΣ
Λοιπόν, συνεχίζουμε...1
1. ΙΙροι'οϊηιινζ'.νι-.ι,γ.ι 5'ί,ν i f γ,μ*ρ{%ζ Αυγή-, φ. ί .1.1070.
6
ΛΟΙΠΟΝ, ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...
Τις μέρες τών γιορτών £νας άνθρωπος μέ τό ανεπανάληπτο χαμόγελό του, περνά κι αφήνει οεμνά κι άθόρυβα τό δικό του δώρο στους φίλους του. Τύ δώρο γράφει: «ΤΟ ΠΟΤΑΜ Ι Μ ΙΙΥΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΦΤΑ ΕΛ ΕΓΕΙΑ ». Ό άνθρωπος είναι ό Νικηφόρος Βρεττάκος. "Αν τύ αληθινό δώρο δέν είναι παρά υλοποιημένη άγάπη, το βιβλίο τοΰτο πρέπει νδναι ίνα άπ’ τά πιό άληθι- νά δώρα. Κι αν οτις σαράντα σελίδες του χώρεσε τόση άγάπη γιά τούς άνθρώπους. είναι ϊσως γιατί στήν χαραυγή τής ποιηιικής του ζωής ό Βρεττάκος σύνδεσε ά- ξεχώριστα και γιά πάντα τήν ύπαρξή του μ’ αύτό τό κυρίαρχο στή δημιουργία ίου αίσθημα:
’Λ γ * π μ , 4 ρ α ύ π ά ρ χ ω .
Στήν τελευταία του συλλογή ή άγάπη προοφέρε- ται σάν ώριμος καρπός άθανασίας στά διψαομένα άπ’ τίς αγωνίες καί τούς άγώνες χείλια τοΰ άνθρώπου, είναι ή συμπαντική λύτρωση ντυμένη φώς κι όμορφιά:
. . . Δέν γνωρίζωσέ t.'j'A σημείο χωρίζουν* ή άγάπη άπ’ τό φώ;.
ούτε άν χωρίζουν πουθενά, ούτε αν μπορεϊή άληθινή ομορφιά ν* έννοηθεΐϊξω άπ’ τήν άγάπη, !π ω ; ένας άγιο ;τοΰ Τ ζιόττο , έξω απ' τό φωτοστέφανό του...........
Στή συλλογή αύτή συνοψίζεται θδλεγες ή φιλοσοφική διαδρομή 45 χρόνων τοϋ Βρεττάκου: Λπύ τα «μούρα λουλούδια» τοϋ Ανθρώπινου πόνου στύ πρώτο Ελεγείο ώς τό αιματηρό άγωνιστικό «Δεν παρατιόμαστε!» πού σφραγίζει τύ συνθετικύ ποίημα «Τύ ποτάμι Μπυές». Κι Εχεις άκόμη τήν αίσθηση ότι συμπυκνώνεται ό'>ς τήν κρυσταλλοποίηση, σέ ατμόσφαιρα τής πιύ υψηλής έσιο- τερικής θερμοκρασίας, υοιερα άπύ ισόβιες διεργασίες, σέ διαμάντια λυρικού λόγου δλη ή ποιητική τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου.
Τολμώ άκόμη νά υποστηρίξω μιά έντελώς προσωπική μου έντύπωση, άπό πολύ παλιά, πού τήν ένίσχυσε ώς τό σημείο τής διατύπωσής της, ή συλλογή αυτή τοΰ Νικηφόρου. Πρόκειται γιά τή βαθειά, υπόγεια συγγένεια τοΰ φαινόμενου Βρεττόκος μέ τό φαινόμενο Ταγκόρ, πού νομίζω δτι φανερώνει τή βαθειά υπόγεια συγγένεια δυό μεγάλων πολιτισμών. Δυό άδελφ ές φωνές. Τελικά, μιά φωνή, πού έκφράζει μιά κοινή θεώρηση τοϋ κόσμου καί στάση ζω ής: τήν Αστείρευτη άγάπη στύ «γιύ τοϋ σύμπαντος» — τύν Ανθρωπο. Τή μεγάλη κατάφαση στύ θαΰμα τής δημιουργίας, τής ζωής. Ενδεικτικά μόνο γι’ αυτή τή συγγένεια, γι’ αύτή τήν άδελφότητα πού στύ τέλος δέν είναι βλλη άπ’ τήν άκατανίκητη άδελφότητα τοΰ ουρανισμού, κάποιες σκέψεις τοΰ Ραμπιτρανάθ Ταγ- κόρ:
«Τό θαυμαστό δέν είναι τά έμπόδια χαΐ τά βάσανα σ’ αύτό τόν κόσμο, άλλά τό αίτημα γιά νόμο καί τάξη , γ ιά όμορφιά χαΐ χαρά, γιά καλοσύνη καί άγάπη».
«Τό σπουδαιότερο πράγμα πού πρέπει νά θυμάται ό
84
καθένας από τήν ιστορία τής έπιστήμης είναι ή βαθμιαία έςακρίβωση τής άλήθειας κι 8χι τ' άμέτρητα λάθη της. Ή πλάνη, άπ’ τή φύση της δέ μπορεΐ νά μένει μέ τήν άλήθ(ΐα. Μοιάζει μέ τόν άλήτη πού πρέπει νά φύγει γιατί δέ μπορεΐ νά πληρώσει τό λογαριασμό του».
“Γιά τόν άνθρωπο πού ζε ί γιά μιά Ιδέα, γιά τήν πατρίδα του, γιά τό καλό τής ανθρωπότητας, ή ζω ή έχει ένα πλατύ νόημα. Καί σ' αύτή τήν ευρύτητα ό πόνος έχει λιγότερο ένδιαφέρον γ ι’ αύτόν. Νά ζείς τή ζωή τής καλοσύνης θά πεί νά ζείς τή ζω ή ΙΙα ντός. . . ’Ακόμα κι ό θάνατος ό ίδιος μπορεΐ νά καλωσοριστεί, γιατί θάδινε μιά μεγαλύτερη άξία στή ζωή».
'Ομολογώ πώς μέσο άπ’ ιήν ένίσχυοη μιας προσωπικής έντύπωοης, ή άναφορά στις σκέψεις αυτές τοΰ Ταγκύρ, στύ κατώφλι ένύς καινούργιου χρόνου στή ζωή τοΰ λαοΰ μας, ίχ ε ι καί μιά αυτοδύναμη σκοπιμότητα. Τό ίδιο δπως κι ή αναφορά οιύ Βρεττάκο, στήν τελευ ταία του συλλογή, στους οιίχους πού θά παραθέσουμε σέ συνέχεια : Είναι γιά μάς, οέ τοΰτο ιύ μυριάκριβο κομμάτι γης και θάλαοοας όνάμεσα σε τρεις ήπείρους καί τρεις κόσμους πού λέγεται Ελλάδα, ΰψιστη ανάγκη ύπαρξης, ή πεποίθηση πώς ό αγώνας μας δέν είναι τοΰ Σίσυφου...
♦
Μιλήσαμε στήν άρχή γιά τήν αιματηρά αγωνιστική κατακλείδα τοΰ ποιήματος: «Δέν παρατιόμαστε!». Αιματηρά αγωνιστική γιατί έχουν προηγηθεΐ οί έφιαλτικές έμπειρίες — πανανθρώπινες, πανεθνικές, προσωπικές— μιας οικουμενικής καί μιδς έμφύλιας σφαγής. Μιάς τερατωδίας πού άναδύθηκε άπίθανα μετά τις καθαρτήριες φλόγες τής μεγαλύτερης έπανάστασης τοΰ αιώνα μας. Γιατί, τέλος, οί στίχοι αύτσί γράφονταν άπό ίναν
85
πΐΜοεξόριοιο ποιηι ή ιιού είχε «άποχαιρίΜησει ιόν fjXio τής πατρίδας» οΓις ασύλληπτα πικρές μέρες ιής πρόσ- φαιης ελληνική*; τραγωδίας.
Έ λ ε γ ε πώς θά τδφτιαχνί τό περιβόλι.Τ ί μάταια λόγια ποΰ Ε λ εγ ε !. .
Ή ξ ε ρ ε : στά παιδιά άρέσαν τά δαμάσκηνα, τά πορτοκάλια στούς περαστικούς άγγέλους τό προ»ί.
Ή ξ ε ρ ε , μά μέ τί νερό, τί ήλιο χαΐ τί φράχτες: Περνούσαν οί δεινόσαυροι χι έφευγαν μέ τά δέντρα στά δόντια τους, κατασκήνωναν οί πολεμιστές.
Ό λ α περνούσαν πάνω του. Τ ό άνάσχαφταντά χάρα πού κουβάλαγαν τους πεθαμένους.Κι αύτός ϊλ ε γ ε : “ήλιε μου! χι ϊσ χ α β ε. . .
Αυτούς τούς δεινόσαυρους (κι όχι μονάχα εκείνους μέ τις ερπύστριες στην κοιλιά, μήτε τούς άλλους μέ τις «λαϊκές» Τράπεζες παραμάσχαλα) , τί δρακονιό- ριζες πρέπει νάχεις βυθίσει μέο’ οτήν ψυχή ιών Ε λ λ ή νων γιά νά τούς βλέπεις — πόσες φορές — «μέ ιοί δέντρα στά δόντια τους» κι έσύ νά σκάβεις, νά σκάβεις αύτό τό περιβόλι πού κάποτε πρέπει ν’ άνθίσει γιά ο- λους.
’Εδώ θάπρεπε νά παραθέσουμε ολόκληρο ιό πέμπτο έλεγεϊο, καί δέ διστάζουμε — κανείς δέ θά πει καλύτερα άπ’ τόν ποιητή εκείνο πού ήθελε νά πει ύ ίδιος:
Πολύ μετά κατάλαβε πώς ήταν ή ψυχή του ένα περίεργο σταυροδρόμι, χιλιοπατημένο, σημαδ*|ΐένο άπό τακούνια, πρόχες άπό άρόύλες, αόλαχωμένο άπό βαρειές ρόδες χάθε λογής Αρμάτων.
"Ενα σταυροδρόμι γιομάτο άπαίσια λάσπη, ζυμωμένη άπό φτυσίματα ρητόρων, απορρίμματα
πιριστ'.κών προσφύγων, δάκρυ* ζητιάνων πού άκίνητοι στήν ίδια στάση όλημ*ρΐς, τυφλοί, άπλώνανι τα σκουριασμένα του; τινιχ*δάκια γιά Ιλεο ;· χι ό ουρανός Ι€ριχ< χαι τούς Ιλυων*.ΙΙολΰ μιτά κατάλαβι π ω ; τοΟ χρ»αζόταν ή λάσπη αύτή, δτι χχλά έγιναν τά δσα Ιγιναν καί δτι — δόξα σοι i θ«4ς — Ι ζ η « έξήντα χρόνια κι Ικαν» τό χαλύτιρο: Ά γά π η σι μ ΐ πάθο; τόν χόσμο χι αν ά π ίτυχ ι άπό τή λάσπη αύτή, τή λάσπη πού χαριστικά τοΰ δόθηχι, νά φτιάξίΐ ζυμώνοντά; τη «ιέ τόν ήλιο του Ινα *Ιδο; καινούργιου ανθρώπου στήν χορφή τοΟ δρου; θλίψη, ή ΤαΟ γιτο;.
Πρόκειται βέβαια γιά μια άκόμα άπό κείνες τις «Αποτυχίες» ιιού έπιοήμανε δπως είδαμε και ό Ταγκόρ οιήν ιιορεία γιά νά κερδίσει ή ανθρωπότητα ιήν αλήθεια κι ό άνθρωιτος ιό αληθινό ίου πρόσωπο. Άπό κείνες πς «άποιυχίες» ιιού κάνουν ιΐς ζούγκλες νά συμ- πτύουονται ούρλιάζοντας και τούς «δεινόσαυρους» νά υποχωρούν άργά, βασανιστικά εστω, άλλα άμετάκλιτα ιιρός τά ιιαλαιοντολογικά μουσεία — στήν προϊστορία τής άνθρο)ΐιότητας.
Τό συνθετικό ποίημα «Τό ποτάμι Μπυές» γεννιέται στό κλίμα τών «Έπτά έλεγείων», στό γνώριμο κλίμα τού πάσχοντα άνθρώπου - ποιηιή, πού κυριαρχούσε στήν ιιοιητική άφετηρία τού Βρεττάκου. Μέ μιά λυρική πυκνότητα δμως, ακριβώς, διαμάντινη:
Νοιώθω τήν ψυχή μου γυμνή χα θώ ; τό κορίτσι μ έ ; στό ποτάμ: πού τοϋ κρύβουν τό πρόσωπο τά ξανθά μαλλιά του κι 4 ή λιο ;' χι άπλώνιι τά χέρια, πα λιύ ι; τή λάμψη του;, νάβριι μιάν Ιξοδο.
87
Κι αύτή ή άναζήτηση ιής έξόδου δεν προοιωνίζει μόνο τή φιλοσοφική λύτρωση τοϋ τελικού «Δέν παρατιόμαστε!». Είναι κιόλας μιά αισθητική λύτρωση γιά όσους κάτω άπό τ' άλλεπάλληλα φονικά έπιστρώματα τής τύρβης καί τοΰ δγχους διατήρησαν ϊχνη Εστω τής παιδικής ή έφηθικής τους άγνότητας.
'Ωστόσο ό ποιητής θά περάσει άπό τήν πικρία καί τήν έγκαρτέρηση σέ μιά νέα, άναβαφτισμένη συνείδηση τοΰ προορισμού του. ’Εκεί, μέσα στ ή φύση, πλάι στύ ποτάμι Μπυές πού κυλάει άπ’ τις "Αλπεις, θά προχωρήσει ξαφνιασμένος στήν άναγνώριση τής θείας δπτό- τητάς του:
. . . Il0xc άχούω τό φλοίσβο σου στήν καρδιά μου καί πότε τήν χαρδιά μου στδ φλοίσβο σου. . .
. . .Π ότε νοιώθω δπως Ινα σου παρακλάδι χαΐ πότε σά νά είσαι μιά φλέβα μου. . .
Καί μέσ’ άπ’ τή συνείδηση αύτή θ" άντλήσει τό θάρρος, τήν έλπίδα, τό δραμα:
. . . ’Ιδού δτι βλέπω τή νύχτα ξεδιπλωμένη άπάνω μου σέ βάθος, δπως ϊλ λ ο τ ι : δμοια μέ φωταγωγημένο μέλλον.
Σ ’ αύτή τή διττότητα:
διεχδιχοΟμε τ4 χώρο μ α ; στδ χρόνο άλήθεια Ιξω άπ’ τδ χρόνο μας.
Κι ό ποιητής — («Προστατεύω τό Ασπρο δέντρο ιώ ν άνθισμένων μου λέξεω ν, αύτή τή μικρή μυγδαλιά
τοΰ θ εοϋ ») — μέ ιήν κερδισμένη και πάλι συνείδηση τοΰ άνθρώπου με τήν πιό άνθρώπινη φωνή, άλλο δέ θέλει παρά μόνο τοΰτο:
. . . Νά έξασφαλίσω μια θέση παρουσίας — νά μπαίνει άπ’ τόν £να αιώνα στόν άλλο ή φωνή μου πού περικλείει τό πρόσωπό μου, νά διαμαρτύρεται.Γιατί ό άνθρωπος, Μ πυές, χαΐ παρ' 8λο πού χωράς τό εΓδωλό του, πληροί τό άπροσμέτρητο χενό μέ τά μέτρα του. Γ Γ αύτό κι οί όρίζοντες ϊγιναν τόσο εΰρείς: νά χωρούν οΐ κινήσεις τής ψυχής καί ή ίκσταση ένός μάρτυρα πού ονειρεύεται.
Και συμπληρώνει, πάλι άπό μέρους τών άνθρώπων, μέ τή δική του φωνή:
Κάποτε ή μέρα μας θά γενεί καί μέρα τοΟ κόσμου.
Είναι τό λυτρωτικό δραμα πού θερμαίνει τις έρη- μιές και φωτίζει τις ζούγ κλες: Κάποτε ή μέρα τών ποιητών — δηλαδή τών δημιουργών — νά γίνει ή μέρα τού κόσμου τών άνθρώπων.
Κι έδώ, μέ τ’ δραμα αύτό φτάνουμε στο φλεγόμενο πυρήνα τοΰ ποιήματος, δπου ό φλοίσβος ένός ποταμιοΰ— τής δημιουργίας ϊσως — κι ό λόγος τοΰ ποιητή σμίγουνε σ’ £να κι έμεϊς δλοι άκοϋμε:
δ-:·. τό αηδόνι θά έπιζήσει- πώ ς ό τέλειος φόνος δέ θά φτάσει τήν ποίηση· πώς τό φωτεινά καταρρακτώδες τούτο σύμπανθά διασώσει τό γιό το υ...........
. . . Δέ μεγάλωσε άσκοπα
89
τό χέρι πού τρβχβι ήξη στό σύμπχν πίσω άπ’ τό φώ;.
Συνεχίζουμε, λοιπόν συνεχίζουμε τήν πορεϊχ μ *;.
Μπυές,συνεχίζουμε. . .
Κι αμέσως μειά, οπως ξεοπά σιήν 9η το μοιίβο τής χαράς — μοτίβο μιάς προχωρηιικής πορείας κι ενός ανθρώπινου άγώνα ιιού νικά ιήν αγωνία — ιό φινάλ ε τοϋ ποιήματος:
*Λέν πχρχτιόμχστε! . .Λέν πχρχτιόμχστε!. . >
Έχουμε τήν χϊώνια ίμπιστοσύνη, Μπυέ;, ο,·:·, xt αν γίνε·., χ ; μά; μετρούν 2πω; θέλουν' ποτέ πιό πολΰ τίποτε άλλο στή γή οέν ύπήρςε βεβαιωμένο
— άφησε να περάσω ίμπρό; σου, Μπυέ;. μέ τή σημχίχ άφησε vi περάσω έμπρί; σου, Μπυέ;, μέ τή σημχία— ί κόσμο; θάρθει πίσω μχς. Απάνω στά νερά μχ;, κάθετα·, ό ήλιο; κχΐ τόν ταξιδεύουμε.
Δέν ύπήρχε βέβαια ο’ αύιό τό γραφιά ή πρόθεση νά ύποκαταστήυει μιά κριτική παρουσίαση — αύιό είναι £ργο άλλων. Υπήρξε μόνο ή άδολη συγκίνηση καί τό δέος — θυμηθείτε τά παιδικά μας χρόνια — έκείνου πού παίρνει οτά χέρια Ενα θαυμαστό δώρο καί θέλει νά τό δείξει οέ δλους. Κι άκόμα ή επιθυμία μιάς μικρής όντιπροσφοράς οιό δωρηιή. 'Ό σο νδρθει ή μοναδική άξια άνππροοφορά άπό μέρους τοΰ μόνου πού τή μπορεί— τοΰ λαοϋ σιόν ποιητή:
. . .Νά έ'ασφαλίσει μιά θέσηπαρουσία; — νά μπαίνει άπ* τόν ένα αιώνα στόν άλλο ή φωνή του. . .
90
ΑΛΕΞ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Μικρός σχολιασμός της ποιητικής πορείας του Νικηφόρου Βρεττάκου
1 0 ; -Λ 1951.HptnToirjioj'.t'iTrjXt ζ'λ ~ t fνΛπ.Κ Κϊΐνοϋργ:ι Ήκοχή-, Κχλο- χχίρι 1957. 3.3. 11 ( · 121».
ΜΙΚΡΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ(L'l το 1!·:>1)
Γιά δεύτερη φορά ό Νικηφόρος Ίϊρεττάκοτ;, τό 1955, Επιχείρησε μιά συνολική καιάταξη της Εργασίας του. Πρώτη φορά, τύ 1940, συνάθροισε στό βιβλίο «Οί γκρι- μάτοες τοϋ άνθρώπου» (τίτλο πού είχε χρησιμοποιήσει καί τό ’35) όσα άπό τά ποιήματα τών όκτώ συλλογών του ικανοποιούσαν τις μεταγενέστερες απόψεις του. Κι Επειδή ποτέ δέν είναι χωρίς νόημα τό νά συγκεντρώνει ένας συγγραφέας τό έργο του, μέ προθέσεις άναθεωρη- τιμές μάλιστα, τό γεγονός Εκείνο φανέρωνε δτι ό ποιητής εϊχε φτάοει σ’ ένα οριακό σημείο τής μέχρι τότε δημιουργίας του. "Ηδη άπό τόν τρόπο Επιλογής του Αντιλαμβανόταν κανείς δτι άρχιζε μιά μεταβολή τού εσωτερικού 7ΐεδίον τοϋ Βρεττάκου. Τώρα, στά «Ποιήματα 1929 -1951», παρουσιάζεται πιό έκτυπα ό βαθύτατος μετασχηματισμός του. Τήν Εφηβική κόλασή του, μέ τά πάθη καί τις όργές τής ψυχής, άντνκατέστησε ή άναζήτηση έ -( νός παραδείσου, μέσα σέ μιά πολιτεία ΕρειπωμΕνη, Εχθρι- ) κή καί άδιάφορη. Γιά τούς λόγους αύτούς πιστεύω δτι άπό τόν τόμο τοϋ ’55 πού θέλησε ό ποιητής, δέν μπορεϊ νά προέλθει ή Εξέταση τού έργου του. Ό Βρεττόκος δέν ύπήρξε ποιητής τόσο όμοιογενοΰς κλίματος. Ή κριτική του Επεξεργασία τής ως τό 1951 ποιητικής του παραγω-
93
γης και ή σιωπηρή αποκήρυξη ένός μέρους της εδωσε 2να λίγο ή πολύ νόθο αποτέλεσμα. Κανένα τμήμα τοΰ ί'ργου του δέ θά μποροΰσε ούτε ό ίδιος νά καταργήσει ά- φοΰ £χει δει τό φως τής δημοσιότητας. Κι έφόσον δέν νομίζω δτι ή όποιαδήποτε αποτίμηση τής ποιητικής προσφοράς άπό τόν δημιουργό της υποχρεώνει τήν κριτική, άνπμετωιιίζω, στύ σχολιασμό που ακολουθεί, τήν ποίηση τοΰ Βρεττάκου γιο ι δπως προκύπτει ΰπό τό σύνολο τών μεμονωμένων συλλογών του. Ή άπ' ευθείας έπαφή μαζί τους, χωρίς έπεμβάοεις, έστω καί καλοπροαίρετες, (δ- π<ος είναι, όποκϊδήποτε, οΐ τροποποιήσεις τοΰ ποιητή) δίνει τήν μόνη γνήσια εικόνα τής ποιητικής του έξέ- λιξης.
♦Μιάν άντίθεση μέ τή ζωή, οέ κάποιο έσχατο σημείο
Αρνησή της, διαπιστώνεται στις «γκριμάτσες τοΰ ανθρώπου» ( ’35 ). Δυό χρόνια νειίπερος, έγραφε τύ «Κατεβαίνοντας οτή σιγή τών αιώνιον», άλλά or μιά ήλικία πού μετράνε άκόμη καί οί μέρες. Στά είκοσι δύο σου χρόνια λαβαίνεις συνείδηση τοΰ κόσμου μέ πολύ άπληστο τρόπο. Κάθε έπόμενη μέρα θεωρείς οτ'ι ανακάλυψες γιά τελική φορά τά μυστικά τής ζωής. δτι κέρδισες τήν φιλοσοφία της.
Προσέξτε τούς πρώτους στίχους τής συλλογής τοΰ '33, πού άπέφυγε νά τούς ουμπεριλάβει ήδη άπό τό 1935 στις «γκριμάτσες τοΰ άνθρώπου», κοί ύποθέτοι όχι μόνο άπό μορφολογικές αντιρρήσεις.
Ξαναγυρίστε όσοι μέ φτύσατε στό στόμα.θε ία μετάληψη Ιχ ω κάμει τις φτυσιές σα;καί ψαλμοΰς θείους ϊχ ω κάμει τ ί ; βρισιές σας...Ξαναγυρίστε όσοι μέ φτύσατε στό στόμα.θ ε ίε ς άχτίδες έχω κάμει τις βρισιές σας
κι δπου περνώ, βαθιά φ ωτίζεται τό χώ μα...Ξαναγυρίστι ϊσοι μέ φτύσατε ατό στόμαμ ίσ ' στή διαφάνειά μου νά πνίχτε τΙς οχιές οας.
"Οπως βλέπομε άπύ τό όπόσηασμα αυτό, ό ποιητής είναι πολύ νέος γιά να έχει αποφασίσει τή στάση του. Να μήν αντιφάσκει ή κάθε οπγμή μέ τήν όκάλουθη. "Ομως οέ μιό έποχή πού μευου(>ανοΰσε οτό ποιητικόν ορίζοντα τό fiorpo τοϋ αύτόχειρα τής Πρέβεζας, ό Βρετ- τάκος δέν φαίνεται να χρειάζεται τό μάθημά του. Ό Κα- ρυωτάκης αμύνεται Ή άρνηση τοϋ Βρεττάκου είναι bii- Οετιχή. Άπό έδώ πηγάζει καί ή ούθάδειά του.
Τ ό πν(0μα μου, σάν ουρανό;, σάν ωκεανός, σάν θάλασσα, Λύνεται άπόψε στό άπειρο χωρίς νά βρίσκε; άναπαμό.Τ Ι ; ζώνες γύρο» του Ισπασε κ; Ανατινάζεται θ*ρμό Τ ό πνεϋμα μου σάν ούρανός, σάν ωκεανός, σάν θάλασσα. Σάν γα λαςία ; άπέραντος τό σύμπαν σέρνω στό χορό.
"Ηλιο τόν ήλιο γκρέμισα, θόλο τό Ηόλο χάλασα,Κ ι είμαι σά μιάν απέραντη, πλατειά, γαλάζια θάλασσα. ΙΙού οΐ στ«νοΙ πάνω μου ούρανοί οέ μοΰ σκεπάζουν τό νερό.
( ΟΙ γχρ·.|ΐά-3ΐ; νΑ *·<βρώπο·ΐ’ , 1995, c. 22)
Νά καί δυό στροφές άπό τό ποίημα «Λαθρεπιβάτες στό Αγνωστο» πού τό παρέλΐίψε και τό ’40 καί τό ’55.
Μολύβι ή γλώσσα βάραιν* στό στόμα πεθαμένη Κ ι Ιλυωνε ό ή λιο; σέ Ιδρωτα καί βόχα τό κορμί Τ Ι ; α ύλαχιέ; κοιτούσαμε τοΟ πλοίου άπελπιομένοι
'Ε νώ στους γλάρους Ιρριχναν οί ώραΐες κυρίες ψωμί Τόν ήλιο άπό τή θάλασσα κοιτάζοντας νά βγαίνει.
Μά ήρθε μιά μέρα πού είδαμε τόν ήλιο της νά κλίνει
95
Στή δύση, μέ παράξενα λοφία καί θλιβερά Κάτω άπ’ τό Νότο σύννεφα γλυστρώντα;, τή σελήνη Νά κρύβουν. 'Ανατρίχιαζαν ώ ; λέπια τά νερά Σά βοΰλε; είχε τ’ ωχρό φ ώ ; σέ μαΰρο κάμπο μείνει.
( (>· γκρ·.μ4-3ε; -Ά ivHfwr.M·. 19ΛΓ». 5. 70)
Ό ποιητής τότε χλεύαζε για τις )ΐαταιό(ΐητες. έπα- ναστατοϋσε σαν αναρχικός, άντιδροΰσε σάν κολασμένος. ’Εκείνο τό μεταφυοικό μίσος πρό<; ιήν άδικία, ή άηδία γιά τά ταπεινά αΐοθήμαπα πού μάς χαμηλώνουν, ή ανθρωπιά μέοα στήν αδιαλλαξία, τήν ιιεμηφάνεια καί τήν άξιοπρέπεια, ήταν καταστάσεις, 6χι τόσο δάνειες. Είχαν μιά νεανική εΐλικρίν€ΐα, μ’ ΰλες Γκ; άδεξιότηιές τους, τόν ρητορισμό τους και τήν πεζολογία τους, παρ’ δλη τήν κάποτε μή ποιητική τους άξιοποίηση. Μά είναι εύκολο νά μεμψιμοιροΰμε γιά ένα βιβλίο υοτερα άπό είκοσι χρόνια, όταν ιόσα πράγματα έχουν μεσολαβήσει. ‘Εξ δλ- λου πρέπει νά λάβουμε ύπόψη δτι τό ταλέντο τοΰ Βρετ- τάκου άναπτύχθηκε μέ τρόπο παρορμητικό. Γ Γ αύτό καί ή ποιητική του ύπέστη πολλές μετατροπές. Τό δαιμονικό κλίμα, πρώτη ψυχική του άντίδραση, θά τό έγκατα- λείψει πολύ νωρίς. Λίγο αργότερα όλόκληρες περιοχές τοΰ έργου του, θά τοΰ γίνουν έντελώς ξένες. Γιαπί, φαίνεται, οί άλλοιώσεις. πρώτα μέσα του πραγματοποιούνται. "Αν και υπάρχει στον ίδιο τόν ποιητή, κάποια συνείδηση τής αντινομίας του.
Είμαι Ινα σύνθεμα άπό ξένο μεγαλείο Τ ά όσα θωρεΐς στήν ύπαρξή μου είναι δλα ξένα Κάτι άπ' τή θάλασσα, άπ' τόν ήλιο κι άπό σένα Κ άτι άπ’ τοΰ όάσου; κι απ’ τ ή ; νύχτα; τό στοιχείο.
( T i ί-.ν.ή|ΐ**χ. 19·2ί» ■ 1951-, σ. ΓΜί)
96
Ή ερμηνεία αύτής τής άντινσμίας, τοΰ διχασμού έν- δεχομένιυς. δεν είναι εύκολη. Μια μελέτη πού θα έζαρ- τοΰοε τΓι ουμπεράσματά της άπύ πραγματικά δεδομένα, ϊσως Γδινε μια πιθανοφανή έξήγηοη. Βρίσκομε πάντως τιολλί ι; ρωγμές ο ιό εργο αοΰ Βρεττάκου πού μας ύπο- ψιάζουν οπ πολλές καταοτάοεις είναι μέοα του έκκρε- μεϊς.
Είμαι / Ινα αίνιγμα άλυτο' / γ·.’ άλλους / μιά άνάποδη φύση· / γ ι ' άλλους / μιά δυστυχισμένη ύπαρξη' / γ ι’ άλλους / Ενα σκοτεινό μαυσωλβίο / τών αποτυχιών, τών άνοη- σιών μου.
Κ ι δμως / πίστεψέ μ<, άγαπημένη μου, / κανείς δέ φτάνει / τή βαθειά πραγματικότητα’ / κι ίγ ώ άκόμα' / αύ- τός πού ιΐναι μέσα μου, / άγαπημένη μου φίλη, / έγώ δέν είμαι. / Π αίζει φαίνεται ή Φύσις / μέ τ’ άθλιο πλάσμα της. / Ά π ό μέσα μου άρχίζει δ .κλοιός / τής πένθιμης ειμαρμένης.
Βοηθήστε με νά σωθώ!Βοηθήστε με νά φύγω!
(Τ ό άπόσπασμα αύτό άπό τήν «Επιστολή τοΰ κύκνου», σ. 5, ύπάρχει στΙς «Γκριμάτσες τοΰ άνβρώπου», 1940, ένώ τό ποίημα στήν έτηλογή τοΰ ’55 6χει άλλά- ζει σέ μεγάλο ποσοστό. Ά λλά κι έκεΐ άνιχνεύσμε τά άκόλουθα:
Είμαι ή τύψη τοϋ άγγέλου πού άδίκησε ό θεός.»)
"Οσο κι αν αποδώσουμε στούς παραπάνω στίχους, μιά δόση νεανικής υπερβολής, ή δτι δέν φανερώνουν τόν γνήσιο Βρεττάκο άλλίι τό φιλολογικά του ΰμοίονμα. ή ένδειξη ικιραμένει.
Θ7
Ά πό ιό «Ταξίδι τοΰ 'Αρχάγγελου* (1937) αρχίζει ί) περίοδος τής ωριμότητας ιοΰ ποιητή. Τό πολύστιχο και παράδοξο αύτό ποίημα κινείται οι: ονειρικές ιιαραστά σείς, με πλαίσιο τή φυοη ο’ «ίλη ιης ιήν αίγλη. “Ετσι περνάμε σε μιά περίοδο με ανανεωμένα σύμβολα. Καί, ώς πνεύμα αρχίζει νά άναδεικνύειαι κάποιο αίσθημα άπελπισμοΰ. Τό καταραμένο <τχά</·ος, πού ώστόσο σογη τιμόνι ιό πέραοε «ιιό χίλιες καταιγίδες, ιαξιδεΰει στό αδιέξοδο. ΆρνήΗηκε fvov βσΒκ καταραμένο κόσμο, πού μόνο ό ήλιος συντηρεί τον κ·*σμ»ν τι)ν ελπίδα. Ί Ι χειρονομία του, αύτή καθ’ έαυιή, είναι μια διαμαρτυρία, μκι πράξη πού ιή γεννά Ενα αίσθημα ασφυξίας άπέναντι σέ μιάν άθλια πραγματικοί ηια :
Λύναμη ?έν τ' αγάπησε νά έπέμβει πριν χα τεβιΐ στή r iy x a , πρι ν4 χάσιι x ift* του ελπίδα. κάΑι του γαλήνη, προτοΟ νά γίνί·. λάφυρο τοΰ χρόνου πού οΰτε μέ οά/.ρυα πιά κι ούτε μέ λόγια τόν τραγικό του αιχμάλωτο έπιστρέφ*·..
Ή μοίρα ιίναι άουσώπητη κι ή λάμψη τής αυριανή; αυγή; οέν Ηά μ ' ανήκει.
( T i Γ.οιήιιχ-.»', 5. 7.1)
Σ έ κανένα ϊσως ποιητή τής γενιάς του ’30, ιό ήθικσ και τό αισθητικό πρόβλημα δέν συνυπάρχουν τόσο απόλυτα, τόσο αποκλειστικά, δσο οτόν Νικηφόρο Β|>εττάκο. Λυτή ή συνύπαρξι'ι τους, λες καί άποτελεϊ τό πυρηνικό στοιχείο τής δημιουργίας του. Ή πνευματική του ύπό- σταση είναι συνυφασμένη μέ ιήν ήθική του προσωπικότητα. Είναι ή ειδοποιός τον διαφορά άπό τούς συνοδοιπόρους του. Κι ένώ πάντα οί άφορμές τής αγωνίας του προέρχονται άπό τίς ίχθρότητες τής πολιτείας, ή ποιητική του πραγματικότητα όλο καί περισσότερο χάνει ιήν
98
γεύσή τών άπιών αντικειμένων. ’ Ιδού ?να παράδειγμα άπό ιΰ «Μεσουράνημα ιή<; Φωτιάς».
Β ρζδιά ζει στ' ούρζνοϋ τά σύνορα.Σ έ λίγο ή θάλασσα Ηά χαθείΚαι γώ Wz μείνω κρεμασμένο; στχ βουνά πού άρχίσχν Μχ πέφτουν σκοτεινά κι απότομα
γκρίζο φόβο τοδ /.ενοΰ.Λίγο πιό πριν, μιά οίσμτ, άπ' ά γριε; λά;ιψειςΊ ’ήλωνε τόν όρίζοντζ. Λίγο πιο πρινΓύρω μου οί βράχο: ;ζφ νιστήκχν κι ζντιφ έγγισζν.
ΙΓοΟ π * ; . καράβι, μέ τή Μ ζργχρίτχ:
( Τ4 :ιλ-1ρ·.3»ϊ. νΛ nxyxV.'A 5 t i Ποιήματα. 1929-19Γ.1 . ί . *7. (U s-ίχν. ivf.rpi?«jv:*·. i->, τήν Ixios») τ«Λ 1Η40).
Μέ τΙς πιύ συγκεκριμένες λέξεις, κατά περίεργο τρόπο, γίνονται έννοιες άφηρημένες. Κι h a t πιά, άπό δω καί πέρα, ιιορφώνονται τά ποιητικά του μέσα: "Ολα διέρχονται διά μέσου τής νύχτας, ιών άστρων, τών βουνών, της θάλασσας, τής Παναγίας, τοΰ θεοΰ, τοΰ απείρου. Σύμβολα βέβαια ιιού ανήκουν στό (>ομαντισμό. ’Αλλά στό απόλυτο σημείο ΰπου τά οδήγησε ύ Βρεττά- κος, άποιελούν τά τεκμήρια του νεοτερίσμοΟ του.
Μαϋρο στζμχτημίνο τραίνο πού τδχει ά νχχζιτίσε: ό άνεμο; γονχτισ|ΐένο άπ' τ ή ; όροχή; τ ΐ ; ά κα τά σχετε; μαχαιριές που οί ράγιες :οΰ δαγκώνουνε τ ΐ ; ρόδε; καί σφυρίζει δλη
τή νύχτζ,φορείο τοΟ πίνου, ζν ζζτ ,τώ ν τχ ; τήν ϊξοδο τοδ Κυρίου φορχωμένο «πιδέσμου; καί σεληνιασμένα πρόσωπα π λη γές που φεύγουν πρό; τόν οΰρχνδ γ ιά τήν περίθαλψη
τή ς Παναγίας.
( T i ίΛΐήματ*. ϊ . 98)
99
Μέ αύτό τό μυθικό σχήμα αντιμετωπίζει καί τύ πιο καυτό γεγονός: Τήν απώλεια ένύς φίλου («Τάκη<; Λιού- μης» ο. 123), τό θάναιο ενύς παιδιού («Τύ παιδί με τή φυσαρμόνικα» ο. 158).
Δέν £Ϊνχ: πιχ τό πολυβόλο πού Θ4 κρίνί·. τή λευτιριχ.Δέν ιΐνχί π :4 οί βασανιστές πού 04 ;ιχ ; κατχλύσουν.Δέν tivx·. κείνο; πού Αχ 6γι·. νχ ο' χντι;ιετ(>>π!σί: π χ ιίί τοΰ άγίρχ ;ΰ τή ϊυσαρμόνικχ!
Ά γ α λ μ α τοΰ πεζοδρομίου πού σέ φ υσί ό μχίστρο;.
'Α γκά/ιασε τ ί ; π ιπ ερ ΰ ; τή,· λει.ιφόρου τό αίμχ σου Έ γ ιν ε τό αίμα σου πουλί κ·. χνίοΛ νχ ;ι4ς κελχί'ζήσει
Π 4ν' άπ' τχ κυπχρίσσιχ τοϋ Συντχ{·>ι/το;.
Θ 4 τρέξω έκεϊ πού σ ' ίκουσχ '/χ λ έ ; 5χ·. στό θάνχτο 04 τρίξω έκεϊ πού πήγαινε; σφυριζοντχς άντίθετχ στ’ άστροπελέκι, άντιθετχ σ τ ί; δ ιχ τχ γ έ; καί στό γλυκό ψωμί τ ή ; γ ή ; , άντίθετχστ4 γχλχνά σου μάτια πού ήτχν γ ι4 τόν Ιρ ω τχ!
’Αλήθεια, τά γαλονά μάτια, όχι τό κορμί, ήταν γιά τόν Ερωτα. ’Ακόμη λοιπόν και ό Ερωτας, δέν εχει γήινο βάρος. Ή Μαργαρίτα είναι μιά ασύλληπτη όπτασία. Δέν ψαύουμε τύ σώμα της. Δέν τό υποθέτουμε κάν. Γενικά, δλα τά αισθήματα, καί προφανώς οΐ αισθηματολογίες, ά- πουοιάζουν, στόν περιστατικό τους περιορισμό, άπό τήν ποίηση τοΰ Βρεττάκου. Ζεί τις ψυχικές καταστάσεις αφυδατωμένες. Στήν μεταφυσική τους άφαίρεση. Υπάρχει αναμφισβήτητα Ενα ποσοστό μοναξιάς σ’ αύτή τήν στάση, μιά αντίθεση μέ τήν χυδαιότητα τοΰ καθημερινού. Φέρνοντας τά πράγματα σ’ Εναν κόσμο ιδεών, έπι- χειρτϊ νά τούς ξονπδώσει τό αύθεντικό ιιεριεχόμι-νό τους.
100
Σ κ ι επόμενη ποιητικά οιάδιπ τοϋ Βρειιάκου, εκφράζονται πολλές φωνές ταυτόχρονα, ένώ ό ψυχικός του έπαναοτατιομός έχει κατακαθήσει. Ή διαμαρτυρία του μοιάζει μέ μορφασμό πίκρας. Δέν επιτίθεται ιτιά. (Ο β ιε νά τό φανταστεί). Οί ηθικές φωνές καλύπτουν ιόν ποιητικό του ορίζοντα. Καί νομίζεις ότι ζητά ν' άπο- λογεϊται για εγκλήματα πού δέν διέπραξε. "Ομως έξω άπ’ αυτόν, είναι μιά πραγματικότητα άνάλγητη, πού κα- τακρημνίζει τά όνειρα. Οί καθημερινοί άνθρωποι τή δέχονται. Οΐ ποιηιτές, τί άλλο νά κάμουν παρά νά τήν άρ- νηθοϋν; Λϋτή είναι καί ή ηθική οιάοη τοϋ Βρειιάκου. Δέν είναι ό πιοτούπού τυφλώνεται. Υπάρχουν μέοα του ιιολλές διαφυγές πρός τήν ελπίδα. ΓΓ αύτό καί μεταπίπτει άπό τήν μία οτήν άλλη κατάοταοη. Ή τιαρηγορία του διαρκώς αναβάλλεται. Γιατί ένώ ή μοίρα τοΰ άνθρώ- ιιου ιύν ιΐ(>οόριζΓ γιά ιούς ουρανούς, αυτός οέ μιά οκο- τεινή γη διεξάγει τά<; ταπεινότερες μάχες — γιά να τις χάσει. Δυοιυχει, πάσχει, αγωνία, απελπίζεται καί απομακρύνεται άιιύ τά ιιεπρωμένα του. Τά όνειρά του δια- υύροχκαι. ένώ ή ιδιοτέλεια καί ή ουναλλαγή επικρατούν καί έιιιβάλλονιαι. Σ έ μιά τέτοια καρωδία ιής ζωής, ό ποιητής, ώς γνήσιοί; έκιιρόοωιιος τοΰ ανθρώπου, άντι- υτέκεται. Έιιιοτρατεύει δλη τήν ψυχική ιιου δύναμη γιά νά τήν άρνηθεϊ. Καί τότε ό λόγος τοΰ Βρεττάκου γίνεται άκοιάοχετος. Οί οιίχοι ιου υπερπηδούν τό αίσθημα ιιού τους έιιροξένησε.
Ά λλά ή άνιοχή τοΰ κακού είναι ιιάντοτε μεγαλύτερη άπό ιό αντίπαλο φρόνημα. Ό ποιητικός ενθουσιασμός μένει έκτεθειμένος στήν κοινή χλεύη. Τ όιε τό τοπίο τής ιιολιτείας ξαναγίνεται έρημο. Σ ’ αυτές τις ώρες ιής άπελιιιοίας, ό Βρεπάκος επιχειρεί, ώς παρηγορία, τήν έξοδό του πρός ιήν φύοη. "Ενας μυστικός σε παρόμοιες στιγμές θά ιιροσεύχονιαν. Στόν κοιηιή τής «Πλούμιτσας» προσευχή είναι καί ή εξομολόγηση. Καί
101
mo ηημΓΪη πάτο ψα\τρώ\τιηι t> ΐ|ΐ<ιγΐΜ>ιι*|·«ς i-ουιός ίου. Το ιΐ|κκχ·>ιι»κό ion δ|>άμα άιιοκορυψιίιντιαι. Νομίζεις διι θα κόψη μι'ι ιΐς (ίλ ιιπ α ΰ ί; γέφ υρες τής έπι- οιροφής γκ'ι μιά έπιμιξκι μι; ιούς άλλους.
Ν * 3 4 ; S(ιιαίι) τό χώμα μου; Τ:νάζ»·» τ4 παπούτσια μου φίύγοντας. Αέν νοιώΙΙοι παρά μόνο βροχή, φό6ο καί θλίψη νά χυλοϋν μίσ’ ατόν κόρ^ρο μου. IIο·.ό χώ μα:ΤοΟ σώματός μου: Ναι! Αέ τ ί ; άρνιεμα·..Δ έ θά ς*χά σ ω ! 'Ο άνιμος. ό ;ι ΐγ α ;3υνάναρχος τοΟ 6ίου μου. ζ όποιον τόπο κι ϊν ϊχο) ςαπλω θίΐ. δέ θά ςεχάοε: ν4 τό πάρι*. απ' τή γή , νά τό 3ηχώ3«: ψηλά νά ζυ γ ια ίτ ιΐ καί νά κατέβε: δουίζοντα; κατακόρυφα καί ςάφνου μαζί μέ μιά γιομάτη αστροπίλέκια καταιγίδα. μεσάνυχτα, τήν Γ5 ;ϊ ώρα πού μέ γιννήσατε. πριν χρόνια φέγγοντας καί βροντώντας νά τ" αδειάσει πάνω σας πάλι.
2/ιήν «"Εξοδο μέ ιό άλογο» ( 195J ) η άπιλπιοία ν- Χ π κσιοπέοει. Ό πόνος μι·ιαυχιχιαιϊζπαι ο» χαρά, ή ϊιίκρα οέ ελπίδα. "Ομοκ; κάιιοια μνι'τιΓιι ιοΰ καχον διαιη- ρεΐται ακόμη. Γιαιι ίίυο κι δν ύ Β|μμιάκυς ιιοιέ δέν φαί- νεται νά παραπτϊιαι άιιό ιά fiveipa ιου, ή κατάυιαοη τής αίοιοδοξίας ιου μοιάζπ νά είναι ιό ιιροοιιιιιεΐο τοϋ πόνου.
♦
‘Ω ς ποιητική ίδιοουγκραυία. ό Βρπ ιάκος rlvm αυθόρμητος. Δέν νοεί ιά πράγματα, ιά uioOovriui. ‘Κκφι>ά- ζιια ι μ' ί'γαν an ιύθιίας ΐ|>όπ(> καί ήιιοιά<χχ:ιαι οιό θέλγηΐ|κ> ιών πνιη^κών ιου οιιγμών. Ζεί ιήν ψυχική
102
ίου διάθεση, δέν ιήν εφευρίσκει. Έγκαταλείιιεται στήν καλλιτεχνική ιου σύλληψη. Ά πό ιό είδος αύιό, προκύπτουν οί ζεστοί ισνοι ίου άλλά καί ή όνισομέρεια τοΰ Εργου ιου. Οί στίχοι ιου δέν ικανοποιούν πάντα τίς ά- ιιαιιήσεις ιοΰ έπαρκοΰς λόγου. Κυρίως αύτό παρατηρεΐ- ται στά ουνθειικά του ποιήματα, όπου τό ακανθώδες γεγονός δέν έχει καταιιέσει άπό τή μαγεία του, καί άπο- ιιμάται άκ; αξία καθεαυιή. Ό μείζυ>ν τόνος του κάποτε δέν λειτουργεί. Έ ξ άλλου ό Βρεττάκος, αν καί Εχει φανταστεί ιίς καλύιερες εικόνες στή νεότερή μας ποίηρη, δέν άνασιέλλει ιήν ροϊκΐ) εξέλιξη ίών ποιητικών του υλών για χάρη τής λειιιομέρειας. Γράφει άναπτύοσον- τας καί όχι πυκνώνονιας ιίς έννοιες. Περικυκλώνει ιόν κεντρικό ιου πυρήνα άπό διάφορες κατευθύνσεις, έπα- ληθεύονιάς ιον. IV αίτιό καί άλλοτε διασιιάται ή μουσική ιου υποβολή καί οΐ λέξεις ιου άποχρωμαιίζονται καί άλλοτε τυ αισθητικό άποιέλεσμα καιακυικόνεται μέ ασφάλεια.
Χωρίς αμφιβολία ύ Βρειιάκος ύιιήρξε μια καλή παρουσία σι ή νεώιερη ελληνική ιιοίηοη. Καί προπαντός μιά έ'νιιμη ιιυιηιική συνείδηση. Σπαιάλησε μέ ανιδιοτέλεια ιήν δύναμη ιιού τοΰ δόθηκε χωρίς νά καταφύγει οέ πλαστογραφίες — ιίποια δέν επιτρέπει νά υποθέσουμε ιό άντίθειο. Σ έ μιά έποχή πού Ελκειαι, άπό ψυχοσύνθεση ιιαρακμής. π|»ός ιό λεπτούργημα, δίκαιο είναι νά τοΰ αναγνωριστεί ή φροντίδα γιά Ενα θερμό άνθρώ- πινσ λύγο.
tltt»)
103
ΒΑΣΟΣ ΒΑΡΙΚΑΣ
Λυρικές αυτοβιογραφίες1
1. IlptDToSiuutticiTijxt 3ΐή·< ί^τ,μιρ'ΐζ Τ4 11ή|ΐι . ? . 10.ti.lU02.
ΛΤΡΙΚΕΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
Παραξενεύει κάποκ; ό π ίλος ιής νέας ποιητικής συλλογής τοΰ Νικηφόρου βρεττάκου: «Λύτοβισγρα- φία». Μά ιί δλλο κάνει, λοιπόν, ό ποιητής οιαν εκφράζεται λυρικά, ιιαρά νά αύτοβιογραφείταί; ’Ακόμη κι όταν δεν άναφέρεται άμεσα οιόν έαυιό ίου. μήπως αύ- ιόν δεν ί:χει γιΰ οιόχο ιου καί δικές ίου εσωτερικές περιπέτειες δέν «όιηγείιαι»; Μέ ιόν ιίιλο «Λύτοβιο γραφία», (ίιυιόυυ, ό ποιητής ιής «Μαργαρίτας* θά θέλησε κά11 διαφορετικό να έπιοημάνει: 'Ολόκληρη ή συλλογή άποιελεϊ ενας ε!δο<; έξομολόγηοης καί μια προοητά- θεια θεώρησης από ιή σκοπιά ιοΰ Σήμερα, ιής πορείας πού ό ποιητής διάνυοε ώς τά ιώρα στή ζωή. ίίολλά τά έξοπερικά καθέκαστα, και ιά γενικότερα και οοα άφο- [κ>ΰν αποκλειστικά ιόν ποιητή, πού βρίσκει κανένας στό ιωίημα, δέν υπάρχουν, ώοτόοο, παρά σάν απλές νύξεις. Ακόμη καί γεγονόια σημαντικά δικός ό ΙΙόλεμος καί ή Κατοχή δέν ενδιαφέρουν ιυν ποιητή παρά γιά τις αντιδράσεις πού ιιροκαλέοανε μέσα ιου. Τοΰ προσφέρουν δμΐικ; τήν ευκαιρία ταυτόχρονα νά έκφράσει πληρέστερο ιό όραμα, πού κάτιοκ; ουγκεχυμένα, μέ πολλές άνιιφάοης και αυθόρμητα, οτήν άρχή, περισσότερο συνειδητά καί ανάγλυφα, άμγόιερα, συγκεκριμενοποιεί
107
ή ποίηση ιοΰ Βρειιάκου. Και ή «Αυτοβιογραφία», Αλλωστε, σ’ αύιό μοιάζει νά αποβλέπει: Νά υπογραμμίσει ιήν ένόιηια τής σιάσης άπένανιι σιόν άνθρωπο και ιό κοσμικό φαινόμενο, πού διέκρινε τόν ποιηιή ο’ δλη ιου τή δημιουργία.
Χριστιανός θά μπορούσε νά χαρακιηριοθε! ό Βρεττάκος, δν τό παγανιστικό στοιχείο δέν ήταν τόσο πλούσιο στό έργο ιου. Γ Γ αύιό θά βρισκόμασταν ιιλησιέσιερα στά πράγματα, αν μιλούσαμε γιά πανθεϊστική διάθεση. Ό ποιητής αγκαλιάζει μέ ιήν ϊδια συμπάθεια ανθρώπους και πράγματα, δέχειαι ιή ζωή σαν «μέγα καλό καί πρώτο», πιστεύει πώς τό καλό μπορεί νά κυριαρχήσει οτόν κόσμο, ουγκινείται άπό τις μικρές χαρές καί λύπες καί βλέπει σάν ιδεώδες τή ζωή τών άπλών ανθρώπων, δπως τούς είχε γνωρίσει ή ακριβέστερα δπως ή φαντασία του τούς Εχει έξωραίσει, στά παιδικά ιου χρόνια οτόν άγαπημένο του Ταΰγετο, πού έχει κιόλας μεταβληθεί σ' ένα άπό ιά κυριότερα σύμβολα τής ιιοίηοής του. ’ Ιδού μερικοί οιίχοι ενδεικτικοί τής διαθέοεως γιά ιήν ύποία μιλάμε:
"Κ ύριε,π ώ ; νά σέ ειπ ώ ; Ά γά π η ή φιοτ·.ά ίιχιρεμένη σέ χρώματα: Ι Ιώ ; νά σ : ειπ ώ :
"Λν μπορούσα θά τό 'κανα: β ά φίλαγα δλων τών ανθρώπου τά χέρια, θά φίλαγα δλα
τά φτερά τών πουλιών, θά φίλαγα δλα τά φύλλα τών δέντρων ·/·. δλα τά λέπια τών ψαριών, τίς σταγόνε; τοΰ νερού και τά ζώα δλα. στό μέτωπο. Ώ ς καί τά φίδια.
"Ε τσι μονάχα θά μπορούσα νά εΐπώ π ώ ; πλησίασα κι αγγιςα. Ι Ιώ ; δρήκα καί φίλησα τό χέρι σ^υ. Κδριε. "Ετσι μονάχα θά ’μουνα δέδαιο;, π ώ ;
είπα
108
‘ καλημίρα* καί μέ ακουσ*;. Π ώ ; Ικ ο υ σ ε;, Κύρ·.ί, τό τριλό σου πουλί, πού βρίσχιι παράΗυρα. βρίσκε: |ΐ:κρέ; χαραμάδ*; καί μπαίνι:. δλ ε; τ ί ; ώ ρ ι ; μίσα στό σπίτ: σου καί π α ίζί: μαζί σου...
