ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

7
Τήατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim Σελίδα 1 από 7 Μικρό λεξικό ορθογραφικά συγχεόενων λέξεων της νεοελληνικής γλώσσας Αισχίνης | αισχύνη αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία | αγωνία αγνεία: βλ. άγνοια άγνοια | αγνεία = αγνότητα αγωνία: βλ. αγονία αθλητίατρος ( = γιατρός των αθλητών) και όχι αθλίατρος (= γιατρός των άθλων!) ακατονόαστος και όχι ακατανόαστος αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης | αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι | αλήτης | αλυτάρχης αλείφω | αλοιφή αλήτης: βλ. αλιτήριος αλοιφή: βλ. αλείφω αλυτάρχης: βλ. αλιτήριος αείβω | αοιβή αοιβή: βλ. αείβω ανακηρύσσω = κάνω κάτι γνωστό, αναγγέλω επίσηα | αναγορεύω = αποπονέω δηόσιο αξίωα ή τίτλο αναστηλώνω = αποκαθιστώ ερείπιο, αναζωογονώ | αναστυλώνω = στηρίζω ε στύλους, αποκαθιστώ ερείπιο, ανασηκώνω, ζωογονώ αναστήλωση = αποκατάσταση νηείου, επαναφορά λατρείας ιερών εικόνων | αναστύλωση = στήριξη ε στύλους, αποκατασταση νηείου ανεξαρτητοποίηση (ανεξαρτητοποιώ) και όχι ανεξαρτοποίηση (ανεξαρτοποιώ) άνθηση: βλ. άνθιση άνθιση (<ανθίζω, π.χ. η άνθιση της τριανταφυλλιάς ) | άνθηση (<ανθώ, π.χ. η άνθηση των γραάτων και των τεχνών) ανία: βλ. άνοια άνοια | ανία αντεπεξέρχοαι και όχι ανταπεξέρχοαι ή αντιπεξέρχοαι απαθανατίζω και όχι αποθανατίζω απεπόληση = ιδιοτελής απάρνηση, προδοσία | πώληση απαυδώ (= δεν αντέχω άλλο, εξαντλείται η υποονή ου)• χρήσιος ο αόριστος του ρήατος, απηύδησα [απηύδησα να σε συβουλεύω] και ο παρακείενος, έχω απαυδήσει [έχω απαυδήσει ε τη συπεριφορά σου]. αποδίδοαι: βλ. αποδύοαι αποδύοαι = καταπιάνοαι ε δύσκολο έργο | αποδίδοαι αποποιούαι τις ευθύνες ου και όχι των ευθυνών ου απορηένος (<απορώ) | απορριένος (<απορρίπτω) απορία: βλ. απόρροια απορριένος: βλ. απορηένος απόρροια | απορία απόσειση | απόσυρση

Transcript of ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Page 1: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 1 από 7

