Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και...

21
Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα. Γιώργος Λεοντιάδης Το μακεδονικό ζήτημα, τον απόηχο του οποίου βιώνουμε μέχρι σήμερα ως ζήτημα ταυτότητας και ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διήλθε από πολλές φάσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων 130 χρόνων. Ο χαρακτήρας του ζητήματος, το πολιτικό διακύβευμα που περιείχε, οι στόχοι των άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενων, οι συνέπειες που προέκυπταν από τη δράση των δυνάμεων που δραστηριοποιούνταν γύρω από αυτό, μεταβάλλονταν διαρκώς, σε αντιστοιχία με τις μεταβολές διεθνείς και εσωτερικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο, στη διάρκεια σχεδόν ενάμιση αιώνα. Στη βαλκανική χερσόνησο τα σύνορα των κρατών που την αποτελούν μεταβλήθηκαν αρκετές φορές. Πολλαπλές ήταν και οι πολιτικές αλλαγές στις χώρες της περιοχής. Μεταβάλλονταν αντίστοιχα οι διεθνείς συμμαχίες, οι συνεννοήσεις, οι δεσμεύσεις, τα προτάγματα, τόσο των βαλκανικών κυρίαρχων ελίτ, όσο και των μεγάλων δυνάμεων που είχαν ιδιαίτερα συμφέροντα στα Βαλκάνια. Οι κάθε φορά διαφορετικές εσωτερικές και διεθνείς πραγματικότητες καθόριζαν και την ιδιαίτερη φύση του μακεδονικού προβλήματος. Οι διεθνείς συνθήκες που υπογράφηκαν με τους ηττημένους του Α’ παγκοσμίου πολέμου περιελάμβαναν συνοριακές διευθετήσεις, οικονομικούς όρους και στρατιωτικές δεσμεύσεις που προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή αμφισβητήσεις και δημιούργησαν έντονο κλίμα αναθεωρητισμού και ρεβανσισμού. Η Ευρώπη χωρίστηκε σε χώρες υποστηρικτές του μεταπολεμικού status-quo και σε χώρες που επεδίωκαν την αναθεώρηση των συνθηκών. Στα Βαλκάνια κύρια αναθεωρητική δύναμη ήταν η Βουλγαρία, ενώ υπέρ του status-quo η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και Ρουμανία. Από τις μεγάλες δυνάμεις, που είχαν ιδιαίτερα συμφέροντα στη βαλκανική χερσόνησο, η Αγγλία και η Γαλλία στήριζαν τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία επεδίωκαν την αναθεώρησή τους. Ιδιαίτερη στάση τηρούσε η Σοβιετική Ένωση. Καταδίκαζε τις συμφωνίες των Βερσαλλιών ως ιμπεριαλιστικές και ληστρικές σε βάρος των λαών, κατάγγελλε τους σε βάρος της όρους, επεδίωκε να σπάσει τη διεθνή της απομόνωση, επιχειρούσε να αποφύγει μια νέα εναντίον της στρατιωτική επέμβαση. Ταυτόχρονα, έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο, τουλάχιστον κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, την παγκόσμια επανάσταση, συνέδεε την ανατροπή των συμφωνιών με την επιτυχή επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών. Ιδιαίτερο αγκάθι στη μεσοπολεμική ευρωπαϊκή σκακιέρα αποτελούσε το εθνικό και μειονοτικό ζήτημα. Η διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρική, Οθωμανική, Ρώσικη), η δημιουργία στη θέση τους νέων κρατικών μορφωμάτων, η διευθέτηση των συνόρων των ηττημένων χωρών σύμφωνα με τα συμφέροντα των νικητών, δημιούργησαν πολλές εστίες συγκρούσεων. Οι αρχικές διακηρύξεις για αυτονομία των καταπιεσμένων λαών και προστασία των εθνικών μειονοτήτων έμειναν σε πολλές περιπτώσεις στα χαρτιά. Στα Βαλκάνια, ως αποτέλεσμα των διεθνών συνθηκών, η Βουλγαρία έχασε τη Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και περιοχές στα δυτικά σύνορά της προς όφελος του Βασιλείου Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων (από το 1929 Γιουγκοσλαβία). Η Ρουμανία εξασφάλισε από την πρώην Αυστροουγγαρία την Τρανσυλβανία και το ανατολικό Βανάτο, από τη Ρωσία την Βεσσαραβία, ενώ κατοχύρωσε και την περιοχή της Δοβρουτσά που διεκδικούσε η Βουλγαρία. Δημιουργήθηκε το Βασίλειο Σέρβων-

description

Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα. Γιώργος Λεοντιάδης Το μακεδονικό ζήτημα, τον απόηχο του οποίου βιώνουμε μέχρι σήμερα ως ζήτημα ταυτότητας και ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διήλθε από πολλές φάσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων 130 χρόνων. Ο χαρακτήρας του ζητήματος, το πολιτικό διακύβευμα που περιείχε, οι στόχοι των άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενων, οι συνέπειες που προέκυπταν από τη δράση των δυνάμεων που δραστηριοποιούνταν γύρω από αυτό, μεταβάλλοντ

Transcript of Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και...

Page 1: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα.

Γιώργος Λεοντιάδης Το μακεδονικό ζήτημα, τον απόηχο του οποίου βιώνουμε μέχρι σήμερα ως

ζήτημα ταυτότητας και ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διήλθε από πολλές φάσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων 130 χρόνων. Ο χαρακτήρας του ζητήματος, το πολιτικό διακύβευμα που περιείχε, οι στόχοι των άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενων, οι συνέπειες που προέκυπταν από τη δράση των δυνάμεων που δραστηριοποιούνταν γύρω από αυτό, μεταβάλλονταν διαρκώς, σε αντιστοιχία με τις μεταβολές – διεθνείς και εσωτερικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές – στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο, στη διάρκεια σχεδόν ενάμιση αιώνα.

Στη βαλκανική χερσόνησο τα σύνορα των κρατών που την αποτελούν μεταβλήθηκαν αρκετές φορές. Πολλαπλές ήταν και οι πολιτικές αλλαγές στις χώρες της περιοχής. Μεταβάλλονταν αντίστοιχα οι διεθνείς συμμαχίες, οι συνεννοήσεις, οι δεσμεύσεις, τα προτάγματα, τόσο των βαλκανικών κυρίαρχων ελίτ, όσο και των μεγάλων δυνάμεων που είχαν ιδιαίτερα συμφέροντα στα Βαλκάνια. Οι κάθε φορά διαφορετικές εσωτερικές και διεθνείς πραγματικότητες καθόριζαν και την ιδιαίτερη φύση του μακεδονικού προβλήματος.

Οι διεθνείς συνθήκες που υπογράφηκαν με τους ηττημένους του Α’ παγκοσμίου πολέμου περιελάμβαναν συνοριακές διευθετήσεις, οικονομικούς όρους και στρατιωτικές δεσμεύσεις που προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή αμφισβητήσεις και δημιούργησαν έντονο κλίμα αναθεωρητισμού και ρεβανσισμού. Η Ευρώπη χωρίστηκε σε χώρες υποστηρικτές του μεταπολεμικού status-quo και σε χώρες που επεδίωκαν την αναθεώρηση των συνθηκών.

Στα Βαλκάνια κύρια αναθεωρητική δύναμη ήταν η Βουλγαρία, ενώ υπέρ του status-quo η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και Ρουμανία. Από τις μεγάλες δυνάμεις, που είχαν ιδιαίτερα συμφέροντα στη βαλκανική χερσόνησο, η Αγγλία και η Γαλλία στήριζαν τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία επεδίωκαν την αναθεώρησή τους. Ιδιαίτερη στάση τηρούσε η Σοβιετική Ένωση. Καταδίκαζε τις συμφωνίες των Βερσαλλιών ως ιμπεριαλιστικές και ληστρικές σε βάρος των λαών, κατάγγελλε τους σε βάρος της όρους, επεδίωκε να σπάσει τη διεθνή της απομόνωση, επιχειρούσε να αποφύγει μια νέα εναντίον της στρατιωτική επέμβαση. Ταυτόχρονα, έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο, τουλάχιστον κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, την παγκόσμια επανάσταση, συνέδεε την ανατροπή των συμφωνιών με την επιτυχή επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.

Ιδιαίτερο αγκάθι στη μεσοπολεμική ευρωπαϊκή σκακιέρα αποτελούσε το εθνικό και μειονοτικό ζήτημα. Η διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρική, Οθωμανική, Ρώσικη), η δημιουργία στη θέση τους νέων κρατικών μορφωμάτων, η διευθέτηση των συνόρων των ηττημένων χωρών σύμφωνα με τα συμφέροντα των νικητών, δημιούργησαν πολλές εστίες συγκρούσεων. Οι αρχικές διακηρύξεις για αυτονομία των καταπιεσμένων λαών και προστασία των εθνικών μειονοτήτων έμειναν σε πολλές περιπτώσεις στα χαρτιά.

Στα Βαλκάνια, ως αποτέλεσμα των διεθνών συνθηκών, η Βουλγαρία έχασε τη Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και περιοχές στα δυτικά σύνορά της προς όφελος του Βασιλείου Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων (από το 1929 Γιουγκοσλαβία). Η Ρουμανία εξασφάλισε από την πρώην Αυστροουγγαρία την Τρανσυλβανία και το ανατολικό Βανάτο, από τη Ρωσία την Βεσσαραβία, ενώ κατοχύρωσε και την περιοχή της Δοβρουτσά που διεκδικούσε η Βουλγαρία. Δημιουργήθηκε το Βασίλειο Σέρβων-

Page 2: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 2 -

Κροατών-Σλοβένων με σημαντικές εδαφικές προσαρτήσεις, αλλά και τμήματα που πέρασαν στην Αυστρία και την Ιταλία. Η Ελλάδα, μετά και τη μικρασιατική περιπέτεια, εξασφάλισε τη Δυτική Θράκη.

Ο χαρακτήρας του μακεδονικού ζητήματος κατά τη μεσοπολεμική περίοδο είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα αποτελέσματα του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται για ευρωπαϊκά εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που απελευθερώθηκαν κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, ξαναμοιράστηκαν κατά το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο και εντάχθηκαν οριστικά στα βαλκανικά κράτη μετά το «Μεγάλο Πόλεμο». Παρουσιαζόταν ως πρόβλημα συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας και ως πρόβλημα εθνικών μειονοτήτων. Οι μετακινήσεις πληθυσμών κατά τη διάρκεια των πολέμων που προηγήθηκαν και κατά τις ανταλλαγές που ακολούθησαν, σύμφωνα με τις συμβάσεις «περί ανταλλαγής πληθυσμών», άφησαν ανοικτές πολλές «εκκρεμότητες». Μία από αυτές ήταν οι σλάβικοι πληθυσμοί της Μακεδονίας1

Οι παράγοντες που δραστηριοποιούνταν γύρω από το μακεδονικό ήταν πολλοί. Επρόκειτο, πρώτα και κύρια, για τους αυτόχθονες κατοίκους της περιοχής, τους μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ελληνική Μακεδονία, τους σέρβους εποίκους της σερβικής Μακεδονίας, τους βούλγαρους πρόσφυγες που μετακινήθηκαν από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Επρόκειτο επίσης για τις ένοπλες οργανώσεις, με προεξάρχουσα την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), που δρούσαν κυρίως στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία και διεκδικούσαν αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία.

.

Εμπλέκονταν άμεσα οι κυβερνήσεις των τριών βαλκανικών κρατών. Η Βουλγαρία προσπαθούσε να ελέγξει τη δράση των ενόπλων της ΕΜΕΟ,

που χρησιμοποιούσαν τη χώρα ως βάση εξορμήσεων στη γιουγκοσλάβικη και σε μικρότερο βαθμό στην ελληνική Μακεδονία. Οι συγκρούσεις των ανταρτών της ΕΜΕΟ με το γιουγκοσλαβικό στρατό οδήγησαν πολλές φορές τις δύο χώρες στο χείλος της ένοπλης σύγκρουσης, γεγονός που πάση θυσία η ηττημένη και αδύναμη Βουλγαρία ήθελε να αποφύγει. Η άδοξη εισβολή του ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1925 στη νότια Βουλγαρία είχε επίσης ως αφορμή τη δράση ενόπλων ομάδων. Η Βουλγαρία χρειαζόταν την ΕΜΕΟ και τις άλλες οργανώσεις, στο βαθμό που μπορούσε να τις ελέγξει, ως μέσο πίεσης στη διεθνή κοινότητα για την ειρηνική αναθεώρηση της συνθήκης του Νεϊγύ. Όταν αυτές οι οργανώσεις γίνονταν εμπόδιο στην άσκηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής δε δίσταζε να ασκήσει εναντίον τους διώξεις.

