Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του...

27
Ολ ΑΠ 21/2001 Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου Ιστορικό : Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επιλαμβανόμενη της υπόθεσης κατόπιν παραπομπής του Ζ´ Πολιτικού Τμήματος, αναιρεί απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί σε διαφορά μεταξύ ιδιώτη και του Δήμου Πειραιώς . ο ιδιώτης είχε κινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δήμου, αλλά το Ειρηνοδικείο έκανε δεκτή την ανακοπή του τελευταίου, κρίνοντας ότι δεν χωρεί κατά των Ο.Τ.Α. αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηματικές οφειλές. Νομικό ζήτημα : Το άρθρο 8 Α.Ν. 2097/1952 (το οποίο εφαρμόζεται και επί των Ο.Τ.Α.) ορίζει ότι: «κατά του Δημοσίου δεν συγχωρείται εκτέλεσις δικαστικών αποφάσεων επιδικαζουσών χρηματικάς οφειλάς ή δικαστικήν δαπάνην εις βάρος αυτού …». Υπό το κράτος της προγενέστερης νομολογίας 1 , η διάταξη αυτή θεωρείτο παγίως σύμφωνη με τη συνταγματική απαίτηση παροχής δικαστικής προστασίας στους πολίτες (άρθρο 20 παρ. 1 Σ). Υποστηριζόταν ότι η προστασία του 20 παρ. 1 Σ τελεί σε κάθε περίπτωση υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, η δε 1 Βλ. λ.χ. ΑΠ 1309/95.

Transcript of Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του...

Page 1: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Ολ ΑΠ 21/2001

Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου

Ιστορικό:

Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επιλαμβανόμενη της

υπόθεσης κατόπιν παραπομπής του Ζ´ Πολιτικού Τμήματος, αναιρεί απόφαση του

Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί σε διαφορά

μεταξύ ιδιώτη και του Δήμου Πειραιώς. ο ιδιώτης είχε κινήσει τη διαδικασία της

αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δήμου, αλλά το Ειρηνοδικείο έκανε δεκτή την

ανακοπή του τελευταίου, κρίνοντας ότι δεν χωρεί κατά των Ο.Τ.Α. αναγκαστική

εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηματικές οφειλές.

Νομικό ζήτημα:

Το άρθρο 8 Α.Ν. 2097/1952 (το οποίο εφαρμόζεται και επί των Ο.Τ.Α.) ορίζει

ότι: «κατά του Δημοσίου δεν συγχωρείται εκτέλεσις δικαστικών αποφάσεων

επιδικαζουσών χρηματικάς οφειλάς ή δικαστικήν δαπάνην εις βάρος αυτού …». Υπό το

κράτος της προγενέστερης νομολογίας1, η διάταξη αυτή θεωρείτο παγίως σύμφωνη

με τη συνταγματική απαίτηση παροχής δικαστικής προστασίας στους πολίτες (άρθρο

20 παρ. 1 Σ). Υποστηριζόταν ότι η προστασία του 20 παρ. 1 Σ τελεί σε κάθε

περίπτωση υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, η δε απαγόρευση αναγκαστικής

εκτέλεσης κατά του Δημοσίου δεν κρινόταν αντίθετη για τους ίδιους λόγους ούτε

προς το άρθρο 6 ΕΣΔΑ2.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 Σ: «Καθένας έχει

δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει

σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.».

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τη διάταξη αντισυνταγματική, ως

αντιβαίνουσα σε μια σειρά από διατάξεις. Βασίσθηκε, ωστόσο, κυρίως στο Διεθνές

1 Βλ. λ.χ. ΑΠ 1309/95.2 Κ. Χ. Χρυσόγονος, Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου νπδδ υπό την ισχύ του άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, ΝοΒ 2003 σελ. 12 επ.

Page 2: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και δευτερευόντως στα

άρθρα 6 ΕΣΔΑ και 20 παρ. 1 Σ.

1) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 ΔΣΑΠΔ: «Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν

την υποχρέωση: … γ) να εγγυώνται την εκτέλεση κάθε απόφασης που αναγνωρίζει

δικαίωμα παρεχόμενο από το Σύμφωνο» (όπως είναι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το

οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 1).

Το Σύμφωνο επικυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 2462/97, λαμβάνοντας

έτσι υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 Σ), και απετέλεσε την αφορμή για τη

μεταστροφή της νομολογίας, πρώτα με αποφάσεις πολιτικών πρωτοδικείων (λ.χ.

ΜονΠρΘηβών 360/98), κατόπιν με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τέλος,

με την παρούσα του Αρείου Πάγου.

2) Η κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Σ, παροχή έννομης προστασίας γίνεται δεκτό ότι

πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας

εμπεριέχει δηλαδή κατά λογική αναγκαιότητα και την αναγκαστική εκτέλεση, όπως

περιλαμβάνει και την προσωρινή προστασία. Το δικαίωμα θα παρέμενε εικονικό,

χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, εάν η δικαστική απόφαση δεν μπορούσε να

εκτελεσθεί κατά του Δημοσίου3.

3) Το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν ορίζει ουσιαστικά κάτι διαφορετικό από το 20 παρ.

1 Σ. Η επίκλησή του γίνεται σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου

Πρωτοκόλλου για την κατοχύρωση των περιουσιακών δικαιωμάτων – το ανεκτέλεστο

κατά του Δημοσίου προσβάλλει την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του δανειστή

του Δημοσίου, ο οποίος στερείται κατ’ ουσίαν του περιουσιακού του δικαιώματος.

Σύμφωνα με την ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όλες οι προαναφερθείσες

διατάξεις «εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την

πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από το δικαστήριο, δηλαδή

το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα

απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της.»