"Οπως σιύ περτεχόμενό της ίτοι καί οτά μορφικά της καθέκαστα ή ποίηση τοϋ Νικηφόρου Βρεττάκου παραμένει κα) στη νέα του συλλογή, δπο>ς τή γνωρίσαμε ώς τώρα. Φυσικό, άλλωστε, γιά Svciv Ποιητή, πού άπό καιρό £χει φτάσει στήν ώριμότητά του. Τήν ωριμότητα αύτή ακριβώς υπογραμμίζει καί ή «Αύτοβιογραφία», δ- που ό αναγνώστες θά συναντήσει έπι πλέον πολλούς στίχους άπό τούς ώραιότερους καί χαρακτηριστικότερους πού εγραψε « ποιητής.
109
ΤΑΣΟΣ ΒΟΥΡΝΑΣ
Ή irot7j<77j της αισιοδοξίας1
1. Πρω*0ίτ,μ03ΐ«ύ·:τ(χι 3*4 Γ.ιριοδιχ6 'Έ-ιβ«ώρτ,5η Τί/ντ, 75. M ii 'io ; J9U1. 3.ί. 2i7 - Λ ίΙ .
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ
Τήν ποίηοη τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου ή κριτική δέν μπορεΐ νά τήν όνιιμετωπίοει καί νά τήν έρμηνεύ· o n παρά οάν μιά ιτοίηυη με μεγάλους ορίζοντες καί μέ ιδίες ιιού διεκδικοΰν γιά τύν εαυτό τους τήν εύθύνη νά έκφράσουν λυρικά μιάν αντιφατική έποχή, Λιτού Λ οΰμανιοιικύς πυρετά<; πασχίζει νά κατακαλΰψει μέ τήν έιτίμονη προβολή ιοΰ μηνύματος του τά χάος καί ιή διάλυοη τών μορφών. ’Λιτά αύτή τήν όπτική γωνία κοι- ιαγμένη, ή ποίηοη τοΰ Βρεττάκου είναι μιά άνθρωποκεν- τρική δημιουργία, πού εταξε οάν προορισμό της νά οώ- σει ΰ,τι καλύτερο διαθέτει ό πολιτισμός τοϋ κόσμου καί τοϋ τόπου μας, μιά διάτορη λυρική κραυγή γιά τόν άνθρωπο καί τό βαθύτερο χρέος του άπάνω οτή γή. “Έτσι τά περιθώρια τοΰ προοδευτικού οτήν ποίηση εύρύνον- ται άφάνταοτα και καταξιώνεται ό δημιουργικός μόχθος τοΰ ποιητή οάν παράγοντα σφυρηλασίας ουμανιστικών άξιών.
Ή ποίηση τοϋ Βρεττάκου έχει μιά σταδιοδρομία πού ξεπερνά τό τέταρτο τοΰ αιώνα. Σάν ποιητής ξεκίνα άπό τά άκρότατα περιθώρια τής καρυωτακικής δημιουργίας, έκεϊ πού τελειώνει τό άπάνθρωπο τοπίο τοΰ Κα- ρυωτάκη καί αρχίζει νά φωτίζεται τό αυχμηρό έδαφος
μιας ένδιαφέρουσας για τήν εποχή της ποίησης, μέ ανθρωπινότερες φωτοσκιάσεις. Ό Καρυωτάκης ήταν Ενας διαμαρτυρόμενος που βρισκόταν οί· διάσταση μέ το κοινων»κό τής έποχής του καί πολεμούσε μέσα άπό τά τείχη τήν τάξη του μέ τήν άρνηση. τήν ειρωνεία, τύ σαρκασμό ή μέ τύ στυγνό λυρισμό ίου. πού οέ μερικές περιπτώσεις παίρνει τούς λυγμικού·; τόνους |ΐκις κρίοης τής τελειοποιημένης ανθρώπινης συνείδηση*; πού δέν βρίσκει πουθενά διέξοδο.
Ό Βρεττάκος είναι σιύ ξεκίνημά ίου περισσότερο άρνητής καί λιγότερο διαμαρτυρόμενος (κάποιοι Βαρ- ναλικοί τόνοι ήχοΰν κι δλας στούς πρώτους στίχους του), Εχει βγει Εξω άπό ιά τείχη καί προβαίνει οέ άνα- γνώριση τού άγνωστου ποιητικού εδάφους. Πού θά τον όδηγήσει ό δ|)όμος του: Ή νέα μα<; ιιοίηοη, μετά τό 1930 άναθρεμένη κάτω άπό ιή βαρειά σκιά τού Παλα- μδ, ξεκινώντας μέ ένδιάμεοους οταθμούς τό Βάρναλη, τό Σιχελιανικό λυρισμό (ιιού ιής παρέχει τύ φωτεινότερο Εδαφος άπό τήν πλευρά τής ποιητική*; ΐ'ύδίας) καί τόν Καρυωτάκη, π|>οσπαθεϊ νά προοανατολιοι'εΐ οτά καινούργια της πεπρωμένα, νά βρει τήν δική τη<; φωνή, πού θά τήν έξοικειώσει μέ ιό ψυχικό καί κοινωνικό τοπίο τής Ελλάδας. Τά παγκόσμια ρεύματα σιήν ιιοίη- ση χτυπούσαν κι δλας τήν πόρτα ιης μέ υφοδρότητα παλιρροϊκή, Αφηναν υιόν κορμό ιης ιά δικά ιους σημάδια καί τήν ρυμουλκούσαν πρός τίς κοσμοπολίτικες ροπές τους. ΆιΓ αύτή ιήν ΐοοπεδωτική θύελλα πέρασαν δλοι οί κορυφαίοι νεώτ»-(>οι ποιητές μας, ό Ρίτοος, ό Βρεττάκος, ό Σεφέρης. ό Έλύτης. Καί κόπιασαν άφάν- τοστα γιά νά ξεχωρίσουν άιιό τό χά«κ; έκεϊνο τό αληθινό τους πρόσωπο.
Βασικά τό κύμα τής νέας ποίησης εισρέει μετά τύ 1930 στόν πολιτιστικό μας χώρο διακλαδισμένο οέ δυό \ '· χίονες: Ό Ενας άρδππ-ται ιδεολογικά άιιό τά αίσιό-
δοξα μηνύματα που φέρνει οτήν επιφάνεια τύ προοδευτικό κίνημα. (Piiooc;, Βρεττόκος), και ό άλλος άποτε- λεΐ, καιά κάποιο τρόπο τή συνέχεια ιοΰ κλάδου ιής αστικής εύεξίας οτήν ιιοίηυή μας πού ξεκινά μέ τούς μινόρες ποιητή; τής παράδοσης ( Μαλακάοης, καί δλ- λο ι) γιά νά περάοει στις νέες μομφές πού καταξιώθηκαν οτήν ιιοίηοη τοΰ Έλύτη. μέ πλήρη μορφική άνα- νέωση καί άνατιροβλημαιιομό οιό ιιεριεχόμενο.
Και οί δυο κλάδοι ιιού ξεχωρίσαμε παραπάνω στή νέα μος ποίηοη είναι βασικά αισιόδοξοι. Ό πρώτος είναι άνθ|>ωπσκεντρικύς - κοινωνικός καί προμηθεύεται τύ υλικό του άπύ τήν πραγματικότητα τοΰ προοδευτικού κινήματος. Ή ιδιομορφία δμως ιοΰ κοινωνικού καί ή οικονομία τής τέχνης περιορίζει τό διάλογο τοΰ ποιητή άνάμεοα οτύν εαυτό του καί τά «οικεία κακά» τής ό- μάδας δποΐΓ ανήκει, είναι περισοότε(>ο μιά ποίηση παθών. παρά έξαγγελτική μεγάλων Εξάρσεων οτό χτίσιμο ένύς καινούργιου κόομου, πού ώοιόοο ομιος καλλιεργεί καί γυμνάζει τήν ιτοιηιική έκφραση. (Ρίτοος: Τό τραγούδι ιής αδελφής μου. Τύ Εμβατήριο τοΰ ώκεανοΰ. Δοκιμασία. Βρεττόκος: Κατεβαίνοντας στή σιγή τών αιώνων. Οί γκριμάτοες τοΰ ανθρώπου. Ή Επιστολή τοϋ κύκνου). Ό δεύτερο<; κλάδος είναι ζωγραφικός, αν μπο- ρεί νά χωρέσει Εδώ ό όρος. Ή όπτική του γωνία είναι Εξω άπύ τήν άνθρώπτνη ιιεριπΕτεια καί βλέπει περισσότερο τό έλληνικύ τοπίο χρωματικά, μέ καινούρια διάθεση, φωτισμένο μέ τύ δικό του προβολέα. Μιά Ιδιότυπη Ελληνολατρία είναι τύ κέντρο βάρους τής ποίησης αύτοΰ τοΰ κλάδου μέ κάποια τουριστική διάθεση. Άνα- καλύτιτει καινούριες οκοπιές για ιή θέα τοΰ ελληνικού φωτός, τής ελληνική*; θάλασσας καί τής ελληνικής χλωρίδας, άκόμα καί τής λαϊκή*: άρχιιεκτονικής, τής λαϊκής τέχνης, τών υφαντών, βλέπει μέ ανανεωμένο ενδιαφέρον τύ αρχα ιολογικό μας ιοιιίο σάν άνιανάκλαοη ένύς
αισιόδοξου καί γνήσια ρωμέϊκου ψυχισμού, τό πλουτίζει μέ νέες βψεις και νέο φως. Είναι μιά ποίηοη αισιόδοξη πού βρίσκεται οτούς όντίποδες τοΰ Καρυωτακι- σμοΰ, χωρίς Ιχνος τοΰ αισθήματος αποτυχίας, πού πηγάζει άπό κοινωνικό καί ψυχικό άδιάξοδα. μιά ποίηση γεμάτη εύδία καί χρώμα πού βγαίνει άπό ιήν έμπειρία ατόμων Επιτυχημένων οτή ζωή καί τήν τέχνη. Οί ποιητές τής έποχής, περισσότερο τυχεροί όπό τούς πεζογρά- φους τής λεγάμενης γενιάς τοΰ 30, πού θέλησαν ν’ ανανεώσουν τήν προβληματική τοΰ πεζοΰ μας λόγου Αντλώντας τήν ιδεολογία τους άπό τό κοσμοπολίτικο ρεύμα τών ιδεών τής Δύσης, κατάφεραν νά ένοφθαλμίοουν άξιόλογα στοιχεία οτή νέα μας ποίηση καί νά τής δώσουν ένα ιδιότυπο έλληνικό πρόσωπο. Σ ’ αύτύ τό κατόρθωμα δέν μπορεΐ ν' άγνοηθεϊ ή δημιουργική συμβολή τοΰ Έ λύτη καί τοΰ Σεφέρη.
Υπάρχει, ώστόσο, ένα πρόβλημα μετάβασης καί τοΰ δεύτερου αύτοΰ κλάδου τής ποίησής μας άπό τή ζωγραφική διάθεση οτήν όνθρωποκεντρική. Τό ευρήματα τόσο στόν Έ λύτη όσο καί στό Σεφέρη είναι σημαντικά, παρά τήν καταθλιπτική σκιά τοΰ "Έλιοτ πού δυναστεύει τήν ποίηση τοΰ δεύτερου. Ό Έλύτης πραγμάτωσε τό ίίλμα του μέ τό «"Ασμα ήρωικό καί πένθιμο γιά τύ χαμένο άνθυπολοχαγό τής Αλβανίας» καί ό Σεφέρης μέ τήν ποιητική του παραγωγή στό χρόνια 1938 - 1944. Πόσο μακριά είναι ό Έλύτης τών «Προσανατολισμών» καί τού «"Ηλιου τοΰ πρώτου» άπό τόν «Άνθυπολοχαγό» είναι εύκολο νά τό όντιληφθεϊ κανείς καί μέ μιά άπλή άνάγνωοη τών στίχων του. Τό ίδιο, ίίν καί σέ ^λάσοονα κλίμακα, ισχύει γιά τό Σεφέρη τής «Στέρνα*,» ή τού «Ημερολογίου Καταστρώματος» οέ σύγκριση μέ τήν παραγωγή του τών πολεμικών έτών. Υπάρχει έδώ ευκρινέστατη μιά μετάβαση άπό τό ζωγραφικό πρός τό κσινομ νικό καί ψυχικό τοπίο μιας νέας έποχής, πού γιά τόν
116
ιιρώιο ιιροοκυνίζειαι εξαίρετα ιό κορύφωμα «"Λξιον Έστί». Ή νέα ποίηαιι. άποκαθαίρονια<; τά ούμβολά ιης και τό υλικό ιης, συγκλίνει ολοένα και πιό υίγουρα οτό στόχο α ·ν θ ρο > πο ς .
Άιιό ιήν πλευρά ιής ιδεολογικής κλιμάκωσής της ή ποίηοη ιοΰ Βρει τάκου ανήκει οτόν υψηλότερο αναβαθμό: άναφέρειαι οιΐς σχέσεις τοΰ άνθρώπου μέ τόν γύρω ιου κόσμο. Λύιή ακριβώς ή αναζήτηση ιών σχέσεων ιοΰ ποιητή και κατ’ έπέκταοη ιοΰ άνθρώπου ιής έποχής μας μέ τό γύρω ιου κόομο σιάθηκε ή εναγώνια αφετηρία ιής ιδεολογικής προβληματικής του.
"Οπως κάθε ποιητής, έτσι και ό Νικηφόρος Βρειτά- κος δουλεύει ιίς ποιητικές ιου ιδέες καί ιίς εκφράζει μέ προσωπικά σύμβολα (άλλοτε σιενόιερα και άλλοιε ικανά νά προεκταθοΰν οέ εύρύιερο κοινωνικό έδαφος) πού άποτελοΰν ιούς άξονες οιήριξης ιοΰ έργου ιου. Τό πρώτο σύμβολο πού προβάλλει άπό ιήν τιοίηοή του είναι μιά οικουμενική δόνηση, μέ κάποιο βιβλικό φιλοσοφικό χαρακιήρα. Σ ι ή φύση διακρίνει μιά «αιωνιότητα» γεμάιη φώς, άιέρμονα ουρανό, ήλιο, άοτέρια, και αμετακίνητους βουνήσιους όγκους πού τόν θέλγουν πάντοτε μέ ιήν πρωιεϊκή, ιήν κοσμογονική παρουσία ιους και ποιέ μέ ιήν ειδυλλιακή. Άπέρανιοι ουρανοί, πού σιά χάη ιους κινεϊιαι ή ποίησή του, και φωτίζει ιό μυ- σιήριο ιοΰ ούμιτανιος μέ ιόν προβολέα ιης. Γενικά ιά κοσμογονικά ούμβολά του έχουν μιά τάση «θρησκευτική*. δχι μέ τή στενή έννοια τής άναζήτηοης ένός θεού, άλλά μέ ιήν πλατύτερη τής γνώσης ιοΰ ούμπανιος.
Άπό ιά άφηρημένα ούμβολά του, πού πάνε νά διεκ- δικήσουν κοινωνιολογικές ευρέσεις, είναι ή άγάπη. Τί είναι ή άγάπη οτήν ποίηση τοΰ Βρειιάκου; Βασικά βέβαια είναι τό στοιχείο πού τήν διαποτίζει και τήν ύλο- τιοιεϊ, ΰπως ό συνδετικός ιστός μορφσποιεϊ τό ανθρώπινο
117
σώμα. II άγάιιη, σάν οιοιχεΐο ιδεολογικών καιαβολών στήν ποίηση τοϋ Βρεττάκου άιιευθύνεται πρός ifva συγκεκριμένο στόχο, τόν άνθρωπο καί μέσω αυτής θέλει νά πετύχει τήν ήθική του τελείωση. Λύτό τό αρκετά ρευστό καί αρκετά ύπροοοιόριοτο σύμβολο, όταν ενσωματώνεται οτήν ποίησή του τής δίνει τόν ιδιαίτερο εκείνο παλμό, πού προκαλεΐ Γις εντελώς προσωπικές συγκινήσεις τοΰ μηνύματός του. "Ομως, ΰσο κι ον ήχεί οτήν άκοή μας γνώρισμα καί συμπαθητικά, εχει μιά ίοοιιε- δωτική ροπή μέσα οιήν ποίηση τοϋ Βρεττάκου. μοιάζει μέ άπόηχο τής ΓΙαυλιανής αγάπης: « Εάν ταϊς γλιοο- σαις τών άνθρώπων λαλώ και τών αγγέλων, αγάπην δέ μή έχω, γέγονα χαλκός ήχών ή κύμβαλον άλαλάζον*. Ό Ανθρωπος πού ιιάει να πλάσει ό ποιητής σαν εκδοχο τής άγάπης μοιάζει λίγο μέ ανδρείκελο, ενιαίος καί ά- διαίρετος, δίχως άνιαγωνιζόμενα συμφέρονια. εξο) καί ύπεράνω τών τάξεων εξω καί πέραν τής ιστορίας.
Ή άγάπη οάν ιδέα προβάλλεται άπό τόν ιιοιητή διαμέσου υψηλών ποιητικών εΐκόνοιν σ' εναν κόσμο σκοτεινό καί διαβρωμένο (άιιό ιί; ιιουθενό δέν συγκεκριμενοποιείται ή ιδέα του γιά ιήν καθίζηση ιής άνθρώπινης ψυχής...), πού τελικά μιιορεί νι'ι σωθεί μόνο άπό τήν άγάπη. Σ ' αυτήν συγκλίνουν μέσα οτήν ποίηοη τοΰ Βρετ- τάκου άνθρώπινες υπάρξεις άπ’ δλες τις κατευθύνσεις κατά 2να τρόπο πού «αναιρούνται» πολλές φορές οτήν ποίησή του οί ταξικές αντιθέσεις καί ό ιστορικός προορισμός τοΰ άνθ[χίιπου πάνω οτή γή ώς τύ σημείο νά όδηγεΐται γύρω στό 1950 ή ποίησή ίου οε άδιέξοδο καί ό ποιητής νά καταλαμβάνεται άπό τό άγχος τής άπομό- νωσης άπό ιούς ιιολλούς:
« Έ χω πραγματικά σκεφτει τή μοναςιά... Τήν εχιο τ/.εφτε! μέ τή φυσικότητα πού ένα; οιψασμενο; σκέφτεται ένα ποτήρι νερό...» (1949).
118
Τίηοιε f»i:v χαροκιηρίζει ιό αδιέξοδο ιής ά γ ά - π η ς οτόν Βρεττάκο ίίσο ό πρόλογός του οτό γράμμα υιόν Όπιτενχάι'μερ, τύ ποίημα πού σημαδεύει τήν πιό γενναία οιροφή ίου π|>ΰ<; ιή θέα τοΰ αγωνιστικού άν- Θρωπολογικοΰ τοπίου του.
Τόν παραθέτω ολόκληρο γιατί είναι κείμενο βαθύτατα αύιοεξομολογηπκύ καί σπαρακτική παραδοχή τής θητείας ίου ο’ Ρνα άφηρημένο ποιητικό σύμβολο πού εθρεψε |ΐιά μεγάλη ιιεριοχή ιής ποίησής του:
Λέν είναι ή Μεγάλη ΙΙαρασκευή, είναι τό βάρος μιά ; Μ εγάλη; ΙΙαρασκευή; πού ·ιέ βασανίζει σήμερα. 'Απομονώνομαι συνεχή;, άποκόπτομαι συνεχώς άπό τοΰ; γύροι μου. ΝοιοιΒοι τήν ανάγκη νά κάνοι κάτι ϊλ - λο, Ινώ εντελώ; άλλα είναι τα πράγματα πού μέ περιμένουν. 'Κ /ο νά χάνι·» μια επίσκεψη, νά στήσω ενα δικαστήριο, νά γράψω ενα γράμμα σέ τοΟτο τό πρόσωπο πού, τόσο επίμονα, μάς κοιτάζει όλους μας τις μερε; αύτέ; άπό τ ί; έφημερίδε;. Τό πρόσωπο μιά ; τραγοιδία; δέν είναι ποτέ ένα πρόσοιπο. Στό πρόσωπό του προβάλλονται τά χαρακτηριστικά μυριάδοιν άνθρώπων πού δέν τοϋ; είδα ποτέ, δέν τοΰ; ςέροι καί πού, φυσικά, δέν μοΰ είναι δυνατόν νά τούς άναγνωρίσω. Καί τά πρόσωπα τή; σύγχρονης τραγοιδία;, πού τήν τροφοδο- τοΟν τό δράμα τή; συνείδηση; καί ή ένοχή τής έπο- χ ή ; μα;, βρίσκω πόι; δέν μπορούν νά κινηθούν άνετα σ' αΰτό πού 6»; τά σήμερα εξακολουθούμε νά ονομάζουμε Τ ρ α γ οι δ ί α. "Ισως νά είμαι άρκετά ταραγμένο; καί νά ςεφεύγοι. χωρίς νά τό καταλαβαίνω, σ' Ιναν τόνο υπερβολής αύτή τή στιγμή, 'ϋστόσο έτσι αισθάνομαι: πώ ; πρόκειται γ ιά κάτι περισσότερο, χάτι ποΰ δέν τό φτάνω, δέν μπορώ νά τό άγκαλιάσοι, δέν μπορώ νά τό είπώ
Ή ή ιια ιοΰ ιιρουδευιικοΰ κινήμακκ; ο ιή ν Ε λ λ ά δ α ,
119
δημιούργησε αύιό ιό άγχος μέοα οιόν ιιοιηιι'). 11 ιιο- ρεία του άπό τό «Παιδί με τή φυσαρμόνικα» και τύ «’Ακόμα τούτη ή Ανοιξη» (1946) ώς τό «Δυό άνθρωποι μιλούν γιά τήν ειρήνη τοϋ κόσμου» (1949) είναι ιιαλιν- δρομική: άπό τήν κοινωνική όπισθοχωρεϊ οτήν ένδο· στρεφή ποίηση. Τό γράμμα οτόν Ό ππενχάϊμερ είναι τό όρόσημο μιας νέας έξόρμησης, πού τήν προανάγγειλε δυό χρόνια προτύτερα ή «“Εξοδος μέ ιό άλογο»;
“Οί καμπάνες χτυπούν! Τελείωσε ή νύχτα!Ξημέρωσε Ιξω! Α κόμα v i στό είπούνε τα δάκρυα σου; Ξημέρωσε. Ά π ’ τίς γρίλλιες πηδούν μικρές φωτιές μέσα στό σπίτι!»
Ή «"Εξοδος μέ ιό άλογο», τό σιλλερικό αύτό οέ εύ- δία καί άλλαλαγμούς χαράς συνθετικό ποίημα τοϋ Βρετ- τάκσυ, είναι ή μεγάλη άνασύνδεσή του μέ τή ζωή πού πορεύεται, ή πρώτη γενναία κάθα(>ση τών συμβόλων του στήν έπήιονη προσπάθειά του νά έιιιτύχει μιά καινούργια διαύγεια στήν ποίησή του.
Και τώρα καιροί; νά πλησιάσουμε τό συγκεκριμένα ανθρώπινο τοπίο οιήν ποίηση τοΰ Βρειτάκου. Τό σύμβολο μ η τ έ ρ α είναι τό π|>ώιο πού ξεχωρίζει. Ή μητέρα στήν ποίηση τοϋ Βρετ τάκου είναι ή προσωποποίηση τής ρίζας τοϋ άνθρώπου, άλλά και τής τρυφερότητας, ή ζωντανή παρουοία καί έπαλήθευοη τών άξιών πού μάς κρατούνε στή ζωή. Ή μητέρα είναι ή γενέθλια γή και ή πηγή τής ζωής, ή πέτρα τοΰ ’Ιακώβ δπου θ’ άκουμπή- σουμε τόν πόνο μας, άλλά και ή κάθε φορά προσωποποίηση ένός μεγάλου ιδανικού («στ’ άσπρα σάν τήν ειρήνη, ντυμένη τή μητέρα μου είδα μέοα οιά μάτια σου»). "Ισως γιά Ενα πιοτό τοΰ Φρόϋντ τό σύμβολο μητέρα υτό Βρετ τάκο νά είναι προβολή οιδιπόδειου συμπλέγματος οτήν ποίηση. Τίποτε πιό σφαλερό άπό μιά τέ
120
τοια άποψη. 'Η μηιέρα οιήν .ιοίηση τοΰ Βρειιάκου εΐ- ναι ή προσωποποίηση ιών ιρυφερών έξω - ερωτικών αισθημάτων οπως ό Ταΰγετος είναι ό αγαθός χωριάτης γέ- ροντα<; ιιατέρας. Ό ποιητής δεν μπορεί νά ίδεϊ τή μητέρα του οτόν Ταΰγετο, όλλά μόνο οτό ουγκεκριμένο άν- θρώπινο σχήμα ιης, τής υπαρκτής καί βασανισμένης χωριά ποαας μητέρας του (μιά περίπτωοη τής γλυπτικής τοΰ Καηράλου οιήν ποίηση), τής γυναίκας πού άποιε- λεϊ τή ουνισιαμένη ιοΰ πόνου τή»; εποχής μας — ιύοο συγγενικής μέ τις γριές μανάδες τοϋ Ρίτσου.
Τόν έρωοκό Βρεπάκο θά τόν αναζητήσουμε υίγου- ρα ο’ ίίνα άλλο σύμβολο, τή Μ α ρ γ α ρ ί τ u. Αύτό τό Φαουοπκό, άγγελικό γυναικείο οχήμα πού πλάθει ό ποιητή»; μέ κάποια νεορομανιική διάθεση, φωτίζει μέ ιά γιομάτα λάμψη μάιια του έκιειαμένα ιοπία τής ποίηση·; ιοΰ Βρεττάκου. Είναι ιό ιδεατό cpturiKO γυναικείο σχήμα οιιου έπιτελεΐται ή αναγωγή δλων τών έρωιι- κών του όπιασιασμών, ή ουνισταμένη δλων δοα ονειρεύτηκε κι οσα ονειροπολεί γιά τό μέλλον. Τό ποίημα «Τά μάιια τής Μαργαρίτας* (1949) είναι ή συμπύκνωση και ή τελείωση ενός έρωυκοΰ συμβόλου, πού τόσο ευρηματικά λειτούργησε οιήν ποιητική του:
Βρήκα μέσα στά μάτια σου τά βιβλία πού δέν έγραψα- πεΒιάδε;, οάση, πολιτε!*;, όριζοντε;, κανάλια.Βρήκα τ' αΰτοκρατορικά δρη τής γ ή ; κ; απάνω του; τ ί; δύσε; μέ τά κόκκινα σύννεφα. Τά μεγάλα ταξίδια πού δέν Εκαμα ορήκα μέσα στά μάτια σου.
Βρήκα μέσα στά μάτια σου τοΰ; γελαστού; μου φίλου; πού μοϋ τους σκίπασεν ή γ ή ;, ή χλόη. τό χιόνι, ή νύχτα. Τ ά λόγια πού θά μούλεγαν βρήκα μέσα στά μάτια σου.
"Οσου; σταυρού; δέν Εμπηξαν στή γ ή ; μετά τ ί; μάχε;,
121
μακριε; σειρέ;, άνο>νυμου; σταυρού;, πάνω καί κάτω, τού; σταυρού; όλων τών εθνών, βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Βρήκα μέσα στά μάτ'.χ σου τόν πόλεμο τελειωμένο. Πουλάκια καί ήλιο; στά κλαδιά! Τό παιδικό μου σύμπαν μέ τί; χρυσέ; του ζωγραφιές. βρήκα μέσα στά μάτια σου.
Βρήκα τού; μελαγχολικού; γήλοφου; τή ; πατρίδα; μου νά στέκονται μέ; στή σιωπή σά ν' άκούσανε τή φωνή μου.
Έ ρχομαι! ώ ; νά τού; φώναξα -έρχομαι* νά κουνάνε τ ί; ταπεινέ; του; κουμαριέ;, βρήκα μέσα στά μάτια σου.
Βρήκα μέσα στά μάτια σου τ ί; νύχτε; νά κυλάνε μεγάλου; ποταμούς σιωπή;. οπο>; στά εξη μου χρόνια.Τ ή ; θλίψη; τήν αστροφεγγιά, βρήκα μέσα στά μάτια σου.
Βρήκα μέσα στά μάτια σου τόν κόσμο νά μέ θυμάται κι όλα όσα γνώρισα παιδί νά μέ φωνάζουν μέ τ’ δνομά μου Τ ής δικαιοσύνη; τή σκηνή, τήν καλοσύνη πού Ιγνεφε νά πλησιάσουν τά βουνά, ορήκα μέσα στά μάτια σου.
Βρήκα τήν αιωνιότητα τοϋ ήλιου ανανεωμένη.Τ ή χλόη, τ' αστέρια, τήν αΰγή. Στ ' άσπρζ σάν τήν ειρήνη ντυμένη τή μητέρα μου, βρήκα μέσα στά μάτια σου.
"Αν ήταν δλα εδώ πιό άπλά. όπιο; ή καλημέρα- κι ή καληνύχτα·. δπω; τό φώ; στά τζάμια τήν αύγή, αν ήτανε δλα εδώ πιό άπλά. τότε, σ’ αύτό τόν κόσμο, θέ ναχαμε ενα απέραντο σπίτι, β έ νάμαστε άγγελοι.Τό αιώνιό μου παράπονο βρήκα μέσα στά μάτια σου.
Λύριο, όταν φύγω. γύρισε τά μάτια σου νά ΐδεϊ, νά ςέρει ό ήλιο;, τούτ* ή γ ή ; νά ΐδεϊ, όσα μέ γνώρισαν δλα νά ΐδοΟν στά μάτια σου. Σοϋ άφήνω αύτό πού είμαι,
ν* ΐδοΟν ότι Ιμΐ'.να ό γ. :τ :4 ; τού χνΒρώπου. Τήν ψυχή μου, αύτόν "4 λαβωμένο Ίτ,οοϋ. χφήνω μίσ» στα μ ίτ ια σου.
Ά πό τό πλήθος ιίιν ποιηιικών ουμβόλων τοϋ Βρετ- ιάκου θά ξεχωρίσω άκόμη καί θά έπισημάνω τόν π ά- σ χ ο ν τ α ά ν θ ρ ω π ο (Γ υναίκα μέ τύ τσακισμένο χέρι, έλεγεϊα καί ποιητικοί χαιρετισμοί οέ νεκρούς φίλους : Τάκης Λιούμης) καί τά σύμβολα - φυσικές δυνάμεις, πού παίρνουν οτήν ποίηοή του £ναν παλλόμενο ρυθμό ζωής άπό τον αγέρα, τήν βροχή, τύν άνεμο, τύ χιόνι, τή θύελλα ώς τούς άμεκικίνητους βράχους ιών βουνών, τ!ς χαράδρες, τά δένιρα ιά θάμνο, τά φύλλα καί ιά χόρτα τών δρυμών. Υπάρχει μιά τάση προσωποποίησής των. έμψύχωοης Οιίλεγα, ιιού ιά καθιοιά όργανικά στοιχεία μί· ζώοα μέθεξη ο τύν ιιοιητικύ λύγο. Ακριβώς αύιή ή ουμιιανιική δομή ιής ιιοίηοης ιοΰ Βρειιάκου οπού ουμμειέχουν οί κοσμικές καί άνθρωιτοκενιρικές δυνάμεις μέ οιόχο νά έκφραοιεί ή ιελείωοη ιής σύγχρονης συνείδησης οιήν οϋμανιοιική κλίμακα μαζί με ιήν έξαίυια λυρική δομή ιης, είναι ή άιμόυφαιρα ιιού τής δίνει ιό χαρακιήρα ιής μεγάλη*; ποίησης.
Ό λυρισμός ιοΰ ΝΊκηφό|κ>υ Βρειιάκου ακολούθησε κι αύτύς ιό δικό ιου ΐδιόιυιιο δρόμο. Ξεκινώντας άιιό τόν καρυωτακικύ λυρισμό, μέ κάποιες ΐΊΐτιιρύοθειες εξάρσεις μργαλοσιοιιίας ιιού άγγιζαν ιά ορια τοΰ «φιλολογικού» υψους, ιΐ|Μ>χώρηοε έιιίμονο ιΐ|χκ; ιήν αφαίρεση, ΰοτε(κι άιιύ ιήν καιάκιηοη ιοΰ ιιροοωιιικοΰ ΰφους άιιό τύν ιιοιηιή. 'Ο λυρισμύς ιοΰ Β(>ειιάκου, ύιίως είναι διαμορφωμένος σήμερα, εχει μ ιόν ouuf κ'ιριλλιι γυμνόιη- τα καί ι«υιύχ|κ>νο Cvciv ΰψηλύ ιιυρειό. Τύ ιιοιηιικό ιου υφος ιιού τόσο οΐκεκίινειαι μί· ιύν κοθημειχνό λόγο. καταυγάζεις ι άιιύ εικόνες σιιάνιας εΰρετικόιηιας και λέξεις μέ καίρια ιιοιηιική βαρύιητα. Ό οιίχος ιου άναοαί-
123
\τ ι ήμερα καί συνθέτει εικόνες ιελειωμένες, ιιού μοιάζουν μέ πίνακες άκεραιωμένους κι 6χι μέ ιιοιιμικές ευρέσεις, ουνθεμένες άπό μικρές καί υπαινικτικές ιιινε- λι6<;. I Ιάιμπολλες φορές ή ποίησή ιου είναι ιιοίηοη ιι ρ ώ ι ο υ ιι ρ ο ο ώ π ο υ, χωρίς ώοιύυο τήν έξαγγελ- ιική εκείνη μεγαλοοιομία, ιιού εμπαοε οιόν ιιοιηιικύ χώρο ύ Μαγιακόφοκυ. κι έγινε οιά χέρκι ιών μιμητών ίου μιά αδιάκοπη και διάιορη κραυγή ιού «Έγώ», οάμ- πως ό ιιοιητής νά ενορχηστρώνει μέ ιή δική ιου μπαγκ έτ α ιή ροή τσΰ κόυμου. Αντίθετα ή ποίηοη οέ ιιρώιο πρόσωπο ιού Βρειιάκου θ ε ά τ α ι και ά φ η γ ε ΐ- ι α ι, χωρίς νά επεμβαίνει ενεργητικά, εξηγεί γιά λογαριασμό ιού λυρικού λόγου ιά θαυμάσια ιού κόσμου τιού άνακαλύιιιει ή ιιοίηοη υκάβονιας μέ ιά ματωμένα δάχιυλά ιης ιό najwv καί ιό μέλλον. Ό ήρεμος άναοα- υμός ιού λυρισμού υιό Βρει τάκο γίνειαι σιοιχείο ποιητικής εύφροσύνης καί μέ ιή διαύγειά ιου κερδίςει ιήν έμπιοισούνη γιά λογαριασμό ιής ιιοίηοη·;.
’Αποθέωση πραγματική ιοΰ γυμνόΰ λυρισμού ιού Βρειιάκου είναι ιό «Βάθος ιοΰ Κόσμου», ή ποιηιική ιου συλλογή ιιυύ μόλις κυκλοφόρησε, άλλά καί Ρνα πελώριο θήμα σιήν κορυφογραμμή ιής ώριμόιιμας ιοΰ ιιοιη- ιή πού κραιάει, σά μιά θαυμάσια καί άιέλεΐωιη άνοιξη, άιιό ιό 1954 καί μειά. Άπό ιήν πλευρά ιής ιδεολογικής ιου σπονδύλωσης ιό βιβλίο είναι έπίσης ifva κατόρθωμα ιής αισιόδοξης καί ούμανισιικής ποίησης ιού καιρού μας πού αρδεύει μέ άσυνήθισιη όρμή ιά γράμματά μας ιόν ιελευιαϊο καιρό καί άποτελεί τό πιό όξιο- ιτρόοεχτο σύμπιωμα )ΐιάς αναγέννησης καί οτόν τόπο μας. Τό μέγο ερώτημα ιού ποιητή «Ποιός είναι άραγε άπ’ τούς δυό μεγαλύτερος ό κόσμος ή ό Ανθρωπος;» παίρνει, μέ ιού·; ίδιους σιίχους τοΰ βιβλίου, ιήν απόκριση οτι ό άνθρωπος είναι μεγαλύτερος μιά κι ό δαμα- σμός ιοΰ κόσμου ανήκει σ’ αύτόν.
"Ενα έξαίσιο λυρικό ρεπορτάζ όπό δοα συμβαίνουν γύρω καί μέσα στόν Ανθρωπο μπορεΐ νά χαρακτηριστεί «Τό βάθος τοϋ Κόσμου» τοΰ Βρεττάκου. Κοντά στις ογ- λίδες μιδς έπίπονης όνθρωπογνωοίας συνυπάρχουν οΐ έντυπώσεις άπό τή φύση, τή ζωή, άπό τά ανθρώπινα πί- οθήματα, παράλληλα μέ τΙς μακρινές μυθικές μνήμες, πού σχηματοποιούνται οέ σύγχρονα λυρικά σύμβολα μοναδικής καθαρότητας. Ό Ανθρώπινος πόνος καί ό κοινωνικός καταναγκασμός, πού περίσσεψαν καί ξεχείλισαν πάνω στή δ»κή μας πατρίδα, άποτυπώνονται θαυμαστά στήν ένότητα «Ή λιτανεία τών σκεπασμένων προσώπων». 'Εδώ ή συγκίνηση γνωρίζει Δκραΐες προεκτάσεις. Χαροκαμένες μανάδες, νεκροί στρατιώτες, ένα παιδί ιιού πουλάει σπίρτα, ό πόλεμος στήν Α λγερία, τά δνειδος τοΰ ρατσισμού, οΐ Ανεργοι, τά έργατικά άτύχημα, οί ανθρακωρύχοι, άποτελοΰν μιά καταπληκτική σέ βάθος καί ένταση λιτανεία, πού δίνει τήν πιό Ακαταδάμαστη γεύση ιής δικής μας πραγματικότητας, μιδς πραγματικότητας πού καταυγάζεται άπό τήν κραυγή τοΰ ποιητή μέ τό στόμα μιας μάνας:
«Ά ν μποροϋσιν άνάβοντα; τό παιδί μου Ινα σπίρτο ν4 φωτίσ*·. τόν κόσμο»
Ή λυρική εύφορία τοΰ Βρεττάκου ατό «Βάθος τοΟ Κόσμου» κυλάει σάν Ακάθεκτο βουνήσιο ποτάμι. Νοιώθεις μέσα του Ανεξάντλητες τϊς φλέβες τής ποίησης:
«Τό χαρτί, τό τραπέζι, τό χέρι μου.Π«ρ"Αϊνω. "Οπου νάναι θ’ Αρχίσουν Λ πέφτουν.
Ή ψυχή μου δέν ιΐναι παρί ϊνα σπ-'·)/.α·.ο σιωπή; πού πάνω κρέμονται άμέτρηφωτ«ινο λαχτίτ*;. II ίσοι αΐώνις χριιαστήκαν
125
γ ιά νά γίνουν δέν ξέρι» — είναι τά ποιήματα πού ϊχιο νά γράψω.Ξέρο» πιο; Ιζ%είναι τά κύματα ·/.: οσα τ ' άστέρ·.α είναι τα ποιήματα πού Ι/ο» νά γράψω'.
Άιιύ lie; έντεκα ενότητες πού απαρτίζουν ιή συλλογή «Τύ Βάθος τοΰ Κόσμου» οΐ δέκα έχουν άνθ(>ωποκεν· τρικό χαμακτήικι μέ απαρασάλευτη ιή γι>αμμή τής έξαρσης τοΰ οΰμανιοιικοΰ πυρετού ιιου κατακαίει τύν ποιητή καί άποτελεΐ ϊοτυς τό πιό ιδιότυπο π|>οοωπικό του γνώρισμα. Ή δεύτερη ενότητα μέ ιόν τίιλο «Τό σόμπαν καί ή άνθρώπινη παρουσία» έπιιελεΐ μιά σύζευξη κοομογο- νικών, όντογονικών και άνθ(>ωποκεντρικών ιιροθλημά- των. Ή έξοδος τοΰ Άνθρώιιου πέρα Από τά όρια τής γήινης σφαίρας δέν φαίνεται ν' αφήνει, οτήν ιιερίπτω- οη Βρεττάκου, αδιάφορη τήν ουμανιστική ποίηση τών ήμερων μας. χωρίς όμως να χά νπ άιιό τά μάτια της ιό περίγραμμα τοΰ ox’OfMixion:
•λεν H' άρχιζε μήτε fia τελείωνε τ' άπειρο /ω ρ ί; τήν καροιά μου'.
θέλ(ι> νά κλείοω τοΰτο τύ σημείωμα — πού είναι ΠΓρκχιότΐ'ρο καταγραφή έντυπώσεων καί σκέψεων γύρω οιήν ποίηοη ιοΰ Βρεττάκου καί πού τό έθρεψε ή Αγάπη μου γιά τύ έργο και τον άνθρωπο, — μέ τούτους τούς θεσπέσιους στίχους τοΰ ποιητή, ιιού δίνουν δλη τή μεγαλοσύνη καί τήν κρισιμότητα ιών ήμερων πού περνάμε, δπΐικ; τις άνιικρύζπ μιά υψηλή ποιητική συνείδηση:
Έ ν α πρόσωπο είναι μιά ευθύνη.Έ χ ε ι μιά Hia. όπιο; Ινα όουνό
126
μέ μεγάλον όρίζοντα.Θεί μου.
ςέριυ τό 6άρο: μου.ΊΙενήντα νεκροί
εκατό τραυματία: τηλεγραφούν ά~ ' τ' Ά λ γ ίρ :. 1Ιρ4; τά ποΰ νά φιονά;*»: Καί τί νά τόν κάμι>) αυτόν τόν Ταΰγετο “ ού ϊγε·.; στήσε: στού; ώμου: μου;
127
ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ
1 .Ί Ι ποίηση τοΟ Νικηφόρου Βρεττάκου1*Ενα χ ιφ ί/ . ϊ ΐο γιά Τό Β£θο; -.'Λ Κόομου-
2. Μιά εικοσαετία στήν ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου2
(Ά πό τό Στόν I*. 'ΟππινχάΓμιρ* ώ ; τή ^'.«μαρτυρία )
1. ΙΙριντοΐημοοιί'ΐΐτ,χ· ” 4 -jp;oiix4 -Λιρμοπύλ*;-. 'ΐΟ χο; 9ο. 1961, 3.3. 119 x .i.
2. ΙΙρωτοΐημοβκΰ^,χ* ζ~.4 n jn o iix i Τομί; , *«0χο; Ho. Μίρν.ο; 1975. 3 .:. >9 · 35.
Η Ι10ΙΗ ΣΙΙ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΠΡΕΤΤΑΚΟΥ
Γκ'ι να γνωρίσει κάνης και ν<'ι καιακιήοει ούοιαοπ- κά Ρνα «πράγμα», πρέπει ιιρώια νά συμφιλιωθεί μαζί ίου· πρέιιει νά nt-τύχει ρ κείνο ιά ιδανικά «σμίξιμο»·. που μάς οδηγεί οιήν έξομολυγηοη και οιήν έοοιτερική αποκάλυψη.
’■\n‘ αύτή ιήν πλευρά. ό Νικη<ρύρ<κ; Βρεττάκος είναι μιά ιιοιητική συνείδηση πού (Ίναλίσκειαι μέοα οιά πράγματα· πού μόνο μέοα οιά πράγμα ίο αίοθάνεται νά υ π ά ρ χ ε ι . Δίχως αύιή τήν αίσθηση. πού μάς δένει μέ τή ζωή, τοΰ tlvai δύσκολο νά εννοήσει rov κόομο καί νά δικαιολογήσει ιήν ανθρώπινη παρουοία.
Μέοα οιήν ιιοίηοη ιοΰ Νικηφόρου Βρειιάκου καί ιδιαίτερα μέοα οτήν κορυφαία του ούνθεοη, «Το Βάθος τοΰ Κόσμου», εκείνο πού μάς κάνει έντύπαιοη είναι ή άριοτουργημαπκή, οιά περισσότερα οημεϊα, μεταστοιχείωση τών πραγμάτων. Το πνεύμα τοΰ πράγματος, μέσα σ’ αύτό τά βιβλίο, κερδίζει τήν ιδανική του έκφραση* γίνεται παράγωγο νέας ζωής· μάς αποκαλύπτει «μιά νέου είδους πραγματικότηια».
"()οοι δέν έχουν διαβάσει αύτύ το βιβλίο, πρέπει vfi- χουν στερηθεί μιά όπύ τίς πιο φίνες αισθητικές συγκινήσεις. γιαιί μέοα οιά ?νδεκα μέρη πού ιά απαρτίζουν
131
και πού όπλώνονκιι ανετα οε ίϊΜ σελίδες, ποιηιική ιδέα καί ποιητική μορφή είναι δυο πράγμα κι αξεχώριστα, ιιού συμβαδίζουν όρμο νικά έχονιας — ΰποκ; θα ε- λεγε ό Μπιελίνοκυ — τήν «όργαντκή ενότητα τής δημιουργίας». Καί μιό πού ό λόγος μας στάθηκε σ’ αυτήν έδώ τήν άρμονική σύζευξη μορφής καί ουσίας, μπορούμε νό προσθέσουμε και ιοϋιο ιό ιδιαίτερα σημαντικό: ό Νικηφόρος Βρεττάκος δέν Ε κ φ ρ ά ζ ε ι μόνο Εσωτερικό τό πράγματα- δέν τα μεταστοιχειώνει μεθοδικά. ό- ποκαλύιιοντάς μας «μιό νέου είδους πραγματικότητα», άλλό μέ τήν Ιδια δύναμη μάς τό τι ε ρ ι γ |> ά φ ι ι κ<ιΐ Εξωτερικά. Ή διπλή αύιή Ενέργεια τής ποιητικής του συνείδηαης (ή Εσωτερική, δηλαδή, ϊ'κφρααη καί ή Εξο»- ιερική περιγραφή ) τείνει, μιιορεϊ νά ιτεϊ κανείς. σί· μιό συμφιλίωση τού κλασικού μέ τό νεότερο πνεύμα. Κι απ' αύτή ιή συμφιλίωση, είναι Ενδεχόμενο νό ιτροκύψει ή ένόιηια Εκείνη τής Εσωτερικής μας ζωής. ιιού ή απουσία ιης. στόν καιρό μας. γίνεται αφορμή νό μεγαλώνει ό διχασμός, νό κορυφώνειαι ή ψυχική αγωνία, νό Oo.XuV νει ιό καθα|>ό νόημα ιού κόσμου και νό χάνεκιι ό ο·»- οτός προσανατολισμός τής ανθρώπινης ύπαρξης.
Π ουμφιλκοτική αύιή τάοη τοϋ ποιητή, πού είναι, βλλωοτε, ί'να άπό ιό ιδιαίτερα χαρακιηριοτικό τής Εσωτερικής ιου ιδιοσυστασίας, δεν περιορίζεται μόνο σιόν αισθητικό τομέα, άλλό προχωρεί και τιΕρα άιτ' αύτόν, οιή θεμελίωση μιο<; προσωπικής βιοθεωρίας, με ανθρωποκεντρικό πυρήνα, πού ή ουσία τη<; καί ή λειτουργική της, μας φέρνει μπροστό οέ μιόν άπό τις πιό Λγρι>πνες. συνειδήσεις τοϋ καιρού μας. Σε μια προβληματιζόμενη συνείδηση πού πάσχει, με τή δημιουργική της έκφραση, να συναντήσει ιή διπλανή ψυχή. νό Επικοινωνήσει με τό συνάνθρωπο καί ν' ανοίξει μαζί ιου ενα διάλογο πάνω σέ προβλήματα ήθικής ανθρώπινης ιελείωοης καί ευρύτερης κοινωνικής αρμονίας. Ά π’ αύιή ιήν πάλη «είναι
πάντοτε Ιδρωμένο» τό μέτωπό του, γιατί είναι μιά πάλη με ιό θάναιο «πού .έλίσσειαι γύρω μας». Κι όποχ; μάς λέει ό ίδιος:
■'Λντ'.στϊχομχι στό Ηχνχτο μ* δλ ι; μου : ί ; δυνάμιι;, γ:χ- *t oiv έςχντλησα ixd jιχ 5λχ τχ πιριθώρ'.χ τής ψυχή; μου κχί τή; αγάπη; μου για τόν άνθρωπο-.'
Ι'ι' αύιό καί ό ποιητής Απσσιρέφεται ιίς μηδενιοτι- κές καιαλήξεις, γιατί, δικυς συμπληρώνει στύ ϊδιο κείμενο:
Η γιΰση πού μοΟ Siva·, ό κόσμο; *χΐ ή λάμψη πού άφή- vti μίσχ μου ή πχρουσ*χ τοΟ άνθρώπου δέν μοΰ Ιπιτρέπουν νχ σ /ίφ τώ τό !ΐηδέν·.
Λύιή ή προσωπική βιοθεωρία ιού ποιη»ή, πού ξεπερνά κι άιομικά δεδομένα καί ΰψώνειαι σέ φωιεινή κοσμοανιίληψη. γχιί ιή ρίζα ιης ο’ ενα χυμιΐώες ουναί- σθημα, πού διϋλίζειαι συνεχώς, γιά νά πάρει, τελικά, τήν £κφρασπ πνευματικού γεγονόιος.
Πυρηνικό στοιχείο αύτοϋ τοΰ συναισθήματος είναι ή ά γ ά π η : μιά άγάπη που <Π θέλει ό ποιητής, όχι σάν παθητική έσωιερική διάθεση, άλλά σάν ενέργεια ζωής καί δημιουργίας, σέ σημείο πού νά μπορεΐ νά αυξήσει κατά μία μονάδα τά υπόλοιπα ενενήντα στοιχεία τοΰ φυσικού κόσμου.
Μ’ ϊνα ιέιοιο σιοιχεϊο ίνεργηιικοΰ πάθους καί πνευ- μαιικής Ακτινοβολίας, κινάει, ό ποιητής, πρός ιή γνώση καί ιήν κατάκτηση ιών πραγμάτων. Σ ιή ν πορεία του αύτή δέν Ακολουθεί τήν ακατέργαστη νατουραλιστική
1. S '.xr,yifvt U?»--.ix'5v: Αυό \·Λρ»τ.ν. |ΐ·.λού< ·;·Λ ~.τ;> t:?r,vr( -.Ά χ ό ίμ ν ι·, <Τ± llt ip x ix i Xpov.xi· 194»).
άρχή : «θά έχουμε πολύ ζήοει ("ιν εχυυμε πολύ αϊοιαν- θεϊ», άλλά μιάν άλλη. που ιόν βοηθά νά φ ιάοπ οτήν α ϊ ο θ η ο η άπό ενα δρόμο έουιιερικό. ούοίας kcii πράξης μαζί, ποί) οδηγεί οέ άπειρες ανακαλύψεις. θά εχου- με πολύ αίοτανθεί καί πολύ εννοήσει τόν κόσμο και τον έαυτό μας, άν έχουμε πολύ άγαπήοει· άν εχουμε άνα- λιαθεϊ έοιοτερικά. ιϊ>οτε νά νοιώοουμε μέοα μας εκείνο ιά «αίσθημα ιού απείρου». Έ να α ϊ ο θ η μ α πού δέν οδηγεί από χάος, άλλά οέ μιά σύνθεση ιοΰ χάους· οέ μιά γ ν ώ ο η καί οέ μιά γ ε ύ ο η : ιήν άπολλώνια γνώση καί τή διονυσιακή γεύση ιών πραγμάτων, πού θά μάς φέρει πιό κονιά οιήν ούοία ιής άνθιχίιπινης ύπαρξης, στό βαθύτερο νόημα ιού έαυιοΰ μα<; καί οιήν ομαλή κίνηση τής ψυχής, μέοα οιό αιώνιο γίγνεσθαι.
♦
Κάθε «πράγμα», γιά νά ιό δεις καί γιά νά ιό εκφράσεις σωοιά. ιιρέπει νά ιό πλησιάσεις «έρωιικά» μ’ £να αίσθημα καθαρής καί άιιέρανιης άγάιιης. Χωρίς αύτή ιήν έρωιική μαπά. δέ θά κατορθιόοεις νά ουμφιλιο)- θείς μαζί ίου καί νά κερδίσεις τή μυστική ιου εξομολόγηση. Νά βρεις ιό «μαγικό» κλειδί ιιού θά οού ανοίξει τίς πύλες καί θά σοϋ άποκαλύψει ιήν άδιόραιη ομορφιά του. Κι αύιή ή ομορφιά, γιά νά άποκολυψθεϊ ποιητικά, χρειάζεται εκείνο ιό «σμίξιμο» πού μάς βγάζει έξοι άτι ιόν έαυτό μας καί κάνει ιήν ψυχή μας νά ρέει καί νά κυλάει πάνω οιά ιιράγμακι. «όπιικ; ιό λάδι οτήν πέτρα»· νά βρίσκει «ιό μέγα σώμα ιης». ιιού δέν είναι άλλο άπό ιό μέγα κι άιιέρανιο οώμα ιοΰ κόσμου, καί νά νοιώθει, όπιικ; λέει ό ποιη ιής. πώς «ιιηγαίνει γιά πάντα».
Μιά ιέιοια έ|χ·>ιική μαιιά, ιιού μάς συμφιλιώνει μέ τά πράγματα καί μάς δημιουργεί, ουσιαστικούς δεσμούς
1:Η
lie ιόν κόσμο, αποκλείει τή μοναξιά Κα1 ιά καταλυτικά συνακόλουθά της. Κι Ενας ποιητής, δπως ό Νικηφόρος Βρεττάκος, πού μπορεΐ νά έπικοινωνεϊ μέ τά πράγματα* πού μπορεΐ νά βλέπει, άκάμα καί οτήν πιό άττλή κίνηση ιών πραγμάτων, ιό μεγάλο, τύ καταπληκτικό θαύμα τού κόσμου, δέν μπορεΐ νό αισθάνεται μοναξιά, μέ τήν έννοια τού κενού και τοΰ τίποτα, γιατί άπλούστατα:
Μοναςιά otv υπάρχει έκεΐ πού £να; άνθρωπος τχά^τει ή σφυρίζει ή πλένει τά χέρια του.Μοναςιά δέν υπάρχει ix ti ποΰ ένα δέντρο σαλεύει τά φύλλα του. Έ χεΙ πού εν» άνώνυμο ίντομο βρίσκει λουλούδι καί κάθετα·., πού ένα ρυάκι καθρεφτίζει ενα άστρο, έκε! που 6αστώντα; τδ μαστδ τή ; μητέρα; του ;Γ ανοιγμένα τά δυο μακάρια χειλάκια του κοιμάται Ινα όρέφος, μοναξιά δέν υπάρχει.