Η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπιζε από την ίδρυσή της σοβαρά εθνικά προβλήματα. Οι Κροάτες και οι Σλοβένοι διεκδικούσαν από τη σέρβικη κυρίαρχη ελίτ εθνικά δικαιώματα, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφταναν μέχρι και το αίτημα αποχώρησης από το ενιαίο κράτος. Το μακεδονικό πρόβλημα στο νότο της χώρας αποτελούσε αγκάθι στις σχέσεις με τη Βουλγαρία. Η διεκδίκηση του σλάβικου πληθυσμού ως σερβικού από το Βελιγράδι και ως βουλγαρικού από τη Σόφια δημιουργούσε συνεχείς τριβές. Η κατασταλτική πολιτική της γιουγκοσλάβικης κυβέρνησης έναντι των πληθυσμών της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ήταν ιδιαίτερα βίαιη. Η «Νότια Σερβία», όπως την αποκαλούσαν στο Βελιγράδι, ήταν απαραίτητη

1 Στον «εθνικό» πυρήνα του μακεδονικού προβλήματος βρίσκονταν ιδιαίτερα οι σλάβικοι πληθυσμοί. Αιτία ή αφορμή των διενέξεων υπήρξε το ζήτημα της εθνικής τους ταυτότητας και της πολιτογράφησής τους στο πλαίσιο ενός από τα τρία εμπλεκόμενα βαλκανικά κράτη. Οι στατιστικές γύρω από τον αριθμό τους ποικίλλουν, ανάλογα με την προέλευσή τους. Βλ. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Μετακινήσεις σλαβόφωνων πληθυσμών (1912-1930). Ο πόλεμος των στατιστικών, Κριτική, Αθήνα 2003.

Page 3: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 3 -

στη γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση και για λόγους γεωπολιτικούς. Ο στόχος της καθόδου στη Θεσσαλονίκη συναντάται στις επιδιώξεις των κυρίαρχων κύκλων της χώρας καθ’ όλο το μεσοπόλεμο.

Η ελληνική πολιτική επί του μακεδονικού συνίστατο στην επιδίωξη, από τη μια, κατοχύρωσης των συνόρων της χώρας και αποφυγής κάθε προσπάθειας αναθεώρησης των μεταπολεμικών συνθηκών και στην άσκηση, από την άλλη, ενός μείγματος αφομοιωτικής και σκληρής κατασταλτικής πολιτικής έναντι των σλαβόφωνων που παρέμειναν στη χώρα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία, με στόχο τον εξελληνισμό τους ή τον εξαναγκασμό τους σε μετανάστευση.

Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής είχαν και αυτές μερίδιο συμμετοχής στο μακεδονικό ζήτημα. Ανάλογα με την πολιτική τους, ως αναθεωρητικές η καθεστωτικές δυνάμεις, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν συμμαχίες και προσβάσεις στην περιοχή, αξιοποιώντας την ύπαρξη του μακεδονικού. Ιδιαίτερα σε αυτό το ρόλο διακρίθηκε η Ιταλία2

Από τις παραπάνω αναφορές γίνεται κατανοητό ότι το μακεδονικό ήταν κατά το μεσοπόλεμο ένα υπαρκτό και ιδιαίτερα οξυμμένο ζήτημα. Η εμπλοκή της Κομιντέρν και των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων επεδίωκε την αξιοποίηση ενός υπαρκτού προβλήματος για την υλοποίηση του στρατηγικού τους στόχου, δηλαδή της εργατοαγροτικής επανάστασης. Υπό συζήτηση είναι το κατά πόσο αυτό έγινε επιτυχημένα, εάν δηλαδή η εκμετάλλευση του μακεδονικού ζητήματος οδήγησε στην ενίσχυση του κοινωνικού επαναστατικού κινήματος και στο πλησίασμα της εργατοαγροτικής επανάστασης στις βαλκανικές χώρες. Υπό συζήτηση είναι ακόμη ο ρόλος των κομμουνιστών στην εξέλιξη του ίδιου του μακεδονικού προβλήματος, εάν δηλαδή η δράση τους όξυνε το ζήτημα ή δημιούργησε νέες, άγνωστες μέχρι τότε παραμέτρους.

.

Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1919 με πρωτοβουλία του Ρώσικου Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκοι), ως συνένωση των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου σε μια ενιαία παγκόσμια κομμουνιστική επαναστατική οργάνωση. Η αντιπροσώπευση στο πρώτο συνέδριο ήταν μικρή, κομμουνιστικά κόμματα και ομάδες υπήρχαν ακόμη σε λίγες χώρες του κόσμου, ο ενθουσιασμός όμως και η αισιοδοξία για το μέλλον του σοσιαλισμού χαρακτήριζαν τους συμμετέχοντες. Μετά το πέρας του συνεδρίου το ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων και της Κομιντέρν Γ. Ζηνόβιεφ δήλωνε: «Το κίνημα βαδίζει με τέτοια ιλιγγιώδη ταχύτητα που μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι μετά από ένα χρόνο θα έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη διεξήχθη αγώνας για τον κομμουνισμό, γιατί σε ένα χρόνο όλη η Ευρώπη θα είναι κομμουνιστική»3

Η διαδικασία συγκρότησης επαναστατικών κομμάτων στις βαλκανικές χώρες, ιδεολογικοπολιτικής τους εξέλιξης σε κομμουνιστικά κόμματα και ένταξής τους στην Κομιντέρν υπήρξε ταχύτατη. Το Νοέμβριο του 1918 ιδρύεται το «Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα Ελλάδος» (ΣΕΚΕ), τον Απρίλιο του 1920 αποφασίζει την οργανική ένταξή του στην Κομιντέρν, το Δεκέμβριο του 1924 μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Το Βουλγάρικο Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (στενοί σοσιαλιστές) αποφασίζει κατά το 22ο συνέδριό του, το Μάιο του 1919, τη μετατροπή του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (ΚΚΒ). Τον Ιούνιο του 1920 το 2ο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (κομμουνιστές)

.

2 N.D. Smirnova, Η πολιτική της Ιταλίας στα Βαλκάνια, 1922-1935, Nauka, Μόσχα 1979. 3 G.E. Zinov’ev, «Οι προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης», Κομμουνιστική Διεθνής, № 1, Μάιος 1919, σ. 41-42.

Page 4: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 4 -

αποφασίζει τη μετονομασία του κόμματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ). Στη Ρουμανία η μετεξέλιξη του σοσιαλιστικού κόμματος σε κομμουνιστικό (ΚΚΡ) ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1922.

Η ιστορική παράδοση ομοσπονδιακών προγραμμάτων συγκρότησης των Βαλκανίων κληρονομήθηκε από τους βαλκάνιους σοσιαλιστές, οι οποίοι συνέπηξαν τον Ιανουάριο του 1910 τη Βαλκανική Εργατική Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία. Τον Ιανουάριο του 1920 η τρίτη συνδιάσκεψη της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας αποφάσισε τη μετονομασία της σε Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ). Μέλη της ΒΚΟ ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα της Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Ρουμανίας. Η ιδρυτική συνδιάσκεψη έθεσε στα κόμματα το καθήκον να αξιοποιήσουν την επαναστατική κατάσταση στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταλάβουν την πολιτική εξουσία και «μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου και των φτωχών μαζών, που θα στηρίζεται στα σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών, να εγκαθιδρύσουν τη Βαλκανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία»4. Ταυτόχρονα, βασική υποχρέωση των κομμάτων ορίστηκε ο συντονισμός της δράσης τους με σκοπό την παροχή «κάθε δυνατής βοήθειας στη Ρώσικη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία και στις επερχόμενες προλεταριακές σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη, μέσω της αντίστασης στις αντεπαναστατικές δυνάμεις που θα επιχειρήσουν, από τα Βαλκάνια ή μέσω των Βαλκανίων, εναντίον τους.»5

Τα εθνικά ζητήματα, οξυμμένα, όπως προαναφέραμε, στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, απασχολούσαν ιδιαίτερα τις δομές της Κομιντέρν. Ξεκινώντας από το δεύτερο συνέδριο, το οποίο αφιέρωσε μεγάλο τμήμα των εργασιών του στη συζήτηση για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα

Η ΒΚΟ εντάχθηκε στην Κομιντέρν και λειτουργούσε ως περιφερειακό της κλιμάκιο. Μέχρι το 1926, που δημιουργήθηκε από το κεντρικό επιτελείο της Κομιντέρν η Βαλκανική Γραμματεία, την κύρια ευθύνη της καθοδήγησης του κομμουνιστικού κινήματος στα Βαλκάνια την είχε η ηγεσία της ΒΚΟ με έδρα στην αρχή τη Σόφια και αργότερα τη Βιέννη και το Βερολίνο. Ο μηχανισμός της ΒΚΟ συνέχισε να υφίσταται, παράλληλα με τη Βαλκανική Γραμματεία, μέχρι το 1931. Το 1935, μετά το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν, οι περιφερειακές Γραμματείες αντικαταστάθηκαν από τις Γραμματείες των γραμματέων της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Την ευθύνη για τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα είχε η Γραμματεία του Βίλχελμ Πικ.

6

Η θεωρητική προσέγγιση έπαιρνε υπόψη τις θέσεις του Λένιν για το εθνικό ζήτημα, όπως αυτές εκφράστηκαν σε πολλά έργα του και εφαρμόστηκαν κατά την αντιμετώπιση των εθνικών ζητημάτων στη Σοβιετική Ρωσία.

, δεν υπήρξε σχεδόν καμία συνεδρίαση ανώτατου οργάνου, που να μην ασχολήθηκε με πλευρές του εθνικού ζητήματος. Η διαπραγμάτευση των εθνικών ζητημάτων από την Κομιντέρν δε γινόταν μόνο από θεωρητική άποψη, αλλά συνήθως αφορούσε συγκεκριμένες εκφάνσεις του θέματος σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

Τον ακρογωνιαίο λίθο των λενινιστικών θέσεων για το εθνικό ζήτημα αποτελούσε η άποψη ότι η αστική δημοκρατία θέτει το ζήτημα της εθνικής ισότητας αφηρημένα και τυπικά ενώ, σύμφωνα με τους κομμουνιστές, η πραγματική ουσία του αιτήματος για ισότητα βρίσκεται στο αίτημα κατάργησης των κοινωνικών τάξεων.

4 Ίδρυση, καταστατικό και αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, Osvobozhdenie, Σόφια 1922, σ. 5. 5 Στο ίδιο, σσ. 3-4. 6 Βλ. Β.Ι. Λένιν, «Αρχικό σχέδιο θέσεων για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα (Για το δεύτερο συνέδριο της Κομουνιστικής Διεθνούς)», Άπαντα, τ. 41, Izdatel’stvo Politicheskoj Literatury, Μόσχα 1981, σσ. 161-168.

Page 5: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 5 -

Από το παραπάνω προέκυπτε το καθήκον για την Κομιντέρν να θέτει ως κεντρικό ζήτημα την προσέγγιση των προλετάριων και των εργαζόμενων όλων των εθνών και χωρών στην κοινή επαναστατική πάλη για την ανατροπή των τσιφλικάδων και της μπουρζουαζίας, γιατί μόνο η νίκη επί του καπιταλισμού οδηγεί στην εξαφάνιση της εθνικής καταπίεσης και ανισότητας. Η ενίσχυση της Σοβιετικής Ρωσίας, σύμφωνα με τον Λένιν, από τους πρωτοπόρους εργάτες και από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θα προκύψει από την εμπειρία του αγώνα τους, που θα τους υποδείξει ότι δεν υπάρχει σωτηρία εκτός της νίκης της σοβιετικής εξουσίας επί του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Προϋπόθεση για τα παραπάνω θεωρείτο η απαλλαγή των εργατών από τις μικροαστικές εθνικές αυταπάτες, διότι «ο προλεταριακός διεθνισμός απαιτεί, πρώτον, την υποταγή των συμφερόντων του προλεταριακού αγώνα σε μια χώρα στα συμφέροντα αυτού του αγώνα σε παγκόσμια κλίμακα και δεύτερον, απαιτεί ικανότητα και ετοιμότητα από πλευράς του έθνους που υλοποιεί τη νίκη επί της αστικής τάξης, να προχωρήσει σε πελώριες εθνικές θυσίες χάριν της ανατροπής του παγκόσμιου κεφαλαίου»7

Οι πρακτικές ανάγκες του αγώνα και οι αλλαγές στην πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης οδηγούσαν την Κομιντέρν σε νέες επεξεργασίες, νέες θεωρήσεις, διαφορετικές αποχρώσεις στη διατύπωση αιτημάτων για το εθνικό ζήτημα. Το κέντρο βάρους μετατοπίζονταν ανάλογα με τη διεθνή συγκυρία και τις εσωτερικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ. Κύριο κριτήριο αποτελούσαν οι εκτιμήσεις για την πλημμυρίδα ή άμπωτη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Στην πρώτη περίπτωση το κέντρο βάρους έπεφτε στην προώθηση της παγκόσμιας επανάστασης, στη δεύτερη περίπτωση στην πάση θυσία υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης. Οι θέσεις για το εθνικό ζήτημα ακολουθούσαν αυτές τις αλλαγές.

.

Η αντιμετώπιση του μακεδονικού ζητήματος από την Κομινέρν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω διαπιστώσεων.