4) Επιπλέον, το νέο άρθρο 94 παρ. 4 Σ, επισφραγίζει τη συντελεσθείσα μεταστροφή

θεωρίας και νομολογίας, εφ’ όσον ορίζει ότι «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται

3 Στ. Σταματόπουλος, Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2000, σελ. 103 επ.

Page 3: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου …», ανεξάρτητα από την έκδοση του σχετικού

νόμου.

Άλλες σχετικές δικαστικές αποφάσεις:

Σχετικά με το ζήτημα της απαγόρευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του

Ελληνικού Δημοσίου (πριν από τη νομολογιακή και τελικώς συνταγματική επίλυσή

του) είχε αποφανθεί και το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδος του 1997.

Στην απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο του Στρασβούργου τόνισε ότι η μη εφαρμογή

από τη διοίκηση ακυρωτικών αποφάσεων του ΣτΕ συνιστά παραβίαση του

δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

Συγκεκριμένα, εκρίθη ότι «… η εκτέλεση απόφασης που έχει εκδοθεί από

οποιοδήποτε δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκης κατά την

έννοια του άρθρου 6» (σκέψη 40), καθώς και ότι «εάν η διοίκηση αρνείται ή

παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων που την αφορούν, οι

εγγυήσεις του άρθρου 6 από τις οποίες ευνοείται ο διοικούμενος κατά τη δικαστική

φάση της διαδικασίας θα έχαναν κάθε λόγο ύπαρξης.» (σκέψη 41) και κατέληξε στο

συμπέρασμα ότι η μη εκτέλεση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στερεί το άρθρο 6

από κάθε χρήσιμο αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό συνιστά παράβασή του.

Όσον αφορά τα ελληνικά δικαστήρια, το Ελεγκτικό Συνέδριο στα Πρακτικά

14ης συνεδρίασης (25-5-98) έκρινε ότι, μετά την έναρξη ισχύος του ΔΣΑΠΔ, έπαψε η

ισχύς του άρθρου 8 Ν. 2097/52, ενώ η 10η Γενική Συνέλευση (24-2-1999) έκρινε το

ίδιο, κάνοντας αναφορά στα άρθρα 20§1 Σ, 6 ΕΣΔΑ, 1 πρόσθ. Πρωτ., 2§3 και 14§1

ΔΣΑΠΔ4.

Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου γίνεται δεκτό ότι μπορεί να

εφαρμοσθεί με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Δεν είναι

επιτρεπτή η κατάσχεση χρημάτων από τα δημόσια ταμεία. Η ΑΚ 966 ορίζει ποια

είναι τα πράγματα εκτός συναλλαγής, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και τα

προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών. Ως

δημόσια περιουσία ορίζονται τα πράγματα που είναι προορισμένα για την άμεση

εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος5.

4 Βλ. λεπτομερέστερα Στ. Σταματόπουλο, ό.π., σελ. 163 επ.5 Κ. Χ. Χρυσόγονος, ό.π.

Page 4: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Συμπέρασμα:

Επομένως, κατά την κρίση του Αρείου Πάγου, η διάταξη του άρθρου 8 Α.Ν.

2097/52 θεωρείται καταργηθείσα και δεν εφαρμόζεται πλέον, ιδίως μετά και τη

συνταγματική αναθεώρηση και το νέο άρθρο 94 παρ. 4 Σ, άρα είναι δυνατή η

αναγκαστική εκτέλεση και κατά του Δημοσίου, των νπδδ και των Ο.Τ.Α.

Ολ ΣτΕ 2808/2002

Αναστολή προθεσμιών υπέρ του Δημοσίου

Ιστορικό:

Η εν λόγω υπόθεση αφορά την αίτηση ακυρώσεως ενός σωματείου κατά μιας

πράξης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Το Ε´ Τμήμα του ΣτΕ παρέπεμψε την υπόθεση

στην Ολομέλεια του Συμβουλίου, προκειμένου να κρίνει επί του ανακύψαντος

ζητήματος εάν η αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα ή όχι, δεδομένου ότι ο νόμος

προβλέπει αναστολή της προθεσμίας άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατά τη

διάρκεια των δικαστικών διακοπών μεταξύ του δημοσίου και των ιδιωτών.

Νομικό ζήτημα:

α) Το προνόμιο του Δημοσίου:

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, σε όλες τις

δίκες του Δημοσίου, δεν τρέχει καμία προθεσμία εις βάρος του κατά τη διάρκεια των

δικαστικών διακοπών – από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου («Εις πάσας τας δίκας του

Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών

προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου, ούτε δια την υπό τούτου ως τρίτου άσκησιν

δηλώσεων, ούτε δια την έγερσιν αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων, ούτε

τέλος δια την άσκησιν οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέτασιν μαρτύρων, πάσα δε

τοιαύτη προθεσμία, αρξαμένη προ των διακοπών, ως και η εξέτασις των μαρτύρων

αναστέλλονται κατά την διάρκειαν των διακοπών»). Η ρύθμιση αυτή ίσχυε αρχικά

μόνο στις πολιτικές δίκες, αλλά με το άρθρο 22 παρ. 4 Ν. 1868/89 επεκτάθηκε και

Page 5: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

στα ενώπιον του ΣτΕ (καθώς και ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των

τακτικών διοικητικών δικαστηρίων) ασκούμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα.

Επιπλέον, το άρθρο 4 Ν. 2479/97 ορίζει ότι «Οι προθεσμίες για την άσκηση

των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από της 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η

ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών

τοπικής αυτοδιοίκησης».

Εκτός από το Δημόσιο, η αναστολή των προθεσμιών επεκτάθηκε με

μεταγενέστερους νόμους και ως προς τους Ο.Τ.Α. και τα διάφορα νομικά πρόσωπα

δημοσίου δικαίου.