Μικρό λεξικό ορθογραφικά συγχεόµενων λέξεων της νεοελληνικής γλώσσας

Αισχίνης | αισχύνη αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία | αγωνία αγνεία: βλ. άγνοια άγνοια | αγνεία = αγνότητα αγωνία: βλ. αγονία αθλητίατρος ( = γιατρός των αθλητών) και όχι αθλίατρος (= γιατρός των άθλων!) ακατονόµαστος και όχι ακατανόµαστος αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης | αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι | αλήτης | αλυτάρχης αλείφω | αλοιφή αλήτης: βλ. αλιτήριος αλοιφή: βλ. αλείφω αλυτάρχης: βλ. αλιτήριος αµείβω | αµοιβή αµοιβή: βλ. αµείβω ανακηρύσσω = κάνω κάτι γνωστό, αναγγέλω επίσηµα | αναγορεύω = αποπονέµω δηµόσιο αξίωµα ή τίτλο αναστηλώνω = αποκαθιστώ ερείπιο, αναζωογονώ | αναστυλώνω = στηρίζω µε στύλους, αποκαθιστώ ερείπιο, ανασηκώνω, ζωογονώ αναστήλωση = αποκατάσταση µνηµείου, επαναφορά λατρείας ιερών εικόνων | αναστύλωση = στήριξη µε στύλους, αποκατασταση µνηµείου ανεξαρτητοποίηση (ανεξαρτητοποιώ) και όχι ανεξαρτοποίηση (ανεξαρτοποιώ) άνθηση: βλ. άνθιση άνθιση (<ανθίζω, π.χ. η άνθιση της τριανταφυλλιάς ) | άνθηση (<ανθώ, π.χ. η άνθηση των γραµµάτων και των τεχνών) ανία: βλ. άνοια άνοια | ανία αντεπεξέρχοµαι και όχι ανταπεξέρχοµαι ή αντιπεξέρχοµαι απαθανατίζω και όχι αποθανατίζω απεµπόληση = ιδιοτελής απάρνηση, προδοσία | πώληση απαυδώ (= δεν αντέχω άλλο, εξαντλείται η υποµονή µου)· χρήσιµος ο αόριστος του ρήµατος, απηύδησα [απηύδησα να σε συµβουλεύω] και ο παρακείµενος, έχω απαυδήσει [έχω απαυδήσει µε τη συµπεριφορά σου]. αποδίδοµαι: βλ. αποδύοµαι αποδύοµαι = καταπιάνοµαι µε δύσκολο έργο | αποδίδοµαι αποποιούµαι τις ευθύνες µου και όχι των ευθυνών µου απορηµένος (<απορώ) | απορριµµένος (<απορρίπτω) απορία: βλ. απόρροια απορριµµένος: βλ. απορηµένος απόρροια | απορία απόσειση | απόσυρση

Page 2: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 2 από 7

απόσυρση: βλ. απόσειση αποτείνω: βλ. αποτίνω αποτάθηκα (όχι αποτάνθηκα): αόριστος παθητικής φωνής του ρήµατος αποτείνοµαι= στρέφοµαι, απευθύνοµαι σε κάποιον ή κάπου. αποτίνω [ή αποτίω] (φόρο τιµής) | αποτείνω [= απευθύνω] (το λόγο) αποφάσισα να ... και όχι αποφάσισα ότι ... απόφοιτος = αυτός που έχει τελειώσει µια βαθµίδα εκπαίδευσης | τελειόφοιτος = αυτός που βρίσκεται στην τελευταία τάξη µιας βαθµίδας εκπαίδευσης | πτυχιούχος = ο απόφοιτος τριτοβάθµιας εκπαίδευσης | διπλωµατούχος = ο πτυχιούχος και ταυτόχρονα κάτοχος ειδικών ικανοτήτων ή προνοµίων άριος = αυτός που ανήκει στην Αρία χώρα, ο της ινδοευρωπαϊκής οµοεθνίας | άρειος = αυτός που ανήκει στον Άρη, Άρειος Πάγος αρµατολός | αµαρτωλός αστυφιλία | αστυφύλακας αυξοµείωση | εξοµοίωση αχιβάδα | αµοιβάδα αψίθυµος | βαρύθυµος βαρήκοος | βαρύτονος βίδρα (ζώο) | Ύδρα βιοτικός | βιώσιµος, αντιβίωση βλίτο (το χορταρικό) | βλήµα [πυροβόλου όπλου] βοριάς | βορράς βρυγµός [οδόντων] | τριγµός Βύβλος (όνοµα πόλης) | Βίβλος γαβριάς = έξυπνο και εύθυµο αλητάκι | γαύρος γειρτός | γυριστός γένεση | γέννηση γενετικός = ο σχετικός µε τη γένεση (π.χ., η επιστήµη της Γενετικής) | γεννητικός = ο αναφερόµενος στη γέννηση (π.χ., γεννητικά όργανα) γένια | γενειάδα γιαλός | γυαλί γλείφω, γλείφτης = γλοιώδης κόλακας | γλύπτης | γλυφός γρυ [δεν ξέρει γρυ, δεν έβγαλε γρυ] | γριγρί δανεικός | δανικός = ο σχετιζόµενος µε τη ∆ανία δήγµα = δάγκωµα | δείγµα δηκτικός = αυτός που δαγκώνει | δεικτικός = αυτός που δείχνει διάλειµµα | διάλυµα διαπίδυση | πήδηµα διαχείριση | επιχείρηση δίκαννο | δικανικός διόδια, τα | διωδία, η = µελωδία από δύο φωνές, ντουέτο