Στις συζητήσεις για τη διαμόρφωση των θέσεων της Κομιντέρν για το μακεδονικό ζήτημα συμμετείχαν, εκτός από ανώτατα στελέχη της Εκτελεστικής Επιτροπής, εκπρόσωποι των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων, κυρίως του βουλγάρικου, οι κομμουνιστές που δραστηριοποιούνταν στην υπό κομμουνιστικό έλεγχο ΕΜΕΟ(εν.), διάφορα μεσαία στελέχη της Διεθνούς που συμμετείχαν στον πολυδαίδαλο μηχανισμό της, η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, αργότερα η Βαλκανική Γραμματεία. Οι απόψεις δεν ταυτίζονταν πάντα, υπήρξαν διαφωνίες, όμως τις τελικές αποφάσεις των ανώτατων οργάνων, σύμφωνα με το καταστατικό της Κομιντέρν, τις εφάρμοζαν απαραίτητα όλοι. Την ορθότητα βέβαια των αποφάσεων την αποδεικνύει η ίδια η ζωή. Υπήρξαν περιπτώσεις που τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα ξεπέρασαν σημαντικές δυσκολίες με τη βοήθεια της Κομιντέρν. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που η προσπάθεια εφαρμογής των αποφάσεων τα οδήγησε σε περιπέτειες. Το μακεδονικό ήταν μία από αυτές τις περιπτώσεις.

Μπορούμε σχηματικά να διακρίνουμε τρεις περιόδους στη μακεδονική πολιτική της Κομιντέρν8

7 Στο ίδιο, σελ. 166.

. Η πρώτη καλύπτει το διάστημα 1919-1922, η δεύτερη το 1923-1934, και η τρίτη το 1934-1939. Ενδιάμεσα εντοπίζονται υποπερίοδοι, κατά τις οποίες μεταβάλλεται το κέντρο βάρους επί μέρους ζητημάτων της ακολουθούμενης πολιτικής, αλλά η κεντρική κατεύθυνση παραμένει ίδια. Μέχρι το 1923 ο εθνικισμός και τα εθνικά κινήματα αντιμετωπίζονταν ως εμπόδιο στο δρόμο της ταξικής

8 Κατά τη διαπραγμάτευση της πολιτικής του διεθνούς επαναστατικού κέντρου επί του μακεδονικού ζητήματος θα αναφερόμαστε σε αποφάσεις διαφόρων οργάνων (Εκτελεστική Επιτροπή, ΒΚΟ, Βαλκανική Γραμματεία). Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αποφάσεις της Κομιντέρν.

Page 6: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 6 -

συνειδητοποίησης των εργατών. Κατά τη δεύτερη περίοδο κυριάρχησε η αντίληψη ότι τα εθνικά κινήματα μπορούν να αποτελέσουν σύμμαχο του εργατικού κινήματος στον αγώνα για την εργατοαγροτική επανάσταση. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τα εθνικά κινήματα εντάχθηκαν, σύμφωνα με τη νέα πολιτική της Κομιντέρν, στη λογική του λαϊκού μετώπου ενάντια στο φασισμό και το ρεβανσισμό, για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ειρήνης.

Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, μέχρι και την 3η συνδιάσκεψή της (Ιούλιος 1921), αντιμετώπιζε τα βαλκανικά εθνικά ζητήματα γενικά και παρέπεμπε τη λύση τους στη μελλοντική σοσιαλιστική επανάσταση. Η απόφαση της δεύτερης συνδιάσκεψης (Μάιος 1921) υπογράμμιζε: «Η νέα εθνική διαίρεση και το σκλάβωμα των βαλκανικών λαών βοηθά τις εύπορες τάξεις να συσκοτίζουν τη συνείδηση των εργαζομένων, να συνεχίζουν την παλιά εθνικιστική και κατακτητική τους πολιτική και να στηρίζουν την ταξική τους κυριαρχία. Εξυπηρετεί τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη που εκμεταλλεύονται τους εθνικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των νεοσυσταθέντων κρατών, τα διαιρούν, τα αποδυναμώνουν και τα ελέγχουν…..Η πλήρης χρεοκοπία της εθνικιστικής πολιτικής της βαλκανικής μπουρζουαζίας αποδεικνύει στις εργαζόμενες τάξεις των χωρών αυτών ότι η ένωση και η απελευθέρωση των λαών σε μια καπιταλιστική κοινωνία, ιδιαίτερα στη σημερινή ιμπεριαλιστική εποχή, είναι δυνατή μόνο μέσω της συνεπούς και θαρραλέας στήριξης των ταξικών συμφερόντων των εργαζόμενων και φτωχών τάξεων, μέσω της πλήρους νίκης της επαναστατικής τους πάλης…..Οι εργαζόμενες τάξεις των Βαλκανίων θα πετύχουν την κοινωνική και εθνική τους απελευθέρωση εάν συσπειρωθούν υπό τη σημαία του κομμουνισμού για την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος, για την εγκαθίδρυση της προλεταριακής δικτατορίας και της σοβιετικής δημοκρατίας»9. Η απόφαση του τρίτου συνεδρίου της Κομιντέρν (22/6-12/7/1921) τόνιζε: «Η επανάσταση στα Βαλκάνια συναντά ιδιαίτερα εμπόδια, τα οποία πρέπει να υπολογιστούν και να ξεπεραστούν. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η εθνικιστική υποδαύλιση σχετικά με την κυριαρχία στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Δοβρουτσά, το Βανάτο και άλλες αμφισβητούμενες περιοχές. Η αστική τάξη όλων των βαλκανικών χωρών αδιάκοπα δηλητηριάζει τη συνείδηση των εργαζομένων με το εθνικιστικό δηλητήριο και αποσπά την προσοχή τους από τα καθημερινά ζητήματα της ταξικής πάλης»10

Για πρώτη φορά το εθνικό ζήτημα, ως ξεχωριστό θέμα ημερήσιας διάταξης, τέθηκε στην τέταρτη συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (10-13/6/1922). Στην εισήγησή του ο Χρίστο Καμπακτσίεφ, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, ανέπτυξε τη θέση ότι τα κομμουνιστικά κόμματα όφειλαν να στηρίζουν δραστήρια τον αγώνα των εθνικών μειονοτήτων για απελευθέρωση. Σύμφωνα με τον εισηγητή, η δραστήρια και θαρραλέα ανάμειξη των κομμουνιστικών κομμάτων στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα θα τα βοηθούσε να κερδίσουν μάζες με το μέρος τους. Ο αντιπρόσωπος της Κομιντέρν Β.Π. Μιλιούτιν στήριξε την επιχειρηματολογία του Καμπακτσίεφ. Διαφώνησε ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας Μ. Πιαντέ, με το σκεπτικό ότι στα Βαλκάνια δεν υπήρχε ακόμη γνήσιο επαναστατικό εθνικό κίνημα και ότι η εθνική απελευθέρωση και ενοποίηση θα επιτυγχάνονταν με τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δημιουργία Βαλκανικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Με τις απόψεις του Πιαντέ συντάχθηκε και ο έλληνας

.

9 Ιδρυση, καταστατικό και αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, ό.π., σσ. 21-22. 10 «Απόφαση του ΙΙΙ συνεδρίου της ΚΔ για τη ΒΚΟ», Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), τόμος 1, Glavno Upravlenie na Arhivite, Σόφια 1998, σ. 76.

Page 7: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 7 -

αντιπρόσωπος Γιάννης Πετσόπουλος11. Η τελική απόφαση της συνδιάσκεψης δεν περιελάμβανε τις θέσεις του Καμπακτσίεφ. Η μοναδική αναφορά στη Μακεδονία γίνονταν σε σχέση με τον κίνδυνο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας εξαιτίας της «καταπιεστικής πολιτικής της σέρβικης αστικής τάξης στη Μακεδονία και της εθνικιστικής προπαγάνδας της βουλγάρικης αστικής τάξης»12

Στις 5/11 έως 5/12/1922 διεξήχθη στη Μόσχα το 4ο συνέδριο της Κομιντέρν. Οι αντιφατικές συνθήκες στην Ευρώπη, όπου ήδη, σε ορισμένες χώρες, παρατηρούνταν σημάδια σταθεροποίησης του καπιταλισμού, ενώ σε άλλες η κατάσταση παρέμενε επαναστατική, εκφράστηκαν στις εργασίες του συνεδρίου και στις αποφάσεις του. Το βασικό ερώτημα που ετίθετο ήταν εάν οι ταξικές μάχες που έρχονταν θα είχαν χαρακτήρα επιθετικό ή αμυντικό. Η τελική απόφαση προέβλεπε ενίσχυση των αμυντικών αγώνων της εργατικής τάξης. Η ένταση όμως αυτών των αγώνων θα οδηγήσει «αναπόφευκτα στη συστηματική όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Η κατάσταση παραμένει αντικειμενικά επαναστατική και κάθε αφορμή, ακόμη και η πιο μικρή, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μεγάλων επαναστατικών μαχών»

.

13

Η 5η συνδιάσκεψη της ΒΚΟ διεξήχθη στις 8 έως 12/12/1922 στη Μόσχα, αμέσως μετά τη λήξη του 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν. Η κατάσταση στις βαλκανικές χώρες ήταν εκρηκτική. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος μόλις είχε τελειώσει, ο ελληνικός στρατός είχε επαναστατήσει, στη χώρα κατέφθαναν χιλιάδες ξεριζωμένοι πρόσφυγες, στη Θράκη επαπειλούνταν νέες στρατιωτικές συγκρούσεις, στη Λωζάννη είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας συμφωνίας με την Τουρκία. Στη Βουλγαρία η κυβέρνηση των αγροτιστών βρίσκονταν σε δεινή θέση. Η οργάνωση «Naroden Sgovor» προετοίμαζε πραξικόπημα, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση κήρυξε ανοικτό πόλεμο στην κυβέρνηση με δολοφονίες στελεχών της και την ένοπλη κατάληψη, για μερικές μέρες, των πόλεων της Νότιας Βουλγαρίας Νευροκόπι (Goce Delcev) και Κιουστεντίλ. Η ένοπλη δράση τμημάτων της ΕΜΕΟ στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία δυναμίτιζε τις σχέσεις των δύο χωρών και οδηγούσε σε στρατιωτική σύγκρουση. Τα οξυμένα κοινωνικά και κυρίως τα εθνικά προβλήματα στη Γιουγκοσλαβία δημιουργούσαν εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας.

. Το κεντρικό σύνθημα του συνεδρίου ήταν το «ενιαίο μέτωπο». Για περιοχές με έντονα εθνικά ζητήματα, όπως τα Βαλκάνια, το ενιαίο μέτωπο προέβλεπε συμμαχία των εργατών με τους αγρότες και με τις καταπιεσμένες εθνότητες.

Στην 5η συνδιάσκεψη έγινε για πρώτη φορά ειδική αναφορά σε «μακεδονικό ζήτημα». Η απόφαση έθετε καθήκον στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα «να αποκαλύπτουν τους πραγματικούς κατακτητικούς στόχους της εθνικιστικής πολιτικής των αστικών τάξεων της Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας ενάντια στους λαούς που κατοικούν στη Μακεδονία….να στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις την πάλη αυτών των λαών για εθνική ανεξαρτησία και αυτονομία….να παλεύουν για την απαλλαγή του εθνικού κινήματος στη Μακεδονία από την επιρροή της αστικής τάξης των γειτονικών χωρών και να το κατευθύνουν στο δρόμο της επαναστατικής πάλης, για τη

11 Konstadin Paleshutski, Το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μακεδονικό Ζήτημα, 1919-1945, BAN, Σόφια 1985, σσ. 70-71. 12 Στο ίδιο, σ. 87. 13 Παρατίθεται στο: K.K. Shirinja, «Η ταξική πάλη στον κόσμο το 1922-1923 και η πολιτική κατεύθυνση της Κομιντέρν», Το Τέταρτο Συνέδριο της Κομιντέρν, Izdatel’stvo Politicheskoj Literatury, Μόσχα 1980, σσ. 45-46.

Page 8: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 8 -

δημιουργία της Μακεδονικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, ως συστατικό μέλος της Βαλκανικής Ομόσπονδης Σοβιετικής Δημοκρατίας»14

Η εξέλιξη των επεξεργασιών της ΒΚΟ επί του μακεδονικού ζητήματος είναι εμφανής από την απόφαση της 5ης συνδιάσκεψης. Η κατάσταση στα Βαλκάνια φαίνονταν να κρύβει μεγάλο επαναστατικό δυναμικό. Η Βουλγαρία, με ισχυρό και έμπειρο κομμουνιστικό κόμμα, θεωρήθηκε η χώρα-κλειδί. Η ΕΜΕΟ, με τα ένοπλα τμήματά της και το πλατύ δίκτυο οργανώσεών της, θα μπορούσε να ενταχθεί στο επαναστατικό ενιαίο μέτωπο. Απαιτούνταν ο κατάλληλος τακτικός χειρισμός. Δεν είναι τυχαίο ότι στα τέλη του 1922 ξεκίνησαν οι απευθείας επαφές εκπροσώπων της Σοβιετικής Ρωσίας και της Κομιντέρν με εκπροσώπους της ΕΜΕΟ και των άλλων μακεδονικών οργανώσεων

.