β) Ιδίως η αρχή της δικονομικής ισότητας:

Οι προαναφερόμενες διατάξεις δημιούργησαν προβληματισμό για το κατά

πόσο συμβιβάζονται με την απαίτηση του άρθρου 20 παρ. 1 Σ για παροχή δικαστικής

προστασίας και την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 4 παρ. 1 Σ.

Υποστηρίχθηκε ότι το ευεργέτημα που απονέμει ο νομοθέτης στο Δημόσιο αποτελεί

παραβίαση πρωτίστως της αρχής της δικονομικής ισότητας, η οποία απορρέει από τη

γενική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Σ6. Με βάση αυτήν, επιβάλλεται η ίση

μεταχείριση των διαδίκων από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους άσκησης

του δικαιώματος παροχής ένδικης προστασίας, με αποτέλεσμα νόμοι που θεσπίζουν

ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ ενός διαδίκου, έτσι ώστε αυτός να τίθεται σε

πλεονεκτικότερη θέση έναντι του αντιδίκου του, να είναι αντισυνταγματικοί.

Η παλαιότερη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων7 είχε κρίνει ότι η

αναστολή προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, τουλάχιστον για

το Δημόσιο με τη στενή έννοια – και όχι για τους Ο.Τ.Α. και τα νπδδ – δεν αντίκειται

στο άρθρο 4 παρ. 1 Σ, γιατί η διαφοροποίηση δικαιολογείται λόγω της ιδιάζουσας

θέσης και οργάνωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου και της απουσίας σε διακοπές

του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

γ) Η κρίση του Δικαστηρίου:

Η Ολομέλεια του ΣτΕ εξέτασε τη συνταγματικότητα των υπό κρίση

διατάξεων και διαπίστωσε ότι με αυτές διαφοροποιείται εις βάρος των διαδίκων που 6 Ν. Χατζητζανής, Ερμηνεία κατ’ άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2002, σελ. 410.7 Βλ. π.χ. Ολ ΣτΕ 1386/1994, όπου όμως και σημαντική μειοψηφία.

Page 6: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

είναι ιδιώτες η προθεσμία άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Ως εκ τούτου, είναι

ανίσχυρες ως αντικείμενες στην προαναφερόμενη αρχή της δικονομικής ισότητας των

διαδίκων.

Ως λύση, κρίθηκε ενδεδειγμένη η επέκταση του δικονομικού προνομίου και

υπέρ των ιδιωτών διαδίκων, οι οποίοι, για λόγους ίσης μεταχείρισης, πρέπει να

απολαμβάνουν εξίσου της αναστολής προθεσμιών καθ’ όλη τη διάρκεια των

δικαστικών διακοπών. Κατά τη γνώμη, ωστόσο, πέντε δικαστών, το ανωτέρω

εξαιρετικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου δεν πρέπει να επεκταθεί, αλλά αντιθέτως,

εφ’ όσον κριθεί ανίσχυρο το β´ εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 Ν. 2479/97, να ισχύει

για όλους η θεσπιζόμενη στο α´ εδάφιο αναστολή των προθεσμιών από 1 έως 31

Αυγούστου.

δ) Η σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ:

Μέρος της επιχειρηματολογίας της σχολιαζόμενης απόφασης απετέλεσε μια

σχετική επί του ζητήματος απόφαση του ΕΔΔΑ. Το ΕΔΔΑ είχε πράγματι επιληφθεί

του θέματος ήδη το 2001 με την ευκαιρία της εξέτασης της προσφυγής της Φούλας

Πλατάκου κατά της Ελλάδας. Η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε παραβίαση του άρθρου

6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, μεταξύ άλλων και εξ αιτίας της προβλεπόμενης από το νόμο

αναστολής των προθεσμιών υπέρ του ελληνικού Δημοσίου κατά τη διάρκεια των

δικαστικών διακοπών.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία

απορρέει από την αρχή της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1, και συνίσταται στην

υποχρέωση του νομοθέτη να παρέχει σε κάθε διάδικο τη δυνατότητα να προβάλλει

τους ισχυρισμούς του υπό συνθήκες που δεν τον τοποθετούν σε μειονεκτική θέση σε

σχέση με τον αντίδικο. Εν προκειμένω, εάν η προσφεύγουσα απολάμβανε – εξ ίσου

με το Δημόσιο – της αναστολής των προθεσμιών, η αίτησή της ενώπιον του Εφετείου

Ναυπλίου δεν θα είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι η

προσφεύγουσα είχε αδικαιολόγητα βρεθεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση προς το

Δημόσιο, γεγονός που αποτελεί όντως παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

Συμπέρασμα:

Μετά την αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας της επίδικης ρύθμισης,

σταθερά πλέον τα ελληνικά δικαστήρια αναγνωρίζουν και υπέρ των ιδιωτών διαδίκων

Page 7: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

την αναστολή των προθεσμιών άσκησης ενδίκων βοηθημάτων κατά τη διάρκεια των

δικαστικών διακοπών.

ΕφΑθ 5799/2001

Κήρυξη απεργίας απαγορευμένης ως καταχρηστικής

Ιστορικό:

Η υπόθεση αφορά απεργία που κήρυξαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των

υπαλλήλων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, την οποία η Διοίκηση της εταιρίας

προσέβαλε ενώπιον των δικαστηρίων ως καταχρηστική. Οι απεργοί είχαν τηρήσει

όλες τις νόμιμες διατυπώσεις πριν από την κήρυξη της απεργίας – γνωστοποίηση των

αιτημάτων, πρόσκληση σε δημόσιο διάλογο με τον εργοδότη, διάθεση προσωπικού

ασφαλείας.

Νομικό ζήτημα:

α) Δικαίωμα απεργίας

Το άρθρο 23 παρ. 2 Σ ορίζει: «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από

τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των

οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.». Το δικαίωμα

της απεργίας εντάσσεται στα συνταγματικά δικαιώματα τα συναφή με τη

συνδικαλιστική ελευθερία. είναι μεν και ατομικό δικαίωμα του κάθε εργαζομένου,

ασκείται όμως συλλογικά, από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις8.