Mv/x;ti >Λ: ϋηίρχ*·. <3ΐλ. ·»62)
\ \ ν δέν ιηιοσέξεις πς ούοιαατικές λεπιομέρειες τής ποιητικής ιοϋ Βρεττάκου, θά βρεθείς £ιοιμος νά ομολογήσεις δτι τό άγχος τού καιρού μας, πού δημιουργεί τούς «κλειστού*; ιόπους» καί ιά τραγικά άδιέξσδα τής ανθρώπινης ψυχής, περνάει έξω άπό τήν ποιητική του υυνπδηοη. Μιά ιέιοια ομολογία δέ θά αδικούσε μόνο ιόν ιιοΐφή, άλλά θά επικύρωνε και τήν έπιπόλαιη ματιά μας. Γιατί, ό Νικηφόρος Βρεττάκος. δέν άκολουθεϊ τό ρεύμα ιού καιρού, σιά φιλολογικά ιου καθέκαστα, δέν εντοιχίζει στή συνείδησή του ξένες τάσεις ούτε προβαίνει οέ πρόχειρες και βιαστικές εντάξεις, χωρίς έκεί- νη τή βαθύιΐ'μη επιταγή, ιιού κάνει νά ξεχωρίζουν, γύρω μας, οΐ ισχυρές πνευματικές φυσιογνωμίες. "0<κι £- \ε ι αποδεχτεί κι ουα Γχι ι «πάρει» τά μεταμόρφωσε μέσα του μέ ιό πάθος εκείνο τής έλεύθερης έκλογής καί
135
της προσωπικής αναδημιουργίας. Σ ιή ν περίπιωοη αύτή, ό χώρος είναι πάντα άνοιχτός, γιά όσους, δπως ό ποιηιής, κομίζουν Ενα δικό τους όραμα γιά ιό κοσμικό καί γιά τό άνθρώπινο σύμπαν. "Ενα δραμα, γερά θεμελιωμένο, πού ή ποιητική του £κφραοη έρχεται νά μάς έμ πλουτίσει καί νά μάς βεβαιώσει, πώς όχι μόνο ό άνθρωπος έχει μέσα του άπειρες πτυχές, αλλά καί κάθε πράγμα 6χει, επίσης, άπειρες καί διαφορετικές δψεις, ανεξάντλητες γιά τήν ποίηση καί γιά τό γνήσιο ποιηιή. Γ ι’ αύτό καί ό Βρεττόκος, στήν πυρετική του δίψα νά συλλάβει τό άνθρώπινο βάθος καί τό βάθος τοΰ κόσμου, επικαλείται, συνεχώς, τήν ποίηση, σάν ή ποίηση νά rival ό μυστικός χορός στήν ιιορεία ιοΰ κόσμου καί «ή γύρη τών πραγμάτων τοΰ σΰμπαντος»:
( . . . ) Ί Ι γύρη ™ « Ρ * 5«··ί.ή γύρη σέ όδύνη. σέ φώ;. σέ χαρά, σέ ά λ λχγ ί;. σέ ποριίχ, σέ κίνηση.
Ή > ή χι ή ψυχή σ' Σνχ χΐώνιο κχθρίφτισ;ιχ μίσχ στό χρίνο. ’
Τ ί νομίζιι; t.v .n i'/ κχτχ όχθο; ή ποίηση *1νχ·. μ ι' άνθρώπινη κ ιρ δ ’.χ φορτωμένη
«λο τόν κόσμο.Ο Κμ μο; /.: ή Ho-r.sr,* ( « / . 291
Ό Νικηφόρος Βρετιάκος, μέ ιόν ούμανισιικό ιου λυρισμό, δπως έκφράζετπι σ’ αύτήν έδώ τήν κορυφή τής ποιητικής του ωριμότητας, καιορ&ίινει νά μή μάς «ξετυλίγει* μόνο τ ό β ά θ ο ς έ ν ό ς σ υ ν α ι σ θ ή μ α τ ο ς «οέ βλη του τή μεγαλοπρέπεια», άλλά νά πραγματοποιεί καί τήν «είς τά ίνδον εισχώρηση», γεγονός πού μάς βεβαιώνει δτι £χει κατακτήσει πλέον καί έκεΐ- νο « τ ό σ υ ν α ί σ θ η μ α ι ο ΰ β ά θ ο υ ς » , ιιοΰ τοΰ τό είχε άμφίσβητήσει κάποτε ή καλοπροαίρετη νεύ-
130
u p n κριτική , έΛειάζονιας. ώς cxu οιαθμό, ιό ιιοιη- ιικό ιου έργο.
Έ ισ ι, ιώμα, ιό Ηαθύιΐ'ρο συναισθηματικό πάθος, κα- ιορθώνει. παρά ιόν άοιαμάτηιο κοχλαομό ιου, νά άπο- καθαίρειαι ουχτχώς κοΐ νά μάς αποκαλύπτει ιό καθαυτό «ιώμα» ιού πράγματος, χωρίς να μπερδεύειαι μέ ά- φηρημένες έννοιες και να σφαδάζει μέσα σέ θολή; και άκαθόριοιες διαθέσεις. Κι ϋλιι αύτή ή ιισιητική διαδικασία. ύιτό ιή σύλληψη ιής ιδέας <ϊ>ς ιήν ιδανική της αποκάλυψη, γίνεται ιιέοα οΐ· μιά (όοο ζεστή εσωτερική ζύμοκιη, ιιού οού δημιουργεί ιήν εντύπωση τής πιο φυσικής άνΟ|>ώιιινης ό)ΐιλί(ΐς. Είσαι Γ (σιμός νά ομολογήσεις. ιήν κάθε οιιγμή. ικϊμ; ό ιιοιηιής δεν κουράυιηκε καθόλου γιά νά φιάοι ι «Γη; ιήν καίρια καί ιήν άιιοφαοι- οιική εκφικιοη. Κι αύιός είναι, οιήν ουσία ιου. ό μεγάλος ιιοιηπκός αΟλος. Λύιή ή άιιαιηλή ένιύιιωοη ιού ά- ναγνιίκιιη είναι ιό μέγιοιο κέρδος ιού ποιητή.
Γιά μι γνωρίσεις όμως ιόν κόσμο κπΐ ιό βάθος ιού κό<ηιου. δέ Πά ιό κπιορθιίιοεις άν δέν ξεκινήσεις πρώια ΰπ' ιόν βνθρ«·πυ. Γιαιΐ «δίχως ιόν άνθ(Ηΐ>ιιο δέν είναι πλήρες ι <··< ήλιοι* ιο φώς*. οποις μάς λέει ό ποιη ιής. ΤΙρεπι-ι ιΐ|Μ·ιια νά γνωρίσεις ιήν έοωιερική ανθρώπινη διαύγεια, άν θές νά δεις ιά πράγμαια νά ιιληοιάζουν, νά «γίνονιαι διάφανο καί εύδιάκριια*. Αλλιώς.
Ό .·:: ·/: iv γρ ϊψ ι·.; λόγια θάνα:\·)'.χ t i λόγ·.χ ~7-j ζητώ v i ί;αφαν·ι»ιΓ
«νχι γ·.' αύτό πού ϊχω κόψι·. ~Λ yip: μου.
3 . Γ·.·!>;ν ΐ Κ-:-.·.·.?*: lit--? ο ?·.·/.ν. -.ν> i w . t f . w i ji-ifcw, Nix 11ο- Aul »·.*>,. Ox-"·hy.v, 1P.V*. *ι0·/>; S.
137
Κ: είνα: γ ι' αύτό πού ζυμώνομαι νύχτα μέρα μέ τή φωτιά, πού πατήθηκα κι Ιλυωσα κάτω ίπ ω ; !να τριαντάφυλλο κάκκινο.
Ηίλω νά γίνω ένό; άλλου ίΐδου; νερό. Μ'.άν άλλου εΓδου; γλώσσα.Σάν άκτίνε; χρυσέ; νά τρυπώνω τά λόγια μου μέσ' άπ’ τού; πόρου; σα;. οίχω; νά ξέρετε. προχ«ορώντα; καί φέγγοντα; δαΒύτερα. δλο καί δαΒύτερα μέ; στι; καρδιί; σα;. καθώ; τ ι; μαϋρε; στοέ; τή ; γή ;.
κατεδαίνοντα; ό άνΒρακωρύχο; μέ τό λυχνάρι του.
•n AvBpix^V/o; |51Λ. 311
Νά ηροιιμάς, λοιπόν, να κόψεις (ύ χέρι οου, παρά νά λές λόγια, (Ίφυΰ ιά λόγια και οί λέξεις «είναι άιΓ ιού κόομου ιόν πλοΰιο ιιιό λίγη;. ΙΙιό λίγες άπ’ ιά γε- γονόκι ιής άνοιξης».
Γιά νά ιιειύχεις ομως αύιί| ιήν υύυιαοιική έιιικοι- νωνία μέ ιά πράγμαια, γιά «ν- άποκιήυπς μιάν έιιαφή μέ ιό φώς», χρειάζεται νά δοθεί»; όλοκλημιοιικά καί νά έπιμείνεις «μ' όλα ιά δάκρυα, μ’ δλων ιών φλεβών οου τούς χιύπους», πού σημαίνει πώς Ενας αληθινός ποιη- ιής δέν είναι υπόθεση περιθωρίου, οΰτε θέμα γιά ιά διαλείμματα η γιά Γις Κυριακές καί ιΐς αργίες, άλλά καθημερινό βάσανο ψυχής καί μιά άοβηυιη φλόγα ιοΰ «και- όμενου αίματος».
Μιά ιέιοια ακριβώς διάθευη όλοκαυιώμαιος. μπρο- οιά σιή μεγάλη ύιιόθευη τής ζωής ιιού λέγεται π ο ίη · o n . έκφράζεται οιό πα(>ακάιω ποίημα:
Ή ρΒ ε; ποίτ,στ, πάλι. Η’ ανακάλυψε; φαίνεται κάποιο μου κόκκαλο πού δέν Ιχει λυώσει.Μιά πτυχή τή ; καρδι4; μου πού δέν Ιγινε κϋμα σου.
138
Μιάν ανέπαφη φλέόα , j ,lw δάχτυλο."Εναν ί^τό ποΰ δέν ίγινε στίχο; σου.H i τό ξέρουνε αύριο: Κοιτώντα; τόν κόσμο μέ μοίρασε; δίκαια. Μ* εχαμε; χ ίλ ιε; σπίΗε; καί μιά · χαΐ μέ σκόρπισε;.
Λ-.ίλν-,; ;ύ -τ.ν II ν ν , (:·>.. :»*»>
Λύιύ ιύ m.|»tπκ ύ ιιάΒο*;. ιιού κοχλάζει μες υιήν ψυχή ιου οάν «o' rvci οπήλαιο οιωπή<;, πού άπό πάνω του κρέμονται άμ£ιρΐ|ΐοι — φωιηνοΐ οιαλαχιίτει;», έρχεται, νομίζω, νά έπικυρώοει οοα διαιυιιώοαμε ιιαραπάνω γιά Γι<; urtcipti; πιι>χ»:<; ιών ιιραγμάκον και για ιήν άνεξάν- ιληιιι ιιηγή ιιοιηιικών ανακαλύψεων ηού προυφέρει, στό γνήοιο ποιητή, ιύ κυομικύ καί ιύ άνθρώιιινο σύμπαν. ΓΓ αύιύ και ιολμά ό ποιητή.;, νά μάς net:
Ιερ.ο πώ;εΐνα: τά κύματα ·/.: όσα τ" « " έρ ια ΐ ! /■/·. :ά ποιήματα πού έχω να γράψω .
Γιατί.
Λέν τελειώνει ή ποίηση. ο-..»;κι ό ουρανό; δέν τελειώνε:. 'O reo; οί ώρε; τού ΗεοΟ κι οί στροφέ: τοΰ πλανήτη ;ια;. Οί άνταύγειε; τή ; ζοιή; διατηρούνε τό τχή;ια τη ; μέσα στήν ποίηση. "Οσο Βα πήγαινε; καί Βχρχεται ή θάλασσα, όσο Hi γεννιούνται λουλούδια καϊ χρώματα, όσο Ηά δίνουν οί άνθρωποι ό ε'να; στόν 5λλο τό χέρι του;,Οά υπάρχει χι ή ποίηση.
Ί Ι ποίηση γεννιέται μαζί μέ τά πράγματα, μαζί μέ τόν Ιρωτα. μαζί μέ τόν πόνο. Παραδείγματο; χάρη. πολλών μου σελίδων ή ποίηση γεννήθηκε
μαζί μέ τα μάτια σου.-ΊΙ Ιίο'η», κχί ή Z..W, <3.λ. 28)
130
Mr ιήν ιιοίηοη. λοιπόν, ιιοΰ άιελεύιητα έκιιηγάςει, έιιι\εΐ|>εΐ. ό ποιηιής, νά εΓ,ερευνήοει ιόν άνθρωιιο και νά ουλλάΟπ ιύ ΗαΟύιερο νόημα ιήί; ανθρώπινης ιια(>ου- oiuc;. οιήν άδιαίρπΐ| ένόιιμά ιης μέ ιό οΰμιιαν. Γκιιί καί ό ανβροχκχ; ιΐναι ϊίνα άλλο άπειικν ενα άλλο ίιμι- οφοίριο. 'Έ νας χάριης μ’ αιιέρανιη εκιαοη ιιοΰ ιιάνο» ίου υχεδιάζειαι ιό άνθρώιιινο ιιρύυωιιο: «fva ίψόοοΜίο μέ μυριάδες ιιιυχές, ιιαράλληλους, κένιρα. γραμμές», μια οφαίρα «μ* έψιά καμπυλόγραμμα ουράνια ουοιήμα- ια , ιιού (ό ποιηιής) ιί| γυρίζει, ιήν κοιιάζει καί δια- Ιΐάζπ καί γράφει μέ μικρές αστραπές (ιό ποιήμαια) ιό H κι γουδί ιού κόομου».
'() Νικηφόρος ΙΙρπκικος. οκύϋονιας νύχια-μέρα ικιν<ιι ο αΰιύν ιόν άπέρανιο χάριη, ιιραγμαιοιιοιεί καί ι ό ι ί ς (5 ά 0 ο <; ιαΓ,ίδι ιου, για να φιάοει οέ ιδανικές ΰ ιιλουοιεύυπς καί οέ συμβολικές αναπλάσεις ιιοΰ μέ ιή «ριιιιι-ινή ιούς διαδικασία μάς «άποδεικνύουν» ιιόκ; rival «μιά άδιαίρπη μονάδα ό ήλιος. οι ήλιοι ιοϋ ήλιου κι ό ϋ\·0|ΐϋΐιι«χ;».
Λύτη ή κίνηση ιής ψ*’χής. mw πάει νά ουλλάβπ ιή (ΐαΜύτερη ουσία ιοΰ κόσμου, οδηγεί ιήν ιιοιηιική φανιαοία ιοϋ Βρειιάκου οέ αλλεπάλληλες επινοήσεις. Μέυα οιήν καιάοιαση ιής δημιουργικής μέθης, έρχον- κιι οιιγμές πού «βρίσκειαι μπροσιά οιΐς ϊδιες έκιτλή- Ι,εις» ιιοΰ ουνανιά ό ερευνητής έ.πισιήμονας, όΐαν έπι- νοιϊ. Κι ό ιιοιηιής, μέ ιήν έφευρειική ιου φανιαοία, ανακαλύπτει πράγμαια. «που ιά μάιια μας δέν έχουν τή δύναμη νά δουν». Δικαιολογημένα, λοπιόν, καί ό Robert Sabatier.’ νά μή θεο>ρεϊ άλλον ικανό νά συγκρι- Οτϊ μέ ιόν ποιητή, παρά μόνο ιόν έφευρέιη. Κι όσα λέει, άκόμα. γιά τήν αισθητική συγκίνηση πού μας προκαλεΐ ενα ιέλειο ποίημα, μποροΰν άριστα νά ειπωθούν γιά τά
Π. Robert .^ jb jtirr : II itio, ί.-.··.·.ότ(3τ(. •Hifii'ir.-'m.t;■. π - ϊ/ο ; 1.
140
ποιήματα αύτά τού Βρε ιτάκου, πού «διαΗάζονιάς κι, ό αναγνώστης, καιαλαμβάνειαι (ϊιιύ μιάν αγωνία ό\·ιικο- τεμένη μι'· υπερηφάνεια. πού ιόν οδηγούνε or κάιιοκιν όιΓ αύτές τίς στιγμές, τις ιόοο λίγη; οτή ζωή. πού μπο- ρεϊ νά διοκρίνπ κανείς ιήν άπερανιοούνη ιοΰ κόσμου».
Cvo παράξενο φώς .χύνεται οιήν ψυχή οου γιά νίι ενδυναμώσει τύ ποιητικό μυστήριο: ?να μυοιήριο ηού ύ- »το6άλλετοι μ/· τή μαγεία τών λέξεων. καθώς αύτ?·ς αναλύονται οί· χρώματα και παρασιάοεις, «»»- είκύνες μι'ι ήχους, ιιού αιχμαλωτίζουν ύλες lit; αισθήσεις και κινούν ιό πνεύμα, or οημεϊο πού ν’ απορείς γιά ιή μυστική δύναμη πού άποκτοΰν, δίαν έκπέμποντιιι άπό ιήν καρδιά ί-νός άληθινοΟ ποιητή:
Λ: H ip y .Z i ;ιήτε Οά τίλειωνί τ' άΓ.ϊ’.,οοχωρ,Ι; τήν κάρο:* ;ιου. Τότε oi Ηάχι~ 'Λ v i y .h : τοϋ; ήχου; του. Ai Itiyξ τ;ίονα.Δί Ι»άχε δίχτυ v i κρατήσει τ' αστέρια του.Κίνα: ή καροιά ;ιου ϊνα αντηχείοΙ /Λ Ϊ ΤΜι τελειώνει ή άόυσσο σάν iΐνα: ήλιοςκούφιο;. σκα;ι;ιίνο; σάν μιάχοάνη τ : i 6i»o;.Κίνα·. τ4 μεγαλύτερο 7.ό/./.·.νο σπήλαιο tc,ϋ σύμπαντο
· ΐ ;, HiM',; -.1,: Κ·>.;Λ·Λ. I-Ε>. Γ·:11
Μέοα οτύ δικό ιου «κόκκινο οπήλαιο» καί μέοα στΛ άλλα οτιήλαια τών συνανθρώπων του. πού ουχνά ιού»; 6λέιιι:ι νιι περνούν άπο μπροστά του οά μιά άπέρανιη «λιιανεία σκεπασμένων προσώπων». οκύΗει αδιάκοπα ό ποιητής, γιά νά διαπιοτιίιοει πώς.
Ύ-χρχουνε λύκε; κοΰ κανεΐ; οεν τ ί; rips·..Ύ-άρχουνε όάβτ, πού δέν τ" άν.χνεύει ό ήλιο;. Ό ρ τ( σ ιω -ή; -εριδάλλουν τ» χείλη.
I l l
Καί σιωπούν δλοι οί μάρτυρε;. Τ ά μάτια 5έ λένε.Δέν υπάρχουνε σκάλε; τόσο μεγάλε; νά κατέοει κανείς ώ; έκει πού ταράζεται τοΟ ανθρώπου ό πυρήνας. "Αν μιλούσε ή σιωπή, άν φυσούσε, άν ξέσπαγε — Βά ξερρίζωνεν δλα
τά δέντρα τοϋ κόσμου.•Xci-.rV, (:«>.. 7SI
Ά λλα για νίι «καιέΜει κανι'κ; όκ; εκεί πού ιαράζε- ται τοϋ άνθρώιιου ό πιιρήvar;» (V.v άρκοϋν ιτιά οί λέξης. Χρειάζεται μιάν άλλη ίίοκηοη. μιάν άλλη η'κικιθηοία. «κάτι οάν τήν άφή τοϋ ήλιοιι οιά δάχιυλιι ιοϋ ιυφλοϋ». ΰπ<»ς μάς λέει ό ιιοιητής οιά «Κεκλειομένων ιών θυ(>ών» (οελ. 79) οί: ώρες πού ιύ καθημερινό φορτίο τής ζωής γίνεται δυοκολο. Σ ’ αυτές τις ώρες ίνα «\αμήλ(·>μα» τής ψυχής, μιά οτάοη και μιά έοωτερική άναούνταξη, είναι απαραίτητες. ΓΓ αύτό καί παροτρύνει τήν ψυχή του νά «κλίηοτεϊ» γιά λίγο. ν’ άντιμετοιπίοει διαφορετικά «τήν τραχύτητα τών λέξεων», μέ μιάν άλλην έοωτε- ρική άοκηοη· μέ μιάν άλλου είδους ει’κιιοΟηοία:
( . . . ) Κλείσου τώρα καί γνέσε,μαλλί τού ήλιου, τό αίμα σου. Δέσε τί: ινε; σου ζώσε τόν κόσμο. Γίνου κλωστές, οιαλύσου νά ύφάνουμ».
Χρειάζεται ό κόσμος ρούχα ψυχή μου.γ ιά ώρες βροχής, γιά ώρες ανέμου.γ ιά ώρες άφέγγαρης λύπη;καί νύχτα;. Γύρο) άπό τήνέρημιά τή ; έλπ ίία ;, χρειάζεται ό κόσμο;έναν ορίζοντα. Γίνου μιά σκέπη,δπως πάνω άπ' τούς λόφου; τοϋ Μάη ό καλό;ουρανό;, αναλύσου, όροχούλα μετάξινη:
142
ίίαρτ,γορ'.α καί φώς ατού; ώμου;~'Λ νΑτ\ι.ν).
Αύιύ to κλείσιμο ιής ψυχής, δέν όπομονώνει ιόν ποιητή άπό ιύν Εξω κόσμο- δέν παίρνει άναχωρητικό χαρακτήρα, για να δώσει, ιελικά. αφύσικες και παραμορφωτικές διαστάσεις οιό υποκείμενο. άλλα είναι κλείσιμο πού βοηθά τό «έγώ» ν" άιιοκιήσει συναίσθημα ιική καθαρότητα καί πνευματική ίοχύ, ώοιε ή επικοινωνία του μέ το «έσύ» νά είναι, άπύ κάθε πλευρά, τέλεια καί αποκαλυπτική. Καί ή ιιοιιμική ομιλία, με τύν πηγαίο καί τύν αύθόρμητο τόνο της. νά πάρει τήν κίνηση τής φυσική*; αναπνοής, πού τήν κάνει, ώοιόοο. νά ξεχωρίζει άπύ τή συνηθισμένη γλιοοοα καί νά υπερβαίνει τά μέτρα τής κοινής ευαισθησίας.
Τά ποιήματα πού ιιαραθέιουμε πιο κάτω ίχουν βγει άπύ μιά τέτοια έσωτερική διεργασία, πού μάς κάνει νά διακρίνουμε, κάτω άπ* τήν εκφραστική τους πραότητα, Ενα ισχυρό πάθος ζωής καί αντίστασης στή φθορά, μέ άποτέλεσμα ν* άκούγονται δ(>αματικοί τόνοι ουσιαστικής άνθρώπινης αγωνίας. Μόνο πού αύτοί οϊ τόνοι δέ βγαίνουν άπύ Ενα μονόχορδο δργανο, ωοτε νά καλύπτουν δλη τήν έσωτερική έκταση τοΰ ποιητή, γιατί είναι τόνοι έμβόλιμοι, κάτι οά χορικά τραγωδίας μέσα στήν εύ- δατμοντκή πορεία τοΰ ούμπαντος. Κι αύτό γιατί τό ποιητικό δργανο τοΰ Βρεττάκου, δέν εχει έκείνη τήν πνιγηρή μονοτονικότηια. άλλά τήν ποικιλία τών έσωτερτκών άποχριοοεων ιιού τό κάνει Ενα δργανο μοναδικό, ικανό νά έκφράζει «τύ άνθος τών ήχων» στις άπειρες καί ά- νεξάντλητες παραλλαγές ιους. Είναι, λοιπόν, αληθινός ό ποιητής, οταν μάς λέει πώς ή καρδιά του είναι μιά στέρνα, «Ενα άντηχεϊο έκεϊ πού τελειώνει ή άβυσσο». Μέσα ο- αύτύ τό άντηχεϊο συναθροίζει καί άναπλάθει τους δραματικούς τόνους, τις πληγές καί τά δάκρυα, τις
14:1
σκοπί'ς και τΰ οτίγμαια, πού ουνανιά πόνοι οτά φθαρμένα «οάν παμπάλαια ιζάμκι πού ιιύριαοαν» ιιρόοωπα ιών άνθρώπο)ν. Λότά τα «παραλλαγμένα πρόσωπα» πού τόοο ιδχει όργώοει ή πόνοι:, οε σημείο πού «δικό τους δί·ν εμεινε ιιάνω τους τίποια». 'ίίοιόοο.
( . . . ) Τά βήματά του; συνθέτουνμιάν άοήκωτη ποίηοη που 5ν μοΰ ζητούσε νά τήν πώ θά κατέθετα τήν πέννχ, τά χέρια, τά γόνατα. Ηά σπαρτάραε παράλυτη οτά /«ίλη ή φωνή μου.
Λοιπόν, όταν βρέθηκα στόν κόσμο αντιμέτωπο; αυτή; τή; φθορά;, όταν ε!οα τ ί; φάλαγγε; ποΰ -άνω στή γ ή ; λιτανεύουν τόν ήλιο, τότε μόνο κατάλαβα
πώ ; δέν είμαι τίποτα. η*ρχλλιγ|.1·,ϊ IIρίζοι-Χ' (ζι>. «0)
Μέσα ο’ αύτύ ιύ μέρος τοΰ βιβλίου, πού εχει ιιΊλο, «ΊΙ Λπανεία ιών Σκεπασμένων Προσώπων». έκφράζεται in'· κυριολεκτική λιιόιιμα ό μεγάλος καημός καί ή «ά- οήκοπη ποίηοη» ιής ανθρώπινης όδύνης. Τέτοια ποιή- μαια είναι οί «‘Άνεργοι* ιιού περιμένουν £ξω άιΓ ιήν ιιόρια ιοΓ> εργοστασίου καί φεύγουν ιύ μεσημέρι ήιιρα- γοι. Καί καΗιίκ: φεύγουν, «κοιτάζουνε γύρο» ιους / «κι να ψάχνουν να βροΰν if να βάραθρο / δχι νό κλάψουνε fixi να ψάξουν για τίποτα. Να ρίξουν τίι χέρια τους» (οελ. 98). Ή ιύ αλλο, « Η Νύχτα και τύ Κερί», πού είναι ?να άνθος καρδιάς κι Ρνας σπινθήρας πνεύματος:
Φαγωμένα. καμπούρικα, τρέχουν τά χέρια.Τό μεροκάματο είναι τό μόνο του; Ινθο;.Ψουχτιάζουν τό μέταλλο, φουχτιάζουν τό κάρβουνο, γατζώνουν σά νύχια γερακιού τό ψωμί.
144
Γιο νη όλοκλη|»ωΟεϊ ή εικόνα iifc ανάδειξης τραγικού οιοιχείου πού κρύβε», οτύ βάθος του, τύ θρώπινο πρόοωπο. παραθέτω και τύ «Οί “Ανθρωποι
πίο και ή παραστατική του δύναμη, ουνθέτουν ?να, πρα- γραιικά. όριοιουργηματικύ ποίημα:
I ?
I
σκύβουν σηκό’ινονται. Λέν βλέπουνε τέλο;.Ή φυτεία τού ρυζιού ξεπερνάει τή ζωή του;, προχωράει μέ; στό Ηάνατο. Σκέπτονται:
’Ανατέλλει ό ήλιο;, φυτρώνουν λουλούδια καί δέντρα. Κι ίμ ε ΐ; - Τ ί κι άν έχουμε πρόσωπα;Τ ί κι iv έχουμε χέρια;
Σηκώνονται, στέκονται.?άν άγάλματα ακίνητα στή γραμμή, κι ονειρεύονται - ώ ; τό σώμα του; ρίζωσε. Ιϊώ ; μπουμπούκιασαν τάχα τά πλευρά τους, οί κόμποι τών χεριών τους. καί πιο; έχουν πάρει ίπιτέλου; νά βγάζουνε πράσινα
φύλλα οι ώμοι του;.( : ι> . Κ».'»)
Γό να μτιορεϊ (‘vac, ποιητής νά μιλάει γιά τή χαρά καί τύ φώς, για τύ θαΰμα τοΰ κόσμου καί ταυιόχρονα νά διεισδύει μέοα οτά πράγματα καί μέοα ο τις μύχιες πτυχές τής άνθρωπινης ψυχής καί ν" άποκρυοιαλλώνει τά τραγικά της υπάρχοντα, αύτύ δε σημαίνει, άπλώς, διεισδυτική ικανότητα, άλλά ιινευματική αγρυπνία καί γνήσια άνθ|>ωπιά· καθολικότητα ποτηιικής συνείδησης καί πάθος συμμετοχής στύ βασανιομύ τού ιιληοίον. Τέτοια ποιήματα γίνονται σύμβολα πού χωράνε Ρναν κό- ομο ολόκληρο καί μιά πυκνή κίνηση τού άνθρώπου μέσα στόν κόσμο: τόσο πυκνή καί τόσο ττλούσια σέ μικρά καί μεγάλα περιστατικά, πού δικαιολογημένα, ό ποιητής, <τιαρομοιάζει τύν άνθρωπο σάν Ενα ήμιοφαίριο, σάν £να άλλο σύμπαν μέοα οιύ άπειρο. Κι αύτά τό άνθρώπινο σύμπαν μέ «δλα τά θαύματα» πού περικλείει, ζητά νά μάς άποκαλύψει ό Νικηφόρος Βρεττόκος. Νά ιιρσ- βάλει τύν άνθρώπινο κόσμο αντίκρυ στύν άλλο κόσμο. Νά τούς φέρει καί τούς δυό αντιμέτωπους, «ήλιον πρός ήλιον» καί νά μάς πεϊ, τότε, Ρνα τραγούδι «φοβερό καί άπλό, πού θά λέτι περίπου» / πώς: «Άποιελεϊται άπό δύο / ήμισφαίρκι ιό finripo. ..» (οελ. 62).
146
♦Μικρή παρένΟεοη : Ό NiKiiqtofKK; Βρετάκος, θά
μπορούσε νά όνομαοιεϊ, «ούν rou; άλλοις», καί ποιητής ιών άνθρώιιινων χεριών: ι ο χ έ ρ ι α - π ρ ά ξ η, μέ τή δική ι ο»)»; εκφικτοη καί τή συγκεκριμένη μομφή καί f (Ί χ έ ρ ι α - ο ΰ ο ί α. μ*· ιύ δική τους μυθικό βάθος. Τύ «φαγωμένα. καμπούρικα χέρια», έκφραση τοΰ πόνου καί ιής φθοράς, η ία δάχτυλα ιιού «στάζουν ί- piflio <ιγέ(κ«. λόιιη και θάλαοοα», ή εκείνα τ’ άνεργα χέρια, που δέν ξέρουν τί νά τα κάνουν καί ψάχνουν νά βροΰν Ρνα Ηάραθ|>ο να τίι ρίξουν. \!ά καί ι* Αλλα χέρια, αύιίι τιού τραγουδοΰν. κ'ι δάχτυλα πού φωτίζουν, η εκείνα πού πέφτουν ιιίαω άιΓ τίς πλάτες τής άγαπημέ- νης «οάν καταρράχτες νεροΰ*.
Τύ χέρι οάν αΐοθηοη. οάν κίνηοη, οάν Ρκφραση ψυχικών διαθέσεων. ιιαίρνει άπειρες συμβολικές διαστάσεις μέοα οτήν ποίηση τοΰ Βρετ τάκου* γίνεται «πράγμα» γιά περιγραφή καί για έοωτερική έκφραση:
Μελετώ νά σέ φέρω &ς τήν άχρτ, τής γ ή ; ως τόν κίκκινο βράχο πού πέφτε·, στήν άβυσσο.Έ κ εϊ πέρα (Ιά στήσω ενα φάρο: τό χέρι σου.Νά φωτάει περιστρέφοντας τή νύχτα τά πέντε πράσινα φώτα του, ενώ. στήν άπέναντι ϊχΜη άκριβώ; — στή ζώντ, τοΰ σύμπαντος.Οά κάθεται ό Κόσμο;, νά βλέπει τό ΗαΟμα του.
•Ο <Μρ6· μ) - i τΛ τ .ι Φώ:* ( « λ . 50»
"II τό άλλο, τύ «Ό Λόγος τών Χεριών», δπου τά δέκα δάχτυλα γίνονται «δέκα γρυλλοι, ιτού κοιτώντας ψηλά τόν όρίζονια. α έκοταοη, ΐί>αγουδοΰοαν». η τά άλλα, τά φωτεινά χέρια πού τά βλέπει ό ποιητή»; «φορτωμένα πέτρες κομμένες άπ' τύ λατομείο τοΰ ήλιου».
Μά καί τά μάτια, πού μέσα στή συναισθηματική τους αποθέωση. ιά βλέπει ό ποιητής σάν «μιά παλίρροια ιιρο- αιώνιων τριαντάφυλλων / ή μουσικής, μιάν αδιάκοπη άνάταοη / δασών άιιό άπίθανες άποχρώσεις», ή μιά ζυγαριά πού «πάνω ιης ζυγίζονται ήλιοι, φεγγάρια κι ά- οτέρια καί ούννεφα καί Αρη κα) δάοη καί Οάλαοοες / \ωρί«; νά λυγίσει». Άκόμα καί ιό γέλιο ιής αγαπημένης ιιού «οιιιθίζει οιύν ήλιο σάν φώαφο(Μ» αγάπης» καί ή φωνή ιιού γίνειαι «Ενα δέντρο άπό τίμιο ξύλο».
Καί μ' αύτα ιά στοιχεία, ιά «έν ιτολλοϊς» περιφρο- νημένα. μέοα οτά οόγχρονα ποιήματα, «καταοκευάζει» ό ιιοιηιής όριοιουργημαιικες μινιατούρες, πού δεν άιιο- τελοΰν. άηλΰκ;. Εκφραση ι·νός λεπτουργημένου συναισθηματικού πόθου»;, άλλά ιή βαθύτερη ούοία ιής όμορ- φιΰς καί τής αλήθειας ιιού περιέχουν τά άνθρώπινα σχήματα καί τά φυσικά οτοιχεΐα: ό ήλιος, ό άνεμος, τό δέντρο, ή ιιέτρα, ιό ιιοτόμι. ή θάλαποα. ιό βουνό, τό ανώνυμο Ενιομο κλτι. ιιού μεταβάλλονιαι οέ σύμβολα καί ιιανε νά έκφ(ΐάοουν τό άνθ|>ώηινο Ηάθο»; καί τό βάθος ιοϋ κόομου.
♦
Ά πό τύ λυρικό |>εαλιο)κ> ιών «Ανέργων* ή των «Ανθρώπων τοΰ Ρυζοχώραφου», περνάει, ό ποιητή*;, μέ έμ· βόλιμους τόνους, ο" Εναν νεορομαντισμό σπάνιας ποιότητας. πού δέν ίχ ε ι καμιά σχέση μέ τούς συναισθηματικούς γλυκαδιού*; ιών παλαιών ρομαντικών, πού έξέ- φραζαν. μέ ιό έρωιικό θέμα. μιά «μακάρια διάθεση», πού «δέν είναι οτά ήθη τής νέος ιιοίησης». όιιως σημειώνει ό Μάρκος Λύγέρη*}'. ύιιοιπηρίζονιας π<ικ; ή ποίηση
4. Mifxwt ΑΟγΐρτ,. Μ. Μ. Β. I*»·:». Ηρ. Sta-ipwc ΗΈ /.λι,νιχι, ΙΙί'.ι,ϊι, Α Λ ',λ ',γ ι,μ ^ν ι·;ιγ ι..γ ΐ, ΐ ' Ι : I*. -*μο. 5. 31.
148
τοϋ ταραγμένου καιροΰ μας έ'χει μιά ιραχύιητα καί μιά παραφορά ιιού πάει νά έκφρ&οει «ιά βίαια αϊσθήμαια καί τά ιιάθη τοΰ σημερινού κόομου». Καί, ουνε-πώς. ό έρωίικός λυρισμός είναι εξίι» άιι* ιό κλίμα ιης, αφού — οιιακ; υυμπληρώνει — «οιύ γενικόιερο χαρακτήρα της ή ιιοίηση αύιή είναι ιραχειά και σκληρή, έχει ιιείρα περιοοόιερο άιιύ ιήν κόλααιι nujKi άπό ιόν ηαράδειου' συχνά είναι πικρή, χλευασιική καί σαρκαστική, μοιάζει σά νό καιαγγέλλει ιό δαίμονα ιής έιιυχής. Ρναν αγνότατο κί\·δυνο πού μά<; όικ'ΐλΐ'ΐ».
Σιοοιές, ηκ; ?ν« υημεΐο. ιια(κιιΐ|μήυει<;, no»* αφορούν ιήν περίοδο ιής εφηβικής ικιραφορόι;. οιήν ηλικία ιής νέα«; ποιΊ|οΐ)<; ιιΐιν μεταπολεμικών Χ(>όν<ον. Σήμερα καί ΐδιαίιερα μέσα οιήν ιελευιαία ιιενιαετία. ιιοί) ή ελληνική ποίηση εχει άιιοκιήσει μιά ζηλευτή <ί>ριμό- ιη ια , ή ιραχειά καί υκληρή £κφ|κισΐ| Μα(κιχ<·>ρεϊ (ή θέση ιης </ιή μοσιική εοοχερική ομιλία τή γεμάιη αίσθημα, οιυχαυμό καί βαθύ δραμαιικό ιόνο. Κσνιά σ’ αύιά ιά σιοιΧεϊα ιΐ|)έιιει νά ιιικχιθέυουμε καί ιόν άνανειομέ- νο έρωιικό λυρισμό, οποκ; αΰιόν ιιού ουνανιάμε οιήν ησίηση ιού Ηρε ι τάκου, ποΰ ιιάει νά έκφράοει Ρνα ιιλα- ιύ ιερο όραμα ζοιής, νό άποκαλύψει ομορφιές, πού είχαν αρχίσει νά μάς διαφεύγουν, νά ιηκχιθέοει μιάν αισιόδοξη νόια σιό βαθύ καί δύσκολο άνασασμό ιής ανθρώπινης ψυχής. Έ ρ χ ε ια ι, έμιιλουιισμένος μέ Γις κατακτήσεις ιής νέας εκφραστικής, νά άλαφρώσει ιή συνείδηση ιού ιαραγμένου καιρού μας, φιλοδοξώ νιας νά οιηρίξει ιόν κόσικ) μέ «κολόνες φωιός», καί νά μάς υπενθυμίσει πιίις ό σύγχρονος άνθρωπος αξίζει μιάς καλύτερης μοίρας.
Καί νά Ρνα δείγμα έριιΗΐκού λυρισμού, ύμνος οιήν όμορφιά καί στήν άγάιιη, ιιού ιιάει πολύ ιιιό πέρα άπό ιό στενά έραιπκό θέμα:
11U
£ά νά σ' έπλασ: ό Θεό; μέ άμεταχείριστο /ώ μα .φ«ΐ>; καί νερό. ιίσα·. ώρα·7.παράξενα.
Τά χέρια σου μοιάζουν σάν ένα; λαό; συναγμένο; πού σκέφτεται πάνω στό στήΗο; σου. Μιά κολόνα ό λαιμό; σου πού στήριζε’. Ινα αέτωμα. Μ:ά κατασκήνωση ειρήνη; τό γέλιο σου. Σ τ’ όρθό μέτωπό σου. προσγειώνεται ό ήλιο; παράξενα.
Είναι τά μαλλιά σου μιά ημερωμένη καταιγίδα. Καί τά μάτια σου είναι ή σοφία τή ; σιωπή;, ή αρμονία τή; θύελλα;,
τό αγαπάτε άλλήλου; .
«ΊΙ 11ϊ,'ί;ί><, W ty /n .r I z t i . 271»
Άνακεφαλαιοινονια*;, κίΐ[>α. ιό ιιράγμαια, μιιοροΰμε να πούμε πον; ή ούχρονη άγ«ι>νία. μέοα οιήν ποίηση ιοΰ Βρετιάκου. δέν καιακερμαιίζει ιήν ανθρώπινη ψυχή· δέ μεγαλώνει ιό αδιέξοδο, μέ παρανοϊκές ανιχνεύσεις ψευδοουοίας οιό x<i»fx> ιού ΰιιοουνείδηιου, άλλά «ξανοίγει £ναν άλλο χώ|>ο» πολυ πιό ούοιαυιικό γιίι ιόν άνθρωπο καί μέ άνεξάνιληιες. γιά ιήν ιιοίηοη, διαοιά- οεις. Τό άγχος ιή<; ίιιοχής μας. ιιιφ ιει οά διαΰαιική σκιά, ιιάνω οιό φωίεινό ποιηιικό ιοι· ιοπίο. χοιρ'κ; να ιιαίρνει ιή γνωοιή ψιλολογική ιοιι μεγέθυνση.
Ό Νικηφόρος Βρπιπκος, έκφράζονιας μέ ιό λυρικό του ρεαλισμό ιήν «πάλη ιού ανθρώπου μέ ιόν καθημερινό δαίμονα», ουγκλονίζειαι άπό £να άνιιοιασιακό πάθος, ιιού κατορθώνει νά ιό «δεομεύει* ποιητικά, μειπ- στοιχειώνονιας ιήν ιραχειά καί ιήν ακατέργαστη πρώτη Ολη, σ’ εναν άθίασιο καί ιιενιακάθαρο λυρικό λόγο.
Γ>. l ’ivoti Ilf. Λ ζ ',ϊ- .ύ ί 'γ ,: Ί Ι τΜι,ίΐ, ->Λ N-./r.-opvi Upei-.ixou. T i S i* 'ΚλλγΛ/ i . -fiy /,; I. 'Ar.pii.·.',; 1S02.
130
Κι άιΓ πίιιή ιή μππσιοιχηΐιχιη. πού προυιιοθέια υυναι- οθημαιική υοφία καί πνευμαιική δύναμη, καιασιαλά- ίουν οί ποιηιικΐ'ς ουσίες, οί γεμάιες δραμαιική πυκνό- ιη ιο κοί ΰιιόκοκρο (ΐνιιοιαυκικό πάθος, οικος ουμθαίνει μέ κι παρακάκ·) ιρία ιιοιήμαια:
"Εγινε ;αφνικά μιά σκοπή, ποΰ δλα φώναζαν μέ; στό σπίτι βοήθεια. Έ γώ ψύχραιμος, δσο κι αν ίτρεμαν δλα μέσα μου, δσο κ: αν είχα τό πρόσωπο κίτρινο κι άσπρο, περίμενα πάντοτε πώ ; κάτι θα σάλευε πριν αρχίσουν νά λυώνουν κερί καί νερό τά χαρτιά, τά βιβλία μου
πρινοί εϊκόνε; στόν τοίχο σκύψουν τά πρόσωπα.Αυό γαρούφαλα Ιρριςαν κιόλα; στόν τοίχο τά κεφάλια λιπόθυμα. Βοήθησε. Κύριε!Βρεςε νά σβήσει; τό σκοτάδι πού καίει, τή σιωπή πού ανεβαίνει άπ" τί; τέσσερε; γω νιε; τοΰ σπιτιού. Έ ν α ; κόμπο; φωνή;
θάρριχνε άπλετο φώ;.■ Ή ϊιο Γ .ν ( ϊΐλ . 1X1)
Κύριε! μί όργωσε;. Μοϋ πέταςε; !ςω τά νεύρα, τό ύνί σου σκοντάφτει στό κόκκαλο.11ε; μου. τί ψάχνει; νά βρει; έπιτέλου;;Γυρεύει; τοΰ; σπόρου; ποΰ ανθίζουν τήν ποίηση;Γυρεύει; τά χρώματα:
Ά δ ικ α !Με σκότωσε; άδικα. Κύριε, καί σήμερα!X i/.ασε αν θέλει; εναν πλανήτη σου.Λεν εκανε; τίποτα. Μάταια χόνεσε;πάλι τά χέρια σου. ’Ο.τι κ: άν κάνει;,μ" αυτά μου τά χρώματα, μ' αΰτού; μου τοΰ; σπόρου;,
J51
τήν χκκλησία θά τήν χτίσιι».Κουόαλάο στού; Λμου; κολόνι; φ<·»τό;
V* Ι ’ Τ,ρϊ’ Ι·) ~ΛΊ κόσμΟ.Ό K iH rjitf.v i; Λζΐμ^νζ; I jba. 185)
Κάθι φορά πού άκουμπώ :ό "ιστό μέτωπό μου στό χέρ: σου. άλλο δέν σκέφτομαι:Να γινόταν τό χέρ: σου νερό. νά κυλήσε: τό ποτάμ: του πάνω μου. ■/ απλωθεί, νά σκεπάσει τό σώμα μου ολόκληρο.
Καιν* τά μάτια μου. τό στήθος μου καίει τά γόνατα. Οί σκίψ ι:; μου καίνε.
Ένώ. τυλ'.γμενο; μ' ένα σεντόνι νερού. θά μπορούσα v i βαδίσω ακόμη πολύ. Ν' άνεόώ στόν Ταΰγετο, στήν Γδ’.α κορφή ποΰ μάνιζε ό ήλιο; καί σά νάταν φτεροϋγε; ρουφούσε τά /έρ ια μου πρό; τά πάνω τό φώ; — κ: έπ·.μενοντα;. οπω; πάντα ΐπιμένοντα;. νά προόάλω στόν κόσμο
σάν φάντασμα άγάπη;.η Τ 11;i v. I ': / . . ISrtl
Λύιο τό μέρος ιοΰ βιβλίο»'. «Ή πάλη με ιον καθημερινό δαίμονα». ιιοΰ εκφράζει ιήν άνΟρώιιινη <ιγο>\ ίο στά πρακτικά καθημερινά ιιμ; καθέκαοια. είναι ο.ιι καλύτερο £χει νά έπιόείί,ει ή μειυιιολεμική μ«ι«; ποίηοη. Μέοα άπό ιά ποιήμαια ιού μέ(>ου<: αΰιοΰ. π|χ>βα.\λει τό τραγικό άνθρώπινο ττρύοιυιιο. ιό σκαμμένο άιΓ ιή\· όόύ- νη, πού παλεύει κάθε σιιγμή μέ τό θάναιο εχονιας πάντα οτά χείλη ιου εκείνο ιό «πρέπει nponu νό ζήσουμε» ττού τοΰ οιεγνιί»νει ιήν ψυχή καί ιοΰ ο ιιρ ι ϊ ιήν roonr- ρική άνΟρώιιινη ΐουρροπια. κάνονκκ;. ϊίιοι. ιή μέικι ιου νά περνάει ολη «οάν £να<; μεγάλος άναυιενογμό<;». Λύ-
ϊγώ —
132
ιός ό τραγικός βαοανιομός. άνάμεσα «ιιΐ»; καθημερινές ιιρακιικές άνάγκες και οιις βαθύτερες ψυχικές ανησυχίες και αναζητήσεις, μάς δίνεται θαυμάσια μ«- ιό «Ί1- σύχοσε Ποίηοη» (οελ. 188). οιιου, ό ποιητής, ιιάοχον- ιας νά βρει μιά ΐοορικιιιία δυνάμεοιν. μεταξύ βιολογικών επιταγών καί ψυχικών παρορμήοεων, Πλέκει ικΐις είναι άναγκααμένος νά ιιθαοεύυει τήν ποιηπκή έκρηξη, «νά κλείσει αυτό ιό νερό / ιιού κλονίζει ιή οιέρνα ιου σαν Ενας χρυοός / οπασμός ήλιου, οιά βάθη ιου». Ως ιόσο. ιιαρά τήν προσπάθεια ιου να βυθίσει αύιό ιό νε- (» ιιιό βαθιά μέοα ιου. γιά νά μιιορέσει νά οκεφιεϊ καί «ιό ιζάμι ιιοΰ ιρίζει. ιά μαύρο ψωμί, ιή φωιιά. ιό πουκάμισο», ιιράγμαια ιιοΰ ιοΰ χρηάζονκιι γιά ιή ουντή- ρΐ)οη ιής διιιλής ιου ΰιιόοιαοης, θαθελι· νά κί|>όιςι· ιήν άνοιινοή rou μοναχά μέοα (‘ιιιό ιήν ποίηση. Νάνοι, δηλαδή, ή ιιοίΐ)(ΐη ό έργοδόιης ιου καί νά ιής ιΐ|>ουφέμ(Ί ιή ν ψυχή ιου χωρίς καμιά άνιαμοιβή. οάν ί \ ο κερί που λυιίινει μέοα οί· μιάν άνείιιωιη έοωκ-ρική αγαλλίαση. ΟΙ κίνδυνοι ομ«·κ; ιιοΰ μάς περιβάλλουν είναι πολλοί καί δέν αρκεί ή ποιητική άγρύιινκι νά ιούς άνιιμειω- ΐιίοει. Ιΐρέιιει νά|>θπ Ενας ήλιος «νά διαλύσει an ιόν ιον μεγάλο ΈιιιιάψΗ» — καί νά βρέξει άλλα \|>ώμαια». ί ϊς ΐό ιε, όμιι»ς. χρειόζποι μιά ΰδιάκοιιιι ιιάλη μέ ιό Οάνα- m. Χρείάζειαι νά «λειιουργεΙ ή κα|>διά μας μέ φωιιά». ifoiw κι αν Κραιάμε «τιάνια γιομάτο οιό χέρι μας ιό ποτήρι ιής λύπης». Κι σιαν, ό ποιηιής, κου|»άζειαι απ' ού- ιή ιήν αδιάκοπη εσωτερική δοκιμασία, ίίιαν οάν ενας ξένοι; γυρίζει καί κοιιάζει γύ(>ω ιου παράξενα, οά \ά μήν ϊχ ε ι κι αΰιό<: ϋέυη μέσα or ιοϋιον εδώ τόν άιιέ|κι\(ο κόσμο. καλεϊ ιόν άνεμο ναρΟει νά μειριάσει ιήν αγωνία ιου νά βρει και αψ ύ γκ> ή διχασμένη ψυχή ιου:
\ \ · / ΐ |« . -κνη'Λ. zxili'/Λ. ΐφίΓ,ν.ζό κ: χ Ά ρ .Ά έπχντοφόρ: |ΐου. ή
I-V3
• I r.i't.:. lir./.xni ;u /.χ/.·)τιρχ.Ί Ι ;ιίρα \\v j rrt\itpx, -ipxiz όλη ιάν iv a ; μιγάλο; αναστεναγμό;.( . . . )
(3·λ. inr.i
Είναι ιόοη ή καθημερινή σπαιάλη ιής ψυχής, πού ό σύγχρονος άνθρωπος δέν άν ιέχει νά βγάλει ολόκληρο τόν όναοιεναγμό. Πρέπει νά τόν σπάσει οιά δυό. νά τόν κάνει δυο αναπνοές: νά γ ίνπ άνα-οιεναγμύς.
Τέτοια σπαοηιαια, εσωτερικές ιομύς και διακλαόώ- οεις τής ποιηιικής αναπνοής, ιιού δίνουν ευελιξία στό στίχο και μιά ΐδιαίιερη υποβλητική δύναμη σιό ποίημα, είναι πολλά, μέσα υ’ αύιό τό βιβλίο τοΰ Βρειιάκου. ιιού τά νοιώθει ό εμπειρος αναγνώστης οάν εύιυχισμένες μεταμοσχεύσεις ιών καλύιερων έπιιευγμάιων ιοΰ παραδοσιακού οιίχου. πάνω σιόν κορμό ιής νεωιερικής μας ποίησης. Κι άιιό ιήν πλευρό αϋιή ό Βρειτάκος είναι F- νας άπαράμιλλος λειιιουργός που καιαοκευάςα. υυχνά. άρισιουργημαιικές μίνιαιούρες. ’Λναιιλάθει έοωιερικά τό θηοαυρό ιής νεοελληνικής μας ποιηιικής κληρυν«κ ριάς, γιά νά ξειιηδήουυν (ittiaora απ' ιήν ψυχή ιου οΐ νέες μορφές καί οϊ νέες ούοίες, οικος κάνουν οΐ ιιρα- γμαιικο'ι άνανειοιές ιής ιέχνη<;. ο' ολους ιού»; ιόιιους καί ο’ ολες Γκ; Μίοχές. Καί όί ν μιιυροϋοΓ νά γίνει όιο- φορειικά. ο' Γναν ιιοιηιή ιιού πάσχει ιικαιάπαυοιο ν' ά· νακαλύιρη ιή διιιλή ύιιόοιαοη ιών πραγμάίοιν ιιοΰ ψάχνει. Λιιοκ; μάς λέει ό ίδιο»;, νά βρει «ιό νόημα ιού φω· ιός και ιό φώς π>ύ νοήμαιος*.
♦Ό κτνιρικόι; πυρήνας οΰιοϋ ιού μεγάλου ηιιιηιικοό
τόμου, βρίυκεκιι μέσα οκ'ι μέρη εκείνο (δγδοο κοί ενπ-
104
Ill κιιιίι σειρά) ιιού i'x tiu v ιιιλο: «Διάλογος Απόλλωνος καί Διονύσου» κ(Γι «Διάλογος με ιον Κόσμο». Μέσα ο' αΰιά ιά ιιοιήμαια. δί:ν ΰιιάρχη μόνο ιό φώς ιΓ]<; γνιίι- «)η«: άλλά καί ιό θαύμα ι ι')ΐ; αίσθησης, «ή μαγεία ιής ο- (>ασης και ιής άκοής. όπως έιιίοης ιοΰ πνεύμαιος κοΐ ιής νόηοηι:». μέ ιιρωκιρχική κινηιήρια δύναμη ιήν αγάπη και μέ μιά, άιιό μέρους ιοΰ noiiiifj, ιολμηρή δοο και ιιρωιόιυπη άποιίμησή της: ιήν ιιροοθήκη ιης, δηλαδή, οιά ένενήντα σιοιχεϊα ιοΰ φυοικοΰ κόσμου:
Απ' όλα τά πράγματα ~ν> υπάρχουν 3τόν κόσμο γίνεται λόγο;. Λίχι·>; χρώματα, αέρα, χώμα. νερό δ ίχ « ; ήλιο. δέν γίνεται. Λέν γίνεται δίχιο; τά ενενήντα 3τοιχεΙα* κι Ινα ακόμα: άγάπη.Κι αγάπη. Καί πάλι αγάπη —
Γι* δλαδαα υπάρχουν 3τόν κόίμο καί φτιάχνεται
ό λόγο;, αγάπη.Ό \v;vt- |5«λ. 20.1)
"Οσο, όμως. κι αν «γνωρίσεις». ίίοο κι Γιν «αίσι ανθείς», τιοιε. δε θίι ιιεϊς οι ι τελείωσες* hum; εγινες ?νας πλήρης κι όλόκληικχ; άνθρωπος* ιιυχ; γέμισες ιήν ψυχή οου καί χόριαοες Γις αισθήσεις σου. Γιατί,
Τό Ηαΰμα τοΰ κ03μου είναι μια πυρκαγιά πού πηγαίνει 3έ οάΗο;. 11ρο3παΗώ νά 3τό εϊπώ άλλα οί λέςει; μου καίγονται δπιο; τό χόρτο.