15

Στις 9 Ιουνίου 1923 η αγροτική κυβέρνηση της Βουλγαρίας, υπό τον Αλεξάντρ Σταμπολίσκι, ανατράπηκε με πραξικόπημα. Η συμβολή της ΕΜΕΟ στην επικράτηση του πραξικοπήματος ήταν σημαντική. Το ΚΚΒ βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Όχι μόνο ανατράπηκαν οι αρχικοί σχεδιασμοί για την επαναστατική δράση στη Βουλγαρία αλλά και η στάση του κατά το πραξικόπημα έδειξε ότι η πολιτική του γραμμή ήταν λανθασμένη. Η ηγεσία του ΚΚΒ, αντί να καλέσει τα 40000 μέλη του κόμματος, τους 220000 ψηφοφόρους του, τους εργάτες και αγρότες της χώρας σε αγώνα ενάντια στο πραξικόπημα, αποφάσισε να κρατήσει ουδέτερη στάση, με το σκεπτικό ότι η σύγκρουση αφορούσε δύο πτέρυγες της αστικής τάξης.

. Η βαλκανική κατεύθυνση της επανάστασης άρχισε σταδιακά να αποκτά για την Κομιντέρν όλο και μεγαλύτερη σημασία.

Τα γεγονότα στη Βουλγαρία υπήρξαν ο καταλύτης για την επιτάχυνση των επεξεργασιών για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν στα Βαλκάνια η ΒΚΟ και τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα. Στις συζητήσεις παρενέβησαν άμεσα τα ανώτατα στελέχη της Κομιντέρν. Η ανάμειξη της ΕΜΕΟ στο πραξικόπημα και η συμβολή της στην κατάπνιξη της εξέγερσης, που οργάνωσε εσπευσμένα το ΚΚΒ το Σεπτέμβριο του 1923, ανέδειξαν το μακεδονικό σε ζήτημα πρώτης γραμμής για το παγκόσμιο επαναστατικό κέντρο.

Η τρίτη διευρυμένη ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) (12-23/6/1923) άσκησε κριτική στο βουλγάρικο κόμμα για τη στάση που κράτησε κατά το πραξικόπημα και για την αδιαφορία που έδειξε για το μακεδονικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Στην εισήγησή του, το μέλος του ΡΚΚ(μπ) και της ηγεσίας της Κομιντέρν Καρλ Ράντεκ, υπογράμμιζε: «Θεωρούμε ότι το πραξικόπημα στη Βουλγαρία σηματοδοτεί μια αποφασιστική ήττα για το κόμμα μας…πρόκειται για τη μεγαλύτερη ήττα που έχει ποτέ υποστεί ένα κομμουνιστικό κόμμα. Δε μπορεί να συγκριθεί ούτε ακόμη και με τη νίκη του φασισμού στην Ιταλία, γιατί το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα νεαρό και αδύναμο κόμμα, ενώ το ΚΚΒ έχει τη στήριξη πλέον του ενός τετάρτου των εκλογέων και είναι το πιο μεγάλο και πιο ισχυρό κόμμα της Βουλγαρίας….Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το μακεδονικό ζήτημα παίζει μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, που κατοικείται από αγρότες, για τους οποίους είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος αν είναι σέρβοι ή βούλγαροι, αποτελεί παλιό αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας. Ως αποτέλεσμα της ήττας στον πόλεμο, το αγροτικό κόμμα του Σταμπολίσκι απαρνήθηκε τη Μακεδονία, όχι μόνο τυπικά, αλλά σύναψε και συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία στο Νις, σύμφωνα με την οποία εξαπέλυσε βίαιες διώξεις εναντίον των μακεδονικών οργανώσεων. Αυτές οι οργανώσεις αποτελούν έναν παράγοντα με τον οποίο θα μπορούσαμε εμείς να συμμαχήσουμε. ….Αποτελούν

14 «Απόφαση της 5ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης», Rabotnicheski Vestnik, Σόφια, 3/1/1923. 15 Dimitar Vlahov, Αναμνήσεις, Nova Makedonija, Σκόπια 1970, σσ. 221-225.

Page 9: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 9 -

μια αποφασιστική στρατιωτική δύναμη, έχουν μεγάλες παράνομες ένοπλες οργανώσεις…..Το κόμμα δεν το έκανε αυτό. Το πλέον χαρακτηριστικό είναι ότι το μακεδονικό ζήτημα δεν παίζει κανένα ρόλο στη διατύπωση της τακτικής του.»16

Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΒΚΟ, στη συνεδρίασή της στις 22-24/ 8/1923 αποφάσισε: «Έχοντας υπόψη ότι στο άμεσο μέλλον μπορεί να ξεσπάσει εξέγερση στη Μακεδονία και επίσης εθνικά επαναστατικά κινήματα στην Κροατία και άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, γεγονότα που θα δημιουργήσουν έντονη επαναστατική κρίση στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία και θα προκαλέσουν πόλεμο μεταξύ τους, θεωρούμε αναγκαίο το ΚΚΒ και το ΚΚΓ να μελετήσουν προσεκτικά την κατάσταση και τις άμεσες προοπτικές, να παρακολουθούν στενά την εξέλιξη των γεγονότων και να καθορίσουν από τώρα τη στάση τους απέναντι σε μια εξέγερση στη Μακεδονία, απέναντι στα εθνικά επαναστατικά κινήματα στη Γιουγκοσλαβία, γενικά απέναντι στον κίνδυνο πολέμου μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας και στην πιθανότητα να δημιουργηθεί μια μεγάλη επαναστατική κρίση σ’ αυτές και σε όλα τα Βαλκάνια»

17

Κοινό σημείο όλων των αποφάσεων της περιόδου 1923-1924 ήταν ότι η κατάσταση στη Βουλγαρία και σε όλα τα Βαλκάνια θεωρούνταν επαναστατική. Στην υπόθεση της επερχόμενης επανάστασης στη Βουλγαρία, που αρχικά ορίστηκε για τον Απρίλιο του 1924, μετά μετατέθηκε για το φθινόπωρο και τέλος για την άνοιξη του 1925, δεσμεύτηκε σημαντικό τμήμα του μηχανισμού της Κομιντέρν, πολιτικές, κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης. Το Πολιτικό Γραφείο του Ρώσικου κόμματος συνέστησε ειδική επιτροπή για την παρακολούθηση και καθοδήγηση της δράσης στη Βουλγαρία. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Φρούνζε και μέλη της οι Τσιτσέριν, Τρίλισσερ, Μανουίλσκι, Πιατνίτσκι, Ούνσλιχτ και Κολάροφ.

.

Το ΚΚΒ, υπό την επίδραση της ήττας και της αυστηρής κριτικής που δέχτηκε, υπερέβαλλε εαυτόν στη διατύπωση επαναστατικών συνθημάτων και στην επαναστατική τακτική του. Στις 5 Αυγούστου 1923 η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΒ αποφάσισε να κατευθύνει όλες τις δυνάμεις του κόμματος στην «πολύπλευρη προετοιμασία μιας μαζικής ένοπλης εξέγερσης»18, ενώ σε νέα απόφασή του, στις 20 Σεπτεμβρίου, όριζε ως μέρα της εξέγερσης την 23 του μήνα19

Η τακτική που επιλέχθηκε προέβλεπε τη συγκρότηση ενιαίου επαναστατικού μετώπου του ΚΚΒ με τη Βουλγάρικη Αγροτική Λαϊκή Ένωση (ΒΑΛΕ) και τις μακεδονικές επαναστατικές οργανώσεις. Κατά την πορεία συγκρότησης αυτού του μετώπου θα επιδιώκονταν η απομόνωση των «δεξιών» ηγεσιών της ΒΑΛΕ και της ΕΜΕΟ, η ενίσχυση της αριστερής πτέρυγας αυτών των οργανώσεων και η σταδιακή ανάδειξή της στην ηγεσία.

. Η εξέγερση καταπνίγηκε σχετικά εύκολα από τις κυβερνητικές δυνάμεις, με τη βοήθεια τμημάτων της ΕΜΕΟ, το ΚΚΒ υπέστη ακόμη πιο οδυνηρή ήττα. Συνέχισε όμως να θεωρεί ότι η κατάσταση στη χώρα ήταν επαναστατική. Στην ημερήσια διάταξη τέθηκε το ζήτημα οργάνωσης μιας νέας εξέγερσης. Το μακεδονικό ζήτημα και η στάση απέναντι στις μακεδονικές οργανώσεις απέκτησαν κεφαλαιώδη σημασία.

16 «Εισήγηση του Καρλ Ράντεκ στη συνεδρίαση της ΙΙΙ διευρυμένης ολομέλειας της ΕΕΚΔ με θέμα “Το πραξικόπημα και το ΚΚΒ”», Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), ό.π., σσ. 106-109. 17 Vlado Popovski, Lenina Zhila, Το μακεδονικό ζήτημα στα ντοκουμέντα της Κομιντέρν 1923-1925, Βιβλίο 1ο, Μέρος 1ο, Gurga, Σκόπια 1999, σ. 38. 18 Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), ό.π., σ. 133. 19 Στο ίδιο, σ. 135.

Page 10: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 10 -

Η προετοιμασία της εξέγερσης προέβλεπε επίσης τη συγκρότηση ένοπλων τμημάτων με εξοπλισμό από διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων και η Σοβιετική Ένωση. Σε βαλκανικό επίπεδο η τακτική προέβλεπε την αξιοποίηση του Αγροτικού Κόμματος της Κροατίας, που σε συνεργασία με το μακεδονικό κίνημα στη Γιουγκοσλαβία θα δημιουργούσαν αντιπερισπασμό και θα εμπόδιζαν το Γιουγκοσλαβικό στρατό να εισβάλλει και να καταπνίξει τη βουλγάρικη επανάσταση.

Κατά το δεύτερο μισό του 1924 σημαντικός θεωρούνταν και ο ρόλος της κυβέρνησης του Φαν Νόλι στην Αλβανία.

Ο ρόλος των υπόλοιπων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων προβλέπονταν επιβοηθητικός. Έπρεπε να εμποδίσουν τις κυβερνήσεις των χωρών τους να εισβάλουν στην εξεγερμένη Βουλγαρία. Αναλάμβαναν επίσης το καθήκον να συμβάλουν στη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου με τις εθνικές οργανώσεις. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να προβάλλουν δημόσια μια πολιτική για το μακεδονικό ζήτημα που θα ικανοποιούσε την ΕΜΕΟ και τις άλλες μακεδονικές οργανώσεις της Βουλγαρίας, ώστε αυτές να εμπιστευτούν το ΚΚΒ, συνολικά τους κομμουνιστές, ως συμμάχους σε ένα κίνημα που εκτός από κοινωνικά θα είχε και εθνικά χαρακτηριστικά. Το καθήκον αυτό τέθηκε στα βαλκανικά κόμματα ευθέως και με εκβιαστική μορφή, κατά την 7η συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (9-18/7/1924), από τον Β. Κολάρωφ: «Δε μπορούμε με ακρίβεια να πούμε τι δυνάμεις έχει η μακεδονική οργάνωση, αλλά αποτελεί μια στρατιωτική οργάνωση καλά εξοπλισμένη. Αποτελείται από έμπειρους ανθρώπους, αντάρτες, επαναστάτες όλων των διαμετρημάτων. Έχει παίξει ρόλο και θα παίζει ακόμη. Και είναι πολύ βασικό σε ποιανού την πλευρά θα βρεθεί αυτή η οργάνωση σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης στη χώρα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω την πελώρια σημασία που έχει η σχέση του κομμουνιστικού κόμματος με το μακεδονικό κίνημα και όχι μόνο του ΚΚΒ αλλά και των κομμουνιστικών κομμάτων της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, γιατί το μακεδονικό ζήτημα δεν είναι μόνο βουλγάρικο, αλλά και γιουγκοσλάβικο και ελληνικό ζήτημα – είναι παμβαλκανικό ζήτημα. Εδώ θα πρέπει να πω στους γιουγκοσλάβους συντρόφους μας ότι πάντα, όταν στις συζητήσεις μας με εκπροσώπους της μακεδονικής οργάνωσης, δηλώναμε ότι είμαστε υπέρ της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας, ότι στηρίζουμε το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία, αυτοί μας απαντούσαν: εντάξει σας πιστεύουμε, σας γνωρίζουμε, αλλά για δείτε το γιουγκοσλαβικό κόμμα, το ελληνικό κόμμα, αυτοί είναι σωβινιστές, είναι εναντίον μας. Ακόμη και κατά τον Αύγουστο, όταν είχα προσωπική συνάντηση με εκπροσώπους της μακεδονικής οργάνωσης στη Σόφια, έθεσαν πάλι το ίδιο ζήτημα. Προσπάθησα να τους αποδείξω με αποκόμματα εφημερίδων του γιουγκοσλάβικου κόμματος και με γεγονότα από τη δράση του ελληνικού κόμματος, ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, ότι γενικά στην τακτική αυτών των κομμάτων επήλθε αλλαγή, ότι και αυτοί επίσης στηρίζουν την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, αλλά αυτοί δε με πίστεψαν. Έτσι λοιπόν σύντροφοι, εάν τώρα συζητάμε για το μακεδονικό ζήτημα, τότε, υπό την υπάρχουσα επαναστατική κατάσταση, δε μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι μόνο με τη διόρθωση της τακτικής γραμμής του ΚΚΒ. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά, εάν το γιουγκοσλάβικο και το ελληνικό κόμμα δεν τηρούν σταθερά την ίδια γραμμή… Τα αδελφά μας κόμματα θα πρέπει να το γνωρίζουν – θα υπάρξουν νέες ήττες. Εάν οι γιουγκοσλάβοι σύντροφοι θα συνεχίσουν την ίδια πολιτική έναντι των μακεδόνων, θα υπάρξουν και άλλες ήττες. Εμείς με τις δικές μας μόνο δυνάμεις δεν είμαστε σε θέση

Page 11: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 11 -

να επιλύσουμε το μακεδονικό ζήτημα, με το νόημα της σχέσης των κομμουνιστικών οργανώσεων με τις μακεδονικές επαναστατικές οργανώσεις…»20

Είχε προηγηθεί η 6η Βαλκανική Συνδιάσκεψη (8-26/11/1923) και το 5ο συνέδριο της Κομιντέρν (17/6-8/7/1924), οι αποφάσεις των οποίων υποχρέωναν τα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων να προβάλλουν τη θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία»

.