Ο Ν. 1264/82, όπως έχει τροποποιηθεί, περιέχει ειδική πρόβλεψη για τις επιχειρήσεις

δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική

σημασία για την εξυπηρέτηση ζωτικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, όπως οι

επιχειρήσεις μεταφοράς προσώπων και αγαθών (άρθρο 19 παρ. 2 περ. ε) και ειδικά η

πολιτική αεροπορία (άρθρο 19 παρ. 2 περ. θ).

β) Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος:

8 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β´, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1991, σελ. 1171 επ.

Page 8: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Το όριο της χρηστής άσκησης του δικαιώματος της απεργίας προκύπτει από

τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 Σ, κατά το οποίο «η καταχρηστική άσκηση

δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Ωστόσο, το δικαίωμα της απεργίας έχει και διάσταση

ιδιωτικού δικαίου, αφού, σύμφωνα με τη διατύπωση της απόφασης, «η άσκησή του

εντάσσεται στα πλαίσια έννομων σχέσεων – συμβάσεων εργασίας του ιδιωτικού

δικαίου», επομένως έχει ως προς αυτό εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ,

εφαρμοζόμενη υπό το φως του άρθρου 25 παρ. 3 Σ. Ως εκ τούτου, μια απεργία είναι

καταχρηστική, όταν ασκείται εναντίον της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του

οικονομικού και κοινωνικού σκοπού της.

Το ζητούμενο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι η εξεύρεση και η

εφαρμογή κριτηρίων, προκειμένου να κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ο

καταχρηστικός ή μη χαρακτήρας της απεργίας. Χρησιμοποιείται εν προκειμένω η

στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, το μέγεθος

της επίπτωσης των ζημιογόνων συνθηκών στο κοινωνικό σύνολο ή την εθνική

οικονομία, η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και της

αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών9.

Πέραν αυτών, άλλα – ενδεικτικά – κριτήρια που προκύπτουν από την αρχή

της καλής πίστης είναι ο τρόπος διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων πριν από την

έναρξη της απεργίας, το είδος των αιτημάτων, η διάρκεια της απεργίας και άλλα10.

γ) Η κρίση του Δικαστηρίου:

Το Δικαστήριο εξέτασε τα αιτήματα που προέβαλαν οι συνδικαλιστικές

οργανώσεις. Αυτά ήταν η πρόσληψη προσωπικού και η διατήρηση της Τεχνικής

Βάσης «και όχι το ξεπούλημά της».

Απεδείχθη ότι, ως προς το πρώτο των αιτημάτων, η εκκαλούσα εταιρία είχε

εξαντλήσει τις δικές της δυνατότητες ενεργειών, αποστέλλοντας εγκαίρως στον

αρμόδιο Υπουργό έγγραφο για την έγκριση προσλήψεων. Εν όψει βεβαίως της

ιδιωτικοποίησης της εταιρίας, θεωρείται σκόπιμη η μη επιβάρυνσή της με επιπλέον

προσωπικό. αυτή η επιλογή, ωστόσο, ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο και όχι στην

εκκαλούσα.

9 Γ. Λεβέντης, Η καταχρηστική απεργία κατά το Σύνταγμα και το κοινό δίκαιο, ΝοΒ 32, σελ. 236 επ.10 Αλ. Καρακατσάνης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1992, σελ. 248 επ.

Page 9: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Ως προς δε την κριτική περί ξεπουλήματος της Τεχνικής Βάσης, αυτή κρίθηκε

αόριστη και αντιφατική, δεδομένου ότι ο νέος αγοραστής της εταιρίας δεν έχει ακόμα

βρεθεί, ώστε να είναι γνωστό εάν σκοπεύει ή όχι να καταργήσει την Τεχνική Βάση.

Κατά το Δικαστήριο προκύπτει ότι η απεργία έχει και πολιτικό χαρακτήρα, ως

εκφράζουσα την αντίθεση των σωματείων προς την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής,

στη ματαίωση της οποίας αποσκοπεί.

Εξάλλου, η εν λόγω απεργία προκάλεσε κατά το Δικαστήριο «πολύ μεγάλη

κοινωνική αναστάτωση», «ανυπολόγιστη ταλαιπωρία στο επιβατικό κοινό», «μείωση

του κύρους, της φήμης και της αξιοπιστίας της». Οι ζημιογόνες αυτές συνέπειες είναι

δυσανάλογες προς την επικαλούμενη από τους απεργούς κάλυψη εργασιακών

αναγκών.

Συμπέρασμα:

Το Δικαστήριο έκρινε την επίδικη απεργία καταχρηστική, χρησιμοποιώντας

δύο κριτήρια. Εν πρώτοις, από τα προβαλλόμενα αιτήματα διαφαίνεται ότι σκοπός

της είναι να κάμψει τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, ώστε να αναιρέσουν την

πολιτική τους και να αποτραπεί η ιδιωτικοποίηση της εταιρίας, ενώ αυτή η επιλογή

ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του μοναδικού μετόχου αυτής, του ελληνικού

Δημοσίου. Κατά δεύτερον, χρησιμοποιείται το κριτήριο της αναλογικότητας: από τη

στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων και του μεγέθους των προκαλούμενων

ζημιών προκύπτει ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της

εταιρίας, του κοινωνικού συνόλου και της εθνικής οικονομίαςαπό τη μια πλευρά και

της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών από την άλλη.