Ό ,τ ι μπορώ νά 3θΰ γράψο είναι ελάχιστο.Είναι άπειρο, άγάπη μου. τό άγραφο κείμενο.
"12; ένα μικρό σημείο μπορεΐ; μονάχα. Γι* τδ άλλο γραφή δέν υπάρχει.
11ρο3πα0ώ νά 3θΰ τό μεταδ(ίΐ3Μ 3τί; φλίόε; 3άν Ιννοια. 3άν αίσθηση.
153
>iv 5io;. zxt ό'>ή. s iv iiy.r.r, λάμψη...Τό γ<ό; 5ϊν προφΐριτζ'.. T i oifte; τοΟ xiajiw, αυτό τό ivho; τών ήχων...
Αέ τ>λλχόαίνετχ:...Μ::'Λΐλι:·Η|ΰνο Ι'ρχμ:ιχ ( « λ . 25»I
ίίοιόοο. » Νικηφόρο*; Βρεπάκοι:. ΰοθαίνονιας μέ- υα υκΊ ιψάγμακι καί διϋλίζονια»; σιην ιιοιηιική ιου συνείδηση ιήν άκριΗή ιου»; υύοία, καιόρθαχιε νά έκφράοει ιό έοωκ'ρικό άνθιχόπινο ttatkx; κι άιιό κεί ξεκινώνια<; νά ουλλάΗει rvu ριγηλό μέρο<; «ιιό ιϊ«; διϋοιαοικ; καί ιοΰ Υ»'»Ι mu not; <i{,rnt(Kiou)u κόσμου:
Ύπϊρχ*:; /.at *ίρι:; πΓ«; ϊ / t : τό δίΟ&ί -.'Λ άνΟρώπν; ό /Λ3μο;' κ:* ό άνβρωπο;
τό όάΗο; τνϊ x4y,tv>.ο ι : . 2*01
Ί Ι άγάιιη κοί ιό ψ«κ; rlvoi δυό Oriii-λιακά ουσιαιικά ιή ς ιιοιηιικίμ; ιού Βρειιάκου. ‘Ακόμα καί οιΐς πιό οκλη- ρέ<; ''κ)κΐ|κιοίι·(;, ciuiv i)f>0uv top*·; που εμεινε «με ιή φι· λκι ί:νό<; δένΐ|>ου». ιόν ήλιο δεν ιόν άιιο\ο>ρίυιηκΓ ιιο-ΐέ :
ιό ν y .-Λ τόν ϊ ϊ , .χ 'χ ;ΐ4 ΐι ιτό όΐρμϊ μου. κάτω ir.' ~ϊ viy/.x μου.
Μ’ χΰτόν ίχ«ιι φτ·.ΐ;ί·. χυτό τό χρυιό Βΰχγγέλ’.ο ~οΰ τώρχ χρχτΐ; ϊνο'.γμίνο φιλί ΐναγνώιτη. μ*; ?τΐ; κχλχμι; tv i.
h O . 369)
Μπκι οιήν ιιοίηοη ιού Νικηφόρου Βρπιάκου. ιό (|χΐκ; παίζει οϋοκκΜίκό ι>όλο. Καί δέν πρόκειιαι γιά ιά φώς έκεϊνο. που ιό θαυμάσαμε κάποιε μέσα σιήν ιιοίη-
ΙΓΛ
οη ιοΰ Έλύτη (ϊνα έκτυφλωτικό μεσογειακό ψώς. πού διαχέεται πόνοι οιίς επιφάνειες ιών π|Ηΐγμάτο>ν. δημιουργώντας χρηματικές μυΟοεικόνες) ύλλΰ γιίι Ρνα δλλο άποκαλυιιιικό φώς, ποΰ δέν αντιλόπη· οιό <ίιιι-)[>ο. γιο νή χαθεί τελική μί«χι οέ ήιτοΗευιτικές ήναδιιιλώαης. ό.\- λά εΐοδύει. ουλλέγη κοΐ ήποκρυσταλλώνη. »' ί?ν*ι λιιο ΠΓρ(γρ(ΐ)ΐ|Ηΐ μομφής. τίς πιύ ιτυκνές Fvvoiti; ιών ιιρπ- γμάιων:
Κάτ·. Ι/ουν τά πράγμχτχ γύρο» μ»; όλχ νχ μά; ποΰν* ατή γλόπαχ του;. Λ:/ι·ι; χϋτχ τχ αυγκλϊνοντχ φώτχ. τού; ή /ου ; πού πέφτουν απ' 2/.χ τχ τημ ιϊζ καί μχ; ^ομόχροίζουν τήν ΰπχρς»,. ίϊιρ ίουν 5τί; ρ:ζ*;. 5ϊ Ιιάχχμί χύτή τήν πλτ,ρόττ,τα.
*()λβ;ό κόομο; τριγύρο» κ: χπάνοι μχ; «·νχ·
μιά y/.waax άπχιράρ'.θμτ,’*» Ι ϊ ι /.. i s l i
Άπύ ?να τέτοιο αποκαλυπτικό φωττομύ άναδι-ικνύ- ovrcii αδιόρατες ομορφιές ιιοΰ ποιί· δέν είχαμε φτινια- ο ι γ ϊ πιίκ; |»nof>f'· νή υπάρχουν. Κι Γιν ό “Γ,λιοι Ηαυμά- ζεται γιατί άξιοηοίηοε, αισθητικό, ιήν άποκρυυυιική όψη τής ζωή*;, δίνονιάς μας ολυ και πιύ ζοφερές παραστάσεις τοΰ κόσμου, ό Βρεττόκος άΓ,ίζει τό θαυμαυμό μας, γιατί άξιοποιεΐ τίς όμορφιέ.ς τής ζωής καί το θαΰ- μα τοΰ κόομου; χωρίς νό μάς διαλύει έσωτερική καί νή κλονίζει τήν πίστη μας οτίς όκαιόλυτες άνθρώιιινες ά- Γ,ίες:
Τά υπάρχοντά μου *1ν*ι 5λο; ό κ03μο:.Τά μχζιύοι ι ' χύτό τό 6ι6/.·ο /xW>; ό τσοπάνο; τ' άρνιά του βταν πέφτ*·. τό ίούρουπο ττλ λ:6άδ·.. '*0/·. πώ ; βράδυχίί. άλ/.χ
1 "
είνα; Ηεϊε; os μ ίρ ε · |ΙΧ; , 0ί - ου ίι Ηεϊα"ζ λεπτά. ν. στ·.γμε; -ου;. Κ·. Ιγιο 5i Ηυμίμαι καλά. 3μω; ϊχ«ι. δέν ς£ρω
τήν εντύπωση πάντοτ» πώ ; κάποιο; μοΰ ζήτησε v i όμορφύνω τόν κίσμο.
II : . ν . ί , (;·/.. ·»μι
Κι αύτό δέν είναι υπερβολή. γιο ι ί ό Βρεπάκος rival, Ιοϋΐς. ό μόνος ποιητής μέοα οτή νεωιερική μας ποί- ηοη πού βαδίζει μέ μια καταπληκιική οιγουριά. "Ενα αΐοθημα αύτογνοχιίας. πού μόνο οέ ξεχωριστές φύσεις τό συναντάμε, ιόν όδηγεϊ εκεί που τ ι ρ έ π ε ι καί ώς έ- κεϊ πού μ π ο ρ ε ΐ : Νά γιατί, 8 πομ; άνάφερα ιια|>απάν(·ι. δέ νοιώθει τήν ανάγκη τής προσαρμογής οέ ξένα κλίματα, γιατί ό ίδιος δημιουργεί Ενα δικό του κλίμα, μιά βιοθεΐϋρία. ιιού μπορεΐ νά μήν είναι ή καλύτερη, είναι ομοις μια βιοθεωρία έν κινήσει που πηγαίνει πρός τύ κα- λύτε|Κ). (ΐφοΰ ό ποιητής, μέ. τήν ποιητική του ειλικρίνεια. ιολμάει νά μάς ομολογήσει:
Αέν είμαι γενναίο;. Αέν είμα: άφοϋ δέν Ξέρω άπό φό6ο. ΙΙήρα μ:ά φούχτα σκοτάδι καί τόψαςα, είδα, δέ βρήκα σκοτάδι. Βλίποντα; πριν άστράψει τό φώ;, κατόπιν τό φώς, δέν κλείνω τά μάτια μου όταν άστράφτει.
Έ χ ω στά χείλη μου χίλ ια σπαθιά, ποΰ άνοίγοντα; σκίζουν σέ χ ιλ ιε ; άσύνδετε; νησίδε; τή νύχτα. 'Ο λ ε ; τ ί; οια- τ α γ ί; μου τί; γράφω σ' :να χαμόγελο.
II si γενναίο; άπ’ τήν άγνοια - δπω; τό φώ; ποΰ πίφτει στό όάραθρο κάτω, χρυσώνω
158
Μχζϊ με τ' χστεριχ. γράφω τόν κύκλο μου.<ι Κ-Ικλο; -.1,; Il·**»*; ( « λ . ’ till
Mi· τήν αΰιογνωοία καί ίο αΐοθημα εκείνο τής εσωτερικής πληρότητας κινόπ ό ποιητής να μάθει τήν «απειράριθμη γλώσσα» τοΓ» κόομου, χωρίς πουθενά o' αύτύ τύ ταξίδι νύ διχάζεται ή συνείδησή ίου ή νά περιπλανιέται ή ψυχή ιοιι οί: σκοτεινούς κι ανήλιαγους διαδρόμους. Είναι ιόοο γεμάτος άπύ τήν αρμονία τοΰ ούμπαντος. άιιύ τούς ήχους καί ri<; μελωδίες πού εκπέμπουν κι ιιράγμακι, ωοιε δεν προφταίνει νά συναθροίζει, νά συναρμολογεί καί νά έκφράζει. Είναι τόσο πυκνή ή κίνηση τής ζωής, εχει τόσο μεγάλο νόημα ό κόσμος κι είναι τόση παρηγοριά γιά τύν άνθρωπο, νά βλέπει καί νά θαυμάζει τύν αέναο στρόβιλο τοΰ φωτός κα) τύν άσύλληπτο όργαομύ τής δημιουργίας, πού δλα τοΰ το δέν τόν αφήνουν ιιοτε στή μοναξιά* δέν ανοίγει καταλυτικά βάραθρα μέσα του ή αγωνία.
Μιά τέτοια αϊσθηση τοΰ κόομου καί τής κίνησης τών πραγμάτων, έκφράζεται στό τελευταίο μέρος τοΰ βιβλίου πού έχει τίτλο: «Ή Ειρήνη "Ερχεται οτόν Κόσμο».
Σ 4 ; χωρίζει Ινχ αόρατο χάσμα άπ’ τόν κόσμο.Σ ά ; διέφαγαν πράγματα. Λέν τάχετε δλα λογαριάσει καλά, δέν τάχετε άκούσει, δ ίΐ, 530 πρέπει. Γ ι' αυτό καί 5άς φαίνεται τόσο παράξενο, πού κλείνω, άνοίγω τό παράθυρο κι άλλο δέν 3ά; λέω μέ τά χείλη, τά χέρια, τά μάτια:
«Ειρήνη!-ΕΙρήνη λοιπόν
ιΐναι δ,τι συνέλαβα μέ; άπ’ τήν ϊκφραση
τό στόμιο τοΰ χ ίη . Λεν είμαι γενναίο;.
139
ν.αί μ ί ; ϊ~ ' τήν κίνηση τή; ζω ή;. Kal Ειρήνη- είνχ; κάτ^ όζΒΰτερο i~ ' αύτό ποΰ έννοοΰμε στί; μερε; μα; οτχν oiv γίνεται πόλεμο;.Κίρήνη είνα: οτχν τ' άνΗριόπου ή ψυχή
ψυχή μέ: στόν άνθρωπο.
ΓΓ αϋιύ κι ό ιιοιηιής, ριΐ|>οοτο ο’ «α ύ ιι\ τις Οιϊες σελίδες» ιών ιιραγ|ΐόιων. |ΐιΐ|>οοι<Ί ο’ αΰιί| τή «ζωγραφισμένη μουσική» ιοΓ» ούμιιαντος. ivoiiuor, (Ίπύ ιίι μι- κρά ιοί) χρόνια. |ΐκΊ άκατανίκηιη έλξη. Κι ήιιιν τόση ή καιάιιληξή ιου για ιύ ζωνιανύ καί τύ ιΐ(κιγ|ΐοιικό. γιά ο.ιι άιιαριίζει «ιή<; γΓ)<; τύ ιιοίημα». ιιού ή αγρυιτνη έ- ιιικοινοινία ιο» καί ή ακόρεστη δίψα του να τύ γευτεί και νά ιύ εννοήσει, ιιεριόρισε. αν δέν έξαφάνιοε όλύ- τελα. ιύ μεταφυσικό ρίγος της ψυχής, πού τώρα πλέον δέν τήν «ΰιιερκαλύπιει ό θάνατος», γιατί απαλλαγμένη (Ίπύ τις έιιαναστατικές εκρήξεις τής νεότητας, στρέφεται πρύς άλλες κατευθύνσεις: πρύς ίνα ύπε|>ατομικύ σραμα ζωής και πρύ<: μια πλατύτερη ανθρώπινη καί κοσμική ισορροπία. Λύιύ τύ τιλατύτερο όραμα είναι ιιού τύν υποχρεώνει νά αντιστέκεται καί νά διαμαρτύρεται μπροστά οτίς παράλογες πράξεις καταστροφή*; και στους κινδύνους διαταραχής τής παγκόσμιας άρμονίας. Κι υστέρα άπύ τήν ανακάλυψη τόσης απροσμέτρητης ομορφιάς, δπο>ς αύτής πού συναντήσαμε σ’ δλη τήν έκταση τοΰ βιβλίου, ερχεται ό ποιητής μ’ Ρνα έπιλογικό. θά «> λεγα, ποίημα, τήν «Αυτοβιογραφία», νά προσθέσει, κοντά στήν έκπληξή του γιά τό θαΰμα τοΰ κόσμου (μιάν Ρκπληξη πού κινάει άπ’ τις πρώτες υπαρξιακές του ρίζες κι άιΓ τήν πρώτη του έπαφή μέ τύ φως) καί τήν τραγική ιου διαμαρτυρία:
Μή μοΰ ξεσχίστε αύτέ; τί; f!*U; σελίοι; ποΰ τις γράψανε τ ' άσϋλλτ,πτο φώ: ν.·. ό ασύλληπτο; χρόνο;
im
χ ι δπου σταθώ μέ περιβάλλουν. Μή μοϋ σκοτώσιτι τή ; γ ή ; τό ποίημα!( . . . )
’Αφήστ* μας τά πράγματα. Μή μάς τ4 κα ΐτι.'Α φήστι τά Ιντομα v i βρίσκουν* τ' 5νθη του;
ΜΗΝ Α ΓΓΙΖΕΤΕ!
’Αφήστ* αΰτόν τόν δμορφο κόσμο v i διαιωνίζιται άνακυλώντα; τό αύριο μέ; στί; πηγές του, δπω; τόν καιρό πού γιννήβηκα, προαιώνιος καί νέο;, σά ν' άναδύίται, κάθ* πρωί, γιά πρώτη φορά, μές άπ' τΙς ρόδινι; γάζ*ς τής γέννας του.Σβήστ* στόν ήλιο τήν κακή φωτιά.
Μή μάς σκοτώνιτι!Αύτοί’.ογριφΙα■ ( « λ . 2ft, ‘29, 30)
'() Νικηφόρος Βρεττάκος, μέ «Τό Βάθος τοΰ Κόσμου» καί μέ τήν έπιλογική του «Αυτοβιογραφία» δέν κατέ- κτηοε μόνο μιάν άπό τίς υψηλότερες κορυφές ιής σύγχρονης έλληνικής ποίηοης, άλλά συνέταζε, γιά τούς νεότερου»;, κι Ρναν κώδικα έφαρμοσμένης ποιητικής, ιιού άποδεικνύει πόοη αφαίρεση καί αυτοθυσία, πόοη έ- οωτερική ζύμωση χρειάζεται ό άληθινός ποιητής, δίαν πάσχει, δχι άπλώς νά απαριθμήσει συναισθήματα καί διαθέσεις, άλλά νά ξεπεράσει τά φυσικά έμπόδια, νά άνακαλύψει καί νά καταγράψει τό μυστικό γεγονός: τή μοναδική καί τήν άνεπανάληπτη κίνηση τής ψυχής που περιέχει τό τελειωμένο ποίημα.
11
1ΘΙ
ΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ* ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ* ΒΡΕΤΤΛΚΟΤ
«Έγώ τγινο « Οάναιος. /-γιΐ» είμαι καιαοτροφέας» — όμολόγηοε. ιΐ|)ίν άπό είκοσι Χ|>όνκι. οέ μια κρίση ουνει- δήοεοκ;, ό ούγχ|κ>νος "Λμλετ τής Έπιοιήμης, Ράμπερτ Όιιιιενχάιμερ. καθιΐκ; θυμήθηκε τάιε «δυο μεγάλες μέρες ιής ζωής ιου»: ιή Ιβη Ιουλίου 1945 πού δοκιμάστηκε μέ επιτυχία οιήν έρημο ιοΰ Νέου Μεξικού ή ιΐ(κύιη άτομική βόμβα, καί τήν 6η Αύγουστου 1945, πού Ρν« αμερικανικό ύιιερφ[κ>ύριο, εοπειρε τό θάνατο καί τήν ιια|κιμόρφ<ι>οη. οί: έκαιόν ιιενήνια χιλιάδες ψυχές τής μαρτυρικής Χιροσίμα.
Αύτό τύ τραγικό, «έγώ £γινα ό θάνατος», άκούοτη- κε τότε οάν £κρηξη έοωτερική, πού ό ήχος της προκά- λεοε εκατομμύρια άλλες εκρήξεις οτά άνθρώπινα υποστασιακά θεμέλια. Τό καθολικό πάθος, άπ* τή μιά, πού έπαιρνε τή οκληρή έκφραση τής κατάρας καί ή άτομική δοκιμασία τοΰ επιστήμονα, άπ' τήν (ίλλη, πού ομολογούσε τό μεγάλο έγκλημα, πέρασαν μέοα άπό τήν πνευματική συνείδηση τοβ ποιητή καί πήραν τήν έκφρασή τους σ' εκείνο ιό συγκλονιοιικό γράμμα «Στόν Ρυμπερτ Όππενχάιμερ* (1954).
Ό Νικηφόρος Βρεττάκος, αρχίζει τή δραματική του σύνθεση μ' Ρνα πυκνό λυρικό πάθος πού διασπΰται οπ>
Μ»
ουνειδηοιακό ίου πυρήνα. κορυφώνπαι καί πάει νό ουν- ιρ ίψ η τον έιικπήμονα. Κουβαλώνιας οιήν ψυχή ιου ιό θείο μίσος ιών συνανθρώπων του. rpxrin i νό δικάσει, χωρίς κανένα Γλεος, τήν προδοσία ιοΰ «νεύματος. Κι αυτό. τό πνεύμα, πού δεν εγινε Αστέρι όλλό νΰχ«ι Εφιαλτική. δ£ν δικαιούται συγγνώμης:
Είμαι 2 να; δραπ ίτη; άπ ' !λα τά βασίλ<ια τί,; γ ή ;."Εχω μέσα )ΐου τήν πατρίδα μου. Κ; Ιχω |ΐέ ; στήν καρϊιά μου
τού; άνθρώπου; άπ ' 5λα τά έθνη τή ; γ ή ;. Σ * ; τοΰ; ϊφ ιρα! ’Εγώ 34; τοΰ; Ιφ ιρα, φίλι ’Ο ππινχάϊμιρ!
Στριγγλίζοντα;οί φωνέ; του; γυρίζουνι πάνω άπ’ τόν ύπνο σα; καί μέσα
στ4ν ΰπνο σα;, κρέμονταισάν χλωστέ; χιραυνοΰ στ' άπροστάτιυτα τζάμια σα;, κόβονται άπότομα σέ σήματα μ4ρ; χαΐ σκορπίζονται
στ4 στερέωμα σπαθίζοντας μέσα στά μάτια σα; τ4 παράπονο
τοϋ άίιλφοΟ σα;.
Χτυπάμε τήν πόρτα σα; καί περνάμε Ινα ; - Σνα;καί πάλι γυρίζουμε καί πάλι χτυπάμε καί πάλι καί πάλι.
ούρέ; άτελείωτε; μετρήστε μα;, φίλε 'Ο ππινχάϊμ ιρ , μετρήστε, νά ξέρετε πόσες είναι πιρίπου ο! στρατιέ; soΰ προορίσατε
γιά τ4 θάνατο.ΙΙροσέξτε μ*, ίχ ι , ιΐμαι αΰτ4; ποΰ Ιπίζησε,
φίλι Ό ππενχάιμερ Τ ά χέρια μου καί τά πόόια μου τάχο> ξεθάψει
άπ’ τή Χιροσίμα.Τά χείλη μου γίνηκαν σκόνη καί πέσανε.Μόνο τ4 στόμα μου Ιμε:νε ν' άνοιγοκλείνει.
164
Τ' ίττ.ρτ >y/t aiv Ϊ30«:*·);ιίνο zpiimr.t,δέ μποριΐ ~·.χ νχ χ/.χψΛ. vi γ*/.Χ3»·.. ν ίχ ιι ivx ίνομχ.
'ίίοτόσο. ό ποιητής, δε θά μπορέσει νά κραιήοει ώς τό τέλος ιό θείο μίσος τών ουνανθρώποιν ιου. θά στρέψει μιά στιγμή ιό βλέμμα και πμός τόν «άτυχο Προμηθέα, ποί» τοΰκλεψαν to φώς άιιό τά χέρια του* καί θά νοιώσει συμπάθεια καί συνενοχή. Γιαιΐ δέν είναι Ενας αθώος, Ενας άπλός άνθρωπος, σαν κι αυτούς «ιιού ό θεός τούς γυρίζει ιά φύλλο ιών ήμε(χ7>ν>. Είναι ό ιινευμαιι- χός άνθρωπος, ό βεβαρημένος μέ παραλείψεις, αν βχι μέ προδοσίες, καί ή ευθύνη ιου, άπέναντι στό συνάνθρωπο, είναι έξ ϊοου μεγάλη. “Ειοι. θά τόν δούμε, υιό δεύτερο μέρος ιού ποιήματος, νά καιεβάζει ιόν ύψηλό ιύ\Ό, «ν' άδειάζει άπ’ τήν καρδιά του τά πλήθη» καί νά περνάει οιήν Εξομολόγηση ταυτίζοντας τή συνείδηση ιής Ενοχης επιστήμης μέ ιή δική του. Παίρνοντας τώρα θέση ιιλάι σιό έδώλιο ιοΰ κατηγορούμενου, ιόν άκοΰμε νά ομολογεί πώς δέν είναι βξιος ν’ άντιιιροσωπεύει «ιό θείο μίσος τών συνανθρώπων του», γιαιΐ σ’ αύτό ιόν κόσμο «δέν Εκανε τίποτα γιά κανένα*. Δέν ιπιόρεοε νά συντρίψει, όκόμα, τό πήλινο έγώ ίου, «πού κομματιάζει τήν ένόιητα, σκοτώνει τήν άγάπη».
Σ ιό τέλος, ιή συγγνώμη άπ' τό συνάνθρωπο, δέ θά τήν επιδιώξει, ό ποιητής, μόνο γιά τό σοφό έπισιήμονα, ιιού τόν βαραίνει ιό άποτρόπαιο Εγκλημα τής Χιροσίμα, άλλά και γιά ιόν Ιδιο ιόν εαυτό του. πού δέ νοιώθει ά- θώος κι αμέτοχος στήν προδοσία ιού πνεύματος. Μένοντας, σέ μιά δική ιου στιγμή, ένώιιιος ένοντίοι, θά «έπω- φεληθεϊ ιήν ώρα τούιη νά κριθεΐ μαζί ιου» καί νά πάρει στά χέρια ιου ιό κεφάλι ιοί) συνανθρώπου μας / νά βρέξουνε τπ μάιια ιου, όλη ιους τή β(κ>χή, οιό ιιρό- «κοιιό ιου*. έιιικυρώνοντος τήν αρχική ιου διαπίοιωοη,
1β5
«ώς «ή άλήθηα |ΐας είναι βαΟύιεριι / ή αλήθεια μας δέ λέγεται μι: λόγια, άλλα μέ δάκρυα».
Λύτός ό έξομολογητικός ιό vex;, ιιοΰ κυριαρχεί οιό δεύιερο μέρος τοΰ ποιήματο<;, δέν περιορίζεται οη'ι ίίρια μιας αυτοκριτικής. δέ μένει ?να ουγκινηιικό, «ενα μεγάλο Γ,έσπαομα ειλικρίνεια»;». οποις ομολογεί ό ποιηιής— μα παίρνει μέσα μας πλατύτερες διαοιάοεις. Σκάβει οέ βάθος τή συνείδησή μας και φέρνει οτήν έιιιφάνεια τήν καβολική πνευματική εύθύνη. Ή τραγική ομολογία ιοΰ ποιητή, επενεργεί κατά τρόπο συγκλονιστικό στό θυμικό ιοΰ άναγνίϋοιη. Πέφιει, «οά μκ'ι φωτεινή βροχή μέσα μας και ξυπνά / ωραίους άνιίλαλους» ιιού «κάνουν τήν καρδιά μας νά τινάζειαι / ο’ εκατομμύρια άστέρια ιιού πηγαίνουν χαμένα».
Ό Νικηφόρος Βρει τάκοι;, μέ τό Βαθύ καί ουσιαστικά του λόγο. «Σιόν Ρόιιπερτ ’Οππενχάιμερ». καιύρΟωσε, ΰ- περνικώντα»; τόν κίνδυνο ιή»; ι:ιιικαΐ|>όιηιας. νά μάς ά- ποκαλύφει μιά τραγική ιτιυχή τής <ΊνΟ|χίιιιινΐ|<; «γωνία»;, αρχίζοντας από τήν υψηλή δράμαιική εΓ,αιχιΐ) καί κπ- ταλήγονιας σιήν ιιιό χαμηλ('χρ<ιΐνη έξομολογηιική ομιλία. Τό ποίημα αΰιύ, κεί>δισμένυ μέ πνευματική οδύνη, ξεπέρασε τή οιτιθοβολή ιοΰ ιυκετυΰ κι εγινε μιά καια- ξιωμένη δημιουργία.
Στό ποίημα, «Ή μηιέρα μου οτήν εκκλησία» (1957), πού άρχίζει. λέ»;. άιιό εκεί ιιού τελειώνει ό «Όππενχάιμερ». δηλ. άιιό ιό χαμηλό έξομολογητικό ι»>- νο, κυρίαρχε! ή γνωοιή άρει ή τού Βρειιάκου: ή άρε- τή τής πραότητας./Ο ιιοιηιή»;, επιχειρεί νά ιιραγμαιό- ττοιήσει τήν επιθυμία πού έξέφρασε οιό δεύιερο μέρος ιοΰ «Όππενχάιμερ». Νά ικιει «νά κουλουριαιπεϊ πάλι οτό ιιατρικό του χώμα, ποΰναι σπαρμένο άιιό κόκκαλα καί διαθήκες». Νά νοιώσει οιό κορμί του τό ζεστό μητρικό βλέμμα, τήν καθαρή εκείνη ματιά, ιιού κοιτάζει τύν ή
JfiH
λιο και «ιόν φανιάζειαι άγάπη πού ανατέλλει οιόν ουρανό». Ανακαλεί οτή μνήμη του ξεχασμένες παιδικές παραυιάοεις. Ή ζωγικιφική του φαντασία ταξιδεύει οιύ νοοταλγικύ ιιαρελθόν, «έκεϊ που Λλα γ ίν ο ν τ α ι φρέσκα, δλα δείχνουν αλλιώς». Έκεΐ πού ή ανθρώπινη αθλιότητα συμβαδίζει με ιήν ειδυλλιακή αίσθηση ιοΰ κόσμου και διαιηρεΐιαι μέ ιήν αρχέτυπη αγνότητα, στ ή ουνεί- δηοη τής μητέρας. Ό ποιητής, μας μεταφέρει ενα κυριακάτικο ιιρωινΰ οιύ χωριό του, ιήν ώρα πού ή μητέρα του, «καθαρή σάν άυιέρι / παμ’ ολα ιης τά μαύρα», έιοιμάζειαι να ιιάει οτήν έκκληοία. Μέ μιά θαθύλαλη λυρική ομιλία, μας σχεδιάζει τή μητρική φιγούρα, ειοι καθώς «λιγνή κι ύψηλή, μοναχή μες οιή λύπη της / κοντοστέκει υιό κεφαλόσκαλο, στρέφει τύ ιιρόσωπο / άναοηκώνει ιή μπόλια της και χαίρεται πάνω της / τήν ιάξη ιού κόσμου».
"Ομως, ό ποιητής, ιια|>ά ιήν επιθυμία του, δέν μιιο- p d νά υιαθεΐ περισσόιε|>ο σ’ αύιές εδώ ιΐς αγαπημένε»; μνήμες. Δέν μιιορεΐ ν’ απαλλαγεί άπ’ τύ βαρύ ψυχικό ιου φορι ίο. νά ξεκόψει, ευιω και γιά λίγο, άιΓ ιόν κόσμο πού ζε! καί νά ξαπουιάοει μέσα οιά αθώα μάιια τής μηιέρας / δυό μάιια ιιού δλα ιά βλέπουν αγάπη / γιαιι οτήν αλλη δχθη ιοΰ κόσμου, δεν είναι ολα ιά πράγματα άγάιιη. Ύιιάρχουν έκεϊ οΐ θερμοπυρηνικές δοκιμές, «ιά οχέδια ιής Οΰε.ΐλας ιοΰ αιώνα μας», ιιού έχουν σκάψει ιό ιιρόοωιιό ιου και ιβχουν γεμίσει «οπαθιές οριζόντιες καί κάθετες», πράγματα πού ή πρωιογονική νύηυη ιής μηιέρας ιου δέ θά ιά χωρέσει ποιέ. Γιατί δέν ξέρει, ή μητέρα ιου, ιιόσος άγώνας .χρειάζεται γιά νά κρατήσεις μιά σημαία οιά χέρια σου, δέν ξέρει ιί θά ηεϊ νά ιιαλεύεις «λάμψη ιΐ|>ός λάμψη» γιά νά έμποδί- σεις εκείνου»; πού μελειοΰν «νά ισακίσουν ιή |>αχοκοκ· καλιά ιής ανθρώπινης ευδοκίας» :
167
Κοιτώντας τόν Πχντοχρχτορχ δέν ςέριι ή μητέρα μου.Λέν ύποψιάζ*ται πώς 6 ΙΙαντοχράτορας βρ ιτ/ιτα ι μέσχ στόν άνθρωπο, πώς tlvxi άπ ' τό χέρι του πού χρέμοντχι δλα xxl πώς, αύτή τή στιγμή, δλόχληρτ) ή γ ή ; δέν ιΐναι παρά Ενα μιχρό Ν χγχχβάχι.
Γυρνώντχς τό δλέμμχ της χοιτάζιι Ενχν- £ναν τούς γιρασμένου; αγίους σά v i ψάχνιι νά, βρ<1 μέ ποιόν μοιάζιι ό γιός της.
I Μΐ7θχλ(ίν(ΐ τχ μχτιχ της χχ ί θυμίτχι...Μέ θυμ ίτχι |ΐωρό v i σκαλώνω ατό στήθος της, δπως δ μ*τχξοσχο>ληχχς στό θυμάρι, f
Ά λλά τί έπιδιώκει ό Βρετιάκος. |Γ αύιή ιή μικρή δραπέτευση στό πατρικό χώμα; Κι εκείνη ή αντιπαράθεση ιής βιβλικής μακαριότητας μέ τό δικό ιου όνειρο, Ενα δνειρο που «συνεχώς τό διακόπτουν οί έφιάλιες», σέ τί άποσκοπεϊ; Μήπως σέ μιάν ανάκτηση τής χαμένης μας άθωότηιας ή σέ μιά σύντομη καταφυγή, σ’ 6να ευεργετικό αναβάπτισμα στίς καθαρές πηγές καί στίς αΙώνιες ρίζες, πού θά ιοΰ δώσουν κουράγιο νά συνεχίσει τήν όδοιπορία του; Ό ποιητής, άκόμα κι δίαν νοιώθει ξεριζωμένος, άρνεϊται νά παραιτηθεί ή ν' άναχωρή- σει. Κι δς κυλάει, συχνά, σάν <£να φύλλο πεσμένο στό ρεΰμα τοΰ κόσμου». Εφευρίσκει πάντα δεσμούς καί έπι- νοεί άνιιστάπε»ς. / ’Επιδίωξή ιου, νά μεγαλώσει ιά Ορια, νά ξανοιχτεί οέ ευτυχισμένα ξέφωτα, νά πιάσει τόν ήλιο στά χέρια του καί νά ιόν κάνει χρυσό δαχτυλίδι «ώς νβτανε ν’ άρραβωνιάσει τάχα τήν ειρήνη ιοί* κόσμου μέ τήν ιστορία»./ Και θά κλείσει τό ποίημα μ' Εναν πλατύ αίσιόδοξο όραματισμσ:
Λέν ςέριι ή μητέρα μου πώς ϊρχοντχι άλλοι πιό ώρχίοι χαιροί.
m
Ilm; λίγο μετά τήν αγία τη; κοίμηση. πανκι 7' £vx ·ι:·/.ρ4 φύλλο δάφνης κομμένο άπ' τό σώμα μου κομμένο απ' τά χέρ·.α μου πού θ' άνθίσουν ταυτόχρονα Γιο»; μέ τού γιοϋ τη ; τήν αναχώρηση τότε θά 'ναι περίπου, ποΰ άναόρύζοντα; 5λε; οί κρυμμένε; πη γέ;. θα 5·.ασταυρώσουν τή 5ό;α του; πάνιο απ ' τήν έρημο. Ιΐοΰ θ ' άνοίςουνε ϊλα τά παράθυρα. Ό λ ε ; ο: t .m rc ;. Καί θ' ανοίξουν πόρτε; στόν ουρανό καί πορτε; στή γή.Urn; αύτό τό στερέωμα, λίγο π:ό ύστερα, θζ κρέμεται πάνω απ' τή γή ;. or.<o; ϊνα στεφάν. απ' τα π·.ό ίμορφα λουλούξια τού Μάη.
Λΰιό ιό κλείοίμο απουσιάζει άιιό ιήν ιιρόοφαιη έκδοση ιών απάντων ιοΰ ποιη ι ή — μιά έκδοση μέ πολλές αφαιρέσεις κ<» ουμπυκνιίισεις — κι αύιή ή απουσία θά μποροΰοε νΰ πάρει Λχι μόνο αισθητικά άλλα και αναθεωρητικό χαρακτήρα. Λες καί οιαπίσι<ικ»ε ό ιιοιηιής, οέ μιά κρίσιμη καμπή τής ζωής ίου. πώς είναι έξω απ' ιά πράγματα μιά τόση αισιοδοξία, άφοΰ ό άνθρωπος δκΐ(>- κώς Απομακρύνεται άπ’ ιό φως και η γή μας «έχει πε- ριπέσει σέ χέρια δημίων». Σ ' αύτή ιήν περικοιιή πρέπει νά ουντέλεσε καί ή ψυχική δοκιμασία τού ποιητή, σιά χρόνια τής αυτοεξορίας του. ποΰ τόν οδήγησε οτά πικρά ιιοιήμαια τοΰ ιρίτου τόμου τής «Όδοιιτορίας* (1967 - 1970).
'Ωστόσο, ή πίυιη και ή θρησκευτική προσήλωση ιοΰ Βρειιάκου υιό <ρως, μέ άλλες ιώρα πιό ούαιαοπκές διαστάσεις. παραμένει ακλόνητη. Γύρω άπό δυό πάμφωτους ιιόλους. «ήλιος - άγάπη». μέ ιό φυσικό καί ιό ήθικό μεγαλείο τους, περιστρέφεται, μέ μικρές εφιαλτικές διακοπές, ή λυρική ιοιι ιιορεία. Απόδειξη τό τελευταίο υμνητικό τραγούδι του, «'Ωδή οτόν "Ηλιο» (1971). πού μας ξαναγυρίζει οιις παλιές λυρικές ιου πηγές, καθώς
169
άκοΰγειαι δοξαοιικός νά βγαίνει εξω chi' ιό μαρτύριο ιής εξορίας καί ναρχεται νά ουναντήοει ιόν ήλιο ιής πατρίδας μα(;. «ρίχνοντας μια γέφυρα / ιιάνο) άιΓ ιά κεφάλια ιών κακοποιών» :
( . . . ) Μοϋ ίίνχι άρκιτόνάσχι zt'j στ4 στιρέωμχ ·/.: ΐγώ 5ρθιο; xiti·) χπό σίνχ καί
νχ χχίρομχ: τή ψΜ-·Λ σου t.v'j ϋπήρς» τή ; xxpo ti; κχϊ τού νοϋ μου ή πηγή, πού μοΟ επιτρέπουν νχ οιχπλεω τή μοιρχ. νχ ςεόγχίνω - χ ν ο χπό -τ, φΒορχ μου. ΙΙού μοΰ οίνουν κχϊ τήν ιόρχίχ έλπίοχ πώ ; μπορε! ν" χφή3W. γ ιά πολλά μάτιχ χγαπητά μου τού μέλλοντο;. ένα μικρ4 φοιτχκ: κρεμασμένο στ4ν λυχνοστάτη Τχύγετο. 'Αλληλούια.
lUpvx; απάνω χπό μια μάχη. ή πάνω χπό £νχ γκετο κχϊ νομίζει κχνεϊ; ότ: στε/.εσχ·. λίγο.ΙΙερνχ; χπό τί; φυλχκέ; κχϊ ρίχνει; χ - ' τχ κάγκελχ μεσχ του; ενχ σιωπηλό όλίμμχ' κχϊ οί ποιητέ; ςεροντχ; πώ ; οέν έχει; χερ: οΰτε φωνή οί γρχμμχτει; σου είνχ:. Άλληλούϊχ.
’() Ηρπιάκίκ; άμφιοβήιηυι- κάιιοιr ιή ν ύπαρξη ιής ανθρώπινης μοναξιάς. Κι αΰ ιή ιή ν άμφιοβήιηυη, ιήν ιροφοδύιηοε μ»; ιύ φώς, πού οίκος λέει ο ιή ν «Οδοιπορία» ιου : «είναι μιά πα|>ουσκι / (·,ιΐχκι ιό φώς. είναι ίνα ς υΰνιριχρυς. Ξεπερνά τις γυμνά ; επιφάνειες κι είναι γΓ αϋιό ιιού ενώ / με ιιονοϋοεν ή μοναξιά, ιήν όμφιοβήιησα».
Σ ιύ μεγπλϋιερ» μέ(χχ; ιής |ΐακ(κι<; λυρικής ιου διαδρομής, κιξιδεΰει or εΰτυχιομένα ξέφωια καί υε εκ- ιάσεις φωτεινές. άπαοΐ|>άπτουϋες. Και οϊ επιφάνειες αύ-
ΓΟ
lit;, rival, γιά ιόν ποιη if), «ιύ (kiOix; ιών ιιρπ γμά (ι·>ν άνεοιραμμένων*. ΓΓ αύιό καί ή ύικιΐ)ξιακή αγωνία όκ βρίσκει έδαφος μέοα οιήν ιιοίηοη ιού Βρειιάκου. Είναι μάιαιος κόποι; «νά ζητήσει ν' άνοιξη πηγάδια, εκεί ιιού είναι πρόβλημα ιό νερό». “Επειτα ή ζωή. εοιω και με ιοΐκ; πολλούς κεικιυνούς και μι- ιίς λίγη; αίθριες, ε \ε ι ιύοα ώραΐα πράγματα, πού δέν έπαρκεϊ ό x|xiv«x;, ό ιε- μαχιομένος οε μικρά διάφανα διαλεΐμμαια, γκ'ι νά ιά χιορέυη. Είναι, άλλωστε. ιόοες οί άνιινομίες πάνω ο’ αύιύν ιόν ιιλανήιη, πού ή ζωή καιανιά «ένας διάδρομος μέοα οιήν οβυοοο» ή «ένα πα|>άριημα ιού θανάτου» η «ένα δνεΐ(Κ> οιερεό καί ρευστό, άπαιηλο καί γιγάν- τιο». Νά γιαιί οί σκιές οιιάνια εισβάλλουν οιόν αίθριο ού|κινό ιοΰ Βρειιάκου. Κι όσες φορές έρχονιαι μέοα ά- ιιό ιά ιραγικά ιιεριοιαιικά ιιού «ιοακίζουν ιή ραχοκοκ- καλιά τη<; άνθρώιιινης ευδοκίας», εξεγείρουν ιή συνείδηση ιοΰ ποιηιήκαί γι·ννοΰν ιύ εμβόλιμο ιιάΟο»; ιή<; λυρικής διαμαριυρίας.
Τό «ιελειο π|>άγ|ΐ(ΐ», μάς λέπ ό ποιηιής. «θά ιο βρεις μονάχα μές υιόν ανθ|χι>ιιο». Γιαιί «δίχως ιόν άνθρωπο δεν rival ιιλήρπ; ιοΰ ήλιου ιού φώς». ΙΙρέιιπ ιΐ|)ώια νά γνωρίοεκ; ιήν έοωιερική ανθρώπινη διαΰ- γπα , άν θές νά δεις ιά πράγμαμι νά ιιληοιάζουν. νά άποκαλύιιιονιαι καί να γίνονκιι διά(|Ηΐνα καί εύδιάκριια.
Άιιό ιόν άνθρωπο ιιρή ιπ νά ξεκινήσει ό ιιοιηιή(; γιά νά γνωρίοπ ιό βάθος ιοΰ κόπροι ι καί νά διποδύοει οιήν όκριΗή ούοία ιών ιιραγμάιων. Καί ιό είδωλο τοΰ Π(ΐάγ|ΐαΐ(Μ;, ό άνιικαιοπιριομός καί ή μειαμόρφωοή ιου στή ουνείδηοη ιοΰ ιιοιηιή. ιιερνοΰν άιιό διαδικαοίες ά- σύλληπιες. ώοιιου νά φτύσουν οιήν έξ ε.νοτίκιου μεια- σιοιχείυκιη. Οϊ περισσότεροι ιιοίηιές ιιού καινυθύνον- ιαι μόνο άπό ιό ουναίσθημα καί έγκαιαλείπονιαι οι ή ροή ιου. οιιάνια φτάνουν «Γ αύιό τύ ιδανικό ιέρμα. Λυτή ή εγκατάλειψη, ιιού ιιαρασύρει, κλυδωνίζει καί άν<ι·
171
tu|Muui'i τήν επιφάνεια, είναι cvu κοινό σιάδια πού δέν οδηγεί σιόν ιιοιητικό άθλο. 1'ιά νά ξειιεράοει αύτύ ιό κοινο στάδιο, ό ποιητής, tfxci νά ιιαλαίψει με κύματα λέξεις ιιοό θολώνουν ιόν ποταμό καί περιορίζουν ιήν ορατότητα. Στήν ιιοίηοη, όμως, δέν αρκεί η καλή πλοη- γία γιά νά βγεις οιόν ώκεανό της καί νά χαθείς οτήν απεραντοσύνη ιης. Άπαιτεΐται καί ή γνώση ιής ναυπηγικής, ιιού σ’ αόιήν ιήν περίπτωση είναι ιό γλ«κχ)ΐκό δργανο. Δίχως αύιό, ή γ ρ α φ ή - τ α ξ ί δ ι. μένει νό παικιιιλέει οηΊ ρηχό νερά.
Μπορεΐ νά μαιώυεις οιά βράχια ιού γιαλού, πρίν Π(»ολάβεις ν* άνοιχιείς σιό όπεραν ιο. ΓιαΓι ιό άπέραν- ι ο - είναι άγ<ι>νία καί εκσιαση μέο’ υιό «νόημα ιοΰ ψω- ιύς». Είναι δίψα και περιέργεια ιιάνω σιό «φως τού νο- ήμαιος». Καί ό Βρειιάκος πάσχει άκαιάπαυοτα νά άνα- καλύψει ιή διπλή ϋιιύοιαση ιών πραγμάτων. Ψ άχνει νά Βρει ιό νόημα τοΰ φωτός καί ν* άποσπάοει άπό ιό ιιρά- γμαια ιό φως ιο·'» νοήματος πού Εκπέμπουν. Δέν ξετυλίγει μπροστά μας «ιό θάθος ένός συναισθήματος» άλλά είσδύσει σιά πράγματα μέ ιό «συναίσθημα ιοΰ βάθους», είοχωρώνιας ως τϊς ίσχα ιες μυστικές τους πτυχές. Σ ιό ν όγκώδη ιόμο πού Εχει τίτλο «Τό Βάθος ιοΰ Κόσμου» (1961), ό Βρειιάκος, βαθαίνονιας μέοα οτά πράγματα καί διυλίζονιας τήν άκριβή τους ουσία, κατόρθωσε νό έκφράσει τό εσωτερικό ανθρώπινο βάθος κι άπό κεί ξεκινώντας νά συλλάβει Ενα μεγάλο μέρος άπό τόν πλούτο καί τις ασύλληπτες διαστάσεις ιοΰ γύρω μας κόσμου. Γράφει ο' Ενα ποίημα:
Ύ πάρχι·.;καί rw ; ϊχ*ι :ο δάθο;τοϋ ανθρώπου ό κόηιο;' ·/.: ί. ivflpeir.o;:ό δάθο; τοϋ -/οηιου··.
172
Oi έρ α ο ιίς ion έοωτιρικοϋ μύθου, σκάβουν, συχνά, ί’κ ιϊ οιιου δέν ϋ ιιά ρ χιι νε|κ>, Γ], ιουλάχιοτον, έξανιλ οΰν Γκ; προοιιάθπές ιους πριν ιό Ανακαλύψουν. ΓΙμίν προλάβουν νή ταυτιστούν )ie ιό «πράγμα» και νή πέσουν μέο' ο ι ή φωτιό πού ιό καίπ.
Ό Βρετιάκος. οποκ; μάς £χει πει, «θέλει νή γ ίνπ ένύς Αλλου εϊδους νερό. Μιήν Αλλου εϊδους γλώσσα», και γΓ αύιύ «ζυμώνεται νύχτα-μέρα με ιή φωιιά». πού περικλείουν τή πράγματα στύ βυθό ιους. Περιγι>άφον- τσς Ρνο πράγμα η μιή Ανθρώπινη παρουσία. ελαφρώνει ιό βάθος ιών λέξεων καί ιιροβάλλη. οάν Αποκάλυψη, ό ποιητικός μύθος. Και ή μυθοιιοιΐα ιοΰ Βρειιάκου, είναι σύμφωνη μέ τή ρήση τοΰ Πλάτωνα: «Τόν ποιητή δέον. είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους Αλλ' ού λόγους». ΓΓ αύτύ καί ό ποιηιής, οιήν πυρειική ίου £κ- σιαση κα) στή δίψα νά ουλλάβει ιό Ανθρώπινο βάθος κ(ΐ] ιό βάθος ιοΰ κόομου, έπικαλεϊκπ. συνεχώς, ιήν ιιοί- ηυη, πού είναι κα) ή γύρη τών πραγμάιων τοΰ ούμπαν- τος: «‘Η γύρη οέ πράξεις, ή γύρη σε όδυνη. οέ φώς, οέ χαρά, οέ Αλλαγές, σέ πορεία, σέ κίνηση. Ή ζωή κι ή ψυχή, σ' Ρνα αιώνιο καθρέφιισμα μέοα οιό Χ|>όνο». Κι ούιό ιό καθρέφιισμα, μέ δλη ιήν έοωιερική ίου μαγεία, βγαίνει Αιιύ ιύ παρακάτω ποίημα, που εχει ιίιλο «Ή παράξενη παρουσία»:
Ι ά νά σ' Επλασι ό fti4 ; μέ άμιταχιίριστο χώμα. φώ; καί ν*ρί. ιίσαι ώραϊα παράς*ν ζ.
T i χέρι* σου jiοιάζουν σάν ένα; λαό; τιναγμένο; πού σκέφτίται -άνω r.b, στήθο; σου. Μιά κολόνα ό λαιμέ; σου πού στηρίζίΐ Ινα άέτωμα. Μιά κατασκήνωση ίϊρτ,ντ,; τό γέλιο σου. Ι τ ορθό μί'ιοηό σου.* ίΐροσγίΐώνίται 4 ήλιο; παράξινα.
173
Elvx: τα μαλλιά σου μια ή|ΐερ«)|ΐίντ( καταιγίδα. Καί τα μάτια σου είνα: ή σοφία σ'.ΜΓή;, ή αρμονία τή ; θύελλα;,
τό ά γ α -ίτ ε άλλήλου; .
Κάποτε - κάποτε, μέοα tin' αύτί| ιή μαγευτική μυθοποίηση. έκπέιιονιαι και ψυχικές αγωνίες, άλλά χωρίς τή γνωοιή (φιλολογική τους μεγέθυνση. Ό ιιοιΐ|ΐής ά- no<j»ei*Yc-i, (ιπίι ίδκχ>υγκραοί(ΐ. αλλοκκε, τέτοιες υπερβολές, που κάνουν δύσκολη τήν ύναιινοή μας. Κι ίίιπν <’ι- κούπ ιούς άλλους \·(Ί καλούνε βοήθεια, αυτός ιρέχει «κουβαλώντας ο ιούς ώμους con κολόνες φωτός, να οιηρίξει τον κόομο*. Ξέρει, ό ποιητής. πώς οί μέρες μας περνάνε, συχνά, «οάν ένας βαθύς άναοτεναγμός». Πώς ύιιάμχουν δύσκολα πράγματα, που κλονίζουν τήν ΐσορ- ροιιΰι μας. Κι άν δέν συμφιλιωθούμε μαζί τους, θά χά- οουμε τήν έοωτεμική μας ενότητα καί θα στερηθούμε τίς μυοιικές εξομολογήσεις τους. Καί αΰτύς είναι Ρνας διχασμός Επικίνδυνος, που πρέπει νά τόν άποφυγουμε μέ πράξεις ενεργητικέ»;. Καί μιά τέτοια πράξη είναι ή άγάπη: ένέργεια ζωής καί δημιουργίας, οέ σημείο πού νά μπορεί νά αΰξήοει κατά μια μονάδα, τά υπόλοιπα Ενενήντα στοιχεία τοΰ φυσικού κόσμου. Μ’ £να τέτοιο στοιχείο ένεργητικοΰ πάθους καί πνευματικής άκτινο- βολίας, κινάει, ό ποιητής, ιτρύς τή γνώση καί ιήν κα- τάκτηοη τών πραγμάτων. Καί οτήν πορεία του αύτή δέν ακολουθεί ιήν ακατέργαστη νατουραλιστική άρχή: «θά έχουμε πολύ ζήοει άν έχουμε πολύ αΐοτανθεϊ*. άλλά μιάν άλλη, ιιού τον βοηθά νά φτάσει οτήν a I ο θ η ο η άπο ένα δρόμο έοωιερικό. ούοίας καί πράξης μαζί πού οδηγεί οέ άπειρες άνακαλύψεις. Oti έχουμε πολύ αΐ- στανθεΐ καί πολύ εννοήσει τόν κόσμο καί ιόν έαυτό μας, αν έχουμε πολύ άγαπήαει. Ά ν έχουμε τόσο αναλωθεί ώστε νά νοιώοουμε. )ΐέοα μας, εκείνο «το αίσθημα τοΰ
174
άπειρου*. "Ενα αίσθημα πού δέν οδηγεί οτό χάος, άλλά οέ μιά ούνθεοη τού χάους* οέ μιά γ ν ώ σ η καί οέ μιά γ r ύ ο η : οιήν απολλώνια γνώση καί τή διονυσιακή γεύοη τών π|>αγμάτων, πού θά μας φέρει πιό κοντά οτήν ούοία τής ανθρώπινης ύπαρξης* οτά βαθύτερο νόημα τού εαυτού μας καί οιήν ομαλή κίνηση ιής ψυχής, μέσα οτά αίοινιο γίγνεσθαι.
Ξέρει, ό ποιηιής, πώς μόνο μιά ιέ rota ενεργητική άγάιιη μιιορεϊ «νά κατορθώσει το άκατόρθίοίο*. Ν' άπλώ- οει αόρατη γέφυρα, πρώτα μέσο ατά δικό μας χάος. Γιατί απ' αύιή ιή γεφύρωση, θά έξαρτηθοΰν δλες οϊ άλλες διακλαδώσεις. "Αν δέν άνακαλύψουμε. μέοα μας. αύιο τό πρώιο στοιχείο, νά τό κινήσουμε ένεργητικά. ή σωτηρία μας διαρκώς 0' απομακρύνεται κα) τό έοωτερικό μας χάος θά μεγαλώνει. Μόνο μιά τέτοια αυτογνωσία 0ά μάς άποκολύψει ιό πλήρες καί θά μάς ερμηνεύσει τύ άνεξήγηιο. Γιαι) θαύμα θαυμάτων είναι ό άνθρωπος κα) ιού αξίζει ό δοξαστ ικός αίνος τοϋ Μαγιακόβσκη. «Ύπά|>- χει τίποτα πού νάναι γιά μένα ακατόρθωτο;» ρωτούσε ό τραγικύς ποιητής. Καί κατέληγε: «πώς. λοιπόν, νά μή σέ δοξάσω έαυτέ μου, μιά και ολόκληρος είμαι ?να πελώριο, άνεξήγηιο θαύμα;» Κα) ό Βρετιάκος πού εννοεί αύτύ τό ζωντανό θαύμα, «βλέποντας πριν άστράψει τύ φώς, κατόπιν τύ φώς / δέν κλείνει τά μάτια του όταν αστράφτει*. Τό μέσα μας σκύτος είναι ανύπαρκτο δταν υπάρχει άγάπη. Κι δταν ύπάρχει άγάπη, μέ τό ακαταμάχητο πυρηνικό της στοιχείο, μπορείς άφοβα νά ομολογήσεις: «Πήρα μιά φούχτα σκοτάδι και τδψαξα, είδα, δέ βρήκα σκοτάδι*. Μιά τέτοια αύτογνοιοία όιωκ; έκφρά- ζεται στήν «Αύιοβιογραφία* τοΰ ποιητή, ανοίγει μπροστά οου τις «θείες σελίδες τών πραγμάτων» καί γίνεσαι τότε «οικείος τοϋ σύμπαντος». μαθαίνεις τήν «απειράριθμη γλώσσα» τοϋ κόσμου.