21

Η προώθηση της οργάνωσης νέας εξέγερσης στη Βουλγαρία οδηγούσε ηγετικά στελέχη της Κομιντέρν και του ΚΚΒ σε ιδεολογικές και πολιτικές ακροβασίες και τυχοδιωκτισμούς. Στην 6η συνδιάσκεψη της ΒΚΟ ο ηγέτης των βούλγαρων κομμουνιστών υποστήριζε: «Σε τι συνίσταται το μακεδονικό ζήτημα; Ο πληθυσμός της Μακεδονίας επιθυμεί να θεωρηθεί ως εθνικότητα, να αποκτήσει εθνικά δικαιώματα, να κατέχει το δικό του έδαφος, ανεξάρτητο από οποιαδήποτε ξένη δύναμη. Αυτή η τάση για ανεξαρτησία της Μακεδονίας υπάρχει όχι μόνο στους βούλγαρους της Μακεδονίας, αλλά επίσης και στους έλληνες, τους τούρκους και τους αλβανούς και πιστεύω ότι το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τους σέρβους….Αυτή η ανεξαρτησία πρέπει να θεωρείται ως στόχος που ακολουθείται από όλο τον πληθυσμό, ή, εάν όχι από όλο, τότε από τη συντριπτική πλειοψηφία. Γι’ αυτό το λόγο, το ζήτημα δε μπορεί να παραμένει ξένο για την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων των Βαλκανίων και για τη ΒΚΟ.»

.

22

Κατά την 7η συνδιάσκεψη ο Νικολάϊ Μπουχάριν σημείωνε στην ομιλία του: «…ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα αποτελεί το εθνικό. Ποια θα πρέπει να είναι η θέση μας σ’ αυτό το ζήτημα; Τα κυριότερα συνθήματά μας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ριζοσπαστικά: αποχωρισμός, ανεξαρτησία όλων των δημοκρατιών κ.α., διότι μας είναι απαραίτητο να στηρίξουμε τις εθνικές συγκρούσεις. Στη συνέχεια θα βρούμε την άκρη. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την ηγεμονία του κομμουνιστικού κόμματος. Και μετά; Μετά απομένει να απευθυνθούμε εκ νέου στο παράδειγμα της Σοβιετικής Ρωσίας, όπου το κομμουνιστικό κόμμα είναι ενιαίο και καθοδηγεί θαυμάσια όλες τις ανεξάρτητες δημοκρατίες. Το ίδιο θα συμβεί και στη Βουλγαρία, εάν ακολουθήσουμε αυτή την πολιτική. Το πλέον απαραίτητο είναι να έχουμε ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα, ικανό να καθοδηγεί τις δημοκρατίες, όσο ανεξάρτητες και να είναι αυτές. Σε κάθε περίπτωση με αυτά τα συνθήματα δε χάνουμε τίποτα, μπορούμε όμως να κερδίσουμε τα πάντα. Στο εθνικό ζήτημα πρέπει να προβάλλουμε τα πιο ριζοσπαστικά συνθήματα….»

23

Ήταν απόλυτα φυσικό, υπό τις παραπάνω συνθήκες, τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, παρ’ όλες τις αντιστάσεις που σημειώθηκαν στις γραμμές τους, να αποδεχθούν τελικά τη θέση της Κομιντέρν και της ΒΚΟ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία».

.

Οι ελπίδες που είχαν εναποτεθεί στη δυνατότητα επανάστασης στη Βουλγαρία αποδείχτηκαν μάταιες. Τον Απρίλιο του 1925 πάρθηκε απόφαση για απόσυρση του συνθήματος άμεσης ένοπλης εξέγερσης. Εκτιμήθηκε ότι η κατάσταση είχε πλέον 20 «Εισήγηση του μέλους της ΕΕΚΔ Β. Κολάροφ στην 7η Βαλκανική Κομμουνιστική Συνδιάσκεψη για την κατάσταση στο ΚΚΒ», Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επανάστασης. Έγγραφα των κεντρικών ρώσικων αρχείων, μέρος 2ο , ed. R.P. Grishina, ROSSPEN, Μόσχα 2003, σσ. 72-77. 21 Βλ. «Mazedonische und Trakishe Frage», Bulletin der Balkanföderation, № 1, 15 Januar1924, pp.12-14; «Theses and Resolutions adapted by the V World Congress of the Communist International», International Press Correspondence, № 64, 5 September 1924, pp. 681-696. 22 Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), ό.π., σ. 151. 23 «Ομιλία του μέλους του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΡΚΚ(μπ) Ν.Ι. Μπουχάριν στην 7η Βαλκανική Κομμουνιστική Συνδιάσκεψη», Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επανάστασης, ό.π., σσ. 62-63.

Page 12: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 12 -

μεταβληθεί εις βάρος των επαναστατικών δυνάμεων. Τέσσερα ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν σ’ αυτή την εκτίμηση: Α) Η ουσιαστική διάλυση της ΕΜΕΟ. Η εφαρμογή της τακτικής της ΒΚΟ οδήγησε στη διάσπαση της οργάνωσης, σε εμφύλιο στις γραμμές της και αλληλοεξόντωση ηγετικών στελεχών όλων των τάσεων. Επιστολή του εκπροσώπου της Κομιντέρν στα Βαλκάνια Μπορίς Μιχάιλοφ προς το Προεδρείο της ΕΕΚΔ παρουσίαζε ανάγλυφα την κατάσταση: «1) Δολοφονήθηκαν περίπου 200 άτομα – όχι απλά μέλη αλλά καθοδηγητικά στελέχη 2) Η περιοχή του Πετριτσίου – η βάση της ΕΜΕΟ, το μακεδονικό «κράτος εν κράτη» καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Τσανκόφ 3) Καταλήφθηκαν οι αποθήκες όπλων και πυρομαχικών της ΕΜΕΟ»24. Β) Η συνθηκολόγηση του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος του Ράντιτς με την κυβέρνηση του Βελιγραδίου. Γ) Η ανατροπή της κυβέρνησης του Φαν Νόλι στην Αλβανία. Δ) Η αδυναμία του ΚΚΒ να συνέλθει από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Τα στοιχεία ήταν δραματικά – «…Το ΚΚΒ έχει 7000 μέλη εκ των οποίων το 1/3 εργάτες, ποσότητα πολύ μικρή ακόμη και για τις συνθήκες της Βουλγαρίας. Η επιρροή του κόμματος στα συνδικάτα είναι πολύ αδύνατη. Το ενιαίο μέτωπο με τους αριστερούς αγροτιστές διεξάγεται στην πράξη πολύ άσχημα…..η στρατιωτική οργάνωση του ΚΚ είναι ιδιαίτερα αδύνατη. Έχει 450 μέλη (σε σύνολο φρουράς 30000). Στην ένωση εφέδρων αξιωματικών δεν υπάρχουν οργανώσεις ούτε καμία επιρροή….Οι σύντροφοι υποτιμούν τη δυνατότητα εξωτερικής ανάμιξης από τη Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία……Εάν ξεκινούσε τώρα εξέγερση θα τέλειωνε με λυπηρό τρόπο…»25

Η νέα κατεύθυνση για την κομμουνιστική δράση στα Βαλκάνια έθετε το κέντρο βάρους στην καθημερινή οργανωτική και πολιτική δουλειά των κομμάτων. Η δράση έπρεπε πλέον να διεξάγεται σε παμβαλκανική κλίμακα για τη σύμπηξη ενιαίου παμβαλκανικού επαναστατικού μετώπου υπό το σύνθημα της εργατο-αγροτικής εξουσίας και της Βαλκανικής ένωσης των εργατοαγροτικών δημοκρατιών. Η προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού και στα Βαλκάνια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομιντέρν και της ΒΚΟ, υποχρέωνε τα κομμουνιστικά κόμματα να αξιοποιήσουν την, λίγο ή πολύ, μακρόχρονη περίοδο προετοιμασίας της επανάστασης πρώτα απ’ όλα για την ενίσχυση της δουλείας τους, για τη συγκρότηση ενιαίου επαναστατικού μετώπου της εργατικής τάξης, των αγροτικών κινημάτων και του κινήματος των καταπιεσμένων λαών της Βαλκανικής

.

26

Η θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» παρέμενε εν ισχύ, αλλά πλέον δεν αντιμετωπίζονταν ως σύνθημα άμεσης δράσης. Τα κόμματα έπρεπε να προβάλλουν το σύνθημα μόνο σε συνδυασμό με το σύνθημα για Βαλκανική Ομοσπονδία. Εντός των χωρών τους αναλάμβαναν το καθήκον να αγωνίζονται ενάντια σε κάθε μορφή διάκρισης απέναντι στις εθνικές μειονότητες.

.

Όσον αφορά στο οργανωτικό μέρος της δράσης στο μακεδονικό κίνημα, η κατεύθυνση προς τα κόμματα ήταν να ενταχθούν τα μέλη τους, που κατάγονταν από τη Μακεδονία, στις εναπομείνασες μακεδονικές επαναστατικές οργανώσεις, να συστήσουν εντός τους κομμουνιστικές φράξιες, να δράσουν για την ανασυγκρότησή

24 «Βιέννη, 20 Οκτωβρίου 1924. Επιστολή του αντιπροσώπου της ΕΕΚΔ Μπ. Ντ. Μιχάιλοφ προς το Προεδρείο της ΕΕΚΔ», Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επανάστασης, ό.π., σ. 219. 25 «Βιέννη, 11 Φεβρουαρίου 1925. Επιστολή του αντιπροσώπου της ΕΕΚΔ Γ.Γ. Στραουγιάν προς τον Γ.Α. Πιατνίτσκι», ό.π., σσ. 368-369. 26 «Μόσχα, Μάιος 1925. Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΒΚΟ για το ενιαίο επαναστατικό μέτωπο στα Βαλκάνια», ό.π., σσ. 487-490.

Page 13: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 13 -

και ανάπτυξή τους και να εξασφαλίσουν την ορθή πολιτική τους κατεύθυνση στη βάση των αποφάσεων της ΒΚΟ27

Τον Οκτώβριο του 1925, υπό την αιγίδα της Κομιντέρν, ιδρύθηκε στη Βιέννη, από παράγοντες της αριστερής τάσης στο μακεδονικό κίνημα, η ΕΜΕΟ(εν.). Στην ιδρυτική της διακήρυξη η νέα οργάνωση δήλωνε: «… η ένωση του επαναστατικού μακεδονικού κινήματος σε μια ενιαία επαναστατική οργάνωση σημαίνει προπάντων ότι παίρνουν τέλος οι αγώνες μεταξύ των διαφόρων μακεδονικών οργανώσεων και ομάδων. Εμείς, οι αντιπρόσωποι των οργανώσεων αυτών και των μακεδονικών ομάδων, κάνουμε γνωστό στο μακεδονικό λαό πως η ένωση των διασκορπισμένων δυνάμεων του μακεδονικού επαναστατικού κινήματος και το ενιαίο μακεδονικό επαναστατικό μέτωπο είναι τετελεσμένο γεγονός…η οργάνωσή μας είναι η μόνη επαναστατική δύναμη μέσα στο απελευθερωτικό μακεδονικό κίνημα. Έξω από την ΕΜΕΟ(εν.) δεν υπάρχουν στη Μακεδονία επαναστατικές δυνάμεις….Στον αγώνα μας για την ανεξάρτητη Μακεδονία και τη Βαλκανική Ομοσπονδία, έχουμε τις συμπάθειες και την υποστήριξη των καταπιεζόμενων τάξεων των Βαλκανίων. Οι εργάτες και οι χωρικοί της Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας έδειξαν πράγματι πως είναι ειλικρινείς φίλοι της απελευθερώσεως των καταπιεζόμενων βαλκανικών λαών. Υποστήριξαν και υποστηρίζουν πάντα τον αγώνα μας. Εμείς πάλι, από τη μεριά μας…..θα υποστηρίξουμε τον αγώνα των εργατικών τάξεων για την ανατροπή των φασιστικών δικτατοριών στις βαλκανικές χώρες. Γιατί ξέρουμε ότι όσο θα υπάρχουν αυτές οι δικτατορίες, θα είναι αδύνατη η απελευθέρωση των βαλκανικών λαών και η ένωσή τους σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία»

.