Καρολίνα του Αννόβερου κατά Γερμανίας

Ιδιωτική ζωή και ελευθερία του τύπου

Ιστορικό:

Η πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990,

προσέφυγε πολλές φορές στη γερμανική δικαιοσύνη για να επιτύχει την απαγόρευση

δημοσίευσης φωτογραφιών της σε διάφορα γερμανικά περιοδικά. Το ιστορικό της

Page 10: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

υπόθεσης περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό φωτογραφιών που απεικονίζουν την

προσφεύγουσα λ.χ. ενώ γευματίζει στο εστιατόριο, στις διακοπές της στο Μόντε-

Κάρλο, ενώ ψωνίζει κλπ, οι οποίες συνοδεύονταν από σχετικά άρθρα.

Η προσφεύγουσα δεν δικαιώθηκε από τα γερμανικά δικαστήρια, τα οποία

επικαλέσθηκαν την ελευθερία του τύπου που προστατεύει του δημοσιογράφους κατά

την άσκηση του επαγγέλματός τους.

Νομικό ζήτημα:

Το άρθρο 8 ΕΣΔΑ επιβάλλει το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής

ζωής. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 αυτού «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο

σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας και της

αλληλογραφίας του.»

Το δικαίωμα ιδιωτικού βίου περιλαμβάνει κατά το Δικαστήριο και το

δικαίωμα στην εικόνα (υπόθεση Schussel κατά Αυστρίας). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ έχει

και σε προηγούμενες αποφάσεις του δεχθεί ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής είναι

ευρεία και καλύπτει και το δικαίωμα δημιουργίας και ανάπτυξης σχέσεων με άλλους

ανθρώπους ακόμα και σε δημόσιους χώρους, όπως είναι φερ’ ειπείν ο εργασιακός

χώρος (βλ. υποθέσεις Cosey κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Niemietz κατά Γερμανίας)11.

Επομένως, οι επίδικες φωτογραφίες αφορούν την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας

και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 ΕΣΔΑ.

α) «Δημόσια πρόσωπα»:

Το γερμανικό δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι, κατ’ εξαίρεσιν από τη γενική

προστασία της ιδιωτικής ζωής και εν όψει της άσκησης της ελευθερίας του τύπου από

τους δημοσιογράφους και φωτογράφους, επειδή η προσφεύγουσα είναι πρόσωπο

«απόλυτης επικαιρότητας» προστατεύεται μόνο εντός της κατοικίας της και σε

απομονωμένους χώρους, όπου δεν μπορεί να έχει πρόσβαση το κοινό.

Σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων,

γίνεται γενικά δεκτό ότι κανείς οφείλει να ανέχεται τις επεμβάσεις στην ιδιωτική του

ζωή οι οποίες δικαιολογούνται από τον τρόπο ζωής που ο ίδιος έχει επιλέξει. Αυτό

ισχύει κατ’ εξοχήν για τα πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή δημόσια

11 Εμμ. Ρούκουνας, Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1995, σελ. 168 επ.

Page 11: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

εξουσία ή που συμμετέχουν γενικά στην πολιτική ζωή. Αυτά είναι δημόσια πρόσωπα

με τη στενή έννοια του όρου. Πέραν αυτών, διακρίνουμε επίσης πρόσωπα «απόλυτης

επικαιρότητας», τα οποία λόγω της προβεβλημένης δράσης τους στην κοινωνική ζωή

προκαλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, φερ’ ειπείν καλλιτέχνες ή

επιχειρηματίες (στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και προσφεύγουσα), και πρόσωπα

«σχετικής επικαιρότητας», τα οποία απασχολούν το κοινό εν όψει ενός έκτακτου και

εξαιρετικού γεγονότος, για παράδειγμα ο μάρτυρας ενός εγκλήματος12.

β) Σύγκρουση ελευθεριών:

Κατά το Δικαστήριο, υπάρχει πράγματι εδώ σύγκρουση της ελευθερίας του

τύπου (άρθρο 10) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8), με αποτέλεσμα

να είναι επιβεβλημένη η (ad hoc) στάθμιση μεταξύ των δύο με βάση ένα κριτήριο που

θα διαμορφώσει το Δικαστήριο.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΣΔΑ «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην

ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης, καθώς και

την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την επέμβαση

δημοσίων αρχών … .» Η παράγραφος 2, ωστόσο, προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής

περιορισμών στην ελευθερία αυτή, μεταξύ άλλων και για την προστασία «της

υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων».

Τα Δικαστήριο τονίζει κατ’ αρχήν ότι η ελευθερία του τύπου, η οποία

περιλαμβάνει τη διάδοση ιδεών σχετικά με θέματα γενικού ενδιαφέροντος, αποτελεί

θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αναγνωρίζει ότι ιδίως για τα πολιτικά

πρόσωπα, το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού είναι έντονο, κατά κύριο λόγο

όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν είναι

δημόσιο πρόσωπο εν στενή εννοία, γιατί δεν ασκεί κανένα δημόσιο λειτούργημα στο

πριγκιπάτο του Μονακό.

Σημαντικό είναι για την κρίση του Δικαστηρίου στην προκείμενη υπόθεση και

το ότι οι φωτογραφίες ελήφθησαν χωρίς τη συγκατάθεσή της προσφεύγουσας, κρυφά

και από απόσταση με ειδικούς φακούς, υπό συνθήκες κυνηγητού.

Συμπέρασμα:

12 Κ. Μαυριάς, Το συνταγματικό δικαίωμα του ιδιωτικού βίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1982, σελ. 98.

Page 12: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Στην απόφασή του, το ΕΔΔΑ έθεσε ως κριτήριο για τη στάθμιση μεταξύ των

δύο δικαιωμάτων το εάν η δημοσίευση φωτογραφιών ενός προσώπου της

«επικαιρότητας», όπως η πριγκίπισσα Καρολίνα, ανταποκρίνεται σε ένα

δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού να γνωρίζει πτυχές της ιδιωτικής της ζωής.