Page 3: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 3 από 7

δίστυλος = ο µε δύο στύλους | δίστηλος = ο µε δύο στήλες (π.χ. άρθρο εντύπου) δύστυχος [άνθρωπος] | δίστοιχος = ο διατεταγµένος σε δύο σειρές | δίστιχο [ποίηµα]δυστυχία [ανθρώπινη] | διστοιχία [πυραύλων] εγκλιµατίζω | εγκληµατώ έγκλιση (<κλίνω, π.χ. οι εγκλίσεις του ρήµατος ... ) | έγκληση = κατηγορία, καταγγελία (< εγκαλώ) | αντέγκληση = ανταλλαγή κατηγοριών (<αντεγκαλώ, π.χ. κατηγορίες και αντεγκλήσεις µεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) έγκυος [γυναίκα] | έγγειος [ιδιοκτησία] εγχείρηση [καρδιάς] | εγχείριση = η παράδοση αντικειµένου στα χέρια κάποιου ειλεός = το κάτω τµήµα του λεπτού εντέρου | ίλεως έκκληση = κάλεσµα για βοήθεια | έκλυση = απελευθέρωση, χαλάρωση (π.χ., η έκλυση των ηθών) | παρέκκλιση = λοξοδρόµηµα (π.χ. δόθηκε άδεια κατά παρέκκλιση)έλεος | έλαιο έλκηθρο | ελκύω ελλιπής | έλλειψη εγκύπτω = επιδίδοµαι µε ιδιαίτερο ζήλο | ενσκήπτω = παρουσιάζοµαι ξαφνικά | εµπίπτω = βρίσκοµαι εντός καθορισµένων ορίων ενδοιασµός | συνδυασµός εναίσιµος = κατάλληλος, που αρµόζει | αινέσιµος = ο άξιος επαίνου (π.χ., αινέσιµη διατριβή) | ενέσιµος (<ένεση, π.χ., ενέσιµο φάρµακο) έξαλα [πλοίου] | έξαλλος εξάρτυση = τα ατοµικά είδη του στρατιώτη | εξάρτιση = ο εφοδιασµός πλοίου µε ξάρτια | εξάρτηση = υποταγή, εθισµός επήρεια, επηρεάζω | επιρροή Επιφάνια, τα | επιφάνεια, η ερειστικός (<έρεισµα) | εριστικός (<έριδα) ετερόκλητος, ο = ο ανοµοιογενής | ετερόκλιτος = αυτός που κλίνεται σε δυο διαφορετικές κλίσεις ετοιµόλογος | ετυµολογία έτοιµος | έτυµο, το = η πρώτη ρίζα από την οποία παράγεται µια λέξη ήττα = αποτυχία | ήτα, το = το γράµµα θήρα = κυνήγι | θύρα ιδροκοπώ | ιδρώνω ίλη [ιππικού, τεθωρακισµένων κτλ.] | ύλη ίµερος= πόθος, λαχτάρα | ήµερος ινοµύωµα | οµοίωµα ιός [της γρίπης] | υιός ιωνικός (<Ιωνία) | ιονικός (<Ιόνιο) κάλιο, το = το αντίστοιχο µέταλλο | κάλλιο (επίρρηµα) κάλος, ο = ο ρόζος του δέρµατος | κάλλος, το = η οµορφιά | κάλως, ο = το παλαµάρι