28

Η ΕΜΕΟ(εν.) απέκτησε επαφές με άλλες εθνικές οργανώσεις των Βαλκανίων και με τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα. Η δράση της ήταν κυρίως προπαγανδιστική. Κατά το διάστημα 1929-1931 αντιμετώπισε μια σοβαρή εσωτερική κρίση, κατά την οποία αποχώρησαν τα στελέχη που δεν ανήκαν στο κομμουνιστικό κίνημα. Η οργάνωση μετατράπηκε σε καθαρά κομμουνιστική. Το 1937, υπό τη φως των νέων εξελίξεων στα Βαλκάνια και λόγω εσωτερικών αδυναμιών, πάρθηκε απόφαση για τη διάλυσή της.

.

Οι κατευθύνσεις της Κομιντέρν για τη δράση των κομμουνιστών στις μακεδονικές εθνικοεπαναστατικές οργανώσεις μεταβάλλονταν ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες. Το κύριο καθήκον πλέον ήταν η αποφυγή ενός αντισοβιετικού πολέμου και η υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης σε περίπτωση ξεσπάσματός του. Ο διεθνής παράγοντας έπαιζε πλέον τον κύριο ρόλο στις επεξεργασίες για το μακεδονικό κίνημα.

Το 1926 ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων στα Βαλκάνια οξύνθηκε. Υπογράφτηκε μια σειρά διπλωματικών συμφωνιών με τις βαλκανικές χώρες, που στόχο είχαν την ενίσχυση των θέσεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Η υπογραφή του συμφώνου «φιλίας και ασφάλειας» μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας ανησύχησε τη Γιουγκοσλαβία. Στον τύπο της χώρας πολλαπλασιάστηκαν τα άρθρα που ζητούσαν αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση. Η εντολή που δόθηκε από τη Βαλκανική Επιτροπή της Κομιντέρν και του Ρώσικου Κόμματος ήταν κατηγορηματική: «Η Επιτροπή

27 «Μόσχα, 18 Ιουλίου 1925, Πρακτικά της συνεδρίασης № 2 του Προεδρείου της ΒΚΟ», ό.π., σσ. 501-502. 28 La Fédération Balkanique, № 41, 1 Απριλίου 1926, σσ. 638-639.

Page 14: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 14 -

εκφράζεται αποφασιστικά ενάντια σε κάθε τυχοδιωκτική ενέργεια και πράξεις δολιοφθοράς από πλευράς διαφόρων εθνικοεπαναστατικών ομάδων»29

Ένα χρόνο αργότερα η κατάσταση είχε μεταβληθεί. Η Βρετανική κυβέρνηση διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας με τη Σοβιετική Ένωση. Θεωρήθηκε ότι η ενέργεια αυτή αποτελεί «μια νέα φάση στην προετοιμασία του πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης, κάστρου της παγκόσμιας επανάστασης. Στην ουσία η ρήξη αυτή σημαίνει, από την πλευρά της Αγγλίας, κατάσταση πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και δημιουργεί μια εξαιρετικά σοβαρή και άμεσα επικίνδυνη κατάσταση για την παγκόσμια ειρήνη»

.

30. Η νέα κατεύθυνση που δόθηκε από την Κομιντέρν στις εθνικοεπαναστατικές οργανώσεις των Βαλκανίων αντιστοιχούσε στις νέες συνθήκες: «Κατά τη σημερινή διεθνή κατάσταση, βασικό καθήκον όλων των εθνικοεπαναστατικών οργανώσεων των Βαλκανίων είναι το δυνάμωμά τους, η διεύρυνση της επιρροής τους και η ενίσχυση των δεσμών τους μαζί μας με στόχο: α) Τη συμβολή των εθνικοεπαναστατικών οργανώσεων στην αξιοποίηση των αντιθέσεων που υπάρχουν μεταξύ των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια. β) Την προετοιμασία, σε περίπτωση πολέμου, πράξεων δολιοφθοράς από πλευράς των εθνικοεπαναστατικών οργανώσεων εναντίον των άμεσων αντιπάλων μας. Προετοιμασία, επίσης, ενός μεγάλου εθνικού κινήματος, που θα έχει στόχο την αποδυνάμωση των εχθρικών μας κρατών στα Βαλκάνια…»31

Το 6ο συνέδριο της Κομιντέρν (17/7-1/9/1928) σηματοδότησε μια νέα στροφή στην τακτική των κομμουνιστών. Σύμφωνα με την απόφαση του συνεδρίου, ο καπιταλισμός εισήλθε στην τρίτη περίοδο της γενικής του κρίσης η οποία «οδηγεί αναπόφευκτα στον κλονισμό της καπιταλιστικής σταθεροποίησης, σε νέο κύμα γιγάντιων ταξικών αγώνων, σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ανάμεσα στους οποίους και ενάντια στην ΕΣΣΔ»

.

32

29 «Μόσχα, 28 Αυγούστου 1926, Απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης № 28 της Βαλκανικής Επιτροπής της ΕΕΚΔ και ΚΕ του ΠΚΚ(μπ)», Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επανάστασης, ό.π., σ. 629.

. Για τα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων αυτό συνεπάγονταν «ενδυνάμωση του αγώνα, σε όλες τις βαλκανικές χώρες και σε βαλκανική κλίμακα, κατά του κινδύνου πολέμου και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Προς αυτή την κατεύθυνση σε πρώτη θέση είναι η προετοιμασία και η διεξαγωγή διεθνούς κινητοποίησης κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ….. Προϋποθέσεις για τον επιτυχή αγώνα, από αυτή την άποψη, είναι η δημιουργία, η ανάπτυξη και η ενίσχυση ενός κοινού επαναστατικού μετώπου του προλεταριάτου, της αγροτιάς και των καταπιεζόμενων εθνοτήτων και μειονοτήτων υπό την ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων και της ΒΚΟ. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει: Συσπείρωση του προλεταριάτου, της αγροτιάς και των καταπιεζόμενων εθνοτήτων σε έναν κοινό αγώνα κατά της επίθεσης του κεφαλαίου, του φασισμού, του ιμπεριαλισμού και του κινδύνου πολέμου, προς υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, για την εθνική απελευθέρωση, για Βαλκανική Ομοσπονδία των εργατοαγροτικών δημοκρατιών. Συνεχή εκστρατεία για την υπερνίκηση του αστικού εθνικισμού και σοβινισμού στις γραμμές των βαλκανικών μαζών. Αμοιβαία βοήθεια και συντονισμό των αγώνων σε οικονομικό, πολιτικό και εθνικοεπαναστατικό επίπεδο, σε βαλκανική κλίμακα. Συγκεκριμένη σύνδεση των ζητημάτων της

30 «Επιστολή της ΒΚΟ προς την ΚΕ του ΚΚΕ, Βιέννη, 28 Μαΐου 1927», Το ΚΚΕ μέσα από τα αρχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, τόμος Α’ (1920-1935), Γ. Λεοντιάδης, Μ. Μπουζάσκα (επ.), Νόβολι, Αθήνα 2010, σσ. 183-187. 31 Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επανάστασης, ό.π., σσ. 629-630. 32 Η Κομμουνιστική Διεθνής μέσα από ντοκουμέντα, 1919-1932, Partijnoe Izdatel’stvo, Μόσχα 1933, σ. 769.

Page 15: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 15 -

αγροτικής και της εθνικής επανάστασης με τα ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης.»33

Η «επαναστατική» τακτική, που κυριάρχησε στους κόλπους της Κομιντέρν, μετά το 6ο συνέδριό της, με την προπαγάνδα της γενικής απεργίας που θα οδηγούσε σε ένοπλη εξέγερση, δεν έφερε πρακτικά αποτελέσματα. Τα κόμματα των Βαλκανίων δέχτηκαν κριτική, γιατί αδιαφορούσαν για τη συμβολή των εθνικών κινημάτων στην επαναστατική πάλη. Η Βαλκανική Γραμματεία της Κομιντέρν εκτίμησε ότι: «Η ακραία όξυνση της ταξικής πάλης και η άνοδος του επαναστατικού κινήματος στα Βαλκάνια….δε βρήκε αντίστοιχη έκφραση στη δράση των εθνικοεπαναστατικών οργανώσεων σε αυτές τις χώρες….Αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι, οι υπάρχουσες στα Βαλκάνια και ευρισκόμενες μερικώς υπό την καθοδήγησή μας εθνικοεπαναστατικές οργανώσεις, βρέθηκαν αποκομμένες από το επαναστατικό κίνημα των εργαζόμενων μαζών….». Ως λύση προβάλλονταν η «υπέρβαση της μέχρι σήμερα αδιαφορίας, που μετατρέπεται συχνά σε πλήρη αγνόηση του εθνικοεπαναστατικού κινήματος στη χώρα, από τα αντίστοιχα τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Τα κομμουνιστικά κόμματα αναλάμβαναν το καθήκον να ανατρέψουν την υπάρχουσα αρνητική κατάσταση, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη προσοχή στο εθνικοεπαναστατικό κίνημα. Η καθαρά πομπώδης διακήρυξη του αιτήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης, μέχρι και τον αποχωρισμό, έχανε την επαναστατική του αξία, στο βαθμό που δεν επεξηγούταν επαρκώς και δε συνδέονταν με τα επιμέρους καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων των εθνικών μειονοτήτων. Μονάχα με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με την εκτίμηση της Βαλκανικής Γραμματείας, θα εξασφαλίζονταν η ηγεμονία των κομμουνιστικών κομμάτων επί του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και θα ξεπερνιόταν η απειλή καθυστέρησης της ανάπτυξης του εθνικοεπαναστατικού κινήματος σε σχέση με «τη γενική επαναστατική έξαρση των εργαζομένων όλου του κόσμου»

.

34

Η ΕΜΕΟ(εν.) ακολουθούσε την «υπερεπαναστατική» τακτική της Κομιντέρν. Ο γραμματέας της οργάνωσης Βλαντίμιρ Ποπτόμωφ έθετε ως πρώτο και βασικό καθήκον της ΕΜΕΟ(εν.) «την ιδεολογική και τεχνική προετοιμασία των μακεδονικών μαζών για μια ένοπλη λαϊκή εξέγερση»

.

35. Η πραγματική, όμως, δύναμη της οργάνωσης δεν αντιστοιχούσε στα μεγαλεπήβολα σχέδια εξέγερσης. Το 1932 η ΕΜΕΟ(εν.) υφίστατο μόνο στη Βουλγαρία. Στη Γιουγκοσλαβία είχε μόλις 50 μέλη ενώ στην Ελλάδα καθόλου οργανωμένες δυνάμεις36

Η διαπιστωμένη αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος να αξιοποιήσει τα εθνικά κινήματα, και ανάμεσά τους και το μακεδονικό, προκάλεσε στους κόλπους της Κομιντέρν έντονες συζητήσεις. Ήδη από τον Ιούνιο του 1931, σε ολομέλεια της ΕΕΚΔ, τέθηκε το καθήκον στα κομμουνιστικά κόμματα να επεξεργαστούν νέο εθνικό πρόγραμμα. Στην εισήγηση του Όττο Κουουσίνεν παρουσιάστηκε το σύνθημα για «Βαλκανική Ομοσπονδία των εργατοαγροτικών δημοκρατιών» ως παράδειγμα

. Το 1933, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, σταμάτησε η χρηματοδότηση της οργάνωσης από την Κομιντέρν, έπαψε να κυκλοφορεί η εφημερίδα της και η ηγεσία της μεταφέρθηκε στη Μόσχα.

33 «Εισήγηση του Γ. Δημητρόφ κατά τη συνεδρίαση του Προεδρείου της ΒΚΟ, Βερολίνο, 22 Μαρτίου 1929», Το ΚΚΕ μέσα από τα αρχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, ό.π., σσ. 217-221. 34 «Κατευθύνσεις της Βαλκανικής Γραμματείας της ΕΕΚΔ προς τη ΒΚΟ, 10 Σεπτεμβρίου 1929», Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), τόμος 2, Glavno Upravlenie na Arhivite, Σόφια 1999, σσ. 689-691. 35 «Σχέδιο απόφασης για τη δουλειά των κομμουνιστών στο μακεδονικό εθνικοεπαναστατικό κίνημα, Δεκέμβριος 1929», ό.π., σ. 726. 36 «Πληροφοριακό υλικό για την ΕΜΕΟ(ενιαία) προς την ολομέλεια της ΕΕΚΔ», ό.π., σσ. 818-820.

Page 16: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 16 -

αφηρημένης – προπαγανδιστικής προσέγγισης του εθνικού ζητήματος, που αμβλύνει τη μαχητικότητα των βαλκανικών κομμάτων και αποσπά την προσοχή τους από την καθημερινή πάλη ενάντια στις διάφορες μορφές εθνικής καταπίεσης, με την οποία θα μπορούσαν να κερδίσουν τους εθνικά καταπιεσμένους37

Το σύνθημα για Βαλκανική Ομοσπονδία, εντός της οποίας θα εντάσσονταν η ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία, σταδιακά αποσύρθηκε από την Κομιντέρν. Η νέα κατεύθυνση προέβαλλε το σύνθημα για «αυτοδιάθεση της Μακεδονίας, μέχρι και τον αποχωρισμό της σε ξεχωριστό κράτος», ανεξάρτητα από το τι θα γινόταν στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Με αυτό τον τρόπο θεωρήθηκε ότι αποκαθίστατο ο λενινισμός. Το παλιό σύνθημα «συσκότιζε και αρνιόταν το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση»

.

38

Στο παραπάνω πλαίσιο εντάσσεται και η διάλυση του μηχανισμού της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.

.