Η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού καταλήγει να επιτρέπει την «είσοδο» στην

ιδιωτική ζωή ενός δημοσίου προσώπου μέσω δημοσιευμάτων και φωτογραφιών στον

τύπο, εφ’ όσον οι πληροφορίες που μεταδίδονται αφορούν το δημόσιο διάλογο για

ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος. Εν προκειμένω ωστόσο κρίθηκε ότι α) η

προσφεύγουσα δεν ασκεί δημόσια καθήκοντα, άρα δεν είναι δημόσιο πρόσωπο εν

στενή εννοία, και β) οι φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν αφορούν λεπτομέρειες της

ιδιωτικής της ζωής. Για τη γνώση αυτών των ιδιωτικών λεπτομερειών, δεν υφίσταται

δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού, παρά το γεγονός ότι οι φωτογραφίες

ελήφθησαν σε δημόσιους χώρους και παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι ένα

διάσημο πρόσωπο («malgré sa notorieté»).

Κοκκινάκης κατά Ελλάδος

Θρησκευτική ελευθερία και προσηλυτισμός

Ιστορικό:

Ο προσφεύγων, Μίνως Κοκκινάκης, το 1986, καταδικάσθηκε από το Τριμελές

Πλημμελειοδικείο Λασιθίου σε φυλάκιση βάσει του άρθρου 4 του Ν. 1363/38, το

οποίο θεσπίζει ως έγκλημα τον προσηλυτισμό. Η ενοχή του επιβεβαιώθηκε στο

Εφετείο και στον Άρειο Πάγο, με αποτέλεσμα να προσφύγει στο Δικαστήριο του

Στρασβούργου, όπου στις 25 Μαΐου 1993 εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση.

Νομικό ζήτημα:

α) Θρησκευτική ελευθερία:

Στην υπόθεση Κοκκινάκη, κεντρική έννοια είναι η θρησκευτική ελευθερία, η

οποία είναι ιστορικά ο πρόδρομος όλων των ατομικών δικαιωμάτων. Η έννοια

σημαίνει την αντίληψη περί θείου, καθώς και την αρνητική ή εχθρική στάση απέναντι

στη θρησκεία.

Page 13: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Το άρθρο 9 ΕΣΔΑ ορίζει ότι «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία

σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία

αλλαγής θρησκείας και πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης της

θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, …».

Γίνεται η διάκριση μεταξύ forum internum και forum externum του δικαιώματος,

δηλαδή διάκριση μεταξύ του ενδιάθετου φρονήματος και της εκδήλωσής του. και οι

δύο όψεις του δικαιώματος προστατεύονται από τη διάταξη. Οι περιορισμοί της

θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 9 παρ. 2 αφορούν μόνο το forum externum,

το δικαίωμα στην έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Πρέπει δε να

προβλέπονται από νόμο, να εξυπηρετούν κάποιον από τους αναφερόμενους νόμιμους

σκοπούς και να είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία13.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο απασχόλησε το δικαίωμα της

διάδοσης και της διδασκαλίας (enseignement). Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την

άσκηση ενός άλλου δικαιώματος, αυτού της αλλαγής θρησκείας, που κατοχυρώνεται

ρητά στην ΕΣΔΑ.

β) Προσηλυτισμός:

Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται από το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος. Η

εξειδίκευση της συνταγματικής απαγόρευσης έγινε με τον Α.Ν. 1363/38, όπως

τροποποιήθηκε με τον 1672/39.

Με βάση την ιδιαιτέρως περιγραφική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Α.Ν.

1363/38, «Προσηλυτισμός είναι πάσα δια βίας ή αθεμίτων μέσων ή δια παροχών ή δι’

υποσχέσεων περί χρηματικών ή άλλης φύσεως παροχών, δια μέσων και υποσχέσεων

απατηλών, δι’ επιδαψιλεύσεως ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια καταχρήσεως της

απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης ή της πνευματικής

κουφότητος και εν γένει η καθ’ οιονδήποτε τρόπον άμεσος ή έμμεσος επιτυγχάνουσα ή

μη προσπάθεια ή απόπειρα προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν

ετεροδόξων ανηλίκων ή ενηλίκων επί σκοπώ συνειδητής ή ασυνειδήτου μεταβολής του

περιεχομένου της θρησκευτικής αυτών συνειδήσεως …». Προσηλυτίζων ή

προσηλυτιζόμενος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Προσηλυτισμός χωρεί ακόμα και

κατά ανηλίκων τέκνων από τον γονέα, όπως έχουν δεχθεί πολλές φορές τα ελληνικά

δικαστήρια. Το έγκλημα είναι σκοπού, όπου σκοπός «η μεταβολή του περιεχομένου

13 Εμμ. Ρούκουνας, Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1995, σελ. 179 επ.

Page 14: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

της θρησκευτικής συνείδησης». τιμωρείται δε η απόπειρα, «επιτυγχάνουσα ή μη», δεν

απαιτείται δηλαδή επίτευξη του στόχου14. Οι διατάξεις περί προσηλυτισμού έχουν

δημιουργήσει σοβαρό και πολύπλευρο προβληματισμό στην ελληνική θεωρία, τόσο

ως προς την ισχύ, όσο και ως προς τη συνταγματικότητά τους.

γ) Η κρίση του ΕΔΔΑ:

Το Δικαστήριο εξέτασε εάν ο ελληνικός νόμος 1363/38 θεσπίζει έναν

δικαιολογημένο περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 9 ΕΣΔΑ.