"Οταν ή «κακή φωτιά» πέταξε τύ 1967 τήν άλέθρια
175
σπίθα Γης καί οιή χώρο μας, Εσβησε Γ άστρο «Άγάπη» καί Γ άλλο άστρο, «Τύ ανθρώπινο μέιωπο», όδηγήθηκε ατή οφαγή. “Ετοι, ό Βρεττάκος, οιό προλογικύ ποίημα τής σημερινής «Διαμαρτυρίας» του, θά μάς πει:
Ή μουνα ό Νιχηφόρο; στήν αρχή. Μιτά,|ii δολοφόνησαν.
Ή ι«ά ψυχή μου. αύτή ποΰ ήταν μέ τά λουλούδια. ~οΰ ϊβ γα ζ ι χάθι άνοιξη φτιρ4 xai πιριφίρονταν γύρω άπ’ τό Θ*ό χρατώντα; τό λαγούτο τη ;, πέθανε άμέσι»;. Ή 4λλη, πρόφτασι. ίίδ ι τό δολοφόνο, χαί. τουλάχιστο, πρίν γ ίν ιι γύρω άπ’ τόν ήλιο διάφανο; Ιν ιμ ο ;, πιριστρίφόντα; τό βλέμμα σέ !λα τά σημιία τή ; γ ή ;, διαμαρτυρή^τ,χί.
Καί ό Νικηφόρος Βρεττάκος, πού «ήιανε ?νας ιιο- λίτη<; με βαθειές ρίζ«ς. γιομάτος ήλιο / kui γραμμωτά, ώραϊα βουνά», έφυγε άπ' τήν παιρίδα ιου, γιοι) «δέν ήθελε νά αίοθάνετοι σάν Ρνας ναΰιης οέ πλοίο τοΰ Εκτου στόλου». Στά ποιήματα τοΰ τρίτου τόμου τής «'Οδοιπορίας» 1967 - 1970)- που προηγήθηκαν τής «Διαμαρτυρίας» (1974), είχε, μέ πολύ ιιικρία όμολογήοπ, ιιώτ; «είχε κάνει καιάχρηοη (Ίπύ ιρυφερές οκέψεις», μέ άποτέλεομπ νά «φιιάχνει στάχτες ο’ όλο ιο βίο του». Ά- ιιύ ιόν ιτάμφωιο ούρανύ ιή<; πατρίδας ιου, ποΰ ιοΰ άνοιγε μιηχχ; ιου ιύ βάθος ιοΰ κόομου. πέρασε «ο* ένα βάθο(; ΟΙΟ» ιή(; άιιροομέτρητο. μόνο ή κα|>διά του ν ’ (Ίκού- γεκ ιι δποκ; / Ρνα ρολόι οέ άδειο οπίτι». Καί ό ποιητής, που έδώ οιήν πατρίδα του είχε υμνήσει ιύ φως, οτίς έοωιερικές διαστάσεις του καί σιό μετασχηματισμό του οέ άγάπη μέοα ·>ιύν ϋνθρωπο, ομολογεί, τώρα, βαθύτατα πικραμένο.;, ιιοκ; «εξοικειώθηκε μέ ιύ θάνατο καθώς ιό ιιαιδΐ / πού παίζει οτύν κήιτο μέ τό σκυλί του*. Γιατί. άλλοτε, αύτό τύ φώς. ήτανε μέριμνα καθημερινή, ένώ τώρα, οιήν εξορία, δέν ιοΰ εμεννε άλλο άπό μιά θπ-
176
μπή ελπίδα, o’ αύτύ τύ λουλούδι πού τύ είπε «άγάπη». Μιά βαθύτατη θλίψη, πού τή «μεταφέρει άπύ τόπο οέ τύπο», ίίχει διαθρώοει τήν ένεργητική αισιοδοξία του. Άναθυμιέται και αναγνωρίζει πώς «ή ζωή του ήταν Ενα μακρύ δνειρο, μέο' οέ πολύ φώς, ιιού ουνεχώς τό διέ- κοίπαν εφιάλτες». Λύιύ τύ βνείρο ήταν πού τύν έκανε ν ' άμφιοβητήοει τή μοναξιά πού τώρα κατακαίει τήν ϊ- δία ιου τήν ούοία. Καί Βά πει. οέ οτιγμές μιας άλλης πύτογνωοίας:
'Ε α υ τέ μου, ό χρόνος κατέβασιν ήδη τοΰ ειδώλου «ου τήν αυταπάτη άπ" τό σύμπαν. Ί Ι μέρα σου πχράγ·.ν* γκρίζα··.
"Ομως καταλήγει ό ποιητής,
δέν 8ά ήθιλα v i πιστέψωίτ ι σκάλιζα τόν αέραμέ τή σμίλη τοΰ πάθου; μου.Λέ Βά ήΗίλα νά π·.·3τέψ«> ότι έγραφα στό νιρόαλλ' άντίΟιτα. πιο;δούλευα πάνωσέ μιά ύλη σκληρήνά δωρήσω μιά μέραστήν ανάγκη τοΰ κόσμουένα πρόσωποφώ; .
Λύτύς ό τελευταίος τόμος τής «'Οδοιπορίας*, είναι ή πιύ πικρή εκφραοη μιας όδύνης μέ έλάχιοτο φώς, καί τύ δίντρο πού Αλάοτηοε τύ οκληρύ καρπύ τή<; «Διαμαρτυρία·;*.
Ο ποιητής, ιιού δί·ν ττιαψε νά οραματίζεται τήν ΐ- δανική ιιολιτεία, ενοχλείται απ' Λλες τίς π(κ»οβολίϊς πού
177
12
Εξοντώνουν ή Εξευτελίζουν το ανθρώπινο πρόπωπο. Μας τύ Εξομολογείται οιό ποίημα «Ή π|>οοβολή»:
Κάθε πού γίνονταν κακό. οπουδήποτε, αύτδν Ιλεγ* ίτ ι πρόσβαλλαν' κάθε φορά κρατούσε τ6 στήθο; του s i νά πληγώθηκε. Κ·. δταν μιλούσε, πίσω άπ ' τ ί; λέςει; μου- ίλ εγ ι στέκονται δρθιο: ?λο: οί προσέλημένοι αΰτοΰ τοΰ κίσμου καί /ε'.ρονοιιοΰν . Κι Ιλ ιγ ε : έμένα πρόσβαλε; κ·. α ; είμαι
ό οποιοσδήποτεσ' Ινα όποιοδήποιε σημείο τή ; γ ή ; — Ινα; πολίτη; σέ μιά πατρίδα ή χ ι άπλώ; Ινα ; φιλοξενούμενο; κάτι» άπ ' τοϋ ήλιου τή σκηνή. δίχ»ο; πατρίδα.
Τότε, λοιπόν, είσαι άνθρωπος, οταν νοιώθεις το πλήγμα πού δέχεται κάποιος συνάνθρωπος, νο πέφτει καί οι ή δική οου καρδιά. Κι Εδώ θα μποροΰοε να θυμηθεί κανείς Εκείνον ιόν καβαφικό «θεόδοιο» και ιούς στίχους του: «Και μή έπαναπαΰεοαι πού οι ή ζωή σου / περιωρισμένη. τοκτοποιημένη, και πεζή / τέτοια θεαματικά καί φοβερά δεν έχει». Καί σέ μερικά ποιήματα τής «Διαμαρτυρίας» τοΰ Βρεττάκου, γραμμένα στά χρόνια τής θαρθαρικής Επιδρομής τών συνταγματαρχών, αύτόο ό λεπτός σαρκασμός τοϋ μεγάλου αλεξανδρινού, άποκτδ μιάν άλλη γεύση, μέσα στήν πικρή ομιλία τοΰ ποιητή. Και τό καταστάλαγμα έρχεται συγκλονιστικό. Βλέπει, ό ποιητής, ιήν έλευθερία, «τριάντα χρόνια οτή βροχή / όρθή οέ μιάν Εξέδρα οτήν πλατεία Συντάγματος* νά «περιμένει νά παρελάσουν / αΰτο'ι πού τραγουδούσαν». Μά αύτοί πού τραγουδούσαν «όλοι αύτοί. νεκροί ήδη ιώρα, συνεχίζουνε τήν πορεία τους / κι ή έλευθερία. πού δέν κατάλαβε πώς προοπέραοαν / περιμένει νά παρελάσουν».
♦
178
Σέ τελευταίο παράγραφο, δέ νομίζω πώς ό ποιητής Γκλειοε όριοτικα το φωτεινό έγκόλπιο τής αγάπης, £οτω κι αν μεταθέτει ο«·. μακρινούς καιρούς τήν άνθρώπινη ευδοκία, οπως διατυπώνεται στο ποίημα «"Εξοδος κινδύνου» :
'Ο ταν οί ιδέες Βά ξαναγίνουν ιδέες (γιατί xt αύτό μπορεΐ νά γίνει άλλά σέ μαχρυνούς
καιρούς)ϊταν θά ξαναρχίσουν οί μορφές νά διαχωρίζονται
άπ' τ6 χάος,δταν οί Ιννοιες θ’ άποχτήσουνε τή στερεότητά τους δταν οί λέξεις Βά ονομάζουνε συγκεκριμένα πράγματα τότε θά πάψει κι ό πλανήτης μας νά ταλαντεύεται πότε άπό δώ, πότε άπό κεϊ, πάνω στόν άξονά του.
Αρκετά εύφορη και μεστή αύτή ή τελευταία ehco- οαετία τού Νικηφόρου Βρεττάκου, άπηχεΐ, μέ τό πνευματικό της πάθος, τόν ουμανιστικό χαρακτήρα της καί τή λυρική της ούσία, τους κλυδωνιομούς καί τις σεισμικές δονήσεις τοΰ ταραγμένου καιρού μας. Και κοντά στις άνθρώπινες ανησυχίες καί τούς κοινωνικούς όραμα- ιισμούς, πού μδς διοχετεύει μέσα άπ’ τό συναισθηματικό της βάθος, χαιρόμαστε μιά ποίηση μέ άβίαστο έοω- τερικό ρυθμό, πού φτάνει σέ μας, σάν άπλή καί καθαρή λυρική όμιλία. Κι αύτός ό έσωτερικός ρυθμός, όσες φορές παρακάμπτει τούς έφιάλτες, γίνεται μελωδικό προανάκρουσμα, πού μδς άνοίγει άπειράριθμες πύλες στόν κόσμο, νά έπαναλάβουμε, μέ τά δικά μας χείλη, τήν £κ- πληξη τοΰ Σολωμοΰ: "«δέν τδλπιζα νδναι ή ζωή μέγα κηλό καί πρώτο» ν
Ό Νικηφόρος Βρεττόκος, ανήκει στις ί-κτακτες έ- κεΐνες περιπτώσεις, πού ζοϋνε σέ πνευματική έγρήγορ-
179
οη, δλα, σχεδόν, τά είκοαιητρά<ορα ιής 0·>Π*:- Οί Επιδόσεις του βγαίνουν άπό μιάν άσκηση καθημερινή καί περνούν, κατά διαστήματα, άπό Ρναν αυστηρό έλεγχο, ίίοπού νά φτάσουν στήν όριυπκή τους μορφή καί νά αυξήσουν, μέ τήν καθαρή τους ποιότητα τό Ενεργητικό τής σύγχρονης ποίησης, καταιάοοοντας. δίκαια, ιόν Ποιητή, στίς κορυφαίες βαθμίδες.
Π. ΙΩΑΝΝΟΥ
Οι βιοσοφικες εκβολές ένός ποταμού1"Ενας ίσω τιριχδ ; 5ιάπλου; βιωμάτων καί ίδ»ών
01 Β Ι0Σ0Φ ΙΚ ΕΣ ΕΚΒΟΛΕΣ ΕΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΤ
Ένας f.avtxεοιχος όιάπ/.ονς βκυμάταν καί Ιδεών.
«Τό Ιίοτάμι Μπυές* «οΰ Νικηφόρου Βρεττάκου είναι Ενα άρτεσιανό ποίημα. Ό πίδακας που τινάζεται κα· τακόρυφα, οάν υδάτινο βεγγαλικό, είναι ό Ιδιος πού αρδεύει μυστικά τόν εσωτερικό χώρο ιού ποιητή. Πρόκειται για ένα ποίημα μι: μεγάλη εμβέλεια ιδεών, κι άκόμη, αν δεν ήιαν σκληρός ό δρος, θά μπορούοαμε νά τό όνομάοουμε «λυρικό μανιφέοτο» αγωνιστικότητας και αισιοδοξίας. Ή διαύγεια τοΰ άυύνορου ορίζοντα και ή καθαρότητα τής ματιάς του οέ άφαρπάζουν «επί πτερύγων ανέμων» οε μια έποπιική θέαση τοϋ κόσμου. Βλέπεις τό ούμπαν ιΐ|>ωιεϊκά καί ιόν άνθρωπο νά περιθάλ- λεια ι μέ ιί)ν άλουργίδα ιής ηθικής καθαρότητας.
Βρισκόμαστε μέ τόν ποιητή στήν ηθική στέγη τοΰ κόσμου. ’Ανεκλάλητη είναι ή χαρά μιας τέτοιας αίσθησης. "Ολα τά ουσιατικό τής ζωής, άπό ιό φώς ως τήν άγάπη, άνασυνθέιουν τίς τσακισμένες αισθήσεις μας. ’Αναστηλώνουν ιό θάρρος, επιβεβαιώνουν τήν μονά- δικόιηια τοΰ άνθρώπου οιό ούμπαν καί αποσκορακίζουν τήν μαιαιότητα πού διαβρώνει τήν έλπίδα.
Ό vipxvi;ί'/ο·.γί τή δ ίντίλ ια ~vj πάνω ·& άτίλίύττ,το,σκορπώντας ιϋαγγίλ'.σμοϋ; παντοΟ...
Χ83
Ό ποιητής άιενίζει to συμπανιικό μεγαλείο καί αγκαλιάζει ιή δημιουργία άπλώνονιας τούς φωτεινούς βραχίονες τής αγάπης ιου γΰ(>ω από ιόν κόομο.
δέ γνωρίζω σέ πιό 3»,μείο χωρίζουνε ή άγάπη άζ τό φώ;.
Άφουγκράζειαι ιή ρυθμική άνάοα ιών λουλουδιών. Καταλαβαίνει τή γλώσσα ιών πραγμάτων. Ενώνεται μαζί τους οάν {!νας πανθεϊοιής ιών χρωμάτων, τών ήχων και ιών οχημάτων. "Ομοια μέ ιή Βιβλική Γένεση πού εξαγγέλλει: «καί είδεν ό θεός όπ καλυν».
Καί ξαφνικά άπό τήν πανδαισία τής £κπαγλης ομορφιάς, ό ποιητής στέκεται σέ μιά άπό τίς αρτηρίες τοΰ κόσμου τούτου. "Ενα ποτάμι είναι μιά φλέβα ζωής. Καί τήν ώρα τούτη ό Μπυές γίνεται μέσα στόν ποιητικό παγανισμό του ό ταχυδρόμοι; τοΰ κόσμου.
Καί ώραίο ποτάμι πού είσαι Μ πυί;. σοΰλεγχ. μέ τόν κόσμο καθρεφτισμένο στήν καλή του ώρα και μ' εν» κάλλο; πού δέν θυμίζει παρελθόν.
"Ετσι ή έκμυσιήρευοη ιοΰ ιιπιηιή είναι ίίνας σπαραγμός άλλα καί μκι κορυφαία οιιγμή ηθικού μεγαλείου.
Κεραυνώθηκα σύρριζα, Μ πυί;. αλλά πρόσεςε, χκοΰ;: ή καρδιά μου είναι σήμερα τό πιο ψηλό κλαδί πού υπάρχει σέ τούτο τόν κόσμο.
Στό ηχείο ιής φωνής ιου ή οιιαραγμι'νη έλιιίδα ιοΰ άνθρώπου, ή ταπεινωμένη αξιοπρέπεια, ή σπιλωμένη αγιότητα επαναβεβαιώνονται οτι ιό παιχνίδι δέ χάθηκε. Ή ποίηση κρατόει ιήν άρχέγονη ιιε|>ηφάνεια της. ’Επί ιέ- λους κάθε ψυχή είναι μκι «βάιος ψλεγομένη καί μή καιομένη».
Ή αίσθηση ιυΰ ουμπανιικοΰ είναι ιό μέγο τιρονύ-
1W
μια ι«Μ' ΰνΟ|ΝΪ)ΐιιιι>. ”Kun ή ι'ιξία αύιοϋ toft δνιος, πού Hvm μια ϋλλογη, άιίθαυη καί αίσθανιική πυγολαμπίδα ζωή.;. χαρίζει υιό υύμπαν μέγεθος διάρκεια καί όμορ- φιά. Ό ποιητή.; κραδαίνεται άπό αγωνιστική ένταση. "Ενα.; ευλογημένο.; πυρετός. μιά ιερή μέθη θα τόν κάνει νά επιχειρήσει ιήν ήρ.οική έξοδο.
Ά ν άφήσουμε τήν /.αρδ·.ά μας v i ζλχίει σάν τό όρίφος πού Ιγχαταλείφθηχε θά σαπίσουν ο: ρίζες μας.
Τώρα ιύ ιιοιάμι Μιτυές δεν είναι αύτό πού κυλάει κά- ιΐι) αιΓ ία πόδια του. Είναι μέσα ίου ιύ μεγάλο ρεΰ- μα ζοιής πού πηγάζει όπό tva ίίλλο. εξ ίσου θαυμαστό ούμπαν. "Ενας εσωτερικός ποταμός ιιού απλώνεται «μέ* γα<; μεγαλωσιί». Δέν υπάρχει συγκλονιοιικόιερη εμπειρία άπύ τήν έποιπεία ίου. "Οποιο.; ταξιδεύει πάνω στα νερά ιου ιχνηλατεί Γι.; άριηρίε.; ιοΰ κόσμου. Ί Ι μέθεξή του έμπλουτίζει ιύ ούμπαν ηθικά γκιτΐ ανυψώνει τόν «ίνΟρωιιο ι>έ ϋψιοιη αξία. "Ειοι .’> ποιητή.; αγνοεί τις ουμΗαιικέ.ς ύιιοδιαιρέοει.; ιών ιύιιων και ιών καιρών. Θρυμματίζει ιού.; όλη ήρε.; ιού ανθρώπου. πού είναι οί χαλκευμένι·.; δκικρίοει.;. οί μιυηιέ.; αναστολές καί οί τυραννικέ.; οΜ>π|μύπ|ΐε.;. Άιιοηλεκτρίζει Γη; λέξει.; καί άνιιοτρέφει ιή νοημαιική ιού αιώνιου καί ιού πρύσκαι- (Κ)υ για νά δ»ί)οει ιύ ιιροϋάδιομα οιήν ανθρώπινη έξου- σιαοιικότητα.
Ξεκ·.νάμ« άπό τήν αρχή τραβώντας γ ια τά χωρ·.χά ΰδατα τοϋ ήλιου άνοίγονταςκάτω από τ:ς απανωτές μάζες τών σκοτεινών δυνάμεων Ινα φωτεινό τούνελ έως τήν ϊςοδο.
185
Κι όοο εφιαλτικές είναι οϊ έμπειρίες τοΰ ποιη ι η ο' if- ναν αιώνα βροχής, τόσο ή φωνή ίου λογχίζει κατάστηθα τό έρεβος. Ό λόγος ίου σπαθίζει
τί; άτιλότητε; συνν*φ;έ;
μέ τή δύναμη πο0· εμπνέει ή άρχέγονη ιιίτπη στόν μεγαλομάρτυρα άνθρωπο. Τΰ χρέος, ή αγωνιστικότητα, ή ευφρόσυνη αίσθηση οτι γεύεται τό «μέγα καλό καί πρώτο* τής ζωής. ή ύψηλή αύτοσυνείδηση συμπλέκονται καί μεταστοιχιώνονται σέ μιάν έκλεπτυσμένη ποιητική αίσθηση πληρότητας καί εύθύνης.
Λαοί καί λαοί μέ τό σχήθο; του; κιντημένο άπ' τό σύρμα τόπλιγμα χαί νιχρό μέσ" τή Βλίψτ,. του; τό μισία μοΰ ζήτησαν μ:4 φωνή καί τήν ίδωσα.
“Ετσι ό ποιητής και ορθώνει νά μεταποιήσει τήν αισιοδοξία οέ βεβαιότητα. Ό αγώνας του είναι ίνας στραιευ- μένος ό(κιματιυμό(;. Λιτό τή βίγλα τή«: ηθικής του αδιαλλαξίας προαναγγέλλει τύ μέλλον.
κάποτε ή μέρα μα; θχ γινίί καί μέρα τοϋ κόσμου.
Μέ ιύ ποίημα αύτό ανεβαίνουμε οτό ακροτελεύτιο ούνορο αγωνιστικότητας, εύθύνης και τόλμης. "Ενας όπτιμιομός εγκόσμιος καί ίίχι μεταφυσικός ατενίζει τή διαχρονική μοίρα ιού ανθρώπου.
Σ ' αύτό.τό χώρο τοΰ δράματο; καί τοΰ ώραίου
πού άποιελεΐ ιόν υταυρικό μας χώ(Μ>, μέσα στόν οποίο ελλοχεύει καθημερινά ή ταπείνωση καί ό ηθικός διασυρ-
186
|ioc; τιλεοιουργεΐιαι ιήν ίδια οιιγμή ό οχληρά; καί εγνωσμένος άλλα όχι άπεγνωσμένος αγώνας νά φθείρουμε τή φθορά και νά καθρεφτίσουμε μέσα μας τό συνάνθρωπο σάν ρίκρό παντοκράτορα.
Λοιπόν συνεχίζουμε. Λεν παρατιόμαστε δέν παρατιόμαστε
δέν παρατιόμαστε.
Ολόκληρη ή ιστορία συναιρείται οτήν επική αύτή κραυγή. Ό ποιητής γίνεται ύ σιβυλλικός χτύπος τής μοίρας πού κεραυνώνει τήν αδικία. Ή ζωή άνυψώνεται σέ ΰψισιο άθλημα και σέ μέγιστο μάθημα. Σ έ πραγματοποιήσιμο όνειρο, πού οί διασιάσεις του βυθίζονται οτούς απέραντους χώρους της γνώσης, τής ομορφιάς καί οό τέλειου ήθους.
Έ γώ Μπυέ; άκούωότι τό αηδόνι Βά έπιζήση, πώ ; ό τέλειο; φόνο; δέν Βά φτάσει τήν ποίηση, πώ ; τό φωτεινά χαταρραχτώδε; τοϋτο σύμπαν Βα διασώσει τό γιο του.
Ή ποιητική αύτή κατάφαση ζωής χαλυβδώνπ τό ήθος καί κάνει ιό μέλλον ορατό. Αύτή ακριβώς είναι ιιού αναρριπίζει μέ τήν δυνατή έμιινοή της τόν άρχέγονο ά- Υώνα τοΰ καλού. Λύιή τέλος επιβεβαιώνει δτι, ή ποίηση δέν είναι άναχωρητιομός καί εξαγγέλλει οιΐ:
ύπαρχει καί μέσα μα; Ινα;μικρό; ουρανό; κι Ινα ; μόνιμο; ήλιο;.πού περιστρέφεται.
1S7
Τό «ΙΙοιάμι Μπυές» rival ?να ποιητικό μεγαλυνάρι. Διακινδυνεύουμε τόν ορισμό νά ποΰμε 8τι είναι ?νπ λυρικό έπος η μιά εποποιία τοΰ λυρισμού. Ταυτόχρονα έπίκαιρο και διαχρονικό, έξατομικευμένσ καί πανανθρώ- πινο. Άνυπόταχιο σι: σχηματικά περιγράμματα σάν πολυδιάστατο ό|>αμα ζωής. Άβίαστα μάς θυμίζει τόν ορισμό του κλασσικού οτι είναι άπλό χ<ι)μις νά είναι εϋκο· λο. Ή πλοκή του είναι λιτή καί δωρική, μέ έκλεπτύν- σεις που μειαγγίζουν ιήν μαγεία ιής υποβολής, αύτή δηλαδή ιήν άμετάφραστη μέθη τής μεγάλης ποίησης.
Κ·. Ιοκυψα -ιρσότ*ρο καί βρήκα τό χαμίνι μου μαργαρ:τάρ·., έκιίνη τήν '.ρ’.Οίζ&υια φωνή r.vj άρθρωνα άπό τόν πέτρινο έςώσττ, τή; γή;. κο:τάζοντα; τό γλυκό φώ;.
ΙΙρόκειιαι για μια ϊσύρι>οπη μέθεξη ποιηιικής βακχείας και άπυλλώνειου οιοχασμοΰ.
Νιώθω τήν ψυχή μου γυμνήχαθώ; τό κορίττ. μ ι; στό -οτάμ:πού του κρύόούν τό πρ03ο>πο τά ξανθάμαλλιά του κ·. ό ήλ·.ο;' κ: άπλώνχ*. τά χέρ:α.παλίύί: τή λάμψτ, του;, ναόρι; μιάν ϊξοδο.
Ή δομή ιου μευ' οιήν άιιλύιηία, ιήν ένόιηια καί ιή συμμειρία, ή δέοη καί ή λυυη ιοΰ όραμαιιομοΰ έπανοι- κοδομεϊ οί: μιά μέρα, μέ ιά άρχίγονα υλικά ιής δημιουργίας, ιό ούμπαν που υπάρχει μέοα μας.
ΓΓ αύιό ή θέοη ιοΰ Μπυές είναι μιά -άιιό ιίς καίριες θέσεις ιιού πρέπει νά έχει ή ιιοίηοη οι ή ζωή μας. Μιά θέοη δηλαόή πού όρίζειαι άιιό ιίς υυνιεταγμένες
Οί παγκόσμιε; σταθερές τοΰ ακέραιον ήθους
188
τής ηθικής άκεραιότηιας και ιοΓι οιραιευμένου άνθρω- ιιιομοΰ. Πρόκειται γκι μιά ποιητική βιοθεωρία συνειδησιακής ίγρήγοροης. Μιά αποκάλυψη Ίοΰ μαχητικού κν- αιίκτου ιιοΰ κρύβουν οί άγαθοποιές δυνάμεις τοΰ κόσμου. λύτη ή. έιιίκληοη τής λειτουργικοί ήτας ιοΰ φωτός, που γίνεται μί· ευρηματική ιιληομονή 24 φορές οέ 1133 λέξεις ιοΰ ποιήμαπκ;. δέν είναι ιυχαία. Τά φώς είναι ά ΐχώρ ιιοΰ ρέει οιίς φλέβες ιοΰ κόομου. Μαρμαρυγή και ι(κχρός Λχι μόνο τής ψυχής άλλα ιών βουνών, ιών δέντρων καί κάθε ιαπεινής μεγαλειότητας. Είναι ιέλτκ; ή ιιαράμ( ΐ(Νκ; τής άνθ|χίιιιινης ψυχής και ή δεον- ιολογία ιοΰ ήθους. Aim') rival ιιοΰ μειαοτοιχειώνει τις Εννοιες, ΰλοιιοιεϊ ιΐς ίδέε<; και εΰγενίζει τό πανόραμα ιοΰ κόομου.
Ά νο ίγ ι: τό χώ;ιζ άνοίγιι ή πέτρα, ανοίγ£·. τ, π/.τ,γή καί ή ποίτ,στ, άναβρύζ»·., ώ ; νά Ηέ/.ι: νά γίν ι:!να Ιγχρι·ΐ|ΐο ·ιαν·.τάρ·. άδ·.α|ΐίτρτ(το, νά καλύψι: τόν πρώτο ουρανό κ: από κ ιί νά κιντ,ΗιΙ. άναδύοντα; *Λ;, πρό; τόν ίβοομο.
Τό Μπυές, λοιπόν, μπορούμε νά ιό όνομάοουμε ποιητικό διάγραμμα ήθικής ανθρωπολογίας. Γιατί οτή λογική καί τήν αισθητική δομή του είναι ένοφθϋλμιομέ- νη ή ήθική άκεραίωση. Τά άνώτερα δηλαδή έκεϊνα συναισθήματα πού μεταποιούν τόν άνθρώπινο βίο άπό όβίωτο σέ θιωτό. Πού βλέπουν όλο τόν κόσμο έμψυχω- μένο σέ ραδινά άνθρωπομορφικά σύμβολα. Σέ αΐσθαντι- κούς καί άδολους συνομιλητές. Αύτός ό εύδαιμονιοπ- κός παγανισμός είσβάλλει στήν Εμπνευση τοΰ ποιητή, δταν άνακαλεϊ τόν γεραρό του ΤαΟγετο:
*Ητ«ν ϊνα βουνό;ι! γ ιννχία δεσίματα xal S ti^ a v i; χορυφϊς
ISd
τοΰ μίλαγα κι άκουγε" τοΰ μίλαγα και ίσως στά φαράγγια του άκόμη να κυλάνε μαζί τό νερό καί τά λόγια μου.
Μέσα ο’ αύτύ τύ συμφωνικό ποίημα |ΐθ()φοποιεϊται αισθητικά, οέ μια ευτυχισμένη ατιγμή, τό πληθωρικό φά- ομα τοϋ βίου. πού έκτείνεται άπό χύ σπαραγμό ώς τύ βνειρο καί άπύ τύ φιλοσοφημένο σκειιτικισμύ ώς τή μάχιμη βούληση ζωής. 'Έ νας όνένδοτος άέρας διαμαρτυρίας μεταφέρει στύ ήχεϊο τοϋ ποιητή ιήν πανανθρώπινη κραυγή μιας τραγικής έποποιίας. Ό λόγος του άναουντάοοει τις δυνάμεις τοϋ Καλοϋ καί, σέ μια άφη- ρωιαμένη ώρα, πού Αλλοι σπεύδουν νό τήν βαφτίσουν δυσμική γιά νό θεωρήσουν ιύν ίοτορικύ βίο άτελέσφο- ρο, Εξαγγέλλει τύ θρίαμβο ένός μαχόμενου ούμανιομοϋ.
Είμαστε ενα ποτάμι
καί άγιες στάχτες καί ίνειρχ ηρώωνκαί μαρτύριαν καί παιδιών, ποΰ άποκόψαντούς ίγχρωμους χαρταετούς τους οί άνεμοιπίσω άπ’ τά σύννεφα- κι ί στρατιώτης ό άγνο>στοςμέ τά αμέτρητα ονόματα — τόσαδση είναι ή άμμο: τής θαλάσσης’ καί ό ήλιοςπού καθρεφτίζεται μέσα σου σάν νά διδάσκει'κι ο Ίησ οϋ; μέ τόν άνεμο κολπωμένον στό σάβανό τουκι οι άλλοι, κι οι άλλοι κι άλλοι' κι αύτοίποΰ άκοΰνε τό μέλλον νά βράζει στις φλέβες τουςκι άπό δλα τά γύρω μας σημεία συγκλίνουνεστό ίδιο ποτάμι' κι αυτοί ποΰ σέ μέγαβάθος άκούγονται νάρχονται πίσω τους:Δέν παρατιόμαστε!..
Λέν παρατιόμαστε!..
1ΘΟ
ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ
Ή «Διαμαρτυρία» του Νικηφόρου Βρεττάκου1
1. Ά ϊ/,ιΐ',ίίβυΐο.
Η «ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ» TOT ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΤ
Ό Νικηφόρος Βρεττάκος είναι δημιουργός μιας ώ- ραίας ποίησης. πού βασικά κινείται ατό χώρο τής μαρτυρίας καί μάλιοτα τής προσωπικής. Αφετηρία και κριτήριο. £νας κόσμος πού Εδρεύει μέσα ιου και αντανακλάται οέ κάθε τι δμορφο πού τόν περιβάλλει. Στόχος κι Επίτευγμα, ή ύιιοσταοίωοη αυτού τοΰ κόσμου, οέ μιά καλλιτεχνικά δυναμική παρουσία, ικανή ν' άνπταχθεϊ καί νά λειτουργήσει καταλυτικά, σ’ ο,τι είναι άσχημο, άδικο, αρνητικό.
Ή αντίστασή του είναι ιδιότυπη. Τοΰ άρκεϊ ή προβολή τής όμορφιδς, τής άγάπης, τής ειρήνης, γιά νά καταδικάσει τ’ αντίθετά τους. Δέν τά τιμά, παρά σπάνια, μέ πρωτοβάθμια προβολή. Τό ίδιο και στή διαμαρτυρία του. Επικαλείται τήν όμορφιά και τήν άγάπη γιά νά τά άντιπαραθΕσει οτήν άδικία. Άναζητάει πάντα ft,τι θυμίζει τόν ήλιο ή τραγουδάει τήν πίκρα του καί τήν πίκρα τοΰ κόσμου οάν νά ζητάει νά ξορκίσει τά κακά πού τήν προκαλοΰν,'
1. A ij ί ί '. ϊ ΐ τ ιρ ι *ά " ο ιή μ ιτ ι: Ή Λ ιτχνιίχ τών Χχιπαομίνων Προσώπων» (Τ6 ΒΙΘο; τοΟ Κόομου. Ά θήνχ 1961, 3. 77), «ΤΙ Θολά Ι Ιο ΐίμ ιχ χαΐ 1'ρζμμζ ζ'λ 'ι Ι’όμΓ.ιρτ ΌΓ.-ιν/*>.μ*ρ·Λ'.ογίνης, 1972, i t . 141, 175).
1*1
13
Μιά διαμαρτυρία, οτήν κυριολεξία ιης. μέ τά άντι- τιθέμενα μέιωπα έ'πι σκηνής, τά γυμνά όπλα και ιή διαλεκτική της, Γρχεται μόλις τώρα. στήν τελευταία συλλογή, μέ τον όμώνυμο τίτλο. Και ιιόλι. Λχι μέ ιή θέλησή του, άλλά κάτω άπό τήν πίεση τής ανάγκης. Φτάνει νά διαβάοει κανείς τσν « Επίλογο»:
Δέν ιΐχτ. φανταστιΐ πώ ; χάποτι θά γιόμιζα μαχαίρια χαί πιρίστροφα τήν ποίησή μου. τ ί; θ ίσ ιις τών ωραίων μου λουλουδιών (τί; πασχαλιέ; μου χαί τά σπάρτα μου) τ ΐ; θέσ»ι; τών άστιρισμών μου.ΙΙώ ; θά γινόταν ό μ ιχρίς χήπο; μου δπω; ϊνα δλογιοχομίνο πρόσωπο. Πώς οί xatpoi. πηδώντας άπ’ τούς φ ράχτι; θά τόν γιόμιζαν μ’ ϊναν άίρα φίνου. Πώς ο; φίλο: του χάποτι θά θρηνούσα μι τήν άλωσή του.Στή «Διαμαρτυρία*, ουναντΰμι· Ρναν άλλο Ηρεττύ-
κο, και μάλιστα χωρίς καθόλου νά κουραστούμε. Σάν κάτι καινούριο, αύτοσυσιοίνεται και ό Ιδιος μέ τόν «Πρόλογο» :
*Ημουνα 6 Νικηφόρο; στήν άρχή. Μιτά, μ ί δολοφόνησαν. Ή μιά ψυχή μου, αυτή που ήταν μέ τά λουλούδια πού Ιδγαζ* χάθι ϊνο ιςη φτιρά χαϊ πβριφίρονταν γύρω άπό τό Θ»ό χρατώντα; τό λαγούτο τη;, π ίθαν ι άμέσως. Ή άλλη. πρόφτασι.«Ιδ» τό δολοφόνο, χαί. τουλάχιστο, πριν γίν ι: γύρω άπ' τόν ήλιο διάφανο; άνιμο;. πιριστρίφοντα; τό βλέμμα σέ δλα τά σημίία τή ; γ ή ;. δ:αμαρτυρήΗη·/.£.
Τό ποίημα αύτό. δέν εξαντλείται Ηέβαια οιήν οϋιο- ούσταση τοΰ δημιουργού του. Ί Ι μεγάλη ιομή. onux; είναι αύτή πού ξεχωρίζει τις δυό ψυχές ενός ποιηιή. ?χει
194
?να βάθος άπεριόρκττο, κι (‘να μήκος πού τραβάει πολύ μέοα οτύ πρίν καί τό μετά.
Στόν πρώτο οτίχο, Λ Νικηφόρος είναι Ρνας. Αύτόν τύν έ να δολοφόνησαν, άλλά μετά. Επομένως, ό χωρισμός, άφοΰ ή μιά ψυχή ήταν μέ τά λουλούδια... καί ή Αλλη πρόφτασε..., υπήρξε καί πρίν άπύ τή δολοφονία καί δρα ή τελευταία δέν ήταν κάτι τύ αιφνίδιο κι άπρόο- πτο. Μιά βαθμιαία προετοιμασία είχε Iοως προηγηθεί, κάτι οάν τήν αρρώστια ή τή δίωξη, στή διάρκεια τής ό- noioc t-Ixt- διασπαστεΐ (ή ψυχή) καί μονάχα ή τύχη τής κάθε μκ'κ; καθορίστηκε μέ τή δολοφονία — τή χαριστική βολή θά λέγαμε.
Ό λόγος τοΰ Βρεττάκου έδώ, είναι έλλειπτικάς. ’Ανάμεσα στήν πρώτη καί τή δεύτερη πρόταση τού (πρώτου) στίχου ύπάρχει μιά σιωπή. Μιά Ιστορία άλόκληρη (ΐιιο τύ τέλος τής... άρχής, ώς τύ ξεκίνημα τοϋ μετά... Ε πίσης είναι (ό λόγος) βαρυσήμαντος — ή μιά ψυχή ιιέ- θανε, άμέσως. Καθαρή προειδοποίηση πώς δ,τι ακολουθεί αφορά μονάχα τήν άλλη. Μέ μιοή καρδιά δπως λέμε. Κα) ό Βρετιάκος είναι συνεπής. Αύτύ προκύπτει ά- βίαοτα άπύ τύ είδος τών θεμάτων που έπεξεργάζεται οτά ιιοιήμαια τής «Διαμαρτυρίας».’ Τήν άμετάκλητη έξωση άπύ έκεϊ, δλου τοΰ γνωστού χείμαρου τής έκφραστικής όμορφιας κα) τήν παραίτηση άπό τήν όνειρική ένατένι- οη τοϋ κόσμου, τήν άνίχνευοη κα) άνακάλυψη πιδάκων φωτός. Μιά άνελέητη γενική καταγγελία. Τό σφυροκό- πημά της δέν έξαιρεϊ μήτε κι αύτές τ)ς λέξεις καί τύ νόημά τους, τύ ΰφος καί τύν τόνο. Σάν έπκχρράγιοη, έρχεται ή αμφισβήτηση. Αύτύ τύ σύγχρονο φαινόμενο ενός εϊδους καθολικής άρνησης. Μιά νέα κατάφαση ϊ-
2. Ή ϊλη συλλογή, dT X -uiil-ji irA κίν:* it i -.τ,-.ΐί. xiice Ικό έν- Ιιιχ -;χού ; *;-αου; ή *4Θ« μ;4. Ή 'Δ ιιμ ιρ - 'ΐρ ΐΐ ' ιίνα: ή - itip r r , ίνίττ,τ*.
195
οως. Δέν ξέρουμε. ’Ακόμα, θς μήν ξεχνάμε, βρισκόμα- σιε στό στάδιο τής διαμαρτυρίας.
Τ ί ν ϊχ α ν α . . .
λέει ατό ποίημα «Τύ νόημα τής κιθάρας ένός παραιτημένου»,
...παραιτήθηκα, πήρα ν' άπομαχρύνομα ι, νά κάτι βαίνω, μέ μόνη μέριμνά μου, πριν ένδώαω, νά φυγαδέψω τή συνείδησή μου, βγάζοντας τά μπάζα καί συγυρνώντας δπο»ς - δπως τ4 προγονικό μου σπήλαιο
καί συνεχίζει ρίχνοντας τή σιδερένια βροχή τής καταγγελίας του, πού είναι μαζί καί δάκρυα μισεμού, Ισως κι £να μικρό αίτημα συγγνώμης, μιό πικρή έξήγηοη.
Ειρωνικότερος στό επόμενο ποίημα, «Λόγος σέ Σ υνέδριο γιά τή μόλυνση τοϋ περιβάλλοντος», χρησμοδοτεί τύ άδιέξοδο, ένώ παράλληλα σαρκάζει τήν καθιερυι- μένη δεοντολογία τής δράσης:
... πάντως κι έπειδή δέν πρέπει νά μήν έχουμε έλπίδες, κάτι πρέπιι νά κάνουμε. Κάπου νά καταφύγουμε.Νά ένεργοΰμε πάντως. Πάμε ατούς Δελφούς.
Ή Ιδια εΐρωνία, ό οαρκασμύς καί ή γενική άμφισβή- τηση καί στά δλλα ποιήματα τής «Διαμαρτυρίας». Τό υπόβαθρο μιας προηγούμενης τρυφερότητας καί πίστης δέν διαφεύγει. ’Ακόμη, ή όριστικοποίηση τής άντικεηιε- νικής έλλειψης πού έπισφραγίζεται στό τελευταίο ποίημα «“Εξοδος κινδύνου», ύποδηλώνει σαφώς τήν υποκειμενική έπάρκεια σέ ιδεολογικά άποθέματα καί σέ μιά πίστη γιά Ρνα μέλλον, £οτω καί μακρινό.:
196
"Οταν οί (6έ<; θά ξαναγίνουν* ΐδ ίις (γιατί χ ι αύτό μπορεί v i γ ίν ιι άλλά αέ μακρινούς χαιρούς) 5ταν θά ξαναρχίσουν οί μορφές ν4 διαχωρίζονται άπ’ τό
χάοίιδταν οί Ιννοι*ς θ’ άποχτήσουν* τή στιρ«ότητά τους, δταν οί λέζιις θά ονομάζουν* αυγχικριμένα πράγματα, τότι θά πάψιι χ ι 4 πλανήτης μας v i ταλαντίύ*ται πότ* άπό δώ, πότ* άπό x*t, πάνω στόν ίξονά του.
Τά πριν τή διαμαρτυρία ποιήματα (αυτής τής συλλογής) θά τολμούσαμε νά ποϋμε 8τι ανήκουν ο’ £να μεσοδιάστημα, δπως τό θίξαμε καί πιό πάνω μέ τήν άνα- φορά στό σιωπηρό στάδιο. 'Οπωσδήποτε, είναι ίνα πρίν τή διαμαρτυρία. “Ετσι άλλωστε τοποθετούνται καί οτή σειρά τού βιβλίου.
Ό «’Αποχαιρετισμό*; οτόν Ελληνικό "Ηλιο* καί ή συμπλήρωσή του, «'Ένας Πολίτης», είναι ή Ελεγεία τής πικρής πατρίδας. Ό Επιθανάτιος ρόγχος ιής μιας ψυχής τοΰ ποιητή. Ή άποχώρηση Εμφανίζεται σάν διωγμός καί δχι οάν φυγή. Προβάλλεται ή όριακή κατάσταση, τό «πεπερασμένο» τής άνθρώπινης δυνατότητας, βιολογικής καί κοινωνικής. Ό Βρεττάκος δέν ήρωποιεϊ οΟτε μυθοποιεί τόν άνθρωπο. Είναι κοντά ο’ ϊνα πολιτικοποιημένο καί πνευματικά φιλτραρισμένο συναίσθημα. Δέν κάνει άλματα, δέν άκροβατεΐ. Ή παραμονή, συνδυάζεται τόσο μέ τή συμμετοχή στή βεβήλωση καί πάρα πέρα μέ τήν ένοχή, 6σο καί μέ ιήν υποδούλωση.
. . . Κι Ιφυγί. Λέν ήθ*λ* v i αΪ3θάν«ται οάν Ινας ναύτης του.
λέει στό ποίημα «'Ένας Πολίτης». Ή έξοδος, πού δέν είναι βεβαίως λύση άλλά διέξοδος, τόν δικαιώνει μπροστά στά Ιδια του τά μάτια:
«άρχιΐ νά σώσω ιήν ψυχή μου ήλ ιι μου χαί τό λόγο μου»3
197
λέει στό ποίημα «Άποχαιρειισμύς στον ελληνικό ήλιο». Γιατί Ισως ξέρει πώς έτσι μόνο μπορεϊ νά δικαιο>- θεϊ καί μπροστά στους άλλους οπακ; και γίνεται, δταν άργόιερα αυτός ό λόγος θά εκπροσωπήσει τή δ ι α μ α ρ τ υ ρ ί α τους. 'Ωστόσο, τό υλικό που συγκροτεί τό ποίημα, είναι ό σπαραγμός καί ή έπίκληση ιών άγα- πημένων στοιχείων τοΰ πληγωμένου ποιητή, δπως ό ήλιος καί οί εύγενεϊς τοΰ κόσμου — Λχι βέβαια οί εΰιια- τρίδες άλλά οι φορείς τής δικαιοσύνης κοϊ ιών άλλων άρετών — νά σώσουν τήν πατρίδα και ιήν ιστορία ιης άπ’ τούς έ κ π ο ρ ν ε υ ι έ ς , πού ό ϊδιος δέν μπορεΐ νά ζεϊ κάτω απ' ιό βλέμμα ιους.
Ή ένότητα πού ακολουθεί. «Σιά περιθώρια ιοΰ *72», άναφέρεται σέ μιάν εξομολόγηση - απολογία. Ό τίτλος είναι ένδεικιικός. '() ποιητής δέν μπήκε ακόμα μέοα στό χρόνο. Ή πάλη ίου ξετυλίγεται δραμαιικά. Τύ έδαφος πού είχε γερά πατήσει άλλοιε κι είχε αγαπήσει, φεύγει άπ’ ιά πόδια ιου, μά πάνω απ’ ιό κεφάλι ίου αίωρεΐται σά δαμόκλεια σπάθη τό κατάλοιπο τής περασμένης άκμής:
...M tti πού ib i K o fiv .n . ζήτησα i n i τή μοίρχ μου vi μέ δοηθήσιι' νά μήν χχμφθώ i n ’ τ4ν ήλιο μου — τ6ν ήλιο που άγχποΟσχ — χ ι ivxtpisw τήν χπόφχσή μου.
(Αοί ιτ ιγ μ ΐ; έν4; |ΐν>4λογν>Ι
"Ετσι κι ό Γιάννης Ρίτσος, είχε ιιαλαίψει ιιαλιόιερα,
8. Ό Ιβ:οί τ :ίχο ; |χ« : ϊμ μ ·ι« ]* ι ! χκ4 ’Λί U pt'.tixc aiv Γ.ρομιτΜ· cISx e t Ιλλη ηλλβγή ~λ ί ( ’0 Βράχο; χ*1 -λ Γ ιρ ίχ : ■ '(>ίν.- πορίχ». Αιογένη;. 19721. Τδ Τ»Τον*ί swi-jxajii μέ '.τ,νέπιγρχμμχτιχΑττ,τχ τού οτίχο■>, 6<νι>. ~.Κ ί ι/.ϊ:ι* )ΐι v i Γ.οδμι !-·. Ιποκλ ιΓ σύμβολο κ(βτη; γ : ' ιΰΆν ή iti*V,pT(3r, r?,; γντ,ί'.ότητχ;
του *6x11; * * ·’ τί,; ix*pxsr.xft; τ»,; Ϊν<χτ6τητχ;.
w
ξορκίζονιας tin νωπές όπιασίες Ενός κόσμου ιιού γκρε- μιζόιαν μέσα ιου.
ι \ *'Ο μοι; ή χνζ?ζ Vj'i μου Ηχμπιοιι ~ί τζ ίμ :ζ
χαί νζ πού Γ.:ζ δέν χχλοέλέπ<·ι χιίνο Γ.οΰ Μ/.μ νζ τοΰ διίξ·<>.
( Ό Z iv ,; - Λοζ·..ιΐ3·:ι · ΙΙν.τ,]ΐχ-ι HIAI · ΙίΗϊΟ,A' -itio ;. : ιλ . .Κ!7)
Σ ιή συνέχεια. ή «Προσβολή», ό «Έξοσιρακιομός» καί ιό «Έγιίι», είναι οί κάλυκες ιών παλιών, ώραίων λουλουδιών ιοΰ Βμετιάκου. "Ας είναι ιώρα ιό κάθε πέ- κιλο μκΊ πύρινη φλόγα.
Μιλήοαμε γιά αλλαγή τόνου καί υφους στή συλλογή ιιού εξετάζουμε. Αφορμή λοιπόν νά θυμηθούμε ιό πρόβλημα τής μορφής και τοϋ περιεχομένου στήν ποίηση. Νά τονίσουμε, προβάλλοντας £να καίριο παράδειγμα. ιό αδιαχώριστο τών δύο αυτών στοιχείων πού συμβαδίζουν καί άλληλοιροφοδοτοΰνται κάτω άπό τήν έ- ποπιεία ιής έμπνευσης. Τόσο οί πηγές, δσο καί οί στόχοι ιης, ολοκληρώνονται μέοα άπό μιά διαδικασία Εμπειριών καί άποκαλύψεων πού διαρκώς Εξελίσσεται.
Μιά «Ελληνική παρένθεση* ανάμεσα «Στά περιθώρια ιού 72» και ιή «Διαμαρτυρία», στηρίζει ιά θεμέλια. Προετοιμάζει ιό πλάτος καί τό βάθος τής προοπτικής.
Ό μεταλλικός λόγος ιού Βρεττάκου, είναι τό ίδιο πολυφωνικός, οπο>ς ό άλλος ό φιλνιιοένιος ιου. Μαστιγώνει, όπως πρωτύτερα χάιδευε, με πολλά καί ποικίλα μαστίγια, κι άπό διάφορες κατευθύνσεις, κρατώντας πάντα ιόν πυρήνα ιής ομορφιάς, κάπου κρυμμένον. νά περιμένει ή και άπλώς να συντηρεΐιαι.
M i ;ι' ολο jzvj ι ί ζρνήΗτ)χι τ, πζτρϊδζ, δέν μοΰ π « ·.νζ φζντζστώ πιο; !/.·*·»« μζζί ~λ υ ; κζί ~Λ ώρχίο.
199
τό άατραφτερό, τό a iv από άργα^μένο μέταλλο θείο, εκείνο σου χαμόγελο άλλά, λέω, πώς αύτό άπόμεινεν έκεϊ καί πώς τί; νύχτες βγαίνει καί δύει μές 3τό δρυμό — μικρό φεγγάρι.
(Νιο«λλην:χ6; Κούρο;)
Τά τρία επόμενα ιιοιήματα τής ενότητας « Ελληνική παρένθεση» δίνουν τις γενικές νύξεις μιδς κριτική»; πού απασχολεί αύιή τήν εποχή τό χώρο τής ‘Αριστερός. Στό πρώτο, «Στύ χωριό ΓΤικρόθρυση» καί ιό τρίτο, «Τριάντα χρόνια οτή βροχή», έπικρατεϊ σάν πρώτη προσέγγιση μιά άπλουστευμένη απολυτότητα πού επισκιάζει τή μεστότητα και τή χάρη τής ποιητικής έκφρασης πού άναδεικνύεται με τό βαθύτερο πλησίασμα. Τό δεύτερο, «Τό τραγούδι τοϋ Γιώργη», είναι tfva αληθινό αισθητικό άριστούργημα. Παρά τή μεγάλη βαρύτητα, τό βάθος και τό πλάτος τοϋ διαλογισμού, παραμένει μιά συμπυκνωμένη λυρική ελεγεία, καθώς άπό τό συν ταίριασμα τήο μουσικής καί τοΰ λόγου βγαίνει μιά ολοκληρωμένη γνώση, πού σαρκάζει ι ραγούδων τας, ά ν ι ΐ νά φιλολογεί δογματίζοντας.
Τά ποιήματα τής «Διαμαρτυρίας», γιά νά ξαναγυρί- σουμε, είναι τό χρονικό μιας εποχής. Ή κλίμακα ανόδου και καθόδου τής τιμής τοϋ ανθρώπου. Κι δχι μονάχα τής συνείδησής του μά καί τής ιδίας ιής σάρκας του. Σ τήν κορυφή αύτής τής κλίμακας, ιά πάντα εκμηδενίζονται — ή ποινή είναι γνωστή, «Άθώωση ή θάνατος» (βλ. ποίημα, «'Ομολογία καί Μετάνοια»). Ή δλη άνά- πτυξη τοΰ ποιήματος, μάς επιτρέπει νά έπεκταθοϋμε: άθώωση ή θάνατος ϊσον θάνατος, ή θάνατος ίσον άθώωση ή άθώωση.
Τά έπόμενα ιιοιήματα, («Σοροκάμπα Κουάνιρος». «Ό Νέος Πρόεδρος», «‘Αλλαγές», «’Αποδοκιμασία»), είναι ξεκάθαρα ποίηση - ντοκουμένο. Συνοπτική δίκη και
2<Χ>
καταδίκη ενός καθεστώτος. Χωρίς καθόλου νά υστερούν οτήν αποδεικτική διαδικαοία, (τεκμήρια, μαρτυρίες), τή λογική καί ιήν ιστορική θεμελίωση, τήν πλήρη αν καί έπιγραμμαιική αιτιολόγηση, αυτοί οί λίγοι γιά τήν άνα- λογία ιοΰ θέματος οτίχοι, δεν μειώνουν καθόλου τήν ποσότητα καί τήν ιιοιόιηκι τής καθαρής ποιητικής ουσίας. Ό λόγος, δεν είναι άλλος άπό τήν άγόρευση τοΰ ποιη- ιή στύ στρογγυλά τραπέζι τής κρίσης. Τόν φανταζόμαστε σάν ερχετατ ή σειρά του, μετά τούς άλλους συνέδρους: Μιά επιδέξια χειρονομία. "Ενα δάκρυ. Κάμποσο δευτερόλεπτα εύγλωττης σιωπής. Βαθειές άνάοες, και κάτι λέξεις ποΰ καί ποΰ, σφιχτοδεμένα βότσαλα νά σκίζουν τύ νερό άνάμεοα οτά κύματα.