Το νέο σύνθημα δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι συζητήσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων συνεχίζονταν. Ο μηχανισμός της Βαλκανικής Γραμματείας μελετούσε το ζήτημα και προετοίμαζε μια απόφαση που θα έθετε τη δράση των κομμουνιστών στη Μακεδονία σε νέα βάση.

Στο πλαίσιο των παραπάνω συζητήσεων εντάσσεται ένα κείμενο που υπέβαλλε τον Οκτώβριο του 1933 ο γραμματέας της ΕΜΕΟ(εν.) Β. Ποπτόμοφ, στο οποίο πρότεινε την αποκέντρωση της οργάνωσης και την ανάθεση της ευθύνης στα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα της Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας. Το σκεπτικό του Ποπτόμοφ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο που συνέδεαν οι κομμουνιστές το εθνικό με το κοινωνικό κίνημα και τους προβληματισμούς που αναπτύσσονταν γύρω από την αξιοποίηση του μακεδονικού ζητήματος.

«Για μας, το ζήτημα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας – έγραφε ο Ποπτόμοφ – δεν αποτελεί απόλυτη θέση αρχής, αλλά προκύπτει από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού. Συνεπώς, αυτό είναι ένα δικαίωμα το οποίο μπορούμε και να μην ασκήσουμε, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη την ενίσχυση της διαδικασίας της όλο και μεγαλύτερης διαφοροποίησης των πολιτικοοικονομικών και εθνικών συνθηκών στα ξεχωριστά τμήματα της Μακεδονίας και τη συνεχή αποδυνάμωση των ενοποιητικών στοιχείων. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, είναι προς το συμφέρον της προλεταριακής επανάστασης στα Βαλκάνια να αξιοποιούμε συγκεκριμένα, σε κάθε τμήμα της Μακεδονίας, όλες τις επαναστατικές δυνατότητες και όχι προκαταβολικά να τις περιορίζουμε στο πλαίσιο μιας ενότητας, το οποίο τις αδυνατίζει. Κανένας, για παράδειγμα, δε μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα, ότι, μετά την επανάσταση, ο ελληνικός πληθυσμός, που αποτελεί την πλειοψηφία στην υπό ελληνική διοίκηση Μακεδονία, θα προτιμήσει να ενωθεί με το βουλγάρικο πληθυσμό του Πετριτσίου, αντί να ενταχθεί στη σύνθεση της Ελληνικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, μαζί με τους έλληνες εργάτες και αγρότες». Στη συνέχεια ο Ποπτόμοφ απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι απαιτείται η αποκέντρωση της ΕΜΕΟ(εν.): «1) Οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, οι μορφές και ο βαθμός της εθνικής καταπίεσης στα κατεκτημένα από διαφορετικά κράτη τρία τμήματα της Μακεδονίας, δεν είναι ενιαία. Ο βαθμός επαναστατικής ωρίμανσης των μακεδονικών μαζών επίσης δεν είναι ενιαίος. Συνεπώς δεν είναι δυνατό να καθοδηγείται οργανωτικά και πολιτικά το εθνικοεπαναστατικό κίνημα και στα τρία τμήματα από ένα ενιαίο κέντρο. 2) Ο διαφορετικός εθνοτικός και γλωσσικός χαρακτήρας του πληθυσμού της Μακεδονίας και η απουσία ενός κυρίαρχου ομοιογενούς στοιχείου και στα τρία τμήματα, το οποίο θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ενοποιητικού

37 Στο ίδιο, σ. 845. 38 «Απόφαση της IV διευρυμένης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΒ», ό.π., σ. 845.

Page 17: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 17 -

κρίκου. Μια ενιαία εθνική οργάνωση δε μπορεί να καλύψει αυτό το ανομοιογενές, από πολλές απόψεις, στοιχείο……Κάθε τμήμα της Μακεδονίας πρέπει να έχει τη δική του ανεξάρτητη εθνικοεπαναστατική οργάνωση, που θα δρα υπό την καθοδήγηση και πολύπλευρη υποστήριξη του αντίστοιχου κομμουνιστικού κόμματος. Μόνο το πολιτικό κύρος του κόμματος μπορεί να συμφιλιώσει και να ενώσει τις εθνικά ανομοιογενείς μακεδονικές μάζες. Η εμπειρία αποδεικνύει ότι, στον εθνικοεπαναστατικό αγώνα των λαϊκών μακεδονικών μαζών το κοινωνικοοικονομικό στοιχείο καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση και σταδιακά κυριαρχεί…»39

Η άποψη του Ποπτόμοφ έπαιρνε υπόψη τη πραγματικότητα που είχε δημιουργηθεί στη Μακεδονία και προέβαλλε το κοινωνικό έναντι του εθνικού. Ως μόνο ενοποιητικό στοιχείο αντιλαμβάνονταν το κομμουνιστικό κίνημα και ως στόχο την προλεταριακή επανάσταση. Τα εθνικά αιτήματα υποτάσσονταν σε αυτό το στόχο.

.

Μετά από ένα μαραθώνιο συνεδριάσεων και συζητήσεων, η Πολιτική Γραμματεία της ΕΕΚΔ κατέληξε στις 11 Ιανουαρίου 1934 σε ένα τελικό κείμενο απόφασης για το μακεδονικό ζήτημα και την ΕΜΕΟ(εν.). Πρόκειται για την απόφαση, στην οποία για πρώτη φορά γίνεται λόγος από την Κομιντέρν για ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Γύρω από το κείμενο αυτό έχουν χυθεί τόνοι μελάνης από την ιστοριογραφία των εμπλεκόμενων με το μακεδονικό ζήτημα χωρών. Η απόφαση επιχειρεί να συνκεράσει τους προβληματισμούς και τις απόψεις που αναπτύσσονταν στους κόλπους της Κομιντέρν, χωρίς να δημιουργεί ταυτόχρονα πρόβλημα στην πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης.

«Τα κυρίαρχα έθνη – αναφέρει η απόφαση - των ιμπεριαλιστικών κρατών, που χώρισαν τη Μακεδονία σε τρία κομμάτια, τεκμηριώνουν την εθνική καταπίεση μέσω της άρνησης της εθνικής ιδιαιτερότητας του μακεδονικού λαού, μέσω της άρνησης ύπαρξης μακεδονικού έθνους….Η ΕΜΕΟ(εν.) πρέπει, αναπτύσσοντας αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης, να αποκαλύπτει το πραγματικό νόημα κάθε είδους σοφιστείας που αρνείται το μακεδονικό χαρακτήρα του έθνους και να μην επιτρέπει την εισαγωγή τέτοιων απόψεων μέσα στις γραμμές της….Η ιδιαίτερη θέση της Μακεδονίας, η εθνική καταπίεση και εκμετάλλευση πλατιών εργατικών μαζών Μακεδόνων, η ενεργητική συμμετοχή των Μακεδόνων στον αγώνα, όπως επίσης και τα συμφέροντα των εργαζομένων, κυρίως της εργατικής τάξης των κυρίαρχων στη Μακεδονία εθνών, προσδίδουν στον καθοδηγούμενο από την ΕΜΕΟ(εν.) επαναστατικό, απελευθερωτικό αγώνα των Μακεδόνων εργαζομένων ιδιαίτερη σημασία. Ο αγώνας για ενιαία και ανεξάρτητη μακεδονική δημοκρατία των εργαζομένων είναι υπόθεση όχι μόνο των Μακεδόνων εργαζομένων, αλλά και των αγωνιζόμενων, κάτω από την καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων, εργατών και αγροτών της Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας…..Στην πορεία ανάπτυξής και δραστηριότητάς της η ΕΜΕΟ(εν.) δεν έχει χρησιμοποιήσει όλες τις δυνατότητες για την οργανωτική κατάληψη και την πολιτική καθοδήγηση του εθνικοεπαναστατικού και εργατικού κινήματος της Μακεδονίας….Η ΕΜΕΟ(εν.) πρέπει να γίνει μαζική οργάνωση των εργαζομένων όλης της Μακεδονίας..»40

Οι συντάκτες της απόφασης αντιλαμβάνονται ότι πρέπει το κοινωνικό να κυριαρχεί επί του εθνικού. Η λύση που δόθηκε ήταν συμβιβαστική και ανέθετε στην ΕΜΕΟ(εν.), όπως φαίνεται στο κείμενο, καθήκοντα πολιτικού καθοδηγητή του εργατικού κινήματος στη Μακεδονία, δηλαδή καθήκοντα κομμουνιστικού κόμματος.

.

39 «Επιστολή του Βλαντίμιρ Ποπτόμοφ προς το Βαλκανικό Επαναστατικό Κέντρο, 23 Οκτωβρίου 1933», ό.π., σσ. 855-857. 40 Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα. Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 198-204.

Page 18: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 18 -

Σύμφωνα με την ίδια λογική, το σύνθημα για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία τροποποιήθηκε και έγινε «ενιαία και ανεξάρτητη μακεδονική δημοκρατία των εργαζομένων». Ως ομοιογενές στοιχείο, που θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ενοποιητικού κρίκου, όπως ζητούσε ο Ποπτόμοφ, προκρίθηκε το μακεδονικό έθνος.

Η απόφαση έδινε μια διέξοδο στην υποτονική δράση της ΕΜΕΟ(εν.) και κυρίως δε δημιουργούσε προβλήματα στην εθνική πολιτική της Κομιντέρν και της ΕΣΣΔ σε ένα άλλο σημείο των ευρύτερων Βαλκανίων, στη Βεσσαραβία.

Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα του μακεδονικού με το ζήτημα της Βεσσαραβίας, γεγονός που συνήθως αγνοείται από τους ιστορικούς. Συνοπτικά το ζήτημα έχει ως εξής: Με τη λήξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου η Ρουμανία, εκμεταλλευόμενη τα προβλήματα της Σοβιετικής Ρωσίας καταλαμβάνει και προσαρτά τη Βεσσαραβία. Η εθνική σύνθεση της περιοχής δεν είναι ενιαία, κυριαρχούν όμως λατινόγλωσσοι, που μιλούν μια ρουμάνικη διάλεκτο.

Η Σοβιετική Ένωση καθ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου διεκδικούσε την επιστροφή της περιοχής στην επικράτειά της. Το αίτημά της αυτό στηρίζονταν και σε εθνικά δεδομένα. Λατινόγλωσσοι μολδαβοί ζούσαν και στη δική της επικράτεια, στην περιοχή του Δνείστερου. Το επιχείρημα ήταν ότι οι μολδαβοί δεν είναι ρουμάνοι, αλλά ένα τελείως διαφορετικό έθνος που απλώς συγγενεύει γλωσσικά με τους ρουμάνους. Προς επίρρωση του επιχειρήματος συστάθηκε το 1924, στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης, η Μολδαβική Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Το σύνθημα που προβλήθηκε από την Κομιντέρν και επεβλήθη στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας ήταν η αυτοδιάθεση της Βεσσαραβίας, μέχρι τον αποχωρισμό. Σε αντίθεση όμως με τη Μακεδονία, όπου προβλέπονταν συγκρότηση ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους, στην περίπτωση της Βεσσαραβίας το σύνθημα απαιτούσε συνένωση με την σοβιετική Μολδαβία στο πλαίσιο του σοβιετικού κράτους. Όπως άλλωστε δήλωσε ο Ζηνόβιεφ στο 5ο συνέδριο της Κομιντέρν, αλλιώς τίθεται το ζήτημα του αλυτρωτισμού ανάμεσα σε δύο αστικά κράτη και διαφορετικά ανάμεσα σε εργατοαγροτικό και αστικό κράτος41

Η επίσημη Ρουμανία και οι ρουμάνοι ιστορικοί αρνούνται μέχρι σήμερα την ύπαρξη μολδαβικής γλώσσας και μολδαβικού έθνους διαφορετικού από το ρουμάνικο. Ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα τεχνητά κατασκευασμένο, από την Κομιντέρν και τους σοβιετικούς, έθνος με σκοπό την υπονόμευση του κράτους της Ρουμανίας και τη μετατροπή της Βεσσαραβίας σε προγεφύρωμα για την εξαγωγή της επανάστασης στα Βαλκάνια και την Ευρώπη

.

42

Η αναγνώριση ύπαρξης μακεδονικού έθνους βοηθούσε, κατά κάποιον τρόπο, στην επιβεβαίωση ύπαρξης μολδαβικού έθνους. Ίσχυε βέβαια και το αντίθετο. Η λογική ήταν η ίδια.

.

Ο Β. Ποπτόμοφ, ως συνεπής κομμουνιστής, υποτάχτηκε στην απόφαση της Κομιντέρν. Σε επιστολή του προς την ΚΕ του ΚΚΒ τόνιζε τη μεγάλη πολιτική και επαναστατική σημασία που έχει για τα Βαλκάνια η απόφαση για τον αυτόνομο χαρακτήρα του μακεδονικού έθνους, υπογράμμιζε όμως ότι αυτή η θέση στηρίζεται μόνο στην πρακτική γνώση της κατάστασης στη Μακεδονία και όχι σε μια

41 Πέμπτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν. Στενογραφημένα πρακτικά, τ. 1, Gosizdatel’stvo, Μόσχα – Λένινγραντ 1925, σσ. 601-602. 42 Gheorghe E. Cojocaru, Η Κομιντέρν και οι ρίζες του Μολδοβενισμού. Μελέτες και ντοκουμέντα, Editura CIVITAS, Κισινιόφ 2009. Ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει πολύ τις καθ’ ημάς μελέτες για τις «ρίζες του μακεδονισμού».