Εξέτασε κατ’ αρχάς εάν είναι προβλεπόμενος από νόμο – και μάλιστα σαφή

και προσιτό. Δεν βρήκε μεν τον νόμο απολύτως ακριβή, έκρινε όμως ότι η πάγια και

προσιτή νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων καλύπτει τα κενά, ώστε να

πληρούται το τεκμήριο της νομιμότητας. Στη συνέχεια, έκρινε ότι ο περιορισμός

προσβλέπει σε έναν νόμιμο σκοπό γιατί σκοπός της απαγόρευσης του προσηλυτισμού

είναι η προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των υπολοίπων πολιτών. Τέλος,

σχετικά με το αν είναι και αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, τόνισε ότι τα

κράτη έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως εν προκειμένω. Ως κριτήριο πάντως

χρησιμοποιείται η επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας του

προσφεύγοντος και των δικαιωμάτων των άλλων. Το Δικαστήριο βασίζει τον

συλλογισμό του στη διάκριση μεταξύ χριστιανικής μαρτυρίας και καταχρηστικού

προσηλυτισμού και καταλήγει ότι ο Α.Ν. 1363/38 σέβεται αυτή τη διάκριση και

σκοπεί στην αντιμετώπιση του «καταχρηστικού προσηλυτισμού» (“prosélytisme

abusif”).

Ωστόσο, κρίνεται εν τέλει (σκέψη 49) ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση

υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9, λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας των ελληνικών

αποφάσεων, οι οποίες αρκέσθηκαν στην αναπαραγωγή του νόμου, χωρίς να

προσδιορίσουν τα καταχρηστικά μέσα που μεταχειρίσθηκε ο κατηγορούμενος.

Οι συνήγοροι του Κοκκινάκη πρότειναν επίσης την αντίθεση του νόμου προς

το άρθρο 7 ΕΣΔΑ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων

και των ποινών. Υποστήριξαν ότι ο νόμος δεν μπορεί να θεωρηθεί lex certa, εξ αιτίας

της ασάφειάς του. Η πλειοψηφία των δικαστών δεν συμμερίσθηκε αυτή την άποψη. οι

αιτιάσεις για το ζήτημα της σαφήνειας δεν εξετάσθηκαν, αντιθέτως έγινε αναγωγή

στην ερμηνεία του νόμου από τα δικαστήρια. Τέλος, ανεξέταστη έμεινε και η 14 Αν. Μαρίνος, Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα, ΕλλΔ 1984, σελ. 4 επ.

Page 15: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

επίκληση της παραβίασης του άρθρου 10 ΕΣΔΑ περί ελευθερίας της έκφρασης, που

είχε προταθεί επικουρικώς, γιατί κρίθηκε ότι αρκούσε εν προκειμένω η

προβληματική του άρθρου 9.

Σημειωτέον ότι από τα εννέα μέλη του Δικαστηρίου, τα έξι εξέφρασαν

αποκλίνουσες γνώμες.

Συμπέρασμα:

Το σκεπτικό της απόφασης βασίστηκε στην διάκριση του

προσηλυτισμού σε θεμιτό και αθέμιτο. Παρατηρείται ότι τo ΕΔΔΑ δέχθηκε την

παραβίαση του άρθρου 9, το έπραξε, όμως, με τον πιο ανώδυνο τρόπο, χωρίς να θίξει

την ουσία του προβλήματος, αποδίδοντας το σφάλμα στην αιτιολογία του Αρείου

Πάγου. Γενικά το Δικαστήριο αποφεύγει να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο του όρου

θρησκεία και να τον καταστήσει αυτόνομη έννοια, γιατί, όπως έχει τονίσει(υπόθεση

Darbyκατά Σουηδίας), δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ενιαία έννοια ούτε για τη

θρησκεία, ούτε για την ηθική15. Γενικοί ευρωπαϊκοί κανόνες δεν μπορούν να τεθούν

επί των θεμάτων αυτών, επομένως, τα κράτη έχουν εδώ ευρύτατο περιθώριο

εκτίμησης.

ΟλΑΠ 11/1993

Το λεξικό Μπαμπινιώτη

Ιστορικό:

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επελήφθη της υπόθεσης του λεξικού που

εξέδωσε ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Μπαμπινιώτης, κατόπιν αίτησης

αναιρέσεως υπέρ του νόμου εκ μέρους του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου κατά της

απόφασης λήψης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης.

Το επίδικο λεξικό στο λήμμα «Βούλγαρος» ανέφερε και την έννοια «(κατχρ. υβριστ.)

οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσ/νίκης». Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε

15 J.-F. Flauss, Actualité de la Convention européenne des droits de l’ homme, AJDA 1994, σελ. 30 επ.

Page 16: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

διατάξει την απάλειψη του λήμματος αυτού με την ως άνω σημασία από όσα

αντίτυπα δεν είχαν ακόμα διατεθεί και από κάθε μελλοντική έκδοση του λεξικού.

Νομικό ζήτημα:

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 Σ: «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η

διδασκαλία είναι ελεύθερες. η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του

Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν

από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.».

Από την ως άνω καθιερούμενη επιστημονική ελευθερία απορρέουν κατά τη

θεωρία το δικαίωμα του επιστήμονα να αποκρούει επεμβάσεις στο επιστημονικό του

έργο, καθώς και η αυτονομία ενός χώρου – μη δεκτικού νομοθετικής ρύθμισης –

προσωπικής δραστηριότητας του επιστήμονα. Επιπλέον, η ελευθερία της επιστήμης

και της έρευνας κατοχυρώνονται και ως θεσμική εγγύηση, κατά το δεύτερο εδάφιο

της συνταγματικής διάταξης. Ως μόνο όριο της ελευθερίας τίθεται το καθήκον

υπακοής στο Σύνταγμα, το οποίο, κατά την κρατούσα και στην Ελλάδα γνώμη, δεν

αναφέρεται στην ανάγκη υπακοής σε κάθε συνταγματική διάταξη, αλλά στο καθήκον

μη υπονόμευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος με μέσο την επιστημονική

αυθεντία16.