Το ποίημα. «Ή κρίση τής Ιστορίας», πιό κάτω,
Κάποτε ή ιστορία θά κρίνει. Είτε εμεΐ; υπάρχουμε, είτε ίχ ι , αδιάφορη έχείνη καί αυστηρή.Hi πάρε: τό ψαλίδ: τη ; νά κόψει: εργα καί λόγια, απατηλά συνθήματα, πλαστογραφήσει;.Μετά Βά πιάσει νά ζυγίζει: 'Ολόκληρα βουνά, γ ιά έλάχιστα γραμμάρια μόνο ποΰ θά τή ; μένουν κέρδο; καί ουσία στά χέρια τη ;' ενώ οί φωτιέ; θά καίνε μερε; καί νύχτε; πλάι τη ; τά θλιβερά αποκόμματα, μέρε; καί νύχτε; πλάϊ τη ; σωροΰ; άπό σκουπίδια.
θά καλύψει αύτά καί τά υπόλοιπα ιιοιήματα τής «Διαμαρτυρίας», ιιρίν άπό τήν «"Εξοδο κινδύνου» πού άνο- φέραμε προηγούμενα.
Στά υπόλοιπα αύτά ποιήματα τής «Διαμαρτυρίυς» συνεχίζεται τό χρονικό τής έποχής. ’Αλλάζει μόνο τό σκηνικό ιοΰ χώρου. Μεταφερόμαστε άπό τό εθνικό οτό διεθνες ιιεδίο. Έδώ, ή... άλλη ψυχή ιοΰ Νικηφόρου, κρατάει ?να δίστομο μαχαίρι γιά νά χτυπάει δεξιά κι αριστερά τύ ϊδιο. Σαφέστατη έξήγηση, βρίσκουμε υιό ποίημα «Οί χαρτοφύλακες»:
201
(>· v j 'j IIρόεδροι. αρχηγοί κρατών, τά εΐπανε. Εξαντλήσανε ολα τά Ηεματά του;, όλα του; τά χαμόγελα. (Αφημένοι •j-i φιλικό τραπέζι του;. κλεισμένοι.6ρι σκόντα; οί χαρτοφύλζκε; μέ τά ιδεώδη το υ ;). οί άμοιόαίοι στόχοι τους έχουν έπιτευχΗεί.ΙΙρώτο κ ι ; κύριο. όέόαιζ. νζ διατηρήσουν τήν ειρήνη γ ιά τό κζλό τών δύο κρατών, άλλά νζ διατηρήσουν μαζί τη ; καί τοϋ; τοπικού; πολέμου;, πράγμα πού Ηά συμόάλλιι στήν ειρήνη του;. Ilpiv χι»ριστν)ν μετά πού αγκαλιαστήκανε. χ«·>ρί; να κάνουν λάΗο;“ ήρε ;ανά ό καΗένα; του; τό χαρτοφύλακά του απ' τό τραπέζι. (Ά λλά καί λάθο; νακαναν, δέν Ηά πείρα ζε).
Νά rival ϋ(>αγι· οΐ χειρονομίες too πιπ'λιιιαμένου η μιά βαθύτερη κριιική θεώρηση; Ό πόνο*; ιού ιιοιηιή μά<; είναι γνώριμος καί οεβαστός. Ή εμβέλεια ιής θέ- οη<; πού εκφράζει, είναι ζιίιημα πολιιικοκοινωνικό. Ε κείνο πού θέλουμε νά σημειωθούμε μόνο. είναι οιι οί χαριοφύλακες, καιά ιύ ποίημα, άνήκοιιν οιούς II ρ ο - έ δ ρ ο u ς και ιό αμοιβαίο καλό είναι ιών δύο κ ρ α - ι ώ ν. Ί Ι κρπική ιου δηλαδή, δέν αφορά ιά συσιήμα- ια καί ιίς ιδεολογίες. Ιίολύ περιοοόιερο, ή άρνηοη πού προκύιιιει μέοα άπό ιό σαρκασμό καί ιήν ειρωνεία, — άρνηοη τού φορέα καί τής πολιτικής ιου — έπιβεβακί*- νει άνιΐ νά αναιρεί τήν πίστη στις ιδέες.
Μέ ιά «Τελευιαία συμβάνια τοΰ κάτω κόσμοι», ό κύκλος ιοΰ σαρκασμού κλείνει με ιήν κορύφωσή ίου: Τόν «ύιοοαρκαπμό. Ή ιελευταία διέξοδο*; ιοΰ ποιη (ή,
πού Ι'/ t t όουλιάςει άπ* τόν πολύ τόν πόνο καί πού ό μισό; είναι στον κόσμο μέ τόν ήλιο καί ό αλλο; μισό; ΐδώ , κάπου, στόν Ά δ η . μά; άκούει όλου; καί Ηά τά γράψει.
( ϊ ί ; |Γ.λάι: ό ΙΊχτ IV /i- l
202
(Ιχ :; Κ: ό ήλιο;. ό καλό; ήλιο;. τί ;τερ·.;ιί7ΐ·. τότε. i δεν Ιρχετχι κ: χύτό; έοώ. v i μχΗει. ;ι» ;ί ·ιέ ; i i ; . κολύ;ΐ“ ·. 3τό ακοτάδι:
i»t(i, i| ιιιΟανύν υέ |ΐιά . γ ι 'ιγ γ |ιιι|κ> Ο γ ιι|. γ ι ι ι - άιιιΟλΐ||ΐίνη ij μοι-
οταν έπρόοχ/.ί ό Ίη^οΰ ; επειτχ ό πιό ψηλό;.4 πιό λιγνό;, κ: ό πιό πικρό; άπ' όλου; τοϋ; τ/.οτ«·ιιιενου; v i μιλήαε:. Ά νο ιςε τό 3τό;ΐλ. τόκλε:3ε. τό ςχνχνοιΐε. φούι/ιο-ιε ό λάρυγγα; του. ό λόγο; του οέν Ι ίγ χ ν α . ετρε/ε 4 ίδρωτά; του. π έτριβαν: τ ί χείλη του. Ιτρεμε σχν καλάμι, ίπ που τόν Γήραν ο: λυγμοί. λύγιιε κατά μπρό;. κρε;ιχιε τό κεφάλι του ? i νά^παοε 4 λχ·.|ΐό; του χι χφέϋηκε νχ γκρεμιστεί ri3«t άπ* τχ δχκρυά του. πού πεφτχνε sxv χ^τρχπε; κάθετε; κχϊ ρ·.γώνχν τήν χόυ-30. Σηκώθηκε jiiyx ; άνεμο; τότε,7ί·.ότχν ό Ά δ η ; τί««·ι;ιο;. μοϋφυγε τό ρολό; χπό τχ χεριχ, ό ίδιο; άνχτράπηκχ. γκρεμίστηκαν με πάτχγο οί πέτρε; κ: οί τχοτιομενοι
' vip* χχθήκχνε αε τρύπε;, ενώ τήν ιδιχ ώρχ κ: ό ποιητή;,
άπλιόνοντχ; τχ χεριχ του. Ιτρεχε απελπισμένο; ~ά·/(·ι 3ττ( γη. όπου τού πήρε ό i ip x ; τα χαρτιά του!
ΤΟ Ι'ί/.τ Γι/ίτ)
“Λν (ΐι>νΑυάοοιΐ|ΐ(- ιό >ιΊ]|ΐα «“Εξοδοι; κινδάν
με διι ό Βρειιάκος υπαινίσσεται κάποια δεύτερη παρουσία. Ά λλά τό ζήτημα παρομένει τόσο άνοιχτό, πού δέν μπορούμε νά μιλήσουμε γιά προθέσεις πιό πέρα άπό τήν άναζήτηση. Ή δεύτερη αύτή παρουσία, άποτελεΐ τή μακρινή έλπίδα. 'Έ να λυχνάρι όναμμένο, δπως συμβολίζεται μέ τ’ άπλωμένα χέρια τοΰ ποιητή (στό τελευταίο ποίημα), έστω κι άπελπισμένου, καθώς κυνηγάει τά χαρτιά πού τοΰ πήρε ό άνεμος (σημειώνουμε.. .πάνω στή γ ή . . ■).
Ή «Διαμαρτυρία* ιού Βρεττάκου, δέν είναι 2να ά- πλό, εοτιο και αμείλικτο κατηγορώ. Είναι Ρνα ποίημα, (σύνολο μερικότεριον ποιητικών κομματιών), μέ έντονες δραματικές συγκρούσεις, ανάμεσα στήν συνειδητο- ποίηοη μιας ήττας. (τοϋ ανθρωπισμού), και τήν άρνηση παραδοχής ιης, καθώς καί μέ ανάγλυφο τό τραγικό στοιχείο ιοΰ αδιεξόδου.
Ό διαλεκτικός κύκλος ιής διαμαρτυρίας, δέν κλείνει μέ μια σαφή αντιπρόταση στή βίαια εναντίωση.
Τό μεγάλο ερώτημα μένει άνοιχτό- κι έδώ συνοψί- ζειαι ή αίσθηυη συγκλονισμού πού προκαλεΐ στόν άνα- γνώστη. Ό δρόμος σταματάει στήν άκρη τού γκρεμού. Μήτε γέφυρες, μήτε καινούριοι δρόμοι. Μονάχα ή θέληση, ή πίστη καί μιά μικρή πυγολαμπίδα κάπου μακρυά. Κοντά μας, τ’ άπλωμένα χέρια τοΰ Ποιητή.
204
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥ ΛΟΥΦΑΚΟΣ
Τά κοινωνικά στοιχείαστήν ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου1
1. Πρωτοίημοϊtt'j-ηχε r.tptodtxi Έπιβιώρηοη ΤΙ/νη; , -ίΟ/ο; Ho. ~ύμ. I” . Ψ«ίρουίρ·.ο; 19.Vi, s . i . 12ί» - 13Λ.
ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΙΟΙΗΣΗ ΤΟΤ ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ* ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
Ό Νικηφόρος Βρειιάκος Ρχιι οιύ ι'-νιργηιικό ίο») μιά μ α κ ρ ό χ ρ ο ν η και πλούοια »Γ έπιι ρήγμα τα Ηηιιία οιά νιοιλληνικά γράμμα ια. "Αν καί νέοι; ακόμα (γρννήΙ)η- κ<· ιύ 1911 οιά Λρβέιοοβα ιής Μ άνης*), ιύ 2ργο ίου ι-κ- τρίνηαι οί: διάοιή ρ α ιιού Ι,Γ Π ρ ρ νά η ιύ ιέιαριο ι’νύς αιώνα. Κι ό |>ό.\<χ; ιοο, οιιΐικ; καί ιών ιμιών (ίλλων «όμό· (,ιιγών ιοο» Ρίιοοο, Έ λύ ιη και Σρψέρη. ύιιΓκ .Γ καϋορι- οιικύς γιά ιήν έμφάνιοη καί πολυδύναμος γιά ιή δια- |ΐόρφ(ιΚ)ΐ| καί πάρα ιιέρα έζέλιί,η ιής ούγχρονης ΐ'λ- ληνικήι; ποίηοης. Μιιοροϋμρ άφοβο να ποΓψΓ ιιιϊκ; ό- λόκλΐ)|Η> οχρήύν ιύ ιιοιηιικύ οικοδόμημα ιής τρλροταίας ηκοοα·-ιίας ο ιη ρ ίχ τ η κ ρ πάνω οια θρμέλια πού ίίνοιί.αν καί οια ϋιδάγμαια πού έδοχκιν οί ιέοορρρς αύτοί ποιητές. Χάρη οτύ τργο τους ό ιιοιηιικός μας λόγος άνα- νι-ώθηκι- κι άπόχτηορ τήν ικανότητα ν ύ έκφράορι ιά καινούργια οιοιχρϊα πού ΓφρρνΓ ή έποχή μας. ’ \παλλα- γμένος άπύ ιούς άοφοκπκούς ό(>βοπρΛικούς νάρΒηκρς τών ιια(>αδοοιακών μορψοιιλααιικών κανόνων καί μπο- λιαομένος μί· ια οήγχ|χ>να Γ.ένα |)Γύμακι Ηδι· ιήν ά-
* IIxfxiy^n,. T i Λ;t.i-.ζ'Λχ I i '■‘'■V* K y./.ixil ϊ ϊ < Ky.-y/'.:· ~.xi z-i\ Ni<i,. ΐ λ λ ί z-.i,; ir.xy/i* ΛχκιίχίΜ'.ν.:.
207
κτίνα δράσης tod vc'i έκτείνειαι σ έ όλότελα παρθένες περιοχές. Ή εισαγωγή άλλωστε πλήθους καινούργιων Εκφραστικών μέσων πλούτισε τήν ποιητική αϊυθηση γιατί τής έδωσε καινούργιες δυνατότητες προοοικείο>σης καί Εξωτερίκευσης πραγμάτων. Και μόνο το γεγονός οτι οί καινούργιοι ποιητικοί τρόποι Επιβλήθηκαν’ οέ τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, άποτελεϊ τήν καλύτερη έπιβε- βαίωση. "Ετσι ή Ελληνική ποίηση, δίχοκ; να χάυει τήν Ελληνικότητά της, ο’ ft,τι πιό ουσιαστικό είχε νά πει, ευθυγραμμίστηκε με — κατά τή γνώμη μερικών ξένων, δπως ό Andre Gidc ή ό Jack Lindsay, ξεπέραοε — τά πιό προχωρημένα τμήματα ιής παγκόσμιας και βρέθηκε στήν πρώτη σειρά. Τύ κατόρθωμα δέν είναι μικρό. Κι δν θέλαμε νά τύ ορίσουμε μέ δυο λέξεις, θά λέγαμε πώς οί τέσοερες αύτοι ποιητές Ανοιξαν δρόμους.
Υπάρχει δμως μιά βασική παρεξήγηση πού τά πάρα πάνω δέν βοηθάνε νά διαλυθεί. Συγκεκριμένα μπορεί νά ένισχύσουν τήν έντύπο>ση ότι οΐ τέσοερες αύτοί ποιητές άποτέλεοαν κατά ϊνα τρόπο μιά «σχολή». Κάτι τέτοιο δέν υπήρξε ποτέ άληθινό. “ Ισα - ϊοα. ό καθένας τους ξεκίνηοε άπύ διαφορετική άφετηρία κι ακολούθησε τύ δικό του δρόμο. Κι αν ίχουν οάν κοινύ χαρακτηριστικό τους τήν άρνηση τών παραδοσιακών έκφρα- σΠκών τρόπων, ξεχωρίζουν άπό τόν τρόπο πού ό καθένας τους διάλεξε νά τούς άρνηθεΐ, κι άπύ τύ τί έφερε οέ άντίκατάστασή τους. Ή τέτοια όμοζυγία, λοιπόν, δέν άνταποκρινόταν ποτέ στά πράγματα. Κι άπό τύ 1940 κι υστέρα ό ξεχωρισμός τους γίνεται ακόμη πιό έντονοι; και καιάδηλος. Ό Βρεττάκος κι ό Ρίτσος παίρνονιας
1. Ή ίνίλ'Μ ΐ) τίιν 5·ινβτ,κήν Γ.ού r jv i 'IX fjiv οιήν(πιβολή v i’.i, άΓ.οτίλί! r.iρ* Γ.ολϋ r.Xx-Λ Ai|tz χχί *-·.γΑχιι6- |ΐχα~* v i ~Λ β!;ο·>git μ-.iv Ιλλτ,
208
ένεργητικά μέρος οτόν έθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, βρίσκονιαι κάθε οιιγμή μέοα οτον άγωνιζόμενο λαό. πράγμα πού ιούς έπιτρέπει νίι πονέσουν μαζί ίου, νά οίκειωθοΰν αμεσα τούς πόθους του, νά ζήσουν τις συγκινήσεις καί τίς έξάροεις του οάν προσωπικές τους συγ- κινήοεις κι έξάροεις. Ή καθημερινή τους ζωή τούς προμηθεύει πλήθος παραστάσεις κι έμπειρίες. Εκφράζοντας ιά βιώματά τους αύιά, βάζουν — άπό έσωτερική πιά ανάγκη κι 6χι άπύ «τύν έξωτερικό καταναγκασμό* πού ιιρέπει νά ύφίσταται ένας «οτρατευμένος* — τήν ποίησή τους οιήν ύπηρεοία τής πατρίδας κι ανοίγουν ένα καινούργιο λαμπρό κεφάλαιο οτήν ποιητική ιστορία ιοΰ τό- ιιου. Ό καινούργιος αύτός προσανατολισμός ιους (γιά τύ Ρίτοο θά ήταν σωοτόιερο νά όνομαοτεΐ συνέχιση άπύ άλλες θέσεις τοΰ παλιότερου προσανατολισμού ίου), ό- πλίζοντάς τους μ' ένα ξεκάθαρο κοινωνικό ιδανικό, όξύ- νει ιήν υραοη καί τήν εύαιοθηοία τους καί δίνει οτό έργο τους μιάν ένταοη κι ένα πλάτος χωρίς προηγούμενο. Ταυτόχρονα τούς έξαοφαλίζει ένα .ευρύτατο άκρο- ατήριο πού άναγνωρίζει οτά ποιήματά τους τήν ψυχή του καί τή φωνή του. Τά άποτελέσματα αύτά δέν είναι τυχαία. "Ενας ολόκληρος λαός συνεργάστηκε μαζί τους. Στύ μεγάλο ιαλέντο τους καί οτήν έξαιρετική τεχνική τους πρόοθεσέ τή δική του όρμή, τή φλόγα, τόν ήρωι- σμό καί τά πένθη του, τήν τραχύτητα τής φωνής καί τή λεπτότητα τών αίοθημάτων του. τίς άνησυχίες του γιά τό σήμερα καί τή βεβαιότητά του γιά ένα λαμπρό μέλλον.
'Ωστόσο οΟτε κι έδώ έχουμε έμφάνιση σχολής. Γιατί ή άνάγκη πού ένοιωθαν νά μπάσσυν αυτά τά περίπου κοινά και γιά τούς δυό τους πράγματα καί βιώματα μέσα στήν ποίηση, τούς υποχρέωνε ταυτόχρονα νά άντι- μετωπίοουν μιά σειρά προβλήματα έκφρασης. Οί προσωπικές λύσεις, πού ό καθένας τους έδωσε καί δίνει οτά
209
14
ϊδια ή σέ παρόμοιας φύσης προβλήματα, άποτελοΰν καί τίς βάσεις γιά τή διατήρηση δχι μόνο τοΰ προσωπικού ύφους άλλά καί τής ουσιαστικής διαφοράς πού διαοτέλλει μορφολογικά τύ έργο τοΰ ένύς άπύ τύ έργο τοΰ άλλου.
"Αν δμως είναι άστοχο νά μιλάμε γιά «όμοζυγία» ή «σχολές», άλλο τόσο άστοχες είναι καί κείνες οί κόποκ; βιαστικές προσπάθειες «βαθμολόγησης» καθενύς άπύ τούς τέσοερες καί καθορισμού ένύς είδους ιεραρχίας ά· νάμεσά τους, μέ τήν άπόδοση πριμάτων9 καί τίτλων κατά τά κέφια ή κατά τήν τοποθέτηση έκείνου πού κάθε φορά τό άποπειράται. Εύτυχώς κανείς τους δέν έχει όκόμα όριστιχά σωπάσει. Ί σ α - ίσα ύπάρχουν άφθονες άποδείξεις γιά τό άντίθετο. Ό Σεφέρης άναγγέλλει κιό- λας βιβλίο μέ ποιήματα Εμπνευσμένα άπό τήν Κύπρο. Ό Βρεττάκος έχει ήδη έτοιμη εργασία πού δέ θά ί’ιρ- γήσει νά έκδοθεί. Τοΰ Ρίτσου, περισσότερο άπό τύ μισό έργο βρίσκεται κλεισμένο οτύ συρτάρι καί μόνο λίγα άποσπάσματα έχουν ώς τώρα δει τό φώς. Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς κι ό Έλύτης έχει έτοιμη σημαντική δουλειά. Καί μάλιστα μέ τόν «Άνθυπολοχαγύ τής 'Αλβανίας* καί τήν «Καλοσύνη στις Λυκοποριές» έδειξε πώς δέν τδχει σκοπύ νά μείνει σ’ δλη του τή ζωή μόνο χρωματικός κι Εντοπισμένος στήν Εφηβική γεωγραφία τών αίγαιοπελαγίτικων Ερώτων, δπως τύ θέλουν κάμποσοι άσπονδοι φίλοι του. Ή κατάσταση λοιπύν είναι τόσο ρευστή, ώστε κάθε όπόπειρα βαθμολόγησης είναι ύποκεί- μενη σέ άλλεπάλληλες Αναθεωρήσεις, παρακινδυνευμένη, καί — τό χειρότερο — προδίνει ϊσως διάθεση «Εξυπηρέτησης» σαφώς έξωπνευματικών Επιδιώξεων. ’Εκείνο δμως πού πρέπει νά γίνει, είναι ή άνάλυση τοΰ έργου τους, μέ βάση τήν κοινωνική του σημασία καί τήν προσ-
2. ΒΧέπι λ .χ. τό Ιρβρο τοΟ χ. Δτ(μαρϊ γ ι4 τήν «λλτ,νιχή ποίτ,οηοτήν Ιχβοοη τοΟ Atlantic Monthly ή τήν χριτιχή τοΟ Pivot 'Up.Άποοΐ&λίίτ, 3*6 4ο - |0 /ο ; τών -Ν’ίων 'Ε λληνικών.
210
φορά τοΰ καθενός οτήν ελληνική ποίηοη, τύοο ο τον τομέα ιής ιεχνικής ΰοο καί στους τομείς τής ποιητικής ανάπλασης ιής εποχής τους, τής κοινωνικής παρουσίας τοΰ (Ίιυμου. ιής διερεύνηοης τοΰ έοωτερικοΰ άνθρώπου και τής ελληνικοίητας. “Ετσι θά τούς γνωρίσει καλύτερα ό ελληνικός λαός καί κείνος θά τούς τοποθετήσει στή Οέοη πού δικαιωματικά ανήκει οτύν καθένα.®
Πέραοαν οχεδόν ίίξη μήνες άπύ τότε πού κυκλοφόρησαν ιά «Ποιήματα 192.9-1951» τοΰ Ν. Βρεττάκου. Μέ τό βιβλίο τοΰιο ό ποιητής κάνει μιά πρώτη — κι οποκ; αφήνει νά έννοηθεϊ στόν έπίλογο, δχι όριστική — ταξινόμηση τοϋ ως τά 1951 ποιητικού έργου του. Βέβαια ή απουσία όρισμένων σημαντικών ποιημάτων άπό τήν έκδοση αύτή περιορίζει τύ οτοιχεΐο ιής καθολικότητας πού
Τήν Ιποψη χύτή ίίχκολουθιΰ v i ΟποΒΤηρίζοι xxl ιήμιρχ ( ίλ . χ· Γ.ί/-η3ή μου οτήν ΐρευνχ τή; ΐφημχρβχ; Αύγή , *. τή; 24-12- 75, μ« βίμχ: lloioi χ“ ’ τοϋ; νίου; πο ιη τί; τή; τ ϊλ ιυ τχ ίχ ; όε· κ χ ιτ ιχ ; ;£χώρ·.3χν . Χρέο; τί,; κριτική; ίϊνχ ι v i («χωρίζει τοϋ; ποιητέ; ίπ" -.'Λ; μ ή Γ.οιητέ;, κ ι! v i Ινχλύει 3τό κοινέ τό ίργο τΛν πρώτον. Λ4ν είναι !μω; ούτε "/ρίο; τη; ούτε ϊικαίοιμά τη;, v i z-i'A f. v i χπονείμει πρωτεία κχϊ ϊίυτερεϊα ή 4λλα Γ.χρόμο'.ι κχϊ μ1λΐ5τχ προτού xiv έχουν πει τόν όρΐ3τικό λίγο του;. 'Ακόμη ίέν Ιχ»; τό όικχίωμχ v i πχρχαιοιπΐ 4λλου; ποιητέ; τή; Κ ιχ ; εποχή; χνχφέροντχ; μόνο τοϋ;, xxTi τήν κρίοη τη;, <·μ*γαλύτε- ρου; ή τού; 1ντιπρο3<οπ*υτιχού; . γιατί ΪΤ31 καλλιεργίΤ 3τό κοινό μ ι ί ί ι ί θ ο η v i λχτρεΰει είδωλα, παπαγαλίζοντας όνόμχτα κ: χγνοώντα; Ti έργα. Καταλογίζω. λοιπόν. 5τόν ίαυτό μου 3οίχ- ρό λάΗο; Γ.ού si τούτη τή μελέτη μου, πρίν 2ft χχριΐώ; /ρόνιχ. ir .i ic n x τήν χνχνέ(·>3η τοϋ ελληνικού ποιητικοί λόγου μόνο 3Τήν τίτρχϊχ τών πιό ιημχντικών. Kxl 1 Έγγονόπουλο;; 'Ο ’Εμπειρικό;; ΊΙ Ι’ίτα Μπούμη, Κ \!χο ; Παπί;, ό ’Αντωνίου, ό Ζ. Οικονόμου. ό II απατζώνη;. ό Δικταϊο; κι Ιλλοι, ίέν πρόιφεραν τίπο- ts : Ά παγε τή; 6λα3?ημία;! Ζητώντα; απ’ τ* κοινό 3υγγνώμη ■(•Λ τό τότι λΙΗο; μου. προ3Ηέτω πώ; όέν Ικρινχ ικόπιμο v i τό ϊ;χφχν'3ΐ·) 3έ τούτη τήν Ιχ1θ3η. ΆφοΟ τό 0ημο3ίευ3α. 3; μεί- ·/!·. v i μ{ txp t'v si. ΊΙ ίπινόρΗωτη γίνίτχι «ώ .
211
πρέπει νά χαρακτηρίζη ιήν ιιαρουοίαοη ένύς έργου ζωής. 'Ωοιόοο ιιαρά ιύ μειονέκιημα αύιό, ιύ βιβλίο έκιύς άπ' ιήν αξία ιοί· οάν συλλογή έκλεκτών ιιοιηιικών κειμένων. Γχι ι καί δυύ ακόμα ενδιαφέρουσες πλευρές: <ι) Διαγράφει μι: ι'·ϊ,<ιιρι·ιικΐ| σαφήνεια ιήν καμπύλη ιής ποιηιικής οιαδιοδ|χ>μίας τοΰ Βρπιάκου (ή ταξινόμηση ιών ποιημάιων rx ri γ ίνπ σύμφωνα μέ ιΐ<; χρονολογίες ιιού γράφιηκαν κι όχι μέ Γκ; Χ|»σνολογίι·ς κΐιϊ ιή οπ(χ'ι πού έκδόθηκαν) κι έπιτρέππ ί:τοι ιήν εξαγωγή όριομέ- νΐιΐν χρήοηιιην συμπέρασμά ιο>ν. β) Άποτελεϊ ί*νο είδος ορόσημου ανάμεσα οτήν ιΐ(χίιιη περίοδο πού ιέρμα ιης rlvai ή «“Έξοδος μί· ιό άλογο» καί οι ή δεύτερη περίοδο ποί> αρχίζει μ» ιύ «Γράμμα οτύν ΡύμιίΓρτ Όππεν- χάιμερ» καί ιύ καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζει.
Φυοικά. τύ κομμάιιαομα ένύς έργο» or φάσεις ή περιόδους είναι πάνια παρακινδυνευμένο, γιατί μπορεί νά δημιουργήοει τή λαθεμένη άνιίληψη ικΐκ; οί μειαβολι'ς οτήν ψυχική διάθεοη ιοΰ ιιοιητή γίνονται ξαφνικά κι ϊ«κι>ς χάρη οέ κάιιοια άνωθεν έπιφοίτηοη. Έ ν ιοΰιοις υπάρχει κάποια αλήθεια οι ή βάοη ιου. Οΐ καταβολές ποί’ ό καθημερινός βίος φέρνει οιύ ψυχικύ απόθεμα είναι μικρές κι ϊουχ; ανεπαίσθητες. Λύιές ομοχ; λίγο - λίγο διαποτίζουν ιύν άνθιχοπο. αλλοιώνουν τή διάθεοη καί τή νοοτροπία του καί μέ (ύν καΐ|χ’> ουνιελοΰν οτύ οχηματι- ομύ μιας καινούργιας ψιλ<χχ>φικής ή έστω βιοοοφικής άνιίληψη<;. Πολύ ουχνά οιήν περίτικοοη ιής λογοτεχνικής δημιουργίας ή ιιοοοτική αύιή συσσώρευση έχει φτά- οει οέ οημεϊο νά παίζει καθορκττικύ |χ)λο οτήν διαμύ|>- φωση τών συναισθημάτων. ιδεών καί γενικά τών ψυχο- διανοητικών αντιδράσεων ιοΰ υποκειμένου κι όμυχ: νύ μήν είναι οέ θέοη νά επιφέρει τήν οριστική μεταβολή, πού θά έκδηλοιθεϊ μέσα στό έργο οάν καινούργια φάση. Έ νώ τά πράγματα έχουν φτάοει οτύ κρίσιμο σημείο, τά παλιά καί τά καινούργια στοιχεία διατηρούνται οέ μιά
212
καιπσιαοη άοιαθοΰς ΐοορροιιίας. άνάλογη μέ κείνη πού παραιηρεϊιαι οιό φυοικύ φαινόμενο ιιού λέγειαι ύπέρ- τηζη, η οιήν κκιθυοτέρηοη μιας κοινοινικής μειαβολής ενώ oi odvWikii; είναι ώριμη; γι' αύιήν.
Χρειάζειαι κάποιο δόνηοη. κάποιο ιιεριοταιικό — αδιάφορο ά ν α ύ ιύ θά ουμΰεϊ οιόν γύρω Γ| οιόν ψυχικό κόσ)ΐο — γκ'ι νά διαιαικΊΓ.η ι ijv ΐ<κ>ρ|κ>πία αύιή και νά γίνει ιά ιιέραομα οιήν καινούργια κατάοιαοη. Ρόλο δια- ταράιχχπιοας 0q>oppf)<; McnY.ti «υιό ιιού λέμε εριινευοη. Καί ιύ δημιουμγούμενο έργο. ιο ιιοίημο, είναι ή κρυ- υιάλλ<»οη, ή χεροιιιαοιή άιιεικόνιοιι ιού άλμαιος άπό τήν παλιά θέοη <>·ήν καινούργια. Κι επειδή φυοικά αύ- ιό γίνειοι ο έ μιάν όριυμένη \|)ονολογία, δικαιούμαοιε νά ιήν πάρουμε οά οιαθμό καί νά ιιοΰμε οι ι ό ιιοιηιής άλλαζε άπό ιύιε.
“Ειοι, λοιιιύν, οιήν ιι(ηϊμπ περίοδο ιή»; υιοδιοδρο- μίας ιοΰ Βρει ι άκου. οιιοκ; αύιή φαίνειαι άπό ιό εργο ίου, μιιυροϋρε νά διακρίνουμε δυύ φάοιις: α) Τή φά- οη πού όρίζειαι άπό ιύ κλίμα ιού Καρυωιακισμοΰ καί ιήν προυπάθεια άιιαλλαγής cut' αύιύ. β · Τή φάοη ποΰ καθοριοιικό<; ιης παράγοντας είναι ή προοδευιική ιοιιο- Ηέιηοη τοΰ ποιητή καί ή άνιίοιαοή ιου οιά φθοροποιά υιοι.νεϊα.
Είναι κοινό<; ιόιιος οιι ό Βρειιάκος ξεκίνησε άπό ιό κλίμα ιοΰ Καρυωτακιυμοΰ. Γιαιΐ ό Καρυωιακιυμός, πέρα άιΓ ιήν όποια διάθεοιι η επιρροή ιοΰ Καρυοπάκη ύιιήρξε ιό ιινεΰμα μιας εποχής: Είναι ή ιιοιηιική έκφραση ιής ψυχολογίας καί ιής ιδεολογία·: ιών νέων με. μικροαστική προέλευοη πού δε βρίοκουν διέξοδο οιήν τιροοπάθειά ιοι;<; νά καιακιήοουν ιή ζωή. Ή μοίρα πού. οέ εποχές όπ<ος ό ελληνικός μεοοπύλεμος. έπιφυλάο- σειαι υιό μικροασιό η τόν ιιοτκηιένο μέ μικικχιοιικές αντιλήψεις νέο, είναι νά ιιειώσει τό βίο ιου φυιοζωώνιας. Τά τολμηρότερα όνειρά του δέν πρέπει νά ξεπερ-
213
νοΰν ίο όριο ιής άσκησης ενός ελεύθερου επαγγέλματος η μιας θεσούλας σε κάποια ιδιωτική επιχείρηση η στόν κρατικό μηχανισμό. Ό ορίζοντας τής δράσης ιου δέ θά ζεπε|>άΐΐει ποτέ μιάν όρισμένη όκτίνα ιιικροΰ μήκους. Ή αληθινή εξουσία, ή δύναμη νά καθορίζει ό ίδιος τή μοίρα του — κι όκ; {?να σημείο καί τή μοίρα ιών άλλων — τοΰ είναι απρόσιτη. Τά εμπόδια γιά τήν κοινωνική άνοδο παρουσιάζονται αξεπέραστα σ’ οποίον θά ήθελε νά άνέβει παραμένονιας τίμιος κι άληθινός. Ά ν ό αγώνας τής εργατικής τάξης πλαταίνει, ή άκτινοβο- λία του άποτελεϊ μιά διέξοδο γιά ιούς νέους αύτούς. Πάνε μαζί του καί πραγματοποιούν τά δνειρά τους συμβάλλοντας στη γενική προκοπή. 'Ό ταν ϋμως ή έποχή είναι δυσμενής και τό κίνημα αύιό δχι άνεπτυγμένο, τούς κατέχει ό φόβος τοΰ κοινωνικού ξεπεσμού. Ό τέτοιος νέος βλέπει άπό πολύ νωρίς δλα τά δνειρά του νά συντρίβονται. Οί πολλοί «λογικεύονται», «πήζει τό μυαλό τους» καί προσαρμόζονται στή χαμοζωή. Οί ποιητές δέν ανήκουν στήν κατηγορία τών ιιροσαρμοζόμε- νων. Πιστεύουν δτι τό ?ργο τους θά τούς εξασφαλίσει τή δόξα. "Οοο νά τή φτάσουν ομως, τούς περιμένει ή μεγάλη φτώχεια, οί ταπεινώσεις, ή λοιδωρία τών χορτάτων καί καλοντυμένων πρώην συμμαθητών καί πολλά Αλλα. Ή άπογοήτευοη, ή πίκρα, ή σαρκαστική διάθεση είναι τό φυσικό έπακόλουθο. Ή ποίησή τους γίνεται απαισιόδοξη, πεισιθάνατη, αρνητική. Καί μερικοί — άνάλογα μέ την Ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ό καθένας — υίοθε- τοΰν ξεκάθαρα άντικοινωνική στάση ή παίρνουν συνειδητά τήν απόφαση νά ύπηρετήσουν τούς μεγαλοαστούς πού βαθύτατα n fρκρμονοΰν, διαλέγοντας προσεχτικά τόν όφένιη πού κατά τή γνώμη τους θά τούς εξασφαλίσει άνετόιερα τήν άνοδο. Μέσα ο’ αύτό τό γενικό κλίμα*
* Ί Ι μ»:ν)3ί(π3Τ| ιΰ-ώ·/ -<;■·, χν.νι>·νι-/Α-/ ;·>·/Ητ,■/.*·/ ζϊ jis i i:xif,<'i~r/.r, j:oίηοη «νζντίωϊτ,; Γ.ρό; ιήν xi-.iy.xji, ( aTia. |ΐ ί ·:ή
214
παρουσιάζεται ό Βρεττάκος καί κινείται κατά τήν πρώτη του νεότητα. Άποτελεϊ τυπική περίπτωση νέου πού προερχόμενος άπό φτωχή αγροτική οίκογένεια, πήρε μιά μόρφωση, ποτίστηκε άπό μικροαστικές άντιλήψεις κι έ μαθε νά άγνοεί αν δχι νά περκρρονεϊ τήν κοινωνική του προέλευση. Είναι δμως άξιοπρόσεχτος ό τρόπος πού ά- φομοιώνει κι ό τρόπος πού άντιδρά στό κλίμα αύτό. Τά πρώτα του εφηβικά ποιήματα (στό βιβλίο «Κάτω άπό Σκιές και Φώτα» - 1929) είναι γεμάτα άπό έιπιθετικόν Εγωκεντρισμό καί άκαταστάλαχτα όνειρα. Ά λλά στό Ιδιο βιβλίο διατυπώνονται κιόλας οί πρώτες άπορίες:
«Δίχως πανί, δίχως κουπί, αν μάς a ip v ti ί γιαλός μας, δίχυις Saipo αν μάς θέλ*ι ή νύχτα, δίχως ήλιο άν μάς καλιΐ ή ήμέρα, ποΟ ιΐναι 6 κύαμος;'
κι ή πρώιη αίσθηση απαισιοδοξίας:
- Τά δήματα τοΟ φθινοπώρου άντήχτραν νωρίς.... . . Μά έγώ άναμίτρηοα αχό νοΰ μου χΐς ιστορίες
γύρω άπ’ αύχά χά ρόδα πού πεθάνανε σχή φύση άνάμοα καί 3χήν καρδιά μου .
Οί άπορίες πολύ σύντομα παίρνουν τέλος. Ή κατήφεια καί ή αίσθηση τού θανάτου κάνουν κιόλας τήν εμφάνισή τους. Τό ποίημα «Κύκνος* (1930) είναι χαρακτηριστικό. Τά έντονα βιώματα τής άγρστικής ζωής, ό μό-
μορφή τή; Χ "ΐΐ3ΐοίο{ is; χ ι : τού "naiB iv i-v j αχρχ*3|ΐού, t l ' t μέ τή μορφή τή; έηΜ τιχή ; δ'.χμχρτυρ(χ;. χχτχγγελ ϊχ ;, 3 ΐτ ι· ρχ;) ίγχχ ιν ιΐβττ ,χι ίτΛ -Λί Kxpuotxixr, xxl ί ίχ χ ιχ "4 χλ(μχ -η ; f ip v n ~t ϊνομ ί tv j. Αύτό Βμω; δέν οημχίνι-. διόλου Γ.ώ; ϊ- 30! χ:νήΒηχχν 3x4 χλίμ ι χύτ4 ήτχν μιμητέ; του ή r.w; τού χρω- 3τ1ν τίκοτχ Γ.«ρΐ330τ«ρο χ - ’ 5ολ -/ρΐιιοτίν δλοι οί μ*τχγ»νί3τι- ρν. βχλχβοοΓ.όρο: 3τδν ΒχρθολομχΙο Ντιάζ.
215
χθος ιών άπλών ανθρώπων, ιοϋ οππιυΰ ιου. ή «ωιήρια έπενεργεια τής ζωντάνιας τοϋ ελληνικού τοπίου, είναι νωρίς γιά νά τοϋ μιλήσουν. Δέν τόν ενδιαφέρουν κάν. Λύτός είναι πλασμένος γι’ άλλα. νΕχει τόν πόθο νά τάξει έναν ύψηλό προορισμό οτή ζωή του, μά ό κόσμος τοΰ παρουσιάζεται σάν Ενα «άφεγγο μυστήριο». “ Ε γοι, κλείνει τά μάτια γιά νά δείξει τό πένθος ή τήν περιφρόνησή του στή φύση (μόνο;) έχοντας τή γνώμη πώς κάπου θρήκε τή. λύση, ό κύκνος του:
. . ."3* ν4χε κάπου -4 βαθύ μυστήριο άγγίσί·.. μέ τή λευκή τ6ν ήλιο ΐσκέπζσε ούρα κι Αποκοιμήθηκε χωρίς v i τραγουδήσει .
Στό ποίημα «"Εξοδος» παρουσιάζεται μιά άλλη άνιίδρα- ση. Ή διάθεσή του είναι έπαναστατημένη. Άλλά εδώ δέν πρόκειται γιά τή φωτισμένη έξανάοιαοη ενάντια στήν κοινωνική άνισότητα. Πρόκειται γιά έκρηξη ιυ- φλής μανίας πού μπορεΐ νά οδηγήσει οέ χίλιες δυό κατευθύνσεις. Ό Βρετιάκος δέν ακολουθεί καμιάν απ' αυτές. Ό θεός στέλνει φρουρούς ατά μνήματα τών >»■- θαμένων, κι αν οί στρατιές ιών πειναομέχ'ων οπςζουν τΙς ζώνες, οί άγγελοι — μέ πολλή εύκολία αλήθεια — φράζουν τις σχισμές ιών ουρανών. Ό Βρειιάκος διαισθάνεται διι ή τέτοια έξοδος δέν οδηγεί ιιουθενά. Ή μόνη διέξοδος είναι ό θάναιος. Κι αύιόν καλεΐ μέ ολη τήν ειλικρίνεια καί την ένταοη τής νεανικής του ψυχής (Dc proftindis rlamavi). Ή ένταση αύιή φτάνει «ιό κα- τακόρυφο μέ ιό ποίημα «Περιφρόνηοη*. Ούτε οιόν ήλιο οΟτε στή γη λογαριάζει πώς θά χριοοτάει ιίιιοιπ. Και στήν άντικρυνή σελίδα μέ ιό ιιοίημα «Εξόφληση* οπεύδει νά άρνηθεϊ και τήν έλιιίδα:
<. . . 3το0 3ύμπαντο; τόν όργασμ4 Hi ζεσταθώ. . . »
216
μόλις αύιή πάει νά πάρει τή συγκεκριμένη μορφή «ιής ποιητικής κάτω άπ’ τόν ήλιο άθανασίας», πού τήν ειρωνεύεται. “Έτσι τά πρώτα στοιχεία τής ποίησής του είναι ή πεισιθάνατη διάθεση κι ή άλαζονική στάση μιας δήθεν απόλυτης Ανεξαρτησίας. 'Ωστόσο, οάν Αντιστάθμισμα παρουσιάζεται ή άγάπη μέ Ενα — ασαφή άκόμα — νεσχριστιανικό μανδύα («"Ηλιε μου»), γιά νά ιόν σώσει. Ταυτόχρονα ή διαπίστωση πού κάνει, πώς ή ποίησή ιου γεννιέται άπό τίς τρικυμίες πού ιόν Βρίσκουν, άποτελεϊ μιά πρώτη καταβολή γιά Ενα φωτεινότερο κοί- ιαγμα ιών πραγμάτων. Ή άντίδραοη ενάντια οιό κλίμα τοΰ Καρυωτακισμοΰ άρχίζει νά Εκδηλώνεται.
«Ή Κηδεία τοΰ Μικροπωλητή» είναι ιαυτόχρονα μιά απόδοση μομφής καί μιά συμπονετική κατανόηση, ’ίίοτό- οο αύτή ή σιροφή ιιρός τά εξω μαρτυράει ψυχική υγεία. "Ενας άλλος, μέ τήν ϊδια εύαιοθησία άλλά μέ νοσηρότερη διάθεοη, θά ιιροχωροΰσε άκόμη βαθύτερα πρός τά Εσω, κόβοντας όλόιελα τούς δεσμούς του μέ ιήν κοινωνική <ο»ή. Στό Βρεπάκο ή διάθεση τής φυγής παίρνει τή σχειικά ακίνδυνη μορφή τοΰ λυρικοΰ Λνει- ρου. Τά ιιράγματα ιιαίρνουν έτσι μιά στασιμότητα, πού τόν συγκραιεί στόν άνιικοινωνικό κατήφορο, βάζονιας μπροστά ίου μερικά ερυκημαιικά. "Έτσι ή συλλογή του: «Κατεβαίνονιας τή αιγή ιών αιώνων» (1933) κινείται αποκλειστικά μέοα οιό χώρο ιής μικροαστικής άπελπι- οίας και αύτόν εκφράζει. Τά κατοπινά δυό βιβλία ιου: «Οί γκριμάτσες ιοΰ άνθρώπου» (1935) καί «Ή επιστολή ιοΰ κύκνου» (1937) απεικονίζουν κυρίοκ; ιή ν πάλη έ- νάνιια ατό Καρυοιτακικό κλίμα, .\<ορϊς καί νά όδηγοΰν Εξω απ' αύτό. Βέβαια, άκόμα ό γάμος ιοΰ παρουσιάζειαι κι αύτός σάν αφορμή θανάτου:
ΙΙιράςινο ; /α ΐ τ .η κ ψ Α ; “άνιο α :ή: γ ή ; :ή φ/.ούοχμόνο :4ν τάφο ϊΐστά'/ΘΤ|Χ* μόνο γ :' χ;γλί |ΐ:λώ> .
: ι τ
άλλά ήδη άπό ένα προγενέσιερσ ποίημα («Ό ύπνος ιοΰ κουρασμένου*), ό θάνατος άπεικονίζειαι οάν μιά αλλη κατάσταση ζωής:
■'Σαν ωκεανός άπέραντος πού έχε: ’παλαίψει τόσο γλυκά τά χέρια απλώνοντας στόν τάφο θά ξαπλώσω καί τίς γαλήνιες άκρες μου θ’ άγγίζει 6 ουρανός!»
Και αργότερα μέοα στήν «Επιστολή ιοΰ κύκνου* βλέπουμε νά διαγράφεται σαφέστερα ή έναντίωση οιό πνεύμα τής έκμηδένιοης. Ή παλαιό θέση έχει αρκετά διαβρωθεϊ. Ή έθελοτΰφλωυη είναι βέβαια φανερή άκόμα (τελευταίο μέρος άπ’ τήν έπιστολή τοΰ κύκνου) άλλά «Ό πυρετός» και τό «Ξημέρωμα οτό Σούνιο» δείχνουν πώς ή διάθεση γιά άπαλλαγή άπό τό άγχος κατήφειας δυναμώνει. Ή πρώτη φάση κλείνει μέ τύ «Ταξίδι τοΰ άρχάγγελου». Στο σημαντικότατο άλλά άνισο ποίημα, δπου πλάι οιήν έξαιρετική δραματική ένταση καί στή λυρική αίσθηση τών πραγμάτων, ύιιάρχει άρκετή ρητορική μεγαληγορία κι αφηγηματικές τιράντες, ό Βρεττόκος πετυχαίνει μέ τύ στήσιμο τοΰ άλληγορικοΰ μύθου νά έκφράσει ιιοιηηκά το βιοσοφικό του πιστεύω τής έποχής έκείνης. Τό ταξίδι τοΰ καραβιού αύτοΰ δέν όδηγεϊ πουθενά.
Τό πλοίο ξεκίνηοε άπό ιήν Ιθά κη γιά νά πάει οιήν Τροία, άλλά μεσοστρατίς τό πλήρωμα τών άπαισιοδόξων αποφασίζει νά ξεκόψει οριστικά άπύ τόν κόσμο, τόσο πού δέν θέλει ούτε καν νά προσεγγίσει ποτέ κάπου.
'Χώρα καμιά τής γής δέν τοΰ γλυκαίνει τή μυστική του θλίψη. Καμιά χώρα δέν θέλει ν' άντικρύσει. Κι δταν φτάνει στά ίρημικά νησιά πούναι σπαρμένα στή μέση τοϋ ώκεανοΰ, πού μήτε ξέρουν
218
μήτε άκουσαν ποτέ τους γ ιά τήν Τροία μέ τήν άπόκοσμη δψη της’ σάν βλέπει πού απ’ τούς χλωρούς τούς λόφους κατεβαίνουν, σέρνοντας άπ’ τό χέρι τά παιδιά τους, οί κάτοικοί τους νά τό υποδεχτούνε, υποχωρεί σά φάντασμα" γυρίζει σιγά - σιγά τό κίτρινο σκαρί του καί χάνεται ξανά μές στήν δμίχλη.
. . . μές άπ' τή συννεφιά, φαίνονται οί ναΟτες μέ τις λευκές στολές τους κι ένας - Ινας παίρνοντας τή βαριά μέ τή σειρά του. σφυροκοπάνε μέσα στήν ομίχλη τή δύστυχη αλυσίδα. Κι άφού σειέται γ ιά ώρα πολύ τό σκάφος καί βρυχώντας γυρίζει τό σκαρί του, μ’ Ιναν ήχο κομματιαστό καί γρήγορο, γλιστρώντας κομμένη άπό τούς κρίκους ή άγκυρά του παφλάζει στά νερά. Ξανανοιγμένο, χωρίς ελπίδες καί δνειρα, σάν αιώνιο, πάει κι έρχεται στήν άβυσσο, ένώ οί ναΟτ*ς τραγουδάνε στήν πλώρη του. . .
Κόβουν την άγκυρά και τέλος καταποντίζονται στή μέση τοΰ ώκεανοΰ.
"Εχουμε ιή βιοσοφία τής άπαισιοδοξίας καί ταυτόχρονα τήν ποιητική διατύπωση τοΰ μικροαστικής προέλευσης αιτήματος γιά μιά εξω τόπου, χρόνου καί ό- ρίων αναρχική έλευθερία. Τό ποίημα είναι ώς Ενα σημείο ή άπολογία τοϋ μικροαστοϋ διανοούμενου. Κοντά σ’ αύτά ομως υπάρχουν σαφώς τά στοιχεία τής άντίθε- οης οτήν ιδεολογία αύτή. "Οσο κι δν 6 Βρεττάκος ταυτίζει τόν εαυτό τού — ή £υτ<ο πς άνθρώπινες άρετές — με τό καράβι, αύτό δέν παύει νά είναι άμαρτωλό όντί-
219
κ ρ υ υ ιό θ ε ό καί υ ιο ύ ς ά ν θ ρ ώ ιιο ι ις γκ'ι ι ή ν ύ ρ ν ιμ ικ ή ιιο- ρ ε ία π ο ύ α κ ο λ ο ύ θ η σ ε .
Λεσετε αυτό τό άναρχημενο σκάφο; πού ώ; τίποτε τό γήινο νά |ΐήν έχει, σπρωγμένο άπ ' τό παράςενό του πάθο;. τήν τραγική του μοίρα, όλους τοΰ; κάόου; τή ; γ ή ; άφησε πίσο> του! Γυρίστε, δέν είναι αύτοΰθε ό κόσμο;!
Έ ρ χετα ι ή νύχτα! ΙΙρόλαόεν ή νύχτα!Γυρίστε τά πανιά σ α ;!. . .
Μά τό σκάφος. ΙΙερήφανο τή διεύθυνσή του αλλάζει κι άδιάφορο γιά τ" άγνωστο πλω ρίζει. .
Oi ψ ι» \ΐς ιιοΰ (ύ κιιλοΰοαν να *':πιοιficqM'i άκού- υ ιη κ α ν )ic »t·ιικι'ι i-νάργεκι κ(ΐΐ ενιαοη. “Ε λειψ ε 8μο>ς ή οοχήρια έιιέμβαυη Γής αγάπ ης ιιού θα to Γοωζε.
. . . Ai Hi γυρίσει —ιά ! Λέ Ηά γυρίσει!Λΰνχμη δεν τ" αγάπησε νά έπεμόει πριν κατεδεΐ στή νύχτα, πριν νά χάσει κάθε του ελπίδα, κάθε του γαλήνη.
. . .προσ ευ χη θή τε απόψε ν' αναπαύσει, νά συμπονεσει ό Η εός καί ν" άναπαύσει τό σκάφος τούτο καί τό π λ ή ρ ω μά το υ . .
Γιαιί μέοα ο ιό κλίμιι *-κ*·ϊν»» ίιί ν ύιιάρχπ φι>οικά χώρος γΓ άγάιιη ή γκ'ι ιιίοιη οιις άρειέ<; ιού άνθρώπου. Ή ιδεολογία αύιή ΐ'δωοΓ ιή μάχη ιης καί νικήθηκε. "Εχει πιά ανάγκη ουμπόνιας καί υυγγνώμης.
220
Tfiioin mci ftrv κρα ιάη οϋοιοοπκά το Βρειτάκο οτά ιιλοίοιό 11)<; rl,., Λ.. ,V.vc.,n, τΓ,,; «.ινηΟπο.;.
Λέν ίγε ι έοώ οικαίωση; χορτάρι γ ιά v i άναπαυτθύμε.H i πίνουμε νερό Μολό. Ό ν · ; ' , ; οέ Hi μά; ξέρει .
. . . Κοιτά·/-: αύτή τ ή Μάλασσα. πού 5ίχ«·ι; iy~.ii λαμποκοπά' ν.·. αύτοΰ τού οέντρου τό λύγισμα' μέ πόση εμπιστοσύνη οέν κρέμεται στόν άνεμο! Κοιτά/τε τα pdjiqpr, “'■»·/ rvj/.-.iov -ν!» άκινητοΰνε
μεσημέρι. τού; σχισμένου; όράχου;. . .
Α σύγκριτη είναι ή μέρα πού απ ' τό WHo;;ιέ κυκλικέ: ψηλ-όν- παρελάσεις ■/.: απέραντο; ό κόσμο;!. . ϊηκι.ιΐΐήτε!
Ή Ηάλασσα άνεοαϊνει στήν αύλή jia; κι οί όρί.οντε; χτυπούν τί; πόρτε; μα;!
Ιίάνο» άπ' τό οροσερό κι ήσυχο κύμα ξαναγυρίζει ή άνοιξη! Τ ' άγέρι πηδά άπ* τής χαραυγή; τή ρόοινη άχνα σ όλη τή γή ! Ί α ;ιέτ.·»πα αναπνέουν κι άνΗίζουν τά χαμόγελα πού πλέκουν τό μέλλον τή ; > ή ; ! Ά γαπηΗ ήτε!. .
Γιατί, άόελφο·, νά κάνουμε τ ί; νύχτε; στοχαστικές, τίς μέρες νά βαραίνουν άπ ' τή μελαγχολία τους, τραβηγμένε; στήν πρωινή βροχή: Ά γαπηΒ ήτε!. .
"Λ;
221
καθώς αύτύς 4 ήλιος έκεί πάνω.Ά ς φεύγουμε άνεβαίνοντας καί, τέλος.1ς κάμψουμε τά σύνορα τοΰ Κόσμου, καθώς έκείνος, μ’ αναμμένα ρόδα!. .