Page 4: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 4 από 7

καµαρότος | καµαρωτός κάππαρη | καπάρο καριοφίλι (το όπλο) | καρυοφύλλι (το µπαχαρικό γαρίφαλο, το µοσχοκάρφι) καρότο | καρωτίδα κατατρύχω = βασανίζω, καταπονώ | τρίχα κατατρύχω = υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω, ταλαιπωρώ | κατατρέχω = καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω κάποιον κατάφωρος | παράφορος κενός | καινός = καινούργιος κεραµική | Κεραµεικός κήλη | κοίλος κίστη = κιβώτιο | κύστη κλίµα [εύκρατο] | κλήµα [µε σταφύλια] | κλύσµα κλίνω = γέρνω κτλ. | κλείνω κλίση (πήρε κλίση = έγειρε} | κλήση (πήρε κλήση = τον έγραψε τροχονόµος} κλήδονας | κλύδωνας = µεγάλη θαλασσοταραχή | κλειδωνιά κλωνισµός (τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρµα) | κλονισµός = ταλάντευση, καταστρεπτική διατάραξη κόλλα | κόλα (το φυτό) | κολάρο κολόνα, κολονάκι | Κολωνός, Κολωνάκι κοµµός = θρήνος, κοπετός | κοµό, το = έπιπλο µε πολλά συρτάρια κορόνα | Κορώνη, κορωνίδα κορύνα, κορύνη | Κόριννα (λυρική ποιήτρια του 5ου αι. π.Χ.) κριτικός | κρητικός κύρωση | κίρρωση (ιατρ., πάθηση του συκωτιού) κύτος = αµπάρι | κήτος = µεγάλο υδρόβιο θηλαστικό κώλυµα = εµπόδιο | κόλληµα = συγκόλληση, επικόλληση κώµα = βαθύς παθολογικός ύπνος | κόµµα κώµη, η = µεγάλο χωριό | κόµµι, το = κολλώδης ουσία | κόµη, η = τα µαλλιά λάβρα = η µεγάλη ζέστη | λαύρα = µοναστήρι λαγός | λαγωχειλία, λαγώχειλος ληνός = πατητήρι | λινός λιβάδι | Λιβαδειά λιγούρα | λυγαριά λίµα, η = 1. η µεγάλη πείνα � 2. εργαλείο λείανσης | λύµα, το = ρευστή ακαθαρσία βόθρων, υπονόµων κτλ. | λήµµα [λεξικού] λίρα = το νόµισµα | λύρα = το µουσικό όργανο λιτός = απλός | λυτός = λυµένος λιχνίζω | λύχνος

Page 5: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 5 από 7

λοιµός = θανατηφόρα ασθένεια | λιµός = µεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίµων µάννα, το [µάννα εξ ουρανού] | µάνα, η µειξοβάρβαρος | µυξοκλαίω µέλλει = πρόκειται (όποιου του µέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει) | µέλει = ενδιαφέρει (δεν µε µέλει τι θα γίνει) µεταχείριση | επιχείρηση µετόπη | µέτωπο µισερός = ατελής, ανάπηρος, σακάτης | µυσαρός = σιχαµερός µίτρα [επισκόπου] | µήτρα µονοιάζω = συµφιλιώνω | µονιάζω = (για αγρίµια) φωλιάζω µύλος | Μήλος νεβρός = το ελαφάκι | νεύρο νιφάδα [χιονιού] | νύφη, συννυφάδα νιώθω | νοιάζοµαι νοσηλεία, η | νοσήλια, τα νώτα, τα | νότα, η ξηλώνω, αποξηλώνω | ξυλιάζω, ξύλο οράριο = άµφιο | ωράριο οσµή | ώσµωση ότι (ειδικός σύνδεσµος) = ότι, πως | ό,τι (αναφορική αντωνυµία)= οτιδήποτε όφελος | ωφέλεια πανόδετος | πανωσέντονο παραλείφθηκε (<παραλείπω) | παραλήφθηκε (<παραλαµβάνω) Περδίκκας (στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου) | πέρδικα περιτειχίζω | εντοιχίζω περηφάνια | υπερηφάνεια πετραχήλι | χείλι, χείλος πηλήκιο | πηλίκο πήρα = σάκος, ταγάρι | πείρα | πύρα, η = η θερµότητα από τη φωτιά πιλοτή | πύλη πίνα, η (θαλασσινό µαλάκιο) | πείνα πλόιµος = ο κατάλληλος για πλου | πλωτός ποικιλία | ποικίλλω πρηνηδόν | πρύµνη πυρρόξανθος | πυρά, η πώληση: βλ. απεµπόληση πώρωση (ηθική πώρωση) | οστεοπόρωση ριζότο | ρύζι ρίµα, η = η οµοιοκαταληξία | ρήµα