α) Το σκεπτικό της απόφασης:

Στην απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου βασίζεται στις διατάξεις

των άρθρων 16 παρ. 1 και 14 παρ. 1, 2 Σ, κρίνοντας ότι η προστασία των εν λόγω

ελευθεριών «επειδή αποσκοπεί στη διαφύλαξη ύψιστων κοινωνικών αγαθών,

νομιμοποιεί και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας που τυχόν

ενυπάρχουν στην ενάσκησή τους». Ως όριο της επιστημονικής ελευθερίας θέτει την

προσβολή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση,

επομένως, κρίνει ότι δεν συντρέχει παράνομη προσβολή της προσωπικότητας των

αιτούντων, αφού η απλή αναφορά στο λεξικό της υβριστικής έννοιας της λέξης

«Βούλγαρος» δεν ενέχει απόδοση του χαρακτηρισμού από το συντάκτη . η προσβολή

δε της προσωπικότητας των αιτούντων δε θίγει κατ’ αντικειμενική κρίση την

ανθρώπινη αξία τους.16 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1991, σελ. 710 επ.

Page 17: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Όπως άλλωστε τονίζει η ειδικότερη γνώμη δεκαέξι μελών του Δικαστηρίου,

το έργο του λεξικογράφου συνίσταται ακριβώς στην καταγραφή των ποικίλων

χρήσεων των λέξεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος υιοθετεί το καταχρηστικό ή

υβριστικό περιεχόμενό τους. Πράγματι, ένα γλωσσικό λεξικό είναι αποτέλεσμα

(επιστημονικής) έρευνας της γλωσσικής συμπεριφοράς των μελών μια γλωσσικής

κοινότητας, κατά την οποία η διαπίστωση και η καταγραφή μιας χρήσης

καταχρηστικής ή υβριστικής δεν αξιολογεί ούτε προσβάλλει την τιμή τρίτων17. Οι

επιστημονικές θέσεις κρίνονται μόνο από την επιστημονική κοινότητα.

Σχετικά με τη δυνατότητα ή μη καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, το

Σύνταγμα ως γνωστόν ορίζει ότι «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν

επιτρέπεται» (άρθρο 25 παρ. 3). Ωστόσο, από τη φύση της η επιστημονική έρευνα

κατατείνει στην αναζήτηση της αλήθειας, ως εκ τούτου δεν έχει ούτε νομοθετικό,

ούτε κοινωνικό, ούτε οικονομικό σκοπό, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως

ασκούμενη καταχρηστικώς18.

β) Η άποψη της μειοψηφίας:

Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου διατυπώθηκε και αντίθετη προς τα

παραπάνω μειοψηφούσα γνώμη, από έντεκα μέλη του Δικαστηρίου. Κατά τη γνώμη

αυτή, η κατά το άρθρο 57 ΑΚ προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να αναφέρεται

σε οποιοδήποτε στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας του ανθρώπου, όπως είναι η

εθνική καταγωγή και η βάσει αυτής ένταξη σε συγκεκριμένη εθνότητα. Με την

έννοια αυτή, σωστά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η προσωπικότητα

των αιτούντων προσβλήθηκε παράνομα, εφ’ όσον «με την καταχώρηση αυτή (της

υβριστικής έννοιας του λήμματος «Βούλγαρος») επισημοποιείτο και νομιμοποιείτο

μια κατάσταση «περιθωριακή» πράγματι, για την οποία όμως παρεχόταν με την

καταχώρηση η πεπλανημένη εντύπωση, ότι νομίμως χρησιμοποιείτο η προσβλητική

λέξη». Περαιτέρω κατά την άποψη της μειοψηφίας, η επιστημονική ελευθερία του

άρθρου 16 παρ. 1 Σ συγκρούεται εν προκειμένω με άλλες συνταγματικές διατάξεις,

και συγκεκριμένα με τα άρθρα 2 παρ. 1 που αφορά την αξία του ανθρώπου και 5 παρ.

1 που αφορά την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, έναντι των οποίων δεν

έχει κανένα προβάδισμα, αντιθέτως μάλιστα πρέπει να υποχωρήσει.

17 Π. Γέμτος, Παρατηρήσεις στην ΜπρΘεσ 24742/98, ΔΙΚΗ 1999, σελ. 142 επ.18 Κ. Μπέης, Το δικαίωμα επιστημονικής ελευθερίας, ΔΙΚΗ 1999, σελ. 658 επ.

Page 18: Ολ ΑΠ 21/2001  · Web viewΑναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Ιστορικό: Στην απόφαση 21/2001, η Ολομέλεια του

Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι η καταχώρηση της κατά τα ανωτέρω

προσβλητικής χρήσης στο λεξικό δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ούτε

του άρθρου 2 παρ. 1 ούτε του άρθρου 5 παρ. 1, εφ’ όσον έχει καθαρά περιγραφικό –

και όχι αξιολογικό – χαρακτήρα. Επομένως, δεν τίθεται καν θέμα σύγκρουσης

ατομικών δικαιωμάτων19.

Συμπέρασμα:

Το Δικαστήριο, επί τη βάσει της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου του

άρθρου 14 παρ. 1, 2 Σ, αλλά κυρίως της ελευθερίας της επιστήμης και της έρευνας

του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, η οποία είναι ευρύτερη, έκρινε ότι το αντικείμενο και το

πόρισμα της επιστημονικής έρευνας, εν προκειμένω το γλωσσικό λεξικό, δεν μπορεί

να υπαχθεί στη δικαστική κρίση εφ’ όσον δεν περιέχει αξιολογήσεις ή

χαρακτηρισμούς, αλλά απλή καταγραφή της επιστημονικής αλήθειας. Ως όριο πάντως

της επιστημονικής ελευθερίας, το Δικαστήριο έθεσε την προστασία της αξίας του

ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ).

19 Κ. Μπέης, ό.π.