είναι ή απεικόνιση τοϋ άλματος. Ό Βρεττάκος περνάει οτή θέοη τής νεοχριστιανικής αισιοδοξίας. Άπό δώ καί πέρα ό δρόμος γιά κείνον πού θέλει έμπρακτα νά δείξει τήν άγάπη του στον άνθροιπο, οδηγεί κατ' ευθείαν οτήν προοδευτική ιδεολογία, στήν πάλη γιά ίίνα καλύτερο μέλλον τοΰ Κόσμου:
"Οποιος στόν κόσμο πολεμά γ·.' άγάπη ή λευτεριά μέ τήν ψυχή του δποιος τής γής πλαταίνει τόν άγέρα καί σκάβε: τόν όρίζοντα γ ια μιά καινούρια μέρα βρίσκει πατρίδα δπου σταθεί,γιατί δπως ό ήλιος κι ί άνθρωπος γεννιέται νά φωτίσει χωρίς σκοπιές καί σύνορα, ίλη τή γή- , καί σκάβει τόν ορίζοντα γ ιά μιά καινούργια μέρα
(Άριιίν.κτ, -χρν.μ(χ)
Ή πρόποση τούτη άποτελεϊ σίγουρο προάγγελο ιής αύριανής ίου κοινωνικής τοποθέτησης. “Ηδη τά κύρια υτοιχεϊα τής ποίησής του είναι ή χαρούμενα λυρική διά- θεαη, ή άντιπολεμική στάση και ή κοινωνική λειτουργία τής άγάπης. Ό πόλεμος καί ή κατοχή έπιιάχυναν τή φυσιολογική αύτή έξέλιξη. Το ιδανικό τής παγκόσμιας ευτυχίας τόν γεμίζει ευφορία κι έμπνέει ιά λυρικά εκείνα τραγούδια δπου ό κόσμος παρουσιάζεται μ»: λαμπρά χρώματα καί μεθυσμένος άπό χαρά. Ταυτόχρονα ομως ίίνα είδος νεοχρισπανικοΰ μυστικισμοϋ γίνεται πιό £κδηλο. Ό κοινωνικός χαρακτήρας τής ποίησής του γίνεται έντονότερος 8σο φουντώνει τό έθνικοαπελευ- θερωτικό κίνημα. Τά ποιήματα δπως τό «Ελεγείο οτόν τάφο ένός μικρού άγωνιστή», «Τάκης Λιούμης», «Τύ παιδί μέ τή φυσαρμόνικα», «Ή παραμυθένια Πολιτεία»,
222
«Οί δυο αδερφές» δέν είναι μόνο εξοχα λυρικά κομμάτια. Είναι ταυτόχρονα ή ηθική δικαίιυοη τοϋ διεξαγόμενου αγώνα και ή ποιητική Εκφρασή του. «Οί 33 μέρες», το σημαντικότερο ϊο«ικ; ποίημα τοΰ Βρεττάκου, όπου μέσα του άντιλαλεί τό βήμα, ή όργή και τό πένθος, άλλά κι ή αλύγιστη άγωνιοτικότητα όλόκληρου τοϋ λα- οϋ μας, άποτελεϊ και τήν καλύτερη απόδειξη γιά τύ πόση δημιουργική όρμή μπορεΐ νά χαρίσει στόν ποιητή ή άληθινή κι άνυστερόβουλη συμμετοχή του στά γεγονότα που συγκλονίζουν ιόν τόπο του. Στό διάστημα τής φάσης αύτής έξ άλλου ό Βρεττάκος ανακαλύπτει τό αισθητικό φορτίο τών στοιχείων ύποις ή άγρότισσα μάνα. ό Ταΰγετος, ιά λαϊκά μοτίθα, ιιού άποτελούν Ενα γεφύρι άνάμεοα οτή δημοτική παράδοση καί τήν ποίησή του. Καί τά σιοιχεΐα τοϋτα τοΰ στάθηκαν πολύτιμοι σύμμαχοι δταν χρειάστηκε νά παλαίψει μέ τις φθοροποιές δυνάμεις πού ένέργησαν μέσα του κατά τύ τέλος τής φάσης αύτής. Στόν Ταΰγετο ζήτησε καταφύγιο όταν ουντριμμένος άπό τό βάναυσο καταναγκασμό τής κρατικής έξουσίας, τϊς οκληρές βιοτικές ανάγκες, καί κάποιες υποκειμενικές αδυναμίες,* είδε πώς άποξενωνό-
Έ ίώ ή άλήθιια ιϊ-ώΚηχι τόΤ8 μιοή. ΙΙχρχ3ΐ«ιπήθηχ< ή aOOJvr, πού ίΐχ» ή ήγ«οία τοΟ προοόιυτιχοβ κινήματο; γιλ τή βυντριβή τΛν όυνέμιων -ή ; χντίοτχοη;, γ:* Ti χτιλιίιοτα λάθη απέναντι 3έ -ρύοιαΓΛ ή xxTxsTdbEi;. πράγματα πού Ιχαναν ποΧλού; οτοχχ- ζόμινου; χνθρώπου; ν’ άπογοητιΰοντχι. ΠρΙν άπό «txosi χρόνια, δποιχ κριτική ίίχαμ* v i χάνουμι s τήν ήγ«5ία, π·.3τ«ϋαμ· ί τ ι I- r .p t- t v i τήν χάνουμι — xxl τήν χάνχμι πράγματι, χαϊ όςύτχτη, άλλά — μόνο μέβχ οτού; κόλπου; τοΟ κινήματος. ϊτό ίργχνο όπου άνήκχμ*. Φροντίζαμι 3χολ«3τιχ& v i μή 6γ*1 τίποτα πχ- ρχέζω , γ ι ! v i μήν ΙπωφιληθιΤ 6 ταξικό; Ιχθρό;, γιά v i μή βλχφτβί χι άπό μ ΐ ; τό κίνημα μ ΐ τή δημιουργία ·3ϋγχόο*ο>ν-. T i πράγματα Ιδιιξαν ότι ή αντίληψη αύτή J ταν πολύ πιό ίπιίλα- ζής γ ι ί τό κίνημχ. ΓιχτΙ ό ταξικό; έχθρό; Ιπω φιλιϊτα ι 4πό τή όιάπραξη τών λχθ&ν κι ί / ι 4πό τήν κριτική του;.
223
ταν άπ’ δ,τι περισσότερο όγαηοϋσε κι έκτιμοΰσε στόν εαυτό του. Τά τελευταία ποιήματα τής δεύτερη»; φάσης χαρακτηρίζονται άπ’ τήν προσπάθεια νά έπουλωθεί ή πληγή, νά διασωθεί μέσα του ή πίστη οτά φώς, στήν άγάπη καί στύ μέλλον. Μπορούμε, παίρνοντας οάν τεκμήριο τήν ποίησή του* δηλαδή δ,τι αληθινότερο ίιιιάρχη στόν άνθρωπο, νά πούμε δη ό Βρειιάκος δέν ύιιοιά- χιηκΓ :
" . . . Μόνο μιά νύχτα!γε:ρα κι οί φτεροΰγε; μου κρεμάστηκαν στ6 άγέρα μιά σπιθαμή -άνω άπ ' τή γ ή ;. Καί σΰ ίπ ιασε;
καί τού ί!π ε; πώ ; είμαι τάχα Ινα; άητό; τλ'> κάηκαν
τά φτερά τουκαί στάζει άπό τό ράμφο; του ή βροχή χαθώ; μαυρίζει οέ ψηλή πέτρα ακίνητο;.Γύρισε πάλι πίσω! Π ί; του πώ : ήταν ψέματα. . .»
Κάποτε ό Βρεττάκο<; παρουσίαζε τόν έαυτό του μέ τό ωραιοπαθές σύμβολο τού κύκνου. Τώρα ή αίσθηση τής άληθινής όμορφιας και τής ρώμης τόν βάζει νά διαλέξει τύ σύμβολο τοϋ άετοϋ. Καί μόνο τοϋτο θά έφτανε γιά νά δείξει τό δρόμο πού διανύθηκε. "Υστερα ήρθαν τά «θολά Ποτάμια», Ενα άπό τά ώραιότερα ποιήματα τοϋ Βρεττάκου, δπου συνδυάζει τήν άγο>νία άπ’ το προσωπικό του βάσανο με τήν αγωνία {ΐπροστά στά θάσανα πού συσσώρεψε ό πόλεμος πόνο» στήν ανθρωπότητα. Τύ ποίημα, αντιπολεμικό στήν ουσία καί στή σύλληψή του, κλείνει Ενα στοιχείο βαθειδς άπαισιοδο- ξίας. Φαίνεται νά μήν πιστεύει πιά στή δύναμη τής ά- γόπης. ’Αντί. δπως Λλλοτε. νά τήν θεωρεί ικανή νά σώσει τύν κόομο, τώρα ζητάει καταφύγιο για νά τήν προ-
224
φυλάξει άπό ιι'ι μπόρα'. Πητύαο ή άντίδρααη έρχεται πολΰ γρήγορα με ιήν (-ιιίκληση οτόν ορμητικό άνεμο ιής ιιίοι i|t; ιοιι οι ή ζωή:
'Α νεμε όόηΒα v i πιαστώ άπ' " i φωτεινά χλαδιά σου ·/' άνίόω πάνω ir.' ~.x Ηολά ποτάμια! άνεμε σώσε!
. . . Γλύτωσε τή ; καρδιά; μουτό λυπημένο αυγερινό! Στερέωσε τό πεσμένοτό άσπρο σου αϋτό έςαπτέρυγο. σ ΐν κεραυνό; v i σχίζειτή νύχτα πάνω άπ ' τί: κορφέ; ίλ ε ;: Ειρήνη! αγάπ η!-
"Ομως ή ό γωνία δεν ξεπερνιέται με έκκλήοεις ΐκκ> θερμές κι αν flvot. «Ή ΠΧούμιιοα» elvai άκόμα ifva ά γωνιακό ποίημα, οιιου και ιιάλι οιό ιέλος ή ιτίοτη οτήν οωτήρια ένέργεια τής αγάπης άιτοκαθίοταται χάρη οι ή δύναμη που δίνει ή έπιοτροφή οι ή γενέθλια γή. Αύτή ή δύναμη που άπ’ ιό χώμα ιοΰ τόιιοιι του διοχετεύεται οιόν άνθρωπο, οιάθηκε Ρνας άπό τούς κυριό- ιερους ουντελεοιες ποΰ Αοήθηοαν ιό Βρεττάκο να ί,ε- ψύγει άτΓ τήν άοφυκτική περίπτυξη τής αγωνίας. Καί ή «"Έξοδος με τό ϊίλογο* δεν είναι παρά ή £κφραοη ιή<; χαράς ποΰ ιό ΰιιοκείμενο νοιώθει ίιοιερα άιτό ιή νίκη του ιιάνω οτις έοωιερικές του αντινομίες, ίΐστοοο αυτός ακριβώς ό αύοιηρα ύιιοκειμενικός χαρακτήρας ιών αιτίων ιιοΰ γέννηοαν τό ιιοίημα, ήταν ιιολύ δύσκολο νά πάρει καθολι κότερο άντίκρυομα μέικι οτά οριο τής ά-
\''ι~Λ ί)ΐηι;, ϊτΑ |iiiv Ιλλτ, mwA ί. ίχ ν ι·: Γ,ίι; Κ ΙΙρ ίΐ'Ιχ Ί ; χ·-oHivi-i: τή,·; iv i jx t , v i -.i,·,, r.y.z-x-i-!fi·.. •K /w.16 ΪΥ,λ. jr.lv χ-'tXfllnf, 1ST, ~'Λ γΓγονί-λι h-: v. iyxthzoii; ί, χγχΓ.τ,.τ, ιίρ/,ντ,. ί\ ΧΑΠ.. >.r. vto* l i - ipV.v • χγλ |ΐ4ν»; -Λ'Κϊ λ ϋ i/o·»·, *νχγχ>, νi ripiifc.'ipr,«viv i ;■Λ -.'Λ;: xvtpwso·»; v -iνχ |ΐ-οftzo·.ν |ii -r, 5«•.pi τVJi - i X3XT.5Vιν τήν ιΐεργετίΛΤ, λί·.·-’.ly'ix -νι Ή ϊχ ^ ρ ι» , χ<]r.i,; -i,; x.xT.ο·9·.3Τ,; i'.vx: ivx ; r.v<-χγγϊ/Λ ϊ -.f, ; ixii/.i,; Hi jt,; ’Μλ>. ·,··.:* -λ :
7·;
πλής Εξωτερίκευσης ένός συναισθήματος. "Εστω κι αν τό συναίσθημα αύιό είναι χαρά. Τό σύνθημα
«Δώστε τά χέρια!Πλτ,σιάστε τ ϊ; καροιέ;! Κλάφτε άτ:' άγάπη!
φοβάμαι πώς μένει άούνδεϊο μέ ιόν ι υπόλοιπο κορμό καί γ ι- αύτό άδικα ion ο. Κι ό ποιητής ιό νιώθει αλλίικ; τε πώς ή χαρά ιου τόν φέρνει ο’ £να μέρος άηρόοι- το, θαυμαστό ϊοως, άλλα πάντως μακρυό άπό τούς άλλους άνθρώπους. Ή ούοιασιική κατάκτηοη ιοΰ προορισμού μας μάς ανοίγει χίλιους δρόμοι»; Επαφής καί μΰς •φέρνει κοντήτερα οτόν κόομο. Ή περιοχή όμως πού κατακτά ό Βρεττάκος μοιάζει περισσότερο μ’ Ρνα ιιλη- σίασμα στό «θεό* παρά οτόν άνθρωπο. Μα αν ήταν έτσι, μιά καί Βφτασε στό ψηλότερο οημεϊο καί δεν υπάρχει δυνατότητα γιό πιό πέρα. θα ενιωθε τήν ανάγκη να σωπάσει. Εύτυχώς δέν έχουν γιοι τό πράγμαια. Κι ό Βρεττάκος δχι μόνο δε οώπαοε άλλα μέ τό «Γράμμα οτόν Ρόμπερτ Όππενχάήιερ» εγκαινίασε μια καινούργια περίοδο τής σταδιοδρομίας ιου.
Τό «Γράμμα οτόν Ρόμπερτ Όιιπενχάϊμερ» εχει απ’ τή σκοπιό πού Εξετάζουμε Εδώ, τό σημαντικό προτέρημα δτι αντιμετωπίζει σωστό κι άπερίφραοτα ιό ιιρόβλημα τής κοινωνικής εύθύνης ιών διαν(Κ)υ)ΐένων, ουνδυάζον- τάς το μέ τύ ιιρόβλημα συνείδησης πού άνακύιιτει όταν οί πράξεις τους δέν είναι σύμφωνες μί· ιό πνεύμα τής εύθύνης αύτής. Λύτό νομίζω πώς είναι τό βασικό στοιχείο πού μάς δίνε.ι ιύ δικαίωμα να λέμε οιι ό Βρεττάκος μπαίνει οέ μια καινούργια περίοδο. Ή συναίσθηση τής εύθύνης αύτής (ίσο κι αν υπήρχε. κατα τό παρελθόν, στή συνείδησή του, δέν είχε Εκφραστεί μέοα στήν ποίησή του, παρά μόνο κάπως άμυδρό και συμβολικό εδώ κι Εκεί («Ταξίδι ιοΰ Αρχάγγελου». «Τό παιδί μί· ιή φυ
226
σαρμόνικα», «Τά θολά ποτάμια»). Τό δεύτερο βασικό στοιχείο τής περιόδου πού άρχίζει, είναι ή έντονότερη ακόμα έκδήλοκιη τοΰ νεοχριοτιανικοϋ συναισθηματισμού πού απειλεί νά παρασύρει τον ποιητή σέ μιά μυστικιστική στάση αντίκρυ στά κοινωνικά φαινόμενα. 'Ωστόσο, ή περίοδος τούτη μόλις άρχισε νά διαμορφώνεται κι είναι πολύ πρόωρο νά τή συζητήσει κανείς. Τύ θέμα μας βασικά ήταν ή πρώτη περίοδος. «Ή έξοδος μέ τό άλογο», έξοδος άπό τύ χώρο τής μέ κοινωνικό υπόβαθρο αγωνίας πρύς τύ χώρο τής υποκειμενικής ευδαιμονίας καί τελείωσης άποτέλεϊ τό τέρμα της.
Νά είναι άραγε τυχαίο πού τύ τέλος τόσο τής πρώτης φάσης οσο καί όλόκληρης τής περιόδου αύτής, σημαδεύονται μέ δυό ποιήματα άπομάκρυνσης άπό τά έγ- κόαμια; Μήπως ή τέτοια άπομάκρυνση τοΰ είναι άνα- γκαία γιά νά έπανέρχεται μέ περισσότερες δυνάμεις στή ζωή; Καί γιατί; 'Έ να έρώτημα κάνιο γιά τήν ώρα καί τίποτα περισσότερο.
'Όπο>ς καί νάχει ϋμως τό πράγμα, ή έπιοτροφή, έ- γίνε ήδη κι ό Βρεττάκος στήν καινούργια περίοδο τής ποίησής του ξέρει πώς θίίχει ν’ άντιμετωπίσει καί νά βρει λύσεις γιά πολλά καί σημαντικά προβλήματα. Ή έξοδος τής πατρίδας μας όλόκληρης πρός τήν κοινωνική εύδαιμονία δέν £γινε άκόμα. Μέλλει νά γίνει. Γιά τήν ίίξοδο αύτή, τύ μελλοντικό έργο τοϋ Νικηφόρου Βρεττάκου, απαλλαγμένο άπό τά μυστικιστικά στοιχεία τοϋ νεοχριστιανισμοϋ, θά είναι ένας άπό τούς σοβαρότερους όδηγούς καί συντελεστές.
Λιχέμβρη; 1955
227
Ρ Ε Ν Ο Σ
Ή ποίηση τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου1
1. llfto-'Λι,,^ζ-.νι-.ι,/Λ ζ~Λ r.iy.'Aixi - Ί ί S ix Έλλτ,ν.χά·, τιϋχ/,; Ιο, ’Απρίλιος 1952, ο. 321 · 324.
Η II Ο 1 Η Σ Η TOV ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
Ό Νικηφόρος Βρειιάκος κατέχει οτήν 4η έκδοοη τής ποιητικής «‘Ανθολογίας* (1708 - 1910) crria ολόκληρες σελίδες. 'Λνθολογεϊιαι σήμερα άπό ιόν Η. Ν. Λ. οτά «Συμπληρώματα γιά ιήν 5η έκδοοη» (1940 - 1951) με έννέα σελίδες ακόμη.' Τύ πράγμα δέν θά ξενίσει κανέ- ναν απ’ δοους £χουν γνιίιοη τής νεότερης ποιητικής πα- ραγωγής, γιαιι ό Νικηφόρο*; Βρεπάκος άνήκει, μαζί μέ ιούς Σεφέρη. Έλύτη, Ρίτοο, οτήν έξέχουοα ποιητική τετράδα2 ιής εϊκοοαετίας, πού μ’ 3λο της τό δικαίοιμα, λογίζεται ποιητικά κορυφαία τής μοντέρνας νεοελληνικής ποίηοης. Οΐ ιέσοερις αΰιοΐ είναι οί «ιιρώτοι διδά- ξανιες», ευοιοχα καί αρτιωμένα, μέ γνήοια κ’ εξαίρετα πολλές φορές επιτεύγματα, ιήν καινούργια ποιητική οιάοη. "Απ' τούς ιέοοερις, ό Νικηφόρος Βρεττάκος είναι κι ό πολυγραφόιερος - μοιραία κι ό πληθωρικότερος/ Αλλά. μαζί μέ τό Σΐ'φέρη, είναι, συνάμα, πλουσιότερος οέ ποικιλία τόνων κ’ εύρύιε(>ος οέ κλίμακα εύαι- οθησίας άτι’ ιούς άλλους όυύ, Έλύτη καί ΡιΊοο.'
Ό Έ λύιη ς είναι καιά βάοη αισθησιακός, χροηιαιι- κός, ιοπιακός· καί μάλιοια. ιοιιιακός τού Αιγαίου, καί ιής νκινιελένιας, ιής ά|>μυρή<; καλοκαιριάιικης ακρογιαλιάς, μυρωμένης άπό τόν έρωτα καί ιά λιοψημένα
231
κορμιά ιών κοριιοιών καί ιών έφηβων πηνίο υκ ϊ tkiiou- λα ιά Επιλυμένα, τήν άμμο ιήν καφιή. δίπλα οιό γαλάζιο, κάιω απ’ ιύ γαλάζιο, μέοα στό ξάγνεμα ιό γαλάζιο καί ιό κάιαοπρο ιής άνιηλιάς. Ά λλα και γΓ αύιό, ή μόνη όδύνη ιιού ένέπνευοε οιόν Έ λύτη θυθκικόιερους >ιοιηιικού<; ιόνους είν' ή όδύνη ή έρωοκή. Ό ερωιας. όμως, οιήν άνάλγηιη και ουγκλονκπική έιιοχή ρας. μένει, μοιραία, ύπόθεση οιενό ουνυφαομένη μέ ιήν έφη- βεία. Έκεϊ ιύ Αιγαίο. έκεϊ ιύ θέ|κχ;. έκεϊ ιύ κλαδί»ιά φορέματα ιών κοριιοιών, έκεϊ ιά βράχια, ιά χαλίκια και ιά κύμα κι, έκεϊ ιά δυοσμαρίνια κ’ οΐ |>οδιές, εκεί ολάκερη ή εύχρωμία κ’ ή δόξα ή φανιαχτή οιήν επιφάνεια τής ζωής. Ό Έλύιη<;. «πρώτο»; διδάξας» αύιό ιύ θούριο τής δροσιάς καί ιής φρεοκάδας, είναι ποιητής εφηβικός. Κ’ ή κλίμακα τής έφηθείας δίδει οχεδόν ιιάνιοτι- ιιοιή- μακι άριια και βαλλόμενα, είναι ομοκ; — μήν ιύ ξεχνούμε — κλίμακα ιιεριοριομένη καί κλειοιή. ΓΓ αύτό, άλλυχΗε, ή έπίόραση ιού Έ λύιη , ι-ύρύιαιη οιούς νεότερους, οτάθηκε γόνιμη μόνο όιαν μιιολιάοιηκι- οέ φύοεις βαρύιερες.
Ό Ρίτσος, οιά καλύιερα έιιιιεύγμαιά ιου. κυριαρ- χεΐιαι οιαθερά καί μονόιροπα. άιιό ?ναν iNo(ki|x> λορικό τόνο διαρκείας. 'Υπάρχει ιιάνιοιε μιά δ|>οοιά. ουχνά ο- μως καί κάποιο ψύχρα, μιά ψύχρα μονοιονική. ιιού αποκλείει ιόν εμιιλουιιομύ καί ιήν άνανέ<·χ>η ιής ιιοίη- οής ιου μ;': νοιες καινούργιε!;.*
Ό Νικηφόρος Βρειτόκος μαζί ιιέ ιύ Σεφέριι είναι ιιλουσιόιεροι. "Εχουν νά ιιούν ιιολύ ιιεριοοόιερα ιΐ|»ά- γματα. Ικανοποιούν εύρύιερα. Είναι καθολικόιεικ». Τύ οτοίχεϊο ιή»; αγωνίας ξανοίγει, καί οιούς δυό. χιίΐ|>ους άλλους. Είναι υημεμινόιεροι.’ Ό Σεφέρης. οιαΟερώς «έλάοοονος ιόνου». Ό Βρειιάκος. οιαΟερώς «μείζονος* οιή δεύιερη. ιρίιη καί ιέιαριη ιιε>ίοόύ ιου. άοφαλώς μή έιιιιυγχάνονιας ιιάνιοτι- τήν έκφραοιική έκι-ίνη ιιυ-
332
κνόιηια ιοΰ «όρκπικσΟ» καί «ιελειωμένου» — κι αύιό για ri δέ «δουλεύει» δοο πεισματικά ό Σεφέρης ιό στί- χο ίου — έπιτυγχάνοντάς την 8μως θαυμαστά <π!ς εύ- τυχιομένες στιγμές του, οπότε καί δέν είναι «ιυραννι· ομένη». Μολονότι δέ όπαναστατικός, είν' έντοντοις «ελ- ληνικόιερος» και γηγενέοτερος τοΰ οπωσδήποτε εύρω- παίζονιος Σεφέρη. πού οί ξεριζωμένε*; καταβολές τής μικραοιαπκής ίου καταγωγής δέ οττάθηκαν ιόοο ισχυρές καί ιύοο γνήοιες, οοο οΐ θάλλουοες μνήμες καί ια οτέρεα ριζηιιά λιθάρια ιοΰ ασπρομάλλη γερο-Τα(*γι:ιου, μέοα ικό μανιάτη («ίμα άψύ. μπ|κ>ΰσκο) Νικηφύ|>ο Β(>ειιάκο. "Ετοι, κι οπό τήν άποψη ιής έθνικής ποιητικής παράδο· οη<;. ό γνηοιόιαια έιιαναοταιημένος Βρεττάκος δέν βχει ανάγκη «νά έιιιοί ρέψει* οιή γή ίου, οιιως ιόοο αιματηρό κι άξιέιιαινα ιό προσπαθεί ό δυτικοθρεμένος Σεφέρη*;, ψορκομένος μί· πολλές ιιοιηιικές αποσκευές ιιρόοφατης ευρωπαϊκής παιδεία*; κι αγωνιζόμενος ολοένα νά ιίς ά- ιιοθέυη. δ \ι γιαιΐ ιό (,ηιοϋν οΐ πιιραγραικύλοι προπα- γανδκπέ*; ιου, σύμφωνα μέ ιή νέο μόδα τής εύωδιάζου- οας (5πρβαιίλ*κ; ιιού έλάνοαικιν, άλλά γιαιΐ ό ίδιος τϊς dioOavrioi δεσμευτικές."
ΊΙ κοκμική ιιορεία ιοΰ Νικηφόρου Βρει ι άκου ιιαρέ- χιί ίδια ί ιερό ενδιαφέρον, κριτικό καί γραμματολογικό, γιαιΐ μέσο ιη<: μικ/>ογραφεΐται ή δλη ιιοιητνκή πορεία τής 25τΓίος. άιιό ιό λυρισμό καί ιούς οκοτινού*; ελεγειακούς ιόνου*; ιήι; «απελπισμένης* μεταπολεμική*; «γενεά*; ιοΰ ’20» οιή νεοΐ(>οπία καί ιή φρεσκάδα ιής μεοο- ιιολεμική*; «ιοΰ ’30» κι άιιό κεϊ σιήν άγωνία καί ιήν έιιικόιιιια ή ιό μηδενισμό τής «γενεάς τοΰ ’40». Τό πέ- ΐκκηια. δηλαδή, άιιό τόν Καρυωτάκη ώς τούς σημερινού*;.
ΒυΟιακόκιιη ήιαν ιό ξεκίνημα ιού Νικηφό(ΐου Βρεττάκου κάιω άπ' ιή βορύνουοα σκιά τοΰ Καρυωτάκη
233
πού, οπιος είναι γνωστό, δέν έφερε ιιοτε γού|ΐι o' όοους δέν κατάφεραν ν' απαλλαγούν άπ’ τή δεσποτεία ίου (άκριβώς γιατί ό ϊδιος εκλεισε, ίίοο γινόταν πιό ίΰυτο- χα καί πιό τελεκομένα, τόν κύκλο του — κύκλο Μαοϊκό τής νεοελληνική*; ιιοίηοη<; — |ΐί· ιή ζωή, ιό <:ργο. ιό θάνατό του καί «ιήν αιτία τοΰ κακού σημαδεμένη»). Ά λλά ό Νικηφόρος Βρεττάκος δέν εμεινε - ξεκίνησε μόνο άπό κεΐ ιιού τόοο ιραγικά «τελείωνε» ό «ουνετιής» αύτοκτόνος τής Πρέβεζας. "Ας ΐδοΰμε αύτό ιό βαθύτατα έπώδυνο ξεκίνημα τοΰ Νικηφύ|>ου Βρειιάκου οτήν «Περιφρόνησή» του:
"Καί τίς άχτίδες 3ου, ήλιε, Hi στί; έπιστρεψω. (...)Τίποτα λογαριάζίο πώς δέν 3θ0 χρω3τώ.Μέσα 3 tiv τάφο μου τό σώμα Η* άντιστρέψο (...)3τήν πλάχα μου. ήρεμα τό φώς αου Hi οιαθλώ.-
Ό κόσμος, τού είναι όλοοκότινο<; καί μισητό*;. Ό θεά;, τοΰ είναι έχθ(>ός. Τόν κατατρέχει αλύπητα, είναι ό προσωπικός ιου διώκτης, ό υπαίτιος όλο>ν τών υιε- ρήσεών του. "Ομοκ;, τύ μέοα πλοΰτο<; του κανένας δέν μπορεί νά τοΰ τό πάρει. (Κι οταν, αργότερα, πρόσφαια. είδε πώς πάει νά τοΰ τό καταδικάσει οέ οιωιιή κι αιώνιο καταχώνιασμα ή κοινωνική ιου ιδεολογία, ιήν παράτησε κι αύτήν καί ξέκοψε όριοιικά άιΓ τύ δρόμο της.) Κανένας, λοιπόν. Μήτε ό «Πλάστης» - καί τοΰ ιό λέει πεισματικά, μή πιστεύοντάς τον μά κι εκλιπαρώντας τον, οιήν «Προσευχή» του:
« (...) τή 5ύίτ( χυτή μπορεί; νά μοΟ στερήσει; μ’ δπο:α σου δυστυχία; Τ ά δάκρυα τούτα πού βγαίνουν άπό οάθη πιό γαλάζια κ: απ’ τίς πηγές τή ; άνοιξη;, μπορείς,Κύριε, νά τά έμποδί3ει;: Κοίταξί με πώς επιμένω πίσω απ ' τις τροχιές
234
τών τελευταίων πλασμάτων σου! Είναι μάταιο νά μέ κουράζει; πιότερο! Ά φ ησ έ με (...)
...Αέ μπορώ,Κύριέ μου, νά μισήσω! Α γάπησε με!
Τύ κλίμα ιής θλίψης καί τής βαρύιατης ψυχικής κακουχίας, — μήκως δχι δά και οωματικής; — ιοΰ £χει γίνει φύση:
"Μέ σπαραγμό κρατώντα; τή βαριά καρδιά μου βρήκα τό πατρικό μου σπίτι...Γοργά τό τζάκι ή μάνα μου τρέχει ν' ανάψει.Κ ’ ενώ άπ ' τήν πόρτα βλέπω τ ί; γλυκέ; του λάμψεις... δέ μπαίνω μέσα. Α πέξω κάθομαι καί κλαίω...»
Δέν μπορεϊ ιιιά νά ξαναβρεΐ ιά προδομένα παιδικά του χρόνια, τά ρόδα ιής άγνείας:
“Ί Ι νυχτερινή βροχή τά ρόδα μα; τά μάδησε (...)Τ ί ιστορίεςγύρω άπ ' αυτά τά ρόδα ποΰ πεθάνανε στή φύστ, άνάμεσα καί τήν καρδιά μου!..>
■'Χάνομαι τόσο νωρίς γιατί δέ μέ άγάπησε τίποτε.
Λύιό είναι ιό ξεκίνημα κ’ οί βαθύιαια έικίΛηνις καταβολές ιής πολύ ιυραννιομένης νιόχης ιοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου. Μά ό δρόμος αύιύς βγάζει πάλι οιήν Πρέβεζα. Γιά δλ’ αύιά «πλήρωσε» άλλος. Τί θά «πρόσθετε»; κι άλλος Ενας;
Ξάφνου, σπάζει μιά καινούργια φλέβα κι άρχίζει ν* άναβρύζει κρουνηδύν μέσα στύ Βρεττάκο. Μιά φλέβα όλότελα δίκιά του πιά κ* έντελώς άντίδρομη: μιά
•235
Γ,ωχάρεια, μιά όοογκρήιηιη αγάπη οιό θάμπος τής ζιοης αύιής. έ'να ΰάδιυμα θαρραλέο, μι: μεγάλες δραοκελιές, οέ χώρους ιιλαιεΐς, οέ τόνους οτέρεους, εύρύοτερνους, αίοιύδοξους! IΙοΰ ιήν είχε κρυμένη τέτοια υγεία, τέτοιο «θρά\κ>;» »>ιια(>ξης, ιέιοια πνοή: Ιΐοΰ τή βρήκε ιή δύναμη ιέιοιας εξ(ΐ|>οης πάνο> «ιΓ Γις λύιιες καί ιίς άυκήμιες ίου κόομου ιού ιου ό Νικηφόρο*; Βρειιάκος: Mum; ιό κατάκιηοε μεμιάς ιέιοιο πανιεποιιιικό καί γενναίο άν- Ίίκρυομα:
...Κ ο ιτα χτε αύτή τή Ηάλασσα. πού ο ίχ ω ; ά χτ ή λα μ ποκοπ ά ’ / : αυτού ~'Λ οεντρου τό λ ύγ ΐ3μ α ' μέ τ.6ιτ, εμπ·.3Τ03ύνη κρέμ ετα ι ατόν άνεμο! Κ οιτά χτε (...)
' Α σύγκριτη είναι ή μέρα ποΰ α π ' τό όάθο;;ιέ κ υ κ λ ικ έ; ψηλώ νει πα ρ ελ ά σ ει; κι α πέρ α ντο ; ό κ ό σ μ ο ;!.. Σηκ ιοθεϊτε
Ί Ι Ηχλασσα ανεβαίνει στήν αύλή μ α ;·/.: ν! ό ρ ίζοντε; χτυπ ούν τ ί ; πό ρ τε ; μ * ;! (...)
Α γ α π η θ ε ίτ ε ! . .
Γ ια τ ί, αδελφοί. ν ϊ κάνουμε τ ΐ ; νύ χ τε ;
3 το χ χ 3 τ ικ έ ;. τ ί ; μ έρ ε ; v i « ρ α ίν ο υ ν α π ' τή μ ελ α γ χο λ ία του ;, τρ α ό τ ,γ μ ίν ι ;
3Τ(ΰν Θαλασ3ών τ ί ; α κ ρ ε ;; Τ ί στοίχιζε '.
3 τ ' άηδόνι τό τραγούδι κ: ή ευγένε ια 3τήν πρω ινή ορ ο χή ,: 'Α γ α π η θ ε ίτ ε ! . . (...)
( ...) " Α ; φεύγουμε ά νεόα ίνοντα ; κα ί. τελ ο ;, α ς κάμψουμε τά 3ύνορα τοϋ κόσμου, χ α θ ώ ; ό ή λ ιο ;, μ ' άναμένα ρ ό δ α !.. .
Ά λλα μέ ιήν κατάφαοη καί ιή ζιοχάρεια ιούιη, μ" αύτή ιήν ξαφνική αντηλιά τής μέρας «ιτού άπ’ τό βάθος /
236
ρ«· κυκλικές ψηλώνει παρελόοεις», ρ* αύιί) ιήν απλα ιής βάλαίκκκ;. πού «ανεβαίνει οιήν αυλή ρας* καί ιύ ξάνοιγρα ιέιοκι»ν όριξόνιιον. πού «χηχποΰν ιίς πόρτες )ΐας*. (ινακ(ΝΗΗ)ΐηκαν κιόλας οί (Μι>ρ(ΐλέοι καί ρεγαλό- πνοοι Επικοί τόνοι, ιιου Ηά δώσουν, {‘να χρόνο αργότερα, ιύ έξοχο εκείνο «Ταξίδι ιοΰ Αρχαγγέλου», ιύ άρτιόιε- Ι»ο πο(ΐ|ρα «ρείζονος πνοής» ιή<; είκοοαειίας, καί θ' άνα- δείξουν ιύ Νικηφόρο Βρειιόκο γνηοιόιαιο επικό. Γιατί. ο,τι χαράριοι· καί καιακερμάιιοε μέοα οιήν ιόοο παρ’ αξίαν διαφημιοθεϊοα «'Οδύσσειά* ίου — ιών 10 όκάδων, τοΰ ίνος μέιρου |ΐΓ)Κ(χ; καί ριού ιιλάιος. καί ιών 43.344 οιίχιυν ακριβώς! — ό Ν. Καζανιζάκης, ιύ έξέφραοε όκ; αριοια ύ Νικηφό(κκ; Βρειιάκος οιύ «Ταξίδι ιοΰ Αρχαγγέλου*. Ά λλα κανείς δί· Η(»έΟΐ)κ«· ν' άναγν<ι>ρίοει ιήν άξία ιοΰ ποιήμαιος αύτοΰ. γιαιΐ ό Βρειιάκος βέβαια fir διέθετε ιίς οργανωμένες εκείνες σιραιιές φανατικών πιοτών, τξαλλιιΐν θαυρασιών. κο|>ρατικά πειθαρχηρένιον ουρπαιρκοΐών ιοΰ Ν. Καζανιζάκη. πού θεο>( κιΰσαν — καί θεωρούν ϊ<μ«κ; άκόρη — καθήκον τους να διαλαλοΰν για «ρεγαλοφυές άριοτούργηρα* ίί,ιι Γκανι· ό «Δάοκαλος», κι οταν άκόρα δεν ήιαν άξιο.
Λυπάμαι ποΰ ό χώ(κχ; δε ροΰ έπιτρέπει νά ρετα- φέρω έδώ ρεγάλο ρέρος άιΓ ιύ «Ταξίδι ιοΰ ’Αρχαγγέλου*. πού θά έξέφραζε. καλύτερα άπ' τά λόγια ιά δικά μου, δ,τι ίχο> νά πώ. Είμαι ορίικ; βέβαιος, ποκ; οΐ λίγοι χαροκτηριοιικοί ιου οτίχοι πού Βά ηαραθέοω, θά κατα- πείσοον ολους ιιώς αξίζει νά το άπολαύσσυν οτίς σελίδες 68-72 τής δ ' έκδόοεοκ; τής «'Ανθολογίας* (γιατί, βέβαια. ό Νικηφόρο*; Βρεττάκος τά κοτάφερε νά ρήν εχει ούτε ό... Ιδιος άντίιυπό του! )
Άκούοετε. λοιπόν, ιστορημένη μέ τή γνησιότερη έπικολυρική ευγλωττία, τήν όδύασεια καί τά μέγα πάθος τής αμέρωτης, τής άπόλυτης. τής ασυμβίβαστης κ1
αιώνια άπροσλιμένιστης, αΐ'ώνια ξάγρυπνης καί φευγαλέας Ελευθερίας:
<Τό σκάφος τούτο, πού σοφό τιμόνι τ4 πέρασε άπό χίλιες καταιγίδες, πού άστραψε στά νερά τών άνοιγμένων αβύσσων τ' ουρανού- τ4 σκάφος τούτο, πού άμφέβαλλαν γ ιά τήν καταγωγή του τών Ηαλασσών οί όρίζοντες, πού κλάψαν μπρ4ς στ4ν ήρωισμό του τά στοιχεία καί πού σ' αιωνιότητες καθρέφτισε τή μεθυσμένη πλώρη του(...) κατέβασε τή σημαία του.
Μέσ' άπ4 τ4 αιώνιο δάσος, πριν άκόμα στ4 φώς ορθά νά δέσουν τά πλευρά του, τής θάλασσας γρικούσε τ4 τραγούδι. Χοχλάζανε τά κόκκινα νερά της- κι ώς χάραζ’ 4 ήλιος κι Ιμπαινε στ4ν κόσμο, Iσπάζε ή νύχτα πάνω άπ’ τήν ’Ιθάκη σ' έκατομμύρια κρούσταλλα, πού άπλωναν.
Κι δταν, μέ τέχνη άπλή, πάνω στήν άμμο, στ4ν ωκεανό άντικρύ, τ4 πελεκήσαν, τό βρέξαν μέ κρασί καί μέ τραγούδια τό ρίξαν στό γιαλό, λευκό στήν 3χθη κι άσάλευτο. ξεχώρισε. Σά νάταν μόνο. σάν ξένο νάτανε φαινόταν, μέρα καί νύχτα πάνω άπ ' V άλλα σκάφη, σά νάταν άπό χρώμα καί σάν δλων τών κόσμων πού ψηλότερα περνούσαν ν' άνάπνεε τόν άέρα (...)
Έ κ εί πού διασταυρώνει τά νερά του μέ τού ώκεανού τήν άχνη 4 Γαλαξίας τή νύχτα' :κεϊ που λι.υνει :ήν ημέρα
τό διάστημα σέ φώς, έχει τό βλέμμα πίΗαινε τών ναυτών του. Μέρα - νύχτα, μίσα του πόΒο; Ικαιγεν ουράνιος v i πάρε: τα πανιά του καί v i φύγει (...)
Ά νοιγε ό κόσμο; κι έμπαινε τό σκάφο; κάτο άπό τόξα πύρινα, γαλάζια, τόξα πού άχνιζαν. Κι όσο πρό; τά ουράνια μάκραινε άπό τή Γή. τόσο πιό πλούσιο τό φώ; άπό τα πλάγια άκοντιζόταν ανάμεσα στά ξάρτια του (...)
Κι όταν γλυκό τό χάραμα περνούσε πάνιο απ ' τή ; Ι 'ή ; τόν ύπνο, πριν άκόμα φώτισε: όλε; τι; όχθε;, πρώτ' άπ ' δλα μέ; άπ’ τή σκιά ξεχώριζε τό σκάφο;, πού έγερνε μέσα στ’ άπειρο σάν άυλο τ' όνειρο άκολουΗώντα; τών ναυτών του' τό σκάφο;, πού σταυρ»όνοντα; σάν άστρο τ’ άσπρα πανιά του κάτο» άπό τό Βόλο, έπλεε μέ τόση ορμή, πού δυό νά κάνει φορέ; τόν κύκλο πρόφταινε τού κόσμου καί πάλι μέρα νάναι όταν Η' άράξειΙ Μ' αυτό ποτέ δέν άραζε. Κυλούσε, τή γή σά νά μή γύρευε. ΙΙοτε του οέ μπήκε σέ λιμάνι.
Κι οΐ κάτοικοι τού Μάη συχνορωτούνε, ζράου κι αυγή. τόν ήλιο καί τό κύμα: Μή·/ είδατε τό σκάφο; μα;:
Μά ω; πότε Β&ρχονται τά καράβια καί Hi φεύγουν κ: ενα καράβι μόνο, πού έχει φύγει
μήτε στήν Τροία, καΑώ; |ΐά · παραγγέλνουν ίσα καράβια φΰγαν, οε H i φαίνεται; (...)
...Λέσετε αύτό τό άναρχημένο σκάφος, τό σκάφο; τούτο τό καταραμένο, πού Ιχει παρεςηγήσει τή γενιά του κ: ώ ; τίποτε τό γήινο v i μήν !χει, σπρωγμένο απ' τό παράςενό του πάΒο;, τήν τραγική του μοίρα, όλου; τού; κάβου; τή ; γ ή ; άφησε πίσιο του! Γυρίστε, δέν είναι αΰτούΗε ό κόσμο;! ΗυμηΟεϊτε μιά μέρα μοναχά, μόνο μια νύχτα, μιάν ώρα στήν ΊΗάκη...
"Ερχεται ή νύχτα! Πρόλαβεν ή νύχτα!Γυρίστε τά πανιά σα;!...
M i τό σκάφο;. Περήφανο τή οιεΰΗυνσή του αλλάζει κι άοιάφορο γ ιά τ' άγνωστο πλωρίζει (...)
Χώρα καμιά τή ; γή ;51 θέλει ν' αντικρύσει. Κι όταν φτάνει στά Ιρημικά νησιά πούναι σπαρμένα στή μέση τού ώκεινού (...)
σα βλέπειπου απ' τού; χλωρού; τοΰ; λόφου; κατεβαίνουν, σέρνοντας απ ' τό χέρι τά παιοιά του;, οί κάτοικοί του; νά τό υποδεχτούνε, ύποχωρεί σά φάντασμα1 γυρίζει σιγά - σιγά τό κίτρινο σκαρί του καί χάνεται ;ανά μέ; στήν ομίχλη.
Έ γώ δέν εχω νά προσθέοω γιποϊ€. Τούτο μόνο: οτι γνησιότερος Οξινος οτήν άυυμβίβαπτη, τήν άπόλυτη, τή\· άναρχική έλευθερία. δέν έγράφιηκε οτή νεοελληνική
240
ποίηοη." Ιΐόοο κ(κιυγαλέα και κατα βάθος ψεύτικο, «θέση» ιή»; κόποι»· μ<'Αα»;, π(>οκλητικο μονάχα (ΰχι ριζωμένο βαθιά του), (*:(>ιοτικό, πεζοδρομιακύ (δχι βαθύταια ποιητικό, βαθύτατα ανθρώπινο), είναι ιύ «Γιούχα! καί πάλι γιούχα ιών πατρίδων!» ιοΰ Ιίαλαμΰ οτό «Διοδεκά- λογο ιοΰ Γύφτου*, πού τύν κυνήγησε, οοο ιίποιε άλλο. ιοΰ ίο ι' όραμα τής καθαρής Ελευθερίας, τής φευγαλέα»; μονάιης φλόγας, πού δέ γνονρίζει κρίκο καί χαλκά, δέν πιάνεται, δέ δένεται, δέν πήζει, δέν αράζει, ούτε οιε- γάζεται, πουθενά, κι δμως δέν κατάφερε νά μάς δώοει napci Ρνα οτιχηρύ αναρχικό μανιφέοτο.'0 Ά λλα κάθε μανιφέστο, άκριβώς γιατί είναι μανιφέοτο, καί κλείνει μέοα του δλο τό θόρυβο και ιήν κονία τής αγοράς, οτέ- κει πάντα πολύ μακριά απ' τύ νόημα τής απόλυτης "Ελευθερίας - θεμελιακό πρωθόρμητο ιοΰ ανθρώπου καί κάθε δημιουργού. 'Ενώ ό Νικηφόρος Βρει τάκος, ιοπλα- σε μύθο τ’ όραμά tou. εικόνα, στίχο εξαίσιο καί μοναδικό - γΓ αύτύ και καταπείθει πώς πράγματι ή ψυχή του τήν άντίκρυοε τή μονάτη έκείνη φλόγα και βαφτίστηκε ή συνείδησή του οτήν ύψηλή της πύρα. (Καί νά οκέφιε- ται κανείς, πώς ό ποιητής πού επλαοε ιό «Ταξίδι ιοΰ "Αρχάγγελου*, θεωρήθηκε, γιά πολλά χρόνια, διαιεια- γμένος βάρδος μια»; ιόοο άνελεθύερης κομματική»; παράταξης, κι άπ" τούς όπυδούς κι άπ" ιούς άνικιάλου»; ιη.,:.. «Μωΐ>αίνει Κύριος τούς πιστεύοντας...»)
Τύ «Ταξίδι τοΰ ’Αρχαγγέλου» επισημαίνει ιήν είσοδο τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου οτήν ώριμότητα. “Εργο ακμής, κατά τή γν»ί>μη μου. πού τά μέτρα τής άρτιότη- ιάς του πρέπει ν ’ άποτελοΰν γιά τον ποιηιή rou γνώμονα αύοιηρύ κάθε κατοπινής του δημιουργίας. Καί άιιο- τελοΰν έν πολλοϊς - Γιν καί βχι πάντοτε.
Ή τρίτη περίοδος τοΰ Νικη»ρόρου Βρεττάκου ώρι- μάζει καί αρτιώνεται μέ ποιήματα οάν ιό «’Ελεγείο π»'ι-
211
ΊΟ
νιι> ο ιο ν ι<Η|κ> γ \ ο<; | ιικ | μ>Γ< ΰ γ ιη ν ιο ιή * ·. ιιοΰ t ' l i io i r V i ύ ν θ | ΐφ ι ο β ή ι η ιο γ μ ι ι ι ί ύ ^κ ι. μ π κ ι ο ιό ν ά γ ο ν π ιμ ι · \ ι·μ; όκό - ΐκ ι \<ϊΐ(Μ> ι »>; «ά ν η α ια ο ια κ ή ·;* ιιο ίηο ιμ ;. γ τ μ ά ιη ν «Γκ; ιή ν ή 'ι-(ΜΙ ||ί · Ιίολλί·»: Κ|ΜΙ»ΐγί <:. Κί νο.λ ΐη ΓΓ ψι.1\(|ΟΚίι*<; Mil Λιιό-τιπ |« ·« ;. ί ίχ ι μ ό νο ά ο ιο χ π ; . π α ρ ά κ<ιϊ ά υ Η ΐη » ; ιψο<; ιό ΙΙί’- μ α κ»)«: - α ί> ιό \μ ΐ |μ α Γ Τ .ομ γιο ιική :. Ί Ι ιιιμίοόο<: α ό ιή ι ο ΰ Ν ικ ΐ)ψό|Μ )ΐ· Β |» ·ι κ ικ ο ΐ ' <">.\«»κ \ ι μ μ0\·;· ι «ιι κη ΐ κΧ π’ν π )ΙΓ 141 « θ ο λ ά 11010)11(1» |ΙΓ(ΜΙ o ld lllio io IHl0|>\O l’V ο ιί-
λ ο ι έΓ,οχοι. κ* ι ΐ ν α ι ό ο υ μ ι'ν η . |ΐι- μ ο ν α δ ικ ή η ιο ι ο χ ί α . Γ|
( ΐτ ιο λ ο γ ία ιί|«; ή ιο χ ή ι; μΓι ιΓ|<: όγ«>*\'ί<ι<; 11 |<;. Κ Ιν ιιι κρ ίμ α ν ά i(-|i(i\k>4i> ικΊΧι ιό ψ .\ο γ ΐ|Κ Μ (ΐΐ(ΐ ι ο ό ΐο ι ιο ίη μ α . ά ψ ο ΰ ό <ιν(ΐγν«·Μ>ιΐ)<; μ ι ιο μ η — κϋ ΐ ιι|>ί ιιι-1. γ ια ι ί ι-Ινιιι π υ ρ η ν ι κό ιο ΰ ι ιο ιη ιή κιιΐ κ λ π ό ί γ ιό ιή ν ψ ο χ ο λ ο γ ία ιΐ|«; οη μ ι·- ρ ιν ή ι; γι·νι·ά<; — ν ό ιό ί ιια ( ΐά η π ό \ό κ \ ΐ | |Η >
\νιιγ(ΗΚ|Η·» Χ οιιιόν , «όιΐ>. μ ό νο κό ιιο ιο ί) ·; οιί\οι<<;. ιιοΰ r io o γοι>ν κ α ιρ ιό ια ια ο ι ή ν ΐΓ ίο ρ ιη π ιμ ίο ο ο ιο ΰ Ν ι· κΐ)ψο|Η>ιι Ι ίμ ι ικ ί κ ο ο - ιή ν ι·ι*|>ίο^Μ> « ιή ι; \γ ΰ ιιΐ |< ; μ ιι
ιή<; X (i|Ku;*. οιιομ: ιιροΐΐ|Η Ϊ> ν ά ιή ν όνομαοω * ιή ι; Λ γά ·
ιιη<;. ιή<; ν ικ ή ΐ|·ια « ; ιιιά . κα ί ιή ι; Χ α ρά ·: ιή ι; ό ρ ιο ι ικ ά κα- ι α κ ιη μ ίν ιμ ; - o f.o v ri; ιιοΰ δ ιά κ ο ι/\ο » > \· ο ή μ ιρ α ιό ν ιιοι-
η ιή . ό χ ι μι- πυκνί·<; και Γι | ι ι ι γ ι ; ο ο λ λ ή ιμ π ι . ι ιά ν ιο ι ι : , ά λ λ ά ι ιο ύ Γ γ κ \ι ίο ι> ν ο ι ι ί ρ μ α ι α γ κ \ γ μ Γ|γ ι ιο ιό ιΐ |κ ι< ; καί ΙΙό ι ι ρ ί ι ι π <i<h|m i\<>m; ν ό διίΜ«>ι·ν κό ιιο ΐι- »-νιι \ ή κα ί γ ν ή ο ια ι ιο ιή μ α κ ι. Κ Ινα ι ο ί ο ι ί \ ι π :
(...) Κ ι έγώ . r.v'j άνΟ :ζί ;iv j ~Κ ίν ΐ'.ρ ο κα ί r.vttA w j
iZv.yy% π ά νω iiv j τόν ή/.!'.,.r.epr.xTvisα. περπιτοΟσα...
Κρατούσα ενα ραόοί ψ η /.ίτ ιρ ο ά π ’ τή ; ιν 'ρ χ jivj
·/.: !6vw α -i-r.z ipvvi. Il:v -i αστρα. ΙΙέντε ννΐϊ-αρα.
Τ ή νύχτα ασπρίλαν* στόν /ά]ΐπ ',. ~ί ίνα oir./.α στ"
212
Κι ίγραφαν. τό ενα δίπλα στό αλλο. άκίνητα:" Λ γ i π η ”
Κ: ένώ βρόνταγε άπάνω μου ή θύελλα. προσπαθούσα νά προχωρήσω. ΙΙοΰ νά πάνω τ' άρνιά μου: Ποΰ v i
μείνω: "
ΠοΓ>;.. Μά. ποΰ άλλου, Νικηφόρε! Στόν ασπρομάλλη γερο-Ταυγειο, οωπαίνοντας μέ τή σιωπή του. τή χρυσή μ«πή οκυπή του, όναοαίνοντας μέ ιήν άνάοα ιου, ιήν ιιλαιιά ίου άνάοα, ριλώντας ρέ τήν καρδιά του, ιή σοφή καρδιά του. πού ξέρει αιώνια να ιραγουδάει ιή Χαρά καί ιήν Άγάπη - Γ ϋραρά οου τύ αιιιαατο, Νικηφόρε.11
Κ II 1 Σ II Μ Ε I Ω Σ Ε I Σ
ΓΣΤΕΡ’ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
1. Τέταρτον αίώνο; κι ό Κάλέο; τό θεωρεί διάστημα με- γάλο. Κ' ευτυχώ; πού είναι·, θάλεγα, γ ιά τήν κριτική μου τή; ποίηση; τού Βρεττάκου· τό νά μήν ήταν. Βά σήμαινε πιο; στάθηκε ό ποιητή; στά πρό εΐκοσπενταετία; του, ή !,τι κ’ έγώ δέν είδα τίποτα παραπέρα. *()μω; κ" έγώ είδα. κι αύτό; δέν έστάθηκε.