Page 19: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 19 -

επιστημονική, μαρξιστική ιστορική ανάλυση. Το κενό αυτό θα μπορούσε να πληρωθεί μόνο από τους σοβιετικούς επιστήμονες43

Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας για το μακεδονικό ζήτημα δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Ήδη είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν (διεξήχθη στις 25/7-21/8/1935) και οι συζητήσεις για την αναγκαιότητα των αντιφασιστικών μετώπων. Στο συνέδριο υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα να μην επιτραπεί στους φασίστες να εκμεταλλεύονται τα εθνικά αισθήματα των λαών. «Είναι απαραίτητο να δειχθεί – τονίζονταν στην απόφαση του συνεδρίου – ότι η εργατική τάξη, παλεύοντας ενάντια σε κάθε είδους υποδούλωση και εθνική καταπίεση, αποτελεί το μοναδικό αληθινό αγωνιστή για τη εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία του λαού…..Το συνέδριο προειδοποιεί ενάντια σε κάθε περιφρονητική αντιμετώπιση των ζητημάτων της εθνικής ανεξαρτησίας και των εθνικών αισθημάτων των πλατιών λαϊκών μαζών…Όντες ανειρήνευτοι, βασισμένοι επί αρχών πολέμιοι του αστικού εθνικισμού σε όλες τις μορφές του, οι κομμουνιστές δεν είναι οπαδοί του εθνικού μηδενισμού, της περιφρονητικής αντιμετώπισης της τύχης του λαού τους»

.

44

Μετά το συνέδριο η θέση της Κομιντέρν για το μακεδονικό ζήτημα τροποποιήθηκε σημαντικά. Η σχετική απόφαση υπογράμιζε: «Μετά το 7ο συνέδριο της ΚΔ πρέπει να θέσουμε το ζήτημα του μακεδονικού εθνικοεπαναστατικού κινήματος κυρίως από την άποψη του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου». Τα συγκεκριμένα καθήκοντα που αναθέτονταν στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα σχετίζονταν με τα καθημερινά προβλήματα επιβίωσης του μακεδονικού πληθυσμού. Η ΕΜΕΟ(εν.) έπρεπε να μεταβληθεί σε μια νόμιμη, μαζική, εξωκομματική εθνικοεπαναστατική οργάνωση

.

45

Το 1937, όταν έγινε καθαρό ότι η χιτλερική Γερμανία επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το μακεδονικό κίνημα για να το μετατρέψει σε όργανό της, η Κομιντέρν προειδοποίησε τους βαλκάνιους κομμουνιστές για τον κίνδυνο. Για να γίνει πιο αποτελεσματική η δουλειά αποφασίστηκε, με καθυστέρηση 3 ετών, η αποκέντρωση της ΕΜΕΟ(εν.). Ιδιαίτερα για την ελληνική Μακεδονία αποφασίστηκε η παύση της δράσης της οργάνωσης.

.

Η πολιτική που προωθούσε πλέον η Κομιντέρν στο μακεδονικό κίνημα, τροποποιημένη σημαντικά, έπαιρνε σοβαρά υπόψη τις νέες, δύσκολες συνθήκες. Σύμφωνα με απόφαση της ΕΕΚΔ «η ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία αποτελεί πολιτικό ιδανικό για όλο το μακεδονικό λαό, προς το οποίο πάντα έτεινε και από το οποίο πηγάζει το δικαίωμά του για εθνική αυτοδιάθεση, μέχρι τον αποχωρισμό. Όμως, υπό τις τωρινές συνθήκες, να μιλάμε και να γράφουμε για «ανεξάρτητη Μακεδονία» ως επίκαιρο καθήκον, δεν είναι σκόπιμο. Κάτι τέτοιο θα αποξενώσει από το μακεδονικό εθνικοεπαναστατικό κίνημα μεγάλο τμήμα των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων, εντός και εκτός των Βαλκανίων. Οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να συμπαθούν, ακόμη να είναι και σύμμαχοι του μακεδονικού πληθυσμού στον αγώνα για διεύρυνση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του, μέσω του εκδημοκρατισμού του κράτους. Αυτό θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει το μακεδονικό κίνημα από το κίνημα για λαϊκό μέτωπο στις βαλκανικές χώρες και να χύσει νερό στο μύλο των φασιστών επιδρομέων του Βερολίνου και της Ρώμης, οι οποίοι συνειδητά υποδαυλίζουν τα εθνικιστικά πάθη για να προετοιμάσουν το έδαφος 43 «Επιστολή του Βαλντίμιρ Ποπτόμοφ προς της ΚΕ του ΚΚΒ. Μόσχα, 25 Ιουνίου 1935», Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), τόμος 2, ό.π., σ. 954. 44 Το VII συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο αγώνας ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο (συλλογή ντοκουμέντων), Izdatel’stvo Politicheskoj Literatury, Μόσχα 1975, σσ. 375-376. 45 Το ΚΚΒ, η Κομιντέρν και το Μακεδονικό Ζήτημα (1917-1946), τόμος 2, ό.π., σσ. 965-968.

Page 20: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 20 -

του πολέμου. Στο τωρινό στάδιο το μακεδονικό κίνημα πρέπει να θέσει στον εαυτό του το καθήκον, στηριζόμενο στο λαϊκό μέτωπο των βαλκανικών χωρών, να εξασφαλίσει στοιχειώδη εθνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα και ελευθερίες για τις μακεδονικές λαϊκές μάζες. Αυτό, όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη του μακεδονικού λαού για αυτοδιάθεση, αλλά, υπό τις σημερινές συνθήκες, αποτελεί τη μόνη ορθή τοποθέτηση του ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος»46

Κατά τα επόμενα χρόνια και μέχρι την έναρξη του πολέμου η νέα γραμμή της Κομινέρν επί του μακεδονικού ζητήματος παρέμεινε αναλλοίωτη.

.

Συνοψίζοντας, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι κατά το μεσοπόλεμο η Κομιντέρν προσέγγιζε το μακεδονικό ζήτημα όχι τόσο από εθνική, όσο από πολιτική άποψη. Η δυσκολία παρακολούθησης των συνεχών αλλαγών των συνθημάτων και της επιχειρηματολογίας γύρω από το μακεδονικό προκύπτει από την πολύπλοκη, συχνά εναλλασσόμενη τακτική της οργάνωσης. Σε κάθε περίπτωση γίνεται ξεκάθαρο ότι το κέντρο βάρους έπεφτε όχι στο μακεδονικό ζήτημα αλλά στο μακεδονικό κίνημα. Την Κομιντέρν την ενδιέφερε η πραγματική επαναστατική κίνηση των μαζών και όχι αφηρημένες εθνικές κατηγορίες. Το μακεδονικό χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο προσέγγισης πλατιών λαϊκών μαζών, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της οργάνωσης, περιέκλειαν σημαντικό επαναστατικό δυναμικό. Στην πορεία ο πραγματισμός κυριάρχησε επί του αρχικού επαναστατικού ρομαντισμού. Ο στόχος μιας άμεσης επανάστασης στη Βουλγαρία και τα Βαλκάνια αντικαταστάθηκε από την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στη σύγκρουσή της με τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό.

Τα τοπικά βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα συμμετείχαν, όχι πάντα με ιδιαίτερη προθυμία, στην υλοποίηση των κεντρικών σχεδιασμών. Οι προβληματισμοί που μετέφεραν τα στελέχη τους στους κεντρικούς μηχανισμούς της Κομιντέρν, υφιστάμενα επιρροές από το εσωτερικό κάθε χώρας χωριστά, συνέβαλλαν με τη σειρά τους στο τελικό αποτέλεσμα.

Η εκτίμηση του ρόλου που έπαιξαν οι κομμουνιστές στο μακεδονικό ζήτημα κατά το μεσοπόλεμο εξαρτάται από την οπτική γωνία που προσεγγίζεται το ζήτημα. Για τους ερευνητές του εθνικού και του κομμουνιστικού κινήματος, ο ρόλος της Κομιντέρν φαίνεται σημαντικός. Το αποδεικνύει άλλωστε ο πελώριος όγκος σχεδίων, επεξεργασιών, αποφάσεων γύρω από το μακεδονικό, που αποκαλύφθηκε στα αρχεία της Κομιντέρν και των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων.

Μια πιο προσεκτική ανάλυση, όμως, της πραγματικής κατάστασης του κομμουνιστικού κινήματος στα Βαλκάνια, οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Η πολιτική δύναμη των κομμουνιστικών κομμάτων (με εξαίρεση το ΚΚΒ κατά το διάστημα 1919-1923) ήταν αμελητέα. Η αριθμητική τους δύναμη κυμαίνονταν από μερικές εκατοντάδες μέχρι λίγες χιλιάδες. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα του μεσοπολέμου ήταν παράνομα ή υφίσταντο τις συνέπειες δρακόντειας αντικομουνιστικής νομοθεσίας. Η υπό κομμουνιστική καθοδήγηση ΕΜΕΟ(εν.) δεν ξεπέρασε ποτέ τα μερικές εκατοντάδες μέλη. Ελλείψει πραγματικής δύναμης η υλοποίηση των όποιων αποφάσεων για το μακεδονικό καθίστατο προβληματική.

Όσον αφορά στις θεωρητικές επεξεργασίες της Κομιντέρν γύρω από το μακεδονικό ζήτημα, δεν κόμιζαν κάτι το ιδιαίτερα νέο. Όλα τα συνθήματα – αυτονομία, ανεξαρτησία κ.α. – συναντώνται προ πολλού στη δράση των εθνικών οργανώσεων που δρούσαν στη Μακεδονία. Ακόμη και η θέση για ύπαρξη

46 «Σχέδιο απόφασης της ΕΕΚΔ για τα καθήκοντα του μακεδονικού εθνικοεπαναστατικού κινήματος, Μόσχα, 20 Μαρτίου 1937», ό.π., σσ. 1008-1011.

Page 21: Γιώργος Λεοντιάδης Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα

- 21 -

μακεδονικού έθνους προϋπήρχε, από τα τέλη του 19ου αιώνα, σε κύκλους διανοουμένων από τη Μακεδονία.

Τη μόνη σοβαρή πολιτική παρέμβαση των κομμουνιστών για αξιοποίηση του μακεδονικού ζητήματος, αποτέλεσαν τα γεγονότα στη Βουλγαρία κατά το διάστημα 1923-1925. Τα υπόλοιπα ήταν σχέδια επί χάρτου μικρής ομάδας ανθρώπων. Ποτέ, ούτε η υπό κομμουνιστικό έλεγχο ΕΜΕΟ(εν.), ούτε τα κομμουνιστικά κόμματα, ούτε ο μηχανισμός της Κομιντέρν, δεν κατόρθωσαν να οργανώσουν, να ελέγξουν και να αξιοποιήσουν το μακεδονικό εθνικοεπαναστατικό κίνημα. Ακόμη και στη Βουλγαρία, που οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές, το σχέδιο απέτυχε. Όλη η υπόλοιπη εμπλοκή της Κομιντέρν και των κομμουνιστικών κομμάτων στο μακεδονικό αποτελεί μια ιστορία αποφάσεων διαφόρων οργάνων χωρίς πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα.

Ο θόρυβος που δημιουργούσε ο τύπος της εποχής, που συνέδεε τον κομμουνισμό με τα αυτονομιστικά κινήματα και η δράση των κρατικών οργάνων δίωξης του κομμουνισμού συσκοτίζουν την εικόνα. Ο πραγματικός φόβος των αστικών κυβερνήσεων ήταν η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και η δράση του κομμουνιστικού κινήματος για ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος. Οι ερευνητές της ιστορίας του μεσοπολέμου γνωρίζουν καλά ότι ο αντισοβιετισμός και ο αντικομμουνισμός αποτελούσαν σημαντικές παραμέτρους της ασκούμενης πολιτικής. Εντός αυτού του πλαισίου χρησιμοποίησαν την ανάμιξη της Κομιντέρν στο μακεδονικό ζήτημα για να πλήξουν το κομμουνιστικό κίνημα.

Η μακεδονική πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων απέκτησε πραγματική πολιτική υπόσταση κατά τη δεκαετία του 1940, όταν αναπτύχθηκαν τα κινήματα αντίστασης, ξέσπασε ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, τα κομμουνιστικά κόμματα της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας κατέλαβαν την εξουσία. Οι διαφωνίες που ενέσκηψαν ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, γύρω από την ασκούμενη επί του μακεδονικού πολιτική, εδράζονταν στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώθηκαν στο βαλκανικό χώρο με τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η Κομιντέρν πλέον δεν υπήρχε, αλλά το πλήθος αποφάσεων που κληροδότησε αξιοποιήθηκε επιλεκτικά από τους μηχανισμούς των κομμάτων για την επιβεβαίωση της ορθότητας της εθνικής τους πολιτικής. Αυτή ήταν μια ακόμη αιτία για την τεχνητά υπέρμετρη μεγέθυνση της επίδρασης της Κομιντέρν στο μακεδονικό ζήτημα.