Page 6: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 6 από 7

ρύπος = βροµιά, ακαθαρσία | ρίπος = η ψάθα | ριπή ρύση = εκροή, χύσιµο | ρήση = λόγος, οµιλία, απόφθεγµα, ρητό ρυτό = είδος αγγείου | ρητό = απόφθεγµα, γνωµικό ρώγα [σταφυλιού, µαστού] | ρόγα = µισθός σάτιρα | σάτυρος Σείριος (το αστέρι) | Σύριος = ο από τη Συρία σεραφικός = αγγελικός | σεραφείµ σήραγγα | σύριγγα σήτα = λεπτό κόσκινο | σίτος σιµίτι = το κουλουράκι | Σηµίτης σινάφι | συναφής σιντριβάνι | συντρίβω σκεβρώνω | σκευωρία σκήνος, το = το σκήνωµα | σκίνος = (είδος θάµνου) το µαστιχόδεντρο | σκοίνος = είδος άγριου βούρλου σκιλλοκρεµµύδα | σκυλοκαβγάς σκόρος | σκωρία, η = η σκουριά σµήγµα | µείγµα σορός, η = ο νεκρός, το λείψανο | σωρός, ο σπηλιά | σπιλιάδα = ριπή ανέµου σπιθούρι = το µικρό σπυρί | σπυρί σπιράλ | σπείρα | σπυρί στήλη | στύλος στίβος | στοίβα στιφάδο | στυφός στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειµένου | στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα στοίβα | στίβος στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα | στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειµένου στρυφνός ή στριφνός = δύστροπος, τραχύς | στριφτός στυλώνω | αναστηλώνω στυφός ή στιφός (π.χ., στυφό φρούτο) | στίφος, το = πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώωνσύγκλιση, η = το αποτέλεσµα του συγκλίνω (π.χ., σύγκλιση απόψεων) | σύγκληση, η = η συγκάλεση (π.χ. η σύγκληση της Βουλής) | σύγκλυση, η = ο κατακλυσµός, η πληµµύρα | σύγκλειση, η = η συνένωση δύο πραγµάτων, ώστε να µην υπάρχει ενδιάµεσο κενό (π.χ. η σύγκλειση των λιθοσφαιρικών πλακών) σύγχυση = µπέρδεµα, ανακάτεµα, νοητική διαταραχή (οι αντιφάσεις του δηµιούργησαν σύγχυση στο ακροατήριο) | σύγχιση = ψυχική αναστάτωση, εκνευρισµός, ταραχή ( αποφύγετε τις συγχίσεις) σύµπηξη = 1. στέρεη σύνδεση � 2. συγκρότηση, ίδρυση | σύµπτυξη συνιστώ: βλ. συστήνω

Page 7: ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΓΧΕΟΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim

Σελίδα 7 από 7

συστήνω = παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για να γνωριστούν | συνιστώ = δίνω συµβουλή, υπόδειξη· ιδρύω, συγκροτώ, σχηµατίζω, συναποτελώ· υποδεικνύω ως κατάλληλο σφήκα | Σφίγγα (το µυθικό τέρας) τανύζω | ταλανίζω τελώνιο | τελωνείο τηγανητός | τηγανίτα Τίρανα | τύραννος Τιφλίδα | τυφλός τοίχος, ο | τείχος, το τρίµµα, το = µικρό κοµµάτι, θρύµµα | τρήµα, το = η οπή, η τρύπα τριφύλλι | Τριφυλία ύβος, ο = η καµπούρα | ήβη υποκλυσµός | υπόκλιση υποδόριος = ο κάτω από το δέρµα | υποδώριος (µουσικός όρος) φάσσα, η (το πουλί) | φάσα, η = λουρίδα υφάσµατος φρεάτιο | Φρεαττύδα

χαοτικός | χαώδης χείρα [βοηθείας] | χήρα χερουβικός | χερουβείµ Χιλή | χηλή (η οπλή του αλόγου) Χιµάρα | χείµαρρος χιµάω | χύµα Χρίστος | χρηστός χύλωµα = η µετατροπή σε χυλό | χείλωµα = χείλος που προεξέχει γύρω από επιφάνεια χοίρος | χήρος χορικός = ο του χορού | χωρικός ψιλή [κυριότητα] | υψηλή [ποιότητα] ψίχα [του ψωµιού, του καρυδιού κτλ.] | ψυχή ωδίνες [τοκετού] | οδύνη ώσµωση | οσµή ωφελώ | οφείλω