Λινω σ' αϋτέ; τί; έπισημειώσει; ί,τ ι κρίνω πώ ; Ιχω νά προσθέσοι ή νά διορθώσω, καί προτίμησα γιά τήν εύκολία τοΰ αναγνώστη νά τό κάνω σπασματικά καί κατά θέματα, μέ άρι- θμητικοΰ; δεΐχτε; στό κείμενο τή ; παλιά ; κριτική; μου τοΰ 7>2, γραμμένη; ές αφορμή; τή ; συμπληρωματική; τότε ανθολόγηση; τοΰ Βρεττάκου άπ' τόν πατέρα μου. γ ιά τήν πέμ
243
πτη έκδοση* πού έτοίμαζε τή ; 'Ανθολογία;, κι δπου 4 ποιητής κατείχε δεκαεννιά περίπου σ ιλίδε;. (Σήμερα, στή δέκατη Ικδοση τοΰ κωδικοποιημένου «σώματος- τής ‘'Ανθολογίας τής Νεοελληνικής Γραμματεία;, άπ4 τ4 μεσαίωνα to; τ ι; μέρες μας», πούβγαλα τ4 '70-*74, 4 Νικηφόρος Βρεττάκο; άνθολο- γείται μέ τριανταμία — καί περιεκτικότερε; — σελίδε;.)
2. Ά π4 πολλά χρόνια, καί ήδη άπ' τήν έπαναθεώρηση δλου τού ποιητικού υλικού πού Ικανα γιά νά γράψω τήν εισαγωγή στό « Ά λ λ ο στήν ‘Ανθολογία^ τού πατέρα μου. τ4 '64, Ιχω καταλήξει πώ ; ποιοτικά κορυφαία ειν' ή π ε ν τ ά δ α : Πα- πατζώνης, Έλύτης, Ρίτσος, Βρεττάκο;. Σεφέρης (κι άσχετο πού 4 Παπατζώνης γράφει άπ4 παλιότερα).
3. Μέ τά χρόνια, 4 πολυγραφότερος — μοιραία δέ (δυστυχώς) κι 4 «πληθωρικώτερος* — δείχτηκε 4 Ρίτσος, μέ τίς θε- τικές ποιότητές του δμως. έξ άλλου, νά ευρύνονται, νά δυναμώνουν καί ν' άνεβαίνουν. (Τώρα, γ ιά τήν κακή βέβαια <πλη- θωρικότητα», καί άπουσία άνασταλτικής της αύτοκριτικής, φταίει κ ' ή εύκολη «κομματική» δόξα, μέ τή «συνοδοιπορού- σα», λόγψ «συρμού", έμπορική «ζήτησην τού Ρίτσου. Δέ φταΐν δμως μ ό ν ο αύτές, παρά καί κάποια έσωτερική «αύτοθέω- ση<-, δπως θάλεγε 4 πατέρας μου, τού ποιητή, ποΰ άμβλύνει ϊλο καί παραπάνω μέ τά χρόνια τήν αύτοκριτική του, πνίγοντας τις καλές στιγμές του μέσα σέ πολύ χουρντά καί συχνή «άπνοια».)
4 . "Οχι. Δέ Βά τδγραφα καί σήμερα. Οΰτε θεωρώ τ4 Σεφί- ρη «πλουσιότερο σέ ποικιλία τόνων κ ' ευρύτερο σέ κλίμακα ευαισθησίας άπ ' τούς (| Έ λύτη καί Ρίτσο? - κι οΰτε βέβαια άπ’ τ4ν ΙΙαπατζώνη.
6. Ή κατοπινή παραγωγή τού Έλύτη — <Τ4 άξιόν ίστι* κ.ά. — μ ' Ικανέ νάχω πολύ καλύτερη γνώμη γιά τήν ποίησή του κχϊ δέ θάγραφα μ ό ν ο αύτά — ή: « μ ό ν ο Ιτσι- — σήμερα γιά τδν ποιητή, ποΰ τ4ν θεωρώ π ρ ώ τ ο « μ ά σ τ ο -
244
ρ * » πάντως, χι δχι άπλώς 'έφηδικόν-, δπως έπέμενα τ4 ‘ό ΐ , έπηρεασμένος, Γσως, άπδ αιτήματα παράγωγα τ»3 Εμφυλίου. Τ4 θέμα δμως -δέν civ’ 4 Έλύτης»' καί περιορίζομαι, γι* αυτό, στενά ίν δ ιιχ ΐίχ ά , νά γράψω πώς χ4ν θεωρώ κορυφαίο λ υ- ρ ι χ ό τής νεοελληνικής φ ύ σ η ς - βεβαιότατα π ά ν ω άπ' τδν Σικελιανό, καί χωρίς τή ναρκισσική ρητορεία του (απ' τήν δποία, γενικότερα, ελάχιστοι τοπειακοΐ λυρικοί μας ξεφεύγουν) .
Η. Κ ' έδώ, βέβαια, πλανιόμουν · άλλά κι δ τότε Ρίτσος δέν ήταν 4 σήμερα Ρίτσος. (Ά λ λ ’ άπ4 ποϋ κι Λς ποΟ ά π έ - κ λ ε ι α καί, περίπου, π ρ ο δ ί κ α ζ α ; ) 'Οπωσδήποτε, ό Ρίτσος, μετά τ4 « Ό τα ν Ιρχεται ό Ξένος...» Ιπιασε πολύ ά- νώτερες ποιητικές κλίμακες (ωριμότητάς του), ποΰ «μέ τό δικαίωμά του>· πράγματι τδν τοποθετούν πιά παραπάνω.
7. Δέν βρίσκω τώρα τδ Σεφέρη ούτε ■'πλουσιότερο , ούτε πώς » |χει νά πεί πολύ περισσότερα πράγματα-, ούτε πώς ''ικανοποιεί ευρύτερα·, ούτε πώς «είναι καθολικότερος» και *ση- μερινότερος· άπ' τούς άλλους τής π ε ν τ ά δ α ς πού ξεχωρίζω: ΙΙαπατζώνης, Έλύτης, Ρίτσος, Βρεττάκο; (καί Σεφέρης) . Ά λ λ ' ούτε τ4 Βρεττάκο πιά.
Ι'ιά τ4 Σεφέρη θάγραφα πολλά έπικριτιχά χ ' έπικρι- τικότερα σήμερα. (Οί καιροί — καί κάποτε χ ' οι παρ’ άξίαν '■προβολές , μέ τις συναφείς ΐμετιχές υμνολογίες — ξυπνάν κ ι ά λ λ ε ς αισθήσεις κ ι ο ς ύ τ ε ρ α κριτήρια.)
ί). Έ , υπερέβαλα!
10. ·Γευτοαναρχικ4 βρίσκω σή|ΐερα — και πολύ κακ4 πάντως (καί κραυγαλέο, σαματατζήδικο . για νά ξιππά- σει ) «μανιφέστο — τ4 Δωδεκάλογο τού Γύφτου-, μέ τ4 »Γιούχα καί πάλι γιούχα τών πατρί·δων!> του. (Τ ί τοΟ ’φται- γαν οί πατρίδες; Τού 'φταιγ* τ4 χ ώ μ α ; Κ’ ένώ δέν τού 'φταιγαν. δυστυχώς, καθόλου οί λογάβικοι καί φαμφαρόνικο:
245
6ρωμοίΛν:κί3μο:. v i r i p ’ ό δ'.χολο;. :ο·ΐ iflv.xoTiOpTvjpvi μχ;όάρδου> ·..)
11. Κ ' έν τέλ*:. έν τέλι:, τχ λχμπρχ Wo/.x ποτχμ:* τοΟ Βριττχκου Ijuivxv τ ί μ ο ν χ δ : κ ό π ο ι ο τ : κ ί ποίη- μχ-χρονικό τής Κ χτοχή;. xxt σήμιρχ Β ίγρχφχ πο/.ΰ πιρσό- Ttpx χ: έπχ·.ν*τ:χότιρχ γ :’ χ·)τό.
12. Τήν nxAii τούτη κρ:τ:κή γ :χ τό Νικηφόρο Βριττχ- το τή Οκωρώ χδύνχτη... Γρχφτηκι ίσω; έ·.χϊτ·.κί, ήμουνχ κχ: νέο;, σέ πολλχ δέν ι ΐχ χ κχτχστχλχςει... Κχϊ ό ίόχ;χ. ο: έπ:- ση;ιι·.ώσι;; χύτέ; τώρα, μόνο χχτχ σημίϊχ προσθέτουν. ή διορθώνουν κ ίτ : . Ό Νικηφόρο; Βριττχχο;. γ ιχ μένχ. ιΐνχ: ά ξιο; πολύ ιύρύτιρη; xxt πληρέστιρη; κρ·.τ:κή; άντι;ιι-«ίιττ·.- της. Δέν μπορώ δμω; βιχστικχ νχ τήν κάνω, κχί τό νχγρχφχ δυό-τρίχ λόγιχ πχρχπάνω θ ίτχν συμδχΓ.κότητχ, όπου ποτέ μου δέν προσχωρώ.
240
M kO l £ΛΜ ΛΙΆ!
II ΰζοστολϊ, τοΰ ζο'.τ,ττ,ζ ~ ή ν ~ο'.ύ{ζτ{ τοϋ Νικηφόρου Ιίοίττάκου1
1. 11>'··*·-ί ι,!ΐ'.·.·.ϊ ί-»,/..· j,t I · ,K i . - ι;·/. II-'. tty-m'.y.'.i l!Htt. «H /..;.
II ΑΠΟΣΤΟΛΗ TOT ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΗΝ ΙΙΟΙΗΣΗ
T U I’ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
Σήμερα πού ιό άγχος ί?γινε σύννεφο κι εκλεισε ιον όριΥ,οντα κι «οΐ δρόμοι rival όνάοιατοι, τά ποτάμια θολά», σήμερα πού «ό πολιτισμός έχει άναλάβει τή δια- κωμώδηοη ιής αλήθειας και τόν έσχατο έξευτελισμό τοΰ ανθρώπου*,1 σήμερα πού «ό λίβας τής εποχής σε καίει 0('ιν {;να δένιρο*/ πού ό φόνος είναι πιό εύκολος κι άπ’ ιόν έρωια καί πού
πόνο; ς ίχ ιίλ ισ ι! ζχ τ / . ίπ * « ν δλχ!Ο: ;ιύθο·. έουλ:άςανι!
(ΐ-ΛΊ ί'6\ιηρ-. 5
σήμερα, ιιεριοσόιερο άιιό κάθε άλλη φορά, ό κόσμο*; ε- χ ι ι ιήν άνάγκη ιής ποίησης κι ή άποοιολή ιοΰ ποιητή σι ή γή είναι ιόοο δύσκολη κι επίμονη οσο καί ζωτική κι αναγκαία.4
1. Α·Λ *viip«#r.o: !··./.5ύ·/ γ·.χ ~-α *03|ivj. 3. I».
3. Κχλογή, 3. Ιό».I. ΊΙ ·χίνι,3>, ϊ?7.·.3ΐ 37·; ip / ί ; ν,Ο I9vj *·ώυχ J-.r, Γχλλ·*. Μέ -τ,;
"τ,; Μπμ· Hr S la rl χχ! "Αν πολ:τ:χΑν i;tXi;tt»v, ο!
2JU
k rv i|M h (x ; ii|<; iim ii|<h |<; m e Ν ι»ΐ|·|ι·>| ·<·■·llfKIKIKOI) llx tll «««ΙΟ ιό I |ΜΙ|1||(Ι ι ΗΙ|ΙΙ'\Ό ll\<IO|KI. ιιΰ ΐο 10 ΙΙ|ΗΗ'Μ»μί\(Ι. ιό Ι1«|ΜψΟ(Η|ΜΙ)||Γ\Ό. ιό ΚΟΧΊΟ|)Ι«ΗΟΙΙ|||(;Χ'0ιιλόσιιπ». ό (ίνΟμοιικΜ,.
ΙΊα ιί «ό cixOfMiinor; dv<ti ό λόγος. όλο ιό οκμικιχ rlvui « dxOixitiKx;. καί Οιμ'κ; ό (κίοανκ/ηιννίΗ; <Ί\μΙ|μοιιιμ;. ’() 11(111)Π|<;. μι ή «Ηίο»ι ιιπ>ί.\ΐ|ψΐ)>. μάι; μιλά μί· (ίκίλικο «όμβολπ, μι μιΰ Οαιιμΰοκι π κ ό χο ιή ς «κόλας ion Ί ο - κιίιβ. ΜόχΊΐ ιιοΰ ή «κόλα ('iitouX nio i άιιό θλίψης* κι οί θ λ ίψ η ς ιόν όχτβάςοον ο ιό ν ανΟιχιιιιο:
Ο: <Ι/.·:ψί·.; jio’jι'.ίχ·. ·υ* τ / . ϊ / . ϊ r.v'i χ ν ιό ζζ ΐϊ στόν ivHp«.i.-.o .'
Κι (iiciv ό ιιοιιρ η»; φ ιάυη «ιόν ανβ|κ>Μΐο. τοΓ< ΐφ«κ»- φ έρ η .ιό (ί«··ΐ|κι αχΌο»; ιιοΰ μιταφέριι. ιό λουλούδι ιής αγάπης και τη»; ι*ΐ|»ήνης — ιό άγχ·ό λουλοόΛι ιή»; ι ίμιας συχτίδηοιις ιοΰ ιιοιΐ)ΐή.
•ιζτζφίρ··· ϊνχ zir.p'j ivllo; στόν .
Λάιός ό «\*θ|Μΐ·ιιος. Γιοι όιΐοκ; rivui. μιους «νπ|κι ΐιιοός <κί|ΐΚΛΐ. μι«ός ψ<ΐ|ΐι, μιοός πουλί. (iiioirAri ιήν <·»- «ίο ιή<; noii|oi|<; ιοΰ \ικΐ|φό |ΐ«υ Η|μ ίι0μμ>. Ο «χΌμιιι- ιιος rixtn ιό «ζών ofaitft». μάς Χ ήι ό ίδιος ό ιιοιιρήι; «ιό V|KJ|i|ic·ιο not· οί «Λιη» <ί\·0(Μι»ιιοι μιλοΰχ- γιό ιήχ· ημήνη
ΙΙιικ» .-.ν.·
:·/. /λ ;;.·,·.. I I.
2.Κ»
lot' κόσμο»)»’’’ κι ηύιό ιό «ί,οιν ϋόωρ» εγινε όιιο ιόιτ ιή προορισμοί: μου σιή γή*.1’
Προορισμός ιού ιιυιιμή οιη γή είναι ό (ίνΟρωιιος. Κήρυγμα η άποοιολή ιου:
H i [inoptwt ir .'/.vn 'v iv /zx ; i i vtp6 τήν ψυχή jivj. v i ί;»,γή3*· rA't vAry,. rw ; tlva: ji:‘ x 5 | t - / v i $ x 5 ήλ:*;. ν. ήλ:ν. '.Vi ήλιου ·/.: ό ivflpwr.o;
(Πχ-..r, i-.iH:;,,)
Έ ν α μικρό νηοάκι είναι ό άνθρωπος, ιριγυριομένο όπό κΰμαια, ηκιύμαια, δυσκολίες, δάκρυα. |ΐικ(>όιηιε<;, ε γωισμούς, κακίες, ηρωισμούς — οί άνθρωποι rival μικροί· ό άνθρωπος, ομως, είναι μεγάλος. Κα\·όνας ιής ζωής ιοΰ ποιητή πάνω οιή γή Ενας πρέπει νάναι: ή σωιηρία ιοΰ ανθρώπου.1' Κι ό ποιητής οιύ Νικπφό(>ο Βρεττάκο ένα σκοπό £χει· νά δημιουργήσει μιά νέα θρησκεία: ιή θρησκεία τοΰ άνθρώπου.1'
Διιμιουργός μιας νέας θρησκείας. ιής «θρησκείας toil ανθρώπου», ό ιιοιηιής ερχετοι οιή γή. Όραμαιι- σιής καί φλεγόμενος οάν ιούς προφήτες, κουβαλά ιιά- νω του ιή |ΐοίρα ιοΰ ανθρώπου καί ιή μοίρα πού ιοΰ ειαξε ό «Ποιητής ιών IΙόντων». '() ιιοιηιής ίίρχειαι □τόν κόομο νά γνωριστεί μέ τόν πόνο ιοΰ άνθ|>ώπου:
10. Α·λ ivUpwr.v. ;ι·.λ<Λ·. y . i -.τ,·. l i f i 'n , -.<* /λ:;·',·.. ·ϋ·.11. "Ο. S., ί . « ι12. Τ6 64·&; -.Ά xiS|iV). ζ. ΗΚ. Ί Ι » ; ζ~λ τ . ν . ι χ Λ
Yillequiei. ill·. r.K ♦*•<4:Comtkfcivi ciicwt que ja v a is . Ί<·» I'auntiv Iravaillc, cumbalu, ικιιιμ', ι nan-In·, lu ll··KxptN|uan( la nalurr a I* tiomme <jui Γ ipim-c liclairaHl leulv cliosv avn· votrr rlariv ;
I.l. 1·Λ χΛ ^ μγλ·. μ·.κ'Λ> f . i -#,·< ι·-ρν»( *'/■ xisj'v i. I··.I I . Ό . r... ; . «3.1·'». Κ: \ i?nv ζ-Λ ip i j n (.:liatlrH<Mi:
«II lil <laus It* a-sln-s la rout.·<|mc iiumk montrv k· «ΙοϊκΙ/Ιιι .Seigneur».
251
Η ποίηση«ϊνα: μ:' ανθρώπινη xapS'.i φορτωμένη δλον τόν κόσ|Μ><'6
CO χόβμο; /.! ή ποίτ,βΥΐ)
νά βοηθήσει τόν Ανθρωπο:
Θ4 σχίσω tiv ουρανό 31 3 ίλ ·5 ί;
v i σοΟ σχιηίσιο τ4ν πόνο μ ' Ινα μου ποίημα»
<Τ6 4τ{»*μο
νά δουλεύει χωρίς διακοπή, χωρίς διάλειμμα:
«Τά χέρια μου βρίσκονται «έ ά ίιάχοπη κίνηση. Ξεφορτώνω ούρανό στις ψυχέ; τών ανθρώπων·
(Xwpl{ β(άλΐ'.μμχ) '*
καί νά έκτελεϊ τήν απόφαση
πού μοΟ ΐπέόαλε ή φύση, δπω; στή βλάστηση: Φτιάχνω ζωές. Γράφω ποιήματα*
(Η χά ρ » ,)’
Ό ποιητής είναι πλάστης και δημιουργός, με «χρέος θεϊκό οτή γή».'° "Εχει ολη ιή γή γιά στήθος του,'1 τό
IB. Τ4 6*&ο{ -'Λ χ ίφ ο υ . 3. 21).17. Ό . r.. τ... ο. 37.18. "υ . γ.., 3. 41.1». KntewfT,3T, Ti/vi,;, 133 · 131. 1JW6. 3, 4β.2»». ϊτόν Ρόιιπιρ- 'Or.r»v/.4j|i*p, ’Κχλ&γή. s. 152.*21. Τ4 τρ:χν-*γ(»λλο. ΐχ λ ο γ ή . 3. 224.
252
Βάθος τής καρδιάς του μπορεί νά χωρέσει δλο το 8άθος τοϋ κόσμου” κι δλο τον πόνο τοΰ λαβωμένου άνθρώπου. κι ή συνείδησή ιου είναι «Ενα άθροισμα άπό σπίτια πού καίγονται. ‘Από λαβωμένους που μορφάζουν ζητώντας βοήθεια! Άπό νεκρούς πού αφήνουν νά διαγραφεΐ πάνω οιό πρόσωπό τους οάν ϊν α έρωτηματικό τό τελευταίο χαμόγελό τους. Ή συνείδησή μου είναι άπό πεινα- σμένόυς, άπό βασανισμένους, άπό ταπεινωμένους, άπό καταδιωγμένους κάθε λογής. Ή συνείδησή μου είναι μιά πανστρατιά πού στριφογυρίζει οάν μιά σκοτεινή συμπαγής μάζα πάνω στή γή».7’
Ό ποιητής, κατά τύ Νικηφόρο Βρεττάκο, μπορεί νά είναι καί Μωυσής, μπορεί νά είναι καί “Αγιος Φραγκίσκος:
*Θ4 ήθελαπολύ v i μπορούσα v i στηθώ στήν κορφή «νό; ίρου; αστράφτοντα;.
Ν’ άρχίσιι μετάv i βγάζει τ4 σώμα μου άσπρα λουλούδια ευδιάκριτα άπ’ δλες τ ί; χώρε;·'
(Έ»!χληαΐ) Η’ ) 54
μπορεί νά είναι καί προφήτης, μπορεί νά είναι καί Χριστός διδάσκων:
«Κι άνοίγουνε τά χείλη μου καί φώ; βγάζει ή ψυχή μου!»
(ΊΙλ·ΛίΜ (λ*μτ>Μ
22. Τδ βάθος ιής x ip i i i ; . Τδ ίάβο; τοΰ χ4ομοu. ο. 53.23. Λυδ 1νβρ«~οι μιλοΟν γ ι4 «ίρήνη τοΟ /.όαμου, ζ. 21.24. ΈΓ.ιβιώρτ,ίτ, Τ ί/ντ ,;. τ. 94. 1962, ϊ . 388.25. ’Εκλογή, 5. 69.
253
I Ιυμιιός ψωιός. Λφοΰ κι ό Ιδιος ό ιιοιητής. όλόκλη- |μμ; ι-ίνοι |ΐιό ούνθευη ιοΰ φ<οιό<;, «Γ ί'νον κόομο δμο|>- φο. ο' ί'νον κόομο θοΰμα. Ό ποιητής elvoi το παιδί τοΰ κόπρου
Καλόγερος πού όοκήτΓψΓ οτύ ιιιό ιερό μονοοτήρι τιοΰ λ ίγ π α ι άνθ(>«ίιπινος πόνο·;. φορών ι ας ιή ζώνη ιής λύιιης οι ή λιγνή ιου μέοη κι ίχον ια ς ιό κλι-ιδΐ πού ιοΰ χάρκχ- ό ήλιο»;, ό μεγάλος Βπχ; ιή«; Ελλάδας. τύ φω- τεινό κλειδί ιής γνώοης. οκύβει οιοργικό πάνω άπ" ιήν πληγή ιοΰ ανθρώπου νό ιή διαβάοει — νό δκιβάαι-ι τήν (Ίγια γικιφή τοΰ ούμπανιος:
Έγώ ψάχνω vi όριο τήν ποριία τού κύκλου, ψάχνω τό νότ(;ια vi όρώ τοΰ φωτό;. τό φώ; τού νοήματο;. Λέν ι·!·ια; ζ»·»ΐ;ιίνο; τό ουράνιο τ4*ο. Ίίχω ;i:i ζώνη λό—τ(ί μίσα ;ιου κ: Ιχι» αυτό τό κλι:ί: πού ·ιού πέρασι ό ήλιο;.
Έγώ προσπαθώ ν' άποκαλύψω τήν 4γ·.α γραφή τοΰ
στιρεώματο;■·.<" ϊ·.λ<.;ί·Λϋ|ΐ*·Λ: τί,; ΐρημΐ*;)
Κι όιαν ό πόνος ιοΰ άνθρώπου γίνει ιιόνος ιοΰ ποιητή, καί νοιώοει ό ποιηιής τήν όδύνη καί ιήν ευθύνη ιου. ωριμάζει καί καιεβαίνει οτύ ίίοιρο ιιοΰ ιύ λέμε Γή γιά νά διδάξει. Δραμοιική ή φωνή ιοΰ ποιητή βγαίνει όιΓ ιό φωτεινά του χείλια. ηχεί βρονιτρή κιιί προοιακιική, όνιιμέτωπη μέ τόν πόλεμο, δέρνπ ιίς χαράδρες καί ιό βράχια ιοΰ Σινά κοί γίνεται ί ν ι ο λ ή :
Μή ;ιοΰ σκοτώστι τό ν*ρό.Μή ;ιοΰ τ/οτώαχτι δέντρα.
Άί. T'j tiHo: ~.Ά /4 :μ ν ί. 204.
25-1
.Μΐ, ;ιοΰ 'szv.i7-.z τ > ύ ; τ ί; « ίί ί ; σ ίλ-οί; r.v'i τί; γ ?αψαν*
: άού/.λτ,Γ-ο *ώ; -/.: ό άτίλλτ,πτο; /?4νο;·/.: ir.vj —χΗΛ jii -if.ii/lvj·/ . Μή ;ιο·5 τ/.οτ»·’»«τί τή; γή ; τ4 γο·τ,;ιχ!
'( ) κι'χ)|ι«χ; riven ό|ΐο|κρο<;. Κι ό π ο ιιιι iV: ιιρέπει. ί:ν- u 'W i k i i . νύ ιόν κίΜΐιήιχ'ΐ άμορφο αόιόν ιόν κόυ)ΐο, νά οοΗΜ-ι ιον ΓινΟριοπο. ν<ΊρΗπ ικιν Ά|)χάγγ«λο<; μι- ρομ- ψαία Γ, οόν "Λη ΙΊώργΐ|.: μ·* ■<» Α>ιιρ«> ιου Αλογο, vfip- Ηπ μκΊν (ΐ«»γι'|. μ ιόν αρχή νίπ<: μέ|Κΐ<;. νό οκοτώοΐι τύ Οι-ριό. νό γλιιιιίκχΊ ιί| Μαοιλοιιοΰλα — ιήν ψυχή ιοΰ
ιό όίϋογμα
Σαν Hi r i io στήν Γ.όλτ,Η' άγοράσο ενα άλογο ·/: £να i z a y j ττ.Μ - ν , Hi χτχν:·. Α; τον ήλ·.ο!Hi · ,.α λ -ά > *τή Ηάλα Η' άνίόαίνοι 5τ4 οάσο;.
” ν Τ > Ά ·" · ir '~ *». 7>Ρ». \w>Hi γ·.ο;ι:ζ*·. ό ο·**ν4;!Καί ϊ«* αύγή. χα;ιτ(λ·.’)νοντα; τ4 /ορ;ι· ;ιν> -τί, σίλ'/.α.Ηα χατίόι·ι στοϋ; y.i|irv>; v i ιώ-ι·» τόν /4·5;»ο .
111·»>::4:ΐ·'*
II ΕΙρήνη »1νοι ιό «μόνο φυαικό φαινόμενο ποΰ !ίρ\π μ/'iMi οιό οόμιιιιν».* Ειρήνη rivni όκιν «Γ ό
K/./v'V.. :lli.iv . t -.ικ-..γ'.! Jis/.viv ;·■ x ’’■< ·ν·ν>. *··’· ΐ Ι
θρώπου ή ψυχή γίνεται it,οι στύ ούμπαν ήλιος- κι ύ ήλιος ψυχή μές οτύν Ανθρωπο*.30
Ό κόσμος δέρνεται άνάμεοα οιύ «θολύ ποτάμια». Ό τρόμος βασιλεύει μέ τύ Αγχος του. Ό ύρίζοντας γέμισε συρματοπλέγματα. Οί πολιτείες εγιναν μιά φούχτα άμμος. Ό χρόνος σημαίνει οέ θλιμμένες ώρες τϊς καμπάνες του. Ή θλίψη τρέχει οά νερύ στά κανάλια τών κρατών. Τ' όραμα τής Ειρήνης, πιύ έπιθυμηιό ύπύ ποτέ, πιό λατρεμένο δοο τίποτα άλλο. πυρπολεί ιόν ιιοιηιή κι επιβάλλεται οτύν κόσμο. Ή Ειρήνη, άγαπημένη τοΰ ποιητή. χαιρετάει τύν κόομο:
Αύτό τό μαντήλι ποΰ κρατάε: στό χέρ: τη; έγώ τή; τό χάρισα .
(Τ4 βχλα »· Jιχντήλ·.)"
Ά γάπη είναι ή «κατανόηση τοΰ ανθρώπινου δράματος χωρίς δρια μέσα στόν κόσμο», «ή ανάγκη νά σώσεις».” Τύ βάθος τοΰ ανθρώπου είναι ή συνείδηση· ιύ πλάτος του ή άγάπη.” Ό ποιητής, κατά τύ Νικηφόρο Βρεττάκο. έθναπόστολος τής άγάιιης. προχωρεί οτή διδασκαλία καί οτή μοίρα του:
πιστεύοντα; στόν ήλιο καί στόν άνΗρο»- πο, πήρα τό μεγάλο τοΰτο δρόμο τή; άγάπη; κι άδιάκοπα άνεβαίνο» φορτοιμίνο; τό Βάν*το
( ’A r.ixsur, ! Ji
30. T i « θ ο ; TOO κύ ιμ νκ 5. 31K.31. Εκλογή, s. 239.32. Λυό άνθρωποι μιλο·1ν γ -.i τήν ίίρήντ, '.'Λ /λ'ιχ'.Ί, α. 3δ.33. "Ο. π., «. 37.34. n«,s'.oCtx6 Αϊώνχ;. ι . ΙϊΗ.
256
Νοιώθει όλάκληρος νά φλέγεται άπό τήν άγάπη:
'Ό λ α τά έότσαλά σου, θεέ μου, τ ' άγαπώ •/αΐ τήν άγάπη μου μπορώ 5ν μ ' άφήαει; νά τήν χάμω ποίηση, Αγλάισμα, στόλισμα. Μιά σκαλωσιά πού λείπει καί μιά Σ ι;τίνα , σάν τόν Ουρανό»
(NcttoSwtixiC 1χ ·* ί if ,; Π«λθΓΛννν(3θυ)
Τραγουδάει οάν πουλί οέ κάθε γωνιά τής γής τό βπμα τών άομάτων: άγάπη.
'Ό κόσμο; είναι, άδέλφια μου, άγάπη χι όμορφιά*
(Ή 1χα*ο(κτ,τη χώρα)1*
«'Αδερφοί μου! μιά λέξη μό'/ο είναι ή κορφή χαί ή ποίηση καί ή γνώση»
Καί γράφω στά τετράδιά μου μόνον αύτό: Ά γά π η .
(Ή Γ.ορ«ίι ί : ν χορι?*,)”
Γιά τήν άγάπη τοΰ βασανιζόμενου άνθρώπου ό ποιητής Ρφταοε νά ξεπεράσει κα) τήν !δια τήν άγάπη:
«Ξέχασα τήν άγάπη γιά τήν άγάπη σου»
(ΣυνΜεψα ·ν»χροΰί)’*
Ή ποίηοη είναι άγάπη. Ή άγάπη ποίηση.
'"Ετσι μοϋ στάθηκε 4 Ταΰγετος δσο νά γεννηθοΟνε
35. *ΕΓ.ίθι*ρτ,5Τ( Τ ίχνης, τ. 13» -134, 1966, ο. 47.36. T i ποιήματα 1929-1951, 3. 107.37. "Ο. γ.. π „ 3. 95.3». ·Κχλί,γή. 3. 179.
257
17
τά δυό παιδιά τοΟ βιοΟ μέσα μου: ή ποίησηχχΐ ή αγάπ η! > 3*
Ό ποιητής - ΝΙωυσής και βοσκός τής αγάπης:
«Έ ττην» ή 4νοιξη τήν προτομή μου ιέ μιχρού; λόφου; ιΐρήνη;,
Ιλαμπι χαθισμένο ατό ραβδί μου Ινα πουλί άπό φώ; χι ίβ ρ ιχ ι ιριδισμού; στά πρόβατα τό αΙώνιο σέλα; τή ; άγάπη;*
('Avi|ivT(;r( i n i -4ν Τ ιΟ γι-οΙ40
Ή άγάπη είναι τύ θεμέλιο τής ποίησης τοΰ Βρετ- τόκου 'Ολόκληρος ό ποιητής όποτελεΐται άπό κοσμογο- νκ ά στοιχεία τοΰ σύμπαντος, άπό θάλασσα, άπό ήλιο, άπό δάσος, άπό νύχτα, άπό τόν άνθρωπο, δμως τό κύριο, τό πρωταρχικό στοιχείο τής σύνθεσής του είναι ή άγάπη:
«Είμαι Ινα σύνθιμα άπό ξένο μιγαλϊΐο .Τά δσα θωριί; στήν ύπαρξή μου ιίνα: δλα ξένα.Κάτι άπ’ τή θάλασσα, άπ’ τόν ήλιο χι άπό σένα, χάχ·. άπ ' τοΟ δάσου; χι άπ ' τή ; νύχτα; τό στοιχιΐο.Κι δταν πιθάνω τό στοιχίΐο του θά πάριι τό φώ;, ή θάλασσα, τό δάαο;, τό φίγγάρι χι έδώ στή θέση μου θά μιίν«ι πιά ή σιγή.Κι χύτή ή ψυχή πού μέ; στό στήθο; μου ιίχ α φέριι, άπ ' τ' ούρανοΰ ψηλά σάν ίπ ισα τά μέρη, θ ίχ« ι σέ άγάπη σχορπιστιΐ πάνω στή γή.^
(Ξτ£ΐ<ρΜμ3ΐ ζ~Λ Svivto)41
“Ομως, οί μέρες είναι έπίβουλες. Ή διδασκαλία τοΰ
39. Ό . γ.. γ ., 3. 109.40. Ό . π. γ.., ϊ . 104.41. *0. s . π .. 5. 69.
258
ιιοιηιή Ι.υπνΰ ιό μίοος ιών Φαριοαίων. Ό πο ιη τή τής ειρήνης καί ιης όγάιιης είναι επικίνδυνος οιό πολεμικό οΐ)μφ«·|Κ)ν, ο ιίς βιομηχανίες τών οβίδων και οής με- τοχες τοΰ χρηματιστηρίου τοΰ πολέμου. Οί Γραμμαιεΐς κι οΐ Φαρισαίοι (k'i Η(>οΰν ιόν Ιούδα τους — πάντα καί οί: κάθε έποχή, μί: διαφορετικί·/; μορφές, θα ζεΐ ό ’Ιούδας — κι ό ποιητής θα παραγγείλει:
Αάί ζ -.t, φάγιτ1, ϊόυσσοι. ώρ*;, χώμα...m -ώμα |-Vi ιϊνα: -.'Α·λ -λ ί·.ί/.ιο)*·
Καταδιωκόμενος. πονεμένος. πικραμένος, ζητά £να όρος Έλαιών νό τΐ(κ»οευχηθεϊ:
~\τΛ ζνΛ ρίζα νά κρατηθώ, ι ϊ ποιί διάστημα vi T.tpr.%- τήσω
σι τλ·λ κριβίάτ·. vi κοιμηθώ, σέ r.v.i ?ρο; vi ςινυχτήσω ! - (Κραυγή)43
Τό μαρτύριο τοΰ ποιητή θα συνεχιατεϊ ώς τό τέλος, ώς τύ οταυρό τοΰ Κρανίου: «“ Ιδε ό άνθρωπος τοΰ αιώνα μας*“ καί πάνω οτό οταυρό, πάνο» άπ’ τύ πονεμένο γλυκύ κεφάλι «οί ο τ par ιώτα ι τοΰ ήγεμόνος έπέθηκαν τήν αιτίαν αύτοΰ γεγικιμμένην»'5:
■Τή ζωή το·> σκάστηκαν.στα νιάτα του ή φτιλχιια, στα βουνά οΐ κιραυνοί, στόν -όλιμο ν. σφα!ρι;. Ί Ι αγάπη του στήν Έλλάοα. τόν σκίτωσι
<£τ,μι<ωΐΐ)
42. Τ ί τ.'.’.ΐμχ '.χ 1ί>2ίΐ- ISttl. ί . 10.4». Εκλ',γή, ι . 7».44. 1·Λ ivHpiir.c.·. ΐΓ.λν'ιν γ -.i τήν «ίρήν», ~.Ά χίομου. 3. 57.40. K a t i Ματθαίον /.;■ S7.4li. ·Ε ^ :« ι^ ι ,ζι. Τ * IM ia i . ItKMJ, 5. 47.
259
Ό ποιητής, οτήν ποίηση τοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου, ΛφοΓ» περάσει ιύ δράμα τής περιουλλογής. ιής θλίψης, τής μάνωοης, τοϋ Γολγοθά καί τής Σταύρωοης. δέν θό όναληφθεΐ οτόν οόρανό. θα μείνει οτή γή γιά ιιάντα, χωρίς τέλος, μέοο οτον κόομο, δίπλα οτόν άνθρωπο — κι οοο θό ΐ'ΐιόρχει ό άνθρωπος. Ό ποιητής ϋά γίνει Ρνα περιοιέρι οιό ουμπαν:
I l ip t τά χέρ:χ [ίου. l i z i -.ι μέ |i>.i λιυχή vs t ir .p x n i,. χράττp i ~.r. χρέμβσέ τα —- λαμπρά, άμιταχίνητα. Iνα r.ty.-j-.if,: s z i ίύμπαν.
Κχϊ νά χρέμίτα: τΛ'ΓΛ'.ι. 47
"Η θό γίνει ό ήνίοχο<; ιοϋ φωτός ιιάνω όπ’ τύν κύαμο/4 μοιράζοντας ιύ φώς ιής ιιοίηοης οόν άντίδωρο στους άνθρώπους, ωοιε νό μπορεϊ νό πεί οτή μητέοα του:
οί Θήλχ3(; πάνω 3 τήν άμμο(Ή i'/i/iin,·:»,)<Γ
στύν πατέρ<ι του:
-Κράτησα μόνον αύτό τό ιϊρήνην χαΐ άγάπην. Τό στήθος μου «Ιναι Ινα άοπρο τ«τράγωνο φάχιλλο.Κ·. αυτό χάνω τώρα. Πηγαίνω xal φέρνω τό γράμμα σου.
47. Α&τοβιογραφία, β. 27.48. Κυνηγών**; τόν ήλ·.c. 'Est8. Τέχνη;, τ. 133-194, 1966, ί . 46.49. Κπ·.·ιώρτ,5ΐ, T i/v i ,;. τ. 133 - 134. 196Η. s. 43.
20)
.............................. 'Eytvx6 ταχυδρόμο; t i j ; αιωνιότητα; λ
(Ό φιλο£»νοήιινο; if ,; tp r j t i i ; ) 40
στόν Ταΰγετο:
-ΐγώ θάμα·. τό αιώνιό W i λιοντάρι ποΰ θχ ιέ φυλάει!»(Χτέ; τ», viy.ix ;*ΐιχγΰρ·.3χ 3τ6ν Τ ζίγ ιτο )* '
οτόν ανώνυμο ύπολοχαγό τοΰ Βιετνάμ:
<ΕΙμζ: κοντά 3ουμέ; τΛ κιλλι σου. Λίπλχ του. Σέ παίρνω.Φίλε ύπολοχχγί: ΕΙμχι ή αιωνιότητα» '
( Ο xvwvjjio; i'S'tm/.ojxiii)Ό ποιητής είναι ή ιιαψίδα ολόκληρη,'1 ιό ιραπέζι
του είναι £να φέρε ιου κι εκατομμύρια χέρια τό σηκώνουν οιό φ ω ς'' κι οί ιιληγές του έχουν σκεπαοιεΐ με άνθη, «ωραίο βελούδο t-γινε ό ήλιος υιό πικρό μου χώμα».''
"Οπως ό Απόλλωνα»; νίκΐ|υε ιόν Έρμη υιό τρέξιμο καί ιόν Ά ρ η οτήν ιιυγμαχία, ειοι κι ό ιιοιηιής θα νικήσει τίς σκοτεινέ»; δυνάμεις ιοΰ δόλου καί ιής βίας.
Ό ιιοιηιής θά ξήσει γιά ιιάνι,α στόν κόσ|ΐο, σύμβολο τής αιώνιας άνιίστασης οιό σκοιάδι. ιιίνακας όιιου πάνω του θά σπουδάζουν οί άνθρωποι ιό ικιθήματα τής ειρήνης, ιής άγάιιης, ιή<; αέναης κίνησης ιοΰ φωτός, τής αλήθειας, τής εύθύνης καί τής οδύνης:
30. 'Εκλογή, 3. 238.31. "Ο. γ . π ., s. 11«32. T iy jr ,;. 106. ΙΟ&ϊ, 5. 438.33. Λ4γο; γ:4 τή·< IIχ-.y.ix. Έγ.:*. T i/vr,;. ΊΆλτ, 106ό. i. 7.34. Τό -px r.i ':. -Λ ί*βο; το·, χόομο·.. 3. 140.3δ. Πχνόρχμχ, Έ χλογή. 3. 240.
201
kTo τουφέκι μου ήλιο;.Κ·. δτανφούσχωσι ή Βάλασσα μέ; στό σκοτάδι χι άναστράφτ,καν τά ν«ρά κχϊ προδόΒηκι τό σκάφος -'Αρχάγγελο; χ*. δταν θόλωσαν γύρω μου τά ‘ποτάμια- χαί χάθηκαν τά περάσματα, —άλ·.5έν παραιτήθηκα. Τ ά κλαδιά τί); φωτιά;, μέ; οτό στήθο; μου, σάλευαν ενάντια 3τό ρεύμα
Ή ποίηση είναι ή 6άτο;, τό ασμίλευτο άγαλμα, τό άλλο μου σώμα — νά ζώ χω ρι; τελο; σέ τούτο τόν
κόσμο.'(Λ4τ«6ιογρι?!ι. ζ. 17. 10. ·.*.'»>
Τρεις στίχοι, ολόκληρη απεραντοσύνη! Ά λλα καί πόση ιελειότηια ο' αύτόν ιόν κόσμο!
Κάποτε, ιά πρώτο νεανικά χειρόγραφα ιοΰ Νικηφόρου Βρεττάκου ήταν χειρόγραφα μιας μελέτης γιά ιή διάσπαση τής ΰλης.
Σήμερα, τά ποιήματά του είναι χεΐ|>όγραφα μιας μελέτης γιά τή διάσπαση τοΰ /γώ . για τήν όποδέομευοη τών πρωτονίων τής αγάπης και ιής ειρήνης από ιήν σ- ραχνιασμένη άβυσσο τοϋ έγωισμοΰ μας, ώοτι: νό σκορπιστούν, σά μανιτάρια ή σάν πολυέλαιοι, εκατομμύρια φωτεινά «άλληλούια» πάνω απ' ιόν κόσμο τοΰ Σήμερα καί τοΰ Αύριο, πάνω άπ’ τή Γεθσημανή τής α γά πη ς..
Nix ‘Ι'όρκ», 1%Κ
262
ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιήματα όργης καί απόγνωσης1
1. Πρηιΐοίτ,ιιΜίΐύιτ,κ* 3-.4 r.gy.oiixi ·Ε·)βΰ·<τ, , τιΟχο; 38ο. + tip v ji· ?:ο; 1S>75. 3.3. 9 i - 95.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ο ΡΓΗ Σ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
Νά ενας γνήσιο*; ποιητής! Ποιητής πού σ' δλα ion τά βιβλία στέκεται όρθός κι αληθινός, μέ- γυμνό ιιόδια. στό αυθεντικό ιου ανάστημα χιορίς ιού<; πξιοκα κιφρόνη- τους κσθόρνου<; μιας ιεχνηιής δημοσιότητας.
Στάθηκε ό Βρεττάκος ο’ δλο του ιό έργο μιό μορφή εύγενής και άγνή, 2να ιινεϋμα ανθρώπινο. ιρυφΐ(>ό. πού μέοα ιου ουναιρέθηκαν ό ούγχίκ>νο<; λυρισμός μέ μιά συνειδησιακή προβλημαιικόιηια άιιόλυιπ ισχυρή και ποιηιικά λυσιτελή.
Μέ ιήν «Διαμαριυρία» ίου oju.x; ό ιιοιηιής. θαρρείς ξεκόβει άπό τόν ψυχόρμητα καθορισμένο δρόμο ιου κι εγκαταλείιιονιας τόν δραματικό λυρισμό πλάθει 2να νέο είδος ποίησης, άδρής, περήφανης, οργισμένης:
Ή }ΐ:χ ψυχή |ΐου. αύτή πού ήταν ;ιί ~χ λουλούδια r.vj Ιδγα ζ ι x i ; t ivot'Tj φτιρχ χαί π ίρ ’.φίρόταν γύρ» i n ' τό θ*ό κρζτώντχ; *4 λαγούτο τη ; πέθαν* ijiiwi*;. Ί Ι ϊλ λ η , -ρ ίφ τα σ ι, ι!4 ι τό δολοφόνο... ν .αμαρτυρήθηχι.
Ύπό τήν έποψη αύτή, τό καινούργιο βιβλίο ιοΰ
205
Κριιιάκυυ rlvm κό 11 καινούργιο, ϊοως |ΐιό δικαιωμένη παρασπονδία cm' ιή λυρική ένύιητα ιοϋ ποιητικού ίου έργου, Took; )iici υιρυφή ιιρός γενική αναθεώρηση τοϋ περιεχομένου ιής ποίησής ιου.
"Λς ΐδοΰμε ΰμως τό βιβλίο. "Ενα βιβλίο με ποιήματα — Εργα ουνειδητά. μιας ενιαοης πού γεννά δχι μόνο ή λεκιική διαμαρτυρία. ·Ένιασης που φέρνει ή πράξη ώς δια|ΐαριυ|>ία: Ο ποιηιής, λάτρης ιή<; πατρίδας του, πολίτη*; ιοϋ ήλιου ιης ιιού είναι «οάν ψυχή αγγέλου πού υκέπιειαι» (οελ. 11). οιαν τήν ικιιεϊ τύ σκοτάδι ιής τυικιννίας αποφασίζει, μέ καρδιά φαρμακωμένη, νά τήν έγκαταλείψει. Ή πλήρης άγόιιη, ή ουνειδητή αφοσίωση οτήν Πατρίδα άπύ ιή μιά — ή εκούσια εγκατάλειψή ιης άπύ ιήν άλλη, δημιουργούν μέοα οι ή «Διαμαρτυρία» μια ενιαση πού μάς συνεπαίρνει.
II τυραννία γιά τον ποιητή δεν είναι 2να γεγονός εξωτερικό, πολιτικό μονάχα. Είναι μαζί καί κυρίως γεγονός ήβικό: «σβήνει ιά γράμματα ιοϋ αλφαβήτου» (οελ. 12) — οτίχος μεγαλοφυή*;, άφοϋ χο>ρίς γραφή καί λέξεις ό άνθριοπος πέφτει οτή δουλεία τού κτήνους —, φέρνει «τίς κοιινιές. τά μαζούτ, καί τά πολιτικά σκουπίδια» (οελ. 21).
Τύ γεγονός αύιύ: αγάπη πρός τήν Πατρίδα — φυγή άπ’ τήν Πατρίδα, φέρνει στήν έπκράνεια Ενα άλλο βαρΰιερης οημαοίας συνειδησιακό ζεύγμα: πάθος ελευθερίας κι αλήθειας — έκιειαμένη παραχάραξη ιής δημόσιας ζωής. Τό ζεύγμα αύτύ. γιά ιόν οωσιύ κι άγρυπνο άνθρωπο. riven φοριιομένο μι; όξύιερη δραματικότηιο. γιαιϊ άιιοκαλύπιει εναν κόσμο συνολικά άρρωσιημένο. σαπισμένο. Τέιοιο ιύ δριμύ ποίημα «Διαγραφή» (οελ. 42 ) οιιου ιό Κόμικι είναι ό λαός, άλλά ιό Κόμμα πράττει Γ άνιίθεια ιού λαού. Τέιοιος ό κόσμοι; όλος ιιού παζαρεύει «κανένον ξεπεσμένο Ιησού, / γιά λίγα σένιζια / ή μερικά καιιίκια. / οτά ιηκιπώρκι» (οελ. 44), ιέτοια
2C6
ή μοναξιά ιοί» ιυραγνιομι'νυι» ιιοί» ιόν κλείνουν γιό «σωφρονισμό» ο' £νο ψυχιατρείο («Ή ΐ|>αγωδία* οελ. 46). τέτοια ή εικόνα ιοΰ Άγάλμαιος ιής Ελευθερίας πού είναι γεμάτο σάιτια αϊματυ (οελ. :Ϊ5) και ή «Μηιέ- ρα ιής Ινδοκίνας» (οελ. 57) πού έπνιξαν ιίι τέσσερα παιδιά της οτόν Μεκόνγκ κι ό Γουΐλλη τήν έβίασε νεκρή...
Μέ<κι ο’ αύτύ τον θηριώδη κόσμο πού να σταθεί ό τρυφερό*; ιιοιηιής; «Τά δάκρυά μου γέμισαν ολες ιίς κοίτες. / Τά κόκκαλά μου θά γίνουν αιώνια ποτάμια / άναζητώνιας νά 6ροΰν μιά ουνείδηοη που ν’ ακούει» (οελ. 12). ’Έ χ ε ι συνειδητοποιήσει πώς «πίσω άιιύ ιις λέξεις» ιου, στέκονται «δρθιοι ολοι / οΐ ιιροσβλημένοι αύιοΰ ιοΰ κόσμου καί χειρονομούν» (οελ. 18). "Ομως, βρίσκεται οε δεινή έσωιερική αμηχανία: δέν ίχ ε ι Ιθ ά κη, δέν Βχμ πίστη (οελ. 2 5 -2 6 ) κι ίτσι, μετέ»«>ρος, σε άπόγν(οση — αφού «'ή αλήθεια... / δέν ϊ!χει ούτε καλαμένια σπίτια καν / σ’ αύτό τύν κόσμο, νά σάς δώσει £να δωμάτιο / νά βάλιε ιό ψωμί και ιά χειρόγραφά οας / και νά οτεγάοτε τά λευκά μαλλιά οας νά μή Ηρέχονιαι» (οελ. 19) — κοιτάζει τόν κόσμο καί οά μέσα οέ βραχνά τόν ιραγουδεΐ μ' αύτύ ιό δραματικό ΐ|κιγουδί, τραγούδι οριακό, δπου ιελεοιουργεΐιαι ή ακικι συνειδησιακή άπελευθέρ*οση. Μαθαίνει κι αύιός. μαζί μέ τά όχτώ παιδιά τοΰ Μυ-Λάϊ «κολύμπι οιύ σκοτάδι» (οελ. 59). «έχει βουλιάξει απ' τόν πολύ πόνο και «ό μισός / είναι οιόν κόομο μέ ιόν ήλιο καί ό άλλος μισός έδώ / κάπου, υιόν "Αδη...» (οελ. 56) άλλά ή άγρυπνη δημιουργική ίου προαίρεση κ|>α(εΐ ψηλά τήν εύγένηα μιας υυνείδη- οης πού ουμθιώνπ μέ ιήν αλήθεια. — αλήθεια αίμαιη- ρή. πού γέμιοε ιήν ποίησή ιου «μαχαίρια και mpioi|x>- «ρα» άνιι γιά λουλοί»δια κι άυιεριομοϋς.
Αύιή ιή δραματική απόγνωση μάς μΓΐιιγγίι,η ιιοιη- τικά ό Βρεττάκος. μιά συνείδηση ιιού οιέκειαι οιύ νγϊ-
2Η7
λος τοΰ σημερινού κόσμου καί καταλάμπειαι όακρυσμέ- νη άπ’ τή έσωτερική της άλήθεια, άπ’ τήν έλευθερία της πού είναι πια σύστοιχη τής απογοήτευσης, τής εξωτερικής παραίτησης.
Τό μέτωπο τοΰ ποιητή σκύβει ό συνάνθρωπος καί τό άσπάζεται.
26H
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Γιάννης Ρίτοος: Στύν Νικηφόρο Βρεττάκο(ποίημα) οελ.
Βινιοέντοο Ρότολο: Νικηφόρος Βρεττάκος —Σημειώοεις οί· μια Ποιητική 'Οδοιπορία »
Ή «Διαμαρτυρία» »
Ίοιδώρα Ρόζενταλ - Καμαρινέα: Ή ποίηοηιοΰ Νικηφόρου Bpr r τόκου *
Μαριν Ζέτοεφ: Ό ποιητής ΝικηφόροςΒρεττάκος *
Μ. Μ·πέγκερτ: ’Οδύνη καί έλπίδα »
θ . Ντούλις: Ή «’Ωδή οτόν ήλιο* *
Πέτρος ‘Ανταίος: Λοιπόν πυντχίζουμε... »
ΆλεΙ'. ‘Αργυρίου: Μικρός οχολιασμός ιής ιιοιηικής πορείας ιοΰ Νικηφόρου Βρε πάκου οκ; ιό 1951 »
Β. Βαρίκας: Λυρικές αύιοβιογραφίες *
Τάοος Βουρνάς: Ή ποίηοη ιής αίσιοδο-ξίας *
Στέλιος Γεράνης: Ή ποίηοη toC Νικηφόρου Βρεττάκου. — "Ενα κεφάλαιο γιά ιό «Βάθος τοΰ κόομου» »
β-7
9
33
43
57
ίΤ7
81
91
103
111
131
2((Η
Μκι πκοοαιτία orf|v ποίηοη ιοΰ Νικηφόρου Bpt'T τάκου άπό τύ «Στόν Ρό· μιιιρτ ΌιτιίΓνχάηιιρ» ως τή «Διαμαρ- ιυρία»
Π. Ίιοάννου: ()ϊ Ηιοοοφικπ; £·κβολ»·ς £·\*ος ιιοκιμοΰ
Ροΰ.λα Κακλαμανάκη: II «Διαμαρτυρία» ιοΰ Νικηφόροι· Βρπτάκου
Κώοιας Κουλοι^χϊκος: Τα κοινωνικά οτοι- χιϊα οιήν ιιοίηοη τοΰ Νικηφό(>ου Bpri- τάκου
Vivcx;: II ιιοίηοη ιοΰ NiKi]q>0poi> Βριττά-
\ίκ(κ; Σαμαράς: II ά-ποοτολή τοΰ παιητή οιήν ιιοίηοη τοΰ Νικηςώρου B priτάκου»
Κιίιοιας Τοιρόπουλτκ;: Ποιήματα όργής και άιιόγνωοης
» m» 181
> 191
» 205
* 229
» 247
» 2ftl
270
τ ο
η ιιΐΛ ίο
«ΝΙΚΙΙΦΟΙΌΙ lll'KTTAKOS.
ΜΚΛΚΤΚ1
ΓΙΑ Τπ Κ ΙΊ'ο ΤΟΓ
ΪΤΟΙΧΚΙΟΛΕΤΙΙΗΙΙΚΙΪ
ΚΑΙ
ΤΓΠϋΗΗΚΕ
1ΤΟ
ΤΓΠΟΙΤΑ+ΚΙΟ
ΚβΙΤΑ ΚΟΓΑΟΓΨΑΚΟΓ
(Καλλίργτ, ΰ ■ Τηλ. Γ.Ι»ί-«18)
ΓΙΑ
ΛΟΓΛΓΙΛΐΜΟ
T a x
ΕΚΑΟΪΕΩΧ
« Λ ΙΟ Γ Κ X II ϊ »
( Ά χ ιΙ ι ,μ ί ι ; Τί - Ττ,λ. f.i;»·l'.»l)